.
Σπεράντσας Στέλιος
Έλληνας ποιητής και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας (1888 -1962). Καταγόταν από τη Σίφνο, αλλά γεννήθηκε στη Σμύρνη και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε γιατρός και ειδικεύτηκε στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το λογοτεχνικό του ταλέντο εκδηλώθηκε από τα 13 χρόνια του, όταν μαθητής ακόμα στη Σμύρνη, βραβεύτηκε στον "Πανιώνιο Ποιητικό Διαγωνισμό" για τη συλλογή του "Ιάδες Αύραι". Από τότε δημοσίευσε πλήθος ποικίλης συνεργασίας σε περιοδικά και εφημερίδες, μα κύρια διακρίθηκε στην παιδική ποίηση. Συλλογές για παιδιά δημοσίευσε τις εξής: "Παιδικές ψυχές", "Σαν τα πουλιά", "Ακακίες", "Τραγουδιστής των παιδιών", "Ταξιδεύοντας με τον Κοντορεβυθούλη", "Το βιβλίο που τραγουδεί", "Μικρές φωνές" και " Όμορφος κόσμος". Άλλα βιβλία του είναι: "Ψηφιδωτά", " Όταν φεύγουν οι ώρες", "Γαλάζιες ρίμες", "Ορφικός λόγος", "Λάλον ύδωρ" κ.ά.
ΠΙΝΔΟΣ
Των προγόνων βλαστοί, μ' ατσαλένια κορμιά
του πολέμου περνώντας τη φρίκη
της καρδιάς μας τη φλόγα τη φέραμε
μια, ως εκεί, που μας πρόσμενε η Νίκη.
Με τη λόγχη χαράξαμε αδρό στα βουνά
- τ' όνομά μας γαλάζιο λουλούδι -
να το πάρη ως τα πέρατα ο θρύλος ξανά,
στους λαούς να το κάνη τραγούδι.
Προσταγή στη φυλή μας, σα νόμος βαρειά,
το παλιό ν' αναστήσουμε θάμα.
Νάναι αιώνια σε τούτη τη γη η Λευτεριά,
κάποιας μοίρας ορίζει το τάμα.
Μάννα Ελλάδα, δική σου μια σάλπιγγα ηχεί,
λες κι ακόμα στης Πίνδου μια κώχη
στους λαούς να θυμίζης γεμάτο ψυχή,
το τρανό που ξεστόμισες "Όχι".
ΔΕΗΣΗ
Μες στο βαθύ σου νόημα τη σκέψη μου όλη εβύθισα.
Εσύ, Υπερούσια Δύναμη, το θείο σπινθήρα δος μου.
Μίσους ανήμερος σεισμός ξεσάλεψε τα θέμελα του κόσμου.
Φυγάδεψε απ' τα χείλη ο χαλασμός το χαμογέλιο των ανθρώπων
κι όλα τα μάτια με άμετρη κακία έχει γεμίσει.
Προς Σε, Υπερούσια Δύναμη, νικώντας τη χυδαία βοή
του πλήθους που αλαλάζει,
τούτη τη δέηση ψηλώνω κυπαρίσσι.
Τα χέρια μου, λευκά σαν το χαλάζι, τ' απλώνω,
ν' απιθώσης μια φωτιά, τη θεία φωτιά,
που φλόγες μες στις φούχτες μου τρανές ας αναδώση
κι ακατάλυτες, του κόσμου την καρδιά
μ' αποκοτιά, σαν σε καμίνι μέταλλο σκληρό, να λειώσω
κι αμόλυντη, καθάρια έναν καιρό
στον άνθρωπο ξανά να τήνε δώσω.
Ω, ας ήταν σάρκα νάπαιρνε το τέτοιο παρακάλι,
τα μάγια που έσπειρε το Πνεύμα του Κακού,
να ξαναλύσουν, καμπάνες γιορτινές να διαλαλήσουν
τ' ολόφωτο αναγάλλιασμα της πλάσης όλης πάλι.
Κι ας ήτανε στην άχραντη καρδιά,
που θάδινα στον άνθρωπο,
θρόνο για πάντα νάστηνεν
η ρήγισσα η Αγάπη,
μ' ανασασμό κάποια γαλάζια χαραυγή
να σκύψη πάλι ο άνθρωπος στη γη,
ξανά για να φυλλώσουν τα κλαδιά
να πάρη η χτίση νέα ζωή,
που από το βούρκο εσάπη.
Και τα σκυφτά καματερά, οργώνοντας με νέα χαρά
το χώμα, που αίμα ανθρώπινο το πότισε
και σαρκοφάγα τόσκαψαν ορνίθια,
να κάνουν να φουσκώση σαν τα στήθια
της ώριμης κοπέλας,
να καρπίση απ' τ' αγαθά,
που απλόχερα χαρίζει η μάννα η φύση,
για να ψηλώσουν πάλι οι θημωνιές
και να χορέψουνε κρινόποδες οι νιές
γοργοπατούσες μες στ' αλώνια,
με της φωνής τους τ' αργυρόηχο το κρουστάλλι
στις φυλλωσιές
ταράζοντας τα κλώνια.
Ω, ας ήταν σάρκα νάπαιρνε τ' αθώο μου παρακάλι,
τόσα πουλιά, που κρύφτηκαν με τρόμο σε τρύπες μέσα,
όπου το φως ποτέ δεν έχει φτάσει,
να ξαναβρούνε το γαλάζιον ουρανό,
να τραγουδήσουν πάλι μες στα δάση,
μες στο λαγκάδι, στο βουνό.
Κι εγώ άγνωρος, μα στη χαρά με στήθος ανοιχτό,
μακάριος πια, γεμάτος αγαθότητα, να πάω
και ν' αποτραβηχτώ σε μια αμμουδιά,
σ' ένα ακρογιάλι χαρωπό, ν' ακούω, ν' ακούω
αναγυρτός βράδυ, πρωί και δείλι
το μυστικό της άσωστης δημιουργίας σκοπό,
που ρόδινος θα βγαίνη απ' το κοχύλι.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License