Ο Απόστολος Παύλος, γνωστός στον δυτικό κόσμο και ως Άγιος Παύλος γεννηθείς ως Σαούλ (Σαύλος, βλ. Πράξ. 7:58, 8:3 κ.ά.), (Ταρσός, Κιλικία αρχές 1ου αι. (5-15 μ.Χ.) – Ρώμη 66-68 μ.Χ.), ήταν Απόστολος και συγγραφέας των μισών περίπου βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του Χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της Διδασκαλίας Του Ιησού. Για τον λόγο αυτό, έλαβε το όνομα « ̓Απόστολος τῶν ἐθνῶν».
Καταγωγή και παιδεία
Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό:
«Ἄνθρωπός εἰμι Ἰουδαῖος Ταρσεύς» (Πράξ. 21:39), «γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ (Ιερουσαλήμ) παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῷου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 22:3), «ᾧ λατρεύω ἀπὸ προγόνων ἐν καθαρᾷ συνειδήσει» (Β' Τιμ. 1:3),
«Περιτομὴ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων», «Φαρισαῖος υἱὸς Φαρισαίου», «κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος» (Φιλιπ. 3:5.6, Πράξ. 23:6, πρβλ. και Β' Κορ. 11:22, Ρωμ. 11:1).
«Καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1:14).
Και «τὴν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ' ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν Ἱεροσολύμοις ἴσασι πάντες Ἰουδαῖοι, προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος» (Πράξ. 26:4.5) και «ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν» (Γαλ. 1:13).
Επιπλέον, λέει, Ρωμαίος «ἐγώ δὲ καὶ γεγέννημαι» (Πράξ. 22:28), καθώς κληρονόμησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη από τον πατέρα του.
Έτσι, ο απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος λέει, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από γονείς ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές προτιμήσεις.
Αν λάβουμε υπόψη ότι στο Πράξ. 7:58, κατά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου, αναφέρεται ως «νεανίας», ενώ στην Φιλήμ. 9 η οποία γράφτηκε περί το τέλος του 61 με αρχές του 62 μ.Χ. (ή έστω στα 52-55 μ.Χ.), αυτοαποκαλείται «πρεσβύτης», είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ότι το έτος γέννησής του ήταν κάπου ανάμεσα στο 5-15 μ.Χ.
Αναπαράσταση του λιθοβολισμού του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, τον οποίο φέρεται να παρακολούθησε ο Παύλος
Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου, ήταν Σαούλ αλλά για τους συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής ήταν ο Παύλος (Paulus).
Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Η κοινή Εβραϊκή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του και γι αυτό μετέπειτα στην Ιερουσαλήμ μιλά «τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ» (Πράξ. 22:2). Αλλά και οι παραθέσεις που κάνει στις επιστολές του, μολονότι βασίζονται στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, δείχνουν γνώση και του Εβραϊκού κειμένου, άρα και της αρχαίας Εβραϊκής.
Από το χωρίο Πράξ. 23:16 («ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου [...]»), μαθαίνουμε περί ενός ανιψιού του Παύλου, γιου της αδελφής του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ίσως η αδελφή του ήταν εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ και έτσι είχε έναν επιπλέον λόγο να μεταβεί εκεί όπου έγινε τελικά μαθητής του Γαμαλιήλ.
Καθώς μαθήτευσε κοντά στον σημαντικό αυτό διδάσκαλο, έγινε κάτοχος, όσο λίγοι, της Ιουδαϊκής θεολογίας, ενώ το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα «περισσότερος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων» και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων (Γαλ. 1:14, Πράξ. 26:4). Αναφερόταν συχνά στα προνόμια και τη θεία κλήση του Ισραήλ (Ρωμ. 3:1.2, 9:4.5, 15:8) και αρκετά νωρίς απόκτησε βαθιά συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον ιουδαϊκό και τον εθνικό κόσμο, ενώ απόκτησε αντίληψη για τη σημασία του Νόμου για τη ζωή του Ισραηλίτη και την απολύτρωση του Ισραήλ.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε τη θρησκευτικότητα και τη θρησκεία των εθνικών, ή τη Μυθολογία τους και τις δημόσιες θρησκευτικές γιορτές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Ο Στράβων πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου ήταν ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια στα γράμματα, και ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του ελληνισμού.
Αν και δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την γνώση του επάνω στους εθνικούς ποιητές, εντούτοις υπάρχουν 3 αποσπάσματα τα οποία ο ίδιος παραθέτει:
«φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α' Κορ. 15:33), στίχος από τη Θαΐδα του Μενάνδρου, του Αθηναίου κωμικού ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ.
«Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (Τίτ. 1:12), χωρίο που πιθανόν προέρχεται από το «Περὶ χρησμῶν» απολεσθέν σύγγραμμα του Επιμενίδη (7ος π.Χ. αιώνας) και επανέλαβε αργότερα ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας) στον ύμνο του προς τον Δία.
«Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν» (Πράξ. 17:28), τμήμα από στίχο που έγραψε ο Άρατος ο Σολεύς από την Κιλικία (3ος π.Χ. αιώνας).
Είναι πάντως πιθανό, οι δύο πρώτες παραθέσεις να είχαν τον χαρακτήρα παροιμίας στην εποχή του Παύλου. Η τρίτη παράθεση όμως, είναι δυνατόν να αποτελέσει τεκμήριο κάποιας, περιορισμένης έστω, γνώσης των «θύραθεν» ποιητών. Επιπλέον όμως, καθώς ο Παύλος μαθήτευσε στον Γαμαλιήλ για τον οποίο το Ταλμούδ αναφέρει ότι ήταν γνώστης της ελληνικής φιλολογίας, και καθώς ο Παύλος μετά τη στροφή του προς το Χριστιανισμό επέστρεψε στην Ταρσό (Πράξ. 9:30, 11:25, Γαλ. 1:21), σε αυτή την περίοδο μπορεί να απέκτησε κάποιες γνώσεις επάνω στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία.
Εκτός από τη θεωρητική μόρφωση που έλαβε, έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Πιθανόν δηλ. να έπλεκε ύφασμα που χρησίμευε για σκηνοποιία καθώς η Ταρσός όπως και όλη η Κιλικία, όπως μαρτυρά ο λατινικός όρος Cilicium (=ύφασμα από τρίχα κατσίκας), ήταν τόπος κατασκευής τέτοιων υφασμάτων.
Εξωτερική περιγραφή
«Άγιος Παύλος», Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, 1608-1614, Museo del Greco, Τολέδο
Όπως ο ίδιος ο Παύλος αναφέρει, ενώ τα πλήθη αναγνώριζαν το μέγεθος και τις ικανότητες του πνεύματός του:
«ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί» (Β' Κορ. 10:10) και «ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου» (Πράξ. 14:2)
εν τούτοις η εξωτερική του εμφάνιση υπολείπετο:
«ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενής» (Β' Κορ. 10:10)
Ώς προς τη σωματική υγεία του αποστόλου, έχουμε τις εξής αναφορές:
«ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί» (Β' Κορ. 12:7)
«ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β' Κορ. 12:9) και
«οἴδατε δὲ ὅτι δι' ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον» (Γαλ. 4:13).
Η ασθένειά του πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη ώστε ο απόστολος να παραδεχθεί: «Περὶ τούτου τρὶς παρεκάλεσα τὸν Κύριον διὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπ' ἐμοῦ» (Β' Κορ. 12:8)
Κάποιοι υποστήριξαν πως ίσως ο «σκόλοψ» να σχετίζεται με χρόνια ασθένεια των ματιών, στηρίζοντας την εικασία τους στο: «ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι» (Γαλ. 4:15)
Άλλοι πάλι αναζήτησαν την ασθένειά του ανάμεσα σε εκείνες που ήταν δυνατό να δημιουργούν αποστροφή προς τρίτους (π.χ. δερματικά έλκη και πυόρροια), στηριγμένοι στο: «καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε» (Γαλ. 4:14)
Είναι όμως γεγονός ότι τα στηρίγματα για μια σοβαρή διερεύνηση του προβλήματος του Παύλου είναι μάλλον ασθενή.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ένα άλλο ζήτημα που έθεσαν διάφοροι ερευνητές ήδη από τους αρχαίους χρόνους ήταν το θέμα της αγαμίας του Παύλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας και ο Ευσέβιος Καισαρείας υποστήριξαν ότι ο Παύλος είχε παντρευτεί και ίσως ήταν σε χηρεία, στηριγμένοι στα Α' Κορ. 7:7-8: «θέλω δὲ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ' ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως. Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ.»
Πάντως η έκφραση «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει» ταιριάζει περισσότερο σε άγαμο παρά σε κάποιον που βρισκόταν σε χηρεία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Παύλος ως διώκτης του Χριστιανισμού
Ούτε οι επιστολές, ούτε οι Πράξεις βεβαιώνουν ότι ο Παύλος είχε συναντήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του. Η δήλωση στο Β' Κορ. 5:16: «εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστὸν ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν» δεν φαίνεται να στηρίζει μια τέτοια άποψη. Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί επάνω στο χωρίο αυτό είναι αρκετές. Για τη λύση της αναφοράς «ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα [...] ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν», έχουν προταθεί τα εξής:
Είτε εννοεί «ἐγνώκαμεν» τον Ιησού με το παθητό/ανθρώπινο σώμα, το οποίο σώμα όμως άλλαξε μετά την Ανάσταση και έγινε άφθαρτο (ανθρωπότητα-θεότητα, για τους Χριστιανούς που δέχονται ως Θεό τον Ιησού Χριστό)
Είτε αναφέρεται ο Παύλος στα προ της μεταστροφής του γεγονότα, οπότε αναγνώριζε τον Σωτήρα μόνο ως Ιησού Ναζωραίο και όχι ως Χριστό.
Είτε αποδοκιμάζει τη λανθασμένη πίστη ότι ο Χριστός ήταν σωτήρας μόνο του Ισραήλ λόγω της «κατὰ σάρκα» συγγένειας με τους ιουδαίους, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι έτσι.
Ξεκινώντας πάντως από το γεγονός ότι αναφέρει, όχι «Ἰησοῦν» αλλά «Χριστόν», κάνει πιθανότερο η αναφορά αυτή να γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού ως Σωτήρα και όχι ως ανθρώπου τον οποίο γνώρισε σε κάποια κατ' ιδίαν συνάντηση.
Πάντως αυτό δεν σημαίνει και απουσία του Παύλου από τα Ιεροσόλυμα κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού Χριστού (το 30-33 μ.Χ.). Αντιθέτως, κατά το διάστημα αυτό, ο «νεανίας» Παύλος (Πράξ. 7:58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα - πρόεδρο του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9:1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των ιουδαίων χριστιανών.
Τον μετά μανίας διωγμό των χριστιανών από τον Παύλο ομολογεί ο ίδιος (Γαλ. 1:13, Α'Κορ. 15:9, Φιλιπ. 3:5 εξ.), ενώ το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις (8:3, 9:1-2, 26:9-11), ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι δεν αρκέσθηκε μόνο στο διωγμό των χριστιανών της Ιουδαίας, αλλά ζήτησε την άδεια και την βοήθεια του αρχιερέα, για να μεταβεί στη Δαμασκό με σκοπό να συλλάβει και τους εκεί μεταστραφέντες ιουδαίους και να τους οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ ώστε να δικασθούν και να τιμωρηθούν (Πράξ. 9:1-2).
Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του χριστιανών πήγαζε, αφ' ενός μεν από τον μέχρι φανατισμού ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3:5-6, Πράξ. 26:4 εξ., Γαλ. 1:13 εξ.) αφ' ετέρου δε από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτέλεσει σπουδαίο έργο στην ιστορία της Θείας Οικονομίας (Ρωμ. 9-11). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ κατέλυσε διάφορες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και προέβλεψε την καταστροφή του ναού.
Χρονολογικός πίνακας
Γεγονός Χρόνος
Μεταστροφή στη Δαμασκό 34 μ.Χ.
Παραμονή στην Αραβία 35-37 μ.Χ.
Απόδραση από τη Δαμασκό επί Αρέτα Δ' 37-38 μ.Χ.
Πρώτη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα τέλος 37-αρχές 38 μ.Χ.
Δεύτερη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα την εποχή του λιμού τέλος 43-αρχές 44 μ.Χ.
Πρώτη αποστολική περιοδεία: Αντιόχεια, Σελεύκεια, Κύπρος, Πέργη Παμφυλίας, Αντιόχεια Πισιδίας, Ικόνιο, Δέρβη Λυκαονίας, Λύστρα, Αττάλεια, Αντιόχεια Συρίας αρχές 44-τέλος 45 μ.Χ. (κατ' άλλους 46-48 μ.Χ.)
Συνάντηση και αντίθεση Παύλου και Πέτρου στην Αντιόχεια τέλος 45 μ.Χ.
Ιεραποστολική δράση Παύλου και Βαρνάβα στην Αντιόχεια (Πράξ. 14:28) 46-48 μ.Χ.
Τρίτη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα - Αποστολική Σύνοδος 48 μ.Χ.
Δεύτερη αποστολική περιοδεία: Αντιόχεια, περιοχές Συρίας και Κιλικίας, Δέρβη, Λύστρα, Φρυγία, Γαλατία, Μυσία, Τρωάδα, Σαμοθράκη, Νεάπολη, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, Έφεσος, Καισάρεια, Ιεροσόλυμα, Αντιόχεια 49-52 μ.Χ.
Τετάρτη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα 52 μ.Χ.
Τρίτη αποστολική περιοδεία: Αντιόχεια, Γαλατία, δυτική Βιθυνία, Φρυγία, Έφεσος (3ετής παραμονή), Τρωάδα, Μακεδονία, Δαλματία, Κόρινθος, Φίλιπποι, Τρωάδα, Άσσος, Μυτιλήνη, Σάμος, Μίλητος, Κως, Ρόδος, Πάταρα, Τύρος, Πτολεμαΐδα, Καισάρεια, Ιεροσόλυμα 53-57 μ.Χ.
Πέμπτη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα - Σύλληψη μέσα 57 μ.Χ.
Φυλάκιση στην Καισάρεια Παλαιστίνης μέσα 57 - 59 μ.Χ.
Αναχώρηση για τη Ρώμη Τέλη 59 μ.Χ.
Άφιξη στη Ρώμη αρχές 60 μ.Χ.
Φυλάκιση στη Ρώμη «ιδίω μισθώματι» 60-μέσα 62 μ.Χ.
Τετάρτη Αποστολική περιοδεία: Ρώμη, Ν. Γαλλία, Ισπανία, Ρώμη, Κρήτη, Έφεσος, Μακεδονία (Φίλιπποι), Νικόπολη, Δαλματία, Μακεδονία (Φίλιπποι), Τρωάδα - Δεύτερη σύλληψη από τις ρωμαϊκές αρχές επί Νέρωνα 63 - 65 ή 66 μ.Χ.
Μεταφορά στη Ρώμη, δεύτερη φυλάκιση 66 μ.Χ.
Μαρτύριο Παύλου 66-68 μ.Χ.
Μεταστροφή στον Χριστιανισμό
Πίνακας που παρουσιάζει τη μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου, Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο, 1600-1601, Παρεκκλήσι Τσεράζι, Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, Ρώμη
Για το γεγονός της μεταστροφής του Παύλου προς το Χριστιανισμό, εκτός από τις αναφορές στις επιστολές (Γαλάτ. 1:13 εξ., Α' Κορ. 11:1, 15:8, Φιλιππ. 3:12, Έφεσ. 3:3), υπάρχουν και τρεις παράλληλες διηγήσεις στις Πράξεις (9:1-29, 22:3-21, 26:9-21).
Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες που μάλλον έχουν πηγή τον ίδιο τον Παύλο, έγινε Χριστιανός όχι από την πειθώ κάποιου Αποστόλου ή κήρυκα της νέας πίστης, αλλ' απ' ευθείας, από τον ίδιο τον Χριστό ο οποίος τον κάλεσε στο ευαγγελικό έργο και στο αποστολικό αξίωμα.
Ο ίδιος ομολογεί (Γαλ. 1:15) ότι, ο Θεός τον προόριζε για απόστολο του Ευαγγελίου «εκ κοιλίας μητρός του», και μετέτρεψε τον ζήλο του για τον Νόμο, σε ζήλο για τη διάδοση του Ευαγγελίου.
Στην Προς Γαλάτες Επιστολή του ο Παύλος επιβεβαιώνει την εντύπωση που δημιουργείται από το αντίστοιχο χωρίο στις Πράξεις των Αποστόλων, ότι δηλαδή μεταστράφηκε έπειτα από μία εμφάνιση του Χριστού καθ' οδόν προς την Δαμασκό. Η δική του αφήγηση είναι πραγματικά σύντομη: «ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ, αποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Γαλ. 1:15-16).
Η περιγραφή του γεγονότος αυτού γίνεται με εκτενέστερο τρόπο στα τρία σημεία των Πράξεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αν και είναι αδύνατον να διασαφηνιστεί τι ακριβώς συνέβη, επίκεντρο του γεγονότος ήταν ασφαλώς το όραμα του Ιησού εν δόξη. Αυτό έπεισε τον Παύλο ότι ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών και ανελήφθη ως Κύριος στους ουρανούς. Ήταν επίσης απόδειξη για τον Παύλο ότι κακώς είχε σταυρωθεί και κατά συνέπειαν δεν ίσχυε η κατά τον Νόμο κατάρα του Θεού.
Το γεγονός της μεταστροφής Πράξ. 9:3-18
3. Και καθώς πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό·
4. και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μια φωνή να του λέει: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;
5. Και είπε: Ποιος είσαι, Κύριε; Και ο Κύριος είπε: Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις·
6. Εκείνος δε τρέμοντας, και ενώ έγινε έκθαμβος, είπε: Κύριε, τι θέλεις να κάνω; Και ο Κύριος του είπε: Σήκω, και μπες μέσα στην πόλη, και θα σου λαληθεί τι πρέπει να κάνεις.
[...]
8. Και ο Σαύλος σηκώθηκε από τη γη· και είχε ανοιχτά μάτια του, όμως δεν έβλεπε κανέναν· και χειραγωγώντας τον, τον έφεραν μέσα στη Δαμασκό.
[...]
10. Υπήρχε δε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό, που ονομαζόταν Ανανίας [...]
[...]
13. Και ο Ανανίας αποκρίθηκε: Κύριε, από πολλούς άκουσα γι' αυτόν τον άνδρα, όσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ·
14. κι εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσους επικαλούνται το όνομά σου.
15. Και ο Κύριος του είπε: Πήγαινε, δεδομένου ότι αυτός είναι ένα εκλεκτό σκεύος σε μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και βασιλιάδες, και τους γιους Ισραήλ·
[...]
17. Και ο Ανανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Αγίου.
18. Κι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως· και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε.
Είναι αλήθεια ότι η κλήση του Παύλου από τον Χριστό έγινε στην πιο ακατάλληλη στιγμή της ζωής του, κατά την εποχή που εδίωκε την Εκκλησία. Για το λόγο αυτό είναι δύσκολο να βρεθούν ορθολογικές αιτίες που να στηρίζουν τη μεταστροφή του αποστόλου. Ασφαλώς, στα κείμενα της Καινής Διαθήκης οι Ιουδαίοι όπως ο Παύλος, δικαίως θεωρούνται περισσότερο προετοιμασμένοι για την αποδοχή του Ευαγγελίου από τους εθνικούς. Κι όμως, αυτοί ήταν που σταύρωσαν τον Μεσσία και δίωξαν τους Αποστόλους ενώ και οι εθνικοί δεν υστέρησαν καθόλου σε διωγμούς κατά της Εκκλησίας. Είναι έτσι δύσκολο να στηριχτεί η μεταστροφή του Παύλου στο επιχείρημα ότι υπήρξε συνολικά την εποχή εκείνη μια σταδιακή προετοιμασία του κόσμου για το Ευαγγέλιο, όταν μάλιστα ο ίδιος ο Παύλος μιλά για «έχθρα» του κόσμου απέναντί του.
Μετά το γεγονός της κλήσης του, ο Παύλος οδηγήθηκε στη Δαμασκό και στο σπίτι του Ανανία, ο οποίος ειδοποιήθηκε από τον Χριστό και θεράπευσε τον Παύλο από την τύφλωσή του. Ακολούθησε η βάπτιση του από τον Ανανία και κατόπιν ξεκινά η ιεραποστολική δράση του.
Ασυμφωνίες των διηγήσεων της μεταστροφής
Στο Α' Κορ. 9:1 ο Παύλος δηλώνει ότι «Ἰησοῦν τὸν κύριον ἡμῶν ἑώρακα», αλλά στο Πράξ. 9:3-4 ο Λουκάς αναφέρει ότι είδε μόνο φως και άκουσε τη φωνή του, γεγονός που για κάποιους εγείρει θέμα αξιοπιστίας της διηγήσεως. Από την άλλη, το άκουσμα της φωνής σε συνδυασμό με το υπέρκοσμο φως (Πράξ. 26:13) θα μπορούσε, ίσως, να δημιουργήσει την αίσθηση του «εώρακα».
Επίσης το ιεραποστολικό έργο του Παύλου στην παραπάνω διήγηση ορίζεται καί προς τους εθνικούς καί προς τους ιουδαίους, ενώ στο Πράξ. 26:17 και Γαλ. 1:16, το έργο του περιορίζεται μόνον μεταξύ των εθνικών. Για κάποιους το γεγονός αυτό προκάλεσε δυσπιστία σχετικά με την αξιοπιστία των διηγήσεων. Εξετάζοντας βέβαια τα λεγόμενα στα εδάφια Πράξ. 13:46-47, 17:4-5 και 18:6 (π.χ. «αφού ξετίναξε τα ιμάτιά του, τους είπε: Το αίμα σας επάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός· από τώρα και στο εξής θα πάω στα έθνη.») συμπεραίνουμε πως το νόημα είναι ότι αφού οι ιουδαίοι, ως εθνικό σύνολο, απέρριψαν το Ευαγγέλιο, οι εθνικοί παραμένουν πλέον οι μόνοι ακροατές του αποστολικού κηρύγματος.
Η εμφάνιση του Χριστού στον Παύλο
Ασφαλώς τα ζητήματα πίστης σε θαύματα δεν μπορούν να βρουν λύση ανάμεσα σε ανθρώπους που τα αποδέχονται και σε εκείνους που δεν τα αποδέχονται. Στην προσπάθεια πάντως να εξηγηθεί αυτό που είδε ο Παύλος στο δρόμο για τη Δαμασκό, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά να μελετήσουμε τις εσωτερικές μαρτυρίες του κειμένου.
Έτσι, το επιχείρημα ότι ο Παύλος είδε κάποια εσωτερική οπτασία, ο ίδιος δεν το αποδέχεται. Για εκείνον δεν επρόκειτο για μια υποκειμενική αντίληψη, αλλά για γεγονός ιστορικό και αντικειμενικό και αυτό συνάγεται από τα χαρακτηριστικά και τη σημασία, τα οποία αποδίδει σε αυτό. Διακρίνει την εμφάνιση εκείνη από άλλες αποκαλύψεις και οπτασίες που του συνέβησαν, ακόμα και από αυτή την αρπαγή του μέχρι τον τρίτο ουρανό, για την οποία αμφιβάλλει, αν ήταν με το σώμα ή χωρίς αυτό (Β' Κορ. 12:2). Και είναι βέβαιος ότι στο δρόμο για τη Δαμασκό υπήρξε εμφάνιση του αναστημένου Χριστού (μέσα στην λαμπρότητα του ως πνευματικού προσώπου πλέον) αφού την συναριθμεί με τις υπόλοιπες που έγιναν στους αποστόλους πριν από την Ανάληψη (Α' Κορ. 15:5-8). Ο Παύλος ήταν φανατικός διώχτης των χριστιανών. Όταν πήγαινε προς την Δαμασκό είδε ένα δυνατό φως το οποίο του έλεγε: Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Ο Παύλος ρώτησε την φωνή ποιος ήταν και η φωνή του απάντησε ότι ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Του είπε να πάει στην Δαμασκό όπου θα συναντήσει τον Ανανία ο οποίος θα του πει το τι του επιφυλάσσει ο Θεός. Ο Παύλος τυφλώθηκε από το φως, όμως οι άνθρωποι που ήταν γύρω του τον οδήγησαν στην Δαμασκό. Εκεί συνάντησε τον Ανανία ο οποίος του είπε να βαπτιστεί και να διαδώσει σε ολόκληρο τον κόσμο αυτό που είδε και άκουσε.
Στο Αποστολικό Έργο
Μετά τη μεταστροφή του, τη βάπτιση και την κατήχησή του από τον Ανανία στη Δαμασκό, ο Παύλος «εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐκήρυσσεν τὸν Ἰησοῦν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 9:20), πράγμα το οποίο προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ιουδαίων της Δαμασκού, οι οποίοι μετά «ἱκανὰς ἡμέρας [...] συνεβουλεύσαντο ἀνελεῖν αὐτόν» (στ. 23). Οι Ιουδαίοι Χριστιανοί όμως φυγάδευσαν τον Παύλο. Δεν επιστρέφει τότε στην Ιερουσαλήμ, αλλ' αναχωρεί για την Αραβία («Γαλάτες 1:17») και το βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, πιθανώς δια λόγους ασφαλείας, και κατόπιν επέστρεψε στη Δαμασκό, όπου άσκησε το Αποστολικό του εργοδότη για τρία χρόνια.
Πίνακας που αναπαριστά τη συνάντηση του Παύλου με τον Ανανία, Cima da Conegliano, 1497-1499, Gemäldegalerie, Βερολίνο
Σύμφωνα με τις Πράξεις, η εχθρότητα των Ιουδαίων τον ανάγκασε να εγκατάλειψει την πόλη (9:23-25), αν και στην περίπτωση αυτή, στη δίωξή του έλαβε ενεργά μέρος και ο εθνάρχης Αρέτας (ή Αρέθας), βασιλιάς των Ναβαταίων (Β' Κόρ. 11:32-33).
Στη συνέχεια ο Παύλος έρχεται στην Ιερουσαλήμ για να γνωρίσει τον Πέτρο (Γαλάτ. 1:18). Εκεί συναντά και τον Ιάκωβο, «τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου». Οι Πράξεις επίσης μας πληροφορούν ότι ο Βαρνάβας συνόδευσε τον Παύλο κατά τη γνωριμία του με τους Χριστιανικούς κύκλους της Ιερουσαλήμ, επειδή όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν επιφυλάξεις για το νέο μέλος.
Σε 15 ημέρες εγκαταλείπει την Ιερουσαλήμ, αφού η γενική επιφυλακτικότητα κυρίως εκ μέρους των Ελληνιστών, Ιουδαίων Χριστιανών, τους οποίους καταδίωξε πριν από τη μεταστροφή του ο Παύλος, ανάγκασε τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων να τον φυγαδεύσουν, και πιθανόν μέσω της Καισάρειας, επιστρέφει στην πατρίδα του την Ταρσό οπού και έμεινε (Πράξ. 9:26-30). Πράγματι, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί ποια έκπληξη θα δημιούργησε στο συγγενικό του περιβάλλον αυτή η τεράστια αλλαγή του Παύλου, ο οποίος πήγε στην Ιερουσαλήμ για να σπουδάσει και επέστρεψε ως Χριστιανός.
Η περίοδος δράσης του Αποστόλου «εις τα κλίματα της Συρίας και Κιλικίας» (Γαλάτ. 1:21) είναι τελείως άγνωστη.
Αργότερα στην Ταρσό, τον αναζήτησε ο Βαρνάβας και τον έφερε στην Αντιόχεια για να ενισχύσει το έργο της εκεί Εκκλησίας. Οι Πράξεις (11:30, 12:25) μνημονεύουν ένα ταξίδι του Παύλου και του Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα προκειμένου να φέρουν βοήθεια από την Εκκλησία της Αντιόχειας προς τους Χριστιανούς της Ιουδαίας, κατά την περίοδο του λιμού που «ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος».
Σε μια λειτουργική σύναξη στην Αντιόχεια, ο Βαρνάβας και ο Παύλος «ἀφωρίσθησαν» και «ἀπελύθησαν» από τη Χριστιανική κοινότητα για ένα σημαντικό Αποστολικό έργο μεταξύ των εθνικών.
Η Πρώτη Αποστολική Περιοδεία
Τα γεγονότα της πρώτης αποστολικής περιοδείας που αποτελεί την πρώτη μεγάλη εξόρμηση του χριστιανισμού έξω από τα όρια της Παλαιστίνης, περιλαμβάνονται στα κεφ. 13 και 14 των Πράξεων των Αποστόλων και περιγράφουν πώς ο Παύλος και ο Απόστολος Βαρνάβας, συνοδευόμενοι από τον ανεψιό του Βαρνάβα, Ιωάννη-Μάρκο (ο συγγραφέας του Κατὰ Μάρκον Ευαγγελίου), ξεκινούν για την δύσκολη αποστολή. Στην Πέργη, ο Ιωάννης Μάρκος, για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε την περιοδεία.
Το ταξίδι αυτό αρχίζει από την Αντιόχεια και περιλαμβάνει την Κύπρο και ακολούθως τις πόλεις της Μικράς Ασίας: Πέργη της Παμφυλίας, Αντιόχεια της Πισιδίας και τις μικρασιατικές πόλεις της Λυκαονίας (ή Νότιας Γαλατίας), όπως το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη. Μάλιστα στην περιοχή της Γαλατίας Μικράς Ασίας, οι κοινότητες που ιδρύονται περιλαμβάνουν χριστιανούς εξ Ιουδαίων και εξ εθνικών, οι οποίοι αρχικά συνυπάρχουν και συμβιώνουν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
«Οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας στα Λύστρα», Nicolaes Berchem, 1650, Musée d'Art, Saint-Etienne
Η μέθοδος που ακολούθησαν ήταν να απευθύνονται πρώτα στους Ιουδαίους στις συναγωγές. Όπως ήταν φυσικό, οι ομιλίες άρχιζαν πάντοτε από την Παλαιά Διαθήκη και τονιζόταν ότι οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία πραγματοποιήθηκαν πλέον στο πρόσωπο του Ιησού, τον οποίο όμως η ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία των Ιεροσολύμων παρεξήγησε και καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο με τη συνεργασία των ρωμαίων. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους μαθητές του, και τους έδωσε εντολή να κηρύξουν τα γεγονότα αυτά σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από τους ιουδαίους.
Μετά από την εχθρότητα που συνάντησαν από μέρους των ιουδαίων, στράφηκαν προς τους εθνικούς, συνήθως μέσω των εθνικών που ήταν προσύλητοι στον Ιουδαϊσμό. Σε όλη την πορεία του ο Παύλος είχε αρκετούς συνεργάτες που προέρχονταν από Ελληνικές πόλεις ή ήταν ελληνιστές Ιουδαίοι:
ο Τιμόθεος, από μητέρα «Ιουδαία πιστή» και Έλληνα πατέρα (Πράξ. 16:1)
ο Τίτος, πιθανώς Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. 2:3)
ο Τρόφιμος (Πράξ. 21:29)
ο Φιλήμων (Φιλήμ. 1)
ο Σώπατρος (Πράξ. 20:4) ή Σωσίπατρος (Ρωμ. 16:20)
ο Γάιος (Πράξ. 19:29)
ο Αρίσταρχος (Πράξ. 19:29)
ο Σεκούνδος (Πράξ. 20:4)
ο Ονήσιμος (Φιλήμ. 10)
ο Στεφανάς (Α' Κορ. 1:16)
ο Επαφρόδιτος, (Φιλ. 2:25)
και φυσικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Κολ. 4:14).
Αν και δεν έγινε δυνατό να δημιουργηθούν πολλές κοινότητες κατά το πρότυπο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, όπου η πλειοψηφία των πιστών ήταν ιουδαίοι, δημιουργήθηκαν όμως χριστιανικές κοινότητες αποτελούμενες κατά το μεγαλύτερο μέρος από εθνικούς. Από την άποψη αυτή, η περιοδεία στέφθηκε από επιτυχία. Πολλές Εκκλησίες οργανώθηκαν (Πράξ. 14:23), αν και αυτό έγινε κάτω από διωγμούς και αρκετούς κινδύνους των Αποστόλων (Β' Τιμ. 3:11).
Ασφαλώς, η δημιουργία Εκκλησιών με τη συμμετοχή πολλών εθνικών αποτελεί σπουδαία επιτυχία της αποστολής του Παύλου, αποτέλεσε όμως και αιτία αναταραχής από την μεριά κάποιων ιουδαϊζόντων, οι οποίοι απαιτούσαν από τους εξ εθνών προσήλυτους να περιτέμνονται πριν ενταχθούν στην Εκκλησία.
Αυτή η αναταραχή οδήγησε στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο.
Η Αποστολική Σύνοδος
Μετά την αποστολή του Βαρνάβα και του Παύλου από την εκκλησία της Αντιόχειας στην πρώτη αποστολική περιοδεία, επέστρεψαν και πάλι στο Ιεραποστολικό τους κέντρο την Αντιόχεια και αφού συγκέντρωσαν την εκκλησία, τους διηγήθηκαν όσα έκανε ο Θεός μ' αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως.
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν στην Αντιόχεια για αρκετό καιρό με τους άλλους χριστιανούς (Πράξ. 13:1 - 14,28). Αυτή την περίοδο ήρθαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια μερικοί χριστιανοί που δίδασκαν τους πιστούς πως αν δεν περιτέμνονται, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορούν να σωθούν. Μια τέτοια διδασκαλία των ιουδαϊζόντων προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα και έτσι δημιουργήθηκε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στις δύο μερίδες.
Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν να ανέβουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν το ζήτημα που δημιουργήθηκε με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους:
«γενομένης δὲ στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου» (Πράξ. 15:2).
Αναχώρησαν έτσι από την εκκλησία της Αντιόχειας και όταν έφθασαν στην Ιερουσαλήμ «παρεδέχθησαν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων» (Πράξ. 15:4), και μετά την υποδοχή, συγκροτήθηκε η Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η γνωστή ως Αποστολική Σύνοδος.
Σημαντικά πρόσωπα στη συζήτηση της Συνόδου ήταν οι Πέτρος, Βαρνάβας, Παύλος και Ιάκωβος. Στην προς Γαλάτας επιστολή (2:1-14), ο Παύλος μάλιστα αναφέρεται στις κατ' ιδίαν διαβουλεύσεις που είχε με τους αποστόλους, όπου τόνισε την απ' ευθείας κλήση του στο αποστολικό αξίωμα από τον Χριστό και τόνισε ότι «οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἀναγκάσθη περιτμηθῆναι».
Ο πρόεδρος της Συνόδου, Ιάκωβος (ο Αδελφόθεος), συμφωνώντας με τους Πέτρο, Βαρνάβα και Παύλο, και βασισμένος στην προφητεία Αμώς 9:11-12, πρότεινε «μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν» (Πράξ. 15:19) και τη λήψη σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση της Συνόδου συνιστά να μην επιβληθεί κανένα άλλο βάρος στους εξ εθνών χριστιανούς παρά: «ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας» (Πράξ. 15:28-29)
Αποφασίστηκε να διαβιβάσουν την απόφαση με επιστολή στους εξ εθνών χριστιανούς της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας, και η μεταφορά της ανατέθηκε «τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καὶ Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς» (Πράξ. 15:22), από τους οποίους οι δύο τελευταίοι είχαν εντολή να μεταφέρουν όσα συζητήθηκαν και «διὰ λόγου» (Πράξ. 15:27).
Η Δεύτερη Αποστολική Περιοδεία
H Δεύτερη Περιοδεία του Παύλου, πραγματοποιείται μετά την Αποστολική Σύνοδο και συμπίπτει με τη νέα εποχή που αρχίζει στις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αρχίζει από την Αντιόχεια με τη συνοδεία του Σίλα και όχι του Βαρνάβα τη φορά αυτή, ο οποίος με τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο αναλαμβάνει νέα αποστολή στην Κύπρο. Μετά από επίσκεψη στις Εκκλησίες της Λυκαονίας με την προσθήκη στη συνοδεία του Τιμοθέου, που τον παραλαμβάνει στα Λύστρα, πηγαίνει στη Φρυγία και στη Γαλατική χώρα και στη συνέχεια στην Τρωάδα, από όπου ύστερα από ένα όραμα έρχεται στη Μακεδονία:
«Και στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Μακεδονία, και βοήθησέ μας.» (Πράξ. 16:9)
Στο σημείο αυτό προστίθεται στη συνοδεία και ο Λουκάς, ο οποίος στη διήγηση των Πράξεων περιγράφει από το σημείο αυτό και εξής τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού (τα λεγόμενα ημείς εδάφια των Πράξεων).
Καθώς ο Παύλος ήθελε να ιδρύσει Εκκλησίες σε μεγάλα κέντρα επιρροής, σχεδίαζε να επισκεφθεί την Έφεσο, εμποδίστηκε όμως «από Το Άγιο Πνεύμα». Έτσι κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες πόλεις της Βιθυνίας στον Βορρά. Πιθανώς οι εξ εθνών Εκκλησίες της βόρειας Γαλατίας, στις οποίες απηύθυνε την Προς Γαλάτας Επιστολή, να ιδρύθηκαν καθ' οδόν. Τα σχέδια του εμποδίστηκαν άλλη μία φορά και κατευθύνθηκε βορειοανατολικά προς την Τρωάδα, από την οποία, έπειτα από ένα όραμα, πέρασε διά θαλάσσης στην Μακεδονία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο 16ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων διηγείται: «Ἀφοῦ δὲ ἀνοιχτήκαμε μὲ τὸ πλοῖο στὴν θάλασσα, πλεύσαμε κατ' εὐθείαν στὴν Σαμοθράκη καὶ τὴν ἑπομένη στὴν Νεάπολη, ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους τὴν ὀνομαστὴ πόλη τῆς Μακεδονίας.». Δηλαδή από την Σαμοθράκη έπλευσαν στην Νεάπολη (σημερινή Καβάλα) και μετά κινήθηκαν προς τους Φιλίππους.
«Ο Άγιος Παύλος κηρύσσει στην Αθήνα», Sanzio Raffaello, 1515, Victoria and Albert Museum, Λονδίνο
Ο Παύλος φτάνει δια μέσου της Αμφιπόλεως και της Απολλωνίας στη Θεσσαλονίκη, την οποία αναγκάζεται λόγω των διωγμών να εγκατάλειψει γρήγορα, για να μεταβεί στη Βέροια (όπου μένει για μικρό χρονικό διάστημα, πάλι για τους ίδιους λόγους). Ίδρυσε όμως τις Εκκλησίες των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας και έτσι, στους Φιλίππους της Μακεδονίας ιδρύεται η πρώτη επί Ευρωπαϊκού εδάφους Εκκλησία που, όπως φαίνεται από τις Επιστολές του Παύλου, του είναι ιδιαίτερα προσφιλής.
Κατόπιν, αναγκάστηκε να φύγει από την Βέροια καθώς οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης είχαν έρθει στη Μακεδονική πόλη και προξενούσαν ταραχές, δυσχεραίνοντας το έργο του Παύλου και να μεταβεί, πιθανότητα μέσω θαλάσσης, στην Αθήνα.[1] Ο συγγραφέας των Πράξεων παραθέτει ομιλία του Παύλου στην Πνύκα και αναφέρει δύο ονόματα, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι μεταξύ των πενιχρών καρπών της επισκέψεως αυτής. H Ιεραποστολική δράση του Παύλου στην Αθήνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχία. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Ο Λουκάς έχει συνείδηση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν εκεί και των δυσχερειών που περικλείει το θέμα Ευαγγέλιο - Ελληνισμός. Γενικά παρατηρεί, ότι οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τον Παύλο με σκεπτικισμό και με τη φράση «ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου». Το κήρυγμα περί της αναστάσεως των νεκρών φαίνεται να υπήρξε, κατά τον Λουκά, η κύρια πέτρα του σκανδάλου για τους Αθηναίους φιλοσόφους. Στην ομιλία του όπως παραδίδεται στις Πράξεις, ο Παύλος προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ακροατηρίου με φιλοσοφική παιδεία, τελικά όμως, στην Αθήνα δεν ιδρύθηκε Εκκλησία.
Δίκη
Ο λόφος του Αρείου Πάγου από την Ακρόπολη
Ο Απόστολος Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, γύρω στο 51 μ.Χ., μετά από διάλογο που είχε με τους Στωικούς και τους Επικουρείους στην αγορά της Αθήνας,[2] έναν από τους τόπους όπου κήρυττε εκτός από την τοπική Ιουδαϊκή συναγωγή. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διευκρινιστεί αν ο «Άρειος Πάγος» που αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων ήταν ο γνωστός λόφος ή το σεβαστό δικαστικό σώμα. Αμφότερες οι εκδοχές έχουν τα επιχειρήματά τους.
Το ότι ο Παύλος δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο είναι κάτι που μαρτυρούν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επιπλέον, έχει σχολιαστεί ότι το πρωτότυπο κείμενο της αφήγησης δίνει την αίσθηση πως ο Άρειος Πάγος ήταν όντως το δικαστικό σώμα.[α] Το γεγονός, επίσης, ότι οι επικριτές του Παύλου υποστήριζαν πως κήρυττε «ξένα δαιμόνια» μπορεί να συσχετιστεί με τις αρμοδιότητες του δικαστικού σώματος του Αρείου Πάγου, μεταξύ των οποίων ήταν η προάσπιση της θρησκείας και των ηθών των Αθηνών. Μάλιστα, η περίπτωση του Παύλου φαίνεται να μοιάζει με αυτήν του Σωκράτη, καθώς ο τελευταίος είχε προσαχθεί στον Άρειο Πάγο με την κατηγορία ότι διέφθειρε τους νέους, αμελούσε τα παραδοσιακά θρησκευτικά καθήκοντα και εισήγε θρησκευτικούς νεωτερισμούς. Αν ωστόσο ο Παύλος όντως δικάστηκε, τότε πιθανότατα αυτό έγινε στη Βασιλική Στοά, που βρισκόταν στην αγορά, διότι θεωρείται ότι εκείνη την εποχή στον χώρο του λόφου γίνονταν δίκες μόνο για ανθρωποκτονίες. Δεδομένης της εκδοχής της δίκης, η υπόθεση του Παύλου θεωρήθηκε ανάξια περαιτέρω εξέτασης λόγω της αναφοράς του στην ανάσταση των νεκρών.
Στον αντίποδα των επιχειρημάτων επισημαίνεται πως στην ομιλία του Παύλου στον Άρειο Πάγο υπήρχε αρκετός κόσμος, συμπεριλαμβανομένων και γυναικών, γεγονός που ίσως δεν θα συνέβαινε αν γινόταν κανονική δίκη. Επιπλέον, η αφήγηση του συμβάντος στις Πράξεις των Αποστόλων δεν περιέχει κάποια δικαστική διαδικασία. Αν επομένως δεν έγινε δίκη, τότε ο Παύλος οδηγήθηκε στον λόφο του Αρείου Πάγου, με σκοπό να τον ακούσουν οι παριστάμενοι, οι οποίοι ενδιαφέρονταν για φιλοσοφική συζήτηση.—Βλ. Πράξεις 17:21.
Σύμφωνα με μια τρίτη άποψη, η οποία προσπαθεί να συνδυάσει τα επιχειρήματα των άλλων δύο, ο Παύλος παρουσιάστηκε ενώπιον του σώματος του Αρείου Πάγου αλλά όχι για δίκη. Επρόκειτο απλώς για μια ακροαματική διαδικασία, προκειμένου οι άρχοντες να κρίνουν αν το κήρυγμα του Παύλου εγκυμονούσε πνευματικούς κινδύνους για τους Αθηναίους.
Η ομιλία του Παύλου
Σύγχρονη αναμνηστική πλάκα με την ομιλία του αποστόλου Παύλου, όπως καταγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων
Παρ' ότι η ομιλία του Αποστόλου Παύλου μετέδιδε νοήματα αμιγώς Βιβλικά, ο Παύλος δεν τα υποστήριξε με παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει διαλεγόμενος με Ιουδαίους, άλλα χρησιμοποίησε στοιχεία γνωστά και σεβαστά στους Αθηναίους. Επρόκειτο για μια επιχειρηματολογική ευελιξία την οποία ο Παύλος περιγράφει στα εδάφια 1 Κορινθίους 9:19-23 και η οποία συνοψίζεται με την κατακλείδα του: «Στους πάντες έγινα τα πάντα, ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς».[β]
Χαρακτηριστική λοιπόν ήταν η αναφορά του Παύλου στον βωμό του «αγνώστου Θεού», που φαίνεται να υπήρχαν αρκετοί εκείνη την εποχή στην Αθήνα,[γ] τον οποίο υποστήριξε ότι πρεσβεύει. Ως Δημιουργός του κόσμου και Δότης παντός αγαθού, Αυτός Ο Θεός δεν κατοικεί σε Ναούς, δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες των ανθρώπων και είναι ακατάλληλη η κατασκευή ομοιωμάτων του, λέει ο Παύλος. Αυτή η σκέψη, αναφέρει ο Παύλος, είναι σύμφωνη με τα λόγια του Στωικού ποιητή Αράτου. [δ] Τέλος, δήλωσε ότι Ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο μέσω ενός άντρα που ανέστησε από τους νεκρούς, νύξη η οποία προκάλεσε χλευαστικές αντιδράσεις σε μερικούς ακροατές του. Εντούτοις, η ομιλία του Παύλου έπεισε δύο ακροατές, τον δικαστή Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι, οι οποίοι και μετεστράφησαν στον Χριστιανισμό.
Σήμερα, το κείμενο της φημισμένης αυτής ομιλίας βρίσκεται σε μια μπρούντζινη πλάκα δίπλα στις λαξευτές σκάλες που οδηγούν στον Άρειο Πάγο.
Ο επόμενος σταθμός της Περιοδείας είναι η εμπορική πόλη της Κορίνθου όπου γνώρισε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, ένα ανδρόγυνο Εβραίων, οι οποίοι ήταν επίσης σκηνοποιοί. Είχαν φθάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν οι Εβραίοι από την πρωτεύουσα. Στην Κόρινθο ο Παύλος παρέμεινε ενάμιση χρόνο κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα και έγραψε τις δύο Επιστολές προς Θεσσαλονικείς.
Στις Πράξεις αναφέρεται ένα επεισόδιο, κατά το οποίο ο Παύλος παρουσιάστηκε στον ανθύπατο Γαλλίωνα. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό για την χρονολόγηση του βίου του Παύλου, διότι βάσει μιας επιγραφής, η οποία ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, ο Γαλλίων ανέλαβε αυτό το αξίωμα το 51 μ.Χ.
Από την Κόρινθο μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα φεύγουν για την Έφεσο, από την οποία επισκέπτεται την Καισαρεία της Παλαιστίνης και ίσως για λίγο και τα Ιεροσόλυμα, για να ξαναγυρίσει στην Αντιόχεια, όπου δεν μένει πολύ και ούτε επανέρχεται.
Η Τρίτη Αποστολική Περιοδεία
Ο Παύλος την εποχή αυτή είχε πλέον ιδρύσει Εκκλησίες στην Μικρά Ασία και στην Ελλάδα με ένα σημαντικό κέντρο στην Κόρινθο και είχε αρχίσει να εργάζεται στην επίσης σημαντική Έφεσο. Ακολούθησε μια περίοδος σταθεροποίησης.
Μετά την επιστροφή του στην Αντιόχεια και αφού παρέμεινε εκεί ένα διάστημα, ο Παύλος έφυγε για τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία για να στηρίξει τις Εκκλησίες που είχε ιδρύσει κατά την προηγούμενη Περιοδεία του. Κατόπιν, περιόδευσε στη δυτική περιοχή της Βιθυνίας και κατέληξε στην Έφεσο, το ορμητήριο της Τρίτης Περιοδείας του, στην οποία έφτασε διά ξηράς μέσω της περιοχής της Φρυγίας. Την εποχή αυτή πρέπει να ίδρυσε Εκκλησίες στις Κολοσσές, στην Ιεράπολη και στην Λαοδίκεια.
Από την Έφεσο, ο Παύλος επισκέπτεται τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Κατά το διάστημα αυτό γράφονται πιθανότατα στην Έφεσο, όπου φυλακίζεται ο Παύλος, όλες ή μερικές από τις λεγόμενες «Επιστολές της αιχμαλωσίας» (προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εφεσίους), αν και η παράδοση τις τοποθετεί στο χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του Παύλου στη Ρώμη μετά μια πενταετία.
Οι περιοδείες του Αποστόλου Παύλου
Για όλη την περίοδο αυτή οι Πράξεις δίνουν ελλιπείς πληροφορίες, τις οποίες τελικά αντλούμε από τις Επιστολές του Παύλου. Για παράδειγμα, δεν αναφέρονται στις Πράξεις οι κίνδυνοι που πέρασε ο Παύλος και μαρτυρούνται στα Α' Κορ. 15:32 ή Β' Κορ. 1:8-10 και η σωτηρία του από βέβαιο θάνατο με την αυτοθυσία των Ακύλα και Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16:3-4). Τα περιστατικά που περιγράφονται («ἐθηριομάχησα», «το απάκριμα του θανάτου», «τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν») ίσως σημαίνουν μία ή και δύο φυλακίσεις του Παύλου στην Έφεσο.
Αναφέρονται πάντως κάποια σημαντικά γεγονότα όπως η ύπαρξη κάποιων αιρέσεων στην Έφεσο, όπως οι αγνοούντες Το Άγιο Πνεύμα πρώην οπαδοί του Ιωάννη του Βαπτιστή (Πράξ. 19:2), οι Ιουδαίοι που έκαναν εξορκισμούς στο όνομα Του Ιησού (19:13), όπως και μια αναταραχή που προκλήθηκε από κάποιον αργυροχόο που λεγόταν Δημήτριος, επειδή πολλοί μεταστρέφονταν από τα κυρήγματα του Παύλου και έτσι υπήρχε κίνδυνος να μείνουν χωρίς δουλειά οι τεχνίτες που ζούσαν από τις πωλήσεις ομοιωμάτων του ναού της Άρτεμης στην Έφεσο (Πράξ. 19:23-41).
Από τη δραστηριότητα του Παύλου κατά το διάστημα της Περιοδείας αυτής ξεχωρίζουν οι σχέσεις του με την Εκκλησία της Κορίνθου, που προκαλούν τα επανειλημμένα του ταξίδια εκεί και την αλληλογραφία (Α και Β Επιστολές προς Κορινθίους).
Η αλληλογραφία του με την Κόρινθο αποκαλύπτει τις μεγάλες δυσκολίες οι οποίες μπορούσαν να ανακύψουν. Ο Παύλος είχε την πρόθεση να κηρύξει στην Τρωάδα, αλλά είχε τόση αγωνία για την Κόρινθο, ώστε έφυγε για την Μακεδονία, ελπίζοντας να συναντηθεί με τον Τίτο κατά την επιστροφή του. Τον συναντά τελικά μάλλον στους Φιλίππους καθώς εκείνος επέστρεφε φέρνοντας καλά νέα και ότι η Επιστολή είχε θετικά αποτελέσματα. Με αισθήματα μεγάλης ανακούφισης ο Παύλος έγραψε την Β' επιστολή προς Κορινθίους η οποία διαπνέεται από το θέμα της συμφιλίωσης. Ένα άλλο θέμα της Β' προς Κορινθίους είναι ο έρανος για τους φτωχούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ως ένα δώρο το οποίο ο Παύλος θεωρούσε σύμβολο τής ενότητας μεταξύ τών εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών Εκκλησιών. Ήταν άλλωστε πραγματικότητα, το συνεχιζόμενο πρόβλημα που δημιουργούσε μια ομάδα η οποία υποστήριζε πως οι εξ εθνών Χριστιανοί της Γαλατίας έπρεπε να περιτμηθούν και να τηρούν τον Νόμο. Το πρόβλημα αυτό προβάλλεται στην Προς Γαλάτας Επιστολή.
Από τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο των Επιστολών προς Κορινθίους, διαφαίνεται η φύση των προβλημάτων που προκάλεσε στον εκεί Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού. Η ατομοκρατία που χαρακτηρίζει τους Έλληνες στην ιστορική τους ζωή δημιουργεί προβλήματα στην ενότητα της Εκκλησίας της Κορίνθου με τις διαιρέσεις πού παρουσιάζονται εκεί. Η ροπή προς τη «γνώση» και τη «σοφία» συνδυασμένη με την ατομοκρατία υποχρεώνει τον Παύλο να τονίσει τη «μωρία του σταυρού», να αντιπαράταξει στην ανθρωποκεντρική ελληνική σοφία τη «σοφία Του Θεού» και να θέσει την αγάπη που «οικοδομεί» παραπάνω από τη γνώση που «φυσιοί».
Όλα αυτά μαζί με μια ηθική εμπνευσμένη από την ιδέα του «σώματος», στην Εκκλησιολογική του σημασία, και της αναστάσεως των νεκρών απηχούν την πρώτη προσπάθεια του Χριστιανισμού να προσαρμόσει τον Ελληνισμό σε μια θρησκεία Ιουδαϊκής προελεύσεως και τις δυσκολίες πού είχε η προσπάθεια αυτή.
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και μάλιστα κατά την τρίτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο όπου έμεινε τρεις μήνες, γράφεται και η Προς Ρωμαίους Επιστολή, ένα βαθύτατα Θεολογικό κείμενο, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Παύλου στο ζήτημα της ακριβούς θέσεως των εθνικών στον κορμό του Χριστιανισμού. Από την άποψη αυτή το κείμενο ενδιαφέρει άμεσα τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους πρώτους χρόνους. Ίσως ο Παύλος επεδίωκε να δημιουργήσει κάποιο έρισμα που θα του επέτρεπε να χρησιμοποίηση τη Ρώμη ως βάση για μια εξόρμηση προς δυσμάς.
Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του Παύλου, από τους Ιουδαίους και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ «διά Μακεδονίας» (Πράξ. 20:3). Πριν φτάσει στην Ιερουσαλήμ έμεινε μερικές ημέρες στην Καισάρεια όπου κάποιος προφήτης που λεγόταν Άγαβος, προέβλεψε τη σύλληψη του Παύλου στα Ιεροσόλυμα, όπου τελικά πήγε ο Παύλος συνοδευόμενος από Χριστιανούς της Καισάρειας και έτσι έληξε η Τρίτη Αποστολική Περιοδεία.
Η τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα και η πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη
«Ο Άγιος Παύλος στη φυλακή», Rembrandt, 1627, Staatsgalerie, Stuttgart, Γερμανία
«Ο Άγιος Παύλος επισκέπτεται τον Άγιο Πέτρο στη φυλακή», Filippino Lippi, 1481-1482, Cappella Brancacci, Santa Maria del Carmine, Φλωρεντία
Ο λόγος για τον οποίο ο Παύλος επέμεινε να πάει στην Ιερουσαλήμ εκθέτωντας τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο δεν είναι γνωστός. Σίγουρα όμως θα πρέπει να ήταν μεγάλης σπουδαιότητας, για να κάνει αυτό το ταξίδι την εποχή που κατάστρωνε μεγαλόπνοο σχέδιο για επίσκεψη στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24) και ενώ γνώριζε τις διαστάσεις που είχε λάβει η επιθετικότητα των Ιουδαίων (Πράξ. 20:3).
Τελικά, αυτό που φοβόταν και άφηνε να εννοηθεί στο τέλος της Προς Ρωμαίους Επιστολής συνέβη και η περιπέτειά του κατέληξε στη σύλληψη και φυλάκισή του στην Καισάρεια και κατόπιν στη μεταφορά του στη Ρώμη.
Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των Ιουδαίων (Πράξ. 21:27 εξ.) οι οποίοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν κατηγορώντας τον ότι δίδασκε ενάντια στον Ιουδαϊκό λαό και τον Μωσαϊκό Νόμο.
Τελικά, και ενώ κινδύνευε σοβαρά η ζωή του, συνελήφθη (εν μέρει για να σωθεί η ζωή του από τον όχλο καθώς ήταν Ρωμαίος πολίτης) και τελικά διασώθηκε με τον τρόπο αυτό από τη Ρωμαϊκή φρουρά της πόλης. Πριν την είσοδό τους στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος. Τα αιτημά του έγινε δεκτό οπότε ο Απόστολος αναφέρθηκε στην καταγωγή του, στον Γαμαλιήλ, στην αφοσίωσή του προς την πατρώα θρησκεία, τη μεταστροφή του και την εντολή του Χριστού να κηρύξει το ευαγγέλιο (Πράξ. 21:37 εξ.). Όμως οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και ζητούσαν τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο όπου ήταν ασφαλής ώστε την επόμενη ημέρα να μεταφερθεί προ του Μεγάλου Συνεδρίου για να απολογηθεί.
Μπροστά στο Συνέδριο, ο Παύλος επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα αλλά τα λεγόμενά του έφεραν αναταραχή και ο Παύλος επέστρεψε και πάλι στο στρατόπεδο.
Στο μεταξύ, ο ανεψιός του Παύλου έμαθε πως υπήρχε σχέδιο εξόντωσης του Αποστόλου. Έτσι οργανώθηκε η μεταφορά του και με συνοδεία ισχυρής φρουράς οδηγήθηκε στην Καισάρεια, στην έδρα του Ρωμαίου Επιτρόπου της Ιουδαίας, Φήλικα (Πράξ. 23:12-35). Εκεί κρατήθηκε ο Παύλος με την εντολή όμως να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους.
Αναπαράσταση της διάσωσης του Αποστόλου Παύλου από τον Ισραηλιτικό όχλο
Τελικά έμεινε φυλακισμένος στην Καισάρεια επί 2 χρόνια, οπότε τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Επίτροπος Φήστος (Πράξ. 24:27). Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Φήστο να στείλει τον Παύλο στα Ιεροσόλυμα, με την κρυφή σκέψη να τους είναι πιο εύκολο να τον εξοντώσουν. Ο Φήστος διέταξε νέα δίκη του Παύλου, όπου παραβρέθηκαν εκπρόσωποι της Ιουδαϊκής ηγεσίας. Καθώς ο Παύλος κατάλαβε πως σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους, επικαλέσθηκε το δικαίωμα της εφέσεως που είχε κάθε Ρωμαίος πολίτης ώστε να δικασθεί στη Ρώμη.
Αναχώρησε τελικά για τη Ρώμη στα τέλη του φθινοπώρου. Ένα ναυάγιο όμως ανάγκασε τους επιβάτες να παραμείνουν επί τρεις μήνες στην Μελίτη (Μάλτα), με αποτέλεσμα να φθάσουν στη Ρώμη την άνοιξη. Τις λεπτομέρειες του ταξιδιού προς τη Ρώμη, δίνουν οι Πράξεις στα κεφ. 27-28. Στη Ρώμη, έμεινε με ελαφρά δεσμά επί δύο χρόνια σε κατοικία «ἐν ἰδίῳ μισθώματι», με φύλαξη στρατιώτη, περιμένοντας την εκδίκαση της υποθέσεώς του. Εξακολουθούσε όμως να κυρήττει στους επισκέπτες του για τη Βασιλεία Του Θεού «μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως» (Πράξ. 28:30-31).
Σε αυτό το σημείο τελειώνει και η διήγηση των Πράξεων, χωρίς ο Λουκάς να πληροφορεί για την έκβαση της φυλακίσεως του Αποστόλου. Μένουν έτσι τα γεγονότα που περιγράφονται στις Ποιμαντικές Επιστολές ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα για το βίο του Παύλου από το τέλος των Πράξεων και μετά.
Η Τέταρτη Αποστολική Περιοδεία και το μαρτύριο του Παύλου
Είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα της ζωής του Παύλου μετά την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη, είναι αρκετά δύσκολο να καθοριστούν, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τα μέχρι τότε συμβάντα. Για τους περισσότερους ερευνητές πάντως, οι ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης του υπόδικου Παύλου στη Ρώμη, προδικάζουν και την έκβαση της φυλάκισής του η οποία, το πιθανότερο, έληξε με την αθώωση και την αποφυλάκισή του, όπως άλλωστε δέχεται και η αρχαία Εκκλησιαστική παράδοση.
Έτσι, η επιθυμία του Παύλου να επισκεφθεί και να κηρύξει στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24-28) ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι, ο Παύλος και οι συνεργάτες του περιόδευσαν στο νότιο τμήμα της, καθώς και στο νότιο τμήμα της Γαλατίας (Γαλλίας) και μετά επέστρεψαν στη Ρώμη.
Η αισιοδοξία που εκφράζεται στις Επιστολές προς Φιλιππησίους, Φιλήμονα και Εβραίους καθώς και οι υποσχέσεις που δίδονται προς τους παραλήπτες τους ότι σύντομα θα τους επισκεφθεί (Φιλιπ. 2:19-24, Φιλήμ. 22, Εβρ. 13:23), δηλώνουν ότι ο Παύλος επιθυμούσε να μεταβεί και πάλι στην Ανατολή για να συναντήσει αγαπημένα του πρόσωπα, να στηρίξει τις Εκκλησίες που είχε ιδρύσει και να επιλύσει τα προβλήματά τους.
«Το Μαρτύριο Αγίου Παύλου», Hendrik Goltzius, Μεταξύ 16ου-17ου αιώνα, Fine Arts Museum of San Francisco
Μετά την επιστροφή του από την Ισπανία, ο Παύλος δεν παρέμεινε για πολύ στη Ρώμη αλλά αναχώρησε με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Φθάνοντας όμως στην Κρήτη, ο ίδιος και οι συνεργάτες του πληροφορήθηκαν ότι η κατάσταση στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ δεν ήταν καλή, αλλά επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Επιτρόπου Φήστου. Πράγματι, ο ιστορικός Ιώσηπος πληροφορεί γι αυτό το γεγονός, το οποίο δημιούργησε κενό Ρωμαϊκής εξουσίας για πολλούς μήνες. Έτσι, γράφει ο Ιώσηπος, ο νέος επίτροπος, Αλβίνος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του βρήκε την Ιουδαία σε κατάσταση αταξίας. Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, ο Παύλος έκρινε πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για μια επίσκεψη στην περιοχή. Βέβαια η εξέλιξη των γεγονότων ήταν τέτοια που δεν θα κατάφερνε ποτέ πια να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με τις Ποιμαντικές Επιστολές (Α' και Β' Τιμ. και Τίτ.) ο Παύλος έκανε ένα ακόμη ταξίδι στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Μ. Ασία, την Κρήτη, τη Μακεδονία και την περιοχή του Ιλλυρικού και τη Νικόπολη της Ηπείρου,[3] ενώ κατά τη Β' Τιμ. καταλήγει και πάλι στη Ρώμη όπου φυλακίζεται για δεύτερη φορά. Οι συνθήκες όμως αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικές αφού ο Παύλος μπήκε στη φυλακή (Β' Τιμ. 2:9). Πάντως του επιτράπηκε να δέχεται επισκέψεις φίλων και συνεργατών, όπως π.χ. του Ονησιφόρου (Β' Τιμ. 1:16-18), του Ευβούλου, του Λίνου, του Πούδη, της Κλαυδίας και άλλων (4:21), αλλά και του Λουκά και του Τυχικού (4:11-12).
Από τη φυλακή αυτή έγραψε τη Β' προς Τιμόθεον Επιστολή (Β'Τιμ. 4:21), η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού η δεύτερη αυτή φυλάκιση κατέληξε στο μαρτυρικό του θάνατο. Η αγωνιώδης έκκληση του Παύλου προς τον Τιμόθεο, που βρισκόταν στην Έφεσο (Β'Τιμ. 4:9-21), ώστε να πάει στη Ρώμη και να τον συναντήσει, δείχνει πως ο Απόστολος δεν μαρτύρησε αμέσως μετά τη μεταφορά του στη Ρώμη, αλλά αφού πρώτα πέρασε μερικούς μήνες στη φυλακή, και μετά από κανονική δίκη ως Ρωμαίος πολίτης.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε χωρίς προηγουμένως να βασανισθεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς για τους Ρωμαίους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη Αποστολική πορεία του Παύλου, μιας κατά γενική ομολογία, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της Εκκλησίας.
Οι περιοδείες του Αποστόλου Παύλου (*)
Η Θεολογία του Παύλου
Ο Απόστολος Παύλος θεωρείται ως ο πρώτος Χριστιανός Θεολόγος: ο μόνος από την πρώτη γενιά του Χριστιανισμού που είχε αναπτύξει δική του συγκροτημένη αν και όχι ολοκληρωμένη Θεολογική άποψη πάνω σε θεωρητικά (Θεολογικά) και πρακτικά (ηθικά) θέματα. Γι΄αυτό και αποτέλεσαν για την μεταγενέστερη Εκκλησία αυθεντία οι Επιστολές του ώστε να θεωρείται ο «πρώτος» μετά τον «Ένα» (Χριστό).[4] Όλοι σχεδόν οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με τον Παύλο, επιδίωξαν να βρουν τις πηγές της σκέψης του και να ανακαλύψουν την προέλευση των διατυπώσεων της διδασκαλίας του, ακολουθώντας τρεις ερμηνευτικούς δρόμους:
1. Η σχολή της υπερφυσικής ερμηνείας
Η σχολή αυτή αποδέχεται ότι ο Παύλος μίλησε περί Του Χριστού ως Θεού, όπως το αποδέχεται η Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
2. Η φιλελεύθερη σχολή
Σε αυτήν είναι διαδεδομένες οι φυσικές ερμηνείες της Θεολογίας του Παύλου και απορρίπτεται το υπερφυσικό. Ο Ιησούς Χριστός θεωρείται ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο, και η εμπειρία του Παύλου που οδήγησε στη μεταστροφή του ήταν μία ψευδαίσθηση. Αρνούμενοι τη Θεότητα του Χριστού, αποδέχονται ότι ο Ιησούς δεν ζήτησε να πιστέψουν σε αυτόν, αλλά στο Θεό.
3. Η ριζοσπαστική σχολή
Οι οπαδοί της σχολής αυτής αποδέχονται ότι ο Παύλος υπήρξε ο δεύτερος ιδρυτής του Χριστιανισμού και δεν ήταν μαθητής και ακόλουθος της Διδασκαλίας Του Χριστού.
Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι έρευνες για τις επιρροές του Παύλου είναι τόσα όσα και τα φιλοσοφικά ή Θεολογικά ρεύματα με τα οποία ο Παύλος ήρθε σε επαφή:
Ο Ελληνιστικός κόσμος
Ο Ιουδαϊκός κόσμος και η Παλαιά Διαθήκη
Η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία
Η προσωπική του εμπειρία από το βίωμα της μεταστροφής του προς τον Χριστιανισμό.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα είναι το εξής:
Ο δανεισμός όρων και εκφράσεων του Ελληνιστικού κόσμου, που πράγματι χρησιμοποιεί ο Απόστολος για να διατυπώσει τη διδασκαλία του, σημαίνει ταυτόχρονα και υιοθέτηση Ελληνιστικών ιδεών; Μπορεί να αποδειχθεί κάτι τέτοιο;
Οι όροι που επεσήμαναν οι μελετητές πως μοιάζουν Ελληνιστικοί, αναφέρονται είτε σε Θεολογικά θέματα:
Υιός Του Θεού, Κύριος, Πλήρωμα Της Θεότητας, Εικόνα Θεού, Σωτήρ κ.λπ.
είτε σε ανθρωπολογικά ζητήματα:
Σῶμα, Ψυχή, Νοῦς, Συνείδησις, Καρδία, Σάρξ, Πνεῦμα κ.λπ.
Έπρεπε έτσι να διερευνηθεί κατά πόσο οι όροι αυτοί διατήρησαν την σημασία που είχαν πριν τη χρήση τους από τον Παύλο ή αν προσέλαβαν κάποια νέα, Παύλεια, έννοια.
Το γενικό πλαίσιο των επιχειρημάτων που διατυπώνουν οι υπέρμαχοι της Ελληνιστικής μορφής της διδασκαλίας του Παύλου είναι ότι οι όροι αυτοί διατήρησαν την προηγούμενη έννοιά τους καθώς:
Ο Παύλος μιλούσε την Ελληνική γλώσσα και ανήκε στη διασπορά, και
Έδρασε σε μια περιοχή, όπου οι Μυστηριακές Θρησκείες, τα Γνωστικά συστήματα ανθούσαν, όπως και οι φιλοσοφίες των Στωικών, των Επικούριων κ.λπ.
Διατυπώνουν την υπόθεση μιας σημαντικής Ελληνιστικής επιρροής στο σχήμα Σαρξ-Πνεύμα, την οποία προσέλαβε ο Παύλος κατά την Περιοδεία του ως απαραίτητη για τη διάδοση του Χριστιανικού μηνύματος στα έθνη. Επίσης διαπιστώνουν την επιρροή του Ελληνιστικού μυστικισμού σε ιδέες που προβάλουν την αντίληψη της μεταμόρφωσης και της θεοποίησης του ανθρώπου, ως αποτέλεσμα της επελεύσεως του Θείου Πνεύματος, μια θεώρηση που απέχει πολύ από τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις.
Στον αντίποδα αυτών των απόψεων, εκείνοι που θεωρούν δεδομένη είτε την Ιουδαϊκή επίδραση, είτε την πρωτοτυπία των διδασκαλιών του Παύλου, ισχυρίζονται ότι, τουλάχιστο τα Γνωστικά κείμενα, είναι μεταχριστιανικής προέλευσης και έχουν υποστεί την επίδραση Χριστιανικών πηγών. Ως αρχικό σημείο κατανόησης του Παύλου θέτουν την Εσχατολογία του και το περιβάλλον του, δηλ. τον Ιουδαϊσμό και την πρώτη Εκκλησία.
«Η Έκσταση του Αποστόλου Παύλου», Johann Liss, 1628-1629, Stiftung Preussischer Kulturbesitz, Gemäldegalerie
Ο Απόστολος, όντως, χρησιμοποιεί χωρία, γεγονότα και όρους από την Παλαιά Διαθήκη, τα οποία μεταφέρει στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε. Οι προφητείες και οι προσδοκίες της Π.Δ. εκπληρώνονται στο Πρόσωπο Του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας. Για τον Παύλο οι διάφορες φάσεις της ζωής Του Χριστού, και ειδικά ο θάνατος Του, η ταφή, και η Ανάστασή Του, λαμβάνουν χώρα «κατά τας Γραφάς», ενώ διάφορα γεγονότα της Βίβλου ερμηνεύονται τυπολογικά από τον ίδιο.
Ασφαλώς, η άποψη ότι ο Παύλος θεωρούσε τον Χριστιανισμό ως συνέχεια της Ιουδαϊκής θρησκείας δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή. Ο Παύλος έδωσε μια παγκοσμιότητα στη Χριστιανική θρησκεία, άγνωστη στον Ιουδαϊσμό, και αρκετές θέσεις του μέσα στις Επιστολές έρχονται σε αντίθεση προς το πνεύμα του Νόμου και της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και των Ιουδαϊκών αποκαλύψεων. Στις Ιουδαϊκές αποκαλύψεις δεν υπάρχει διδασκαλία περί της συμμετοχής του Μεσσία στη Δημιουργία, μια ιδέα, που βρίσκουμε συχνά στον Παύλο (Α' Κορ. 8:6, Κολ. 1:16), ούτε βρίσκονται ίχνη εξιλαστήριου και αντιπροσωπευτικού θανάτου Του Μεσσία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει και πρόσληψη της Ελληνιστικής σκέψης. Αντίθετα, η πεποίθησή του ότι ο Χριστιανισμός είναι μια νέα θρησκεία, τον κράτησε μακριά από το γράμμα του «Νόμου» αλλά και από το μυθολογικό πλαίσιο των Ελληνιστικών θρησκειών.
Για το λόγο αυτό, η σωτηρία του Παύλου είναι πρακτικής μορφής, και απαιτεί πίστη. Στο θέμα αυτό η Ελληνική επίδραση δεν μπορεί παρά να είναι μόνο φραστική-επιφανειακή. Η Παύλεια Σωτηρία είναι απαλλαγή από την αμαρτία και επιτυγχάνεται με το βάπτισμα (Τίτ. 3:5), τη χάρη Του θεού (Εφεσ. 2:5, και με την πίστη του ατόμου (Εφεσ. 2:8).
Αντιθέτως, στο ελληνιστικό περιβάλλον, π.χ. ο Αντίγονος Α' ή ο Πτολεμαίος Α', εξαιτίας της σωτηρίας κάποιας πόλης, ονομάστηκαν «Σωτήρες». Το ίδιο έγινε αργότερα με Ρωμαίους ανώτατους λειτουργούς και μάλιστα με τον αυτοκράτορα που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του κόσμου, που εισάγει μια νέα σωτήρια εποχή για όλη την ανθρωπότητα. Επίσης, με την όλο και εντονώτερη αναζήτηση της σωτηρίας από το άτομο, κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, Σωτήρες ονομάζονταν και εκείνοι που, σαν τον Επίκουρο, με τη διδασκαλία τους υπόσχονταν την εσωτερική απελευθέρωση.
Όσο για τους όρους πνεῦμα, ψυχή, σάρξ, ο Παύλος έδειχνε να εξαρτάται από την Μετάφραση των Εβδομήκοντα καθώς με τον όρο πνεύμα αποδίδει το εβραϊκό ruah, εμπλουτισμένο με τη Χριστιανική, προσωπική του πείρα. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «πνεύμα» για να δηλώσει το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό που ο Έλληνας θα ονόμαζε «ψυχή».
Ο Απόστολος Παύλος ένθρονος και σκηνές από τη ζωή του, Πίνακας του Domenico Beccafumi, 1515, Museo dell'Opera della Metropolitana, Siena
Όμως στον Παύλο (πρβλ. Α' Κορ. 15:44 εξ.) ο «ψυχικός» άνθρωπος είναι ο άνθρωπος χωρίς Το Πνεύμα Θεού, ο άνθρωπος της λογικής και της φυσικής θρησκείας, σε αντίθεση με τον «πνευματικό» άνθρωπο.
Αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως είναι το «Υιός Θεού», βλέπουμε πως οι ελληνιστικοί «υιοί θεού» δεν υψώθηκαν στη θεότητα μέσω της ευσέβειας και της πίστεως, ούτε από τη δύναμη της πίστης μιας κοινότητας, αλλά ανακηρύχθηκαν έτσι είτε από αυτοκρατορικά διατάγματα, είτε από δική τους αξίωση.
Επίσης, στις Ελληνιστικές θεότητες υπάρχει μια πλήρη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στο Θείο ώστε τίποτε δεν απομένει από τον αρχικό άνθρωπο πέρα από την εξωτερική εμφάνιση. Στον Παύλο όμως η ανθρώπινη ύπαρξη του Χριστού τονίζεται ενάντια σε κάθε Δοκητική πεποίθηση (Ρωμ. 1:3, Α' Κορ. 15:3-4, Γαλ. 4:4, Ρωμ. 8:3-4, Α'. Τιμ. 3:16, Β' Κορ. 5:15, Τίτ. 2:14).
Έτσι, ο Χριστιανισμός του Παύλου έμεινε πιστός στη Βιβλική ιστορική προοπτική της ιστορίας και είναι δύσκολο να συνδεθεί η διδασκαλία του με κάποιο μυστικιστικό, υπερβατικό σωτηριολογικό μύθο, όπως συμβαίνει στις Μυστηριακές Θρησκείες και στο Γνωστικισμό, όπου, μετά την απόρριψη της ιστορίας και της παράδοσης, η θρησκευτική φαντασία δούλεψε ελεύθερα μέσα στο χώρο του άγνωστου μεταφυσικού.
Στον Παύλο, το υπερβατικό Χριστολογικό δόγμα σχετίζεται, σε κάθε σημείο του, όχι μόνο ουσιαστικά μ' αυτό που ήταν ο ιστορικός Ιησούς αλλά και με τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα των χρόνων εκείνων.
Εχουν γραφεί πολλές μελέτες για διατυπωθούν απόψεις περί μιας επανίδρυσης του Χριστιανισμού από τον Παύλο επειδή η Μεσσιανική Εσχατολογία των Ευαγγελίων οδηγείται σε μια επεξεργασμένη και εξελιγμένη Χριστολογία. Ο Χριστιανισμός όμως δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στην πραγματικότητα της εποχής που ήταν η καταπίεση της Ρώμης, όπως εκφράζονταν ιδίως στην αυτοκρατορική λατρεία, και στη μάταιη προσπάθεια του Ιουδαϊκού επαναστατικού Μεσσιανικού κινήματος να βρει διέξοδο.
Το όλο ζήτημα φαίνεται να παραμένει Βιβλικό και Ιουδαϊκό μέχρι τέλους: στόχος είναι παντού ο νέος κόσμος Του Θεού, η καινή κτίση, η κυριαρχία Του Θεού πάνω στον κόσμο, η Βασιλεία Του Θεού. Απλώς, για την Εκκλησία, ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να αποκαλυφθούν όσα ήταν αληθινά:
Η Θεολογία του Παύλου απαντά στην Γνωστική κοσμολογία με τη συμμετοχή Του Χριστού στη δημιουργία του κόσμου. Δεν χωρίζει η δημιουργία από τη σωτηρία. Ο Σωτήρας του κόσμου είναι ο αγαθός και καλοπροαίρετος Δημιουργός και όχι ο απολυταρχικός Καίσαρας.
Η σύνδεση της προΰπαρξης του Ιησού με μεγάλους σταθμούς στην ιστορία του Ισραήλ, εκτός των άλλων, τονίζει και τα εξής: η εμφάνιση Του Ιησού Χριστού δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιερή ιστορία αλλά μια πράξη που έχει σωτηριολογικά πρηγούμενα στην ιστορία του λαού Του Θεού.
Η κένωση και ταπείνωση του Χριστού ταυτίζει τον θείο κόσμο με τους καταδυναστευμένους και καταπιεσμένους. Η «εξουσία» του Χριστού δεν μοιάζει με την εξουσία του Καίσαρα αφού είναι διάκονος και βασιλεύει με τη διακονία της αγάπης
Η επάνοδος του Χριστού εκτός άλλων θα αποτελέσει και την τελική νίκη κατά των εχθρών της ανθρωπότητας ένας από τους οποίους είναι και ο θάνατος που σε όλη την ιουδαϊκή Αποκαλυπτική φιλολογία είναι ταυτόσημος προς την καταπίεση, τα βάσανα και την απόγνωση του λαού του Θεού από τους διάφορους κατακτητές.
Η Εκκλησία δέχεται ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί το υπερφυσικό από την ίδια την πορεία της. Ισχυρίζεται ότι ο Απόστολος Παύλος είπε για Τον Χριστό πράγματα, πέρα (και όχι αντίθετα) από τους λόγους, που ο ίδιος ο Χριστός είπε για τον εαυτό του και από όσα οι Ευαγγελιστές έγραψαν για Τον Χριστό. Επίσης πιστεύει ότι για να λεχθεί κάτι γνήσιο και ορθό πέρα από τους Ευαγγελικούς λόγους και πάνω από τις ανθρώπινες νοητικές δυνάμεις, είναι απαραίτητη η προσωπική μετοχή στον Χριστό. Οι διαβεβαιώσεις «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» και «δοκῶ δὲ κἀγῶ πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν» δείχνουν την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι μόνο βιώνοντας την αλήθεια μπορεί κανείς να μιλήσει γι αυτήν.
Σχετικά με τη γλώσσα του Παύλου, ο Χριστιανισμός αποδέχεται ασφαλώς τη χρήση της εποχικής γλώσσας, ισχυρίζεται όμως ότι γίνεται με σαφή συνείδηση ότι δεν υπάρχει αναλογία ή αντιστοιχία μεταξύ του εγγενούς περιεχομένου των παραπάνω φιλοσοφικών όρων και της αλήθειας, που επιθυμούσαν με αυτούς να δηλώσουν.
Για το λόγο αυτό έπρεπε να εξηγηθεί ότι η βασιλεία Του Θεού δεν είναι κοσμική βασιλεία, όπως την κατανοούσαν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι, ότι η μακαριότητα είναι κάτι άλλο και δεν έχει σχέση με τρίτο ή πέμπτο όροφο του ουρανού, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν και ο άνθρωπος κατ' εικόνα Θεού και δεν είναι ο άνθρωπος «γένος» Του Θεού, όπως το εννοούσαν οι στωικοί.
Παρά τη γνωριμία του με την Ελληνική παιδεία, οι ρίζες της ζωής και της σκέψεως του Παύλου παραμένουν πάντοτε εβραϊκές. Αν αντιπαραβάλλουμε τη σκέψη του με εκείνη ενός άλλου ελληνιστή Ιουδαίου, του Φίλωνα, θα δούμε πως ο τελευταίος, ενώ παραμένει ένας ευσεβής και πιστός Ιουδαίος, προβαίνει στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης με σχήματα πλατωνικά και μετα-πλατωνικά, τα οποία αποδέχεται ως απόλυτη αλήθεια.
Ο Παύλος δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η όλη θρησκευτική του τοποθέτηση είναι βασικά εβραϊκή, αφού εκεί βρίσκονται πραγματικά οι ρίζες του. Από την άποψη αυτή ότι και αν γνωρίζει ή χρησιμοποιεί από τον μη Ιουδαϊκό κόσμο, δεν είναι ικανό να αλλοιώσει ουσιαστικά τη θρησκευτική νοοτροπία του.
Ένα γεγονός και μόνο είναι αυτό που φαίνεται να αλλοιώνει πραγματικά τη σκέψη του: η συνάντησή του με Τον Ιησού Χριστό, που δεν είναι μόνο «μωρία» για τους Έλληνες, αλλά και «σκάνδαλο» για τους Ιουδαίους. Ο Παύλος κατανοείται καλύτερα μόνον ως πρωτότυπος στοχαστής, που δίνει τόσο στις Εβραϊκές όσο και στις Ελληνικές κατηγορίες και λέξεις νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το γεγονός Του Χριστού και την εμπειρία της Εκκλησίας. Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας γίνεται πλέον από τη σκοπιά Του Αναστημένου Χριστού και τον οδηγεί σε μια αναθεώρηση της Ελληνικής «σοφίας».
Οι Επιστολές
Κύριο λήμμα: Επιστολές του Παύλου
«Ο Άγιος Παύλος συγγράφει τις Επιστολές του», Valentin de Boulogne ή Nicolas Tournier, περ. 1620, Blaffer Foundation Collection, Houston
Οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες Εκκλησίες στον Απόστολο. Κατά τη συγγραφή των Επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοντες κανόνες της Ελληνικής επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και χαιρετισμό - ανάπτυξη του θέματος - τελικοί χαιρετισμοί) και προσθέτει στο τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας της Επιστολής (Ρωμ. 16:22, Α' Κορ. 16:21, Γαλ. 6:11, Κολ. 4:18, Β' Θεσ. 3:17, Φιλ. 19).
Η διάταξη των Επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την έκταση τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη (16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι):
προς Ρωμαίους
προς Κορινθίους Α'
προς Κορινθίους Β'
προς Γαλάτας
προς Εφεσίους
προς Φιλιππησίους
προς Κολοσσαείς
προς Θεσσαλονικείς Α'
προς Θεσσαλονικείς Β'
προς Τιμόθεον Α'
προς Τιμόθεον Β'
προς Τίτον
προς Φιλήμονα
προς Εβραίους (η επιστολή αυτή, συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 Επιστολών του Παύλου)
Οι 14 Παύλειες Επιστολές, για τις οποίες οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν ένα πολύτιμο ιστορικό πλαίσιο, αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης. Οι Επιστολές αυτές σημαδεύουν το Αποστολικό έργο του Παύλου στην «ειδωλολατρική» γη.
Η χρονολογική τοποθέτηση των Επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της Ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των Επιστολών σε συνδυαομό προς αντίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη συσχέτιση τους με γεγονότα της ιστορίας:
Οι Α΄ και Β΄ Επιστολές προς Θεσσαλονικείς γράφτηκαν στην Κόρινθο περίπου από το 50-52 μ.Χ σύμφωνα με τους υπολογισμούς των μελετητών.
Η Επιστολή προς Φιλιππησίους γράφτηκε στην Έφεσο γύρω στο 52-56, ενώ κατ' άλλους στη Ρώμη γύρω στό 60-62 μ.Χ.
Η Επιστολή προς Γαλάτας γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 έως το 55 μ.Χ.
Οι επιστολές Α΄ και Β΄ προς Κορινθίους, γράφτηκαν, η «Α΄» στην Έφεσο (ομοφωνία απόψεων) και «Β΄» στη Μακεδονία ή στους Φιλίππους ή στην Έφεσο, από το 55-57 μ.Χ.
Η Επιστολή προς Ρωμαίους γράφτηκε στην Κόρινθο το 57 μ.Χ.
Η Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Η Επιστολές προς Φιλήμονα γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Η Επιστολή προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Οι Α' και Β' επιστολές προς Τιμόθεον γράφτηκαν, η «Α΄» στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη το 63-64, και η «Β΄» στη Ρώμη το 65-67 μ.Χ.
Η Επιστολή προς Τίτον, γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ.
Τα τρία τελευταία κείμενα, θέτουν και ένα φιλολογικό πρόβλημα: προϋποθέτουν τουλάχιστο τη χρήση ενός γραμματέα, που τους έδωσε τη σφραγίδα του δικού του ύφους παρ' όλη την εξάρτηση από τη σκέψη του Παύλου.
Η περίπτωση της προς Εβραίους Επιστολής είναι διαφορετική. Αν και η αρχαία παράδοση τη συνδέει πάντα με το παύλειο σύνολο, ο συντάκτης της έχει μια φιλολογική προσωπικότητα και μια πρωτοτυπία σκέψεως καθαρά διάφορες από τις αντίστοιχες του Παύλου. Ωστόσο το κείμενο πρέπει να είναι προγενέστερο του 70 μ.Χ., γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της λατρείας του Ναού και ίσως γράφτηκε στη Ρώμη.
Οι Επιστολές του Παύλου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τους παραλήπτες τους ως εξής:
Επιστολές που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη Εκκλησία (Α'-Β' Κορ, Α'-Β' Θεσ, Φιλιπ., Κολ.)
Επιστολές που απευθύνονται σε μια ομάδα Εκκλησιών και ονομάζονται «Εγκύκλιες Επιστολές» (Εφεσ., και ίσως η Ρωμ.)
Επιστολές που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α'-Β'Τιμ, Τιτ., Φιλημ).
Επιστολές γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος: Αυτές είναι οι 4 «Επιστολές της αιχμαλωσίας» (Εφεσ., Φιλ., Κολ., Φιλημ.) και η Β' Τιμ.
Οι τρεις επιστολές Α'- Β' Τιμ. και Τίτ. που απευθύνονται σε ποιμένες των Εκκλησιών ονομάζονται από το 18ο αιώνα και ύστερα «Ποιμαντικές».
Η αυθεντικότητα των Ποιμαντικών Επιστολών
Σύμφωνα με την επιγραφή τους οι Ποιμαντικές Επιστολές συνεγράφησαν από τον ίδιο τον Παύλο και αυτό δέχεται και η αρχαία παράδοση. Παρόλ' αυτά, κατά τους νεώτερους χρόνους, σοβαροί ερευνητές αμφισβήτησαν τη γνησιότητά τους, είτε συνολικά είτε εν μέρη. Οι διάφορες απόψεις συνοψίζονται ως εξής:
Αμφισβήτηση της Α' προς Τιμόθεον για την οποία προτείνεται η λύση της κατασκευής της με βάση τις γνήσιες Β' προς Τιμόθεον και προς Τίτον Επιστολές.
Απόρριψη της γνησιότητας όλων των Ποιμαντικών Επιστολών, τοποθετώντας τη συγγραφή τους στην τρίτη δεκαετία του 2ου αι. μ.Χ. ή και αργότερα.
Αναγνώριση στο κείμενο της Β' προς Τιμόθεον, αποσπασμάτων από γνήσιες Επιστολές του Παύλου.
Αναγνώριση, κατά βάση, της γνησιότητας όλων των Ποιμαντικών Επιστολών, αλλά με την ύπαρξη προσθηκών από άλλες γνήσιες Επιστολές του Παύλου.
Αναγνώριση των Ποιμαντικών Επιστολών ως γνήσιες, με την προσθήκη παρεμβολών από τους παραλήπτες προφορικών λόγων του Παύλου που αρχικά θα γράφονταν στα περιθώρια των χειρογράφων.
Αναγνώριση, κατά βάση, της γνησιότητας των Ποιμαντικών Επιστολών με ενσωμάτωση από τον ίδιο τον Παύλο τμημάτων από κείμενα που ανάγονται στον Ελληνιστικό Ιουδαϊσμό.
Σήμερα, το σύνολο σχεδόν των Ορθοδόξων και Καθολικών ερευνητών υποστηρίζουν τη γνησιότητα των Ποιμαντικών Επιστολών, κυρίως με τη μορφή της «θεωρίας του γραφέως».
Αυτό σημαίνει πως αν ληφθούν υπόψη:
η δεύτερη και αυστηρότερη αιχμαλωσία του Παύλου στη φυλακή
οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στις φυλακές της Ρώμης
ο συνωστισμός που επικρατούσε
οι κακές συνθήκες φωτισμού κ.λπ.,
είναι μάλλον απίθανο να έγραψε ο ίδιος τόσο μεγάλες επιστολές χωρίς τη βοήθεια κάποιου γραφέα ο οποίος ανέλαβε το καθήκον αυτό βάση οδηγιών που λάμβανε από τον ίδιο τον Παύλο.
Αυτό σημαίνει ότι, συνέτασσε λιγότερο ή περισσότερο ελεύθερα το κείμενο, με βάση τις οδηγίες του Αποστόλου, φέρνοντας εις πέρας ένα έργο επίπονο και μακροχρόνιο, το οποίο είναι φυσικό να απέκτησε εν μέρη το προσωπικό ύφος του γραφέα. Έτσι εξηγούνται οι παρεκκλίσεις γλώσσας και ύφους που συναντάμε στις Επιστολές. Τέλος, έγινε δεκτό ότι το κείμενο πρέπει να το ενέκρινε, να το διόρθωνε και να το υπέγραφε ο ίδιος ο Παύλος και με τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η ομοιότητα με το παύλειο ύφος.
Σίβυλλες
Ο Κλήμης Αλεξανδρινός λέει ότι ο Απόστολος Παύλος πρότεινε τους πιστούς να μελετάνε τις Ελληνικές Βίβλους των Σιβυλλών.[ε]
Σημειώσεις
«Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη [...] Καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν». (Πράξεις 17:22, 33).
Τοῖς πᾶσιν γέγονα πάντα, ἴνα πάντως τινὰς σώσω.
Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἡ τῶν ἀποστολικῶν πράξεων ἱστορία τὴν ἐν Ἀθήναις ἐπιδημίαν τοῦ Παύλου διηγήσατο ἡμῖν, πῶς εἰδωλομανοῦντος τοῦ τῇδε λαοῦ, καὶ ταῖς ἐπιβωμίοις κνίσσαις προστετηκότος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν τῷ μακαρίῳ παρωξύνετο Παύλῳ, οἷόν τι ῥεῦμα πλημμύρον ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ Ἀποστόλου στενοχωρούμενον, καὶ μὴ εὑρίσκον ἐν τοῖς ἀναξίοις τὴν διέξοδον. Διὰ τοῦτο Στωϊκοῖς τε καὶ Ἐπικουρείοις συμπλέκεται, καὶ εἰς Ἄρειον καταστὰς πάγον, ἐκ τῶν συνήθων αὐτοὺς πρὸς τὴν θεογνωσίαν προσάγεται· βωμὸς γάρ ἐστιν αὐτῷ καὶ ἐπίγραμμα͵ τὸ τοῦ λόγου προοίμιον». (Γρηγόριος Νύσσης, Περί Θεότητος Υιού και Πνεύματος Λόγος, 46.556, 557).
Απόσπασμα από το έργο του Αράτου Φαινόμενα στιχ. 5: «Τοῦ γὰρ καὶ γένος εἰμέν». Το πλήρες κείμενο του έργου αυτού βρίσκεται εδώ.
Clemens Alexandrinus Theol., Stromata Book 6, chapter 5, section 43, subsection 1, line 1 ὁ ἀπόστολος λέγων Παῦλος· «λάβετε καὶ τὰς Ἑλληνικὰς βίβλους. ἐπίγνωτε Σίβυλλαν, ὡς δηλοῖ ἕνα θεὸν καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι, καὶ τὸν Ὑστάσπην λαβόντες ἀνάγνωτε, καὶ εὑρήσετε πολλῷ τηλαυ- γέστερον καὶ σαφέστερον γεγραμμένον τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, καὶ καθὼς παράταξιν ποιήσουσι τῷ Χριστῷ πολλοὶ βασιλεῖς, μισοῦντες αὐτὸν καὶ τοὺς φοροῦντας τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τοὺς πιστοὺς αὐτοῦ, καὶ τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.
Saint Paul, Jusepe de Ribera
Saint Paul, Jusepe de Ribera
The fall of St. Paul, Niccolò dell' Abbate
Conversion of St Paul, Pieter Bruegel the Elder
Conversion of Saint Paul, Peter Paul Rubens
Conversion of Saul, Michelangelo Caravaggio
Crucifixion of St. Paul, Michelangelo Caravaggio
Crucifixion of St. Paul , detail, Michelangelo Caravaggio
Ecstasy of Saint Paul, Nicolas Poussin
The Baptism of Saint Paul, Lorenzo Lippi
Altarpiece of Orvieto, Detail, Simone Martini
Main altar of the Cathedral of Ascoli : St. Paul, Carlo Crivelli
Saints Peter and Paul, Carlo Crivelli
St. Paul , Marco Zoppo
The Virgin and Child with Saints Paul and Jerome, Bartolomeo Vivarini
St. Peter and St. Paul, Guido Reni
The Conversion of Saint Paul, Karel Dujardin
Paulus heals the Cripple in Lystra, Karel Dujardin
The Conversion of St. Paul, Lucas van Leyden
St. Paul, Albrecht Dürer
St. Paul, Albrecht Dürer
The Apostles Peter and Paul in the grave, Claude Vignon
Παραπομπές
Σωτήριος Σ. Δεσπότης: Ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα, σελίδες 184-186, Εκδόσεις Άθως (Αθήνα 2009)
Holzner, J., «Ὁ Παῦλος καὶ οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἀθηνῶν τοῦ 50 μ.Χ. », Ἀκτίνες, 67 (1947), σσ. 172-179
Βλ. Μελετίου, μητροπολίτου Νικοπόλεως, Ο Απόστολος Παύλος στη Νικόπολη.
Πέτρος Βασιλειάδης, Παύλος:τομές στη Θεολογία του, εκδ.Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2004, σελ.13
Βιβλιογραφία
David Noel Freedman, The Anchor Bible Dictionary, (New York: Doubleday, 1996, c1992), τόμος 5, σελ. 186, λήμμα: Paul.
Walter A. Elwell and Barry J. Beitzel, Baker Encyclopedia of the Bible, (Baker Book House, 1988), σελ. 1621, λήμμα: Paul, The Apostle.
Allen C. Myers, The Eerdmans Bible Dictionary, (Rev., augm. translation of: Bijbelse encyclopedie. Rev. ed. 1975.; Grand Rapids, Mich.: Eerdmans, 1987), σελ. 803, λήμμα: Paul.
D. R. W. Wood et al., New Bible Dictionary, (InterVarsity Press, 1996, c1982, c1962), σελ. 880, λήμμα: Paul.
Gerald F. Hawthorne et al., Dictionary of Paul and His Letters, (Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1993), σελ. 692, λήμμα: PAUL IN EARLY CHURCH TRADITION
Αγουρίδης Σ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρης, 1991, σελ. 197-225
Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Α', Αθήνα, 2003, σελ. 348-394
Καραβιδόπουλος Ι., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Πουρναράς, 1998, σελ. 261-272
Μελέτιος, μητροπολίτης Νικοπόλεως, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Νικόπολη,, στα Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη, Πρέβεζα, 2007, τ. Ι, σελ. 123-133.
Σωτήριος Σ. Δεσπότης,Ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα, σελίδες 184-186, Εκδόσεις Άθως (Αθήνα 2009)
Τρεμπέλα Π.Ν., Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Κ. Διαθήκης, Τόμος Α', «Ο Σωτήρ», 1983, σελ. 19-25
Πέτρος Βασιλειάδης, Παύλος:τομές στη θεολογία του, εκδ.Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2004
«Ένας Μοναδικός Αθηναϊκός Βράχος», Η Σκοπιά, Β. & Φ. Ε. Σκοπιά, τεύχος 15 Σεπτεμβρίου 1985, σ. 28.
D.A. Carson and al., New Bible Commentary (4th ed.), Inter-Varsity Press, Downers Grove/Leicester 1994.
F.F. Bruce, «Areopagus», New Bible Dictionary (3rd ed.), Inter-Varsity Press, Downers Grove/Leicester 1996.
Hubert M. Martin JR., «Areopagus», The Anchor Bible Dictionary, Doubleday 1992.
Joseph Henry Thayer, «Ἀρειος», A Greek-English Lexicon of the New Testament, 1889.
G. Schneider, «Ἀρειος Πάγος», Exegetical Dictionary of the New Testament, W.B. Eerdmans, 1990.
Merrill C. Tenney, «Areopagus», The Zondervan Pictorial Encyclopedia of the Bible, Zondervan, Grand Rapids 1976.
Frank E. Gaebalein, Expositor’s Bible Commentary, Zondervan, Grand Rapids 1992.
Holzner, J., «Ὁ Παῦλος καὶ οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἀθηνῶν τοῦ 50 μ.Χ. », Ἀκτίνες, 67 (1947), σσ. 172-179
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ελληνική Βιβλική Βιβλιογραφία του 20ου αιώνα, εκδ.Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ.124-153
ΒΛΕΠΕ ΕΠΙΣΗΣ http://www.apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=themata/contents_bibliografy.asp&main=
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Απόστολος Παύλος
ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, «Η ΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ. ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ», Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Νομικής, 1992 [1]
Παναγιωτόπουλος, Δημήτριος, «Η περί της Σωτηρίας Ιουδαίων και Εθνικών διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου, κατά την ερμηνείαν του ιερού Χρυσοστόμου», Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Θεολογίας, 2007 [2]
Popica, Laurentiu, «Το Πάθος Του Ιησού Χριστού στη Θεολογία του Αποστόλου Παύλου», Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Θεολογίας, 2005 [3]
Ιωάννη Ρούσσου, Τακτικού Καθηγητή Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Μιννεσότα, «ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ» (με πολλές αναφορές σε κείμενα του Αποστόλου Παύλου).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License