.
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Σαβάζιος είναι γνωστή μία αρχαία ελληνική θρακική και φρυγική θεότητα. Ο Σαβάζιος ήταν θεός των ιππέων, των νομάδων, της βλαστήσεως και του σιταριού. Ετυμολογικά, το δεύτερο συνθετικό του ονόματος (-ζιος) προέρχεται από την κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα Dyeus, από όπου και οι λέξεις «Δίας» και «θεός», το λατινικό deus = θεός, κλπ.. Στην κλασική Ελλάδα τον παρομοίαζαν με τον Διόνυσο, αλλά η βάρβαρη και παράξενη λατρεία του δεν είχε πολλούς οπαδούς. Οι πιστοί του χόρευαν κρατώντας ιερά φίδια, ενώ κατά τις νύχτες εόρταζαν τον «μυστικό γάμο» των μυημένων με τον θεό. Το «Λεξικό της Σούδας» γράφει με απόλυτο τρόπο:
«ο Σαβάζιος... ...είναι το ίδιο με τον Διόνυσο. Απέκτησε αυτήν την επίκληση από τις τελετές προς αυτόν. Γιατί οι βάρβαροι αποκαλούν τη βακχική κραυγή «σαβάζειν», οπότε και κάποιοι από τους `Ελληνες ακολούθησαν και απεκάλεσαν την κραυγή «σαβασμός»... ...Επίσης, ονομάζονταν «σαβοί» τα μέρη που είχαν αφιερωθεί στον Διόνυσο και στις βακχιάζουσές του. Ο Δημοσθένης στον «Υπέρ Κτησιφώντος» λόγο του [τους αναφέρει]»
Ο Σαβάζιος παριστάνεται σε απεικονίσεις πάντα πάνω σε άλογο, να φορά φρυγικό ένδυμα και με πλήθος σύμβολα. Η λατρεία του διαδόθηκε και στη Ρώμη, όπου πρωτοεμφανίζεται τον 2ο αιώνα π.Χ., και από εκεί σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπως εξάλλου και άλλες ανατολικές λατρείες. Κάποτε το όνομα Σαβάζιος συγχέεται από τους Ρωμαίους με το εβραϊκό Σαβαώθ όταν οι συγκρητιστικές και μονοθεϊστικές τάσεις τον παρουσιάζουν ως τον θεό λυτρωτή. Ο Πλούταρχος, παρασυρμένος από την ομοιότητα των λέξεων, γράφει με αφέλεια στα Συμποσιακά του (ΙV 6) ότι οι Εβραίοι λάτρευαν τον Διόνυσο και ότι η «ημέρα των Σαββάτων» ήταν εορτή του Σαβαζίου.
Πηγές
* Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 665
Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License