.
Ο Αρκεσίλαος Α΄ (από τον Ηρόδοτο αναφέρεται Ἀρκεσίλεως) υπήρξε μέλος της δυναστείας των Βαττιαδών, γιος του οικιστή της Κυρήνης Βάττου του Α΄ ή Βάττου Αριστοτέλους. Ήταν το δεύτερο κατά σειρά μέλος της δυναστείας και "βασίλεψε ήσυχα"[1] περίπου από το 600 έως το 583 π.Χ. Τάφηκε κοντά στο μνήμα του πατέρα του.
Κύλιξ του Αρκεσίλα : κύλικας του ζωγράφου Αρκεσίλα, που παριστάνει πιθανόν τον Αρκεσίλαο Α΄ ή Β΄και που πάντως φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 560 π.Χ.
Καταγωγή
Είναι άγνωστο αν μητέρα του Αρκεσίλαου ήταν Ελληνίδα ή Λιβύα. Πατέρας του πάντως ήταν ο Βάττος Α΄ και παπούς του από την πλευρά του πατέρα ήταν ο Θηραίος Πολύμνηστος. Γιαγιά του, από την πλευρά του πατέρα και πάλι, ήταν μια πριγκίπισσα της Κρήτης, η Φρονίμη. Αυτή συγκεκριμένα, ήταν κόρη του βασιλιά Ετέαρχου της Οαξού αλλά διώχτηκε από το πατρικό της και το παλάτι και κατέληξε παλακίδα στη Θήρα όπου απέκτησε έναν γιο, τον Βάττο, από τον άρχοντα που την ερωτεύτηκε, τον Πολύμνηστο. Ο Βάττος έγινε οικιστής της Κυρήνης κάτω από αντίξοες συνθήκες και πιθανόν χωρίς αυτό να αποτελεί επιλογή του. Πολλές θεωρίες αναπτύχθηκαν για το κατά πόσον ο οικισμός της Κυρήνης ήταν ίδρυση αποικίας προς όφελος της μητρόπολης που δεν διέθετε πόρους να συντηρήσει το λαό ή ήταν αποτέλεσμα πολιτικών σκοπιμοτήτων -εικάζεται δηλαδή ότι ο πατέρας του Αρκεσίλαου ήταν ίσως εξόριστος και ότι εκείνοι που οίκησαν μαζί του την Κυρήνη ήταν ομοϊδεάτες του.
Η διακυβέρνησή του
Από τον Ηρόδοτο πληροφορούμαστε ότι οι κάτοικοι της Κυρήνης ήταν επί Αρκεσιλάου Α΄ περίπου όσοι ήταν εξαρχής, δηλαδή πολύ λίγοι, αφού ο πατέρας του Βάττος είχε οικήσει την πόλη με τους επιβάτες μόλις δύο καραβιών. Υπάρχει πάντως η θεωρία ότι ενώ αναφέρονται συχνά αυτά τα μόλις δύο πλοία, σταδιακά στάλθηκαν εκεί και άλλοι άποικοι, είτε από τη Θήρα είτε από τη Σπάρτη και ότι ο αριθμός των αποίκων αυξήθηκε γρήγορα, όσο ακόμα βασίλευε ο Βάττος. Αν αληθεύει αυτό, τότε επί των ημερών του Αρκεσιλάου Α΄ το γεγονός ότι ο αριθμός έμεινε ο ίδιος δεν σημαίνει ότι η Κυρήνη ήταν ολιγάνθρωπη. H πόλη στην ακμή της έφτασε αργότερα να έχει 100.000 κατοίκους, κάτι που την καθιστούσε μεγαλούπολη. Όμως στα χρόνια του Αρκεσίλαου, ο πληθυσμός ήταν πολύ μικρότερος. Επίσης οι ειδικοί εικάζουν ότι πρέπει να διατήρησε την διακριτική πολιτική του πατέρα του, γιατί δεν καταγράφονται ακόμα διαμάχες με τους Λιβύους. Εξάλλου όπως φάνηκε κατοπινά (όταν ο διάδοχος και γιος του επεδίωξε να φέρει νέο αίμα αποίκων εκεί) και οι Λίβυοι εξανέστησαν, αλλά και το Μαντείο των Δελφών φαίνεται πως διαφωνούσε -όταν δηλαδή έδωσε χρησμό λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Αρκεσίλαου Α΄ ανέφερε ότι "όσοι πάνε στην πλούσια Κυρήνη, θα έρθει μέρα που (αυτό) θα τους γίνει έγνοια-θα το μετανιώσουν"[2]. Ισως λοιπόν αυτοί οι δύο λόγοι (η ειρήνη με τους ντόπιους και οι καλές σχέσεις με την κυρίως Ελλάδα) να έκαναν τον Αρκεσίλαο μετρημένο ως προς την διακυβέρνησή του και να απέφυγε πρωτοβουλίες για αύξηση δραστηριοτήτων ή πληθυσμού.
Γνωρίζουμε ότι πέθανε το 583 π.Χ. αφού κυβέρνησε για περίπου 16 χρόνια[3] και ότι τάφηκε κοντά στον πατέρα του, στον ιερό δρόμο που οδηγούσε στο ναό του Απόλλωνα. Εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει ένα γιο και μία κόρη, τον Βάττο Β΄ και την Κρίτολα, αλλά δεν ξέρουμε αν η μητέρα τους ήταν Ελληνίδα ή Λιβύα. Η Κρίτολα παντρεύτηκε έναν Έλληνα (δεν ξέρουμε το όνομά του) και ο Πλούταρχος την αναφέρει σαν ευγενή και αξιοσέβαστη. Η Κρίτολα απέκτησε έναν γιο, τον Πολύαρχο, και μία κόρη, την Ερυξώ που έμελλε να γίνει βασίλισσα και βασιλομήτωρ αφού η Κυρήνη κυβερνήθηκε από τον άντρα της και το γιο της. Έμελλε επίσης να γίνει και φόνισα, για να εκδικηθεί τη δολοφονία του άνδρα της Αρκεσίλαου Β' του Χαλεπού (δηλ. του καταπιεστικού)
Παραπομπές
Dictionary of Greek and Roman biography and mythology, του Sir William Smith
"ὃς δέ κεν ἐς Λιβύην πολυήρατον ὕστερον ἔλθῃ γᾶς ἀναδαιομένας, μετὰ οἷ ποκα φαμὶ μελήσειν"
Ηρόδοτος, Δ, 159Α "ἐπὶ μέν νυν Βάττου τε τοῦ οἰκιστέω τῆς ζόης, ἄρξαντος ἐπὶ τεσσεράκοντα ἔτεα, καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀρκεσίλεω ἄρξαντος ἑκκαίδεκα ἔτεα"
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License