ART

 

.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ Π0ΛΕΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
Ι Ω Α Ν. Ζ Ε Ρ Β Ο Υ

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

ΒΙΒΛΙΟΝ Α'. και Β’.

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ

1910

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΝ Α'.

1. Θουκυδίδης ο Αθηναίος συνέγραψε τον πόλεμον των Πελοποννησίων και Αθηναίων πώς επολέμησαν προς αλλήλους, αρχίσας την ιστορίαν άμα τη αρχή του πολέμου και προβλέψας ότι ούτος ήθελεν είσθαι μέγας και αξιολογώτατος πάντων των προγενομένων, τεκμαιρόμενος τούτο πρώτον μεν διότι έβλεπεν αμφότερα τα μέρη ακμαίως εν πάσι παρεσκευασμένα, και δεύτερον διότι οι άλλοι Έλληνες ή συνετάσσοντο ευθύς εξ αρχής προς ένα εκ των δύο ή διενοούντο να πράξουν τούτο βραδύτερον. Και αληθώς η κίνησις αύτη εγένετο μεγίστη μεταξύ των Ελλήνων και μέρους τινός των βαρβάρων, καθόλου δε ειπείν και μεταξύ των πλείστων ανθρώπων. Τα δε προ του πολέμου τούτου και τα πλέον παλαιότερα σαφώς μεν να εύρη τις δια το πλήθος των παρελθόντων χρόνων ήτο αδύνατον, έκ τινων όμως τεκμηρίων, τα οποία επορίσθην μετά μακράν και ενδελεχή μελέτην, νομίζω ότι δεν εγένοντο μεγάλα ούτε υπό πολεμικήν έποψιν ούτε υπό άλλην οιανδήποτε.

2. Φαίνεται ότι η σήμερον καλουμένη Ελλάς δεν κατωκείτο διαρκώς έκπαλαι, αλλά πρότερον συνεκροτείτο εκ μεταναστάσεων και ευκόλως καθείς εγκατέλειπε την εαυτού χώραν, βιαζόμενος υπό τινων πάντοτε πλειόνων. Εμπορία ελευθέρα δεν υπήρχεν, οι δε άνθρωποι των τότε χρόνων μη δυνάμενοι να συγκοινωνούν αφόβως προς αλλήλους είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης, και καλλιεργούντες τα κτήματά των τόσον μόνον όσον να αποζώσι και μη έχοντες περιουσίαν χρημάτων μηδέ την γην φυτεύοντες (διότι ήτο άδηλον πότε επερχόμενοι οι επιδρομείς και ευρίσκοντες αυτούς ατειχίστους ήθελον αφαιρέσει απ' αυτών τα πάντα), και βέβαιοι όντες ότι πανταχού ηδύναντο να εύρωσι την καθ' ημέραν αναγκαίαν τροφήν όχι δυσκόλως μετενάστευον, και δι' αυτό ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων ίσχυον ούτε κατά την άλλην πολεμικήν παρασκευήν. Μάλιστα δε της γης η αρίστη είχε κατοίκων πάντοτε μεταβολάς, η σήμερον Θεσσαλία καλουμένη, και η Βοιωτία, και τα πλείστα της Πελοποννήσου πλην της Αρκαδίας, και αι άλλαι χώραι αι μάλλον εύφοροι. Διότι ένεκα της γονιμότητος της γης αι δυνάμεις αποβαίνουσαι εις τινας μεγαλύτεραι εγέννων φθοροποιάς στάσεις και συγχρόνως επέσυρον ακόμη μάλλον τον φθόνον και την επιβουλήν των αλλοφύλων. Αλλ' η Αττική εξ αρχής διά την αφορίαν αυτής μένουσα αστασίαστος κατωκείτο πάντοτε υπό των αυτών κατά το γένος ανθρώπων. Παράδειγμα δε του λόγου όχι μικρόν είναι, ότι διά της ελεύσεως των ξένων ηύξησε πλειότερον των άλλων χωρών· διότι οι εκ της άλλης Ελλάδος. είτε ένεκα πολέμου είτε ένεκα στάσεως εξοριζόμενοι, κατέφευγον οι ισχυρότατοι προς τους Αθηναίους ως προς βέβαιον άσυλον, και πολιτογραφούμενοι ευθύς από των παλαιοτάτων χρόνων ακόμη πλέον μεγαλυτέραν κατέστησαν την πόλιν κατά το πλήθος των ανθρώπων, ώστε και εις την Ιωνίαν ύστερον, μη ικανής ούσης της Αττικής προς συντήρησιν αυτών, εξέπεμψαν αποικίας.

3. Φανερώνει δε την ασθένειαν των παλαιών όχι ολίγον και τούτο, ότι προ των Τρωικών ουδέν φαίνεται πρότερον από κοινού επιχειρήσασα η Ελλάς· φρονώ δε ότι ουδέ το όνομα τούτο είχε σύμπασα εξ αρχής, αλλά προ του Έλληνος μεν του υιού του Δευκαλίωνος ουδέ καν ήτο γνωστή η ονομασία αύτη, έκαστον δε έθνος, και προ πάντων το Πελασγικόν, εκαλείτο διά του ιδίου αυτού ονόματος· ισχυσάντων όμως εν τη Φθιώτιδι του Έλληνος και των παίδων αυτού, και προσκαλουμένων προς βοήθειαν υπό άλλων πόλεων, εις μεν τας ιδιαιτέρας συνομιλίας εκαλούντο κατά προτίμησιν Έλληνες, αλλά δεν ηδυνήθη το όνομα τούτο να επικρατήση και μετά πολύν μετέπειτα χρόνον. Δίδει δε τούτου τεκμήριον προ πάντων ο Όμηρος· διότι μολονότι γενόμενος πολύ μεταγενέστερος των Τρωικών ουδαμού δίδει εις όλους γενικώς το όνομα τούτο ειμή μόνον εις τους μετά του Αχιλλέως εκ της Φθιώτιδος συνεκπλεύσαντας, οίτινες και πρώτοι Έλληνες ήσαν. Δαναούς δε εις τα έπη του και Αργείους και Αχαιούς αποκαλεί. Αλλ' ουδέ βαρβάρους ονομάζει αυτούς, διότι, ως νομίζω. το όνομα των Ελλήνων δεν διεκρίνετο ακόμη ως διαστολή από τους άλλους λαούς. Οπωσδήποτε οι Έλληνες, οι κατ' αρχάς μεν εις τας ιδιαιτέρας μόνον σχέσεις το όνομα τούτο φέροντες, ύστερον δε γενικώς κληθέντες ούτω, ουδέν προ των Τρωικών ένεκα ασθενείας και μη επικοινωνίας προς αλλήλους έπραξαν από κοινού. Αλλά και εις ταύτην την εκστρατείαν συνήλθον, διότι ήσαν ήδη μάλλον εξωκειωμένοι προς την θάλασσαν.

4. Ο Μίνως υπήρξεν ο αρχαιότατος από όσους ηξεύρομεν εξ ακοής ότι απέκτησε ναυτικόν, και της νυν ελληνικής θαλάσσης επί πολύ εκυριάρχησε, και των Κυκλάδων νήσων ήρξε, και πρώτος αυτός έγινεν οικιστής των πλείστων, εκδιώξας τους Κάρας και εγκαταστήσας ηγεμόνας τους ιδίους αυτού υιούς· όσον δε ηδύνατο εκαθάριζε την θάλασσαν από την πειρατείαν, διά να περιέρχωνται εις αυτόν ασφαλέστερον αι πρόσοδοι.

5. Διότι οι Έλληνες το πάλαι, και όσοι εκ των βαρβάρων κατώκουν τας παραλίας των ηπείρων, και όσοι τας νήσους, αφού ήρχισαν να συγκοινωνούν πλειότερον προς αλλήλους διά των πλοίων ετράπησαν προς την πειρατείαν, υπό την αρχηγίαν ανδρών δυνατών, χάριν ατομικού κέρδους και διά να προμηθεύουν τροφήν εις τους αδυνάτους· επιπίπτοντες δε κατά των ατειχίστων και κατά κώμας οικουμένων πόλεων ήρπαζον και προσεπορίζοντο ούτω το πλείστον μέρος της διατροφής των, μη θεωρουμένου του έργου τούτου ως επαισχύντου, αλλ' εξ εναντίας και ως δόξαν τινά μάλλον προξενούντος· αποδεικνύεται δε τούτο ακόμη και σήμερον έκ τινων ηπειρωτών υπερηφανευομένων διά την ευσεβώς και φιλανθρώπως ενεργουμένην πειρατείαν, και εκ των αρχαίων ποιητών, καθ' ους προς όλους τους νεωστί αποβιβαζομένους πανταχού ομοία ερώτησις απετείνετο, αν ήσαν πειραταί, καθότι ούτε υπό των πραττόντων εκρύπτετο ούτε υπό των ερωτώντων εθεωρείτο ως επονείδιστον το τοιούτον επάγγελμα. Ελήστευον δε αλλήλους και κατά ξηράν. Και μέχρι τούδε πολλά της Ελλάδος μέρη ζώσι κατά τον παλαιόν τρόπον, ως οι Λοκροί Οζόλαι, και οι Αιτωλοί, και οι Ακαρνάνες, και η γειτονική ήπειρος. Το έθιμον δε να σιδηροφορώσιν οι ηπειρώται ούτοι παρέμεινεν από της παλαιάς ληστείας.

6. Άλλοτε όλη η Ελλάς εσιδηροφόρει, διότι και αι πόλεις ήσαν ανοικταί και αι προς αλλήλους συγκοινωνίαι όχι ασφαλείς, και εν τω ιδιωτικώ βίω εσυνήθιζον οι Έλληνες να φέρουν όπλα ως οι βάρβαροι. Ένδειξις δε ότι τούτο άλλοτε ήτο γενικόν, είναι αυτά τα μέρη της Ελλάδος όπου επικρατεί εισέτι αυτή η συνήθεια. Εν τούτοις δε πρώτοι οι Αθηναίοι κατέθεσαν τον σίδηρον και ετράπησαν εις άνετον δίαιταν επί το τρυφερώτερον. Και δεν παρήλθε πολύς χρόνος αφ' ότου οι ευδαίμονες των πρεσβυτέρων έπαυσαν διά το αβροδίαιτον φορούντες λινούς χιτώνας και προσηλούντες χρυσούς τέττιγας εις τας εν είδει κρωβύλου (κότσου) πλεγμένας τρίχας της κεφαλής· εκ τούτου και οι πρεσβύτεροι των Ιώνων, ένεκα της αυτής καταγωγής, διετήρησαν επί πολύ την αυτήν διακόσμησιν. Απλήν δε εσθήτα και κατά τον σημερινόν τρόπον πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι μετεχειρίσθησαν, οι δε πλουσιώτεροι μεταξύ αυτών παρεδέχθησαν αδιακρίτως την αυτήν δίαιταν του λαού. Πρώτοι αυτοί εγυμνώθησαν και δειχθέντες εις το φανερόν ηλείφθησαν διά λίπους όπως αγωνισθώσι· το πάλαι δε, εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, διαζώματα έχοντες περί τα αιδοία οι αθληταί ηγωνίζοντο, και δεν παρήλθον πολλά έτη αφ' ότου έπαυσεν η συνήθεια αύτη. Ακόμη δε και μεταξύ τινων εκ των σημερινών βαρβάρων, και μάλιστα των Ασιανών τίθενται άθλα πάλης και πυγμής, και διεζωσμένοι αγωνίζονται ούτοι περί αυτών. Πολλάς δε και άλλας αποδείξεις ηδύνατό τις να φέρη ότι οι παλαιοί Έλληνες διητώντο ομοιοτρόπως με τους σημερινούς βαρβάρους.

7. Των δε πόλεων όσαι μεν κατωκίσθησαν εσχάτως, ένεκα της ευχερεστέρας ναυτιλίας έχουσαι περισσοτέρας χρηματικάς περιουσίας, έκτιζον τα τείχη των επ' αυτών των αιγιαλών και κατελάμβανον τους ισθμούς χάριν της εμπορίας και χάριν ισχύος προς τους γείτονας· αι δε παλαιαί διά την επί πολύ διαρκέσασαν πειρατείαν εκτίσθησαν πολύ μακρύτερον από την θάλασσαν, και αι εις τας νήσους και εις τας ηπείρους (διότι οι πειραταί και αλλήλους ελήστευον και τους άλλους όσοι καίπερ μη όντες ναυτικοί κατώκουν εις τα παράλια), και μέχρι τούδε έτι είναι εκτισμέναι εις υψηλότερα μέρη.

8. Και οι νησιώται δε ήσαν όχι ολιγώτερον πειραταί. Κάρες όντες και Φοίνικες· διότι τοιούτοι λαοί κατώκησαν τας πλείστας των νήσων. Απόδειξις δε η εξής· καθαριζομένης της Δήλου υπό των Αθηναίων και εξαγομένων των θηκών όσαι ήσαν των εν τη νήσω αποθανόντων, εφάνησαν υπέρ το ήμισυ Κάρες, γνωσθέντες εκ τε της κατασκευής των μετ' αυτών συνταφέντων όπλων και του τρόπου δι' ου ακόμη και σήμερον θάπτουσι τους νεκρούς αυτών. Διοργανωθέντος δε του ναυτικού του Μίνωος, ευκολώτερον συνεκοινώνουν προς αλλήλους διά θαλάσσης· διότι οι εκ των νήσων κακούργοι απεδιώχθησαν υπ' αυτού, και περί τους χρόνους εκείνους κατώκισε τας πολλάς εξ αυτών. Και οι παρά την θαλασσαν άνθρωποι αποκτώντες ήδη περισσότερα χρήματα κατώκουν σταθερώτερον, καί τινες γινόμενοι πλουσιώτατοι περιεβάλλοντο με τείχη· επιθυμούντες δε τα κέρδη, και οι ασθενέστεροι υπέμενον την των ισχυροτέρων δουλείαν, και οι δυνατώτεροι έχοντες περιουσίας καθίστων υπηκόους τας μικροτέρας πόλεις. Και κατά τον τρόπον τούτον μάλλον τότε πλέον προοδεύσαντες εξεστράτευσαν βραδύτερον κατά της Τροίας.

9. Νομίζω δε ότι συνήθροισε τον στόλον ο Αγαμέμνων ουχί τόσον διότι οι της Ελένης μνηστήρες ενδίδοντες εις τους όρκους του Τυνδάρου εξέλεξαν αυτόν αρχηγόν, αλλά διότι προείχε κατά τας τότε δυνάμεις. Λέγουσι δε οι εκ παραδόσεως παρά των προτέρων διδαχθέντες την ιστορίαν της Πελοποννήσου, ότι πρώτος ο Πέλοψ διά του πλήθους των χρημάτων, τα οποία έφερεν εκ της Ασίας μεταξύ ανθρώπων απόρων αποκτήσας δύναμιν έδωκε το όνομά του εις την χώραν αν και ήτο ξένος, και ότι ύστερον οι απόγονοι αυτού εγένοντο ακόμη μάλλον ισχυροί. Ο Ευρυσθεύς πριν αναχωρήση εις την Αττικήν, όπου εφονεύθη υπό των Ηρακλειδών, ενεπιστεύθη τας Μυκήνας και την αρχήν ένεκα της συγγενείας εις τον εκ μητρός θείον αυτού Ατρέα διωχθέντα υπό του πατρός δια [τον φόνον του Χρυσίππου. Όταν δεν α]νήρχετο ο Ευρυσθεύς, τη συναινέσει και των Μυκηναίων φοβουμένων τους Ηρακλείδας και συγχρόνως διότι ήτο ισχυρός και εθεράπευε το πλήθος των Μυκηναίων και των άλλων λαών, των οποίων ήρχεν ο Ευρυσθεύς, παρέλαβε την αρχήν ο Ατρεύς και κατέστησε τους Πελοπίδας σημαντικωτέρους των Περσειδών. Νομίζω λοιπόν ότι πάντας αυτούς παραλαβών ο Αγαμέμνων και ισχύων περισσότερον των άλλων κατά το ναυτικόν, συνήθροισε τον στρατόν και εξεστράτευσε μάλλον ένεκα του φόβου ον ενέπνεεν ή διότι τω εχαρίσθησαν. Διότι φαίνεται και αυτός ελθών μετά πολλών πλοίων και εις τους Αρκάδας παράσχων τοιαύτα, ως εδήλωσε τούτο ο Όμηρος, εάν η μαρτυρία του δύναται να θεωρηθή ως αξιόπιστος. Προσέτι και κατά την του σκήπτρου παράδοσιν λέγει ότι αυτός «εβασίλευεν επί πολλών νήσων και επί όλου του Άργους»· δεν ήτο λοιπόν δυνατόν, ενώ κατώκει ήπειρον, να άρχη νήσων άλλων παρά τας γειτονικάς (αύται δε δεν ήσαν πολλαί), εάν δεν είχε ναυτικόν. Εκ ταύτης δε της εκστρατείας πρέπει να συμπεράνωμεν οποία ήσαν και τα προ αυτής.

10. Και ότι μεν αι Μυκήναι ήσαν μικρά πόλις, ή και αν άλλη τις των αρχαίων πόλεων δεν φαίνεται σήμερον αξία λόγου, δεν δύναται τις ωσάν από ακριβές συμπέρασμα να απιστήση διά τούτο, ότι ο στόλος δεν ήτο τοσούτος όσον περιέγραψαν αυτόν οι ποιηταί και η παράδοσις παραδέχεται. Διότι, αν ηρημούτο τώρα η πόλις των Λακεδαιμονίων και δεν απέμενον ειμή οι ναοί και τα εδάφη των οικοδομών, νομίζω ότι μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου οι μεταγενέστεροι πολύ θα εδυσπίστουν περί της δυνάμεως και της δόξης αυτών (μολονότι εκ των πέντε μερών της Πελοποννήσου τα δύο νέμονται αυτοί και άρχουσιν ου μόνον ολοκλήρου της Πελοποννήσου αλλά και πολλών εκ των έξω συμμάχων. Επειδή όμως ούτε συνωκισμένη είναι η πόλις των ούτε έχει πολυτελή ιερά και μεγαλοπρεπείς οικοδομάς, κατοικείται δε κατά κώμας κατά τον παλαιόν της Ελλάδος τρόπον, θα εφαίνετο πολύ υποδεεστέρα), αν δε οι Αθηναίοι συνέβαινε να πάθωσι το αυτό, θα ενομίζετο διπλασία η δύναμις αυτών εκ της όψεως των ερειπίων παρ' ό,τι ήτο πράγματι. Δεν είναι λοιπόν εύλογον να απιστώμεν ουδέ να αποβλέπωμεν εις την όψιν μάλλον ή εις τας δυνάμεις των πόλεων, Αλλ' οφείλομεν να θεωρώμεν την εκστρατείαν εκείνην ότι ήτο μεγίστη μεν των προ αυτής, υποδεεστέρα δε των σημερινών· εάν δε είναι ανάγκη και ενταύθα να πιστεύσωμεν εις την ποίησιν του Ομήρου, ο οποίος καθό ποιητής εμεγαλοποίησε και εκόσμησε τα γεγονότα, πάλιν ταύτα και ούτω φαίνονται υποδεέστερα. Διότι εκ των χιλίων διακοσίων πλοίων, εξ ων συνεκροτείτο ο στόλος, λέγει ότι τα μεν των Βοιωτών περιείχον εκατόν είκοσιν άνδρας, τα δε του Φιλοκτήτου πεντήκοντα, δηλών διά τούτου, ως νομίζω, τα μέγιστα και τα ελάχιστα· άλλου τουλάχιστον μεγέθους δεν έκαμε μνείαν εις τον κατάλογον των πλοίων. Εδήλωσε δε ότι πάντες ήσαν ναύται και μάχιμοι εις τα του Φιλοκτήτου πλοία· διότι έκαμε τοξότας όλους τους κωπηλάτας. Δεν φαίνεται δε πιθανόν να υπήρχε πολύ πλήρωμα εκτός των βασιλέων και των εχόντων μεγάλα αξιώματα, προκειμένου άλλως τε και να διέλθωσι το πέλαγος μετά πολεμικών σκευών και των πλοίων μη όντων καταφράκτων, αλλά κατά τον παλαιόν τρόπον επί το ληστρικώτερον εξωπλισμένων. Λαμβάνοντες λοιπόν τον μέσον όρον μεταξύ των μεγίστων και των ελαχίστων πλοίων βλέπομεν ότι δεν ήσαν πολλοί οι συνελθόντες πολεμισταί, μολονότι πεμπόμενοι από κοινού εξ απάσης της Ελλάδος.

11. Αίτιον δε τούτου ήτο όχι τόσον η ολιγανθρωπία όσον η αχρηματία. Διότι οι Έλληνες μη έχοντες πόθεν να προμηθευθούν την αναγκαίαν τροφήν, και στρατόν ολιγώτερον έφερον και τόσον, όσον ήλπιζον ότι θα ηδύναντο να διαθρέψουν εκ των λαφύρων του πολέμου. Άμα δε φθάσαντες ενίκησαν την πρώτην μάχην (το δε πράγμα είναι φανερόν& διότι πώς άλλως θα ηδύναντο να περιτειχίσωσι το στρατόπεδον;), φαίνεται δε ότι ουδέ εις τούτο μετεχειρίσθησαν όλας αυτών τας δυνάμεις, αλλά προς γεωργίαν της χερσονήσου ετράπησαν και προς την ληστείαν διά την έλλειψιν της τροφής. Τούτου ένεκα οι Τρώες βλέποντες αυτούς ούτω διεσπαρμένους αντέσχον μετά περισσοτέρας δυνάμεως επί δέκα έτη, ισόπαλοι όντες με τους διαρκώς μένοντας εις το στρατόπεδον. Εάν όμως ήρχοντο έχοντες τροφάς, μη τρεπόμενοι δε εις ληστείας και γεωργίας επολέμουν συνεχώς και όλοι ομού, ευκόλως θα ενίκων και θα εκυρίευον την πόλιν, αφού μάλιστα, όχι ηνωμένοι, αλλά με το εκάστοτε παρόν μέρος των δυνάμεων των αντείχον· εάν δ' επεχείρουν την πολιορκίαν μετά περισσοτέρας επιμονής, θα εκυρίευον την Τροίαν εις ολιγώτερον χρόνον και με ολιγώτερον κόπον. Αλλά δι' αχρηματίαν και αι προηγούμεναι επιχειρήσεις ήσαν μικρού λόγου άξιαι, και αυτή αύτη η επί Τροίαν εκστρατεία, μολονότι ονομαστοτέρα όλων των πριν γενομένων, φαίνεται εκ των έργων ότι ήτο υποδεεστέρα της φήμης, ήτις επεκράτησε μέχρι των ημερών μας ένεκα των ποιημάτων του Ομήρου.

12. Ακόμη και μετά τα Τρωικά η Ελλάς υφίστατο πολλάς μεταναστεύσεις και μετοικεσίας, ώστε μη ησυχάζουσα δεν ηδύνατο να αυξηθή. Η εκ της Τροίας επιστροφή των Ελλήνων, βραδέως γενομένη, πολλάς διήγειρε στάσεις, πολλαί δε εμφύλιοι ταραχαί συνέβαινον εις πολλάς πόλεις, συνεπεία των οποίων οι εκδιωκόμενοι μετέβαινον να κτίσωσιν άλλας. Οι σημερινοί Βοιωτοί, εξήκοντα έτη μετά την άλωσιν του Ιλίου, αναγκασθέντες υπό των Θεσσαλών να εγκαταλείψουν την Άρνην, κατώκησαν εις την σήμερον μεν Βοιωτίαν, πρότερον δε Καδμηίδα γην καλουμένην (κατωκείτο δε η χώρα αυτή και πρότερον υπό μέρους εκ των Βοιωτών τούτων, εξ ων τινες εξεστράτευσαν και εις Ίλιον), οι δε Δωριείς κατά το ογδοηκοστόν έτος κατέσχον την Πελοπόννησον μετά των Ηρακλειδών. Μόλις δε μετά μακράν περίοδον ετών ησυχάσασα εντελώς η Ελλάς και απαλλαγείσα των εμφυλίων σπαραγμών αποικίας εξέπεμψε, και εις μεν την Ιωνίαν και εις πολλάς νήσους μετέβησαν Αθηναίοι, εις δε το πλείστον μέρος της Ιταλίας και Σικελίας μετέβησαν Πελοποννήσιοι, καθώς και είς τινα μέρη της άλλης Ελλάδος. Πάντα δε ταύτα ύστερον των Τρωικών εκτίσθησαν.

13. Ότε δε έγινε δυνατωτέρα η Ελλάς και ησχολήθη πολύ μάλλον ή πρότερον περί την απόκτησιν χρημάτων, ιδρύοντο εις τας πόλεις τυραννίδες, ένεκα των αυξανομένων προσόδων (διότι πρότερον υπήρχον κληρονομικαί βασιλείαι, των οποίων τα προνόμια ήσαν ωρισμένα), και ναυτικόν παρεσκεύαζεν η Ελλάς και επεδίδετο περισσότερον εις την ναυτιλίαν. Πρώτοι δε λέγονται οι Κορίνθιοι μεταχειρισθέντες πλοία κατά πολύ προσεγγίζοντα τον σημερινόν τρόπον, και αι πρώται τριήρεις της Ελλάδος εναυπηγήθησαν εις την Κόρινθον. Φαίνεται δε ότι και διά τους Σαμίους ο Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής εποίησε τεσσάρας ναυς· παρήλθον δε έτη τριακόσια από της εποχής καθ' ην ο Αμεινοκλής ήλθεν εις τους Σαμίους μέχρι του τέλους του παρόντος πολέμου. Και η αρχαιοτάτη δε ναυμαχία από όσας γνωρίζομεν είναι η των Κορινθίων προς τους Κερκυραίους· από της ναυμαχίας δε ταύτης μέχρι του αυτού χρόνου παρήλθον έτη διακόσια εξήκοντα. Οι Κορίνθιοι κατοικούντες την επί του ισθμού πόλιν, αείποτε είχον εμπόριον, διότι οι παλαιοί Έλληνες, τόσον οι εντός της Πελοποννήσου όσον και οι έξω, συνεκοινώνουν προς αλλήλους μάλλον διά ξηράς ή διά θαλάσσης, διερχόμενοι διά της πόλεως των Κορινθίων. Και χρηματικώς δε ήσαν δυνατοί οι Κορίνθιοι, ως μαρτυρεί ο Όμηρος αποκαλέσας τον τοπον «αφνειόν» (πλούσιον). Άμα δε η ναυτιλία επεξετάθη παρά τοις Έλλησιν, οι Κορίνθιοι, κατασκευάσαντες πλοία κατέστρεφον τους πειρατάς, και, εμπορευόμενοι διττώς, κατέστησαν την πόλιν ισχυράν διά χρηματικών προσόδων. Και οι Ίωνες ύστερον απέκτησαν πολύ ναυτικόν επί Κύρου του πρώτου βασιλέως των Περσών και του υιού αυτού Καμβύσου· πολεμούντες δε προς τον Κύρον εκυριάρχησαν επί τινα χρόνον της περί αυτούς θαλάσσης. Και Πολυκράτης ο επί της βασιλείας του Καμβύσου τύραννος της Σάμου, έχων ισχυρόν ναυτικόν, κατέστησεν και άλλας νήσους υπηκόους και την Ρήνειαν κυριεύσας ανέθηκεν εις τον Δήλιον Απόλλωνα. Και οι Φωκαείς, την Μασσαλίαν οικίζοντες, ενίκησαν εν ναυμαχία τους Καρχηδονίους.

14. Τοιαύται ήσαν αι πλέον δυναταί των ναυτικών δυνάμεων. Φαίνεται δε ότι και αύται εγένοντο μετά πολλάς γενεάς ύστερον των Τρωικών και συνέκειντο εξ ολίγων μεν τριήρων, το πλείστον δε εκ πεντηκοντόρων και πλοίων μακρών ως εκείνα τα οποία είχον κατά την πολιορκίαν. Ολίγον δε προ των Μηδικών και του θανάτου του Δαρείου, ο οποίος μετά τον Καμβύσην εβασίλευσεν επί των Περσών, οι τύραννοι της Σικελίας και οι Κερκυραίοι απέκτησαν πλήθος τριήρων· αύται υπήρξαν αι τελευταίαι αξιόλογοι ναυτικαί δυνάμεις της Ελλάδος. Διότι οι Αιγινήται και οι Αθηναίοι καί τινες άλλοι είχον ολιγίστας, και ταύτας συγκειμένας ως επί το πλείστον εκ πεντηκοντόρων· πολύ αργά δε, αφού έπεισεν ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους να πολεμήσωσι προς τους Αιγινήτας και περιεμένετο η εισβολή των βαρβάρων, κατεσκεύασαν οι Αθηναίοι πλοία, διά των οποίων και εναυμάχησαν· και ταύτα όμως δεν είχον ακόμη τέλεια καταστρώματα.

15. Τα μεν λοιπόν ναυτικά των Ελλήνων τοιαύτα ήσαν κατά τους αρχαιοτέρους χρόνους και τους επομένους. Έδωκαν όμως εις εαυτούς όχι ολίγην ισχύν οι επιδοθέντες εις αυτά διά των χρηματικών προσόδων και της επί των άλλων κυριαρχίας· διότι αποβιβαζόμενοι εις τας νήσους κατελάμβανον αυτάς, εκείνοι μάλιστα όσοι δεν είχον μόνιμον χώραν. Διά ξηράς δε πόλεμος, εξ ου ηδύνατο να αποκτηθή κάποια δύναμις, ουδείς εγένετο· πάντες δε οι προγενέστεροι πόλεμοι εγένοντο προς ομόρους λαούς· και μακρινάς εκστρατείας έξω της πατρίδος των επί σκοπώ κατακτήσεως ξένων χωρών δεν επεχείρησαν οι Έλληνες. Διότι αι υποδεέστεραι πόλεις δεν συνετάσσοντο τότε προς τας μεγίστας, ουδέ πάλιν οι Έλληνες συνεισέφερον εξ ίσου όπως σχηματίσωσι κοινάς εκστρατείας, μάλλον δε προς αλλήλους οι συνορεύοντες γείτονες επολέμουν. Άπαξ μόνον κατά τον πάλαι ποτέ γενόμενον πόλεμον των Χαλκιδέων και των Ερετριέων οι Έλληνες διηρέθησαν συμμαχήσαντες με ένα εκ των δύο εμπολέμων μερών.

16. Πολλοί εκ διαφόρων μερών εύρισκον κωλύματα εις την αύξησίν των. Οι Ίωνες επί παραδείγματι είχον φθάσει εις αξιόλογον σημείον ευδαιμονίας ότε ο Κύρος, επί κεφαλής των Περσών, εκθρονίσας τον Κροίσον και καθυποτάξας όλην την μεταξύ του Άλυος ποταμού και της θαλάσσης χώραν, εξεστράτευσε κατ' αυτών και υπεδούλωσε τας εν τη ηπείρω πόλεις. Ύστερον δε ο Δαρείος, βοηθούμενος και υπό του ναυτικού των Φοινίκων, υπεδούλωσε και τας νήσους.

17. Όσοι δε τύραννοι ήσαν εις τας ελληνικάς πόλεις, έχοντες μόνον υπ' όψει τα ιδιαίτερά των συμφέροντα, ήτοι πώς να υπερασπίσωσιν εαυτούς και πώς να αυξήσωσι τον ίδιον οίκον, κατώκουν εις τας πόλεις μεθ' όσης ηδύναντο περισσοτέρας ασφαλείας και ουδέν έργον αξιόλογον έπραξαν ειμή ό,τι έκαστος επεχείρησε χωριστά εναντίον των γειτόνων του· οι τύραννοι όμως της Σικελίας απέκτησαν μεγάλην δύναμιν. Τοιουτοτρόπως δε [πανταχόθεν η Ελλάς επί πολύν χρόνον εμποδίζετο, ούτε από] κοινού πράξασα ουδέν ένδοξον, ούτε κατά πόλεις αναπτύξασα δραστηριότητά τινα.

18. Αφού οι τύραννοι των Αθηναίων και οι της άλλης Ελλάδος επί πολύ και πρότερον διοικούμενοι υπό τυράννων πλείστοι και τελευταίοι πλην των της Σικελίας κατελύθησαν υπό των Λακεδαιμονίων (διότι η Λακεδαίμων μετά την κτίσιν των σήμερον ενοικούντων αυτήν Δωριέων, καίπερ πλειότερον χρόνον πάσης άλλης γνωστής πόλεως συνταραχθείσα υπό εμφυλίων ερίδων, όμως από των παλαιοτάτων χρόνων και καλούς είχε νόμους και ήτο πάντοτε ατυράννευτος· παρήλθον δε τετρακόσια και ολίγον περισσότερα έτη μέχρι του τέλους του παρόντος πολέμου, αφ' ότου οι Λακεδαιμόνιοι κυβερνώνται υπό του αυτού πολιτεύματος, και δι αυτό ου μόνον αυτοί είναι ισχυροί, αλλά και εις τας άλλας πόλεις επιβάλλουν την θέλησίν των)· αφού λοιπόν κατελύθησαν οι τύραννοι εκ της Ελλάδος, μετά παρέλευσιν ουχί πολλών ετών εγένετο η εν Μαραθώνι μάχη μεταξύ Μήδων και Αθηναίων. Δέκα δε έτη μετ' αυτήν πάλιν ο βάρβαρος μετά μεγάλου στόλου ήλθε να υποδουλώση την Ελλάδα. Τοιούτου μεγάλου κινδύνου επικρεμασθέντος, και οι Λακεδαιμόνιοι ετέθησαν επί κεφαλής των συμπολεμησάντων Ελλήνων ως ανώτεροι κατά την δύναμιν, και οι Αθηναίοι, εισβαλόντων των Μήδων, διανοηθέντες να εγκαταλείψουν την πόλιν των και παραλαβόντες τα σκεύη των εισήλθον εις τα πλοία και εγένοντο ναυτικοί. Ολίγον ύστερον μετά την από κοινού αποδίωξιν του βαρβάρου, όσοι Έλληνες είχον αποστατήσει από του βασιλέως και όσοι είχον συμπολεμήσει μετ' αυτού συνετάχθησαν άλλοι μεν με τους Αθηναίους, άλλοι δε με τους Λακεδαιμονίους· διότι μεγίστην δύναμιν ανέπτυξαν αμφότεροι ούτοι· οι μεν ίσχυον κατά γην, οι δε κατά θάλασσαν. Και ο μεν σύνδεσμος ούτος ολίγον χρόνον διήρκεσεν, έπειτα δε οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι έχοντες διαφοράς μεταξύ των επολέμησαν μετά των συμμάχων προς αλλήλους, και εκ των άλλων Ελλήνων όσοι τυχόν εστασίαζον προς αλλήλους συνετάσσοντο προς τούτους. Ώστε από των Μηδικών μέχρι του παρόντος πολέμου πάντοτε οτέ μεν ειρηνεύοντες, οτέ δε πολεμούντες προς αλλήλους ή προς τους αποστατούντας συμμάχους των παρεσκευάσθησαν καλώς προς πόλεμον και εγένοντο εμπειρότεροι, καθό εξασκηθέντες μετά κινδύνων.

19. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι τους εαυτών συμμάχους μη έχοντες φόρου υποτελείς ήσαν ηγεμόνες, μη απαιτούντες άλλο ειμή να κυβερνώνται και ούτοι (οι σύμμαχοι) ολιγαρχικώς, οι δε Αθηναίοι του χρόνου προϊόντος παραλαβόντες τα πλοία των πόλεων, πλην των της Χίου και της Λέσβου, ήσαν ηγεμόνες επιβαλόντες εις πάντας και φόρους χρηματικούς. [Και εγένετο αυτοίς ες τόνδε τον πόλεμον η ιδία παρασκευή μείζων ως τα κράτιστά ποτε μετά ακραιφνούς της ξυμμαχίας ήνθησαν.]

20. Τα μεν λοιπόν παλαιά τοιαύτα εύρον και είναι πολύ σφαλερόν να πιστεύη τις εις παν είδος μαρτυρίας. Διότι οι άνθρωποι παραλαμβάνουν αβασανίστως παρ' αλλήλων τας φήμας των προγενεστέρων συμβάντων, και αυτών ακόμη των επιχωρίων. Ούτως ο Αθηναϊκός λαός νομίζει ότι ο Ίππαρχος ήτο τύραννος ότε εφονεύθη υπό του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, και αγνοεί ότι ο μεν Ιππίας ήτο άρχων ως πρεσβύτατος των υιών του Πεισιστράτου, ο δε Ίππαρχος και ο Θεσσαλός ήσαν αδελφοί αυτού, και ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων υποπτευθέντες ότι η ημέρα και η στιγμή της εκτελέσεως είχον μηνυθή εις τον Ιππίαν υπό τινος των συντρόφων των· απέσχον να τον κτυπήσωσι νομίζοντες αυτόν εν γνώσει όντα του μελετωμένου σχεδίου, θέλοντες όμως πριν συλληφθώσι να πράξωσί τι παράτολμον και συναντήσαντες τον Ίππαρχον περί το καλούμενον Λεωκόριον, ασχολούμενον εις τας προετοιμασίας της Παναθηναϊκής πομπής εφόνευσαν αυτόν. Πολλά δε και άλλα υπάρχουσιν ακόμη και σήμερον μη εξαλειφθέντα υπό του χρόνου από της μνήμης και των οποίων ουχί ορθήν ιδέαν έχουσιν οι άλλοι Έλληνες, ως επί παραδείγματι ότι οι βασιλείς των Λακεδαιμονίων δεν δίδουσιν έκαστος μίαν ψήφον, αλλά δύο, και ότι υπάρχει παρ' αυτοίς και ο Πιτανάτης λόχος, όστις ουδέποτε, υπήρξεν. Ούτως αμελούσιν οι πολλοί την ζήτησιν της αληθείας τρεπόμενοι μάλλον προς τας ετοίμους φήμας.

21. Εν τούτοις εκ των ειρημένων τεκμηρίων δεν κινδυνεύει τις να απατηθή παραδεχόμενος ως αληθή τα γεγονότα τα οποία ανέφερον· ας μη πιστεύη δε ούτε τους ύμνους των ποιητών οίτινες μεθ' υπερβολής αυτούς κοσμούσιν, ούτε τας διηγήσεις τας αρεστάς μάλλον εις την ακρόασιν ή αληθείς τας οποίας οι λογογράφοι συνέθεσαν περί γεγονότων ανεξελέγκτων και ως επί το πλείστον ένεκα της παλαιότητος αυτών θεωρουμένων ως απιστεύτων και μυθωδών, ας πεισθή δε ότι τα γεγονότα ταύτα ανεύρον με όσην επιμέλειαν επέτρεπεν η αρχαιότης αυτών μεταξύ των φανερωτέρων μαρτυριών. Και μολονότι οι άνθρωποι τείνουσιν εις το να θεωρούν τον επί των ημερών των πόλεμον ως μέγιστον πάντων, αφού δε παύση, να θαυμάζωσι μάλλον τους αρχαίους, μολαταύτα αρκεί να επισκοπήσωμεν τα πράγματα όπως πεισθώμεν ότι ο παρών υπήρξε πολύ ανώτερος όλων των προλαβόντων.

22. Και όσους μεν λόγους είπον έκαστοι, είτε μέλλοντες να πολεμήσουν είτε εν αυτώ τω πολέμω, δύσκολον ήτο να απομνημονεύσω αυτολεξεί, τόσον εκείνους τους οποίους εγώ αυτός ήκουσα όσον και εκείνους τους οποίους ήκουσα παρ' άλλων· εξέθεσα όμως αυτούς όπως ενόμιζον ότι συνεβιβάζοντο καλύτερα προς τα πραττόμενα, διατηρών όσον το δυνατόν ακριβέστατα την έννοιαν των αληθώς λεχθέντων· τα δε πραχθέντα εν τω πολέμω έργα δεν ετόλμησα να γράψω ερωτών τον τυχόντα ουδέ όπως ενόμιζον εγώ, αλλ' αφού εβασάνισα μεθ' όλης της δυνατής ακριβείας και εκείνα εις τα οποία εγώ αυτός παρευρέθην και εκείνα τα οποία έμαθον παρ' άλλων. Με κόπον δε ευρίσκετο η αλήθεια, διότι οι παρόντες εις έκαστον γεγονός δεν έλεγον τα αυτά περί των αυτών, αλλά καθείς συμφώνως με την συμπάθειαν ή αναλόγως της μνήμης την οποίαν είχε. Και εις μεν την ακρόασιν ίσως το μη μυθώδες αυτών φανή όχι πολύ τερπνόν· όσοι όμως θελήσωσι και τα γενόμενα να μάθωσι σαφώς και εκ τούτων να εξαγάγωσιν ωφέλιμα συμπεράσματα περί των μελλόντων ποτέ πάλιν ούτω να συμβώσι, τοιούτων όντων και παραπλησίων κατά την ανθρωπίνην φύσιν, αρκούσαν θέλουσιν έχει την ωφέλειαν. Το παρόν έργον συνεγράφη ουχί διά να αρέση προς στιγμήν εις τον αναγινώσκοντα, αλλά μάλλον διά να παραμείνη αιώνιον κτήμα.

23. Εκ δε των προτέρων έργων το μέγιστον όπερ επράχθη είναι ο Μηδικός πόλεμος, και αυτός όμως ταχύ τέλος έσχε διά δύο ναυμαχιών και δύο πεζομαχιών. Του δε παρόντος πολέμου τοιαύτη υπήρξεν η διάρκεια και τοσαύτα παθήματα υπέστη ένεκεν αυτού η Ελλάς όσα ουδέποτε άλλοτε εν ίσω διαστήματι χρόνου. Διότι ούτε τοσαύται πόλεις κυριευθείσαι ηρημώθησαν, αι μεν υπό των βαρβάρων, αι δε υπό των Ελλήνων αντιπολεμούντων (υπάρχουσι δε καί τινες αι οποίαι κυριευθείσαι μετέβαλον οικήτορας), ούτε τοσαύται φυγαί ανθρώπων, ούτε τόσοι φόνοι εις μάχας και εις εμφυλίους ταραχάς. Και αυτά τα πρότερον εκ παραδόσεως λεγόμενα, σπανίως δε διά των έργων βεβαιούμενα, κατέστησαν πιστευτά· συνέβησαν, παραδείγματος χάριν, σεισμοί ισχυρότατοι, οίτινες εξετάθησαν επί του πλείστου μέρους της γης, ηλίου εκλείψεις συνεχέστεραι παρ' όσαι παλαιόθεν μνημονεύονται, μεγάλη ξηρασία είς τινα μέρη και ένεκα ταύτης λιμός και η ουκ ολίγον βλάψασα και μέρος τι καταστρέψασα λοιμώδης ασθένεια· ταύτα πάντα ενέσκηψαν συγχρόνως μετά τούτου του πολέμου. Ήρχισαν δε αυτόν οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι διαλύσαντες τας τριακονταετείς συνθήκας, αίτινες εγένοντο μετά την άλωσιν της Ευβοίας. Τας αιτίας δε και τας διαφοράς ένεκα των οποίων διέλυσαν τας συνθήκας, ταύτας περιγράφω εν αρχή διά να μη ερωτήση τις απορών ποτε πόθεν ηγέρθη τοιούτος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων. Και η μεν αληθεστάτη πρόφασις, μη γενομένη όμως γνωστή, είναι, νομίζω, ότι οι Αθηναίοι γινόμενοι ισχυροί και φόβον εμπνέοντες εις τους Λακεδαιμονίους ηνάγκασαν αυτούς να πολεμήσωσιν· αι δε εις το φανερόν λεγόμεναι αιτίαι, ένεκα των οποίων έλυσαν τας σπονδάς και ήρχισαν τον πόλεμον, τοιαύται ήσαν εις αμφοτέρους.

24. Υπάρχει πόλις Επίδαμνος κειμένη προς τα δεξιά του εισπλέοντος εις τον Ιόνιον κόλπον· πλησίον δ' αυτής κατοικούσιν οι βάρβαροι Ταυλάντιοι, έθνος Ιλλυρικόν. Εις ταύτην την πόλιν έπεμψαν μεν αποικίαν οι Κερκυραίοι, οικιστής όμως εγένετο Φαλίος ο υιός του Ερατοκλείδου, το γένος Κορίνθιος, απόγονος του Ηρακλέους, λαβών το όνομα κατά τον παλαιόν νόμον εκ της μητροπόλεως. Κορίνθιοί τινες και άλλοι εκ της Δωρικής φυλής συνέπραξαν εις τον συνοικισμόν τούτον. Προϊόντος δε του χρόνου η πόλις των Επιδαμνίων εγένετο μεγάλη και πολυάνθρωπος. Στασιάσαντες όμως, οι κάτοικοι προς αλλήλους επί πολλά έτη, ως λέγεται, υπέφερον πολύ εκ πολέμου τινός προς τους γείτονας βαρβάρους και εστερήθησαν της περισσοτέρας των δυνάμεως. Εσχάτως δε, προ της κηρύξεως τούτου του πολέμου, οι δημοκρατικοί αυτών εξεδίωξαν τους προύχοντας, ούτοι δε απελθόντες προς τους βαρβάρους ελήστευον μετ' αυτών τους εν τη πόλει και κατά γην και κατά θάλασσαν. Οι δε εν τη πόλει μένοντες Επιδάμνιοι, επειδή επιέζοντο, πέμπουσι πρέσβεις εις Κέρκυραν καθό μητρόπολιν ούσαν, παρακαλούντες να μη τους παραβλέψη καταστρεφομένους, αλλά και προς τους εξορίστους να τους συνδιαλλάξη και τον πόλεμον των βαρβάρων να καταπαύση. Ταύτα δε παρεκάλουν καθίσαντες ικέται εις τον βωμόν της Ήρας. Οι δε Κερκυραίοι, δεν εδέχθησαν την ικεσίαν, και απέπεμψαν αυτούς απράκτους.

25. Ιδόντες δε οι Επιδάμνιοι ότι ουδεμίαν βοήθειαν ηδύναντο να περιμένωσιν από Κερκύρας ηπόρουν περί του πρακτέου, και πέμψαντες εις Δελφούς ηρώτων τον Απόλλωνα αν έπρεπε να αφιερώσωσι την πόλιν των εις τους Κορινθίους ως οικιστάς και να πειραθώσι να λάβωσι παρ' αυτών βοήθειάν τινα. Ο δε απεκρίθη εις αυτούς να παραδώσωσι την πόλιν και να αναγνωρίσωσιν αυτούς ως αρχηγούς. Τότε οι Επιδάμνιοι ελθόντες εις την Κόρινθον παρέδωκαν κατά το μαντείον την αποικίαν, αποδεικνύοντες ότι ο οικιστής αυτών ήτο εκ Κορίνθου και δηλούντες την απόκρισιν του μαντείου, και παρεκάλουν να μη τους παραβλέψωσι καταστρεφομένους, αλλά να τους βοηθήσωσιν. Οι δε Κορίνθιοι εδέχθησαν την αίτησίν των φρονούντες ότι είχον τοιούτο δικαίωμα, καθότι ενόμιζον ότι η αποικία ήτο ιδική των όσον και των Κερκυραίων, εν ταυτώ δε και ένεκα μίσους προς τους Κερκυραίους, οίτινες τους παρημέλουν καίπερ όντες άποικοι αυτών· διότι ούτε εις τας κοινάς πανηγύρεις έδιδον τα συνηθιζόμενα δώρα ούτε δι' ανδρός Κορινθίου ήρχιζον τας θυσίας, όπως έπραττον αι άλλαι αποικίαι, αλλά τους περιεφρόνουν, διότι ήσαν κατ' εκείνον τον χρόνον επίσης πλούσιοι όσον οι ευπορώτατοι των Ελλήνων, και κατά τας πολεμικάς παρασκευάς δυνατώτεροι, καυχώμενοι ενίοτε ότι πολύ υπερείχον και κατά το ναυτικόν και διότι η Κέρκυρα είχε κατοικηθή προγενεστέρως υπό των Φαιάκων φημιζομένων περί τα ναυτικά. Ένεκα τούτου δε ακόμη μάλλον κατήρτιζον το ναυτικόν των και ήσαν όχι αδύνατοι· διότι ότε ήρχισαν τον πόλεμον είχον εκατόν είκοσι τριήρεις.

26. Έχοντες λοιπόν πάντα ταύτα τα παράπονα οι Κορίνθιοι πρόθυμοι έπεμπον την βοήθειαν εις την Επίδαμνον, προσκαλούντες τον βουλόμενον να μεταβή και κατοικήση εκεί και πέμψαντες φρουρούς εξ Αμπρακιωτών και Λευκαδίων και Κορινθίων. Επορεύθησαν δε πεζή εις Απολλωνίαν, αποικίαν ούσαν των Κορινθίων, φοβούμενοι τους Κερκυραίους μήπως εμποδισθούν υπ' αυτών εάν μετέβαινον διά θαλάσσης. Οι δε Κερκυραίοι μαθόντες ότι και οικήτορες και φρουροί έφθασαν εις την Επίδαμνον και ότι η αποικία εδόθη εις τους Κορινθίους ωργίσθησαν· και πλεύσαντες ευθύς μετά εικοσιπέντε πλοίων και ύστερον μετ' άλλου στόλου επρόσταζον υβριστικώς και τους διωχθέντας να δεχθώσι (διότι ελθόντες εις Κέρκυραν οι φυγάδες των Επιδαμνίων εδείκνυον τους τάφους και παριστώντες κοινήν την καταγωγήν παρεκάλουν να τους επαναφέρουν εις την πατρίδα των) και να αποπέμψουν τους φρουρούς και τους οικήτορας, τους οποίους έπεμψαν οι Κορίνθιοι. Επειδή δε οι Επιδάμνιοι εις ουδέν εκ τούτων υπήκουον, οι Κερκυραίοι εκστρατεύουσι κατ' αυτών μετά τεσσαράκοντα πλοίων, συνεπάγοντες τους φυγάδας διά να αποκαταστήσουν αυτούς και προσλαβόντες τους Ιλλυριούς ως επικούρους. Ελθόντες δε ενώπιον της πόλεως ανήγγειλαν προηγουμένως ότι όσοι ήθελον εκ των Επιδαμνίων και των ξένων ηδύναντο να απέλθωσιν αβλαβείς, ειδεμή θα τους μετεχειρίζοντο ως εχθρούς. Επειδή δε δεν επείθοντο, οι μεν Κερκυραίοι επολιόρκουν την πόλιν κειμένην επί ισθμού.

27. Οι δε Κορίνθιοι, άμα ήλθον προς αυτούς εκ της Επιδάμνου αγγελίαι ότι πολιορκείται η πόλις, παρεσκεύαζον στρατόν και συγχρόνως ανεκοίνουν διά κηρύκων ότι ο βουλόμενος ηδύνατο να μεταβή προς αποικίαν εις την Επίδαμνον απολαύων ίσα και όμοια με τους Επιδαμνίους δικαιώματα· εάν δε τις δεν θέλη μεν να αναχωρήση αμέσως, θέλη όμως να μετάσχη της αποικίας, δύναται να μένη εις Κόρινθον καταβάλλων πεντήκοντα Κορινθιακάς δραχμάς. Ήσαν δε πολλοί και οι αναχωρήσαντες και οι τα χρήματα καταβαλόντες. Παρεκάλεσαν δε και τους Μεγαρείς να συνοδεύσωσι διά των πλοίων των τους Κορινθίους, μη τυχόν εμποδίσωσιν αυτούς οι Κερκυραίοι κατά τον διάπλουν· οι δε Μεγαρείς παρεσκεύασαν οκτώ πλοία διά να πλεύσουν ομού, και οι Παλείς της Κεφαλληνίας τέσσαρα. Παρεκάλεσαν δε και τους Επιδαυρίους, οι οποίοι παρέσχον πέντε, οι δε Ερμιονείς έν και οι Τροιζήνιοι δύο, οι δε Λευκάδιοι δέκα και οι Αμπρακιώται οκτώ. Παρά των Θηβαίων και των Φλειασίων εζήτησαν χρήματα, παρά των Ηλείων και πλοία κενά και χρήματα. Αυτοί δε οι Κορίνθιοι παρεσκεύασαν τριάκοντα πλοία και τρισχιλίους οπλίτας.

28. Άμα δε έμαθον οι Κερκυραίοι τας προπαρασκευάς, ελθόντες εις Κόρινθον μετά Λακεδαιμονίων και Σικυωνίων πρέσβεων, τους οποίους έλαβον μετ' αυτών, εζήτουν παρά των Κορινθίων να επαναφέρωσι τους εν Επιδάμνω αποσταλέντας φρουρούς και οικήτορας, καθότι ουδέν δικαίωμα είχον επί της Επιδάμνου. Εάν όμως αντιποιώνται αυτήν, ηδύναντο να υποβάλουν την υπόθεσιν εις την διαιτησίαν των Πελοποννησιακών πόλεων, τας οποίας ήθελον εκλέξει αμφότεροι· εις οιονδήποτε δε ήθελεν επιδικασθή η αποικία, εκείνος θα έμενε κύριος. Επρότεινον δε να ερωτήσουν και το μαντείον των Δελφών, και συντόμως ειπείν δεν ήθελον τον πόλεμον· άλλως θα ηναγκάζοντο και αυτοί να επιζητήσουν φίλους μη αρεστούς και άλλους παρ' εκείνους τους οποίους είχον τότε, ίνα ούτως ασφαλισθώσιν. Οι δε Κορίνθιοι απεκρίθησαν εις αυτούς ότι τότε θα σκεφθούν, όταν οι Κερκυραίοια αποσύρωσιν από της Επιδάμνου και τα πλοία και τους βαρβάρους· πριν τούτου όμως δεν εθεώρουν δίκαιον οι μεν Επιδάμνιοι να πολιορκώνται, οι δε Κορίνθιοι να δικάζωνται. Οι δε Κερκυραίοι αντέλεγον ότι θα έπραττον ταύτα, εάν και οι Κορίνθιοι επανήγον τους εν Επιδάμνω· συγκατετίθεντο μάλιστα να μένουν αμφότεροι εν ανακωχή εις τας θέσεις των έως ότου γίνη η δίκη.

29. Οι δε Κορίνθιοι ουδεμίαν των προτάσεων τούτων εδέχοντο, αλλ' επειδή τα πλοία των ήσαν ήδη πλήρη και είχον φθάσει οι σύμμαχοι, έπεμψαν πρώτον κήρυκα διά να κηρύξη τον πόλεμον εις τους Κερκυραίους και απάραντες μετά πλοίων εβδομηκονταπέντε και οπλιτών δισχιλίων έπλευσαν προς την Επίδαμνον διά να πολεμήσουν εναντίον των Κερκυραίων· εστρατήγουν δε των μεν πλοίων Αριστεύς ο Πελλίχου, Καλλικράτης ο Καλλίου και Τιμάνωρ ο Τιμάνθους, των δε πεζών Αρχέτιμος ο Ευρυτίμου και Ισαρχίδας ο Ισάρχου. Αφού δε έφθασαν εις το Άκτιον της Ανακτορίας γης, όπου υπάρχει το ιερόν του Απόλλωνος, έμπροσθεν του στομίου του Αμπρακικού κόλπου, οι Κερκυραίοι και κήρυκα έπεμψαν προς αυτούς εντός ακατίου διά να τους εμποδίση να πλεύσουν εναντίον αυτών και συγχρόνως επλήρουν τα πλοία, επιδιορθώσαντες τα παλαιά ώστε να είναι πλόϊμα και προετοιμάσαντες τα άλλα. Αφού δε ο κήρυξ επέστρεψεν ουδέν ειρηνικόν φέρων εκ μέρους των Κορινθίων, επειδή προς τούτοις τα πλοία των, ογδοήκοντα τον αριθμόν (διότι τεσσαράκοντα επολιόρκουν την Επίδαμνον), ήσαν ήδη καθ' όλα έτοιμα, πλεύσαντες εναντίον των Κορινθίων και παραταχθέντες εναυμάχησαν· και ενίκησαν οι Κερκυραίοι νίκην μεγάλην και εξωλόθρευσαν δεκαπέντε πλοία των Κορινθίων. Κατά την αυτήν δε ημέραν συνέβη να παραδοθή και η Επίδαμνος εις τους πολιορκούντας αυτήν διά συνθήκης, διά της οποίας συνεφωνήθη οι μεν ξένοι να πωληθούν, οι δε Κορίνθιοι να μείνουν αιχμάλωτοι μέχρις ου αποφασισθή άλλο τι περί αυτών.

30. Μετά δε την ναυμαχίαν οι Κερκυραίοι στήσαντες τρόπαιον επί της Λευκίμμης, ακρωτηρίου της Κερκύρας, τους μεν άλλους εκ των αιχμαλώτων τους οποίους έλαβον εφόνευσαν, τους δε Κορινθίους εκράτησαν δεσμίους. Ύστερον δε, αφού οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί των, νικηθέντες κατά θάλασσαν ανεχώρησαν εις τας πατρίδας των, οι Κερκυραίοι έμειναν κύριοι όλων εκείνων των παραλίων, και πλεύσαντες εις Λευκάδα, αποικίαν των Κορινθίων, κατηρήμωσαν τον τόπον και επυρπόλησαν την Κυλλήνην νεώριον των Ηλείων, καθότι ούτοι είχον παράσχει εις τους Κορινθίους χρήματα και πλοία. Κατά το πλείστον δε του χρόνου, μετά την ναυμαχίαν, επεκράτουν της θαλάσσης, και αποβιβαζόμενοι εις τας χώρας των συμμάχων των Κορινθίων ελεηλάτουν αυτάς, μέχρις ου οι Κορίνθιοι πέμψαντες περί τα τέλη του θέρους πλοία και στρατόν, επειδή εκακοποιούντο οι σύμμαχοί των, εστρατοπέδευσαν εις Άκτιον και περί το Χειμέριον της Θεσπρωτίδος, όπως φυλάττωσι και την Λευκάδα και τας άλλας πόλεις όσαι ήσαν φιλικαί προς αυτούς. Εστρατοπέδευον δε αντιθέτως και οι Κερκυραίοι επί της Λευκίμμης μετά πλοίων και στρατού. Μη ελθόντες δε εις ουδεμίαν σύγκρουσιν μεταξύ των, αλλά μείναντες καθ' όλον εκείνο το υπόλοιπον του θέρους απέναντι αλλήλων ανεχώρησαν επελθόντος του χειμώνος εις τα ίδια.

31. Ολόκληρον δε το μετά την ναυμαχίαν έτος και το επόμενον οι Κορίνθιοι, ωργισμένοι διά τον προς τους Κερκυραίους πόλεμον, εναυπήγουν και παρεσκεύαζον ισχυρότατον στόλον, συναθροίζοντες κωπηλάτας επί μισθώ και εκ της Πελοποννήσου και εκ της άλλης Ελλάδος. Μανθάνοντες δε οι Κερκυραίοι τας προπαρασκευάς αυτών εφοβούντο, και απεφάσισαν (επειδή μετ' ουδενός των Ελλήνων είχον συμμαχίαν ουδέ ήσαν εγγεγραμμένοι εις τας των Αθηναίων ή των Λακεδαιμονίων συνθήκας) ελθόντες προς τους Αθηναίους να συμμαχήσουν μετ' αυτών και να προσπαθήσουν να τύχωσι συνδρομής τινος. Οι δε Κορίνθιοι μαθόντες ταύτα έπεμψαν και αυτοί πρέσβεις εις τας Αθήνας, ίνα μη το ναυτικόν των Αθηναίων ενούμενον με το των Κερκυραίων γίνη εμπόδιον εις την διεύθυνσιν την οποίαν ήθελον να δώσωσιν εις τον πόλεμον. Συγκληθείσης δε εκκλησίας ήλθον αμφότερα τα μέρη εις αντιπαράστασιν. Και οι μεν Κερκυραίοι τοιαύτα είπον.

32. «Είναι δίκαιον, ώ Αθηναίοι, οι ερχόμενοι να ζητήσουν βοήθειαν παρ' άλλου καθώς πράττομεν ημείς σήμερον, χωρίς να στηρίζωνται ούτε επί μεγάλης ευεργεσίας ούτε επί προτέρας συμμαχίας, να καταδείξουν πρώτον μεν και προ πάντων ότι αι αιτήσεις των είναι συμφέρουσαι, ή τουλάχιστον όχι επιζήμιοι, έπειτα δε ότι και η ευγνωμοσύνη των θα είναι αιωνία· εάν δε εκ τούτων μηδέν φανερόν καταστήσωσι, να μη οργισθώσι διά την άρνησιν.

Οι δε Κερκυραίοι πεπεισμένοι ότι μετά της αιτήσεως της συμμαχίας ηδύναντο να σας εξασφαλίσουν ταύτα, μας απέστειλαν. Συνέπεσε δε η πολιτική ημών προς δυστυχίαν μας και κατά την κρίσιν σας να είναι παράλογος ως προς την παρούσαν ανάγκην και ασύμορφος κατά την παρούσαν στιγμήν. Διότι ουδενός γενόμενοι κατά τους προτέρους χρόνους θεληματικώς σύμμαχοι, ερχόμεθα σήμερον να ζητήσωμεν τούτο παρ' άλλων, και δι'αυτό εις τον παρόντα κατά των Κορινθίων πόλεμον είμεθα έρημοι. Και ούτω κατήντησεν η πρότερον θεωρουμένη σωφροσύνη ημών, ήτις συνίστατο εις το να μη συγκινδυνεύωμεν κατά την βούλησιν του άλλου εις ξένην συμμαχίαν, να φαίνεται σήμερον αφροσύνη και φανερά αδυναμία. Και κατά μεν την γενομένην ναυμαχίαν ημείς μόνοι απωθήσαμεν τους Κορινθίους· αλλ' επειδή ούτοι έρχονται καθ' ημών, μετά μεγαλυτέρων δυνάμεων ληφθεισών από της Πελοποννήσου και της άλλης Ελλάδος και ημείς βλέπομεν ότι είμεθα αδύνατοι να κατισχύσωμεν διά μόνων των ίδιων ημών δυνάμεων, συγχρόνως δε ότι μέγας ο κίνδυνος εάν υποκύψωμεν εις αυτούς, είναι ανάγκη να ζητήσωμεν και υμών και παντός άλλου τας επικουρίας, και συγγνώμην, διότι όχι με κακίαν αλλά μάλλον από αποτυχίαν γνώμης προβαίνομεν τολμηρώς εις διάβημα αντίθετον της προτέρας απραγμοσύνης.

33. »Η συνδρομή την οποίαν θα δώσητε εις ημάς, εάν πεισθήτε, θέλει γίνει και εις σας πολύ ωφέλιμος, πρώτον μεν διότι θα βοηθήσετε ανθρώπους αδικουμένους και ουχί βλάπτοντας ετέρους, έπειτα δε διότι δεχόμενοι ημάς καθ' ην στιγμήν διατρέχομεν τον έσχατον κίνδυνον, μας προσφέρετε χάριν την οποίαν ουδέποτε θα λησμονήσωμεν, και τέλος διότι έχομεν το μεγαλύτερον ναυτικόν μετά το ιδικόν σας. Και σκεφθήτε τις ευτυχία σπανιωτέρα, ή τις διά τους πολεμίους λυπηροτέρα παρά μία δύναμις, της οποίας την προσθήκην υμείς ηθέλετε θεωρήσει άλλοτε αξίαν πολλών χρημάτων και ευγνωμοσύνης, να έρχεται αύτη προς υμάς αφ' εαυτής, άνευ κινδύνου και δαπάνης δίδουσα εαυτήν και προσέτι φέρουσα εις υμάς την γενικήν επιδοκιμασίαν, την ευγνωμοσύνην εκείνων τους οποίους θα προστατεύσετε και την αύξησιν των δυνάμεών σας, πράγματα τα οποία εις ολίγους μόνον μέχρι τούδε, συνέπεσε να προσφερθώσι συνηνωμένα, και ολίγοι ζητούντες συμμαχίαν προσφέρουσιν εις εκείνους, των οποίων επικαλούνται την συνδρομήν, ασφάλειαν και δόξαν όχι ολιγωτέραν εκείνης την οποίαν έρχονται να λάβουν· όστις δε εξ υμών φρονεί τυχόν ότι δεν θέλει εκραγή ο πόλεμος εις τον όποιον θα σας εφαινόμεθα χρήσιμοι δεν κρίνει ορθώς και δεν αισθάνεται ότι οι Λακεδαιμόνιοι φοβούμενοι υμάς επιθυμούν τον πόλεμον, ότι οι Κορίνθιοι, πολλήν ισχύν έχουσι παρ' αυτοίς, ότι είναι εχθροί σας και ζητούν να μας προλάβουν εις την παρούσαν επιχείρησιν[ίνα μη το] μίσος μας ενώση κατ' αυτών, και ίνα μη αποτύχωσι του διττού σκοπού των, ήτοι να βλάψωσιν ημάς, και να εξασφαλίσωσιν εαυτούς. Ημέτερον δε πάλιν έργον είναι να προλάβωμεν, ημείς μεν δίδοντες, σεις δε δεχόμενοι την συμμαχίαν, και να κινήσωμεν μάλλον πρώτοι κατ' αυτών ή να περιμείνωμεν την επίθεσίν των.

34. »Εάν δε λέγωσιν ότι δεν είναι δίκαιον να δέχεσθε τους αποίκους αυτών, ας μάθωσιν ότι πάσα αποικία ευεργετουμένη μεν τιμά την μητρόπολιν, αδικουμένη δε αποξενούται· διότι οι άποικοι εκπέμπονται όχι διά να είναι δούλοι, αλλά διά να είναι ίσοι με τους μένοντας. Ότι δε μας ηδίκησαν είναι σαφές, διότι προσκληθέντες να δικασθώσι προκειμένου περί της Επιδάμνου επροτίμησαν να διεκδικήσωσι τα παράπονα των μάλλον διά του πολέμου ή διά του δικαίου. Και αυτά τα οποία πράττουν προς ημάς συγγενείς αυτών όντας ας γίνωσιν εις σας μαθήματα, ώστε μήτε δι' απάτης να παρασυρθήτε υπ' αυτών μήτε, εάν παρακαλέσωσιν ειλικρινώς, να ενδώσετε εις τας δεήσεις των· διότι ο ολιγωτέραν δεικνύων μεταμέλειαν διά τας χάριτας, τας οποίας έκαμεν εις τους εναντίους αυτός είναι και εις πληρεστέραν ασφάλειαν.

35. »Δεχόμενοι ημάς μηδενός όντας συμμάχους δεν παραβαίνετε διόλου τας μετά των Λακεδαιμονίων συνθήκας. Διότι διετυπώθη εν αυταίς ότι πάσα εκτός της συμμαχίας Ελληνίς πόλις δύναται να προσέλθη εις όντινα εκ των δύο αρέσκεται. Και είναι λυπηρόν οι μεν Κορίνθιοι να πληρώσι τα πλοία των και από των διά συνθήκης συμμάχων πόλεων και προσέτι και εκ της άλλης Ελλάδος, όχι ολίγον δε και εκ των υπηκόων σας, ημάς δε να ζητούν να εμποδίσουν από της προκειμένης συμμαχίας και από πάσης άλλης οθενδήποτε βοηθείας. Ου μόνον δε τούτο αλλά και να θεωρήσωσιν ως έγκλημα εάν σεις πεισθέντες ενδώσετε εις τας παρακλήσεις μας, ενώ εξ εναντίας ημείς μάλλον πρέπει να δυσαρεστηθώμεν εάν τας απορρίψετε· διότι ημάς μεν κινδυνεύοντας και μη όντας εχθρούς θέλετε απωθήσει, αυτούς δε εχθρούς όντας και επερχομένους ου μόνον δεν θέλετε εμποδίσει αλλά και θέλετε τοις επιτρέψει να προσλάβωσιν εκ του υμετέρου κράτους δύναμιν, το οποίον δεν είναι δίκαιον, αλλ' ή και εκείνων τους μισθοφόρους τους οποίους λαμβάνουσιν εκ της ιδικής σας χώρας πρέπει να εμποδίσετε ή και εις ημάς να πέμψετε βοήθειαν καθ' οιονδήποτε τρόπον ηθέλετε νομίσει καλόν, μάλιστα δε να μας δεχθήτε συμμάχους εις το φανερόν. Πολλά δε είναι, ως εν αρχή είπομεν, τα συμφέροντα τα οποία σας δεικνύομεν, και το μέγιστον ότι έχομεν τους αυτούς πολεμίους (το οποίον είναι ασφαλεστάτη εγγύησις), ούτοι δε είναι όχι ασθενείς, αλλ' ικανοί να βλάψουν τους απ' αυτών αποσπασθέντας· ναυτικής δε ούσης και ουχί ηπειρωτικής της προσφερο[μένης συμμαχίας] δεν είναι αδιάφορος η αποποίησις αυτής· αλλά μάλιστα, εάν μεν δύνασθε, δεν πρέπει να επιτρέψετε εις κανένα να έχη πλοία, εάν δε δεν δύνασθε, τότε πρέπει, να έχετε φίλον τον έχοντα ισχυρότατον ναυτικόν.

36. »Και όστις από σας νομίζει ότι αυτά τα οποία λέγομεν είναι μεν συμφέροντα, φοβείται δε μήπως πειθόμενος λύση τας σπονδάς, ας μάθη ότι ο φόβος του στηριζόμενος επί της ισχύος θα φοβίση μάλλον τους εναντίους, ενώ τανάπαλιν το θάρρος του, αν δεν δεχθή ημάς, επειδή θα είναι ασθενές, ολιγώτερον θα φοβίση εχθρούς οίτινες έχουσιν ισχύν, και προσέτι ότι σήμερον διασκέπτεται ολιγώτερον περί της Κερκύρας ή περί των Αθηνών, και ότι δεν εννοεί καλώς τα συμφέροντα της πατρίδος του, όταν απέναντι επικειμένου και σχεδόν παρόντος πολέμου, αποβλέπων εις την παρούσαν στιγμήν, διστάζη να προσλάβη δύναμιν, ήτις συνοδευομένη με τα μέγιστα επακολουθήματα δύναται να αποβή ωφέλιμος ή εναντία. Διότι κειμένη εις θέσιν πρόσφορον κατά τον προς την Ιταλίαν και την Σικελίαν παράπλουν δύναται να εμποδίζη το εκείθεν προς βοήθειαν των Πελοποννησίων πεμπόμενον ναυτικόν καθώς και το εντεύθεν προς τα εκεί, και κατά πολλά δε άλλα το πράγμα είναι συμφερώτατον. Από την εξής δε βραχυτάτην περίληψιν και εν γένει και εν μέρει, θέλετε μάθει ότι δεν πρέπει να μας εγκαταλείψετε· τρεις είναι αι άξιαι λόγου ναυτικαί δυνάμεις των Ελλήνων, η ιδική σας, η ιδική μας και η των Κορινθίων· εάν αφήσετε να ενωθώσιν αι δύο τούτων και προκαταλάβωσιν ημάς οι Κορίνθιοι, τότε θα έχετε να ναυμαχήσετε κατά των Κερκυραίων συγχρόνως και των Πελοποννησίων· δεχόμενοι δε ημάς θα πολεμήσετε προς αυτούς με τα πλοία σας ενισχυόμενα διά των ιδικών μας». Τοιαύτα μεν είπον οι Κερκυραίοι, μετ' αυτούς δε οι Κορίνθιοι είπον τα εξής.

37. »Επειδή οι Κερκυραίοι ούτοι όχι μόνον διά να τους δεχθήτε ωμίλησαν αλλά και διά να δείξουν ότι ημείς τους αδικούμεν και αυτοί ουχί δίκαια πολεμούνται, νομίζομεν αναγκαίον και ημείς να εξετάσωμεν πρώτον αμφότερα ταύτα· και έπειτα να προβώμεν και εις τα λοιπά, ίνα και την εκ μέρους ημών δικαίαν απαίτησιν ασφαλέστερον γνωρίσετε, και την παράκλησιν αυτών ουχί απερισκέπτως αποκρούσητε. Λέγουσι λοιπόν ότι εκ φρονήσεως ουδενός την συμμαχίαν εδέχθησαν ακόμη· τούτο όμως έπραξαν μάλλον διά να κακουργώσι παρά από αρετήν, διότι δεν ήθελον να έχουν ούτε σύμμαχόν τινα εις τα αδικήματα, ούτε μάρτυρα, ούτε να αισχύνωνται διά τας απορρίψεις των αιτήσεών των. Συγχρόνως δε επειδή η πόλις των κείται εις πρόσφορον θέσιν, δίδει εις αυτούς την εξουσίαν ώστε να γίνωνται αυτοί μάλλον, παρά σύμφωνα με συνθήκας, δικασταί των αδικημάτων τα οποία πράττουσιν εις άλλους· καθότι σπανιώτατα εκπλέοντες προς τους άλλους δέχονται πολλούς εξ ανάγκης καταπλέοντας εις τον λιμένα των. Και εκ τούτου η εύσχημος από των σπονδών αποχή, ουχί διά να μη λαμβάνωσι μέρος εις τας αδικίας των άλλων αλλά διά να αδικούν αυτοί μόνοι, και εκεί μεν όπου υπερισχύουν μεταχειρίζωνται βίαν, εκεί δε όπου μένουν απαρατήρητοι υπερτερούν, αν δε οικειοποιηθούν τι μη έχουν αισχύνην. Αν ήσαν τωόντι άνδρες αγαθοί, ως λέγουν, όσω μάλλον εξησφαλισμένοι ήσαν από των προσβολών των άλλων, τόσω μάλλον θα ηδύναντο να κάμνουν καταφανεστέραν την αρετήν των, συναλλασσόμενοι κατά το δίκαιον.

38. »Αλλ' ούτε προς τους άλλους ούτε προς ημάς είναι τοιούτοι, άποικοι δε όντες ημών πάντοτε αντέστησαν εις ημάς και τώρα μας πολεμούν, προφασιζόμενοι ότι δεν επέμφθησαν εις αποικίαν διά να κακοπαθούν. Ημείς δε λέγομεν ότι δεν απωκίσαμεν αυτούς διά να μας υβρίζουν, αλλά διά να μας θεωρούν ηγεμόνας των και μας αποδίδουν τας προσηκούσας τιμάς. Αι άλλαι αποικίαι τιμώσιν ημάς, και τα μάλιστα αγαπώμεθα υπό των αποίκων· εάν λοιπόν αρέσκωμεν εις τους περισσοτέρους, είναι φανερόν ότι αδίκως απαρέσκομεν εις τούτους μόνους, ουδέ θα τους επολεμούμεν έξω του πρέποντος εάν δεν ηδικούμεθα υπερβαλλόντως. Και επί τη υποθέσει όμως ότι εσφάλαμεν, καλόν μεν εις αυτούς ήθελεν είσθαι εάν υπεχώρουν εις την ημετέραν οργήν, αισχρόν δ' εις ημάς εάν μετεχειριζόμεθα την βίαν κατά της ανεξικακίας αυτών· διά της υπεροψίας των όμως και της ύβρεως της προερχομένης υπό του πλούτου διέπραξαν πολλάς αδικίας προς ημάς, και εσχάτως ότε η εις ημάς ανήκουσα Επίδαμνος έπασχε δεν την εβοήθουν, ότε όμως ημείς εδράμομεν εις βοήθειάν της κατέλαβον αυτήν διά της βίας και την κρατούσι.

39. »Λέγουν δε ότι ήσαν έτοιμοι να υποβληθώσι πρότερον εις δίκην. Εις τούτο αποκρινόμεθα ότι η δικαιοσύνη δεν φαίνεται να τηρήται υπ' εκείνου όστις λαμβάνει εκ των προτέρω τας προφυλάξεις του, αλλά υπ' εκείνου όστις, πριν διαγωνισθή, καθιστά ίσον τον άλλον και εις τα έργα ομοίως και εις τους λόγους. Ούτοι δε, ουχί πριν πολιορκήσουν την Επίδαμνον, αλλ' ότε παρετήρησαν ότι δεν θα εμένομεν αδιάφοροι προέτειναν την εύσχημον πρόφασιν της διαιτησίας· έπειτα δε, μετά τας εκεί διαπραχθείσας αδικίας, έρχονται και εδώ προσκαλούντες υμάς ουχί να συμμαχήσετε μετ' αυτών, αλλά να συναδικήτε και να τους δεχθήτε ενώ είναι εχθροί ημών· έπρεπεν, ότε ήσαν ασφαλέστατοι, τότε να προσέλθουν πλησίον σας και όχι καθ' ην στιγμήν ημείς μεν ηδικήθημεν αυτοί δε κινδυνεύουν. Μη λαβόντες πρότερον μέρος εις την δύναμίν των δεν πρέπει να τοις παράσχητε σήμερον την βοήθειαν, καθότι μείναντες μέχρι τούδε αμέτοχοι εις τα ανομήματά των θέλετε όμως ομοίαν κατηγορίαν λάβει από ημάς. Έπρεπε προ πολλού να έχετε κοινάς τας δυνάμεις ίνα έχετε μετ' αυτών κοινά και τα αποτελέσματα.

40. »Ότι δε ημείς μεν ήλθομεν προς υμάς δίκαια παράπονα έχοντες, αυτοί δε ότι είναι βίαιοι και πλεονέκται, απεδείχθη ήδη· ότι δε δικαίως δεν πρέπει να δεχθήτε αυτούς, τούτο πρέπει να μάθετε. Διότι εάν εγράφη εις τας συνθήκας ότι επιτρέπεται εις τας μη μετασχούσας των συνθηκών πόλεις να ενωθώσι με οποίον εκ των δύο ήθελον, ο όρος ούτος εγράφη ουχί δι' εκείνους οίτινες έρχονται με σκοπόν να βλάψουν τους άλλους, αλλά δι' εκείνους οίτινες, μη στερούντες άλλους της συμμαχίας των, έχουν ανάγκην ασφαλείας και οίτινες φέρουν προς εκείνους οίτινες ήθελον έχει την φρόνησιν να τους δεχθούν ουχί πόλεμον αλλ' ειρήνην· το οποίον τώρα θα πάθετε και υμείς εάν δεν μας ακούσετε. Διότι όχι μόνον επίκουροι αυτών θα γίνετε, αλλά και εχθροί ημών αντί συμμάχων. Και αναγκαίως εάν ενωθήτε μετ' αυτών, δεν θα δυνηθώμεν να τους πολεμήσωμεν χωρίς να πολεμήσωμεν και σας. Εάν είσθε δίκαιοι, μάλιστα μεν πρέπει να μείνετε ουδέτεροι, ειδεμή, τουναντίον πρέπει να βαδίσετε κατ' αυτών μεθ' ημών (διότι με τους Κορινθίους μεν συνδέεσθε διά συνθήκης, με τους Κερκυραίους δε ουδέποτε ουδέ ανακωχήν συνωμολογήσατε), και να μη καθιερώσετε τον νόμον να δέχεται τις εκείνους οίτινες αποσπώνται από τους άλλους. Διότι ουδ' ημείς ότε οι Σάμιοι επανεστάτησαν εδώκαμεν ψήφον εναντίον υμών, αν και οι άλλοι Πελοποννήσιοι εδιχοψήφισαν, αν πρέπει να βοηθήσωσιν αυτούς, φανερά δε αντείπομεν ότι ο καθείς πρέπει να τιμωρή τους ιδικούς του συμμάχους. Εάν λοιπόν τους κακόν τι πράττοντας δεχόμενοι βοηθήσετε, τότε θα ιδήτε και όχι ολίγους εκ των συμμάχων σας ερχομένους προς ημάς, και τον νόμον τον οποίον καθιερώσατε πολύ περισσότερον βλάπτοντα σας παρά ημάς.

41. »Και τοιαύτα μεν δικαιώματα έχομεν απέναντι υμών ικανά κατά τους νόμους των Ελλήνων, συμβουλεύομεν δε και αξιούμεν την εξής χάριν· επειδή δεν είμεθα ούτε εχθροί διά να σας βλάψωμεν, ούτε φίλοι διά να κάμωμεν κατάχρησιν της φιλίας σας, ζητούμεν να μας ανταποδώσετε σήμερον παλαιάν ευεργεσίαν. Ότε άλλοτε, κατά τον προς τους Αιγινήτας πόλεμον, προ των Μηδικών, σας έλειψαν μακρά πλοία, ελάβετε παρά των Κορινθίων είκοσιν· αυτή δε η ευεργεσία και η κατά τα Σαμιακά, οπότε εξ αιτίας ημών οι Πελοποννήσιοι δεν εβοήθησαν τους Σαμίους, κατέστησαν εις σας δυνατόν τους μεν Αιγινήτας να νικήσετε, τους δε Σαμίους να τιμωρήσετε. Ταύτα δε εγένοντο εις καιρούς καθ' ους οι άνθρωποι όλως παραδομένοι εις την καταδίωξιν των ιδίων εχθρών τα πάντα παραβλέπουν εκτός της νίκης· φίλον νομίζουν τον υπηρετούντα, έστω και αν ήτο ούτος πρότερον εχθρός, πολέμιον δε τον ανθιστάμενον, έστω και αν τύχη να είναι φίλος των. Και αυτάς δε τας οικιακάς των υποθέσεις παραμελούν διά να ευχαριστήσουν το στιγμιαίον αυτών πάθος.

42. «Συλλογισθήτε αυτά τα οποία είπομεν, και εάν τις νεώτερος μάθη ταύτα παρά των πρεσβυτέρων ας επιμείνη να αποδοθή και εις ημάς ομοία χάρις, και μη νομίση ότι σύμφωνοι μεν προς το δίκαιον είναι οι λόγοι ούτοι, τα δε συμφέροντα, εν περιπτώσει πολέμου, είναι άλλα. Εκεί όπου τα σφάλματα είναι μικρότερα, το συμφέρον είναι μεγαλύτερον και η μέλλουσα έκβασις του πολέμου, διά του οποίου σας φοβερίζουν οι Κερκυραίοι και σας παρακινούν προς αδικίαν, είναι ακόμη αφανής, και δεν είναι άξιον, παρακινούμενοι υπό του αδήλου μέλλοντος, να επισύρετε εκ μέρους των Κορινθίων βεβαίαν και άμεσον έχθραν. Είναι φρονιμώτερον να ελαττώσετε τας δυσπιστίας αίτινες υπήρχαν προηγουμένως ένεκα των Μεγαρέων διότι η τελευταία χάρις εγκαίρως γινομένη, έστω και ελαχίστη, δύναται να εξαλείψη μεγάλην αδικίαν. Ουδέ πρέπει να δελεασθήτε εκ της προσφοράς μεγάλης ναυτικής συμμαχίας· επειδή το να μη αδική τις τους ομοίους είναι πολύ ισχυροτέρα δύναμις ή να υπερισχύση εν μέσω των κινδύνων παρασυρόμενος υπό του πρόχειρα και κατά πρώτον παρουσιαζομένου συμφέροντος.

43. »Επειδή δε περιεπέσαμεν εις την αυτήν περίπτωσιν διά την οποίαν είπομεν άλλοτε εις τους Λακεδαιμονίους ότι έκαστος έχει το δικαίωμα ο ίδιος να τιμωρή τους εαυτού συμμάχους, περιμένομεν σήμερον παρ' υμών το αυτό και όχι να βλαφθώμεν εκ της ψήφου σας ενώ υμείς ωφελήθητε εκ της ημετέρας. Ανταποδώσατε λοιπόν εις ημάς τα ίσα, σκεπτόμενοι ότι αυτή είναι η περίστασις κατά την οποίαν ο ευνοών ημάς γίνεται τα μάλιστα φίλος, ενώ ο εναντιούμενος τα μάλιστα εχθρός. Τούτους δε τους Κερκυραίους ούτε συμμάχους πρέπει να δεχθήτε εν' όσω ημείς δεν το θέλομεν, ούτε να τους βοηθήσετε αδικούντας. Ταύτα ποιούντες και τα καθήκοντα σας θέλετε εκπληρώσει και τα προσφιλέστερά σας συμφέροντα θέλετε υπηρετήσει». Τοιαύτα δε και οι Κορίνθιοι είπον.

44. Οι δε Αθηναίοι άμα ήκουσαν τους λόγους αμφοτέρων συνεκάλεσαν δις τον λαόν εις εκκλησίαν. Και εις μεν την πρώτην ο λόγος των Κορινθίων εγένετο όχι ολιγώτερον ευπρόσδεκτος του των Κερκυραίων, κατά δε την δευτέραν μετέβαλον γνώμην και απεφάσισαν με τους Κερκυραίους μεν να μη συμμαχήσωσιν ώστε να έχουν μετ' αυτών κοινούς τους φίλους και τους εχθρούς (διότι, εάν οι Κερκυραίοι τους υπεχρέουν να συμπλεύσουν κατά της Κορίνθου, τότε θα ελύοντο αι μετά των Πελοποννησίων σπονδαί), αλλά να συνδέσουν επιμαχίαν όπως βοηθούν αλλήλους εναντίον εκείνου όστις είτε την Κέρκυραν ήθελε προσβάλει, είτε τας Αθήνας, είτε τινά εκ των συμμάχων των. Διότι ησθάνοντο καλώς ότι οπωσδήποτε ήθελεν εκραγή ο προς τους Πελοποννησίους πόλεμος, και ήθελον να μη εγκαταλείψουν εις τους Κορινθίους την Κέρκυραν τοσούτον ναυτικόν έχουσαν, αλλά μάλλον να φέρουν αυτούς τους δύο λαούς εις όσην περισσοτέραν ηδύναντο σύγκρουσιν προς αλλήλους, ίνα οι Αθηναίοι δυνηθούν εν ανάγκη να καταπολεμήσουν τους Κορινθίους και τους άλλους τους έχοντας ναυτικόν όταν γίνουν ασθενέστεροι. Συγχρόνως δε η νήσος της Κερκύρας εφαίνετο εις αυτούς πρόσφορα κειμένη εις τον προς Ιταλίαν και Σικελίαν παράπλουν.

45. Τοιούτος ήτο ο σκοπός των Αθηναίων δεχομένων τους Κερκυραίους, ολίγον δε μετά την αναχώρησιν των Κορινθίων έπεμψαν βοήθειαν εις τους Κερκυραίους δέκα πλοία επί των οποίων ήσαν στρατηγοί Λακεδαιμόνιος ο Κίμωνος, Διότιμος ο Στρομβίχου και Πρωτέας ο Επικλέους. Προσέταξαν δε αυτούς να μη ναυμαχήσουν προς τους Κορινθίους, εκτός εάν ούτοι θελήσουν να πλεύσουν κατά της Κερκύρας και πρόκειται να αποβιβασθούν εις την νήσον ή είς τινα λιμένα αυτής· εις ταύτην μόνον την περίπτωσιν ώφειλον να τους εμποδίσουν διά παντός τρόπου. Προσέταξαν δε ταύτα ίνα μη λύσουν τας μετά των Λακεδαιμονίων σπονδάς. Και τα μεν πλοία φθάνουν εις την Κέρκυραν.

46. Οι δε Κορίνθιοι, επειδή παρεσκευάσθησαν, έπλευσαν κατά της Κερκύρας μετά πλοίων εκατόν πεντήκοντα. Εκ τούτων δέκα μεν ήσαν των Ηλείων, δώδεκα δε των Μεγαρέων και δέκα των Λευκαδίων, εικοσιεπτά δε των Αμπρακιωτών και έν των Ανακτορίων, αυτών δε των Κορινθίων ενενήκοντα. Και εκάστη μεν εκ των πόλεων όσαι έστειλαν πλοία είχε τον ίδιον στρατηγόν, οι δε Κορίνθιοι είχον Ξενοκλείδην τον Ευθυκλέους μετά τεσσάρων άλλων. Αφού δε έφθασαν εις την απέναντι της Κερκύρας ήπειρον πλέοντες από της Λευκάδος, προσορμίζονται εις το Χειμέριον της Θεσπρωτίδος. Είναι δε τούτο λιμήν, και πόλις άνωθεν αυτού κείται μακράν της θαλάσσης, η εν τη Ελαιάτιδι της Θεσπρωτίδος Εφύρη. Παρ' αυτήν εκβάλλει εις την θάλασσαν η Αχερουσία λίμνη· διά δε της Θεσπρωτίδος ρέων ο ποταμός Αχέρων εισβάλλει εις την λίμνην ταύτην και δίδει εις αυτήν το όνομά του· ρέει δε και ο Θύαμις ποταμός, διαχωρίζων την Θεσπρωτίδα από της Κεστρίνης· μεταξύ δε των δύο τούτων ποταμών προβάλλει το ακρωτήριον Χειμέριον. Οι μεν Κορίνθιοι λοιπόν προσορμίζονται εις το μέρος τούτο της ηπείρου και στρατοπεδεύονται.

47. Οι δε Κερκυραίοι, άμα έμαθον ότι επλησίαζον οι Κορίνθιοι, εξοπλίσαντες εκατόν δέκα ναυς, των οποίων ήρχε Μεικιάδης και Αισιμίδης και Ευρύβατος, εστρατοπέδευσαν εν μια των νήσων, αίτιτες καλούνται Σύβοτα· ήλθον επίσης εκεί και αι δέκα Αττικαί. Το πεζικόν αυτών και χίλιοι οπλίται βοηθοί Ζακύνθιοι ήσαν επί του ακρωτηρίου της Λευκίμμης. Είχον δε και οι Κορίνθιοι επίσης πολλούς εκ των βαρβάρων βοηθούς εν τη ηπείρω· διότι οι εν αυτή ηπειρώται πάντοτε διετέλεσαν φίλοι αυτών.

48. Ότε δε οι Κορίνθιοι παρεσκευάσθησαν, λαβόντες τριών ημερών τροφάς έπλευσαν ανοικτά διά νυκτός από του Χειμερίου απόφασιν έχοντες να ναυμαχήσουν. Και ενώ έπλεον είδον περί την χαραυγήν εις το πέλαγος τα πλοία των Κερκυραίων ερχόμενα εναντίον των. Άμα δε είδον αλλήλους, αντιπαρετάσσοντο επί μεν το δεξιόν κέρας των Κερκυραίων τα πλοία των Αθηναίων, το δε άλλο κατείχον αυτοί οι Κερκυραίοι, διαιρέσαντες τον στόλον εις τρεις μοίρας, και δώσαντες την αρχηγίαν εκάστης εις ένα εκ των τριών στρατηγών. Και ούτω μεν παρετάχθησαν οι Κερκυραίοι· εις δε τους Κορινθίους το μεν δεξιόν κέρας κατείχον τα Μεγαρικά πλοία και τα Αμπρακιωτικά, το μέσον οι άλλοι σύμμαχοι, ιδιαιτέρως έκαστος, το δε αριστερόν κέρας αυτοί οι Κορίνθιοι μετά των ευκινητοτέρων πλοίων· ούτω δε ευρίσκοντο απέναντι των Αθηναίων και του δεξιού κέρατος των Κερκυραίων.

49. Ότε δε υψώθησαν εκατέρωθεν τα σήματα, συνεπλάκησαν και εναυμάχουν, πολλούς μεν οπλίτας έχοντες αμφότεροι επί των καταστρωμάτων, πολλούς δε και τοξότας και ακοντιστάς, ανεπιτηδείως εισέτι και κατά τον αρχαίον τρόπον παρεσκευασμένους. Ήτο δε η ναυμαχία επίμονος, ουχί όμως και τεχνική, και ωμοίαζε μάλλον προς πεζομαχίαν. Επειδή, άμα προσέβαλλον αλλήλους, δεν απεχωρίζοντο ευκόλως ου μόνον ένεκα του μεγάλου πλήθους και της συγχύσεως των πλοίων, αλλά και διότι περισσοτέρας ελπίδας είχον να νικήσουν διά των επί του καταστρώματος οπλιτών, οίτινες σταθερώς εμάχοντο ακινητούντων των πλοίων. Ναυτικοί χειρισμοί πλοίων δεν ήτο δυνατόν να γίνουν, ώστε εμάχοντο μετά πλειοτέρου θάρρους και δυνάμεως ή επιστήμης. Πανταχού λοιπόν επεκράτει πολύς θόρυβος, και ταραχώδης ήτο η ναυμαχία, καθ' ην αι Αττικαί νήες προστρέχουσαι όπου έβλεπον τους Κερκυραίους πιεζομένους, φόβον μεν ενέπνεον εις τους εναντίους, δεν επολέμουν όμως διότι οι στρατηγοί εφοβούντο τας διαταγάς των Αθηναίων. Προ πάντων δε έπαθε δεινώς το δεξιόν κέρας των Κορινθίων· διότι οι Κερκυραίοι τρέψαντες αυτό εις φυγήν δι' είκοσι πλοίων των το κατεδίωξαν εις την ήπειρον, και πλεύσαντες μέχρι του στρατοπέδου αυτών και αποβιβασθέντες εις την ξηράν έκαυσαν τας εγκαταλελειμμένας σκηνάς και διήρπασαν τα χρήματα. Εις τούτο λοιπόν το μέρος οι μεν Κορίνθιοι και οι σύμμαχοι αυτών ενικώντο, οι δε Κερκυραίοι επεκράτουν· εις το μέρος όμως όπου ήσαν αυτοί οι Κορίνθιοι, ήτοι εις το αριστερόν, εκεί ενικήθησαν οι Κερκυραίοι οι οποίοι όντες εξ αρχής υποδεέστεροι κατά τον αριθμόν των πλοίων εστερούντο κατ' εκείνην την στιγμήν της βοηθείας των προς καταδίωξιν πεμφθέντων είκοσι πλοίων. Οι δε Αθηναίοι βλέποντες τους Κερκυραίους πιεζομένους εβοήθουν αυτούς μάλλον ανεπιφυλάκτως, κατ' αρχάς μεν απέχοντες πάσης επιθέσεως· αλλ' άμα η τροπή έγινε τελεία, και οι Κορίνθιοι ήρχισαν την καταδίωξιν, τότε όλοι μετέσχον εις το έργον και δεν διεκρίνετο πλέον τίποτε, αλλ' εξ ανάγκης συνεπλάκησαν προς αλλήλους οι Κορίνθιοι και οι Αθηναίοι.

50. Γενομένης δε της τροπής, οι Κορίνθιοι δεν εφρόντισαν να ανασύρουν εκ του ύδατος τα σκάφη των πλοίων τα οποία είχον βυθίσει, αλλά λαβόντες διαφόρους διευθύνσεις ησχολήθησαν μάλλον εις την σφαγήν των ανδρών παρά επί την αιχμαλώτισιν αυτών· και τους εαυτών φίλους, αγνοούντες την ήτταν ην υπέστη το δεξιόν αυτών κέρας, εφόνευον χωρίς να το αντιλαμβάνωνται. Επειδή δε είχον αμφότερα τα μέρη πολλά πλοία, και επειδή ταύτα κατείχον μεγάλην έκτασιν της θαλάσσης, συνέβη ώστε κατά την συμπλοκήν να μη διακρίνωνται ευκόλως οι νικώντες και οι ηττώμενοι. Η ναυμαχία δε αύτη, ένεκα του αριθμού των πλοίων, υπήρξεν η σημαντικωτέρα πασών όσας μέχρι της εποχής εκείνης έκαμον Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Αφού δε κατεδίωξαν τους Κερκυραίους οι Κορίνθιοι μέχρι της ξηράς, ετράπησαν προς τα ναυάγια και τους νεκρούς αυτών· και ευρόντες τους πλείστους εκόμισαν εις τα Σύβοτα, ένθα υπήρχεν ο κατά γην στρατός των επικουρικών βαρβάρων· είναι δε τα Σύβοτα λιμήν έρημος της Θεσπρωτίδος. Τούτο πράξαντες και συναθροισθέντες πάλιν ώρμησαν κατά των Κερκυραίων. Ούτοι δε φοβηθέντες μη οι Κορίνθιοι πειραθούν ν' αποβώσιν εις την νήσον των αντεπεξήλθαν μετά των πλοίων άτινα ήσαν εις καλήν κατάστασιν ενώσαντες εις αυτά το επίλοιπον του στόλου και τας Αττικάς ναυς. Ήδη δε ήτο αργά και ήρχιζεν ο παιάν της επιθέσεως, ότε οι Κορίνθιοι έστρεψαν απροόπτως πρύμναν ιδόντες προχωρούσας είκοσι ναυς των Αθηναίων, τας οποίας, κατόπιν των δέκα, εξέπεμψαν εις βοήθειαν οι Αθηναίοι φοβηθέντες (όπερ εγένετο) μήπως νικηθούν οι Κερκυραίοι και δεν αρκέσουν προς υπεράσπισίν των αι πρώται δέκα.

51. Ταύτας λοιπόν ιδόντες πρώτοι οι Κορίνθιοι και υποπτευθέντες ότι ήσαν πλειότεραι παρ' όσαι εφαίνοντο ήρχισαν να οπισθοχωρώσιν. Αλλ' οι Κερκυραίοι, ως εκ του μη καταλλήλου της θέσεώς των, δεν τας έβλεπον και εθαύμαζον διά την υποχώρησιν των Κορινθίων, μέχρις ου τινες ιδόντες είπον ότι ήσαν πλοία προχωρούντα. Τότε και αυτοί ανεχώρουν, διότι ήρχιζεν ήδη να γίνεται σκότος και οι Κορίνθιοι διά της αναχωρήσεως των έδωκαν τέλος εις την μάχην. Ούτω τα δύο μέρη απεχωρίσθησαν και η ναυμαχία ετελείωσε κατά την νύκτα. Ενώ δε οι Κερκυραίοι ήσαν εστρατοπεδευμένοι πλησίον της Λευκίμμης, τα είκοσι εκείνα πλοία των Αθηνών των οποίων ήρχε Γλαύκων ο Λεάγρου και Ανδοκίδης ο Λεωγόρου, προχωρούντα διά των νεκρών και των συντριμμάτων, έφθανον εις το στρατόπεδον όχι πολύ μετά την εμφάνισίν των. Οι δε Κερκυραίοι, επειδή ήτο νυξ, κατ' αρχάς μεν εφοβήθησαν μήπως ήσαν εχθρικά, έπειτα όμως τα ανεγνώρισαν και ηγκυροβόλησαν.

52. Την δε επομένην πλεύσασαι ανοικτά εις το πέλαγος αι τριάκοντα Αττικαί νήες και όσαι των Κερκυραίων ήσαν αβλαβείς, διηυθύνθησαν προς τον εν τοις Συβότοις λιμένα, όπου ήσαν ηγκυροβολημένοι οι Κορίνθιοι, θέλοντες να γνωρίσωσιν αν ούτοι εσκόπουν να ναυμαχήσωσιν. Αλλ' οι Κορίνθιοι ελκύσαντες προς την ξηράν τα πλοία των και παρατάξαντες αυτά εις τον όρμον ησύχαζον, ουδόλως σκεπτόμενοι ν' αρχίσουν εκουσίως, την ναυμαχίαν, αφού έβλεπον τούτο μεν ότι ήλθον πλοία εξ Αθηνών τα οποία ήσαν ανέπαφα, τούτο δε διότι προέκυψαν εις αυτούς πολλαί δυσχέρειαι, τόσον περί την φύλαξιν των αιχμαλώτων τους οποίους είχον εις τα πλοία, όσον και περί την επισκευήν των πλοίων των αδύνατον ούσαν εν τόπω ερήμω· μάλλον δε διεσκέπτοντο πώς να επιστρέψουν εις τα ίδια φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι νομίσαντες τας συνθήκας διαλυμένας, διότι συνεπλάκησαν, δεν τους αφήσουν ν' αποπλεύσουν.

53. Απεφάσισαν λοιπόν επιβιβάσαντες άνδρας εις ακάτιον να πέμψωσιν αυτούς άνευ κηρυκείου προς τους Αθηναίους διά να εννοήσουν τους σκοπούς των. Και πέμψαντες έλεγον τα εξής, «Αδίκως φέρεσθε, ώ Αθηναίοι, αρχόμενοι του πολέμου και λύοντες τας συνθήκας· διότι εις ημάς θέλοντας να τιμωρήσωμεν τους εχθρούς μας ίστασθε εμπόδιον και εγείρετε όπλα. Εάν δε σκοπεύετε να μας εμποδίσετε να πλεύσωμεν κατά της Κερκύρας ή όπου αλλαχού θέλομεν, λύσατε τας συνθήκας και ημάς πρώτους συλλαβάντες μεταχειρισθήτε ως πολεμίους». Και οι μεν απεσταλμένοι ταύτα είπον· όσοι δε εκ του στρατοπέδου των Κερκυραίων ήκουσαν ανεβόησαν ευθύς να συλλάβουν και φονεύσουν αυτούς, αλλ' οι Αθηναίοι απεκρίθησαν τα εξής. «Ούτε αρχίζομεν τον πόλεμον, ώ άνδρες Πελοποννήσιοι, ούτε λύομεν τας συνθήκας, αλλ' ήλθομεν προς βοήθειαν των Κερκυραίων τούτων, οίτινες είναι σύμμαχοι ημών. Και εάν μεν θέλετε να μεταβήτε αλλαχού, δεν σας εμποδίζομεν· εάν δε θέλετε να πλεύσετε κατά της Κερκύρας ή τινος εξαρτήματος αυτής, δεν θα επιτρέψωμεν τούτο, εφ' όσον είναι εις ημάς δυνατόν»,

54. Ότε τοιαύτα απεκρίθησαν οι Αθηναίοι, οι μεν Κορίνθιοι παρεσκευάζοντο να πλεύσουν οίκαδε και έστησαν τρόπαιον επί των εν τη ηπείρω Συβότων· οι δε Κερκυραίοι, συναθροίσαντες τα ναυάγια και τα πτώματα όσα το κύμα και ο άνεμος, όστις ηγέρθη κατά την νύκτα διεσκόρπισεν αυτά πανταχού, έστησαν και αυτοί επίσης τρόπαιον επί των εν τη νήσω Συβότων ως νικήσαντες. Ιδού δε διατί αμφότερα τα μέρη ωκειοποιήθησαν την νίκην. Οι μεν Κορίνθιοι υπερτερήσαντες εις την ναυμαχίαν μέχρι νυκτός, ώστε και ναυάγια πλείστα και νεκρούς να συνάξωσι, και αφού άνδρας συνέλαβον αιχμαλώτους όχι ολιγωτέρους των χιλίων, και πλοία κατεβύθισαν περί τα εβδομήκοντα, έστησαν τρόπαιον· οι δε Κερκυραίοι καταστρέψαντες, τριάκοντα πλοία, και μετά την άφιξιν των Αθηναίων, συναθροίσαντες τα ίδια ναυάγια και τους νεκρούς, και επί τω λόγω ότι την προτεραίαν οι Κορίνθιοι ιδόντες τας Αττικάς ναυς πρύμναν στρέψαντες υπεχώρησαν και δεν εξήλθον εκ των Συβότων προς απάντησιν του εχθρού, διά ταύτα έστησαν τρόπαιον. Και τοιουτοτρόπως μεν καθείς των δύο ηξίου υπέρ εαυτού την νίκην.

55. Οι δε Κορίνθιοι επιστρέφοντες εις την πατρίδα των εκυρίευσαν δι' απάτης το Ανακτόριον κείμενον εις το στόμιον του Αμπρακικού κόλπου (ανήκε δε τούτο από κοινού εις αυτούς και εις τους Κερκυραίους), και αφήσαντες εκεί οικήτορας Κορινθίους ανεχώρησαν εις τα ίδια· και εκ των Κερκυραίων οκτακοσίους μεν, οίτινες ήσαν δούλοι, επώλησαν, διακοσίους πεντήκοντα δε κρατήσαντες εφύλαττον ως αιχμαλώτους και τους περιεποιούντο καλώς ίνα κατά την επιστροφήν των τους βοηθήσωσιν εις την καθυπόταξιν της Κερκύρας· έτυχε δε να είναι οι πλείστοι εξ αυτών κατά την δύναμιν πρώτοι της πόλεως. Η μεν Κέρκυρα λοιπόν ούτως εσώθη εν τω προς τους Κορινθίους πολέμω, και τα πλοία των Αθηναίων ανεχώρησαν εξ αυτής. Αύτη δε υπήρξεν η πρώτη αιτία του πολέμου των Κορινθίων προς τους Αθηναίους, ότι ούτοι, ενώ είχον συνθήκην με τους Κορινθίους, εναυμάχουν ηνωμένοι μετά των Κερκυραίων.

56. Ευθύς δε μετά ταύτα συνέβησαν και αι εξής διαφοραί μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων ικαναί να προκαλέσουν τον πόλεμον. Ενώ οι Κορίνθιοι ειργάζοντο όπως τιμωρήσουν τους Αθηναίους, ούτοι, υποπτευθέντες την έχθραν των, διέταξαν τους Ποτειδαιάτας, οίτινες κατοικούσιν επί του ισθμού της Παλλήνης, και είναι μεν άποικοι των Κορινθίων, αλλά διατελούν σύμμαχοι αυτών (των Αθηναίων) και φόρου υποτελείς, να κατεδαφίσωσι το προς την Παλλήνην τείχος και να δώσουν ομήρους· προσέτι δε να αποπέμψουν τους επιδημιουργούς και του λοιπού να μη δέχωνται εκείνους τους οποίους καθ' έκαστον έτος έπεμπον εις αυτούς οι Κορίνθιοι. Έπραττον δε ταύτα, διότι εφοβούντο όχι μόνον μήπως οι Ποτειδαιάται αποστατήσουν πειθόμενοι εις τας εισηγήσεις του Περδίκκου και των Κορινθίων, αλλά μήπως κάμουν ν' αποστατήσωσι μετ' αυτών και οι άλλοι σύμμαχοι οι εν τη Θράκη.

57. Ταύτα παρεσκεύαζον κατά των Ποτειδαιατών οι Αθηναίοι ευθύς μετά την εν Κερκύρα ναυμαχίαν· διότι όχι μόνον οι Κορίνθιοι ήσαν ήδη φανεροί εχθροί, αλλά και ο Περδίκκας, ο υιός του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μεκεδόνων, σύμμαχος ων πρότερον και φίλος, τώρα εκηρύχθη πολέμιος. Η αιτία δε διά την οποίαν εκηρύχθη εχθρός αυτών ήτο διότι οι Αθηναίοι είχον συμμαχήσει μετά του αδελφού του Φιλίππου και του ανεψιού του Δέρδα, οι οποίοι από κοινού επολέμουν αυτόν. Και φοβηθείς διεπραγματεύετο μετά της Λακεδαίμονος προτρέπων να γίνη πόλεμος μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων, και τους Κορινθίους περιεποιείτο χάριν της αποστατήσεως της Ποτειδαίας· προέτρεπε δ' επίσης και τους εν Θράκη Χαλκιδείς και Βοττιαίους να συναποστατήσουν, νομίζων, ότι, αν είχε συμμάχους τους γειτονικούς αυτούς τόπους, ευκολώτερος θα καθίστατο διά της βοηθείας αυτών ο πόλεμος. Ταύτα όμως μαθόντες οι Αθηναίοι και θέλοντες να προκαταλάβουν τας αποστασίας των πόλεων (επειδή κατ' εκείνην την στιγμήν συνέπιπτε να στέλλουν κατά του Περδίκαου τριάκοντα πλοία με χιλίους οπλίτας υπό τας διαταγάς Αρχεστράτου του Λυκομήδους και δέκα άλλων στρατηγών), διατάσσουν τους άρχοντας των πλοίων να λάβουν ομήρους παρά των Ποτειδαιατών, να κατεδαφίσουν το τείχος και να επιτηρούν τας πλησίον πόλεις ίνα μη αύται αποστατήσουν.

58. Οι δε Ποτειδαιάται έπεμψαν μεν πρέσβεις προς τους Αθηναίους, με την ελπίδα να τους πείσουν να μη επιχειρήσουν τι εναντίον αυτών, ελθόντες δε και εις την Λακεδαίμονα μετά Κορινθίων ενήργουν να τοις δοθή βοήθεια εν ανάγκη. Επειδή δε μετά μακράς προς τους Αθηναίους διαπραγματεύσεις ουδέν ηδυνήθησαν να επιτύχουν παρ' αυτών ευνοϊκόν, και επειδή τα εναντίον της Μακεδονίας αποσταλέντα πλοία είχον διαταγήν να πλεύσουν ομοίως και κατ' αυτών, οι δε προύχοντες των Λακεδαιμονίων υπέσχοντο εις αυτούς να εισβάλουν εις την Αττικήν άμα οι Αθηναίοι ήθελον επέλθει κατά της Ποτειδαίας, επωφελήθησαν τότε της ευκαιρίας ταύτης ίνα συνομόσαντες από κοινού αποστατήσουν μετά των Χαλκιδέων και των Βοττιαίων. Και ο Περδίκκας πείθει τους Χαλκιδείς, ίνα εγκαταλείποντες τας παραλίους πόλεις των και κατεδαφίζοντες αυτάς αποκατασταθούν εις Όλυνθον, μίαν πόλιν αλλ' ισχυράν αυτήν καθιστώντες· εις τους μεταναστεύοντας δε τούτους έδωκε να νέμωνται τας περί την Βόλβην λίμνην εν Μυγδονία γαίας αυτού, εφ' όσον ήθελε διαρκέσει ο προς τους Αθηναίους πόλεμος. Και ούτοι μεν καθαιρούντες τας πόλεις των μετέβαινον εις το ένδον της χώρας και παρεσκευάζοντο προς πόλεμον.

59. Τα δε τριάκοντα πλοία των Αθηναίων φθάνουσιν εις τα παράλια της Θράκης και καταλαμβάνουν και την Ποτείδαιαν και τας άλλας αποστατησάσας πόλεις. Νομίσαντες δε οι στρατηγοί ότι ήτο αδύνατον με τας δυνάμεις τας οποίας είχον να πολεμήσουν συγχρόνως και προς τον Περδίκκαν και προς τας αποστατησάσας πόλεις τρέπονται κατά της Μακεδονίας, εναντίον της οποίας αρχικώς είχον εκπεμφθή, και φθάσαντες εκεί επολέμουν μετά του Φιλίππου και των αδελφών του Δέρδου οίτινες είχον εισβάλει μετά στρατού εκ του άνω μέρους.

60. Εν τω μεταξύ οι Κορίνθιοι, ιδόντες αποστατήσασαν την Ποτείδαιαν και τα Αττικά πλοία όντα περί την Μακεδονίαν, εφοβήθησαν διά την πόλιν ταύτην, και τον κίνδυνον νομίζοντες ιδικόν των πέμπουν και εθελοντάς Κορινθίους και εκ των άλλων Πελοποννησίων πείσαντες με μισθόν χιλίους εξακοσίους, όλους οπλίτας και ψιλούς τετρακοσίους. Ήτο δε στρατηγός αυτών Αριστεύς ο Αδειμάντου, και οι πλειότεροι των εκ Κορίνθου εθελοντών στρατιωτών τον ηκολούθουν μάλλον από φιλίαν, διότι ήτο πάντοτε αφωσιωμένος εις τους Ποτειδαιάτας. Και φθάνουσιν ούτοι εις τα της Θράκης παράλια την τεσσαρακοστήν ημέραν μετά την αποστασίαν της Ποτειδαίας

61. Αμέσως δε ήλθεν εις τους Αθηναίους η αγγελία ότι απεστάτησαν αι πόλεις· άμα δε έμαθον και την άφιξιν του υπό τον Αριστέα στρατού, πέμπουν κατά των πόλεων αι οποίαι απεστάτησαν δισχιλίους οπλίτας Αθηναίους και τεσσαράκοντα πλοία υπό την στρατηγίαν Καλλίου του Καλλιάδου μετά τεσσάρων άλλων. Φθάσαντες δε ούτοι πρώτον εις την Μακεδονίαν ευρίσκουν τους προ αυτών αναχωρήσαντας χιλίους κυριεύσαντας ήδη την Θέρμην και πολιορκούντας την Πύδναν. Στρατοπεδεύσαντες δε και αυτοί επολιόρκουν την Πύδναν, έπειτα όμως, επειγόμενοι να φθάσωσιν εις Ποτείδαιαν όπου ήτο ήδη ο Αριστεύς, συνομολογήσαντες συμφωνίαν και συμμαχίαν βιαστικά προς τον Περδίκκαν, ανεχώρησαν εκ της Μακεδονίας. Αφικόμενοι δε εις Βέρροιαν και εκείθεν επιστρέφοντες αφού πρώτον προσεπάθησαν να την κυριεύσουν και απέτυχον, επορεύθησαν διά ξηράς προς την Ποτείδαιαν, αριθμούμενοι εις τρισχιλίους οπλίτας Αθηναίους, εκτός πολλών συμμάχων και εξακοσίων ιππέων Μακεδόνων των μετά του Φιλίππου και του Παυσανίου, και συγχρόνως παρέπλεον εβδομήκοντα πλοία. Αργά δε βαδίζοντες έφθασαν μετά τρεις ημέρας εις Γίγωνον και εστρατοπέδευσαν.

62. Οι δε Ποτειδαιάται και οι μετά του Αριστέως Πελοποννήσιοι αναμένοντες τους Αθηναίους εστρατοπεδεύοντο πλησίον της Ολύνθου εν τω ισθμώ και έστησαν αγοράν έξω της πόλεως. Και όλοι μεν του πεζικού οι σύμμαχοι εξέλεξαν στρατηγόν τον Αριστέα, του δε ιππικού τον Περδίκκαν, όστις είχεν αποστατήσει, ευθύς πάλιν από των Αθηναίων και είχε συμμαχήσει μετά των Ποτειδαιατών, καταστήσας εις την θέσιν του άρχοντα τον Ιόλαον. Η ιδέα δε του Αριστέως ήτο, έχων εν τω ισθμώ το μεθ' εαυτούς στρατόπεδον, να επιτηρή τους Αθηναίους, εάν επήρχοντο, να μενωσι δε εν Ολύνθω οι Χαλκιδείς, και οι έξω του ισθμού σύμμαχοι, και οι υπό τον Περδίκκαν διακόσιοι ιππείς· και ότε οι Αθηναίοι ήθελον προχωρήσει διά να προσβάλουν το στρατόπεδον του Αριστέως, ούτοι, επερχόμενοι εκ των νώτων, να θέσουν τους πολεμίους εις το μέσον. Αλλ' ο Καλλίας ο των Αθηναίων στρατηγός και οι συστράτηγοι εις μεν την Όλυνθον πέμπουν το μακεδονικόν ιππικόν και ολίγους εκ των συμμάχων, όπως εμποδίζουν πάσαν εκ των έσω προς τα έξω βοήθειαν, αυτοί δε εγείραντες το στρατόπεδον επροχώρουν εναντίον της Ποτειδαίας. Και άμα έφθασαν εις τον ισθμόν και είδον τους εναντίους παρασκευαζομένους ως διά μάχην, αντιπαρετάχθησαν και αυτοί, και μετ' ου πολύ συνεπλάκησαν. Και το μεν κέρας του Αριστέως και όσοι ήσαν περί αυτόν εκλεκτοί Κορίνθιοι και άλλοι έτρεψαν εις φυγήν τους απέναντι των εχθρούς και κατεδίωξαν αυτούς επί πολύ· το άλλο όμως στρατόπεδον των Ποτειδαιατών και Πελοποννησίων ηττήθη υπό των Αθηναίων και κατέφυγεν εις το τείχος.

63. Επιστρέψας δε ο Αριστεύς εκ της καταδιώξεως και ιδών το επίλοιπον στράτευμα νικημένον εδίσταζε προς ποίον μέρος να υποχωρήση, προς την Όλυνθον ή προς την Ποτείδαιαν απεφάσισε δε συνάζων όσους είχε μαζί του εις όσον το δυνατόν ελάχιστον χώρον να τραπή βιαίως προς την Ποτείδαιαν, και παρήλθε κοντά από την ακτήν της θαλάσσης προσβαλλόμενος δεινώς, ολίγους μέν τινας απολέσας, τους δε πλείστους σώσας. Οι δε από της Ολύνθου βοηθοί των Ποτειδαιατών (απέχει δε η Όλυνθος εξήκοντα περίπου σταδίους και είναι καταφανής εκ της Ποτειδαίας), άμα ήρχισεν η μάχη και υψώθησαν τα σημεία, επροχώρησαν ολίγον διά να βοηθήσουν· αλλ' οι Μακεδόνες ιππείς αντιπαρετάχθησαν διά να εμποδίσουν αυτούς· επειδή δε ταχέως η νίκη έκλινεν υπέρ των Αθηναίων και τα σημεία κατέβησαν, επέστρεψαν πάλιν όπισθεν του τείχους, και οι Μακεδόνες προς τους Αθηναίους. Ούτω λοιπόν το ιππικόν αμφοτέρων των μερών έμεινεν άπρακτον. Μετά δε την μάχην οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον, και απέδωκαν κατά τα συμφωνημένα τους νεκρούς εις τους Ποτειδαιάτας· απέθανον δε εκ μεν των Ποτειδαιατών και των συμμάχων σχεδόν τριακόσιοι, εκ δε των Αθηναίων εκατόν πεντήκοντα και ο στρατηγός Καλλίας.

64. Ευθύς δε οι Αθηναίοι ύψωσαν έτερον τείχος εις το προς την Ποτείδαιαν τείχος και έθεσαν φρουράν· το δε προς την Παλλήνην τείχος αφήκαν ελεύθερον· διότι έβλεπον ότι δεν είχον αρκετάς δυνάμεις ώστε να φρουρούν τον ισθμόν και συγχρόνως να μεταβούν εις την Παλλήνην διά να εγείρουν όμοιον τείχος, και διότι εφοβούντο μήπως διαιρούμενοι ούτως εις δύο, προσβληθούν υπό των Ποτειδαιατών και των συμμάχων των. Ότε όμως έμαθον οι εν Αθήναις ότι η Παλλήνη έμενεν ατείχιστος, έπεμψαν βραδύτερον χιλίους εξακοσίους οπλίτας Αθηναίους υπό τον στρατηγόν Φορμίωνα τον Ασωπίου· όστις αναχωρήσας εξ Αφύτιος και φθάσας εις την Παλλήνην επλησίασε τον στρατόν προς την Ποτείδαιαν βραδέως προχωρών και λεηλατών την πεδιάδα· επειδή δε ουδείς εξήρχετο διά να πολεμήση, περιέκλεισε δι' ετέρου τείχους το προς την Παλλήνην τείχος. Και τοιουτοτρόπως η Ποτείδαια ολότελα από τα δύο μέρη επολιορκείτο, συγχρόνως δε και διά θαλάσσης υπό των ηγκυροβολημένων πλοίων.

65. Ο δε Αριστεύς, μετά τον διά τείχους αποκλεισμόν αυτής, ουδεμίαν έχων ελπίδα σωτηρίας, εκτός αν ήρχετο βοήθειά τις εκ της Πελοποννήσου ή συνέβαινεν απροσδόκητόν τι, συνεβούλευε μεν, πλην πεντακοσίων, οι λοιποί άμα πνεύση ούριος άνεμος να εκπλεύσουν όπως επαρκέσουν πλειότερον χρόνον τα τρόφιμα, αυτός δε να είναι μεταξύ των μενόντων. Αλλ' επειδή η γνώμη του δεν υπερίσχυσε, θέλων να κάμη τας αναγκαίας προετοιμασίας και να τακτοποιήση όσον το δυνατόν καλλίτερον και τας έξω υποθέσεις, εξήλθε της θαλάσσης διαφυγών την προσοχήν της Αθηναϊκής φρουράς· και μεταβάς εις τους Χαλκιδείς επολέμει μετ' αυτών εις διάφορα μέρη, στήσας δε ενέδραν πλησίον της πόλεως των Σερμυλίων πολλούς εκ τούτων εφόνευσε και συγχρόνως ήτο εις διαπραγματεύσεις μετά των Πελοποννησίων, όπως επιτύχη βοήθειάν τινα παρ' αυτών. Μετά τον αποκλεισμόν δε της Ποτειδαίας, ο Φορμίων έχων μεθ' εαυτού τους χιλίους εξακοσίους οπλίτας ελεηλάτει την Χαλκιδικήν και την Βοττικήν, και εκυρίευσε μικράς τινας πόλεις.

66. Τοιαύται υπήρξαν αι προ του πολέμου αιτίαι μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων· οι μεν Κορίνθιοι παρεπονούντο ότι, ενώ η Ποτείδαια ήτο ιδική των αποικία, και οι εν αυτή άνδρες Κορίνθιοι και Πελοποννήσιοι, επολιορκούντο υπό των Αθηναίων· οι δε Αθηναίοι εκάκιζον τους Πελοποννησίους ότι διήγειρον εις αποστασίαν πόλιν σύμμαχον και φόρου υποτελή, και ήλθον να τους πολεμήσουν αναφανδόν μετά των Ποτειδαιατών. Εν τούτοις δεν είχε κηρυχθή ακόμη ο πόλεμος, αλλ' υφίστατο ακόμη ανακωχή, διότι ταύτα έπραξαν οι Κορίνθιοι μόνοι των.

67. Καθ' ον καιρόν δε επολιορκείτο η Ποτείδαια, δεν ησύχαζον οι Κορίνθιοι, διότι είχον συμπολίτας κλεισμένους εντός αυτής και συγχρόνως διότι εφοβούντο διά την πόλιν ταύτην. Αμέσως λοιπόν παρεκάλεσαν τους συμμάχους να μεταβούν εις Λακεδαίμονα, ελθόντες δε και οι ίδιοι κατηγορούν τους Αθηναίους ότι παρεβίασαν τας συνθήκας και ηδίκουν την Πελοπόννησον. Και οι μεν Αιγινήται δεν έπεμψαν πρέσβεις αναφανδόν, φοβούμενοι τους Αθηναίους, κρυφίως όμως συνετάσσοντο με την γνώμην των Κορινθίων, και επρότεινον όχι ολιγώτερον ενθέρμως τον πόλεμον, προφασιζόμενοι ότι δεν απήλαυον της ανεξαρτησίας της απονεμομένης υπό των συνθηκών. Οι δε Λακεδαιμόνιοι προσκαλέσαντες να παρουσιασθώσιν οι σύμμαχοι και κάθε άλλος ισχυριζόμενος ότι ηδικήθη υπό των Αθηναίων συνεκρότησαν το σύνηθες αυτών συμβούλιον και τους επρόσταξαν να εξηγηθώσι. Πολλοί και διάφοροι προσελθόντες εις το μέσον· εφανέρωνον τα παράπονα των· ιδίως οι Μεγαρείς, μεταξύ άλλων παραπόνων έλεγον προ πάντων ότι, παρά τας συνθήκας, τους είχον αποκλείσει από όλους τους λιμένας τους υπαγομένους εις την εξουσίαν των Αθηναίων, προσέτι δε και εκ της αγοράς της Αττικής. Παρελθόντες δε τελευταίοι οι Κορίνθιοι, αφού πρώτον αφήκαν τους άλλους να παροξύνωσι τους Λακεδαιμονίους, είπον τα εξής.

68. «Η ειλικρίνεια, ω Λακεδαιμόνιοι, του πολιτικού και ιδιωτικού σας βίου σας καθιστά δυσπιστοτέρους εις τα περί των άλλων λεγόμενα κακά· ως εκ τούτου είσθε μεν συνετοί, η αμάθειά σας όμως ως προς τας εξωτερικάς υποθέσεις είναι μεγαλυτέρα από την σύνεσιν. Διότι πολλάκις σας προείπομεν όσα εμέλλομεν να πάθωμεν υπό των Αθηναίων, αλλά σεις όχι μόνον δεν ωφελήθητε εξ εκείνων τα οποία σας εδιδάσκομεν εκάστοτε, αλλ' ενομίζετε ότι οι λέγοντες ωμίλουν μάλλον περί των ιδίων εαυτών συμφερόντων· και δι' αυτό, όχι πριν πάθωμεν, αλλά τώρα ότε ολονέν πάσχομεν προσεκαλέσατε τούτους τους συμμάχους, μεταξύ των οποίων εις ημάς αρμόζει προ πάντων να ομιλήσωμεν, επειδή ημείς έχομεν πλειότερα παράπονα, υπό μεν των Αθηναίων υβριζόμενοι, υφ' υμών δε παραμελούμενοι. Και εάν μεν οι Αθηναίοι ηδίκουν αφανώς πως την Ελλάδα, έπρεπε να φωτίσωμεν τους μη γνωρίζοντας. Τώρα όμως τις η ανάγκη μακρών λόγων, αφού βλέπετε άλλους μεν να υποδουλώνουν, άλλους δε να επιβουλεύωνται, προ πάντων τους ημετέρους συμμάχους, και προ πολλού να ευρίσκωνται προητοιμασμένοι εν περιπτώσει καθ' ην ήθελον περιέλθει εις πόλεμον; διότι, αν δεν ήσαν προπαρεσκευασμένοι, δεν θα μας ήρπαζον διά δόλου την Κέρκυραν και δεν θα επολιόρκουν την Ποτείδαιαν, εκ των οποίων η μεν τελευταία είναι θέσις πολύ επίκαιρος διά τας επί Θράκης επιχειρήσεις, η δε πρώτη ηδύνατο να παράσχη μέγιστον ναυτικόν εις τους Πελοποννησίους.

69. »Τούτων δε των συμβαινόντων αίτιοι είσθε υμείς, πρώτον μεν διότι αφήκατε αυτούς να ενισχύσουν την πόλιν των μετά τα Μηδικά, και ύστερον να κτίσουν τα μακρά τείχη, αποστερούντες μέχρι τούδε πάντοτε όχι μόνον την ελευθερίαν εκείνων τους οποίους υποδουλώνουν, αλλά και τώρα αυτών ακόμη των συμμάχων σας· διότι επιβάλλει αληθώς την δουλείαν όχι ο υποδουλώνων, αλλ' ο δυνάμενος μεν να εμποδίση ταύτην, παραμελεί δε να το πράξη, μολονότι έχων την ένδοξον φήμην ότι είναι ελευθερωτής της Ελλάδος. Μόλις δε σήμερον συνήλθομεν, αλλά και σήμερον ακόμη υπάρχει εις σας αμφιβολία αν αδικούμεθα· διότι, εάν υπήρχε βεβαιότης, έπρεπεν όχι να εξετάσετε αν αδικούμεθα, αλλά πώς να υπερασπισθώμεν. Οι δραστήριοι άνθρωποι και όχι βραδείς, αφού πρότερον αποφασίσουν, επέρχονται, κατά των εχθρών, οίτινες ακόμη δεν απεφάσισαν· γινώσκομεν δε κατά ποίον τρόπον και πόσον βραδέως οι Αθηναίοι επιτίθενται, κατά των άλλων. Και, ενόσω μεν νομίζουν ότι μένουν απαρατήρητοι ως εκ της απροσεξίας σας, έχουν ολιγώτερον θάρρος, άμα δε σας εννοήσουν ότι, μολονότι γινώσκοντες, τους παραβλέπετε, τότε βαρέως θα επιτεθώσι. Μεταξύ των Ελλήνων σεις μόνον ησυχάζετε, ω Λακεδαιμόνιοι, και απωθείτε τον εχθρόν ουχί διά της δυνάμεως, αλλά διά της αδρανείας· σεις μόνον επίσης καταστρέφετε την αύξησιν των εχθρών ουχί όταν άρχεται, αλλ' όταν διπλασιάζεται. Φήμη επεκράτει διά σας ότι είσθε ησφαλισμένοι από των εξωτερικών κινδύνων, αλλά, ως εκ των υστέρων εφάνη, η περί υμών φήμη απεδείχθη ψευδής. Ημείς ηξεύρομεν ότι οι Μήδοι ήλθον από τα πέρατα της γης μέχρι της Πελοποννήσου πριν ή αντιτάξητε κατ' αυτών δυνάμεις αξίας υμών, τώρα δε ότε οι Αθηναίοι δεν είναι μακράν ως οι Μήδοι, αλλά πλησίον, τους βλέπετε μετ' αδιαφορίας και, αντί να τους προσβάλετε, προτιμάτε να τους αποκρούσετε ελθόντας, και, πολεμούντες προς πολύ δυνατωτέρους, να περιέλθητε εις τας αδήλους τύχας του πολέμου, μολονότι γνωρίζοντες ότι και αυτός ο βάρβαρος εις πλείστα σφάλματα περιέπεσε μόνος του και ημείς πολλάκις εθριαμβεύσαμεν κατά των Αθηναίων πολύ μάλλον ένεκα των σφαλμάτων των ή με την βοήθειάν σας· διότι αι ελπίδες τας οποίας είχον προς υμάς τινες πιστεύσαντες και αμελήσαντες να παρασκευασθούν επροξένησαν ήδη την καταστροφήν των. Ας μη νομίση δε κανείς ότι λέγομεν ταύτα από έχθραν μάλλον ή από φιλικήν επίπληξιν· διότι επιπλήττομεν μεν φίλους άνδρας, όταν σφάλλουν, κατηγορούμεν δε τους εχθρούςς όταν αδικούν.

70. »Εκτός τούτου, όπερ πάντας τους άλλους νομίζομεν ότι έχομεν το δικαίωμα να μεμφθώμεν τους άλλους, τοσούτω μάλλον όσω πρόκειται περί μεγάλων συμφερόντων, των οποίων την αξίαν νομίζομεν ότι όχι μόνον δεν αισθάνεσθε, αλλ', ουδ' εσυλλογίσθητε ουδέποτε ποίοι είναι οι Αθηναίοι προς τους οποίους θα αγωνισθήτε, και πόσον ο χαρακτήρ αυτών είναι εντελώς διάφορος του ιδικού σας. Αυτοί μεν, ως γνωστόν, είναι νεωτερισταί και ταχείς εις τας επινοήσεις και εις τας εκτελέσεις των αποφασισθέντων· σεις δε εξ εναντίας θέλετε να διατηρήτε τα υπάρχοντα, χωρίς ούτε να εφευρίσκετε τίποτε, ούτε να εκτελήτε καν οσα κρίνονται αναγκαία. Προσέτι δε οι μεν Αθηναίοι είναι υπέρ τας δυνάμεις των παράτολμοι, και απιστεύτως ριψοκίνδυνοι, και εις τους κινδύνους αισιόδοξοι· ο δε ιδικός σας τρόπος είναι να πράττετε πράγματα κατώτερα των δυνάμεων σας, να μη πιστεύετε εις ασφαλή τεκμήρια, και να νομίζετε ότι ουδέποτε θέλετε απαλλαγή των δεινών. Προς τούτοις δε είναι ενεργητικοί παραβαλλόμενοι προς σας τους βραδείς, και αποδημούσιν εκ της πατρίδος των, ενώ σεις δεν αποσπάσθε από της ιδικής σας. Και αυτοί μεν νομίζουν ότι απουσιάζοντες δύνανται να αποκτήσουν επί πλέον κάτι, σεις δε, εάν επιδράμετε, νομίζετε ότι βλάπτετε τα ετοίμην απόλαυσιν παρέχοντα. Και εάν μεν νικήσουν τους εχθρούς, εξακολουθούν να πολεμούν επί πλείστον χρόνον, εάν δε νικηθούν, δι' ολίγον καιρόν στενοχωρούνται. Προσέτι δε, προκειμένου να υπηρετήσουν την πατρίδα, τα μεν σώματα των θεωρούν ως εντελώς ξένα, το δε πνεύμα των ως εντελώς ιδικόν των κτήμα. Και αν μεν δεν εκτελέσουν όσα διενοήθησαν, νομίζουν ότι εστερήθησαν ιδικά των· εάν δε επιτύχουν, τα πραχθέντα τοις φαίνονται ελάχιστα συγκρινόμενα προς τα μέλλοντα να εκτελεσθούν. Μόνοι οι Αθηναίοι άμα ελπίσουν κάτι το επιτυγχάνουν, καθότι επιχειρούν ταχέως τα αποφασισθέντα. Και ταύτα πάντα επιδιώκουν μετά μόχθων και κινδύνων αιωνίως, ελαχίστην δε απόλαυσιν λαμβάνουν των υπαρχόντων αυτών ένεκα της μανίας την οποίαν έχουσι να προσκτώνται πάντοτε, ουδεμίαν άλλην νομίζοντες καλυτέραν ανάπαυσιν ή να ενεργούν τα πρέποντα, και μηδόλως θεωρούντες ως συμφοράν την επίπονον ασχολίαν, αλλά τουναντίον την απράγμονα ησυχίαν. Ώστε, αν έλεγε τις δι' ολίγων λέξεων, ότι οι Αθηναίοι προωρίσθησαν ούτε αυτοί να ησυχάζουν, ούτε τους άλλους να αφήνουν ησύχους, θα έλεγε την αλήθειαν.

71. » Ταύτην και τοιαύτην πόλιν έχοντες αντίπαλον, ω Λακεδαιμόνιοι, βαρύνεσθε να ενεργήσητε και νομίζοντες ότι δεν ήθελε διατηρηθή επί πολύ η ησυχία μεταξύ ανθρώπων, οίτινες την μεν εις πόλεμον προπαρασκευήν ήθελον πράξει μη παραβαίνοντες τον νόμον, δεικνύουν δε φανερά ότι σκοπόν έχουν να μη επιτρέπουν να τους αδικούν. Σεις νομίζετε ότι εξ ίσου συντελεί εις την διατήρησιν της ειρήνης το να μη λυπήτε τους άλλους και αμυνόμενοι να μη βλάπτεσθε. Τούτο όμως μόλις θα το επετυγχάνετε, εάν είχετε γείτονας ομοίους με σας. Αλλά, ως σας είπομεν προ ολίγου, τα σημερινά ήθη σας, παραβαλλόμενα προς τα των Αθηναίων, είναι αρχαϊκά. Ανάγκη δε, ως και εις τας τέχνας, τα νεώτερα μέσα να επικρατούν των παλαιών· και, ενόσω μεν ησυχάζει η πόλις, οι αμετάβλητοι θεσμοί είναι άριστοι, όταν δε αναγκασθή αύτη να επιχειρήση πολλά, είναι ανάγκη να καταφύγη εις πολλάς καινοτομίας. Τούτου δε ένεκα η πολιτική των Αθηναίων, ένεκα των πολλών καινοτομιών, είναι πολύ πλέον νεωτεριστική της ιδικής σας. Ας παύση λοιπόν η βραδύτης σας από σήμερον και βοηθήσατε, ως υπεσχέθητε, τους Ποτειδαιάτας και τους άλλους συμμάχους, ταχέως εισβάλλοντες εις την Αττικήν, ίνα μη άνδρας φίλους και συγγενείς εγκαταλείψητε εις εχθρούς αμειλίκτους, και ημάς τους άλλους, αναγκάσητε να ζητήσωμεν άλλην τινά συμμαχίαν. Εάν πράξωμεν τούτο, δεν θέλομεν αμαρτήσει ούτε προς τους μάρτυρας των όρκων θεούς, ούτε προς τους φρονίμους ανθρώπους. Διότι παραβιάζουν τας συνθήκας ουχί οι ένεκεν εγκαταλείψεως ζητούντες νέους φίλους, αλλ' οι μη βοηθούντες εκείνους προς τους οποίους ωρκίσθησαν να συμμαχούν. Εάν θέλετε να μας βοηθήσετε, μένομεν σύμμαχοι σας· διότι ηθέλομεν είσθαι ανόσιοι αλλάσσοντες συμμάχους, και δεν θα ευρίσκαμεν άλλους γνωριμωτέρους. Σκεφθήτε λοιπόν επί όλων τούτων φρονίμως και προσπαθήσατε ίνα μη, υπό την ιδικήν σας ηγεμονίαν, η Πελοπόννησος εκπέση της θέσεως την οποίαν κατείχεν ότε παρέδωκαν αυτήν εις σας οι πρόγονοι».

72. Ταύτα είπον οι Κορίνθιοι· οι δε Αθηναίοι, διότι έτυχε να ευρίσκεται προηγουμένως εις Λακεδαίμονα πρεσβεία ελθούσα δι' άλλας υποθέσεις, άμα ήκουσαν τους λόγους εκείνους, ενόμισαν καθήκον των να έλθουν ενώπιον των Λακεδαιμονίων, ουχί διά να απολογηθούν περί των κατηγοριών όσας αι πόλεις εξετόξευον κατά των Αθηνών, αλλά διά να καταδείξουν εις αυτούς προ παντός άλλου ότι δεν έπρεπε ν' αποφασίσουν μετά σπουδής, αλλά να σκεφθούν μάλλον ωρίμως. Διά του τρόπου τούτου ήθελον να φανερώσουν πόσον ήσαν ισχυραί αι Αθήναι, να υπενθυμίσουν εις τους πρεσβυτέρους εκείνα τα οποία εγίνωσκον, και να εκθέσουν εις τους νεωτέρους όσα ηγνόουν, ελπίζοντες ότι διά της ομιλίας των ήθελον καταπείσει τους Λακεδαιμονίους να κλίνωσι μάλλον προς την ειρήνην ή προς τον πόλεμον. Προσελθόντες λοιπόν προς τους Λακεδαιμονίους, είπον ότι ήθελον και αυτοί να ομιλήσουν προς τον λαόν, εάν δεν υπήρχέ τι το εμποδίζον. Ότε δε οι Λακεδαιμόνιοι επέτρεψαν να προσέλθουν, προχωρήσαντες οι Αθηναίοι είπον τα εξής.

73. «Η αποστολή ημών εγένετο ουχί όπως έλθωμεν εις συζητήσεις μετά των συμμάχων σας, αλλ' ίνα περατώσωμεν τας υποθέσεις διά τας οποίας μας έπεμψεν η πόλις μας· μαθόντες όμως την κατακραυγήν η οποία ηγείρετο καθ' ημών, ενεφανίσθημεν ενταύθα, ουχί διά να αντείπωμεν εις τας κατηγορίας των πόλεων (διότι δεν θα συγκατετιθέμεθα να ομιλήσωμεν, αν εθεωρούμεν υμάς δικαστάς ημών και τούτων), αλλ' ίνα μη πειθόμενοι εις τους συμμάχους, εκφέρητε κακήν απόφασιν επί πράγματος τόσον σπουδαίου. Συγχρόνως δε θέλομεν να αποδείξωμεν προς όλους τούτους τους εναντίον ημών κατακραυγάζοντας ότι όσα κατέχομεν τα ελάβομεν άνευ αδικιών, και ότι η πόλις ημών είναι αξία λόγου. Και τα μεν πανάρχαια, τίς η ανάγκη να τα αναφέρωμεν, αφού ως μάρτυρες αυτών είναι μάλλον τα ώτα ή οι οφθαλμοί των ακουόντων ; Τα Μηδικά όμως και όσα εξ ιδίας πείρας γινώσκετε, όσον και αν είναι οχληρόν να τα αναφέρη τις πάντοτε, πρέπει να τα είπωμεν. Ότε επολεμούμεν κινδυνεύοντες υπέρ της σωτηρίας της Ελλάδος, του μεν έργου μετέσχετε και σεις, δεν πρέπει όμως να στερώμεθα και ημείς όλως διόλου του επαίνου, εάν ο έπαινος παρέχη ωφέλειάν τινα. Ομιλούμεν όχι τόσον διά να δικαιολογηθώμεν όσον διά να καταστήσωμεν φανερόν προς ποίαν πόλιν θα αγωνισθήτε εάν δεν λάβετε συνετά μέτρα. Λέγομεν λοιπόν ότι εν Μαραθώνι προεκινδυνεύσαμεν μόνοι κατά του βαρβάρου, και ότε ούτος ήλθε πάλιν βραδύτερον, μη όντες αρκούντως ισχυροί όπως πολεμήσωμεν κατά γην, εισήλθομεν πανδημεί εις τα πλοία, και συν τοις άλλοις Έλλησιν εναυμαχήσαμεν εν Σαλαμίνι· το οποίον ακριβώς εμπόδισεν αυτόν αποβαίνοντα από πόλεως εις πόλιν να κυριεύση την Πελοπόννησον, της οποίας οι κάτοικοι αδύνατοι όντες δεν ηδύναντο να βοηθήσουν αλλήλους εναντίον τόσων πλοίων. Απόδειξιν τούτου μεγίστην παρέσχεν αυτός ο βάρβαρος, διότι νικηθείς εις την θαλασσαν, και μη έχων πλέον αξιόμαχον δύναμιν ανεχώρησε ταχέως μετά του πλειοτέρου στρατού.

74. »Τοιούτου όντος του συμβάντος τούτου, και αποδειχθέντος σαφώς ότι η σωτηρία των Ελλήνων ωφείλετο εις τα πλοία αυτών, τρία τινά ωφελιμώτατα παρέσχομεν κατά τον περί των όλων αγώνα τούτον, ναυτικόν πολυαριθμότατον, στρατηγόν συνετώτατον, και προθυμίαν ακάματον. Εκ των τετρακοσίων πλοίων τα δύο τρίτα σχεδόν τα εδώκαμεν ημείς· στρατηγός υπήρξεν ο Θεμιστοκλής, ο οποίος εγένετο κυρίως αίτιος της εντός του στενού ναυμαχίας, ο οποίος προφανέστατα έσωσε την Ελλάδα, και τον οποίον σεις αυτοί ετιμήσατε διά τούτο πλειότερον παρά πάντα άλλον ξένον, ότε ήλθεν εις την πόλιν σας. Επεδείξαμεν δε και προθυμίαν εξαιρετικώς τολμηροτάτην, ημείς οίτινες, ως γνωστόν, επειδή δεν ήρχετο κανείς να μας βοηθήση κατά γην, διότι πάντες οι άλλοι υπεδουλώθησαν εκτός ημών, αφήνοντες την πόλιν και καταστρέφοντες τα σκεύη και την άλλην περιουσίαν, εκρίναμεν άξιον ημών να μη εγκαταλείψωμεν τους περιλειπομένους συμμάχους, μήτε να γίνωμεν άχρηστοι εις αυτούς διασπειρόμενοι εδώ κ' εκεί αλλ' εισερχόμενοι εις τα πλοία να διακινδυνεύσωμεν και να μη οργισθώμεν διότι δεν μας προελάβετε διά της συνδρομής σας. Λέγομεν λοιπόν ότι, σας ωφελήσαμεν πλειότερον παρά ημάς· διότι σεις, έχοντες τας πόλεις οικουμένας και εξακολουθούντες να κατέχετε και να καρπούσθε αυτάς, επειδή εφοβήθητε διά σας και όχι τόσον δι' ημάς επέμψατε βοηθείας· δεν εδράμετε όμως ότε ημείς είμεθα σώοι. Το καθ' ημάς ορμώμενοι από πόλεως η οποία δεν υπήρχε πλέον και αψηφούντες τον κίνδυνον χωρίς να έχωμεν μεγάλην ελπίδα να ανακτήσωμεν αυτήν, και σάς εσώσαμεν εν μέρει και ημάς αυτούς. Εάν όμως εκ των προτέρων υποτασσώμεθα εις τους Μήδους, φοβούμενοι ως τόσοι άλλοι διά την χώραν μας, ή εάν, θεωρούντες ημάς αυτούς ως εντελώς κατεστραμμένους, δεν ετολμώμεν ύστερον να εισέλθωμεν εις τα πλοία, τότε δεν θα είχετε πλέον ανάγκην, στερούμενοι ικανών πλοίων, να ναυμαχήσετε, και αι υποθέσεις του Μήδου θα προώδευον ησύχως και όπως ήθελεν αυτός.

75. » Βεβαίως είμεθα άξιοι, ω Λακεδαιμόνιοι, διά τον τότε ζήλον μας και διά την σύνεσιν των αποφάσεών μας, να μη φθονώμεθα τόσον υπερμέτρως υπό των Ελλήνων διά την ηγεμονίαν την οποίαν έχομεν· διότι την ηγεμονίαν ταύτην επετύχομεν ουχί διά της βίας αλλ' ότε σεις μεν δεν ηθελήσατε να επιμείνετε μέχρι τέλους εις τον κατά των βαρβάρων πόλεμον, οι δε σύμμαχοι ήλθον προς ημάς οίκοθεν και μας προσέφερον την ηγεμονίαν. Εξ αυτής της φύσεως του πράγματος ηναγκάσθημεν εξ αρχής να υψώσωμεν αυτήν μέχρι τούτου του σημείου, προ πάντων μεν εξ αιτίας φόβου, έπειτα δε εξαιτίας τιμής και τελευταίον εξ αιτίας συμφέροντος. Δεν μας εφάνη δε και ασφαλές να αμελήσωμεν, αφού οι πλείστοι μας εμίσουν, αφού τινές αποστατήσαντες υπετάγησαν διά της βίας, αφού σεις δεν ήσθε πλέον ως άλλοτε φίλοι μας, αλλ' ύποπτοι και εχθροί· διότι, εάν ημελούμεν, τότε οι επαναστατούντες θα μετέβαινον εις το μέρος σας. Ουδεμία λοιπόν μομφή, προκειμένου περί μεγίστων κινδύνων, να οικονομή τις καλώς τα συμφέροντα του.

76. » Σεις, ω Λακεδαιμόνιοι, διοικείτε τας εν Πελοποννήσω πόλεις εισάγοντες εις αυτάς τους συμφέροντας θεσμούς· αλλ' εάν κατά τον Μηδικόν πόλεμον επιμένοντες μέχρι τέλους εις την ηγεμονίαν εγίνεσθε μισητοί ως ημείς, γινώσκομεν καλώς ότι όχι ολιγώτερον ημών ηθέλετε αναγκασθή ή να κυβερνήσετε με αυστηρότητα ή να κινδυνεύσετε σεις οι ίδιοι. Διά ταύτα λοιπόν και ημείς ούτε τι απορίας άξιον επράξαμεν, ούτε αλλότριον της των ανθρώπων φύσεως, εάν εδέχθημεν αρχήν προσφερομένην, και αν δεν την παραμελούμεν συμμορφωθέντες προς τα μέγιστα αισθήματα, την τιμήν, τον φόβον και τα συμφέροντα· εκτός τούτου δεν υπήρξαμεν ημείς οι πρώτοι αίτιοι της τοιαύτης καταστάσεως των πραγμάτων, αλλ' ανέκαθεν επεκράτησε συνήθεια ίνα ο ασθενέστερος υποκύπτη εις τον ισχυρότερον. Ενομίσαμεν ότι ήμεθα άξιοι να ηγεμονεύσωμεν, το ενομίζετε μάλιστα και σεις μέχρι της στιγμής καθ' ην, λαμβάνοντες υπ' όψιν τα συμφέροντά σας, σας ήλθεν αίφνης εις τον νουν να λάβετε το δίκαιον ως πρόφασιν· αλλ' ουδείς έως τώρα προβάλλων τοιαύτην πρόφασιν, άμα ήλθεν η ευκαιρία να επιτύχη τι διά της βίας, απετράπη του να ωφεληθή περισσότερα. Είναι δε άξιοι επαίνων εκείνοι οίτινες υπακούοντες εις την ανθρωπίνην ροπήν του άρχειν επί των άλλων, είναι ως εκ της δικαιοσύνης των υπέρτεροι της ισχύος των. Νομίζομεν τουλάχιστον, ότι, εάν ελάμβανον άλλοι την ημετέραν αρχήν, ήθελον δείξει σαφέστατα πόσον είμεθα μέτριοι. Ένεκα δε της μετριότητος ημών ταύτης προσειλκύσαμεν αδίκως μομφάς μάλλον ή επαίνους.

77. Και όταν αποδεικνυώμεθα έχοντες κατά τα συμβόλαια άδικον εις τας προς τους συμμάχους δίκας, και όταν παρ' ημίν αυτοίς και κατά τους κοινούς νόμους εκφέρωμεν τας αποφάσεις, πάλιν νομιζόμεθα φιλόδικοι. Ουδείς αυτών λαμβάνει υπ' όψιν διατί οι διοικούντες άλλας χώρας και ολιγώτερον ημών μετρίω φερόμενοι προς τους υπηκόους δεν υφίστανται την αυτήν μομφήν. Διότι ο δυνάμενος να μεταχειρισθή την βίαν δεν έχει ανάγκην να καταφύγη εις την δικαιοσύνην. Οι σύμμαχοι ημών, συνηθισμένοι να φέρωνται προς ημάς ως ίσοι, εάν υποστώσιν ελάττωσίν τινα εις τας αξιώσεις των, είτε διά δικαστικής αποφάσεως είτε διά της βίας διότι άρχομεν, δεν μας χρεωστούν χάριν ότι δεν στερούνται τα περισσότερα, αλλά πλειότερον δυσανασχετούν διά την μερικήν στέρησιν παρά εάν εξ αρχής, αφήσαντες κατά μέρος πάσαν νομικήν διάταξιν, διεπράττομεν φανεράς πλεονεξίας· διότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα ετόλμων να υποστηρίξουν ότι δεν πρέπει ο ασθενέστερος να υποκύπτη εις τον ισχυρότερον. Φαίνεται δε ότι οι άνθρωποι πλειότερον οργίζονται όταν αδικώνται ή όταν βιάζονται· διότι εκείνο μεν νομίζεται πλεονεξία προερχομένη από ομοίων, τούτο δε ανάγκη επιβαλλομένη υπό του ισχυροτέρου. Μολονότι υπό την εξουσίαν του Μήδου έπασχον δεινότερα τα υπέφερον· η δε ημετέρα αρχή τοις φαίνεται μισητή, και ευλόγως· διότι το παρόν πάντοτε βαρύνει τους υπηκόους. Σεις οι ίδιοι, εάν καταλύοντες την ημετέραν αρχήν ήρχεσθε εις την εξουσίαν, ταχέως θα εχάνετε την εύνοιαν την οποίαν απεκτήσατε ένεκα του φόβου τον οποίον εμπνέομεν, διότι και σήμερον θα έχετε το αυτό φρόνημα οποίον απεδείξατε κατά την ολιγοχρόνιον ηγεμονίαν την οποίαν ανελάβετε κατά την εισβολήν των Μήδων. Τα έθιμά σας είναι ασυμβίβαστα προς τα των άλλων Ελλήνων, προσέτι δε έκαστος από σας αποδημών ούτε τους θεσμούς της πατρίδος του ακολουθεί, ούτε συμμορφούται προς τους θεσμούς της άλλης Ελλάδος.

78. »Σκεφθήτε λοιπόν βραδέως, διότι δεν πρόκειται περί ασημάντου πράγματος, και μη αυξήσετε τους ιδίους σας περισπασμούς, πειθόμενοι εις τας αλλοτρίας γνώμας και παράπονα. Πριν επιχειρήσετε τον πόλεμον σκεφθήτε εις πόσους παραλογισμούς δύναται ούτος να παρασύρη. Όταν παρατείνεται, αρέσκεται να πολλαπλασιάζη τας αβεβαίους τύχας από τας οποίας εξίσου απέχομεν αμφότεροι, και είναι άδηλον και αμφίβολον υπέρ τίνος θα αποβή. Επιχειρούντες οι άνθρωποι πόλεμόν τινα, αρχίζουν εξ εκείνου του σημείου εις το οποίον έπρεπε να τελειώνουν, κακοπαθούντες δε τότε αρχίζουν να σκέπτωνται. Ημείς όμως μηδέν τοιούτο λάθος πράξαντες, βλέποντες δε και σας μη περιπεσόντας εις τοιούτο, σας συμβουλεύομεν, ενόσω ακόμη υπάρχει εις αμφοτέρους ελευθέρα διάσκεψις, να μη λύσωμεν τας συνθήκας, μήτε να παραβώμεν τους όρκους, τας δε διαφοράς μας να τας λύσωμεν δικαστικώς, ως εγράφη εις τας συνθήκας. Εν εναντία περιπτώσει ημείς, λαμβάνοντες μάρτυρας τους θεούς προ των οποίων ωρκίσθημεν, θα προσπαθήσωμεν να τιμωρήσωμεν τους παραβάτας διά του αυτού τρόπου του οποίου σεις ηθέλετε δώσει παράδειγμα».

79. Ταύτα είπον οι Αθηναίοι. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, αφού ήκουσαν τα παράπονα των συμμάχων κατά των Αθηναίων, και τους λόγους των Αθηναίων, διατάξαντες να αποσυρθούν όλοι, συνεσκέπτοντο μεταξύ των περί του παρόντος ζητήματος. Και οι μεν πλείστοι συνεφώνουν ότι οι Αθηναίοι έπραξαν ήδη αδικίας, και πρέπει ταχέως να πολεμηθούν. Προσελθών δε εις το μέσον ο βασιλεύς αυτών Αρχίδαμος, θεωρούμενος ως ανήρ ικανός και συνετός, είπε ταύτα.

80. «Ουχί μόνον εγώ, ω Λακεδαιμόνιοι, έχω πείραν πολλών ήδη πολέμων, αλλά και τοιούτους βλέπω μεταξύ σας τους ομήλικάς μου· δεν θα μιμηθώμεν λοιπόν τους πολλούς των ανθρώπων οίτινες ένεκα απειρίας νομίζουν τον πόλεμον ωφέλιμον και ακίνδυνον. Τωόντι θέλετε εύρει ότι ο πόλεμος ούτος, περί ου σήμερον διασκέπτεσθε, θα είναι όχι μικράς σπουδαιότητος, εάν σκεφθήτε περί αυτού απαθώς. Διότι προς μεν τους Πελοποννησίους και τους συνορεύοντας γείτονας δυνάμεθα ν' αντιτάξωμεν ομοίαν δύναμιν και ταχέως να επικρατήσωμεν παντού· αλλά προς ανθρώπους κατοικούντας μακράν, και όντας εμπειροτάτους περί τα ναυτικά, αφθόνως καθ' όλα παρεσκευασμένους, με ιδιωτικόν και δημόσιον πλούτον, με πλοία, με ίππους, με όπλα, με άνδρας όσους δεν ευρίσκομεν εις ουδεμίαν άλλην ελληνικήν χώραν, προσέτι δε έχοντας πολλούς συμμάχους φόρου υποτελείς, προς τοιούτους ανθρώπους πώς να επιχειρήσωμεν πόλεμον άνευ ωρίμου σκέψεως; και εις τί βασιζόμενοι θέλομεν σπεύσει απαράσκευοι; Εις τα πλοία μας; αλλ' είμεθα υποδεέστεροι· εάν δε θελήσωμεν να γυμνασθώμεν και να τοις αντιτάξωμεν αξιόμαχον ναυτικόν, θα μεσολαβήση χρόνος. Εις τα χρήματα μας; αλλά και κατά τούτο είμεθα πολύ υποδεέστεροι, διότι ούτε κοινόν ταμείον έχομεν, ούτε συνεισφέρομεν ταχέως εκ των ιδίων.

81. »Ίσως τις θαρρευόμενος είπη ότι υπερέχοντες κατά τους οπλίτας και το πλήθος δυνάμεθα να ερημώνωμεν την χώραν των εισβάλλοντες συχνάκις εις αυτήν. Αλλ' οι Αθηναίοι άρχουσι πολλών άλλων χωρών, και θέλουν εισάγει διά θαλάσσης εκείνα τα οποία χρειάζονται. Εάν δε πάλιν αποπειραθώμεν να εγείρωμεν εναντίον των τους συμμάχους των, θα χρειασθή και τούτους να βοηθήσωμεν διά πλοίων, αφού οι πλείστοι είναι νησιώται. Ποίον λοιπόν πόλεμον θα επιχειρήσωμεν; διότι, εάν δεν νικήσωμεν κατά θάλασσαν, ή εάν δεν αφαιρέσωμεν απ' αυτών τα εισοδήματα διά των οποίων συντηρούν το ναυτικόν των, θέλομεν βλαφθή μεγάλως. Και εν τοιαύτη θέσει διατελούντες δεν θα δυνηθώμεν να τελειώσωμεν εντίμως τον πόλεμον, προ πάντων διότι θα φανώμεν ότι ημείς μάλλον ή οι Αθηναίοι υπήρξαμεν οι πρώτοι αίτιοι της διαφοράς. Ας μη γινώμεθα λοιπόν φαντασμένοι, παρασυρόμενοι υπό της ελπίδος εκείνης ότι ταχέως θέλει παύσει ο πόλεμος, εάν λεηλατήσωμεν την χώραν των. Πολύ μάλλον φοβούμαι μη καταλίπωμεν αυτόν εις τους παίδας μας, τόσον πιθανόν ότι εκ μεγαλοφροσύνης οι Αθηναίοι ούτε δούλοι θέλουν γίνει της ιδίας εαυτών γης, ούτε, ως άπειροι άνθρωποι, θέλουν φοβηθή τον πόλεμον.

82. » Δεν λέγω όμως πάλιν να τους αφήσωμεν αναισθήτως να βλάπτουν τους συμμάχους μας και να παραβλέπωμεν τας επιβουλάς των, αλλ' όπλα μεν να μη κινήσωμεν εισέτι, να πέμψωμεν δε πρέσβεις προς αυτούς οίτινες να εκθέσωσι τα παράπονά μας μήτε πόλεμον κηρύττοντες φανερά μήτε συγκατάβασιν δεικνύοντες, και εν τω μεταξύ και τας ημετέρας δυνάμεις να παρασκευάζωμεν και συμμάχους Έλληνας και βαρβάρους να προσλαμβάνωμεν, ει δυνατόν δε, αδιάφορον πόθεν, να προμηθευθώμεν ενίσχυσιν πλοίων ή χρημάτων (διότι δεν είναι αξιόμεμπτον, αφού μας επιβουλεύονται οι Αθηναίοι, να ενωθώμεν όχι με Έλληνας αλλά και με βαρβάρους όπως σωθώμεν), και τέλος να προσπαθήσωμεν να πορισθώμεν πάντα τα αναγκαιούντα εις ημάς. Και αν μεν δώσωσι προσοχήν εις τους πρέσβεις, έχει καλώς· εάν δε όχι, τότε μετά παρέλευσιν δύο ή και τριών ετών, κάλλιον παρεσκευασμένοι, εκστρατεύομεν κατ' αυτών, εάν μας φανή εύλογον. Και ίσως, όταν ίδωσιν οι Αθηναίοι τας ετοιμασίας ημών, και τους λόγους ομοίους προς τας πράξεις υποχωρήσουν τοσούτω μάλλον όσω η χώρα αυτών θέλει είσθαι ακόμη αλώβητος, και θα δύνανται να διασκέπτωνται περί των υπαρχόντων ακόμη αγαθών και μη καταστραφέντων. Τωόντι μη νομίσετε την χώραν των ως άλλο τι ειμή ως ενέχυρον το οποίον τοσούτω μάλλον είναι ασφαλές όσω καλλίτερον καλλιεργείται. Όσω το δυνατόν πρέπει να φείδεσθε αυτής, και να μη καταστήσετε την ήτταν των πλέον δύσκολον εξωθούντες αυτούς εις απόγνωσιν. Διότι, εάν απαράσκευοι και ενδίδοντες εις τας εισηγήσεις των συμμάχων καταστρέψωμεν την χώραν, προσέξατε μήπως πράξωμέν τι, το οποίον θα προξενήση μεγαλυτέραν αισχύνην και αμηχανίαν εις την Πελοπόννησον. Αι διαφοραί των πόλεων και των ιδιωτών δύνανται να συμβιβασθούν· όταν όμως, χάριν των ιδιωτικών συμφερόντων, εγείρωνται όλοι ομού προς πόλεμον, του οποίου δεν δύναται τις να προΐδη την έκβασιν, δεν θέλει είσθαι εύκολον έντιμον τέλος.

83. » Κανείς μη φαντασθή ότι ήθελεν είσθαι ανανδρία αν πολλοί όντες δεν σπεύσετε να προσβάλετε ταχέως μίαν μόνην πόλιν διότι και οι Αθηναίοι έχουν όχι ολιγωτέρους ημών συμμάχους συνεισφέροντας χρήματα, και ο πόλεμος εξαρτάται όχι τόσον εκ των όπλων όσον εκ της δαπάνης διά της οποίας τα όπλα καθίστανται ωφέλιμα, προ πάντων όταν ούτος γίνεται εκ μέρους ηπειρωτών προς θαλασσινούς. Ας πορισθώμεν λοιπόν πρώτον την δαπάνην ταύτην, και μη παρασυρθώμεν πρότερον από τους λόγους των συμμάχων και επειδή ημείς θα έχωμεν την μεγαλυτέραν ευθύνην και κατά την ατυχή έκβασιν του πολέμου, ημείς πρέπει να σκεφθώμεν ωρίμως αμφοτέρας ταύτας τας πιθανότητας.

84. »Ποσώς μη αισχυνθήτε διά την βραδύτητα και την αναβολήν διά τας οποίας τόσον μας μέμφονται· η επίσπευσις δεν θέλει επιφέρει άλλο αποτέλεσμα ειμή να κάμετε να βραδύνη το τέλος πολέμου τον οποίον ηθέλετε επιχειρήση απαράσκευοι όντες. Άλλως τε και ένεκα αυτής ταύτης της βραδύτητος και περισκέψεως νεμόμεθα διά παντός πόλιν ελευθέραν και ενδοξοτάτην. Αυτό διά το οποίον μας ελέγχουσιν ουδέν άλλο είναι ή λογαριασμένη φρόνησις και περίσκεψις· διότι ημείς μόνοι ούτε εις τας ευτυχίας γινόμεθα αυθάδεις ούτε εις τας αποτυχίας αποθαρρυνόμεθα ως τόσοι άλλοι. Προσέτι ούτε παρασυρόμεθα από την ηδονήν, την οποίαν παρέχουν οι επαινούντες διά να παρακινήσουν ημάς επί τους κινδύνους, παρά την πεποίθησιν ημών, ούτε είναι δυνατόν να μεταπεισθώμεν υπό των επιπλήξεων διά των οποίων προσπαθούν να μας παροτρύνουν. Η σωφροσύνη αύτη καθιστά ημάς ισχυρούς εν τω πολέμω και συνετούς εις τας συσκέψεις· ισχυρούς, διότι εκ της σωφροσύνης πηγάζει το αίσθημα της τιμής, εκ τούτου δε η ευψυχία· συνετούς, διότι εξεπαιδεύθημεν τόσον απλώς ώστε να μη περιφρονώμεν τους νόμους και τόσον αυστηρώς ώστε να μη απειθώμεν εις αυτούς· τέλος διότι μη όντες τόσον σοφοί εις τα ανωφελή πράγματα δεν κατέχομεν την τέχνην να μεμφώμεθα διά λόγων ωραίων τας προετοιμασίας των πολεμίων, και έπειτα να πράττωμεν έργα ανόμοια προς τους λόγους. Νομίζομεν ότι αι σκέψεις των άλλων ομοιάζουν με τας ιδικάς μας και ότι αι συμβαίνουσαι μεταβολαί της τύχης δεν δύνανται να διακριθούν διά του λόγου. Πρέπει πάντοτε να υποθέτωμεν τους εναντίους ως συνετά μέτρα λαβόντας, και να αντιτάσσωμεν κατ' αυτών πραγματικάς προπαρασκευάς· να μη στηρίζωμεν τας ελπίδας μας εις τα σφάλματα όσα ήθελον πράξει, αλλ' εις την ασφαλή πρόνοιαν ημών αυτών. Δεν πρέπει δε να πιστεύωμεν ότι άνθρωπος από άνθρωπον διαφέρει πολύ, αλλ' ότι ο τελειότερος είναι εκείνος, όστις εξεπαιδεύθη εις τα αναγκαιότατα πράγματα.

85. » Ταύτα λοιπόν τα αξιώματα τα οποία μας παρέδωκαν οι πατέρες ημών και τα οποία πάντοτε μας ωφέλησαν, ας μη παραιτήσωμεν· ας μη σπεύσωμεν, ότε πρόκειται περί τόσων ανθρώπων, χρημάτων, πόλεων και δόξης, να αποφασίσωμεν εντός ολίγων μόνον στιγμών, αλλ' ας σκεφθώμεν με ησυχίαν. Εξ αιτίας της δυνάμεως, την οποίαν έχομεν, επιτρέπεται τούτο εις ημάς πλειότερον ή εις πάντα άλλον. Πέμψατε εις Αθήνας πρέσβεις διά την Ποτείδαιαν, πέμψατε επίσης να συνάξετε πληροφορίας περί των αδικιών διά τας οποίας παραπονούνται οι σύμμαχοι· τοσούτω μάλλον όσω και αυτοί οι Αθηναίοι είναι έτοιμοι να δικασθούν. Διότι δεν είναι δίκαιον να προσβάλετε εκ των προτέρων ως αδικούντα εκείνον όστις ζητεί να δικαιολογηθή. Συγχρόνως όμως εκτελείτε τας προετοιμασίας σας. Τα μέτρα δει ταύτα θα είναι κάλλιστα και εις τους εναντίους φοβερώτατα». Και ταύτα μεν είπεν ο Αρχίδαμος· προχωρήσας δε τελευταίος ο Σθενελαίδας, είς των εφόρων τότε ων, είπε προς τους Λακεδαιμονίους τα ακόλουθα.

86. «Τους μεν μακρούς λόγους των Αθηναίων δεν εννοώ. Αφού επήνεσαν πολύ εαυτούς, ουδόλως απέκρυψαν ότι αδικούν τους ημετέρους συμμάχους και την Πελοπόννησον. Και όμως, αν κατά των Μήδων εφάνησαν καλοί, σήμερον δε φέρονται κακώς προς ημάς, είναι άξιοι διπλασίας τιμωρίας, διότι μετεβλήθησαν από αγαθούς εις κακούς. Ημείς δε και τότε και σήμερον είμεθα οι αυτοί, και τους συμμάχους, εάν είμεθα φρόνιμοι, δεν θα παραβλέψωμεν ν' αδικώνται, ουδέ θα βραδύνωμεν να τους βοηθήσωμεν ούτω δε μέλλουν να παύσουν εις το εξής τα παθήματα των.

Και άλλοι μεν έχουν χρήματα πολλά, και πλοία, και ίππους, ημείς δε έχομεν συμμάχους καλούς, τους οποίους δεν πρέπει να παραδώσωμεν εις τους Αθηναίους, μηδέ να λύσωμεν την προς τους Αθηναίους διαφοράν με κρίσεις και με λόγους, αφού και οι σύμμαχοι μας δεν βλάπτονται με λόγους· αλλά πρέπει να τους βοηθήσωμεν ταχέως και όσον είναι δυνατόν. Κανείς ας μη μας είπη ότι καθό αδικούμενοι πρέπει να σκεφθώμεν· η πολυχρόνιος σκέψις αρμόζει μάλλον εις τους μέλλοντας να αδικήσουν. Ψηφίσατε λοιπόν επαξίως της Σπάρτης, ω Λακεδαιμόνιοι, τον πόλεμον· και ούτε τους Αθηναίους αφήνετε να γίνωνται μεγαλύτεροι, ούτε τους συμμάχους να καταπροδίδωμεν, αλλά τη βοήθεια των θεών ας δράμωμεν κατά των αδικούντων».

87. Ταύτα ειπών έθεσεν ο ίδιος το ζήτημα, ως έφορος, εις την ψηφοφορίαν της εκκλησίας των Λακεδαιμονίων· επειδή δε η κρίσις γίνεται διά βοής και ουχί διά ψήφου, είπεν ότι δεν ηδύνατο να διακρίνη την βοήν εκ τίνος μέρους ήτο μεγαλυτέρα· θέλων δε διά της φανερώς απαγγελλομένης εκάστου γνώμης να παροτρύνη ακόμη περισσότερον αυτούς εις πόλεμον είπεν. «Όστις εξ υμών, ω Λακεδαιμόνιοι, νομίζει ότι αι συνθήκαι διελύθησαν, και ότι οι Αθηναίοι αδικούν, ας εγερθή και ας υπάγη εις εκείνο το μέρος (και έδειξε μέρος τι)· όστις δε φρονεί το εναντίον, ας μεταβή εις το αντίθετον μέρος». Αναστάντες οι δε Λακεδαιμόνιοι διεμοιράσθησαν· και οι νομίζοντες ότι αι συνθήκαι είχον διαλυθή ευρέθησαν περισσότεροι. Προσκαλέσαντες δε τότε τους συμμάχους είπον προς αυτούς ότι πείθεται μεν η συνέλευσις περί της ενοχής των Αθηναίων, αλλά θέλει, πριν κηρυχθή ο πόλεμος, να συναθροισθούν εις σύσκεψιν όλοι οι σύμμαχοι και να ψηφίσουν αυτόν εν γενική συνεδριάσει. Και οι μεν σύμμαχοι ακούσαντες ταύτα επέστρεψαν εις τα ίδια, οι δε πρέσβεις των Αθηναίων ανεχώρησαν βραδύτερον, αφού εξεπλήρωσαν τον σκοπόν της αποστολής των. Η απόφασις αύτη της συνελεύσεως η κηρύττουσα την διάλυσιν των συνθηκών εγένετο κατά το δέκατον τέταρτον έτος από της υπογραφής της τριακονταετούς ανακωχής η οποία συνωμολογήθη μετά την κατάκτησιν της Ευβοίας.

88. Εψήφισαν δε οι Λακεδαιμόνιοι την διάλυσιν των συνθηκών και την ανάγκην του πολέμου, όχι τόσον διότι επείσθησαν εις τους λόγους των συμμάχων, όσον διότι εφοβούντο μήπως οι Αθηναίοι γίνουν ισχυρότεροι, και διότι έβλεπον ότι ήσαν ήδη εις την εξουσίαν τούτων τα πλειότερα μέρη της Ελλάδος.

89. Ιδού δε με ποίον τρόπον οι Αθηναίοι περιήλθον εις τοιαύτην ακμήν δυνάμεως. Ότε οι Μήδοι ανεχώρησαν εκ της Ευρώπης νικηθέντες υπό των Ελλήνων κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, οι δε καταφυγόντες μετά των πλοίων των εις την Μυκάλην κατεστράφησαν, ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Λεωτυχίδης, ο οποίος ήτο στρατηγός των εν Μυκάλη Ελλήνων, απεχώρησεν εις τα ίδια, φέρων μεθ' εαυτού και τους Πελοποννησίους συμμάχους. Αλλ' οι Αθηναίοι και οι εκ της Ιωνίας και του Ελλησπόντου σύμμαχοι, οίτινες είχον ήδη αποσπασθή από του βασιλέως, μείναντες εκεί μετά την αναχώρησίν του επολιόρκουν την Σηστόν κατεχομένην υπό των Μήδων, και διατρίψαντες όλον τον χειμώνα εκυρίευσαν αυτήν μετά την αναχώρησιν των βαρβάρων και μετά τούτο απέπλευσαν εκ του Ελλησπόντου ο καθείς εξ αυτών εις τας πόλεις των. Οι δε κάτοικοι των Αθηνών, άμα οι βάρβαροι απήλθον εκ της χώρας των, μετεκόμισαν αμέσως τας γυναίκας, τους παίδας και τα περισωθέντα πράγματα εκ του μέρους εις το οποίον τα είχον αποθέσει, και ητοιμάζοντο να ανοικοδομήσουν την πόλιν και τα τείχη· διότι εκ του περιβόλου ελάχιστον μέρος είχε μείνει σώον, και αι πλείσται οικίαι είχον πέσει, εκτός ολίγων εις τας οποίας είχον κατασκηνώσει οι σημαντικώτεροι των Περσών.

90. Οι δε Λακεδαιμόνιοι προβλέποντες το μέλλον, έπεμψαν πρεσβείαν εις Αθήνας, όχι μόνον διότι μετ' ευχαριστήσεως θα έβλεπον και αυτήν και πάσαν άλλην πόλιν μένουσαν ατείχιστον, αλλά διότι παρωτρύνοντο υπό των συμμάχων, οίτινες εφοβούντο και το πολύ ναυτικόν των Αθηναίων, όπερ πρότερον δεν υπήρχε, και το τολμηρόν θάρρος το οποίον έδειξαν κατά τον Μηδικόν πόλεμον. Ηξίουν δε παρά των Αθηναίων όχι μόνον να μη ανοικοδομήσουν τα τείχη των, αλλά και ενούμενοι μετ' αυτών να κατεδαφίσουν όλους τους περιβόλους όσοι υπήρχον έξω της Πελοποννήσου, την μεν πρόθεσιν και την δυσπιστίαν μη φανερώνοντες, προφασιζόμενοι δε ότι, αν πάλιν επέστρεφαν οι βάρβαροι, να μη εύρουν τετειχισμένον μέρος εξ ου να διευθύνωσι τας προσβολάς των, ως έπραξαν εις τας Θήβας κατά τον πόλεμον εκείνον· παρετήρουν συγχρόνως ότι η Πελοπόννησος ήτο αρκετή διά να προσφέρη εις όλους τους Έλληνας καταφύγιον και σημείον αναχωρήσεως. Αλλ' οι Αθηναίοι, κατά συμβουλήν του Θεμιστοκλέους, εις μεν τους Λακεδαιμονίους ταύτα ειπόντας απεκρίθησαν ότι θα έπεμπον αμέσως πρέσβεις περί της εν λόγω υποθέσεως και τους απέλυσαν· ο δε Θεμιστοκλής συνεβούλευσε να τον πέμψουν όσον τάχιστα εις την Λακεδαίμονα, τους δε άλλους τους οποίους ήθελον εκλέξει ως συμπρέσβεις να μη τους στείλουν αμέσως, αλλά να τους κρατήσουν τόσον καιρόν έως ότου ανυψωθούν ικανώς τα τείχη, ώστε οι πολεμούντες να δύνανται να υπερασπίζωνται εκ του απολύτως αναγκαίου ύψους· να κτίζουν δε τα τείχη όλος ο λαός ο εν τη πόλει και άνδρες, και γυναίκες, και παίδες, μη φειδόμενοι μήτε ιδίου μήτε δημοσίου οικοδομήματος από του οποίου δύναται να προκύψη ωφέλειά τις εις το έργον, αλλά καταρρίπτοντες τα πάντα. Και ο μεν ταύτα συμβούλευσας και αφήσας να εννοήσουν ότι αυτός θέλει πράξει τα λοιπά εις την Λακεδαίμονα ανεχώρησε. Και ελθών εις την Λακεδαίμονα δεν παρουσιάσθη εις τας αρχάς, αλλ' έμενεν αναβάλλων την εμφάνισίν του υπό διαφόρους προφάσεις· και, ότε τον ηρώτησέ τις των αρχόντων διατί δεν παρουσιάζεται εις το κοινόν, απεκρίθη ότι ανέμενε τους συμπρέσβεις, οίτινες είχον μείνει οπίσω διά τινα υπόθεσιν, περιμένη όμως αυτούς να έλθουν ταχέως, και απορεί πώς δεν έφθασαν ακόμη.

91. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ακούοντες εις μεν τον Θεμιστοκλέα επείθοντο διά την φιλίαν αυτού· ότε όμως ήλθόν τινες και κατήγγελλον μετά βεβαιότητος ότι το τείχος των Αθηνών ήρχισε να κτίζεται και ότι έλαβεν ήδη αρκετόν ύψος, δεν ηδύναντο πλέον να μη πιστεύσωσι. Μαθών δε ο Θεμιστοκλής τα γινόμενα παρακινεί αυτούς να μη παρασύρωνται πλεότερον υπό των λόγων, αλλά να πέμψουν εκ των συμπολιτών των άνδρας τινάς χρηστούς, οίτινες να εκθέσουν πιστώς όσα ήθελον ιδεί. Αποστέλλουν λοιπόν. Αλλ' ο Θεμιστοκλής ειδοποιεί κρυφίως τους Αθηναίους συμβουλεύων αυτούς να συλλάβουν όσον το δυνατόν μυστικά τους πρέσβεις και να μη τους αφήσουν πριν αυτός και οι μετ' αυτού συμπρέσβεις επιστρέψουν εις Αθήνας (διότι είχον ήδη έλθει προς αυτόν οι συμπρέσβεις Αβρώνιχος ο Λυσικλέους, και Αριστείδης ο Λυσιμάχου, αγγέλλοντες ότι το τείχος είχεν υψωθή αρκετά), καθότι εφοβείτο μήπως οι Λακεδαιμόνιοι, αφού μάθουν την αλήθειαν σαφώς, δεν τους αφήσουν πλέον. Και οι Αθηναίοι λοιπόν, συμφώνως με την συμβουλήν του, εκράτησαν τους πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, και ο Θεμιστοκλής εμφανισθείς εις το κοινόν είπε φανερώς ότι η πόλις των περιετειχίσθη ήδη επί τοσούτον ώστε να προφυλάττη τους οικούντας εντός αυτής· ότι, αν θέλουν οι Λακεδαιμόνιοι ή οι σύμμαχοι να πέμψουν εις Αθήνας πρέσβεις δι' υπόθεσίν τινα, έπρεπεν εις το εξής να μεταβαίνουν ως προς ανθρώπους γινώσκοντας ομοίως και τα εαυτών συμφέροντα και τα κοινά· ότι, ότε οι Αθηναίοι ενόμισαν αναγκαίον να εγκαταλείψουν την πόλιν των και να εμβούν εις τα πλοία, συνέλαβον την τολμηράν εκείνην απόφασιν χωρίς να συμβουλευθούν τους Λακεδαιμονίους· ότι εις όσα συμβούλια συνεκρότησαν, από κοινού μετ' εκείνων, ουδενός εδείχθησαν κατώτεροι κατά την σύνεσιν· ότι, και σήμερον επίσης ενόμιζον αναγκαίον να περιτειχίσουν την πόλιν των· ότι δι' αυτούς ιδία και δια τους συμμάχους εν γένει η ωφέλεια θα είναι μεγαλυτέρα· ότι ήτο αδύνατον μη έχοντες όμοιας δυνάμεις να συσκέπτωνται μετ' ισότητος και δικαιοσύνης εις τα από κοινού συγκροτούμενα συμβούλια· και ότι τέλος ή έπρεπεν όλοι οι Έλληνες να συμμαχήσουν μένοντες άνευ τειχών ή να επιδοκιμασθή το έργον των Αθηναίων ως ορθώς έχον.

92. Ακούσαντες ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι οργήν μεν φανεράν δεν έδειξαν προς τους Αθηναίους· διότι ηξίουν ότι όχι προς παρακώλυσιν, αλλά προς παραίνεσιν δήθεν είχον στείλη πρεσβείαν εις τας Αθήνας, συγχρόνως δε διότι ήσαν εις αυτούς προσφιλείς διά την μεγάλην προθυμίαν την οποίαν έδειξαν κατά τον Μηδικόν πόλεμον. Κρυφίως όμως εδυσφόρησαν διότι απέτυχαν του σκοπού· οι δε πρέσβεις εκατέρων επέστρεψαν εις τα ίδια ανενόχλητοι.

93. Τοιουτοτρόπως οι Αθηναίοι ετείχισαν εις ολίγον χρόνον την πόλιν των. Ακόμη δε και σήμερον είναι φανερόν ότι η οικοδομή εγένετο βιαστικά· διότι τα θεμέλια σύγκεινται εκ παντοίων λίθων, και είς τινα μέρη ακατεργάστων και όπως τους έφερεν έκαστος, πολλαί δε στήλαι επιτάφιοι και λίθοι κατειργασμένοι συγκατελέχθησαν, διότι μεγαλυνθείς ο περίβολος περιέβαλεν όλην την πόλιν· και διά τούτο τα πάντα αδιακρίτως μετακινούντες έσπευδον. Έπεισε δε ο Θεμιστοκλής να οικοδομήσουν και τα λοιπά τείχη του Πειραιώς (των οποίων η οικοδομή είχεν αρχίσει ότε αυτός ανέλαβε την ενιαυσίαν αρχήν), φρονών ότι η θέσις είναι καλή ως έχουσα τρεις φυσικούς λιμένας, και ότι οι Αθηναίοι, γινόμενοι ναυτικοί, μεγάλην ένεκα τούτου θ' απέκτων δύναμιν. Αυτός πρώτος ετόλμησε να είπη εις τους Αθηναίους να επιδοθούν εις τα ναυτικά, και συνετέλεσεν ευθύς εις την αποκατάστασιν της ηγεμονίας των. Κατά την συμβουλήν του λοιπόν έδωκαν εις το τείχος το πάχος εκείνο, όπερ και σήμερον ακόμη φαίνεται περί τον Πειραιά. Δύο άμαξαι, αντίθετα προς αλλήλας διευθυνόμεναι, εκόμιζον τους λίθους. Εντός δε ούτε χάλυψ ούτε πηλός υπήρχεν, αλλά μεγάλοι λίθοι συνηρμολογημένοι και διαγωνίως λαξευμένοι, δεμένοι έξωθεν προς αλλήλους διά σιδήρου και μολύβδου. Το δε ύψος ήτο το ήμισυ εκείνου όπερ διενοήθη, διότι ήθελε διά του μεγέθους και του πάχους των να αποκρούουν τας προσβολάς των πολεμίων· και ενόμιζεν ότι προς υπεράσπισίν των ήθελον αρκέσει ολίγιστοι άνθρωποι, οι μάλλον αδύνατοι, οι δε άλλοι να επιβιβάζωνται εις τα πλοία· διότι εις τα πλοία προ πάντων επέμενεν, ιδών, ως φρονώ, ότι η στρατιά του βασιλέως ευκολώτερον έκαμνε τας εφόδους διά θαλάσσης ή διά ξηράς. Και τον Πειραιά ενόμιζεν ωφελιμώτερον της άνω πόλεως, και πολλάκις συνεβούλευε τους Αθηναίους, εάν ποτε υποκύψωσι κατά ξηράν, καταβάντες εις αυτόν να αντισταθούν διά των πλοίων προς πάντας. Οι μεν Αθηναίοι λοιπόν ούτως ετειχίσθησαν και κατεσκεύασαν και τας άλλας αυτών οικοδομάς ευθύς μετά την αναχώρησιν των Μήδων.

94. Παυσανίας δε ο Κλεομβρότου απεστάλη εκ Λακεδαίμονος με είκοσι πλοία της Πελοποννήσου ως στρατηγός των Ελλήνων· συνέπλευσαν δε και οι Αθηναίοι με τριάκοντα πλοία και πολλούς άλλους συμμάχους. Και πρώτον μεν εξεστράτευσαν κατά της Κύπρου και υπέταξαν τα πλειότερα αυτής μέρη, ύστερον δε, υπό τον αυτόν στρατηγόν, κατά του Βυζαντίου, το οποίον κατείχον οι Μήδοι, και το οποίον πολιορκήσαντες εκυρίευσαν.

95. Αλλ' επειδή κατά την στρατηγίαν εκείνην ο Παυσανίας εφαίνετο πολύ βίαιος, όλοι μεν οι άλλοι Έλληνες δυσηρεστήθησαν, ιδίως όμως οι Ίωνες και όσοι είχον αποσείσει εσχάτως τον ζυγόν του βασιλέως· μεταβαίνοντες δε συχνάκις προς τους Αθηναίους παρεκάλουν αυτούς ένεκα της αυτής καταγωγής να γίνουν ηγεμόνες των και να μη επιτρέπουν εις τον Παυσανίαν να βιαιοπραγή. Οι Αθηναίοι εδέχθησαν τους λόγους των και προσείχον να μη δείξουν αδιαφορίαν, και να τακτοποιήσουν όσα εφαίνοντο άριστα εις τους συμμάχους. Εν τούτω τω μεταξύ, οι Λακεδαιμόνιοι μετεκάλεσαν τον Παυσανίαν διά να τον ανακρίνουν περί όσων είχον ακούσει· διότι οι εις Λακεδαίμονα ερχόμενοι Έλληνες πολύ τον κατηγόρουν διά τας αδικίας του, και διότι η στρατηγία του ωμοίαζε μάλλον με τυραννίδα. Συνέπεσε δε η μετάκλησίς του να γίνη συγχρόνως με την μετάβασιν των συμμάχων, πλην των εκ της Πελοποννήσου στρατιωτών, προς το μέρος των Αθηναίων ένεκα του προς αυτόν μίσους. Ελθών δε εις Λακεδαίμονα ετιμωρήθη μεν διά τα προς ιδιώτας γενόμενα αδικήματα, απελύθη, όμως διά τας σπουδαιοτέρας κατηγορίας· κατηγορείτο δε προ πάντων διά Μηδισμόν (φιλίαν προς τους Μήδους) και το πράγμα ενομίζετο σαφέστατον. Και εκείνον μεν δεν αποστέλλουν πλέον άρχοντα, στέλλουν δε τον Δόρκιν και άλλους τινάς μετ' αυτού, έχοντας όχι πολύ στράτευμα, προς τους οποίους όμως δεν αφήκαν πλέον οι σύμμαχοι την αρχηγίαν. Ούτοι δε εννοήσαντες τούτο απήλθον, και άλλους ύστερον δεν εξέπεμψαν πλέον οι Λακεδαιμόνιοι, φοβούμενοι μήπως οι εξερχόμενοι της χώρας παρασύρωνται εις διαφθοράν, όπερ είδον να πάθη και ο Παυσανίας, και θέλοντες να απαλλαγούν του Μηδικού πολέμου· ενόμιζον δε τους Αθηναίους ικανούς να τον διεξαγάγουν, διότι κατ' εκείνην την εποχήν ήσαν φίλοι των.

96. Παραλαβόντες δε οι Αθηναίοι την ηγεμονίαν τοιουτοτρόπως με την θέλησιν των συμμάχων διά το κατά του Παυσανίου μίσος προσέταξαν ποίαι πόλεις ώφειλον να δώσουν χρήματα εις τον κατά του βαρβάρου πόλεμον και ποίαι πλοία. Το πρόσχημα ήτο να εκδικηθούν δι'όσα έπαθον, λεηλατούντες την χώραν του βασιλέως. Και τότε κατά πρώτον συνεστήθη υπό των Αθηναίων η αρχή των Ελληνοταμιών, οίτινες εδέχοντο τον φόρον· διότι ούτως ωνομάσθη η χρηματική συνεισφορά. Ήτο δε ο κατά πρώτον ταχθείς φόρος τετρακόσια εξήκοντα τάλαντα, ταμείον των ήτο η Δήλος και αι συνελεύσεις εγίνοντο εις το ιερόν.

97. Διαρκούσης της ηγεμονίας των επί συμμάχων κατ' αρχάς αυτονόμων και εχόντων δικαίωμα ψήφου εις τας κοινάς συνελεύσεις, ιδού πόσα κατά το μεταξύ του παρόντος πολέμου και του Μηδικού συνέβησαν πολεμικά έργα, τα οποία επεχείρησαν αυτοί κατά του βαρβάρου, κατά των αποστατούντων συμμάχων των, και κατά των Πελοποννησίων τους οποίους συνήντων εκάστοτε με έκαστον των συμμάχων. Έγραψα δε αυτά, και έκαμα την παρέκβασιν ταύτην του λόγου διά τούτο, ότι οι προ εμού γράψαντες παρέλειψαν το μέρος τούτο της ιστορίας, και ή τα προ των Μηδικών Ελληνικά συνέγραψαν ή αυτά τα Μηδικά· τα γεγονότα δε ταύτα μόλις εμνημόνευσεν εν τη Αττική συγγραφή ο Ελλάνικος (1), αναφέρων αυτά διά βραχέων και ουχί ακριβώς κατά τας εποχάς. Συγχρόνως η παρεκβολή αύτη θα αποδείξη με ποίον τρόπον αποκατέστη η αρχή των Αθηναίων.

98. Και πρώτον μεν, στρατηγούντος Κίμωνος του υιού του Μιλτιάδου, επολιόρκησαν και εξηνδραπόδισαν την επί του Στρυμόνος Ηιόνα κατεχομένην υπό των Μήδων έπειτα την εν τω Αιγαίω νήσον Σκύρον, την οποίαν κατώκουν Δόλοπες, ηνδραπόδισαν και κατώκησαν αυτοί. Επολέμησαν προς τούτοις και κατά των Καρυστίων, άνευ της συμμετοχής των άλλων Ευβοέων, και μετά τινα χρόνον συνεβιβάσθησαν διά συνθήκης. Ακολούθως επολέμησαν κατά των αποστατησάντων Ναξίων, τους οποίους πολιορκήσαντες καθυπέταξαν. Αύτη ήτο η πρώτη σύμμαχος πόλις η οποία, παρά τους κειμένους νόμους, υπεδουλώθη· κατόπιν δε υπέστησαν την αυτήν τύχην και αι άλλαι.

99. Αιτίαι δε των αποστατήσεων τούτων ήσαν πολλαί και διάφοροι, μέγισται όμως αι των φόρων και των πλοίων καθυστερήσεις, καθώς και η λιποστρατία εκ μέρους τινών εκ των συμμάχων. Διότι οι Αθηναίοι καθίσταντο μισητοί μεταχειριζόμενοι την βίαν και καταναγκάζοντες εκείνους , οίτινες ούτε συνήθειαν είχον μήτε θέλησιν να αναδέχωνται τα βάρη ταύτα. Άλλως τε δε και οι Αθηναίοι δεν ήσαν πλέον εν τη διοικήσει των επίσης ευάρεστοι ως άλλοτε και ουδέ τους συμμάχους μετεχειρίζοντο ως ίσους εις τας εκστρατείας, τοις ήτο δε εύκολον να υποτάσσουν τους εξανισταμένους. Τούτων δε των αποστατήσεων αίτιοι ήσαν αυτοί οι σύμμαχοι· διότι οι περισσότεροι εξ αυτών, ένεκα της προς τας εκστρατείας οκνηρίας των και διά να μη εξέρχωνται από τας πατρίδας των έταξαν να δίδουν αντί πλοίων την αντιστοιχούσαν δαπάνην. Και των μεν Αθηναίων το ναυτικόν ηύξανεν από της δαπάνης την οποίαν συνεισέφεραν οι σύμμαχοι, ούτοι δε, οπότε απεστάτουν, περιεπλέκοντο εις τον πόλεμον απαράσκευοι ως άποροι.

100. Συνέβη δε μετά ταύτα και η εν τη Παμφυλία τη επ' Ευρυμέδοντι ποταμώ πεζομαχία και ναυμαχία των Αθηναίων και των συμμάχων προς τους Μήδους· και ενίκων κατά την αυτήν ημέραν εις αμφότερα οι Αθηναίοι, στρατηγούντος Κίμωνος του υιού του Μιλτιάδου, και εκυρίευσαν ή κατέστρεψαν τας τριήρεις των Φοινίκων συμποσουμένας εις διακοσίας. Μετά τινα δε χρόνον συνέβη να αποστατήσουν απ' αυτούς οι Θάσιοι, ελθόντες εις διένεξιν περί των εις την αντιπέραν όχθην της Θράκης εμπορίων και μεταλλείων, τα οποία ενέμοντο. Και κατά μεν της Θάσου ελθόντες οι Αθηναίοι μετά πλοίων ενίκησαν εις ναυμαχίαν και απέβησαν εις την ξηράν· επί δε τας όχθας του Στρυμόνος πέμψαντες κατά τους αυτούς χρόνους δέκα χιλιάδας οικήτορας Αθηναίους και συμμάχους, διά να οικήσωσι τας τότε καλουμένας Εννέα οδούς, σήμερον δε Αμφίπολιν, τας μεν Εννέα οδούς τας οποίας κατείχον οι Ηδωνοί εκυρίευσαν, προχωρήσαντες δε εις τα μεσόγεια της Θράκης κατεστράφησαν σύμπαντες εν Δραβήσκω τη Ηδωνική υπό των Θρακών, εις τους οποίους απήρεσκε το περιτειχιζόμενον χωρίον των Εννέα οδών.

101. Νικηθέντες δε εις τας μάχας οι Θάσιοι και πολιορκούμενοι επεκαλούντο τους Λακεδαιμονίους και παρεκάλουν αυτούς να τους βοηθήσουν εισβάλλοντες εις την Αττικήν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι υπέσχοντο μεν κρυφίως από τους Αθηναίους και θα ετήρουν την υπόσχεσίν των, ημποδίσθησαν όμως υπό του γενομένου σεισμού, ως εκ του οποίου ευρόντες ευκαιρίαν οι Είλωτες και οι περίοικοι, Θουριάται και Αιθαιείς, επανεστάτησαν και κατέφυγον εις το όρος Ιθώμην. Οι πλείστοι των Ειλώτων ήσαν απόγονοι των άλλοτε υποδουλωθέντων παλαιών Μεσσηνίων, ένεκα του οποίου και εκαλούντο πάντες Μεσσήνιοι. Προς μεν λοιπόν τους εν Ιθώμη ήρχισαν τον πόλεμον οι Λακεδαιμόνιοι· οι δε Θάσιοι, πολιορκούμενοι επί τρία έτη, εσυνθηκολόγησαν μετά των Αθηναίων κατεδαφίσαντες τα τείχη και παραδώσαντες τα πλοία υπεσχέθησαν δε να δώσουν αμέσως τα απαιτούμενα χρήματα, να εξακολουθούν και εις το μέλλον πληρώνοντες φόρον, και να εγκαταλείψουν τα εν τη ηπείρω κτήματα και μεταλλεία.

102. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, βλέποντες παρατεινόμενον τον πόλεμον προς τους εν Ιθώμη, επεκαλέσθησαν και άλλους συμμάχους, ιδίως δε τους Αθηναίους· ούτοι δε, στρατηγούντος του Κίμωνος, ήλθον με όχι ολίγον πλήθος. Προσεκάλεσαν δε αυτούς προ πάντων, διότι εφημίζοντο ότι ήσαν δυνατοί εις το να μάχωνται από του τείχους. Αλλ' επειδή η πολιορκία εξηκολούθει να παρατείνεται, η φήμη των αύτη εφάνη ενδεής· διότι, εάν μετεχειρίζοντο ολίγην περισσοτέραν βίαν, θα εκυρίευον την θέσιν. Από της εκστρατείας ταύτης πρώτον εγένετο φανερά η μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αθηναίων διχόνοια. Διότι οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή η θέσις δεν εκυριεύετο διά της βίας, φοβηθέντες τον τολμηρόν και νεωτεριστικόν χαρακτήρα των Αθηναίων, και εν ταυτώ θεωρούντες αυτούς ως αλλοφύλους, μήπως, εάν παραμείνουν επιφέρωσι μεταβολήν τινα πεισθέντες εις τας εισηγήσεις των εν Ιθώμη απέπεμψαν μόνους αυτούς εκ των συμμάχων, μη εκδηλώσαντες μεν την υποψίαν, ειπόντες δε ότι δεν είχον πλέον την ανάγκην των εις τίποτε. Οι Αθηναίοι όμως ενόησαν ότι τους απέπεμπον χωρίς να τοις είπουν τον αληθή λόγον, αλλά διότι είχον συλλάβει κατ' αυτών υπόνοιάν τινα· όθεν αγανακτήσαντες και μη δυνάμενοι να υποφέρουν το τοιούτο εκ μέρους των Λακεδαιμονίων, ευθύς άμα ανεχώρησαν, αφήκαν την μετ' αυτών γενομένην συμμαχίαν εναντίον των Μήδων και εγένοντο σύμμαχοι με τους εχθρούς των Λακεδαιμονίων Αργείους· αμφότεροι δε ηνώθησαν με τους Θεσσαλούς διά των αυτών όρκων και της αυτής συνθήκης.

103. Οι δε εν Ιθώμη, μετά δεκαετή πολιορκίαν, μη δυνάμενοι πλέον να ανθέξουν, εσυνθηκολόγησαν προς τους Λακεδαιμονίους, επί τω όρω να εξέλθουν εκ της Πελοποννήσου με σπονδάς και μηδέποτε να επιστρέψουν εις αυτήν· όστις δε συνελαμβάνετο να μένη δούλος του λαβόντος. Υπήρχε δε προηγουμένως εις τους Λακεδαιμίους χρησμός εκ Δελφών να αφήνουν ανενόχλητον τον ικέτην του Ιθωμήτα Διός. Εξήλθον λοιπόν αυτοί και οι παίδες και αι γυναίκες, και δεχθέντες αυτούς οι Αθηναίοι ένεκα του ήδη προς τους Λακεδαιμονίους μίσους των κατώκισαν αυτούς εις την Ναύπακτον, την οποίαν εσχάτως είχον κυριεύσει παρά των κατεχόντων αυτήν Λοκρών των Οζολών. Και οι Μεγαρείς επίσης εισήλθαν εις την συμμαχίαν, αποστατήσαντες από τους Λακεδαιμονίους, ένεκα του πολέμου τον οποίον είχον προς τους Κορινθίους περί των συνόρων της γης αυτών. Και ούτως οι Αθηναίοι εγένοντο κύριοι των Μεγαρέων και των Πηγών, και ωκοδόμησαν τα μακρά τείχη των Μεγάρων τα από της πόλεως εις Νίσαιαν άγοντα, και τα εφρούρουν αυτοί. Και των μεν Κορινθίων το σφοδρόν μίσος από της εποχής εκείνης προ πάντων ήρχισε πρώτον να γεννάται κατά των Αθηναίων.

104. Ο δε Λίβυς Ινάρως ο Ψαμμητίχου, βασιλεύς των Λιβύων των συνορευόντων με την Αίγυπτον, ορμώμενος εκ της Μαρείας, πόλεως κειμένης άνωθεν του Φάρου, απεστάτησεν από του βασιλέως Αρταξέρξου τα πλείστα μέρη της Αιγύπτου, και γενόμενος άρχων αυτός προσεκάλεσε τους Αθηναίους. Ούτοι δε (διότι έτυχον εις εκστρατείαν κατά της Κύπρου με διακόσια πλοία εαυτών και των συμμάχων) ήλθον αφήσαντες την Κύπρον, και αναπλεύσαντες τον Νείλον από θαλάσσης, και γενόμενοι κύριοι του ποταμού τούτου και των δύο τρίτων της Μέμφιδος, προσέβαλαν το τρίτον μέρος όπερ καλείται λευκόν τείχος. Εκεί υπήρχον οι φυγάδες Πέρσαι και Μήδοι, και όσοι εκ των Αιγυπτίων δεν είχον συναποστατήσει.

105. Οι δε Αθηναίοι προσεγγίσαντες μετά του στόλου των εις Αλιάς και αποβιβασθέντες συνεκρότησαν μάχην προς τους Κορινθίους και Επιδαυρίους, και ενίκων οι Κορίνθιοι. Και ύστερον οι Αθηναίοι εναυμάχησαν πλησίον της Κεκρυφαλείας κατά των πελοποννησιακών πλοίων και ενίκων οι Αθηναίοι. Εκραγέντος δε του πολέμου μεταξύ Αιγινητών και Αθηναίων, συγκροτείται μετά ταύτα πλησίον της Αιγίνης μεγάλη ναυμαχία εις ην έλαβον μέρος και οι σύμμαχοι εκατέρων. Οι Αθηναίοι ενίκησαν, και κυριεύσαντες εβδομήκοντα πλοία αυτών απέβησαν εις την ξηράν και επολιόρκησαν την πόλιν, Λεωκράτους του Στροίβου στρατηγούντος. Έπειτα θέλοντες οι Πελοποννήσιοι να βοηθήσουν τους Αιγινήτας εις μεν την Αίγιναν διεβίβασαν τριακόσιους οπλίτας οίτινες, είχον χρησιμεύσει πρότερον ως επίκουροι των Κορινθίων και Επιδαυρίων, κατέλαβαν δε τα ύψη της Γερανείας. Και εις την Μεγαρίδα δε κατέβησαν οι Κορίνθιοι μετά των συμμάχων, νομίζοντες ότι οι Αθηναίοι, των οποίων πολύς στρατός ήτο απών εις την Αίγιναν και εις την Αίγυπτον, δεν θα ήσαν εις κατάστασιν να βοηθήσουν τους Μεγαρείς, ή, εάν τους εβοήθουν, θα έλυαν τουλάχιστον την πολιορκίαν της Αιγίνης. Αλλ' οι Αθηναίοι το μεν προ της Αιγίνης στράτευμα δεν μετεκίνησαν, φθάνουσι δε εις τα Μέγαρα οι υπολειφθέντες εις Αθήνας πρεσβύτατοι και νεώτατοι υπό την στρατηγίαν του Μυρωνίδου. Και γενομένης μάχης ισορρόπου προς τους Κορινθίους εχωρίσθησαν απ' αλλήλων, εκατέρου μέρους ισχυριζομένου ότι δεν ενικήθη υπό του ετέρου. Και οι μεν Αθηναίοι (οίτινες όμως πλειότερον ενίκησαν) μετά την αναχώρησίν των Κορινθίων έστησαν τρόπαιον. Οι δε Κορίνθιοι, κακιζόμενοι υπό των εν τη πόλει πρεσβυτέρων και παρασκευασθέντες ύστερον επί δώδεκα ημέρας ολοκλήρους, ήλθον και έστησαν τρόπαιον και αυτοί απέναντι του των Αθηναίων ως νικήσαντες. Αλλ' οι Αθηναίοι προσδραμόντες εκ των Μεγάρων τους μεν εγείραντας το τρόπαιον εφονευσαν, συμπλακέντες δε μετά των άλλων ενίκησαν.

106. Οι δε Κορίνθιοι νικηθέντες υπεχώρηοαν, και μέρος αυτών αρκετόν, βιασθέν ισχυρώς και αποπλανηθέν της οδού, ενέπεσεν εις ιδιωτικόν τι κτήμα περικυκλούμενον υπό μεγάλης τάφρου και μη έχον έξοδον. Τούτο εννοήσαντες οι Αθηναίοι έκλεισαν την είσοδον με τους οπλίτας και παρατάξαντες κύκλω τους ψιλούς εφονευσαν διά λιθοβολισμών πάντας τους εισελθόντας, και το πάθημα τούτο υπήρξε μέγα διά τους Κορινθίους. Το δε πλείστον μέρος του στρατού αυτών ανεχώρησεν εις τα ίδια.

107. Ήρχισαν δε κατά τους χρόνους τούτους οiκοδομούμενα τα μακρά τείχη μέχρι της θαλάσσης, ήτοι το μέχρι Φαλήρου και το μέχρι Πειραιώς. Ότε δε οι Φωκείς εστράτευσαν εις Δωρίδα, μητρόπολιν των Λακεδαιμονίων, κατά του Βοιού, του Κυτινίου και του Ερινεού, και εκυρίευσαν μίαν εκ των μικρών τούτων πόλεων, οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την στρατηγίαν Νικομήδους του Κλεομβρότου, κηδεμόνας του νεαρού εισέτι βασιλέως Πλειστοάνακτος του Παυσανίου, εβοήθησαν τους Δωριείς μετά χιλίων πεντακοσίων οπλιτών Λακεδαιμονίων και δεκακισχιλίων συμμάχων, και αναγκάσαντες τους Φωκείς να αποδώσωσι την πόλιν διά συνθήκης απεχώρησαν πάλιν. Και διά θαλάσσης μεν, εάν ήθελον να περαιωθώσι διά του Κρισαίου κόλπου, οι περιπλέοντες Αθηναίοι έμελλον να τους εμποδίσωσι· διά δε της Γερανείας δεν εφαίνετο ασφαλές εις αυτούς να διαπεραιωθούν ενόσω οι Αθηναίοι κατείχαν τα Μέγαρα και τας Πηγάς. Διότι και δύσβατος ήτο η Γεράνεια και εφρουρείτο πάντοτε υπό Αθηναίων οι δε Λακεδαιμόνιοι ενόουν ότι και τότε έμελλον ούτοι να εμποδίσουν εις αυτούς και την διάβασιν εκείνην. Ενόμισαν λοιπόν πρέπον να παραμείνουν εις Βοιωτίαν και να σκεφθούν με ποίον ασφαλέστατον τρόπον να διαπορευθούν. Άλλως και προσεκαλούντο κρυφίως υπό τινων Αθηναίων, οίτινες ήλπιζαν να καταλύσωσι την δημοκρατίαν και τα οικοδομούμενα μακρά τείχη. Έδραμον δε κατ' αυτών οι Αθηναίοι πανστρατιά μετά χιλίων Αργείων και άλλων τους οποίους απέστειλε καθεμία σύμμαχος πόλις· συνεποσώθησαν δε εις δεκατέσσαρας χιλιάδας. Την εκστρατείαν εκείνην επεχείρησαν διότι έβλεπον αυτούς αμηχανούντας πόθεν να διέλθουν και υποπτευόμενοι ότι ετεκταίνετό τι περί καταλύσεως της δημοκρατίας. Ήλθον προσέτι προς τους Αθηναίους δυνάμει της συμμαχίας ιππείς Θεσσαλοί, οίτινες όμως κατά την ώραν της συμπλοκής μετέβησαν προς τους Λακεδαιμονίους.

108. Γενομένης δε μάχης εν Τανάγρα της Βοιωτίας, ενίκων οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, και ο φόνος εγένετο πολύς εξ αμφοτέρων των μελών. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι, εισελθόντες εις την Μεγαρίδα και αποκόψαντες τα δένδρα, απήλθον πάλιν εις τον τόπον αυτών διά της Γερανείας και του ισθμού· οι δε Αθηναίοι, εξήκοντα δύο ημέρας μετά την μάχην, εστράτευσαν κατά των Βοιωτών, υπό την στρατηγίαν του Μυρωνίδου, και νικήσαντες αυτούς εις μάχην εν Οινοφύτοις εγένοντο κύριοι της Βοιωτίας και Φωκίδος, κατηδάφισαν το τείχος των Ταναγραίων, έλαβον ομήρους εκατόν άνδρας εκ των πλουσιωτάτων Λοκρών των Οπουντίων, και απετελείωσαν τα μακρά αυτών τείχη. Μετά ταύτα εσυνθηκολόγησαν προς τους Αθηναίους και οι Αιγινήται, κατεδαφίσαντες τα τείχη των, και τα πλοία παραδώσαντες, και υποσχεθέντες να τελούν φόρον εις τον μετέπειτα χρόνον. Οι Αθηναίοι περιέπλευσαν και την Πελοπόννησον, υπό την στρατηγίαν Τολμίδου του Τολμαίου, επυρπόλησαν τον ναύσταθμον των Λακεδαιμονίων, εκυρίευσαν την πόλιν των Κορινθίων Χαλκίδα, και αποβιβασθέντες εις την ξηράν ενίκησαν τους Σικυωνίους.

109. Οι δε εν τη Αιγύπτω Αθηναίοι και οι σύμμαχοι επέμεναν ακόμη, και δι' αυτούς ο πόλεμος είχε λάβει διαφόρους φάσεις. Κατά πρώτον μεν εγένοντο κύριοι της Αιγύπτου οι Αθηναίοι, και ο βασιλεύς πέμπει εις Λακεδαίμονα τον Μεγάβαζον, Πέρσην άνδρα, έχοντα χρήματα μαζί του, ίνα πείση τους Πελοποννησίους να εισβάλουν εις την Αττικήν και αναγκάση ούτω τους Αθηναίους να εκκενώσουν την Αίγυπτον. Αλλά, επειδή η υπόθεσίς του δεν επροχώρει και τα χρήματα εξωδεύοντο ματαίως, τον μεν Μεγάβαζον μετά των υπολειπομένων χρημάτων ανακαλεί εις την Ασίαν· πέμπει δε τον Πέρσην Μεγάβυζον τον Ζωπύρου μετά πολλής στρατιάς· ο οποίος ελθών διά ξηράς ενίκησε τους Αιγυπτίους και τους συμμάχους, εξεδίωξεν από την Μέμφιδα τους Έλληνας και απέκλεισε τέλος αυτούς εις την νήσον Προσωπίτιδα· επολιόρκει δε αυτούς επί έν ολόκληρον έτος και μήνας έξ, μέχρις ου αποξηράνας την διώρυγα και παρατρέψας αλλαχού το ύδωρ τα μεν πλοία έφερεν εν ξηρώ, της δε νήσου το πλείστον μέρος κατέστησεν ήπειρον· διαβάς δε πεζή εκυρίευσε την νήσον.

110. Ούτω κατεστράφησαν τα ελληνικά πράγματα, μετά εξαετή πόλεμον· και ολίγοι εκ των πολλών πορευόμενοι διά της Λιβύης εσώθησαν εις την Κυρήνην, οι δε πλείστοι απωλέσθησαν. Η Αίγυπτος δε πάλιν εγένετο υποτελής του βασιλέως, πλην του Αμυρταίου του βασιλεύοντος εις την τελματώδη χώραν. Τούτον, ένεκα της μεγάλης εκτάσεως του τέλματος, δεν ηδύναντο να υποτάξωσιν, εν ταυτώ δε διότι οι κάτοικοι των τελμάτων εκείνων είναι οι μαχιμώτατοι των Αιγυπτίων, Ινάρως δε ο των Λιβύων βασιλεύς, ο οποίος τα πάντα είχε πράξει προς διατάραξιν της Αιγύπτου, συλληφθείς διά προδοσίας, ανεσταυρώθη. Εν τούτοις πεντήκοντα τριήρεις των Αθηναίων και των άλλων συμμάχων πλέουσαι προς την Αίγυπτον ίνα αντικαταστήσουν τας πρώτας ήραξαν εις το Μενδήσιον στόμιον, αγνοούντων των πληρωμάτων όσα είχον συμβή. Προσβληθείσαι διά ξηράς μεν υπό πεζών, διά θαλάσσης δε υπό του ναυτικού των Φοινίκων εχάθησαν πολλαί, και μόλις ολίγισται κατώρθωσαν να διαφύγουν. Και τα μεν κατά την μεγάλην στρατείαν των Αθηναίων και των συμμάχων εις Αίγυπτον ούτως ετελείωσαν.

111. Εκ δε της Θεσσαλίας εξορισθείς ο Ορέστης ο υιός του βασιλέως των Θεσσαλών Εχεκρατίδου έπεισε τους Αθηναίους να τον αποκαταστήσουν εις την εξουσίαν. Και οι Αθηναίοι παραλαβόντες τους Βοιωτούς και τους Φωκείς, συμμάχους όντας, εξεστράτευσαν κατά των Φαρσάλων της Θεσσαλίας· και της μεν γης, δεν ήσαν κύριοι άλλου μέρους ειμή όσον είχον διά στρατόπεδον, χωρίς να απομακρύνωνται πολύ απ' αυτού, διότι ημποδίζοντο υπό των Θεσσαλών ιππέων, την δε πόλιν δεν εκυρίευσαν, και το σχέδιον ένεκα του οποίου εξεστράτευσαν απέτυχεν εντελώς. Επέστρεψαν λοιπόν άπρακτοι έχοντες μεθ' εαυτών τον Ορέστην. Μετά ταύτα, όχι ύστερον από πολύ, χίλιοι Αθηναίοι, επιβάντες εις τα εν ταις Πηγαίς πλοία (διότι αυτοί κατείχον τας Πηγάς) παρέπλευσαν μέχρι Σικυώνος, στρατηγούντος Περικλέους του Ξανθίππου, και αποβάντες εις την ξηράν ενίκησαν τους μετ' αυτών συμπλακέντας Σικυωνίους, και ευθύς παραλαβόντες τους Αχαιούς και διαπλεύσαντες εις την αντιπέραν όχθην εστράτευσαν κατά της Οινιάδος της Ακαρνανίας και επολιόρκησαν αυτήν· αλλά μη δυνηθέντες να την κυριεύσουν απεχώρησαν εις Αθήνας.

112. Ύστερον δε, μετά παρέλευσιν τριών ετών, σπονδαί πενταετείς εγένοντο μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων. Και ελληνικού μεν πολέμου απέσχον οι Αθηναίοι, εξεστράτευσαν δε κατά της Κύπρου με διακόσια πλοία ιδικά των και των συμμάχων, στρατηγούντος του Κίμωνος. Και εξήκοντα μεν εκ τούτων των πλοίων έπλευσαν εις την Αίγυπτον, κατά πρόσκλησιν του Αμυρταίου του βασιλέως της τελματώδους χώρας, τα δε άλλα επολιόρκουν το Κίτιον. Αλλά, αποθανόντος του Κίμωνος και επελθούσης πείνης, απεχώρησαν από του Κιτίου· και πλεύσαντες άνωθεν της εν Κύπρω Σαλαμίνος εναυμάχησαν και επεζομάχησαν συγχρόνως κατά των Φοινίκων και Κιλίχων, και νικήσαντες εις αμφότερα απεχώρησαν εις τα ίδια ακολουθούμενοι υπό των πλοίων τα οποία είχον επιστρέψει εκ της Αιγύπτου. Μετά ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι επεχείρησαν τον ιερόν καλούμενον πόλεμον, και καταλαβόντες το εν Δελφοίς ιερόν παρέδωκαν αυτό εις τους Δελφούς. Αλλ' ύστερον πάλιν οι Αθηναίοι μετά την αποχώρησιν αυτών πέμψαντες στρατόν και καταλαβόντες το παρέδωκαν εις τους Φωκείς.

113. Ότε ολίγος χρόνος παρήλθε μετά ταύτα, επειδή οι Βοιωτοί φυγάδες κατείχον την Ορχομενόν και την Χαιρώνειαν και άλλας τινάς πόλεις της Βοιωτίας, οι Αθηναίοι, στρατηγούντος Τολμίδου του Τολμαίου, εξεστράτευσαν κατά των πολεμίων εκείνων πόλεων με χιλίους εαυτών οπλίτας και όσους έδωκαν οι άλλοι σύμμαχοι. Κυριεύσαντες δε την Χαιρώνειαν απεχώρουν, αφού αφήκαν φρουράν. Ενώ όμως επορεύοντο προς την Κορώνειαν, επιτίθενται κατ' αυτών οι εκ της Ορχομενού Βοιωτοί φυγάδες, και οι μετ' αυτών Λοκροί, και οι Ευβοείς, και όσοι ήσαν της αυτής γνώμης· νικήσαντες δε μέρος μεν των Αθηναίων απέκτεινον, μέρος δε συνέλαβον ζώντας. Και την Βοιωτίαν πάσαν εξεκένωσαν οι Αθηναίοι συνθηκολογήσαντες να τοις αποδοθούν οι αιχμάλωτοι. Επιστρέψαντες δε εις τας πατρίδας των οι των Βοιωτών φυγάδες και όλοι οι άλλοι έγιναν πάλιν αυτόνομοι.

114. Μετά ταύτα, όχι πολύ ύστερον, απεστάτησεν από τους Αθηναίους η Εύβοια· και ότε είχεν ήδη μεταβή εις αυτήν ο Περικλής ηγγέλθη εις αυτόν ότι απεστάτησαν τα Μέγαρα, ότι οι Πελοποννήσιοι μέλλουν να εισβάλουν εις την Αττικήν και ότι οι φρουροί των Αθηναίων κατεσφάγησαν υπό των Μεγαρέων, εκτός εκείνων όσοι διεσώθησαν εις Νίσαιαν· απεστάτησαν δε οι Μεγαρείς, αφού προηγουμένως εζήτησαν την συνδρομήν των Κορινθίων, των Σικυωνίων και των Επιδαυρίων. Έσπευσε λοιπόν ο Περικλής να επαναφέρη τον στρατόν εκ της Ευβοίας. Έπειτα οι Πελοποννήσιοι, οδηγούμενοι υπό του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Πλειστοάνακτος του Παυσανίου, εισέβαλον εις την Αττικήν και εδήωσαν την Ελευσίνα και το Θρίον· μη προχωρήσαντές δε περαιτέρω επέστρεψαν εις τα ίδια. Οι δε Αθηναίοι διαβάντες πάλιν την Εύβοιαν, στρατηγούντος του Περικλέους, την καθυπέταξαν όλην. Και εις μεν τας άλλας αυτής πόλεις επέβαλον όρους, τους δε κατοίκους της Ιστιαίας εκδιώξαντες κατέσχον την χώραν των αυτοί.

115. Όχι δε μετά πολύν χρόνον μετά την αναχώρησίν των από της Ευβοίας συνωμολόγησαν προς τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους αυτών τριακονταετείς συνθήκας αποδώσαντες την Νίσαιαν, τας Πηγάς, την Τροιζήνα και την Αχαΐαν διότι ταύτας τας πόλεις ούσας των Πελοποννησίων κατείχον οι Αθηναίοι. Μετά έξ δε έτη ηγέρθη πόλεμος μεταξύ Σαμίων και Μιλησίων περί της Πριήνης· και οι Μιλήσιοι φανέντες υποδεέστεροι εις τον πόλεμον ήλθον εις τας Αθήνας και παρεπονούντο κατά των Σαμίων. Συνεπεβοήθουν δε αυτούς καί τινες ιδιώται εξ αυτής της Σάμου θέλοντες να μεταβάλουν το πολίτευμα αυτής. Πλεύσαντες λοιπόν εις Σάμον οι Αθηναίοι με τεσσαράκοντα πλοία εγκατέστησαν την δημοκρατίαν, και λαβόντες ομήρους εκ των Σαμίων, πεντήκοντα παίδας και ίσους άνδρας, τους οποίους απέθεσαν εις την Λήμνον, ανεχώρησαν εγκαταλιπόντες φρουράν.

Τότε τινές εκ των Σαμίων, οίτινες δεν είχον δυνηθή να υπομείνωσιν, αλλ' είχον φύγει, συμμαχήσαντες μετά των εν τη πόλει ισχυροτάτων και μετά του Πισσούθνα του Υστάσπου, όστις τότε εκυβέρνα τας Σάρδεις, και λαβόντες επτακοσίους επικούρους διέβησαν διά νυκτός εις την Σάμον. Και πρώτον μεν επανεστάτησαν κατά του δήμου και συνέλαβον τους πλείστους, έπειτα υποκλέψαντες εκ Λήμνου τους εαυτών ομήρους απεστάτησαν αναφανδόν και παρέδωκαν εις τον Πισσούθναν τους φρουρούς των Αθηναίων και τους άρχοντας, οίτινες ήσαν παρ' αυτοίς, και παρεσκευάζοντο ευθύς να εκστρατεύσουν κατά της Μιλήτου. Μετ' αυτών δε συναπεστάτησαν και οι Βυζάντιοι.

116. Άμα έμαθον ταύτα οι Αθηναίοι, έπλευσαν κατά της Σάμου με εξήκοντα πλοία, εξ ων τα μεν δεκαέξ δεν μετεχειρίσθησαν (διότι μέρος μεν αυτών έπεμψαν εις την Καρίαν διά να κατασκοπεύσουν τον φοινικικόν στόλον, μέρος δε διά να ειδοποιήσουν την Χίον και την Λέσβον όπως στείλουν βοηθείας), με τα άλλα δε τεσσαράκοντα τέσσαρα, υπό την στρατηγίαν του Περικλέους και εννέα άλλων, συνεκρότησαν ναυμαχίαν πλησίον της Τραγίης νήσου προς τα εβδομήκοντα πλοία των Σαμίων, εκ των οποίων τα είκοσι είχον στρατιώτας· όλα δε τα πλοία ταύτα ήρχοντο εκ της Μιλήτου. Και οι Αθηναίοι ενίκησαν. Ύστερον δε ενισχύθησαν με άλλα τεσσαράκοντα πλοία των Αθηναίων, και με εικοσιπέντε των Χίων και Λεσβίων. Και αποβάντες εις την ξηράν και έχοντες ανώτερον πεζικόν επολιόρκησαν την πόλιν διά τριών τειχών και εκ της θαλάσσης. Ο δε Περικλής λαβών εξήκοντα εκ των προσωρμισμένων πλοίων ανεχώρησε ταχέως εις Καύνον και Καρίαν, άμα ηγγέλθη ότι πλέουσι κατ' αυτών φοινικικά πλοία. Ανεχώρησε δ' εκ της Σάμου μετά πέντε πλοίων ο Στησαγόρας και οι άλλοι όπως ενωθούν με τα φοινικικά.

117.Εν τούτω τω μεταξύ εκπλεύσαντες οι Σάμιοι εξ απροόπτου και επιπεσόντες κατά του απροφυλάκτου στρατοπέδου τας μεν προφυλακίδας ναυς κατέστρεψαν, ναυμαχήσαντες δε προς εκείνας αι οποίαι ώρμησαν εναντίον των ενίκησαν αυτάς και εγένοντο κύριοι της θαλάσσης των περί τας δεκατέσσαρας ημέρας εισκομίζοντες και εκκομίζοντες όσα ήθελον. Ελθόντος δε του Περικλέους κατεκλείσθησαν πάλιν διά των πλοίων. Και εκ των Αθηνών ύστερον εστάλη και άλλη επικουρία, τεσσαράκοντα μεν πλοία υπό τον Θουκυδίδην και τον Άγνωνα και τον Φορμίωνα, είκοσι δε υπό τον Τληπόλεμον και τον Αντικλέα, και τριάκοντα εκ της Χίου και της Λέσβου. Και μικράν μεν ναυμαχίαν έκαμαν οι Σάμιοι· μη δυνάμενοι δε να ανθέξουν υπεχώρησαν εις τους πολιορκητάς τον ένατον μήνα, και παραδοθέντες διά συνθήκης κατηδάφισαν το τείχος των, έδωκαν ομήρους, παρέδωκαν τα πλοία και υπεχρεώθησαν να πληρώνουν κατά προθεσμίας τα δαπανηθέντα χρήματα. Εσυνθηκολόγησαν δε και οι Βυζάντιοι να μένουν υπήκοοι καθώς ήσαν πρότερον.

118. Ολίγα έτη κατόπιν συνέβησαν τα προαναφερθέντα συμβάντα, ήτοι τα Κερκυραϊκά και τα Ποτειδαιατικά και όσα εχρησίμευσαν ως πρόφασις διά τον παρόντα πόλεμον. Όλα δε ταύτα όσα οι Έλληνες έπραξαν προς αλλήλους και προς τον βάρβαρον εγένοντο εις πεντήκοντα έτη από της αναχωρήσεως του Ξέρξου μέχρι της αρχής τούτου του πολέμου. Εις το διάστημα τούτο οι Αθηναίοι και την ιδικήν των αρχήν κατέστησαν μονιμωτέραν και αυτοί επροχώρησαν εις μέγαν βαθμόν δυνάμεως. Οι δε Λακεδαιμόνιοι αισθανθέντες τούτο δεν τους ημπόδισαν ειμή επ' ολίγον και το πλείστον του χρόνου ησύχαζον, όντες μεν ως και πρότερον οκνοί εις το να επιχειρούν πολέμους, εκτός εάν ηναγκάζοντο εις τούτο, εμποδιζόμενοι δ' ενίοτε και υπό των ιδικών των πολέμων· τέλος όμως η δύναμις των Αθηναίων, ανυψωθείσα περιφανώς, έβλαπτε πλέον και τους συμμάχους αυτών. Τότε δε εξηντλήθη η υπομονή των και ενόμισαν καθήκον των να κινηθούν μετά πάσης σπουδής και να καθαιρέσουν την ισχύν, εάν δυνηθώσιν, επιχειρούντες τον παρόντα πόλεμον. Αυτοί λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να θεωρήσουν ως διαλυμένας τας σπονδάς και τους Αθηναίους ως αδικούντας. Πέμψαντες δε εις Δελφούς ηρώτων τον θεόν αν ο πόλεμος ήθελεν αποβή υπέρ αυτών. Ο δε θεός είπεν εις αυτούς, ως λέγεται, ότι ήθελον νικήσει, εάν επολέμουν με όλας τας δυνάμεις των, και ότι αυτός ήθελεν έλθει εις βοήθειάν των είτε προσκαλούμενος είτε απρόσκλητος.

119. Προσκαλέσαντες λοιπόν και πάλιν τους συμμάχους ηθέλησαν να τους συμβουλευθούν αν έπρεπε να πολεμήσουν. Ότε δε ήλθον οι πρέσβεις από τας συμμάχους πόλεις και συνήλθε συνέλευσις, έκαστος είπεν όσα ήθελε, κατηγορούντες οι περισσότεροι τους Αθηναίους και φρονούντες ότι έπρεπε να γίνη πόλεμος· αλλ' οι Κορίνθιοι, οίτινες προηγουμένως είχον παρακαλέσει ιδαιτέρως κάθε πόλιν να ψηφίση τον πόλεμον, φοβηθέντες, μήπως εις αυτό το αναμεταξύ καταστραφή η Ποτείδαια, και ευρεθέντες τότε παρόντες επροχώρησαν τελευταίοι και είπον τα εξής.

120. «Τους μεν Λακεδαιμονίους, ω γενναίοι σύμμαχοι, δεν δυνάμεθα πλέον να κατηγορώμεν ότι δεν απεφάσισαν αυτοί τον πόλεμον, καθ' όσον μας εκάλεσαν εδώ σήμερον προς τούτο· διότι ούτω πρέπει οι αρχηγοί, τα ιδιαίτερα συμφέροντα ίσα και αμερόληπτα διαχειριζόμενοι, να φροντίζουν εξαιρετικώς περί των κοινών, αφού εις τας άλλας διακρίσεις αυτοί προ πάντων προτιμώνται. Εξ ημών δε όσοι μεν συνανεμίγησαν και ωμίλησαν προς τους Αθηναίους δεν έχουν ανάγκην διδαχής διά να προφυλάττωνται απ' αυτών· οι δε κατοικούντες την μεσόγειον μάλλον ή τα παράλια πρέπει να μάθουν, ότι, εάν δεν βοηθήσουν τους παραλίους, δυσκολωτέρα θα είναι εις αυτούς η εξαγωγή των προϊόντων της χώρας, και η εισαγωγή εκείνων όσα διά της θαλάσσης παρέχονται εις τους μεσόγεια οικούντας. Δεν πρέπει λοιπόν να γίνουν σήμερον κακοί κριταί των λεγομένων, νομίζοντες ότι ταύτα δεν τους ενδιαφέρουν, αλλά να σκεφθούν ότι, εάν παραμελήσουν τας παραλίους πόλεις, ο κίνδυνος θέλει προχωρήσει μέχρις αυτών, και ότι κατ' αυτήν την στιγμήν πρέπει να σκέπτωνται τόσον περί εαυτών όσον και περί των άλλων. Διά τούτο δεν πρέπει να διστάζουν να ανταλλάξουν τον πόλεμον με την ειρήνην. Διότι ανδρών μεν φρονίμων ίδιον είναι να ησυχάζουν εφ' όσον δεν αδικούνται· των δε ανδρείων, άμα αδικηθούν, να μεταπίπτουν εκ της ειρήνης εις τον πόλεμον, και εν καιρώ τω δέοντι να επανέρχωνται πάλιν εκ του πολέμου εις την ειρήνην· και ούτε διά την εν τω πολέμω ευτυχίαν να υπερηφανεύωνται, ούτε να αφήνουν ν' αδικώνται αρεσκόμενοι εις την ησυχίαν της ειρήνης. Διότι και ο χάριν της ηδονής φοβούμενος τους κόπους, εάν ησυχάζη όταν δεν πρέπη, τάχιστα θέλει στερηθή του αταράχου βίου τον οποίον φοβείται μη χάση, και ο υπερηφανευόμενος διά τας ευτυχίας του πολέμου δεν ενθυμείται ότι απατηλή είναι η έπαρσίς του. Διότι πολλαί επιχειρήσεις κακαί, επειδή οι αντίπαλοι έτυχον μάλλον οκνοί, επέτυχον, και ακόμη μάλλον πλειότεραι, αι οποίαι εφαίνοντο καλά λογαριασμέναι, τουναντίον απέβησαν καταστρεπτικαί. Ουδείς εκτελεί εμπράκτως μετά της αυτής πεποιθήσεως όσα εσυλλογίσθη· αλλ' αφόβως μεν συλλογιζόμεθα, μετά φόβου δε και ελλιπώς εκτελούμεν το έργον.

121. »Ημείς δε σήμερον εγείρομεν τον πόλεμον και διότι αδικούμεθα και διότι έχομεν σημαντικά εναντίον αυτών παράπονα και μόλις επιτυχώς υπερασπισθώμεν εναντίον των Αθηναίων θέλομεν παύση εγκαίρως αυτόν. Διά πολλάς δε αιτίας είναι πιθανόν να νικήσωμεν· πρώτον μεν διότι είμεθα πολυαριθμότεροι και έχομεν εμπειρίαν πολεμικήν, έπειτα δε διότι πάντες ανεξαιρέτως θα εκτελέσωμεν τα παραγγελλόμενα. Ως προς το ναυτικόν δε, εις το οποίον υπερτερούν, θέλομεν εξοπλίσει τοιούτο διά της υπαρχούσης εις έκαστον ημών περιουσίας και διά των εν Δελφοίς και εν Ολυμπία χρημάτων. Θέλομεν κάμει δε αυτό το δάνειον ίνα δι' αδροτέρου μισθού προσελκύσωμεν εις το μέρος μας τους ξένους ναύτας αυτών. Διότι η δύναμις των Αθηναίων είναι μάλλον μισθωτή παρά ιδική των. Η δε ημετέρα θέλει είσθαι εις ολιγώτερον κίνδυνον εκτεθειμένη, καθότι στηρίζεται μάλλον επί των σωμάτων ή επί των χρημάτων. Εάν άπαξ νικηθούν εν ναυμαχία, κατά πάσαν πιθανότητα καταβάλλονται. Εάν δε η αντίστασίς των παραταθή, θα λάβωμεν καιρόν να εξασκηθώμεν περί τα ναυτικά· και, όταν εξισωθώμεν κατά την ναυτικήν μάθησιν με αυτούς, θέλομεν βεβαίως τους υπερβή κατά την γενναιότητα. Ό,τι ημείς έχομεν εκ φύσεως πλεονέκτημα, εκείνοι δεν δύνανται να το απολαύσουν διά της διδαχής. Ό,τι δε έχουσιν ανώτερον ως εκ της μαθήσεως, ημείς πρέπει να το εκμηδενίσωμεν διά της μελέτης. Χρήματα όσα απαιτούνται προς τον σκοπόν τούτον θα τα φέρωμεν. Διότι θα ήτο δεινόν, ενώ οι σύμμαχοι των Αθηναίων δεν αποκάμνουν πληρώνοντες διά την δουλείαν των, να μη δαπανήσωμεν ημείς διά να τιμωρήσωμεν τους εχθρούς μας, και συγχρόνως διά να σωθώμεν ημείς αυτοί, και τέλος να μη στερηθώμεν των αγαθών μας και πάθωμεν όσα κακά έπαθον και αυτοί.

122. » Υπάρχουν δε εις ημάς και άλλοι τρόποι πολέμου· να παρακινήσωμεν τους συμμάχους των εις αποστασίαν, ήτις θέλει είσθαι έμμεσος αφαίρεσις των προσόδων με τας οποίας αποκτούν ισχύν· ν' αποκλείσωμεν διά τειχών την χώραν των, και άλλα διάφορα, τα οποία δεν είναι δυνατόν σήμερον να προΐδη τις. Διότι ο πόλεμος δεν προβαίνει κατά κανόνας ρητούς, αλλ' αυτός μόνος του επινοεί τεχνάσματα κατά τας εκάστοτε περιστάσεις· τότε ο μεν φερθείς μετριοπαθώς είναι ασφαλέστερος, ο δε παραφερθείς πράττει περισσότερα σφάλματα. Ας ενθυμώμεθα δε και ότι, εάν έκαστος εξ ημών εφιλονείκει περί γης ορίων μετά ισοπάλων, ήθελεν είσθαι υποφερτόν. Αλλά σήμερον οι Αθηναίοι όντες εις κατάστασιν να πολεμήσουν προς σύμπαντας ημάς, είναι ακόμη περισσότερον δυνατοί να μας πολεμήσουν κατά πόλεις· ώστε, εάν δεν απωθήσωμεν αυτούς από κοινού και κατά έθνη και κατά πόλεις ομοφώνως, θα μας υποτάξουν άκοπα ευρίσκοντες ημάς διηρημένους. Και η ήττα, την οποίαν και ν' ακούη τις είναι δυσάρεστον, μάθετε ότι δεν θέλει επιφέρει άλλο τι ή την εντελή δουλείαν· το οποίον και λεγόμενον μόνον υποθετικώς αποτελεί εντροπήν διά την Πελοπόννησον, δηλαδή πόλεις τοσαύται να φέρουν τον ζυγόν μιας. Εάν όμως συμβή τούτό, θα φανώμεν ότι ή δικαίως πάσχομεν ή διά δειλίαν ανεχόμεθα τα παθήματα, και θα δειχθώμεν κατώτεροι των πατέρων ημών, οι οποίοι ηλευθέρωσαν την Ελλάδα από τους Πέρσας· ημείς δε ούτε και ημών αυτών την ελευθερίαν εξασφαλίζομεν, αλλ' αφήνομεν μίαν πόλιν να εγκατασταθή ως τύραννος, μολονότι έχομεν την αξίωσιν να καταλύωμεν εκείνους, οίτινες είναι τύραννοι εις μίαν πόλιν. Αγνοούμεν ότι ο τοιούτος τρόπος ημών μετέχει τριών μεγίστων σφαλμάτων, της ασυνεσίας, της δειλίας και της αμελείας. Και βεβαίως ουχί αποφυγόντες ταύτα προέβητε εις τοσούτον βλαπτικήν διά τους πλείστους ανθρώπους καταφρόνησιν, ήτις, διότι απεπλάνησε πολλούς, μετωνομάσθη διά του εναντίου ονόματος αφροσύνη.

123. » Προς τι λοιπόν να αιτιώμεθα τα προγενέστερα μακρότερον παρ' όσον συμφέρει εις τα παρόντα ; Χάριν των μελλόντων πρέπει να ταλαιπωρηθώμεν και να υποστηρίξωμεν τα παρόντα· διότι μας εδίδαξαν οι πατέρες μας ότι πρέπει διά κόπων ν' αποκτώμεν την εκ των κατορθωμάτων ημών δόξαν· μη μεταβάλλετε το έθος τούτο, εάν σήμερον υπερέχετε ολίγον κατά τον πλούτον και την δύναμιν (διότι δεν ήθελεν είσθαι δίκαιον, όσα υπό απορίας εκτήθησαν, να απολεσθούν διά της ευπορίας), αλλά πρέπει ευθαρσώς να κινηθώμεν προς πόλεμον διά πολλάς αιτίας, πρώτον μεν διότι το διέταξε διά του μαντείου ο θεός, όστις υπεσχέθη να μας βοηθήση, έπειτα δε διότι η επίλοιπος Ελλάς θέλει συναγωνισθή υπό φόβου ή υπό συμφέροντος και τέλος διότι δεν λύετε σεις πρώτοι σπονδάς τας οποίας και αυτός ο θεός, διατάττων υμάς να πολεμήσετε, θεωρεί παραβιασθείσας, αλλά μάλλον τιμωρείτε την παραβίασίν των. Διότι λύουσιν αυτάς όχι οι αμυνόμενοι, αλλ' οι πρώτοι παραβιάζοντες.

124. » Ώστε, αφού πανταχόθεν παρουσιάζεται καλόν το να πολεμήσετε, και ημείς παρακινούμεν τούτο από κοινού, επειδή είναι αναμφισβήτητον ότι συμφέρει και εις τας πόλεις και εις τους ιδιώτας, μη βραδύνετε να βοηθήσετε τους Ποτειδαιάτας, οι οποίοι είναι Δωριείς και υπό Ιώνιον πολιορκούνται (όπερ αντίθετον του άλλοτε συμβαίνοντος), και να επιδιώξετε την ελευθερίαν των άλλων, καθότι δεν είναι δίκαιον ένεκα του αναποφασίστου υμών άλλοι μεν να έχουν πάθει ήδη, άλλοι δε να κινδυνεύουν να πάθουν τα αυτά, εάν μάλιστα γίνη γνωστόν ότι συνήλθομεν μεν, δεν τολμώμεν όμως να δώσωμεν βοήθειαν. Εκτιμώντες λοιπόν, ω άνδρες σύμμαχοι, το κρίσιμον των περιστάσεων εις τας οποίας ευρισκόμεθα, και προσέτι την σπουδαιότητα των λόγων ημών ψηφίσατε τον πόλεμον, μη φοβούμενοι το στιγμιαίον δεινόν, αλλά την απ' αυτού μέλλουσαν να προκύψη διαρκή ειρήνην· διότι διά μεν του πολέμου επί πλέον στερεώνεται η ειρήνη, διά δε της ησυχίας δεν αποτρέπεται ο πόλεμος. Ούτω λοιπόν αποκτώντες πεποίθησιν ότι η πόλις η οποία εγκατέστη ως τύραννος εν μέσω της Ελλάδος μας απειλεί όλους ομοίως, αφού άρχει ήδη επί των μεν, διανοείται δε να άρξη επί των δε, ας βαδίσωμεν διά να την υποτάξωμεν. Και του λοιπού ημείς μεν να ζώμεν ακινδύνως, τους δε σήμερον δουλωμένους Έλληνας ας ελευθερώσωμεν». Και τοιαύτα μεν είπον οι Κορίνθιοι.

125. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, αφού ήκουσαν την γνώμην απάντων, προσεκάλεσαν να ψηφίσωσιν όλοι οι παρόντες σύμμαχοι, αι μεγάλαι πόλεις καθώς και αι μικραί· και η πλειονοψηφία απεφάνθη υπέρ του πολέμου. Ότε απεφασίσθη ούτος, ευθύς μεν ήτο αδύνατον να τον επιχειρήσουν, καθότι ήσαν απαράσκευοι, απεφάσισαν δε να παράσχη έκαστος άνευ της ελαχίστης αναβολής ό,τι ηδύνατο. Διά να ετοιμάσουν όμως όσα εχρειάζοντο δεν κατέτριψαν μεν ολόκληρον έτος, αλλ' ολίγον τι του έτους υπελείπετο ότε εισέβαλον εις την Αττικήν και ήρχισαν τον πόλεμον φανερά.

126. Εις αυτό το διάστημα έστειλαν πρέσβεις προς τους Αθηναίους παραπονούμενοι κατ' αυτών όπως έχουν δικαιοτέραν πρόφασιν πολέμου, εάν δεν εισηκούοντο. Και πρώτον μεν έπεμψαν πρέσβεις οι Λακεδαιμόνιοι ζητούντες παρά των Αθηναίων να αποτινάξουν το άγος της θεάς· το δε άγος τούτο ήτο το εξής. Υπήρχεν εν Αθήναις ανήρ Ολυμπιονίκης, ονόματι Κύλων, εξ οικογενείας ευγενούς και ισχυράς. Ούτος ενυμφεύθη την θυγατέρα του Θεαγένους, ανδρός Μεγαρέως, ο οποίος εκείνον τον καιρόν ήτο τύραννος των Μεγάρων. Ημέραν τινά κατά την οποίαν ο Κύλων ηρώτα το μαντείον των Δελφών, το μαντείον είπεν εις αυτόν να καταλάβη την ακρόπολιν των Αθηναίων κατά την μεγίστην εορτήν του Διός. Ο Κύλων λαβών δυνάμεις παρά του Θεαγένους και καταπείσας τους φίλους, ότε εωρτάζοντο τα εν Πελοποννήσω Ολύμπια, κατέλαβε την ακρόπολιν με τον σκοπόν να εγκατασταθή ως τύραννος, νομίσας ότι η εορτή εκείνη ήτο η μεγίστη του Διός, και ήρμοζε κάπως εις αυτόν ως νικήσαντα εις τα Ολύμπια. Εάν ο χρησμός υπενόει την μεγάλην εορτήν εν τη Αττική ή αλλαχού, ούτε ενόησεν ούτε το μαντείον εδήλωσε (διότι τελούνται επίσης υπό των Αθηναίων έξω της πόλεως τα Διάσια, άτινα καλούνται μεγίστη εορτή του Μειλιχίου Διός, κατά την οποίαν πανδημεί θυσιάζουν, οι πλείστοι όμως όχι ιερεία, αλλά μικρά σφάγια)· νομίσας δε ο Κύλων ότι ορθώς ενόησε τον χρησμόν, επεχείρησε το έργον. Αλλ' οι Αθηναίοι μαθόντες τα γινόμενα προσέδραμον πανδημεί από την εξοχήν εναντίον αυτού και περικυκλώσαντες επολέμουν.

Επειδή δε παρήρχετο ο καιρός, οι Αθηναίοι βαρυνθέντες την πολιορκίαν, απήλθον οι περισσότεροι, αναθέσαντες εις τους εννέα άρχοντας την φύλαξιν της ακροπόλεως και δόσαντες εις αυτούς πάσαν πληρεξουσιότητα να κανονίσουν τα πράγματα όπως νομίσουν καλλίτερον· τότε δε τας πλειοτέρας πολιτικάς υποθέσεις διεξήγον οι εννέα άρχοντες. Οι δε μετά του Κύλωνος πολιορκούμενοι πολύ υπέφερον ως εκ της ελλείψεως τροφίμων και του ύδατος. Ο μεν λοιπόν Κύλων και ο αδελφός αυτού φεύγουν κρυφίως· οι δε άλλοι, επειδή επιέζοντο, καί τινες μάλιστα απέθνησκον της πείνης, εκάθισαν ως ικέται εις τον εν τη ακροπόλει βωμόν. Σηκώσαντες δ' εκείθεν αυτούς οι Αθηναίοι, εκείνοι εις τους οποίους ήτο ανατεθειμένη η φύλαξις, ότε τους είδον αποθνήσκοντας εν τω ιερώ, και απομακρύνοντες με την υπόσχεσιν ότι διόλου δεν θα τους εκακοποίουν, τους εφόνευσαν· εν παρόδω δε εφόνευσαν καί τινας καθημένους επί των βωμών των σεμνών θεών (2). Ένεκα τούτου και εκείνοι εκαλούντο ανόσιοι και ασεβείς προς την θεάν, και οι εξ εκείνων καταγόμενοι. Έδιωξαν λοιπόν τους ανοσίους τούτους οι Αθηναίοι, έδιωξε δε αυτούς ύστερον και ο Λακεδαιμόνιος ο Κλεομένης μετά των στασιαζόντων Αθηναίων· όχι μόνον δε εδίωκον τους ζώντας, αλλά και τα οστά των αποθανόντων εκθάπτοντες έρριπτον έξω των συνόρων. Επέστρεψαν όμως βραδύτερον οι εκδιωχθέντες, και οι απόγονοι αυτών ευρίσκονται ακόμη εις την πόλιν.

127. Τούτο λοιπόν το άγος έδιδον εντολήν εις αυτούς οι Λακεδαιμόνιοι να αποτινάξουν, πρώτον μεν διά να εξιλεωθούν δήθεν οι θεοί, δεύτερον δε διότι εγνώριζον ότι Περικλής ο Ξανθίπου ενείχετο εις τούτο εκ μητρός, και διότι ενόμιζον ότι, αν έπιπτεν αυτός από την εξουσίαν, ευκολώτερον ήθελον επιτύχει εις τας μετά των Αθηναίων υποθέσεις των. Ναι μεν δεν ήλπιζον τόσον την εξορίαν του, ήλπιζον όμως να διεγείρουν κατ' αυτού εις την πόλιν κατακραυγήν ότι ο πόλεμος εγίνετο εν μέρει από την επίδρασιν αυτού· διότι ων δυνατώτατος πάντων των άλλων και διοικών την πολιτείαν ήτο ενάντιος πάντοτε προς τους Λακεδαιμονίους, εμποδίζων να ενδώσουν εις αυτούς και εξορμών τους Αθηναίους εις τον πόλεμον.

128. Αλλά και οι Αθηναίοι εζήτουν παρά των Λακεδαιμονίων να καθαρισθούν και αυτοί από του άγους του Ταινάρου, διότι οι Λακεδαιμόνιοι σηκώσαντες κάποτε εκ του εν τω Ταινάρω ιερού του Ποσειδώνος τους ικέτας των ειλώτων τους απήγαγον και τους εφόνευσαν· νομίζουν μάλιστα ότι ένεκα τούτου τοις συνέβη ο μέγας σεισμός εν Σπάρτη. Έδιδαν εντολήν επίσης εις αυτούς να καθαρισθούν και από το άγος της Χαλκιοίκου Αθηνάς, το οποίον ήτο το εξής. Ότε ο Λακεδαιμόνιος Παυσανίας, ανακληθείς από της εν Ελλησπόντω αρχής, εκρίθη υπ' αυτών και απελύθη, θέσιν μεν δημοσίαν δεν τω ενεπιστεύθησαν, αυτός όμως ιδιαιτέρως λαβών τριήρη Ερμιονίδα, άνευ της αδείας των Λακεδαιμονίων φθάνει εις τον Ελλήσποντον, προφασιζόμενος μεν τον Ελληνικόν πόλεμον, πράγματι δε θέλων να εξακολουθήση τας ραδιουργίας τας οποίας είχεν ήδη συνδέσει μετά του βασιλέως προς τον σκοπόν του να καταλάβη την ελληνικήν αρχήν. Ιδού δε η πρώτη εκδούλευσις την οποίαν προσέφερε προς τον βασιλέα, και η αρχή όλης της ραδιουργίας την οποίαν έκαμε. Κυριεύσας το Βυζάντιον κατά την πρώτην του εκστρατείαν μετά την από της Κύπρου αναχώρησιν (διότι κατείχον αυτό οι Μήδοι, και εκ των εν αυτώ αιχμαλωτευθέντων τινές ήσαν συγγενείς και σύμμαχοι του βασιλέως), όσους συνέλαβε τους στέλλει εις τον βασιλέα εν αγνοία των άλλων συμμάχων, προφασισθείς ότι απέδρασαν. Ταύτα έπραττεν εκ συνεννοήσεως μετά του Γογγύλου του Ερετριέως, εις τον οποίον ενεπιστεύθη και το Βυζάντιον και τους αιχμαλώτους. Έπεμψε δε και επιστολήν προς τον βασιλέα διά του Γογγύλου, εις την οποίαν έγραφε τα εξής· «Παυσανίας, ο ηγεμών της Σπάρτης, θέλων να χαρισθή προς σε, σου πέμπει τούτους, τους οποίους ηχμαλώτευσεν εν τω πολέμω και είμαι διατεθειμένος, εάν επιδοκιμάζης και συ, να νυμφευθώ την θυγατέρα σου και να καταστήσω υποχείριόν σου την Σπάρτην και την άλλην Ελλάδα. Νομίζω δε ότι δύναμαι να πράξω ταύτα μετά σου συνεννοούμενος. Εάν λοιπόν σου αρέση τι εκ τούτων, πέμπε προς την θάλασσαν άνδρα πιστόν, διά του οποίου να ανταποκρινώμεθα του λοιπού».

129. Ταύτα έγραφεν η επιστολή. Ο δε Ξέρξης ηυχαριστήθη τα μέγιστα δι' αυτήν, και αποστέλλει προς την θάλασσαν Αρτάβαζον τον Φαρνάκου, διατάσσων αυτόν να αναλάβη την σατραπείαν του Δασκυλίου, εις αντικατάστασιν του Μεγαβάτου, ο οποίος ήτο πρότερον άρχων, και αναθέτων να πέμψη τάχιστα επιστολήν προς τον Παυσανίαν εις Βυζάντιον και να επιδείξη την σφραγίδα· εάν δε ο Παυσανίας τω παραγγείλη τι σχετικόν προς τας ιδίας του υποθέσεις, να το εκτελέση μετά μεγίστου ζήλου και πιστότατα. Ο δε Αρτάβαζος φθάσας εκεί και τα άλλα εξετέλεσεν όπως παρηγγέλθη και την επιστολήν έπεμψε. Περιείχε δε αύτη την εξής απόκρισιν «Τα εξής λέγει προς τον Παυσανίαν ο βασιλεύς Ξέρξης· και η διάσωσις των ανδρών τους οποίους λαβών εν Βυζαντίω μου έπεμψες εκ της αντιπέραν θαλάσσης είναι ευεργεσία, η οποία θέλει μένει διά παντός αξιοσημείωτος εις τον ημέτερον οίκον, και οι λόγοι σου είναι αρεστοί εις εμέ. Μη σε σταματά μήτε ημέρα μήτε νυξ, ώστε να αναλάβης την εκπλήρωσιν εκείνων τα οποία μοι υπεσχέθης· μη σε κωλύση χρυσού και αργύρου δαπάνη, μηδέ πλήθος στρατού, όπου ήθελε θεωρηθή αναγκαία η παρουσία αυτού· αλλά μετ' Αρταβάζου ανδρός αγαθού, τον οποίον σου έπεμψα, έχε συνεννοήσεις μετά θάρρους περί των εμών και των σων υποθέσεων και κανόνισον αυτάς διά τρόπου καλλίστου και ωφελιμωτάτου εις αμφοτέρους».

130. Λαβών ο Παυσανίας τα γράμματα ταύτα, και έχων ήδη μεγίστην υπόληψιν μεταξύ των Ελλήνων ένεκα της στρατηγίας του εν Πλαταιαίς, τότε έγινε πολύ περισσότερον αλαζών, και δεν ηδύνατο πλέον να ζη κατά τους συνηθισμένους τρόπους, αλλ' ενδυθείς μηδικήν στολήν εξήρχετο του Βυζαντίου, και διέτρεχε την Θράκην δορυφορούμενος υπό Μήδων και Αιγυπτίων. Η τράπεζα του παρετίθετο κατά τον περσικόν τρόπον, και δεν ηδύνατο να κρύπτη την σκέψιν του, αλλά δι' ασημάντων έργων προεφανέρωνεν όσα εμελέτα να πράξη κατόπιν μεγάλα. Δύσκολα ηδύνατο κανείς να τον ίδη και τοσούτον οργίλως και υπερηφάνως εφέρετο προς πάντας ομοίως, ώστε ουδείς ηδύνατο να τον πλησιάση· διά τούτο όχι ολίγον συνετέλεσεν εις το να μεταστώσιν οι σύμμαχοι προς τους Αθηναίους.

131. Οι δε Λακεδαιμόνιοι μαθόντες ταύτα, όπως έπραξαν το πρώτον, ανεκάλεσαν αυτόν και πάλιν διά τας αυτάς αιτίας ότε εξέπλευσεν εκ δευτέρου μετά του ερμιονικού πλοίου άνευ της αδείας αυτών. Αναγκασθείς υπό των Αθηναίων να φύγη εκ του εκπολιορκηθέντος Βυζαντίου εις μεν την Σπάρτην δεν επέστρεψεν, εγκατασταθείς δε εις τας εν Τρωάδι Κολωνάς κατηγγέλθη εις τους Λακεδαιμονίους ως συνεννοούμενος μετά των βαρβάρων, και ότι όχι επ' αγαθώ παρέτεινε την εκεί διαμονήν του. Τότε δεν ανέβαλλον επί πλέον, αλλά πέμψαντες οι έφοροι κήρυκα και σκυτάλην τον διέταξαν να ακολουθήση τον κήρυκα, ειδεμή, πόλεμον θα εκήρυττον κατ' αυτού οι Σπαρτιάται. Αυτός δε θέλων να μη φανή ύποπτος, και πιστεύων ότι διά χρημάτων ήθελε δυνηθή να διαλύση την κατηγορίαν, επέστρεψε και εκ δευτέρου εις την Σπάρτην. Και πρώτον μεν ρίπτεται εις την ειρκτήν υπό των εφόρων (έχουσι δε δικαίωμα οι έφοροι να ενεργώσιν ούτω και κατά του βασιλέως), έπειτα δ' επέτυχε την αποφυλάκισίν του προσφερθείς ν' απολογηθή προς εκείνους, οίτινες ήθελον τον κατηγορήσει.

132. Και φανερόν μεν σημείον δεν είχον ούτε οι Σπαρτιάται, ούτε οι εχθροί, ούτε η πόλις όλη, εις το οποίον βασιζόμενοι να τιμωρήσωσιν άνδρα καταγόμενον εκ γένους βασιλικού και έχοντα τότε τιμητικόν αξίωμα (διότι επετρόπευε τον υιόν του Λεωνίδου, τον νεαρόν βασιλέα Πλείσταρχον, του οποίου ήτο εξάδελφος). Εν τούτοις διά τας παρανομίας του και την μίμησιν των βαρβαρικών συνηθειών πολλάς παρείχεν υποψίας ότι ήθελε να υψωθή πλειότερον της παρούσης του καταστάσεως. Ανεσκόπησαν την παρελθούσαν αυτού διαγωγήν διά να εύρουν αν παρεξετράπη που από των καθεστώτων νομίμων, και ενεθυμήθησαν ότι άλλοτε, επί του τρίποδος τον οποίον ανέθεσαν οι Έλληνες εις τους Δελφούς ως ακροθίνιον των από των Μήδων ληφθέντων λαφύρων, ετόλμησε να επιγράψη αυτός αφ' εαυτού το εξής ελεγειακόν δίστιχον·

Παυσανίας, Ελλήνων αρχηγός, αφού κατέστρεψε τον στρατόν των Μήδων, ανέθηκεν εις τον Φοίβον το μνημείον τούτο.

Το ελεγείον λοιπόν τούτο εξήλειψαν αμέσως από του τρίποδος και επέγραψαν ονομαστί τας πόλεις, όσαι συγκαταστρέψασαι τον βάρβαρον έστησαν το αφιέρωμα, Η πράξις αύτη του Παυσανίου κατελογίσθη ως έγκλημα, και εις την κατάστασιν, εις την οποίαν διετέλει εύρισκον αυτήν λίαν σύμφωνον προς τους παρόντας σκοπούς του. Έμαθον δε ότι και με τους είλωτας είχε συνεννοήσεις. Και τούτο ήτο αληθές. Διότι υπέσχετο εις αυτούς ελευθερίαν και ισότητα, εάν συναπεστάτουν μετ' αυτού και τον εβοήθουν εις όλα του τα σχέδια. Εν τούτοις με όλας τας μηνύσεις τινών αξιοπίστων ειλώτων, δεν ενόμισαν εύλογον να φερθούν κατά νέον τρόπον προς αυτόν, αλλ' έμειναν πιστοί εις τον τρόπον όστις επεκράτει παρ' αυτοίς, να μη σπεύδουν να εκφέρωσι καταδικαστικήν απόφασιν κατ' ανδρός Σπαρτιάτου χωρίς αναμφισβητήτους αποδείξεις. Αλλά τέλος ο μέλλων να κομίση τας τελευταίας αυτού επιστολάς προς τον Αρτάβαζον, Αργίλιός τις, όστις άλλοτε παις ων ηγαπάτο υπό του Παυσανίου και τότε ήτο εμπιστευμένος αυτού, εγένετο ως λέγουσι μηνυτής του· φοβηθείς ούτος επί τη αναμνήσει ότι ουδείς των προαπεσταλμένων επέστρεψεν οπίσω, και παραποιήσας τας σφραγίδας, ίνα μη ανακαλυφθή εάν ηπατάτο εις τας υπονοίας του, ή εάν ο Παυσανίας του εζήτει να τω επιστραφούν αι επιστολαί διά να επιφέρη μεταβολήν τινα εις τα γραφόμενα, αποσφραγίζει αυτάς υποπτευόμενος ότι περιείχετό τι κατ' αυτού εν αυταίς και εύρεν ότι διετάττετο η θανάτωσίς του.

133. Τότε πλέον οι έφοροι ότε έδειξεν αυτός τα γράμματα επίστευσαν περισσότερον, θελήσαντες δε να ακούσουν οι ίδιοι τους λόγους του Παυσανίου περί του αντικειμένου τούτου, συνεφώνησαν μετά του ανθρώπου εκείνου να μεταβή ως ικέτης εις το Ταίναρον και να εγείρη εκεί καλύβην χωριζομένην εις δύο διά χωρίσματος· εις το έν μέρος αυτής έκρυψέ τινας των εφόρων· ότε δε ήλθε προς αυτόν ο Παυσανίας και ηρώτα την αιτίαν της ικετείας, οι έφοροι ήκουσαν πάντα καθαρώς. Ο μεν Αργίλιος εμέμφετο του Παυσανίου δι' όσα έγραψε περί αυτού, τω διηγήθη λεπτομερώς όλα τα καθέκαστα, τω είπεν ότι ουδέποτε τον ενοχοποίησε κατά τας προς τον βασιλέα αποστολάς του, και εν τούτοις κατεδικάζετο να θανατωθή ως και οι άλλοι απεσταλμένοι· ο δε Παυσανίας συνωμολόγει την αλήθειαν τούτων, και παρεκάλει τον Αργίλιον να μη οργισθή διά τα συμβαίνοντα, αλλά να πεισθή και εξέλθη εκ του ιερού, βιάζων αυτόν να αναχωρήση ως τάχιστα και να μη γίνεται εμπόδιον εις τα ενεργούμενα.

134. Οι έφοροι ακούσαντες ταύτα ακριβώς, τότε μεν απήλθον, πεισθέντες δε πλέον περί της ενοχής του προητοίμασαν την εν τη πόλει σύλληψίν του. Λέγεται δε ότι ενώ έμελλε να συλληφθή εν τη οδώ, άμα είδε το πρόσωπον ενός εκ των προσερχομένων εφόρων, εμάντευσε την αιτίαν της ελεύσεώς των, και ότι εις έν νεύμα αδιόρατον, όπερ μετεχειρίσθη είς άλλος, νεύσας ένεκα ευμενείας, έδραμε και κατέφυγεν εις το ιερόν της Χαλκιοίκου· ήτο δε πλησίον το τέμενος. Και διά να μη ταλαιπωρήται υπαίθριος, εισήλθεν εις όχι μέγα οίκημα, το οποίον ήτο παράρτημα του ιερού, και ησύχαζεν. Οι δε έφοροι κατ' εκείνην μεν την στιγμήν δεν ηδυνήθησαν να τον συλλάβουν, αλλ' έπειτα ανακαλύψαντες αυτόν ότι ήτο εντός, αφήρεσαν την στέγην και τας θύρας του οικήματος και κλείσαντες εντός τον περιετείχισαν, παραμείναντες δε έξω τον επολιόρκουν διά της πείνης. Εννοήσαντες δε ότι έμελλε να εκπνεύση ένεκα της εν τω οικήματι εκείνω καταστάσεώς του, εξήγαγον αυτόν εκ του ιερού ενώ έζη ακόμη. Και εξαχθείς απέθανεν αμέσως. Και τότε μεν ηθέλησαν να τον ρίψουν εις τον Κεάδαν, όπου συνήθιζον να ρίπτωσι τους κακούργους· αλλ' έπειτα απεφάσισαν να τον θάψουν εκεί που πλησίον. Ο δε εν Δελφοίς θεός διέταξεν ύστερον τους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφον αυτού εκεί όπου απέθανε (και σήμερον κείται εις τον χώρον προ του τεμένους, ως δηλούσιν αι επιγεγραμμέναι στήλαι), και επειδή η πράξις των ήτο ανόσιος, διέταξε να αποδώσωσιν εις την Χαλκίδικον δύο σώματα αντί του ενός. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, κατασκευάσαντες δύο χαλκούς ανδριάντας, ανέθεσαν αυτούς δήθεν αντί του Παυσανίου.

135. Οι δε Αθηναίοι, επειδή και ο θεός έκρινε τους Λακεδαιμονίους ως ανοσίους, αντιπαρήγγειλαν εις αυτούς να αποπλύνουν το άγος εκείνο. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως έπεμψαν πρέσβεις προς τους Αθηναίους διά να κατηγορήσουν και τον Θεμιστοκλέα διά το έγκλημα του μηδισμού, ομοίως με τον Παυσανίαν, διότι τάχα προέκυψε τούτο εκ της ανακρίσεως, η οποία έγινε κατά του Παυσανίου, και προέβαλον την αξίωσιν να υποστή και αυτός την αυτήν ποινήν. Οι δε Αθηναίοι πεισθέντες (διότι έτυχε τότε εξωστρακισμένος, και διατριβών μεν εις το Άργος, επισκεπτόμενος δε και την άλλην Πελοπόννησον) πέμπουν μετά των Λακεδαιμονίων, ετοίμων όντων να τον συγκαταδιώξουν, άνδρας έχοντας διαταγήν να τον φέρουν, όπου και αν τον εύρουν.

136. Ο Θεμιστοκλής, ειδοποιηθείς εγκαίρως, φεύγει εκ της Πελοποννήσου εις την Κέρκυραν, της οποίας ήτο ευεργέτης. Επειδή δε έλεγον οι Κερκυραίοι ότι εφοβούντο να τον κρατώσι μήπως δυσαρεστηθούν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, διαπεραιώνεται κατ' αίτησίν του υπ' αυτών εις την ήπειρον την καταντικρύ· και διωκόμενος υπό των τεθέντων εκεί προς σύλληψίν του, οίτινες επληροφορούντο τα μέρη, εις τα οποία μετέβαινεν, αναγκάζεται, περιελθών εις απορίαν, να καταλύση εις τον βασιλέα των Μολοσσών Άδμητον, ο οποίος δεν ήτο φίλος του. Και ο μεν Άδμητος έτυχεν αποδημών. Ο δε Θεμιστοκλής γίνεται ικέτης της γυναικός αυτού η οποία τον συμβουλεύει να καθίση παρά την εστίαν κρατών εις τας αγκάλας του τον παίδα των· και ότε ήλθε μετ' ολίγον ο Άδμητος, ο Θεμιστοκλής φανερούται εις αυτόν, και τω παριστά ότι ήθελεν είσθαι ανάξιον να εκδικηθή καθ' ενός εξόριστου, μολονότι ο εξόριστος εκείνος αντείπε πολλάκις εις τας προς τους Αθηναίους παρακλήσεις του Αδμήτου· ότι θα ήτο κακόν να τιμωρήση τώρα άνθρωπον πολύ ασθενέστερον εκείνου· ότι η γενναιότης απαιτεί να τιμωρή τις τους ισοδυνάμους· τέλος ότι ο Θεμιστοκλής αντετάχθη εις αυτόν ότε επρόκειτο περί δευτερεύοντος συμφέροντος, και όχι περί ατομικής σωτηρίας· ενώ, εάν ο Άδμητος παρέδιδεν αυτόν (και εγνωστοποίησε τους διώκτας και τα αίτια της καταδιώξεώς του), θα του εστέρει την ζωήν.

137. Ο δε Άδμητος ακούσας ανήγειρεν αυτόν μετά του υιού του μαζύ (τον οποίον ο Θεμιστοκλής καθήμενος εκράτει εις τας αγκάλας του, τούτο δε ήτο η πλέον εύγλωττος ικεσία) και ότε μετ' ολίγον ήλθον οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι και πολλά είπον, ο Άδμητος δεν τον παρέδωκεν, αλλά τον απέστειλεν, επειδή ήθελε να μεταβή παρά τω βασιλεί, διά ξηράς εις Πύδναν, πόλιν του Αλεξάνδρου, η οποία κείται επί της άλλης θαλάσσης. Ο Θεμιστοκλής επιτυχών εκεί φορτηγόν πλοίον αποπλέον προς την Ιωνίαν, και επιβάς εφέρθη υπό της τρικυμίας προς το στρατόπεδον των Αθηναίων, το οποίον επολιόρκει την Νάξον. Άγνωστος ων εις τους εν τω πλοίω και φοβηθείς αποκαλύπτει εις τον ναύκληρον ποίος ήτο και διατί έφευγε, λέγων ότι, εάν ηρνείτο να τον σώση, θα εκήρυττεν ότι τον εδέχθη εις το πλοίον του πεισθείς εις χρηματικήν αμοιβήν· ότι το ασφαλέστερον ήτο να μη εξέλθη κανείς εκ του πλοίου μέχρις ου επαναλάβουν τον πλουν και ότι, εάν επείθετο εις αυτόν, δεν θα ελησμόνει την αξίαν της χάριτος. Ο ναύκληρος πράττει ταύτα και αγκυροβολήσας εις τα ανοικτά μίαν ημέραν και μίαν νύκτα υπεράνω του στρατοπέδου έφθασεν έπειτα εις την Έφεσον. Και ο Θεμιστοκλής τον αντήμειψε διά χρημάτων (διότι έλαβεν εξ Αθηνών παρά των φίλων και εξ Άργους όπου είχε κατατεθειμένα), και φθάσας εις την άνω Ασίαν, μεθ' ενός των κάτω Περσών, πέμπει γράμματα εις τον υιόν του Ξέρξου Αρταξέρξην, ο οποίος νεωστί ανέβη εις τον θρόνον. Έλεγε δε η επιστολή, ότι «εγώ ο Θεμιστοκλής έρχομαι προς σε, αφού επροξένησα εις τον οίκον σου πλειότερα κακά παρ' όσα ουδείς των άλλων Ελλήνων, καθ' όλον τον χρόνον ότε ηναγκάσθην να υπερασπισθώ εμαυτόν εναντίον του επελθόντος πατρός σου· αλλά πολύ περισσότερα τω απέδωκα καλά όταν, εις την αποχώρησίν του, εγώ μεν ήμην ασφαλής, εκείνος δε διέτρεχε πολλούς κινδύνους. Μου οφείλεται λοιπόν ευγνωμοσύνη (και ενεθύμιζεν εν τη επιστολή του ότι εκ Σαλαμίνος τον είχεν ειδοποιήσει περί της αναχωρήσεως των Ελλήνων, και ότι είχεν εμποδίσει την διάλυσιν των γεφυρών περί της οποίας είχε κυκλοφορήσει ψευδής διάδοσις), και τώρα καταδιωκόμενος υπό των Ελλήνων διά την σην φιλίαν έρχομαι έχων να σου προσφέρω μεγαλυτέρας εκδουλεύσεις. Θέλω δε μετά παρέλευσιν ενός έτους σου δηλώσει εγώ αυτός τα αίτια της ελεύσεώς μου».

138. Ο βασιλεύς δε, ως λέγεται, εθαύμασε το μεγαλείον της ψυχής αυτού και τω επέτρεψε να πράξη κατά την αίτησίν του. Ούτος δε κατά την ενιαυσίαν διαμονήν του και την Περσικήν γλώσσαν έμαθεν όσον ηδυνήθη και τους θεσμούς της χώρας. Αφού δ' επέρασεν έτος, παρουσιάσθη εις τον βασιλέα ο οποίος τον ύψωσεν εις βαθμόν υψηλότερον παρά κάθε άλλον Έλληνα ελθόντα παρ' αυτώ, όχι μόνον διά την προϋπάρχουσαν εις αυτόν αξίαν και την ελπίδα την οποίαν έτρεφε να υποδουλώση δι' αυτού την Ελλάδα, αλλά προ πάντων διότι εφαίνετο άνθρωπος συνετός και έμπειρος. Και όντως ο Θεμιστοκλής επέδειξε φυσικήν υπεροχήν, και υπό την έποψιν ταύτην ουδείς άλλος ήτο μάλλον αυτού άξιος θαυμασμού· διά μόνης της ισχύος του πνεύματος του, και άνευ προηγουμένης ή υστέρας μαθήσεως, στιγμιαία σκέψις τω ήρκει διά να κρίνη ασφαλώς και περί των παρόντων πραγμάτων και να προβλέπη μετά σπανίας διορατικότητας τα απώτατα συμβησόμενα. Και τα μεν γνωστά εις αυτόν ζητήματα, τα διηύθυνεν επιδεξιώτατα, εκείνα δε των οποίων δεν είχε πείραν, ήτο ικανός να τα κρίνη ορθώς· προ πάντων προέβλεπε την καλήν ή την κακήν έκβασιν των απροσδιορίστων ακόμη υποθέσεων, και εν συνάψει δι' ισχυρού πνεύματος και μελέτης βραχυτάτης, διέπρεπεν ως επινοών τα δέοντα· ασθενήσας δε ετελεύτησε. Τινές λέγουσιν ότι απέθανε δηλητηριασθείς εκουσίως, ότε ανεγνώρισε το αδύνατον του να τηρήση τας υποσχέσεις, τας οποίας είχε δώσει προς τον βασιλέα. Ο τάφος του υπάρχει εν τη αγορά της Ασιανής Μαγνησίας, διότι ταύτην την χώραν έδωκεν εις αυτόν ο βασιλεύς να κυβερνά, την μεν Μαγνησίαν, η οποία έδιδε πεντήκοντα ταλάντων ετήσιον εισόδημα, διά τον άρτον, την δε Λάμψακον, η οποία εφημίζετο ως λίαν παραγωγική οίνων, διά τον οίνον, και την Μυούντα διά τα φαγητά. Τα δε οστά αυτού λέγουν ότι μετέφερον οι συγγενείς εις την πατρίδα κατ' εντολήν του και κατέθεσαν αυτά εν τη Αττική εν αγνοία των Αθηναίων διότι δεν επετρέπετο να τυγχάνη ταφής ο επί προδοσία εξοστρακιζόμενος. Και τα μεν κατά Παυσανίαν τον Λακεδαιμόνιον και Θεμιστοκλέα τον Αθηναίον, τους δύο λαμπροτάτους των τότε Ελλήνων, τοιούτον είχον τέλος.

139. Οι δε Λακεδαιμόνιοι κατά μεν την πρώτην πρεσβείαν τοιαύτας έδωκαν και έλαβον παραγγελίας ως προς την εκδίωξιν των ανοσίων· ύστερον δε, μετά συχνάς μεταβάσεις προς τους Αθηναίους, εζήτησαν παρ' αυτών να λύσουν την πολιορκίαν της Ποτειδαίας και να αφήσουν την Αίγιναν αυτόνομον· προ πάντων όμως, και διά τρόπου λίαν σαφούς, ειδοποίησαν αυτούς ότι δεν θα εγίνετο πόλεμος, εάν ανεκαλείτο το περί Μεγαρέων ψήφισμα, το οποίον απηγόρευεν εις τους Μεγαρείς να εισέρχωνται εις τους υπό την δικαιοδοσίαν των Αθηναίων λιμένας και την αγοράν της Αττικής. Αλλ' οι Αθηναίοι ούτε εις τα άλλα υπήκουσαν ούτε το ψήφισμα κατήργησαν, κατηγορούντες τους Μεγαρείς ότι εκαλλιέργουν την ιεράν γην και την μη υπό ορίων περιοριζομένην, και ότι παρείχον άσυλον εις τους φυγάδας δούλους. Τέλος δε ότε ήλθον οι τελευταίοι εκ Λακεδαίμονος πρέσβεις, ο Ράμφιος, ο Μελήσιππος και ο Αγήσανδρος και δεν επρότειναν άλλο τι εκ των προτέρων προταθέντων ειμή τούτο, «ότι οι Λακεδαιμόνιοι επιθυμούν την ειρήνην, θα διατηρηθή δε αύτη, εάν αφήσετε τους Έλληνας αυτονόμους», συγκαλέσαντες εκκλησίαν οι Αθηναίοι επρότειναν τας γνώμας αυτών, και απεφάσισαν να σκεφθούν άπαξ και να αποκριθούν περί όλων. Διάφοροι ωμίλησαν και εύρον υπερασπιστάς αμφότεραι αι γνώμαι· οι μεν υπεστήριζαν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίος, οι δε ότι το ψήφισμα δεν πρέπει να είναι εμπόδιον της ειρήνης, αλλά να καταργηθή. Ελθών δε εις το βήμα ο Περικλής, ο υιός του Ξανθίππου, ανήρ κατ' εκείνον τον χρόνον πρώτος των Αθηναίων και ικανώτατος και εις τους λόγους και εις τα έργα, συνεβούλευε τα εξής.

140. «Εις την αυτήν μεν γνώμην, ω Αθηναίοι, να μη υποχωρήσωμεν δηλαδή εις τους Πελοποννησίους, επιμένω πάντοτε, μολονότι γνωρίζω ότι οι άνθρωποι δεν καταβάλλουν την αυτήν ζέσιν εις το να επιχειρούν τον πόλεμον οποίαν εις το να ψηφίζουν αυτόν, και ότι η γνώμη αυτών μεταβάλλεται αναλόγως προς τα συμβαίνοντα. Βλέπω δε ότι και σήμερον πρέπει να δώσω ομοίας και παραπλησίους συμβουλάς, και αξιώ όσοι πεισθούν εις την γνώμην μου να υποστηρίξουν εν περιπτώσει αποτυχίας τα κοινώς αποφασισθέντα, ή εάν επιτύχωμεν είς τι να μη αποδίδουν εις εαυτούς την σύνεσιν. Διότι ενδέχεται τα συμβάντα να λάβουν πορείαν επίσης απροσδόκητον, όπως είναι και αι σκέψεις του ανθρώπου· διά τούτο δε συνηθίζομεν να παραπονώμεθα με την τύχην δι' όσα απροσδόκητα συμβώσιν. Οι Λακεδαιμόνιοι και πρότερον ήσαν φανεροί ότι μας επεβουλεύοντο και τώρα όχι ολιγώτερον. Και μολονότι έχει ορισθή εις τας σπονδάς να λύωνται αι διαφοραί φιλικώς και να διατηρώμεν εκάτεροι όσα έχομεν, οι Λακεδαιμόνιοι ούτε εζήτησαν ποτε διαιτησίαν ούτε ότε ημείς επροτείναμεν την εδέχθησαν, αλλά προτιμούν να λύσουν τας έριδας μάλλον διά πολέμου ή διά των λόγων, φέροντες ενταύθα ουχί αιτιάσεις αλλά διαταγάς. Μας διατάττουν να λύσωμεν την πολιορκίαν της Ποτειδαίας και να αφήσωμεν την Αίγιναν αυτόνομον και να καταργήσωμεν το περί Μεγαρέων ψήφισμα· οι δε εσχάτως ενταύθα φθάσαντες λέγουν φανερά να αφήσωμεν αυτονόμους τους Έλληνας. Κανείς από σας ας μη νομίση ότι θα περιπλακώμεν εις πόλεμον διά πράγμα ελάχιστον, οίον είναι η διατήρησις του κατά των Μεγαρέων ψηφίσματος, το οποίον ούτοι αιωνίως προφασίζονται, και ότι αρκεί να καταργήσωμεν το ψήφισμα τούτο όπως αποφύγωμεν τον πόλεμον, και μην αφήσετε εις την συνείδησίν σας μομφήν ότι διά μικρόν τι επολεμήσατε· διότι τούτο το ως μικρόν τι θεωρούμενον παρέχει πλήρη επιβεβαίωσιν και εξέλεγξιν της διαθέσεώς σας. Εάν υποχωρήσετε σήμερον, αύριον θα σας διατάξουν άλλο τι βαρύτερον, θα αποδώσουν την συγκατάθεσίν σας εις φόβον· εντόνως δε αποκρούοντες τας προτάσεις αυτών θα δείξετε εις αυτούς καθαρά ότι πρέπει να φέρωνται προς σας ως ίσοι προς ίσους.

141. » Διά τούτο πρέπει ευθύς να αποφασίσετε ή να υπακούσωμεν πριν πάθωμεν βλάβην τινά, ή να πολεμήσωμεν, το οποίον εις εμέ φαίνεται προτιμότερον, και να μη ενδώσωμεν υπό ουδεμίαν πρόφασιν είτε μικράν είτε μεγάλην, ίνα μη μετά φόβου διατηρώμεν τας κτήσεις μας. Διότι πάσα απαίτησις είτε μεγίστη είτε ελαχίστη, προ της δίκης επιβαλλομένη υπό των ίσων, δύναται να επιφέρη υποδούλωσιν. Ως προς τον πόλεμον τούτον και τους υπάρχοντας πόρους εις καθέν από τα δύο μέρη μάθετε εκ των ακολούθων λεπτομερειών ότι δεν θέλομεν είσθαι υποδεέστεροι. Οι Πελοποννήσιοι καλλιεργούν αυτοί οι ίδιοι την γην αυτών και ούτε ιδιαίτερα χρήματα έχουσιν, ούτε δημόσια, ούτε πείραν μακρών και ανά τας θαλάσσας πολέμων, διότι οι μεταξύ των πόλεμοι είναι βραχυχρόνιοι ένεκα της πτωχείας των. Τοιούτοι δε λαοί δεν δύνανται ούτε πλοία να εξοπλίζουν ούτε να αποστέλλουν συνεχώς πεζούς στρατούς, επειδή αναγκάζονται και εκ των αγρών των να απομακρύνωνται, και εκ των ιδίων χρημάτων να δαπανούν και προσέτι να εμποδίζωνται διά θαλάσσης· τους δε πολέμους διατηρούν μάλλον αι περιουσίαι των χρημάτων ή οι κατηναγκασμένοι φόροι. Οι διά των ιδίων χειρών εργαζόμενοι είναι προθυμότεροι να ριψοκινδυνεύουν εις τον πόλεμον τα σώματά των ή τα χρήματά των, διότι τα μεν σώματα πιστεύουν ότι θα διασωθούν καν εκ των κινδύνων, τα δε χρήματα φοβούνται μήπως πρόωρα δαπανήσουν προ πάντων εάν ο πόλεμος, παρά την προσδοκίαν των και ως είναι πιθανόν, παραταθή επί μακρόν. Και εις μίαν μεν μάχην οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι των δύνανται να ανθέξουν εναντίον όλων των Ελλήνων, δεν δύνανται όμως να υποστούν τον πόλεμον εναντίον δυνάμεως η οποία διαφορετικήν έχει προετοιμασίαν. Ούτε κοινόν βουλευτήριον έχουν ούτε εκτελούν ζωηρώς και αμέσως τίποτε, πάντες δε ισόψηφοι όντες αλλ' ουχί ομόφυλοι επιδιώκουν έκαστος το ιδικόν του συμφέρον· εκ τούτου δε έπεται ότι τίποτε δεν γίνεται εντελές διότι οι μεν θέλουν προ παντός άλλου να ικανοποιήσουν την εκδίκησίν των, οι δε να βλάψουν όσον το δυνατόν ολιγώτερον τα υπάρχοντά των. Και μετά βραδύτητος συνερχόμενοι ολίγιστον καιρόν σκέπτονται περί των κοινών υποθέσεων, τον περισσότερον δε καιρόν κατατρίβουν χάριν των επιτοπίων συμφερόντων· έκαστος νομίζει ότι ένεκα της αμελείας του δεν θα επέλθη βλάβη τις, και ότι άλλος τις θα φροντίση αντ' αυτού· τοιουτοτρόπως δε, διά του τοιούτου μερικού συλλογισμού, ανεπαισθήτως θυσιάζεται όλον ομού το κοινόν αγαθόν.

142. »Αλλ' ουδέν θα τους εμποδίση περισσότερον όσον η έλλειψις των χρημάτων και η δυσκολία με την οποίαν θα πορισθούν ταύτα· εν δε τω πολέμω αι ευκαιρίαι δεν δύνανται να περιμένουν. Και προσέτι ουδέ τα τείχη των ουδέ το ναυτικόν των είνε επίφοβα. Διότι τα μεν τείχη, και όταν υπάρχη ειρήνη δύσκολον είναι να εγείρη πόλις ισχυρά· πολύ δε περισσότερον να κτίση τοιαύτα επί εχθρικού εδάφους όπου και ημείς έχομεν όχι ολιγώτερα παρά εκείνοι επιτειχίσματα εναντίον αυτών, εάν δε εγείρουν απλούν οχύρωμα, θα ηδύναντο μεν διά καταδρομών να βλάψουν μέρος της γης ημών και να προκαλέσουν αυτομολίας δούλων, δεν θα ηδύναντο όμως να εγείρουν επιτειχίσματα και συγχρόνως να μας εμποδίζουν και να πλεύσωμεν κατά της χώρας των, και διά του ναυτικού, το οποίον αποτελεί την δύναμιν ημών, να πράξωμεν εκεί τα ίσα. Διότι ημείς έχομεν πλείονα εμπειρίαν των κατά ξηράν πραγμάτων ένεκα της ενασχολήσεως ημών εις τα ναυτικά, παρ' ό,τι εκείνοι έχουν εις τα ναυτικά εκ των κατά ξηράν ενασχολήσεων αυτών. Το να εκμάθουν δε την ναυτικήν επιστήμην δεν είναι εύκολον, διότι ούτε και σεις δεν εγίνατε ακόμη τέλειοι, μολονότι καταγινόμενοι από της εποχής των Μηδικών πολέμων. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν άνδρες γεωργοί και όχι ναυτικοί, τους οποίους άλλως δεν θα αφήσετε να γυμνασθούν, διότι θα τους κρατήτε αποκλεισμένους πάντοτε διά των πολλών πλοίων σας, να πράξουν τι άξιον λόγου ; εάν επρόκειτο ν' αντιπαραταχτούν προς ολίγα πλοία πρόσκοπα, ίσως ο αριθμός αυτών, ενθαρρύνων την αμάθειάν των, θα τους παρώτρυνε να διακινδυνεύσουν, αλλ' εμποδιζόμενοι υπό πολλών θα αναγκασθούν να μείνουν ήσυχοι· η έλλειψις ασκήσεως θέλει αυξήσει την ανεπιτηδειότητά των, και ένεκα τούτου θα κατασταθούν δειλότεροι. Το ναυτικόν, υπέρ παν άλλο, απαιτεί πείραν, και δεν επιτρέπει να μελετάται όπως έτυχε και παρέργως· ίνα δε σαφέστερον εξηγηθώ, ουδέν πάρεργον ανέχεται.

143. » Εάν δε και λαβόντες έν μέρος των εν Ολυμπία ή Δελφοίς θησαυρών προσεπάθουν διά μεγαλυτέρου μισθού να προσελκύσουν τους ναύτας μας, τούτο ήθελεν είσθαι δεινόν εάν, εισερχόμενοι εις τα πλοία ημείς και οι μέτοικοι, δεν είμεθα ικανοί να επιτεθώμεν κατ' αυτών· σήμερον όμως η υπεροχή αύτη υπάρχει και, το κυριώτερον, κυβερνήτας έχομεν πολίτας και ναύτας πλειοτέρους και καλλιτέρους όλης της Ελλάδος. Και ουδείς των ξένων θα θελήση, λαμβάνων μεγάλον μισθόν δι' ολίγας ημέρας, να ενωθή μετ' αυτών έχων ολιγωτέρας ελπίδας και κινδυνεύων να εξορισθή εκ της πατρίδος του. Και τα μεν Πελοποννησιακά εις εμέ φαίνονται ότι είναι τοιαύτα και παραπλήσια, τα δε ημέτερα είναι απηλλαγμένα όχι μόνον των μομφών τας οποίας απηρίθμησα, αλλά και πολύ υπέρτερα. Εάν δε και εναντίον της χώρας ημών έλθουν μετά πεζού στρατού, ημείς θέλομεν πλεύσει εναντίον της χώρας εκείνων, και δεν θα είναι πλέον το αυτό να λεηλατηθή μέρος τι της Πελοποννήσου και η Αττική ολόκληρος· διότι οι μεν Πελοποννήσιοι δεν θα δυνηθούν να καταλάβουν άλλην χώραν αμαχητί, η δε ιδική μας χώρα είναι πολλή εις τας νήσους και εις την ξηράν· διότι είναι τι μέγα η κυριαρχία της θαλάσσης. Σκέφθητε καλώς· εάν, είμεθα νησιώται, τίνες πλειότερον ημών ήθελον είσθαι απροσβλητότεροι; και τώρα πρέπει εκλαμβάνοντες ως πραγματικόν τοιούτον τι περίπου, και εγκαταλείποντες αγρούς και οικίας να περιορισθώμεν εις την υπεράσπισιν της θαλάσσης και της ημετέρας πόλεως, χωρίς να οργισθώμεν διά την απώλειαν των λοιπών και να πολεμήσωμεν κατά των πολυαριθμοτέρων Πελοποννησίων. Νικήσαντες δε θα τους εμποδίσωμεν να έλθουν πάλιν όχι ολιγώτερον πολυάριθμοι· νικηθέντες θα χάσωμεν συγχρόνως εκείνο το οποίον αποτελεί την ισχύν μας, εννοώ τους συμμάχους μας, οίτινες δεν θα ησυχάσουν άμα ιδούν ότι δεν είμεθα ικανοί να εκστρατεύσωμεν κατ' αυτών. Ό,τι πρέπει να κλαύσωμεν δεν είναι η απώλεια των αγρών και των οικιών, αλλά των ανδρών· διότι τα πράγματα ταύτα δεν αποκτούν τους άνδρας, αλλ' οι άνδρες αποκτούν αυτά. Εάν επίστευον ότι ήθελον σας πείσει, θα σας έλεγον να εξέλθετε σεις οι ίδιοι και να καταστρέψετε ταύτα διά να δείξετε εις τους Πελοποννησίους ότι δεν θα υπακούσετε εις αυτούς χάριν τοιούτων πραγμάτων.

144. »Πολλούς δε και άλλους έχω ακόμη λόγους να ελπίζω την νίκην, αρκεί να μη θελήσετε, μολονότι πολεμούντες, να επεκτείνετε την κυριαρχίαν σας και επισύρετε εκουσίους κινδύνους· διότι περισσότερον φοβούμαι τα ίδια ημών σφάλματα παρά τα σχέδια των εναντίων. Αλλά το πράγμα τούτο θέλω εξετάσει εις άλλον λόγον όταν αι εργασίαι θέλουν αρχίσει· τώρα δε ας αποπέμψωμεν τους πρέσβεις τούτους αποκρινόμενοι ότι τότε θα επιτρέψωμεν εις τους Μεγαρείς να κάμουν χρήσιν της αγοράς και των λιμένων ημών, όταν οι Λακεδαιμόνιοι παύσουν να καταδιώκουν ημάς και τους ημετέρους συμμάχους (διότι ούτε εκείνο απαγορεύεται εις τας συνθήκας ούτε τούτο), ότι θα αφήναμεν αυτονόμους τας πόλεις, εάν παρελαμβάνομεν αυτάς αυτονόμους, ότε υπεγράψαμεν τας συνθήκας και εάν οι Λακεδαιμόνιοι επιτρέψουν εις τας πόλεις των να κυβερνώνται μόναι των όχι συμφώνως με το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων αλλ' όπως ήθελεν εκάστη, ότι θέλομεν να δικασθώμεν σύμφωνα προς τας συνθήκας, και ημείς μεν δεν θέλομεν αρχίσει τον πόλεμον, άμα όμως ούτοι κάμουν αρχήν θα τους αποκρούσωμεν. Ιδού η μάλλον δικαία και μάλλον αξιοπρεπής συγχρόνως απόκρισις της πόλεως ημών. Πρέπει δε να ηξεύρετε ότι ο πόλεμος είναι άφευκτος· ότι, εάν δεχθώμεν προθύμως αυτόν, οι αντίπαλοι θέλουν μας πιέσει ολιγώτερον· άλλως τε και διά τας πόλεις καθώς και διά τους ιδιώτας, εκ των μεγίστωμ κινδύνων γεννώνται αι μέγισται τιμαί. Ούτω τουλάχιστον οι πατέρες ημών πολεμούντες εναντίον των Μήδων, και όχι μόνον στερούμενοι των πολυπληθών μέσων τα οποία έχομεν ημείς αλλά και θυσιάσαντες εκείνα τα οποία είχον κατώρθωσαν διά της συνέσεώς των μάλλον παρά διά της τύχης, διά της τόλμης των μάλλον παρά διά της δυνάμεώς των, και τον βάρβαρον ν' αποκρούσουν και τας Αθήνας να υψώσουν εις τον βαθμόν, τον οποίον κατέχουν σήμερον. Μη δειχθώμεν κατώτεροι αυτών, αλλά και κατά των εχθρών ας υπερασπισθώμεν παντοιοτρόπως, και ας προσπαθήσωμεν να μη μεταβιβάσωμεν την δύναμιν ταύτην μικροτέραν εις τους απογόνους ημών».

145. Ο μεν Περικλής λοιπόν τοιαύτα είπεν. Οι δε Αθηναίοι, πεισθέντες ότι αρίστη ήτο η παραίνεσις αυτού, εψήφισαν όσα προέτεινε και απεκρίθησαν εις τους Λακεδαιμονίους ό,τι τους υπηγόρευσε, λεπτομερώς και εν συνόλω, ειπόντες ότι ουδεμίαν είχον διάθεσιν να δεχθούν διαταγάς, αλλ' ότι ήσαν έτοιμοι να διαλύσουν τας διαφοράς διά της δικαιοσύνης και εν ισότητι. Και οι μεν πρέσβεις ανεχώρησαν εις την πατρίδα των και έκτοτε δεν επανήλθον πλέον.

146. Τα δε παράπονα και αι διαφοραί αμφοτέρων προ του πολέμου αύται ήσαν, και ήρχισαν ευθύς μετά τα συμβάντα εν Επιδάμνω και Κερκύρα. Είχον όμως σχέσεις προς αλλήλους και συνεκοινώνουν άνευ κήρυκος μεν, ουχί όμως και ανυπόπτως· τωόντι δε η κατάστασις αύτη των πραγμάτων ήτο σύγχυσις των συνθηκών και πρόφασις πολέμου.

ΒΙΒΛΙΟΝ Β'.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΝ Β'.

1. Εντεύθεν ήδη άρχεται ο πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων και των συμμάχων των δύο, κατά την διάρκειαν του οποίου δεν συνεκοινώνουν πλέον προς αλλήλους ειμή διά κήρυκος και επολέμουν συνεχώς· τα εις τον πόλεμον τούτον αφορώντα εγράφησαν χρονολογικώς, κατά θέρος και κατά χειμώνα.

2. Η τριακονταετής ειρήνη η ομολογηθείσα μετά την άλωσιν της Ευβοίας, δεκατέσσαρα μόνον έτη διήρκεσε· κατά δε το δεκατον πέμπτον έτος, ότε εξηκολούθησε να είναι ιέρεια προ τεσσαρακονταοκτώ ετών εν Άργει η Χρυσηίς, και ήτο ο Αινησίας έφορος εις την Σπάρτην και ο Πυθόδωρος επί δύο ακόμη μήνας ήτο άρχων των Αθηναίων, κατά τον έκτον μήνα μετά την εν Ποτειδαία μάχην κατά την αρχήν της ανοίξεως οι Θηβαίοι, ολίγοι περισσότεροι των τριακοσίων, (οδηγούμενοι υπό των βοιωταρχών Πυθαγγέλου του Φυλείδου και Λιεμπόρου του Ονητορίδου) εισήλθον ένοπλοι κατά την ώραν του πρώτου ύπνου εις Πλάταιαν της Βοιωτίας, η οποία ήτο σύμμαχος των Αθηναίων. Προσεκάλεσαν δε αυτούς και ήνοιξαν τας πύλας ο Πλαταιεύς Ναυκλείδης και οι μετ' αυτού, θέλοντες, όπως εξασφαλίσουν την εξουσίαν των, να φονεύσουν τους εναντιουμένους συμπολίτας των και να παραδώσουν την πόλιν εις τους Θηβαίους. Εσκευώρησαν δε ταύτα μετά του Ευρυμάχου, ο οποίος είχε μεγάλην πολιτικήν ισχύν μεταξύ των Θηβαίων. Διότι προϊδόντες οι Θηβαίοι ότι έμελλε να εκραγή ο πόλεμος, ήθελον να καταλάβουν την Πλάταιαν, η οποία πάντοτε ήτο εχθρά αυτών, ενόσω υπήρχεν ακόμη ειρήνη και αι εχθροπραξίαι δεν ήρχισαν αναφανδόν. Δεν εδυσκολεύθησαν δε να εισέλθουν απαρατήρητοι, διότι δεν υπήρχον ακόμη εις αυτήν φρουροί. Αποθέσαντες τα όπλα των εις την αγοράν, εις μεν τους προσκαλέσαντας δεν υπήκουον ώστε να αρχίσουν αμέσως το έργον και να ορμήσουν κατά των οικιών των εχθρών, επροτίμησαν δε να μεταχειρισθούν κηρύγματα επιτήδεια και προσελκύσουν τους κατοίκους εις φιλικήν σύμβασιν. Και ο κήρυξ εφώναξεν ανά τας οδούς ότι, όστις ήθελε κατά τα πάτρια πάντων των Βοιωτών να συμμαχήση, να έλθη και αποθέση τα όπλα του πλησίον των ιδικών των, διότι ήλπιζον ότι διά του τρόπου τούτου ευκόλως ήθελεν υποταγή η πόλις.

3. Οι δε Πλαταιείς άμα έμαθον ότι οι Θηβαίοι εισήλθον και κατέλαβον την πόλιν εξ απροόπτου, καταληφθέντες υπό φόβου και νομίσαντες ότι εισήλθον πολύ περισσότεροι (διότι δεν έβλεπον κατά την νύκτα), ενέδωκαν εις την σύμβασιν και δεχθέντες τους λόγους ησύχαζον, τόσω μάλλον ευκόλως όσω ουδείς εξ αυτών εβλάβη υπό των Θηβαίων. Αλλ' ενώ έκαμναν τας διαπραγματεύσεις ταύτας παρετήρησαν ότι οι Θηβαίοι δεν ήσαν πολλοί και εσκέφθησαν ότι επιτιθέμενοι κατ' αυτών ευκόλως ήθελον τους νικήσει· διότι το πλήθος των Πλαταιέων δεν ήθελε να αποσπασθή από τους Αθηναίους. Απεφάσισαν λοιπόν να επιχειρήσουν την επίθεσιν και συνηθροίζοντο αναμεταξύ τους διατρυπώντες τους κοινούς (των οικιών) τοίχους, ίνα μη γίνουν φανεροί διατρέχοντες τας οδούς, όπου έθεσαν αμάξας άνευ των υποζυγίων, όπως χρησιμεύσουν αντί τείχους, και τα άλλα διέθετον όπως έκαστος ενόμιζε συμφερώτερον προς τας παρούσας περιστάσεις. Άμα δε τα πάντα ητοιμάσθησαν κατά το δυνατόν, επωφεληθέντες εκ του υπολοίπου της νυκτός και χωρίς να περιμένουν να φανή η αυγή εξήλθον εκ των οικιών και εβάδισαν κατά των Θηβαίων. Εάν ανέτελλεν η ημέρα, πιθανόν οι Θηβαίοι ενθαρρυνόμενοι υπό του φωτός να καθίστων την νίκην αμφίβολον, ενώ κατά την νύκτα, καταλαμβανόμενοι υπό του φόβου και μη γνωρίζοντες τα μέρη της πόλεως, ήθελον φανή ασθενέστεροι των Πλαταιέων. Τους προσέβαλον λοιπόν αμέσως και ήλθον εις χείρας άνευ αναβολής.

4. Οι δε Θηβαίοι άμα εγνώρισαν την απάτην, επύκνωσαν τους ζυγούς και απώθουν τας προσβολάς των επιτιθεμένων. Και δις μεν ή τρις τους απέκρουσαν, έπειτα όμως ότε οι Πλαταιείς ώρμησαν κατ' αυτών μετά θορύβου πολλού, ότε εκ των οικιών αι γυναίκες και οι υπηρέται μετά κραυγών και ολολυγμών έρριψαν κατ' αυτών λίθους και κεράμους, ότε βροχή ραγδαία πεσούσα επηύξησε την σκοτίαν (καθότι ταύτα, συνέβαινον προς το τέλος της σελήνης), εφοβήθησαν και τραπέντες έφυγον διά της πόλεως, οι πλείστοι χωρίς να γνωρίζουν, μεταξύ του σκότους και του πηλού, τας διόδους διά των οποίων έπρεπε να σωθούν και καταδιωκόμενοι υπό εχθρών, οίτινες διά να τους εμποδίσουν την διαφυγήν εγνώριζον όλας τας διαιρέσεις· ώστε εχάθησαν πολλοί. Κάποιος Πλαταιεύς, την πύλην διά της οποίας εισήλθον και η οποία μόνη ήτο ανεωγμένη, έκλεισε διά σιδηρού ακοντίου το οποίον εισήγαγεν εις τον μοχλόν αντί σύρτου, ώστε και εκ τούτου του μέρους εκλείσθη η έξοδος. Και καταδιωκόμενοι ανά την πόλιν, τινές μεν εξ αυτών αναβαίνοντες επί του τείχους ερρίφθησαν έξω και εφονεύθησαν οι περισσότεροι, οι δε φθάσαντες απαρατήρητοι εις πύλην τινά μη χρησιμευομένην έθραυσαν τον μοχλόν διά πελέκεως, τον οποίον τοις έδωκε κάποια γυνή, και εξήλθον όχι πολλοί, διότι μετ' ολίγον τους ενόησαν, άλλοι δε εχάθησαν σποραδικώς εις την πόλιν. Οι δε πλείστοι και όσοι μάλιστα ήσαν συσσωματωμένοι εισπίπτουν εις μεγάλην οικίαν, η οποία ήτο πλησίον του τείχους και η θύρα της έτυχε να είναι ανοικτή, νομίσαντες ότι η θύρα του οικήματος εκείνου ήτο πύλη της πόλεως και ότι ενώπιόν των υπήρχε διέξοδος προς τα έξω. Ιδόντες δε αυτούς οι Πλαταιείς ούτως εγκλεισθέντας συνεσκέφθησαν αν έπρεπε να κατακαύσουν αυτούς όπως ήσαν, πυρπολούντες το οίκημα, ή να μεταχειρισθούν άλλο μέσον. Τέλος δε και αυτοί και όσοι άλλοι Θηβαίοι ήσαν διεσπαρμένοι ανά την πόλιν παρεδόθησαν άνευ όρων και κατέθεσαν τα όπλα. Και η μεν τύχη των εις την Πλάταιαν εισελθόντων Θηβαίων τοιαύτη υπήρξεν.

5. Οι δε άλλοι Θηβαίοι, οίτινες είχε συμφωνηθή ενόσω ακόμη ήτο νυξ να έλθουν πανστρατιά, εν περιπτώσει καθ' ην οι εισελθόντες προηγουμένως εις την πόλιν δεν επετύγχανον, μαθόντες καθ' οδόν τα γενόμενα έσπευσαν το βήμα. Απέχει δε η Πλάταια από τας Θήβας σταδίους εβδομήκοντα, και η επισυμβάσα βροχή εβράδυνε την πορείαν των διότι ο Ασωπός ποταμός επλημμύρησε και δεν ήτο ευκολοπέραστος. Και εξακολουθούντες την πορείαν με βροχήν και τον ποταμόν δυσκόλως διαβάντες έφθασαν βραδύτατα, ότε πλέον οι σύντροφοί των είχον αιχμαλωτισθή ή φονευθή. Άμα δε έμαθον οι Θηβαίοι τα γενόμενα, εσκέφθησαν να στήσουν ενέδραν κατά των έξω της πόλεως Πλαταιέων, διότι υπήρχον εις τους αγρούς πολλοί άνθρωποι με τα πράγματα των, μη προβλέποντες ότι ήθελέ ποτε συμβή το απροσδόκητον εκείνο κακόν εν καιρώ ειρήνης. Ήθελον δε οι Θηβαίοι να κάμουν ώστε όσοι θα εσυλλαμβάνοντο αιχμάλωτοι να εγγυηθούν διά την ζωήν εκείνων, οίτινες είχον συλληφθή ζώντες εντός της πόλεως. Και οι μεν Θηβαίοι αυτά διενοούντο. Οι δε Πλαταιείς, ενώ εκείνοι ακόμη διεσκέπτοντο, υποπτευθέντες τους σκοπούς των και φοβηθέντες περί των έξω, έπεμψαν κήρυκα προς τους Θηβαίους, λέγοντες ότι δεν ήτο όσιον υπαρχούσης ειρήνης να αποπειραθούν να καταλάβουν την πόλιν και ότι να φυλαχθούν να μη βλάψουν κανένα εκ των έξω, διότι άλλως αυτοί θα φονεύσουν όσους είχον αιχμαλώτους· υπόσχονται δε να τοις αποδώσουν τούτους άμα ήθελον αναχωρήσει εκ της χώρας. Αυτά διηγούνται οι Θηβαίοι και προσθέτουν ότι η συμφωνία αύτη επεβεβαιώθη και δι' όρκου· αλλ' οι Πλαταιείς διατείνονται ότι δεν υπεσχέθησαν ν' αποδώσουν αμέσως τους άνδρας, αλλ' ότι απλώς ήσαν εις διαπραγματεύσεις μήπως ήθελον δυνηθή να έλθουν εις συμπέρασμά τι και βεβαιούν ότι ουδόλως ωρκίσθησαν. Και οι μεν Θηβαίοι ανεχώρησαν εκ της χώρας εκείνων χωρίς να βλάψουν κανένα, οι δε Πλαταιείς, αφού έφεραν εντός της πόλεως ταχέως πάνα τα εις τους αγρούς, ευθύς εφόνευσαν τους αιχμαλώτους. Ήσαν δε ούτοι εκατόν ογδοήκοντα, και μεταξύ αυτών ο Ευρύμαχος, μετά του οποίου είχον συνεννοηθή οι προδόται.

6. Αφού δε έπραξαν τούτο, έστειλαν εις τας Αθήνας απεσταλμένον, απέδοσαν τους νεκρούς εις τους Θηβαίους διά συνθήκης και έκαμον εις την πόλιν τας προετοιμασίας, όσας ενόμιζον αναγκαίας προς τας παρούσας περιστάσεις. Οι δε Αθηναίοι, άμα έμαθον τα υπό των Πλαταιέων γενόμενα, συνέλαβον αμέσως τους Βοιωτούς, όσοι ήσαν εις την Αττικήν και έπεμψαν κήρυκα εις την Πλάταιαν παραγγέλλοντες εις αυτόν να τους ειδοποιήση εις μηδέν μέτρον να προβούν κατά των Θηβαίων, τους οποίους εκράτουν αιχμαλώτους πριν ή αυτοί σκεφθούν και αποφασίσουν περί αυτών· διότι δεν είχεν αγγελθή εις τους Αθηναίους ότι είχον φονευθή. Ο πρώτος απεσταλμένος είχεν αναχωρήσει εκ Πλαταιών την στιγμήν όπου εισήρχοντο οι Θηβαίοι, ο δε δεύτερος ότε μόλις προ ολίγου είχον νικηθή και συλληφθή· εκ των μετέπειτα συμβάντων ουδέν έμαθον. Ούτω λοιπόν οι Αθηναίοι μη γνωρίζοντες απέστειλαν κήρυκα, όστις αφικόμενος εύρε τους άνδρας φονευθέντας. Και μετά ταύτα στρατεύσαντες εις Πλάταιαν και σίτον εισήγαγον και φρουρούς αφήκαν εκεί και εκ των ανδρών όσοι ήσαν άχρηστοι με τας γυναίκας μαζί και τα παιδία εξήγαγον.

7. Αφού δ' έγεινε το εν Πλαταιαίς συμβάν, και καταφανώς διελύθησαν αι συνθήκαι, οι Αθηναίοι παρεσκευάζοντο προς πόλεμον, παρεσκευάζοντο δε και οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι αυτών. Αμφότερα δε τα μέρη είχαν σκοπόν να στείλουν πρεσβείας και προς τον βασιλέα των Περσών και προς άλλους βαρβάρους παρά των οποίων ήλπιζον να επιτύχουν συνδρομήν τινα, και προσέτι τα πάντα εμηχανεύοντο, όπως προσελκύσουν εις την συμμαχίαν των τας πόλεις όσαι δεν ήσαν υπό την κυριαρχίαν των. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι τας πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας, αίτινες είχον ενωθή με το μέρος των, τας διέταξαν, εκτός των πλοίων τα οποία παρ' αυτοίς υπήρχον, να κατασκευάσουν και άλλα, αναλόγως του μεγέθους εκάστης πόλεως, εις τρόπον ώστε ο αριθμός όλων εκείνων των πλοίων έμελλε να αναβή μέχρι των πεντακοσίων· διέταξαν επίσης τους συμμάχους να ετοιμάσουν ωρισμένην ποσότητα χρημάτων και να μη δέχωνται εις τους λιμένας των πλειότερα του ενός Αθηναϊκού πλοίου μέχρις ου τα πάντα παρασκευασθούν. Οι δε Αθηναίοι και τους υπάρχοντας συμμάχους επεθεώρουν και πρεσβείας έπεμπον ιδίως προς τας περί την Πελοπόννησον πόλεις, την Κέρκυραν, την Κεφαλληνίαν, την Ακαρνανίαν και την Ζάκυνθον, προβλέποντες ότι, εάν εξησφαλίζοντο περί της φιλίας αυτών, ήθελον πολεμήσει αποτελεσματικώς επί όλων των ακτών της Πελοποννήσου.

8. Και το έν και το άλλο μέρος δεν εμελέτων μικρά σχέδια, αλλ' ητοιμάζοντο δυνατά προς πόλεμον. Και δεν πρέπει να απορώμεν διά τούτο, διότι πάντοτε κατά την έναρξιν έργου τινός οι άνθρωποι αναπτύσσουν πλειότερον ζήλον. Τότε δε η νεολαία πολλή μεν ήτο εις την Πελοπόννησον, πολλή δε και εις τας Αθήνας, η οποία ένεκα απειρίας εζήτει ευχαρίστως να περιπλακή εις πόλεμον. Και όλη η άλλη Ελλάς ήτο μετέωρος περιμένουσα την στιγμήν πού αι πρώται πόλεις ήθελον έλθει εις χείρας. Και πολλαί μεν προρρήσεις ελέγοντο, πολλοί δε χρησμολόγοι έψαλλον και εις τας μέλλουσας να πολεμήσουν πόλεις και εις τας άλλας. Ακόμη δε και η Δήλος ολίγον προ τούτων ησθάνθη σεισμόν, η οποία αφ' ότου οι Έλληνες ενεθυμούντο ουδέποτε πρότερον εσείσθη. Ελέγετο δε και επιστεύετο, ότι τούτο εσήμαινε τα μέλλοντα να συμβούν· και ανεζήτουν πανταχού μήπως έτυχε να συμβή και άλλο τι παραπλήσιον. Η εύνοια των ανθρώπων έκλινε παραπολύ προς τους Λακεδαιμονίους, προ πάντων διότι είχον προειπεί ότι εσκόπευον να ελευθερώσουν την Ελλάδα. Πανταχού αντηγωνίζοντο πόλεις και ιδιώται τις πρώτος να τους βοηθήση αναλόγως της δυνάμεως του, είτε διά λόγων είτε δι' έργων· και ο καθείς ενόμιζεν ότι, όπου αυτός δεν ήθελεν είσθαι παρών, η πρόοδος των πραγμάτων θα ημποδίζετο. Τοιαύτην οργήν είχον οι πλείστοι κατά των Αθηναίων, οι μεν θέλοντες να αποσείσουν τον ζυγόν των, οι δε φοβούμενοι μήπως υποκύψουν εις αυτόν.

9. Με τοιαύτας λοιπόν προπαρασκευάς και με τοιαύτα αισθήματα ήρχισεν ο πόλεμος. Αι σύμμαχοι δε πόλεις τας οποίας είχον καθείς των δύο ήσαν αι εξής. Οι μεν Λακεδαιμόνιοι είχον όλους τους εντός του ισθμού Πελοποννησίους πλην των Αργείων και των Αχαιών (οίτινες ήσαν φίλοι αμφοτέρων· εκ των Αχαιών δε μόνοι οι Πελληνείς συνεπολέμουν κατ' αρχάς μετά των Λακεδαιμονίων, κατόπιν όμως τους εμιμήθησαν όλοι), έξω δε της Πελοποννήσου είχον τους Μεγαρείς, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Βοιωτούς, τους Αμπρακιώτας, τους Λευκαδίους και τους Ανακτορίους. Εκ τούτων ναυτικόν παρέσχον οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Σικυώνιοι, οι Πελληνείς, οι Ηλείοι, οι Αμπρακιώται και οι Λευκάδιοι, ιππικόν δε οι Βοιωτοί, οι Φωκείς και οι Λοκροί· αι δε άλλαι πόλεις προσέφεραν πεζικόν. Αύτη ήτο η συμμαχία των Λακεδαιμονίων οι δε Αθηναίοι είχον τους Χίους, τους Λεσβίους, τους Πλαταιείς, τους εν Ναυπάκτω Μεσσηνίους, τους πλείστους Ακαρνάνας, τους Κερκυραίους και άλλας πόλεις υποτελείς μεταξύ τοσούτων εθνών, ήτοι την ναυτικήν Καρίαν, τους γείτονας των Καρών Δωριείς, την Ιωνίαν, τον Ελλήσποντον, τας πόλεις της Θράκης, όλας τας νήσους τας κειμένας προς ανατολάς μεταξύ της Πελοποννήσου και της Κρήτης, και όλας τας άλλας Κυκλάδας πλην της Μήλου και της Θήρας. Εκ τούτων ναυτικόν έδωκαν οι Χίοι, οι Λεσβίοι και οι Κερκυραίοι, οι δε άλλοι πεζούς και χρήματα. Ούτοι ήσαν οι σύμμαχοι και τα πολεμικά μέσα των δύο μερών.

10. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ευθύς μετά τα εν Πλαταιαίς συμβάντα παρήγγειλαν εις τας εντός και εκτός της Πελοποννήσου συμμάχους πόλεις να προετοιμάσουν τους στρατούς και πάντα τα αναγκαιούντα διά μακρυνήν εκστρατείαν, το οποίον εσήμαινεν ότι επρόκειτο να εισβάλουν εις την Αττικήν. Άμα δε τα πάντα ευρέθησαν έτοιμα κατά τον ορισθέντα χρόνον, μετέβησαν εις τον ισθμόν οι αποσταλέντες από καθεμίαν πόλιν εντός ή έξω της Πελοποννήσου κειμένης. Και αφού συνηθροίσθη όλον το στράτευμα, ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμος, ο οποίος ήτο στρατηγός της εκστρατείας ταύτης, συγκαλέσας τους στρατηγούς όλων των πόλεων και τους πρώτους των αρχόντων και σημαντικωτάτους, απηύθυνε προς αυτούς την εξής προσφώνησιν.

11. «Ώ άνδρες Πελοποννήσιοι και σεις οι σύμμαχοι, μολονότι οι πατέρες ημών πολλάς έκαμαν στρατείας και εντός αυτής της Πελοποννήσου και εκτός, οι δε πρεσβύτεροι μεταξύ ημών δεν είναι άπειροι πολέμων, εν τούτοις ουδέποτε εξεστρατεύσαμεν με τόσην προετοιμασίαν. Και ευλόγως· διότι προκειμένου να πολεμήσωμεν σήμερον, εναντίον πόλεως δυνατωτάτης, πρέπει να είμεθα πλείστοι και άριστοι. Δίκαιον λοιπόν μήτε κατώτεροι να φανώμεν των πατέρων ημών, μήτε υποδεέστεροι της δόξης μας. Η Ελλάς όλη είναι μετέωρος και περιμένει επιθυμούσα ένεκα του κατά των Αθηναίων μίσους να κατορθώσωμεν όσα κατά νουν έχομεν. Μολονότι όμως φαινόμεθα ότι υπερέχομεν κατά το πλήθος και ότι έχομεν πολλήν βεβαιότητα ότι ο εχθρός δεν θα τολμήση να έλθη εναντίον μας, δεν πρέπει διά τούτο να προχωρήσωμεν πριν συμπληρώσωμεν τας προετοιμασίας ημών, αλλά και οι στρατηγοί και οι στρατιώται καθεμιάς πόλεως πρέπει να έχουν υπ' όψει ότι θα ευρεθώμεν εις κάποιον κίνδυνον. Διότι η τύχη του πολέμου είναι άδηλος και ως επί το πολύ αι προσβολαί γίνονται αιφνίδιαι και απότομοι· και πολλάκις το ολιγώτερον πλήθος μετά προφυλάξεως βαίνον εθριάμβευσεν εναντίον αντιπάλων πολυαριθμοτάτων, διότι ούτοι καταφρονούντες τους εχθρούς έμειναν απροετοίμαστοι. Πρέπει δε πάντοτε εις την εχθρικήν γην να προχωρή τις έχων μεν θάρρος πολύ εις την καρδίαν, ενεργών όμως με δειλήν φρόνησιν. Τοιουτοτρόπως δε οι ενεργούντες και εις το να προσβάλλουν τους εναντίους θα έχουν μεγαλυτέραν ευτυχίαν και ασφαλέστατοι θα είναι από τας προσβολάς των εναντίων· ημείς δε βαίνομεν ουχί κατά αδυνάτου πόλεως, αλλά κατά πάντα άριστα παρεσκευασμένης. Εάν μέχρι τούδε δεν εκινήθησαν καθ'ημών οι Αθηναίοι, τούτο προέρχεται διότι είμεθα ακόμη μακράν· αλλ' άμα μας ίδωσι λεηλατούντας την χώραν αυτών και καταστρέφοντας τα υπάρχοντά των, τότε πρέπει να περιμένωμεν ότι θα εξέλθουν εις μάχην. Διότι πάντας καταλαμβάνει οργή, όταν πάσχουν κάτι που είναι ασυνήθιστον προ των οφθαλμών των και που τους συμβαίνει πλησιέστατα αυτών και όσοι πολύ ολίγον μεταχειρίζονται τον ορθόν λόγον, ούτοι ως επί το πλείστον βαίνουν εις τας πράξεις των μετά σφοδρότητας. Τούτο, πιθανώς θέλουν πράξει πλειότερον παντός άλλου οι Αθηναίοι οι οποίοι αξιούν να άρχουν επί των άλλων και διά των επιδρομών των να λεηλατούν μάλλον τας ξένας χώρας ή να βλέπουν λεηλατουμένην την ιδικήν των χώραν. Επειδή λοιπόν εκστρατεύομεν κατά τοσούτον ισχυράς πόλεως, και επειδή η δόξα ημών και των προγόνων θα εξαρτηθή ούτως από τον δοξασμόν ή την αδοξίαν μας, ακολουθήσατε όπου σας οδηγήσουν τηρούντες προ παντός άλλου την στρατιωτικήν τάξιν, όντες άγρυπνοι και εκτελούντες ζωηρώς τα παραγγέλματα. Τίποτε καλύτερον δεν είναι και ασφαλέστατον από στρατόν πολυάριθμον τακτικώς ενεργούντα.

12. Ταύτα ειπών ο Αρχίδαμος και διαλύσας την συνέλευσιν αποστέλλει κατ' αρχάς εις τας Αθήνας Μελήσιππον τον Διακρίτου, άνδρα Σπαρτιάτην, ίνα μάθη αν οι Αθηναίοι βλέποντες τους εχθρούς ήδη καθ' οδόν ευρισκομένους απεφάσιζαν να φανούν κάπως συμβιβαστικώτεροι. Ούτοι όμως δεν εδέχθησαν αυτόν ούτε εις την πόλιν ούτε εις την συνέλευσιν, διότι προηγουμένως είχεν υπερισχύσει η γνώμη του Περικλέους, ο οποίος είπε μήτε κήρυκα μήτε πρεσβείαν να δεχθούν εκ μέρους των Λακεδαιμονίων εκστρατευόντων· αποπέμπουν λοιπόν αυτόν πριν τον ακούσουν και τον προστάζουν να εξέλθη των ορίων αυθημερόν, προσθέσαντες ότι, εάν οι Λακεδαιμόνιοι ήθελον να έλθουν μετ' αυτών εις διαπραγματεύσεις, έπρεπε πρώτον να επιστρέψουν εις τα ίδια. Δίδουν δε εις τον Μελήσιππον και συνοδούς, όπως μη συγκοινωνήση με κανένα. Εκείνος δε, άμα έφθασεν εις τα σύνορα και έμελλε να υπερβή ταύτα, απεμακρύνθη ειπών ταύτα μόνον «Η ημέρα αυτή θα είναι διά τους Έλληνας μεγάλων κακών αρχή». Μετά τον ερχομόν αυτού εις το στρατόπεδον πεισθείς ο Αρχίδαμος ότι οι Αθηναίοι εις ουδέν ήθελον ενδώσει, εξεκίνησε τον στρατόν και επροχώρησε κατά της Αττικής. Οι δε Βοιωτοί εις μεν τους Πελοποννησίους, διά την κοινήν εκστρατείαν, έδωκαν το αναλογούν εις αυτούς μέρος και τους ιππείς, μετά του υπολειπομένου δε στρατού των ελθόντες εις την Πλάταιαν ελεηλάτουν αυτήν.

13. Ενώ ο ακόμη οι Πελοποννήσιοι συνηθροίζοντο εις τον ισθμόν και ήσαν καθ' οδόν, πριν εισβάλλουν εις την Αττικήν, Περικλής ο Ξανθίππου είς των δέκα στρατηγών των Αθηναίων, προβλέπων την επικειμένην εισβολήν, και υποπτεύσας ότι χάριν υπάρχοντος δεσμού φιλοξενίας πιθανόν να εφείδετο ο Αρχίδαμος των κτημάτων του είτε μόνος του θέλων να χαρισθή προς αυτόν είτε κατά διαταγήν των Λακεδαιμονίων, διά να καταστήσουν αυτόν ύποπτον (καθότι δι' αυτόν κυρίως είχαν ζητήσει προηγουμένως παρά των Αθηναίων την εξορίαν των ανοσίων), ανήγγειλε προηγουμένως εις την εκκλησίαν των Αθηναίων ότι ο Αρχίδαμος ήτο μεν φίλος του, αλλά τούτο δεν θα απέβαινε προς κακόν της πόλεως· τους δε αγρούς αυτού και τας οικίας, εάν δεν τα κατέστρεφον οι πολέμιοι, καθώς και τα των άλλων, δωρεί αυτά εις το δημόσιον, ίνα μηδεμία επί του αντικειμένου τούτου μείνη κατ' αυτού δυσμενής προκατάληψις. Ανενέωσε και διά τας παρούσας περιστάσεις όσας συμβουλάς είχε δώσει πρότερον, να παρασκευάζονται προς πόλεμον και να μεταφέρουν εις την πόλιν όσα είχον εις τους αγρούς, να μη εξέλθουν εις μάχην, αλλ' εισελθόντες να φυλάττουν την πόλιν, να στρέψουν όλην την προσοχήν των εις το ναυτικόν, το οποίον ήτο η ισχύς των, και να κρατούν υποχείριους τους συμμάχους, λέγων ότι η ισχύς του κράτους προήρχετο από τα χρήματα, τα οποία παρείχαν ούτοι και ότι η ψυχή του πολέμου είναι η φρόνησις και τα χρήματα. Τους παρώτρυνε δε να έχουν θάρρος, αφού η πόλις εισέπραττε συνήθως εξακόσια τάλαντα κατ' έτος από τους φόρους των συμμάχων εκτός των άλλων εισοδημάτων και αφού υπήρχον ακόμη τότε εις την ακρόπολιν εξακόσια τάλαντα εις αργυρά νομίσματα (υπήρχον άλλοτε εννέα χιλιάδες και επτακόσια, αλλ' εδαπανήθησαν εις τα προπύλαια της Ακροπόλεως, εις τα άλλα οικοδομήματα και εις την πολιορκίαν της Ποτειδαίας), χωρίς να συμπεριλαμβάνονται εις την ποσότητα ταύτην ο άκοπος χρυσός και άργυρος, ο προερχόμενος εκ των δημοσίων και ιδιωτικών αφιερωμάτων, τα των πομπών και των αγώνων ιερά σκεύη, τα μηδικά λάφυρα και άλλα παρόμοια ανερχόμενα εις ποσότητα ουχί μικροτέραν των πεντακοσίων ταλάντων. Απηρίθμησε προσέτι και τους όχι ολίγους θησαυρούς των άλλων ναών, τους οποίους ηδύναντο να διαθέσουν, και τέλος, ότι εν εσχάτη ανάγκη, ηδύναντο να κάμουν χρήσιν και αυτών των χρυσών κοσμημάτων της θεάς· εβεβαίου δε ότι το άγαλμα είχεν εις καθαρόν χρυσόν βάρος τεσσαράκοντα ταλάντων δυνάμενον να αποσπασθή ολόκληρον, αφού δε το μεταχειρισθούν προς σωτηρίαν της πόλεως, να το αντικαταστήσουν δι' ίσου βάρους. Τοιουτοτρόπως τους ενεθάρρυνεν ως προς τα οικονομικά· ως προς δε τους οπλίτας είπεν ότι είχον δεκατρείς χιλιάδας πλην των εις τα φρούρια και τας επάλξεις δεκαέξ χιλιάδων. Τοσούτοι ήσαν εξ αρχής, εις πάσαν εισβολήν του εχθρού, οι φυλάσσοντες· ούτοι δε συνίσταντο εκ των πρεσβυτάτων, εκ των νεωτάτων, και εκ των μετοίκων, όσοι ήσαν οπλίται. Το Φαληρικόν τείχος ήτο τριακονταπέντε σταδίων μέχρι του περιβόλου της πόλεως και το φυλασσόμενον μέρος αυτού του περιβόλου ήτο τεσσαράκοντα σταδίων· υπήρχε δε και μέρος το οποίον ήτο αφύλακτον, το μεταξύ του μακρού τείχους και του Φαληρικού· τα δε μακρά τείχη μέχρι Πειραιώς είχον έκτασιν τεσσαράκοντα σταδίων, το έξωθεν δε μόνον μέρος αυτών εφρουρείτο. Ολόκληρος ο περίβολος του Πειραιώς και της Μουνιχίας ήτο εξήκοντα σταδίων, και το ήμισυ μόνον αυτού εφρουρείτο. Ο Περικλής επρόσθεσεν ακόμη ότι είχον χιλίους διακοσίους ιππείς και ιπποτοξότας, χιλίους εξακόσιους τοξότας και τριακοσίας τριήρεις εν καλή καταστάσει. Αύται ήσαν, άνευ ουδεμιάς ελαττώσεως αι δυνάμεις των Αθηναίων κατά την εποχήν της πρώτης εισβολής των Πελοποννησίων και την έναρξιν του παρόντος πολέμου. Επρόσθεσε δε και άλλα ο Περικλής, ως συνήθιζε, προς απόδειξιν ότι η νίκη θ' απέβαινεν υπέρ αυτών.

14. Οι δε Αθηναίοι ακούσαντες επείσθησαν και μετεκόμισαν εκ των αγρών τους παίδας και τας γυναίκας και όλα τα οικιακά σκεύη, αφαιρέσαντες και αυτήν την ξυλείαν των οικιών τα δε πρόβατα και τα υποζύγια μετέφεραν εις την Εύβοιαν και τας παρακειμένας νήσους. Η μετατόπισις όμως εκείνη τοις εφάνη οχληρά, επειδή ήσαν συνειθισμένοι να ζουν οι πολλοί εις τους αγρούς.

15. Η συνήθεια αύτη προ αμνημονεύτων χρόνων επεκράτησε παρά τοις Αθηναίοις περισσότερον παρ' ό,τι εις άλλους. Επί Κέκροπος και των πρώτων βασιλέων μέχρι Θησέως η Αττική πάντοτε κατωκείτο κατά κώμας, των οποίων εκάστη είχε το πρυτανείον της και τους άρχοντάς της. Και οπότε δεν είχον τι να φοβηθούν δεν συνηθροίζοντο περί τον βασιλέα όπως διασκεφθούν, αλλ' επολιτεύοντο και διεσκέπτοντο χωριστά. Τινές μάλιστα και επολέμησαν τον βασιλέα, όπως οι μετά του Ευμόλπου Ελευσίνιοι κατά του Ερεχθέως. Αλλ' άμα εβασίλευσεν ο Θησεύς, ο οποίος συνήνωνε την μεγαλοφυίαν με την δύναμιν, και κατά τα άλλα διηυθέτησε την χώραν, και των άλλων κωμών καταργήσας τα βουλευτήρια και τας αρχάς συνήθροισεν όλους τους πολίτας εις την σημερινήν πόλιν, όπου εγκαθίδρυσεν έν μόνον βουλευτήριον και έν μόνον πρυτανείον. Τούς ηνάγκασε δε να κατοικήσουν εις μίαν μόνην πόλιν, νεμόμενοι όμως τα υπάρχοντα των ως και πρότερον. Χάρις εις την συγκέντρωσιν ταύτην η πόλις των Αθηνών έλαβε ταχείαν ανάπτυξιν, και ήτο ήδη μεγάλη ότε ο Θησεύς την παρέδωκεν εις τους διαδόχους του· ακόμη δε και σήμερον οι Αθηναίοι κάμνουν προς τιμήν της θεάς δημοτελή εορτήν, την οποίαν ονομάζουν συνοικία. Πρότερον η πόλις συνίστατο μόνον εκ της ακροπόλεως και του κατωτέρου μέρους του μάλλον εστραμμένου προς νότον. Απόδειξις δε τούτου είναι οι ναοί πολλών θεών ευρισκόμενοι εντός αυτής ταύτης της ακροπόλεως και προ πάντων προς το μέρος εκείνο της πόλεως είναι εκτισμένοι οι πλείστοι των έξω ναών, παραδείγματος χάριν ο ναός του Ολυμπίου Διός, του Πυθίου Απόλλωνος, της Γης και του Λιμναίου Βάκχου, προς τιμήν του οποίου τελούνται τα αρχαιότερα Διονύσια την δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος, συνήθεια η οποία ακόμη και σήμερον επικρατεί εις τους εξ Αθηναίων καταγομένους Ίωνας. Και άλλα δε αρχαία ιερά είναι ιδρυμένα επί του μέρους εκείνου. Εκεί προσέτι ήτο η κρήνη η σήμερον καλούμενη Εννεάκρουνος, ένεκα του σχήματος το οποίον έδωκαν εις αυτήν οι τύραννοι, αλλ' η οποία άλλοτε, ότε αι πηγαί ήσαν φανεραί, εκαλείτο Καλλιρρόη. Η κρήνη εκείνη πλησίον της πόλεως ευρισκομένη εχρησίμευεν εις πλείστας αξίας λόγου εργασίας, και από των αρχαίων χρόνων παρέμεινε μέχρι σήμερον η συνήθεια να μεταχειρίζωνται το ύδωρ αυτής εις τας τελετάς του γάμου και άλλας ιεροπραξίας. Διά την παλαιάν δε ταύτην κατοίκησιν η Ακρόπολις καλείται και μέχρι τούδε ακόμη υπό των Αθηναίων πόλις.

16. Ούτω λοιπόν οι Αθηναίοι επί πολύ κατώκησαν ανεξάρτητα το έδαφος της Αττικής· ακόμη δε και μετά τον συνοικισμόν των αι πλείσται των αρχαίων και των νέων οικογενειών μεταβάσαι κατά συνήθειαν εις τους αγρούς έζων εκεί μέχρι του παρόντος πολέμου. Μετά ζωηράς λοιπόν δυσαρεσκείας μετενάστευον, τοσούτω μάλλον όσω προ μικρού μόλις είχαν επιδιορθώσει τας ζημίας τας επελθούσας εξ αιτίας των Μηδικών· εβαρύνοντο δε και εδυσανασχέτουν εγκαταλείποντες τας οικίας και τα ιερά, τα οποία ένεκα αυτού ακόμη του αρχαϊκού τρόπου της ζωής των εθεώρουν ως κληρονομικά· εις το εξής έμελλον να μεταβάλουν τρόπους ζωής εγκαταλείπων ο καθείς αυτόν τον τόπον της γεννήσεώς του.

17. Φθάσαντες εις Αθήνας ολίγοι εξ αυτών εύρον κατοικίας ή καταλύματα εις φίλους και συγγενείς, οι περισσότεροι δε κατώκησαν εις τα έρημα μέρη της πόλεως και εις τα ιερά και τα ηρώα όλα εκτός της ακροπόλεως, του Ελευσινίου και άλλων κτιρίων στερεώς κλεισμένων. Και αυτό το Πελασγικόν, το οποίον έκειτο κάτωθεν της ακροπόλεως και ήτο κατηραμένον να μένη ακατοίκητον ένεκα της απαγορεύσεως ενός ακροτελευτίου στίχου του Πυθικού μαντείου λέγοντος « Προτιμότερον να μένη έρημον το Πελασγικόν », κατωκήθη τότε ένεκα της στιγμιαίας ανάγκης. Μου φαίνεται δε ότι ο χρησμός εξεπληρώθη αντιστρόφως παρ' ό,τι περιέμενον· διότι αι συμφοραί της πόλεως επήλθον ουχί ένεκα της παρανόμου κατοικήσεως αυτού, αλλ' ένεκα του πολέμου επήλθεν η ανάγκη της οικήσεως· το δε μαντείον μη υποδεικνύον τον πόλεμον διά του ονόματός του επρόβλεπεν ότι το Πελασγικόν έμελλε να κατοικηθή εις ημέρας ουχί αγαθάς. Πολλοί κατεσκήνωσαν εις τους πύργους των τειχών και όπου αλλαχού ηδύνατο καθείς· διότι συνελθόντας δεν εχώρεσεν αυτούς η πόλις, αλλ' ύστερον διανείμαντες μεταξύ των το μεσάζον διάστημα των μακρών τειχών και πλείστον μέρος των του Πειραιώς κατοίκησαν ενταύθα. Συγχρόνως όμως ενησχολούντο εις τας προετοιμασίας του πολέμου και τους συμμάχους συναθροίζοντες και εξοπλίζοντες εκατόν πλοία διά να τα εκπέμψουν κατά της Πελοποννήσου. Και οι μεν Αθηναίοι εις τούτο το σημείον της προπαρασκευής ευρίσκοντο.

18. Ο δε στρατός των Πελοποννησίων προχωρών έφθασε πρώτον εις την Οινόην της Αττικής, από της οποίας είχαν σκοπόν να εισβάλουν. Αφού δε έστησαν το στρατόπεδόν των, προητοιμάζοντο να προσβάλουν το τείχος διά μηχανών και δί' άλλων τρόπων· διότι η Οινόη κειμένη εις τα μεθόρια της Αττικής και της Βοιωτίας ήτο περιτειχισμένη και οι Αθηναίοι μετεχειρίζοντο αυτήν ως φρούριον εν καιρώ πολέμου. Οι Πελοποννήσιοι λοιπόν επολιόρκησαν την πόλιν ταύτην και απώλεσαν εις μάτην πολύν χρόνον, και ο Αρχίδαμος βαρέως ένεκα τούτου ενοχοποιήθη, διότι ενομίζετο ότι και δραστηριότητα ολίγην ανέπτυξεν εις την συνάθροισιν των στρατευμάτων και ευνοϊκός εφαίνετο προς τους Αθηναίους μη παρακινών τον στρατόν του προς πόλεμον. Από της συναθροίσεως των στρατευμάτων, η εν τω ισθμώ παρατεινομένη διαμονή του, η βραδύτης περί την λοιπήν πορείαν, και προ πάντων η χρονοτριβή του ενώπιον της Οινόης, τον κατέστησαν ύποπτον. Διότι οι Αθηναίοι μετεκομίσθησαν κατά το διάστημα τούτο εντός της πόλεως, ενώ άνευ της βραδύτητας του αρχηγού και εάν επήρχοντο με ταχύτητα οι Πελοποννήσιοι ηδύναντο να καταλάβουν τα πάντα έξω των τειχών. Ούτως ο στρατός ωργίζετο διά την χρονοτριβήν του. Ο δε Αρχίδαμος υπέμενεν ελπίζων (ως λέγεται) ότι οι Αθηναίοι, επειδή απέμενεν αβλαβής ακόμη η γη αυτών θα εφαίνοντο πλέον υποχωρητικοί και δεν θα ηνείχοντο να ίδουν ψυχρώς την λεηλασίαν αυτής.

19. Εν τούτοις, αφού προσέβαλαν την Οινόην και έθεσαν ματαίως εις ενέργειαν όλα τα μέσα προς κυρίευσιν αυτής, μη βλέποντες να έρχεται εξ Αθηνών κανείς κήρυξ, έλυσαν την πολιορκίαν και εισέβαλαν εις την Αττικήν, ογδοήκοντα ημέρας μετά την είσοδον των Θηβαίων εις Πλαταιάς, εις τα μέσα του θέρους την εποχήν του σίτου· ήτο δε στρατηγός αυτών ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμος ο Ζευξιδάμου. Και στρατοπεδεύσαντες πρώτον εις την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον ελεηλάτησαν αυτά και έτρεψαν εις φυγήν μερικούς Αθηναίους ιππείς περί τους καλουμένους Ρείτους. Έπειτα επροχώρησαν διά της Κρωπίας δεξιά έχοντες το Αιγάλεων όρος έως ου έφθασαν εις τας Αχαρνάς, ένα εκ των μεγίστων δήμων της Αττικής. Και σταματήσαντες εκεί έστησαν το στρατόπεδόν των και έμειναν πολύν καιρόν λεηλατούντες τα πέριξ.

20. Ιδού δε, ως λέγεται, ποίον σκοπόν είχεν ο Αρχίδαμος, ο οποίος παραταχθείς ως εις μάχην έμενε περί τας Αχαρνάς και δεν κατέβη εις την πεδιάδα κατά την εισβολήν εκείνην. Ήλπιζεν ότι οι Αθηναίοι, έχοντες πολυάριθμον και ακμάζουσαν νεολαίαν και όντες παρεσκευασμένοι προς πόλεμον όσον ουδέποτε άλλοτε, ήθελον ίσως έλθει εναντίον του και δεν θα υπέφερον να ίδουν λεηλατουμένην την χώραν αυτών. Μη συναντήσας δε αυτούς μήτε εις την Ελευσίνα μήτε εις το Θριάσιον πεδίον, ηθέλησε να δοκιμάση αν στρατοπεδεύων πλησίον των Αχαρνών θα τους ηνάγκαζε να εξέλθουν· διότι και ο χώρος εκείνος εφαίνετο εις αυτόν κατάλληλος εις στρατοπέδευσιν και διότι εσκέπτετο ότι οι Αχαρνείς αποτελούντες μέγα μέρος του πληθυσμού της πόλεως (επειδή παρείχον τρισχιλίους οπλίτας) δεν θα άφηναν να καταστραφούν τα υπάρχοντά των, αλλ' ήθελαν ορμήσει πάντες εις μάχην. Εάν όμως δεν επεξήρχοντο οι Αθηναίοι κατά της εισβολής εκείνης, τότε ουδέν θα ημπόδιζε τους Πελοποννησίους να λεηλατήσουν κατόπιν την πεδιάδα και να προχωρήσουν μέχρι και αυτής της πόλεως. Υποθέτων λοιπόν ο Αρχίδαμος ότι οι Αχαρνείς, καταστρεφομένων των κτημάτων των, δεν θα ήσαν πρόθυμοι να εκτεθούν εις κίνδυνον χάριν των άλλων, και κατεχόμενος υπ' αυτής της σκέψεως έμενε χρονοτριβών περί τας Αχαρνάς.

21. Οι δε Αθηναίοι μέχρις ου ο μεν στρατός ήτο πλησίον της Ελευσίνος και του Θριασίου πεδίου, είχαν ελπίδα τινά ότι δεν θα επροχώρει εγγύτερον, ενθυμούμενοι ότι και ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Πλειστοάναξ ο Παυσανίου, ότε εισέβαλεν εις την Αττικήν μετά στρατού Πελοποννησιακού, δεκατέσσαρα έτη προ του παρόντος πολέμου, είχεν έλθει μέχρι της Ελευσίνος και του Θριασίου πεδίου, αλλ' ανεχώρησε πάλιν μη προχωρήσας περισσότερον (διό και εξωρίσθη εκ της Σπάρτης επί τη υπονοία ότι επείσθη διά χρημάτων να αναχωρήση)· ότε όμως είδον τον στρατόν περί τας Αχαρνάς εξήκοντα στάδια της πόλεως απέχοντα, δεν ηδυνήθησαν πλέον να κρατηθούν. Η υπ' αυτούς τους οφθαλμούς των λεηλασία των αγρών ήτο τωόντι φρικώδες θέαμα, το οποίον όχι μόνον οι νεώτεροι, αλλ' ουδ' αύται οι πρεσβύτεροι δεν ενεθυμούντο να έγινεν άλλοτε εκτός επί των Μηδικών. Όλοι και προ πάντων οι νέοι ήθελαν να εξέλθουν και να εκδικηθούν την ύβριν εκείνην. Συναθροιζόμενοι λοιπόν εφιλονείκουν ζωηρώς, οι μεν θέλοντες να εξέλθουν, οι δε μη θέλοντες. Οι μάντεις έψαλλον παντός είδους χρησμούς, τους οποίους καθείς ηκροάτο αναλόγως της ψυχικής του διαθέσεως. Και οι Αχαρνείς, οι οποίοι εθεωρούντο ως απαρτίζοντες μέρος των Αθηναίων ουχί ασήμαντον, βλέποντες καταστρεφομένην την χώραν των, εζήτουν μετά κραυγών την έξοδον. Η πόλις περιήλθεν εις μέγιστον ερεθισμόν και όλοι ωργίζοντο κατά του Περικλέους. Όλαι αι προγενέστεραι συμβουλαί του είχον λησμονηθή, και τον εχαρακτήριζον ως αίτιον όλων των κακών, τα οποία έπασχον.

22. Ο δε Περικλής βλέπων μεν αυτούς δυσφορούντας διά τα παρόντα και έχοντας γνώμην εσφαλμένην, πεπεισμένος δε ότι είχε δίκαιον ανθιστάμενος εις την έξοδόν των, ούτε εις εκκλησίαν αυτούς συνεκάλεσεν ούτε επέτρεψε καμμίαν συνάθροισιν, φοβηθείς μήπως ο λαός πράξη σφάλμα τι υπό οργής μάλλον ή υπό φρονήσεως συναθροιζόμενος. Περιωρίζετο δε εις το να φυλάττη την πόλιν και να διατηρή την ησυχίαν όσον ηδύνατο. Δεν έπαυεν εν τούτοις να στέλλη έξω ιππείς, όπως εμποδίζη την εχθρικήν εμπροσθοφυλακήν από του να εισπίπτη εις τους εγγύς της πόλεως αγρούς και καταστρέφη αυτούς· εγένετο μάλιστα και μικρά τις συμπλοκή εν Φρυγίοις μεταξύ του βοιωτικού ιππικού και ενός αθηναϊκού λόχου υποστηριζομένου υπό Θεσσαλών, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι και οι Θεσσαλοί δεν εφάνησαν κατώτεροι μέχρι της στιγμής όπου ο εχθρός, ενισχυθείς υπό Βοιωτών οπλιτών, έτρεψεν αυτούς εις φυγήν και εφόνευσεν όχι πολλούς· και εν τούτοις οι Αθηναίοι ηδυνήθησαν να συναθροίσουν τους νεκρούς των αυθημερόν και άνευ συνθήκης. Οι δε Πελοποννήσιοι έστησαν την επομένην ημέραν τρόπαιον. Η βοήθεια αύτη των Θεσσαλών εστάλη προς τους Αθηναίους δυνάμει αρχαίας συμμαχίας. Ήλθον λοιπόν προς αυτούς Λαρισαίοι, Φαρσάλιοι, Παρράσιοι, Κραννώνιοι, Πυράσιοι, Γυρτώνιοι, Φεραίοι. Επί κεφαλής τούτων ήσαν ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους, αμφότεροι εκ Λαρίσης, αλλ' αντιθέτων κομμάτων, και ο Μένων εκ Φαρσάλου· καθεμία δε των άλλων πόλεων είχε τον αρχηγόν της.

23. Οι δε Πελοποννήσιοι, μη βλέποντες τους Αθηναίους να εξέρχονται εις μάχην, ανεχώρησαν εξ Αχαρνών και ελεηλάτησαν άλλους τινάς δήμους κειμένους μεταξύ της Πάρνηθος και του Βριλησσού όρους. Ενώ δε αυτοί ευρίσκοντο εις την Αττικήν, οι Αθηναίοι απέστειλαν περί την Πελοπόννησον τα εκατόν πλοία, τα οποία είχαν εξοπλίσει, επιβιβάσαντες επ' αυτών χιλίους οπλίτας και τετρακοσίους τοξότας· εστρατήγει δε Καρκίνος ο Ξενοτίμου, Πρωτέας ο Επικλέους και Σωκράτης ο Αντιγένους. Και οι μεν πλεύσαντες εις τα ανοικτά μετά της τοιαύτης παρασκευής επροχώρουν ανά τα παράλια, οι δε Πελοποννήσιοι μείναντες εις την Αττικήν εφ' όσον χρόνον είχαν τρόφιμα, ανεχώρησαν διά της Βοιωτίας και ουχί διά της οδού διά της οποίας εισήλθον· διερχόμενοι δε έμπροσθεν της Ωρωπού, ελεηλάτησαν την χώραν, η οποία καλείται Πειραϊκή, και την οποίαν νέμονται οι Ωρώπιοι υπήκοοι των Αθηναίων. Επιστρέψαντες δε εις την Πελοπόννησον απεχωρίσθησαν και μετέβη καθείς εις τον τόπον του.

24. Αφού δε αυτοί ανεχώρησαν, οι Αθηναίοι κατέστησαν φύλακας διά ξηράς και θαλάσσης, ως εάν έμελλον να φυλάττουν καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου· εψήφισαν δε ως εξαιρετικόν μέτρον να θέσουν κατά μέρος χίλια τάλαντα εκ των εν τη ακροπόλει ευρισκομένων χρημάτων και να μη τα εξοδεύσουν, αλλά τα έξοδα του πολέμου να γίνουν με τα άλλα· εάν δε τις κάμη ή θέση εις ψηφοφορίαν την πρότασιν να εγγίσουν τα χρήματα εκείνα δι' άλλο τι, να καταλογίζεται κατ' αυτού θάνατος, εκτός εάν οι εχθροί επέλθουν κατά της πόλεως μετά ναυτικού στρατού και ληφθή ανάγκη να υπερασπισθούν (ναυτικώς) εαυτούς. Εψήφισαν ομοίως να φυλάξουν κατά μέρος εκατόν τριήρεις, εκλεγομένας κατ' έτος μεταξύ των αρίστων, και τους τριηράρχους αυτών· να μη μεταχειρισθούν δε αυτάς καθώς και τα χρήματα του θησαυρού ειμή μόνον κατά την περίστασιν κατά την οποίαν ο αυτός κίνδυνος ήθελεν απαιτήσει τούτο.

25. Οι δε Αθηναίοι οίτινες ήσαν επί των εκατόν πλοίων των πεμφθέντων περί την Πελοπόννησον, καθώς και οι Κερκυραίοι οι ελθόντες μετά πεντήκοντα πλοίων προς βοήθειάν των, καί τινες άλλοι σύμμαχοι των παραλίων εκείνων κατέστρεψαν κατά τον περίπλουν των πολλά μέρη και αποβάντες εις την Μεθώνην της Λακωνίας προσέβαλον το τείχος αυτής, το οποίον ήτο ασθενές και εστερείτο ανθρώπων. Έτυχεν όμως εις τα περίχωρα ο Βρασίδας, υιός του Τέλλιδος, ανήρ Σπαρτιάτης, έχων μαζί του έν σώμα στρατιωτικόν. Ειδοποιηθείς περί του κινδύνου έδραμε προς βοήθειαν του φρουρίου μετά εκατόν οπλιτών. Διασχίσας δε το στρατόπεδον των Αθηναίων, διεσπαρμένον ανά την χώραν και ενασχολημένον περί τας εργασίας της πολιορκίας, ρίπτεται εις την Μεθώνην, και ολίγους μόνον άνδρας απολέσας εις την εισδρομήν εκείνην και την πόλιν έσωσε και ένεκα του τολμήματος τούτου επηνέθη εν Σπάρτη ως πρώτος των ανδρείων. Οι δε Αθηναίοι άραντες τας αγκύρας παρέπλεον τας ακτάς και αποβιβασθέντες εις την Ηλείαν, όχι μακράν της Φειάς, ελεηλάτουν την χώραν επί δύο ημέρας και πολεμήσαντες εναντίον τριακοσίων εκλεκτών, οι οποίοι είχον έλθει εκ της κοίλης Ήλιδος καί τινων άλλων περιοίκων των Ηλείων, ενίκησαν αυτούς. Καταληφθέντες υπό τρικυμίας σφοδράς, οι πλείστοι εισήλθον πάλιν εις τα πλοία και κάμψαντες το ακρωτήριον το καλούμενον Ιχθύν έφθασαν εις τον εν τη Φειά λιμένα· εν τούτω δε τω μεταξύ οι Μεσσήνιοι και μερικοί άλλοι, οίτινες δεν είχον δυνηθή να επιβούν εις τα πλοία, επροχώρησαν διά ξηράς μέχρι της Φειάς και έγιναν κύριοι αυτής· έπειτα πλησιάσας ο στόλος τους παρέλαβε· και ανήχθησαν εις το πέλαγος εγκαταλιπόντες την Φειάν, εις βοήθειαν της οποίας είχε προσδράμει ήδη ο πολύς στρατός των Ηλείων. Περιπλέοντες δε οι Αθηναίοι ελεηλάτουν και άλλα μέρη.

26. Περί τον αυτόν χρόνον οι Αθηναίοι εξέπεμψαν τριάκοντα πλοία εις τα πέριξ της Λοκρίδος και διά να φυλάξουν συγχρόνως την Εύβοιαν· εστρατήγει δε αυτών Κλεόπομπος ο Κλεινίου. Ενεργήσας ούτος αποβάσεις και ελεηλάτησε μέρη τινά της παραλίας χώρας και το Θρόνοιν εκυρίευσε και ομήρους έλαβε και ενίκησεν εις την Αλόην τους σπεύσαντας να βοηθήσουν Λοκρούς.

27. Κατά το αυτό θέρος οι Αθηναίοι έδιωξαν τους Αίγινήτας εκ της Αιγίνης, άνδρας, γυναίκας και παίδας, κατηγορούντες αυτούς ότι ήσαν οι κύριοι αίτιοι του πολέμου· άλλως δε ενόμισαν φρόνιμον να κατέχουν αυτοί οι ίδιοι την Αίγιναν ως γειτονεύουσαν με την Πελοπόννησον. Έπεμψαν λοιπόν μετά τινα χρόνον εις αυτήν οικήτορας Αθηναίους. Εις τους διωχθέντας δε Αιγινήτας οι Λακεδαιμόνιοι έδωκαν να κατοικήσουν την Θυρέαν και να νέμωνται τους αγρούς αυτής, εκ μίσους προς τους Αθηναίους και ευγνωμονούντες διά την ευεργεσίαν, την οποίαν άλλοτε οι Αιγινήται είχαν προσφέρει κατά τον σεισμόν και την επανάστασιν των ειλώτων. Η δε Θυρεάτις γη κείται επί των μεθορίων της Αργολίδος και της Λακωνικής και εκτείνεται μέχρι της θαλάσσης. Και μερικοί μεν εξ αυτών των Αιγινητών κατώκησαν εδώ, οι δε λοιποί διεσπάρησαν εις την άλλην Ελλάδα.

28. Κατά το αυτό θέρος και κατά την εποχήν της νέας σελήνης, μόνην στιγμήν καθ' ην δύναται να συμβή το φαινόμενον τούτο, ο ήλιος εξέλιπε μετά μεσημβρίαν και πάλιν ανεπληρώθη ο δίσκος του, αφού έλαβε σχήμα μηνοειδές και εφάνησαν αστέρες τινές.

29. Και πάλιν κατά το αυτό θέρος οι Αθηναίοι θέλοντες να κάμουν σύμμαχόν των τον Σιτάλκην ωνόμασαν πρόξενον και προσεκάλεσαν τον Αβδηρίτην Νυμφόδωρον τον υιόν του Πυθέως, τον οποίον μέχρι της εποχής εκείνης εθεώρουν ως εχθρόν των και ο οποίος είχεν ισχύν επί του Σιτάλκου του Τήρου βασιλέως των Θρακών γαμβρού του εξ αδελφής. Ούτος ο Τήρης ο πατήρ του Σιτάλκου υπήρξεν ιδρυτής της μεγάλης βασιλείας των Οδρυσών, της οποίας εξέτεινε την κυριαρχίαν επί του πλείστου μέρους της Θράκης· διότι αρκετόν μέρος των Θρακών είναι ακόμη αυτόνομον. Ο Τήρης ούτος ουδέν κοινόν έχει με τον Τηρέα, τον σύζυγον της Πρόκνης, θυγατρός του Αθηναίου Πανδίονος, ουδέ ήσαν εκ της αυτής Θράκης. Αλλ ο μεν Τηρεύς κατώκει εν Δαυλεία της σήμερον καλουμένης Φωκίδος, τότε δε υπό Θρακών κατοικουμένης, και εις την χώραν αυτήν αι γυναίκες του Τηρέως έσφαξαν τον υιόν αυτού Ίτυν· τούτου ένεκα πολλοί ποιηταί, ομιλούντες περί της αηδόνος, ονομάζουν αυτήν Δαυλειάδα όρνιν (πτηνόν). Είναι δε πιθανόν ότι ο Πανδίων δι' αμοιβαίαν ωφέλειαν αποκατέστησε την θυγατέρα του εις γείτονα μάλλον τόπον ή εις τας Οδρύσας, αι οποίαι έκειντο πολλάς ημέρας μακράν. Ο δε Τήρης, του οποίου και αυτό το όνομα είναι διάφορον του Τηρέως, υπήρξε πρώτος ισχυρός βασιλεύς των Οδρυσών. Μετά του Σιτάλκου λοιπόν, υιού του βασιλέως εκείνου, οι Αθηναίοι συνέδεσαν συμμαχίαν, θέλοντες να σύρουν προς το μέρος των και τας πόλεις της Θράκης και αυτόν τον Περδίκκαν. Ελθών δε ο Νυμφόδωρος εις τας Αθήνας, και την συμμαχίαν του Σιτάλκου κατώρθωσε, και τον υιόν αυτού Σαρόκον έκαμε πολίτην Αθηναίον, και υπεσχέθη να καταπαύση τον πόλεμον της Θράκης υποχρεών τον Σιτάλκην να πέμψη εις τους Αθηναίους θρακικόν στρατόν εξ ιππέων ακοντιστών. Συνεφιλίωσεν επίσης τον Περδίκκαν μετά των Αθηναίων και έπεισεν αυτούς να τω αποδώσουν την Θέρμην· ο δε Περδίκκας εξεστράτευσεν αμέσως μαζί με τους Αθηναίους και τον Φορμίωνα κατά των Χαλκιδέων. Ούτω λοιπόν Σιτάλκης ο Τήρου βασιλεύς των Θρακών, και Περδίκκας ο Αλεξάνδρου βασιλεύς των Μακεδόνων, έγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων.

30. Οι δε Αθηναίοι οίτινες μετά των εκατόν πλοίων περιέπλεον ακόμη την Πελοπόννησον, κυριεύουν το Σόλλιον, πόλιν των Κορινθίων, και παραδίδουν αυτό και την χώραν εις τους Παλαιρείς, αυτούς μόνους εκ των Ακαρνάνων· εκυρίευσαν επίσης εξ εφόδου τον Αστακόν εκδιώξαντες τον τύραννον αυτού Εύαρχον και προσαρτήσαντες την πόλιν ταύτην εις την συμμαχίαν των. Εντεύθεν πλεύσαντες εναντίον της Κεφαλληνίας υπέταξαν αυτήν άνευ μάχης· κείται δε η Κεφαλληνία απέναντι της Ακαρνανίας και της Λευκάδος και έχει τεσσάρας πόλεις, την των Παλέων, την των Κρανίων, την των Σαμαίων και την των Προνναίων. Όχι δε πολύ κατόπιν επέστρεψαν τα πλοία εις τας Αθήνας.

31. Περί δε το φθινόπωρον του θέρους τούτου οι Αθηναίοι και οι μέτοικοι εισέβαλαν πανδημεί εις την Μεγαρίδα, υπό την στρατηγίαν Περικλέους του Ξανθίππου. Οι δε περιπλέοντες την Πελοπόννησον μετά των εκατόν πλοίων Αθηναίοι (επιστρέφοντες εις τα ίδια και ευρισκόμενοι ήδη εις Αίγιναν), άμα έμαθαν ότι οι εξ Αθηνών ελθόντες ήσαν πανστρατιά εις την Μεγαρίδα, έπλευσαν προς αυτούς και συνηνώθησαν. Τοιούτο στρατόπεδον μέγιστον ουδέποτε εσχημάτισαν οι Αθηναίοι, διότι η πόλις των ήκμαζεν ακόμη και δεν είχεν εξασθενίσει υπό του λοιμού· μόνοι οι Αθηναίοι ηρίθμουν δεκακισχιλίους οπλίτας, χωρίς να υπολογισθούν οι πολιορκούντες την Ποτείδαιαν τρισχίλιοι· εις την εκστρατείαν δε ταύτην είχαν λάβει μέρος και τρισχίλιοι οπλίται μέτοικοι, εις τους οποίους πρέπει να προσθέσωμεν και τον άλλον όχι μικρόν όμιλον των ελαφρών. Λεηλατήσαντες δε τα πλείστον της χώρας ανεχώρησαν. Ύστερον δε διαρκούντος του πολέμου, οι Αθηναίοι έκαμναν κατ' έτος και άλλας εισβολάς εις την Μεγαρίδα, οτέ μεν μετά των ιππέων, οτέ δε πανστρατιά, μέχρις ου εκυρίευσαν την Νίσαιαν.

32. Κατά δε τα τέλη του θέρους τούτου οι Αθηναίοι έκτισαν φρούριον εις την Αταλάντην, νήσον η οποία εγειτόνευε με τους Λοκρούς τους Οπουντίους και ήτο πρότερον έρημος, όπως εμποδίζουν τους πειρατάς να εξέρχωνται της Οπούντος και της άλλης Λοκρίδας και διαρπάζουν την Εύβοιαν. Και ταύτα μεν έγιναν κατά το θέρος τούτο μετά την εκ της Αττικής αναχώρησιν των Πελοποννησίων.

33. Τον ακόλουθον δε χειμώνα Εύαρχος ο Ακαρνάν, θέλων να κατέλθη εις τον Αστακόν, πείθει τους Κορινθίους να τον φέρουν εκεί διά θαλάσσης μετά τεσσαράκοντα πλοίων και χιλίων πεντακοσίων οπλιτών, εις τους οποίους επρόσθεσε καί τινας επικούρους τους οποίους εμίσθωσεν ο ίδιος. Επί κεφαλής του στρατού εκείνου ήσαν Ευφαμίδας ο Αριστωνύμου, Τιμόξενος ο Τιμοκράτους και Εύμαχος ο Χρύσιδος. Και πλεύσαντες κατέστησαν πάλιν αυτόν άρχοντα εκεί· θελήσαντες δε να υποτάξουν καί τινα παράλια μέρη της Ακαρνανίας και μη επιτυχόντες εις την απόπειραν ταύτην επέστρεψαν εις την Κόρινθον. Κατά τον παράπλουν των δε προσωρμίσθησαν εις την Κεφαλληνίαν και απέβησαν εις τους Κρανίους· αλλ' απατηθέντες υπ' αυτών εκ τίνος συνθήκης και προσβληθέντες εξ απρόοπτου υπό των Κρανίων, χάνουν μερικούς άνδρας εκ του στρατού των, και επιβιβασθέντες ταχέως εις τα πλοία επανήλθον εις τα ίδια.

34. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Αθηναίοι συμφώνως προς τα πάτρια έθιμα έκαμαν την επίσημον κηδείαν των κατά τον πόλεμον τούτον πρώτων αποθανόντων. Ιδού δε κατά ποίον τρόπον τελούνται οι ενταφιασμοί ούτοι. Τα μεν οστά των αποθανόντων εκτίθενται υπό σκηνήν εστημένην προ τριών ημερών, φέρει δε έκαστος ό,τι θέλει προς εκείνον τον οποίον έχασεν· άμα έλθη η στιγμή της εκφοράς, άμαξαι φέρουν κυπαρισσίνας λάρνακας, μίαν διά κάθε φυλήν· υπάρχουν δε εντός τα οστά της φυλής εις την οποίαν καθείς ανήκε. Μία κλίνη εστρωμένη αλλά κενή φέρεται προς τιμήν των αφανών, δηλαδή εκείνων, των οποίων τα σώματα δεν ευρέθησαν. Συνοδεύει δε την κηδείαν οποίος βούλεται, είτε αστός είτε ξένος, και προσέτι αι συγγένισσαι ίστανται πλησίον του τάφου μοιρολογούσαι. Θέτουν λοιπόν τα φέρετρα ταύτα εις το δημόσιον μνημείον, το οποίον ευρίσκεται εις το κάλλιστον προάστιον της πόλεως και όπου πάντοτε θάπτουν τους εις τας μάχας πεσόντας, όχι όμως και τους εν Μαραθώνι· διότι κρίναντες έκτακτον την ανδρείαν των έκαμαν τον τάφον των επ' αυτού του πεδίου της μάχης. Όταν δε συντελεσθή ο ενταφιασμός, η πόλις εκλέγει άνδρα διακρινόμενον διά σύνεσιν και δι' αξίωμα, ο οποίος απαγγέλλει τον αρμόζοντα έπαινον· μετά δε τούτο απέρχονται. Ούτω γίνεται η κηδεία· και καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου εις ομοίαν περίστασιν εφήρμοζαν το έθιμον τούτο. Επί των πρώτων λοιπόν τούτων πεσόντων εξελέγη να ομιλήση ο υιός του Ξανθίππου Περικλής. Ότε δε επήλθεν η στιγμή, προχωρήσας από του μνημείου εις βήμα υψηλόν, διά να ακούεται από το πλείστον μέρος του πλήθους, είπε τα εξής.

35. «Οι μεν πολλοί αφ' όσους ωμίλησαν ήδη από του βήματος τούτου επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος τον ορισμόν τούτον επρόσθεσεν εις τον νόμον, ότι καλόν είναι να απαγγέλλεται λόγος επί του τάφου των πιπτόντων κατά τους πολέμους, όταν θαπτωνται. Το κατ' εμέ, εάν μοι εδίδετο να κρίνω, θα επροτίμων ίνα η ανδρεία η δι' έργων εκδηλωθείσα τιμάται δι' έργων μόνον, ως είναι αι γινόμεναι δημοσία δαπάνη πομπαί της κηδείας αυτής, και μη διατρέχουν κίνδυνον αι αρεταί πολλών από ένα μόνον, είτε καλώς είτε κακώς ομιλήση. Διότι είναι δύσκολον το να ομιλήση τις με μέτρον, το οποίον και μόλις επαρκεί διά να γίνη της αληθείας η φανέρωσις. Ο μεν καλά πληροφορημένος και ευνοϊκά διατεθειμένος ακροατής ευρίσκει τον λόγον ίσως ολίγον σύμφωνον προς όσα θέλει να λεχθούν και όσα αυτός γνωρίζει, ο δε αγνοών τα έργα νομίζει υπό φθόνου ότι όχι μόνον δεν λέγονται ολιγώτερα, αλλά μάλιστα περισσότερα, εάν εκείνα τα οποία ακούει υπερβαίνουν τας δυνάμεις του. Οι έπαινοι οι διδόμενοι εις άλλους τόσον μόνον είναι ανεκτοί όσον έκαστος νομίζει εαυτόν ικανόν να πράξη εκείνα τα οποία ακούει· όταν δε υπερβούν το όριον τούτο, ο φθόνος προκαλεί την απιστίαν. Επειδή όμως τοιουτοτρόπως ταύτα έκριναν ως ορθώς έχοντα οι παλαιοί, πρέπει και εγώ, ακολουθών το έθιμον τούτο, να προσπαθήσω να ανταποκριθώ ως επί το πλείστον εις τας ευχάς και τας προσδοκίας καθενός από σας.

36. »Θέλω δε αρχίσει από των προγόνων διότι είναι καθήκον ημών, άμα δε και πρέπον εις τοιαύτην περίστασιν να δίδεται εις αυτούς η προτίμησις αύτη της μνημονεύσεως. Διότι την χώραν αυτήν, την οποίαν πάντοτε κατώκησαν της αυτής φυλής άνθρωποι, παρέδωκαν εις ημάς διά της ανδρείας των ελευθέραν μέχρι τούδε. Και εκείνοι δε είναι άξιοι επαίνων, περισσότερον όμως οι πατέρες ημών, διότι εις την χώραν, την οποίαν απηλευθερωμένην έλαβαν, επρόσθεσαν αυτοί ουχί ακόπως την νυν υπάρχουσαν εις ημάς αρχήν. Ταύτης δε της αρχής το πλειότερον μέρος ημείς, οι εν τη ωρίμω ηλικία, προσεθέσαμεν παρασκευάσαντες την πόλιν ημών ούτως ώστε να είναι αυταρκεστάτη κατά πάντα και εν πολέμω και εν ειρήνη. Και εκείνα μεν τα πολεμικά έργα, διά των οποίων ταύτα απεκτήσαμεν και διά των οποίων ημείς ή οι πατέρες ημών απωθήσαμεν προθύμως τας προσβολάς των βαρβάρων ή των Ελλήνων, θέλω παρασιωπήσει, μη θέλων να μακρηγορήσω ομιλών προς γνωρίζοντας· αλλά διά ποίου πολιτεύματος ήλθεν η παρούσα κατάστασις των πραγμάτων και διά ποίων θεσμών και ηθών κατέστημεν τοσούτον ισχυροί, τούτο πρώτον φανερώσας θα προβώ κατόπιν και εις τον έπαινον των προκειμένων πολεμιστών, πεπεισμένος ότι η τοιαύτη εξέτασις όχι μόνον δεν είναι ανάρμοστος εις την παρούσαν περίστασιν, αλλά και ότι είναι ωφέλιμον να ακούσουν αυτήν μετά προσοχής όλοι οι παριστάμενοι αστοί και ξένοι.

37. » Έχομεν λοιπόν πολίτευμα το οποίον παρ' ουδενός δανείζεται νόμους, και αντί να μιμώμεθα άλλους, ημείς μάλλον χρησιμεύομεν ως παράδειγμα. Και κατά μεν το όνομα, διότι έχει συνταχθή εις προστασίαν όχι των ολίγων, αλλά των πολλών, εκλήθη το πολίτευμα δημοκρατία. Και κατά μεν τους νόμους πάντες μετέχουν του ίσου, εις δε την εκλογήν προς διοίκησιν των κοινών πραγμάτων προτιμώνται όχι οι πλούσιοι, αλλ' οι ικανοί και εκείνοι οι όποιοι δύνανται να πράξουν αγαθόν τι υπέρ της πόλεως, ουδείς δε πένης διά την ασημότητά του εμποδίζεται να υπηρετήση την πατρίδα του. Μετ' ελευθερίας δε διοικούμεν τα κοινά και δεν ερευνώμεν μετά φιλυπόπτου περιεργείας την ιδιωτικήν διαγωγήν των άλλων, ούτε και μεμφόμεθα αυτούς, εάν πράττωσί τι κατά την επιθυμίας αυτών και δεν προσθέτομεν εις ημάς αυτούς αζημίους μεν, οχληράς δε προδήλως δυσαρεσκείας. Ανενοχλήτως δε επικοινωνούντες προς αλλήλους εις τον ιδιωτικόν βίον σεβόμεθα τα δημόσια, υπακούοντες εις τας εγκατεστημένας αρχάς και τους νόμους, εκ τούτων δε εις εκείνους μάλιστα οι οποίοι είναι γραμμένοι προς ωφέλειαν των αδικουμένων και εις εκείνους οι οποίοι, αν και άγραφοι, εγκολάπτουσιν εις τους παραβάτας αυτών αισχύνην ομολογουμένην.

38. » Προς δε τούτοις και πλείστα μέσα ανακουφίσεως πνευματικής επορίσθημεν, είτε αγώνας και εορτάς συνεχείς καθ' όλον το έτος τελούντες είτε κατασκευάζοντες και διακοσμούντες κτίρια, των οποίων η καθημερινή τέρψις αποδιώκει την σκυθρωπότητα. Συρρέουν δε εις την πόλιν ημών, ένεκα του μεγέθους αυτής, όλα τα προϊόντα εξ όλων των μερών της γης, εις τρόπον ώστε απολαμβάνομεν μετά της αυτής ευκολίας και τα ιδικά μας αγαθά και τα των άλλων ανθρώπων.

39. »Υπερέχομεν δε και κατά τας στρατιωτικάς ασκήσεις από τους αντιπάλους μας εις τα εξής. Η πόλις η ιδική μας είναι ανοικτή εις πάντας και δεν υπάρχει παρ' ημίν νόμος ξενηλασίας, όστις να εμποδίζη τους ξένους από του να μάθουν ή να ίδουν τι από φόβον τάχα ότι εάν, μηδέν απομένη κρυπτόν, ο εχθρός ήθελεν ωφεληθή εξ εκείνου το οποίον έβλεπε. Πράττομεν δε τούτο, διότι κατά την μάχην δεν εμπιστευόμεθα τόσον εις τα προς άμυναν μέσα και τους δόλους, όσον εις την από της ψυχής μας πηγάζουσαν ευτολμίαν. Άλλοι εκπαιδεύονται δι' επιπόνου ασκήσεως και ευθύς εκ νεαράς ηλικίας έργον έχουν το να επαγγέλλωνται την ανδρείαν, ημείς δε αναπαυτικά ζώντες, όμως δεν προχωρούμεν ολιγώτερον των άλλων εις τους κινδύνους εναντίων των αντιπάλων. Απόδειξις τούτου είναι ότι οι Λακεδαιμόνιοι ουδέποτε μόνοι, αλλά μεθ' όλων των συμμάχων των εκστρατεύουν εναντίον ημών· ενώ ημείς, οσάκις επερχόμεθα κατά της χώρας των άλλων ευκόλως ως επί το πλείστον νικώμεν μαχόμενοι επί εδάφους ξένου και εναντίον ανθρώπων υπερασπιζομένων την ιδικήν των χώραν. Και ολόκληρον την δύναμίν μας ουδείς των εχθρών μας έως τώρα συνήντησε, διότι και με τα ναυτικά απασχολούμεθα και εις πολλούς της ξηράς τόπους κάμνομεν αποστολάς στρατού· εάν δε που οι εχθροί συμπλακούν με μικρόν μέρος των δυνάμεων μας, νικήσαντες μεν καυχώνται ότι μας απώθησαν όλους, νικηθέντες δε λέγουν ότι ενικήθησαν υπό πάντων ημών. Και εάν όμως μας αρέσκη να κινδυνεύωμεν ανέτως μάλλον ή δι' επιπόνου ασκήσεως, και όχι τόσον μετ' ανδρείας προερχομένης εκ της επιβολής των νόμων, όσον μετ' ανδρείας προερχομένης εκ της εμφύτου ανδρείας ημών, έχομεν εκ τούτου το πλεονέκτημα να μη κουραζώμεθα προηγουμένως με την προπαρασκευήν και μελέτην των επικειμένων λυπηρών κατά την στιγμήν δε της δοκιμασίας δεν φαινόμεθα ολιγώτερον τολμηροί εκείνων, οι οποίοι διαρκώς κοπιάζουν. Η δε πόλις ημών όχι μόνον διά ταύτα είναι αξία θαυμασμού, αλλ' ακόμη και δι' άλλα.

40. »Διότι είμεθα φιλόκαλοι με μικράν δαπάνην και ασχολούμεθα εις την φιλοσοφίαν χωρίς να εκθηλυνώμεθα· και τα πλούτη μας μεταχειριζόμεθα εν καιρώ ανάγκης μάλλον ή προς επίδειξιν. Και το να ομολογώμεν την πτωχείαν μας δεν θεωρείται αισχρόν, αίσχιστον όμως το να μη την αποφεύγωμεν διά της εργασίας. Και υπάρχουν παρ' ημίν άνθρωποι οίτινες και τα οικεία συμφέροντα επιμελούνται και τα της πολιτείας, και άλλοι εις τα επιτηδεύματα των ενασχολούμενοι, οίτινες όχι κακώς εννοούν τα της πολιτικής· ημείς μόνοι τωόντι θεωρούμεν τον πολίτην τον μη αναμιγνυόμενον εις την πολιτικήν, ουχί ως φιλήσυχον, αλλ' ως άχρηστον. Και ή κρίνομεν μόνοι μας τα πράγματα ή προσπαθούμεν να λάβωμεν ορθήν κρίσιν αυτών, ουχί νομίζοντες ότι οι λόγοι βλάπτουν τα έργα, αλλά μάλλον επιζήμιον θεωρούντες το να μη προδιδαχθώμεν διά του λόγου όσα πρέπει να πράξωμεν πριν ή έλθωμεν εις τα έργα. Έχομεν δε υπεροχήν και κατά τούτο, ότι, ενώ ημείς τολμώμεν πολύ και σκεπτόμεθα ωρίμως περί εκείνων, τα οποία θέλομεν επιχειρήσει, τουναντίον παρά τοις άλλοις η μεν αμάθεια φέρει θρασύτητα, η δε σκέψις προκαλεί δισταγμόν. Και υπέρτεροι εις ευψυχίαν δικαίως δέον να κρίνωνται εκείνοι, οι οποίοι γινώσκοντες κάλλιον παντός άλλου τας κακουχίας και τας απολαύσεις δεν οπισθοχωρούν προ των κινδύνων. Και κατά την αρετήν ακόμη υπερέχομεν από τους άλλους, επειδή ουχί ευεργετούμενοι, αλλ', ευεργετούντες αποκτώμεν φίλους. Ο δε ευεργέτης είναι πιστότερος, επειδή ενδιαφέρεται να μη απολεσθή η προς αυτόν οφειλομένη ευγνωμοσύνη, ενώ ο ευεργετηθείς είναι ψυχρότερος, επειδή ηξεύρει ότι θα αποδώση την καλωσύνην όχι προς χάριν, αλλά προς απότισιν χρέους. Μόνοι δε ημείς όχι τόσον διά την σκέψιν του συμφέροντος, όσον διά το ειλικρινές αίσθημα, το οποίον εμπνέει η ελευθερία ωφελούμεν χωρίς να φοβώμεθα αγνωμοσύνην.

41. » Και περιληπτικώς λέγω ότι εν γένει μεν η ημετέρα πόλις είναι σχολείον της Ελλάδος, ιδία δε νομίζω ότι έκαστος ημών δύναται ο ίδιος να επαρκέση εις πλείστα είδη βίου και εργασίας, με χάριν μάλιστα και επιδεξιότητα εκτελών αυτά. Απόδειξις δε ότι όσα λέγω δεν είναι κομπορρημοσύνη, αλλά πραγματική αλήθεια, είναι αυτή η δύναμις της πόλεως, την οποίαν απεκτήσαμεν ορμώμενοι από τούτων των ιδιοτήτων. Διότι μόνη αυτή από όσας πόλεις εξ ακοής είναι τώρα γνωσταί δοκιμαζόμενη αποδεικνύεται καλλιτέρα πασών, και μόνη αυτή ούτε κινεί εις αγανάκτησιν τον επερχόμενον εχθρόν διότι νικάται υπό τοιούτων ανδρών, ούτε εις τους υπηκόους προκαλεί παράπονα ότι κυβερνώνται υπό αναξίων. Διά τρανών δε δειγμάτων και βεβαίως ουχί άνευ αποδείξεων τουλάχιστον βεβαιώσαντες την ισχύν ταύτην θέλομεν θαυμάζεσθαι και υπό της παρούσης γενεάς και υπό της μελλούσης, χωρίς μάλιστα να έχωμεν ανάγκην ούτε Ομήρου επαινετού ούτε άλλου τινός, όστις διά στίχων θέλει τέρψει μεν προς το παρόν, ενώ η πραγματική αλήθεια θέλει ελαττώσει την περί των πραγμάτων ιδέαν, αλλ' αναγκάσαντες κάθε θάλασσαν και κάθε γην να γίνουν προσιταί εις την ημετέραν τόλμην, εγκαταστήσαντες δε πανταχού μνημεία αΐδια ευεργεσιών ή τιμωριών. Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλεως και αυτοί εδώ μαχόμενοι ετελεύτησαν, επειδή είχον την αξίωσιν να μη την στερηθώσιν· υπέρ αυτής δ' επίσης αρμόζει ο καθείς των επιζώντων να κοπιά.

42. » Διά τούτο δε και εμακρολόγησα εις τα περί της πόλεως πρώτον μεν διά να διδάξω ότι ο αγών δεν είναι δι' ίσα πράγματα μεταξύ ημών και των άλλων αυτών, οι οποίοι ουδέν όμοιον έχουσιν, έπειτα δε διά να καταστήσω διά σημείων φανερόν τον έπαινον τούτων, προς εγκώμιον των οποίων ομιλώ. Και είπα περί αυτών ό,τι μέγιστον ηδύνατο να λεχθή, διότι πάντα όσα εξύμνησα εν τη ημετέρα δημοκρατία οφείλονται εις τας αρετάς τούτων και των τοιούτων, και ο λόγος ούτος δι' ολίγους Έλληνας όσον διά τους προκειμένους ήθελε φανή ανάλογος των πράξεών των. Νομίζω δε ότι η σήμερον των προκειμένων τελευτή και ως πρώτη απόδειξις της αρετής αυτών και ως τελευταία επιβεβαίωσις δεικνύει την ανδραγαθίαν. Διότι και οι κατά τα άλλα ολιγώτερον επαινετοί είναι δίκαιον να προβάλλουν την υπέρ της πατρίδος ανδραγαθίαν εις τους πολέμους· διότι το κακόν διά του καλού εξαφανίσαντες εξαγοράζουν τα άδικα της ιδιωτικής διαγωγής των διά των προσφερθεισών δημοσίων ευεργεσιών. Αλλά μεταξύ των πολεμιστών τούτων ουδείς εδείχθη εν τω πολέμω δειλός ένεκα της επί μακρότερον απολαύσεως του πλούτου, ουδέ ανέβαλε τον κίνδυνον με την ελπίδα ότι διαφεύγων την πενίαν ήθελε πλουτήσει· αλλά λογίσαντες ποθεινοτέραν την τιμωρίαν των εχθρών απεφάσισαν κινδυνεύοντες τους μεν εναντίους να τιμωρήσουν, τα δε συμφέροντα των να παραμελήσουν, το μεν άδηλον της νίκης αποθέσαντες εις την ελπίδα, ως προς δε την ενέργειαν αξιούντες ότι πρέπει να έχουν πεποίθησιν εις εαυτούς περί του ήδη προ των οφθαλμών αυτών προκειμένου κινδύνου. Και κατά την ώραν της μάχης προτιμήσαντες να εκδικηθούν και να αποθάνουν παρά να σωθούν ενδίδοντες, τον μεν εξονειδισμόν αυτών διά λόγου απέφυγαν, το δε έργον του πολέμου υπέστησαν πεσόντες, και εις βραχυτάτην κρίσιμον ώραν απηλλάγησαν της ζωής, εις ακμήν δόξης ευρισκόμενοι μάλλον παρά εις στιγμήν φόβου.

43. » Και ούτοι μεν τοιούτοι εδείχθησαν επαξίως της πόλεως· οι δε λοιποί επιζώντες πρέπει να εύχεσθε ασφαλέστερον μεν τον βίον, να μη κρίνετε δε αρμόζον εις σας το να έχετε ατολμοτέραν την προς τους πολεμίους ψυχικήν διάθεσιν· μη αρκούμενοι μόνον εις το να εξυμνήτε διά λόγων τα αγαθά τα συνοδεύοντα την υπεράσπισιν της πατρίδος και την τιμωρίαν των κατ' αυτής επερχομένων (αγαθά τα οποία γνωστά εις σας όντα παραλείπω να απαριθμήσω ενταύθα), αλλά εμπράκτως θεωρούντες καθ' ημέραν την δύναμιν της πόλεως χαίρετε δι' αυτήν· και βλέποντες την μεγάλην δόξαν αυτής, ενθυμηθήτε ότι άνδρες τολμηροί, συνετοί και κατά τας μάχας έχοντες αίσθημα τιμής ύψωσαν αυτήν τοσούτον· άνδρες οίτινες, μολονότι απετύγχανον ενίοτε ες τους αγώνας των, δεν έκρινον όμως άξιον εαυτών να στερήσουν την πόλιν της ιδικής των ανδρείας, αλλά προσέφερον υπέρ αυτής την καλλίστην συνεισφοράν. Διότι κοινώς θυσιάζοντες τα σώματά των ελάμβανον ατομικώς καθείς αθάνατον έπαινον και επισημότατον τάφον, όχι δηλαδή τον τόπον της ταφής, αλλά την απονεμομένην εις αυτούς δόξαν, η οποία αιώνια τους παρακολουθεί εις κάθε περίστασιν και λόγου και έργου. Διότι των επιφανών ανδρών πάσα η γη τάφος, και όχι μόνον δεικνύει αυτούς η επιγραφή των στηλών εν τη οικεία πατρίδι, αλλά και εν τη ξένη η ενθύμησις της διαθέσεως μάλλον των πεσόντων ή των κατορθωμάτων των μένει ζώσα άνευ επιγραφής. Τούτους λοιπόν και σεις μιμούμενοι και πεπεισμένοι ότι η ευδαιμονία έγκειται εις την έλευθερίαν, και η ελευθερία εις την γενναιότητα, μη αποδειλιάτε προς τους πολεμικούς κινδύνους. Διότι δεν είναι δίκαιον οι δυστυχείς, οι μη έχοντες να ελπίζουν τι αγαθόν, να αψηφούν την ζωήν των περισσότερον εκείνων οίτινες κινδυνεύουν να χειροτερεύση εις το μέλλον η ζωή των και οίτινες μεγάλην θα υποστούν απώλειαν, εάν αποτύχουν. Εις άνδρα βέβαια έχοντα συναίσθησιν εαυτού και υπερηφάνειαν είναι αλγεινοτέρα η διά δειλίαν ταπείνωσις παρά ο μη αισθητός θάνατος ο πλήττων τον πολεμιστήν εν καιρώ της δυνάμεως αυτού και ενώ έχει κοινώς αποδεκτάς ελπίδας περί επιτυχίας.

44. » Διά τούτο, αντί να κλαύσω τους γονείς των προκειμένων όσοι είναι παρόντες, εξ εναντίας θέλω παραμυθήσει αυτούς. Ανατραφέντες και περιπεσόντες εις ποικίλας βιοτικάς συμφοράς, γνωρίζουν ότι ευδαίμονες είναι εκείνοι οίτινες, ως σήμερον, οι υιοί των, έτυχαν ενδοξοτάτου τέλους, παρά ως σεις, ενδοξοτάτης λύπης· ευδαίμονες δ' επίσης είναι εκείνοι, που η ζωή αυτών προωρίσθη επίσης ευδαίμων ως και ο θάνατος. Γινώσκω ότι είναι δύσκολον να σας πείσω, διότι πολλάκις η ευτυχία των άλλων θα σας παρέχη αφορμάς προς ενθύμησιν των αγαθών, τα οποία απηλαύετε και σεις αυτοί άλλοτε· και λυπείται κανείς όχι διά την στέρησιν αγαθών τα οποία δεν εδοκίμασεν, αλλά διά την στέρησιν αγαθών, εις τα οποία εσυνήθισεν. Όσοι ευρίσκονται ακόμη εις ηλικίαν διά ν' απολαύσουν και άλλα τέκνα πρέπει να φανούν καρτερικοί· διότι οι γεννώμενοι κατόπιν υιοί εις την οικογένειαν θα αντικαταστήσουν τους μη υπάρχοντας πλέον, η δε πόλις διπλά θα ωφεληθή, μη ερημουμένη και διατελούσα εν ασφαλεία· δεν είναι δυνατόν να σκέπτωνται περί των κοινών επίσης ορθώς και δικαίως οι πατέρες οι μη έχοντες, ως αυτοί, υιούς να τους εκθέτουν εις τους κινδύνους, όπως συνεισφέρουν και άλλα πράγματα. Όσοι δε υπερέβητε της τεκνοποιήσεως την ηλικίαν, θεωρήσατε ως κέρδος ότι διήλθετε το πλείστον μέρος της ζωής εν ευτυχία, και σκεπτόμενοι ότι το υπόλοιπον θα είναι σύντομον ανακουφίζετε την θλίψιν σας διά της δόξης των προκειμένων υιών. Των τιμών η αγάπη είναι το μόνον πάθος, το οποίον ουδέποτε γηράζει και εις το γήρας η μόνη ηδονή δεν είναι, ως λέγουν μερικοί, το να συναθροίζουν πλούτη, αλλά το να τιμώνται.

45. » Διά σας τους εδώ παρόντας παίδας ή αδελφούς των προκειμένων βλέπω ότι ο αγών θα είναι δύσκολος· διότι καθείς συνηθίζει να επαινή τον μη υπάρχοντα πλέον, σεις δε, και υπερβολικήν αρετήν αν εδεικνύετε, ηθέλετε κριθή όχι όμοιοι, αλλά κάπως ολίγον κατώτεροι. Οι ζώντες φθονούν αλλήλους, ό,τι δε εις μηδένα είναι εναντίον τιμάται με αδιαφιλονείκητον εύνοιαν. Εάν αρμόζη επίσης να υπομνήσω ποία πρέπει να είναι η αρετή των γυναικών, αίτινες εις το εξής θα ζήσουν εν χηρεία, διά βραχείας παραινέσεως θα είπω τα πάντα. Μεγάλη θα είναι δι' αυτάς η υπόληψις, εάν δεν φανώσι κατώτεραι της ιδίας των φύσεως, και μάλιστα δι' εκείνην, της οποίας το όνομα δεν θα αναφέρεται υπό των ανδρών ούτε δι' έπαινον ούτε διά κατηγορίαν.

46. » Ειπώθησαν λοιπόν και από εμέ κατά τα νόμιμα όσα είχον κατάλληλα. Και οι μεν προκείμενοι νεκροί εκοσμήθησαν δι εμπράκτων εκδηλώσεων, τους δε παίδας των η πόλις θέλει αναθρέψει από τούδε δημοσία δαπάνη μέχρι της εφηβότητος αυτών, προσφέοουσα ούτω διά τοιούτους αγώνας στέφανον ωφέλιμον εις τους πεσόντας και εις τους επιζήσαντας· διότι εκεί όπου υπάρχουν βραβεία αρετής μέγιστα, εκεί ζώσι πολίται και άριστοι άνδρες. Τώρα δε αφού εθρήνησε καθείς σας εκείνον που είναι πρέπον αποχωρήσατε».

47. Τοιαύτη υπήρξεν η επικήδειος πομπή η οποία έγινε κατά τον χειμώνα εκείνον, μετά του οποίου ετελείωσε και το πρώτον έτος του πολέμου. Άμα δε τη αρχή του θέρους οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι, συναθροισθέντες εκ των δύο μερών όπως εις το πρώτον έτος, εισέβαλον εις την Αττικήν· ήτο δε ηγεμών αυτών ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμος ο Ζευξιδάμου. Και στρατοπεδεύσαντες ελεηλάτουν την γην. Ενώ δε ευρίσκοντο αυτοί ουχί προ πολλών ημερών εις την Αττικήν, ήρχισεν η νόσος πρώτον μεταξύ των Αθηναίων. Η νόσος αύτη ελέγετο μεν ότι και πρότερον είχεν ενσκήψει πολλαχού και περί την Λήμνον και εις πολλάς πόλεις, ουδέποτε όμως και ουδαμού ενεθυμούντο τοσαύτην απώλειαν ανθρώπων. Διότι ούτε οι ιατροί εξήρκουν προς θεραπείαν καθό αγνοούντες την αρχήν του κακού και αποθνήσκοντες μάλιστα και εξ αυτών όσοι ήρχοντο εις περισσοτέραν συνάφειαν μετά των ασθενών, ούτε ουδεμία άλλη ανθρωπίνη τέχνη· εις μάτην προσηύχοντο εις τους ναούς ή ηρώτων τα μαντεία ή κατέφευγον εις άλλα παρόμοια μέσα· τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους παρητήθησαν αυτών καταβαλλόμενοι υπό του κακού.

48. Η νόσος δ' αύτη ήρχισεν, ως λέγεται, εκ της Αιθιοπίας, άνωθεν της Αιγύπτου, εκείθεν δε κατέβη εις την Αίγυπτον και Λιβύην και εις τα πλείστα μέρη της κυριαρχίας του βασιλέως. Ενέπεσε δε εις την πόλιν των Αθηναίων και πρώτον επρόσβαλε τους κατοίκους του Πειραιώς τόσον απροόπτως, ώστε ούτοι είπον ότι οι Πελοποννήσιοι έρριψαν δηλητήρια εις τα φρέατα, διότι κρήναι δεν υπήρχον ακόμη εις Πειραιά. Ύστερον δε και εις την άνω πόλιν έφθασε και απέθνησκον πολύ περισσότεροι. Ας είπη μεν λοιπόν έκαστος ιατρός ή ιδιώτης ό,τι γινώσκει περί της πιθανής αιτίας του κακού τούτου, και ας αναζητήση τους λόγους, οι οποίοι επέφερον τον τοιούτον όλεθρον· εγώ δε θέλω περιγράψει τον χαρακτήρα και τα συμπτώματα αυτού, ίνα, εάν ποτε και πάλιν επιπέση, δύναται ο καθείς να το αναγνωρίζη και να προφυλάσσεται. Θέλω δε ομιλήσει ως άνθρωπος όχι μόνον ασθενήσας, αλλά και άλλους ιδών πάσχοντας.

49. Το μεν έτος εκείνο, όπως οι πάντες παρεδέχοντο, ήτο μάλλον των άλλων απηλλαγμένον των συνήθων ασθενειών· εάν δέ τις προσεβάλλετο υπό κακοδιαθεσίας τινός, αύτη κατέληγεν εις την νόσον ταύτην. Εν γένει, άνευ ουδεμίας αιτίας, αλλ' εξ απροόπτου και εν πλήρει υγεία, ησθάνοντο οι άνθρωποι πρώτον μεν μεγάλην θερμότητα εις την κεφαλήν, ερυθήματα και φλογώσεις εις τους οφθαλμούς, εντός δε, η φάρυγξ και η γλώσσα, εγίνοντο ευθύς αιματόχροοι, η αναπνοή ήτον άτακτος και η εκπνοή από του στόματος είχε κακήν οσμήν· έπειτα επήρχετο πτάρσιμον και στενοχωρία των βρόγχων και μετ' ολίγον ο πόνος κατέβαινεν εις τα στήθη μετά βηχός ισχυρού· ότε δε έφθανεν εις τον στόμαχον, ανέστρεφεν αυτόν και επήρχοντο όλαι αι εξεμέσεις της χολής, αι υπό των ιατρών κατονομασθείσαι· αύται δε επήρχοντο μετά πόνων οξέων. Εις τους περισσοτέρους δε επήρχετο λυγξ χωρίς έμετον, σφοδρόν προξενούσα σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν έπαυε μετ' ολίγον, εις άλλους δε όμως έπαυε πολύ βραδέως. Και το μεν σώμα έξωθεν εγγιζόμενον ούτε πολύ θερμόν ήτο ούτε ωχρόν, αλλ' υπέρυθρον, πελιδνόν, με εξανθήματα, μικράς φλυκταίνας και έλκη· έσωθεν δε τόσον εκαίετο, ώστε δεν ηνείχετο ούτε τα λεπτότερα ιμάτια, ούτε τας σινδόνας, ούτε άλλο τι. Οι ασθενείς ήθελον να μένουν γυμνοί και ευχαρίστως ερρίπτοντο εις ύδωρ ψυχρόν. Και πολλοί εκ των παρημελημένων ανθρώπων, βασανιζόμενοι από άπαυστον δίψαν, έπιπτον εις τα φρέατα· η δίψα δε εκείνη, είτε έπινον ολίγον είτε έπινον πολύ, έμενεν η αυτή. Η αέναος ταραχή και η αγρυπνία εβάρυνεν αυτούς. Και το σώμα, εφ' όσον χρόνον η νόσος ευρίσκετο εις την ακμήν της, δεν εμαραίνετο, αλλ' αντείχε παρά πάσαν προσδοκίαν εις την ταλαιπωρίαν, ούτως ώστε οι πλείστοι των ασθενών διετήρουν ακόμη δύναμίν τινα ότε απέθνησκον κατά την ενάτην ή εβδόμην ημέραν καταναλισκόμενοι από τον εσωτερικόν πυρετόν· ή, εάν διέφευγον τον θάνατον κατά το τέρμα τούτο, το νόσημα κατέβαινεν εις την κοιλίαν και επροξένει εις αυτήν ισχυράν εξέλκωσιν, την οποίαν παρηκολούθει επίμονος διάρροια και ατονία, εκ της οποίας οι πολλοί κατόπιν απέθνησκον. Ούτω λοιπόν το νόσημα, αφού ήρχιζεν άνωθεν και ενετοπίζετο κατ' αρχάς εις την κεφαλήν, διέτρεχε βαθμηδόν όλον το σώμα άνωθεν έως κάτω, και, εάν τις διέφευγε τα σπουδαιότερα συμπτώματα, το κακόν προσέβαλλε τα άκρα, αφήνον ίχνη της διαβάσεως του· διότι ενέσκηπτεν εις τα αιδοία και εις τα άκρα των χειρών και των ποδών, και πολλοί διέφευγον τον θάνατον διά της απωλείας των μελών τούτων, άλλοι δε διά της απωλείας των οφθαλμών, άλλοι τέλος έχανον εντελώς την μνήμην και εγειρόμενοι δεν ανεγνώριζον ούτε εαυτούς ούτε τους οικείους.

50. Η δε νόσος αύτη, το είδος της οποίας είναι αδύνατον να περιγραφή, ενέσκηπτεν εις έκαστον μετά βιαιότητος υπερβαινούσης τας ανθρωπίνους δυνάμεις. Απόδειξις δε ότι διέφερε πασών των γνωστών ασθενειών είναι η εξής· τα σαρκοβόρα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρέφονται δι' ανθρωπίνων πτωμάτων, μολονότι έμενον πολλά τοιαύτα, δεν επλησίαζον ή, εάν εγεύοντο, απέθνησκον. Τεκμήριον τούτου φανερόν υπήρξε το ότι ούτε περί τα πτώματα ούτε αλλαχού επαρουσιάσθησαν αυτά τα όρνεα· και οι κύνες δε οι ζώντες μετά των ανθρώπων καθιστών το φαινόμενον τούτο μάλλον επαισθητόν.

51. Το νόσημα λοιπόν τούτο (παραλείπω δε πολλά και διάφορα συμπτώματα εκδηλωνόμενα διαφορετικά επί εκάστου ανθρώπου) τοιούτον ήτο εν γένει. Εφ' όσον χρόνον δε διήρκεσεν ουδεμία των συνήθων ασθενειών εμάστιζε την κοινωνίαν ή, εάν συνέβαινε καμμία, μετετρέπετο εις τούτο. Απέθνησκον δε οι μεν άνευ θεραπείας, οι δε μετά πολλών περιποιήσεων. Δεν ευρέθη δε πράγματι και κανέν φάρμακον, το οποίον προσφερόμενον να ηδύνατο να ωφελήση· διότι εκείνο το οποίον ωφέλει τον ένα έβλαπτε τον άλλον. Ουδεμία κράσις, ισχυρά ή ασθενής, ηδυνήθη να προφυλαχθή από το κακόν τούτο, αλλά γενικός ήτον ο όλεθρος και αυτών ακόμη, πού με κάθε επιμέλειαν εθεραπεύοντο. Το δεινότατον του κακού ήτο η αθυμία υπό της οποίας, εκυριεύοντο οι πάσχοντες (οίτινες ευθύς απελπιζόμενοι πολύ περισσότερον ενέδιδον και δεν αντείχον), παρέχοντες δε ο είς προς τον άλλον τας θεραπείας των απέθνησκον ως τα πρόβατα· και τούτο επροξένει την πλείστην φθοράν. Όσοι υπό φόβου δεν ήθελον να συγκοινωνήσουν αναμεταξύ των απέθνησκον αβοήθητοι, και πολλαί οικίαι ηρημώθησαν ούτως ελλείψει συνδρομής· όσοι δε επλησίαζον τους ασθενείς προσεβάλλοντο αμέσως, και προ πάντων οι καυχώμενοι ότι δεν εφοβούντο· διότι εντρεπόμενοι δεν εδείκνυον προφύλαξιν διά τον εαυτόν των και εισήρχοντο προς τους φίλους, επειδή και αυτοί οι συγγενείς, νικώμενοι υπό του πολλού κακού, εβαρύνοντο επί τέλους τους ολοφυρμούς των αποθνησκόντων. Εκείνοι εν τούτοις οίτινες διέφυγον τον κίνδυνον ησθάνοντο πλειοτέραν συμπάθειαν και προς τους θνήσκοντας και προς τους ασθενείς, διότι προέβλεπον τον κίνδυνον και διετέλουν εν πλήρει ασφαλεία, του κακού μη προσβάλλοντος θανασίμως τον αυτόν άνθρωπον δις. Οι τοιούτοι δε και εμακαρίζοντο υπό των άλλων και χαίροντες διά την παρούσαν στιγμήν είχαν αβεβαίαν τινά ελπίδα ότι και εις το μέλλον δεν ήθελον αρπαγή υπ' άλλου νοσήματος.

52. Μαζί δε με την συμφοράν αυτήν επίεσεν ακόμη περισσότερον τους Αθηναίους η μετακόμισις των αγροτών εις την πόλιν, οίτινες προ πάντων έπαθον. Διότι μη υπαρχουσών οικιών ηναγκάσθησαν να καταλύσουν εν καιρώ θέρους εις καλύβας πνιγηράς και τούτου ένεκα απέθνησκον πολλοί μετά μεγίστης αταξίας. Τα σώματα των αποθνησκόντων έκειντο νεκρά τα μεν επί των δε, και πολλοί ημιθανείς εκυλίοντο εις τας οδούς και πλησίον εις τας κρήνας απάσας, κυριευόμενοι υπό φλογέρας δίψης· και τα ιερά δε εντός των οποίων κατεσκήνουν ήσαν πλήρη νεκρών, εκεί μέσα αποθνησκόντων των ανθρώπων· διότι ένεκα του υπερβάλλοντος κακού μη ηξεύροντες τι θα γίνουν απώλεσαν τον σεβασμόν προς τα ιερά και τα όσια. Όλαι αι συνήθειαι αι επικρατούσαι πρότερον διά τας ταφάς παρεβιάσθησαν, και έθαπτον τους νεκρούς όπως ηδύναντο. Και πολλοί στερούμενοι των προς ταφήν αναγκαίων κατέφευγον εις επονείδιστα μέσα ένεκα των συχνών αποβιώσεων εις τας οικογενείας των· οι μεν απέθετον τους νεκρούς των εις πυράς, αίτινες δεν τοις ανήκον, και προλαμβάνοντες τους στήσαντας αυτάς έθετον πυρ· οι δε, ενώ άλλος νεκρός εκαίετο, ρίπτοντες άνωθεν εκείνον τον οποίον έφερον, έφευγον.

53. Το νόσημα δε τούτο υπήρξεν αφορμή των πρώτων αταξιών της πόλεως, διότι έκαστος ευκολώτερον ετόλμα εκείνα, τα οποία κρυφίως μόνον εξετέλει, βλέπων ότι δι' αιφνιδίας μεταβολής οι μεν πλούσιοι απέθνησκον εξ απροόπτου, οι δε πρότερον άποροι κατελάμβανον ευθύς τα υπάρχοντα εκείνων. Θεωρούντες τα σώματα και τα χρήματα ομοίως εφήμερα, δεν εσκέπτοντο άλλο ειμή πώς να απολαύσουν και να ευχαριστήσουν τας ορέξεις των. Ουδείς ήτο πρόθυμος να επιδοθή εις κοπιαστικήν εργασίαν, διότι ουδείς εγίνωσκεν αν θα έζη διά να κατορθώση ταύτην. Ό,τι ήτο γνωστόν ως ευχάριστον και ως παρέχον πολλά κέρδη, τούτο κατέστη καλόν και χρήσιμον. Ούτε ο φόβος των θεών ούτε ο φόβος των νόμων ημπόδιζε τους ανθρώπους· το πρώτον, διότι βλέποντες τους πολίτας όλους αποθνήσκοντας αδιακρίτως έκριναν ότι ουδεμία υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας· το δεύτερον, διότι ουδείς ήλπιζεν ότι ήθελε ζήσει μέχρις ου δικασθή και τιμωρηθή, πολύ δε περισσότερον εφοβούντο την υπέρ τας κεφάλας των επικρεμαμένην απόφασιν και έκριναν εύλογον, πριν προσβληθούν υπ' αυτής, να απολαύσουν ολίγην τινά ηδονήν βίου.

54. Οι δε Αθηναίοι περιπεσόντες εις τοιαύτην κακοπάθειαν επιέζοντο, εντός μεν ένεκα των θνησκόντων ανθρώπων, εκτός δε ένεκα της λεηλασίας των αγρών των. Εις την δυστυχίαν δε ταύτην ευρισκόμενοι ενεθυμήθησαν φυσικώς τον ακόλουθον στίχον, τον οποίον οι πρεσβύτεροι έλεγαν ότι είχαν ακούσει ψαλλόμενον· «Θέλει έλθει δωρικός πόλεμος και λοιμός μετ' αυτού». Έρις λοιπόν ηγέρθη μεταξύ των ανθρώπων, καθόσον έλεγαν μερικοί ότι εις τον στίχον τούτον οι αρχαίοι δεν έλεγαν λοιμόν αλλά λιμόν· υπερίσχυσεν όμως τότε η γνώμη των λεγόντων λοιμόν, διότι οι άνθρωποι συνταυτίζουν τας αναμνήσεις των με τα δεινά, τα οποία πάσχουν. Εάν όμως εγερθή ποτε άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον παρόντα και συμπέση να συμβή λιμός, νομίζω ότι θα υπερισχύση η αντίθετος γνώμη. Ενεθυμούντο δε και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν όσοι είχον λάβει γνώσιν αυτού, ότε ερωτηθείς ο θεός υπ' αυτών, αν έπρεπε να πολεμήσουν, απεκρίθη ότι θα ενίκων, εάν επολέμουν κατά κράτος, προσθείς ότι και αυτός θέλει έλθει εις βοήθειάν των. Τοιουτοτρόπως δε εζήτουν να συνδυάσουν τον χρησμόν με τα γινόμενα, καθότι η ασθένεια ήρχισεν αμέσως μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων. Και εις μεν την Πελοπόννησον δεν εισήλθεν αύτη, το οποίον είναι άξιον προσοχής, εδεκάτισεν όμως προ πάντων τας Αθήνας, έπειτα δε τα πολυανθρωπότατα εκ των άλλων χωρίων. Και ταύτα μεν όσον αφορά την επισυμβάσαν νόσον.

55. Οι δε Πελοποννήσιοι, αφού ελεηλάτησαν την πεδιάδα,, επροχώρησαν προς την χώραν την καλουμένην Πάραλον μέχρι του Λαυρείου, όπου υπάρχουν τα μεταλλεία του αργύρου τανήκοντα εις τους Αθηναίους. Και πρώτον μεν ελεηλάτησαν το μέρος, το οποίον βλέπει προς την Πελοπόννησον, έπειτα δε το προς την Εύβοιαν και την Άνδρον εστραμμένον. Ο δε Περικλής, στρατηγός ων και τότε, περί μεν του ότι δεν έπρεπε να εξέλθουν εις συνάντησιν κατά των εχθρών οι Αθηναίοι την αυτήν γνώμην είχεν ως και κατά την προτέραν εισβολήν.

56. Εν όσω δε οι Πελοποννήσιοι ήσαν ακόμη εις την πεδιάδα και δεν είχαν φθάσει εις την παραλίαν, ο Περικλής παρεσκεύασεν εκατόν πλοία διά να πλεύση κατά της Πελοποννήσου, και άμα ητοιμάσθησαν ανοίχθη εις το πέλαγος. Εισεβίβασε δε εις αυτά τετρακισχιλίους οπλίτας Αθηναίους και τριακόσιους ιππείς επί πλοίων ιππαγωγών, τότε κατά πρώτον κατασκευασθέντων εκ των παλαιών πλοίων· συνεξεστράτευσαν δε και οι Χίοι και οι Λέσβιοι μετά πεντήκοντα πλοίων. Ότε δε έπλεεν εις ανοικτά ο στόλος ούτος των Αθηναίων, αφήκε τους Πελοποννησίους εις την παραλίαν της Αττικής. Ελθόντες δε οι Αθηναίοι εις την Επίδαυρον της Πελοποννήσου ελεηλάτησαν τα πλείστα μέρη της χώρας και προσβαλόντες την πόλιν ήλπισαν ότι ήθελον την κυριεύσει, αλλ' απέτυχον. Αφήσαντες λοιπόν την Επίδαυρον ελεηλάτησαν την Τροιζηνίδα γην και την Αλιάδα και την Ερμιονίδα· όλα δ' αυτά είναι παραθαλάσσια μέρη της Πελοποννήσου. Αποπλεύσαντες δε εκείθεν έφθασαν εις Πρασιάς, παράλιον πόλιν της Λακωνικής, και όχι μόνον την χώραν ελεηλάτησαν, αλλά και την πόλιν εκυρίευσαν και διήρπασαν. Ταύτα ποιήσαντες επέστρεψαν εις τα ίδια. Τους Πελοποννησίους όμως δεν τους εύρον πλέον εις την Αττικήν, διότι είχον αναχωρήσει.

57. Εφ' όσον δε χρόνον οι Πελοποννήσιοι ήσαν εις την Αττικήν και οι Αθηναίοι εξεστράτευον διά των πλοίων, η νόσος κατέστρεφε τους Αθηναίους και εν τω στρατώ και εν τη πόλει, ούτως ώστε ελέχθη ότι οι Πελοποννήσιοι φοβηθέντες το νόσημα, άμα έμαθον παρά των αυτομόλων ότι υπήρχεν εις την πόλιν και είδον οφθαλμοφανώς τους αποθνήσκοντας, έσπευσαν να εξέλθουν της χώρας. Κατά την δευτέραν δε ταύτην εισβολήν παρέμειναν πλειότερον χρόνον και ελεηλάτησαν όλους τους αγρούς, διότι έμειναν τεσσαράκοντα ολοκλήρους ημέρας εις την Αττικήν.

58. Κατά το αυτό δε θέρος Άγνων ο Νικίου και Κλεόπομπος ο Κλεινίου, συστράτηγοι όντες του Περικλέους, λαβόντες τον στρατόν, τον οποίον μετεχειρίσθη εκείνος, εστράτευσαν αμέσως κατά των Χαλκιδέων της Θράκης και κατά της Ποτειδαίας η οποία ακόμη επολιορκείτο. Φθάσαντες δε και μηχανάς έστησαν κατά της Ποτειδαίας και προσεπάθουν παντοιοτρόπως να την κυριεύσουν. Αλλά δεν κατώρθωσαν ούτε τούτο να πράξουν ούτε άλλο τι άξιον των δυνάμεων των, διότι επισκήψασα η ασθένεια και εκεί πολύ επίεσε τους Αθηναίους, καταστρέφουσα τον στρατόν τοσούτον, ώστε και οι πρότερον στρατιώται, οίτινες προτού απήλαυον άκρας υγείας, εμολύνθησαν υπό των μετά του Άγνωνος ελθόντων εξ Αθηνών (Ο Φορμίων και οι μετ' αυτού χίλιοι εξακόσιοι δεν ήσαν πλέον πλησίον των Χαλκιδέων). Ο μεν λοιπόν Άγνων ανεχώρησε πάλιν μετά των πλοίων εις τας Αθήνας, απολέσας εντός τεσσαράκοντα ημερών εκ της νόσου χιλίους πεντήκοντα οπλίτας εκ των τετρακισχιλίων· οι δε προηγούμενοι στρατιώται μείναντες εις την χώραν επολιόρκουν την Ποτείδαιαν.

59. Μετά την δευτέραν δε εισβολήν των Πελοποννησίων οι Αθηναίοι, επειδή και η χώρα αυτών είχε λεηλατηθή εκ δευτέρου, η δε νόσος και ο πόλεμος επίεζον αυτούς συγχρόνως, μετέβαλον φρονήματα, και τον μεν Περικλέα κατηγόρουν ως πείσαντα αυτούς να πολεμήσουν, προς δε τους Λακεδαιμονίους εφαίνοντο διατεθειμένοι να ενδώσουν. Και τωόντι έπεμψαν προς αυτούς πρέσβεις τινάς, αλλ' οι πρέσβεις επέστρεψαν άπρακτοι. Περιελθόντες εις άκραν αμηχανίαν επετίθεντο κατά του Περικλέους. Ούτος δε βλέπων αυτούς αγανακτούντας διά τα παρόντα δεινά και πράττοντας όλα όσα προείδε συνεκάλεσεν εκκλησίαν (διότι ήτο ακόμη στρατηγός) θέλων να τους ενθαρρύνη και το φρόνημά των, το οποίον ήτο ωργισμένον, να καταστήση ηπιώτερον και ολιγώτερον περίφροντι. Αναβάς δε εις το βήμα είπε ταύτα.

60. « Μολονότι αποδέχομαι όχι με έκπληξιν τας εκδηλώσεις της οργής σας εναντίον μου (διότι καλώς γινώσκω τας αιτίας), σας συνεκάλεσα όμως εις εκκλησίαν ίνα σας υπομνήσω και σας μεμφθώ ότι άδικα καταφέρεσθε κατ' εμού και χάνετε το θάρρος σας εις τας δυστυχίας. Εγώ νομίζω, ότι πλειότερον τα άτομα είναι ευτυχή, όταν η πόλις όλη ευπραγή παρά εάν τα άτομα ευτυχούν, η δε πόλις αθρόα μαραίνεται. Ο ευτυχών εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις συμπεριλαμβάνεται εις την καταστροφήν της πατρίδος όπως και ο αποτυγχάνων, ενώ ο αποτυγχάνων έχει πλειοτέρας ελπίδας να σωθή ευρισκόμενος εις ευτυχούσαν πόλιν παρά εις δυστυχούσαν. Αφού λοιπόν η μεν πόλις δύναται να υποστή τας μερικάς των ανθρώπων δυστυχίας, χωριστά δε καθείς αδυνατεί να υφίσταται τας δυστυχίας εκείνης, βεβαίως πρέπει να ενωθώμεν προς υπεράσπισίν της και όχι να πράττωμεν ό,τι πράττετε σήμερον· παραφερθέντες διά τας οικιακάς δυστυχίας αμελείτε την κοινήν σωτηρίαν και συναπεφασίσατε όχι μόνον εμέ να κατηγορήτε, διότι σας συνεβούλευσα να κάμετε πόλεμον, αλλά και τον εαυτόν σας, διότι συνεμερίσθητε την γνώμην μου. Και όμως οργίζεσθε εναντίον πολίτου ως εγώ, πολίτου ο οποίος, ως νομίζω, ουδενός είναι κατώτερος εις το να εννοή τα συμφέροντα και να παριστά ταύτα σαφώς διά του λόγου και ο οποίος αγαπά την πατρίδα και είναι αφιλοκερδής. Ο γινώσκων τα ωφέλιμα και μη διδάσκων αυτά φανερά ουδόλως διαφέρει από τον μη γινώσκοντα· ο δε έχων αμφότερα ταύτα τα πλεονεκτήματα, διακείμενος όμως δυσμενώς προς την πόλιν, δεν θα έλεγε τα συμφέροντα εις την πόλιν, ως θα έπραττεν, εάν ηγάπα την πόλιν· ο έχων τέλος και το προσόν τούτο, εξαγοραζόμενος όμως υπό των χρημάτων, θα επώλει όλα ταύτα αντί χρημάτων. Ώστε, αφού πιστεύσαντες ότι είχα μάλλον παντός άλλου τα πλεονεκτήματα ταύτα, έστω και μετρίως, επείσθητε να κάμετε πόλεμον, παραλόγως με κατηγορείτε σήμερον ότι σας αδικώ.

61. » Τωόντι, όσοι έχουν ελευθερίαν εκλογής και είναι ευτυχείς, μεγάλως θα ήσαν παράφρονες, εάν εξέλεγαν τον πόλεμον αλλά, εάν ήτο ανάγκη ή να υποκύψουν και να υποστούν αμέσως τον ξένον ζυγόν ή να κινδυνεύσουν και σωθούν, μάλλον κατηγορίας άξιος θα ήτο ο φυγών τον κίνδυνον παρά ο υποστάς αυτόν. Και εγώ μεν είμαι ο αυτός και δεν μεταβάλλομαι σεις δε μεταβάλλεσθε, επειδή συνέβη να πεισθήτε μεν, ότε ήσθε αβλαβείς, να μετανοήσετε δε σήμερον ότε πάσχετε. Όπως είναι εξασθενημένον το φρόνημα σας νομίζετε τας συμβουλάς μου ως μη ορθάς, διότι καθείς αισθάνεται αμέσως την ιδίαν βλάβην, πάντες δε δεν διακρίνουσι την κοινήν ωφέλειαν εις το μέλλον. Εις τοιαύτην μεγάλην μεταβολήν η οποία επήλθεν αιφνιδίως, το φρόνημά σας έγινε πολύ ταπεινόν και δεν δύνασθε να επιμείνετε με αντοχήν εις τα αποφασισθέντα. Διότι καταβάλλουν το φρόνημα τα αιφνίδια και απροσδόκητα και τα έξω από κάθε υπολογισμόν συμβαίνοντα· τούτο συνέβη και εις σας ένεκα της νόσου, η οποία επήλθε μαζί με τάλλα κακά. Κατοικούντες όμως πόλιν μεγάλην και ανατεθραμμένοι με ήθη ανάλογα του μεγέθους αυτής πρέπει και εις τας μεγίστας συμφοράς να ανθίστασθε και το αξίωμα αυτής να μη αφανίζετε διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να μέμφωνται επίσης τον διά δειλίαν φαινόμενον κατώτερον της δόξης την οποίαν έχει, καθώς και να μισούν τον διά θρασύτητα επιδιώκοντα δόξαν, που δεν του ανήκει. Λησμονήσατε λοιπόν τας ιδίας συμφοράς και ασχοληθήτε περί της κοινής σωτηρίας.

62. » Εάν δε φοβήσθε μήπως η καταπόνησις εκ του παρόντος πολέμου παραταθή επί πολύ και μήπως επί τέλους δεν υπερισχύσετε, αρκεσθήτε εις όσα σας είπον, έως τώρα πολλάκις, διά να σας αποδείξω ότι ο φόβος αυτός είναι αβάσιμος. Θέλω φανερώσει δε και το εξής, το οποίον αναφερόμενον εις το μέγεθος της ηγεμονίας ημών νομίζω ότι ούτε εσυλλογίσθητέ ποτε ότι έχετε, ούτε εγώ εμνημόνευσα εις τους προγενεστέρους λόγους μου· και ούτε σήμερον θα σας ανέφερον τούτο, επειδή έχει όψιν κάπως αλαζονικήν, εάν δεν σας έβλεπον παραλόγως να διατελήτε υπό κατάπληξιν. Νομίζετε ότι μόνον επί των συμμάχων άρχετε, εγώ δε διατείνομαι ότι εκ των δύο μερών, τα οποία φανερά είναι προωρισμένα εις χρήσιν των ανθρώπων, της γης και της θαλάσσης, σεις είσθε οι απόλυτοι κύριοι του ενός όχι μόνον καθ' όλην την έκτασιν την οποίαν κατέχετε σήμερον, αλλά και πλειότερον ακόμη, εάν θελήσετε· και ουδείς ούτε βασιλεύς ούτε άλλος κανείς λαός εκ των εν τω κόσμω είναι ικανός να σας εμποδίση πλέοντας διά του υπάρχοντος στόλου. Ώστε αύτη η δύναμις φαίνεται πολύ μεγαλυτέρα της των οικιών και των αγρών, των οποίων στερηθέντες νομίζετε ότι εστερήθητε μεγάλων πραγμάτων ουδέ είναι πρέπον να θλίβεσθε διά την στέρησιν πραγμάτων, τα οποία παραβαλλόμενα με την δύναμίν σας δεν πρέπει να έχουν άλλην αξίαν ειμή κηπαρίων και επιδείξεων πλούτου. Σκεφθήτε ότι διά μεν της ελευθερίας, εάν διά των αγώνων μας διατηρήσωμεν αυτήν, ευκόλως θέλομεν ανακτήσει ταύτα, διά δε της υποταγής μας εις άλλους και όσα έχομεν πρότερον αποκτήσει θέλουσιν ελαττωθή. Υπό την διπλήν ταύτην έποψιν δεν πρέπει ναι φανώμεν κατώτεροι των πατέρων ημών οι οποίοι ουχί κληρονομήσαντες, αλλά μετά κόπων αποκτήσαντες και προσέτι διαφυλάξαντες παρέδωκαν εις ημάς την δύναμιν αυτήν (είναι δε αισχρότερον να χάση τις ό,τι είχε παρά να αποτύχη προσπαθών να το αποκτήση). Βαδίσατε λοιπόν κατά των εχθρών γενναίως όχι μόνον μετά τυφλού αλλά και μετά λογικού θάρρους. Διότι η αμάθεια, όταν συνοδεύεται με ευτυχίαν, δύναται να εμπνεύση υπερηφάνειαν και εις αυτόν τον δειλόν, ενώ το λογικόν θάρρος δεν ανήκει παρά εις εκείνον, όστις εν γνώσει πιστεύει ότι είναι υπέρτερος του εχθρού. Τούτο δε το αίσθημα υπάρχει εις ημάς. Και όταν αι πιθανότητες από τα δύο μέρη είναι όμοιαι η πεποίθησις της υπεροχής καθιστά την τόλμην ασφαλεστέραν, και δεν στηρίζεται τόσον εις την ελπίδα, της οποίας η δύναμις χρησιμεύει εν καιρώ στενοχωρίας, όσον εις την γνώσιν των ιδίων μέσων, η οποία καθιστά το μέλλον ασφαλέστερον.

63. »Την τιμήν ταύτην, η οποία προέρχεται εκ της δυνάμεως της πόλεως ημών και διά την οποίαν όλοι υπερηφανεύεσθε, καθήκον σας είναι να διατηρήσετε διά πάσης θυσίας και να μη αποφύγετε τους κόπους, εκτός αν παύσετε να αγαπάτε τας τιμάς· μη νομίσετε ότι πρόκειται αγών περί ενός μόνου, να μη γίνετε δούλοι αντί ελευθέρων, αλλά περί της στερήσεως της αρχής και περί του κινδύνου, όστις δύναται να προκύψη από το μίσος, το οποίον επεσύρατε διαρκούσης της κυριαρχίας σας. Ταύτην να καταθέσητε δεν είναι πλέον δυνατόν, και αν ακόμη υπό φόβου ή αδρανείας σας παρεκίνει κανείς παράτολμα προς την πράξιν αυτήν· διότι εξασκείτε ταύτην ως τυραννίαν, την οποίαν φαίνεται μεν άδικον να καταλάβη τις, είναι δε επικίνδυνον να απολέση. Όσοι ήθελον συμβουλεύσει τούτο, εάν έπειθον τους ακούοντας, τάχιστα ήθελον αφανίσει την πόλιν και επί τη υποθέσει ακόμη ότι ήθελον δυνηθή να διατηρήσουν την αυτονομίαν των διότι η ησυχία δεν εξασφαλίζεται, εάν δεν συνοδεύεται από την δραστηριότητα, ουδέ αρμόζει εις κυρίαρχον πόλιν, αλλ' εις υπόδουλον, να υπακούη εις άλλην χάριν της ιδικής της ασφαλείας.

64. » Σεις δε μη παρασύρεσθε υπό τοιούτων φίλων της ειρήνης· αφού συνεμερίσθητε την γνώμην μου να πολεμήσωμεν, δεν πρέπει να οργίζεσθε κατ' εμού, αν οι εχθροί επελθόντες έπραξαν όσα ήτο επόμενον να πράξουν μετά την άρνησίν σας εις το να ενδώσετε εις αυτούς, και εάν παρά πάσαν προσδοκίαν ενέσκηψεν η νόσος αυτή, πού διόλου δεν επεριμένομεν να συμβή. Ηξεύρω ότι εν μέρει η νόσος αύτη μάλλον παρά η λεηλασία της χώρας είναι αίτια να μισούμαι από σας. Τούτο είναι άδικον, εκτός εάν, και όταν απροσδοκήτως συμβή ευτυχία τις εις σας, αποδώσητε αυτήν εις εμέ. Εξ ανάγκης πρέπει να υποφέρητε και τα από των θεών προερχόμενα δεινά και τα από των πολεμίων. Τοιούτον άλλοτε ήτο το αξίωμα της πόλεως ταύτης, δεν πρέπει δε να παύση σήμερον. Μάθετε καλώς ότι μη υποκύπτουσα εις τας συμφοράς, αλλά θυσιάζουσα πλείστα σώματα και κόπους εις πολέμους επέτυχε μεγίστην φήμην μεταξύ των ανθρώπων και απέκτησε μέχρι τούδε μεγίστην δύναμιν, η οποία θα απομείνη διά παντός εις την μνήμην των μεταγενεστέρων, και εάν ποτε εξασθενίση κάπως η δύναμίς μας σήμερον (διότι τα πάντα εν τη φύσει αυξάνουν και ελαττώνονται). Μάθετε καλώς ότι Ελληνες όντες εγίναμεν άρχοντες επί πλείστων Ελλήνων και εις τους μεγίστους πολέμους αντέσχομεν και εναντίον όλων και εναντίον χωρισμένων· τέλος ότι κατωκήσαμεν πόλιν πολυανθρωποτάτην και ευπορωτάτην κατά πάντα. Και όμως ο μεν φίλος της ειρήνης θέλει μεμφθή όλ' αυτά, ο δε δραστήριος θέλει ζηλοτυπήσει, ο δε μηδέν κεκτημένος θέλει φθονήσει· ως γνωστόν, το να μισήται τις και να είναι δυσάρεστος υπήρξεν ο κλήρος εκείνων, οίτινες ηξίωσαν να είναι άρχοντες επί των άλλων· ο ένεκα μεγίστων αυτού κερδών φθονούμενος σκέπτεται ορθώς. Διότι το μίσος δεν διαρκεί επί πολύ, η δε παρούσα λαμπρότης και η μετέπειτα δόξα καταλείπεται αείμνηστος. Σεις δε προβλέποντες εις μεν το μέλλον δόξαν, εις δε το παρόν όχι αισχύνην εξασφαλίσατε ταύτα διά της σημερινής προθυμίας, μήτε κήρυκας πέμποντες προς τους Λακεδαιμονίους μήτε διά φανερών εκδηλώσεων δεικνύοντες ότι κατεπονήθητε από τα παρόντα κακά. Εις τας συμφοράς οι ολιγώτερον λυπούμενοι και ενεργητικώτερον ανθιστάμενοι, λαοί ή ιδιώται, αυτοί είναι οι ισχυρότεροι μεταξύ πάντων».

65. Τοιαύτα λέγων ο Περικλής προσεπάθει και την κατ' αυτού οργήν να παραλύση και να στρέψη την σκέψιν των από των παρόντων κακών. Εκείνοι δε δημοσίως μεν επείσθησαν εις τους λόγους του και δεν έπεμψαν πλέον πρέσβεις εις την Λακεδαίμονα, αλλ' έκλιναν μάλλον προς πόλεμον, ιδιαιτέρως όμως ελυπούντο διά τα παθήματα· ο μεν λαός, διότι απώλεσε και αυτά τα ολίγα τα οποία είχεν, οι δε πλούσιοι, διότι απώλεσαν τους ωραίους αγρούς των, τας καλάς οικοδομάς των και τα πολυτελή έπιπλά των, όλοι δε διότι είχον πόλεμον αντί ειρήνης. Δεν έπαυσε δε η οργή των ειμή αφού τον κατεδίκασαν εις χρηματικήν αποζημίωσιν. Μετ' ολίγον δε ύστερον, τούτο δε είναι σύνηθες εις τον λαόν, εξέλεξαν πάλιν αυτόν στρατηγόν και του ανέθεσαν την ανωτάτην διεύθυνσιν των πραγμάτων. Τούτο δε διότι αι ατομικαί συμφοραί ήρχισαν ήδη να εξασθενούν, και διότι ο Περικλής τοις εφαίνετο ότι ήτο ο μόνος άνθρωπος, του οποίου είχεν ανάγκην η πόλις. Διότι, εφ' όσον χρόνον προΐστατο της πόλεως εν καιρώ ειρήνης, εκυβέρνησε μετριοπαθώς και ασφαλή διεφύλαξεν αυτήν και εις μέγιστον βαθμόν δυνάμεως την προώδευσεν επί των ημερών του, και ότε ο πόλεμος εξερράγη, αυτός πάλιν είχε προΐδει την σπουδαιότητα του. Επέζησε δε δύο έτη και τρεις μήνας, και αφού απέθανεν εγνώρισαν σαφέστερον την ακρίβειαν των υπολογισμών του. Διότι ο μεν Περικλής είπεν εις τους Αθηναίους ότι ήθελον υπερτερήσει, εάν έμενον ησυχάζοντες, αρκούμενοι εις την επιμέλειαν του ναυτικού, μη επεκτείνοντες την αρχήν των και μη διακινδυνεύοντες την πόλιν των· οι δε Αθηναίοι όχι μόνον έπραξαν τα εναντία όλων τούτων, αλλά και διά να ικανοποιήσουν τας ιδιαιτέρας των φιλοτιμίας και τα ατομικά των συμφέροντα επεχείρησαν πράγματα ξένα προς τον πόλεμον και αποβάντα ολέθρια και εις εαυτούς και εις τους συμμάχους των διότι, εάν μεν επετύγχανον, η τιμή και η ωφέλεια ήσαν μάλλον ιδιωτικαί, εάν δε απετύγχανον, έβλαπτον την πόλιν ως προς τον πόλεμον. Αιτία δε τούτου ήτο ότι ο Περικλής, ισχυρός ων ένεκα του αξιώματος του και της συνέσεως του και του αδωροδοκήτου χαρακτήρος του, εξήσκει επί του λαού αναμφισβήτητον επίδρασιν και αυτός μάλλον παρέσυρεν αυτόν παρά υπ' αυτού παρεσύρετο, καθότι απέκτησε την επίδρασιν εκείνην ουχί διά μέσων αθεμίτων, και ουδ' εκολάκευεν αυτόν διά των λόγων του, αλλ' αντέλεγε μάλιστα ενίοτε με ήθος κυριαρχικόν και οργίλον. Ότε έβλεπεν αυτούς ότι παρεφέροντο ακαίρως εις ύβρεις, τους κατέπληττε και τους εφόβιζε διά των λόγων του, ότε δε πάλιν εφοβούντο άνευ λόγου διήγειρεν εντέχνως το θάρρος των. Και κατ' όνομα μεν η τοιαύτη διοίκησις εκαλείτο δημοκρατία, πράγματι δε ήτο εξουσία, την οποίαν διηύθυνεν ο πρώτος ανήρ. Οι δε διάδοχοι αυτού, ίσοι μάλλον όντες μεταξύ των και ποθούντες καθείς να λάβη τον πρώτον βαθμόν, ήρχισαν να κολακεύουν τον δήμον και να χαλαρώνουν την διοίκησιν των δημοσίων πραγμάτων. Εκ τούτου προέκυψαν, ως συμβαίνει εις μεγάλην πόλιν και κυρίαρχον, πολλά άλλα σφάλματα, ιδίως δε η εις την Σικελίαν ναυτική εκστρατεία, η οποία απέτυχεν όχι τόσον διότι δεν εξετίμησαν δεόντως τας εχθρικάς δυνάμεις, όσον διότι οι ψηφίσαντες αυτήν δεν παρέσχον εις τους αναχωρήσαντας τα μέσα των οποίων είχαν ανάγκην, αλλά καταγινόμενοι εις τας ιδιαιτέρας των έριδας, διά να αποκτήσουν την ανωτάτην αρχήν, και ενέργειαν ολιγωτέραν κατέβαλλαν εις την κατάρτισιν του στρατού εκείνου και εν Αθήναις διήγειραν διχονοίας αγνώστους μέχρι της εποχής εκείνης. Μολονότι δε κατεστράφησαν εν Σικελία και απωλέσθη το μεγαλύτερον μέρος του στόλου, οι Αθηναίοι, με όλην την μεταξύ των διάστασιν, όμως τρία έτη αντέστησαν εναντίον των πρότερον υπαρχόντων πολεμίων και των μετ' αυτών ενωθέντων Σικελιωτών και των πλείστων αποστατησάντων συμμάχων των· τέλος δε και κατά του Κύρου, του υιού του βασιλέως, ο οποίος ηνώθη μετ' αυτών και παρείχε χρήματα εις τους Πελοποννησίους διά το ναυτικόν· και δεν ενέδωκαν παρά αφού πρώτον εξηντλήθησαν υπό των εμφυλίων ερίδων, εις τας οποίας είχον περιπέσει. Τοσούτον ο Περικλής είχε προΐδει διά τίνων μέσων κατά τον παρόντα πόλεμον οι Αθηναίοι ευκόλως ήθελαν σώσει την πόλιν από τους Πελοποννησίους.

66. Κατά το αυτό δε θέρος οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι εστράτευσαν μετά εκατόν πλοίων κατά της νήσου Ζακύνθου, η, οποία κείται αντικρύ της Ήλιδος· ήσαν δε οι Ζακύνθιοι άποικοι των της Πελοποννήσου Αχαιών και σύμμαχοι των Αθηναίων. Υπήρχον δε επί των πλοίων χίλιοι οπλίται Λακεδαιμόνιοι και ναύαρχος ήτον ο Σπαρτιάτης Κνήμος. Και αποβιβασθέντες εις την ξηράν ελεηλάτησαν τα περισσότερα μέρη της νήσου, και, επειδή δεν ηδυνήθησαν να την υποτάξουν, επέστρεψαν εις τα ίδια.

67. Περί τα τέλη δε του αυτού θέρους ο Κορίνθιος Αριστεύς και οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων Ανήριστος, Νικόλαος, Στρατόδαμος, ο Τεγεάτης Τιμαγόρας και ο Αργείος Πόλλις αυτόκλητος, μεταβαίνοντες εις την Ασίαν προς τον βασιλέα διά να πείσουν αυτόν να δώση χρήματα και συμπολεμήση, φθάνουν πρώτον εις Θράκην προς τον Σιτάλκην τον Τήρου, θέλοντες να πείσουν αυτόν, αν ηδύνατο να διαλύση την μετά των Αθηναίων συμμαχίαν και να βοηθήση την Ποτείδαιαν πολιορκουμένην υπ' αυτών και ζητούντες την συνδρομήν του να διαβούν τον Ελλήσποντον και να φθάσουν εις τον Φαρνάκην τον Φαρναβάζου, ο οποίος έμελλε να τους πέμψη προς τον βασιλέα. Ευρεθέντες δε κατά τύχην παρά τω Σιτάλκη οι πρέσβεις των Αθηναίων Λέαρχος ο Καλλιμάχου και Αμεινιάδης ο Φιλήμονος πείθουν τον Σάδοκον, τον πολιτογραφηθέντα Αθηναίον, τον υιόν του Σιτάλκου, να τοις παραδώση τους πρέσβεις εκείνους, ίνα μη διαβάντες προς τον βασιλέα βλάψουν όσον αυτοί θα ηδύναντο την θετήν αυτού πατρίδα. Εκείνος δε πεισθείς, ενώ επορεύοντο διά της Θράκης προς το πλοίον διά του οποίου έμελλον να διαπεράσουν τον Ελλήσποντον, συλλαμβάνει αυτούς πριν επιβιβασθούν συμπέμψας και άλλους άνδρας μετά του Λεάρχου και Αμεινιάδου και διατάξας να τους παραδώσουν εις εκείνους· εκείνοι δε λαβόντες τους έφεραν εις τας Αθήνας. Ότε δε αυτοί έφθασαν, οι Αθηναίοι, φοβηθέντες μήπως ο Αριστεύς διαφυγών ήθελε βλάψει περισσότερον παρά πρότερον, καθόσον εις αυτόν απέδιδον όλα τα εν τη Ποτειδαία και τη Θράκη συμβαίνοντα, χωρίς να τους δικάσουν και να τους αφήσουν να ειπούν ολίγα τινά, εφόνευσαν πάντας αυθημερόν και έρριψαν εις φάραγγας, δικαιολογούμενοι ότι απέδιδαν τα ίσα εις τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι συλλαβόντες τους Αθηναίους εμπόρους περί την Πελοπόννησο πλέοντας επί φορτηγών πλοίων, εφόνευσαν αυτούς και εις φάραγγας έρριψαν. Διότι οι Λακεδαιμόνιοι πάντας όσους συνελάμβανον εν θαλάσση ως πολεμίους εθανάτωνον, και τους μετά των Αθηναίων συμπολεμούντας και τους ουδετέρους.

68. Κατά την αυτήν δ' εποχήν κατά τα τέλη του θέρους οι Αμπρακιώται μετά πολλών βαρβάρων, τους οποίους είχον διεγείρει, εξεστράτευσαν κατά του Αμφιλοχικού Άργους και της άλλης Αμφιλοχίας. Ιδού δε η αρχή της έχθρας των Αμπρακιωτών κατά των Αργείων. Μετά τον τρωικόν πόλεμον Αμφίλοχος ο Αμφιαράου επιστρέψας εις τα ίδια και μη αρεσκόμενος εις την κατάστασιν του Άργους ανεχώρησε και έκτισε το Αμφιλοχικόν Άργος και την άλλην Αμφιλοχίαν εν τω Αμπρακικώ κόλπω, ονομάσας αυτό Άργος από την ιδικήν του πατρίδα. Εγένετο δε η πόλις αύτη η μεγίστη της Αμφιλοχίας και είχε κατοίκους πλουσιοτάτους. Αλλά μετά πολλάς γενεάς οι Αργείοι πιεζόμενοι υπό πολλών συμφορών προσεκάλεσαν συνοίκους τους Αμπρακιώτας τους γείτονας με την Αμφιλοχίαν και τότε πρώτον έμαθαν ούτοι την ελληνικήν γλώσσαν, την οποίαν μεταχειρίζονται μέχρι σήμερον· οι δε άλλοι Αμφίλοχοι είναι βάρβαροι. Με τον καιρόν οι Αμπρακιώται εκδιώκουν τους Αργείους και καταλαμβάνουν αυτοί την πόλιν. Τούτου δε γενομένου οι Αμφίλοχοι παραδίδονται εις τους Ακαρνάνας, και επεκαλέσθησαν αμφότεροι την συνδρομήν των Αθηναίων, οι οποίοι έπεμψαν προ αυτούς τον στρατηγόν Φορμίωνα μετά τριάκοντα πλοίων. Ότε δε έφθασεν ο Φορμίων, κυριεύουν διά της βίας το Άργος, εξανδραποδίζουν τους Αμπρακιώτας και κατοικίζουν αυτό από κοινού Αμφίλοχοι και Ακαρνάνες. Συνεπεία τούτου λοιπόν οι Ακαρνάνες εισήλθον εις την συμμαχίαν των Αθηναίων και οι Αμπρακιώται συνέλαβαν μίσος αδιάλλακτον κατά των Αργείων ένεκα του ανδραποδισμού εις τον οποίον είχον υποβληθή. Ύστερον δε διαρκούντος του παρόντος πολέμου οι Αμπρακιώται ενωθέντες μετά των Χαόνων και άλλων βαρβάρων εκ των πλησίον χώρων επεχείρησαν την εκστρατείαν την οποίαν ανεφέραμεν και ελθόντες πλησίον του Άργους της μεν χώρας έγιναν κύριοι, την δε πόλιν προσβαλόντες και μη δυνηθέντες να κυριεύσουν επέστρεψαν εις τα ίδια και διελύθησαν κατά λαούς. Τοιαύτα υπήρξαν τα γεγονότα του θέρους τούτου.

69. Κατά τον επόμενον δε χειμώνα οι Αθηναίοι είκοσι μεν πλοία έστειλαν περί την Πελοπόννησον υπό τον στρατηγόν Φορμίωνα, ο οποίος σταθμεύσας εις Ναύπακτον προσείχε μήτε να εκπλέη τις εκ Κορίνθου και του Κρισαίου κόλπου μήτε να εισπλέη, έτερα δε έξ κατά της Καριάς και της Λυκίας υπό τον στρατηγόν Μελήσανδρον, όπως ταύτα συνάζουν χρήματα και μη αφήνουν τους Πελοποννησίους πειρατάς να ορμώνται εκείθεν και βλάπτουν τα ταξίδια των από Φασήλιδος και Φοινίκης και της εκείθεν ηπείρου φορτηγών πλοίων. Προχωρήσας δ' ο Μελήσανδρος προς την Λυκίαν μετά σώματος εκ συμμάχων και Αθηναίων, τους οποίους έλαβεν από τα πλοία, αποθνήσκει νικηθείς και καταστρέφεται μέρος τι του στρατού του.

70. Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Ποτειδαιάται, επειδή δεν ηδύναντο πλέον να ανθέξουν πολιορκούμενοι, καθότι και αι εις την Αττικήν εισβολαί των Πελοποννησίων δεν ηδυνήθησαν να αναγκάσουν τους Αθηναίους να λύσουν την πολιορκίαν της πόλεως των, και ο σίτος τοσούτον έλειψεν, ώστε κατήντησαν οι άνθρωποι να τρώγωνται μεταξύ των, προέτεινον λόγους περί συμβάσεως προς τους στρατηγούς των Αθηναίων, Ξενοφώντα τον Ευριπίδου και Εστιόδωρον τον Αριστοκλείδου και Φανόμαχον τον Καλλιμάχου, τους ευρισκομένους επί κεφαλής του πολιορκούντος στρατού. Ούτοι δε εδέχθησαν τας προτάσεις, τούτο μεν διότι έβλεπον την ταλαιπωρίαν του στρατού εις χώραν όπου το ψύχος ήτο δριμύ, τούτο δε διότι αι Αθήναι εδαπάνησαν ήδη εις την πολιορκίαν εκείνην δισχίλια τάλαντα. Οι όροι της συμβάσεως εκείνης ήσαν να εξέλθουν οι πολιορκούμενοι μετά των γυναικών και των τέκνων των και των βοηθών στρατιωτών, οι μεν άνδρες μεθ' ενός ενδύματος, αι δε γυναίκες μετά δύο, και εφωδιασμένοι μετά ωρισμένης χρηματικής ποσότητος. Και αυτοί μεν, δυνάμει της συμβάσεως ταύτης, εξήλθον επί την Χαλκιδικήν και κατέφυγον όπου ηδυνήθη καθείς· οι δε Αθηναίοι και τους στρατηγούς εμέμφθησαν ότι εσυνθηκολόγησαν άνευ της συγκαταθέσεώς των (διότι ενόμιζον ότι η Ποτείδαια ήθελε παραδοθή άνευ όρων) και ύστερον έπεμψαν εις την Ποτείδαιαν αποικίαν εκ των ιδίων συμπολιτών, οι οποίοι αποκατεστάθησαν εις αυτήν. Ταύτα ήσαν τα γεγονότα του χειμώνος τούτου, μετά του οποίου τελειώνει το δεύτερον έτος του πολέμου τούτου, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.

71. Το ακόλουθον δε θέρος (3) οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι των εις μεν την Αττικήν δεν εισέβαλον, εξεστράτευσαν δε επί την Πλάταιαν· ήτο δε ηγεμών αυτών ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμος ο Ζευξιδάμου· και στήσας το στρατόπεδόν του έμελλε να λεηλατήση την χώραν· οι δε Πλαταιείς ευθύς πέμψαντες προς αυτόν πρέσβεις έλεγον ταύτα, « Αρχίδαμε και Λακεδαιμόνιοι, δεν πράττετε δίκαια και άξια υμών και των πατέρων σας εκστρατεύοντες κατά της γης των Πλαταιών. Διότι ο Λακεδαιμόνιος Παυσανίας ο Κλεομβρότου ελευθερώσας την Ελλάδα από τους Μήδους μετά των Ελλήνων, οι οποίοι ηθέλησαν να συμμερισθούν τους κινδύνους της μάχης, η οποία εγένετο υπό τα τείχη ημών, προσέφερε θυσίας εις τον Ελευθέριον Δία εν τη αγορά των Πλαταιών και συγκαλέσας πάντας τους συμμάχους απέδωκεν εις τους Πλαταιείς την πόλιν και την χώραν αυτών διά να ζουν εν αυτή αυτόνομοι και ουδείς ουδέποτε να εκστρατεύση κατ'αυτών αδίκως διά να τους υποδουλώση· άλλως οι παρόντες σύμμαχοι ήσαν υποχρεωμένοι να τους βοηθήσουν, καθείς όσον ηδύνατο. Και ταύτα μεν μας παρεχώρησαν οι πατέρες σας προς αμοιβήν του θάρρους και του ζήλου, τον οποίον εδείξαμεν κατ' εκείνους τους κινδύνους, σεις δε πράττετε όλως τα εναντία· διότι ήλθετε ενταύθα μετά των Θηβαίων των εχθροτάτων εις ημάς ίνα μας υποδουλώσητε. Επικαλούμενοι δε μάρτυρας τους ορκίους θεούς και τους ιδικούς σας πατρώους και τους ημετέρους εγχωρίους λέγομεν εις σας να σεβασθήτε την χώραν των Πλαταιών, να μη παραβήτε τους όρκους και να μας αφήσετε να ζώμεν αυτόνομοι, συμφώνως με την δικαίαν απόφασιν του Παυσανίου».

72. Ότε είπον ,ταύτα οι Πλαταιείς, ο Αρχίδαμος απαντήσας είπε· «Δίκαια λέγετε, ω άνδρες Πλαταιείς, εάν τα έργα είναι σύμφωνα με τους λόγους. Τηρείτε την αυτονομίαν, την οποίαν εξησφάλισεν εις σας ο Παυσανίας, αλλ' ενωθήτε μεθ' ημών, ίνα ελευθερώσωμεν τους άλλους, οίτινες μετάσχοντες των τότε κινδύνων ηνώθησαν με σας διά των αυτών όρκων και σήμερον διατελούν υπό τον δεσποτισμόν των Αθηναίων. Η παρούσα μεγάλη προπαρασκευή και ο πόλεμος ούτος ουδένα άλλον σκοπόν έχουν ή την απελευθέρωσιν αυτών. Προτιμότερον δε ήθελεν είσθαι να συνεργήσετε και σεις εις τούτο μένοντες πιστοί εις τους όρκους σας· ειδεμή, πράξατε ό,τι σας επροτείναμεν ήδη, ησυχάζετε νεμόμενοι τα αγαθά σας και μένοντες ουδέτεροι· δέχεσθε αμφότερους ως φίλους, χωρίς να βοηθήτε μήτε τον ένα μήτε τον άλλον διά των όπλων. Ευχαριστούμεθα εις τούτο». Ταύτα είπεν ο Αρχίδαμος, οι δε πρέσβεις των Πλαταιών ακούσαντες τους λόγους τούτους εισήλθον εις την πόλιν και ανακοινώσαντες τα ρηθέντα εις το πλήθος απεκρίθησαν εις αυτόν ότι είναι αδύνατον να δεχθούν τας προτάσεις ταύτας άνευ της συγκαταθέσεως των Αθηναίων, καθότι αι γυναίκες και τα τέκνα των ήσαν εις τας Αθήνας· ότι εφοβούντο και διά την πόλιν των μήπως αποχωρησάντων των Πελοποννησίων έλθουν οι Αθηναίοι και δεν τοις επιτρέψουν πλέον να μείνουν εις αυτήν· καθώς επίσης μήπως οι Θηβαίοι, δυνάμει της συνθήκης εκείνης του να δέχωνται αμφότερα τα εμπόλεμα μέρη, αποπειραθούν να καταλάβουν πάλιν την πόλιν των. Ο δε Αρχίδαμος ενθαρρύνων αυτούς είπε· «Παραδώσατε εις ημάς τους Λακεδαιμονίους την πόλιν και τας οικίας σας και αποδείξατε τα όρια της χώρας σας και αριθμήσατε τα δένδρα και ό,τι άλλο υπάγεται εις απαρίθμησιν· σεις δε αποχωρήσατε όπου θέλετε ενόσω διαρκεί ο πόλεμος. Άμα δε ούτος παρέλθη, θέλομεν, σας αποδώσει όσα παρελάβομεν. Μέχρι τότε θέλομεν κρατεί αυτά ως παρακαταθήκην, καλλιεργούντες τας γαίας σας και δίδοντες εις σας εισόδημα αρκούν εις τας ανάγκας σας.

73. Οι δε πρέσβεις ακούσαντες εισήλθον πάλιν εις την πόλιν και συσκεφθέντες μετά του πλήθους απεκρίθησαν ότι επεθύμουν να ανακοινώσουν πρώτον εις τους Αθηναίους τας προτάσεις ταύτας και να εκτελέσουν αυτάς εάν εκείνοι πεισθούν, μέχρι τότε όμως εζήτουν να γίνη ανακωχή και μη λεηλατηθή η χώρα των. Ο δε Αρχίδαμος επέτρεψεν ανακωχήν τοσούτων ημερών, όσα, ήρκουν διά να υπάγουν εις τας Αθήνας και να επιστρέψουν και δεν ελεηλάτησε την χώραν των. Ελθόντες δε οι Πλαταιείς πρέσβεις προς τους Αθηναίους και συσκεφθέντες μετ' αυτών επέστρεψαν εις τους συμπολίτας των αναγγέλλοντες εις αυτούς τα εξής. » Ω άνδρες Πλαταιείς, οι Αθηναίοι λέγουν ότι ούτε πρότερον αφ' ότου εγενόμεθα σύμμαχοι αυτών επέτρεψαν εις κανένα να μας αδικήοη, ούτε σήμερον θέλουν επιτρέψει τούτο, αλλά θα μας βοηθήσουν κατά δύναμιν. Σας εξορκίζουν λοιπόν εις τους όρκους, τους οποίους ώμοσαν οι πατέρες ημών, να μη μεταβάλετε κατ' ουδέν την υπάρχουσαν συμμαχίαν».

74. Αφού ανήγγειλαν ταύτα οι πρέσβεις, οι Πλαταιείς απεφάσισαν να μη προδώσουν τους Αθηναίους, αλλά να ανεχθούν εν ανάγκη και την λεηλασίαν της χώρας των υπό τους οφθαλμούς των και πάν ό,τι άλλο ηδύνατο να συμβή. Απεφάσισαν επίσης να μη αφήσουν πλέον κανένα να εξέλθη της πόλεως, αλλά να αποκριθούν από του τείχους ότι είναι αδύνατον εις αυτούς να πράξουν όσα προτείνουν οι Λακεδαιμόνιοι. Τοιαύτη υπήρξεν η απόκρισίς των. Εκ τούτου δε ηναγκάσθη ο βασιλεύς Αρχίδαμος να λάβη πρώτον την επιμαρτυρίαν των θεών και των εγχωρίων ηρώων λέγων τα εξής. «Θεοί προστάται της Πλαταιίδος χώρας και ήρωες, ας είσθε μάρτυρες ότι ουχί αδίκως, αλλά αφού επιώρκησαν οι άνθρωποι ούτοι, ήλθομεν κατά της χώρας των, εις την οποίαν οι πατέρες ημών επικαλεσθέντες την βοήθειάν σας ενίκησαν τους Μήδους, και την οποίαν κατεστήσατε επιτηδείαν διά τας μάχας των Ελλήνων. Και σήμερον, οιαιδήποτε και αν είναι αι πράξεις μας, δεν θέλουν εκληφθή ως άδικοι· διότι προτείναντες πολλά και δίκαια δεν εισηκούσθημεν. Συγχωρήσατε λοιπόν να τιμωρηθούν οι υβρισταί και βοηθήσατε τους επιβάλλοντας δικαίαν τιμωρίαν».

75. Μετά την επίσημον ταύτην επίκλησιν διέθεσε τον στρατόν προς έφοδον. Και πρώτον μεν διά των δένδρων, τα οποία είχαν κόψει περιεχαράκωσαν αυτούς, ίνα καταστήσουν αδύνατον κάθε έξοδον, έπειτα ύψωσαν πρόχωμα κατά του τείχους, ελπίζοντες ότι διά της εργασίας τόσου στρατεύματος ήθελε γίνει ταχεία η παράδοσις. Κόπτοντες λοιπόν ξύλα εκ του Κιθαιρώνος έκαμναν προχείρους οικοδομάς από τα δύο μέρη του προχώματος κατασκευάζοντες τους τοίχους με δεμάτια το έν επί του άλλου διά να μη καταρρέη το χώμα πολύ. Έρριπτον δε εις το διάκενον ξύλα, λίθους, χώμα και κάθε άλλο συντελούν προς πλήρωσιν αυτού. Ειργάσθησαν δε εις τούτο συνεχώς εβδομήκοντα ημέρας και νύκτας, διηρημένοι κατ' αναπαύλας ούτως ώστε οι μεν να φέρουν τα υλικά, οι δε να κοιμώνται ή να τρώγουν· οι Λακεδαιμόνιοι, οι διοικούντες τα στρατεύματα κάθε πόλεως, επετήρουν τους εργαζομένους και επέσπευδον το έργον. Οι δε Πλαταιείς, βλέποντες το πρόχωμα υψούμενον, κατεσκεύασαν ξύλινον τείχος και στήσαντες αυτό επί του τείχους των προς το επαπειλούμενον μέρος εφωδίασαν αυτό με πλίνθους ληφθείσας από την κατεδάφισιν των πλησίον οικιών. Συνέδεσαν δε τα ξύλα, ίνα μη το οικοδόμημα αποβή αδύνατον ένεκα του ύψους αυτού· είχε δε ως προκαλύμματα κατειργασμένα και ακατέργαστα δέρματα· ώστε και οι εργαζόμενοι και τα ξύλα να μη προσβάλλωνται από πυρφόρα βέλη και να διατελούν εν ασφαλεία. Το τείχος υψώθη εις ύψος μέγα, αλλά και το πρόχωμα δεν υψούτο μετ' ολιγωτέρας ταχύτητος. Τότε οι Πλαταιείς επενόησαν στρατήγημά τι· διατρυπήσαντες το τείχος των προς το μέρος όπου υψούτο το πρόχωμα αφήρουν κάτωθεν το χώμα.

76. Οι δε Πελοποννήσιοι εννοήσαντες τα γινόμενα εγέμισαν με πηλόν καλάθια από κάλαμον και έθεσαν αυτά εις τας οπάς, διά να μη διαρρέουν όπως το χώμα. Οι Πλαταιείς ιδόντες το σχέδιόν των διαλυόμενον την μεν εργασίαν διέκοψαν, ανοίξαντες δε υπόνομον εκ της πόλεως μέχρις υποκάτωθεν του προχώματος κατ' εικασίαν ήρχισαν πάλιν να σύρουν προς εαυτούς το χώμα. Η εργασία αύτη έμεινεν επί πολύ απαρατήρητος από τους πολιορκούντας, οίτινες όσον περισσότερον έρριπτον χώμα τόσον ολιγώτερον υψούτο το πρόχωμα, διότι, καθ' όσον αφηρείτο το χώμα υποκάτωθεν, το πρόχωμα εχαμηλούτο ακαταπαύστως. Φοβηθέντες δε οι Πλαταιείς μήπως ουδέ διά του τρόπου τούτου δυνηθούν να ανθέξουν ολίγοι εναντίον πολλών εφεύρον, ακόμη και το εξής μέσον· την μεν εργασίαν του μεγάλου οικοδομήματος, το οποίον υψώνετο απέναντι του προχώματος έπαυσαν, ένθεν δε και ένθεν αυτού, αρχίζοντες από το εσωτερικόν μέρος του μικρού τείχους μέχρι της πόλεως, έκτισαν δεύτερον τείχος μηνοειδές, όπως εν περιπτώσει κατά την οποίαν ήθελε κυριευθή το μέγα τείχος ανθέξη το δεύτερον τούτο, και οι εχθροί αναγκασθούν να εγείρουν δεύτερον πρόχωμα εναντίον του νέου τούτου οικοδομήματος, προχωρούντες δε εντός και διπλασίους κόπους να υποστούν και να περιέλθουν εις πλειοτέραν αμηχανίαν. Εν τούτοις οι Πελοποννήσιοι συγχρόνως με την πρόσχωσιν έφερον πλησίον της πόλεως και μηχανάς, μίαν μεν η οποία προσαχθείσα εις το πρόχωμα κατέσεισε μέγα μέρος του μεγάλου οικοδομήματος και κατεφόβισε τους Πλαταιείς, άλλας δε εφήρμοσαν εις διάφορα μέρη του τείχους. Αλλ' οι Πλαταιείς περιβάλλοντες αυτάς διά βρόχων τας έσυρον προς εαυτούς, και κρεμάσαντες μεγάλας δοκούς διά μακρών σιδηρών αλύσεων από των δύο άκρων δύο κεραιών αι οποίαι έκλιναν και εξείχον υπεράνω του τείχους εκράτουν αυτάς κρεμασμένας εγκαρσίως· άμα δε επρόκειτο να προσπέση κάπου η μηχανή, εχαλάρουν τας αλύσεις της δοκού και δεν εκράτουν αυτάς διά των χειρών· η δε δοκός, ορμητικώς πίπτουσα, απέκοπτε την προεκβολήν της μηχανής.

77. Μετά τούτο δε οι Πελοποννήσιοι, επειδή και αι μηχαναί ουδόλως ωφέλουν και αντιτείχισμα υψούτο εναντίον του προχώματός των, κρίναντες ότι ένεκα των ατυχημάτων, τα οποία υφίσταντο, ήτο αδύνατον να κυριεύσουν την πόλιν, ητοιμάσθησαν να περιτειχίσουν αυτήν. Αλλά προηγουμένως ενόμισαν καλόν να αποπειραθούν, αν ηδύναντο, δι' ευνοϊκού ανέμου, να πυρπολήσουν την πόλιν, η οποία δεν ήτο μεγάλη· διότι πάσαν ιδέαν επενόουν πώς να κυριεύσουν αυτήν άνευ δαπάνης και τακτικής πολιορκίας. Κομίζοντες λοιπόν δεμάτια ξύλων τα έρριπτον εκ του ύψους του προχώματος πρώτον μεν εις το μεταξύ του τείχους και του προχώματος διάστημα· αφού δε τούτο εγέμισε ταχέως ένεκα των πολλών προς τούτο εργαζομένων χειρών, επεσώρευσαν και εις αυτήν την πόλιν, όσον μακράν ηδύναντο να φθάσουν εκ του ύψους, όπου ευρίσκοντο. Εμβαλόντες δε πυρ μετά θείου και πίσσης ανήψαν τα ξύλα. Τοσαύτη δε φλοξ εγένετο, όσην ουδείς ουδέποτε μέχρι των χρόνων εκείνων είδεν αναφθείσαν υπό χειρών ανθρωπίνων· διότι, άλλως, συμβαίνει ενίοτε εις τα όρη, τα δένδρα των δασών τριβόμενα μεταξύ των υπό των ανέμων να ανάπτουν αυτομάτως και να αναδίδουν φλόγας.

Η πυρκαϊά δε αυτή ήτο μεγίστη, και ολίγον έλειψεν οι Πλαταιείς να καταστραφούν υπό του πυρός, αφού διέφυγον τους άλλους κινδύνους· διότι εντός της πόλεως ήτο αδύνατον να πλησιάση κανείς εις πολλά μέρη, εάν δε ήθελε πνεύσει ο άνεμος προς την διεύθυνσιν της πόλεως, το οποίον και ήλπιζαν οι ενάντιοι, οι Πλαταιείς δεν θα εσώζοντο. Αλλά λέγουν ότι κατ' εκείνην την στιγμήν συνέβη και τούτο, ύδωρ πολύ πεσόν εξ ουρανού μετά βροντών έσβεσε την φλόγα και ούτω κατέπαυσεν ο κίνδυνος.

78. Οι δε Πελοποννήσιοι επειδή και εις τούτο απέτυχον αποπέμψαντες μέρος του στρατού μετεχειρίσθησαν το υπόλοιπον διά να αποκλείσουν διά τείχους την πόλιν γύρωθεν, ορίσαντες τους στρατιώτας κάθε πόλεως να εργασθούν επί ωρισμένης εκτάσεως. Έσωθεν δε και έξωθεν υπήρχε τάφρος, το χώμα της οποίας εχρησίμευε προς κατασκευήν πλίνθων. Και ότε ετελείωσε το έργον κατά την επιτολήν του Αρκτούρου (4) καταλιπόντες φύλακας του ημίσεος τείχους (το δε άλλο ήμισυ το εφύλαττον Βοιωτοί) ανεχώρησαν μετά του στρατού και διελύθησαν κατά πόλεις. Οι δε Πλαταιείς, έχοντες ήδη μετακομίσει προηγουμένως εις τας Αθήνας τους παίδας και τας γυναίκας και τους γέροντας και το άχρηστον πλήθος των ανθρώπων, έμειναν εντός της πολιορκουμένης πόλεως τετρακόσιοι μετά ογδοήκοντα Αθηναίων και εκατόν δέκα γυναικών αρτοποιών. Τόσοι ήσαν εν συνόλω οι πολιορκούμενοι, και ουδείς άλλος υπήρχεν εις τα τείχη είτε δούλος είτε ελεύθερος. Και τοιαύτα μεν ήσαν τα μέσα διά των οποίων εγένετο η πολιορκία των Πλαταιών.

79. Κατά το αυτό δε θέρος και διαρκούσης της πολιορκίας των Πλαταιών οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν μετά δισχιλίων οπλιτών και διακοσίων ιππέων κατά των εις την Θράκην Χαλκιδέων και των Βοττιαίων. Ο σίτος ήτο ώριμος τότε. Εστρατήγει δε αυτών Ξενοφών ο Ευριπίδου μετά δύο άλλων στρατηγών. Ελθόντες δε εις την πόλιν της Βοττικής Σπάρτωλον διήρπαζον τα στάχυα. Ενόμιζον μάλιστα ότι ήθελε προσχωρήσει η πόλις ένεκα των συνεννοήσεων, τας οποίας είχον μετά τινων κατοίκων· αλλ' οι εναντιούμενοι εις ταύτα εζήτησαν βοήθειαν εκ της Ολύνθου, και ήλθον οπλίται και άλλοι στρατιώται προς φύλαξιν· οι φύλακες δε ούτοι εξελθόντες εκ της Σπαρτώλου συνεπλάκησαν εις μάχην προς τους Αθηναίους υπ' αυτά τα τείχη της πόλεως. Και οι μεν οπλίται των Χαλκιδέων και μερικοί επίκουροι μετ' αυτών νικώνται υπό των Αθηναίων και αναχωρούν εις την Σπάρτωλον, οι δε ιππείς και ψιλοί των Χαλκιδέων νικούν τους ιππείς και ψιλούς των Αθηναίων. Οι Χαλκιδείς είχον μαζύ τους ολίγους τινάς ακοντιστάς από την χώραν την ονομαζομένην Κρουσίδα. Ενώ δε μόλις προ ολίγου είχε τελειώσει η μάχη, ήλθον προς βοήθειαν και άλλοι ακοντισταί εκ της Ολύνθου. Άμα δε είδον αυτούς οι εκ της Σπαρτώλου ψιλοί, υπερήφανοι διότι δεν είχον νικηθή και ενθαρρυνθέντες περισσότερον εκ της παρουσίας των, επιτίθενται πάλιν μετά των Χαλκιδέων ιππέων και των νεωστί ελθόντων κατά των Αθηναίων, οίτινες απεσύρθησαν προς τας δύο τάξεις, τας οποίας είχον αφήσει προς φύλαξιν των σκευών. Και, οπότε μεν ώρμων οι Αθηναίοι, οι εχθροί ωπισθοχώρουν· οπότε δε υπεχώρουν, οι Χαλκιδείς επετίθεντο κατ' αυτών και τους προσέβαλλον δι' ακοντίων. Και οι ιππείς δε των Χαλκιδέων προστρέχοντες παντού όπου ήτο ανάγκη επετίθεντο και φοβίσαντες όχι ολίγον τους Αθηναίους έτρεψαν αυτούς εις φυγήν και τους κατεδίωξαν επί πολύ. Και οι μεν Αθηναίοι καταφεύγουν εις την Ποτείδαιαν, και ύστερον παραλαβόντες τους νεκρούς διά συνθήκης αναχωρούν εις τας Αθήνας μετά του υπολειπομένου στρατού· απέθανον δε εξ αυτών τετρακόσιοι τριάκοντα και πάντες οι στρατηγοί. Οι δε Χαλκιδείς και οι Βοττιαίοι έστησαν τρόπαιον και συναθροίσαντες τους νεκρούς των ανεχώρησαν εις τας πόλεις των.

80. Κατά το αυτό δε θέρος, όχι πολύ μετά τα συμβάντα ταύτα, οι Αμπρακιώται και οι Χάονες θέλοντες να υποτάξουν όλην την Ακαρνανίαν και να την αποσπάσουν από τους Αθηναίους πείθουν τους Λακεδαιμονίους να παρασκευάσουν ναυτικόν συμμαχικόν και να πέμψουν εις την Ακαρνανίαν χιλίους οπλίτας, λέγοντες ότι, εάν ηνώνοντο μετ' αυτών και προσέβαλλον την χώραν διά ξηράς άμα και θαλάσσης, θα ημπόδιζαν τους παραθαλασσίους Ακαρνάνας να βοηθήσουν τους εν τω εσωτερικώ, και ότι γινόμενοι κύριοι της Ακαρνανίας ευκόλως θα κατελάμβαναν και την Ζάκυνθον και την Κεφαλληνίαν, ο δε περί την Πελοπόννησον περίπλους δεν θα ήτο εις το εξής τόσον εύκολος εις τους Αθηναίους· ήλπιζον δε προσέτι να καταλάβουν και την Ναύπακτον. Οι δε Λακεδαιμόνιοι πεισθέντες πέμπουν ευθύς τον Κνήμον, ο οποίος ήτο και τότε ναύαρχος, μετά των οπλιτών και ολίγων πλοίων, παρήγγειλαν δε να παρασκευασθή τάχιστα το ναυτικόν και να μεταβή εις Λευκάδα. Οι Κορίνθιοι προ πάντων εδείκνυαν μέγαν ζήλον υπέρ των Αμπρακιωτών, οι οποίοι ήσαν άποικοι των. Και το μεν ναυτικόν της Κορίνθου και της Σικυώνος και των γειτονικών πόλεων παρεσκευάζετο, το δε της Λευκάδος και της Αμπρακίας, φθάσαν προ των άλλων εις την Λευκάδα επερίμενεν εκεί. Ο δε Κνήμος και οι μετ' αυτού χίλιοι οπλίται, αφού διεπεραιώθησαν διαφυγόντες τον Φορμίωνα, ο οποίος ήρχε των είκοσιν αθηναϊκών πλοίων, τα οποία εφρούρουν περί την Ναύπακτον, ευθύς παρεσκεύαζαν την κατά ξηράν εκστρατείαν. Οι δε μετά δε του Κνήμου ευρισκόμενοι Έλληνες ήσαν Αμπρακιώται και Λευκάδιοι και Ανακτόριοι και οι χίλιοι Πελοποννήσιοι, τους οποίους είχε φέρει μαζί του, βάρβαροι δε ήσαν χίλιοι Χάονες χωρίς ηγεμόνα, διοικούμενοι υπό των ετησίων αρχηγών των Φωτίου και Νικάνορος της αρχούσης οικογενείας. Μετά των Χαόνων δε συνεξεστράτευσαν και οι επίσης χωρίς ηγεμόνα Θεσπρωτοί. Τους δε Μολοσσούς και τους Ατιντάνας ωδήγει ο Σαβύλινθος, επίτροπος ων του βασιλέως Θαρύπου, ο οποίος ήτο ακόμη παιδίον, τους Παραυαίους δε ο βασιλεύς Όροιδος. Χίλιοι δε Ορέσται, με την συγκατάθεσιν του βασιλέως των Αντιόχου, συνόδευσαν τους Παραυαίους και ετέθησαν υπό τας διαταγάς του Οροίδου. Και ο Περδίκκας έπεμψε κρυφίως από τους Αθηναίους χιλίους Μακεδόνας, οι οποίοι ήλθον κατόπιν. Με τούτον τον στρατόν επορεύετο ο Κνήμος, μη περιμείνας το εκ της Κορίνθου ναυτικόν· και διελθόντες διά της χώρας των Αργείων εξεπόρθησαν την Λιμναίαν, η οποία ήτο ατείχιστος, και έφθασαν εις την μεγάλην πόλιν της Ακαρνανίας Στράτον, νομίζοντες ότι, εάν ταύτην πρώτην κυριεύσουν, ευκόλως ήθελαν υποτάξει τας λοιπάς.

81. Οι δε Ακαρνάνες μαθόντες ότι στρατός πολυάριθμος εισήλθεν εις την χώραν των διά ξηράς και ότι συγχρόνως οι πολέμιοι έμελλον να έλθουν με τα πλοία των διά θαλάσσης, δεν ηνώθησαν προς κοινήν υπεράσπισιν, αλλά καθείς εφύλαττε τα ίδια, και έπεμπον εις τον Φορμίωνα ζητούντες παρ' αυτού βοήθειαν· αλλ' ούτος απεκρίθη ότι επειδή επερίμενεν από στιγμής εις στιγμήν το εκ Κορίνθου ναυτικόν, δεν ηδύνατο να εγκαταλείψη την Ναύπακτον ανυπεράσπιστον. Οι δε Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι εις τρία διαιρεθέντες επροχώρουν προς την των Στρατιών πόλιν διά να στρατοπεδεύσουν πλησίον και να επιχειρήσουν την προσβολήν του τείχους, εάν δεν εγίνοντο κύριοι διά της πειθούς. Εις το κέντρον του στρατού εβάδιζαν οι Χάονες και οι άλλοι βάρβαροι, εις τα δεξιά αυτών οι Λευκάδιοι και οι Ανακτόριοι και οι μετά τούτων, εις τα αριστερά δε ο Κνήμος και οι Πελοποννήσιοι και οι Αμπρακιώται· απείχον δε πολύ απ' αλλήλων και ενίοτε ουδ' εβλέποντο. Και οι μεν Έλληνες επροχώρουν εν τάξει και προσέχοντες μέχρις ου εστρατοπέδευσαν εις χώρον κατάλληλο. Οι δε Χάονες έχοντες πεποίθησιν εις τας δυνάμεις των και αξιούντες ότι ήσαν μαχιμώτεροι πάντων των εν τη ηπείρω εκείνη κατοικούντων δεν έσχον την υπομονήν να στήσουν στρατόπεδον, αλλά προχωρήσαντες ορμητικώς μετά των άλλων βαρβάρων, ενόμισαν ότι ήθελον κυριεύσει την πόλιν με αλαλαγμόν και ότι το κατόρθωμα τούτο ήθελεν αποδοθή εις αυτούς. Εννοήσαντες δε αυτούς οι Στράτιοι ότι επλησίαζον και σκεφθέντες ότι, εάν τους ενίκων απομονωμένους, οι Ελληνες θα εβράδυνον την προσβολήν των, έστησαν ενέδρας περί την πόλιν, και, άμα έφθασαν οι βάρβαροι πλησίον, επετέθησαν κατ' αυτών συγχρόνως και εκ της πόλεως και εκ των ενεδρών εξελθόντες. Οι Χάονες καταληφθέντες υπό τρόμου εφονεύθησαν πολλοί, οι δε άλλοι βάρβαροι, άμα είδον αυτούς υποχωρήσαντας, δεν αντέστησαν, αλλ' ετράπησαν εις φυγήν. Οι Έλληνες των δύο στρατοπέδων δεν ενόησαν την μάχην εκείνην, καθότι οι βάρβαροι είχαν προχωρήσει πολύ, και ενόμισαν ότι έσπευσαν την πορείαν των, διά να στήσουν το στρατόπεδόν των. Ότε δε οι βάρβαροι φεύγοντες έπεσαν εις το μέσον αυτών, τους εσύναξαν, εσχημάτισαν έν μόνον στρατόπεδον και ησύχαζαν αυτού κατά το υπόλοιπον της ημέρας. Οι Στράτιοι δεν συνεπλάκησαν μετ' αυτών, διότι δεν είχον ενισχυθή ακόμη παρά των άλλων Ακαρνάνων, αλλ' εσφενδόνιζον μακρόθεν και τους έφεραν εις μεγάλην αμηχανίαν· διότι δεν ηδύναντο ουδέ βήμα να προχωρήσουν άνευ ασπίδος· οι δε Ακαρνάνες φημίζονται ότι είναι άριστοι σφενδονισταί.

82. Αφού δε επήλθεν η νυξ, αναχωρήσας ο Κνήμος ταχέως μετά του στρατού προς τον ποταμόν Άναπον, ο οποίος απέχει ογδοήκοντα σταδίους από της πόλεως Στράτου, και τους νεκρούς συνήθροισε την επομένην διά συνθήκης και προσελθόντων των Οινιαδών ως φίλων αναχωρεί εις την χώραν των πριν έλθη η ενίσχυσις των άλλων Ακαρνάνων. Εκείθεν δε ανεχώρησαν εις τα ίδια. Οι δε Στράτιοι έστησαν τρόπαιον διά την ήτταν των βαρβάρων.

83. Το δε ναυτικόν των Κορινθίων και των άλλων συμμάχων, το οποίον εκ του Κρισαίου κόλπου εξερχόμενον ώφειλε να ενωθή με τον Κνήμον, όπως εμποδίσουν τους παραθαλασσίους Ακαρνάνας να δώσουν βοηθειαν εις τους μεσογείους, δεν προσήλθεν, αλλ' ηναγκάσθη, κατά τας αυτάς ημέρας της εν Στράτω μάχης να ναυμαχήση προς τον Φορμίωνα και τα δέκα πλοία των Αθηναίων, τα οποία εφρούρουν εις Ναύπακτον. Διότι ο Φορμίων επετήρει αυτούς παραπλέοντας έξω του κόλπου, σκοπεύων να επιτεθή κατ' αυτών εις μέρος ευρύχωρον. Οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοι έπλεον προς την Ακαρνανίαν ουχί ωσάν να επρόκειτο διά ναυμαχίαν, αλλ' ους αν εσχεδίαζαν μάλλον εκστρατείαν διά ξηράς, διότι δεν επίστευον ποτέ ότι οι Αθηναίοι μετά των είκοσι πλοίων των ήθελον τολμήσει να συνάψουν ναυμαχίαν εναντίον αυτών εχόντων τεσσαράκοντα επτά πλοία· εν τούτοις, ενώ επροχώρουν παραπλέοντες την ξηράν, έβλεπαν τους Αθηναίους αντιπαραπλέοντας εις την αντιπέραν παραλίαν, και, ενώ εκ των Πατρών της Αχαΐας διηυθύνοντο προς την αντικρύ ήπειρον, διά να φθάσουν εις την Ακαρνανίαν, είδαν ευδιακρίτως τους Αθηναίους προχωρούντας κατ' αυτών εκ της Χαλκίδος και του ποταμού Ευήνου. Μη δυνηθέντες λοιπόν να αγκυροβολήσουν απαρατήρητοι ηναγκάσθησαν να ναυμαχήσουν εις το μέσον του πορθμού. Εκάστη πόλις είχε τους στρατηγούς της, οι οποίοι και εκανόνισαν τα της ναυμαχίας. Στρατηγοί δε της Κορίνθου ήσαν ο Μαχάων, ο Ισοκράτης και ο Αγαθαρχίδας. Και οι μεν Πελοποννήσιοι παρέταξαν τα πλοία των κυκλοτερώς, όσον ηδυνήθησαν ανετώτερα, χωρίς εν τούτοις να αφήνουν πέρασμα εις τον εχθρόν, έχοντες τας πρώρας έξω και τας πρύμνας έσω, και θέσαντες εις το μέσον τα μικρά πλοία όσα συνεξέπλευσαν μετ' αυτών και πέντε εκ των μάλλον ταχυπλόων πλοίων, διά να προστρέχουν πανταχού, όπου επέπιπτον οι εχθροί.

84. Οι δε Αθηναίοι παραταγμένοι κατά μίαν ναυν εστρέφοντο περί τον κύκλον και ηνάγκαζον αυτόν να συστέλλεται ολίγον κατ' ολίγον, ακροθιγώς πάντοτε παραπλέοντες και φαινόμενοι ότι ήσαν εις την ακμήν να επιτεθούν· τους είχε δε απαγορεύσει ο Φορμίων να συμπλακούν πριν αυτός δώση το σημείον. Διότι ήλπιζεν ότι ο εχθρικός στόλος δεν ήθελε διατηρήσει την τάξιν ως στρατός ξηράς, αλλ' ότι τα μεγάλα πλοία ήθελον συμπέσει προς άλληλα και ότι τα μικρά ήθελον προξενήσει ταραχήν· τέλος ήλπιζεν ότι, εάν ηγείρετο ο άνεμος, όστις συνήθως έπνεεν εκ του κόλπου περί την αυγήν, δεν ήθελεν αφήσει εις αυτούς ουδέ στιγμής ησυχίαν. Και προσδοκών τούτο περιέπλεεν. Επειδή δε τα πλοία του ήσαν ελαφρότερα, ενομιζεν ότι από αυτόν εξηρτάτο η στιγμή της επιθέσεως, η οποία ουδόλως αμφέβαλεν ότι ήθελεν αποβή υπέρ αυτού. Ότε λοιπόν ήρχισε να πνέη ο άνεμος, τα δε πλοία, εις στενόν χώρον ευρισκόμενα, εταράσσοντο συγχρόνως και υπό του άνεμου και υπό των μικρών πλοίων· ότε το έν προσέπιπτεν επί του άλλου, τα δε πληρώματα μετά κραυγών και λοιδοριών και χειρισμών εσπρώχνοντο (διά να μη συγκρούωνται) με κοντούς· ότε μη ακούοντες καθαρά μήτε τας διαταγάς μήτε τους κελευστάς, οι άπειροι εκείνοι άνθρωποι, αδυνατούντες να μεταχειρισθούν τας κώπας εις ταραγμένην θάλασσαν, έκαμναν τα πλοία απειθή προς τους κυβερνήτας· τότε ο Φορμίων δίδει το σημείον, και επιτεθέντες οι Αθηναίοι πρώτον μεν καταβυθίζουν μίαν ναυαρχίδα, έπειτα δε καταστρέφουν και όλα όσα προσέβαλον, ούτως ώστε ο εχθρός μη δυνηθείς να αντισταθή ετράπη εις άτακτον φυγήν και κατέφυγεν εις τας Πάτρας και την Δύμην της Αχαΐας. Οι δε Αθηναίοι καταδιώξαντες και συλλαβόντες δώδεκα πλοία, και φονεύσαντες τους πλείστους άνδρας αυτών απέπλευσαν εις Μολύκρειον, και στήσαντες τρόπαιον επί του Ρίου και αναθέσαντες πλοίον εις τον Ποσειδώνα ανεχώρησαν εις Ναύπακτον. Αμέσως δε ανεχώρησαν και οι Πελοποννήσιοι με τα μείναντα πλοία εκ Δύμης και Πατρών διά την Κυλλήνην λιμένα των Ηλείων· και από της Λευκάδος ο Κνήμος και τα εκ της νήσου εκείνης πλοία, τα οποία ώφειλον να ενωθούν με τα της Πελοποννήσου, φθάνουν εις την Κυλλήνην μετά την εν Στράτω μάχην.

85. Οι δε Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν προς τον Κνήμον ως συμβούλους επί των πλοίων τον Τιμοκράτην, τον Βρασίδαν και τον Λυκόφρονα με διαταγήν να προετοιμασθούν καλλίτερον προς νέαν ναυμαχίαν και να μη αφήνουν να αποκλείεται η θάλασσα υπό ολίγων πλοίων. Διότι, μολονότι η ναυμαχία εκείνη ήτο πρώτη απόπειρα, εξεπλήττοντο όμως διά τοσαύτην καταστροφήν, και δεν επίστευαν ότι το ναυτικόν των ήτον υποδεέστερον, αλλά μάλλον απέδιδαν την ήτταν εις ανανδρίαν, μη αντισταθμίζοντες την αρχαίαν των Αθηναίων εμπειρίαν με την πρόσφατον ιδικήν των μαθητείαν· μετ' οργής λοιπόν απέστειλαν τους συμβούλους. Ούτοι δε φθάσαντες διέταξαν μετά του Κνήμου τας διαφόρους πόλεις να πέμψουν πλοία και τα υπάρχοντα προητοίμαζον καταλλήλως προς ναυμαχίαν. Στέλλει δε και ο Φορμίων εις τας Αθήνας αναγγέλλων τας προετοιμασίας των Λακεδαιμονίων και διηγούμενος τα της ναυμαχίας, την οποίαν ενίκησεν· εζήτει δε να του στείλουν ταχέως όσα περισσότερα πλοία, καθότι από ημέρας εις ημέραν επεριμένετο νέα ναυμαχία. Οι δε Αθηναίοι έπεμψαν προς αυτόν είκοσι πλοία και παρήγγειλαν εις τον κομίζοντα αυτά να διέλθη πρώτον εκ Κρήτης, διότι Κρης τις Γορτύνιος, ο Νίας, πρόξενος ων, έπεισεν αυτούς να έλθουν εις Κυδωνίαν, πόλιν πολεμίαν των Αθηνών, υποσχεθείς να την παραδώση εις αυτούς· ενήργει δε ταύτα χαριζόμενος εις τους ομόρους των Κυδωνιατών Πολιχνίτας. Και ο μεν κομιστής λαβών τα πλοία ανεχώρησε διά την Κρήτην και ενωθείς μετά των Πολιχνιτών ελεηλάτει την χώραν των Κυδωνιατών, αλλ' εμποδισθείς υπό των ανέμων και της τρικυμίας εχρονοτρίβησεν εκεί όχι ολίγον χρόνον.

86. Οι δε εν τη Κυλλήνη Πελοποννήσιοι, καθ' ον χρόνον οι Αθηναίοι εκρατούντο εις την Κρήτην, παρασκευασθέντες προς ναυμαχίαν παρέπλευσαν μέχρι του Πανόρμου του Αχαϊκού, όπου είχεν έλθει ο κατά ξηράν στρατός των Πελοποννησίων προς βοήθειαν των. Έπλευσε δε και ο Φορμίων προς το Ρίον το Μολυκρικόν και ηγκυροβόλησεν έξωθεν αυτού με τα είκοσι πλοία, τα οποία είχον ήδη ναυμαχήσει. Τούτο δε το Ρίον ανήκεν εις τους Αθηναίους, ενώ το άλλο το απέναντι ανήκεν εις τους Πελοποννησίους· το διάστημα της θαλάσσης το οποίον χωρίζει το έν από του άλλου, είναι επτά ολοκλήρων σταδίων και σχηματίζει το στόμιον του Κρισαίου κόλπου. Οι Πελοποννήσιοι λοιπόν εις τούτο το Ρίον της Αχαΐας, το οποίον ολίγον απείχε του Πανόρμου, όπου υπήρχεν ο πεζός στρατός, ηγκυροβόλησαν και αυτοί με εβδομήκοντα επτά πλοία, άμα είδον τους Αθηναίους. Και επί έξ ή επτά ημέρας οι δύο στόλοι έμεναν αντιμέτωποι και ετοιμαζόμενοι προς ναυμαχίαν, καθόσον οι μεν Πελοποννήσιοι δεν ήθελον να εξέλθουν των Ρίων εις το πέλαγος, φοβούμενοι το προηγούμενον πάθημα, οι δε Αθηναίοι εφοβούντο να εισπλεύσουν εις τα στενά, νομίζοντες ότι η εν τω στενώ ναυμαχία ήθελεν αποβή υπέρ των Πελοποννησίων. Τέλος ο Κνήμος, ο Βρασίδας και οι άλλοι στρατηγοί των Πελοποννησίων, θέλοντες να βιάσουν την ναυμαχίαν πριν έλθη από τας Αθήνας άλλη ενίσχυσις, συνεκάλεσαν πρώτον τους στρατιώτας και βλέποντες πολλούς εξ αυτών φοβουμένους διά την προτέραν ήτταν και μη όντας προθύμους απέτειναν προς αυτούς την εξής παρότρυνσιν.

87. «Η μεν γενομένη ναυμαχία, ω άνδρες Πελοποννήσιοι, εάν κανείς από σας φοβήται ένεκα αυτής την μέλλουσαν, παρέχει ουχί δίκαιον συμπέρασμα προς εκφόβισιν ημών. Διότι, ως ηξεύρετε, και κατά την προπαρασκευήν έγινεν ατελώς και ημείς επλέομεν μάλλον ωσάν δια εκστρατείαν παρά ωσάν διά ναυμαχίαν· συνέβησαν δε και όχι ολίγα τυχαία εναντία, και ίσως κατά τι και η απειρία ημών μας έκαμε να αποτύχωμεν εις την πρώτην ναυμαχίαν. Ώστε ενικήθημεν όχι εξ αιτίας της δειλίας μας· και δεν είναι δίκαιον το φρόνημα ημών, το οποίον δεν ενικήθη διόλου, έχει δε αφ' εαυτού κάποιαν αιτιολογίαν της νίκης, να εξασθενήται εκ της τυχαίας συμφοράς. Σκέφθητε ότι πάντες οι άνθρωποι υπόκεινται εις τυχαία σφάλματα, αλλά το θάρρος των πρέπει πάντοτε να μένη ακλόνητον. Δεν αρμόζει, ενώ έχουν ανδρείαν, προφασιζόμενοι απειρίαν, να γίνωνται δειλοί. Η υπερβολική ημών τόλμη αντισταθμίζει την απειρίαν· τούτων δε η εμπειρία, την οποίαν τόσον φοβείσθε, εάν ηνούτο μετά της ανδρείας, θα ενεθυμείτο και θα εξετέλει κατά την στιγμήν του κινδύνου όσα έμαθεν· αλλ' άνευ της ευτολμίας ουδεμία επιστήμη ισχύει εναντίον των κινδύνων, διότι ο φόβος ταράττει την μνήμην, η δε μάθησις άνευ της ευψυχίας ουδόλως ωφελεί. Αντιτάξατε λοιπόν προς μεν την μεγαλυτέραν εμπειρίαν μεγαλυτέραν τόλμην, προς δε τον φόβον τον προερχόμενον εκ της πρώτης ήττης την σκέψιν ότι ετύχατε απροετοίμαστοι. Έχετε το πλεονέκτημα ότι υπερτερείτε κατά τα πλοία και ότι ναυμαχείτε πλησίον των παραλίων σας και επί παρουσία των οπλιτών σας· ως επί το πολύ δε η νίκη είναι υπέρ των περισσοτέρων και των καλλίτερον παρεσκευασμένων. Εξετάζοντες λοιπόν δεν ευρίσκομεν ουδεμίαν εύλογον αιτίαν φόβου· και όσα επάθομεν πρότερον δύνανται σήμερον να γίνουν μαθήματα. Μετά θάρρους λοιπόν και κυβερνήται και ναύται ας πράξουν το καθήκον των και ας μη καταλίπουν φεύγοντες την τάξιν, εις την οποίαν ετάχθησαν. Το σχέδιον της επιθέσεώς μας δεν θα είναι χειρότερον εκείνου, το οποίον εφήρμοσαν οι πρότερον καταναυμαχηθέντες στρατηγοί και δεν θα δώσωμεν εις κανένα την πρόφασιν να φανή άνανδρος. Εάν δε φανή τοιούτος, θα τιμωρηθή διά της πρεπούσης τιμωρίας, οι δε ανδρείοι θα τιμηθούν διά των αμοιβών πού αρμόζουν εις την ανδρείαν».

88. Τοιαύται ήσαν αι παρακελεύσεις των Πελοποννησίων αρχηγών. Ο δε Φορμίων φοβούμενος και αυτός την αποθάρρυνσιν των στρατιωτών του και μαθών ότι ωμίλουν μεταξύ των μετά τρόμου περί του πλήθους των εχθρικών πλοίων, απεφάσισε να τους συναθροίση διά να τους ενθαρρύνη και τους συμβουλεύση εις την παρούσαν περίστασιν. Προηγουμένως είχε προπαρασκευάσει τα πνεύματα λέγων πάντοτε εις αυτούς ότι, οιοσδήποτε και αν ήτο ο στόλος, όστις έμελλε να επέλθη, ουδέποτε θα ήτο τοσούτος, ώστε να μη δυνηθούν να αντισταθούν κατ' αυτού· και οι στρατιώται προ πολλού είχαν σχηματίσει την απόφασιν ότι όντες Αθη, ναίοι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν ενώπιον των πελοποννησιακών πλοίων, όση και αν ήτο η πληθύς αυτών. Τότε δε βλέπων αυτούς κυριευομένους από αθυμίαν εις την θέαν του εχθρού ηθέλησε να ανακαλέση το θάρρος των, και συγκαλέσας τους Αθηναίους είπε ταύτα.

89. «Στρατιώται, βλέπων ότι κυριεύεσθε από φόβον διά το πλήθος των εχθρών σας συνεκάλεσα, διότι δεν επερίμενα να φοβήσθε τα μη επίφοβα. Και πρώτον αυτοί ένεκα της προηγουμένης ήττης των αισθάνονται ότι δεν είναι ισοδύναμοι με σας και διά τούτο όχι ίσα αλλά περισσότερα πλοία παρεσκεύασαν· έπειτα δε, εάν προσέρχωνται με πεποίθησιν ότι είναι φυσικά ανδρείοι, η ανδρεία αύτη δεν στηρίζεται εις άλλο τι παρά εις την εμπειρίαν των κατά ξηράν πολέμων· επειδή συνήθως αναδεικνύονται εις αυτούς νικηταί, νομίζουν ότι και εις τα ναυτικά θα κατορθώσουν το αυτό. Εν τούτοις είναι δίκαιον να έχωμεν και ημείς την κατά θάλασσαν υπεροχήν όπως αυτοί έχουν την κατά ξηράν. Κατά την ευψυχίαν βεβαίως δεν είμεθα κατώτεροι τούτων· ένεκα δε της πλειωτέρας εμπειρίας την οποίαν έχομεν εκάτεροι, είμεθα εκάτεροι πλέον τολμηροί. Οι Λακεδαιμόνιοι διοικούντες τους συμμάχους των χάριν της ιδίας των δόξης αναγκάζουν άκοντας τους πλείστους εξ αυτών να προσέλθουν εις τας μάχας· εάν δεν υπήρχεν ο καταναγκασμός αυτός, οι πολλοί των συμμάχων ουδέποτε ήθελον επιχειρήσει δευτέραν ναυμαχίαν μετά την πρώτην εντελή καταστροφήν. Μη φοβηθήτε λοιπόν την τόλμην αυτών. Πολύ δε περισσότερον και αληθέστερον φόβον προξενείτε σεις εις εκείνους, είτε διότι τους ενικήσατε ήδη, είτε διότι νομίζουν ότι δεν ηθέλετε αντισταθή, εάν δεν εμέλλετε να πράξετε τι αντάξιον της προτέρας εξόχου νίκης. Διότι οι πλείστοι εχθροί, καθώς αυτοί, συνήθως επέρχονται έχοντες πεποίθησιν εις την δύναμίν των μάλλον παρά εις την αξίαν των οι δε αριθμητικώς πολύ υποδεέστεροι και συγχρόνως μη καταναγκαζόμενοι ανθίστανται, μεγάλην έχοντες την σταθερότητα του φρονήματος. Ταύτα αναλογιζόμενοι και ούτοι, μάλλον φοβούνται διά τους ολίγους πόρους τους οποίους έχομεν παρά εάν είχομεν ίσην με αυτούς δύναμιν. Ως γνωστόν, πολλοί μεγάλοι στρατοί ενικήθησαν υπό μικροτέρων διά την απειρίαν των, μερικοί δε και διά την ατολμίαν των· σήμερον ημείς ούτε απειρίαν έχομεν ούτε ατολμίαν. Τον αγώνα, όσον εξαρτάται από εμέ, δεν θα τον διεξαγάγω εντός του κόλπου ουδέ θα εισπλεύσω εις αυτόν. Διότι βλέπω ότι εναντίον αδεξίων αλλά πολλών πλοίων δεν συμφέρει εις τα έμπειρα και ευκίνητα πλοία η στενοχωρία. Εάν δεν βλέπη κανείς τους εχθρούς μακρόθεν, δεν δύναται ούτε να ορμήση καταλλήλως διά του εμβόλου ούτε εν ανάγκη να υποχωρήση πιεζόμενος· ελεύθεροι διέξοδοι και επιστροφαί δεν είναι δυναταί, καθότι ταύτα είναι έργα πλοίων δυναμένων να κινώνται ελευθέρως. Εν τοιαύτη περιπτώσει η ναυμαχία μεταβάλλεται εις πεζομαχίαν, εις δε το τοιούτον είδος της μάχης τα πλειότερα πλοία γίνονται χρησιμώτερα. Και περί μεν όλων τούτων εγώ θα λάβω πάσαν δυνατήν πρόνοιαν· σεις δε μένοντες εύτακτοι εις τας θέσεις σας εκτελείτε ταχέως τα παραγγέλματα, τόσω μάλλον όσω ο σταθμός των εχθρών είναι εις μικράν απόστασιν, και κατά την μάχην τηρείτε ευπείθειαν και σιωπήν, αι οποίαι είναι ωφέλιμοι εις όλα τα πολεμικά έργα, προ πάντων όμως εις τας ναυμαχίας. Φανήτε άξιοι των πρώτων κατορθωμάτων σας. Ο αγών είναι κρίσιμος διά σας· πρόκειται ή να αφαιρέσητε από τους Πελοποννησίους την εις το ναυτικόν ελπίδα, ή να καταστήσετε εις τους Αθηναίους πλησιέστερον τον φόβον ότι θα χάσουν την θαλασσοκρατορίαν. Σας υπενθυμίζω δε πάλιν ότι έχετε ήδη νικήσει τους περισσοτέρους εξ αυτών. Οι δε ηττημένοι άνθρωποι δεν δεικνύουν συνήθως εις τους αυτούς κινδύνους το αυτό θάρρος το οποίον έδειξαν πριν νικηθούν».

90. Τοιουτοτρόπως ο Φορμίων ενεθάρρυνε τους στρατιώτας του. Οι δε Πελοποννήσιοι, επειδή οι Αθηναίοι δεν εισήρχοντο εις τον κόλπον και εις τα στενά, ζητούντες να παρασύρουν αυτούς και μη θέλοντας άνοιξαν τα ιστία άμα εξημέρωσε και τάξαντες τα πλοία ανά τέσσαρα παρέπλεον κατά μήκος των παραλίων των εντός του κόλπου, με το δεξιόν κέρας προπορευόμενον και τηρούντες την τάξιν την οποίαν είχον ότε ηγκυροβόλησαν· εις τούτο το κέρας έταξαν τα είκοσι πλοία τα άριστα πλέοντα, όπως, εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο Φορμίων ήθελε νομίσει ότι έπλεον κατά της Ναυπάκτου και ήθελε σπεύσει προς βοήθειαν αυτής επαπειλουμένης, μη δυνηθούν οι Αθηναίοι να αποφύγουν την επίθεσιν των είκοσι πλοίων, τα οποία έπλεον έξω του δεξιού κέρατος, αλλά να περικυκλωθούν υπ' αυτών. Ο δε, τούθ' όπερ και εκείνοι περιέμενον, φοβηθείς περί της Ναυπάκτου, η οποία ήτον αφύλακτος άμα είδεν αυτούς πλέοντας προς τανοικτά, παρά την θέλησίν του και βιαστικά επιβιβάσας εις τα πλοία τους στρατιώτας έπλεε παρά την ξηράν, όπου το πεζικόν των Μεσσηνίων παρεπορεύετο ως επικουρικόν. Ιδόντες δε οι Πελοποννήσιοι ότι οι εχθροί παρέπλεον τεταγμένοι ανά έν πλοίον και ότι ήδη ευρίσκοντο εντός του κόλπου και πλησίον της ξηράς, όπως ήθελαν, έκαμον αίφνης και δι' ενός σημείου στροφήν επ' αριστερά και μετά πάσης ταχύτητος έπλεον κατά των Αθηναίων ελπίζοντες ότι ήθελον περικυκλώσει όλον τον εχθρικόν στόλον. Αλλά τα μεν ένδεκα πλοία, τα οποία προηγούντο, διαφεύγουν το κέρας των Πελοποννησίων και εξέρχονται εις μέρος ανοικτόν· φθάσαντες δε τα άλλα οι Πελοποννήσιοι τα ώθησαν εις την ξηράν φεύγοντα, τα κατέστρεψαν και εφόνευσαν όλους τους Αθηναίους, όσοι δεν ηδυνήθησαν να σωθούν κολυμβώντες, δέσαντες δέ τινα πλοία κενά τα ερρυμούλκουν, εν δε μεταξύ αυτών το είχον συλλάβει ήδη μεθ' όλου του πληρώματος. Αλλ' οι Μεσσήνιοι, οίτινες παραπορευόμενοι την παραθαλασσίαν είχον σπεύσει εις βοήθειαν, εισήλθαν ένοπλοι εις την θάλασσαν, και αναβάντες εις τα ρυμουλκούμενα εκείνα πλοία επολέμησαν από των καταστρωμάτων και τα απέσπασαν από τον εχθρόν, ενώ τα έσυρον ήδη.

91. Εις τούτο λοιπόν το μέρος οι Πελοποννήσιοι ενίκησαν και κατέστρεψαν τα Αττικά πλοία· αλλά τα είκοσι πλοία των του δεξιού κέρατος κατεδίωκον τα ένδεκα πλοία των Αθηναίων τα οποία είχον διαφύγει την περικύκλωσιν και εξήλθον εις μέρος ευρύχωρον. Ταύτα, εκτός ενός, κατορθούν να καταφύγουν εις Ναύπακτον και αγκυροβολήσαντα πλησίον του ναού του Απόλλωνος στρέφουν τας πρώρας των προς τα εκτός και ετοιμάζονται να υπερασπίσουν εαυτά, εάν οι Πελοποννήσιοι επήρχοντο να τα καταδιώξουν μέχρι της παραλίας. Εκείνοι δε έφθασαν αργότερα, και έπλεον ψάλλοντες τον παιάνα, ως αν είχον ήδη νικήσει, και την μίαν ναυν των Αθηναίων, την μείνασαν οπίσω, κατεδίωκε μία ναυς Λευκαδία πολύ των άλλων προηγουμένη. Ολίγον μακράν από της παραλίας ευρίσκετο φορτηγόν πλοίον ηγκυροβολημένον, περί το οποίον στραφέν το αθηναϊκόν πλοίον αφού επλησίασε την διώκουσαν Λευκαδίαν ναυν κτυπά αυτήν εις το μέσον και την καταβυθίζει. Και οι μεν Πελοποννήσιοι ιδόντες το απροσδόκητον και παράδοξον εκείνο γεγονός κατελήφθησαν υπό τρόμου· και αμέσως τινές εξ αυτών, ατάκτως διώκοντες διά την πεποίθησιν, την οποίαν είχον περί της νίκης, ταπεινώσαντες τας κώπας των εσταμάτησαν τον πλουν θέλοντες να περιμείνουν τους άλλους, πράξις η οποία είναι επικίνδυνος απέναντι εχθρού τοσούτον πλησίον ευρισκομένου· άλλα δε πλοία εξώκειλαν εις υφάλους, ένεκεν αγνοίας του μέρους.

92. Οι δε Αθηναίοι ιδόντες τα γενόμενα ταύτα ανέκτησαν το θάρρος των και εις έν πρόσταγμα ώρμησαν κατά των εχθρών μετά μεγάλων κραυγών. Οι δε Πελοποννήσιοι, ένεκα των σφαλμάτων, εις τα οποία είχον υποπέσει και της αταξίας, εις την οποίαν ευρίσκοντο βραχείαν αντέταξαν αντίστασιν και έπειτα ετράπησαν προς τον Πάνορμον, από του οποίου είχον αναχωρήσει. Καταδιώκοντες δε οι Αθηναίοι και έξ πλοία τα εγγύτερον αυτών ευρισκόμενα εκυρίευσαν και επανέκτησαν εκείνα, τα οποία τοις ανήκον και τα οποία οι Πελοποννήσιοι κατά την έναρξιν της μάχης βλάψαντες πλησίον της ξηράς έσυρον κατόπιν των· εκ των ανδρών δε άλλους μεν εφόνευσαν, μερικούς δε συνέλαβον ζώντας. Επί δε του Λευκαδίου πλοίου, το οποίον κατεβυθίσθη πλησίον του φορτηγού πλοίου, πλέων ο Τιμοκράτης ο Λακεδαιμόνιος, άμα κατεστράφη το πλοίον, εσφάγη μόνος του και το πτώμα του ερρίφθη υπό των κυμάτων εις τον λιμένα των Ναυπακτίων. Αναχωρήσαντες δε οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον εις το μέρος, εκ του οποίου ορμήσαντες ενίκησαν, και τους νεκρούς και τα ναυάγια όσα ήσαν προς το μέρος των εσύναξαν και απέδωκαν τα των εχθρών διά συνθήκης. Έστησαν δε και οι Πελοποννήσιοι τρόπαιον ως τρέψαντες εις φυγήν τα πλοία, τα οποία συνέτριψαν πλησίον της ξηράς· και το πλοίον το οποίον είχαν κυριεύσει το ανέθεσαν επί του Ρίου του Αχαϊκού παρά το τρόπαιον. Μετά ταύτα, φοβούμενοι την εξ Αθηνών βοήθειαν, εισέπλευσαν διά νυκτός εις τον Κρισαίον κόλπον και την Κόρινθον πάντες πλην των Λευκαδίων. Οι δε Αθηναίοι, οίτινες ήρχοντο εκ Κρήτης μετά των είκοσι πλοίων και οίτινες ώφειλον να ενωθώσι μετά του Φορμίωνος προ της ναυμαχίας, έφθασαν εις Ναύπακτον ολίγον μετά την αναχώρησιν των εχθρικών πλοίων. Και το θέρος ετελείωσεν.

93. Πριν δε διαλύσουν το εις την Κόρινθον και τον Κρισαίον κόλπον αναχωρήσαν ναυτικόν, ο Κνήμος και ο Βρασίδας και οι άλλοι άρχοντες των Πελοποννησίων ηθέλησαν κατά την αρχήν του χειμώνος παρακινούμενοι υπό των Μεγαρέων να κάμουν απόπειράν τινα κατά του Πειραιώς, του λιμένος των Αθηναίων· ήτο δε αφύλακτος και άκλειστος, και τούτο δεν είναι άξιον απορίας ένεκα της μεγάλης υπεροχής των Αθηναίων επί της θαλάσσης. Απεφασίσθη λοιπόν να λάβη έκαστος στρατιώτης την κώπην και το λωρίον αυτής και το μαξιλάριον, να μεταβή διά ξηράς εκ της Κορίνθου εις την προς τας Αθήνας θάλασσαν, και αφού φθάσουν ταχέως εις Μέγαρα να σύρουν εις την θάλασσαν εκ της Νισαίας, νεωρίου των Μεγαρέων, τεσσαράκοντα πλοία, τα οποία έτυχον υπάρχοντα εκεί, και να πλεύσουν ευθύς κατά του Πειραιώς· διότι ούτε ναυτικόν υπήρχεν εις τον λιμένα τούτον προφυλάσσον ούτε πρόβλεψις καμμία (των Αθηναίων) ότι οι εχθροί ήθελον επέλθει ποτέ τοσούτον απροσδοκήτως· οι Αθηναίοι ποτέ δεν υπέθετον ότι ήτο δυνατόν να γίνη τοιαύτη προφανής και προμελετημένη επίθεσις, και εάν το υπέθετον, δεν επίστευαν όμως ότι δεν ήθελον το προΐδει. Αφού λοιπόν απεφασίσθη να εκτελεσθή το σχέδιον αυτό, οι Πελοποννήσιοι ήρχισαν αμέσως την πορείαν· φθάσαντες δε διά νυκτός και σύραντες εις την θαλασσαν εκ της Νισαίας τα πλοία έπλευσαν ουχί πλέον κατά του Πειραιώς, καθώς διενοούντο, είτε διότι εφοβήθησαν, είτε διότι, ως λέγεται, ημπόδισεν αυτούς ο άνεμος, αλλά προς το ακρωτήριον της Σαλαμίνος, το βλέπον προς τα Μέγαρα· εκεί υπήρχε φρούριον και φρουρά εκ τριών πλοίων όπως μήτε εισέρχεταί τις εις Μέγαρα μήτε εξέρχεται. Προσέβαλον το φρούριον, έλαβον τα πλοία κενά και επιπεσόντες απροσδοκήτως επί της λοιπής Σαλαμίνος ελεηλάτουν αυτήν.

94. Εν τούτοις πυρά υψώθησαν αναγγέλλοντα εις τας Αθήνας τον ερχομόν των εχθρών. Καθ' όλον το διάστημα του παρόντος πολέμου δεν ησθάνθησαν μεγαλυτέραν κατάπληξιν. Οι μεν εντός της πόλεως ευρισκόμενοι ενόμιζον ότι εισέπλευσαν ήδη οι πολέμιοι εις τον Πειραιά, οι δε εν Πειραιεί ενόμιζον ότι ούτοι εκυρίευσαν ήδη την Σαλαμίνα και ότι από στιγμής εις στιγμήν ήθελαν παρουσιασθή εις τον λιμένα· τούτο δε ευκολώτατα θα εγίνετο, εάν οι εχθροί δεν εκυριεύοντο υπό φόβου και δεν ημπόδιζεν αυτούς ο άνεμος. Άμα δε τη ημέρα καταβάντες οι Αθηναίοι πανδημεί εις τον Πειραιά έσυραν εις την θάλασσαν πλοία τινα και εισελθόντες μετά σπουδής και πολλού θορύβου εις αυτά έπλεον προς την Σαλαμίνα αφήσαντες το πεζικόν να φυλάττη τον Πειραιά. Οι δε Πελοποννήσιοι ειδοποιηθέντες περί του ερχομού των κατέστρεψαν τα πλείστα μέρη της Σαλαμίνος και απέπλευσαν ταχέως προς την Νίσαιαν λαβόντες αιχμαλώτους και λάφυρα και τρία πλοία εκ του Βουδόρου του φρουρίου· πρέπει δε να είπωμεν ότι τα πλοία εκείνα ενέβαλον αυτούς εις ανησυχίαν, καθότι μείναντα επί πολύν χρόνον εις την ξηράν είχον ξηρανθή και ανοίξει εις πολλά μέρη. Φθάσαντες δε εις τα Μέγαρα ανεχώρησαν πάλιν πεζή εις την Κόρινθον· οι δε Αθηναίοι μη προφθάσαντες αυτούς εις την Σαλαμίνα απέπλευσαν και αυτοί· έκτοτε όμως εφύλαττον προσεκτικώτερον τον Πειραιά, κλείοντες τους λιμένας και λαμβάνοντες όλας τας αναγκαίας προφυλάξεις.

95. Περί την αυτήν εποχήν κατά τας αρχάς του χειμώνος εκείνου ο βασιλεύς των Θρακών, ο Οδρύσης Σιτάλκης ο Τήρου, εστράτευσε κατά του βασιλέως της Μακεδονίας Περδίκκου του Αλεξάνδρου και κατά των εν τη Θράκη Χαλκιδέων. Επρόκειτο περί δύο υποσχέσεων εκ των οποίων την μίαν μεν ήθελε να την επιβάλη, την άλλην δε να την εκτελέση ο ίδιος. Ο Περδίκκας επιθυμών να τον συμφιλιώση ο βασιλεύς ούτος με τους Αθηναίους, οι οποίοι κατ' αρχάς τον επίεζον διά πολέμου, και να μη επαναφέρη εις τον θρόνον της Μακεδονίας τον αδελφόν του Φίλιππον, ο οποίος ήτον εχθρός του, έδωκε προς αυτόν υποσχέσεις τας οποίας δεν εξετέλεσεν· ο δε Σιτάλκης αφ' ετέρου είχεν υποσχεθή εις τους Αθηναίους, ότε συνεμάχησε μετ' αυτών, να καταπαύση τον επί της Θράκης Χαλκιδικόν πόλεμον. Δι' αυτάς λοιπόν τας δύο αιτίας επεχείρει την εκστρατείαν εκείνην φέρων μεθ' εαυτού και τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν διά να τον καταστήση βασιλέα της Μακεδονίας και τους πρέσβεις των Αθηναίων, οίτινες έτυχον παρόντες διά την υπόθεσιν ταύτην, και τον Άγνωνα ως στρατηγόν· διότι οι Αθηναίοι εχρεώστουν να έλθουν κατά των Χαλκιδέων μετά πλοίων και πολλού στρατού.

96. Αναχωρήσας εκ των Οδρυσών ο Σιτάλκης εκάλεσε πρώτον εις τα όπλα τους εντός του όρους Αίμου και της Ροδόπης Θράκας, επί των οποίων εβασίλευε μέχρι του Ευξείνου πόντου και του Ελλησπόντου, έπειτα τους πέραν του Αίμου Γέτας και τους κατοικούντας εις τα άλλα μέρη εντός του Ίστρου ποταμού και μάλλον γειτονεύοντας προς την θάλασσαν του Ευξείνου πόντου· είναι δε οι Γέται και οι άλλοι λαοί των χωρών τούτων γείτονες με τους Σκύθας, όλοι ιπποτοξόται, και έχουν τον αυτόν οπλισμόν. Ο Σιτάλκης προσεκάλεσεν επίσης και πολλούς εκ των αυτονόμων και μαχαιροφόρων ορεινών Θρακών, οίτινες λέγονται Δίοι και κατοικούν οι περισσότεροι εις το όρος της Ροδόπης· και άλλοι μεν επείσθησαν με μισθόν, άλλοι δε παρηκολούθησαν ως εθελονταί. Διήγειρεν ωσαύτως και τους Αγριάνας και τους Λαιαίους και όσα άλλα έθνη Παιονικά εκυβέρνα· και αυτοί ήσαν οι έσχατοι λαοί της κυριαρχίας του, η οποία, εξετείνετο μέχρι των Γρααίων και των Λαιαίων της Παιονίας και μέχρι του Στρυμόνος ποταμού. Ούτος δε ο ποταμός εκ του Σκόμβρου όρους ρέει διά των Γρααίων και των Λαιαίων και σχηματίζει τα όρια του προς το μέρος της Παιονίας βασιλείου των Οδρυσών· πέραν δε τούτου οι Παίονες είναι αυτόνομοι. Προς το μέρος των Τριβαλλών, αυτονόμων και τούτων, οι τελευταίοι υπήκοοι των Οδρυσών ήσαν οι Τρήρες και οι Τιλαταίοι· κατοικούν δε ούτοι προς βορράν του Σκόμβρου όρους και εκτείνονται προς δυσμάς μέχρι του Οσκίου ποταμού, ο οποίος ρέει εκ του αυτού όρους αφ' όπου ρέουν και ο Νέστος και ο Έβρος. Το δε όρος τούτο είναι έρημον και μέγα και συνέχεται με την Ροδόπην.

97. Το δε βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς το μέρος μεν της θαλάσσης από της πόλεως των Αβδήρων μέχρι του στομίου του Ίστρου εις τον Εύξεινον πόντον· την παραλίαν ταύτην πλοίον εμπορικόν, λαμβάνον την συντομωτέραν διεύθυνσιν, δύναται να διέλθη εντός τεσσάρων ημερών και ίσων νυκτών, εάν ο άνεμος πνέη πάντοτε κατά πρύμναν, την δε συντομωτέραν μεταξύ Αβδήρων και Ίστρου κατά ξηράν οδόν ανήρ εύζωνος δύναται να διατρέξη εις ένδεκα ημέρας. Η έκτασις του βασιλείου τοιαύτη ήτο προς την θάλασσαν· προς την ήπειρον δε, από του Βυζαντίου μέχρι των Λαιαίων και του Στρυμόνος ποταμού (διότι προς την διεύθυνσιν ταύτην είναι η πλατυτέρα έκτασις του βασιλείου από της θαλάσσης μέχρι των μεσογείων) δύναται να διέλθη το διάστημα ανήρ εύζωνος εις δεκατρείς ημέρας. Ο φόρος ο οποίος ετάχθη διά τας βαρβαρικάς πόλεις και τας ελληνίδας επί Σεύθου (ο οποίος διαδεχθείς τον Σιτάλκην είχεν αυξήσει αυτόν) ανήρχετο μέχρι τετρακοσίων ταλάντων εις άργυρον και χρυσόν νομισματικόν· και δώρα όμως όχι μικρότερα της ποσότητος ταύτης εδίδοντο χρυσά και αργυρά, χωρίς να μνημονεύσωμεν τα υφαντά και τα πρόβατα και τα άλλα διάφορα είδη, τα οποία προσέφερον όχι μόνον προς τον βασιλέα, αλλά και εις τους δυνατούς και τους ευγενείς μεταξύ των Οδρυσών. Μεταξύ των Οδρυσών, όπως και μεταξύ των άλλων Θρακών, επικρατεί συνήθεια όλως αντίθετος της των Περσών βασιλέων· μάλλον να λαμβάνουν παρά να δίδουν· νομίζουν αισχρότερον να μη λαμβάνουν οσάκις ζητούν κάτι παρά να ζητούν οσάκις δεν λαμβάνουν· αλλ' ένεκα της μεγάλης δυνάμεως των οι Οδρύσαι έκαμαν κατάχρησιν του εθίμου τούτου, διότι ήτο αδύνατον να επιτύχη κανείς τίποτε, εάν δεν έδιδε δώρα. Τούτου δε ένεκα το βασίλειον εκείνο απέκτησε μεγάλην ισχύν. Εξ όλων των εν τη Ευρώπη βασιλείων, όσα υπάρχουν μεταξύ του Ιονίου κόλπου και του Ευξείνου πόντου το βασίλειον εκείνο υπήρξεν αξιολογώτατον διά τας χρηματικάς προσόδους και την άλλην ευτυχίαν. Κατά την στρατιωτικήν όμως δύναμιν και τον αριθμόν των μαχητών οι Οδρύσαι είναι πολύ κατώτεροι των Σκυθών, με τους οποίους ουδέν έθνος δύναται να παραβληθή, όχι μόνον εν τη Ευρώπη, αλλά και εν αυτή τη Ασία, όπου δεν ευρίσκεται ουδέ έν δυνάμενον να αντισταθή εναντίον όλων των Σκυθών ηνωμένων. Όχι μόνον δε τούτο, αλλά και κατά την κρίσιν και την εκ πείρας επιτηδειότητα διά τας πολιτικάς υποθέσεις ουδείς λαός εξισούται προς αυτούς.

98. Ο Σιτάλκης λοιπόν βασιλεύων επί τοσαύτηw χώρας παρεσκευάζετο προς πόλεμον. Και αφού ητοιμάσθησαν τα πάντα αναχωρήσας επροχώρει εναντίον της Μακεδονίας πρώτον μεν διά των υπό την κυριαρχίαν του πόλεων, έπειτα διά του ερήμου όρους Κερκίνης το οποίον είναι μεθόριον μεταξύ Σιντών και Παιόνων. Διήλθε δε αυτό διά της οδού, την οποίαν αυτός προηγουμένως είχεν ανοίξει κόψας τα δάση, ότε εξεστράτευσε κατά των Παιόνων. Εξελθόντες των Οδρυσών και διερχόμενοι το όρος δεξιά μεν είχον τους Παίονας, αριστερά δε τους Σιντούς και τους Μαίδους. Διελθόντες δε αυτό έφθασαν εις Δόβηρον την Παιονικήν. Ενώ εξετέλει την πορείαν αυτήν, ο στρατός του ουδόλως ηλαττώθη εκτός εξ αιτίας μερικών ασθενειών σποραδικών, αλλά μάλλον ηυξήθη. Διότι πολλοί των αυτονόμων Θρακών ηκολούθουν απρόσκλητοι με την ελπίδα διαρπαγής, ώστε το όλον του στρατού συνεποσώθη, ως λέγεται, εις όχι ολιγώτερον των εκατόν πεντήκοντα χιλιάδων ανδρών· εκ τούτων οι μεν περισσότεροι ήσαν πεζοί, μόλις δε το τρίτον εξ αυτών ιππείς. Τούτου δε του ιππικού το πλείστον μέρος ήσαν Οδρύσαι και μετ' αυτούς Γέται. Μεταξύ των πεζών εξησκημένοι περισσότερο, εις τον πόλεμον ήσαν οι εκ της Ροδόπης καταβάντες αυτόνομοι μαχαιροφόροι· ηκολούθει δε το άλλο ανάμικτον πλήθος στρατού, φοβερώτατον διά το πολυάριθμον αυτού.

99. Συνηθροίζοντο λοιπόν εν Δοβήρω και παρεσκευάζοντο όπως εκ του ύψους εκείνου εισβάλουν εις την κάτω Μακεδονίαν, επί της οποίας εβασίλευεν ο Περδίκκας. Οι Λυγκησταί και οι Ελιμιώται και τα άλλα πλέον μεσόγεια έθνη είναι μεν σύμμαχα των Μακεδόνων και υποτελή, έκαστον όμως αυτών έχει ιδικόν του βασιλέα. Την δε σημερινήν παρά την θάλασσαν Μακεδονίαν κατέκτησαν πρώτον ο Αλέξανδρος ο πατήρ του Περδίκκου και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι εξ Άργους καταγόμενοι, οι οποίοι εβασίλευσαν επ' αυτής, αφού ενίκησαν και έδιωξαν από μεν την Πιερίαν τους Πίερας, οίτινες ύστερον κατώκησαν τον Φάγρητα και τα άλλα χωρία υπό το Πάγγαιον όρος πέραν του Στρυμόνος ποταμού (μέχρι δε της σήμερον καλείται Πιερικός κόλπος η υπό το Πάγγαιον παραλία), από δε την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους, οίτινες σήμερον συνορεύουν με τους Χαλκιδείς· της δε Παιονίας κατέκτησαν στενόν τι μέρος πλησίον του Αξίου ποταμού εκτεινόμενον εκ των εσωτέρων της χώρας μέχρι της Πέλλης και της θαλάσσης, και πέραν του Αξίου μέχρι του Στρυμόνος, εκδιώξαντες τους Ηδώνας απέκτησαν την καλουμένην Μυγδονίαν. Έδιωξαν δε και τους Εορδούς εκ της σήμερον καλουμένης Εορδίας, εκ των οποίων οι μεν πολλοί κατεστράφησαν, ολίγιστοι δε κατώκησαν πλησίον της Φύσκας, και από την Αμωλπίαν έδιωξαν τους Αμώλπας. Καθυπέταξαν δε οι Μακεδόνες ούτοι και τα άλλα έθνη, τα οποία έχουν μέχρι σήμερον, ήτοι τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν και μέγα μέρος της κυρίως ονομαζομένης Μακεδονίας. Όλα δε ταύτα ονομάζονται Μακεδονία και ο Περδίκκας ο υιός του Αλεξάνδρου ήτο βασιλεύς αυτών ότε εισέβαλεν ο Σιτάλκης.

100. Οι Μακεδόνες ούτοι μη δυνάμενοι να αντισταθούν εναντίον τόσου στρατού απεσύρθησαν εις τα δυσπρόσιτα μέρη και εις τα ωχυρωμένα. Ήσαν δε αυτά όχι πολλά, αλλ' ύστερον Αρχέλαος ο υιός του Περδίκκου γενόμενος βασιλεύς και τα σήμερον ευρισκόμενα ωκοδόμησε και οδούς ευθείας διεχάραξε και κατά τα άλλα εστόλισε την πόλιν και εκανόνισε την στρατιωτικήν υπηρεσίαν συναθροίσας ίππους, όπλα και παντός είδους εφόδια περισσότερα παρ' όσα είχον και οι οκτώ βασιλείς ομού οι προ αυτού βασιλεύσαντες. Ο δε στρατός των Θρακών εκ της Δοβήρου εισέβαλε πρώτον μεν εις το αρχαίον βασίλειον του Φιλίππου και εκυρίευσε διά της βίας την Ειδομένην και διά συνθήκης την Γορτυνίαν και την Αταλάντην και τας άλλας πόλεις, αίτινες υπετάγησαν ένεκα φιλίας προς τον Αμύνταν τον υιόν του Φιλίππου, ο οποίος ευρίσκετο παρών (εις το στράτευμα). Επολιόρκησαν επίσης την Ευρώπην, αλλά δεν ηδυνήθησαν να την κυριεύσουν. Έπειτα δε επροχώρησαν και εις την άλλην Μεκεδονίαν την προς τα αριστερά της Πέλλης και της Κύρρου, δεν έφθασαν όμως μέχρι της Βοττιαίας και της Πιερίας, αλλ' ελεηλάτησαν την Μυγδονίαν, την Γρηστωνίαν και τον Ανθεμούντα. Οι δε Μακεδόνες διά μεν του πεζικού ουδ' εσκέφθησαν να αντισταθώσιν, αλλ' εζήτησαν ιππικόν από τους πλέον εσώτερον κατοικούντας συμμάχους, και μολονότι ήσαν ολίγοι εναντίον πολλών προσέβαλλον εν τούτοις τον στρατόν των Θρακών, όπου ενόμιζον αναγκαίον. Και, όπου μεν επετίθεντο, ουδείς ηδύνατο να αντικρούση ιππείς δεινούς και θωρακισμένους, περικυκλούμενοι όμως υπό πλήθους πολύ ανωτέρου διέτρεχον ενίοτε τον έσχατον κίνδυνον ώστε επί τέλους ησύχασαν μη νομίζοντες ότι είναι ικανοί να πολεμούν εναντίον δυνάμεων λίαν δυσαναλόγων.

101. Εν τούτοις ο Σιτάλκης ανεκοίνωσεν εις τον Περδίκκαν τους λόγους της εκστρατείας του, και επειδή οι Αθηναίοι δεν ήλθον μετά των πλοίων των, μη πιστεύοντες εις την άφιξίν του, αλλά περιωρίσθησαν να τω πέμψουν δώρα και πρέσβεις, έπεμψε μέρος του στρατού του κατά των Χαλκιδέων και των Βοττιαίων και αναγκάσας αυτούς να κλεισθούν εις τα τείχη των ελεηλάτει την χώραν. Ενώ δε αυτός εστρατοπέδευεν εις τα μέρη εκείνα, οι προς νότον κατοικούντες Θεσσαλοί και οι Μαγνήτες και οι άλλοι υπήκοοι των Θεσσαλών και οι μέχρι των Θερμοπυλών Έλληνες εφοβήθησαν μη και κατ' αυτών προχωρήση ο στρατός και ήρχισαν να παρασκευάζωνται. Εφοβήθησαν και οι πέραν του Στρυμόνος προς βορράν Θράκες όσοι είχον πεδιάδας, δηλαδή οι Παναίοι, οι Οδόμαντοι, οι Δρώοι και οι Δερσαίοι· όλοι δε αυτοί είναι αυτόνομοι. Διεδόθη δε φήμη μεταξύ των Ελλήνων των εχθρικώς διακειμένων προς τους Αθηναίους ότι ο στρατός εκείνος ήθελε προχωρήσει και κατ' αυτών δυνάμει της συμμαχίας, την οποίαν είχε συνάψει μετά των Αθηναίων. Ο Σιτάλκης αναστείλας την πορείαν του κατέστρεφε την Χαλκιδικήν, την Βοττικήν και την Μακεδονίαν. Αλλ' επειδή ουδέν κατώρθωνεν εξ όσων είχε κατά νουν ότε εισέβαλεν, ο δε στρατός αυτού εστερείτο τροφίμων και εταλαιπωρείτο ένεκα του χειμώνος, καταπείθεται υπό του ανεψιού του Σεύθου του Σπαρτάκου, ο οποίος έπειτα απ' αυτόν ήτο ισχυρότατος, να αναχωρήση ταχέως. Τον δε Σεύθην ηγόρασε κρυφίως ο Περδίκκας υποσχεθείς να του δώση την αδελφήν του εις γάμον και πολλά χρήματα. Και ο μεν Σιτάλκης επείσθη, και μετά τριάκοντα ημερών εκστρατείαν, εκ των οποίων τας οκτώ διήλθεν εις τους Χαλκιδείς, ανεχώρησε ταχέως μετά του στρατού εις την πατρίδα του· ύστερον δε ο Περδίκκας έδωκεν εις τον Σεύθην την αδελφήν του, ως υπεσχέθη. Τοιαύτη απέβη η εκστρατεία του Σιτάλκου.

102. Οι δε εν Ναυπάκτω Αθηναίοι κατά τον αυτόν χειμώνα, αφού διελύθη το ναυτικόν των Πελοποννησίων, εξεστράτευσαν υπό την οδηγίαν του Φορμίωνος. Παραπλεύσαντες δε μέχρι της Αστάκου και αποβιβασθέντες εις το μέρος τούτο εισεχώρησαν εις τα μεσόγεια της Ακαρνανίας μετά τετρακοσίων οπλιτών Αθηναίων, οι οποίοι είχον εξέλθη από τα πλοία και τετρακοσίων Μεσσηνίων έδιωξαν εκ του Στράτου και των Κορόντων και των άλλων πόλεων όσους ενόμιζον ότι δεν ήσαν πιστοί· αποκατέστησαν δε εις τα Κόροντα τον Κύνητα τον υιόν του Θεολύτου και επέστρεψαν πάλιν εις τα πλοία, διότι δεν ενόμιζαν ότι ήτο δυνατόν να προσβάλουν εν καιρώ χειμώνος τους Οινιάδας, οι οποίοι μόνοι μεταξύ των Ακαρνάνων ήσαν αιώνιοι εχθροί των Αθηναίων. Ο Αχελώος ποταμός, ρέων εκ του όρους Πίνδου διά της Δολοπίας και των Αγραίων και των Αμφιλόχων και διά του Ακαρνανικού πεδίου, βρέχει τα τείχη της πόλεως Στράτου, εισβάλλει εις την θάλασσαν πλησίον των Οινιαδών και σχηματίζων λίμνην γύρωθεν της πόλεως των καθίστα αυτήν απρόσιτον ένεκα του πολλού ύδατος εις τον επερχόμενον στρατόν εν καιρώ χειμώνος. Και αι πλείσται δε των Εχινάδων νήσων κείνται καταντικρύ των Οινιαδών, πλησίον εις τας εκβολάς του Αχελώου, ώστε μέγας ων ο ποταμός επιπροσθέτει πάντοτε χώματα και μερικάς εκ των νήσων τούτων μετέβαλεν εις ηπείρους, και δύναται τις να συμπεράνη ότι όχι μετά πολύν καιρόν όλαι θέλουν πάθει το αυτό. Το ρεύμα του ποταμού είναι μέγα και πολύ και θολερόν, αι δε νήσοι πολύ πυκνά κείμεναι μεταξύ των χρησιμεύουν προς αλλήλας ως σύνδεσμοι ώστε να σταματούν τα χώματα· διασταυρούμεναι και μη ευρισκόμεναι κατά σειράν δεν αφήνουν τα ύδατα να ρέουν κατ' ευθείαν προς το πέλαγος. Είναι δε μικραί και έρημοι. Λέγουν δε ότι ο Αλκμέων ο υιός του Αμφιαράου πλανώμενος μετά τον θάνατον της μητρός του έλαβε χρησμόν παρά του Απόλλωνος να κατοικήση εις την γην εκείνην, διότι είπεν ο θεός ότι δεν θα ελυτρούτο από τους φόβους του, εάν δεν εύρισκε διά κατοικίαν μέρος τι το οποίον, ότε εφόνευσε την μητέρα, ούτε υπό του ηλίου εβλέπετο ούτε απετέλει μέρος της γης, της οποίας όλον το άλλο μέρος είχε μιάνει διά του εγκλήματος του. Ο Αλκμέων απορών, ως λέγουν, ενόησε τέλος ότι πρόκειται περί των προσχώσεων του Αχελώου, και εσκέφθη ότι, αφ' ότου εφόνευσε την μητέρα του και επλανήθη τόσον καιρόν, η γη εκείνη έγινεν αρκετά στερεά, όπως του χρησιμεύση διά κατοικίαν. Αποκατασταθείς λοιπόν εις τους τόπους τους πλησίον των Οινιαδών εβασίλευσεν εκεί και έδωκεν εις την χώραν το όνομα του υιού του Ακαρνάνος. Τοιαύτη η παράδοσις την οποίαν παρελάβομεν περί του Αλκμέωνος.

103. Οι Αθηναίοι και ο Φορμίων αναχωρήσαντες εκ της Ακαρνανίας και φθάσαντες εις Ναύπακτον επέστρεψαν εις τας Αθήνας εις την αρχήν της ανοίξεως, φέροντες μαζί των όλους τους ελευθέρους μαχητάς, όσοι ηχμαλωτεύθησαν εις τας ναυμαχίας και τους οποίους και έκαμαν ανταλλαγήν άνδρα προς άνδρα, και τα πλοία τα οποία είχαν κυριεύσει. Τοιουτοτρόπως δε ετελείωσε και ο χειμών ούτος και το τρίτον έτος του πολέμου αυτού, τον οποίον συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ, προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα πού επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Πελοποννησιακός πόλεμος είναι η θαυμασία ιστορία του εμφυλίου μακρού πολέμου των Ελλήνων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν η ανεπανόρθωτος εξασθένισις της Ελλάδος. Ανατρέχων εις τα απώτατα αίτια ο Θουκυδίδης εξηγεί τα της αναπτύξεως του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων, περιγράφει την σύστασιν και την ζωήν των καθέκαστα πολιτειών, παρέχει δε συγχρόνως ούτως αρτίαν εικόνα της εθνικής των Ελλήνων ζωής.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ

ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια ΟΕ

ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686. 654.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10

1) Αρχαίος ιστορικός, γεννηθείς εν Λέσβω. Καταριθμείται μεταξύ των λογογράφων και είναι προγενέστερος του Ηροδότου. Η περί ης ο λόγος ιστορία των Αθηνών, Ατθίς επιγραφομένη, ήτο διηρημένη εις τέσσαρα μέρη και ανήρχετο μέχρι των μυθικών χρόνων.

2) Των Ευμενίδων ή Ερινύων των οποίων ο βωμός ευρίσκετο εις τους πρόποδας της ακροπόλεως.

3) Τρίτον έτος του πολέμου, 429 π. Χ.

4) Η επιτολή του Αρκτούρου γίνεται ολίγον προ της φθινοπωρινής ισημερίας ήτοι από της 5 μέχρι της 8 Σεπτεμβρίου.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library