.
Με τον διεθνή αγγλικό όρο gaslighting (προφ.: γκάσλαϊτιν) αποδίδεται η μέθοδος ψυχολογικής χειραγώγησης με την οποία ο θύτης προσπαθεί να σπείρει αμφιβολίες στο θύμα, έτσι ώστε να μην είναι βέβαιο για την ίδια του τη μνήμη, την αντίληψη και τη λογική. Χρησιμοποιώντας συνεχή άρνηση, παραπλάνηση, αντιφάσεις και ψεύδη, προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει το θύμα και να απαξιώσει τις πεποιθήσεις του.[1][2]
Τα περιστατικά ποικίλλουν, από την άρνηση του θύτη πως συνέβησαν ποτέ κάποια γεγονότα παρενόχλησης ή κατάχρησης, έως τη σκηνοθεσία αλλοπρόσαλλων γεγονότων από τον θύτη έτσι ώστε να αποπροσανατολίσει την προσοχή των θυμάτων του.
Ο όρος οφείλει την ονομασία του στο θεατρικό έργο του 1938 με τίτλο Gaslight του Πάτρικ Χάμιλτον και στις αντίστοιχες κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματος το 1940 και το 1944. Η αγγλική ονομασία του όρου βρίσκεται σε χρήση σε ψυχιατρικές κλινικές και ερευνητικές μελέτες,[3][4] καθώς και ως όρος πολιτικού σχολιασμού.[5][6]
Ιστορικό της ονομασίας
Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Τζόζεφ Κότεν σε στιγμιότυπο της ταινίας του 1944
Στο θεατρικό έργο με τίτλο Gaslight,[7] η υπόθεση αφορά την προσπάθεια ενός άντρα να πείσει τη σύζυγό του και τον στενό κύκλο τους πως είναι τρελή. Αυτό το κάνει με την παραποίηση και αλλαγή μικρών λεπτομερειών που αφορούν το περιβάλλον τους και κατόπιν με το να επιμένει πως αυτή κάνει λάθος όταν παρατηρεί τις αλλαγές, πως δεν θυμάται τα πράγματα καλά ή πως έχει παραισθήσεις όταν του αναφέρει τις αλλαγές αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, μια από αυτές τις μικρές αλλαγές στο περιβάλλον ήταν και το περιοδικό τρεμόπαιγμα στον φωτισμό του σπιτιού όπου το ζευγάρι διέμενε, το οποίο συνέβαινε όταν ο άντρας χρησιμοποιούσε τον αεριοφωτισμό στο επάνω διαμέρισμα και αφότου είχε διαπράξει φόνο έναντι μιας άλλης γυναίκας. Όταν η σύζυγός του τον ρωτά για το φαινόμενο του φωτισμού, ο άντρας απλώς το αρνείται λέγοντάς της ότι το φαντάστηκε.
Το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1940 και 1944 ως Gaslight (στην ελληνική γλώσσα η ταινία τού 1944 κυκλοφόρησε ως Εφιάλτης), ενώ παρόμοια κινηματογραφική μεταφορά υπήρξε και στην ταινία Το Κορίτσι του Τρένου το 2016.[8]
Ο σχετικός όρος χρησιμοποιούνταν ανεπίσημα από τη δεκαετία του 1960[9] για να περιγράψει τις προσπάθειες χειραγώγησης της πραγματικότητας μέσω της αμφισβήτησης της αντίληψης της πραγματικότητας στα θύματα της τεχνικής αυτής.[10]
Χρήση
Γενικά
Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται από τους κοινωνιοπαθείς[11] και ναρκισσιστές.[12] Οι κοινωνιοπαθείς συστηματικά υπερβαίνουν τα κοινωνικά ήθη, παραβιάζουν τους νόμους και εκμεταλλεύονται τους υπολοίπους, αλλά επίσης κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι είναι πειστικοί ψεύτες, μερικές φορές με σαγηνευτικό τρόπο και με διαρκή άρνηση πως έχουν κάνει κάτι κακό. Έτσι, βάσει αυτής της τακτικής, όσοι έχουν υποστεί κακοποίηση από αυτούς ενδεχομένως κατόπιν θα οδηγηθούν στο να αμφισβητήσουν την ίδια την αντίληψή τους.[11] Ο απώτατος στόχος του θύτη είναι να φέρει το θύμα του σε μια κατάσταση όπου θα αμφιβάλλει για την κάθε επιλογή του και τη διαύγειά του, κάνοντας το θύμα ακόμα περισσότερο εξαρτώμενο από τον θύτη. Μια τακτική η οποία υποβιβάζει ακόμα περισσότερο την αυτοεκτίμηση του θύματος είναι η περίπτωση όπου ο θύτης αρχικά αγνοεί την ανταπόκριση στο θύμα, κατόπιν ανταποκρίνεται, και μετά αγνοεί το θύμα και πάλι, έτσι ώστε το θύμα να ελαττώσει τις προσδοκίες του για το ενδιαφέρον των άλλων προς το ίδιο και να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανάξιο ενδιαφέροντος ή στοργής.[13]
Περιβάλλοντα
Για παράδειγμα, κάποιος σύζυγος ο οποίος προβαίνει σε φυσική κακοποίηση της συζύγου του, κατόπιν θα αμφισβητήσει ανοικτά πως υπήρξε ποτέ βίαιος,[4] ή σε περιπτώσεις συζυγικής απιστίας θα αρνείται κάτι τέτοιο παρά τα εμφανή σημάδια, κάτι το οποίο μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο θύμα.[14][15]
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να εμφανιστεί και στις σχέσεις μεταξύ γονέα-παιδιού, με οποιονδήποτε από τους γονείς, ή και τους δύο, όπου ο ένας λέει ψέματα στον άλλο με την επιδίωξη να υπονομεύσουν την αντίληψη των παιδιών.[14]
Επίσης στο σχολικό περιβάλλον,[16] όπου συνδυαζόμενο με άλλες μεθόδους φυσικής και ψυχολογικής βίας μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμες ψυχολογικές διαταραχές ή μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε κατάθλιψη ή αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας.[17]
Στο εργασιακό περιβάλλον, αυτό εκδηλώνεται με υπονόμευση των συναδέλφων με τρόπο που βλάπτει την επαγγελματική σταδιοδρομίατους.[18] Για παράδειγμα, το θύμα δεν συμπεριλαμβάνεται σε συζητήσεις, αποτελεί αντικείμενο κουτσομπολιού, ή του επιρρίπτονται συνεχώς ευθύνες ή αμφισβητείται έτσι ώστε να απαξιωθεί και να πληγεί η αξιοπιστία του. Ο θύτης θα επιδιώξει να κατευθύνει τη συζήτηση σε άλλα θέματα, τα οποία μπορούν να εκληφθούν ως σφάλματα του θύματος.[19] Η τεχνική αυτή είναι ιδιαίτερα καταστροφική όταν αυτός που την εφαρμόζει είναι άτομο σε θέση ευθύνης και διαθέτει εξουσία.[20]
Χαρακτηριστικά
Υπάρχουν δύο κύρια χαρακτηριστικά της τεχνικής, αυτή όπου ο θύτης επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων, σκέψεων ή πράξεων του θύματος, και αυτή όπου ο θύτης διακριτικά κακοποιεί ψυχολογικά το θύμα με χρήση εχθρικών, παρενοχλητικών ή πιεστικών μεθόδων.[21]
Κάποια από τα σημάδια ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι:
Απόκρυψη πληροφοριών από το θύμα.
Αντιπαράθεση με παράθεση πληροφοριών οι οποίες ταιριάζουν με την οπτική που επιδιώκει ο θύτης.
Απαξίωση των πληροφοριών που του παρουσιάζονται.
Προφορική κακοποίηση, συνήθως υπό τη μορφή αστεϊσμού.
Παρεμπόδιση και εκτροπή της προσοχής του χρήστη από εξωτερικές/τρίτες πηγές και συμμετοχές.
Μείωση της αξίας του θύματος.
Υπονόμευση του θύματος μέσω βαθμιαίας εξασθένησης των διαδικασιών σκέψης του.[22]
Έχει υποστηριχθεί πως στην πραγματικότητα μόνο το 1% των ανθρώπων που κάνουν χρήση της πρακτικής αυτής το κάνουν συνειδητά ώστε να βλάψουν το θύμα, ένα 20% το χρησιμοποιούν ως μηχανισμό άμυνας και χρησιμοποιούν την τεχνική αυτή ημι-συνειδητά, ενώ οι υπόλοιποι το κάνουν χωρίς συναίσθηση κατά περιόδους.[23]
Οι τρεις πλέον κοινές μέθοδοι της χειραγώγησης αυτής είναι:
Απόκρυψη: Ο θύτης αποκρύπτει πράγματα από το θύμα του για το ποιες ήταν οι πράξεις του. Αντί για την ύπαρξη αισθήματος ντροπής από τον θύτη, ο θύτης επιλέγει να κάνει το θύμα να αμφισβητεί τις πεποιθήσεις του σχετικά με την κατάσταση αλλά να επικεντρωθεί ώστε να κατηγορήσει τον εαυτό του.
Μετατροπή: Ο θύτης νιώθει την ανάγκη πως το θύμα του χρειάζεται κάποια αλλαγή, όπως για παράδειγμα ο τρόπος που ντύνεται ή τρώει, και θέλει να κάνει το θύμα να εμπίπτει στη δική του προτίμηση όπως τη φαντάζεται. Εάν το θύμα δεν ανταποκριθεί, ο θύτης θα προσπαθήσει να το πείσει πως δεν διαθέτει κάποια αξία.
Έλεγχος: Ο θύτης ενδέχεται να επιθυμεί τον πλήρη έλεγχο και να έχει εξουσία επί του θύματός του. Με τον τρόπο αυτό, ο θύτης θα προσπαθήσει να αποκόψει το θύμα του από τους υπόλοιπους φίλους και συγγενείς του έτσι ώστε να είναι μόνο ο θύτης αυτός ο οποίος έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις σκέψεις και πράξεις του θύματος, και παράλληλα αντλεί ευχαρίστηση γνωρίζοντας πως ελέγχει το θύμα πλήρως.[12]
Ψυχιατρική
Το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί μεταξύ ασθενών και προσωπικού σε ψυχιατρικές εγκαταστάσεις διαμονής ασθενών.[24]
Σύμφωνα με ψυχιατρικό άρθρο του 1981, έχει γίνει η υπόθεση πως για την τεχνική γίνεται χρήση της προβολής και της εμφύτευσης ψυχικών αντιθέσεων από τον θύτη στη σκέψη του θύματος.[25] Βάσει της θεώρησης αυτής, υπάρχουν πολλοί λόγοι που οδηγούν τα θύματα να τείνουν να υιοθετούν και να συμπεριλαμβάνουν τα εξωτερικά ερεθίσματα που οι άλλοι προβάλλουν προς αυτά, και πρόκειται για μια εξαιρετικά σύνθετα δομημένη διαμόρφωση η οποία συνδυάζει πληροφορίες από πολλά στοιχεία της ψυχικής σύστασης του θύματος.[25] Σύμφωνα με μελέτη του 1994, αυτό περιγράφεται και ως προβολική αναγνώριση (projective identification).[2]
Συγκεκριμένα, σχετικά με τις γυναίκες, η ικανότητα του θύματος να αντισταθεί στη χειραγώγηση εξαρτάται από την ικανότητά της να έχει εμπιστοσύνη στην ίδια της την κρίση. Η καθιέρωση εναλλακτικών διηγήσεων μπορεί να βοηθήσει το θύμα να επανακτήσει κανονικά επίπεδα ελεύθερης σκέψης και τρόπου δράσης.[26]
Σύμφωνα με επιπλέον περιγραφές,[27] τα πιο ευάλωτα άτομα είναι αυτά τα οποία είναι διανοητικά ασθενή, και όσοι τα παρατάν εύκολα απελπιζόμενοι, με την αντίσταση τους να είναι συνήθως ελάχιστη. Στις διαπροσωπικές σχέσεις, η χειραγώγηση και κατάχρηση της τιμιότητας και ειλικρίνειας του θύματος είναι το κύριο συστατικό της διαδικασίας του φαινομένου. Οι τεχνικές αυτές χρησιμοποιούνται επίσης από τους επαγγελματίες στον χώρο της ψυχικής υγείας έτσι ώστε να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά άλλων ατόμων, όπου πρώτα γίνεται προσπάθεια να πειστεί το άτομο πως η διαδικασία σκέψης του είναι λανθασμένη, και επακολούθως να πεισθεί πως οι ιδέες που του προτείνονται είναι οι σωστές και περιγράφουν την πραγματικότητα.[28]
Η κύρια επιδίωξη του θύτη είναι η στόχευση της διανοητικής ισορροπίας του θύματος, η αυτοπεποίθηση του, και η αυτοεκτίμηση του. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά επικίνδυνο τρόπο κακοποίησης καθώς υπονομεύει την ψυχική σταθερότητα του θύματος, το οποίο οδηγείται στην κατάθλιψη και αποσύρεται ενώ παράλληλα εξαρτάται ολοκληρωτικά από τον θύτη ως προς την αντίληψη του για το τι είναι πραγματικό και τι όχι.[29]
Πολιτική
Η πρώτη πολιτική χρήση του όρου έγινε σε σχέση με την προεδρία του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990,[5][30] όπου περιγράφηκε η χρήση της τεχνικής από τον Κλίντον έναντι του Νιούτ Γκίνγκριτς, Ρεπουμπλικανό του Κογκρέσου, όπου ο Κλίντον έκανε συνεχείς μικροπροσβολές προς αυτόν έτσι ώστε να τον κουράσει και εν τέλει να τον κάνει να αντιδράσει με τρόπο που έδινε την εντύπωση πως ήταν υστερικός.[30][31]Σε άλλες εκτιμήσεις σε σχέση με τη χρήση στις ΗΠΑ, ο όρος πρωτοεμφανίστηκε από τον Καρλ Ροβ, μεγαλοστέλεχος του τηλεοπτικού ενημερωτικού σταθμού Fox News σε συνεργασία με την οικογένεια Μπους και τον πολιτικό σύμβουλο Λη Ατουότερ, και πως η τεχνική στον πολιτικό χώρο δεν είναι παρά ο συνδυασμός των συγχρόνων μέσων επικοινωνίας, και τεχνικών προώθησης και διαφήμισης μαζί με παλαιότερες μεθόδους προπαγάνδας.[6]
Η τεχνική έχει αποδοθεί και στον τρόπο με τον οποίοι δραστηριοποιείται η Ρωσία στις διεθνείς σχέσεις, όπου κατά την περίοδο όπου εξελισσόταν η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία αποκόπτοντας την από την Ουκρανία, οι Ρώσοι αξιωματούχοι αρνούνταν διαρκώς πως υπήρχε η οποιαδήποτε παρουσία τους στην Κριμαία και εκμεταλλεύτηκαν την ύπαρξη καχυποψίας μεταξύ των διαφόρων πολιτικών ομάδων προς όφελος τους.[32]
Η προεκλογική περίοδος αλλά και η προεδρία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει επίσης περιγραφεί ως παράδειγμα gaslighting,[30][33][34][35][36] όπου παρά το ότι λεγόταν κάτι τη μια ημέρα, την αμέσως επόμενη ημέρα αυτό αρνούνταν κατηγορηματικά πως είχε ειπωθεί, ή υποστηρίζονταν πως είχε ειπωθεί με πολύ διαφορετικό τρόπο,[5] κατά την ίδια παράδοση που ξεκίνησε με τον Ρίτσαρντ Νίξον, επανεμφανίστηκε με τον Μπιλ Κλίντον, και εκτοξεύτηκε στα ύψη με τον Ντόναλντ Τραμπ.[37]
Φυλετική στόχευση
Στο πλαίσιο των ΗΠΑ, έχει υποστηριχτεί πως η τεχνική αυτή έχει συστηματοποιηθεί και ενσωματωθεί στον γενικότερο τρόπο λειτουργίας της χώρας, με τρόπο που να απαξιώνει τους Αφροαμερικανούς. Για παράδειγμα υποστηρίζεται πως ο μικρός αριθμός Αφροαμερικανών καθηγητών στην εκπαίδευση, οφείλεται στις υπάρχουσες επικρατούσες πολιτικές εντός ενός ευρέως φάσματος όπου ο Αφροαμερικανός εκπαιδευτής παρουσιάζεται ως ξένος και αποκομμένος σε ότι αφορά τους λευκούς μαθητές, και κατάλληλος μόνο για μαύρους μαθητές, κάτι που αντίστοιχα αντικατοπτρίζεται και από την αποχώρηση λευκών καθηγητών από σχολεία που έχουν κυρίως μαύρους μαθητές.[38] Η ζημιά που προκαλεί η τεχνική του gaslighting εκτείνεται πέρα από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις όποιες καθημερινές δυσκολίες, καθώς έχει σοβαρές επιπτώσεις στην προσωπική ανάπτυξη του ατόμου και τον σχηματισμό της προσωπικότητας του.[39]
Δείτε επίσης
Ψυχολογική χειραγώγηση
1984 (μυθιστόρημα)
Παραπομπές
«Oxford Dictionary definition of 'gaslighting'». Oxford Dictionaries. Oxford University Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2016.
Dorpat, Theo. L. (1994). «On the double whammy and gaslighting». Psychoanalysis & Psychotherapy 11 (1): 91–96.
Dorpat, Theodore L. (1996). Gaslighting, the Double Whammy, Interrogation, and Other Methods of Covert Control in Psychotherapy and Psychoanalysis. Jason Aronson. ISBN 978-1-56821-828-1. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2014.
Jacobson, Neil S.· Gottman, John M. (10 Μαρτίου 1998). When Men Batter Women: New Insights into Ending Abusive Relationships. Simon and Schuster. σελίδες 129–32. ISBN 978-0-684-81447-6. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2014.
Yagoda, Ben (12 Ιανουαρίου 2017). «How Old Is 'Gaslighting'?». The Chronicle of Higher Education (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2017.
Welch, Bryant (10 Ιουνίου 2008). State of Confusion: Political Manipulation and the Assault on the American Mind (στα Αγγλικά). Macmillan. ISBN 9781429927451.
Larner, A.J. (2016).A Dictionary of Neurological Signs. Springer. p. 139. (ISBN 3319298216).
Yahr, Emily (2016-10-10). «'The Girl on the Train': Let's discuss that twisted ending» (στα αγγλικά). Washington Post. ISSN 0190-8286. Ανακτήθηκε στις 2018-04-13.
1969 S. C. Plog Changing Perspectives in Mental Illness 83 It is also popularly believed to be possible to ‘gaslight’ a perfectly healthy person into psychosis by interpreting his own behavior to him as symptomatic of serious mental illness.
Rush, Florence (Φεβρουαρίου 1992). The Best-kept Secret: Sexual Abuse of Children. Human Services Institute. σελ. 81. ISBN 978-0-8306-3907-6.
Stout, Martha (14 Μαρτίου 2006). The Sociopath Next Door. Random House Digital. σελίδες 94–95. ISBN 978-0-7679-1582-3. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2014.
Greenberg, Elinor. «Are You Being 'Gaslighted' By the Narcissist in Your Life?». Psychology Today. Sussex Publisher. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2018.
«7 Signs You Are a Victim of Gaslighting». Divorced moms .com (DivorceMag.com) (Online). 2 July 2015. Ανακτήθηκε στις 14 April 2017.
Cawthra, R.; O'Brian, G.; Hassanyeh, F. (April 1987). «'Imposed Psychosis': A Case Variant of the Gaslight Phenomenon». British Journal of Psychiatry 150 (4): 553–56. doi:10.1192/bjp.150.4.553. PMID 3664141.
Gass, G.Z.; Nichols, W.C. (1988). «Gaslighting: A Marital Syndrome». Journal of Contemporary Family Therapy 10 (1): 3–16. doi:10.1007/BF00922429.
«Gaslighting: A Subtle Form of Manipulation». Overcome Bullying.
Ryan, Terri (1 Σεπτεμβρίου 2013). The Bullies' Predatory Footprint (στα Αγγλικά). BookBaby. ISBN 9780952324973.[νεκρός σύνδεσμος]
Portnow, K. E. (1997). Dialogues of doubt: The psychology of self-doubt and emotional gaslighting in adult women and men..
«Gaslighting at work – when you think you are going crazy» (στα αγγλικά). 2016-07-22. Ανακτήθηκε στις 2018-04-13.
«Gaslighting as a Manipulation Tactic: What It Is, Who Does It, And Why» (στα αγγλικά). CounsellingResource.com: Psychology, Therapy & Mental Health Resources. Ανακτήθηκε στις 2018-04-13.
Dorpat, Theodore (2007). Crimes of Punishment : America's Culture of Violence. Algora Publishing. σελ. 118–30.
Evans, Patricia (1996). The Verbally Abusive Relationship: How to Recognize it and How to Respond (2nd έκδοση). Holbrook, Mass.: Adams Media Corporation.
Carter, Jay (2003). Nasty People: How to Stop Being Hurt by Them without Stooping to Their Level. McGraw Hill.
Lund, C.A.; Gardiner, A.Q. (1977). «The Gaslight Phenomenon: An Institutional Variant». British Journal of Psychiatry 131 (5): 533–34. doi:10.1192/bjp.131.5.533. PMID 588872.
Weinshel, Edward M. (Ιανουαρίου 2003). Wallerstein, Robert S., επιμ. Commitment and Compassion in Psychoanalysis: Selected Papers of Edward M. Weinshel. Analytic Press. σελ. 83. ISBN 978-0-88163-379-5.
Nelson, Hilde L. (Μαρτίου 2001). Damaged identities, narrative repair. Cornell University Press. σελίδες 31–32. ISBN 978-0-8014-8740-8. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2014.
«The American Muslim (TAM)». theamericanmuslim.org.
Dorpat, Theodore L (1996). Gaslighting, The Double Whammy, Interrogation And Other Methods Of Covert Control In Psychotherapy And Analysis. Lanham: Jason Aronson, Inc.
Hoggan, James (2016). I'm Right And You're An Idiot.
Gibson, Caitlin (27 January 2017). «What we talk about when we talk about Donald Trump and 'gaslighting'». The Washington Post.
Dowd, Maureen (November 26, 1995). «Liberties;The Gaslight Strategy». The New York Times. ISSN 0362-4331. Ανακτήθηκε στις March 31, 2017.
Ghitis, Frida. «Donald Trump is 'gaslighting' all of us». CNN. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2017.
Dominus, Susan (2016-09-27). «The Reverse-Gaslighting of Donald Trump». The New York Times Magazine. Ανακτήθηκε στις 2017-01-23.
Duca, Lauren (2016-12-10). «Donald Trump Is Gaslighting America» (στα αγγλικά). Teen Vogue. Ανακτήθηκε στις 2017-01-23.
Fox, Maggie (2017-01-25). «Some Experts Say Trump Team's Falsehoods Are Classic 'Gaslighting'». NBC News. Ανακτήθηκε στις 2017-03-08.
From 'alternative facts' to rewriting history in Trump's White House, BBC, Jon Sopel, 26 July 2018
Amanda Carpenter (2018). Gaslighting America: Why We Love It When Trump Lies to Us. Broadside Books. ISBN 978-0062748003.
Roberts, Tuesda· Andrews, Dorinda J. Carter. «Chapter 5: A critical race analysis of the gaslighting of African American teachers: Considerations for recruitment and retention». Contesting the myth of a 'post racial' era: the continued significance of race in U.S. education (στα Αγγλικά).
Portnow, K.E. (1997). Dialogues of doubt: The psychology of self-doubt and emotional gaslighting in adult women and men..
Σχετική βιβλιογραφία
Calef, Victor; Weinshel, Edward M. (January 1981). «Some Clinical Consequences of Introjection: Gaslighting». Psychoanalytic Quarterly 50 (1): 44–66. PMID 7465707. (απαιτείται συνδρομή)
Portnow, Kathryn (1996). Dialogues of Doubt: The Psychology of Self-Doubt and Emotional Gaslighting in Adult Women and Men. Harvard Graduate School of Education. OCLC 36674740. (thesis/dissertation) (offline resource)
Stern, Robin (1 Μαΐου 2007). The Gaslight Effect: How to Spot and Survive the Hidden Manipulation Others Use to Control Your Life. Random House Digital. ISBN 978-0-7679-2445-0. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2014. (limited preview available online)
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License