Ο Τζούλιο Κατσίνι (Giulio Caccini, 8 Οκτωβρίου 1551 – Δεκέμβριος 1618), γνωστός και ως Giulio Romano, ήταν Ιταλός συνθέτης, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης, καθώς και δάσκαλος και θεωρητικός της μουσικής. Έδρασε στα τέλη της Αναγέννησης και τις απαρχές του Μπαρόκ, πρωτοστατώντας στο «νεογέννητο» τότε είδος της όπερας, κυρίως μέσω του νεοεμφανιζόμενου είδους της μονωδίας. Ήταν επίσης ο πατέρας της συνθέτιδος Φραντσέσκα Κατσίνι.
Βιογραφικά στοιχεία
Ελάχιστα είναι γνωστά για τα πρώτα του χρόνια, ωστόσο γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε στη Ρώμη και ήταν υιός ενός ξυλουργού ονόματι Μικελάντζελο Κατσίνι, αδελφού του φλωρεντινού ξυλογλύπτη Τζιοβάννι Κατσίνι. Στη Ρώμη έμαθε να παίζει λαούτο, βιόλα ντα γκάμπα και άρπα, ενώ απέκτησε φήμη ως τραγουδιστής. Περί τα 1560 ο Φραγκίσκος Α΄ των Μεδίκων, Μέγας Δούκας της Φλωρεντίας, εντυπωσιάστηκε σφόδρα από το ταλέντο του και τον προσκάλεσε στη Φλωρεντία για περαιτέρω μουσικές σπουδές.
Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα ο Κατσίνι τραγουδούσε στην αυλή των Μεδίκων· ήταν τενόρος και συνόδευε τον εαυτό του με τη βιόλα ή το αρχιλαούτο τραγουδώντας σε διάφορες περιστάσεις, όπως γάμους και δεξιώσεις, ενώ λάμβανε μέρος στα περίφημα ιντερμέδια, δραματουργικές παραστάσεις μετά μουσικής, που λειτούργησαν εν πολλοίς ως προάγγελος της όπερας. Την ίδια εποχή υπήρξε μέλος του ευρύτερου ουμανιστικού κινήματος και πιο συγκεκριμένα της Φλωρεντινής Καμεράτας, ενός κύκλου ποιητών, μουσικών και μελετητών της αρχαιότητας, που -υπό την αιγίδα του Κόμη Τζιοβάννι ντε Μπάρντι- είχε ως σκοπό την αναβίωση του προ πολλού ξεχασμένου αρχαίου ελληνικού δράματος. Ο Κατσίνι, με την ιδιότητα του οργανοπαίκτη, τραγουδιστή και συνθέτη, συνεισέφερε τα μάλα στις αναβιώσεις δραμάτων, ειδικότερα δε με την ανάπτυξη του είδους της μονωδίας. Το νέο αυτό ύφος έχει ως θεμέλιο τη φωνητική μελωδία, με την οργανική συνοδεία εν είδει ενός απλοϊκού συγχορδιακού μοτίβου -μια επαναστατική πρακτική σε σχέση με την κρατούσα αναγεννησιακή πολυφωνία.
Ως δάσκαλος μουσικής έμεινε μάλλον στην αφάνεια, παρόλο που εκπαίδευσε μια στρατιά μουσικών, συμπεριλαμβανομένου του καστράτου Giovanni Gualberto Magli, ενός από τους συντελεστές στην πρώτη παράσταση της όπερας "Ορφέας" του Κλάουντιο Μοντεβέρντι. Υπό την ιδιότητα του γραμματέα του Κόμη Μπάρντι επέστρεψε στη Ρώμη περί το 1592: σύμφωνα με γραπτά του ιδίου η μουσική του έτυχε θερμής ανταπόκρισης. Ωστόσο, η Ρώμη του Παλεστρίνα και της Ρωμαϊκής Σχολής ήταν μουσικά μάλλον συντηρητική και δεν άφηνε πολύ χώρο για την εδραίωση του νέου ύφους, το οποίο μόνο μετά το 1600 κατάφερε να λάβει υπόσταση.
Ο προσωπικός του χαρακτήρας δεν φαίνεται να ενέπνεε πλήρη τιμιότητα, καθώς συχνή ήταν η εμπλοκή του σε έριδες και ίντριγκες της Αυλής των Μεδίκων. Αξιοσημείωτη είναι μία περίσταση κατά την οποία πληροφόρησε τον Δούκα Φραγκίσκο περί του παράνομου δεσμού της Ελεωνόρας -σύζυγο Πέτρου των Μεδίκων- με κάποιον Μπερναντίνο Αντινόρι· το «κάρφωμα» είχε ως αποτέλεσμα την άμεση δολοφονία του εραστή από τον νόμιμο σύζυγο της Ελεωνόρας -μια τυπική για την εποχή απονομή δικαιοσύνης. Γνωστή ήταν επίσης η αντιπαλότητα που είχε με τους συνθέτες Εμίλιο ντε Καβαλιέρι και Τζάκοπο Πέρι: ο Κατσίνι υπήρξε πιθανώς η αιτία πίσω από την απομάκρυνση του Καβαλιέρι από τη θέση του εορτάρχη για τους γάμους του Ερρίκου Δ΄ της Γαλλίας με τη Μαρία των Μεδίκων το 1600, γεγονός που οδήγησε τον Καβαλιέρι να εγκαταλείψει οργισμένος την Φλωρεντία. Επίσης, φημολογείται ότι προσπάθησε να προλάβει επί του πιεστηρίου την έκδοση της όπερας Ευρυδίκη του Πέρι με τη δική του εκδοχή, ενώ παράλληλα απαγόρευσε στον θίασό του να συμμετάσχει με οποιονδήποτε τρόπο στην παραγωγή του αντιζήλου του.
Μετά το 1605, η επιρροή του ελαττώνεται στη μουσική σκηνή της Φλωρεντίας, αν και λάμβανε μέρος στη σύνθεση και εκτέλεση θρησκευτικής μουσικής (κυρίως σε πολυχωρικό ύφος). Απεβίωσε στη Φλωρεντία και ετάφη στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού (St. Annunziata).
Μουσικολογικά στοιχεία
Το «απαγγελτικό ύφος» (stile recitativo), όπως πρωτοαποκαλούνταν η μονωδία, αποδείχθηκε δημοφιλές όχι μόνο στην Φλωρεντία, αλλά και σε ολόκληρη την Ιταλία. Μαζί με τη Βενετία, η Φλωρεντία αποτέλεσε ένα από τα πλέον προοδευτικά μουσικά κέντρα της Ευρώπης του 16ου αιώνα, ενώ ο συνδυασμός των διαφόρων μουσικών πειραματισμών και καινοτομιών συνετέλεσε στο ύφος που σήμερα έχει επικρατήσει με την ονομασία Μπαρόκ μουσική. Η συνεισφορά του Κατσίνι έγκειται στη δημιουργία μιας άμεσης μουσικής έκφρασης με βάση την απαγγελία, κάτι που οδήγησε στην ανάπτυξη του μετέπειτα αποκαλούμενου ρετσιτατίβο, που με τη σειρά του αποτέλεσε έρεισμα της όπερας και άλλων μουσικών ειδών της εποχής.
Έργο αναφοράς του Κατσίνι είναι η συλλογή μονωδιών και τραγουδιών για σόλο φωνή και συνεχές βάσιμο, υπό τον τίτλο "Le nuove musiche" (οι νέες μουσικές), που εκδόθηκε στη Φλωρεντία το 1602. Αν και θεωρείται η πρώτη τέτοιου είδους έκδοση, στην πραγματικότητα προηγείται μια αντίστοιχη συλλογή του Ντομένικο Μέλλι. Για την ακρίβεια, ο Κατσίνι μέσω αυτής της έκδοσης επιχείρησε να καθιερωθεί ως ο πρώτος επινοήσας του νέου είδους και -αν και εκδόθηκε επισήμως το 1602- ο συνθέτης χρονολογεί την αφιέρωσή του στον Signor Lorenzo Salviati έναν χρόνο πίσω. Αυτό εξηγεί γιατί η έκδοση συχνά χρονολογείται το 1601, ενώ στο προοίμιό της ο Κατσίνι εξηγεί με πάσα λεπτομέρεια τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επινόησε το νέο ύφος:
Έχοντας λοιπόν δει ότι αυτού του είδους η μουσική δεν προσφέρει καμία επιπλέον ευχαρίστηση απ' όση μπορούν να δώσουν οι όμορφοι ήχοι -μονάχα στην αίσθηση της ακοής, καθώς δεν συγκινούν τον νου αφού τα λόγια είναι ακατάληπτα- μου ήρθε η ιδέα να εισάγω ένα είδος μουσικής, όπου θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με τόνους, χρησιμοποιώντας (όπως έχω εξηγήσει και αλλού) μια ιδέα τραγουδιού, ενίοτε περνώντας μέσα από αρκετές [τονικές] διαφωνίες, αλλά πάντα διατηρώντας τον βασικό τόνο (με εξαίρεση τα σημεία που επιθυμώ να εκτελεστούν με τον συνήθη τρόπο και τα όργανα να εκφραστούν -σημεία με μικρή ή μηδαμινή αξία).[6]
Η εισαγωγή στην έκδοση είναι πιθανότατα η πλέον ξεκάθαρη περιγραφή του σκοπού και της ορθής εκτέλεσης της μονωδίας, από την εποχή εκείνη. Περιέχει μουσικά παραδείγματα με καλλωπισμούς, όπως π.χ. πώς μία συγκεκριμένη φράση μπορεί να καλλωπιστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σύμφωνα πάντα με το ακριβές συναίσθημα που ο τραγουδιστής επιθυμεί να αποδώσει. Επιπλέον, επαινεί αλλά και απαξιώνει με πλήρη διαχυτικότητα το μουσικό ύφος και τις συνθετικές επιδόσεις άλλων, μάλλον συντηρητικών, συνθετών της εποχής.
Από μουσικολογικής σκοπιάς, η σημασία της εισαγωγής έγκειται επίσης στο ότι αποτελεί μια από τις πρώτες περιγραφές του συνεχούς βάσιμου και το ύφος της seconda prattica εν γένει. Στα λόγια του Κατσίνι:
Σημειώσατε ότι συνηθίζω, σε όσα απορρέουν απ' την πένα μου, να σημειώνω με αριθμούς πάνω από τη γραμμή του βάσιμου [μπάσο] τις τρίτες και τις έκτες -μείζονες με δίεση, ελάσσονες με ύφεση- και ομοιοτρόπως τις έβδομες και τις άλλες διαφωνίες των εσωτερικών φωνών στο μέρος της συνοδείας. Μένει μονάχα να πω ότι τις συζεύξεις [διαρκείας] στο βάσιμο τις χρησιμοποιώ ως εξής: μετά την αρχική συγχορδία, θα πρέπει να παιχτούν μόνο οι νότες της ενδεδειγμένης αρμονίας και όχι η βασική νότα, καθώς αυτό (αν δεν απατώμαι) είναι το πρέπον στην ορθή εκτέλεση του αρχιλαούτου (καθότι ευκολότερο στον χειρισμό), το οποίο είναι και το πλέον κατάλληλο για τη συνοδεία της φωνής, ειδικότερα του τενόρου, από κάθε άλλο όργανο.[7]
Το ως άνω εδάφιο συχνά παραβλέπεται καθώς είναι σύντομο και βρίσκεται στο τέλος της εισαγωγής· ο Κατσίνι μάλιστα το θεωρεί «υποσημείωση» (addendum), με επικουρικό χαρακτήρα ως προς το κύριο κείμενο. Παραμένει, ωστόσο, σημαντικό διότι αποτελεί λεπτομερή επεξήγηση μιας πρακτικής στα πλαίσια της φωνητικής έκφρασης και δη της καταληπτικότητας του λόγου· σε τελική ανάλυση, ο στόχος της κατανόησης του κειμένου μέσα από τη μουσική είναι αυτός καθεαυτός που οδήγησε στην ανάπτυξη αυτού του νέου μουσικού ύφους και τη γέννεση μιας νέας μουσικής εποχής.
Έργα
Τα πλέον γνωστά έργα του Κατσίνι αποτελούν οι όπερες Ευρυδίκη (1600), Il rapimento di Cefalo (Η απαγωγή του Κέφαλου (1600) -αποσπάσματά της περιέχονται στην πρώτη έκδοση του Nuove Musiche) και Ευρυδίκη (1602), αν και οι δύο πρώτες αποτελούν συμπαραγωγή με άλλους συνθέτες (κυρίως τον Πέρι όσον αφορά στην «πρώτη» "Ευρυδίκη). Επιπλέον έγραψε μουσική για το ιντερμέδιο Io che dal ciel cader farei la luna (1589), ενώ δεν σώζονται πολυφωνικά έργα του, αν και τα αρχεία της Φλωρεντίας μαρτυρούν την ενασχόλησή του με το είδος, περί το 1610.
Πρωτίστως υπήρξε συνθέτης στο είδος της μονωδίας και γενικώς της σολιστικής φωνητικής μουσικής με τη συνοδεία εγχόρδων οργάνων (ο ίδιος ήταν δεινός αρπιστής), πράγμα για το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός. Εξέδωσε δύο συλλογές με τραγούδια και σόλο μαδριγάλια, αμφότερες με τίτλο Le nuove musiche (1602 και 1604 -η δεύτερη με πλήρη τίτλο Nuove Musiche e nuova maniera di scriverle [νέες μουσικές και νέος τρόπος σύνθεσης]). Τα περισσότερά του μαδριγάλια είναι σε ύφος διαπερατής γραφής (through-composed) και έτσι απουσιάζει το στοιχείο της επανάληψης· τα τραγούδια του, από την άλλη, είναι ως επί τω πλείστω στροφικά. Ένα από τα πιο γνωστά μαδριγάλια του έχει τίτλο Amarilli, mia bella, έχοντας στις μέρες μας υψηλή θέση στο ρεπερτόριο του είδους.
Πηγές
Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας: Gemeinsame Normdatei. 119283263. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2015.
(Γαλλικά) BNF authorities. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13892055k. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
(Αγγλικά) Find A Grave. 20398284. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
International Music Score Library Project. Category:Caccini,_Giulio. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
«Каччини» (Ρωσικά)
Caccini, Giulio, Introduction to Le nuove musiche edited and translated by H. Wiley Hitchcock, A-R Editions, Inc., 3.
Caccini, Giulio, Introduction to Le nuove musiche edited and translated by H. Wiley Hitchcock, A-R Editions, Inc., 9
Λήμα "Giulio Caccini", στο The New Grove Dictionary of Music and Musicians, ed. Stanley Sadie. 20 vol. London, Macmillan Publishers Ltd., 2001. ISBN 1-56159-174-2
Gustave Reese, Music in the Renaissance. New York, W.W. Norton & Co., 1954. ISBN 0-393-09530-4
Manfred Bukofzer, Music in the Baroque Era. New York, W.W. Norton & Co., 1947. ISBN 0-393-09745-5
Giulio Caccini, Le nuove musiche, tr. John Playford and Oliver Strunk, in Source Readings in Music History. New York, W.W. Norton & Co., 1950.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License