ART

 

.

Όσα κάστρα κι αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργιές του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιες κι αργυρά κλειδιά,
και του γιαλού η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τριγυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπόρει να το πάρει το ερημόκαστρο.
Κι ένα σκυλί Τουρκάκι, μιας Ρωμιάς παιδί,
στον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω 'γώ το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
Χίλια άσπρα την ημέρα κι άλογο καλό,
και δυό σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
ουδέ τ' άσπρα σουθέλω κι ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τ' άλογό σου κι ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω 'γώ την κόρη, που'ναι στα γυαλιά.
Ωσάν το κάστρο πάρεις, χάρισμα κι αυτή.
Πράσινα ρούχα βγάζει ράσα φόρεσε.
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,
στην πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
Για άνοιξε άνοιξε πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
Φεύγα απ' αυτού, βρέ Τούρκε, βρέ σκυλότουρκε.
Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κι ήρθα να πάρω λάδι για τις εκκλησιές.
Για άνοιξέ μου να μπω του βαρόμοιρου.
Να ρίξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
Να ρίξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
Είμαι απο τον πείνα κι αντραλίζουμαι.

Γελάστηκε μια κόρη πάει τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξει η πόρτα, χίλοι εμπήκανε,
κι όσο να μισανοίξει, γέμισ' η αυλή,
κι όσο να καλοκλείσει η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν στ' άσπρα, όλοι στα φλωριά,
και κείνος πάει στην κόρη που'ναι στα γυαλιά.

Κι η κόρη απο τον πύργο κάτου πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License