Το Ραδιόφωνο
Το ραδιόφωνο, ως νέο μέσο επικοινωνίας, κάνει την εμφάνισή του το 1920, με τη λειτουργία του πρώτου ραδιοφωνικού πομπού στο Πίτσμπουργκ των Η.Π.Α. Στην Ελλάδα οι πρώτες προσπάθειες για εγκατάσταση ραδιοφωνικών πομπών δεν έφεραν θετικά αποτελέσματα. Γίνονταν ορισμένες ερασιτεχνικές δοκιμές, αλλά δεν είχε ωριμάσει ακόμη η ιδέα, πως μια ξένη ιδιωτική εταιρία έπρεπε να αναλάβει τη λειτουργία ενός ραδιοφωνικού πομπού.
Παρά τις δυσκολίες, στη Θεσσαλονίκη λειτούργησε από το 1928-1947 ραδιοφωνικός σταθμός μικρής ισχύος με πρωτοβουλία του ιδιώτη Χρ. Τσιγγιρίδη. Τελικά στις 25 Μαρτίου 1938 τέθηκε σε λειτουργία ένας ραδιοφωνικός πομπός (η παραγγελία του έγινε το 1936).
Η Υ.Ρ.Ε. (Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών), που ιδρύθηκε το 1936, είχε αναλάβει την εκμετάλλευση του ραδιοφωνικού σταθμού και ανέπτυξε τη δραστηριότητά της μέχρι τα χρόνια της κατοχής, οπότε ο σταθμός περιήλθε στο Γερμανικό Οίκο και στην Α.Ε.Ρ.Ε. (Ανώτατη Εταιρία Ραδιοφωνικών Εκπομπών) και βρισκόταν αποκλειστικά στην υπηρεσία των αρχών κατοχής. Μετά την απελευθέρωση την κυριότητα του σταθμού είχε το ελληνικό κράτος.
Το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) ήταν ο κρατικός φορέας που διαχειρίστηκε την κρατική ραδιοφωνία (αρχικά) και τηλεόραση (στη συνέχεια), από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και το 1987. Κατείχε το αποκλειστικό δικαίωμα εκπομπής, μαζί με την Υ.ΕΝ.Ε.Δ., έως και το 1987. Με το νόμο 1730/1987 η ΥΕΝΕΔ και το Ε.Ι.Ρ.Τ. συγχωνεύτηκαν και ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, που λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας με έδρα την Αθήνα (Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Α.Ε.).
Αυτός ο ραδιοφωνικός πομπός (που στα χρόνια της κατοχής καταστράφηκε ο ένας ιστός του, από ανατίναξη) ισχύος 15 kW αποτέλεσε ως το 1951 το κύριο ραδιοφωνικό όργανο.
Το ίδιο χρονικό εγκαταστάθηκε πομπός ισχύος 2 kW στη Θεσσαλονίκη και δύο πρόχειρα κατασκευασμένοι μικρότερης ισχύος στο Βόλο και την Πάτρα.
Με πρωτοβουλία της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών λειτούργησε στην Αθήνα (1951) ραδιοφωνικός σταθμός ισχύος 50 kW (παρόμοιος υπήρχε και στη Θεσσαλονίκη).
Την πληρωμή της παραγγελίας του Ε.Ι.Ρ. ανέλαβαν ιταλικοί Οίκοι και στη χρηματοδότηση για τη λειτουργία και συντήρηση του σταθμού συνέβαλαν οι αμερικανικές αρχές.
Το Ε.Ι.Ρ. είχε οργανωμένο ραδιοφωνικό δίκτυο που περιλάμβανε 1 πομπό ισχύος 150 kW για την απόδοση του εθνικού προγράμματος και 4 πομπούς 5 kW ο καθένας που θα εξυπηρετούσαν την επανεκπομπή του εθνικού προγράμματος στην Κομοτηνή, στη Θεσσαλονίκη, στη Ρόδο και στα Χανιά. Παράλληλα η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών παραχώρησε έναν πομπό ισχύος 50 kW (1954) ο οποίος θα εξυπηρετούσε τη δυτική και νοτιοδυτική Ελλάδα με έδρα την Κέρκυρα.
Με το σωστό προγραμματισμό και την οργάνωση άρχισε σιγά-σιγά να αναπτύσσεται η ελληνική ραδιοφωνία. Έγινε το κύριο μέσο αναψυχής, διαπαιδαγώγησης και πληροφόρησης του ελληνικού λαού. Συντέλεσε στον εκπολιτισμό του και στην άνοδο του πνευματικού του επιπέδου.
Πριν το 1950 υπήρχαν, όπως προαναφέραμε, 4 πομποί (με συνολική ισχύ 17,35 kW) οι οποίοι αργότερα αντικαταστάθηκαν από 11 πομπούς ισχύος 287,35 kW συνολικά.
Έτσι μπορούμε πλέον να μιλάμε για ένα οργανωμένο ραδιοφωνικό δίκτυο, που ήταν συγκροτημένο κατά τον παρακάτω τρόπο:
Υπήρχε ο πομπός ισχύος 150 kW που εξυπηρετούσε αποκλειστικά το εθνικό πρόγραμμα.
5 περιφερειακοί πομποί (4 ισχύος 5 kW και 1 ισχύος 50 kW) που μετέδιδαν το εθνικό και τα τοπικά προγράμματα
2 τοπικοί πομποί (ισχύος 0,35 kW) για την μετάδοση του εθνικού και τοπικού προγράμματος
1 πομπός 50 kW για το δεύτερο πρόγραμμα, 1 πομπός 15 kW για το τρίτο πρόγραμμα και τέλος 1 εφεδρικός πομπός ισχύος 2 kW.
Αυτό το νέο ραδιοφωνικό δίκτυο στάθηκε η πρώτη αφορμή για την αύξηση της αγοράς ραδιοφώνων. Αυτό το μέσο επικοινωνίας πέρασε στην κατοχή κάθε ελληνικής οικογένειας.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Θεσσαλονίκης απέκτησε και δεύτερο πρόγραμμα με παραχώρησή του αποκλειστικά στο Ε.Ι.Ρ.
Επιπλέον τοποθετήθηκε πομπός ισχύος 50 kW στο νησί της Ζακύνθου με σκοπό να εξυπηρετεί τις περιοχές της Πελοποννήσου που δεν καλύπτονταν από το σταθμό της Κέρκυρας. Και αυτός ο πομπός παραχωρήθηκε στην Ελλάδα από την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Όμως η συνεχής αύξηση των πομπών είχε σαν επακόλουθο να δημιουργηθεί ραδιοφωνικό πρόβλημα, με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στο Εθνικό Πρόγραμμα (περιορίσθηκε η ακτίνα δράσεώς του).
Γεννήθηκε λοιπόν η ανάγκη για αύξηση της ισχύος των πομπών, η οποία οδήγησε στη δημιουργία νέου δικτύου υπερβραχέων κυμάτων.
Αυτό το νέο πρόγραμμα άρχισε να λειτουργεί από το 1958 παράλληλα με το παλαιότερο δίκτυο των μεσαίων κυμάτων.
Ο ραδιοσταθμός Αθηνών του Ε.Ι.Ρ.
Επισήμως εγκαινιάστηκε στις 16 Ιουλίου 1945 και λειτούργησε στις εγκαταστάσεις από τις οποίες εξέπεμπε από το 1938 ο κρατικός ραδιοσταθμός Αθηνών. Οι εκπομπές παράγονταν στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου ενώ χρησιμοποιήθηκε η κεραία μεσαίων των Λιοσίων. Οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους ανατίναξαν τον ιστό της κεραίας, έτσι το κόστος της επανενεργοποίησης ήταν μεγάλο. Σημαντικό ποσοστό του υλικοτεχνικού εξοπλισμού προέρχονταν από τις πολεμικές επανορθώσεις. Κατά την πρώτη περίοδο μετά την ίδρυση του ραδιοσταθμού βασικός διοργανωτής του Ε.Ι.Ρ. ήταν ο στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες και σημαντικοί διευθυντές οι λογοτέχνες Στρατής Μυριβήλης και Οδυσσέας Ελύτης.
Το ηχητικό σήμα του Ε.Ι.Ρ.
Από την πρώτη κι όλας εκπομπή του ραδιοσταθμού Αθηνών, χρησιμοποιήθηκε το σήμα του «τσοπανάκου», μια ειδική σύνθεση με φλογέρα και κουδούνια, εξαιρετικά χαρακτηριστική μέχρι και σήμερα. Ακολουθούσε ο εκφωνητής που άρθρωνε τη φράση «Εδώ Αθήναι». Αρκετά χρόνια μετά, με τον εκσυγχρονισμό της ραδιοφωνίας, ο ραδιοσταθμός Αθηνών του Ε.Ι.Ρ. διατηρώντας τον ενημερωτικό προσανατολισμό μετεξελίχθηκε σε Πρώτο Πρόγραμμα, στη συνέχεια σε ΕΡΑ1 ενώ σήμερα ονομάζεται ΝΕΤ 105,8 (επιρροή από την ΝΕΤ). Εξακολουθεί να εκπέμπει με εξαιρετικά ισχυρό σήμα στη συχνότητα των 729 kHz (AM), ενώ αναμεταδίδεται στους 105,8 και 91,6 μεγακύκλους (MHz) (FM) για την Αττική και σε διάφορες συχνότητες ανά την Ελλάδα.
Το Ε.Ι.Ρ. στην επαρχία
Μετά την ομαλοποίηση της λειτουργίας του ραδιοσταθμού του Ε.Ι.Ρ. στην Αθήνα, άρχισε η ίδρυση ραδιοφωνικών σταθμών και στην επαρχία. Το 1947 το Ε.Ι.Ρ. αγοράζει τον εξοπλισμό ραδιοσταθμού Θεσσαλονίκης του Χρίστου Τσιγγιρίδη που είχε ξεκινήσει τις εκπομπές στην πόλη 20 χρόνια νωρίτερα. Το ΕΙΡ εγκαθιστά νέο ισχυρότερο πομπό, ενώ οι ραδιοθάλαμοι φιλοξενούνται δίπλα στο στρατιωτικό θέατρο. Αρκετά χρόνια αργότερα οι πομποί μεσαίων του Ε.Ι.Ρ. μεταφέρονται στην Περαία, όπου και παρεμένουν μέχρι σήμερα.
Μια σειρά από περιφερειακοί ραδιοφωνικοί σταθμοί άρχισαν να ιδρύονται στις πόλεις της επαρχίας, που μαζί με τους τοπικούς σταθμούς της ΥΕΝΕΔ απετέλεσαν το μετέπειτα δίκτυο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας στην επαρχία.
Δεύτερο και Τρίτο πρόγραμμα
Στις 11 Μαΐου του 1952 ξεκίνησε τη λειτουργία του το Δεύτερο Πρόγραμμα. Αποτέλεσε μια προσπάθεια εναλλακτικού ψυχαγωγικού προγράμματος, συμπληρωματικού ως προς το πρώτο πρόγραμμα. Αρχικά εξέπεμψε στους 666 χιλιόκυκλους ή 451 μέτρα, ενώ με το πέρασμα του χρόνου η συχνότητα άλλαξε στους 1386 στα μεσαία, τους 93,6 στα FM για να καταλήξει σήμερα στους 103,7 και 102,9 μεγάκυκλους στα FM.
Το Τρίτο Πρόγραμμα βγήκε στον αέρα στις 19 Σεπτεμβρίου του 1954, με πρωτοβουλία του Διονυσίου Ρώμα. Ο σταθμός είχε ως κύριο πρόγραμμα εκπομπές με κλασική μουσική, ενώ γνώρισε σημαντική άνθηση την περίοδο που επικεφαλής βρίσκονταν ο Μάνος Χατζιδάκις.
Σύνδεσμοι και αναφορές
Πηγές
Περαιτέρω διάβασμα
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ 1925-1944
Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα - Τετράδια επικοινωνίας, Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων 2005
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License