.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
IΩΑΝ. ΖΕΡΒΟΥ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ'.
1. Ο Γύλιππος και ο Πυθήν, αφού επεσκεύασαν τα πλοία, ανεχώρησαν εκ του Τάραντος και πλέοντες κοντά εις τα παράλια έφθασαν εις τους Επιζεφυρίους Λοκρούς· μαθόντες δε εκεί κατά τρόπον θετικώτερον ότι αι Συράκουσαι δεν είχαν εντελώς περιτειχισθή και ότι ήτο δυνατόν να εισέλθουν εις αυτάς ερχόμενοι μετά στρατού εκ των Επιπολών, διεσκέπτοντο αν έπρεπε, προχωρούντες διά θαλάσσης ούτως, ώστε να έχουν δεξιόθεν την Σικελίαν, να αποπειραθούν να εισέλθουν εις τον λιμένα των Συρακουσών, ή να πλεύσουν πρώτον αριστερά προς την Ιμέραν, να προσλάβουν όσους ήθελαν πείσει εκ των κατοίκων της και εκ των άλλων στρατευμάτων, και να φθάσουν εις τας Συρακούσας διά ξηράς. Απεφάσισαν λοιπόν να πλεύσουν διά την Ιμέραν, προ πάντων διότι τα τέσσαρα πλοία των Αθηναίων δεν είχαν φθάσει ακόμη εις το Ρήγιον, όπου εν τούτοις τα είχε στείλει ο Νικίας, άμα έμαθεν ότι οι εχθροί ήσαν εις τους Λοκρούς. Προλαβόντες δε αυτά διήλθον τον πορθμόν και αποβάντες εις το Ρήγιον και την Μεσσήνην έφθασαν εις την Ιμέραν. Εκεί δε ευρισκόμενοι έπεισαν τους Ιμεραίους να τους βοηθήσουν εις τον πόλεμον αυτόν, να τους ακολουθήσουν και να δώσουν όπλα εις εκείνους εκ των ιδικών των ναυτών όσοι δεν είχαν διότι τα πλοία είχαν τραβηχθή εις την ξηράν. Έστειλαν επίσης προς τους Σελινουντίους, διά να τους προσκαλέσουν να έλθουν εις προϋπάντησίν των με όλον τον στρατόν αυτών. Οι Γελώοι και μερικοί Σικελοί υπεσχέθησαν εις αυτούς να τους στείλουν ολίγον στρατόν, οι Σικελοί δε ούτοι ήσαν τόσω μάλλον πρόθυμοι να ενωθούν με αυτούς, όσω δ' επί τινων Σικελών της χώρας ταύτης βασιλεύων Αρχωνίδης, ο οποίος και ισχυρός ήτο και φίλος των Αθηναίων, είχεν αποθάνει προ ολίγου, ο δε Γύλιππος εφαίνετο ερχόμενος εκ Λακεδαίμονος με πολλήν προθυμίαν. Και ο μεν Γύλιππος ακολουθούμενος από επτακοσίους περίπου εκ των ιδικών του ναυτών και στρατιωτών αποβατικών οπλισμένους και από οπλίτας και ελαφρά ωπλισμένους Ιμεραίους, χιλίους ομού, και εκατόν ιππείς, από μερικούς ελαφρά ωπλισμένους και ιππείς Σελινουντίους, από ολίγους Γελώους, και Σικελούς, χιλίους το όλον, εκίνησε διά τας Συρακούσας.
2. Εν τούτοις οι Κορίνθιοι ανεχώρησαν εκ της Λευκάδος μετά των άλλων πλοίων και επροχώρουν με όλην την δυνατήν ταχύτητα· είς εκ των στρατηγών των, ο Γόγγυλος, αναχωρήσας τελευταίος μεθ' ενός πλοίου, έφθασε πρώτος εις τας Συρακούσας, ολίγον προ του Γυλίππου. Ευρών δε τους Συρακούσιους την ώραν πού επρόκειτο να συναθροισθούν, διά να διασκεφθούν περί καταπαύσεως του πολέμου, τους απέτρεψε και τους ενεθάρρυνε, λέγων ότι και άλλα πλοία ακόμη θα φθάσουν εντός ολίγου, καθώς και ο αρχηγός Γύλιππος ο Κλεανδρίδου, πεμφθείς υπό των Λακεδαιμονίων. Και οι μεν Συρακούσιοι ανέλαβαν θάρρος και εβγήκαν αμέσως με όλον τον στρατόν αυτών προς συνάντησιν του Γυλίππου, ο οποίος, καθώς έμαθαν, ήτο πλησίον της πόλεως. Ο δε στρατηγός ούτος, αφού εις το αναμεταξύ εκυρίευσε το φρούριον των Σικελών Ιετάς και ετακτοποίησε τα στρατεύματά του ως εις μάχην, έφθασεν εις τας Επιπολάς· και αναβάς εκεί εκ του μέρους του Ευρυήλου, οπόθεν και οι Αθηναίοι είχαν αναβή προηγουμένως, επροχώρησε μετά των Συρακουσίων κατά του τειχίσματος των Αθηναίων. Την στιγμήν δε που έφθασεν, οι Αθηναίοι είχαν ήδη τελειώσει επτά ή οκτώ σταδίους εκ του διπλού τείχους, το οποίον έμελλε να εκταθή μέχρι του μεγάλου λιμένος, και δεν τους έμενε πλέον ειμή μικρόν τι διάστημα πλησίον της θαλάσσης, όπου ειργάζοντο ακόμη. Είς δε το άλλο μέρος του κύκλου, το προς την διεύθυνσιν του Τρωγίλου και της άλλης θαλάσσης, οι λίθοι είχαν ήδη κατατεθή εις το μεγαλύτερον μέρος της γραμμής, και αι εργασίαι αφέθησαν αλλού μεν ημιτελείς, αλλού δε συμπληρωμένοι. Τοιούτον μεν υπήρξε το μέγεθος του κινδύνου, τον οποίον διέτρεξαν αι Συράκουσαι.
3. Οι δε Αθηναίοι, εις το άκουσμα της αιφνίδιας εμφανίσεως του Γυλίππου και των Συρακουσίων, εταράχθησαν μεν κατ' αρχάς, παρετάχθησαν όμως εις μάχην. Ο δε Γύλιππος, σταθείς πλησίον των, έπεμψε κήρυκα διά να τοις είπη ότι, εάν εντός πέντε ημερών ήθελαν να εξέλθουν της Σικελίας λαμβάνοντες τα εις αυτούς ανήκοντα, ήτο έτοιμος να συνθηκολογήση μετ' αυτών. Οι Αθηναίοι όμως επεριφρόνησαν τας προτάσεις ταύτας και απέπεμψαν τον κήρυκα άνευ απαντήσεως. Έπειτα προητοιμάσθησαν και οι δύο στρατοί διά να πολεμήσουν. Και ο Γύλιππος, βλέπων τους Συρακουσίους ταρασσομένους και τακτοποιουμένους όχι εύκολα, επανέφερε το στράτευμα εις μέρος πλέον ευρύχωρον. Ο Νικίας δεν τον ηκολούθησεν, αλλ' έμεινεν ησυχάζων πλησίον του τείχους του. Ο δε Γύλιππος, άμα είδεν ότι οι Αθηναίοι δεν επροχώρησαν εναντίον αυτού επήρε τον στρατόν εις την κορυφήν την καλουμένην Τεμενίτιν και διενυκτέρευσεν εκεί. Την δ' επιούσαν επροχώρησε κατά των οχυρωμάτων των Αθηναίων μετά του πλείστου στρατού, και παρέταξεν αυτόν εις μάχην, διά να μη δυνηθή ο εχθρός να στείλη βοήθειαν αλλού, πέμψας δε απόσπασμά τι εις το φρούριον Λάβδαλον το εκυρίευσε και εφόνευσεν όσους συνέλαβεν εντός αυτού· διότι το μέρος εκείνο δεν ήτο ορατόν εις τους Αθηναίους. Κατά την αυτήν ημέραν εκυριεύθη υπό των Συρακουσίων έν πολεμικόν πλοίον, σταθμεύον προ του μεγάλου λιμένος.
4. Μετά ταύτα οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι των ήρχισαν να οικοδομούν απλούν τείχος διά των Επιπολών, αρχίζοντες από το ανώτερον μέρος της πόλεως των, προς το εγκάρσιον τείχος· διά του μέσου τούτου οι Αθηναίοι, εάν δεν κατώρθωναν εν τω μεταξύ να τους εμποδίσουν, δεν θα ηδύναντο να τους αποκλείσουν τριγύρω διά τείχους. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη αναβή εις τα ύψη, αφού ετελείωσαν το μέχρι της θαλάσσης τείχος, ότε ο Γύλιππος, παρατηρήσας έν αδύνατον μέρος του τείχους εκείνου των Αθηναίων, ήλθε διά νυκτός με το στράτευμά του διά να το προσβάλη. Αλλ' οι Αθηναίοι, οι οποίοι έτυχαν διανυκτερεύοντες έξω του τείχους, τον ενόησαν και αντεπεξήλθαν· ο δε Γύλιππος, ιδών ότι ανεκαλύφθη, απέσυρε τα στρατεύματα του γρήγορα. Υψώσαντες δε περισσοτέρου το τείχος τούτο οι Αθηναίοι το εφύλατταν αυτοί οι ίδιοι, προσδιορίσαντες εις τους συμμάχους τας θέσεις, τας οποίας καθένας αυτών ώφειλε να φυλάττη εις το άλλο τείχισμα. Εν τούτοις ο Νικίας έκρινεν ωφέλιμον να οχυρώση το μέρος το ονομαζόμενον Πλημμύριον· είναι δε τούτο ακρωτήριον αντιπέραν της πόλεως, το οποίον προεξέχον εντός του μεγάλου λιμένος κάμνει το στόμιον στενόν· η οχύρωσις του μέρους εκείνου θα ευκόλυνε κατά την ιδέαν του την εισαγωγήν των τροφίμων, διότι οι Αθηναίοι θα εστάθμευαν εις ολίγην απόστασιν από του νεωρίου των Συρακουσίων και δεν θα εφώρμων εκ του μυχού του λιμένος εις κάθε κίνησιν του εχθρικού ναυτικού, καθώς εγίνετο έως τότε. Από της στιγμής λοιπόν αυτής επρόσεχε περισσότερον εις τον κατά θάλασσαν πόλεμον, επειδή έβλεπεν ότι τα κατά ξηράν, από της αφίξεως του Γυλίππου, ολιγωτέρας ελπίδας παρείχαν. Μεταβιβάσας λοιπόν εις το Πλυμμύριον τον στρατόν και τα πλοία ωκοδόμησε τρία φρούρια, εις τα οποία απέθεσε τα πλείστα των σκευών και πλησίον των οποίων ηγκυροβόλησαν τα μεγάλα πλοία και τα γρήγορα. Από της εποχής εκείνης τα πληρώματα ήρχισαν να υποφέρουν· δεν ηδύναντο να προμηθεύονται ύδωρ ειμή ολίγον και μακρόθεν, και συγχρόνως, οσάκις οι ναύται εξήρχοντο διά να συνάξουν φρύγανα, εφονεύοντο οι πλείστοι υπό των Συρακουσίων ιππέων, οι οποίοι ήσαν κύριοι της ξηράς, διότι το τρίτον μέρος του ιππικού τούτου, το οποίον είχεν ορισθή να εμποδίζη τους εις το Πλημμύριον να εξέρχωνται και επιφέρουν βλάβας, ευρίσκετο παραταγμένον πλησίον του προαστείου Ολυμπιείου. Μαθών προς τούτοις ο Νικίας ότι τα επίλοιπα πλοία των Κορινθίων επλησίαζαν έστειλε προς κατασκόπευσιν είκοσι πλοία με την διαταγήν να ναυλοχήσουν εις τους Λοκρούς, εις το Ρήγιον και τα προσιτά μέρη της Σικελίας.
5. Ο δε Γύλιππος, μολονότι ωκοδόμει το διά των Επιπολών τείχος, μεταχειριζόμενος προς τούτο τους λίθους, τους οποίους οι Αθηναίοι είχαν αποθέσει εκεί δι' εαυτούς, εξήγε συγχρόνως τους Συρακουσίους και τους συμμάχους αλληλοδιαδόχως, διά να τους παρατάττη εις μάχην προ του τειχίσματος. Αντιπαρετάσσοντο δε και οι Αθηναίοι. Ότε δε ο Γύλιππος έκρινεν ότι έφθασεν η κατάλληλος στιγμή, ήρχισε την έφοδον· ότε δε συνεκρούσθησαν οι δύο στρατοί, η μάχη εγίνετο μεταξύ των τειχισμάτων, όπου το ιππικόν των Συρακουσίων και των συμμάχων ουδεμίαν ωφέλειαν παρέσχεν. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ηττηθέντες εσύναξαν τους νεκρούς των διά συνθήκης, και οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον, ότε ο Γύλιππος συνεκάλεσε τα στρατεύματά του και τοις είπεν ότι η αποτυχία των δεν προήλθε παρ' αυτών αλλά παρ' αυτού· διότι πυκνώσας τας τάξεις πολύ πλησίον των τειχών κατέστησεν ανωφελή την δύναμιν του ιππικού και των ακοντιστών και ότι τώρα αμέσως ήθελε να οδηγήση αυτά κατά του εχθρού. Επρόσθεσεν ότι πρέπει να έχουν κατά νουν ότι δεν ήσαν υποδεέστεροι ως προς τας δυνάμεις, και ότι, ως προς την ανδρείαν, όντες Πελοποννήσιοι και Δωριείς, ουδεμία αμφιβολία υπήρχεν ότι θα ενίκων τους Ίωνας, τους νησιώτας, συρφετόν ξένων, και ότι θα εδίωκον αυτούς εκ της χώρας. Έπειτα, ότε ήλθεν ο καιρός, τους ωδήγησεν εκ νέου κατά του εχθρού.
6. Ο δε Νικίας και οι Αθηναίοι, και αν ακόμη δεν τους προεκάλει ο εχθρός, ησθάνοντο καλώς ότι ήτο ανάγκη να μη επιτρέψουν να συντελεσθή το παράλληλον τείχος, διότι τούτο επλησίαζεν ήδη να υπερβή την άκραν του τείχους των Αθηναίων, και ότι, εάν αυτό έβγαινεν εμπρός, δεν θα υπήρχε καμμία διαφορά μεταξύ του να νικώσι διά παντός μαχόμενος ή να μη πολεμήσουν ολότελα. Επροχώρησαν λοιπόν κατά των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος, οδηγήσας τους στρατιώτας έξω των τειχών περισσότερον ή πρότερον, συνεπλάκη με τους Αθηναίους· τους δε ιππείς και τους ακοντιστάς παρέταξεν εκ πλαγίου των Αθηναίων, εις το μάλλον ευρύχωρον μέρος, όπου έληγαν αι οχυρωματικαί εργασίαι αμφοτέρων των στρατών. Εις την μάχην αυτήν προσβαλόντες οι ιππείς το ευώνυμον κέρας των Αθηναίων, πού ήτο απέναντί των, το έτρεψαν εις φυγήν· παρασυρθέν υπό του κινήματος τούτου το επίλοιπον στράτευμα ενικήθη υπό των Συρακουσίων και κατέπεσεν εις τα τειχίσματα. Κατά την επομένην νύκτα οι Συρακούσιοι επρόφθασαν να οικοδομήσουν το τείχος των πλησίον του τείχους των Αθηναίων και το προεξέβαλαν μάλιστα· τοιουτοτρόπως οι μεν Συρακούσιοι δεν είχαν πλέον να φοβώνται άλλο εμπόδιον εκ μέρους των Αθηναίων, ενώ ούτοι, έστω και αν ενίκων, δεν θα ηδύναντο πλέον να τους περιτειχίσουν.
7. Μετά δε τούτο, τα υπολειπόμενα δώδεκα πλοία των Κορινθίων, των Αμπρακιωτών και των Λευκαδίων, διαφυγόντα την προσοχήν των Αθηναίων, εισέπλευσαν εις τον λιμένα των Συρακουσών. Αρχηγός αυτών ήτο ο Κορίνθιος Ερασινίδης. Τα πληρώματα αυτών εβοήθησαν τους Συρακούσιους να τελειώσουν το τείχος των μέχρι του εγκαρσίου τείχους. Τότε ο Γύλιππος ανεχώρησε, διά να περιέλθη την λοιπήν Σικελίαν επί τω σκοπώ να συλλέξη στρατόν ναυτικόν και πεζικόν, και συγχρόνως να ελκύση με το μέρος του εκείνας εκ των πόλεων, όσαι δεν ήσαν ευδιάθετοι, διά τον πόλεμον ή όσαι έως τότε ολότελα δεν είχαν λάβει μέρος εις αυτόν. Άλλοι πρέσβεις των Συρακουσίων και των Κορινθίων εστάλησαν εις την Λακεδαίμονα και την Κόρινθον, διά να ζητήσουν να σταλούν εις την Σικελίαν και άλλα στρατεύματα, είτε διά φορτηγών, είτε διά μικρών πλοίων, είτε διά παντός άλλου μέσου, καθ' ότι και οι Αθηναίοι είχαν ζητήσει νέας επικουρίας. Εκτός τούτου οι Συρακούσιοι κατήρτιζαν ναυτικόν, εξήσκουν αυτό διά να δοκιμάσουν τας δυνάμεις των και κατά θαλασσαν και πολλήν προθυμίαν έδειξαν και εις τας άλλας προετοιμασίας.
8. Ο δε Νικίας ενόησεν όλα ταύτα, και βλέπων ότι καθ' ημέραν ηύξαναν αι δυνάμεις των εχθρών και αι ιδικαί του στενοχωρίαι, έστειλεν αγγέλους εις τας Αθήνας, το οποίον και άλλοτε πολλάς φοράς είχε κάμει ύστερ' από κάθε συμβάν (του πολέμου)· τότε όμως τους επολλαπλασίασε, καθόσον ενόμιζεν ότι αι περιστάσεις ήσαν δειναί και ότι, εάν δεν επροσκάλουν τάχιστα τον στρατόν να επιστρέψη, ή εάν δεν του έστελλαν σημαντικάς βοηθείας, ουδεμία υπήρχεν ελπίς σωτηρίας. Φοβούμενος δε μήπως οι στελλόμενοι, είτε δι' αδυναμίαν περί το λέγειν, είτε δι' έλλειψιν μνήμης, είτε διά να αρέσουν εις το πλήθος, δεν εκθέσουν τα πράγματα όπως είχαν, έγραψεν επιστολήν, νομίζων ότι διά του μέσου τούτου οι Αθηναίοι, λαμβάνοντες ακριβή γνώσιν των σκέψεων του, χωρίς αύται να παραμορφωθούν υπό του στόματος του αγγέλου, θα διασκεφθούν και θα λάβουν μέτρα σύμφωνα προς την αληθή κατάστασιν των πραγμάτων. Και οι μεν απεσταλμένοι ανεχώρησαν επιφορτισθέντες την επιστολήν και όσα ώφειλαν να ειπούν διά ζώσης, αυτός δε φυλάττων προσεκτικώτερα το στρατόπεδόν απέφευγε να εκτίθεται εκουσίως εις τους κινδύνους.
9. Περί δε τα τέλη του αυτού θέρους ο στρατηγός των Αθηναίων Ευετίων, ενωθείς μετά του Περδίκκου και πολλών Θρακών, εξεστράτευσε κατά της Αμφιπόλεως· μη δυνηθείς όμως να κυριεύση την πόλιν, έφερε τας τριήρεις του εις τον Στρυμόνα και την επολιόρκησεν εκ του μέρους του ποταμού τούτου, εκτελών τας εφόδους εκ του Ιμεραίου. Και τοιουτοτρόπως έληξε το θέρος τούτο.
10. Κατά δε τον επόμενον χειμώνα φθάσαντες εις τας Αθήνας οι παρά του Νικίου σταλέντες, και όσα διετάχθησαν να ειπούν διά ζώσης τα είπαν, και εις τας γενομένας ερωτήσεις απεκρίθησαν και την επιστολήν έδωκαν. Προχωρήσας δε ο γραμματεύς της πόλεως ανέγνωσεν αυτήν εις τους Αθηναίους, έχουσαν ως εξής :
11. Τα μεν πρότερον συμβάντα γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, εκ πολλών άλλων επιστολών μου· ουχ ήττον δε είναι καιρός σήμερον να μάθετε την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα και να σκεφθήτέ τι οριστικόν. Ενώ είχαμεν νικήσει ημείς εις πλείστας μάχας τους Συρακούσιους, εναντίον των οποίων απεστάλημεν, και είχαμεν οικοδομήσει τα τείχη, εντός των οποίων ευρισκόμεθα σήμερον, ήλθεν ο Λακεδαιμόνιος Γύλιππος έχων μαζί του στρατόν εκ της Πελοποννήσου και έκ τινων πόλεων της Σικελίας. Και εις μεν την πρώτην μάχην νικάται υφ' ημών κατά δε την κατόπιν βιασθέντες υπό πολλών ιππέων και ακοντιστών, κατεφύγομεν εις τα τείχη ημών. Τώρα λοιπόν ημείς μεν, αναγκασθέντες υπό του πλήθους των εναντίων να διακόψωμεν τον περιτειχισμόν, μένομεν ησυχάζοντες, και μη δυνάμενοι να μεταχειρισθώμεν όλον τον στρατόν ημών, διότι η φύλαξις των τειχών μας αφαιρεί μέρος των οπλιτών, οι δε εχθροί οικοδόμησαν απλούν τείχος, παραλλήλως του ιδικού μας, εις τρόπον ώστε, εάν δεν επιτεθώμεν κατά του παρατειχίσματος τούτου μετά πολλού στρατού, διά να το κυριεύσωμεν, δεν υπάρχει πλέον τρόπος να τους περιτειχίσωμεν. Ούτω λοιπόν, ενώ φαινόμεθα ότι πολιορκούμεν άλλους, πράγματι όμως ημείς είμεθα μάλλον οι πολιορκούμενοι, τουλάχιστον κατά ξηράν· διότι το εχθρικόν ιππικόν δεν μας επιτρέπει να εξέλθωμεν μακράν.
12. »Έχουν δε στείλει εις την Πελοπόννησον πρέσβεις, διά να ζητήσουν και άλλον στρατόν, και ο Γύλιππος περιτρέχει τας πόλεις της Σικελίας, διά να πείση τας μεν (εκείνας όσαι μένουν ήσυχοι σήμερον) να ενωθούν μετ' αυτού, και διά να λάβη από τας άλλας, ει δυνατόν, νέας δυνάμεις πεζάς και ναυτικάς· διότι έχουν κατά νουν, καθώς μανθάνω, να κάμουν απόπειραν κατά των τειχών μας με το πεζικόν των, και διά θαλάσσης με τα πλοία. Κανείς ας μη εκπλαγή ότι σκοπεύουν να μας προσβάλουν και διά θαλάσσης, διότι το ναυτικόν ημών (καθώς γινώσκουν και αυτοί οι εχθροί) κατ' αρχάς μεν ήτο εις ανθηράν κατάστασιν, τόσον διά την ξηρότητα των πλοίων, όσον και διά την υγείαν των πληρωμάτων· αλλά τώρα τα πλοία ημών είναι διάβροχα, τόσον καιρόν μείναντα εις την θάλασσαν, και τα πληρώματα αποσυντεθειμένα. Μας είναι αδύνατον να ανελκύσωμεν τα πλοία εις την ξηράν, διά να τα στεγνώσωμεν, διότι ο εχθρικός στόλος, ίσος, και μάλιστα ανώτερος τον αριθμόν, φαίνεται πάντοτε έτοιμος να επιτεθή καθ' ημών και αι ασκήσεις γίνονται φανεραί. Οι δε εχθροί δύνανται ανενοχλήτως και να επιτίθενται και να στεγνώνουν τα πλοία των, διότι δεν είναι αναγκασμένοι να περιπλέουν αενάως.
13. » Μόλις δε θα είχαμεν την αυτήν υπεροχήν, εάν ο στόλος μας ήτο ασυγκρίτως πολυαριθμότερος και εάν δεν ήμεθα αναγκασμένοι, ως σήμερον, να προφυλασσώμεθα μεθ' όλων των πλοίων μας, διότι, ολίγον εάν χαλαρώσωμεν την επιτήρησιν, θα μας λείψουν τα τρόφιμα, τα οποία και ήδη όχι με μικράν δυσκολίαν φθάνουν εις ημάς από μέρη πλησιόχωρα της πόλεως αυτής. Εκείνο δε που κατέστρεψε και καταστρέφει ακόμη τα πληρώματα είναι το ότι οι ναύται, αναγκαζόμενοι να απομακρύνωνται, διά να συνάζουν φρύγανα ή διά να εύρουν λείαν και ύδωρ, φονεύονται υπό του εχθρικού ιππικού, και οι υπηρετούντες δούλοι, αφ' ότου αι δυνάμεις είναι ίσαι εκατέρωθεν, λιποτακτούν· μεταξύ των ξένων, όσοι μεν εμβήκαν εις τα πλοία αναγκαστικώς, με πρώτην εύθετον περίστασιν αποχωρούν εις τας πόλεις των, όσοι δε κατ' αρχάς, δελεασθέντες υπό του μεγάλου μισθού, είχαν φαντασθή να συνάξουν μάλλον χρήματα παρά να πολεμήσουν, άμα παρά την προσδοκίαν των είδαν τους εχθρούς να ανθίστανται μετά στόλου και δι' άλλων μέσων, ευθύς άλλοι μεν απέρχονται υπό την πρόφασιν ότι μεταβαίνουν προς αναζήτησιν των φυγόντων δούλων, άλλοι δε όπως δύνανται. Η δε Σικελία είναι ευρύχωρος. Υπάρχουν τινές μάλιστα, οι οποίοι, διά να εμπορευθούν ενταύθα, αγοράζουν Υκκαρικά ανδράποδα, πείθουν τους τριηράρχους να τα δεχθούν εις τα πλοία αντ' αυτών και μειούται τοιουτοτρόπως το εκλεκτόν των πληρωμάτων.
14. »Εις εσάς δε, πού γνωρίζετε τούτο, γράφω ότι τα πληρώματα των πλοίων δι' ολίγον καιρόν διατηρούνται εις ακμήν, και ότι σπάνιοι είναι οι ναύται οι γνωρίζοντες να διευθύνουν το πλοίον έξω του λιμένος και να κωπηλατούν μετά ρυθμού. Αλλά το πλέον αμήχανον απ' όλα αυτά είναι ότι εγώ ο στρατηγός δεν δύναμαι να εμποδίσω τας αταξίας ταύτας, διότι χαρακτήρ ως ο ιδικός σας δυσκόλως κυβερνάται. Δεν ηξεύρομεν πόθεν να συμπληρώσωμεν τα πληρώματα, ενώ ουδέν τούτου ευκολώτερον εις τους εχθρούς. Διά να επαρκώμεν εις τας καθημερινάς ανάγκας και διά να συμπληρώνωμεν τα κενά, περιοριζόμεθα εις μόνα τα μέσα τα οποία είχαμεν ερχόμενοι ενταύθα, διότι αι σύμμαχοι πόλεις, η Νάξος και η Κατάνη, ουδεμίαν συνδρομήν δύνανται να μας δώσουν· εις τρόπον ώστε, εάν εις τους εχθρούς προστεθή και άλλη μία ευτυχία, εάν παραδείγματος χάριν, αι πόλεις της Ιταλίας αι οποίαι μας τρέφουν, βλέπουσαι εις ποίαν κατάστασιν ήλθαμεν και ότι δεν μας πέμπετε επικουρίας, ενωθούν μετ' αυτών, θέλουν τότε κερδίσει τον πόλεμον αμαχητί, καθότι θα αναγκασθώμεν να παραδοθώμεν. Θα ηδυνάμην εγώ να σας στείλω ειδήσεις ευαρεστοτέρας, αλλ' όχι ωφελιμωτέρας, αφού πρέπει να μάθετε την αληθή κατάστασιν των πραγμάτων και να σκεφθήτε επ' αυτής. Επειδή άλλως γνωρίζω τον χαρακτήρα σας, ότι αγαπάτε τας μάλλον ευχαρίστους ειδήσεις και έπειτα παραπονείσθε, εάν τα συμβαίνοντα δεν ανταποκρίνονται με τας προσδοκίας σας, έκρινα άσφαλέστερον να σας δηλώσω την αλήθειαν.
15. »Προς το παρόν να είσθε πεπεισμένοι ότι ως προς μεν τον σκοπόν της εκστρατείας, στρατιώται και αρχηγοί ουδεμίαν αιτίαν μομφής έδωκαν· αλλ' επειδή όλη η Σικελία ομονοεί και περιμένει άλλον στρατόν εκ της Πελοποννήσου, σκεφθήτε ότι αι ενταύθα δυνάμεις μας δεν αρκούν ουδέ διά τας παρούσας ανάγκας και ότι πρέπει ή να μας ανακαλέσετε ή να πέμψετε και άλλον στρατόν ξηράς και θαλάσσης ουχί κατώτερον, πολλά χρήματα και ένα στρατηγόν διά να με αντικαταστήση, καθότι πάσχων από ασθένειαν των νεφρών δεν δύναμαι να μένω ενταύθα περισσότερον. Έχω δε την αξίωσιν να με συγχωρήσετε διά τούτο· εν όσω ήμην υγιής πολλάς υπηρεσίας σας παρέσχον εις διαφόρους εντολάς, τας οποίας μου ανεθέσατε. Προ πάντων ό,τι αποφασίσετε, πράξατέ το μόλις αρχίση η άνοιξις, χωρίς αναβολήν διότι, ολίγος χρόνος αρκεί εις τους εχθρούς μας, δια να εύρουν επικουρίας εν τη Σικελία· όσον αφορά εις τας επικουρίας της Πελοποννήσου, ναι μεν αυταί θα έλθουν βραδύτερον, αλλά, εάν δεν προσέχετε, τινές μεν θα σας διαφύγουν, ως και πρότερον, τινές δε θα σας προλάβουν».
16. Τοιούτον μεν ήτο το περιεχόμενον της επιστολής του Νικίου· οι δε Αθηναίοι, αφού ήκουσαν την ανάγνωσιν αυτής, δεν αφήρεσαν μεν την στρατηγίαν από τον Νικίαν αλλά, μέχρις ου φθάσουν οι άλλοι εκλεχθέντες συνάρχοντες αυτού, διόρισαν δυο εκ των εν τη Σικελία ευρισκομένων, τον Μένανδρον και τον Ευθύδημον, διά να μη υφίσταται μόνος τας κακουχίας του πολέμου ασθενής ων. Εψήφισαν επίσης να στείλουν και άλλον στρατόν, ναυτικόν, και πεζόν, συγκείμενον εξ Αθηναίων εγγραμμένων εις τον κατάλογον και εκ σύμμαχων. Συνάρχοντας δε αυτού εξέλεξαν Δημοσθένην τον Αλκισθένους και Ευρυμέδοντα τον Θουκλέους. Και τον μεν Ευρυμέδοντα έστειλαν αμέσως εις την Σικελίαν περί τας χειμερινάς τροπάς του ηλίου μετά δέκα πλοίων και εκατόν είκοσι ταλάντων, διά να αναγγείλη εις τον στρατόν ότι επικουρίαι έμελλαν να φθάσουν και ότι ελάμβαναν φροντίδα δι' όλ' αυτά.
17. Ο δε Δημοσθένης έμενε παρασκευαζόμενος, διά να αποπλεύση περί τας αρχάς της ανοίξεως· συνήθροισε στρατεύματα παρά των συμμάχων και έλαβε παρ' αυτών χρήματα, πλοία και οπλίτας. Έστειλαν επίσης οι Αθηναίοι είκοσι πλοία περί την Πελοπόννησον, διά να φυλάττουν μήπως μεταβή κανείς εκ της Κορίνθου και της Πελοποννήσου εις την Σικελίαν· διότι οι Κορίνθιοι, αφού επέστρεψαν οι πρέσβεις των αναγγέλλοντες ότι τα εν Σικελία επήγαιναν καλλίτερα, κρίναντες ότι η πρώτη αποστολή των πλοίων δεν υπήρξεν ανωφελής, ενεθαρρύνθησαν περισσότερον και ητοιμάζοντο και αυτοί να στείλουν εις την Σικελίαν οπλίτας επί φορτηγών πλοίων και οι Λακεδαιμόνιοι να στείλουν διά του αυτού τρόπου οπλίτας εκ της άλλης Πελοποννήσου. Προς τούτοις οι Κορίνθιοι εγέμιζαν με το χρειαστόν πλήρωμα εικοσιπέντε πλοία, διά να αποπειραθούν ναυμαχίαν κατά των προ της Ναυπάκτου φυλασσόντων πλοίων και ευκολύνουν τον απόπλουν των φορτηγών περισπώντες προς τα πολεμικά πλοία την προσοχήν των Αθηναίων των σταθμευόντων εν Ναυπάκτω.
18. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ητοίμαζαν επίσης και την εις την Αττικήν εισβολήν, την οποίαν είχαν μεν προαποφασίσει, επέσπευσαν όμως την εκτέλεσιν αυτής ενδώσαντες εις τας επιμόνους παρακλήσεις των Συρακουσίων και των Κορινθίων, οι οποίοι ήλπιζαν ότι διά τον περισπασμού τούτον ήθελεν εμποδισθή η υπό των Αθηναίων εις την Σικελίαν αποστολή των επικουριών. Επέμενε δε και ο Αλκιβιάδης να οχυρωθή η Δεκέλεια και να μη παύση ο πόλεμος. Εκείνο δε, το οποίον ενεθάρρυνε προ πάντων τους Λακεδαιμονίους, ήτο η ιδέα ότι οι Αθηναίοι, ενασχολούμενοι εις διπλούν πόλεμον, τον εναντίον αυτών και τον εναντίον των Σικελιωτών, θα καθίσταντο πλέον εύκολοι εις το να καταβληθούν, και ότι οι Αθηναίοι πρώτοι έλυσαν τας σπονδάς. Εις τον πρότερον πόλεμον η ρήξις προήλθε παρά των Λακεδαιμονίων, διότι οι Θηβαίοι εισήλθαν εν καιρώ ειρήνης εις την Πλάταιαν, και μολονότι ήτο γραμμένον εις τας συνθήκας να μη καταφεύγουν εις τα όπλα εναντίον εκείνων οι οποίοι ήθελαν να υποβληθούν εις διαιτησίαν, οι Λακεδαιμόνιοι ηρνήθησαν να δικασθούν προσκληθέντες υπό των Αθηναίων. Και διά τούτο ενόμιζαν ότι δικαίως έπαθαν, και ενθυμούντο την συμφοράν της Πύλου και όλας τας μετά ταύτα δυστυχίας. Αλλ' ότε είδαν ότι οι Αθηναίοι ελεηλάτουν μετά των τριάκοντα πλοίον τους αγρούς της Επιδαύρου, των Πρασιών και άλλων χωρών, και συγχρόνως ότι επεδίδοντο εις ληστρικάς πράξεις εξερχόμενοι της Πύλου, και ότι προσκαλούμενοι υπό των Λακεδαιμονίων ηρνούντο να υποβληθούν εις διαιτησίαν, οσάκις ηγείροντο φιλονεικίαι περί των αμφισβητουμένων άρθρων της συνθήκης, τότε οι Λακεδαιμόνιοι ενόμισαν ότι οι Αθηναίοι περιέπεσαν εις το αυτό έγκλημα, εις το οποίον είχαν περιπέσει και αυτοί πρότερον, και δεν εδίστασαν πλέον να επαναρχίσουν τον πόλεμον. Κατά τον χειμώνα λοιπόν εκείνον διέταξαν τους συμμάχους να τοις προμηθεύσουν σίδηρον, και ητοίμασαν όλα τα απαιτούμενα εργαλεία προς οικοδομήν φρουρίων. Συγχρόνως δε συνεισέφεραν εξ ιδίων των, διά να στείλουν διά φορτηγών πλοίων εις τον εν τη Σικελία στρατόν επικουρίας και ηνάγκασαν τους άλλους Πελοποννησίους να πράξουν το αυτό. Εν τούτοις ο χειμών έληξε, καθώς και το δέκατον όγδοον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
19. Κατά την επομένην άνοιξιν, μόλις είχεν αρχίσει, ενωρίτατα (1), οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι εισέβαλαν εις την Αττικήν, αρχηγός δ' αυτών ήτο ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις ο Αρχιδάμου. Και πρώτον μεν ελεηλάτησαν τα πέριξ της πεδιάδος μέρη της χώρας, έπειτα, ωχύρωσαν την Δεκέλειαν διανείμαντες την εργασίαν κατά πόλεις. Απέχει δε η Δεκέλεια από της πόλεως των Αθηναίων εκατόν είκοσι σταδίους, και η αυτή περίπου απόστασις υπάρχει από της Βοιωτίας. Η δε οχύρωσις εκείνη, η οποία, και εφαίνετο από τας Αθήνας, έγεινεν εις την πεδιάδα και εις τα μάλλον εύφορα μέρη προς τον σκοπόν του να βλάπτουν τους εχθρούς. Και οι μεν εν τη Αττική Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι έκαμναν τείχος, οι δε εν τη Πελοποννήσω απέστελλαν εις τον αυτόν καιρόν διά φορτηγών τους οπλίτας εις την Σικελίαν, οι μεν Λακεδαιμόνιοι εκλέξαντες εξακοσίους οπλίτας τους καλλιτέρους μεταξύ των Ειλώτων και των νεωστί απελευθέρων και στρατηγόν τον Σπαρτιάτην Έκκριτον, οι δε Βοιωτοί τριακοσίους στρατιώτας, τους οποίους ωδήγουν οι Θηβαίοι Ξένων και Νίκων, και ο Θεσπιεύς Ηγήσανδρος. Ούτοι λοιπόν αναχωρήσαντες πρώτοι από του Ταινάρου της Λακωνικής ανήχθησαν εις το πέλαγος· μετά τούτους δε ολίγον μετέπειτα οι Κορίνθιοι απέστειλαν πεντακοσίους στρατιώτας, εκ των οποίων οι μεν ήσαν εξ αυτής της Κορίνθου, οι δε άλλοι εστρατολογήθησαν μισθωτοί μεταξύ των Αρκάδων, και αρχηγόν αυτών κατέστησαν Αλέξαρχον τον Κορίνθιον. Απέστειλαν δε και οι Σικυώνιοι διακοσίους στρατιώτας ομού με τους των Κορινθίων, αυτούς δε ωδήγει ο Σικυώνιος Σαργεύς. Τα δε εικοσιπέντε πλοία των Κορινθίων τα κατά τον χειμώνα παρασκευασθέντα συνεκράτουν τον εις την Ναύπακτον στόλον των Αθηναίων μέχρις ου οι Κορίνθιοι στρατιώται ήθελαν αναχωρήσει εκ της Πελοποννήσου μετά των φορτηγών. Τούτου ένεκα είχαν ετοιμασθή τα πλοία ταύτα, ίνα μη οι Αθηναίοι προσέξουν μάλλον προς τα φορτηγά πλοία παρά προς τα πολεμικά.
20. Κατά τον αυτόν δε χρόνον πού ετειχίζετο η Δεκέλεια και εις την αρχήν της ανοίξεως οι Αθηναίοι έστειλαν περί την Πελοπόννησον τριάκοντα πλοία υπό την οδηγίαν Χαρικλέους του Απολλοδώρου, τον οποίον διέταξαν να μεταβή εις το Άργος διά να ζητήση, συμφώνως με την συνθήκην της συμμαχίας, να στείλουν οι Αργείοι στρατιώτας εις τον στόλον του· έπεμψαν επίσης, καθώς είχαν αποφασίσει, τον Δημοσθένην εις την Σικελίαν με εξήκοντα πολεμικά πλοία Αθηναίων και πέντε Χίων, διακοσίους στρατιώτας Αθηναίους εκ των εγγραμμένων εις τον κατάλογον και όσους περισσοτέρους νησιώτας ηδυνήθησαν να συλλέξουν εις διάφορα μέρη· εκ των άλλων δε υπηκόων συμμάχων επορίσθησαν παν ό,τι εύρον εις αυτούς χρήσιμον διά τον πόλεμον. Τον δε Δημοσθένην διέταξαν να ενωθή κατ' αρχάς με τον Χαρικλέα και να λεηλατούν αμφότεροι τα παράλια μέρη της Λακωνικής. Και ο μεν Δημοσθένης φθάσας εις την Αίγιναν περιέμενε να φθάσουν τα υπολειπόμενα στρατεύματα και να παραλάβη ο Χαρικλής τους Αργείους.
21. Εις δε την Σικελίαν περί την αυτήν εποχήν της ανοίξεως ταύτης έφθασεν εις τας Συρακούσας και ο Γύλιππος άγων μαζί του εκ των πόλεων, τας οποίας έπεισεν, όσον περισσότερον ηδυνήθη στρατόν. Και συγκαλέσας τους Συρακουσίους είπεν εις αυτούς ότι έπρεπε να εξοπλίσουν όσα περισσότερα πλοία ηδύναντο και να αποπειραθούν ναυμαχίαν τινά, διότι ήλπιζεν ότι διά του μέσου τούτου η ωφέλεια εις τον πόλεμον τούτον ήθελεν είσθαι αξία του κινδύνου. Και ο Ερμοκράτης επίσης, από κοινού μετά του Γυλίππου, τους παρεκίνησε πολύ να μη διστάσουν να προσβάλουν τους Αθηναίους διά των πλοίων, λέγων ότι ούτε οι Αθηναίοι είχαν την ναυτικήν εμπειρίαν κληρονομικήν και αΐδιον, αλλ' ότι ήσαν ηπειρώται πλειότερον των Συρακουσίων και ότι ηναγκάσθησαν υπό των Μήδων να γίνουν ναυτικοί· ότι εναντίον ανθρώπων τόσον, τολμηρών, ως ήσαν οι Αθηναίοι, οι μάλλον επίφοβοι εχθροί ήσαν εκείνοι, οι οποίοι θα εδείκνυαν ομοίαν τόλμην· διότι καθώς διά της τόλμης οι Αθηναίοι, μολονότι υποδεέστεροι ενίοτε κατά τας δυνάμεις, επιτίθενται κατά των άλλων λαών και τους εκφοβίζουν, ούτω και οι Συρακούσιοι θα ενέπνεαν όμοιον τρόμον εις τους εχθρούς των. Είπε τέλος ότι, εάν παρά πάσαν προσδοκίαν οι Συρακούσιοι ετόλμων να αντισταθούν εις τον στόλον των Αθηναίων, ο τρόμος υπό του οποίου θα κατελαμβάνετο ο εχθρός θα παρείχεν εις αυτούς ωφέλειαν μεγαλυτέραν της βλάβης, την οποίαν η εμπειρία των Αθηναίων θα ηδύνατο να προξενήση εις την απειρίαν των Συρακουσίων· τους συνεβούλευσε λοιπόν να αποπειραθούν ναυμαχίαν χωρίς αναβολήν. Και οι μεν Συρακούσιοι, παρακινηθέντες υπό των λόγων του Γυλίππου, του Ερμοκράτους και άλλων τινών απεφάσισαν να ναυμαχήσουν και εισήλθαν εις τα πλοία.
22. Ο δε Γύλιππος, άμα ητοιμάσθη ο στόλος, έλαβεν όλον τον πεζόν στρατόν διά νυκτός και έφερεν αυτόν διά να προσβάλη τα τείχη του Πλημμυρίου· συγχρόνως και από συνθήματος τριάκοντα πέντε πολεμικά πλοία των Συρακουσίων επροχώρησαν από του μεγάλου λιμένος, τεσσαράκοντα πέντε δε από του μικρού, όπου ήτο επίσης το νεώριον των Συρακουσίων. Τα τελευταία ταύτα περιέπλευσαν την νήσον, διά να ενωθούν με τα άλλα και πλεύσουν κατά του Πλημμυρίου, προς τον σκοπόν να θορυβήσουν τους Αθηναίους διά της αιφνιδίας εκείνης επιθέσεως. Αλλ' οι Αθηναίοι εισήλθαν γρήγορα εις εξήκοντα πλοία, και διά μεν των εικοσιπέντε εναυμάχησαν προς τα τριάκοντα πέντε των Συρακουσίων, τα οποία ήσαν εις τον μεγάλον λιμένα, διά δε των επίλοιπων εξήλθαν προς συνάντησιν εκείνων, τα οποία εξελθόντα του νεωρίου περιέπλεαν. Αμέσως ήρχισαν την ναυμαχίαν εις το στόμιον του μεγάλου λιμένος· η αντίστασις υπήρξε μακρά εκατέρωθεν οι μεν ήθελαν να παραβιάσουν την είσοδον, οι δε να την εμποδίσουν.
23. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήσαν εις το Πλημμύριον, κατέβησαν εις την παραλίαν· ενώ δε όλη η προσοχή των ήτο εστραμμένη προς την ναυμαχίαν, αίφνης ο Γύλιππος έφθασε κατά τα εξημερώματα και επιτεθείς εναντίον των φρουρίων, κατ' αρχάς μεν εκυρίευσε το μέγιστον, κατόπιν δε τα δύο μικρότερα, διότι δεν έφεραν αντίστασιν οι φύλακες άμα είδαν το μέγιστον ευκόλως κυριευθέν. Και εκ μεν του πρώτου κυριευθέντος οι άνθρωποι, όσοι κατέφυγαν εις τα πλοία και εις έν φορτηγόν, δυσκόλως έφθασαν εις το στρατόπεδόν διότι ο στόλος των Συρακουσίων, ο οποίος ήτο εις τον μεγάλον λιμένα, υπερισχύσας εις την ναυμαχίαν, απέστειλε διά καταδίωξίν των έν ταχύπλουν πολεμικόν πλοίον· αφού δε εκυριεύθησαν και τα άλλα δύο φρούρια, οι εξ αυτών διαφυγόντες ηδυνήθησαν να παραπλεύσουν ευκολώτερα, διότι κατ' εκείνην την στιγμήν είχαν ηττηθή οι Συρακούσιοι. Εκείνα εκ των πλοίων όσα εναυμάχησαν προ του στομίου του λιμένος και εβίασαν τον στόλον των Αθηναίων, είχαν εισέλθει εις τον λιμένα ατάκτως και συνταραχθέντα προς άλληλα έδοσαν την νίκην εις τους Αθηναίους. Ούτοι έτρεψαν εις φυγήν και αυτά και όσα εξ αρχής είχαν προς στιγμήν υπερισχύσει εν τω λιμένι, εβύθισαν ένδεκα και εφόνευσαν τους πλείστους των ανθρώπων εκτός εκείνων τους οποίους συνέλαβαν ζωντανούς επί τριών πλοίων· αλλά και αυτοί έχασαν τρία πλοία, και ανελκύσαντες τα ναυάγια των Συρακουσίων έστησαν τρόπαιον εις το προ του Πλημμυρίου νησίδιον και επέστρεψαν εις το στρατόπεδόν των.
24. Το δε αποτέλεσμα της ναυμαχίας ταύτης τοιούτον ήτο διά τους Συρακουσίους· αλλά κατέλαβαν τα φρούρια του Πλημμυρίου και έστησαν τρία τρόπαια, έν επί εκάστου αυτών. Και το μεν έν εκ των δύο μικροτέρων, το οποίον εκυρίευσαν κατόπιν, κατηδάφισαν, τα δε άλλα δύο επισκευάσαντες εφρούρουν. Κατά την άλωσιν των φρουρίων τούτων πολλοί άνθρωποι εφονεύθησαν και εζωγρήθησαν, όλα δε τα πλούτη ηρπάγησαν· επειδή οι Αθηναίοι μετεχειρίζοντο τα φρούρια ταύτα, διά να αποθέτουν κάθε θησαυρόν των, ευρίσκοντο εντός αυτών πολλά μεν χρήματα και τρόφιμα εμπόρων, πολλά δε και των τριηράρχων· ευρίσκοντο επίσης τα ιστία και τα άλλα σκεύη τεσσαράκοντα πλοίων και τρία πλοία τραβηγμένα εις την ξηράν. Η άλωσις του Πλημμυρίου επέφερε μεγίστην και σημαντικωτάτην βλάβην εις το στράτευμα των Αθηναίων, επειδή η είσοδος του λιμένος δεν ήτο πλέον ασφαλής, διά να εισάγουν τρόφιμα (διότι οι Συρακούσιοι ημπόδιζαν σταθμεύοντες εκεί και αι μεταφοραί τροφών εκεί δεν εγίνοντο άνευ μάχης). Το δυστύχημα τούτο καθώς και πολλά άλλα έφεραν τρόμον και αθυμίαν εις το στράτευμα.
25. Μετά δε τούτο οι Συρακούσιοι εξέπεμψαν δώδεκα πολεμικά πλοία διοικούμενα υπό του Συρακουσίου Αγαθάρχου. Και έν απ' αυτά ανεχώρησε διά την Πελοπόννησον μετά πρέσβεων διαταχθέντων να αναγγείλουν ότι τα εν τη Σικελία πράγματα ήρχισαν να παρέχουν ελπίδας και να παρακινούν τους Πελοποννησίους να ανακινήσουν με μεγαλύτερον ζήλον τον πόλεμον της Αττικής· τα δε άλλα ένδεκα έπλευσαν προς την Ιταλίαν, διότι είχαν μάθει ότι πλοία φέροντα πολλά χρήματα και προωρισμένα διά τους Αθηναίους διηυθύνοντο εκεί. Οι Συρακούσιοι συνήντησαν τα πλοία ταύτα, κατέστρεψαν τα περισσότερα και έκαυσαν όλα τα ναυπηγήσιμα ξύλα, τα οποία είχαν ετοιμασθή διά τους Αθηναίους εις την Καυλωνιάτιδα. Μετά ταύτα ήλθαν εις τους Λοκρούς. Ενώ δε ήσαν αγκυροβολημένοι, κατέπλευσεν από την Πελοπόννησον έν από τα φορτηγά τα φέροντα οπλίτας Θεσπιείς. Λαβόντες αυτούς οι Συρακούσιοι εις τα πλοία επέστρεψαν εις τα ίδια. Παραφυλάξαντες όμως αυτούς οι Αθηναίοι με είκοσι πλοία πλησίον των Μεγάρων, έν μεν πλοίον συνέλαβαν μεθ' όλων των ανδρών, τα δε άλλα δεν ηδυνήθησαν να τα συλλάβουν και αυτά κατέφυγαν εις τας Συρακούσας. Έγινε δε ωσαύτως ακροβολισμός εντός του λιμένος και διά τους πασσάλους, τους οποίους οι Συρακούσιοι ενέπηξαν εις την θάλασσαν προ του παλαιού νεωρίου, διά να προστατεύουν την αγκυροβόλησιν των πλοίων των και να προφυλάττουν αυτά από τας επιθέσεις των εχθρικών πλοίων. Ρυμουλκύσαντες οι Αθηναίοι βαρύτατον πλοίον έχον ξύλινους πύργους και παραφράγματα έδεναν εις τα ακάτια τους πασσάλους, και άλλους μεν εξ αυτών ανέσπων, άλλους δε επριόνιζαν βυθιζόμενοι υπό το ύδωρ. Οι δε Συρακούσιοι έρριπταν βέλη από των παραπηγμάτων, οι δε εκ του φορτηγού ανταπήντων. Τέλος οι Αθηναίοι ανέσπασαν τους πλειοτέρους των πασσάλων. Οι μη φαινόμενοι πάσσαλοι παρείχαν μεγίστην δυσκολίαν, διότι είχαν εμπήξει μερικούς, που δεν υψώνοντο υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης· εις τρόπον ώστε ήτο επικίνδυνον να τους πλησίαση τις, εκ φόβου μήπως εξ απροσεξίας εξοκείλη το πλοίον του ως επί υφάλου. Εν τούτοις κολυμβηταί βυθιζόμενοι, επριόνιζαν αυτούς αντί χρημάτων· αλλ' οι Συρακούσιοι ενέπηξαν πάλιν άλλους πασσάλους. Και από τα δύο δε μέρη μετεχειρίζοντο πολλά στρατηγήματα, και τούτο ένεκα γειτνιάσεως των δύο στρατοπέδων παραταγμένων κατ' αλλήλων, και συγχρόνως πολλοί ακροβολισμοί και πολλαί απόπειραι εγίνοντο. Οι δε Συρακούσιοι έπεμψαν εις τας πόλεις της Σικελίας πρέσβεις Κορινθίους, Αμπρακιώτας και Λακεδαιμονίους, διά να αναγγείλουν την άλωσιν του Πλημμυρίου και να αποδώσουν την αποτυχίαν της ναυμαχίας όχι εις την αξίαν των πολεμίων, αλλά μάλλον εις την ιδικήν των αταξίαν· τέλος διά να δηλώσουν ότι τα πάντα παρείχαν ελπίδας και να ζητήσουν επικουρίας, ναυτικάς και πεζικάς, επειδή και οι Αθηναίοι επίσης επερίμεναν άλλον στρατόν, και επειδή, εάν κατώρθωναν να καταστρέψουν προ της αφίξεως αυτού τας παρούσας δυνάμεις των, ο πόλεμος θα έπαυε. Και οι μεν εν τη Σικελία αυτά έκαμναν.
26. Ο δε Δημοσθένης, άμα συνέλεξε τας επικουρίας, τας οποίας ώφειλε να φέρη εις την Σικελίαν, εσήκωσε τας αγκύρας από την Αίγιναν, έπλευσε προς την Πελοπόννησον και ηνώθη με τον Χαρικλέα και τα τριάκοντα πλοία των Αθηναίων. Και παραλαβόντες οπλίτας τινάς Αργείους έπλευσαν προς την Λακωνικήν. Και πρώτον μεν ελεηλάτησαν μέρος τι της Επιδαύρου Λιμηράς, έπειτα δε αποβιβασθέντες εις τα καταντικρύ των Κυθήρων παράλια της Λακωνικής, ένθα υπάρχει το ιερόν του Απόλλωνος, ελεηλάτησαν μέρη τινά της χώρας και ετείχισαν ισθμώδές τι χωρίον, ίνα οι Είλωτες των Λακεδαιμονίων αυτομολούν εκεί και συγχρόνως ίνα εξέρχονται λησταί εξ αυτού, καθώς εκ της Πύλου, προς διαρπαγήν. Και ο μεν Δημοσθένης ευθύς άμα ήρχισε την οχύρωσιν του χωρίου έπλευσε προς την Κέρκυραν, διά να παραλάβη τους εκείθεν συμμάχους και μεταβή εις την Σικελίαν όσον το δυνατόν γρηγορότερα, ο δε Χαρικλής, περιμείνας μέχρις ου ετελείωσεν η οχύρωσις του χωρίου και αφήσας εκεί φρουράν, επέστρεψαν ύστερον εις τας Αθήνας και αυτός και οι Αργείοι συγχρόνως.
27. Κατά το αυτό δε θέρος ήλθαν εις τας Αθήνας χίλιοι τριακόσιοι πελτασταί εκ των ωπλισμένων με μαχαίρας Θρακών της Διακής φυλής, οι οποίοι ώφειλον να συνοδεύσουν τον Δημοσθένην εις την Σικελίαν. Αλλ' επειδή ήλθαν πολύ βραδέως, οι Αθηναίοι εσκέφθησαν να τους αποπέμψουν πάλιν εις την Θράκην όθεν ήλθον· να τους διατηρήσουν ενόσω διήρκει ο πόλεμος της Δεκελείας, τους εφαίνετο πολυτέλεια, επειδή καθένας εξ αυτών ελάμβανε μίαν δραχμήν καθ' ημέραν. Η Δεκέλεια πρώτον μεν υπό όλου του στρατού τειχισθείσα κατά το θέρος εκείνο, ύστερον δε κατεχομένη υπό των φρουρών, τας οποίας έστελλαν αι ομόσπονδοι πόλεις και αι οποίαι διεδέχοντο η μία την άλλην, πολύ έβλαπτε τους Αθηναίους, και η απώλεια την οποίαν ένεκα της περιτειχίσεως αυτής υπέστησαν, τόσον εις χρήματα, όσον και εις ανθρώπους, εδείνωσε τα πράγματα. Άλλοτε, επειδή αι εισβολαί ολίγον χρόνον διήρκουν, δεν ημπόδιζαν αυτούς να νέμωνται τους αγρούς των κατά τον επίλοιπον χρόνον· αλλά τότε, επειδή οι εχθροί έμεναν εκεί διαρκώς, επειδή οι αγροί ελεηλατούντο οτέ μεν υπό στρατών πολυαριθμοτέρων, οτέ δε υπό της συνήθους φρουράς, η οποία έζη διά της ληστείας, και επειδή ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις επολέμει ουχί παρέργως, οι Αθηναίοι υπέστησαν μεγάλας ζημίας· όχι μόνον διότι όλης της χώρας εστερήθησαν αυτοί, αλλά και διότι πλειότεροι των είκοσι χιλιάδων δούλων ηυτομόλησαν, εξ ων οι πλείστοι ήσαν χειροτέχναι· όλα τα πρόβατα και τα υποζύγια απωλέσθησαν· τέλος, επειδή οι ιππείς έκαμναν καθημερινάς περιπολίας, είτε προς την Δεκέλειαν είτε προς τα άλλα μέρη της χώρας, οι ίπποι των επάθαιναν χωλότητα ταλαιπωρούμενοι συνεχώς επί πετρώδους εδάφους ή επληγώνοντο.
28. Εξ άλλου η μεταφορά των εκ της Ευβοίας στελλομένων σιτηρών, πού άλλοτε ενηργείτο κατά ξηράν εκ του Ωρωπού διά της Δεκελείας, καθίστατο τότε δαπανηρά διά θαλάσσης, κάμπτουσα το Σούνιον· όλα ηναγκάζετο η πόλις να λαμβάνη έξωθεν, και αντί να είναι πόλις, κατέστη φρούριον, διότι την μεν ημέραν οι Αθηναίοι εφύλατταν κατά διαδοχήν τας επάλξεις, την δε νύκτα όλοι ομού εκτός των ιππέων· οι μεν ήσαν πλησίον των όπλων οι δε επί των τειχών και εταλαιπωρούντο θέρος και χειμώνα. Προ πάντων όμως επιέζοντο, διότι είχαν να διεξαγάγουν δύο πολέμους συγχρόνως· «κατά την εποχήν εκείνην εν τούτοις ανέπτυξαν ενεργητικότητα, η οποία πρότερον θα εφαίνετο απίστευτος εις τον ακούοντα. Σχεδόν πολιορκούμενοι υπό των Πελοποννησίων, αντί να ανακαλέσουν τα στρατεύματα των εκ της Σικελίας, εξ εναντίας επολιόρκουν διά του αυτού τρόπου της Συρακούσας, πόλιν όχι μικροτέραν καθόλου της των Αθηνών, διά δε των δυνάμεων και της τόλμης των τοσούτον εξέπλητταν τους Έλληνας, ώστε μολονότι εν αρχή του πολέμου, οι μεν ενόμισαν ότι οι Αθηναίοι δεν θα ηδύναντο να υπομείνουν ειμή ένα μόνον χρόνον, οι δε τρεις το πολύ, ουδείς όμως περισσότερον, εάν οι Πελοποννήσιοι εισέβαλλαν εις την χώραν των· μολαταύτα οι Αθηναίοι δεκαεπτά έτη μετά την πρώτην εισβολήν, αν και εντελώς εξηντλημένοι υπό του πολέμου, εξεστράτευσαν κατά της Σικελίας και επεχείρησαν πόλεμον όχι ολιγώτερον σπουδαίον εκείνου, τον οποίον είχαν ήδη εναντίον της Πελοποννήσου. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην, ένεκα της βλάβης, την οποίαν επροξένει εις αυτούς η Δεκέλεια και ένεκα των άλλων εξόδων τα οποία τους εβάρυναν, εξηντλήθησαν ως προς το χρηματικόν. Αντί του φόρου, επέβαλαν εις τους υπηκόους των εισφοράν του ενός εικοστού της αξίας κάθε πράγματος διά θαλάσσης εισκομιζομένου, νομίζοντες ότι διά του μέσου τούτου θα εισεπράττοντο πολύ περισσότερα χρήματα. Αι δαπάναι δεν ήσαν πλέον οποίαι και άλλοτε, αλλά πολύ μεγαλύτεραι, διότι, ενώ ο πόλεμος ηύξανεν, αι πρόσοδοι εξηφανίζοντο.
29. Ένεκα λοιπόν απορίας χρημάτων κατά την εποχήν εκείνην, οι Αθηναίοι, μη θέλοντες να δαπανώσιν, απέπεμψαν αμέσως τους πολύ βραδέως ελθόντας Θράκας, διά να ενωθούν με τον Δημοσθένην· επεφόρτισαν τον Διιτρέφην να τους οδηγήση, διατάξαντες αυτόν συγχρόνως να τους μεταχειρισθή εις τον παράπλουν (επορεύοντο δε διά του Ευρίπου), ίνα βλάψη τους εχθρούς όσον το δυνατόν περισσότερον. Ο δε Δημοσθένης αποβιβάσας αυτούς εις την Τανάγραν ενήργησε διαρπαγάς τινας με ταχύτητα και αναχωρήσας εκ της εν Ευβοία Χαλκίδος διεπέρασε προς το εσπέρας τον Εύριπον, απεβίβασε τους Θράκας τούτους εις την Βοιωτίαν και ωδήγησεν αυτούς εις Μυκαλησσόν. Διανυκτερεύσας απαρατήρητος πλησίον του ναού του Ερμού, ο οποίος απείχε δεκαέξ σταδίους της Μυκαλησσού, επέπεσεν άμα τη ημέρα κατά της πόλεως αυτής, η οποία είναι μεγάλη, και εκυρίευσεν αυτήν επιτεθείς εναντίον ανθρώπων αφυλάκτων και μη προσδοκώντων ότι ήτό ποτε δυνατόν εχθροί να προχωρήσουν τόσον πολύ από της θαλάσσης και να τους προσβάλουν· το τείχος ήτο αδύνατον και μάλιστα είς τινα μεν μέρη πεσμένον, είς τινα δε χαμηλόν· αι πύλαι άλλως ήσαν ανοικταί ένεκα της ασφαλείας, εις την οποίαν οι κάτοικοι ενόμιζαν ότι διετέλουν. Οι Θράκες ώρμησαν εντός της Μυκαλησσού, ελήστευσαν τας οικίας και τα ιερά και εφόνευσαν τους κατοίκους, μηδέ του γήρατος μηδέ της νεαράς ηλικίας φεισθέντες· έσφαξαν παν το προστυχόν, παίδας, γυναίκας, υποζύγια και παν ό,τι έβλεπαν έμψυχον, διότι το γένος των Θρακών, όμοιον με τους μάλλον βαρβάρους, άμα δεν έχη να φοβηθή τι, είναι φονικώτατον. Εις την περίστασιν λοιπόν εκείνην η ταραχή υπήρξε μεγίστη και ο θάνατος παρουσιάσθη υπό μυρίας μορφάς. Οι βάρβαροι εκείνοι επιπεσόντες εναντίον ενός διδασκαλείου παίδων, το οποίον ήτο μέγιστον, κατέκοψαν όλους τους παίδας, πού προ ολίγου είχαν εισέλθει εις αυτό. Ουδέποτε συμφορά μάλλον απροσδόκητος και μάλλον δεινή επέσκηψε καθ' ολοκλήρου της πόλεως.
30. Ακούσαντες δε την είδησιν ταύτην οι Θηβαίοι έτρεξαν γρήγορα και συναντήσαντες τους Θράκας μη προχωρήσαντας εισέτι πολύ, και τα λάφυρα τους αφήρεσαν, και φοβήσαντες αυτούς κατεδίωξαν μέχρι του Ευρίπου και της θαλάσσης, όπου έμεναν τα πλοία, τα οποία τους είχαν φέρει, και εφόνευσαν πολλούς εξ αυτών κατά την επιβίβασιν· διότι οι βάρβαροι ούτοι δεν ήξευραν να κολυμβούν και διότι οι εις τα πλοία, άμα είδαν τα συμβαίνοντα εις την ξηράν, εμακρύνθησαν και έρριψαν την άγκυραν εκτός τοξεύματος. Μέχρις εκείνης της στιγμής οι Θράκες υπερησπίζοντο επιδεξίως εναντίον του ιππικού των Θηβαίων, το οποίον επετέθη εναντίον τους πρώτα. Τρέχοντες εμπρός και συστρεφόμενοι κατά τον εγχώριον τρόπον των επροφύλατταν εαυτούς· διά τούτο κατά την υποχώρησιν εκείνην ολίγοι εξ αυτών μόνον εφονεύθησαν, μέρος όμως, το οποίον είχε μείνει εντός της πόλεως προς διαρπαγήν, εχάθη. Εκ των χιλίων τριακοσίων δε Θρακών απέθαναν το όλον διακόσιοι πεντήκοντα. Εκ των Θηβαίων και των άλλων, οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειαν, εφονεύθησαν είκοσι, ιππείς και οπλίται ομού, καθώς και ο Σκιρφώνδας, είς των Θηβαίων βοιωταρχών. Από δε τους Μυκαλησσίους ολίγον μόνον μέρος εξ αυτών εσώθη. Τοιαύτη υπήρξεν η τύχη της Μυκαλησσού, της οποίας οι κάτοικοι υπέστησαν καταστροφήν, η οποία διά το μέγεθος αυτής είναι αξία ολοφυρμού και η οποία δεν υπήρξε κατωτέρα καμμιάς άλλης εξ όσων συνέβησαν κατά τον πόλεμον εκείνον.
31. Ο δε Δημοσθένης, μετά την οικοδόμησιν του εν Λακωνική φρουρίου πλέων προς την Κέρκυραν συνήντησε φορτηγόν ηγκυροβολημένον εις την Φειάν των Ηλείων· διά του φορτηγού εκείνου επρόκειτο να μεταβώσιν εις την Σικελίαν οι Κορίνθιοι οπλίται. Και αυτό μεν καταβυθίζει ο Δημοσθένης, οι δε άνδρες διαφυγόντες εύρον ύστερον άλλο φορτηγόν και απέπλευσαν. Μετά ταύτα ελθών εις την Ζάκυνθον και την Κεφαλληνίαν παρέλαβεν οπλίτας, εζήτησεν εκ της Ναυπάκτου αριθμόν τινα Μεσσηνίων, και μετέβη εις την αντιπέραν ήπειρον της Ακαρνανίας, την Αλύζειαν και το Ανακτόριον, το οποίον κατείχαν οι Αθηναίοι. Εις την χώραν ταύτην ευρισκόμενον, συνήντησεν αυτόν ο Ευρυμέδων επιστρέφων εκ της Σικελίας, όπου είχε πεμφθή κατά τον χειμώνα, διά να φέρη χρήματα εις τον στρατόν. Μεταξύ άλλων τω ανήγγειλεν ούτος ότι, ενώ έπλεεν, έμαθε την άλωσιν του Πλημμυρίου υπό των Συρακουσίων. Ο Κόνων, ο οποίος ήτο άρχων του στρατού εις την Ναύπακτον, ήλθεν επίσης προς τους στρατηγούς τούτους, διά να τους αναγγείλη ότι τα εικοσιπέντε πλοία των Κορινθίων, τα οποία εφύλατταν προ της πόλεως εκείνης, όχι μόνον δεν έπαυαν τας εχθροπραξίας, αλλ' έμελλον και να ναυμαχήσουν. Εζήτησε λοιπόν παρ' αυτών να στείλουν πλοία, επειδή οι Αθηναίοι δεν ήσαν ικανοί με τα δεκαοκτώ πλοία, τα οποία είχαν, να αντιταχθούν κατά των εικοσιπέντε εχθρικών. Τότε ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων συνέπεμψαν μετά του Κόνωνος δέκα πλοία εκ των μάλιστα ταχυπλόων, διά να ενισχύσουν τον εν Ναυπάκτω στόλον, αυτοί δε ενησχολήθησαν συναθροίζοντας τα στρατεύματα τα προωρισμένα διά την Σικελίαν. Και ο μεν Ευρυμέδων έπλευσε διά την Κέρκυραν, διέταξε τους κατοίκους να εξοπλίσουν δεκαπέντε πλοία και συνέλεξεν οπλίτας, διότι συνεμερίζετο ήδη από της επιστροφής του την αρχήν με τον Δημοσθένην, μετά του οποίου είχε συνεκλεχθή, ο δε Δημοσθένης συνήθροιζεν εκ των περιχώρων της Ακαρνανίας σφενδονήτας και ακοντιστάς.
32. Οι δε πρέσβεις, τους οποίους οι Συρακούσιοι είχαν στείλη εις τας πόλεις της Σικελίας μετά την άλωσιν του Πλημμυρίου, επιτυχόντες εις την αποστολήν των ητοιμάζοντο να φέρουν τας επικουρίας, τας οποίας είχαν συναθροίσει, ότε ο Νικίας, ειδοποιηθείς εγκαίρως, έπεμψε προς τους Σικελούς, τους Κεντόριπας δηλαδή, τους Αλικμαίους και άλλους, οι οποίοι εκράτουν την δίοδον και ήσαν σύμμαχοι του, παρακαλών αυτούς να μη επιτρέψουν εις τους εχθρούς να διέλθουν διά της χώρας των, αλλά συσσωματούμενοι ν' αντισταθούν εις αυτούς. Πάσα άλλη οδός ήτο κλεισμένη εις αυτούς, διότι οι Ακραγαντίνοι δεν θα τους επέτρεπαν την διά της χώρας των δίοδον. Οι δε Σικελιώται ήσαν ήδη καθ' οδόν, ότε οι Σικελοί, συμφώνως με την παράκλησιν των Αθηναίων, έστησαν ενέδρας εις τρία μέρη, προσέβαλαν εξαίφνης τον εχθρόν, ο οποίος ήτο απροφύλακτος, και εφονευσαν οκτακοσίους ανθρώπους και όλους τους πρέσβεις, εκτός ενός μόνου, ο οποίος ήτο Κορίνθιος· ούτος δε ωδήγησεν εις τας Συρακούσας τους διαφυγόντας, συμποσούμενους εις χιλίους πεντακοσίους.
33. Περί τας αυτάς ημέρας οι προς βοήθειαν των Συρακουσών ερχόμενοι Καμαριναίοι έφθασαν συμποσούμενοι εις πεντακοσίους οπλίτας, τριακοσίους ακοντιστάς και τριακοσίους τοξότας. Έπεμψαν δε και οι Γελώοι στολίσκον εκ πέντε πλοίων, τετρακοσίους ακοντιστάς και διακοσίους ιππείς. Από της στιγμής λοιπόν ταύτης όλη σχεδόν η Σικελία, εκτός των Ακραγαντίνων, οι οποίοι έμεναν ουδέτεροι, και αυτοί ακόμη οι λαοί πού ήσαν αναποφάσιστοι, ηνώθη με τους Συρακουσίους, διά να βοηθήση αυτούς εναντίον των Αθηναίων. Και οι μεν Συρακούσιοι ένεκα του παθήματος που έπαθαν εις την χώραν των Σικελών, ανέλαβαν να επιτεθούν κατά των Αθηναίων· ο δε Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων, άμα ητοιμάσθη ο στρατός της Κερκύρας και της Ηπείρου, μετέβησαν μεθ' όλης της στρατιάς διά της Ιονικής θαλάσσης εις το ακρωτήριον Ιαπυγίαν· αναχωρήσαντες εκείθεν προσήγγισαν εις τας Χοιράδας νήσους της Ιαπυγίας, όπου παρέλαβαν ακοντιστάς τινας των Ιαπύγων εκ του Μεσσαπίου γένους, εκατόν πεντήκοντα τον αριθμόν. Ανανεώσαντες αρχαίαν τινά φιλίαν μετά του Άρτα, ο οποίος ήτο άρχων των μερών εκείνων και ο οποίος τους έδωκε τους ακοντιστάς εκείνους, έφθασαν εις το Μεταπόντιον της Ιταλίας. Και πείσαντες τους Μεταποντίους, ως συμμάχους, να τους δώσουν τριακοσίους ακοντιστάς και δύο πλοία, τους παρέλαβαν και διέβησαν εις την Θουρίαν, όπου εύρον το δυσμενές προς τους Αθηναίους κόμμα εξορισθέν νεωστί συνεπεία στάσεως. Θέλοντες δε να συναθροίσουν όλον το στράτευμα εις το μέρος τούτο, να εξετάσουν τις έμεινεν οπίσω και να πείσουν τους Θούριους να συνεκρατεύσουν μετ' αυτών προθύμως και να θεωρούν κοινούς τους φίλους και τους εχθρούς, έμειναν εις την Θουρίαν ενασχολούμενοι εις ταύτα.
34. Περί τον αυτόν δε χρόνον οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι με τα εικοσιπέντε πλοία συνεκράτουν τον εν τη Ναυπάκτω στόλον των Αθηναίων, διά να διαβούν τα διά την Σικελίαν φορτηγά, ητοιμάσθησαν να δώσουν ναυμαχίαν. Εξοπλίσαντες ακόμη και άλλα πλοία, εις τρόπον ώστε να είναι ίσα σχεδόν με τον αριθμόν των Αττικών πλοίων, προσωρμίσθησαν εις τον Ερινεόν, πόλιν της Αχαΐας εν τη Ρυπική. Και επειδή ωφελίμως δι' αυτούς ήτο μηνοειδές το μέρος, εις το οποίον εστάθμευσαν, ο μεν πεζός στρατός ο πεμφθείς υπό των Κορινθίων και των άλλων συμμάχων των χωρών εκείνων παρετάχθη εις τας δύο άκρας, τα δε πλοία κατέλαβαν και ενέφραξαν το μεταξύ διάστημα. Ο Κορίνθιος Πολυάνθης ήτο αρχηγός του ναυτικού. Οι δε Αθηναίοι έπλευσαν κατ' αυτών εκ της Ναυπάκτου μετά τριακοντατριών πλοίων, έχοντες αρχηγόν τον Δίφιλον. Οι Κορίνθιοι κατ' αρχάς μεν ησύχαζαν, έπειτα όμως, ότε υψώθησαν τα σημεία, άμα ενόμισαν ότι ήτο καιρός, ώρμησαν κατά των Αθηναίων και εναυμάχουν. Επί πολύν χρόνον αντείχον από τα δύο μέρη. Και των μεν Κορινθίων τρία πλοία κατεστράφησαν, των δε Αθηναίων ουδέν εβυθίσθη εντελώς, αλλ' επτά έγιναν άχρηστα· προσβληθέντα κατά την πρώραν διερράγησαν εις το εμπρόσθιον μέρος υπό των Κορινθιακών πλοίων, τα οποία προς αυτόν ακριβώς τον σκοπόν είχαν παχυτέρας τας επωτίδας. Η ναυμαχία υπήρξεν αμφίρροπος, εις τρόπον ώστε και τα δύο μέρη ηξίωσαν ότι ενίκησαν· αλλ' ότε απεχωρίσθησαν οι Αθηναίοι έμειναν κύριοι των ναυαγίων του στόλου, διότι ο άνεμος τα ώθησε προς το πέλαγος και διότι οι Κορίνθιοι δεν επανέλαβαν την επίθεσιν. Ούτε καταδίωξις έγινεν, ούτε αιχμάλωτοι συνελήφθησαν από τα δύο αντίπαλα μέρη, διότι οι μεν Κορίνθιοι και οι Πελοποννήσιοι ναυμαχούντες πλησίον της ξηράς διεσώζοντο ευκόλως, των δε Αθηναίω ουδέν πλοίον κατεβυθίσθη. Επειδή δε απέπλευσαν οι Αθηναίοι εις την Ναύπακτον, ευθύς οι Κορίνθιοι έστησαν τρόπαιον ως νικηταί, διότι περισσότερα πλοία εχθρικά κατέστησαν άχρηστα, και διότι δεν ενόμιζαν εαυτούς ως ητηθέντας διά μόνον τον λόγον ότι και οι Αθηναίοι δεν ηξίουν ότι ενίκησαν. Το βέβαιον είναι ότι και οι Κορίνθιοι ενόμισαν ότι ενίκησαν, επειδή δεν κατεστράφησαν εντελώς, και οι Αθηναίοι ότι ητήθησαν, επειδή δεν ενίκησαν καθ' ολοκληρίαν. Ότε δε απέπλευσαν οι Πελοποννήσιοι και διελύθη το πεζικόν, οι Αθηναίοι έστησαν ως νικήσαντες και αυτοί τρόπαιον εν τη Αχαΐα, είκοσι σταδίους μακράν του Ερινεού, όπου ήσαν προσωρμισμένα τα πλοία των Κορινθίων. Και η μεν ναυμαχία ούτως ετελείωσεν.
35. Ο δε Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων, άμα οι Θούριοι παρεσκευάσθησαν, διά να συνεκστρατεύσουν με επτακοσίους οπλίτας και τριακοσίους ακοντιστάς, τα μεν πλοία διέταξαν να παραπλέουν την Κροτωνιάτιδα, αυτοί δε επιθεωρήσαντες πρώτον πλησίον του ποταμού Συβάρεως όλον τον πεζόν στρατόν, τον ωδήγησαν διά της Θουρίας. Ότε έφθασαν εις τον ποταμόν Υλίαν, οι Κροτωνιάται τους ειδοποίησαν ότι δεν επέτρεπαν να διέλθη ο στρατός διά της χώρας των· τούτου ένεκα λοιπόν κατέβησαν προς την θάλασσαν και τας εκβολάς του Υλίου, όπου διενυκτέρευσαν και όπου τα πλοία ήλθαν και τους συνήντησαν. Την δε άλλην ημέραν επεβιβάσθησαν και παρέπλευσαν αποβιβαζόμενοι εις όλας τας πόλεις, εκτός της των Λοκρών, και τέλος έφθασαν εις την Πέτραν της Ρηγίνης χώρας.
36. Εις το μεταξύ οι Συρακούσιοι, μαθόντες την προσέγγισίν των, ηθέλησαν πάλιν να αποπειραθούν διά των πλοίων και όλης της πεζικής δυνάμεως πού είχαν συναθροίσει προ του ερχομού του εχθρού, διά να προλάβουν αυτόν. Ιδόντες δε εκ της προτέρας ναυμαχίας ότι ηδύναντο να επιτύχουν ωφέλειάν τινα, προητοίμασαν όλον τον στόλον των, εκόντιναν τας πρώρας των πλοίων, κατέστησαν αυτάς μάλλον στερεάς και έθεσαν επ' αυτών παχείας επωτίδας· απ' αυτών δε προσήλωσαν εις τα πλευρά των πλοίων, έσωθεν και έξωθεν, υποστηρίγματα (αντηρίδας, έξ πήχεων, κατά τον αυτόν τρόπον, κατά τον οποίον οι Κορίνθιοι είχαν επισκευάσει τα πλοία των, ότε εναυμάχησαν διά της πρώρας κατά των εν Ναυπάκτω πλοίων. Επειδή τα πλοία των Αθηναίων δεν είχαν το αυτό σχήμα με των Συρακουσίων, αλλ' είχαν τας πρώρας λεπτοτέρας, διότι οι Αθηναίοι εξετέλουν τας επιθέσεις των ολιγώτερον κατά των πρωρών ή κατά των πλευρών διά περιστροφής, οι Συρακούσιοι ενόμισαν ότι εξησφάλισαν εις εαυτούς την επιτυχίαν και ότι η εν τω μεγάλω λιμένι ναυμαχία, εν στενώ χώρω γινομένη και μετά πολλών πλοίων, ήθελεν αποβή υπέρ αυτών· ότι προσβάλλοντες την πρώραν διά της πρώρας θα συνέτριβαν τας πρώρας των εχθρικών πλοίων επιτιθέμενοι μετ' εμβόλων στερεών και παχέων κατά κοίλων και ασθενών ότι οι Αθηναίοι, εις στενόν χώρον δεν θα ηδύναντο ούτε περιστροφάς να κάμουν ούτε να διασχίσουν την εχθρικήν γραμμήν, χειρισμόν εις τον οποίον τα μάλιστα εβασίζοντο, διότι οι Συρακούσιοι θα τους ημπόδιζαν όσον το δυνατόν να διασχίσουν την γραμμήν, και το στενόν του χώρου θα καθίστα εις τους Αθηναίους δυσκόλους τας περιστροφάς· ότι εκείνο το οποίον εθεώρουν μέχρι τότε ως αμάθειαν των κυβερνητών, να συγκρούουν δηλαδή την πρώραν κατά της πρώρας, θα απέβαινεν υπέρ αυτών και θα εξησφάλιζεν εις αυτούς την υπεροχήν· τοσούτω μάλλον, όσω οι Αθηναίοι, εξωθούμενοι, δεν θα ηδύναντο να καταφύγουν αλλαχού ή εις την ξηράν, και μικρόν μόνον διάστημα θα τους εχώριζεν από την στενήν θέσιν, όπου ήτο το στρατόπεδόν των. Ούτω δε, ενώ οι Συρακούσιοι θα ήσαν κύριοι όλου του λιμένος, οι Αθηναίοι, άμα εξωθούντο εις μέρος τι, θα συνεσωρεύοντο εις το στενόν, και πίπτοντες όλοι οι μεν επί των δε εις το αυτό θα συνεταράσσοντο (και τούτο έβλαπτε τα μάλιστα τους Αθηναίους· εις τας ναυμαχίας, διότι δεν ηδύναντο, ως οι Συρακούσιοι, να αποσύρωνται προς όλα τα μέρη του λιμένος)· τέλος δε, επειδή οι Συρακούσιοι θα ήσαν κύριοι να επιτίθενται και να υποχωρούν, θα ήτο δύσκολον εις τους Αθηναίους να εκτελούν περιστροφάς εις την ευρυχωρίαν, καθ' όσον άλλως το Πλημμύριον ήτο εχθρικόν προς αυτούς και το στόμιον του λιμένος στενόν.
37. Τοιαύτα επινοήσαντες οι Συρακούσιοι αναλόγως της ικανότητός των και των δυνάμεων των, και συγχρόνως λαβόντες πλειότερον θάρρος εκ της προτέρας ναυμαχίας, επετέθησαν διά του πεζού στρατού και των πλοίων εν ταυτώ. Κατ' αρχάς ο Γύλιππος εξήγαγε το ιππικόν, το οποίον ήτο εις την πόλιν, και ωδήγησεν αυτό πλησίον του τείχους των Αθηναίων εις το μέρος το βλέπον προς τας Συρακούσας, ενώ οι οπλίται, οι οποίοι ήσαν εις το Ολυμπιείον, οι ιππείς και οι ψιλοί των Συρακουσίων επλησίαζαν εκ του αντιθέτου μέρους. Αμέσως μετά ταύτα τα πλοία των Συρακουσίων και των συμμάχων εκινήθησαν. Οι Αθηναίοι κατ' αρχάς μεν ενόμισαν ότι οι εχθροί είχαν σκοπόν να τους προσβάλουν μόνον με το πεζικόν· ιδόντες όμως αίφνης ότι και τα πλοία επίσης διηυθύνοντο κατ αυτών εταράχθησαν. Και οι επί τα τείχη και προ των τειχών ετέθησαν εις παράταξιν προς αντίκρουσιν των από του Ολυμπιείου και των έξω μετά ταχύτητος προχωρούντων πολλών ιππέων και ακοντιστών· άλλοι τέλος εισήρχοντο εις τα πλοία και συγχρόνως έτρεχαν προς τον αιγιαλόν. Μετά το πέρας της επιβιβάσεως ανήχθησαν με εβδομήκοντα πέντε πλοία, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν ογδοήκοντα.
38. Το δε πλείστον μέρος της ημέρας εδαπανήθη εις το να προσεγγίζουν αλλήλους διά θαλάσσης, να απομακρύνωνται, να δοκιμάζωνται αμοιβαίως· και επειδή ούτε οι μεν ούτε οι δε κατώρθωσαν τίποτε άξιον λόγου, εκτός ότι οι Συρακούσιοι εβύθισαν έν πλοίον ή δύο των Αθηναίων, απεχωρίσθησαν και συγχρόνως ο πεζός στρατός απεμακρύνθη των τειχών. Την επομένην οι μεν Συρακούσιοι ησύχαζαν χωρίς να δεικνύουν τι πως είχαν σκοπόν να ενεργήσουν· ο δε Νικίας ιδών ότι η ναυμαχία υπήρξεν αμφίρροπος και περιμένων νέαν επίθεσιν ηνάγκαζε τους τριηράρχους να επισκευάσουν τα βλαφθέντα πλοία και προσώρμισε τα φορτηγά πλοία προ των πασσάλων, τους οποίους οι Αθηναίοι ενέπηξαν εις την θάλασσαν, έμπροσθεν του στόλου των, διά να χρησιμεύουν εις αυτούς αντί λιμένος κλειστού. Έθεσε δε τα φορτηγά πλοία εις απόστασιν δύο πλέθρων· το έν από του άλλου, διά να εξασφαλίση την υποχώρησιν και να ευκολύνη την έξοδον εις κάθε πλοίον κατανικώμενον υπό του εχθρού. Διά να εκτελέσουν δε όλας αυτάς τας εργασίας οι Αθηναίοι, εδαπάνησαν όλην την ημέραν μέχρι της νυκτός.
39. Την δε άλλην ημέραν, ενωρίτερον μεν, αλλά διά του αυτού σχεδίου, οι Συρακούσιοι συνεπλάκησαν κατά θάλασσαν και ξηράν με τους Αθηναίους. Εκατέρωθεν οι στόλοι παρετάχθησαν εις μάχην, και, όπως την πρώτην φοράν, κατηνάλωσαν το πλείστον μέρος της ημέρας δοκιμαζόμενοι αμοιβαίως. Τέλος ο Κορίνθιος Αρίστων ο Πυρρίχου, άριστος κυβερνήτης μεταξύ των Συρακουσίων, έπεισε τους άρχοντας του στόλου να στείλουν διαταγήν εις τους εν τη πόλει αγορανόμους να μεταφέρουν την αγοράν των πωλουμένων πλησίον της θαλάσσης και να αναγκάσουν όλους όσοι είχαν τρόφιμα να τα φέρουν και τα εκθέσουν εις πώλησιν. Το σχέδιον ήτο να αποβιβάσουν τους ναύτας, διά να γευματίσουν πλησίον των πλοίων και αμέσως έπειτα αυθημερόν να προσβάλουν τους Αθηναίους εξ απροόπτου.
40. Και οι μεν τριήραρχοι πεισθέντες έπεμψαν εις την πόλιν αγγελιαφόρον και η αγορά παρεσκευάσθη. Αίφνης οι Συρακούσιοι στρέψαντες πρύμναν έπλευσαν πάλιν προς την πόλιν, εξήλθαν των πλοίων και εγευμάτισαν επί της παραλίας. Οι δε Αθηναίοι, νομίζοντες ότι οι εχθροί ωπισθοχώρησαν προς την πόλιν των ως ηττηθέντες, εξήλθον ησύχως εκ των πλοίων και μεταξύ άλλων ενασχολήσεων ήρχισαν να ετοιμάζουν το γεύμα των με την ιδέαν ότι κατά την ημέραν εκείνην δεν θα έκαμναν άλλην ναυμαχίαν. Αίφνης όμως οι Συρακούσιοι, εισελθόντες εις τα πλοία, επροχώρησαν πάλιν κατ' αυτών· οι δε Αθηναίοι, μετά μεγάλης ταραχής και οι πλείστοι νηστικοί, εισήλθαν εις τα πλοία ατάκτως και παρετάχθησαν μετά δυσκολίας. Και επί τινα μεν χρόνον απέσχον να προσβάλουν αλλήλους και παρετηρούντο· έπειτα δε οι Αθηναίοι, μη κρίνοντες συμφέρον να μένουν επί πολύ εις το αυτό μέρος και να παραδοθούν αφ' εαυτών ένεκα του κόπου, επροτίμησαν να ναυμαχήσουν αμέσως. Ότε δε εδόθη το σημείον, επέπεσαν κατά του εχθρού και ήρχισαν την μάχην. Οι δε Συρακούσιοι, δεχθέντες την επίθεσιν και στρέψαντες την πρώραν των πλοίων κατά την τακτικήν των, συνέτριψαν διά των επωτίδων τας πλείστας πρώρας των εχθρικών πλοίων· συγχρόνως οι από των καταστρωμάτων ακοντίζοντες μεγάλως έβλαπταν τους Αθηναίους, προ πάντων οι Συρακούσιοι, οι οποίοι περιέπλεον δι' ελαφρών λέμβων και οι οποίοι ολισθαίνοντες υπό τας σειράς των κωπών των εχθρικών πλοίων και εις τα πλάγια ηκόντιζαν εκείθεν τους ναύτας.
41. Τέλος δε, τοιουτοτρόπως πολεμούντες, ενίκησαν οι Συρακούσιοι κατά κράτος, και οι Αθηναίοι υποχωρήσαντες διά μέσου των φορτηγών πλοίων κατέφυγαν εις τον ιδικόν των όρμον. Τα πλοία των Συρακουσίων κατεδίωξαν αυτούς μέχρι των φορτηγών πλοίων αλλ' εκεί αι μεταξύ των εισόδων τεθειμέναι και διά χαλκών δελφίνων ωπλισμέναι κεραίαι τους ημπόδισαν να προχωρήσουν. Δύο πλοία των Συρακουσίων υπερηφανευθέντα εξ αιτίας της νίκης επλησίασαν και κατεστράφησαν, και εν μάλιστα εξ αυτών εκυριεύθη μεθ' όλου του πληρώματος. Οι δε Συρακούσιοι, αφού κατεβύθισαν επτά, πλοία των Αθηναίων, έβλαψαν πολλά άλλα, συνέλαβαν και εφόνευσαν ανθρώπους, απεχώρησαν και έστησαν τρόπαια δι' αμφοτέρας τας ναυμαχίας. Τότε δε πλήρη έχοντες πεποίθησιν εις την μεγάλην υπεροχήν του ναυτικού των ενόμιζαν ότι ήθελαν επίσης νικήσει και τον πεζόν στρατόν. Και οι μεν Συρακούσιοι παρεσκευάζοντο πάλιν να επιτεθούν κατά του εχθρού διά ξηράς και διά θαλάσσης.
42. Εις το αναμεταξύ δε ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων έφθασαν έχοντες τας εξ Αθηναίων σταλείσας επικουρίας, εβδομήκοντα τρία πλοία, συμπεριλαμβανομένων και των ξενικών, πεντακισχιλίους περίπου οπλίτας Αθηναίους και συμμάχους όχι ολίγους ακοντιστάς βαρβάρους και Έλληνας, και σφενδονήτας και τοξότας, και προμηθείας αρκετάς. Και οι μεν Συρακούσιοι έφθασαν προς στιγμήν εις μεγίστην αμηχανίαν και (απηλπίσθησαν) ως να μη υπήρχε πλέον πέρας, διά να απαλλαγούν του κινδύνου· διότι έβλεπαν ότι με όλην την οχύρωσιν της Δεκελείας ουχ ήττον ήλθε κατ' αυτών ίσος και παραπλήσιος στρατός με τον πρότερον και ότι αι δυνάμεις των Αθηναίων εφαίνοντο πανταχού πολλαί. Το δε πρώτον στράτευμα των Αθηναίων ανέλαβε θάρρος μετά τα δεινά παθήματα, τα οποία είχεν υποφέρει. Ο Δημοσθένης ιδών πώς είχαν τα πράγματα ενόμισεν ότι δεν έπρεπε να χάνη καιρόν μήτε να περιπέση εις το ίδιον σφάλμα, εις το οποίον περιέπεσεν ο Νικίας (ο οποίος φοβερός ότε κατά πρώτον ήλθεν, αντί να επιτεθή ευθύς κατά των Συρακουσών, διεχείμασεν εις την Κατάνην, περιεφρονήθη και επρόλαβεν αυτόν ο Γύλιππος ελθών εκ της Πελοποννήσου μετά στρατού, τον οποίον δεν θα προσεκάλουν οι Συρακούσιοι, εάν ο Νικίας επετίθετο κατ'αυτών αμέσως· διότι με την έπαρσίν των ότι ήσαν αξιόμαχοι, άμα ως θα έφθαναν να αναγνωρίσουν το ανεπαρκές των δυνάμεών των θα έβλεπαν αμέσως (συνάμα) εαυτούς περιτειχισμένους· τότε, και αν ακόμη προσεκάλουν επικουρίας, δεν θα τοις παρείχον αύται την ιδίαν ωφέλειαν. Ταύτα σκεπτόμενος ο Δημοσθένης και γνωρίζων ότι και αυτός διά της παρουσίας του θα ενέπνεε μέγαν φόβον κατά την πρώτην ημέραν εις τους Συρακουσίους, ηθέλησε να επωφεληθή τάχιστα εκ του τρόμου, τον οποίον ενέπνευσε τότε το στράτευμά του. Ιδών ότι το παράλληλον τείχος των Συρακουσίων, διά του οποίου ούτοι είχαν εμποδίσει τους Αθηναίους από του να τους περιτειχίσουν, ήτο απλούν, και ότι, εάν κατόρθωνε να καταλάβη τα ύψη των Επιπολών και το εν αυταίς στρατόπεδον, ευκόλως θα εγίνετο κύριος του τείχους τούτου, όπου κανείς δεν θα ηδύνατο ν' αντισταθή κατ' αυτών, απεφάσισε να κάμη την απόπειραν ταύτην. Διά του τρόπου τούτου εσκέπτετο ότι ο πόλεμος θα καθίστατο πολύ συντομώτερος, διότι, εάν ενίκα, θα εκυρίευε τας Συρακούσας· άλλως, θα απήγε τον στρατόν και δεν θα άφηνε τους Αθηναίους, τους συμμάχους και την πόλιν ολόκληρον να κατατρίβωνται εις ανωφελείς αγώνας.
43. Εξελθόντες λοιπόν κατά πρώτον οι Αθηναίοι περί τον Άναπον ελεηλάτουν την χώραν των Συρακουσίων και ως την πρώτην φοράν έγιναν πάλιν κύριοι επί της θαλάσσης, διότι οι Συρακούσιοι ουδεμίαν άλλην δύναμιν αντέταξαν κατ' αυτών ειμή τους ιππείς και τους ακοντιστάς τους μένοντας εις το Ολυμπιείον. Έπειτα ο Δημοσθένης απεφάσισε να κάμη πρώτην τινά, απόπειραν των πολεμικών μηχανών κατά του παραλλήλου τείχους. Αλλ' άμα τη προσεγγίσει των εκάησαν υπό των εχθρών, οι οποίοι ημύνοντο άνωθεν των τειχών, ο δε λοιπός στρατός μετά επανειλημμένας επιθέσεις απεκρούσθη. Τότε ο Δημοσθένης είδεν ότι δεν έπρεπε να χάνη καιρόν· πείσας τον Νικίαν να παραδεχθή το σχέδιόν του επεχείρησε να επιτεθή κατά των Επιπολών. Και ενόσω μεν ήτο ημέρα του εφαίνετο αδύνατος η λαθραία ανάβασις. Παραγγείλας δε προμηθείας πέντε ημερών και παραλαβών όλους τους λιθοτόμους και τους τέκτονας, και προμηθευθείς τα βέλη και όλα τα άλλα όσα ήσαν αναγκαία προς ανέγερσιν οχυρωμάτων εις περίπτωσιν που ενίκων, αυτός μεν μετά του Ευρυμέδοντος και του Μενάνδρου και όλου του στρατού επροχώρησε κατά την ώραν του πρώτου ύπνου προς τας Επιπολάς, ο δε Νικίας έμεινεν εις τα τείχη. Προσεγγίσαντες εις τας Επιπολάς διά του Ευρυήλου, εις το μέρος όπου κατά πρώτον είχεν αναβή ο παλαιός στρατός, διαφεύγουν την προσοχήν των φυλάκων των Συρακουσίων και αναβάντες εις το ύψος κυριεύουν το εκεί τείχισμα των Συρακουσίων και φονεύουν φύλακάς τινας· οι περισσότεροι δε εξ αυτών καταφεύγουν αμέσως εις τα τρία στρατόπεδα των Επιπολών, τα οποία εφυλάσσοντο διά προτειχισμάτων και κατείχοντο εν μεν υπό των Συρακουσίων, έν δε υπό των άλλων Σικελιωτών, έν δε υπό των συμμάχων, και αναγγέλλουν την έφοδον του εχθρού. Ειδοποιούν ωσαύτως και τους εξακοσίους Συρακουσίους, οι οποίοι προς το μέρος των Επιπολών εσχημάτιζαν την πρωτοφυλακήν. Και ούτοι μεν έτρεξαν αμέσως εις βοήθειαν· αλλ' ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι τους συνήντησαν, τους έτρεψαν εις φυγήν με όλην την γενναίαν αντίστασίν των και άνευ βραδύτητος ώδευσαν εμπρός, φοβούμενοι μήπως ψυχρανθή ο ζήλος, τον οποίον είχαν να επιτύχουν του σκοπού των· άλλο σώμα κατελάμβανεν ήδη υπό των Συρακουσίων αρχήθεν κτησθέν παράλληλον τείχος, το οποίον εγκατέλειπαν οι φύλακες και κατηδάφιζαν τας επάλξεις αυτού. Εν τούτοις οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι των, ο Γύλιππος και οι μετ' αυτού, εξήλθαν εκ των προτειχισμάτων· μη προσδοκώντες την τολμηράν εκείνην επίθεσιν και έμπλεοι τρόμου επροχώρησαν κατά των Αθηναίων, αλλ' αποκρουσθέντες υπεχώρησαν κατ' αρχάς. Ήδη οι Αθηναίοι επροχώρουν μετά τινος αταξίας ως αν ήσαν νικηταί και ήθελαν να διέλθουν όσον τάχιστα δι' όλου του εχθρικού στρατού, ο οποίος δεν είχεν ακόμη πολεμήσει, φοβούμενοι μήπως, εάν εβράδυναν την πορείαν των, συσσωματωθή, ότε πρώτοι οι Βοιωτοί αντέστησαν εις αυτούς, τους προσέβαλαν, τους απέκρουσαν και τους έτρεψαν εις φυγήν.
44. Από της στιγμής ταύτης οι Αθηναίοι περιέπεσαν εις τοιαύτην ταραχήν και απορίαν, ώστε δεν ηδυνήθην να μάθω από κανέν μέρος (των πολεμησάντων) τα καθέκαστα της μάχης. Κατά την ημέραν διακρίνονται μεν καλλίτερον τα συμβαίνοντα, αλλ' οι παρευρισκόμενοι εις μάχην τινά δεν λαμβάνουν γνώσιν, όλων των λεπτομερειών και μόλις αντιλαμβάνονται των περί αυτούς· πώς λοιπόν εις νυκτερινήν μάχην, την μόνην που κατά το διάστημα του πολέμου τούτου έγινε μεταξύ δύο μεγάλων στρατοπέδων, ήτο δυνατόν να λάβη τις πληροφορίας ακριβείς; Η σελήνη ήτο λαμπρά, αλλά δεν έβλεπαν αλλήλους, ειμή όπως δύναται τις να ίδη την σελήνην, δηλαδή έβλεπαν μεν το σχήμα των σωμάτων, αλλά δεν ηδύναντο να διακρίνουν τον φίλον από του εχθρού. Πολλοί οπλίται αμφοτέρων των στρατών περιεστρέφοντο εντός χώρου στενού· προς το μέρος των Αθηναίων, οι μεν είχαν ήδη νικηθή, οι δε, εν τη πρώτη ακόμη ορμή, εχώρουν ακράτητοι. Πολύ μέρος του επιλοίπου στρατεύματος είχεν ήδη αναβή, άλλο ανέβαινεν ακόμη, ώστε δεν ήξευραν πού να διευθυνθούν διότι οι προχωρήσαντες στρατιώται, ένεκα της τροπής, περιήλθαν εις ταραχήν και η βοή τους ημπόδιζε να διακρίνουν αλλήλους. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, νικώντες, παρώτρυναν αλλήλους διά μεγάλων κραυγών, διότι δεν ηδύναντο την νύκτα να δώσουν άλλο σύνθημα και συγχρόνως περιέμεναν σταθερώς τους επερχομένους. Οι Αθηναίοι ανεζήτουν αλλήλους και εξελάμβαναν ως εχθρούς όσους συνήντων, έστω και αν ήσαν ούτοι οι φίλοι των όσοι είχαν τραπή εις φυγήν. Μη έχοντες άλλο γνώρισμα ειμή το σύνθημα εζήτουν τούτο συνεχώς και διά του τρόπου τούτου όχι μόνον ηύξαναν την ταραχήν, αλλά και όλοι συγχρόνως ερωτώντες κατέστησαν αυτό γνωστόν εις τους πολεμίους χωρίς να μάθουν το σύνθημα των Συρακουσίων, οι οποίοι, νικηταί και ουχί διεσπαρμένοι, ανεγνώριζαν αλλήλους ευκολότερα. Διά τούτο, ότε οι Συρακούσιοι συνήντων σώμα ισχυρότερον, διέφευγαν χάρις εις την γνώσιν του συνθήματος· εξ εναντίας οι Αθηναίοι, μη δυνάμενοι να αποκριθούν, κατεσφάζοντο. Τίποτε όμως άλλο δεν τους έβλαψε περισσότερον, όσον ο πολεμικός παιάν, ο οποίος, επειδή ήτο παραπλήσιος εις αμφοτέρους, παρείχεν απορίαν εις τους Αθηναίους· διότι οι Αργείοι, οι Κερκυραίοι και όσοι Δωριείς ήσαν μετά των Αθηναίων, οσάκις ετόνιζαν τον παιάνα, επροξένουν εις τους Αθηναίους τον αυτόν τρόμον, τον οποίον και οι εχθροί· εις τρόπον ώστε και εις πολλά μέρη, όπου συνηντήθησαν εν τω μέσω του θορύβου, φίλοι μετά φίλων, πολίται μετά πολιτών, όχι μόνον εφοβήθησαν, αλλά και εις χείρας ήλθαν μεταξύ των και μετά δυσκολίας απεχωρίσθησαν. Καταδιωκόμενοι υπό του εχθρού οι πολλοί ερρίπτοντο κατά των κρημνών και εχάνοντο, επειδή ήτο στενή η κατάβασις από των Επιπολών. Οι πλείστοι εξ εκείνων, οίτινες άνωθεν καταβαίνοντες εσώθησαν εις την πεδιάδα, και προ πάντων οι στρατιώται της πρώτης στρατιάς, οίτινες εγνώριζαν καλλίτερον την χώραν, κατέφυγαν εις το στρατόπεδόν· αλλά τινες εκ των ύστερον ελθόντων έσφαλαν τον δρόμον και επλανήθησαν εις τους αγρούς· τούτους δε, άμα εξημέρωσεν, περικυκλώσαντες οι ιππείς των Συρακουσίων, εφόνευσαν.
45. Την δε επομένην ημέραν οι μεν Συρακούσιοι έστησαν δύο τρόπαια, έν εις τας Επιπολάς, κατά το μέρος της αναβάσεως, και έν εις το μέρος όπου οι Βοιωτοί αντέστησαν πρώτοι, οι δε Αθηναίοι εσύναξαν τους νεκρούς των διά συνθήκης. Εφονεύθησαν δε όχι ολίγοι εκ των ιδικών των και εκ των συμμάχων· των ληφθέντων όμως όπλων ο αριθμός υπήρξεν ανώτερος του αριθμού των νεκρών, διότι μεταξύ εκείνων, οίτινες είχαν αναγκασθή να πηδήσουν τους κρημνούς, αποθέτοντες τας ασπίδας των, άλλοι μεν εχάθησαν, άλλοι δε εσώθησαν.
46. Μετά δε την ανέλπιστον ταύτην επιτυχίαν, οι μεν Συρακούσιοι αναλαβόντες πάλιν θάρρος, ως και πρότερον, απέστειλαν τον Σικανόν μετά δεκαπέντε πλοίων εις τον επαναστατημένου Ακράγαντα, διά να υποτάξη την πόλιν ταύτην, εάν δυνηθή, ο δε Γύλιππος ανεχώρησε πάλιν διά ξηράς εις την άλλην Σικελίαν, διά να αποσπάση νέας επικουρίας· μετά την ευτυχή έκβασιν των εν ταις Επιπολαίς, πολλάς ελπίδας είχεν ότι θα εκυρίευεν ωσαύτως διά της βίας και τα τείχη των Αθηναίων.
47. Εν τούτοις οι στρατηγοί των Αθηναίων συνεσκέπτοντο και περί της γενομένης συμφοράς και περί της εντελούς εξαντλήσεως, εις την οποίαν είχε περιέλθει τότε ο στρατός. Έβλεπαν ότι όλα τα σχέδια των είχαν αποτύχει και ότι οι στρατιώται εβαρύνθησαν την εκεί διαμονήν. Ο στρατός επιέζετο διττώς υπό των ασθενειών· διότι και η εποχή του έτους ήτο εκείνη, καθ' ην ως επί το πλείστον ασθενούν οι άνθρωποι, και το μέρος, όπου εστρατοπεδεύοντο, ήτο ελώδες και νοσηρόν άλλως τε και τα πάντα εφαίνοντο εις αυτούς απελπιστικά. Επίστευε λοιπόν ο Δημοσθένης ότι δεν έπρεπε να διαμείνουν περισσότερον· αλλά μετά την αποτυχίαν, την οποίαν υπέστη, εγνωμάτευσε να τεθή εις ενέργειαν το σχέδιον, το οποίον είχε συλλάβει, ότε ερριψοκινδύνευσε την κατά των Επιπολών επίθεσιν, και άνευ περισσοτέρας χρονοτριβής, ενόσω ακόμη ηδύναντο, να διαπεράσουν το πέλαγος και να κρατούν τας εχθρικάς δυνάμεις διά των προ μικρού ελθόντων πλοίων. Είπεν επίσης ότι ωφελιμώτερον είναι διά την πόλιν να πολεμούν κατ' εκείνων, οίτινες ήγειραν τείχη επί της χώρας της, ή κατά των Συρακουσίων, τους οποίους δεν είναι πλέον εύκολον να υποτάξουν· άλλως τε και δεν συνέφερε να δαπανώνται ανωφελώς τόσα χρήματα προς εξακολούθησιν της πολιορκίας.
48. Και η μεν γνώμη του Δημοσθένους τοιαύτη ήτο· ο δε Νικίας ενόμιζε μεν και αυτός ότι η κατάστασις των πραγμάτων ήτο δυσάρεστος, δεν ήθελεν όμως να καταστήση γνωστήν την αδυναμίαν ούτε να καταγγελθούν μόνοι των εις τους εχθρούς σκεπτόμενοι μετά πολλών περί της αναχωρήσεως του στρατού και καθιστώντες ούτω δυσκολωτέραν την εκτέλεσιν αυτής. Άλλως ήξευραν ότι τα πράγματα των εχθρών, περί των οποίων ήτο κάλλιον παντός άλλου πληροφορημένος, τω παρείχαν ακόμη ελπίδας τινάς ότι θα παρουσίαζαν μεγαλυτέρας δυσχερείας παρ' ό,τι εις τους Αθηναίους τα ιδικά των πράγματα, εάν καρτερήσουν πολιορκούντες, διότι θα εξήντλουν τον εχθρόν διά την απορίαν των χρημάτων, προ πάντων τώρα, ότε μετά του υπάρχοντος στόλου ήσαν κύριοι της θαλάσσης. Προς τούτοις υπήρχεν εις τας Συρακούσας μία μερίς, η οποία θέλουσα να παραδώση την εξουσίαν εις τους Αθηναίους έπεμπε κήρυκας εις τον Νικίαν και δεν άφηνεν αυτόν να λύση την πολιορκίαν. Μαθών ούτος ταύτα πράγματι μεν εταλαντεύετο μεταξύ των δύο τούτων γνωμών, επεσκόπει και έμενεν απορών, διά των λόγων δε εκήρυττεν αναφανδόν ότι δεν θα απήγε τον στρατόν, διότι ήξευρεν ότι οι Αθηναίοι δεν θα επεδοκίμαζαν την αναχώρησίν, εάν δεν επεψηφίζετο αύτη υπό του δήμου. Οι μέλλοντες να αποφανθούν περί της τύχης των στρατηγών δεν θα γνωρίζουν εξ ιδίων οφθαλμών την κατάστασιν των πραγμάτων, αλλά θα μάθουν αυτήν εκ των επικρίσεων και θα κρίνουν κατά τας διαβεβαιώσεις των ευγλώττων ρητόρων. Δεν αρκεί τούτο· πολλοί στρατιώται, οι περισσότεροι ίσως, οι οποίοι σήμερον φωνάζουν ότι πάσχουν τα πάνδεινα, άμα φθάσουν εις τας Αθήνας, θα φωνάξουν τα εναντία και θα ειπούν ότι οι στρατηγοί είναι προδόται και ότι λαβόντες χρήματα απήλθον. Γνωρίζων λοιπόν τον χαρακτήρα των Αθηναίων δεν ήθελε να γίνη θύμα κατηγορίας αδίκου και αισχράς, αλλ' επροτίμα, εάν ήτο ανάγκη, να αποθάνη με τα όπλα εις χείρας. Προσέθετεν ότι η θέσις των Συρακουσίων ήτο δυσχερεστέρα της ιδικής των· ότι ένεκα του μισθού ξένων στρατιωτών, ένεκα άλλων δαπανών γενομένων εις τας περιπολίας, ένεκα της συντηρήσεως πολλού ναυτικού επί εν ήδη ολόκληρον έτος, τα μέσα των είχαν εξαντληθή· ότι είχαν ήδη δαπανήσει δισχίλια τάλαντα και ότι εχρεώστουν ακόμη πολλά· ότι ολίγον αν ηλάττωναν την παρούσαν στρατιωτικήν δύναμιν των καταργούντες τους μισθούς, αι υποθέσεις των θα κατεστρέφοντο, διότι τα στρατεύματά των ήσαν μάλλον μισθωτά ή αναγκαστικά ως τα των Αθηναίων· ότι έπρεπε λοιπόν να παρατείνουν την πολιορκίαν και να μη οπισθοδρομήσουν απέναντι των δαπανών, τας οποίας η πόλις των Αθηνών ήτο εις θέσιν να υποστή.
49. Ο μεν Νικίας επέμενεν εις τους ισχυρισμούς τούτους, διότι εγνώριζεν ακριβώς τα εν Συρακούσαις, την αμήχανον οικονομικήν των κατάστασιν και ότι υπήρχεν αυτόθι μία μερίς, η οποία θέλουσα να περιέλθη η εξουσία εις τους Αθηναίους τον παρεκίνει διά κηρύκων να μη λύση την πολιορκίαν· άλλως, εν περιπτώσει αποτυχίας, είχε πεποίθησιν εις τον στόλον πλειοτέραν παρά πρότερον. Αλλ' ο Δημοσθένης ουδ' επ' ελάχιστον παρεδέχετο την ιδέαν να εξακολουθήσουν την πολιορκίαν· εάν δεν ηδύναντο να απαγάγουν τον στρατόν άνευ ψηφίσματος των Αθηναίων, έλεγε, και αν έπρεπε να χρονοτριβούν, ήτο ανάγκη προς τούτο να εγείρουν το στρατόπεδον και να μεταβούν ή εις την Θάψον ή εις την Κατάνην, όπου θα ηδύναντο να τρέφωνται διατρέχοντες την χώραν εις πολλά μέρη με το πεζικόν, και να βλάπτουν τον εχθρόν λεηλατούντες τους αγρούς· τότε ο στόλος θα εναυμάχει όχι εις το στενόν, τούθ' όπερ ήτο υπέρ των Συρακουσίων, αλλ' εις το πέλαγος, όπου η εμπειρία των ήθελε τους ωφελήσει και όπου θα ηδύναντο να αποσύρωνται και να επιτίθενται χωρίς να απομακρύνωνται της παραλίας ουδέ να πλησιάζουν εις αυτήν, ως έπρατταν εις διάστημα στενόν και περιωρισμένον. Εν συνόλω είπεν ότι ουδόλως συγκατετίθετο να μείνουν ακόμη εις τον αυτόν τόπον και ότι έπρεπε να αναχωρήσουν όσον τάχιστα και άνευ αναβολής. Ο Ευρυμέδων συνεμερίσθη την γνώμην ταύτην· αλλ' επειδή αντέλεγεν ο Νικίας, προέκυψεν εκ τούτον κάποια χαλαρότης και βραδύτης, και ενόμιζαν επίσης ότι ο Νικίας, επιμένων ούτως εις την γνώμην του, είχε καλλιτέρας των άλλων πληροφορίας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν οι Αθηναίοι ανέβαλαν την αναχώρησίν των και έμειναν εις την αυτήν θέσιν.
50. Εν τούτοις ο Γύλιππος και ο Σικανός επέστρεψαν εις τας Συρακούσας, ο μεν Σικανός αποτυχών εις τον Ακράγαντα διότι, ενώ ακόμη ευρίσκετο εις την Γέλαν, η φιλικώς προς τους Συρακουσίους διακειμένη μερίς είχεν εξορισθή), ο δε Γύλιππος φέρων μεθ' εαυτού και άλλον στρατόν εκ της Σικελίας και τους εν αρχή της ανοίξεως σταλέντας διά των φορτηγών πλοίων Πελοποννησίους στρατιώτας, οι οποίοι από της Λιβύης είχαν φθάσει εις τον Σελινούντα. Ριφθέντες ούτοι υπό της τρικυμίας εις τας ακτάς της Λιβύης, έλαβαν παρά των Κυρηναίων δύο πολεμικά πλοία και οδηγούς του πλου, και αφού κατά τον παράπλουν εβοήθησαν τους Ευεσπερίτας πολιορκουμένους υπό των Λιβύων και ενίκησαν τους τελευταίους τούτους, έφθασαν ακτοπλοούντες μέχρι της Νεαπόλεως (εμπορικού σταθμού των Καρχηδονίων), εκ της οποίας η Σικελία απέχει δύο μόνον ημέρας και μίαν νύκτα· από της Νεαπόλεως δε μετέβησαν εις τον Σελινούντα. Και οι μεν Συρακούσιοι, άμα εκείνοι έφθασαν, παρεσκευάσθηραν να επιτεθούν εκ νέου κατά των Αθηναίων διά ξηράς και διά θαλάσσης· οι δε στρατηγοί των Αθηναίων βλέποντες ότι οι μεν εχθροί ενισχύθησαν και δι' άλλων επικουριών, αι δε ιδικαί των υποθέσεις, αντί να καλυτερεύουν, εξ εναντίας εχειροτέρευαν καθ' ημέραν υπό πάσας τας επόψεις και ότι η ασθένεια προ πάντων εμάστιζε τον στρατόν, μετεμελούντο, διότι δεν είχαν αναχωρήσει ταχύτερον· επειδή δε ο Νικίας δεν επέμενε πλέον ανθιστάμενος, αλλ' εζήτει μόνον να μη γίνωνται φανεραί αι διασκέψεις, εγνωστοποίησαν εις όλους τους στρατιώτας, όσον το δυνατόν μάλλον κρυφίως, να εγείρουν το στρατόπεδον, διά να εισέλθουν εις τα πλοία, και να είναι έτοιμοι εις το πρώτον σημείον. Ότε όμως τα πάντα ητοιμάσθησαν και έμελλαν να αποπλεύσουν, αίφνης έγινεν έκλειψις σελήνης· ήτο δε πανσέληνος. Οι πλείστοι των Αθηναίων εξέλαβαν τούτο ως κακόν οιωνόν και εζήτησαν από τους στρατηγούς να αναβάλουν τον απόπλουν· ο Νικίας, ο οποίος απέδιδεν υπερβάλλουσαν σπουδαιότητα εις τους οιωνούς και τα τοιαύτα φαινόμενα, είπεν ότι δεν απεφάσιζε πλέον την αναχώρησιν, εάν δεν παρέλθουν τρις εννέα ημέραι. Και οι μεν Αθηναίοι ανέβαλαν ένεκα τούτου την αναχώρησίν των.
51. Μαθόντες δε οι Συρακούσιοι τα συμβαίνοντα επρόσεχαν ακόμη περισσότερον εις το να μη δώσουν ανάπαυσιν εις τους Αθηναίους, αφού ούτοι ωμολόγησαν πλέον την κατά ξηράν και θάλασσαν αδυναμίαν των, διότι άλλως δεν ήθελαν σκεφθή να αναχωρήσουν. Όπως εμποδίσουν δε οι Συρακούσιοι τον εχθρόν να αποκατασταθή εις άλλο μέρος της Σικελίας, όπου θα καθίστατο δυσκολώτερον να τον προσβάλουν, απεφάσισαν να τον αναγκάσουν εις ναυμαχίαν ως τάχιστα, εντός του λιμένος και εις θέσιν, η οποία να είναι συμφέρουσα εις αυτούς. Εισήλθαν λοιπόν εις τα πλοία των και εξησκήθησαν τόσας ημέρας, όσας ενόμισαν ότι ήσαν ικαναί. Έπειτα, κατά την παραμονήν της ορισθείσης διά την μάχην ημέρας, προσέβαλαν τα τείχη των Αθηναίων. Ότε δε εξήλθεν εις συνάντησίν των διά τινων πυλών έν απόσπασμα εξ οπλιτών και ιππέων, οι Συρακούσιοι περιεκύκλωσάν τινας των οπλιτών, τους έτρεψαν εις φυγήν και κατεδίωξαν αυτούς. Επειδή δε το πέρασμα ήτο στενόν, οι Αθηναίοι απώλεσαν εβδομήκοντα ίππους και ολίγους οπλίτας.
52. Και κατ' εκείνην μεν την ημέραν ο στρατός των Συρακουσίων απεχώρησε, κατά την επομένην δε εξήγαγον εβδομήκοντα έξ πλοία και συγχρόνως ο πεζός στρατός επροχώρησε κατά των τειχών των Αθηναίων. Ούτοι επροχώρησαν με ογδοήκοντα έξ πλοία και ήρχισαν ναυμαχούντες. Ο δε Ευρυμέδων, ο οποίος ωδήγει το δεξιόν κέρας των Αθηναίων, ηθέλησε να περικυκλώση τον εχθρικόν στόλον· αλλ' ο χειρισμός ούτος τον παρέσυρε πολύ πλησίον της παραλίας. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί των, αφού ενίκησαν το κέντρον των Αθηναίων, εχώρισαν τον Ευρυμέδοντα από του επίλοιπου στόλου, τον ώθησαν εις κοίλωμά τι του λιμένος, κατέστρεψαν το πλοίόν του καθώς και όσα τον είχον ακολουθήσει, και τον εφόνευσαν· έπειτα δε κατεδίωξαν όλον τον στόλον των Αθηναίων και τον έσπρωξαν προς την ξηράν.
53. Ο δε Γύλιππος βλέπων τας ναυς των πολεμίων νικωμένας και καταστρεφομένας έξω των χαρακωμάτων και του στρατοπέδου αυτού ηθέλησε να εξολοθρεύση τους εις την ξηράν αποβαίνοντας και να ευκολύνη εις τους Συρακουσίους την ανέλκυσιν των πλοίων καταλαμβάνων την παραλίαν. Επροχώρησε λοιπόν κατά μήκος της ακτής έχων μέρος τι του στρατού· αλλ' οι Τυρρηνοί, οίτινες εφύλατταν εις το μέρος τούτο, βλέποντες τους εχθρούς πλησιάζοντας ατάκτως, επροχώρησαν και επιπεσόντες εναντίον των πρώτων τους έτρεψαν εις φυγήν και τους έρριψαν εις την λίμνην την καλουμένην Λυσιμέλειαν. Κατόπιν δε, επειδή προσήλθον πολλοί Συρακούσιοι και σύμμαχοι, οι Αθηναίοι έτρεξαν εις βοήθειαν, και φοβούμενοι διά τα πλοία των ήρχισαν να πολεμούν με τους εχθρούς· και νικήσαντες κατεδίωξαν αυτούς, εφόνευσαν πολλούς στρατιώτας, έσωσαν τα πλείστα των πλοίων των και τα συνήθροισαν πλησίον του στρατοπέδου. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι συνέλαβαν δεκαοκτώ πλοία και εφόνευσαν όλα τα πληρώματα αυτών· διά να καύσουν δε τον επίλοιπον στόλον, γεμίσαντες με κληματίδας και με δάδα ολκάδα παλαιάν (έπνεε δε ο άνεμος ούριος επί τους Αθηναίους) την ώθησαν αφού πρώτον έθεσαν εις αυτήν πυρ. Φοβηθέντες δε οι Αθηναίοι διά τα πλοία των μετεχειρίσθησαν πολλά μέσα διά να αποφύγουν το πυρπολικόν· σβέσαντες δε την φλόγα και απομακρύναντες την ολκάδα, απηλλάγησαν του κινδύνου.
54. Μετά ταύτα δε οι Συρακούσιοι έστησαν τρόπαιον διά την ναυμαχίαν και διά την περικύκλωσιν των στρατιωτών προ των τειχών των Αθηναίων, όπου ωσαύτως συνέλαβαν και τους ίππους. Έστησαν δε και οι Αθηναίοι τρόπαιον, επειδή οι Τυρρηνοί ώθησαν τους πεζούς εις την λίμνην και επειδή αυτοί ούτοι μετά του επιλοίπου στρατού τους έτρεφαν εις φυγήν.
55. Μετά δε την λαμπράν ταύτην νίκην του ναυτικού των Συρακκουσίων, οι οποίοι πρότερον εφοβούντο τον μετά του Δημοσθένους ελθόντα στόλον, οι Αθηναίοι απεθαρρύνθησαν εντελώς. Η διάψευσις των ελπίδων των υπήρξε μεγάλη, πολύ δε μεγαλυτέρα η μεταμέλεια ότι επεχείρησαν την εκστρατείαν εκείνην. Τωόντι μεταξύ των πόλεων, κατά των οποίων είχαν επιτεθή μέχρι τότε, αι της Σικελίας ήσαν αι μόναι, πού είχαν ήθη όμοια με τα ιδικά των, αι οποίαι εκυβερνώντο δημοκρατικώς ως αυτοί, και που είχαν πλοία, ίππους και κατοίκους πολλούς. Μη δυνηθέντες να τας διαιρέσουν και να τας ελκύσουν με το μέρος των, μη έχοντες πολεμικάς παρασκευάς ανωτέρας αυτών, περιπίπτοντες αδιακόπως από σφάλματος εις σφάλμα, προ πολλού περιήλθαν εις δυσχερή θέσιν· ότε όμως ενικήθησαν και κατά θάλασσαν, το οποίον δεν ηδύναντο να φαντασθούν, τότε η αθυμία των περισσότερον ηύξησεν.
56. Από της στιγμής δ' εκείνης οι Συρακούσιοι διέτρεχαν τον λιμένα αφόβως· διενοούντο μάλιστα να κλείσουν την είσοδον αυτού, ίνα οι Αθηναίοι, και αν ήθελαν, μη δυνηθούν να εξέλθουν κρυφίως· οι Συρακούσιοι δεν είχαν πλέον φροντίδα τόσον περί της ιδίας των σωτηρίας, όσον να εμποδίσουν την των πολεμίων, νομίζοντες, το οποίον ήτο και αληθές, ότι εις την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων, είχαν μεγάλην υπεροχήν επί των Αθηναίων, και ότι, εάν κατώρθουν να νικήσουν αυτούς και τους συμμάχους των κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, το ανδραγάθημα τούτο θα τους εδόξαζε μεταξύ των Ελλήνων, εκ των οποίων οι μεν θα ηλευθερούντο αμέσως, οι δε θα απέβαλλον κάθε φόβον, διότι αι υπολειπόμεναι δυνάμεις των Αθηναίων δεν θα ήρκουν να υποστούν τον πόλεμον, τον οποίον θα ενήργουν εναντίον αυτών, ενώ οι Συρακούσιοι, θεωρούμενοι ως αίτιοι του ανδραγαθήματος τούτου, θα εθαυμάζοντο και υπό των συγχρόνων και υπό των επερχομένων γενεών. Βεβαίως ο αγών ήτο λίαν ένδοξος υπό την έποψιν ταύτην και προς τούτοις διότι εθριάμβευαν όχι μόνον κατά των Αθηναίων, αλλά και κατά πολλών άλλων συμμάχων των Αθηνών· άλλως τε δε και, μολονότι η νίκη ήτο κοινή μετά των συμμάχων, συνεμερίζετο όμως τώρα την ηγεμονίαν μετά των Κορινθίων και των Λακεδαιμονίων· η πόλις των είχεν εκτεθή πρώτη εις τους κινδύνους και το ναυτικόν των είχε κάμει μεγάλας προόδους. Ουδέποτε έγινεν εις μίαν πόλιν τόσων εθνών συρροή, εκτός της γενικής συναθροίσεως εκείνων, όσοι κατά τον παρόντα πόλεμον μετέσχον είτε υπέρ των Αθηναίων είτε υπέρ των Λακεδαιμονίων.
57. Ιδού δε η απαρίθμησις των λαών, όσοι εκατέρωθεν επολέμησαν υπέρ ή κατά της Σικελίας, οι μεν διά να μετάσχουν εις την κατάκτησιν αυτής, οι δε διά να συντελέσουν εις την σωτηρίαν της· οι λαοί δε ούτοι εβοήθησαν αλλήλους ουχί τόσον δικαιώματι συμμαχίας ή συγγενείας, όσον ένεκα των περιστάσεων, εις τας οποίας καθένας ευρίσκετο είτε εκ συμφέροντος είτε εξ ανάγκης. Οι Αθηναίοι, καταγωγής Ιωνικής όντες, ήλθαν εκουσίως να προσβάλουν τους Συρακουσίους, όντας Δωριείς. Οι Λήμνιοι, οι Ίμβριοι και οι Αιγινήται, οι οποίοι τότε είχαν την Αίγιναν, ηνώθησαν με τους Αθηναίους, των οποίων είχαν διατηρήσει την γλώσσαν και τα ήθη· μετ' αυτών ήλθαν οι Εστιαιείς, οι κατοικούντες την εν Εύβοια Εστίαιαν και άποικοι όντες των Αθηναίων. Μεταξύ των άλλων λαών, οι οποίοι μετέσχον της εκστρατείας ταύτης των Αθηναίων, οι μεν ήσαν υπήκοοι αυτών, οι δε σύμμαχοι ανεξάρτητοι· υπήρχαν επίσης και μισθοφόροι. Μεταξύ των υπηκόων και φόρου υποτελών ήσαν εκ μεν της Ευβοίας οι Ερετριείς, οι Χαλκιδείς, οι Στυρείς και οι Καρύστιοι, εκ δε των νήσων οι Κείοι, οι Άνδριοι και οι Τήνιοι, εκ δε της Ιωνίας οι Μιλήσιοι, οι Σάμιοι και οι Χίοι. Εκ τούτων οι Χίοι, μη όντες φόρου υποτελείς, έδωκαν πλοία και συνηκολούθησαν ελευθέρως, τοσούτω μάλλον, όσω όλοι ήσαν Ίωνες ή άποικοι των Αθηναίων, πλην των Καρυστίων, οι οποίοι είναι Δρύοπες. Μολονότι υπήκοοι και ηναγκασμένοι να συνεκστρατύυσουν, εν τούτοις ηκολούθουν ως Ίωνες εναντίον Δωριέων. Εκτός τούτων υπήρχαν και Αιολείς, μεταξύ των οποίων οι Μηθυμναίοι ήσαν ηναγκασμένοι να δίδουν πλοία και όχι φόρον, ενώ οι Τενέδιοι και οι Αίνιοι ήσαν φόρου υποτελείς. Ούτοι δε κατ' ανάγκην επολέμουν τους Βοιωτούς συμμάχους των Συρακουσών, αν και ήσαν Αιολείς ως αυτοί και ιδρυταί των. Οι Πλαταιείς, μολονότι Βοιωτοί, μόνοι κατά δίκαιον μίσος επολέμουν εναντίον των άλλων Βοιωτών. Οι Ρόδιοι και οι Κυθήριοι αμφότεροι είναι Δωριείς· οι μεν Κυθήριοι, άποικοι όντες των Λακεδαιμονίων έφεραν όπλα μετά των Αθηναίων και κατά των Λακεδαιμονίων του Γυλίππου· οι δε Ρόδιοι, το γένος Αργείοι, ηναγκάσθησαν να πολεμήσουν εναντίον των Συρακουσίων, οι οποίοι ήσαν Δωριείς, και κατά των Γελώων, οι οποίοι ήσαν άποικοι των και συνεπολέμουν με τους Συρακουσίους. Μεταξύ των περί την Πελοπόννησον νησιωτών οι Κεφαλλήνες και οι Ζακύνθιοι ήσαν μεν αυτόνομοι, αλλ' ως νησιώται ηναγκάσθησαν να ακολουθήσουν τους θαλασσοκρατούντας Αθηναίους· οι δε Κερκυραίοι όχι μόνον Δωριείς, αλλά και καταγωγής Κορινθιακής, συνεξεστράτευσαν εναντίον των Κορινθίων και των Συρακουσίων, των μεν άποικοι όντες, των δε συγγενείς, προφασιζόμενοι μεν την ανάγκην, πράγματι όμως μισούντες τους Κορινθίους. Οι Μεσσήνιοι, οι σήμερον ονομαζόμενοι της Ναυπάκτου και οι της τότε υπό των Αθηναίων κατεχομένης Πύλου συμπεριλήφθησαν εις τον πόλεμον· υπήρχαν επίσης καί τινες εξόριστοι Μεγαρείς, που ευρίσκοντο εις την λυπηράν ανάγκην να πολεμούν τους Σελινουντίους, οι οποίοι κατήγοντο εκ Μεγάρων. Εκ μέρους των άλλων λαών η εκστρατεία έγινε μάλλον εξ ελευθέρας θελήσεως· διότι οι μεν Αργείοι, Δωριείς όντες, ηκολούθησαν τους Ίωνας Αθηναίους εναντίον Δωριέων όχι ίσως ένεκα της μετά των Αθηναίων συμμαχίας των, αλλ' ένεκα του κατά των Λακεδαιμονίων μίσους των και χάριν ιδίας ωφελείας έκαστος, οι δε Μαντινείς και άλλοι μισθοφόροι Αρκάδες, συνηθισμένοι να πολεμούν πάντοτε κατ' εκείνων, τους οποίους υπεδείκνυαν εις αυτούς ως εχθρούς, ευρίσκοντο απέναντι των συμπατριωτών των ληφθέντων επί μισθώ παρά των Κορινθίων και εθεώρουν αυτούς ως εχθρούς· οι Αθηναίοι είχαν επίσης Κρήτας και Αιτωλούς μισθωτούς. Συνέπεσε δε οι Κρήτες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την Γέλαν μετά των Ροδίων, να έλθουν ουχί προς βοήθειαν των αποίκων, αλλ' εναντίον αυτών, ακουσίως και μετά μισθού. Ακαρνάνές τινες εστρατολογήθησαν επίσης είτε υπό ελπίδος κέρδους, είτε προ πάντων ένεκα φιλίας προς τον Δημοσθένην και ευνοίας προς τους συμμάχους των Αθηναίους. Όλοι ούτοι οι λαοί ορίζονται υπό του Ιονίου κόλπου. Μεταξύ δε των Ιταλιωτών οι Θούριοι και οι Μεταπόντιοι ηναγκάσθησαν ένεκα των εμφυλίων ερίδων των να ενωθούν με τους Αθηναίους, καθώς και μεταξύ των Σικελιωτών οι Νάξιοι και οι Καταναίοι· εκ των βαρβάρων δε οι Αθηναίοι είχαν με το μέρος των τους Εγεσταίους, οι οποίοι τους είχαν προσκαλέσει εις την Σικελίαν, καθώς και το πλείστον μέρος των Σικελών· εκ των λαών των έξω της Σικελίας οι Αθηναίοι είχαν παραλάβει Τυρρηνούς τινας εχθρικώς διακειμένους προς τους Συρακουσίους και Ιάπυγας μισθοφόρους. Τόσα ήσαν τα έθνη, όσα συνεξεστράτευσαν μετά των Αθηναίων.
58. Τους δε Συρακουσίους εκ του αντιθέτου μέρους εβοήθησαν οι Καμαριναίοι, γείτονες όντες, και οι απώτερον κατοικούντες Γελώοι· οι Ακραγαντίνοι έμειναν ουδέτεροι· αλλ' οι Σελινούντιοι οι ακόμη μάλλον απωτέρω εγκατεστημένοι, προς το μέρος της Σικελίας το εστραμμένον προς την Λιβύην, ηνώθησαν μετ' αυτών, καθώς και οι Ιμεραίοι, οι μόνοι Έλληνες, πού κατοικούν εις το μέρος της νήσου το κείμενον προς την Τυρρηνικήν θάλασσαν· ούτοι δε ήσαν οι μόνοι, οι οποίοι εκ του μέρους τούτου εβοήθησαν τους Συρακουσίους. Ταύτα είναι τα ελληνικά έθνη, Δωριείς και αυτόνομοι, όσα συνεμάχησαν με τους Συρακουσίους· μεταξύ δε των βαρβάρων δεν είχαν άλλους βοηθούς ειμή εκείνους εκ των Σικελών, όσοι δεν ηνώθησαν με τους Αθηναίους. Εκ των έξω της Σικελίας Ελλήνων οι μεν Λακεδαιμόνιοι έδωκαν στρατηγόν Σπαρτιάτην, νεοδαμώδεις (νεοδαμώδης δε δηλοί απελεύθερον) και είλωτας, οι δε Κορίνθιοι μόνοι ήλθαν μετά στρατού πεζού και πλοίων, οι δε Λευκάδιοι και οι Αμπρακιώται ένεκα συγγενείας εκ δε της Αρκαδίας απεστάλησαν υπό των Κορινθίων μισθοφόροι, και οι Σικυώνιοι εξεστράτευσαν αναγκασθέντες· τέλος έξωθεν της Πελοποννήσου ήλθαν Βοιωτοί. Σχετικώς προς όλα ταύτα τα στρατεύματα τα ελθόντα έξωθεν, οι Σικελιώται έδωκαν το όλον αριθμόν πολύ ανώτερον ένεκα του μεγέθους των πόλεων των, διότι συνήθροισαν πολλούς στρατιώτας, πλοία, ίππους και άπειρον πλήθος. Πάλιν όμως οι Συρακούσιοι, αυτοί μόνοι ούτως ειπείν συνεισέφεραν πλειότερον παρ' όλοι οι Σικελιώται, είτε διά το μέγεθος της πόλεως των είτε διότι ευρίσκοντο αυτοί εις τον μεγαλύτερον κίνδυνον. Και αι μεν συλλεγείσαι επικουρίαι εκατέρων τοσαύται ήσαν. Κατ' εκείνην δε την εποχήν ήσαν πλήρεις, και έκτοτε ουδεμία αύξησις έγινεν.
59. Οι Συρακούσιοι λοιπόν και οι σύμμαχοί των εσκέφθησαν ευλόγως ότι θα ήτο δι' αυτούς ένδοξον κατόρθωμα, μετά την ναυτικήν νίκην, να αιχμαλωτίσουν επί πλέον όλον τον πολυάριθμον στρατόν των Αθηναίων και να μη τον αφήσουν να διαφύγη ούτε διά ξηράς ούτε διά θαλάσσης. Έκλεισαν λοιπόν ευθύς τον μέγαν λιμένα, το στόμιον του οποίου ήτο οκτώ περίπου σταδίων, διά τριήρων πλαγίως τοποθετηθεισών, διά πλοιαρίων και ακατίων προσηλωμένων υπό αγκυρών, συνεπλήρωσαν τας άλλας προετοιμασίας διά την περίπτωσιν, πού οι Αθηναίοι θα απετόλμων νέαν ναυμαχίαν, και ουδέν άλλο εσκέπτοντο ή μεγάλα.
60. Οι δε Αθηναίοι, βλέποντες ότι τους έκλειαν και μαντεύοντες την σκέψιν των Συρακουσίων, έκριναν ότι έπρεπε και αυτοί να σκεφθούν περί του πρακτέου. Συνήλθαν λοιπόν οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι, όπως διασκεφθούν περί της παρούσης αμηχάνου καταστάσεώς των· τα τρόφιμα είχαν εξαντληθή, διότι, αφ' ότου απεφάσισαν να εκπλεύσουν, παρήγγειλαν εις την Κατάνην να διακοπούν αι αποστολαί· δεν ηδύναντο δε πλέον να ελπίζουν τοιαύτα, εάν δεν επετύγχαναν νίκην τινά κατά θάλασσαν. Απεφάσισαν λοιπόν να εγκαταλίπουν τα ανώτερα τείχη των, να καταλάβουν πλησίον αυτών των πλοίων των χώρον γης όσον το δυνατόν ελάχιστον, τον οποίον να περιτειχίσουν, και να αποθέσουν εν αυτώ τα σκεύη και τους ασθενείς· αφού δε αφήσουν εκεί φρουρούς, να εισβιβάσουν όλον τον άλλον πεζόν στρατόν εις τα πλοία τα εν καλή καταστάσει ευρισκόμενα και τα ολιγώτερον εύχρηστα, και να επιχειρήσουν ναυμαχίαν, και, εάν μεν νικήσουν, να μεταβούν εις την Κατάνην, εάν δε νικηθούν, να πυρπολήσουν τον στόλον και να υποχωρήσουν διά ξηράς εν τάξει εις την πρώτην φιλικήν θέσιν, βαρβαρικήν ή ελληνικήν, την οποίαν θα ηδύναντο να καταλάβουν. Και οι μεν Αθηναίοι όσα απεφάσισαν, ταύτα και έπραξαν· διότι και εκ των άνω, τειχών κατέβησαν και τα πλοία όλα επλήρωσαν αναγκάσαντες να εισέλθουν εις αυτά όσοι ήσαν αξιόμαχοι. Και ούτω συνεπληρώθησαν εκατόν δέκα πλοία το όλον εισεβίβασαν δε εις αυτά ακοντιστάς και τοξότας εκ των Ακαρνάνων και εξ άλλων ξένων, και τέλος επρονόησαν περί όλων των άλλων, όσα απητούντο διά την κρίσιμον εκείνην περίστασιν και διά τον σκοπόν, τον οποίον επεδίωκαν. Ο δε Νικίας, ενώ όλα σχεδόν ήσαν έτοιμα, βλέπων τους στρατιώτας αποθαρρημένους διά το μέγεθος της ήττης, την οποίαν παρά το σύνηθες έπαθαν κατά θάλασσαν, και εν τούτοις απόφασιν έχοντας, ένεκα της ελλείψεως των εφοδίων, να διακινδυνεύσουν όσον τάχιστα, τους συνεκάλεσεν όλους και τους ενεθάρρυνε κατά πρώτον λέγων ταύτα:
61. «Στρατιώται Αθηναίοι και σύμμαχοι, ο μεν αγών, ο μέλλων, θα είναι κοινός εις όλους ομοίως· διά σας και διά τους εχθρούς πρόκειται περί σωτηρίας και περί πατρίδος· διότι, εάν νικήσωμεν σήμερον κατά θάλασσαν, θα δυνηθή έκαστος να επανίδη την γενέθλιον πόλιν του. Δεν πρέπει δε ούτε να αθυμήσετε ούτε να πάθετε ό,τι παθαίνουν οι απειρότατοι των ανθρώπων, οι οποίοι νικηθέντες εις τους πρώτους αγώνας νομίζουν ότι και εις το μέλλον πάντοτε ως και πρότερον θα περιπίπτουν εις δυστυχήματα. Αλλ' όλοι όσοι είσθε εδώ Αθηναίοι, πού είσθε ήδη έμπειροι πολέμων, και σεις σύμμαχοι, πού πάντοτε πολεμείτε πλησίον ημών, ενθυμηθήτε τας περιπετείας του πολέμου· ελπίσατε ότι η τύχη θα ευνοήση τέλος και ημάς, και ετοιμασθήτε να επανορθώσετε την προτέραν ήτταν διά νέας μάχης βλέποντες ενώπιόν σας το άπειρον τούτο πλήθος.
62. »Παν μέτρον, το οποίον ηδύνατο να μας επιτρέψη η στενότης του λιμένος κατά του πλήθους των πλοίων και κατά της παρασκευής των εχθρικών καταστρωμάτων, τα οποία τόσον μας έβλαπταν μέχρι τούδε εμελετήθη όσον το δυνατόν καλλίτερον παρ' ημών και παρά των κυβερνητών. Τοξόται και ακοντισταί πολλοί θέλουν εισέλθει εις τα πλοία, καθώς και πολύ άλλο πλήθος, το οποίον δεν θα μεταχειριζώμεθα, εάν η ναυμαχία εγένετο εις το πέλαγος, επειδή ο όχλος ήθελε παρεμποδίζει την επιδέξιον των πλοίων διοίκησιν, ενώ η τοιαύτη διευθέτησις θα αποβή υπέρ ημών εις την εντελώς εξ ανάγκης επιχειρουμένην αυτήν από των πλοίων πεζομαχίαν. Εύρομεν μέσα κατάλληλα διά να αντισταθώμεν εις την δύναμιν των επωτίδων του εχθρού, αι οποίαι τοσούτον μας έβλαπταν· σιδηραί χείρες ριπτόμεναι επί του καθ' ημών επιπίπτοντος πλοίου θα εμποδίζουν την υποχώρησιν αυτού, αρκεί οι επί των ημετέρων καταστρωμάτων να εκτελέσουν το καθήκόν των. Είμεθα αναγκασμένος να πεζομαχήσωμεν από των πλοίων· επομένως μας συμφέρει μήτε ημείς να υποχωρήσωμεν μήτε εις τον εχθρόν να επιτρέψωμεν να υποχωρήση· τοσούτω μάλλον, όσω, εκτός του χώρου του κατεχομένου υπό του πεζού ημών στρατού, όλη η παραλία κατέχεται υπό πολεμίων.
63. »Ταύτα ενθυμούμενοι επιμείνατε μέχρι τέλους εις την πάλην ταύτην χωρίς να σπρωχθήτε προς την ξηράν· άμα το εν πλοίον πλησιάση το άλλο, μη χωρισθήτε απ' αυτού πριν ή ρίψετε τους στρατιώτας εις την θάλασσαν από του εχθρικού καταστρώματος. Και ταύτα μεν απευθύνω προς τους στρατιώτας μάλλον ή προς τους ναύτας, διότι το έργον απόκειται εις τους επί του καταστρώματος και διότι επ' αυτών κυρίως στηρίζονται σήμερον αι περί της νίκης ελπίδες μας. Τους δε ναύτας παραινώ και παρακαλώ συγχρόνως να μη καταβληθούν δι' όσας υπέστημεν συμφοράς, τώρα ότε τα καταστρώματα έχουν καλυτέραν ετοιμασίαν και τα πλοία είναι πλείονα. Σεις δε οι μέτοικοι, οι οποίοι προ ολίγου ακόμη, νομιζόμενοι Αθηναίοι χωρίς να είσθε, διηγείρατε τον θαυμασμόν της Ελλάδος διά την γνώσιν της γλώσσης μας και την μίμησιν των ηθών μας και οι οποίοι συνεμερίζεσθε την ιδικήν μας αρχήν χαίροντες τα αυτά με ημάς προνόμια και ακόμη μεγαλύτερα, διότι φοβεροί όντες εις τους υπηκόους ημών διετελείτε πλειότερον απηλλαγμένοι των αδικιών, ενθυμηθήτε την ευτυχίαν, της οποίας απολαύετε, και πόσον αξίζει να διασωθή. Σεις μόνοι όντες κοινωνοί ελευθέρως της αρχής ημών, πόσον ηθέλατε καταστή ένοχοι προδίδοντες αυτήν σήμερον. Καταφρονούντες τους Κορινθίους τούτους, τους οποίους τοσάκις ενικήσατε, και τους Σικελιώτας τούτους, εκ των οποίων ουδείς, ενόσω ήκμαζε το ναυτικόν ημών, ετόλμα να αντιστή, αποκρούσατε αυτούς ανδρείως και αποδείξατε ότι και κατά την εποχήν ακόμη της εξασθενίσεως και της δυστυχίας η εμπειρία σας είναι ανωτέρα της ευτυχούσης αυτών δυνάμεως.
64. »Εις όσους δε από σας είναι Αθηναίοι υπενθυμίζω πάλιν και τα εξής, ότι εις τα νεώρια των Αθηνών ούτε άλλα πλοία όμοια με ταύτα, ούτε στρατιώται εις ώριμον ηλικίαν είναι. Εάν λοιπόν σας συνέβαινεν άλλο τι ή να νικήσετε, αμέσως οι εχθροί θα εκπλεύσουν εντεύθεν, διά να πολεμήσουν εν τη Αττική, και οι μείναντες εκεί συμπολίταί μας δεν θα δυνηθούν να αποκρούσουν και τους υπάρχοντας εχθρούς και τους επερχομένους. Και σεις μεν θέλετε υποταχθή εις τους Συρακουσίους, σεις πού γνωρίζετε με ποίον σκοπόν ήλθατε να τους προσβάλετε, οι δε εκεί εις τους Λακεδαιμονίους. Μόνη αύτη η ημέρα θ' αποφασίση και περί των δύο. Δείξατε αντοχήν εις την υπερτάτην ταύτην στιγμήν και ενθυμηθήτε καθένας ιδιαιτέρως και όλοι ομού ότι οι πολεμισταί, οι οποίοι θα εισέλθουν σήμερον εις τα πλοία, είναι συγχρόνως και ο στρατός των Αθηναίων, και ο στόλος, και η πόλις ολόκληρος, και το μέγα όνομα των Αθηνών. Προκειμένου περί τοιούτων συμφερόντων, εάν τις από σας υπερέχη είτε κατά την εμπειρίαν, είτε κατά την ευψυχίαν, ουδέποτε καλλιτέρα ευκαιρία θα παρουσιασθή να επιδείξη αυτάς και να γίνη του εαυτού του μεν ευεργέτης, σωτήρ δε όλων».
65. Ο μεν Νικίας ταύτα ειπών διέταξε να εισέλθουν εις τα πλοία. Ο δε Γύλιππος και οι Συρακούσιοι, ιδόντες τας ετοιμασίας ταύτας, δεν εδυσκολεύθησαν να εννοήσουν ότι οι Αθηναίοι είχαν σκοπόν να ναυμαχήσουν. Το σχέδιον της διά των σιδηρών χειρών προσβολής τους είχεν αναγγελθή προηγουμένως· διά να αποφύγουν λοιπόν τον κίνδυνον τούτον, περιετύλιξαν με δέρματα το ανώτερον μέρος της πρώρας, διά να γλυστρή η σιδηρά χειρ χωρίς να ευρίσκη λαβήν. Αφού δε ητοιμάσθησαν τα πάντα, οι στρατηγοί και ο Γύλιππος απηύθυναν προτροπάς προς τους στρατιώτας των, λέγοντες ταύτα:
66. «Συρακούσιοι και σύμμαχοι, ότι αι προηγούμεναι πράξεις ήσαν ένδοξοι και ότι αι μέλλουσαι να γίνουν θα είναι ενδοξότεραι, τούτο το γνωρίζετε όλοι, ως νομίζομεν· διότι άλλως δεν θα επεδεικνύετε τοσούτον ζήλον· αλλ' εάν τις από σας δεν είναι αρκετά πεπεισμένος, αμέσως θέλομεν τον πείσει. Τους Αθηναίους τούτους, πού ήλθαν εδώ, διά να υποτάξουν πρώτον την Σικελίαν, και έπειτα, εν περιπτώσει επιτυχίας, την Πελοπόννησον και την λοιπήν Ελλάδα· τους Αθηναίους τούτους, πού είναι ισχυρότατοι όλων των πριν και των τώρα Ελλήνων, σεις πρώτοι, ω Συρακούσιοι, τους ενικήσατε εις το στοιχείον, το οποίον κατέστησεν αυτούς κυρίους των πάντων. Επετύχατε ήδη κατά θάλασσαν νίκας τινάς και βεβαίως θα επιτύχετε και άλλην σήμερον. Ο νικώμενος εις το πεδίον, όπου ενόμιζε τον εαυτόν του ανίκητον, χάνει την καλήν ιδέαν, πού είχε διά τον εαυτόν του. Όταν δε μίαν φοράν ταπεινωθή η μεγαλαυχία, επέρχεται η αποθάρρυνσις, πού παραλύει τας δυνάμεις. Τούτο έπαθαν σήμερον οι Αθηναίοι.
67. »Ημών δε η προτέρα φυσική ανδρεία, με την οποίαν μολονότι άπειροι όντες περιεφρονήσαμεν τους κινδύνους, σήμερον είναι βεβαιοτέρα· και επειδή ενούται μετ' αυτής η πεποίθησις ότι είμεθα ικανώτατοι, αφού ενικήσαμεν τους ικανωτάτους, η ελπίς καθενός μας διπλασιάζεται. Εις τας πλείστας των επιχειρήσεων η μεγίστη ελπίς παρέχει αφ' εαυτής τον μέγιστον ζήλον. Εάν οι εχθροί απεμιμήθησαν τας πολεμικάς προπαρασκευάς ημών, μας είναι όμως γνωσταί και δεν θα φανώμεν ανεπιτήδειοι προς εκάστην εξ αυτών. Αυτοί δε εξ εναντίας, παρά την συνήθειάν των, έθεσαν επί των καταστρωμάτων πολλούς μεν στρατιώτας, πολλούς δε ακοντιστάς, ούτως ειπείν αδαείς της θαλάσσης, Ακαρνάνας και άλλους, οι οποίοι, αφού εισέλθουν εις τα πλοία, δεν θα ηξεύρουν πώς πρέπει καθήμενοι να ρίπτουν το βέλος. Πώς λοιπόν τοιούτοι άνθρωποι να μη εμβάλουν εις κίνδυνον τα πλοία και να μη περιπέσουν εις σύγχυσιν κλονιζόμενοι υπό των ασυνήθων εκείνων κινημάτων ; Εάν κανείς από σας φοβηθή την αριθμητικήν υπεροχήν των, ας μάθη ότι το πλήθος τούτο των πλοίων θ' αποβή εις αυτούς ανωφελές· διότι τα πλοία αυτά, συσσωρευμένα εις στενόν χώρον, θα κινώνται βραδύτερον παρ' όσον θέλουν και θα βλάπτωνται ευκολώτερον υπ' εκείνων, τα οποία ημείς παρεσκευάσαμεν. Εκ των πληροφοριών δε, τας οποίας έχομεν, μάθετε και το εξής, το οποίον είναι αληθέστατον. Οι Αθηναίοι, καταβληθέντες υπό των υπερβολικών δεινών και βιαζόμενοι υπό της παρούσης αμηχανίας, θέλουν να αποπειραθούν απελπισμένον τόλμημα, όχι τόσον βασιζόμενοι επί των πολεμικών προπαρασκευών των, όσον θέλοντες να δοκιμάσουν την τύχην των, ριψοκινδυνεύοντες όπως δύνανται, ίνα παραβιάσουν την έξοδον και αναχωρήσουν διά θαλάσσης· αν αποτύχουν δε, να πραγματοποιήσουν την αναχώρησίν των διά θαλάσσης, διότι εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν η θέσις των θα καταστή δυσχερεστέρα, παρ' όσον είναι κατ' αυτήν την στιγμήν.
68. »Εν μέσω λοιπόν τοιαύτης αταξίας, ενώ η τύχη των αμειλίκτων τούτων πολεμίων παραδίδεται αφ' εαυτής, ας ορμήσωμεν μετά μανίας και ας σκεφθώμεν συγχρόνως μεν, ότι είναι νομιμώτατον να χορτάσωμεν τον θυμόν της ψυχής μας εναντίον εχθρών, οι οποίοι είναι άξιοι να τιμωρηθούν ως αδίκως επελθόντες, συγχρόνως δε, ότι είναι γλυκύτατον, κατά το δη λεγόμενον, να εκδικηθώμεν εναντίον εχθρού, όπως και θα πράξωμεν σήμερον. Όλοι ηξεύρετε ότι είναι εχθροί και μάλιστα έχθιστοι οι Αθηναίοι, αυτοί, πού, ως γνωστόν, ήλθαν εναντίον της χώρας μας να υποδουλώσουν αυτήν, και που, εάν κατόρθωναν τούτο, εις μεν τους άνδρας ήθελαν επιβάλει σκληροτάτας τιμωρίας, εις δε τα παιδία και τας γυναίκας φρικωδεστάτας ατιμίας, εις δε την πόλιν ολόκληρον το αίσχιστον των ονομάτων. Δεν πρέπει λοιπόν να φανώμεν χαλαροί μήτε να νομίσωμεν κέρδος, εάν τους αφήσωμεν να απέλθουν χωρίς να κινδυνεύσουν, διότι αυτοί, και αν νικήσουν, θα πράξουν τούτο. Αλλ' εάν, ως είναι πιθανόν, κατορθώσωμεν, όπως επιθυμούμεν, να τους τιμωρήσωμεν και να ασφαλίσωμεν την ελευθερίαν, την οποίαν είχε μέχρι σήμερον η Σικελία, ποίον ένδοξον κατόρθωμα ! Ουδέν σπανιώτερον εις αυτάς τας μάχας παρά αι ευκαιρίαι εκείναι αι καθιστώσαι την μεν ήτταν ελαχίστην βλάβην, από δε την νίκην παρέχουν μέγα κέρδος».
69. Και οι μεν στρατηγοί των Συρακουσίων και ο Γύλιππος, αφού είπαν ταύτα προς τους στρατιώτας των, έσπευσαν να τους επιβιβάσουν εις τα πλοία, άμα είδαν ότι και οι Αθηναίοι εγέμιζαν τα ιδικά των. Ο δε Νικίας, καθ' ην στιγμήν έμελλαν να άρουν την άγκυραν, φοβηθείς διά την θέσιν των και βλέπων πόσον μέγας και πόσον άφευκτος ήτο ο κίνδυνος, ενόμισεν, ως συμβαίνει εις τας κρισίμους περιστάσεις, ότι έργω μεν αι ετοιμασίαι δεν ήσαν εντελείς, λόγω δε ότι δεν ωμίλησεν όσον έπρεπε, και απετάθη εκ νέου προς ένα έκαστον των τριηράρχων, καλών αυτόν διά του πατρικού ονόματος, διά του ιδιαιτέρου του, διά του της φυλής, εις την οποίαν ανήκε· παρεκάλει εκείνους, όσοι είχαν αποκτήσει κάποιαν δόξαν, να μη προδώσουν αυτήν, και εκείνους, των οποίων οι πατέρες είχαν λαμπρυνθή, να μη αμαυρώσουν τας πατρικάς αρετάς· υπέμνησεν εις αυτούς την απεριόριστον ελευθερίαν της πατρίδος των και την ανεξαρτησίαν, την οποίαν είχαν όλοι εις τον ιδιωτικόν βίον αυτών. Εις ταύτα τέλος προσέθηκεν όλους τους κοινούς τόπους, εις τους οποίους καταφεύγει τις εις τοιαύτην υπερτάτην στιγμήν, και τους ωμίλησε περί των γυναικών, των τέκνων και των πατρώων θεών. Αφού δε συνεβούλευσεν όσα ενόμιζεν απαραίτητα μάλλον ή ικανά, εμακρύνθη και ωδήγησε τον πεζόν στρατόν προς την θάλασσαν και παρέταξεν αυτόν όσον το δυνατόν ευρυχωρότερον, ίνα η θέα αυτού χρησιμεύη πλειότερον παντός άλλου προς ενθάρρυνσιν των ευρισκομένων εις τα πλοία. Συγχρόνως δε ο Δημοσθένης, ο Μένανδρος και ο Ευθύδημος (διότι ούτοι εισήλθαν εις τα πλοία των Αθηναίων ως στρατηγοί), αναχωρήσαντες από του σταθμού των έπλευσαν αμέσως προς το ζεύγμα του λιμένος και το αφεθέν κενόν διάστημα, θέλοντες να βιάσουν την έξοδον.
70. Οι δε Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι επροχώρησαν με πλοία ίσα κατά τον αριθμόν με τα της προτέρας μάχης. Και μέρος μεν αυτών μετεχειρίσθησαν, διά να φυλάττουν την έξοδον, τα δε λοιπά διέθεσαν εν ημικυκλίω εις τον άλλον λιμένα, διά να επιπέσουν κατά των Αθηναίων εξ όλων των μερών συγχρόνως. Κατά την ιδίαν στιγμήν ο πεζός στρατός ηκολούθει τας κινήσεις πανταχού, όπου τα πλοία ηδύναντο να σταθούν. Ο Σικανός και ο Αγάθαρχος, διοικούντες τον στόλον των Συρακουσίων, κατελάμβαναν έκαστος ανά έν κέρας, ο δε Πυθήν και οι Κορίνθιοι είχαν το μέσον. Ότε οι Αθηναίοι πλέοντες έφθασαν εις το ζεύγμα, διά της πρώτης επιθέσεως απώθησαν τα πλησίον του ζεύγματος παραταγμένα πλοία και προσεπάθησαν να διέλθουν· αλλ' έπειτα οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ώρμησαν εναντίον αυτών πανταχόθεν, και ήρχισεν η ναυμαχία όχι μόνον πλησίον του ζεύγματος, αλλά και εντός του λιμένος, έγινε δε πεισματώδης μάχη, και με ουδεμίαν των προηγουμένων ωμοίαζε, διότι πολλή μεν εκατέρωθεν η προθυμία των ναυτών, διά να επιπίπτουν κατά του εχθρού, άμα διετάσσοντο, μεγάλη δε η άμιλλα των κυβερνητών, τις να υπερβή τον άλλον κατά την τέχνην. Οι επιβάται, άμα έν πλοίον έπιπτεν εναντίον άλλου, προσείχαν, ώστε η υπηρεσία του καταστρώματος να μη είναι υποδεεστέρα των χειρισμών, έκαστος δε εις την θέσιν που ετάχθη προσεπάθει να φαίνεται πρώτος. Ουδέποτε τόσα πλοία εναυμάχησαν εις τόσον μικρόν χώρον, διότι οι δύο στόλοι ομού ηρίθμουν περί τα διακόσια πλοία. Ένεκα λοιπόν της τοσαύτης συσσωρεύσεως αι απ' ευθείας επιθέσεις καθίσταντο σπάνιαι, καθότι ήτο αδύνατον το πλοίον να οπισθοχωρήση ή να διασχίση την εχθρικήν γραμμήν. Ως επί το πλείστον τα πλοία, θέλοντα να φύγουν ή να επιπέσουν εναντίον άλλου πλοίου, συνεκρούοντο προς άλληλα. Άμα πλοίόν τι επροχώρει, διά να επιπέση, οι επί των καταστρωμάτων στρατιώται έρριπταν κατ' αυτού άφθονα ακόντια, βέλη και λίθους· αλλά, ότε τα πλοία ήρχοντο εις συνάφειαν, οι επιβάται ήρχοντο εις χείρας και προσεπάθουν να αναβούν εις τα πλοία αλλήλων. Συνέβη δε πολλάκις, ώστε, ένεκα του στενού χώρου, πλοίόν τι, ενώ επετίθετο διά του εμβόλου καθ' ενός πλοίου, άλλο επετίθετο κατ' αυτού, και τοιουτοτρόπως γύρω από έν πλοίον ήσαν δύο και ενίοτε περισσότερα πλοία ανηρτημένα μη δυνάμενα να απαλλαγούν. Οι κυβερνήται ήσαν όλως ενασχολημένοι να προφυλάσσωνται από τους μεν, να ενεδρεύουν τους δε, ουχί μόνον εις έν σημείον, αλλ' εις πολλά και πανταχού. Φοβερός θόρυβος, προερχόμενος εκ των πολλών προς άλληλα συγκρουομένων πλοίων, επροξενούσε τρόμον και συγχρόνως εκάλυπτε την φωνήν των κελευστών, των οποίων αι κραυγαί και αι παρακελεύσεις εδιπλασιάζοντο, είτε διά να διαταράττουν τους χειρισμούς είτε διά να παροτρύνουν τον ζήλον των ναυτών. Οι μεν Αθηναίοι εκραύγαζαν ότι έπρεπε να παραβιασθή η έξοδος, ότι η στιγμή εκείνη ήτο κρίσιμος και ότι έπρεπε να πολεμήσουν ανδρείως, διά να εξασφαλίσουν την εις τας πατρίδας των επάνοδον· οι δε Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ότι καλόν θα ήτο να εμποδίσουν την απόδρασιν των εχθρών, και διά του κατορθώματος τούτου να δοξάση καθένας την πατρίδα του. Προσέτι οι στρατηγοί εκατέρων, εάν έβλεπαν πλοίον τι υποχωρούν, εκάλουν τον τριήραρχον ονομαστί και τον ηρώτων οι μεν Αθηναίοι αν την εχθρικήν γην, εις την οποίαν υπεχώρει, την εθεώρει ως μάλλον φιλικήν της θαλάσσης, την οποίαν απέκτησαν διά τοσούτων αγώνων, οι δε Συρακούσιοι, αν έφευγεν εχθρούς, οι οποίοι, ως εγίνωσκε καλώς, ουδένα άλλον σκοπόν είχε παρά να φύγουν.
71. Ενώ δε εις την θάλασσαν διεφιλονεικείτο τοιουτοτρόπως η νίκη, οι δύο πεζοί στρατοί, οι μείναντες επί της παραλίας ευρίσκοντο εις σκληροτάτην αμηχανίαν. Οι εντόπιοι επρόκειτο να συμπληρώσουν τον θρίαμβόν των· οι ξένοι να διαφύγουν την τελείαν καταστροφήν. Επειδή ολη η τύχη των Αθηναίων εναπέκειτο επί του στόλου, ησθάνοντο μεγίστους φόβους περί του μέλλοντος· ένεκα δε της ανωμαλίας του εδάφους ηναγκάζοντο οι εν τη παραλία να βλέπουν την ναυμαχίαν υπό διαφόρους επόψεις. Επειδή η θέα των πραττομένων δεν ήτο μακράν και όλοι συγχρόνως δεν ηδύναντο να βλέπουν το αυτό σημείον, οι έκ τινος μέρους βλέποντες τους ιδικούς των επικρατούντας ανεθάρρουν και επικαλούμενοι τους θεούς ικέτευον αυτούς να μη τους στερήσουν της σωτηρίας· άλλοι, στρέφοντες τα βλέμματά των προς τους ηττωμένους, εξέφεραν κραυγάς και ολοφυρμούς, και εις την θέαν των συμβαινόντων το θάρρος των κατεβάλλετο πλειότερον παρά το των μαχομένων· άλλοι τέλος συνεκέντρωναν τα βλέμματα των εις σημείον, όπου η ναυμαχία ήτο αμφίρροπος, και διά το συνεχώς αναποφάσιστον του αγώνος αυτά τα σώματα των ηκολούθουν μετά τρόμου τας κινήσεις της φαντασίας των. Η αγωνία των ήτο φρικώδης, διότι εις πάσαν στιγμήν ενόμιζαν εαυτούς σωθέντας ή απολεσθέντας. Εις το στράτευμα των Αθηναίων, ενόσω η νίκη έμενεν αναποφάσιστος, δεν ηκούετο άλλο τι παρά ολοφυρμός, κραυγαί νίκης ή ήττης και όλαι αι αναφωνήσεις, τας οποίας αναγκαίως αποσπά από μέγαν στρατόν μέγας κίνδυνος. Τα αυτά έπασχαν και οι επί των πλοίων. Τέλος οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, μετά μακράν και πεισματώδη μάχην, έτρεψαν εις φυγήν τους Αθηναίους, επέπεσαν κατ' αυτών μεθ' ορμής, παροτρύνοντες αλλήλους διά μεγάλων κραυγών, κατεδίωξαν αυτούς εις την παραλίαν. Τότε ο μεν ναυτικός στρατός των Αθηναίων, ο οποίος δεν συνελήφθη εις την θάλασσαν, έπεσεν επί της παραλίας και προσεπάθει διά διαφόρων διευθύνσεων να φθάση εις το στρατόπεδον· ο δε πεζός στρατός, παύσας να αισθάνεται διαφόρους συγκινήσεις με μίαν ορμήν πλέον ήρχισε να στενάζη και να οδύρεται. Δυσανασχετούντες διά τα συμβαίνοντα, οι μεν έτρεξαν εις βοήθειαν των πλοίων, οι δε διά να φυλάξουν τα λοιπά τείχη· άλλοι τέλος, και ούτοι ήσαν οι περισσότεροι, δεν εσκέπτοντο πλέον ειμή περί εαυτών και περί των μέσων της σωτηρίας. Η κατάπληξις αυτών υπήρξε μεγίστη και η θέσις αυτών ήτο ακριβώς ομοία εκείνης, εις ην είχαν περιέλθει οι εν τη Πύλω Λακεδαιμόνιοι, διότι μετά την καταστροφήν του στόλου των Λακεδαιμονίων οι εν τη νήσω διαβάντες άνδρες, απολέσαντες τα πλοία των, έμελλαν και αυτοί να συναπολεσθούν· ομοίως και οι Αθηναίοι εις την περίστασιν ταύτην ουδεμίαν είχαν ελπίδα πλέον να σωθούν διά ξηράς, εκτός εάν ήθελε συμβή απρόοπτόν τι.
72. Μετά δε την τρομεράν αυτήν ναυμαχίαν, κατά την οποίαν εχάθησαν και από τα δύο μέρη πολλοί άνθρωποι και πολλά πλοία, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, νικηταί όντες, συνήθροισαν τα ναυάγια και τους νεκρούς, επέστρεψαν εις τας Συρακούσας και έστησαν τρόπαιον· οι δε Αθηναίοι, ένεκα των υπερβολικών δεινών, τα οποία έπασχαν, ούτε καν εσκέφθησαν να ζητήσουν τους νεκρούς ή τα ναυάγια, αλλ' η μόνη των σκέψις των ήτο να αναχωρήσουν διά νυκτός άνευ αναβολής. Ο Δημοσθένης μεταβάς εις τον Νικίαν του επρότεινε να πληρώσουν εκ νέου τα υπολειπόμενα πλοία και να βιάσουν, ει δυνατόν, την έξοδον του λιμένος άμα τη πρωία, λέγων ότι περισσότερα πλοία ικανά ν' ανθέξουν εις την θάλασσαν έμεναν ακόμη εις αυτούς ή εις τους πολεμίους· και τωόντι οι μεν Αθηναίοι είχαν διασώσει περί τα εξήκοντα, οι δε Συρακούσιοι ολιγώτερα των πεντήκοντα. Ο Νικίας ησπάσθη το σχέδιον τούτο· αλλ' ότε ηθέλησαν να πληρώσουν τα πλοία, οι ναύται, κατάπληκτοι ακόμη διά την ήτταν, και μη ελπίζοντες πλέον να υπερτερήσουν, ηρνήθησαν να εισέλθουν. Και οι μεν Αθηναίοι συνεφώνησαν όλοι να αναχωρήσουν διά ξηράς.
73. Ο δε Ερμοκράτης ο Συρακούσιος, υπονοήσας το σχέδιόν των και νομίσας ότι θα ήτο επικίνδυνον, εάν τοιούτος στρατός, αποχωρών διά ξηράς, αποκαθίστατο εις μέρος τι της Σικελίας και ήρχιζε πάλιν τον κατά των Συρακουσών πόλεμον, μετέβη εις τους άρχοντας της πόλεως και παρέστησεν εις αυτούς ότι δεν έπρεπε να αφήσουν τους Αθηναίους να αναχωρήσουν διά νυκτός (και εξέθεσε τα αίτια), αλλ' ότι ήτο ανάγκη όλοι οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι να εξέλθουν αμέσως, διά να φράξουν τας οδούς και να καταλάβουν προηγουμένως τας στενωπούς. Οι δε άρχοντες επεδοκίμαζαν μεν και αυτοί το μέτρον τούτο, και τους εφαίνετο μάλιστα ωφέλιμον να το εκτελέσουν, αλλ' εφοβούντο μήπως οι άνθρωποι παραδεδομένοι ήδη εις την ευθυμίαν και την ανάπαυσιν, μετά μεγάλην ναυμαχίαν, δεν ήθελαν υπακούσει ευκόλως, προ πάντων διότι ήτο εορτή (διότι κατ' εκείνην την ημέραν εθυσίαζαν εις τον Ηρακλέα)· ενόμιζαν ότι εν τη μέθη της νίκης οι πλείστοι, τραπέντες προς τον πότον, εις πάσαν άλλην διαταγήν θα υπήκουαν ή εις το να λάβουν τα όπλα κατ' εκείνην την στιγμήν και να εξέλθουν της πόλεως. Επειδή λοιπόν ένεκα των σκέψεων τούτων το πράγμα εφαίνετο δύσκολον εις τους άρχοντας, και ο Ερμοκράτης δεν ηδύνατο να τους πείση, ιδού τι επενόησεν ούτος εις την περίστασιν ταύτην. Φοβηθείς μήπως οι Αθηναίοι κατορθώσουν διά νυκτός να διέλθουν ανεμποδίστως τα μάλλον απότομα μέρη, έστειλε προς την εσπέραν τινάς των οικείων του μετά ιππέων εις το στρατόπεδον των Αθηναίων. Πλησιάσαντες δε ούτοι εις απόστασιν, από της οποίας ηδύναντο να ασκηθούν, και προσποιηθέντες ότι ήσαν φίλοι των Αθηναίων (διότι υπήρχαν τίνες Συρακούσιοι, οι οποίοι επληροφόρουν τον Νικίαν περί των εν τη πόλει συμβαινόντων), προσεκάλεσάν τινας και εμήνυσαν εις τον Νικίαν να μη απαγάγη τον στρατόν διά νυκτός, καθότι οι Συρακούσιοι εφύλατταν τας οδούς, αλλά να μείνουν οι Αθηναίοι ήσυχοι και να κινήσουν την ημέραν. Ειπόντες ταύτα απήλθαν· όσοι δε τους ήκουσαν, ανήγγειλαν τα λεχθέντα εις τους στρατηγούς των Αθηναίων.
74. Ούτοι δε, συμφώνως με την ειδοποίησιν ταύτην, απέσχον να αναχωρήσουν κατά την νύκτα εκείνην χωρίς να υποπτεύσουν την απάτην· και, επειδή δεν έσπευσαν να αναχωρήσουν αμέσως, ενόμισαν εύλογον να περιμείνουν ακόμη και την επιούσαν ημέραν, ίνα κατά την τοιαύτην περίστασιν οι στρατιώται παρασκευασθούν όσον το δυνατόν καλλίτερον· και τα μεν άλλα πάντα να εγκαταλίπουν, κατά την αναχώρησίν των δε να παραλάβουν μόνον όσα ήσαν απολύτως αναγκαία διά να ζήσουν. Εν τούτοις ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι, εξελθόντες πρωτύτερα, διά μεν του πεζού στρατού έφραξαν τας διά της πεδιάδος οδούς, δι' ων κατά πάσαν πιθανότητα έμελλαν να διέλθουν οι Αθηναίοι, κατέλαβαν τας διαβάσεις των ρυάκων και των ποταμών και παρετάχθησαν παντού, όπου ενόμισαν κατάλληλον διά να υποδεχθούν τον εχθρικόν στρατόν και να εμποδίσουν την διάβασιν αυτού· διά δε του στόλου πλησιάσαντες εις το παράλιον είλκυσαν εις την θάλασσαν τα πλοία των Αθηναίων και έκαυσαν ολίγα εξ αυτών, όπως είχαν διανοηθή αυτοί οι Αθηναίοι να κάμουν, τα δε άλλα όσα εύρον διεσκορπισμένα επί του αιγιαλού, τα ερρυμούλκησαν ησύχως και τα έφεραν ανεμποδίστως εις την πόλιν.
75. Μετά δε ταύτα, ότε ο Νικίας και ο Δημοσθένης έκριναν ότι ικανώς παρεσκευάσθησαν, επραγματοποιήθη η αναχώρησις του στρατού κατά την τρίτην ημέραν μετά την ναυμαχίαν. Η θέσις των Αθηναίων ήτο καθ' όλα φρικτή· ανεχώρουν, αφού απώλεσαν όλα τα πλοία των, και, αντί μεγάλων ελπίδων, δεν έμεινε πλέον ειμή κίνδυνος δι' αυτούς και διά την πόλιν· εκτός τούτου, την στιγμήν που έμελλαν να αναχωρήσουν, θλιβερά αισθήματα κατέλαβαν την θέαν και την ψυχήν εκάστου. Οι νεκροί έμεναν άταφοι· ο βλέπων τινά εκ των ιδικών του κείμενον κατά γης κατελαμβάνετο υπό θλίψεως και φόβου· εκείνοι δε πού εγκατελείποντο ακόμη ζώντες, πληγωμένοι ή ασθενείς, ήσαν διά τους ζώντας αντικείμενον περισσοτέρας λύπης και αθλιώτεροι ακόμη εκείνων πού εχάθησαν. Διά των ικεσιών και των ολοφυρμών των έθεταν τον στρατόν εις αμηχανίαν ζητούντες να τους συμπαραλάβουν και καλούντες μεγαλοφώνως όσους έβλεπαν εκ των φίλων των ή εκ των συντρόφων των κρεμώμενοι από τους διαμένοντας υπό την αυτήν σκηνήν, κατά την στιγμήν της αναχωρήσεώς των, τους ηκολούθουν όσον ηδύναντο, όστις δε εξ αυτών έχανε το θάρρος ή την δύναμιν, εγκατελείπετο εν μέσω βλασφημιών και οιμωγών. Όλος ο στρατός, έμπλεος δακρύων και αμηχανίας, εμακρύνετο δυσκόλως, μολονότι απεμακρύνετο από γην πολεμίαν, όπου είχεν υποστή τα πάνδεινα, και διέβλεπεν εις την σκοτίαν του μέλλοντος πολύ δεινότερα παθήματα. Οι στρατιώται ήσαν κατηφείς και βαθέως ταπεινωμένοι· θα έλεγε τις ότι πόλις τις εκυριεύθη εξ εφόδου και ότι οι πολλοί κάτοικοι της έφευγαν· τωόντι το συγχρόνως βαδίζον εκείνο πλήθος δεν ήσαν ολιγώτεροι των τεσσαράκοντα χιλιάδων ανθρώπων. Έκαστος εκράτει ό,τι ήτο απολύτως αναγκαίον· οι στρατιώται και μάλιστα οι ιππείς έφεραν παρά το σύνηθες τας τροφάς των υπό τας ασπίδας των, είτε ένεκα ελλείψεως υπηρετών, είτε ένεκα δυσπιστίας, τωόντι η λιποταξία των δούλων, προ πολλού αρχίσασα, είχε καταστή γενική, άλλως δε αι τροφαί, τας οποίας έφεραν, ουδέ ήρκουν καν, διότι δεν υπήρχαν πλέον ζωοτροφίαι εις το στρατόπεδον. Η ανακούφισις εκείνη, την οποίαν ο καθείς αισθάνεται, υποφέρων τα παθήματα μαζί με πολλούς, ουδόλως εμετρίαζε την παρούσαν κατάστασιν, προ πάντων ότε ανελογίζετά τις ποίαν θλιβεράν λύσιν έλαβεν η τόση λαμπρότης και η καύχησις. Και τωόντι ουδέποτε ελληνικός στρατός υπέστη σκληροτέραν αποτυχίαν· ελθόντες διά να υποδουλώσουν άλλους λαούς, ανεχώρουν τρέμοντες μη αυτοί οι ίδιοι υποδουλωθούν· αντί των ευχών και των παιάνων, με τους οποίους είχαν αναχωρήσει εξ Αθηνών, ένεκα τύχης εναντίας εμακρύνοντο μετά κραυγών απαισίων, πεζοί και ουχί επί των πλοίων. Έχοντες τας ελπίδας των εις τους στρατιώτας μάλλον ή εις το ναυτικόν. Εν τούτοις, ένεκα του μεγέθους του επικρεμαμένου ακόμη κινδύνου, πάντα ταύτα εφαίνοντο είς αυτούς ανεκτά.
76. Βλέπων δε ο Νικίας το στράτευμα ευρισκόμενον εις αθυμίαν και έχον μεγάλην μεταβολήν φρονήματος διέτρεξε τας τάξεις, ενεθάρρυνεν αυτό όσον επέτρεπαν αι περιστάσεις, και το παρηγόρει. Εμφορούμενος υπό ζήλου ωμίλει μετά πλειοτέρας δυνάμεως προς εκείνους τους οποίους επλησίαζε, και υψών την φωνήν ήθελε να καταστή ωφέλιμος και εις τους μάλλον μακράν ευρισκομένους.
77. «Ακόμη και κατά την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων, ω Αθηναίοι και σύμμαχοι, δεν πρέπει να απελπίζεσθε, διότι υπάρχουν παραδείγματα ότι τινές και εις χειροτέραν θέσιν ευρισκόμενοι εσώθησαν· μήτε να καταμέμφεσθε υπέρ το δέον τον εαυτόν σας διά τας συμφοράς και τας αδίκους ταλαιπωρίας. Εγώ αυτός, ο οποίος ούτε άλλου τινός είμαι δυνατώτερος (βλέπετε εις ποίαν κατάστασιν είμαι ως εκ της νόσου) ούτε ουδενός ταπεινότερος και εις τον ιδιωτικόν και εις τον δημόσιον βίον, είμαι εν τούτοις εκτεθειμένος εις τον αυτόν κίνδυνον ως οι έσχατοι των στρατιωτών. Και εν τούτοις προς μεν τους θεούς εφάνην πάντοτε πιστός τηρητής των καθιερωμένων θρησκευτικών εθίμων, προς δε τους ανθρώπους δίκαιος και ανεπίληπτος· τούτου ένεκα η μεν ελπίς, την οποίαν έχω περί του μέλλοντος, είναι ισχυρά, αι δε άδικοι συμφοραί με φοβίζουν ολιγώτερον παρ' όσον δύναται τις να πιστεύση. Αλλ' ίσως αύται παύσουν μετ' ολίγον, διότι η ευτυχία των εχθρών υπερέβη παν όριον. Εάν θεός τις είδε με φθονερόν όμμα την εκστρατείαν ημών, ετιμωρήθημεν ήδη αρκούντως. Πολλοί άλλοι βεβαίως προ ημών ήλθαν εναντίον ετέρων, και, επειδή έπραξαν ως άνθρωποι, υπέστησαν δεινά, όσα οι άνθρωποι δύνανται να υποστούν. Και ημείς επίσης πρέπει να ελπίζωμεν ότι θα παύσωμεν υποκείμενοι εις την οργήν των θεών, επειδή η τύχη μας είναι αξία οίκτου μάλλον ή φθόνου. Στρέψατε τα βλέμματά σας προς τον εαυτόν σας, και βλέποντες οποίοι στρατιώται είσθε και πόσον καλώς συντεταγμένοι προχωρείτε, καταστείλατε τους φόβους σας· σκεφθήτε ότι πανταχού, όπου σταθήτε, θα σχηματίσετε αμέσως πόλιν και ότι ουδεμία τοιαύτη εις την Σικελίαν θα δυνηθή να υποστή ευκόλως τας επιθέσεις σας, ουδέ να σας εκδιώξη, εάν κάπου αποκατασταθήτε. Προσέχετε, ώστε η πορεία ημών να εκτελήται με ασφάλειαν και ευταξίαν. Ας συλλογισθή προ πάντων καθένας σας ότι το μέρος, όπου θα αναγκασθή να πολεμήση, θα χρησιμεύση δι' αυτόν εν περιπτώσει νίκης και ως πατρίς και ως τείχος. Θα επισπεύσωμεν την πορείαν ημών και νύκτα και ημέραν, διότι ολίγας έχομεν ζωοτροφίας· αλλ' εάν κατορθώσωμεν να φθάσωμεν εις χωρίον τι φιλικόν των Σικελών (οι οποίοι διά τον φόβον των Συρακουσίων μένουν ακόμη εις ημάς πιστοί), θεωρήσατε πλέον τον εαυτόν σας εις ασφάλειαν ευρισκόμενον. Έστειλα μάλιστα προς αυτούς απεσταλμένον, διά να τους είπη να έλθουν εις συνάντησίν μας και να μας φέρουν ζωοτροφίας. Με ένα λόγον πεισθήτε, ω ανδρείοι στρατιώται, ότι πρέπει εξ ανάγκης να φανήτε γενναίοι, καθότι, εάν δειλιάσετε, δεν υπάρχει εδώ πλησίον κανέν μέρος, το οποίον να σας χρησιμεύση ως άσυλον. Σκέφθητε, ότι, εάν διαφύγετε τώρα τους εχθρούς, όλοι θα ευτυχήσετε να επανίδετε οσα επιθυμείτε, και ότι σεις, ω Αθηναίοι, θα αναστήσετε το προς στιγμήν καταπεσόν μεγαλείον των Αθηνών· διότι η πόλις είναι οι άνδρες και ουχί τα τείχη και τα κενά ανδρών πλοία».
78. Τοιουτοτρόπως μεν παρώτρυνεν ο Νικίας τον στρατόν διατρέχων τας τάξεις αυτού, και, εάν έβλεπε στρατιώτας χωρούντας ατάκτως, τους συνήθροιζε και τους ετακτοποίει. Αφ' ετέρου δε ο Δημοσθένης απέτεινε τα αυτά περίπου εις τους στρατιώτας του. Ο στρατός επροχώρει κατά τετράγωνον, με προπορευόμενον το στρατιωτικόν σώμα, το οποίον ωδήγει ο Νικίας και με το υπό τον Δημοσθένην σώμα ερχόμενον κατόπιν. Οι υπηρέται και το άοπλον πλήθος ήσαν εντός των στρατιωτών. Άμα έφθασαν εις την διάβασιν του Ανάπου ποταμού, εύρον εκεί παραταγμένον απόσπασμα των Συρακουσίων και των συμμάχων, το οποίον έτρεψαν εις φυγήν, και γενόμενοι κύριοι της διαβάσεως εχώρουν εις τα εμπρός. Οι Συρακούσιοι τους ηκολούθουν εκ του πλησίον επιτιθέμενοι διά του ιππικού και ακοντίζοντες διά των ψιλών. Και κατ' εκείνην μεν την ημέραν, προχωρήσαντες οι Αθηναίοι τεσσαράκοντα περίπου σταδίους, διενυκτέρευσαν επί τίνος λόφου, την επομένην δε πρωίαν αναχωρήσαντες διήνυσαν ακόμη είκοσι σταδίους περίπου και κατέβησαν εις επίπεδόν τι μέρος, όπου εστρατοπέδευσαν, θέλοντες και εκ των οικιών να λάβουν τι εδώδιμον, (διότι το μέρος εκείνο κατωκείτω), και να προμηθευθούν ύδωρ, διότι εις την οδόν, την οποίαν έμελλαν να διατρέξουν, δεν θα εύρισκαν άφθονον, επί πολλά στάδια. Αλλά κατά το διάστημα τούτο προλαβόντες αυτούς οι Συρακούσιοι ετείχισαν την δίοδον ταύτην, η οποία ήτο λόφος υψηλός περιοριζόμενος από τα δύο μέρη υπό χαράδρας κρημνώδους· ελέγετο δε ο λόφος ούτος Ακραίον λέπας. Την επιούσαν οι Αθηναίοι εξηκολούθουν την πορείαν των, όταν οι ιππείς και οι ακοντισταί των Συρακουσίων και των συμμάχων, πολλοί όντες και από τα δύο μέρη, παρεκώλυσαν αυτούς ακοντίζοντες και παριππεύοντες. Οι Αθηναίοι, αφού επολέμησαν επί πολλήν ώραν, ανεχώρησαν έπειτα εις το της προτεραίας στρατόπεδόν των· αλλά δεν είχαν πλέον τόσα τρόφιμα, όσα πρότερον, διότι δεν ηδύναντο πλέον ν' απομακρύνονται ένεκα του εχθρικού ιππικού.
79. Πρωί δε σηκώσαντες το στρατόπεδον ήρχισαν πάλιν την πορείαν, και προσεπάθησαν να φθάσουν εις τον περιτειχισμένον λόφον. Αλλ' εύρον ενώπιον των, υπέρ τα περιτειχίσματα, τον πεζόν στρατόν παραταγμένον εις πολύ βάθος, διότι ο χώρος ήτο στενός. Επιτεθέντες οι Αθηναίοι προσεπάθουν να καταλάβουν το μέρος εξ εφόδου, αλλ' εκ του λόφου, ο οποίος ήτο κατωφερής, βαλλόμενοι υπό πολλών (διότι οι άνωθεν επετύγχαναν καλλίτερον του σκοπού) και μη δυνάμενοι να εξαναγκάσουν την δίοδον υπεχώρησαν και ανεπαύθησαν. Έτυχε δε κατά το διάστημα τούτο να επισυμβούν βρονταί μετά βροχής, ως συνήθως συμβαίνει κατά την προσέγγισιν του φθινοπώρου. Τούτου ένεκα οι Αθηναίοι ησθάνθησαν ακόμη μεγαλυτέραν αθυμίαν και ενόμισαν, ότι όλα ταύτα εγένοντο διά τον ιδικόν των όλεθρον. Αναπαυομένων δε αυτών, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι έστειλαν μέρος του στρατεύματός των, διά να εγείρη δεύτερον τείχος όπισθεν αυτών αλλά και οι Αθηναίοι έστειλάν τινας εκ των ιδικών των και τους παρεμπόδισαν. Και μετά ταύτα, αναχωρήσαντες οι Αθηναίοι πανστρατιά προς την πεδιάδα μάλλον, διενυκτέρευσαν εκεί, την δε επομένην επροχώρησαν. Οι Συρακούσιοι τους περιεκύκλωσαν, τους προσέβαλαν πανταχόθεν και κατετραυμάτισαν πλείστους εξ αυτών. Και, εάν μεν επετίθεντο οι Αθηναίοι, εκείνοι υπεχώρουν, εάν δε υπεχώρουν, τότε αυτοί επετίθεντο προ πάντων κατά των ευρισκομένων εις τας τελευταίας τάξεις, διά να εμβάλουν ολίγον κατ' ολίγον τους Αθηναίους εις αταξίαν και να ενσπείρουν τον τρόμον μεταξύ όλου του στρατεύματος. Και επί πολύ μεν αντέσχον οι Αθηναίοι εις τον τρόπον τούτον της προσβολής, έπειτα όμως, προχωρήσαντες πέντε ή έξ σταδίους ανεπαύθησαν εις την πεδιάδα. Εμακρύνθησαν δε απ' αυτών και οι Συρακούσιοι και επέστρεψαν εις το στρατόπεδόν των.
80. Ο δε Νικίας και ο Δημοσθένης βλέποντες την λυπηράν κατάστασιν του στρατού, την εντελή έλλειψιν των τροφών και τον μέγαν αριθμόν των τραυματισμένων απεφάσισαν να ανάψουν, διαρκούσης της νυκτός, όσα ηδύναντο περισσότερα πυρά και να οδηγήσουν τον στρατόν ουχί πλέον διά της οδού, την οποίαν κατ' αρχάς εμελέτησαν να ακολουθήσουν, αλλά κατά διεύθυνσιν εναντίαν των θέσεων, τας οποίας εφύλατταν οι Συρακούσιοι, δηλαδή προς την θάλασσαν. Η τελευταία αύτη οδός δεν έφερε πλέον τον στρατόν εις την Κατάνην, αλλ' εις το αντίθετον μέρος της Σικελίας, προς την Καμάριναν, την Γέλαν και τας άλλας ελληνίδας ή βαρβάρους πόλεις των παραλίων τούτων. Ανάψαντες λοιπόν πολλά πυρά ανεχώρησαν διά νυκτός· αλλ' ησθάνθησαν την ταραχήν εκείνην, η οποία είναι σύνηθες αποτέλεσμα του πανικού φόβου, πού καταλαμβάνει όλους τους στρατούς, προ πάντων τους μεγίστους, όταν οδοιπορούν νύκτα διά χώρας εχθρικής και όταν ο εχθρός είναι πλησίον. Και η μεν μοίρα του Νικίου, η οποία προηγείτο, διετήρησε τας τάξεις της και επροχώρησε πολύ, το δε ήμισυ, και μάλιστα το πλείστον της μοίρας του Δημοσθένους, διεσπάσθη και επροχώρει ατακτότερον. Εν τούτοις άμα τη αυγή έφθασαν εις το παράλιον και εισελθόντες εις την ονομαζομένην Ελωρίνην οδόν εξηκολούθησαν την πορείαν των, διά να φθάσουν εις τον Κακύπαριν ποταμόν και να εισδύσουν εις τα μεσόγεια ακολουθούντες τον ρουν αυτού· διότι ήλπιζαν να συναντήσουν εκεί και τους Σικελούς, τους οποίους είχαν ειδοποιήσει προηγουμένως. Φθάσαντες δε εις τον ποταμόν τούτον εύρον και ενταύθα απόσπασμα εκ Συρακουσίων, πού ετείχιζε και περιεχαράκωνε την διάβασιν αλλά παραβιάσαντες αυτήν διέβησαν τον ποταμόν και εξηκολούθησαν να προχωρούν προς άλλον ποταμόν ονομαζόμενον Ερινεόν. Ταύτην την οδόν είχαν υποδείξει εις αυτούς οι οδηγοί.
81. Εν τούτω δε τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, άμα έγινεν ημέρα και ενόησαν ότι οι Αθηναίοι είχαν αναχωρήρει, κατηγόρησαν οι πλείστοι τον Γύλιππον ότι εκουσίως αφήκε τους Αθηναίους να αναχωρήσουν και αναγνωρίσαντες ευκόλως την οδόν, την οποίαν είχαν ακολουθήσει, κατεδίωξαν αυτούς και τους έφθασαν περί την ώραν του αρίστου. Πλησιάσαντες δε τους στρατιώτας του Δημοσθένους, οι οποίοι εσχημάτιζαν την οπισθοφυλακήν και εβάδιζαν βραδέως και εν αταξία ένεκα της ταραχής, η οποία είχε συμβή την νύκτα, επετέθησαν κατ' αυτών και ήρχισαν την μάχην. Οι ιππείς των Συρακουσίων περιεκύκλωσαν εύκολα το ατάκτως διεσπαρμένον εκείνο σώμα και το εστενοχώρησαν εις έν μόνον μέρος. Ο στρατός του Νικίου ήτο εμπρός και απείχε πεντήκοντα σταδίους, διότι ο Νικίας εβάδιζε ταχύτερον, σκεπτόμενος ότι εις τοιαύτην περίστασιν η σωτηρία του στρατού δεν συνίστατο εις το να ίσταται εκουσίως και να μάχεται, αλλ' εις το να υποχωρή όσον τάχιστα και να μάχεται μόνον όταν αναγκάζεται. Ο Δημοσθένης ήτο περισσότερον και συνεχέστερον εκτεθειμένος· επειδή δε εσχημάτιζε την οπισθοφυλακήν, προσεβλήθη πρώτος υπό των πολεμίων. Ιδών ότι κατεδιώκετο υπό των Συρακουσίων εσκέφθη να παραταχθή εις μάχην μάλλον ή να προχωρήση, μέχρις ου τέλος η βραδύτης του επέτρεψεν εις τους εχθρούς να τον περικυκλώσουν εντελώς και να εμβάλουν αυτόν και τους μετ' αυτού Αθηναίους εις πολλήν αταξίαν, διότι καταληφθέντες ούτοι εντός χώρου περικυκλουμένου διά μικρού τείχους περιοριζομένου ένθεν και ένθεν δι' οδού και έχοντος πολλά ελαιόδενορα, προσεβλήθησαν πανταχόθεν υπό βελών. Ευλόγως δε οι Συρακούσιοι μετεχειρίζοντο το είδος τούτο της προσβολής μάλλον ή της μάχης εκ του συστάδην, διότι ουδέν συμφέρον είχαν να ριψοκινδυνεύουν εναντίον ανθρώπων απηλπισμένων. Άλλως οι Συρακούσιοι, βέβαιοι πλέον περί της επιτυχίας, εφείδοντο ανωφελών θυσιών και έκριναν το στρατήγημα εκείνο αρκούν να καταδαμάση τους Αθηναίους και να καταστήση αυτούς αιχμαλώτους των.
82. Αφού δε ούτως επί όλην την ημέραν έρριπταν βέλη κατά των Αθηναίων και των συμμάχων και τους είδαν ταλαιπωρημένους και υπό των τραυμάτων και των άλλων κακώσεων, ο Γύλιππος, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι έστειλαν πρώτον κήρυγμα, διά να προσκαλέσουν τους νησιώτας να μεταβούν προς αυτούς παρέχοντες υπόσχεσιν ελευθερίας, το οποίον και έπραξαν οι στρατιώται πόλεών τινων, όχι πολλών. Έπειτα δε συνεφώνησαν και με τους άλλους στρατιώτας του Δημοσθένους να καταθέσουν τα όπλα και να μη φονευθή κανείς εξ αυτών μήτε βιαίως, μήτε εις τα δεσμά, μήτε ένεκα ελλείψεως της απολύτως αναγκαίας τροφής. Όλοι, εξακισχίλιοι όντες, παρεδόθησαν και όλον το χρήμα, πού είχαν το παρέδοσαν, θέσαντες αυτό επί ασπίδων ανεστραμμένων, εγέμισαν δε ούτως ασπίδας τέσσαρας. Και τούτους μεν αμέσως εκόμισαν εις την πόλιν οι Συρακούσιοι, ο δε Νικίας και οι μετ' αυτού έφθασαν την ιδίαν εκείνην ημέραν εις τον ποταμόν Ερινεόν, διαβάντες δε αυτόν εστρατοπέδευσαν επί τινος υψώματος.
83. Οι δε Συρακούσιοι καταλαβόντες αυτούς την επομένην τους ανήγγειλαν ότι οι μετά του Δημοσθένους παρεδόθησαν και τους προσεκάλεσαν να πράξουν το αυτό. Ο Νικίας, μη πιστεύων εις την είδησιν ταύτην, συνεφώνησε μετ' αυτών να πέμψη ιππέα, διά να βεβαιωθή περί του πράγματος. Αφού δε ο απεσταλμένος ούτος επιστρέψας επεβεβαίωσε την παράδοσιν του στρατού, ο Νικίας εμήνυσε διά κήρυκος εις τον Γύλιππον και τους Συρακουσίους ότι ήτο έτοιμος να συνθηκολογήση εν ονόματι των Αθηναίων, όπως όλα τα χρήματα, όσα οι Συρακούσιοι εδαπάνησαν εις τον πόλεμον εκείνον, τους αποδοθούν, αρκεί να αφήσουν τον στρατόν του να αναχωρήση ελευθέρως· μέχρις ου δε αποδοθούν τα χρήματα ταύτα, υπέσχετο να αφήση Αθηναίους ως ομήρους, ένα άνδρα διά κάθε τάλαντον. Ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι δεν εδέχθησαν τας προτάσεις ταύτας· αλλ' επιτεθέντες και περικυκλώσαντες τους Αθηναίους πανταχόθεν τους ετόξευαν μέχρις εσπέρας.
Οι Αθηναίοι ήσαν εξηντλημένοι ως εκ της ελλείψεως των τροφών και όλων των άλλων αναγκαίων· εν τούτοις περιέμειναν την ησυχίαν της νυκτός, διά να εξακολουθήσουν την πορείαν των. Είχαν δε ήδη αναλάβει τα όπλα, ότε οι Συρακούσιοι ενόησαν τον σκοπόν των και ετόνισαν τον παιάνα. Τότε οι Αθηναίοι ιδόντες ότι ανεκαλύφθησαν ανέστειλαν πάσαν απόπειραν, εκτός τριακοσίων ανδρών, οι οποίοι παραβιάσαντες τους φύλακας μετέβησαν διά νυκτός όπου ηδυνήθησαν.
84. Ο δε Νικίας, άμα έγινεν ημέρα, εκίνησεν επί κεφαλής του στρατού· οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι επετέθησαν κατ' αυτών διά του αυτού τρόπου, τοξεύοντες και κατακοντίζοντες αυτούς πανταχόθεν. Οι Αθηναίοι έσπευδαν να φθάσουν εις τον Ασσίναρον ποταμόν, όχι μόνον διότι εστενοχωρούντο πανταχόθεν υπό των επιθέσεων του πολλού ιππικού και του άλλου εχθρικού πλήθους, και ήλπιζαν να εύρουν ησυχίαν πέραν του ποταμού, αλλά και διά να καταπαύσουν τας βασάνους της πείνης και της δίψης. Άμα έφθασαν εις τας όχθας του ποταμού τούτου ερρίφθησαν εντός αυτού φύρδην μίγδην και όλοι ηγωνίζοντο τις να διαβή πρώτος· αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι τους ηκολούθουν εκ του πλησίον, κατέστησαν την διάβασιν δυσχερεστάτην. Οι Αθηναίοι, αναγκασμένοι να προχωρούν αθρόοι, έπιπταν οι μεν επί των δε και κατεπάτουν αλλήλους. Περιπλεκόμενοι εν μέσω των δοράτων και των σκευών, οι μεν εφονεύοντο αμέσως, οι δε παρεσύροντο υπό των υδάτων. Οι Συρακούσιοι, παραταγμένοι επί της απέναντι κρημνώδους όχθης, ετόξευαν άνωθεν τους Αθηναίους, οι οποίοι ως επί το πλείστον κατεγίνοντο εις το να πίνουν απλήστως, και να συσσωρεύωνται ατάκτως εις την κοίλην κοίτην του ποταμού. Καταβάντες τέλος οι Πελοποννήσιοι έσφαζαν προ πάντων εκείνους, πού ήσαν εντός του ποταμού. Μετ' ολίγον το ύδωρ συνεταράχθη (έγινε θολόν)· εν τούτοις το έπιναν ακόμη, μολονότι ήτο βορβορώδες και αιματωμένον. Ήτο μάλιστα διά τους πολλούς αιτία έριδος.
85. Τέλος δε πολλά πτώματα έκειντο ήδη εντός του ποταμού, τα μεν επί των δε, και ο στρατός είχε καταστραφή, μέρος μεν εις τας όχθας, μέρος δε υπό των ιππέων, ότε ο Νικίας μετέβη προς τον Γύλιππον, εις αυτόν μάλλον ή εις τους Συρακουσίους εμπιστευόμενος, και παρέδωκε τον εαυτόν του εις την διάκρισιν του στρατηγού εκείνου και των Λακεδαιμονίων, παρακαλών αυτούς μόνον να παύσουν την σφαγήν. Τότε ο Γύλιππος διέταξε να συλλαμβάνουν ζωντανούς τους εχθρούς· όλοι δε εκείνοι, τους οποίους οι Συρακούσιοι δεν είχαν κρύψει, και των οποίων ο αριθμός ήτο μέγας, μετεφέρθησαν ζώντες· έστειλαν επίσης προς καταδίωξιν των τριακοσίων, πού είχαν διαφύγει τους φύλακας διά νυκτός, και τους συνέλαβαν. Εν τούτοις ολίγοι μόνον αιχμάλωτοι εκ του στρατού των Αθηναίων συνηθροίσθησαν προς όφελος του δημοσίου, διότι οι περισσότεροι είχαν κλαπή υπό ιδιωτών. Όλη η Σικελία κατεπλήσθη υπ' αυτών, καθότι δεν είχαν παραδοθή διά συνθήκης, όπως οι μετά του Δημοσθένους. Ο αριθμός των φονευθέντων υπήρξεν επίσης μέγιστος, διότι η σφαγή εγένετο φρικώδης και είχεν υπερβή πάσαν προηγηθείσαν κατά το διάστημα του Σικελικού εκείνου πολέμου· τέλος ο στρατός είχεν υποστή πολλάς απωλείας ένεκα των επανειλημμένων συμπλοκών των γενομένων κατά την υποχώρησιν. Ουχ ήττον πολλοί Αθηναίοι διέφυγαν, άλλοι μεν πάραυτα, άλλοι δε δουλεύσαντες και αποδράσαντες ύστερον. Όλοι δε ούτοι εύρισκαν καταφύγιον εις την Κατάνην.
86. Οι δε Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι συναθροισθέντες και λαβόντες όσους περισσοτέρους ηδυνήθησαν αιχμαλώτους, και τα λάφυρα επέστρεψαν εις την πόλιν. Και τους μεν Αθηναίους και τους συμμάχους, τους οποίους έλαβαν αιχμαλώτους, κατεβίβασαν εις τα λατομεία, νομίζοντες ότι το μέρος εκείνο ήτο ασφαλεστάτη φυλακή, τον δε Νικίαν και τον Δημοσθένην εφόνευσαν, παρά την θέλησιν του Γυλίππου, ο οποίος εσκέπτετο ότι θα ήτο μέγα κατόρθωμα, εάν μετά τόσας υπηρεσίας εκόμιζεν εις την Λακεδαίμονα και τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού. Συνέβαινε δε ο μεν Δημοσθένης να είναι έχθιστος εις τους Λακεδαιμονίους ένεκα των εν τη Σφακτηρία συμβάντων, ο δε Νικίας λίαν αγαπητός διά τον αυτόν λόγον· διότι ο Νικίας μετά ζήλου ειργάσθη να συνομολογήσουν ειρήνην οι Αθηναίοι και ν' αφήσουν ελευθέρους τους εν τη νήσω αιχμαλωτισθέντας Λακεδαιμονίους. Τούτου ένεκα οι Λακεδαιμόνιοι ηγάπων τον Νικίαν, και αυτός παρέδωκεν εαυτόν μετ' εμπιστοσύνης εις τον Γύλιππον. Αλλ' οι Συρακούσιοι, γνωρίζοντες ότι ο Νικίας είχε κρυφίας συνεννοήσεις μετά τινων εξ αυτών, εφοβήθησαν, ως ελέγετο, μήπως βασανιζόμενος επί του ζητήματος τούτου κοινολογήση τι και ταράξη την χαράν της νίκης· άλλοι δε, και προ πάντων οι Κορίνθιοι, μήπως δελεάζων τινάς διά χρημάτων (διότι ήτο πλούσιος) αποδράση και εμβάλη αυτούς εις νέας ταραχάς, έπεισαν τους συμμάχους και τον εφόνευσαν. Αυτά, ή περίπου αυτά, ήσαν τα αίτια του θανάτου του Νικίου, ο οποίος μεταξύ όλων των συγχρόνων μου Ελλήνων, διά την προς τους θεούς άκραν ευσέβειάν του, δεν έπρεπε να τύχη τοιούτου δυστυχούς τέλους.
87. Τους δε εις τα λατομεία μετακομισθέντας αιχμαλώτους μετεχειρίσθησαν οι Συρακούσιοι κατ' αρχάς μετά πολλής αυστηρότητος. Συσσωρευμένοι οι αιχμάλωτοι ούτοι εντός χώρου κοίλου και στενού έμεναν κατ' αρχάς εκτεθειμένοι άστεγοι εις την πνιγηράν θερμότητα του ήλιου· επήλθαν κατόπιν αι δροσεραί νύκτες του φθινοπώρου και η μεταβολή αύτη επενήργησεν ολεθρίως επί της υγείας των, προ πάντων επειδή ήσαν αναγκασμένοι εντός του στενού εκείνου χώρου να εκπληρούν όλας των τας ανάγκας· εκτός τούτου τα σώματα των αποθνησκόντων, είτε ένεκα των πληγών, είτε ένεκα των μεταβολών του καιρού, είτε ένεκα άλλων ομοίων αιτίων, έκειντο εκεί φύρδην μίγδην και ανέδιδαν οσμήν ανυπόφορον, την οποίαν ηύξαναν περισσότερον αι βάσανοι της πείνης και της δίψης· διότι επί οκτώ μήνας έκαστος των αιχμαλώτων δεν ελάμβανεν άλλο, παρά μίαν κοτύλην ύδατος και δύο κοτύλας άρτου· τέλος ουδενός εκ των δεινών, όσα δύναται τις να υποστή εις τοιαύτην αιχμαλωσίαν, απηλλάγησαν. Επί εβδομήκοντα ημέρας έζησαν ούτω συσσωρευμένοι· έπειτα, όσοι δεν ήσαν Αθηναίοι ή Σικελιώται ή Ιταλιώται, επωλήθησαν. Μολονότι δεν δύναμαι να ορίσω ακριβώς τον ολικόν αριθμόν των αιχμαλώτων, συμπεραίνω όμως ότι δεν πρέπει να ήσαν ολιγώτεροι των επτακισχιλίων. Το γεγονός τούτο υπήρξε διά τους Έλληνας το μάλλον σπουδαίον εξ όσων συνέβησαν κατά τον πόλεμον εκείνον· και κατά την γνώμην μου, εξ όλων εκείνων, τα οποία εξετέλεσαν οι Ελληνες και τα οποία γινώσκομεν εκ παραδόσεως, τούτο υπήρξε και διά τους νικήσαντας ενδοξότατον, και διά τους νικηθέντας καταστρεπτικώτατον. Και τωόντι η προκειμένη καταστροφή υπήρξε τελεία· στρατός, στόλος, το παν εχάθη, και εκ τόσου πολυαρίθμου στρατιάς ολίγιστοι άνδρες επέστρεψαν εις τα ίδια. Ταύτα είναι τα κατά την Σικελίαν γενόμενα.
ΒΙΒΛΙΟΝ Η'.
ΘΟΥΚΙΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ Η'.
1. Ότε δε η είδησις αύτη έφθασεν εις τας Αθήνας, επί πολύν χρόνον εδυσπίστουν εις την πανωλεθρίαν αυτήν του στρατού, παρ' όλας τας θετικάς βεβαιώσεις των μάλλον αξιοπίστων μαρτύρων, εκείνων πού είχαν διαφύγει απ' αυτήν την ιδίαν καταστροφήν. Αλλά, άμα επείσθησαν περί τούτου, ωργίσθησαν τούτο μεν εναντίον των ρητόρων, όσοι είχαν υποκινήσει την προθυμίαν του λαού διά την εκστρατείαν εκείνην, ως εάν δεν εψηφίσθη αύτη υπ' αυτού, τούτο δε κατά των χρησμολόγων, των μάντεων και όλων εκείνων, οι οποίοι τότε διά των προφητειών των είχαν διεγείρει την ελπίδα κατακτήσεως της Σικελίας. Ουδέν άλλο είχαν υπό τα βλέμματά των ειμή θλιβερά συμβάντα, και το γεγονός τούτο ενεποίει τρόμον και αμηχανίαν εις τους Αθηναίους. Οι πολίται, ιδιαιτέρως έκαστος, υπέστησαν σκληράς απωλείας· η πόλις επένθει το πλήθος εκείνο των οπλιτών, των ιππέων, των νεανιών, τους οποίους αδύνατον θα ήτο να αντικαταστήσουν· η θέα των γυμνών ναυστάθμων, η εξάντλησις του δημοσίου θησαυρού, τα πάντα συνηνούντο, διά να τους απελπίζουν περί της σωτηρίας. Κατά την πρώτην ημέραν επερίμεναν να ίδουν τους μεν εν τη Σικελία εχθρούς πλέοντας εναντίον του Πειραιώς μετά την περιφανή νίκην, την οποίαν είχαν κερδήσει, τους δε εν τη Ελλάδι, των οποίων αι πολεμικαί παρασκευαί είχαν τότε διπλασιασθή, επιτιθεμένους εναντίον των Αθηναίων διά ξηράς και διά θαλάσσης· τους συμμάχους τέλος αποστατούντας και ενουμένους μετά των εχθρών τούτων. Εν τούτοις, εφ' όσον επέτρεπαν τα παρόντα μέσα, οι Αθηναίοι απεφάσισαν ουχί να ενδώσουν, αλλά να παρασκευάσουν ναυτικόν, ποριζόμενοι όπως ηδύναντο ξύλα και χρήματα, διά να προνοήσουν προς εξασφάλισιν κατά των συμμάχων και προ πάντων κατά της Ευβοίας, να ελαττώσουν τα δημόσια έξοδα και να εκλέξουν συμβούλιον εκ πρεσβυτέρων, οι οποίοι να διευθύνουν τας υποθέσεις συμφώνως με τας περιστάσεις· τέλος, ως συμβαίνει συνήθως εις τον λαόν, ο παρών φόβος τους διέθεσεν εις το να τηρήσουν διαγωγήν σώφρονα. Όσα δε απεφάσισαν, τα εξετέλεσαν αμέσως, και το θέρος ετελείωσεν.
2. Κατά δε τον ακόλουθον χειμώνα, αμέσως μετά την είδησιν της πανωλεθρίας των Αθηναίων εις την Σικελίαν, όλοι οι Έλληνες επήραν μεγάλας ελπίδας· όσοι δεν ήσαν σύμμαχοι ουδενός, ενόμισαν ότι δεν έπρεπε πλέον να μένουν αμέτοχοι του πολέμου, έστω και αν δεν προσεκαλούντο, αλλά να βαδίσουν εκουσίως εναντίον των Αθηναίων, πεπεισμένοι όντες ότι, εάν οι Αθηναίος επετύγχαναν εν τη Σικελία, αμέσως θα επήρχοντο και εναντίον των. Επίστευαν άλλως ότι ο υπολειπόμενος πόλεμος έμελλε να είναι βραχύς και ότι ωφέλιμον θα ήτο να μετάσχουν αυτού. Αφ' ετέρου πάλιν οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, καταβάλλοντες από κοινού μεγαλύτερον ζήλον ή πρότερον, ήλπιζαν να ελευθερωθούν ταχέως από τόσας ταλαιπωρίας· προ πάντων δε οι υπήκοοι των Αθηναίων, μ' όλην την αδυναμίαν των, ήσαν έτοιμοι να αποστατήσουν, διότι έκριναν τα πράγματα εν στιγμή οργασμού και υπεστήριζαν ότι οι Αθηναίοι δεν θα ηδύναντο να συντηρηθούν μέχρι του επομένου θέρους. Εις δε τους Λακεδαιμονίους η πεποίθησις είχεν αυξηθή προ πάντων εκ της βεβαιότητος ότι οι της Σικελίας σύμμαχοι, μη δυνάμενοι να τους αρνηθούν την συνδρομήν του ναυτικού των, θα έφθαναν βεβαίως εις την αρχήν της ανοίξεως με πολλήν δύναμιν. Πανταχόθεν λοιπόν ευέλπιδες όντες απεφάσισαν να αρχίσουν πόλεμον φανερόν, πεπεισμένοι ότι, αποβαίνοντος του πολέμου υπέρ αυτών, θα απηλλάσσοντο διά παντός από κινδύνους ομοίους εκείνων, με τους οποίους θα τους ηπείλουν οι Αθηναίοι, εάν η ηγεμονία των ηυξάνετο διά της καθυποτάξεως της Σικελίας και ότι, εάν κατελύετο η δύναμις των Αθηνών, θα εξησφάλιζαν εις εαυτούς την ηγεμονίαν πάσης της Ελλάδος.
3. Διαρκούντος λοιπόν του χειμώνος εκείνου ο βασιλεύς αυτών Άγις ανεχώρησεν αμέσως εκ της Δεκελείας μετά στρατού και συνέλεξε χρήματα παρά των συμμάχων προς συντήρησιν του ναυτικού· διευθυνθείς προς τον Μαλιακόν κόλπον έλαβε παρά των Οιταίων πολύ μέρος εκ των λαφύρων των εξ αιτίας δήθεν αρχαίας τινός έχθρας και τους επέβαλε χρηματικήν συνεισφοράν· έπειτα ηνάγκασε τους Φθιώτας Αχαιούς και τους άλλους υπηκόους της Θεσσαλίας, με όλην την αντίστασιν και τα παράπονα των Θεσσαλών, να του δώσουν ομήρους τινάς και χρήματα. Τους ομήρους τούτους κατέθεσεν εις την Κόρινθον και προσεπάθησε να ελκύση τους λαούς τούτους εις την συμμαχίαν του. Οι δε Λακεδαιμόνιοι διέταξαν τας υπό την δικαιοδοσίαν των πόλεις να κατασκευάσουν εκατόν πλοία. Και εις μεν τους Βοιωτούς επέβαλαν εικοσιπέντε, εις εαυτούς ισάριθμα, εις τους Φωκείς και τους Λοκρούς δεκαπέντε, εις τους Κορινθίους δεκαπέντε, εις τους Αρκάδας, τους Πελληνείς και τους Σικυωνίους δέκα, τέλος δε εις τους Μεγαρείς, τους Τροιζηνίους, τους Επιδαυρίους και τους Ερμιονείς δέκα. Ουδεμίαν δε άλλην προετοιμασίαν παρέλειψαν, διά να αρχίσουν τον πόλεμον κατά την άνοιξιν.
4. Ενησχολήθησαν δε και οι Αθηναίοι κατά τον χειμώνα τούτον, όπως είχαν αποφασίσει, εις το να κατασκευάσουν πλοία, προς τούτο δε επρομηθεύθησαν ξύλα· οχύρωσαν επίσης το Σούνιον, διά να εξασφαλίσουν τον περίπλουν των σιταγωγών πλοίων. Εγκατέλειψαν το φρούριον, το οποίον είχαν εγείρει εν τη Λακωνική κατά την εις την Σικελίαν μετάβασιν, και ηλάττωσαν όλας τας δαπάνας, όσας ενόμισαν περιττάς, και προ πάντων επέστησαν την προσοχήν των επί των συμμάχων φοβούμενοι μήπως ούτοι αποστατήσουν.
5. Ενώ δε έπρατταν ταύτα αμφότεροι και ενησχολούντο περί τας προετοιμασίας του πολέμου, ως εάν επρόκειτο να αρχίσουν τώρα, οι Ευβοείς πρώτοι έστειλαν πρέσβεις προς τον Άγιν κατά τον χειμώνα τούτον, προς τον σκοπόν να αποστατήσουν κατά των Αθηνών. Ο Άγις, δεχθείς τας προτάσεις των, προσεκάλεσεν εκ της Λακεδαίμονος τον Σθενελαΐδου Αλκαμένη και τον Μέλανθον, διά να καταστήση αυτούς άρχοντας της Ευβοίας. Ούτοι δε ήλθαν έχοντες μεθ' εαυτών τριακοσίους περίπου νεοδαμώδεις, και ο Άγις παρεσκεύαζεν εις αυτούς την διάβασιν, ότε ήλθαν επίσης και Λέσβιοι προτείνοντες να αποστατήσουν και αυτοί. Βοηθούμενοι υπό των Βοιωτών έπεισαν τον Άγιν να αναβάλη την υπόθεσιν της Ευβοίας και να διευκολύνη την αποστασίαν των Λεσβίων, δίδων εις αυτούς ως αρμοστήν τον Αλκαμένην, ο οποίος ήτο έτοιμος να μεταβή εις την Εύβοιαν διά θαλάσσης. Και οι μεν Βοιωτοί υπεσχέθησαν εις αυτούς δέκα πλοία, δέκα δε και ο Άγις. Και ταύτα επράττοντο εν αγνοία των Λακεδαιμονίων· τωόντι ο Άγις, ενόσω κατείχε την Δεκέλειαν μετά του στρατού, ήτο κύριος να στέλλη στρατεύματα παντού, όπου ήθελε, να στρατολογή και να λαμβάνη χρήματα. Δύναται τις μάλιστα να είπη, ότι κατ' εκείνην την εποχήν οι σύμμαχοι υπήκουον πλειότερον εις αυτόν ή εις τους Λακεδαιμονίους της πόλεως· διότι με τας δυνάμεις, τας οποίας είχεν υπό τας διαταγάς του, πανταχού ενεφανίζετο φοβερός. Ενώ δε ο Άγις ητοιμάζετο να βοηθήση τους Λεσβίους, οι Χίοι και οι Ερυθραίοι, προθυμούμενοι να αποστατήσουν επίσης, αντί να αποταθούν προς αυτόν, απετάθησαν εις την Λακεδαίμονα· ήλθε δε μετ' αυτών είς πρεσβευτής εκ μέρους του Τισσαφέρνους, ο οποίος εκυβέρνα εν ονόματι του βασιλέως Δαρείου, του υιού του Αρταξέρξου, τας κάτω επαρχίας, διότι ο Τισσαφέρνης ήθελε να ελκύση με το μέρος του τους Πελοποννησίους και υπέσχετο να τους δώση ζωοτροφίας. Προ ολίγου ο βασιλεύς είχε ζητήσει παρ' αυτού τους καθυστερουμένους φόρους της διοικήσεώς του, τους οποίους ο Τισσαφέρνης δεν ηδύνατο να σύναξη, ένεκα των Αθηναίων παρά των Ελληνίδων πόλεων. Ενόμισε λοιπόν ο Τισσαφέρνης ότι εξασθενίζων τους Αθηναίους θα ηδύνατο ευκολώτερα να εισπράξη τους φόρους τούτους, και συγχρόνως θα εισήγε τους Λακεδαιμονίους εις την συμμαχίαν του βασιλέως, διά να τον βοηθήσουν να εκτελέση την διαταγήν, την οποίαν είχε λάβει παρ' αυτού, να συλλάβη ζώντα ή να αποκτείνη τον νόθον υιόν του Πισσούθνου Αμάργην, πού είχεν αποστατήσει εις την Καρίαν. Οι μεν Χίοι λοιπόν και ο Τισσαφέρνης ταύτα διεπραγματεύοντο από κοινού.
6. Ο δε Μεγαρεύς Καλλίγειτος ο Λαοφώντος και ο Κυζικηνός Τιμαγόρας ο Αθηναγόρου, και οι δύο εξόριστοι εκ της πατρίδος των και διαμένοντες παρά τω Φαρναβάζω τω Φαρνάκου, φθάνουν εν τω μεταξύ εις την Λακεδαίμονα σταλέντες υπό του Φαρναβάζου, διά να επιτύχουν την αποστολήν στόλου εις τον Ελλήσποντον, ενώ αυτός ο ίδιος θα προσεπάθει, ει δυνατόν, ως ο Τισσαφέρνης, να αποσπάση από τους Αθηναίους τας πόλεις της διοικήσεώς του, διά να εισπράττη τους φόρους και να διαπραγματευθή αφ' εαυτού συμμαχίαν μεταξύ του βασιλέως και των Λακεδαιμονίων. Ενώ οι απεσταλμένοι του Φαρναβάζου και οι του Τισσαφέρνους διεπραγματεύοντο ταύτα χωριστά, πολλή άμιλλα εγεννήθη εις την Λακεδαίμονα, εκ του ότι άλλοι μεν ηγωνίζοντο να σταλή πρώτον στόλος και στρατός εις την Ιωνίαν και την Χίον, άλλοι δε εις τον Ελλήσποντον. Εν τούτοις οι Λακεδαιμόνιοι παρεδέχθησαν τοσούτω μάλλον προθύμως τας αιτήσεις των Χίων και του Τισσαφέρνους, όσω υπεστηρίζοντο αύται υπό του Αλκιβιάδου, τον οποίον δεσμοί ξενίας συνέδεον από πατρός εις υιόν με τον έφορον Ένδιον, χάριν δε των σχέσεων τούτων η οικογένεια του είχε παραδεχθή το Λακωνικόν όνομα Αλκιβιάδης, το οποίον έφερεν επίσης και ο πατήρ του Ενδίου. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως έστειλαν κατά πρώτον εις την Χίον ένα περίοικον, ονόματι Φρύνιν, διά να βεβαιωθή αν υπήρχαν τωόντι τόσα πλοία, όσα έλεγαν οι απεσταλμένοι της πόλεως ταύτης και αν η δύναμις αυτής ήτο οποία εφημίζετο. Οτέ δε επιστοποίησεν ο απεσταλμένος ότι όλα όσα ήκουσαν ήσαν αληθή, συνεμάχησαν αμέσως μετά των Χίων και των Ερυθραίων και εψήφισαν να στείλουν τεσσαράκοντα πλοία, αριθμόν αρκούντα, αφού οι Χίοι έλεγαν ότι είχαν ουχί ολιγώτερα των εξήκοντα. Εκ των τεσσαράκοντα τούτων κατ' αρχάς μεν ελογάριαζαν να στείλουν δέκα μετά του ναυάρχου Μελαγκρίδου, αλλά γενομένου κατόπιν σεισμού έστειλαν αντί του Μελαγκρίδου τον Χαλκιδέα, και αντί δέκα παρεσκεύασαν πέντε πλοία εις την Λακωνικήν. Και τοιουτοτρόπως ετελείωσεν ο χειμών και το δέκατον ένατον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
7. Άμα δε ήλθεν η άνοιξις του ακολούθου θέρους, οι Χίοι επέσπευσαν την αποστολήν του στόλου φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι μάθουν τα τεκταινόμενα, διότι όλαι εκείναι αι διά πρέσβεων διαπραγματεύσεις εγίνοντο κρυφίως. Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν έστειλαν εις την Κόρινθον τρεις Σπαρτιάτας, διά να μεταφέρουν άνωθεν του ισθμού, από της μιας θαλάσσης εις την άλλην τάχιστα και να διευθύνουν αυτά εις την Χίον τόσον εκείνα τα πλοία, τα οποία είχε παρασκευάσει ο Άγις διά την Λέσβον, καθώς και τα άλλα. Τα εις τους συμμάχους ανήκοντα ταύτα πλοία ήσαν εν όλω τριάκοντα εννέα.
8. Ο μεν Καλλίγειτος λοιπόν και ο Τιμαγόρας οι οποίοι διεπραγματεύοντο εν ονόματι του Φαρναβάζου, δεν μετέσχον διόλου εις την εκστρατείαν της Χίου και δεν παρέδοσαν τα χρήματα, τα οποία είχαν φέρει διά τον εξοπλισμόν στόλου, συμποσούμενα εις εικοσιπέντε τάλαντα, αλλ' εσκέπτοντο να αναχωρήσουν κατόπιν μετ' άλλου στόλου ιδιαιτέρου. Ο δε Άγις βλέπων τους Λακεδαιμονίους διατεθειμένους να διευθυνθούν πρώτον προς την Χίον συνετάχθη και αυτός με την γνώμην ταύτην· συναθροισθέντες λοιπόν οι σύμμαχοι εις την Κόρινθον συνεκρότησαν συμβούλιον και απεφάσισαν να πλεύσουν πρώτον εις την Χίον, έχοντες αρχηγόν τον Χαλκιδέα, ο οποίος είχεν εξοπλίσει τα πέντε πλοία εν τη Λακωνική, και κατόπιν να μεταβούν εις την Λέσβον συμπεριλαμβάνοντες ως αρχηγόν τον Αλκαμένην, υποδειχθέντα ήδη υπό του Άγιδος, και τέλος εις τον Ελλήσποντον, όπου ο Κλέαρχος υιός του Ραμφίου είχε σταλή ως αρχηγός. Απεφάσισαν εκτός τούτου να μεταφέρουν πρώτον άνωθεν του ισθμού το ήμισυ του στόλου και να το εξαποστείλουν άνευ αναβολής, διά να επισύρουν την προσοχήν των Αθηναίων μάλλον προς τα πλοία, τα οποία ήθελαν απομακρυνθή της παραλίας ή προς τα μέλλοντα να αποσταλούν ύστερον. Ο απόπλους έγινε καταφανώς εκ του μέρους τούτου· απόδειξις ότι περιεφρόνουν την αδυναμίαν των Αθηναίων, των οποίων το ναυτικόν ουδαμού εφαίνετο ισχυρόν· ταύτα αποφασίσαντες μετέφεραν από του ενός μέρους εις το άλλο διά ξηράς αμέσως είκοσι και έν πλοία.
9. Αλλ' οι Κορίνθιοι, με όλην την επίσπευσιν των συμμάχων, δεν επροθυμήθησαν να συμπλεύσουν πριν πανηγυρίσουν τα Ίσθμια, των οποίων έφθασεν η εποχή. Ο Άγις ήτο πρόθυμος να επιτρέψη εις τους Κορινθίους να μη διαλύσουν τας Ισθμιάδας σπονδάς και προσέφερε να αναλάβη την εκστρατείαν εις ίδιον αυτού όνομα. Επειδή δε οι Κορίνθιοι δεν συγκατετίθεντο, και εγίνετο ούτω χρονοτριβή, οι Αθηναίοι ενόησαν καλλίτερον τας ραδιουργίας των Χίων και έστειλαν τον Αριστοκράτην, διά να μεμφθούν αυτούς. Και, επειδή διέψευσαν ταύτα οι Χίοι, οι Αθηναίοι εζήτησαν συμφώνως με την συμμαχίαν να τους στείλουν πλοία ως ενέχυρον της πίστεώς των· έστειλαν δε οι Χίοι επτά. Αίτιον της αποστολής των πλοίων τούτων ήτο η άγνοια, εις την οποίαν ευρίσκετο ο λαός της Χίου περί των τεκταινομένων και η επιθυμία, την οποίαν είχαν οι μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν ολιγαρχικοί να μη καταστήσουν τον λαόν εχθρόν πριν ή επιτύχη έκαστος εγγύησίν τινα· άλλως δε δεν περιέμεναν πλέον την άφιξιν των Πελοποννησίων, οι οποίοι εβράδυναν να εμφανισθούν.
10. Εν τούτοις επανηγυρίσθησαν τα Ίσθμια και οι Αθηναίοι (οι οποίοι προσεκλήθησαν) παρευρέθησαν και εύρον καιρόν να διαφωτίσουν τας αμφιβολίας των περί των εν τη Χίω τεκταινομένων. Διά τούτο, άμα επέστρεψαν εις τας Αθήνας, έσπευσαν να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, διά να μη αφήσουν να τους διαφύγουν τα πλοία, τα οποία έμελλαν να αναχωρήσουν εκ Κεγχρεών. Οι Πελοποννήσιοι, μετά την εορτήν, εξέπλευσαν διά την Χίον έχοντες έν και είκοσι πλοία υπό την αρχηγίαν του Αλκαμένους. Οι Αθηναίοι, έχοντες ίσον αριθμόν πλοίων, επροχώρησαν κατ' αρχάς προς αυτούς, διά να τους παρασύρουν εις το πέλαγος· αλλά, επειδή οι Πελοποννήσιοι χωρίς να τους ακολουθήσουν επί πολύ, επέστρεψαν οπίσω, ανεχώρησαν επίσης και οι Αθηναίοι, διότι δεν εμπιστεύοντο εις τα επτά πλοία των Χίων, τα οποία είχαν μαζί τους. Αργότερον δε, ενδυναμώσαντες τον στόλον των δι' άλλων τριάκοντα και επτά πλοίων, κατεδίωξαν μέχρι του Πειραιού της Κορινθίας τον παραπλέοντα στόλον των Πελοποννησίων· είναι δε ο λιμήν ούτος έρημος και κείται εις τα τελευταία σύνορα της Επιδαυρίας. Και έν πλοίον απώλεσαν οι Πελοποννήσιοι εις το πέλαγος. Συναθροίσαντες δε τα άλλα ωδήγησαν αυτά εις τον λιμένα· αλλ' οι Αθηναίοι μετέβησαν μετά του στόλου, διά να τους προσβάλουν, και απέβησαν επίσης εις την ξηράν, τούτο δε επροξένησε πολύν θόρυβον και αταξίαν. Οι Αθηναίοι κατεσύντριψαν πολλά πλοία επί της παραλίας και εφόνευσαν τον αρχηγόν Αλκαμένην· αλλ' απώλεσαν και αυτοί άνδρας τινάς.
11. Ότε δε απεχωρίσθησαν, οι Αθηναίοι άφησαν αρκούντα αριθμόν πλοίων, διά να πολιορκούν τον στόλον και μετά των επιλοίπων ηγκυροβόλησαν προ του πλησίον νησιδίου, έστειλαν δε ακολούθως εις τας Αθήνας, διά να ζητήσουν επικουρίας, διότι την επομένην οι Κορίνθιοι και ολίγον μετέπειτα οι άλλοι γείτονες λαοί έφθασαν εις βοήθειαν του Πελοποννησιακού στόλου· αλλ' αναγνωρίζοντες την δυσκολίαν που υπήρχε, διά να υπερασπίσουν αυτόν εις έρημον χώραν, ευρίσκοντο εις αμηχανίαν περί του πρακτέου. Και πρώτον μεν εσκέφθησαν να καύσουν τα πλοία· αλλ' έπειτα απεφάσισαν να τα σύρουν εις την ξηράν και να τα φυλάττουν μετά του πεζού στρατού μέχρις ου παρουσιασθή ευκαιρία τις, διά να διαφύγουν. Πληροφορηθείς ταύτα ο Άγις έστειλε προς αυτούς τον Σπαρτιάτην Θέρμωνα. Εν τούτοις εις την Λακεδαίμονα έφθασε πρώτον η αγγελία ότι ο Πελοποννησιακός στόλος είχε μακρυνθή από του ισθμού· διότι οι έφοροι είχαν διατάξει τον Αλκαμένην να τους στείλη ιππέα, άμα ο στόλος ούτος ήθελε κινήσει. Αμέσως λοιπόν απεφάσισαν να στείλουν υπό την αρχηγίαν του Χαλκιδέως, συνοδευομένου υπό του Αλκιβιάδου, τα πέντε πλοία τα οπλισθέντα εις την Λακωνικήν, αλλ' έπειτα, καθ' ην στιγμήν ήσαν έτοιμα να αναχωρήσουν, ηγγέλθη εις αυτούς ότι ο Πελοποννησιακός στόλος είχε καταφύγει εις Πειραιόν. Στενοχωρηθέντες ένεκα της πρώτης εκείνης αποτυχίας, άμα ήρχισεν ο Ιωνικός πόλεμος, δεν ενησχολούντο πλέον διά την αποστολήν των παρ' αυτοίς παρασκευασθέντων πλοίων, αλλ' ενησχολούντο να μετακαλούν τα ολίγα, τα οποία είχαν ήδη εκπλεύσει.
12. Μαθών δε τας αμφιταλαντεύσεις ταύτας ο Αλκιβιάδης πείθει εκ δευτέρου τον Ένδιον και τους άλλους εφόρους να μη παραιτήσουν ένεκα φόβου την εκστρατείαν, λέγων ότι εγκαίρως θα έφθαναν, πριν μάθουν οι Χίοι την καταστροφήν του στόλου, και ότι αυτός ο ίδιος, άμα φθάση εις την Ιωνίαν, θα έπειθεν ευκόλως τας πόλεις να αποστατήσουν εξεικονίζων εις αυτάς την εξασθένησιν των Αθηναίων και τον ζήλον των Λακεδαιμονίων, και ότι θα τον επίστευαν περισσότερον από πάντα άλλον. Έλεγε δε ιδιαιτέρως εις τον Ένδιον ότι θα ήτο εις αυτόν ένδοξον, αν δι' εκείνου απεστάτει η Ιωνία, εάν εγίνετο ο βασιλεύς σύμμαχος των Λακεδαιμονίων και εάν δεν άφηνε τον Άγιν να δοξασθή με το κατόρθωμα εκείνο· ήτο δε ο Αλκιβιάδης εχθρός του Άγιδος. Και ο μεν Αλκιβιάδης πείσας τους άλλους εφόρους και τον Ένδιον ανεχώρησε μετά των πέντε πλοίων και του Λακεδαιμονίου Χαλκιδέως και επεχείρησαν βιαστικά τον πλουν.
13. Εις τον αυτόν δε περίπου καιρόν επανήλθαν εκ της Σικελίας τα δεκαέξ πλοία των Πελοποννησίων, τα οποία είχαν σταλή εκεί μετά του Γυλίππου, διά να πολεμήσουν. Καταληφθέντα περί την Λευκάδα και προσβληθέντα υπό των εικοσιεπτά πλοίων των Αθηναίων, τα οποία ωδήγει ο Ιπποκλής του Μενίππου, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος να παραφυλάσση τα πλοία τα επιστρέφοντα εκ της Σικελίας, διέφυγαν όλα εκτός ενός τους Αθηναίους και κατέπλευσαν εις την Κόρινθον.
14. Ο δε Χαλκιδεύς και ο Αλκιβιάδης, ενώ έπλεαν, εμπόδιζαν όλα τα πλοία, όσα συνήντων, φοβούμενοι μήπως τα ίδουν οι Αθηναίοι. Και πρώτον μεν απέβησαν εις Κώρυκον της Ηπείρου, όπου άφησαν τα πλοία ταύτα· συνομιλήσαντες δε μετά τίνων εκ των συνωμοτούντων Χίων, οι οποίοι τους συνεβούλευαν να καταπλεύσουν εις την πόλιν των, ενεφανίσθησαν απροσδοκήτως έμπροσθεν της Χίου και ενέβαλαν τον λαόν εις έκπληξιν και αμηχανίαν· αλλ' οι ολιγαρχικοί είχαν λάβει τα μέτρα των, ώστε η βουλή να είναι συγκροτημένη. Ότε δε ανήγγειλαν ο Χαλκιδεύς και ο Αλκιβιάδης ότι άλλος πολυαριθμότερος στόλος έμελλε να φθάση, απέκρυψαν όμως τον αποκλεισμόν των εν τω Πειραιώ πλοίων, πρώτον μεν απεσπάσθησαν από τους Αθηναίους οι Χίοι, κατόπιν δε οι Ερυθραίοι. Ύστερον, μετά τριών πλοίων, μετέβησαν εις τας Κλαζομενάς και τας παρέσυραν εις την αποστασίαν. Οι Κλαζομένιοι διέβησαν αμέσως εις την ήπειρον και ωχύρωσαν την Πολίχναν, διά να δύνανται εν ανάγκη να καταφεύγουν εκεί εγκαταλείποντες το νησίδιον, εις το οποίον κατώκουν. Και οι μεν αποστατήσαντες ησχολούντο να οικοδομούν τείχη και να προετοιμάζωνται προς πόλεμον.
15. Εις δε τας Αθήνας έφθασε ταχέως η είδησις της αποστασίας της Χίου. Οι Αθηναίοι βλέποντες εαυτούς απειλουμένους ήδη υπό τοσούτου μεγάλου και φανερού κινδύνου, και νομίζοντες ότι οι λοιποί σύμμαχοι, μετά, την αποστασίαν τοσούτον σημαντικής πόλεως, δεν θα έμεναν ήσυχοι, έλυσαν κατά την πρώτην στιγμήν του τρόμου τας ποινάς τας επιβαλλομένας εναντίον οιουδήποτε πού ήθελε προτείνει ή θέσει εις ψηφοφορίαν να εγγίσουν τα χίλια τάλαντα, τα οποία εφύλατταν ανέπαφα καθ' όλον εκείνον τον πόλεμον, και απεφάσισαν να μεταχειρισθούν αυτά προς εξοπλισμόν πλοίων πολλών. Οκτώ πλοία, τα οποία υπό την αρχηγίαν Στρομβιχίδου του Διοτίμου απεσπάσθησαν από την μοίραν του Πειραιού, διά να καταδιώξουν τον στόλον του Χαλκιδέως, και επανήλθαν χωρίς να τον φθάσουν, διετάχθησαν να πλεύσουν αμέσως προς την Χίον. Τα οκτώ ταύτα ηκολούθησαν μετ' ολίγον άλλα δώδεκα, διοικούμενα υπό του Θρασυκλέους και αποσπασθέντα ομοίως από την μοίραν. Απαγαγόντες δε και τα επτά πλοία των Χίων, τα οποία συνεπολιόρκουν τους εν τω Πειραιώ, τους μεν δούλους εξ αυτών ηλευθέρωσαν, τους δε ελευθέρους έθεσαν εις τα δεσμά. Προς αντικατάστασιν όλων εκείνων των αποσπασθέντων πλοίων εξώπλισαν ταχέως άλλα, και τα έστειλαν να πολιορκούν τους Πελοποννησίους, διενοούντο μάλιστα να εξοπλίσουν τριάκοντα ακόμη. Η προθυμία ήτο μεγίστη και τα μέτρα, τα οποία ελάμβαναν κατά της Χίου, ήσαν δραστηριώτατα.
16. Εν τούτοις ο Στρομβιχίδης, φθάσας εις την Σάμον μετά των οκτώ πλοίων, και προσλαβών έν Σαμιακόν, ανεχώρησε διά την Τέων, και προσεκάλεσε τους κατοίκους αυτής να μένουν ήσυχοι. Έπλευσε δε και ο Χαλκιδεύς εκ της Χίου εις την Τέων μετά τριών και είκοσι πλοίων, ενώ ο στρατός της ξηράς των Κλαζομενίων και των Ερυθραίων ηκολούθει κατά μήκος της παραλίας. Ειδοποιηθείς εγκαίρως ο Στρομβιχίδης εσήκωσε την άγκυραν και έπλευσε προς το πέλαγος· αλλ' ιδών το πλήθος των πλοίων, τα οποία ήρχοντο εκ της Χίου, έφυγε προς την Σάμον. Οι εχθροί τον κατεδίωξαν. Οι Τήιοι κατ' αρχάς είχαν αρνηθή να δεχθούν τον πεζόν στρατόν, αλλ' ότε είδαν τους Αθηναίους φεύγοντας ήνοιξαν εις αυτόν τας πύλας των. Ο πεζός στρατός έμενε κατ' αρχάς απρακτών και περιμένων την επιστροφήν του Χαλκιδέως από την καταδίωξιν αλλ' επειδή ούτος εβράδυνε να επιστρέψη, κατηδάφισε το τείχος, το οποίον οι Αθηναίοι είχαν εγείρει εις το προς την ήπειρον μέρος της πόλεως των Τηίων· εβοήθησαν δε εις την κατεδάφισιν του τείχους και μερικοί βάρβαροι, τους οποίους είχε φέρει μαζί του ο Στάγης, ύπαρχος του Τισσαφέρνους.
17. Ο δε Χαλκιδεύς και ο Αλκιβιάδης, αφού κατεδίωξαν τον Στρομβιχίδην μέχρι της Σάμου, ώπλισαν τους ναύτας του Πελοποννησιακού στόλου, τους άφησαν εις την Χίον, τους αντικατέστησαν διά ναυτών εκ της νήσου εκείνης, παρεσκεύασαν ακόμη άλλα είκοσι πλοία, και διηυθύνθησαν προς την Μίλητον, διά να την αποστατήσουν. Ο Αλκιβιάδης, διά των σχέσεων, τας οποίας είχε μετά των πρωτίστων κατοίκων της νήσου ταύτης, ήθελε προ της αφίξεως του Πελοποννησιακού στόλου να ελκύση την Μίλητον εις την συμμαχίαν των Λακεδαιμονίων, και να προμηθεύση την τιμήν ταύτην εις την Χίον, εις τον εαυτόν του, εις τον Χαλκιδέα και εις τον Ένδιον, ο οποίος τον είχεν αποστείλει και εις τον οποίον είχεν υποσχεθή να διεγείρη όσας περισσοτέρας πόλεις ήθελε δυνηθή, με μόνας τας δυνάμεις της Χίου και του Χαλκιδέως. Ούτω λοιπόν, διανύσαντες κρυφίως το πλείστον μέρος του ταξιδιού, ολίγον μόνον επρόλαβαν τον Στρομβιχίδην και Θρασυκλέα, ο οποίος είχε φθάσει εξ Αθηνών και ο οποίος μετά του Στρομβιχίδου είχεν αρχίσει να καταδιώκη αυτούς, και έπεισαν την Μίλητον να αποστατήση. Οι Αθηναίοι τους ηκολούθουν κατά πόδας με δεκαεννέα πλοία· αλλά μη γενόμενοι δεκτοί υπό των Μιλησίων εστάθμευσαν εις την παρακειμένην νήσον Λάδην.
Αμέσως δε μετά την αποστασίαν της Μιλήτου έγινε δια της μεσιτείας του Τισσαφέρνους και του Χαλκιδέως η πρώτη συμμαχία των Λακεδαιμονίων μετά του βασιλέως έχουσα ως εξής :
18. «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι συνωμολόγησαν συμμαχίαν μετά του βασιλέως και του Τισσαφέρνους υπό τας ακολούθους συμφωνίας : Όλη η χώρα και αι πόλεις πού κατέχει, ο βασιλεύς, ή κατείχαν οι προγονοί του, θέλουν ανήκει εις αυτόν. Ο βασιλεύς, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι θα εμποδίζουν από κοινού τους Αθηναίους να λαμβάνουν εις το εξής όσα ελάμβαναν εκ των πόλεων τούτων, είτε εις χρήματα είτε εις άλλο είδος. Ο βασιλεύς, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι θα πολεμούν από κοινού τους Αθηναίους, και δεν επιτρέπεται μήτε εις τον βασιλέα, μήτε εις τους Λακεδαιμονίους, μήτε εις τους συμμάχους να καταπαύουν τον πόλεμον, άνευ της συγκαταθέσεως αμφοτέρων, του βασιλέως αφ' ενός, και των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων αυτών αφ' ετέρου. Εάν υπήκοοί τινες αποστατήσουν εναντίον αυτού, να θεωρώνται ως εχθροί των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Επίσης οποίος αποστατήση κατά των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων να θεωρήται ως εχθρός του βασιλέως».
19. Τοιούτοι μεν υπήρξαν οι όροι της συμμαχίας. Ευθύς δε μετά ταύτα οι Χίοι γεμίσαντες άλλα δέκα πλοία έπλευσαν προς τα Άναια, διά να πληροφορηθούν περί των εν τη Μιλήτω συμβαινόντων, και συγχρόνως διά να παρακινήσουν τας πόλεις εις αποστασίαν. Αλλ' επειδή ο Χαλκιδεύς τους εμήνυσε να επιστρέψουν και ότι ο Αμόργης έμελλε να εμφανισθή μετά του στρατού του, έπλευσαν προς το Διός ιερόν, όπου διέκριναν δεκαέξ πλοία, διοικούμενα υπό του Διομέδοντος, ο οποίος είχεν αναχωρήσει εξ Αθηνών μετά τον Θρασυκλέα. Εις την θέαν ταύτην τα πλοία των Χίων έφυγαν, το εν εις την Έφεσον, τα άλλα προς την Τέων. Και τέσσαρα μεν εκ τούτων συνέλαβαν οι Αθηναίοι κενά, διότι τα πληρώματα επρόλαβαν να σωθούν εις την ξηράν, τα δε άλλα κατέφυγαν εις την πόλιν των Τηίων. Μετά τούτο δε οι μεν Αθηναίοι διηυθύνθησαν προς την Σάμον, οι δε Χίοι μετά των επίλοιπων πλοίων και του πεζού στρατού μετέβησαν να αποστατήσουν την Λέβεδον, και έπειτα τας Εράς. Μετά ταύτα ο στρατός και ο στόλος επέστρεψαν εις τα ίδια.
20. Εις τον αυτόν δε περίπου καιρόν τα είκοσι πλοία των Πελοποννησίων, τα καταδιωχθέντα προηγουμένως εις Πειραιόν και πολιορκηθέντα υπό των Αθηναίων, μετ' ίσου αριθμού πλοίων, εξώρμησαν αίφνης, ενίκησαν εις ναυμαχίαν, συνέλαβαν τέσσαρα πλοία των Αθηναίων, έπλευσαν προς τας Κεγχρειάς και ήρχισαν να παρασκευάζουν άλλην εκστρατείαν, διά την Χίον και την Ιωνίαν. Ο Αστύοχος ήλθεν εις αυτούς εκ της Λακεδαίμονος ως ναύαρχος, και εις αυτόν ανετέθη η γενική αρχηγία του στόλου. Αφού δε ο πεζός στρατός ανεχώρησεν εκ της Τέω, ο Τισσαφέρνης ήλθεν αυτοπροσώπως μετά των στρατευμάτων του, απετελείωσε την κατεδάφισιν των μενόντων τειχών της πόλεως ταύτης και ανεχώρησεν. Ολίγον μετά την αναχώρησίν αυτού ο Διομέδων έφθασεν εξ Αθηνών με δέκα πλοία και συνεφώνησε με τους Τηίους να δεχθούν τα στρατεύματά του· εκείθεν δε έφθασε παραπλέων εις Εράς, προσέβαλε την πόλιν, αλλά μη δυνηθείς να την κυριεύση ανεχώρησεν.
21. Εις την αυτήν δε περίπου εποχήν επίσης συνέβη εις την Σάμον η επανάστασις του δήμου, βοηθούμενου υπό των Αθηναίων, οι οποίοι έτυχαν παρευρισκόμενοι εκεί μετά τριών πλοίων, κατά των αριστοκρατών. Ο δήμος της Σάμου εφόνευσε διακοσίους περίπου εκ των αντιπάλων του, εξώρισε τετρακοσίους και διένειμε τας γαίας των και τας οικίας των· μετά τούτο οι Σάμιοι, εις τους οποίους οι Αθηναίοι είχαν παραχωρήσει διά ψηφίσματος αυτονομίαν, ως εις ανθρώπους αφωσιωμένους, έλαβαν όλην την διοίκησιν της πόλεως, χωρίς να συμμερισθούν ουδέ το ελάχιστον αυτής μέρος με τους καλλιεργούντας ιδιόκτητον γην, απαγορεύσαντες μάλιστα εις τον λαόν να ενούται μετ' αυτών διά συνοικεσίων.
22. Μετά δε ταύτα, και κατά το θέρος, οι Χίοι και άνευ της συνδρομής των Πελοποννησίων εξηκολούθησαν να εμφανίζονται με ισχυράς δυνάμεις, χωρίς ουδόλως να χαλαρώσουν τον ζήλον, τον οποίον είχαν να διενεργούν αποστάσεις των πόλεων, θέλοντες άλλως να περιπλέξουν εις τον ίδιον αυτών κίνδυνον, όσον περισσοτέρας πόλεις ήθελαν δυνηθή. Ούτω λοιπόν μόνοι μετέβησαν μετά δεκατριών πλοίων εις Λέσβον, η οποία είχεν υποδειχθή υπό των Λακεδαιμονίων ως δεύτερον μέρος της μεταβάσεώς των, πριν μεταβούν εις τον Ελλήσποντον. Συγχρόνως όλος ο ευρισκόμενος πεζός στρατός των Πελοποννησίων και των συμμάχων επροχώρησε παραλλήλως προς τας Κλαζομενάς και την Κύμην. Ο Σπαρτιάτης Ευάλας ήτο αρχηγός του στρατού, ο δε περίοικος Δεινιάδας του στόλου. Και τα μεν πλοία φθάσαντα πρώτον εις την Μήθυμναν έπεισαν αυτήν να αποστατήση, και αφήσαντες εκεί τέσσαρα πλοία μετέβησαν μετά των λοιπών, διά να αποστατήσουν ομοίως και την Μυτιλήνην.
23. Ο δε Λακεδαιμόνιος ναύαρχος Αστύοχος, αναχωρήσας εκ Κεγχρειών μετά τεσσάρων πλοίων, ήλθεν εις Χίον, όπως είχεν αρχικώς σκοπόν. Την μεθεπομένην του ερχομού του έφθασαν εις την Λέσβον και τα εικοσιπέντε πλοία των Αθηναίων, διοικούμενα υπό του Λέοντος και του Διομέδοντος, διότι ο Λέων, αναχωρήσας τελευταίος εξ Αθηνών, είχε φέρει επικουρίαν εκ δέκα πλοίων. Πλεύσας δε προς το πέλαγος και ο Αστύοχος περί την εσπέραν της αυτής ημέρας, και προσλαβών έν Χιακόν πλοίον έπλευσε προς την Λέσβον, όπως φέρη εις αυτήν συνδρομήν, εάν ήτο ακόμη καιρός. Έπειτα μετέβη εις την Πύρραν και την επομένην ημέραν εις Έρεσον, όπου έμαθεν ότι η Μυτιλήνη εκυριεύθη εξ εφόδου υπό των Αθηναίων, διότι ούτοι εμφανισθέντες απροσδοκήτως κατέλαβαν εν τω λιμένι τον στόλον των Χίων, απεβιβάσθησαν εις την ξηράν, ενίκησαν τους αντισταθέντας και έγιναν κύριοι της πόλεως. Ο Αστύοχος έμαθε την είδησιν ταύτην από τους Ερεσίους, και από τα πλοία, τα οποία ήρχοντο μετά του Ευβούλου εκ της Μηθύμνης, όπου είχαν αφεθή, και τα οποία μετά την άλωσιν της Μυτιλήνης είχαν φύγει· τα πλοία ταύτα τρία μόνον ήσαν, διότι το τέταρτον είχεν κυριευθή υπό των Αθηναίων. Τότε πλέον ο Αστύοχος δεν ηθέλησε να μεταβή εις την Μυτιλήνην, αλλ' αφού επανεστάτησε την Έρεσον και ώπλισε τους κατοίκους αυτής έστειλε διά ξηράς τους στρατιώτας των πλοίων του, υπό την αρχηγίαν του Ετεονίκου, εις την Άντισσαν και την Μήθυμναν, όπου και αυτός μετέβη διά θαλάσσης μετά των ιδικών του πλοίων και των τριών των Χίων, ελπίζων ότι οι Μηθυμναίοι βλέποντες αυτόν θα ανελάμβαναν θάρρος και θα επέμεναν εις την αποστασίαν των. Επειδή όμως τα πάντα του επαρουσιάσθησαν εναντία εις την Λέσβον, επεβίβασε πάλιν τον στρατόν εις τα πλοία και απέπλευσε διά την Χίον. Οι πεζοί στρατιώται, οι οποίοι είχαν προορισθή να μεταβούν εις τον Ελλήσποντον, εχωρίσθησαν και μετέβησαν εις τας πόλεις των. Έπειτα έξ πλοία του εν τη Κεγχρειά ευρισκομένου Πελοποννησιακού στόλου έφθασαν εις Χίον, διά να βοηθήσουν τους κατοίκους. Οι δε Αθηναίοι, αφού αποκατέστησαν εις την Λέσβον την πρώτην κατάστασιν των πραγμάτων, ανεχώρησαν, εκυρίευσαν την επί της ηπείρου ευρισκομένην και υπό των Κλαζομενίων τειχιζομένην Πολίχναν και επανέφεραν τους τελευταίους τούτους εις την εν τη νήσω πόλιν, πλην των πρωτουργών της αποστασίας. Ούτοι κατέφυγαν εις Δαφνούντα, και αι Κλαζομεναί υπετάγησαν πάλιν εις τους Αθηναίους.
24. Κατά το αυτό δε θέρος οι Αθηναίοι, οι οποίοι επολιόρκουν την Μίλητον με είκοσι πλοία σταθμεύοντα εις την Λάδην, απέβησαν εις Πάνορμον της Μιλησίας χώρας, εφόνευσαν τον Λακεδαιμόνιον άρχοντα Χαλκιδέα, ο οποίος είχεν έλθει προς βοήθειαν μετ' ολίγων ανδρών, και την μεθεπομένην ημέραν επανήλθαν, διά να στήσουν τρόπαιον· αλλ' οι Μιλήσιοι το ανέτρεψαν προφασισθέντες ότι οι εχθροί δεν είχαν μείνει κύριοι του πεδίου της μαχης. Ο Λέων και ο Διομέδων, έχοντες τα εν τη Λέσβω πλοία των Αθηναίων, ήρχισαν τότε να κάμνουν εκδρομάς εναντίον της Χίου, έχοντες ως ορμητήριον τας απέναντι της Χίου νήσους Οινούσσας, την Σίδουσσαν και τον Πτελεόν, πόλεις ωχυρωμένας, τας οποίας αυτοί κατείχαν εν τη Ερυθραία χώρα, και τέλος την Λέσβον· ως στρατιώτας του ναυτικού είχαν στρατιώτας αναγκαστικούς εκ των εγγεγραμμένων εις τον κατάλογον. Και ενεργήσαντες απόβασιν εις Καρδαμύλην, και τους εις βοήθειαν δραμόντας Χίους νικήσαντες εις Βολίσκον, και πολλούς φονεύσαντες έκαμαν άνω κάτω όλα τα περίχωρα· και εν Φάναις πάλιν κατόρθωσαν δευτέραν νίκην, και άλλην τρίτην εν Λευκωνίω. Από της στιγμής εκείνης οι μεν Χίοι δεν ετόλμησαν πλέον να εξέλθουν κατά του εχθρού, οι δε Αθηναίοι ελεηλάτησαν την χώραν, η οποία ήνθει και από την εποχήν των Μηδικών πολέμων έμενεν αβλαβής. Τωόντι μετά τους Λακεδαιμονίους οι Χίοι είναι, ως γνωρίζω, ο μόνος ευδαίμων και σώφρων λαός· όσον μάλλον ανεπτύσσετο η πόλις των, τόσον μάλλον εζήτουν να αποκαταστήσουν την ευταξίαν εν αυτή· και ούτε αυτήν την αποστασίαν (εάν φαίνωνται κατά τούτο ενεργήσαντες εναντίον της ασφαλείας των) ετόλμησαν να επιχειρήσουν, ειμή αφού συμπαρέλαβαν εις τους ιδίους κινδύνους συμμάχους πολλούς και ισχυρούς, και ανεγνώρισαν ότι οι Αθηναίοι, μετά την Σικελικήν συμφοράν, δεν ηδύναντο πλέον να αρνηθούν ότι η κατάστασίς των δεν ήτο οδυνηρά. Είναι μεν αληθές ότι περιέπεσαν εις απάτην εκ των συνήθων εκείνων εις τον ανθρώπινον βίον, αλλά την απάτην ταύτην συνεμερίσθησαν πολλοί άλλοι, νομίσαντες ότι η δύναμις των Αθηναίων έμελλε μετ' ολίγον να καταρρεύση. Ότε λοιπόν είδαν εαυτούς αποκλειομένους της θαλάσσης και λεηλατουμένους διά ξηράς, επεχείρησάν τινες εξ αυτών να παραδώσουν την πόλιν εις τους Αθηναίους. Οι άρχοντες, μαθόντες το σχέδιον τούτο, αυτοί μεν ουδέν κίνημα έκαμαν, προσεκάλεσαν όμως εκ των Ερυθρών τον ναύαρχον Αστύοχον, ο οποίος ευρίσκετο εκεί μετά τεσσάρων πλοίων, και συνεσκέφθησαν πώς να κατευνάσουν την συνωμοσίαν εκείνην δι' ηπίων μέτρων, είτε λαμβάνοντες ομήρους είτε άλλως. Ούτως είχαν τα πράγματα εν Χίω.
25. Περί τα τέλη δε του αυτού θέρους χίλιοι στρατιώται Αθηναίοι και χίλιοι πεντακόσιοι Αργείοι (εκ των οποίων πεντακοσίους ελαφρούς ώπλισαν οι Αθηναίοι) και χίλιοι σύμμαχοι ανεχώρησαν εξ Αθηνών με τεσσαράκοντα οκτώ πλοία, εκ των οποίων τινά ήσαν οπλιταγωγά, υπό την αρχηγίαν του Φρυνίχου, του Ονομακλέους και του Σκιρωνίδου, επλησίασαν εις την Σάμον και διέβησαν ακολούθως εις την Μίλητον, όπου εστρατοπέδευσαν. Εξελθόντες εκ της Μιλήτου, όπου οκτακόσιοι στρατιώται, και οι μετά του Χαλκιδέως ελθόντες Πελοποννήσιοι, και το ξενικόν επικουρικόν του Τισσαφέρνους, και αυτός ο Τισσαφέρνης παρών μετά του ιππικού του, συνεπλάκησαν με τους Αθηναίους και τους συμμάχους. Και οι μεν Αργείοι αναπτύξαντες το κέρας των πολύ εις τα εμπρός, εκ περιφρονήσεως προς τους Ίωνας, τους οποίους ενόμιζαν ανικάνους να υποστούν την επίθεσιν των, και προχωρήσαντες ατάκτως ενικήθισαν υπό των Μιλησίων και απώλεσαν περί τους τριακοσίους άνδρας· οι δε Αθηναίοι νικήσαντες πρώτους τους Πελοποννησίους απώθησαν έπειτα τους βαρβάρους και τελευταίον τον επίλοιπον όχλον· και χωρίς να συμπλακούν με τους Μιλησίους, οι οποίοι μετά την κατατρόπωσιν των Αργείων, άμα είδαν ηττηθέν το επίλοιπον μέρος του στρατού των, είχαν υποχωρήσει εις την πόλιν των, μετέβησαν νικηφόροι να στήσουν τα όπλα των πλησίον αυτής της πόλεως των Μιλησίων. Ούτως εν τη μάχη εκείνη αμφοτέρωθεν οι Ίωνες ανεδείχθησαν υπέρτεροι των Δωριέων, διότι οι μεν Αθηναίοι ενίκησαν τους απέναντι των Πελοποννησίους, οι δε Μιλήσιοι τους Αργείους. Στήσαντες δε οι Αθηναίοι τρόπαιον προητοιμάσθησαν να αποκλείσουν διά περιτειχίσεως την πόλιν, η οποία σχηματίζει ισθμόν, νομίζοντες ότι, εάν κατώρθωναν να κυριεύσουν την Μίλητον, ευκόλως και αι λοιπαί πόλεις ήθελαν προσχωρήσει.
26. Εν τούτοις, ενώ είχεν ήδη αρκετά νυκτώσει, αγγέλλεται εις αυτούς ότι οσονούπω επρόκειτο να φανούν τα εκ της Πελοποννήσου και της Σικελίας ερχόμενα πλοία, πεντήκοντα και πέντε τον αριθμόν. Τωόντι οι Σικελιώται, επειδή τους παρεκίνει ο Συρακούσιος Ερμοκράτης να συντελέσουν εις την τελειωτικήν κατάλυσιν (της ηγεμονίας) των Αθηναίων, έπεμψαν είκοσι πλοία των Συρακουσίων και δύο των Σελινουντίων. Άμα δε ητοιμάσθησαν τα πλοία, τα οποία εξωπλίζοντο εις την Πελοπόννησον, οι δύο ούτοι στόλοι, ανατεθέντες εις τον Λακεδαιμόνιον Θηριμένην, διά να οδηγήση αυτούς εις τον ναύαρχον Αστύοχον, κατέπλευσαν πρώτον μεν εις την προ της Μιλήτου νήσον Λέρον· έπειτα εκείθεν, μαθόντες ότι οι Αθηναίοι ήσαν υπό τα τείχη της Μιλήτου, εισήλθαν εις τον Ιασικόν κόλπον, διά να λάβουν λεπτομερεστέρας πληροφορίας περί των εν Μιλήτω συμβαινόντων. Φθάσαντες εις την Τειχιούσσαν της Μιλησίας διενυκτέρευσαν εκεί και έμαθαν τα περί της μάχης παρά του Αλκιβιάδου, ο οποίος ήλθεν έφιππος. Ο Αλκιβιάδης τωόντι παρευρίσκετο εις την μάχην εκείνην και εμάχετο υπέρ των Μιλησίων πλησίον του Τισσαφέρνους. Αυτός συνεβούλευε τους Πελοποννησίους, εάν δεν ήθελαν να καταστρέψουν τα εν τη Ιωνία και αλλαχού πράγματα, να βοηθήσουν την Μίλητον όσον τάχιστα και να μη ανεχθούν τον περιτειχισμόν αυτής.
27. Και οι μεν Πελοποννήσιοι επρόκειτο μόλις εξημέρωνε να μεταβούν εις βοήθειαν της Μιλήτου, ο δε στρατηγός των Αθηναίων Φρύνιχος, ο οποίος είχε λάβει εκ Λέρου ειδήσεις θετικάς περί του εχθρικού στόλου, βλέπων ότι οι συνάρχοντες αυτού ήθελαν να περιμείνουν και να ναυμαχήσουν, διεκήρυξεν ότι όχι μόνον αυτός δεν θα έπραττε τούτο, αλλά και θα κατέβαλλε πάσαν προσπάθειαν, διά να μη το πράξουν μήτε αυτός μήτε κανείς οιοσδήποτε. « Αφού δυνάμεθα, έλεγε, να γνωρίσωμεν βραδύτερον τον ακριβή αριθμόν των εχθρικών πλοίων, και να προετοιμάσωμεν ανέτως τα μέσα της υπερασπίσεως, θα ήτο παραφροσύνη να κινδυνεύσωμεν παρασυρόμενοι από ψευδοφιλοτιμίαν· ουδεμία ατιμία προσγίγνεται εις το ναυτικόν των Αθηναίων, εάν υποχωρήση εγκαίρως, ενώ υπό οιανδήποτε έποψιν θα ήτο μεγίστη ατιμία, εάν ενικάτο, διότι η πόλις τότε όχι μόνον θα περιέπιπτεν εις το αίσχος, αλλά και εις τον μέγιστον των κινδύνων· μετά τας προηγηθείσας δυστυχίας μόλις επετρέπετο με δοκιμασμένας δυνάμεις να επιτεθώμεν χωρίς να αναγκασθώμεν εις τούτο, κατά μείζονα λοιπόν λόγον θα ήτο ασυγχώρητον άνευ ανάγκης να ριφθώμεν εις εκουσίους κινδύνους. Συνεβούλευε δε να επιβιβάσουν όσον τάχιστα τους τραυματίας, τον πεζόν στρατόν και το υλικόν, το οποίον είχαν φέρει μεθ' εαυτών, να εγκαταλείψουν όλα τα λάφυρα, όσα έλαβαν εκ της πολεμίας χώρας, διά να ελαφρώσουν ούτω τα πλοία, να πλεύσουν προς την Σάμον, και εκείθεν συναθροίζοντες όλον τον στόλον των να κάμουν εκδρομάς οσάκις θα παρουσιάζετο ευκαιρία. Γενομένης δεκτής της γνώμης ταύτης, τα πάντα εξετελέσθησαν συμφώνως με αυτήν. Όχι μόνον δε τότε, αλλά και μετέπειτα, καθ' όλον το στάδιόν του, ο Φρύνιχος επέδειξε σύνεσιν. Και οι μεν Αθηναίοι την ιδίαν ημέραν, μόλις ενύκτωσεν, αφήνοντες ατελή την νίκην των ανεχώρησαν από της Μιλήτου, και οι Αργείοι, μανιώδεις διά την αποτυχίαν των, απέπλευσαν εκ της Σάμου εις τα ίδια.
28. Οι δε Πελοποννήσιοι σηκώσαντες τας αγκύρας άμα τη αυγή εκ της Τειχιούσσης έφθασαν εις την Μίλητον, όπου έμειναν μίαν ημέραν· κατά δε την επομένην προσλαβόντες και τα Χιακά πλοία, τα μετά του Χαλκιδέως κατά πρώτον συγκαταδιωχθέντα, ηθέλησαν να επιστρέψουν εις την Τειχιούσσαν, διά να λάβουν τα σκεύη, τα οποία είχαν αφήσει εκεί. Μόλις δε έφθασαν, ο Τισσαφέρνης, ο οποίος είχε μεταβή εκεί μετά του πεζού στρατού, τους έπεισε να πλεύσουν κατά της Ιάσου, την οποίαν κατείχεν ο πολέμιος αυτού Αμόργης. Προσέβαλαν λοιπόν αυτήν αιφνιδίως, και, επειδή οι κάτοικοι δεν επερίμεναν να ίδουν ειμή Αττικά πλοία, την εκυρίευσαν· εις την άλωσιν δε ταύτην διεκρίθησαν προ πάντων οι Συρακουσίοι. Συλλαβόντες δε οι Πελοποννήσιοι ζώντα τον νόθον υιόν του Πισσούθνου Αμόργην, ο οποίος είχεν επαναστατήσει κατά του βασιλέως, παρέδοσαν αυτόν εις τον Τισσαφέρνην, διά να τον απαγάγη, εάν ήθελεν, εις τον βασιλέα, συμφώνως με την διαταγήν, την οποίαν είχε λάβει. Ο στρατός έλαβεν άφθονα λάφυρα, διότι η πόλις ήτο καθ' υπερβολήν πλουσία. Παραλαβόντες τους περί τον Αμόργην επικούρους και μη κακοποιήσαντες διόλου κατέταξαν αυτούς εις τον στρατόν των, διότι οι πλείστοι ήσαν Πελοποννήσιοι. Και παραδώσαντες εις τον Τισσαφέρνην και την πόλιν και τους αιχμαλώτους πάντας, είτε δούλους είτε ελευθέρους, συνεφώνησαν να λάβουν παρ' αυτού ένα στατήρα δαρεικόν κατά κεφαλήν, και έπειτα επέστρεψαν εις την Μίλητον. Έστειλαν δε εις Χίον, διά ξηράς μέχρις Ερυθρών μετά των επικούρων του Αμοργού, τον υιόν του Λέοντος Πεδάριτον, ελθόντα εκ Λακεδαίμονος, διά να αναλάβη την διοίκησιν της Χίου· η δε διοίκησις της Μιλήτου ανετέθη εις τον Φίλιππον. Τοιουτοτρόπως ετελείωσε το θέρος.
29. Κατά τον ακόλουθον δε χειμώνα ο Τισσαφέρνης, αφού εξησφάλισε την Ίασον, μετέβη εις την Μίλητον, και συμφώνως με την προς τους Λακεδαιμονίους υπόσχεσίν του διένειμε κατά κεφαλήν εις όλα τα πλοία ανά μίαν αττικήν δραχμήν δι' ενός μηνός τροφήν, διά τον επίλοιπον όμως χρόνον δεν ηθέλησε να δώση ειμή τρείς οβολούς (2) μέχρις ου ερωτηθή ο βασιλεύς, και υπέσχετο, εάν τον διέταττε, να δώση ολόκληρον την δραχμήν. Ο Συρακούσιος στρατηγός Ερμοκράτης αντέστη μόνος· διότι ο Θηριμένης, μη ων ναύαρχος, αλλ' απλώς αναλαβών την φροντίδα να κομίση τον στόλον εις τον Αστύοχον, δεν αντέτεινεν εντόνως ως προς το ζήτημα της μισθοδοσίας. Συνεφωνήθη εν τούτοις, ίνα ανά πέντε πλοία δίδηται μικρά ποσότης περιπλέον των τριών οβολών κατά κεφαλήν· τωόντι ο Τισσαφέρνης επλήρωνε τρία τάλαντα κατά μήνα διά πέντε πλοία, και ανάλογόν τι ποσόν διά τα περιπλέον(3).
30. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήσαν εις την Σάμον, λαβόντες εξ Αθηνών και άλλην επικουρίαν εκ τριάκοντα πέντε πλοίων, διοικουμένων υπό του Χαρμίνου, του Στρομβιχίδου και του Ευκτήμονος, και συνενώσαντες μετά των της Χίου όλα τα άλλα πλοία ήθελαν να ρίψουν κλήρον προς τον διπλούν σκοπόν να αποκλείσουν την Μίλητον κατά θάλασσαν και να στείλουν κατά της Χίου ναυτικόν και πεζικόν. Ούτω και έπραξαν· διότι ο μεν Στρομβιχίδης, ο Ονομακλής και ο Ευκτήμων, έχοντες τριάκοντα πλοία και παραλαβόντες εντός των οπλιταγωγών μέρος εκ των εις την Μίλητον ελθόντων χιλίων στρατιωτών, απεφασίσθη υπό του λαχνού να πλεύσουν κατά της Χίου, οι δε άλλοι στρατηγοί μετά πλοίων εβδομήκοντα τεσσάρων έμειναν εις την Σάμον θαλασσοκράτορες και ενεργούντες εκδρομάς εναντίον της Μιλήτου.
31. Ο δε Αστύοχος, ο οποίος ευρίσκετο τότε εις την Χίον, όπου ένεκα της προδοσίας εσύναζεν ομήρους, παρητήθη του μέτρου τούτου, άμα έμαθε την προσεχή άφιξιν του υπό τας διαταγάς του Θηριμένους στόλου και την καλλιτέραν θέσιν των συμμμάχων· λαβών δε τα δέκα πλοία των Πελοποννησίων και δέκα των Χίων ανεχώρησε και προσέβαλε τον Πτελεόν· αλλά μη δυνηθείς να καταστή κύριος αυτού παρέπλευσε μέχρι των Κλαζομενών και διέταξε τους φρονούντας τα των Αθηναίων να μετοικήσουν εις τον Δαφνούντα και να υποταχθούν εις τους Λακεδαιμονίους. Την διαταγήν ταύτην υπεστήριξε και ο Ταμώς, ύπαρχος ων της Ιωνίας. Επειδή όμως εκείνοι δεν υπήκουον, ο Αστύοχος επετέθη εναντίον της πόλεώς των, η οποία ήτο ατείχιστος· και μη δυνηθείς να κυριεύση αυτήν απέπλευσεν, ενώ έπνεε σφοδρός άνεμος, και προσήγγισεν αυτός μεν εις την Φώκαιαν και την Κύμην, τα άλλα δε πλοία ηγκυροδόλησαν εις τας παρακειμένας νήσους των Κλαζομενών, Μαράθουσσαν, Πήλην και Δρύμουσσαν. Κρατηθέντες εις τας νήσους ταύτας υπό των εναντίων ανέμων ημέρας οκτώ διήρπασαν και κατηνάλωσαν εν μέρει όσα οι Κλαζομένιοι είχαν αποθέσει εκεί, τα δε άλλα εισβιβάσαντες εις τα πλοία απέπλευσαν εις την Φώκαιαν και την Κύμην προς τον Αστύοχον.
32. Ενώ δε αυτός ευρίσκετο εκεί, φθάνουν πρέσβεις των Λεσβίων προσφερόμενοι να αποστατήσουν πάλιν και αυτόν μεν πείθουν, αλλά, επειδή οι Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοι δεν έδειξαν την αυτήν προθυμίαν ενθυμούμενοι την προτέραν αποτυχίαν, σηκώσας τας αγκύρας έπλευσε προς την Χίον, όπου τα υπό της τρικυμίας διασπαρέντα πλοία του έφθασαν κατόπιν διαφόρων μερών. Μετά ταύτα ο Πεδάριτος αναχωρήσας διά ξηράς εκ της Μιλήτου διεπεραιώθη από τας Ερυθράς εις την Χίον μετά του στρατεύματος του· είχε δε επίσης μαζί του έως πεντακοσίους άνδρας ενόπλους, προερχομένους εκ των πέντε πλοίων, των αφεθέντων υπό του Χαλκιδέως. Ο Αστύοχος, επί τη υποσχέσει, η οποία εδόθη εις αυτόν υπό τινων Λεσβίων, ότι θα επαναστατήσουν την νήσον εκείνην, παρέστησαν εις τον Πεδάριτον και εις τους Χίους ότι έπρεπε να μεταβούν μετά του στόλου, διά επαναστατήσουν την Λέσβον, και ή θα ηύξαναν τον αριθμόν των συμμάχων ή, εν περιπτώσει αποτυχίας, θα επροξένουν τουλάχιστον βλάβην τινά εις τους Αθηναίους. Αλλά δεν εισηκούσθη, και ο Πεδάριτος μάλιστα είπεν εις αυτόν ότι ουδέ τα πλοία των Χίων δεν θα τω άφηνεν.
33. Ο δε Αστύοχος λαβών τα πέντε πλοία των Κορινθίων, έν των Μεγάρων, έν της Ερμιονίδος και εκείνα τα οποία είχε μαζί του ελθών εκ της Λακωνικής, έπλευσε προς την Μίλητον, διά να λάβη την ναυαρχίαν, απειλήσας τους Χίους και ειπών ότι, εάν ποτε ελάμβαναν ανάγκην συνδρομής, δεν έπρεπε να ελπίζουν εις αυτόν. Προσεγγίσας εις Κώρυκον διενυκτέρευσεν εκεί. Εν τούτοις οι Αθηναίοι, οι οποίοι εκ της Σάμου έπλεαν κατά της Χίου μετά των στρατευμάτων των, δεν εχωρίζοντο από του εχθρού, ειμή υπό του λόφου, όπισθεν του οποίου είχαν αγκυροβολήσει· αλλά δεν έβλεπαν αλλήλους. Διαρκούσης της νυκτός επιστολή εστάλη υπό του Πεδαρίτου, αναγγέλλουσα ότι Ερυθραίοι αιχμάλωτοι εις Σάμον και αφεθέντες επί σκοπώ προδοσίας είχαν φθάσει εις Ερυθράς. Μόλις έλαβε την είδησιν αυτήν ο Αστύοχος έσπευσε να επιστρέψη πάλιν εις Ερυθράς, ώστε ολίγον έλειψε να περιπέση εις τους Αθηναίους. Ο Πεδάριτος ήλθεν ωσαύτως προς αυτόν, και ότε έγιναν ανακρίσεις περί των υποτιθεμένων προδοτών, απεδείχθη ότι η προδοσία εκείνη δεν ήτο άλλο ειμή πρόφασις των αιχμαλώτων τούτων, διά να αποδράσουν εκ της Σάμου· συνεπεία λοιπόν τούτου απήλλαξαν αυτούς από την κατηγορίαν και απέπλευσαν ο μεν Πεδάριτος διά την Χίον, ο δε Αστύοχος, ως αρχικώς είχε σκοπόν, εις την Μίλητον.
34. Εν τούτοις ο στρατός των Αθηναίων, αναχωρήσας εκ του Κωρύκου, περιέπλεεν, ότε συνήντησε πλησίον του Αργίνου, τρία μακρά πλοία των Χίων· άμα δε τα είδεν, ήρχισε να τα καταδιώκη, αλλά, επειδή συνέβη μεγάλη τρικυμία, τα μεν πλοία των Χίων μόλις επρόφθασαν να καταφύγουν εις τον λιμένα, εκ δε των πλοίων των Αθηναίων τρία μεν, τα μάλλον προχωρήσαντα προς καταδίωξιν, απωλέσθησαν και εξώκειλαν πλησίον της πόλεως των Χίων, και εκ των ανδρών αυτών άλλοι συνελήφθησαν και άλλοι εφονεύθησαν, τα δε άλλα κατέφυγαν εις τον κάτωθεν του Μίμαντος λιμένα, τον ονομαζόμενον Φοινικούντα. Εντεύθεν δε ύστερον καθωρμίσθησαν εις την Λέσβον και ήρχισαν τας προετοιμασίας της πολιορκίας.
35. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα, ο Λακεδαιμόνιος Ιπποκράτης, ανεχώρησεν εκ Πελοποννήσου με δέκα πλοία των Θουρίων, διοικούμενα υπό του Δωριέως, του Διαγόρου, και δύο άλλων στρατηγών, έν της Λακωνικής και έν των Συρακουσών, και ήλθεν εις Κνίδον, η οποία είχεν ήδη αποστατήσει διά των ενεργειών του Τισσαφέρνους. Οι Πελοποννήσιοι οι ευρισκόμενοι εις την Μίλητον, μαθόντες την άφιξίν του διέταξαν ίνα με το ήμισυ μεν του στόλου φυλάσσεται η Μίλητος, με το άλλο δε ήμισυ μεταβούν εις Τριόπιον, διά να συλλάβουν τα εκ της Αιγύπτου ερχόμενα φορτηγά· είναι δε το Τριόπιον άκρα προέχουσα της Κνιδίας αφιερωμένη εις τον Απόλλωνα. Εις την είδησιν ταύτην οι Αθηναίοι ανεχώρησαν εκ της Σάμου και έβαλαν έξ πλοία εις Τριόπιον να φρουρούν· αλλά τα πληρώματα αυτών διέφυγαν. Οι Αθηναίοι κατέπλευσαν ακολούθως εις την Κνίδον και προσβαλόντες την πόλιν, ατείχιστον ούσαν, παρ' ολίγον να την κυριεύσουν. Την επιούσαν επανέλαβαν την προσβολήν αλλά, επειδή οι κάτοικοι περιεχαρακώθησαν καλλίτερον κατά την νύκτα και ενισχύθησαν υπό των πληρωμάτων των πλοίων του Τριοπίου, οι Αθηναίοι δεν ηδυνήθησαν να τους βλάψουν όσον το πρώτον. Υπεχώρησαν λοιπόν και, αφού ελεηλάτησαν τους αγρούς, απέπλευσαν εις την Σάμον.
36. Κατά την αυτήν δε εποχήν, ότε ο Αστύοχος ήλθεν εις Μίλητον, διά να αναλάβη την ναυαρχίαν, οι Πελοποννήσιοι είχαν ακόμη τα πάντα άφθονα εις το στρατόπεδόν των. Τωόντι τους εδίδετο μισθός αρκετός, οι θησαυροί οι διαρπαγέντες εκ της Ιάσου είχαν εναποταμιευθή υπό των στρατιωτών και οι Μιλήσιοι προθύμως υπέφεραν τα βάρη του πολέμου. Εν τούτοις η πρώτη συνθήκη, η συνομολογηθείσα μεταξύ του Τισσαφέρνους και του Χαλκιδέως, εφαίνετο ανεπαρκής εις τους Πελοποννησίους και ουχί τόσον επωφελής προς αυτούς. Κατά τον καιρόν λοιπόν, κατά τον οποίον ήτο ακόμη ο Θηριμένης εις την Μίλητον, συνωμολόγησαν άλλην συμμαχίαν, την εξής.
37. «Μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων αφ' ενός, και του βασιλέως Δαρείου, των υιών του και του Τισσαφέρνους αφ' έτερου συνωμολογήθη συνθήκη ειρήνης και φιλίας υπό τους ακολούθους όρους: Όλαι αι χώραι και όλαι αι πόλεις, όσαι ανήκουν εις τον βασιλέα Δαρείον ή ανήκαν εις τον πατέρα του ή τους προγόνους του, θα διατελούν απηλλαγμέναι από οιανδήποτε εχθροπραξίαν και βλάβην εκ μέρους των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων, μήτε οι Λακεδαιμόνιοι δε μήτε οι σύμμαχοι θα εισπράττουν κανένα φόρον παρά των πόλεων τούτων. Ο βασιλεύς Δαρείος υποχρεούται, καθώς και οι υπήκοοί του, να μη πολεμήση μήτε να βλάψη τους Λακεδαιμονίους ή τους συμμάχους. Εάν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι έχουν ανάγκην της συνδρομής του βασιλέως, ή εάν ο βασιλεύς έχη ανάγκην της συνδρομής των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Από ό,τι πράξουν μετά αμοιβαίαν συνεννόησιν θα θεωρηθή ως καλώς έχον. Οι δύο συνάπτοντες την συνθήκην ταύτην υποχρεούνται να εξακολουθήσουν ομού τον πόλεμον κατά των Αθηναίων και των συμμάχων και να καταπαύσουν αυτόν από κοινού. Ο βασιλεύς θα παρέχη την δαπάνην δι' όλον τον στρατόν ο οποίος επί τη αιτήσει του θα ευρίσκετο εις την χώραν του. Εάν πόλις τις εκ των μετά του βασιλέως συμβληθεισών επέλθη εναντίον της χώρας του βασιλέως, οι άλλοι θα αντισταθούν και θα υπερασπίσουν τον βασιλέα δι' όλων των δυνάμεών των. Εάν τις εκ των εις την χώραν του βασιλέως ή εκ των υποταγμένων εις αυτόν πόλεων βαδίση κατά των Λακεδαιμονίων ή των συμμάχων, ο βασιλεύς θα αντισταθή και θα υπερασπίση αυτούς δι' όλων των δυνάμεων του».
38. Μετά τας συνθήκας δε ταύτας ο Θηριμένης παρέδωκε τον στόλον εις τον Αστύοχον και εισελθών εντός κέλητος έφυγεν αμέσως. Οι δε Αθηναίοι, οίτινες ήσαν εις την Λέσβον, μετέβησαν ήδη εις την Χίον μετά του στρατού των και όντες κύριοι της γης και της θαλάσσης ωχύρωσαν το Δελφίνιον, χωρίον ισχυρόν προς το μέρος της ξηράς, έχον λιμένας και όχι πολύ απέχον της των Χίων πόλεως. Οι Χίοι νικηθέντες εις πολλάς προηγουμένας μάχας έμεναν ησυχάζοντες, προ πάντων διότι δεν ήσαν σύμφωνοι μεταξύ των και είχαν υποψίας οι μεν προς τους δε αφ' ότου ο Πεδάριτος εφόνευσε τους μετά Τυδέως του υιού του Ίωνος ως οπαδούς των Αθηναίων και υπέταξε το πλήθος εις σύστημα ολιγαρχικόν· ούτε εαυτούς ούτε τους μετά του Πεδαρίτου επικούρους ενόμιζαν ικανούς να αντισταθούν εις τους εχθρούς. Εν τούτοις έπεμψαν εις την Μίλητον, διά να ζητήσουν επικουρίαν παρά του Αστυόχου· αρνηθέντος δε τούτου, ο Πεδάριτος έγραψεν εις την Λακεδαίμονα εναντίον του ως αδικούντος. Τοιαύτη ήτο η κατάστασις των Αθηναίων εις την Χίον, εις δε την Σάμον ο στόλος των έκαμνεν εκδρομάς εναντίον των εις την Μίλητον σταθμευόντων πλοίων· αλλά, επειδή ταύτα δεν εξήρχοντο εις συνάντησίν του, επανήλθεν εις την Σάμον και ησύχαζεν.
39. Κατά δε τον αυτόν χειμώνα τα εικοσιεπτά πλοία, τα οποία οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εξοπλίσει διά τον Φαρνάβαζον, κατά παράκλησιν του Μεγαρέως Καλλιγείτου και του Κυζικηνού Τιμαγόρου, ανεχώρησαν εκ της Πελοποννήσου περί ήλιου τροπάς και έπλευσαν διά την Ιωνίαν έχοντα ως αρχηγόν τον Σπαρτιάτην Αντισθένην. Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν επί του αυτού στόλου ένδεκα Σπαρτιάτας, διά να χρησιμεύουν ως σύμβουλοι του Αστυόχου· είς εξ αυτών ήτο ο Λίχας υιός του Αρκεσιλάου. Τους είχαν δε διατάξει να ενασχοληθούν από κοινού, άμα τη αφίξει των εις Μίλητον, εις το να βελτιώσουν τας εκεί υποθέσεις, να πέμψουν, εάν έκρινον κατάλληλον, εις τον Ελλήσποντον προς τον Φαρνάβαζον τα αυτά εκείνα πλοία, είτε όλα, είτε περισσότερα, είτε ολιγώτερα, να υποδείξουν ως άρχοντα τον μετ' αυτών συμπλέοντα Κλέαρχον τον Ραμφίου και να αφαιρούν την ναυαρχίαν, εάν ενόμιζαν πρέπον, από τον Αστύοχον, ίνα αναθέσουν αυτήν εις τον Αντισθένην· διότι μετά τας επιστολάς του Πεδαρίτου οι Λακεδαιμόνιοι είχαν συλλάβει υπονοίας εναντίον του Αστυόχου. Αναχωρήσας ο στόλος ούτος από του Μαλέα και πλεύσας διά του πελάγους προσήγγισεν εις την Μήλον, όπου συνήντησε δέκα πλοία των Αθηναίων, συνέλαβε τρία κενά και τα έκαυσε. Μετά δε τούτο φοβηθείς μήπως τα πλοία των Αθηναίων τα διαφυγόντα εκ της Μήλου αναγγείλουν την προσέγγισίν του εις τους Αθηναίους (όπερ και εγένετο) έπλευσε προς την Κρήτην, προφυλαττόμενος κατά το πλείστον διάστημα του ταξιδιού και εισήλθεν εις τον λιμένα της Καύνου εν Ασία. Εκείθεν νομίζων τον εαυτόν του, ασφαλή έστειλεν αγγελίαν προ τον στόλον της Μιλήτου, διά να τον παραλάβη και τον φέρη εις την Καύνον.
40. Κατά τον αυτόν δε χρόνον οι Χίοι και ο Πεδάριτος, με όλην την κακήν θέλησιν του Αστυόχου, πέμπουσι προς αυτόν απεσταλμένον επί απεσταλμένου, διά να τον παρακαλέσουν να έλθη εις βοήθειάν των μεθ' όλου του στόλου, ενώ ήσαν πολιορκημένοι, και να μη ανέχεται ώστε η μεγίστη των εν τη Ιωνία συμμαχίδων πόλεων να αποκλείεται μεν της θαλάσσης, να λεηλατήται δε κατά ξηράν υπό των ληστειών. Ουδεμία πόλις, πλην της Λακεδαίμονος, είχε τοσούτους δούλους, όσους η Χίος, ένεκα δε του πλήθους αυτών τους ετιμώρουν αυστηρώς οσάκις έπταιον. Διά τούτο, άμα ο στρατός των Αθηναίων εφάνη οριστικώς αποκατασταθείς και περιχαρακωθείς, ηυτομόλησαν οι περισσότεροι προς αυτούς και ένεκα της γνώσεως την οποίαν είχον των μερών διέπραξαν τα πλείστα κακά. Επέμεναν λοιπόν οι Χίοι να τους βοηθήση ο Αστύοχος, ενόσω ήτο ακόμη ελπίς και ήτο δυνατόν να εμποδίσουν τας ημιτελείς εργασίας του Δελφινίου και πριν ή ο εχθρός περιβάλη διά μεγαλειτέρων περιχαρακωμάτων το στρατόπεδον και τα πλοία του. Ο δε Αστύοχος, μολονότι κατά την πρώτην απειλήν δεν είχε διάθεσιν να τους βοηθήση, ηναγκάσθη να το πράξη, άμα είδεν ότι οι σύμμαχοι ήσαν πρόθυμοι να σπεύσουν εις βοήθειαν.
41. Εν τούτω δε τω μεταξύ έφθασεν εκ της Καύνου η αγγελία ότι τα εικοσιεπτά πλοία και οι σύμβουλοι των Λακεδαιμονίων έφθασαν. Ο Αστύοχος κρίνων πάσαν άλλην υπόθεσιν ολιγώτερον σπουδαίαν από το να συνοδεύση τόσα πολλά πλοία, διά να γίνη κύριος της θαλάσσης και να εξασφαλίση την διαπεραίωσιν εις τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι ήρχοντο διά να επιτηρήσουν την διαγωγήν του, παρητήθη του εις την Χίον πλου και έπλευσε προς την Καύνον. Κατά τον διάπλουν απέβη εις την Κων την Μεροπίδα, η οποία ήτο ατείχιστος και κατεστραμμένη υπό σεισμού, του μεγίστου από όσους ενθυμούμεθα, και ελεηλάτησεν αυτήν, ενώ οι κάτοικοι είχαν φύγει εις τα όρη. Επιδραμών την χώραν ήρπασε τα πάντα, πλην των ελευθέρων ανδρών, τους οποίους απέλυσεν. Εκ δε της Κω φθάσας διά νυκτός εις την Κνίδον ηναγκάσθη υπό των παραινούντων Κνιδίων να μη αποβιβάση τους ναύτας, αλλά, ως είχε, να πλεύση ευθύς εναντίον των είκοσι πλοίων των Αθηναίων, τα οποία έχων ο Χαρμίνος, εις των στρατηγών της Σάμου, παρεμόνευε τα εικοσιεπτά εκείνα πλοία, τα οποία ήρχοντο εκ της Πελοποννήσου και τα οποία ανεζήτει ο Αστύοχος. Οι Αθηναίοι οι όντες εις την Σάμον είχαν μάθει εκ της Μήλου την προσέγγισιν του στόλου εκείνου και ανέθεσαν εις τον Χαρμίνον την φυλακήν των πέριξ της Σύμης, της Χάλκης, της Ρόδου και της Λυκίας· ήδη μάλιστα ούτος είχε μάθει ότι τα εχθρικά πλοία ήσαν εις την Καύνον.
42. Ο Αστύοχος λοιπόν, πριν γίνη γνωστή η πορεία του, έπλευσε προς την Σύμην ελπίζων να συναντήση που τον εχθρικόν στόλον εις το πέλαγος· αλλ' η βροχή και ο νεφελώδης καιρός διεσκόρπισαν τα πλοία του εν τη σκοτία, Κατά την πρωίαν, ενώ ο στόλος του Αστυόχου έπλεεν ατάκτως, του αριστερού κέρατος ευρισκομένου ήδη απέναντι των Αθηναίων, του δε άλλου πλανωμένου ακόμη περί την νήσον, ο Χαρμίνος και οι Αθηναίοι επροχώρησαν με ταχύτητα μετά πλοίων ολιγωτέρων των είκοσι νομίζοντες ότι ο στόλος εκείνος ήτο ο της Καύνου, τον οποίον παρεμόνευαν επιπεσόντες δε αμέσως κατ' αυτού εβύθισαν τρία πλοία και επέφεραν μεγάλας βλάβας εις τα άλλα. Εις τούτο το σημείον ευρίσκετο η ναυμαχία, εφαίνετο δε ούσα υπέρ αυτών, ότε απροσδοκήτως ενεφανίσθη το πλείστον μέρος του πελοποννησιακού στόλου και τους περιεκύκλωσε πανταχόθεν. Τότε οι Αθηναίοι ετράπησαν εις φυγήν, έχασαν έξ πλοία και κατέφυγαν μετά των λοιπών εις την νήσον Τεύτλουσαν και εκείθεν εις Αλικαρνασόν. Οι Πελοποννήσιοι προσωρμίσθησαν ύστερον εις τον λιμένα της Κνίδου, όπου ηνώθησαν μετ' αυτών τα εκ της Καύνου ερχόμενα εικοσιεπτά πλοία· και όλοι ομού έπλευσαν διά να στήσουν τρόπαιον εις την Σύμην, εκ της οποίας έπειτα επέστρεψαν πάλιν εις την Καύνον.
43. Οι δε Αθηναίοι, άμα έμαθαν τα της ναυμαχίας ταύτης, ανεχώρησαν εκ της Σάμου διά την Σύμην μεθ' όλου του στόλου των. Και κατά μεν του ναυτικού του ευρισκομένου εις την Κνίδον ούτε αυτοί επροχώρησαν, καθώς ούτε εκείνο, κατ' αυτών, λαβόντες δε τα εν Σύμη σκεύη προσέβαλαν τα επί της (ασιατικής) ηπείρου Λώρυμα και απέπλευσαν διά την Σάμον. Ήδη όλος ο στόλος, συναθροισμένος εις την Κνίδον, όπου ευρίσκετο τότε ο Τισσαφέρνης, έκαμνε τας απαιτουμένας επισκευάς· οι ένδεκα Λακεδαιμόνιοι διεσκέπτοντο μαζί του περί πάντων των συμβαινόντων, περί παντός ό,τι δεν ήρεσεν εις αυτούς, και περί των μέσων να εξακολουθήσουν τον πόλεμον όσον το δυνατόν καλλίτερον και συμφερώτερον δι' αμφοτέρους. Ο Λίχας προ πάντων λεπτομερώς εξήταζε τα πάντα· έλεγαν ότι ουδεμία συνθήκη συνετάχθη καλώς, ούτε η του Χαλκιδέως ούτε η του Θηριμένους· ότι θα ήτο φοβερόν να έχη την αξίωσιν ο βασιλεύς να κατέχη ακόμη και τώρα τας αυτάς χώρας, επί των οποίων άλλοτε αυτός ή οι πρόγονοι του ήρχον (τωόντι εις τας συνθήκας ταύτας όλαι αι νήσοι, η Θεσσαλία, οι Λοκροί και αι της Βοιωτίας χώραι ώφειλον να υποταγώσι πάλιν εις αυτόν), και ότι αντί της ελευθερίας οι Λακεδαιμόνιοι θα επέβαλλον εις τους Έλληνας τον Μηδικόν ζυγόν. Εζήτησε λοιπόν να συντάξουν καλλιτέραν συνθήκην λέγων ότι η υπάρχουσα δεν θα εγίνετο δεκτή και ότι υπό τοιούτους όρους δεν ήθελαν κανέν σιτηρέσιον. Και ο μεν Τισσαφέρνης αγανακτών απεχωρίσθη απ' αυτών μετ' οργής και άπρακτος.
44. Οι δε Λακεδαιμόνιοι σκοπόν είχαν να πλεύσουν εις την Ρόδον, της οποίας οι εξέχοντες (πρόκριτοι) κάτοικοι τοις είχον πέμψει κήρυκας· ήλπιζαν να προσελκύσωσι με το μέρος των την νήσον ταύτην, την οποίαν καθίστα σπουδαίαν ο μέγας αριθμός των ναυτικών και των πεζών στρατιωτών της. Ήλπιζαν άλλως με τους συμμάχους, τους οποίους είχον τότε, να δυνηθούν αυτοί μόνοι να συντηρήσουν τον στόλον, χωρίς να ζητήσουν χρήματα παρά του Τισσαφέρνους. Αναχωρήσαντες λοιπόν αμέσως εκ της Κνίδου κατά τον αυτόν χειμώνα προσήγγισαν πρώτον εις Κάμειρον της Ροδίας μετά πλοίων ενενήκοντα τεσσάρων και εφόβησαν τον λαόν, ο οποίος, μη γνωρίζων τα διατρέχοντα, έφυγε διότι η πόλις ήτο ατείχιστος. Έπειτα οι Λακεδαιμόνιοι συνεκάλεσαν τους κατοίκους αυτής και τους Ροδίους των δύο άλλων πόλεων, της Λίνδου και της Ιηλυσού, και έπεισαν αυτούς να επαναστατήσουν κατά των Αθηναίων. Και τοιουτοτρόπως η Ρόδος συνετάχθη με τους Πελοποννησίους. Οι δε Αθηναίοι κατά τον αυτόν χρόνον, πληροφορηθέντες περί του σχεδίου τούτου, διά να εμποδίσουν την εκτέλεσιν αυτού, ανεχώρησαν μετά του στόλου, όπου ήτο εις την Σάμον, και εφάνησαν εις τα πέλαγος· αλλ' ήτο πλέον αργά, και διά τούτο έπλευσαν πρώτον μεν εις την Χάλκην, έπειτα δε εις την Σάμον. Ακολούθως επέδραμον κατά της Ρόδου αναχωρούντες εκ της Χάλκης, εκ της Κω και εκ της Σάμου. Οι δε Πελοποννήσιοι σενέλεξαν παρά των Ροδίων αναγκαστικήν χρηματικήν συνεισφοράν εκ τριάκοντα ταλάντων, έσυραν τα πλοία των εις την ξηράν και έμειναν ησυχάζοντες επί ημέρας ογδοήκοντα.
45. Ιδού δε τι συνέβη κατά το διάστημα τούτο και μάλιστα πριν επιχειρήσουν την εκστρατείαν της Ρόδου. Μετά τον θάνατον του Χαλκιδέως και την εν Μιλήτω μάχην ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ήτο ύποπτος εις τους Πελοποννισίους, εφοβήθη διά κάποια επιστολήν πεμφθείσαν εκ Λακεδαίμονος προς τον Αστύοχον και προστάζουσαν αυτόν να τον φονεύση, και ότι ο Αλκιβιάδης ήτο εχθρός τον Άγιδος και ελογίζετο άλλως ως προδότης. Και πρώτον μεν μετέβη προς τον Τισσαφέρνην και έβλαπτε πλησίον αυτόν όσον ηδύνατο περισσότερον τους Πελοποννησίους· αποκαλύπτων δε εις αυτόν τα πάντα τον έπεισε να ελαττώση τον μισθόν των, εις τρόπον ώστε αντί μιας αττικής δραχμής τους έδιδε μόνον τρεις οβολούς, και τούτο όχι τακτικώς. Κατά τας συμβουλάς του Αλκιβιάδου ο Τισσαφέρνης τους είπεν ότι, εάν οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήσαν πολύ εμπειρότεροι αυτών εις τα ναυτικά, έδιδαν μόνον τρείς οβολούς εις τους ναύτας των, έπρατταν τούτο ουχί χάριν οικονομίας όσον ίνα μη οι ναύται, διαφθειρόμενοι υπό της αφθονίας των χρημάτων, οι μεν εκνευρίζουν το σώμα των δαπανώντες εις ηδονάς, αίτινες καταστρέφουν την υγείαν, οι δε εγκαταλείπουν τα πλοία αφήνοντες ως ενέχυρον τον επί πλέον (του λαμβανομένου προς συντήρησιν) οφειλόμενον μισθόν. Τον εδίδαξεν επίσης ο Αλκιβιάδης να ελκύση διά δωρεών την υποστήριξιν των τριηράρχων και των στρατηγών των πόλεων και οι μεν άλλοι εξ αυτών εδέχθησαν, ουχί δε και οι Συρακούσιοι, διότι μόνος ο Ερμοκράτης διεμαρτυρήθη εν ονόματι όλων των συμμάχων. Ότε αι πόλεις έστειλαν να ζητήσουν χρήματα, ο Αλκιβιάδης απέπεμπεν ο ίδιος τους απεσταλμένους αποκρινόμενος εν ονόματι του Τισσαφέρνους ότι οι Χίοι ήσαν πολύ αναίσχυντοι, αυτοί οι μάλλον πλούσιοι των Ελλήνων και οφείλοντες την σωτηρίαν των εις την ξένην συνδρομήν, να έχουν την αξίωσιν, ώστε άλλοι, χάριν της ιδικής των ελευθερίας, να εκθέτουν τα σώματα και τας περιουσίας των. Ως προς τας άλλας πόλεις, έλεγαν ότι θα ήσαν ασυγχώρητοι, εάν δεν έκαμναν τας αυτάς θυσίας και μάλιστα μεγαλυτέρας προς ίδιον των συμφέρον, αυταί που πριν αποστατήσουν, τόσα πολλά εδαπανούσαν υπέρ των Αθηναίων. Είπε τέλος ότι ο Τισσαφέρνης, πολεμών προς το παρόν με ιδικάς του μόνον δαπάνας, είχε δίκαιον να είναι φειδωλός των ιδικών του χρημάτων· αλλ' ότι, εάν ποτε ο βασιλεύς πέμψη κεφάλαια, ο μισθός θα δοθή ανελλιπώς και αι πόλεις θα λάβουν δικαίας αποζημιώσεις.
46. Συνεβούλευεν δ' επίσης τον Τισσαφέρνην να μη σπεύση πολύ να περάνη τον πόλεμον και να μη συγκατατεθή, είτε προσκαλών φοινικικόν στόλον, όπως διενοείτο, είτε λαμβάνων επί μισθώ περισσοτέρους Έλληνας, ώστε να δοθή το κράτος της θαλάσσης και της ξηράς εις ένα και τον αυτόν λαόν, αλλά να αφήση την αρχήν διαμοιρασμένην μεταξύ των δύο αντιπάλων, διότι τούτο όπερ θα επέτρεπε πάντοτε εις τον βασιλέα να διεγείρη τους μεν εναντίον των δε· ενώ, εάν το κράτος της ξηράς και της θαλάσσης συνεκεντρούτο εις έν σημείον, ο βασιλεύς δεν θα είχε πλέον συμμάχους, διά να καταβάλη τους επικρατούντας, εκτός εάν ήθελεν ημέραν τινά, αυτός ο ίδιος να περιπλακή εις αγώνα πολυδάπανον και πλήρη κινδύνων· θα ήτο δε απλούστερον, ολιγώτερον δαπανηρόν και μάλλον ασφαλές να αφήση τους Έλληνας να καταστραφούν μεταξύ των. Προσέθηκεν ότι θα ήτο ωφελιμώτερον εις τον βασιλέα να συμμερισθή την αρχήν με τους Αθηναίους, καθότι αυτοί, μη εποφθαλμιώντες, ως οι Λακεδαιμόνιοι, να κυριαρχήσουν επί της ξηράς και όντες μάλλον συμβιβαστικοί προς τα έργα και τους λόγους, θέλουν μεν την ηγεμονίαν της θαλάσσης, εγκαταλείπουν δε εις τον βασιλέα τους Έλληνας τους κατοικούντας εις το βασίλειόν του, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ήρχοντο, διά να ελευθερώσουν τους λαούς· ότι δεν ήτο πιθανόν να ελευθερώσουν μεν τώρα οι Λακεδαιμόνιοι τους Έλληνας από τον ζυγόν των Ελλήνων, να μη ζητήσουν δε κατόπιν να τους απαλλάξουν και από τον ζυγόν των βαρβάρων εκτός εάν ούτοι τους απεδίωκαν ημέραν τινά. Τον συνεβούλευσε λοιπόν να εξασθενίση πρώτον τους μεν διά των δε, και αφού περικόψη τοιουτοτρόπως όσον ηδύνατο περισσότερον την δύναμιν των Ελλήνων να στραφή τότε κατά των Πελοποννησίων και να εκδιώξη αυτούς εκ της βασιλικής χώρας. Ο Τισσαφέρνης ησπάζετο κατά το πλείστον τα σχέδια ταύτα, όσον δυνάμεθα τουλάχιστον να κρίνωμεν εκ των πράξεών του. Ενεπιστεύθη λοιπόν ανεπιφυλάκτως εις τον Αλκιβιάδην, ο οποίος του έδιδε τοσούτον καλάς συμβουλάς ως προς τούτο· έδιδεν ατάκτως τον μισθόν εις τους Πελοποννησίους και δεν τοις επέτρεπε να ναυμαχήσουν. Βεβαιών ότι μετ' ολίγον έμελλε να φθάση ο φοινικικός στόλος και ότι τότε θα επολέμουν μετά δυνάμεων πλέον ή επαρκών, κατέστρεψε τας υποθέσεις των και παρέλυσε το ναυτικόν των, τοσούτον ανθηρόν μέχρι της στιγμής εκείνης. Τέλος καθ' όλην την εις τον πόλεμον εκείνον συμμετοχήν του επέδειξε ψυχρότητα ικανήν, ώστε να εννοήσουν τους αληθείς σκοπούς του.
47. Ο δε Αλκιβιάδης έδιδε τας συμβουλάς ταύτας εις τον Τισσαφέρνην και τον βασιλέα, αφ' ενός μεν διότι ευρισκόμενος πλησίον αυτών ενόμιζε τας συμβουλάς ταύτας ως αρίστας, αφ' ετέρου δε διότι έτρεφε την ελπίδα να επιστρέψη εις την πατρίδα του γνωρίζων ότι, εάν επρολάμβανε την καταστροφήν αυτής, θα ηδύνατο ημέραν τινά να επιτύχη διά της πειθούς την ανάκλησίν του· ενόμιζε δε ότι το καλύτερον μέσον, διά να πείση εις τούτο τους Αθηναίους, ήτο να φαίνεται ως επιστήθιος φίλος του Τισσαφέρνους. Τούτο τωόντι συνέβη. Οι στρατιώται οι μένοντες εις την Σάμον έμαθαν ότι ίσχυεν αυτός παρά τω Τισσαφέρνει. Αφ' ετέρου ο Αλκιβιάδης ήλθεν εις συνεννοήσεις με τους μάλλον ισχυρούς εξ αυτών, διά να κηρύξουν ούτοι εις τους τιμίους ανθρώπους εκ μέρους του ότι, εάν ανεκαλείτο εις την πατρίδα του υπό το αριστοκρατικόν πολίτευμα και όχι υπό την μοχθηράν δημοκρατίαν, η οποία τον είχεν εξορίσει, υπέσχετο να τοις προμηθεύση την φιλίαν του Τισσαφέρνους και να συμμερισθή μετ' αυτών την εξουσίαν. Αι προτάσεις αύται τοσούτω μάλλον έγιναν δεκταί, όσω οι τριήραρχοι και οι ισχυρότεροι των εν τη Σάμω Αθηναίων ήσαν διατεθειμένοι εξ ιδίας των γνώμης εις την κατάλυσιν της δημοκρατίας.
48. Το ζήτημα τούτο ανεκινήθη πρώτον εις το στρατόπεδον και έπειτα εις την πόλιν· τινές μάλιστα ανεχώρησαν εκ της Σάμου, διά να συνομιλήσουν με τον Αλκιβιάδην, ο οποίος τοις υπεσχέθη πρώτον την φιλίαν του Τισσαφέρνους και έπειτα την του βασιλέως, εάν έστεργον να καταλύσουν την δημοκρατίαν (διότι μόνον δι' αυτού του τρόπου ηδύνατο ο βασιλεύς να έχη πλειοτέραν εμπιστοσύνην.) Οι πρώτοι πολίται, οίτινες συνήθως υποφέρουν (εκ του πολέμου) περισσότερον, συνέλαβον μεγάλην ελπίδα να λάβωσιν αυτοί οι ίδιοι την διεύθυνσιν των πραγμάτων και να νικήσουν τους εχθρούς. Επανελθόντες εις την Σάμον συνήθροισαν όσους ενόμιζαν καταλλήλους προς συνωμοσίαν και είπαν αναφανδόν εις τον λαόν ότι ο βασιλεύς θα εγίνετο φίλος των Αθηναίων και ότι θα τοις παρείχε χρήματα άμα ο Αλκιβιάδης ανεκαλείτο εις την πατρίδα του και κατελύετο η δημοκρατία. Μολονότι δε το πλήθος δυσηρεστήθη προς στιγμήν διά τα συμβαίνοντα, εν τούτοις έμεινεν ήσυχον με την ελπίδα ότι ευκολώτερον θα επετύγχανε μισθόν παρά του βασιλέως, ενώ οι προετοιμάζοντες την ολιγαρχίαν, άμα ανεκοίνωσαν το σχέδιόν των εις το πλήθος συνεζήτησαν μεταξύ των και μετά των λοιπών ομοφρόνων τας προτάσεις του Αλκιβιάδου, αι οποίαι εφάνησαν μεν εις τους άλλους ωφέλιμοι και ασφαλείς, δεν ήρεσαν όμως ουδόλως εις τον Φρύνιχον, ο οποίος ήτο ακόμη στρατηγός και διετείνετο (όπερ και αληθές) ότι ο Αλκιβιάδης δεν ηγάπα την ολιγαρχίαν πλειότερον της δημοκρατίας, ότι δεν εσκέπτετο ειμή πώς να μεταβάλη την επικρατούσαν τάξιν της πόλεως, διά να ανακληθή υπό των φίλων του εν αυτή, ότι ώφειλαν προ πάντων να αποφύγουν τας διαιρέσεις, ότι, αφού ήσαν ήδη οι Πελοποννήσιοι ομοίως ισχυροί κατά θάλασσαν και κατείχαν επί της βασιλικής χώρας αξιολόγους πόλεις, δεν θα ήτο ωφέλιμον εις τον βασιλέα να δημιουργήση δυσχερείας ενούμενος με τους Αθηναίους, προς τους οποίους εδυσπίστει, ενώ ηδύνατο να ελκύση την φιλίαν των Πελοποννησίων εναντίον των οποίων δεν είχε ποτέ αιτίαν παραπόνων. Ως προς δε τας άλλας πόλεις, εις τας οποίας υπέσχοντο την ολιγαρχίαν, διότι αι Αθήναι θα έπαυαν δημοκρατούμεναι, ήξευρε καλώς, έλεγαν, ότι η υπόσχεσις αύτη δεν ήτο ικανή ούτε να υποτάξη τας αποστατησάσας, ούτε να συγκρατήση εις υποταγήν τας πιστάς, διότι παρά να είναι δούλαι της ολιγαρχίας ή της δημοκρατίας αι πόλεις αύται θα προτιμήσουν μάλλον να είναι ελεύθεραι υπό οιονδήποτε εκ των δύο τούτων συστημάτων. Ως προς τους ανθρώπους τους ονομαζομένους καλούς καγαθούς, επίστευεν ότι δεν θα ηνωχλούντο υπ' αυτών ολιγώτερον ή υπό του δήμου, εις τον οποίον ούτοι παρείχαν και εισήγαν κακά σχέδια, των οποίων αυτοί μόνοι εκαρπούντο τας ωφελείας· το να υποταχθούν εις αυτούς ήτο ως να καθιέρουν το σύστημα της αυθαιρέτου καταδίκης και του βίαιου θανάτου, ενώ ο λαός ήτο ανοικτόν καταφύγιον εις όλους και χαλινός των παρεκτροπών των ολίγων. Ο Φρύνιχος εβεβαίωνεν ότι αι πόλεις είχαν σχηματίσει εκ πείρας την αυτήν γνώμην και τέλος επρόσθεσεν ότι αυτός τουλάχιστον απεδοκίμαζε και τας προτάσεις του Αλκιβιάδου και τα πραττόμενα τότε.
49. Η δε συνέλευσις των συνωμοτών, συμφώνως με την πρώτην απόφασιν, παρεδέχθη τας γενομένας εις αυτήν προτάσεις και παρεσκευάσθη να στείλη εις τας Αθήνας τον Πείσανδρον και άλλους απεσταλμένους, διά να εργασθούν υπέρ της καθόδου του Αλκιβιάδου και της εν τη πόλει ταύτη καταλύσεως της δημοκρατίας και διά να καταστήσουν τον Τισσαφέρνην φίλον των Αθηναίων.
50. Εννοήσας δε ο Φρύνιχος ότι έμελλε να προταθή η ανάκλησις του Αλκιβιάδου και ότι οι Αθηναίοι θα την παρεδέχοντο, και φοβηθείς μήπως κατόπιν από όσα είπε κατά του Αλκιβιάδου διατηρήση ούτος, όταν θα επανήρχετο (εις Αθήνας), μίσος εναντίον του, διά την αιτίαν ταύτην, εμηχανεύθη το εξής στρατήγημα. Έστειλεν απεσταλμένον προς τον ναύαρχον των Λακεδαιμονίων Αστύοχον, ότε ήτο ακόμη τότε περί την Μίλητον, γράψας κρυφίως ότι ο Αλκιβιάδης κατέστρεφε τα πράγματα των Λακεδαιμονίων καθιστών τον Τισσαφέρνην φίλον των Αθηναίων· τω έδιδε συγχρόνως λεπτομερείς πληροφορίας περί όλων των άλλων, ζητών συγγνώμην, αν εζήτει να βλάψη τον εχθρόν του, έστω και με ζημίαν της πατρίδος του. Αλλ' ο Αστύοχος ουδόλως εσκέφθη να τιμωρήση τον Αλκιβιάδην, ο οποίος άλλως δεν ήτο πρόχειρος ως πρότερον· εξ εναντίας μετέβη προς αυτόν εις την Μαγνησίαν καθώς και προς τον Τισσαφέρνην, τους ανεκοίνωσεν όσα του είχαν γράψει εκ Σάμου και έγινεν αυτός ο ίδιος μηνυτής. Συγχρόνως επωφελήθη, ως ελέγετο, εκ της περιστάσεως, διά να επιδείξη την προς τον Τισσαφέρνην αφοσίωσίν του χάριν των ιδίων αυτού συμφερόντων· διά τον αυτόν δε λόγον μέχρις εκείνης της στιγμής ασθενώς διεμαρτύρετο κατά της ελαττώσεως του μισθού. Ο Αλκιβιάδης έγραψεν αμέσως εις την Σάμον, διά να καταγγείλη τον Φρύνιχον και ζητήση τον θάνατόν του. Ο δε Φρύνιχος, θορυβηθείς και αισθανθείς ότι διέτρεχε μέγιστον κίνδυνον από την καταγγελίαν εκείνην, γράφει πάλιν προς τον Αστύοχον, διά να τον επιπλήξη, ότι δεν ετήρησε μυστικά τα προηγουμένως γραφέντα, και διά να του φανερώση ότι τώρα ήτο έτοιμος να του παραδώση όλον τον εν τη Σάμω στρατόν των Αθηναίων, διά να τον καταστρέψη· περιέγραψε συγχρόνως όλα τα μέσα, διά των οποίων θα ηδύνατο να επιτύχη του σκοπουμένου, καθότι η Σάμος ήτον ατείχιστος, και τέλος είπεν ότι εκθέτων την ζωήν του χάριν των ιδικών του συμφερόντων ουδεμίαν μομφήν έπρεπε να ελκύση εναντίον του, ότι προέβαινεν εις το μέτρον τούτο και εις παν άλλο μάλλον, παρά να πέση θύμα των σκληροτέρων εχθρών του. Ο δε Αστύοχος ανεκοίνωσε και ταύτα εις τον Αλκιβιάδην.
51. Αλλ' ο Φρύνιχος, ο οποίος είχε προϊδεί την απιστίαν του και περιέμενε νέαν καταγγελίαν του Αλκιβιάδου, ανήγγειλεν ο ίδιος εις τον στρατόν, διά να προλάβη το πράγμα, ότι, επειδή ήτο η Σάμος ατείχιστος και τα πλοία όλα δεν ήσαν ηγκυροβολημένα εντός του λιμένος, ήξευρεν εξ ασφαλούς πηγής ότι οι εχθροί είχαν κατά νουν να έλθουν, διά να προσβάλουν το στρατόπεδον· έπρεπε λοιπόν να οχυρώσουν την πόλιν όσον το δυνατόν ταχύτερον και να φυλάττωνται καλώς. Επειδή δε τότε εστρατήγει αυτός, ήτο κύριος να εκτελέση ο ίδιος τα μέτρα ταύτα. Ήρχισαν λοιπόν να εγείρουν τείχη, και διά του τρόπου τούτου η Σάμος, προωρισμένη άλλως να τειχισθή, έσπευσε να πράξη τούτο ταχύτερον. Ολίγον μετά ταύτα έφθασαν αι παρά του Αλκιβιάδου επιστολαί αναγγέλλουσαι ότι ο στρατός είχε προδοθή υπό του Φρυνίχου και ότι οι εχθροί έμελλαν μετ' ολίγον να τον προσβάλουν. Αλλ' ουδεμίαν προσοχήν έδωκαν εις τους λόγους του Αλκιβιάδου, και εσκέφθησαν ότι γνωρίζων ούτος τα σχέδια του εχθρού επέρριψε την ενοχήν επί του Φρυνίχου, τον οποίον εμίσει. Διά της καταγγελίας ταύτης ο Αλκιβιάδης όχι μόνον δεν έβλαψε παντάπασι τον Φρύνιχον, αλλά μάλλον εχρησίμευσεν ως μάρτυς υπέρ αυτού.
52. Μετά δε τούτο ο Αλκιβιάδης παρεσκεύαζε τον Τισσαφέρνην και ανέπειθεν αυτόν να φιλιωθή με τους Αθηναίους· ο σατράπης ούτος, μολονότι εφοβείτο τους Πελοποννησίους, οι οποίοι παρουσιάζοντο με πλοία περισσότερα ή οι Αθηναίοι, δεν εζήτει μολοντούτο άλλο καλύτερον παρά να πεισθή, προ πάντων αφ' ότου έμαθε την σφοδράν φιλονεικίαν, πού έγινεν εις την Κνίδον μεταξύ των Πελοποννησίων περί της συνθήκης του Θηριμένους.
Τωόντι καθ' ην εποχήν ούτοι ευρίσκοντο εις την Ρόδον ηγέρθη η αμφισβήτησις αύτη, κατά την οποίαν η γενομένη άλλοτε υπό του Αλκιβιάδου πρότασις να ελευθερώσουν όλας τας Ελληνίδας πόλεις εβεβαιώθη υπό του Λίχου, ο οποίος είπεν ότι δεν ήτο ανεκτός ο όρος, κατά τον οποίον ο βασιλεύς θα διετήρει τας άλλοτε υπ' αυτού ή υπό των προγόνων του κατεχομένας πόλεις. Και ο μεν Αλκιβιάδης, ο οποίος ανέλαβε να διεξαγάγη τόσον σπουδαίας υποθέσεις, επεριποιείτο τον Τισσαφέρνην και εδείκνυε προς αυτόν ακραιφνή ζήλον.
53. Οι δε μετά του Πεισάνδρου αποσταλέντες εκ της Σάμου πρέσβεις των Αθηναίων, άμα ήλθαν εις τας Αθήνας, ωμίλησαν προς την εκκλησίαν του δήμου. Το συμπέρασμα της ομιλίας των ήτο ότι, εάν οι Αθηναίοι ανεκάλουν τον Αλκιβιάδην και μετέτρεπαν το πολίτευμά των, ηδύναντο να ελκύσουν την συμμαχίαν του βασιλέως και να κατατροπώσουν τους Πελοποννησίους. Πολλοί αντέστησαν εις τα την δημοκρατίαν αφορώντα, και το καθ' εαυτούς, οι εχθροί του Αλκιβιάδου εφώναζαν ότι θα έπρατταν έγκλημα, εάν επέτρεπαν εις αυτόν να επιστρέψη εις την πατρίδα του, της οποίας παρεβίασε τους νόμους. Οι Ευμολπίδαι και οι Κήρυκες διεμαρτύροντο επίσης εναντίον της ανακλήσεώς του, προφασιζόμενοι τα μυστήρια, αιτίαν της εξορίας του, και καταρώμενοι αυτόν. Ο Πείσανδρος προσελθών εις το μέσον απεκρίθη εις τα παράπονα και τας κατηγορίας ταύτας. Προσκαλών ένα έκαστον των αντιλεγόντων, τον ηρώτα αν είχεν ελπίδα τινά σωτηρίας διά την δημοκρατίαν, αφού εις την θάλασσαν οι Πελοποννήσιοι είχαν όχι ολιγώτερα των Αθηναίων πλοία, έτοιμα προς μάχην, αφού εις την συμμαχίαν των είχαν περισσοτέρας πόλεις, και αφού ο βασιλεύς και ο Τισσαφέρνης τους έδιδαν χρήματα, ενώ αυτοί έμελλαν να στερηθούν τούτων, εάν ο βασιλεύς δεν εστρέφετο με το μέρος των. Ότε διά των ερωτήσεων τούτων καθίστα αυτούς αναπολογήτους, τους έλεγε σαφώς: «Το μόνον ημών καταφύγιον είναι να παραδεχθώμεν πολίτευμα μετριώτερον και να αναθέσωμεν την αρχήν εις ολίγον αριθμόν πολιτών, διά να δυνηθή ο βασιλεύς να εμπιστευθή εις ημάς. Σήμερον ουχί περί πολιτεύματος, αλλά περί σωτηρίας πρόκειται, αργότερα δε δυνάμεθα να κάμωμεν τροποποιήσεις, εάν δεν μας αρέση τι. Προς το παρόν ας μετακαλέσωμεν τον Αλκιβιάδην, τον μόνον άνδρα πού είναι ικανός να φέρη το σχέδιον τούτο εις πέρας».
54. Ο δε δήμος εις την αρχήν μεν ηγανάκτησεν ακούων τα περί της ολιγαρχίας λεγόμενα, αλλ' ότε ο Πείσανδρος τον εδίδαξε σαφώς ότι δεν υπήρχεν άλλο μέσον σωτηρίας, ενέδωκε τόσον υπό φόβου, όσον και υπό ελπίδος προσεχούς μεταβολής. Εψήφισαν λοιπόν να μεταβή ο Πείσανδρος μετ' άλλων δέκα προς τον Τισσαφέρνην και τον Αλκιβιάδην, διά να συννενοηθή μετ' αυτών περί των ληπτέων μέτρων· συγχρόνως δε, επειδή ο Πείσανδρος κατηγόρησε τον Φρύνιχον, αφήρεσαν απ' αυτού και από του συνάρχοντος Σκιρωνίδου την στρατηγίαν και έστειλαν αντ' αυτών ως στρατηγούς των πλοίων τον Διομέδοντα και τον Λέοντα. Ο Πείσανδρος, πεπεισμένος ότι ο Φρύνιχος δεν ήτο ευνοϊκώς διατεθειμένος υπέρ της καθόδου του Αλκιβιάδου, τον διέβαλε λέγων ότι είχε προδώσει την Ίασον και τον Αμόργην. Επισκεφθείς δε όλας τας δι' όρκου των μελών συστημένας πολιτικάς εταιρείας, αι οποίαι υπήρχαν πρότερον εις τας Αθήνας διά τας δίκας και τας αρχάς, ταις συνέστησε, να ενωθούν και να συνδιασκεφθούν διά την κατάλυσιν της δημοκρατίας. Τέλος δε, αφού ετακτοποίησεν όλα, διά να αποφύγη τας αναβολάς, επεβιβάσθη μετά των δέκα πολιτών, όπως μεταβή παρά τω Τισσαφέρνει.
55. Ο δε Λέων και ο Διομέδων, κατά τον αυτόν χειμώνα, φθάσαντες ήδη εις τον στόλον των Αθηναίων, διυθύνθησαν εναντίον της Ρόδου, εύρον εκεί τραβηγμένα εις την ξηράν τα πλοία των Πελοποννησίων, και αφού απέβησαν εις την ξηράν και ενίκησαν εις μάχην τους δραμόντας εις βοήθειαν Ροδίους, επέστρεψαν εις Χάλκην και εις το εξής εντεύθεν μάλλον ή εκ της Κω έκαμναν τον πόλεμον, διότι εντεύθεν ηδύναντο να παρακολουθούν καλύτερον τας κινήσεις του Πελοποννησιακού στόλου. Ήλθε δε εις την Ρόδον Λάκων τις, ο Ξενοφαντίδας, σταλείς υπό του Πεδαρίτου και ανήγγειλεν ότι τα τείχη των Αθηναίων είχαν συντελεσθή και ότι αι εν Χίω υποθέσεις των Πελοποννησίων εκινδύνευαν να καταστραφούν, εάν δεν έσπευδαν εις βοήθειαν μεθ' όλου του στόλου. Διενοούντο δε οι Πελοποννήσιοι να πράξουν τούτο, ότε ο Πεδάριτος αυτοπροσώπως, έχων τα περί αυτόν επικουρικά στρατεύματα και τους Χίους, προσέβαλε πανστρατιά τα οχυρώματα, τα οποία είχαν εγείρει οι Αθηναίοι πέριξ των πλοίων, εκυρίευσε μέρος τι αυτών και έλαβε πλοίά τινα εκ των τραβηγμένων εις την ξηράν. Ότε όμως έσπευσαν εκεί οι Αθηναίοι εις βοήθειαν και έτρεψαν εις φυγήν τους Χίους πρώτους, νικάται έπειτα και ο λοιπός στρατός. Ο Πεδάριτος εφονεύθη, και πολλοί εκ των Χίων, και πολλά όπλα ελήφθησαν.
56. Μετά δε ταύτα οι μεν Χίοι επολιορκήθησαν στενώτερον διά ξηράς και διά θαλάσσης και ενέσκηψεν εις αυτούς μέγας λιμός, οι δε περί τον Πείσανδρον πρέσβεις των Αθηναίων ελθόντες προς τον Τισσαφέρνην επρότειναν συμβιβασμόν. Αλλ' ο Αλκιβιάδης μη εμπιστευόμενος πολύ εις τον Τισσαφέρνην (ο οποίος εφοβείτο περισσότερον τους Πελοποννησίους και ήθελε, συμφώνως με τας διδασκαλίας του Αλκιβιάδου, να κατατρίβη αμφοτέρους) κατέφυγεν εις το εξής στρατήγημα. Να διαλυθούν αι διαπραγματεύσεις ένεκα υπερβολικών αξιώσεων του Τισσαφέρνους. Νομίζω δε ότι και ο Τισσαφέρνης ήθελε το αυτό· αλλ' ούτος μεν ένεκα φόβου, ο δε Αλκιβιάδης, μάρτυς των δισταγμών εκείνων, ήθελε να κρύψη από τους Αθηναίους την ιδίαν του αδυναμίαν. Επροτίμησε λοιπόν να φερθή ούτως ώστε να πιστεύσουν οι Αθηναίοι ότι ο Τισσαφέρνης επεθύμει μεν να έλθη εις συμβιβασμόν, αλλ' ότι δεν ήτο ευχαριστημένος από τας παραχωρήσεις των. Ο Αλκιβιάδης, ομιλών εν ονόματι του Τισσαφέρνους και επί παρουσία αυτού, τοσούτον υπερβολικάς αξιώσεις υπέβαλεν, ώστε οι Αθηναίοι, με όλην την θέλησιν πού είχαν να παραδεχθούν τα πάντα, εσκανδαλίσθησαν. Ο Τισσαφέρνης και ο Αλκιβιάδης ηξίουν να παραχωρηθή όλη η Ιωνία, αι παρακείμεναι νήσοι και διάφορα άλλα μέρη, τα οποία οι Αθηναίοι δεν ηρνήθησαν· τέλος ο Αλκιβιάδης εις την τρίτην συνδιάσκεψιν, φοβηθείς μήπως εννοήσουν ότι ουδόλως ίσχυεν, εζήτησε παρά των Αθηναίων να επιτρέψουν εις τον βασιλέα να ναυπηγή πλοία και να περιπλέη την χώραν του διευθυνόμενος όπου και με όσα πλοία ήθελε. Τότε οι Αθηναίοι απέβαλαν πάσαν υπομονήν· βλέποντες ότι ήτο αδύνατον να συμβιβασθούν επί τοιούτων βάσεων και ότι ο Αλκιβιάδης τους είχεν εξαπατήσει, απεμακρύνθησαν ωργισμένοι και επέστρεψαν εις την Σάμον.
57. Ο δε Τισσαφέρνης, ευθύς μετά ταύτα και κατά τον αυτόν χειμώνα, μεταβαίνει εις Καύνον, διά να επαναφέρη τους Πελοποννησίους εις την Μίλητον, να συνομολογήση μετ' αυτών νέας συνθήκας οιασδήποτε, να τους παράσχη τροφάς και να μη διαλύση εντελώς την προς αυτούς φιλίαν, φοβούμενος μήπως, εν ελλείψει μέσων διά να διατηρήση πολλά πλοία, οι Πελοποννήσιοι, αναγκαζόμενοι να ναυμαχήσουν προς τους Αθηναίους, νικηθούν, ή, επειδή θα άδειαζαν από άνδρας τα πλοία των Λακεδαιμονίων (4) κατορθώσουν οι Αθηναίοι να πράξουν ό,τι ήθελαν, χωρίς να λάβουν ανάγκην αυτού· προ πάντων όμως εφοβείτο μήπως λεηλατήσουν την ήπειρον, διά να προμηθευθούν τροφάς. Κατόπιν λοιπόν των υπολογισμών τούτων και συμφώνως με το σχέδιον το οποίον είχε να αποκαταστήση την ισορροπίαν μεταξύ των Ελλήνων επρονόησε και προσεκάλεσε τους Πελοποννησίους, τους παρέσχε τροφάς και έκλεισε μετ' αυτών τρίτην συνθήκην, την εξής·
58 «Κατά το δέκατον τρίτον έτος της βασιλείας του Δαρείου, εφορεύοντος δε εν Λακεδαίμονι του Αλεξιππίδα, συνωμολογήθησαν συνθήκαι εν τω πεδίω του Μαιάνδρου μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων αφ' ενός, και αφ' ετέρου του Τισσαφέρνους, του Ιεραμένους και των παίδων του Φαρνάκου, ως προς τα πράγματα του βασιλέως, των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Όλη η χώρα του βασιλέως, ήτις αποτελεί μέρος της Ασίας, να μένη υπό την κυριαρχίαν του και να διαθέτη αυτήν όπως βούλεται. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι να μη εισέρχωνται με κακόν σκοπόν εις την χώραν του βασιλέως, μήτε ο βασιλεύς να εισέρχεται με κακόν σκοπόν εις την χώραν των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Εάν τις εκ των Λακεδαιμονίων ή εκ των συμμάχων επέλθη προς βλάβην κατά της χώρας του βασιλέως, να εμποδίζουν αυτόν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι. Ομοίως, εάν τις εκ των υπηκόων του βασιλέως επέλθη κατά της χώρας των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων με σκοπόν εχθρικόν, να εμποδίση αυτόν ο βασιλεύς. Ο Τισσαφέρνης θα παράσχη τας συμφωνημένας τροφάς εις τον παρόντα στόλον μέχρι της ελεύσεως του βασιλικού στόλου. Μετά την έλευσιν των πλοίων του βασιλέως, εάν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι θέλουν να διατηρήσουν με δαπάνας ιδικάς των τα πλοία των, είναι κύριοι να το πράξουν, εάν δε προτιμούν να λαμβάνουν παρά του Τισσαφέρνους τον υποσχεθέντα μισθόν, ο Τισσαφέρνης θα τον παρέχη· αλλ' άμα τελειώση ο πόλεμος, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι είναι υπόχρεοι να αποδώσουν εις τον Τισσαφέρνην όσα χρήματα ήθελαν λάβει. Όταν φθάσουν τα πλοία του βασιλέως, ο στάλος των Λακεδαιμονίων, των συμμάχων και του βασιλέως θα επιχειρούν τον πόλεμον από κοινού, όπως ήθελαν αποφασίσει ο Τισσαφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι· εάν δε θελήσουν να παύσουν τον πόλεμον, να παύσουν αυτόν ομοφώνως».
59. Αι μεν σπονδαί τοιαύται υπήρξαν. Και μετά ταύτα ο Τισσαφέρνης ητοιμάζετο και να προσκαλέση, όπως είχε συμφωνηθή, τα Φοινικικά πλοία, και να εκπληρώση όλας τας υποσχέσεις του· τουλάχιστον ήθελε να εφαίνετο ότι ενησχολείτο περί τούτων.
60. Οι δε Βοιωτοί, ενώ ετελείωνεν ήδη ο χειμών, εκυρίευσαν διά προδοσίας τον Ωρωπόν, εντός του οποίου εφρούρουν Αθηναίοι. Συνέπραξαν δε εις τούτο Ερετριείς τινες και αυτοί οι Ωρώπιοι, οίτινες υπεκίνουν την αποστασίαν της Ευβοίας, διότι, ενόσω οι Αθηναίοι κατείχαν τον Ωρωπόν, κείμενον απέναντι της Ερετρίας, ούτε η πόλις αύτη ούτε η άλλη Εύβοια ηδύνατο να είναι ασφαλής. Οι Ερετριείς, κύριοι γενόμενοι του Ωρωπού, μετέβησαν εις την Ρόδον, διά να προσκαλέσουν τους Πελοποννησίους εις την Εύβοιαν· αλλ' ούτοι ήσαν διατεθειμένοι μάλλον να βοηθήσουν την Χίον, ολοένα στενώτερα πολιορκουμένην. Ανεχώρησαν δε οι Πελοποννήσιοι εκ της Ρόδου και έπλεαν ήδη με όλον τον στόλον, ότε, φθάσαντες πλησίον του Τριοπίου, διέκριναν εις το πέλαγος τα πλοία των Αθηναίων ερχόμενα εκ της Χάλκης. Επειδή όμως κανέν εκ των δύο μερών δεν ήθελε να αρχίση την επίθεσιν, οι μεν Αθηναίοι απεχώρησαν εις την Σάμον, οι δε Πελοποννήσιοι εις την Μίλητον. Τότε ανεγνώρισαν ότι ήτο αδύνατον άνευ ναυμαχίας να βοηθήσουν την Χίον. Εν τούτοις έληξεν ο χειμών, καθώς και το εικοστόν έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
61. Κατά δε το ακόλουθον θέρος (5), μόλις ήρχισεν η άνοιξις, ο Σπαρτιάτης Δερκυλίδας εστάλη διά ξηράς μετ' ολίγου στρατού εις τον Ελλήσποντον, διά να επαναστατήση την Άβυδον, αποικίαν των Μιλησίων. Οι Χίοι, καθ' όν καιρόν ο Αστύοχος ηπόρει πώς να τους βοηθήση, πιεσθέντες υπό της πολιορκίας ηναγκάσθηοαν να ναυμαχήσουν. Ο Αστύοχος ήτο ακόμη εις την Ρόδον, ότε οι Χίοι, μετά τον θάνατον του Πεδαρίτου, έλαβαν εκ Μιλήτου ως άρχοντα τον Σπαρτιάτην Λέοντα, ο οποίος συνέπλευσεν ως επιβάτης μετά του Αντισθένους· έλαβαν επίσης και δώδεκα πλοία, τα οποία εστάθμευαν εις την Μίλητον και μεταξύ των οποίων πέντε ήσαν των Θουρίων, τέσσαρα των Συρακουσών, έν των Αναίων, εν της Μιλήτου και έν ανήκον εις τον Λέοντα. Επεξελθόντες οι Χίοι πανδημεί κατέλαβαν θέσιν τινά οχυράν και συγχρόνως τα τριακονταέξ πλοία των προχωρήσαντα κατά των τριακονταδύο των Αθηναίων εναυμάχησαν. Η συμπλοκή έγινε πεισματώδης· αλλ' επειδή ήτο ήδη αργά, οι Χίοι και οι σύμμαχοι χωρίς να νικηθούν επέστρεψαν εις την πόλιν.
62. Ευθύς δε μετά ταύτα, εξελθόντος του Δερκυλίδου πεζή εκ της Μιλήτου, επανεστάτησεν η εν τω Ελλησπόντω Άβυδος και συνετάχθη με το μέρος του Δερκυλίδου και Φαρναβάζου· το αυτό δε έπραξε μετά δύο ημέρας και η Λάμψακος. Ο Στρομβιχίδης, μαθών εις την Χίον την είδησιν ταύτην, ήλθεν εις βοήθειαν με εικοσιτέσσαρα πλοία των Αθηναίων, μερικά των οποίων έφεραν στρατιώτας. Νικήσας εις μάχην τους αντεπεξελθόντας Λαμψακηνούς εκυρίευσεν αναιμωτί την Λάμψακον, ατείχιστον ούσαν διαρπάσας δε σκεύη και ανδράποδα και αποκαταστήσας εις τας οικίας των τους ελευθέρους άνδρας, διηυθύνθη εναντίον της Αβύδου. Αλλ' επειδή ούτε οι κάτοικοι αυτής παρεδίδοντο, ούτε αυτός ηδυνήθη να κυριεύση την πόλιν εξ εφόδου, έπλευσε προς την αντιπέραν της Αβύδου παραλίαν και έκαμε την Σηστόν, πόλιν της Χερσονήσου, την οποίαν κατείχαν άλλοτε οι Μήδοι, φρούριον και σκοπιάν όλου του Ελλησπόντου.
63. Τότε δε οι Χίοι έγιναν περισσότερον κύριοι της θαλάσσης· οι δε Πελοποννήσιοι, οι οποίοι ήσαν εις την Μίλητον, καθώς και η Αστύοχος, μαθόντες την είδησιν της ναυμαχίας και την αναχώρησιν του Στρομβιχίδου και του στόλου του, ανέλαβαν θάρρος. Ο Αστύοχος μετέβη μετά δύο πλοίων εις την Χίον, παρέλαβε τα εκεί πλοία, και μεθ' όλου του στόλου έπλευσε κατά της Σάμου· αλλ' επειδή οι Αθηναίοι, οι οποίοι εδυσπίστουν τότε προς αλλήλους, δεν επροχώρησαν κατ' αυτού, επέστρεψαν εις την Μίλητον· κατά την αυτήν εποχήν, και μάλιστα ολίγον πρότερον, η δημοκρατία κατελύθη εις τας Αθήνας. Ο Πείσανδρος και οι μετ' αυτού πρέσβεις επιστρέψαντες εις την Σάμον, αφού εγκατέλιπαν τον Τισσαφέρνην, αποκατέστησαν βεβαιότερον τα εν τω στρατοπέδω και έπεισαν τους Σαμίους, μολονότι επαναστατήσαντας άλλοτε κατ' αλλήλων, διά να καταλύσουν την ολιγαρχίαν, να παρακινήσουν τους δυνατούς να παραδεχθούν το ολιγαρχικόν πολίτευμα. Συγχρόνως οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήσαν εις την Σάμον, συνεσκέφθησαν και έκριναν κατάλληλον να παραιτηθούν του Αλκιβιάδου, αφού δεν ήθελε να τους βοηθήση και αφού δεν ήτο κατάλληλος να προσέλθη εις την ολιγαρχίαν· να επιβλέπουν αυτοί οι ίδιοι τας υποθέσεις των, αφού ευρίσκοντο ήδη εν κινδύνω· να επιμείνουν συγχρόνως εις τον πόλεμον, και λαμβάνοντες προθύμως εκ της ιδίας των περιουσίας, να δώσουν χρήματα και ό,τι άλλο ήθελε κριθή αναγκαίον, διότι δεν ειργάζοντο πλέον δι' άλλους παρά διά τον εαυτόν τους.
64. Μετά τας τοιαύτας λοιπόν προς αλλήλους προτροπάς έστειλαν αμέσως εις τας Αθήνας τον Πείσανδρον και τους ημίσεις των πρέσβεων, διά να διευθύνουν τας εκεί υποθέσεις, με την διαταγήν να αποκαταστήσουν την ολιγαρχίαν εις όλας τας υπηκόους πόλεις, όπου ήθελαν προσεγγίσει· τους δε άλλους ημίσεις έστειλαν εδώ και εκεί εις τας άλλας πόλεις της κυριαρχίας των Αθηναίων· ο Διοτρέφης, εκλεχθείς άρχων της Θράκης και ευρισκόμενος τότε εις την Χίον διετάχθη να μεταβή εις την θέσι του. Φθάσας εις Θάσον κατέλυσε την δημοκρατίαν· αλλά, μόλις παρήλθαν δύο μήνες από της αναχωρήσεως αυτού, οι Θάσιοι ωχύρωσαν την πόλιν των κρίνοντες ότι δεν είχαν πλέον ανάγκην της ολιγαρχίας των Αθηναίων και περιμένοντες από ημέρας εις ημέραν από τους Λακεδαιμονίους την ελευθερίαν των. Άλλως υπήρχαν έξω, εις την Πελοπόννησον, τινές των συμπατριωτών των εξορισθέντες υπό των Αθηναίων. Οι εξόριστοι δε ούτοι ενήργουν, συνεννοούμενοι μετά των εν τη Θάσω φίλων των, να φέρουν στόλον και να επαναστατήσουν την πόλιν. Η τύχη δε κατ' εξοχήν τους εβοήθησεν. Η πόλις εστηρίχθη άνευ κινδύνου και η δημοκρατική κυβέρνησις, η οποία αντέστη εις τα πραττόμενα, κατελύθη. Εις την Θάσον λοιπόν τα πράγματα απέβησαν άλλως παρ' ό,τι είχαν υπολογίσει οι εν Αθήναις ολιγαρχικοί, αληθώς δε το αυτό συνέβη και παρά πολλοίς άλλοις υπηκόοις· διότι αι πόλεις σωφρονισθείσαι και έχουσαι ελευθερίαν ενεργείας εχώρησαν προς την αληθή ελευθερίαν ενεργείας, μη προτιμήσασαι την υπό των Αθηναίων προσφερομένην επίπλαστον καλοδιοίκησιν.
65. Οι δε μετά του Πεισάνδρου παραπλέοντες κατέλυαν, όπως είχεν αποφασισθή, την δημοκρατίαν εις τας πόλεις· έλαβαν επίσης απ' εδώ και απ' εκεί στρατιώτας τινάς ως επικούρους και έφθασαν εις τας Αθήνας, όπου εύρον τα πλείστα προπαρασκευασθέντα υπό των εταίρων. Τωόντι τινές των νεωτέρων, σχηματίσαντες εταιρείαν, εφόνευσαν κρυφίως ένα κάποιον Ανδροκλέα, προεστώτα του δημοκρατικού κόμματος, ο οποίος και είχε συντείνει τα μέγιστα εις την εξορίαν του Αλκιβιάδου. Φονεύσαντες αυτόν ήθελαν και τον δημαγωγόν να πλήξουν και να αρέσουν εις τον Αλκιβιάδην, του οποίου η επάνοδος εφαίνετο προσεχής και ο οποίος έμελλε να τους προμηθεύση την φιλίαν του Τισσαφέρνους. Διά του αυτού τρόπου εξώντωσαν κρυφίως και άλλους τινάς αντιπάλους και επί πλέον εδημοσίευσαν, διά λόγου εκ μακρού χρόνου προετοιμασθέντος, ότι αι μόναι μισθοφόροι θέσεις εις το εξής θα ήσαν αι του στρατού, και ότι η διεύθυνσις των κοινών υποθέσεων δεν θα ανήκεν ειμή εις πεντακισχιλίους, και εκ τούτων πάλιν θα προετιμώντο οι μάλλον ικανοί εις το να ωφελούν την πολιτείαν διά των χρημάτων και των σωμάτων αυτών.
66. Το μέτρον δε τούτο ήτο καλώς προσαρμοσμένον προς τους πλείστους, καθότι η πόλις θα εκυβερνάτο μόνον υπ' εκείνων, οι οποίοι έμελλαν επίσης να μεταβάλουν το πολίτευμα. Εν τούτοις ο λαός και η διά των κυάμων εκλεγομένη βουλή συνήρχοντο ακόμη, αλλ' ουδέν απεφάσιζαν άνευ της επιδοκιμασίας των συνομοσάντων, με τους οποίους είχαν συνενωθή και οι ρήτορες, οι οποίοι προεξήταζαν πάντα όσα έμελλαν να προταθούν. Ουδείς ετόλμα να αντείπη εις τούτο, διότι εφοβούντο την συνωμοσίαν, η οποία εφαίνετο πολυάριθμος· εάν δέ τις αντέλεγεν, αμέσως εφονεύετο διά τινος τρόπου επιτηδείου. Τους δολοφόνους ούτε τους εζήτουν, ούτε, εάν τους εποπτεύοντα, τους ετιμώρουν. Ο λαός ησύχαζε, και ο τρόμος αυτού ήτο τοιούτος, ώστε και σιωπών ενόμιζε κέρδος, εάν διέφευγε την βίαν. Η ιδέα ότι οι συνωμόται ήσαν πλειότεροι παρ' όσοι ήσαν αληθώς, κατέβαλλε το πνεύμα των· ένεκα δε του μεγέθους της πόλεως και διότι δεν εγνωρίζοντο αμοιβαίως, ήτο αδύνατον να εξακριβώσουν τον αριθμόν αυτών· τούτου ένεκα ουδείς ετόλμα να εκμυστηρευθή την αγανάκτησίν του είς τινα, διά να σκεφθή μετ' αυτού περί εκδικήσεως, διότι τότε θα είχεν ανάγκην να ομιλήση προς τον τυχόντα άγνωστον ή προς ύποπτον. Η δυσπιστία ήτο γενική εις το δημοκρατικόν κόμμα και όλοι υπώπτευαν αλλήλους ότι μετείχαν της συνωμοσίας, προ πάντων αφ' ότου προσήλθαν εις αυτήν και άνθρωποι, τους οποίους ουδέποτε ήθελε πιστεύσει τις ικανούς να αποβλέψουν εις την ολιγαρχίαν. Ούτοι παρήγαγαν μεταξύ του λαού ανησυχίαν υπερβάλλουσαν και συνετέλεσαν πλειότερον παντός άλλου εις την ασφάλειαν των ολιγαρχικών, καταστήσαντες βεβαίαν την δυσπιστίαν του δήμου προς τον ίδιον εαυτόν του.
67. Τοιαύτη λοιπόν ήτο η κατάστασις των Αθηνών, ότε έφθασαν εις τας Αθήνας ο Πείσανδρος και οι μετ' αυτού, οι οποίοι αμέσως ήρχισαν να ενεργούν, διά να συντελεσθή εκείνο, το οποίον ήρχισε. Και πρώτον μεν συνεκάλεσαν τον λαόν και επρότειναν να εκλεχθούν δέκα συντάκται έχοντες πάσαν πληρεξουσιότητα, διά να παρουσιάσουν εις τον λαόν, εις προσδιωρισμένην ημέραν, το σχέδιον, το οποίον ήθελαν συντάξει περί του προσφορωτέρου τρόπου, διά να διοικηθή η πόλις· έπειτα, άμα έφθασεν η ημέρα εκείνη, συνεκάλεσαν την συνέλευσιν εις τόπον κλειστόν, εις τον Κολωνόν. Είναι δε ο Κολωνός ιερόν του Ποσειδώνος έξω της πόλεως απέχον δέκα σταδίους. Και οι συντάκται εκείνοι ουδέν άλλο επρότειναν, ειμή να επιτραπή εις έκαστον Αθήναιον το δικαίωμα να εκφέρη την γνώμην, την οποίαν ήθελεν· αλλ' επέβαλον μεγάλας ποινάς εναντίον εκείνου, ο οποίος ήθελε κατηγορήσει επί παραβιάσει των νόμων, ή, επί οιαδήποτε άλλη αιτία, τον ποιούντα χρήσιν της ελευθερίας ταύτης.
Ανεκηρύχθη τότε επισήμως, ότι καμμία αρχή δεν θα εξασκείται του λοιπού όπως εξησκείτο πρότερον, και ότι καταργούνται αι έμμισθοι θέσεις· ότι θα εκλεγούν πέντε πρόεδροι, οι οποίοι θα εξέλεγαν εκατόν άνδρας, των οποίων καθένας θα είχε περί εαυτόν τρεις· ότι οι τετρακόσιοι ούτοι, εισερχόμενοι εις το βουλευτήριον, ήθελαν διοικεί μετά πάσης πληρεξουσιότητος όπως ήθελαν κρίνει προτιμότερον και ήθελαν συγκαλεί τους πεντακισχιλίους οσάκις τους εφαίνετο εύλογον.
68. Ο ειπών δε την γνώμην ταύτην ήτο ο Πείσανδρος, ο οποίος και καθ' όλα τα άλλα συνετέλεσεν αναφανδόν και προθυμότατα εις την κατάλυσιν της δημοκρατίας. Αλλ' εκείνος, ο οποίος συνέλαβε το σχέδιον της αποφάσεως ταύτης και όστις το ητοίμασε προ πολλού, ήτο ο Αντιφών, είς των πλέον εναρέτων ανδρών, οι οποίοι υπήρχαν τότε εις τας Αθήνας. Ο Αντιφών διεκρίνετο διά την ικανότητα εις το να επινοή σχέδια και να διατυπώνη προφορικώς ταύτα· και εκουσίως μεν ουδέποτε ενεφανίζετο εις τας δημοσίας συναθροίσεις μηδέ εις τας γενικάς συζητήσεις· ήτο ύποπτος εις τον λαόν διά την φήμην της αυστηρότητός του· εις εκείνους όμως, οι οποίοι ηγωνίζοντο, είτε ενώπιον των δικαστηρίων, είτε ενώπιον του δήμου, η υποστήριξις μόνου τούτου του ανδρός ήτο πάσης άλλης ωφελιμωτέρα διά τους συμβουλευομένους αυτόν. Όταν δε βραδύτερον, οι πεσόντες τετρακόσιοι εκακοποιήθησαν υπό του λαού, κατηγορηθείς ως οπαδός των και καταδικασθείς εις θάνατον, φαίνεται υπερβαλών όλους τους συγχρόνους του ρήτορας διά την λαμπρότητα του λόγου τον οποίον απήγγειλε προς υπεράσπισίν του. Και ο Φρύνιχος επίσης υπήρξεν είς των ενθερμοτέρων οπαδών της ολιγαρχίας, επειδή εφοβείτο τον Αλκιβιάδην και ήξευρεν ότι εγίνωσκεν όλας τας εν τη Σάμω προς τον Αστύοχον ραδιουργίας του. Ενόμιζεν άλλως το οποίον ήτο και ορθόν, ότι ουδέποτε ο Αλκιβιάδης θα επετύγχανε την ανάκλησίν του παρά των ολιγαρχικών. Περιπλεχθείς δε άπαξ εις τον κίνδυνον, έδειξε μεγίστην σταθερότητα. Μεταξύ των πρώτων οι οποίοι κατέλυσαν την δημοκρατίαν ήτο και ο Θηραμένης, ο του Άγνωνος, μη στερούμενος ευγλωττίας μηδέ κρίσεως. Δεν είναι λοιπόν άπορον εάν η επιχείρησις αύτη, ωργανωθείσα υπό τοιούτων συνετών, και πολλών ανδρών, επέτυχε μολονότι ήτο μεγάλη, διότι ήτο πολύ δύσκολον, εκατόν έτη μετά την κατάλυσιν των τυράννων, να στερήσουν της ελευθερίας του τον δήμον των Αθηναίων όχι μόνον ασυνείθιστον εις το υπακούειν, αλλά μάλλον συνειθισμένον, υπέρ το ήμισυ της περιόδου ταύτης, να άρχη άλλων.
69. Άμα δε η εκκλησία εκύρωσε ταύτα χωρίς ουδείς να αντιλέξη διελύθη και ιδού διά τίνος τρόπου έπειτα εισήγαγαν τους τετρακοσίους εις το βουλευτήριον. Όλοι οι Αθηναίοι ήσαν πάντοτε ένοπλοι, είτε επί των τειχών, είτε εις τας τάξεις των, ένεκα των εχθρών όπου κατείχαν την Δεκέλειαν. Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν άφησαν να αναχωρήσουν κατά το σύνηθες όλοι όσοι δεν ενείχοντο εις την συνωμοσίαν, ενώ ειδοποίησαν τους συνωμότας να ησυχάζουν, όχι εις τας θέσεις των, αλλά μακράν, και εάν τις επροσπάθει να αντισταθή εις τα πραττόμενα, να λάβουν τα όπλα και να τον εμποδίσουν. Μεταξύ δε εκείνων οι οποίοι έλαβαν την διαταγήν ταύτην και οι οποίοι ήλθαν ωπλισμένοι προς τον αυτόν σκοπόν, ευρίσκοντο Άνδριοι, Τήνιοι, τριακόσιοι Καρύστιοι καί τινες Αθηναίοι εκ των αποίκων της Αιγίνης. Αφού τοιουτοτρόπως ετακτοποιήθησαν ταύτα, οι τετρακόσιοι, έχοντες υπό τα ενδύματα των ξιφίδια και συνοδευόμενοι υπό των εκατόν είκοσι Ελλήνων νεανίσκων τους οποίους μετεχειρίζοντο διά τα τολμήματα ήλθαν εις το συμβούλιον των από του κυάμου βουλευτών, και τους διέταξαν να αναχωρήσουν λαμβάνοντες τον μισθόν των. Είχαν δε φέρει μαζί των την αναγκαίαν ποσότητα διά τον υπολειπόμενον χρόνον και την διένειμαν εις τους εξερχομένους.
70. Βλέποντες δε τους βουλευτάς αποχωρούντας χωρίς καμμίαν αντίστασιν, και τους άλλους πολίτας ουδέν κίνημα κάμνοντας, αλλ' ησυχάζοντας, οι τετρακόσιοι εισήλθαν εις το βουλευτήριον, εκλήρωσαν μεταξύ των τους πρυτάνεις και εγκατεστάθησαν εις τα αξιώματά των αφού ετέλεσαν τας συνήθεις ευχάς και θυσίας προς τους θεούς· αλλ' αργότερα μετέτρεψαν κατά πολύ το δημοκρατικόν πολίτευμα, χωρίς εν τούτοις να ανακαλέσουν τους εξορίστους ένεκα του Αλκιβιάδου. Εν γένει δε η διοίκησίς των υπήρξε βιαία· τινάς, όσους ενόμισαν καλόν να εξαφανίσουν, τους εφόνευσαν, άλλους έρριψαν εις τα δεσμά και άλλους εξώρισαν· έστειλαν δε και κήρυκα προς τον εν Δεκελεία ευρισκόμενον βασιλέα των Λακεδαιμονίων Άγιν διά να του ειπούν ότι ήσαν έτοιμοι να συνδιαλλαγούν και ότι προτιμότερον θα ήτο να συνθηκολογή εις το εξής μετ' αυτών παρά με τον δήμον ο οποίος είναι ανάξιος εμπιστοσύνης.
71. Αλλ' ο Άγις δεν επίστευεν ότι η πόλις ήτο πλέον ήσυχος και ότι ο λαός εγκατέλιπε τόσον ταχέως την παλαιάν ελευθερίαν· ενόμισεν ότι ήρκει να παρουσιασθή μετά δυνάμεων όπως εκραγή κίνημα ήδη προητοιμασμένον, τούτου δε ένεκα δεν έδοσεν εις τους απεσταλμένους των τετρακοσίων ουδεμίαν φιλικήν απόκρισιν, αλλ' εξ εναντίας προσεκάλεσεν εκ της Πελοποννήσου επικουρίαν πολλήν, και ολίγον μετά ταύτα, ενώσας την φρουράν της Δεκελείας μετά των ελθόντων, κατέβη μέχρις υπ' αυτά τα τείχη των Αθηναίων. Ήλπιζεν ότι οι Αθηναίοι, ή θέλουν ταραχθή και υποταχθή ευκολώτερον, ή ότι ήθελε κυριεύσει όλην την πόλιν χωρίς να χυθή αίμα ένεκα του θορύβου, πού πιθανώς θα ηγείρετο εντός και εκτός· τουλάχιστον ενόμιζεν ότι ήθελε καταλάβει τα μακρά τείχη αφού ταύτα είχαν εγκαταλειφθή έρημα. Αλλ' όταν επλησίασεν, οι Αθηναίοι, χωρίς να εκδηλώσουν ούτε την παραμικροτέραν κίνησιν εντός, εξήγαγαν τους ιππείς και μέρος τι των στρατιωτών των ψιλών και των τοξοτών, ανέτρεψαν εκείνους εκ των εχθρών όσοι είχαν πλησιάσει πολύ και έμειναν κύριοι όπλων τινών και νεκρών· τότε ο Άγις ιδών ταύτα απήγαγε πάλιν τον στρατόν, επέστρεψεν εις τον εν Δεκελεία πρότερον σταθμόν και απέστειλεν εις τα ίδια τους νεωστί ελθόντας στρατιώτας, αφού έμειναν ούτοι ολίγας τινάς ημέρας εις την χώραν. Ουχ' ήττον και μετά τούτο έστειλαν κήρυκας οι τετρακόσιοι προς τον Άγιν ο οποίος τους υπεδέχθη) μάλλον προσηνώς, και επί τη συμβουλή του έστειλαν πρέσβεις εις την Λακεδαίμονα διά να συνδιαλλαγούν.
72. Έστειλαν δε και εις την Σάμον δέκα άνδρας διά να καθησυχάσουν τον στρατόν και να τον βεβαιώσουν ότι η ολιγαρχία δεν εγκατέστη υπέρ της πόλεως και των πολιτών, αλλά προς σωτηρίαν όλων των πραγμάτων· ότι οι μέλλοντες να διευθύνουν τας υποθέσεις ήσαν πεντακισχίλιοι και ουχί τετρακόσιοι μόνον· ότι οι Αθηναίοι, ένεκα των εκστρατειών και των εκτός των συνόρων των ασχολιών, ουδέποτε είχαν συναθροισθή πεντακισχίλιοι, διά να συσκεφθούν περί καθενός ζητήματος, όσον και αν ήτο τούτο σπουδαίον. Δώσαντες δε εις αυτούς και όλας τας άλλας αναγκαίας οδηγίας τους απέστειλαν αμέσως μετά την εγκατάστασίν των, διότι εφοβούντο, όπερ και συνέβη, μήπως ο ναυτικός όχλος δεν θελήση να συνταχθή με το ολιγαρχικόν πολίτευμα και μήπως εκείθεν εκραγή κίνημα μέλλον να ανατρέψη και αυτούς τους ιδίους.
73. Ήδη ενηργείτο εις την Σάμον κατά της ολιγαρχίας αντίδρασις, η οποία εχρονολογείτο από της εγκαταστάσεως των τετρακοσίων. Εκείνοι εκ των Σαμίων, όσοι απετέλουν το δημοκρατικόν κόμμα και οι οποίοι άλλοτε είχαν επαναστατήσει κατά των πλουσίων, μετέβαλαν πάλιν φρόνημα και πεισθέντες υπό του Πεισάνδρου κατά την εν Σάμω διαμονήν του και υπό των ευρισκομένων εκεί Αθηναίων συνωμοτών συνώμοσαν τριακόσιοι εξ αυτών προς τον σκοπόν να επιτεθούν κατά των άλλων Σαμίων, τους οποίους εθεώρουν ως οπαδούς της δημοκρατίας. Υπήρχε τότε εις την Σάμον Αθηναίός τις ονόματι Υπέρβολος, άνθρωπος μοχθηρός, ο οποίος είχεν εξοστρακισθή, ουχί διότι εφοβούντο την δύναμιν και την επίδρασίν του, αλλά διά την κακίαν του και διότι ήτον αίσχος της πόλεως. Οι συνωμόται τον εφόνευσαν βοηθούμενοι υπό του Χαρμίνου, ενός των στρατηγών, καί τινων άλλων Αθηναίων ευρισκομένων εις την Σάμον, εις τους οποίους ήθελαν να δώσουν δείγμα πίστεως. Διά της βοηθείας επίσης αυτών εξετέλεσαν και άλλας τοιαύτας πράξεις· ήθελαν μάλιστα να επιτεθούν κατά των δημοκρατικών, ότε ούτοι εννοήσαντες τούτο ειδοποίησαν τους στρατηγούς Λέοντα και Διομέδοντα, αμφοτέρους δυσμενώς διακειμένους προς την ολιγαρχίαν ένεκα της υπολήψεως, την οποίαν είχε προς αυτούς ο λαός. Ειδοποίησαν ομοίως τον Θρασύβουλον και τον Θράσυλον, τον μεν αρχηγόν πλοίου, τον δε αρχηγόν στρατιωτών, καθώς και άλλους τινάς πολίτας γνωστούς πάντοτε ως εναντίους των συνωμοτών. Τους παρεκάλεσαν να μη παραβλέψουν αυτούς, ενώ επίκειται η καταστροφή των και ενώ η Σάμος αποχωρίζεται των Αθηνών, των οποίων η ηγεμονία είχε διατηρηθή μέχρι τότε υπό μόνης της πόλεως ταύτης. Ούτοι δε, αφού τους ήκουσαν, απετάθησαν προς καθένα στρατιώτην ιδιαιτέρως και τους υπεχρέωσαν να μη επιτρέψουν να συμβή το τοιούτο. Ικέτευσαν προ πάντων τα πλήρωμα της Παράλου, το οποίον απετελείτο μόνον από Αθηναίους ελευθέρους, οι οποίοι πάντοτε ανθίσταντο εις την ολιγαρχίαν και πριν ακόμη εγκατασταθή αύτη· οσάκις δε ο Λέων και ο Διομέδων έκαμναν εκδρομάς, τους άφηναν πλοίά τινα, διά να τους φυλάττουν. Ώστε εις την πρώτην κατ' αυτών επίθεσιν την γενομένην υπό των τριακοσίων όλοι αυτοί και ιδίως οι Πάραλοι έτρεξαν εις βοήθειαν και κατόρθωσαν να αναδειχθή νικηφόρον το δημοκρατικόν κόμμα. Οι Σάμιοι εφόνευσαν περί τους τριάκοντα εκ των τριακοσίων, κατεδίκασαν εις εξορίαν τρεις εκ των κυριωτάτων ενόχων, έδωκαν αμνηστείαν εις τους άλλους, και εξηκολούθησαν να ζώσιν εν αρμονία υπό το δημοκρατικόν πολίτευμα.
74. Οι δε Σάμιοι και οι στρατιώται, οι οποίοι δεν εγνώριζαν ακόμη ότι οι τετρακόσιοι είχαν καταλάβει την αρχήν, απέστειλαν μετά σπουδής το πλοίον Πάραλος μετά του Αθηναίου Χαιρίου του Αρχεστράτου, ο οποίος δραστηρίως μετέσχεν εις τα πραχθέντα, διά να αναγγείλουν τα γενόμενα. Αλλά, άμα έφθασεν η Πάραλος, οι τετρακόσιοι έρριψαν εις τα δεσμά τινας εκ των Παράλων δύο ή τρεις, τους δε άλλους, εξαγαγόντες εκ του πλοίου, τους μετεβίδασαν εις άλλο πλοίον εκ των μεταγωγικών και τους έστειλαν να φρουρούν περί την Εύβοιαν. Ο Χαιρέας είχε κατορθώσει να διαφύγη· ιδών δε τα εν Αθήναις συμβαίνοντα επανήλθεν εις την Σάμον. Μεγαλοποιών δε όσα έπρατταν οι Αθηναίοι ανήγγειλεν εις τον στρατόν ότι όλοι οι πολίται είχαν καταδικασθή εις μαστίγωσίν, ότι ουδείς ηδύνατο να αντείπη εις τους έχοντας εξουσίαν, ότι αι γυναίκες και τα παιδία αυτών υβρίζονται, και ότι οι τετρακόσιοι διενοούντο να συλλάβουν και να φυλακίσουν τους συγγενείς όλων εκείνων, οι οποίοι εις τον στρατόν της Σάμου δεν συνεμερίζοντο την γνώμην των, διά να τους θανατώσουν, εάν ηρνούντο να υπακούσουν. Προσέθηκε δε και πολλά άλλα ψεύδη.
75. Εις την διήγησιν δε ταύτην οι στρατιώται κατ' αρχάς μεν ώρμησαν, διά να λιθοβολήσουν τους αυτουργούς της ολιγαρχίας και τους άλλους τους συμμετασχόντας εις αυτήν· αλλ' αναχαιτισθέντες υπό των φρονίμων ανθρώπων, οι οποίοι τους συνεβούλευσαν να μη καταστρέψουν το παν, καθότι ο εχθρικός στόλος ήτο εγγύς προσωρμισμένος, ησύχασαν. Έπειτα δε ο υιός του Λύκου Θρασύβουλος και ο Θράσυλος, οι οποίοι προεξήρχαν της επαναστάσεως, θέλοντες να αποκαταστήσουν εδραίαν την δημοκρατίαν εις την Σάμον, ώρκισαν διά μεγίστων όρκων τους στρατιώτας και προ πάντων αυτούς τους οπαδούς της ολιγαρχίας να ζουν υπό το δημοκρατικόν πολίτευμα και εν ομονοία μεταξύ των, να εξακολουθήσουν μετά ζήλου τον κατά των Πελοποννησίων πόλεμον, να είναι εχθροί των τετρακοσίων και να μη έχουν καμμίαν με αυτούς σχέσιν. Όλοι οι Σάμιοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα συνεδέθησαν διά του αυτού όρκου, οι δε Αθηναίοι στρατιώται κατέστησαν κοινά μετά των Σαμίων όλα τα συμφέροντα και όλα τα αποβησόμενα εκ των κινδύνων, πεπεισμένοι ότι ουδέν άλλο μέσον σωτηρίας υπήρχε, διά τους μεν και διά τους δε, αλλ' ότι ο θάνατός των ήτο βέβαιος αν ενίκων οι τετρακόσιοι, ή οι εχθροί οι ευρισκόμενοι εις την Μίλητον.
76. Διαίρεσις τότε έγινεν εις τον στρατόν, διότι οι μεν ήθελον να επιβάλουν εις τας Αθήνας την δημοκρατίαν, οι δε εζήτουν να επιβάλουν εις τον στρατόν την ολιγαρχίαν. Οι εν Σάμω στρατιώται συνήλθαν αμέσως εις εκκλησίαν και έπαυσαν τους προτέρους στρατηγούς και εκείνους εκ των τριηράρχων, τους οποίους υπώπτευαν, αντ' αυτών δ' εξέλεξαν άλλους και ιδίως τον Θρασύβουλον και τον Θράσυλον. Οι στρατιώται εγειρόμενοι εν τω μέσω της συνελεύσεως απέτειναν προς αλλήλους διαφόρους παραινέσεις και έλεγαν ότι δεν έπρεπε να αποθαρρυνθούν, εάν η πόλις εχωρίσθη απ' αυτών· ότι ο μικρότερος αριθμός απεσπάτο από του μεγαλυτέρου και τους πλείστους πόρους έχοντος εις παν είδος· ότι κύριοι όντες των ναυτικών δυνάμεων θα ηνάγκαζαν τας άλλας πόλεις, τας οποίας εξουσίαζαν, να δώσουν χρήματα, απαραλλάκτως ως εάν εξήρχοντο των Αθηνών, διά να απαιτήσουν τοιαύτα· ότι αυτοί είχαν την Σάμον, πόλιν τοσούτον ισχυράν, ώστε, ότε επολέμησε κατά των Αθηναίων, ολίγον έλειψε να αρπάση απ' αυτούς την ηγεμονίαν της θαλάσσης· ότι εκ της αυτής πόλεως έμελλαν να αποκρούσουν ως και πρότερον την επίθεσιν του εχθρού· ότι μετά του στόλου θα ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν ή οι πολίται των Αθηνών εις το να προμηθεύωνται τα προς συντήρησιν χρειώδη· ότι μένοντες εις την Σάμον διά την ιδίαν των ασφάλειαν, αυτοί μέχρι τούδε ήσαν κύριοι του είσπλου του Πειραιώς· ότι, εάν η πόλις ηρνείτο να τους αποδώση το δημοκρατικόν πολίτευμα, από αυτούς εξηρτάτο να την αποκλείσουν διά θαλάσσης, παρά να αποκλεισθούν αυτοί· ότι αι βοήθειαι, τας οποίας αι Αθήναι ηδύναντο να στείλουν διά την εξακολούθησιν του πολέμου, ήσαν μηδαμιναί ή μικρού λόγου άξιαι· ότι δεν έχαναν τίποτε αποχωριζόμενοι εκείνων, οι οποίοι δεν είχαν πλέον μήτε χρήματα να στείλουν, αφού επορίζοντο ταύτα οι στρατιώται, μήτε συμβουλάς ωφελίμους να δώσουν, όπερ συνιστά την υπεροχήν των πόλεων επί των στρατών· ότι μάλιστα, υπό την έποψιν ταύτην, οι εν Αθήναις είχαν καταστή ένοχοι καταλύοντες τους νόμους της πατρίδος, ενώ ο στρατός της Σάμου τους είχε διατηρήσει και προσεπάθει να αναγκάση τους εν Αθήναις να τους επαναφέρουν· ότι τοιουτοτρόπως ο στρατός ουδόλως υπελείπετο της πόλεως και κατά την σύνεσιν· ότι ο Αλκιβιάδης, εάν εψήφιζαν την χάριν και την ανάκλησίν του, θα έσπευδε να τους δώση την συμμαχίαν του βασιλέως· ότι τέλος, το σπουδαιότερον, εάν απετύγχαναν όλα τα σχέδια, η κατοχή τοσούτου πολυαρίθμου στόλου θα τους διηυκόλυνε να εύρουν πολλά καταφύγια όπου θα υπήρχον και πόλεις και αγροί.
77. Αφού είπαν αυτά και ενεθαρρύνθησαν αμοιβαίως, εξηκολούθησαν ουχ ήττον προετοιμάζοντες τα του πολέμου. Ως προς τους δέκα δε πρεσβευτάς, τους οποίους οι τετρακόσιοι είχαν στείλει εις την Σάμον, άμα έφθασαν ούτοι εις την Δήλον και έμαθαν τας ειδήσεις ταύτας, δεν επροχώρησαν περαιτέρω.
78. Κατά την αυτήν δ' εποχήν οι εν τω ναυτικώ στρατιώται των Πελοποννησίων, οι οποίοι ήσαν εις την Μίλητον, εδυσφόρουν μεγαλοφώνως εναντίον του Αστυόχου και του Τισσαφέρνους, οι οποίοι, ως έλεγαν, κατέστρεφαν τα πράγματα. Τον μεν πρώτον τον κατηγόρουν, διότι δεν τους άφηνε να ναυμαχήσουν μήτε πρότερον, ότε αι δυνάμεις των ήσαν τέλειαι, αι δε των Αθηνών ολιγάριθμοι, μήτε τώρα, ότε ο εχθρός ήτο διηρημένος και τα πλοία του δεν είχαν συναθροισθή ακόμη, και διότι περιμένοντες τον Φοινικικόν στόλον, τον οποίον υπεσχέθη ο Τισσαφέρνης και ο οποίος ονόματι μόνον υπήρχε και ουχί πράγματι, εκινδύνευαν να εξαντληθούν ολοσχερώς· τον δε Τισσαφέρνην κατηγόρουν ότι δεν έφερε τον στόλον εκείνον και ότι παρέλυε το ναυτικόν των μη παρέχων τον μισθόν τακτικώς και ανελλιπώς. Έλεγαν λοιπόν ότι δεν έπρεπε να αναβάλουν πλειότερον, αλλά να ναυμαχήσουν, τους παρεκίνουν δε εις τούτο προ πάντων οι Συρακούσιοι.
79. Εννοήσαντες δε τους ψιθυρισμούς τούτους οι σύμμαχοι και ο Αστύοχος απεφάσισαν εν συμβουλίω να δώσουν ναυμαχίαν αποφασιστικήν· και επειδή τους είχαν ειδοποιήσει επίσης περί των ταραχών της Σάμου ανεχώρησαν μεν όλα τα πλοία, εκατόν δώδεκα τον αριθμόν, και έπλευσαν προς την Μυκάλην, αφού διέταξαν τους Μιλησίους να μεταβούν εκεί διά ξηράς. Οι Αθηναίοι, με ογδοήκοντα δύο πλοία, τα οποία είχαν εις την Σάμον, εστάθμευον κατά τύχην εις την Γλαύκην της Μυκάλης, απέναντι της Σάμου, και εις ολίγην απ' αυτής απόστασιν. Άμα δε είδαν τον Πελοποννησιακόν στόλον ερχόμενον προς συνάντησίν των, υπεχώρησαν εις την Σάμον μη νομίζοντες ότι αριθμητικώς ήσαν ικανοί να διακινδυνεύσουν περί του παντός· ειδοποιηθέντες άλλως εκ της Μιλήτου ότι ο εχθρός είχε σκοπόν να δώση ναυμαχίαν επερίμεναν να έλθη εις βοήθειάν των εκ του Ελλησπόντου μετά των πλοίων της Χίου, τα οποία είχαν μεταβή εις την Άβυδον, ο Στρομβιχίδης, προς τον οποίον είχαν στείλει προηγουμένως απεσταλμένον. Επέστρεψαν λοιπόν εις την Σάμον, ενώ οι Πελοποννήσιοι, αποβάντες εις την Μυκάλην, εστρατοπέδευσαν καθώς και ο πεζός στρατός των Μιλησίων και των πλησιοχώρων. Την επομένην κατά την στιγμήν που οι Πελοποννήσιοι έμελλαν να πλεύσουν κατά της Σάμου, ανηγγέλθη εις αυτούς ότι ο Στρομβιχίδης έφθασεν εκ του Ελλησπόντου μετά του στόλου, και επέστρεψαν αμέσως εις την Μίλητον. Εν τούτοις οι Αθηναίοι ενισχυθέντες υπό του στόλου τούτου επέδραμαν και αυτοί κατά της Μιλήτου μετά πλοίων εκατόν οκτώ, θέλοντες να ναυμαχήσουν. Επειδή, όμως ουδείς εξήλθε προς συνάντησίν των, απέπλευσαν πάλιν εις την Σάμον.
80. Κατά το αυτό δε θέρος, ευθύς μετά τα συμβάντα ταύτα, οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι με όλην την συγκέντρωσιν των δυνάμεών των δεν ενόμιζαν ότι ήσαν ικανοί να αντιταχθούν προς τους Αθηναίους, ευρέθησαν εις λίαν αμήχανον θέσιν διά την συντήρησιν τόσου στόλου, προ πάντων επειδή τόσον ατάκτως επλήρωνεν ο Τισσαφέρνης. Εσκέφθησαν λοιπόν να εκτελέσουν τας οδηγίας, τας οποίας είχαν λάβει κατά την αναχώρησίν των εκ της Πελοποννήσου, στέλλοντες Κλέαρχον τον Ραμφίου με τεσσαράκοντα πλοία προς τον Φαρνάβαζον. Τωόντι ο Φαρνάβαζος τους είχε προσκαλέσει να έλθουν και ήτο έτοιμος να τους δώση τροφάς, συγχρόνως δε το Βυζάντιον διεπραγματεύετο μετ' αυτών, όπως αποσπασθή από τους Αθηναίους. Τα πλοία ταύτα ανοίχθησαν εις το πέλαγος, διά να κρύψουν την πορείαν των από τους Αθηναίους, αλλά κατελήφθησαν υπό τρικυμίας, και τα μεν πλείστα έφθασαν μετά του Κλεάρχου εις την Δήλον και εκείθεν επέστρεψαν εις την Μίλητον, εκ της οποίας ο Κλέαρχος μετέβη διά ξηράς εις τον Ελλήσποντον, διά να λάβη την αρχηγίαν, τα δε δέκα τα μετά του Μεγαρέως στρατηγού Ελίξου διασωθέντα εις τον Ελλήσποντον επανεστάτησαν το Βυζάντιον. Μαθόντες τούτο οι εν τη Σάμω Αθηναίοι έστειλαν εις τον Ελλήσποντον επικουρίαν εκ πλοίων και στρατευμάτων· έγινε μάλιστα προ του Βυζαντίου μικρά ναυμαχία οκτώ πλοίων εναντίον οκτώ.
81. Μεταξύ δ' εκείνων, οι οποίοι εν τη Σάμω προΐσταντο των υποθέσεων, ήτο προ πάντων ο Θρασύβουλος, ο οποίος, αφ' ης στιγμής μετέβαλε τα πράγματα, επιμένων πάντοτε εις την αυτήν γνώμην να ανακαλέση τον Αλκιβιάδην, επέτυχε τέλος επ' εκκλησίας να πείση το πλήθος των στρατιωτών. Άμα δε εψηφίσθη υπ' αυτών η χάρις και η ανάκλησις, ο Θρασύβουλος μετέβη διά θαλάσσης προς τον Τισσαφέρνην και επανέφερεν εις την Σάμον τον Αλκιβιάδην, νομίζων ότι το μόνον μέσον σωτηρίας ήτο να αποσπασθή ο Τισσαφέρνης από τους Πελοποννησίους και να ενωθή με τους Αθηναίους. Γενομένης δ' εκκλησίας ο Αλκιβιάδης ήρχισε να θρηνή και να απαριθμή τας δυστυχίας της εξορίας του· ωμίλησεν επίσης πολύ περί των πολιτικών υποθέσεων και προσεπάθησε να εμπνεύση μεγάλας ελπίδας διά το μέλλον και εμεγαλοποίησεν υπερβολικά την ισχύν του επί του Τισσαφέρνους, διά να τον φοβηθούν οι αρχηγοί της ολιγαρχίας εν Αθήναις, διά να διαλύση τας συνωμοσίας, διά να καταστή μάλλον σεβαστός εις τους Αθηναίους της Σάμου και τους εμπνεύση εμπιστοσύνην προς εαυτούς, τέλος διά να διαβάλη όσον το δυνατόν περισσότερον τους εχθρούς του εις τον νουν του Τισσαφέρνους και να καταστρέψη τας ελπίδας, τας οποίας είχαν συλλάβει. Έδωκε λοιπόν ο Αλκιβιάδης πομπωδεστάτας υποσχέσεις λέγων επιδεικτικά ότι ο Τισσαφέρνης τον εβεβαίωσε μεθ' όρκου, ότι, εάν οι Αθηναίοι είλκυαν την εμπιστοσύνην του, ενόσω τω έμεναν πόροι, δεν θα τους εστέρει τροφών, έστω και εάν επί τέλους ηναγκάζετο να κατασκευάση αργύρια εκ της κλίνης του· ότι θα έφερε προς τους Αθηναίους και ουχί προς τους Πελλοποννησίους τον Φοινικικόν στόλον, ο οποίος ήτο τότε εις Άσπενδον, αλλ' ότι δεν ηδύνατο να εμπιστευθή εις τους Αθηναίους ειμή εάν ο Αλκιβιάδης ανακαλούμενος ανεδέχετο να τον διαβεβαιώση περί των αισθημάτων τούτων.
82. Οι δε στρατιώται, αφού ήκουσαν τας υποσχέσεις ταύτας και πολλά άλλα, τον εξέλεξαν αμέσως στρατηγόν μετά των προηγουμένως εκλεχθέντων και τω ανέθεσαν όλας τας υποθέσεις. Απ' εκείνης της στιγμής καθένας απ' αυτούς τόσον ενόμιζεν εαυτόν εξασφαλισθέντα περί της σωτηρίας του, και της τιμωρίας των τετρακοσίων, ώστε αντί ουδενός δεν θα αντήλλασσε την ελπίδα ταύτην. Ήδη μάλιστα, οι πιστεύοντες εις τους λόγους του Αλκιβιάδου, ήσαν διατεθειμένοι να πλεύσουν αμέσως εναντίον του Πειραιώς περιφρονούντες τους εχθρούς, τους οποίους είχαν ενώπιόν των. Αλλ' ο Αλκιβιάδης εναντίον της γενικής προθυμίας, ημπόδισε ζωηρώς να πλεύσουν κατά του Πειραιώς αφήνοντες εχθρούς πλησιεστέρους και τους είπεν, ότι εκλεχθείς στρατηγός θα μετέβαινε εις τον Τισσαφέρνην, διά να κανονίση εκ των προτέρων τα σχετικά με τον πόλεμον. Και τωόντι εξελθών της συνελεύσεως ανεχώρησεν αμέσως, διά να φανή εις μεν τους Αθηναίους ότι συνενοείτο μετ' εκείνου περί πάντων, εις δε τον Τισσαφέρνην ότι ήτο σπουδαιότερος και ότι εκλεχθείς στρατηγός ήτο εις θέσιν και να τον ωφελήση και να τον βλάψη. Τοιουτοτρόπως ο Αλκιβιάδης είχε το διπλούν πλεονέκτημα, να φοβίζη τους Αθηναίους διά του Τισσαφέρνους και τον Τισσαφέρνην διά των Αθηναίων.
83. Οι δε Πελοποννήσιοι, μαθόντες εις Μίλητον την ανάκλησιν του Αλκιβιάδου και δυσπιστούντες ήδη προς τον Τισσαφέρνην, εδείχθησαν τότε έτι μάλλον δύσπιστοι. Κατά σύμπτωσιν, η κατά της Μιλήτου επιδρομή των Αθηναίων, κατά την οποίαν οι Πελοποννήσιοι δεν ηθέλησαν να προχωρήσουν και να ναυμαχήσουν, παρέσχε νέαν αιτίαν, ώστε ο Τισσαφέρνης, γενόμενο, αμελέστερος περί την πληρωμήν του μισθού, να προσελκύση έτι μάλλον το μίσος, το οποίον οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη δι' αυτόν ένεκα του Αλκιβιάδου. Συνερχόμενοι μεταξύ των εις ομίλους ως και πρότερον, οι στρατιώται καί τινες άνδρες διακεκριμένοι μεταξύ των στρατιωτικών ανελογίζοντο ότι ούτε μισθόν έλαβάν ποτε εντελή, ούτε εκείνο το οποίον τοις εδίδετο, αν και ολίγον, επληρώνετο τακτικώς· ότι, εάν δεν απεφάσιζαν να ναυμαχήσουν ή να μεταβούν εις τόπον, όπου θα ηδύναντο να εύρουν τροφάς, οι ναύται θα εγκατέλειπον τα πλοία· ότι τέλος ο αίτιος όλων των δεινών ήτο ο Αστύοχος, ο οποίος χάριν των ατομικών ωφελειών ενέδιδεν εις τας ιδιοτροπίας του Τισσαφέρνους.
84. Ενώ δε διεκοίνουν μεταξύ των τας τοιαύτας σκέψεις, ηγέρθη αίφνης θόρυβος τις εναντίον του Αστυόχου. Ναύται Συρακούσιοι και Θούριοι, τόσω μάλλον θρασείς, όσω ήσαν ελεύθεροι, ήλθαν εν σώματι προς τον Αστύοχον και εζήτουν τον μισθόν των παρ' αυτού. Ο Αστύοχος απεκρίθη κάπως αυθαδέστερον, τους ηπείλησε και ύψωσε μάλιστα την βακτηρίαν του, διά να κτυπήση τον Δωριέα, όπου υπεστήριζε τας αιτήσεις των ναυτών. Εις την θέαν ταύτην, το πλήθος των στρατιωτών, βίαιοι ως ναύτας ώρμησαν βοώντες κατά του Αστυόχου, διά να τον λιθοβολήσουν· αλλ' ούτος προϊδών τον κίνδυνον κατέφυγεν εις βωμόν τινα, δεν επληγώθη και το πλήθος διελύθη. Κατέλαβαν δε οι Μιλήσιοι και το εν τη Μιλήτω οικοδομημένον υπό του Τισσαφέρνους φρούριον εξαίφνης επιπεσόντες, και εδίωξαν τους εν αυτώ φύλακας. Την πράξιν ταύτην επεδοκίμασαν οι σύμμαχοι και προ πάντων οι Συρακούσιοι· αλλ' ο Λίχας δεν ηυχαριστήθη. Είπε μάλιστα ότι οι Μιλήσιοι και οι άλλοι Ελληνες, όσοι κατώκουν εις την χώραν του βασιλέως, ώφειλαν να μείνουν υποταγμένοι εις τον Τισσαφέρνην με όρους μετρίους και να είναι εις αυτόν αφωσιωμένοι μέχρις ου τελειώση αισίως ο πόλεμος. Οι λόγοι ούτοι και άλλοι παραπλήσιοι παρώργισαν τους Μιλησίους και διά τούτο, ότε βραδύτερον απέθανεν ο Λίχας υπό νόσου, δεν επέτρεψαν να τον θάψουν εις το μέρος, το οποίον ήθελαν οι παρόντες Λακεδαιμόνιοι.
85. Είς τοιούτο δε σημείον ευρίσκοντο τα πράγματα και ο κατά του Αστυόχου και του Τισσαφέρνους ερεθισμός, ότε ο Μίνδαρος έφθασεν εκ της Λακεδαίμονος, διά να αντικαταστήση τον Αστύοχον εις την ναυμαχίαν. Ο Αστύοχος παραδώσας την αρχήν ανεχώρησε συνοδευόμενος υφ' ενός πρεσβευτού του Τισσαφέρνους, του Καρός Γαυλίτου, ο οποίος ωμίλει τας δύο γλώσσας και ήτο επιφορτισμένος να μεφθή τους Μιλησίους διά την κατάληψιν του φρουρίου και συγχρόνως διά να δικαιολογήση τον Τισσαφέρνην που εγνώριζεν ότι οι Μιλήσιοι επίτηδες μετέβαιναν εις την Λακεδαίμονα, διά να τον κατηγορήσουν προ πάντων, και ότι μετ' αυτών ευρίσκετο ο Ερμοκράτης εντολήν έχων να παραστήση τον Τισσαφέρνην ως καταστρέφοντα μετά του Αλκιβιάδου τα πράγματα των Πελοποννησίων και ως διπρόσωπον. Ο Τισσαφέρνης επέμενε μισών αυτόν από της εποχής όπου προέκυψε το ζήτημα της μισθοδοσίας. Εσχάτως μάλιστα, ότε ο στρατηγός ούτος εξωρίσθη από τας Συρακούσας και αντικατεστάθη εις την αρχηγίαν των εν τη Μιλήτω πλοίων των Συρακουσίων υπό του Ποτάμιδος, του Μύσκωνος και του Δημάρχου, ο Τισσαφέρνης πολύ περισσότερον επετέθη κατά του φυγάδος ήδη Ερμοκράτους, και μεταξύ άλλων κατηγοριών έλεγαν ότι έγινεν εχθρός του, διότι κάποτε του εζήτησε χρήματα και ο Τισσαφέρνης δεν του έδωκεν. Ο μεν λοιπόν Αστύοχος, οι Μιλήσιοι και ο Ερμοκράτης απέπλευσαν εις την Λακεδαίμονα· ο δε Αλκιβιάδης παραιτήσας τον Τισσαφέρνην επέστρεψε πάλιν εις την Σάμον.
86. Τότε δε έφθασαν εκ της Δήλου παρόντος του Αλκιβιάδου οι πρεσβευταί οι αποσταλέντες προηγουμένως υπό των τετρακοσίων, διά να καθησυχάσουν τους εν τη Σάμω Αθηναίους και να τους οδηγήσουν. Ότε δε έγινε συνέλευσις, εζήτησαν να ομιλήσουν, αλλ' οι στρατιώται ηρνούντο να τους ακούσουν και εφώναζαν ότι έπρεπε να φονεύσουν εκείνους, οι οποίοι κατέλυαν την δημοκρατίαν. Επί τέλους μόλις και μετά βίας ησύχασαν και συγκατετέθησαν να τους ακούσουν. Είπαν λοιπόν οι πρεσβευταί ότι η μεταβολή εκείνη έγινε, διά να σώση και ουχί διά να καταστρέψη την πόλιν, μήτε διά να παραδώση αυτήν εις τους εχθρούς, όπερ θα ηδύναντο να πράξουν κατά την εισβολήν των Πελοποννησίων οι τετρακόσιοι, κύριοι ήδη όντες της εξουσίας· ότι όσον αφορά εις τους πεντακισχιλίους, όλοι κατά σειράν θα συμμετείχαν της αρχής· ότι οι συγγενείς των δεν είχαν υβρισθή, όπως, διά να συκοφαντήση, ανήγγειλεν ο Χαιρέας, και ότι όχι μόνον δεν έπαθαν κανέν κακόν, αλλ' όλοι έμεναν ήσυχοι ενασχολούμενοι εις τας υποθέσεις των. Εις μάτην όμως επανελάμβαναν τας διαβεβαιώσεις ταύτας· οι στρατιώται τίποτε δεν ήθελαν να ακούσουν, και ο ερεθισμός υπήρξε μέγας· διάφοροι γνώμαι επροτάθησαν και προ πάντων να πλεύσουν κατά του Πειραιώς. Εις την περίστασιν ταύτην ο Αλκιβιάδης πρώτος και ουδενός ολιγώτερον ωφέλησε την πατρίδα του· διότι καθ' ην στιγμήν οι εν τη Σάμω Αθηναίοι έσπευδον να πλεύσουν κατά των συμπολιτών των (το οποίον θα εγίνετο αιτία, ώστε αναμφιβόλως οι εχθροί να καταλάβουν την Ιωνίαν και τον Ελλήσποντον), κατώρθωσε να τους εμποδίση. Ουδείς άλλος θα ηδύνατο, εις τοιαύτην στιγμήν, ν' αναχαιτίση το πλήθος· αλλ' ο Αλκιβιάδης το απέτρεψεν από του σκοπού τούτου και διά των επιπλήξεών του μετέβαλε την γνώμην εκείνων, οι οποίοι ιδίως είχαν οργισθή κατά των πρέσβεων, τους οποίους εξεδίωξεν ο ίδιος λέγων προς απόκρισιν ότι δεν θα ημπόδιζε τους πεντακισχιλίους να έχουν την αρχήν, αλλ' ότι εζήτει να απαλλαγούν από τους τετρακοσίους και να αποκαταστήσουν ως πρότερον την βουλήν των πεντακοσίων· ότι επαινούσε πολύ το μέτρον των οικονομιών, διά να αυξηθή η μισθοδοσία των στρατιωτών. Προ παντός δε συνίστα εις αυτούς να αντέχουν και να μη ενδώσουν εις τους εχθρούς· διότι, εάν η πόλις εσώζετο, μεγάλη ελπίς υπήρχε συμφιλιώσεως μεταξύ των· ενώ, εάν κατεστρέφετο έν εκ των δύο μερών, ή οι εν τη Σάμω ή οι εν ταις Αθήναις, ουδείς πλέον θα έμενε, μετά του οποίου να φιλιωθούν. Υπήρχαν δε εκεί παρόντες πρέσβεις των Αργείων, οι οποίοι υπέσχοντο εις το δημοκρατικόν κόμμα των εν τη Σάμω Αθηναίων να το βοηθήσουν· ο δε Αλκιβιάδης, επαινέσας αυτούς και ειπών να έλθουν, όταν τους προσκαλέσουν, τους εξεδίωξεν. Ήλθαν δε οι Αργείοι ούτοι μετά των Παράλων, τους οποίους, ως είδομεν, εισεβίβασαν οι τετρακόσιοι εις το στρατιωτικόν πλοίον, διά να περιπλέουν την Εύβοιαν, και τους οποίους είχαν διατάξει τότε να φέρουν εις την Λακεδαίμονα, τον Λαισποδίαν, τον Αριστοφώντα και τον Μελησίαν, πρέσβεις των Αθηνών στελλόμενοι υπό των τετρακοσίων. Αλλ' οι Πάραλοι, ενώ έπλεαν προς το Άργος, συνέλαβαν τους πρέσβεις εκείνους και τους παρέδωκαν εις τους Αργείους, ως αποτελούντας μέρος των κυριωτάτων ανατροπέων της δημοκρατίας· και αυτοί οι ίδιοι δεν επέστρεψαν πλέον εις Αθήνας, αλλ' ήλθαν με τα πλοίά των εις την Σάμον φέροντες και τους πρέσβεις των Αργείων.
87. Κατά το αυτό δε θέρος, και κατά τον καιρόν που διά πολλάς αιτίας και προ πάντων διά την ανάκλησιν του Αλκιβιάδου οι Πελοποννήσιοι ήσαν ωργισμένοι κατά του Τισσαφέρνους, τον οποίον εθεώρουν ήδη ως φανερώς αττικίζοντα, ούτος, θέλων, ως εφαίνετο τουλάχιστον, να διαψεύση τα όσα δυσάρεστα του κατηγόρουν, ητοιμάσθη να μεταβή εις την Άσπενδον, διά να εύρη τα Φοινικικά πλοία. Προσεκάλεσε δε τον Λίχαν να τον συνοδεύση και υπεσχέθη να διατάξη τον ύπαρχόν του Ταμών να δίδη κατά την απουσίαν του τροφήν εις τον στρατόν. Διάφοροι γνώμαι επικρατούν περί της μεταβάσεως ταύτης και δεν είναι εύκολον να ηξεύρη τις μήτε διατί μετέβη ο Τισσαφέρνης εις την Άσπενδον, μήτε διατί, αφού μετέβη δεν έφερεν εκείθεν τα πλοία. Ότι τα Φοινικικά πλοία, εκατόν τεσσαράκοντα επτά τον αριθμόν, έφθασαν μέχρις Ασπένδου, τούτο γενικώς ομολογείται· διατί όμως δεν επροχώρησαν περαιτέρω, πολλαχώς σχολιάζεται. Άλλοι μεν νομίζουν ότι διά της αναχωρήσεώς του ταύτης ήθελε να εξασθενίση, όπως διενοήθη, τας δυνάμεις των Πελοποννησίων (τουλάχιστον ο Ταμώς, διαταχθείς να δίδη τροφήν, αντί να την αυξήση την ηλάττωσεν έτι μάλλον), άλλοι δε διά προσκαλέση τους Φοίνικας εις την Άσπενδον και να τους αποπέμψη, αφού τους αποσπάση χρήματα, διότι δεν είχε σκοπόν να τους μεταχειρισθή· άλλοι τέλος ότι δεν είχεν άλλον σκοπόν ειμή να αντικρούσει τα παράπονα τα εγερθέντα κατ' αυτού εις την Λακεδαίμονα, λέγων προς απολογίαν του ότι μετέβη, διά να εύρη τον στόλον εκείνον πράγματι πληρωμένον. Εγώ δε θεωρώ ως μάλλον πιθανόν ότι, διά να παραλύση και αποσυνθέση την δύναμιν των Ελλήνων, δεν έφερε τα πλοία· ήλπιζε την καταστροφήν των διά των πολλών αναβολών, τας οποίας επροξένει η απουσία του, και την διατήρησιν της ισορροπίας μη ενούμενος με καμμίαν εκ των δύο μερίδων, διά να μη καταστήση την μίαν ισχυροτέραν της άλλης. Τωόντι, εάν ήθελε να θέση τέρμα εις τον πόλεμον, ουδεμία αμφιβολία υπήρχεν ότι είχε το μέσον· διότι φέρων τον στόλον εις τους Λακεδαιμονίους θα έδιδε πιθανότατα την νίκην εις αυτούς, αφού ήδη ούτοι εστάθμευαν απέναντι του εχθρού μετά ναυτικού ίσου μάλλον παρά υποδεεστέρου. Προδίδει δε αυτόν έτι μάλλον η πρόφασις, την οποίαν είπε, μη οδηγήσας εκεί τα πλοία, ότι ταύτα είχαν συναθροισθή δήθεν ολιγώτερα παρ' όσα διέταξεν ο βασιλεύς. Αλλά κατά τούτο υπηρέτησε κάλλιστα τον κύριόν του μη δαπανήσας τα βασιλικά χρήματα και επιτυχών τον αυτόν σκοπόν με ολιγότερα έξοδα. Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Τισσαφέρνης μετέβη εις Άσπενδον και εύρεν εκεί τους Φοίνικας, οι δε Πελοποννήσιοι κατ' αίτησιν αυτού έστειλαν εις προϋπάντησαν του στόλου τον Λακεδαιμόνιον Φίλιππον μετά δύο πλοίων.
88. Ο δε Αλκιβιάδης, άμα έμαθεν ότι ο Τισσαφέρνης διηυθύνετο προς την Άσπενδον, ανεχώρησε και αυτός μετά δεκατριών πλοίων υποσχόμενος εις τους Αθηναίους να τοις παράσχη ασφαλή και μεγάλην χάριν, ήτοι να φέρη αυτός ο ίδιος προς αυτούς τον Φοινικικόν στόλον, ή τουλάχιστον να τον εμποδίση να μεταβή με το μέρος των Πελοποννησίων. Εγνώριζεν ίσως εκ πολλού χρόνου ότι ο Τισσαφέρνης δεν είχε σκοπόν να φέρη τον στόλον τούτον, και ήθελε προ πάντων να τον διαβάλη εις τους Πελοποννησίους δεικνύων αυτόν φίλον ιδικόν του και των Αθηναίων, διά να τον αναγκάση τοιουτοτρόπως να ταχθή με το μέρος των Αθηναίων. Αναχωρήσας λοιπόν έπλευσε κατ' ευθείαν γραμμήν διά του πελάγους προς την Φάσηλιν και την Καύνον.
89. Άμα λοιπόν οι παρά των τετρακοσίων σταλέντες πρέσβεις επέστρεψαν εκ της Σάμου εις τας Αθήνας, ανεκοίνωσαν την απόκρισιν του Αλκιβιάδου, η οποία συνίστατο εις το να αντέχουν και να μη ενδώσουν εις τους εχθρούς, διότι μεγάλας ελπίδας είχε να τους συμφιλιώση μετά του στρατού και να νικήσουν τους Πελοποννησίους. Διά του τρόπου δε τούτου ανεζωπύρωσαν το θάρρος εκείνων, οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη να δυσαρεστώνται διά την ολιγαρχίαν, εις την εγκαθίδρυσιν της οποίας είχαν συμπράξει, και οι οποίοι επεθύμουν ν' απαλλαγούν αυτής, αδιάφορον διά τίνος τρόπον, άμα ελάμβαναν υπόσχεσιν ασφαλείας. Συνήρχοντο λοιπόν εις ομίλους και εμέμφοντο μεταξύ των την κατάστασιν των πραγμάτων· επί κεφαλής αυτών ήταν στρατηγοί διακεκριμένοι, οι οποίοι ανήκον εις το ολιγαρχικόν κόμμα και είχαν αξιώματα, οίοι Θηραμένης ο του Άγνωνος, Αριστοκράτης ο Σκελλίου και άλλοι, και οι οποίοι ήσαν μεν πρώτοι μεταξύ των διοικούντων τα πράγματα, αλλ' εφοβούντο, ως έλεγαν, πολύ το εν τη Σάμω στρατόν και τον Αλκιβιάδην, και προ πάντων μήπως οι εις την Λακεδαίμονα σταλέντες κάμουν κανέν κακόν εις την πόλιν άνευ της συναινέσεως εκείνων, οι οποίοι τους απέστειλαν. Χωρίς λοιπόν να αποβάλουν την ολιγαρχίαν έλεγαν ότι έπρεπεν η αρχή των πεντακισχιλίων να εγκατασταθή πράγματι και ουχί κατ' όνομα, και να δοθή πλειοτέρα ισότης εις την πολιτείαν. Ίο τοιούτο ουδέν άλλο ήτο ή πρόσχημα δημοτικότητος, διότι κατά βάθος οι πλείστοι ένεκα της ατομικής φίλοδοξίας των ηρέσκοντο εις την κατάστασιν ταύτην, εις την οποίαν προ πάντων η εκ δημοκρατίας γινομένη ολιγαρχία καταστρέφεται, διότι πάντες έχουν την αξίωσιν όχι να είναι ίσοι, αλλά να πρωτεύουν κατά πολύ έκαστος επί όλων των άλλων, ενώ εξ εναντίας, όταν η εκλογή γίνεται εις δημοκρατίαν, ευκολώτερον υφίσταταί τις τας συνεπείας, επειδή δεν βλέπει προτιμωμένους τους ομοίους του. Ότι δε πλέον από κάθε τι άλλο εδυνάμωνε το θάρρος των ολιγαρχικών τούτων, υπήρξεν η ισχυρά επίδρασις του Αλκιβιάδου εν τη Σάμω και η ιδέα ότι η ολιγαρχική των κατάστασις δεν έμελλε να διατηρηθή επί πολύ. Έκαστος λοιπόν ηγωνίζετο πως να γίνη αυτός πρώτος αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος.
90. Όσοι δε εκ των τετρακοσίων ήσαν υπερβολικά ενάντιοι εις το τοιούτον είδος του πολιτεύματος και οι οποίοι ήσαν πρώτοι εις τα πολιτικά πράγματα, ο Φρύνιχος, ο οποίος άλλοτε στρατηγών εις την Σάμον είχεν έλθει εις διενέξεις προς τον Αλκιβιάδην, ο Αρίσταρχος, είς των θερμοτέρων και αρχαιοτέρων αντιπάλων της δημοκρατίας, ο Πείσανδρος, ο Αντιφών και άλλοι οι δυνατώτατοι, άμα τη εγκαταστάσει των, πρώτον μεν έστειλαν πρέσβεις εις την Λακεδαίμονα, διά να εργασθούν υπέρ του συμβιβασμού, έπειτα δε, ότε έμαθαν την δημοκρατικήν τροπήν πού έλαβαν τα πράγματα εν Σάμω, ήρχισαν να κατασκευάζουν τείχος εις την λεγομένην Ηετιώνειαν· πολύ δε μάλλον εδιπλασίασαν τας ενεργείας των, ότε επέστρεψαν εκ της Σάμου οι πρέσβεις και είδαν την μεταβολήν, η οποία έγινεν εις τους πολλούς και μάλιστα εις εκείνους, οι οποίοι εφαίνοντο οι μάλλον αφωσιωμένοι. Ανησυχούντες διά τα εν ταις Αθήναις και εν τη Σάμω συμβαίνοντα απέστειλαν βιαστικά εις την Λακεδαίμονα τον Αντιφώντα, τον Φρύνιχον και δέκα άλλους πρέσβεις με την διαταγήν να επιτύχουν να συμβιβασθούν με τους Λακεδαιμονίους με πάντα τρόπον οπωσούν ανεκτόν, και επέσπευσαν έτι μάλλον την οικοδομήν του τείχους της Ηετιωνείας. Το τείχος εκείνο, ως έλεγαν ο Θηραμένης και οι μετ' αυτού, δεν ωκοδομείτο προς τον σκοπόν να κλείση την είσοδον του Πειραιώς εις τους Αθηναίους της Σάμου, αλλά μάλλον διά να δέχωνται, όταν θέλουν, τους εχθρούς και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Είναι δε η Ηετιώνεια κατωφερής ακτή του Πειραιώς, πλησίον της οποίας ανοίγεται αμέσως ο λιμήν. Ύψωσαν λοιπόν τείχος, το οποίον ήνωσαν με εκείνο, το οποίον υπήρχε πρότερον προς το μέρος της ηπείρου, εις τοιούτον τρόπον, ώστε θέτοντες εκεί ολίγους ανθρώπους ηδύναντο να είναι κύριοι της εισόδου του λιμένος· διότι το αρχαίον τείχος το προς την ήπειρον καθώς και το νέον το εντός του παλαιού κτιζόμενον προς την θάλασσαν ετελείωναν ακριβώς εις ένα εκ των δύο πύργων των τεθειμένων εις το στόμιον του λιμένος, ο οποίος ήτο στενός. Περιέκλεισαν επίσης εντός του τείχους στοάν μεγίστην ενουμένην με τον Πειραιά και ηνάγκασαν όλους να αποθέτουν εκεί όσον σίτον είχαν και όσον έφεραν διά θαλάσσης· εκ της αποθήκης δε ταύτης ώφειλαν να τον εξάγουν και να τον πωλούν.
91. Προ πολλού μεν ο Θηραμένης διέσπειρε τας φήμας ταύτας· και αφού οι πρέσβεις επέστρεψαν εκ της Λακεδαίμονος χωρίς να κατορθώσουν ουδέ συμβιβασμόν, είπεν αναφανδόν ότι φόβος υπήρχε μήπως το τείχος εκείνο επιφέρη την καταστροφήν της πόλεως. Τωόντι κατά τον αυτόν χρόνον εξ αιτίας προσκλήσεως των Ευβοέων τεσσαράκοντα δύο πλοία, εξελθόντα της Πελοποννήσου εστάθμευον εν τη Λα της Λακωνικής και ητοιμάζοντο να κατευθυνθούν εις την Εύβοιαν· μεταξύ δε των πλοίων εκείνων ήσαν τινα Ιταλιωτικά και Σικελικά εκ του Τάραντας και των Λοκρών, ήτο δε άρχων αυτών ο Σπαρτιάτης Αγησανδρίδας ο Αγησάνδρου. Κατά τα λεγόμενα του Θηραμένους ο στόλος εκείνος έμελλε να μεταβή ουχί προς βοήθειαν της Ευβοίας, αλλά μάλλον προς υποστήριξιν εκείνων, οι οποίοι ετείχιζαν την Ηετιώνειαν και ότι, εάν δεν ελάμβαναν τα μέτρα των, η πόλις θα κατεστρέφετο ήσυχα, ήσυχα. Η κατηγορία αύτη ήτο κάπως αληθής και δεν ήτο καθαρά συκοφαντία· οι τετρακόσιοι ήθελαν προ πάντων ολιγαρχούμενοι να άρχουν και των συμμάχων, και, εάν τούτο δεν ήτο δυνατόν, να διατηρήσουν την ανεξαρτησίαν φυλάττοντες τα πλοία και τα τείχη, τέλος δε εν αποτυχία και τούτου να μη πέσουν αυτοί πρώτοι θύματα του λαού, αναλαμβάνοντος τα δικαιώματά του, αλλά μάλλον να εισαγάγουν τους εχθρούς, να παραδώσουν εις αυτούς τα τείχη και τα πλοία, να συνθηκολογήσουν μετ' αυτών και να σώσουν όσον μέρος ηδύναντο εκ της εξουσίας των, εν τη πόλει διατηρούντες την ατομικήν των ασφάλειαν.
92. Διά τούτο κατεγίνοντο βιαστικά να οικοδομήσουν το τείχος αφήνοντες πυλίδας και κρυφίας εισόδους, διά να εισαγάγουν τους πολεμίους και διότι ήθελαν όλα να είναι τελειωμένα διά την κατάλληλον ευκαιρίαν. Και κατ' αρχάς μεν δεν ωμίλουν ειμή ολίγοι μεταξύ των και κρυφίως· αλλ' όταν ο Φρύνιχος, κατά την επιστροφήν του εκ της εις την Λακεδαίμονα πρεσβείας, επληγώθη δι' ενέδρας υφ' ενός των περιπόλων εν πληθούση αγορά και εξέπνευσε παραχρήμα, ολίγα βήματα μακράν του βουλευτηρίου· ότε μετά την απόδρασιν του δολοφόνου ο συνεργός, ο οποίος ήτο Αργείος, συλληφθείς και βασανισθείς κατά διαταγήν των τετρακοσίων, δεν ωνόμασε κανένα συμβουλεύσαντα το έγκλημα, αλλ' είπεν ότι ουδέν άλλο εγνώριζεν, ειμή ότι πολλοί άνθρωποι συνηθροίζοντο εις την κατοικίαν του περιπολάρχου, και εις άλλας οικίας, τότε ο Θηραμένης, ο Αριστοκράτης και όσοι άλλοι εκ των τετρακοσίων και εκ των έξωθεν ήσαν ομογνώμονες, βλέποντες ότι εκ της υποθέσεως ταύτης δεν προέκυψε τίποτε δυσάρεστον δι' αυτούς, επροχώρησαν θρασύτερον προς τον σκοπόν. Εν τω μεταξύ τούτω ο εκ της Λας εξελθών στόλος περιπλεύσας την παραλίαν εισήλθεν εις τον λιμένα της Επιδαύρου και επέδραμε κατά της Αιγίνης. Ο Θηραμένης ισχυρίσθη ότι ο στόλος ούτος, προορισμένος διά την Εύβοιαν, δεν ήτο φυσικόν να εισέλθη εις τον κόλπον της Αιγίνης και να επιστρέψη να αγκυροβολήση εις την Επίδαυρον εκτός εάν προσεκλήθη προς τον σκοπόν, τον οποίον δεν έπαυε να επιρρίπτη κατά των τετρακοσίων, και προσέθετεν ότι δεν έπρεπε πλέον να μένουν ήσυχοι. Τέλος μετά πολλούς λόγους στασιαστικούς και υποψίας, ήρχισαν ήδη ν' αναμιγνύωνται και δι' έργων εις τα πολιτικά πράγματα. Οι στρατιώται του Πειραιώς, οι οποίοι ειργάζοντο εις το τείχος της Ηετιωνείας, μεταξύ των οποίων ήτο ο Αριστοκράτης, ο οποίος καθό ταξίαρχος είχε και την εαυτού φυλήν, συλλαμβάνουν τον Αλεξικλέα, ένα των μάλλον αφωσιωμένων εις την ολιγαρχίαν στρατηγών, και αγαγόντες εις οικίαν τινά τον έκλεισαν εκεί. Συνέτρεξαν δε εις το έργον πολλοί άλλοι και ιδίως ο Έρμων διοικών τους περιπόλους, οι οποίοι είχαν ταχθή εις την Μουνιχίαν· το δε σπουδαιότερον ότι ταύτα επράττοντο με την συγκατάθεσιν του στίφους των στρατιωτών. Άμα δε οι τετρακόσιοι, οι οποίοι συνεδρίαζον τότε εις το βουλευτήριον, έμαθαν τα συμβαίνοντα ητοιμάσθησαν να λάβουν τα όπλα εκτός εκείνων, οι οποίοι δεν συνεμερίζοντο την γνώμην ταύτην και ηπείλουν τον Θηραμένην και τους μετ' αυτού. Ο δε Θηραμένης, απολογούμενος είπεν ότι ήτο έτοιμος να υπάγη μετ' αυτών προς απελευθέρωσιν του δεσμώτου. Και παραλαβών ένα των στρατηγών, ο οποίος ήτο και ομόφρων επροχώρει προς τον Πειραιά, προέδραμε δε και ο Αρίσταρχος μετά τίνων ιππέων νεανίσκων. Ο θόρυβος ήτο πολύς και τρομερός, διότι οι μεν εν τω άστει ενόμιζαν ήδη τον Πειραιά καταληφθέντα και τον συλληφθέντα φονευόμενον, οι δε εν τω Πειραιεί ενόμιζαν ότι μετ' ολίγον έμελλαν να επιπέσουν κατ' αυτών οι εκ του άστεως. Όλη η πόλις ήτο εις κίνησιν και όλοι έτρεχαν εις τα όπλα· μόλις δε κατωρθώθη να ησυχάσουν. Οι αγώνες των γερόντων και αι παρακλήσεις του Φαρσαλίου Θουκυδίδου, προξένου των Αθηνών, παρόντος και προθύμως εμποδίζοντος ένα έκαστον και κράζοντος να μη καταστρέφουν την πατρίδα την στιγμήν πού οι εχθροί ενήδρευαν πλησίον, τους ημπόδισαν να αλληλοσφαγούν. Και ο μεν Θηραμένης ελθών εις τον Πειραιά (διότι ήτο και αυτός στρατηγός) εδυσανασχέτει κατά των στρατιωτών, αλλά μόνον διά λόγων, ενώ ο Αρίσταρχος και οι ενάντιοι του πλήθους ήσαν αληθώς μανιώδεις. Ουχ ήττον οι πλείστοι στρατιώται εξηκολούθησαν το έργον των χωρίς να μεταμεληθούν και ηρώτησαν τον Θηραμένην αν εφρόνει ότι το τείχος ωκοδομήθη επ' αγαθώ ή αν ήτο καλλίτερον να το κατεδαφίσουν. Ούτος άπεκρίθη ότι, εάν τοιαύτη ήτο η γνώμη των συνεφώνει μετ' αυτών. Από της στιγμής εκείνης οι στρατιώται και πολλοί των εν Πειραιεί ανθρώπων αναβάντες επί του τειχίσματος ήρχισαν να κατεδαφίζουν αυτό. Είς την έκκλησιν δε, την οποίαν έκαμναν προς το πλήθος, έλεγαν «Όστις προτιμά να άρχουν οι πεντακισχίλιοι αντί των τετρακοσίων ας επιληφθή του έργου», διότι εκρύπτοντο ακόμη υπό το όνομα των πεντακισχιλίων, διά να μη προφέρουν αναφανδόν το του λαού λέγοντες, «Όστις θέλει να άρχη ο λαός». Εφοβούντο δε μήπως οι πεντακισχίλιοι υπήρχαν τωόντι και μήπως ενοχοποιηθούν αποτεινόμενοι προς αγνώστους. Διά τον αυτόν λόγον και οι τετρακόσιοι δεν ήθελαν μήτε να υπάρχουν οι πεντακισχίλιοι μήτε να είναι γνωστόν ότι δεν υπήρχαν, το μεν διότι ενόμιζαν ότι η συμμετοχή τοσούτων ανθρώπων εις την εξουσίαν θα ήτο αληθής δημοκρατία, το δε διότι η αβεβαιότης περί της υπάρξεως των θα παρήγεν αμοιβαίον φόβον.
93. Την δε επομένην ημέραν οι μεν τετρακόσιοι, αν και ανησυχούντες, συνηθροίσθησαν εις το βουλευτήριον· οι δε εις τον Πειραιά στρατιώται αφήσαντες τον Αλεξικλέα, τον οποίον είχαν συλλάβει, και κατεδαφίσαντες το τείχισμα ήλθαν εις το παρά την Μουνιχίαν θέατρον του Διονύσου, απέθεσαν τα όπλα και συνεκρότησαν συνέλευσιν. Μετά βραχείαν δε συνδιάσκεψιν μετέβησαν εις τα άστυ και κατέθεσαν τα όπλα εις το Ανάκειον (ναόν του Κάστορος και του Πολυδεύκους). Ελθόντες δε προς αυτούς μερικοί απεσταλμένοι των τετρακοσίων συνωμίλουν ανήρ προς άνδρα και έπειθαν όσους έβλεπαν μετριοπαθείς να μένουν ήσυχοι και να συγκρατούν τους άλλους, λέγοντες ότι οι πεντακισχίλιοι έμελλαν να ανακηρυχθούν και ότι εκ τούτων θα ελαμβάνοντο αλληλοδιαδόχως και κατ' εκλογήν οι τετρακόσιοι· ότι μέχρις εκείνης της ώρας δεν έπρεπε δι' ουδενός τρόπου να καταστρέφουν την πόλιν μηδέ να παραδίδουν αυτήν εις τους εχθρούς. Όλον δε το πλήθος, μετά πολλούς λόγους, απευθυνθέντας προς πολλούς ανθρώπους, έγινεν ηπιώτερον παρά πριν, διότι εφοβήθη προ πάντων διά την σωτηρίαν της πόλεως. Συνεφώνησαν λοιπόν να συγκαλέσουν εις ωρισμένην ημέραν συνέλευσιν εις το θέατρον του Διονύσου, διά να αποκαταστήσουν την ομόνοιαν.
94. Ότε δε έφθασεν η διά την εν τω θεάτρω του Διονύσου ορισθείσα ημέρα της συνελεύσεως και την στιγμήν πού επρόκειτο να συναθροισθούν, αγγέλλεται εις αυτούς ότι τα τεσσαράκοντα δύο πλοία και ο Αγησανδρίδας παρέπλεαν από των Μεγάρων εις την Σαλαμίνα. Τότε όλος ο λαός ενόμισεν ότι έβλεπε πραγματοποιούμενα όσα έλεγαν προ πολλού ο Θηραμένης και οι μετ' αυτού, ότι δηλαδή ο στόλος εκείνος επροχώρει, διά να καταλάβη το τείχισμα της Ηετιωνείας, και έχαιραν, διότι το είχαν κατεδαφίσει. Πιθανόν ο Αγησανδρίδας να έμενεν εις τα παράλια της Επιδαύρου κατ' ακολουθίαν συνεννοήσεών τινων· πιθανόν επίσης να περιέμενε την έκβασιν των εν Αθήναις διχονοιών, διά να παρουσιασθή εις στιγμήν κατάλληλον. Οπωσδήποτε οι Αθηναίοι, άμα τους ανηγγέλθη η είδησις αύτη, ευθύς έτρεξαν πανδημεί εις τον Πειραιά, φρονούντες ότι αι εσωτερικαί αυτών διαιρέσεις έπρεπε να υποχωρήσουν απέναντι του εχθρού, πού ήτο πλέον όχι μακράν, αλλά προ του λιμένος ήδη. Και οι μεν ανέβησαν εις τα εκεί ναυλοχούντα πλοία, οι δε έσυραν εις την θάλασσαν άλλα, άλλοι δέ τινες έδραμαν προς υπεράσπισιν των τειχών ή προς το στόμιον του λιμένος.
95. Τα δε πλοία των Πελοποννησίων, παραπλεύσαντα και κάμψαντα το Σούνιον προσωρμίσθησαν μεταξύ Θορικού και Πρασιών, ύστερον δε επήγαν εις Ωρωπόν. Οι δε Αθηναίοι, με όλην την αποσύνθεσιν των πληρωμάτων των, συνέπειαν αναπόφευκτον των εμφυλίων ταραχών, ηθέλησαν εν τούτοις να βοηθήσουν ταχέως μίαν των σπουδαιοτάτων κτήσεών των· και τωόντι, από του αποκλεισμού της Αττικής, η Εύβοια ήτο το παν δι' αυτούς. Στέλλουν λοιπόν τον στρατηγόν Θυμοχάρην και πλοία εις την Ερέτριαν, τα οποία φθάσαντα εκεί ηνώθησαν με τα πρότερον εν τη Ευβοία ευρισκόμενα, εγένοντο τριάκοντα έξ και ηναγκάσθησαν αμέσως να ναυμαχήσουν, διότι ο Αγησανδρίδας μετά το γεύμα έφερε τα πλοία εις το ανοικτόν πέλαγος εκ του Ωρωπού, ο οποίος δεν απέχει εκ της πόλεως των Ερετριέων, ειμή εξήκοντα στάδια θαλάσσια. Άμα λοιπόν εφάνησαν τα πλοία ταύτα, οι Αθηναίοι ήρχισαν να επιβιβάζουν τα πληρώματα εις τον στόλον, νομίζοντες τους στρατιώτας των εκεί πλησίον όντας· αλλ' ούτοι είχαν μεταβή προς εύρεσιν τροφών εις τας οικίας τας κειμένας εις τα έσχατα της πόλεως και όχι εις την αγοράν, όπου οι Ερετριείς είχαν φροντίσει να μη αφήσουν τίποτε προς πώλησιν, διά να δώσουν καιρόν εις του εχθρούς να επιπέσουν κατά των Αθηναίων ενασχολουμένων βραδέως εις την πλήρωσιν του στόλου και να τους αναγκάσουν να πλεύσουν προς ναυμαχίαν όπως ήσαν. Το δε σημείον της αρμοδίας στιγμής διά να αναχθούν οι Πελοποννήσιοι είχε δοθή εκ της Ερετρίας εις τον Ωρωπόν. Αναχθέντες δε και οι Αθηναίοι με τοιαύτην προετοιμασίαν και ναυμαχήσαντες προ του λιμένος της Ερετρίας αντέσχον μεν επί τινα χρόνον, έπειτα όμως τραπέντες εις φυγήν κατεδιώχθησαν εις την ξηράν. Και όσοι μεν κατέφυγαν εις την Ερέτριαν, ως εις πόλιν φιλικήν, υπέστησαν φρικωδεστάτην τύχην, διότι εφονεύθησαν υπό των κατοίκων· όσοι δε κατέφυγαν εις το τείχισμα το εν τη Ερετρία, όπερ κατείχαν αυτοί, εσώθησαν καθώς και τα πλοία, όσα έφθασαν εις την Χαλκίδα. Κυριεύσαντες δε οι Πελοποννήσιοι είκοσι δύο πλοία των Αθηναίων, και εκ των ανδρών άλλους μεν φονεύσαντες, άλλους δε συλλαβόντες αιχμαλώτους έστησαν τρόπαιον. Ύστερον δε μετ' ολίγον επαναστατήσαντες όλην την Εύβοιαν πλην της Ωρεού (διότι ταύτην κατείχαν οι Αθηναίοι) διωργάνωσαν αυτήν όπως ήθελαν.
96. Άμα δε εγνώσθησαν εις τας Αθήνας τα συμβάντα της Ευβοίας, τρόμος μεγαλύτερος από κάθε προγενέστερον κατέλαβε τους Αθηναίους, διότι ούτε η εν τη Σικελία συμφορά, όσον μεγάλη και αν εφάνη εις αυτούς τότε, ούτε ουδεμία άλλη δυστυχία εφόβησεν αυτούς τόσον. Ο στρατός της Σάμου ήτο εις πλήρη αποστασίαν· ούτε πλοία υπήρχαν πλέον ούτε πληρώματα, εντός της πόλεως διχοστασία, ο δε εμφύλιος πόλεμος έτοιμος να εκραγή. Και τέλος, προς επισφράγισιν των δεινών, απώλεσαν ένα στόλον, και το δεινότερον, την Εύβοιαν, εκ της οποίας πλειότερα ωφελούντο ή εκ της Αττικής. Πώς λοιπόν να μη αποθαρρυνθούν ευλόγως; Εξ όλων όμως των κινδύνων ανησυχούσεν αυτούς πλειότερον και εγγύτερον ο φόβος, μήπως οι εχθροί τολμηροί γινόμενοι ένεκα της νίκης πλεύσουν αμέσως εναντίον του Πειραιώς στερημένου πλοίων, και εις πάσαν στιγμήν επερίμεναν να τους ίδουν εμφανιζομένους. Και τωόντι ουδέν ευκολώτερον εις τους εχθρούς, εάν ήσαν τολμηρότεροι· διά του τρόπου δε τούτου ήθελαν αυξήσει την εν τη πόλει διαίρεσιν σταθμεύοντες προ αυτής, ή, εάν επέμεναν εις την πολιορκίαν, ήθελαν αναγκάσει και αυτόν τον στόλον της Ιωνίας, μολονότι εναντιούμενον εις την ολιγαρχίαν, να έλθη εις βοήθειαν των συγγενών του και όλης της πόλεως· απ' εκείνης δε της στιγμής ο Ελλήσποντος θα περιέπιπτεν εις την εξουσίαν των, καθώς και η Ιωνία και αι νήσοι και μέχρι της Βοιωτίας μέρη και ούτως ειπείν όλη η αρχή των Αθηναίων. Αλλ' η περίστασις αύτη δεν υπήρξεν η μόνη, καθ' ην οι Λακεδαιμόνιοι εφάνησαν προς τους Αθηναίους συμφερτικοί αντίπαλοι. Η άκρα του χαρακτήρος αντίθεσις μεταξύ των δύο τούτων λαών, των μεν ζωηρών των δε βραδέων, των μεν τολμηρών των δε ατόλμων, παρέσχεν άπειρον υπεροχήν εις τους Αθηναίους προ πάντων κατά τον εν τη θαλάσση αγώνα. Οι Συρακούσιοι το απέδειξαν κάλλιστα, διότι έχοντες τον αυτόν χαρακτήρα με τους Αθηναίους· τους επολέμησαν άριστα.
97. Εν τούτοις εις την είδησιν της καταστροφής ταύτης οι Αθηναίοι επλήρωσαν είκοσι πλοία και συνεκάλεσαν εκκλησίαν αμέσως εις την ονομαζομένην Πνύκα, όπου και άλλοτε συνήθιζαν να συνεδριάζουν. Εκεί κατήργησαν τους τετρακοσίους και εψήφισαν να ανατεθούν τα πράγματα εις τους πεντακισχιλίους, των οποίων θα απετέλει μέρος πας ο οποίος ήθελε προσφέρει όπλα, και να μη δίδεται μηδείς μισθός εις καμμίαν αρχήν επί ποινή αναθέματος. Έγιναν δε μετά ταύτα και άλλαι συνεδριάσεις, εις τας οποίας εψήφισαν νομοθέτας και εκανόνισαν όλα τα σχετικά με την πολιτείαν. Ουδέποτε, καθ' όσον ενθυμούμαι, οι Αθηναίοι επολιτεύθησαν καλλίτερον ή κατά τους πρώτους τούτους χρόνους, διότι έγινε μετρία σύγκρασις της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας, τούθ' όπερ ανύψωσε την πόλιν εκ της πριν καταπτώσεώς της. Εψήφισαν επίσης την ανάκλησιν του Αλκιβιάδου και των άλλων φυγάδων, και έστειλαν προς αυτόν, καθώς και προς τον στρατόν της Σάμου, την πρόσκλησιν να αναλάβουν μετά ζήλου την διεύθυνσιν των πραγμάτων.
98. Ενώ δ' εγίνετο η μεταβολή αύτη, ο Πείσανδρος, ο Αλεξικλής και οι πρώτιστοι των ολιγαρχικών κατέφυγαν ταχέως εις την Δεκέλειαν. Μόνος δ' εξ αυτών ο Αρίσταρχος, ο οποίος ήτο συγχρόνως στρατηγός, λαβών ταχέως τοξότας τινάς, τους βαρβαρωτάτους, διηυθύνθη προς την Οινόην, φρούριον των Αθηναίων επί των μεθορίων της Βοιωτίας. Οι Κορίνθιοι, με την βοήθειαν εθελοντών Βοιωτών, τους οποίους προσεκάλεσαν, την επολιόρκουν τότε, διά να εκδικηθούν διά την απώλειαν των ανθρώπων των φονευθέντων υπό της φρουράς της Οινόης κατά την εκ της Δεκελείας επιστροφήν των. Ο Αρίσταρχος, αφού συνομίλησε μετά των πολιορκούντων, ηπάτησε την φρουράν της Οινόης λέγων εις αυτήν ότι είχαν συμβιβασθή εν Αθήναις μετά των Λακεδαιμονίων επί όλων των άλλων αντικειμένων, και ότι έπρεπε και αυτή να παραδώση την θέσιν εις τους Βοιωτούς σύμφώνως με την συνθήκην. Η φρουρά της Οινόης τον επίστευσε διότι ήτο στρατηγός, και επειδή δεν εγνώριζε τίποτε, διότι έμενεν εκεί πολιορκημένη, εξήλθε με σπονδάς. Και τοιουτοτρόπως οι Βοιωτοί παρέλαβαν την παραδοθείσαν Οινόην, ενώ συγχρόνως έπαυαν εις τας Αθήνας η ολιγαρχία και η στάσις.
99. Κατά την αυτήν δ' εποχήν του θέρους τούτου οι εις Μίλητον ευρισκόμενοι Πελοποννήσιοι, βλέποντες ότι ουδείς έδιδεν εις αυτούς τας τροφάς, τας οποίας ο Τισσαφέρνης κατά την εις Άσπενδον αναχώρησίν του είχε διατάξει να τους δίδωνται· ότι δεν έφθασαν ακόμη ούτε ο Φοινικικός στόλος ούτε ο Τισσαφέρνης· ότι ο συνοδεύσας αυτόν Φίλιππος καθώς και άλλος τις Σπαρτιάτης ονόματι Ιπποκράτης έγραφαν εκ Φασήλιδος προς τον ναύαρχον Μίνδαρον ότι ο στόλος εκείνος δεν θα ήρχετο και ότι οι Πελοποννήσιοι καθ' όλα ενεπαίχθησαν υπό του Τισσαφέρνους· προ πάντων δε ότι ο Φαρνάβαζος τους προσεκάλει και εδεικνύετο πρόθυμος να επαναστατήση κατά των Αθηναίων άμα τη αφίξει των τας επιλοίπους πόλεις της διοικήσεώς του, όπως είχε πράξει και ο Τισσαφέρνης, ελπίζων ότι ήθελεν ωφεληθή πλειότερον παρά αυτός· δι' όλους τούτους τους λόγους ο Μίνδαρος, εις σημείόν τι δοθέν απροσδοκήτως, διά να διαλάθη τους εν τη Σάμω Αθηναίους, ανεχώρησε με εβδομήκοντα τρία πλοία και μετά πολλής ευταξίας εκ της Μιλήτου και έπλευσε προς τον Ελλήσποντον. Ήδη κατά το αυτό θέρος είχαν έλθει εις αυτόν δεκαέξ πλοία, τα οποία ελεηλάτησαν μέρος τι της Χερσονήσου. Ο Μίνδαρος, καταληφθείς υπό τρικυμίας, ηναγκάσθη να καταπλεύση εις την Ίκαρον, όπου μείνας πέντε ή έξ ημέρας, ένεκα των εναντίων ανέμων, έφθασεν ακολούθως εις την Χίον.
100. Άμα δε ο Θράσυλος έμαθε την αναχώρησιν αυτού εκ της Μιλήτου, έπλευσεν αμέσως εκ της Σάμου με πεντήκοντα πέντε πλοία, σπεύδων να προλάβη την είσοδον του Μινδάρου εις τον Ελλήσποντον. Μαθών κατόπιν ότι ήτο εις την Χίον και νομίσας ότι θα έμενεν εκεί έθεσεν επί της Λέσβου και επί της αντιπέραν ηπείρου σκοπούς, διά να κατασκοπεύουν το ελάχιστον κίνημα του εχθρικού στόλου· αυτός δε μεταβάς εις την Μήθυμναν διέταξε να προετοιμάσουν άλευρα και άλλας ζωοτροφίας, έχων κατά νουν να κάμνη επιδρομάς εναντίον της Χίου, εν περιπτώσει πού ο πόλεμος ήθελε παραταθή επί πολύ· άλλως δε, επειδή η Έρεσος είχεν επαναστατήσει κατά της Λέσβου, ήθελε να μεταβή εκεί και να προσπαθήση, ει δυνατόν, να γίνη κύριος αυτής. Ισχυροί φυγάδες Μηθυμναίοι, προσκαλέσαντες εκ της Κύμης πεντήκοντα στρατιώτας, μετά των οποίων είχαν συνεταιρισθή, καθώς και στρατιώτας εκ της ηπείρου μισθωτούς, εν όλω τριακοσίους περίπου άνδρας, διοικουμένους υπό του Θηβαίου Αναξάρχου, ένεκα της συγγενείας των δύο λαών, ήλθαν κατ' αρχάς να προσβάλουν την Μήθυμναν. Αλλ’ αποκρουσθέντες εις την απόπειραν ταύτην υπό των εν Μυτιλήνη φρουρούντων Αθηναίων, οι οποίοι προσέδραμον, και διωχθέντες εκ δευτέρου μετά μάχην γενομένην εκτός της πόλεως διέβησαν το όρος και επανεστάτησαν την Έφεσον. Ο Θράσυλος μετέβη εκεί μεθ’ όλου του στόλου επί τω σκοπώ να επιτεθή κατ' αυτών. Αφ’ ετέρου δε ο Θρασύβουλος, εγκαταλείψας την Σάμον εις την είδησιν της διαβάσεως ταύτης των φυγάδων, ανεχώρησε προ αυτού μετά πέντε πλοίων· φθάσας πολύ βραδέως μετέβη εις την Έρεσον και εστάθμευσεν εκεί. Δύο πλοία, τα οποία εκ του Ελλησπόντου επέστρεφαν εις τα ίδια, ήλθαν να ενωθούν μετ’ αυτού καθώς και τα της Μηθύμνης. Εν όλω υπήρχαν εξήκοντα επτά πλοία. Τη βοηθεία δε των στρατευμάτων, τα οποία ήσαν επί των πλοίων, παρεσκευάζοντο να κυριεύσουν την Έρεσον, μεταχειριζόμενοι εις τούτο μηχανάς πολεμικάς και πάντα τα δυνατά μέσα.
101. Ο δε Μίνδαρος και ο στόλος των Πελοποννησίων ο οποίος ήτο εις την Χίον και ο οποίος είχε προμηθευθή τροφάς διά δύο ημέρας, λαβόντες παρά των Χίων τρεις τεσσαρακοστάς Χίας διά κάθε άνδρα (κατά κεφαλήν), ανεχώρησαν ταχέως εκ της Χίου· απέφυγαν δε το πέλαγος, διά να μη συναντήσουν τον εν τη Ερέσω ευρισκόμενον στόλον, και έχοντες την Λέσβον εν αριστερά έπλεαν προς την ήπειρον. Προσορμισθέντες εις τον εν Καρτερίοις της Φωκαϊδος λιμένα και προγευματίσαντες εκεί παρέπλευσαν την Κυμαίαν και εδείπνησαν εις τας Αργινούσας της ηπείρου απέναντι της Μυτιλήνης. Απ’ εκεί δε εν καιρώ νυκτός σκοτεινής εξηκολούθησαν τον παράπλουν και έφθασαν εις Αρματούντα της ηπείρου, καταντικρύ της Μηθύμνης. Προγευματίσαντες δε εκεί παρέπλευσαν γρήγορα το Λέκτον, την Λάρισαν, τον Αμαξιτόν και τα άλλα χωρία της χώρας ταύτης και έφθασαν προ του μεσονυκτίου εις το Ροίτειον, το οποίον αποτελεί ήδη μέρος του Ελλησπόντου· τινά δ’ εκ των πλοίων επλησίασαν εις το Σίγειον και εις άλλα μέρη της παραλίας.
102. Οι δε Αθηναίοι, οι οποίοι ήσαν εις την Σηστόν με δεκαοκτώ πλοία, άμα οι φρυκτωροί έκαμαν σημεία εις αυτούς και είδαν συγχρόνως πολλά πυρά αναφθέντα εξαίφνης εις το εχθρικόν έδαφος, ενόησαν ότι οι Πελοποννήσιοι εισέπλεαν εις τον Ελλήσποντον. Κατά την ιδίαν λοιπόν νύκτα, μεθ’ όλης της δυνατής ταχύτητας, διηυθύνθησαν προς τον Ελαιούντα, παραπλέοντες την Χερσόνησον και προσπαθούντες να φθάσουν εις το πέλαγος πριν συναντήσουν τους εχθρούς. Κατώρθωσαν δε τοιουτοτρόπως να διαφύγουν τα δεκαέξ πλοία των Πελοποννησίων, τα οποία ήσαν εις την Άβυδον, μολονότι ταύτα είχαν λάβει παρά του διελθόντος φιλικού στόλου την διαταγήν να παρατηρούν προσεκτικά τα κινήματα των Αθηναίων· αλλ’ άμα τη αυγή ανεκάλυψαν τα πλοία του Μινδάρου, τα οποία ήρχισαν να καταδιώκουν αυτούς. Και τα πλείστα μεν πλοία των Αθηναίων εσώθησαν εις την Ίμβρον και την Λήμνον· τέσσαρα δε, τα οποία έπλεαν τελευταίον όλων, τα κατέφθασαν προ του Ελαιούντος· έν τούτων, εξοκείλαν πλησίον του ιερού του Πρωτεσιλάου, συνελήφθη μεθ' όλων των εν αυτώ ανδρών, δύο άλλα άνευ των ανδρών, και το τέταρτον, το οποίον ήτο κενόν, επυρπολήθη πλησίον της Ίμβρου.
1) Νόμισμα της Χίου, το οποίον είχεν αξίαν ίσην με το έν τεσσαρακοστόν του χρυσού στατήρος, ήτοι με ημίσειαν δραχμήν αττικήν.
103. Μετά τούτο δε οι Πελοποννήσιοι ενώσαντες τα εκ της Αβύδου ελθόντα πλοία με τα άλλα, και σχηματίσαντες τοιουτοτρόπως στόλον εξ ογδοήκοντα έξ πλοίων, επολιόρκησαν την ιδίαν εκείνην ημέραν τον Ελαιούντα· μη δυνηθέντες όμως να κυριεύσουν αυτόν, απέπλευσαν εις την Άβυδον. Οι δε Αθηναίοι, απατηθέντες υπό των σκοπών και μη δυνάμενοι να πιστεύσουν ότι ο εχθρικός στόλος διήλθεν απαρατήρητος, επολέμουν αφρόντιστα προς τους επί των τειχών. Αλλά, άμα έλαβαν καλλίτερας πληροφορίας, έλυσαν αμέσως την πολιορκίαν της Ερέσου και έτρεξαν γρήγορα προς βοήθειαν του Ελλησπόντου. Δύο πλοία των Πελοποννησίων, τα οποία εις την έξαψιν της καταδιώξεως είχαν προχωρήσει εις το πέλαγος, έπεσαν εν μέσω αυτών και συνελήφθησαν. Φθάσαντες την επιούσαν προσωρμίσθησαν εις τον Ελαιούντα, έφεραν εκ της Ίμβρου όσα πλοία είχαν καταφύγει εκεί, και επί πέντε ημέρας παρεσκευάζοντο προς ναυμαχίαν.
104. Μετά τούτο δε η ναυμαχία έγινε κατά τον ακόλουθον τρόπον. Οι Αθηναίοι, παραταγμένος επί στοίχου, παρέπλεαν την ξηράν διευθυνόμενοι προς την Σηστόν, οι δε Πελοποννήσιοι, ιδόντες αυτούς εκ της Αβύδου, επροχώρησαν και αυτοί. Άμα ενόησαν ότι έμελλαν να ναυμαχήσουν, οι μεν Αθηναίοι παρέτειναν την γραμμήν με πλοία εβδομήκοντα έξ κατά μήκος της Χερσονήσου, αρχίσαντες από Ιδάκου μέχρις Αρριανών, οι δε Πελοποννήσιοι με πλοία ογδοήκοντα οκτώ από Αβύδου μέχρι Λαρδάνου. Και το μεν δεξιόν κέρας των Πελοποννησίων είχαν οι Συρακούσιοι, το δε αριστερόν αυτός ο Μίνδαρος και τα μάλλον ταχέα πλοία· των δε Αθηναίων το μεν αριστερόν είχεν ο Θράσυλος, το δε δεξιόν ο Θρασύβουλος. Και οι άλλοι επίσης στρατηγοί ήσαν τοποθετημένοι εις την οικείαν θέσιν έκαστος. Οι Πελοποννήσιοι έσπευσαν να αρχίσουν την μάχην, ίνα καλύπτοντες με το αριστερόν κέρας αυτών το δεξιόν των Αθηναίων, εμποδίσουν αυτούς, ει δυνατόν, να προχωρήσουν εις το πέλαγος, και προσβάλλοντες αυτούς διά του κέντρου να τους σπρώξουν προς την ξηράν η οποία δεν απείχε πολύ. Αλλ' οι Αθηναίοι εννοήσαντες τον σκοπόν των ανέπτυξαν την γραμμήν των προς το μέρος, όπου οι εχθροί ήθελαν να τους αποκλείσουν την έξοδον, και επρόλαβαν πλεύσαντες ταχύτερον. Ήδη το αριστερόν κέρας των έκαμψε την άκραν, ήτις ονομάζεται Κυνός σήμα· αλλά διά του κινήματος τούτου ευρέθησαν μη έχοντες εις το κέντρον ειμή πλοία ασθενή και διεσπαρμένα, των οποίων άλλως ο αριθμός ήτο κατώτερος του των εχθρών· προ πάντων δε συνέβαινεν, επειδή η περί το Κυνός σήμα θέσις έχει την προβολήν οξείαν και γωνιώδη, να μη δύνανται να βλέπουν τα επέκεινα αυτής συμβαίνοντα.
105. Επιπεσόντες λοιπόν οι Πελοποννήσιοι κατά του κέντρου έσπρωξαν εις την ξηράν τα πλοία των Αθηναίων, απέβησαν και αυτοί επί της παραλίας και εις το μέρος τούτο υπερτέρησαν κατά πολύ, ενώ ο Θρασύβουλος ένεκα του πλήθους των επικειμένων πλοίων, δεν ηδύνατο να φέρη εις βοήθειαν από του δεξιού εις το κέντρον και ο Θράσυλος δεν ηδύνατο ούτε αυτός από του αριστερού· διότι η άκρα Κυνός σήμα παρενεβάλετο εις την θέαν, και οι Συρακούσιοι καθώς και πλήθος άλλων εχθρών παραταγμένων εναντίον των Αθηναίων, τους συνεκράτουν. Αλλά τέλος οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι εις την μέθην της επιτυχίας κατεδίωκαν τους εχθρούς καθ' όλας τας διευθύνσεις, ήρχισαν εν μέρει να περιπίπτουν εις αταξίαν. Ιδόντες δε οι περί τον Θρασύβουλον ότι τα απέναντι αυτών πλοία είχαν σταματήσει έπαυσαν να παρατείνουν την γραμμήν των, και επαναστρέψαντες επετέθησαν αμέσως και έτρεψαν τον εχθρόν εις φυγήν. Και καταλαβόντες τα περιπλανώμενα πλοία πλησίον του μέρους, όπου οι Πελοποννήσιοι είχαν αναδειχθή νικηταί, τα συνέτριψαν και τα έτρεψαν σχεδόν όλα αμαχητί εις φυγήν. Την αυτήν οι Συρακούσιοι ενέδιδαν προ του Θρασύλου, και ετράπησαν εις πολύ ταχυτέραν φυγήν, άμα είδαν την τροπήν των άλλων.
106. Μετά την δε τροπήν ταύτην οι Πελοποννήσιοι κατέφυγαν πρώτον προς την ποταμόν Μείδιον και ύστερον εις την Άβυδον. Και είναι μεν αληθές ότι οι Αθηναίοι ολίγα συνέλαβαν πλοία, (διότι στενός ων ο Ελλήσποντος παρείχεν εις τους εναντίους ταχείας υπεκφυγάς), αλλά βεβαίως εκέρδισαν την ναυμαχίαν ταύτην εις στιγμήν επικαιροτάτην. Μέχρι τότε οι Αθηναίοι εφοβούντο το ναυτικόν των Πελοποννησίων, τόσον ένεκα των αλλεπαλλήλων δυστυχημάτων των, όσον ένεκα της εν τη Σικελία συμφοράς· απ' εκείνης δε της στιγμής έπαυσαν να αιτιώνται εαυτούς και να νομίζουν τους Πελοποννησίους ως έχοντας υπεροχήν τινα κατά θάλασσαν. Συνέλαβαν εν τούτοις εκ των εχθρικών πλοίων οκτώ των Χίων, πέντε των Κορινθίων, δύο των Αμπρακιωτών, δύο των Βοιωτών και ανά έν των Λευκαδίων, των Λακεδαιμονίων, των Συρακουσίων και των Πελληνέων· απώλεσαν δε και αυτοί δεκαπέντε. Στήσαντες δε τρόπαιον επί της άκρας, όπου ευρίσκεται το Κυνός σήμα, και συναθροίσαντες τα ναυάγια, και αποδώσαντες εις τους εχθρούς τους νεκρούς των, κατόπιν σπονδών έστειλαν πλοίον, δια να αναγγείλη εις τας Αθήνας την νίκην ταύτην. Εις την άφιξιν του πλοίου τούτου οι Αθηναίοι, μετά τας προσφάτους εν Ευβοία ατυχίας των και εκείνας αι οποίαι επήγασαν εκ των εσωτερικών ταραχών, μαθόντες τοσούτον ανέλπιστον ευτυχίαν, ανέλαβαν πολύ θάρρος και ενόμισαν ότι, εάν ενησχολούντο μετά ζήλον εις τας υποθέσεις των, υπήρχεν ακόμη ελπίς να υπηρετήσουν.
107. Τέσσαρας δε ημέρας μετά την ναυμαχίαν οι εν τη Σάμω Αθηναίοι επισπεύσαντες την επισκευήν των πλοίων έπλευσαν προς την Κύζικον, η οποία είχεν αποστατήσει· και ιδόντες προ του Αρπαγίου και του Πριάπου αγκυροβολημένα τα οκτώ πλοία του Βυζαντίου επέπεσαν κατ' αυτών, ενίκησαν τα επί της παραλίας πληρώματα και συνέλαβαν τα πλοία. Φθάσαντες δε εις την Κύζικον πού ήτο ατείχιστος επανέφεραν την πόλιν ταύτην υπό την εξουσίαν των και της επέβαλαν χρηματικήν συνεισφοράν. Εν τούτοις οι Πελοποννήσιοι μετέβησαν εκ της Αβύδου εις τον Ελαιούντα και επανεύρον εκείνα εκ των πλοίων των, τα οποία είχαν κυριευθή και τα οποία ήσαν εν καλή καταστάσει· τα άλλα είχαν πυρποληθή υπό των Ελαιουσίων. Έστειλαν επίσης τον Ιπποκράτην και τον Επικλέα εις την Εύβοιαν, διά να μεταφέρουν τα εκεί ευρισκόμενα πλοία.
108. Περί την αυτήν δ' εποχήν ο Αλκιβιάδης με τα δεκατρία πλοία, τα οποία είχε, μετέβη από της Καύνου και της Φασήλιδος εις την Σάμον, αγγέλλων ότι είχεν αποτρέψει τον Φοινικικόν στόλον να έλθη και να ενωθή με τους Πελοποννησίους, και ότι κατέστησε τον Τισσαφέρνην πλειότερον ή πρότερον φίλον των Αθηναίων. Και πληρώσας εννέα πλοία, εκτός εκείνων τα οποία είχεν ήδη, εισέπραξε πολλά χρήματα παρά των Αλικαρνασσέων και ωχύρωσε διά τείχους την Κων. Ταύτα πράξας και εγκαταστήσας εν τη Κω άρχοντα επανήλθεν εις την Σάμον περί το φθινόπωρον. Ότε δε ο Τισσαφέρνης έμαθεν ότι ο στόλος των Πελοποννησίων μετέβη εκ της Μιλήτου εις τον Ελλήσποντον, μετέβη και αυτός εκ της Ασπένδου εις την Ιωνίαν. Ενώ δε οι Πελοποννήσιοι ευρίσκοντο εις τον Ελλήσποντον, οι Αντάνδριοι (οι οποίοι είναι Αιολείς) αδικούμενοι υπό του Πάρσου Αρσάκου, υπάρχου του Τισσαφέρνους, έφεραν πεζή διά του όρους Ίδης στρατιώτας και εισήγαγαν αυτούς εις την πόλιν. Ο Αρσάκης ούτος, προφασιζόμενος ότι είχεν εχθρούς αδήλους, επροσκάλεσεν εις εκστρατείαν τους πρωτίστους εκ των Δηλίων των καταφυγόντων εις το Ατραμύττιον μετά την υπό των Αθηναίων δίωξίν των εκ της Δήλου κατά την εποχήν της καθάρσεως της νήσου ταύτης· εξαγαγών αυτούς εκ της πόλεως υπό ψευδές πρόσχημα συμμαχίας και φιλίας και επωφεληθείς της στιγμής πού ελάμβαναν το πρόγευμά των τους περιεκύκλωσε διά των ανθρώπων του και εφόνευσεν ακοντίζων αυτούς. Φοβούμενοι λοιπόν αυτόν διά τούτο το έργον, μήπως αποπειραθή και κατ' αυτών παρανομίαν τινά, άλλως δε πιεζόμενος υπό αφορήτων υποχρεώσεων, οι Αντάνδριοι εδίωξαν εκ της ακροπόλεως τους φρουρούς αυτού.
109. Ο δε Τισσαφέρνης εννοήσας ότι και τούτο ήτο έργον των Πελοποννησίων, καθώς και το συμβάν της Μιλήτου και της Κνίδου, οπόθεν αι φρουραί του είχαν ομοίως εκδιωχθή, εσκέφθη ότι διερράγη πλέον κάθε μετ' αυτών σχέσις, φοβηθείς δε μήπως πάθη υπ' αυτών και άλλας ζημίας και δυσανασχετήσας συγχρόνως, διότι ο Φαρνάβαζος, ο οποίος τους είχε προσκάλεσει προ ολίγου χρόνου και με ολιγώτερα έξοδα, επετύγχανε κάλλιον αυτού εις τον κατά των Αθηναίων πόλεμον, απεφάσισε να μεταβή προς αυτούς εις τον Ελλήσποντον, διά να τους μεμφθή διά τα συμβάντα της Αντάνδρου, αποκρούση τας εναντίον του διαβολάς και απολογηθή όσον το δυνατόν ευπρεπέστερον περί των Φοινικικών πλοίων. Και φθάσας πρώτον εις την Έφεσον προσέφερε θυσίαν εις την Άρτεμιν. (Όταν ο μετά, το θέρος τούτο χειμών τελειώση, συμπληρώνεται το εικοστόν πρώτον έτος του πολέμου).
ΤΕΛΟΣ
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, Ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή πού πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ, προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις του Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Πελοποννησιακός πόλεμος είναι η θαυμασία ιστορία του εμφυλίου μακρού πολέμου των Ελλήνων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν η ανεπανόρθωτος εξασθένισις της Ελλάδος. Ανατρέχων εις τα απώτατα αίτια ο Θουκυδίδης εξηγεί τα της αναπτύξεως του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων, περιγράφει την σύστασιν και την ζωήν των καθέκαστα πολιτειών, παρέχει δε συγχρόνως ούτως αρτίαν εικόνα της εθνικής των Ελλήνων ζωής.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 654.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
___________________________________
1) Δέκατον ένατον έτος· του πολέμου. 413 π. Χ.
2) Ήτοι το ήμισυ της δραχμής και συνεπώς το ήμισυ της συμφωνηθείσης αμοιβής των ναυτών.
3) Εκ του λογαριασμού των ανδρών του πληρώματος, ανερχομένου εις 1000, φαίνεται ότι το περιπλέον ήσαν 3 δραχμαί κατά μήνα δι' έκαστον άνδρα.
4) Διά την μη παροχήν χρημάτων υπ' αυτού.
5) Εικοστόν πρώτον έτος του πολέμου. 411 π. Χ.