ART

 

 

.

Hora (Ώρη u Ώρα), 1) Tochter der Niobe, Pherekyd. b. Schol. Eur. Phoen. 159. — 2) s. Horta. — [3) Philo Byblius, Phoen. Hist. 2, 19, Müller, F. Η. G. III p. 568: Χρόνου δε προϊόντος Ουρανός εν φυγή τυγχάνων θυγατέρα αυτού παρθένον Αατάρτην μεθ' ετέρων αδελφών αυτής δύο, 'Ρέας και Αιώνης, δόλω τον Κρόνον άνελείν υποπέμπεί' άς και ελών ό Κρόνος κουριδίας γαμετάς αδελφάς ούσας έποιήσατο. Γνούς δε Ούρανός έπιβτρατεύει κατά τοΰ Κρόνου Είμαρμένην και ΓΏραν με&' ετέρων βυμμάχων, καϊ ταύτας έξοικειοιοάμενος ό Κρόνος παρ' έαυτώ κατέσχεν. Drexler.] — 4) s. Horai. — 5) s. Hora Quirini. [Stoll.]

Griechische Mythologie

Index

Hellenica World