ART

 

.

Ετυμολογία

Αγιαστούρα < → Η ετυμολογία λείπει.

Ουσιαστικό

Αγιαστούρα θηλυκό

* μάτσο βασιλικού που χρησιμοποιείται από τον ιερέα για να ραντίσει με αγιασμό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αγιαστούρα αγιαστούρες
γενική αγιαστούρας
-
αιτιατική αγιαστούρα αγιαστούρες
κλητική αγιαστούρα αγιαστούρες

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License