.
Ετυμολογία
αγκάθι < μεσαιωνικό ἀκάνθιν < αρχαίο ἀκάνθιον (grc) , υποκοριστικό του ἄκανθα (grc) < αρχαίο ἀκή (grc) , λεπτή άκρη
Ουσιαστικό
αγκάθι ουδέτερο
1. αιχμηρό και σκληρό όργανο των φυτών, που τα προστατεύει απο τους εχθρούς τους
2. (συνεκδοχικά) κάθε φυτό που έχει αγκάθια
3. το κόκαλο του σκελετού των ψαριών
4. το σπυρί
5. μεγάλη ενόχληση
Συγγενικές λέξεις
* αγκάθα
* αγκαθάκι
* αγκαθάρα
* αγκαθένιος
* αγκαθερός
* αγκάθινος
* αγκαθωτός
Σύνθετα
* αγκαθότοπος
Συνώνυμα
* αγκύλι
* κεντρί
* σπυρί
* ψαροκόκαλο
Δείτε επίσης
* ἀκή για περισσότερες συγγενικές λέξεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License