.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
IΩΑΝ. ΖΕΡΒΟΎ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'. και ΣΤ'.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ Ε.
1. Το επόμενον θέρος αι συνθήκαι αι οποίαι είχον συνομολογηθή δι' έν έτος επρόκειτο να διαλυθούν κατά την εορτήν των Πυθίων. Ενώ δε υφίστατο η ανακωχή οι Αθηναίοι έδιωξαν τους Δηλίους εκ της Δήλου, νομίζοντες ότι ούτοι έλαβον μέρος εις την τελετήν ενώ ήσαν ακόμη ακάθαρτοι από παλαιόν τι έγκλημα, και ότι αυτοί οι Αθηναίοι είχον παραλείψει τούτο κατά την κάθαρσιν, την οποίαν ανέφερα ανωτέρω, όταν μεταφέροντες τους τάφους των αποθαμμένων ενόμισαν ότι έπραξαν ορθώς. Και οι μεν Δήλιοι μετέβησαν εις το Ατραμύττιον της Ασίας, το οποίον τους έδωκεν ο Φαρνάκης, και εγκατεστάθησαν εκεί όσοι ήθελον εξ αυτών.
2. Ο δε Κλέων πείσας τους Αθηναίους εξέπλευσε μετά την ανακωχήν εις τα μέρη της Θράκης έχων εκ μεν των Αθηναίων χιλίους διακοσίους οπλίτας και τριακοσίους ιππείς, εκ δε των συμμάχων περισσοτέρους και τριάκοντα πλοία. Και κατ' αρχάς μεν προσήγγισεν εις την Σκιώνην, της οποίας εξακολουθούσεν ακόμη η πολιορκία, και λαβών εκείθεν οπλίτας εκ των φρουρών κατέπλευσεν εις τον λιμένα των Κολοφωνίων, μη απέχοντα πολύ από της πόλεως των Τορωναίων· μαθών δε εκεί από κάποιους αυτομόλους ότι ούτε ο Βρασίδας εν τη Τορώνη ούτε οι εν αυτή ήσαν αξιόμαχοι, επροχώρησε μετά του στρατού διά ξηράς προς την πόλιν και έστειλε δέκα πλοία να περιπλέουν τον λιμένα. Και πρώτον έφθασε πλησίον του περιτειχίσματος, εντός του οποίου είχε περιλάβει την πόλιν ο Βρασίδας, ο οποίος θέλων να περικλείση το προάστειον εντός έρριψε μέρος του παλαιού τείχους και εσχημάτισεν εκ του όλου μίαν πόλιν.
3. Ο Λακεδαιμόνιος άρχων Πασιτελίδας και η φρουρά πού ευρίσκετο εκεί έτρεξαν προς υπεράσπισιν του περιτειχίσματος και αντέστησαν εις τους Αθηναίους οι οποίοι ήρχισαν την επίθεσιν. Εν τούτοις, επειδή επιέζοντο και επειδή συγχρόνως τα πλοία τα πάμφθηνα υπό του Κλέωνος περιέπλεον εις τον λιμένα, ο Πασιτελίδας φοβηθείς μήπως τα πλοία προφθάσουν και καταλάβουν την πόλιν, η οποία ήτο έρημος, και μήπως, εάν εκυριεύετο το περιτείχισμα, συλληφθή και αυτός, εξήλθε και έτρεξε με βίαν προς την πόλιν. Αλλ' οι Αθηναίοι όσοι ήσαν εις τα πλοία τον προέλαβον καταλαβόντες την Τορώνην, ο δε πεζός στρατός, πιέζων εκ του πλησίον τους εχθρούς, ερρίφθη εις την πόλιν διά του κατεδαφισθέντος μέρους του παλαιού τείχους. Και μερικούς μεν εκ των Πελοποννησίων και Τορωναίων εφόνευσαν ευθύς εν τη συμπλοκή, άλλους δε συνέλαβαν ζώντας, μεταξύ των οποίων και τον άρχοντα Πασιτελίδαν. Ο δε Βρασίδας ήρχετο μεν προς βοήθειαν της Τορώνης, αλλά μαθών καθ' οδόν την άλωσιν αυτής επέστρεψεν· ευρισκόμενος μακράν εις απόστασιν τεσσαράκοντα σταδίους δεν ηδυνήθη να φθάση εγκαίρως. Ο δε Κλέων και οι Αθηναίοι έστησαν δύο τρόπαια, το μεν προς το μέρος του λιμένος, το δε πλησίον του προτειχίσματος, και τας μεν γυναίκας και τους παίδας των Τορωναίων έκαμαν δούλους, αυτούς δε και τους Πελοποννησίους και όσους εύρον Χαλκιδείς, εν όλω επτακοσίους, τους έστειλαν εις τας Αθήνας. Και οι μεν Πελοποννήσιοι επέστρεψαν όταν μετέπειτα έγινε συνθήκη, οι δε άλλοι αντηλλάγησαν ανήρ προς άνδρα και μετεφέρθησαν οπίσω υπό των Ολυνθίων. Περί την αυτήν εποχήν οι Βοιωτοί εκυρίευσαν διά προδοσίας το εις τα μεθόρια φρούριον των Αθηναίων Πάνακτον. Και ο μεν Κλέων εγκαταστήσας φρουράν εις την Τορώνην ανεχώρησε και έπλεε περί τον Άθωνα, διά να φθάση εις την Αμφίπολιν.
4. Ο Φαίαξ δε ο Ερασιστράτου, σταλείς από τους Αθηναίους ως πρεσβευτής μετά δύο άλλων εις την Ιταλίαν και Σικελίαν, εξέπλευσε μετά δύο πλοίων κατά τον αυτόν περίπου καιρόν. Αφ' ότου οι Αθηναίοι είχον απέλθει εκ της Σικελίας μετά την σύμβασιν, οι Λεοντίνοι είχον εγγράψει πολλούς ως πολίτας των, και ο λαός εμελέτα διανομήν της γης. Αλλ' οι ισχυροί του τόπου, εννοήσαντες το σχέδιον, επροσκάλεσαν τους Συρακουσίους και έδιωξαν τον λαόν. Και οι μεν εξορισθέντες περιεπλανώντο εδώ κ' εκεί, οι δε ισχυροί συνθηκολογήσαντες μετά των Συρακουσίων εγκατέλιπον την πόλιν των και ερημώσαντες αυτήν κατώκησαν ως πολίται εις τας Συρακούσας. Ακολούθως μερικοί εξ αυτών, καταλιπόντες τας Συρακούσας ένεκα δυσαρεσκείας, κατέλαβαν μέρος τι της πόλεως των Λεοντίνων καλούμενον Φωκέας, και τας Βρικιννίας, φρούριον της χώρας των Λεοντίνων. Τότε δε πολλοί εκ των εξορίστων του λαού ήλθαν προς αυτούς και ενωθέντες επολέμουν εκ των τειχών. Ταύτα μαθόντες οι Αθηναίοι έστειλαν τον Φαίακα με τον σκοπόν να σώσουν τον δήμον των Λεοντίων αναγκάζοντες τους συμμάχους των χωρών εκείνων, και, ει δυνατόν, τους άλλους Σικελιώτας, να επιχειρήσουν κοινήν εκστρατείαν κατά των Συρακουσών. Ελθών δε ο Φαίαξ έπεισε τους Καμαριναίους και τους Ακραγαντίους, αλλ' ευρών αντίστασιν εις την Γέλαν δεν επροχώρησε προς τους άλλους, εννοήσας ότι δεν θα ηδύνατο να τους πείση. Επέστρεψε λοιπόν διά της χώρας των Σικελών εις την Κατάνην και εισελθών διαβατικός εις τας Βρικιννίας ενεθάρρυνε τους κατοίκους και απέπλευσε.
5. Κατά το ταξίδιόν του προς την Σικελίαν και την εκείθεν επιστροφήν του προσεπάθησε να υποχρεώση πόλεις τινάς της Ιταλίας να εισέλθωσιν εις την συμμαχίαν των Αθηναίων. Συνήντησε τους Λοκρούς τους διωχθέντας εκ της Μεσσήνης, διά να αποικίσουν αλλαχού· η εξορία των έγινε μετά την ειρήνευσιν των Σικελιωτών, διότι κατ' εκείνην την εποχήν μία εκ των δύο μερίδων οπού εχώριζαν την Μεσσήνην είχε προσκαλέσει τους Λοκρούς, οι οποίοι έστειλαν αποικίαν εις την πόλιν ταύτην και έγιναν κύριοι αυτής επί τινα καιρόν. Τούτους λοιπόν συναντήσας ο Φαίαξ ενώ μετεφέροντο εκεί δεν τους έβλαψε, διότι οι Λοκροί είχαν συνομολογήσει δι' αυτού σύμβασιν μετά των Αθηναίων. Τωόντι μόνον αυτοί εκ των συμμάχων, ότε διηλλάγησαν οι Σικελιώται, δεν εσυνθηκολόγησαν μετά των Αθηναίων ακόμη δε και τότε δεν θα το έπρατταν, εάν δεν εβιάζοντο υπό του πολέμου προς τους Ιτωνείς και τους Μελαίους, ομόρους και αποίκους αυτών όντας, και ο μεν Φαίαξ επανήλθεν εις τας Αθήνας μετά τινα καιρόν.
6. Ο δε Κλέων ο οποίος είχεν ήδη αναχωρήσει εκ της Τορώνης διά να έλθη εις την Αμφίπολιν, εξήλθεν εκ της Ηιόνος και προσέβαλε την Στάγειρον, αποικίαν των Ανδρίων, την οποίαν δεν ηδυνήθη να κυριεύση· κατέλαβεν όμως εξ εφόδου την Γαληψόν, αποικίαν των Θασίων. Και αποστείλας πρέσβεις προς τον Περδίκκαν, διά να τον προκαλέση να έλθη μετά του στρατού κατά τους όρους της συμμαχίας, και άλλους εις την Θράκην προς τον βασιλέα των Οδομάντων Πολλήν, διά να φέρη όσους ηδύνατο περισσοτέρους μισθωτούς Θράκας, αυτός έμενεν ήσυχος περιμένων εις την Ηιόνα. Μαθών ταύτα ο Βρασίδας εστρατοπέδευσε και αυτός απέναντι των Αθηναίων εις το Κερδύλιον· ανήκει δε η θέσις αύτη εις τους Αργιλίους και κείται πέραν του ποταμού επάνω εις ύψωμα πού δεν απέχει πολύ από της Αμφιπόλεως. Εκ του μέρους τούτου εφαίνοντο τα πάντα, εις τρόπον ώστε ο Κλέων δεν ηδύνατο απαρατήρητος να ορμήση μετά του στρατού εκ του μέρους το οποίον κατείχεν. Ο Βρασίδας είχε προϊδεί ότι ο εχθρός περιφρονών τον αριθμόν των Πελοποννησίων θα έκαμνε το κίνημα εκείνο και θα επροχώρει κατά της Αμφιπόλεως με όσας δυνάμεις είχε προχείρους. Συγχρόνως προητοίμασε χιλίους πεντακοσίους Θράκας μισθωτούς, προσεκάλεσεν όλους τους Ηδώνας, ακοντιστάς και ιππείς, και επρόσθεσε χιλίους ακοντιστάς Μυρκινίους και Χαλκιδείς εις εκείνους οίτινες ήσαν εις την Αμφίπολιν· όλος δε ο στρατός ούτος συνεποσώθη εις δισχιλίους πεζούς και τριακοσίους ιππείς Έλληνας. Απ' αυτούς έχων μαζί του μόνον χιλίους πεντακοσίους ο Βρασίδας έμενεν εις το Κερδύλιον, οι δε άλλοι ήσαν εις την Αμφίπολιν υπό τας διαταγάς του Κλεαρίδου.
7. Ο Κλέων επί τινα μεν χρόνον έμεινεν ήσυχος, έπειτα όμως ηναγκάσθη να πράξη εκείνο το οποίον επερίμενεν ο Βρασίδας· διότι οι στρατιώται του, βαρυνθέντες διά την απραξίαν και αναλογιζόμενοι διά ποίου τρόπου έμελλε να τους οδηγήση, και προς πόσην εμπειρίαν και τόλμην έμελλε να αντιτάξη την μωρίαν του και την ανανδρίαν του, ενθυμούντο συγχρόνως ότι τον είχαν ακολουθήσει εξ Αθηνών μετά δυσαρεσκείας. Ο Κλέων, εννοήσας τα διατρέχοντα και μη θέλων οι στρατιώταί του να βαρύνωνται καθήμενοι εις το αυτό μέρος, εσήκωσε το στρατόπεδόν του και ήρχισε να προχωρή. Η τακτική του ήτο ομοία εκείνης, την οποίαν μετεχειρίσθη εις Πύλον και η οποία ένεκα της επιτυχούς εκβάσεώς της του ενέπνευσε πεποίθησιν ότι είχε στρατηγικήν ευφυίαν. Νομίζων ότι ουδείς ήθελεν επεξέλθει διά να τον προσβάλη, είπεν ότι μετέβαινεν εις το ύψωμα απλώς μόνον προς επισκόπησιν της χώρας, και ότι περιέμενε δυνάμεις μεγαλυτέρας ουχί διά να εξασφαλίση την υπεροχήν του εν περιπτώσει συμπλοκής, αλλά διά να περικυκλώση την πόλιν και κυριεύση αυτήν διά της βίας. Ελθών λοιπόν και σταματήσας το στράτευμα επί λόφου αποτόμου απέναντι της Αμφιπόλεως, έβλεπε προς την λίμνην την σχηματιζομένην υπό του Στρυμόνος και την θέσιν της πόλεως προς το μέρος της Θράκης, νομίζων ότι ηδύνατο, οπόταν ήθελε, να αναχωρήση αμαχητί. Και τωόντι ουδείς εφαίνετο επί του τείχους μήτε και εξήρχετο διά των πυλών αι οποίαι όλαι ήσαν κλεισμέναι· διά τούτο εκατηγορούσε τον εαυτόν του ότι έσφαλε μη κομίσας μαζί του μηχανάς, διά των οποίων θα ηδύνατο να κυριεύση την πόλιν διά την εγκατάλειψιν αυτής.
8. Ο δε Βρασίδας, άμα είδε να κινούνται οι Αθηναίοι, καταβάς και αυτός από του Κερδυλίου εισήλθεν εις την Αμφίπολιν. Και έξοδον μεν δεν έκαμεν, ουδέ αντέταξε τον στρατόν του κατά των Αθηναίων, επειδή εδυσπίστει προς τας ιδίας του δυνάμεις και ενόμιζεν αυτάς υποδεεστέρας, ουχί κατά τον αριθμόν (διότι ήσαν περίπου αντίπαλοι), αλλά κατά την αξίαν (διότι ο στρατός ο εξελθών εκ των Αθηνών συνέκειτο αποκλειστικώς εξ Αθηναίων και εκ των κρατίστων Λημνίων και Ιμβρίων), παρεσκευάζετο όμως να επιτεθή διά στρατηγήματος έχων την πεποίθησιν ότι, εάν εδείκνυεν εις τους εχθρούς τον αριθμόν και τον άθλιων οπλισμόν των στρατιωτών του, η νίκη θα του ήτον ολιγώτερον εύκολος ή εάν απέκρυπτε ταύτα από τους οφθαλμούς των, διά να μη διεγείρη την καταφρόνησίν των η κατάστασις αύτη. Εκλέξας λοιπόν εκατόν πεντήκοντα οπλίτας, και αφήσας τους άλλους εις τον Κλεαρίδαν, εσκόπευε να επιτεθή αιφνιδίως κατά των Αθηναίων πριν αναχωρήσουν, διότι δεν ήλπιζεν ότι θα ηδύνατο και πάλιν να τους εύρη ούτως απομονωμένους, εάν ήρχοντο αι βοήθειαι, τας οποίας επερίμεναν. Συγκαλέσας λοιπόν όλους τους στρατιώτας και θέλων να τους ενθαρρύνη και να ανακοινώση εις αυτούς το σχέδιόν του, είπε ταύτα:
9. «Ώ άνδρες Πελοποννήσιοι, ημπορούσα απλώς να σας υπομνήσω διά βραχέων από ποίαν χώραν ερχώμεθα, χώραν παντοτινά ελευθέραν εξ αιτίας της ανδρείας αυτής, και ότι Δωριείς όντες μέλλομεν να πολεμήσωμεν κατά Ιώνων, τους οποίους τοσάκις ενικήσαμεν. Αλλά θέλω να σας εξηγήσω πώς διανοούμαι να γίνη η επίθεσις, ίνα μη αποθαρρυνθήτε υπό της ιδέας ότι έχω άδικον διακινδυνεύων ολίγον μόνον μέρος των δυνάμεων μας. Βέβαια καταφρονούντες ημάς και ελπίζοντες, ότι ουδείς ήθελεν εξέλθει, διά να τους προσβάλη, ανέβησαν οι Αθηναίοι εις εκείνον τον λόφον, από του οποίου ατάκτως και αμερίμνως επισκοπούν την προ των οφθαλμών των χώραν. Όταν βλέπη τις τον εχθρόν εις τοιαύτα σφάλματα περιπίπτοντα και μετρών τας ιδίας του δυνάμεις επιχειρή την προσβολήν ουχί τόσον εκ του φανερού και εξ αντιπαρατάξεως, όσον σύμφωνα με το ωφέλιμον προς την παρούσαν περίστασιν, επιτυγχάνει συχνότατα. Αποβαίνουν πλέον δοξασμένα τα στρατηγήματα εκείνα, διά των οποίων απατών τις όσον δύναται τον εχθρόν ωφελεί μεγάλως τους φίλους. Ενόσω οι εχθροί μένουν απαράσκευοι και διατηρούν το θάρρος των και σκέπτονται, ως νομίζω, μάλλον να απέλθουν παρά να μείνουν, ενόσω ακόμη η σκέψις των είναι νωθρά και πριν αποφασίσουν τι σταθερόν, εγώ μεν έχων τους μετ' εμαυτού και προλαμβάνων αυτούς, ει δυνατόν, θα πέσω δρομαίος εις το μέσον του στρατεύματος των· συ δε, Κλεαρίδα, ύστερον, όταν με ιδής πιέζοντα και κατά πάσαν πιθανότητα εμπνέοντα φόβον εις αυτούς, τότε, έχων τους ιδικούς σου στρατιώτας, τους Αμφιπολίτας και τους άλλους συμμάχους, άνοιξε τας πύλας αιφνιδίως, τρέξε και προσπάθησε να συμπλακής προς αυτούς όσον το δυνατόν ταχύτερον· διά του τρόπου τούτου μεγίστη ελπίς υπάρχει ότι θα φοβηθούν, διότι οι νέοι εχθροί οι ερχόμενοι μετά την πρώτην συμπλοκήν είναι φοβερώτεροι των παρόντων και μαχομένων. Έσο γενναίος ως πρέπει, επειδή είσαι Σπαρτιάτης· σεις δε, ω άνδρες σύμμαχοι, ακολουθήσατε αυτόν ανδρείως και να έχετε πεποίθησιν ότι διά να πολεμή κανείς καλά, τρία τινά είναι αναγκαία, το να θέλη, το να έχη το αίσθημα της εντροπής και το να υπακούη εις τους ανωτέρους. Εάν σήμερον φανήτε ανδρείοι, δύνασθε και την ελευθερίαν σας να εξασφαλίσετε και σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων να ονομάζεσθε· άλλως, δούλοι γινόμενοι των Αθηναίων, εάν έχετε την αρίστην τύχην και δεν καταντήσετε δούλοι ή θανατωθήτε, θα αισθανθήτε τον ζυγόν να σας πιέζη βαρύτερον ή άλλοτε και θα γίνετε εμπόδιον της ελευθερώσεως των άλλων Ελλήνων. Μη δείξετε λοιπόν αδυναμίαν και σκεφθήτε πόσον μέγας είναι ο παρών αγών, εγώ δε θα δείξω ότι όχι μόνον συμβουλάς ηξεύρω να δίδω εις τους άλλους, αλλά και να τας εκτελώ εγώ αυτός».
10. Ο μεν Βρασίδας ταύτα ειπών παρεσκεύασε τα της εξόδου και έθεσε τους λοιπούς στρατιώτας μετά του Κλεαρίδου εις τας πύλας τας καλουμένας Θρακίας, διά να εξέλθουν ύστερ' απ' αυτόν, καθώς είχαν συμφωνήσει. Αλλ' ενώ κατέβαινεν εκ του Κερδυλίου, και ενώ εις την πόλιν, η οποία φαίνεται από όλα τα μέρη, εθυσίαζεν έξωθεν του ιερού της Αθηνάς και ενησχολείτο εις τας προετοιμασίας, τον είδον και ανήγγειλαν εις τον Κλέωνα (ο οποίος τότε είχε προχωρήσει προς επισκόπησιν) ότι διεκρίνοντο όλοι οι στρατιώται των εχθρών εν τη πόλει και εφαίνοντο υπό τας πύλας πολλοί πόδες ίππων και ανθρώπων ετοίμων να εξέλθουν. Άκουσας ταύτα ο Κλέων ανεχώρησε και βεβαιωθείς περί του πράγματος δεν ήθελε να συνάψη μάχην πριν έλθουν οι επίκουροι, αλλ' έδωκε το σημείον της αναχωρήσεως νομίζων ότι είχε τον απαιτούμενον καιρόν να αναχωρήση, συγχρόνως δε διέταξε το αριστερόν κέρας να υποχωρήση προς την Ηιόνα, το μόνον πού ήτο δυνατόν να γίνη. Αλλά νομίζων ότι η κίνησις αύτη ήτο πολύ βραδεία, διέταξε την στροφήν του δεξιού κέρατος και απήγαγε τον στρατόν αποκαλύψας τα πλευρά αυτού (ήτοι τα δεξιά, τα μη προφυλαττόμενα υπό της ασπίδος). Τότε ο Βρασίδας βλέπων ότι η στιγμή ήτο κατάλληλος και ότι εγίνετο κάποια διαταχθείσα κίνησις εις τον στρατόν των Αθηναίων, λέγει εις όσους ήσαν μαζί του και εις τους άλλους ότι «Οι άνδρες αυτοί δεν μας περιμένουν· τούτο γίνεται καταφανές εκ της κινήσεως των δοράτων και των κεφαλών, διότι εκείνοι εις τους οποίους συμβαίνει τούτο δεν συνηθίζουν να περιμένουν τους εχθρούς. Αλλ' ας μου ανοίξουν τας πύλας τας οποίας είπα, και ας εξέλθωμεν μετά θάρρους». Και ο μεν Βρασίδας εξήλθε διά των προς το χαράκωμα πυλών και διά των πρώτων του τότε υπάρχοντος μακρού τείχους, και ώρμησε τρέχων απ' ευθείας προς αποτομώτατον μέρος, όπου σήμερον υπάρχει στημένον τρόπαιον και προσβαλών κατά μέσον τους Αθηναίους, φοβισμένους διά την ιδίαν των αταξίαν και υποστάντας έκπληξιν διά την τόλμην αυτού, τρέπει αυτούς εις φυγήν. Και ο Κλεαρίδας, καθώς είχε συμφωνηθή, εξήλθε συγχρόνως διά των Θρακίων πυλών και επέπεσε μετά του υπ' αυτόν στρατού κατά των Αθηναίων. Η αιφνιδία και απροσδόκητος εκείνη διπλή επίθεσις κατεθορύβησε τους Αθηναίους· και το μεν αριστερόν αυτών κέρας, το προς την Ηιόνα, πού είχεν ήδη προχωρήσει, διεσπάσθη αμέσως και έφυγε. Και ο μεν Βρασίδας, αφήσας αυτό να φεύγη, επετέθη κατά του δεξιού κέρατος· αλλ' εκεί επληγώθη και έπεσε χωρίς να εννοήσουν τίποτε οι Αθηναίοι. Οι πλησίον ευρισκόμενοι τον εσήκωσαν και τον μετέφεραν εις την πόλιν. Το δε δεξιόν κέρας των Αθηναίων αντέστη περισσότερον. Και ο μεν Κλέων, ο οποίος ουδέ στιγμήν είχε σκεφθή να μείνη, έφυγεν ευθύς, αλλά καταληφθείς υπό πελταστού Μυρκινίου εφονεύθη· οι δε επί του λόφου συγκεντρωθέντες πελτασταί απέκρουσαν δις ή τρις την επίθεσιν του Κλεαρίδου και δεν ενέδωσαν ειμή όταν το ιππικόν και οι πελτασταί των Μυρκινίων και των Χαλκιδέων περικυκλώσαντες και ακοντίζοντες έτρεψαν αυτούς εις φυγήν. Τοιουτοτρόπως δε όλον το στράτευμα των Αθηναίων έφυγε μετά μεγάλης δυσκολίας και διεσκορπίσθη καθ' όλας τας διευθύνσεις διά των ορέων, και όσοι δεν εφονεύθησαν ή αμέσως εν τη συμπλοκή ή βραδύτερον υπό του Χαλκιδικού ιππικού και των πελταστών κατέφυγον εις την Ηιόνα. Εκείνοι δε οίτινες είχαν σηκώσει τον Βρασίδαν εκ του πεδίου της μάχης και οίτινες τον είχον θέσει εις μέρος ασφαλές, τον μετέφεραν εις την πόλιν αναπνέοντα ακόμη. Και έλαβε μεν καιρόν να μάθη ότι ενίκησεν ο στρατός του, αλλά μετ' ολίγον απέθανε. Και ο άλλος στρατός επανελθών μετά του Κλεαρίδου εκ της καταδιώξεως, και τους νεκρούς απεγύμνωσε και τρόπαιον έστησε.
11. Μετά ταύτα τον Βρασίδαν όλοι οι σύμμαχοι παρακολουθούντες ένοπλοι έθαψαν δημοσία εντός της πόλεως εις το μέρος όπου είναι σήμερον η αγορά· και ακολούθως, οι Αμφιπολίται περιτειχίσαντες το μνημείον αυτού επροσέφεραν θυσίας ως εις ήρωα και εψήφισαν προς τιμήν του αγώνας και θυσίας ετησίας· τω αφιέρωσαν επίσης την αποικίαν ως εις οικιστήν, κατηδάφισαν τα οικοδομήματα του Άγνωνος, και εξηφάνισαν παν μνημείον δυνάμενον να ανακαλή την μνήμην της οικίσεώς του, νομίζοντες ότι ο Βρασίδας υπήρξε σωτήρ των. Τούτο άλλως ήτο φόρος προσφερόμενος εις τους Λακεδαιμονίους, των οποίων επεδίωκον να διατηρούν την συμμαχίαν διά τον φόβον των Αθηναίων, ένεκα δε του προς τους Αθηναίους μίσους των δεν είχον πλέον ούτε το αυτό συμφέρον ούτε την αυτήν ευχαρίστησιν να τιμούν τον Άγνωνα· εν τούτοις απέδωκαν τους νεκρούς εις τους Αθηναίους. Εφονεύθησαν δε εκ μεν των Αθηναίων εξακόσιοι περίπου, εκ δε των εναντίων επτά, διότι δεν έγεινε μάχη εκ παρατάξεως, αλλ' απλή συνάντησις και εκφοβισμός προ μάχης. Μετά δε την σύναξιν των νεκρών οι μεν Αθηναίοι απέπλευσαν εις τα ίδια, οι δε μετά του Κλεαρίδου έμειναν, διά να τακτοποιήσουν τα της Αμφιπόλεως.
12. Κατά την αυτήν εποχήν, περί τα τέλη του θέρους, οι Λακεδαιμόνιοι Ραμφίας, Αυτοχαρίδας και Επικυδίδας έφερον εις τας πόλεις της Θράκης επικουρίαν εξ εννεακοσίων οπλιτών, και φθάσαντες εις την εν Τραχίνι Ηράκλειαν ενήργησαν όσας ενόμιζον απαραιτήτους μεταβολάς. Ενώ δε ούτοι έμεναν ακόμη εκεί, έγινεν η μάχη της Αμφιπόλεως και ετελείωσε το θέρος.
13. Μόλις δε άρχισεν ο χειμών οι ευρισκόμενοι μετά του Ραμφία επροχώρησαν μέχρι του Πιερίου της Θεσσαλίας· αλλ' επειδή οι Θεσσαλοί αντέστησαν εις την διάβασίν των, και ο Βρασίδας, προς τον οποίον έφεραν τον στρατόν τούτον, είχεν αποθάνει, επέστρεψαν εις τα ίδια νομίζοντες ότι η αποστολή των καθίστατο περιττή μετά την ήτταν και την υποχώρησιν των Αθηναίων, και κρίνοντες ότι δεν ήσαν ικανοί να εξακολουθήσουν αυτοί μόνοι τα σχέδια του Βρασίδου. Προ πάντων όμως επέστρεψαν, διότι ενόησαν κατά την εκ της Λακεδαίμονος αναχώρησίν των ότι οι Λακεδαιμόνιοι έκλιναν μάλλον προς την ειρήνην.
14. Αμέσως μετά την μάχην της Αμφιπόλεως και την αναχώρησιν του Ραμφίου εκ της Θεσσαλίας, τα δύο μέρη απέφυγον κάθε εχθροπραξίαν και έκλιναν προς την ειρήνην· οι μεν Αθηναίοι διότι είχαν νικηθή εις το Δήλιον και ευθύς μετ' ολίγον εις την Αμφίπολιν και διότι δεν είχαν πλέον εις την δύναμίν των την αυτήν εκείνην πεποίθησιν οπού είχον εις τας αρχάς, ότε απέρριπτον τας περί ειρήνης προτάσεις νομίζοντες ότι η παρούσα ευτυχία ήθελε μένει σταθερά· συγχρόνως δε εφοβούντο μήπως οι σύμμαχοι, ενθαρρυνόμενοι υπό των ατυχημάτων τούτων, γίνουν πλέον επιρρεπείς προς την αποστασίαν, και μετενόουν ήδη διατί δεν εσυμβιβάσθησαν μετά τα εν Πύλω συμβάντα, ότε παρουσιάσθη ευνοϊκή περίστασις. Αφ' ετέρου πάλιν οι Λακεδαιμόνιοι έβλεπον τον πόλεμον λαμβάνοντα τροπήν εναντίαν εις την επιθυμίαν την οποίαν είχαν, να καταλύσουν εντός ολίγων ετών την δύναμιν των Αθηναίων λεηλατούντες την χώραν των· αντί τούτου όμως έπαθαν εις την Σφακτηρίαν συμφοράν τοιαύτην, οίαν ουδέποτε ενθυμείτο να έπαθεν η Σπάρτη προηγουμένως· οι αγροί των εληστεύοντο υπό των πειρατών της Πύλου και των Κυθήρων· οι είλωτες ηυτομόλουν και πάντοτε υπήρχε φόβος μήπως οι μένοντες εν τω τόπω, πειθόμενοι εις τους έξω, αποστατήσουν όπως άλλοτε, ένεκα της παρούσης περιστάσεως. Συνέπεσεν επίσης να λήγη και η τριακονταετής συνθήκη η γενομένη μετά των Αργείων, αυτοί δε δεν ήθελαν να την ανανεώσουν εκτός εάν τους απεδίδετο η Κυνουρία· ώστε έβλεπαν ότι ήτο αδύνατον να πολεμήσουν συγχρόνως και κατά των Αργείων και κατά των Αθηναίων. Υπόπτευαν δε επίσης ότι τινές των εν Πελοποννήσω πόλεων ήσαν έτοιμοι να αποστατήσουν υπέρ των Αργείων, το οποίον και έγινε.
15. Ταύτα αναλογιζόμενοι αμφότεροι ησθάνοντο την ανάγκην συμβάσεως, προ πάντων οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι επεθύμουν να ελευθερώσουν τους εν τη Σφακτηρία συλληφθέντας, εκ των οποίων πολλοί ήσαν πρώτιστοι Σπαρτιάται και συγγενείς των πρωτίστων. Και ήρχισαν μεν τας διαπραγματεύσεις ευθύς μετά την αιχμαλωσίαν αυτών, αλλ' οι Αθηναίοι ευτυχούντες ουδόλως ήθελον να συνθηκολογήσουν με ίσους όρους. Μετά δε την ατυχίαν του Δηλίου, βλέποντες αυτούς οι Λακεδαιμόνιοι διατεθειμένους προς την ειρήνην, έσπευσαν να συνομολογήσουν την ενιαυσίαν ανακωχήν, κατά την διάρκειαν της οποίας ώφειλαν να συνδιασκέπτωνται περί μακροχρονιωτέρας ειρήνης.
16. Αλλά μετά την εν Αμφιπόλει ήτταν των Αθηναίων και τον θάνατον του Κλέωνος και του Βρασίδου, οίτινες τα μάλι ηναντιούντο προς την ειρήνην, ο μεν Βρασίδας διά την εν τω πολεμώ ευτυχίαν του και τας εντεύθεν τιμάς, ο δε Κλέων διότι ήξευρον ότι, όταν επανήρχετο η ησυχία, τα εγκλήματά του θα καθίσταντο καταφανέστερα και ολιγώτερον θα επιστεύοντο αι διαβολαί του, ευρέθησαν τότε εις τας Αθήνας και εις την Σπάρτην δύο άνδρες φλεγόμενοι υπό επιθυμίας να κατέχουν την αρχήν και πλειότερον των άλλων κλίνοντες προς την ειρήνην, ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Πλειστοάναξ ο Παυσανίου, και Νικίας ο Νικηράτου είς των ευτυχεστάτων στρατηγών της εποχής εκείνης. Ο μεν Νικίας ήθελεν, ενόσω ακόμη δεν υπέστη ατύχημά τι και ετιμάτο, να διατηρήση την ευτυχίαν, να αναπαυθή πλέον εκ των κόπων του, να αναπαύση τους συμπολίτας του και να καταλίπη εις τας επερχομένας γενεάς φήμην ότι ουδέν δυστύχημα επροξένησεν εις την πολιτείαν· διά να κατορθωθή όμως το αποτέλεσμα τούτο, εφρόνει ότι έπρεπε να αποτρέψη τους κινδύνους, να μη εκτίθεται εις την φοράν της τύχης ως πρότερον, και τέλος ότι η ειρήνη παρέχει την ασφάλειαν· ο δε Πλειστοάναξ εσκέπτετο τα αυτά, διότι οι εχθροί κατηγόρουν την ανάκλησίν του και εις παν ατύχημα των Λακεδαιμονίων υπενθύμιζαν εις αυτούς ότι τούτο συνέβη ένεκα της παρανόμου ανακλήσεώς του. Τον κατηγόρουν ότι συνεννοηθείς μετά του αδελφού του Αριστοτέλους ηνάγκασε την Πυθίαν να αποκριθή εις τους Λακεδαιμονίους θεωρούς, οίτινες πολλάκις ήλθαν να ερωτήσουν το μαντείον, τα εξής : «Ότι έπρεπε να ανακαλέσουν εκ της ξένης γης εις την ιδικήν των το σπέρμα του ημιθέου υιού του Διός, ειδεμή ήθελον καλλιεργήσει την γην δι' αργυράς δικέλλης. Ο Πλειστοάναξ ούτος είχεν εξορισθή άλλοτε επί τη υποψία ότι είχε δωροδοκηθή και εκκενώσει την Αττικήν· καταφυγών δε εις το Λύκαιον όρος της Αρκαδίας κατώκει διά τον φόβον των Λακεδαιμονίων εις οικίαν συγκοινωνούσαν κατά το ήμισυ μετά του τότε ιερού του Διός. Μετά δεκαεννέα έτη, συμφώνως με τον χρησμόν, ανεκλήθη τέλος υπό των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι επανηγύρισαν την κάθοδόν του διά των αυτών χορών και θυσιών, τας οποίας έκαμαν ότε κατά πρώτον έκτισαν την Λακεδαίμονα και εγκατέστησαν τους πρώτους αυτών βασιλείς.
17. Λυπούμενος διά τας ύβρεις ταύτας και νομίζων ότι, όταν αποκαθίστατο η ειρήνη και ηλευθερώνοντο οι αιχμάλωτοι, θα έπαυαν οι εχθροί του κατηγορούντες αυτόν, ενώ εφ' όσον υπάρχει πόλεμος αναγκαίως οι αρχηγοί συκοφαντούνται εν περιπτώσει αποτυχίας, επεθύμει διακαώς την σύμβασιν. Καθ' όλον εκείνον τον χειμώνα και προς το έαρ αι συνεντεύξεις εξηκολούθουν. Συγχρόνως οι Λακεδαιμόνιοι, διά να καταστήσουν τους Αθηναίους μάλλον ευδιαλλάκτους, ηπείλησαν πολεμικάς παρασκευάς και διέσπειραν ανά τας πόλεις την φήμην ότι έμελλαν να εγείρουν φρούρια εις την Αττικήν. Επειδή δε εις τας συνεδριάσεις ταύτας πολλαί αξιώσεις επροτάθησαν εκατέρωθεν, συνεφώνησαν να κάμουν ειρήνην, αφού καθείς αποδώση όσα κατέκτησε και οι Αθηναίοι κρατήσουν την Νίσαιαν (διότι, ότε απήτησαν οι Αθηναίοι την απόδοσιν των Πλαταιών, οι Θηβαίοι άπεκρίθησαν ότι η Πλάταια παρεδόθη ουχί διά της βίας αλλά θεληματικώς των κατοίκων, οίτινες δεν επροδόθησαν· τούτου ένεκα λοιπόν ανταπήντησαν οι Αθηναίοι ότι κατείχον την Νίσαιαν διά του αυτού τρόπου)· τότε δε οι Λακεδαιμόνιοι συνεκάλεσαν τους συμμάχους των και όλοι, πλην των Κορινθίων, των Ηλείων και των Μεγαρέων (διότι εις αυτούς δεν ήρεσκαν τα πραττόμενα) εψήφισαν υπέρ της ειρήνης και κατά συνέπειαν δι' αμοιβαίων σπονδών και όρκων μεταξύ των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων έγινεν η εξής συνθήκη.
18. «Οι Αθηναίοι, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι συνωμολόγησαν ειρήνην υπό τους ακολούθους όρους, των οποίων εκάστη πόλις ωρκίσθη την τήρησιν. Καθείς θα είναι ελεύθερος σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα να προσφέρη θυσίας εις τα κοινά ιερά, να μεταβαίνη εις αυτά, να ερωτά τα μαντεία και να πέμπη θεωρούς διά ξηράς και διά θαλάσσης χωρίς να φοβήται τίποτε. Το ιερόν και ο ναός του εν Δελφοίς Απόλλωνος και οι Δελφοί να είναι αυτόνομοι, αφορολόγητοι και να κρίνωνται παρά των ιδίων των δικαστηρίων κατά τα πατροπαράδοτα. Η ειρήνη θέλει διαρκέσει πεντήκοντα έτη, άνευ δόλου και βλάβης, κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, μεταξύ των Αθηναίων και των συμμάχων των Αθηναίων αφ' ενός, και των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των Λακεδαιμονίων αφ' ετέρου. Απαγορεύεται πάσα εχθροπραξία δι' οιουδήποτε μέσου ή τρόπου εκ μέρους των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων εναντίον των Αθηναίων και των συμμάχων, καθώς και εκ μέρους των Αθηναίων και των συμμάχων εναντίον των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Εάν δε προκύψη μεταξύ των καμμία διαφορά, να καταφεύγωσιν εις την δικαιοσύνην και τους όρκους και να συμμορφώνονται με τας συνθήκας, αι οποίαι θα συνομολογηθούν. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι να αποδώσουν εις τους Αθηναίους την Αμφίπολιν, οι κάτοικοι δε των πόλεων τας οποίας θα παραδώσουν εις τους Αθηναίους οι Λακεδαιμόνιοι είναι ελεύθεροι να απέλθουν, εάν θέλουν, λαμβάνοντες μεθ' εαυτών τα πράγματα των. Αι πόλεις αύται θα κυβερνώνται διά των ιδίων των νόμων, πληρώνουσαι τον κατά την εποχήν του Αριστείδου ταχθέντα φόρον. Δεν επιτρέπεται εις τους Αθηναίους και τους συμμάχους των να φέρουν όπλα εναντίον των πόλεων τούτων με σκοπόν να τας βλάψουν, εάν εξακολουθήσουν πληρώνουσαι τον ειρημένον φόρον μετά την συνθήκην. Αι πόλεις αύται είναι η Άργιλος, η Στάγειρος, η Άκανθος, η Σκώλος, η Όλυνθος, η Σπάρτωλος. Να μη συμμαχήσουν αύται μήτε μετά των Λακεδαιμονίων μήτε μετά των Αθηναίων. Εάν όμως οι Αθηναίοι τας πείσουν, επιτρέπεται εις αυτούς να τας έχουν ως συμμάχους. Δύνανται οι Μηκυβερναίοι, οι Σαναίοι και οι Σιγγαίοι να κατοικούν τας πόλεις των καθώς οι Ολύνθιοι και οι Ακάνθιοι. Να αποδώσουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι το Πάνακτον εις τους Αθηναίους, να αποδώσουν δε οι Αθηναίοι εις τους Λακεδαιμονίους το Κορυφάσιον, τα Κύθηρα, την Μεθώνην, τον Πτελεόν και την Αταλάντην. Να αποδώσουν επίσης όλους τους Λακεδαιμονίους, όσοι ευρίσκονται εις τας φύλακας των Αθηνών ή οιουδήποτε άλλου τόπου υπαγομένου εις την κυριαρχίαν των Αθηναίων. Να αφήσουν ελευθέρους τους πολιορκουμένους εις την Σκιώνην Πελοποννησίους, και όλους τους άλλους συμμάχους των Λακεδαιμονίων τους ευρισκομένους εις την Σκιώνην, και όλους όσους είχε διαβιβάσει ο Βρασίδας, και τέλος όλους τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων, οίτινες ευρίσκοντο εις τας φυλακάς των Αθηνών ή εις οιονδήποτε άλλο μέρος υπαγόμενον εις την κυριαρχίαν των Αθηναίων. Να αποδώσουν δε και οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι ομοίως όσους έχουν Αθηναίους και συμμάχους. Οι Αθηναίοι είναι ελεύθεροι να αποφασίσουν ό,τι θέλουν περί της Σκιώνης, της Τορώνης και των άλλων πόλεων των υπό την ηγεμονίαν αυτών. Οι Αθηναίοι υποχρεούνται να δώσουν όρκον προς τους Λακεδαιμονίους και προς έκαστον των συμμάχων χωριστά. Και από καθένα αμοιβαίως θέλει δοθή ο επιχώριος και μέγιστος όρκος εκάστης πόλεως· ο τύπος δε του όρκου τούτου θέλει είσθαι ο εξής: «Θα εμμείνω πιστός εις τας συνθήκας και τας σπονδάς ταύτας με πάσαν δικαιοσύνην και άνευ ουδενός δόλου». Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι των υποχρεούνται να ομόσουν τον αυτόν όρκον ενώπιον των Αθηναίων ο όρκος ούτος θέλει ανανεούσθαι κατ' έτος υπ' αμφοτέρων και θέλει χαραχθή επί στηλών, εις την Ολυμπίαν, εις τους Δελφούς, εις τον Ισθμόν, εις την ακρόπολιν των Αθηνών και εις το Αμύκλαιον της Λακεδαίμονος. Εάν λησμονηθή τι υπό του ενός ή του άλλου μέρους, επιτρέπεται εις τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους να τροποποιήσουν τας συνθήκας ως προς τούτο, αφού προηγουμένως συμφωνήσουν μεταξύ των».
19. Η συνθήκη αυτή έγινε την τετάρτην ημέραν της τελευταίας δεκάδος του μηνός Αρτεμισίου, εφορεύοντος εν Σπάρτη του Πλειστόλα, εις δε τας Αθήνας την έκτην ημέραν της τελευταίας δεκάδος του μηνός Ελαφηβολιώνος επί άρχοντος Αλκαίου. Ωρκίσθησαν δε και έκαμαν σπονδάς οι ακόλουθοι· εκ μεν των Λακεδαιμονίων (ο Πλειστοάναξ, ο Άγις), ο Πλειστόλας, ο Δαμάγητος, ο Χίονις, ο Μεταγένης, ο Άκανθος, ο Δάιθος, ο Ισχαγόρας, ο Φιλοχαρίδας, ο Ζευξίδας, ο Άντιππος, ο Τέλλις, ο Αλκινίδας, ο Εμπεδίας, ο Μηνάς και ο Λάφιλος· εκ δε των Αθηναίων ο Λάμπων, ο Ισθμιόνικος, ο Νικίας, ο Λάχης, ο Ευθύδημος, ο Προκλής, ο Πυθόδωρος, ο Άγνων, ο Μυρτίλος, ο Θρασικλής, ο Θεαγένης, ο Αριστοκράτης, ο Ιώλκιος, ο Τιμοκράτης, ο Λέων, ο Λάμαχος και ο Δημοσθένης.
20. Η ειρήνη αύτη εκλείσθη περί τα τέλη του χειμώνος και σχεδόν ενώ ήρχιζε το έαρ, αμέσως μετά τα εν τη πόλει τελούμενα Διονύσια, δέκα ολοκλήρων παρελθόντων ετών καί τινων ημερών από της πρώτης εις την Αττικήν εισβολής και της αρχής του πολέμου τούτου. Διά να πεισθή δε τις περί τούτου, ας παρατηρήση την χρονολογικήν τάξιν και ας μη βασισθή κατά προτίμησιν εις την απαρίθμησιν των αρχόντων ταύτης ή εκείνης της πόλεως ή των τιμητικών ονομάτων, τα οποία φανερώνουν τα παρελθόντα συμβεβηκότα, διότι ο τελευταίος αυτός τρόπος δεν είναι ακριβής και δεν φανερώνει αν γεγονός τι συνέβη κατά την αρχήν, κατά το μέσον ή κατά το τέλος της εξασκήσεως των ρηθέντων αξιωμάτων, αλλ' ας αριθμήση, ως έπραξα εγώ, κατά θέρη και κατά χειμώνας, και εύρη εν τη απαριθμήσει των δύο τούτων ωρών του έτους, αίτινες ομού απαρτίζουν τον ενιαυτόν, ότι ο πρώτος ούτος πόλεμος διήρκεσε δέκα θέρη και ίσους χειμώνας.
21. Οι Λακεδαιμόνιοι (οι οποίοι ηναγκάσθησαν υπό του λαχνού να αποδώσουν πρώτοι όσα είχον) ηλευθέρωσαν αμέσως όλους τους αιχμαλώτους και έστειλαν ευθύς πρέσβεις εις τας πόλεις της Θράκης, τον Μηνάν και τον Φιλοχαρίδαν, διατάττοντες τον μεν Κλεαρίδαν να αποδώση εις τους Αθηναίους την Αμφίπολιν, τους δε άλλους να δεχθούν την ειρήνην καθώς είχε συμφωνηθή μεταξύ των. Αλλ' ούτε αυτοί την εδέχθησαν, νομίζοντες ότι δεν ήτο συμφέρουσα, ούτε ο Κλεαρίδας παρέδωκε την πόλιν χαριζόμενος εις τους Χαλκιδείς και λέγων ότι δεν ηδύνατο να τους αναγκάση να την παραδώσουν. Ελθών δε με σπουδήν μετά Χαλκιδέων πρέσβεων εις την Λακεδαίμονα, διά να απολογηθή εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο Ισχαγόρας ήθελε τον κατηγορήσει επί απειθεία και συγχρόνως θέλων να μάθη αν ήτο δυνατόν να μεταβληθή η συνθήκη, και ευρών την συνθήκην ταύτην επισφραγισμένην, αυτός μεν ανεχώρησεν αμέσως σταλείς υπό των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι τον διέταξαν ρητώς να παραδώση την πόλιν, ή τουλάχιστον να εξαγάγη όλους τους Πελοποννησίους όσοι ήσαν εντός.
22. Ενώ δε οι σύμμαχοι ευρίσκοντο συναθροισμένοι εις την Λακεδαίμονα, οι Λακεδαιμόνιοι προσεκάλεσαν τους μη δεχθέντας την συνθήκην να την δεχθούν άνευ αναβολής. Ούτοι όμως υπό την αυτήν πρόφασιν, υπό την οποίαν είχαν απορρίψει την συνθήκην κατά την πρώτην φοράν, απεκρίθησαν και τώρα ότι δεν την εδέχοντο, εάν δεν εγίνετο υπό όρους δικαιοτέρους. Επειδή λοιπόν δεν ενέδιδον εις τας προτροπάς των Λακεδαιμονίων, ούτοι τους διέλυσαν και έκαμαν συμμαχίαν μετά των Αθηναίων, έχοντες πεποίθησιν ότι οι Αργείοι δεν θα ανενέουν τας μετ' αυτών σπονδάς, αφού ηρνήθησαν τούτο προηγουμένως, ότε ο Αμπελίδας και ο Λίχας είχαν μεταβή προς αυτούς, νομίζοντες ότι άνευ των Αθηναίων οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα ήσαν επίφοβοι και ότι οι άλλοι Πελοποννήσιοι ήθελαν μείνει ησυχάζοντες, διότι, εάν ηδύναντο, θα ετάσσοντο με τους Αργείους. Ενώ ευρίσκοντο λοιπόν εις την Λακεδαίμονα πρέσβεις των Αθηναίων, ήλθον μετ' αυτών εις διαπραγματεύσεις και συνεφώνησαν μεθ' όρκων την ακόλουθον συμμαχίαν.
23. «Οι Λακεδαιμόνιοι θα είναι σύμμαχοι των Αθηναίων επί πεντήκοντα έτη υπό τους ακολούθους όρους. Εάν εχθρός τις ήθελεν εισέλθει εις την χώραν των Λακεδαιμονίων και θελήση να βλάψη τους Λακεδαιμονίους, οι Αθηναίοι οφείλουν να βοηθήσουν τους Λακεδαιμονίους με παν οτιδήποτε μέσον ήθελον νομίσει συντελεστικώτερον. Εάν δε ο εχθρός αναχωρήση, αφού λεηλατήση την χώραν, τότε η πόλις του εχθρού τούτου να θεωρηθή υπό των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων ως εχθρική, να πολεμηθή υπ' αμφοτέρων και να καταστραφή από κοινού. Οι όροι αυτοί θέλουν τηρηθή μετά δικαιοσύνης, μετά προθυμίας και άνευ δόλου. Εάν δε επαναστατήσουν οι Είλωτες, οι Αθηναίοι θα βοηθήσουν τους Λακεδαιμονίους με όλας τας δυνάμεις των και δι' όλων των δυνατών μέσων. Τους όρους τούτους θέλουν ορκισθή εκατέρωθεν εκείνοι, οι οποίοι ωρκίσθησαν και τας προηγουμένας σπονδάς. Θα ανανεούνται δε κατ' έτος οι όρκοι ούτοι, και προς τον σκοπόν τούτον οι μεν Λακεδαιμόνιοι θα μεταβαίνουν κατά τα Διονύσια εις τας Αθήνας, οι δε Αθηναίοι εις την Λακεδαίμονα κατά τα Υακίνθια. Αμφότεροι οφείλουν να στήσουν ανά μίαν στήλην, την μεν εις την Λακεδαίμονα πλησίον του Αμυκλαίου Απόλλωνος, την δε εις την ακρόπολιν των Αθηνών πλησίον της Αθηνάς. Εάν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι νομίσουν ότι πρέπει να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν κάτι από την παρούσαν συνθήκην, δύνανται να πράξουν τούτο, αρκεί να υπάρχη η συγκατάθεσις αμφοτέρων».
24. Τον όρκον δε τούτον ωρκίσθησαν εκ μεν των Λακεδαιμονίων οι εξής· Πλειστοάναξ, Άγις, Πλειστόλας, Δαμάγητος, Χίονις, Μεταγένης, Άκανθος, Δάιθος, Ισχαγόρας, Φιλοχαρίδας, Ζευξίδας, Άντιππος, Αλκινίδας, Τέλλις, Εμπεδίας, Μηνάς, Δάφιλος· εκ δε των Αθηναίων οι εξής· Αάμπων, Ισθμιόνικος, Λάχης, Νικίας, Ευθύδημος, Προκλής, Πυθόδωρος, Άγνων, Μυρτίλος, Θρασυκλής, Θεαγένης, Αριστοκράτης, Ιώλκιος, Τιμοκράτης, Λέων, Λάμαχος, Δημοσθένης. Η συμμαχία αύτη έγινεν όχι πολύ ύστερον από τας κοινάς σπονδάς, και οι Αθηναίοι απέδωκαν εις τους Λακεδαιμονίους τους αιχμαλώτους της νήσου και το θέρος του ενδεκάτου έτους ήρχισεν. Ένταύθα δε τελειώνει η διήγησις του πρώτου πολέμου, ο οποίος διήρκεσε δέκα έτη άνευ διακοπής.
25. Μετά τας σπονδάς και την συμμαχίαν των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, αι οποίαι έγιναν μετά τον δεκαετή πόλεμον επί Πλειστόλα μεν εν Λακεδαίμονι εφόρου, επί Αλκαίου δε άρχοντος εν Αθήναις, έγινε ειρήνη μεταξύ των πόλεων όσαι είχαν δεχθή τας συμφωνίας ταύτας· αλλ' οι Κορίνθιοι καί τινες άλλαι πόλεις της Πελοποννήσου ηθέλησαν να ανατρέψουν τα πεπραγμένα και ευθύς ανεφύησαν νέαι δυσχέρειαι μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Συγχρόνως δε, προϊόντος του χρόνου, οι Λακεδαιμόνιοι έγιναν ύποπτοι εις τους Αθηναίους, διότι δεν εξετέλουν τινά εκ των συμφωνημένων. Και επί έξ μεν έτη και μήνας δέκα απέσχον αμφότεροι πάσης εναντίον της χώρας αλλήλων εκστρατείας, ενώ διήρκει όμως η αβεβαία αυτή ανακωχή, έβλαπτον έξωθεν αλλήλους παραπολύ μέχρις ου τέλος ηναγκάσθησαν να λύσουν τας μετά τα δέκα έτη του πολέμου σπονδάς, και να αρχίσουν εκ νέου πόλεμον φανερόν.
26. Ο αυτός Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και τα συμβάντα ταύτα κατά την τάξιν που καθέν συνέβη, κατά θέρη και κατά χειμώνας, μέχρις ου και την ηγεμονίαν των Αθηναίων κατέλυσαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, και τα μακρά τείχη και τον Πειραιά κατέλαβον. Μέχρι δε της εποχής ταύτης ο πόλεμος διήρκεσεν εικοσιεπτά όλα έτη. Ο μη παραδεχόμενος ως πόλεμον το διάστημα της ανακωχής δεν κρίνει αληθώς και δικαίως, διότι αρκεί να θεωρήση τα πράγματα όπως εξετέθησαν και θα εύρη ότι δεν πρέπει να ονομασθή ειρήνη η κατάστασις εκείνη, κατά την οποίαν και οι μεν και οι δε ούτε έδωκαν ούτε έλαβαν όσα συνεφώνησαν, και εκτός τούτου κατά τον πόλεμον της Μαντινείας και της Επιδαύρου, και εις άλλας περιστάσεις ηγέρθησαν παράπονα από τα δύο μέρη. Οι σύμμαχοι της Θράκης ήσαν ουχ ήττον εχθροί, και οι Βοιωτοί δεν υπεσχέθησαν ειμή δεκαήμερον ανακωχήν. Ώστε εάν ενώση τις ομού τον πρώτον δεκαετή πόλεμον, την μετ' αυτόν αμφίβολον ανακωχήν και τον μετέπειτα πόλεμον, ευρίσκει, υπολογίζων την τάξιν των εποχών, ότι τα έτη είνε τοσαύτα, όσα ανέφερα, καί τινες ημέραι ακόμη, και δι' εκείνους οίτινες θέλουν να βεβαιώσουν το μέλλον διά χρησμών, η βεβαίωσις αύτη είνε η μόνη επαληθεύσασα· διότι εγώ ενθυμούμαι πάντοτε ότι, από της αρχής του πολέμου μέχρι του τέλους αυτού, πολλοί προείπον ότι έμελλε να διαρκέση τρις εννέα έτη. Επέζησα δε καθ' όλην την διάρκειαν αυτού, έχων πλήρεις τας διανοητικάς μου δυνάμεις και προσέχων να μανθάνω ακριβώς την αλήθειαν. Συνέβη δε να ζω εξόριστος εκ της πατρίδος μου επί είκοσιν έτη μετά την εις Αμφίπολιν στρατηγίαν μου· και επειδή παρευρέθην εις τα συμβάντα αμφοτέρων, προ πάντων εις όσα συνέβησαν εις τους Πελοποννησίους ένεκα της εξορίας μου, εγνώρισα μεθ' όλης της απαιτουμένης ησυχίας την αληθή κατάστασιν των πραγμάτων. Θέλω λοιπόν αναφέρει τα συμβάντα πού διεδέχθησαν τον πρώτον δεκαετή πόλεμον, την διάλυσιν της ανακωχής και την επανάληψιν των εχθροπραξιών.
27. Μετά την συνομολόγησιν των πεντηκονταετών σπονδών και την μετέπειτα συμμαχίαν, οι πρέσβεις της Πελοποννήσου, οι ελθόντες επίτηδες εις την Λακεδαίμονα, ανεχώρησαν και επέστρεψαν εις τα ίδια. Οι Κορίνθιοι όμως μετέβησαν κατ' αρχάς εις το Άργος και συνομιλήσαντες μετά τινων των εκ των ευρισκομένων εις την εξουσίαν παρέστησαν εις αυτούς ότι, αφού οι Λακεδαιμόνιοι συνωμολόγησαν ειρήνην και συμμαχίαν μετά των Αθηναίων, οι οποίοι πρότερον ήσαν αμείλικτοι εχθροί των, ουχί επ' αγαθώ, αλλά προς υποδούλωσιν της Πελοποννήσου, καθήκον είχον οι Αργείοι να σκεφθούν πως να σώσουν την Πελοπόννησον και να ψηφίσουν ώστε πάσα πόλις ελληνίς η οποία είναι αυτόνομος και απολαύει ίσων δικαιωμάτων να δύναται ελευθέρως να συμμαχήση μετά των Αργείων και να συνομολογήση αμοιβαίαν βοήθειαν· να εκλέξουν δε προς τον σκοπόν τούτον ολίγους άνδρας έχοντας απόλυτον εξουσίαν και να μη συνδιαλέγωνται μετά του δήμου, διά να μη φωραθούν υπό των Λακεδαιμονίων οι μη πείθοντες το πλήθος. Προσέθηκαν δε ότι ένεκα μίσους εναντίον των Λακεδαιμονίων πολλαί πόλεις ήθελον εισέλθει εις την συμμαχίαν ταύτην. Και οι μεν Κορίνθιοι ταύτα συμβουλεύσαντες επέστρεψαν εις τα ίδια.
28. Οι δε Αργείοι ακούσαντες ανεκοίνωσαν τα λεχθέντα εις τους άρχοντας και εις τον δήμο. Απεφασίσθη λοιπόν να εκλέξουν δώδεκα πολίτας μετά των οποίων όλοι οι Έλληνες ηδύναντο να κάμουν συμμαχίαν εκτός των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, οίτινες δεν ηδύναντο να συνθηκολογήσουν ειμή απ' ευθείας μετά του δήμου. Τα μέτρα ταύτα παρεδέχθησαν οι Αργείοι τόσο μάλλον προθύμως, όσο έβλεπον ότι δεν έμελλε να βραδύνη ο κατά των Λακεδαιμονίων πόλεμος (διότι η συνθήκη την οποίαν είχαν με αυτούς επλησίαζε να λήξη) και συγχρόνως διότι ήλπιζαν να γίνουν ηγεμόνες της Πελοποννήσου. Κατ' εκείνον τον χρόνον η Λακεδαίμων πολλάς ύβρεις ήκουσε και εξουθενώσεις διά τας ταλαιπωρίας τας οποίας έπαθαν οι Ελληνες, ενώ εξ εναντίας οι Αργείοι ήσαν ακμαιότατοι, διότι δεν συνεπολέμησαν μετά των Λακεδαιμονίων κατά των Αθηναίων, αλλά μάλλον μένοντες φίλοι αμφοτέρων έδρεψαν τους καρπούς της ουδετερότητος ταύτης. Οι μεν Αργείοι λοιπόν εδέχθησαν τοιουτοτρόπως εις την συμμαχίαν των εκείνους εκ των Ελλήνων όσοι ηθέλησαν να συμμετάσχουν αυτής.
29. Οι δε Μαντινείς και οι σύμμαχοι των, φοβούμενοι τους Λακεδαιμονίους, εισήλθαν πρώτοι εις την συμμαχίαν ταύτην. Υποδουλώσαντες, ενόσω ακόμη διήρκει ο κατά των Αθηναίων πόλεμος, μέρος τι της Αρκαδίας υπήκοον των Λακεδαιμονίων, εσκέπτοντο ότι οι Λακεδαιμόνιοι μη έχοντες πλέον ενασχόλησιν δεν θα παρέβλεπαν την κατάληψιν εκείνην. Διά τούτο άσμενοι απετάθησαν προς τους Αργείους ως προς πόλιν μεγάλην, η οποία ήτο πάντοτε εχθρά των Λακεδαιμονίων και εκυβερνάτο δημοκρατικώς όπως αυτοί. Ότε δε απεστάτησαν οι Μαντινείς, η άλλη Πελοπόννησος εθορύβησεν ότι έπρεπε να ακολουθήση το παράδειγμά των, νομίσασα ότι οι Μαντινείς, μεταβαλόντες συμμάχους, είχαν προς τούτο λόγους ισχυροτέρους· και συγχρόνως ηγανάκτει διά πολλούς λόγους και μεταξύ άλλων, διότι εις τας Αττικάς σπονδάς εγράφη ότι ήτο επιτετραμμένον εις τους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν ό,τι ήθελε φανή εύλογον εις αυτούς. Τούτο προ πάντων το άρθρον εθορύβει την Πελοπόννησον και εγέννα την υποψίαν μήπως οι Λακεδαιμόνιοι μετά των Αθηναίων προτίθενται να υποδουλώσουν αυτήν· διότι η δικαιοσύνη απήτει ώστε η μεταβολή εκείνη εν τη συνθήκη να εφαρμόζεται εις όλους τους συμμάχους. Φοβούμενοι λοιπόν οι πολλοί έσπευσαν να συμμαχήσουν μετά των Αργείων.
30. Οι Λακεδαιμόνιοι εννοήσαντες τον θόρυβον εκείνον ο οποίος υπήρχεν εις την Πελοπόννησον, και ότι οι Κορίνθιοι, οι οποίοι ήσαν οι υποκινηταί, επρόκειτο και αυτοί να συμμαχήσουν με τους Αργείους, έστειλαν πρέσβεις εις την Κόρινθον, διά να προλάβουν την συμμαχίαν, και εξέφεραν κατηγορίαν εναντίον των Κορινθίων ως πρωταιτίων όλων εκείνων των ταραχών και ως ετοίμων να εγκαταλίπουν την συμμαχίαν της Λακεδαίμονος διά να συμμαχήσουν με τους Αργείους, προσθέτοντες ότι η Κόρινθος παρεβίαζε τους όρκους της και ότι είχεν ήδη άδικον μη δεχομένη την συνθήκην των Αθηναίων, μολονότι υπήρχε ρητή συμφωνία ώστε πάσα απόφασις της πλειονοψηφίας των συμμάχων να είναι ισχυρά, εκτός εάν υπήρχε προς τούτο κανέν εμπόδιον προκύπτον από τους θεούς ή τους ήρωας. Οι Κορίνθιοι, παρόντων και των συμμάχων εκείνων οίτινες δεν είχαν δεχθή την συνθήκην (και τους οποίους είχαν προσκαλέση προηγουμένως να παρευρεθούν), αντέλεγαν εις τους Λακεδαιμονίους, και χωρίς να είπουν αναφανδόν τα παράπονά των ως προς την μη απόδοσιν του Σολλίου, και του Ανακτορίου παρά των Αθηναίων, ουδέ να υπαινιχθώσι καμμίαν εκ των άλλων αδικιών τας οποίας ενόμιζαν ότι υπέστησαν, επροφασίσθησανν ότι δεν ηδύναντο να προδώσουν τους συμμάχους της Θράκης, προς τους οποίους από της πρώτης μετά των Ποτειδαιατών αποστασίας είχαν κάμη όρκους ιδιαιτέρους και άλλους ύστερον. Έλεγαν λοιπόν ότι δεν παρεβίαζαν τους όρκους των συμμάχων μη εισερχόμενοι εις τας σπονδάς των Αθηναίων· διότι λαβόντες ως μάρτυρας τους θεούς, θα επιώρκουν εάν επρόδιδον αυτούς. Άλλως ήτο γραμμένον εις τας συνθήκας «εκτός εάν υπάρχη κανέν εμπόδιον προκύπτον από τους θεούς ή τους ήρωας», τούτο δε (ήτοι οι προηγούμενοι όρκοι) εθεωρείτο παρ' αυτών ως εμπόδιον θείον. Και περί μεν των παλαιών συνθηκών ταύτα είπον, περί δε της μετά των Αργείων συμμαχίας είπον ότι ήθελαν συσκεφθή μετά των φίλων των και πράξη ό,τι ήτο δίκαιον. Και οι μεν πρέσβεις των Λακεδαιμονίων επέστρεψαν εις τα ίδια. Έτυχον δε παρόντες εν Κορίνθω και πρέσβεις των Αργείων, οι οποίοι προέτρεπαν τους Κορινθίους να εισέλθουν άνευ αναβολής εις την συμμαχίαν των, αλλ' ούτοι τους προσεκάλεσαν να παρευρεθούν εις την προσεχή συνέλευσιν η οποία θα συνεκαλείτο εις την πόλιν των.
31. Ήλθε δε κατά τον αυτόν καιρόν και πρεσβεία των Ηλείων και έκαμε πρώτον μεν συμμαχίαν με τους Κορινθίους, έπειτα δε απ' εκεί ελθόντες οι πρέσβεις εις το Άργος, καθώς προελέχθη, συνωμολόγησαν συμμαχίαν και με τους Αργείους. Διότι ευρίσκοντο εις διάστασιν με τους Λακεδαιμονίους περί του Λεπρέου. Καθόσον ότε ποτέ οι Λεπρεάται έκαμαν πόλεμον μέ τινας εκ των Αρκάδων και παρεκλήθησαν υπό των Λεπρεατών οι Ηλείοι να γίνουν σύμμαχοί των παραχωρούντες το ήμισυ της γης αυτών και (συνεπεία τούτου) ότε ετελείωσεν ο πόλεμος, οι Ηλείοι αφήσαντες εις τους Λεπρεάτας να νέμωνται όλην την γην των υπεχρέωσαν αυτούς μόνον να φέρουν ετησίως έν τάλαντον εις τον Δία τον εν Ολυμπία· και μέχρι της εποχής του Αττικού (Πελοποννησιακού) πολέμου οι Λεπρεάται επλήρωναν, έπειτα δε επειδή φέροντες πρόφασιν τον πόλεμον έπαυσαν, οι Ηλείοι τους υπεχρέωσαν αναγκαστικώς· εκείνοι δε απηυθύνθησαν προς τους Λακεδαιμονίους. Και επειδή οι Λακεδαιμόνιοι εδέχθησαν να δικάσουν την διαφοράν, προϋποθέσαντες οι Ηλείοι ότι δεν θα ελάμβαναν το δίκαιόν των, εκδιώξαντες την επιτροπήν των Λεπρεατών, ελεηλάτουν την χώραν τούτων. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ουχ ήττον εξέδωκαν απόφασιν ότι οι Λεπρεάται είναι αυτόνομοι και ότι έχουν άδικον οι Ηλείοι· και επειδή ούτοι δεν συνεμορφώθησαν με την απόφασιν, απέστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι φρουράν οπλιτών εις το Λέπρεον. Οι δε Ηλείοι εκφράζοντες την γνώμην ότι οι Λακεδαιμόνιοι απέδειξαν ούτως ότι η πόλις αυτών (των Ηλείων) δεν ήτο φιλική των και προβάλλοντες την συνθήκην εις την οποίαν ωρίζετο, καθείς ό,τι είχε πριν αρχίση ο Αττικός πόλεμος τούτο και να διατηρήση μετά την παύσιν του πολέμου, απεχωρίσθησαν των Λακεδαιμονίων ως μη απολαύοντες ισοδικίας και μετέβησαν προς τους Αργείους και ως προελέχθη συμμαχίαν μετ' αυτών συνωμολόγησαν και ούτοι. Έγιναν δε και οι Κορίνθιοι αμέσως έπειτα από εκείνους σύμμαχοι των Αργείων και προς τούτοις οι εν τη Χαλκιδική Θράκη. Οι Βοιωτοί δε και οι Μεγαρείς μολονότι λέγοντες ότι θα έκαμναν το ίδιον, έμεναν όμως ήσυχοι, παραμελούμενοι υπό των Λακεδαιμονίων, νομίζοντες όμως εν τούτοις ότι η δημοκρατία των Αργείων ήτο δι' αυτούς, πού είχαν ολιγαρχικόν πολίτευμα, ολιγώτερον συμφέρουσα παρ' ό,τι ο τρόπος του πολιτεύεσθαι των Λακεδαιμονίων.
32. Περί την αυτήν εποχήν του θέρους τούτου οι Αθηναίοι εκπολιορκήσαντες τους Σκιωναίους, τους μεν εφήβους απέκτειναν, τους δε παίδας και τας γυναίκας έκαμαν δούλους και έδωκαν την χώραν να την νέμωνται οι Πλαταιείς· αποκατέστησαν πάλιν τους Δηλίους εις την Δήλον, ενθυμούμενοι τας συμφοράς τας οποίας υπέστησαν εις τας μάχας και συμμορφούμενοι με τον χρησμόν του εν Δελφοίς θεού. Οι Φωκείς και οι Λοκροί ήρχισαν τον πόλεμον. Οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι, ήδη σύμμαχοι μεταξύ των, μετέβησαν εις την Τεγέαν διά να την αποσπάσουν από τους Λακεδαιμονίους· βλέποντες ότι η Τεγέα απετέλει μέγα μέρος της Πελοποννήσου, ενόμιζαν ότι λαμβάνοντες αυτήν με το μέρος των θα προσελάμβαναν όλην την Πελοπόννησον. Αλλ' επειδή οι Τεγεάται απεκρίθησαν ότι δεν είχαν διάθεσιν να πράξουν τίποτε εναντίον των Λακεδαιμονίων, οι Κορίνθιοι, οι οποίοι μέχρι της στιγμής εκείνης ενήργουν μετά πολλής προθυμίας, εχαλάρωσαν τον ζήλον των φοβηθέντες μήπως δεν ενωθή κανείς μετ' αυτών. Ελθόντες όμως εις τους Βοιωτούς παρεκάλουν αυτούς να γίνουν σύμμαχοι αυτών και των Αργείων, και να ενεργήσουν από κοινού· και επειδή υπήρχε μεταξύ των Αθηναίων και των Βοιωτών δεκαήμερος ανακωχή γενομένη ολίγον χρόνον μετά τας πεντηκονταετείς σπονδάς, οι Κορίνθιοι παρεκίνησαν τους Βοιωτούς να τους συνοδεύσουν εις τας Αθήνας και να επιτύχουν υπέρ αυτών ανακωχήν ομοίαν εκείνης οπού είχον αυτοί οι Βοιωτοί· εν περιπτώσει δε αρνήσεως εκ μέρους των Αθηναίων, οι Κορίνθιοι απήτουν να διαλύσουν οι Βοιωτοί την ανακωχήν και να μη διαπραγματεύωνται εις το εξής ειμή συνεννοούμενοι από κοινού. Εις τας αιτήσεις ταύτας των Κορινθίων, οι Βοιωτοί, διά μεν την μετά των Αργείων συμμαχίαν επρότειναν να την αναβάλουν, ελθόντες δε εις τας Αθήνας μετά των Κορινθίων δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσουν υπέρ αυτών την δεκαήμερον ανακωχήν, καθότι οι Αθηναίοι απεκρίθησαν ότι υπήρχον σπονδαί μετά των Κορινθίων, αφού ούτοι ήσαν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Ουχ ήττον οι Βοιωτοί δεν διέλυσαν την δεκαήμερον ανακωχήν, με άλας τας παρακλήσεις και τας αιτήσεις των Κορινθίων να συμμαχήσουν μετ' αυτών· υφίστατο δε μεταξύ των Κορινθίων και των Αθηναίων ανακωχή αλλ' άνευ συνθήκης.
33. Κατά το αυτό θέρος οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την οδηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Πλειστοάνακτος του Παυσανίου, εισήλθαν εις την χώραν των Παρρασίων της Αρκαδίας, οι οποίοι ήσαν υπήκοοι των Μαντινέων. Προσκληθέντες εκεί υπό των μερίδων αι οποίαι εφιλονίκουν μεταξύ των, ήθελαν συγχρόνως να κατεδαφίσουν εάν ηδύναντο το εν Κυψέλοις τείχος, το οποίον κείμενον εις την Παρρασικήν πλησίον της Λακωνικής Σκιρίτιδος είχε κτισθή υπό των Μαντινέων και εφρουρείτο παρ' αυτών. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι ελεηλάτουν την χώραν των Παρρασίων, οι δε Μαντινείς, εμπιστευθέντες την πόλιν των εις φύλακας Αργείους, εφρούρουν αυτοί οι ίδιοι την χώραν των συμμάχων· αλλ' ιδόντες ότι ήτο αδύνατον να υπερασπίζουν συγχρόνως το εν Κυψέλοις φρούριον και τας πόλεις των Παρρασίων, ανεχώρησαν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι και τους Παρρασίους αυτονόμους καταστήσαντες και το τείχος κατεδαφίσαντες επέστρεψαν εις τα ίδια.
34. Κατά το αυτό θέρος, ότε οι στρατιώται οι μετά του Βρασίδου συνεκστρατεύσαντες ανεχώρησαν εκ της Θράκης και επέστρεψαν μετά τας σπονδάς εις την Λακεδαίμονα, οδηγούμενοι υπό του Κλεαρίδου, οι Λακεδαιμόνιοι εψήφισαν να μείνουν ελεύθεροι και να κατοικήσουν όπου ήθελαν οι Είλωτες οι μετά του Βρασίδου πολεμήσαντες, και μετ' ολίγον καιρόν πολεμούντες ήδη προς τους Ηλείους, αποκατέστησαν αυτούς μετά των νεοδαμωδών (νεωστί ελευθερωθέντων Ειλώτων) εις το Λέπρεον, κείμενον εις τα σύνορα της Λακωνικής και της Ηλείας. Διά δε τους εν τη Σφακτηρία αιχμαλώτους, οι οποίοι είχαν παραδώση τα όπλα, φοβηθέντες οι Λακεδαιμόνιοι μήπως ένεκα του δυστυχήματος αυτού νομίσουν εκείνοι ότι έχασαν την κοινήν υπόληψιν και ως εκ τούτου επιχειρήσουν πραξικόπημα τι εάν εξηκολούθουν διατηρούντες τα δικαιώματα των, τους εστέρησαν των δικαιωμάτων τούτων, μολονότι πολλοί εξ αυτών κατείχον αξιώματα. Η καθαίρεσις αύτη συνίστατο εις το να μη δύνανται ούτοι μήτε να γίνωνται άρχοντες μήτε να διαχειρίζωνται τα ιδικά των αγοράζοντες ή πωλούντες. Κατόπιν όμως ούτοι απέκτησαν πάλιν τα πολιτικά ταύτα δικαιώματα.
35. Κατά το αυτό θέρος οι Δικτιδιείς εκυρίευσαν την εις την παραλίαν του Άθω Θύσσον, η οποία ήτο σύμμαχος των Αθηναίων. Καθ' όλον το θέρος τούτο συνεκοινώνουν μεν μεταξύ των οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι, αλλ' αμέσως μετά τας σπονδάς υπώπτευαν αλλήλους και οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι ένεκα της μη αποδόσεως εκατέρωθεν πόλεών τινων. Διότι οι Λακεδαιμόνιοι υποχρεωθέντες πρώτοι υπό του λαχνού να αποδώσουν την Αμφίπολιν και τα άλλα μέρη, ούτε αυτά απέδωκαν, ούτε ενήργησαν να δεχθούν την ειρήνην οι σύμμαχοι της Θράκης, οι Βοιωτοί και Κορίνθιοι, μολονότι υπέσχοντο πάντοτε ότι εν περιπτώσει αρνήσεως θα τους ηνάγκαζαν ενούμενοι μετά των Αθηναίων. Επροσδιώρισαν εν τούτοις άνευ γραπτής συμφωνίας τον χρόνον μετά την παρέλευσιν του οποίου, όσοι δεν ήθελαν εισέλθη εις την συμμαχίαν, θα ελογίζοντο ως εχθροί και των δύο. Βλέποντες λοιπόν οι Αθηναίοι ότι ουδεμία των υποσχέσεων τούτων εξεπληρούτο, ήρχισαν να υποπτεύουν τους Λακεδαιμονίους ότι δεν διενοούντο τίποτε δίκαιον. Διά τούτο και αυτοί όχι μόνον με όλας τας επανειλημμένας απαιτήσεις των Λακεδαιμονίων ηρνήθησαν να αποδώσουν την Πύλον, αλλά και μετενόουν διότι απέδωκαν τους αιχμαλώτους της νήσου· διατηρούντες δε τα άλλα μέρη απεφάσισαν να περιμείνουν έως ότου εκπληρώσουν οι Λακεδαιμόνιοι τας υποσχέσεις των. Οι δε Λακεδαιμόνιοι έλεγαν ότι έπραξαν παν ό,τι ηδύναντο, ότι απέδωκαν τους Αθηναίους αιχμαλώτους όσους είχον εις την χώραν αυτών, ότι έδωκαν διαταγήν να επιστρέψουν τα στρατεύματα, τα οποία είχον εις την Θράκην και εις άλλα μέρη πού εξουσιάζαν· αλλ' όσον αφορά εις την Αμφίπολιν, εβεβαίωσαν ότι δεν ήτο εις την εξουσίαν των να την παραδώσουν· ήθελον όμως προσπαθήση να εισέλθουν εις τας συνθήκας οι Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι, να αποδοθή το Πάνακτον και να επιστραφούν οι υπάρχοντες εις τους Βοιωτούς αιχμάλωτοι Αθηναίοι· επέμεναν όμως να τους αποδοθή η Πύλος, ή να εξαγάγουν τουλάχιστον απ' αυτής οι Αθηναίοι τους Μεσσηνίους και τους Είλωτας, όπως και οι Λακεδαιμόνιοι είχαν ανακαλέση τους στρατιώτας των εκ της Θράκης· τους άφηναν δε ελευθέρους, εάν ήθελαν να θέσουν εκεί Αθηναίους φρουρούς. Μετά πολλάς δε διαπραγματεύσεις γενομένας καθ' όλον το θέρος, έπεισαν τους Αθηναίους να εξαγάγουν εκ της Πύλου τους Μεσσηνίους και τους άλλους Είλωτας, οίτινες είχαν αποδράση εκ της Λακωνικής, και τους αποκατέστησαν εις τα Κράνια της Κεφαλληνίας. Παρήλθε λοιπόν το θέρος εκείνο ήσυχα και χωρίς να διακοπούν αι μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων σχέσεις.
36. Κατά τον ακόλουθον χειμώνα (έτυχαν δε να έχουν την αρχήν άλλοι έφοροι παρ' εκείνοι επί των οποίων εγένετο η συνθήκη, καί τινες μάλιστα εξ αυτών ήσαν εναντίοι της γενομένης συνθήκης) ήλθαν εις την Λακεδαίμονα πρεσβείαι από τας συμμάχους πόλεις· παρευρίσκοντο δε εκεί και Αθηναίοι και Βοιωτοί και Κορίνθιοι. Αφού δε πολλοί λόγοι αντηλλάγησαν μεταξύ των και εις ουδέν συμπέρασμα κατέληξαν, ητοιμάζοντο να αναχωρήσουν, ότε ο Κλεόβουλος και ο Ξενάρης, εκείνοι εκ των εφόρων οίτινες προ πάντων ήθελαν να διαλυθούν αι σπονδαί, έρχονται εις ιδιαιτέρας συνεννοήσεις με τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους συμβουλεύοντες αυτούς επιμόνως να ομονοήσουν και προτρέποντες τους Βοιωτούς να εισέλθουν πρώτοι εις την συμμαχίαν των Αργείων και να προσπαθήσουν ακολούθως να καταστήσουν συμμάχους των Λακεδαιμονίων τους Αργείους ηνωμένους μετά των Βοιωτών· τοιουτοτρόπως δεν θα ηναγκάζοντο οι Βοιωτοί να εισέλθουν εις την αττικήν συμμαχίαν, οι δε Λακεδαιμόνιοι ολιγώτερον εφοβούντο την διάλυσιν των μετά των Αθηναίων συνθηκών, παρά το να έλθουν εις έριδας με το Άργος· διότι πάντοτε είχαν ως αρχήν να επιζητούν την φιλίαν της πόλεως ταύτης νομίζοντες ότι διά του μέσου τούτου ο έξω της Πελοποννήσου πόλεμος ήθελεν είσθαι μάλλον εύκολος. Εν τούτοις παρεκάλεσαν τους Βοιωτούς να παραδώσουν εις αυτούς το Πάνακτον, ίνα ανταλλάσσοντες αυτό, εάν το κατόρθωναν, με την Πύλον, καταστήσουν ούτως ευχερέστερον τον προς τους Αθηναίους πόλεμον.
37. Και οι μεν Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι λαβόντες τας οδηγίας ταύτας παρά του Ξενάρους και του Κλεοβούλου και όλων των Λακεδαιμονίων όσοι ήσαν φίλοι των, διά να τας ανακοινώσουν εις τας βουλάς της πατρίδος του έκαστος, ανεχώρησαν. Δύο όμως Αργείοι κατέχοντες τα πρώτιστα αξιώματα παρεμόνευσαν αυτούς καθ' οδόν, ενώ επέστρεφαν, και συναντήσαντες τους ηρώτησαν εάν οι Βοιωτοί ήθελαν να γίνουν σύμμαχοι των, ως οι Κορίνθιοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς, και τοις παρέστησαν ότι, εάν εγίνετο η συμμαχία αυτή, θα ήτο εύκολον εις τους Βοιωτούς, κοινώς συνεννοουμένους, και να πολεμήσουν και να ειρηνεύσουν, είτε μετά των Λακεδαιμονίων εάν ήθελαν, είτε μεθ' οιουδήποτε ήθελεν επιστή ανάγκη. Οι Βοιωτοί πρέσβεις μετ' ευχαριστήσεως ήκουσαν τας προτάσεις ταύτας, διότι κατά σύμπτωσιν τοις εζήτουν αυτό ακριβώς, το οποίον τους εσυστήθη παρά των εις την Λακεδαίμονα φίλων. Οι δύο λοιπόν Αργείοι, ιδόντες αυτούς δεχομένους ευνοϊκώς τους λόγους εκείνους, τους είπαν, ότι ήθελαν πέμψη πρέσβεις εις Βοιωτίαν, και απήλθον. Επιστρέψαντες οι Βοιωτοί ανήγγειλαν εις τους βοιωτάρχας και τας των Λακεδαιμονίων προτάσεις και τας των Αργείων τους οποίους συνήντησαν. Τότε οι βοιωτάρχαι ευχαριστήθησαν και ο ζήλος των ηύξησεν όταν είδαν ότι αμφοτέρωθεν οι μεν φίλοι τους οποίους είχαν εις την Λακεδαίμονα απέτειναν εις αυτούς τας ομοίας αιτήσεις, οι δε Αργείοι συνέτρεχαν προς τον αυτόν σκοπόν. Ύστερον δε απ' ολίγον ήλθαν εις την Βοιωτίαν πρέσβεις των Αργείων διά να ζητήσουν την εκτέλεσιν εκείνων τα οποία είχαν συμφωνηθή· και οι βοιωτάρχαι τους έστειλαν οπίσω αφού εδέχθησαν τας προτάσεις των και υπεσχέθησαν να στείλουν πρέσβεις εις το Άργος διά να διαπραγματευθούν την συμμαχίαν.
38. Εν τούτοις οι βοιωτάρχαι, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς και οι πρέσβεις της Θράκης ενόμισαν πρέπον να υποχρεωθούν προ παντός άλλου δι' αμοιβαίων όρκων να δώσουν προσωρινήν βοήθειαν εις οποιονδήποτε ήθελε λάβη ανάγκην αυτής και να μη κάμουν πόλεμον ή ειρήνην ειμή μετά προηγουμένην κοινήν συνεννόησιν. Υπό τους όρους τούτους οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς, οι οποίοι ενήργουν εκ συμφώνου, υπέσχοντο να συμμαχήσουν με τους Αργείους. Πριν όμως δοθούν οι όρκοι, οι βοιωτάρχαι ανεκοίνωσαν τας αποφάσεις ταύτας εις τας τεσσάρας βουλάς των Βοιωτών, αι οποίαι έχουν την υπερτάτην εξουσίαν, και εζήτησαν παρ' αυτών να υποχρεωθούν επισήμως μεθ' όλων των πόλεων όσαι ήθελον να συνασπισθούν προς κοινήν υπεράσπισιν. Αλλ' αι βουλαί δεν εδέχθησαν την πρότασιν ταύτην επί τω φόβω μήπως ενεργήσουν εναντίον των συμφερόντων των Λακεδαιμονίων συνδεόμενοι με κοινόν συμμαχίας όρκον μετά των Κορινθίων, οίτινες είχαν αποσπασθή από αυτούς· διότι οι βοιωτάρχαι δεν είχαν ανακοινώσει εις τας βουλάς τα εν Λακεδαίμονι συμβάντα, δηλαδή ότι οι έφοροι Κλεόβουλος, Ξενάρης και οι φίλοι των Βοιωτών τους συνεβούλευσαν να γίνουν πρώτον σύμμαχοι των Αργείων και των Κορινθίων, διά να τους ελκύσουν ακολούθως εις την συμμαχίαν των Λακεδαιμονίων· οι βοιωτάρχαι είχαν νομίση ότι η βουλή αύτη, και εις περίστασιν, κατά την οποίαν δεν ήθελαν είπη εις αυτήν όλας ταύτας τας λεπτομερείας, δεν ήθελε ψηφίση άλλα ειμή όσα είχαν αποφασισθή κατά προηγουμένην συνεννόησιν. Επειδή λοιπόν το πράγμα έλαβε τροπήν εναντίαν, οι μεν Κορίνθιοι και οι από Θράκης πρέσβεις απήλθον άπρακτοι, οι δε βοιωτάρχαι, οι οποίοι ώφειλαν πρώτον, εάν επετύγχαναν εις την υπόθεσιν ταύτην, να προσπαθήσουν και κάμουν συμμαχίαν προς τους Αργείους, δεν έκαμαν πλέον εις τας βουλάς άλλην πρότασιν αφορώσαν εις τους Αργείους και δεν έπεμψαν εις το Άργος τους πρέσβεις τους οποίους υπεσχέθησαν. Τα πάντα λοιπόν αμελήθησαν και ανεβλήθησαν επ' αόριστον.
39. Κατά τον αυτόν χειμώνα οι Ολύνθιοι προσέβαλαν αιφνιδίως την Μηκύβερναν, την οποίαν εφύλατταν οι Αθηναίοι, και την εκυρίευσαν. Μετά δε ταύτα (διότι μεταξύ των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων εξηκολούθουν αι φιλονικίαι περί των αμοιβαίων αποδόσεων) οι Λακεδαιμόνιοι, ελπίζοντες ότι, εάν το Πάνακτον αποδοθή υπό των Βοιωτών εις τους Αθηναίους, αυτοί θα ελάμβαναν οπίσω (από τους Αθηναίους) την Πύλον, έστειλαν πρεσβείαν εις τους Βοιωτούς και παρεκάλουν να τους παραδώσουν το Πάνακτον και τους Αθηναίους δεσμώτας, διά να λάβουν αντ' αυτών την Πύλον. Αλλ' οι Βοιωτοί απεκρίθησαν ότι δεν τα απέδιδαν πριν οι Λακεδαιμόνιοι συνομολογήσουν και μετ' αυτών ιδιαιτέραν συμμαχίαν, καθώς συνωμολόγησαν μετά των Αθηναίων. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ηξεύροντες μεν ότι θα ηδίκουν τους Αθηναίους (καθότι ήτο συμφωνημένον μήτε πόλεμον μήτε ειρήνην να κάμουν άνευ κοινής συνεννοήσεως), θέλοντες όμως να λάβουν το Πάνακτον, διά να το ανταλλάξουν με την Πύλον, και συγχρόνως επειδή οι υπέρ της διαλύσεως των συνθηκών εργαζόμενοι υπεστήριζαν ενθέρμως τους Βοιωτούς, έκλεισαν την συμμαχίαν κατά τα τέλη πλέον του χειμώνος και ενώ εκόντευεν η άνοιξις. Αμέσως το Πάνακτον κατεδαφίσθη και ούτως ετελείωσε το ενδέκατον έτος του πολέμου τούτου.
40. Άμα δε ήλθεν η άνοιξις, κατά τας πρώτας ημέρας του επομένου θέρους (1) οι Αργείοι, μη βλέποντες ερχομένους τους πρέσβεις τους οποίους οι Βοιωτοί είχαν υποσχεθή να τους πέμψουν, και μαθόντες συγχρόνως ότι το Πάνακτον είχε κατεδαφισθή και ότι οι Βοιωτοί συνήψαν ιδιαιτέραν συμμαχίαν μετά των Λακεδαιμονίων, εφοβήθησαν μήπως απομονωθούν και όλοι οι σύμμαχοί των προσχωρήσουν εις τους Λακεδαιμονίους. Ενόμιζαν ότι οι Βοιωτοί είχαν αναγκασθή υπό των Λακεδαιμονίων να κατεδαφίσουν το Πάνακτον και να εισέλθουν εις την συμμαχίαν των Αθηναίων, και ότι οι Αθηναίοι ήσαν εν γνώσει τούτων εις τρόπον ώστε εφοβούντο ότι δεν θα ηδύναντο πλέον να συμμαχήσουν ουδέ με τους Αθηναίους· διότι κατ' αρχάς είχαν ελπίση ότι συνεπεία των διαφορών, εάν συνέβαινε να διαλυθή η μετά των Λακεδαιμονίων συνθήκη, θα ηδύναντο τουλάχιστον να συνδέσουν συμμαχίαν μετά των Αθηναίων. Ευρισκόμενοι λοιπόν εις αμηχανίαν οι Αργείοι και φοβούμενοι μήπως αναγκασθούν να πολεμήσουν κατά των Λακεδαιμονίων, των Τεγεατών, των Βοιωτών και των Αθηναίων συγχρόνως, αυτοί οίτινες πρότερον δεν εδέχθησαν την συνθήκην των Λακεδαιμονίων, αλλ' εκολακεύοντο εν τη υπερηφανεία των ότι ήθελαν γίνη ηγεμόνες της Πελοποννήσου, έστειλαν ως ηδύναντο τάχιστα πρέσβεις εις την Λακεδαίμονα, τον Εύστροφον και τον Αίσωνα, οίτινες ενομίζοντο ότι είχαν μεγίστην εύνοιαν από τους Λακεδαιμονίους, νομίζοντες ότι το καλλίτερον πού είχαν να κάμουν προς το παρόν ήτο να συνθηκολογήσουν μετά των Λακεδαιμονίων όπως ηδύναντο και να μένουν ησυχάζοντες.
41. Άμα τη αφίξει των οι πρέσβεις ούτοι συνωμίλησαν με τους Λακεδαιμονίους περί των όρων υπό τους οποίους ηδύναντο να γίνουν αι σπονδαί. Και κατ' αρχάς μεν εζήτησαν οι Αργείοι να αναθέσουν εις την διαιτησίαν πόλεώς τινος ή ιδιώτου την διαφοράν την οποίαν είχαν αιωνίως περί της Κυνουρίας, χώρας μεθορίας, πού περικλείει τας πόλεις Θυρέαν και Ανθήνην και ανήκει εις τους Λακεδαιμονίους· έπειτα δε, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι δεν επέτρεπαν να γίνεται μνεία περί της χώρας ταύτης, αλλ' έλεγαν ότι ήσαν έτοιμοι, εάν ήθελαν οι Αργείοι, να συνθηκολογήσουν ως πρότερον, οι πρέσβεις του Άργους, με όλην την άρνησιν ταύτην, τους έπεισαν να συγκατατεθούν εις τους εξής όρους· προς το παρόν να κάμουν σπονδάς πεντηκονταετείς, κατά το διάστημα των οποίων οι δύο λαοί ήθελαν, έχει το δικαίωμα, προηγουμένης διακηρύξεως και εκτός της περιπτώσεως λοιμού ή πολέμου εις την Λακεδαίμονα ή το Άργος, να διαμφισβητήσουν μεν διά των όπλων την κυριότητα της χώρας ταύτης, όπως τούτο είχε γίνη άλλοτε, ότε αμφότερα τα μέρη ηξίωσαν ότι ενίκησαν, να μη εκτείνουν δε την καταδίωξιν πέραν των ορίων του Άργους ή της Λακεδαίμονος. Αι προτάσεις αύται εφάνησαν κατ' αρχάς εις τους Λακεδαιμονίους μωραί, έπειτα όμως (επειδή επεθύμουν εξ ανάγκης να έχουν την φιλίαν του Άργους) συγκατετέθησαν και έδωκαν έγγραφον συνθήκην. Αλλά πριν την επικυρώσουν παρεκάλεσαν τους πρέσβεις να επιστρέψουν πρώτον εις το Άργος διά να την υποβάλουν εις το πλήθος, και εάν εγίνετο παρ' αυτού δεκτή, να επανέλθουν εις την εορτήν του Υακίνθου προς ανταλλαγήν των απαιτουμένων όρκων.
42. Και οι μεν πρέσβεις ανεχώρησαν. Εις τον αυτόν δε καιρόν, πού οι Αργείοι διεπραγματεύοντο ταύτα, οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων Ανδρομέδης, Φαίδιμος και Αντιμενίδας, οι οποίοι έπρεπε να λάβουν παρά των Βοιωτών το Πάνακτον και τους αιχμαλώτους διά να τα αποδώσουν εις τους Αθηναίους, εύρον το μεν Πάνακτον παρ' αυτών των Βοιωτών κατεδαφισμένον, επί τη προφάσει ότι υπήρχαν παλαιοί όρκοι μεταξύ των Αθηναίων και των Βοιωτών γενόμενοι καθ' ον καιρόν ημφισβήτουν την θέσιν ταύτην, την οποίαν μήτε οι μεν μήτε οι δε έπρεπε να κατοικήσουν αλλά να έχουν την νομήν αυτής από κοινού. Τους δε άνδρας των Αθηναίων, τους οποίους είχον αιχμαλώτους οι Βοιωτοί, παραλαβόντες οι περί τον Ανδρομέδην έφεραν και τους απέδωκαν εις τους Αθηναίους. Ανήγγειλαν επίσης ότι το Πάνακτον είχε κατεδαφισθή, αξιούντες ότι απέδωκαν και τούτο, αφού ουδείς εχθρός των Αθηναίων ήθελε κατοίκηση εις αυτό. Εις τους λόγους τούτους οι Αθηναίοι ηγανάκτησαν, διότι ενόμιζαν ότι έγιναν θύματα της αδικίας των Λακεδαιμονίων διά της καθαιρέσεως του Πανάκτου, το οποίον έπρεπε να τοις παραδοθή ακέραιον, και διότι έμαθαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάμη εκτός τούτου ιδιαιτέραν συμμαχίαν με τους Βοιωτούς, μολονότι είχαν υποσχεθή προηγουμένως να ενώσουν τας προσπαθείας των διά να αναγκάσουν εις ειρήνην τους αρνουμένους. Ηρεύνησαν συγχρόνως οι Αθηναίοι λεπτομερώς όλας τας άλλας παραβιάσεις της συνθήκης και εθεώρησαν εαυτούς ως εξαπατηθέντας· διά τούτο αποκριθέντες τραχέως προς τους πρέσβεις απέπεμψαν αυτούς.
43. Ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν τας διαφοράς ταύτας προς τους Αθηναίους, οι εν Αθήναις επιθυμούντες την διάλυσιν των συνθηκών ήρχισαν αμέσως τας ενεργείας των. Μεταξύ αυτών ήτο και ο Αλκιβιάδης ο υιός του Κλεινίου, ο οποίος εις κάθε άλλην πόλιν κατ' εκείνην την εποχήν θα εθεωρείτο ως νεανίας, ο οποίος δε ετιμάτο διά την ευγένειαν των προγόνων του· ούτος είχε πλήρη την πεποίθησιν ότι ήτο προτιμότερον να ενωθούν με τους Αργείους· αλλ' η αντίστασίς του κατά των Λακεδαιμονίων επήγαζε προ πάντων εκ της προσβληθείσης υπερηφάνειας του, διότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν διαπραγματευθή την ειρήνην διά του Νικίου και του Λάχητος περιφρονούντες αυτόν διά την νεότητά του και μη τιμώντες διά την αρχαίαν προξενίαν από της οποίας είχε μεν παραιτηθή ο πάππος του, αλλ' ο Αλκιβιάδης διενοείτο να την ανανεώση προσφέρων τας υπηρεσίας του εις τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. Νομίζων λοιπόν ότι προσεβλήθη υπό πάσαν έποψιν, πρώτον μεν αντέστη εις την ειρήνην λέγων ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήσαν ασφαλείς, και ότι έκαμαν την ειρήνην αποκλειστικώς και μόνον διά να στερήσουν τους Αθηναίους των Αργείων, συμμαχούντες μετ' αυτών και να επιτεθούν κατόπιν κατά των Αθηναίων απομονωμένων· έπειτα, όταν προέκυψεν η φιλονικία εκείνη έστειλεν αμέσως απεσταλμένους προς τους Αργείους αυθορμήτως διά να τους παραγγείλη επιμόνως να έλθουν ως τάχιστα μετά των Μαντινέων και των Ηλείων και ζητήσουν την συμμαχίαν των Αθηναίων, καθότι η στιγμή ήτο κατάλληλος, και ότι αυτός ήθελε συμπράξη όσον ηδύνατο.
44. Εις την αγγελίαν ταύτην οι Αργείοι, οίτινες προ πάντων έμαθαν ότι η συμμαχία των Βοιωτών μετά των Λακεδαιμονίων έγινεν άνευ της συγκαταθέσεως των Αθηναίων και ότι είχεν εγερθή μεγάλη φιλονικία μεταξύ τούτων και των Λακεδαιμονίων, έδειξαν αδιαφορίαν πλέον διά τους πρέσβεις οίτινες είχαν αναχωρήση διά να διαπραγματευθούν την ειρήνην εις Λακεδαίμονα, και έστρεψαν όλην την προσοχήν των προς τους Αθηναίους νομίζοντες ότι εάν περιπλακούν εις πόλεμον ήθελον έχη ως σύμμαχον μίαν πόλιν, αρχαίαν αυτών φίλην, δημοκρατουμένην ως αυτοί, και μεγάλην έχουσαν την κατά θάλασσαν δύναμιν. Ευθύς λοιπόν έστειλαν πρέσβεις προς τους Αθηναίους διά να διαπραγματευθούν περί της συμμαχίας· συναπεστάλησαν δε και οι Ηλείοι και οι Μαντινείς. Αλλά και οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν ταχέως πρέσβεις προς τους Αθηναίους εκείνους τους οποίους ενόμιζαν ότι ήσαν εις αυτούς ευνοϊκοί, ήτοι τον Φιλοχαρίδαν, τον Λέοντα και τον Ένδιον, φοβηθέντες μήπως οι Αθηναίοι εν τη οργή των συμμαχήσουν με τους Αργείους, και συγχρόνως θέλοντες να ζητήσουν την Πύλον αντί του Πανάκτου, και να δικαιολογήσουν την μετά των Βοιωτών συμμαχίαν των παριστώντες αυτήν ως αβλαβή διά τους Αθηναίους.
45. Οι πρέσβεις λοιπόν ούτοι αναγγείλαντες εις την βουλήν το αντικείμενον της αποστολής των και ότι ήλθαν έχοντες πληρεξουσιότητα να συμβιβάσουν άλας τας διαφοράς, εφόβησαν τον Αλκιβιάδην μήπως, εάν έλεγαν τα αυτά και εις τον δήμον, καταπείσουν το πλήθος και ούτως απορριφθή η των Αργείων συμμαχία. Ιδού λοιπόν τι επενόησε κατ' αυτών ο Αλκιβιάδης· πείθει τους Λακεδαιμονίους, δίδων εις αυτούς διαβεβαιώσεις, ότι, εάν δεν ανήγγελλαν εις τον δήμον ότι είχαν έλθη εφωδιασμένοι με πάσαν πληρεξουσιότητα, θα απέδιδεν εις αυτούς την Πύλον ότι θα εύρισκε τρόπον να πείση τους Αθηναίους, όπως (πριν) τους είχε πείση να αντισταθούν μέχρι της στιγμής εκείνης, και ότι θα τους εβοήθει να τακτοποιήσουν τα επίλοιπα. Ενήργει δε ταύτα διότι ήθελε να αποσπάση τους Λακεδαιμονίους από τον Νικίαν και να διαβάλη αυτούς εις τον δήμον παριστών ότι ουδέν ειλικρινές είχαν κατά νουν και αντέφασκον, διά του τρόπου δε τούτου να καταστήση συμμάχους των Αθηναίων τους Ηλείους και τους Μαντινείς. Τούτο και εγένετο. Όταν οι πρέσβεις παρουσιάσθησαν ενώπιον του δήμου, και εις τας αποταθείσας προς αυτούς ερωτήσεις δεν απεκρίθησαν (ως εν τη βουλή) ότι είχαν έλθη με πληρεξουσιότητα, τότε οι Αθηναίοι έχασαν την υπομονήν των· και επειδή ο Αλκιβιάδης επετίθετο μετά πλειοτέρας σφοδρότητος ή πρότερον κατά των Λακεδαιμονίων, τον ήκουσαν και ήσαν έτοιμοι να εισαγάγουν τους Αργείους και τους μετ' αυτών και να συνομολογήσουν μετ' αυτών την συμμαχίαν αλλά, επειδή συνέβη σεισμός πριν γίνη ψηφοφορία, η εκκλησία εκείνη ανεβλήθη.
46. Κατά την επομένην εκκλησίαν ο Νικίας, με όλην την απάτην εις την οποίαν είχαν περιπέση οι Λακεδαιμόνιοι και αυτός ο ίδιος, αναγκάσας αυτούς να μη ομολογήσουν ότι ήλθαν με πάσαν πληρεξουσιότητα, παρέστησεν ότι ήτο προτιμότερον να γίνουν φίλοι των Λακεδαιμονίων, να αναβάλουν τας μετά των Αργείων διαπραγματεύσεις και να στείλουν ακόμη πρέσβεις εις τους Λακεδαιμονίους διά να μάθουν τι διανοούνται, λέγων ότι ο πόλεμος ανεβλήθη προς το συμφέρον των Αθηναίων και ταπείνωσιν των Λακεδαιμονίων, ότι την ευδαιμονίαν εκείνην την οποίαν είχαν έπρεπε να την διατηρήσουν όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις δυστυχίαν, είχαν μέγιστον συμφέρον να αρχίσουν τον αγώνα όσον το δυνατόν ταχύτερον. Τους έπεισε λοιπόν να στείλουν πρέσβεις, μεταξύ των οποίων ήτο και αυτός, διά να προσκαλέσουν τους Λακεδαιμονίους, εάν οι σκοποί των ήσαν ειλικρινείς, να αποδώσουν το Πάνακτον ανέπαφον, καθώς και την Αμφίπολιν, και να παραιτηθούν της μετά των Βοιωτών συμμαχίας (εκτός εάν ούτοι ήθελαν να μετάσχουν της κοινής συνθήκης) συμφώνως με τον όρον ο οποίος εις ουδένα επέτρεπε να συνάψη συμμαχίαν τινά άνευ της συγκαταθέσεως και των δύο. Οι πρέσβεις είχαν επίσης διαταγήν να είπουν ότι, εάν οι Αθηναίοι ήθελαν να φανούν άδικοι, θα παρελάμβαναν ήδη εις την συμμαχίαν των τους Αργείους, οι οποίοι είχαν έλθη προς αυτόν τον σκοπόν εις τας Αθήνας. Ο Νικίας λοιπόν και οι σταλέντες μετ' αυτού άλλοι πρέσβεις λαβόντες οδηγίας περί όλων των παραπόνων ανεχώρησαν και φθάσαντες εις την Λακεδαίμονα εγνωστοποίησαν την αποστολήν των και τέλος είπαν ότι, εάν οι Λακεδαιμόνιοι δεν παρητούντο της συμμαχίας των Βοιωτών, ενόσω οι τελευταίοι ούτοι έμεναν εκτός της κοινής συνθήκης, θα έκλειαν και οι Αθηναίοι συμμαχίαν με τους Αργείους και τους μετ' αυτών. Οι Λακεδαιμόνιοι ακούσαντες τους λόγους (υποστάντες την επίδρασιν) του εφόρου Ξενάρους και των συμμεριζομένων την γνώμην αυτού, απεκρίθησαν ότι δεν παρητούντο της συμμαχίας· εν τούτοις ανενέωσαν τους όρκους επί τη αιτήσει του Νικίου, ο οποίος εφοβείτο να αναχωρήση χωρίς να πράξη τίποτε και να κατηγορηθή, το οποίον και συνέβη, ότι ήτο αίτιος των μετά των Λακεδαιμονίων σπονδών. Μετά την αναχώρησιν αυτού, άμα έμαθαν οι Αθηναίοι ότι ουδέν επράχθη εις την Λακεδαίμονα, ευθύς ωργίσθησαν, και νομίσαντες ότι προσεβλήθησαν, έκαμαν μετά των Αργείων και των συμμάχων αυτών, οίτινες ευρίσκοντο εις τας Αθήνας και τους οποίους προσήγαγεν ο Αλκιβιάδης, την ακόλουθον ειρήνην και συμμαχίαν.
47. «Οι Αθηναίοι, καθώς και οι Αργείοι, οι Μαντινείς και οι Ηλείοι, δι' εαυτούς και διά τους συμμάχους επί των οποίων άρχουσιν εκάτεροι, έκαμαν σπονδάς δι' εκατόν έτη κατά γην και κατά θάλασσαν χωρίς δόλον και χωρίς καμμίαν ζημίαν εκατέρωθεν. Δεν επιτρέπεται εις τους Αργείους, εις τους Ηλείους, εις τους Μαντινείς και εις τους συμμάχους των οιαδήποτε εχθροπραξία κατά των Αθηναίων και των συμμάχων επί των οποίων άρχουσιν οι Αθηναίοι· επίσης απαγορεύεται εις τους Αθηναίους και τους συμμάχους των πάσα, δι' οιουδήποτε μέσου και τρόπου, εχθροπραξία εναντίον των Αργείων, των Ηλείων, των Μαντινέων και των συμμάχων των. Επί τη βάσει ταύτη οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς θα είνε σύμμαχοι επί εκατόν έτη· και εάν εχθροί εισβάλουν εις την χώραν των Αθηναίων, οφείλουν οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς να σπεύσουν, μόλις ήθελαν ζητήση τούτο οι Αθηναίοι, και να βοηθήσουν τας Αθήνας δι' όλης της δυνάμεως και διά παντός τρόπου· εάν δε οι εχθροί λεηλατήσαντες αναχωρήσουν, να θεωρήται η χώρα των ως εχθρά των Αργείων, των Μαντινέων, των Ηλείων και των Αθηναίων, και να πολεμηθή υπό όλων των πόλεων τούτων· εις ουδεμίαν δε εκ των πόλεων τούτων επιτρέπεται να παύση τον κατά της πόλεως εκείνης πόλεμον χωρίς την συγκατάθεσιν όλων. Επίσης οφείλουν οι Αθηναίοι να σπεύδουν εις βοήθειαν του Άργους, της Μαντινείας και της Ήλιδος, εάν εχθροί εισβάλουν εις την χώραν των Ηλείων, ή των Μαντινέων, ή των Αργείων, επί τη αιτήσει καθεμιάς εκ των πόλεων τούτων, δι' όλης των της δυνάμεως και διά παντός τρόπου· εάν δε οι εχθροί λεηλατήσαντες αναχωρήσουν, να θεωρήται η χώρα των ως εχθρά των Αθηναίων, των Αργείων, των Μαντινέων και των Ηλείων, και να πολεμηθή υπό όλων των πόλεων τούτων· εις ουδεμίαν δε εκ των πόλεων τούτων επιτρέπεται να παύση τον κατά της πόλεως εκείνης πόλεμον χωρίς την συγκατάθεσιν όλων. Δεν επιτρέπεται εις ενόπλους άνδρας να διέρχωνται διά της χώρας των μεταβαίνοντες εις πόλεμον μηδέ διά της χώρας των συμμάχων επί των οποίων άρχει εκάστη εκ των πόλεων τούτων· επίσης απαγορεύεται και το πέρασμα διά θαλάσσης, εκτός εάν ψηφίσουν τούτο όλαι αι πόλεις, η των Αθηναίων, η των Αργείων, η των Μαντινέων και η των Ηλείων. Η πόλις η οποία θέλει πέμψη επικουρίας, οφείλει να παρέχη και τρόφιμα επί τριάκοντα ημέρας από της στιγμής πού ο στρατός εισέλθη εις την χώραν της πόλεως εκείνης, η οποία ήθελε ζητήση την βοήθειαν, το αυτό δε και όταν ο στρατός αναχωρήση· εάν η διαμονή του στρατού παραταθή, η ζητήσασα αυτόν πόλις θέλει δίδη ως σιτηρέσιον, εις έκαστον μεν οπλίτην, και ψιλόν, και πελταστήν, τρεις οβολούς της Αιγίνης καθ' ημέραν, εις έκαστον δε ιππέα μίαν δραχμήν της Αιγίνης. Η πόλις η ζητήσασα βοήθειαν ας έχη την αρχηγίαν ενόσω ο πόλεμος γίνεται εντός της χώρας της· αλλ' εάν αι πόλεις ήθελαν κρίνη ότι πρέπει να εκστρατεύσουν από κοινού, ας έχη εκάστη ίσον μέρος εις την αρχηγίαν. Τας σπονδάς θα ορκισθούν οι Αθηναίοι δι' εαυτούς και διά τους συμμάχους των, οι δε Αργείοι, οι Μαντινείς, οι Ηλείοι και οι σύμμαχοι τούτων θέλουν ορκισθή κατά πόλεις. Καθείς θα ορκισθή τον μέγιστον επιχώριον όρκον θύων τέλεια θύματα. Ο δε όρκος θα είναι ο εξής: «Θέλω μείνη σταθερός εις την συμμαχίαν, η οποία συνεφωνήθη καθ' ολοκληρίαν δικαία, άνευ βλάβης και άνευ δόλου, και δεν θέλω παραβή αυτήν δι' ουδενός μέσου και κατ' ουδένα τρόπον.» Τον όρκον θα δώσουν εις τας Αθήνας ενώπιον των πρυτάνεων η βουλή και αι επιτόπιαι αρχαί· εις το Άργος η βουλή, οι ογδοήκοντα και οι αρμοσταί άρχοντες ενώπιον των ογδοήκοντα· εις Μαντίνειαν οι δημογέροντες, η βουλή και αι άλλαι αρχαί, ενώπιον των ιερατικών αρχόντων και των πολεμάρχων εις την Ήλιδα οι δημογέροντες, οι διαχειρισταί των δημοσίων προσόδων και οι εξακόσιοι, ενώπιον των διαρκών δημογερόντων και των νομοφυλάκων. Οι όρκοι θα ανανεούνται υπό των Αθηναίων μεταβαινόντων εις την Ήλιδα, εις την Μαντίνειαν και εις το Άργος, τριάκοντα ημέρας προ των Ολυμπιακών αγώνων, και υπό των Αργείων, των Ηλείων και των Μαντινέων μεταβαινόντων εις τας Αθήνας δέκα ημέρας προ των μεγάλων Παναθηναίων. Αι περί των σπονδών, των όρκων και της συμμαχίας συνθήκαι θα αναγραφούν υπό των Αθηναίων επί μαρμαρίνης στήλης της ακροπόλεως, υπό των Αργείων εις τον ναόν του Απόλλωνος εν τη αγορά, υπό των Μαντινέων εις τον ναόν του Διός εν τη αγορά· ωρίσθη να κατατεθή επίσης από κοινού χαλκή στήλη εις την Ολυμπίαν κατά τα προσεχώς τελεσθησόμενα Ολύμπια. Εάν αι πόλεις αύται νομίσουν ότι παρελείφθη τι καλόν, δύνανται να το προσθέσουν εις τους όρους τούτους· παν δε ό,τι ήθελε κριθή ως ωφέλιμον διά τας πόλεις αυτάς μετά συζήτησιν από κοινού, τούτο θέλει κυρωθή και έχη ισχύν.»
48. Αι μεν σπονδαί και αι συμμαχίαι κατ' αυτόν τον τρόπον έγιναν εκείναι δε αι οποίαι υπήρχαν μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, δεν διελύθησαν ένεκα τούτου ούτε παρά των μεν ούτε παρά των δε. Οι Κορίνθιοι, μολονότι όντες σύμμαχοι των Αργείων, δεν εισήλθαν εις αυτάς, και δεν έλαβαν μέρος ουδέ εις τας προηγουμένας διά των οποίων οι Ηλείοι, οι Αργείοι και οι Μαντινείς είχαν υποχρεωθή μήτε ειρήνην μήτε πόλεμον να κάμνουν άνευ κοινής συνεννοήσεως· αλλ' είπον ότι ηρκούντο εις την πρώτην γενομένην αμυντικήν συμμαχίαν, κατά την οποίαν ώφειλαν να βοηθώνται αμοιβαίως χωρίς να εκστρατεύσουν εναντίον κανενός από κοινού. Και οι μεν Κορίνθιοι τοιουτοτρόπως απεχωρίσθησαν από τους συμμάχους τούτους και έκλιναν εκ νέου προς τους Λακεδαιμονίους.
49. Κατά το θέρος δε τούτο ετελέσθησαν τα Ολύμπια εις τα οποία ο Αρκάς Ανδροσθένης ενίκησε πρώτος εις το παγκράτιον· και η είσοδος εις τον ναόν απηγορεύθη εις τους Λακεδαιμονίους υπό των Ηλείων, εις τρόπον ώστε ούτοι δεν ηδύναντο πλέον μήτε να προσφέρουν θυσίας μήτε να αγωνίζωνται, διότι δεν επλήρωσαν εις τους Ηλείους το πρόστιμον εις το οποίον κατά τον Ολυμπιακόν νόμον είχαν καταδικασθή υπ' αυτών ως επιτεθέντες εναντίον του φρουρίου Φύρκου και πέμψαντες οπλίτας εις το Λέπρεον και τας Ολυμπιακάς σπονδάς. Η καταδίκη ήτο δισχίλιαι μναι, δύο μναι δι' έκαστον οπλίτην, συμφώνως με τον νόμον. Οι Λακεδαιμόνιοι πέμψαντες πρέσβεις αντέλεγον ότι η εις αυτούς επιβληθείσα καταδίκη δεν ήτο δικαία, επειδή αι σπονδαί δεν είχαν ακόμη αναγγελθή εις την Λακεδαίμονα ότε έπεμψαν τους οπλίτας. Οι Ηλείοι όμως απεκρίθησαν ότι η διακοπή των εχθροπραξιών (εκεχειρία) υπήρχεν ήδη παρά τοις Λακεδαιμονίοις, διότι πρώτον εις την Λακεδαίμονα ανήγγειλαν αυτήν και ενώ οι Ηλείοι ησύχαζαν ως εν καιρώ ανακωχής, οι Λακεδαιμόνιοι λαθραίως διέπραξαν την αδικίαν εκείνην. Οι Λακεδαιμόνιοι απήντησαν ότι οι Ηλείοι δεν θα ανήγγελλαν κατ' εκείνην την εποχήν την διακοπήν των εχθροπραξιών εις την Λακεδαίμονα εάν ενόμιζαν εαυτούς ως υποστάντας προσβολήν, αλλ' ότι ανήγγειλαν αυτήν μη νομίζοντες ότι είχαν υποστή προσβολήν, και ότι από της εποχής εκείνης οι Λακεδαιμόνιοι δεν εσήκωσαν τα όπλα εναντίον των ουδαμού. Αλλ' οι Ηλείοι επέμεναν λέγοντες ότι εις μάτην ισχυρίζοντο οι Λακεδαιμόνιοι ότι δεν έπραξαν την αδικίαν εκείνην αλλ' εάν ήθελαν να τους αποδώσουν το Λέπρεον, παρητούντο του μέρους το οποίον τους ανήκεν εκ του προστίμου και επλήρωναν αυτοί αντ' εκείνων το μέρος το οποίον ανήκεν εις τον θεόν.
50. Επειδή όμως δεν τους εισήκουαν, επρότειναν εις αυτούς πάλιν να μη αποδώσουν το Λέπρεον, εάν δεν ήθελαν, αλλά να αναβούν επί του βωμού του Ολυμπίου Διός, επειδή έχουν επιθυμίαν να εισέρχωνται εις τον ναόν, και να ορκισθούν ενώπιον των Ελλήνων ότι βραδύτερον θα πληρώσουν το ποσόν εις το οποίον κατεδικάσθησαν. Αλλ' επειδή οι Λακεδαιμόνιοι δεν συγκατετέθησαν ουδέ εις τούτο, απεκλείσθησαν από το ιερόν, από τας θυσίας και από τους αγώνας και έκαμναν τας θυσίας εις τον τόπον των, οι δε άλλοι Ελληνες έλαβαν μέρος εις την εορτήν εκτός των Λεπρεατών. Φοβηθέντες όμως οι Ηλείοι μήπως οι Λακεδαιμόνιοι μεταχειρισθούν την βίαν διά να τελέσουν τας θυσίας εν τω ιερώ, έθεταν εκεί φρουράν εκ νέων ωπλισμένων· ήλθον δε προς αυτούς χίλιοι Αργείοι, χίλιοι Μαντινείς, και ιππείς Αθηναίοι, οίτινες περιέμεναν εις το Άργος την εορτήν. Μέγας φόβος τότε κατέλαβε τους εν τη εορτή μήπως οι Λακεδαιμόνιοι έλθουν ένοπλοι, προ πάντων αφού ο Λακεδαιμόνιος Λίχας ο Αρκεσιλάου έλαβε πληγάς εν τω αγώνι υπό των ραβδούχων. Οι δύο ίπποι του είχαν νικήση εις τον αγώνα, και επειδή δεν του ήτο επιτετραμμένον να συναγωνισθή, ο κήρυξ ανεκήρυξε νικητήν τον λαόν της Βοιωτίας. Τότε ο Λίχας προελθών εις τον αγώνα, εστεφάνωσε τον ηνίοχον, θέλων να δείξη ότι το άρμα ήτο ιδικόν του. Το συμβάν τούτο ηύξησε τον γενικόν φόβον και επερίμεναν να συμβή κανέν κίνημα· αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι έμειναν ήσυχοι και ούτως η εορτή ετελείωσε χωρίς να διαταραχθή. Μετά την εορτήν των Ολυμπίων, οι Αργείοι και οι σύμμαχοι ήλθαν εις την Κόρινθον διά να παρακαλέσουν τους Κορινθίους να ενωθούν μαζί των· εκεί έτυχον και πρέσβεις εκ Λακεδαίμονος. Αφού δε αντηλλάγησαν πολλοί λόγοι, τέλος τίποτε δεν έγινε, διότι επειδή έγινε σεισμός, διελύθησαν και επέστρεψαν εις τα ίδια. Και το θέρος ετελείωσε.
51. Κατά τον ακόλουθον χειμώνα οι εν Τραχίνι Ηρακλεώται επολέμησαν προς τους Αινιάνας, τους Δόλοπας, τους Μαλιείς καί τινας Θεσσαλούς. Τα έθνη εκείνα μετά φθόνου έβλεπαν την γειτονικήν αυτήν πόλιν, διότι η ίδρυσίς της μάλλον τας χώρας των ηπείλει παρά κάθε άλλην. Μόλις ιδρυθείσαν ήρχισαν να την παρενοχλούν και να την βλάπτουν όσον ηδύναντο περισσότερον. Κατ' εκείνην την περίστασιν ενίκησαν εν τη μάχη τους Ηρακλεώτας και εφόνευσαν τον Λακεδαιμόνιον στρατηγόν των Ξενάρην τον υιόν του Κνίδιος· πολλοί δε Ηρακλεώται έπεσαν ομοίως· και ο χειμών ετελείωσε καθώς και το δωδέκατον έτος του πολέμου τούτου.
52. Άμα ήρχισε το ακόλουθον θέρος, οι Βοιωτοί κατέλαβαν την Ηράκλειαν, η οποία υπέστη πολλά δεινά μετά την μάχην ταύτην, και απέπεμψαν ένεκα της κακής διοικήσεώς του τον Λακεδαιμόνιον Ηγησιππίδαν. Κατέλαβαν δε την πόλιν ταύτην φοβηθέντες μήπως κάμουν κατοχήν αυτής οι Αθηναίοι καθ' ον καιρόν οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν περιπλεγμένοι εις τας ταραχάς της Πελοποννήσου. Ουχ ήττον ωργίσθησαν κατ' αυτών οι Λακεδαιμόνιοι. Κατά το αυτό δε θέρος Αλκιβιάδης ο Κλεινίου, στρατηγός των Αθηναίων, συμπραττόντων των Αργείων και των συμμάχων των, εισήλθεν εις την Πελοπόννησον μετ' ολίγων οπλιτών και τοξοτών Αθηναίων, και παραλαβών τινάς εκ των αυτόθεν συμμάχων αποκατέστησε μετ' αυτών την τάξιν εις τας συμμαχικάς πόλεις. Διερχόμενος δε την Πελοπόννησον μετά στρατού, έπεισε τους Πατρείς να κτίσουν τείχη μέχρι της θαλάσσης, και αυτός συνέλαβε το σχέδιον να εγείρη άλλα εις το Τίον το Αχαϊκόν. Οι Κορίνθιοι όμως, οι Σικυώνιοι και εκείνοι οίτινες εβλάπτοντο διά της τειχίσεως ταύτης έτρεξαν και τους εμπόδισαν (τους Πατρείς).
53. Κατά το αυτό θέρος έγινε πόλεμος μεταξύ Επιδαυρίων και Αργείων διά το θύμα το οποίον οι Επιδαύριοι ώφειλαν να φέρουν εις τον Πυθαέα Απόλλωνα διά τα Βουτόμια και το οποίον ημέλησαν να στείλουν (ήσαν δε οι Αργείοι απόλυτοι κύριοι του ιερού). Αλλά και άνευ της προφάσεως ταύτης, ο Αλκιβιάδης και οι Αργείοι ήθελαν να καταλάβουν ει δυνατόν την Επίδαυρον, διά να κρατούν εις ησυχίαν την Κόρινθον και διά να ανοίξουν εις τους Αθηναίους, τους μεταβαίνοντας εκ της Αιγίνης προς βοήθειαν των Αργείων, οδόν βραχυτέραν, και να μη αναγκάζωνται να περιπλέουν το Σκύλλαιον. Παρεσκευάζοντο λοιπόν οι Αργείοι να εισβάλουν εις την Επίδαυρον διά να απαιτήσουν την παράδοσιν του θύματος.
54. Κατά την αυτήν εποχήν οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως αυτών Άγιδος του Αρχιδάμου, επροχώρησαν μέχρι των Λεύκτρων, τελευταίας πόλεως της χώρας των προς το Λύκαιον όρος· ουδείς εγίνωσκε διά ποίον μέρος εξεστράτευαν, ουδέ αύται αι πόλεις αίτινες παρέσχον τους στρατιώτας. Αλλ' επειδή αι θυσίαι των διά την διάβασιν των ορίων δεν απέβησαν ευνοϊκαί, επέστρεψαν εις τα ίδια, και παρήγγειλαν εις τους συμμάχους να είναι έτοιμοι μετά τον επόμενον μήνα (τον μήνα Καρνείον, κατά τον οποίον οι Δωριείς ετέλουν εορτήν) δι' άλλην εκστρατείαν. Οι δε Αργείοι, αφού αυτοί ανεχώρησαν, εξελθόντες της χώρας των την τετάρτην ημέραν της τελευταίας δεκάδος του μηνός του προηγουμένου του Καρνείου, μετεχειρίσθησαν όλην εκείνην την ημέραν εις το να οδοιπορούν και καθ' άλας τας υπολειπομένας έξ ημέρας εισέβαλαν εις την χώραν των Επιδαυρίων και ελεηλάτουν αυτήν. Οι Επιδαύριοι προσεκάλεσαν τους συμμάχους· αλλ' οι μεν εξ αυτών επροφασίσθησαν τας πανηγύρεις του μηνός, οι δε προχωρήσαντες μέχρι των ορίων της Επιδαυρίας έμεναν ήσυχοι.
55. Ενώ οι Αργείοι ήσαν εις την Επίδαυρον, συνήλθαν εις την Μαντίνειαν πρεσβείαι από των πόλεων κατά πρόσκλησιν των Αθηναίων. Κατά τας συνδιαλέξεις αυτών ο Κορίνθιος Ευφαμίδας είπεν ότι τα έργα δεν ήσαν σύμφωνα με τους λόγους· διότι ενώ αυτοί συνήλθαν διά να ενασχοληθούν περί της ειρήνης, οι Επιδαύριοι, οι σύμμαχοι των, και οι Αργείοι ήσαν αντιπαραταγμένοι με τα όπλα εις τας χείρας· ότι έπρεπε πρώτον να διαλύσουν τα δύο στρατόπεδα και κατόπιν να ομιλήσουν περί ειρήνης. Επειδή δε έγινε δεκτή η πρότασις αυτή, ανεχώρησαν αμέσως και κατώρθωσαν να απομακρύνουν τους Αργείους από την Επιδαυρίαν. Κατόπιν συνηθροίσθησαν, αλλά δεν συνεφώνησαν τίποτε. Εν τούτοις οι Αργείοι εισέβαλαν πάλιν εις την Επιδαυρίαν και ελεηλάτουν αυτήν. Οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν μέχρι των Καρυών· αλλ' επειδή μηδέ ενταύθα αι θυσίαι υπήρξαν ευνοϊκαί, επέστρεψαν εις τα ίδια. Οι δε Αργείοι, λεηλατήσαντες το εν τρίτον περίπου της Επιδαυρίας χώρας, ανεχώρησαν. Χίλιοι οπλίται Αθηναίοι, διοικούμενοι υπό του Αλβιάδου, ήλθαν εις βοήθειαν των· αλλά μαθόντες ότι οι Λακεδαιμόνιοι ανεχώρησαν και ότι δεν ήτο πλέον αναγκαία η παρουσία των εις τους Αργείους, επέστρεψαν εις τα ίδια. Και ούτω διήλθε το θέρος.
56. Κατά τον ακόλουθον χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι διαφυγόντες την προσοχήν των Αθηναίων έπεμψαν διά θαλάσσης εις την Επίδαυρον τριακοσίους φρουρούς υπό την αρχηγίαν του Αγησιππίδου. Ελθόντες δε οι Αργείοι εις τους Αθηναίους παρεπονέθησαν ότι επέτρεψαν να διέλθουν διά θαλάσσης τα στρατεύματα εκείνα, μολονότι ήτο γραμμένον εν ταις σπονδαίς να μη αφήνουν να διέρχωνται εχθροί διά της χώρας των, και επρόσθεσαν ότι οι Αθηναίοι θα έπραττον αδικίαν προς αυτούς εάν δεν έστελλαν εις Πύλον, εναντίον των Λακεδαιμονίων, τους Μεσσηνίους και τους Είλωτας. Οι Αθηναίοι, κατά πρότασιν του Αλκιβιάδου, έγραψαν κάτωθεν της Λακωνικής στήλης ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν έμειναν πιστοί εις τους όρκους των, και μετέφεραν τους Είλωτας εκ Κρανίων εις Πύλον διά να ληστεύουν την χώραν, κατά τα άλλα δε έμειναν ήσυχοι. Κατά τον χειμώνα τούτον, ότε επολέμουν οι Αργείοι και οι Επιδαύριοι, μάχη μεν εκ προετοιμασίας ουδεμία εγένετο, αλλά μόνον ενέδραι και επιδρομαί, εις τας οποίας εφονεύοντο τινές από τα δύο μέρη. Κατά το τέλος δε του χειμώνος και περί τας αρχάς του έαρος οι Αργείοι κλίμακας έχοντες ήλθαν εις την Επίδαυρον διά να καταλάβουν αυτήν εξ εφόδου υποθέτοντες αυτήν ανυπεράσπιστον ένεκα του πολέμου, αλλ' απήλθαν άπρακτοι. Και τοιουτοτρόπως ετελείωσεν ο χειμών και το δέκατον τρίτον έτος του πολέμου.
57. Κατά τα μέσα του ακολούθου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι βλέποντες ότι οι Επιδαύριοι σύμμαχοί των εκακοπάθουν και ότι εκ των άλλων λαών της Πελοποννήσου, οι μεν είχαν αποσπασθή από την συμμαχίαν των, οι δε ήσαν δυσηρεστημένοι κατ' αυτών, και νομίσαντες ότι, εάν δεν περιώριζαν το κακόν, όσον το δυνατόν ταχύτερον, θα ηύξανεν, εξεστράτευσαν πανδημεί, αυτοί και οι Είλωτες, κατά του Άργους υπό την αρχηγίαν του βασιλέως Άγιδος του Αρχιδάμου. Εξεστράτευσαν δε μαζί με αυτούς οι Τεγεάται και όσοι άλλοι Αρκάδες ήσαν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Οι εκ της άλλης Πελοποννήσου σύμμαχοι και οι έξωθεν συνηθροίσθησαν εις τον Φλιούντα. Και οι μεν Βοιωτοί είχαν στείλη πεντακισχιλίους οπλίτας, ισαρίθμους ψιλούς, πεντακοσίους ιππείς και ισαρίθμους πεζούς γυμνασμένους να πολεμούν και επί των ίππων (αμίππους), οι δε Κορίνθιοι δισχιλίους οπλίτας και οι άλλοι αναλόγως των δυνάμεων των. Οι Φλιάσιοι ήλθαν όλοι, καθότι η συγκέντρωσις εγίνετο επί της χώρας των.
58. Οι δε Αργείοι προειδοποιηθέντες περί των ετοιμασιών των Λακεδαιμονίων και ότι επροχώρουν προς τον Φλιούντα θέλοντες να ενωθούν μετά των άλλων συμμάχων, εξεστράτευσαν τότε και αυτοί. Οι Μαντινείς μετά των ιδικών των συμμάχων ήλθαν εις βοήθειάν των καθώς και τρισχίλιοι οπλίται Ηλείοι. Προχωρούντες, συνήντησαν τους Λακεδαιμονίους εν Μεθυδρίω της Αρκαδίας. Τότε οι δύο στρατοί κατέλαβαν ανά ένα λόφον και οι μεν Αργείοι ητοιμάζοντο να ωφεληθούν εκ της απομονώσεως των Λακεδαιμονίων διά να τους καταπολεμήσουν· αλλ' ο Άγις εσήκωσεν εκείθεν τον στρατόν κατά την νύκτα και διαφυγών την προσοχήν των πολεμίων επορεύετο προς τον Φλιούντα διά να ενωθή με τους άλλους συμμάχους. Οι Αργείοι εννοήσαντες τούτο επροχώρησαν μόλις εξημέρωσε πρώτον μεν προς το Άργος, έπειτα δε προς την οδόν της Νεμέας, όπου υπέθεταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα καταβούν μετά των συμμάχων των. Αλλ' ο Άγις αντί να ακολουθήση την οδόν αυτήν, ετράπη άλλην τραχυτέραν και κατέβη εις την πεδιάδα του Άργους επί κεφαλής των Λακεδαιμονίων, των Αρκάδων και των Επιδαυρίων. Οι Κορίνθιοι, οι Πελληνείς και οι Φλιάσιοι επορεύοντο δι' ομαλωτέρας οδού· εις δε τους Βοιωτούς, τους Μεγαρείς και τους Σικυωνίους εδόθη διαταγή να καταβούν διά της οδού της Νεμέας, όπου οι Αργείοι ήσαν εστρατοπεδευμένοι, ίνα, εάν οι Αργείοι επετίθεντο κατά των εν τη πεδιάδι Λακεδαιμονίων, καταδιώξουν αυτούς διά του ιππικού. Και ο μεν Άγις τοιαύτα διατάξας εισέβαλεν εις την πεδιάδα και ελεηλάτησε την Σάμινθον και άλλα χωρία.
59. Οι δε Αργείοι εννοήσαντες ταύτα ανεχώρησαν εκ της Νεμέας ενώ ήτο πλέον ημέρα και συναντήσαντες το στρατόπεδον των Φλιασίων και Κορινθίων, εκ μεν των Φλιασίων ολίγους εφόνευσαν, υπό δε των Κορινθίων ολίγους και αυτοί απώλεσαν. Εν τούτοις οι Βοιωτοί, οι Μεγαρείς και οι Σικυώνιοι, συμφώνως με την διαταγήν πού είχαν λάβη, επροχώρουν προς την Νεμέαν, αλλά δεν εύρον πλέον εκεί τους Αργείους, διότι ούτοι είχαν καταβή, όταν είδαν να λεηλατούνται οι αγροί των, και είχαν παραταχθή εις μάχην. Αντιπαρεσκευάζοντο δε και οι Λακεδαιμόνιοι. Εις το μέσον δε περιεκλείσθησαν οι Αργείοι· διότι εκ μεν της πεδιάδος τούς εμπόδιζαν πάσαν μετά της πόλεως συγκοινωνίαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι μετ' αυτών, άνωθεν ήσαν οι Κορίνθιοι, οι Φλιάσιοι, οι Πελληνείς, και προς την Νεμέαν οι Βοιωτοί, οι Σικυώνιοι και οι Μεγαρείς. Ιππικόν δεν είχαν, διότι μόνοι εκ των Συμμάχων οι Αθηναίοι δεν είχαν φθάση ακόμη. Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι γενικώς επίστευαν ότι η θέσις των δεν ήτο τόσον κακή, ότι η μάχη ήθελεν αποβή υπέρ αυτών και ότι οι Λακεδαιμόνιοι περιεκλείσθησαν εν τω μέσω αυτών και πλησίον της πόλεώς των. Αλλ' ο Θράσυλλος, είς εκ των πέντε στρατηγών, και ο Αλκίφρων, πρόξενος των Λακεδαιμονίων, την στιγμήν πού οι δύο στρατοί έμελλον να συμπλακούν προσελθόντες εις τον Άγιν τον απέτρεψαν από του να πολεμήση, λέγοντες ότι οι Αργείοι ήσαν έτοιμοι να υποβάλουν εις διαιτησίαν τας μετά των Λακεδαιμονίων διαφοράς των και του λοιπού να διάγουν εν ειρήνη αφού κάμουν σπονδάς.
60. Και οι μεν Αργείοι οι ταύτα ειπόντες ενήργουν αυτοβούλως και όχι τη συγκαταθέσει του στρατού· ο δε Άγις παραδεχθείς τους λόγους των, αυτός μόνος, και χωρίς να συμβουλευθή τους περισσοτέρους, αλλ' ανακοινώσας μόνον αυτούς εις ένα εκ των μετ' αυτού συνεκστρατευόντων αρχόντων, έκαμε σπονδάς διά τέσσαρας μήνας, εις το διάστημα των οποίων ώφειλον οι Αργείοι να εκτελέσουν τας υποσχέσεις των. Και ευθύς απήγαγε τον στρατόν, χωρίς να είπη τίποτε εις κανένα εκ των συμμάχων. Οι δε Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι ηκολούθουν μεν τον Άγιν ως ηγεμόνα των, κατά τον νόμον, αλλά παρεπονούντο εναντίον αυτού πικρώς μεταξύ των λέγοντες ότι, ενώ τοιαύτη καλή ευκαιρία διά να πολεμήσουν τον εχθρόν περικυκλωμένον πανταχόθεν υπό των ιππέων και των πεζών παρουσιάσθη εις αυτούς, έφευγον χωρίς να κάμουν τίποτε άξιον των προπαρασκευών των· διότι τωόντι ο στρατός εκείνος ήτο ο κάλλιστος από όσους συνηθροίσθησαν εις την Ελλάδα μέχρι της εποχής εκείνης· εφάνη δε προ πάντων εις όλην την λαμπρότητά του ότε συνηθροίσθη εις την Νεμέαν, όπου ευρέθησαν οι Λακεδαιμόνιοι πανστρατιά, οι Αρκάδες, οι Βοιωτοί, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Πελληνείς, οι Φλιάσιοι, οι Μεγαρείς, όλοι άνδρες εκλεκτοί από κάθε έθνος και οίτινες εφαίνοντο δυνάμενοι να αντιμετρηθούν όχι μόνον προς την συμμαχίαν του Άργους αλλά και προς πάσαν άλλην πού ήθελεν ενωθή με αυτήν. Ούτω λοιπόν ο στρατός, δυσηρεστημένος κατά του Άγιδος ανεχώρησε και επέστρεψε καθείς εις τα ίδια· οι δε Αργείοι ήσαν και αυτοί ακόμη περισσότερον δυσηρεστημένοι κατ' εκείνων οίτινες έκαμαν τας σπονδάς άνευ της συγκαταθέσεως του πλήθους, νομίζοντες ότι αφήσαντες τους Λακεδαιμονίους να φύγουν έχασαν την καλυτέραν περίστασιν ήτις ηδύνατό ποτε να παρουσιασθή εις αυτούς· διότι τωόντι ο αγών θα εγίνετο πλησίον της πόλεώς των και ενώ θα εβοήθουν σύμμαχοι πολλοί και γενναίοι. Κατά την επιστροφήν των δε ήρχισαν να λιθοβολούν τον Θράσυλλον εν τω χειμάρρω Χαράδρω, όπου, πριν εισέλθουν εις την πόλιν, δικάζουν τα στρατιωτικά εγκλήματα. Ο Θράσυλλος, καταφυγών εις τον βωμόν, εσώθη· αλλ' η περιουσία αυτού εδημεύθη.
61. Μετά τούτο, ότε ήλθαν προς βοήθειαν χίλιοι Αθηναίοι, οπλίται και τριακόσιοι ιππείς υπό την αρχηγίαν του Λάχητος και του Νικοστράτου, οι Αργείοι, οι οποίοι εδίσταζαν να λύσουν τας μετά των Λακεδαιμονίων σπονδάς, τους προσεκάλεσαν να αναχωρήσουν και δεν τους επαρουσίασαν εις τον δήμον, μετά του οποίου οι Αθηναίοι ήθελαν να συνεννοηθούν, ειμή αφού ηναγκάσθησαν υπό των παρακλήσεων των Μαντινέων και των Ηλείων, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί ακόμη. Οι Αθηναίοι, διά του πρεσβευτού των Αλκιβιάδου, είπαν εις τους Αργείους και εις τους συμμάχους ταύτα, ότι αι σπονδαί δεν έγιναν ορθώς άνευ της συμμετοχής των άλλων πόλεων και ότι τόρα (αφού ήλθαν εγκαίρως) έπρεπε να αρχίσουν τον πόλεμον. Πείσαντες διά των λόγων των τους συμμάχους, ευθύς επροχώρησαν κατά του Αρκαδικού Ορχομενού πάντες πλην των Αργείων, οι οποίοι, μολονότι πεισθέντες, έμειναν κατ' αρχάς οπίσω, αλλ' ύστερον ήλθαν και αυτοί. Στρατοπεδεύσαντες δε έμπροσθεν του Ορχομενού, επολιόρκουν πάντες και έκαμναν εφόδους όχι μόνον διά να κυριεύσουν τον Ορχομενόν, αλλά και διότι ευρίσκοντο όμηροι εκ της Αρκαδίας κατατεθέντες εκεί υπό των Λακεδαιμονίων. Οι δε Ορχομένιοι, διότι το τείχος ήτο αδύνατον και διά το πλήθος των εχθρών φοβηθέντες μήπως εξολοθρευθούν πριν τους βοηθήσουν, εσυνθηκολόγησαν ώστε να είναι σύμμαχοι των πολιορκούντων, να δώσουν ομήρους εις τους Μαντινείς εκ των συμπολιτών των και να παραδώσουν εκείνους τους οποίους κατέθεσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι.
62. Μετά τούτο οι σύμμαχοι, κατέχοντες ήδη τον Ορχομενόν, διεσκέφθησαν κατά ποίας πόλεως, μεταξύ εκείνων αίτινες έμεναν, έπρεπε να προχωρήσουν κατά πρώτον. Και οι μεν Ηλείοι επρότειναν να προσβάλουν το Λέπρεον, οι δε Μαντινείς την Τεγέαν οι Αργείοι και οι Αθηναίοι προσετέθησαν με την γνώμην των Μαντινέων. Και οι μεν Ηλείοι οργισθέντες διότι δεν εψηφίσθη η προσβολή του Λεπρέου, ανεχώρησαν εις τα ίδια· οι δε άλλοι σύμμαχοι παρεσκευάζοντο εν τη Μαντινεία διά να οδεύσουν κατά της Τεγέας. Τινές μάλιστα Τεγεάται ήθελαν να παραδώσουν εις αυτούς την πόλιν.
63. Οι Λακεδαιμόνιοι οι οποίοι είχαν αναχωρήσει εξ Άργους μετά την συνομολόγησιν της τετραμήνου ανακωχής, πικρώς παρεπονούντο εναντίον του Άγιδος, διότι δεν καθυπέταξε το Άργος, αφήσας ούτω να διαφύγη η καλυτέρα περίστασις πού ημπορούσε ποτέ να παρουσιασθή, ως ενόμιζαν αυτοί· διότι δεν ήτο εύκολον να εύρη τις συνηθροισμένους εις έν μέρος τοσούτους και τοιούτους συμμάχους. Επειδή δε διεδόθη η είδησις ότι εκυριεύθη ο Ορχομενός, ηγανάκτησαν πολύ περισσότερον και εν τη οργή των απεφάσισαν ευθύς, εναντίον της συνηθείας των, ότι έπρεπε να κατεδαφίσουν την οικίαν του και να τον καταδικάσουν εις πρόστιμον εκατόν χιλιάδων δραχμών. Εκείνος δε τους ικέτευσε να μη πράξουν τίποτε, βεβαιών ότι εις την πρώτην εκστρατείαν θα εξαγόραζε τας επιπλήξεις ταύτας διά λαμπρού κατορθώματος· εν εναντία περιπτώσει, θα ήσαν κύριοι να πράξουν ό,τι ήθελαν νομίση καλόν. Οι Λακεδαιμόνιοι ανέβαλαν το πρόστιμον και την κατεδάφισιν, αλλ' εξέδωκαν τότε νόμον, ο οποίος ουδέποτε άλλοτε υπήρξεν εις αυτούς· εξέλεξαν συμβούλιον εκ δέκα Σπαρτιατών, χωρίς την συγκατάθεσιν του οποίου να μη δύναται να οδηγή (ο βασιλεύς) στρατόν εκ της πόλεως (2).
64. Εν τω μεταξύ τούτω οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν παρά των εν Τεγέα φίλων των ότι εάν δεν έσπευδαν να μεταβούν εκεί, η πόλις αύτη θα απεσπάτο απ' αυτών και θα ενώνετο μετά των Αργείων και των συμμάχων των, και ότι ήτο ήδη εις την ακμήν να αποστατήση. Αμέσως λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Είλωτες έδραμον πανδημεί μετά ταχύτητος απαραδειγματίστου μέχρι τότε, και επροχώρησαν προς το Ορέσθειον της Μαιναλίας· και τους μεν Αρκάδας οι οποίοι ήσαν σύμμαχοι των επροσκάλεσαν να τους ακολουθήσουν εις Τεγέαν, αυτοί δε φθάσαντες όλοι εις το Ορέσθειον, απέπεμψαν εις τα ίδια το έκτον μέρος του στρατού των, ήτοι τους πρεσβυτέρους και τους νεωτέρους, διά να φρουρή τον τόπον, και με τον επίλοιπον στρατόν έφθασαν εις την Τεγέαν. Μετ' ολίγον έφθασαν και οι Αρκάδες σύμμαχοι. Έστειλαν μήνυμα επίσης εις την Κόρινθον, εις τους Βοιωτούς, εις τους Φωκείς και εις τους Λοκρούς προσκαλούντες να σπεύσουν, βιαστικά εις την Μαντίνειαν. Αλλ' ούτοι έλαβαν την διαταγήν ταύτην πολύ εξ απροόπτου, και δεν τοις ήτο εύκολον να διέλθουν από την εχθρικήν χώραν χωρίς να βαδίσουν όλοι ομού και χωρίς να περιμείνουν ο ένας τον άλλον διότι ευρισκομένη εν τω μέσω η χώρα των εχθρών απέκλειεν αυτούς· εν τούτοις έσπευσαν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, λαβόντες τους παρόντας Αρκάδας συμμάχους, εισέβαλαν εις την Μαντινικήν, και στρατοπεδεύσαντες πλησίον του ναού του Ηρακλέους ελεηλάτουν την χώραν.
65. Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι άμα είδαν αυτούς, κατέλαβαν θέσιν τινά οχυράν και δύσβατον, και παρετάχθησαν εις μάχην. Αμέσως οι Λακεδαιμόνιοι επροχώρησαν κατ' αυτών. Είχαν δε προσεγγίση εις απόστασιν βολής λίθου ή ακοντίου, ότε γέρων τις, ιδών αυτούς διευθυνομένους εναντίον της οχυράς θέσεως, εβόησε προς τον Άγιν ότι διανοείται να θεραπεύση το έν κακόν δι' άλλου κακού, δηλών τοιουτοτρόπως ότι ο Άγις, διά της παρούσης ακαίρου προθυμίας, ήθελε να εξαλείψη την εναντίον του μομφήν διά την εξ Άργους υποχώρησιν, Ο δε Άγις είτε διά την κραυγήν του γέροντος, είτε διότι μετέβαλε γνώμην αιφνιδίως, απήγαγε βιαστικά τον στρατόν πριν αρχίση η μάχη. Και φθάσας εις την Τεγεάτιδα μετωχέτευσε προς την Μαντινικήν το ύδωρ περί του οποίου, ως προξενούντος παλλάς βλάβας όπου και αν επιπίπτη, πολεμούν οι Μαντινείς και οι Τεγεάται. Ήλπιζεν ότι εις την είδησιν ταύτην οι Αργείοι και οι σύμμαχοί των, οι οποίοι ήσαν επί του λόφου, ήθελαν καταβή εκ της θέσεώς των διά να εμποδίσουν την εκτροπήν του ύδατος και ούτως η μάχη ήθελε γίνη εις την πεδιάδα. Και ο μεν Άγις μείνας αυτού όλην την ημέραν εξέτρεπε το ύδωρ, οι δε Αργείοι και σύμμαχοι, εκπλαγέντες κατ' αρχάς διά την αιφνιδίαν αναχώρησιν των Λακεδαιμονίων, δεν ήξευραν τι να υποθέσουν· έπειτα όμως, όταν εκείνοι αναχωρήσαντες έγιναν άφαντοι χωρίς ούτοι να καταδιώξουν αυτούς, ήρχισαν πάλιν να μέμφωνται τους στρατηγούς των λέγοντες ότι και κατά την παρελθούσαν ευκαιρίαν αφήκαν να διαφύγουν οι περικυκλωμένοι πλησίον του Άργους Λακεδαιμόνιοι, και κατά την παρούσαν, ενώ έφευγαν, ουδείς καταδιώκει αυτούς, αλλ' εν ησυχία εκείνοι μεν σώζονται, οι δε Αργείοι προδίδονται. Και κατ' αρχάς μεν οι στρατηγοί εφοβήθησαν, ύστερον δε κατεβίβασαν τον στρατόν από του λόφου και προχωρήσαντες εις την πεδιάδα εστρατοπέδευσαν διά να προσβάλουν τους εχθρούς.
66. Την επομένην ημέραν οι Αργείοι και οι σύμμαχοι παρετάχθησαν εις τρόπον ώστε να πολεμήσουν εάν συνήντων τον εχθρόν· οι δε Λακεδαιμόνιοι ενώ επανήρχοντο από τας όχθας του ύδατος προς το πλησίον του ναού του Ηρακλέους στρατόπεδόν των, είδαν αίφνης όλους τους εναντίους παραταγμένους ήδη, και από του λόφου προελθόντας. Κατ' εκείνην την στιγμήν οι Λακεδαιμόνιοι κατελήφθησαν υπό πανικού φόβου, οίον ουδέποτε άλλοτε ησθάνθησαν· μόλις ολίγας στιγμάς είχαν όπως προετοιμασθούν διά την μάχην, και κατέλαβαν αμέσως τας θέσεις των ενώ ο βασιλεύς Άγις έδιδεν όλας τας διαταγάς ως ορίζει ο νόμος. Διότι όταν ο βασιλεύς οδηγή τον στρατόν, όλοι γενικώς υπακούουν εις αυτόν· αυτός διατάττει τα δέοντα εις τους πολεμάρχους, ούτοι εις τους λοχαγούς, ούτοι εις τους πεντηκοντήρας, ούτοι εις τους ενωμοτάρχας και οι τελευταίοι ούτοι εις την ενωμοτίαν. Όλαι αι διαταγαί, καθ' όσον παρίσταται αυτών ανάγκη, διά των αρχηγών τούτων διαβιβάζονται και φθάνουν ταχέως· διότι, εκτός ολιγίστων εξαιρέσεων, ο στρατός των Λακεδαιμονίων σύγκειται από αρχηγούς αρχηγών, εις τρόπον ώστε η ευθύνη των πραττομένων διαμοιράζεται εις πολλούς.
67. Κατ' εκείνην την ημέραν το αριστερόν κέρας των Λακεδαιμονίων κατείχον οι Σκιρίται, οι οποίοι πάντοτε κατέχουν την τάξιν ταύτην και μόνοι μεταξύ των Λακεδαιμονίων σχηματίζουν ιδιαίτερον σώμα· πλησίον αυτών ήσαν οι μετά του Βρασίδου εκστρατεύοντες εις την Θράκην και μετ' αυτών υπήρχον νεωστί απελευθερωθέντες δούλοι· έπειτα αμέσως ήρχοντο οι Λακεδαιμόνιοι τακτοποιημένοι κατά λόχους, και πλησίον αυτών οι Αρκάδες Ηραιείς, μετά δε τούτους οι Μαινάλιοι· εις το δεξιόν κέρας ήσαν οι Τεγεάται και ολίγοι εκ των Λακεδαιμονίων εις το έσχατον μέρος, το δε ιππικόν ήτο διανεμημένον και εις τα δύο κέρατα. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι ούτω παρετάχθησαν· εις δε το εχθρικόν στρατόπεδον, το μεν δεξιόν κέρας κατείχον οι Μαντινείς, καθότι η μάχη εδίδετο επί του εδάφους των, πλησίον δε αυτών ήσαν οι σύμμαχοι Αρκάδες, έπειτα οι χίλιοι λογάδες των Αργείων, εις τους οποίους η πόλις των παρείχε προ πολλού δι' εξόδων της τα μέσα να ασκώνται εις την πολεμικήν τέχνην, κατόπιν αυτών ήρχοντο οι άλλοι Αργείοι, και μετ' αυτούς οι σύμμαχοι των Κλεωναίοι και Ορνεάται, τελευταίοι δε ήρχοντο οι Αθηναίοι κατέχοντες το αριστερόν κέρας και έχοντες τους ιδικούς των ιππείς.
68. Η τάξις και αι προετοιμασίαι από τα δύο μέρη τοιαύται ήσαν. Αλλ' ο στρατός των Λακεδαιμονίων εφάνη ανώτερος τον αριθμόν. Εν τούτοις δεν δύναμαι να είπω ακριβώς τας δυνάμεις εκατέρου ή και των δύο ομού, διότι ο μεν στρατός των Λακεδαιμονίων, διά την μυστικότητα, την οποίαν έχει ο πολιτικός οργανισμός των, ήτο άγνωστος, ο δε των εναντίων, ένεκα της αλαζονείας των ανθρώπων εις το να μεγαλοποιούν τους ιδικούς των αριθμούς, καθίστατο απίστευτος. Δυνάμεθα εν τούτοις εκ του εξής υπολογισμού να εύρωμεν κατά προσέγγισιν την αριθμητικήν δύναμιν του σπαρτιατικού στρατού. Επτά λόχοι εμάχοντο κατ' εκείνην την ημέραν άνευ των Σκιριτών οι οποίοι ήσαν εξακόσιοι· έκαστος λόχος είχε τεσσάρας πεντηκοστύας, και εκάστη πεντηκοστύς τεσσάρας ενωμοτίας. Και εις μεν τον πρώτον ζυγόν εκάστης ενωμοτίας εμάχοντο τέσσαρες άνδρες, δεν είχαν δε όλοι το αυτό βάθος, αλλ' όπως ήθελεν έκαστος λοχαγός. Εν γένει παρετάχθησαν επί οκτώ ζυγών κατά βάθος, όλη δε η πρώτη τάξις, πλην των Σκιριτών, απετελείτο εκ τετρακοσίων τεσσαράκοντα οκτώ ανδρών.
69. Ολίγον προ της συμπλοκής οι στρατηγοί των δύο στρατοπέδων απέτειναν προς τους οικείους στρατιώτας τας εξής προτροπάς, προς μεν τους Μαντινείς παρέστησαν ότι η μάχη θα είναι όχι μόνον υπέρ πατρίδος, αλλά συγχρόνως και υπέρ της ηγεμονίας ή της δουλείας, να μη χάσουν την μεν αφού την εγνώρισαν και να μη περιπέσουν πάλιν εις την άλλην· προς δε τους Αργείους ότι ο αγών θα είναι υπέρ της αρχαίας αυτών ηγεμονίας, και διά να εκδικηθούν συγχρόνως απείρους ύβρεις εναντίον ανθρώπων εχθρών και γειτόνων· προς δε τους Αθηναίους ότι ήτο καλόν, ενώ μάχονται μετά πολλών και γενναίων συμμάχων, να μη υποχωρήσουν εις κανένα και ότι, νικώντες τους Λακεδαιμονίους εις την Πελοπόννησον, ήθελαν καταστήση την ηγεμονίαν των βεβαιοτέραν και μεγαλυτέραν, εις δε το μέλλον ουδείς θα ηδύνατο να εισβάλη εις την χώραν των. Τοιαύται ήσαν αι παραινέσεις αίτινες εδόθησαν εις τους Αργείους και εις τους συμμάχους· οι δε Λακεδαιμόνιοι, έκαστος ιδιαιτέρως και μετά των εμβατηρίων μελών, παρωτρύνοντο να ενθυμηθούν την αγωγήν την οποίαν είχαν λάβη. Εγνώριζαν ότι μακρά πρακτική άσκησις είναι καλύτερα εγγύησις της νίκης ή στιγμιαίαι προτροπαί ευγλώττως ειπωμέναι.
70. Έπειτα οι δύο στρατοί εκινήθησαν· και οι μεν Αργείοι και οι σύμμαχοι εχώρουν ταχέως και ζωηρώς, οι δε Λακεδαιμόνιοι αργά και εις τον ήχον πολλών αυλητών ομού συνηγμένων· τούτο δε δεν είναι έθιμον ιερόν, αλλά τρόπος διά να κανονίζωνται τα βήματα των προς τον ρυθμόν της μουσικής και διά να μη διασπάται η τάξις των, ως συμβαίνει συνήθως εις τους μεγάλους στρατούς εις την στιγμήν της προσβολής.
71. Ενώ οι δύο στρατοί επλησίαζαν αλλήλους, ο βασιλεύς Άγις επενόησε το εξής. Εις όλα τα στρατόπεδα συμβαίνει εν γένει κατά την ώραν της συμπλοκής να εκτείνουν περισσότερον το δεξιόν κέρας, εις τρόπον ώστε εκατέρου η δεξιά πτέρυξ να είναι ανωτέρα της του εναντίου αριστεράς. Τούτο προέρχεται διότι ο καθείς, υπό φόβου, προσπαθεί να προφυλάττη τα άοπλα μέρη του σώματος του όπισθεν της ασπίδος του προς τα δεξιά γείτονός του, και διότι νομίζουν ότι όσον μάλλον πυκνωμένοι είναι, τόσον μάλλον ασφαλείς· και είναι μεν η πρώτη αιτία της κλίσεως ταύτης ο δεξιός οδηγός, ο οποίος σπεύδει πάντοτε να προφυλάττη το δεξιόν μέρος του σώματός του από τας προσβολάς του εχθρού, τον μιμούνται δε και οι άλλοι στρατιώται διά τον αυτόν φόβον. Κατ' εκείνην την ημέραν το κέρας των Μαντινέων ήτο πολύ υπέρτερον του κέρατος των Σκιριτών, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάται, ένεκα της αριθμητικής υπεροχής των, ήσαν πολύ μάλλον υπέρτεροι του κέρατος των Αθηναίων. Φοβηθείς δε ο Άγις μήπως περικυκλωθή το αριστερόν κέρας και νομίσας ότι οι Μαντινείς εξετείνοντο πολύ, διέταξε τους Σκιρίτας και τους μετά του Βρασίδου συνεκστρατεύοντας να εξαπλώσουν μέρος των στρατευμάτων των και να εξισώσουν το κέρας των προς το των Μαντινέων· εις το κενόν δε το οποίον έμελλε να μείνη εις το μέσον διέταξε να προχωρήσουν και να παραταχθούν οι πολέμαρχοι Ιππονοΐδας και Αριστοκλής μετά δυο λόχων. Εσκέπτετο ότι τοιουτοτρόπως και το δεξιόν κέρας δεν θα εξησθενίζετο πολύ και το προς τους Μαντινείς αντιταγμένον ήθελε καταστή ασφαλέστερον.
72. Συνέβη όμως ότι δοθείσης της διαταγής απροόπτως καθ' ην στιγμήν επρόκειτο να γίνη η προσβολή, ο Ιππονοΐδας και ο Αριστοκλής δεν ηθέλησαν να προχωρήσουν· ένεκα δε της αιτίας ταύτης εξωρίσθησαν κατόπιν από την Σπάρτην ως ένοχοι ανανδρίας. Τοιουτοτρόπως οι εχθροί επρόφθασαν να επιτεθούν και όταν ο Άγις, βλέπων ότι οι δύο λόχοι δεν ήρχοντο προς τους Σκιρίτας ανεκάλεσε τους τελευταίους τούτους εις τας τάξεις των, δεν ηδυνήθησαν ούτοι να τας επανακτήσουν ούτε και να συμπληρώσουν το κενόν. Αλλ' εάν, εις την περίστασιν εκείνην, οι Λακεδαιμόνιοι εφάνησαν κατά πάντα υποδεέστεροι εν εμπειρία, δεν εδείχθησαν όμως εν ανδρεία ολιγώτερον ή άλλοτε ανώτεροι. Καθ' ην στιγμήν συνεπλάκησαν με τους εναντίους, το μεν δεξιόν κέρας των Μαντινέων έτρεψεν εις φυγήν τους Σκιρίτας και τους Βρασιδείους· και επιπεσόντες οι Μαντινείς και οι σύμμαχοι αυτών και οι χίλιοι λογάδες των Αργείων εις το κενόν και μη συγκλεισθέν διάστημα, κατέκοψαν τους Λακεδαιμονίους και περικυκλώσαντες τους έτρεψαν εις φυγήν, τους εδίωξαν μέχρι των αμαξών και εφόνευσάν τινας εκ των φυλασσόντων τας αποσκευάς γερόντων· και εις τούτο το μέρος ενικήθησαν οι Λακεδαιμόνιοι. Ο επίλοιπος δε στρατός, και προ πάντων το κέντρον, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς Άγις και περί αυτόν οι ιππείς οι καλούμενοι τριακόσιοι, επιπεσών κατά των Αργείων γερόντων, των καλουμένων πεντελόχων, κατά των Κλεωναίων, κατά των Ορνεατών και κατά των πλησίον αυτών τεταγμένων Αθηναίων, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν. Εκ τούτων πολλοί δεν υπέμειναν την επίθεσιν των Λακεδαιμονίων, αλλ' υπεχώρησαν αμέσως, καί τινες μάλιστα κατεπατήθησαν, μη δυνηθέντες να φύγουν εγκαίρως.
73. Ότε υπεχώρησε το μέρος τούτο του στρατού των Αργείων και των συμμάχων, αι δύο αυτών πτέρυγες διεσπάσθησαν ομοίως, και συγχρόνως η δεξιά των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών ανεπτύχθη και κατέστησε δύσκολον την θέσιν των Αθηναίων, οι οποίοι ευρέθησαν εις κίνδυνον από τα δύο μέρη, ένθεν μεν περικυκλωμένοι, ένθεν δε ηττημένοι· ήθελαν δε πάθη πλειότερον του λοιπού στρατού εάν δεν εβοήθουν αυτούς οι ιππείς οι οποίοι τους συνώδευαν. Αλλ' ευτυχώς ο Άγις, μαθών την καταστροφήν του αριστερού κέρατος του παραταγμένου κατά των Μαντινέων και των χιλίων Αργείων, διέταξε τον στρατόν να χωρήση προς το ηττηθέν μέρος. Και ότε τούτο έγινεν, οι μεν Αθηναίοι, άμα ο στρατός των Λακεδαιμονίων επροχώρησε και εμακρύνθη, εσώθησαν ησύχως και μετ' αυτών οι ηττηθέντες Αργείοι. Οι δε Μαντινείς, οι σύμμαχοί των και οι λογάδες των Αργείων δεν εσκέφθησαν πλέον να αντισταθούν κατά των εναντίων, αλλ' ιδόντες την ήτταν των ιδικών των και την επίθεσιν των Λακεδαιμονίων, ετράπησαν εις φυγήν. Και εκ μεν των Μαντινέων έπεσαν πολλοί, εκ δε των Αργείων λογάδων εσώθησαν οι περισσότεροι. Η φυγή και η υποχώρησις μήτε εσπευσμέναι εγένοντο μήτε με ακεραίαν παράταξιν· διότι οι Λακεδαιμόνιοι, μέχρις ου αναγκάσουν τον εχθρόν να ενδώση, μάχονται επί πολύ και σταθερώς, αφού όμως τρέψουν αυτόν εις φυγήν δεν τον καταδιώκουν μήτε επί πολύ μήτε μακράν.
74. Τοιαύτη υπήρξε περίπου η μάχη εκείνη, η αιματηροτάτη όλων όσαι εγένοντο από πολλού χρόνου μεταξύ Ελλήνων και εις την οποίαν ευρέθησαν συνηνωμέναι αι δυνάμεις των αξιολογωτάτων πόλεων. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, παραταχθέντες έμπροσθεν των φονευθέντων εχθρών, έστησαν αμέσως τρόπαιον, απεγύμνωσαν τα πτώματα, εσύναξαν τους νεκρούς των, έφεραν αυτούς εις την Τεγέαν, όπου τους έθαψαν, και διά συνθήκης απέδωκαν τους των πολεμίων. Απέθαναν δε εκ μεν των Αργείων, των Ορνεατών και των Κλεωναίων επτακόσιοι, εκ δε των Μαντινέων διακόσιοι, εκ δε των Αθηναίων και Αιγινητών διακόσιοι και αμφότεροι οι στρατηγοί των Αθηναίων. Οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων δεν έπαθαν τόσον, ώστε η απώλειά των να είναι αξία μνείας· ως προς δε τους Λακεδαιμονίους ιδίως δεν ήτο εύκολον να μάθω την αλήθειαν· ελέγετο εν τούτοις ότι εφονεύθησαν τριακόσιοι περίπου.
75. Ολίγον προ της μάχης, ο έτερος βασιλεύς Πλειστοάναξ, έχων μεθ' εαυτού τους πρεσβυτέρους και τους νεωτέρους, έδραμεν εις βοήθειαν αλλά φθάσας εις την Τεγέαν και μαθών την νίκην ανεχώρησεν. Οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν διά να αναστείλουν τους από της Κορίνθου και έξω του ισθμού ερχομένους συμμάχους. Άναχωρήσαντες δε και αυτοί οι ίδιοι και αποπέμψαντες τους συμμάχους (ένεκα της εορτής των Καρνείων τα οποία ετελούντο τότε) επανηγύρισαν. Δι' αυτού και μόνου του πολεμικού κατορθώματος, απέπλυναν την μομφήν διά χαυνότητα, δι' απερισκεψίαν και διά βραδύτητα την οποίαν επέρριπταν τότε κατ' αυτών οι Έλληνες διά την εν τη Σφακτηρία καταστροφήν. Τους έκαμε μεν η τύχη, ως εφαίνετο, να χάσουν το θάρρος των, αλλά κατά την ανδρείαν ήσαν πάντοτε οι αυτοί. Κατά την προτεραίαν της μάχης συνέβη να εισβάλουν οι Επιδαύριοι πανδημεί εις την χώραν των Αργείων, ανυπεράσπιστον ούσαν, και εφόνευσαν πολλούς φύλακας μείναντας μετά την αναχώρησιν των Αργείων. Αλλ' οι Μαντινείς, λαβόντες ενίσχυσιν τρισχιλίων οπλιτών Ηλείων και χιλίων Αθηναίων, εκτός εκείνων οι οποίοι είχαν έλθη πρότερον, εξεστράτευσαν ευθύς μεθ' όλων τούτων των ηνωμένων δυνάμεων κατά της Επιδαύρου, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εώρταζαν τα Κάρνεια, και διανεμηθέντες μεταξύ των τας εργασίας ήρχισαν να περιτειχίζουν την πόλιν. Και οι μεν άλλοι απέκαμαν, οι δε Αθηναίοι, όπως διετάχθησαν, ωχύρωσαν την άκραν, όπου ευρίσκεται ο ναός της Ήρας. Μετά το πέρας της εργασίας ταύτης αφήσαντες φρουράν εξ όλων των συμμαχικών στρατευμάτων, ανεχώρησαν εις τα ίδια, και το θέρος ετελείωσε.
76. Ευθύς από των πρώτων ημερών του επομένου χειμώνος οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την εορτήν των Καρνείων, εξεστράτευσαν, και φθάσαντες εις την Τεγέαν μετεβίβασαν εις το Άργος προτάσεις ειρήνης. Υπήρχαν ήδη εις την πόλιν ταύτην άνδρες οι οποίοι ήσαν αφωσιωμένοι εις αυτούς και οι οποίοι επεθύμουν να καταργήσουν το δημοκρατικόν πολίτευμα του Άργους. Η έκβασις της μάχης επέτρεπεν εις αυτούς να καταπείσουν ευκολώτερον τους περισσοτέρους εις συμβιβασμόν. Ήθελαν δε να κάμουν πρώτον σπονδάς μετά των Λακεδαιμονίων, έπειτα να κλείσουν συμμαχίαν, και ακολούθως να επιχειρήσουν την ανατροπήν της δημοκρατίας. Λίχας ο Αρκεσιλάου, πρόξενος των Αργείων, φθάνει εκ μέρους των Λακεδαιμονίων φέρων εις το Άργος δύο προτάσεις, την μεν εν περιπτώσει καθ' ην οι Αργείοι ήθελαν να πολεμήσουν, την δε εάν εδέχοντο να κλείσουν ειρήνην. Μετά πολλάς συζητήσεις (διότι και ο Αλκιβιάδης έτυχε παρών) οι οπαδοί των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι ήδη ενήργουν αναφανδόν, έπεισαν τους Αργείους να παραδεχθούν την εξής συμβιβαστικήν πρότασιν.
77. (3) «Απεφασίσθη υπό της εκκλησίας των Λακεδαιμονίων να συμβιβασθούν μετά των Αργείων υπό τους εξής όρους. Οι Αργείοι θα αποδώσουν εις τους Ορχομενίους τα τέκνα των, εις τους Μαιναλίους τους άνδρας τους οποίους είχαν συλλάβη αιχμαλώτους και εις τους Λακεδαιμονίους τους άνδρας τους οποίους είχαν συλλάβη εις την Μαντίνειαν, θα εξέλθουν εκ της Επιδαύρου και θα κατεδαφίσουν το τείχος το οποίον είχαν εγείρη. Εάν οι Αθηναίοι δεν θελήσουν να εξέλθουν της Επιδαύρου, θα θεωρηθούν ως εχθροί των Αργείων και των Λακεδαιμονίων καθώς και των συμμάχων των δύο τούτων λαών. Οι Λακεδαιμόνιοι θέλουν αποδώση εις όλας τας πόλεις τους παίδας όσους έλαβον ως ομήρους. Ως προς την θυσίαν την οφειλομένην εις τον θεόν, οι Αργείοι θα είναι ελεύθεροι να επιβάλουν τον όρκον, εις τους Επιδαυρίους ή να τον δώσουν αυτοί οι ίδιοι. Αι εν τη Πελοποννήσω κείμεναι πόλεις, μεγάλαι ή μικραί, θα είναι όλαι αυτόνομοι κατά τα πάτρια. Εάν λαός τις έξωθεν της Πελοποννήσου εισβάλη εις το πελοποννησιακόν έδαφος διά να το βλάψη, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αργείοι θα συνεννοηθούν πως να αποδιώξουν αυτόν διά του τρόπου πού ήθελε φανή δικαιότατος εις τους Πελοποννησίους. Όσοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων ευρίσκονται εκτός της Πελοποννήσου, θα μείνουν εις την αυτήν κατάστασιν εις την οποίαν και οι εντός της Πελοποννήσου σύμμαχοι των Αργείων και των Λακεδαιμονίων, δηλαδή κύριοι των ιδιοκτησιών των. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αργείοι θα ανακοινώσουν εις τους συμμάχους των τας συμφωνίας ταύτας διά να τας παραδεχθούν και αυτοί, εάν θέλουν· εάν δε οι σύμμαχοι ούτοι επιθυμήσουν να προστεθή τι, ας στείλουν πρέσβεις εις την Λακεδαίμονα.»
78. Κατ' αρχάς οι Αργείοι παρεδέχθησαν την συνθήκην ταύτην και ο στρατός των Λακεδαιμονίων ανεχώρησεν εκ της Τεγέας εις τα ίδια· μετά τούτο ήρχισαν συνεννοούμενοι μεταξύ των, και μετ' ου πολύ οι αυτοί άνδρες έπεισαν πάλιν τους Αργείους να αφήσουν την μετά των Μαντινέων, Ηλείων και Αθηναίων συμμαχίαν και να κλείσουν μετά των Λακεδαιμονίων την ακόλουθον συνθήκην ειρήνης και συμμαχίας.
79. (4) «Απεφασίσθη υπό των Λακεδαιμονίων και των Αργείων να γίνη ειρήνη και συμμαχία διά πεντήκοντα έτη υπό τους ακολούθους όρους· Θα κρίνωνται εν ισότητι κατά την συνήθειαν των πατέρων των. Αι άλλαι πόλεις της Πελοποννήσου δύνανται να συμπεριληφθούν εις τας σπονδάς και την συμμαχίαν ταύτην μένουσαι ελεύθεραι και αυτόνομοι και δικαζόμεναι με ισότητα κατά τας πατρογονικάς συνηθείας. Οι εκτός της Πελοποννήσου σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων θα είναι ίσοι καθ' όλα με τους Αργείους και κύριοι της χώρας των. Εάν ποτε επιστή ανάγκη κοινής εκστρατείας, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αργείοι θα λαμβάνουν περί τούτου μέτρα δικαιότατα προς τους συμμάχους. Εάν προκύψη έρις τις μεταξύ των πόλεων της Πελοποννήσου, ή των εντός ή των εκτός, είτε περί των ορίων είτε περί άλλου τινός, η δικαιοσύνη θα επικρατή. Εάν προκύψη έρις τις μεταξύ δύο συμμάχων πόλεων, αμφότεραι θα υποβάλλωνται εις την διαιτησίαν άλλης πόλεως ουδετέρας την οποίον ήθελαν εκλέξη αμφότεραι. Οι πολίται θα δικάζωνται κατά τα πάτρια.»
80. Τοιαύται υπήρξαν αι σπονδαί και η συμμαχία· απέδωκαν δε αμοιβαίως όσα είχαν κυριεύση και ετακτοποίησαν τας λοιπάς διαφοράς των. Διασκεπτόμενοι δε ήδη περί των υποθέσεων των από κοινού, εψήφισαν να μη δεχθούν μήτε κήρυκα μήτε πρεσβείαν εκ μέρους των Αθηναίων πριν ή ούτοι εξέλθουν της Πελοποννήσου εγκαταλείποντες τα τείχη και να μη κάμουν μετ' αυτών ειρήνην ή πόλεμον πριν αποφασίσουν από κοινού. Επιλαμβανόμενοι παντός πράγματος μετά ζήλου, έπεμψαν αμφότεροι πρέσβεις και εις τας πόλεις της Θράκης και προς τον Περδίκκαν πείσαντες αυτόν να εισέλθη εις την συμμαχίαν των. Ούτος εν τούτοις δεν διέλυσεν αμέσως την μετά των Αθηναίων συμμαχίαν, διενοείτο όμως να το πράξη βλέπων ότι το έπραττον και οι Αργείοι (διότι κατήγετο και αυτός εξ Άργους). Επί τέλους ανενέωσαν τους μετά των Χαλκιδέων αρχαίους όρκους των και προσέθεσαν νέους. Έπεμψαν δε οι Αργείοι πρέσβεις και προς τους Αθηναίους προσκαλούντες αυτούς να εκκενώσουν το τείχος της Επιδαύρου. Οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι οι ιδικοί των φύλακες ήσαν πολύ κατώτεροι κατά τον αριθμόν από τους άλλους συμφύλακας, έπεμψαν τον Δημοσθένην να τους επαναφέρη. Φθάσας αυτός επροφασίσθη αγώνα γυμνικόν, τον οποίον εσύστησεν έξω του φρουρίου, και άμα εξήλθον οι άλλοι στρατιώται της φρουράς, αυτός έκλεισε τας πύλας. Ύστερον δε ανανεώσαντες οι Αθηναίοι τας μετά των Επιδαυρίων σπονδάς, απέδωκαν εις αυτούς το φρούριον εκείνο.
81. Μετά την απομάκρυνσιν των Αργείων εκ της συμμαχίας των Αθηναίων, οι Μαντινείς εις την αρχήν μεν αντέστησαν, αλλ' έπειτα αισθανόμενοι ότι ήσαν αδύνατοι άνευ των Αργείων, συνεβιβάσθησαν και αυτοί με τους Λακεδαιμονίους και παρητήθησαν της ηγεμονίας των πόλεων. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αργείοι συνεξεστράτευσαν, χίλιοι εξ εκατέρου μέρους. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι μετέβησαν μόνοι εις την Σικυώνα και κατέστησαν εκεί το ολιγαρχικόν πολίτευμα, κατόπιν δε κατήργησαν ενωθέντες το δημοκρατικόν πολίτευμα του Άργους και εγκαθίδρυσαν ολιγαρχίαν αφωσιωμένην εις τους Λακεδαιμονίους. Τα συμβάντα ταύτα εγένοντο περί τα τέλη του χειμώνος και τας αρχάς της ανοίξεως, και τοιουτοτρόπως παρήλθε το δέκατον τέταρτον έτος του πολέμου.
82. Κατά δε το ακόλουθον θέρος (5) οι Διείς του Άθω απεσπάσθησαν από τους Αθηναίους, διά να ενωθούν με τους Χαλκιδείς, και οι Λακεδαιμόνιοι ετακτοποίησαν τα πράγματα της Αχαΐας, τα οποία πρότερον δεν ήσαν αρεστά εις αυτούς. Η δημοκρατική μερίς του Άργους, συνασπισθείσα ολίγον κατ' ολίγον, εσχημάτισε πάλιν καλάς ελπίδας και επετέθη κατά της ολιγαρχίας περιμείνασα προς τούτο τας ημέρας πού οι Λακεδαιμόνιοι εώρταζαν τας γυμνοπαιδίας. Και γενομένης μάχης εν τη πόλει υπερίσχυσεν ο δήμος, και άλλους μεν εκ των ολιγαρχικών εφόνευσεν, άλλους δε εδίωξεν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, αν και προ πολλού προσκαλούμενοι υπό των φίλων, δεν έσπευδον μολαταύτα να έλθουν· αλλά τέλος, αναβαλόντες τας γυμνοπαιδίας, έσπευσαν εις βοήθειαν. Μαθόντές δε εν Τεγέα, ότι ενικήθησαν οι ολιγαρχικοί, δεν ηθέλησαν να προχωρήσουν, μολονότι τους παρεκάλουν οι φυγάδες, αλλ' επιστρέψαντες εις τα ίδια εξηκολούθησαν τας γυμνοπαιδίας. Έπειτα ήλθαν προς αυτούς πρέσβεις και από των εν τη πόλει Αργείων και από των έξω, μετά πολλάς δε μεταξύ των συζητήσεις, γενομένας ενώπιον των συμμάχων, οι Λακεδαιμόνιοι απεφάνθησαν ότι οι ευρισκόμενοι εντός της πόλεως είχαν άδικον, και απεφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον του Άργους· αλλά συνέβησαν πολλαί αναβολαί και αργοπορίαι. Εν τω μεταξύ δε τούτω ο δήμος των Αργείων φοβηθείς τους Λακεδαιμονίους και συνδέσας πάλιν μετά των Αθηναίων συμμαχίαν, εκ της οποίας ήλπιζε μεγάλην ωφέλειαν, έκτισε μακρά τείχη μέχρι της θαλάσσης, διά να δύναται να εισάγη τρόφιμα διά της συνδρομής των Αθηναίων εν περιπτώσει που ήθελεν αποκλεισθή η διά ξηράς μετακόμισις. Τον τειχισμόν τούτον εγνώριζαν και πολλαί των εν Πελοποννήσω πόλεων. Και οι μεν Αργείοι ειργάζοντο εις τούτο όλοι ανεξαιρέτως, άνδρες, γυναίκες και οικιακοί δούλοι, επίσης δε και εξ Αθηνών ήλθαν προς αυτούς ξυλουργοί και λιθοτόμοι. Και τοιουτοτρόπως ετελείωσε το θέρος.
83. Κατά δε τον ακόλουθον χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι, άμα έμαθαν ότι οι Αργείοι έκτιζαν τείχη, εστράτευσαν κατά του Άργους, αυτοί και οι σύμμαχοι των, πλην των Κορινθίων· είχαν επίσης συνεννοήσεις τινάς και εν αυτώ τω Άργει. Αρχηγός δε της εκστρατείας ήτο ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις ο Αρχιδάμου. Και όσα μεν εφαίνοντο προετοιμασμένα εν τη πόλει υπέρ αυτών δεν επέτυχαν ακόμη· καταβαλόντες όμως και κατεδαφίσαντες τα οικοδομούμενα τείχη, και κυριεύσαντες το χωρίον του Άργους Υσιάς, και φονεύσαντες όλους τους ελευθέρους άνδρας όσους ηχμαλώτισαν, ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις. Μετά τούτο δε εστράτευσαν και οι Αργείοι κατά της Φλειασίας διά τον λόγον ότι εκεί εγίνοντο δεκτοί οι φυγάδες του Άργους, και λεηλατήσαντες την χώραν επέστρεψαν· τωόντι εκεί είχαν εύρει άσυλον οι πλείστοι των εξορίστων. Κατά τον αυτόν χειμώνα απέκλεισαν οι Αθηναίοι τους λιμένας της Μακεδονίας, επιρρίπτοντες εις τον Περδίκκαν κατηγορίαν ότι είχεν ενωθή μετά των Αργείων και των Λακεδαιμονίων, και ότι, ενώ οι Αθηναίοι είχαν προπαρασκευαστή να εκστρατεύσουν κατά των Χαλκιδέων της Θράκης και κατά της Αμφιπόλεως υπό τον στρατηγόν Νικίαν του Νικηράτου, αυτός εγκατέλιπε την συμμαχίαν και επροξένησεν ούτω διά της απομακρύνσεώς του την διάλυσιν του στρατού· ήτο λοιπόν εχθρός των. Και τοιουτοτρόπως παρήλθεν ο χειμών αυτός και το δέκατον πέμπτον έτος του πολέμου.
84. Κατά δε το ακόλουθον θέρος ο Αλκιβιάδης έπλευσεν εις Άργος μετά είκοσι πλοίων και συνέλαβεν εκεί τριακοσίους άνδρας, οι οποίοι εθεωρούντο ακόμη ως ύποπτοι και ως φρονούντες τα των Λακεδαιμονίων· κατέθεσαν δε αυτούς οι Αθηναίοι εις τας πλησίον νήσους τας εξαρτωμένας απ' αυτούς. Οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν επίσης και εναντίον της νήσου Μήλου μετά πλοίων ιδικών των μεν τριάκοντα, Χίων δε έξ, Λεσβίων δε δύο, και οπλιτών ιδικών των μεν χιλίων διακοσίων και τοξοτών τριακοσίων και ιπποτοξοτών είκοσι, των δε συμμάχων και νησιωτών χιλίων πεντακοσίων περίπου οπλιτών. Οι δε Μήλιοι είναι μεν άποικοι των Λακεδαιμονίων, δεν ήθελαν όμως να υπακούουν εις τους Αθηναίους καθώς οι άλλοι νησιώται, αλλά κατ' αρχάς μεν ετήρησαν ουδετερότητα και έμεναν ησυχάζοντες· κατόπιν όμως, αναγκασθέντες υπό των Αθηναίων, οι οποίοι ελεηλάτουν την νήσον των, ήρχισαν πόλεμον φανερόν. Στρατοπεδεύσαντες λοιπόν εις την χώραν των μετά του στρατού τούτου οι στρατηγοί Κλεομήδης ο Λυκομήδους και Τισίας ο Τισιμάχου, πριν αρχίσουν καμμίαν εχθροπραξίαν έπεμψαν πρέσβεις, διά να συνομιλήσουν μετ' αυτών. Τους πρέσβεις τούτους δεν παρουσίασαν οι Μήλιοι εις τον λαόν, αλλά τους προσεκάλεσαν να συνομιλήσουν μετά των αρχών και των πρώτων πολιτών περί του λόγου της αποστολής των. Οι δε πρέσβεις των Αθηναίων είπον τα εξής :
85. Επειδή οι λόγοι δεν γίνονται προς το πλήθος, προς τον σκοπόν να μη απατηθούν οι πολλοί ακούοντες διά μιας τους δελεαστικούς και ανεξέλεγκτους διά την αδιάκοπον συνέχειαν λόγους μας (διότι εννοούμεν ότι τοιαύτη είναι η σκέψις σας με το να μας φέρετε ενώπιον μικρού αριθμού ακροατών), διά τούτο σεις οι συνελθόντες μαζί μας ασφαλισθήτε έτι μάλλον. Εγκαταλείποντες τον τρόπον της συνεχούς αγορεύσεως ας λέγετε και σεις ό,τι φρονείτε περί ενός εκάστου· οσάκις δε εκφέρομεν γνώμην τινά, εάν αύτη σας φαίνεται απαράδεκτος, αντικρούετε την αμέσως. Και πρώτον είπατε αν σας αρέσκει ο τρόπος ούτος της συνομιλίας».
86. Οι δε σύνεδροι των Μηλίων απεκρίθησαν «Η μεν φιλική πρότασις του να συζητήσωμεν ησύχως δεν είναι αξία μομφής, αλλ' αι πολεμικαί προπαρασκευαί, αι παρούσαι και ουχί μέλλουσαι, μας φαίνονται να αντιφάσκουν προς αυτό. Διότι βλέπομεν ότι ήλθατε ως κριταί των όσα θα ειπωθούν και ότι διά του λόγου τούτου, εάν μεν υπερισχύσωμεν εις το δίκαιον ημών και ένεκα τούτου δεν υποχωρήσωμεν, θα προκαλέσωμεν πόλεμον καθ' ημών, εάν δε υποχωρήσωμεν, δουλείαν».
87. ΑΘΗΝΑΙΟΙ. Εάν μεν, συνήλθατε, διά να υπολογίσετε τας δυσπιστίας σας περί του μέλλοντος ή διά παν άλλο να σκεφθήτε παρά περί της σωτηρίας της πόλεώς σας αναλόγως με τας παρούσας περιστάσεις και με όσα βλέπετε, ας παύσωμεν αν δε τουναντίον, ας ομιλήσωμεν.
88. ΜΗΛΙΟΙ. Φυσικόν και συγγνωστόν είναι, άνθρωποι, εις τοιαύτην (ως την ιδικήν μας) κατάστασιν ευρισκόμενοι, να δίδουν πάσαν έκτασιν εις τους λόγους των και τας σκέψεις των. Αναγνωρίζομεν όμως ότι η συνέλευσις αύτη αντικείμενον έχει την σωτηρίαν ημών. Ας γίνη λοιπόν η συζήτησις, εάν ευαρεστήσθε, κατά τον τρόπον τον οποίον υπεδείξατε.
89. ΑΘ. Ημείς λοιπόν δεν θα ζητήσωμεν λέξεις ευπρεπείς, ούτε θα επιχειρήσωμεν να αποδείξωμεν διά μακρών λόγων οι οποίοι δεν θα έπειθον κανένα ότι είναι δίκαιον να άρχωμεν καθό νικήσαντες τον Μήδον, ή ότι εκδικούμεθα σήμερον ως προσβληθέντες· και σας παρακαλούμεν επίσης να μη μας ειπήτε ότι, επειδή είσθε άποικοι των Λακεδαιμονίων, δεν εξεστρατεύσατε μαζί μας, ή ότι δεν μας ηδικήσατε εις τίποτε, μήτε να αξιώσετε διά τούτο να μας πείσετε· πράξατε μόνον ό,τι είναι δυνατόν να γίνη κατά τα αληθή φρονήματα εκατέρων· διότι γνωρίζομεν επίσης καλώς και οι μεν και οι δε ότι το δίκαιον κατά την κρίσιν των ανθρώπων λαμβάνεται υπ' όψιν μόνον όταν οι κρινόμενοι έχουν ίσην ισχύν, οι δε ισχυροί εξασκούν την δύναμίν των και οι ασθενείς υποχωρούν.
90. ΜΗΛ. Καθώς νομίζομεν λοιπόν είναι ωφέλιμον να σας είπωμεν (είναι δε αναγκαίον τούτο, επειδή σεις επροβάλατε επιτακτικώς ως βάσιν το συμφέρον αντί του δικαίου) ότι δεν πρέπει να καταλύσετε την ελευθερίαν, το κοινόν τούτο αγαθόν, και ότι ο ευρισκόμενος πάντοτε εις κίνδυνον δύναται να επιτύχη διά της πειθούς ωφελήματα ανάλογα και δίκαια, ενίοτε δε και πέραν του αυστηρού δικαίου. Και τούτο σας συμφέρει πλειότερον παντός άλλου, τοσούτω μάλλον, όσω, εάν ποτε ατυχήσετε, θέλετε χρησιμεύσει εις τους άλλους ως παράδειγμα, διά να τιμωρηθήτε αυστηρώς.
91. ΑΘ. Ημείς δε εξ εναντίας, εάν καταλυθή η ημετέρα ηγεμονία, δεν θα λυπηθώμεν· διότι οι άρχοντες άλλων, ως οι Λακεδαιμόνιοι, δεν είναι επίφοβοι εις τους ηττηθέντας (άλλως δεν πρόκειται ενταύθα περί των Λακεδαιμονίων), επίφοβοι όμως είναι οι υπήκοοι, όταν συμβή να προσβάλουν και να νικήσουν τους αρχαίους κυρίους των. Και περί μεν τούτου ας αφεθή εις ημάς (ας μείνη να εξετασθή μόνον από ημάς) ο κίνδυνος, όστις δύναται να προκύψη· ότι δε ήλθομεν ενταύθα μεριμνώντες περί της ημετέρας ηγεμονίας και της σωτηρίας της πόλεως σας, τούτο θέλομεν σας αποδείξει, θέλοντες να είμεθα άρχοντές σας ανεμποδίστως και να καταστήσωμεν την σωτηρίαν σας συμφέρουσαν και εις σας και εις ημάς.
92. ΜΗΛ. Και πώς συμβαίνει να συμφέρη εις ημάς μεν να δουλεύωμεν, εις σας δε να ηγεμονεύετε;
93. ΑΘ. Διότι σεις μεν, εάν υπακούσετε, δεν θα πάθετε τα έσχατα δεινά, ημείς δε, εάν δεν σας εξολοθρεύσωμεν, θα έχωμεν κέρδος.
94. ΜΗΛ. Δεν δέχεσθε λοιπόν να μένωμεν ήσυχοι, όντες φίλοι μεν ιδικοί σας και όχι πολέμιοι, σύμμαχοι δε κανενός;
95. ΑΘ. Όχι· διότι η έχθρα σας μας βλάπτει ολιγώτερον παρά η φιλία σας, η οποία διά τους υπηκόους μας ήθελε δεικνύει την αδυναμίαν ημών, ενώ η έχθρα σας ήθελε δεικνύει την δύναμιν ημών.
96. ΜΗΛ. Λοιπόν οι υπήκοοί σας θέτονται εις την αυτήν κατηγορίαν με εκείνους, οι οποίοι κανένα δεν έχουν δεσμόν με σας και με τους αποίκους σας, εκ των οποίων τινές αποστατήσαντες υπετάχθησαν;
97. ΑΘ. Οι υπήκοοι ημών σκέπτονται ότι δεν στερούνται δικαιολογίας μήτε οι μεν μήτε οι δε, αλλ' ότι ένεκα της ισχύος των οι μεν διαμένουν ελεύθεροι, ημείς δε διά φόβον δεν επερχόμεθα· ώστε υποτάσσοντες σας όχι μόνον θα αυξήσωμεν τον αριθμόν των υπηκόων μας, αλλ' ωσαύτως θα εξασφαλίσωμεν ημάς αυτούς· τοσούτω μάλλον, όσω νησιώται όντες και ασθενέστεροι όχι μόνον απέναντι θαλασσοκρατόρων, όπως είμεθα ημείς, αλλά και εναντίον άλλων δεν θέλετε δυνηθή να υπερισχύσετε.
98. ΜΗΛ. Δεν νομίζετε ότι υπάρχει ασφάλεια εις αυτό το οποίον θα σας είπωμεν; (διότι καθώς απαγορεύοντες εις ημάς τους λόγους επί τη βάσει του δικαίου μας αναγκάζετε να συναρμοζώμεθα προς το συμφέρον σας, ούτω και ημείς υποδεικνύοντες εις σας τι είναι εις ημάς ωφέλιμον θα προσπαθήσωμεν να σας πείσωμεν, εάν η ωφέλεια αύτη είναι επίσης και ιδική σας.) Πώς να μη καταστήσετε εχθρούς σας εκείνους, οι οποίοι σήμερον είνε ουδέτεροι, όταν μάρτυρες της τοιαύτης διαγωγής, θα κρίνωσιν ότι ημέραν τινά θα επιτεθήτε επίσης και κατ' αυτών ; Εκ τούτου δε τι άλλο θέλει προκύψει ειμή να αυξήσουν οι υπάρχοντες εχθροί σας και να αναγκασθούν άλλοι να γίνουν εχθροί παρά την θέλησίν των;
99. ΑΘ. Ουδόλως. Οι λαοί, τους οποίους φοβούμεθα περισσότερον, δεν είναι οι κάτοικοι της στερεάς, οι οποίοι δι' αυτό τούτο, ότι είναι ελεύθεροι, δεν θα σπεύσουν να μας προσβάλουν αλλ' είναι οι ανεξάρτητοι νησιώται, όπως σεις και εκείνοι οίτινες εξεγείρονται και εναντιώνονται εναντίον της ανάγκης να υποταχθούν αυτοί, χωρίς να μετρήσουν τας δυνάμεις των, δύνανται να επισύρουν και κατ' αυτών και καθ' ημών άφευκτον κίνδυνον.
100. ΜΗΛ. Αφού οι μέγιστοι κίνδυνοι αψηφούνται από σας μεν ίνα διατηρήσετε την ηγεμονίαν, από δε τους υπό την δουλείαν ίνα απαλλαγούν αυτής, βεβαίως θα είχομεν μεγάλην μηδαμινότητα και δειλίαν, ημείς πού είμεθα ακόμη ελεύθεροι, αν δεν διεκινδυνεύομεν τα πάντα μάλλον παρά να υποδουλωθώμεν.
101. ΑΘ. Όχι, εάν σκεφθήτε φρονίμως· διότι ενώπιον σας δεν πρόκειται αγών περί ανδραγαθίας προς ίσους, εις τον οποίον θα ήτο αισχύνη διά σας, εάν υπεκύπτετε, αλλά περί της σωτηρίας σας με το να μη αντισταθήτε κατά δυνάμεων πολύ ανωτέρων.
102. ΜΗΛ. Αλλ' ηξεύρομεν ότι ο πόλεμος λαμβάνει πολλάκις ανελπίστους τροπάς και ότι η νίκη δεν συνοδεύει πάντοτε τους αριθμητικώς ανωτέρους· διά τούτο, αν μεν υποχωρήσωμεν αμέσως, ουδεμίαν ελπίδα σωτηρίας έχομεν, αν δε πολεμήσωμεν, υπάρχει ακόμη ελπίς να σωθώμεν.
103. ΑΘ. Η ελπίς, πού παρηγορεί εις τους κινδύνους, βλάπτει μεν τους διακινδυνεύοντας τας περισσευούσας δυνάμεις των, δεν καταστρέφει όμως αυτούς όλως διόλου· αλλ' εις τους διακινδυνεύοντας το παν τίποτε δεν τους αφήνει (διότι είναι φύσει δαπανηρά), μόλις δε φανούν αι παγίδες, εις τας οποίας παρασύρει, και αμέσως βλέπει τις ότι τίποτε δεν του έμεινε, διά να προφυλαχθή εναντίον αυτών· τούτο σεις, ασθενείς όντες και εις κρίσιμον στιγμήν ευρισκόμενοι, προσέξατε μη πάθητε και ομοιάσητε με τους κοινούς των θνητών, οίτινες έχοντες ακόμη μέσα ανθρώπινα διά να σωθούν, όταν, εν τη απελπισία των, πάσα ελπίς ορατή τους εγκαταλείπη, καταφεύγουν εις τας αφανείς ελπίδας, εις την μαντικήν, εις τους χρησμούς και εις παν ό,τι δύναται ούτω ένωμένον με την παραπλάνησιν του νου (φρεναπάτην) να επιφέρη τον όλεθρόν των.
104. ΜΗΛ. Μη αμφιβάλλετε ότι και ημείς επίσης αναγνωρίζομεν ότι είναι δύσκολον να αγωνισθώμεν προς την δύναμίν σας και την τύχην, αν δεν θα είναι ίση· πιστεύομεν όμως, ως προς μεν την τύχην, ότι προστατευόμενοι υπό του θείου δεν θα είμεθα κατώτεροι σας, διότι αγωνιζόμεθα όσιοι προς αδίκους· ως προς δε την έλλειψιν της δυνάμεως, ελπίζομεν ότι θα αναπληρωθή αύτη διά της συμμαχίας των Λακεδαιμονίων, η οποία συμμαχία τους υποχρεώνει να μας βοηθήσουν, αν όχι δι' άλλην αιτίαν, τουλάχιστον διά την συγγένειαν και από φιλοτιμίαν. Βλέπετε λοιπόν ότι δεν είναι όλως παράλογον το θάρρος μας.
105. ΑΘ. Και ημείς μεν ωσαύτως νομίζομεν ότι δεν θα έχωμεν ολιγώτερον ευμενείς τους θεούς· διότι ουδέν επιθυμούμεν ή πράττομεν αντιβαίνον εις τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις ή εις τας επιθυμίας των ανθρώπων. Νομίζομεν ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι, κινούμενοι υπό ακαθέκτου φυσικής ορμής, τείνουν εις το να άρχουν, εκείνοι μεν εν τη τάξει των ιδεών, ούτοι δε εν τω κύκλω της πραγματικότητος. Ούτε εθέσαμεν ούτε μετεχειρίσθημεν ημείς πρώτοι τον νόμον τούτον· τον εύρομεν υπάρχοντα και ύστερον από ημάς θα υπάρχη αιωνίως. Κάμνομεν χρήσιν αυτού βέβαιοι ότι και σεις και πολλοί άλλοι ακόμη, περιερχόμενοι εις τοιαύτην δύναμιν ως την ημετέραν, θα επράττετε το αυτό. Ως προς τους θεούς λοιπόν, ουδεμίαν αιτίαν έχομεν να υποθέσωμεν ότι θέλομεν στερηθή της ευνοίας των· ως προς δε την από τους Λακεδαιμονίους ελπίδα σας, οι οποίοι, ως πιστεύετε, θα σας βοηθήσουν από εντροπήν, σας μακαρίζομεν διά την απλότητα σας και δεν ζηλεύομεν βέβαια την αφροσύνην σας. Οι Λακεδαιμόνιοι, διά τον εαυτόν τους μεν και τα εγχώρια έθιμά των ως επί το πλείστον προσφέρονται τιμίως και δικαίως· διά τους άλλους δε συντόμως ηδύνατο τις να είπη ότι, από όλους τους λαούς τους οποίους γνωρίζομεν, αυτοί είναι προφανέστατον ότι νομίζουν τα μεν ευάρεστα έντιμα, τα δε συμφέροντα δίκαια. Η τοιαύτη άρα σκέψις δεν ωφελεί την παράλογον ελπίδα, την οποίαν έχετε σήμερον περί της σωτηρίας σας.
106. ΜΗΛ. Ημείς όμως νομίζομεν ότι ίσα ίσα διά το συμφέρον των δεν θα θελήσουν προδίδοντες τους Μηλίους, αποίκους αυτών όντας, να φανούν άπιστοι προς τους Έλληνας όσοι είναι φίλοι των και να γίνουν ωφέλιμοι εις τους εχθρούς των.
107. ΑΘ. Δεν πιστεύετε λοιπόν ότι το μεν συμφέρον είναι συνδεμένον με την ασφάλειαν, το δε δίκαιον και το έντιμον είναι αχώριστα από τους κινδύνους, εις τους οποίους εις ελάχιστον βαθμόν εκτίθενται οι Λακεδαιμόνιοι.
108. ΜΗΛ. Νομίζομεν εν τούτοις ότι δεν θα διστάσουν να κινδυνεύσουν υπέρ ημών, και ότι θα έχουν πλήρη και τελείαν πεποίθησιν εις ημάς· διότι διά μεν τας εν τη Πελοποννήσω επιχειρήσεις των Λακεδαιμονίων κείμεθα πλησίον αυτής ώστε να τους βοηθώμεν, ως προς δε το φρόνημα μας θα μας εύρωσι πιστοτέρους παρά κάθε άλλον, επειδή την αυτήν καταγωγήν έχομεν μετ' αυτών.
109. ΑΘ. Εκείνοι δε, παρά των οποίων ζητεί τις βοήθειαν, δεν δίδουν αυτήν αποβλέποντες εις την εύνοιαν του ζητούντος αυτήν αλλ' εις την υπεροχήν των πραγματικών του δυνάμεων· τούτο λαμβάνουν υπ' όψιν πλέον απ' όλους τους άλλους οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι δυσπιστούντες εις τας ιδίας των δυνάμεις δεν επέρχονται κατά των άλλων ειμή αφού προσλάβουν πολλούς συμμάχους. Δεν είναι λοιπόν πιθανόν, ενώ ημείς κυριαρχούμεν κατά θάλασσαν, να μεταβιβασθούν εις νήσον.
110. ΜΗΛ. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως όχι μόνον ιδικήν των δύναμιν έχουσιν, αλλά και άλλους δύνανται να στείλουν· το Κρητικόν πέλαγος είναι ευρύ. Εκεί είναι δυσκολώτερον εις τους θαλασσοκράτορας να συλλάβουν τους εχθρούς των παρά εις τούτους να σωθώσιν, όταν θέλωσι να διαφύγωσι· και επί τη υποθέσει όμως ότι ήθελον αποτύχει εις τούτο, πάλιν ήθελον τραπή εναντίον της χώρας σας και κατ' εκείνων των συμμάχων, εις τους οποίους δεν μετέβη ο Βρασίδας· και τότε πλέον θα αναγκασθήτε να πολεμήσετε ουχί περί γης, η οποία διόλου δεν σας ανήκει, αλλά περί της ιδικής σας και της των συμμάχων σας.
111. ΑΘ. Τοιαύτη απόπειρα έγινεν ήδη και γνωρίζετε ότι οι Αθηναίοι ουδέποτε εκ φόβου παρήτησαν πολιορκίαν τινά. Εν τούτοις παρατηρούμεν όμως ότι, ενώ ανηγγείλατε ότι η παρούσα διάσκεψις σκοπόν θα έχη την σωτηρίαν της πόλεώς σας, μολαταύτα καθ' όλην την μακράν ταύτην συνδιάλεξιν δεν είπετέ τι, εις το οποίον να δύναταί τις να βασίση ελπίδα τινά σωτηρίας. Τα ισχυρότερα υποστηρίγματα σας είναι μέλλουσαι ελπίδες, ενώ τα πραγματικά σας μέσα, παραβαλλόμενα προς τα εναντίον σας αντιταχθέντα, είναι ανεπαρκή διά να νικήσετε. Θα πράξετε μεγάλην ανοησίαν, εάν, αφού ημείς αποχωρήσωμεν, δεν σκεφθήτέ τι συνετώτερον· διότι βεβαίως δεν θα γίνετε παίγνια της φιλαυτίας, η οποία εις τους προφανείς και αδόξους κινδύνους φέρει τους ανθρώπους εις την καταστροφήν. Τωόντι, πόσοι άνθρωποι μολονότι προβλέποντες το μέγεθος του κινδύνου τον οποίον διέτρεχον, δελεαζόμενοι όμως υπό του δελεαστικού ονόματος της αισχύνης, δεν ηδυνήθησαν να αντισταθώσιν εις την δύναμιν μιας λέξεως, και πράγματι ενέπεσαν εκουσίως εις αθεράπευτα δυστυχήματα προσλαμβάνοντες αισχύνην αισχροτέραν διά την ανοησίαν των ή διά την τύχην. Φυλαχθήτε από το πάθημα τούτο, εάν είσθε φρόνιμοι. Και μη νομίσετε ότι είναι αισχρόν να υποταχθήτε εις μεγίστην πόλιν, όταν αύτη σας προτείνη επιεικείς προτάσεις, να γίνετε δηλαδή σύμμαχοί της και να διατηρήσετε την χώραν σας πληρώνοντες φόρον. Όντες ελεύθεροι να εκλέξετε μεταξύ ειρήνης και πολέμου μη προτιμήσετε εξ ισχυρογνωμοσύνης το χειρότερον. Όσοι προς μεν τους ίσους δεν ενδίδουν, προς δε τους ανωτέρους καλώς προσφέρονται, απέναντι δε των κατωτέρων είναι επιεικείς, αυτοί κατορθώνουν πολλά. Σκεφθήτε λοιπόν, αφού αποχωρήσωμεν ημείς, και λάβετε προ οφθαλμών πολλάκις ότι σκέπτεσθε περί της πατρίδος σας, η οποία είναι μία μόνη και της οποίας η τύχη εξαρτάται εκ μιας αποφάσεως καλής ή κακής.
112. Και οι μεν Αθηναίοι απεχώρησαν εκ της συνεδριάσεως, οι δε Μήλιοι μείναντες μόνοι, αφού έσχημάτισαν την αυτήν απόφασιν, επέμειναν εις την άρνησίν των και απεκρίθησαν ως εξής: «Ω Αθηναίοι, ούτε μεταβάλλομεν την πρώτην απόφασιν μας, ούτε θα αφήσωμεν να μας αφαιρέσουν εις ολίγας στιγμάς την έλευθερίαν πόλεως από επτακοσίων ετών οικουμένης· αλλ' ελπίζοντες εις την θείαν προστασίαν, η οποία διεφύλαξεν αυτήν μέχρι της σήμερον, και εις την βοήθειαν των θεών και των ανθρώπων και των Λακεδαιμονίων θα προσπαθήσωμεν να την σώσωμεν. Ουχί εχθροί αλλά φίλοι και των δύο σας προσκαλούμεν να εξέλθετε της χώρας μας, αφού κάμετε σπονδάς συμφερούσας και εις σας και εις ημάς».
113. Ταύτα είπον οι Μήλιοι· αλλ' οι Αθηναίοι διαλύοντες την συνεδρίασιν απεκρίθησαν, «Εκ της αποφάσεώς σας φαίνεται, ότι μόνοι μεταξύ των ανθρώπων θεωρείτε τα μέλλοντα ως σαφέστερα των βλεπομένων, και ότι τα αφανή παρίστανται εις τους οφθαλμούς σας ως υπάρχοντα ήδη, και τοιούτος (σύμφωνος προς αυτά) είναι ο πόθος σας. Τα πάντα εμπιστευόμενοι εις τους Λακεδαιμονίους, εις την τύχην, εις τας ελπίδας τα πάντα θα απολέσετε».
114. Και οι μεν πρέσβεις των Αθηναίων επέστρεφαν εις το στρατόπεδον, οι δε στρατηγοί αυτών, βλέποντες την ανυποταξίαν των Μηλίων, ήρχισαν αμέσως να τους πολεμούν και διαιρέσαντες την εργασίαν εις τους στρατιώτας των διαφόρων πόλεων περιετείχισαν κύκλω τους Μηλίους. Έπειτα αφήσαντες οι Αθηναίοι κατά γην και κατά θάλασσαν φρουράν εξ ιδίων στρατιωτών και εκ συμμαχικών ανεχώρησαν μετά του περισσοτέρου στρατού, οι δε μείναντες εξηκολούθησαν την πολιορκίαν.
115. Κατά τον αυτόν χρόνον και οι Αργείοι εισβαλόντες εις την Φλειασίαν και πεσόντες εις ενέδραν στημένην υπό των φυγάδων των και υπό των Φλειασίων απώλεσαν περί τους ογδοήκοντα άνδρας. Και οι εν τη Πύλω Αθηναίοι έλαβαν πολλά λάφυρα παρά των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι διά την αιτίαν ταύτην δεν διέλυσαν μεν τας σπονδάς διά να τους πολεμήσουν, αλλά διεκήρυξαν ότι οι συμπολίταί των ήσαν ελεύθεροι να ληστεύουν τους Αθηναίους. Και οι Κορίνθιοι επολέμησαν επίσης τους Αθηναίους ένεκα ιδιαιτέρων διαφορών· οι δε άλλοι Πελοποννήσιοι έμεναν ήσυχοι. Και οι Μήλιοι, προσβαλόντες διά νυκτός το προς την αγοράν προτείχισμα των Αθηναίων, εκυρίευσαν αυτό και εφόνευσαν άνδρας τινάς· εισαγαγόντες δε τρόφιμα και όσα περισσότερα ηδυνήθησαν χρήσιμα επέστρεφαν και έμεναν ήσυχοι. Κατόπιν όμως οι Αθηναίοι προσείχον περισσότερον. Και το θέρος παρήλθεν.
116. Κατά δε τον ακόλουθον χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι ητοιμάσθησαν να εκστρατεύσουν κατά της Αργολίδος· αλλ' επειδή αι θυσίαι αι οποίαι έγιναν προς διάβασιν των ορίων δεν εφάνησαν ευνοϊκαί, επέστρεψαν εις τα ίδια. Η τοιαύτη επίδειξις ενέβαλε τους Αργείους εις υπονοίας εναντίον τινών εκ των συμπολιτών των καί τινας μεν εξ αυτών συνέλαβον, οι δε άλλοι διέφυγαν.
Κατά την αυτήν εποχήν οι Μήλιοι κατέλαβαν έτερον μέρος του περιτειχίσματος των Αθηναίων, εις το οποίον δεν ήσαν πολλοί φύλακες. Αλλ' ακολούθως, ελθόντος και άλλου στρατού εξ Αθηνών υπό την οδηγίαν Φιλοκράτους του Δημέου, επολιορκήθησαν ισχυρώς. Επειδή δε εξεδηλώθη και προδοσία εντός της πόλεως, οι Μήλιοι παρεδόθησαν άνευ όρων εις τους Αθηναίους· ούτοι δε όσους μεν εφήβους έλαβον εις την εξουσίαν των εφόνευσαν, τας δε γυναίκας και τους παίδας τους έκαμαν δούλους προς πώλησιν (ανδράποδα) και ύστερον πέμψαντες πεντακοσίους αποίκους κατοίκησαν την πάλιν αυτοί.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'.
1. Κατά δε τον αυτόν χειμώνα οι Αθηναίοι ηθέλησαν και πάλιν, μετά δυνάμεων μεγαλυτέρων εκείνων τας οποίας είχον ο Λάχης και ο Ευρυμέδων, να πλεύσουν εναντίον της Σικελίας, διά να την υποτάξουν, εάν ήθελον δυνηθή. Οι πλείστοι εξ αυτών ηγνόουν το μέγεθος της νήσου, ως και τον αριθμόν των κατοίκων της, Ελλήνων και βαρβάρων, και ότι ανελάμβανον να κάμουν πόλεμον σχεδόν επίσης σπουδαίον ως τον της Πελοποννήσου. Τωόντι ο περίπλους της Σικελίας είναι οκτώ περίπου ημερών διά πλοίον εμπορικόν, και μόνον εν διάστημα θαλάσσης είκοσι το πολύ σταδίων εμποδίζει την τοσούτον ευρείαν ταύτην νήσον να είναι χώρα της στερεάς γης.
2. Ιδού δε πώς εκατοικήθη αύτη το πάλαι και πόσα έθνη εν όλω περιέχει. Λέγεται ότι οι αρχαιότατοι κάτοικοι ενός μέρους της νήσου υπήρξαν οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες, των οποίων εγώ ούτε την καταγωγήν ηξεύρω, ούτε πόθεν ήλθαν, ούτε πού απεχώρησαν. Πρέπει εν τούτοις να αρκεσθώμεν εις όσα είπαν οι ποιηταί και εις τας διαφόρους γνώμας αίτινες εξηνέχθησαν περί αυτών. Μετ' αυτούς πρώτοι οικήτορες φαίνονται οι Σικανοί· και ούτοι μεν διατείνονται ότι είναι παλαιότεροι, καθότι είναι αυτόχθονες, αλλά το βέβαιον είναι ότι είναι Ίβηρες, διωχθέντες υπό των Λιγύων από τα παρόχθια μέρη του ποταμού Σικανού της Ιβηρίας. Εξ αυτών ωνομάσθη η νήσος Σικανία, πρότερον καλούμενη Τρινακρία, κατοικούν δε αυτοί και μέχρι της σήμερον τα δυτικά μέρη της Σικελίας. Μετά την άλωσιν δε του Ιλίου τινές των Τρώων, διαφυγόντες τους Έλληνας, φθάνουν διά θαλάσσης εις την Σικελίαν· και αποκατασταθέντες εις τα μεθόρια των Σικανών, ωνομάσθησαν μεν όλοι Έλυμοι, πόλεις δε αυτών ιδιαίτεραι ήσαν η Έρυξ και η Έγεστα. Εις την αποικίαν ταύτην προσετέθησαν καί τινες Φωκείς επανερχόμενοι εκ της Τροίας και ριφθέντες υπό της τρικυμίας πρώτον προς την Λιβύην και κατόπιν εις την Σικελίαν. Οι δε Σικελοί, εκ της Ιταλίας όπου κατώκουν, φεύγοντες τους Οπικούς, μετέβησαν πιθανώτατα εις την Σικελίαν επί σχεδίων αναμείναντες προς τούτο την στιγμήν πού ο άνεμος πνέει προς τον πορθμόν, ίσως όμως και δι' άλλου τινός τρόπου εισπλεύσαντες. Υπάρχουν δε και σήμερον ακόμη εις την Ιταλίαν Σικελοί· και η χώρα εκλήθη Ιταλία από του βασιλέως των Σικελών, ο οποίος εκαλείτο Ιταλός. Οι Σικελοί, ελθόντες εις την Σικελίαν μετά στρατού πολλού, ενίκησαν εις μάχην τους Σικανούς και απώθησαν αυτούς προς τα μεσημβρινά και τα δυτικά μέρη της νήσου και αντί Σικανίας επωνόμασαν αυτήν Σικελίαν. Αποκατασταθέντες δε εις τα πλέον εύφορα μέρη του τόπου κατείχον αυτά περί τα τριακόσια έτη από της μεταβάσεώς των μέχρι του ερχομού των Ελλήνων. Ακόμη δε και σήμερον κατέχουν τα μέσα και τα προς βορράν της νήσου. Κατώκησαν επίσης και Φοίνικες περί την Σικελίαν, καταλαβόντες ακρωτήρια και νησίδια παρακείμενα ένεκα της μετά των Σικελών εμπορίας των· αλλ' όταν οι Έλληνες ήρχισαν να έρχωνταί πολλοί διά θαλάσσης, οι Φοίνικες εγκατέλιπον τα πλείστα των μερών τούτων και συνοικίσθησαν εις την Μοτύην, τον Σολόεντα και την Πάνορμον πλησίον των Ελύμων. Διπλούν συμφέρον εύρισκαν εις τούτο· πρώτον την συμμαχίαν των λαών τούτων και δεύτερον ότι ήσαν πλησίον της Καρχηδόνος, η οποία εκ του μέρους τούτου χωρίζεται από της Σικελίας μόνον διά βραχυτάτου διαστήματος. Και οι μεν βάρβαροι τοσούτοι ήσαν και τοιουτοτρόπως κατοίκησαν την Σικελίαν.
3. Μεταξύ δε των Ελλήνων πρώτοι οι Χαλκιδείς, πλεύσαντες εκ της Ευβοίας μετά του οικιστού Θουκλέους, κατοίκησαν την Νάξον και ήγειραν τον βωμόν του Αρχηγέτου Απόλλωνος, ο οποίος σήμερον είναι έξω της πόλεως· επί του βωμού τούτου οι θεωροί, όταν έρχωνται εκ της Σικελίας, κάμνουν τας πρώτας θυσίας. Τας δε Συρακούσας, κατά το επόμενον έτος, ο Αρχίας, είς των Ηρακλειδών, ελθών εκ της Κορίνθου, εκατοίκισεν, αφού πρώτον εδίωξε τους Σικελούς εκ της νήσου, όπου ευρίσκεται η εσωτερική πόλις, της οποίας η θάλασσα δεν βρέχει πλέον σήμερον τα τείχη· με τον καιρόν και η έξω πόλις προστειχισθείσα έγινε πολυάνθρωπος. Ο δε Θουκλής και οι Χαλκιδείς, ορμηθέντες εκ της Νάξου, κατά το πέμπτον έτος μετά την θεμελίωσιν των Συρακουσών, και διώξαντες διά των όπλων τους Σικελούς έκτισαν τους Λεοντίνους και μετ' αυτούς την Κατάνην. Αυτοί δε οι Καταναίοι εξέλεξαν ως οικιστήν των τον Εύαρχον.
4. Κατά την αυτήν εποχήν ο Λάμις, φέροιν ωσαύτως αποικίαν εκ των Μεγάρων, έφθασεν εις την Σικελίαν και έκτισεν άνωθεν του ποταμού Πεντακίου πόλιν, την οποίαν ωνόμασε Τρώτιλον· ακολούθως την εγκατέλιπε, διά να συγκατοικήση με τους Χαλκιδείς των Λεοντίνων· αλλά διωχθείς υπ' αυτών και κτίσας την Θάψον, αυτός μεν αποθνήσκει, οι δε σύντροφοί του, διωχθέντες εκ της Θάψου και προσκληθέντες υπό του βασιλέως των Σικελών Ύβλωνος, ο οποίος παρέδωκεν εις αυτούς την χώραν, μετέβησαν και έκτισαν την πόλιν των Μεγαρέων των κληθέντων Υβλαίων. Και οικήσαντες εκεί επί έτη διακόσια τεσσαράκοντα πέντε εδιώχθησαν υπό του τυράννου των Συρακουσίων Γέλωνος εκ της πόλεως και της χώρας. Αλλά πριν διωχθούν και εκατόν έτη μετά την αποκατάστασίν των έπεμψαν διά να κτίση την Σελινούντα τον Πάμιλον, ο οποίος ήλθεν εκ των Μεγάρων, της μητροπόλεώς των, διά να σχηματίση την αποικίαν εκείνην. Ο εκ Ρόδου Αντίφημος και ο εκ Κρήτης Έντιμος, φέροντες μαζί των εποίκους, έκτισαν από κοινού την Γέλαν, τεσσαράκοντα πέντε έτη μετά την οίκισιν των Συρακουσών. Και η μεν πόλις ωνομάσθη από του ποταμού Γέλα, το δε μέρος, όπου υπάρχει σήμερον και το οποίον πρώτον εκυκλώθή διά τείχους, ονομάζεται Λίνδιοι και οι κάτοικοι αυτού παρέλαβον τους δωρικούς θεσμούς. Περί τα εκατόν οκτώ έτη μετά την οίκισίν των οι Γελοίοι εκατοίκησαν την πόλιν Ακράγαντα, αυτήν μεν από του ποταμού Ακράγαντος ονομάσαντες, οικιστάς δε λαβόντες τον Αριστόνουν και τον Πυστίλον, θεσμούς δε δεχθέντες τους των Γελώων. Η δε Ζάγκλη αρχήθεν μεν εκατοικήθη υπό ληστών ελθόντων εκ της εν Οπικία Χαλκιδικής πόλεως Κύμης, ύστερον δε πλήθος ανθρώπων ελθόντες εκ της Χαλκίδος και της λοιπής Ευβοίας διεμοιράσθησαν την γην και οικισταί αυτής έγιναν ο Περιήρης και ο Κραταιμένης, ο μεν από Κύμης, ο δε από Χαλκίδος. Το όνομα δε Ζάγκλη εδόθη κατά πρώτον εις την πόλιν υπό των Σικελών, διότι η τοποθεσία αυτής είναι δρεπανοειδής, το δε δρέπανον οι Σικελοί λέγουν ζάγκλον· ύστερον δε οι κάτοικοι αυτής εξώσθησαν υπό Σαμίων και άλλων Ιώνων, οι οποίοι φεύγοντες τους Μηδους προσήγγισαν εις την Σικελίαν. Αλλά και οι Σάμιοι εδιώχθησαν όχι μετά πολύν καιρόν υπό του τυράννου των Ρηγίνων Αναξίλα, ο οποίος συνήθροισεν εις την πόλιν πληθυσμόν σύμμικτον και την ωνόμασε Μεσσήνην από του ονόματος της αρχαίας αυτού πατρίδος.
5. Η δε Ιμέρα, αποικία της Ζάγκλης, οικιστάς είχε τον Ευκλείδην, τον Σίμον και τον Σάκωνα. Και όσοι μεν ήλθαν εις την αποικίαν αυτήν ήσαν Χαλκιδείς· εν τούτοις εξόριστοί τινες των Συρακουσών, λεγόμενοι Μυλητίδαι, νικηθέντες είς τινα στάσιν, ηνώθησαν μετ' αυτών· και η μεν γλώσσα ήτο κράμα της Χαλκιδικής και της Δωρικής, αλλ' οι Χαλκιδικοί θεσμοί επεκράτησαν. Αι Άκραι και αι Κασμέναι εκατοικήθησαν υπό Συρακουσίων, αι μεν Άκραι εβδομήκοντα έτη μετά τας Συρακούσας, αι δε Κασμέναι είκοσι περίπου έτη μετά τας Άκρας. Και η Καμάρινα κατά πρώτον συνωκίσθη υπό Συρακουσίων, εκατόν τριάκοντα πέντε σχεδόν έτη μετά την κτίσιν των Συρακουσών· οικισταί δε αυτής υπήρξαν ο Δάσκων και ο Μενέκωλος. Αλλά κατά τινα πόλεμον, ο οποίος προήλθεν εξ αποστασίας, διωχθέντων των Καμαριναίων υπό των Συρακουσών, ο τύραννος της Γέλας Ιπποκράτης έλαβε την χώραν των Καμαριναίων αντί λύτρων διά τους Συρακουσίους αιχμαλώτους, και γενόμενος αυτός οικιστής εκατοίκισε την Καμάριναν. Και πάλιν ύστερον ερημωθείσα αυτή υπό του Γέλωνος εκατοικήθη εκ τρίτου υπό Γελώων.
6. Τοσαύτα έθνη Ελλήνων και βαρβάρων κατώκουν την Σικελίαν και κατά τοιαύτης εκτεταμένης νήσου επεχείρησαν να εκστρατεύσουν οι Αθηναίοι. Και η μεν αληθής αιτία ήτο να γίνουν κύριοι όλης της νήσου· η πρόφασις δε με την οποίαν περιεκάλυπτον την επιχείρησιν ταύτην ήτο να βοηθήσουν τους έχοντας την αυτήν καταγωγήν λαούς και εκείνους οι οποίοι είχον γίνει πρότερον σύμμαχοι των. Προ πάντων όμως παρώτρυναν αυτούς οι πρέσβεις των Εγεσταίων, οι οποίοι ήσαν εις τας Αθήνας και οι οποίοι επεκαλούντο ζωηρώς την βοήθειαν των. Οι Εγεσταίοι, γείτονες όντες με τους Σελινουντίους, επολέμουν προς αυτούς διά τινα ζητήματα σχετικά με τας εκ γάμων σχέσεις αυτών και διά τα αμφισβητούμενα όρια της χώρας· και οι Σελινούντιοι προσκαλέσαντες εις βοήθειαν των τους συμμάχους των Συρακούσιους επίεζαν αυτούς ζωηρώς και κατά γην και κατά θάλασσαν. Οι Εγεσταίοι, υπενθυμίζοντες εις τους Αθηναίους την γενομένην επί Λάχητος συμμαχίαν και τον προηγούμενον πόλεμον των Λεοντίνων, παρεκάλουν να τους στείλουν πλοία προς βοήθειαν, προτάσσοντες μεταξύ άλλων επιχειρημάτων το ακόλουθον, ότι, εάν οι Συρακούσιοι, αφού έδιωξαν τους Λεοντίνους εκ της πόλεως των, έμεναν ατιμώρητοι, εάν, καταστρέφοντες τους υπολειπομένους ακόμη συμμάχους των Αθηναίων, κατελάμβαναν αυτοί μόνοι την όλην δύναμιν της Σικελίας, υπήρχε φόβος μήπως και οι Δωριείς έλθουν ποτέ μετά μεγάλων παρασκευών να βοηθήσουν τους Δωριείς της Πελοποννήσου, ως συγγενείς των και ως θεμελιωτάς, και καταλύσουν μετ' αυτών την ηγεμονίαν των Αθηναίων· ότι δε ήτο φρόνιμον να αντισταθούν εις τους Συρακουσίους μετά των υπολοίπων ακόμη συμμάχων· ότι άλλως και ως προς αυτούς ιδιαιτέρως ήθελον, δώσει εις τους Αθηναίους χρήματα ικανά διά τας δαπάνας του πολέμου. Επί των προτάσεων τούτων, αι οποίαι επανελήφθησαν συχνάκις εις τας δημοσίας συνεδριάσεις και υπό των Εγεσταίων και υπό των υπερασπιζόντων αυτούς, οι Αθηναίοι εψήφισαν να πέμψουν πρώτον πρέσβεις εις την Έγεσταν, διά να βεβαιωθούν αν, ως έλεγον οι Εγεσταίοι, υπήρχον αληθώς χρήματα εις το κοινόν ταμείον και εις τους ναούς, και συγχρόνως να πληροφορηθούν εις ποίον σημείον ήτο ο προς τους Σελινουντίους πόλεμος.
7. Και οι μεν πρέσβεις των Αθηναίων απεστάλησαν εις την Σικελίαν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, πλην των Κορινθίων, εξεστράτευσαν τον αυτόν χειμώνα κατά της Αργολίδος, ελεηλάτησαν μικρόν μέρος αυτής και επήραν σίτον επί τινων αμαξίων, τα οποία είχον φέρει μαζί των. Αποκαταστήσαντες δε, εις τας Ορνεάς τους φυγάδας των Αργείων άφησαν εις αυτούς μικρόν μέρος στρατού, και συνθηκολογήσαντες επί ωρισμένον χρόνον να μη λεηλατούν αμοιβαίως τας χώρας των οι Ορνεάται και οι Αργείοι, επέστρεψαν εις τα ίδια μετά του υπολοίπου στρατού. Επειδή όμως όχι μετά πολύν καιρόν ήλθον οι Αθηναίοι μετά τριάκοντα πλοίων και εξακοσίων οπλιτών, οι Αργείοι εξήλθον μετ' αυτών πανστρατιά και επολιόρκησαν επί μίαν ημέραν τας Ορνεάς· αλλά κατά την νύκτα, ενώ ο εχθρικός στρατός ήτο κατεσκηνωμένος μακράν, οι Ορνεάται διέφυγον· την επομένην δε ημέραν οι Αργείοι, εννοήσαντες τούτο, κατέσκαψαν την πόλιν και ανεχώρησαν, επίσης δε και οι Αθηναίοι επέστρεψαν ακολούθως μετά των πλοίων των εις τα ίδια. Μετέφεραν δε οι Αθηναίοι διά θαλάσσης και εις την Μεθώνην την γειτονικήν με την Μακεδονίαν ιππείς Αθηναίους και εξορίστους Μακεδόνας οι οποίοι είχον καταφύγει εις τας Αθήνας και ελεηλάτουν την χώραν του Περδίκκου. Οι δε Λακεδαιμόνιοι πέμψαντες πρέσβεις προς τους εν τη Θράκη Χαλκιδείς, οι οποίοι είχον μετά των Αθηναίων δέκα ημερών σπονδάς, τους προσεκάλεσαν να ενώσουν τας δυνάμεις των με τας του Περδίκκου· ούτοι όμως δεν ηθέλησαν, και με αυτά ετελείωσεν ο χειμών, και το δέκατον έκτον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
8. Κατά το ακόλουθον θέρος, άμα ήρχισεν η άνοιξις, οι των Αθηναίων πρέσβεις επέστρεψαν εκ της Σικελίας και μετ' αυτών οι των Εγεσταίων φέροντες μεθ' εαυτών εξήκοντα τάλαντα εις άργυρον διά μηνιαίον μισθόν εξήκοντα πλοίων, τα οποία έμελλαν να παρακαλέσουν τους Αθηναίους να τους στείλουν. Και οι Αθηναίοι συγκαλέσαντες εκκλησίαν και ακούσαντες τας επαγωγούς αλλά ψευδείς εκθέσεις των πρέσβεων των Εγεσταίων και των ιδικών των, οι οποίοι εβεβαίωναν ότι είδον πολλά χρήματα έτοιμα εις τους ναούς και εις τα δημόσια ταμεία, εψήφισαν να στείλουν εις την Σικελίαν εξήκοντα πλοία και στρατηγούς πάσαν εξουσίαν έχοντας Αλκιβιάδην τον Κλεινίου, Νικίαν τον Νικηράτου και Λάμαχον τον Ξενοφάνους με την διαταγήν να βοηθήσουν τους Εγεσταίους κατά των Σελινουντίων, να εγκαταστήσουν τους Λεοντίνους, εάν ο πόλεμος ελάμβανε στροφήν ευνοϊκήν, και να τακτοποιήσουν τα πάντα εις την Σικελίαν κατά τον τρόπον, όστις ήθελε τοις φανή ο μάλλον συμφέρων διά τους Αθηναίους. Μετά πέντε δε ημέρας συνεκάλεσαν πάλιν εκκλησίαν, διά να σκεφθούν περί των μέσων της ταχείας προετοιμασίας των πλοίων και διά να ψηφίσουν διά την αναχώρησιν των στρατηγών παν ό,τι ήθελε κριθή αναγκαίον. Και ο Νικίας, ο οποίος εξελέγη μεν ακουσίως στρατηγός, αλλ' εσκέπτετο ότι η πόλις κακήν έλαβεν απόφασιν συλλαβούσα το σχέδιον, υπό πρόφασιν εύσχημον και ευπρεπή, να κατακτήση όλην την Σικελίαν, ανέβη εις το βήμα και, διά ναποτρέψη τους Αθηναίους από την επιχείρησιν ταύτην, συνεβούλευσε τα εξής :
9. Η μεν συνέλευσις αύτη συνεκλήθη όπως σκεφθώμεν περί των προετοιμασιών, και των μέσων πώς πρέπει να μεταβώμεν εις την Σικελίαν· εγώ όμως νομίζω ότι έπρεπεν ίσως να εξετάσωμεν ακόμη αν συμφέρει εις ημάς να στείλωμεν εκεί πλοία· ίσως δεν έπρεπε, μετά τόσον βραχείαν διάσκεψιν περί τοιούτων σοβαρών υποθέσεων, ναναδεχθώμεν, πειθόμενοι εις άνδρας αλλοφύλους, πόλεμον, ο οποίος διόλου δεν αφορά εις ημάς. Και όμως εγώ και τιμήν λαμβάνω εξ αιτίας μιας τοιαύτης επιχειρήσεως και ολιγώτερον παντός άλλου φοβούμαι· όχι διότι δεν θεωρώ ως επίσης καλόν πολίτην εκείνον, όστις φείδεται της ζωής του ή της περιουσίας του· διότι ούτος προ πάντων, διά το ίδιον αυτού συμφέρον, επιθυμεί την ευτυχίαν της πόλεως. Αλλ' ουδέποτε μέχρι της σήμερον, ωμίλησα εναντίον της συνειδήσεως μου, διά να τύχω περισσοτέρων τιμών, και σήμερον ακόμη δεν θα είπω παρά ό,τι νομίζω ωφέλιμον. Διά λαόν έχοντα τον χαρακτήρά σας ο λόγος μου θα απέβαινεν ασθενής, εάν σας παρώτρυνα να διατηρήσετε όσα έχετε και να μη διακινδυνεύσετε τα βέβαια χάριν των αβεβαίων, τα πραγματικά αντί των φανταστικών· διά τούτο θα περιορισθώ να σας διδάξω ότι η προθυμία σας είναι άκαιρος και ότι ο σκοπός, τον οποίον προτίθεσθε, δεν είναι εύκολος να πραγματοποιηθή.
10. «Υποστηρίζω λοιπόν ότι σεις αφήνοντες εδώ τόσους εχθρούς και μεταβαίνοντες εις την Σικελίαν είναι ως να ηθέλετε να προσελκύσετε εναντίον σας και άλλους. Νομίζετε ίσως ότι έχουν κάτι σταθερόν αι γενόμεναι σπονδαί, αι οποίαι, ενόσω μεν μένετε ήσυχοι, θα υφίστανται ονομαστικώς (διότι μόνον προς τον σκοπόν τούτον έγιναν υπό τινων εκ των συμπολιτών μας και υπό των αντιπάλων μας), άμα όμως με τοιαύτας σημαντικάς δυνάμεις υποστήτε ατυχίαν τινά, οι εχθροί θα σπεύσουν να επιτεθούν εναντίον μας, πρώτον μεν διότι η σύμβασις έγινε κατ' ανάγκην εν ώρα δυσχερών περιστάσεων και μετά περισσοτέρας αισχύνης δι' αυτούς παρά δι' ημάς· έπειτα δε διότι εντός αυτής της ιδίας συμβάσεως έχομεν πολλά τα αμφισβητούμενα. Υπάρχουν μάλιστα τινές, οι οποίοι ούτε καν εδέχθησαν την σύμβασιν ταύτην, και δεν είναι ούτοι οι ασθενέστατοι· αλλ' άλλοι μεν μας πολεμούν αναφανδόν, άλλοι δε συγκρατούνται από την απραξίαν των Λακεδαιμονίων και υπό δεκαημέρων σπονδών. Ίσως δε μάλιστα, εάν εύρουν τας δυνάμεις μας διηρημένας (το οποίον τώρα σπεύδομεν να πράξωμεν), ενωθούν εναντίον μας, εκ συμφώνου μετά των Σικελιωτών, των οποίων την συμμαχίαν πολύ επεζήτουν άλλοτε. Τούτο πρέπει λοιπόν να σκεφθώμεν, και, ενώ η πόλις ημών ακόμη πλέει εις τανοικτά, να μη ζητώμεν τον κίνδυνον μήτε να θέλωμεν να επεκτείνωμεν την ηγεμονίαν μας πριν εξασφαλίσωμεν την υπάρχουσαν. Οι εν τη Θράκη Χαλκιδείς, αποσπασθέντες από την συμμαχίαν μας προ τοσούτων ετών, δεν υπετάγησαν ακόμη, και υπάρχουν άλλοι των πόλεων της στερεάς, οι οποίοι μας υπακούουν κάπως αμφίβολα. Εν τούτοις ημείς μεν σπεύδομεν να βοηθήσωμεν τους Εγεσταίους ως συμμάχους δήθεν αδικούμενους, βραδύνομεν δε να εκδικηθώμεν διά τας ύβρεις αυτών εκείνων, οι οποίοι απεστάτησαν προ πολλού χρόνου.
11. »Και όμως, τους μεν, εάν ενικώμεν, θα ηδυνάμεθα και να τους κρατήσωμεν υπό την εξουσίαν μας, τους δε, και επί τη υποθέσει ότι ηθέλομεν τους νικήσει, δεν θα ηδυνάμεθα να τους κρατήσωμεν υπό την εξουσίαν μας, ένεκα της αποστάσεως και του αριθμού αυτών. Είναι λοιπόν ανόητον να εκστρατεύσωμεν εναντίον ανθρώπων, τους οποίους, και αν νικήσωμεν, δεν θα υποτάξωμεν, προ πάντων διότι, εν περιπτώσει αποτυχίας, δεν θα ευρεθώμεν εις την αυτήν κατάστασιν, εις την οποίαν είμεθα προ της επιχειρήσεως. Σήμερον δε οι Σικελιώται νομίζω ότι δεν είναι επίφοβοι δι' ημάς, θα είναι δε πολύ ολιγώτερον, εάν αποκτήσουν την επ' αυτών ηγεμονίαν οι Συρακούσιοι, και διά ταύτης προ πάντων της εικασίας ζητούν οι Εγεσταίοι να μας εκφοβίσουν. Εις την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων ίσως έκαστος των λαών εκείνων έλθη εναντίον μας προς χάριν των Λακεδαιμονίων, εάν όμως υποτάξωσιν αυτούς οι Συρακούσιοι, δεν είναι πιθανόν να εκστρατεύση η μία ηγεμονία κατά της άλλης· διότι, όπως ενούμενοι μετά των Πελοποννησίων ήθελον καταλύσει την ημετέραν ηγεμονίαν, διά του αυτού τρόπου ήθελε καταλυθή και η ιδική των υπό των αυτών Πελοποννησίων. Δι' ημάς δε το καλλίτερον μέσον διά να φαινώμεθα φοβεροί εις τους εκεί Έλληνας, είναι να μένωμεν μακράν, ή, αφού δείξωμεν εις αυτούς τας δυνάμεις μας, να επιστρέφωμεν ταχέως οπίσω· άλλως, εις την πρώτην αποτυχίαν, ήθελον μας περιφρονήσει και ενωθή μετά των εχθρών, τους οποίους έχομεν εδώ. Πάντες γνωρίζομεν ότι θαυμάζονται τα πολύ μακράν ευρισκόμενα όντα και τα μη παράσχοντα ακόμη απόδειξιν της φήμης, την οποίαν έχουν. Πείραν τούτου ελάβετε, ω Αθηναίοι, εκ μέρους των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Αφού εθριαμβεύσατε κατ' αυτών παρά τας προσδοκίας σας και τους πρώτους σας φόβους, τους περιεφρονήσατε, και τώρα ποθείτε την κατάκτησιν της Σικελίας. Εν τούτοις δεν πρέπει τις να επαίρεται διά τας δυστυχίας του εχθρού, αλλά κύριος της σκέψεως αυτού διαμένων να διατηρή πάντοτε το θάρρος του. Και ας μη νομίζωμεν άλλο τι παρά ότι οι Λακεδαιμόνιοι, αποβλέποντες εις την ταπείνωσιν την οποίαν έλαβαν, δεν σκέπτονται ειμή πως να μας περιπλέξουν ακόμη και σήμερον, εάν δύνανται, και να αποπλύνουν την ιδίαν των ατιμίαν· τοσούτω μάλλον όσω πλέον από κάθε άλλο και ανέκαθεν θηρεύουν φήμην ανδρείας. Ώστε, εάν είμεθα φρόνιμοι δεν πρέπει να ενασχοληθώμεν περί των εν Σικελία Εγεσταίων, ανδρών βαρβάρων, αλλά πώς να προφυλαχθώμεν ταχέως από τας επιβουλάς πόλεως ολιγαρχικώς διοικουμένης.
12. »Και πρέπει να ενθυμούμεθα ότι μόλις απαλλαγέντες μεγάλης νόσου και πολέμου αναλαμβάνομεν τας δυνάμεις μας εις χρήματα και εις τον πληθυσμόν· ότι είναι δίκαιον να μεταχειρισθώμεν τα μέσα ταύτα μόνον διά τας ανάγκας μας, και όχι διά τους φυγάδας τούτους, οι οποίοι ζητούν επικουρίας και εις τους οποίους το να ψεύδεται κανείς επιτηδείως είναι χρήσιμον· μη έχοντες να καταβάλουν ειμή μόνον λόγους αφήνουν τον κίνδυνον εις τους άλλους· και εν περιπτώσει μεν επιτυχίας η ευγνωμοσύνη των δεν θα είναι ίση με την παρασχεθείσαν υπηρεσίαν, εν περιπτώσει δε αποτυχίας θα παρασύρουν εις την καταστροφήν τους φίλους των. Εάν τις, πλήρης χαράς διότι εξελέγη στρατηγός, μόνον τα ιδιαίτερά του συμφέροντα έχων υπ' όψει και ων πολύ νέος ακόμη διά να άρχη, σας παρακινήση να εκστρατεύσετε, διά να θαυμάσουν τους ίππους του και διά να ωφεληθή τι εκ της στρατηγίας, όπως επαρκέση εις τα μεγάλα έξοδα του, μη επιτρέψετε να αλαζονεύεται με κίνδυνον της πόλεως. Σκεφθήτε ότι τοιούτοι πολίται την μεν πολιτείαν βλάπτουν, τα δε ίδια σπαταλώσι· ότι το έργον τούτο είναι μέγα, και τοιούτον, ώστε δεν αρμόζει εις νεώτερον την ηλικίαν να σκέπτεται και να αναλαμβάνη βιαστικά την εκτέλεσιν αυτού.
13. »Φοβούμαι τους ανθρώπους, οι οποίοι προσεκλήθησαν επί τούτω, βλέπων αυτούς καθημένους περί εκείνον τον άνδρα, και αντιπροσκαλώ τους πρεσβυτέρους, όσοι κάθηνται μεταξύ αυτών, να μη συσταλούν να δώσουν ψήφον κατά του πολέμου· μήτε να επιθυμήσουν μάταια, ως αυτοί οι άλλοι, απόντα πράγματα· ας σκεφθούν ότι ολίγιστα επιτυγχάνονται διά της επιθυμίας, πλείστα δε διά της προνοίας. Χάριν της πατρίδος, η οποία ουδέποτε διέτρεξε μεγαλυτέρους κινδύνους, υψώσατε την χείρα ως σημείον αντιστάσεως και ψηφίσατε, ότι οι μεν Σικελιώται θα διατηρήσουν τα όρια, τα οποία έχουν την σήμερον απέναντί σας και εις τα οποία πρέπει να αρκεσθούν, τον Ιόνιον κόλπον εις τον ακτοπλοούντα και τον Σικελικόν εις τον πλέοντα διά του πελάγους, και νεμόμενοι τα ιδικά των ας συμβιβάζωνται μεταξύ των όπως δύνανται· εις δε τους Εγεσταίους να είπητε ιδιαιτέρως ότι καθώς συνήψαν τον πρώτον κατά των Σελινουντίων πόλεμον άνευ των Αθηναίων, ούτως ας τον διεξαγάγουν και τώρα μόνοι, και εις το εξής ας μη δεχώμεθα, κατά την συνήθειάν μας, συμμάχους, τους οποίους να βοηθώμεν μεν, όταν ευρίσκωνται εις δυστυχίαν, να μη τους έχωμεν δε ωφελίμους διόλου, εάν λάβωμεν ανάγκην.
14. »Συ δε, ω πρύτανι, εάν νομίζης ότι έχεις καθήκον να κήδεσαι περί της πόλεως και θέλης να είσαι πολίτης αγαθός, υπόβαλε το ζήτημα πάλιν εις συζήτησιν και νέαν ψηφοφορίαν. Εάν δειλιάς να πράξης τούτο, νομίζων ότι θα παραβής τους νόμους, πείσθητι ότι δεν θέλεις ενοχοποιηθή, αφού τόσοι αναγνωρίζοντες τούτο υπάρχουν. Σκέφθητι επίσης ότι θέλεις σώσει την πόλιν, αν και άπαξ απεφάσισε, και ότι καλός άρχων είναι ο ωφελών μεγάλως την πατρίδα του ή τουλάχιστον ο μηδόλως βλάπτων αυτήν εκουσίως».
15. Ο μεν Νικίας ταύτα είπεν· οι πλείστοι δε των Αθηναίων παρελθόντες εις το μέσον συνεβούλευον να κάμουν την εκστρατείαν και να μη καταργήσουν τα προαποφασισθέντα, τινές δε αντέλεγον. Αλλ' ο Αλκιβιάδης ο υιός του Κλεινίου επέμενε θερμώς υπέρ της εκστρατείας· επειδή και αντίπαλος ήτο του Νικίου επί άλλων πολιτικών αντικειμένων και διότι εναντίον αυτού έκαμε τον προσβλητικόν υπαινιγμόν εκείνος, ήθελε νανταγωνισθή προς αυτόν, και προ πάντων επεθύμει την στρατηγίαν· διά του μέσου τούτου ήλπιζε να καταλάβη την Σικελίαν και την Καρχηδόνα, και συγχρόνως, βελτιών την ιδίαν του κατάστασιν, να πλουτήση και δοξασθή. Απολαύων της υπολήψεως των πολιτών είχεν επιθυμίας ανωτέρας της καταστάσεως του τόσον διά την διατήρησιν των ίππων του, όσον και διά τας άλλας δαπάνας· τούτο δε και συνετέλεσεν ύστερον όχι ολίγον εις την καταστροφήν των Αθηνών. Πολλοί, φοβούμενοι την απεριόριστον πολυτέλειαν της διαίτης του και την υπερηφάνειαν, την οποίαν είχεν εις πάσαν περίστασιν, τον εμίσουν και τον υπώπτευον ως επιθυμούντα την τυραννίδα. Και μολονότι ως στρατηγός διηύθυνε τα πάντα στρατηγικότατα, η ιδιωτική όμως διαγωγή του τοσούτον είχε δυσαρεστήσει όλους, ώστε η διεύθυνσις των κοινών ανετέθη εις άλλους, οι οποίοι επέσπευσαν την καταστροφήν της πόλεως. Τότε λοιπόν ελθών εις το μέσον της συνελεύσεως συνεβούλευσεν εις τους Αθηναίους τα ακόλουθα:
16. Και εις εμέ αρμόζει η στρατηγία μάλλον παρά εις πάντα άλλον, ω Αθηναίοι (διότι είναι ανάγκη να αρχίσω εκ τούτου, αφού ο Νικίας με προσέβαλε), και συγχρόνως νομίζω ότι είμαι άξιος αυτής. Εκείνα, διά τα οποία είμαι διαβόητος, εις μεν τους προγόνους μου και εις εμέ φέρουν δόξαν, εις δε την πατρίδα ωφέλειαν. Τωόντι οι Ελληνες, οι οποίοι πρότερον ενόμιζον την πόλιν εξηντλημένην εκ του πολέμου, εσχημάτισαν περί της δυνάμεως της ιδέαν καλυτέραν βλέποντες την μεγαλοπρέπειάν μου εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, διότι εις μεν τον αγώνα κατεβίβασα επτά άρματα, όσα ουδείς μέχρι τούδε ιδιώτης πρότερον, ενίκησα δε όχι μόνον πρώτος αλλά και δεύτερος και τέταρτος, και ανέπτυξα εις όλα μεγαλοπρέπειαν αξίαν της νίκης μου. Ταύτα κατά την συνήθειαν νομίζονται τιμή, και τοιαύται πράξεις μαρτυρούν δύναμιν. Δι' όσας πάλιν λαμπράς επιδείξεις κάμνω εις την πόλιν διά των χορηγιών μου και των άλλων δαπανών, οι μεν πολίται φύσει με φθονούν, αλλ' οι ξένοι δεν βλέπουν και εις τούτο ειμή δύναμιν. Δεν είναι λοιπόν ανωφελής η ανοησία εκείνου, ο οποίος δαπανών εξ ιδίων όχι μόνον εαυτόν του αλλά και την πόλιν ωφελεί· και ουδέ είναι άδικον να μη θεωρή κανείς τον εαυτόν του ίσον με τους άλλους, όταν αισθάνεται την υπεροχήν του, διότι και ο δυστυχών δεν μοιράζει την δυστυχίαν του με κανένα· και καθώς όταν δυστυχούμεν δεν μας υποδεξιούνται, ούτω πρέπει να ανεχώμεθα την υπεροψίαν των ευτυχούντων παρά να απαιτώμεν να προσφέρωνται προς ημάς εξ ίσου. Ηξεύρω εν τούτοις ότι οι τοιούτοι και όσοι διεκρίθησαν διά τινος λαμπρού κατορθώματος ζώντες μεν ήσαν οχληροί εις τους ομοίους των και ακόμη και εις εκείνους, οι οποίοι τους περιεστοίχιζον, μετά δε τον θάνατόν των κατέλιπον είς τινας των μεταγενεστέρων απαιτήσεις συγγενείας ενίοτε και ψευδείς, και η πατρίς των τους θεωρεί μεθ' υπερηφανείας, ουχί ως ξένους ή ως ανθρώπους κακής διαγωγής, αλλ' ως ίδια αυτής τέκνα και ένδοξα έργα πράξαντας.
Τοιαύτην δόξαν ποθών και δυσφημούμενος κατά τα ιδιωτικά μου πράγματα παρατηρήσατε αν διαχειρίζομαι τα δημόσια χειρότερον άλλου τινός. Ενώσας τους δυνατωτάτους της Πελοποννήσου, άνευ μεγάλου κινδύνου και δαπάνης δι' ημάς, ηνάγκασα τους Λακεδαιμονίους να αγωνισθούν περί των όλων εις μίαν ημέραν εν Μαντινεία. Και μολονότι ενίκησαν εις την μάχην δεν ανέλαβαν και μέχρι της σήμερον ακόμη ασφαλές θάρρος.
17. Και ταύτα εγώ, η ιδική μου νεότης και η νομιζομένη υπέρμετρος ανοησία επέφερεν εις τους Λακεδαιμονίους μεταχειριζομένη πρέποντας λόγους και μετά πολλού ζήλου και προθυμίας προκαλέσασα εις εαυτήν εμπιστοσύνην κατέπεισεν εκείνους· λοιπόν μη φοβήσθε τας ιδιότητας ταύτας, αλλ' ενόσω εγώ είμαι ακμαίος με αυτάς τας ιδιότητάς μου, και ο Νικίας νομίζεται τυχηρός, ωφεληθήτε όσον το δυνατόν περισσότερον παρ' ημών. Μη ακυρώσετε την κατά της Σικελίας εκστρατείαν νομίζοντες ότι μέλλετε να πολεμήσετε εναντίον μεγάλης δυνάμεως· διότι αι πόλεις αύται είναι μεν πολυάνθρωποι, σύγκεινται δε από στοιχεία ετερογενή και διά τούτο ευκόλως μεταβάλλουσι πολιτεύματα και πολιτογραφούσι ξένους και φυγάδας, Διά τούτο ουδείς μεριμνά ως θα εμερίμνα περί της ιδίας του πατρίδος, είτε διά να προμηθευθή όπλα διά το σώμα του είτε διά να κατασκευάση δημόσια κτίρια, αλλ' έκαστος φροντίζει διά της πειθούς ή διά της στάσεως να ωφεληθή τι· εάν δε αποτύχη, μεταβαίνει εις άλλον τόπον. Εύκολον λοιπόν είναι να συμπεράνη τις ότι τα τοιαύτα πλήθη ούτε ομονοούν ούτε κοινήν ενέργειαν έχουν, ταχέως δε οι μεν σήμερον, οι δε αύριον θα συνταχθώσι μεθ' ημών εις την πρώτην ευάρεστον συνομιλίαν, και δι' άλλους λόγους και μάλιστα εάν είναι διηρημένοι ως ακούομεν. Εκτός τούτου ούτε στρατόν έχουν τόσον, όσον διακηρύττουν με στόμφον ότι έχουν· το βέβαιον είναι ότι και παρ' αυτοίς συμβαίνει ό,τι συμβαίνει και με τους άλλους Έλληνας των οποίων αι πραγματικαί δυνάμεις ευρέθησαν πολύ κατώτεραι των αυθαιρέτων εκτιμήσεων, τας οποίας έκαστος χωριστά έκαμνεν· η Ελλάς, εις μεγίστην πλάνην διατελούσα επί του αντικειμένου τούτου, μόλις ηδυνήθη κατά τον παρόντα πόλεμον να συναθροίση τας απολύτως αναγκαίας δυνάμεις. Τοιαύτη είναι, εάν αι πληροφορίαι μου είναι ακριβείς, η κατάστασις της Σικελίας· θα μας είναι μάλιστα έτι μάλλον ευνοϊκή, διότι θα έχωμεν πολλούς βαρβάρους, οι οποίοι εκ μίσους προς τους Συρακουσίους θα επιτεθούν εναντίον αυτών μεθ' ημών, και ο εδώ πόλεμος δεν θέλει μας παρεμποδίσει, εάν λάβωμεν καλώς τα μέτρα μας. Οι πατέρες μας όχι μόνον άφησαν τους ιδίους αυτούς πολεμίους, τους οποίους τώρα λέγουν οι περί τον Νικίαν ότι ηθέλομεν αφήσει οπίσω αν αναχωρήσωμεν, αλλά και επρόκειτο να πολεμήσωσι κατά των Μήδων· τούτο όμως δεν τους ημπόδισε να θεμελιώσουν την ηγεμονίαν των, ουδέν άλλο στήριγμα έχοντες ή την υπεροχήν της ναυτικής των δυνάμεως. Και μέχρι τούδε ακόμη οι Πελοποννήσιοι ποτέ δεν συνέλαβαν ολιγωτέρας ελπίδας εναντίον μας. Αλλά και μεγίστην προθυμίαν αν έχουν, διά να εισβάλουν εις την χώραν μας, είναι ικανοί να το πράξουν, και εάν δεν εκπλεύσωμεν διά θαλάσσης όμως να μας βλάψουν είναι αδύνατον, διότι αφήνομεν εδώ ναυτικόν ισοδύναμον με εκείνο των Πελοποννησίων.
18. » Ώστε τίνα πιθανόν λόγον λέγοντες ηθέλομεν διστάσει ή τίνα πιθανήν πρόφασιν προφασιζόμενοι ηθέλομεν αρνηθή να βοηθήσωμεν τους εκεί συμμάχους, αφού άπαξ, ως γνωστόν, δι' όρκων υπεχρεώθημεν να βοηθώμεν αυτούς χωρίς να προφασιζώμεθα ότι εκείνοι δεν θα μας βοηθήσουν; Προσελάβομεν αυτούς ως συμμάχους, ουχί διά να μας βοηθήσουν ενταύθα, αλλ' ίνα ενοχλούντες τους εν τη Σικελία εχθρούς μας εμποδίζουν αυτούς να έρχωνται εδώ. Και την ηγεμονίαν ημών τοιουτοτρόπως απεκτήσαμεν και ημείς όπως και πάντες όσοι απέκτησαν τοιαύτην, προθύμως πάντοτε βοηθούντες τους Έλληνας και τους βαρβάρους, οίτινες εζήτουν την βοήθειάν μας. Διότι, εάν εμέναμεν όλοι ησυχάζοντες ή ελεπτολογούμεν εξετάζοντες ποίας φυλής ήσαν οι ζητούντες βοήθειαν, ολίγον θα προσεθέτομεν εις την δύναμιν μας, ή μάλλον ηθέλομεν εκθέτει αυτήν ταύτην περισσότερον. Τωόντι δεν πρέπει τις μόνον να υπερασπίζη εαυτόν κατά του επερχομένου ισχυρού, αλλά και να προλαμβάνη την επίθεσιν αυτού. Δεν είμεθα ελεύθεροι να μεταχειριζώμεθα την δύναμιν ημών κατά βούλησιν, αλλ' ανάγκη, αφού ανήλθομεν εις το σημείον τούτο, τους μεν να απειλώμεν τους δε να συγκρατώμεν, διότι άλλως θα εκινδυνεύομεν να κυριαρχηθώμεν υπό άλλων, εάν επαύομεν να κυριαρχώμεν ημείς. Και δεν πρέπει να θεωρήτε την ησυχίαν ομοίως με τους άλλους εκτός εάν παραδεχθήτε και την πολιτικήν των άλλων. Πεποιθότες ότι η δύναμις ημών ακόμη περισσότερον θέλει αυξήσει, εάν εκστρατεύσωμεν κατά της Σικελίας, ας εισέλθωμεν εις τα πλοία, ίνα ταπεινώσωμεν την μεγαλοφροσύνην των Πελοποννησίων δεικνύοντες ότι, μη λαμβάνοντες καν υπ' όψιν την παρούσαν ησυχίαν, πλέομεν και κατ' αυτής της Σικελίας. Εκ τούτου έν από τα δύο θα προκύψη· ή θα γίνωμεν κύριοι της Σικελίας και κατά πάσαν πιθανότητα θα ηγεμονεύσωμεν εφ' όλης της Ελλάδος, ή τουλάχιστον θα προξενήσωμεν μεγίστην βλάβην εις τους Συρακουσίους, το οποίον επίσης θέλει ωφελήσει και ημάς και τους συμμάχους ημών. Την δε ασφάλειαν θα μας δώσουν τα πλοία, και να μείνωμεν, εάν τινες ενωθώσι με ημάς, και να απέλθωμεν, διότι το ναυτικόν μας θα είναι πάντοτε ανώτερον του ναυτικού όλων ομού των Σικελιωτών. Και ας μη σας αποτρέψη η εν τοις λόγοις του Νικίου συσταινομένη απραγμοσύνη και η διάκρισις των νέων από των πρεσβυτέρων, αλλά πιστοί εις την επικρατούσαν τάξιν και την συνήθειαν των πατέρων μας, οι οποίοι συσκεπτόμενοι νέοι μετά γερόντων ανύψωσαν την πατρίδα ημών εις το σημείον τούτο της δυνάμεως, προσπαθήσατε σήμερον να προαγάγετε την πόλιν διά του αυτού τρόπου. Σκεφθήτε ότι άνευ αλλήλων η νεότης και το γήρας ουδέν δύνανται, και ότι η απερισκεψία, η μεσότης και η άκρα σύνεσις, εάν συναναμιχθούν, αποτελούν την ισχύν· πεισθήτε ότι, εάν η πόλις ησυχάζη, θα κατατριβή αφ' εαυτής καθώς και οιονδήποτε άλλο πράγμα, και η γνώσις παντός επαγγέλματος θα φθαρή υπό του γήρατος, ενώ, εάν διηνεκώς αγωνίζεται, θα αποκτηση την χρειαστήν εμπειρίαν και θα συνηθίση όχι τόσον εις την διά του λόγου άμυναν, όσον εις την διά του έργου. Εν γένει δε φρονώ, κατά την γνώμην μου, ότι πόλις μη απράγμων καταστρέφεται ταχέως, εάν μεταβληθή εις απράγμονα, και ότι η σωτηρία των πολιτών ασφαλίζεται μόνον, όταν ούτοι διάγουν όσον το δυνατόν σύμφωνα προς τα υπάρχοντα ήθη και τους νόμους, έστω και αν είναι χειρότεροι άλλων».
19. Ούτω μεν ωμίλησεν ο Αλκιβιάδης. Οι δε Αθηναίοι, ακούσαντες αυτού και των Εγεσταίων και Λεοντίνων φυγάδων, οι οποίοι παρελθόντες εις το μέσον της συνελεύσεως παρεκάλουν και ικέτευον να τους βοηθήσουν υπενθυμίζοντες τους αρχαίους όρκους διετέθησαν ευνοϊκώτερον ή πρότερον υπέρ της εκστρατείας. Ο Νικίας εννοήσας ότι δεν θα ηδύνατο πλέον διά της αυτής γλώσσης να τους αποτρέψη από την απόφασιν των, και νομίσας ότι ήθελε τους μεταπείσει διά του μεγέθους των προπαρασκευών, εάν εζήτει πολλάς, ανέβη εκ δευτέρου επί το βήμα και είπε ταύτα :
20. «Επειδή σας βλέπω, ω Αθηναίοι, ότι έχετε απόφασιν να εκστρατεύσετε εξ άπαντος, εύχομαι μεν να αποβή εις καλόν η εκστρατεία, θα σας υποδείξω όμως όσα θεωρώ ωφέλιμα κατ' αυτήν την στιγμήν. Μέλλομεν να επιτεθώμεν κατά πόλεων, πού φημίζονται ως μεγάλαι, ανεξάρτητοι και μη έχουσαι ανάγκην πολιτικής μεταβολής, εις την οποίαν άλλαι καταφεύγουν μετά χαράς, διά να μεταβούν εκ της αναγκαστικής υποταγής εις ανετωτέραν κατάστασιν· κατά πόλεων τέλος, αι οποίαι, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν θα θελήσουν νανταλλάξουν την ελευθερίαν των με την ηγεμονίαν μας. Άλλως μεταξύ των πόλεων τούτων ο αριθμός των Ελληνίδων είναι σημαντικός διά μίαν νήσον. Εκτός της Νάξου και της Κατάνης, αι οποίαι ελπίζω να προστεθούν εις ημάς διά την κοινήν μετά των Λεοντίνων καταγωγήν των, υπάρχουν επτά άλλαι πόλεις παρεσκευασμέναι καθ' όλα όσον το δυνατόν ομοίως με ημάς, και προ πάντων ο Σελινούς και αι Συράκουσαι, κατά των οποίων έχομεν σκοπόν να πλεύσωμεν. Οπλίται και τοξόται και ακοντισταί υπάρχουν πολλοί, καθώς και τριήρεις και άνθρωποι διά να καταρτίσουν τα πληρώματα των. Προσέτι έχουν χρήματα και ιδιωτικά και κοινά εις τα ιερά των Σελινουντίων· προς τούτοις οι Συρακούσιοι λαμβάνουν φόρον παρά τινων βαρβάρων λαών. Εκείνο δε, κατά το οποίον προ πάντων μας υπερτερούν, είναι ότι έχουν πολλούς ίππους και σίτον εγχώριον και όχι έξωθεν εισκομιζόμενον.
21. »Κατά τοιαύτης λοιπόν δυνάμεως δεν μας αρκεί στρατός ναυτικός και μέτριος, αλλ' είναι ανάγκη να συμπλεύση μαζί μας και πεζικόν πολύ, εάν θέλωμεν να πράξωμέν τι άξιον των σχεδίων μας και να μη παρακωλυθή η εις την ξηράν απόβασίς μας υπό πολλών ιππέων, προ πάντων εάν εκ του προς ημάς φόβου συνενωθούν αι πόλεις και εάν, εκτός των Εγεσταίων, δεν έχωμεν άλλους, οι οποίοι γινόμενοι φίλοι μας δυνηθούν να μας προμηθεύσουν ιππικόν, διά του οποίου να υπερασπισθώμεν. Θα είναι δε αίσχος εις ημάς, εάν αναγκασθώμεν να απέλθωμεν ή να προσκαλέσωμεν κατόπιν και άλλο, επειδή εξ αρχής δεν είχομεν λάβει συνετά μέτρα. Πρέπει λοιπόν ναναχωρήσωμεν εντεύθεν εντελώς παρεσκευασμένοι και να σκεφθώμεν ότι μέλλομεν να πλεύσωμεν μακράν· ότι η εκστρατεία αύτη δεν ομοιάζει με τας άλλοτε, ότε εμεταβαίνατε εναντίον τινός ως σύμμαχοι των ενταύθα υπηκόων σας, οπόθεν εύκολοι ήσαν αι μετακομίσεις, προερχόμεναι εκ τόπου φιλικού, αλλ' ότι μεταβαίνομεν εις χώραν, η οποία όλη είναι ξένη και όπου ούτε αγγελιαφόρος δύναται να έλθη κατά τους τέσσαρας χειμερινούς μήνας.
22. »Πρέπει λοιπόν, κατά την γνώμην μου, να έχωμεν πολλούς οπλίτας και εξ ημών αυτών και εκ των συμμάχων και εκ των υπηκόων και εξ αυτής της Πελοποννήσου, εάν δυνηθώμεν να επιτύχωμεν τοιούτους, είτε διά της πειθούς είτε διά μισθού. Έχομεν επίσης ανάγκην πολλών τοξοτών και σφενδονητών, όπως αντέχουν προς το εχθρικόν ιππικόν· πρέπει ωσαύτως να υπερτερώμεν παραπολύ κατά το ναυτικόν, διά να εισκομίζωμεν ευκόλως τα αναγκαιούντα τρόφιμα. Έχομεν ανάγκην ολκάδων διά να μεταφέρωμεν απ' εδώ τροφάς, σίτον και κριθάς οπτάς, και αρτοποιών εμμίσθων, τους οποίους να λάβωμεν διά της βίας αναλόγως των μυλώνων, διά να έχη ο στρατός τα αναγκαιούντα, εάν εμποδισθώμέν που υπό του κακού καιρού, διότι πάσα πόλις δεν θα είναι εις κατάστασιν να δέχεται στρατόν τόσον πολυάριθμον· πρέπει τέλος τα πάντα να προετοιμάσωμεν όσον είναι δυνατόν και να μη ελπίζωμεν εις άλλους. Προ πάντων ας λάβωμεν εντεύθεν πολλά χρήματα, διότι εκείνα τα οποία λέγουν οι Εγεσταίοι ότι υπάρχουν έτοιμα, πιστεύσατε, ότι μόνον με λόγους είναι έτοιμα.
23. »Τωόντι, εάν αναχωρήσωμεν εντεύθεν ουχί μόνον έχοντες στρατόν αντίπαλον, ουχί μόνον έχοντες τους οπλίτας τους απαιτουμένους να παραταχθούν προς τους οπλίτας αυτών, αλλά και όντες υπερβαλλόντως παρεσκευασμένοι κατά πάντα, πάλιν δυσκόλως τους μεν θα δυνηθώμεν να νικήσωμεν, τους δε να διασώσωμεν. Πρέπει να λάβετε υπ' όψιν ότι απέρχεσθε να συνοικίσετε πόλιν μεταξύ αλλοφύλων και πολεμίων και ότι οφείλετε να καταστήτε κύριοι της γης, εις την οποίαν θα προσορμισθήτε, ειδεμή, τα πάντα θέλετε έχει εχθρικά. Τούτο εγώ φοβούμενος και σκεπτόμενος, ότι έχομεν ανάγκην πολλής μεν καλής σκέψεως, μεγαλυτέρας δε καλής τύχης (το οποίον είναι δύσκολον, επειδή είμεθα άνθρωποι), θέλω, αναχωρών, να εμπιστευθώ όσον το δυνατόν ολιγώτερον εις την τύχην και να εκπλεύσω όσον το δυνατόν ασφαλής. Ταύτα νομίζω ασφαλέστατα δι' όλην την πόλιν και σωτήρια δι' ημάς που θα εκστρατεύσωμεν. Εάν άλλος τις φρονή τα εναντία, παραχωρώ εις αυτόν την αρχήν.
24. Και ο μεν Νικίας ταύτα είπε νομίζων ότι διά της μεγαλοποιήσεως των πραγμάτων ήθελεν αποτρέψει τους Αθηναίους από του μελετωμένου σχεδίου, ή, εάν ηναγκάζετο να εκστρατεύση, ναναχωρήση τουλάχιστον διά του τρόπου τούτου μεθ' όλης της ασφαλείας· οι δε Αθηναίοι μακράν του να παραιτήσουν την εκστρατείαν ταύτην διά την δύσκολον προμήθειαν των εξοπλισμών, ησθάνθησαν πολύ πλειοτέραν επιθυμίαν δι' αυτήν. Και η ελπίς του Νικίου διεψεύσθη διότι εύρον ότι έδωκεν αρίστας συμβουλάς και ότι από της στιγμής εκείνης δεν είχαν πλέον τίποτε να φοβηθούν. Όλοι ομοίως κατελήφθησαν υπό της επιθυμίας να αναχωρήσουν· οι γέροντες, με την ιδέαν να υποτάξουν την Σικελίαν, το οποίον ήτον ο σκοπός της εκστρατείας των, ή τουλάχιστον να μη πάθη καμμίαν ατυχίαν τοιούτος μέγας στρατός· οι άνδρες, με την επιθυμίαν να ίδουν χώραν μακρυνήν και με την πεποίθησιν ότι ήθελον διαφύγει τους κινδύνους· το δε πλήθος και οι στρατιώται, με την ελπίδα να κερδίσουν χρήματα προς το παρόν, και να επεκτείνουν την ηγεμονίαν της πόλεως, το οποίον ήθελεν είσθαι δι' αυτούς πηγή αστείρευτος μισθού. Ώστε βλέποντες την ακράτητον ταύτην επιθυμίαν των περισσοτέρων οι μη αρεσκόμενοι εις την εκστρατείαν ταύτην δεν ετόλμησαν να ειπούν τίποτε φοβηθέντες μήπως, εάν αρνηθούν την ψήφόν των, εκληφθούν ως κακά σκεπτόμενοι.
25. Προχωρήσας τέλος Αθηναίος τις απετάθη προς τον Νικίαν και τω είπεν ότι δεν έπρεπε πλέον να προφασίζεται μήτε να αναβάλλη, αλλά να δηλώση αμέσως και παρουσία όλων, ποίας παρασκευάς ώφειλον οι Αθηναίοι να του ψηφίσουν. Ο δε Νικίας άκων απεκρίθη μεν ότι ήθελε συνομιλήσει περί του αντικειμένου τούτου μάλλον ανέτως μετά των συναρχόντων, ενόμιζεν όμως προς το παρόν ότι ώφειλον να πλεύσουν μετά τριηρών ουχί ολιγωτέρων των εκατόν· ότι τα οπλιταγωγά πλοία ώφειλον να προμηθευθούν κατ' αναλογίαν εν μέρει μεν υπό των Αθηναίων, εν μέρει δε υπό των συμμάχων, παρά των οποίων ήθελον ζητηθή τοιαύτα· ότι το όλον των οπλιτών τόσον των Αθηναίων, όσον και των συμμάχων, δεν έπρεπε να είναι ολιγώτερον των πεντακισχιλίων, μάλιστα δε, αν ήτο τούτο δυνατόν, περισσότερον ότι θα έκαμνον τας επίλοιπους προπαρασκευάς κατά την αυτήν αναλογίαν, τόσον εις τοξότας των Αθηνών και της Κρήτης, όσον εις σφενδονήτας και εν ενί λόγω έπρεπε να ετοιμασθή και τεθή εις την διάθεσίν των παν ό,τι ήθελε κριθή πρέπον.
26. Ακούσαντες ταύτα οι Αθηναίοι εψήφισαν αμέσως ότι ως προς τον αριθμόν των στρατευμάτων και τα άλλα της εκστρατείας οι στρατηγοί έχουν πάσαν πληρεξουσιότητα να πράξουν ό,τι ήθελον κρίνει ώφελιμώτατον διά τους Αθηναίους. Και μετά ταύτα ενησχολήθησαν αμέσως εις τας προετοιμασίας πέμψαντες εις τους συμμάχους και στρατολογούντες εν τω τόπω των. Προ μικρού δε η πόλις είχεν αναλάβει εκ της νόσου και του συνεχούς πολέμου, ο πληθυσμός της ανεγεννάτο και είχε συναθροίσει χρήματα ένεκα της διακοπής των εχθροπραξιών. Και οι μεν Αθηναίοι ενησχολούντο εις τας προπαρασκευάς ταύτας.
27. Κατά το διάστημα δε τούτο όσοι λίθινοι Ερμαί ήσαν εν τη πόλει των Αθηναίων (είναι δε ούτοι, κατά την επιχώριον συνήθειαν, αγάλματα τετράγωνα τοποθετημένα εις πολλά ιδιωτικά πρόθυρα και εις ναούς) ευρέθησαν εις μίαν νύκτα με ακρωτηριασμένα πρόσωπα. Ουδείς εγνώριζε τους πράξαντας τούτο, αλλ' ήρχισαν τας αναζητήσεις υποσχεθέντες αδράς αμοιβάς εις εκείνους, οίτινες ήθελον καταγγείλει τους ενόχους, και προσέτι εψήφισαν ότι εάν τις, είτε πολίτης, είτε ξένος, είτε δούλος, εγνώριζεν άλλο τι ασέβημα διαπραχθέν, να το καταγγείλη αφόβως. Και έδιδον εις το πράγμα μεγαλυτέραν σπουδαιότητα, διότι το ενόμιζον ως οιωνόν σχετικόν προς την εκστρατείαν και ως συνωμοσίαν οργανωθείσαν προς ανατροπήν των καθεστώτων και κατάλυσιν της δημοκρατίας.
28. Και περί μεν των Ερμών ουδεμίαν καταγγελίαν έκαμαν οι μέτοικοι και οι υπηρέται, ανέφεραν όμως ότι άλλα αγάλματα είχον κολοβωθή προγενέστερον υπό νεανιών διασκεδαζόντων και μεθυόντων, και ότι, είς τινας οικίας, παρωδούντο τα μυστήρια. Δι' όλα ταύτα κατηγόρουν μεταξύ άλλων και τον Αλκιβιάδην· εκείνοι προ πάντων, οίτινες τον εμίσουν, επειδή τους ημπόδιζε να έχουν επί του πλήθους σημαντικήν επίδρασιν, επήραν με πολλήν προθυμίαν την πρόφασιν ταύτην. Ελπίζοντες δε ότι, εάν τον απεμάκρυνον, θα εγίνοντο πρώτοι εις τα πολιτικά πράγματα, παρέστησαν μεγαλοποιημένον το έγκλημα και εβόων ότι η βεβήλωσις των μυστηρίων και η κολόβωσις των Ερμών σκοπόν είχε την κατάλυσιν της δημοκρατίας και ότι ουδεμία των ιεροσυλιών εκείνων έγινε χωρίς την συνέργειαν εκείνου· προς απόδειξιν τούτου ανέφεραν την άλλην αυτού αντιδημοτικήν και παράνομον διαγωγήν.
29. Ο δε Αλκιβιάδης εναντίον των κατηγοριών εκείνων απελογήθη αμέσως και είπεν ότι ήτο πρόθυμος πριν αναχωρήση να δικασθή περί όσων τον κατηγόρουν ότι έπραξε, και επειδή αι προπαρασκευαί είχον ήδη περατωθή, να τιμωρηθή μεν, εάν αποδειχθή ότι έπραξε τίποτε από αυτά, να διατηρήση δε το στρατηγικόν αξίωμα, εάν αθωωθή. Διεμαρτύρετο κατά των διαβολών, αίτινες ήθελον εκτοξευθή απόντος αυτού και εζήτει να τον θανατώσουν αμέσως, εάν ήτο ένοχος, λέγων ότι ήθελεν είσθαι φρονιμώτερον να μη τον στείλουν, διατελούντα υπό το βάρος τοιαύτης κατηγορίας, επί κεφαλής τοσούτου στρατού πριν τον δικάσουν. Αλλ' οι εχθροί του εφοβούντο, εάν εδίκαζον αυτόν αμέσως, μήπως ο στρατός κηρυχθή υπέρ αυτού και ο λαός συμπαθήση, διότι εις αυτόν εχρεώστει την συμμετοχήν των Αργείων καί τινων Μαντινέων εις την παρούσαν εκστρατείαν. Διά να αποτρέψουν λοιπόν και αναβάλουν την υπόθεσιν ταύτην, εισήγαγον άλλους ρήτορας, οίτινες προέτεινον να εκπλεύση μεν ο Αλκιβιάδης προς το παρόν και να μη αναβληθή η αναχώρησις του στόλου, κατά την επιστροφήν του δε να δικασθή εις ημέραν ωρισμένην από τούδε. Ήθελον, επιρρίπτοντες εναντίον αυτού κατηγορίαν μεγαλυτέραν, την οποίαν ευκολώτερον ήθελον επινοήσει κατά την απουσίαν του, να τον επαναφέρουν και να τον δικάσουν. Απεφασίσθη λοιπόν να εκπλεύση ο Αλκιβιάδης.
30. Μετά ταύτα δε περί τα μέσα πλέον του θέρους ο στόλος έξέπλευσε διά την Σικελίαν. Είχε συμφωνηθή προηγουμένως ότι το πλείστον των συμμάχων, των σιταγωγών ολκάδων, των φορτηγών πλοίων και των άλλων επιτηδείων, όσα ακολουθούν μαζί με τα στρατεύματα, να συναθροισθούν εις Κέρκυραν, ίνα εκείθεν όλοι ομού διαπλεύσουν τον Ιόνιον κόλπον μέχρι της Ιαπυγίας άκρας. Αυτοί δε οι Αθηναίοι και όσοι σύμμαχοι παρευρίσκοντο καταβάντες εις τον Πειραιά κατά την ορισθείσαν ημέραν από πρωίας εισήλθον εις τα πλοία διά να εκπλεύσουν. Κατέβη δε μαζί, ούτως ειπείν, και όλος ο άλλος πληθυσμός ο εν τη πόλει, και οι ξένοι και οι πολίται. Οι εγχώριοι προέπεμπον τους ιδικούς των, οι μεν τους φίλους των, οι δε τους συγγενείς των, οι δε τους υιούς των· εβάδιζον κατεχόμενοι συγχρόνως υπό ελπίδος και λύπης, και σκεπτόμενοι αφ' ενός μεν τας μέλλουσας κατακτήσεις, αφ' έτερου δε την αβεβαιότητα του να επανίδουν αλλήλους και την απόστασιν, η οποία έμελλε να χωρίση αυτούς από της πατρίδος των.
31. Κατά την στιγμήν εκείνην πού επρόκειτο να χωρισθούν απ' αλλήλων, όπως εκτεθούν εις τους κινδύνους, τα δεινά παρουσιάζοντο ζωηρότερα εις το πνεύμά των ή ότε εψήφιζον την εκστρατείαν· εν τούτοις αι μεγάλαι προπαρασκευαί, τας οποίας έβλεπον προ των οφθαλμών των, τοις έδιδαν θάρρος. Οι δε ξένοι και ο άλλος όχλος κατέβησαν διά να ίδουν το θέαμα εκείνο, το οποίον τους εφαίνετο μεγαλοπρεπές και απίστευτον. Τωόντι ουδέποτε μέχρι της εποχής εκείνης εξήλθεν εξ ενός και του αυτού λιμένος ελληνικός στρατός πολυτελέστερα και ευπρεπέστερα εφωδιασμένος. Ναι μεν ως προς τον αριθμόν των πλοίων και των οπλιτών ο εις την Επίδαυρον μεταβάς μετά του Περικλέους και κατόπιν εις την Ποτείδαιαν μετά του Άγνωνος δεν ήτο κατώτερος, διότι συνέκειτο εκ τετρακισχιλίων Αθηναίων οπλιτών, τριακοσίων ιππέων, εκατόν τριηρών, πεντήκοντα άλλων των Λεσβίων και των Χίων, και προσέτι συμμάχων πολλών συνεκπλευσάντων, αλλά και βραχύτερον διάστημα είχε να διανύση και ατελή εφόδια είχεν· ενταύθα εξ εναντίας τα εφόδια έπρεπε να γίνουν τοιαύτα, ώστε να διαρκέσουν πλειότερον χρόνον και να χρησιμεύσουν κατά δύο τρόπους, και επί της ξηράς και επί της θαλάσσης. Ο στόλος εξωπλίσθη δαπάναις των τριηράρχων και της πόλεως. Το δημόσιον ταμείον έδιδε καθ' ημέραν μίαν δραχμήν εις έκαστον ναύτην και παρείχε τριήρεις κενάς, εξήκοντα μεν ταχείας, τεσσαράκοντα δε οπλιταγωγούς και πληρώματα δι' αυτά εκλεκτά. Οι τριήραρχοι, εκτός του εκ του δημοσίου μισθού, έδιδον εις τους ναύτας τους καλουμένους θρανίτας και εις τους κωπηλάτας επιμίσθιόν τι. Είχαν στολίσει τας τριήρεις διά πολυτελών εμβλημάτων και παντοειδών κοσμημάτων, έκαστος δε εξ αυτών πάσαν προσπάθειαν κατέβαλεν, ίνα το πλοίον του διακριθή διά τον καλόν στολισμόν και την ταχύτητα. Ο πεζός στρατός εξελέγη με επιμέλειαν εκ των καταλόγων και μεγάλη υπήρχεν αντιζηλία ως προς τα όπλα και τας στολάς, ουχί δε μικροτέρα άμιλλα εις το να εκπληροί καθείς την επιβαλλομένην εις αυτόν εργασίαν. Ενόμιζέ τις ότι έβλεπε μάλλον επίδειξιν δυνάμεως και εξουσίας προωρισμένην να καταπλήξη τους άλλους Έλληνας ή εξοπλισμόν εναντίον των εχθρών. Τωόντι, εάν υπελόγιζέ τις όλην την δημοσίαν δαπάνην της πόλεως και την ιδιαιτέραν των πολεμιστών, τας ποσότητας, τας οποίας η πόλις είχεν ήδη δαπανήσει και εκείνας με τας οποίας εφοδιάσασα τους στρατηγούς απέστειλεν αυτούς, όσα καθένας ιδιώτης εδαπάνησε διά τον εαυτόν του και όσα καθ' ένας τριήραρχος εδαπάνησε και έμελλεν ακόμη να δαπανήση διά την τριήρη του, χωρίς να προσθέση όσα χρήματα καθένας, ανεξαρτήτως του μισθού, τον οποίον ελάμβανεν εκ του δημοσίου ταμείου, είχε προμηθευθή διά μακροχρόνιον εκστρατείαν, μήτε όσα στρατιώται και έμποροι είχον μεθ' εαυτών, διά να εμπορευθούν, θα εύρισκε πόση υπέρογκος χρηματική ποσότης εξήλθε τότε της πόλεως. Η εκστρατεία υπήρξε περιβόητος τόσον διά την καταπληκτικήν αυτής τόλμην και την λαμπρότητα της θέας της, όσον και διά την υπεροχήν του στρατού σχετικώς με εκείνους, εναντίον των οποίων μετέβαινον να πολεμήσουν· η άπειρος από της πατρίδος των απόστασις προσέθετε πλειότερον μεγαλείον εις επιχείρησιν παρέχουσαν μεγίστας ελπίδας λαμπρού μέλλοντος.
32. Αφού δε τα πληρώματα εισήλθαν εις τα πλοία και επεβιβάσθησαν όλα τα εφόδια, μετά των οποίων έπρεπε να εκπλεύσουν, η σάλπιγξ εσήμανε το σιωπητήριον. Αι συνήθεις προ της αναχωρήσεως ευχαί δεν έγιναν ιδιαιτέρως επί εκάστου πλοίου αλλ' επί ολοκλήρου του στόλου διά της φωνής του κήρυκος. Εκέρασαν τον οίνον, εντός κρατήρων εις όλον τον στρατόν, οι δε στρατηγοί έκαμαν σπονδάς μετά ποτηρίων χρυσών και αργυρών. Εις τας ευχάς των ανεμιγνύοντο και αι ευχαί όλου του επί της παραλίας μείναντος πλήθους, συγκειμένου εκ πολιτών και φίλων. Αφού δε έψαλαν τον παιάνα και ετελείωσαν τας σπονδάς, εξέπλευσαν εις το πέλαγος. Και κατ' αρχάς μεν εξήλθον του λιμένος εις στοίχον, και μέχρι της Αιγίνης ημιλλώντο ως προς την ταχύτητα· έπειτα όμως έσπευσαν να φθάσουν εις Κέρκυραν, όπου συνηθροίζετο επίσης και ο επίλοιπος στρατός των συμμάχων. Η δε είδησις της εκστρατείας ταύτης ηγγέλλετο μεν πολλαχόθεν εις τας Συρακούσας, αλλ' επί πολύν χρόνον δεν επιστεύετο τίποτε. Εν τούτοις γενομένης συνελεύσεως του λαού ελέχθησαν οι εξής λόγοι, οι μεν υπό των πιστευόντων τα περί της εκστρατείας των Αθηναίων, οι δε υπό των αμφισβητούντων την είδησιν. Παρελθών δε εις το μέσον της συνελεύσεως Ερμοκράτης ο Έρμωνος, ο οποίος ενόμιζεν ότι ήτο καλώς πληροφορημένος, είπε και συνεβούλευσε ταύτα:
33. «Θα φανώ μεν ίσως, ως και άλλοι τινές, απίστευτα λέγων περί της αληθείας της εκστρατείας. Hξεύρω επίσης ότι οι λέγοντες ή ανακοινούντες αγγελίας, τας οποίας παρ' άλλων έμαθον, ουδεμίαν εμπνέουν εμπιστοσύνην και νομίζονται μάλιστα ως άφρονες· αλλ' όμως δεν θα με κρατήση ο φόβος την στιγμήν που κινδυνεύει η πόλις, επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ομιλώ μετά περισσοτέρας βεβαιότητας. Οι Αθηναίοι εκίνησαν εναντίον μας, και εκπλήττεσθε διά τούτο, μετά πολλού στρατού ναυτικού και πεζικού, λόγω μεν διά την συμμαχίαν των Εγεσταίων και διά να επαναφέρουν εις την προτέραν των κατοικίαν τους Λεοντίνους, έργω δε διότι επιθυμούν την Σικελίαν, και προ πάντων την ιδικήν μας πόλιν, νομίζοντες ότι, εάν ήθελον λάβει αυτήν, ευκόλως θα ελάμβανον και τα άλλα. Θεωρούντες λοιπόν αυτούς ως μέλλοντας να φθάσουν από στιγμής εις στιγμήν, σκεφθήτε πώς να αντιτάξετε με τα υπάρχοντα μέσα ανδρικωτάτην αντίστασιν, και πώς μήτε καταφρονήσαντες καταληφθήτε απαράσκευοι, μήτε απιστήσαντες αμελήσετε περί όλων. Όποιος όμως πεισθή ότι αληθή λέγω, ας μη φοβηθή την τόλμην των και τας δυνάμεις των, διότι ούτε θα δυνηθούν να μας βλάψουν περισσότερον παρ' όσον θα βλαφθούν αυτοί, ούτε θα είναι επικίνδυνοι εις ημάς ερχόμενοι μετά μεγάλου στόλου. Αι μετά των άλλων Σικελιωτών υποθέσεις μας θα ευρεθούν εις πολύ ευαρεστότερον σημείον, επειδή ούτοι, κυριευθέντες από φόβον, θα ζητήσουν να συμμαχήσουν μαζί μας· και εάν μάλιστα κατορθώσωμεν να τους νικήσωμεν ή τους αναγκάσωμεν να αναχωρήσουν άπρακτοι (διότι βεβαίως δεν φοβούμαι μήπως και επιτύχουν όσα διανοούνται), τούτο θέλει είσθαι κατόρθωμα λαμπρότατον, και δεν πιστεύω να είναι ανέλπιστον. Και τωόντι ολίγιστοι μεγάλοι στόλοι Ελλήνων ή βαρβάρων, απομακρυνθέντες πολύ από της πατρίδος των, επέτυχον· διότι ο αριθμός των δεν δύναται να υπερτερήση τους κατοίκους της χώρας, εναντίον της οποίας επέρχονται, ή των γειτονικών μερών, τους οποίους κοινός φόβος αναγκάζει να συνασπισθούν. Και εάν δι' έλλειψιν τροφών αποτύχουν εις την ξένην γην, μολονότι αι δυστυχίαι των προέρχονται εκ των ιδίων των σφαλμάτων, μολαταύτα η δόξα μένει εις εκείνους, εναντίον των οποίων επετέθησαν. Τοιουτοτρόπως και αυτοί ούτοι οι Αθηναίοι, με όλα τα άπειρα και απροσδόκητα σφάλματα, εις τα οποία περιέπεσεν ο Μήδος, οφείλουν την αύξησίν των εις μόνην την διαδοθείσαν φήμην ότι είχε σκοπόν ούτος να εκστρατεύση εναντίον αυτών.
34. »Θαρρούντες λοιπόν και μη παύοντες τας ενταύθα προετοιμασίας ας πέμψωμεν προς τους Σικελούς, ίνα τους μεν υπηκόους βέβαιους φίλους ποιήσωμεν, τους δε αυτονόμους προσπαθήμεν να καταστήσωμεν φίλους και συμμάχους· ας πέμψωμεν ωσαύτως πρέσβεις και εις τους Σικελιώτας, διά να παραστήσωμεν ότι ο κίνδυνος είναι κοινός· ας πέμψωμεν και προς τους Ιταλιώτας, διά να τους πείσωμεν να συμμαχήσουν μαζί μας ή τουλάχιστον να μη δεχθούν τους Αθηναίους. Νομίζω μάλιστα ωφέλιμον να πέμψωμεν και εις την Καρχηδόνα, διότι η πόλις αύτη είναι ανήσυχος και φοβείται πάντοτε μήπως ημέραν τινά επέλθουν κατ' αυτής οι Αθηναίοι. Και ίσως οι Καρχηδόνιοι, αναλογιζόμενοι τα δεινά, τα οποία θέλουν πάθει, εάν αφήσουν να τους διαφύγη η ευκαιρία αύτη, θελήσουν να μας βοηθήσουν αναφανδόν ή κρυφίως ή τουλάχιστον κατ' άλλον τινά τρόπον. Περισσότερον παρά πάντα άλλον είναι δυνατοί να μας βοηθήσουν, αρκεί να θελήσουν, διότι έχουν πλείστον χρυσόν και άργυρον, μέσα, τα οποία μεγίστην έχουν δύναμιν και εν τω πολέμω και εις όλα τα άλλα. Ας πέμψωμεν επίσης προς τους Λακεδαιμονίους και τους Κορινθίους, παρακαλούντες αυτούς να σπεύσουν ενταύθα εις βοήθειάν μας και να ανακινήσουν τον εκεί πόλεμον. Αλλ' ό,τι νομίζω έτι μάλλον συντελεστικόν, το οποίον η συνήθης απάθειά σας θα σας εμποδίση να παραδεχθήτε αμέσως, είναι το εξής. Εάν όλοι οι Σικελιώται, ή τουλάχιστον οι πλείστοι εξ αυτών, θελήσουν να ενωθούν με ημάς, να καθελκύσουν εις την θάλασσαν, όλον το υπάρχον ναυτικόν με τροφάς δύο μηνών, και να απαντήσουν τους Αθηναίους εις τον Τάραντα και το ακρωτήριον Ιαπυγίαν καθιστώντες εις αυτούς φανερόν ότι δεν θα γίνη μάχη περί την Σικελίαν πριν ή γίνη μάχη προς διαπεραίωσιν του Ιονίου κόλπου, θέλομεν φοβήσει αυτούς μεγάλως. Θα ίδουν ότι εξερχόμεθα εκ φιλικής χώρας ως φύλακες της Σικελίας (διότι οι Ταραντίνοι θα μας υποδεχθούν), ότι έχουν να διανύσουν μεθ' όλης της αποσκευής των μέγα πέλαγος, και ότι είναι δύσκολον ένεκα του μακρού ταξιδιού να μείνουν εν τάξει· τούτου ένεκα ευκόλως θα δυνηθώμεν να επιτεθώμεν κατ' αυτών βραδέως και κατά μικράς μοίρας προχωρούντων. Ας υποθέσωμεν ότι ελαφρύνουν τα πλοία των και προχωρούν εναντίον ημών μετά των μάλλον ταχυπλόων εάν μεν μεταχειρισθούν τας κώπας, θα επιτεθώμεν κατ' αυτών, άμα τους ίδωμεν κουρασμένους, εάν δε δεν νομίσωμεν τούτο φρόνιμον, υποχωρούμεν εις τον Τάραντα. Αυτοί όμως ολίγα έχοντες εφόδια και πλέοντες με τον σκοπόν να ναυμαχήσουν θα ευρεθούν στερούμενοι τοιούτων εις τα έρημα παράλια. Και, εάν μεν μείνουν εκεί, θα πολιορκηθούν, εάν δε προσπαθήσουν να πλέουν κοντά εις τα παράλια, θα εγκαταλείψουν τας αποσκευάς των και μη όντες βέβαιοι αν θα τους υποδεχθούν αι πόλεις θα χάσουν το θάρρος των. Είμαι λοιπόν πεισμένος ότι εμποδιζόμενοι υπό της σκέψεως ταύτης ούτε καν θα αναχωρήσουν εκ της Κερκύρας, αλλά σκεπτόμενοι και κατασκοπεύοντες πόσοι και εις ποίον μέρος είμεθα, ή θα καταληφθούν υπό του χειμώνος ή καταπλαγέντες διά την απροσδόκητον εμφάνισιν ημών θα παραιτηθούν της εκστρατείας. Τούτο δε τοσούτω μάλλον είναι πιθανόν, όσω, καθώς ακούω, ο εμπειρότατος των στρατηγών των διοικεί χωρίς την θέλησίν του, και, εάν κάμωμεν σπουδαίαν τινά επίδειξιν, πρόθυμα θέλει λάβει τούτο ως πρόφασιν. Είμαι βέβαιος ότι αι παρασκευαί ημών θέλουν αναγγελθή μεγαλοποιημέναι εις τους Αθηναίους, αι δε γνώμαι των ανθρώπων ρυθμίζονται προς τα λεγόμενα. Οι πρώτοι επιτιθέμενοι ή τουλάχιστον εκείνοι, οίτινες προδηλώνουν ότι θα αντισταθούν κατά των επιτιθεμένων, είναι μάλλον φοβεροί, διότι φαίνονται ισόπαλοι. Τούτου πείραν, εάν πεισθήτε εις εμέ, θα λάβουν σήμερον οι Αθηναίοι, επειδή επέρχονται εναντίον μας με την ιδέαν ότι δεν θα αντισταθώμεν και έχουν δίκαιον τοιαύτην λαβόντες περί ημών ιδέαν, επειδή δεν ηνώθημεν με τους Λακεδαιμονίους, διά να τους εξολοθρεύσωμεν. Αλλά, εάν μας ιδούν παρά την προσδοκίαν των τολμηρούς, μάλλον θέλουν φοβηθή διά το απρόοπτον τούτο τόλμημα, παρά διά την πραγματικήν δύναμιν ημών. Πεισθήτε λοιπόν εις τας συμβουλάς μου· τολμήσατε προ πάντων να αντεπεξέλθετε κατά των Αθηναίων ειδεμή, ετοιμασθήτε προς πόλεμον όσον τάχιστα και σκεφθήτε πάντες ότι μόνον διά γενναίων έργων καταφρονεί τις τους εχθρούς· από τούδε δε ωφελιμώτατον είναι να αρχίσετε τας ενεργείας σας ως εάν επεκρέματο κίνδυνος, πειθόμενοι ότι αι μετά φόβου γινόμεναι παρασκευαι είναι ασφαλέσταται. Είμαι βέβαιος ότι οι Αθηναίοι και επέρχονται, και πλέουν ήδη, και εντός ολίγου θα είναι εδώ».
35. Και ο μεν Ερμοκράτης ταύτα είπεν, ο δε δήμος των Συρακουσίων ήρχισε σφοδράν λογομαχίαν. Οι μεν έλεγαν ότι οι Αθηναίοι ουδόλως θα ήρχοντο και ότι αι διαβεβαιώσεις του Ερμοκράτους δεν ήσαν αληθείς, οι δε ότι, και αν ήρχοντο, τι κακόν θα έπραττον μεγαλύτερον εκείνου, το οποίον ήθελον πάθει; Και άλλοι τέλος μεγάλην περιφρόνησιν δεικνύοντες έστρεφαν το πράγμα επί το γελοιότερον. Ολίγιστοι ήσαν οι πιστεύοντες εις τον Ερμοκράτην και φοβούμενοι το μέλλον. Παρελθών δε εις το μέσον της συνελεύσεως ο Αθηναγόρας, ο οποίος ήτο αρχηγός της δημοκρατικής μερίδος και ρήτωρ ευφραδέστατος, είπε τα εξής:
36. «Όστις δεν θέλει να πράξουν οι Αθηναίοι τοιαύτην ανοησίαν, ώστε να έλθουν ενταύθα και να πέσουν εις τας χείράς μας, είναι δειλός ή κακός πολίτης· με εκείνους δε, οίτινες διαδίδουν τας ειδήσεις ταύτας και θέλουν να σας φοβήσουν, δεν εκπλήττομαι τόσον διά την θρασύτητά των, όσον διά την ανοησίαν των, να νομίζουν δηλαδή ότι δεν είναι κατάδηλοι οι σκοποί των. Οι έχοντες ίδιον τινα φόβον, ζητούν να εμβάλουν εις φόβον το κοινόν, διά να αποκρύψουν το συμφέρον των. Τοιούτος ο σκοπός των ειδήσεων τούτων, αι οποίαι δεν είναι έργον της τύχης, αλλ' εκείνων, οι οποίοι αρέσκονται εις τας αιωνίας ταραχάς. Σεις όμως, εάν σκεφθήτε καλώς, δεν κρίνετε εκείνα τα οποία τα συμβούν εξ εκείνων τα οποία ούτοι διαδίδουν, αλλ' εξ εκείνων τα οποία δύνανται να πράξουν άνθρωποι συνετοί και εμπειρότατοι, οποίοι φρονώ ότι είναι οι Αθηναίοι· διότι δεν είναι πιθανόν να αφήσουν όπισθέν των τους Πελοποννησίους, και πριν τελειώσουν οριστικώς τον εκεί πόλεμον όχι ολιγώτερον σπουδαίον. Το κατ' εμέ φρονώ ότι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι, διότι δεν επερχόμεθα εναντίον αυτών ημείς, των οποίων αι πόλεις είναι τοσαύται και τόσον ισχυραί.
37. »Αλλά και αν πράγματι έλθουν, όπως λέγεται, νομίζω την Σικελίαν ικανωτέραν της Πελοποννήσου να υποστή τον πόλεμον, τοσούτω μάλλον, όσω είναι καλλίτερον κατά πάντα παρεσκευασμένη. Ναι, μόνη η ημετέρα πόλις είναι πολύ ισχυροτέρα του στρατού, όστις, ως λέγουν, επέρχεται τώρα, έστω και αν ούτος ήτο άλλος τόσος. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα φέρουν μαζί τους ίππους, ουδέ θα δυνηθούν να προμηθευθούν ενταύθα ειμή ολίγους μόνον παρά των Εγεσταίων, και ότι οι οπλίται των δεν θα είναι ισοπληθείς με τους ημετέρους, επειδή θα έλθουν διά πλοίων. Μέγα πράγμα μάλιστα θα ήτο να διανύσουν τοσούτον διάστημα διά μόνων των ελαφρών πλοίων των και να προμηθευθούν την άλλην βαρείαν αποσκευήν, η οποία χρειάζεται εναντίον πόλεως τοσούτον ισχυράς. Πολύ καλά γνωρίζω ότι, εάν οι Αθηναίοι ήρχοντο, διά να ιδρύσουν ετέραν πόλιν γείτονα και μεγάλην, όση είναι η Συράκουσα, και ήρχιζαν να μας πολεμούν, μόλις ως φρονώ, ήθελον αποφύγει εντελή καταστροφήν· κατά μείζονα λόγον εν μέσω της Σικελίας πού όλη τους είναι εχθρική (διότι αύτη θα συνασπισθή εναντίον αυτών) μετά στρατού προ των πλοίων κατεσκηνωμένου, μικράς σκηνάς έχοντος και ανεπαρκή εφόδια, και μη δυναμένου να προχωρήση μακράν ένεκα των ημετέρων ιππέων καθόλου δε ειπείν, νομίζω ότι δεν θα δυνηθούν ουδέ εις την ξηράν να αποβιβασθούν· τόσον αι δυνάμεις ημών μου φαίνονται υπερτέραι.
38. »Όλα όσα λέγω οι μεν Αθηναίοι τα ηξεύρουν και είμαι βέβαιος ότι προσπαθούν να διασώσουν τα ίδια υπάρχοντά των, οι δε ενταύθα άνδρες εφευρίσκουν ό,τι δεν υπάρχει και ό,τι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη. Η τακτική των ανθρώπων τούτων δεν είναι νέα· πάντοτε τους είδα ή διά τοιούτων και επικινδυνοτέρων λόγων, ή και δι' έργων να εκφοβίζουν τον λαόν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν αυτοί. Και μα την αλήθειαν, φοβούμαι μήπως μετά πολλάς προσπαθείας, επιτύχουν και δεν δυνηθώμεν ημείς υπό αδυναμίας, πριν πάθωμέν τι, να προφυλαχθώμεν και να τους τιμωρήσωμεν διά τα τεκταινόμενα. Τούτου ένεκα η πόλις ημών σπανίως ησυχάζει και επιχειρεί στάσεις πολλάς και αγώνας ουχί περισσοτέρους εναντίον των εχθρών παρ' όσους εναντίον εαυτής, και ενίοτε τυραννίας και δυναστείας αδίκους. Θα προσπαθήσω λοιπόν, εάν θέλετε να ακούσετε τας συμβουλάς μου, να μη συμβή τίποτε παρόμοιον επί των ημερών μας, προς σας μεν τους πολλούς μεταχειριζόμενος την πειθώ, κατά των μηχανωμένων δε τα τοιαύτα επιβάλλων τιμωρίας όχι μόνον οσάκις συλλαμβάνω αυτούς επ' αυτοφώρω (όπερ δυσκόλως επιτυγχάνεται), αλλά και διά τα εγκλήματα εκείνα, τα οποία θέλουν μεν να πράξουν, δεν δύνανται δε, διότι πρέπει να προφυλάττεταί τις από τον εχθρόν όχι μόνον ως προς τα έργα του, αλλά και ως προς τα διανοήματά του, επειδή, αν δεν προφυλαχθή, διατρέχει τον κίνδυνον να πάθη πρώτος. Τους ολιγαρχικούς λοιπόν άλλους θα ελέγχω, άλλους θα επιτηρώ και άλλους θα παραινώ. Τούτον τον τρόπον νομίζω συντελεστικώτατον, διά να τους αποτρέψωμεν από τους εγκληματικούς σκοπούς των. Άλλως τε και πολλάκις εσκέφθην τούτο, τι θέλετε σεις οι νεώτεροι; να πάρετε τώρα δημόσια υπουργήματα; Αλλ' ο νόμος το απαγορεύει, και ο νόμος ούτος έγινε μάλλον διότι σας έκρινεν ανικάνους παρά διότι σας εθεώρει ικανούς και ήθελε να σας στερήση της τιμής ταύτης. Θέλετε προνόμια; αλλά πώς είναι δίκαιον οι πολίται της αυτής πόλεως να μη έχουν όλοι τα αυτά δικαιώματα;
39. »Θα είπη τις ίσως ότι η δημοκρατία ούτε συνετόν πράγμα είναι ούτε δίκαιον, και ότι μόνον οι έχοντες χρήματα είναι οι μάλλον ικανοί να κυβερνούν. Εγώ όμως λέγω πρώτον ότι ο λαός είναι το κράτος ολόκληρον, ενώ οι ολιγαρχικοί είναι μέρος μόνον αυτού· έπειτα ότι οι πλούσιοι είναι φύλακες άριστοι των χρημάτων, οι συνετοί άριστοι σύμβουλοι και το πλήθος άριστος κριτής των υποβαλλομένων εις αυτό ζητημάτων. Εις την δημοκρατίαν όλαι αύται αι τάξεις έχουν εντελή ισότητα, εκάστη κατά μέρος και όλαι κοινώς, ενώ η ολιγαρχία διαμοιράζουσα εις τον λαόν τους κινδύνους δεν ευχαριστείται να κρατή δι' εαυτήν τα πλείστα των κερδών, αλλά δημεύουσα τα πάντα έχει το όλον της ωφελείας. Ιδού τι επιδιώκουν μετά προθυμίας οι ισχυροί ανάμεσόν σας και οι νέοι, πράγμα αδύνατον να επιτύχη εις μεγάλην πόλιν.
40. »Εν τούτοις και σήμερον ακόμη, ω πάντων ασυνετώτατοι, είσθε ή οι τυφλότεροι πάντων των γνωστών εις εμέ Ελλήνων μη εννοούντες το άνομον των σχεδίων σας, ή αδικώτατοι εννοούντες και επιμένοντες εις την τόλμην σας. Καλύτερα λοιπόν διδασκόμενοι ή παραιτούντες τους κακούς σκοπούς σας προσπαθήσατε να αυξήσετε το καλόν, της πόλεως και εις όλους ωφέλιμον, έχοντες την πεποίθησιν ότι οι ανάμεσόν σας αγαθοί άνδρες θα μετάσχουν ομοίως και μάλιστα περισσότερον του λαού. Εάν σκέπτεσθε άλλως, διακινδυνεύετε να στερηθήτε των πάντων. Παύσατε λοιπόν διαδίδοντες τοιαύτας αγγελίας προς ανθρώπους πού μαντεύουν τα σχέδιά σας και δεν θα τα ανεχθούν· διότι η πόλις, και επί τη υποθέσει ότι οι Αθηναίοι έρχονται, θα δυνηθή να τους αποκρούση αξίως αυτής, και έχομεν στρατηγούς, οίτινες θα φροντίσουν περί τούτου. Εάν, ως πιστεύω, δεν είναι αληθές τίποτε, η πόλις δεν θα δειλιάση υπό των αγγελιών σας ουδέ θα υποβληθή εις εκουσίαν δουλείαν εκλέγουσα σας ως αρχηγούς. Αυτή εαυτήν συμβουλευομένη και τους λόγους σας θα θεωρήση ως πραγματικάς αποπείρας και την υπάρχουσαν ελευθερίαν δεν θα την χάση ακούουσα σας, αλλά δι' έργων προφυλασσομένη και μη επιτρέπουσα τούτο, θα προσπαθήση να διασώση αυτήν».
41. Ταύτα μεν είπεν ο Αθηναγόρας, είς δε εκ των στρατηγών αναστάς και μη αφήσας άλλον να προχωρήση διέλυσε την έριδα ειπών ταύτα : «Δεν είναι φρόνιμον ούτε διαβολάς να ρίπτωμεν κατ' αλλήλων ούτε να χειροκροτώμεν ακούοντες αυτάς, αλλά μάλλον κατά τα διαδιδόμενα να ίδωμεν πώς θα προετοιμασθώμεν καλώς καθένας ιδιαιτέρως και όλη η πόλις κοινώς, διά να αποκρούσωμεν τους επερχομένους. Και τούτο όμως εάν δεν είναι απαραίτητον, πάλιν δεν θεωρώ ως επιβλαβές να προμηθευθή η πόλις ίππους, όπλα και παν άλλο αναγκαίον εις τον πόλεμον. Ημείς θα φροντίσωμεν και θα προνοήσωμεν περί πάντων τούτων, ημείς θα πέμψωμεν εις τας πόλεις, διά να επισκοπήσωμεν και θα πράξωμεν παν το απαιτούμενον. Ήδη επρονοήσαμεν εν μέρει, και παν ό,τι μάθωμεν θα σας το αναφέρωμεν». Και οι μεν Συρακούσιοι, ότε είπε ταύτα ο στρατηγός, διέλυσαν την συνέλευσιν.
42. Οι δε Αθηναίοι ήσαν ήδη εις Κέρκυραν, αυτοί και οι σύμμαχοι όλοι· και πρώτον μεν οι στρατηγοί έκαμαν νέαν επιθεώρησιν του στρατεύματος και εκανόνισαν την τάξιν, με την οποίαν ώφειλαν να προσορμίζωνται και να στρατοπεδεύουν· διαιρέσαντες δε τον στόλον εις τρεις μοίρας έλαβον καθένας μίαν εξ αυτών διά κλήρου, ίνα μη πλέοντες όλοι ομού στερηθούν ύδατος, λιμένων και τροφών εις τα μέρη όπου ήθελον προσεγγίζει και ίνα ο στρατός έχη περισσοτέραν τάξιν και ευπείθειαν, με το να έχη καθεμία μοίρα ένα στρατηγόν. Έπειτα δε προαπέστειλαν εις την Ιταλίαν και την Σικελίαν τρία πλοία, διά να μάθουν ποίαι πόλεις θα τους εδέχοντο, και διέταξαν αυτά να έλθουν εις συνάντησιν του στόλου μετά των αναγκαίων πληροφοριών.
43. Μετά ταύτα δε οι Αθηναίοι μεθ' όλων των δυνάμεων των εκπλεύσαντες από την Κέρκυραν διηυθύνθησαν προς την Σικελίαν έχοντες εν συνόλω τριήρεις μεν εκατόν τριάκοντα τεσσάρας και δύο πεντηκοντόρους των Ροδίων (εκ τούτων Αττικαί μεν ήσαν εκατόν, εξ ων πάλιν αι μεν εξήκοντα ήσαν ταχείαι, αι δε άλλαι έφεραν στρατιώτας· το δε άλλο ναυτικόν συνέκειτο εκ Χίων και άλλων συμμάχων), οπλίτας δε εν όλω πεντακισχιλίους και εκατόν (και εκ τούτων χίλιοι πεντακόσιοι μεν ήσαν Αθηναίοι εκ των εγγεγραμμένων εις τους καταλόγους, επτακόσιοι δε θήτες στρατιώται του ναυτικού· οι δε επίλοιποι οπλίται συνέκειντο εκ συμμάχων υπηκόων, πεντακοσίων Αργείων και διακοσίων πεντήκοντα Μαντινέων και μισθοφόρων), τοξότας δε εν όλω τετρακοσίους ογδοήκοντα (εξ ων οι όγδοήκοντα ήσαν Κρήτες), σφενδονήτας Ροδίους επτακοσίους και τέλος εκατόν είκοσι φυγάδας των Μεγαρέων ψιλούς. Διά την μεταφοράν των ίππων έν μόνον πλοίον υπήρχε φέρον τριάκοντα ιππείς.
44. Τοιαύτη η πρώτη πολεμική παρασκευή, η οποία εξεκίνησε διά τον πόλεμον τούτον. Ηκολουθείτο δε υπό τριάκοντα ολκάδων σιταγωγών, αι οποίαι είχαν τας τροφάς, τους αρτοποιούς, τους λιθοτόμους, τους τέκτονας και όλα τα απαιτούμενα οχυρωματικά εργαλεία, υπό εκατόν πλοιαρίων, τα οποία εξ ανάγκης συνέπλεον μετά των ολκάδων και υπό πολλών άλλων πλοιαρίων και ολκάδων χάριν εμπορίου συνοδευόντων τον στρατόν. Όλα ταύτα τα πλοία εξελθόντα τότε εκ Κερκύρας διεπέρασαν τον Ιόνιον κόλπον. Αφού δε έφθασαν τα μεν εις την Ιαπυγίαν άκραν, τα δε εις τον Τάραντα, και τα άλλα όπου αλλαχού ηδυνήθησαν, ήρχισαν να παραπλέουν την Ιταλίαν. Αι πόλεις δεν επέτρεπον να εισέρχωνται μήτε εις το άστυ μήτε εις την αγοράν, αλλά μόνον εις τους λιμένας, διά να προμηθεύωνται ύδωρ, το οποίον μάλιστα τους ηρνήθησαν ο Τάρας και οι Λοκροί. Τέλος έφθασαν εις το Ρήγιον ακρωτήριον της Ιταλίας και συνηθροίσθησαν εκεί· επειδή δε δεν τους εδέχθησαν εντός της πόλεως, έστησαν το στρατόπεδόν των έξω, εις το ιερόν της Αρτέμιδος, όπου τους εδόθη και αγορά. Ανελκύσαντες δε τα πλοία ησύχαζον και ήρχισαν διαπραγματεύσεις μετά των Ρηγίνων ζητούντες παρ' αυτών, επειδή ήσαν Χαλκιδείς, να βοηθήσουν τους Λεοντίνους, οι οποίοι ήσαν ωσαύτως Χαλκιδείς. Οι Ρηγίνοι όμως απεκρίθησαν ότι θα έμεναν ουδέτεροι και ότι θα ενήργουν συσκεπτόμενοι από κοινού μετά των Ιταλιωτών. Οι δε Αθηναίοι επεσκόπουν τα εν τη Σικελία πράγματα, διά να μεταχειρισθούν τα καλύτερα μέσα προς επιτυχίαν, και συγχρόνως επερίμεναν εκ της Εγέστης την επιστροφήν των προαποσταλέντων πλοίων, θέλοντες να μάθουν αν υπήρχον όλα τα χρήματα, όσα οι εις τας Αθήνας επιστρέψαντες πρέσβεις ανήγγειλαν.
45. Εν τούτοις οι Συρακούσιοι ελάμβανον ήδη πολλαχόθεν και παρά των ιδίων κατασκόπων θετικάς ειδήσεις ότι τα πλοία των Αθηναίων ήσαν εις το Ρήγιον. Συνεπεία τούτου ήρχισαν να ετοιμάζωνται μετά μεγίστης δραστηριότητος και δεν είχαν πλέον απιστίαν περί της εκστρατείας. Έπεμψαν πανταχού προς τους Σικελούς, αλλού μεν φύλακας, αλλού δε πρέσβεις· έθεσαν φρουράς εις τα φρούρια της χώρας· επεθεώρησαν εν τη πόλει τα όπλα και τους ίππους και παρετήρησαν αν ήσαν όλα εντελή· και τέλος διέθεσαν τα πάντα καταλλήλως, ως εάν επέκειτο πόλεμος άφευκτος και σχεδόν αρχίσας.
46. Τα δε τρία προαποσταλέντα πλοία επέστρεψαν εις το Ρήγιον, διά να αναγγείλουν εις τους Αθηναίους ότι εξ όλων των υποσχομένων χρημάτων δεν εφαίνοντο υπάρχοντα ειμή μόνον τριάκοντα τάλαντα. Αμέσως οι στρατηγοί περιήλθον εις αθυμίαν διά την πρώτην εκείνην αποτυχίαν και διά την άρνησιν των Ρηγίνων, προς τους οποίους απετάθησαν κατά πρώτον, ελπίζοντες ότι κατά πάσαν πιθανότητα ήθελον τους πείσει, ένεκα της μετά των Λεοντίνων συγγενείας των και της αρχαίας φιλίας των προς τους Αθηναίους. Και ο μεν Νικίας είχε προϊδεί τας εκ της Εγέστης ειδήσεις, αλλ' οι δύο άλλοι στρατηγοί εξεπλάγησαν. Οι δε Εγεσταίοι ιδού τι εσοφίσθησαν, ότε οι πρώτοι πρέσβεις των Αθηναίων ήλθαν προς αυτούς, διά να πληροφορηθούν περί των χρημάτων. Οδηγήσαντες αυτούς εις το εν τη Έρυκι ιερόν της Αφροδίτης επέδειξαν τα αναθήματα, τας φιάλας, τας οινοχόας, τα θυμιατήρια και τα άλλα όχι ολίγα αντικείμενα, τα οποία, αργυρά όντα, είχον όψιν πολύ ανωτέραν της μικράς των αξίας· οι δε ιδιώται προσκαλέσαντες εις τας οικίας των τους ναύτας των τριηρών και συλλέξαντες όσα υπήρχον εν Εγέστη χρυσά και αργυρά εκπώματα και δανεισθέντες τα των εγγύς Φοινικικών και Ελληνικών πόλεων, τα παρέθετον καθένας εις τα συμπόσια ως ιδικά των. Επειδή δε ως επί το πολύ όλοι μετεχειρίζοντο τα αυτά και επειδή πανταχού εφαίνοντο πολλά, οι Αθηναίοι των τριηρών περιήλθον εις μεγάλην έκπληξιν, και επιστρέψαντες εις τας Αθήνας διέδιδον ότι είδον πολλούς θησαυρούς. Απατηθέντες τοιουτοτρόπως οι άνθρωποι ούτοι μετέδωκαν την απάτην των και εις τους άλλους· αλλ' ότε εγνώσθη η αλήθεια ότι εις την Εγεσταν δεν υπήρχον οι θρυλούμενοι θησαυροί, βαρείας επιπλήξεις έλαβον παρά των στρατιωτών. Οι δε στρατηγοί συνεκρότησαν συμβούλιον περί του πρακτέου.
47. Και του μεν Νικίου η γνώμη ήτο να πλεύσουν με όλον τον στρατόν κατά του Σελινούντος, διά το οποίον προ πάντων εστάλησαν· και εάν μεν οι Εγεσταίοι παρείχον εις όλον το στράτευμα χρήματα, τότε θα εσκέπτοντο τι ώφειλον να πράξουν· εάν δε δεν παρείχον, θα τους εζήτουν τροφάς διά τα αιτηθέντα εξήκοντα πλοία· να παραμείνουν εις Σελινούντα μέχρις ου συμφιλιώσουν τους κατοίκους αυτού μετά των Εγεσταίων, είτε διά της βίας είτε διά συμβάσεως· να παραπλεύσουν ακολούθως τας άλλας πόλεις, και, αφού επιδείξουν την δύναμιν της πόλεως των Αθηναίων και δείξουν την υπέρ των φίλων και των συμμάχων προθυμίαν των, ναποπλεύσουν εις την πατρίδα των (εκτός εάν δυνηθώσιν εντός ολίγου χρόνου και απροσδοκήτως να φανούν ωφέλιμοι εις τους Λεοντίνους ή να προσελκύσουν τινά εκ των άλλων πόλεων), και τέλος να μη διακινδυνεύσουν την πόλιν των δαπανώντες μόνον εκ των ιδικών των μέσων.
48. Ο δε Αλκιβιάδης είπεν ότι δεν ήρμοζεν, αφού εξέπλευσαν μετά τοσαύτης δυνάμεως, να απέλθουν αισχρώς και απράκτως· αλλ' έπρεπε να στείλουν πρέσβεις εις όλας τας πόλεις, εκτός του Σελινούντος και των Συρακουσών, να κάμουν αποπείρας εις τους Σικελούς, ίνα άλλους μεν αποσπάσουν από τους Συρακουσίους, άλλους δε καταστήσουν φίλους και διά του τρόπου τούτου προμηθεύωνται σίτον και στρατόν· ότι κατά πρώτον έπρεπε να προσελκύσουν τους Μεσσηνίους, των οποίων η πόλις εκείτο επί της προς την Σικελίαν γραμμής και καθίστα εύκολον την εις αυτήν άφιξιν, παρέχουσα λιμένα και όρμον καταλληλοτάτους διά τον στρατόν· τέλος ότι, αφού κάμουν συμμαχίαν με τας πόλεις και γνωρίσουν μετά τίνων θα πολεμήσουν, να προχωρήσουν κατά των Συρακουσών και του Σελινούντος, εκτός εάν η μεν πόλις αύτη συμβιβασθή μετά των Εγεσταίων, εκείνη δε επιτρέψη ναποκατασταθούν οι Λεοντίνοι.
49. Ο δε Λάμαχος τουναντίον απεφάνθη ότι έπρεπε να πλεύσουν κατά των Συρακουσών και να συγκροτήσουν μάχην τάχιστα πλησίον της πόλεως, ενόσω ακόμη οι εχθροί είναι απαράσκευοι και μάλιστα διετέλουν εις έκπληξιν, «Παν στράτευμα, είπεν, είναι κατ' αρχάς φοβερώτατον αλλά, εάν βραδύνη να εμφανισθή, ο εχθρός λαμβάνει θάρρος πριν το ιδή και το περιφρονεί ακόμη περισσότερον, αφού το ιδή. Εξ εναντία, η αιφνιδία επίθεσις μετά την πρώτην στιγμήν του τρόμου παρέχει συνήθως νίκην, είτε εκ του φόβου, ο οποίος αυξάνει τας δυνάμεις του επερχομένου, είτε εκ της προσδοκίας των επικειμένων λεηλασιών, είτε προ πάντων εκ του αφεύκτου κινδύνου της μάχης. Ως είναι επόμενον, πολλοί θα ευρεθούν εκτός της πόλεως εις τους αγρούς, μη πιστεύοντες την έλευσιν των Αθηναίων· άλλως δε οι Συρακούσιοι ματαίως θα εισεκομίζοντο, διότι ο στρατός δεν θα εστερείτο λαφύρων, εάν εστρατοπέδευε νικηφόρος πλησίον της πόλεως. Διά του τρόπου τούτου οι άλλοι Σικελιώται θα συμμαχήσουν μάλλον με τους Αθηναίους παρά με τους Συρακουσίους χωρίς να διστάσουν καραδοκούντες ποίοι ήθελον νικήσει». Ο Λάμαχος επρόσθεσεν ότι έπρεπε να επιστρέψουν εις τα Μέγαρα, να σταθμεύσουν εκεί και να καταστήσουν ορμητήριον την έρημον εκείνην θέσιν, η οποία ούτε διά ξηράς ούτε διά θαλάσσης απείχε πολύ των Συρακουσών.
50. Ταύτα είπεν ο Λάμαχος, αλλά συνετάχθη με την γνώμην του Αλκιβιάδου, ο οποίος μετέβη ακολούθως μετά του πλοίου του εις Μεσσήνην και έκαμεν εις τους κατοίκους προτάσεις συμμαχίας, αι οποίαι δεν εγένοντο δεκταί· και επί τη αποκρίσει των ότι δεν θα εδέχοντο τον στρατόν εντός της πόλεως, αλλά θα του παρείχον αγοράν έξω της πόλεως, απέπλευσεν εις το Ρήγιον. Και εξοπλίσαντες ευθύς οι στρατηγοί εξήκοντα ναυς, τας οποίας εξέλεξαν εξ όλου του στόλου, και λαβόντες τροφάς παρέπλευσαν εις την Νάξον, καταλιπόντες εις το Ρήγιον το άλλο στράτευμα και ένα εκ των συστρατήγων των. Γενόμενοι δεκτοί εντός της πόλεως υπό των Ναξίων παρέπλευσαν μέχρι της Κατάνης. Και επειδή οι Καταναίοι δεν τους εδέχθησαν (διότι υπήρχαν εντός της πόλεως οπαδοί των Συρακουσίων) μετέβησαν προς τον Τηρίαν ποταμόν και διανυκτερεύσαντες εκεί έπλευσαν την επομένην προς τας Συρακούσας εν τάξει έχοντες τα άλλα πλοία· διότι είχαν προαποστείλει δέκα ναυς εις τον μέγαν λιμένα με την διαταγήν να μεταβούν εκεί, να κατασκοπεύσουν αν υπήρχον πλοία καθειλκυσμένα εις την θάλασσαν και πλησιάζοντες εις τα παράλια να κηρύξουν από των πλοίων ότι οι Αθηναίοι ήρχοντο, διά να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους εις την πόλιν των, ένεκα της συμμαχίας και της συγγενείας πού υπήρχε μεταξύ αυτών, και ότι επομένως ηδύναντο οι εν ταις Συρακούσαις ευρισκόμενοι Λεοντίνοι να μεταβούν αφόβως προς τους φίλους και ευεργέτας αυτών Αθηναίους. Αφού λοιπόν εκήρυξαν ταύτα και κατεσκόπευσαν την πόλιν, τους λιμένας και τα πέριξ, εξ ων ορμώμενοι ηδύναντο να επιχειρήσουν προσβολάς, επέστρεψαν εις την Κατάνην.
51. Και συγκαλέσαντες εκκλησίαν οι Καταναίοι τον μεν στρατόν ηρνήθησαν να δεχθούν, εις δε τους στρατηγούς επέτρεψαν να εισέλθουν εις την πόλιν, διά να εκθέσουν όσα ήθελον. Ενώ δε ο Αλκιβιάδης ωμίλει και η προσοχή των κατοίκων ήτο εστραμμένη προς την συνέλευσιν, συντρίψαντες οι στρατιώται μίαν θυρίδα κακώς ωκοδομημένην και εισελθόντες απαρατήρητοι εις την πόλιν διεσπάρησαν εις την αγοράν. Ιδόντες δε αυτούς οι τα των Συρακουσίων φρονούντες Καταναίοι εγένοντο αμέσως περιδεείς και εδραπέτευσαν ολίγοι τινές· οι δε άλλοι Καταναίοι εψήφισαν υπέρ της συμμαχίας μετά των Αθηναίων και επέτρεψαν να έλθη εκ του Ρηγίου και το άλλο στράτευμα. Μετά ταύτα δε πλεύσαντες οι Αθηναίοι εις το Ρήγιον επέστρεψαν μεθ' όλου του στόλου εις την Κατάνην, όπου εστρατοπέδευσαν.
52. Ήλθον δε προς αυτούς δύο αγγελίαι, η μεν εκ Καμαρίνης, ότι η πόλις αύτη θα παρεδίδετο εις αυτούς, εάν επροχώρουν, η δε ότι οι Συρακούσιοι έθετον ναύτας εις τα πλοία των. Πανστρατιά λοιπόν έπλευσαν πρώτον μεν εις τας Συρακούσας, όπου μη ευρόντες να καταρτίζεται ναυτικόν εξηκολούθησαν τον πλουν των μέχρι της Καμαρίνης, επλησίασαν εις τον αιγιαλόν και έστειλαν κήρυκα προς τους Καμαριναίους. Αλλ' ούτοι δεν τον εδέχθησαν προφασιζόμενοι ότι κατά τους όρκους, τους οποίους είχον, δεν ηδύναντο να δεχθούν τους Αθηναίους ειμή εάν ήρχοντο επί ενός μόνου πλοίου, εκτός εάν αυτοί οι ίδιοι εζήτουν περισσότερα. Επέστρεψαν λοιπόν οι Αθηναίοι άπρακτοι και απεβιβάσθησαν εις ακρωτήριόν τι της χώρας των Συρακουσίων, όπου έκαμαν αρπαγάς τινας· αλλ' επειδή έτρεξαν εκεί οι Συρακούσιοι ιππείς και εφόνευσαν διεσπαρμένους τινάς ψιλούς, επέστρεψαν εις την Κατάνην.
53. Και εκεί εύρον την Σαλαμινίαν ναυν ελθούσαν εξ Αθηνών με διαταγήν να μεταφέρη τον Αλκιβιάδην, όπως απολογηθή δι' όσα τον κατηγόρει η πόλις, καί τινας των συστρατιωτών του κατηγορουμένους διά την βεβήλωσιν των μυστηρίων και των Ερμών. Τωόντι, μετά την αποχώρησιν του στρατού, οι Αθηναίοι ουδόλως εχαλάρωσαν τας ερεύνας των, διά να ανακαλύψουν τους διακωμωδήσαντας τα μυστήρια και ακρωτηριάσαντας τους Ερμάς, αλλά χωρίς να εξετάζουν το ποιόν των μηνυτών και υποπτευόμενοι τους πάντας εδέχοντο αδιακρίτως κάθε μαρτυρίαν και δίδοντες πίστιν εις ανθρώπους πονηρούς συνελάμβανον και εφυλάκιζον χρηστοτάτους ανθρώπους. Επροτίμων να ανακαλύψουν την αλήθειαν διά πάσης θυσίας παρά να αφήσουν ανθρώπους ακηλιδώτου υπολήψεως να διαφύγουν τας ερεύνας χάρις εις την ατιμίαν του μηνυτού. Ο λαός εγίνωσκεν εξ ακοής ότι η τυραννία του Πεισιστράτου και των παίδων αυτού κατήντησεν επί τέλους αφόρητος και ότι δεν κατελύθη ούτε υπό των Αθηναίων ούτε υπό του Αρμοδίου, αλλ' υπό των Λακεδαιμονίων διά τούτο εφοβείτο πάντοτε και εδυσπίστει προς όλους.
54. Το τόλμημα του Αριστογείτονος και του Αρμοδίου επεχειρήθη δι' ερωτικήν αιτίαν, την οποίαν θέλω διηγηθή εν εκτάσει, διά να αποδείξω ότι ούτε οι ξένοι ούτε αυτοί οι Αθηναίοι είπαν τίποτε ακριβές περί των ιδίων των τυράννων και περί του γεγονότος τούτου. Αφού απέθανεν ο Πεισίστρατος, γέρων και διατηρών το αξίωμα του τυράννου, κατέλαβε την αρχήν, όχι, ως φρονούν οι πολλοί, ο Ίππαρχος, αλλ' ο Ιππίας, ο οποίος ήτο πρεσβύτερος. Κατ' εκείνην δε την εποχήν ο Αρμόδιος ήτο εις το άνθος της ηλικίας του και λαμπράς ωραιότητος, ο δε Αριστογείτων, πολίτης της μεσαίας τάξεως, ηράσθη αυτού και τον απήλαυσεν. Ίππαρχος ο υιός του Πεισιστράτου επεχείρησε και αυτός να τον δελεάση, αλλ' ο Αρμόδιος δεν επείσθη και τον κατήγγειλεν εις τον Αριστογείτονα. Ούτος, λυπηθείς ερωτικά υπερμέτρως και φοβηθείς μήπως ο Ίππαρχος κάμη χρήσιν της δυνάμεώς του, όπως προσελκύση τον Αρμόδιον διά της βίας, συνέλαβεν αμέσως το σχέδιον, εις τοιαύτην κατάστασιν διατελών, να καταλύση την τυραννίαν. Εν τούτοις ο Ίππαρχος, ο οποίος και εκ δευτέρου απεπειράθη και δεν έπεισε τον Αρμόδιον, ουδεμίαν μεν ηθέλησε να μεταχειρισθή βίαν, αλλά διενοήθη να τον προσβάλη εμμέσως, δι' άλλην δήθεν αιτίαν και όχι διότι δεν τον κατέπεισεν. Η εξουσία των τυράννων τούτων δεν ήτο επαχθής εις τους πολλούς, διότι επί πολύν χρόνον εκυβέρνων όχι αξιόμεμπτα, αλλά μετά μετριοπαθείας και φρονήσεως. Μη λαμβάνοντες παρά των Αθηναίων ειμή το εικοστόν των εισοδημάτων των, διεκόσμουν την πόλιν αυτών καλώς, διεξήγαν τους πολέμους και έθυον εις τα ιερά· καθ' όλα δε τα λοιπά η πόλις ενήργει αφ' εαυτής και σύμφωνα προς τους αρχαίους νόμους. Εφρόντιζαν εν τούτοις πάντοτε να κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα διάφορα μέλη της οικογενείας των. Πολλοί εξ αυτών κατέλαβον την ενιαυσίαν αρχήν των Αθηνών καθώς και ο υιός του τυραννεύσαντος Ιππίου, ο έχων το όνομα του πάππου Πεισίστρατος, ο οποίος άρχων ων έκαμε τον εις την αγοράν κείμενον βωμόν των δώδεκα θεών και τον εν τη ιερά περιοχή του Πυθίου βωμόν του Απόλλωνος. Και του μεν εν τη αγορά βωμού επεκτείνας ύστερον ο δήμος των Αθηναίων την οικοδομήν ηφάνισε το επίγραμμα, του δε εν τω ναώ του Πυθίου το επίγραμμα φαίνεται ακόμη και σήμερον δι' αμυδρών γραμμάτων λέγον τα εξής:
«Το μνημείον τούτο της ιδικής του αρχής ο Πεισίστρατος, υιός του
Ιπ-
πίου, ανέθηκεν εις το τέμενος του Πυθίου Απόλλωνος».
55. Ότι δε ο Ιππίας έλαβε την αρχήν ως πρωτότοκος, τούτο δύναμαι να βεβαιώσω καθό γνωρίζων την παράδοσιν ακριβέστερον παντός άλλου· δύναταί τις όμως να πεισθή και εκ των ακολούθων παρατηρήσεων. Είναι βέβαιον ότι εκ των δύο τούτων γνησίων αδελφών ο ένας μόνον απέκτησε τέκνα, ως δεικνύει ο βωμός και η στηθείσα εν τη ακροπόλει των Αθηναίων στήλη προς ανάμνησιν της αδικίας των τυράννων. Ούτε του Θεσσαλού ούτε του Ιππάρχου υπάρχει τέκνον αναφερόμενον εις καμμίαν επιγραφήν, αλλά μόνον πέντε τέκνα του Ιππίου, τα οποία ούτος εγέννησεν εκ της Μυρρίνης θυγατρός Καλλίου του Υπερεχίδου· είναι λοιπόν φυσικόν ότι ο πρωτότοκος ενυμφεύθη πρώτος. Άλλως είναι εγγραμμένος επί της στήλης πρώτος μετά τον πατέρα του, το οποίον και είναι εύλογον, επειδή ως πρωτότοκος διεδέχθη τον πατέρα του εις την τυραννίαν. Εκτός τούτου νομίζω ότι ουδέ θα κατελάμβανεν ο Ιππίας αμέσως και ευκόλως την τυραννίδα, εάν ο μεν Ίππαρχος απέθνησκεν άρχων, αυτός δε τον διεδέχετο αυθημερόν. Αλλ' ο φόβος, τον οποίον προ πολλού χρόνου ενέπνευσεν εις τους πολίτας, και η ακριβής πειθαρχία των δορυφόρων του διετήρησαν την εξουσίαν του εις πληρεστάτην ασφάλειαν και δεν ησθάνθη τας δυσκολίας εκείνας, τας οποίας θα ησθάνετο, εάν ήτο νεώτερος του αδελφού του και κατά συνέπειαν είχεν ολιγωτέραν πείραν εις το να άρχη. Συνέβη λοιπόν ότι ο Ίππαρχος, γενόμενος, ονομαστός διά την επισυμβάσαν εις αυτόν δυστυχίαν, ενομίσθη κατόπιν ότι υπήρξε τύραννος.
56. Εν τούτοις ο Ίππαρχος προσέβαλεν όπως διενοείτο τον αρνηθέντα την αποδοχήν των προτάσεων του (πείρασιν) Αρμόδιον, διότι μίαν αδελφήν αυτού, κόρην, ενώ προσέταξαν να έλθη βαστάζουσα κάνιστρον εις τελετήν τινα, εξεδίωξαν λέγοντες ότι δεν της ανέθεσαν τιμήν, της οποίας δεν ήτο αξία. Ο Αρμόδιος θανάσιμον ησθάνθη λύπην διά την προσβολήν εκείνην, και χάριν αυτού ακόμη περισσότερον εξωργίσθη ο Αριστογείτων. Αφού συνεφώνησαν μετά των συνεταίρων των τι έπρεπε να πράξουν, επερίμεναν τα μεγάλα Παναθήναια, μόνην ημέραν, καθ' ην η ένοπλος συνάθροισις των συνοδευόντων την τελετήν δεν ενέπνεε δυσπιστίαν· συνεφωνήθη αυτοί μεν να κάμουν αρχήν, οι δε συνωμόται να προστρέξουν αμέσως εις βοήθειάν των κατά των δορυφόρων. Ήσαν δε όχι πολλοί οι συνωμόται, χάριν ασφαλείας, διότι ήλπιζαν ότι και όσοι δεν ήσαν μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν, έχοντες όπλα, εις το ελάχιστον κτύπημα θα έσπευδον να ενωθούν μετ' αυτών, διά να ανακτήσουν την ελευθερίαν των.
57. Επελθούσης της εορτής ο μεν Ιππίας έξω της πόλεως, εις τον καλούμενον Κεραμεικόν, ενησχολείτο μετά των δορυφόρων κανονίζων τα της τελετής, ο δε Αρμόδιος και ο Αριστογείτων έχοντες ήδη τα εγχειρίδια επροχώρησαν, διά να τον κτυπήσουν αλλ' ιδόντες ένα των συνωμοτών συνδιαλεγόμενον κατά τρόπον οικείον μετά του Ιππίου (διότι ο Ιππίας ήτο καταδεκτικός εις όλους) εφοβήθησαν και ενόμισαν ότι κατηγγέλθησαν και μετ' ολίγον έμελλον να συλληφθούν. Ηθέλησαν λοιπόν να εκδικηθούν πρότερον, εάν ηδύναντο, εναντίον εκείνου πού τους επρόσβαλε και τους ηνάγκασε να ριψοκινδυνεύσουν την ζωήν των και καθώς ήσαν, εισέρχονται ταχέως εις την πόλιν και συναντήσαντες τον Ίππαρχον πλησίον εις το καλούμενον Λεωκόριον, επιπίπτουν κατ' αυτού· και έξω φρενών αμφότεροι, ο μεν υπό ζηλοτυπίας, ο δε διά την ύβριν, την οποίαν έλαβε, τον κτυπούν και τον φονεύουν. Και ο μεν Αριστογείτων, επειδή έτρεξεν εκεί ο όχλος, διέφυγε προς στιγμήν τους δορυφόρους, αλλ' ύστερον συλληφθείς ετιμωρήθη σκληρώς· ο δε Αρμόδιος εφονεύθη αμέσως.
58. Ότε δε έμαθε την είδησιν ο Ιππίας εν τω Κεραμεικώ, διηυθύνθη ουχί εις τον τόπον της σκηνής, αλλά προς τους μεθ' όπλων συνοδεύοντας την πομπήν πριν ούτοι μάθουν τίποτε, διότι είχαν απομακρυνθή· και πλάσας το πρόσωπόν του ούτως, ώστε να κρύπτη την συμφοράν, διέταξεν αυτούς να μεταβούν εις μέρος τι, το οποίον τους υπέδειξε. Και ούτοι μεν μετέβησαν, νομίζοντες ότι ήθελε να τους είπη τι· αλλ' ο Ιππίας, διατάξας τους δορυφόρους του να τους αφοπλίσουν, εξεχώρισεν αμέσως εκείνους, τους οποίους ενομιζεν υπόπτους, και εκείνους, οι οποίοι ευρέθησαν έχοντες εγχειρίδια· διότι εις τας τελετάς η συνήθεια ήτο να φέρουν μόνον ασπίδα και δόρυ.
59. Κατά τοιούτον μεν τρόπον ερωτική λύπη παρήγαγε το σχέδιον της συνωμοσίας και αιφνίδιος φόβος το παράτολμον κίνημα του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Μετά το γεγονός τούτο η τυραννία κατέστη πλέον βαρεία εις τους Αθηναίους. Φοβούμενος περισσότερον ο Ιππίας εφόνευσε πολλούς πολίτας και συγχρόνως έστρεφε τα βλέμματα του προς τα έξω, διά να ίδη αν θα ηδύνατο, εν περιπτώσει επαναστάσεως, να εύρη κάπου ασφάλειαν. Έδωκε λοιπόν, μολονότι ήτον Αθηναίος, την θυγατέρα του Αρχεδίκην εις άνδρα Λαμψακηνόν, τον Αιαντίδην, υιόν του τυράννου της Λαμψάκου Ιππόκλου, επειδή εγνώριζεν ότι η οικογένεια αύτη μεγάλως ίσχυε πλησίον του βασιλέως Δαρείου. Και ο τάφος της Αρχεδίκης υπάρχει εις την Λάμψακον και φέρει το εξής επίγραμμα·
«Ανδρός που επρώτευσεν εις την Ελλάδα μεταξύ των συγχρόνων του του Ιππίου θυγατέρα, την Αρχεδίκην, σκεπάζει η σκόνη αυτή, Πατέρα, σύζυγον, αδελφούς έχουσα ηγεμόνας και τέκνα ακόμη, όμως δεν ήτο ξιππασμένη από αλαζονείαν».
Ο δε Ιππίας ετυράννευσεν εις τας Αθήνας επί τρία έτη ακόμη και κατά το τέταρτον τον έρριψαν από την αρχήν του οι Λακεδαιμόνιοι και οι εξόριστοι Αλκμεωνίδαι. Ανεχώρησε λοιπόν με σπονδάς πρώτον μεν εις το Σίγειον, έπειτα δε πλησίον του Αιαντίδου εις Λάμψακον και τελευταίον προς τον βασιλέα Δαρείον. Μετά είκοσιν έτη, γέρων ήδη ων συνώδευσε τους Μήδους εις τον Μαραθώνα.
60. Ταύτα ενθυμούμενος ο λαός των Αθηναίων και αναμιμνησκόμενος όσα ήξευρεν εξ ακοής εδεικνύετο τότε δύστροπος και φιλύποπτος προς πάντας τους επί βεβηλώσει των μυστηρίων κατηγορουμένους. Ενόμιζεν ότι τα πάντα επράχθησαν υπό συνωμοσίας ολιγαρχικής και τυραννικής. Επειδή δε, ας εκ της εξεγέρσεως ταύτης των πνευμάτων, πολλοί και αξιόλογοι άνθρωποι ήσαν ήδη εις το δεσμωτήριον, και επειδή τα μέτρα ταύτα δεν εφαίνοντο προσεγγίζοντα εις τέλος τι, αλλ' από ημέρας εις ημέραν, γινόμενα αγριώτερα, επολλαπλασίαζον τας συλλήψεις, εις των φυλακισμένων τότε, ο οποίος εφαίνετο μάλλον ένοχος, κατεπείσθη υφ' ενός των συνδεσμωτών του να δώση πληροφορίας αληθείς ή ψευδείς (αι εικασίαι περί του αντικειμένου τούτου είναι διηρημέναι και ουδείς ούτε τότε ούτε ύστερον ηδυνήθη να είπη τι σαφές περί των διαπραξάντων το έγκλημα.) Ο συνδεσμώτης του, διά να τον πείση, του είπεν ότι έπρεπεν, έστω και αν δεν ήτο ένοχος, και αυτός να σωθή απαλλασσόμενος της ποινής και την πόλιν να λυτρώση από της επικρεμαμένης ανησυχίας· ότι πολύ περισσότερον θα εξησφάλιζε την σωτηρίαν του διά καταθέσεως συνεπαγούσης απόλυσιν ή δι' αρνήσεων, των οποίων το αποτέλεσμα ήθελεν είσθαι η εις δίκην εισαγωγή του. Και αυτός μεν κατηγόρησε τον εαυτόν του και άλλους διά την ακρωτηρίασιν των Ερμών· ο δε δήμος των Αθηναίων εδέχθη μετά χαράς εκείνο, το οποίον ενόμιζεν ως αλήθειαν. Αγανακτήσας διότι μέχρι της ημέρας εκείνης δεν είχε δυνηθή να ανακαλύψη την κατά της δημοκρατίας επιβουλήν εκείνην απέλυσεν αμέσως τον μηνυτήν και τους άλλους, όσους αυτός δεν είχε κατηγορήσει· εκείνους δε που κατήγγειλεν αυτός δικάσας, τους μεν συλληφθέντας απέκτεινε, τους δε διαφυγόντας κατεδίκασεν εις θάνατον και υπεσχέθη χρηματικήν αμοιβήν εις εκείνον, όστις ήθελε τους φονεύσει. Αγνοείται εν τούτοις αν οι παθόντες ετιμωρήθησαν αδίκως, αλλ' όλη η πόλις, εις την περίστασιν ταύτην, ησθάνθη προφανή ανακούφισιν.
61. Ότε δε ο Αλκιβιάδης κατηγγέλθη υπό των ιδίων εχθρών, οίτινες επετέθησαν κατ' αυτού και προ της αναχωρήσεώς του, οι Αθηναίοι ωργίσθησαν σφόδρα εναντίον αυτού. Άμα ενόμισαν ότι αρκούντως διεφωτίσθησαν περί της υποθέσεως των Ερμών, επείσθησαν ότι κατά μεγαλύτερον λόγον και η των μυστηρίων, εις την οποίαν ήτο ενοχοποιημένος, επήγαζεν επίσης εκ συνωμοσίας εναντίον της δημοκρατίας. Κατά παράδοξον σύμπτωσιν, κατά τον αυτόν χρόνον που υπήρχον αι ταραχαί αύται, συνέβη, ώστε ολίγος στρατός Λακεδαιμονίων να προχωρήση μέχρι του ισθμού, κατόπιν συνεννοήσεώς τινος μετά των Βοιωτών. Επίστευσαν λοιπόν ότι ο Αλκιβιάδης δεν ήτο αμέτοχος εις το κίνημα εκείνο, ότι επρόκειτο ουχί περί της Βοιωτίας αλλά περί συνωμοσίας, της οποίας αυτός ήτο ο κύριος μοχλός, και ότι, αν δεν τον επρολάμβανον συλλαμβάνοντες τους συνωμότας, η πόλις ήθελε κυριευθή διά προδοσίας. Νύκτα τινά μάλιστα κατεκλίθησαν μετά των όπλων των εις τον ναόν του Θησέως, ο οποίος είναι εντός της πόλεως. Εις τον αυτόν καιρόν οι συνδεόμενοι διά φιλοξενίας με τον Αλκιβιάδην εις το Άργος έγιναν ύποπτοι ότι ήθελαν να επιτεθούν κατά του δήμου· ένεκα τούτου οι Αθηναίοι παρέδοσαν εις τον δήμον των Αργείων τους φυλαγμένους υπ' αυτών εις τας νήσους ομήρους των Αργείων, διά να τους αποκτείνη. Ούτω λοιπόν τα πάντα συνέτρεχαν εις το να κάμνουν τον Αλκιβιάδην ύποπτον. Θέλοντες δε οι Αθηναίοι να προσαγάγουν αυτόν εις δίκην και να τον θανατώσουν έστειλαν εις την Σικελίαν την Σαλαμινίαν ναυν, διά να μεταφέρη αυτόν και εκείνους, οίτινες περιείχοντο εις την καταγγελίαν. Διαταγή είχε δοθή να επιστρέψη μεν μετά του πλοίου εκείνου εις τας Αθήνας, διά ναπολογηθή, να μη συλληφθή δε. Και τούτο, διότι εφοβούντο μη εγερθή ταραχή τις μεταξύ των εις την Σικελίαν πεμφθέντων στρατιωτών και των εχθρών· ήθελον δε προ πάντων να κρατήσουν τους Μαντινείς και τους Αργείρυς, νομίζοντες ότι ούτοι εξ αιτίας του Αλκιβιάδου επείσθησαν να συνεκστρατεύσουν μετ' αυτών. Ο Αλκιβιάδης και οι συγκατηγορούμενοι εισελθόντες εις το πλοίον του απέπλευσαν εκ της Σικελίας συνοδευόμενοι υπό της Σαλαμινίας, ως εάν είχαν σκοπόν να μεταβούν εις τας Αθήνας. Αλλά, φθάσαντες εις τους Θουρίους έπαυσαν να την ακολουθούν και καταβάντες από του πλοίου έγιναν άφαντοι, φοβηθέντες να μεταβούν εις τας Αθήνας διά τοιαύτην κατηγορίαν και να δικασθούν. Οι δε εκ της Σαλαμινίας επί τινα μεν χρόνον εζήτουν τον Αλκιβιάδην και τους μετ' αυτού, ουδαμού δε βλέποντες αυτούς ανεχώρησαν. Ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ούτως ήτο πλέον φυγάς, επεραιώθη μετ' ολίγον επί μικρού πλοίου εκ της Θουρίας εις την Πελοπόννησον οι δε Αθηναίοι, δικάσαντες αυτόν ερήμην, τον κατεδίκασαν μετά των συνεταίρων του εις θάνατον.
62. Μετά ταύτα δε οι άλλοι στρατηγοί των Αθηναίων, οι οποίοι ήσαν εις την Σικελίαν, διαιρέσαντες το στράτευμα εις δύο μέρη, έκαστον των οποίων έλαβεν ένα καθένας από τους δύο με κλήρον διηυθύνθησαν μεθ' όλου του στόλου προς τον Σελινούντα και την Έγεσταν, διά να μάθουν αν οι Εγεσταίοι θα τους έδιδαν τα υποσχεθέντα χρήματα, να επιθεωρήσουν την κατάστασιν των Σελινουντίων και να μάθουν τας μετά των Εγεσταίων διαφοράς των. Παραπλέοντες την Σικελίαν αριστερά, το μέρος το προς τον Τυρρηνικόν κόλπον, προσήγγισαν εις την Ιμέραν, η οποία κατά το μέρος τούτο είναι η μόνη ελληνική πόλις της Σικελίας. Επειδή όμως δεν εδέχθησαν αυτούς, εξηκολούθησαν παραπλέοντες· και κατά τον πλουν πλησίον της παραλίας εκυρίευσαν τα Ύκκαρα, μικράν πόλιν Σικανικήν, εχθράν των Εγεσταίων και παραθαλασσίαν. Ανδραποδίσαντες δε τους κατοίκους παρέδωκαν την πόλιν εις τους Εγεσταίους, των οποίων οι ιππείς είχον φθάσει εκεί. Έπειτα το μεν πεζικόν επροχώρησε διά των Σικελών έως ου έφθασεν εις την Κατάνην, τα δε πλοία περιέπλευσαν έχοντα τους αιχμαλώτους. Ευθύς ο Νικίας παρέπλευσεν εκ των Υκκάρων εις την Έγεσταν και τακτοποιήσας τας εκεί υποθέσεις έλαβε τριάκοντα τάλαντα και επανήλθεν εις το στρατόπεδον πωλήσαντες δε τους αιχμαλώτους ωφελήθησαν εικοσιπέντε τάλαντα. Περιήλθον επίσης και τους συμμάχους τόπους των Σικελών ζητούντες παρ' αυτών να τους στείλουν στρατόν. Το ήμισυ του στρατού ώδευσε κατά της Ύβλας της Γελεάτιδος, την οποίαν δεν ηδυνήθη να κυριεύση. Και τοιουτοτρόπως έληξε το θέρος.
63. Κατά δε τον ακόλουθον χειμώνα αφ' ενός μεν οι Αθηναίοι ητοιμάσθησαν να επιτεθούν άνευ αναβολής εναντίον των Συρακουσών, αφ' ετέρου δε οι Συρακούσιοι εμελέτων το αυτό. Επειδή ο στρατός των Αθηναίων δεν επετέθη κατ' αυτών αμέσως εις την πρώτην στιγμήν του φόβου και της προσδοκίας, ανελάμβανον πλειότερον θάρρος ημέραν με την ημέραν και όταν είδον τους Αθηναίους πλέοντας μακράν προς το αντιπέραν μέρος της Σικελίας· όταν τους είδον φθάσαντας εις την Ύβλαν και μετά ματαίαν απόπειραν μη δυνηθέντες να κυριεύσουν αυτήν διά της βίας, ακόμη περισσότερον τους περιεφρόνησαν· και, ως συνηθίζει να πράττη το αναλαμβάνον θάρρος πλήθος, εζήτησαν παρά των στρατηγών να τους οδηγήσουν εις την Κατάνην, αφού οι Αθηναίοι δεν ήρχοντο προς αυτούς. Ιππείς Συρακούσιοι ήλαυνον εμπρός διά να κατασκοπεύουν πάντοτε το στράτευμα των Αθηναίων, και μεταξύ άλλων σκωμμάτων τους ηρώτων αν ήλθον εις την ξένην γην μάλλον διά να κατοικήσουν μετ' αυτών παρά διά να επαναφέρουν τους Λεοντίνους εις την πατρίδα των.
64. Ταύτα κατανοούντες οι στρατηγοί των Αθηναίων και θέλοντες να ελκύσουν τους Συρακούσιους πανδημεί όσον το δυνατόν μακράν της πόλεως, ενώ αυτοί κατά το διάστημα τούτο επροτίθεντο, παραπλέοντες την παραλίαν νύκτα μετά του στόλου, να καταλάβωσι θέσιν καταλληλοτέραν διά το στρατόπεδον, αισθανόμενοι ότι δεν θα είχον την αυτήν υπεροχήν, εάν απεβιβάζοντο ενώπιον προητοιμασμένου εχθρού ή εάν εφαίνοντο προχωρούντες διά ξηράς· διότι κατά μεν την πρώτην περίπτωσιν οι ψιλοί και το άλλο πλήθος, δι' έλλειψιν ίππων, θα υφίσταντο μεγάλας απωλείας εκ μέρους των Συρακουσίων ιππέων, πολλών όντων, ενώ κατά την άλλην θα κατελάμβανον θέσιν δυναμένην να τους προφυλάξη από το εχθρικόν ιππικόν. Οι δε ακολουθούντες αυτούς φυγάδες των Συρακουσίων τοις υπέδειξαν θέσιν τινά κειμένην πλησίον του Ολυμπιείου, την οποίαν και κατέλαβον. Ιδού δε τι μέσον μετεχειρίσθησαν οι στρατηγοί, διά να επιτύχουν του σκοπού των. Πέμπουν εις τας Συρακούσας άνθρωπον πιστόν μεν εις αυτούς, όχι ολιγώτερον δε κατά τα φαινόμενα πιστόν και εις τους στρατηγούς των Συρακουσίων· ο άνθρωπος εκείνος ήτο εκ Κατάνης και είπεν ότι ήρχετο εκ μέρους τινών Καταναίων, των οποίων οι Συρακούσιοι στρατηγοί εγνώριζαν τα ονόματα και ήξευραν ότι ήσαν εκ των εντός εκείνης της πόλεως απομεινάντων εις αυτούς φίλων· είπεν ότι οι Αθηναίοι διενυκτέρευαν εντός της πόλεως μακράν του στρατοπέδου· ότι, εάν οι Συρακούσιοι ήθελαν καθ' ωρισμένην ημέραν να προχωρήσουν άμα τη αυγή πανστρατιά κατά του εχθρικού στρατοπέδου, αυτοί μεν οι Καταναίοι ήθελαν κρατήσει τους ευρεθησομένους εν τη πάλει και ήθελαν πυρπολήσει τα πλοία, οι δε Συρακούσιοι, προσβάλλοντες τα χαρακώματα, ευκόλως ήθελαν κυριεύσει το στρατόπεδον· τέλος, ότι πολλοί Καταναίοι ήθελαν συμπράξει εις την επιχείρησιν ταύτην, ότι ήσαν ήδη προητοιμασμένοι και ότι ήλθεν εκ μέρους αυτών.
65. Οι δε στρατηγοί των Συρακουσίων, οι οποίοι άλλως ήσαν πλήρεις εμπιστοσύνης και εσκέπτοντο μάλιστα, και άνευ αυτής της ειδήσεως, να παρασκευασθούν, διά να βαδίσουν εναντίον της Κατάνης, επίστευσαν πολύ απερισκέπτως εις τον άνθρωπον εκείνον και αμέσως συμφωνήσαντες διά την ημέραν, κατά την οποίαν ήθελαν φθάσει, τον απέπεμψαν. Επειδή δε οι Σελινούντιοι καί τινες άλλοι εκ των συμμάχων είχαν ήδη έλθει, οι στρατηγοί διέταξαν να εξέλθουν πανστρατιά όλοι οι Συρακούσιοι. Και αφού ητοιμάσθησαν τα πάντα και προσήγγισεν η συμφωνηθείσα ημέρα, οι Συρακούσιοι, κινήσαντες, διενυκτέρευσαν εις τας όχθας του ποταμού Συμαίθου, εις την χώραν των Λεοντίνων. Οι δε Αθηναίοι, άμα έμαθαν ότι επλησίαζαν, σηκώσαντες όλον το στρατόπεδόν των καθώς και τους Σικελούς και όλους όσοι είχαν έλθει να ενωθούν μετ' αυτών και επιβιβασθέντες εις τα πλοία και τα πλοιάρια έπλευσαν διά νυκτός προς τας Συρακούσας. Μόλις δε εξημέρωσεν οι Αθηναίοι απέβησαν εις την πλησίον του Ολυμπιείου θέσιν, διά να στήσουν το στρατόπεδόν των. Οι Συρακούσιοι ιππείς, προχωρήσαντες πρώτοι μέχρι της Κατάνης και παρατηρήσαντες ότι όλος ο στόλος είχεν αναχωρήσει επέστρεψαν, διά να φέρουν την είδησιν εις τους πεζούς· και όλοι αμέσως μεταστραφέντες έτρεξαν εις βοήθειαν της πόλεως των.
66. Εν τούτοις, επειδή οι Συρακούσιοι είχαν μακρόν διάστημα να διατρέξουν, οι Αθηναίοι ηδυνήθησαν ανέτως να στήσουν το στρατόπεδόν των εις χώρον επιτήδειον, όπου και την μάχην θα ηδύναντο να αρχίσουν, όποτε ήθελε τοις φανή αναγκαίον, και οι ιππείς των Συρακουσίων δεν θα ηδύναντο να τους ανησυχήσουν ούτε κατά το έργον ούτε προ αυτού· διότι αφ' ενός μεν μικρά τείχη, οικίαι, δένδρα και λίμνη επροστάτευαν αυτούς, αφ' ετέρου δε κρημνοί. Κόψαντες δε τα πλησίον δένδρα και μετακόμισαντες αυτά εις το παράλιον εσχημάτισαν χαρακώματα κατά μήκος των πλοίων και ήγειραν μετά σπουδής οχύρωμα εκ λίθων εκλεκτών και ξύλων πλησίον του Δάσκωνος, εις το μέρος το μάλλον ευπρόσιτον εις τους πολεμίους· τέλος έκοψαν την γέφυραν του Ανάπου. Ενώ δε κατεγίνοντο εις ταύτα, εκ μεν της πόλεως ουδείς εξήλθε, διά να τους εμποδίση, πρώτοι δε οι ιππείς των Συρακουσίων έτρεξαν εις βοήθειαν, και μετ' ολίγον συνηθροίσθη όλος ο στρατός. Και κατ' αρχάς μεν επλησίασαν ούτοι εις το στρατόπεδον των Αθηναίων έπειτα όμως, επειδή οι Αθηναίοι δεν αντεπεξήρχοντο, ανεχώρησαν και διαβάντες την Ελωρινήν οδόν διενυκτέρευσαν εκεί.
67. Κατά την ακόλουθον δε ημέραν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι παρεσκευάσθησαν διά την μάχην και ετακτοποιήθησαν ως ακολούθως. Το μεν δεξιόν κέρας είχον οι Μαντινείς, το μέσον οι Αθηναίοι, το δε αριστερόν οι άλλοι σύμμαχοι. Και το μεν ήμισυ του στρατεύματος των παρετάχθη επί οκτώ κατά βάθος, το δε άλλο ήμισυ παρετάχθη τετραγωνικώς πλησίον των σκηνών επί οκτώ επίσης κατά βάθος, λαβόν διαταγήν να επιβλέπη και να προστρέχη οπουδήποτε κατεπονείτο το στράτευμα. Οι δε Συρακούσιοι παρέταξαν επί δεκαέξ κατά βάθος τους οπλίτας, οι οποίοι όλοι ήσαν Συρακούσιοι, και τους συμμάχους, όσοι έφθασαν κατ' εκείνην την στιγμήν. Οι Σελινούντιοι προ πάντων είχαν τρέξει εις βοήθειάν των, και έπειτα Γελώοι ιππείς, εν όλω διακόσιοι, και προσέτι είκοσι περίπου Καμαριναίοι ιππείς και πεντήκοντα ως έγγιστα τοξόται. Οι ιππείς, οι οποίοι δεν ήσαν περισσότεροι των χιλίων διακοσίων, ετάχθησαν εις το δεξιόν κέρας και πλησίον αυτών οι ακοντισταί. Καθ' ην στιγμήν δε οι Αθηναίοι επρόκειτο να αρχίσουν την μάχην, ο Νικίας, διατρέχων τα διάφορα σώματα του στρατού, απέτεινε προς όλον τον στρατόν την εξής προτροπήν:
68. «Στρατιώται, προς τι να σας κάμω μακράν παραίνεσιν, αφού όλοι είμεθα ηναγκασμένοι να πολεμήσωμεν από κοινού; Η τοιαύτη προετοιμασία μου φαίνεται μάλλον ικανή να εμπνεύση το θάρρος παρά οι ευγλώττως εκφραζόμενοι λόγοι προς ασθενή στρατόν απευθυνόμενοι. Συνενωθέντες ενταύθα Αργείοι, Μαντινείς, Αθηναίοι και οι μάλλον ισχυροί των νησιωτών, πώς με τοσούτους και τοιούτους συμμάχους να μη έχη έκαστος ημών μεγίστην την ελπίδα της νίκης ; προ πάντων όταν μαχώμεθα κατ' ανθρώπων αμυνομένων αναμίξ και ουχί εκλεκτών, και προσέτι όταν ούτοι είναι Σικελιώται, οι οποίοι, μολονότι καταφρονούσιν ημάς, δεν θα δυνηθούν όμως να μας αντιταχθούν, διότι έχουν ολιγωτέραν εμπειρίαν παρά τόλμην. Ας λάβη δε έκαστος υπ' όψιν και τούτο, ότι είμεθα μακράν της ημετέρας πατρίδος και ότι δεν θα ευρεθή δι' ημάς γη φιλική εκτός εάν κατακτήσωμε αυτήν μαχόμενοι. Σας υπενθυμίζω το εναντίον εκείνου, το οποίον είμαι βέβαιος ότι οι εχθροί λέγουν προς αλλήλους, διά να ενθαρρυνθούν· διότι ούτοι μεν λέγουν ότι ο αγών είναι περί πατρίδος, εγώ δε λέγω ότι ο αγών θα είναι εις εχθρικήν χώραν, εκ της οποίας, εάν δεν νικήσωμεν, δεν θα δυνηθώμεν να αποχωρήσωμεν ευκόλως, διότι πολλοί ιππείς θα επιτεθούν εναντίον μας. Ενθυμούμενοι λοιπόν την αξίαν σας βαδίσατε θαρραλέως εναντίον του εχθρού και ενθυμηθήτε ότι η παρούσα ανάγκη και η αμηχανία είναι φοβερώτεραι απ' αυτόν (τον εχθρόν)».
69. Ο μεν Νικίας ταύτα ειπών ωδήγησεν αμέσως τον στρατόν εις την μάχην, οι δε Συρακούσιοι διόλου δεν επερίμεναν ότι θα ήρχιζεν η μάχη τόσον ταχέως, καί τινες μάλιστα εξ αυτών, επειδή η πόλις ήτο πλησίον, απήλθον εις αυτήν· άλλοι, μολονότι σπεύδοντες να έλθουν εις βοήθειαν, έφθανον όμως βραδέως και ετοποθετούντο όπου έκαστος ηδύνατο να ενωθή με το πλήθος. Βεβαίως δεν εστερούντο ούτε προθυμίας, ούτε τόλμης, είτε εις αυτήν την μάχην είτε εις τας άλλας· αλλ' ίσοι κατά το θάρρος οσάκις τους υπεβοήθει η επιστήμη, ενέδιδον άκοντες τότε μόνον, όταν αύτη τους έλειπεν. Εν τούτοις μη νομίζοντες ότι οι Αθηναίοι ήθελον τους προσβάλει πρώτοι, και αναγκασθέντες να τεθούν εις άμυναν βιαστικά έλαβον τα όπλα και αντεπεξήλθαν ευθύς. Και πρώτον μεν οι λιθοβόλοι, οι σφενδονήται και οι τοξόται ήρχισαν την μάχην αμφοτέρωθεν· και καθώς συμβαίνει εις τους ψιλούς, πότε οι μεν, πότε οι δε ετρέποντο εις φυγήν έπειτα δε οι μάντεις έφεραν τα καθιερωμένα σφάγια και αι σάλπιγγες παρώτρυναν τους οπλίτας να συμπλακούν· οι δύο δε στρατοί εκινήθησαν συγχρόνως, οι μεν Συρακούσιοι, διά να πολεμήσουν υπέρ της πατρίδος των, με την ιδέαν καθένας της παρούσης σωτηρίας του και της μελλούσης ελευθερίας του, οι δε εναντίοι δι' άλλον λόγον· οι μεν Αθηναίοι, διά να οικειοποιηθούν ξένην χώραν χωρίς να βλάψουν την ιδικήν των, εάν ηττώντο· οι Αργείοι και οι αυτόνομοι σύμμαχοι, διά να μετάσχουν μετά των Αθηναίων εις τας κατακτήσεις, διά τας οποίας ήλθον, και διά να επανίδουν την πατρίδα των νικηταί· τέλος οι υπήκοοι σύμμαχοι με την ιδέαν ότι τότε μόνον θα εσώζοντο, εάν ενίκων, και ότι συντελούντες εις την υποδούλωσιν των άλλων θα ανεκούφιζον την ιδικήν των δουλείαν.
70. Αφού δε συνεκροτήθη μάχη, αμφότερα τα μέρη αντείχον επί πολύ, ότε επήλθον βρονταί τίνες συνοδευόμεναι υπό αστραπών και βροχής πολλής, το οποίον συνετέλεσε πολύ εις το να εκφοβήση τους πρώτον ήδη μαχομένους και πολύ ολίγον εξοικιωμένους προς τον πόλεμον, ενώ οι μάλλον έμπειροι εθεώρουν μεν τα γινόμενα ως φυσικά διά την περί τα τέλη της ώραν του έτους, εξεπλήττοντο δε έτι μάλλον διά την παρατεινομένην αντίστασιν των πολεμίων. Ότε δε απώθησαν κατ' αρχάς οι Αργείοι το ευώνυμον κέρας των Συρακουσίων, και οι Αθηναίοι έπειτα το απέναντι αυτών, το επίλοιπον στράτευμα των Συρακουσίων διερράγη και ετράπη εις φυγήν. Οι Αθηναίοι δε κατεδίωξαν αυτούς επί πολύ, διότι ημποδίζοντο υπό των Συρακουσίων ιππέων, οίτινες πολλοί όντες και αήττητοι ώρμων κατά των Αθηναίων οπλιτών, ανέστελλον δε αυτούς οσάκις τους έβλεπον προχωρούντας εις την καταδίωξιν. Αφού δε όλοι ομού ηκολούθησαν τον εχθρόν όσον το δυνατόν ασφαλέστερον, απεχώρησαν και έστησαν τρόπαιον. Οι δε Συρακούσιοι συναθροισθέντες εις την Ελωρινήν οδόν και συνταχθέντες όσον ηδυνήθησαν καλλίτερον έπεμψαν έν απόσπασμα εις το Ολυμπιείον, φοβηθέντες μήπως οι Αθηναίοι διασπάσουν τα ευρισκόμενα εκεί χρήματα. Ο επίλοιπος στρατός επέστρεψεν εις την πόλιν.
71. Οι δε Αθηναίοι εις μεν το ιερόν δεν ήλθον, συναθροίσαντες δε τους νεκρούς των και θέσαντες αυτούς επί πυράς διενυκτέρευσαν αυτόσε· την επιούσαν δε απέδοσαν διά συνθήκης εις τους Συρακουσίους τους νεκρούς (των οποίων ο αριθμός ανήρχετο εις διακοσίους πεντήκοντα, συμπεριλαμβανομένων και των συμμάχων), συνέλεξαν τα οστά των ιδικών των, των οποίων ο αριθμός ανήρχετο εις πεντήκοντα περίπου Αθηναίους και συμμάχους), και σκυλεύσαντες τους πολεμίους απέπλευσαν εις την Κατάνην. Επειδή δε ήτο χειμών, δεν τοις εφαίνετο δυνατόν να πολεμούν εκ του μέρους εκείνου πριν ζητήσουν να έλθουν εκ των Αθηνών ιππείς και προμηθευθούν τοιούτους εκ των συμμάχων της Σικελίας, διά να μη συγκρατούνται εντελώς υπό του εχθρικού ιππικού. Ήθελον επίσης να συνάξουν χρήματα εκ της Σικελίας, να φέρουν άλλα εξ Αθηνών και να προσελκύσουν πόλεις τινάς, τας οποίας ήλπιζαν ότι θα εύρισκον μάλλον διατεθειμένας προς υπακοήν μετά την μάχην· τέλος να προμηθευθούν τρόφιμα και παν άλλο αναγκαίον υλικόν, διά να επιχειρήσουν κατά την άνοιξιν την προσβολήν των Συρακουσών.
72. Και οι μεν Αθηναίοι επί τω σκοπώ τούτω επέστρεψαν εις την Νάξον και την Κατάνην, διά να διέλθουν τον χειμώνα· οι δε Συρακούσιοι, θάψαντες τους νεκρούς των, συνεκάλεσαν εκκλησίαν. Και προελθών εις το μέσον Ερμοκράτης ο Έρμωνος, ανήρ ουδενός υποδεέστερος ως προς την σύνεσιν, πλείστην δε πολεμικήν εμπειρίαν έχων και επιφανής διά την ανδρείαν, ενεθάρρυνε και δεν άφηνε να καταβληθή το πνεύμά των υπό της πρώτης εκείνης αποτυχίας, λέγων ότι δεν ενικήθη το θάρρος των, ότι το κακόν προήρχετο εκ της αταξίας, ότι μολοντούτο δεν εδείχθησαν κατώτεροι του εχθρού παρ' όσον επερίμενέ τις πολεμήσαντες εναντίον των μάλλον εμπειροπολέμων μεταξύ των Ελλήνων, αυτοί ούτως ειπείν οι δόκιμοι και μαθητευόμενοι, εναντίον εχθρών πρώτων τεχνιτών ως προς τα πολεμικά έργα· ότι εκείνο, το οποίον τους έβλαψε προ πάντων, ήτο το πλήθος των στρατηγών και η πολυαρχία (διότι ήσαν μεταξύ αυτών δεκαπέντε στρατηγοί), η αταξία και η αναρχία του πλήθους. Αλλά, εάν περιώριζον τον αριθμόν των στρατηγών εις ολίγους εμπείρους, εάν κατά τον χειμώνα εκείνον παρεσκεύαζον οπλίτας, δίδοντες όπλα εις τους μη έχοντας, ίνα σχηματίσουν σώμα όσον το δυνατόν μάλλον πολυάριθμον, και ηνάγκαζαν αυτούς εις στρατιωτικά γυμνάσια, ήτο σχεδόν βέβαιον, έλεγαν, ότι θα υπερίσχυαν των εναντίων, διότι έχοντες ήδη την ανδρείαν θα προσέθετον και την πειθαρχίαν, προτερήματα τα οποία συναυξάνουν αμφότερα· η μεν πειθαρχία γυμναζομένη εν μέσω των κινδύνων, η δε ανδρεία αφ' εαυτής και ενθαρρυνομένη υπό της ασφαλείας, την οποίαν παρέχει η επιστήμη. Δεν έπρεπε να εκλέξουν ειμή ολίγους στρατηγούς έχοντας πάσαν πληρεξουσιότητα και να υποχρεωθούν προς αυτούς μεθ' όρκου ότι θα τους άφηναν να τους διοικούν όπως ήθελαν· τοιουτοτρόπως δε παν ό,τι έπρεπε να μείνη κρυπτόν θα έμενε κρυπτόν, και τα πάντα θα παρεσκευάζοντο μετά τάξεως και προθυμίας.
73. Οι δε Συρακούσιοι, ακούσαντες όσα είπεν αυτός, έδοσαν την ψήφον των εις όσα μέτρα επρότεινε και εξέλεξαν ως στρατηγούς τον Ερμοκράτην, τον Λυσιμάχου Ηρακλείδην και τον Εξηκέστου Σικανόν, το όλον τρεις· έπεμψαν δε πρέσβεις εις την Κόρινθον και εις την Λακεδαίμονα, διά να ζητήσουν βοηθείας και διά να υποχρεώσουν τους Λακεδαιμονίους και κάμουν αναφανδόν πόλεμον ενεργητικώτερον κατά των Αθηναίων, ίνα ή από της Σικελίας αναγκάσουν αυτούς να αναχωρήσουν ή τουλάχιστον παρεμποδίσουν τας βοηθείας, αι οποίαι θα εστέλλοντο εις αυτούς.
74. Το δε εν τη Κατάνη στράτευμα των Αθηναίων έπλευσεν αμέσως διά την Μεσσήνην επί τη ελπίδι ότι η πόλις ήθελε κυριευθή διά προδοσίας. Αλλ' αι ραδιουργίαι, τας οποίας ενήργουν εκεί αι Αθηναίοι, δεν επέτυχον· διότι ο Αλκιβιάδης, όταν αφήκε την Σικελίαν καθαιρεθείς της αρχής και ανακληθείς εις την πατρίδα του, γνωρίζων ότι έμελλε να εξορισθή, ανήγγειλεν εις τους εν Μεσσήνη φίλους των Συρακουσίων τα τεκταινόμενα· ούτοι δε και τους συνωμότας εφόνευσαν πριν έλθη ο εχθρικός στρατός, και μετά την έλευσίν του εστασίασαν και λαβόντες τα όπλα υπερίσχυσαν οι μη θέλοντες να δεχθούν τους Αθηναίους. Οι δε Αθηναίοι, διαμείναντες δεκατρείς σχεδόν ημέρας, πασχόντες εκ του χειμώνος, στερούμενοι τροφών και ουδέν μέσον επιτυχίας βλέποντες, επέστρεψαν εις την Νάξον και περιχαρακώσαντες το στρατόπεδον διεχείμαζον αυτού. Απέστειλαν επίσης τριήρη εις τας Αθήνας ζητούντες να τοις σταλούν μόλις ήρχετο η άνοιξις χρήματα και ιππείς.
75. Οι δε Συρακούσιοι επωφελήθησαν εκ του χειμώνος, διά να ενώσουν τον Τεμενίτην μετά της πόλεως διά τείχους βλέποντος όλον το προς τας Επιπολάς μέρος, και διά να καταστήσουν δυσχερεστέραν την περικύκλωσιν της πόλεως εν περιπτώσει αποτυχίας· ήγειραν επίσης φρούριον εις τα Μέγαρα, και άλλο εις το Ολυμπιείον· περιεσταύρωσαν μάλιστα την παραλίαν πανταχού όπου υπήρχε φόβος αποβάσεως. Επειδή δε ήξευρον ότι οι Αθηναίοι διεχείμαζον εις την Νάξον, εστράτευσαν πανδημεί εναντίον της Κατάνης, ελεηλάτησαν μέρος της χώρας, έκαυσαν τας σκηνάς και το στρατόπεδον των Αθηναίων και επέστρεψαν εις τα ίδια. Πληροφορηθέντες ότι οι Αθηναίοι, κατά την επί Λάχητος γενομένην συμμαχίαν, είχαν πέμψει πρέσβεις εις την Καμάριναν, διά να προσελκύσουν, έπεμψαν και αυτοί πρεσβείαν, εφοβούντο μήπως οι Καμαριναίοι, οι οποίοι και κατά την πρώτην μάχην δεν έπεμψαν προθύμως όσα έπεμψαν, τους εγκαταλείψουν εντελώς, και μήπως, μάρτυρες γενόμενοι της νίκης των Αθηναίων ενωθούν μετ' αυτών παρασυρόμενοι υπό της αρχαίας φιλίας. Αφού λοιπόν ο μεν Ερμοκράτης εκ μέρους των Συρακουσίων, ο δε Εύφημος εκ μέρους των Αθηναίων, ήλθαν εις την Καμαρίναν έκαστος μετά των συμπρέσβεων, οι Καμαριναίοι συνεκρότησαν συμβούλιον, και ο Ερμοκράτης, θέλων να προδιαθέση τα πνεύματα κατά των Αθηναίων, είπε ταύτα:
76. «Ω Καμαριναίοι, ήλθαμεν ενταύθα ως πρέσβεις, όχι διότι εφοβήθημεν μήπως σας πτοήση η παρουσία των Αθηναίων και αι δυνάμεις αυτών, αλλά μάλλον μήπως παρασυρθήτε από τους λόγους των πριν ακούσετε και ημάς. Οι Αθηναίοι ήλθον εις την Σικελίαν υπό την πρόφασιν, την οποίαν εμάθετε, με σκοπόν, δε, τον οποίον πάντες υπονοούμεν· ουδόλως πιστεύω ότι ήλθον, διά να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους, αλλά μάλλον διά να διώξουν ημάς, διότι δεν είναι λογικόν να ερημώνουν τας εν τη Ελλάδι πόλεις, διά να συνοικίζουν άλλας εις την Σικελίαν, να φροντίζουν τόσον περί των Λεοντίνων, που είναι Χαλκιδείς, ως εάν ήσαν συγγενείς των, και να αφήνουν εις την δουλείαν τους εν Ευβοία Χαλκιδείς, των οποίων οι Λεοντίνοι είναι άποικοι. Με τον αυτόν δε σκοπόν, ο οποίος ενέπνευσεν εις αυτούς τας εκεί κατακτητικάς ιδέας, τους φέρει σήμερον και εδώ. Γενόμενοι με την ελευθέραν συγκατάθεσιν των Ιώνων και όλων των αποίκων των αρχηγοί αυτών υπό την πρόφασιν να τιμωρήσουν τον Μήδον τους υπεδούλωσαν αλληλοδιαδόχως τους μεν ως μη παρασχόντας τους αναγκαίους στρατιώτας, τους δε διότι επολέμουν κατ' αλλήλων, και μεταχειριζόμενοι καθ' ενός εκάστου πρόφασίν τινα ευπρόσωπον τους υπεδούλωσαν όλους. Τούτο αποδεικνύει αρκούντως ότι εν τω κατά του Μήδου πολέμω ούτε οι Αθηναίοι εμάχοντο υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων ούτε αυτοί οι ίδιοι οι Ελληνες υπέρ της ανεξαρτησίας των, αλλ' οι μεν Αθηναίοι, διά να υποδουλωθώσιν οι Ελληνες εις αυτούς και όχι εις τον Μήδον, οι δε διά να μεταπέσουν υπό δεσπότην πονηρότερον και πανουργότερον.
77. »Εν τούτοις δεν ήλθαμεν, διά να αποδείξωμεν την τόσον εύκολα δυναμένην να κατηγορηθή πόλιν των Αθηναίων ενώπιον γνωριζόντων, αλλά μάλλον διά να κατηγορήσωμεν ημάς αυτούς· διότι έχοντες τα παραδείγματα των εκεί Ελλήνων, οι οποίοι υπεδουλώθησαν, διότι δεν εβοήθησαν αλλήλους, και σήμερον ακόμη, με όλα τα σοφίσματα, τα οποία προβάλλουν, διά να μας απατήσουν, ως τας αποκαταστάσεις των Λεοντίνων ως συγγενών των, και τας βοηθείας τας παρεχομένας εις τους Εγεσταίους ως συμμάχους, αρνούμεθα εν τούτοις να συνασπισθώμεν μετά σπουδής και να δείξωμεν εις αυτούς ότι δεν έχουν να κάμουν ούτε με Ίωνας, ούτε με Ελλησποντίους, ούτε με νησιώτας, οι οποίοι αλλάσσοντες πάντοτε δεσπότην, είτε Μήδον είτε άλλον, μένουν πάντοτε δούλοι· αλλά με Δωριείς ελευθέρους, οι οποίοι κατάγονται από την αυτόνομον Πελοπόννησον και κατοικούν την Σικελίαν. Ή περιμένομεν να κυριευθώμεν ιδιαιτέρως καθένας εις την πόλιν του ; όταν ηξεύρωμεν ότι διά μόνου του μέσου τούτου δύνανται να μας υποδουλώσουν, όταν βλέπωμεν τους Αθηναίους ακολουθούντας το σύστημα τούτο της πολιτικής, ώστε τούτους μεν να διαιρούν διά των διαβολών των, τούτους δε να διεγείρουν διά του θελγήτρου της συμμαχίας των, και ζητούντας να μας βλάπτουν όσον δύνανται περισσότερον αποτείνοντες προς έκαστον ελκυστικούς λόγους. Και νομίζομεν ότι, όταν τυχόν καταστραφή ο μακράν διαμένων συμπατριώτης μας, ο κίνδυνος δεν θα εκταθή μέχρις ημών, αλλ' ότι ο πρώτος παθών θα είναι ο μόνος δυστυχής;
78. »Εάν τις στοχάζεται ότι οι Αθηναίοι δεν είναι ιδικοί του αλλά των Συρακουσών εχθροί, και εάν νομίζη ότι είναι πολύ κοπιαστικόν να εκτεθή χάριν της πατρίδος μου, ας ενθυμηθή ότι μέλλει να πολεμήση εις την πατρίδα μου χάριν και της ιδικής του· ότι η θέσις του θα είναι ασφαλεστέρα κατά τούτο, ότι, εφ' όσον πρότερον δεν καταστραφώμεν ημείς (οι Συρακούσιοι), θέλει εύρει εις ημάς στήριγμα και δεν θα υποστή μόνος τον αγώνα· τέλος ότι οι Αθηναίοι δεν θέλουν να τιμωρήσουν την κατ' αυτών έχθραν των Συρακουσίων, αλλά μάλλον να μεταχειρισθούν την πατρίδα μου ως πρόφασιν, διά να εξασφαλίσουν εις εαυτούς την φιλίαν σας. Εάν τις από σας υπό φθόνου ή φόβου (διότι αμφότερα ταύτα επισύρει εναντίον του ο υψούμενος) επιθυμή να πάθουν μεν αι Συράκουσαι διά να σωφρονισθούν, να σωθούν δε χάριν της ιδικής του ασφαλείας, ελπίζει πράγμα υπερβαίνον τα όρια της ανθρωπίνης δυνάμεως, διότι είναι αδύνατον ο ίδιος ενταυτώ να γίνη κύριος κατ' ίσον λόγον και της επιθυμίας του και της τύχης. Και εάν αποτύχη εις ταύτην του την επιθυμίαν, αφού θρηνήση διά τας δυστυχίας του, θα ποθήση ίσως τον καιρόν, κατά τον οποίον εφθονούσε την ευτυχίαν μας· αλλά θα είναι αργά, εάν μας εγκαταλείψη και δεν συμμερισθή τους κοινούς κινδύνους προσηλούμενος εις τους λόγους και όχι εις τα έργα· διότι λόγω μεν θα σώση την ημετέραν δύναμιν, πράγματι δε εαυτόν. Εις σας ανήκει προ πάντων, ω Καμαριναίοι, οι οποίοι είσθε γείτονές μας και διατρέχετε ευθύς κατόπιν από ημάς τον αυτόν κίνδυνον, να προΐδετε πάντα ταύτα και να μη μας βοηθήτε τόσον απροθύμως καθώς μέχρι της σήμερον· σεις μάλλον έπρεπε να έλθετε προς ημάς· και καθώς θα εζητείτε την βοήθειάν μας, εάν οι Αθηναίοι ήρχοντο πρώτον εναντίον της Καμαρίνης, τοιουτοτρόπως έπρεπε να μας βοηθήσετε σήμερον, παροτρύνοντες ημάς να μη ενδώσωμεν. Ούτε όμως σεις ούτε οι άλλοι μέχρι τούδε εδείξατε τοιαύτην διάθεσιν.
79. »Ίσως δε ένεκα υπερμέτρου περισκέψεως θέλετε να δείξετε προς ημάς και προς τους επελθόντας τον σεβασμόν σας προς το δίκαιον, λέγοντες ότι έχετε συμμαχίαν μετά των Αθηναίων. Αλλά την συμμαχίαν ταύτην βεβαίως συνωμολογήσατε, ουχί διά να πολεμήσετε τους φίλους σας, αλλά τους εχθρούς, οίτινες θα ήρχοντο να σας προσβάλουν· την συνήψατε όπως βοηθήτε τους Αθηναίους όταν αδικώνται παρ' άλλων, και όχι όταν αυτοί αδικούν τους άλλους, καθώς πράττουν σήμερον. Ιδέτε τους Ρηγίνους, οι οποίοι, μολονότι Χαλκιδείς, αρνούνται να εγκαταστήσουν τους Λεοντίνους, Χαλκιδείς όντας και αυτούς. Είναι οδυνηρόν να βλέπη τις τους μεν Ρηγίνους, υποπτεύοντας την αληθινήν αιτίαν της ευπρεπούς δικαιολογίας, να τηρούν παρά την λογικήν συνετήν διαγωγήν, σας δε, μολονότι έχετε εύλογον πρόφασιν, να ευνοήτε τους φυσικούς εχθρούς σας και να ζητήτε να βλάψετε μετά των αμειλίκτων τούτων εχθρών σας τους ακόμη πλέον φυσικούς συγγενείς. Τούτο όμως δεν είναι δίκαιον· οφείλετε μάλλον να μας βοηθήσετε, χωρίς να φοβηθήτε τας δυνάμεις, τας οποίας επιδεικνύουν· αι δυνάμεις αύται δεν θα είναι τρομεραί, εάν ενωθώμεν όλοι· θα είναι δε τοιαύται, εάν τουναντίον διαιρεθώμεν, το οποίον επιθυμούν οι Αθηναίοι. Απόδειξις τούτου είναι ότι, ότε ήλθον να μας προσβάλουν, ήμεθα μόνοι, και, μολονότι ενίκησαν, απέτυχον εις τα σχέδια των και ανεχώρησαν βιαστικά.
80. »Εάν λοιπόν ενωθώμεν, δεν πρέπει να χάνωμεν το θάρρος μας· ας συμμαχήσωμεν μετά περισσοτέρας προθυμίας, τοσούτω μάλλον, όσω περιμένομεν εντός ολίγου βοήθειαν εκ Πελοποννησίων, οι οποίοι εις την στρατιωτικήν τέχνην είναι υπέρτεροι των Αθηναίων καθ' όλα. Μη νομίζετε ότι η υποτιθεμένη αύτη προφύλαξις του να μη βοηθήτε κανένα εξ ημών, επί τω λόγω ότι είσθε σύμμαχοι αμφοτέρων, είναι αδιάφορος δι' ημάς και ασφαλής διά σας· κατά δικαίωμα μεν τούτο είναι αληθές, πραγματικώς όμως όχι· διότι, εάν μη συμμαχούντες μεθ' ημών, οι Συρακούσιοι νικηθούν και οι Αθηναίοι νικήσουν, τι άλλο θα πράξετε διά της ουδετερότητάς σας ή να εμποδίσετε την σωτηρίαν των ηττηθέντων και να υποβοηθήσετε την απιστίαν των νικητών ; Βεβαίως προτιμότερον να ενωθήτε με τους αδικουμένους, οι οποίοι συγχρόνως είναι συγγενείς σας, διά να εξασφαλίσετε την σωτηρίαν όλης της Σικελίας και να σώσετε τους λεγομένους φίλους σας, τους Αθηναίους, από του να περιπέσουν εις σφάλμα. Με συντομίαν λέγομεν ημείς οι Συρακούσιοι, όχι θέλοντες να σας αναπτύξωμεν πράγματα γνωστά και εις σας και εις τους άλλους, ότι ήλθομεν ζητούντες την βοήθειάν σας· εάν δε αι παρακλήσεις μας αποβούν μάταιαι, διαμαρτυρόμεθα ότι υφιστάμεθα μεν επιβουλήν υπό των αιωνίων εχθρών μας Ιώνων, προδιδόμεθα δε υπό Δωριέων Δωριείς όντες· ότι, εάν υποτάξουν ημάς οι Αθηναίοι, αιτία του θριάμβου των θα είναι η θελησίς σας, ενώ το όνομά των μόνον θα τιμηθή και άθλον της νίκης των θέλει είναι η δουλεία των αιτίων της νίκης· εάν δ' εξεναντίας υπερισχύσωμεν ημείς, σεις πάλιν θα τιμωρηθήτε, διότι εγίνατε εις ημάς αίτιοι κινδύνων. Σκεφθήτε λοιπόν και εκλέξατε από τώρα ή την πάραυτα και άνευ κινδύνων δουλείαν, ή, νικώντες μεθ' ημών, να διαφύγετε την αισχράν δουλείαν των Αθηναίων και την έχθραν ημών, η οποία δεν είναι περιφρονητέα.
81. Ταύτα είπεν ο Ερμοκράτης· μετ' αυτόν δε ο πρεσβευτής των Αθηναίων Εύφημος είπε τα εξής :
82. «Ήλθαμεν μεν προς ανανέωσιν της παλαιάς συμμαχίας, αλλ' επειδή ο Συρακούσιος πρεσβευτής κατηγορεί ημάς, ανάγκη να είπωμεν ότι δικαίως έχομεν την αρχήν. Μεγίστην απόδειξιν τούτου έδωκεν αυτός ο ίδιος ειπών ότι οι Ίωνες είναι πάντοτε εχθροί των Δωριέων· και ούτως έχει το πράγμα. Ημείς όντες Ίωνες εσκέφθημεν διά τίνος μέσου θα ηδυνάμεθα να γίνωμεν εντελώς ανεξάρτητοι από τους Πελοποννησίους, οι οποίοι είναι Δωριείς και οι οποίοι, υπέρτεροι τον αριθμόν, κατοικούν πλησίον ημών. Μετά τον Μηδικόν πόλεμον, αποκτήσαντες πλοία, απηλλάγημεν της αρχής και της ηγεμονίας των Λακεδαιμονίων, επειδή δεν ήτο δίκαιον ούτε εκείνοι να δίδουν εις ημάς διαταγάς ούτε ημείς εις εκείνους, οι οποίοι τότε ήσαν ισχυρότεροι. Γενόμενοι ηγεμόνες των υπό τον βασιλέα διατελούντων πρότερον λαών αυτοκυβερνώμεθα εις την πόλιν μας, επειδή ενομίσαμεν ότι, έχοντες δυνάμεις ικανάς διά να υπερασπισθώμεν, δεν πρέπει να υποτασσώμεθα εις τους Πελοποννησίους. Και σύμφωνα με την ακρίβειαν ουδέ αδίκως υπετάξαμεν τους Ίωνας και τους νησιώτας, τους οποίους οι Συρακούσιοι μας επιπλήττουν ότι υπεδουλώσαμεν, μολονότι συγγενείς όντας· διότι ενωθέντες μετά του Μήδου ήλθον κατά των Αθηνών, της μητροπόλεως των, και δεν ετόλμησαν αποσπώμενοι απ' αυτού να καταστρέψουν τα υπάρχοντά των, όπως επράξαμεν ημείς, όταν εκενώσαμεν την πόλιν μας. Διατελούντες εκείνοι υπό δουλείαν ήθελον να επιβάλουν και εις ημάς το αυτό.
83. »Τούτων ένεκα είμεθα άξιοι να άρχωμεν, άμα μεν διότι εις ημάς οι Έλληνες εύρον ναυτικόν πολυάριθμον και προθυμίαν απροφάσιστον, ενώ αυτοί ενεργούντες μετά της αυτής προθυμίας υπέρ του Μήδου έβλαπταν ημάς· άμα δε διότι ηθέλομεν να σχηματίσωμεν δύναμιν ικανήν να αντιταχθή προς τους Πελοποννησίους. Αλλ' ας αφήσωμεν τους ωραίους λόγους, διά των οποίων θα ηδυνάμεθα να αποδείξωμεν ότι αξίως άρχομεν, διότι ημείς μόνοι κατερρίψαμεν τον βάρβαρον και διετρέξαμεν πλειοτέρους κινδύνους διά την ελευθερίαν των Ιώνων τούτων ή διά την ελευθερίαν όλων των Ελλήνων και την ημετέραν· και ας περιορισθώμεν να είπωμεν ότι δεν είναι αξιόμεμπτος ο φροντίζων περί της ιδίας αυτού σωτηρίας. Περί αυτής δε της σωτηρίας ελθόντες σήμερον ενταύθα βλέπομεν ότι ήλθομεν και διά το ιδικόν σας επίσης συμφέρον. Τούτο αποδεικνύεται εκ των κατηγοριών, τας οποίας εκτοξεύουν οι Συρακούσιοι, και εκ των υπονοιών, αίτινες γεννώνται εις σας υπό του φόβου. Ηξεύρομεν ότι οι ένεκα φόβου καθιστάμενοι φιλύποπτοι αρέσκονται προς στιγμήν εις το θέλγητρον της ευγλωττίας· αλλ' έπειτα κατά την πράξιν οδηγός αυτών είναι το συμφέρον. Το είπομεν· ο φόβος μας παρεκίνησε να λάβωμεν την ηγεμονίαν της Ελλάδος, και η αυτή αιτία μας φέρει εις Σικελίαν, διά να τακτοποιήσωμεν τα εδώ ασφαλώς με την συνδρομήν σας· ήλθομεν, ουχί διά να υποδουλώσωμεν τους φίλους ημών, αλλά διά να προσπαθήσωμεν να μη πάθουν τούτο.
84. »Κανείς δε ας μη νομίση ότι, χωρίς να έχωμεν συμφέρον τι, φροντίζομεν διά σας· μάθετε ότι ενόσω διατηρείτε πολιτικήν ύπαρξιν και ενόσω έχετε αρκούσας δυνάμεις, όπως αντέχετε εναντίον των Συρακουσίων, τα στρατεύματα, τα οποία θα στέλλουν εις τους Πελοποννησίους, δεν θα μας βλάπτουν πολύ· υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην το συμφέρον μας συνδέεται στενώτατα με το ιδικόν σας. Διά τον αυτόν λόγον εργαζόμεθα να αποκαταστήσωμεν τους Λεοντίνους, ουχί ως υπηκόους, καθώς είναι οι εν τη Ευβοία συγγενείς αυτών, αλλ' ως δυνατωτάτους, ίνα γείτονες όντες των Συρακουσίων δύνανται εκ της χώρας των να μας ωφελούν βλάπτοντες αυτούς. Εν Ελλάδι αρκούμεν ημείς αυτοί εναντίον των εχθρών μας· και οι Χαλκιδείς, τους οποίους ο ρήτωρ μας επέπληξεν ότι υπεδουλώσαμεν άνευ αιτίας, ενώ ερχόμεθα να ελευθερώσωμεν τους εν Σικελία, μας είναι ωφέλιμοι, διότι γυμνοί από πολεμικήν προετοιμασίαν χρήματα μόνον παρέχουν. Ως προς δε τας εδώ υποθέσεις, και οι Λεοντίνοι και άλλοι ημών φίλοι δεν θα μας είναι ολιγώτερον ωφέλιμοι απολαύοντες εντελούς αυτονομίας.
85. «Εις άνδρα δε τύραννον ή πόλιν ισχυράν τίποτε δεν είναι παράλογον πού είναι συμφέρον και τίποτε δεν είναι φιλικόν πού δεν είναι πιστόν· πρέπει δε καθείς να γίνεται προς εκάστους φίλος ή εχθρός αναλόγως των περιστάσεων. Το συμφέρον ημών δεν είναι να βλάψωμεν τους εδώ φίλους μας, αλλά να εξασθενίσωμεν τους εχθρούς διά της δυνάμεως των φίλων· δεν πρέπει δε να απιστήτε εις ημάς. Τους εις την Ελλάδα συμμάχους μας μεταχειριζόμεθα κατά την χρησιμότητα, την οποίαν καθείς των μας παρέχει· τους μεν Χίους και τους Μηθυμναίους παρέχοντας πλοία, αφήνομεν αυτονόμους, τους δε περισσοτέρους, διότι ζητούμεν παρ' αυτών αναγκαστικώς χρήματα· άλλους δε, μολονότι νησιώτας και ευαλώτους, έχομεν συμμάχους εντελώς ανεξαρτήτους, διότι κατέχουν μέρη επίκαιρα περί την Πελοπόννησον. Είναι εύλογον λοιπόν και ενταύθα να φροντίσωμεν περί του συμφέροντός μας και να καταστήσωμεν σας φόβητρον των Συρακουσίων, ως είπομεν· διότι οι Συρακούσιοι θέλουν να σας υποτάξουν και εκμεταλλευόμενοι τας υποψίας σας να σας συνασπίσουν εναντίον ημών· κατόπιν δε, αφού ημείς αναχωρήσωμεν άπρακτοι, να γίνουν κύριοι της Σικελίας είτε διά της βίας είτε διά την απομόνωσίν σας. Εξ ανάγκης δε θα γίνη τούτο, εάν ενωθήτε με αυτούς· διότι ούτε ημείς θα δυνηθώμεν να υπερισχύσωμεν κατά τοσούτων δυνάμεων συνενωμένων, ούτε οι Συρακούσιοι, όταν ημείς δεν θα είμεθα παρόντες, δεν θα είναι τόσον αδύνατοι, διά να σας υποτάξουν.
86. «Όστις έχει εναντίαν γνώμην εξελέγχεται δι' αυτών των πραγμάτων, διότι πρότερον προσεκαλέσατε ημάς λέγοντες ότι, εάν σας αφήναμεν να σας υποτάξουν οι Συρακούσιοι, θα διετρέχομεν και ημείς τον ίδιον κίνδυνον· δεν είναι δίκαιον λοιπόν τώρα να δυσπιστήτε προς τους ιδίους σας λόγους, ούτε να υποπτεύεσθε ημάς, διότι ήλθαμεν με δυνάμεις ανωτέρας των Συρακουσίων, πολύ δε μάλλον πρέπει να δυσπιστήτε κατ' αυτών, διότι ημείς δεν δυνάμεθα να μένωμεν εδώ, διαρκώς χωρίς την βοήθειάν σας. Και εάν ακόμη ηθέλαμεν δειχθή κακοί, ώστε να υποτάξωμεν την Σικελίαν, πάλιν δεν θα ήμεθα ικανοί να διατηρήσωμεν αυτήν ένεκα της μακράς αποστάσεως και του μεγέθους των πόλεων της, αι οποίαι έχουν κατά ξηράν πολεμικάς προπαρασκευάς· ενώ οι Συρακούσιοι, οι οποίοι κατοικούν πλησίον ουχί εις στρατόπεδον, αλλ' εις πόλιν ισχυροτέραν της παρούσης ημών δυνάμεως, σας υποβλέπουν πάντοτε και ουδεμίαν θα παραμελήσουν περίστασιν, διά να σας βλάψουν. Πολλά μέχρι τούδε συμβάντα απέδειξαν τούτο, εσχάτως δε η προς τους Λεοντίνους διαγωγή των. Και σήμερον ακόμη, ως εάν ήσθε αναίσθητοι, τολμούν να σας ερεθίζουν κατ' εκείνων, οι οποίοι ανθίστανται εις τα σχέδια των, και μέχρι σήμερον δεν άφησαν την Σικελίαν να περιέλθη εις την εξουσίαν των. Ακούσατε λοιπόν συμβουλάς υπαγορευομένας υπό ειλικρινούς ενδιαφέροντος διά την σωτηρίαν σας και μη απορρίψετε τας ωφελείας της συμμαχίας μας. Σκεφθήτε ότι ισχυροί όντες οι Συρακούσιοι δεν έχουν ανάγκην συμμάχων, διά να σας προσβάλουν, και ότι η προς σας οδός είναι πάντοτε ανοικτή προς αυτούς, ενώ σεις δεν θα ευρίσκετε πολλάκις τοσαύτας επικουρίας, διά να υπερασπίζεσθε. Εάν, ένεκα των υποψιών σας, αφήσετε την παρούσαν δύναμιν να απέλθη άπρακτος ή νικημένη, θα έλθη καιρός να επιθυμήσετε έστω και το πολλοστημόριον αυτής, ότε η παρουσία της θα σας είναι ανωφελής.
87. »Αλλ' όμως, ω Καμαριναίοι, δεν πρέπει μήτε σεις μήτε οι άλλοι σύμμαχοι να απατηθήτε υπό των συκοφαντιών των Συρακουσίων. Σας είπομεν δε όλην την αλήθειαν διά τας δυσπιστίας, των οποίων είμεθα αντικείμενον, κεφαλαιωδώς δε υπενθυμίζοντες θέλομεν προσπαθήσει να σας πείσωμεν. Σας λέγομεν λοιπόν ότι ηγεμονεύομεν της Ελλάδος, διά να μη υπακούωμεν εις άλλους· ότι θέλομεν να καταστήσωμεν ελευθέρους τους λαούς της Σικελίας ίνα μη πάσχωμεν υπ' αυτών ότι είμεθα αναγκασμένοι να πράξωμεν πολλά, διότι και από πολλά οφείλομεν να προφυλαττώμεθα· ότι σήμερον, ως και άλλοτε, ήλθαμεν ως σύμμαχοι προσκληθέντες υπό των αδικουμένων και ουχί απρόσκλητοι. Σεις, οι οποίοι δεν είσθε ούτε δικασταί ούτε επικριταί των πράξεων μας, μη προσπαθήσετε να μας αποτρέψετε του σκοπού τούτου, διότι θα ήτο δύσκολον· αλλά, εάν εις την πολυπραγμοσυνών ημών ή εις τον χαρακτήρα μας εύρετέ τι δυνάμενον να σας ωφελήση, τούτο αποχωρίσαντες των άλλων λάβετε. Πιστεύσατε ότι αι ιδιότητες ημών αύται, αντί να βλάπτουν όλους ομοίως, εξ εναντίας είναι ωφέλιμοι εις τους πλείστους των Ελλήνων. Εις κάθε τόπον, και εκεί ακόμη όπου δεν ευρισκόμεθα, όλοι ομοίως, και ο αδικούμενος και ο επιβουλεύων, κυριεύονται ο μεν υπό της ελπίδος ότι θέλομεν τον συνδράμει, ο δε υπό του φόβου ότι κατά την άφιξίν μας θα κινδυνεύση η ασφάλεια του· αμφότεροι λοιπόν αναγκάζονται ο μεν να σωφρονή άκων, ο δε να σώζεται χωρίς αγώνας. Μη απωθήσετε την σωτηρίαν ταύτην, η οποία σας προσφέρεται σήμερον καθώς και εις πάντα έχοντα ανάγκην· αλλ' ομοιωθέντες με τους άλλους, αντί να μένετε πάντοτε αμυνόμενοι κατά των Συρακουσίων, ενωθήτε με ημάς και αποδώσατε αυτοίς κακόν αντί κακού».
88. Ταύτα είπε και ο Εύφημος, οι δε Καμαριναίοι δεν ήξευραν τι να αποφασίσουν. Φίλοι των Αθηναίων, μολονότι τους ενόμιζον ελθόντας με σκοπόν να κατακτήσουν την Σικελίαν, είχον πάντοτε διαφοράς μετά των Συρακουσίων ως γείτονές των, εν τούτοις, επειδή εφοβούντο μήπως οι Συρακούσιοι, εγγύς όντες, αναδειχθώσι νικηταί και άνευ της συνδρομής των, απέστειλαν κατ' αρχάς προς αυτούς ολίγους ιππείς αποφασίσαντες ίνα εις το μέλλον βοηθήσουν αυτούς αποτελεσματικώτερον, μεθ' όλης όμως της δυνατής προφυλάξεως· αλλ' εις την παρούσαν περίστασιν, διά να μη φανούν ολιγώτερον ευνοϊκοί προς τους Αθηναίους, οίτινες είχον νικήσει εις την εσχάτως γενομένην μάχην, ενόμισαν ότι ώφειλον να δώσουν ομοίαν απόκρισιν εις αμφοτέρους. Ούτω λοιπόν διασκεφθέντες απεκρίθησαν ότι, επειδή ήσαν φίλοι και των δύο πολεμούντων λαών, δίκαιον είναι να μη βοηθήσουν ούτε τους μεν ούτε τους δε. Και οι πρέσβεις εκατέρων απήλθον. Και οι μεν Συρακούσιοι κατεγίνοντο περί τας πολεμικάς ετοιμασίας των, οι δε Αθηναίοι στρατοπεδευμένοι εις την Νάξον διεπραγματεύοντο μετά των Σικελών, διά να προσελκύσουν όσον το δυνατόν περισσοτέρους με το μέρος των. Και οι μεν Σικελοί οι κατοικούντες εις την πεδιάδα, όντες οι πλείστοι υπήκοοι των Συρακουσίων, απεσπάσθησαν απ' αυτών οι δε κατοικούντες εις τα μεσόγεια, αυτόνομοι όντες πάντοτε, ηνώθησαν αμέσως μετά των Αθηναίων, εκτός ολίγων και έστειλαν εις το στράτευμα των Αθηναίων τροφάς, τινές δε μάλιστα και χρήματα. Εκστρατεύοντες δε οι Αθηναίοι κατά των απειθούντων τινάς μεν αναγκαστικώς υπεχρέωναν, τινάς δε εμπόδιζαν να ενωθούν με τους Συρακουσίους, οι οποίοι τους έστειλαν φρουράς και βοηθείας. Κατά την διάρκειαν του χειμώνος, μεταθέσαντες οι Αθηναίοι τον σταθμόν των εκ της Νάξου εις την Κατάνην ανεκαίνισαν το υπό των Συρακουσίων πυρποληθέν στρατόπεδόν των και διεχείμασαν εις τούτο το μέρος. Έπεμψαν τριήρη εις την Καρχηδόνα ζητούντες φιλίαν και, ει δυνατόν, βοηθείας· έπεμψαν επίσης και εις την Τυρρηνίαν, όπου πόλεις τινές τοις είχον υποσχεθή να συμπολεμήσουν μετ' αυτών. Αποστείλαντες δε αγγελιαφόρους πανταχού προς τους Σικελούς και τους Εγεσταίους εζήτουν να προμηθεύσουν εις αυτούς ούτοι ίππους όσον το δυνατόν περισσοτέρους. Ητοίμαζον δε συγχρόνως πλινθία και σίδηρον και πάντα τα αναγκαία διά τας πολιορκητικές εργασίας, ίνα, άμα ήρχετο η άνοιξις, αρχίσουν τον πόλεμον. Οι δε Συρακούσιοι πρέσβεις, οίτινες είχαν πεμφθή εις την Κόρινθον και την Λακεδαίμονα, προσεπάθουν καθ' οδόν να πείσουν τους Ιταλιώτας να προσέχουν εις τα υπό των Αθηναίων γινόμενα, διότι οι σκοποί των ήσαν και προς αυτούς ωσαύτως εχθρικοί. Φθάσαντες εις την Κόρινθον εξέθεσαν το αντικείμενον της αποστολής των και εζήτησαν, διά την συγγένειαν την οποίαν είχον μετ' αυτών, να στείλουν εις αυτούς βοηθείας. Και οι Κορίνθιοι, ευθύς ψηφίσαντες αυτοί πρώτοι να τους βοηθήσουν προθύμως, συναπέστειλαν εις την Λακεδαίμονα πρέσβεις, ίνα από κοινού πείσουν τους Λακεδαιμονίους να επαναλάβουν αναφανδόν τον κατά των Αθηναίων πόλεμον και στείλουν εις την Σικελίαν βοηθείας τινάς. Οι Κορίνθιοι πρέσβεις συνηντήθησαν εις την Λακεδαίμονα μετά του Αλκιβιάδου, ο οποίος αναχωρήσας μετά των συμφυγάδων επί φορτηγού πλοίου εκ της Θουρίας έφθασε πρώτον μεν εις την Κυλλήνην της Ηλείας, έπειτα δε εις την Λακεδαίμονα προσκληθείς υπό των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι του υπεσχέθησαν ασφάλειαν ζωής· διότι τους εφοβείτο διά την ανάμιξίν του εις τα Μαντινιακά πράγματα. Συνέπεσε λοιπόν εις την εκκλησίαν των Λακεδαιμονίων να αποτείνουν τας αυτάς παρακλήσεις και οι Κορίνθιοι και οι Συρακούσιοι και ο Αλκιβιάδης προς τους Λακεδαιμονίους, διά να τους πείσουν να πολεμήσουν. Ενώ δε οι έφοροι εσκέπτοντο να στείλουν πρέσβεις εις τας Συρακούσας, διά να εμποδίσουν τον μετά των Αθηναίων συμβιβασμόν χωρίς όμως να έχουν σκοπόν να στείλουν βοηθείας, σηκωθείς ο Αλκιβιάδης παρώξυνε τους Λακεδαιμονίους και παρώρμησεν αυτούς λέγων ταύτα:
89. «Είναι απαραίτητον να ομιλήσω προς σας πρώτον περί της εναντίον μου συκοφαντίας, ίνα μη η κατ' εμού δυσπιστία σάς αναγκάση να ακροασθήτε μετ' ολιγωτέρας προσοχής όσα θα σας ειπώ περί των συμφερόντων της πόλεως σας. Παραιτηθέντων των προγόνων μου από τον δεσμόν της προξενίας, τον οποίον είχαν με σας εξ αιτίας δυσαρεσκείας τινός, εγώ προσεπάθησα να επαναλάβω αυτήν με το να σας εξυπηρετήσω εις πολλάς περιστάσεις και ιδίως εις την συμφοράν την δυστυχή υπόθεσιν της Πύλου. Ενώ δε εγώ ήμην διά σας πλήρης ζήλου, σεις συνδιηλλάγητε μετά των Αθηναίων· και μετά των εχθρών μου διαπραγματευθέντες, εις αυτούς μεν προσήψατε τιμήν, εις εμέ δε ατιμίαν. Τούτου ένεκα δικαίως εβλάπτεσθε υπ' εμού, ο οποίος έστρεψα προς το μέρος των Μαντινέων και των Αργείων και αντέπραττα προς σάς εις πολλάς άλλας περιστάσεις. Εάν τις τότε ωργίσθη αδίκως εναντίον εμού, ότε έπασχεν, ας μεταβάλη γνώμην σκεπτόμενος συμφώνως με την αλήθειαν· ή εάν τις εσχημάτισε κακήν ιδέαν περί εμού διά την προσήλωσίν μου μάλλον εις την δημοκρατίαν, ας μη νομίση ορθήν την ιδέαν του ως προς τούτο. Εγώ και οι πρόγονοι μου πάντοτε υπήρξαμεν εχθροί των τυράννων, και επειδή παν ό,τι ανθίσταται εις τους δυναστεύοντας καλείται λαός, διά τούτο ένεκα της έχθρας εκείνης παρέμεινεν εις ημάς η προστασία του πλήθους. Άλλως, επειδή η πόλις ημών κυβερνάται δημοκρατικώς, ανάγκη να ακολουθή τις εις πολλάς περιστάσεις το επικρατούν σύστημα· και μολαταύτα επροσπαθούμεν εις την πολιτικήν μας να φαινώμεθα μετριώτεροι παρ' όσον απήτει η επικρατούσα ακολασία. Άλλοι ήσαν οι δημαγωγοί, οι οποίοι και κατά την εποχήν των προγόνων ημών και σήμερον έσπρωχναν τον όχλον προς τα πονηρά, και οι οποίοι εξώρισαν και εμέ. Ημείς δε οσάκις ευρέθημεν εις την κυβέρνησιν της όλης πόλεως ενομίσαμεν δίκαιον ότι έπρεπε να διατηρηθή το πολίτευμα εκείνο, το οποίον παρελάβομεν και το οποίον είχε καταστήσει την πόλιν μας τόσον ισχυράν και τόσον ελευθέραν. Εν τούτοις όσοι εξ ημών είχον ολίγην φρόνησιν ήξευραν τι είναι δημοκρατία· εγώ προ πάντων την εγνώριζα πλειότερον παντός άλλου, διότι πολλάς αφορμάς παραπόνων είχα κατ' αυτής. Αλλά περί ομολογουμένου παραλογισμού ουδέν νέον έχω να προσθέσω. Εν τούτοις δεν μας εφαίνετο ακίνδυνος η κατάργησις αυτής ενόσω πλησίον ημών είχαμεν σας πολεμίους.
90. Και ταύτα μεν ήσαν τα αίτια των εναντίον εμού διαβολών τώρα δε, εάν ηξεύρω τι περισσότερον, θα σας οδηγήσω τι πρέπει να αποφασίσετε. Εις Σικελίαν μετέβημεν, πρώτον μεν διά να υποτάξωμεν, ει δυνατόν, τους Σικελιώτας, κατόπιν δ' εκείνων τους Ιταλιώτας, έπειτα διά να κάμωμεν απόπειραν κατά των επαρχιών της Καρχηδόνος και κατ' αυτής της ιδίας. Εάν τα σχέδια ταύτα επετύγχανον, ή όλα ή και μόνον τα περισσότερα, είχαμεν σκοπόν αμέσως να επιτεθώμεν κατά της Πελοποννήσου, μεταφέροντες όλας τας εκεί σχηματισθησομένας εξ Ελλήνων δυνάμεις, και μισθούντες πολλούς βαρβάρους, είτε Ίβηρας είτε άλλους εκ των εκεί γνωστών την σήμερον ως μαχιμωτάτων βαρβάρων. Προς τας υπαρχούσας τριήρεις ναυπηγούντες και άλλας πολλάς (διότι η Ιταλία έχει άφθονα ξύλα) θα επολιορκούμεν πέριξ δι' αυτών την Πελοπόννησον, και συγχρόνως δι' εφόδων, αι οποίαι θα εγίνοντο με το πεζικόν διά ξηράς, θα είχαμεν ελπίδα να καθυποτάξωμεν αυτήν ευκόλως, είτε κυριεύοντες τας πόλεις διά της βίας είτε περιτειχίζοντες αυτάς, και ακολούθως να κυριαρχήσωμεν όλης της Ελλάδος. Ως προς τα χρήματα δε και τα τρόφιμα, όσα ήσαν αναγκαία διά να διεξαχθή ευκολώτερον καθένα των σχεδίων μας, αυτοί οι κατακτηθέντες τόποι θα εξήρκουν εις τας ανάγκας μας, άνευ των εκ της Ελλάδος προσόδων.
91. » Ταύτα μεν είχαμεν κατά νουν αποστέλλοντες εσχάτως τον στόλον εκεί, και πεισθήτε εις εμέ, ο οποίος είμαι εις θέσιν να γνωρίζω τούτο καλύτερα από κάθε άλλον· οι μένοντες δε στρατηγοί θα εκτελέσουν, εάν δυνηθούν, τα σχέδια ταύτα. Μάθετε τώρα ότι, εάν δεν στείλετε βοηθείας, η Σικελία δεν σώζεται. Οι Σικελιώται, μολονότι απειρότεροι, ενούμενοι όμως δύνανται και σήμερον ακόμη να υπερισχύσουν. Μόνοι όμως οι Συρακούσιοι, ηττημένοι ήδη και περιοριζόμενοι συγχρόνως υπό των πλοίων, δεν θα δυνηθούν να ανθέξουν κατά των δυνάμεων, τας οποίας οι Αθηναίοι έχουν συναθροίσει κατ' αυτήν την στιγμήν εκεί. Εάν δε κυριευθή η πόλις αύτη, εντός ολίγου κυριεύεται όλη η Σικελία και μετ' αυτήν η Ιταλία· εις την περίπτωσιν αυτήν ο κίνδυνος, τον οποίον σας προείπα, δεν θ' αργήση να επιπέση εναντίον σας. Ώστε μη νομίση τις ότι βουλεύεται μόνον περί της Σικελίας, αλλά και περί της Πελοποννήσου αυτής, η οποία θέλει διατρέξει τον έσχατον κίνδυνον, εάν δεν πράξετε ταύτα γρήγορα· να πέμψετε εκεί μετά στόλου στρατιώτας, οι οποίοι, αφού χρησιμεύσουν ως κωπηλάται, να πολεμήσουν κατόπιν ως οπλίται· εκείνο δε, το οποίον νομίζω ως ωφελιμώτερον και αυτού του στρατού, τον οποίον παραινώ, είναι να στείλετε άρχοντα Σπαρτιάτην, ο οποίος και την εν Σικελία υπάρχουσαν πρόχειρον δύναμιν να υποβάλη εις πειθαρχίαν, και τους μη θέλοντας να οπλισθούν να αναγκάση προς τούτο· τοιουτοτρόπως και οι υπάρχοντες φίλοι σας θα λάβουν πλειότερον θάρρος, και οι διστάζοντες θα προσέλθουν μάλλον αφόβως. Πρέπει επίσης να κινήσετε φοβερώτερον τον εδώ πόλεμον, ίνα οι Συρακούσιοι, βλέποντες ότι φροντίζετε περί αυτών αντέχουν ακόμη πλειότερον, και οι Αθηναίοι στέλλουν ολιγώτερον ευκόλως βοηθείας εις τον στρατόν των. Πρέπει επίσης να περιτειχίσετε την εν τη Αττική Δεκέλειαν, το οποίον προ παντός άλλου φοβούνται οι Αθηναίοι και νομίζουν ότι εκ των εν τω πολεμώ δεινών αυτό είναι το μόνον, το οποίον δεν εδοκίμασαν ακόμη. Το καλλίτερον μέσον να βλάπτη τις τους εχθρούς του είναι να μανθάνη το κύριον αίτιον του φόβου των, και, αφού το μάθη ακριβώς, να το μεταχειρίζεται ως όπλον εναντίον των· διότι καθείς είναι κάλλιστος κριτής των κινδύνων πού τον απειλούν. Όσας δε ωφελείας θα έχετε από την κατοχήν ταύτην και όσας ζημίας θα υποστώσιν οι εχθροί σας, παραλείπων πολλάς κεφαλαιωδώς θα σας απαριθμήσω. Όλα τα πλούτη της Αττικής θέλουν περιέλθει εις την εξουσίαν σας, τα μεν κτήματα λαμβανόμενα, οι δε φυλάσσοντες προσερχόμενοι αυθορμήτως, και οι Αθηναίοι θα χάσουν επίσης τας προσόδους των μεταλλείων του Λαυρείου, και παν ό,τι εισπράττουν σήμερον είτε εκ των γαιών των είτε εκ των δικαστηρίων· θα πάθουν προ πάντων ως εκ της ελαττώσεως της προσόδου της διηνεκώς παρεχομένης υπό των συμμάχων, οι οποίοι με την ιδέαν ότι ο πόλεμος πλέον ενεργείται από σας δραστηρίως θα αμελήσουν εις την καταβολήν των φόρων.
92. »Η δε εν μέρει τουλάχιστον επιτυχία του σχεδίου τούτου από σας εξαρτάται, ω Λακεδαιμόνιοι, εάν φανήτε ταχείς και κάπως πρόθυμοι· διότι έχω πλήρη πεποίθησιν περί του δυνατού της εκτελέσεώς του και δεν φρονώ ότι απατώμαι. Μη συλλάβετε περί εμού κακήν ιδέαν, εάν, φημιζόμενος άλλοτε ως καλός πατριώτης, επέρχομαι σήμερον εναντίον της πατρίδος μου μετά σφοδρότητος, ενούμενος μετά των πολεμιωτάτων αυτής εχθρών, και μη νομίσετε ότι αυτά τα οποία λέγω προέρχονται εκ της προθυμίας κάθε φυγάδος· διότι είμαι μεν φυγάς από την πονηρίαν των εκδιωξάντων με, δεν αποφεύγω όμως και την περίστασιν να σας ωφελήσω εάν θελήσετε να με ακούσετε. Πολεμιώτεροι εχθροί μου δεν είναι εκείνοι, οι οποίοι έβλαψάν που τους αντιπάλους των, όπως σεις δηλαδή, αλλά μάλλον οι αναγκάσαντες τους φίλους να γίνουν εχθροί. Αγαπώ ως πατρίδα μου ουχί τον τόπον όπου ηδικήθην, αλλά τον τόπον όπου ως πολίτης έζησα εν ασφαλεία· ουδέ νομίζω ότι εκστρατεύω κατά της πατρίδος, την οποίαν έχω ακόμη, αλλά μάλλον ενεργώ, διά να ανακτήσω την μη υπάρχουσαν. Ο αληθής πατριώτης δεν είναι εκείνος, όστις, αφού απώλεσε την πατρίδα του αδίκως, δεν επέρχεται κατ' αυτής, αλλ' εκείνος, όστις αγαπών αυτήν προσπαθεί να την ανακτήση διά παντός μέσου. Δι' όλους τούτους τους λόγους, ω Λακεδαιμόνιοι, σας παρακαλώ να με μεταχειρισθήτε αφόβως εις πάντα κίνδυνον και εις πάσαν ταλαιπωρίαν, ενθυμούμενοι το κοινώς θρυλούμενον λόγιον ότι, εάν ως εχθρός σας έβλαψα πολύ, δύναμαι ως φίλος να σας ωφελήσω πολύ περισσότερον, τοσούτω μάλλον, όσω τας μεν υποθέσεις των Αθηναίων γνωρίζω καλώς, περί δε των ιδικών σας έχω σχηματίσει ακριβή ως έγγιστα ιδέαν. Σήμερον σεις, έχοντες υπ' όψει ότι σκέπτεσθε περί μεγίστων συμφερόντων, μη διστάσετε να εκστρατεύσετε κατά της Σικελίας και της Αττικής· διά του μέσου τούτου πέμποντες εις την Σικελίαν μικρόν μέρος της δυνάμεώς σας θα διασώσετε μεγάλα συμφέροντα, θα καταβάλετε την παρούσαν και την μέλλουσαν δύναμιν των Αθηναίων, θα ζήσετε μετά ταύτα ασφαλώς και θα άρξετε όλης της Ελλάδος, η οποία θα υποταγή εκουσίως, ουχί διά της βίας, αλλ' ένεκα ευγνωμοσύνης».
93. Ο μεν Αλκιβιάδης ταύτα είπεν, οι δε Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι εξ αρχής είχον μεν διανοηθή και αυτοί να εκστρατεύσουν κατά των Αθηνών, αλλ' ανέβαλλαν ακόμη και εδίσταζαν, ενεθαρρύνθησαν τότε ακούσαντες τας δοθείσας λεπτομερείς διασαφήσεις υπό του Αλκιβιάδου, τον οποίον εθεώρουν ως άνθρωπον ακριβείς πληροφορίας έχοντα περί όλων· αμέσως λοιπόν ενησχολήθησαν να τειχίσουν την Δεκέλειαν και να στείλουν προς το παρόν βοηθείας τινάς εις τους εν τη Σικελία. Καταστήσαντες αρχηγόν των Συρακουσίων τον Γύλιππον τον Κλεανδρίδου τον διέταξαν να συνεννοηθή με τούτους και με τους Κορινθίους, ίνα, αναλόγως των μέσων, τα οποία ηδύναντο να παράσχουν, στείλουν τάχιστα βοηθείας τινάς εις την Σικελίαν. Ο δε Γύλιππος εζήτησε να του στείλουν εις Ασίνην οι Κορίνθιοι δύο ναυς προς το παρόν και να προετοιμάσουν όλας τας άλλας όσας διενοούντο να στείλουν, διά να είναι έτοιμοι προς απόπλουν άμα έλθη ο καιρός. Ταύτα συμφωνήσαντες οι πρέσβεις ανεχώρησαν εκ της Λακεδαίμονος. Εν τω αναμεταξύ έφθασεν εκ της Σικελίας η τριήρης των Αθηναίων, την οποίαν είχαν στείλει οι στρατηγοί, διά να ζητήση χρήματα και ιππείς. Ακούσαντες δε οι Αθηναίοι την αίτησιν να στείλουν τροφάς και ιππείς εις τον στρατόν των ενέκριναν ταύτην. Και τοιουτοτρόπως έληξεν ο χειμών και το δέκατον έβδομον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
94. Κατά δε το επόμενον θέρος εις την αρχήν της ανοίξεως οι εν τη Σικελία Αθηναίοι αναχωρήσαντες από την Κατάνην παρέπλευσαν μέχρι των εν τη Σικελία Μεγάρων, τους κατοίκους, των οποίων επί του τυράννου Γέλωνος, ως είπον ανωτέρω, έδιωξαν οι Συρακούσιοι και κατέλαβαν την χώραν αυτοί. Αποβιβασθέντες οι Αθηναίοι ελεηλάτησαν τους αγρούς, και ελθόντες πλησίον φρουρίου τινός των Συρακουσίων, αλλά μη δυνηθέντες να το κυριεύσουν ανεχώρησαν μετά του πεζού στρατού και των πλοίων και επλησίασαν εις τον Τηρίαν ποταμόν· προχωρήσαντες δε εις τα εσωτερικά της χώρας ελεηλάτησαν την πεδιάδα και έκαυσαν τον σίτον. Συναντήσαντες ολίγους Συρακουσίους εφόνευσαν μερικούς και στήσαντες τρόπαιον επέστρεψαν εις τα πλοία. Διαβάντες δε από την Κατάνην και λαβόντες εκείθεν τροφάς επροχώρησαν μεθ' όλου του στρατού εις Κεντόριπα, πόλιν των Σικελών, εγένοντο κύριοι αυτής διά συνθήκης και ανεχώρησαν καύσαντες συγχρόνως τον σίτον των Ινησσαίων και των Υβλαίων. Και φθάσαντες εις την Κατάνην ευρήκαν διακοσίους πεντήκοντα ιππείς ελθόντας εκ των Αθηνών μετά της αποσκευής των αλλ' άνευ ίππων επί τη ιδέα ότι ήθελαν εύρει τοιούτους εν τω τόπω. Ευρήκαν επίσης τριάκοντα ιπποτοξότας και τριακόσια τάλαντα εις άργυρον.
95. Κατά το αυτό δε έαρ οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν εναντίον του Άργους και επροχώρησαν μέχρι των Κλεωνών· αλλ' επειδή συνέβη σεισμός απεχώρησαν. Μετά ταύτα οι Αργείοι, εισβαλόντες εις την Θυρεάτιν, η οποία ήτο γειτονική των, ήρπασαν από τους Λακεδαιμονίους πολλά λάφυρα, τα οποία επώλησαν αντί εικοσιπέντε περίπου ταλάντων. Ολίγον μετά ταύτα, κατά το αυτό θέρος, ο λαός των Θεσπιέων επιτεθείς εναντίον των αρχόντων δεν ηδυνήθη να υπερισχύση· ότε όμως τους εβοήθησαν οι Θηβαίοι, τινές μεν εκ των αρχόντων συνελήφθησαν, τινές δε κατέφυγαν εις τας Αθήνας.
96. Κατά το αυτό θέρος και οι Συρακούσιοι, μαθόντες ότι ήλθαν ιππείς εις τους Αθηναίους και ότι ούτοι έμελλον μετ' ολίγον να βαδίσουν εναντίον των, ενόμισαν ότι, εάν οι Αθηναίοι δεν κατελάμβαναν τας Επιπολάς, μέρος απόκρημνον και κείμενον κατ' ευθείαν άνωθεν της πόλεως, οι Συρακούσιοι, και εν περιπτώσει ακόμη ήττης, δεν θα ήτο εύκολον να περικυκλωθούν διά τείχους· διενοήθησαν λοιπόν να φυλάξουν τα πέριξ, διά να μη δυνηθούν οι εχθροί να αναβούν κρυφίως, διότι ήτο αδύνατον να φθάσουν εκεί δι' άλλου μέρους. Τωόντι εξ όλων των άλλων μερών υπάρχουν λόφοι επικλινείς· μέχρι της πόλεως, εις τρόπον ώστε εντεύθεν βλέπει τις όλην την έκτασίν των. Οι Συρακούσιοι ωνόμασαν το μέρος τούτο Επιπολάς, διότι κείται υπεράνω της λοιπής χώρας. Εξήλθον λοιπόν πανστρατιά μόλις εξημέρωσε, διά να μεταβούν εις την πεδιάδα την παρά τον Άναπον ποταμόν, διότι ο Ερμοκράτης και οι άλλοι, στρατηγοί οι προ ολίγου παραλαβόντες την αρχήν ήσαν ήδη μετ αυτών, και επιθεωρήσαντες τους οπλίτας εξέλεξαν κατ' αρχάς εξακοσίους άνδρας διαλεκτούς, τους οποίους ωδήγει ο εξ Άνδρου φυγάς Διόμιλος και τους διέταξαν να φυλάττουν τας Επιπολάς και συσσωματωθέντες να βαδίζουν ταχέως όπου θα ήτο ανάγκη.
97. Κατά δε την νύκτα, η οποία προηγήθη της ημέρας πού έγινεν η επιθεώρησις αυτή, οι Αθηναίοι ανεχώρησαν μεθ' όλου του στρατού από την Κατάνην και προσήγγισαν εις μέρος τι καλούμενον Λέοντα και έξ ή επτά σταδίους απέχον των Επιπολών. Αποβιβάσαντες εκεί τους πεζούς επροχώρησαν και προσωρμίσθησαν εις την Θάψον, η οποία είναι χερσόνησος, κείται επί ισθμού στενού, προχωρεί εις την θάλασσαν και ολίγον απέχει των Συρακουσών, είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης. Και ο μεν ναυτικός στρατός των Αθηναίων ο εν τη Θάψω, διασταυρώσας τον ισθμόν, έμενεν ησυχάζων· ο δε πεζός ευθύς επροχώρησε τροχάδην προς τας Επιπολάς, όπου επρόφθασε να αναβή διά του Ευρυήλου πριν τον ίδουν οι Συρακούσιοι εκ του λειμώνος, όπου ενησχολούντο επιθεωρούντες τον στρατόν. Ούτοι προσέδραμαν μετά πάσης σπουδής, προηγουμένων των περί τον Διόμιλον εξακοσίων· αλλ' από του λειμώνος μέχρι του εχθρού είχαν να διατρέξουν διάστημα όχι ολιγώτερον των εικοσιπέντε σταδίων· διά τούτο οι Συρακούσιοι επιτεθέντες ατακτότερα ενικήθησαν εις τας Επιπολάς και απεχώρησαν εις την πόλιν. Ο Διόμιλος και τριακόσιοι περίπου άνδρες έπεσαν εις την μάχην ταύτην. Μετά τούτο οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον και απέδοσαν τους νεκρούς εις τους Συρακουσίους διά συνθήκης· κατά δε την επομένην ημέραν κατέβησαν μέχρι των τειχών της πόλεως. Και επειδή ουδείς εξήρχετο εναντίον αυτών, απεχώρησαν και έκτισαν εις Λάβδαλον, επί της κορυφής των κρημνών των Επιπολών, φρούριον βλέπον προς τα Μέγαρα, το οποίον έμελλε να χρησιμεύση ως αποθήκη διά το υλικόν του πολέμου και διά τα χρήματα οσάκις επλησίαζαν εις τας Συρακούσας, είτε διά να πολεμήσουν είτε διά να εγείρουν φρούρια κατ' αυτών.
98. Και μετ' ολίγον ήλθαν προς αυτούς τριακόσιοι ιππείς εκ της Εγέστης και εκατόν περίπου εκ των Σικελών, εκ των Ναξίων και εξ άλλων πόλεων. Οι εκ των Αθηνών ελθόντες διακόσιοι πεντήκοντα ιππείς επρομηθεύθησαν ίππους, άλλους παρά των Εγεσταίων, άλλους παρά των Καταναίων, και άλλους ηγόρασαν και τοιουτοτρόπως συνηθροίσθησαν το όλον εξακόσιοι πεντήκοντα ιππείς. Αφού δε έθεσαν φρουράν εις το Λάβδαλον, επροχώρησαν οι Αθηναίοι προς την Συκήν, εστρατοπέδευσαν εκεί, και πολύ βιαστικά ωχύρωσαν αυτήν διά κυκλοτερούς τείχους. Οι Συρακούσιοι μεγάλως εξεπλάγησαν διά την ταχύτητα της οικοδομής εκείνης, και ελθόντες εναντίον αυτών είχαν κατά νουν να επιχειρήσουν μάχην, διά να την διακόψουν. Ενώ δε τα στρατεύματα αντιπαρετάσσοντο προς άλληλα, οι στρατηγοί των Συρακουσίων, βλέποντες τον στρατόν των διεσκορπισμένον και μη δυνάμενον ευκόλως να τεθή εις τάξιν, τον επανέφεραν εις την πόλιν, εκτός μικρού μέρους ιππέων, οίτινες αντέστησαν και ημπόδισαν τους Αθηναίους να συνάξουν λίθους και να διασκορπισθούν μακράν. Μία φυλή Αθηναίων οπλιτών, υποστηριζομένη παρ' όλου του ιππικού, προσέβαλε και έτρεψεν εις φυγήν τους Συρακουσίους ιππείς, εφόνευσέ τινας εξ αυτών και έστησε τρόπαιον προς ανάμνησιν της ιππομαχίας ταύτης.
99. Και την άλλην ημέραν άλλοι μεν των Αθηναίων ετείχιζαν το προς βορράν του κυκλοτερούς τείχους της Συκής μέρος, άλλοι δε εμάζευαν λίθους και ξύλα και τα απέθεταν εις το μέρος το καλούμενον Τρώγιλον, προχωρούντες πάντοτε εκεί όπου ολίγον μόνον διάστημα τοις έμενε να τειχίσωσιν, από του μεγάλου λιμένος μέχρι της άλλης θαλάσσης. Οι δε Συρακούσιοι, κατά συμβουλήν των στρατηγών και ιδίως του Ερμοκράτους, δεν ηθέλησαν πλέον να διακινδυνεύσουν εναντίον των Αθηναίων γενικάς μάχας· ενόμισαν δε προτιμότερον να εγείρουν αντιτείχισμα κάτωθεν του μέρους, όπου οι Αθηναίοι έμελλαν να διευθύνουν το ιδικόν των. Και, εάν μεν το σχέδιον τούτο επετύγχανεν, ο αποκλεισμός ήτο βέβαιος· εάν δε, διαρκούσης της εργασίας, ο εχθρός ήρχετο να τους προσβάλη, εσκόπευον να αντιτάξουν κατ' αυτού μέρος τι του στρατού των και να τον προλάβουν καταλαμβάνοντες τα πέριξ και περιχαρακούμενοι· διά του τρόπου τούτου ο εχθρός θα έπρεπε να παύση τας εργασίας του, διά να βαδίση πανστρατιά κατ' αυτών. Εξήλθον λοιπόν και ύψωναν τείχος, αρχίσαντες από της πόλεώς των, κάτωθεν του κύκλου των Αθηναίων και άγοντες αυτό εγκαρσίως· κόψαντες δε τας ελαίας του τεμένους ύψωσαν ξύλινους πύργους. Τα πλοία των Αθηναίων δεν είχαν φθάσει ακόμη εις τον μέγαν λιμένα παραπλέοντα την Θαψον· οι Συρακούσιοι ήσαν πάντοτε κύριοι της περί αυτούς θαλάσσης, και οι Αθηναίοι έφεραν τας τροφάς εκ της Θάψου διά ξηράς.
100. Ότε δε ενόμισαν οι Συρακούσιοι ότι αρκούντως επροχώρησε το χαράκωμα και η οικοδομή του υποτειχίσματος, χωρίς να ενοχληθούν υπό των Αθηναίων, οι οποίοι εφοβούντο μήπως διαιρούμενοι θα έμεναν ευκολώτερα εκτεθειμένοι εις τας προσβολάς του εχθρού και οι οποίοι άλλως έσπευδαν να τελειώσουν την ιδικήν των περιτείχισιν, άφησαν μίαν φυλήν, διά να φυλάττη το οικοδόμημα, και επέστρεψαν εις την πόλιν των. Οι δε Αθηναίοι κατέστρεψαν τους υπογείους οχετούς, οι οποίοι έφερναν το ύδωρ εις την πόλιν· και παρατηρήσαντες ότι οι Συρακούσιοι απεσύροντο εις τας σκηνάς των κατά την μεσημβρίαν, ότι πολλοί μάλιστα απήρχοντο εις την πόλιν και ότι οι εις τα χαρακώματα μένοντες εφύλατταν αυτά αμελώς, έστειλαν τριακοσίους εκλεκτούς καί τινας διαλεκτούς και καλώς ωπλισμένους ψιλούς διατάξαντες αυτούς να τρέξουν αιφνιδίως προς το υποτείχισμα. Η επίλοιπος στρατιά διηρέθη εις δύο σώματα· και το μεν πρώτον, υπό τας διαταγάς του ενός εκ των δύο στρατηγών, επροχώρησε προς την πόλιν, διά να εμποδίση την έξοδον των πολιορκουμένων· το δε άλλο, μετά του ετέρου στρατηγού, μετέβη εις το παρά την πυλίδα διασταύρωμα, κατά του οποίου επιτεθέντες οι τριακόσιοι το εκυρίευσαν, διότι το εγκατέλειψαν οι φύλακες και κατέφυγαν εις το περί τον Τεμενίτην περιτείχισμα. Οι διώκοντες επέπεσαν εναντίον αυτών· αλλά μόλις έφθασαν εντός απεκρούσθησαν ισχυρώς. Ολίγοι Αργείοι καί τινες Αθηναίοι έπεσαν εκεί. Και αναχωρήσας πάλιν όλος ο στρατός κατηδάφισε την υποτείχισιν, ανέσπασε το διασταύρωμα, μετέφερε τους πασσάλους εις το στρατόπεδον και έστησε τρόπαιον.
101. Την δε επομένην ημέραν οι Αθηναίοι αρχίζοντες από του κύκλου ετείχιζαν τον κρημνόν, ο οποίος κείται υπεράνω του έλους και ο οποίος, εκ του μέρους των Επιπολών, βλέπει προς τον μέγαν λιμένα· γινομένη κατά το μέρος της ομαλωτέρας οδού η περιτείχισις ώφειλε να ακολουθήση την κατωφέρειαν ταύτην και να φθάση εις τον λιμένα διά της πεδιάδος και του έλους. Κατ' αυτό το διάστημα εξήλθον και οι Συρακούσιοι και ήρχισαν να χαρακούνται από της πόλεως και διά μέσου του έλους· έσκαψαν επίσης τάφρον, διά να εμποδίσουν εις τους Αθηναίους την μέχρι της θαλάσσης αποτείχισιν. Ούτοι δε, άμα ετελείωσαν τας επί του κρημνού εργασίας, επεχείρησαν δευτέραν επίθεσιν κατά του χαρακώματος και της τάφρου των Συρακουσίων, τα μεν πλοία διατάξαντες να πλεύσουν εκ της Θάψου εις τον μέγαν λιμένα των Συρακουσίων, αυτοί δε, καταβάντες περί τα εξημερώματα εκ των Επιπολών εις την πεδιάδα, και διαβάντες το έλος τη βοηθεία θυρών και πλατέων ξύλων, τα οποία έρριπταν εις τα μάλλον πηλώδη και στερεώτερα μέρη, εκυρίευσαν άμα τη πρωία την τάφρον και το χαράκωμα, εκτός μικρού μέρους, το οποίον εκυρίευσαν ύστερον. Μάχη συνήφθη, κατά την οποίαν ενίκησαν οι Αθηναίοι· και εκ των Συρακουσίων οι μεν εις το δεξιόν κέρας ευρισκόμενοι κατέφυγαν εις την πόλιν, οι δε εις το αριστερόν προς τον ποταμόν. Τούτους θέλοντες να αποκλείσουν οι των Αθηναίων τριακόσιοι εκλεκτοί έτρεξαν μετά πάσης σπουδής προς την γέφυραν. Φοβηθέντες δε οι Συρακούσιοι (διότι ήσαν ενταύθα μεταξύ αυτών πολλοί ιππείς) ώρμησαν κατά των τριακοσίων τούτων, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν και εισέβαλαν εις το δεξιόν κέρας των Αθηναίων· εις την έφοδον ταύτην η πρώτη φυλή του κέρατος τούτου κατελήφθη υπό φόβου. Ιδών τούτο ο Λάμαχος έσπευσεν εκ του αριστερού κέρατος προς βοήθειαν μετά τινων τοξοτών και ολίγων Αργείων, αλλά την στιγμήν πού διέβαινε τάφρον τινά και ευρίσκετο σχεδόν μόνος μετά τινων εκ των ακολουθούντων αυτόν ανδρών εφονεύθη αυτός και πέντε ή έξ εκ των μετ' αυτού. Και τούτους μεν οι Συρακούσιοι έσπευσαν να τους αρπάσουν και να τους φέρουν πέραν του ποταμού εις μέρος ασφαλές, αυτοί δε, επειδή επήρχετο ήδη ο επίλοιπος στρατός των Αθηναίων, απεχώρησαν.
102. Εις το μεταξύ δε τούτο εκείνοι εκ των Συρακουσίων, οι οποίοι είχαν καταφύγει κατ' αρχάς εις την πόλιν, ιδόντες τα γινόμενα, ανέλαβαν θάρρος και εξήλθαν πάλιν εκ της πόλεως, διά να επιτεθούν κατά των εναντίον αυτών επιτεθέντων Αθηναίων· έπεμψαν επίσης μέρος του στρατού των, διά να κυριεύση τον πλησίον των Επιπολών κύκλον, νομίζοντες ότι θα τον εύρισκαν ανυπεράσπιστον. Και το μεν δεκάπλεθρον προτείχισμα αυτών κυριεύουν, αυτόν δε τον κύκλον τους ημπόδισε να κυριεύσουν ο Νικίας μένων εκεί ένεκα αδιαθεσίας. Ιδών ούτος ότι δι' έλλειψιν υπερασπιστών δεν υπήρχεν άλλο καταφύγιον διέταξε τους υπηρέτας να καύσουν τας μηχανάς και τα ξύλα όσα ήσαν κατατεθειμένα προ του τείχους. Το μέσον τούτο επέτυχεν· οι Συρακούσιοι δεν επλησίασαν περισσότερον ένεκα της πυρκαϊάς, αλλ' επέστρεψαν οπίσω, τοσούτω μάλλον, όσω ισχυρόν απόσπασμα των Αθηναίων ανέβη εκ της πεδιάδος εις τον κύκλον, διά να διώξη τον εκεί ευρισκόμενον εχθρόν, και συγχρόνως ο στόλος αναχωρήσας εκ της Θάψου, συμφώνως με τας δοθείσας διαταγάς, εισήρχετο ήδη εις τον μέγαν λιμένα. Ταύτα βλέποντες οι άνωθεν ευρισκόμενοι έσπευσαν να επιστρέψουν εις την πόλιν, καθώς και όλος ο στρατός των Συρακουσίων μη νομίζων δυνατόν με τας παρούσας αυτού δυνάμεις να εμποδίση την εξακολούθησιν του μέχρι της θαλάσσης τειχισμού.
103. Μετά ταύτα δε οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον, απέδοσαν εις τους Συρακουσίους τους νεκρούς των διά συνθήκης και έλαβαν τα σώματα του Λαμάχου και των μετ' αυτού φονευθέντων. Ευρισκομένων δε τότε συνηθροισμένων όλων των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων των, ήρχισαν να περιτειχίζωσι τους Συρακουσίους διά διπλού τείχους από των Επιπολών και των κατωφερών μερών μέχρι της θαλάσσης. Τα τρόφιμα έφθαναν εις τον στρατόν εξ όλων των μερών της Ιταλίας· ήλθαν δε επίσης εις τους Αθηναίους πολλοί σύμμαχοι Σικελοί, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει μέχρι τότε, καθώς και τρεις πεντηκόντοροι εκ της Τυρρηνίας· όλα τα λοιπά επήγαιναν αισίως. Οι Συρακούσιοι, ουδεμίαν βοήθειαν βλέποντες ερχομένην εκ της Πελοποννήσου ή αλλαχόθεν, ήρχισαν να απελπίζωνται ότι ήθελαν νικήσει· ωμίλουν μεταξύ των περί συμβιβασμού και επρότειναν μάλιστα αυτόν εις τον Νικίαν, διότι μετά τον θάνατον του Λαμάχου εις αυτόν και μόνον έμεινεν η αρχηγία του στρατού. Και κύρωσις μεν ουδεμία έγινεν, αλλά, όπως συμβαίνει εις ανθρώπους ευρισκομένους εις απελπισίαν και πάντοτε στενώτερον πολιορκουμένους, προτάσεις πολλαί απηυθύνοντο προς τον Νικίαν και εις την πόλιν ωμίλουν πολύ περισσότερον περί του αντικειμένου τούτου, διότι η δυστυχία είχεν ενσπείρει την δυσπιστίαν μεταξύ των Συρακουσίων. Καθαιρέσαντες τους πρώην στρατηγούς, διότι ενόμιζαν ότι έγιναν θύματα της ατυχίας των ή της απιστίας των, εξέλεξαν άλλους αντ' αυτών, τον Ηρακλείδην, τον Εύκλέα και τον Τελλίαν.
104. Εν τούτοις ο Λακεδαιμόνιος Γύλιππος και τα αναχωρήσαντα εκ της Κορίνθου πλοία ήσαν ήδη περί την Λευκάδα, διά να σπεύσουν προς βοήθειαν της Σικελίας. Αλλ' επειδή αι κομισθείσαι αγγελίαι ήσαν δυσάρεστοι και όλαι ομοίως ψευδείς περί του εντελούς αποκλεισμού των Συρακουσών, ο Γύλιππος απέβαλε πλέον πάσαν ελπίδα περί της Σικελίας· θέλων όμως να προφυλάξη τουλάχιστον την Ιταλίαν διεπέρασε βιαστικά αυτός και ο Κορίνθιος Πυθήν, τον Ιόνιον κόλπον, διά να φθάση εις τον Τάραντα, μετά δύο πλοίων Λακωνικών και δύο Κορινθιακών.
Οι Κορίνθιοι, ανεξαρτήτως των δέκα πλοίων, τα οποία τοις ανήκον, έβαλαν ναύτας ακόμη και εις δύο της Λευκάδος και τρία της Αμπρακίας, τα οποία έμελλαν να αποστείλουν κατόπιν. Και ο μεν Γύλιππος, αναχωρήσας εκ του Τάραντος, ήλθε πρώτον εις την Θουρίαν, διά να διαπραγματευθή μετά των κατοίκων αυτής, στηριζόμενος εις τα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία είχεν άλλοτε ο πατήρ του εις την χώραν ταύτην· μη δυνηθείς όμως να πείση τους κατοίκους ανεχώρησε και παρέπλεε την Ιταλίαν. Αναρπασθείς κατά τον Τεριναίον κόλπον υπό βορείου ανέμου, ο οποίος πνέει βιαιότατα εις τα παράλια ταύτα, εφέρθη εις το πέλαγος και, αφού εβασανίσθη πολύ, προσήγγισε πάλιν εις τον Τάραντα και ανελκύσας εις την ξηράν τα παθόντα υπό της τρικυμίας πλοία επεσκεύαζεν αυτά. Ο δε Νικίας μαθών ότι επλησίαζεν ο Γύλιππος επεριφρόνησε τον μικρόν αριθμόν των πλοίων του (το οποίον έπραξαν και οι Θούριοι), και με την ιδέαν ότι οι εχθροί έπλεαν παρεσκευασμένοι ως πειραταί ουδεμίαν έλαβε κατ' αυτών προφύλαξιν.
105. Κατά την αυτήν δε εποχήν του θέρους τούτου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι των εισέβαλαν εις το Άργος και ελεηλάτησαν πολύ μέρος της χώρας. Και οι Αθηναίοι έσπευσαν εις βοήθειαν των Αργείων με τριάκοντα πλοία, τούτο δε επροκάλεσε φανεράν ρήξιν μεταξύ των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων. Τωόντι, μέχρις εκείνης της στιγμής, οι Αθηναίοι εξήρχοντο εκ της Πύλου μόνον διά να ληστεύουν, και αποβαίνοντες μάλλον εις τα λοιπά μέρη της Πελοποννήσου ή εις την Λακωνικήν συνεπολέμουν μετά των Αργείων και των Μαντινέων. Πολλάκις μάλιστα, προσκαλούμενοι υπό των Αργείων να αποβούν μόνον εις την Λακωνικήν ένοπλοι και να αναχωρήσουν μετ' αυτών, αφού λεηλατήσουν ελάχιστον μέρος της χώρας, ηρνήθησαν. Αλλά κατά την περίστασιν ταύτην, υπό την αρχηγίαν του Πυθοδώρου, του Λαισποδίου και του Δημαράτου, αποβιβασθέντες εις Επίδαυρον την Λιμηράν, εις τας Πρασιάς και εις άλλα μέρη, ελεηλάτησαν την χώραν και έδωκαν τοιουτοτρόπως εις τους Λακεδαιμονίους αιτίαν παρέχουσαν πολύ πλέον εύλογον πρόφασιν εκδικήσεως. Ότε δε ανεχώρησαν εκ του Άργους οι Αθηναίοι μετά των πλοίων και οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αργείοι εισέβαλαν εις την Φλιασίαν, ελεηλάτησαν την χώραν, εφόνευσαν κατοίκους τινάς και επέστρεψαν εις τα ίδια.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, Ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή πού πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ, προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις του Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Πελοποννησιακός πόλεμος είναι η θαυμασία ιστορία του εμφυλίου μακρού πολέμου των Ελλήνων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν η ανεπανόρθωτος εξασθένισις της Ελλάδος. Ανατρέχων εις τα απώτατα αίτια ο Θουκυδίδης εξηγεί τα της αναπτύξεως του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων, περιγράφει την σύστασιν και την ζωήν των καθέκαστα πολιτειών, παρέχει δε συγχρόνως ούτως αρτίαν εικόνα της εθνικής των Ελλήνων ζωής.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 654.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
___________________________________ 1) Δωδέκατον έτος του πολέμου, 420 π. Χ.
2) Το κείμενον είναι: «μη κύριον είναι απάγειν στρατόν εκ της πόλεως». Δια το ασαφές του κειμένου ο Haase επρότεινε την διόρθωσιν: «Μη κύριον είναι απάγειν στρατόν εκ της πολεμίας» ήτοι να μη έχη εξουσίαν να αποσύρη τον στρατόν από εχθρικήν χώραν.
3) Το κείμενον της συνθήκης αυτής είναι δωρικόν και εις κάποια μέρη ασαφές.
4) Το κείμενον της συνθήκης αυτής είναι εις δωρικήν διάλεκτον, έχει δε και αυτό ασαφείας.
5) Δέκατον πέμπτον έτος του πολέμου, 417 π. Χ.