ART

 

.

Ετυμολογία

ακατάπαυστος < ελληνιστική κοινή < ἀ- στερητικό + καταπαύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


Επίθετο

ακατάπαυστος, -η, -ο και ακατάπαυτος

1. που εξακολουθεί χωρίς παύση


Συνώνυμα

* αδιάκοπος
* συνεχής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License