.
O Οδοιπόρος του Παν. Σούτσου είναι εκτενές ποιητικό έργο με πιθανά στοιχεία στοιχεία σολωμικής αποσπασματικότητας[1], καθώς οι σκηνές που εναλλάσσονται, εκτυλίσσονται γύρω από έναν κεντρικό νοηματικό πυρήνα. Το έργο παρουσιάζει ποικιλία μορφών ως προς τη μετρική του στίχου και κινείται με άνεση από το εύρος του οκτασύλλαβου στο εύρος του δεκαπεντασύλλαβου ή του δεκαεξασύλλαβου με συνίζηση.
Παρόλο που στην πρώτη ανάγνωση οι στίχοι φαίνονται ατάκτως εριμμένοι, στην πραγματικότητα οι μετρικές αλλαγές φαίνονται να ακολουθούν τις εναλλαγές προσώπων, καθώς ο Οδοιπόρος μιλά συνήθως με 16σύλλαβο και τα υπόλοιπα πρόσωπα –Ραλού, Θεοδόσιος, Παΐσιος- μιλούν με 15σύλλαβο. Σε στιγμές ιδιαίτερης έντασης, όπως είναι η συνάντηση με το φάντασμα, ή είναι έντονο το περιγραφικό στοιχείο, γίνεται χρήση 8σύλλαβου ή συνδυασμός 8σύλλαβου και 16σύλλαβου. Η υπέρβαση των κλασικών κανόνων, χαρακτηριστικό στοιχείο του ρομαντικού κινήματος, δίνει την ελευθερία στον ποιητή να ξεφεύγει από συμπαγή πρότυπα. Η ομοιοκαταληξία από σταυρωτή γίνεται ενίοτε πλεκτή και τα ομοιοκατάληκτα δίστιχα ανομοιοκατάληκτοι στίχοι.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί εδώ ο ποιητής, αν και δεν καταγράφεται η ακριβής του έκδοση, δε φαίνεται να έχει υϊοθετήσει ακόμη τους ακραίους αρχαϊσμούς που κατέστησαν αργότερα το έργο ψυχρό, γυμνώνοντάς το από την αρχική του λυρική θερμότητα και πάθος[2]. Ωστόσο, η επιλογή της καθαρεύουσας είναι ενδεικτική του ρεύματος της εποχής[3], καθώς στη συνέχεια της γλωσσικής ταυτότητας και την αναβίωση της αρχαίας γλώσσας επιζητείται η απόδειξη της ιστορικής συνέχειας της ελληνικής φυλής. Αν προσθέσουμε μάλιστα στην «αρχαιολατρεία» την επιρροή των γάλλων ρομαντικών ως ένδειξη αντίθεσης προς τα επιβαλλόμενα γερμανικά κλασικιστικά πρότυπα[4], θα μπορούσαμε πιθανώς να συνδέσουμε τη μακρά σε διάρκεια παρουσίαση του θεατρικού έργου Ο Οδοιπόρος με τη σύμβαση του αττικού δράματος αλλά και των γάλλων ποιητών του 17ου αιώνα.
Ως προς το περιεχόμενο ο Οδοιπόρος εμμένει σε θέματα έξαρσης των ηθικών αξιών, όπως είναι ο πατριωτισμός. Μπορεί μεν το θέμα της ερωτικής εγκατάλειψης να είναι ο πυρήνας του έργου, αλλά η εγκατάλειψη αυτή έχει γίνει χάριν της μεγαλύτερης αγάπης για την πατρίδα.
«Ο έρως της πατρίδος μου μετέβαλε τα πάντα / Κ΄ επέφερε στον βίον μου οδυνηρά συμβάντα»
Το κάλεσμα της πατρίδας, ανώτερο χρέος από την ερωτική σχέση, ευθύνεται για την αυτοκτονία του ήρωα και το θάνατο της «ερωμένης του».
Ο θάνατος ή μάλλον η θανατολαγνεία και ο βαμπιρισμός, η ανωνυμία του ήρωα ως το τέλος, η μορφή του αντάρτη καλόγερου και η αυτοκτονία[5] είναι τα βυρωνικά πρότυπα που διατηρούνται σε όλη την έκταση του έργου, κατάλληλα ενδεδυμένα όμως με τη χριστιανική πίστη. Ενός έργου που φέρει βαριά τη σφραγίδα του Giaour, του έργου του Byron που επηρέασε σημαντικά τον «Οδοιπόρο» και τον ελληνικό ρομαντισμό γενικότερα[6].
Η ανάπτυξη της ερωτικής θεματικής
Στον Οδοιπόρο το ερωτικό στοιχείο του ποιήματος κρατά το πρότυπο της ανολοκλήρωτης ερωτικής σχέσης, σύμφωνα με τη θεματολογία των τροβαδούρων του μεσαίωνα. Ο δυστυχισμένος έρωτας των πρωταγωνιστών θα επιτευχθεί μετά το θάνατο.
«Από την γην μας έφυγες…Στους ουρανούς σ’ ευρίσκω».
Μόνο στην αναμονή του θανάτου θα αλληλοαναγνωριστούν οι πρωταγωνιστές και θα νιώσουν κάποιες στιγμές ευτυχίας.
«Η Ραλού μου! Ειν’ η Ραλού μου! Να το ευγενές της ήθος…/Τι χαρά! Τι ευτυχία!…μακαρία, γλυκιά ώρα!».
Ο οδοιπόρος, αναπολώντας πάντα την ερωτική του σύντροφο απομονώνεται από τον κόσμο αναζητώντας τη λύτρωσή του στο θάνατο. Η Ραλού εξίσου προσδεμένη στο ερωτικό πάθος την απαντούμε είτε μόνη χωρίς τον ερωτικό της σύντροφο, λυπημένη, απογοητευμένη να αποζητά τη βοήθεια της Παναγίας για το θάνατό της, είτε επιπόλαια εκδικητική, φέρνοντας ολέθριο αποτέλεσμα στη σχέση της. Τέλος ο θάνατός της, ως μέσο ερωτικής απελευθέρωσης, τη μεταφέρει σε μεταφυσική κατάσταση δίπλα στο σύντροφό της.
Οι ήρωες γνήσια, αληθινά ερωτευμένοι λαχταρούν ο ένας τον άλλον, αλλά λόγω δυσμενών συγκυριών αδυνατούν να ολοκληρώσουν την ευτυχία τους. Ο έρωτας μένει ανικανοποίητος, πλατωνικός, ιδανικός, αρκείται σε λόγια και ναυαγεί εφόσον το περίπλοκο σενάριο καθιστά και τους δύο αυτόχειρες. Τέλος, στοιχείο των ρομαντικών ποιητών – ίσως εξαιτίας των επιδράσεων του Lamartine[7] - είναι η θρησκευτική διάσταση του ποιητικού χώρου και γενικά η προσφυγή των ηρώων στο λυτρωτικό κόλπο της θρησκείας. Έτσι, οι ήρωές του επιζητούν την ερημιά και τη φυγή από την κοσμική ζωή σε κάποιο μοναστήρι, ή στοχάζονται σε τόπο ιερό, όπως είναι το κοιμητήριο στο Ο φανός του κοιμητηρίου Αθηνών του Παπαρρηγόπουλου.
Παραπομπές-σημειώσεις
- 1. ↑ Βλ. Αναστασιάδου Α. κ.α., 2000, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 76.
- 2. ↑ Βλ. Δημαράς Κ.Θ. 1994, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα, 6.
- 3. ↑ Βούρτσης Ι. 2003 «Η πρώτη Αθηναϊκή Σχολή. Ρομαντική Ποίηση και Πεζογραφία (1830-1880)», στο Παράλληλα Κείμενα για τη Θεματική Ενότητα «Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), Ε.Α.Π. Πάτρα, 6.
- 4. ↑ Γ. Βελουδής, 1992, Μονά- Ζυγά Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα, 109.
- 5. ↑ Beaton R. 1996, Εισαγωγή στην Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 68.
- 6. ↑ Για τη διεξοδική μελέτη του θέματος βλ. Γεωργαντά Α., 1992, Αιών Βυρωνομανής: Ο κόσμος του Byron και η νέα ελληνική ποίηση, Εξάντας Αθήνα, 53.
- 7. ↑ Γεωργαντά, ό.π 61.
Βιβλιογραφία
- Αναστασιάδου Α. κ.α., 2000, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 76.
- Βελουδής Γ., 1992, Μονά- Ζυγά Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα.
- Beaton R. 1996, Εισαγωγή στην Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα.
- Βούρτσης Ι. 2003 «Η πρώτη Αθηναϊκή Σχολή. Ρομαντική Ποίηση και Πεζογραφία (1830-1880)», στο Παράλληλα Κείμενα για τη Θεματική Ενότητα «Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), Ε.Α.Π. Πάτρα.
- Γεωργαντά Α., 1992, Αιών Βυρωνομανής: Ο κόσμος του Byron και η νέα ελληνική ποίηση, Εξάντας Αθήνα.
- Δημαράς Κ.Θ. 1994, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα.
Δικτυακοί τόποι
[Πύλη για την ελληνική γλώσσα]: O Οδοιπόρος (απόσπασμα)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License