Ο Φιλόλαος Πηχεών ή Καπετάν Φιλώτας (1876-1947) ήταν Έλληνας αξιωματικός και οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1876[1]. Πατέρας του ήταν ο Αναστάσιος Ηλία Πηχιών από την Αχρίδα, εκπαιδευτικός, αγωνιστής κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα και ένας εκ των ιδρυτών της "Νέας Φιλικής Εταιρείας".
Το 1897 συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο[1] και τον Μάρτιο του 1905, όντας τότε ανθυπίλαρχος του Ελληνικού Στρατού, εισήλθε στον Μακεδονικό Αγώνα ως υπαρχηγός του ένοπλου σώματος του καπετάν Μάλλιου ( Στέφανος Δούκας ) από κοινού με άλλους οπλαρχηγούς όπως οι Κωνσταντίνος Γκούτας, Ηλίας Δεληγιαννάκης[2] κ.ά, με το πολεμικό όνομα «Φιλώτας». Ως μέλος αυτού του σώματος συμμετείχε στην επίθεση κατά της Ζαγορίτσανης (νυν Βασιλειάδα)[3]. Κατά τον Μάιο ήταν επικεφαλής μικρής δύναμης 13 ντόπιων ανταρτών, συμμετείχε μάλιστα την 25η Μαΐου σε σύγκρουση με κομιτατζήδες του Μήτρου Βλάχου στην Περικοπή[4]. Προς το τέλος του 1905, αναγκάζεται να επιστρέψει στην ελεύθερη Ελλάδα για λόγους υγείας καθώς και γιατί είχε γίνει ήδη γνωστή η έξοδος του στις Οθωμανικές αρχές, οι οποίες μέσω της πρεσβείας των Αθηνών, ζητούσαν την ανάκληση των Ελλήνων αξιωματικών από την Μακεδονία.
Τον Νοέμβριο του 1906 επανήλθε στη Μακεδονία ως υπαρχηγός στο, αποτελούμενο από σαράντα άνδρες, απόσπασμα του Βασιλείου Παπά ή Βρόντα, αυτή τη φορά με το πολεμικό «Λαύρας»[5] με τομέα δράσης το Μορίχοβο. Στις 6 Ιανουαρίου του 1907 έλαβε μέρος στη μάχη της Μπεσίστας και στις 12 Ιουλίου του ίδιου έτους στη μάχη της Πόλτσιστας, αμφότερες εναντίον οθωμανικών αποσπασμάτων[6] ενώ υπήρξε συνεργάτης του Γερμανού Καραβαγγέλη[7].
Έλαβε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και ήταν ιδιαίτερη η συμβολή του στην απελευθέρωση της Καστοριάς[7]. Μάλιστα, στις 11 Νοεμβρίου του 1912, τέθηκε επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων που εισήλθαν στην πόλη έπειτα από την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων[8].
Αργότερα συμμετείχε στην Μικρασιατική Εκστρατεία και αποστρατεύτηκε στις 14 Ιουλίου του 1922 με τον βαθμό του συνταγματάρχου[1]. Μετέπειτα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου εν αποστρατεία. Κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του στη Λάρισα, υπηρέτησε και ως αστυνόμος και μετέπειτα διετέλεσε και φρούραρχος στην Αδριανούπολη. Διετέλεσε δήμαρχος Καστοριάς στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Μετείχε σε επιτροπές καθορισμού συνόρων και πολεμικών αποζημιώσεων. Γνώριζε πολύ καλά την τουρκική και βουλγαρική γλώσσα. Το 1914 του απονεμήθηκε το Παράσημο του Σωτήρος. Απεβίωσε το 1947 στην Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τα αρχεία της «Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος», ο Πηχεών υπήρξε ελευθεροτέκτονας[9].
Παραπομπές
Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, σ. 489.
Παύλου Λ. Τσάμη, Μακεδονικός Αγών, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 244.
Παύλου Λ. Τσάμη, 1975, σ. 246.
Παύλου Λ. Τσάμη, 1975, σ. 261.
Παύλου Λ. Τσάμη, 1975, σ. 328, 330.
Παύλου Λ. Τσάμη, 1975, σ. 328, 380 - 382.
Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος (επιστημονική επιμέλεια),Αφανείς, γηγενείς Μακεδονομάχοι, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 80
Κωνσταντίνος Δούφλιας, Μακεδονία - Μακεδονικός Αγώνας, Αιγαίο, 1992, σ. 373.
H λίστα των μασόνων.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License