.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
I Ω Α Ν. Ζ Ε Ρ Β Ο Υ
ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'.
1. Κατά δε το επακολουθήσαν θέρος (1) οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι την εποχήν της ωριμάσεως του σίτου εξεστράτευσαν κατά της Αττικής· ήτο δε ηγεμών αυτών ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμος ο Ζευξιδάμου. Και στρατοπεδεύσαντες ελεηλάτουν την χώραν. Οι δε Αθηναίοι ιππείς επετίθεντο κατά το σύνηθες παντού όπου παρουσιάζετο ευκαιρία, και ημπόδιζαν τα ελαφρά στρατεύματα να απομακρύνωνται του στρατοπέδου και καταστρέφουν τα περίχωρα της πόλεως. Διαμείναντες δε οι Πελοποννήσιοι όσον καιρόν είχον τρόφιμα ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις.
2. Ευθύς δε μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων απεστάτησεν από τους Αθηναίους η Λέσβος εκτός της Μηθύμνης· τούτο είχον αποφασίσει μεν οι Λεσβίοι και προ του πολέμου, αλλά, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι δεν το παρεδέχθησαν, ηναγκάσθησαν να το εκτελέσουν ταχύτερον του απ' αρχής ορισθέντος χρόνου. Το σχέδιον αυτών ήτο κυρίως να προσχώσουν τους λιμένας, να εγείρουν τείχη, να κατασκευάσουν πλοία, και τέλος να προμηθευθούν εκ του Ευξείνου πόντου όσα εχρειάζοντο, ήτοι τοξότας, τρόφιμα και όσα είχον παραγγείλει. Αλλ' οι Τενέδιοι, οι οποίοι ήσαν εχθροί των, οι Μηθυμναίοι καί τινες πολίται Μυτιληναίοι οπαδοί και δι' όρκων φιλοξενίας συνδεόμενοι μετά των Αθηναίων εμήνυσαν εις τας Αθήνας ότι εξηναγκάζοντο οι κάτοικοι της Λέσβου να συναθροίζωνται εις την Μυτιλήνην και ότι με βίαν διωργανούτο η αποστασία εκ συμφώνου μετά των Λακεδαιμονίων και των Βοιωτών, οι οποίοι ήσαν εκ της αυτής φυλής με τους Λεσβίους· ότι τέλος, εάν δεν επρολαμβάνετο το πράγμα αμέσως, η Λέσβος ήθελεν αποσπασθή οριστικώς από των Αθηνών.
3. Οι δε Αθηναίοι, επειδή είχαν πάθει πολλά από την νόσον και τον προ μικρού αρξάμενον και ήδη εις ακμήν ευρισκόμενον πόλεμον, ενόμισαν ότι μέγα θα ήτο το έργον, εάν μαζί με τάλλα επεχείρουν τον πόλεμον και κατά της Λέσβου, η οποία είχε ναυτικόν και δύναμιν ακεραίαν, και δεν επίστευσαν κατ' αρχάς εις την κατηγορίαν εκείνην, διά μόνον τον λόγον ότι επεθυμούσαν να ήτο ψευδής· εν τούτοις, αφού έπεμψαν πρέσβεις εις τους Μυτιληναίους και δεν ηδυνήθησαν να τους πείσουν να παύσουν την συνάθροισιν και τας πολεμικάς παρασκευάς, ήρχισαν να φοβώνται και ηθέλησαν να τους προλάβουν. Στέλλουν δε αιφνιδίως τεσσαράκοντα πλοία, τα οποία ήσαν παρεσκευασμένα να πλεύσουν κατά της Πελοποννήσου· Κλεϊππίδης δε ο Δεινίου ήτο στρατηγός μετά δύο άλλων. Είχον αναγγείλει εις τους Αθηναίους ότι ετελείτο έξω της πόλεως η εορτή του Μαλόεντος Απόλλωνος, εις την οποίαν προστρέχουν πανδημεί οι Μυτιληναίοι, και ότι υπήρχεν ελπίς να τους προκαταλάβουν επιπίπτοντες εξαίφνης. Και, εάν μεν επετύγχανεν η απόπειρα αύτη, καλώς· άλλως θα διέτατταν τους Μυτιληναίους να παραδώσουν τα πλοία των και να κρημνίσουν τα τείχη, εάν δε δεν υπήκουαν, θα τους επολέμουν. Και τα μεν πλοία των Αθηναίων ανεχώρησαν· τας δε δέκα τριήρεις των Μυτιληναίων, αι οποίαι έτυχαν τότε κατά τας συνθήκας της συμμαχίας πλησίον αυτών, κατέσχον οι Αθηναίοι και εφυλάκισαν τα πληρώματα αυτών. Ευτυχώς όμως διά τους Μυτιληναίους ανήρ τις εκ των Αθηνών διαβάς την Εύβοιαν και ελθών πεζός εις Γεραιστόν επέτυχεν εκεί φορτηγόν πλοίον εκπλέον, και, επειδή έπνεεν ούριος άνεμος, έφθασε μετά τρεις ημέρας εξ Αθηνών εις Μυτιλήνην και ανήγγειλε την επικειμένην εκστρατείαν. Οι δε Μυτιληναίοι ουδέ εις τον Μαλόεντα εξήλθον και αμυντικάς προφυλάξεις έλαβον, φράξαντες τα τείχη και τους λιμένας, των οποίων δεν είχε συμπληρωθή η κατασκευή.
4. Και οι Αθηναίοι καταπλεύσαντες μετ' ολίγον είδον τα γενόμενα. Οι δε στρατηγοί ανεκοίνωσαν μεν εις τους Μυτιληναίους τας διαταγάς, τας οποίας έφεραν, επειδή δε δεν υπήκουαν οι Μυτιληναίοι, ήρχισαν τας εχθροπραξίας. Οι Μυτιληναίοι απαράσκευοι όντες και αναγκασθέντες να πολεμήσουν εξήλθον μετά των πλοίων των ολίγον έξω του λιμένος, ωσάν θέλοντες να ναυμαχήσουν· αλλά καταδιωχθέντες υπό των Αττικών πλοίων επρότειναν λόγους συμβιβαστικούς προς τους στρατηγούς, με τον σκοπόν να απομακρύνουν τα πλοία προς το παρόν, ει δυνατόν, κάμνοντες επιεικείς συμφωνίας. Οι δε στρατηγοί των Αθηναίων απεδέχθησαν, φοβούμενοι και αυτοί μήπως δεν είναι ικανοί να πολεμήσουν εναντίον όλης της Λέσβου. Και, αφού εσυμφωνήθη ανακωχή, στέλλουν οι Μυτιληναίοι εις τας Αθήνας ένα εκ των μηνυτών, ο οποίος είχεν ήδη μετανοήσει, και άλλους πρέσβεις διά να επιτύχουν την ανάκλησιν του στόλου υποσχόμενοι ότι δεν ήθελον αποστατήσει. Συγχρόνως όμως αποστέλλουν και εις την Λακεδαίμονα πρέσβεις επί ενός πολεμικού πλοίου διαφυγόντες την προσοχήν του ναυτικού των Αθηναίων, το οποίον ήτο ηγκυροβολημένον εις την προς βορράν της πόλεως Μαλέαν άκραν, διότι δεν επίστευαν ότι ήθελον επιτύχει παρά τοις Αθηναίοις. Και οι μεν πρέσβεις ταλαιπωρηθέντες εις το πέλαγος έφθασαν εις την Λακεδαίμονα και διεπραγματεύοντο εκεί, όπως σταλή βοήθεια (εις Μυτιλήνην).
5. Επειδή δε οι εξ Αθηνών πρέσβεις επανήλθον άπρακτοι, οι Μυτιληναίοι και η λοιπή Λέσβος πλην της Μηθύμνης απεφάσισαν να πολεμήσουν· οι Μηθυμναίοι μετά των Ιμβρίων και των Λημνίων και τινων άλλων ολίγων συμμάχων ήλθον εις βοήθειαν των Αθηναίων. Οι Μυτιληναίοι έκαμαν γενικήν έξοδον εναντίον του στρατοπέδου των Αθηναίων και εγένετο μάχη· και μολονότι εις αυτήν οι Μυτιληναίοι δεν ενικήθησαν, όμως ούτε να κατασκηνώσουν εις τους αγρούς ετόλμησαν ούτε να εμπιστευθούν εις τας δυνάμεις των, αλλ' ανεχώρησαν εις τα τείχη των, όπου έμεναν ησυχάζοντες και μη θέλοντες να κινδυνεύσουν ειμή με άλλας προπαρασκευάς, και εάν ήρχετο προς αυτούς βοήθεια εκ Πελοποννήσου. Τωόντι ο Λάκων Μελέας φθάνει, και ο Θηβαίος Ερμαιώνδας, οι οποίοι απεστάλησαν μεν προ της αποστασίας, αλλά μη δυνηθέντες να προλάβουν τους Αθηναίους κρυφίως μετά την μάχην ύστερον εισήλθον εις τον λιμένα διά πολεμικού πλοίου και συνεβούλευσαν να πέμψουν εις την Λακεδαίμονα και άλλους πρεσβευτάς μαζί με αυτούς επί άλλου πολεμικού πλοίου· τούτο δε και εγένετο.
6. Οι δε Αθηναίοι ενθαρρυνθέντες από την ησυχίαν των Μυτιληναίων και συμμάχους προσεκάλουν, οι οποίοι προθύμως προσήρχοντο βλέποντες ότι οι Λεσβίοι δεν ήσαν ισχυροί, και προσορμισθέντες εις το νότιον μέρος της πόλεως ωχύρωσαν δύο στρατόπεδα από τα δύο μέρη της πόλεως και απέκλεισαν και τους δύο λιμένας. Και την μεν χρήσιν της θαλάσσης απηγόρευσαν εις τους Μυτιληναίους, ούτοι όμως και οι άλλοι Λεσβίοι, οι οποίοι είχον ήδη ελθή προς βοήθειάν των, ήσαν κύριοι της επιλοίπου χώρας· οι Αθηναίοι δεν κατείχον πολύ διάστημα γύρω των στρατοπέδων, και η Μαλέα εχρησίμευε μάλλον εις αυτούς ως τόπος αγκυροβολήσεως των πλοίων και αγοράς. Τοιαύτα υπήρξαν τα πρώτα έργα της πολιορκίας της Μυτιλήνης.
7. Κατά την αυτήν εποχήν, διαρκούντος του θέρους τούτου, οι Αθηναίοι εξαπέστειλαν και κατά της Πελοποννήσου τριάκοντα πλοία, υπό τον στρατηγόν Ασώπιον τον Φορμίωνος συνεπεία αιτήσεως των Ακαρνάνων να τοις σταλή ως στρατηγός υιός τις ή συγγενής του Φορμίωνος. Τα πλοία εκείνα παραπλέοντα κατέστρεψαν τα παραθαλάσσια μέρη της Λακωνικής. Έπειτα ο Ασώπιος τα μεν πλειότερα των πλοίων αποστέλλει πάλιν εις Αθήνας, αυτός δε έχων δώδεκα φθάνει εις Ναύπακτον, και ύστερον σηκώσας εις τα όπλα όλους τους Ακαρνάνας στρατεύει κατά των Οινιαδών. Και αυτός μεν μετά των πλοίων αναπλέει τον Αχελώον, ο δε κατά γην στρατός ελεηλάτει την χώραν. Επειδή όμως η πόλις δεν παρεδίδετο, τον μεν πεζόν στρατόν διέλυσεν, αυτός δε πλεύσας εις την Λευκάδα απεβιβάσθη εις την Νήρικον· αλλά κατά την αναχώρησίν του αυτός και μέρος του στρατού φονεύονται από τους τρέξαντας εις βοήθειαν και από μερικούς ευρισκομένους εκεί διά την φρούρησιν. Ύστερον δε οι Αθηναίοι απέπλευσαν παραλαβόντες μαζί τους και τους νεκρούς διά συνθήκης.
8. Οι δε πρέσβεις των Μυτιληναίων οι διά του πρώτου πλοίου σταλέντες μετέβησαν εις την Ολυμπίαν, όπως παρήγγειλαν εις αυτούς οι Λακεδαιμόνιοι, ίνα και οι λοιποί σύμμαχοι συσκεφθούν, αφού τους ακούσουν. Ήτο δε η Ολυμπιάς κατά την οποίαν ενίκα το δεύτερον ο εκ Ρόδου Δωριεύς. (2) Και, επειδή μετά την εορτήν συνηθροίσθησαν εις συμβούλιον, οι πρέσβεις ωμίλησαν ως εξής.
9. « Ω άνδρες Λακεδαιμόνιοι και σεις οι σύμμαχοι, γνωρίζομεν την επικρατούσαν εις τους Έλληνας συνήθειαν λαός όστις αποστατεί εν καιρώ πολέμου και εγκαταλείπει τους πρώην συμμάχους του, καθίσταται μεν ευάρεστος εις τους υποδεχομένους αυτόν καθ' όσον ούτοι ωφελούνται, αλλά συγχρόνως περιφρονείται υπ' αυτών, διότι τον νομίζουν προδότην των προτέρων του φίλων. Η κρίσις αύτη δεν θα ήτο άδικος, εάν μεταξύ των αποστατούντων και εκείνων από τους οποίους ούτοι αποχωρίζονται υπήρχεν ομοιότης αισθημάτων και αγάπης, ισότης μέσων και δυνάμεως, και εάν δεν υπήρχε καμμία λογική αιτία προς αποστασίαν· αλλά μεταξύ ημών και των Αθηναίων τίποτε τοιούτον δεν υπάρχει. Δεν είναι λοιπόν παράδοξον αν, τιμώμενοι υπ' αυτών εν καιρώ ειρήνης ζητούμεν να τους εγκαταλείψωμεν εν καιρώ κινδύνων.
10. » Και πρώτον μεν θέλομεν εξετάσει το ζήτημα υπό την έποψιν της δικαιοσύνης και της χρηστότητος, ζητούντες προ πάντων την συμμαχίαν σας. Ηξεύρομεν ότι ούτε διαρκής φιλία υπάρχει μεταξύ των ιδιωτών ούτε συμμαχία ειλικρινής μεταξύ των πόλεων χωρίς την αμοιβαίαν τιμιότητα και χωρίς την ομοιότητα χαρακτήρων διότι εις την διαφοράν των αισθημάτων στηρίζονται αι διαφοραί των πράξεων. Μεταξύ ημών και των Αθηναίων εγένετο κατά πρώτον η συμμαχία, ότε σεις απεχωρήσατε εκ του Μηδικού πολέμου και οι Αθηναίοι έμειναν ίνα διεξαγάγουν αυτόν μέχρι τέλους. Εγίναμεν δε σύμμαχοι, ουχί διά να υποδουλώσωμεν τους Έλληνας εις τους Αθηναίους, αλλά διά να ελευθερώσωμεν τους Έλληνας από του Μήδου. Και ενόσω μεν οι Αθηναίοι ήσαν αρχηγοί με ισοτιμίαν τους ακολουθούσαμεν προθύμως· αλλ' ότε είδαμεν αυτούς να χαλαρώνουν το κατά του Μήδου μίσος και να καταγίνωνται με ζήλον διά την υποδούλωσιν των συμμάχων προς ωφέλειάν των, δεν ηδυνήθημεν να μη καταληφθώμεν υπό φόβων. Ένεκα της πολυψηφίας μη δυνάμενοι οι σύμμαχοι να συνέλθουν εις έν ίνα αντισταθούν υπεδουλώθησαν πλην ημών και των Χίων· ημείς δε όντες δήθεν αυτόνομοι και κατ' όνομα ελεύθεροι συνεστρατεύσαμεν. Αλλ' έχοντες ως παραδείγματα τα προηγούμενα γεγονότα δεν είχαμεν πλέον την αυτήν εμπιστοσύνην εις την ηγεμονίαν των διότι δεν ήτο πιθανόν, αφού υπεδούλωσαν εκείνους, τους οποίους εδέχθησαν ως ημάς εις την συμμαχίαν των, να μη πράξουν το αυτό και διά τους άλλους συμμάχους, εάν ήθελαν δυνηθή.
11. » Εάν διετηρούμεν όλοι την αυτονομίαν μας, θα ήμεθα οπωσδήποτε βεβαιότεροι ότι δεν ήθελαν εις βάρος μας νεωτερίση εις τίποτε. Αλλ' επειδή είχαν ήδη υποχειρίους τους πλείστους συμμάχους, και ημείς ήμεθα οι μόνοι προς τους οποίους ωμίλουν ισοτίμως, ήτο φυσικόν ότι εν μέσω της γενικής υποταγής μετά φθόνου θα έβλεπαν την εξαιρετικήν ημών ισότητα, καθ' όσον μάλιστα αυτοί μεν εγίνοντο οσημέραι δυνατώτεροι, ημείς δε εμένομεν πλέον απομονωμένοι. Ο αμοιβαίος φόβος είναι ο μόνος όστις παρέχει ασφαλή εγγύησιν εις συμμαχίαν· διότι ο θέλων να παραβή καθήκον τι προς τους συμμάχους αποτρέπεται συλλογιζόμενος ότι ισοδύναμος ων ίσως δεν ήθελεν υπερισχύσει. Εμείναμεν μέχρι τούδε αυτόνομοι ουχί δι' άλλο τι παρά διά να έχουν εύσχημον δικαιολογίαν της επί των Ελλήνων ηγεμονίας των, την οποίαν ήθελον να καταλάβουν διά διπλωματικής μάλλον μεθόδου παρά διά της βίας. Μετεχειρίζοντο ημάς ως απόδειξιν λέγοντες ότι οι ισόψηφοι Μυτιληναίοι δεν θα συνεξεστράτευον μη θέλοντες, εάν δεν είχον άδικον εκείνοι εναντίον των οποίων εξεστράτευον οι Αθηναίοι· συγχρόνως δε και τους ισχυροτάτους ημάς παρελάμβανον πρώτους εναντίον των ασθενεστέρων Ελλήνων, ίνα, αφού υπεδουλώνοντο οι άλλοι και εμένομεν ημείς τελευταίοι, μας νικήσουν ευκολώτερον ένεκα της εξασθενήσεως ημών. Εάν ήρχιζον από ημάς, ότε οι άλλοι σύμμαχοι είχαν ακόμη τας δυνάμεις των και στήριγμά τι, θα τοις ήτο ολιγώτερον εύκολον να μας υποτάξουν· άλλως τε και το ναυτικόν ημών ενέβαλε κάποιον φόβον μή ποτε συγκεντρούμενον και προστιθέμενον εις το ιδικόν σας ή εις άλλο εμβάλη αυτούς εις κίνδυνον· εν μέρει δε διαμένομεν ακέραιοι μέχρι σήμερον κολακεύοντες πάντοτε αυτούς και διαφθείροντες διά δώρων τους άρχοντας αυτών. Έχοντες ως παραδείγματα τα προς τους άλλους υπό των Αθηναίων γενόμενα νομίζομεν ότι η αυτονομία ημών αύτη δεν θα διήρκει επί πολύ, εάν δεν επήρχετο ο παρών πόλεμος.
12. »Τις ήτο λοιπόν η φιλία αύτη παρά η σταθερά ελευθερία την οποίαν είχαμεν περιποιούμενοι αλλήλους μετά δυσπιστίας ; Οι μεν Αθηναίοι μας επεριποιούντο ένεκα φόβου εν καιρώ πολέμου, ημείς δε επράττομεν προς αυτούς το αυτό εν καιρώ ειρήνης· και ενώ παρά τοις άλλοις η αγάπη βεβαιώνει την πίστιν, εις ημάς έκαμνεν αυτήν ισχυράν ο προς αλλήλους φόβος, διότι μάλλον υπό φόβου ή υπό φιλίας εμποδιζόμενοι εμένομεν σύμμαχοι· και οι ταχύτερον ενθαρρυνθέντες διά της ασφαλείας, εκείνοι έμελλον πρώτοι να διαλύσουν τας συνθήκας. Ώστε, εάν νομίση τις ότι αδικούμεν διά τον λόγον ότι απεστατήσαμεν χωρίς πριν να ίδωμεν τους Αθηναίους κακοποιούντας ημάς και χωρίς να περιμείνωμεν καταφανή απόδειξιν του κινδύνου που μας απειλεί, η σκέψις αυτού δεν είναι ορθή. Διότι, εάν ήμεθα επίσης δυνατοί όσον αυτοί ώστε και ότε μας επεβουλεύοντο να αντεπιβουλεύωμεν και ότε μας ανέβαλλαν να αναβάλλωμεν, τις η ανάγκη να υπακούωμεν εις αυτούς, ενώ είμεθα ίσοι κατά την δύναμιν; Επειδή δε είναι πάντοτε εις την εξουσίαν των να προσβάλλουν, είναι ανάγκη να προφυλαχθώμεν πριν μας επιτεθούν.
13. »Τοιαύτα, ω Λακεδαιμόνιοι και σύμμαχοι, έχοντες αίτια και αφορμάς απεστατήσαμεν. Καθαρά μεν αποδειγμένας εις τους ακούοντας, ώστε η πράξις μας να μην είναι αναιτιολόγητος, τόσον δε σοβαράς ώστε να εκφοβήσουν ημάς και να μας αναγκάσουν να ζητήσωμεν εξασφάλισιν. Ήδη προ πολλού εζητήσαμεν τούτο, ότε η ειρήνη διήρκει ακόμη, και επέμψαμεν προς σας διά να ομιλήσωμεν περί της αποστατήσεως· αλλ' ημποδίσθημεν ένεκα της μη παραδοχής σας· σήμερον δε, επειδή οι Βοιωτοί μας προσεκάλεσαν, υπηκούσαμεν ευθύς. Ενομίσαμεν ότι έπρεπε να χωρισθώμεν και από τους Έλληνας διά να μη τους αδικώμεν μετά των Αθηναίων, αλλά να ενεργήσωμεν μαζί σας την απελευθέρωσίν των, και από τους Αθηναίους διά να τους προλάβωμεν και να μη καταστραφώμεν υπ' αυτών βραδύτερον. Είναι αληθές ότι η αποστασία ημών εγένετο ταχύτερον αφ' ό,τι έπρεπε και απροπαράσκευα· αλλά τούτο είναι ισχυρότερος λόγος να μας δεχθήτε συμμάχους και να μας αποστείλητε ταχείαν βοήθειαν, όπως φανήτε ότι ηξεύρετε να προστατεύετε τους αξίους προστασίας και συγχρόνως να βλάπτετε τους εχθρούς. Ευκαιρίαν καλλιτέραν ταύτης δεν θα εύρετε. Διότι οι Αθηναίοι εξηντλήθησαν και υπό της νόσου και υπό της χρηματικής δαπάνης· εκ των πλοίων των δε τα μεν ευρίσκονται γύρω εις την χώραν σας, τα δε προσδιωρίσθησαν προς υποδούλωσιν ημών, ώστε δεν είναι πιθανόν ότι θα απαντήσετε πολλά πλοία των, εάν κατά το θέρος τούτο εισβάλητε και εκ δευτέρου διά θαλάσσης συγχρόνως και διά ξηράς. Εν τη περιπτώσει δε ταύτη ή δεν θα αντισταθούν εναντίον σας, όταν επιτεθήτε, ή θα φύγουν και από την χώραν σας και από την χώραν μας. Ας μη νομίση κανείς ότι περί ξένης γης θέλει εκτεθή εις ατομικούς κινδύνους. Η Λέσβος θα ευρίσκεται εγγύτατα διά να ωφελήση εκείνον, όστις την νομίζει απομακρυσμένην. Διότι ο πόλεμος δεν θα γίνη εις την Αττικήν, ως νομίζουν, αλλ' εις την χώραν ένεκα της οποίας η Αττική ωφελείται. Αι χρηματικαί πρόσοδοι των Αθηναίων προέρχονται από τους συμμάχους, θα αυξήσουν δε αύται ακόμη περισσότερον, εάν υποδουλώσουν ημάς· διότι ουδείς άλλος θέλει αποστατήσει πλέον, και τα εισοδήματα των θέλουν αυξηθή διά των ημετέρων φόρων, θέλομεν δε πάθει πλειότερα δεινά παρ' όσα έπασχον οι προ της υποδουλώσεως ημών υπήκοοί των. Εάν όμως μας βοηθήσετε προθύμως, και πόλιν θα αποκτήσετε μαζί σας έχουσαν μέγα ναυτικόν, του οποίου τα μάλιστα έχετε ανάγκην, και τους Αθηναίους ευκολώτερον θέλετε καταβάλη αποσπώντες χωρίς βίαν απ' αυτών τους συμμάχους (διότι θαρραλεώτερον θα προσέρχεται προς σας καθένας), και την κατηγορίαν την οποίαν είχετε μέχρι τούδε θα αποφύγετε, ότι δεν βοηθείτε τους από των Αθηναίων αποστατούντας. Εάν δε φανήτε ελευθερωταί, τότε η νίκη θα σας είναι ασφαλεστέρα.
14. » Σεβασθέντες λοιπόν και τας προς σας ελπίδας των Ελλήνων και τον Δία τον Ολύμπιον, εντός του ναού του οποίου καθήμεθα ως ικέται, βοηθήσατε τους Μυτιληναίους γινόμενοι σύμμαχοι ημών και μη μας εγκαταλείψετε, πού μολονότι εκθέτομεν την ζωήν μας εις κίνδυνον ατομικόν, εν τούτοις θα παράσχωμεν εις όλους εν περιπτώσει επιτυχίας ωφέλειαν κοινήν, αλλ' επίσης γενικωτέραν βλάβην, εάν, διότι δεν θα επείθεσθε σεις, ηθέλαμεν αποτύχει. Φανήτε άνδρες, οποίους και οι Έλληνες σας περιμένουσι και ο φόβος ημών σας επιθυμεί».
15. Ταύτα είπον οι Μυτιληναίοι. Οι δε Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, αφού τους ήκουσαν, δεχθέντες τας προτάσεις και τους Λεσβίους έκαμαν συμμάχους, και εις τους παρόντας συμμάχους παρήγγειλαν να υπάγουν ταχέως εκ των δύο μέρων εις τον ισθμόν διά να εισβάλουν εις την Αττικήν, και αυτοί πρώτοι έφθασαν εις τον ισθμόν, και μηχανάς προητοίμασαν διά να σύρουν τα πλοία και τα μεταφέρουν άνωθεν του ισθμού εκ της Κορίνθου εις την προς τας Αθήνας θάλασσαν, διότι εσκόπευον να επιτεθούν συγχρόνως και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι προθύμως έπραττον ταύτα· οι δε άλλοι σύμμαχοι απασχολημένοι εις την συγκομιδήν των καρπών και κουρασθέντες από τους πολέμους βραδέως συνηθροίζοντο.
16. Εννοήσαντες δε οι Αθηναίοι ότι αι προετοιμασίαι εκείναι εγίνοντο, διότι τους ενόμιζον αδυνάτους ηθέλησαν να αποδείξουν ότι η κρίσις των δεν ήτο ορθή, και ότι, χωρίς να καλέσουν οπίσω τον εν Λέσβω στόλον, ηδύναντο να αποδιώξουν εύκολα τον επερχόμενον από της Πελοποννήσου. Οπλίσαντες λοιπόν εκατόν πλοία και εισελθόντες εις αυτά αυτοί και οι μέτοικοι, πλην των ιππέων και των πεντακοσιομεδίμνων, παρέπλευσαν τον ισθμόν κάμνοντες επίδειξιν των δυνάμεων των και αποβιβαζόμενοι όπου ήθελον. Οι δε Λακεδαιμόνιοι βλέποντες τοιαύτην τόλμην, ενόμισαν ότι οι Λεσβίοι τους ηπάτησαν και ότι η επιχείρησις, την οποίαν εσκόπευαν, δεν θα ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθή. Και επειδή οι σύμμαχοι δεν εφαίνοντο και ανηγγέλλετο ότι τα τριάκοντα πλοία των Αθηναίων τα περιπλέοντα την Πελοπόννησον κατέστρεφον τους αγρούς της Λακεδαίμονος, επέστρεψαν εις τα ίδια. Ύστερον δε παρεσκεύασαν ναυτικόν διά να το στείλουν εις την Λέσβον και εζήτησαν παρά των πόλεων να δώσουν αυταί τεσσαράκοντα πλοία και διώρισαν ναύαρχον τον Αλκίδαν, ο οποίος έμελλε να διεξαγάγη την εκστρατείαν εκείνην. Ανεχώρησαν δε και οι Αθηναίοι με τα εκατόν πλοία, ότε είδαν εκείνους αναχωρήσαντας.
17. Και κατά την εποχήν εκείνην, ότε εξέπλεον τα πλοία ταύτα, αι Αθήνας είχον πλοία πολλά και λαμπρά εις ενέργειαν, όμοια δε και ακόμη περισσότερα κατά την έναρξιν του πολέμου. Διότι και την Αττικήν και την Εύβοιαν και την Σαλαμίνα εφύλασσον με εκατόν, και περί την Πελοπόννησον ήσαν άλλα εκατόν, χωρίς να υπολογίσωμεν τα περί την Ποτείδαιαν και τα εις άλλα μέρη· εις τρόπον ώστε, εις έν μόνον θέρος, ο αριθμός όλων των πλοίων ανήλθεν εις διακόσια και πεντήκοντα. Η διατήρησις του στόλου τούτου και η πολιορκία της Ποτειδαίας εξήντλησαν ολίγον κατ' ολίγον τον δημόσιον θησαυρόν. Διότι την Ποτείδαιαν επολιόρκουν στρατιώται λαμβάνοντες δύο δραχμάς (διότι έκαστος αυτών είχε μίαν δραχμήν καθ' ημέραν και μίαν διά τον υπηρέτην του), τρισχίλιοι μεν όντες οι πρώτοι, οίτινες έμειναν καθ' όλην την διάρκειαν της πολιορκίας, εξακόσιοι δε και χίλιοι οι μετά του Φορμίωνος ελθόντες, οι οποίοι όμως δεν έμειναν μέχρι τέλους. Όλα τα πληρώματα των πλοίων ελάμβανον τον αυτόν μισθόν. Τα μεν χρήματα λοιπόν τοιουτορόπως εξωδιάσθησαν και τοιούτος ήτον ο αριθμός των εξωπλισμένων πλοίων.
18. Οι δε Μυτιληναίοι, κατά την αυτήν εποχήν, που οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν περί τον ισθμόν, αυτοί και οι επίκουροι αυτών εστράτευσαν διά ξηράς εναντίον της Μηθύμνης, ελπίζοντες ότι ήθελον την κυριεύσει διά προδοσίας· προσβαλόντες όμως αυτήν και ιδόντες ότι δεν παρεδίδετο ανεχώρησαν διά της Αντίσσης, της Πύρρας και της Ερέσου· καταστήσαντες δε τα αμυντικά μέσα των πόλεων τούτων ασφαλέστερα και ενδυναμώσαντες τα τείχη, επέστρεψαν ταχέως εις τα ίδια. Μετά την αναχώρησιν αυτών εξεστράτευσαν οι Μηθυμναίοι κατά της Αντίσσης· αλλά υποστάντες επίθεσιν από τους εξελθόντας Αντισσαίους και τους βοηθήοαντας αυτούς εφονεύθησαν πολλοί, οι δε λοιποί ανεχώρησαν βιαστικά. Οι δε Αθηναίοι μαθόντες ταύτα, ότι οι Μυτιληναίοι ήσαν κύριοι της χώρας και ότι οι Αθηναίοι στρατιώται δεν ήσαν ικανοί δια να τους συγκρατούν, στέλλουν εις την αρχήν του φθινοπώρου τον στρατηγόν Πάχητα τον Επικούρου μετά χιλίων στρατιωτών αυτών. Οι στρατιώται ούτοι, εκτελούντες οι ίδιοι χρέη κωπηλατών, έφθασαν και περιετείχισαν την Μυτιλήνην δι' απλού τείχους κυκλοτερούς, οικοδομήσαντες συγχρόνως και φρούρια επί διαφόρων υψηλών μερών. Και η μεν Μυτιλήνη, ούτω στενώς επολιορκείτο από τα δύο μέρη και διά ξηράς και διά θαλάσσης, και ο χειμών ήρχιζε να γίνεται επαισθητός.
19. Έχοντες δε οι Αθηναίοι ανάγκην χρημάτων διά να εξακολουθήσουν την πολιορκίαν κατέβαλαν αυτοί πρώτοι συνεισφοράν εκ διακοσίων ταλάντων και έστειλαν προς τους συμμάχους των διά να συνάξουν χρήματα δώδεκα πλοία υπό τας διαταγάς του στρατηγού Λυσικλέους και τεσσάρων άλλων. Ο Λυσικλής περιπλέων διάφορους παραλίας συνήθροιζε χρήματα, και προχωρήσας εις την Καρίαν διά της πεδιάδος του Μαιάνδρου, από της Μυούντος μέχρι του Σανδίου λόφου, προσεβλήθη υπό των Καρών και των Αναιιτών και εχάθη μαζί με το περισσότερον μέρος του στρατού του.
20. Κατά τον αυτόν χειμώνα οι Πλαταιείς (πολιορκούμενοι πάντοτε υπό των Πελοποννησίων και των Θηβαίων), επειδή επιέζοντο υπό της πείνης και δεν ήλπιζαν ούτε βοήθειαν εκ των Αθηνών ούτε σωτηρίαν εξ άλλου μέρους, απεφάσισαν, συνεννοηθέντες μετά των συμπολιορκουμένων Αθηναίων, πρώτον μεν να εξέλθουν όλοι ομού και να υπερβούν τα τείχη των εχθρών, εάν κατώρθωναν ν' ανοίξουν διά της βίας διέξοδον. Του σχεδίου τούτου εισηγηταί ήσαν ο μάντις Θεαίνετος ο Τολμίδου και ο στρατηγός Ευμολπίδης ο Δαϊμάχου· έπειτα οι μεν ημίσεις εδίστασαν, νομίσαντες μεγάλον τον κίνδυνον, διακόσιοι δε και είκοσιν άνδρες επέμειναν μόνοι να εκτελέσουν την έξοδον διά του ακολούθου τρόπου. Έκαμαν κλίμακας ίσας με το τείχος των πολεμίων· εμέτρησαν δε αυτό κατά προσέγγισιν, οδηγούμενοι από τας επιστρώσεις των πλίνθων των τεθειμένων προς το μέρος των Πλαταιών και τας οποίας είχον αμελήσει να σκεπάσουν διά κονιάματος. Πολλοί συγχρόνως ηρίθμουν τας επιστρώσεις, και οι μεν ενδεχόμενον ήτο να σφάλλουν, οι δε περισσότεροι να επιτύχουν την αληθή αρίθμησιν. Άλλως δε επανελάμβανον πολλάκις την αρίθμησιν, και η απόστασις δεν ήτο τοσαύτη, ώστε να μη διακρίνουν εύκολα το μέρος, το οποίον ήθελον. Την μεν καταμέτρησιν λοιπόν των κλιμάκων τοιουτοτρόπως έλαβον, εικάσαντες το μέτρον εκ του πάχους μιας πλίνθου.
21. Το δε τείχος των Πελοποννησίων τοιούτον ήτο κατά την οικοδομήν. Είχε μεν δύο περιβόλους, τον ένα προς τας Πλαταιάς και τον άλλον εστραμμένον προς τα έξω, διά να αντισταθούν προς τας βοηθείας, αι οποίαι πιθανόν να ήρχοντο εξ Αθηνών, απείχον δε οι περίβολοι απ' αλλήλων δεκαέξ πόδας ολοκλήρους. Εις το μεταξύ των δεκαέξ τούτων ποδών διάστημα ήσαν κτισμένα οικήματα μοιρασμένα εις τους φύλακας, και ήσαν τοσούτον συνεχή, ώστε εφαίνοντο ως έν τείχος παχύ έχον αμφοτέρωθεν επάλξεις. Από δέκα δε εις δέκα επάλξεις υψούντο πύργοι μεγάλοι και ίσον πλάτος έχοντες με το τείχος, και κατείχον όλον το διάστημα το περιλαμβανόμενον μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού μετώπου, ούτως ώστε να μη υπάρχη διάβασις πλησίον των πύργων, αλλά να συνέχωνται δι' οπών ανοικτών εις το κέντρον αυτών. Κατά τας νύκτας λοιπόν, οπότε ο χειμών ήτο βροχερός, τας μεν επάλξεις εγκατέλειπαν, εφρούρουν δε εις τους πύργους, οίτινες ήσαν στεγασμένοι και απείχον ολίγον απ' αλλήλων. Το μεν τείχος λοιπόν διά του οποίου περιεφρουρούντο οι Πλαταιείς ήτο τοιούτον.
22. Ούτοι δε, άμα ητοιμάσθησαν, περιμείναντες νύκτα χειμερινήν, βροχεράν και συνάμα ασέληνον, εξήλθον της πόλεως· επί κεφαλής δ' αυτών ήσαν οι αίτιοι της επιχειρήσεως. Και πρώτον μεν διέβησαν την τάφρον ήτις περιέβαλλεν αυτούς, έπειτα δε επλησίασαν εις το τείχος των πολεμίων διαφυγόντες την προσοχήν των φυλάκων, οίτινες ούτε να τους ιδούν ηδύναντο ένεκα του σκότους, ούτε να ακούσουν τον κρότον των πλησιαζόντων βημάτων των ένεκα του ανέμου ο οποίος εβόϋζε δυνατά· εκτός τούτου οι Πλαταιείς ήσαν εις μακράν απόστασιν απ' αλλήλων, διά να μη τους προδώσουν τα αλληλοσυγκρουόμενα όπλα των. Ήσαν δ' ελαφρώς ωπλισμένοι και φορούντες υπόδημα μόνον εις τον αριστερόν πόδα διά να μη γλιστρούν εις τον πηλόν. Επλησίασαν λοιπόν εις τας μεταξύ των πύργων επάλξεις, όπου ήξευραν ότι ήσαν αφρούρητοι, πρώτον μεν οι φέροντες τας κλίμακας και προσήρμοσαν αυτάς· έπειτα δε ανέβησαν δώδεκα στρατιώται έχοντες ξιφίδιον και θώρακα, των οποίων ήτον αρχηγός Αμμέας ο Κοροίβου, ο οποίος και πρώτος ανέβη. Μετ' αυτόν δε ανέβαινον οι επόμενοι έξ εις καθένα από τους πύργους. Έπειτα μετά τούτους επροχώρουν άλλοι ελαφρά ωπλισμένοι με μικρά δόρατα, άλλοι δε κατόπιν έφερον τας ασπίδας των, όπως εκείνοι ευκολώτερον αναβαίνουν και τας οποίας ώφειλον να δώσουν άμα ήθελον φθάσει πλησίον των εχθρών. Οι πλειότεροι είχον ήδη αναβή, ότε ενόησαν αυτούς οι φύλακες των πύργων· διότι Πλαταιεύς τις, αναρριχηθείς εις τας επάλξεις, έρριψε κάτω μίαν κεραμίδα, ήτις πεσούσα έκαμε κρότον. Και αμέσως υψώθη βοή, οι δε πολιορκούντες ώρμησαν επί του τείχους χωρίς να ηξεύρουν πόθεν ήτο ο θόρυβος εκείνος εν μέσω της σκοτεινής και θυελλώδους νυκτός. Συγχρόνως δε οι εν τη πόλει μείναντες Πλαταιείς εξελθόντες προσβάλλουν το μέρος του τείχους το αντίθετον εκείνου διά του οποίου είχαν αναβή οι άνδρες αυτών όπως περισπάσουν την προσοχήν των Πελοποννησίων. Οι εχθροί λοιπόν θορυβηθέντες έμεναν ακίνητοι, ουδείς δ' ετόλμα να αφήση την θέσιν του αγνοών τι να εικάση περί των γινομένων. Εν τούτοις οι τριακόσιοι Πελοποννήσιοι, οίτινες είχον διαταγήν να βοηθούν, όπου ήθελεν επιστή ανάγκη, επροχώρησαν έξω του τείχους προς την βοήν, και ύψωσαν πυρά προς το μέρος των Θηβών, ίνα αναγγείλουν τον ερχομόν των εχθρών· αλλά και οι Πλαταιείς της πόλεως ύψωσαν επίσης πολλά πυρά παρεσκευασμένα εκ των προτέρων προς τον σκοπόν τούτον, ίνα οι εχθροί συγχύσουν τα πυρφόρα ταύτα σημεία, και υποπτεύοντες παν άλλο ή την αλήθειαν μη τρέξουν εις βοήθειαν πριν οι εξελθόντες Πλαταιείς διαφύγουν και εξασφαλισθούν.
23. Κατά το αυτό διάστημα οι Πλαταιείς εξηκολούθουν την ανάβασίν των· άμα δε οι πρώτοι έφθασαν εις την κορυφήν, έσφαξαν τους φύλακας και έγιναν κύριοι και των δύο πύργων καταλαβόντες τας διόδους διά να εμποδίσουν τους θέλοντας διά των διόδων τούτων να τρέξουν εις βοήθειαν. Έπειτα εφαρμόσαντες εκ του ύψους των τειχών κλίμακας εις τους πύργους ανεβίβασαν πλείστους εκ των συστρατιωτών των. Οι μεν εκ των πύργων τοξεύοντες ημπόδιζον τους ερχόμενους εις βοήθειαν και εκ των κάτω και εκ των άνω· συγχρόνως δε οι άλλοι, οίτινες ήσαν περισσότεροι, έστησαν ομού πολλάς κλίμακας και αποσπάσαντες τας επάλξεις υπερέβαινον το μεταξύ των πύργων κενόν διάστημα. Καθ' όσον διήρχοντο έμενον επί του χείλους της τάφρου και απ' εκεί ετόξευαν και ηκόντιζαν εναντίον καθενός, που προχωρών εις βοήθειαν προς το τείχος παρεκώλυε την διάβασιν των. Αφού όλοι διεπεραιώθησαν, οι εις τους πύργους ευρισκόμενοι, καταβαίνοντες τελευταίοι, έφθασαν μετά δυσκολίας εις την τάφρον, και τότε οι τριακόσιοι Πελοποννήσιοι τους εκυνήγησαν με δάδας εις τας χείρας. Αλλ' οι Πλαταιείς ευρισκόμενοι εις το χείλος της τάφρου, ηδύναντο εις το σκότος να τους διακρίνουν καλλίτερα και τους ετόξευον και τους ηκόντιζαν εις τα γυμνά μέρη του σώματος, ενώ ο εχθρός θαμβούμενος από τα φώτα δεν ηδύνατο να τους διακρίνη μέσα εις το σκότος. Τοιουτοτρόπως όλοι οι Πλαταιείς μέχρι και του τελευταίου διέβησαν την τάφρον μετά πολλής δυσκολίας και βίας· διότι ο σχηματισθείς επ' αυτής κρύσταλλος δεν ήτο τόσον στερεός ώστε να διαβούν δι' αυτού, αλλά μάλλον ήτο υδατώδης όπως συμβαίνει όταν πνέη ανατολικός μάλλον άνεμος παρά βορεινός, και η κατά την ανεμώδη εκείνην νύκτα πεσούσα χιών είχε πληρώσει ύδατος την τάφρον την οποίαν διεπέρασαν οι Πλαταιείς μόλις έχοντες την κεφαλήν εκτός του ύδατος. Εν τούτοις η απόδρασίς των έγινεν ευκολωτέρα ένεκα της βιαιότητος της θυέλλης.
24. Ορμήσαντες δ' από της τάφρου οι Πλαταιείς επροχώρουν άπαντες εις τον δρόμον, τον φέροντα προς τας Θήβας, δεξιά έχοντες τον ναόν του ήρωος Ανδροκράτους. Ενόμιζον ότι ποτέ δεν ήθελον τους υποπτεύσει ότι θα εξέλεγον την οδόν ταύτην, ήτις έφερε προς τους εχθρούς. Εν τούτοις έβλεπον τους Πελοποννησίους ότι τους εκυνήγουν με δάδας προς την οδόν την διά του Κιθαιρώνος και των Δρυός κεφαλών φέρουσαν εις τας Αθήνας. Και επί έξ μεν ή επτά σταδίους οι Πλαταιείς επροχώρουν προς τας Θήβας, έπειτα δε στρέψαντες προς τα οπίσω ηκολούθησαν τον δρόμον, που φέρει προς το όρος, εις Ερύθρας και Υσιάς· και διελθόντες τα όρη κατέφυγον εις τας Αθήνας διακόσιοι δώδεκα άνδρες. Είχον αναχωρήσει περισσότεροι· αλλά τινές εξ αυτών είχον επιστρέψει εις την πόλιν πριν αναβούν τας κλίμακας, είς μάλιστα τοξότης είχε συλληφθή κατά την εξωτερικήν τάφρον. Οι μεν λοιπόν Πελοποννήσιοι παύσαντες την καταδίωξιν επέστρεψαν εις τας θέσεις των· οι δε εν τη πόλει μείναντες Πλαταιείς ηγνόουν εντελώς τα γινόμενα· και μαθόντες παρά των επιστρεψάντων ότι ουδείς έζη εκ των συστρατιωτών των έπεμψαν κήρυκα άμα εξημέρωσε διά να συναθροίσουν διά συνθήκης τους νεκρούς· μαθόντες όμως την αλήθειαν έπαυσαν. Οι μεν Πλαταιείς λοιπόν τοιουτοτρόπως εσώθησαν διά μέσου των εχθρών.
25. Κατά τα τέλη δε του αυτού χειμώνος ο Λακεδαιμόνιος Σάλαιθος αποστέλλεται με πλοίον πολεμικόν εις Μυτιλήνην. Και φθάσας εις Πύρραν εξηκολούθησεν εκείθεν την πορείαν του διά ξηράς, και διαφυγών την προσοχήν εισήλθεν εις την Μυτιλήνην από μίαν χαράδραν, όπου το περιτείχισμα ήτο δυνατόν να το υπερβή κανείς, και είπεν εις τους άρχοντας ότι η εις την Αττικήν εισβολή έμελλε να γίνη προσεχώς, και τα τεσσαράκοντα πλοία τα προωρισμένα προς βοήθειάν των επρόκειτο να φθάσουν εντός ολίγου. Προσέθετε δε ότι αυτός είχε προαποσταλή διά να αναγγείλη ταύτα και διά να ενασχοληθή εις τας λοιπάς πολεμικάς παρασκευάς. Και οι μεν Μυτιληναίοι ενεθαρρύνθησαν και ολιγώτερον έκλινον προς την γνώμην να συνθηκολογήσουν μετά των Αθηναίων. Και ο χειμών αυτός ετελείωνε καθώς και το τέταρτον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
26. Κατά το ακόλουθον δε θέρος οι Πελοποννήσιοι απέστειλαν εις την Μυτιλήνην τα τεσσαράκοντα δύο πλοία υπό τον Αλκίδαν τον οποίον κατέστησαν ναύαρχον εις αυτά, ούτοι δε καθώς και οι σύμμαχοι εισέβαλαν εις την Αττικήν, ίνα οι Αθηναίοι, παρενοχλούμενοι από τα δύο μέρη, μη δυνηθούν να προσβάλουν τα πλοία τα πλέοντα προς την Μυτιλήνην. Αρχηγός δε της εισβολής εκείνης ήτο ο Κλεομένης, προς πατρός θείος και επίτροπος του Παυσανίου, υιού του Πλειστοάνακτος και ανηλίκου ακόμη βασιλέως. Ελεηλάτησαν δε και τα πρότερον λεηλατηθέντα μέρη, και τα αναβλαστήσαντα, και όσα είχον παραλειφθή κατά τας προτέρας εισβολάς. Η εισβολή αύτη, μετά την δευτέραν, υπήρξε διά τους Αθηναίους η καταστρεπτικωτάτη από όλας· διότι οι Πελοποννήσιοι, περιμένοντες πάντοτε παρά της Λέσβου ειδήσεις περί των πλοίων των, τα οποία, ως επίστευαν, είχον ήδη φθάσει εκεί, διέτρεξαν όλην σχεδόν την χώραν λεηλατούντες αυτήν. Αλλ' επειδή η προσδοκία εκείνη απέβαινε ματαία και τα τρόφιμα είχαν τελειώσει, ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις.
27. Εν τω μεταξύ τούτω οι Μυτιληναίοι βλέποντες ότι δεν ήρχοντο τα από της Πελοποννήσου πλοία, ότι ο καιρός παρήρχετο και ότι τα τρόφιμα ήρχιζαν να τελειώνουν, αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν προς τους Αθηναίους διά την εξής αιτίαν. Ο Σάλαιθος μη περιμένων πλέον και αυτός τα πλοία έδωκεν όπλα εις τον λαόν, ο οποίος πρότερον δεν είχε τοιαύτα, διά να κάμουν έξοδον εναντίον των Αθηναίων· αλλά μόλις ο λαός ωπλίσθη δεν ήθελε πλέον ν' ακούση τους άρχοντας, αλλά συναθροιζόμενος εις ομίλους επρόσταξε τους πλουσίους να φανερώσουν τον σίτον, τον οποίον είχαν κρυμμένον και να τον μοιράσουν εις όλους· άλλως, απειλούσαν ότι συνθηκολογούντες μετά των Αθηναίων θα παρέδιδον εις αυτούς την πόλιν.
28. Μαθόντες ταύτα οι διοικούντες, αλλά μη δυνάμενοι να εμποδίσουν τον λαόν και εννοούντες τον κίνδυνον τον οποίον ήθελον διατρέξει, εάν απεκλείοντο εκ της μετά των Αθηναίων συνθήκης, ηνώθησαν μετ' αυτού, διά να συνομολογήσουν μετά του Πάχητος και του στρατού του σύμβασιν, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι θα ήσαν κύριοι να αποφασίσουν ό,τι ήθελαν περί των Μυτιληναίων, να εισέλθη ο στρατός των εις την πόλιν και να αποστείλουν εις τας Αθήνας οι Μυτιληναίοι πρεσβείαν διά να φροντίση περί των ιδίων των υποθέσεων. Μέχρις όμως της επιστροφής των πρέσβεων ο Πάχης υπεχρεούτο μήτε να δέση μήτε να ανδραποδίση μήτε να αποκτείνη κανένα Μυτιληναίον. Και η μεν σύμβασις αύτη εγένετο. Οι δε μετά των Λακεδαιμονίων συνεννοούμενοι καταληφθέντες υπό φόβου κατά την είσοδον του στρατού και μη νομίζοντες εαυτούς ασφαλείς εκάθισαν παρά τους βωμούς· ανεγείρας δ' αυτούς ο Πάχης τοις υπεσχέθη να μη τους βλάψη και τους παρακατέθεσεν εις την Τένεδον μέχρις ου οι Αθηναίοι ήθελαν αποφασίσει περί αυτών. Πέμψας δε και εις την Άντισσαν τριήρεις υπέταξεν αυτήν και έλαβεν όλα τα στρατιωτικά μέτρα όσα ενόμισε κατάλληλα.
29. Οι δε εντός των τεσσαράκοντα πλοίων Πελοποννήσιοι, οίτινες ώφειλαν να φθάσουν γρήγορα, και περί την Πελοπόννησον ενδιέτριψαν πολύ και τον επίλοιπον πλουν εξετέλεσαν με αργοπορίαν· εις τρόπον ώστε η αναχώρησίς των δεν έγινε γνωστή εις τας Αθήνας ειμή αφού προσήγγισαν εις την Δήλον. Εκ της νήσου δε ταύτης μετέβησαν οι Πελοποννήσιοι εις την Ίκαρον και την Μύκονον, όπου έμαθαν κατά πρώτον ότι εκυριεύθη η Μυτιλήνη. Θέλοντες δε να βεβαιωθούν κατέπλευσαν εις το Έμβατον της Ερυθραίας· ότε δε κατέπλευσαν εις το Έμβατον, είχαν παρέλθει επτά ολόκληροι ημέραι από της αλώσεως της Μυτιλήνης. Βεβαιωθέντες δε περί της αληθείας συνεκρότησαν συμβούλιον περί των ληπτέων μέτρων· ο δε Ηλείος Τευτίαπλος είπε προς αυτούς τα εξής.
30. «Αλκίδα και αρχηγοί του Πελοποννησιακού στρατού όσοι είσθε παρόντες, η γνώμη μου είναι να πλεύσωμεν προς την Μυτιλήνην όπως ευρισκόμεθα, πριν γνωσθή ο ερχομός μας. Πολύ πιθανόν να εύρωμεν αφυλάκτους τους ανθρώπους, οίτινες μόλις προ μικρού εγένοντο κύριοι της πόλεως· προ πάντων εκ του μέρους της θαλάσσης, πού ποτέ δεν υποθέτουν ότι δύναται από αυτό να επέλθη εχθρός τις και όπου έχομεν κάθε δύναμιν όπως επιχειρήσωμεν την επίθεσιν. Είναι επίσης πιθανόν ότι και το πεζικόν αυτών θα είναι διεσπαρμένον εις τας οικίας κατά την συνήθη των νικητών αμέλειαν. Εάν λοιπόν επιτεθώμεν αίφνης και διά νυκτός, ελπίζω ότι μετά των εν τη πόλει, εάν μας έμεινεν ακόμη κανείς πιστός, θέλομεν γίνει κύριοι. Μη φοβηθώμεν τον κίνδυνον, έχοντες πεποίθησιν ότι ουδέν άλλο είναι το τοιούτον παρά νίκη εξ επιθέσεως. Ο στρατηγός, όστις και αυτός προφυλάσσεται και επιβλέπει τον εχθρόν, διά να επιχειρήση τοιαύτην επίθεσιν, πάντοτε σχεδόν αναδεικνύεται νικητής ».
31. Εκείνος μεν ταύτα ειπών δεν έπεισε τον Αλκίδαν. Άλλοι δέ τινες των εκ της Ιωνίας φυγάδων και οι συμπλέοντες Λεσβίοι τον συνεβούλευσαν, επειδή εφοβείτο τον κίνδυνον τούτον, να καταλάβη μίαν των εν τη Ιωνία πόλεων, ή την Αιολίοα Κύμην, ίνα έχοντες από την πόλιν εκείνην ορμητήριον δυνηθούν να επαναστατήσουν την Ιωνίαν (υπήρχε δε τοιαύτη ελπίς, καθότι κανείς δεν είδε δυσαρέστως την άφιξίν των). Και τους Αθηναίους ήθελον στερήσει της πρωτίστης πηγής των προσόδων των, και αυτοί θα ωφελούντο, εάν διετήρουν εκεί στόλον· ήλπιζον προσέτι ότι διά του μέσου τούτου ήθελον πείσει τον Πισσούθνην να συμπολεμήση μετ' αυτών. Ο δε Αλκίδας ουδέ ταύτα παρεδέχθη, αλλ' επέμενεν ότι, επειδή δεν ηδυνήθη να βοηθήση εγκαίρως την Μυτιλήνην, έπρεπε τάχιστα να επιστρέψη εις την Πελοπόννησον.
32. Αναχωρήσας ο εκ του Εμβάτου παρέπλεε τας ακτάς· και αποβιβασθείς εις την Μυόννησον των Τηίων έσφαξε τους πλείστους εκ των αιχμαλώτων, τους οποίους είχε συλλάβει κατά τον πλουν. Άμα δε ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα της Εφέσου, φθάνουν εκ των Αναίων Σάμιοι πρέσβεις λέγοντες ότι δεν ήτο συντελεστικόν προς απελευθέρωσιν των Ελλήνων να φονεύη ανθρώπους, που ούτε ωπλισμένας χείρας ύψωσαν ούτε εχθροί ήσαν, αλλά διετέλουν αναγκαστικώς σύμμαχοι των Αθηναίων· εάν δε εξηκολούθει πράττων ταύτα, ολιγίστους εχθρούς ήθελεν ελκύσει εις την φιλίαν του, μάλλον δε πολλούς φίλους ήθελε καταστήσει εχθρούς. Ο Αλκίδας πεισθείς εις τους λόγους τούτους ηλευθέρωσε και τους Χίους, οίτινες του έμεναν ακόμη αιχμάλωτοι, και άλλους τινάς· διότι εις την θέαν των πλοίων εκείνων ουδείς έφευγεν, αλλ' εξ εναντίας πάντες επλησίαζον νομίζοντες ότι ήσαν των Αθηναίων, και ουδ' εφαντάζοντό ποτε ότι πελοποννησιακός στόλος ήθελε πλησιάσει εις την Ιωνίαν ενόσω οι Αθηναίοι ήσαν κύριοι της θαλάσσης.
33. Αναχωρήσας δ' εκ της Εφέσου ο Αλκίδας έπλεε γρήγορα ωσάν να ετρέπετο εις φυγήν· διότι, ενώ ευρίσκετο ακόμη εις τα ύδατα της Κλάρου, έγινεν αντιληπτός από τα πλοία Σαλαμινίαν και Πάραλον (τα οποία έτυχον ερχόμενα εξ Αθηνών), και φοβηθείς την καταδίωξιν έπλεεν εις τ' ανοικτά, απόφασιν έχων να μη προσεγγίση θεληματικώς αλλού παρά εις την Πελοπόννησον. Αι ειδήσεις αύται έφθασαν εις τον Πάχητα και τους Αθηναίους πρώτον εκ της Ερυθραίας· κατόπιν δ' έφθασαν πανταχόθεν και επειδή η Ιωνία ήτον ατείχιστος, εφοβήθησαν πολύ μήπως οι Πελοποννήσιοι, μολονότι μη έχοντες σκοπόν να μείνουν, λεηλατήσουν τας πόλεις όσας ήθελον προσβάλει κατά τον περίπλουν αυτών. Η δε Σαλαμινία και η Πάραλος ήλθον αι ίδιαι να αναγγείλουν ότι είδον τον Αλκίδαν εις την Κλάρον. Τότε ο Πάχης έσπευσε να τον καταδιώξη, και επροχώρησε μάλιστα μέχρι της νήσου Πάτμου, αλλά βλέπων ότι δεν ηδύνατο να τον φθάση επέστρεψε. Κέρδος δε ενόμισεν, επειδή δεν συνήντησε το εχθρικόν ναυτικόν εις το πέλαγος, ότι δεν έμεινε τούτο εις κανέν άλλο μέρος όπου να στήση στρατόπεδον και να τον αναγκάση να το φυλάττη και να το περικλείση.
34. Παραπλέων δε εσταμάτησε κατά την επιστροφήν του εις το Νότιον, πόλιν των Κολοφωνίων, όπου ο λαός ούτος κατώκησεν, αφού η άνω πόλις εκυριεύθη υπό του Ιταμάνους και των βαρβάρων, τους οποίους προσεκάλεσεν εκεί εμφυλία στάσις· εκυριεύθη δε η πόλις αύτη, ότε εγίνετο εις την Αττικήν η δευτέρα εισβολή των Πελοποννησίων. Εν τούτοις οι καταφυγόντες εις το Νότιον και κατοικήσαντες εκεί ήρχισαν πάλιν τας εμφυλίους έριδας. Και μία μεν μερίς εξ αυτών εισαγαγούσα επικουρικόν στρατόν από Αρκάδας και βαρβάρους, τους οποίους είχε στείλει ο Πισσούθνης, εκλείσθη εις διατείχισμά τι· εισήλθον δ' επίσης μετ' αυτών και εκυβέρνων τας υποθέσεις όσοι από τους Κολοφωνίους της άνω πόλεως ήσαν φίλοι των Μήδων· η δε αντίπαλος μερίς αναγκασθείσα να φύγη προσεκάλεσε τον Πάχητα. Ούτος εζήτησε συνέντευξιν μετά του Ιππίου του εν τω διατειχίσματι αρχηγού των Αρκάδων, υποσχεθείς εις αυτόν ότι θα τον απέλυε πάλιν σώον και υγιά, εάν δεν εδέχετο τας προτάσεις του. Και ο μεν Ιππίας εξήλθε προς αυτόν· ο δε Πάχης τούτον μεν εφυλάκισεν, όχι όμως σιδηροδέσμιον, επιτεθείς δε εξ απροόπτου κατά του τειχίσματος εκυρίευσεν αυτό και εφόνευσεν όλους τους εν αυτώ ευρισκομένους Αρκάδας και βαρβάρους· επανέφερε δε τον Ιππίαν ως είχεν υποσχεθή· αλλ' άμα εισελθόντα τον συλλαμβάνει και τον φονεύει διά τόξου. Και απέδωκε το Νότιον εις τους Κολοφωνίους εξαιρέσας εκείνους όσοι έδειξαν φιλίαν προς τους Μήδους. Βραδύτερον οι Αθηναίοι στείλαντες οικιστάς, σύμφωνα με τους νόμους των, συνώκισαν το Νότιον, συναθροίσαντες εκ των διαφόρων πόλεων όλους τους διεσπαρμένους Κολοφωνίους.
35. Ο δε Πάχης επιστρέψας εις την Μυτιλήνην υπέταξε την Πύρραν και την Έρεσον· συλλαβών δε τον Λακεδαιμόνιον Σάλαιθον κρυμμένον εν τη πόλει αποστέλλει αυτόν εις Αθήνας μετά των εν Τενέδω κρατουμένων και των άλλων, τους οποίους υπέθετεν ως αιτίους της αποστασίας· αποπέμπει επίσης και το πλειότερον μέρος του στρατού. Μείνας δε μετά του υπολοίπου διωργάνωσε κατά το δοκούν τα της Μυτιλήνης και της λοιπής Λέσβου.
36. Ότε δ' έφθασαν οι Μυτιληναίοι και ο Σάλαιθος, οι Αθηναίοι τον μεν Σάλαιθον ευθύς εφόνευσαν, μολονότι ούτος υπέσχετο μεταξύ πολλών άλλων να απομακρύνη τους Πελοποννησίους και από των Πλαταιών, αι οποίαι επολιορκούντο ακόμη· περί δε των λοιπών διεσκέπτοντο. Εν τη οργή των απεφάσισαν όχι μόνον τους παρόντας να φονεύσουν, αλλά και όλους τους εφήβους Μυτιληναίους, και να ανδραποδίσουν τους παίδας και τας γυναίκας. Διότι εύρισκαν ασυγχώρητον το ότι απεστάτησαν χωρίς να έχουν παράπονα ως οι άλλοι· εκείνο δε το οποίον ηύξανε την οργήν των ήτο ότι ο στόλος των Πελοποννησίων, όπως βοηθήση την Μυτιλήνην, ετόλμησε να διακινδυνεύση εις τα παράλια της Ιωνίας· διότι δεν επίστευαν ότι οι Μυτιληναίοι είχαν αποστατήσει χωρίς να έχουν κατά νουν μέγα σχέδιον. Στέλλουν λοιπόν τριήρη προς τον Πάχητα, όπως αναγγείλη τα αποφασισθέντα και διατάξη αυτόν να φονεύση ταχέως τους Μυτιληναίους· αλλά κατά την επομένην ημέραν κατέλαβεν αυτούς ευθύς η μεταμέλεια και ανελογίσθησαν την σοβαρότητα και την σκληρότητα αποφάσεως, η οποία κατεδίκαζεν εις θάνατον ολόκληρον πόλιν και όχι τους αιτίους. Άμα ενόησαν τούτο οι παρόντες πρέσβεις των Μυτιληναίων και οι εν Αθήναις φίλοι των, παρεσκεύασαν τους άρχοντας ούτως ώστε να σκεφθούν και πάλιν περί του πράγματος τούτου· τους έπεισαν δε ευκόλως· διότι και οι άρχοντες ούτοι είχαν πεποίθησιν ότι οι πλείστοι των πολιτών επεθύμουν να κάμουν δευτέραν διάσκεψιν. Σχηματισθείσης λοιπόν της εκκλησίας αμέσως, ο καθείς επρότεινε την γνώμην του. Κλέων δε ο Κλεαινίτου, του οποίου η υπέρ του θανάτου γνώμη είχεν υπερισχύσει κατά την προτεραίαν, ο βιαιότερος των πολιτών εις πάσαν περίστασιν και μεγίστην έχων τότε επίδρασιν επί του δήμου, ανελθών εις το βήμα πάλιν έλεγε ταύτα.
37. «Πολλάκις και τώρα και κατά το παρελθόν υπεστήριξα ότι η δημοκρατία είναι αδύνατον να κυβερνά άλλους λαούς, και την γνώμην ταύτην ισχυροποιεί ακόμη περισσότερον η σημερινή μεταμέλειά σας περί των Μυτιληναίων. Συνηθίσαντες εις τον καθημερινόν βίον μήτε να φοβήσθε μήτε να επιβουλεύησθε αλλήλους πράττετε το αυτό και προς τους συμμάχους· και εάν η παραπειθόμενοι από την ευγλωττίαν των ή ενδίδοντες από οίκτον περιπίπτετε εις σφάλμα τι, δεν πιστεύετε ότι η αδυναμία σας θα σας αποβή επικίνδυνος και άνευ ευγνωμοσύνης εκ μέρους των συμμάχων. Δεν παρατηρείτε ότι η κυριαρχία σας είναι αληθής τυραννία επιβεβλημένη επί ανθρώπων επιβούλων, οίτινες ακουσίως υπακούουν, οίτινες, ουδεμίαν σας χρεωστούν χάριν διά τας γινομένας προς αυτούς με βλάβην ιδικήν σας χάριτας, αλλ' οίτινες σας υποτάσσονται από ανάγκην μάλλον παρά από ευγνωμοσύνην. Το δεινότατον δε πάντων είναι ότι ουδεμία πλέον σταθερότης θέλει υπάρχει εις τας αποφάσεις μας και δεν θα εννοώμεν ότι καλήτερον η πόλις μας να έχη κακούς, αλλά σταθερούς νόμους παρά καλούς αλλά ακύρους· ότι σώφρων αμάθεια είναι ωφελιμωτέρα της ακολάστου δεξιότητος· και ότι ως επί το πλείστον αι πόλεις ευδαιμονούν όταν έχουν ανθρώπους μετρίους παρ' όταν έχουν ανθρώπους συνετωτάτους· διότι ούτοι θέλουν αι ιδικαί των γνώμαι να φαίνωνται σοφώτεραι από τους νόμους και τα λεγόμενά των να κατισχύουν εις τας συνελεύσεις, ως να μη υπήρχον τάχα άλλαι μεγαλύτεραι ευκαιρίαι διά να δείξουν την ευφυίαν των, τούτου δ' ένεκα καταστρέφουν τας πόλεις· ενώ οι άλλοι, οι δυσπιστούντες προς την ιδίαν αυτών σύνεσιν, ομολογούν ότι είναι αμαθέστεροι των νόμων και ολιγώτερον ικανοί να επικρίνουν τον λόγον του ρήτορος· δίκαιοι δε όντες μάλλον κριταί παρά ρητορικοί αθληταί επιτυγχάνουν σχεδόν πάντοτε. Ούτω λοιπόν πρέπει να πράττωμεν και ημείς αντί να περιπλεκώμεθα εις αγώνα ευγλωττίας και ευφυίας και σας δίδωμεν συμβουλάς αντιθέτους προς τας πεποιθήσεις μας.
38. »Και εγώ μεν την αυτήν έχω γνώμην και απορώ με εκείνους, οίτινες επρότειναν δευτέραν διάσκεψιν περί των Μυτιληναίων και επροκάλεσαν χρονοτριβήν ήτις αποβαίνει προς όφελος των αδικησάντων (διότι η οργή του παθόντος εναντίον του αδικήσαντος γίνεται χαλαρωτέρα, ενώ η άμυνα, όταν ακολουθή αμέσως μετά την ύβριν, επειδή επέρχεται ευθύς προς αντίκρουσιν, επιβάλλει την αρμόζουσαν τιμωρίαν), απορώ δε και ποίος θέλει αντείπει εις εμέ και αποδείξει ότι αι μεν αδικίαι των Μυτιληναίων είναι ωφέλιμοι εις ημάς, αι δε συμφοραί μας καθίστανται βλαβεραί εις τους συμμάχους. Είναι φανερόν ότι βασιζόμενος εις την ρητορικήν αυτού δεινότητα ήθελε προσπαθήσει να υποστηρίξη το εναντίον, διά να αποδείξη ότι δεν εγένετο κοινή απόφασις, ή, κινούμενος από κέρδος, ήθελε παρασκευάσει μετά κόπου λόγον ευπρόσωπον, αποπειρώμενος να σας απατήση. Δυστυχώς η πολιτεία τα μεν βραβεία των τοιούτων αγώνων δίδει εις άλλους, δι' εαυτήν δε επιφυλάσσει μόνον τους κινδύνους. Του κακού τούτου αίτιοι είσθε σεις, οίτινες κακώς διανέμοντες τας αμοιβάς συνηθίζετε να παρίστασθε θεαταί των λόγων και ακροαταί των έργων. Από τους τεχνικούς λόγους των καλώς ομιλούντων κρίνετε περί των μελλόντων έργων, παρασυρόμενοι δε τοιουτοτρόπως πιστεύετε ότι τα μέχρι τούδε πραχθέντα εγένοντο ουχί όπως τα είδατε αλλ' όπως τα ακούετε παρ' αυτών· και από καινοφανή μεν λόγον τείνετε παραπολύ εις το ν' απατάσθε, υπό λόγου δε εκ πείρας ανεγνωρισμένου ως αρίστου δεν πείθεσθε, ακαθέκτως παρασυρόμενοι υπό των εκάστοτε παραδόξων και περιφρονούντες των συνήθων. Όλοι θέλετε να είσθε ρήτορες, επειδή δε τούτο δεν είναι δυνατόν, ανταγωνίζεσθε προς τους όντας τοιούτους, διά να μη φανήτε ότι ηκολουθήσατε την προηγούμενως τεθείσαν γνώμην, αλλ' ότι πρότερον επεδοκιμάσατε, αν είπη τι με ευφυίαν ο ρήτωρ. Ταχείς εις το να προαισθάνεσθε όσα σας λέγουσιν είσθε βραδείς εις το να προβλέπετε τα εξ αυτών αποβησόμενα. Ζητούντες, ούτως ειπείν, άλλα νεώτερα από όσα είνε συνηθισμένα και με τα οποία κυβερνώμεθα, ουδέ περί των παρόντων κρίνετε ορθώς. Τέλος παρασυρόμενοι υπό της τέρψεως της ακοής ομοιάζετε μάλλον με καθημένους ακροατάς σοφιστών παρά με πολίτας σκεπτομένους περί των συμφερόντων της πόλεως.
39. » Εκ τούτων των ελαττωμάτων θέλων να σας αποτρέψω αποφαίνομαι ότι οι Μυτιληναίοι την πόλιν ημών πλειότερον παρά κάθε άλλη πόλις ηδίκησαν. Και εκείνους μεν οίτινες απεστάτησαν μη δυνηθέντες να υποφέρουν την ημετέραν δεσποτείαν ή αναγκασθέντες υπό των εχθρών τους συγχωρώ· τι να είπω όμως δι' εκείνους οίτινες έχοντες νήσον μετά τειχών και μόνον κατά θάλασσαν φοβούμενοι τους ημετέρους εχθρούς, και εν τη οποία όμως (θαλάσση) ηδύναντο να αντιτάξουν προς αυτούς πλοία, είναι αυτόνομοι και απολαύουν των πρώτων τιμών; τι άλλο παρά ότι η διαγωγή των είναι συνωμοσία και επανάστασις μάλλον παρά αποστασία (διότι η αποστασία προέρχεται μόνον από καταπιεζομένους), τι άλλο τέλος παρά συνεννόησις μετά των σκληροτάτων εχθρών μας, διά να τους βοηθήσουν να μας καταστρέψουν; Το έγκλημά των είναι μεγαλύτερον παρά εάν στηριζόμενοι επί των ιδίων των δυνάμεων μας εκήρυτταν πόλεμον φανερόν. Ουδέν εχρησίμευσεν αυτοίς ως παράδειγμα, ούτε αι συμφοραί των άλλων όσοι αποστατήσαντες από ημάς υπετάγησαν ήδη, ούτε η παρούσα ευδαιμονία των τους απέτρεψεν από του να ριφθούν εις τους κινδύνους, γενόμενοι δε θρασείς προς το μέλλον και ελπίσαντες πράγματα μεγαλύτερα μεν της δυνάμεώς των, μικρότερα δε της πραγματικής θελήσεώς των έκαμαν πρώτοι πόλεμον, προτιμήσαντες την βίαν παρά την προς ημάς πίστιν· και άμα ενόμισαν ότι ήσαν ισχυρότεροι προσέβαλον ημάς χωρίς να αδικηθούν. Πολλάκις συμβαίνει ώστε αι πόλεις εις όσας έλθη απροσδόκητος ευτυχία να τρέπωνται εις την ύβριν· εξ εναντίας αι κατά τους φυσικούς νόμους ευτυχίαι είναι ολιγώτερον επικίνδυνοι των απροσδοκήτων και είναι ευκολώτερον ούτως ειπείν να αποκρούσουν την δυστυχίαν παρά να διασώσουν την ευδαιμονίαν. Έπρεπε προ πολλού ήδη οι Μυτιληναίοι να μη τιμώνται παρ' ημών τόσον ευνοϊκώτερα των άλλων· εάν εγίνετο τούτο, δεν θα περιήρχοντο εις τοιούτον βαθμόν αυθαδείας, τοσούτω μάλλον όσω έγκειται εις την φύσιν του ανθρώπου να περιφρονή τους θωπεύοντας και να σέβεται τους μη υποχωρούντας. Ας τιμωρηθούν λοιπόν σήμερον ανταξίως της αδικίας των, και μη συγχωρήσετε τον λαόν επιρρίπτοντες το σφάλμα εις τους ολιγαρχικούς. Όλοι επετέθησαν καθ' ημών ομοίως, ενώ ηδύναντο προστρέχοντες εις ημάς να αποκατασταθούν τώρα πάλιν εις την πόλιν των· αλλά προτιμήσαντες να συγκινδυνεύσουν μετά των αριστοκρατών συναπεστάτησαν. Σκέφθητε καλώς· εάν επιβάλλετε την αυτήν τιμωρίαν εις τους συμμάχους οίτινες αποστατούν αναγκαζόμενοι υπό των εχθρών και εις τους συμμάχους των οποίων η αποστασία είναι εκουσία, νομίζετε ότι θα ευρεθή κανείς, όστις δεν θέλει αποστατήσει με την πλέον παραμικράν πρόφασιν, όταν λάβη υπ' όψιν του ότι νικήσας μεν θα γίνη ελεύθερος, νικηθείς δε δεν θα πάθη τίποτε αθεράπευτον; Πολεμούντες εναντίον κάθε πόλεως θέλομεν διακινδυνεύει την περιουσίαν και τα σώματα ημών. Και εάν μεν επιτύχωμεν, θα παραλαμβάνωμεν πόλιν κατεστραμμένην και θα στερώμεθα διά παντός της προσόδου, ήτις αποτελεί την δύναμιν ημών· εάν δε αποτύχωμεν, θα προσθέτωμεν εις τους προϋπάρχοντας και άλλους εχθρούς, και τον χρόνον τον οποίον έπρεπε να διαθέτωμεν εις το να πολεμώμεν τους υπάρχοντας εχθρούς θα τον διαθέτωμεν εις το να πολεμώμεν τους ιδικούς μας συμμάχους.
40. » Δεν πρέπει λοιπόν να ελπίσουν ότι θα τύχουν συγγνώμης, διότι ημάρτησαν ανθρωπίνως, ούτε διά της πειθούς ούτε διά των χρημάτων· διότι έβλαψαν όχι χωρίς να θέλουν, αλλ' επεβουλεύθησαν ημάς εν γνώσει· είναι δε αξιοσυγχώρητα μόνα τα ακούσια σφάλματα. Εγώ και τότε και σήμερον διατείνομαι ότι δεν πρέπει να μετανοήτε διά τα άπαξ αποφασισθέντα, εάν θέλετε να αποφύγετε τους τρεις βλαπτικωτάτους διά την πολιτείαν σκοπέλους, τον οίκτον, την από τους λόγους γοητείαν και την επιείκειαν. Διότι δίκαιος οίκτος οφείλεται προς ανθρώπους ομοίους με ημάς, ουδόλως δε προς εκείνους, οίτινες είναι ανάξιοι του οίκτου ημών και οίτινες δεν θα παύσουν να είναι πάντοτε εχθροί. Οι ρήτορες πού σας ευχαριστούν με τους λόγους των δύνανται να εύρουν στάδιον εις άλλας περιστάσεις ολιγώτερον σπουδαίας από την παρούσαν, και όχι τώρα, ότε η μεν πόλις βραχείαν ηδονήν απολαύσασα θέλει ζημιωθή μεγάλως, αυτοί δε θέλουν πληρωθή καλώς διά την καλήν ομιλίαν των. Τέλος η επιείκεια οφείλεται εις τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι και θα είναι φίλοι, και όχι εις εκείνους, οι οποίοι θα μείνουν πάντοτε οι ίδιοι και την αυτήν έχθραν θα διατρέφουν πάντοτε προς ημάς. Εν ενί λόγω, εάν μεν πεισθήτε εις εμέ, θέλετε πράξει ό,τι είναι δίκαιον προς τους Μυτιληναίους και συμφέρον προς ημάς, μη πεισθέντες δε όχι μόνον αυτών την ευγνωμοσύνην δεν θέλετε επισύρει, αλλά μάλλον θα καταδικάσετε τον εαυτόν σας. Διότι, εάν η αποστασία των ήτο νόμιμος, τότε η κυριαρχία σας δεν θα είναι τοιαύτη. Εάν δε, μολονότι παράνομον ούσαν, θελήσετε εισέτι να την εξασκήτε, πρέπει επίσης παρανόμως και τούτους να τιμωρήσετε χάριν του συμφέροντος της αρχής. Άλλως παραιτήσατε την αρχήν και μετέρχεσθε ανδραγαθίαν ακίνδυνον. Μεταχειρισθήτε αυτούς όπως θα σας μετεχειρίζοντο. Διαφυγόντες τον κίνδυνον μη φανήτε πλέον απαθείς από εκείνους, που σας επεβουλεύθησαν. Ενθυμηθήτε τι θα έπραττον ούτοι πιθανώς προς σας, εάν ενίκων, και προ πάντων ότι αυτοί υπήρξαν οι πρώτοι αδικήσαντες. Οι άνευ προφάσεως προσβάλλοντές τινα επιμένουν μέχρις ου τον εξολοθρεύσουν, επειδή φοβούνται τον εκ του υπολειπομένου εχθρού κίνδυνον· διότι ο αδίκως παθών τι οργίζεται μάλλον κατά του αδικήσαντος αυτόν παρά ο παθών τι από δικαίας αιτίας. Μη γίνετε προδόται του εαυτού σας, αλλά αναλογιζόμενοι τι εμέλλετε να πάθετε, και προ πάντων πόσας θυσίας ηθέλετε υποστή, διά να τους νικήσετε, ανταποδώσατε σήμερον ό,τι εμέλλετε να πάθετε, χωρίς να δείξετε αιφνιδίαν αδυναμίαν και χωρίς να λησμονήσετε τον προ ολίγου επί των κεφαλών επικρεμασθέντα κίνδυνον. Και τούτους τιμωρήσατε αξίως και δείξατε φανερά διά παραδείγματος εις τους συμμάχους ότι πάσης αποστασίας η τιμωρία θα είναι θάνατος. Άμα γίνη γνωστή η απόφασίς σας, σπανιώτερον θα αμελήτε τους εχθρούς σας, διά να πολεμήτε τους συμμάχους σας ».
41. Ταύτα είπεν ο Κλέων· μετ' αυτόν δε ο Διόδοτος ο Ευκράτους, ο οποίος και κατά την προτέραν εκκλησίαν επολέμησε ζωηρώς το κατά των Μυτιληναίων ψήφισμα θανάτου, αναβάς και τότε εις το βήμα, είπε τα εξής.
42. « Ούτε τους προτείναντας την δευτέραν περί των Μυτιληναίων διάσκεψιν κατηγορώ, ούτε επαινώ εκείνους, που επικρίνουν την επανειλημμένην σύσκεψιν περί των σπουδαιοτάτων υποθέσεων· νομίζω δε ότι δύο πράγματα είναι εναντιώτατα εις την καλήν σκέψιν, η ταχύτης και η οργή, εκ των οποίων η μεν προέρχεται από ανοησίαν, η δε από την αγροικίαν και την μετριότητα του νου. Ο υποστηρίζων ότι η συζήτησις δεν διαφωτίζει τα πράγματα, ή ασύνετος είναι ή έχει ατομικόν συμφέρον· ασύνετος, εάν νομίζη ότι υπάρχει άλλο μέσον, διά να εκφρασθή τις περί του μέλλοντος και του αφανούς· ενδιαφερόμενος, εάν θέλων να προτείνη κάτι κακόν και μη ελπίζων ότι θα δυνηθή να υποστηρίξη διά κακών λόγων κακήν υπόθεσιν ζητή δι' επιτηδείων διαβολών να εκφοβίση τους αντιπάλους και τους ακροατάς του. Οι επικινδυνότατοι όμως πάντων είναι οι κατηγορούντες τους ανταγωνιστάς των ότι πωλούν αντί χρημάτων την ρητορικήν των τέχνην. Εάν κατηγορούν αυτούς δι' αμάθειαν, τότε η ήττα αυτών θα επέφερεν απώλειαν ρητορικής ικανότητος μόνον, όχι δε και τιμιότητος· αλλ' ενώπιον κατηγορίας επί αισχροκερδεία, εάν μεν ο ρήτωρ πείση, καθίσταται ύποπτος, εάν δε αποτύχη του σκοπού, χάνει συγχρόνως την υπόληψίν του και ως προς την φρόνησιν και ως προς την τιμιότητα του. Εις τοιαύτην δε περίστασιν η πόλις ουδόλως ωφελείται, διότι ο φόβος στερεί αυτήν των συμβούλων της, ενώ εξ εναντίας θα ηυδαιμόνει περισσότερον, εάν οι τοιούτοι κατήγοροι δεν ήσαν καλοί ρήτορες, διότι τότε δεν θα την παρέσυρον εις τόσα σφάλματα. Πρέπει δε ο αγαθός πολίτης να φαίνεται ότι προτείνει τα άριστα, όχι θέλων να εκφοβίζη τους αντιφρονούντας, αλλ' ομιλών χωρίς να εξασφαλίζη κανέν ιδιαίτερον πλεονέκτημα, η δε σώφρων πολιτεία δεν πρέπει μήτε μαζί με την υπάρχουσαν να δίδη και άλλην τιμήν εις τον πολλά και άριστα συμβουλεύοντα, μήτε όμως να μικρύνη την εις αυτόν υπάρχουσαν· όχι μόνον δεν πρέπει να τιμωρή τον αποτυγχάνοντα ρήτορα, αλλ' ούτε και να δεικνύη προς αυτόν δυσμένειαν. Διά του τρόπου τούτου ούτε ο επιτυχών εις τας προτάσεις του θα ομιλή εναντίον του αισθήματος του και διά να αρέση εις το πλήθος, όπως αξιωθή ακόμη μεγαλυτέρων τιμών, ούτε ο αποτυχών θα καταφεύγη εις αυτά τα μέσα, χαριζόμενος και αυτός διά να προσελκύση το πλήθος.
43. »Τούτων ημείς πράττομεν τα εναντία, και ακόμη εάν κανείς τα άριστα μεν συμβουλεύη, καταστή όμως ύποπτος ότι ομιλεί διά κάποιον κέρδος, φθονήσαντες αυτόν διά τα κέρδη περί των οποίων υποψίαν μόνον έχομεν, στερούμεν την πολιτείαν φανεράς ωφελείας. Εις τοιούτο δε σημείον περιήλθομεν, ώστε αι καλαί συμβουλαί, άνευ ρητορικων στολισμάτων λεγόμεναι, δεν είναι ολιγώτερον ύποπτοι των κακών. Είναι λοιπόν ανάγκη όχι μόνον ο προτείνων ολεθριωτάτην πρότασιν να πείθη το πλήθος δι' απάτης, αλλά και η μάλλον ωφέλιμος γνώμη πρέπει να περιβάλλεται με ψεύδος, διά να γίνη πιστευτή. Ένεκα του φιλυπόπτου αυτής χαρακτήρος η πόλις ημών είναι η μόνη την οποίαν δεν δύναται κανείς να υπηρετήση φανερά και χωρίς να την απατήση. Ο δίδων φανερώς ωφέλιμον συμβουλήν διεγείρει υπονοίας ότι επιζητεί κρυφίως κάποιαν ατομικήν αμοιβήν. Πρέπει δε, προκειμένου περί των μεγίστων συμφερόντων και εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν, να απαιτήτε να λέγωμεν κάτι ημείς των οποίων η διάνοια φθάνει μακρύτερα από σας, οι οποίοι δι' ολίγην ώραν σκέπτεσθε, προ πάντων επειδή ημείς είμεθα υπεύθυνοι σύμβουλοι και σεις ανεύθυνοι ακροαταί. Εάν όμως υφίστατο ζημίαν και ο πείσας και ο πεισθείς, αι αποφάσεις θα ήσαν δικαιότεραι· σήμερον δε, εάν περιπίπτετε ενίοτε εις σφάλματα παρασυρόμενοι υπό της ορμής, την οποίαν θα τύχη να έχετε, τιμωρείτε μόνον την γνώμην του πείσαντος, όχι δε και τας ιδικάς σας, αι οποίαι, μολονότι πολλαί, συνημάρτησαν.
44. » Εγώ δε ανέβην εις το βήμα, όχι διά να αντείπω εις τα κατά των Μυτιληναίων αποφασισθέντα ουδέ διά να κατηγορήσω αυτούς. Διότι, εάν κρίνωμεν φρονίμως τα πράγματα, όχι περί της αδικίας εκείνων πρόκειται εις ημάς συζήτησις, αλλά ποία η συμφερωτέρα δι' ημάς απόφασις. Και εάν αποδειχθή ότι είναι εις τον ανώτατον βαθμόν ένοχοι, δεν θα συμβουλεύσω διά τούτο ότι είναι άξιοι θανάτου, καθώς επίσης δεν θα τους συγχωρήσω ειμή καθ' όσον συμφέρει εις την πολιτείαν. Νομίζω δε ότι πρέπει να σκεφθώμεν μάλλον διά το μέλλον παρά διά το παρόν. Και μολονότι ο Κλέων ισχυρίζεται ότι η θανατική ποινή θα είναι ωφέλιμος εις το μέλλον, διότι θα ελαττώση τας αποστασίας, εγώ αποβλέπων εις την μέλλουσαν ησυχίαν μας ισχυρίζομαι τα εναντία. Μη παρασυρθήτε από την ευπρέπειαν του λόγου του και ούτως απορρίψετε την από του ιδικού μου λόγου ωφέλειαν· διότι ο λόγος του, ένεκα της οργής, την οποίαν έχετε εναντίον των Μυτιληναίων, δύναται να σας φανή δικαιότερος και να σας πείση· ημείς όμως δεν δικαζόμεθα προς αυτούς ώστε να έχωμεν ανάγκην δικαιοσύνης, αλλά σκεπτόμεθα περί αυτών κατά πόσον ο θάνατος ή η σωτηρία των συμφέρει προς ημάς.
45. »Εις τας πλείστας πόλεις η ποινή του θανάτου είναι καθιερωμένη διά πολλά εγκλήματα, των οποίων τινά δεν εξισούνται με το των Μυτιληναίων· όμως παρασυρόμενοι από την ελπίδα οι άνθρωποι αψηφούν τον κίνδυνον, και ουδείς μέχρι τούδε εξετέθη εις αυτόν πιστεύων ότι δεν θα επιτύχη εις το κατά των εχθρών επιχείρημα του· επίσης ποία πόλις αποστατούσα επεχείρησε τούτο χωρίς να έχη αρκούσαν βεβαιότητα ότι θα υποστηριχθή είτε από τα ιδικά της μέσα είτε από τας δυνάμεις των συμμάχων; Είναι φυσικόν εις όλους τους ανθρώπους να σφάλλουν και εις τον ιδιωτικον βίον και εις τον δημόσιον, ουδέ υπάρχει νόμος δυνάμενος να εμποδίση τούτο, διότι οι άνθρωποι εδοκίμασαν διαδοχικώς όλας τας τιμωρίας επαυξάνοντες αυτάς κατά μικρόν, διά να προφυλάσσωνται περισσότερον από τους κακούργους. Είναι μάλιστα πιθανόν ότι άλλοτε αι ποιναί ήσαν ηπιώτεραι διά τα μέγιστα εγκλήματα· αλλ' επειδή τα περιεφρόνουν, ανέβησαν αι πολλαί τούτων διά του χρόνου εις τον θάνατον· και με αυτόν όμως οι άνθρωποι παραβαίνουν τους νόμους. Ή πρέπει λοιπόν να εύρωμεν άλλο φόβητρον τρομερώτερον, ή να ομολογήσωμεν ότι η θανατική ποινή είναι ανωφελής. Όλοι οι άνθρωποι ωθούνται προς τους κινδύνους· ο μεν πτωχός ενθαρρύνεται υπό της ανάγκης, ο δε πλούσιος υπό της υπερηφανείας του πλούτου, οι δε τυχόν άλλοι υπό άλλων παθών τα οποία έχουσι και τα οποία τους παρασύρουν. Η ελπίς και η επιθυμία ευρίσκονται πανταχού· η επιθυμία προηγείται, η ελπίς ακολουθεί· εκείνη μεν σχεδιάζουσα την επιχείρησιν, αύτη δε υποδεικνύουσα την ευκολίαν της επιτυχίας, προξενούν τα μεγαλύτερα δυστυχήματα· και επειδή είναι αφανείς, διά τούτο είναι φοβερώτεροι των φανερών κινδύνων. Εκτός τούτων συντελεί όχι λιγώτερον εις την παρακίνησιν ημών και η τύχη· διότι παρισταμένη απροσδοκήτως και από μικρών αφορμών παρασύρει τον άνθρωπον προς τους κινδύνους, και προ πάντων τας πόλεις, μάλιστα διότι πρόκειται περί δύο μεγάλων ζητημάτων ως προς αυτάς, ήτοι περί της ελευθερίας ή της των άλλων αρχής, και έκαστος ενούμενος μετά των συμπολιτών του νομίζει ότι είναι κάπως ισχυρότερος παρά όσον είναι πράγματι. Εν συντόμω φρονώ παράλογον και πολύ βλακώδες το να πιστεύωμεν, ότι η ανθρωπίνη φύσις, όταν παρασύρεται βίαια προς πράξίν τινα, είναι δυνατόν να αποτραπή είτε διά της ισχύος των νόμων είτε διά κανενός φόβου.
46. » Δεν πρέπει λοιπόν μήτε να εκφέρητε κακήν απόφασιν πιστεύοντες ότι η θανατική ποινή παρέχει εγγύησιν, μήτε να αφαιρέσητε από τους αποστατήσαντας κάθε ιδέαν μετανοίας και ταχείας εξαλείψεως του εγκλήματός των. Σκεφθήτε ότι σήμερον, εάν καμμία πόλις αποστατήση και ιδή ότι δεν είναι ικανή να υπερισχύση, δύναται να έλθη εις συμβιβασμόν ενόσω ακόμη είναι εις κατάστασιν να αποζημιώση διά τα έξοδα του πολέμου και εις το μέλλον να πληρώνη φόρους· εν εναντία περιπτώσει, νομίζετε ότι θα ευρίσκετο, πόλις η οποία δεν ήθελε παρασκευασθή τελειότερον παρ' ό,τι τώρα αι πόλεις παρασκευάζονται και δεν ήθελεν υποστή την μέχρι τελείας εξαντλήσεως πολιορκίαν, εάν ήξευρεν ότι ουδεμία υπήρχε διαφορά μεταξύ ταχείας υποταγής και παρατάσεως του αγώνος; δεν θα ήτο δε και εις ημάς επιζήμιον να δαπανώμεν διά πολιορκίαν πόλεως απόφασιν εχούσης να μη παραδοθή, αφού δε την κυριεύομεν, να την ευρίσκωμεν κατεστραμμένην και να χάνωμεν του λοιπού τας εξ αυτής προσόδους ; Και όμως διά των προσόδων τούτων είμεθα ισχυροί εναντίον των εχθρών ημών. Δεν πρέπει λοιπόν να βλάπτωμεν ημάς αυτούς τιμωρούντες αυστηρώς τους αμαρτάνοντας, αλλ' ας προσπαθώμεν μάλλον διά μετρίων ποινών να έχωμεν τας πόλεις ακμαίας εις πλούτον, εξαρτώντες την φύλαξιν αυτών όχι από την αυστηρότητα των νόμων αλλ' από την πραγματικήν επιμέλειαν. Σήμερον πράττομεν τα εναντία τούτων. Εάν υποδουλώσωμεν ένα λαόν ελεύθερον του οποίου διά της βίας άρχομεν και ο οποίος αποστατεί κατά φυσικόν νόμον χάριν της αυτονομίας του, νομίζομεν ότι πρέπει να τον τιμωρήσωμεν αυστηρώς. Εν τούτοις δεν πρέπει να τιμωρώμεν απηνώς άνδρας ελευθέρους οίτινες αποστατούσιν, αλλά πρέπει να τους επιτηρώμεν αυστηρά πριν αποστατήσουν και να προλαμβάνωμεν μηδέ εις την φαντασίαν των να έρχεται τοιαύτη ιδέα, ή, αφού τους υποτάσσωμεν, να μη επιρρίπτωμεν την ενοχήν που αρμόζει να επιρρίπτωμεν παρά εις όσον το δυνατόν ολίγους.
47. » Σκέφθητε πόσον θα σφάλετε πειθόμενοι εις τον Κλέωνα. Σήμερον εις όλας τας πόλεις ο λαός είναι ευνοϊκός προς σας και δεν επαναστατεί μετά των ολιγαρχικών, παρά, εάν βιασθή, αμέσως γίνεται εχθρός εκείνων οίτινες τον ηνάγκασαν να αποστατήση· και όταν εκστρατεύετε εναντίον πόλεως εχθρικής, έχετε σύμμαχον· το πλήθος αυτής. Εάν όμως εξολοθρεύσετε τον λαόν των Μυτιληναίων, ο οποίος όχι μόνον δεν μετέσχε της αποστασίας, αλλ' άμα έλαβεν όπλα παρέδωκεν εκουσίως την πόλιν, πρώτον μεν θα αδικήσετε φονεύοντες τους ευεργέτας, έπειτα δε θα πράξετε διά τους ισχυρούς των ανθρώπων εκείνο, το οποίον κατ' εξοχήν επιθυμούν διότι, αποστατούντες ούτοι τας πόλεις, ευθύς θα έχουν σύμμαχον τον δήμον, αφού σεις εδείξατε προηγουμένως ότι η αυτή ποινή περιμένει και τους αθώους και τους ενόχους. Πρέπει δε, και εάν είναι ένοχοι, να υποκρινώμεθα ότι δεν είναι, διά να μη καταστήσωμεν εχθρόν τον μόνον σύμμαχον, ο οποίος μας μένει. Νομίζω δε ότι είναι πολύ συμφερώτερον προς διατήρησιν της αρχής να αδικηθώμεν εκουσίως παρά να εξολοθρεύσωμεν δικαίως ανθρώπους, τους οποίους πρέπει να φεισθώμεν προς το συμφέρον της πόλεως. Και ό,τι ο Κλέων υποστηρίζει ως δίκαιον να γίνη και ως συμφέρον δεν είναι δυνατόν να είναι τοιούτον συγχρόνως (δίκαιον και συμφέρον).
48. » Σεις δε αναγνωρίζσντες ότι ταύτα είναι συμφερώτερα, και μήτε εις τον οίκτον μήτε εις την επιείκειαν ενδίδοντες περισσότερον (κατά των οποίων εγώ πρώτος θα είχον καθήκον να σας προφυλάξω) ακούσατε μόνον την φωνήν του ορθού λόγου. Δικάσατε χωρίς μεγάλην βιασύνην τους Μυτιληναίους, τους οποίους ο Πάχης έπεμψεν ως ενόχους, τους δε άλλους αφήσατε να ζουν ήσυχα εις τας οικίας των. Η πράξις αύτη και διά το μέλλον είναι ωφέλιμος και από τούδε διά τους εχθρούς φοβερά· διότι ο φρόνιμα σκεπτόμενος είναι ισχυρότερος παρά ο μετά πραγματικής μεν δυνάμεως, αλλ' αφρόνως προσβάλλων τους εχθρούς ».
49. Ταύτα είπεν ο Διόδοτος. Αφού δε ειπώθησαν αι τελείως αντίθετοι μεταξύ των γνώμαι αύται, οι Αθηναίοι εφιλονείκησαν μεν ως προς την απόφασιν, και μάλιστα αι ψήφοι διηρέθησαν, υπερίσχυσεν όμως η γνώμη του Διοδότου. Ευθύς λοιπόν, έστειλαν δεύτερον πολεμικόν πλοίον, ίνα μη το άλλο, το οποίον είχεν εκπεμφθή μίαν ημέραν και μίαν νύκτα πρότερον, φθάση πρώτον και ευρεθή κατεστραμμένη η Μυτιλήνη. Αφού δε επρομήθευσαν οι Μυτιληναίοι πρέσβεις εις το πλοίον, οίνον και άλευρον και πολλά υπεσχέθησαν, εάν έφθανον εγκαίρως οι εις αυτό εισελθόντες. Τοσαύτη δε κατεβλήθη ταχύτης εις τον πλουν, ώστε οι κωπηλάται εκωπηλάτουν τρώγοντες συγχρόνως άλευρα ζυμωμένα με οίνον και έλαιον, και οι μεν εκοιμώντο, οι δε εκωπηλάτουν αλληλοδιαδόχως. Κατά τύχην δε επειδή δεν εσηκώθη άνεμος κανείς αντίθετος και το πρώτον πλοίον το οποίον έφερε την τρομεράν διαταγήν δεν έπλεε ταχέως, η δε άλλη έσπευδε τοιουτοτρόπως, η μεν πρώτη τοσούτον μόνον επρόλαβε την δευτέραν όσον ήρκει να αναγνώση ο Πάχης το ψήφισμα και να ετοιμάση τα προς εκτέλεσιν αυτού· η άφιξις όμως της τελευταίας τον ημπόδισεν. Ούτω λοιπόν παρ' ολίγον να καταστραφή η Μυτιλήνη.
50. Οι δε άλλοι Μυτιληναίοι, τους οποίους είχε πέμψει ο Πάχης ως πρωτίστους αιτίους της αποστασίας, εθανατώθησαν υπό των Αθηναίων κατά πρότασιν του Κλέωνος· και ήσαν ούτοι ολίγον περισσότεροι των χιλίων. Κατεδαφίσαντες δε οι Αθηναίοι τα τείχη των Μυτιληναίων παρέλαβον τα πλοία. Ύστερον φόρον μεν δεν επέβαλον εις τους Λεσβίους, διαιρέσαντες δε την χώραν των, εκτός της των Μηθυμναίων, εις τρισχίλια τεμάχια, τα μεν τριακόσια αφιέρωσαν εις τους θεούς, εις δε τα άλλα έπεμψαν διά να τα καταλάβουν άποικοι Αθηναίοι, εις τους οποίους έπεσεν ο κλήρος να τα λάβουν, και οι Λεσβίοι, υποχρεωθέντες να πληρώνουν κατ' έτος δύο μνας δι' έκαστον τεμάχιον, εκαλλιέργουν αυτοί οι ίδιοι την γην. Κατέλαβαν επίσης οι Αθηναίοι και όλα τα χωρία όσα είχον οι Μυτιληναίοι εις την αντικρύ ήπειρον και υπέταξαν αυτούς υπό την κυριαρχίαν των. Και τα μεν συμβάντα της Μυτιλήνης τοιαύτα υπήρξαν.
51. Κατά το αυτό δε θέρος, μετά την άλωσιν της Λέσβου, οι Αθηναίοι υπό την στρατηγίαν Νικίου του Νικηράτου εξεστράτευσαν κατά της νήσου Μινώας, η οποία κείται προ των Μεγάρων. Οι Μεγαρείς είχαν οικοδομήσει εκεί πύργον και μετεχειρίζοντο αυτόν ως φρούριον. Ήθελε δε ο Νικίας να θέση φρουράν εις το μέρος εκείνο, το οποίον ήτο πλησιέστερον προς τους Αθηναίους παρά το Βούδορον και η Σαλαμίς, διά να παύσουν οι Πελοποννήσιοι να στέλλουν από το μέρος εκείνο κρυφίως πολεμικά πλοία και πειρατάς, το οποίον έγίνετο προηγουμένως, και εμποδισθή κάθε είσπλευσις εις τα Μέγαρα. Εκυρίευσε λοιπόν πρώτον διά θαλάσσης και διά μηχανών δύο πύργους προέχοντας, προς το μέρος της Νισαίας, και, αφού ηλευθέρωσε τον είσπλουν μεταξύ της νήσου και της ηπείρου, έκλεισε το μέρος από το οποίον ήτο δυνατόν, διά γεφύρας άνωθεν από τα τέλματα, να έλθη βοήθεια εις την νήσον μη απέχουσαν πολύ από της στερεάς. Ότε δε συνετελέσθη το έργον εις ολίγας ημέρας, ο Νικίας αφήσας εις την Μινώαν φρούριον και φρουράν επέστρεψε μετά του στρατού.
52. Κατά την αυτήν εποχήν, διαρκούντος του θέρους εκείνου, οι Πλαταιείς μη έχοντες πλέον σίτον μηδέ δυνάμενοι να υφίστανται την πολιορκίαν υπετάγησαν εις τους Πελοποννησίους κατά τον ακόλουθον τρόπον. Οι πολιορκούντες προσέβαλον το τείχος των, οι δε Πλαταιείς δεν ηδυνήθησαν να το υπερασπισθούν. Εννοήσας δ' ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός την αδυναμίαν των διά της βίας μεν δεν ηθέλησε να κυριεύση την πόλιν (διότι εξ οδηγιών πεμφθεισών εκ Λακεδαίμονος είχε μάθει ότι, εάν ποτε εγίνετο ειρήνη με τους Αθηναίους και απεφασίζετο και υπό των δύο η απόδοσις των κυριευθεισών πόλεων, η Πλάταια έπρεπε να εξαιρεθή ως παραδοθείσα εκουσίως), έπεμψε όμως προς τους Πλαταιείς κήρυκα λέγοντα ότι, εάν συγκατετίθεντο να παραδώσουν θεληματικώς την πόλιν των εις τους Λακεδαιμονίους και να τους λάβουν ως δικαστάς, θα ετιμώρουν τους ενόχους και ουδένα θα κατεδίκαζον χωρίς να τον δικάσουν. Ταύτα είπεν ο κήρυξ, εκείνοι δε (διότι ήσαν πλέον εις την εσχάτην εξασθένησιν) παρέδωκαν την πόλιν. Και τους Πλαταιείς έτρεφον οι Πελοποννήσιοι επί τινας ημέρας, μέχρις ου έφθασαν οι εκ Λακεδαίμονος πέντε δικασταί. Ελθόντες ούτοι ουδεμίαν κατηγορίαν απήγγειλαν κατά των Πλαταιέων, αλλά προσκαλέσαντες ηρώτων αυτούς τούτο μόνον· « Εάν κατά τον παρόντα πόλεμον είχον προσφέρει εκδούλευσίν τινα εις τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους ». Εκείνοι δε ζητήσαντες να ομιλήσουν ευρύτερον ανέθεσαν το έργον τούτο εις δύο Πλαταιείς, τον Αστύμαχον τον Ασωπολάου και τον Λάκωνα τον Αειμνήστου, ο οποίος ήτο και πρόξενος των Λακεδαιμονίων. Προχωρήσαντες λοιπόν ούτοι είπον τα εξής.
53. «Την μεν πόλιν σας παρεδώσαμεν, ω Λακεδαιμόνιοι, νομίζοντες ότι η δίκη μας θα εγίνετο οπωσδήποτε δικαιοτέρα παρ' όσον γίνεται την στιγμήν ταύτην, και παρουσιάσθημεν όχι ενώπιον άλλων δικαστών, αλλ' ενώπιόν σας φρονούντες ότι από σας μόνον θα ευρίσκομεν δικαιοσύνην. Τώρα δε φοβούμεθα ότι και εις τα δύο ηπατήθημεν διότι υποπτεύομεν ευλόγως ότι πρόκειται όχι μόνον να αγωνισθώμεν κατά του θανάτου, αλλά και ότι η απόφασίς σας δεν θα είναι αμερόληπτος, συμπεραίνοντες τούτο εκ του ότι και κατηγορία εναντίον μας δεν έγινε κατά της οποίας να αντιτάξωμεν λόγους υπερασπίσεως (αλλ' ημείς αυτοί εζητήσαμεν τον λόγον) και εκ του ότι, επειδή η ερώτησίς σας είναι συνοπτική, εάν μεν είπωμεν την αλήθειαν, θα στραφή αύτη καθ' ημών, εάν δε είπωμεν ψεύδη, θα εξελεγχθώμεν ως ψεύσται. Μολονότι δε περιελθόντες εις την εσχάτην αμηχανίαν, αναγκαζόμεθα εν τούτοις και νομίζομεν ασφαλέστερον να διακινδυνεύσωμεν λέξεις τινάς προς απολογίαν μας· διότι η σιωπή ημών εις τοιαύτην περίστασιν θα μας εξέθετεν εις την μομφήν ότι δεν επράξαμεν ό,τι ήτο δυνατόν, διά να σωθώμεν. Εις τα δεινά δε ταύτα προστίθεται και η δυσκολία να σας πείσωμεν. Εάν ήμεθα άγνωστοι προς αλλήλους, θα ηδυνάμεθα να ωφεληθώμεν προσάγοντες μαρτυρίας διά τας οποίας να μη έχετε είδησιν· αλλά σήμερον θα ομιλήσωμεν προς ανθρώπους γνωρίζοντας τα πάντα, και φοβούμεθα ότι θα κρίνετε τας εκδουλεύσεις ημών κατωτέρας των ιδικών σας και θα καταλογίσετε τούτο εις ημάς ως έγκλημα, καθόσον μάλλον προς ευχαρίστησιν άλλων εισαγόμεθα εις δίκην προαποφασισμένην.
54. » Παρέχοντες όμως προς υπεράσπισίν μας δικαιολογίας ως προς τας διενέξεις ημών προς τους Θηβαίους και προς σας τους άλλους Έλληνας θέλομεν κάμει υπόμνησιν των αγαθών πράξεων ημών και θέλομεν προσπαθήσει να σας πείσωμεν. Αποκρινόμεθα λοιπόν προς την βραχείαν εκείνην επερώτησιν. «Εάν κατά τον παρόντα πόλεμον προσεφέραμεν καμμίαν εκδούλευσιν εις τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους»· εάν μεν μας ερωτάτε ως εχθρούς, δεν πρέπει να εύρετε κακόν ότι δεν σας παρέσχομεν καμμίαν υπηρεσίαν, εάν δε μας νομίζετε φίλους, τον εαυτόν σας μάλλον να κατηγορήσετε, διότι ήλθατε να μας πολεμήσετε. Ως προς δε την διαγωγήν ημών εν καιρώ ειρήνης και εν καιρώ του πολέμου κατά του Μήδου, αύτη υπήρξεν άμεμπτος· και την μεν ειρήνην δεν διελύσαμεν ημείς πρώτοι, κατά δε τον μηδικόν πόλεμον μόνοι ημείς εκ των Βοιωτών επολεμήσαμεν διά την ελευθερίαν της Ελλάδος. Μολονότι ηπειρώται, εναυμαχήσαμεν εις το Αρτεμίσιον, και κατά την μάχην την γενομένην εις την χώραν μας ηνώθημεν μαζί με σας και τον Παυσανίαν· δεν υπάρχει δε κίνδυνος απειλήσας κατ' εκείνην την εποχήν τους Έλληνας εις τον οποίον να μη μετέσχομεν περισσότερον των δυνάμεών μας. Ως προς σας δε ιδίως, ότε ο σεισμός περιέζωσε την Σπάρτην και απεχώρησαν εις την Ιθώμην οι αποστατήσαντες Είλωτες, ημείς επέμψαμεν εις βοήθειαν σας το έν τρίτον του στρατού μας· τοιαύται υπηρεσίαι δεν πρέπει να λησμονώνται.
55. »Και κατά μεν τας παλαιάς και κρισίμους εκείνας περιστάσεις τοιούτοι εφάνημεν, ύστερον όμως εγενόμεθα εχθροί. Τούτου αίτιοι είσθε σεις, διότι, ότε, εζητήσαμεν την συμμαχίαν σας ότε μας προσέβαλον διά της βίας οι Θηβαίοι, σεις μας απεκρούσατε ειπόντες να αποταθώμεν προς τους Αθηναίους υπό την πρόφασιν ότι ούτοι είναι πλησίον, σεις δε πολύ μακράν. Και κατά μεν τον πόλεμον τούτον ούτε επάθετε ούτε εκινδυνεύσατε να πάθητε τίποτε υφ' ημών. Εάν δε δεν ηθελήσαμεν να αποσπασθώμεν από τους Αθηναίους, καθώς μας εσυμβουλεύσατε, η διαγωγή μας δεν ήτο άδικος, διότι και οι Αθηναίοι εβοήθησαν ημάς εναντίον των Θηβαίων, ότε σεις ηρνήθητε να μας βοηθήσετε. Ήθελεν είσθαι αισχρόν να τους προδώσωμεν προ πάντων ότε, αφού εδέχθημεν τας ευεργεσίας των, εισήλθομεν εις την συμμαχίαν των, ζητήσαντες αυτήν, και μετέσχομεν του δικαιώματος της ισοπολιτείας. Είχομεν λοιπόν καθήκον να ακολουθώμεν προθύμως τας διαταγάς των. Εις τας διαταγάς, τας οποίας δίδετε ως ηγεμόνες οι μεν ή οι δε εις τους συμμάχους σας, εάν υπάρχη τι αξιοκατάκριτον, δεν πταίουν οι ακολουθούντες αλλ' οι αρχηγούντες, οι οποίοι δεν οδηγούσιν ορθώς.
56. » Οι δε Θηβαίοι πολλάς και άλλας αδικίας έπραξαν προς ημάς, την δε τελευταίαν γνωρίζετε σεις, διότι ένεκα ταύτης πάσχομεν ταύτα σήμερον. Εισήλθον εις την πόλιν μας εν καιρώ ειρήνης και εις ημέραν εορτής, δικαίως λοιπόν τους ετιμωρήσαμεν σύμφωνα με τον κοινώς ανεγνωρισμένον νόμον, όστις καθιεροί το δικαίωμα να απωθή τις τον επερχόμενον πολέμιον, και δεν είναι δίκαιον να μας τιμωρήσετε σήμερον χάριν αυτών. Εάν θεωρήσετε το δίκαιον αποβλέποντες εις το προσωρινόν συμφέρον σας και την έχθραν εκείνων, θέλετε φανή ότι είσθε όχι αληθείς κριταί του ορθού, αλλά μάλλον δούλοι του συμφέροντος. Εν τούτοις, εάν οι Θηβαίοι σας φαίνωνται χρήσιμοι σήμερον, ημείς όμως και οι άλλοι Έλληνες υπήρξαμεν πολύ περισσότερον άλλοτε, ότε διετρέχετε μεγαλύτερον κίνδυνον· αλλά κατ' εκείνον τον καιρόν, ότε ο βάρβαρος έφερε πανταχού την δουλείαν, οι Θηβαίοι ήσαν μετ' αυτού. Δίκαιον λοιπόν είναι εις το σημερινόν σφάλμα, εάν τωόντι εσφάλομεν, να αντισταθμίσετε την τότε προθυμίαν. Θα εύρετε δε ταύτην σχετικώς μεγαλυτέραν και εις περιστάσεις, κατά τας οποίας ήτο σπάνιον μεταξύ των Ελλήνων να αντιτάξη τις ανδρείαν κατά της δυνάμεως του Ξέρξου. Τότε επηνούντο μάλλον οι μη πράττοντες ακινδύνως τα συμφέροντα εις αυτούς ως προς την έφοδον των βαρβάρων, και εκουσίως αψηφούντες τους κινδύνους χάριν του καλού. Απ' αυτούς όντες και ημείς και τιμηθέντες άλλοτε διά των πρώτων τιμών φοβούμεθα σήμερον μήπως χαθώμεν, διότι ηκολουθήσαμεν τας αυτάς αρχάς προτιμήσαντες τους Αθηναίους χάριν της δικαιοσύνης μάλλον παρά εκ συμφέροντος. Εν τούτοις πρέπει να έχετε την αυτήν γνώμην περί των αυτών, και να μη νομίσετε ότι το συμφέρον είναι άλλο τι παρά το να δύνασθε να συμβιβάζετε την εκάστοτε ωφέλειάν σας με την σταθεράν ευγνωμοσύνην των συμμάχων.
57. »Σκεφθήτε επίσης ότι παρά των πλείστων Ελλήνων νομίζεσθε ως παράδειγμα αρετής· εάν εκφέρετε καθ' ημών άδικον απόφασιν (η δε δίκη δεν δύναται να δικασθή αφανώς, διότι και οι κρίνοντες είναι επαινούμενοι και οι κρινόμενοι αξιόμεμπτοι), προσέξατε μήπως απαρέση εις τους Έλληνας να καταδικασθούν άνδρες ανδρείοι υπό ανδρών ακόμη πλέον ανδρείων και ανατεθούν εις τα κοινά ιερά τα εκ των πτωμάτων λάφυρα ημών των ευεργετών της Ελλάδος. Θα φανή τρομερόν ότι σεις οι Λακεδαιμόνιοι επορθήσατε την Πλάταιαν, την οποίαν οι μεν πατέρες σας ως μαρτύριον ανδρείας ανέγραψαν εις τον εν Δελφοίς τρίποδα, σεις δε εξηφανίσατε σύρριζα από όλον το ελληνικόν χάριν των Θηβαίων. Ιδού λοιπόν εις ποίον σημείον συμφοράς περιήλθομεν ημείς, οι οποίοι, και οι Μήδοι εάν ενίκων, θα κατεστρεφόμεθα και σήμερον νικώμεθα υπό των Θηβαίων εμπρός εις σας, οι οποίοι άλλοτε ήσθε φίλτατοι. Δύο τρομερούς αγώνας υπέστημεν· προ μικρού μεν εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν υπό πείνης, εάν δεν παρεδίδομεν την πόλιν, τώρα δε να καταδικασθώμεν εις θάνατον, και εξ όλων των Ελλήνων ημείς οι Πλαταιείς οι τοσούτον πρόθυμοι εις το να συντρέχωμεν τους Έλληνας υπεράνω των δυνάμεων μας, ημείς μόνοι παρηγκωνίσθημεν και κατηντήσαμεν να εγκαταλειφθώμεν έρημοι και αβοήθητοι· ουδείς εκ των τότε συμμάχων μας ωφελεί, φοβούμεθα δε ότι και σεις, ω Λακεδαιμόνιοι, η μόνη ελπίς, ουδεμίαν βοήθειαν θέλετε μας παράσχει.
58. » Σας ικετεύομεν εν ονόματι των θεών των εφόρων της ημετέρας συμμαχίας και εν ονόματι της αφοσιώσεως ημών προς τους Έλληνας να καμφθήτε και να μεταβάλετε την απόφασιν την οποίαν εσχηματίσατε πεισθέντες εις τους Θηβαίους, και σας παρακαλούμεν να απαιτήσετε και σεις την χάριν να μη φονεύσετε εκείνους τους οποίους δεν αρμόζει εις σας να φονεύσετε· απολαύσατε έντιμον ευγνωμοσύνην αντί ατίμου, και μη επισύρετε εναντίον σας δυσφημίαν, διά να αρέσητε εις τους άλλους· μία στιγμή αρκεί, διά να εξαφανίση τα σώματα ημών, είναι όμως επίπονον να εξαλείψετε την δυσφημίαν από την πράξιν αυτήν. Ημείς τους οποίους θα τιμωρήσετε δεν είμεθα εχθροί, διότι τότε θα ήτο δίκαιον, αλλά φίλοι, οι οποίοι εξ ανάγκης σας επολέμησαν. Χαρίζοντες εις ημάς την ζωήν θέλετε πράξει όσιον έργον. Ενθυμηθήτε ότι παρεδόθημεν εκουσίως τείνοντες προς σας ικέτιδας χείρας (ο δε καθιερωμένος νόμος εις τους Έλληνας απαγορεύει να φονεύωνται ικέται), και προσέτι εγενόμεθα ευεργέται σας εις κάθε περίστασιν. Αποβλέψατε εις τους τάφους των πατέρων σας, τους οποίους φονευθέντας υπό των Μήδων και ταφέντας εις την ημετέραν γην, ετιμώμεν κατ' έτος δημοσία προσφέροντες και τας εν χρήσει θυσίας και τας απαρχάς όλων των ημετέρων καρπών, ευνοϊκοί προς άνδρας εκ φιλικής χώρας καταγομένους και σύμμαχοι προς αρχαίους συμπολεμιστές. Τούτων θέλετε πράξει σεις τα εναντία, εάν εκφέρετε άδικον απόφασιν. Σκεφθήτε καλώς· ο Παυσανίας έθαψεν αυτούς ενταύθα νομίζων ότι τους απέθετε και εις γην φιλικήν και πλησίον φίλων· σεις δε, εάν μας φονεύσετε και την χώραν των Πλαταιών μεταβάλετε εις χώραν των Θηβών, τι άλλο θα πράξετε παρά θα εγκαταλείψετε τους πατέρας σας και τους συγγενείς σας εις γην πολεμίαν και πλησίον των φονέων των, και θα τους στερήσετε των τιμών, τας οποίας έχουν σήμερον ; Προς τούτοις και την γην, εις την οποίαν ηλευθερώθησαν οι Έλληνες, θα την καταστήσετε υπόδουλον, και τους ναούς των θεών, τους οποίους επικαλεσθέντες ενίκησαν τους Μήδους θέλετε ερημώσει, και θέλετε αφαιρέσει από τους ναούς τούτους τας θυσίας, τας οποίας εθέσπισαν οι ιδρυταί αυτών.
59. » Τοιαύτη διαγωγή, ω Λακεδαιμόνιοι, θα ήτον αναξία της δόξης σας, εναντία εις τα κοινά των Ελλήνων έθιμα, και υβριστική διά τους προγόνους σας· μη θυσιάσετε ημάς τους ευεργέτας ένεκα έχθρας, την οποίαν άλλοι μας έχουν, αλλά μάλλον φεισθήτε ημών και καμφθήτε υπό συμπαθείας συνετής. Λάβετε υπ' όψιν όχι μόνον την σπουδαιότητα της ποινής, την οποίαν θα υποστώμεν, αλλ' ότι θέλουν υποστή αυτήν άνδρες ωσάν ημείς και ότι δεν δύναται κανείς να προΐδη πότε και επάνω εις ποίον θα πέση η συμφορά, που δυνατόν να μη ήτο άξιος αυτής. Ημείς, όπως πρέπει εις δυστυχείς και όπως απαιτεί η ανάγκη, επικαλούμενοι τους θεούς τους τιμωμένους εις τους αυτούς και ομοίους βωμούς και κοινούς εις όλους τους Έλληνας ικετεύωμεν να σας πείσουν περί τούτων, συνάμα ζητούντες να μη λησμονήσετε ότι ενθυμούμενοι τους όρκους, τους οποίους ώμοσαν οι πατέρες σας, εγενόμεθα ικέται των πατρόων τάφων σας και επικαλούμενα τους αποθανόντας να μη δουλωθώμεν υπό των Θηβαίων μήτε να παραδοθώμεν εις εχθίστους, ενώ είμεθα φίλοι. Υπενθυμίζομεν προσέτι την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν μετ' εκείνων εδοξάσθημεν, ενώ η παρούσα μας απειλεί διά της εσχάτης τιμωρίας. Περαίνοντες τον λόγον, το οποίον είναι υποχρεωτικόν συνάμα, αλλά και φοβερόν διά τους εν τοιαύτη καταστάσει ευρισκομένους, επειδή και ο βίος συντελευτά συνήθως μετά του λόγου, λέγομεν τέλος, ότι δεν παρεδώσαμεν εις τους Θηβαίους την πόλιν ημών (διότι αντί τούτου προτιμότερος ο ελεεινότατος θάνατος ο διά του λιμού), αλλά προσήλθομεν εμπιστευθέντες εις σας. Είναι δίκαιον, εάν δεν πείσωμεν, να επανέλθωμεν εις την αυτήν θέσιν, εις την οποίαν ευρισκόμεθα προτερον και να μας αφήσετε την εκλογήν του κινδύνου. Σας εξορκίζομεν συγχρόνως, ω Λακεδαιμόνιοι, να μη παραδώσετε διά των ιδίων σας χειρών και εναντίον της πίστεώς σας τους ικέτας σας και προθυμοτάτους υπερασπιστάς της Ελλάδος Πλαταιείς εις τους Θηβαίους τους εχθροτάτους προς ημάς. Γενήτε μάλλον σωτήρες ημών και μη μας εξολοθρεύσετε καθ' ην στιγμήν αποδίδετε την ελευθερίαν εις τους άλλους Έλληνας ».
60. Ταύτα είπον οι Πλαταιείς, οι δε Θηβαίοι φοβηθέντες μήπως οι Λακεδαιμόνιοι καμφθώσι παρασυρόμενοι από τον λόγον τούτον επροχώρησαν λέγοντες ότι ήθελαν και αυτοί να ομιλήσουν, αφού, εναντίον της γνώμης, την οποίαν είχαν δώσει, επετράπη εις τους Πλαταιείς να παρατείνουν πέραν του δέοντος την απόκρισίν των εις την υποβληθείσαν ερώτησιν. Άμα δε εδόθη εις αυτούς η άδεια, είπαν τα εξής.
61. «Δεν θα εζητούμεν τον λόγον, εάν οι Πλαταιείς απεκρίνοντο με συντομίαν εις την ερώτησιν και εάν στρέφοντες τον λόγον εναντίον μας δεν κατηγόρουν ημάς· τέλος, εάν δεν έκαμναν μακράν και έξω του προκειμένου απολογίαν και δεν επήνουν εκείνα, τα οποία ουδείς εμέμφθη. Τούτο μας αναγκάζει τα μεν να αποκρούσωμεν, τα δε να εξελέγξωμεν, διά να μη ωφεληθούν μήτε από την κακίαν ημών μήτε από την ιδικήν των δόξαν και διά να δικάσετε, αφού ακούσετε τα αληθή περί αμφοτέρων. Η πρώτη αιτία, διά την οποίαν εχωρίσθημεν απ' αυτούς, είναι, διότι οι Πλαταιείς, αφού ημείς εγίναμεν κύριοι της Βοιωτίας και εκτίσαμεν την Πλάταιαν και άλλας πόλεις, εκ των οποίων εδιώξαμεν τους συμμίκτους λαούς, δεν κατεδέχοντο να κυβερνώνται υφ' ημών, όπως εσυμφωνήθη κατ' αρχάς, μόνοι δε μεταξύ των Βοιωτών παραβαίνοντες τα πάτρια, επειδή ηθελήσαμεν να τους σωφρονίσωμεν, ηνώθησαν με τους Αθηναίους και μετ' αυτών μας έβλαπταν πολύ, αλλά και ημείς τοις ανταπεδίδαμεν τα ίσα.
62. » Ότε δε ο βάρβαρος ήλθε κατά της Ελλάδος, λέγουν ότι αυτοί μόνοι δεν εμήδισαν (ετάχθησαν με τους Μήδους), και τούτου ένεκα προ πάντων αγάλλονται και μας χλευάζουν. Ημείς όμως δεν είπομεν ότι εμήδισαν, καθώς ούτε οι Αθηναίοι· αλλ' ότε βραδύτερον οι Αθηναίοι, τον αυτόν σκοπόν έχοντες ως οι Μήδοι, επήλθον κατά των Ελλήνων, λέγομεν ότι οι Πλαταιείς μόνοι μεταξύ των Βοιωτών εκηρύχθησαν αττικίζοντες. Σκεφθήτε εν τούτοις ποίον πολίτευμα μας διείπεν εκατέρους, ότε επράξαμεν τούτο. Η μεν πόλις ημών ούτε κατ' ολιγαρχίαν αριστοκρατικήν επολιτεύετο τότε, ούτε κατά δημοκρατίαν· αλλ' εκείνο που και εις τους νόμους και εις την σωφροσύνην είναι εναντιώτατον και εις την τυραννίαν πλησιέστατον εγίνετο εις ημάς, ήτοι ολίγοι άνδρες κατείχον βιαίως την αρχήν. Ούτοι δε ελπίσαντες ότι ήθελον γίνει δυνατώτεροι, εάν επεκράτουν οι Μήδοι, προσεκάλεσαν αυτούς κυριαρχούντες του λαού διά της βίας· και ότε ολόκληρος η πόλις έπραξε τούτο, δεν ήτο κυρία εαυτής και δεν έπρεπε να ονειδίζεται δι' εκείνα, τα οποία έπραξεν ευρισκομένη εις έκνομον κατάστασιν. Αλλ' ότε ο Μήδος έφυγε και η πόλις ανέλαβε το νόμιμόν της πολίτευμα, ότε βραδύτερον εισέβαλον οι Αθηναίοι προσπαθούντες να καθυποτάξουν την χώραν ημών και την άλλην Ελλάδα, ότε διά των διαιρέσεων κατέλαβαν ήδη τα πλείστα μέρη αυτής, σκεφθήτε, αν νικήσαντες αυτούς εις την Κορώνειαν δεν ηλευθερώσαμεν την Βοιωτίαν και εάν σήμερον δεν συνελευθερούμεν προθύμως τους άλλους και ιππικόν παρέχοντες και πολεμικά εφόδια πλειότερα παρά κάθε άλλος εκ των συμμάχων. Και ταύτα μεν απολογούμεθα ως προς τον μηδισμόν ημών.
63. » Ότι δε σεις (οι Πλαταιείς) ηδικήσατε περισσότερον τους Έλληνας και ότι είσθε αξιώτεροι παρ' ό,τι ημείς κάθε τιμωρίας, τούτο θα προσπαθήσωμεν να αποδείξωμεν. Λέγετε ότι, διά να μας εκδικηθήτε, εγίνατε σύμμαχοι και πολίται αυτών. Έπρεπε λοιπόν μόνον καθ' ημών να φέρετε αυτούς και όχι να βαδίσετε μετ' αυτών κατά των άλλων· τούτο δε ήτο εις την εξουσίαν σας, και εάν ακόμη εβιάζεσθε υπό των Αθηναίων, αφού η μετά των Λακεδαιμονίων κατά του Μήδου συμμαχία υπήρχεν ήδη, συμμαχία, την οποίαν προβάλλετε αιωνίως. Τωόντι αύτη ήτο ικανή να σας προφυλάττη από τας προσβολάς μας, και προ πάντων να σας επιτρέπη να σκέπτεσθε αφόβως. Αλλ' εκόντες, και ουχί βιαζόμενοι επροτιμήσατε τους Αθηναίους. Λέγετε ότι θα ήτο αισχρόν να προδώσετε τους ευεργέτας· και όμως ήτο πολύ αισχρότερον και αδικώτερον να καταπροδίδετε όλους τους Έλληνας, μετά των οποίων είχετε συμμαχήσει, παρά τους Αθηναίους μόνους, από την στιγμήν, πού αυτοί μεν ειργάζοντο προς υποδούλωσιν της Ελλάδος, εκείνοι δε προς ελευθέρωσιν αυτής. Και όμως δεν ανταπεδώκατε εις αυτούς ουδέ καν ισαξίαν χάριν, η οποία να μη φέρη αισχύνην, διότι προσεκαλέσατε μεν αυτούς, ως διατείνεσθε, διά να σας προφυλάξουν από πάσης αδίκου επιθέσεως, εγίνετε δε συνεργοί αυτών να επιτεθούν αδίκως εναντίον των άλλων. Εν τούτοις είναι μάλλον αισχρόν το να μη αποδίδη κανείς τας ίσας χάριτας παρά τας δικαίως μεν οφειλομένας, των οποίων όμως η απόδοσις αδικεί άλλους.
64. » Κατεστήσατε φανερόν ότι, εάν σεις μόνοι δεν εμηδίσατε τότε, επράξατε τούτο όχι χάριν των Ελλήνων, αλλά διότι και οι Αθηναίοι δεν εμήδισαν, και διότι άλλοτε μεν ηθέλετε να μιμήσθε τούτους, άλλοτε δε να αντιπράττετε εις τους άλλους. Και σήμερον αξιούτε να ωφεληθήτε εξ εκείνων, τα οποία επράξατε προς όφελος και προς χάριν άλλων. Αλλά τούτο δεν είναι δίκαιον· αφού επροτιμήσατε τους Αθηναίους, μένετε τούτων σύμμαχοι και συναγωνισταί, και μη προβάλλετε την κατά τον γνωστόν εκείνον χρόνον γενομένην συμμαχίαν λέγοντες ότι πρέπει να σωθήτε ένεκα αυτής. Την εγκατελίπετε, την παρεβιάσατε συντελούντες εις το να υποδουλωθούν οι Αιγινήται και άλλοι σύμμαχοι, αντί να κωλύετε τούτο. Και όλα ταύτα δεν τα επράττετε ακουσίως, αλλ' αυτόνομοι όντες μέχρι σήμερον και χωρίς να αναγκάζεσθε ως ημείς. Την τελευταίαν πρόσκλησιν, η οποία, πριν να πολιορκηθήτε σας έγινεν όπως ησυχάζετε και μένετε ουδέτεροι, δεν την εδέχεσθε. Τίνες λοιπόν άλλοι παρά σεις, οι οποίοι προς βλάβην εκείνων επεδεικνύετε αρετήν, είναι δικαιότερον να μισώνται υφ' όλων των Ελλήνων; Και όσα μεν παρέσχετε άλλοτε από ενάρετον πρόθεσιν, όπως διατείνεσθε, απεδείξατε σήμερον ότι δεν ήσαν σύμφωνα με τον αληθινόν σας χαρακτήρα, όσα δε ήθελεν ο φυσικός σας χαρακτήρ εφανερώθησαν κατά την αληθή των όψιν, διότι ηκολουθήσατε τους Αθηναίους εις την οδόν της αδικίας. Και ως προς μεν τον ημέτερον ακούσιον μηδισμόν και τον ιδικόν σας εκούσιον αττικισμόν αυτά είχομεν να είπωμεν.
65. » Ως προς δε τα τελευταία αδικήματα, τα οποία λέγετε (ότι δηλαδή παρανόμως επετέθημεν κατά της πόλεώς σας, ενώ ήτον ειρήνη και ετελείτο εορτή), νομίζομεν ότι ουδέ εις ταύτα αδικούμεν πλειότερον παρ' ό,τι σεις. Διότι, εάν ημείς αυτόκλητοι ηρχόμεθα εις την πόλιν σας με σκοπόν να πολεμήσωμεν και να λεηλατήσωμεν την χώραν ως πολέμιοι, θα είχομεν άδικον· αφού όμως πολλοί εκ των συμπολιτών σας, οι πρώτοι κατά τα χρήματα και το γένος, θέλοντες να σας αποσπάσουν από την εξωτερικήν συμμαχίαν και να σας επαναφέρουν εις τα κοινά πάτρια πάντων των Βοιωτών, μας προσεκάλεσαν μόνοι των θεληματικώς, τότε πού η αδικία ημών; Διότι οι άγοντες παρανομούν μάλλον παρά οι ακολουθούντες. Αλλά, καθώς κρίνομεν ημείς, ούτε εκείνοι παρενόμησαν ούτε ημείς. Πολίται όντες, ως σεις, και πλειότερα έχοντες να χάσουν ήνοιξαν τας θύρας και εισήγαγον ημάς φιλικώς, και όχι εχθρικώς, εις την πόλιν των. Ήθελαν και οι μεταξύ σας πλέον κακοί να μη γίνουν χειρότεροι, και οι καλλίτεροι να τιμηθούν κατ' αξίαν. Ήθελαν να περιστείλουν την ορμήν της ψυχής ημών χωρίς να στερήσουν την πόλιν από τα άτομα, συμφιλιώνοντες σάς προς τους ομοφύλους σας και μη κάμνοντες εχθρούς κανενός, αλλά φίλους όλων.
66. » Απόδειξις δε ότι ενηργούμεν όχι εχθρικώς και ότι δεν ηδικήσαμεν κανένα είναι ότι ημείς προείπομεν ότι ο θέλων δύναται να προσέλθη προς ημάς και να διέπεται κατά τα πάτρια των Παμβοιωτών. Και σεις με προθυμίαν δεχθέντες τούτο και σύμβασιν ποιήσαντες κατ' αρχάς μεν ησυχάζατε, ύστερον δε εννοήσαντες ημάς ολίγους όντας (υποτεθείσθω δε ότι εφέρθημεν ολίγον απρεπώς εισελθόντες εις την πόλιν σας άνευ της συγκαταθέσεως του πλήθους) τα μεν ίσα δεν ανταπεδώκατε εις ημάς, αλλά, χωρίς να μας προειδοποιήσετε ότι ηθέλετε παρεκτραπή εις βιαιοπραγίας, χωρίς να προσπαθήσετε διά του λόγου να μας πείσετε να εξέλθωμεν, επετέθητε εναντίον μας παραβαίνοντες την συμφωνίαν. Και όσους μεν εφονεύσατε μετ' αυτών κατά την συμπλοκήν δεν λυπούμεθα (διότι οπωσδήποτε τούτο εγένετο κατά τους πολεμικούς νόμους), αλλά δεν είναι δεινόν πράγμα να φονεύσετε παρανόμως τους ικέτας, τους οποίους εσυλλάβετε ζώντας και τους οποίους μας υπεσχέθητε ύστερον ότι δεν θα φονεύσετε; Και εν τούτοις, ενώ επράξατε εντός ολίγου καιρού τρεις αδικίας, την διάλυσιν της συμβάσεως, τον μετά ταύτα θάνατον των συλληφθέντων και την ψευδή υπόσχεσιν ότι δεν θα τους φονεύσετε, εάν αφήσωμεν αβλαβείς τους αγρούς σας, όμως λέγετε ότι ημείς παρενομήσαμεν και ότι σεις δεν πρέπει να τιμωρηθήτε. Όχι, εάν ούτοι δικάσουν ορθώς· αλλά προ πάντων ένεκα τούτων των αδικιών θέλετε τιμωρηθή.
67. » Και ταύτα, ω Λακεδαιμόνιοι, διά τον λόγον αυτόν διεξήλθομεν διά σας και δι' ημάς, ίνα σεις μεν εννοήσετε ότι δικαίως θέλετε καταδικάσει αυτούς, ημείς δε, ότι ακόμη δικαιοτέραν εκδίκησιν θέλομεν λάβει από σας. Μη καμφθήτε εκ της απαριθμήσεως των πολλών ανδραγαθιών των, εάν έκαμάν ποτε τοιαύτας. Αι ανδραγαθίαι δύνανται να έλθουν εις επικουρίαν ανδρών αδικουμένων, αλλά πρέπει να επισύρουν διπλήν τιμωρίαν κατ' εκείνων, οι οποίοι κάμνουν έργα άτιμα, διότι το έγκλημά των είναι διάψευσις της προτέρας αρετής. Ας μη τους ωφελήσουν ο ολοφυρμός και ο οίκτος, μολονότι επικαλούνται τους τάφους των πατέρων σας και την ιδίαν των εγκατάλειψιν, διότι και ημείς θα αντιτάξωμεν ότι πολύ χειρότερα έπαθον οι υπ' αυτών φονευθέντες νέοι, των οποίων οι πατέρες οι μεν έπεσαν εις την Κορώνειαν θέλοντες να καταστήσουν σύμμαχόν σας την Βοιωτίαν, οι δε εγκαταλειφθέντες γέροντες και άνευ τέκνων εις τας οικίας, σας ικετεύουν πολύ δικαιότερον να τους τιμωρήσετε. Οι παρ' αξίαν πάσχοντες, ούτοι είναι μάλλον άξιοι οίκτου· αλλά διά τους δικαίως πάσχοντας, ως τους Πλαταιείς τούτους, εξ εναντίας η τιμωρία των καθίσταται αντικείμενον χαράς. Την σημερινήν των εγκατάλειψιν εις ουδένα άλλον πρέπει να την αποδώσουν παρά εις εαυτούς, διότι τους καλλιτέρους συμμάχους μόνοι τους τούς απέρριψαν και παρενόμησαν χωρίς να πάθουν τίποτε προηγουμένως υφ' ημών, αλλά παρακινούμενοι από μίσος μάλλον παρά από δικαιοσύνην και χωρίς να τιμωρηθούν μέχρι τούδε όπως έπρεπε, θέλουν δε τιμωρηθή κατά τους νόμους, όχι επειδή έτειναν, ως λέγουν, μετά την μάχην χείρας ικέτιδας, αλλ' επειδή δυνάμει συμβάσεως παρεδόθησαν διά να δικασθούν. Εκδικήσατε λοιπόν, ω Λακεδαιμόνιοι, τους νόμους των Ελλήνων, παραβιασθέντας υπό τούτων, και ανταποδώσατε εις ημάς χάριν δικαίαν διά την προθυμίαν, την οποίαν επεδείξαμεν. Μη απωθήσετε ημάς πεισθέντες εις τους λόγους των, αλλά δείξατε διά παραδείγματος εις τους Έλληνας ότι οι αγώνες, τους οποίους θέλετε προβάλει, δεν είναι λόγων αγώνες, αλλ' έργων· ταύτα, όταν μεν είναι αγαθά, αρκούν ολίγαι λέξεις διά να τα αναγγείλουν, όταν δε είναι αξιόμεμπτα, έχουν ανάγκην λόγων στολισμένων δι' εντέχνων φράσεων, αίτινες χρησιμεύουν ως περικαλύμματα. Αλλ' εάν οι αρχηγοί, όπως είσθε σεις σήμερον, τα πάντα εις έν συμπεριλαβόντες διακοινώσουν συντόμους αποφάσεις, εις το εξής θα ελαττωθούν οι έντεχνοι λόγοι διά τας αδίκους πράξεις».
68. Ταύτα είπον και οι Θηβαίοι. Οι δε Λακεδαιμόνιοι δικασταί ενόμισαν συμφέρον να επιμείνουν εις την προτέραν ερώτησιν, « εάν παρέσχον οι Πλαταιείς εκδούλευσίν τινα εις αυτούς ». Επειδή τωόντι είχαν προσκαλέσει άλλοτε τους Πλαταιείς να ησυχάζουν, σύμφωνα με τας παλαιάς συνθήκας, αι οποίαι συνωμολογήθησαν μετά την φυγήν του Μήδου· επειδή ύστερον, πριν τους πολιορκήσουν, τους επρότειναν, δυνάμει της αυτής συνθήκης, να μένουν ουδέτεροι και δεν το εδέχθησαν· υπό την πρόφασιν ταύτην οι Λακεδαιμόνιοι, νομίζοντες ότι οι Πλαταιείς παραβιάσαντες τας σπονδάς δικαίως υπέστησαν επίθεσιν, διέταξαν αυτούς να παρουσιασθούν, και απέτειναν εκ νέου εις έκαστον αυτών την αυτήν ερώτησιν «εάν κατά τον παρόντα πόλεμον παρέσχον υπηρεσίαν τινά εις τους Λακεδαιμονίους »· επί τη αρνητική δε αποκρίσει των απήγον αυτούς και τους εφόνευον χωρίς να εξαιρέσουν κανένα. Διά του τρόπου τούτου εθανατώθησαν όχι ολιγώτεοοι των διακοσίων Πλαταιέων και εικοσιπέντε Αθηναίοι, οι οποίοι είχον συμπολιορκηθή, αι δε γυναίκες εξηνδραποδίσθησαν. Όσον αφορά την πόλιν, οι Θηβαίοι προσέφεραν αυτήν να την κατοικήσουν οι Μεγαρείς, οι οποίοι ένεκα εμφυλίων ερίδων είχαν απομακρυνθή της πατρίδος των, και εις τους ομοφρονούντας εκ των Πλαταιέων, τους οποίους δεν ετιμώρησαν καθόλου· ύστερον δε κατεδαφίσαντες αυτήν εκ θεμελίων ωκοδόμησαν πλησίον του Ηραίου πανδοχείον διακοσίων ποδών, έχον ολόγυρα οικήματα διώροφα. Διά την οικοδομήν ταύτην μετεχειρίσθησαν τας στέγας και τα θυρώματα των Πλαταιών. Τα δε εν τη πόλει έπιπλα, χαλκά και σιδηρά, τα μετεχειρίσθησαν προς κατασκευήν κλινών ανατεθεισών εις την Ήραν, οικοδομήσαντες συγχρόνως προς τιμήν αυτής λίθινον ναόν εκτάσεως εκατόν ποδών. Αι γαίαι εδημεύθησαν και εμισθώθησαν επί δέκα έτη, ενέμοντο δε αυτάς οι Θηβαίοι. Το κύριον δε αίτιον, αν όχι το μόνον, της τόσης αποστροφής των Λακεδαιμονίων προς την πόλιν των Πλαταιέων ήτο πως να αρέσουν εις τους Θηβαίους, νομίζοντες ότι ούτοι ήθελον τους ωφελήσει κατά τον προ ολίγου αρχίσαντα πόλεμον. Ούτω κατεστράφη η Πλάταια, αφού επί ενενήκοντα τρία έτη υπήρξε σύμμαχος των Αθηναίων.
69. Εν τούτοις τα τεσσαράκοντα πλοία των Πελοποννησίων, τα οποία ήρχοντο προς βοήθειαν των Λεσβίων, και τα οποία, ως εγνωρίσαμεν, έφυγον διά του πελάγους καταδιωκόμενα από τα των Αθηναίων, υπέστησαν κατά τα παράλια της Κρήτης τρικυμίαν, η οποία τα διεσκόρπισε προς την Πελοπόννησον. Φθάσαντα συνήντησαν εις την Κυλλήνην δεκατρείς τριήρεις των Λευκαδίων και των Αμπρακιωτών και τον Βρασίδαν τον Τέλλιδος ελθόντα ως σύμβουλον του Αλκίδου. Ήθελον δε οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή απέτυχον εις την Λέσβον, να αυξήσουν το ναυτικόν των, να πλεύσουν εις την Κέρκυραν, η οποία διετέλει εις στάσιν, και να προλάβουν τους Αθηναίους μη έχοντας πλησίον της Ναυπάκτου ειμή δώδεκα μόνον πλοία, και πριν έλθουν εξ Αθηνών άλλαι βοήθειαι. Ο Βρασίδας λοιπόν και ο Αλκίδας παρεσκευάζοντο προς ταύτα.
70. Οι δε Κερκυραίοι ήρχισαν να στασιάζουν αμέσως μετά την επιστροφήν των συμπολιτών των, οι οποίοι είχον συλληφθή κατά τας ναυμαχίας περί την Επίδαμνον και αφεθή παρά των Κορινθίων με αιτιολογίαν μεν αντί οκτακοσίων ταλάντων, των οποίων την πληρωμήν ηγγυήθησαν οι πρόξενοι των, πράγματι δε διότι οι αιχμάλωτοι ούτοι υπέσχοντο να υποτάξουν την Κέρκυραν εις τους Κορινθίους. Ήρχισαν λοιπόν τωόντι ραδιουργούντες και κατηχούντες έκαστον των πολιτών, όπως διεγείρουν την πόλιν κατά των Αθηναίων. Μετά την άφιξιν δε ενός πλοίου εξ Αθηνών και ενός εκ Κορίνθου φερόντων πρέσβεις συνεκρότησαν συμβούλια και εψήφισαν να εξακολουθούν μεν οι Κερκυραίοι την μετά των Αθηναίων συμμαχίαν, συμφώνως προς τα κείμενα, να μένουν δε φίλοι των Πελοποννησίων καθώς και πρότερον. Υπήρχε τότε κάποιος Πειθίας εθελοπρόξενος των Αθηναίων και του δήμου προεστώς, τον οποίον οι αιχμάλωτοι εκείνοι εκάλεσαν εις δίκην λέγοντες ότι ενήργει να υποδουλωθή η Κέρκυρα εις τους Αθηναίους. Αλλ' απολυθείς ενήγαγε και αυτός πέντε από τους αντιπάλους του, τους μάλλον πλουσίους, λέγων ότι έκοπταν κλώνους αμπέλου φυτευτικούς (χάρακας) από τα ιερά κτήματα (τεμένη) του Διός και του Αλκίνου· διά κάθε δε χάρακα ήτο ωρισμένον πρόστιμον ένας στατήρ. Καταδικασθέντες να πληρώσουν, επειδή το πρόστιμον ήτον υπέρογκον(3), κατέφυγον εις τα ιερά ως ικέται, ίνα επιτύχουν προθεσμίας προς πληρωμήν. Ο Πειθίας (ο οποίος τότε ετύγχανεν ων μέλος της βουλής) πείθει να εφαρμόσουν κατ' αυτών την βίαν του νόμου. Εκείνοι δε, επειδή και υπό του νόμου κατηναγκάζοντο και έμαθον ότι ο Πειθίας, ενόσω ήτο βουλευτής, θα κατεγίνετο να πείση τον λαόν να έχη φίλους και εχθρούς τους φίλους και εχθρούς των Αθηναίων, συνώμοσαν και οπλισθέντες δι' εγχειριδίων εισήλθον απροσδοκήτως εις την βουλήν και εφόνευσαν τον Πειθίαν και εξήκοντα άλλους εκ των βουλευτών και ιδιωτών. Τινές δε εκ των ομοφρόνων του Πειθίου κατέφυγαν εις το Αττικόν πλοίον, μένουσαν ακόμη εις τον λιμένα.
71. Πράξαντες τούτο και συγκαλέσαντες τους Κερκυραίους είπαν ότι ταύτα ήσαν τα καλλίτερα των μέτρων και τα μόνα διά να διαφύγουν την δουλείαν των Αθηναίων· ότι εις το μέλλον πρέπει να ησυχάζουν και να μη δέχωνται τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους ειμή επί ενός μόνον πλοίου, και, εάν παρουσιάζοντο περισσότεροι, να τους μεταχειρίζωνται ως εχθρούς. Αφού έγινεν η ανακοίνωσις αυτή, ηνάγκασαν τον λαόν να την επικυρώση. Πέμπουν δε ευθύς πρέσβεις εις τας Αθήνας, όπως και τα πεπραγμένα αναγγείλουν ως μέτρα ωφέλιμα και τους εκεί καταφυγόντας πείσουν να μη πράξουν τίποτε ακατάλληλον δυνάμενον να διεγείρη την προσοχήν.
72. Μετά τον ερχομόν των πρέσβεων τούτων οι Αθηναίοι συλλαβόντες αυτούς ως στασιαστάς και τους οπαδούς αυτών κατέθεσαν εις Αίγιναν. Εν τω μεταξύ δε τούτω, ενώ είχεν έλθει εις Κέρκυραν έν πολεμικόν πλοίον κορινθιακόν μετά πρέσβεων Λακεδαιμονίων, οι εν τοις πράγμασι Κερκυραίοι επετέθησαν κατά του δήμου και πολεμήσαντες ενίκησαν. Ότε δε επήλθε νυξ, οι μεν δημοκρατικοί κατέφυγαν εις την ακρόπολιν και τα ύψη της πόλεως και συναθροισθέντες αυτού εγκατέστησαν και κατέλαβαν τον Υλλαϊκόν λιμένα· οι δε της εναντίας μερίδος και την αγοράν κατέλαβον, όπου οι πλείστοι εξ αυτών είχον τας οικίας των, και τον λιμένα τον πλησίον αυτής και προς την ήπειρον.
73. Την επιούσαν έγιναν μερικοί ακροβολισμοί. Αμφότεραι αι μερίδες έστειλαν εις τους αγρούς διά να προσκαλέσουν με το μέρος των τους δούλους υποσχόμενοι εις αυτούς την ελευθερίαν· και μετά των δημοκρατικών μεν ηνώθη το πλήθος των καταγινομένων εις οικιακά δούλων, εις δε τους άλλους προσήλθον εκ της άντικρυ ηπείρου οκτακόσιοι επίκουροι.
74. Μετά μιας ημέρας διάλειμμα γίνεται πάλιν μάχη, και νικούν οι δημοκρατικοί υπερέχοντες και κατά τας θέσεις και κατά τον αριθμόν· αι γυναίκες συνέτρεξαν αυτούς τολμηρώς ρίπτουσαι από των οικιών κεράμους και παρά την γυναικείαν αδυναμίαν υπομένουσαι τον θόρυβον. Ότε δε επήλθεν η οριστική επικράτησις περί το δειλινόν, οι ολιγαρχικοί, φοβηθέντες μήπως σύσσωμος ο λαός επελθών καταλάβη τον λιμένα και αποκτείνη αυτούς, ενέπρησαν τας οικίας, αι οποίαι ήσαν περί την αγοράν και τας συνοικίας (4) διά να προφυλαχθούν από την έφοδον, μη φεισθέντες μήτε των ιδίων μήτε των αλλοτρίων, ούτως ώστε και πολλαί πραγματείαι εμπόρων κατεκάησαν και η πόλις εκινδύνευε να αποτεφρωθή όλη, εάν εσηκώνετο άνεμος φέρων τας φλόγας προς αυτήν. Αι δύο μερίδες παύσασαι την μάχην, διά να αναπαυθούν, επέρασαν την νύκτα φρουρούσαι· και η Κορινθία ναυς, ότε εφάνη η επικράτησις των δημοκρατικών, ανεχώρησε κρυφίως, και οι πλείστοι των επικούρων διέβησαν αντικρύ εις την ήπειρον.
75. Κατά την ακόλουθον ημέραν ο στρατηγός των Αθηναίων Νικόστρατος ο Διιτρέφους ήλθεν εις βοήθειαν εκ Ναυπάκτου μετά δώδεκα πλοίων και πεντακοσίων οπλιτών Μεσσηνίων διεπραγματεύθη σύμβασιν και έπεισε να συγχωρήσουν αλλήλους εισάγοντες εις δίκην τους δέκα πολίτας τους μάλλον ενόχους, οίτινες όμως και αμέσως έφυγαν κρυφά, τους δε άλλους να αφήσουν ανενοχλήτους και να κάμουν συνθήκην μετά των Αθηναίων, ώστε να έχουν αμφότεροι τους αυτούς φίλους και τους αυτούς εχθρούς. Και ο μεν ταύτα πράξας ητοιμάζετο να αποπλεύση· οι δε προεστώτες των δημοκρατικών πείθουν αυτόν πέντε μεν εκ των πλοίων του να αφήση εις αυτούς, όπως περιστέλλουν τα κινήματα των αντιπάλων, εξοπλίζοντες δε πέντε εκ των ιδικών των να τον προπέμψουν δι' αυτών. Και εκείνος, μεν συγκατετέθη, αυτοί δε εκλέγοντες μεταξύ των εχθρών τους εβίαζον να εισέλθουν εις τα πλοία. Φοβηθέντες ούτοι μήπως σταλούν εις Αθήνας κατέφυγαν εις το ιερόν των Διοσκούρων, αλλ' ο Νικόστρατος ανεγείρων αυτούς προσεπάθει να τους ενθαρρύνη. Αλλ' επειδή δεν τους έπειθεν, οπλισθείς ο λαός επί τη προφάσει ταύτη, ότι δηλαδή η άρνησίς των εις το να υπακούσουν υπέκρυπτε κάποιαν απιστίαν, αφήρεσε τα όπλα από τας οικίας των και ήθελε μάλιστα φονεύσει και μερικούς, τους οποίους συνήντησεν, αν δεν ημπόδιζεν ο Νικόστρατος. Βλέποντες δε και οι άλλοι τα γινόμενα κάθονται ικέται εις τον ναόν της Ήρας και συναθροίζονται εκεί σχεδόν τετρακόσιοι. Ο δε λαός, φοβηθείς μήπως προκαλέσουν επανάστασιν, τους έπεισε να εγερθούν και τους μετεκόμισεν εις την απέναντι του Ηραίου νήσον πέμψας εις αυτούς και τρόφιμα.
76. Εις τούτο το σημείον ευρίσκετο η στάσις, ότε, τέσσαρας ή πέντε ημέρας μετά την μετακόμισιν των πολιτών εκείνων εις την νήσον, τα πελοποννησιακά πλοία τα μετά την επιστροφήν των εκ της Ιωνίας συναθροισθέντα εις την Κυλλήνην έφθασαν πεντήκοντα τρία τον αριθμόν· ήτο δε άρχων αυτών ο Αλκίδας ως πρότερον, και ο Βρασίδας συνέπλεεν ως σύμβουλος αυτού. Προσορμισθέντα εις Σύβοτα, λιμένα της Ηπείρου, έπλευσαν μόλις εξημέρωσε προς την Κέρκυραν.
77. Οι δε Κερκυραίοι εις πολλήν ταραχήν ευρισκόμενος ως εκ της εσωτερικής των καταστάσεως και ως εκ της προσεγγίσεως του στόλου εκείνου εξώπλισαν μετά σπουδής εξήκοντα πλοία, και καθ' όσον αυτά εξωπλίζοντο τα έστελλαν κατά του εχθρού μολονότι οι Αθηναίοι τους συνεβούλευσαν να αφήσουν αυτούς να εξέλθουν πρώτοι και έπειτα να τους βοηθήσουν μεθ' όλων των πλοίων. Και, επειδή τα πλοία των Κερκυραίων επροχώρουν κατά του εχθρού χωριστά, δύο μεν ευθύς ηυτομόλησαν, επί τινων δε άλλων συμπλακέντα τα πληρώματα εμάχοντο μεταξύ των, και τα πάντα ήσαν εις μεγίστην αταξίαν. Ιδόντες την ταραχήν ταύτην οι Πελοποννήσιοι κατά μεν των Κερκυραίων αντέταξαν είκοσι πλοία των· ο επίλοιπος δε στόλος των έπλευσε κατά των αττικών πλοίων, μεταξύ των οποίων ήσαν η Σαλαμινία και η Πάραλος.
78. Και οι μεν Κερκυραίοι μερικώς και ατάκτως επιπίπτοντες εξηντλούντο εις ματαίους αγώνας· οι δε Αθηναίοι φοβούμενοι το πλήθος των εχθρικών πλοίων και την περικύκλιοσιν δεν τα επρόσβαλον αθρόα ουδέ κατά το μέσον, αλλ' επιπεσόντες καθενός κέρατος εβύθισαν έν πλοίον. Και μετά ταύτα περιέπλεον περί τα εχθρικά πλοία, τα οποία είχον ταχθή κυκλοειδώς και επροσπάθουν να τα εμβάλουν εις ταραχήν. Οι δε Πελοποννήσιοι, οίτινες ήσαν εναντίον των Κερκυραϊκών πλοίων, ιδόντες τον σκοπόν τούτον και φοβηθέντες μήπως συμβή ό,τι συνέβη εις την Ναύπακτον έτρεξαν εις βοήθειαν· και ενώσαντες τα πλοία επροχώρουν κατά των Αθηναίων, ούτοι όμως χωρίς να στρέψουν τα νώτα ήρχισαν να υποχωρούν, όπως δώσουν καιρόν εις τους Κερκυραίους να φύγουν ταχέως, ενώ αυτοί θα υπεχώρουν βραδέως και θα συνείχον τους εναντίον των βαλμένους εχθρούς. Η μεν ναυμαχία λοιπόν, τοιαύτη γενομένη, ετελείωνε περί την δύσιν του ηλίου.
79. Οι δε Κερκυραίοι, φοβηθέντες μήπως οι πολέμιοι, ήδη νικηταί, πλεύσουν εναντίον της πόλεως, είτε διά να αρπάσουν τους εντός αύτης διαμένοντας, είτε διά να φέρουν αντίδρασίν τινα, μετεκόμισαν πάλιν εις το Ηραίον τους ευρισκομένους εις την νήσον και εφύλασσον την πόλιν. Οι δε Πελοποννήσιοι κατά μεν της πόλεως δεν ετόλμησαν να πλεύσουν μολονότι νικηταί· έχοντες όμως δεκατρία πλοία των Κερκυραίων απέπλευσαν εις την ήπειρον, εκ της οποίας είχον αναχωρήσει. Και μάλιστα ουδέ κατά την επομένην ετόλμησαν να επιτεθούν κατά της πόλεως, μολονότι εν αυτή επεκράτει ταραχή και μέγας φόβος και ο Βρασίδας συνεβούλευσεν, ως λέγεται, τον Αλκίδαν να πράξη τούτο. Αλλά δεν υπερίσχυσεν η γνώμη του και οι Πελοποννήσιοι απέβησαν εις το ακρωτήριον Λευκίμμην και κατέστρεφον τους αγρούς.
80. Εν τούτοις οι δημοκρατικοί εκ των Κερκυραίων περίτρομοι γενόμενοι μήπως υποστούν προσβολήν διά θαλάσσης ήρχισαν διαπραγματεύσεις μετά των ικετών και των άλλων πως να σώσουν την πόλιν. Καί τινας μεν εξ αυτών έπεισαν να εισέλθουν εις τα πλοία· και εγέμισαν τοιουτοτρόπως τριάκοντα. Οι δε Πελοποννήσιοι λεηλατήσαντες την χώραν μέχρι της μεσημβρίας απέπλευσαν. Και επελθούσης της νυκτός πυρά εκ Λευκάδος ανήγγειλεν εις αυτούς την προσέγγισιν εξήκοντα πλοίων αττικών, τα οποία οι Αθηναίοι, μαθόντες την στάσιν της Κερκύρας και την μελετωμένην επίθεσιν των μετά του Αλκίδου πλοίων, απέστειλαν υπό τον στρατηγόν Ευρυμέδοντα τον Θουκλέους.
81. Οι μεν λοιπόν Πελοποννήσιοι μόλις επήλθεν η νυξ βιαστικά εξεκίνησαν εις τα ίδια παραπλέοντες την παραλίαν· και μετακομίσαντες τα πλοία των άνωθεν του ισθμού της Λευκάδος, ίνα μη παραπλέοντες γίνουν ορατοί, ανεχώρησαν. Οι δε Κερκυραίοι μαθόντες ότι επλησίαζον τα πλοία των Αθηναίων και ότι τα εχθρικά ανεχώρησαν εισήγαγον εις την πόλιν τους μέχρις εκείνης της στιγμής μένοντας έξω Μεσσηνίους και πέμψαντες εις τον Υλλαϊκόν λιμένα τα ετοιμασθέντα πλοία εφόνευον κατ' αυτό το διάστημα όσους συνελάμβανον εκ των εχθρών των εκείνους δε τους οποίους είχον πείσει να εισέλθουν εις τα πλοία, εξάγοντες αυτούς, τους εφόνευον· ελθόντες δε εις το Ηραίον έπεισαν περί τους πεντήκοντα από τους εκεί καταφυγόντας άνδρας να υποστούν δίκην και κατεδίκασαν πάντας εις θάνατον. Οι δε πολλοί των ικετών, όσοι δεν επείσθησαν, βλέποντες τα γενόμενα, εφόνευον αλλήλους εντός του ιερού, και μερικοί απηγχονίζοντο εκ των δένδρων, άλλοι δε απέθνησκον όπως ηδύνατο καθείς. Κατά τας επτά δε ημέρας, κατά τας οποίας παρέμεινεν εις την Κέρκυραν ο μετά των εξήκοντα πλοίων ελθών Ευρυμέδων, οι Κερκυραίοι εφόνευαν όσους ενόμιζαν ως εχθρούς των, κατηγορούντες αυτούς ότι ήθελαν να καταλύσουν την δημοκρατίαν, εφονεύθησαν όμως και μερικοί ένεκα ιδιαιτέρας έχθρας, και άλλοι υπ' εκείνων, εις τους οποίους είχαν δανείσει χρήματα· ο θάνατος επήρχετο υπό μυρίας μορφάς (διά μυρίας προφάσεις) παν ό,τι συμβαίνει εις τοιαύτας περιστάσεις, συνέβη και τότε, και ακόμη περισσότερον. Διότι πατήρ εφόνευε τον υιόν, και ικέται απεσπώντο από των ναών και πλησίον των ιερών εκείνων τόπων εφονεύοντο· μερικοί δ' εθανατώθησαν περιτειχισθέντες εντός του ιερού του Διονύσου.
82. Τοιουτοτρόπως απάνθρωπα επροχώρησεν η στάσις ή μάλλον εφάνη τοιαύτη, διότι υπήρξεν η πρώτη. Βραδύτερον όλη η Ελλάς εκινήθη ένεκα των διαφορών, αι οποίαι υπήρχον πανταχού, των μεν προεστώτων του δήμου προσκαλούντων τους Αθηναίους, των δε ολιγαρχικών τους Λακεδαιμονίους. Και εν καιρώ ειρήνης μεν δεν θα είχον ούτε την πρόφασιν ούτε την θέλησιν να επικαλώνται την βοήθειάν των, αλλ' εν πολέμω αι προσκλήσεις αύται απέβαιναν εύκολοι εις τους θέλοντας να επιχειρήσουν μεταβολήν τινα με την βοήθειαν συμμαχιών γενομένων πότε από τον ένα και πότε από τον άλλον διά κακοποίησιν του εναντίου κόμματος και ενίσχυσιν της ιδίας δυνάμεως. Επήλθον εις τας πόλεις, ένεκα των στάσεων τούτων, πολλαί συμφοραί, αι οποίαι συμβαίνουν μεν και θα συμβαίνουν ενόσω η ανθρωπίνη φύσις είναι η αυτή, θα είναι δε περισσότερον ή ολιγώτερον απαίσιαι και διάφοροι τον χαρακτήρα αναλόγως των παρουσιαζομένων ποικίλων περιστάσεων. Εν καιρώ ειρήνης και ευδαιμονίας και αι πόλεις και οι ιδιώται έχουν καλλιτέρας γνώμας, διότι δεν πιέζονται από ανωτέραν ανάγκην· αλλ' ο πόλεμος, καταστρέφων την ευπορίαν του καθημερινού βίου, γίνεται βίαιος διδάσκαλος και ρυθμίζει τα πάθη του πλήθους ανάλογα με τας περιστάσεις της ώρας. Εστασίαζαν λοιπόν αι πόλεις, και αι κατόπιν ερχόμεναι, διδασκόμεναι από τα προηγούμενα παραδείγματα, έφεραν εις τα πνεύματα τελείαν αναστάτωσιν και ως προς την επινόησιν νέων παρεκτροπών και ως προς την τελειοποίησιν των επιβαλλομένων ποινών. Εις την πρακτικήν ενέργειαν η αξία των συνήθων λέξεων μετεβλήθη αυθαίρετα· διότι η μεν άλογος τόλμη εχαρακτηρίσθη ως θάρρος αφωσιωμένον προς τους συνεταίρους· η προβλεπτική βραδύτης ως ευπρεπής δειλία· η μετριοφροσύνη ως πρόσχημα ανανδρίας· η πολλή περίσκεψις ως εντελής αδράνεια· η τυφλή παραφορά εθεωρείτο ως ένδειξις ανδρείας· η σύνεσις ως εύλογος πρόφασις προς αποφυγήν. Και ο μεν βίαιος ελογίζετο ως πάντοτε πιστός, ο δε αντιλέγων ως ύποπτος. Ο σύρων τους εχθρούς εις ενέδραν τινά ενομίζετο συνετός, επιτηδειότερος δε ο αποφεύγων αυτήν. Ο αποφεύγων με φρόνησιν τα μέτρα ταύτα υπεδεικνύετο ως προδότης και ως φοβούμενος τους αντιπάλους. Και μ' ένα λόγον επηνείτο ο προλαμβάνων τον μέλλοντα να κακοποιήση και ο παρορμών τον μη έχοντα κατά νουν τούτο. Ολιγωτέραν οικειότητα είχον μετά των συγγενών των παρά μετά των συνεταίρων των, διότι οι τελευταίοι ούτοι ήσαν ετοιμότεροι να τολμούν τα πάντα απροφάσιστα· τωόντι οι συνεταιρισμοί ούτοι δεν εσχηματίζοντο κατά τους κειμένους νόμους επί ωφελεία, αλλά μάλλον κατά παράβασιν των καθεστώτων και προς πλεονεξίαν· τα δε εκατέρωθεν διδόμενα μαρτύρια της πίστεως εθεμελιούντο μάλλον επί της συνενοχής του εγκλήματος παρά επί του θείου νόμου. Εάν υπερείχον, παρεδέχοντο τα υπό των εχθρών καλώς λεγόμενα όχι εκ γενναιότητος, αλλά διά να προφυλάττουν τον εαυτόν τους, πλειοτέραν δε αξίαν απέδιδον εις το να τιμωρήσουν ύβριν τινά παρά να προλάβουν αυτήν. Οι ενίοτε διδόμενοι όρκοι συνδιαλλαγής ισχύν είχον μόνον εφ' όσον οι συνδιαλλαττόμενοι δεν ευρίσκοντο εις θέσιν να πράξουν άλλο τίποτε· εις την ελαχίστην δε ευκαιρίαν, ο πρώτος αναλαμβάνων θάρρος, άμα έβλεπε τον αντίπαλόν του απροφύλακτον, εξεδικείτο ευχαριστότερον διά προδοσίας παρά διά φανεράς δυνάμεως. Υπελόγιζεν ούτω την ασφάλειάν του, και επιτυγχάνων διά της απάτης προσελάμβανε και τον έπαινον ότι ήτο επιτηδειότατος. Διότι ευκολώτερον οι κακούργοι καλούνται επιτήδειοι, παρά οι απλοί και αγαθοί άνθρωποι· και διά μεν την αγαθότητα αισχύνονται, διά δε την κακίαν σεμνύνονται. Όλα δε ταύτα τα κακά προέρχονται εκ της μανίας των ανθρώπων προς το να άρχουν, την οποίαν εμπνέουν η πλεονεξία και η φιλοδοξία· εκ τούτου δε διεγείρονται και αντιζηλίαι. Διότι οι προεξάρχοντες των πραγμάτων εις τας πόλεις, έχοντες ως σύνθημα οι μεν την πολιτικήν ισονομίαν του πλήθους, οι δε την σώφρονα αριστοκρατίαν, προυτίθεντο, ως έλεγον, το δημόσιον καλόν ως σκοπόν των εργασιών των, και αγωνιζόμενοι δι' όλων των μέσων να υποσκελίσουν αλλήλους έκαμναν τα αίσχιστα. Κατεδίωκον τους αντιπάλους των επιβάλλοντες εις αυτούς μεγίστας τιμωρίας, όχι οποίας απήτει το δίκαιον και το συμφέρον της πόλεως, αλλ' όπως ήθελον η μία μερίς ή η άλλη· και ότε κατελάμβανον την αρχήν έσπευδον είτε δι' αδίκων αποφάσεων είτε διά της βίας να ικανοποιήσουν την στιγμιαίαν φιλοδοξίαν των. Εις τρόπον ώστε ούτε οι μεν ούτε οι δε εσέβοντο τους όρκους, αλλ επήνουν εκείνους, οι οποίοι διά της ευγλωττίας των επετύγχανον κάποιον αξιοζήλευτον αποτέλεσμα. Οι δε μετριοπαθείς εκ των πολιτών έπιπταν θύματα αμφοτέρων, είτε διότι δεν συνεμερίζοντο τους κινδύνους, είτε διότι εφθονούντο διά την ησυχίαν των.
83. Ούτω λοιπόν παρά τοις Έλλησι κάθε είδος ανομίας διεπράχθη εξ αιτίας των στάσεων. Η ηπιότης, η αχώριστος αύτη σύντροφος της ευθύτητος του χαρακτήρος, έγινεν αντικείμενον γέλωτος και εξηφανίσθη, και υπερίσχυσε κατά πολύ το να αντιτάσσωνται οι μεν εναντίον των δε με αμοιβαίαν δυσπιστίαν. Ούτε λόγος υπήρχε τοσούτον ισχυρός ούτε λόγος τοσούτον φοβερός, ώστε να φέρη συνδιαλλαγήν. Κατεχόμενοι άπαντες υπό της ιδέας ότι δεν ήτο δυνατόν να ελπίσουν τίποτε σταθερόν, και μη δυνάμενοι να εμπιστευθούν εις κανένα, ενησχολούντο μάλλον πώς να προφυλαχθούν. Συνήθως οι μάλλον περιωρισμένον πνεύμα έχοντες εδέσποζον επί των άλλων διότι φοβούμενοι μήπως ένεκα της ανικανότητάς των και της συνέσεως των εναντίων νικηθούν υπό της ευγλωττίας των και προληφθούν υπό του πολυμηχάνου πνεύματος των εχώρουν τολμηρώς εις τα έργα. Οι δε ενάντιοι, περιφρονούντες και αυτήν την προαίσθησιν του κινδύνου, και νομίζοντες ότι δεν ήτο ανάγκη έργων εκεί όπου ήρκει ο λόγος, έμεναν απροφύλακτοι και κατεστρέφοντο.
84. Πρώτη λοιπόν η Κέρκυρα έδωκε το σημείον των πλείστων ανομιών και εκείνων που διεπράχθησαν είτε υπό πολιτών εκδικουμένων και τιμωρούντων εκείνους, οι οποίοι τους είχον κυβερνήσει μετ' αυθαδείας μάλλον παρά μετά μετριότητας, είτε υπό ιδιωτών, οι οποίοι επιθυμούντες να απαλλαγούν της συνήθους πτωχείας των, ή μάλλον εποφθαλμιώντες τα ξένα αγαθά, διέπρατταν κάθε βιαιότητα, είτε τέλος υπ' εκείνων, οι οποίοι επιτιθέμενοι όχι εκ πλεονεξίας, αλλά μάλλον διά να ανταποδώσουν τα ίσα, και παραφερόμενοι υπό τυφλής οργής εξεδικούντο σκληρά και ανηλεώς. Κατ' εκείνην την εποχήν η κοινωνία συνεταράχθη εις την κακότυχον αυτήν πόλιν και η ανθρωπίνη φύσις, η οποία και υπ' αυτό το κράτος των νόμων ρέπει συνήθως προς την αδικίαν, τεθείσα υπεράνω από τους νόμους, πρόθυμα εφανέρωσεν ότι ήτο ακράτητος εις την οργήν αυτής, ισχυροτέρα του δικαίου και εχθρά της υπεροχής. Διότι, εάν ο φθόνος δεν είχε τόσην τάσιν εις το να βλάπτη, δεν θα επροτιμούσαν την εκδίκησιν αντί του οίκτου, το κέρδος αντί της δικαιοσύνης· άλλως τε και οι άνθρωποι, προκειμένου να τιμωρήσουν τους άλλους, αρέσκονται να καταργούν πριν τους κοινούς νόμους, οι οποίοι αφήνουν εις τον ένοχον κάποιαν ελπίδα σωτηρίας, με κίνδυνον μάλιστα να μη δύνανται να τους επικαλεσθούν αυτοί οι ίδιοι, εάν ποτε λάβουν ανάγκην αυτών.
85. Τοιαύτα τα αποτελέσματα των πρώτων εν Κερκύρα ταραχών, ο δε Ευρυμέδων και οι Αθηναίοι ανεχώρησαν μετά των πλοίων. Αργότερα οι Κερκυραίοι φυγάδες (διεσώθησαν δε πεντακόσιοι) καταλαβόντες τα φρούρια, τα οποία ήσαν εις την αντικρύ ήπειρον, έγιναν κύριοι της αντικρυνής γης και εκείθεν ορμώμενοι ελεηλάτουν τους εν τη νήσω και έβλαπταν αυτούς υπερβολικά, ένεκα δε τούτου φρικώδης λιμός συνέβη εις την πόλιν. Έστειλαν δε και πρέσβεις εις την Λακεδαίμονα και εις την Κόρινθον, διά των οποίων εζήτουν να επανέλθουν εις την πόλιν. Αλλά, επειδή όλαι εκείναι αι προσπάθειαι απέβησαν μάταιαι, μετά τινα καιρόν ετοιμάσαντες πλοία και παραλαβόντες επικούρους διέβησαν εις την νήσον εξακόσιοι εν όλω. Εμπρήσαντες δε τα πλοία, διά να μη τους μένη άλλη ελπίς παρά να κυριεύσουν την χώραν, ανέβησαν εις το όρος Ιστώνην και οικοδομήσαντες φρούριον έβλαπταν διαρπάζοντες τα πέριξ της πόλεως και ήσαν κύριοι των αγρών.
86. Κατά τα τέλη δε του αυτού θέρους οι Αθηναίοι έστειλαν εις Σικελίαν είκοσι πλοία υπό τους στρατηγούς Λάχητα τον Μελανώπου και Χαροιάδην τον Ευφιλήτου, διότι τότε οι Συρακούσιοι και οι Λεοντίνοι είχαν περιπλακή εις πόλεμον προς αλλήλους. Σύμμαχοι δε των μεν Συρακουσίων ήσαν, εξαιρέσει των Καμαριναίων, όλαι αι Δωρικαί πόλεις αι συνταχθείσαι με τους Λακεδαιμονίους μόλις ήρχισεν ο πελοποννησιακός πόλεμος χωρίς όμως και να συμπολεμήσουν, των δε Λεοντίνων αι Χαλκιδικαί πόλεις και η Καμαρίνα. Εν Ιταλία οι μεν Λοκροί ήσαν υπέρ των Συρακουσίων, οι δε Ρηγίνοι ένεκα της αυτής καταγωγής υπέρ των Λεοντίνων. Οι σύμμαχοι των Λεοντίνων πέμψαντες πρεσβείαν εις τας Αθήνας δυνάμει παλαιάς συμμαχίας και ως Ίωνες έπεισαν τους Αθηναίους να στείλουν προς βοήθειαν αυτών πλοία, διότι οι Συρακούσιοι τους είχαν αποκλείσει και δια ξηράς και διά θαλάσσης. Οι Αθηναίοι εδέχθησαν την αίτησιν υπό το πρόσχημα της μετά των Λεοντίνων συγγενείας, πράγματι όμως διότι ήθελαν να μη εισάγεται εκείθεν σίτος εις την Πελοπόννησον. Συγχρόνως ήθελαν να δοκιμάσουν, αν ηδύναντο να γίνουν κύριοι της νήσου εκείνης. Εγκατασταθέντες λοιπόν εις το Ρήγιον της Ιταλίας ήρχισαν τον πόλεμον ενωθέντες μετά των συμμάχων των. Και το θέρος ετελείωσεν.
87. Κατά τον ακόλουθον δε χειμώνα ενέσκηψεν εις τους Αθηναίους και εκ δευτέρου η νόσος, η οποία δεν είχε μεν παύσει εντελώς, είχεν όμως διακοπή. Η δευτέρα αύτη εμφάνισις δεν διήρκεσεν ολιγώτερον του ενός έτους, η δε πρώτη δύο ολόκληρα έτη, ώστε ουδέν άλλο συνετέλεσε πλειότερον εις την εξασθένησιν των Αθηναίων. Από τας τάξεις του στρατού δεν απέθαναν ολιγώτεροι των τετρακισχιλίων και τετρακοσίων οπλιτών και των τριακοσίων ιππέων, του δε λοιπού πληθυσμού ο αριθμός υπήρξεν ανεξεύρετος. Τότε δε συνέβησαν και οι περισσότεροι σεισμοί της γης εν Αθήναις, εν Ευβοία, εν Βοιωτία και προ πάντων εις τον Ορχομενόν.
88. Κατά τον αυτόν χειμώνα οι εν Σικελία Αθηναίοι και οι Ρηγίνοι εξεστράτευσαν μετά τριάκοντα πλοίων κατά των καλουμένων νήσων του Αιόλου, διότι η ανυδρία δεν επιτρέπει κατά το θέρος τοιαύτας εκστρατείας. Οι Λιπαραίοι, άποικοι όντες των Κνιδίων, νέμονται αυτάς και κατοικούν εις μίαν εκ των νήσων όχι μεγάλην, η οποία καλείται Λιπάρα· εκ ταύτης δε μεταβαίνουν και καλλιεργούν τας άλλας, την Διδύμην, την Στρογγύλην και την Ιεράν. Οι κάτοικοι της Ιεράς νομίζουν ότι ο Ήφαιστος χαλκεύει εις την νήσον εκείνην, διότι κατά μεν την νύκτα φαίνεται ότι αναδίδεται απ' αυτήν πυρ πολύ, κατά δε την ημέραν καπνός. Κείνται δε αι νήσοι αύται απέναντι των αγρών των Σικελών και των Μεσσηνίων, και οι κάτοικοι των ήσαν σύμμαχοι των Συρακουσίων. Οι δε Αθηναίοι, αφού ελεηλάτησαν μεν τας νήσους εκείνας, δεν κατώρθωσαν δε να τας κυριεύσουν, επέστρεψαν εις το Ρήγιον. Τοιουτοτρόπως ετελείωσεν ο χειμών και το πέμπτον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
89. Κατά δε το ακόλουθον θέρος οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι υπό την στρατηγίαν Άγιδος του Αρχιδάμου, βασιλέως των Πελοποννησίων, ήλθον μεν εις τον ισθμόν επί τω σκοπώ να εισβάλουν εις την Αττικήν, επειδή δε έγιναν πολλοί σεισμοί, απετράπησαν του σκοπού και η εισβολή δεν έγινε. Κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ οι σεισμοί εξηκολούθουν εν ταις Οροβίαις της Ευβοίας, η θάλασσα επροχώρησε διά τινος μέρους, το οποίον τότε ήτο γη, και εξογκωθείσα επήλθε κατά της πόλεως· και μέρος μεν της ξηράς εσκέπασαν τα κύματα, από το άλλο δε μέρος απεσύρθησαν, και σήμερον είναι θάλασσα εκείνο, πού άλλοτε ήτο γη. Όλοι οι μη προφθάσαντες ν' αναβούν εις τα υψηλά μέρη εχάθησαν. Ομοία δε κατακάλυψις υπό ύδατος έγινε και εις την νήσον Αταλάντην κειμένην πλησίον των Οπουντίων Λοκρών, ήτις και μέρος του φρουρίου των Αθηναίων παρέσυρε και εκ των δύο επί της παραλίας ανειλκυσμένων πλοίων συνέτριψε το έν. Εξεχείλισαν ομοίως τα κύματα και επί της Πεπαρήθου, αλλά δεν την κατέκλυσαν, σεισμός δε επισυμβάς ανέτρεψε μέρος του τείχους, το πρυτανείον καί τινας οικίας. Εγώ νομίζω ως αίτιον τούτου το ότι εκεί, όπου ο σεισμός γίνεται ισχυρότατος, η θάλασσα απωθείται, και κατά την αιφνιδίαν επιστροφήν της καθιστά την επίκλυσιν βιαιοτέραν· χωρίς δε σεισμόν μου φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν να συμβή το τοιούτο.
90. Κατά το αυτό θέρος επολέμουν εις την Σικελίαν και άλλοι, όπως ετύχαινε, και αυτοί οι Σικελιώται εκστρατεύοντες εναντίον αλλήλων και οι Αθηναίοι μετά των συμμάχων· θέλω δε αναφέρει τα μάλλον άξια λόγου από όσα έπραξαν οι σύμμαχοι ούτοι βοηθούμενοι υπό των Αθηναίων παρά οι πολεμούντες εναντίον των Αθηναίων. Επειδή δε είχεν ήδη φονευθή ο στρατηγός των Αθηναίων Χαροιάδης έν τινι μάχη υπό των Συρακουσίων, ο Λάχης παρέλαβε την διοίκησιν όλων των πλοίων και εξετράτευσε μετά των συμμάχων κατά των Μυλών, φρουρίου των Μεσσηνίων. Έτυχον δε εις τας Μυλάς να φρουρούν δύο φυλαί των Μεσσηνίων, αίτινες έστησαν ενέδραν τινά κατά των αποβάντων εκ πλοίων. Οι δε Αθηναίοι και οι σύμμαχοι και τους ενεδρεύοντας τρέπουν εις φυγήν και φονεύουν πολλούς, και προσβαλόντες το φρούριον τους ηνάγκασαν και την ακρόπολιν να παραδώσουν διά συνθήκης και κατά της Μεσσήνης να συνεκστρατεύσουν. Μετά τούτο οι Μεσσήνιοι, ιδόντες επερχομένους τους Αθηναίους και τους συμμάχους, παρεδόθησαν και αυτοί δώσαντες ομήρους και παρασχόντες όλας τας αιτηθείσας εγγυήσεις.
91. Κατά το αυτό θέρος οι Αθηναίοι τριάκοντα μεν πλοία έστειλαν περί την Πελοπόννησον, των οποίων ήτο στρατηγός Δημοσθένης ο Αλκισθένους και Προκλής ο Θεοδώρου, εξήκοντα δε εις Μήλον μετά δισχιλίων οπλιτών, των οποίων ήτο στρατηγός Νικίας ο Νικηράτου, διότι ήθελον να υποτάξουν τους Μηλίους, οίτινες νησιώται όντες ηρνούντο να υπακούσουν και να εισέλθουν εις την συμμαχίαν των. Επειδή όμως οι Μήλιοι, μολονότι ελεηλατείτο η χώρα των, δεν υπέκυπτον, αποπλεύσαντες οι Αθηναίοι εκ της Μήλου έπλευσαν προς τον Ωρωπόν κείμενον εις την άντικρυ στερεάν. Πλησιάσαντες εκεί νύκτα απεβίβασαν ευθύς τους οπλίτας, οίτινες επορεύθησαν πεζή προς την Τάναγραν της Βοιωτίας. Εις σημείον δοθέν οι κάτοικοι των Αθηνών, στρατηγούντος Ιππονίκου του Καλλίου και Ευρυμέδοντος του Θουκλέους, ήλθον διά ξηράς και τους συνήντησαν. Και στρατοπεδεύσαντες ελεηλάτουν κατ' εκείνην την ημέραν τα πέριξ της Τανάγρας και διενυκτέρευσαν εκεί. Κατά δε την επομένην ημέραν ενίκησαν εν μάχη τους εξελθόντας Ταναγραίους και μερικούς ελθόντας εις βοήθειαν Θηβαίους, και λαβόντες όπλα και στήσαντες τρόπαιον ανεχώρησαν, οι μεν εις Αθήνας, οι δε εις τα πλοία. Παραπλεύσας δε ο Νικίας μετά των εξήκοντα πλοίων ελεηλάτησε τα παραθαλάσσια μέρη της Λοκρίδος και επέστρεψεν εις τας Αθήνας.
92. Κατά τον αυτόν χρόνον οι Λακεδαιμόνιοι ίδρυσαν την εν Τραχινία αποικίαν της Δεκελείας κατά την ακόλουθον περίστασιν. Όλοι οι Μαλιείς είναι διηρημένοι εις τρία μέρη, εις Παραλίους, εις Ιερείς και εις Τραχινίους, αλλ' οι τελευταίοι ούτοι νικηθέντες υπό των γειτόνων Οιταίων, εσκέφθησαν κατ' αρχάς να παραδοθούν εις τους Αθηναίους· έπειτα όμως, φοβηθέντες μήπως δεν τους εύρουν πιστούς, έστειλαν εις την Λακεδαίμονα εκλέξαντες ως πρεσβευτήν τον Τισαμενόν. Εις την πρεσβείαν ταύτην ηνώθη και η πόλις των Δωριέων, μητρόπολις ούσα των Λακεδαιμονίων, διά να ζητήση τα αυτά, επειδή οι κάτοικοι αυτής έπασχον ομοίως από τας εχθροπραξίας των Οιταίων. Ακούσαντες οι Λακεδαιμόνιοι εγνωμάτευσαν να πέμψουν αποικίαν, όπως προστατεύση και τους Τραχινίους και τους Δωριείς, τοσούτω μάλλον όσω και η πόλις τοις εφαίνετο κειμένη εις επίκαιρον θέσιν διά τον κατά των Αθηναίων πόλεμον διότι και ναυτικόν ηδύναντο να παρασκευάζουν εκεί, και να διαπερούν ταχέως εις την Εύβοιαν, και εις την Θράκην να μεταβαίνουν ευκολώτερον. Δι' όλους αυτούς τους λόγους επεχείρησαν μετά ζήλου την ίδρυσιν εκείνην. Και πρώτον μεν ηρώτησαν τον εν Δελφοίς θεόν ότε δε αυτός προέτρεψεν εις τούτο, έστειλαν εκεί ιδίους οικήτορας και περιοίκους, προσκαλούντες να συνοδεύσουν την αποικίαν όσοι ήθελον εκ των άλλων Ελλήνων πλην των Ιώνων, των Αχαιών καί τινων άλλων λαών. Την διεύθυνσιν της εγκαταστάσεως εκείνης ανέλαβον τρεις Λακεδαιμόνιοι, ο Λέων, ο Αλκίδας και ο Δαμάγων. Φθάσαντες δε ετείχισαν εκ νέου την πόλιν, η οποία καλείται σήμερον Ηράκλεια και απέχει από μεν των Θερμοπυλών τεσσαράκοντα σταδίους, από δε της θαλάσσης είκοσι. Κατεσκεύασαν ωσαύτως και νεώρια, τα οποία ήρχισαν από αυτό το στενόν των Θερμοπυλών, διά να τα προφυλάττουν ευκολώτερον.
93. Οι δε Αθηναίοι καθ' ον καιρόν συνωκίζετο η πόλις αυτή πρώτον μεν εφοβήθησαν και ενόμισαν ότι κυρίως ηπειλείτο η Εύβοια, διότι πολύ μικρόν διάστημα την χωρίζει από το Κήναιον ακρωτήριον της Ευβοίας. Έπειτα όμως δεν επηλήθευσαν οι φόβοι των, διότι δεν έπαθαν τίποτε εκ της αποικίας εκείνης και ιδού ο λόγος. Οι Θεσσαλοί, κύριοι των χωρών εκείνων και του μέρους όπου εκτίσθη η πόλις, φοβηθέντες μήπως οι γείτονές των κατασταθούν πολύ ισχυροί, δεν έπαυαν πολεμούντες τους νεωστί εγκαταστημένους εκείνους ανθρώπους μέχρις ου κατέστρεψαν αυτούς εντελώς, μολονότι αυτοί ήσαν κατ' αρχάς πολυαριθμότατοι (διότι πας τις ήρχετο θαρραλέως νομίζων ότι η πόλις ήθελεν είσθαι σταθερά οικιζομένη υπό των Λακεδαιμονίων)· αλλ' αυτοί ούτοι οι εκ Λακεδαίμονος ερχόμενοι άρχοντες συνετέλεσαν εις την ελάττωσιν του πληθυσμού εκφοβούντες τους πολλούς και κυβερνώντες μετά ταχύτητος, ενίοτε δε μετ' αδικίας, εις τρόπον ώστε ευκόλως ηδυνήθησαν να κατισχύσουν αυτών οι γείτονες.
94. Κατά το αυτό δε θέρος και περί τον αυτόν χρόνον καθ' ον οι Αθηναίοι ησχολούντο περί της Μήλου οι άλλοι Αθηναίοι οι μετά των τριάκοντα πλοίων πλέοντες περί την Πελοπόννησον πρώτον εφόνευσαν εν τω Ελλομένω της Λευκαδίας φρουρούς τινας ενεδρεύσαντες, και έπειτα ήλθον κατά της Λευκάδος μετά μεγαλυτέρου στόλου. Σύμπαντες οι Ακαρνάνες, εκτός των Οινιαδών, ηκολούθουν αυτούς, καθώς καί τινες Ζακύνθιοι και Κεφαλλήνες και δεκαπέντε πλοία των Κερκυραίων. Και οι μεν Λευκάδιοι, μολονότι ελεηλάτουν την χώραν των και την έξω και την έσω του ισθμού, όπου και η Λευκάς υπάρχει και το ιερόν του Απόλλωνος, ησύχαζον εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από την υπεροχήν του αριθμού· οι δε Ακαρνάνες παρεκάλουν τον στρατηγόν των Αθηναίων Δημοσθένην να περιτειχίση αυτούς, ελπίζοντες ότι ευκόλως ήθελον εκπολιορκήσει αυτήν και απαλλαγή πόλεως η οποία πάντοτε ήτον έχθρα προς αυτούς. Αλλά κατά τον αυτόν χρόνον οι Μεσσήνιοι έπεισαν τον Δημοσθένην ότι θα ήτο άξιον αυτού, αφού είχε μαζί του τόσον στρατόν συνηθροισμένον, να επιτεθή κατά των Αιτωλών, οι οποίοι ήσαν εχθροί της Ναυπάκτου, και μάλιστα διότι, εάν ήθελε τους υποτάξει, ευκόλως υπό τους Αθηναίους θα καθυπέτασσε τους προς τα μέρη ταύτα άλλους λαούς της Ηπείρου· έλεγον ότι τωόντι οι Αιτωλοί είναι έθνος μέγα και μάχιμον, αλλ' επειδή είναι ελαφρώς ωπλισμένον και κατοικεί κατά κώμας ατείχιστους, απομακρυσμένας δε πολύ απ' αλλήλων δεν θ' απέβαινε δύσκολον να τους νικήσουν πριν βοηθήσουν αλλήλους. Τον συνεβούλευον δε να προσβάλη πρώτον τους Αποδότους, έπειτα τους Οφιονείς, και μετά τούτους τους Ευρυτάνας, οίτινες απήρτιζον το πλείστον μέρος των Αιτωλών, ωμίλουν γλώσσαν όλως ακατάληπτον και έτρωγαν, ως έλεγον, ωμά κρέατα. Εάν οι λαοί ούτοι υπετάσσοντο, ευκόλως ήθελον υποταγή και τα άλλα μέρη.
95. Ο δε Δημοσθένης, διά να αρέση εις τους Μεσσηνίους, επείσθη νομίσας μάλιστα ότι και άνευ της δυνάμεως των Αθηναίων θα ηδύνατο μετά των ηπειρωτικών συμμάχων και μετά των Αιτωλών να επιτεθή κατά των Βοιωτών διά ξηράς. Προς τούτο ήρκει να διέλθη διά των Οπουντίων Λοκρών και να φθάση εις το Κυτίνιον το Δωρικόν έχων εν δεξιά τον Παρνασσόν μέχρις ου καταβή εις τους Φωκείς, οίτινες ένεκα της φιλίας η οποία υπήρχε πάντοτε μεταξύ αυτών και των Αθηναίων, θα συνεξεστράτευον προθύμως μετ' αυτού, ή τουλάχιστον θα εξηναγκάζοντο να πράξουν τούτο (καθότι η Βοιωτία συνορεύει με τους Φωκείς προς τούτο το μέρος)· εκπλεύσας λοιπόν μετά παντός του στρατού από της Λευκάδος παρά την θέλησιν των Ακαρνάνων παρέπλευσε μέχρι του Σολλίου. Ανακοινώσας το σχέδιόν του εις τους Ακαρνάνας, οίτινες ηρνήθησαν να το παραδεχθούν δυσαρεστηθέντες διότι δεν επολιάρκησε την Λευκάδα, μετέβη να πολεμήση τους Αιτωλούς μετά του υπολειπομένου στρατού, δηλαδή μετά των Κεφαλλήνων, των Μεσσηνίων, των Ζακυνθίων και τριακοσίων επιβατών Αθηναίων, οίτινες ευρίσκοντο επί των ιδικών των πλοίων, διότι τα δεκαπέντε πλοία των Κερκυραίων είχον απέλθει. Ανεχώρησε δε εκ του εν Λοκρίδι Οινεώνος. Οι δε Οζόλαι ούτοι Λοκροί ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων και ώφειλαν να ενωθούν πανστρατιά με τους Αθηναίους εις το εσωτερικόν της χώρας. Όντες γείτονες των Αιτωλών και τα αυτά όπλα φέροντες ενομίζοντο ότι μεγάλην ωφέλειαν ήθελον παράσχει εις την εκστρατείαν ταύτην, καθότι και την χώραν εγνώριζον και τον τρόπον του πολέμου.
96. Διανυκτερεύσας δε μετά του στρατού εντός του ιερού του Νεμείου Διός, όπου, ως λέγεται, ο ποιητής Ησίοδος εφονεύθη υπό των ανθρώπων του μέρους εκείνου, προρρηθέντος εις αυτόν υπό τινος χρησμού ότι έμελλε να πάθη τούτο εν τη Νεμέα, ανεχώρησεν άμα τη πρωία και επροχώρει προς την Αιτωλίαν. Και κατά μεν την πρώτην ημέραν εκυρίευσε την Ποτιδανίαν, κατά δε την δευτέραν το Κροκύλειον, και κατά την τρίτην το Τείχιον. Εκεί εσταμάτησε και έπεμψε την λείαν εις το Ευπάλιον της Λοκρίδος, διότι εσκόπευε, μετά την καθυπόταξιν της χώρας, να επιστρέψη εις Ναύπακτον και να εκστρατεύση ακολούθως κατά των Οφιονέων, εάν ηρνούντο να υποταχθούν. Αλλά τους Αιτωλούς δεν διέφυγαν αι προετοιμασίαι αύται, ενόησαν μάλιστα το σχέδιον ευθύς εξ αρχής· και, ότε ο στρατός εισήλθεν εις την χώραν, όλοι έσπευσαν εναντίον του προς συνάντησίν του με ισχυράς δυνάμεις· εις τρόπον ώστε και αυτοί οι εις τα έσχατα σύνορα των Οφιονέων λαοί, πλησίον του Μαλιακού κόλπου, Βωμιείς και Καλλιείς, έτρεξαν εις βοήθειαν.
97. Οι δε Μεσσήνιοι εξηκολούθουν δίδοντες εις τον Δημοσθένην την αυτήν συμβουλήν ως και πρότερον, παριστώντες εις αυτόν ότι ήθελεν είσθαι εύκολος η καθυπόταξις των Αιτωλών, και τον ηνάγκαζον να βαδίση όσον τάχιστα κατά των κωμών και να προσπαθή να καταλαμβάνη όσας εύρισκε προχείρους, χωρίς να περιμείνη ώστε να συναθροισθούν όλαι αι δυνάμεις εναντίον του. Ο δε Δημοσθένης πεισθείς εις αυτούς και αποθέσας τας ελπίδας του εις την τύχην, επειδή αύτη ουδέποτε του υπήρξεν εναντία, δεν περιέμεινε τους Λοκρούς οίτινες έμελλον να έλθουν εις βοήθειάν του (μολονότι είχε μεγίστην ανάγκην ψιλών ακοντιστών), αλλά προχωρήσας κατά του Αιγιτίου εκυρίευσεν αυτό αμαχητί, διότι οι κάτοικοι έφυγαν και απεσύρθησαν επί των λόφων των υπεράνω της πόλεως· ήτο δε η πόλις αύτη κτισμένη επί μέρους υψηλού, ογδοήκοντα σταδίους απέχουσα της θαλάσσης. Οι δε Αιτωλοί (οίτινες είχαν φθάσει εις βοήθειαν του Αιγιτίου) προσέβαλλαν τους Αθηναίους και τους συμμάχους, ορμώντες πανταχόθεν εκ των λόφων και ακοντίζοντες αυτούς. Και, ότε μεν επροχώρει ο στρατός των Αθηναίων, υπεχώρουν, ότε δε ανεχώρει, επετίθεντο. Το είδος τούτο της μάχης, η οποία συνίστατο εις διώξεις και υποχωρήσεις, διήρκεσεν επί πολύ, και κατ' αμφοτέρας τας περιπτώσεις οι Αθηναίοι εφάνησαν υποδεέστεροι.
98. Οι δε Αθηναίοι, ενόσω μεν οι τοξόται είχον τα βέλη των και ηδύναντο να τα μεταχειρίζωνται, αντείχον· διότι οι Αιτωλοί, ελαφρώς ωπλισμένοι, υπεχώρουν τοξευόμενοι· φονευθέντος όμως του τοξάρχου διεσπάρησαν, οι δε Αθηναίοι εκουράσθησαν υπό της αδιάκοπου επαναλήψεως των αυτών κινημάτων τότε οι Αιτωλοί, διπλασιάζοντες τας προσπαθείας των, εκάλυψαν αυτούς διά βελών, εις τρόπον ώστε οι Αθηναίοι ετράπησαν επί τέλους εις φυγήν, και πίπτοντες εις χαράδρας αδιεξόδους και εις μέρη τα οποία δεν εγνώριζον, κατεστρέφοντο, διότι ο οδηγός των οδών, Χρόμων ο Μεσσήνιος, είχεν ήδη φονευθή. Οι δε Αιτωλοί, ταχύποδες και ελαφρώς ωπλισμένοι, ηκόντιζον τους φυγάδας και καταδιώκοντες αυτούς από κοντά, τους έφθανον και τους εφόνευον· τους πλείστους όμως, παραπλανηθέντας εις τον δρόμον και εμπεσόντας εις δάσος αδιέξοδον, ανάψαντες πυρ κατέκαυσαν. Οι δε Αθηναίοι υποστάντες πανωλεθρίαν έφυγον καθ' όλας τας διευθύνσεις, και μόλις οι περισωθέντες ηδυνήθησαν να φθάσουν εις την θάλασσαν και τον Οινεώνα της Λοκρίδος, εκ του οποίου είχον αναχωρήσει. Απέθαναν δε και εκ των συμμάχων πολλοί και εξ αυτών των Αθηναίων εκατόν είκοσιν οπλίται· τοσούτοι ήσαν κατά το πλήθος οι εν τη ακμή της ηλικίας εκείνοι πολεμισταί, τους οποίους απώλεσεν η πόλις των Αθηναίων κατά τον πόλεμον τούτον. Απέθανε δε και ο έτερος στρατηγός Προκλής. Τους δε νεκρούς συναθροίσαντες διά συνθήκης προς τους Αιτωλούς ανεχώρησαν εις την Ναύπακτον και ύστερον εφέρθησαν (οι νεκροί ούτοι) διά των πλοίων εις τας Αθήνας. Ο δε Δημοσθένης έμεινε περί την Ναύπακτον και τας πέριξ πόλεις, φοβούμενος την οργήν των Αθηναίων διά τα συμβάντα.
99. Κατά τον αυτόν χρόνον οι Αθηναίοι οίτινες ήσαν περί την Σικελίαν έπλευσαν προς την Λοκρίδα, και αποβιβασθέντες ενίκησαν τους εναντίον των δραμόντας Λοκρούς και κατέλαβον ισχυράν τινα θέσιν κειμένην εις το στόμιον του Άληκος ποταμού.
100. Κατά το αυτό δε θέρος οι Αιτωλοί, έχοντες στείλει προηγουμένως πρέσβεις εις Κόρινθον και εις Λακεδαίμονα, τον Οφιονέα Τόλοφον, τον Ευρυτάνα Βοριάδην και τον Απόδωτον Τίσανδρον, επέτυχον να τοις αποσταλή στρατός προωρισμένος να προσβάλη την Ναύπακτον, η οποία είχε προσκαλέσει την βοήθειαν των Αθηναίων. Και εξαπέστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι περί το φθινόπωρον τρισχιλίους οπλίτας εκ των συμμάχων. Τούτων πεντακόσιοι ήσαν εκ της εν Τραχίνι πόλεως Ηρακλείας, νεοκτίστου τότε ούσης· αρχηγός δε της εκστρατείας ταύτης ήτο ο Σπαρτιάτης Ευρύλοχος, τον οποίον συνώδευον οι Σπαρτιάται Μακάριος και Μενεδάϊος.
101. Ότε δε συνηθροίσθη ο στρατός εις Δελφούς, ο Ευρύλοχος έπεμψε κήρυκα εις τους Λοκρούς τους Οζόλας, διότι και δι' αυτών έπρεπε να διέλθη διά να υπάγη εις Ναύπακτον και διότι ήθελε να τους αποσπάση από τους Αθηναίους. Εις την διαπραγμάτευσιν ταύτην τον εβοήθησαν προ πάντων οι Λοκροί της Αμφίσσης διά τον φόβον τον οποίον τοις ενέπνεε το μίσος των Φωκέων. Αυτοί δε πρώτοι δώσαντες ομήρους υπεχρέωσαν και τους άλλους, οίτινες εφοβούντο την προσέγγισιν του στρατού, να δώσουν και αυτοί. Και πρώτον μεν έπεισαν τους Μυονείς (διά τούτων δε είναι δυσχερεστάτη η εις την Λοκρίδα είσοδος), έπειτα δε τους Ιπνείς, τους Μεσσαπίους, τους Τριταιείς, τους Χαλαίους, τους Τολοφωνίους, τους Ησσίους και τους Οιανθείς. Πάντες δε ούτοι και συνεξεστράτευσαν. Οι δε Φωκιείς έδωκαν μεν ομήρους, όμως δεν συνεξεστράτευσαν· και οι Υαίοι δεν έδωκαν ομήρους παρά αφού εκυριεύθη η κώμη των, ήτις εκαλείτο Πόλις.
102. Ότε δε όλα ητοιμάσθησαν και οι όμηροι αφέθησαν φυλαττόμενοι εις το Κυτίνιον το Δωρικόν, ο Ευρύλοχος επροχώρησε μετά του στρατού κατά της Ναυπάκτου διά των Λοκρών, και καθ' οδόν εκυρίευσε τας πόλεις του Οινεώνος και του Ευπαλίου, αι οποίαι είχον αρνηθή να ενωθούν μετ' αυτού. Φθάσας δ' ο στρατός εις Ναυπακτίαν και ενωθείς ήδη μετά των Αιτωλών ελεηλάτει την χώραν και εκυρίευσε το προάστιον το οποίον ήτο ατείχιστον. Ελθών δε και εις το Μολύκρειον, αποικίαν μεν των Κορινθίων, υπήκοον όμως των Αθηναίων, εκυρίευσεν αυτό· Δημοσθένης δε ο Αθηναίος, (ο οποίος έτυχε να ευρίσκεται ακόμη εις τα πέριξ της Ναυπάκτου μετά την εκστρατείαν της Αιτωλίας) προϊδών την εισβολήν του στρατού και φοβηθείς διά την Ναύπακτον μετέβη και έπεισε τους Ακαρνάνας να στείλουν βοήθειαν. Μετά δυσκολίας όμως επέτυχε τούτο ένεκα της αναχωρήσεώς του εκ της Λευκάδος. Εν τούτοις τω έδωκαν χιλίους οπλίτας, τους οποίους επεβίβασεν επί των πλοίων και οι οποίοι εισελθόντες εις την πόλιν έσωσαν αυτήν· διότι, επειδή ήτο μεγάλον το τείχος και ολίγοι οι αμυνόμενοι, υπήρχε φόβος ότι δεν ήθελεν ανθέξει. Ο δε Ευρύλοχος και οι μετ' αυτού, μαθόντες ότι εισήλθεν εις την πόλιν στρατός και ότι ήτο αδύνατον να την κυριεύσουν διά της βίας, ανεχώρησαν όχι εις την Πελοπόννησον, αλλ' εις την Αιολίδα, την σήμερον ονομαζομένην Καλυδώνα και Πλευρώνα, εις τα περίχωρα αυτής και εις το Πρόσχιον της Αιτωλίας. Διότι ελθόντες οι Αμπρακιώται προς αυτούς τους έπεισαν να προσβάλουν από κοινού το Αμφιλοχικόν Άργος, την επίλοιπον Αμφιλοχίαν και την Ακαρνανίαν, προσθέτοντες ότι, εάν γίνουν κύριοι των χωρών τούτων, όλοι οι ηπειρώται ήθελαν γίνει σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Και ο μεν Ευρύλοχος πεισθείς και αποπέμψας τους Αιτωλούς έμεινεν ησυχάζων μετά του στρατού κατά τους τόπους εκείνους, μέχρις ου θα ήρχετο ο καιρός να ενωθή με τους Αμπρακιώτας, οίτινες είχον αναχωρήσει διά να πολιορκήσουν το Άργος. Και το θέρος ετελείωνε τότε.
103. Κατά τον ακόλουθον δε χειμώνα οι εν τη Σικελία Αθηναίοι ενωθέντες με τους Έλληνας συμμάχους των και με όσους εκ των Σικελών είχαν αφήσει την συμμαχίαν των Συρακουσίων ένεκα της τυραννικής αυτών διοικήσεως και προσέλθουν εις τους Αθηναίους, προσέβαλαν από κοινού την Ίνησσαν, μικράν Σικελικήν πόλιν, της οποίας την ακρόπολιν κατείχον οι Συρακούσιοι· μη δυνηθέντες όμως να την κυριεύσουν ανεχώρησαν. Αλλά κατά την αναχώρησιν εκείνην οι σύμμαχοι, οι οποίοι εβάδιζαν όπισθεν των Αθηναίων, προσεβλήθησαν υπό των Συρακουσίων του φρουρίου, οι οποίοι επετέθησαν κατ' αυτών, έτρεψαν μέρος του στρατού εις φυγήν και εφόνευσαν όχι ολίγους. Μετά το συμβάν τούτο ο Λάχης και οι Αθηναίοι επιχειρήσαντες μερικάς αποβάσεις εις την Λοκρίδα, ενίκησαν πλησίον του Καικίνου ποταμού τριακόσιους Λοκρούς ελθόντας να τους πολεμήσουν μετά του Προξένου και Καπάτωνος και λαβόντες όπλα ανεχώρησαν.
104. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Αθηναίοι εκαθάρισαν την Δήλον υπακούοντες εις ένα χρησμόν. Ήδη ο τύραννος Πεισίστρατος είχε καθαρίσει αυτήν πρότερον, όχι καθ όλην αυτής την έκτασιν, αλλά μόνον κατά το μέρος της νήσου όπου εφαίνετο ο ναός· τότε δε εκαθαρίσθη ολόκληρος κατά τον ακόλουθον τρόπον. Όλοι οι τάφοι όσοι ευρέθησαν εκεί αφηρέθησαν, και εδόθη διαταγή μήτε θάνατος μήτε τοκετός να μη γίνεται εις την νήσον, αλλ' οι ψυχορραγούντες και αι ετοιμόγεννοι γυναίκες να μεταφέρονται εις την Ρήνειαν. Τόσον ολίγον δε απέχει η Ρήνεια από της Δήλου, ώστε ο τύραννος των Σαμίων Πολυκράτης, ο οποίος επί τινα χρόνον είχεν ισχυρόν ναυτικόν και υπέταξεν υπό την κυριαρχίαν του τας άλλας νήσους, κυριεύσας την Ρήνειαν την ανέθηκεν εις τον Δήλιον Απόλλωνα δέσας αυτήν δι' αλύσεως μετά της Δήλου. Και τότε κατά πρώτον μετά την κάθαρσιν εώρτασαν οι Αθηναίοι τα ανά πάσαν πενταετίαν τελούμενα Δήλια. Άλλοτε, εις απωτάτην εποχήν, εγίνετο εις Δήλον μεγάλη συρροή Ιώνων και γειτόνων νησιωτών, οι οποίοι μετέβαινον μετά γυναικών και τέκνων, καθώς σήμερον μεταβαίνουν οι Ίωνες εις τα Εφέσια. Εγίνετο δε εκεί αγών γυμνικός και μουσικός, και αι πόλεις έστελλαν εκεί χορούς (θρησκευτικάς συνοδείας). Τούτο μαρτυρεί και ο Όμηρος εις τους ακολούθους στίχους του ύμνου προς τον Απόλλωνα·
«Αλλ', ω Φοίβε, εις την Δήλον προ πάντων ευχαριστήθη, η ψυχή σου Εκεί προς τιμήν σου συναθροίζονται οι μακροχίτωνες Ίωνες με τα τέκνα και τας συζύγους των εις την πανήγυρίν σου.
Εκεί, διά του χορού και διά του άσματος, σε τέρπουν ψάλλοντές σε, όταν κατέρχωνται εις αγώνας.
Ότι δε υπήρχε και αγών μουσικής και ήρχοντο όπως αγωνισθούν εις τα τοιαύτα, τούτο το μαρτυρεί διά των άλλων στίχων του αυτού ύμνου. Διότι υμνήσας τον Δηλιακόν χορόν των γυναικών τελειώνει τον έπαινον διά των εξής επών, εις τα οποία αναφέρει και τον εαυτόν του·
«Αλλ' ας είναι εις ημάς ίλεοι ο Απόλλων και η Άρτεμις· σεις δε πάσαι, χαίρετε. Εμέ δε και κατόπιν ενθυμηθήτε, όταν βραδύτερον κανείς ξένος έλθη ενταύθα ταλαιπωρημένος και σας ερωτήση : Ω κόραι, ποίος εξ όλων των αοιδών είναι μάλλον ευάρεστος εις σας αφ' όσους έρχονται εδώ κ' ευχαριστείσθε απ'αυτόν περισσότερον;
Σεις δε πρόθυμοι όλαι αποκριθήτε επαινετικά: Ο τυφλός, ο κατοικών εις την πετρώδη νήσον της Χίου».
Ιδού λοιπόν πώς ο Όμηρος, υπέδειξεν ότι άλλοτε εγίνετο μεγάλη συρροή και εορτή εις την Δήλον· ύστερον δε τους μεν χορούς και τα αναθήματα εξηκολούθουν να στέλλουν οι νησιώται και οι Αθηναίοι, οι αγώνες όμως και τα άλλα κατελύθησαν, πιθανώς υπό των συμφορών, μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν οι Αθηναίοι αποκατέστησαν αυτούς πάλιν προσθέσαντες και ιπποδρομίας, αι οποίαι δεν υπήρχον πρότερον.
105. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Αμπρακιώται, συμφώνως με την υπόσχεσιν, την οποίαν είχον δώσει εις τον Ευρύλοχον διά να κρατήση τον στρατόν του, εξεστράτευσαν κατά του Αμφιλοχικού Άργους μετά τρισχιλίιων οπλιτών και εισβαλόντες εις την Αργείαν κατέλαβον τας Όλπας, τείχος ισχυρόν επί λόφου πλησίον της θαλάσσης, το οποίον κτίσαντες άλλοτε οι Ακαρνάνες μετεχειρίζοντο ως κοινόν δικαστήριον· απέχει δε τούτο εικοσιπέντε σταδίους από της πόλεως των Αργείων, η οποία είναι παραθαλασσία. Εκ των Ακαρνάνων μέρος μεν έσπευσε προς βοήθειαν του Άργους, μέρος δε εστρατοπέδευσεν εις χωρίον τι της Αμφιλοχίας, το οποίον ονομάζεται Κρήναι, όπως εμποδίσουν την ένωσιν των Αμπρακιωτών μετά του Ευρυλόχου και των Πελοποννησίων. Έστειλαν επίσης να προσφέρουν την αρχηγίαν εις τον Δημοσθένην, ο οποίος υπήρξε στρατηγός των Αθηναίων εις την Αιτωλίαν, και ειδοποίησαν τα είκοσι πλοία των Αθηναίων, τα οποία ευρίσκοντο περί την Πελοπόννησον και τα οποία εκυβερνώντο από τον Ιεροφώντα του Αντιμνήστου. Απέστειλαν δε και οι περί τας Όλπας Αμπρακιώται άγγελον εις την Αμπρακίαν, διά να ζητήσουν πολλήν συνδρομήν. Εφοβούντο μήπως οι μετά του Ευρυλόχου δεν δυνηθούν να διέλθουν διά των Ακαρνάνων και αναγκασθούν να πολεμήσουν μόνοι των ή να κινδυνεύσουν, εάν επεχείρουν υποχώρησιν.
106. Οι μεν λοιπόν μετά του Ευρυλόχου Πελοποννήσιοι, άμα έμαθαν την άφιξιν των Αμπρακιωτών εις τας Όλπας, ανεχώρησαν εκ του Προσχίου και έσπευσαν να τους συναντήσουν. Και διαβάντες τον Αχελώον επροχώρουν κατά της Ακαρνανίας, η οποία είχε μείνει έρημος ένεκα της συγκεντρώσεως των κατοίκων της εις το Άργος, εν δεξιά μεν έχοντες την πόλιν των Στρατιών και την φρουράν αυτών, εν αριστερά δε την άλλην Ακαρνανίαν. Διελθόντες την χώραν των Στρατιών επροχώρουν διά της Φυτίας, έπειτα διά των έσχατων του Μεδεώνος και διά της Λιμναίας· εισήλθον δε εις την χώραν των Αγραίων, η οποία δεν ανήκεν ακόμη εις την Ακαρνανίαν, αλλ' ήτο χώρα φιλική. Φθάσαντες εις το όρος Θύαμον, το οποίον είναι άγριον, επροχώρουν δι' αυτού και κατέβησαν εις την Αργείαν, ενώ είχεν επέλθει ήδη νυξ, και διελθόντες απαρατήρητοι μεταξύ της πόλεως των Αργείων και της φρουράς των εν ταις Κρήναις Ακαρνάνων, ηνώθησαν μετά των εν ταις Όλπαις Ακαρνάνων.
107. Ενωθέντες δ' ούτω εσταμάτησαν άμα τη ημέρα πλησίον της ονομαζομένης Μητροπόλεως, όπου και εστραποπέδευσαν. Οι δε Αθηναίοι ολίγον μετά ταύτα ήλθον και μετά των είκοσι πλοίων εις τον Αμπρακικόν κόλπον, διά να βοηθήσουν τους Αργείους. Ήλθεν ωσαύτως και ο Δημοσθένης οδηγών διακοσίους οπλίτας Μεσσηνίους και εξήκοντα τοξότας Αθηναίους. Και τα μεν πλοία ηγκυροβόλησαν ενώπιον του λόφου τον οποίον κατείχον αι Όλπαι· οι δε Ακαρνάνες και ολίγοι Αμφίλοχοι (επειδή οι περισσότεροι εκρατούντο διά της βίας υπό των Αμπρακιωτών) συνελθόντες ήδη εις το Άργος ητοιμάζοντο να πολεμήσουν τους εναντίους και εξέλεξαν ηγεμόνα όλου του συμμαχικού στρατού τον Δημοσθένην συνεργούντων και των ιδίων αυτών στρατηγών. Ούτος δε προσαγαγών τον στρατόν πλησίον της Όλπης εστρατοπέδευσεν εκεί· βαθεία δε χαράδρα εχώριζε τους δύο στρατούς. Και επί πέντε μεν ημέρας ησύχαζον, κατά δε την έκτην παρετάχθησαν αμφότεροι προς μάχην. Επειδή δε ο στρατός των Πελοποννησίων ήτον ισχυρότερος και κατείχε μέγα διάστημα, φοβηθείς ο Δημοσθένης μήπως κυκλωθή, έθεσεν ενέδραν εις οδόν τινα κοίλην και λοχμώδη οπλίτας και ψιλούς τετρακοσίους εν άλω, ίνα κατά την συμπλοκήν εγερθούν και προσβάλουν κατά νώτον τον εχθρόν προς το μέρος όπου ούτος ήθελεν είσθαι υπέρτερος κατά τον αριθμόν. Αφού δ' αμφότεροι ητοιμάσθησαν, ήλθον εις χείρας, και ο μεν Δημοσθένης κατείχε το δεξιόν κέρας μετά των Μεσσηνίων και ολίγων Αθηναίων, το δε άλλο, παραταγμένον εις σώματα ωρισμένα, κατείχον οι Ακαρνάνες μετά των ακοντιστών Αμφιλόχων, οίτινες ήσαν παρόντες εις την μάχην. Οι δε Πελοποννήσιοι και οι Αμπρακιώται ήσαν παραταγμένοι ανάμικτοι, πλην των Μαντινέων, οι οποίοι ήσαν συνηθροισμένοι προς το αριστερόν κέρας, αλλ' όχι εις την άκραν, την οποίαν κατείχεν ο Ευρύλοχος και οι μετ' αυτού, οι οποίοι ήσαν απέναντι των Μεσσηνίων και του Δημοσθένους.
108. Ήδη η συμπλοκή έγινε και το κέρας των Πελοποννησίων, υπέρτερον κατά τον αριθμόν, περιεκύκλωνε το δεξιόν των εναντίων, ότε οι εκ της ενέδρας Ακαρνάνες επιπεσόντες κατ' αυτού το προσέβαλον εκ των όπισθεν και το έτρεψαν εις φυγήν, ούτως ώστε μη δυνηθέν να υπομείνη την προσβολήν και κυριευθέν υπό φόβου παρέσυρεν εν τη φυγή του και το πλείστον μέρος του στρατεύματος· διότι, άμα είδον οι Πελοποννήσιοι καταστρεφόμενον το υπό τον Ευρύλοχον σώμα, το οποίον ήτο και το ισχυρότερον όλων, εφοβήθησαν πολύ περισσότερον. Οι Μεσσήνιοι, οίτινες ευρίσκοντο εις το μέρος τούτο, διεξήγαγον το πλείστον του έργου· οι δε Αμπρακιώται και οι κατά το δεξιόν κέρας ενίκων εις το μέρος των και εδίωξαν τον εχθρόν προς το Άργος, διότι είναι οι μαχιμώτατοι των περί τα μέρη εκείνα κατοικούντων. Αλλ' ότε κατά την επιστροφήν των είδον την ήτταν του πλειοτέρου στρατού, πιεζόμενοι και αυτοί πολύ υπό των άλλων Ακαρνάνων, μόλις εσώθησαν εις τας Όλπας. Πλείστοι όμως αυτών εφονεύθησαν, άτακτα και συγκεχυμένα πίπτοντες εις το μέσον του εχθρού. Μόνοι οι Μαντινείς υπεχώρησαν εις καλήν τάξιν μετά του υπολοίπου στρατού. Και η μεν μάχη ετελείωσε περί την εσπέραν.
109. Την άλλην ημέραν δε ο Μενεδάϊος, ο οποίος παρέλαβε την στρατηγίαν μετά τον θάνατον του Ευρυλόχου και του Μακαρίου, απορών πώς, ύστερον από τοιαύτην ήτταν, θα υπομείνη την πολιορκίαν ευρισκόμενος αποκλεισμένος διά ξηράς και διά θαλάσσης από τα Αττικά πλοία, ή πώς θα σωθή, εάν υπεχώρει, στέλλει προς τον Δημοσθένην και τους στρατηγούς των Ακαρνάνων μήνυμα περί σπονδών και αναχωρήσεως και παραλαβής των νεκρών. Ούτοι δε συνήνεσαν εις την τελευταίαν αυτήν αίτησιν, έστησαν τρόπαιον και εσύναξαν τους νεκρούς των, τριακοσίους τον αριθμόν· αλλά δεν επέτρεψαν φανεράν αναχώρησιν εις όλους· μόνον ο Δημοσθένης, με την συγκατάθεσιν των συστρατήγων Ακαρνάνων, επέτρεψε κρυφίως εις τους Μαντινείς, εις τον Μενεδάϊον, εις τους άλλους στρατηγούς των Πελοποννησίων και εις τους επισημοτέρους του στρατού να αποχωρήσουν ταχέως, θέλων να απομονώση τους Αμπρακιώτας και το πλήθος των μισθωτών ξένων και να κατορθώση να εκπέσουν εις την υπόληψιν των Ελλήνων των χωρών εκείνων οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελοποννήσιοι παριστών αυτούς ως προδότας προτιμήσαντας μάλλον την ιδικήν των σωτηρίαν. Και οι μεν Πελοποννήσιοι συνάζοντες τους νεκρούς τους έθαπτον ταχέως και όπως ηδύναντο, και εκείνοι, εις τους οποίους είχε δοθή η άδεια να αποχωρήσουν επερίμεναν την κατάλληλον στιγμήν, διά να εκτελέσουν τούτο κρυφά.
110. Εις δε τον Δημοσθένην και τους Ακαρνάνας αγγέλλεται ότι οι Αμπρακιώται της πόλεως, εις την πρώτην εκ των Ολπών αγγελίαν, ήρχοντο προς βοήθειαν πάντες ομού, διά της χώρας των Αμφιλόχων, έχοντες σκοπόν να ενωθούν μετά των ευρισκομένων εις τας Όλπας και χωρίς να ηξεύρουν τίποτε εκ των εκεί συμβάντων. Ευθύς λοιπόν ο Δημοσθένης στέλλει μέρος του στρατού, διά να στήση εκ των προτέρων ενέδρας εις τας οδούς και καταλάβη τας οχυράς θέσεις. Μετά του επιλοίπου δε στρατού παρεσκευάζετο να σπεύση κατ' αυτών.
111. Εν τούτοις οι Μαντινείς και εκείνοι προς τους οποίους εσυνθηκολόγησεν εξελθόντες με την πρόφασιν να συλλέξουν λάχανα, και φρύγανα ανεχώρησαν ολίγον κατ' ολίγον, συλλέγοντες εκείνα διά τα οποία δήθεν εξήλθον· ότε δε έφθασαν πέραν της Όλπης, έσπευσαν την πορείαν των. Οι δε Αμπρακιώται και οι άλλοι οίτινες έμενον συναθροισμένοι, εννοήσαντες την αναχώρησίν των, ώρμησαν και αυτοί και ήρχισαν να τρέχουν θέλοντες να τους φθάσουν. Οι Ακαρνάνες ενόμισαν κατ' αρχάς ότι όλοι ανεχώρουν άνευ συνθήκης, και διά τούτο ήρχισαν να καταδιώκουν τους Πελοποννησίους· και μάλιστα στρατηγούς τινας οίτινες ανθίσταντο εις την καταδίωξιν και έλεγαν ότι υπήρχε σύμβασις είς στρατιώτης Ακαρνάν τους εκτύπησε διά του ακοντίου του νομίζων αυτούς προδότας· επί τέλους όμως τους μεν Μαντινείς και Πελοποννησίους αφήκαν να περάσουν, τους δε Αμπρακιώτας εφόνευσαν. Πολλή δε φιλονεικία επεκράτησε και άγνοια περί του ποίος ήτον Αμπρακιώτης και ποίος Πελοποννήσιος. Και διακόσιοι μεν περίπου εξ αυτών εφονεύθησαν, οι δε άλλοι κατέφυγαν εις την Αγραΐδα, η οποία ήτο γειτονική, όπου ο βασιλεύς των Αγραίων Σαλύνθιος, φίλος ων, υπεδέξατο αυτούς.
112. Οι δε εκ της πόλεως Αμπρακιώται φθάνουν εις την Ιδομένην· είναι δε η Ιδομένη δύο λόφοι υψηλοί. Ήτο ήδη νυξ ότε οι προαποσταλέντες υπό του Δημοσθένους στρατιώται προκατέλαβον τους Αμπρακιώτας και έφθασαν απαρατήρητοι εις τον μεγαλύτερον εξ αυτών· οι Αμπρακιώται, οι οποίοι είχον επίσης αναβή επί του μικροτέρου, διενυκτέρευσαν εκεί. Ο δε Δημοσθένης δειπνήσας επροχώρει μετά του επίλοιπου στρατεύματος άμα τη εσπέρα. Και αυτός μεν μετά του ημίσεος στρατού ήλθεν εις το στενόν, το δε άλλο ήμισυ διηυθύνετο διά των Αμφιλοχικών ορέων. Άμα τω όρθρω επιπίπτει κατά των Αμπρακιωτών, οι οποίοι ακόμη εκοιμώντο και δεν είχον εννοήσει τα γενόμενα νομίσαντες ότι οι επερχόμενοι ήσαν φίλοι· διότι επίτηδες ο Δημοσθένης προέταξε πρώτους τους Μεσσηνίους και προσέταξε να προσαγορεύουν τον εχθρόν λαλούντες την Δωρικήν γλώσσαν και να εμπνεύσουν εμπιστοσύνην εις τους προφύλακας· άλλως δε ήτο ακόμη νυξ και δεν ηδύναντο να αναγνωρισθούν. Άμα λοιπόν επέπεσε κατά του στρατεύματος των Αμπρακιωτών, το έφερεν εις αταξίαν και τους μεν περισσοτέρους αυτών εφόνευσαν, οι δε λοιποί έφυγαν ταχέως προς τα όρη. Αλλ' επειδή αι οδοί ήσαν από πριν κατειλημμέναι και συγχρόνως οι Αμφίλοχοι εγνώριζον την ιδικήν των χώραν και ήσαν ψιλοί εναντίον οπλιτών, ενώ ούτοι αγνοούντες τας διόδους δεν ήξευραν προς ποίον μέρος να διευθυνθούν, έπιπτον εις χαράδρας και τας προητοιμασμένας ενέδρας και κατεστρέφοντο. Έφευγον δε προς πάσας τας διευθύνσεις και μερικοί ετράπησαν προς την θάλασσαν, ήτις δεν απείχε πολύ, και άμα είδον τα Αττικά πλοία, τα οποία παρέπλεον κατά την ώραν, πού έγινεν η τροπή, διηυθύνθησαν προς αυτά κολυμβώντες, προτιμώντες εις τον τρόμον των να απολεσθούν διά της χειρός των εν τοις πλοίοις, εάν ήτο ανάγκη, παρά διά της χειρός των βαρβάρων και εχθίστων Αμφιλόχων. Οι μεν Αμπρακιώται λοιπόν τοιαύτην δεινήν ήτταν παθόντες εσώθησαν εις την πόλιν ολίγοι από πολλών· οι δε Ακαρνάνες σκυλεύσαντες τους νεκρούς και στήσαντες τρόπαια επέστρεψαν εις το Άργος.
113. Την δ'επιούσαν ήλθε προς αυτούς κήρυξ εκ μέρους των Αμπρακιωτών, οίτινες εκ της Όλπης είχον καταφύγει εις τους Αγραίους, διά να ζητήση τα σώματα των ανδρών όσοι εφονεύθησαν μετά την πρώτην μάχην, ότε μετά των Μαντινέων και εκείνων πού εσυνθηκολόγησαν με σπονδάς εξήλθον άσπονδοι. Ιδών δε ο κήρυξ τα όπλα των εκ της πόλεως Αμπρακιωτών εθαύμαζε το πλήθος αυτών, διότι δεν εγνώριζε το πάθημα, αλλ' ενόμιζεν ότι ήσαν των συμπολιτών του. Ερωτηθείς δε υπό τινος διατί θαυμάζει και πόσοι εξ αυτών είχον φονευθή (ενόμιζε δε ο ερωτών ότι ο κήρυξ απετέλει μέρος των εν ταις Ιδομεναίς), ο κήρυξ απεκρίθη ότι εφονεύθησαν έως διακόσιοι. Απαντήσας δε ο ερωτών είπεν· « αλλ' αυτά τα όπλα δεν είναι διακοσίων ανδρών αλλά πλέον των χιλίων». Απεκρίθη πάλιν ο κήρυξ· «δεν είναι λοιπόν των ανδρών οίτινες εμάχοντο μεθ' ημών; »· ο συνομιλών είπε « ναι, εάν σεις επολεμήσατε χθες εν Ιδομένη»· «αλλ' ημείς δεν επολεμήσαμεν χθες με κανένα, αλλά προχθές εις την υποχώρησιν»· «και ημείς επολεμήσαμεν χθες προς αυτούς εξελθόντας εκ της πόλεως των Αμπρακιωτών, διά να βοηθήσουν τους συμπατριώτας των». Άμα ήκουσε ταύτα ο κήρυξ και ενόησεν ότι η πεμφθείσα εκ της πόλεως βοήθεια είχε καταστραφή, στενάξας βαθέως και καταπλαγείς διά το μέγεθος της καταστροφής, ανεχώρησεν αμέσως άπρακτος χωρίς να ζητήση πλέον τους νεκρούς. Η καταστροφή δε αύτη υπήρξεν η μεγίστη αφ' όσας υπέστη ελληνική πόλις εντός τόσον ολίγων ημερών κατά τον παρόντα πόλεμον. Δεν ανέφερα δε τον αριθμόν των αποθανόντων, διότι λέγεται ότι εχάθη απίστευτον πλήθος σχετικώς με το μέγεθος της πόλεως· ηξεύρω όμως ότι, εάν οι Ακαρνάνες και οι Αμφίλοχοι ήθελαν να καταλάβουν την Αμπρακίαν, πειθόμενοι εις τους Αθηναίους και τον Δημοσθένην, θα ηδύναντο ευκολώτατα να πράξουν τούτο· αλλ' εφοβήθησαν μήπως οι Αθηναίοι, έχοντες αυτήν, κατασταθούν γείτονες επίφοβοι.
114. Μετά ταύτα δώσαντες το τρίτον μέρος των σκύλων εις τους Αθηναίους διένειμαν τα άλλα μεταξύ των συμμάχων πόλεων. Και τα μεν εις τους Αθηναίους δοθέντα εκυριεύθησαν εις την θάλασσαν, αι δε τριακόσιαι πανοπλίαι, αίτινες φαίνονται σήμερον εις τους ναούς της Αττικής, εδόθησαν ιδιαιτέρως εις τον Δημοσθένην, ο οποίος τας έφερε διά θαλάσσης εις την πατρίδα του· η νίκη δε αύτη μετά την της Αιτωλίας συμφοράν κατέστησεν εις αυτόν την εις Αθήνας κάθοδον ολιγώτερον επικίνδυνον. Απήλθον δε εις την Ναύπακτον και οι ευρισκόμενοι εντός των είκοσι πλοίων Αθηναίοι. Μετά την αναχώρησιν αυτών και του Δημοσθένους οι Ακαρνάνες και οι Αμφίλοχοι συνωμολόγησαν μετά των Αμπρακιωτών και των Πελοποννησίων, οίτινες είχον καταφύγει πρώτον μεν εις τον βασιλέα των Αγραίων Σαλύνθιον, έπειτα δε εις τους Οινιάδας, συνθήκην, ήτις επέτρεψεν εις αυτούς να εγκαταλείψουν το άσυλον εκείνο. Κατόπιν οι Ακαρνάνες και οι Αμφίλοχοι έκαμον συνθήκας και εκατονταετή συμμαχίαν μετά των Αμπρακιωτών υπό τους ακολούθους όρους. Μήτε οι Αμπρακιώται ηνωμένοι μετά των Ακαρνάνων να πολεμήσουν τους Πελοποννησίους, μήτε οι Ακαρνάνες μετά των Αμπρακιωτών τους Αθηναίους, αλλά να βοηθούν αμοιβαίως τας ιδικάς των χώρας, να αποδώσουν οι Αμπρακιώται όσα χωρία και όσους ομήρους των Αμφιλόχων κατεκράτουν και να μη στείλουν βοήθειαν εις το Ανακτόριον, πόλιν πολεμίαν των Ακαρνάνων. Ταύτα συνομολογήσαντες έπαυσαν τον πόλεμον. Μετά δε ταύτα οι Κορίνθιοι έστειλαν εις την Αμπρακίαν φρουράν εκ τριακοσίων οπλιτών υπό τον στρατηγόν Ξενοκλείδαν τον Ευθυκλέους, οίτινες μετέβησαν διά ξηράς και έφθασαν μετά πολλάς ταλαιπωρίας. Και τα μεν συμβάντα της Αμπρακίας τοιαύτα ήσαν.
115. Οι δε εν τη Σικελία Ελληνες έκαμον κατά τον αυτόν χειμώνα απόβασιν εις την Ιμεραίαν, ενώ οι Σικελοί εισέβαλον εκ του εσωτερικού εις τα όρια της Ιμεραίας. Έπλευσαν επίσης και κατά των νήσων του Αιόλου. Επιστρέψαντες εις Ρήγιον εύρον εκεί τον Πυθόδωρον τον Ισολάχου, στρατηγόν των Αθηναίων, ελθόντα να διαδεχθή τον Λάχητα εις την διοίκησιν του στόλου. Τούτο δε, διότι οι εν Σικελία σύμμαχοι ήλθον προς τους Αθηναίους και τους έπεισαν να πέμψουν βοήθειαν εκ περισσοτέρων πλοίων· διότι οι Συρακούσιοι, κύριοι όντες της ξηράς και αγανακτούντες διότι ημποδίζοντο κατά θάλασσαν υπό ολίγων πλοίων, συνήθροιζον το ναυτικόν και ητοιμάζοντο να μη ανεχθούν επί πλέον την ύβριν ταύτην. Οι Αθηναίοι λοιπόν εξώπλισαν τεσσαράκοντα πλοία, διά να τα αποστείλουν εις τους συμμάχους των, συνάμα μεν νομίζοντες ότι τοιουτοτρόπως ήθελε τελειώσει ταχύτερον ο εκεί πόλεμος, συνάμα δε θέλοντες να εκτελέσουν ναυτικάς ασκήσεις. Είς εκ των τριών στρατηγών εστάλη πρώτος μετά τινων πλοίων, κατόπιν δε έμελλον να αποσταλούν ο Σοφοκλής Σωστρατίδου και ο Ευρυμέδων Θουκλέους μετά των περισσοτέρων πλοίων. Ο δε Πυθόδωρος παραλαβών από τον Λάχητα την διοίκησιν των πλοίων έπλευσε κατά τα τέλη του χειμώνος εναντίον του φρουρίου των Λοκρών, το οποίον ο Λάχης είχε κυριεύσει εις προηγουμένην εκστρατείαν. Νικηθείς όμως υπό των Λοκρών ανεχώρησεν.
116. Ότε δ' επλησίαζεν η άνοιξις, ρύαξ πυρός έρρευσεν από την Αίτναν, όπως τούτο είχε συμβή και πρότερον, και κατέστρεψε μέρος της χώρας των Καταναίων, οι οποίοι κατοικούν εις τους πρόποδας του όρους Αίτνης, ήτις είναι το μέγιστον των εν Σικελία ορέων. Λέγουν δε ότι η δευτέρα αύτη έκρηξις έγινε πεντήκοντα έτη μετά την πρώτην, και ότι εν συνόλω συνέβησαν τρεις εκρήξεις αφ' ότου η Σικελία κατοικείται υπό Ελλήνων. Ταύτα ήσαν τα συμβάντα του χειμώνος τούτου, μετά του οποίου ετελείωσε και το έκτον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'.
ΘΟYΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'.
1. Κατά το ακόλουθον θέρος, ότε ήρχισε να σχηματίζη στάχυς ο σίτος, δέκα πλοία των Συρακουσίων και άλλα τόσα των Λοκρών μετέβησαν επί τη προσκλήσει των κατοίκων εις Μεσσήνην της Σικελίας και κατέλαβαν αυτήν, αποσπασθείσαν τοιουτοτρόπως από της συμμαχίας των Αθηναίων. Έπραξαν δε τούτο οι Συρακούσιοι προ πάντων διότι έβλεπον ότι η θέσις εκείνη καθίστα εύκολον την προσβολήν της Σικελίας και διότι εφοβούντο μήπως οι Αθηναίοι εξ αυτής αφορμώμενοί ποτε επέλθουν κατ' αυτών μετά μεγαλυτέρας δυνάμεως. Το αίτιον δε των Λοκρών ήτο το μίσος των κατά των Ρηγίνων, τους οποίους ήθελαν να καταπολεμήσουν και από τα δύο μέρη. Εισέβαλαν λοιπόν οι Λοκροί εις την χώραν των Ρηγίνων με όλον τον στρατόν αυτών, διά να τους εμποδίσουν να στείλουν βοήθειαν εις τους Μεσσηνίους και συγχρόνως επειδή τους παρεκίνουν οι φυγάδες του Ρηγίου, οι οποίοι ήσαν πλησίον των διότι οι Ρηγίνοι προ πολλού εστασίαζαν και ήτον αδύνατον τότε να αποκρούσουν τους Λοκρούς, οι οποίοι ένεκα τούτου επέμεναν να επιτεθούν. Και οι μεν Λοκροί λεηλατήσαντες την χώραν απεσύρθησαν μετά του πεζικού, τα δε πλοία έμειναν φυλάττοντα την Μεσσήνην και τα άλλα πλοία, όσα ητοιμάζοντο, έμελλον να προσορμισθούν εκεί, διά να εξακολουθήσουν τον πόλεμον.
2. Περί την αυτήν εποχήν, κατά το έαρ, και πριν ωριμάση ο σίτος, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι εισέβαλαν εις την Αττικήν· ήτο δε στρατηγός Άγις ο Αρχιδάμου, βασιλεύς των Λακεδαιμονίων· και στρατοπεδεύσαντες ελεηλάτουν την χώραν. Οι δε Αθηναίοι και τα τεσσαράκοντα πλοία απέστειλαν εις Σικελίαν άμα παρεσκευάσθησαν, και τους υπολοίπους δύο στρατηγούς, τον Ευρυμέδοντα και τον Σοφοκλέα· διότι ο τρίτος αυτών, ο Πυθόδωρος, είχεν ήδη φθάσει πρότερον εις Σικελίαν. Είπον δε εις αυτούς να προστατεύσουν συνάμα τους εν τη πόλει Κερκυραίους, οι οποίοι εληστεύοντο υπό των ευρισκομένων εις το όρος φυγάδων, προς βοήθειαν των οποίων είχον έλθει εξήκοντα πλοία των Πελοποννησίων και, επειδή η πόλις έπασχε μεγάλως από πείναν, ήλπιζαν ότι ευκόλως ήθελον καταστή κύριοι αυτής. Ο δε Δημοσθένης, μένων ιδιώτης μετά την εξ Ακαρνανίας επιστροφήν, προσεκλήθη υπό των Αθηναίων, κατ' αίτησίν του, να μεταχειρισθή τα πλοία ταύτα, εάν ήθελε, περί την Πελοπόννησον.
3. Φθάσαντες δε εις τα παράλια της Λακωνικής και μαθόντες ότι τα πλοία των Πελοποννησίων ήσαν ήδη εις Κέρκυραν ο μεν Ευρυμέδων και ο Σοφοκλής έσπευδον να μεταβούν εις Κέρκυραν, ο δε Δημοσθένης εζήτει εξ εναντίας να προσεγγίσουν πρώτον εις την Πύλον, και, αφού πράξουν εκεί όσα έπρεπε, να εξακολουθήσουν έπειτα τον πλουν. Ενώ δε οι άλλοι, στρατηγοί αντέλεγαν εις την γνώμην ταύτην, επήλθε σφοδρά, τρικυμία, η οποία έσπρωξε τα πλοία εις την Πύλον. Ο Δημοσθένης ήρχισε πάλιν να παρακινή επιμόνως, όπως ευθύς οχυρώσουν την πόλιν διά τείχους (λέγων ότι προς τον σκοπόν τούτον είχε συνεκπλεύσει μετ' αυτών), και παρίστα ότι υπήρχεν αφθονία ξύλων και λίθων και ότι η θέσις ήτο φύσει οχυρά και ακατοίκητος καθώς και το πλείστον μέρος των πέριξ· διότι η Πύλος, κειμένη εις την αρχαίαν Μεσσηνίαν απέχει της Σπάρτης, τετρακοσίους σταδίους, καλούν δε αυτήν οι Λακεδαιμόνιοι Κορυφάσιον. Εις ταύτα οι στρατηγοί απεκρίθησαν ότι πολλά έρημα ακρωτήρια υπάρχουν εις την Πελοπόννησον, τα οποία ηδύνατο να καταλάβη, εάν ήθελε να υποβάλη την πόλιν εις μεγάλας δαπάνας. Αλλ' εις τον Δημοσθένην η θέσις αύτη εφαίνετο πολύ μάλλον κατάλληλος παρά κάθε άλλη, καθότι είχε λιμένα, και οι Μεσσήνιοι, συνηθισμένοι όντες προς αυτήν παλαιόθεν και λαλούντες την αυτήν διάλεκτον με τους Λακεδαιμονίους ηδύναντο μεγάλας βλάβας να προξενούν εις τον εχθρόν, ορμώμενοι εκείθεν και συγχρόνως να φυλάττουν αυτήν πιστώς.
4. Επειδή όμως δεν έπειθεν ούτε τους στρατηγούς ούτε ύστερον τους στρατιώτας, ότε ανεκοίνωσε το σχέδιόν του εις τους ταξιάρχας, έμεινεν ήσυχος εμποδιζόμενος υπό των εναντίων ανέμων μέχρις ου ζωηρά επιθυμία κατέλαβε τους στρατιώτας, οι οποίοι έμεναν αργοί, να περιτειχίσουν την θέσιν. Αμέσως λοιπόν ήρχισαν το έργον, μη έχοντες μεν εργαλεία διά το πελέκημα των λίθων, φέροντες όμως τους λίθους τους οποίους εξέλεγαν ένα προς ένα και τακτοποιούντες αυτούς όπως προσηρμόζετο έκαστος· και τον πηλόν, όπου υπήρχεν ανάγκη αυτού, εκόμιζον επί της ράχεώς των εν ελλείψει αγγείων, κύπτοντες διά να τον υποβαστάζουν και συμπλέκοντες όπισθεν τας χείρας διά να μη πίπτη. Και έσπευδαν παντοιοτρόπως να προλάβουν τους Λακεδαιμονίους τειχίζοντες τα μάλλον εύκολα εις έξωθεν επίθεσιν μέρη πριν ούτοι σπεύσουν προς βοήθειαν της θέσεως· διότι το πλείστον μέρος αυτής ήτο φύσει οχυρόν και δεν είχεν ανάγκην τείχους.
5. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τότε ετέλουν εορτήν τινα· και, άμα έμαθον την είδησιν ταύτην, δεν ανησύχησαν, νομίζοντες ότι επί τη εμφανίσει των ο εχθρός δεν ήθελε δυνηθή να υπομείνη την επίθεσίν των ή ότι ευκόλως ήθελαν καταλάβει την θέσιν διά της βίας· ημποδίζοντο δε άλλοις, διότι ο στρατός αυτών ήτο ακόμη εις τας Αθήνας. Τειχίσαντες δε οι Αθηναίοι εις έξ ημέρας τα προς την ήπειρον μέρη και όσα άλλα είχαν απόλυτον ανάγκην, αφήκαν προς φύλαξιν της θέσεως τον Δημοσθένην μετά πέντε πλοίων, και με τα επίλοιπα πλοία έσπευσαν να πλεύσουν προς την Κέρκυραν και την Σικελίαν.
6. Οι δε ευρισκόμενοι εις την Αττικήν Πελοποννήσιοι, άμα ήκουσαν ότι κατελήφθη η Πύλος, επέστρεψαν ταχέως εις τα ίδια. Οι Λακεδαιμόνιοι και ο βασιλεύς Άγις εθεώρουν ότι το συμβάν της Πύλου απέβλεπεν εις αυτούς ατομικώς· άλλως δε, επειδή εισέβαλαν πολύ προώρως και ο σίτος δεν είχεν ωριμάσει ακόμη, οι πλείστοι εστερούντο τροφής· επί πλέον επήλθε ψύχος ασύνηθες εις τοιαύτην ώραν του έτους και ο στρατός υπέφερε πολύ. Όλα ταύτα τα αίτια συνετέλεσαν, ώστε να αναχωρήσουν ταχύτερον και να καταστήσουν πολύ ολιγοχρόνιον την εισβολήν εκείνην· διότι μόνον δεκαπέντε ημέρας έμειναν εις την Αττικήν.
7. Κατά τον αυτόν δε χρόνον ο στρατηγός των Αθηναίων Σιμωνίδης, συναθροίσας ολίγους Αθηναίους εκ των φρουρίων και πλήθος συμμάχων εγχωρίων, κατέλαβε διά προδοσίας την Ηιόνα εις τα παράλια της Θράκης, αποικίαν των Μενδαίων και εχθράν των Αθηναίων. Αλλά, επειδή έτρεξαν ταχέως οι Χαλκιδείς και οι Βοττιαίοι προς βοήθειαν, απεκρούσθη και έχασε πολλούς των στρατιωτών.
8. Μόλις επέστρεψαν οι Πελοποννήσιοι εκ της Αττικής, οι μεν Σπαρτιάται και οι πλησιέστεροι περίοικοι έσπευσαν προς βοήθειαν της Πύλου, οι δε άλλοι Λακεδαιμόνιοι, μόλις φθάσαντες από άλλην εκστρατείαν, εκίνησαν πολύ αργότερα. Παρήγγειλαν δε εις την Πελοπόννησον να πέμψη όσον τάχιστα βοηθείας εις την Πύλον και προσεκάλεσαν επίσης να έλθουν και τα εν Κερκύρα εξήκοντα πλοία των, τα οποία μεταφερθέντα άνωθεν του ισθμού της Λευκάδος έφθασαν εις την Πύλον χωρίς να παρατηρηθούν υπό των εν Ζακύνθω αττικών πλοίων· είχε δε προσέλθη ήδη και ο πεζός στρατός. Ο δε Δημοσθένης ενώ επλησίαζεν ο πελοποννησιακός στόλος, εξαπέστειλεν εις Ζάκυνθον δύο πλοία, διά να μηνύση εις τον Ευρυμέδοντα και τους ευρισκομένους εις τα πλοία Αθηναίους να σπεύσουν, διότι εκινδύνευεν η Πύλος. Και τα μεν πλοία ανεχώρησαν ταχέως εκ της Ζακύνθου, κατά την παραγγελίαν του Δημοσθένους· οι δε Λακεδαιμόνιοι παρεσκευάζοντο να προσβάλουν το τείχος κατά γην και κατά θάλασσαν, νομίζοντες ότι ευκόλως θα εκυρίευαν κτίριον το οποίον κατεσκευάσθη βιαστικά και εφυλάσσετο από ολίγους ανθρώπους. Περιμένοντες από στιγμής εις στιγμήν προστρέχοντα εις βοήθειαν τα πλοία των Αθηναίων είχον κατά νουν, εάν δεν κατώρθουν να κυριεύσουν πρότερον την θέσιν, να κλείσουν όλας τας εισόδους του λιμένος, όπως μη δυνηθούν να προσορμισθούν εις αυτόν οι Αθηναίοι. Η νήσος η σήμερον ονομαζομένη Σφακτηρία, εκτεινομένη κατά μήκος του λιμένος και κειμένη εγγύς, την προφυλάττει από τους ανέμους και δύο μόνον εισόδους αφήνει στενάς· εκ τούτων η πρώτη, απέναντι της Πύλου και των Αθηναϊκών τειχισμάτων, εις δύο μόνον πλοία παρέχει δίοδον η δευτέρα, εις την άλλην άκραν, δύναται να δεχθή οκτώ ή εννέα. Η νήσος αύτη, τότε έρημος, ήτο πολύδενδρος και δεν είχε δρόμους διαβατούς, το δε μήκος αυτής ήτον έως δεκαπέντε στάδιοι. Και τας μεν εισόδους έμελλον να κλείσουν στενώς διά των πλοίων, τα οποία να έχουν εστραμμένην την πρώραν εις την θάλασσαν, εις δε την νήσον, επειδή εφοβούντο μήπως ο εχθρός τους πολεμήση, απ' εκεί, απεβίβασαν οπλίτας και έθεσαν άλλους καθ' όλον το μήκος της ηπείρου. Διά του τρόπου τούτου οι Αθηναίοι ήθελαν εύρει την νήσον κατειλημμένην και ουδέν μέρος κατάλληλον προς απόβασιν επειδή τα έξω της εισόδου και προς το πέλαγος παράλια της Πύλου δεν έχουν λιμένας, οι Αθηναίοι ουδαμού ηδύναντο να αποβιβασθούν, διά να σπεύσουν εις βοήθειαν των στρατιωτών των· και τοιουτοτρόπως οι Πελοποννήσιοι άνευ ναυμαχίας και κινδύνου θα ηδύναντο κατά πάσαν πιθανότητα να εκπολιορκήσουν την θέσιν, η οποία εστερείτο τροφίμων και εφρουρείτο ανεπαρκώς. Αφού δε παρεδέχθησαν τα μέτρα ταύτα, διεβίβασαν εις την νήσον τους οπλίτας κληρώσαντες αυτούς εξ όλων των λόχων. Και είχαν μεν διαβιβασθή πρότερον άλλοι διαδοχικώς, οι τελευταίοι όμως, οίτινες και έμειναν εκεί, ήσαν τετρακόσιοι είκοσι, εκτός των Ειλώτων. Αρχηγός δε αυτών ήτον Επιτάδας ο Μολόβρου.
9. Βλέπων δε ο Δημοσθένης τους Λακεδαιμονίους ετοιμαζομένους να επιτεθούν διά ξηράς και διά θαλάσσης παρεσκευάζετο και αυτός και ανασύρας εις την παραλίαν τα πλοία τα οποία του είχαν αφήσει, παρέταξεν αυτά υπό το τείχισμα και ώπλισε τους ναύτας αυτών με ασπίδας φθαρμένας και κατεσκευασμένας ως επί το πλείστον από λυγαριάν· διότι εις τον έρημον εκείνον τόπον δεν ήτο δυνατόν να εύρουν άλλα όπλα· εκείνα μάλιστα, τα οποία μετεχειρίσθησαν, τα έλαβαν από ένα τριακόντορον πλοίον και ένα ταχύπλουν πειρατικόν των Μεσσηνίων, τα οποία ευρέθησαν εκεί κατά τύχην. Οι Μεσσήνιοι ούτοι παρέσχον τεσσαράκοντα οπλίτας, τους οποίους ο Δημοσθένης ήνωσε μετά των άλλων. Και τους μεν πολλούς των αόπλων και των ωπλισμένων έταξε προς το μέρος της ηπείρου επί όλων των ισχυρών και ασφαλών μερών, διατάξας αυτούς ν' απωθήσουν το πεζικόν, εάν επήρχετο κατ' αυτών· αυτός δε εκλέξας εξ όλων εξήκοντα οπλίτας και ολίγους τοξότας εχώρει έξω του τείχους προς την θάλασσαν, εις το μέρος, όπου υπέθετεν ότι οι εχθροί ήθελαν αποπειραθή ν' αποβιβασθούν· το μέρος εκείνο ήτο μεν δυσπρόσιτον και πετρώδες και προς το πέλαγος στραμμένον, αλλά, επειδή το τείχος εκεί ήτον ασθενέστερον, ενόμισεν ο Δημοσθένης ότι οι εχθροί μετά προθυμίας ήθελαν σπεύσει να αποβιβασθούν· οι δε Αθηναίοι, μη υποθέσαντές ποτε ότι ήτο δυνατόν να νικηθούν κατά θάλασσαν, παρημέλησαν να οχυρώσουν το μέρος εκείνο, εις τρόπον ώστε ο εχθρός, εάν επεχείρει εκεί απόβασιν, είχεν ελπίδα επιτυχίας. Ενταύθα λοιπόν, προχωρήσας προς αυτήν την παραλίαν, παρέταξε τους οπλίτας, όπως εμποδίση, ει δυνατόν, την απόβασιν και τους απηύθυνε την εξής προτροπήν :
10. «Ω άνδρες, οι μετ' εμού συμμεριζόμενοι τον παρόντα κίνδυνον, κανείς ας μη θελήση εις τοιαύτην κρίσιμον στιγμήν να φανή ότι είναι συνετός, ακριβώς υπολογίζων το μέγεθος του κινδύνου πού μας περιστοιχίζει, αλλά μάλλον, πλήρης απερισκέπτου πεποιθήσεως ας ορμήση κατά των εχθρών ελπίζων ότι ούτω μόνον θέλει αναδειχθή νικητής. Απέναντι αναποφεύκτου ανάγκης ουδεμία σκέψις απαιτείται αλλά παράβολος τόλμη. Εγώ δε βλέπω ότι πλείστας ελπίδας έχομεν επιτυχίας, εάν θελήσωμεν να υπομείνωμεν και να μεταχειρισθώμεν τα πλεονεκτήματα ημών χωρίς να φοβηθώμεν το πλήθος των εχθρών. Το δυσπρόσιτον της θέσεως νομίζω ότι αποβαίνει υπέρ ημών. Εάν υπομείνωμεν, θα μας είναι υποβοηθητικόν, εάν δε υποχωρήσωμεν, μολονότι είναι δύσκολα προσιτόν, θέλει κατασταθή ευκολοπρόσιτον εις τους Λακεδαιμονίους, όταν κανείς δεν ευρεθή εκεί, διά να τους αντισταθή· τότε δε θα τους εύρωμεν πολύ φοβερωτέρους, εάν, μη δυναμένους να υποχωρήσουν, θελήσωμεν έπειτα να τους αναγκάσωμεν εις τούτο. Ενόσω ευρίσκονται επί των καταστρωμάτων, εύκολον είναι να τους πολεμήσωμεν, άμα όμως αποβιβασθούν, ο αγών καθίσταται ίσος. Αλλ' ουδέ το πλήθος αυτών είναι επίφοβον· διότι, μολονότι πολύ, μικρόν όμως μέρος αυτού θα πολεμή κάθε φοράν, μη ευρίσκον μάλιστα πού να προσορμισθή. Δεν πρόκειται ενταύθα περί μάχης εις πεδιάδα, ότε, επειδή είναι ίσα όλα τα μέσα, η πλάστιγξ κλίνει υπέρ του αριθμητικώς ανωτέρου, αλλά περί μάχης εκ των πλοίων, και γνωστόν είναι ότι εις την θάλασσαν απαιτείται να συντρέξουν πολλαί και ευνοϊκαί περιστάσεις. Νομίζω λοιπόν ότι τα μειονεκτήματα αυτών ισοφαρίζουν τον μικρόν αριθμόν μας. Ομιλών προς σας, πού είσθε Αθηναίοι, και γνωρίζετε εκ πείρας πόσον δυσχερής είναι η απόβασις, επί παρουσία εχθρού, ο οποίος έχει απόφασιν να υπομείνη και να μη υποχωρήση φοβηθείς τον κρότον των κυμάτων και την ορμητικήν προσέγγισιν των πλοίων, σας προτρέπω να μείνετε σταθεροί εις τους βράχους τούτους και να αμυνθήτε κατά του εχθρού, όπως και τον εαυτόν σας σώσετε και την θέσιν αυτήν ».
11. Μετά την παρότρυνσιν ταύτην του Δημοσθένους οι Αθηναίοι ησθάνθησαν πλειότερον θάρρος, και ακολουθήσαντες αυτόν παρετάχθησαν παρά την θάλασσαν, Οι δε Λακεδαιμόνιοι επροχώρησαν τότε και προσέβαλαν την θέσιν διά του πεζού στρατού και των πλοίων, τα οποία ήσαν τεσσαράκοντα τρία· ήτο δε ναύαρχος αυτών ο Σπαρτιάτης Θρασυμηλίδας ο Κρατησικλέους, όστις και προσέβαλε το μέρος το οποίον είχε προϊδεί ο Δημοσθένης. Και οι μεν Αθηναίοι ημύνοντο αμφοτέρωθεν, και εκ της ξηράς και εκ της θαλάσσης· οι δε Λακεδαιμόνιοι, διαιρέσαντες τον στόλον εις μικράς μοίρας, διότι δεν ηδύναντο να πλησιάσουν πολλοί, προσέβαλλαν και ανεπαύοντο αλληλοδιαδόχως. Οι δε στρατιώται κάθε προθυμίαν κατέβαλλαν παροτρυνόμενοι αμοιβαίως διά ν' απωθήσουν τους Αθηναίους και καταλάβουν την θέσιν, προ πάντων όμως διεκρίθη ο Βρασίδας. Αυτός διοικών έν πλοίον και βλέπων ότι ένεκα του δυσπροσίτου της ακτής οι τριήραρχοι και οι κυβερνήται, φοβούμενοι μήπως συντρίψουν τα πλοία των, εδίσταζον να πλησιάσουν και εις αυτά ακόμη τα μέρη όπου εφαίνετο δυνατή η προσέγγισις, εβόα λέγων ότι δεν έπρεπε, φειδόμενοι ξύλων, να αφήσουν τους εχθρούς να εγείρουν τείχος εις την χώραν των, και παρώτρυνεν όχι μόνον να προσεγγίσουν και να κατασυντρίψουν τα πλοία, αλλά και οι σύμμαχοι να μη διστάσουν κατόπιν τόσων ευεργεσιών, να θυσιάσουν κατά την περίστασιν ταύτην τα πλοία των εις τους Λακεδαιμονίους, εξοκέλλοντες δε και αποβιβαζόμενοι διά παντός τρόπου να νικήσουν τους εχθρούς και να κυριεύσουν την θέσιν.
12. Και ο μεν Βρασίδας τοιουτοτρόπως παρώτρυνε και τους άλλους και τον ιδικόν του κυβερνήτην αναγκάσας να εξοκείλη το πλοίον επροχώρησε προς την αποβάθραν· αλλ' ενώ προσεπάθει να αποβή ανεκόπη υπό των Αθηναίων, και τραυματισθείς εις πολλά μέρη του σώματος ελιποψύχησε· καθ' ην στιγμήν δε έπιπτεν εις τα έμπροσθεν της πρώρας, η ασπίς ωλίσθησεν εις την θάλασσαν και οι Αθηναίοι λαβόντες αυτήν, ριφθείσαν υπό των κυμάτων εις την ξηράν, προσήρτησαν ύστερα εις το τρόπαιον, το οποίον έστησαν προς ανάμνησιν της προσβολής εκείνης. Οι δε άλλοι, με όλας των τας προσπάθειας, δεν ηδυνήθησαν να αποβούν τόσον ένεκα του δυσπροσίτου της θέσεως, όσον και ένεκα της αντιστάσεως των Αθηναίων, οι οποίοι δεν υπεχώρουν.
Αλλόκοτος μεταβολή τύχης! Οι Αθηναίοι κατά ξηράν και εις χώραν Λακωνικήν απέκρουον τους Λακεδαιμονίους επιτιθεμένους διά θαλάσσης, ενώ ούτοι επιβαίνοντες εις πλοία προσεπάθουν να αποβιβασθούν εις ιδίαν χώραν, γενομένην όμως εχθρικήν, και να προσβάλλουν τους Αθηναίους· διότι κατ' εκείνον τον χρόνον, γενική επεκράτει ιδέα ότι οι μεν υπερείχον διά την ηπειρωτικήν τακτικήν, οι δε διά την περί τα ναυτικά τελείαν εμπειρίαν των.
13. Μετά τας προσβολάς τας οποίας έκαμον κατ' εκείνην την ημέραν και μέρος της ακολούθου έπαυσαν την μάχην· κατά την τρίτην δε ημέραν έστειλαν και μερικά πλοία εις Ασίνην, διά να φέρουν ξύλα προς κατασκευήν μηχανών, ελπίζοντες διά των μηχανών τούτων να κυριεύσουν το προς τον λιμένα τείχος, το οποίον ήτο μεν υψηλόν, παρείχεν όμως ευκολίαν προς απόβασιν. Εν τούτω τω μεταξύ φθάνουν τα πεντήκοντα πλοία των Αθηναίων εκ της Ζακύνθου· διότι μετ' αυτών είχαν ενωθή τινα εκ των φρουρούντων την Ναύπακτον και τέσσαρα των Χίων. Ότε δε είδον την ήπειρον και την νήσον πλήρη οπλιτών, και εις τον λιμένα τον εχθρικόν στόλον μη εξερχόμενον, ευρέθησαν εις απορίαν πού να αράξουν· ακολούθως όμως έπλευσαν προς την νήσον Πρώτην, η οποία είναι έρημος και δεν απέχει πολύ, και διενυκτέρευσαν εκεί. Την επιούσαν δ' έπλευσαν εις τανοικτά προπαρασκευασθέντες ως διά ναυμαχίαν, κάμνοντες διπλήν υπόθεσιν, ή ότι ο εχθρός θα εξήρχετο εις το πέλαγος προς συνάντησίν των, ή ότι αυτοί θα εισήρχοντο εις τον λιμένα. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι ούτε εξήλθον εις το πέλαγος, ούτε έκλεισαν τας εισόδους του λιμένος, ως διενοήθησαν αλλ' ησυχάζοντες επί της ξηράς ενησχολούντο να επιβιβάζουν τα στρατεύματα των και να παρασκευάζωνται, εν περιπτώσει προσβολής, να ναυμαχήσουν εντός του λιμένος, ο οποίος δεν ήτο μικρός.
14. Οι δε Αθηναίοι εννοήσαντες τους σκοπούς των επέπεσαν κατ' αυτών δι' αμφοτέρων των εισόδων, και προσβαλόντες τα περισσότερα πλοία, τα οποία προτείναντα την πρώραν απεμακρύνοντο ήδη από της παραλίας, έτρεψαν αυτά εις φυγήν. Καταδιώκοντες δε αυτά, επειδή ο χώρος ήτο μικρός, έβλαψαν πολλά, εκυρίευσαν πέντε, και έν πλοίον πολεμικόν με όλον το πλήρωμα· ώρμησαν δε και κατά των λοιπών, τα οποία είχον καταφύγει εις την ξηράν και κατέστρεψαν εκείνα εις τα οποία, δεν είχον προφθάσει να εισέλθουν τα πληρώματα και να απομακρυνθούν· άλλα πάλιν τα έδεσαν εκ της πρύμνης και τα έσυρον κενά, τραπέντων εις ταχείαν φυγήν των εις αυτά ανδρών. Ταύτα βλέποντες οι Λακεδαιμόνιοι και υπερβολικά στενοχωρούμενοι διά το πάθημα, το οποίον έκλειεν εις την νήσον τους πολεμιστάς των, ηγωνίσθησαν να τους βοηθήσουν και εισερχόμενοι εις την θάλασσαν ένοπλοι ελάμβαναν τα πλοία των και τα έσυρον προς το μέρος, όπου έμεναν. Έκαστος ενόμιζεν ότι θα επήρχετο αποτυχία όπου αυτούς δεν συνήργει ατομικώς. Ηγέρθη λοιπόν θόρυβος μέγας και διαφέρων μόνον ως προς τον τρόπον, διά του οποίου καθείς των μαχομένων επολέμει πέριξ των πλοίων διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι καταπλαγέντες, αλλά πλήρεις προθυμίας, ουδέν άλλο έπρατταν, ούτως ειπείν, παρά εναυμάχουν επί της ξηράς, οι δε Αθηναίοι, νικώντες και θέλοντες, να παρατείνουν όσον το δυνατόν περισσότερον τα πλεονεκτήματα των, επεζομάχουν επί των πλοίων. Τέλος μετά πολλούς αγώνας και πληγάς εκατέρωθεν εχωρίσθησαν, και οι Λακεδαιμόνιοι διέσωσαν τα κενά των πλοία, εκτός εκείνων, τα οποία είχον κυριευθή εις τας αρχάς. Ότε δε απεσύρθησαν καθείς εις το ίδιον στρατόπεδον, οι μεν Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον, απέδωκαν τους νεκρούς, εσύναξαν τα ναυάγια των πλοίων και ευθύς ήρχισαν να περιπλέουν την νήσον, διά να αποκλείουν φυλάττοντες τους εν αυτή μείναντας Λακεδαιμονίους, οι δε εν τη ηπείρω Πελοποννήσιοι, οι οποίοι πανταχόθεν είχον έλθει ήδη προς βοήθειαν, έμειναν στρατοπεδευμένοι πλησίον της Πύλου.
15. Άμα ηγγέλθησαν εις την Σπάρτην τα γεγονότα της Πύλου, απεφασίσθη, ως αν προέκειτο περί μεγάλης συμφοράς, να καταβούν οι άρχοντες εις το στρατόπεδον, ίνα, εκ του σύνεγγυς βλέποντες τα πράγματα, σκεφθούν αμέσως τι συνέφερε να πράξουν. Οι άρχοντες ανεγνώρισαν μεν το αδύνατον του να συντρέξουν τους πολεμιστάς των, δεν ηθέλησαν όμως να τους αφήσουν να αποθάνουν της πείνης ή να καταβληθούν υπό του πλήθους· έκριναν λοιπόν ότι προτιμότερον ήτο να συνομολογήσουν με τους στρατηγούς των Αθηναίων ανακωχήν μόνον ως προς την Πύλον, εάν συγκατετίθεντο να στείλουν εις τας Αθήνας πρέσβεις προς συμβιβασμόν και να προσπαθήσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον να ελευθερώσουν τους πολεμιστάς των.
16. Ότε δε εδέχθησαν οι στρατηγοί την πρότασιν ταύτην, συνωμολογήθη η ανακωχή υπό τους εξής όρους. Οι μεν Λακεδαιμόνιοι να φέρουν εις την Πύλον και να παραδώσουν εις τους Αθηναίους τα πλοία μετά των οποίων είχον ναυμαχήσει καθώς και όλα τα μακρά πλοία όσα ευρίσκοντο εις την Λακωνικήν, και να απέχουν κάθε επιθέσεως εναντίον του τειχίσματος είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης· οι δε Αθηναίοι να επιτρέπουν εις τους εν τη νήσω αποκλεισμένους άνδρας ωρισμένην ποσότητα σίτου αλεσμένου, ήτοι δύο χοίνικας Αττικάς αλεύρου δι' έκαστον, δύο κοτύλας οίνου και κρέας, εις έκαστον δε υπηρέτην τα μισά εκ τούτων· αι αποστολαί αύται ώφειλον να γίνουν υπό τα όμματα των Αθηναίων και κανέν πλοίον να μη εισπλεύση κρυφά· να φυλάττουν δε και την νήσον οι Αθηναίοι χωρίς όμως να αποβιβασθούν εις αυτήν και να απέχουν κάθε επιθέσεως κατά του Πελοποννησιακού στρατού είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης. Εις την ελαχίστην δε παραβίασιν, η οποία ήθελε γίνει υπό του ενός ή υπό του άλλου, η ανακωχή διελύετο. Έμελλε δε αύτη να διαρκέση μέχρις ου επανέλθουν εκ των Αθηνών οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, τους οποίους υπεχρεούντο να αποστείλουν οι Αθηναίοι διά πολεμικού πλοίου και να τους επαναφέρουν. Άμα δε τη επιστροφή των η ανακωχή ήθελε παύσει και οι Αθηναίοι ώφειλαν να παραδώσουν τα πλοία εις την κατάστασιν εις την οποίαν τα είχον παραλάβει. Και η μεν ανακωχή έγινεν υπό τοιούτους όρους και παρεδόθησαν πλοία περί τα εξήκοντα· οι δε πρέσβεις ελθόντες εις τας Αθήνας είπον ταύτα.
17. « Οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν ημάς, ω Αθηναίοι, διά να διαπραγματευθώμεν μαζί σας περί των ευρισκομένων εις την νήσον ανδρών και να σας πείσωμεν να πράξετε εκείνο, το οποίον και εις σας θα είναι ωφέλιμον, και εις ημάς αξιοπρεπές εις την παρούσαν ημών συμφοράν. Δεν παραβαίνομεν δε τας συνηθείας μας, εάν σήμερον μακρύνωμεν τον λόγον, διότι το αξίωμά μας είναι να ομιλώμεν ολίγα, όπου δεν χρειάζονται πολλά, και να λέγωμεν πολλά, όταν παρουσιάζεται περίστασις να πράττωμεν το καθήκον μας ερμηνεύοντες διά λόγων μακροτέρων κάθε σπουδαίαν υπόθεσιν. Ακούσατε λοιπόν τους λόγους τούτους όχι ως παρά πολεμίων λεγομένους, μηδέ ως διδασκαλίαν γινομένην προς ασυνέτους, αλλά μάλλον ως υπενθύμισιν διδομένην προς άνδρας συνετούς, όπως σκεφθούν καλώς. Εις την εξουσίαν σας απόκειται το να μεταχειρισθήτε την παρούσαν ευτυχίαν προς το συμφέρον σας διατηρούντες όσα κατέχετε και προσλαμβάνοντες τιμήν και δόξαν. Μη μιμηθήτε τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι ευτυχήσαντες απροσδοκήτως δεν έχουν πλέον όριον εις την φιλοδοξίαν των. Άνθρωποι, πού καθώς σεις και ημείς εδοκιμάσαμεν πόσον η τύχη είναι ασταθής, έχουν δικαίωμα και καθήκον να δυσπιστούν προς αυτήν.
18. » Διά να πεισθήτε, αρκεί να ρίψετε έν βλέμμα εις τας παρούσας ημών συμφοράς. Ημείς, οι οποίοι απολαύομεν πλείστης υπολήψεως μεταξύ των Ελλήνων, ερχόμεθα να ζητήσωμεν από σας εκείνο, το οποίον προ ολίγου ενομίζαμεν ότι ημείς μάλλον ήμεθα κύριοι να δώσωμεν. Και μόλον τούτο επάθαμεν αυτό ούτε ένεκα στερήσεως δυνάμεως ούτε υπερηφανευθέντες διά την αύξησιν αυτής, αλλ' επειδή, την αυτήν έχοντες πάντοτε δύναμιν, ηπατήθημεν εις τας σκέψεις μας, όπως τούτο δύναται να συμβή εις πάντας. Δεν πρέπει λοιπόν και σεις, ένεκα της δυνάμεως της πόλεώς σας και του μεγέθους των προσφάτων επιτυχιών σας, να πιστεύσετε ότι η ευτυχία θα σας είναι πάντοτε σύντροφος. Φρόνιμοι είναι οι εξασφαλίζοντες τας αμφιβόλους ευτυχίας, οι προς τας συμφοράς συνετώτερον αντέχοντες, και οι γνωρίζοντες ότι δεν δύνανται να μακραίνουν ή να παρατείνουν κατ' αρέσκειαν τον πόλεμον, αλλ' ότι αι περιστάσεις οδηγούν αυτούς· οι δε τοιούτοι εις ολιγώτερα περιπίπτουν σφάλματα, διότι δεν επαίρονται βασιζόμενοι εις την κατά τον πόλεμον επιτυχίαν των και συμβιβάζονται προς τους εχθρούς εις αυτήν την ακμήν της ευτυχίας των. Τούτο είναι έντιμον, ω Αθηναίοι, να πράξετε σήμερον προς ημάς, ίνα μη βραδύτερον αποδοθούν εις την τύχην και αι μέχρι τούδε επιτυχίαι σας, εάν μη πειθόμενοι πράξετε σφάλματα (εις τα οποία πολλά όντα ενδέχεται να περιπέσετε), ενώ δύνασθε να καταλίπετε εις τους μεταγενεστέρους ασφαλή υπόληψιν ανδρείας και ευβουλίας.
19. » Οι δε Λακεδαιμόνιοι σας προσκαλούν να συνθηκολογήσετε και να διαλύσετε τον πόλεμον, προσφέροντες μεν εις σας ειρήνην, συμμαχίαν και κάθε φιλίαν και οικειότητα προς αλλήλους να υπάρχη· αντί τούτων δε ζητούν τους εν τη νήσω άνδρας, νομίζοντες ότι είναι προτιμότερον εις αμφοτέρους ημάς να μη διατρέξωμεν πλέον άλλους κινδύνους είτε διαφύγουν οι άνδρες ούτοι διά της βίας ωφελούμενοι από κάποιαν ευνοϊκήν περίστασιν είτε, στενώς πολιορκηθέντες, περιέλθουν περισσότερον εις την εξουσίαν σας παρ' ό,τι τώρα. Και έχομεν την γνώμην ότι αι μεγαλύτεραι έχθραι διαλύονται βεβαιότερα όχι όταν ανταμυνόμενος κανείς και νικών κατά το πλείστον εις τον πόλεμον αναγκάζη αυτόν δι' όρκων και μη θέλοντα εις συνθήκας αδίκους, αλλ' όταν, δυνάμενος να πράξη τούτο μετ' επιεικείας, και υπερτερών κατά την γενναιότητα την προσδοκίαν του εχθρού, συμβιβάζεται μετ' αυτού με μετρίους όρους. Τότε ο εχθρός ούτος, οφείλων να μη εκδικηθή ως βιασθείς, αλλά ν' αποδώση την ευεργεσίαν, αισχύνεται και εμμένει προθυμότερον εις τας συνθήκας· άλλως οι άνθρωποι δεικνύουν μετριοπάθειαν μάλλον προς τους μεγαλυτέρους εχθρούς των παρά προς εκείνους, μετά των οποίων έχουν μετρίας διενέξεις. Εις εκείνους οι οποίοι έκαμαν θεληματικάς παραχωρήσεις είναι φυσικόν να ενδίδη κανείς με πλειοτέραν ευχαρίστησιν, ενώ προς τους μεγαλαυχούντας ανθίσταται εναντίον του ορθού λόγου.
20. » Εις ημάς δε η συμφιλίωσις είναι εκατέρωθεν είπερ ποτέ καλή, πριν μας επέλθη καμμία παρεμπεσούσα ανεπανόρθωτος βλάβη εις το μέσον, διότι τότε αναγκαίως μαζί με την κοινήν να έχετε και την ιδιαιτέραν ημών αιωνίαν έχθραν, και να στερηθήτε εκείνο, το οποίον σας προσκαλούμεν να δεχθήτε σήμερον. Ας διαλλαγώμεν ενόσω ακόμη μένουν αναποφάσιστοι τα εις την Σφακτηρίαν πράγματα και δύνασθε να εξασφαλίσετε την δόξαν σας και την φιλίαν μας· ενώ ημείς, πριν πάθωμεν τίποτε αισχρόν, δυνάμεθα να υποστώμεν μετρίαν ποινήν. Ας προτιμήσωμεν αμφότεροι την ειρήνην αντί του πολέμου και ας δώσωμεν ανάπαυσιν μετά τοσαύτα παθήματα εις τους άλλους Έλληνας, οι οποίοι και κατά την περίστασιν ταύτην θα σας νομίσουν ως κυριοτέρους αιτίους του ευεργετήματος τούτου· διότι ευρίσκονται εις πόλεμον χωρίς να γνωρίζουν τις πρώτος ήρχισεν αυτόν όταν δε επέλθη κατάπαυσις του πολέμου, πού σήμερον εξαρτάται από σας μάλλον, τότε προς σας θα χρεωστούν χάριν. Εάν πεισθήτε, θα καταστήσετε τους Λακεδαιμονίους βέβαιους φίλους, διότι αυτοί οι ίδιοι σας προσκαλούν ελπίζοντες ότι μάλλον θα χαρισθήτε ή θα μεταχειρισθήτε βίαν. Σκεφθήτε πόσα καλά δύνανται να προέλθουν εκ της συμφιλιώσεως ταύτης, διότι όταν ημείς έχωμεν ομόνοιαν οι άλλοι Έλληνες, οι οποίοι είναι υποδεέστεροι, θα σέβωνται τα υφ' ημών οριζόμενα».
21. Οι μεν λοιπόν Λακεδαιμόνιοι τοσαύτα είπον νομίζοντες ότι οι Αθηναίοι προηγουμένως διατεθειμένοι προς συμβιβασμόν, όστις ένεκα της εναντιώσεως των Λακεδαιμονίων είχεν αποτύχει, ήθελαν μετά προθυμίας δεχθή την προσφερομένην ειρήνην και ήθελαν αποδώσει τους εν τη νήσω άνδρας. Αλλ' οι Αθηναίοι, έχοντες αυτούς αποκλεισμένους, επίστευαν ότι ήσαν κύριοι να κλείσουν ειρήνην ότε ήθελον, και τούτου ένεκα ηύξανεν η πλεονεξία των. Προ πάντων δε ηρέθιζεν αυτούς ο Κλέων του Κλεαινέτου, δημαγωγός της εποχής εκείνης και εις τον οποίον μεγάλως επείθετο το πλήθος· τους έπεισε λοιπόν να αποκριθούν ότι έπρεπε πρώτον να παραδοθούν και να κομισθούν εις τας Αθήνας οι εν τη νήσω άνδρες και τα όπλα, μετά δε την αφιξίν των να αποδώσουν οι Λακεδαιμόνιοι την Νίσαιαν, τας Πηγάς, την Τροιζήνα, και την Αχαΐαν, τας οποίας έλαβον ουχί δικαιώματι πολέμου αλλά διά προηγουμένης συνθήκης, εις την οποίαν οι Αθηναίοι είχαν ενδώσει κατόπιν συμφορών και ότε η ειρήνη ήτο δι' αυτούς μάλλον αναγκαία· μόνον υπό τους όρους τούτους έστεργον να αποδώσουν τους άνδρας και να κάμουν ειρήνην, της οποίας αμφότεροι ήθελον προσδιορίσει την διάρκειαν.
22. Οι δε πρέσβεις ουδεμίαν αντίρρησιν έκαμαν εις την απόκρισιν ταύτην, αλλ' εζήτησαν να εκλεχθώσι σύνεδροι, οι οποίοι να συζητήσουν ησύχως μετ' αυτών τα διάφορα άρθρα και να παραδεχθούν εκείνα, εις τα οποία αμφότεροι ήθελον συμφωνήσει. Εις την πρότασιν όμως ταύτην ο Κλέων είπε μετά πλειοτέρας βιαιότητας ότι ήξευρε μεν και πρότερον ότι οι Λακεδαιμόνιοι ουδένα καλόν σκοπόν είχον, αλλά τώρα εγίνετο τούτο καταφανές, αφού ηρνούντο να εξηγηθούν ενώπιον του πλήθους και ήθελαν να συζητήσουν εις συνέλευσιν η οποία ν' αποτελήται από ολίγους μόνον άνδρας. Τους προσεκάλεσε λοιπόν, εάν οι σκοποί των ήσαν ειλικρινείς, να τους εκθέσουν επί παρουσία όλων. Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι, βλέποντες ότι ήτον αδύνατον να ομιλήσουν ενώπιον του πλήθους, μολονότι ήθελαν ένεκα των συμφορών των να κάμουν υποχωρήσεις, επί τω φόβω όμως μήπως συκοφαντηθούν εις τους συμμάχους ότι ωμίλησαν και δεν εισηκούσθησαν, και προϋποθέτοντες άλλως ότι οι Αθηναίοι δεν θα συγκατετίθεντο με μετρίους όρους, ανεχώρησαν εξ Αθηνών άπρακτοι.
23. Κατά την επιστροφήν των ευθύς διελύθη η ανακωχή της Πύλου, και οι Λακεδαιμόνιοι απήτουν τα πλοία των, όπως είχον συμφωνήσει· αλλ' οι Αθηναίοι, προφασιζόμενοι ότι επετέθησαν κατά του τειχίσματος παρά τα συμφωνηθέντα και ότι έπραξαν και άλλας τινάς ασημάντους παραβιάσεις, δεν τα απέδωκαν και επέμεναν ότι η ανακωχή εθεωρείτο διαλυθείσα εις την ελαχίστην οιανδήποτε παραβίασιν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι αντέλεγαν ελέγχοντες αυτούς ότι κατεκράτουν αδίκως τα πλοία, και απήλθον, διά ν' αρχίσουν εκ νέου τας εχθροπραξίας. Αμφότεροι λοιπόν ήρχισαν να πολεμούν με όλας τας δυνάμεις των περί την Πύλον. Και οι μεν Αθηναίοι περιέπλεον δι' όλης της ημέρας την νήσον μετά δύο πλοίων διασταυρουμένων, κατά δε την νύκτα όλα τα πλοία περιεκύκλουν την νήσον, όχι όμως και το προς το πέλαγος μέρος, ότε έπνεεν άνεμος· είχον δε έλθει εξ Αθηνών προς φύλαξιν της νήσου είκοσι πλοία, ώστε όλος ο στόλος συνέκειτο ήδη εξ εβδομήκοντα πολεμικών πλοίων· οι δε Πελοποννήσιοι, εστρατοπεδευμένοι εις την ήπειρον και προσβάλλοντες το τείχος, επερίμενον κατάλληλον περίστασιν να σώσουν τους συμπολεμιστάς των.
24. Εν τούτοις οι εις την Σικελίαν Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, ενώσαντες με τα πλοία τα οποία εφρούρουν την Μεσσήνην εκείνα τα οποία είχαν παρασκευάσει, ήρχισαν εκ της πόλεως ταύτης να κάμουν πολεμικάς επιδρομάς. Ηρέθιζον δε αυτούς προ πάντων οι Λοκροί διά το μίσος το οποίον είχον κατά των Ρηγίνων, εισελθόντες πανδημεί και αυτοί εις το Ρήγιον. Ήθελον δε οι Συρακούσιοι, να αποπειραθούν και ναυμαχίας· βλέποντες ότι οι Αθηναίοι ολίγα μόνον πλοία είχον παρόντα, και ηξεύροντες ότι τα πλειότερα τα οποία έμελλον να φθάσουν επολιόρκουν την Σφακτηρίαν. Ήλπιζον ότι νικώντες άπαξ κατά θάλασσαν ευκόλως ήθελαν υποτάξει το Ρήγιον, προσβάλλοντες αυτό διά πεζού στρατού και πλοίων, και αυξήσει ούτω την δύναμίν των· διότι ένεκα της μικράς αποστάσεως, η οποία υπήρχε μεταξύ του εν Ιταλία Ρηγίου και της εν Σικελίω Μεσσήνης, οι Αθηναίοι δεν θα ηδύναντο να προσορμίζωνται εκεί και να είναι κύριοι του πορθμού. Πορθμός δε είναι η μεταξύ Ρηγίου και Μεσσήνης θάλασσα, εις το μέρος όπου η Σικελία προσεγγίζει πλειότερον προς την ήπειρον καλείται Χάρυβδις και λέγουν ότι την διήλθεν ο Οδυσσεύς. Ένεκα δε της στενότητος αυτού τα ύδατα της Τυρρηνικής και της Σικελικής θαλάσσης, εισπίπτοντα μεθ' ορμής, κάμνουν ρεύματα, ώστε δικαίως ενομίσθη επικίνδυνος.
25. Εντός τούτου λοιπόν του στενού οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι μετά πλοίων ολίγω περισσοτέρων των τριάκοντα ηναγκάσθησαν περί την δύσιν του ηλίου να ναυμαχήσουν εξ αιτίας ενός πλοίου διαβαίνοντος, προχωρήσαντες εναντίον δεκαέξ πλοίων των Αθηναίων και οκτώ των Ρηγίνων. Νικηθέντες όμως υπό των Αθηναίων απέπλευσαν γρήγορα και όπως ηδυνήθη έκαστος εις τα στρατόπεδα τους, εις Μεσσήνην και εις Ρήγιον, χάσαντες έν πλοίον, και η μάχη διήρκεσε μέχρι νυκτός. Μετά δε τούτο οι μεν Λοκροί απήλθον εκ της χώρας των Ρηγίνων, τα δε πλοία των Συρακουσίων και των συμμάχων συναθροισθέντα εις την Πελωρίδα της Μεσσήνης προσωρμίσθησαν εκεί παρόντος και του πεζού στρατού. Οι Αθηναίοι και Ρηγίνοι επλησίασαν, και βλέποντες τα πλοία κενά ώρμησαν κατ' αυτών, αλλ' απώλεσαν μίαν ναυν υπό σιδηράς αρπάγης (χειρός) συλληφθείσαν, της οποίας το πλήρωμα εσώθη κολυμβών. Έπειτα, ενώ οι Συρακούσιοι εισελθόντες εις τα πλοία έσυρον αυτά διά σχοινιών και έπλεον κοντά εις την παραλίαν, διά να φθάσουν εις την Μεσσήνην, προσεβλήθησαν πάλιν υπό των Αθηναίων· αλλ' ο στόλος των Συρακουσίων απομακρυνθείς της παραλίας και ορμήσας κατ' αυτών εκυρίευσε και άλλο πλοίον. Εις τον διάπλουν και την ναυμαχίαν ταύτην τοιουτοτρόπως γενομένην οι Συρακούσιοι ουδεμίαν ελάττωσιν υποστάντες έφθασαν εις τον εν τη Μεσσήνη λιμένα. Και οι μεν Αθηναίοι, ειδοποιηθέντες ότι η Καμαρίνα επροδόθη εις τους Συρακουσίους υπό του Αρχίου και των μετ' αυτού, έπλευσαν εκεί· οι δε Μεσσήνιοι εν τούτω τω μεταξύ πανδημεί διά ξηράς και διά θαλάσσης εστράτευσαν κατά της Νάξου της Χαλκιδικής, η οποία ήτο όμορος. Την πρώτην ημέραν κλείσαντες τους Ναξίους εις τα τείχη των ελεηλάτουν την χώραν, την επομένην δε διά μεν των πλοίων περιπλεύσαντες τον Ακεσίνην ποταμόν ελεηλάτουν τους αγρούς, διά δε του πεζικού στρατού εισέβαλαν εις την πόλιν. Αλλά κατά το διάστημα τούτο πολλοί Σικελοί κατέβαιναν από τα ύψη, διά να την βοηθήσουν κατά των Μεσσηνίων. Άμα είδον αυτούς οι Νάξιοι, ενεθαρρύνθησαν και, παροτρυνόμενοι αμοιβαίως με την ιδέαν ότι οι Λεοντίνοι και οι άλλοι Έλληνες σύμμαχοι έρχονται να τους βοηθήσουν, εξέρχονται αίφνης εκ της πόλεως και επιπίπτουν κατά των Μεσσηνίων· τρέψαντες αυτούς εις φυγήν εφόνευσαν υπέρ τους χιλίους, οι δε λοιποί μόλις και μετά βίας εσώθησαν διότι οι βάρβαροι επιπεσόντες εις τας οδούς κατέστρεφαν τους πλείστους. Και τα πλοία τα προσορμισθέντα εις την Μεσσήνην διελύθησαν ύστερον και καθείς επέστρεφεν εις τα ίδια. Ευθύς δε οι Λεοντίνοι και οι σύμμαχοι εξεστράτευσαν μετά των Αθηναίων κατά της Μεσσήνης, νομίζοντες αυτήν εξησθενημένην. Και προσβαλόντες αυτήν οι μεν Αθηναίοι έκαμναν αποπείρας διά των πλοίων προς το μέρος του λιμένος, ο δε πεζός στρατός προς το μέρος της πόλεως. Οι Μεσσήνιοι καί τινες Λοκροί υπό τον Δημοτέλην, οίτινες μετά το πάθημα είχαν μείνει ως φρουροί, εξελθόντες και επιπεσόντες αιφνιδίως, έτρεψαν εις φυγήν το πλείστον μέρος του στρατεύματος των Λεοντίνων και εφόνευσαν πολλούς. Ιδόντες δε οι Αθηναίοι και αποβάντες εκ των πλοίων εβοήθουν, επέπεσαν δε κατά των εν αταξία ευρισκομένων Μεσσηνίων και κατεδίωξαν αυτούς μέχρι της πόλεως. Έπειτα έστησαν τρόπαιον και ανεχώρησαν εις το Ρήγιον. Μετά ταύτα δε οι εν τη Σικελία Έλληνες εξηκολούθησαν πολεμούντες αναμεταξύ των διά ξηράς και διά θαλάσσης χωρίς την συνδρομήν των Αθηναίων.
26. Εις δε την Πύλον οι Αθηναίοι εξηκολούθουν πολιορκούντες τους εν τη νήσοι Λακεδαιμονίους, ενώ το εις την αντικρύ ξηράν στρατόπεδον των Πελοποννησίων έμενεν εις τας θέσεις του. Η φρούρησις όμως της νήσου ήτον επίπονος διά τους Αθηναίους ένεκα της ελλείψεως τροφίμων και ύδατος· διότι μία μόνον κρήνη υπήρχεν εις την ακρόπολιν της Πύλου, και αύτη όχι μεγάλη· διά τούτο οι περισσότεροι σκάπτοντες οπάς εις την χαλικώδη παραλίαν έπιναν τοιούτον δήθεν πόσιμον ύδωρ. Εις μικρόν χώρον στρατοπεδευμένοι, υπέκειντο εις πολλάς στερήσεις· επειδή δε δεν υπήρχεν όρμος διά τα πλοία, μέρος των πληρωμάτων μετέβαινεν εις την ξηράν και επρομηθεύετο, ενώ το άλλο έμενεν εις το πέλαγος. Προ πάντων όμως τους έφερεν εις πλείστην αθυμίαν η παρά πάσαν προσδοκίαν χρονοτριβή, διότι κατ' αρχάς είχαν πιστεύσει ότι έφθαναν ολίγαι ημέραι, διά να υποτάξουν ανθρώπους πολιορκουμένους εις νήσον έρημον και πίνοντας αλμυρόν ύδωρ. Την παράτασιν δε ταύτην επέτυχαν οι Λακεδαιμόνιοι προσφέροντες πολλήν χρηματικήν αμοιβήν εις καθένα, που ήθελε φέρει εις την νήσον άλευρον, οίνον, τυρόν και κάθε άλλο τρόφιμον χρήσιμον εις τους πολιαρκουμένους, και υποσχόμενοι την ελευθερίαν εις κάθε είλωτα, ο οποίος ήθελεν εισαγάγει τοιαύτα είδη. Πολλοί λοιπόν, ιδίως δε οι είλωτες, εισήγον τοιαύτα με κίνδυνον της ζωής των· ανεχώρουν δε εξ όλων των μερών της Πελοποννήσου και επλησίαζαν νύκτα εις τα προς το πέλαγος μέρη της νήσου, προ πάντων όμως έπραττον τούτο, ότε έπνεεν ο άνεμος εκ του πελάγους, διότι τότε διέφευγαν ευκολώτερα την προσοχήν των πολεμικών πλοίων, τα οποία δεν ηδύναντο να περιπλέουν την νήσον ένεκα της τρικυμίας, ενώ ούτοι αψήφιστα επεχείρουν να προσεγγίσουν· έρριπτον δε τα πλοία εις την ξηράν βέβαιοι ότι ήθελαν αποζημιωθή διά την απώλειαν αυτών· υπήρχον άλλως οπλίται φυλάττοντες όλα τα ευπρόσιτα μέρη της νήσου. Όσοι όμως εισέπλεαν εις καιρόν γαλήνης συνελαμβάνοντο. Εισήρχοντο δε εις τον λιμένα δύται κολυμβηταί σύροντες διά καλωδίου ασκούς περιέχοντας μήκωνας διατηρημένους με μέλι και λινόσπορον τριμμένον. Και κατ' αρχάς μεν επερνούσαν απαρατήρητοι, ύστερον όμως επετηρούντο. Εκατέρωθεν δε κάθε μέσον εφεύρισκον, οι μεν διά να εισαγάγουν τρόφιμα, οι δε διά να εμποδίσουν την εισαγωγήν.
27. Ότε δε έμαθαν εις τας Αθήνας ότι ο στρατός ταλαιπωρείται και ότι εισάγονται τρόφιμα εις τους εν τη νήσω, ηπόρουν περί του πρακτέου και εφοβήθησαν μη καταλάβη ο χειμών τους πολιορκούντας και κατασταθή αδύνατον να τους στείλουν ζωοτροφίας από τα παράλια της Πελοποννήσου, αφού και κατ' αυτήν την εποχήν του θέρους δυσκόλως ηδύναντο να στέλλουν αρκετάς προμηθείας εις χώραν στερημένην των πάντων επειδή δε τα παράλια δεν είχαν λιμένας, ο στόλος των δεν θα ηδύνατο να προσορμίζεται· κατά συνέπειαν δε οι εν τη νήσω άνδρες, ή χαλαρωμένου του αποκλεισμού θα συνετηρούντο ή με τα πλοιάρια, τα οποία τους έφεραν τα τρόφιμα θα διέφευγον εν καιρώ τρικυμίας. Οι Αθηναίοι εφοβούντο προ πάντων τους Λακεδαιμονίους, διότι ενόμιζαν ότι ούτοι, άμα ανελάμβαναν δύναμίν τινα, ήθελαν παύσει στέλλοντες κήρυκας περί ειρήνης, και μετενόουν, διότι δεν εδέχθησαν τας προτάσεις των. Ο δε Κλέων εννοήσας ότι ήρχισαν να εγείρωνται δυσαρέσκειαι κατ' αυτού ως εμποδίσαντος την σύμβασιν, ισχυρίσθη ότι αι ειδήσεις δεν ήσαν αληθείς. Επειδή δε οι ελθόντες παρεκίνουν να γίνη, εάν τους επίστευαν, αποστολή μερικών ανδρών, διά να επισκοπήσουν τα συμβαίνοντα, οι Αθηναίοι εξέλεξαν προς τον σκοπόν τούτον τον Κλέωνα αυτόν και τον Θεαγένην. Τότε ο Κλέων ησθάνθη ότι θα ηναγκάζετο ή να επιβεβαιώση την έκθεσιν εκείνων τους οποίους εσυκοφάντει, ή, εάν έλεγε τα εναντία, θα κατηγορείτο ως ψεύστης· ιδών όμως τους Αθηναίους κλίνοντας μάλλον προς τον πόλεμον συνεβούλευσεν αυτούς να μη στείλουν εξεταστάς των πραγμάτων μηδέ να χάνουν την ευκαιρίαν δι' αναβολών, αλλ' εάν τα αγγελλόμενα τοις εφαίνοντο αληθή, να πλεύσουν αμέσως εναντίον των ευρισκομένων εις την νήσον. Απευθύνων έπειτα υπαινιγμούς τινας εναντίον του στρατηγού Νικίου του Νικηράτου, του οποίου ήτο εχθρός προσωπικός και αντίπαλος πολιτικός, είπεν ότι, εάν ήσαν άνδρες οι στρατηγοί, ευκόλως θα ηδύναντο με τας δυνάμεις, τας οποίας είχαν, να πλεύσουν εναντίον των ευρισκομένων εις την νήσον και να συλλάβουν αυτούς· προσέθετε δε ότι και αυτός ούτος θα το έπραττεν, εάν ήτο στρατηγός.
28. Επειδή δε οι Αθηναίοι υποκώφως εθορυβούσαν κατά του Κλέωνος διατί τάχα αυτός δεν ανεχώρει αμέσως, αφού η επιχείρησις του εφαίνετο εύκολος, ο Νικίας, πειραχθείς διά τον σαρκασμόν του Κλέωνος, απεκρίθη ότι οι στρατηγοί του επέτρεπαν να λάβη όσας ήθελε δυνάμεις και να επιχειρήση την προσβολήν. Ο Κλέων, νομίσας εις τας αρχάς ότι παρεχώρει την θέσιν του με λόγους μόνον, ητοιμάζετο να δεχθή· εννοήσας όμως ότι ούτος ήθελε τωόντι να παραδώση εις αυτόν την στρατηγίαν υπεχώρησε λέγων ότι όχι αυτός, αλλ' ο Νικίας ήτο στρατηγός. Ήρχισε δε ήδη να φοβήται και δεν επίστευεν ότι ο Νικίας θα ετόλμα να παραχωρήση προς αυτόν την θέσιν του· και πάλιν όμως ο Νικίας επέμεινε και καταθέσας την εναντίον της Πύλου στρατηγίαν επεκαλείτο ως μάρτυρας τούτου τους Αθηναίους. Ούτοι δε (κατά την συνήθειαν του όχλου) όσον μάλλον ο Κλέων έκαμνεν υπεκφυγάς διά την εκστρατείαν και ανεκάλει όσα είπε, τόσον μάλλον εβίαζαν τον Νικίαν να παραδώση την αρχήν και έκραζαν προς τον Κλέωνα να αναχωρήση. Τότε ο Κλέων, μη δυνάμενος πλέον να αντείπη, εδέχθη την εκστρατείαν, και προχωρήσας εις το μέσον της συνελεύσεως είπεν ότι δεν φοβείται τους Λακεδαιμονίους, ότι θα πλεύση χωρίς να συμπαραλάβη κανένα εκ της πόλεως, αλλά μόνον τους παρόντας εκ των Λημνίων και των Ιμβρίων, τους εκ της Αίνου ελθόντας εις βοήθειαν πελταστάς, και τετρακοσίους τοξότας άλλων τόπων. Διά τούτων και των εις την Πύλον υπαρχόντων στρατιωτών υπέσχετο ή να φέρη εντός είκοσιν ημερών ζώντας τους Λακεδαιμονίους, ή να τους φονεύση επί τόπου. Οι Αθηναίοι εγέλασαν ολίγον διά την κουφότητα των λόγων τούτων, αλλ' οι φρόνιμοι εχάρησαν σκεφθέντες ότι εκ των δύο αγαθών ήθελον επιτύχει το έν ή θα απηλλάσσοντο του Κλέωνος, το οποίον ήτο πιθανώτερον, ή, εν εναντία περιπτώσει, θα εκράτουν τους Λακεδαιμονίους υπό την εξουσίαν των.
29. Και αφού εκανόνισε τα πάντα εις την εκκλησίαν και έλαβε διά την εκστρατείαν ταύτην τας ψήφους των Αθηναίων, επέσπευσε την αναχώρησιν παραδεχθείς ως συστράτηγον ένα μόνον εκ των εν τη Πύλω στρατηγών, τον Δημοσθένην. Προσέλαβε δε τον Δημοσθένην μαθών ότι διενοείτο και αυτός να κάμη απόβασιν εις την νήσον· διότι οι στρατιώται, κακοπαθούντες από στερήσεις και όντες μάλλον πολιορκούμενοι ή πολιορκούντες, ζωηρά επεθύμουν να διακινδυνεύσουν. Εις την απόφασιν ταύτην τον ενεθάρρυνεν ακόμη περισσότερον ο εμπρησμός της νήσου, διότι πριν συμβή τούτο εφοβείτο να αποβή εις νήσον, η οποία, διότι πάντοτε έμενεν ακατοίκητος, ήτο δασώδης και άβατος· η ιδιότης δε αύτη του εφαίνετο ότι ωφέλει μάλλον τους εχθρούς, οι οποίοι εξερχόμενοι εξ αφανών μερών ηδύναντο να βλάπτουν τους εις την νήσον αποβαίνοντας, διότι τα σφάλματα και αι προπαρασκευαί των, ένεκα της πυκνότητος του δάσους, δεν θα εφαίνοντο καθαρά, ενώ όλα τα σφάλματα του στρατού των Αθηναίων, μένοντα καταφανή, θα επέτρεπαν εις τον εχθρόν να επιπίπτη απροσδοκήτως όπου ήθελε, διότι θα ήτο κύριος της προσβολής. Άλλως ο Δημοσθένης εσκέπτετο ότι, εάν ηναγκάζετο να πολεμήση εντός του δάσους, στρατιώται ολιγώτεροι μεν τον αριθμόν, γνωρίζοντες δε τα μέρη, θα ενίκων στρατόν πολυαριθμότερον μεν, μη γνωρίζοντα δε τα μέρη· τέλος δε ότι ο πολυάριθμος στρατός του θα κατεστρέφετο σιγά σιγά, χωρίς να δύνανται τα διάφορα σώματα να βλέπουν τον εχθρόν μακρόθεν και να βοηθώνται αμοιβαίως.
30. Προ πάντων δ' ένεκα του εις την Αιτωλίαν παθήματος (το οποίον εν μέρει συνέβη ως εκ του δάσους) ήρχοντο εις τον νουν του αι σκέψεις αύται. Επειδή δε οι Αθηναίοι στρατιώται ένεκα της στενοχωρίας του στρατοπέδου των επλησίαζαν τα άκρα της νήσου, διά να ετοιμάσουν το γεύμα των θέτοντες γύρω φρουρούς και κάποιος χωρίς να το θέλη έκαυσεν ολίγους θάμνους και ηγέρθη άνεμος κατεκάη εκείθεν ανεπαισθήτως το πλείστον μέρος του δάσους. Εκ τούτου ο Δημοσθένης ηδυνήθη να ίδη καλλίτερον ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν περισσότεροι, και απ' εκείνης της στιγμής επείσθη ότι οι Αθηναίοι έπρεπε να σκεφθούν σπουδαίως περί τοσούτον σοβαράς επιχειρήσεως· διότι εις τας αρχάς είχε νομίσει ότι εισήγοντο εις την νήσον τρόφιμα, δι' ολιγωτέρους ανθρώπους· βλέπων δε επίσης ότι η εις την νήσον απόβασις καθίστατο ευχερεστέρα ητοιμάζετο να την εκτελέση ζητήσας στρατόν από τους γειτονικούς συμμάχους και τα άλλα ετοιμάζων. Εν τούτοις ο Κλέων, στείλας προηγουμένως εις τον Δημοσθένην άγγελον, διά να τον ειδοποιήση ότι έμελλε να έλθη μετ' ολίγον και να του φέρη τον ζητηθέντα στρατόν, φθάνει εις την Πύλον· και ενωθέντες οι δύο στρατηγοί στέλλουν πρώτον εις το επί της αντικρύ ξηράς στρατόπεδον κήρυκας προσκαλούντες αυτούς, εάν ήθελαν, να διατάξουν τους εν τη νήσω πολεμιστάς των να παραδοθούν μετά των όπλων των, με την υπόσχεσιν ότι οι Αθηναίοι θα κρατούν μέτριον αποκλεισμόν μέχρις ου συνομολογήσουν οριστικόν συμβιβασμόν.
31. Επειδή δε αυτοί δεν εδέχθησαν, οι Αθηναίοι στρατηγοί περιέμειναν ακόμη μίαν ημέραν αλλά κατά την επομένην εμακρύνθησαν από τον λιμένα διά νυκτός, αφού επεβίβασαν τους οπλίτας επί ολίγων πλοίων· ολίγον δε προ της αυγής απέβησαν εις την νήσον εκ δύο μερών, εκ του πελάγους και προ του λιμένος, οκτακόσιοι οπλίται εν συνόλω, και ώρμησαν εναντίον της πρώτης φρουράς της νήσου. Οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν παραταγμένοι κατά τον ακόλουθον τρόπον. Εις ταύτην μεν την πρώτην φρουράν ήσαν τριάκοντα περίπου οπλίται, το μέσον δε και ομαλώτατον, το πέριξ του ύδατος, κατείχον οι πλείστοι εξ αυτών και ο άρχων Επιτάδας· τέλος μικρόν σώμα εφύλαττε την εσχατιάν της νήσου την προς την Πύλον, η οποία και απόκρημνος είναι προς το μέρος της θαλάσσης και δυσπρόσιτος διά ξηράς, επειδή υπήρχεν εκεί παλαιόν οχύρωμα εκ λίθων ακατεργάστων, το οποίον ενόμιζον οι Λακεδαιμόνιοι ότι ήθελεν είναι εις αυτούς ωφέλιμον, εάν ηναγκάζοντο εις βιαίαν υποχώρησιν. Ούτω λοιπόν ήσαν ταγμένοι οι Λακεδαιμόνιοι.
32. Οι δε Αθηναίοι τους μεν πρώτους φύλακας, εναντίον των οποίων ώρμησαν, εφόνευσαν ευθύς, και μάλιστα ενώ ακόμη εκοιμώντο ή μόλις έπαιρναν τα όπλα. Η απόβασις είχεν ενεργηθή μετά τοσαύτης σιωπής, ώστε οι εχθροί την εξέλαβον ως την συνήθη κίνησιν των προσορμιζομένων κατά την νύκτα πλοίων. Άμα δε εξημέρωσε απέβαινον και οι λοιποί στρατιώται μετά των ιδίων όπλων καθένας, από εβδομήκοντα πλοία ή ολίγον περισσότερα, επί των οποίων δεν αφήκαν άλλους ειμή τους θαλαμίους (5). Ήσαν οκτακόσιοι τοξόται, ισάριθμοι πελτασταί, οι εις βοήθειαν ελθόντες Μεσσήνιοι καθώς και όλη η φρουρά της Πύλου εκτός εκείνων πού επρόκειτο να φυλάξουν τα τείχη. Ταχθέντες υπό του Δημοσθένους διηρέθησαν κατά διακοσίους, κατά το μάλλον ή ήττον, και κατέλαβον τας υψηλοτέρας θέσεις, ίνα ο εχθρός, περικυκλούμενος πανταχόθεν, ευρεθή εις εντελή αμηχανίαν, χωρίς να ηξεύρη προς ποίον μέρος να αντιταχθή, και να προσβληθή κατά πάσαν διεύθυνσιν υπό του πλήθους, κατά νώτον μεν, εάν ήθελε προχωρήσει, εις τα πλάγια δε, εάν εφέρετο προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Δεν θα ηδύνατο ουδέ βήμα να κάμη χωρίς να έχη κατόπιν του τους ψιλούς και εκείνους οίτινες μη έχοντες κανέν όπλον θα τον προσέβαλλον διά βελών, ακοντίων, λίθων και σφενδονών. Δεν θα ηδύνατο δε και να προχωρήση κατά των στρατιωτών τούτων, διότι και φεύγοντες είχον υπεροχήν, και άμα αυτός υπεχώρει θα τον προσέβαλλον εκ των όπισθεν. Τοιούτον ήτο το σχέδιον της προσβολής το οποίον προηγουμένως είχε καταρτίσει ο Δημοσθένης και ήδη επραγματοποίει.
33. Οι δε περί την Επιτάδαν, οι οποίοι ήσαν οι περισσότεροι, άμα είδον ότι η πρώτη φρουρά κατεστράφη και ότι επροχώρει κατ' αυτών στρατός, παρετάχθησαν εις μάχην και επροχώρησαν κατά των Αθηναίων οπλιτών θέλοντες να συμπλακούν προς αυτούς, διότι τους είχαν απέναντι, εκ πλαγίου δε και εις τα νώτα είχαν τους ελαφρά ωπλισμένους· και με τους οπλίτας μεν δεν ηδυνήθησαν να συμπλακούν ουδέ να χρησιμοποιήσουν την εμπειρίαν των· διότι οι μεν ψιλοί τους ημπόδιζαν τοξεύοντες εκατέρωθεν, οι δε Αθηναίοι οπλίται δεν αντεπεξήλθον, αλλ' έμεναν ησυχάζοντες. Τους ψιλούς όμως τους έτρεπον εις φυγήν πανταχού όπου επλησίαζον πολύ· αλλ' ούτοι, ελαφρώς ωπλισμένοι, εμάχοντο υποχωρούντες και έφευγαν εύκολα πριν τους φθάσουν, ένεκα της ανωμαλίας των μερών, τα οποία, ακατοίκητα έως τότε, ήσαν δύσβατα, και οι Λακεδαιμόνιοι, βαρέως ωπλισμένοι, δεν ηδύναντο να καταδιώξουν αυτούς.
34. Και επί τινα μεν χρόνον εμάχοντο ακροβολιστικά τοιουτοτρόπως· αλλά μετ' ολίγον οι Λακεδαιμόνιοι δεν ηδύναντο πλέον να τρέχουν αρκετά ταχέως προς τα απειλούμενα μέρη, οι δε ψιλοί ενόησαν ότι οι προς υπεράσπισιν αγώνες των καθίσταντο ολονέν πλέον δύσκολοι, και έλαβον πλειότερον θάρρος βλέποντες εαυτούς περισσοτέρους και συνηθίσαντες πλέον να μη τους νομίζουν επίσης φοβερούς όσον πρότερον, διότι δεν έπαθαν ευθύς όσα επερίμεναν, ότε κατά πρώτον απέβησαν εις την νήσον κατεχόμενοι υπό τρόμου ότι έμελλον να πολεμήσουν Λακεδαιμονίους. Περιφρονούντες λοιπόν αυτούς εξέβαλον κραυγάς και ώρμησαν αθρόοι κατ' αυτών ρίπτοντες λίθους, βέλη, ακόντια, και παν ό,τι είχεν έκαστος πρόχειρον. Αι συν τη βιαία ταύτη επιθέσει κραυγαί κατέπληξαν ανθρώπους μη συνηθισμένους εις τοιαύτην μάχην. Νέφη στάκτης από το δάσος, το οποίον εσχάτως είχε καή, υψώνοντο εις τον αέρα και ήτο αδύνατον να ίδη κανείς τα προ των οφθαλμών του ένεκα των βελών και των λίθων που ερρίπτοντο υπό πολλών ανθρώπων και μετά του κονιορτού εφέροντο. Από της στιγμής ταύτης τρομερά υπήρξεν η θέσις των Λακεδαιμονίων, διότι και τα μάλλινα θωράκιά των δεν ηδύναντο να τους προφυλάττουν πλέον κατά των τοξευμάτων, και τα δοράτια συνετρίβοντο εις τας χείρας των, ενώ τους προσέβαλαν πανταχόθεν. Δεν ήξευραν δε πλέον πώς να μεταχειρισθούν τον εαυτόν τους, διότι δεν ηδύναντο να βλέπουν τα προ των οφθαλμών των, και η μεγάλη βοή των πολεμίων τους ημπόδιζε να ακούουν τα προστάγματα. Ο κίνδυνος τους είχε περικυκλώσει από παντού και ουδεμίαν πλέον είχαν ελπίδα να σωθούν μαχόμενοι.
35. Τέλος δε, αφού ετραυματίσθησαν πολλοί, διότι περιεστρέφοντο εις την ιδίαν θέσιν πάντοτε, επύκνωσαν τους ζυγούς και επροχώρησαν μέχρι του εσχάτου οχυρώματος της νήσου, το οποίον δεν απείχε πολύ, και των φυλασσόντων αυτό ανδρών. Οι ψιλοί, ιδόντες αυτούς υποχωρούντας, ενεθαρρύνθησαν περισσότερον και επετέθησαν ζωηρότερα και μετά μεγαλυτέρων κραυγών. Και όσοι μεν εκ των Λακεδαιμονίων περιεκυκλώθησαν κατά την υποχώρησιν κατεστράφησαν· οι δε περισσότεροι, καταφυγόντες εις το οχύρωμα, παρετάχθησαν μετά των φυλάκων προς κάθε μέρος ευπρόσβλητον, όπως υπερασπίσουν τον εαυτόν τους. Οι Αθηναίοι τους ηκολούθησαν από κοντά, αλλά μη δυνάμενοι να τους περικυκλώσουν, διότι ήτον απόκρημνος η θέσι επλησίασαν κατά μέτωπον και προσεπάθουν να τους πιέσουν. Επί πολύ και κατά το πλείστον μέρος της ημέρας ταλαιπωρούμενοι αμφότεροι υπό της μάχης, της δίψης και του καύσωνας αντείχον και προσεπάθουν οι μεν να διώξουν τους εχθρούς από τα ύψη, οι δε να μη υποχωρήσουν. Εν τούτοις οι Λακεδαιμόνιοι ημύνοντο ευκολώτερα παρά πριν, διότι είχαν εξησφαλισμένα τα πλάγια.
36. Επειδή δε τοιουτοτρόπως δεν εδίδετο τέλος, προσελθών ο στρατηγός των Μεσσηνίων εις τον Κλέωνα και τον Δημοσθένην τους είπεν ότι μάταια εκοπίαζαν· αλλ' εάν ήθελαν να του δώσουν μέρος των τοξοτών και των ψιλών, θα προσεπάθει να προσβάλη τον εχθρόν από τα νώτα διά τινος οδού, την οποίαν θα εύρισκε και θα κατώρθωνε διά της βίας την διάβασιν. Λαβών δε όσα εζήτει ανεχώρησεν αθορύβως, και αποκρύπτων την πορείαν του εις τους εχθρούς έφθασε μετά πολλούς κόπους και περιστροφάς διά τινος οδού, την οποίαν εύρε βατήν μεταξύ των κρημνών της νήσου, μέχρι του μέρους, το οποίον οι Λακεδαιμόνιοι πιστεύσαντες ως ισχυρόν δεν εφύλαττον. Ότε δε αυτός ενεφανίσθη αιφνιδίως επί του ύψους όπισθεν, οι μεν Λακεδαιμόνιοι κατελήφθησαν υπό τρόμου διά την απροσδόκητον εκείνην εμφάνισιν, οι δε Αθηναίοι πολύ μάλλον ενεθαρρύνθησαν ιδόντες ό,τι επερίμεναν. Από της στιγμής δε εκείνης οι Λακεδαιμόνιοι, προσβαλλόμενοι εκατέρωθεν ευρέθησαν (διά να παραβάλωμεν τα μικρά προς τα μεγάλα) εις θέσιν ομοίαν των εν Θερμοπύλαις, όταν οι Πέρσαι τους περιεκύκλωσαν και κατέστρεψαν αυτούς. Περικυκλωθέντες λοιπόν και ούτοι από τα δύο μέρη δεν ηδυνήθησαν πλέον να αντισταθούν, αλλά μαχόμενοι ολίγοι προς πολλούς και εξηντλημένοι εκ της πείνης ήρχισαν να υποχωρούν και οι Αθηναίοι ήσαν ήδη κύριοι των διόδων.
37. Εν τούτοις ο Κλέων και ο Δημοσθένης βλέποντες ότι ο στρατός των έμελλε να καταστρέψη εντελώς τους Λακεδαιμονίους, εάν ολίγον ακόμη υπεχώρουν, έπαυσαν την μάχην και εκράτησαν τους στρατιώτας των, θέλοντες να φέρουν ζώντας τους Λακεδαιμονίους εις τας Αθήνας, εάν νικώμενοι υπό τόσων παθημάτων υπήκουαν εις το κήρυγμα και εταπεινούντο τόσον, ώστε να παραδώσουν τα όπλα. Τους προσεκάλεσαν λοιπόν διά κήρυκος να παραδώσουν τα όπλα και εαυτούς εις τους Αθηναίους, οι οποίοι θα απεφάσιζαν περί της τύχης των ό,τι ήθελαν κρίνει εύλογον.
38. Ακούσαντες δε την προκήρυξιν κατέθεσαν οι πλείστοι τας ασπίδας και ανέσεισαν τας χείρας δηλούντες ότι εδέχοντο. Έπειτα, γενομένης ανακωχής, ο Κλέων και ο Δημοσθένης ήλθον εις διαπραγματεύσεις μετά του Στύφωνος του Φαρνάκου, στρατηγού των Λακεδαιμονίων διότι, εκ των προηγουμένων στρατηγών ο μεν Επιτάδας είχε φονευθή πρώτος, ο δε Ιππαγρέτας, ο οποίος είχεν εκλεχθή κατόπιν, μολονότι έζη ακόμη, έκειτο κατά γης ωσάν αποθαμμένος. Ο δε Στύφων είχεν εκλεχθή τρίτος, σύμφωνα με τον νόμον, διά να άρχη, εάν ετύχαινε να πάθουν τίποτε οι δύο άλλοι. Έλεγε δε ο Στύφων και οι μετ' αυτού ότι ήθελαν να στείλουν κήρυκα εις τους επί της ηπείρου μείναντας Λακεδαιμονίους περί του πρακτέου. Αλλ' οι Αθηναίοι δεν άφησαν να εξέλθη κανείς Λακεδαιμόνιος, επροσκάλεσαν δε οι ίδιοι κήρυκας εκ της ηπείρου και, γενομένων επερωτήσεων δις ή τρις, ο τελευταίος από των εκ της ηπείρου Λακεδαιμονίων ελθών εις την νήσον είπεν ότι «οι Λακεδαιμόνιοι σας δίδουν εντολήν να σκεφθήτε μόνοι σας διά τον εαυτόν σας, μηδέν ατιμωτικόν πράττοντες». Ούτοι δε διασκεφθέντες παρέδωκαν τα όπλα και εαυτούς. Και ταύτην μεν την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα εφρούρουν αυτούς οι Αθηναίοι· την επομένην δε ημέραν, οι μεν Αθηναίοι στήσαντες τρόπαιον ητοίμασαν τα πάντα προς απόπλουν και ενεπιστεύθησαν τους αιχμαλώτους εις την φύλαξιν των τριηράρχων, οι δε Λακεδαιμόνιοι στείλαντες κήρυκα μετέφεραν τους νεκρούς. Ιδού δε ο αριθμός των φονευθέντων εν τη νήσω και εκείνων, οι οποίοι συνελήφθησαν ζώντες· τετρακόσιοι είκοσιν οπλίται εν όλοις είχαν διαβή εις την νήσον· εκ τούτων διακόσιοι ενενήκοντα δύο μετεκομίσθησαν εις τας Αθήνας ζώντες, οι δε λοιποί εφονεύθησαν. Μεταξύ των ζώντων ήσαν εκατόν είκοσι περίπου Σπαρτιάται. Εκ δε των Αθηναίων εφονεύθησαν όχι πολλοί, διότι η μάχη δεν ήτον εκ του συστάδην.
39. Ο καιρός δε όσος παρήλθεν, αφ' ότου οι άνδρες εκείνοι έμεναν αποκλεισμένοι εις την νήσον, από της ναυμαχίας μέχρι της εν τη νήσω μάχης, ήτον εβδομήκοντα δύο ημέραι. Εκ τούτων περί τας είκοσιν ημέρας, κατά τας οποίας οι πρέσβεις απήλθον, όπως διαπραγματευθούν συνθήκην, οι Λακεδαιμόνιοι εσιτοδοτούντο, κατά τας υπολοίπους δε διετρεφόντο από τους εισπλέοντας κρυφά· ευρέθησαν εν τούτοις εις την νήσον σίτος και άλλαι τροφαί αφεθείσας εκεί, διότι ο άρχων Επιτάδας εμοίραζεν εις καθένα ολιγωτέρας μερίδας αφ' όσας είχε διαθέσιμους. Ανεχώρησαν λοιπόν οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι μετά του στρατού των εκ της Πύλου και μετέβη καθείς εις την πατρίδα του, η δε υπόσχεσις του Κλέωνος, αν και παράλογος, εξεπληρώθη· διότι εντός είκοσιν ημερών έφερε τους Λακεδαιμονίους εις τας Αθήνας, ως υπεσχέθη.
40. Και εξ όλων των κατά τον πόλεμον εκείνον συμβάντων, τούτο υπήρξε το μάλλον απροσδόκητον, διότι επίστευον ότι ούτε η πείνα ούτε ουδεμία άλλη ανάγκη θα ηδύνατο να αναγκάση τους Λακεδαιμονίους να παραδώσουν τα όπλα, αλλ' ότι θα απέθνησκον έχοντες αυτά και μαχόμενοι μέχρι τέλους· δεν ηδύναντο δε να πιστεύσουν ότι οι αποθανόντες ήσαν όμοιοι με τους παραδοθέντας. Και πρός τινα σύμμαχον των Αθηναίων, ο οποίος ηρώτησε κάποτε ένα εκ των αιχμαλώτων ειρωνικώς, αν ήσαν ανδρείοι οι φονευθέντες, ο αιχμάλωτος απεκρίθη ότι ο χάρος (εννοών το βέλος) θα, ήτο ανεκτίμητος, εάν ηδύνατο να διακρίνη τους ανδρείους, φανερώνων διά των λέξεων τούτων ότι τα τοξεύματα και οι λίθοι εφόνευαν τυχαίως.
41. Ότε δε εφέρθησαν οι άνδρες, οι Αθηναίοι απεφάσισαν να τους φυλάττουν σιδηροδεσμίους, μέχρις ου γίνη συμβιβασμός τις· εάν δε προ τούτου εισβάλουν εις την Αττικήν οι Πελοποννήσιοι, να τους εξαγάγουν από την φυλακήν και να τους φονεύσουν. Και εις την Πύλον αφήκαν φρουράν. Οι δε Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου θεωρούντες αυτήν ως πατρίδα των (διότι η Πύλος ανήκεν άλλοτε εις την Μεσσηνίαν) έστειλαν τους μάλλον ικανούς προς τούτο εκ των συμπολιτών των, οι οποίοι ελήστευαν την Λακωνικήν και έβλαπταν μεγάλως καθό ομιλούντες την αυτήν διάλεκτον. Οι Λακεδαιμόνιοι, αγνοούντες μέχρις εκείνης της εποχής την ληστείαν και το είδος εκείνο του πολέμου και φοβούμενοι μήπως ένεκα της αυτομολήσεως των ειλώτων το πνεύμα της αποστασίας επεκταθή εις όλην την χώραν ήρχισαν να ανησυχούν πολύ· και μολονότι δεν ήθελαν να φανερωθούν οι φόβοι των εις τους Αθηναίους, έστειλαν όμως προς αυτούς κήρυκας, διά να διαπραγματευθούν την απόδοσιν των αιχμαλώτων και της Πύλου. Αλλ' οι Αθηναίοι είχαν μεγαλυτέρας αξιώσεις και έστειλαν οπίσω απράκτους πολλάς πρεσβείας, αι οποίαι ήλθαν εκ της Πελοποννήσου. Και ταύτα μεν ήσαν τα γεγονότα της Πύλου.
42. Κατά το αυτό δε θέρος και αμέσως μετά ταύτα οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν κατά της Κορινθίας με ογδοήκοντα πλοία και δύο χιλιάδας ιδικούς των οπλίτας και διακοσίους ιππείς επί ιππαγωγών πλοίων· ηκολούθουν δε αυτούς εκ των συμμάχων οι Μιλήσιοι, οι Άνδριοι και οι Καρύστιοι, στρατηγός δε ήτο Νικίας ο Νικηράτου μετά δύο άλλων. Πλέοντες εις την ανοικτήν θαλασσαν έφθασαν το πρωί μεταξύ της Χερσονήσου και του Ρείτου εις τον αιγιαλόν όπου υψούται ο Σολύγειος λόφος και επί του οποίου εγκατασταθέντες τον παλαιόν καιρόν οι Δωριείς επολέμουν κατά των εν τη πόλει Κορινθίων, οι οποίοι ήσαν Αιολείς· ακόμη δε και σήμερον σώζεται εκεί κώμη ονομαζομένη Σολύγεια. Από του αιγιαλού δε εκείνου, όπου τα πλοία επλησίασαν, η μεν κώμη αύτη απέχει δώδεκα σταδίους, η δε πόλις των Κορινθίων εξήκοντα, ο δε ισθμός είκοσι. Μαθόντες οι Κορίνθιοι εξ Άργους ότι ο στρατός των Αθηναίων δεν θα εβράδυνε να φθάση συνηθροίσθησαν ενωρίτερα εις τον ισθμόν όλοι, πλην των έξω του ισθμού· και εξ αυτών πεντακόσιοι μεν επήγαν να φυλάξουν την Αμπρακίαν και την Λευκάδα, όλοι δε οι λοιποί επετήρουν τους Αθηναίους πού ήθελον προσορμισθή· αλλ' ούτοι τους ηπάτησαν και προσωρμίσθησαν εν καιρώ νυκτός. Αμέσως λοιπόν υψώθησαν τα σημεία και οι Κορίνθιοι, υπόσαντες τους ημίσεις εκ των στρατιωτών εις την Κεγχρειάν, διά τον φόβον μήπως οι Αθηναίοι διευθυνθούν κατά του Κρομμυώνος, επροχώρησαν γρήγορα προς συνάντησίν των.
43. Ο είς δε των στρατηγών, ο Βάττος (διότι ήσαν παρόντες δύο εις την μάχην), λαβών ένα λόχον ήλθεν εις την Σολύγειαν κώμην, διά να την φυλάξη, διότι ήτο ατείχιστος, ο δε Λυκόφρων επετέθη μετά των άλλων. Και κατ' αρχάς μεν οι Κορίνθιοι επετέθησαν κατά του δεξιού κέρατος των Αθηναίων, άμα αποβιβασθέντος προ της Χερσονήσου, έπειτα δε και κατά του λοιπού στρατού. Η μάχη έγινε πεισματώδης και πάντοτε σώμα προς σώμα. Και το μεν δεξιόν κέρας των Αθηναίων και Καρυστίων (οίτινες ήσαν οι τελευταίοι της παρατάξεως) εδέχθη την προσβολήν των Κορινθίων και με πολλήν δυσκολίαν τους απέκρουσεν· ούτοι δε οπισθοχωρήσαντες έως εις κάποιον υψηλόν μέρος (διότι όλον το έδαφος είναι κατωφερικόν) έρριπταν εκ του ύψους εκείνου λίθους και ψάλλοντες τον παιάνα επανέλαβον την επίθεσιν. Οι Αθηναίοι όμως τους εδέχθησαν με σταθερότητα και ήρχισε πάλιν η μάχη σώμα προς σώμα. Εν τούτοις λόχος τις των Κορινθίων, ελθών προς βοήθειαν του αριστερού κέρατος, έτρεψεν εις φυγήν το δεξιόν κέρας των Αθηναίων και το κατεδίωξε μέχρι της θαλάσσης· αλλ' οι Αθηναίοι και οι Καρύστιοι, εξελθόντες πάλιν εκ των πλοίων, επέστρεψαν εις την μάχην, ο δε άλλος στρατός εμάχετο αδιάκοπα από τα δύο μέρη, και μάλιστα το δεξιόν κέρας των Κορινθίων, όπου ευρισκόμενος ο Λυκόφρων εμάχετο εναντίον των Αθηναίων, διότι εφοβείτο μήπως ούτοι προχωρήσουν κατά της Σολυγείας κώμης.
44. Επί πολύ μεν αντείχον και οι δύο μη υποχωρούντες ο είς προς τον άλλον· αλλ' έπειτα, επειδή οι Αθηναίοι επλεονέκτουν κατά το ιππικόν το οποίον εμάχετο μετ' αυτών, ενώ οι εχθροί δεν είχαν ίππους, ετράπησαν εις φυγήν οι Κορίνθιοι και υπεχώρησαν προς τον λόφον· καταθέσαντες δε τα όπλα έμειναν εκεί εις ησυχίαν και δεν κατέβησαν πλέον. Εις την φυγήν αυτήν πλείστοι Κορίνθιοι εφονεύθησαν εκ του δεξιού κέρατος, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Λυκόφρων. Ο δε άλλος στρατός, μολονότι νικηθείς, δεν κατεδιώχθη ζωηρά, αλλ' αναγκασθείς να υποχωρήση απεσύρθη βραδέως προς τα ύψη και εγκατεστάθη εκεί. Τότε οι Αθηναίοι, επειδή δεν επανήρχοντο πλέον οι εχθροί, διά να τους προσβάλουν, σκυλεύσαντες τους νεκρούς των εχθρών και συναθροίσαντες τους ιδικούς των, έστησαν αμέσως τρόπαιον. Εν τούτοις οι ημίσεις των Κορινθίων, οι οποίοι έμενον φυλάσσοντες την Κεγχρειάν διά τον φόβον μήπως οι Αθηναίοι, πλεύσουν κατά του Κρομμυώνος, δεν ηδύναντο να ίδουν την μάχην, διότι ευρίσκετο εις το αναμεταξύ το Όνειον όρος· αλλ' άμα είδον τον κονιορτόν ενόησαν τα διατρέχοντα και έτρεξαν αμέσως εις βοήθειαν. Επίσης έτρεξαν εις βοήθειαν εκ της πόλεως και οι πρεσβύτεροι των Κορινθίων, άμα έμαθαν τα συμβαίνοντα. Ιδόντες δε οι Αθηναίοι επερχομένους όλους τούτους και νομίσαντες ότι ήτο βοήθεια στελλομένη εκ των πλησιοχώρων γειτόνων Πελοποννησίων απεσύρθησαν με βίαν εις τα πλοία έχοντες τα σκυλεύματα και τους νεκρούς των εκτός δύο τους οποίους εγκατέλιπον μη δυνάμενοι να τους εύρουν. Και αναβάντες εις τα πλοία επεραιώθησαν εις τας παρακειμένους νήσους, οπόθεν έπεμψαν κήρυκα και έλαβον διά συμφωνίας τους νεκρούς τους οποίους εγκατέλιπον. Απέθανον δε εις ταύτην την μάχην εκ μεν των Κορινθίων διακόσιοι δώδεκα, εκ δε των Αθηναίων πεντήκοντα ως έγγιστα.
45. Αναχωρήσαντες δ' εκ των νήσων οι Αθηναίοι έπλευσαν αυθημερόν προς τον Κρομμυώνα της Κορινθίας· απέχει δε ούτος εκατόν είκοσι σταδίους από της πόλεως. Και προσορμισθέντες εκεί ελεηλάτησαν την χώραν και διενυκτέρευσαν εκεί. Την δε επιούσαν, παραπλεύσαντες πρώτον μέχρι της Επιδαυρίας, έκαμαν απόβασίν τινα· έπειτα έφθασαν εις την Μεθώνην (Μέθανα) την μεταξύ Επιδαύρου και Τροιζήνος, και καταλαβόντες τον ισθμόν της Χερσονήσου όπου κείται η Μεθώνη, έκλεισαν αυτόν διά τείχους και ήγειραν φρούριον. Εκείθεν δε ελήστευαν τας χώρας της Τροιζηνίας, της Αλιάδος και της Επιδαυρίας· και, αφού ωχύρωσαν το μέρος εκείνο, επέστρεψαν εις τα ίδια.
46. Κατά τον αυτόν δε χρόνον (ότε) συνέβαινον ταύτα, ο Ευρυμέδων και ο Σοφοκλής, αναχωρήσαντες εκ Πύλου διά την Σικελίαν επί των πλοίων των Αθηναίων, έφθασαν εις Κέρκυραν. Ενωθέντες δε με τους εις την πόλιν εξεστράτευσαν κατά των επί του όρους της Ιστώνης εγκατεστημένων, οίτινες μετά την στάσιν μεταβάντες εκεί έγιναν κύριοι των πέριξ και επροξένουν πολλάς ζημίας. Προσβαλόντες αυτούς εκυρίευσαν το τείχος, οι δε διωχθέντες κατέφυγον αθρόοι εις ύψωμά τι και συνήνεσαν διά συνθήκης να παραδώσουν τους βοηθούς, να καταθέσουν τα όπλα και δικασθούν ακολούθως υπό του δήμου των Αθηναίων. Τους μετέφεραν λοιπόν οι στρατηγοί κατά την συμφωνίαν ταύτην εις την νήσον Πτυχίαν, διά να φυλάττωνται μέχρις ου σταλούν εις τας Αθήνας, υπό τον ρητόν όρον να διαλυθούν αι συνθήκαι δι' όλους, εάν κανείς φανερωθή θέλων να φύγη. Οι δε προεστώτες του δήμου των Κερκυραίων, φοβηθέντες μήπως οι Αθηναίοι δεν φονεύσουν τους αιχμαλώτους τούτους, επενόησαν το εξής. Στείλαντες κρυφίως ολίγους φίλους προσεπάθησαν με προσποιημένην συμπάθειαν να πείσουν τινάς των εν τη νήσω ότι καλλίτερον δι' αυτούς θα ήτο να αποδράσουν το ταχύτερον και ότι αυτοί οι ίδιοι θα είχον δι' αυτούς πλοίον έτοιμον προς τον σκοπόν τούτον, διότι οι στρατηγοί των Αθηναίων έμελλαν να τους παραδώσουν εις τον δήμον των Κερκυραίων.
47. Άμα δ' ούτοι επείσθησαν και ελήφθησαν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να συλληφθή το φέρον αυτούς πλοίον, αι συνθήκαι διελύθησαν και παρεδόθησαν όλοι εις τους Κερκυραίους. Συνήργησαν δε εις την μηχανορραφίαν ταύτην όχι ολίγον και οι στρατηγοί των Αθηναίων, ώστε και η πρόφασις να φανή ευλογοφανής και οι επινοηταί αυτής τολμηρότεροι εις την επιχείρησιν· έβλεπε τις σαφώς ότι μέλλοντες να πλεύσουν εις την Σικελίαν δεν ήθελαν να μετακομισθούν οι αιχμάλωτοι δι' άλλων εις τους οποίους η πράξις αύτη ήθελε περιποιήσει τιμήν. Παραλαβόντες λοιπόν αυτούς οι Κερκυραίοι τους έκλεισαν εις μέγα οίκημα. Έπειτα τους εξήγον ανά είκοσι και τους ηνάγκαζον να διέρχονται διά δύο στοίχων οπλιτών παραταγμένων εκατέρωθεν. Δεμένοι προς αλλήλους εδέροντο και εκεντώντο υπό των παραταγμένων, άμα ούτοι έβλεπον μεταξύ αυτών κανένα εχθρόν τους. Μαστιγοφόροι δε βαδίζοντες πλησίον των επετάχυναν το βάδισμα των βραδύτερον προχωρούντων.
48. Και περί τους εξήκοντα μεν άνδρες εξήχθησαν του κτιρίου αυτού τοιουτοτρόπως και εφονεύθησαν εν αγνοία των εντός κεκλεισμένων (οι οποίοι ενόμιζαν ότι τους εξήγον διά να τους μεταφέρουν αλλαχού) αλλ' ότε έμαθαν τούτο παρά τινος, ο οποίος τους το εφανέρωσεν, επεκαλέσθησαν τους Αθηναίους και εζήτησαν να τους αφήσουν, εάν ήθελαν, να φονευθούν μεταξύ των. Ηρνούντο να εξέλθουν εκ του οικήματος και διεκήρυξαν ότι κάθε προσπάθειαν θα κατέβαλλον, διά να μη αφήσουν κανένα να εισέλθη. Οι δε Κερκυραίοι ουδ' αυτοί διενοήθησαν να παραβιάσουν τας θύρας, αλλ' αναβάντες εις την στέγην του οικήματος και διατρυπήσαντες την οροφήν έρριπταν κεράμους και ετόξευαν κάτω. Οι αιχμάλωτοι και επροφυλάσσοντο όπως ηδύναντο και συγχρόνως οι πολλοί εφόνευαν αλλήλους οι μεν εμπηγνύοντες εις τον λαιμόν τα βέλη, τα οποία οι προσβάλλοντες έρριπταν κατ' αυτών, οι δε απαγχονιζόμενοι με σχοινιά από σπαρτά, τα οποία επρομηθεύοντο από μερικάς κλίνας ευρισκομένας εκεί δι αυτούς και διά λωρίδων, τας οποίας έκαμναν από τα ενδύματα των. Και κατά το πλείστον μέρος της νυκτός (διότι επήλθεν η νυξ διαρκούσης της σφαγής ταύτης) φονεύοντες αυτοί εαυτούς και προσβαλλόμενοι υπό των άνω κατεστράφησαν. Ότε δε εξημέρωσε, συσσωρεύσανε οι Κερκυραίοι τα πτώματα επί αμαξών απήγαγον έξω της πόλεως, όλαι δε αι γυναίκες όσαι συνελήφθησαν εις το τείχος επωλήθησαν ως ανδράποδα. Τοιουτοτρόπως οι εν τω άρει καταφυγόντες Κερκυραίοι εξολοθρεύθηκαν υπό του δήμου, και η στάσις αύτη, αφού έλαβε τόσην μεγάλην έκτασιν, έλαβε τοιούτο τέλος, τουλάχιστον σχετικώς με τον πόλεμον τούτον και τωόντι δεν έμεινε πλέον τίποτε άξιον μνείας. Οι δε Αθηναίοι έπλευσαν εις την Σικελίαν, όπου εξ αρχής εσκόπευαν να μεταβούν, και ενωθέντες μετά των εκεί συμμάχων επολέμουν.
49. Και οι εν τη Ναυπάκτω Αθηναίοι και Ακαρνάνες εκστρατεύοντες περί τα τέλη του θέρους εκυρίευσαν διά προδοσίας το Ανακτόριον, πόλιν της Κορινθίας, η οποία κείται εις το στόμιον του Αμβρακικού κόλπου. Οι Ακαρνάνες ούτοι εδίωξαν εκ πάντων των μερών τους Κορινθίους οικήτορας και κατέλαβαν όλην την πόλιν. Και το θέρος ετελείωσεν.
50. Κατά τον ακόλουθον δε χειμώνα, Αριστείδης ο Αρχίππου, είς των στρατηγών του στόλου, ο οποίος είχε σταλή, διά να σύναξη χρήματα από τους συμμάχους, συλλαμβάνει εις Ηιόνα την επί του Στρυμόνος τον Πέρσην Αρταφέρνη πάμφθηνα υπό του βασιλέως εις την Λακεδαίμονα. Ότε δε εφέρθη αυτός εις τας Αθήνας, τας μεν επιστολάς ανέγνωσαν οι Αθηναίοι μεταφρασθέντες αυτάς εκ της Ασσυριακής γλώσσης και είδον ότι μεταξύ άλλων έλεγαν ο βασιλεύς εν συνάψει εις τους Λακεδαιμονίους, ότι δεν εννοεί τι εζήτουν παρ' αυτού, ότι, μολονότι πολλοί ήλθον προς αυτόν πρέσβεις, ουδείς όμως έλεγε τα αυτά, και ότι, εάν ήθελαν να εξηγηθούν καθαρά, έπρεπε να στείλουν προς αυτόν πρέσβεις μετά του Πάρσου· τον δε Αρταφέρνη απέστειλαν ύστερον οι Αθηναίοι διά τριήρους εις την Έφεσον και πρέσβεις συγχρόνως, οι οποίοι μαθόντες εκεί ότι απέθανεν ο υιός του Ξέρξου Αρταξέρξης (ο οποίος πράγματι απέθανε κατ' εκείνον τον χρόνον) επέστρεψαν εις τα ίδια.
51. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Χίοι κατηδάφισαν το νέον τείχος των κατά διαταγήν των Αθηναίων, οι οποίοι τους εποπτεύοντα ότι εμελέτων επανάσταση τινα κατ' αυτών· εν τούτοις υπήκουσαν μόνον, αφού επέτυχον παρά των Αθηναίων οριστικών διαβεβαίωσιν ότι ουδένα διέτρεχαν κίνδυνον. Και τοιουτοτρόπως ετελείωσεν ο χειμών και το έβδομον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
52. Μόλις δε ήλθε το επόμενον θέρος και ευθύς με την νέαν σελήνην έγινεν έκλειψις ηλίου και σεισμός κατά τας πρώτας ημέρας του αυτού μηνός. Οι φυγάδες των Μυτιληναίων και των άλλων Λεσβίων, ορμώμενοι οι πολλοί εκ της ηπείρου και μισθώσαντες εκ της Πελοποννήσου βοηθούς και συναθροίσαντες και άλλους από την στερεάν, εκυρίευσαν το Ροίτειον· λαβόντες δε δισχιλίους, στατήρας Φωκαΐτας (6) την απέδωκαν πάλιν χωρίς να πράξουν ουδέν άλλο άδικον, και μετά ταύτα εκστρατεύοντες εναντίον της Αντάνδρου κατέλαβαν αυτήν διά προδοσίας. Το δε σχέδιόν των ήτο να ελευθερώσουν από τους Αθηναίους και τας άλλας πόλεις τας καλουμένας Ακταίας και τας οποίας πρότερον κατείχον οι Μυτιληναίοι, και προ πάντων την Άντανδρον. Επειδή το μέρος τούτο ήτο κατάλληλον προς ναυπήγησιν πλοίων, ένεκα των υπαρχόντων ξύλων και της άνωθεν κειμένης Ίδης, ήθελαν, οχυρούντες την Άντανδρον και εφοδιάζοντες αυτήν με κάθε άλλο αναγκαίον, να έχουν εύκολον ορμητήριον, διά να λεηλατούν την Λέσβον, η οποία έκειτο πλησίον, και να καταλάβουν τας άλλας αιολικάς πόλεις της στερεάς. Και ούτοι μεν ταύτας τας επιχειρήσεις είχαν κατά νουν.
53. Οι δε Αθηναίοι κατά το αυτό θέρος εξεστράτευσαν κατά των Κυθήρων έχοντες εξήκοντα πλοία, δισχιλίους οπλίτας και ολίγους ιππείς· συνώδευαν δε αυτούς οι εκ Μιλήτου σύμμαχοι και άλλοι τινές, και στρατηγοί ήσαν Νικίας ο Νικηράτου, Νικόστρατος ο Διοτρέφους και Αυτοκλής ο Τολμαίου. Είναι δε τα Κύθηρα νήσος παρακειμένη εις την Λακωνικήν και πλησίον του Μαλέα. Οι κάτοικοι αυτών είναι περίοικοι Λακεδαιμόνιοι, και κατ' έτος μετέβαινεν εκεί εκ Σπάρτης είς άρχων καλούμενος κυθηροδίκης. Οι δε Λακεδαιμόνιοι διετήρουν εκεί πάντοτε φρουράν εξ οπλιτών και επετήρουν την νήσον ταύτην με πολλήν φροντίδα, διότι εχρησίμευεν ως ορμητήριον των εκ της Αιγύπτου και της Λιβύης ερχομένων εμπορικών πλοίων· κυρίως δε επροφύλαττεν από της ληστείας την παραλίαν, η οποία ήτο το μόνον ευκολοκυρίευτον μέρος της Λακωνικής, διότι όλη η νήσος εκτείνεται προς το Σικελικόν και το Κρητικόν πέλαγος.
54. Πλησιάσαντες ο οι Αθηναίοι διά δέκα μεν πλοίων και δισχιλίων Μιλησίων οπλιτών κατέλαβαν την παραθαλασσίαν πόλιν Σκάνδειαν, μετά του υπολοίπου δε στρατού αποβάντες εις τα παρά τον Μαλέαν μέρη της νήσου επροχώρησαν κατά της παραθαλασσίας πόλεως των Κυθηρίων και ευρέθησαν ευθύς στρατοπεδευμένοι έξω των τειχών. Αφού δε έγινε μάχη, αντέστησαν μεν επί ολίγον οι Κυθήριοι, αλλ' έπειτα τραπέντες εις φυγήν κατέφυγαν εις την άνω πόλιν, και ύστερον συνεβιβάσθησαν με τον Νικίαν και τους συνάρχοντας να παραδοθούν μεν εις τους Αθηναίους, αλλά να μη φονευθούν. Προηγουμένως ο Νικίας είχε συνομιλήσει μετά τινων Κυθηρίων και ένεκα τούτου η συνθήκη εκείνη έγινε και ταχύτερον και ωφελιμώτερον διά το παρόν και διά το μέλλον, διότι άλλως οι Αθηναίοι θα απεδίωκον τους Κυθηρίους, επειδή ήσαν Λακεδαιμόνιοι και η νήσος των ήτο πλησιεστάτη εις την Λακωνικήν. Μετά δε την σύμβασιν οι Αθηναίοι καταλαβόντες χωρίς αντίστασιν την Σκάνδειαν, η οποία κείται πλησίον του λιμένος, έθεσαν φρουράν εις τα Κύθηρα και έπλευσαν προς την Ασίνην, το Έλος και τας πλείστας παραθαλασσίας πόλεις· αποβιβαζόμενοι δε και διανυκτερεύοντες εις μέρη κατάλληλα ελεηλάτουν την χώραν επί ολοκλήρους επτά ημέρας.
55. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, ότε είδαν ότι οι Αθηναίοι κατείχον τα Κύθηρα, περιμένοντες δε παρομοίας αποβάσεις και εις την χώραν αυτών, συνηθροισμένην μεν δύναμιν ουδαμού αντέταξαν, έστειλαν όμως πλήθος οπλιτών εις όλην την χώραν, διά να φυλάττουν όπου ήτο ανάγκη, διότι εφοβούντο μήπως συμβή μεταβολή τις εις το πολίτευμά των εξ αιτίας της μεγάλης και απροόπτου καταστροφής, την οποίαν έπαθαν εις την Σφακτηρίαν, και διότι κατελήφθησαν η Πύλος και τα Κύθηρα υπό των εχθρών και διά τον τοσούτον αιφνίδιον εκείνον πόλεμον, ο οποίος τους ήρχετο πανταχόθεν, ενώ διετέλουν απροφύλακτοι. Διά τούτο εσχημάτισαν, παρά την συνήθειάν των, σώμα εκ τετρακοσίων ιππέων και τοξοτών. Περισσότερον δε είπερ ποτέ εφαίνοντο βραδείς περί τα πολεμικά, διότι ήσαν περιπλεγμένοι εις ναυτικόν αγώνα, του οποίου αι προπαρασκευαί ήσαν ξέναι από τας συνηθείας των, εναντίον μάλιστα των Αθηναίων, οι οποίοι ενόμιζαν ότι η απραξία ήτον αληθινή απώλεια. Συγχρόνως άπειρα ατυχήματα, επελθόντα εις ολίγον καιρόν και εναντίον κάθε προσδοκίας, τους έφεραν εις μεγίστην αμηχανίαν εφοβούντο δε μήπως ημέραν τινά τοις συμβή και πάλιν δυστύχημα τι ως το της Σφακτηρίας. Διά τούτο δεν είχαν πλέον την αυτήν τόλμην εις τας μάχας, και εις κάθε κίνημα ενόμιζαν ότι έσφαλλον· τοσούτον η πεποίθησίς των εκλονίσθη από ατυχήματα, εις τα οποία δεν ήσαν συνηθισμένοι.
56. Ενώ δε οι Αθηναίοι ελεηλάτουν τα παράλια της Λακωνικής, οι Λακεδαιμόνιοι έμεναν ως επί το πλείστον ήσυχοι, διότι, όπου εγίνετο απόβασις, οι εκεί φρουρούντες ενόμιζον ότι ήσαν κατώτεροι κατά τον αριθμόν και ο ταραγμένος νους αυτών έρρεπε προς τοιαύτην υπόθεσιν. Μία μόνη φρουρά ήτις ημύνετο πλησίον της Κοτύρτας και της Αφροδιτίας ώρμησε κατά του πλήθους των ψιλών, οίτινες ήσαν διεσπαρμένοι και τους έτρεψεν εις φυγήν, αλλ' αντιταχθέντων των οπλιτών υπεχώρησε· πάλιν, εξ αυτής δε εφονεύθησαν ολίγοι άνδρες και ελήφθησαν τα όπλα των. Τότε οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον και απέπλευσαν εις τα Κύθηρα. Εκείθεν παραπλέοντες έφθασαν εις Επίδαυρον την Λιμηράν και λεηλατήσαντες μέρος της χώρας ήλθον εις την Θυρέαν, η οποία αποτελεί μεν μέρος της καλουμένης Κυνοσουρίας, κείται δε εις τα μεθόρια της Αργολίδος και της Λακωνίας. Οι Λακεδαιμόνιοι εις τους οποίους ανήκεν η πόλις αύτη, είχον παραχωρήσει εις τους διωχθέντας εκ της πατρίδος Αιγινήτας να την κατοικούν είτε ως αντάλλαγμα διά τας ευεργεσίας τας οποίας ούτοι παρέσχον κατά την εποχήν του σεισμού και της επαναστάσεως των Ειλώτων, είτε διότι οι Αιγινήται, μολονότι υπήκοοι των Αθηναίων, έτειναν πάντοτε προς τους Λακεδαιμονίους.
57. Ότε δε επλησίαζον οι Αθηναίοι, οι Αιγινήται το μεν επί της παραλίας τείχος, το οποίον έτυχον οικοδομούντες, εγκατέλιπον, απεχώρησαν δε εις την άνω πόλιν, εις την οποίαν κατώκουν και η οποία απέχει δέκα σταδίους από της θαλάσσης. Μεταξύ των Λακεδαιμονίων φρουρών αίτινες ήσαν εις την χώραν μία μόνη, ήτις ειργάζετο μετά των Αιγινητών εις την κατασκευήν του τείχους, ηρνήθη με όλας τας παρακλήσεις αυτών να εισέλθη εις την πόλιν, διότι ενόμιζεν επικίνδυνον να κατακλεισθή· αποσυρθείσα δε εις τα ύψη και νομίζουσα ότι δεν ήτον αξιόμαχος έμενεν ησυχάζουσα. Εν τούτοις οι Αθηναίοι πλησιάσαντες ευθύς πανστρατιά εκυρίευσαν την Θυρέαν, την επυρπόλησαν και διήρπασαν ό,τι εύρον. Μετά ταύτα επέστρεψαν εις τας Αθήνας φέροντες αιχμάλωτον μαζί τους τον Λακεδαιμόνιον Τάνταλον τον Πατροκλέους, ο οποίος ήτον άρχων και είχε πληγωθή. Παρέλαβαν επίσης καί τινας Κυθηρίους, τους οποίους διά περισσοτέραν ασφάλειαν ενόμισαν ότι έπρεπε να μεταφέρουν αλλαχού. Και τούτους μεν οι Αθηναίοι απεφάσισαν να καταθέσουν εις τας νήσους και να κατοικούν οι άλλοι Κυθήριοι την πατρίδα των πληρώνοντες φόρον τεσσάρων ταλάντων, όλους δε τους Αιγινήτας όσους συνέλαβαν να τους φονεύσουν, ένεκα της αιωνίας αυτών έχθρας κατά των Αθηναίων· τον δε Τάνταλον να δέσουν πλησίον των άλλων Λακεδαιμονίων, τους οποίους συνέλαβαν εις την Σφακτηρίαν.
58. Κατά το αυτό δε θέρος πρώτον μεν συνωμολογήθη εν Σικελία ανακωχή μεταξύ των Καμαριναίων και των Γελώων· έπειτα δε και οι άλλοι Σικελιώται οι αποσταλέντες ως πρέσβεις εξ όλων των πόλεων και συνελθόντες εις την Γέλαν συνδιεσκέπτοντο πώς να συμφιλιωθούν. Πολλαί γνώμαι επροτάθησαν υπέρ και κατά· έκαστος δε διήγειρε δυσκολίας ή αξιώσεις καθ' όσον ενομιζεν ότι κατεπατούντο τα δικαιώματα του. Ερμοκράτης δε ο Έρμωνος, ο οποίος και έπεισε τους πρέσβεις, απέτεινεν εις την συνέλευσιν τους εξής λόγους.
59. « Απεσταλμένος πόλεως όχι μικράς ούτε υπερβολικά εξηντλημένης από τον πόλεμον, θα ομιλήσω, ω Σικελιώται, προς την συνέλευσιν, διά να εκφράσω την γνώμην, η οποία μου φαίνεται αρίστη δι' όλην την Σικελίαν. Και ότι ο πόλεμος είναι δυσάρεστον πράγμα, προς τι να μακρηγορήσω διηγούμενος με λεπτομέρειαν όλα τα κακά, όσα εις αυτόν ενυπάρχουν, προς ανθρώπους, οι οποίοι καλώς τα γνωρίζουν; Άλλως τε κανείς ούτε επιχειρεί τον πόλεμον από απειρίαν ούτε τον αποφεύγει από φόβον, άμα νομίση ότι θέλει επιτύχει ωφέλειάν τινα. Αλλ' οι μεν θεωρούν τα κέρδη του μεγαλύτερα των κινδύνων, οι δε προτιμούν να εκτεθούν εις τους κινδύνους πριν πάθουν προσωρινήν τινα ζημίαν. Εάν εν τούτοις συμβή, ώστε και οι μεν και οι δε να ηπατήθησαν εις τας σκέψεις των, τότε αι περί συνδιαλλαγής παραινέσεις είναι ωφέλιμοι, και δι' ημάς θα καθίσταντο ανεκτίμητοι, εάν επειθόμεθα εις αυτάς. Προσέχων έκαστος εις τα συμφέροντα του βεβαίως εξ αρχής έλαβε τα όπλα, διά να τα υποστήριξη, σήμερον δε προσπαθούμεν ακόμη φιλονεικούντες να έλθωμεν εις συμβιβασμόν· και, εάν δεν κατορθώσωμεν, ώστε να απέλθη έκαστος ευχαριστημένος, θα αρχίσωμεν πάλιν τον πόλεμον.
60. » Και όμως πρέπει να γνωρίσωμεν ότι, εάν είμεθα φρόνιμοι, όχι μόνον τα ιδιαίτερα μας συμφέροντα θα κανονίσωμεν κατά την συνέλευσιν αυτήν, αλλά και όλην την Σικελίαν θα σώσωμεν εκτεθειμένην, ως νομίζω, εις τας επιβουλάς των Αθηναίων· διά να σας συμφιλιώσω δε, δεν ελπίζω τόσον εις τον λόγον, όσον εις αυτούς τούτους τους Αθηναίους, οι οποίοι, μεγίστην έχοντες δύναμιν μεταξύ, των Ελλήνων επιτηρούν τα σφάλματά μας ευρισκόμενοι ενταύθα μετά τίνων πλοίων και υπό το νόμιμον όνομα συμμάχων μεταχειριζόμενοι ευσχήμως προς το συμφέρον των την φυσικήν αυτών έχθραν. Εάν εξακολουθήσωμεν τον πόλεμον, εάν προσκαλέσωμεν και εκ δευτέρου τους άνδρας τούτους, οι οποίοι και εις τους προσκαλούντας αυτούς παρουσιάζονται ένοπλοι, εάν καταστρέφωμεν αλλήλους με ιδικάς μας δαπάνας, εάν διευκολύνωμεν ημείς αυτοί την επέκτασιν της ηγεμονίας των, είναι πιθανόν ότι, άμα ιδούν ημάς εξηντλημένους, θα έλθουν με στόλον μεγαλύτερον να υποτάξουν όλους τούτους τους τόπους.
61. » Και όμως, εάν είμεθα φρόνιμοι, έπρεπε να ζητώμεν να έχωμεν συμμάχους και να παίρνωμεν επάνω μας τους αναγκαίους κινδύνους, όχι διά να αποκτώμεν τα ξένα, αλλά διά να μη βλάπτωμεν τα υπάρχοντα· ας σκεφθώμεν ότι η διαίρεσις καταστρέφει εν γένει μεν τας πόλεις, ιδία δε την Σικελίαν, της οποίας, ως γνωστόν, όλοι μεν οι κάτοικοι ευρίσκονται εκτεθειμένοι εις τας επιβουλάς των ξένων, όλαι δε αι πόλεις είναι διηρημέναι. Πεισθέντες περί της αληθείας ταύτης ας συμφιλιωθούν οι πολίται με τους πολίτας και αι πόλεις με τας πόλεις, και ας προσπαθήσουν διά κοινών αγώνων να σώσουν ολόκληρον την Σικελίαν. Κανείς ας μη νομίση ότι οι μεταξύ ημών ευρισκόμενοι Δωριείς είναι εχθροί των Αθηναίων, και ότι οι Χαλκιδείς είναι ασφαλείς ένεκα της Ιωνικής συγγενείας των, διότι οι Αθηναίοι επέρχονται ουχί ένεκα έχθρας εθνικής και αντιπαθείας φυλετικής, αλλ' εποφθαλμιώντες τα αγαθά της Σικελίας, όσα ανήκουν εις όλους ημάς κοινώς. Απέδειξαν τούτο σήμερον προσκληθέντες υπό της Χαλκιδικής φυλής, διότι, χωρίς ουδέποτε να λάβουν βοήθειαν λόγω αρχαίας συμμαχίας, αυτοί μάλλον μετά προθυμίας παρέσχον την υπό της συνθήκης υπαγορευμένην βοήθειαν. Και οι μεν Αθηναίοι είναι συγχωρητέοι έχοντες τοιαύτην φιλοδοξίαν και προνοητικότητα, και δεν κατηγορώ εκείνους, πού ζητούν να άρχουν, αλλ' εκείνους, που στέργουν να υπακούουν, διότι είναι φυσικόν εις τον άνθρωπον να άρχη επί των ενδιδόντων και να αντιτάσσεται κατά των επερχομένων. Όσοι δε ενώ γνωρίζουν ταύτα δεν λαμβάνουν τας αναγκαίας προφυλάξεις έχουν άδικον, καθώς επίσης και όσοι ήλθον εδώ χωρίς να σκεφθούν ότι το σπουδαιότατον δι' ημάς είναι ν' απαλλαγώμεν όλοι ομού από τον κίνδυνον ο οποίος μας απειλεί. Τάχιστα δε θ' απαλλαγώμεν αυτού, εάν συμφωνήσωμεν μεταξύ μας· διότι οι Αθηναίοι δεν είναι εις την χώραν των αλλ' εις την χώραν εκείνων, οίτινες τους προσεκάλεσαν. Τοιουτοτρόπως ουχί ο πόλεμος θα παύση διά του πολέμου, αλλά διά της ειρήνης θα παύσουν άνευ κόπων αι διαφοραί ημών, οι δε άπιστοι βοηθοί οι με εύσχημον πρόφασιν αδίκως ελθόντες θέλουν επιστρέψει άπρακτοι με εύλογον αιτίαν.
62. » Και ως προς μεν τους Αθηναίους ευρίσκομεν ότι τόσον μέγα θα έχωμεν αγαθόν, αν σκεπτώμεθα ορθώς· την δε ειρήνην ήτις υπό πάντων ομολογείται ότι είναι άριστον πράγμα πώς δεν συνομολογούμεν μεταξύ μας; ή νομίζετε ότι, εάν εις τον ένα μεν υπάρχη αγαθόν τι, εις τον άλλον δε το εναντίον, δύναται όχι τόσον η ησυχία όσον ο πόλεμος το μεν κακόν να παύση, το δε αγαθόν να διατηρήση εις καθένα, και ότι η ειρήνη δεν έχει τας τιμάς και τας λαμπρότητας ακινδυνοτέρας και μυρία άλλα πλεονεκτήματα, τα οποία είναι επίσης μακρά εις την απαρίθμησιν όσον πολλά είναι και τα κακά του πολέμου; Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενοι μη παρακούσητε τους λόγους μου, αλλά καθένας ας προΐδη εξ αυτών τα μέσα της σωτηρίας του. Εάν τις φαντασθή ότι θέλει επιτύχει εξ άπαντος είτε διά του δικαίου του είτε διά της βίας, ας μη δυσφορή κατόπιν, εάν απατηθή ανελπίστως· ας μάθη δε ότι πολλοί μέχρι τούδε καταδιώκοντες τους αδικούντας με σχέδια εκδικήσεως όχι μόνον δεν επέτυχον, αλλά και διεκινδύνευσαν την ιδίαν των ασφάλειαν· άλλοι δε, ελπίζοντες να αποκτήσουν διά της βίας αύξησίν τινα, όχι μόνον δεν εκέρδησαν τίποτε, αλλ' απώλεσαν και εκείνα τα οποία είχον. Τωόντι ο εκδικούμενος δεν επιτυγχάνει καθώς ήτο δίκαιον, επειδή προηδικήθη, ουδ' ο ισχυρός πρέπει να είναι βέβαιος περί της νίκης επαναπαυόμενος εις την ισχύν του· συνήθως διευθύνει το μέλλον η αβεβαιότης της τύχης, με όλην όμως την αβεβαιότητα αυτής φαίνεται η τύχη ωφελιμωτάτη· διότι ως εκ του φόβου, τον οποίον έχομεν όλοι ομοίως, προσβάλλομεν αλλήλους έχοντες μεγαλυτέραν προφυλακτικότητα.
63. »Τοιουτοτρόπως και σήμερον ανησυχούντες διπλά, και διά την αβεβαιότητα του αδήλου αυτού μέλλοντος και διά την φοβεράν παρουσίαν των Αθηναίων, και άλλως έχοντες πεποίθησιν ότι η μη εκπλήρωσις των ελπίδων μας ήτο αποτέλεσμα των δύο τούτων εμποδίων, ας αποπέμψωμεν εκ της χώρας τους απειλούντας αυτήν εχθρούς· ημείς δε αυτοί το καλλίτερον μεν είναι να συμβιβασθώμεν διά παντός, εάν όμως τούτο δεν είναι δυνατόν, ας κάμωμεν όσον το δυνατόν πλέον μακροχρόνιον ανακωχήν και ας αναβάλωμεν δι' άλλοτε τας ιδιαιτέρας διαφοράς. Διά να ομιλήσω δε σύντομα : πεισθήτε ότι ακολουθούντες την γνώμην μου θα έχετε πόλεις ελευθέρας πού όταν είσθε κύριοι αυτών θα δύνασθε να αμείβετε ή να τιμωρήτε με ίσην δικαιοσύνην όσους σας κάμνουν καλόν τι ή κακόν. Εάν όμως δεν πεισθήτε εις τους λόγους μου και ακούσετε άλλας συμβουλάς, τότε ο αγών δεν θα είναι πλέον περί εκδικήσεως· αλλά και επί τη υποθέσει ότι θα είμεθα παραπολύ ευτυχείς, όμως θα γίνωμεν κατ' ανάγκην φίλοι αμειλίκτων εχθρών και εχθροί καλλίστων φίλων.
64. »Εγώ, ως είπα εις την αρχήν του λόγου, αντιπροσωπεύων πόλιν ισχυράν, η οποία έχει τόσην δύναμιν, ώστε μάλλον να επιτίθεται παρά να αμύνεται, προβλέπων τους ειρημένους κινδύνους, επιμένω να συμβιβασθώμεν και να μη βλάπτωμεν ημάς αυτούς ζητούντες να βλάψωμεν τους εναντίους. Δεν θέλω δε κατά τρόπον μωρόν φιλονεικών να ισχυρίζωμαι ότι, καθώς είμαι κύριος της γνώμης μου, ούτως είμαι κύριος και της τύχης, την οποίαν δεν εξουσιάζω, αλλ' απεναντίας θέλω να ενδίδω όσον πρέπει. Ευρίσκω δε δίκαιον να πράξουν και οι άλλοι ως εγώ, να ενδώσουν οικειοθελώς και ουχ' άναγκαζόμενοι υπό των εχθρών. Διότι δεν είναι αισχρόν οι συγγενείς να ενδίδουν εις τους συγγενείς, ο Δωριεύς εις τον Δωριέα και ο Χαλκιδεύς εις τον ομόφυλον. Εν συντόμω, ας ενεργήσωμεν από κοινού και αφού είμεθα γείτονες, κατοικούμεν χώραν περιβρεχομένην υπό της θαλάσσης και μ' ένα όνομα καλούμεθα Σικελιώται. Έχω πεποίθησιν ότι πάλιν θα πολεμήσωμεν, όταν παρουσιασθή περίστασις, και πάλιν θα συμφιλιωθώμεν μόνοι μας μεταχειριζόμενοι αμοιβαίας δικαιολογίας· αλλ' εάν είμεθα φρόνιμοι, ας αποδιώκωμεν εκάστοτε με κοινήν προσπάθειαν τους εναντίον μας επερχομένους ξένους, αφού χωρισμένοι βλάπτοντες αλλήλους κινδυνεύομεν όλοι· εις το εξής ας μη προσκαλώμεν ουδέποτε μήτε συμμάχους μήτε συνδιαλλακτάς. Ταύτα δε πράττοντες θέλομεν παράσχει εις την Σικελίαν δύο αγαθά προς το παρόν· θα απαλλάξωμεν αυτήν από τους Αθηναίους και θα παύσωμεν τον εμφύλιον πόλεμον· εν τω μέλλοντι δε θα κατοικώμεν χώραν ελευθέραν και την οποίαν ολιγώτερον παρά πριν θα επιβουλεύωνται οι ξένοι».
65. Αφού είπεν αυτά ο Ερμοκράτης, επείσθησαν οι Συρακούσιοι και συνεφώνησαν μεταξύ των να απαλλαγούν του πολέμου, να διατηρήσουν όσα είχαν καθένας και να αφήσουν την Μοργαντίνην εις τους Καμαριναίους με τον όρον να πληρώσουν ούτοι εις τους Συρακούσιους ωρισμένην τινά χρηματικήν ποσότητα. Οι δε σύμμαχοι των Αθηναίων εμήνυσαν εις όσους εξ αυτών ήσαν στρατηγοί ότι εσκόπευαν να συμβιβασθούν και ότι αι σπονδαί θα ήσαν και εις εκείνους κοιναί· ότε δε συνήνεσαν αυτοί, συνωμολογήθη η συνθήκη και μετά ταύτα απέπλευσαν εκ της Σικελίας τα πλοία των Αθηναίων. Επιστρέψαντας εις τας Αθήνας τους στρατηγούς οι Αθηναίοι τους μεν δύο, τον Πυθόδωρον και τον Σοφοκλέα, κατεδίκασαν εις εξορίαν, τον δε τρίτον, τον Ευρυμέδοντα, εις χρηματικήν πληρωμήν, διά τον λόγον, ότι, μολονότι, δυνάμενοι να υποτάξουν την Σικελίαν, ανεχώρησαν δωροδοκηθέντες. Τόσον βασιζόμενοι εις την παρούσαν ευτυχίαν είχαν την αξίωσιν ότι, τίποτε δεν ημπορούσε να τους αντισταθή, αλλ' ότι και μετά μεγάλων και μετά μικρών μέσων έπρεπεν ομοίως να εκτελούν ό,τι ήτο δυνατόν και ό,τι ήτο αδύνατον. Αιτία δε τούτου ήτο η ανέλπιστος επιτυχία εις τας πλειοτέρας των επιχειρήσεις, η οποία τους έκαμνε να εκλαμβάνουν την ελπίδα ως πραγματικότητα.
66. Κατά το αυτό δε θέρος οι εν τη πόλει μείναντες Μεγαρείς, πιεζόμενοι τούτο μεν υπό των Αθηναίων, των οποίων όλος ο στρατός εισήρχετο τακτικώς δις του έτους εις την χώραν των, τούτο δε υπό των ιδίων των εξορίστων, οίτινες διωχθέντες εκ των Πηγών υπό του πλήθους συνεπεία στάσεως απέβαινον επίφοβοι λεηλατούντες την χώραν, ήρχισαν να συσκέπτωνται αν έπρεπε να παραδεχθούν τους φυγάδας, διά να μη πάσχη η πόλις από δύο μέρη. Οι δε φίλοι των έξω εννοήσαντες τον θόρυβον ηθέλησαν και αυτοί μάλλον φανερώς παρά πρότερον να υποστηρίξουν την πρότασιν ταύτην. Μαθόντες δε οι προεστώτες του δήμου ότι ο λαός δεν θα ήτο δυνατόν ένεκα των πολλών συμφορών να μη ενδώση εφοβήθησαν και έκαμαν προτάσεις εις τους στρατηγούς των Αθηναίων, Ιπποκράτην τον Αρίφρονος και Δημοσθένην τον Αλκισθένους να παραδώσουν εις αυτούς την πόλιν, νομίζοντες ότι δι' αυτούς θα ήτο ολιγώτερον επικίνδυνον το μέτρον τούτο παρά η κάθοδος των εξορισθέντων υπ' αυτών. Και πρώτον μεν συνεφώνησαν να καταλάβουν οι Αθηναίοι τα μακρά τείχη (τα οποία εκτείνονται μέχρι του λιμένος της Νισαίας απεχούσης οκτώ σταδίους από της πόλεως), διά να μη εξέρχωνται οι Πελοποννήσιοι εκ της Νισαίας, εντός της οποίας αυτοί μόνον είχαν φρουράν προς ασφάλειαν των Μεγάρων έπειτα δε και την άνω πόλιν να προσπαθήσουν να παραδώσουν εις τους Αθηναίους· τούτο δε ήθελε κατορθωθή ευκολώτερα μετά την κατάληψιν των μακρών τειχών.
67. Αφού λοιπόν συνεφωνήθησαν τα πάντα από τα δύο μέρη και διά λόγων και δι' έργων, οι μεν Αθηναίοι απεβιβάσθησαν διά νυκτός εις την νήσον Μινώαν των Μεγαρέων μετά εξακοσίων οπλιτών οδηγουμένων υπό του Ιπποκράτους, και κρυβέντες εις κάποιον βαθούλωμα της γης, το οποίον δεν απείχε πολύ, έσυραν εξ αυτού πλίνθους διά την κατασκευήν των τειχών οι δε μετά του Δημοσθένους, του ετέρου στρατηγού, ψιλοί Πλαταιείς και άλλοι περίπολοι έστησαν ενέδραν εις το μέρος Ενυάλιον, το οποίον είναι πλησιέστερον εις την πόλιν. Ουδείς άλλος εγίνωσκε τας νυκτερινάς εκείνας κινήσεις ειμή μόνον οι ενδιαφερόμενοι. Ολίγον δε προ της αυγής οι προδίδοντες Μεγαρείς μεταχειρίσθησαν το ακόλουθον στρατήγημα. Προ πολλού μελετώντες ν' ανοίξουν τας πύλας έπεισαν τον διοικητήν να τοις επιτρέψη να μεταφέρουν διά νυκτός και εφ' αμάξης διά της τάφρου και μέχρι της παραλίας έν ακάτιον με δύο κώπας, διά του οποίου διέτρεχαν την θαλασσαν ως πειραταί· άμα δε εξημέρωνε το επανέφερον πάλιν εις το τείχος διά της αμάξης και το εισήγον διά των πυλών. Διά του τρόπου τούτου οι εν τη Μινώα φυλάσσοντες Αθηναίοι δεν έβλεπον εις τον λιμένα κανέν πλοίον και κατά συνέπειαν δεν διηγείρετο η προσοχή των. Κατά την νύκτα εκείνην, ήτο ήδη η άμαξα προ των πυλών και ηνοίγοντο αύται, διά να εισέλθη το ακάτιον. Iδόντες τα γινόμενα οι Αθηναίοι (διότι είχον ειδοποιηθή διά συνθήματος) ώρμησαν εκ της ενέδρας θέλοντες να φθάσουν πριν κλεισθούν αι πύλαι· ενώ δε ακόμη η άμαξα ήτο εις την είσοδον και παρημπόδιζε το κλείσιμον, αυτοί και οι συμπράττοντες Μεγαρείς φονεύουν τους φύλακας των πυλών. Και πρώτον μεν οι περί τον Δημοσθένην Πλαταιείς και οι περίπολοι εισέδραμον όπου σήμερον είναι το τρόπαιον, και αμέσως εγένετο μάχη εντός των πυλών μεταξύ των Πλαταιέων και των Πελοποννησίων εκείνων πού πολύ πλησίον ευρισκόμενοι και ιδόντες τα συμβαίνοντα έτρεξαν εις βοήθειαν. Αλλ' οι Πλαταιείς ενίκησαν και έδωκαν ελευθέραν είσοδον εις τους οπλίτας Αθηναίους.
68. Έπειτα δε, καθόσον αυτοί εισήρχοντο, επροχώρουν προς το τείχος. Οι Πελοποννήσιοι φρουροί, μολονότι ολιγάριθμοι, αντέστησαν όμως εις την αρχήν και μερικοί εφονεύθησαν αλλά μετ' ολίγον οι πλείστοι ετράπησαν εις φυγήν, φοβηθέντες εκ της νυκτερινής εκείνης προσβολής και της προδοσίας των Μεγαρέων, και ενόμισαν ότι όλοι οι Μεγαρείς ήσαν προδόται. Τυχαία τις περίστασις επεβεβαίωσε την πλάνην ταύτην. Αθηναίος τις κήρυξ εκήρυξεν αυτογνωμόνως να έλθουν όσοι ήθελον εκ των Μεγαρέων και να ενώσουν τα όπλα των με τους Αθηναίους. Άμα ήκουσαν ταύτα οι Μεγαρείς, δεν υπέμειναν πλέον, αλλά νομίσαντες ότι τωόντι προσεβάλλοντο υπό των εχθρών από κοινού, κατέφυγον εις την Νίσαιαν. Άμα δε τη αυγή, οπότε είχαν καταληφθή πλέον τα τείχη και οι εν τη πόλει Μεγαρείς διετέλουν εις ταραχήν, οι μετά των Αθηναίων συμπράξαντες και άλλοι μετ' αυτών, όσοι είχαν λάβει μέρος εις την σκευωρίαν, εζήτησαν να ανοίγουν αι πύλαι και να εξέλθουν εις μάχην. Ήτο δε συμφωνημένον, άμα ανοίγουν αι πύλαι, να εισορμήσουν οι Αθηναίοι. Οι συνωμόται, διά να αναγνωρισθούν και μη πάθουν τιποτε, θα ήσαν αλειμμένοι διά λίπους. Δεν διέτρεχον δε μέγαν κίνδυνον ανοίγοντες τας πύλας, διότι κατά τα συμφωνημένα τέσσαρες χιλιάδες οπλίται Αθηναίοι και εξακόσιοι ιππείς είχαν φθάσει εξ Ελευσίνος οδοιπορήσαντες διά νυκτός. Οι συνωμόται, αφού ηλείφθησαν διά του λίπους, εστέκοντο ήδη κοντά εις τας πύλας, ότε είς εξ αυτών επρόδωσε την επιβουλήν εις τους αγνοούντας αυτήν. Τότε ούτοι αμέσως ενωθέντες ήλθον αθρόοι και είπαν ότι δεν έπρεπεν ούτε να εξέλθουν (καθότι και προηγουμένως δεν ετόλμησαν να πράξουν τούτο, μολονότι ήσαν ισχυρότεροι) ούτε να εκθέσουν την πόλιν εις κίνδυνον φανερόν, εάν όμως δεν επείθοντο, ευθύς θα εγίνετο μάχη εκεί. Έλεγον δε ταύτα χωρίς ουδόλως να δεικνύουν ότι εγνώριζον τα διατρέχοντα, αλλ' ισχυρίζοντο ότι η γνώμη των ήτο καλλίστη και συγχρόνως παρέμειναν φυλάσσοντες κοντά εις τας πύλας εις τρόπον, ώστε οι επίβουλοι δεν ηδυνήθησαν να εκτελέσουν το σχέδιόν των.
69. Εννοήσαντες δε οι στρατηγοί των Αθηναίων ότι συνέβαινε κάποια εναντιότης και ότι δεν θα ηδύναντο να καταλάβουν την πόλιν διά της βίας ήρχισαν αμέσως να περιτειχίζουν την Νίσαιαν, ελπίζοντες ότι, εάν κυριεύσουν αυτήν πριν έλθωσιν επικουρίαι, τα Μέγαρα δεν θα εβράδυνον να παραδοθούν· μετ' ολίγον δε ήλθον εξ Αθηνών λιθουργοί, σίδηρος και τα άλλα επιτήδεια. Αρχίσαντες δ' από του τείχους το οποίον κατείχον επροχώρουν οικοδομούντες προς το μέρος, το οποίον εκτείνεται προς τα Μέγαρα, εκείθεν δε εξέτειναν αυτό εκατέρωθεν μέχρι της θαλάσσης της Νισαίας. Ο στρατός διένειμε μεταξύ του την εργασίαν των τειχών και της τάφρου· μετεχειρίσθησαν λίθους και πλίνθους του προαστείου, έκοψαν δένδρα και κλάδους, διά να κατασκευάζουν χαρακώματα όπου ήτο ανάγκη· τέλος αι οικίαι του προαστίου ενισχυόμεναι με επάλξεις εγένοντο οχυρώματα. Και καθ' όλην μεν την ημέραν εκείνην ειργάσθησαν κατά την επιούσαν δε περί το δειλινόν το τείχος σχεδόν ήτο τελειωμένον. Οι εν τη Νισαία διετέλουν εις μεγάλην στενοχωρίαν, διότι τα τρόφιμα τα οποία επρομηθεύοντο καθ' ημέραν εκ της άνω πόλεως επρόκειτο να λείψουν, μη περιμένοντες δε ταχείαν τινα βοήθειαν εκ μέρους των Πελοποννησίων και θεωρούντες συγχρόνως τους Μεγαρείς ως πολεμίους συνεβιβάσθησαν με τους Αθηναίους να μείνουν ελεύθεροι πληρώνοντες καθείς προσδιωρισμένην χρηματικήν ποσότητα, παραδίδοντες τα όπλα και αφήνοντες τους Αθηναίους κυρίους να αποφασίσουν περί της τύχης των Λακεδαιμονίων, του άρχοντος και κάθε άλλου ευρισκομένου εντός. Ταύτα συνομολογήσαντες εξήλθον. Και οι Αθηναίοι κατεδαφίσαντες τα προς τα Μέγαρα μακρά τείχη και παραλαβόντες την Νίσαιαν ενησχολήθησαν εις άλλα έργα.
70. Είς τον καιρόν δε αυτόν ο Λακεδαιμόνιος Βρασίδας ο Τέλλιδος έτυχε να ευρίσκεται περί την Σικυώνα και την Κόρινθον συναθροίζων στρατόν διά την Θράκην. Άμα δε έμαθε την άλωσιν των τειχών, φοβηθείς διά τους εν Νισαία Πελοποννησίους και διά την τύχην αυτών των Μεγάρων, πέμπει προς τους Βοιωτούς δίδων εντολήν εις αυτούς να τον συναντήσουν γρήγορα εις τον Τριποδίσκον (ούτω δε καλείται μία κώμη της Μεγαρίδος εις την υπώρειαν της Γερανείας), αυτός δε ήλθεν έχων δύο χιλιάδας και επτακοσίους οπλίτας Κορινθίους, τετρακοσίους Φλειασίους, εξακοσίους Σικυωνίους και τους άλλους όσοι είχον ήδη συναθροισθή. Ενόμιζε δε ότι ήθελε προφθάσει εις την Νίσαιαν πριν αύτη παραδοθή. Αλλ' άμα έμαθε την παράδοσιν αυτής (διότι είχε προχωρήσει διά νυκτός μέχρι του Τριποδίσκου) εξέλεξε τριακοσίους άνδρας εκ του στρατού, και πριν γίνη γνωστή η πορεία του επλησίασεν εις τα Μέγαρα χωρίς να τον εννοήσουν οι Αθηναίοι, οίτινες ήσαν εστρατοπεδευμένοι πλησίον της θαλάσσης. Και πρόσχημα μεν είχε να κάμη κάποιαν απόπειραν κατά της Νισαίας, την οποίαν είχε σκοπόν τω όντι να εκτελέση, αν ήτο δυνατόν· ο κύριος όμως σκοπός του ήτο να εισέλθη εις την πόλιν των Μεγαρέων, διά να εξασφαλίση αυτήν. Εζήτει λοιπόν παρά των Μεγαρέων να τον δεχθούν λέγων ότι ήλπιζε να πάρη οπίσω την Νίσαιαν.
71. Εκ των δύο φατριών αι οποίαι εχώριζαν τα Μέγαρα η μεν εφοβείτο μήπως ο Βρασίδας εξώση αυτήν και επαναφέρη τους φυγάδας, η δε μήπως ο δήμος φοβούμενος το αυτό αποτέλεσμα επιτεθή κατ' αυτής, και ούτως η πόλις κατασπαραχθή και γίνη λεία εις τους παραμονεύοντας αυτήν Αθηναίους. Δεν εδέχθησαν λοιπόν τον Βρασίδαν, αλλ' αμφότερα τα μέρη έκριναν καλόν να περιμείνουν το μέλλον εν ησυχία, διότι ήλπιζαν ότι θα συνεκροτείτο μάχη μεταξύ των Αθηναίων και των προστρεξάντων εις βοήθειαν και ότι τότε ηδύναντο ασφαλέστερα να παραδοθούν μετά την μάχην εις εκείνον, πού θα ήτο ευνοϊκώτερος προς αυτούς. Αλλ' ο Βρασίδας, μη δυνηθείς να τους πείση, επέστρεψε πάλιν προς το άλλο στράτευμα.
72. Άμα δε εξημέρωσεν, έφθασαν οι Βοιωτοί· και είχαν μεν σκοπόν αυτοί προ της παραγγελίας του Βρασίδου να στείλουν βοήθειαν εις τα Μέγαρα και ευρίσκοντο μάλιστα μεθ' όλου του στρατού των εις τας Πλαταιάς, αλλ' ότε ήλθεν, ο άγγελος έλαβον πολύ περισσότερον θάρρος και αποστείλαντες δύο χιλιάδας διακοσίους οπλίτας και εξακοσίους ιππείς επέστρεφαν μετά του επιλοίπου στρατού. Όλος δε ο συναχθείς εκεί στρατός συνεποσούτο εις εξακισχιλίους περίπου άνδρας. Προς το μέρος των Αθηναίων οι οπλίται ήσαν παραταμένοι παρά την Νίσαιαν και την παραλίαν, οι δε ψιλοί ήσαν διεσκορπισμένοι ανά την πεδιάδα, ότε οι ιππείς των Βοιωτών επιπεσόντες απροσδοκήτως κατά των ψιλών έτρεψαν αυτούς προς την θάλασσαν· διότι μέχρις εκείνης της στιγμής ουδεμία βοήθεια είχεν έλθει εις τους Μεγαρείς. Αντεπεξελθόντες δε οι ιππείς των Αθηναίων συνεπλάκησαν εκ του συστάδην και επί πολλήν ώραν εγένετο ιππομαχία, αμφότερα δε τα μέρη διεφιλονείκησαν την νίκην. Τωόντι οι Αθηναίοι κατεδίωξαν προς την Νίσαιαν τον ίππαρχον των Βοιωτών και άλλους τινάς όχι πολλούς, τους οποίους φονεύσαντες εσκύλευσαν, έμειναν κύριοι των νεκρών, τους απέδωκαν έπειτα διά συνθήκης και έστησαν τρόπαιον· εν συνόλω εν τούτοις η νίκη δεν εξεχώρισεν ούτε υπέρ του ενός ούτε υπέρ του άλλου και απεχωρίσθησαν, οι μεν Βοιωτοί διά να ενωθούν με τους ιδικούς των, οι δε Αθηναίοι διά να επιστρέψουν εις την Νίσαιαν.
73. Μετά τούτο δε ο Βρασίδας και το στράτευμα επλησίασαν προς την θάλασσαν και την πόλιν των Μεγαρέων, καταλαβόντες δε μέρος κατάλληλον παρετάχθησαν και ησύχαζον περιμένοντες να τους επιτεθούν οι Αθηναίοι και ηξεύροντες ότι οι Μεγαρείς επετήρουν προς ποίον ήθελε κλίνει η νίκη. Οι Λακεδαιμόνιοι εσκέπτοντο ότι το κίνημα τούτο θα τους ωφελούσεν υπό δύο επόψεις· πρώτον ότι δεν ήθελαν προσβάλει αυτοί πρώτοι και δεν ήθελαν αρχίσει άνευ ανάγκης μάχην επικίνδυνον· έφθανεν ότι εδείχθησαν διατεθειμένοι να πολεμήσουν, διά να δύνανται δικαίως να δώσουν εις εαυτούς την νίκην χωρίς να χάσουν ούτε ρανίδα αίματος· δεύτερον ότι τούτο ήτο το καλύτερον μέτρον το οποίον ώφειλαν να λάβουν ως προς τους Μεγαρείς· διότι, εάν δεν τους έβλεπον ερχομένους, δεν θα ενόμιζαν ότι τούτο εγίνετο εκ τύχης, αλλ' ότι προφανώς είχαν νικηθή και θα εστερούντο αμέσως της πόλεως· αν οι Αθηναίοι ηρνούντο να αγωνισθούν, τότε ο σκοπός διά τον οποίον ήλθαν ήθελεν επιτύχει· τούτο δε και εγένετο. Οι Αθηναίοι εξήλθον και παρετάχθησαν προ των μακρών τειχών αλλά βλέποντες ότι ο εχθρός δεν ήρχετο να τους προσβάλη έμενον και αυτοί ησυχάζοντες, διότι οι στρατηγοί των εθεώρουν ότι μετά την εντελή σχεδόν επιτυχίαν της επιχειρήσεώς των ο κίνδυνος δεν θα ήτο ίσος μεταξύ αυτών και εχθρού ανωτέρου κατά τον αριθμόν διότι, εάν μεν ενίκων, τα Μέγαρα μόνον θα ελάμβανον, εάν δε ηττώντο, θα έχανον τους πλέον εκλεκτούς οπλίτας των. Εξ εναντίας εις τους Πελοποννησίους συνέφερε να εκτεθούν εις τους κινδύνους της μάχης μετά τινος μέρους οιουδήποτε του στρατεύματος ή και μεθ' όλης αυτών της δυνάμεως. Έμειναν λοιπόν ούτως επί τινα χρόνον επειδή δε ουδείς ήρχιζε πρώτος την προσβολήν, ανεχώρησαν πρώτοι οι Αθηναίοι εις Νίσαιαν και κατόπιν οι Πελοποννήσιοι εις το μέρος από του οποίου είχαν αναχωρήσει. Τότε οι φίλοι των φυγάδων Μεγαρείς, ενθαρρυνθέντες διότι οι Αθηναίοι δεν ηθέλησαν να πολεμήσουν, ήνοιξαν τας πύλας εις τον Βρασίδαν, ως εις νικητήν, και εις τους άρχοντας των πόλεων· και δεχθέντες ήρχισαν να συνδιασκέπτωνται μετ' αυτών, ενώ οι οπαδοί των Αθηναίων διετέλουν εις μεγίστην αμηχανίαν.
74. Έπειτα οι σύμμαχοι διελύθησαν κατά πόλεις, ο δε Βρασίδας επανήλθε και αυτός εις την Κόρινθον, διά να προετοιμάση την κατά της Θράκης εκστρατείαν την οποίαν εξ αρχής εσχεδίαζεν. Αφού δ' απεχώρησαν οι Αθηναίοι, όσοι εκ των Μεγαρέων είχαν ενοχοποιηθή ότι είχον συνεννοήσεις μετ αυτών, μαθόντες ότι ανεκαλύφθησαν, έφυγαν αμέσως εκ της πόλεως, οι δε άλλοι διασκεφθέντες μετά των φίλων των εξορίστων επανέφεραν αυτούς εκ των Πηγών, αφού τους υπεχρέωσαν δι' επισήμων όρκων να μη μνησικακήσουν διόλου, αλλά να φροντίσουν και αυτοί περί των συμφερόντων της πόλεως. Εν τούτοις οι άνθρωποι ούτοι, μόλις έγιναν κύριοι της αρχής, έκαμαν στρατιωτικήν επιθεώρησιν και αφού μετά προσοχής διήρεσαν τους λόχους εξέλεξαν εκ των εχθρών και εξ εκείνων τους οποίους ενόμιζον ότι ήσαν ευνοϊκοί προς τους Αθηναίους περί τους εκατόν ηνάγκασαν δε τον λαόν να δώση φανεράν ψήφον κατά των ανδρών τούτων, και, άμα κατεδικάσθησαν, τους εθανάτωσαν και μετέβαλαν το πολίτευμα εις άκραν ολιγαρχίαν. Ούτω λοιπόν τα Μέγαρα δεν απηλλάγησαν της στάσεως ειμή διά να περιπέσουν πάλιν υπό τον ζυγόν της ολιγαρχίας η οποία διήρκεσεν επί πολύ.
75. Κατά το αυτό δε θέρος, ενώ επρόκειτο να οχυρωθή η Άντανδρος υπό των Μυτιληναίων συμφώνως με το σχέδιον το οποίον ούτοι είχον συλλάβει, οι χρηματοσυλλέκται στρατηγοί των Αθηναίων Δημόδοκος και Αριστείδης ευρισκόμενοι κοντά εις τον Ελλήσποντον (διότι ο τρίτος στρατηγός Λάμαχος είχε πλεύσει εντός με δέκα πλοία προς τον Πόντον) έμαθαν τας προετοιμασίας αι οποίαι εγίνοντο διά την θέσιν ταύτην και εφοβήθησαν μήπως συμβή και εκεί ό,τι συνέβη εις τα Άναια πλησίον της Σάμου. Οι Σάμιοι εξόριστοι είχαν εγκατασταθή εκεί και συνέτρεχον τους Πελοποννησίους εις τα ναυτικά στέλλοντες κυβερνήτας, δημιουργούντες ταραχάς εις τους εν τη πόλει Σαμίους και δεχόμενοι τους εξ αυτής εξερχομένους. Διά τον φόβον λοιπόν τούτον οι Αθηναίοι στρατηγοί συνήθροισαν συμμαχικόν στρατόν, επλησίασαν εις την Άντανδρον, ενίκησαν εις μάχην τους ελθόντας προς απόκρουσιν και ανέκτησαν πάλιν την θέσιν. Μετ' ου πολύ ο Λάμαχος, ο οποίος είχεν εισπλεύσει εις τον Πόντον, προσορμισθείς εις τον Κάληκα ποταμόν πλησίον της Ηρακλείας, απώλεσε τα πλοία του ένεκα μεγάλου χειμάρρου πού κατέβη αιφνιδίως εκ των ορέων. Αυτός δε μετά του στρατού επέρασε πεζή την χώραν των Βιθυνών Θρακών (οι οποίοι κατοικούν εις την απέναντι παραλίαν εν Ασία) και έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, η οποία κείται εις το στόμιον του Πόντου και είναι αποικία των Μεγαρέων.
76. Κατά το αυτό δε θέρος ο στρατηγός των Αθηναίων Δημοσθένης φθάνει μετά τεσσαράκοντα πλοίων εις την Ναύπακτον, ευθύς μετά την εκ της Μεγαρίδος αναχώρησίν του· διότι μετ' αυτού και μετά του Ιπποκράτους συνενοούντο Βοιωτοί τινες επί σκοπώ να μεταβάλουν το πολίτευμα των πόλεων και να καταστήσουν αυτό δημοκρατίαν, κατά μίμησιν των Αθηναίων προ πάντων δε κατ' εισήγησιν του εκ Θηβών εξορίστου Πτοιοδώρου απεφάσισαν τα εξής. Προδόται τινές έμελλον να τοις παραδώσουν τας Σίφας· είναι δε αι Σίφαι πόλις παραθαλασσία ανήκουσα εις τας Θεσπιάς και κειμένη εις το βάθος του Κρισαίου κόλπου. Άλλοι εξ Ορχομενού έμελλον να παραδώσουν την Χαιρώνειαν, ανήκουσαν εις τον Ορχομενόν, ο οποίος άλλοτε μεν εκαλείτο Μινύειος, σήμερον δε Βοιώτιος. Συνήργουν δε εις ταύτα προ πάντων οι φυγάδες των Ορχομενίων και ελάμβανον μισθωτούς στρατιώτας εκ της Πελοποννήσου· είναι δε η Χαιρώνεια η τελευταία πόλις προς την Φανότιδα της Φωκίδος· και εις την συνωμοσίαν ταύτην μετείχον τινές εκ των Φωκέων. Οι δε Αθηναίοι εχρεώστουν να καταλάβουν το Δήλιον, το εν τη Τανάγρα προς την Εύβοιαν εστραμμένον ιερόν του Απόλλωνος, όλα δε ταύτα έπρεπε να γίνουν συγχρόνως και εν ωρισμένη ημέρα, διά να μη δυνηθούν αι Βοιωτοί να τρέξουν εις βοήθειαν του Δηλίου, αλλά καθένας απ' αυτούς να κινηθή προς βοήθειαν της ιδίας αυτού πόλεως. Εάν δε επετύγχανεν η απόπειρα και ετειχίζετο το Δήλιον, ήλπιζαν ευκόλως ότι, και αν ακόμη δεν επήρχετο αμέσως μεταβολή τις εις το πολίτευμα των Βοιωτών, γινόμενοι κύριοι των θέσεων τούτων και επειδή η χώρα θα έμενεν εκτεθειμένη εις την ληστείαν και καθείς θα είχε πλησιέστατον καταφύγιον, η παρούσα κατάστασις των πραγμάτων δεν θα διήρκει επί πολύ, αλλά με τον χρόνον, επειδή οι μεν Αθηναίοι ηδύναντο να συντρέχουν τους αποστατούντας, οι δε Βοιωτοί ηδυνάτουν να συγκεντρώσουν τας εαυτών δυνάμεις, θα εγκαθιδρύετο εις την Βοιωτίαν οποίον ήθελον αυτοί πολίτευμα.
77. Η μεν λοιπόν επιβουλή τοιαύτη παρεσκευάζετο· ο δε Ιπποκράτης αυτός μεν έχων στρατόν εκ της πόλεως των Αθηνών έμελλεν εγκαίρως να βαδίση εναντίον των Βοιωτών, τον δε Δημοσθένην προαπέστειλε μετά των τεσσαράκοντα πλοίων εις την Ναύπακτον, ίνα συλλέξας εξ εκείνων των μερών στρατόν εξ Ακαρνάνων και άλλων συμμάχων πλεύση προς τας Σίφας, αι οποίαι έμελλον να του παραδοθούν διά προδοσίας· είχαν δε συμφωνήσει μεταξύ των περί της ημέρας ότε θα εξετέλουν αυτά συγχρόνως. Ο Δημοσθένης μόλις έφθασε κατέλαβε την πόλιν των Οινιαδών, την οποίαν όλοι οι Ακαρνάνες εβίασαν να εισέλθη εις την συμμαχίαν των Αθηναίων. Εξεγείρας δε όλους τους συμμάχους των μερών εκείνων εξεστράτευσε πρώτον κατά του Σαλυνθίου και των Αγραίων· και, αφού εβίασε και τούτους να προσέλθουν προς το μέρος του, ήρχισε να, ετοιμάζεται, διά να ευρεθή προ των Σιφών άμα ήτο καιρός.
78. Κατά την αυτήν δε εποχήν του θέρους ο Βρασίδας ανεχώρησε διά την Θράκην με επτακοσίους οπλίτας· άμα δε έφθασεν εις την εν Τραχίνι Ηράκλειαν, έπεμψε προηγουμένως άγγελον εις Φάρσαλα προς τους φίλους του, διά να ζητήση απ' αυτούς να τον οδηγήσουν μαζί με τον στρατόν του διά της Θεσσαλίας. Ο Πάναιρος, ο Δώρος, ο Ιππολοχίδας, ο Τορύλαος και ο πρόξενος των Χαλκιδέων Στρόφακος ήλθον εις την Μελιτίαν της Αχαΐας και τότε εκείνος επροχώρησε μετ' αυτών. Ωδήγουν δε αυτόν και άλλοι Θεσσαλοί και ο Νικονίδας εκ Λαρίσης, οπαδός του Περδίκκου. Τωόντι δεν ήτο εύκολον να διέλθη τις την Θεσσαλίαν χωρίς οδηγόν και μάλιστα ένοπλος· άλλως τε και μεταξύ όλων των Ελλήνων επεκράτει η συνήθεια να θεωρούν ως ύποπτον την διά της χώρας των άνευ αδείας δίοδον των ξένων· εκτός δε τούτου οι πλείστοι των Θεσσαλών πάντοτε υπήρξαν ευνοϊκοί προς τους Αθηναίους· εις τρόπον ώστε, εάν η Θεσσαλία εκυβερνάτο ισονόμως μάλλον παρά υπό δυναστών, ο Βρασίδας δεν θα ηδύνατο να προχωρήση. Διότι και τότε ακόμη, ενώ επορεύετο, άλλοι Θεσσαλοί εκ του αντιθέτου κόμματος ήλθαν εις συνάντησίν του πλησίον του Ενιπέως ποταμού και τον ημπόδισαν λέγοντες ότι ήτο προσβολή να προχωρήση εις την χώραν των άνευ της συγκαταθέσεως όλου του έθνους. Οι δε συνοδεύοντες αυτόν απεκρίθησαν ότι δεν διενοείτο να διέλθη χωρίς την θέλησίν των, αλλ' ότι είχεν έλθει αιφνιδίως και ότι αυτοί όντες ξένοι του ενόμισαν καθήκον των να τον συνοδεύσουν. Έλεγε δε και αυτός ο Βρασίδας ότι διήρχετο την χώραν των Θεσσαλών ως φίλος, ότι δεν έφερεν όπλα κατ' αυτών, αλλά κατά των Αθηναίων, ότι δεν ήξευρεν αν υπήρχε μεταξύ των Θεσσαλών και των Λακεδαιμονίων έχθρα τις, ήτις να εμποδίζη τους μεν να διέρχωνται διά της χώρας των δε, και ότι τώρα δεν θα προχωρήση χωρίς την θέλησιν αυτών, αφού μάλιστα δεν ηδύνατο, και τους παρεκάλει να μη τον εμποδίσουν. Και εκείνοι μεν ακούσαντες ταύτα απήλθον, ο δε Βρασίδας, επί τη συμβουλή των οδηγών, χωρίς να σταματήση ουδαμού, επέσπευσε την πορείαν του πριν γίνη μεγαλυτέρα συνάθροισις, όπως τον εμποδίση. Την ιδίαν ημέραν της εκ Μελιτίας αναχωρήσεως του έφθασεν εις Φάρσαλα και εστρατοπέδευσε πλησίον του ποταμού Απιδανού, εκείθεν δε εις Φάκιον και εξ αυτού εις Περραιβίαν. Από τούτου δε του μέρους οι μεν οδηγοί των Θεσσαλών επέστρεφαν εις τα ίδια, οι δε Περραιβοί, υπήκοοι όντες των Θεσσαλών, τον ωδήγησαν μέχρι του Δίου εις την επικράτειαν του Περδίκκου. Η πόλις αύτη κείται εις τους πρόποδας του Ολύμπου της Μακεδονίας προς το μέρος της Θεσσαλίας.
79. Τοιουτοτρόπως ο Βρασίδας επρόφθασε να διατρέξη την Θεσσαλίαν πριν ληφθή μέτρον τι προς παρεμπόδισίν του και έφθασεν εις τον Περδίκκαν και την Χαλκιδικήν. Επειδή αι υποθέσεις των Αθηναίων επήγαιναν καλά, οι λαοί της Θράκης, όσοι είχαν αποσπασθή από την συμμαχίαν των Αθηναίων, και ο Περδίκκας, καταληφθέντες υπό φόβου, προσεκάλεσαν τον στρατόν τούτον εκ της Πελοποννήσου· οι μεν Χαλκιδείς, διότι ενόμιζαν ότι οι Αθηναίοι κατά πρώτον ήθελον επέλθει κατ' αυτών (και συγχρόνως αι γειτονικαί πόλεις αυτών αι μη αποστατήσασαι τον προσεκάλουν επίσης, αλλά κρυφίως), ο δε Περδίκκας, διότι, μολονότι δεν ήτο κεκηρυγμένος εχθρός των Αθηναίων, είχεν όμως αρχαίας διαφοράς, αι οποίαι τον ανησύχουν, και προ πάντων διότι ήθελε να υποτάξη τον βασιλέα των Λυγκηστών Αρριβαίον. Τα παρόντα δε ατυχήματα των Λακεδαιμονίων συνετέλεσαν, ώστε οι Θράκες να φέρουν έξω ευκολώτερα τον στρατόν τούτον εκ της Πελοποννήσου.
80. Επειδή δε οι Αθηναίοι δεν έπαυαν κακοποιούντες την Πελοπόννησον και ιδίως την Λακωνικήν, οι Λακεδαιμόνιοι εσκέφθησαν ότι το καλλίτερον μέσον διά να τους περισπάσουν θα ήτο να στείλουν στρατόν κατά των συμμάχων των, τοσούτω μάλλον όσω οι σύμμαχοι ούτοι ήσαν διατεθειμένοι εις την διατροφήν αυτού και τον προσεκάλουν, διά να αποστατήσουν κατά των Αθηναίων. Ήθελον προς τούτοις να εξαγάγουν υπό οιανδήποτε πρόφασιν μέρος τι των Ειλώτων, φοβούμενοι μήπως αποστατήσουν ούτοι εις τοιαύτας περιστάσεις και ότε η Πύλος ήτο εις την εξουσίαν του εχθρού· έπραξαν επίσης και το εξής, φοβούμενοι την νεότητα αυτών και το πλήθος (διότι πάντοτε παρά τοις Λακεδαιμονίοις ο κύριος σκοπός των πλείστων θεσμών των ήτο να προφυλάττωνται από τους Είλωτας)· ειδοποίησαν αυτούς ότι όσοι ησθάνοντο θάρρος να τους βοηθήσουν εις τας μάχας έπρεπε να το δηλώσουν, διά να κηρυχθούν ελεύθεροι. Ήτο τούτο απόπειρα, διότι εσκέπτοντο ότι οι πρώτοι οίτινες ήθελον επιθυμήσει την ελευθερίαν θα ήσαν επίσης οι πρώτοι, οίτινες ένεκα του γενναίου φρονήματός των θα έκλινον προς την αποστασίαν. Εξέλεξαν λοιπόν περί τους δισχιλίους, οίτινες εστεφανωμένοι περιήρχοντο τους ναούς ως ηλευθερωμένοι· αλλά μετ' ολίγον οι Λακεδαιμόνιοι τους εξηφάνισαν χωρίς να μάθη κανείς πώς έκαστος εξ αυτών εξηφανίσθη. Τότε επίσης έσπευσαν να στείλουν εξ αυτών επτακοσίους οπλίτας μετά του Βρασίδου, του οποίου ο επίλοιπος στρατός συνέκειτο εκ μισθοφόρων ληφθέντων υπ' αυτού εκ της Πελοποννήσου.
81. Αυτόν δε τον Βρασίδαν έπεμψαν οι Λακεδαιμόνιοι θέλοντα και ζητήσαντα τούτο επιμόνως. Οι δε Χαλκιδείς επεθύμησαν επίσης να έχουν τον άνδρα τούτον, ο οποίος εν Σπάρτη εφημίζετο ότι ήτο δραστήριος εις τα πάντα και ο οποίος μετά την αναχώρησίν του πολλάς εκδουλεύσεις παρέσχεν εις τους Λακεδαιμονίους. Μετ' ολίγον τωόντι δεικνυόμενος δίκαιος και μέτριος προς τας πόλεις απέσπασε πολλάς εξ αυτών εκ της συμμαχίας των Αθηναίων, άλλας δε κατέλαβε διά προδοσίας· ώστε οι Λακεδαιμόνιοι, ότε βραδύτερον ηθέλησαν να κλείσουν ειρήνην (όπερ και έπραξαν), ημπόρεσαν να ανταλλάσσουν πόλεις με πόλεις και να καταπαύσουν τον πόλεμον εν τη Πελοποννήσω. Και κατ' αυτόν τον μετά την εκστρατείαν της Σικελίας πόλεμον η αρετή και η σύνεσις, τας οποίας ανέπτυξε τότε ο Βρασίδας, και τας οποίας οι μεν εγνώριζον εκ πείρας, οι δε εκ φήμης, ενέπνευσαν εις τους συμμάχους των Αθηναίων μεγάλην κλίσιν προς τους Λακεδαιμονίους· διότι αυτός πρώτος εκστρατεύσας εκτός της πατρίδος του και δείξας ότι ήτο κατά πάντα ενάρετος αφήκε μεταξύ αυτών σταθεράν πεποίθησιν ότι τοιούτοι ήσαν και οι άλλοι.
82. Μαθόντες δε οι Αθηναίοι την άφιξίν του εις την Θράκην εκήρυξαν τον Περδίκκαν ως πολέμιον, επειδή εθεώρουν αυτόν ως αίτιον της διόδου του Βρασίδου, και έλαβαν δραστηριώτερα μέτρα προς επιτήρησιν των συμμάχων της χώρας εκείνης.
83. Ο δε Περδίκκας ενώσας τον στρατόν του μετά του Βρασίδου προχωρεί ευθύς εναντίον του Αρριβαίου του Βρομερού, βασιλέως των Λυγκηστών Μακεδόνων, ο οποίος ήτο γείτων και μετά του οποίου είχε διαφοράς τινας και ήθελε να τον υποτάξη. Άμα δε ο Περδίκκας έφθασεν εις τα σύνορα της Λύγκου μετά του στρατού του Βρασίδου, ο στρατηγός ούτος είπεν ότι, πριν αρχίσουν τας εχθροπραξίας, ήθελε να μεταβή και προσπαθήση πρώτον, εάν ηδύνατο, να πείση τον Αρριβαίον να συμμαχήση μετά των Λακεδαιμονίων· διότι και αυτός ο Αρριβαίος είπε διά κήρυκος ότι ήτον έτοιμος να αναγνωρίση τον Βρασίδαν ως διαιτητήν, και οι πρέσβεις των Χαλκιδέων, οίτινες ήσαν παρόντες, συνεβούλευον τον τελευταίον τούτον να μη κατευνάση τους φόβους του Περδίκκου, διά να τον εύρουν προθυμότερον εις τα ιδιαίτερά των συμφέροντα· συγχρόνως δε οι εις την Λακεδαίμονα υπό του Περδίκκου πεμφθέντες πρέσβεις έλεγον παρόμοιόν τι, προσθέτοντες ότι ο βασιλεύς ούτος θα καθίστα συμμάχους των Λακεδαιμονίων πολλάς των περί αυτόν πόλεων· ένεκα τούτου λοιπόν ο Βρασίδας είχε την αξίωσιν να επεμβή εις τας υποθέσεις του Αρριβαίου. Ο δε Περδίκκας είπεν ότι δεν εζήτησε τον Βρασίδαν ως διαιτητήν των διαφορών του, αλλά μάλλον ως καθαιρέτην εκείνων τους οποίους θα του υπεδείκνυεν ως εχθρούς, και ότι ενόσω έτρεφε το ήμισυ του πελοποννησιακού στρατού δεν ήτο δίκαιον να συνεννοήται μετά του Αρριβαίου· αλλ' ο Βρασίδας, παρά την θέλησιν του Περδίκκου και μετά ζωηράν μάλιστα φιλονεικίαν, συνδιελέχθη μετά του Αρριβαίου, και πεισθείς εις τους λόγους του απέσυρε τον στρατόν πριν μάλιστα εισβάλη εις την χώραν. Μετά τούτο ο Περδίκκας, νομίσας τον εαυτόν του προσβλημένον, δεν έδιδε πλέον ειμή το τρίτον της τροφής αντί του μισού.
84. Κατά το αυτό δε θέρος, αμέσως μετά τα συμβάντα ταύτα, ο Βρασίδας μετά των Χαλκιδέων εστράτευσε κατά της Ακάνθου, αποικίας των Ανδρίων, ολίγον προ του τρυγητού. Όσοι εκ των κατοίκων αυτής, συνεννοηθέντες μετά των Χαλκιδέων, προσεκάλεσαν αυτόν, και ο δήμος, ήσαν διηρημένοι διά να δεχθούν τον Βρασίδαν. Αλλά φοβηθείς ο δήμος περί της συγκομιδής πού υπήρχεν ακόμη έξω επείσθη υπό του Βρασίδου να δεχθή μόνον αυτόν και να μη αποφασίση τίποτε πριν τον ακούση· παρουσιασθείς λοιπόν εις την συνέλευσιν (δεν εστερείτο δε ευγλωττίας, μολονότι Λακεδαιμόνιος) είπε ταύτα.
85. «Η μεν αποστολή εμού και του στρατού υπό των Λακεδαιμωνίων έγινεν, ω Ακάνθιοι, διά να επιβεβαιώση την αιτίαν την οποίαν ανεκοινώσαμεν πριν αρχίσωμεν τον πόλεμον, ότι θα πολεμήσωμεν τους Αθηναίους, διά να ελευθερώσωμεν την Ελλάδα, εάν δε ήλθομεν εδώ αργά, μη μας μεμφθήτε· ηπατήθημεν περί της πιθανής διαρκείας των εχθροπραξιών, τας οποίας επιχειρήσαμεν κατά της Αττικής, την οποίαν ηλπίζαμεν να υποτάξωμεν ταχέως ημείς μόνον χωρίς να συγκινδυνεύσετε και σεις μαζί μας· σήμερον δε ότε εδόθη ευκαιρία ήλθομεν και θα προσπαθήσωμεν μαζί σας να τους νικήσωμεν. Απορώ δε διά τι εκλείσατε εις εμέ τας πύλας και δεν με εδέχθητε άσμενοι. Διότι ημείς μεν οι Λακεδαιμόνιοι νομίζοντες ότι και προ του πραγματικού μας ερχομού θα έλθωμεν εις συμμάχους κατά το φρόνημα τουλάχιστον, και ότι η παρουσία ημών θα ήτο ευάρεστος, απετολμήσαμεν τοιούτον κίνδυνον διερχόμενοι επί πολλάς ημέρας διά χώρας ξένης και καταβάλλοντες κάθε δυνατήν προθυμίαν· δεινόν δε θα ήτο αν υμείς έχετε άλλα κατά νουν και θέλετε όχι μόνον να εναντιωθήτε εις την ιδικήν σας ελευθερίαν, αλλά και εις την των άλλων Ελλήνων· διότι εκτός της αντιστάσεως την οποίαν δεικνύετε σεις, εκείνοι προς τους οποίους θα μεταβώ θα με δεχθούν με ολιγωτέραν προθυμίαν και θα προφασισθούν ότι σεις, τους οποίους επεσκέφθην κατά πρώτον, σεις, όπου είσθε πολίται σημαντικής πόλεως, σεις, όπου φημίζεσθε διά την φρόνησίν σας, δεν με εδέχθητε· την αιτίαν της μη παραδοχής μου δεν θα ηξεύρω πώς να καταστήσω πιστευτήν και θα φανώ ότι ή φέρω δολίαν ελευθερίαν ή ότι είμαι αδύνατος και ασθενής να σας υπερασπισθώ, εάν επήρχοντο καθ' ημών οι Αθηναίοι. Εν τούτοις, ότε έτρεξα να βοηθήσω την Νίσαιαν, οι Αθηναίοι, μολονότι πλειότεροι, δεν ετόλμησαν να συμπλακούν με τον στρατόν τούτον, τον οποίον διοικώ σήμερον. Ώστε δεν είναι πιθανόν να αποστείλουν εναντίον σας διά θαλάσσης ίσον στρατόν με εκείνον τον οποίον είχον εις Νίσαιαν.
86. » Εγώ δε ήλθα, όχι διά να κακοποιήσω, αλλά διά να ελευθερώσω τους Έλληνας, υποχρεώσας δι' όρκων μεγίστων τους άρχοντας των Λακεδαιμονίων να αφήσουν αυτονόμους όσους εγώ θα έφερα ως συμμάχους και προς τούτοις να μη σας θεωρούν ως συμμάχους προσληφθέντας διά της βίας ή της απάτης, αλλά να σας βοηθήσουν κατά των Αθηναίων, οι οποίοι σας υπεδούλωσαν. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε εμέ ατομικώς να υποπτεύεσθε, αφού σας έδωκα τοιαύτας εγγυήσεις, ούτε τον στρατόν μου να νομίσετε αδύνατον βοηθόν αλλ' ενωθήτε μετ' εμού θαρραλέως. Και, εάν κανείς από σας ένεκα ατομικών λόγων φοβηθή μήπως παραδώσω την διοίκησιν της πόλεως εις ολίγους τινάς, ας είναι ήσυχος μάλλον των άλλων διότι δεν ήλθα διά να προστεθώ εις τινα μερίδα, ουδέ νομίζω ότι πρέπει να επιφέρω αμφίβολον ελευθερίαν καταργών τους πατρίους θεσμούς και υποτάσσων τον δήμον εις τους ολίγους ή τους ολίγους εις τον δήμον. Τοιαύτη ελευθερία θα ήτο σκληροτέρα ξένης κυριαρχίας, και ημείς οι Λακεδαιμόνιοι θα ήμεθα άξιοι όχι ευγνωμοσύνης διά τους κόπους μας, αλλά μάλλον μομφής αντί τιμής και δόξης· και τα εγκλήματα διά τα οποία καταπολεμούμεν τους Αθηναίους ηθέλομεν επισύρει καθ' ημών αυτών απεχθέστερα παρά ο μη προσποιηθείς αρετήν. Δι' εκείνον πού απολαύει εξαιρετικής υπολήψεως, είναι αισχρότερον να επιβάλλεται με εύσχημον απάτην παρά με φανεράν βίαν· διότι αύτη μεν επέρχεται δικαιολογούσα τας πράξεις της διά την ισχύν την οποίαν έδωκεν η τύχη, εκείνη δε παρουσιάζεται δεικνύουσα πνεύμα επίβουλον και ποταπόν. Τόσην πολλήν περίσκεψιν έχομεν περί των τοιούτων τα μέγιστα εις ημάς συμφερόντων.
87. »Πλην των όρκων βεβαιοτέρα εγγύησις διά σας είναι τα έργα μας· παραβάλλοντες ταύτα με τους λόγους ημών θέλετε εύρει αναντίρρητον απόδειξιν της ειλικρινείας μας. Εάν εν τούτοις αντιτάξητε ότι δεν δύνασθε να δεχθήτε τας προτάσεις ταύτας, και, εάν, επειδή είσθε ευνοϊκοί προς ημάς, απαιτήσετε, χωρίς να πάθετε τίποτε, να μας αποπέμψετε προφασιζόμενοι ότι η προσφερομένη ελευθερία δεν σας φαίνεται ακίνδυνος, και ότι είναι δίκαιον να την προσφέρωμεν εις εκείνους, οι οποίοι είναι εις κατάστασιν να την δεχθούν χωρίς να την επιβάλλωμεν βιαίως εις κανένα, τότε θα λάβω ως μάρτυρας τους θεούς και τους εγχώριους ήρωας ότι ελθών εδώ διά το καλόν σας δεν ηδυνήθην να σας πείσω, και θα προσπαθήσω να επιβάλω αυτήν βιαίως λεηλατών την χώραν σας. Μακράν του να νομίζω την πράξιν ταύτην ως αδικίαν, νομίζω μάλλον ότι εξαναγκάζομαι εις τούτο υπό δύο αναγκαίων αιτιών· υπό του συμφέροντος των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι με όλην την προς αυτούς εύνοιάν σας δεν δύνανται να ανεχθούν περισσότερον να στέλλετε χρήματα εις τους Αθηναίους, και υπό του συμφέροντος των Ελλήνων, διά να μη σας έχουν ως πρόσκομμα εις την ελευθερίαν των διότι άλλως δεν ήθέλομεν πράξει ταύτα πρεπόντως, ουδέ οφείλομεν ημείς οι Λακεδαιμόνιοι να ελευθερώνωμεν τους Έλληνας τους μη θέλοντας, εκτός εάν πρόκειται περί κοινού τίνος αγαθού. Εξ άλλου όμως ουδεμίαν έχομεν προσωπικήν φιλοδοξίαν· αλλά, ενώ προθυμοποιούμεθα να καταπαύσωμεν την των άλλων, θα εφαινόμεθα άδικοι προς τους πλείστους εάν, ενώ φέρομεν την αυτονομίαν εις όλους, παρεβλέπωμεν σας τους εναντιουμένους. Σκεφθήτε καλώς επί των παρατηρήσεων τούτων· προσπαθήσατε να συνεργήσετε πρώτοι εις την ελευθερίαν των Ελλήνων, να θέσετε τας βάσεις αφθάρτου δόξης, να μη βλάψετε τα ιδιαίτερά σας συμφέροντα και να δώσετε εις ολόκληρον την πόλιν το κάλλιστον όνομα ».
88. Ο μεν Βρασίδας ταύτα είπεν. Οι δε Ακάνθιοι μετά πολλάς συζητήσεις υπέρ και κατά εψήφισαν μυστικώς. Παρασυρθέντες δε από το επαγωγόν της ομιλίας του Βρασίδου και φοβούμενοι περί της συγκομιδής του καρπού απεφάσισαν οι πλείστοι να αποσπασθούν από τους Αθηναίους. Αφού λοιπόν τον ηνάγκασαν διά των αυτών όρκων, τους οποίους είχον ομόσει οι άρχοντες των Λακεδαιμονίων, ότε τον απέστειλαν, να αφήση αυτονόμους τους συμμάχους όσους θα προσήγεν αυτός, εδέχθησαν τον στρατόν του. Ολίγον μετά ταύτα απεσπάσθη επίσης από την συμμαχίαν των Αθηναίων και η Στάγιρος, αποικία των Ανδρίων. Και ταύτα μεν εγένοντο κατά το θέρος τούτο.
89. Κατά τας αρχάς δε του επομένου χειμώνος είχαν ληφθή κατάλληλα μέτρα, διά να παραδοθή η Βοιωτία εις τους Αθηναίους στρατηγούς Ιπποκράτην και Δημοσθένην. Ο τελευταίος ούτος ήτον ωρισμένον να έλθη μετά του στόλου εις τας Σίφας, ενώ ο Ιπποκράτης επροχώρει κατά του Δηλίου. Αλλ' επειδή έκαμαν λάθος ως προς την ημέραν την προσδιορισθείσαν διά την διπλήν ταύτην επιχείρησιν, ο Δημοσθένης ανεχώρησε πρώτος και έπλευσε κατά των Σιφών έχων επί των πλοίων Ακαρνάνας και πολλούς εκ των εκεί συμμάχων και απέτυχε του σκοπού. Η συνωμοσία είχεν ανακαλυφθή υπό του εκ Φανοτέως Φωκέως Νικομάχου, ο οποίος την ανεκοίνωσεν εις τους Λακεδαιμονίους, οίτινες πάλιν την ανεκοίνωσαν εις τους Βοιωτούς. Επειδή δε έτρεξαν εις βοήθειαν όλων των Βοιωτών (διότι ο Ιπποκράτης δεν είχεν έλθει ακόμη, διά να παρεμποδίση τα κινήματα των), καταλαμβάνονται πρότερον και αι Σίφαι και η Χαιρώνεια. Άμα δε οι προδίδοντες ενόησαν ότι ανεκαλύφθη η επιβουλή των, δεν διετάραξαν πλέον την ησυχίαν των πόλεων.
90. Ο δε Ιπποκράτης λαβών μαζί του τους Αθηναίους όλους, αυτούς και τους μετοίκους και εκ των ξένων όσοι ήσαν παρόντες, έφθασε βραδέως εις το Δήλιον, διότι οι Βοιωτοί είχαν ήδη αναχωρήσει από των Σιφών· στρατοπεδεύσας δε ήρχισε να περιτειχίζη το Δήλιον, το ιερόν του Απόλλωνος, κατά τον εξής τρόπον. Έσκαψαν περί το ιερόν και τον ναόν τάφρον, της οποίας το χώμα έρριπτον εις το χείλος, διά να χρησιμεύση αντί τοίχου· καθ' όλον το μήκος ενέπηξαν πασσάλους και συνήψαν αυτούς με κλάδους κόπτοντες αυτούς εκ της περί το ιερόν αμπέλου· κατηδάφιζον τα παλαιά πλησιόχωρα οικοδομήματα, διά να πάρουν απ' αυτά λίθους και πλίνθους, και τοιουτοτρόπως ύψωναν το πρόχωμα. Έκτισαν ξυλίνους πύργους εις τα κατάλληλα μέρη και όπου δεν υπήρχε πλέον κανέν οικοδόμημα του ιερού· διότι παντού η στοά είχε καταπέσει. Η εργασία αύτη ήρχισε κατά την τρίτην ημέραν μετά την εξ Αθηνών αναχώρησιν και εξηκολούθησε καθ' όλην την τετάρτην και την πέμπτην μέχρι της ώρας του δείπνου. Έπειτα, επειδή ετελείωσε το πλείστον μέρος του έργου, ο στρατός αφήκε το Δήλιον και επροχώρησε περί τα δέκα στάδια, διά να επιστρέψη εις την Αττικήν· και οι μεν πλείστοι ψιλοί εξηκολούθησαν να προχωρούν, οι δε οπλίται καταθέσαντες τα όπλα ανεπαύοντο. Αλλ' ο Ιπποκράτης έμεινεν ακόμη εις το Δήλιον ολίγον καιρόν, διά να εγκαταστήση τους φύλακας και να συμπληρώση όσα υπελείποντο διά την οχύρωσιν.
91. Κατ' αυτάς δε τας ημέρας οι Βοιωτοί συνηθροίζοντο εις την Τανάγραν· αφού δε συνήχθησαν εξ όλων των πόλεων και έμαθαν ότι οι Αθηναίοι επέστρεφον εις τα ίδια, οι βοιωτάρχαι, οι οποίοι είναι ένδεκα, δεν ενέκριναν να πολεμήσουν αυτούς, καθότι δεν ήσαν πλέον εις την Βοιωτίαν (και τωόντι οι Αθηναίοι ευρίσκοντο ήδη εις τα μεθόρια της Ωρωπίας, ότε εστάθησαν, διά να αναπαυθούν), αλλ' ο Παγώνδας ο Αιολάδου, ο οποίος ήτο βοιωτάρχης των Θηβών με τον Αριανθίδην του Λυσιμαχίδου, και διοικούσε τότε τον στρατόν, ηθέλησε να κάμη μάχην νομίζων ότι ήτο προτιμότερον να διατρέξη τον κίνδυνον αυτής· συνεκάλεσε λοιπόν τους Βοιωτούς χωριστά κατά λόχους, διά να μη εγκαταλείψουν όλοι συγχρόνως τα όπλα, και έπεισε τους στρατιώτας να βαδίσουν κατά των Αθηναίων και πολεμήσουν αυτούς, αποτείνων τον ακόλουθον λόγον.
92. « Ώ Βοιωτοί, δεν έπρεπε μηδέ να περάση καν από τον νουν κανενός εξ ημών των αρχηγών ότι δεν είναι φρόνιμον να πολεμήσωμεν τους Αθηναίους, και αν ακόμη δεν ηθέλομεν δυνηθή να τους προφθάσωμεν εις την Βοιωτίαν· διότι την Βοιωτίαν ήθελαν να καταστρέψουν, αφού, ελθόντες από γειτονικήν χώραν, οικοδόμησαν φρούριον· είναι δε πολέμιοι ημών πάντοτε, είτε εις το μέρος όπου τους φθάσωμεν είτε εις το μέρος εκ του οποίου ήλθον, διά να κακοποιήσουν. Όποιος νομίζει ότι είναι ασφαλέστερον να μη πράξωμεν τίποτε ας αλλάξη τώρα γνώμην, διότι ο προσβαλλόμενος δεν πρέπει να συλλογίζεται τόσον πολύ, όταν υπερασπίζεται την χώραν του, όσον εκείνος, ο οποίος έχων τα ιδικά του, ορεγόμενος δε πλειότερα επέρχεται κατά του άλλου. Εις ημάς είναι πατροπαράδοτον να πολεμώμεν τον αλλόφυλον στρατόν, είτε κατά της χώρας ημών επέρχεται είτε κατά της χώρας των άλλων. Τους Αθηναίους όμως προ πάντων πρέπει να αποκρούσωμεν, τοσούτω μάλλον, όσω τους έχομεν γείτονας, διότι ως προς τους γείτονας η ενάμιλλος ανδρεία καθίσταται εις πάντας και ελευθερία. Και πώς να μη πολεμήσωμεν τον περί των όλων αγώνα κατ' ανθρώπων, πού έχουν σκοπόν να υποδουλώσουν όχι μόνον τους γείτονας των, αλλά και τους μακράν ευρισκομένους λαούς ; (έχομεν δε παράδειγμα την κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκονται οι Ευβοείς της αντιπέραν όχθης και σχεδόν όλοι οι λοιποί Έλληνες)· και πρέπει να ηξεύρωμεν ότι οι πλησιόχωροι λαοί πολεμούν μεταξύ των διά τα όρια της χώρας των. Αλλά διά την ημετέραν χώραν, εάν νικηθώμεν, εν μόνον όριον θα τεθή αναντίρρητον· διότι εισερχόμενοι εις την χώραν μας οι Αθηναίοι θα καταλάβουν τας κτήσεις μας διά της βίας· τοσούτω η γειτνίασις αυτών είναι επικινδυνοτέρα πάσης άλλης. Όσοι προσβάλλουν καθώς αυτοί τους άλλους θρασυνόμενοι από την δύναμίν των συνήθως επέρχονται με μικρότερον φόβον κατ' εκείνου, ο οποίος ησυχάζων μόνον την χώραν του υπερασπίζει, ενώ ανθίστανται με μικροτέραν προθυμίαν κατ' εκείνου, ο οποίος προχωρεί έξω των ορίων του και εν ανάγκη γίνεται επιτιθέμενος. Τούτου πείραν ελάβομεν από τους Αθηναίους, διότι, αφού τους ενικήσαμεν εις την Κορώνειαν, ότε βοηθούμενοι από τας εσωτερικάς ταραχάς μας κατέλαβαν την χώραν μας, κατεστήσαμεν έως τώρα εντελώς ανενόχλητον την Βοιωτίαν. Τούτο ενθυμούμενοι ας είμεθα όμοιοι ημείς οι πρεσβύτεροι προς τας προτέρας ημών πράξεις, οι δε νεώτεροι, οι παίδες των τότε ανδρείων αναδειχθέντων πατέρων, ας προσπαθήσουν να μη εντροπιάσουν τας κληρονομικάς αρετάς. Ας αναθέσωμεν την πεποίθησιν ημών εις την προστασίαν του θεού, του οποίου τον ναόν καταλαβόντες παρανόμως οι Αθηναίοι ωχύρωσαν, και εις τας θυσίας τας οποίας προσεφέραμεν και αι οποίαι εφάνησαν καλαί. Ας βαδίσωμεν ευθύς εναντίον αυτών και ας δείξωμεν εις αυτούς ότι, διά να απολαύσουν εκείνα τα οποία διήγειραν την απληστίαν των, πρέπει να πολεμήσουν προς μη αμυνομένους, και ότι δεν δύνανται να διαφύγουν άνευ μάχης ανθρώπους συνηθισμένους να πολεμούν υπέρ της ελευθερίας των χωρίς ουδέποτε να ζητούν να υποδουλώσουν αδίκως την των άλλων ».
93. Ταύτα συμβουλεύσας ο Παγώνδας έπεισε τους Βοιωτούς να κινήσουν κατά των Αθηναίων· και με ταχύτητα εκκινήσας ωδήγει τον στρατόν, διότι επλησίαζεν η εσπέρα. Πλησιάσας τον εχθρικόν στρατόν εστάθη εις μέρος τι, εκ του οποίου οι δύο στρατοί χωριζόμενοι διά λόφου δεν ηδύναντο να βλέπουν αλλήλους. Παρέταξε λοιπόν τους στρατιώτας του και παρεσκευάζετο εις μάχην. Μαθών ο Ιπποκράτης, ο οποίος ήτον ακόμη εις το Δήλιον, ότι επέρχονται Βοιωτοί, έστειλε πάραυτα εις τον στρατόν διαταγήν να παραταχθή εις μάχην, έφθασε δε και αυτός μετ' ολίγον καταλιπών τριακοσίους περίπου ιππείς περί το Δήλιον, διά να φυλάττουν την θέσιν ταύτην εν περιπτώσει προσβολής, και διά να περιμένουν συγχρόνως την κατάλληλον ώραν να επιτεθούν κατά των Βοιωτών διαρκούσης της συμπλοκής· αλλ' οι Βοιωτοί αντέταξαν εις τούτους στρατόν ικανόν, διά να τους συγκρατή εκεί. Άμα δε οι Βοιωτοί ητοίμασαν τα πάντα, εφάνησαν επί του λόφου και εσταμάτησαν, παραταγμένοι όπως έπρεπε, διά να πολεμήσουν. Ήσαν δε επτά χιλιάδες πεζοί, δέκα χιλιάδες και πλέον ελαφρά ωπλισμένοι, χίλιοι ιππείς και πεντακόσιοι πελτασταί. Και το μεν δεξιόν κέρας είχαν οι Θηβαίοι και οι ομόσπονδοι αυτών, το κέντρον οι Αλιάρτιοι, οι Κωπαιείς και οι άλλοι οι περί την Κωπαΐδα λίμνην, το δε αριστερόν οι Θεσπιείς, οι Ταναγραίοι και οι Ορχομένιοι. Πλησίον δε εις καθέν κέρας ήσαν οι ιππείς και οι ψιλοί. Και οι μεν Θηβαίοι παρετάχθησαν κατά βάθος εις εικοσιπέντε τάξεις, οι δε άλλοι όπως έτυχεν έκαστος. Τοιαύτη ήτο η προετοιμασία και η τάξις των Βοιωτών.
94. Εις το στρατόπεδον δε των Αθηναίων οι μεν οπλίται, ίσοι κατά τον αριθμόν με τους εναντίους, παρετάχθησαν εις οκτώ τάξεις κατά βάθος, οι δε ιππείς επί καθενός κέρατος· ψιλοί, κανονικώς ωπλισμένοι, δεν υπήρχον κατ' εκείνην την εποχήν, ουδέ υπήρξαν μάλιστα ποτέ εις τας Αθήνας· εκείνοι εν τούτοις, πού έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν αυτήν, ήσαν πολυαριθμότεροι των του εχθρού, και, επειδή είχε γίνει στρατολογία γενική παντός ξένου και πολίτου, πολλοί άοπλοι παρηκολούθησαν τον στρατόν, οι οποίοι είχαν σπεύσει ταχύτερον να επανέλθουν εις τα ίδια ολιγίστους μόνον αφήσαντες κατ' εκείνην την ημέραν εις το στρατόπεδον. Αφού λοιπόν παρετάχθη ο στρατός εις μάχην και επλησίαζε να αρχίση η συμπλοκή, ο στρατηγός Ιπποκράτης διατρέξας το στρατόπεδον κατά μέτωπον απέτεινε την εξής ενθάρρυνσιν.
95. «Ω Αθηναίοι, η συμβουλή μου θα είναι βραχεία, διότι προς ανδρείους απευθυνομένη μάλλον δύναται να χρησιμεύση ως υπόμνησις παρά ως παρότρυνσις. Κανείς ας μη φαντασθή ότι διακινδυνεύομεν παραλόγως εις χώραν ξένην, διότι ο αγών γίνεται εις την χώραν των Βοιωτών υπέρ της σωτηρίας της ημετέρας χώρας. Εάν νικήσωμεν, οι Πελοποννήσιοι, στερηθέντες του βοιωτικού ιππικού, δεν θα εισβάλουν πλέον εις την Αττικήν· εις μίαν δε μάχην και την Βοιωτίαν αποκτάτε και την Αττικήν κάμνετε πλέον ελευθέραν, Βαδίσατε λοιπόν κατ' αυτών ως άξιοι πολίται της πρώτης των Ελληνίδων πόλεων, την οποίαν καθένας σας πρέπει να υπερηφανεύεται ότι έχει πατρίδα, και ως άξιοι υιοί εκείνων, οι οποίοι εν Οινοφύτοις μετά του Μυρωνίδου εθριάμβευσαν και υπέταξαν την Βοιωτίαν ».
96. Ταύτα δε λέγων ο Ιπποκράτης διέτρεξε μόνον το ήμισυ του στρατού και δεν επήγε περαιτέρω, διότι οι Βοιωτοί, τους οποίους ο Παγώνδας είχεν επίσης διά βραχέων ενθαρρύνει, κατέβησαν εκ του λόφου ψάλλοντες τον παιάνα. Αντεπεξήλθον δε και οι Αθηναίοι και επροχώρησαν προς συνάντησίν των. Τα άκρα εκατέρων των στρατοπέδων δεν ήλθον εις χείρας, αλλ' έπαθαν το αυτό· οι χείμαρροι τα εσταμάτησαν. Το δε επίλοιπον επολέμησε μετά τόσης μανίας, ώστε αι ασπίδες συνεκρούοντο. Και το μεν ευώνυμον κέρας των Βοιωτών ενικάτο υπό των Αθηναίων, οι οποίοι εις το μέρος τούτο είχαν πιέσει τους εχθρούς και προ πάντων τους Θεσπιείς, οι οποίοι, αφού υπεχώρησαν οι περί αυτούς παραταγμένοι, περιεκυκλώθησαν εντός ολίγου υπό των Αθηναίων και λυσσωδώς αμυνόμενοι κατεκόπησαν· και εκ των Αθηναίων τινές περικυκλώσαντες τον εχθρόν διέλυσαν τας τάξεις, και χωρίς να το εννοήσουν εφόνευσαν αλλήλους. Εις το μέρος λοιπόν τούτο ενικήθησαν οι Βοιωτοί και κατέφυγαν προς εκείνους, οι οποίοι ακόμη επολέμουν· αλλά το δεξιόν κέρας, όπου ήσαν οι Θηβαίοι, ενίκησε τους Αθηναίους, τους απώθησε και τους εκυνήγησε κατ' αρχάς βραδέως. Διά να βοηθήση δε ο Παγώνδας το καταβαλλόμενον αριστερόν κέρας, έστειλε κρυφίως δύο ίλας ιππικού περί τον λόφον. Η αιφνιδία εμφάνισίς των ενέπνευσε τρόμον εις την νικώσαν πτέρυγα των Αθηναίων, η οποία τας εξέλαβεν ως νέον στρατόν ερχόμενον κατ' αυτής· τότε πιεζόμενος εκατέρωθεν και υπό του ιππικού τούτου και υπό των αγώνων των Θηβαίων, οι οποίοι εξηκολούθουν καταδιώκοντες και διαρρηγνύοντες τας τάξεις του, ετράπη εις φυγήν όλος ο στρατός των Αθηναίων. Και οι μεν ώρμησαν προς το Δήλιον και την θάλασσαν, οι δε προς τον Ωρωπόν, άλλοι προς το όρος Πάρνηθα και άλλοι όπου ενόμιζαν ότι είχαν ελπίδα σωτηρίας. Οι δε παρακολουθούντες Βοιωτοί εφόνευαν, και μάλιστα οι ιππείς των και οι Λοκροί, φθάσαντες κατά την στιγμήν της φυγής· ότε όμως επήλθεν η νυξ, το πλήθος τούτο των φευγόντων ηδυνήθη να σωθή ευκολώτερον. Και κατά την επομένην ημέραν, όσοι είχαν καταφύγει εις τον Ωρωπόν και το Δήλιον, άφησαν φρουράν εις την τελευταίαν ταύτην θέσιν, (την οποίαν κατείχον ακόμη), και επέστρεψαν εις τα ίδια διά θαλάσσης.
97. Οι δε Βοιωτοί στήσαντες τρόπαιον, συνάξαντες τους νεκρούς των, σκυλεύσαντες τους νεκρούς των εχθρών και καταλιπόντες φρουράν ανεχώρησαν εις την Τανάγραν και εσχεδίαζαν να προσβάλουν το Δήλιον. Κήρυξ δε πεμφθείς εκ μέρους των Αθηναίων, διά να ζητήση τους νεκρούς, συνήντησε καθ' οδόν Βοιωτόν κήρυκα, ο οποίος τον εγύρισεν οπίσω ειπών ότι τίποτε δεν θα έπραττε πριν αυτός επιστρέψη πάλιν. Παρουσιασθείς ο Βοιωτός κήρυξ εις τους Αθηναίους έλεγε τα υπό των Βοιωτών παραγγελθέντα ότι είχαν κάμει αδίκημα παραβιάσαντες τα έθιμα των Ελλήνων διότι υπάρχει έν κοινόν εις όλους, όταν επέρχωνται οι μεν κατά των δε, να σέβωνται τα υπάρχοντα ιερά· ότι οι Αθηναίοι εξ εναντίας οχυρώσαντες το Δήλιον εγκατεστάθησαν εκεί· ότι πράττουν εκεί όσα οι άνθρωποι πράττουν εις τόπον βέβηλον ότι και ύδωρ ήντλουν, το οποίον οι Βοιωτοί απείχον να εγγίζουν, εκτός ότε ενίπτοντο διά τας θρησκευτικάς τελετάς. Συνεπώς λοιπόν οι Βοιωτοί, χάριν των δικαιωμάτων του θεού και των ιδικών των, επροσκάλουν τους Αθηναίους εν ονόματι των προστατών της χώρας και του Απόλλωνος να απέλθουν εκ του ιερού λαμβάνοντες μαζί των όσα ανήκον εις αυτούς.
98. Ότε είπεν αυτά ο κήρυξ, ο Αθηναίοι έστειλαν κήρυκα και αυτοί και τον επεφόρτισαν να είπη ότι ούτε το ιερόν εβεβήλωσαν ούτε θα το βεβηλώνουν θεληματικώς εις το εξής· ότι εξ αρχής δεν εισήλθον επί τούτω τω σκοπώ, αλλά μάλλον ίνα εξ αυτού αποκρούουν τους επιτιθεμένους· ότι ο νόμος των Ελλήνων ήτον, ότε κατέκτα τις χώραν μικράν ή μεγάλην, να γίνεται κύριος και των εις αυτήν ευρισκομένων ιερών και να κάμνη χρήσιν κατά τα θρησκευτικά έθιμα και δι' όλων των δυνατών μέσων ότι αυτοί οι Βοιωτοί και πολλοί άλλοι λαοί, όσοι κατέλαβαν χώραν τινά εκδιώξαντες τους κατοίκους αυτής διά της βίας, κατ' αρχάς εισήλθον εις ξένα ιερά και σήμερον κατέχουν αυτά ως ιδικά των· εάν δε οι Αθηναίοι ηδύναντο να καταλάβουν μεγαλύτερον μέρος της Βοιωτίας, θα το διετήρουν· ότι δεν θα αποσυρθούν εκουσίως εκ του μέρους το οποίον θεωρούν σήμερον ως ιδιοκτησίαν των· ότι έκαμαν χρήσιν του ύδατος εξ ανάγκης, όχι με σκοπόν να βεβηλώσουν, αλλ' αναγκασθέντες να υπερασπισθούν κατά των Βοιωτών, πού πρώτοι εισέβαλαν εις την χώραν των· ότι ο θεός βεβαίως θα ήτον επιεικής διά πράξιν, η οποία επεβλήθη εις αυτούς υπό του πολέμου και των συμφορών· ότι οι βωμοί ήσαν καταφύγιον των ακουσίων αμαρτημάτων ότι εκαλείτο παρανομία το κακόν το γινόμενον άνευ ανάγκης και όχι εκείνο το οποίον κανείς πιεζόμενος υπό των περιστάσεων αναγκάζεται να διαπράξη· ότι οι Βοιωτοί, αξιούντες να ανταλλάξουν τους νεκρούς με τα ιερά, παρανομούν μάλλον εκείνων, οι οποίοι αρνούνται να λάβουν εκείνα τα οποία τοις ανήκουν· τέλος διέταξαν τον κήρυκα να είπη σαφώς, ότι οι Αθηναίοι ήθελαν να σηκώσουν τους νεκρούς των όχι αναχωρούντες εκ της Βοιωτίας (διότι δεν ήσαν πλέον εις την χώραν των Βοιωτών, αλλ' εις χώραν, την οποίαν είχαν κατακτήσει διά των όπλων), αλλά συμφωνούντες διά συνθήκης εις την απόδοσιν κατά την επικρατούσαν συνήθειαν.
99. Οι δε Βοιωτοί απεκρίθησαν ότι, εάν μεν οι Αθηναίοι ήσαν εις την Βοιωτίαν, έπρεπε να αναχωρήσουν λαμβάνοντες μαζί των όσα τοις ανήκον· εάν δε ήσαν επί ιδικής των χώρας, αυτοί έπρεπε να σκεφθούν περί του πρακτέου. Εφρόνουν μεν ότι η Ωρωπία, εις τα όρια της οποίας εγένετο η μάχη και έκειντο οι νεκροί, ήτο υπήκοος των Αθηναίων, δεν εφρόνουν όμως ότι ηδύναντο να λάβουν τους νεκρούς άνευ της συγκαταθέσεως αυτών των Βοιωτών· αφ' έτερου δεν ήθελαν να συνθηκολογήσουν ως περί χώρας που ανήκεν εις τους Αθηναίους και επροτίμησαν να αποκριθούν αορίστως ότι ώφειλαν να αναχωρήσουν εκ της Βοιωτίας και να λάβουν όσα ζητούν. Ακούσας δε ταύτα ο κήρυξ των Αθηναίων απήλθεν άπρακτος.
100. Αμέσως δε οι Βοιωτοί εζήτησαν εκ του Μαλιακού κόλπου ακοντιστάς και σφενδονιστάς· είχαν δε φθάσει εις βοήθειάν των μετά την μάχην δισχίλιοι οπλίται εκ Κορίνθου, οι Πελοποννήσιοι φρουροί οι εξελθόντες εκ της Νισαίας και Μεγαρείς μετά των επικουριών τούτων εστράτευσαν κατά του Δηλίου και επρόσβαλαν το τείχισμα. Μεταξύ δε των διαφόρων μέσων, τα οποία μετεχειρίσθησαν, ήτο και μηχανή, την οποίαν έφεραν και η οποία εκυρίευσεν αυτό. Διά να την κατασκευάσουν, επριόνισαν εις δύο μεγάλην κεραίαν, την οποίαν εκοίλαναν καθ' όλον το μήκος και την προσήρμοσαν πάλιν ακριβώς ως αυλόν. Εις την μίαν δε άκραν εκρέμασαν δι' αλύσεων λέβητα· έν δε ακροφύσιον σιδηρούν, όπου έκλινε προς τον λέβητα, εκρέματο από της κεραίας, της οποίας το πλείστον μέρος ήτον επίσης ενουμένον με σίδηρον. Η μηχανή αύτη κομισθείσα δι' αμαξών προσηρμόσθη εις το τείχος εκεί οπού το οχύρωμα ήτο προ πάντων ωκοδομημένον εκ ξύλων και κλάδων αμπέλου· ότε δε προσήγγιζεν εις το τείχος, προσαρμόσαντες μεγάλα φυσερά εις την προς το μέρος των άκραν της κεραία, ήρχιζαν να φυσούν. Ο δε πιεζόμενος αήρ εισχωρών διά του αυλού μέχρι του λέβητος, πού ήτο γεμάτος αναμμένα κάρβουνα, θείον και πίσσαν, τοιαύτην φλόγα ανέδωκεν, ώστε ήναψεν η ξυλεία του τείχους και κανείς δεν ηδύνατο να μείνη εκεί πλησίον. Εγκαταλιπόντες λοιπόν αυτό οι πολιορκούμενοι ετράπησαν εις φυγήν και τοιουτοτρόπως εκυριεύθη υπό των πολεμίων. Εκ δε των φρουρών άλλοι μεν απέθανον, διακόσιοι δε συνελήφθησαν· ο δε υπόλοιπος στρατός εισελθών εις τα πλοία επέστρεψεν εις τα ίδια.
101. Αφού δε εκυριεύθη το Δήλιον κατά την δεκάτην εβδόμην ημέραν μετά την μάχην, και ότε ο εξ Αθηνών κήρυξ, αγνοών τα διατρέξαντα, ήλθε μετ' ολίγον, διά να ζητήση τους νεκρούς, οι Βοιωτοί τους απέδωκαν και δεν απεκρίθησαν πάλιν τα αυτά. Απέθαναν δε εν τη μάχη εκ μεν των Βοιωτών σχεδόν πεντακόσιοι, εκ δε των Αθηναίων σχεδόν χίλιοι, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Ιπποκράτης. Απέθαναν επίσης πλείστοι ψιλοί και σκευοφόροι. Μετά δε την μάχην ταύτην και ο Δημοσθένης, ο οποίος πλεύσας διά να καταλάβη τας Σίφας διά προδοσίας δεν είχε δυνηθή να επιτύχη, έχων τον στρατόν επί των πλοίων και τετρακοσίους οπλίτας Ακαρνάνας, Αγραίους και Αθηναίους, έκαμεν απόβασιν εις την Σικυωνίαν. Πριν όμως πλησιάσουν όλα τα πλοία εις την παραλίαν, ελθόντες οι Σικυώνιοι προς βοήθειαν έτρεψαν εις φυγήν όσους είχαν αποβιβασθή, κατεδίωξαν αυτούς μέχρι των πλοίων, εφόνευσαν τους μεν, συνέλαβαν ζώντας τους δε, έστησαν τρόπαιον και απέδωκαν τους νεκρούς διά συνθήκης. Κατά τας αυτάς δε ημέρας απέθανε και ο βασιλεύς των Οδρυσών Σιτάλκης, στρατεύσας κατά των Τριβαλλών και νικηθείς εις μάχην τινά. Σεύθης δε ο Σπαραδόκου, ο οποίος ήτον ανεψιός τον, εβασίλευσε καθώς εκείνος επί των Οδρυσών και της Θράκης.
102. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα ο Βρασίδας, έχων τους συμμάχους της Θράκης, εξεστράτευσε κατά της Αμφιπόλεως, αποικίας των Αθηναίων επί του Στρυμόνος ποταμού. Την θέσιν ταύτην, όπου σήμερον υπάρχει η πόλις, πρώτος ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, φεύγων τον Δαρείον, είχεν αποπειραθή να συνοικίση, αλλ' απεκρούσθη υπό των Ηδώνων· έπειτα δε μετά τριάκοντα δύο έτη, έστειλαν και οι Αθηναίοι δεκακισχιλίους αποίκους ιδικούς των και εκ των ξένων τους θέλοντας να υπάγουν, οι οποίοι κατεστράφησαν εν Δραβήσκω υπό των Θρακών. Μετά εικοσιεννέα, δε έτη οι Αθηναίοι επανήλθον μετά του Άγνωνος του Νικίου, ο οποίος εστάλη ως οικιστής, και εκδιώξαντες τους Ηδώνας έκτισαν την θέσιν ταύτην, η οποία πρότερον εκαλείτο Εννέα οδοί. Είχαν δε αναχωρήσει εκ της Ηιόνος, επιθαλασσίου εμπορικού λιμένος, την οποίαν είχαν επί του στομίου του ποταμού, εικοσιπέντε σταδίους μακράν της σημερινής πόλεως, την οποίαν ο Άγνων ωνόμασεν Αμφίπολιν, διότι την περιεκύκλωσε διά τείχους χωρίζων αυτήν από το μέρος των δύο βραχιόνων του περιβρέχοντος αυτήν Στρυμόνος, και την έκτισεν εις τρόπον, ώστε να είναι περίβλεπτος και εκ της θαλάσσης και εκ της ξηράς.
103. Κατά της πόλεως λοιπόν ταύτης επορεύετο μετά του στρατού ο Βρασίδας, αναχωρήσας εκ των Αρνών της Χαλκιδικής· φθάσας δε περί δείλην εις Αυλώνα και Βρομίσκον, όπου η λίμνη Βόλβη εισβάλλει εις την θάλασσαν, και δειπνήσας εξηκολούθησε την πορείαν του διά νυκτός. Ήτο δε κακοκαιρία και έπιπτεν ολίγη χιών, τούτο δε τον ηνάγκασε να σπεύση περισσότερον την πορείαν του, διά να μη τον εννοήσουν οι κάτοικοι της Αμφιπόλεως, εκτός εκείνων, οι οποίοι επρόδιδον. Εν τη Αμφιπόλει ήσαν Αργίλιοι, (άποικοι των Ανδρίων) και άλλοι, οι οποίοι μετείχον εις την προδοσίαν, οι μεν δελεασθέντες υπό του Περδίκκου, οι δε υπό των Χαλκιδέων. Προ πάντων όμως μέγα μέρος ελάμβανον οι Αργίλιοι, οι οποίοι κατοικούντες πλησίον και ύποπτοι όντες πάντοτε εις τους Αθηναίους επεβούλευον την θέσιν, επειδή η περίστασις ήτον ευνοϊκή, επειδή ήλθεν ο Βρασίδας και επειδή προ πολλού προσεπάθουν με ραδιουργίας να παρασύρουν τους εν τη Αμφιπόλει συμπολίτας των, ίνα την παραδώσουν εις αυτόν, τον εδέχθησαν τότε εις την πόλιν των, απεστάτησαν από τους Αθηναίους κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα και οδήγησαν τον στρατόν του Βρασίδου μακράν της πόλεως, εις την γέφυραν του ποταμού. Η δε Αμφίπολις δεν απέχει πολύ από της γεφύρας και κατ' εκείνην την εποχήν τα τείχη δεν απέληγον εκεί ως σήμερον· μία μόνον μικρά φρουρά ευρίσκετο εκεί, την οποίαν ευκόλως διά της βίας εξετόπισεν ο Βρασίδας· βοηθούμενος δε υπό της προδοσίας και του κακού καιρού επέπεσεν απροσδοκήτως, διέβη την γέφυραν και κατέλαβεν αμέσως όλα όσα είχαν οι Αμφιπολίται, οι κατοικούντες έξω της πόλεως.
104. Επειδή δε οι εν τη πόλει δεν επερίμεναν την διάβασιν του Βρασίδου, και επειδή μεταξύ των έξω κατοικούντων πολλοί συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, ενώ άλλοι κατέφυγον εις το τείχος, οι Αμφιπολίται εις μεγάλην ταραχήν περιήλθον, προ πάντων επειδή είχαν αναμεταξύ των υποψίας. Λέγουν μάλιστα ότι, εάν ο Βρασίδας δεν επέτρεπεν εις τον στρατόν να παραδοθή εις την διαρπαγήν, αλλ' εβάδιζεν ευθύς προς την πόλιν, θα την εκυρίευε πιθανώς. Αντί τούτου όμως στήσας έξω τον στρατόν και μη βλέπων να προχωρούν τα πράγματα εν τη πόλει ως είχεν ελπίσει, έμενεν ησυχάζων· όσοι δε ήσαν ενάντιοι των προδιδόντων και υπέρτεροι κατά τον αριθμόν, ώστε να εμποδίζουν να ανοιχθούν αμέσως αι πύλαι, έπεμψάν τινας μετά του στρατηγού Ευκλέους, που είχε σταλή εξ Αθηνών, διά να φρουρή την πόλιν, προς τον άλλον στρατηγόν, ο οποίος εφρούρει εις Θράκην, τον Θουκυδίδην υιόν του Ολόρου, ο οποίος συνέγραψε την παρούσαν ιστορίαν και ο οποίος ευρίσκετο εις την Θάσον (είναι δε η νήσος αύτη αποικία των Παρίων και απέχει από της Αμφιπόλεως ημισείας ημέρας πλουν), προσκαλούντες αυτόν εις βοήθειαν. Και ο μεν Θουκυδίδης, εις την πρόσκλησιν ταύτην, έσπευσε να επιβιβασθή επί επτά πλοίων, τα οποία έτυχον εκεί παρόντα, θέλων προ πάντων να προλάβη την παράδοσιν της Αμφιπόλεως ή τουλάχιστον να εξασφάλιση την Ηιόνα.
105. Ο δε Βρασίδας, εν τούτω τω μεταξύ, φοβούμενος την βοήθειαν των πλοίων, τα οποία επρόκειτο να έλθουν εκ της Θάσου, και μαθών ότι ο Θουκυδίδης απέκτησεν εις την χώραν εκείνην της Θράκης πλουσιώτατα χρυσού μεταλλεία, τα οποία καθιστών αυτόν ένα εκ των τα πρώτα δυναμένων ηπειρωτών, έσπευδε να προκαταλάβη την πόλιν, αν ήτο δυνατόν, ίνα μη, ότε εκείνος έφθανεν, ο λαός της Αμφιπόλεως ηρνείτο να παραδοθή με την ελπίδα ότι ήθελε τον σώσει ο στρατηγός ούτος διά των πλοίων τα οποία ήθελε φέρει και διά του στρατού τον οποίον ήθελε συναθροίσει εκ της Θράκης. Προσέφερε λοιπόν μετρίας συμφωνίας και ανήγγειλε διά κήρυκος ότι οι Αμφιπολίται και οι Αθηναίοι όσοι ήσαν εντός της πόλεως ηδύναντο να μείνουν εις αυτήν, εάν ήθελαν, απολαύοντες ίσων δικαιωμάτων· όσοι δε δεν ήθελαν, ηδύναντο να εξέλθουν εντός εικοσιπέντε ημερών λαμβάνοντες μαζί τους όσα τοις ανήκον.
106. Ο δε λαός ακούσας το κήρυγμα τούτο μετέβαλε γνώμην τόσω μάλλον, όσω ολίγιστοι μόνον Αθηναίοι ήσαν εις την πόλιν και οι πλείστοι των κατοίκων ήσαν σύμμικτοι, οι δε έξω συλληφθέντες είχαν πολλούς συγγενείς εντός της πόλεως. Ένεκα του φόβου τον οποίον ησθάνοντο εύρισκον δίκαιον το κήρυγμα· οι μεν Αθηναίοι, διότι ηυχαριστούντο να εξέλθουν, νομίζοντες ότι διέτρεχον πλειότερον κίνδυνον από τους άλλους και μη περιμένοντες ταχείαν βοήθειαν, οι δε άλλοι, διότι παρά πάσαν προσδοκίαν θα διετήρουν ισότητα δικαιωμάτων και δεν θα διέτρεχον κανένα κίνδυνον. Ήδη οι συνεργοί του Βρασίδου δεν εκρύπτοντο πλέον παρουσιάζοντες ως δικαίας τας προτάσεις ταύτας, διότι έβλεπαν τον λαόν μεταβληθέντα και μη ακούοντα πλέον τον παρόντα στρατηγόν των Αθηναίων. Ότε δε έγινεν η συνθηκολόγησις, ο Βρασίδας έγινε δεκτός υπό τους όρους τους οποίους είχε διακηρύξει. Και οι μεν Αμφιπολίται παρέδωκαν την πόλιν τοιουτοτρόπως, ο δε Θουκυδίδης και τα πλοία κατέπλευσαν εις την Ηιόνα περί το εσπέρας της ιδίας εκείνης ημέρας. Και την μεν Αμφίπολιν προ ολίγου είχε καταλάβει ο Βρασίδας, την δε Ηιόνα μία νυξ εχρειάζετο, διά να καταλάβη επίσης· διότι, εάν τα πλοία δεν έφθαναν ταχέως εις βοήθειαν, η πόλις αύτη θα εκυριεύετο άμα τη πρωία.
107. Μετά δε τούτο ο μεν Θουκυδίδης έλαβε τα αναγκαία μέτρα, διά να εξασφαλίση την πόλιν προς το παρόν από της επιθέσεως του Βρασίδου και διά να διατηρήση αυτήν εις το μέλλον, δεχθείς όσους ηθέλησαν να εξέλθουν της Αμφιπόλεως κατά τας συνθήκας· ο δε Βρασίδας έπλευσεν αίφνης προς την Ηιόνα ακολουθών το ρεύμα του ποταμού μετά πολλών πλοίων έχων σκοπόν να καταλάβη την προέχουσαν από του τείχους άκραν και να καταστή κύριος της εκ του ποταμού εισόδου· επιχειρήσας δε και κατά ξηράν απόπειραν απεκρούσθη και από τα δύο μέρη και ενησχολήθη να τακτοποιήση τα κατά την Αμφίπολιν. Η δε Ηδωνική πόλις Μύρκινος παρεδόθη εις αυτόν μετά τον φόνον του βασιλέως Πιττακού, τον οποίον εξετέλεσαν οι υιοί του Γράξιος και η σύζυγος αυτού Βραυρώ. Η Γαληψός και η Οισύμη, αποικίαι των Θασίων, δεν εβράδυναν να παραδοθούν. Ο δε Περδίκκας, ελθών αμέσως μετά την άλωσιν της Αμφιπόλεως, εβοήθησε τον Βρασίδαν εις τας επιχειρήσεις ταύτας.
108. Αφού δε ούτως εκυριεύθη η Αμφίπολις, οι Αθηναίοι περιήλθον εις μέγαν φόβον, διότι η πόλις ήτον άλλως εις αυτούς ωφέλιμος διά τα ναυπηγήσιμα αυτής ξύλα και την χρηματικήν πρόσοδον. Προηγουμένως οι Λακεδαιμόνιοι ηδυνήθησαν, διερχόμενοι διά της Θεσσαλίας, να φθάσουν μέχρι του Στρυμόνος και να προσβάλουν τους συμμάχους των Αθηνών· αλλά, ενόσω δεν ήσαν κύριοι της γέφυρας, δεν θα ηδύναντο να διέλθουν τον ποταμού τούτον, ο οποίος σχηματίζει ευρείαν λίμνην άνωθεν της πόλεως και του οποίου το πλησίον της Ηιόνος στόμιον φυλάσσεται υπό πλοίων. Οι Αθηναίοι ενόμιζαν ότι η δίοδος τότε θα καθίστατο εύκολος, και εφοβούντο επίσης μήπως αποστατήσουν οι σύμμαχοι. Διότι ο Βρασίδας εδεικνύετο μετριοπαθής εις όλα και επανελάμβανε πανταχού ότι εστάλη, διά να ελευθερώση την Ελλάδα. Αι υπήκοοι των Αθηναίων πόλεις μαθούσαι την παράδοσιν της Αμφιπόλεως, τας υποσχέσεις του Βρασίδου και την πραότητα αυτού έκλιναν τότε μάλλον προς την αποστασίαν και αποστείλασαι κρυφίως κήρυκας προσεκάλουν αυτόν να τας επισκεφθή εν παρόδω· εκάστη αυτών ήθελε να αποστατήση πρώτη, νομίζουσα ήδη ότι δεν είχε πλέον τίποτε να φοβηθή. Ευρισκόμενοι εις αυτήν την πλάνην δεν εφαντάζοντο ότι η δύναμις των Αθηναίων ήτο τόσον μεγάλη, όσον εφάνη ύστερον, και έκριναν μάλλον υπό αβεβαίας θελήσεως ή υπό ασφαλούς προνοίας. Συνήθως οι άνθρωποι πιστεύουν μετ' απερισκέπτου ελπίδος όσα επιθυμούν και σκέπτονται μόνον πώς να αποφύγουν οσα τους δυσαρεστούν. Προσέτι δε οι σύμμαχοι είχαν ενθαρρυνθή υπό της προσφάτου καταστροφής των Αθηναίων εν Βοιωτία και υπό των δελεαστικών λόγων του Βρασίδου πού παριστά τους Αθηναίους ως μη τολμήσαντας να συμπλακούν προς αυτόν εις την Νίσαιαν, όπου μόνον τον στρατόν του είχε, και επίστευαν ότι κανείς δεν ήθελεν έλθει να τους προσβάλη. Το δε μέγιστον, παρασυρόμενοι υπό του θελγήτρου του νεωτερισμού και της σκέψεως ότι πρώτην ήδη φοράν έμελλον να δοκιμάσουν τον ζήλον των Λακεδαιμονίων, ήσαν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα. Τούτο εννοήσαντες οι Αθηναίοι έπεμψαν φρουράς εις τας πόλεις, εφ' όσον επέτρεπεν αυτοίς ο χειμών και το βραχύ του χρόνου· ο δε Βρασίδας εμήνυσεν εις την Λακεδαίμονα, διά να ζητήση και άλλας επικουρίας, και ητοιμάζετο να ναυπηγήση τριήρεις εν τω Στρυμόνι. Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι δεν εβοήθησαν τους σκοπούς του, το μεν ένεκα του φθόνου, τον οποίον είχαν κατ' αυτού οι πρώτοι πολίται, το δε διότι επροτίμων να επιτύχουν την απόδοσίν των εν τη νήσω αιχμαλωτισθέντων ανδρών και να καταπαύσουν τον πόλεμον.
109. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Μεγαρείς επανέλαβον τα μακρά τείχη, τα οποία κατείχαν οι Αθηναίοι και κατέσκαψαν αυτά εκ θεμελίων, ενώ ο Βρασίδας, αφού εκυρίευσε την Αμφίπολιν, έχων τους συμμάχους, εξεστράτευσεν εναντίον της καλουμένης Ακτής, η οποία αρχομένη από της διώρυγος του βασιλέως παρατείνεται εις το εσωτερικόν της χώρας· ο δε Άθως, όρος υψηλόν, αποτελεί μέρος αυτής και καταλήγει εις το Αιγαίον πέλαγος. Πολλαί δε πόλεις υπάρχουν εις την χώραν ταύτην, η Σάνη, αποικία των Ανδρίων, κειμένη πλησίον της διώρυγος και εστραμμένη εις το προς την Εύβοιαν πέλαγος· προσέτι η Θυσσός, αι Κλεωναί, οι Ακρόθωοι, η Ολοφυξος, το Δίον, αι οποίαι κατοικούνται υπό συμμίκτων εθνών βαρβάρων δύο γλώσσας ομιλούντων. Εις τας πόλεις ταύτας υπάρχουν και ολίγοι Χαλκιδείς, αλλά το μεγαλύτερον μέρος σύγκειται εκ των Πελασγών εκείνων, οι οποίοι άλλοτε υπό το όνομα των Τυρρηνών κατώκησαν την Λήμνον και τας Αθήνας, εκ Βισαλτών, εκ Κρηστωναίων και Ηδώνων. Κατοικούν δε ούτοι εις μικράς πόλεις, των οποίων αι πλείσται υπετάγησαν εις τον Βρασίδαν, αλλ' η Σάνη και το Δίον αντέστησαν· τούτου ένεκα λοιπόν ελεηλάτησε την χώραν των μείνας εκεί με τον στρατόν του.
110. Επειδή δε αι πόλεις αύται δεν υπετάσσοντο, εστράτευσεν ευθύς εναντίον της Χαλκιδικής Τορώνης, κατεχομένης υπό των Αθηναίων· είχε δε προσκληθή υπό ολίγων ανδρών ετοίμων να παραδώσουν εις αυτόν την πόλιν. Φθάσας δε ενώ ήτον ακόμη νυξ και περί τα εξημερώματα εσταμάτησε τον στρατόν πλησίον του ναού των Διοσκούρων, ο οποίος απέχει της πόλεως τρεις ολοκλήρους σταδίους. Η πορεία του διέλαθε μεν την προσοχήν των κατοίκων της Τορώνης και των φρουρούντων εν αυτή Αθηναίων, αλλ' οι μετ' αυτού συμπράττοντες εγνώριζαν ότι έμελλε να έλθη, καί τινες εξ αυτών εξήλθαν κρυφίως, διά να επιτηρήσουν κατά τον ερχομόν του. Άμα δε είδαν ότι ήλθεν, εισήγαγον μεθ' εαυτών εις την πόλιν επτά άνδρας ψιλούς έχοντας εγχειρίδια· διότι εκ των είκοσιν, οι οποίοι είχαν εκλεχθή προς τον σκοπόν τούτον, αυτοί μόνον ετόλμησαν να εισέλθουν (ωδήγει δε αυτούς ο Ολύνθιος Λυσίστρατος)· εισδύσαντες δε αθορύβως διά του προς το πέλαγος τείχους και αναβάντες μέχρι του ανωτάτου φυλακτηρίου, διότι η πόλις είναι κτισμένη επί λόφου, εφόνευσαν τους φρουρούς και συνέτριψαν την προς το Καναστραίον μικράν πύλην.
111. Ο δε Βρασίδας προχωρήσας ολίγον εστάθη μετά του υπολοίπου στρατού και έστειλεν εμπρός εκατόν πελταστάς, οι οποίοι ώφειλαν να ορμήσουν πρώτοι, άμα ηνοίγοντο πύλαι τινές και υψούτο το συμφωνημένον σημείον. Επειδή δε το σημείον ήργισε να φανή, οι πελτασταί εκπληττόμενοι επλησίασαν ανεπαισθήτως την πόλιν. Κατ' αυτό το διάστημα οι μετά των επτά στρατιωτών εισελθόντες Τορωναίοι παρεσκευάζοντο ένδοθεν· αφού συνέτριψαν την μικράν πύλην και κόψαντες τον μοχλόν ήνοιξαν τας προς την αγοράν πύλας, πρώτον μεν εισήγαγόν τινας διά της μικράς πύλης, διά να εκφοβίσουν εκ των νώτων και αμφοτέρωθεν τους εν τη πόλει αγνοούντας τα πραττόμενα· έπειτα ύψωσαν κατά τα συμφωνημένα το πύρινον σημείον και εισήγαγον διά των κατά την αγοράν πυλών τους λοιπούς πελταστάς.
112. Ιδών δε ο Βρασίδας το σύνθημα έδραμε ταχέως αναστήσας τον στρατόν, ο οποίος βοήσας ομοθυμαδόν ενέβαλε τους κατοίκους εις πολλήν έκπληξιν. Και οι μεν εισώρμησαν αμέσως διά των πυλών, οι δε, τη βοήθεια τετραγώνων δοκών, αι οποίαι έτυχαν κείμεναι εκεί διά την ανολκήν των λίθων του πεσόντος και οικοδομουμένου τείχους. Και ο μεν Βρασίδας μετά του πολλού στρατού ευθύς ετράπη προς τα υψηλότερα μέρη της πόλεως, θέλων να κυριεύση αυτήν μετ' άκρας ασφαλείας και βεβαιότητος· ο δε άλλος στρατός διεσπάρη ομοίως εις πάντα τα μέρη.
113. Ενώ δε κατελαμβάνετο ούτως η πόλις, το μεγαλύτερον μέρος των Τορωναίων, μη γνωρίζον τίποτε, εθορυβείτο, οι δε προδόται και εκείνοι εις τους οποίους ήρεσκον τα πραττόμενα ηνώθησαν αμέσως μετά των εισελθόντων. Οι δε Αθηναίοι (διότι έτυχον κοιμώμενοι μέσα εις την αγοράν πεντήκοντα περίπου οπλίται) άμα ενόησαν τα διατρέχοντα, τινές μεν εφονεύθησαν μαχόμενοι, οι δε άλλοι διεσώθησαν ή πεζοί ή εις τα δύο πλοία, τα οποία εφρούρουν εκεί, και κατέφυγαν εις το φρούριον την Λήκυθον, της οποίας οι Αθηναίοι ήσαν κύριοι, και η οποία κατέχει μίαν άκραν χωρισμένην εκ της άλλης πόλεως διά στενού ισθμού. Προς αυτούς δε κατέφυγαν και όσοι εκ των Τορωναίων ήσαν εις αυτούς αφωσιωμένοι.
114. Ήτο δε ήδη ημέρα και η πόλις είχε καταληφθή ασφαλώς, ότε ο Βρασίδας διεκήρυξεν εις τους Τορωναίους, όσοι είχαν φύγει μετά των Αθηναίων, ότι ηδύνατο ο θέλων να επιστρέψη αφόβως εις τα κτήματα του και να απολαύη τελείαν ελευθερίαν των πολιτικών του δικαιωμάτων. Έστειλεν επίσης κήρυκα προς τους Αθηναίους, διά να τους διατάξη να εξέλθουν της Ληκύθου διά συνθήκης, καθότι η θέσις αύτη ανήκεν εις τους Χαλκιδείς· αλλ' οι Αθηναίοι απεκρίθησαν ότι δεν την εγκαταλείπουν και εζήτησαν μιας ημέρας ανακωχήν, διά να συνάξουν τους νεκρούς των. Ο δε Βρασίδας επέτρεψε δύο. Εν τω διαστήματι δε τούτω ενίσχυσε τας πλησίον της Ληκύθου οικίας, ενώ οι Αθηναίοι έπραττον τα ίδια και αυτοί. Συναθροίσας δε τους Τορωναίους απέτεινε προς αυτούς τα αυτά περίπου, όσα είχεν ειπεί εις τους Ακανθίους, ότι δεν θα ήτο δίκαιον να θεωρώνται ως κακοί πολίται και ως προδόται όσοι συνενοήθησαν μετ' αυτού διά την παράδοσιν της πόλεως (διότι έπραξαν τούτο όχι λαβόντες χρήματα ή διά να υποδουλώσουν αυτήν, αλλά διά να την καταστήσουν ευτυχή και ελευθέραν)· ότι όσοι δεν έλαβαν μέρος δεν έπρεπε να νομίζουν ότι ήθελαν στερηθή από τα δικαιώματά τους, τα οποία απήλαυον οι άλλοι· ότι δεν ήλθε προς καταστροφήν πόλεως ή ιδιώτου· ότι το κήρυγμα το οποίον έστειλε προς εκείνους, οι οποίοι κατέφυγαν πλησίον των Αθηναίων, προς τον σκοπόν τούτον εγένετο, καθότι δεν τους εθεώρει ως κακούς πολίτας διά την προς εκείνους φιλίαν των· ότι δεν αμφέβαλλεν ότι, εάν έκαμναν πείραν της φιλίας των Λακεδαιμονίων, θα εδείκνυον και προς αυτούς όχι ολιγωτέραν εύνοιαν, η οποία τοσούτω μάλλον θα ηύξανεν, όσω οι Λακεδαιμόνιοι θα έπραττον δικαιοτέρας πράξεις· ότι οι φόβοι των προήρχοντο, διότι δεν τους εδοκίμασαν ακόμη. Είπε δε εις όλους να παρασκευασθούν και γίνωσι πιστοί σύμμαχοι, μη έχοντες άλλην ευθύνην ειμή των σφαλμάτων, τα οποία ήθελαν πράξει εις το εξής· ότι ως προς το παρελθόν ουδέν δικαίωμα είχαν οι Λακεδαιμόνιοι να παραπονεθούν, διότι δεν ηδικήθησαν αυτοί, αλλά μάλλον οι Τορωναίοι υπό λαού ισχυροτέρου και ότι τέλος η προτέρα αντίστασίς των ήτον αξία συγγνώμης.
115. Και ο μεν ταύτα ειπών και ενθαρρύνας αυτούς προσέβαλε την Λήκυθον, αφού παρήλθεν η ανακωχή· οι δε Αθηναίοι υπερησπίζοντο άνωθεν παλαιωμένων τειχών και οικιών, αι οποίαι είχαν επάλξεις. Και επί μίαν μεν ημέραν απέκρουσαν την προσβολήν· την επομένην δε ημέραν, ενώ έμελλε να προσαχθή κατ' αυτών υπό των πολεμίων μηχανή, διά της οποίας διενοούντο ούτοι να ρίψουν πυρ εις τα ξύλινα παραφράγματα, και ενώ επλησίαζεν ο στρατός, οι Αθηναίοι αντέταξαν κατ' αυτού ξύλινον πύργον, τον οποίον ύψωσαν επί τινος οικήματος, εις το μέρος, όπου ενόμισαν ότι ο εχθρός έμελλε να πλησιάση την μηχανήν και το οποίον ήτο το μάλλον αδύνατον. Έφεραν δε εκεί επάνω πολλούς αμφορείς και πίθους ύδατος και μεγάλους λίθους, πολλοί δε άνθρωποι ανέβησαν εκεί. Αλλά, το οίκημα λαβόν μεγαλύτερον βάρος διερράγη εξαίφνης και μετά μεγάλου κρότου. Και όσοι μεν των Αθηναίων ήσαν εγγύς μάλλον ελυπήθησαν ή εφοβήθησαν, αι δε μακράν ευρισκόμενοι, και μάλιστα οι πολύ μακράν, νομίσαντες ότι η πόλις εκυριεύθη ήδη εκ τούτου του μέρους ώρμησαν προς την θάλασσαν και τα πλοία.
116. Ο δε Βρασίδας ιδών τους Αθηναίους εγκαταλείποντας τας επάλξεις επροχώρησε μετά του στρατού και κατέλαβεν ευθύς το τείχισμα φονεύσας όσους εύρεν εντός αυτού. Και οι μεν Αθηναίοι εγκαταλιπόντες ούτω την πόλιν διεκομίσθησαν διά των πλοίων και των λέμβων εις την Παλλήνην· ο δε Βρασίδας (διότι υπάρχει εν τη Ληκύθω ιερόν της Αθηνάς και έτυχε να έχη κηρύξει, ότε έμελλε να γίνη η επίθεσις, ότι θα έδιδε τριάκοντα αργυράς μνας εις εκείνον, ο οποίος πρώτος ήθελεν αναβή εις το τείχος) κρίνων ότι η άλωσις του φρουρίου έγινεν άλλως παρά δι' ανθρωπίνου τρόπου απέδωκεν εις το ιερόν της θεάς τας τριάκοντα μνας και κατεδαφίσας την Λήκυθον ανέτρεψε τα οικοδομήματα και κατέστησε τέμενος όλον τον χώρον. Και ο μεν Βρασίδας καθ' όλον το υπόλοιπον του χειμώνος ησχολήθη εις το να τακτοποιή τας πόλεις, τας οποίας είχε κυριεύσει, και να μελετά την κατάκτησιν άλλων· και με το τέλος του χειμώνος έληγε το όγδοον έτος του πολέμου τούτου.
117. Οι δε Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι μόλις ήλθεν η άνοιξις του ακολούθου θέρους, συνεφώνησαν ανακωχήν ενός έτους. Οι μεν Αθηναίοι ήθελαν διά του τρόπου τούτου να εμποδίσουν τον Βρασίδαν από του να αποσπάση άλλας πόλεις από την συμμαχίαν των πριν παρασκευασθούν εν ησυχία να αντισταθούν, και εσκέπτοντο ότι εν ανάγκη ηδύνατο η ανακωχή αύτη να παραταθή. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ενόησαν ότι τοιούτοι ήσαν οι φόβοι των Αθηναίων και ότι διά της καταπαύσεως ταύτης των ταλαιπωριών του πολέμου θα έκλιναν μάλλον εις το να καταπαύσουν αυτόν δι' ειρήνης οριστικής και αποδόσεως των αιχμαλώτων διότι οι Λακεδαιμόνιοι επεθύμουν υπερβολικά να λάβουν τους αιχμαλώτους τούτους, ενόσω ακόμη ο Βρασίδας είχεν ευνοϊκά υπέρ αυτού τα πράγματα. Ενόουν κάλλιστα ότι, εάν ο Βρασίδας προώδευε περισσότεροι και αποκαθίστα την ισορροπίαν, τους μεν αιχμαλώτους θα έχαναν, αυτοί δε οι ίδιοι θα ήσαν ηναγκασμένοι να διατρέξουν νέους κινδύνους. Συνωμολόγησαν λοιπόν δι' εαυτούς και τους συμμάχους των την ακόλουθον ανακωχήν.
118. «Ως προς τον ναόν και το μαντείον του Πυθίου Απόλλωνος απεφασίσαμεν να κάμνη χρήσιν αυτών άνευ δόλου και φόβου πας ο θέλων, συμφώνως προς τους πατρίους νόμους. Τοιαύτη είναι η απόφασις των Λακεδαιμονίων και των παρόντων συμμάχων· υπόσχονται δε ούτοι να πείσουν όπως δυνηθούν τους Βοιωτούς και τους Φωκείς πέμποντες προς αυτούς κήρυκα. Ως προς τους θησαυρούς δε του θεού θα φροντίσωμεν, όπως ανακαλύψωμεν τους άρπαγας αυτών, μεταχειριζόμενοι τους πατρίους νόμους ορθώς και δικαίως, σεις, ημείς και καθείς, πού θέλει, συμμορφούμενοι πάντες με τους πατρίους νόμους. Οι δε Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, εάν οι Αθηναίοι συναινέσουν να γίνη ειρήνη, δέχονται να μείνουν εκάτεροι εις τα όρια αυτών διατηρούντες όσα έχουν σήμερον. Οι μεν εν τω Κορυφασίω να μένουν εντός της Βουφράδος και του Τομέως· οι δε εν τοις Κυθήροις να μη συγκοινωνούν μετά των ημετέρων συμμάχων, μήτε ημείς μετ' αυτών, μήτε αυτοί μεθ' ημών· οι εν τη Νισαία και Μινώα να μη υπερβαίνουν την οδόν, η οποία εκ των πυλών του Νίσου άγει προς τον ναόν του Ποσειδώνος, και εκ του ναού τούτου προχωρεί κατ' ευθείαν έως εις την γέφυραν της Μινώας· μήτε οι Μεγαρείς και οι σύμμαχοί των να υπερβαίνουν την οδόν ταύτην και την νήσον να έχουν οι Αθηναίοι, την οποίαν κατέλαβαν, μη συγκοινωνούντες μηδαμού οι μεν μετά των δε· και οι Λακεδαιμόνιοι να διατηρήσουν όσα έχουσι σήμερον εν τη Τροιζήνι και κατά τας συμφωνίας των με τους Αθηναίους, εκάτεροι δε δύνανται να πλέουν εν τη θαλάσση, η οποία βρέχει την χώραν των και την των συμμάχων. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα πλέουν εν τη θαλάσση μετά, μακρών πλοίων, αλλά με κάθε άλλο είδος πλοίου κινουμένου με κώπας πεντακοσίων ταλάντων χωρητικότητος. Οι δε κήρυκες, οι πρέσβεις και οι ακόλουθοι, όσους κρίνουν ότι πρέπει να έχουν αμφότερα τα μέρη, θέλουν διατελεί υπό την εγγύησιν της δημοσίας πίστεως, ενόσω διαρκεί η μετάβασις και η επιστροφή αυτών, είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης, εν τη Πελοποννήσω ή εν ταις Αθήναις προς διαπραγμάτευσιν της ειρήνης ή ρύθμισιν των διαφορών. Κατ' αυτό δε το διάστημα δεν θα γίνωνται δεκτοί μήτε από σας μήτε από ημάς αυτόμολοι, είτε ελεύθεροι είτε δούλοι. Εις τας διαφοράς σεις θα δικάζεσθε από ημάς και ημείς από σας συμφώνως με τα πάτρια, όλα δε τα αμφισβητούμενα θα διαλύωνται διά του δικαίου και όχι διά του πολέμου. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι ταύτα απεφάσισαν εάν δε σεις έχετε άλλας προτάσεις καλλιτέρας ή δικαιοτέρας, μεταβήτε εις την Λακεδαίμονα, διά να τας προτείνετε, όντες βέβαιοι ότι ουδεμία δικαία πρότασις θέλει απορριφθή υπό των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων. Όσοι όμως επιφορτισθούν με τοιαύτην αποστολήν, ας έλθουν έχοντες πληρεξουσιότητα, καθώς απαιτείται να πράξωμεν και ημείς το αυτό. Η δε ανακωχή θέλει διαρκέσει ένα ενιαυτόν, Ταύτα απεφάσισεν ο δήμος. Η Ακαμαντίς φυλή επρυτάνευεν, ο Φαίνιππος εγραμμάτευεν, ο Νικιάδης επεστάτει. Ο Λάχης επρότεινε ταύτα «τύχη αγαθή» των Αθηναίων· ήτοι να γίνη ανακωχή όπως προτείνοντες συμφωνούσιν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι· και συνωμολογήθη εν τω δήμω να διαρκέση η ανακωχή επί έν έτος, να άρχεται δε από την ημέραν εκείνην δεκάτην τετάρτην του Ελαφηβολιώνος μηνός. Κατ' αυτόν τον χρόνον οι πρέσβεις και οι κήρυκες θα μετέβαινον παρ' αμφοτέροις τοις συμβαλλομένοις, διά να συζητήσουν περί των μέσων της καταπαύσεως του πολέμου. Οι δε στρατηγοί και οι πρυτάνεις θα συγκαλέσουν εκκλησίαν, εις την οποίαν κατά πρώτον οι Αθηναίοι θέλουν συζητήσει περί της ειρήνης και του τρόπου, διά του οποίου οι πρέσβεις ήθελαν παρουσιασθή, διά να προτείνουν την κατάπαυσιν του πολέμου. Αμέσως δε μετά ταύτα οι παρόντες πρέσβεις να ορκισθούν ενώπιον του δήμου ότι θα διατηρήσουν την ειρήνην επί έν έτος ».
119. Ταύτα συνεφώνησαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι των αφ' ενός, και οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι των αφ' ετέρου, και ώμοσαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι κατά την δωδέκατην του λακεδαιμονίου μηνός Γεραστίου. Συνεφώνησαν δε και έκαμαν σπονδάς εκ μέρους μεν των Λακεδαιμονίων οι εξής· Ταύρος Εχετιμίδα, Αθηναίος Περικλείδα, Φιλοχαρίδας Ερυξιδαΐδα· εκ μέρους δε των Κορινθίων Αινέας Ωκύτου, Ευφαμίδας Αριστωνύμου· εκ μέρους δε των Σικυωνίων Δαμότιμος Ναυκράτους, Ονάσιμος Μεγακλέους· εκ μέρους δε των Μεγαρέων Νίκασος Κεκάλου, Μενεκράτης Αμφιδώρου· εκ των Επιδαυρίων Αμφίας Ευπαΐδα· και τέλος εκ των Αθηναίων οι στρατηγοί Νικόστρατος Διιτρέφους, Νικίας Νικηράτου, Αυτοκλής Τολμαίου. Η μεν λοιπόν ανακωχή έγινε κατ' αυτόν τον τρόπον, κατά την διάρκειαν δε αυτής εις πολλάς ήλθον διαπραγματεύσεις περί οριστικής ειρήνης.
120. Περί δε τας ημέρας ταύτας, όποτε έγινεν η ανταλλαγή των επικυρώσεων, η Σκιώνη, πόλις κειμένη εν τη Παλλήνη, απεστάτησεν από τους Αθηναίους και συνετάχθη με τον Βρασίδαν. Λέγουν δε οι Σκιωναίοι ότι κατάγονται εκ της εν Πελοποννησω Παλλήνης, και, ότι οι πρόγονοί των επιστρέφοντες εκ της Τροίας κατελήφθησαν υπό της τρικυμίας, ήτις διεσκόρπισε τους Αχαιούς και ερρίφθησαν εις την χώραν εκείνην, όπου εγκαθιδρύθησαν. Μετά την αποστασίαν δ' αυτών ο Βρασίδας έπλευσε διά νυκτός εις την Σκιώνην. Πλοίον πολεμικόν φιλικόν έπλεεν εμπρός, αυτός δε ηκολούθει μακρόθεν δι' ενός ταχυπλόου μικρού πλοίου, ίνα, εάν μεν τούτο συναντήση άλλο πλοίον μεγαλύτερον, να τον υπερασπίση το πολεμικόν πλοίον, εάν δε συνήντα άλλο ισοδύναμον πλοίον, κατά πάσαν πιθανότητα τούτο δεν θα εστρέφετο κατά του μικροτέρου πλοίου, αλλά κατά του μεγαλυτέρου, κατ' αυτό δε το διάστημα θα ηδύνατο ούτος να διασωθή. Περαιωθείς δε ούτω και συγκαλέσας τους Σκιωναίους εις εκκλησίαν έλεγαν εις αυτούς τα αυτά όσα είπεν εις την Άκανθον και εις την Τορώνην, προσθέτων ότι ήσαν άξιοι μεγίστων επαίνων, αυτοί οίτινες κλεισμένοι εν τω ισθμώ της Παλλήνης υπό των εχόντων την Ποτείδαιαν Αθηναίων και όντες ουδέν άλλο ή νησιώται, μόνοι των θεληματικώς συνετάχθησαν με τους επιδιώκοντας την ελευθερίαν και δεν ανέμειναν δειλώς να τους βιάση η ανάγκη εις το να ζητήσουν εκείνο, το οποίον προφανώς ήτο συμφέρον των, και ότι η πραξίς των αυτή ήτο απόδειξις ότι ανδρείως ήθελαν υπομείνει και τας μεγίστας δοκιμασίας, εάν αι υποθέσεις των εκανονίζοντο κατ' ευχήν· ότι τους εθεώρει ως πιστοτάτους αληθώς φίλους των Λακεδαιμονίων, και ότι ουδεμίαν θα παρέβλεπε περίστασιν όπως τοις απονείμη τιμήν.
121. Και οι μεν Σκιωναίοι υπερηφανεύθησαν υπό των λόγων τούτων και ενθαρρυνθέντες όλοι ομοίως, ως και εκείνοι εις τους οποίους πρότερον δεν ήρεσκον τα πραττόμενα, διενοήθησαν και τον πόλεμον να υποστούν προθύμως και τον Βρασίδαν να υποδεχθούν λαμπρώς· και δημοσία μεν η πόλις τον περιέβαλε διά χρυσού στεφάνου ως ελευθερωτήν της Ελλάδος, ιδία δε τον εκόσμουν διά ταινιών και τον επευφήμουν ως αθλητήν. Ο δε Βρασίδας αφήσας προσωρινήν φρουράν ανεχώρησε· μετ' ολίγον δε έστειλε πλειότερον στρατόν θέλων να επιχειρήση με αυτόν απόπειράν τινα κατά της Μένδης και της Ποτειδαίας, καθότι εσκέπτετο ότι οι Αθηναίοι δεν θα εχρονοτρίβουν προκειμένου να στείλουν βοήθειαν εις πόλιν την οποίαν εθεώρουν ως νήσον, και ήθελε διά τούτο να τους προλάβη· συγχρόνως δε συνενοείτο μετά των πόλεων τούτων να του παραδοθούν διά προδοσίας.
122. Ενώ κατεγίνετο εις ταύτα, οι επιφορτισθέντες την ανακοίνωσιν της ανακωχής, εκ μεν των Αθηναίων ο Αριστώνυμος, εκ δε των Λακεδαιμονίων ο Αθηναίος, έφθασαν προς αυτόν με πολεμικόν πλοίον. Και ο μεν στρατός επέστρεψε πάλιν εις την Τορώνην, οι δε απεσταλμένοι ανεκοίνωσαν εις τον Βρασίδαν την συνθήκην, και όλοι οι εν τη Θράκη σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων παρεδέχθησαν τα γενόμενα. Αλλ' ο Αριστώνυμος, ο οποίος συγκατένευεν εις όλα όσα απέβλεπαν εις τους άλλους συμμάχους, αναγνωρίσας διά της αριθμήσεως των ημερών ότι οι Σκιωναίοι είχαν αποστατήσει μετά την συνθήκην, δεν ήθελε να συμπεριληφθούν και αυτοί. Ο δε Βρασίδας υπεστήριζεν εξ εναντίας ότι η αποστασία αυτών ήτο προτέρα και δεν ήθελε να εγκαταλείψη την πόλιν. Μόλις ο Αριστώνυμος ανήγγειλεν εις τας Αθήνας τα διατρέχοντα, αμέσως οι Αθηναίοι εφάνησαν έτοιμοι να εκστρατεύσουν εναντίον της Σκιώνης. Οι δε Λακεδαιμόνιοι πιστεύοντες εις τον Βρασίδαν διεξεδίκουν ως φίλην αυτών την πόλιν και έστειλαν πρέσβεις διά να παραστήσουν εις τους Αθηναίους ότι παρέβαινον την συνθήκην· άλλως ήσαν έτοιμοι να υποβάλουν την υπόθεσιν εις διαιτησίαν. Αλλ' οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να διατρέξουν τον κίνδυνον δίκης και επροτιμούσαν να εκστρατεύσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον, αγανακτούντες διότι και οι εν ταις νήσοις ήδη όντες επρόβαλαν την αξίωσιν ν' αποστατούν απ' αυτούς. Η αλήθεια δε ήτο ότι ως προς την αποστασίαν της Σκιώνης αι αξιώσεις των Αθηναίων ήσαν δίκαιαι, διότι οι Σκιωναίοι απεστάτησαν δύο ημέρας μετά την συνθήκην. Πεισθέντες οι Αθηναίοι εις την γνώμην του Κλέωνος εψήφισαν αμέσως να καταστρέψουν την Σκιώνην και να φονεύσουν όλους τους κατοίκους· καταπαύσαντες δε πάσαν άλλην ασχολίαν ητοιμάζοντο εις τούτο.
123. Εν τούτω τω αναμεταξύ αποστατεί από αυτούς η Μένδη, πόλις εν τη Παλλήνη και αποικία των Ερετριέων· ο Βρασίδας την εδέχθη χωρίς ουδόλως να διστάση εκ του ότι απεστάτησε φανερά ενώ υπήρχεν ανακωχή, διότι και αυτός ο ίδιος απέδιδε κατηγορίαν εις τους Αθηναίους ότι παρεβίασαν άρθρα τινά της συνθήκης. Τούτο ενεθάρρυνε πλειότερον τους Μενδαίους, διότι έβλεπαν την καλήν θέλησιν του Βρασίδου, και εκ των συμβάντων της Σκιώνης εσυμπέραιναν ότι δεν ήθελε τους προδώσει· άλλως οι μεταξύ αυτών οπαδοί των Λακεδαιμονίων ολίγοι όντες δεν ήθελαν να παραιτηθούν επιχειρήσεως όπου τόσον είχε προχωρήση, και φοβηθέντες μήπως ανακαλυφθούν ώθησαν τον λαόν να αποστατήση ακουσίως. Ότε δε οι Αθηναίοι έμαθαν ταύτα, οργισθέντες περισσότερον ακόμη ητοιμάζοντο να εκστρατεύσουν και κατά των δύο πόλεων. Ο δε Βρασίδας περιμένων την προσεχή επίθεσίν των μετεκόμισεν εις την Χαλκιδικήν Όλυνθον τα παιδία και τας γυναίκας των Σκιωναίων και των Μενδαίων· έπειτα έστειλε προς αυτούς πεντακοσίους οπλίτας Πελοποννησίους και τριακοσίους πελταστάς Χαλκιδείς, όλους υπό την οδηγίαν του Πολυδαμίδου. Και αι μεν πόλεις περιμένουσαι από στιγμής εις στιγμήν την εμφάνισιν των Αθηναίων παρεσκεύαζαν από κοινού τα προς άμυναν μέσα.
124. Είς το αναμεταξύ δε ο Βρασίδας και ο Περδίκκας εξεστράτευσαν εκ δευτέρου από κοινού εις Λύγκον κατά του Αρριβαίου. Και ο μεν Περδίκκας ωδήγει τον στρατόν των Μακεδόνων τον οποίον είχεν υπό την εξουσίαν του, καθώς και οπλίτας στρατολογηθέντας μεταξύ των εκεί κατοικούντων Ελλήνων, ο δε Βρασίδας, εκτός του υπολοίπου Πελοποννησιακού στρατού, είχε Χαλκιδείς και Ακανθίους και όσους βοηθούς του έστειλαν αι άλλαι πόλεις. Οι Έλληνες οπλίται απετέλουν σώμα εκ τρισχιλίων περίπου ανδρών, οι δε ιππείς Μακεδόνες και Χαλκιδείς ήσαν σχεδόν χίλιοι, εκτός πολλού πλήθους βαρβάρων. Εισβαλόντες δε εις την χώραν του Αρριβαίου και ευρόντες τους Λυγκηστάς αντιστρατοπεδευμένους κατ' αυτών εστάθησαν απέναντι. Οι πεζοί παρετάχθησαν από τα δύο μέρη επί λόφου, εις δε το μέσον ηπλώνετο πεδιάς· και πρώτον μεν κατέβησαν εις αυτήν οι ιππείς αμφοτέρων και ιππομάχησαν, έπειτα δε και ο Βρασίδας και ο Περδίκκας, αφού επροχώρησαν πρότερον από του λόφου μετά των ιππέων των Λυγκηστών οπλιτών και, αφού ήσαν έτοιμοι να πολεμήσουν, επετέθησαν κατ' αυτών και συμπλακέντες τους έτρεφαν εις φυγήν· και πολλούς μεν εξ αυτών εφόνευσαν, οι δε λοιποί διεσώθησαν εις τα υψώματα και έμειναν ησυχάζοντες. Μετά τούτο στήσαντες τρόπαιον έμειναν εκεί επί δύο ή τρεις ημέρας περιμένοντες τους Ιλλυριούς, οίτινες μισθωθέντες υπό του Περδίκκου επεριμένοντο να φθάσουν· έπειτα ο Περδίκκας ηθέλησε να προχωρήσουν κατά των τοποθεσιών που είχεν ο Αρριβαίος και να μη μένωσιν αργοί· αλλ' ο Βρασίδας, φοβούμενος μη συμβή δυστύχημά τι εις την Μένδην ένεκα αιφνιδίου ερχομού των Αθηναίων και βλέπων συγχρόνως ότι οι Ιλλυριοί δεν ήρχοντο, με κανένα τρόπον δεν ήθελε να προχωρήση, αλλά μάλλον επεθύμει να επιστρέψη.
125. Ενώ εξηκολούθει η φιλονεικία αυτών, ηγγέλθη ότι οι Ιλλυριοί, προδώσαντες τον Περδίκκαν, ηνώθησαν μετά του Αρριβαίου· τούτο ακούσαντες απεφάσισαν αμφότεροι να αναχωρήσουν, διότι εφοβούντο τους φιλοπολέμους εκείνους ανθρώπους· αλλ' ένεκα της έριδός των δεν ώρισαν την στιγμήν της αναχωρήσεως. Ότε επήλθεν η νυξ, οι Μακεδόνες και το πλήθος των βαρβάρων, καταληφθέντες αμέσως υπό φόβου (τοιούτος δε φόβος καταλαμβάνει ενίοτε τα μεγάλα στρατόπεδα), ενόμισαν ότι οι εχθροί ήσαν πολυπληθέστεροι παρ' ό,τι ήσαν πράγματι και ότι μετ' ολίγον έμελλον να εμφανισθούν· αίφνης λοιπόν ετράπησαν εις φυγήν και επέστρεφαν εις τα ίδια. Ο Περδίκκας, ο οποίος δεν είχεν εννοήσει κατ' αρχάς την κίνησίν των, άμα ενόησεν αυτήν ηναγκάσθη να αναχωρήση πριν ιδή τον Βρασίδαν (διότι τα στρατόπεδά των ευρίσκοντο πολύ απομακρυσμένα αναμεταξύ των). Άμα δε εξημέρωσεν, ο Βρασίδας, ιδών τους Μακεδόνας μακρυνθέντας και τους μετά του Αρριβαίου Ιλλυριούς ετοίμους να τον προσβάλουν, συνήθροισε και αυτός τους οπλίτας του, έταξεν αυτούς εις τετράγωνον, έθεσε τους ψιλούς εν τω μέσω και διενοείτο να υποχωρήση. Και τους μεν νεωτέρους διέταξε να εξέλθουν από τας τάξεις και να τρέξουν προς όλα τα απειλούμενα μέρη, αυτός δε έχων τριακοσίους λογάδας απόφασιν είχε να υποχωρήση τελευταίος, ανθιστάμενος σταθερώς κατά των πρώτων, που θα επετίθεντο. Πριν δε πλησιάσουν οι εχθροί παρεκίνει βιαστικά, και ενεθάρρυνε τους στρατιώτας του με την εξής προσφώνησιν:
126. Εάν δεν σας υπώπτευον, ω Πελοποννήσιοι, ότι εφοβήθητε διότι απεμονώθητε και διότι οι βάρβαροι επέρχονται πολλοί, θα ηρκούμην να σας ενθαρρύνω χωρίς άλλην συμβουλήν· αλλ' η αναχώρησις των συμμάχων μας και το πλήθος των εχθρών, με αναγκάζει διά βραχείας υπενθυμίσεως να σας συμβουλεύσω τα κυριώτερα. Η εις τας μάχας σταθερότης σας βασίζεται ουχί επί της συνεχούς παρουσίας των συμμάχων σας αλλ' επί της ατομικής ανδρείας σας και εις την συνήθειαν την οποίαν έχετε να μη φοβήσθε τον εχθρόν, οιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός αυτού. Δεν έρχεσθε από πολιτειών όπου οι πολλοί διοικούν τους ολίγους, αλλ' από πολιτειών όπου οι ολίγοι διοικούν τους πολλούς, και εις ουδέν άλλο χρεωστείτε την δύναμίν σας παρά εις την νίκην σας εις τους πολέμους. Οι βάρβαροι ούτοι, τους οποίους φοβείσθε, διότι δεν τους εγνωρίσατε, μάθετε ότι δεν είναι επίφοβοι, και αποκτήσατε πεποίθησιν περί τούτου εκ των αγώνων τους οποίους προ ολίγου εκάματε κατά των βαρβάρων της Μακεδονίας και εξ όσων εγώ συμπεραίνω και ήκουσα παρ' άλλων. Όταν εχθρός τις, ασθενής πράγματι, παρουσιάζεται κατ' επιφάνειαν ισχυρός, αρκεί να εννοήση κανείς την αληθινήν αξίαν του διά να αποκτήση πλειότερον θάρρος προς άμυναν· όταν όμως ο εχθρός είναι ομολογουμένως ισχυρός, ο μη γινώσκων επακριβώς την αξίαν ταύτην διατρέχει τον κίνδυνον να προσβάλη τολμηρότερον του πρέποντος. Ούτοι δε οι βάρβαροι εις όσους μεν δεν τους γνωρίζουν είναι επίφοβοι πριν συμπλακούν, τρομεροί διά το πλήθος των, αφόρητοι διά τας μεγάλας κραυγάς των, και ο μάταιος κραδασμός των όπλων έχει και αυτός κάτι απειλητικόν. Άμα όμως συμπλακούν, δεν φαίνονται πλέον οι ίδιοι, διότι ωρισμένην θέσιν δεν έχουν ούτε εντρέπονται, εάν την εγκαταλείψουν βιαζόμενοι. Η φυγή και η έφοδος την αυτήν έχουν δι' αυτούς αξίαν και ούτε ανδρείαν ούτε ανανδρίαν δεν μαρτυρούν. Μάχη κατά την οποίαν καθείς είναι αυτεξούσιος να πράττη ό,τι θέλει, δύναται να παράσχη ευκόλως εύσχημον πρόφασιν προς φυγήν. Ασφαλέστερον νομίζουν να αποπειρώνται την εκφόβισιν ημών παρά να έρχωνται εις χείρας· διότι άλλως θα επροτιμούσαν την μάχην παρά τας απειλάς. Βλέπετε φανερά ότι όλα ταύτα τα προηγούμενα φοβερίσματα είναι πράγματι μεν όλως ακίνδυνα, βλεπόμενα δε και ακουόμενα εκπλήττουν. Αντισταθήτε εις τα φοβερίσματα ταύτα, εάν επέλθουν εναντίον σας, και όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή υποχωρήσατε με τάξιν και ευκοσμίαν. Μετ' ολίγον θα φθάσωμεν εις μέρος ασφαλές και θα γνωρίζετε εις το εξής ότι διά τους υπομείναντας την πρώτην προσβολήν οι τοιούτοι όχλοι μόνον μακρόθεν δείχνουν προκλητικά υπερηφάνειαν διά την ανδρείαν των και απειλούν να επιτεθούν αλλ' επίσης, άμα δεν υπάρχη πλέον κίνδυνος, επιδεικνύουν την γενναιότητά των διώκοντες ταχέως και σφοδρώς τους υποχωρούντας».
127. Τοιαύτα συμβουλεύσας ο Βρασίδας ήρχισε την υποχώρησιν. Ιδόντες δε οι βάρβαροι επετέθησαν κατ' αυτού με πολλήν βοήν και θόρυβον νομίζοντες ότι έφευγε και ότι ήρκει να τον φθάσουν διά να τον καταστρέψουν. Αλλ' επειδή πανταχού όπου επετίθεντο συνήντων τους προσκόπους, και ο Βρασίδας αυτός μετά των λογάδων υφίστατο τας επιθέσεις των, επειδή ο στρατός του Βρασίδου αντισταθείς παρά την προσδοκίαν των εις την πρώτην έφοδον ημύνετο, όταν εκείνοι επετίθεντο, και υπεχώρει, όταν εκείνοι ησύχαζαν, τότε οι πλείστοι των βαρβάρων διέκοψαν την καταδίωξιν των μετά του Βρασίδου Ελλήνων εις την πεδιάδα, και μικρόν μεν μέρας αυτών έμεινε διά να τους παρακολουθή και τους προσβάλλη, οι δε λοιποί, έτρεξαν εναντίον των φευγόντων Μακεδόνων και εφόνευον όσους επρόφθανον. Φθάσαντες δε πριν έλθη ο εχθρός κατέλαβον την στενήν ατραπόν, η οποία κείται μεταξύ δύο λόφων και φέρει εις το βασίλειον του Αρριβαίου, ηξεύροντες ότι δεν υπήρχεν άλλη δίοδος διά τον Βρασίδαν· και, ενώ ούτος επλησίαζεν εις το δυσχερές εκείνο μέρος, διεσπάρησαν εις τα πέριξ διά να τον περικυκλώσουν.
128. Ο δε Βρασίδας εννοήσας τον σκοπόν των διέταξεν αμέσως τους μετ' αυτού τριακοσίους να τρέξουν ατάκτως και όσον το δυνατόν ταχύτερον προς τον λόφον, του οποίου η κατάληψις του εφαίνετο ευκολωτέρα, και να προσπαθήσουν να αποκρούσουν τους βαρβάρους όσοι ευρίσκοντο ήδη εις αυτόν πριν συναθροισθούν περισσότεροι. Και οι μεν επιπεσόντες διεσκόρπισαν τους ευρισκομένους εις τον λόφον βαρβάρους και διηυκόλυναν την δίοδον εις τον πολύν στρατόν των Ελλήνων διότι οι βάρβαροι διωχθέντες εκ του ύψους το οποίον κατείχον κατελήφθησαν υπό φόβου και δεν ηθέλησαν πλέον να καταδιώξουν τους Έλληνας νομίζοντες πλέον αυτούς ότι ήσαν ήδη εις τα μεθόρια και εκτός κινδύνου. Ο δε Βρασίδας, άμα κατέλαβε τα ύψη, εξηκολούθησε την υποχώρησιν μετά πλειοτέρας ασφαλείας, και αυθημερόν έφθασε πρώτον εις την Άρνισαν πόλιν του βασιλείου του Περδίκκου. Οι στρατιώται, οργιζόμενοι διότι οι Μακεδόνες είχαν προαναχωρήσει, άμα εύρισκον καθ' οδόν τους βόας των εζευγμένους, ή σκεύός τι πεσόν κατά γης (όπως συμβαίνει συνήθως όταν η υποχώρησις γίνεται βιαστικά και την νύκτα) τους μεν βόας αποζεύγοντες κατέκοπτον, τα δε σκεύη διήρπαζαν. Από της ημέρας δε εκείνης ο Βερδίκκας εθεώρησε τον Βρασίδαν ως εχθρόν και του λοιπού έδειξε προς τους Πελοποννησίους χάριν των Αθηναίων ασύνηθες μίσος και εναντίον των αναγκαίων συμφερόντων του ενήργει διά παντός τρόπου να συμφιλιωθή τάχιστα με τους μεν και να απαλλαγή από τους δε.
129. Επιστρέψας δε ο Βρασίδας εκ της Μακεδονίας εις την Τορώνην εύρε τους Αθηναίους κατέχοντας ήδη την Μένδην. Κρίνων δε ότι δεν ηδύνατο πλέον να εισχωρήση εις την Παλλήνην, διά να φέρη βοηθείας, έμεινεν ησυχάζων εις την Τορώνην και φυλάττων αυτήν. Διότι, ενώ συνέβαινον ταύτα εν τη Λύγκω, οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν προπαρασκευασθή προηγουμένως, εξεστράτευσαν διά θαλάσσης κατά της Μένδης και της Σκιώνης μετά πεντήκοντα πλοίων, εξ ων δέκα ήσαν της Χίου, και χιλίων Θρακών μισθωτών και άλλων πελταστών εκ των εκεί συμμάχων· Νικίας δε ο Νικηράτου και Νικόστρατος ο Διιτρέφους ήσαν στρατηγοί αυτών. Αναχωρήσαντες εκ της Ποτειδαίας απεβιβάσθησαν εις το Ποσειδώνιον και επροχώρησαν κατά των Μενδαίων. Ούτοι δε μετά τριακοσίων Σκιωναίων, οπού ήλθον εις βοήθειαν, και των Πελοποννησίων επικούρων, εν όλω επτακόσιοι οπλίται υπό τον στρατηγόν Πολυδαμίδαν, έτυχον στρατοπεδευμένοι έξω της πόλεως επί λόφου αποτόμου. Ο Νικίας, έχων εκατόν είκοσι Μεθωναίους ψιλούς και εξήκοντα λογάδας πεζούς στρατιώτας Αθηναίους και όλους τους τοξότας, απεπειράθη διά τίνος ατραπού του λόφου να πλησιάση τους εχθρούς· αλλ' επειδή ο στρατός του επάθαινεν απωλείας υπ' αυτών δεν ηδυνήθη να παραβιάση την δίοδον. Ο δε Νικόστρατος, δι' άλλης οδού μικροτέρας, αναβάς μεθ' όλου του επιλοίπου στρατού επί του δυσπροσίτου εκείνου λόφου, περιήλθεν εις πλείστην αταξίαν και ολίγον έλειψε να νικηθή όλος ο στρατός των Αθηναίων και επειδή κατ' εκείνην την ημέραν δεν ενέδωκαν οι Μενδαίοι και οι σύμμαχοί των, αναχωρήσαντες οι Αθηναίοι εστρατοπέδευσαν. Επελθούσης δε της νυκτός, οι Μενδαίοι επέστρεψαν εις την πόλιν των.
130. Κατά την επομένην δε ημέραν οι μεν Αθηναίοι περιπλεύσαντες μέχρι της προς την Σκιώνην παραλίας και το προάστιον κατέλαβον και ελεηλάτησαν τους αγρούς δι' όλης της ημέρας χωρίς να εξέλθη κανείς εναντίον των (διότι υπήρχε στάσις εις την πόλιν), οι δε τριακόσιοι Σκιωναίοι επέστρεψαν εις τα ίδια κατά την επομένην νύκτα. Κατά την ακόλουθον ημέραν ο μεν Νικίας με το ήμισυ του στρατού προχωρών προς τα μεθόρια των Σκιωναίων ελεηλάτει τους αγρούς, ο δε Νικόστρατος μετά του λοιπού στρατεύματος έφθασε προ της πόλεως εις το μέρος όπου είναι αι ανώτεραι πύλαι αι άγουσαι προς την Ποτείδαιαν. Ο δε Πολυδαμίδας (διότι οι Μενδαίοι και οι επίκουροι έτυχαν να είναι παραταγμένοι εντός του τείχους εις τούτο το μέρος) παρέταξε τους Μενδαίους εις μάχην και τους παρεκίνει να εξέλθουν. Αλλά άνθρωπός τις εκ του δήμου αντέστη εις αυτόν από πνεύματος στασιαστικού και του είπεν ότι δεν θα εξέλθη ουδέ πρέπει να πολεμήση. Ο Πολυδαμίδας τον λαμβάνει εκ της χειρός και τον σύρει προς το μέρος του· ο άλλος ανθίσταται. Τότε ο λαός μανιώδης λαμβάνει αμέσως τα όπλα, ορμά κατά των Πελοποννησίων και εκείνων, οι οποίοι μετ' αυτών ενήργουν εναντίον αυτού, και προσβαλών αυτούς τους τρέπει εις φυγήν. Φοβηθέντες δε ούτοι ένεκα της αιφνιδίας εκείνης επιθέσεως και βλέποντες τας πύλας ανοιγομένας εις τους Αθηναίους ενόμισαν ότι το πραξικόπημα εγένετο μετά προηγουμένην συνεννόησιν. Και άλλοι μεν, όσοι δεν εφονεύθησαν αμέσως, κατέφυγαν εις την ακρόπολιν, την οποίαν κατείχον πρότερον· οι δε Αθηναίοι (διότι ο Νικίας είχεν επιστρέψει εκ της εκδρομής του και ήτο πλησίον της πόλεως), εισορμήσαντες εις την πόλιν μεθ' όλου του στρατού, ελεηλάτησαν αυτήν ως πόλιν κυριευθείσαν εξ εφόδου και ουχί παραδοθείσαν διά συνθήκης και ανοίξασαν εις αυτούς τας πύλας· μόλις δε και μετά βίας ηδυνήθησαν οι στρατηγοί να εμποδίσουν την σφαγήν των κατοίκων. Τους διέταξαν ακολούθως να διοικώνται κατά τα έθιμά των και να δικάσουν αυτοί οι ίδιοι τους πολίτας όσους εθεώρουν ως αυτουργούς της αποστασίας· τους δε καταφυγόντας εις την ακρόπολιν περιέκλεισαν από τα δύο μέρη διά τείχους όπου έφθανε μέχρι θαλάσσης και αφήκαν φρουράν. Αφού δε κατέλαβον τοιουτοτρόπως την Μένδην, επροχώρησαν ακολούθως εναντίον της Σκιώνης.
131. Οι δε Σκιωναίοι και οι Πελοποννήσιοι εξελθόντες ιδρύθησαν επί λόφου αποκρήμνου προ της πόλεως, τον οποίον εάν δεν εκυρίευαν οι εχθροί, θα ήτο αδύνατον να περιτειχίσουν την πόλιν. Προσέβαλαν λοιπόν οι Αθηναίοι επίμονα και με όλας τας δυνάμεις των τον λόφον και απώθησαν μαχόμενοι τους ευρισκομένους εκεί. Στρατοπεδεύσαντες δε έστησαν τρόπαιον και ητοιμάζοντο να περιτειχίσουν την πόλιν. Ολίγον μετά ταύτα, ενώ κατεγίνοντο εις την εργασίαν αυτήν, οι πολιορκούμενοι εντός της ακροπόλεως της Μένδης επίκουροι, διά της βίας διελθόντες διά μέσου της προς το μέρος της θαλάσσης φρουράς, έφθασαν διά νυκτός· και διαφυγόντες οι πλείστοι το προ της Σκιώνης στρατόπεδον εισήλθον εις αυτήν.
132. Ενώ δε επεριβάλλετο διά του κτιζομένου τείχους η Σκιώνη, ο Περδίκκας, πέμψας κήρυκα προς τους στρατηγούς των Αθηναίων, έκαμε σύμβασιν με τους Αθηναίους· ταύτην δε την διαπραγμάτευσιν είχεν αρχίσει ένεκα μίσους προς τον Βρασίδαν αμέσως μετά την αναχώρησιν αυτού εκ της Λύγκου. Ο Λακεδαιμόνιος Ισχαγόρας έμελλε τότε να φέρη διά ξηράς στρατόν εις τον Βρασίδαν· αλλ' ο Περδίκκας, επειδή αφ' ενός εβιάζετο υπό του Νικίου, συμφώνως προς τα συνομολογηθέντα, να δώση εις τους Αθηναίους απόδειξιν της πίστεώς του, και αφ' ετέρου δεν ήθελε να εισέρχωνται πλέον οι_ Πελοποννήσιοι εις το βασίλειον του, συνενοήθη μετά των εν Θεσσαλία φίλων του, οίτινες ήσαν πάντοτε εκ των ισχυροτέρων ανδρών, και ημπόδισε τον στρατόν και τας παρασκευάς των Πελοποννησίων εις τρόπον ώστε δεν απεπειράθησαν να διέλθουν διά της Θεσσαλίας. Εν τούτοις ο Ισχαγόρας, ο Αμεινίας και ο Αριστεύς μετέβησαν αυτοπροσώπως προς τον Βρασίδαν σταλέντες υπό των Λακεδαιμονίων διά να ίδουν την κατάστασιν των πραγμάτων· είχαν δε μαζί τους νέους Σπαρτιάτας, εις τους οποίους παρά την συνήθειαν έμελλε να ανατεθή η διοίκησις των πόλεων, ίνα μη ανατίθεται αύτη εις ανθρώπους τυχόντας. Και ο μεν Κλεαρίδας ο Κλεωνύμου εγένετο άρχων της Αμφιπόλεως, ο δε Πασιτελίδας ο Ηγησάνδρου της Τορώνης.
133. Κατά το αυτό θέρος οι Θηβαίοι κατηδάφισαν το τείχος των Θεσπιέων, κατηγορήσαντες αυτούς ως αττικίζοντας. Και είχαν μεν πάντοτε κατά νουν το σχέδιον τούτο, αλλ' η εκτέλεσις αυτού κατέστη ευκολωτέρα αφ' ότου εν τη μάχη κατά των Αθηναίων οι Θεσπιείς απώλεσαν το άνθος του στρατού των. Κατά το αυτό ωσαύτως θέρος κατεκαύθη ο εις το Άργος ναός της Ήρας υπό της ιερείας Χρυσίδος η οποία είχε θέσει πλησίον των ιερών στεφάνων λύχνον ανημμένον και καταληφθή υπό του ύπνου, εις τρόπον ώστε ήναψαν τα πάντα χωρίς να το εννοήση και κατεφλέχθησαν. Και η μεν Χρυσίς την ιδίαν νύκτα, φοβηθείσα τους Αργείους, έφυγεν αμέσως εις Φλειούντα· οι δε Αργείοι, κατά τον κρατούντα νόμον, εγκατέστησαν άλλην ιέρειαν ονομαζομένην Φαεινίδα. Οκτώ δε έτη και ήμισυ είχον παρέλθει από της ενάρξεως του παρόντος πολέμου μέχρι της φυγής της Χρυσίδος. Τελευτώντος δε του θέρους και η Σκιώνη είχε περιτειχισθή εντελώς και οι Αθηναίοι αφήσαντες εκεί φρουράν επέστρεψαν μετά του επιλοίπου στρατού.
134. Κατά τον ακόλουθον χειμώνα οι μεν Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι ησύχαζαν ένεκα της ανακωχής, οι δε Μαντινείς και οι Τεγεάται και οι σύμμαχοι εκατέρων συνεπλάκησαν εις το Λαοδίκιον της Ορεσθίδος και η νίκη υπήρξεν αμφίβολος, διότι έκαστος των πολεμούντων τρέψας εις φυγήν την απέναντι αυτού εχθρικήν πτέρυγα, έστησε τρόπαιον και έπεμψε λάφυρα ληφθέντα από νεκρούς εις τους Δελφούς. Το αληθές όμως είναι ότι πολλοί έπεσαν εκατέρωθεν, ότι η μάχη διεξήχθη μετ' ίσης επιτυχίας και ότι η νυξ διεχώρισε τους μαχομένους· ουχ ήττον οι Τεγεάται διενυκτέρευσαν επί του πεδίου της μάχης και έστησαν τρόπαιον αργότερα.
135. Κατά τα τέλη δε του αυτού χειμώνος και αρχάς του έαρος ο Βρασίδας έκαμε μίαν απόπειραν κατά της Ποτειδαίας. Πλησιάσας εις αυτήν διά νυκτός εστήριξε κλίμακα χωρίς να τον εννοήσουν· διότι, ότε ο κώδων του επόπτου των φρουρών είχε περάσει και πριν να επιστρέψη εις το μέρος εκείνο ο στρατιώτης ο οποίος ενεχείριζε τον κώδωνα εις τον πλησιέστερον, σκοπόν, η κλίμαξ εφηρμόσθη εις το αναμεταξύ μέρος. Αλλά, επειδή τον ενόησαν πριν αναβή, απεσύρθη ταχέως μετά του στρατού χωρίς να περιμείνη να γίνη ημέρα. Και τοιουτοτρόπως ετελείωσεν ο χειμών και το ένατον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β' ΤΟΜΟΥ
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικά της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά. συστηματικά, στην Ελλάδα.
Πελοποννησιακός πόλεμος είναι η θαυμασία ιστορία του εμφυλίου μακρού πολέμου των Ελλήνων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν η ανεπανόρθωτος εξασθένισις της Ελλάδος. Ανατρέχων εις τα απώτατα αίτια ο Θουκυδίδης εξηγεί τα της αναπτύξεως του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων, περιγράφει την σύστασιν και την ζωήν των καθέκαστα πολιτειών, παρέχει δε συγχρόνως ούτως αρτίαν εικόνα της εθνικής των Ελλήνων ζωής.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
_______________________________________ 1) Τέταρτον έτος του πολέμου, 428 π. Χ.
2) Ολυμπιάς 88 428 π. Χ.
3) Ο στατήρ ήτο ο χρυσούς στατήρ, ήτοι 20 δραχμαί.
4) Οικίαι εντός των οποίων κατώκουν πολλαί οικογένειαι.
5) Οι κωπηλάται της πρύμνης ελέγοντο Θρανίται· οι του μέσσου Ζευγίται και οι της πρώρας Θαλάμιοι.
6) Ο Φωκαΐτης στατήρ ήτο νόμισμα χρυσούν ίσον με είκοσι δραχμάς