.
Ετυμολογία
ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω
Ρήμα
ακούω και ακούγω
* (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
* (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αυτί
Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
* (μεταβατικό) πληροφορούμαι
Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
* (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
-Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
* δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
Ακούστε με, σας παρακαλώ!
* (αρνητικά) δεν με ενδιαφέρει κάτι
Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
* υπακούω
Αυτό το παιδί δεν με ακούει πια καθόλου.
Συγγενικές λέξεις
* ακοή
* ακουστικός, ακουστική, ακουστικό
* παρακούω
* υπακούω
Μεταφράσεις
αίσθηση ακοής
* αγγλικά : hear (en)
* γαλλικά : écouter (fr)
* πολωνικά : słyszeć (pl)
παρακολούθηση λεγόμενων άλλων
* αγγλικά : listen (en)
* γαλλικά : entendre (fr)
* πολωνικά : słuchać (pl)
Μεταφράσεις που πρέπει να καταταγούν ανάλογα με την έννοιά τους:
ακούω
* γερμανικά : hören (de) , zuhören (de)
* εσπεράντο : aŭdi (eo)
* ισπανικά : oír (es) , escuchar (es)
* ολλανδικά : horen (nl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License