.
Η αγανάκτηση είναι ένα γενικό συναίσθημα δυσφορίας, που προκαλείται από την πεποίθηση ότι ένα άτομο, ή ένα σύνολο ατόμων, ή μία ιδεολογία ή μία πράξη προσβάλλει καταφώρως (αδίκως και αναιτίως) κάποιον ή κάποιους (βλ. righteous indignation). Η αγανάκτηση μπορεί να προκληθεί για διάφορους λόγους: ψυχολογικούς, ηθικούς, κοινωνικούς, οικογενειακούς, θρησκευτικούς κ.λπ. Για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος[1] προτρέπει οι άνδρες να μην αγανακτούν κατά των συζύγων τους. Ομοίως, οι Αρχαίοι Έλληνες παρήγγειλαν στα παιδιά να υποφέρουν την πατρική και τη μητρική γαϊδουριά, χωρίς να αγανακτούν [2].
Στα θρησκευτικά κείμενα
Στην Αγία Γραφή αναφέρονται περιπτώσεις φιλοδίκαιων ανθρώπων που αγανάκτησαν για τις κοινωνικές αδικίες, για την παράβαση ηθικών Αρχών και για την περιφρόνηση θρησκευτικών εντολών [3].
Η «ιερή» (θρησκευτική) αγανάκτηση δημιουργείται, όταν λ.χ. ένας ή πολλοί (ο Μωυσής, ο προφήτης Ηλίας, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Χριστός, οι μαθητές τού Χριστού, ο Αρχισυνάγωγος, οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς, ο απόστολος Παύλος, άγιος Νικόλαος κ.ά.) βλέπουν (σκανδαλιζόμενοι) κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους τους (λαϊκούς ή κληρικούς) να απομακρύνονται ή να στρέφονται ―αντικειμενικώς ή υποκειμενικώς― κατά τού Θεού ή τού Νόμου Του [4], αν και οι τελευταίοι έχουν υπερβαλλόντως ελεηθεί από Αυτόν .
Ο φιλόσοφος και ψυχολόγος Philipp Lersch (1898-1972) διέκρινε τον θυμό από την αγανάκτηση ή την οργή. Η αγανάκτηση ξεσπά, όταν από πολύ χρόνο συσσωρεύονται απωθημένες ματαιώσεις (ορμών, αναγκών, αξιών κ.λπ.). Βλέπουμε, μάλιστα, ότι οι Άγιοι που χαρακτηρίζονταν κατ’ εξοχήν για την πραότητά τους (Μωυσής, προφήτης Ηλίας, άγ. Νικόλαος κ.ά.), αυτοί, από ιερή αγανάκτηση, εξερράγησαν ψυχολογικώς και έφθασαν μέχρι και αυτής τής σωματικής βίας.
Ως Χριστιανοί, συμβουλεύει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης[5], όπως και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, δεν θα πρέπει να αγανακτούμε, όταν αδικούμαστε εμείς οι ίδιοι, αλλ’ όταν υβρίζεται ο Θεός· και πάλι, όμως, χωρίς να θυμώνουμε [6]. Γιατί μία εξωφρενική αγανάκτηση, ακόμα και για χάρη τού Θεού, δεν ευχαριστεί τον ίδιο τον Θεό [7]: «ανθρώπου κατεξανίστασθαι ουκ οφείλεις, ου μάλλον ή αγγέλου. Ο μεν γαρ άγγελος τή φύσει σού διέστηκεν, όπερ ούτε εγκώμιον εκείνου, ούτε κακία γένοιτο· άνθρωπος δε ανθρώπου ουκέτι φύσει, αλλά προαιρέσει διέστηκε· και έστι και εν ανθρώποις άγγελος. Ώστε ει κατ’ αγγέλων μη κατεξανίστασαι, πολλώ μάλλον κατά ανθρώπων τών εν τή φύσει ταύτη γενομένων αγγέλων. Ει γαρ γένοιτο εν ανθρώποις ενάρετος ούτως ως άγγελος, πολύ σου μάλλον ούτος μείζων, ή εκείνος εστι»[8].
Παραπομπές
Εις Γένεσιν, MPG 53, 350
Αιλιανού, Ποικίλαι Ιστορίαι, Βιβλ. Θ’, 33
Ματθ. 20, 20-28. 26, 8, Μάρκ. 10, 35-45. 14, 4
Ματθ. 21, 15, Μάρκ. 10, 14, Λουκ. 13, 14, Ιω. 2, 15, Β’ Κορ. 7, 11
Μ. Βασιλείου, MPG 31, 1129
Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ., MPG 57, 37
Ιω. Χρυσ., Εις Εφ., MPG 62, 77
Βιβλιογραφία
Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αγανάκτηση», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 71-72,
Αβούρης Σ. Ν., «Αγανάκτησις», ΘΗΕ 1 (1962) 124-125, Lersch P., Aufbau der Person, München: J. Ambrosius Barth, 1951, 1956.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License