.
Η Μάχη της Μόσχας (ρώσικα: Битва под Москвой, γερμανικά: Schlacht um Moskau) είναι το όνομα που έχει δοθεί από Σοβιετικούς ιστορικούς σε δύο περιόδους σημαντικών μαχών κατά μήκος ενός τομέα 600 χιλιομέτρων στο Ανατολικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Διαδραματίστηκε μεταξύ Οκτωβρίου 1941 και Ιανουαρίου 1942. Ο Χίτλερ θεωρούσε τη Μόσχα -πρωτεύουσα της Σοβιετικής Ένωσης και μεγαλύτερη πόλη της- κύριο στρατηγικό στόχο των δυνάμεων του Άξονα στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα.
Μάχη της Μόσχας | |||
---|---|---|---|
Ανατολικό Μέτωπο στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο | |||
Χρονολογία | 2 Οκτωβρίου, 1941 – 7 Ιανουαρίου, 1942 | ||
Τόπος | περιοχή γύρω από την Μόσχα, Σοβιετική Ένωση | ||
Έκβαση | Στρατηγική νίκη του Κόκκινου στρατού
|
||
Αντιμαχόμενοι | |||
|
|||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
|
|||
Δυνάμεις | |||
|
|||
Απώλειες | |||
|
Η γερμανική επίθεση είχε κωδική ονομασία Επιχείρηση Τυφώνας και στόχο τη δημιουργία δύο σφηνών, μία στα βόρεια της Μόσχας εναντίον του Μετώπου Καλίνιν από την 3η και την 4η Ομάδα Τεθωρακισμένων (Πάντσερ), αποκόπτοντας ταυτόχρονα τη σιδηροδρομική γραμμή Μόσχας-Λένινγκραντ, και μία στα νότια[5] της Μόσχας εναντίον του Δυτικού Μετώπου, νότια από την Τούλα από την 2η Στρατιά Πάντσερ, ενώ η 4η Στρατιά θα προωθούνταν κατευθείαν προς τη Μόσχα από τα δυτικά. Ένα ξεχωριστό επιχειρησιακό σχέδιο των Γερμανών, με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Βόταν, συμπεριλήφθηκε στην τελική φάση της γερμανικής επίθεσης.
Το αρχικό σχέδιο κεραυνοβόλου πολέμου, το οποίο είχε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, προέβλεπε την κατάληψη της Μόσχας σε τέσσερις μήνες. Όμως, παρά τη μεγάλη αρχική προώθηση, η Βέρμαχτ επιβραδύνθηκε λόγω της σοβιετικής αντίστασης (πιο συγκεκριμένα στη Μάχη του Σμολένσκ, η οποία διήρκεσε από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941 και καθυστέρησε την επίθεση στη Μόσχα κατά δύο μήνες). Μόλις η Βέρμαχτ εξασφάλισε το Σμολένσκ, επέλεξε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της γύρω από το Λένινγκραντ και το Κίεβο, καθυστερώντας περαιτέρω την επίθεση στη Μόσχα. Η προώθηση των δυνάμεων του Άξονα ξεκίνησε ξανά στις 2 Οκτωβρίου 1941, με την επίθεση που έφερε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Τυφώνας, με σκοπό την κατάληψη της Μόσχας πριν την έλευση του χειμώνα.
Μετά από προώθηση που οδήγησε στην περικύκλωση και την καταστροφή αρκετών σοβιετικών στρατιών, οι Γερμανοί αναχαιτίστηκαν στη γραμμή άμυνας του Μοζάισκ, μόλις 120 χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Έχοντας διαρρήξει τη σοβιετική άμυνα, η επίθεση της Βέρμαχτ επιβραδύνθηκε από τις καιρικές συνθήκες, αφού οι φθινοπωρινές βροχές κάλυπταν τους δρόμους και τα πεδία με παχιά λάσπη που παρακώλυαν σημαντικά τα οχήματα του Άξονα, τα άλογα και τους στρατιώτες. Παρόλο που το ξέσπασμα του χειμώνα και το πάγωμα του εδάφους επέτρεψαν στις δυνάμεις του Άξονα να συνεχίσουν να προωθούνται, είχαν να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη σοβιετική αντίσταση.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, οι προωθημένες τεθωρακισμένες μεραρχίες Πάντσερ απείχαν λιγότερο από 30 χιλιόμετρα από το Κρεμλίνο, και οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ μπορούσαν να δουν κάποια από τα κτίρια της Μόσχας με κυάλια. Παρόλα αυτά οι δυνάμεις του Άξονα δεν ήταν ικανές να προωθηθούν περαιτέρω. Αρχικά οι σοβιετικές δυνάμεις αμύνθηκαν στην περιφέρεια της Μόσχας κατασκευάζοντας τρεις αμυντικές ζώνες και αναπτύσσοντας νέες επίστρατες εφεδρείες καθώς και στρατεύματα από τη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή. Στις 5 Δεκεμβρίου 1941, νέες σοβιετικές δυνάμεις από τη Σιβηρία, εκπαιδευμένες στις χειμερινές επιχειρήσεις, επιτέθηκαν στις γερμανικές δυνάμεις στο μέτωπο της Μόσχας. Εν συνεχεία, αφού αναχαιτίστηκε η γερμανική επίθεση, ξεκίνησε η σοβιετική αντεπίθεση και διάφορες μικρότερης κλίμακας επιθέσεις ώστε να εξαναγκαστούν οι γερμανικές δυνάμεις να υποχωρήσουν σε θέσεις γύρω από τις πόλεις Οριόλ, Βυάζμα και Βιτέμπσκ, σχεδόν περικυκλώνοντας τρεις γερμανικές στρατιές στην πορεία. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1942 οι Σοβιετικοί είχαν απωθήσει τη Βέρμαχτ από 100 έως 250 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, απομακρύνοντας την άμεση απειλή κατά της πόλης.
Η Μάχη της Μόσχας ήταν μία από πλέον σημαντικές μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως επειδή οι Σοβιετικοί κατάφεραν να εμποδίσουν την πιο σοβαρή απόπειρα κατάληψης της πρωτεύουσάς τους. Η μάχη ήταν μία από τις μεγαλύτερες όλου του πολέμου, με περισσότερες από 1.000.000 απώλειες. Αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς ήταν η πρώτη φορά από το 1939, οπότε ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις η Βέρμαχτ, που υποχρεώθηκε σε μεγάλης κλίμακας υποχώρηση. Η Βέρμαχτ είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει και νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της Επίθεσης Γιέλνια τον Σεπτέμβριο του 1941 και κατά τη διάρκεια της Μάχης του Ροστόφ (η οποία ήταν η αιτία να χάσει ο φον Ρούντστεντ τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών του), αλλά αυτές οι υποχωρήσεις ήταν ήσσονος σημασίας, συγκρινόμενες με αυτήν της Μόσχας. Οι δυνάμεις του Άξονα δεν πλησίασαν ποτέ ξανά τόσο κοντά στη σοβιετική πρωτεύουσα.
Η γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση
Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης και διαμελισμός της Πολωνίας
Εννέα ημέρες πριν τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, Ναζιστική Γερμανία και Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) συνομολόγησαν το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ώστε η Σοβιετική Ένωση να εξασφαλιστεί από επίθεση της Γερμανίας, εφ΄όσον οι προσπάθειες της σοβιετικής διπλωματίας για αντιφασιστικό συνασπισμό ανάμεσα σε ΕΣΣΔ, Αγλλία, Γαλλία και ΗΠΑ είχαν αποτύχει. Σε λίγες μέρες οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία. Σύμφωνα με το Σύμφωνο, σε περίπτωση επιθετικής κίνησης από το 3ο Ράιχ κατά της Πολωνίας, η ΕΣΣΔ είχε την ελευθερία να καταλάβει εδάφη που ανήκαν προεπαναστατικά στην Τσαρική Αυτοκρατορία και της αφαιρέθηκαν με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μπορούσε έτσι να προσαρτήσει εδάφη που κατείχαν η Φινλανδία και η Πολωνία. Η Ναζιστική Γερμανία χρησιμοποίησε το Σύμφωνο μη Επίθεσης για να προσαρτήσει τη Δυτική Πολωνία. Οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν στη Φινλανδία (Χειμερινός πόλεμος) και την Ανατολική Πολωνία, η οποία διαμελίστηκε. Οι Σοβιετικοί επίσης προσάρτησαν τις Βαλτικές χώρες Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία.
Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα
Κύριο λήμμα: Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα
Το ανατολικό μέτωπο την περίοδο της Μάχης της Μόσχας:
Αρχική προώθηση της Βέρμαχτ — μέχρι την 9η Ιουλίου 1941
Η συνέχεια της προώθησης — μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1941
Περικύκλωση και μάχη του Κιέβου την 9η Σεπτεμβρίου 1941
Τελική προώθηση της Βέρμαχτ — την 5η Δεκεμβρίου 1941
Η Γερμανία, από τις αρχές του 1941, είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες για επεκτατική εισβολή στην ΕΣΣΔ. Μαζί με τις άλλες χώρες του Άξονα, κήρυξε τον πόλεμο στην ΕΣΣΔ, στις 22 Ιουνίου 1941, καταπατώντας το Σύμφωνο. Οι χώρες που κήρυξαν πόλεμο ήταν: Ναζιστική Γερμανία, Φασιστική Ιταλία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Φινλανδία και Αλβανία.
Στις 22 Ιουνίου 1941, τα γερμανικά, ρουμάνικα και σλοβακικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, εν συνεχεία την εισβολή συνέδραμε και η Ουγγαρία (μετά τον βομβαρδισμό της ουγγρικής πόλης Κάσα), ξεκινώντας ουσιαστικά την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Έχοντας καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της Σοβιετικής Αεροπορίας στο έδαφος, οι γερμανικές δυνάμεις προωθήθηκαν γρήγορα βαθιά μέσα στη σοβιετική επικράτεια χρησιμοποιώντας τακτικές κεραυνοβόλου πολέμου. Οι τεθωρακισμένες μονάδες κινήθηκαν ταχύτατα δημιουργώντας σφήνες, περικυκλώνοντας και καταστρέφοντας ολόκληρες σοβιετικές στρατιές. Ενώ η γερμανική Ομάδα Στρατιών Βορρά κινούνταν προς το Λένινγκραντ, η Ομάδα Στρατιών Νότου επρόκειτο να καταλάβει την Ουκρανία, και η Ομάδα Στρατιών Κέντρου προωθήθηκε προς τη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί αμυνόμενοι κατατροπώθηκαν με τον Κόκκινος Στρατό να σημειώνει σημαντικές απώλειες.
Το Ιούλιο του 1941, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου είχε καταφέρει να περικυκλώσει αρκετές σοβιετικές στρατιές γύρω από το Μινσκ, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Μπιάλιστοκ - Μίνσκ, δημιουργώντας τεράστιο ρήγμα στις σοβιετικές γραμμές (το οποίο οι Σοβιετικοί δεν μπορούσαν να κλείσουν αμέσως, καθώς δεν είχαν διαθέσιμες εφεδρείες) και διαλύοντας το Σοβιετικό Δυτικό Μέτωπο ως οργανωμένο σώμα. Έτσι η Βέρμαχτ κατάφερε να διασχίσει τον ποταμό Δνείπερο, που βρίσκονταν στον δρόμο για τη Μόσχα, με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες.[6]
Τον Αύγουστο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη Σμολένσκ, σημαντικό προπύργιο στον δρόμο για τη Μόσχα. Το Σμολένσκ θεωρούνταν ιστορικά το κλειδί της Μόσχας επειδή έλεγχε το πέρασμα μεταξύ των ποταμών Ντβίνα, Δνείπερου και μερικών άλλων, επιτρέποντας τη γρήγορη προώθηση στρατευμάτων χωρίς να είναι αναγκαίο να κατασκευαστούν νέες γέφυρες στους εν λόγω ποταμούς. Η απεγνωσμένη υπεράσπιση της περιοχής του Σμολένσκ από τους Σοβιετικούς κράτησε δύο μήνες, από τις 10 Ιουλίου μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου 1941.[7] Αυτή η σφοδρή μάχη, γνωστή ως Μάχη του Σμολένσκ, καθυστέρησε την προέλαση των Γερμανών μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, αποδιοργανώνοντας την τακτική του κεραυνοβόλου πολέμου και αναγκάζοντας την Ομάδα Στρατιών Κέντρου να χρησιμοποιήσει σχεδόν τις μισές της εφεδρείες (10 από τις 24 μεραρχίες) κατά τη διάρκεια της μάχης.[7]
Η γερμανική προέλαση είχε βαλτώσει και στα υπόλοιπα σημεία του μετώπου. Κοντά στο Λένινγκραντ, η Ομάδα Στρατιών Βορρά είχε συγκρατηθεί από την αμυντική γραμμή στον Λούγκα για σχεδόν ένα μήνα, προτού την υπερκεράσει. Στο νότο, η Ομάδα Στρατιών Νότου, η οποία συμπεριλάμβανε πολλές ουγγρικές και ρουμανικές μονάδες, λιγότερο εκπαιδευμένες, εξοπλισμένες και έμπειρες από τις αντίστοιχες της Βέρμαχτ, αντιμετώπισε πολλές σοβαρές αντεπιθέσεις και αναγκάστηκε να σταματήσει. Η Βέρμαχτ βρισκόταν πλέον σε δίλημμα, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου ήταν ακόμη αρκετά δυνατή ώστε να προσεγγίσει τη Μόσχα, αλλά μια τέτοια προέλαση θα δημιουργούσε έξαρμα στις γερμανικές γραμμές, αφήνοντάς το ευάλωτο σε τυχόν πλευρικές επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Χίτλερ, η Γερμανία χρειαζόταν τον σιτοβολώνα και τους ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας.[8] Έτσι η Βέρμαχτ διατάχθηκε να εξασφαλίσει πρώτα την περιοχή της λεκάνης του Ντονέτς και να προωθηθεί μετά προς τη Μόσχα.[9] Η Στρατιά Πάντσερ του Χάιντς Γκουντέριαν στράφηκε προς τον νότο ώστε να υποστηρίξει την επίθεση του Γκερντ φον Ρούντστεντ στο Κίεβο,[8] η οποία αποτέλεσε άλλη μία σημαντική νίκη εναντίον του Κόκκινου Στρατού. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941, οι σοβιετικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Κίεβο μετά από την επίμονη άρνηση του Στάλιν να επιτρέψει την απόσυρση των Σοβιετικών από την προεξοχή του Κιέβου, όπως μνημονεύουν ο Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι και ο Γκεόργκι Ζούκοφ στα απομνημονεύματά τους.[10][11] Αυτή η άρνηση στοίχισε στον Ζούκοφ τη θέση του ως Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου,[12] παρόλο που η πρόβλεψή του για περικύκλωση από τους Γερμανούς αποδείχτηκε σωστή. Αρκετές σοβιετικές στρατιές περικυκλώθηκαν και εξουδετερώθηκαν από τη Βέρμαχτ με ένα διπλό κυκλωτικό ελιγμό, δίνοντας τη δυνατότητα στις γερμανικές δυνάμεις να κινηθούν προς τον νότο.[13]
Παρά την αποφασιστική νίκη του Άξονα, η Μάχη του Κιέβου έβγαλε τον «κεραυνοβόλο πόλεμο» περαιτέρω εκτός σχεδίου. Όπως έγραψε αργότερα ο Γκουντέριαν, «Το Κίεβο ήταν σίγουρα λαμπρή τακτική επιτυχία, αλλά το ερώτημα κατά πόσο ήταν στρατηγικής σημασίας παραμένει. Τα πάντα τώρα εξαρτώνταν από την ικανότητά μας να πετύχουμε τα αναμενόμενα αποτελέσματα πριν τον χειμώνα και πριν τις βροχές του φθινοπώρου.»[14] Ο Χίτλερ πίστευε ακόμη ότι η Βέρμαχτ είχε πιθανότητες καταλαμβάνοντας τη Μόσχα, να τελειώσει τον πόλεμο πριν τον χειμώνα. Στις 2 Οκτωβρίου 1941, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου υπό τη διοίκηση του Φέντορ φον Μποκ εξαπέλυσε την τελική της επίθεση κατά της Μόσχας με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Τυφώνας. Ο Χίτλερ είπε λίγο μετά την επίθεση ότι «Μετά από τρεις μήνες προετοιμασιών, έχουμε επιτέλους την πιθανότητα να συντρίψουμε τον εχθρό πριν την έλευση του χειμώνα. Όλες οι πιθανές προετοιμασίες έχουν γίνει…, σήμερα ξεκινά η τελευταία μάχη του χρόνου….»[15]
Αρχική γερμανική προώθηση (30 Σεπτεμβρίου – 10 Οκτωβρίου)
Σχέδια
Για τον Χίτλερ, η Μόσχα ήταν ο πλέον σημαντικός στρατιωτικός και πολιτικός στόχος, καθώς περίμενε ότι η παράδοση της πόλης θα είχε ως επακόλουθο τη γενική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως έγραψε ο Φραντς Χάλντερ, αρχηγός του Oberkommando des Heeres (Γενικό Επιτελείο Στρατού), το 1940, «Η καλύτερη λύση θα ήταν μια επίθεση κατευθείαν προς τη Μόσχα».[16] Έτσι, η πόλη ήταν ο κύριος στόχος της μεγάλης και καλά εξοπλισμένης Ομάδας Στρατιών Κέντρου. Η δυνάμεις που διατέθηκαν για την Επιχείρηση Τυφώνας συμπεριλάμβαναν τρεις στρατιές (την 2η, την 4η και την 9η) υποστηριζόμενες από τρεις Ομάδες Πάντσερ (την 2η, την 3η και την 4η) και τον 2ο Αεροπορικό Στόλο της Λουφτβάφε. Συνολικά διατέθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνδρες, 1.700 άρματα και 14.000 πυροβόλα. Η γερμανική αεροπορική δύναμη είχε μειωθεί δραστικά. Από τις 22 Ιουνίου η Λουφτβάφε είχε χάσει 1.603 αεροσκάφη, ενώ 1.028 είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Έτσι ο 2ος Αεροπορικός Στόλος είχε μόνο 549 λειτουργικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων από τα οποία 158 μεσαία βομβαρδιστικά και βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως και 172 καταδιωκτικά.[17] Η επίθεση βασίζονταν στην καθιερωμένη στρατηγική του κεραυνοβόλου πολέμου («μπλίτσκριγκ»), χρησιμοποιώντας τις ομάδες Πάντσερ για βαθιά διείσδυση στους σοβιετικούς σχηματισμούς, εκτελώντας διπλούς κυκλωτικούς ελιγμούς, ώστε να περικυκλωθούν οι σοβιετικές μεραρχίες και να καταστραφούν.[18]
Το αρχικό σχέδιο της Βέρμαχτ προέβλεπε δύο αρχικές κινήσεις. Κατά την πρώτη θα δημιουργούνταν δύο σφήνες γύρω από το Σοβιετικό Δυτικό Μέτωπο και το Εφεδρικό Μέτωπο που βρίσκονταν στην περιοχή του Βγιάζμα. Η δεύτερη θα ήταν η δημιουργία σφήνας στο Μέτωπο Μπριάνσκ για την κατάληψη της πόλης του Μπριάνσκ. Από εκείνο το σημείο και μετά το σχέδιο προέβλεπε τη γρήγορη δημιουργία δύο σφηνών βόρεια και νότια από τη Μόσχα με σκοπό την περικύκλωση της πόλης. Εντούτοις τα γερμανικά στρατεύματα ήταν ήδη φθαρμένα και αντιμετώπιζαν προβλήματα μεταφορών και αποθήκευσης εφοδίων. Ο Γκουντέριαν, για παράδειγμα, έγραψε ότι κάποια από τα κατεστραμμένα άρματά του δεν είχαν αντικατασταθεί και ότι τα μηχανοκίνητα στρατεύματά του είχαν ελλείψεις σε καύσιμα ήδη από την αρχή της επιχείρησης.[19]
Αντιμέτωπα με τη Βέρμαχτ ήταν τρία σοβιετικά μέτωπα, τα οποία απαρτίζονταν από εξαντλημένες στρατιές που είχαν ήδη εμπλακεί σε πολύμηνες μάχες. Οι δυνάμεις που διατέθηκαν για την υπεράσπιση της πόλης ήταν συνολικά 1.250.000 άνδρες, 1.000 άρματα και 7.600 πυροβόλα. Η Σοβιετική Αεροπορία (Voenno-Vozdushnye Sily) είχε υποστεί σοβαρότατες απώλειες χάνοντας 7.500[20] ή (κατ' άλλους) 21.200[21] αεροσκάφη. Με ασυνήθη βιομηχανικά επιτεύγματα, οι απώλειες είχαν αρχίσει να αντικαθίστανται και έτσι η σοβιετική αεροπορία διέθετε 936 αεροσκάφη, από τα οποία 578 βομβαρδιστικά, για την άμυνα της πρωτεύουσας.[22] Ακόμη όμως και με τις ενισχύσεις, η αεροπορική δύναμη αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο της προπολεμικής της ισχύος.[20] Τα στρατεύματα και ο οπλισμός, ενώ λόγω του αριθμού τους και μόνο αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τη Βέρμαχτ, ήταν ανεπαρκώς τοποθετημένα, με τα περισσότερα από αυτά να είναι αναπτυγμένα σε μία απλή γραμμή, έχοντας λίγες ή και καθόλου εφεδρείες στα μετόπισθεν.[16] Στα απομνημονεύματά του ο Βασιλιέφσκι σημείωσε ότι ενώ η σοβιετική πρώτη γραμμή άμυνας ήταν καλά προετοιμασμένη, αυτά τα λάθη στην τοποθέτηση των στρατευμάτων ήταν ο κύριος λόγος για την αρχική επιτυχία της Βέρμαχτ.[23] Επιπλέον, πολλές μονάδες είχαν σοβαρή έλλειψη εμπειρίας καθώς και ελλείψεις σε καίριας σημασίας εξοπλισμό (όπως αντιαρματικά όπλα), ενώ τα άρματά τους ήταν παρωχημένα μοντέλα.[24]
Όλο τα ανθρώπινο δυναμικό στο μέτωπο: Μοσχοβίτισσες σκάβουν αντιαρματικές τάφρους γύρω από τη Μόσχα το 1941
Η σοβιετική διοίκηση ξεκίνησε να κατασκευάζει εκτεταμένα αμυντικά έργα στην πόλη. Το πρώτο μέρος των οχυρώσεων Ρζεβ-Βγιάζμα κατασκευάστηκε στη γραμμή Ρζεβ-Βγιάζμα-Μπριάνσκ. Το δεύτερο, η γραμμή άμυνας Μοζάισκ, ήταν διπλή αμυντική οχύρωση εκτεινόμενη μεταξύ Καλίνιν και Καλούγκα. Τέλος, κατασκευάστηκε γύρω από την πόλη ένας τριπλός αμυντικός δακτύλιος, αποτελώντας την Αμυντική Γραμμή της Μόσχας. Αυτά τα αμυντικά έργα ήταν κατά μεγάλο μέρος ανέτοιμα στο ξεκίνημα τις επιχείρησης, λόγω της ταχύτατης γερμανικής προέλασης.[16] Επιπλέον το γερμανικό σχέδιο της επίθεσης ανακαλύφθηκε σχετικά αργά, και τα σοβιετικά στρατεύματα διατάχθηκαν να υιοθετήσουν απόλυτη αμυντική στάση μόλις στις 27 Σεπτεμβρίου 1941.[16] Εντούτοις σχηματίζονταν νέες σοβιετικές μεραρχίες στον Βόλγα, την Ασία και τα Ουράλια, και ήταν ζήτημα μερικών μηνών μέχρι οι καινούργιες μονάδες να τεθούν σε υπηρεσία,[25] μετατρέποντας έτσι τη μάχη σε αγώνα με τον χρόνο.
Οι θύλακες στη Βγιάζμα και στο Μπριάνσκ
Οι γερμανικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Τυφώνας
Κοντά στη Βγιάζμα, το Δυτικό και το Εφεδρικό μέτωπο ηττήθηκαν γρήγορα από τις ευέλικτες δυνάμεις της 3ης και τις 4ης ομάδας Πάντσερ που εκμεταλλεύτηκαν τις αδύνατες περιοχές των αμυντικών θέσεων για να κινηθούν ταχύτατα πίσω από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού. Οι αμυντικές οχυρώσεις, που ήταν ακόμη υπό κατασκευή, υπερκεράστηκαν καθώς οι θωρακισμένες γερμανικές εμπροσθοφυλακές συναντήθηκαν στη Βγιάζμα στις 10 Οκτωβρίου 1941.[24] Τέσσερις σοβιετικές στρατιές (η 19η, η 20η, 24η και η 32η) παγιδεύτηκαν σε ένα θύλακα λίγο έξω από την πόλη προς τα δυτικά.[23]
Παρά τις γερμανικές προσδοκίες, οι περικυκλωμένες σοβιετικές δυνάμεις δεν παραδίδονταν εύκολα. Αντιθέτως μάχονταν άγρια και απελπισμένα, και έτσι η Βέρμαχτ έπρεπε να χρησιμοποιήσει 28 μεραρχίες για να εξουδετερώσει τα περικυκλωμένα σοβιετικά στρατεύματα, χρησιμοποιώντας και δυνάμεις που ήταν απαραίτητες για την επίθεση κατά της Μόσχας. Τα υπολείμματα του Δυτικού και το Εφεδρικού σοβιετικού μετώπου κατάφεραν να υποχωρήσουν και να ανασυντάξουν τις γραμμές τους γύρω από το Μοζάισκ.[23] Επιπλέον, τα περικυκλωμένα σοβιετικά στρατεύματα δεν καταστράφηκαν εντελώς καθώς πολλές μονάδες κατάφεραν να διαφύγουν σε ομάδες ποικίλου μεγέθους, από το αντίστοιχο μιας διμοιρίας έως και μίας μεραρχίας τυφεκιοφόρων.[24] Επιπροσθέτως, η σοβιετική αντίσταση στη Βγιάζμα έδωσε τη δυνατότητα στην ανώτατη διοίκηση να φέρει γρήγορα ενισχύσεις στις τέσσερις στρατιές που υπερασπίζονταν τη Μόσχα (την 5η, την 16η, την 43η και την 49η), καθώς και να μεταφέρουν τρεις μεραρχίες τυφεκιοφόρων και δύο τεθωρακισμένων από την Άπω Ανατολή.[23]
Στα νότια, γύρω από το Μπριάνσκ, η αρχική σοβιετική απόδοση ήταν ελαφρώς πιο αποτελεσματική από αυτή στη Βγιάζμα. Η Δεύτερη Ομάδα Πάντσερ έκανε κυκλωτικό ελιγμό γύρω από όλο το μέτωπο και ενώθηκε με την 2η Στρατιά καταλαμβάνοντας το Οριόλ στις 3 Οκτωβρίου και το Μπριάνσκ στις 6 Οκτωβρίου. Ο 2ος Αεροπορικός Στόλος πραγματοποίησε 984 αποστολές και κατέστρεψε 679 οχήματα στις 3 Οκτωβρίου. Στις 4 Οκτωβρίου 100 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως μαζί με μεσαία βομβαρδιστικά κατέστρεψαν σιδηροδρομικές γραμμές παρακωλύοντας τις μετακινήσεις σοβιετικών στρατευμάτων στην περιοχή Σούμι-Λγκοβ-Κουρσκ, και αποκόπτοντας τις επικοινωνίες μεταξύ του Μπριάνσκ και των Νοτιοανατολικών Μετώπων.[26] Η 3η και 13η Σοβιετική Στρατιά περικυκλώθηκαν, αλλά δεν παραδόθηκαν, και τα στρατεύματά τους κατάφεραν να διαφύγουν σε μικρές ομάδες, υποχωρώντας στις ενδιάμεσες αμυντικές γραμμές γύρω από το Πόνιρι και το Μτσενσκ. Μέχρι τις 23 Οκτωβρίου και τα τελευταία υπολείμματα είχαν διαφύγει από τον θύλακα.[16]
Μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 1941 η γερμανική επίθεση στην περιοχή είχε βαλτώσει. Τα πρώτα χιόνια έπεσαν και έλιωσαν γρήγορα, μετατρέποντας τους δρόμους σε λασπότοπους, φαινόμενο γνωστό και ως ρασπούτιτσα (κυριολεκτικά «εποχή χωρίς δρόμους») στη Ρωσία. Οι μηχανοκίνητες γερμανικές ομάδες επιβραδύνθηκαν ενώ δυσκολεύονταν να κάνουν ελιγμούς, με αποτέλεσμα να εξουθενώνονται οι άντρες και τα άρματα.[27] Η 4η Μεραρχία Πάντσερ έπεσε σε ενέδρα που έστησε δίπλα στην πόλη Μτσενσκ το βιαστικά σχηματισμένο 1ο Ειδικό Σώμα Τυφεκιοφόρων Φρουρών του Ντμίτρι Λελιουσένκο, που συμπεριλάμβανε και την 4η Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων του Μιχαήλ Κατουκόφ.
Νέα άρματα Τ-34 κρύφτηκαν στα δάση αφήνοντας τα γερμανικά άρματα να τα προσπεράσουν. Καθώς μια ομάδα σοβιετικού πεζικού συγκράτησε την επέλασή τους, τα σοβιετικά άρματα επιτέθηκαν και από τις δύο πλευρές και συνέτριψαν τους σχηματισμούς των γερμανικών Panzer IV. Για τη Βέρμαχτ το σοκ από αυτή την ήττα ήταν τόσο ισχυρό ώστε διατάχθηκε ειδική έρευνα.[24] Τα στρατεύματα του Γκουντέριαν διαπίστωσαν με απογοήτευση ότι τα νέα σοβιετικά T-34 ήταν σχεδόν άτρωτα για τα γερμανικά πυροβόλα. Όπως έγραψε ένας στρατηγός, «Τα δικά μας άρματα Panzer-IV με τα πυροβόλα 75 χιλιοστών μπορούν να ανατινάξουν ένα T-34 μόνο αν το χτυπήσουν στη μηχανή από πίσω.» Ο Γκουντέριαν σημείωσε στα απομνημονεύματά του ότι «οι Ρώσοι είχαν μάθει ήδη κάποια πράγματα».[28] Ο 2ος Αεροπορικός Στόλος εξαπέλυσε 1.400 επιθέσεις εναντίον σοβιετικών θέσεων για να υποστηρίξει την 4η Μεραρχία Πάντσερ, καταστρέφοντας 20 άρματα, 34 στοιχεία πυροβολικού και 650 οχήματα διαφόρων ειδών.[26][29]
Στα υπόλοιπα σημεία του μετώπου οι ογκώδεις σοβιετικές αντεπιθέσεις επιβράδυναν περαιτέρω τη γερμανική επίθεση. Η 2η Στρατιά επιχειρώντας στα νότια των δυνάμεων του Γκουντέριαν, με στόχο τον εγκλωβισμό του Μετώπου Μπριάνσκ, ήρθε αντιμέτωπη με σφοδρή σοβιετική αντεπίθεση. Οι Σοβιετικοί είχαν ισχυρή αεροπορική κάλυψη στην έφοδο. Παρά την αριθμητική κατωτερότητα όμως, η Λουφτβάφε κατάφερε βαριά πλήγματα στη σοβιετική αεροπορία. 152 Στούκα και 259 μεσαία βομβαρδιστικά παρακώλυσαν την σοβιετική επίθεση ενώ άλλα 202 Στούκα και 188 μεσαία βομβαρδιστικά έκαναν επιδρομές σε φάλαγγες ανεφοδιασμού στην περιοχή του Μπριάνσκ. Η Λουφτβάφε κατέστρεψε 22 άρματα και 450 οχήματα.[26]
Το εύρος της αρχικής σοβιετικής ήττας ήταν φαινομενικά τεράστιο. Σύμφωνα με γερμανικές εκτιμήσεις, αιχμαλωτίστηκαν από τη Βέρμαχτ 673.000 στρατιώτες και στους δύο θύλακες,[30] παρόλο που η σύγχρονη έρευνα υπαγορεύει τον κάπως μικρότερο αριθμό των 514.000 αιχμαλώτων, γεγονός που μείωσε την σοβιετική δύναμη κατά 41%.[31] Η απελπισμένη αντίσταση, ωστόσο, του Κόκκινου Στρατού, είχε επιβραδύνει σημαντικά τη Βέρμαχτ. Όταν οι Γερμανοί απέκτησαν οπτική επαφή με τη γραμμή Μοζάισκ στις 10 Οκτωβρίου 1941, βρήκαν καλά προετοιμασμένες αμυντικές θέσεις, επανδρωμένες με φρέσκες σοβιετικές δυνάμεις. Την ίδια μέρα ο Γκεόργκι Ζούκοφ ανακλήθηκε από το Λένινγκραντ για να αναλάβει την άμυνα της Μόσχας.[16] Αμέσως διέταξε την συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων στην ενδυναμωμένη γραμμή Μοζάισκ, κίνηση που υποστήριξε και ο Βασιλιέφσκι.[32] Η Λουφτβάφε αν και υστερούσε ακόμη αριθμητικά, είχε τον έλεγχο στον αέρα, όποτε εμφανίζονταν με συγκεντρωμένες δυνάμεις. Τα «Στούκαγκεσβάντερ» (Stukageschwader) και «Κάμπφγκεσβάντερ» (Kampfgeschwader) (Μοίρες Στούκα και ελαφρών βομβαρδιστικών αντίστοιχα) εκτέλεσαν 537 σύντομες αποστολές καταστρέφοντας 440 οχήματα (κυρίως μηχανοκίνητα και φορτηγά) και 150 στοιχεία πυροβολικού.[33][34]
Στις 13 Οκτωβρίου ο Στάλιν διέταξε να μεταφερθούν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Γενικό Επιτελείο και διάφορα άλλα γραφεία, από τη Μόσχα στο Κούιμπισεφ (σήμερα Σαμάρα), αφήνοντας πίσω μόνο περιορισμένο αριθμό αξιωματούχων. Η εκκένωση προκάλεσε πανικό στους Μοσχοβίτες. Από τις 16 μέχρι τις 17 Οκτωβρίου, μεγάλο μέρος του πληθυσμού προσπάθησε να διαφύγει δημιουργώντας συνωστισμό στα διαθέσιμα τρένα και κυκλοφοριακή συμφόρηση στο οδικό δίκτυο. Παρόλα αυτά, ο Στάλιν έμεινε στη σοβιετική πρωτεύουσα, ηρεμώντας κάπως τους φόβους και το πανδαιμόνιο.[24]
Αμυντική γραμμή Μοζάισκ (13 Οκτωβρίου – 30 Οκτωβρίου)
Μέχρι τις 13 Οκτωβρίου 1941, η Βέρμαχτ είχε φτάσει τη γραμμή άμυνας του Μοζάισκ, όπου βιαστικά κατασκευασμένες διπλές οχυρώσεις προστάτευαν τη Μόσχα από τα δυτικά και εκτείνονταν από το Καλίνιν μέχρι το Βολοκολάμσκ και την Καλούγκα. Όμως παρά τις πρόσφατες ενισχύσεις, η συνολική δύναμη των σοβιετικών στρατευμάτων που επάνδρωναν τη γραμμή (η 5η, 16η, 43η και 49η στρατιά) έφτανε οριακά τους 90.000 άνδρες, μετά βίας αρκετή για να ανακόψει τη γερμανική προέλαση.[35][36] Εν γνώσει αυτής της κατάστασης, ο Ζούκοφ αποφάσισε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σε τέσσερα κρίσιμα σημεία, το Βολοκολάμσκ, το Μοζάισκ, το Μαλογιαροσλάβετς και την Καλούγκα. Το σύνολο του Σοβιετικού Δυτικού Μετώπου είχε καταστραφεί σχεδόν εξ ολοκλήρου μετά την περικύκλωσή του στη Βιάζμα, και επανασυστάθηκε από το μηδέν.[37]
Η Μόσχα είχε μετατραπεί σε φρούριο. Σύμφωνα με τον Ζούκοφ, 250.000 γυναίκες και έφηβοι δούλευαν κατασκευάζοντας χαρακώματα και αντιαρματικές τάφρους γύρω από τη Μόσχα, μετακινώντας συνολικά 3 εκατομμύρια κυβικά μέτρα εδάφους χωρίς μηχανικά μέσα. Τα εργοστάσια της Μόσχας μετατράπηκαν βιαστικά σε στρατιωτικά συγκροτήματα. Το εργοστάσιο αυτοκινήτων μετατράπηκε σε εργοστάσιο υποπολυβόλων, το εργοστάσιο ρολογιών κατασκεύαζε πυροκροτητές για νάρκες, το εργοστάσιο σοκολάτας φαγητό για το μέτωπο και τα συνεργεία αυτοκινήτων επισκεύαζαν άρματα και στρατιωτικά οχήματα.[38] Εντούτοις, η κατάσταση παρέμενε επικίνδυνη για τους Σοβιετικούς καθώς η Μόσχα παρέμενε εντός του βεληνεκούς των γερμανικών αρμάτων. Επιπροσθέτως ήταν στόχος μαζικών αεροπορικών επιδρομών, παρόλο που προκάλεσαν περιορισμένες καταστροφές λόγω των εκτεταμένων αντιαεροπορικών αμυντικών θέσεων και της αποτελεσματικής πυρόσβεσης. Παράλληλα, τα μνημεία - σύμβολα της πόλης είχαν επαρκώς καμουφλαριστεί.
Στις 13 Οκτωβρίου 1941 (15 Οκτωβρίου σύμφωνα με άλλες πηγές), η Βέρμαχτ συνέχισε την επίθεση. Στην αρχή δεν ήταν διατεθειμένη να επιτεθεί κατευθείαν στις σοβιετικές αμυντικές θέσεις και προσπάθησε να τις παρακάμψει προελαύνοντας προς τα βορειοανατολικά στη λιγότερο οχυρωμένη πόλη Καλίνιν και προς την Καλούγκα και την Τούλα στα νότια καταλαμβάνοντάς τες όλες εκτός από την Τούλα στις 14 Οκτωβρίου. Ενθαρρυμένοι από την αρχική επιτυχία, οι Γερμανοί ξεκίνησαν κατά μέτωπον επίθεση εναντίον της οχυρωμένης αμυντικής γραμμής, καταλαμβάνοντας το Μοζάισκ και το Μαλαγιαροσλάβετς στις 18 Οκτωβρίου, το Ναρο-Φομίνσκ στις 21 Οκτωβρίου και το Βολοκολάμσκ στις 27 Οκτωβρίου μετά από έντονες μάχες.[16] Λόγω του αυξημένου κύνδινου να δεχτεί πλευρικές επιθέσεις, ο Ζούκοφ αναγκάστηκε να υποχωρήσει[24] και να αποσύρει τις δυνάμεις ανατολικά του ποταμού Νάρα.[39]
Στα νότια η Δεύτερη Στρατιά Πάντσερ κινούνταν προς την Τούλα με σχετική ευκολία, καθώς η αμυντική γραμμή του Μοζάισκ δεν εκτεινόταν τόσο μακρυά προς νότο, και επειδή δεν υπήρχε σημαντική συγκέντρωση σοβιετικών στρατευμάτων για να ανακόψει την επέλαση. Ο κακός καιρός, προβλήματα καυσίμων και οι κατεστραμμένοι δρόμοι και γέφυρες καθυστέρησαν πολύ τους Γερμανούς. Ο Γκουντέριαν έφτασε στα περίχωρα της Τούλα μόλις στις 26 Οκτωβρίου 1941.[40] Το αρχικό σχέδιο των Γερμανών προέβλεπε άμεση κατάληψη της Τούλα και κυκλωτικό ελιγμό γύρω από τη Μόσχα. Εντούτοις η πρώτη προσπάθεια να καταληφθεί η πόλη απέτυχε, καθώς τα γερμανικά πάντσερ ανακόπηκαν από την 50η στρατιά και εθελοντές πολίτες, σε μία απελπισμένη μάχη. Τα στρατεύματα του Γκουντέριαν υποχρεώθηκαν να σταματήσουν, έχοντας στο οπτικό τους πεδίο την πόλη, στις 29 οκτωβρίου 1941.[41]
Η Βέρμαχτ προ των πυλών (1 Νοεμβρίου – 5 Δεκεμβρίου)
Φθορά
Λάσπη πριν τη Μόσχα, Νοέμβριος 1941
Στα τέλη Οκτωβρίου οι γερμανικές δυνάμεις είχαν φθαρεί, μόνο το ένα τρίτο των μηχανοκίνητων οχημάτων εξακολουθούσαν να λειτουργούν, ενώ οι μεραρχίες πεζικού είχαν το ένα τρίτο ή το μισό της δύναμής τους και σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού, που εμπόδιζαν την παράδοση ζεστού ιματισμού και άλλου χειμερινού εξοπλισμού στο μέτωπο. Ακόμη και ο Χίτλερ φαινόταν ότι είχε αποδεχτεί την ιδέα του μακροχρόνιου πολέμου, καθώς η προοπτική να αποσταλούν άρματα σε τόσο μεγάλη πόλη, δίχως την υποστήριξη βαρέος πεζικού ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, μετά και το παράδειγμα της αιματηρής κατάληψης της Βαρσοβίας το 1939.[42]
Στη μελέτη του της ναζιστικής οικονομίας, ο Adam Tooze, ισχυρίζεται ότι αυτό καθαυτό το γεγονός της επιβίωσης του Κόκκινου Στρατού ως στρατιωτικής δύναμης ήταν σημάδι ότι οι Γερμανοί είχαν χάσει τον πόλεμο στη Ρωσία, και συνεπώς τον πόλεμο εν γένει. Σημειώνει ότι η μετακίνηση των Γερμανών ανατολικά του Σμολένσκ σήμαινε ότι οι γερμανικές γραμμές εφοδιασμού επεκτάθηκαν πέραν του αποδοτικού τους ορίου, με αποτέλεσμα κολοσσιαίες απώλειες υλικού στο ανατολικό μέτωπο - δίχως να κερδίσουν μια αποφασιστική νίκη - κάτι που οδήγησε τη γερμανική οικονομία στα όρια «ολικού αδιεξόδου». Καταλήγει ότι «μέσω του επιτεύγματος του ζωτικού χώρου (Lebensraum) σε αμερικανική κλίμακα, ήλπιζε το Τρίτο Ράιχ να αποκτήσει και την ευμάρεια και την παγκόσμια ισχύ, που ήδη είχαν η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως όμως έκαναν φανερό τα γεγονότα μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 1941, η Ναζιστική Γερμανία δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε και τους πόρους να κάνει το πρώτο βήμα.»[43] Τον ίδιο ισχυρισμό προβάλλει και ο Ρ. Καρτιέ:[44] «Ο Χίτλερ αποτυγχάνοντας στον αντικειμενικό σκοπό έχασε τον πόλεμό του...».
Για να ενδυναμώσει την αποφασιστικότητα του Κόκκινου Στρατού και να τονώσει το ηθικό των πολιτών, ο Στάλιν διέταξε να γίνει η παραδοσιακή στρατιωτική παρέλαση στις 7 Νοεμβρίου 1941, για την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, στην Κόκκινη Πλατεία. Τα σοβιετικά στρατεύματα παρέλασαν μπροστά από το Κρεμλίνο και αμέσως μετά βάδισαν στο μέτωπο. Η παρέλαση είχε μεγάλη συμβολική σημασία στο να καταδείξει την αποφασιστικότητα των Σοβιετικών, και αυτό αναφερόταν συχνά στα χρόνια που ακολούθησαν. Κατόπιν, ο Στάλιν έκανε ομιλία προς τους αξιωματούχους του κόμματος και του κράτους στην αίθουσα επιβατών του Σταθμού Μαγιακόφσκι, στο Μετρό της Μόσχας.
Όμως, παρά την επίδειξη γενναιότητας, ο Κόκκινος στρατός στην πραγματικότητα βρισκόταν σε επισφαλή θέση. Παρόλο που ενισχύθηκε το Κλιν και η Τούλα, όπου αναμενόταν γερμανική επίθεση, με 100.000 άνδρες, οι σοβιετικές αμυντικές θέσεις ήταν ακόμη σχετικώς αδύνατες. Εντούτοις ο Στάλιν ήθελε να να γίνουν αρκετές προληπτικές επιθέσεις στις γερμανικές γραμμές, παρά τις διαμαρτυρίες του Ζούκοφ, ο οποίος του υπέδειξε την πλήρη έλλειψη εφεδρειών.[45] Η Βέρμαχτ ήταν σε θέση να αποκρούσει τις περισσότερες από τις αντεπιθέσεις, εξαντλώντας τον Κόκκινο Στρατό και σε οχήματα και σε προσωπικό, που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί στην άμυνα της Μόσχας. Η επίθεση είχε επιτυχία μόνο δυτικά της Μόσχας, κοντά στο Αλέξινο, όπου τα σοβιετικά άρματα επέφεραν μεγάλες απώλειες στην 4η στρατιά, επειδή οι Γερμανοί είχαν ακόμη ελλείψεις σε αντιαρματικά όπλα, ικανά να πλήξουν τα νέα, καλώς θωρακισμένα, άρματα T-34.[42]
Παρά την ήττα κοντά στο Αλέξινο, η Βέρμαχτ διατηρούσε τη γενική ανωτερότητα σε αριθμούς προσωπικού και επίγειων δυνάμεων έναντι του Κόκκινου Στρατού. Οι γερμανικές μεραρχίες έκαναν την τελευταία έφοδο στη Μόσχα με 943.000 άντρες και 1500 άρματα ενώ οι σοβιετικές δυνάμεις αριθμούσαν μετά βίας 500.000 άντρες και 890 άρματα.[16] Εντούτοις, σε σύγκριση με τον Οκτώβριο, οι σοβιετικές μεραρχίες τυφεκιοφόρων κατείχαν πολύ καλύτερες αμυντικές θέσεις, δημιουργώντας τριπλό αμυντικό δακτύλιο γύρω από τη Μόσχα και κάποια από τα υπολείμματα της γραμμής Μοζάισκ κοντά στο Κλιν που ήταν ακόμη σε σοβιετικό έδαφος. Το μεγαλύτερο μέρος των σοβιετικών στρατευμάτων παρατάχθηκε σε πολυεπίπεδη αμυντική διάταξη με βάθος τουλάχιστον 2 μεραρχίες τυφεκιοφόρων. Πυροβολικό και ομάδες μηχανικού είχαν συγκεντρωθεί κατά μήκος των κύριων δρόμων τους οποίους αναμένονταν να χρησιμοποιήσουν τα γερμανικά στρατεύματα. Τέλος, τα σοβιετικά στρατεύματα, και κυρίως οι αξιωματικοί, ήταν πλέον πολύ πιο έμπειρα και καλύτερα προετοιμασμένα για την επίθεση.[42]
Στις 15 Νοεμβρίου 1941 το έδαφος τελικά πάγωσε, λύνοντας το πρόβλημα της λάσπης. Οι τεθωρακισμένες αιχμές της Βέρμαχτ εφόρμησαν με στόχο την περικύκλωση της Μόσχας και την ένωσή τους κοντά στην πόλη Νογκίνσκ, ανατολικά της Μόσχας. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Τρίτη και η Τέταρτη ομάδα Πάντσερ έπρεπε να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους μεταξύ του ταμιευτήρα της Μόσχας και του Μοζάισκ, και έπειτα να προωθηθούν στο Κλιν και το Σολνετσνογόρσκ για να περικυκλώσουν την πρωτεύουσα από τον βορρά. Στο νότο η Δεύτερη Στρατιά Πάντσερ σκόπευε να παρακάμψει την Τούλα, που βρίσκονταν ακόμη στην κατοχή των Σοβιετικών, και να προωθηθεί στην Κασίρα και την Κολόμνα, και να ενωθεί με τη βόρεια λαβίδα στο Νογκίνσκ.[16]
Τελική σφήνα
Στρατιώτες της Βέρμαχτ, δυτικά της Μόσχας, σε σφοδρή χιονόπτωση.
Στις 15 Νοεμβρίου 1941 οι γερμανικές στρατιές αρμάτων ξεκίνησαν την επίθεση προς το Κλιν, όπου δεν υπήρχαν σοβιετικές εφεδρείες λόγω τις επιθυμίας του Στάλιν να επιχειρήσει αντεπίθεση στο Βολοκολάμσκ, πράγμα που είχε υποχρεώσει όλες τις διαθέσιμες εφεδρικές δυνάμεις να μετακινηθούν νοτιότερα. Οι αρχικές γερμανικές επιθέσεις διέσπασαν το μέτωπο στα δύο, διαχωρίζοντας την 16η Στρατιά από την 30ή Στρατιά.[42] Ακολούθησαν μερικές μέρες σφοδρών μαχών. Όπως αναφέρει ο Ζούκοφ στα απομνημονεύματά του, «Ο εχθρός, αγνοώντας τις απώλειες, έκανε επιθέσεις στο μέτωπο, αποσκοπώντας να φτάσει στη Μόσχα με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο.»[46] Παρά τις προσπάθειες της Βέρμαχτ, η πολυεπίπεδη άμυνα των σοβιετικών μείωσε τις απώλειες τους, καθώς η 16η σοβιετική στρατιά υποχωρούσε σταδιακά, παρενοχλώντας συνεχώς τις γερμανικές μεραρχίες που επιχειρούσαν να περάσουν τις οχυρώσεις.
Η Τρίτη Στρατιά Πάντσερ κατέλαβε τελικώς το Κλιν μετά από έντονες μάχες στις 24 Νοεμβρίου 1941 και στις 25 Νοεμβρίου το Σολνετσνογκόρσκ. Η σοβιετική αντίσταση ήταν ακόμη ισχυρή, και το αποτέλεσμα της μάχης δεν ήταν καθόλου σίγουρο. Αναφέρεται ότι Στάλιν ρώτησε τον Ζούκοφ αν μπορούσαν να υπερασπιστούν τη Μόσχα με επιτυχία και τον διέταξε να «απαντήσει ειλικρινώς, ως κομμουνιστής». Ο Ζούκοφ απάντησε ότι ήταν πιθανό, αλλά χρειάζονταν οπωσδήποτε εφεδρείες.[46] Στις 28 Νοεμβρίου η 7η Μεραρχία Πάντσερ είχε καταλάβει ένα προγεφύρωμα στην απέναντι όχθη του καναλιού Μόσχας-Βόλγα — το τελευταίο κύριο εμπόδιο πριν τη Μόσχα — 35 χιλιόμετρα από το Κρεμλίνο,[42] όμως μια ισχυρή αντεπίθεση από την 1η Στρατιά Κρούσης την οδήγησε πίσω στην άλλη όχθη.[47] Στα νοτιοδυτικά της Μόσχας η Βέρμαχτ έφτασε στην Κράσναγια Πολιάνα, λίγο παραπάνω από 20 χιλιόμετρα από τη Μόσχα.[48] Οι Γερμανοί αξιωματικοί μπορούσαν να διακρίνουν με κιάλια μερικά από τα κύρια κτίρια της πόλης. Εντούτοις και οι σοβιετικές και οι γερμανικές δυνάμεις είχαν εξαντληθεί σημαντικά, με κάποια συντάγματα να έχουν απομείνει με 150 ως 200 τυφεκιοφόρους, αριθμός που αντιστοιχεί στην ονομαστική δύναμη ενός λόχου.[42]
Στα νότια, κοντά στην Τούλα, οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν στις 18 Νοεμβρίου 1941, με τη Δεύτερη Στρατιά Πάντσερ να προσπαθεί να περικυκλώσει την πόλη.[42] Οι γερμανικές δυνάμεις που ενεπλάκησαν ήταν εξαιρετικά φθαρμένες από τις προηγούμενες μάχες και δεν είχαν λάβει ακόμη χειμερινό ιματισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η γερμανική προέλαση να μη ξεπερνά τα 5 με 10 χιλιόμετρα την ημέρα, κάνοντας την πιθανότητα της επιτυχίας «λιγότερο από σίγουρη» σύμφωνα με τον Γκουντέριαν.[49] Επιπλέον, αυτό το γεγονός εξέθεσε τα γερμανικά άρματα σε πλευρικές επιθέσεις από τις 49η και 50ή σοβιετικές Στρατιές που βρίσκονταν κοντά στην Τούλα, επιβραδύνοντας περαιτέρω τη γερμανική προώθηση. Παρόλα αυτά ο Γκουντέριαν μπορούσε ακόμη να συνεχίσει την επίθεση, απλώνοντας τις δυνάμεις του σε αστεροειδή σχηματισμό, καταλαμβάνοντας το Σταλινογκόρσκ στις 22 Νοεμβρίου και περικυκλώνοντας την σοβιετική μεραρχία τυφεκιοφόρων που βρισκόταν εκεί. Στις 26 Νοεμβρίου, τα γερμανικά άρματα πλησίασαν στην Κασίρα, πόλη που έλεγχε ένα κύριο δρόμο προς τη Μόσχα. Ως απάντηση εξαπολύθηκε βίαιη σοβιετική αντεπίθεση την επόμενη μέρα. Το 20ό Σώμα Ιππικού του στρατηγού Μπέλοφ σταμάτησε τους Γερμανούς στην Κασίρα,[50] υποστηριζόμενο από βιαστικά συγκροτημένους σχηματισμούς όπως η 173η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων, η 9η Ταξιαρχία Αρμάτων, 2 τάγματα αρμάτων, μονάδες που ήταν ακόμη στην εκπαίδευση καθώς και μονάδες πολιτοφυλακής.[51] Οι Γερμανοί απωθήθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου, και έτσι εξασφαλίστηκε από τους Σοβιετικούς η προσέγγιση στην πόλη από τον νότο.[52] Η Τούλα δεν καταλήφθηκε, καθώς προστατευόταν από οχυρώσεις και αποφασισμένους υπερασπιστές, στρατιώτες και πολίτες. Στα νότια η Βέρμαχτ δεν κατάφερε να προσεγγίσει την πρωτεύουσα.
Λόγω της αντίστασης και στη βόρεια και στην νότια πλευρά της Μόσχας, η Βέρμαχτ επιχείρησε στη 1 Δεκεμβρίου 1941 ευθεία επίθεση από τα δυτικά κατά μήκος του οδικού άξονα Μίνσκ-Μόσχας κοντά στην πόλη Νάρο-Φομίσνκ. Εντούτοις η επίθεση είχε περιορισμένη υποστήριξη από άρματα και οι Γερμανοί ήταν αναγκασμένοι να κάνουν εφόδους σε εκτεταμένες σοβιετικές αμυντικές θέσεις. Αφού συνάντησε αποφασιστική αντίσταση από την 1η Μηχανοκίνητη Μεραρχία Τυφεκιοφόρων-Φρουρών και πλευρικές επιθέσεις από την 33η Στρατιά, η γερμανική επίθεση απωθήθηκε τελικώς τέσσερις μέρες μετά,[42] με τους Γερμανούς να έχουν χάσει 10.000 άντρες και μερικές δεκάδες άρματα.[53]
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η θερμοκρασία, που μέχρι τότε ήταν σε κανονικά επίπεδα για τη Ρωσία,[54] έπεσε στους 20 έως και στους 45 βαθμούς υπό το μηδέν, παγώνοντας τα γερμανικά στρατεύματα που ακόμη δεν είχαν χειμερινό ιματισμό, και τα γερμανικά οχήματα που δεν είχαν σχεδιαστεί για τέτοιες καιρικές συνθήκες. Στη Βέρμαχτ αναφέρθηκαν πάνω από 130.000 περιπτώσεις κρυοπαγημάτων.[35] Το παγωμένο γράσο έπρεπε να αφαιρεθεί από κάθε βλήμα,[35] ενώ τα οχήματα έπρεπε να ζεσταίνονται για ώρες πριν μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν.
Η επίθεση του Άξονα στη Μόσχα αναχαιτίστηκε. Όπως έγραψε ο Γκουντέριαν στο ημερολόγιό του, «η επίθεση στη Μόσχα απέτυχε…. Υποτιμήσαμε τη δύναμη του εχθρού, καθώς και το μέγεθός του και το κλίμα. Ευτυχώς σταμάτησα τα στρατεύματά μου στις 5 Δεκεμβρίου, αλλιώς η καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη.»[55]
Η σοβιετική αντεπίθεση
Η σοβιετική χειμερινή αντεπίθεση, 5 Δεκεμβρίου 1941 έως 7 Μαΐου 1942
Παρόλο που η επίθεση της Βέρμαχτ είχε ανακοπεί, η γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών υπολόγιζε ότι οι σοβιετικές δυνάμεις είχαν εξαντλήσει τις εφεδρείες τους και δεν θα ήταν ικανές να αντεπιτεθούν. Η εκτίμηση αποδείχθηκε λανθασμένη καθώς ο Στάλιν μετέφερε νέες μεραρχίες από τη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή, βασιζόμενος στην πληροφορία από τον κατάσκοπό του, Ρίχαρντ Ζόργκε, σύμφωνα με την οποία η Ιαπωνία δεν είχε πρόθεση να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, όταν ο Στάλιν ενέκρινε την επίθεση που προτάθηκε από τον Ζούκοφ και τον Βασιλιέφσκι,[56] ο Κόκκινος Στρατός είχε συγκεντρώσει στις εφεδρείες του 58 μεραρχίες.[35] Εντούτοις, παρά τις νέες εφεδρείες, οι δυνάμεις που δεσμεύτηκαν για την επίθεση ήταν μόνο 1.100.000 άνδρες,[54] ελαφρώς περισσότεροι από τη δύναμη της Βέρμαχτ. Παρ' όλα αυτά με την προσεχτική τοποθέτηση των στρατευμάτων, επιτεύχθηκε αναλογία δύο προς ένα σε κάποια κρίσιμα σημεία.[35] Στις 5 Δεκεμβρίου 1941 ξεκίνησε η αντεπίθεση στο Μέτωπο Καλίνιν. Μετά από δύο μέρες με μικρή πρόοδο, τα σοβιετικά στρατεύματα ανακατέλαβαν την Κράσναγια Πολιάνα και αρκετές άλλες πόλεις στην ευρύτερη περιοχή της Μόσχας.[16]
Την ίδια μέρα, ο Χίτλερ υπέγραψε τη διαταγή υπ' αριθμόν 39, διατάσσοντας τη Βέρμαχτ να υιοθετήσει αμυντική στάση σε όλο το μέτωπο. Εντούτοις, τα γερμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να οργανώσουν συμπαγή άμυνα στις παρούσες θέσεις τους και έτσι αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν ώστε να παγιώσουν τις γραμμές τους. Ο Γκουντέριαν έγραψε ότι έγιναν συνομιλίες μεταξύ του Χανς Σμίτ και του Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν και αμφότεροι οι διοικητές συμφώνησαν ότι η γραμμή του μετώπου δεν μπορούσε να κρατηθεί.[57] Στις 14 Δεκεμβρίου, ο Φραντς Χάλντερ και ο Γκύντερ φον Κλούγκε τελικώς έδωσαν άδεια για περιορισμένη υποχώρηση στα δυτικά του ποταμού Όκα, χωρίς την έγκριση του Χίτλερ.[58] ΣΤις 20 Δεκεμβρίου, κατά τη διάρκεια συνάντησης με ανώτερους αξιωματικούς, ο Χίτλερ ακύρωσε την υποχώρηση και διέταξε τους στρατιώτες να υπερασπιστούν κάθε τμήμα εδάφους, «σκάβοντας χαρακώματα ακόμη και με βολές πυροβολικού, αν χρειαστεί».[59] Ο Γκουντέριαν διαμαρτυρήθηκε, σημειώνοντας ότι οι απώλειες από το κρύο ήταν περισσότερες από τις απώλειες στις μάχες και ότι ο χειμερινός εξοπλισμός βρισκόταν ακόμη στην Πολωνία.[60] Παρόλα αυτά ο Χίτλερ επέμεινε στο να αμυνθούν στις υπάρχουσες γραμμές, ενώ ο Γκουντέριαν ανακλήθηκε τα Χριστούγενα μαζί με τους στρατηγούς Χεπνερ και Στράους, διοικητές της 4ης Στρατιάς Πάντσερ και 9ης Στρατιάς αντίστοιχα. Ανακλήθηκε και ο Φέντορ φον Μποκ, επίσημα για ιατρικούς λόγους.[61] Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου, Βάλτερ φον Μπράουχιτς είχε απομακρυνθεί ακόμη νωρίτερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1941.[62]
Εν τω μεταξύ η σοβιετική επίθεση συνεχίστηκε. Στα νότια ελευθερώθηκαν το Κλιν και το Καλίνιν, στις 15 και 16 Δεκεμβρίου, καθώς το Μέτωπο Καλίνιν προχωρούσε προς τα δυτικά. Ο διοικητής του Μετώπου, στρατηγός Κόνιεφ, επιχείρησε να περικυκλώσει την Ομάδα Στρατιών Κέντρου, αλλά συνάντησε ισχυρή αντίσταση κοντά στο Ρζεφ και υποχρεώθηκε να σταματήσει, σχηματίζοντας μια προεξοχή που θα διατηρούνταν μέχρι το 1943. Στα νότια η επίθεση είχε καλά αποτελέσματα για τους Σοβιετικούς, και το Νοτιοδυτικό Μέτωπο ανακούφισε την Τούλα στις 16 Δεκεμβρίου 1941. Η Λούφτβάφε ενισχύθηκε, καθώς ο Χίτλερ τη θεώρησε ως τη μοναδική ελπίδα να σωθεί η κατάσταση. Δύο «Κάμπφγκρούππεν» (II./KG 4 and II./KG 30) έφτασαν από τη Γερμανία, ενώ τέσσερα «Τρανσπόρτγκρούππεν» (μοίρες μεταφορών) με δυναμικό 102 Junkers Ju 52 αναπτύχθηκαν από τον 4ο Αεροπορικό Στόλο ώστε να διασώσουν περικυκλωμένες μονάδες του στρατού ξηράς και να βελτιώσουν τις γραμμές εφοδιασμού των δυνάμεων του μετώπου. Ήταν προσπάθεια της τελευταίας στιγμής αλλά είχε αποτέλεσμα: Βοήθησε να αποφευχθεί η καθολική κατάρρευση της Ομάδας Στρατιών. Παρά το ότι η Λουφτβάφε έκανε το καλύτερο δυνατό, η σοβιετική αεροπορική κυριαρχία συνεισέφερε τα μέγιστα στην νίκη του Κόκκινου Στρατού στη Μόσχα. Μεταξύ 17 και 22 Δεκεμβρίου η Λουφτβάφε κατέστρεψε 299 οχήματα και 23 άρματα γύρω από την Τούλα, παρακωλύοντας την καταδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων από τον Κόκκινο Στρατό.[63]
Στο κέντρο εντούτοις η πρόοδος ήταν πολύ πιο αργή, και τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Νάρο-Φομίνσκ στις 26 Δεκεμβρίου, την Καλούγκα στις 28 Δεκεμβρίου και το Μαλογιαροσλάβετς στις 2 Ιανουαρίου, μετά από 10 μέρες βίαιης δράσης.[16] Οι σοβιετικές εφεδρείες μειώθηκαν πολύ και έτσι η επίθεση σταμάτησε στις 7 Ιανουαρίου 1942, αφού είχε απωθήσει τα εξαντλημένα και παγωμένα γερμανικά στρατεύματα 100 έως 250 χιλιόμετρα μακρυά από τη Μόσχα. Η νίκη προσέφερε σημαντική ενίσχυση στο σοβιετικό ηθικό, υποχρεώνοντας τη Βέρμαχτ να υποστεί την πρώτη της ήττα. Έχοντας αποτύχει να κατατροπώσει τη Σοβιετική Ένωση με ένα γρήγορο χτύπημα, η Γερμανία έπρεπε να ετοιμαστεί για ένα εκτεταμένο πόλεμο. Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα είχε αποτύχει.
Συνέπειες
Γερμανοί στρατιώτες παραδίνονται. Εικόνες από το ντοκιμαντέρ Moscow Strikes Back.
1.028.600 Σοβιετικοί στρατιώτες έλαβαν το μετάλλιο για την υπεράσπιση της Μόσχας από την 1η Μαΐου 1944
Ρωσικό επετειακό γραμματόσημο για τα 60 χρόνια από τη Μάχη της Μόσχας.
Η χειμερινή αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού απομάκρυνε τη Βέρμαχτ από τη Μόσχα, αλλά η πόλη θεωρούνταν ακόμη υπό απειλή, αφού η γραμμή του μετώπου ήταν σχετικά κοντά. Εξαιτίας αυτού, η περιοχή της Μόσχας παρέμεινε στις προτεραιότητες του Στάλιν, ο οποίος είχε συγκλονιστεί από την αρχική επιτυχία των Γερμανών.[64] Συγκεκριμένα, η αρχική σοβιετική προέλαση δεν στάθηκε ικανή να καταλάβει την εξέχουσα του Ρζεφ, την οποία κατείχαν μεραρχίες της Ομάδας Στρατιών Κέντρου. Αμέσως μετά την αντεπίθεση της Μόσχας, επιχειρήθηκε σειρά από σοβιετικές επιθέσεις εναντίον της προεξοχής, κάθε φορά με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Οι σοβιετικές απώλειες υπολογίζονται μεταξύ 500.000 και 1.000.000 ανδρών και οι γερμανικές μεταξύ 300.000 και 450.000 ανδρών. Στις αρχές του 1943, η Βέρμαχτ υποχρεώθηκε να αφήσει την προεξοχή καθώς όλο το μέτωπο μετακινούνταν δυτικά. Τελικώς το μέτωπο της Μόσχας εξασφαλίστηκε τον Οκτώβριο του 1943, όταν η Ομάδα Στρατιών Κέντρου απωθήθηκε αποφασιστικά από το προγεφύρωμα στο Σμολένσκ, στην αριστερή όχθη του άνω Δνείπερου μετά το τέλος της δεύτερης μάχης του Σμολένσκ.
Εξοργισμένος που ο στρατός του δεν κατάφερε να καταλάβει τη Μόσχα, ο Χίτλερ καθαίρεσε τον αρχηγό του στρατού ξηράς, Βάλτερ φον Μπράουχιτς, στις 19 Δεκεμβρίου 1941, και ανέλαβε προσωπικά την ηγεσία του,[62] έχοντας τον πλήρη έλεγχο όλων των στρατιωτικών αποφάσεων γιά το Ανατολικό Μέτωπο, αντιτιθέμενος σε πιο έμπειρους Γερμανούς αξιωματικούς. Επιπροσθέτως ο Χίτλερ περιβαλλόταν από επιτελικούς αξιωματικούς με λίγη ή και καθόλου εμπειρία σε μάχη, οι οποίοι δεν του έφερναν ποτέ αντίρρηση σε ό,τι έλεγε. Όπως έγραψε ο Γκουντέριαν στα απομνημονεύματά του, «αυτό δημιούργησε ψυχρό κλίμα στις σχέσεις μας, ένα κλίμα που ποτέ δεν θα άλλαζε από κει και πέρα».[65] Αυτό αύξησε τη δυσπιστία του Χίτλερ προς τους ανώτερους αξιωματικούς του, πράγμα που τελικώς αποδείχτηκε μοιραίο για τη Βέρμαχτ. Η Γερμανία ήταν αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο ενός πολέμου φθοράς, κάτι για το οποίο δεν είχε προετοιμαστεί. Συνολικά η μάχη ήταν βαρύ πλήγμα για τον Άξονα και, παρόλο που δεν ήταν συντριπτικό, εξανέμισε τις ελπίδες των Γερμανών για γρήγορη και αποφασιστική νίκη στη Σοβιετική Ένωση.
Για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 1941, οι σοβιετικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να σταματήσουν τους Γερμανούς και να τους απωθήσουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Στάλιν να αποκτήσει υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και να αποφασίσει περαιτέρω επέκταση της επίθεσης. Στις 5 Ιανουαρίου 1942 κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο Κρεμλίνο, ο Στάλιν ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε γενική αντεπίθεση την άνοιξη, η οποία θα γινόταν ταυτόχρονα στη Μόσχα, το Λένινγκραντ και τη νότια Ρωσία. Το σχέδιο έγινε δεκτό παρά τις ενστάσεις του Ζούκοφ.[66] Εντούτοις, το χαμηλό απόθεμα εφεδρειών και η τακτική ικανότητα της Βέρμαχτ οδήγησαν σε αιματηρό αδιέξοδο κοντά στο Ρζεφ, και μια σειρά από ήττες του Κόκκινου Στρατού, όπως η Δεύτερη Μάχη του Χαρκόβου, η αποτυχία εξόντωσης του θύλακα του Ντεμιάνσκ και η περικύκλωση του στρατού του στρατηγού Βλασόφ (που κατέληξε στην αιχμαλωσία και του ίδιου του στρατηγού) κοντά στο Λένινγκραντ, σε μία προσπάθεια άρσης της πολιορκίας της πόλης. Τελικώς αυτές οι αποτυχίες οδήγησαν στην επιτυχημένη γερμανική επίθεση προς τον Καύκασο και τον Βόλγα και στη Μάχη του Στάλινγκραντ.
Εντούτοις, η υπεράσπιση της Μόσχας έγινε σύμβολο της σοβιετικής αντίστασης εναντίον της εισβολής των δυνάμεων του Άξονα. Προς ανάμνηση της μάχης, η Μόσχα έλαβε τον τίτλο της Ηρωικής Πόλης το 1965, στην 20η επέτειο της Ημέρας της Νίκης.[16]
Εκτιμήσεις των ιστορικών - απώλειες
Μάχη της Μόσχας δεν θεωρείται από όλους τους ιστορικούς ως ορόσημο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ ως αρχή της μάχης θεωρείται το ξεκίνημα της επιχείρησης Τυφώνας στις 30 Σεπτεμβρίου (ή κάποιες φορές στις 2 Οκτωβρίου), υπάρχουν δύο ημερομηνίες για το τέλος της επίθεσης. Συγκεκριμένα κάποιες πηγές (όπως ο Έρικσον[67] και ο Γλαντζ[68]) εξαιρούν την επίθεση στο Ρζεβ από το πλαίσιο της μάχης, θεωρώντας την ξεχωριστή επιχείρηση, θέτοντας έτσι την 7η Ιανουαρίου ως ημερομηνία τέλους της μάχης της Μόσχας - μειώνοντας έτσι και τον αριθμό των απωλειών. Άλλοι ιστορικοί που συμπεριλαμβάνουν και τις επιχειρήσεις στο Ρζεβ και στο Βγιάζμα στο πλαίσιο της μάχης (θέτοντας έτσι το τέλος της στον Μάιο του 1942), δίνουν άλλους αριθμούς απωλειών.[16][61] Αυτή η στάση είναι κατανοητή καθώς οι επιχειρήσεις στο Ρζεβ ξεκίνησαν στις 8 Ιανουαρίου 1942, χωρίς διάλειμμα από την προηγούμενη αντεπίθεση, .
Οι γερμανικές και οι σοβιετικές απώλειες κατά τη διάρκεια της μάχης της Μόσχας είναι αντικείμενο διαφωνιών, καθώς διάφορες πηγές παρέχουν κάπως διαφορετικές εκτιμήσεις. Ο Τζον Έρικσον, στο έργο του Barbarossa: The Axis and the Allies, αναφέρει 653.924 απώλειες στους Σοβιετικούς, μεταξύ Οκτωβρίου και Ιανουαρίου 1942.[67] Ο Γκλαντς στο βιβλίο του When Titans Clashed, αναφέρει 658.279 σοβιετικές απώλειες μόνο για την φάση της άμυνας και επιπλέον 370.955 για την φάση της χειμερινής αντεπίθεσης μέχρι την 7η Ιανουαρίου 1942.[68] Η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, που εκδόθηκε το 1973-1978, εκτιμά 400.000 γερμανικές απώλειες μέχρι την 7η Ιανουαρίου 1942.[61] Η Εγκυκλοπαίδεια της Μόσχας που εκδόθηκε το 1997 εκτιμά, βασισμένη σε πολλούς συγγραφείς, 145.000 γερμανικές και 900.000 σοβιετικές απώλειες για την αμυντική φάση και 103.000 γερμανικές και 380.000 σοβιετικές για την φάση της αντεπίθεσης μέχρι την 7η Ιανουαρίου 1942. Πολλές από τις απώλειες των Σοβιετικών αποτελούν οι αιχμάλωτοι.[16] Συνεπώς, οι συνολικές απώλειες μεταξύ 30 Σεπτεμβρίου 1941 και 7 Ιανουαρίου 1942 εκτιμώνται μεταξύ 248.000 και 400.000 για τη Βέρμαχτ και μεταξύ 650.000 και 1.280.000 για τον Κόκκινο Στρατό.
Παραπομπές
Bergström 2007 σ.90.
Bergström 2007, σ. 111.
Williamson 1983, σ.132.
Και οι δύο πηγές χρησιμοποιούν αρχεία της Λουφτβάφε. Τα συχνότερα αναφερόμενα νούμερα 900-1000 δεν συμβαδίζουν με την καταγεγραμμένη δύναμη της Λουφτβάφε. Πηγή: Prien, J./Stremmer, G./Rodeike, P./ Bock, W. Die Jagdfliegerverbande der Deutschen Luftwaffe 1934 bis 1945, Teil 6/I and II; U.S National Archives, German Orders of Battle, Statistics of Quater Years.
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (9 Ιουλίου 1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ. σελ. 383 &1206. ISBN 960-86190-0-9.
Heinz Guderian, Erinnerungen eines Soldaten (Αναμνήσεις ενός στρατιώτη), Smolensk, Rusich, 1999, p. 229.
Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Μόσχα, 1973–1978, λήμμα «Μάχη του Σμολένσκ»
Guderian, σ. 272.
Guderian, σσ. 267–9.
A.M. Vasilevsky, The matter of my whole life, Μόσχα, Poitizdat, 1978, σ. 134.
Marshal G.K. Zhukov, Απομνημονεύματα, Μόσχα, Olma-Press, 2002, σ. 352.
Zhukov, σ. 353.
Vasilevsky, σ. 135.
Guderian, σ. 305.
Χίτλερ, στην Völkischer Beobachter, 10 Οκτωβρίου 1941.
Εγκυκλοπαίδεια της Μόσχας, ed. Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια, Μόσχα, 1997, λήμμα «Μάχη της Μόσχας»
Bergstöm 2007, σ. 90.
Guderian, σσ. 307–9.
Guderian, σ. 307
Hardesty, 1991, σ.61.
Bergström 2007, σ.118.
Bergström 2007, σσ.90-91.
Vasilevsky, σ. 139.
Glantz, κεφαίλαιο 6, υποκεφ. "Βιάζμα και Μπριάνσκ", σσ. 74 ff.
Vasilevsky, σ. 138.
Bergström 2007, p.91.
Guderian, σ. 316.
Guderian, σ. 318.
Plocher 1968, σ.231.
Geoffrey Jukes, The Second World War — The Eastern Front 1941–1945, Osprey, 2002, ISBN 1-84176-391-8, σ. 29.
Jukes, σ. 31.
Zhukov, τόμος 2, σ. 10.
Plocher 1968, σ.231
Bergström 2007, σ.93
Jukes, σ. 32.
Zhukov, τόμος 2, σ. 17.
Zhukov, τόμος 2, σ. 18.
Zhukov, τόμος 2, σ. 22.
Zhukov, τόμος 2, σ. 24.
Guderian, σσ. 329–30.
Zhukov, τόμος 2, σσ. 23–5.
Glantz, chapter 6, sub-ch. "To the Gates", σσ. 80ff.
Tooze, chapter 15 "December 1941: Turning Point", σσ. 486ff.
Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964
Zhukov, τόμος 2, σ. 27.
Zhukov, τόμος 2, σ. 28.
Zhukov, τόμος 2, σ. 30.
Guderian, σ. 345.
Guderian, σ. 340.
A.P. Belov, Moscow is behind us, Μόσχα, Voenizdat, 1963, σ. 97.
Erickson, 'The Road to Stalingrad,' σ.260
Belov, p. 106.
Zhukov, τόμος 2, σ. 32.
Glantz, κεφ.6, υποκεφάλαιο "December counteroffensive", σσ. 86ff.
Guderian, σσ. 354–5.
Zhukov, τόμος 2, σ. 37.
Guderian, σσ. 353–5.
Guderian, σ. 354.
Guderian, σσ. 360–1.
Guderian, σσ. 363–4.
Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Μόσχα, 1973–78, λήμμα "Μάχη της Μόσχας 1941–42"
Guderian, σ. 359.
Bergström 2007, σ.112-113.
Planning for war: the Red Army and the catastrophe of 1941 Europe-Asia Studies, Dec, 1995 της Cynthia A. Roberts [1] "Marshal Georgii K. Zhukov, who had pressed Stalin on several occasions to alert and reinforce the army, nonetheless recalled the shock of the German attack when he noted that 'neither the defence commissariat, myself, my predecessors B.M. Shaposhnikov and K.A. Meretskov, nor the General Staff thought that the enemy could concentrate such a mass of ... forces and commit them on the first day...'"
Guderian, σ. 365.
Zhukov, τόμος 2, σσ. 43–4.
John Erickson, Barbarossa: The Axis and the Allies, πίνακας 12.4
Glantz, Πίνακας B
Βιβλιογραφία
Braithwaite, Rodric. Moscow 1941: A City and Its People at War. London: Profile Books Ltd, 2006 (hardcover, ISBN 1-86197-759-X).
Collection of legislative acts related to State Awards of the USSR (1984), Moscow, ed. Izvestia.
Moscow Encyclopedia, ed. Great Russian Encyclopedia, Moscow, 1997, entry "Battle of Moscow"
Belov, Pavel Alekseevich (1963). Za nami Moskva. Moscow: Voenizdat.
Bergström, Christer (2007). Barbarossa - The Air Battle: July-December 1941. London: Chervron/Ian Allen.. ISBN 978-1-85780-270-2.
John Erickson· David Dilks (1994). Barbarossa: The Axis and the Allies. Edinburgh: Edinburgh University Press. ISBN 0-7486-0504-5.
David M. Glantz· Jonathan M. House (1995). When Titans clashed: how the Red Army stopped Hitler. Lawrence: University Press of Kansas. ISBN 0-7006-0717-X.
Guderian, Heinz (1951). Erinnerungen eines Soldaten. Heidelberg: Vowinckel.
Hardesty, Von. Red Phoenix. Washington, DC: Smithsonian Institution Press, 1991. ISBN 1560980710
Jukes, Geoffrey (2002). The Second World War: The Eastern Front 1941–1945. Oxford: Osprey. ISBN 1-84176-391-8.
Nagorski, Andrew (2007). The Greatest Battle: Stalin, Hitler, and the Desperate Struggle for Moscow That Changed the Course of World War II. New York: Simon & Schuster. ISBN 0743281101.
Plocher, Hermann (1968). Luftwaffe versus Russia, 1941. New York: USAF: Historical Division, Arno Press.
A. M. Prokhorov, επιμ. (1973–1978). Great Soviet Encyclopedia. New York: Macmillan.
Reinhardt, Klaus. Moscow: The Turning Point? The Failure of Hitler's Strategy in the Winter of 1941–42. Oxford: Berg Publishers, 1992 (hardback, ISBN 0-85496-695-1).
Sokolovskii, Vasilii Danilovich (1964). Razgrom Nemetsko-Fashistskikh Voisk pod Moskvoi (with map album). Moscow: VoenIzdat. LCCN: 65-54443.
Tooze, Adam (2006). The Wages of Destruction: The making and breaking of the Nazi economy. London: Penguin Books. ISBN 9780141003481.
Vasilevsky, A. M. (1981). Lifelong cause. Moscow: Progress. ISBN 0-7147-1830-0.
Williamson, Murray (1983). Strategy for Defeat: The Luftwaffe 1933–1945. United States Government Printing.. ISBN 978-9997393487
Zhukov, G. K. (1971). The memoirs of Marshal Zhukov. London: Cape. ISBN 0-224-61924-1.
Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License