.
Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός. Με τ' όνομά του συνδέθηκαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.
Σύμφωνα με μια απ' αυτές, ο Πελασγός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναδύθηκε απ' τη γη κι έγινε έτσι γενάρχης των ανθρώπων. Στην Αρκαδία, όπου υπήρχε αυτή η παράδοση, πίστευαν ότι γιος του Πελασγού απ' τη νύμφη Κυλλήνη ή την Ωκεανίδα Μελιβοία, ήταν ο Λυκάονας, ο μυθικός βασιλιάς της Αρκαδίας. Αυτή ονομάστηκε στην αρχή Πελασγία, απ' το όνομα του γενάρχη της.
Ο Πελασγός αναφερόταν και ως ιδρυτής του Άργους της Πελοποννήσου, γιος του Αγήνορα και πατέρας της Λάρισας.
Ακόμα έλεγαν πως ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Φθίου.
Άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ήταν ο μυθικός γενάρχης των Πελασγών της Θεσσαλίας ή ότι ήταν γιος του Αιρέστορα κι εγγονός του Έκβασου, οικιστή της Παρρασίας, στην Αρκαδία.[1]
Σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν ο γενάρχης των βασιλέων της Αρκαδίας. Ήταν αυτός που δίδαξε στους Πελασγούς να φτιάχνουν καλύβες και να επεξεργάζονται τα δέρματα των ζώων για να τα φοράνε σαν ρούχα. Όπως μάλιστα αναφέρει βασίλεψε σε λαό που ζούσε σε καλύβες.
Αναφορές
1. ↑ [4] φασὶ δὲ Ἀρκάδες ὡς Πελασγὸς γένοιτο ἐν τῇ γῇ ταύτῃ πρῶτος. εἰκὸς δὲ ἔχει τοῦ λόγου καὶ ἄλλους ὁμοῦ τῷ Πελασγῷ μηδὲ αὐτὸν Πελασγὸν γενέσθαι μόνον: ποίων γὰρ ἂν καὶ ἦρχεν ὁ Πελασγὸς ἀνθρώπων; μεγέθει μέντοι καὶ κατὰ ἀλκὴν καὶ κάλλος προεἶχεν ὁ Πελασγὸς καὶ γνώμην ὑπὲρ τοὺς ἄλλους ἦν, καὶ τούτων ἕνεκα αἱρεθῆναί μοι δοκεῖ βασιλεύειν ὑπ' αὐτῶν. πεποίηται δὲ καὶ Ἀσίῳ τοιάδε ἐς αὐτόν: Ἀντίθεον δὲ Πελασγὸν ἐν ὑψικόμοισιν ὄρεσσι γαῖα μέλαιν' ἀνέδωκεν, ἵνα θνητῶν γένος εἴη. (Άσιος άγνωστη θέση) [5] Πελασγὸς δὲ βασιλεύσας τοῦτο μὲν ποιήσασθαι καλύβας ἐπενόησεν, ὡς μὴ ῥιγοῦν τε καὶ ὕεσθαι τοὺς ἀνθρώπους μηδὲ ὑπὸ τοῦ καύματος ταλαιπωρεῖν: τοῦτο δὲ τοὺς χιτῶνας τοὺς ἐκ τῶν δερμάτων τῶν οἰῶν, οἷς καὶ νῦν περί τε Εὔβοιαν ἔτι χρῶνται καὶ ἐν τῇ Φωκίδι ὁπόσοι βίου σπανίζουσιν, οὗτός ἐστιν ὁ ἐξευρών. καὶ δὴ καὶ τῶν φύλλων τὰ ἔτι χλωρὰ καὶ πόας τε καὶ ῥίζας οὐδὲ ἐδωδίμους, ἀλλὰ καὶ ὀλεθρίους ἐνίας σιτουμένους τοὺς ἀνθρώπους τούτων μὲν ἔπαυσεν ὁ Πελασγός: [6] ὁ δὲ τὸν καρπὸν τῶν δρυῶν οὔτι που πασῶν, ἀλλὰ τὰς βαλάνους τῆς φηγοῦ τροφὴν ἐξεῦρεν εἶναι. παρέμεινέ τε ἐνίοις ἐς τοσοῦτο ἀπὸ Πελασγοῦ τούτου ἡ δίαιτα, ὡς καὶ τὴν Πυθίαν, ἡνίκα Λακεδαιμονίοις γῆς τῆς Ἀρκάδων ἀπηγόρευεν ἅπτεσθαι, καὶ τάδε εἰπεῖν τὰ ἔπη: πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν, οἵ σ' ἀποκωλύσουσιν: ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω. Πελασγοῦ δὲ βασιλεύοντος γενέσθαι καὶ τῇ χώρᾳ Πελασγίαν φασὶν ὄνομα.
Παυσανία Αρκαδικά
Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License