.
Η απάθεια είναι, στην ψυχολογία, το αίσθημα που υποδηλώνει έλλειψη συναισθήματος, συναισθήματος, ενδιαφέροντος ή ανησυχίας για κάτι. Είναι μια κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος είτε είναι αδιάφορος, είτε καταστέλλει τα αισθήματα που έχει μέσα του για κάτι, όπως για παράδειγμα ανησυχία, ενθουσιασμός, κίνητρο ή πάθος. Ένα απαθές άτομο έχει μια απουσία ενδιαφέροντος ή ανησυχίας για τη συναισθηματική, κοινωνική, πνευματική, φιλοσοφική, εικονική ή φυσική ζωή και τον κόσμο. Η απάθεια μπορεί επίσης να οριστεί και ως αποτέλεσμα της έλλειψης της στοχοπροσήλωσης του ανθρώπου σε κάτι.[1]
Οι άνθρωποι που πάσχουν από απάθεια μπορεί να αδυνατούν να βρουν ένα σκοπό ή μια σημασία για την ζωή τους. Τα άτομα που πάσχουν από σοβαρή απάθεια τείνουν να έχουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής και διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας και πρώιμης ιδρυματοποίησης.[1] Μπορεί επίσης να παρουσιάζουν αναισθησία ή ληθαργία, από ιατρικής πλευράς. Στη θετική ψυχολογία, η απάθεια περιγράφεται ως αποτέλεσμα της έλλειψης δυνατοτήτων σε έναν άνθρωπο να αντιμετωπίσει μια πρόκληση. Μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα του ότι δεν αντιλαμβάνονται καμία πρόκληση που θεωρούν ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν. Η απάθεια είναι κάτι που αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι σε κάποιο βαθμό. Η απάθεια είναι μια φυσική απάντηση στην απογοήτευση, την κατάθλιψη και το άγχος. Η απάθεια έτσι γίνεται ένας τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος ξεφορτώνεται αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που επηρεάζουν την ψυχική του υγεία.[2] Στους περισσότερους ανθρώπους η απάθεια είναι κάτι προσωρινό και βραχυπρόθεσμο, σε κάποιους όμως μπορεί να εξελιχθεί σε μακροχρόνια ή και ισόβια κατάσταση, οδηγώντας σε βαθύτερες κοινωνικοψυχολογικές συνέπειες στο άτομο και την κοινωνία.
Η παθολογική απάθεια, η οποία συνοδεύεται από ακραίες μορφές της απάθειας, αποτελεί σύμπτωμα αρκετών εγκεφαλικών διαταραχών,[3] συμπεριλαμβανομένων ασθενειών όπως η άνοια, η νόσος του Αλτσχάιμερ,[4] η νόσος του Πάρκινσον[5] και ψυχιατρικές διαταραχές όπως ησχιζοφρένεια.[6] Αν και πολλοί ασθενείς που πάσχουν από παθολογική απάθεια παρουσιάζουν επίσης συμπτώματα κατάθλιψης, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι κατάθλιψη και παθολογική απάθεια είναι δύο πράγματα που διαφέρουν: ένας ασθενής μπορεί να αναπτύξει συμπτώματα παθολογικής απάθειας χωρίς να πάσχει από κατάθλιψη, αλλά και το αντίστροφο.[3]
Παραπομπές
«Apathy: Neurobiology, Assessment and Treatment». Clinical Psychopharmacology and Neuroscience 19 (2): 181–189. May 2021. doi:10.9758/cpn.2021.19.2.181. PMID 33888648.
«What You Should Know About Apathy». Healthline (στα Αγγλικά). 27 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2021.
«Neuroscience of apathy and anhedonia: a transdiagnostic approach». Nature Reviews. Neuroscience 19 (8): 470–484. August 2018. doi:10.1038/s41583-018-0029-9. PMID 29946157.
«Apathy in Alzheimer's disease». Current Opinion in Behavioral Sciences 22: 7–13. August 2018. doi:10.1016/j.cobeha.2017.12.007. PMID 30123816.
den Brok, Melina G. H. E.; van Dalen, Jan Willem; van Gool, Willem A.; Moll van Charante, Eric P.; de Bie, Rob M. A.; Richard, Edo (May 2015). «Apathy in Parkinson's disease: A systematic review and meta-analysis». Movement Disorders 30 (6): 759–769. doi:10.1002/mds.26208. ISSN 1531-8257. PMID 25787145.
«Apathy in schizophrenia: A review of neuropsychological and neuroanatomical studies». Neuropsychologia 118 (Pt B): 22–33. September 2018. doi:10.1016/j.neuropsychologia.2017.09.033. PMID 28966139.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License