.
Η ποινική προδικασία είναι η διαδικασία που μεσολαβεί από την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και τερματίζεται με την οριστική παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή την απαλλαγή του χωρίς δίκη. Σκοπός της προδικασίας είναι να διαλευκανθεί κατά το δυνατόν η υπόθεση και να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η ποινική προδικασία είναι γραπτή σε αντίθεση με τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία στις ποινικές υποθέσεις είναι πάντοτε υποχρεωτικά προφορική (είναι χαρακτηριστικό ότι για να ληφθούν υπ' όψιν έγγραφα στο ακροατήριο θα πρέπει να αναγνωσθούν μεγαλόφωνα από τους δικαστές).
Η προδικασία οφείλει να συμβιβάσει δύο αντίθετα συμφέροντα. Το ένα συμφέρον είναι τα εγκλήματα να διαλευκάνονται γρήγορα και ο ένοχος να τιμωρείται σύντομα σε σχέση με την τέλεση της πράξης, να αποδίδεται δηλαδή γρήγορα δικαιοσύνη. Το άλλο συμφέρον είναι να μην επιβαρύνονται τα δικαστήρια άσκοπα με υποθέσεις και να μην ταλαιπωρούνται αθώοι συρόμενοι στα δικαστήρια με αστήρικτες κατηγορίες. Το δικαστήριο στο ακροατήριο δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέξει νέα στοιχεία για την υπόθεση. Τα στοιχεία πρέπει να έχουν κατά το δυνατόν συλλεγεί από πριν. Επίσης ο κατηγορούμενος πρέπει να ξέρει επακριβώς γιατί κατηγορείται και τι στοιχεία υπάρχουν εναντίον του για να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του.
Άσκηση Δίωξης
Ο Εισαγγελέας, με το που λάβει γνώση της τέλεσης ενός εγκλήματος είτε μετά από ενημέρωση Αρχής, είτε μετά από έγκληση του παθόντος είτε μετά από μήνυση τρίτου είτε μόνος του (αυτεπαγγέλτως), οφείλει να ασκήσει ποινική δίωξη (εφόσον συντρέχουν καταφανείς λόγοι) κατά του φερόμενου ως ενόχου. Μόνο αν η επαπειλούμενη κατηγορία είναι προφανώς αβάσιμη οφείλει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Σε κακουργήματα και πλημμελήματα που υπάγονται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο πρέπει να έχει προηγηθεί πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης προκαταρκτική εξέταση ή να έχουν διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις (εξέταση στοιχείων, μαρτύρων, εμπλεκομένων κλπ.) από την Αστυνομία ή τον πταισματοδίκη. Η υπόθεση όμως μπορεί παρ' όλα αυτά να μην είναι ξεκάθαρη και να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αν δεν είναι ξεκάθαρη και οδηγηθεί κατευθείαν στο ακροατήριο, μπορεί να ταλαιπωρηθούν αθώοι και να μην ξεκαθαρίσει η υπόθεση ή να δικάζεται για μακρό χρόνο. Το δίκαιό μας δεν επιθυμεί να ερευνά ο εισαγγελέας τη βασιμότητα των καταγγελιών που του γίνονται (με μήνυση ή έγκληση), επειδή αυτός είναι που θα προσπαθήσει να στηρίξει την κατηγορία στο ακροατήριο και ενδέχεται να μην είναι αντικειμενικός. Έτσι αναθέτει τη διερεύνηση της βασιμότητας της μήνυσης σε έναν ανεξάρτητο δικαστή, τον ανακριτή ή τον πταισματοδίκη.
Διαδικασία του Αυτοφώρου
Σε πλημμελήματα που είναι τα πραγματικά περιστατικά ξεκάθαρα και ο δράστης έχει συλληφθεί μέχρι το πέρας της επόμενης ημέρας από την τέλεση της πράξης ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου, η υπόθεση εισάγεται δηλαδή χωρίς προδικασία απευθείας στο Αυτόφωρο Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Ανάκριση
Αν μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα η υπόθεση δεν είναι ξεκάθαρη, οδηγείται στον ανακριτή. Ο ανακριτής διενεργεί την ανάκριση, ερευνά δηλαδή όλα τα στοιχεία της υπόθεσης (δικογραφία), εξετάζει μάρτυρες, διενεργεί έρευνα αν χρειαστεί (κατ’ οίκον, σε τραπεζικούς λογαριασμούς κλπ.), συλλέγει έγγραφα και γενικά διενεργεί όλες τις αναγκαίες πράξεις για να διαλευκάνει την υπόθεση. Ο ανακριτής είναι δικαστής (πρωτοδίκης), ο οποίος συνήθως έχει αποσπασθεί από την εκδίκαση υποθέσεων και για ένα χρονικό διάστημα εκτελεί ανακριτικά καθήκοντα. Για κάθε ανακριτική πράξη που τελεί συντάσσει έκθεση που προστίθεται στη δικογραφία. Αφού συλλέξει όλα τα απαραίτητα στοιχεία καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία. Ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση της δικογραφίας, εμφανίζεται ενώπιον του ανακριτή και απολογείται. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου ο ανακριτής επιστρέφει τη δικογραφία στον εισαγγελέα. Αν το έγκλημα δεν είναι ιδιαίτερα βαρύ, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάξει αντί για ανάκριση προανάκριση. Την προανάκριση δημιουργεί πταισματοδίκης (ειρηνοδίκης).
Συμβούλιο
Ο νομοθέτης, φοβούμενος ότι ο ανακριτής μπορεί επηρεασμένος από την έρευνα να μην είναι αντικειμενικός στην κρίση του αν τα στοιχεία επαρκούν για την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη, αναθέτει την απόφαση για την περάτωση της ανάκρισης και για το αν θα παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο σε άλλους δικαστές, στο Δικαστικό Συμβούλιο. Ο εισαγγελέας εισηγείται στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (παραπεμπτική πρόταση) ή, αν δεν έχουν προκύψει επιβαρυντικά στοιχεία για τον κατηγορούμενο, την παύση της ποινικής δίωξης και την απαλλαγή του κατηγορουμένου (απαλλακτική πρόταση). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποτελείται από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Παλαιότερα συμμετείχε και ο ανακριτής (ως ένας από τους τρεις), αλλά πλέον δε συμμετέχει. Στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκτός από την πρόταση του εισαγγελέα, υποβάλλουν τις απόψεις τους ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων (το θύμα του εγκλήματος), αν υπάρχει. Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου είναι γραπτή, δεν υπάρχει δηλαδή δημόσια συνεδρίαση, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφασίζει με βάση τα στοιχεία που έχει αν πρέπει να περατωθεί ή να συνεχιστεί η ανάκριση και αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η απόφασή του ονομάζεται βούλευμα. Αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις, παραπέμπει την υπόθεση να δικαστεί στο ακροατήριο από το αρμόδιο δικαστήριο (παραπεμπτικό βούλευμα), αν όχι, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο και παύει την ποινική δίωξη (απαλλακτικό βούλευμα).
Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών μπορεί να ασκηθεί έφεση, ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος. Έφεση μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος, ο εισαγγελέας ή ο πολιτικώς ενάγων. Η έφεση εκδικάζεται κατά την ίδια διαδικασία από το Συμβούλιο Εφετών, αποτελούμενο από έναν Πρόεδρο Εφετών και δύο Εφέτες. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να ασκηθεί από τα ίδια πρόσωπα αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο εκδίδει αμετάκλητο βούλευμα.
Εξαιρέσεις
Αυτή η διαδικασία αποτελεί τον κανόνα για τα κακουργήματα. Επειδή όμως είναι πολύ χρονοβόρα και μπορεί να διαρκέσει χρόνια, ο νομοθέτης έχει εισαγάγει πολλές εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις μπορεί να παρακάμπτουν ολόκληρη την προδικασία (απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο) ή κάποιο στάδιό της (ανάκριση, Συμβούλια, έφεση κατά βουλευμάτων, απευθείας εισαγωγή στο Συμβούλιο Εφετών). Οι εξαιρέσεις εξαρτώνται κυρίως από τη βαρύτητα και το είδος του εγκλήματος ή από το πόσο ξεκάθαρα είναι τα πραγματικά περιστατικά. Η πλήρης ποινική προδικασία είναι η εξαίρεση στα πλημμελήματα.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License