.
Ο Γιώργος Καραγκούνης είναι Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, γεννημένος στις 6 Μαρτίου 1977 στον Πύργο και αγωνίζεται στη θέση του μέσου στην ομάδα της Φούλαμ, γνωστός για το γεμάτο πάθος παιχνίδι του και τις ηγετικές του ικανότητες.
Κατέχει το ρεκόρ συμμετοχών στην εθνική Ελλάδας από τον Οκτώβριο του 2012, όταν και αγωνίστηκε για 121η φορά.
Καριέρα
Παναθηναϊκός (1993-1996, 1998-2003)
Το 1993 ο Καραγκούνης εντάχθηκε στις ακαδημίες του Παναθηναϊκού στην ηλικία των 16 και παρέμεινε επί περισσότερο από μία 3ετία[1]. Στη συνέχεια αγωνίστηκε δανεικός στον Απόλλωνα Σμύρνης, όπου στις 8 Σεπτεμβρίου 1996 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην Α' Κατηγορία κατά την πρεμιέρα του πρωταθλήματος (Ιωνικός-Απόλλωνας 1-0) και ήταν βασικός μεσοεπιθετικός για δύο σεζόν με 9 γκολ συνολικά. Το καλοκαίρι του 1998 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό και στις 8 Νοεμβρίου πρωτοφόρεσε τη φανέλα της ανδρικής ομάδας (παίζοντας μάλιστα ως βασικός και μέσα στην έδρα του "αιωνίου" αντιπάλου της, το στάδιο Καραϊσκάκη) στο 0-0 με τον Εθνικό Πειραιά για το πρωτάθλημα, όντας πλέον στα 21,5 του. Ο προπονητής Βασίλης Δανιήλ τον χρησιμοποίησε κυρίως σαν αλλαγή, ο νεοπροσληφθείς όμως στις αρχές Μαρτίου Χουάν Ραμόν Ρότσα, τον καθιέρωσε αμέσως στη θέση του αριστερού μεσοεπιθετικού (αντί του Πολωνού Ιγκόρ Σιπνιέφσκι). Πολύ σύντομα (6 Απριλίου 1999) σημείωσε το πρώτο του τέρμα για λογαριασμό του "Τριφυλλιού" στο 6-1 εις βάρος του Αθηναϊκού για το κύπελλο Ελλάδας στο ΟΑΚΑ με ατομική ενέργεια, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα και στο ίδιο γήπεδο, πέτυχε και το πρώτο του για το πρωτάθλημα στο 5-1 επί του Εθνικού Π. (πάλι), ανοίγοντας το σκορ στο 8' με απευθείας εκτέλεση φάουλ (έκανε και το 4-1 με εντυπωσιακό βολέ). Υπήρξε βασικότατο στέλεχος της ομάδας τα επόμενα 4 χρόνια, αγωνιζόμενος αρχικά δεξιός και ακολούθως επιτελικός μέσος σε ποδοσφαιρικό σύστημα 4-4-2 (ενίοτε 5-3-2). Παρά το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός δεν είχε κερδίσει κανένα ελληνικό πρωτάθλημα κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ήταν πάντα στους διεκδικητές και είχε καλές πορείες στο Τσάμπιονς Λιγκ και στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, με τον "Κάρα" να βρίσκει δίχτυα σε πολύ κρίσιμες στιγμές. Τη δεύτερη χρονιά επιστροφής στους "Πράσινους", το 1999-2000, σκόραρε 9 φορές στο πρωτάθλημα και 2 στο κύπελλο, αναδεικνυόμενος 2ος σκόρερ τους (πίσω από το Ν. Λυμπερόπουλο) και ενώ είχε προηγηθεί το ντεμπούτο του στην εθνική Ελλάδας με τεχνικό το Βασίλη Δανιήλ, τον ίδιον ακριβώς που μερικούς μήνες πριν δεν τον εμπιστευόταν ιδιαίτερα για την 11άδα τους (ενδεικτικό της γρήγορης εξέλιξης του παίκτη). Τη σεζόν 2000-2001 εμφανίστηκε ως βασικός και στα 14 παιχνίδια του Παναθηναϊκού κατά την πορεία μέχρι τους 16 του Τσάμπιονς Λιγκ, σημειώνοντας ένα υπέροχο γκολ με σουτ εκτός περιοχής εναντίον της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο "Θέατρο των Ονείρων". Την επόμενη περίοδο 2001-02, στην οποία η ομάδα του έφτασε ένα βήμα παραπάνω προκρινόμενη στους 8 της διοργάνωσης, αυτός συμμετείχε σε 15 (βασικός σε 14) από τους 16 αγώνες της και πέτυχε 3 τέρματα: στο 1-0 εις βάρος της Άρσεναλ στο γήπεδο της Λεωφ. Αλεξάνδρας με κεφαλιά ψαράκι και στις δύο εκτός έδρας νίκες επί των Σλάβια και Σπάρτα στην Πράγα, αμφότερα με σουτ (και από πάσες του Λυμπερόπουλου). Τιμωρημένος λόγω δύο κίτρινων καρτών σε προηγούμενα παιχνίδια, απουσίασε μόνο από την ιστορική νίκη 1-0 με την Μπαρτσελόνα για τον α' προημιτελικό, ενώ στην κρίσιμη ρεβάνς του Καμπ Νου τραυματίστηκε σοβαρά και αντικαταστάθηκε λίγο πριν το ημίχρονο, με το σκορ στο 1-1 (τελικό 1-3 και αποκλεισμός από τα ημιτελικά). Ακολούθησε ως συνέπεια του τραυματισμού του η 5μηνη αποχή και απώλεια ολόκληρης της καλοκαιρινής προετοιμασίας. Αυτό πάντως, δεν τον εμπόδισε να βρεθεί στην αρχική 11άδα σε κάθε έναν από τους 10 αγώνες της νέας πορείας του Παναθηναϊκού μέχρι τους 8 ευρωπαϊκής διοργάνωσης, του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ 2002-03 (για να αποκλειστεί από την τελική νικήτρια Πόρτο), κατά την ερχόμενη περίοδο και τελευταία της πρώτης θητείας του στο σύλλογο.
Ίντερ (2003-2005)
Μένοντας ελεύθερος με τη λήξη του συμβολαίου του, ο Καραγκούνης μετακινήθηκε στην Ιταλία και την Ίντερ τον Ιούλιο του 2003, με ετήσιες απολαβές άνω του 1,1 εκατ. ευρώ. Αποτελούσε επιλογή του Αργεντινού προπονητή της Έκτορ Ραούλ Κούπερ, που τον ήθελε στο Μιλάνο από το προηγούμενο καλοκαίρι, τις προσφορές του όμως δεν είχε τότε κρίνει αρκετά συμφέρουσες η διοίκηση του Παναθηναϊκού. Έχοντας να ανταγωνιστεί έναν πολυεθνικό γαλαξία αστεριών[2] για μία θέση στη μεσαία γραμμή, ο Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν κατόρθωσε να παίξει κεντρικό ρόλο στην ομάδα, γεγονός που συνέβαλλαν και οι δύο αλλαγές στην τεχνική της ηγεσία μέσα σε ένα χρόνο (Αλμπέρτο Ζακερόνι και Ρομπέρτο Μαντσίνι οι Ιταλοί διάδοχοι του Κούπερ). Ούτε οι εμφανίσεις με την Εθνική στο UEFA Euro 2004 το ενδιάμεσο καλοκαίρι της ιταλικής παραμονής του, βελτίωσαν αισθητά το ρόλο του για την επόμενη σεζόν και παρά την ανακήρυξή του ως πρωταθλητή Ευρώπης. Σε δύο περιόδους αγωνίστηκε μόνο σε 36 παιχνίδια (21 πρωταθλήματος, 8 κυπέλλου, 7 ευρωπαϊκά) από τα συνολικά 110 της Ίντερ, δηλαδή κατά μέσο όρο ένα σε κάθε τρία, στα μισά μπαίνοντας αλλαγή και χωρίς να σημειώσει κάποιο τέρμα. Γενικά, η παρουσία του στο Μιλάνο συνέπεσε με τη συνέχιση των "χαμηλών πτήσεων" του συλλόγου, καθώς η 4η και 3η θέση στη Σέριε Α και η πρόκριση όχι πέρα από τα προημιτελικά των κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και Τσάμπιονς Λιγκ, απείχαν πολύ από το να θεωρηθούν ικανοποιητικές. Ένα σχετικό αντιστάθμισμα έφερε ο πρώτος τίτλος έπειτα από 7 χρόνια (και πρώτος εγχώριος έπειτα από 16), το κύπελλο Coppa Italia 2004/2005 εναντίον της Ρόμα, με αυτόν να κάθεται στον πάγκο[3] κατά τη νίκη 2-0 μέσα στο Ολίμπικο της Ρώμης για τον α' τελικό. Ήταν η τελευταία φορά που συμπεριλήφθηκε σε αποστολή της Ίντερ, με την οποία πάντως πρόλαβε να παίξει αλλαγή σε 4 σπουδαία ιταλικά ντέρμπι: σε δύο ήττες (η μία για το Τσ. Λιγκ) στο τοπικό από τη Μίλαν, το επονομαζόμενο ντέλλα Μαντοννίνα και δύο νίκες επί της Γιουβέντους (η μία εκτός έδρας) στο ντέρμπι ντ'Ιτάλια.
Μπενφίκα (2005-2007)
Μία ημέρα πριν τη λήξη των μεταγραφών του Αυγούστου, ο Καραγκούνης έμεινε ελεύθερος από τον ιταλικό σύλλογο για να υπογράψει 3ετές συμβόλαιο με την Μπενφίκα, που αν και πρωταθλήτρια Πορτογαλίας, είχε νέο προπονητή (αντί του παραιτούμενου Τζιοβάννι Τραπαττόνι) τον Ολλανδό Ρόναλντ Κούμαν. Σε ένα μόλις 10ήμερο εκείνος και παρότι ο ποδοσφαιριστής δεν είχε ακολουθήσει την καλοκαιρινή προετοιμασία της ομάδας, του εμπιστεύθηκε φανέλα βασικού στο ντεμπούτο του και μάλιστα σε τοπικό ντέρμπι της Λισαβόνας με τη Σπόρτινγκ εκτός έδρας (ήττα 1-2). Η χρονιά εντούτοις δεν εξελίχθηκε το ίδιο καλά, αφού συμμετείχε μεν στα δύο τρίτα των παιχνιδιών, στα περισσότερα όμως από τα μισά ως αλλαγή και σκοράροντας μόνο μία φορά. Μπαίνοντας στο γήπεδο έστω και για το τελευταίο ημίωρο πάντως, είχε την ευκαιρία να αφήσει έξω από το Τσάμπιονς Λιγκ την κάτοχό του Λίβερπουλ με δύο νίκες και να αποκλειστεί εκ νέου στα προημιτελικά του θεσμού από την Μπαρτσελόνα, που τελικά το κατέκτησε. Στον επαναληπτικό του 0-0 αγωνίστηκε μπροστά στο μεγαλύτερο πλήθος όλης της καριέρας του, όταν 98.000 θεατές σε ένα κατάμεστο Καμπ Νου βοήθησαν για το 2-0 που έδωσε την πρόκριση στους Ισπανούς. Η κατάσταση βελτιώθηκε το καλοκαίρι με την πρόσληψη του Φερνάντο Σάντος, ο οποίος τον είχε γνωρίσει από το ελληνικό πρωτάθλημα κατά τη θητεία του στον πάγκο της ΑΕΚ, αλλά και του ίδιου του Παναθηναϊκού επί ένα μικρό διάστημα προ 4ετίας (την εποχή του σοβαρού τραυματισμού). Ο Πορτογάλος τεχνικός έφερε μαζί του από την ΑΕΚ τον Κ. Κατσουράνη και καθιέρωσε στην 11άδα αμφότερους τους θριαμβευτές του Euro 2004, για να συγκροτήσουν ένα αξιόλογο τρίο με το εγχώριο αστέρι της μεσαίας γραμμής, τον Πετίτ. Η περίοδος 2006-07 ήταν η τέταρτη και τελευταία της πρώτης εξόδου του από την Ελλάδα και η πλέον επιτυχημένη, καθώς έπαιξε στους 37 (βασικός σε 29) από τους 47 αγώνες της Μπενφίκα, σημείωσε 2 τέρματα (με τα γνωστά του φάουλ) και μοίρασε 2 ασίστ. Είναι χαρακτηριστικό πως η ομάδα του έμεινε αήττητη στα 21 παιχνίδια πρωταθλήματος που αυτός ξεκίνησε από την αρχή, ενώ έχασε το μεν τίτλο για 2 μόνο βαθμούς από την αχτύπητη τότε Πόρτο του Ζεσουάλδο Φερέιρα (αργότερα προπονητή του στον Παναθηναϊκό), τη δε 2η θέση τέσσερις αγωνιστικές μόλις πριν τη λήξη, όταν ήρθε 1-1 στο εντός έδρας ντέρμπι με τη Σπόρτινγκ. Επίσης, μπορεί να αποκλείστηκε από το Τσάμπιονς Λιγκ στα πλαίσια των ομίλων (φάση όπου ο παίκτης ξαναβρήκε μπροστά του τη Μάντστεστερ Γ. και ηττήθηκε πάλι δύσκολα 1-3 στην Αγγλία), αλλά περνώντας ως 3η στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ διακρίθηκε φτάνοντας μέχρι τα προημιτελικά του, με αυτόν στην αρχική 11άδα και στους 6 αγώνες της πορείας. Γενικά όμως και επί 9η χρονιά, ούτε στην Πορτογαλία πανηγύρισε την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος σε επίπεδο συλλόγων, αν και εκείνοι που είχε παίξει σε τρεις διαφορετικές χώρες θεωρούνταν ανάμεσα στους διεκδικητές. Περιοριζόταν στη θέση του δευτεραθλητή ή πιο συχνά την 3η (ακόμη και 4η), με κάποια μερική επιτυχία τη συμμετοχή του για 6 συνεχείς περιόδους σε προημιτελικά ευρωπαϊκής διοργάνωσης (από μία φορά σε Τσάμπιονς Λιγκ και ΟΥΕΦΑ με Παναθηναϊκό, Ίντερ, Μπενφίκα), διάκριση πάντως που αποτελεί μοναδικό ρεκόρ για Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Παναθηναϊκός (2007-2012)
Το γεγονός ότι η οικογένεια Καραγκούνη είχε αυξηθεί σε μέλη και η Λισαβόνα βρισκόταν στην άλλη άκρη της Ευρώπης, οδήγησε το Γιώργο να διαπραγματευτεί τη λύση του συμβολαίου του ένα καλοκαίρι πριν λήξει, όντας πλέον στην ηλικία των 30 και με σκοπό να επιστρέψει στην Ελλάδα. Στις 7 Ιουλίου 2007 (7.7.07) εντάχθηκε για τρίτη φορά στον Παναθηναϊκό, υπογράφοντας για 3 χρόνια με ετήσιο μισθό 800 χιλ. ευρώ και ξαναφόρεσε επίσημα το τριφύλλι σε ένα 0-0 για το πρωτάθλημα εναντίον του "αιωνίου" αντιπάλου Ολυμπιακού στο γήπεδο της Λεωφ. Αλεξάνδρας. Καθιερώθηκε αμέσως στην 11άδα, ενώ με τις γνωστές για το πάθος τους εμφανίσεις του, εύκολα αναθερμάνθηκε η ιδιαίτερη σχέση που είχε πάντα με τους "πράσινους" οπαδούς.
Την περίοδο 2007-08 και συχνότερα στο δεξί άκρο του κέντρου, αγωνίστηκε σε περισσότερα παιχνίδια από όλους τους συμπαίκτες του (μαζί με τον Αλ. Τζιόλη), καθώς έχασε μόνο 6 από τα 46 λόγω ελαφρών τραυματισμών ή μίας τιμωρίας για τέσσερις κίτρινες κάρτες. Στο δε πρωτάθλημα έκανε προσωπικό ρεκόρ αγώνων, συμμετέχοντας στους 32 (βασικός σε 29) από τους 36 (συμπεριλ. τα πλέι-οφ) και αναδείχτηκε 2ος σκόρερ της ομάδας (πίσω από το Δ. Σαλπιγγίδη).
Μετά τα γήπεδα της Αυστρίας ως βασικός Έλληνας διεθνής στο Euro 2008, εκλέχτηκε ένας από τους τρεις αρχηγούς για το 2008-09 (άρχισε σποραδικά να φορά και το περιβραχιόνιο της Εθνικής λίγο αργότερα), ενώ τώρα αγωνίστηκε αριστερός, κυρίως, μέσος. Με 10 τέρματα σε όλες τις διοργανώσεις, πήρε την 3η θέση των σκόρερ του Παναθηναϊκού, για τον οποίον πέτυχε και ρεκόρ 15ετίας με τις 13 ασίστ που έδωσε. Τις μεγαλύτερες όμως στιγμές της χρονιάς, αποτελούν το θερμό χειροκρότημα που εισέπραξε από τους φανατικούς τιφόζι της Ίντερ κατά την επιστροφή του στο Τζιουζέπε Μεάτσα (1-0 εις βάρος των ακριβοπληρωμένων άσων του Μουρίνιο) και τα γκολ του με εξαιρετικά βολέ εκτός περιοχής στο 3-0 επί της Βέρντερ Βρέμης στο Βεζερστάντιον και το 1-1 με τη Βιγιαρεάλ στο Ελ Μαδριγάλ. Όλες έλαβαν χώρα στην πορεία μέχρι τους 16 του Τσάμπιονς Λιγκ, την πρώτη ευρωπαϊκή διάκριση του συλλόγου έπειτα από 6 χρόνια και την προηγούμενη θητεία του σε αυτόν, γεγονός που έκανε τον Τύπο να γράψει μεταξύ σοβαρού και αστείου "τελικά ο Παναθηναϊκός στην Ευρώπη θέλει τον Κάρα του".
Η επιτυχημένη 2ετία σε ατομικό επίπεδο (και μόνον, καθώς η ομάδα του κατατασσόταν 2η μετά τον "αιώνιο" αντίπαλο) οδήγησε, ένα καλοκαίρι πριν τη λήξη της, στην ανανέωση της συνεργασίας τους επί 3 ακόμη χρόνια και έως το 2012. Δήλωσε πως επιθυμεί να κλείσει την καριέρα του εκεί που αναδείχτηκε, ούτε όμως το νέο συμβόλαιο, ούτε η καθιέρωση σε πρώτο αρχηγό των "Πράσινων" (με την αποχώρηση του Γ. Γκούμα) και ταυτόχρονα της Εθνικής, ήταν τα σημαντικότερα για αυτόν κατά την επόμενη περίοδο 2009-10. Τέτοια υπήρξαν η κατάκτηση του πρώτου του πρωταθλήματος σε μία επαγγελματική καριέρα 14 ετών και σαν επιστέγασμα, η επικράτηση στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας. Το συγκεκριμένο νταμπλ αποτελεί τους μοναδικούς τίτλους του σε συλλογικό επίπεδο (σε εθνικό υπάρχει πάντα το ακόμη σπουδαιότερο Euro 2004), δεδομένου ότι στο Coppa Italia 2004-05 δεν είχε αγωνιστεί με την Ίντερ σε κανένα από τα δύο τελικά παιχνίδια. Αξίζει να σημειωθεί πως στη νίκη 1-0 επί του Άρη για τον ελληνικό τελικό, βρήκε στον αντίπαλο πάγκο τον Έκτορ Ραούλ Κούπερ, τον άνθρωπο που πριν 7 χρόνια του είχε δώσει την ευκαιρία να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο Μιλάνο και το ιταλικό ποδόσφαιρο.
Το νταμπλ του Απριλίου 2010, ήρθε τον Ιούνιο να συμπληρώσει με τον καλύτερο τρόπο η συμμετοχή του ως αρχηγός και στους 3 αγώνες της Εθνικής για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής, καθιστώντας έτσι το διάστημα αυτό το πιο ιστορικό της καριέρας του έπειτα από το αλησμόνητο καλοκαίρι του 2004 στην Πορτογαλία. Η συνέχεια όμως την περίοδο 2010-11 δεν υπήρξε ανάλογη, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον Παναθηναϊκό. Ο προπονητής Νίκος Νιόπλιας και ο αντικαταστάτης του από τα μέσα Νοεμβρίου Ζεσουάλδο Φερέιρα δεν τον εμπιστεύονταν τόσο συχνά πλέον για την αρχική 11άδα του Παναθηναϊκού και όταν το έκαναν, τον αντικαθιστούσαν πριν το τελευταίο τέταρτο. Από τα 34 συνολικά παιχνίδια που αγωνίστηκε, στα μισά μπήκε αλλαγή, ενώ 5 μόνο φορές ολοκλήρωσε το 90λεπτο, γεγονότα που δικαιολογούνται εν μέρει από το ότι πλησίαζε πλέον τα 34, αλλά όχι και από τη μέτρια έως κακή αγωνιστική εικόνα της ομάδας που ένα χρόνο πριν είχε στεφθεί νταμπλούχος, φτάνοντας παράλληλα και μέχρι τους 16 του Γιουρόπα Λιγκ (πρώην κύπελλο ΟΥΕΦΑ).
Την απώλεια της θέσης του βασικού, ακολούθησε η ακόμη πιο περιορισμένη χρησιμοποίησή του στους αγώνες της περιόδου 2011-12, κάτι αναμενόμενο σε ορισμένο βαθμό λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του και κυρίως την παραμονή του Πορτογάλου τεχνικού. Εκείνος, τον συμπεριελάμβανε μεν στη 18άδα όποτε τον είχε στη διάθεσή του και συγκεκριμένα σε 37 παιχνίδια, όμως τον ξεκίνησε (για να τον αντικαταστήσει) μόνο στα 5 και τον έβαλε αλλαγή σε όχι λιγότερα από 25, αφήνοντας τον τα υπόλοιπα 7 στον πάγκο. Έστω πάντως και σε 811' συμμετοχής (δηλαδή συνολικό αγωνιστικό χρόνο ισοδύναμο με 9 μόνο 90λεπτα) σε όλες τις διοργανώσεις, πρόλαβε να πετύχει ένα τέρμα με μία από τις γνωστές απευθείας εκτελέσεις του φάουλ, να έχει ένα δοκάρι και να μοιράσει 3 ασίστ (ενώ επί δεύτερη συνεχή χρονιά η ομάδα του τερμάτισε δευτεραθλήτρια).
Αυτές ήταν και οι τελευταίες συνεισφορές του Γιώργου Καραγκούνη στο επιθετικό παιχνίδι του Παναθηναϊκού, καθώς την 1η Ιουλίου 2012 που έληξε το συμβόλαιό του, δεν υπήρχε τελικά πρόθεση ανανέωσης από την πλευρά του ποδοσφαιριστή. Αιτία δεν αποτελούσαν οι κατά πολύ μειωμένες αποδοχές που του προτάθηκαν (συνέπεια της οικονομικής δυσπραγίας του συλλόγου), αλλά η μη παροχή ικανοποιητικών διαβεβαιώσεων εκ μέρους του Φερέιρα πως ταιριάζει περισσότερο από ότι στα προηγούμενα πλάνα του. Εντούτοις, σε εκείνα του Φερνάντο Σάντος μερικές εβδομάδες πριν στην Πολωνία, είχε ταιριάξει ιδανικά ως αρχηγός της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Euro 2012.
Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, εις βάρος της Ξάνθης στο ΟΑΚΑ για το πρωτάθλημα και με φάουλ στο 89', σημείωσε το τελευταίο του τέρμα από τα 54 με την πράσινη φανέλα, την οποία στο ίδιο γήπεδο φόρεσε για τελευταίον από τους 364 αγώνες στο νικηφόρο 1-0 ντέρμπι επί της ΑΕΚ στα πλαίσια των πλέι-οφ, όταν πήρε (με το σκορ ήδη διαμορφωμένο) τη θέση του Σ. Νίνη για τα τελευταία λεπτά 20' της περιόδου. Η ημερομηνία ήταν η 20η Μαΐου 2012.
Αναμφίβολα ο "Τυπάρας" αποτελούσε μία από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της ομάδας σε όλη την καριέρα του στον Παναθηναϊκό. Αυτή χωρίζεται σε δύο 5ετείς θητείες, εκ των οποίων η πρώτη υπήρξε πιο επιτυχημένη σε ατομικό επίπεδο (4 χρονιές βασικός έναντι 3, περισσότερα γκολ) και ευρωπαϊκές διακρίσεις (2 φορές στα προημιτελικά), ενώ η επόμενη σε τίτλους (νταμπλ 2010) και συμμετοχές στην Εθνική (57 έναντι 25, αρχηγός τις 34). Ακόμη πιο σίγουρο είναι πως θα επιθυμούσαν να σταματήσει το ποδόσφαιρο ως παίκτης του συλλόγου τόσο ο ίδιος, όσο και οι οπαδοί του.
Φούλαμ (2012-)
Ομάδες της Σούπερ Λιγκ, με κύριο ενδιαφερόμενο τον ΟΦΗ, προσέγγισαν τον ελεύθερο πλέον Γιώργο Καραγκούνη το καλοκαίρι του 2012. Αυτός όμως δεν προχώρησε σε περαιτέρω συζητήσεις, δεδομένου ότι αφενός επέλεξε να μη φορέσει τη φανέλα άλλου ελληνικού συλλόγου μετά του Παναθηναϊκού, αφετέρου πίστευε ότι έχει τις δυνατότητες να προσελκύσει εκ νέου κάποια πρόταση από το εξωτερικό και για χώρα με ανταγωνιστικότερο ποδόσφαιρο της Ελλάδας.
Η δίμηνη υπομονή του επιβραβεύτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου όταν ο Ολλανδός τεχνικός Μάρτιν Γιόλ του πρότεινε μονοετές συμβόλαιο συνεργασίας με τη λονδρέζικη Φούλαμ της Πρέμιερ Λιγκ. Στις 29 του μήνα πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο ανώτερο ίσως πρωτάθλημα του κόσμου, παίζοντας τα τελευταία 10' στην εντός έδρα ήττα της νέας του ομάδας με 1-2 από την πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Σίτι. Η εξαιρετική του απόδοση στο αγγλικό πρωτάθλημα, δημιουργεί σκέψεις στην Φούλαμ για ανανέωση του συμβολαίου του και τη σεζόν 2013-2014, αν και ο Έλληνας ποδοσφαιριστής θα έχει τότε κλείσει το 37ο έτος της ζωής του!
Ο Γιώργος Καραγκούνης στο Μουντιάλ 2010
Εθνική Ελλάδος
Το 2004 στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Ελλάδος στην Πορτογαλία. Στην πρεμιέρα των αγωνιστικών υποχρεώσεων της Εθνικής Ελλάδος απέναντι στην Εθνική Πορτογαλίας σημείωσε το πρώτο γκολ του τουρνουά με ένα εξαιρετικό σουτ στο 7ο λεπτό, το οποίο εκτίναξε την ψυχολογία της Εθνικής Ελλάδος που μέχρι τότε αντιμετώπιζε με δέος τις διεθνείς διοργανώσεις και ήταν η αρχή της μετέπειτα θριαμβευτικής πορείας για το πρωτάθλημα Ευρώπης (ήταν τιμωρημένος στον τελικό, όπου η ομάδα του σήκωσε το τρόπαιο νικώντας πάλι τους Πορτογάλους). Στην αντίστοιχη διοργάνωση του 2012, ο έμπειρος, πλέον, Γιώργος Καραγκούνης αποτέλεσε το φυσικό αρχηγό του ελληνικού αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος. Μάλιστα στο κρισιμότερο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, στον αγώνα με την Εθνική Ρωσίας, πέτυχε το μοναδικό τέρμα της αναμέτρησης, δίνοντας τη νίκη-πρόκριση στην Εθνική Ελλάδος.
Το 1997 κατέκτησε με την Εθνική Ενόπλων το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1997, ενώ το καλοκαίρι του 1998 ήταν ο αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων που κατέκτησε τη 2η θέση στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα (0-1 στον τελικό με την Ισπανία).
Τίτλοι
Εθνική Ελλάδας
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (1): 2004
Εθνική Ενόπλων Ελλάδας
Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων (1): 1997
Παναθηναϊκός
Πρωτάθλημα Ελλάδας (2): 1996, 2010
Κύπελλο Ελλάδας (1): 2010
Ίντερ
Κύπελλο Ιταλίας (1): 2005
Αναφορές
↑ προσωπική ιστοσελίδα παίκτη [1]
↑ Στάνκοβιτς, Κριστιάνο Ζανέτι, Εμρέ, Κίλι Γκονζάλες, Ρεκόμπα, Φαν ντερ Μέιντε και μαζί τους στη συνέχεια Καμπιάσο, Βερόν, Ντάβιτς, αντικαταστάτες των Φαρινός, Αλμέιδα, Λαμουσί ([2] και [3])
↑ [4]
Πηγές
Georgios Karagounis
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License