Γεγονότα, Hμερολόγιο

.

Ο στρατηγός (Στγος) είναι ο ανώτατος στρατιωτικός βαθμός (OF-9) που συναντάται στον Ελληνικό Στρατό Ξηράς, και σε κάποιες χώρες της πολεμικής αεροπορίας και των πεζοναυτών. Ο στρατηγός είναι επιφορτισμένος με την ηγεσία ολόκληρου του στρατεύματος της χώρας και λαμβάνει σειρά αποφάσεων που μπορεί να έχουν μικρό ή και μεγάλο αντίκτυπο στις ένοπλες δυνάμεις. Οι αντίστοιχοι ανώτατοι βαθμοί στο Πολεμικό Ναυτικό είναι ο Ναύαρχος και στην Πολεμική Αεροπορία ο Πτέραρχος.

Ο Στρατηγός όπως ο Ναύαρχος και ο Πτέραρχος όμως δεν είναι μόνο βαθμός αλλά και τίτλος. Αυτό ισχύει σε όλες τις Χώρες και γι’ αυτό Στρατηγός προσαγορεύεται κάθε Υποστράτηγος και Αντιστράτηγος όταν δεν είναι Αρχηγός ή Υπαρχηγός. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα π.χ. ΗΠΑ Στρατηγός προσαγορεύεται και ο Ταξίαρχος. Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ αν και είναι ο μόνος που μπορεί να έχει το βαθμό δεν προσαγορεύεται Στρατηγός αλλά με τη φράση "κ. Αρχηγέ"

Ετυμολογία

Η λέξη στρατηγός συναντάται ήδη από την αρχαία ελληνική γλώσσα και προέρχεται από το στρατός + άγω (οδηγώ / καθοδηγώ).
Αρχαία Ελλάδα
Αθήνα

Ο «στρατηγός» υπήρξε ως αξίωμα στην αρχαία Αθήνα ήδη από τον Στ' αιώνα π.Χ., αλλά μόνο μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη απέκτησε την "κλασική" και πλέον γνωστή του μορφή: οι δέκα στρατηγοί που εκλέγονταν κάθε χρόνο, ένας για κάθε φυλή. Οι δέκα στρατηγοί ήταν ισόβαθμοι, και ως συλλογικό όργανο αντικατέστησαν ουσιαστικά τον «πολέμαρχο», που ως τότε ήταν ο αρχιστράτηγος του αθηναϊκού στρατού.[1] Στη Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., σύμφωνα τουλάχιστον με την περιγραφή του Ηρόδοτου, οι στρατηγοί αποφάσιζαν για την στρατηγική που θα ακολουθούσαν με ψηφοφορία κατά πλειοψηφία, και εναλλάσσονταν ως επικεφαλής εκ περιτροπής κάθε μέρα. Την περίοδο εκείνη ο πολέμαρχος διατηρούσε το δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση ισοψηφίας, και ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν ότι ήταν ακόμα αρχιστράτηγος. Τουλάχιστον από το 486 και ύστερα όμως, όταν ο πολέμαρχος, μαζί με τους υπόλοιπους δέκα άρχοντες, άρχισε να επιλέγεται με κλήρο, έχασε αυτή την ιδιότητα. Η ετήσια εκλογή των στρατηγών γινόταν την άνοιξη, και η θητεία τους συνέπιπτε με το αθηναϊκό ημερολογιακό έτος, από μεσοκαλόκαιρο σε μεσοκαλόκαιρο.

Η αυστηρή τήρηση του κανόνα εκλογής ενός στρατηγού από κάθε φυλή κράτησε ως το 440 π.Χ. περίπου, όταν άρχισαν να εκλέγονται δύο στρατηγοί για μια φυλή, με άλλη να μένει χωρίς δικό της στρατηγό, πιθανών λόγω απουσίας κατάλληλου υποψηφίου.[1] Αυτό το σύστημα κράτησε με τη σειρά του μέχρι το 357/6 περίπου, αλλά την εποχή που ο Αριστοτέλης έγραφε την Αθηναίων Πολιτεία του το 330 π.Χ., οι στρατηγοί διορίζονταν χωρίς να παίζει ρόλο η προέλευσή τους. Έτσι, την ελληνιστική περίοδο, αν και ο αριθμός των φυλών αυξήθηκε, οι στρατηγοί παρέμειναν δέκα.[1]

Στις αρχές του Ε' αιώνα π.Χ., αρκετοί στρατηγοί συνδύαζαν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα με πολιτική δράση, με εξέχοντα παραδείγματα πολιτικούς ηγέτες όπως ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Κίμων, ή ο Περικλής. Εντούτοις η πολιτική τους εξουσία δεν πήγαζε από το αξίωμα του στρατηγού, αλλά από την προσωπική τους αίγλη και χαρισματική ηγεσία. Αφού η πολιτική ηγεσία του αθηναϊκού δήμου πέρασε στα χέρια των ρητόρων στα τέλη του αιώνα, οι στρατηγοί περιορίστηκαν στα στρατιωτικά τους καθήκοντα.[1] Αρχικά, οι στρατηγοί ορίζονταν για συγκεκριμένες αποστολές κατά περίπτωση. Σε εκστρατείες, συχνά ως και τρεις στρατηγοί μπορεί να τίθονταν από κοινού επικεφαλής. Σε αντίθεση δε με άλλα ελληνικά κράτη, στην Αθήνα δεν υπήρχε το ξεχωριστό αξίωμα του «ναυάρχου», και τόσο ο στόλος όσο και ο στρατός διοικούνταν από τους στρατηγούς.[1] Από τα μέσα του Δ' αιώνα π.Χ., οι στρατηγοί άρχισαν να αποκτούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Τέτοιοι ήταν ο «στρατηγός ἐπὶ τὴν χώραν», που μεριμνούσε για την άμυνα της Αττικής, ο «στρατηγός ἐπὶ τοὺς ὁπλίτας» για υπερπόντιες επιχειρήσεις, οι δυο «στρατηγοί ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ», υπεύθυνοι για το κύριο πολεμικό λιμάνι της Αθήνας, και ο «στρατηγός ἐπὶ τὰς συμμορίας», υπεύθυνος για τον εξοπλισμό των πολεμικών πλοίων.[1] Αυτή η πρακτική γενικεύτηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, κια κάθε στρατηγός είχε συγκεκριμένη αποστολή. Ένας δε εξ αυτών, ο «στρατηγός ἐπὶ τὰ ὅπλα», απέκτησε εξέχουσα θέση κατά την ρωμαϊκή περίοδο.[1]
Άλλα ελληνικά κράτη

Ο όρος «στρατηγός» εμφανίζεται και σε άλλα ελληνικά κράτη, αλλά είναι ασαφές κατά πόσον επρόκειτο, όπως στην Αθήνα, για συγκεκριμένο αξίωμα, ή για ένα γενικό όρο για διοικητή στρατού.[1] Ως διακριτό αξίωμα αναφέρεται στις Συρακούσες μετά τα τέλη του Ε' αιώνα π.Χ., στις Ερυθρές, και στο Κοινό των Αρκάδων τη δεκαετία του 360 π.Χ.[1]

Ο τίτλος του «στρατηγού αυτοκράτορος» χρησιμοποιούνταν για στρατηγούς με ευρείες εξουσίες, οι οποίες όμως δίδονταν πάλι κατά περίπτωση από την εκάστοτε πόλη-κράτος.[1]
Ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδος

Επί Φιλίππου Β', ο τίτλος του στρατηγού δινόταν σε διοικητές που αποστέλλονταν να διεξάγουν αυτόνομες επιχειρήσεις ως εκπρόσωποι του βασιλέως, συχνά δε οριζόταν ακριβώς η δικαιοδοσία τους, λ.χ. «στρατηγός τῆς Εὐρώπης».[2]

Σε διάφορα κοινά ελληνικών πόλεων, ο όρος «στρατηγός» χρησιμοποιούνταν μόνο από τον ηγέτη του κοινού. Στην Αιτωλική Συμπολιτεία και την Αχαϊκή Συμπολιτεία, όπου ο στρατηγός εκλεγόταν κάθε χρόνο, ήταν ταυτόχρονα ο επώνυμος επικεφαλής της κυβέρνησης και ανώτατος διοικητής του στρατού. Στρατηγοί αναφέρονται επίσης στο Κοινό των Αρκάδων, το Κοινό των Ηπειρωτών, και το Κοινό των Ακαρνάνων.

Στα βασίλεια των Διαδόχων, ιδιαίτερα την Αίγυπτο των Πτολεμαίων, για την οποία γνωρίζουμε και τα περισσότερα, ο στρατηγός έγινε διοικητικό αξίωμα, που συνδύαζε πολιτικές με στρατιωτικές αρμοδιότητες.[2] Στην Αίγυπτο οι στρατηγοί αρχικά ήταν υπεύθυνοι για τους Έλληνες εποίκους («κληρούχοι») που οι Πτολεμαίοι εγκατέστησαν στη χώρα. Γρήγορα όμως απέκτησαν ρόλο στην διοίκηση, δίπλα στον «νομάρχη» και τον «οικονόμο». Ήδη επί Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (283-246 π.Χ.) ο στρατηγός είχε τεθεί επικεφαλής της επαρχιακής διοίκησης, ενώ ταυτόχρονα ο στρατιωτικός του ρόλος μειώθηκε, καθώς οι κληρούχοι σταδιακά αποστρατικοποιήθηκαν.[2] Ο Πτολεμαίος Ε΄ Επιφανής (204-181 π.Χ.) δημιούργησε το αξίωμα του «επιστρατήγου» ως επιστάτη των διαφόρων στρατηγών. Οι τελευταίοι είχαν μετατραπεί πια σε καθαρά πολιτικούς αξιωματούχους, συνδυάζοντας τις αρμοδιότητες του νομάρχη και του οικονόμου. Αντίθετα, ο επιστράτηγος διατηρούσε στρατιωτικές αρμοδιότητες. Επίσης αναφέρεται και ο διορισμός «υποστρατήγων» ως υποδιοικητών των στρατηγών.[2] Η διοικητική δομή των Πτολεμαίων επιβίωσε και στην ρωμαϊκή περίοδο, όταν το αξίωμα του επιστρατήγου διαιρέθηκε σε τρεις ή τέσσερις μικρότερες δικαιοδοσίες. Ο Ρωμαίος procurator ad epistrategiam ήταν πλέον επικεφαλής των στρατηγών, που συνέχισαν να προέρχονται από τον ελληνικό πληθυσμό της χώρας.[2]

Με την άνοδο της Ρώμης,οι Αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο «στρατηγός» για να αποδώσουν το ρωμαϊκό αξίωμα του «πραίτωρα» (praetor), λ.χ. στην Καινή Διαθήκη οι άρχοντες των Φιλίππων αναφέρονται ως στρατηγοί. Αντίστοιχα, ο όρος «αντιστράτηγος» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει στα ελληνικά το αξίωμα του propraetor.
Σύγχρονη Ελλάδα
Ιστορία
Διακριτικά στρατηγού, ορισθέντα ειδικά για τον Ρ. Τσωρτς με Β.Δ. της 10ης Φεβρουαρίου 1854

Ο βαθμός του στρατηγού στην σύγχρονη ελληνική ιστορία φερόταν από τον βασιλιά μέχρι την ανάληψη του βαθμού του στρατάρχη από τον Γεώργιο Β' το 1937. Κατ' εξαίρεση αποδιδόταν και σε ορισμένους επαγγελματίες στρατιωτικούς λόγω εξαιρετικών υπηρεσιών (λ.χ. ο Ρίτσαρντ Τσωρτς το 1854[3] ή ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1947). Ως και τη δεκαετία του 1960 όμως, ο ντε φάκτο ανώτερος βαθμός που μπορούσε να κατέχει Έλληνας αξιωματικός, ανεξαρτήτως της θέσης που κατείχε, ήταν αυτός του αντιστρατήγου.
Αρχηγός ΓΕΕΘΑ

Περί το 1970, στα πλαίσια εναρμονισμού με τα ισχύοντα στο ΝΑΤΟ, όπου οι επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων των χωρών-μελών ήταν αξιωματικοί "τεσσάρων αστέρων", καθιερώθηκε και ο Έλληνας Αρχηγός ΓΕΕΘΑ να φέρει το βαθμό του στρατηγού αν προέρχεται από το στρατό ξηράς, ή αντίστοιχο για τους άλλους δυο κλάδους των ενόπλων δυνάμεων.
Στρατηγός (ε.α.)

Επίσης, ο βαθμός του Στρατηγού εν αποστρατεία (ε.α.) απονέμεται κατόπιν απόφασης του ΚΥ.Σ.Ε.Α. σε απόστρατους αντιστράτηγους του Στρατού Ξηράς καθώς και της ΕΛ.ΑΣ. και του Πυροσβεστικού Σώματος, που τερμάτισαν ευδοκίμως την σταδιοδρομία τους. Συνήθως αυτή η προαγωγή αφορά τους εκάστοτε αρχηγούς (Αρχηγός ΓΕΣ, Αρχηγός ΕΛ.ΑΣ, και Αρχηγός Π.Σ.).
Άλλες χώρες

Σε πολλά κράτη με μεγάλους πληθυσμούς και μεγάλο αριθμό από στρατιές, δεν είναι ο ανώτατος βαθμός, καθώς υπάρχει και ένας ακόμη υψηλότερος, ο Στρατάρχης (Marshal ή Field Marshal ή σε μερικές χώρες General of the Army / Στρατηγός του Στρατού).

Στις δημοκρατικές κοινωνίες, η ηγεσία των εκάστοτε ενόπλων δυνάμεων, που φέρουν τον βαθμό του στρατηγού, ή ανάλογο του κλάδου των ενόπλων δυνάμεων που υπηρετούν, βρίσκονται σε άμεση συνεργασία με την πολιτική ηγεσία της χώρας τους. Κατά το παρελθόν, σε ορισμένες πολιτικές ανατροπές και στρατιωτικά κινήματα, η έννοια του στρατηγού είχε αποκτήσει ακόμη και απόλυτα πολιτική διάσταση, με τον όρο «στρατηγός» να γίνεται συνώνυμος αυτού του δικτάτορα.
Διακριτικά και ονομασία ανά χώρα

Το διακριτικό της στολής του Στρατηγού στον Ελληνικό Στρατό από το 1975 και ύστερα είναι η χρυσή φλογοφόρος ροιά (= φλογοφόρος σφαίρα), σπαθί - σκυτάλη χιαστί και τέσσερα αστέρια (σε σχήμα ρόμβου), σε κάθετη διάταξη (σε κάθε επωμίδα). Το υπηρεσιακό αυτοκίνητό του φέρει τέσσερα αστέρια σε κόκκινο πλαίσιο.

Στις διάφορες χώρες, ο Στρατηγός απαντάται με τις εξής ονομασίες:

Τζένεραλ (General - αγγλόφωνες χώρες)
Γκενεράλ (General - γερμανόφωνες και σλαβόφωνες χώρες)
Σανγκ Τζιάνγκ (將 Κίνα)

Δείτε επίσης

Βαθμοί και διακριτικά των αξιωματικών του στρατού ξηράς των μελών του ΝΑΤΟ
Αρχιστράτηγος
Ναύαρχος
Πτέραρχος

Παραπομπές

Rhodes, Peter J. (2015). «Strategos I. Classical Greece». Brill's New Pauly. Brill Online. Ανακτήθηκε στις 15 January 2016.
Ameling, Walther (2015). «Strategos II. Hellenistic states». Brill's New Pauly. Brill Online. Ανακτήθηκε στις 15 January 2016.
«Β.Δ. 10 Φεβρουαρίου 1854, Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Αριθ. 6/1854».

Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License