.
Ο Ίβυκος ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας. Η ακμή του τοποθετείται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., στην εποχή του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, αφού στην αυλή του έζησε πολύ χρόνο. Ο Ίβυκος γεννήθηκε όταν ο Στησίχορος ήταν πια γέρος.
Ο πατέρας του Ιβύκου ονομαζόταν Φύτιος. Παρότι προερχόταν από αριστοκρατική γενιά, ο Ίβυκος προτίμησε να φύγει από την πατρίδα του και να επισκεφθεί διάφορες χώρες. Σε κάποιο από τα ταξίδια του, όπως αναφέρει ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Σιδώνιος, σκοτώθηκε από ληστές στην Κόρινθο. Επειδή κανένας μάρτυρας δεν υπήρχε εκεί για να καταγγείλει τον φόνο του, ο Ίβυκος επικαλέσθηκε τους γερανούς που εκείνη τη στιγμή πετούσαν από πάνω του, να τιμωρήσουν τους δολοφόνους του. Μετά από καιρό, ένας από τους ληστές εκείνους, όντας στην Κόρινθο, μόλις είδε γερανούς είπε στους άλλους: «`Ιδε αι Ιβύκου έκδικοι.» Κάποιος τον άκουσε και έτρεξε και τον κατάγγειλε. Οι δολοφόνοι πιάστηκαν και τιμωρήθηκαν. Η παράδοση αυτή αναπτύχθηκε σε παραλλαγές και από μεταγενέστερους συγγραφείς και η φράση «οι γερανοί του Ιβύκου» έμεινε παροιμιώδης στους αρχαίους Έλληνες για την ανακάλυψη εγκλημάτων μετά από θεία επέμβαση.
Οι γερανοί του Ιβύκου, Heinrich Schwemminger
Το έργο του
Στον Ίβυκο αποδίδονταν επτά ποιητικά βιβλία, από τα οποία όμως διασώθηκαν λίγα μόνο αποσπάσματα. Ακέραιοι βρίσκονται σήμερα μόλις 40 στίχοι του. Από τα ποιήματά του σημαντικότερα θεωρούνται τα ερωτικά, για την πρωτοτυπία και το θερμό τους συναίσθημα. Το είδος του θρησκευτικού ύμνου, που ο Στησίχορος τον είχε μετασχηματίσει σε ηρωικό, διαφοροποιήθηκε εκ νέου από τον Ίβυκο προς το καλύτερο, ώστε από αυτόν να γεννηθεί το εγκώμιο, δηλαδή ένας ύμνος καθαρά ανθρωποκεντρικός. Τα ποιήματά του πλησιάζουν περισσότερο στην τεχνοτροπία της λεσβιακής-αιολικής σχολής, χωρίς να απέχουν και από τη δωρική. Ο Ίβυκος μπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο ποιητικά ρεύματα, καθώς μιμήθηκε τόσο τον Στησίχορο όσο και τη Σαπφώ. Η διάλεκτός του περιέχει ανάμικτα γλωσσικά στοιχεία και τύπους, πολλούς τεχνητούς.
Ως λυρικός ποιητής, ο Ίβυκος κατατάχθηκε από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς πέμπτος ή έκτος στον «Κανόνα» των εννέα λυρικών («μελικών και χορικών») ποιητών, αμέσως μετά τη Σαπφώ και τον Στησίχορο. Η ποίησή του διακρινόταν για τη μεγάλη περιγραφική της δύναμη και την έντεχνη κατασκευή των στροφών.
Τα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1833 και ύστερα το 1882 στη Λειψία.
Αναφέρεται ότι ο Ίβυκος εφεύρε το μουσικό όργανο σαμβύκη, όπως και το «ιβύκινο» (το δεύτερο αναφέρεται μόνο από το Λεξικό της Σούδας).
* Το σχέδιο-έργο (project) και ερευνητικό κέντρο «Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας» (Thesaurus Linguae Graecae, TLG), που υλοποιήθηκε από το 1972 στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Ιρβάιν (UC Irvine) και ως αντικείμενο έχει την αποθησαύριση λέξεων και χωρίων της αρχαίας και βυζαντινής ελληνικής γλώσσας, αποκαλείται κάποτε και με το προσωνύμιο «Πρόγραμμα ΙΒΥΚΟΣ».
Δείτε επίσης
- Die Kraniche des Ibykus, Friedrich Schiller, The Cranes of Ibycus by Friedrich Schiller
- Ιβύκειο μέτρο
- Ιβύκειο σχήμα
Πηγές
* Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, τόμος 13 (1971)
* Ιωάννη Κακαβούλια: «Ελληνική Γραμματολογία (αρχαία και βυζαντινή)», εκδ. Νικόδημος, Αθήνα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License