ART

 

.

ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΘΕΙΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΘΕΙΣΑ ΥΠ' ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
ΤΟΜΟΣ Γ'.

«Καλλίστην παιδείαν ηγητέον προς αληθινόν βίον
την εκ της πραγματικής ιστορίας περιγιγνομένην εμ-
πειρίαν· μόνη γαρ αύτη χωρίς βλάβης από παντός
καιρού και περιστάσεως κριτάς αληθινούς αποτελεί
του βελτίονος.»
Εκ των του ΠΟΛΥΒΙΟΥ.

ΕΚΔΟΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΣΛΑΝΗΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ «ΩΡΑΣ»

1888

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΠΙΝΑΞ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ'.

Θάνατος του Δράμαλη και τελευταία παθήματα των εν τη Κορινθία απομειναρίων του υπ' αυτόν στρατού. — Πολιτική κατάστασις της Ελλάδος και της Τουρκίας. — Στάσις των γενιτσάρων και πτώσις του Χαλέτ-εφέντη και των ομοφρόνων του. — Τα περί του τουρκοπερσικού πολέμου. — Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας και η περί αυτών γνώμη των άλλων αυλών. — Διάθεσις των εις Βερώνην συνελθόντων προς την Ελλάδα και την Τουρκίαν και αποστολή προς αυτούς και τον Πάπαν ελληνικής πρεσβείας. — Μεταβολή επί το ευμενέστερον της αγγλικής πολιτικής, υπουργήσαντος του Γεωργίου Κάννιγγος, και πολιτική των άλλων αυλών. — Επιθεώρησις της πρώτης κυβερνητικής περιόδου . . 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΒ'.

Συγκρότησις της δευτέρας των Ελλήνων εθνικής συνελεύσεως. — Μετάβασις του νέου βουλευτικού εις Τριπολιτσάν — Νέαι διαιρέσεις. — Έκπλους του οθωμανικού στόλου. — Κατορθώματα των Ψαριανών κατά την μικράν Ασίαν. — Εισβολή εις την Ανατολικήν Ελλάδα υπό τον Ισούφπασαν Μπερκόφτσαλην. — Καταστροφή του κατά την Εύβοιαν και καθ' όλην την Θετταλομαγνησίαν ελληνικού αγώνος . . 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ'.

Μετάβασις των μελών του νομοτελεστικού, των μεν εις Σαλαμίνα των δε εις Πάτρας. — Τα περί προεδρίας του βουλευτικού και μετάβασις αυτού εις Σαλαμίνα. — Εισδρομή των εχθρών εις Αττικήν και αναχώρησις αυτών. — Επάνοδος του νομοτελεστικού και του βουλευτικού εις Πελοπόννησον . . 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ'.

Εκστρατεία υπό τον πασάν της Σκόδρας Μουσταήν εις Δυτικήν Ελλάδα. — Άφιξις Κωνσταντίνου Μεταξά εις Μεσολόγγι ως γενικού επάρχου. — Κατάστασις της Δυτικής Ελλάδος και τα περί συνοικισμού Σουλιωτών εν Ζαπαντίω. — Ο Μάρκος Μπότσαρης σχίζει το δίπλωμα της στρατηγίας του. — Απόβασις εχθρών εις Γαλατάν και αποτυχία αυτών. — Εφόρμησις νυκτερινή Σουλιωτών εις το εν Καρπενησίου εχθρικόν στρατόπεδον και θάνατος Μάρκου Μπότσαρη. — Μάχη Καλιακούδας και θάνατος Ζηγούρη Τσαβέλλα και Νικολού Κοντογιάννη. — Πολιορκία Ανατολικού και λύσις αυτής. — Άφιξις Μαυροκορδάτου εις Μεσολόγγι ως γενικού διευθυντού. — Παράδοσις Κορίνθου. Εκστρατεία εις Εύβοιαν υπό τον Οδυσσέα . . 44

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ'.

Στρατόπεδον Πατρών — Ρήξις νομοτελεστικού και βουλευτικού. — Καθαίρεσις του υπουργού Περούκα και του νομοτελεστού Μεταξά. — Εμφύλιοι ταραχαί και συγκρούσεις. — Το βουλευτήριον πατείται υπό στρατιωτικής δυνάμεως εν Άργει και οι βουλευταί μεταβαίνουν εις Κρανίδι. — Νέον νομοτελεστικόν. — Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας καθ' όλον το έτος . . 56

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ'.

Ανάπλους του οθωμανικού στόλου εις Κωνσταντινούπολιν. — Έκπλους του ελληνικού. — Ναυμαχία. — Τα περί Κρήτης καθ' όλην την αρμοστείαν του Τομπάζη . . 64

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΖ'.

Εξωτερικόν δάνειον. — Γερμανικός λεγεών εις αντίληψιν της Ελλάδος. — Φιλελληνικαί εταιρίαι. — Συνθήκη εις ανόρθωσιν του τάγματος του αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. — Άφιξις του λόρδου Βύρωνος και του συνταγματάρχου Στάνωπος εις Ελλάδα. — Απόπειρα εις άλωσιν Κορώνης. — Διάλυσις του εν Ευβοία ελληνικού στρατοπέδου . . 76

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΗ'.

Τα δύο νομοτελεστικά. — Εμφύλιος πόλεμος. — Διαγωγή του Βύρωνος εν Μεσολογγίω και αποβίωσις αυτού. — Καταδίκη του Καραϊσκάκη ως επιβούλου. — Τα κατά την Ανατολικήν Ελλάδα. — Παράδοσις Ναυπλίου και είσοδος της νέας κυβερνήσεως . . 83

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ'.

Αποστολή μέρους των δανείων εις Ελλάδα. — Έκπλους του οθωμανικού στόλου. — Σχέδια του σουλτάνου και του σατράπου της Αιγύπτου Μεχμέτ-Αλή εις αναδούλωσιν όλης της Ελλάδος. — Καταστροφή Κάσσου και Ψαρών. — Νίκαι κατά θάλασσαν των Ελλήνων παρά την Σάμον και ματαίωσις των κατ' αυτής κινημάτων. — Εκστρατείαι κατά την στερεάν Ελλάδα και μάχη της Άμπλιανης. — Πολεμικά κινήματα εν Πελοποννήσω . . 99

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν'.

Αιγύπτιος εκστρατεία υπό τον Ιβραήμπασαν και ευόδωσις αυτής εις Κρήτην. — Αι επί της εκστρατείας ταύτης ναυμαχίαι. Φροντίς της ελληνικής κυβερνήσεως περί τακτοποιήσεως της κατά ξηράν και κατά θάλασσαν υπηρεσίας. — Έναρξις της γ' κυβερνητικής περιόδου. — Δωρήματα Βαρβάκη. — Φιλανθρωπική Εταιρία εν Ελλάδι . . 120

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΑ'.

Δεύτερος εμφύλιος πόλεμος. — Χαρακτήρ αυτού και του πρώτου. — Συνέλευσις της Δυτικής Ελλάδος εν Ανατολικώ . . 131

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΒ'.

Εξωτερική πολιτική ως προς την Ελλάδα — Συνδιαλέξεις εν Πετρουπόλει των αντιπροσώπων των πέντε Δυνάμεων περί του ελληνικού ζητήματος, και σχίσμα Αγγλίας και Ρωσσίας . . 140

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΓ'.

Σχέδια της ελληνικής κυβερνήσεως κατά των εχθρών. — Απόβασις του Ιβραήμπασα εις Μοθώνην. — Εκστρατεία του Κουντουριώτου προέδρου του νομοτελεστικού. — Πολεμικά κατά ξηράν και θάλασσαν συμβάντα και παράδοσις των Παλαιών Ναβαρίνων και του Νεοκάστρου. — Εμπρησμός εχθρικών πλοίων εν Μοθώνη. — Ναυμαχία παρά τον Καφηρέα . . 145

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΔ'.

Αποτυχία της εκστρατείας Κουντουριώτου. — Αμνηστία ανταρτών. — Μάχη κατά την θέσιν Μανιάκι. — Κινήματα Ιβραήμη εις τα ενδότερα της Πελοποννήσου και συγκρούσεις. — Ο Χαμιλτών εν Ναυπλίω. — Παθήματα Ελλήνων και επάνοδος Ιβραήμη εις Μεσσηνίαν. — Ο Φαβιέρος αρχηγός του τακτικού. — Κατορθώματα Ελλήνων. — Ατυχής απόπειρα εις άλωσιν Τριπολιτσάς. — Ανταλλαγή αιχμαλώτων. — Απόπειρα δολοφονίας Ιβραήμη . . 160

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'.

Προδοσία Οδυσσέως. — Αυτομόλησις προς τους Έλληνας και θάνατος αυτού. — Το σπήλαιόν του. — Κινήματα Τούρκων κατά την Ανατολικήν Ελλάδα. — Αναζωπύρησις του αγώνος κατά την Κρήτην. — Απόπειρα εμπρησμού του εν Αλεξανδρεία εχθρικού στόλου . . 175

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΣΤ'.

Περί του δευτέρου δανείου και του λόρδου Κοχράνου. — Αύξουσα ευμένεια των λαών προς τον ελληνικόν αγώνα. — Περί αναγορεύσεως βασιλέως. — Διάθεσις των μεγάλων Δυνάμεων προς την Ελλάδα και σύστασις κομμάτων υπό ξένην ονομασίαν. — Σχίσμα των μελών της ιεράς συμμαχίας επί των εν Πετρουπόλει συνδιαλέξεων και λύσις της συμμαχίας. — Περί της αγγλικής προστασίας. — Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας. — Αποβίωσις του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου. — Σχέσεις των αυλών προς αλλήλας επί της αποβιώσεώς του . . 189

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'.

Δευτέρα πολιορκία του Μεσολογγίου. — Περίοδος πρώτη . . 207

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΗ'.

Δευτέρα πολιορκία του Μεσολογγίου. — Περίοδος δευτέρα . . 238

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΘ'.

Αποτυχία των εις άλωσιν της Τριπολιτσάς και της Καρύστου και εις λεηλασίαν της Βηρυτού κινημάτων Ελλήνων. — Εκστρατεία των υπό τον Φαβιέρον τακτικών εις Εύβοιαν και αποτυχία αυτής. — Καταστροφή των γενιτσάρων και είσαξις της ευρωπαϊκής τακτικής εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν του οθωμανικού κράτους . . 267

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

1822-1823

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ'

Θάνατος του Δράμαλη και τελευταία παθήματα των εν τη Κορινθία απομειναρίων του υπ' αυτόν στρατού — Πολιτική κατάστασιν της Ελλάδος και της Τουρκίας. — Στάσις των γενιτσάρων και πτώσις του Χαλέτ-εφέντη και των ομοφρόνων του. — Τα περί τουρκοπερσικού πολέμου. — Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας και η περί αυτών γνώμη των άλλων αυλών — Διάθεσις των εις Βερώνην συνελθόντων προς την Ελλάδα και την Τουρκίαν και αποστολή προς αυτούς και τον Πάπαν ελληνικής πρεσβείας — Μεταβολή επί το ευμενέστερον της Αγγλικής πολιτικής υπουργήσαντος του Γεωργίου Κάνιγγος, και πολιτική των άλλων αυλών — Επιθεώρησις της πρώτης κυβερνητικής περιόδου.

ΛΥΘΕΙΣΗΣ δε της πολιορκίας του Μεσολογγίου, τα ελληνικά πλοία παρεφύλατταν τον κορινθιακόν κόλπον, ώστε τα εν τη Κορινθία εχθρικά στρατεύματα πάλιν ελίμωτταν· ο δε επικρατών λοιμός εθέριζε δέκα και είκοσι καθ' ημέραν. Θύμα του λοιμού και της βαρυθυμίας του ίσως έπεσε περί τα τέλη νοεμβρίου (α) ο ατυχής Δράμαλης ακμαζούσης της ηλικίας του. Μετά δε την πτώσιν του Ναυπλίου η εν Κορινθία περαιτέρω διαμονή του εχθρικού στρατού ήτον ανωφελής, και εις αποφυγήν της παντελούς κατ' ολίγον φθοράς του διά τον ενσκήψαντα προ πολλού λοιμόν και την επισυμβάσαν εσχάτως πείναν απεφασίσθη να μεταβή εις Πάτρας προς αλλαγήν αέρος και εύρεσιν τροφών· και οι μεν επιζήσαντες πασάδες, αφήσαντες την αναγκαίαν φρουράν εν τη ακροκορίνθω, μετέβησαν μετά 1000 διά θαλάσσης εις Πάτρας,
Ιανουάριος οι δε λοιποί, ως 3500, κατέλαβαν αφόβως και ανυπόπτως την 4 Ιανουαρίου την προς τας Πάτρας οδόν, όπου δεν ήσαν Έλληνες εις εμπόδιον της πορείας των ως άλλοτε· αλλ' έπαθαν εκ περιστάσεως όσα δεν έπαθαν εκ προνοίας των εχθρών.
Αντεφέροντο πρό τινος καιρού ο Χαραλάμπης και οι συνεπαρχιώται του οπλαρχηγοί Πετμεζάδες περί επαρχιακών συμφερόντων και κατήντησαν εις φανεράν ρήξιν. Εκείναις ταις ημέραις ο Χαραλάμπης εστράτευσε μετά 500 επί τους Πετμεζάδας εστρατοπεδευμένους κατά το τμήμα των Χασών. Μαθών τούτο ο Ασημάκης Ζαήμης παρέλαβεν όσους εδυνήθη εκ του προχείρου και έτρεξεν όπως προλάβη, μεσολαβών ενόπλως, την αλληλομαχίαν. Διά τον αυτόν αξιέπαινον σκοπόν εκινήθησαν και ο Θεοχαρόπουλος και ο Σολιώτης. Καθ' ήν δε ημέραν συνήλθαν τα υπ' αυτούς στρατεύματα εις το υπερκείμενον των Καλυβίων της Ακράτας οροπέδιον, συνέπεσε να προχωρώσι προς τα κάτω οι ρηθέντες Τούρκοι, οίτινες, φθάσαντες εις τον ποταμόν, οι μεν επέρασαν οι δε απέμειναν, μήτ' αυτοί υποπτεύοντες ότι εφίσταντο Έλληνες, μήτ' εκείνοι ότι υφίσταντο Τούρκοι. Πέραν του ποταμού προς την Βοστίτσαν εν τη κάτω οδώ οι Έλληνες είχαν κτίσει κατά την εις Πελοπόννησον εισβολήν του Δράμαλη τοίχον, ον οι προχωρήσαντες έως εκεί Τούρκοι δεν έκριναν αναγκαίον να καταλάβωσιν αγνοούντες ότι παρεπορεύβοντο εχθροί. Αλλ' οι Έλληνες, ιδόντες απροσδοκήτως αυτούς, απεκοίμισαν τα πάθη των, ηνώθησαν, έτρεξαν ευθύς και κατέλαβαν τον τοίχον· κατέλαβαν συγχρόνως και την επί της πλευράς του παρακειμένου όρους στενήν δίοδον και την έφραξαν. Οι Τούρκοι ώρμησαν την 6 Ιανουαρίου ίνα την ανοίξωσιν, αλλ' απεκρούσθησαν καί τινες αυτών εφονεύθησαν· ώρμησαν και εκ δευτέρου, αλλ' έπαθαν και κατά την δευτέραν ορμήν ό,τι και κατά την πρώτην. Όχι δε ολιγώτερον των οπλαρχηγών εφάνησαν προκινδυνεύοντες οι πολιτικοί, ο γηραιός Ζαήμης και ο Χαραλάμπης. Οι Τούρκοι δις αποτυχόντες ωπισθοδρόμησαν και εκλείσθησαν εν τη περιοχή του ξενοδοχείου της Ακράτας μήτε πολεμούντες μήτε πολεμούμενοι. Μετά δύο δε ημέρας έφθασεν εκεί άλλη ελληνική δύναμις υπό τον Ανδρέαν Ζαήμην, τον Λόντον και τον Οδυσσέα μεταβάντας εκ Μεσολογγίου μετά την λύσιν της πολιορκίας της πόλεως εκείνης εις Πελοπόννησον και μαθόντας τα κατά την Ακράταν εν ώ ώδευαν προς το Άστρος· κατέλαβε δε η δύναμις αύτη τα νώτα. Οι δε τρισάθλιοι Τούρκοι μήτε να πολεμήσωσι πλέον ετόλμων, μήτε υπόσπονδοι να παραδοθώσιν ασφαλές ενόμιζαν· επέμεναν δε λιμοκτονούντες και σφάζοντες τους ίππους εις τροφήν αλλά και αι σάρκες των ίππων κατήντησαν μετ' ολίγον και αύται άχρηστοι δι' έλλειψιν ξύλων εις έψησιν· τόσω δε επείνων, ώστε οι εφιστάμενοι Έλληνες έβλεπαν τους μεν πίπτοντας κατά γης εν ώ επεριπάτουν, τους δε ανοίγοντας τα κρανία των και ροφώντας τον μυελόν. Τοιαύτη ελεεινή κατάστασις τους ηνάγκασε να έλθωσιν εις λόγους συμβιβασμού επί παραδόσει όπλων και παντός άλλου πράγματος, και επί ασφαλεία μόνης της ζωής (β). Αφ' ού δ' έγεινε γνωστή τοις εν Πάτραις η αθλία κατάστασίς των, απέπλευσεν ο υπό τον Ισούφην στολίσκος εις παραλαβήν των, αλλά δεν εδυνήθη να προσεγγίση την δυσπροσόρμιστον εκείνην παραλίαν διά την επικρατούσαν κακοκαιρίαν και επανέπλευσεν εις Πάτρας άπρακτος· απέπλευσε και δεύτερον ευδίας γενομένης, συγκείμενος εκ 15 πλοίων μικρών μεγάλων εν οίς και 3 ευρωπαϊκά εμπορικά· υπό την σφοδράν δε κανονοβολήν του και υπό το αδιάκοπον πυρ των Ελλήνων παρέλαβε τους επιζήσαντας καθ' ην ώραν εσυνθηκολόγουν και τους μετέφερεν εις Πάτρας.
Τοιούτον το τέλος της υπό τον Δράμαλην πολυκρότου εκστρατείας, ικανής προ ολίγου υποληφθείσης εις αναδούλωσιν της Πελοποννήσου.
Αλλ' όσον ένδοξα και ευτυχή ήσαν τα κατορθώματα των Ελλήνων και κατά γην και κατά θάλασσαν, τόσον αθλία ήτον η πολιτική κατάστασίς των. Πολλαχού της Πελοποννήσου αντεφέροντο και αλληλομάχουν πολιτικοί και πολεμικοί περί εξουσίας. Κατά την Ανατολικήν Ελλάδα ο Οδυσσεύς κατέτρεχε μέχρι θανάτου τινά των μελών του Αρείου-πάγου και εθάρρυνε, ως είδαμεν, τους αντιπάλους της Αρχής εκείνης να την καταργήσωσι και αντικαταστήσωσιν άλλην παρά τας διατάξεις της εν Επιδαύρω συνελεύσεως και παρά γνώμην της κυβερνήσεως· ώστε το φθινόπωρον υπήρξαν εν τη Ανατολική Ελλάδι δύο Αρχαί, ή μάλλον ειπείν ουδεμία, κατατρέχουσαι αλλήλας και προσπαθούσαι να στηριχθώσιν η μία επί των ερειπίων της άλλης. Ο δε αδυσώπητος εχθρός του Αρείου- πάγου Οδυσσεύς όχι μόνον ήτο φανερά εναντίος της προστατευούσης την Αρχήν εκείνην κυβερνήσεως, αλλ' ηγωνίζετο και εις τελείαν ανατροπήν της. Η γερουσία της Δυτικής Ελλάδος διελύθη και αύτη μετά την εισβολήν του Βρυώνη, και αι επικρατούσαι διαιρέσεις και ζηλοτυπίαι μεταξύ των κατ' εκείνο το μέρος ισχυόντων ήσαν τόσον δειναί, ώστε είχαν σώσει, ως είδαμεν, αυταί μόναι τον εχθρικόν στρατόν από του παντελούς ολέθρου. Τα δε μεταξύ της πελοποννησιακής γερουσίας και της κυβερνήσεως ήσαν αθλιώτερα. Η μεν κυβέρνησις εφοβείτο τους αντιπάλους της επί της ξηράς και κατέφυγεν εις τα πλοία· η δε γερουσία ίσχυε και ενήργει δραστηρίως εν ταις επαρχίαις της Πελοποννήσου. Η κυβέρνησις, συναισθανομένη την εξηυτελισμένην ύπαρξίν της, επροσπάθησε να την καλυτερεύσει διά τινος συμβιβασμού μετά των αντιπάλων της, ων αρχηγός ήτον ο Κολοκοτρώνης· αλλ' οι δυνατοί αντίπαλοι εζήτουν ως αντίτιμον του συμβιβασμού την αυτοχειρίαν της, διότι απήτουν την έξωσιν μελών τινων του νομοτελεστικού καί τινων υπουργών. Έγειναν δε και απόπειραι συμβιβασμού της κυβερνήσεως και της πελοποννησιακής γερουσίας και επροβλήθη εξ αιτίας της παντοτεινής και δεινής συγκρούσεως των δύο τούτων Αρχών να καταργηθή η γερουσία, και συμπαραληφθώσι τα μέλη αυτής εν τη βουλή· και η μεν κυβέρνησις, ως αδύνατος, συνήνεσεν, αλλ' η γερουσία, ως δυνατή, απεποιήθη υποστηρίζουσα την αποποίησίν της δι' όλων των λόγων της νομιμότητος, ους παρείχαν όσα περί αυτής ενομοθέτησεν η εν Επιδαύρω συνέλευσις. Ο δε Κολοκοτρώνης, αντιπολιτευόμενος την κυβέρνησιν εξ αρχής της συστάσεώς της, έλαβεν εσχάτως αιτίαν σφοδράς αποστροφής ένεκα της αρχιστρατηγίας, ην τω απένειμε μεν η γερουσία, αλλά δεν επεκύρωσεν η κυβέρνησις, ίνα μη προξενήση νέας ταραχάς δυσαρεστούσα τον Πετρόμπεην λαβόντα άλλοτε την αξίαν ταύτην και προκαλέσαντα ήδη διαμαρτυρήσεις της Μάνης κατά του διορισμού του Κολοκοτρώνη. Εν τοσούτω, ο Κολοκοτρώνης και εκαλείτο και υπεγράφετο αρχιστράτηγος· μνησικακών δε προς την κυβέρνησιν την εθεώρησεν επί της πτώσεως του Ναυπλίου ως μη υπάρχουσαν, ενεργήσας αφ' εαυτού τα πάντα και διορίσας φρούραρχον τον Πλαπούταν συναινέσει μόνης της γερουσίας.
Η δε βουλή αντεφέρετο και αύτη δεινώς προς τον πρόεδρόν της Υψηλάντην. Εκείνη τον εκάλει εις τα πλοία, και ούτος την εκάλει εις την ξηράν· ηπείθει ο Υψηλάντης εις τας διαταγάς της βουλής, αλλ' ωφέλει μεγάλως εν τη απειθεία του την πατρίδα προκινδυνεύων.
Η δε κυβέρνησις διέμεινεν εν τοις πλοίοις από 6 Ιουλίου μέχρι 12 αυγούστου· έκτοτε ήρχισε να εξέρχεται εις τους Μύλους, και μετά 8 ημέρας μετέβη εις τα εν τω αργολικώ κόλπω Αγιαννήτικα Καλύβια, όπου συνήχθησαν καί τινα άλλα μέλη της βουλής απόντα· ανεχώρησε δε και εκείθεν την 1 Οκτωβρίου και μετέβη εις Ερμιόνην (Καστρί) επί της πελοποννησιακής παραλίας αντικρύ της Ύδρας. Δεν έπαυσε δε η βουλευτική επιτροπή προσκαλούσα τα απόντα της βουλής μέλη και τον πρόεδρόν της· μη εισακουομένη δε παρ' αυτού κατήντησεν εις φανεράν ρήξιν και διεμαρτυρήθη. Επλησίαζε και το τέλος της ενιαυσίου κυβερνητικής περιόδου, και όλοι επεθύμουν μεταβολήν. Επεθύμει μεταβολήν και αυτή η κυβέρνησις διά τον εξευτελισμόν εις ον υπέπεσεν. Επ' αυτώ τούτω εξεδόθη νόμος την 9 νοεμβρίου περί εκλογής αντιπροσώπων και συγκαλέσεως αυτών περί τα τέλη του δεκεμβρίου όπου διέτριβεν η κυβέρνησις εις έναρξιν νέας βουλευτικής περιόδου και εις εγκατάστασιν νέου νομοτελεστικού. Επέστη η προθεσμία, αλλ' οι αντιπρόσωποι δεν συνήλθαν· εξεδόθη άλλος νόμος την 12 Ιανουαρίου νομιμοποιών την εξ ανάγκης παράτασιν της υπαρχούσης Αρχής μέχρι 15 Φεβρουαρίου και επιταχύνων την συνάθροισιν των αντιπροσώπων.
Ιανουάριος Την δε 14 ο αντιπρόεδρος του νομοτελεστικού, ο φιλόπατρις και αφιλοκερδής Θάνος Κανακάρης, ο πρώην αβροδιαίτως και πολυτελώς ζων, μετέβη εις την άλλην ζωήν επι ψάθης αποθανών χάριν της πατρίδος του· τον διεδέχθη δε ως αντιπρόεδρος αυθημερόν ο Ορλάνδος. Την δε 18 απεφάσισεν η κυβέρνησις να μεταβή εις Ναύπλιον και στήση εκεί προσωρινώς την έδραν της, και εξεδόθη περί τούτου νόμος. Την δε 22 ο Άρειος-πάγος, ούτινος αι τελευταίαι ημέραι ήσαν ημέραι οδύνης και σπαραγμού, έστειλε προς την κυβέρνησιν εκ Ξηροχωρίου, όπου διέτριβε, την παραίτησίν του. Πριν δε αναχωρήση η κυβέρνησις εις Ναύπλιον, εξέδωκεν η βουλευτική επιτροπή δύο ευχαριστήρια, το μεν προς τον πρόεδρον του νομοτελεστικού, Μαυροκορδάτον, επαινούσα τον πατριωτισμόν του, τας αρετάς του, τας προς την πατρίδα υπηρεσίας του και ιδίως την κατά την Δυτικήν Ελλάδα διαγωγήν του, το δε προς τον αρχιγραμματέα, Νέγρην, επαινούσα αυτόν ως πολλά μοχθήσαντα, ως δείξαντα διακαή ζήλον υπέρ του κοινού συμφέροντος, και ως αναδειχθέντα διά των υπηρεσιών του άξιον της ευνοίας και υπολήψεως του έθνους· τον εκήρυξε δε και «άξιον του καρπούσθαι πάντων των δικαιωμάτων των της ελευθέρας Ελλάδος Ελλήνων». Επειδή δε ουδέ κατά την δευτέραν προθεσμίαν συνήλθαν οι αντιπρόσωποι, παρετάθη και αύθις εξ ανάγκης διά νόμου ή διάρκεια της κυβερνήσεως.
Φεβρουάριος Την δε 6 φεβρουαρίου τα μέλη του νομοτελεστικού και της βουλευτικής επιτροπής επέβησαν εις το πλοίον, Πάραλον, και κατέπλευσαν την 9 εις τον λιμένα Ναυπλίου. Αλλ' ο Πλαπούτας δεν τα εδέχθη εν τη πόλει λέγων, ότι η εξουσία των έπαυσε, διότι έληξεν ήδη η κατά τον νόμον της Επιδαύρου ενιαύσιος κυβερνητική περίοδος. Η κυβέρνησις διέμεινεν εν τω πλοίω διαπραγματευομένη την εις την πόλιν είσοδόν της· αλλ', αφ' ού όλαι αι διαπραγματεύσεις της απέβησαν ανωφελείς, εμελέτησε να μεταβή εις Αίγιναν, εκάλεσεν εκεί τους νέους αντιπροσώπους εις έναρξιν της β' περιόδου και ειδοποίησε και τους απόντας βουλευτάς να συνέλθωσι και αυτοί εκεί. Αλλά, μεταβαλούσα γνώμην, μετέβη την 28 εις τα Αγιαννήτικα Καλύβια, όπου έστησε την έδραν της εκ νέου.
Μάρτιος Συνελθόντων επί τέλους των απόντων μελών της βουλής, παρέδωκε την 17 μαρτίου η επιτροπή τα πρακτικά της κατά τον εν Άργει εκδοθέντα την 5 Ιουνίου νόμον, και επανέλαβεν όλον το βουλευτικόν τας εργασίας του· την δε επιούσαν διεκήρυξε πανδήμως την άκραν του ευαρέσκειαν δι' ην τα μέλη της βουλευτικής επιτροπής και της νομοτελεστικής Αρχής έδειξαν φρόνησιν και καρτερίαν κατά τας δεινάς περιστάσεις της πατρίδος, διασώσαντα την κυβέρνησιν από του πολιτικού κλύδωνος, εμποδίσαντα την αναρχίαν, φροντίσαντα περί κατευνασμού των εσωτερικών θορύβων, διατηρήσαντα αξιοπρεπώς τον εθνικόν χαρακτήρα προς τους έξω, φυλάξαντα την παρακαταθήκην των νόμων ως κόρην οφθαλμού, και πιστά φανέντα προς τας φιλελευθέρους αρχάς του συντάγματος. Την δε 24 διώρισεν επιτροπήν εκ βουλευτών προς εξέλεγξιν των πληρεξουσίων εγγράφων των νέων αντιπροσώπων. Τη αυτή ημέρα εγένετο και πράξις, δι' ης εδίδετο άδεια να στείλωσιν αι έξ μεγάλαι επαρχίαι Καρυταίνης, Μιστρά, Κορίνθου, Καλαβρύτων, Γαστούνης και Αρκαδίας ανά δύο αντιπροσώπους ανθ' ενός, ως έστελλαν μέχρι τούδε· πάσα δε φροντίς κατεβάλλετο προς ταχείαν έναρξιν των εργασιών των αντιπροσώπων.
Και πολλήν υπόληψιν εντός του τόπου είχαν, και την απαιτουμένην ικανότητα έδειξαν τα πλείστα των συνιστώντων την κυβέρνησιν της α' περιόδου μελών. Αλλ' ό,τι την έρριψεν είναι ό,τι ρίπτει πάσαν κυβέρνησιν, όσον αξία και αν ήναι, η απορία. Άμισθοι και στρατιωτικοί και ναυτικοί και πολιτικοί ηπείθουν και δεν την εσέβοντο· η δε κυβέρνησις, μη ανεχομένη τας εκ της τοιαύτης καταστάσεως στρατιωτικάς καταχρήσεις, παρώργιζε τους καταχρωμένους· εφάνη όμως παντός επαίνου αξία διά τον θερμόν πατριωτισμόν της και τον ειλικρινή υπέρ του γενικού συμφέροντος ζήλον της. Εγκαταλελειμμένη εν μέσω κρισίμων περιστάσεων αντέταξεν άκραν καρτερίαν, διετήρησε την ύπαρξίν της μέχρι τέλους, αν και επί ψιλώ ονόματι, και υπό την ασθενή ασπίδα της απέκρυψεν οπωσούν την επικρατούσαν αναρχίαν. Και ταύτα μεν τα κατά την Ελλάδα τω καιρώ εκείνω.
Η δε Τουρκία εκτός των εξωτερικών παθημάτων της έπαθε μεγάλα και εσωτερικώς.
Εμελέτα από τινος καιρού ο σουλτάνος να διαλύση τα τάγματα των γενιτσάρων και συστήση τακτικά στρατεύματα. Η ανακάλυψις του σκοπού τούτου κατετάραξε τους γενιτσάρους, ων τάγματά τινα εστασίασαν περί τα τέλη του ραμαζανίου και έφεραν άνω κάτω την βασιλεύουσαν, επάτησαν οίκους και εργαστήρια, ήρπασαν γυναίκας και περιουσίας, έσφαξαν Χριστιανούς και Εβραίους, έσφαξαν και Τούρκους, ους υπώπτευαν εναντίους των, και εφόβιζαν και αυτάς τας υψηλάς Αρχάς. Αν και τα άλλα τάγματα των γενιτσάρων διέμειναν ήσυχα, ο τότε αρχιβεζίρης δεν έκρινε συνετόν να τα μεταχειρισθή κατά των στασιαστών, διότι υπώπτευεν, ότι όλοι είχαν τα αυτά φρονήματα, αλλά μετέφερεν εις Κωνσταντινούπολιν τα υπό τον Ιβραήμπασαν κατά τον Βουγιουκδερέν ασιανά στρατεύματα. Άναψε τότε δεινή αλληλομαχία υπό τους οφθαλμούς του σουλτάνου τρέμοντος μη υπερισχύσωσιν οι αποστάται και πάθη και αυτός· αλλ' επί τέλους υπερίσχυσαν οι ασιανοί, και έπνιξαν την στάσιν εν τω αίματι των στασιαστών. Διακόσιοι γενίτσαροι εφονεύθησαν κατά την αλληλομαχίαν εκείνην, πολλοί απεκεφαλίσθησαν μετά την μάχην, πάμπολλοι ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, άλλοι εξωρίσθησαν εις Ασίαν, και αι φυλακαί όλαι της βασιλευούσης εγέμισαν. Έκτοτε το σώμα όλον των γενιτσάρων, το ατάραχον διαμείναν, έπνεεν εκδίκησιν κατά των υψηλών Αρχών, δι' ην έδειξαν τοις συναδέλφοις των υπέρμετρον σκληρότητα και διά την προς τους ιδίους αυτούς δυσπιστίαν και την χρήσιν άλλων στρατευμάτων κατά των στασιασάντων. Επειδή δε όσα συνέβησαν απεδίδοντο εις τον υπεραγαπητόν του σουλτάνου Χαλέτ-εφέντην, εψιθύριζαν πολλά εν πρώτοις κατ' αυτού οι γενίτσαροι, και μετ' ολίγον κατεβόων και αφόβως. Μεσούντος δε του Οκτωβρίου, υπέγραψαν οι εγκριτώτεροι αυτών αναφοράν προς τον σουλτάνον λέγουσαν, ότι ο Χαλέτ-εφέντης και οι οπαδοί του ήσαν οι αίτιοι όλων των απειλούντων την αυτοκρατορίαν κακών, και επεκαλούντο την πτώσιν αυτών. Φοβηθείς ο σουλτάνος εισήκουσε την αίτησίν των, και την 28 εκάθηρε τον αρχιβεζίρην και τον μουφτήν, ομόφρονας του Χαλέτ- εφέντη και τους αντικατέστησεν υπό φιλογενιτσάρων· εστάλη δε την επαύριον εξόριστος και ο Χαλέτης εις Προύσαν ο δε αρχικουρεύς του σουλτάνου και άλλοι αξιωματικοί του παλατιού εξωρίσθησαν εις Ασίαν ως χαλετίζοντες. Ευτυχήσαντες οι γενίτσαροι εν τη πρώτη των αιτήσει, εθρασύνθησαν έτι μάλλον, και απήτησαν να παραδεχθή ο σουλτάνος αντιπροσώπους αυτών εν τω συμβουλίω του· εισακουσθέντες και ως προς τούτο απήτησαν να θανατωθώσιν οι πρωταίτιοι της μελετωμένης καταστροφής του σώματός των· έγεινε και τούτο, και εις εξιλέωσίν των εστηλώθησαν επί των πυλώνων του παλατίου αι κεφαλαί του Χαλέτ- εφέντη, του αρχιβεζίρη, του αρχιτελώνου και άλλων. Η απλή και σύντομος αύτη διήγησις των συμβάντων αρκεί να δείξη ότι η εσωτερική κατάστασις της Τουρκίας ήτον επίσης αθλία ως και η της Ελλάδος, αν όχι και αθλιωτέρα.
Διήρκει εν τούτοις ο τουρκοπερσικός πόλεμος, και η Πύλη είχεν αποστείλει την παρελθούσαν άνοιξιν προς τα όρια στρατεύματα· αλλ' οι Πέρσαι επρόλαβαν την εκστρατείαν της, επάτησαν εκ δευτέρου τα όριά της και εκυρίευσαν το Κάρσιον· ο δε διάδοχος του θρόνου εξεστράτευσεν εκ Ταυρίδος την 19 Ιουνίου, προσέβαλε καθ' οδόν τα προς τα όρια οδεύοντα τουρκικά στρατεύματα, τα έτρεψεν, επήρε τας σκηνάς των και όλην σχεδόν την αποσκευήν των και τα απώθησε προς την Εσερόν· εξ αιτίας δε του επιπεσόντος εις το στρατόπεδον θανατικού επανήλθεν εις Ταυρίδα. Αλλ' ο πόλεμος ούτος ήτον, ως προείπαμεν, μικρός, διότι μόλις απησχόλει δέκα ή δώδεκα χιλιάδων τουρκικόν στράτευμα.
Εκτός δε των εσωτερικών και εξωτερικών τούτων δυστυχημάτων της Πύλης, επέσκηψαν και άλλα. Συνέβη την 17 φεβρουαρίου φρικτή πυρκαϊά εν Κωνσταντινουπόλει· δωδεκακισχίλιαι οικίαι, οι στρατώνες, τα κανονοχυτεία και πολλά ζαμία εκάησαν και χιλιάδες οικογενειών εδυστύχησαν και επειδή η πυρκαϊά περιωρίσθη εντός της συνοικίας των Τούρκων, οι Τούρκοι εξέλαβαν το συμβάν ως θεομηνίαν. Ανήγγειλε δε καί τις σέχης, ότι, προσευχόμενος επί του τάφου του Μωάμεθ, είδε τον προφήτην, και έλαβεν εντολήν να ελέγξη πικρώς εξ ονόματός του τους πιστούς ως παραβάτας των θείων παραγγελμάτων του κορανίου, και ως εκ τούτου δυστυχούντας. Το όραμα τούτο έφερε μεγάλην αθυμίαν, και επειδή ωφέλει πολιτικώς η γνώσις αυτού, η Πύλη εφρόντισε να διαδοθή καθ' όλην την επικράτειάν της. Και ταύτα μεν τα κατά την Τουρκίαν.
Κατ' εκείνον δε τον καιρόν δύο συστήματα αντεμάχοντο εν τη αυλή της Ρωσσίας· και τα δύο ήθελαν την διάλυσιν της τουρκικής αυτοκρατορίας, αλλά το μεν την ήθελε ταχείαν διά του πολέμου, το δε βραδείαν διά της φυσικής της αγωνίας· και το μεν φιλοπόλεμον αντεπροσώπευεν εν τω συμβουλίω ο Καποδίστριας, το δε φιλειρηνικόν ο Νεσελρόδος. Επί της ενάρξεως των ρωσσοτουρκικών διενέξεων άδηλον ήτο ποίον θα επεκράτει, διότι ο αυτοκράτωρ εταλαντεύετο· αλλ' ο φόβος μη διαλυθή η ιερά συμμαχία και θριαμβεύση το επαναστατικόν πνεύμα υπερίσχυσεν επί τέλους· και ο μεν φιλοπόλεμος Καποδίστριας, εντίμως πολιτευόμενος, απεμακρύνθη των αυτοκρατορικών συμβουλίων λόγω πασχούσης υγείας, απαξιών να υπηρετή προς ενίσχυσιν πολιτικής, ην απεδοκίμαζεν· ο δε αυτοκράτωρ εζήτει διά της συνδρομής των συμμάχων του ειρηνικήν εξίσασιν των προς την Πύλην διαφορών του. Επί τω σκοπώ τούτω εσχεδίασε πρωτόκολλον όπως απαιτήσωσιν αι Δυνάμεις εκ συμφώνου παρά της Πύλης την παντελή κένωσιν των ηγεμονειών, την επανόρθωσιν των εκεί πραγμάτων, την ειρήνευσιν της Ελλάδος και την είς τινα ρωσσικήν πόλιν αποστολήν πληρεξουσίου Τούρκου προς συνδιάσκεψιν μετά των πληρεξουσίων των Δυνάμεων. Επρόκειτο δε κατά το πρωτόκολλον το μεν βλαχομολδαυικόν ζήτημα να θεωρηθή ως ρωσσοτουρκικόν, το δε ελληνικόν ως ευρωπαϊκόν· ό,τι δε ωρίζετο περί του ελληνικού ν' ασφαλισθή υπό την εγγύησιν των μεγάλων Δυνάμεων· να διακόψωσι δε αύται τας προς την Πύλην σχέσεις των, αν παρηκούοντο, ή να κηρύξωσιν ότι δίκαιον είχεν η Ρωσσία ν' απαιτήση ενόπλως την παραδοχήν των προτάσεών της. Και η μεν Πρωσσία υπέγραψε το πρωτόκολλον τούτο ανεπιφυλάκτως, το υπέγραψε και η Γαλλία αλλ' υπό τον όρον της προσυπογραφής και των άλλων· η δε Αυστρία και η Αγγλία δεν προσυπέγραψαν· διέταξαν όμως τους εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις των να συστήσωσι τας ρωσσικάς προτάσεις. Άπασαι δε αι αυλαί ανεξαιρέτως εφάνησαν πρόθυμοι να στείλωσι πληρεξουσίους είς τινα ρωσσικήν πόλιν προς συνδιάσκεψιν, και ν' ασχοληθώσι και εις της Ελλάδος την ειρήνευσιν, περί ης εκοινοποίησε σχέδιόν τι ο Μεττερνίχος, προθέμενος δι' αυτού να κατασιγάση την Ρωσσίαν και παρατείνη διά των διαπραγματεύσεων τον οδυνηρόν αγώνα της Ελλάδος εις αναδούλωσίν της. Έστερξεν ο Αλέξανδρος ό,τι έπραξαν και εβουλεύθησαν οι σύμμαχοι επί των προτάσεών του και ενέδωκε να συνέλθωσιν οι πληρεξούσιοι εις Βιέννην, και συμπαραλαβόντες και τον της Πύλης, να μεταβώσιν εις την ρωσσικήν πόλιν Kommentez-Podolsky.
Εν τούτοις, οι εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις ηγωνίζοντο κατά τας διαταγάς των αυλών να φέρωσι την Πύλην εις αίσθησιν του μεγάλου κινδύνου της· αλλ' αύτη όχι μόνον δεν ήθελε να κενώση την Βλαχομολδαυίαν, ή να διορίση τους αυθέντας των ηγεμονειών εκείνων, ή να μη ενοχλή το ρωσσικόν εμπόριον και να ενεργή κατά τους όρους των συνθηκών, αλλ' απήτει ανενδότως την παράδοσιν των εις την Ρωσσίαν προσφύγων και την εκπλήρωσιν του στ' άρθρου της συνθήκης του Βουκουρεστίου, καθ' ο ώφειλεν η Ρωσσία ν' αποδώση φρούριά τινα επί της εν Ασία οροθετικής γραμμής κατασχεθέντα επί του πολέμου και κρατούμενα· δεν εσυστέλλετο δε και να επαινή την προς την Ρωσσίαν μακροθυμίαν της. Μόλις δε την 4 ιουλίου ανήγγειλεν επισήμως ότι, επειδή ήλθεν η ώρα, διώρισε τους αυθέντας της Βλαχίας και Μολδαυίας, όχι όμως Έλληνας ως άλλοτε, αλλ' εντοπίους, τον Ιωάννην Στούρζαν της Μολδαυίας, και τον Γρηγόριον Γκίκαν της Βλαχίας. Η ενεστώσα πολιτική ανάγκη αρκούντως εδικαιολόγει τον τοιούτον νεωτερισμόν· αλλ' ο νεωτερισμός αντέβαινε προς τας μετά της Ρωσσίας συνθήκας, και ώφειλεν η Πύλη να ζητήση την συγκατάθεσίν της. Αλλά μηδέ καν να την προειδοποιήση ηξίωσεν· απήτει δε, δι' ου ανήγγελε τον διορισμόν εγγράφου της προς τους πρέσβεις, ως και άλλοτε, την παράδοσιν των προσφυγόντων εις την Ρωσσίαν Ελλήνων και την απόδοσιν των περί ων ανεφέραμεν φρουρίων. Αν δε και έγραψεν, ότι διέταξε την κένωσιν των ηγεμονειών, μέρος μόνον των στρατευμάτων της ανεκάλεσεν, ώστε ο τόπος δεν έπαυσεν υποφέρων τα πάνδεινα· και οι μεν αυθένται ήσαν διόλου ανίσχυροι εν ταις ηγεμονείαις των, οι δε ενδιατρίβοντες Τούρκοι και οι διοικούντες το Γιούργεβον, την Σιλιστρίαν και την Βραΐλαν πασάδες εξουσίαζαν πραγματικώς αυτάς. Παρώργισε δε η Πύλη την Ρωσσίαν και διά της εξής πράξεως, εν ώ αι Δυνάμεις κατεγίνοντο να την καταπραΰνωσι.
Προ της επαναστάσεως δεν επετρέπετο ο μεταξύ της Μαύρης και της Άσπρης θαλάσσης διάπλους παντός πλοίου· διέπλεαν όμως ανεξετάστως υπό τινας προνομιούχους σημαίας όλων των επικρατειών τα πλοία. Μετά δε την επανάστασιν υποπτεύσασα η Πύλη ότι εναυτοπόρουν υπό τας προνομιούχους σημαίας και ελληνικά, διέταξε γενικήν νηοψίαν εις διάκρισιν των εχόντων και μη το προνόμιον του διάπλου. Επειδή καιρία ήτον η εντεύθεν βλάβη του εμπορίου της Μαύρης θαλάσσης, απήτησαν εντόνως οι πρέσβεις ελεύθερον τον διάπλουν ως και πρότερον, αλλά δεν εισηκούσθησαν· δεν εισηκούσθησαν μηδ' αιτήσαντες την αποστολήν πληρεξουσίου εις συνδιάσκεψιν. «Δεν καταδέχομαι», είπεν ο αγέρωχος σουλτάνος, «να υποβάλλω τα μεταξύ εμού και των ραγιάδων μου εις συζήτησιν και απόφασιν άλλων, αλλ' ουδέ δίδω πληρεξουσιότητα να συμβιβάση άλλος τας μεταξύ εμού και του αυτοκράτορος της Ρωσσίας διαφοράς». Τοιαύτη ήτον η διαγωγή της Πύλης προς την Ρωσσίαν και τας άλλας αυλάς ταις ημέραις εκείναις.
Καθ' ον δε καιρόν οι εν Λαϋβάχη συνελθόντες σύμμαχοι διεχωρίσθησαν, απεφάσισαν να συνέλθωσι το ακόλουθον έτος και θεωρήσωσιν οποία η κατάστασις της Ιταλίας, και αν ήτον αναγκαία η περαιτέρω ενδιαμονή ξένων στρατευμάτων προς κατάθλιψιν του επαναστατικού πνεύματος. Αλλ' εν τω μεταξύ τούτω άλλα πολιτικά συμβάντα παρεμπεσόντα ήσαν άξια επίσης της προσοχής των. Τα πράγματα της Ισπανίας κατετάρατταν την γείτονά της Γαλλίαν, ήτις, φοβουμένη μη το επικρατούν εκεί πνεύμα διαδοθή και εις αυτήν, είχε διάθεσιν να το σβέση διά των όπλων εντός της Ισπανίας. Κατετάρατταν τας αυλάς και τα της Ελλάδος, όχι τόσον αυτά καθ' εαυτά, όσον διά τον πάντοτε εξ αιτίας αυτών επικείμενον τουρκορρωσικόν πόλεμον· διά τούτο επρόκειτο να συσκεφθώσι και περί αυτών. Αλλ', εν ώ άνακτες και υπουργοί απήρχοντο εις τον τόπον της συνελεύσεως, ο επί των εξωτερικών υπουργός της Αγγλίας, Λονδονδερρής, γνωστότερος υπό το όνομα Καστλερήχος, ο μέλλων ν' αντιπροσωπεύση την αυλήν του εν τη συνελεύσει, έγεινεν απροσδοκήτως αυτόχειρ, και το συμβάν τούτο ανέβαλε την έναρξιν των εργασιών της συνελεύσεως εις την 8 οκτωβρίου.
Ουδέποτε κινήματα έθνους παρεξηγήθησαν τόσον όσον τα της Ελλάδος. Εθελοκακούντες ή εθελοτυφλώττοντες δεν έπαυαν κηρύττοντες οι σύμμαχοι παρρησία, ότι αι φλόγες της ελληνικής επαναστάσεως εκ της αυτής εχύθησαν εστίας, ήτις εφλόγισε και τας άλλας δύο ευρωπαϊκάς χερσονήσους· η δε ανακάλυψις ότι η φιλική εταιρία δεν είχε τι κοινόν προς τον καρβοναρισμόν, ούτινος και αυτό το όνομα ηγνοείτο εν Ελλάδι, τα δεινά και πολυειδή συμβάντα μέχρι τούδε, η έκτασις των ικετηρίων χειρών της Ελλάδος προς αυτούς, εν ώ αι δύο άλλαι επαναστατήσασαι χερσόνησοι τους απεστρέφοντο, η βεβαιότης ότι η Ελλάς έδραξε τα όπλα υπέρ χριστιανικής και ανεξαρτήτου μόνον υπάρξεως, και ότι, αν και δημοκρατουμένη, έστεργε να οργανισθή μοναρχικώς, δεν ήλλαξαν ποσώς την προς αυτήν αμείλικτον διάθεσιν της ιεράς συμμαχίας. Κωφή αύτη εις τας ελεεινάς φωνάς της ενώπιον των πρέσβεων της εξυβριζομένης εκκλησίας του Χριστού και της πασχούσης ανθρωπότητος, αφιλότιμος ως προς την παρρησία καταπατουμένην τιμήν των σημαιών της, ανεκτική ως προς τα βλαπτόμενα συμφέροντα των υπηκόων της, τυφλή και απαθής ως προς την καταστροφήν τόσων αθώων χριστιανικών λαών δεν έπαυσε να θεωρή την επανάστασιν της Ελλάδος ως τόλμημα ασύνετον και αξιόποινον. Η δυστυχής Ελλάς, αισθανομένη πόσον ψευδής ήτον η περί της επαναστάσεώς της ιδέα της Ιεράς συμμαχίας, και θέλουσα η αλήθεια να υπερισχύση του ψεύδους, έκρινεν ωφέλιμον, μαθούσα την συνέλευσιν των ανάκτων, να στείλη πρεσβείαν, ή, καθώς ταπεινοφρονούσα την ωνόμαζεν, ικεσίαν· παρήγγειλαν δε την αποστολήν της πρεσβείας ταύτης και διάσημοι ομογενείς εκτός της Ελλάδος. Η αποστολή απεφασίσθη, και μετά πολλάς συζητήσεις και λογομαχίας έπεσεν η ψήφος επί τον Ανδρέαν Μεταξάν, όστις και απέπλευσεν εις Αγκώνα την 18 σεπτεμβρίου φέρων δύο επιστολάς της κυβερνήσεως συντεθείσας παρά του εν υπηρεσία της Ρωσσίας φιλέλληνος Στούρζα, και επιγεγραμμένας την μεν προς όλους τους συνελθόντας άνακτας, την δε προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον· και η μεν προς τους άνακτας έλεγε τάδε.
«Δεκαοκτώ μήνες παρήλθαν αφ' ού η Ελλάς μάχεται κατά των εχθρών του χριστιανικού ονόματος· όλαι αι δυνάμεις των Μωαμεθανών κατευθύνθησαν εναντίον της, και η ευρωπαϊκή Τουρκία, η Ασία και η Αφρική εξοπλίζονται αμιλλώμεναι προς αλλήλας διά να υποστηρίξωσι την σιδηράν χείρα την καταπιέσασαν τοσούτον χρόνον το ελληνικόν έθνος και τείνουσαν όλως εις το να το εξολοθρεύση. Αφ' ης ήρχισεν ο πόλεμος, ύψωσε την φωνήν η Ελλάς διά των νομίμων αντιπροσώπων της εξαιτουμένη την βοήθειαν, ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των χριστιανικών Δυνάμεων. Την σήμερον δε ότε συνέρχονται εις την Ιταλικήν χερσόνησον οι δυνατοί διά να βάλωσιν εις τάξιν τα της Ευρώπης και συμβουλευθώσι πασιφανώς διά τα μεγάλα συμφέροντα της ανθρωπότητος, και ότε όλα τα έθνη προσμένουσιν απ' αυτούς την διατήρησιν της ειρήνης, την εγγύησιν του δικαίου των εθνών, και την διανομήν της δικαιοσύνης, η ελληνική κυβέρνησις ήθελε παραβή το χρέος της, αν δεν εξέθετε και αύθις εις τους αυγούστους συμμάχους μονάρχας την κατάστασιν της Ελλάδος, τα δίκαιά της και τας νομίμους επιθυμίας της, καθώς και την σταθεράν απόφασιν όλων των πολιτών της του να τύχωσι δικαιοσύνης από τας ανθρωπίνους Δυνάμεις, καθώς εύρον χάριν ενώπιον του ουρανίου Βασιλέως του διέποντος τα βασίλεια του κόσμου, ή ν' αποθάνωσιν όλοι χριστιανοί και ελεύθεροι. Ήδη εχύθησαν ποταμοί αιμάτων αλλ' η σημαία του σταυρού νικήτρια πανταχού κυματίζει εις την Πελοπόννησον, εις την Αττικήν, εις την Εύβοιαν, εις την Βοιωτίαν, εις την Ακαρνανίαν, εις την Αιτωλίαν, εις το μεγαλήτερον μέρος της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, εις την Κρήτην και εις τας νήσους του Αιγαίου πελάγους. Τοιαύτας προόδους έκαμε το ελληνικόν έθνος, και αύτη είναι η κατάστασίς του, ώστε είναι πασίδηλον εις όλους τους έχοντας γνώσιν της Τουρκίας, ότι οι Έλληνες δεν ημπορούσι ν' αφήσωσι τα όπλα πριν κατακτήσωσιν ή πριν απολαύσωσι τας εγγυήσεις υπάρξεως χωριστής, ανεξαρτήτου και εθνικής, εις την οποίαν και μόνην θα εύρωσι την ασφάλειαν της λατρείας, της ζωής, της ιδιοκτησίας και της τιμής των· και αν η Ευρώπη διά να φυλάξη την ειρήνην συγκατατεθή να διαπραγματευθή με την οθωμανικήν Πόρταν επί σκοπώ του να συμπαραλάβη και το ελληνικόν έθνος εις το αυτό σύστημα της γενικής ειρηνοποιήσεως, η ελληνική κυβέρνησις σπεύδει να δηλοποιήση επισήμως διά της παρούσης, ότι δεν θέλει στέρξει καμμίαν συνθήκην, όσον και αν ήθελεν είναι ωφέλιμος κατ' επιφάνειαν, ει μη αφ' ού γείνωσι δεκτοί αντιπρόσωποι παρ' αυτού απεσταλμένοι διά να υπερασπισθώσι την υπόθεσίν του, να εκθέσωσι τα δικαιολογήματά του, και να καταδηλώσωσι τα δίκαιά του, τας ανάγκας του και τα προσφιλέστερα συμφέροντά του· αν δε παρά πάσαν ελπίδα ήθελεν απορριφθή η αίτησίς του, η παρούσα δηλοποίησις θέλει επέχει τόπον τακτικής διαμαρτυρήσεως, την οποίαν η Ελλάς ικετεύουσα υποβάλλει σήμερον εις τους πόδας του θρόνου της ουρανίου δικαιοσύνης, και την οποίαν χριστιανικός λαός διευθύνει θαρρούντως εις την Ευρώπην και εις την μεγάλην οικογένειαν της χριστιανωσύνης. Αν δ' εγκαταλειφθώσιν οι Έλληνες, όντες μεν αδύνατοι θα ελπίσωσιν εις τον Θεόν των δυνάμεων, αλλά καταρτιζόμενοι από την παντοδύναμον χείρα του δεν θέλουσι κλίνει τον αυχένα ενώπιον της τυραννίας όντες χριστιανοί και καταδιωκόμενοι, διότι εμείναμεν πιστοί εις τον Σωτήρα μας τον Βασιλέα και Κύριόν μας· θέλομεν δε υπερασπίσει έως ενός την εκκλησίαν του, τας εστίας μας και τους τάφους μας· είναι δε ευτυχία μας ή να καταβώμεν εις αυτούς ελεύθεροι και χριστιανοί, ή να νικήσωμεν καθώς άχρι τούδε ενικήσαμεν διά μόνης της θείας δυνάμεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και διά της θείας του βοηθείας».
«Εν Άργει την 29 αυγούστου έτους 1822, και β' της ανεξαρτησίας».
Η δε προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον επιστολή είχεν ούτως.
«Τολμά η ελληνική κυβέρνησις να πλησιάση εις τον θρόνον της υμετέρας αυτοκρατορικής μεγαλειότητος διά να προσφέρη εις αυτήν την ευγνωμοσύνην του ελληνικού έθνους διά τας ευεργεσίας της· Βασιλεύ· εδώκατε άσυλον εις το κράτος σας προς τους δυστυχείς αδελφούς μας απειλουμένους από την εξολοθρευτικήν μάχαιραν του ασεβούς· η ανεξάντλητος αγαθότης της υμετέρας μεγαλειότητος, αφ' ού τους έσωσεν από τον θάνατον, παρατείνει και διατηρεί την ύπαρξίν των· το ένδοξον τούτο παράδειγμα εμιμήθησαν οι υπήκοοί της, τους οποίους ουράνιος δεσμός συνάπτει με ημάς. Όντες τέκνα της αυτής εκκλησίας έσπευσαν να βοηθήσωσι με ζήλον αδελφικόν τους συμπατριώτας μας, οίτινες εδεκατίσθησαν από την μάχαιραν, περιπλανώνται, καταδιώκονται από φοβεράς αναμνήσεις, και εφαίνοντο εγκαταλελειμμένοι ως και απ' αυτήν την ελπίδα. Αλλ' εκάματε και άλλο Βασιλεύ· απερρίψατε μεγαλοψύχως καταφρονήσαντες τας αξιώσεις των εχθρών μας, οίτινες, αφ' ού εμέθυσαν από ελληνικόν αίμα, ετόλμησαν ν' απαιτήσωσιν όσα θύματα διέφυγαν τον θάνατον. Αι ευλογίαι ενός ολοκλήρου έθνους, το οποίον είναι μεν έμπροσθεν του θανάτου πάντοτε, αλλ' είναι πιστόν εις την αληθινήν θρησκείαν, προσφέρονται εις την υμετέραν μεγαλειότητα από την ελληνικήν κυβέρνησιν εξ ονόματός του. Τα αισθήματα, τα οποία ενέσπειραν εις τους Έλληνας αι ευεργεσίαι των αυγούστων προκατόχων σας, και τα οποία διεδόθησαν από γενεάς εις γενεάν κατά κληρονομίαν, έγειναν ζωηρότερα και μας εμψυχόνουσιν όλους υπέρ του ιερού προσώπου της υμετέρας μεγαλειότητος· η ευγνωμοσύνη του ελληνικού έθνους δεν θα παύσει ει μη μετ' αυτού. Καταδέχθητε, Βασιλεύ, να το ενθυμηθήτε εις τοιαύτην δεινήν περίστασιν· και εν ώ σκέπτεσθε διά την τύχην τόσων εθνών μετά των συμμάχων σας, έχετε και την Ελλάδα και την Εκκλησίαν, της οποίας είσθε το στήριγμα, υπ' όψιν. Η Ελλάς οπλισθείσα υπό την σημαίαν του σταυρού έχει δικαίωμα να ελπίση ότι ο απόγονος τόσων ορθοδόξων μοναρχών, ο ελευθερωτής των κατά πολύν καιρόν καταθλιβομένων δεν θα θελήσει ποτέ την εξόντωσιν και την ατιμίαν της. Παρακαλούμεν τον Θεόν, Βασιλεύ, να φυλάττη την υμετέραν μεγαλειότητα υπό την αγίαν του σκέπην διά την ευτυχίαν της Ευρώπης και διά την δόξαν της αγίας ημών πίστεως».
«Εν Άργει τη 29 αυγούστου 1822, και β' της ανεξαρτησίας».
Και ταύτα μεν έγραφεν η ελληνική κυβέρνησις προς τους μονάρχας, ο δε φέρων τας επιστολάς Μεταξάς κατευωδώθη εις Αγκώνα την 12 οκτωβρίου· και επειδή έμελλε να καθαρισθή ημέρας ικανάς και αναμείνη εκεί τας των ανάκτων διαταγάς περί της περαιτέρω πορείας του, απέστειλε την μεν προς τον Αλέξανδρον δι' ιδιαιτέρας οδού, την δε προς όλους τους ανάκτας διά της αυλής της Ρώμης. Έσπευσεν ο αξιοσέβαστος Πίος, ο συμπαθής και προς τον χριστιανικόν αγώνα και προς τους καταφυγόντας εις την επικράτειάν του δυστυχείς Έλληνας, να δώση χείρα βοηθείας εις ευόδωσιν των σκοπών της ελληνικής πρεσβείας, συστήσας την επιστολήν τω παρά τη συνελεύσει αντιπροσώπω του καρδινάλη Σπίνα και ζητήσας δι' αυτού άδειαν της απελεύσεως του Μεταξά εις τον τόπον της συνελεύσεως. Αλλ', αν ο Πίος είχε τον χριστιανικόν ζήλον των επί των σταυροφοριών προκατόχων του, δεν είχεν επί των ηγεμόνων του καιρού του, ην οι προκάτοχοί του είχαν ισχύν επί των συγχρόνων αυτών· διό η μεσιτεία του ουδαμώς εισηκούσθη, και ο Μεταξάς ειδοποιήθη εν Αγκώνι μετ' ολίγας ημέρας παρά της αυλής της Ρώμης ότι απηγορεύετο η περαιτέρω πορεία του.
Κατόπιν του Μεταξά έφθασαν εις Αγκώνα ο Π. Πατρών Γερμανός και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης κομισταί προς τον Πάπαν της ακολούθου επιστολής.
«Η ελληνική κυβέρνησις μαρτυρεί προς την υμετέραν αγιότητα την ευγνωμοσύνην της διά την οποίαν εδείξατε αγάπην εις τα τέκνα της Ελλάδος. Πολλοί συμπατριώται μας καταδιωγμένοι υπό των ασεβών και καταφυγόντες εις την επικράτειαν της υμετέρας αγιότητος μας εβεβαίωσαν ότι ηξιώσατε να τους υποδεχθήτε μ' ευαγγελικήν ευσπλαγχνίαν και προστασίαν όλως πατρικήν· αι αρεταί αύται της υμετέρας αγιότητος είναι συνήθεις· ο αποστολικός χαρακτήρ, τον οποίον εδείξατε εις τοιαύτην δεινήν περίστασιν, είναι γνωστός εις όλον τον χριστιανικόν κόσμον· και μ' όλον ότι τα έθνη της Ευρώπης διαιρούνται κατά διαφόρους λατρείας, όλα ηνώθησαν διά να θαυμάσωσι και εκθειάσωσι τας αρετάς ταύτας, αι οποίαι προξενούσι δόξαν εις την θρησκείαν και εις τον θείον αυτής θεμελιωτήν. Εκ τούτων δε θαρρυνόμεθα να διευθύνωμεν προς την υμετέραν αγιότητα την ταπεινήν μας ταύτην παράκλησιν. Εμάθαμεν ότι οι χριστιανοί μονάρχαι, εξ ών οι πλειότεροι υπάγονται εις την εκκλησίαν της οποίας η υμετέρα αγιότης είναι ο αρχηγός, θα συνέλθωσι διά να αποφασίσωσι περί των συμφερόντων της Ευρώπης. Αξιώσατε, αγιώτατε πάτερ, να μεσολαβήσητε υπέρ ημών διά ν' απαλλαγώμεν τέλος πάντων από την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν μας κατεβύθησαν οι εχθροί του χριστιανικού ονόματος, βοηθούμενοι από τους βασιλείς της χριστιανωσύνης ότε αγωνιζόμεθα ν' αποσείσωμεν τον βάρβαρον και αισχρόν ζυγόν του ασεβούς· υπηνέγκαμεν ήδη πολύν καιρόν το μαρτύριον διά την πίστιν του Ιησού Χριστού. Τέσσαρας ήδη αιώνας εβαπτίσθημεν εις δάκρυα και εις αδικίας. Ας επιλάμψη τέλος και εις ημάς η ημέρα της ευτυχίας υπό την προστασίαν της υμετέρας αγιότητος. Η ημέρα αύτη θα χαραποιήσει όλους τους πιστούς και θα επισφραγίσει την δόξαν του Πίου. Η ευαίσθητος και γενναία ψυχή σας, αγιώτατε πάτερ, θα σας εμπνεύσει φωνάς πολύ παραπονετικάς υπέρ ημών, αι οποίαι θα κατανύξωσι τας καρδίας των χριστιανών βασιλέων, οίτινες άλλως τε είναι διατεθειμένοι ν' ανακουφίσωσι τα δεινά μας.
«Θαρρούντες εις την αγαθότητα και εις τα φώτα της υμετέρας αγιότητος σας παρακαλούμεν, αγιώτατε πάτερ, να δεχθήτε το σέβας μας και την ευγνωμοσύνην μας και να μας χαρίσητε τας ευλογίας σας».
«Εν Άργει τη 29 αυγούστου 1822, και β' της ανεξαρτησίας». Αναγνώσας ο Πάπας την επιστολήν ταύτην, απεποιήθη να δεχθή εν τη καθέδρα του τους απεσταλμένους, όχι εκ θελήσεως, αλλ' εξ αιτίας της αυστριακής επιρροής, εις ην υπέκειτο. Εσκόπευε δε ο Π. Πατρών να παρενείρη, κατ' εισήγησίν τινων των εν τοις πράγμασι, προς ευόδωσιν του πολιτικού σκοπού, την ένωσιν των εκκλησιών· αλλ' απαγορευθείσης της εις Ρώμην αναβάσεώς του, ουδέν είπε τοιούτον ουδ' ενήργησεν.
Εξ αιτίας δε της κακής διαγωγής της Πύλης προς την Ρωσσίαν η υποψία του μεταξύ των δύο τούτων Δυνάμεων πολέμου ανησύχαζε πάντοτε τας άλλας. Επροσπάθουν αύται να εμβατεύσωσι τους διαλογισμούς του Αλεξάνδρου προ της ενάρξεως των συνεδριάσεων της συνελεύσεως. Ο Αλέξανδρος, όστις εθεώρει την διατήρησιν των αρχών της ιεράς συμμαχίας αξίαν πάσης πολιτικής θυσίας, και ήξευρεν ότι επί των ελληνικών πραγμάτων πολλοί δεν τον επίστευαν ειλικρινή προς αυτάς, δεν έκρυπτε τους διαλογισμούς του· και διατριβών εν Βιέννη επί της εις Βερώνην μεταβάσεώς του προς συγκρότησιν της συνελεύσεως, είπε τω πρώτω πληρεξουσίω της Γαλλίας Μοντμορενσή τα εξής· «Ούτ' άλλο ωφελιμώτερον, ούτ' άλλο καθ' όλην την Ρωσσίαν επιθυμητότερον είναι παρά τον κατά της Τουρκίας θρησκευτικόν πόλεμον. Παρέχει την ευκαιρίαν η επανάστασις της Ελλάδος· αλλ' ενόμισα ότι εν μέσω των ταραχών της Πελοποννήσου εφαίνετο το ανατρεπτικόν των κοινωνιών σημείον, και διά τούτο παρητήθην· τι δεν ενήργησάν τινες προς διάλυσιν της συμμαχίας; επροσπάθησαν να πειράξωσι την φιλοτιμίαν μου· με ύβρισαν παρρησία· δεν μ' εγνώριζαν βεβαίως αν υπέθεταν ότι κινούμαι υπό κενοδοξίας ή πάθους· όχι· ποτέ δεν θ' αποχωρισθώ των ανάκτων μεθ' ων συνεδέθην. Ας έχωσι και οι άνακτες την άδειαν να συμμαχώσι φανερά υπερασπίζοντες εαυτούς κατά των μυστικών εταιριών».
Ταύτα είπεν ο Αλέξανδρος εν Βιέννη. Αλλ', αν και ακριβή φύλακα των όρων της ιεράς συμμαχίας τον απεδείκνυαν οι λόγοι του, γνώμη επεκράτει, ότι επροτίθετο ν' απαιτήση επί της προκειμένης συνελεύσεως την συνδρομήν των συμμάχων παρά τη Πύλη εις ημιαυτόνομον αποκατάστασιν της Ελλάδος. Η δε Αγγλία, θέλουσα να προλάβη την πρόθεσιν της Ρωσσίας, διέταξε τον εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυν της λόρδον Στραγγφόρδον ν' ασχοληθή εκ νέου εις ειρήνευσιν της Ελλάδος προς καθησύχασιν της Ρωσσίας. Ειρήνευσιν δε ενόουν τω καιρώ εκείνω και η Αγγλία και αι άλλαι αυλαί απλήν αμνηστείαν υπό την εγγύησιν ή επίβλεψιν αυτών. Απήντησεν η Πύλη επί τη προτάσει ταύτη, ότι δεν έπαυσε διατάττουσα τους υπαλλήλους της να πολιτεύονται φιλανθρώπως προς τους Έλληνας, και ότι εν διαστήματι τριών μηνών χιλιάδας των εν Κωνσταντινουπόλει Τούρκων, παρηκόων της διαταγής ταύτης, εξώρισε και πεντακοσίους εθανάτωσεν, αλλά κατ' ουδένα τρόπον και υπ' ουδένα τύπον εδέχετο ξένην παρέμβασιν μεταξύ αυτής και των υπηκόων της· κατέκρινε δε εις επήκοον του πρέσβεως της Αγγλίας την ρωσσικήν κυβέρνησιν ως πρωταίτιον των ταραχών. Ηγανάκτησεν ο Αλέξανδρος μαθών ότι δεν έπαυεν η Πύλη ενοχοποιούσα την κυβέρνησίν του δώσασαν τόσας εναργείς αποδείξεις της από του ελληνικού αγώνος αποστροφής της· εμέμφθη δε πικρώς και τον πρέσβυν της Αγγλίας, μεταβάντα εκ Κωνσταντινουπόλεως εις την συνέλευσιν, ως μη αποκρούσαντα την φανεράν ταύτην συκοφαντίαν· αλλά και εν τη περιστάσει ταύτη η μακροθυμία του Αλεξάνδρου ενίκησε την αγανάκτησίν του.
Μεταβάντων δε των ανάκτων και των πληρεξουσίων εκ Βιέννης, όπου πρώτον συνήχθησαν, εις Βερώνην, και αρξαμένων εκεί των συνεδριάσεων, εγένετο λόγος και περί των μεταξύ της Πύλης και της Ρωσσίας διαφορών, και την 9 νοεμβρίου ωρίσθη διά πρωτοκόλλου η παντελής και ανυπέρθετος από των τουρκικών στρατευμάτων κένωσις των ηγεμονειών, η κατ' ευθείαν κοινοποίησις της Πύλης προς την Ρωσσίαν του διορισμού των ηγεμόνων, ο μεταξύ των δύο κυβερνήσεων συμβιβασμός πάσης εμπορικής διαφοράς, ο ακώλυτος πλους παντός υπό πάσαν εμπορικήν σημαίαν πλοίου διά του Βοσπόρου, και η διά της φιλικής μεσολαβήσεως και υπό την εγγύησιν των αυλών απλή ειρήνευσις της Ελλάδος· συναπεφασίσθη δε να συνδεθώσιν εκ νέου αι μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας διπλωματικαί σχέσεις πληρωθέντων των όρων τούτων· παραβλέψας δε και ο Αλέξανδρος το προς αυτόν πλημμέλημα του λόρδου Στραγγφόρδου, τον εδέχθη ευμενώς και τω ενεπιστεύθη την εν Κωνσταντινουπόλει διαπραγμάτευσιν των διαφορών του ειπών αυτώ, ότι τον εθεώρει ως ένα των υπουργών του.
Αλλ' αρκούντα δεν εθεώρει ο Αλέξανδρος όσα ωρίσθησαν περί της ελληνοτουρκικής διαφοράς, και εν τοις εξής λόγοις του προς τον λόρδον Στραγγφόρδον, επανερχόμενον εις Κωνσταντινούπολιν, ανεκάλυψε τι διελογίζετο καθ' εαυτόν. «Είμαι πεπεισμένος»(είπεν) «ότι η κοινή γνώμη της Αγγλίας θ' αναγκάσει την κυβέρνησίν της ν' ασχοληθή σπουδαίως εις τα της Ελλάδος, και ότι το ελληνικόν ζήτημα θα θεωρηθή παρά του αγγλικού λαού όπως και το της ανθρωποεμπορίας· ένεκα τούτου, αντί να προβάλω εγώ τοις συμμάχοις μου σχέδιον εις βελτίωσιν της πολιτικής καταστάσεως της Ελλάδος, προτιμώ ν' αναμείνω το της αγγλικής αυλής. Χιμαιρική είναι η περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος ιδέα· ο έσχατος όρος της επιθυμίας μου είναι ν' απολαύση ο τόπος εκείνος κυβερνητικόν σύστημα όποιον επικρατεί εν Σερβία η εν Μολδοβλαχία».
Η δε συνέλευσις τελειώσασα τας εργασίας της εξέδωκε την 2 δεκεμβρίου εγκύκλιον περί ων εβουλεύθη, και εις μόνας τας αρχάς της ιεράς συμμαχίας αποβλέπουσα παρεμόρφωσεν ως προς τον ελληνικόν αγώνα την αληθή φύσιν των πραγμάτων κηρύξασα τα εξής.
«Μέγα πολιτικόν συμβάν εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως [της εν Λαϋβάχη]. Ό,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν Ιταλία το κατώρθωσεν εν ταις ανατολικαίς εσχατιαίς της Ευρώπης. Καθ' ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικάί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η σύμπτωσις των συμβάντων απέδειξεν ότι μία και η αυτή ήτον η αρχή των. Το αυτό κακόν, αναφαινόμενον πολλαχού, άλλα πάντοτε υπό τους αυτούς τύπους, αν και υπό διάφορα προσχήματα, επρόδιδε την κοινήν εστίαν όθεν προήχθη. Οι διευθύνοντες τα περί ων ο λόγος ήλπιζαν να εύρωσι την ευκαιρίαν να διασπείρωσι την διχόνοιαν εις τα συμβούλια των Δυνάμεων και ουδετερώσωσιν αυτάς, ας νέοι κίνδυνοι εκάλουν προς άλλα μέρη της Ευρώπης, αλλ' ηπατήθησαν. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν' απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ' οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου· ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των· αλλ' ακούοντες εν ταυτώ και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικοτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής· απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια εις ευόδωσιν των ευχών αυτών».
Επικρατούσης δε της δυσμενεστάτης ταύτης προς τον ελληνικόν αγώνα διαθέσεως των συμμάχων, μέγιστον ευτύχημα εφάνη η μετά την αυτοχειρίαν του Λονδονδερρή απροσδόκητος ανύψωσις του Γεωργίου Κάννιγγος εις την υπουργικήν έδραν των εξωτερικών υποθέσεων της Αγγλίας. Η Αγγλία δεν ήτο μέλος της ιεράς συμμαχίας ουδ' ησπάζετο τας αρχάς της· αλλά το υπουργείον της, και ιδίως ο Λονδονδερρής, εν πολλοίς συνεταυτίζετο διά της πολιτικής του. Βροντώδη φωνήν αφήκεν επί του υπουργείου τούτου ο λόρδος Ερσκίνος έν τινι προς τον πρωθυπουργόν Λιβερπούλην επιστολή του υπέρ των δεινοπαθούντων Ελλήνων· θεσμοί συνήγοροί των εφάνησαν ταυτοχρόνως καί τινες των βουλευτών· πολλαί των εφημερίδων εφιλελλήνιζαν, αλλ' ουδείς ουδέν κατώρθωσε κωφευόντων των υπουργών. Ο δε Κάνιγγ, ούτινος το πολιτικόν δόγμα ήτο «πολιτική και θρησκευτική όλων των λαών ελευθερία», εδήλωσε κατ' αυτήν την ημέραν του διορισμού του, ότι επροτίθετο να τροπολογήση την εξωτερικήν πολιτικήν της πατρίδος του, διότι ερωτηθείς παρά του βασιλέως επί της πρώτης συνεντεύξεώς των, αν εσκόπευε να βαδίση την οδόν του προκατόχου του, απεκρίθη, «ο προκάτοχος μου αυτοχειρίσθη». Μόλις έφηβος και μαθητής του λυκείου εμυρολόγησε την δούλην Ελλάδα· η ωδή αύτη επιγραφομένη «η δουλεία της Ελλάδος» έδειξεν έκτοτε τον φιλελληνισμόν του. «Ω εξαισία μεταβολή» (έλεγαν οι τελευταίοι στίχοι της)· «τα τέκνα σου, ω Ελλάς, στενάζουν σήμερον υπό επονείδιστον ζυγόν· ουδείς τα παρηγορεί μοχθούντα, ουδείς τα κλαίει αποθνήσκοντα· καταναλίσκεται η αθλία ζωή των υπό τα έλκη της βαρείας κωπηλασίας, ή εν τοις σκοτεινοίς λατομείοις· η καταπληκτική τυραννία των Μωαμεθανών και η φρικώδης πομπή η περιστοιχούσα τον θρόνον αυτών κατέθλιψαν διά της φρίκης τα πνεύματά των· τα τέκνα σου, ω Ελλάς, γονυπετούν τρέμοντα ενώπιον των πτερνιζόντων αυτά· οι κόποι της ημέρας, αι πικραί και άυπνοι ώραι της νυκτός, η βαρεία μάστιξ αυθαιρέτου εξουσίας, η αιμοχαρής φρίκη της οξείας μαχαίρας, το βδελυρόν σουβλίον, ο κατασπαράττων τας σάρκας τροχός, ο βρόχος, το δηλητήριον, όλα εξασθενούν τον νουν των και χαυνόνουν την καρδίαν των· φρικτή ειμαρμένη! Οι οφθαλμοί ημών, ω Ελλάς, είναι πάντοτε πλήρεις δακρύων· πικροί στεναγμοί αναβαίνουν πάντοτε εκ βάθους των καρδιών, όταν ανακαλώμεν την αρχαίαν σου δόξαν και βλέπωμεν την σημερινήν σου αδοξίαν· ομοιάζεις, ω Ελλάς, τον υπερήφανον βράχον, ούτινος η γυμνή κορυφή, υπερυψουμένη της γης, μυκτηρίζει τας καταιγίδας· τα σκυθρωπά νέφη χύνουν επί της μεγάλης κορυφής του τα ραγδαία ρεύματά των· βρέμεται προ των ποδών του ο παταγώδης ωκεανός· ο γιγαντιαίος και ογκώδης ούτος κολοσσός ρίπτει γύρω εν τη δικαία υπεροψία του ηγεμονικόν βλέμμα και ολιγωρεί πάσαν καταιγίδα· αλλά φθείρεται υπό του χρόνου, το δόλιον κύμα υποτρίβει την βάσιν του, και τότε πίπτει και πίπτων διαρρηγνύει την κλονουμένην γην και διαχέει πέριξ θύελλαν καταστροφής».
Τοιαύτα φρονήματα εφανέρωσεν ο Κάννιγγ περί Ελλάδος επί της νεαράς του ηλικίας· επί δε της υπουργίας του είδεν ό,τι δεν ήθελαν να ίδωσιν οι πολιτικοί της ιεράς συμμαχίας· είδεν ότι το παρακμάζον οθωμανικόν κράτος ανίκανον ήτον εξ αυτής του της φύσεως ν' ανορθωθή, και ότι έτρεχεν ανεπιστρεπτί εις την απώλειάν του επ' ωφελεία άλλης κραταιάς Δυνάμεως και επί βλάβη της ευρωπαϊκής ισορροπίας· είδεν ότι εις θεραπείαν των δεινών τούτων ανεφύετο προνοητικώς πως εκ των κόλπων του πίπτοντος τούτου κράτους νέον κράτος, άξιον να το διαδεχθή εν καιρώ διά τας προγονικάς του αναμνήσεις, διά την ευφυίαν του, διά την φιλομάθειάν του και διά την προς τον ευρωπαϊσμόν ροπήν του. Ευτύχημα ενόμισε το συμβάν τούτο, και ηθέλησε, παρά την επικρατούσαν πολιτικήν και τας κοινάς προλήψεις των αυλών, να επιβλέψη ιλαρώς επί τον από του μη όντος εις το είναι παραγόμενον τούτον λαόν και να τον θαρρύνη. Διά τούτο, καθ' όν καιρόν η ιερά συμμαχία κατηράτο τον ελληνικόν αγώνα, ανεγνώρισε τους παρά της Ελλάδος αποκλεισμούς των υπό τουρκικήν σημαίαν τόπων· ό εστιν ανεγνώρισε την Ελλάδα Δ ύ ν α μ ι ν - ε μ π ό λ ε μ ο ν. Η ελληνική κυβέρνησις είχε κηρύξει την 13 μαρτίου του έτους τούτου, ότι απέκλειεν όλους τους τουρκικούς λιμένας του Αιγαίου, της Κρήτης και τους μεταξύ Επιδάμνου και Θεσσαλονίκης· αλλά το κήρυγμά της εις ουδέν ελογίσθη υπό των Δυνάμεων, ώστε μέχρι της σήμερον όσα πλοία υφ' οποιανδήποτε χριστιανικήν σημαίαν, φέροντα τροφάς και πολεμεφόδια εις τα αποκλειόμενα φρούρια, συνελαμβάνοντο υπό των Ελλήνων, απελύοντο· οσάκις δε οι Έλληνες ελάμβαναν τα φορτία εις χρήσιν των, απεζημίοναν πάντοτε τους ιδιοκτήτας επί τη απαιτήσει και πολλάκις επί τη απειλή των διοικούντων τας εν τω Αιγαίω ναυτικάς μοίρας. Τοιαύτα πλοία συνελήφθησαν εν τω κορινθιακώ κόλπω, έμπροσθεν της Χαλκίδος, του Ναυπλίου, και άλλων αποκλειομένων φρουρίων και εξεφορτώθησαν, αλλά μέχρι λεπτού απεζημιώθησαν, ενίοτε δε και οι συλλαβόντες ετιμωρήθησαν. Από του νυν δε, χάρις εις την πολιτικήν του Κάννιγγος, έμελλαν να καταδικάζονται και να δημεύωνται τα υπό αγγλικήν σημαίαν συλλαμβανόμενα και τοιούτον εμπόριον μετερχόμενα πλοία οιουδήποτε και αν ήσαν τα εμπορεύματα ιδιοκτησία. Αλλ' η ελληνική κυβέρνησις εις δείγμα ευγνωμοσύνης διέταξε να μη δημεύωνται τα τοιαύτα πλοία, αλλά μόνον η εν αυτοίς εχθρική ιδιοκτησία. Ιδού δε πώς ο Κάννιγγ εδικαιολόγει την προς την Ελλάδα πολιτικήν του. «Η αγγλική κυβέρνησις» (έλεγεν) «ώφειλε να θεωρήση τους εξοπλίσαντας τα πλοιά των Έλληνας ή ως πειρατάς ή ως εμπολέμους· και επειδή ολόκληρον έθνος, εξανιστάμενον κατά της Αρχής του, δεν ημπορεί να θεωρηθή ως πειρατικόν, ανάγκη πάσα να θεωρηθή ως εμπόλεμον εφ' όσον φυλάττει τους κανόνας, και ενεργεί εντός των εν τοιαύτη περιστάσει παραδεδεγμένων όρων».
Πολιτευόμενος δε τοιουτοτρόπως ο Κάνιγγ προς την Ελλάδα ηγωνίζετο ταυτοχρόνως την μεν εις τον πόλεμον ρέπουσαν Ρωσσίαν να καταπραΰνει, την δε ασύνετον Πύλην εις την οδόν της μετριότητος να επαναφέρη, αλλ' εν πνεύματι πάντοτε φιλειρηνικώ και άνευ ενόπλου παρεμβάσεως. Τρία δε ήσαν κατ' αυτόν αναγκαία εις δικαιολογίαν ενόπλου παρεμβάσεως· «να ήναι ο πόλεμος δίκαιος· να δύναται η Αγγλία ν' αναμιχθή εις τον δίκαιον τούτον πόλεμον δικαίως· να μη βλάπτη ο δίκαιος ούτος και δικαίως γινόμενος πόλεμος τα συμφέροντα της πατρίδος του»· ονειροπόλον δε απεκάλει τον πολιτικόν τον παραβλέποντα τον τελευταίον τούτον όρον. Ηρέσκετο δε ο Κάννιγγ εις την ευόδωσιν του αγώνος της Ελλάδος, αν ο αγών αυτής ευωδούτο διά των όπλων της, και πρόθυμος ήτο να προσενέγκη πάσαν ειρηνικήν συνδρομήν εις ευόδωσίν του· αλλά δεν ήθελεν ουδ' η πατρίς του ουδ' άλλη τις Δύναμις ν' αναμιχθή υπέρ αυτού ενόπλως επ' ουδενί λόγω. Τοιαύτη ήτον η πολιτική της Αγγλίας ως προς τον ελληνικόν αγώνα υπουργούντος του Κάννιγγος.
Η δε της Ρωσσίας ήτον τον αυτόν καιρόν οποία και πρότερον· ούτε τον παντελή θρίαμβον του ελληνικού αγώνος επεθύμει, ούτε την παντελή ανείχετο υποδούλωσιν των Ελλήνων. Την πολιτικήν δε ταύτην της Ρωσσίας παρεδέχοντο και η Γαλλία και η Πρωσσία· αλλ' όσον μετρία και αν ήτον η πολιτική αυτών, απραγματοποίητος εφαίνετο και αύτη ειρηνικώ τω τρόπω.
Η δε Αυστρία ήθελε την παντελή αναδούλωσιν της Ελλάδος· συντελεστικήν δε προς επίτευξιν του ποθουμένου εθεώρει την παράτασιν του ελληνοτουρκικού αγώνος· διότι και οι ολίγοι πόροι των Ελλήνων διά της παρατάσεως εξηντλούντο, και αι μικραί των δυνάμεις εν μέσω μεγάλων παθημάτων εμηδενίζοντο, και οι σκοποί της Τουρκίας επί τέλους επληρούντο. Αλλ', αναγκαζομένη να οικονομή την Ρωσσίαν, δεν εφαίνετο αποποιουμένη ό,τι επροτείνετο παρ' αυτής υπέρ της Ελλάδος, αν, δυνάμενον να φέρη αναβολήν, δεν εδύνατο να φέρη αποτέλεσμα. Τοιαύτα ήσαν τα της Ελλάδος εσωτερικώς και εξωτερικώς καθ' όν καιρόν συνήρχοντο οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων εις Άστρος κατά την επαναληφθείσαν πρόσκλησιν της κυβερνήσεως.
Φθάσαντες ήδη εις το τέλος της πρώτης κυβερνητικής περιόδου, ερχόμεθα να επιθεωρήσωμεν τροχάδην όσα διήλθομεν μέχρι τούδε εν εκτάσει.
Ούτε στρατεύματα, ούτε στόλους, ούτε πολεμικάς ή οικονομικάς προετοιμασίας είχεν η Ελλάς ότε ήρχισε τον αγώνα της· μία δε μεγάλη αυτοκρατορία, ως η οθωμανική, κατέχουσα όλα τα φρούρια της Ελλάδος εκίνησε κατ' αυτής αναλόγους του μεγαλείου της δυνάμεις και διά ξηράς και διά θαλάσσης· και ως αν δεν ήρκουν αι δυνάμεις αύται εις αφανισμόν των Ελλήνων, έσπευσαν οι σύμμαχοι να δώσωσιν ομοθυμαδόν τη αυτοκρατορία ταύτη πάσαν ηθικήν αντίληψιν καταρώμενοι και αναθεματίζοντες τον ελληνικόν αγώνα· τινές δε αυτών δεν εδίστασαν να τη δώσωσι και πραγματικάς βοηθείας· και όμως ο αδύνατος, ο εγκαταλελειμμένος, ο μικρός ούτος λαός, διελθών διά πυρός και αίματος, ενίοτε δε και διά παντελούς καταστροφής καθ' όλην την παρελθούσαν διετίαν, και στόλους χιλιαρμένους παρά πάσαν προσδοκίαν κατήσχυνε, και στρατεύματα πολυάριθμα κατέστρεψε, και φρούρια απόρθητα εκυρίευσε, και άτρωτος υπό των κατατοξευθέντων ιοβόλων βελών της ιεράς συμμαχίας διέμεινε, και τας βουλάς αυτής διεσκέδασε· και ταύτα πάντα εν μέσω παντελούς απορίας, αμηχανίας, αταξίας, διαιρέσεως και αναρχίας.

1823

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΒ'

Συγκρότησις της δευτέρας των Ελλήνων εθνικής συνελεύσεως. — Μετάβασις του νέου βουλευτικού εις Τριπολιτσάν. — Νέαι διαιρέσεις. — Έκπλους του Οθωμανικού στόλου. — Κατορθώματα των Ψαριανών κατά την μικράν Ασίαν. — Εισβολή εις την Ανατολικήν Ελλάδα υπό τον Ισούφπασαν Μπερκόφτσαλην. — Καταστροφή του κατά την Εύβοιαν και καθ' όλην την Θετταλομαγνησίαν ελληνικού αγώνος.

ΚΑΤΑ τα εν Επιδαύρω νομοθετηθέντα και την πολλάκις επαναληφθείσαν της κυβερνήσεως κλήσιν, επρόκειτο να συνέλθωσιν οι βουλευταί των επαρχιών εις έναρξιν της β' κυβερνητικής περιόδου· απεφασίσθη δε κοινή γνώμη να συγκροτηθή προ της ενάρξεως της β' περιόδου δευτέρα εθνική συνέλευσις προς επιθεώρησιν του συντάγματος και των εν ενεργεία νόμων.
Ανώμαλα, άτακτα και επίφοβα ήσαν τα πάντα εν τη παρούση συνελεύσει. Πριν συγκρουσθώσι τα κόμματα εντός αυτής, είχαν συγκρουσθή εν ταις επαρχίαις επί των εκλογών, μη διατηρηθέντος του εκλογικού νόμου. Διπλούς βουλευτάς έστειλαν τα αντιφερόμενα κόμματα· παρευρέθησαν καί τινες των δυνατών εν τη συνελεύσει αντιπρόσωποι αυτοχειροτόνητοι και αυτονομιμοποίητοι· παρήσαν και απεσταλμένοι επαρχιών δι' άλλας υποθέσεις· πολλοί αντιπροσώπευαν όχι λαούς αλλ' οπλοφορούντας («τα άρματα»)· δεκτοί εγένοντο και οι παύσαντες βουλευταί, δεκτοί και οι παύσαντες νομοτελεσταί· ώστε οι εκ των διαφόρων τούτων τάξεων συγκροτήσαντες την δευτέραν συνέλευσιν ήσαν τριπλάσιοι των συγκροτησάντων την πρώτην· αλλά ψήφον είχαν μόνοι οι βουλευταί και οι απεσταλμένοι των επαρχιών, όσαι τυχόν δεν έστειλαν βουλευτάς, ως αντικαθιστώντες αυτούς. Όσον δε ήσυχος ήτον η πρώτη συνέλευσις, τόσον θορυβώδης εγένετο η δευτέρα. Πάντη ανίσχυρον ήτον εν τη πρώτη των πολεμικών το κόμμα· τα μεταξύ όμως εκείνης και ταύτης κατορθώματα αυτών κατά των εχθρών το ισχυροποίησαν. Αλλ' οι πολεμικοί δεν ήσαν επί της παρούσης ηνωμένοι ως ούτ' επί της πρώτης, διότι οι της Δυτικής Ελλάδος, οι υπό την επιρροήν εν γένει του Μαυροκορδάτου, έκλιναν, ως και τότε, προς τους πολιτικούς· πρός τινας δε αυτών, ως τον Ζαήμην και Λόντον, είχαν οι επισημότεροι και στενάς σχέσεις. Του κόμματος των πολιτικών ήσαν καί τινες πολεμικοί της Πελοποννήσου, ως ο Πετμεζάς, ο Αναγνωσταράς και οι Γιατράκοι. Εξάρχοντες δε του κόμματος των πολεμικών ήσαν εν μεν τη Πελοποννήσω ο Κολοκοτρώνης, εν δε τη Ανατολική Ελλάδι ο Οδυσσεύς· του κόμματος τούτου ήτο πάντοτε και ο Υψηλάντης.
Και ούτοι μεν αφίχθησαν εν πρώτοις εις Ναύπλιον οι δε του κόμματος των πολιτικών εις Άστρος κατά την κλήσιν της κυβερνήσεως. Πολλών δε λογοτριβών γενομένων περί του τόπου των συνεδριάσεων, συνήλθαν επί τέλους όλοι εις Άστρος διά της ισχυράς μεσολαβήσεως των αντιπροσώπων των ναυτικών νήσων κλινόντων, ως και επί της πρώτης συνελεύσεως, προς τους πολιτικούς· αλλά συνήλθαν ως δύο στρατόπεδα επί λόγω ασφαλείας, διότι εθρυλλούντο επιβουλαί και συνωμοσίαι του ενός κόμματος κατά του άλλου. Αφ' ού δε συνήλθαν όλοι εις Άστρος, οι μεν πολιτικοί προφυλάξεως χάριν κατέλαβαν τα Αγιαννήτικα καλύβια, οι δε πολεμικοί τα Μελιγγιώτικα· διεχωρίζοντο δε αι θέσεις αύται διά τινος ρύακος. Επειδή οι πολιτικοί ήσαν και πολυαριθμότεροι και ισχυρότεροι, αι εργασίαι της συνελεύσεως εγίνοντο προς το μέρος όπου διέτριβαν, εκοινοποιούντο δε τοις άλλοις δι' επιτρόπων. Λόγος περί πολιτικών αρχών δεν εγένετο επί της συνελεύσεως ταύτης ως ουδ' επί της εν Επιδαύρω· λόγος πολύς εγένετο περί προσωπικών ή μάλλον ειπείν κομματικών συμφερόντων. Οι πολιτικοί, οι έχοντες επιρροήν εν ταις επαρχίαις των, εστρατολόγουν και εζώννυαν το ξίφος· τούτο, ως προείρηται, δυσηρέστει τους οπλαρχηγούς θεωρούντας αυτούς άρπαγας των δικαιωμάτων αυτών και πλεονέκτας· επεθύμουν δε οι οπλαρχηγοί, ως και επί της εν Επιδαύρω συνελεύσεως, να τους περιορίσωσιν εις τα πολιτικά καθήκοντά των, και κυρίως εις το να τροφοδοτώσι τα στρατεύματα διά των εισοδημάτων των επαρχιών· επειδή δε επί των επαναστάσεων, τουτέστιν εν καιροίς καθ' ους δεν ισχύει ο νόμος, το ξίφος διαλέγεται άριστα περί πάντων, ήθελαν οι πολεμικοί, ιδιοποιούμενοι μόνοι το ξίφος, να έχωσι τους πολιτικούς υποχειρίους των.
Αφ' ού δε άπαντες παρεδέχθησαν επί των προκαταρκτικών συνεδριάσεων ως οργανικόν νόμον τον της Επιδαύρου υπό τινας μόνον όρους ως προς την πολεμικήν υπηρεσίαν, και αφ' ού εκανόνισαν τα περί των συνεδριάσεων ως και εν Επιδαύρω, ωρκίσθησαν την 30 μαρτίου ενώπιον του επί των εκκλησιαστικών αρχιερέως, και αναλαβόντες τας τακτικάς των εργασίας των θυρών κεκλεισμένων κατέστησαν πρόεδρον τον Πετρόμπεην, αντιπρόεδρον τον επίσκοπον Βρεσθένης Θεοδώρητον, αρχιγραμματέα τον Νέγρην, και φρούραρχον τον Γιατράκον, και τους τέσσαρας εκ του κόμματος των πολιτικών· ώστε εξ αυτών των προοιμίων εφάνη η υπεροχή του κόμματος τούτου. Τούτων δε γενομένων, κατήργησεν η συνέλευσις τας κεντρικάς Αρχάς της Πελοποννήσου, της Ανατολικής Ελλάδος και της Δυτικής· κατήργησε τον του αρχιστρατήγου τίτλον ον έφερεν ο Κολοκοτρώνης, διώρισεν επιτροπάς προς επιθεώρησιν του συντάγματος και των άλλων νομών, προς σύνταξιν ποινικών και κατάστρωσιν του ετησίου προϋπολογισμού, και διέταξε τον Κολοκοτρώνην να παραδώση το Ναύπλιον καί τινα έγγραφα σταλέντα έξωθεν προς τας ελληνικάς Αρχάς και κρατούμενα παρ' αυτού. Ο Κολοκοτρώνης παρέδωκε τα έγγραφα, αλλ' απεποιήθη την παράδοσιν του φρουρίου επί λόγω, ότι η συνέλευσις δεν ήτο κυβέρνησις, και ότι επί τη προσεχεί συστάσει ταύτης το παρέδιδε.
Απρίλιος Την 11 απριλίου εισήχθη ο προϋπολογισμός. Την 13 επεκυρώθη το επιθεωρηθέν σύνταγμα της Επιδαύρου γενομένων μικρών τινων μεταβολών, και εψηφίσθη ατόπως να εγκαθιστώνται οι έπαρχοι ή ν' αποβάλλονται κοινή γνώμη του βουλευτικού και του νομοτελεστικού. Την 14 εξεδόθη ψήφισμα περί εκποιήοεως των εθνικών κτιρίων· εγένετο λόγος και περί εκποιήσεως γης, αλλά δεν ενεκρίθη, καταθορυβηθέντων των στρατιωτών πιστευόντων ότι θα εγίνετο επ' ωφελεία των πολιτικών και των δυνατών· εις πασιφανές δε δείγμα δυσαρεσκείας, τινές αυτών ετουφέκισαν επί παρουσία των αντιπροσώπων τεμάχιον χαρτίου, όπου ήτο γεγραμμένον, «εκποίησις γης». Την δε 17 εκανονίσθη το περί αποζημιώσεων των ναυτικών νήσων, υπεβλήθη απάνθισμα ποινικών νόμων και ανετέθη εις την επιθεώρησιν της βουλής· προσανετέθη δε και η επιθεώρησις του περί δικαστηρίων νόμου· και ούτως η συνέλευσις έπαυσε τας εργασίας της την 18, ορίσασα να συγκαλεσθή τρίτη μετά διετίαν εις αναθεώρησιν του συντάγματος, ευφημήσασα τα επί τριετίας κατορθώματα των Ελλήνων, διασαλπίσασα κατ' επανάληψιν την πολιτικήν του έθνους ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν και την σταθεράν του απόφασιν να χαθή ελεύθερον παρά να ζήση δούλον, και ευχαριστήσασα πανδήμως το στρατιωτικόν, το ναυτικόν και τα μέλη της παυσάσης κυβερνήσεως, των δύο γερουσιών, και του πλανήτου αρείου πάγου· έπαυσε δε, όπως ήρχισεν, ό εστι υπό την επιρροήν του κόμματος των πολιτικών, διά τούτο και τα μέλη του νέου νομοτελεστικού εξελέχθησαν εκ του κόμματος τούτου, ήγουν, ο Χαραλάμπης, ο Ζαήμης και ο Μεταξάς υπό την προεδρίαν του Πετρόμπεη, αρχιγραμματεύοντος του Μαυροκορδάτου, ον τιμώσα η συνέλευσις διά την εν Μεσολογγίω διαγωγήν του υπήντησε προσερχόμενον· η δε εκλογή του ελλείποντος μέλους εις συμπλήρωσιν του πενταμελούς νομοτελεστικού αφέθη εις τας τρεις ναυτικάς νήσους. Τούτου γενομένου, μετέβη η νέα κυβέρνησις εις Τριπολιτσάν κατ' απόφασιν της συνελεύσεως.
Δοθείσης όλης της εξουσίας εις τους πολιτικούς, ηγανάκτησαν οι αποτυχόντες στρατιωτικοί και εμελέτησαν την ανατροπήν των ψηφισθέντων διά θεμιτών και αθεμίτων τρόπων. Ο χαρακτήρ τοιαύτης συνελεύσεως παρείχεν οίκοθεν ικανάς λαβάς διενέξεων, και εντεύθεν ορμώμενοι οι αποτυχόντες εβόων, ότι οι υπερισχύοντες εδέχθησαν ως μέλη όσους δεν έπρεπε να δεχθώσι, και απέβαλαν όσους δεν έπρεπε ν' αποβάλωσιν. Έμεινε δε εκτός των πραγμάτων παρά πάσαν ελπίδα και ο Νέγρης, αν και ως αρχιγραμματεύς της συνελεύσεως συνέπραξε μετά των υπερισχυσάντων πολιτικών. Δεν υπέφερεν ο φιλοπράγμων και φιλότιμος ούτος ανήρ την απραγμοσύνην και ολιγώρησιν εις ας κατεδικάσθη υπό των φίλων του, ηνώθη μετά των αντιπολιτευομένων, ωργάνισε τακτικώτερον την αντιπολίτευσιν ως σοφώτερος αυτών και δεν εσυστάλη να κηρύξη άτακτα και άνομα όσα χθες οικειοθελώς έγραψε και υπέγραψεν ως τακτικά και έννομα. Υπό την διδασκαλίαν δε αυτού, προσδοκώντος ευμενεστέραν τύχην παρά των χθες αντιπάλων του, και υπό την οδηγίαν του Κολοκοτρώνη, συνήλθαν οι αντιπολιτευόμενοι εις το χωρίον Καρυταίνης, Σελήμναν, προς συγκρότησιν άλλης συνελεύσεως· παρηκολούθησαν δε και πάμπολλοι των συγκροτησάντων την εν Άστρει ψευσθέντες και ούτοι των ελπίδων των. Αλλ' η νέα κυβέρνησις, επιδεξίως πολιτευθείσα, διεσκέδασε το εν Σιλήμνη νέφος πριν φθάση να εκραγή. Κενή ήτον εισέτι η πέμπτη θέσις του νομοτελεστικού· την θέσιν ταύτην επλήρωσεν αναδείξασα τον Κολοκοτρώνην μέλος και αντιπρόεδρον αυτού, και ούτως αφήρπασεν εκ μέσου των εναντίων της τον κομματάρχην των.
Ολίγαις δε ημέραις πρότερον εφιλιώθησαν και οι μέχρι τούδε διαφερόμενοι Δηληγιάνναι και Κολοκοτρώναι, και εις βεβαίωσιν της φιλιώσεώς των εσυγγένευσαν αρραβωνίσαντος του μόλις εννεαετούς υιού του Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνου, την ομήλικόν του μονογενή θυγατέρα του Κανέλλου Δηληγιάννη. Διά του πολιτικού τούτου συνοικεσίου, διαλυθέντος μετά ταύτα, ο μεν Κολοκοτρώνης εσκόπευε να διαρρήξη το αρχοντολόγιον της Πελοποννήσου, οι δε Δηληγιάνναι να ενδυναμωθώσιν επαμφοτερίζοντες.
Εν τούτοις η Πύλη παρεσκευάζετο εις καταστροφήν των Ελλήνων. Ανεπιτήδεια εις μάχην διά τον στενόχωρον πλουν εντός της ελληνικής θαλάσσης απέδειξεν η πείρα τα υπερμεγέθη πλοία· διά τούτο η Πύλη ητοίμασεν εις έκπλουν όχι πλέον δίκροτα αλλά φρεγάτας και άλλα μικροτέρου μεγέθους· καθαιρέσασα δε και από της αρχιναυαρχίας τον ανάξιον Μεχμέτπασαν αντικατέστησε τον Χουσρέφ- Μεχμέτπασαν τον και Τοπάλην (χωλόν)· διέταξε δε και πάμπολλα στρατεύματα να εισβάλωσιν εις Πελοπόννησον τα μεν διά της Ανατολικής Ελλάδος υπό τον Ισούφπασαν Περκόφτσαλην, τον άλλοτε πασάν της Βραΐλας τον κυριεύσαντα το πρώτον έτος της επαναστάσεως το Γαλάτσι και το Ιάσι, τα δε διά της Δυτικής Ελλάδος υπό τον Μουσταήμπασαν, ηγεμόνα της Σκόδρας· παρήγγειλε και τον εν Πάτραις Ισούφπασαν να στρατολογήση και ούτος εν τη Αλβανία και μεταφέρη τους στρατολογηθέντας, διά θαλάσσης εις Πελοπόννησον· τα δε της Κρήτης ανέθεσεν εις τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μεχμέτ-Αλήν.
Η δε ελληνική κυβέρνησις απεφάσισε προς ματαίωσιν των εκστρατειών τούτων να συστήση δύο στρατόπεδα, το μεν εν Μεγαρίδι προς απόκρουσιν της εχθρικής εισβολής εις Ανατολικήν Ελλάδα, το δε περί τας Πάτρας εις πολιορκίαν αυτών, εις προφύλαξιν των αρκτικών παραλίων της Πελοποννήσου και εις αποστολήν στρατιωτικής βοηθείας χρείας τυχούσης κατά την δυτικήν Ελλάδα· προς ευόδωσιν δε του σχεδίου απεφάσισε ν' αναθέση την αρχηγίαν των στρατοπέδων εις τους νομοτελεστάς, του μεν κατά την Μεγαρίδα εις τον πρόεδρον, τον αντιπρόεδρον και τον Χαραλάμπην συμπαραλαμβάνοντας και τον γενικόν γραμματέα εις τακτικήν ενέργειαν της νομοτελεστικής δυνάμεως, του δε περί τας Πάτρας εις τον Ζαήμην και τον Μεταξάν· να διαμείνωσι δε εν Τριπολιτσά παρά τω βουλευτικώ τα υπουργεία· δύο δε μέλη μόνον του επί των πολεμικών τριμελούς υπουργείου να παρακολουθήσωσι το μεν την μίαν εκστρατείαν, το δε την άλλην. Εψηφίσθη δε και έρανος καθ' όλην την επικράτειαν ενός εκατομμυρίου γροσίων εις συντήρησιν των στρατοπέδων και εις κίνησιν πλοίων.
Μάιος Εν ώ δε η ελληνική κυβέρνησις κατεγίνετο σχεδιάζουσα τα της εκστρατείας, ο εχθρικός στόλος εκ 15 φρεγατών, 13 κορβεττών, 12 βρικίων και 40 φορτηγών, εξέπλευσε του Ελλησπόντου υπό τον Χουσρέφην την 11 μαΐου, και παραλαβών κατά τα Μοσχονήσια και τον Τσεσμέν δεκακισχιλίους ασιανούς, και ακολουθούμενος υπό του αλγερινού στολίσκου, ον συνήντησεν έξωθεν Χίου και Μιτυλήνης, έρριψε την 23 άγκυραν έμπροσθεν της Καρύστου.
Οι κάτοικοι της Ευβοίας χριστιανοί, αφ' ού ανεχώρησαν εκείθεν οι Αρειοπαγίται, εσύστησαν τοπικήν διοίκησιν και διετήρουν και δύο στρατόπεδα, οι μεν του βορείου μέρους υπό τον Διαμαντήν εις πολιορκίαν της Χαλκίδος, οι δε του ανατολικού υπό τον Κριεζώτην εις πολιορκίαν της Καρύστου. Ο οπλαρχηγός ούτος εμπόδισε τας συχνάς και ακωλύτους των εν τω φρουρίω της Καρύστου εξόδους, συνήψε την 5 μαΐου μάχην τρεις ώρας μακράν αυτής κατά το Βατίσι, ενίκησε, και έστειλε 50 κεφαλάς εις Αθήνας και 3 αιχμαλώτους, ους οι Αθηναίοι λιθοβολούντες εθανάτωσαν. Έκτοτε οι εχθροί εκλείσθησαν εν τω φρουρίω, και πάσχοντες σιτοδείαν εκινδύνευαν να παραδοθώσιν. Αλλ' ο φανείς στόλος απήλλαξεν αυτούς των δεινών και εματαίωσε τους αγώνας του Κριεζώτη· διότι τετρακισχίλιοι αποβιβασθέντες διέλυσαν διά της συνδρομής των εν τω φρουρίω το ελληνικόν στρατόπεδον, έδωκαν τοις εν αυτώ τροφάς, και οι μεν διεσπάρησαν διά ξηράς εις τα χωρία, οι δε περιέπλεαν τα παράλια καίοντες, φονεύοντες και αιχμαλωτίζοντες. Εστάλησαν δε και επί 14 φορτηγών προς τους εν τη Χαλκίδι τροφαί και πολεμεφόδια, αλλά το υπό τον Διαμαντήν στρατόπεδον διέμεινεν αδιάλυτον.
Ο δε στόλος, εκτελέσας ό,τι εσκόπευε, διέπλευσεν ησύχως τον μεταξύ Ύδρας και Πελοποννήσου πορθμόν, ανεκώχευσεν έξωθεν της Κορώνης και Μοθώνης, επεσίτισε τα φρούρια εκείνα, και αφ' ού απεκόπη μία μοίρα και έπλευσε προς την Κρήτην,
Ιούνιος ο λοιπός εκ 46 πολεμικών και πολλών φορτηγών ηγκυροβόλησε την 6 Ιουνίου έμπροσθεν των Πατρών· καθ' όλον δε τον πλουν δεν συνήντησε τον ελληνικόν, διότι ούτος επί υποθέσει ότι ο τουρκικός εσκόπευε να προσβάλη την Σάμον ή τα Ψαρά, έπλεε προς εκείνα τα μέρη· μαθών δε ότι αφίχθη εις Πελοπόννησον, επανέπλευσεν εις τα ίδια.
Οι δε εν Πάτραις Τούρκοι, λυθείσης της υπό τον Κολοκοτρώνην πολιορκίας, περιέτρεχαν όλην την επαρχίαν αφόβως και επάτουν και τας γειτνιαζούσας Καλαβρύτων και Γαστούνης· ανενόχλητοι δε ήσαν και διά θαλάσσης και ελάμβαναν ανεμποδίστως έξωθεν όσα εχρειάζοντο· διά τούτο ο καταπλεύσας εκεί στόλος δεν εφαίνετο ελθών εις βοήθειαν αυτών ως μηδεμίαν χρείαν εχόντων βοηθείας, αλλ' εις διαβίβασιν στρατευμάτων εις Πελοπόννησον, των μεν από της Δυτικής Ελλάδος των δε από της Ανατολικής.
Καθ' όν δε καιρόν κατέπλευσεν ο στόλος ούτος εις Πάτρας, 3800 ναύται και στρατιώται επιβάντες εις 110 πλοία ψαριανά, μικρά μεγάλα, εξ ών 15 ένοπλα, απέβησαν εις τα αντικρύ της Σάμου παράλια της Ιωνίας, επάτησαν το Αράπη-τσεφτλήκι, και το Αλήμπεη-τσεφτλήκι, παραθαλάσσια χωρία, έχοντα και τα δύο 2000 κατοίκους και 1000 στρατιώτας, τα διήρπασαν, έπλευσαν έπειτα προς την παραλίαν την αντικρύ της δυτικής άκρας της Μιτυλήνης, όπου κείται η πόλις του Σανταρλή 4500 περιέχουσα ψυχάς και 2000 φρουρούς, επάτησαν και αυτήν, την έκαυσαν, εσκότωσαν, αιχμαλώτισαν, ελαφυραγώγησαν, εκυρίευσαν τον εν αυτή πύργον όπου συνέλαβαν την γυναίκα του διοικητού Καραοσμάνογλου, ην εξηγόρασαν μετά ταύτα οι συγγενείς της διά γροσίων 90,000, επήραν εννέα κανόνια, μετέβησαν εις Μοσχονήσια, επήραν και εκείθεν δύο, παρέπλευσαν τα παράλια της Μιτυλήνης, εκυρίευσαν πέντε τουρκικάς σακολέβας, ηγκυροβόλησαν έμπροσθεν της Ερισού, ανείλκυσαν αγκύρας και άλλα τινά του καυθέντος εκεί το πρώτον έτος της επαναστάσεως δικρότου και μετά ταύτα επανήλθαν εις τα ίδια. Τόσον δε φόβον διέσπειραν εις όλα εκείνα τα παράλια, ώστε οι εν Σμύρνη πρόξενοι τους παρεκάλεσαν ν' απέχωσι πάσης εχθροπραξίας εν τω κόλπω εκείνω χάριν αυτών, του εμπορίου και των ενοικούντων χριστιανών. «Αφίνομεν τον τόπον ήσυχον αλλ' υπόφορον» απεκρίθησαν υπερηφάνως οι Ψαριανοί· 17 Έλληνες επί της εκστρατείας ταύτης εφονεύθησαν και 70 επληγώθησαν· οι δε Τούρκοι, ανίκανοι να παιδεύσωσι τους βλάψαντας αυτούς, εξεθύμαναν κατά των αθώων χριστιανών κατοίκων της Μαγνησίας και της Περγάμου, ανδραποδίζοντες και φονεύοντες.
Καθ' όν δε καιρόν εκινείτο κατά της ελευθέρας Ελλάδος ο στόλος του σουλτάνου, εκινούντο κατ' αυτής και τα διά ξηράς στρατεύματά του. Προϋπήρχεν ο ψευδοσυμβιβασμός του Μεχμέτπασα και του Οδυσσέως, και επί τω συμβιβασμώ τούτω ανακωχή. Ελθούσης δε της προθεσμίας και μη εκπληρώσαντος του Οδυσσέως όσα υπεσχέθη, εξεστράτευσαν 6000 Τούρκοι υπό τον Περκόφτσαλην, πριν φθάσωσιν οι Έλληνες να οργανίσωσι τα στρατεύματά των εξ αιτίας της εν Άστρει συνελεύσεως, ήτις είλκυσεν εις τα πολιτικά την εις τα στρατιωτικά οφειλομένην προσοχήν αυτών. Παρηκολούθησε δε τον Περκόφτσαλην και ο Σελήχπασας, ηγεμών της Αδριανουπόλεως, μετά 4000. Τα στρατεύματα ταύτα, ευρόντα τας επί της στερεάς Ελλάδος δυσδιαβάτους θέσεις απροφυλάκτους, επροχώρησαν τα μεν προς τας Θήβας τα δε προς τα Σάλωνα. Τα προς τα Σάλωνα εσκήνωσαν κατά το παρά τας όχθας του Κηφισσού χωρίον Μάνεσι· την δε 7 Ιουνίου εκίνησαν προς το κατά τους πρόποδας του Παρνασσού μοναστήριον της Ιερουσαλήμ· εκεί ήσαν 150 στρατιώται του Οδυσσέως υπό τον Γιάννην Κομποταδίτην, ους αντισταθέντας κατ' αρχάς έτρεψαν επί τέλους, εκυρίευσαν το μοναστήριον, το έκαυσαν και επανήλθαν εις Μάνεσι. Την δε 10 εστράτευσαν κατά της Αράχωβας όπου ηύραν αντίστασιν, αλλ' υπερίσχυσαν, εξουσίασαν το χωρίον και το έκαυσαν. Την επαύριον έκαυσαν το Καστρί και τα καλύβια της Αράχωβας, έπεσαν και εις το Χρυσόν, αλλ' απεκρούσθησαν, και μόνον δύο τρεις οικίας έκαυσαν· την δε 12 κατέβησαν εις Δεσφίναν επί του παραλίου του κορινθιακού κόλπου, και εκείθεν επανήλθαν εις Μάνεσι και ησύχασαν.
Το δε άλλο τουρκικόν στράτευμα, το εις Βοιωτίαν πεσόν, ουδ' αυτό απήντησεν εχθρόν. Τα τήδε κακείσε ελληνικά τάγματα, ανίκανα διά την ολιγότητά των ν' αντισταθώσιν, υπεχώρησαν· τινά μόνον αυτών υπό τον Παπά Ανδρέαν και άλλους κατέλαβαν τα στενά της Φοντάνας εις εμπόδιον της των εν Ζητουνίω και Λεβαδεία εχθρών συγκοινωνίας. Εν τοσούτω, όλος ο τόπος, δι' ου διέβαιναν οι Τούρκοι, ερημούτο, οι κάτοικοι κατέφευγαν οι μεν εις Πελοπόννησον, οι δε εις τας νήσους του Αιγαίου, και άλλοι εις τας κορυφάς των ορέων. Φόβος κατέλαβε και αυτούς τους κατοίκους των Αθηνών. Υποπτεύοντες ούτοι, ότι ήρχετο το στράτευμα εις πολιορκίαν της πόλεως, μετεκόμισαν τας οικογενείας και τα πράγματά των εις Σαλαμίνα και Αίγιναν. Ο δε Οδυσσεύς, εις ον ήλπιζεν η Ανατολική Ελλάς, ευρισκόμενος επί της εισβολής ταύτης εν Αθήναις, εξεστράτευσεν εις Βοιωτίαν την 11 Ιουνίου, αφ' ού ηνάγκασε τους Αθηναίους να τω πληρώσωσι χάριν της εκστρατείας ταύτης ενός μηνός πεντακοσίους μισθούς· αλλ' ουδέν κατώρθωσεν ουδ' αυτός. Πολυάριθμα στρατεύματα πελοποννησιακά διετάχθησαν να στρατεύσωσιν εκτός του ισθμού· αλλά μόνος ο πάντοτε πρόθυμος εις τας επί της στερεάς Ελλάδος εκστρατείας Νικήτας εφάνη προς τα Μέγαρα, ανίκανος και ούτος διά την ολιγότητα των οπαδών του να τρέξη κατά των εχθρών.
Μετά την ερήμωσιν της Ανατολικής Ελλάδος, τα τουρκικά στρατεύματα σκοπόν είχαν να πέσωσι διά του κορινθιακού κόλπου εις Πελοπόννησον συνεργεία του στόλου, παραπλέοντος επ' αυτώ τούτω τα αρκτικά παράλια της· αλλ' επί τη προτάσει του Καρυστίου Ομέρμπεη, μεταβάντος εκ της πατρίδος του αντίπεραν, ανέβαλεν ο Περκόφτσαλης ό,τι εσκόπευε,
Ιούλιος και παραλαβών το πλείστον μέρος του στρατεύματος και συνοδευόμενος υπό του Ομέρμπεη μετέβη εις Εύβοιαν μεσούντος του Ιουλίου προς τελείαν καθυπόταξιν της νήσου· άφησε δε το υπόλοιπον του στρατεύματός του περί τας Θήβας υπό τον Σελήχπασαν.
Μετά την διάλυσιν του εις πολιορκίαν της Καρύστου στρατοπέδου, διέμεινεν, ως είπαμεν, αδιάλυτον το εις πολιορκίαν της Χαλκίδος εν Βρυσακίοις υπό τον Διαμαντήν εξ οκτασίων εκλεκτών· αλλά το στρατόπεδον τούτο ήτο σχεδόν παραλελυμένον. Οι πρώην έφοροι κατέτρεχαν την τοπικήν διοίκησιν υφ' ην διετέλει· ο δε Οδυσσεύς, αντιφερόμενος προς τον Διαμαντήν και υποβλέπων την αρχηγίαν του, υπεκίνει μακρόθεν κατ' αυτού τους εντοπίους οπλαρχηγούς, τον Τομαράν, τον Χαλκιάν και τον Βερούσην. Τόσον δε ευδοκίμησεν εν ταις ραδιουργίαις του, ώστε οι οπλαρχηγοί ούτοι έπραξαν ό,τι μόνοι οι Τούρκοι εδύναντο να πράξωσιν· επάτησαν εχθρικώς το Ξηροχώρι επί σκοπώ ν' αρπάσωσι την εκεί γυναίκα του Διαμαντή, ην προλαβών ούτος έσωσεν.
Εν τοσούτω, οι αποβάντες Τούρκοι, αφ' ού ηνώθησαν μετά των εντοπίων, άραντες την επί του πορθμού γέφυραν μετέφεραν προς τα Βρυσάκια επτά τουρκικά πλοία. Επί τη θέα ταύτη έφυγαν τα πολιορκούντα την Χαλκίδα τρία ελληνικά, και επί τη φυγή αυτών άφησε το στρατόπεδον την θέσιν των Βρυσακίων και απεχώρησε προς το άνωθεν όρος, Παγώντα. Οι Τούρκοι βλέποντες τους Έλληνας φεύγοντας μηδενός αυτούς καταδιώκοντος, έκαυσαν τα καλύβια των Βρυσακίων, ώρμησαν την 22 πανστρατιά κατά των εις το όρος αποχωρησάντων, και συνήψαν πολύωρον μάχην. Οι Έλληνες, κατέχοντες οχυράν θέσιν, ενίκησαν λαμπράν νίκην και ηνάγκασαν τους εχθρούς να καταβώσιν εις Βρυσάκια κατησχυμένοι. Αλλά την νύκτα, αν και νικηταί, ελειποτάκτησαν εξ αιτίας της επικρατούσης μεταξύ του αρχηγού αυτών και των εντοπίων υποπλαρχηγών διχονοίας, και φεύγοντες συνήλθαν την επαύριον εις το μεταξύ Παγώντα και Μαντουδίου μεγάλον Δερβένι· αποφασίσαντες δε ν' ανθέξωσιν ετοποθετήθησαν οι μεν εντός των στενών, οι δε δεξιά, καί τινες αριστερά· αλλά, βλέποντες τους Τούρκους επερχομένους, διεσκορπίσθησαν· μόνοι οι δεξιά των στενών αντέστησαν· φονευθέντος δε του αρχηγού αυτών Λιάκου υπεχώρησαν και ούτοι.
Οι δε Τούρκοι, διαβάντες τα στενά την εσπέραν της 23, διενυκτέρευσαν εν Μαντουδίω, και επροχώρησαν εις Ξηροχώρι, μηδενός εναντιουμένου· ο δε τρισάθλιος λαός, οι στρατιώται, ο αρχηγός των, όλοι απελπισθέντες και κινδυνεύοντες να πέσωσιν εις χείρας των εχθρών, κατέφυγαν εις Σκιάθον και εις άλλα πλησιόχωρα μέρη. Εις Σκιάθον κατέφυγε και ο προ τριών ημερών φθάσας εις Εύβοιαν νέος έπαρχος Κωλέττης· έφυγε και ο επί τη τροπή ταύτη ως επιβοηθός διαβάς εις την νήσον Οδυσσεύς, και ανέμνησε μετ' ολίγον το εν τη Δρακοσπηλιά κακούργημά του δι' άλλου κακουργήματος· εφόνευσε τον Αλέξανδρον Μιχάλην προεστώτα του Ταλαντίου. Διασκορπισθέντος τοιουτοτρόπως του ελληνικού στρατοπέδου, εδουλώθη η νήσος όλη. Το δυστύχημα τούτο επέφερεν άλλο.
Διηγούμενοι τα κατά την Θετταλομαγνησίαν είπαμεν, ότι η λαμπάς της επαναστάσεως έκαιεν εν μόνη τη ανατολική άκρα της χερσονήσου εκείνης. Ήσυχοι και ανεπηρέαστοι διέμειναν οι φέροντες εκεί όπλα Θετταλομάγνητες έν σχεδόν έτος· αλλά πεισθέντες οι Τούρκοι, ότι ατελεσφόρητοι ήσαν οι αγώνες των εν όσω δεν απεσβέετο η λαμπάς εκείνη, εστράτευσαν υπό τον Κιουταχήν,
Μάιος και την 1 μαΐου προσέβαλαν την διαμένουσαν εν τω χωρίω των Λεχωνίων προφυλακήν των Ελλήνων και την ηνάγκασαν να καταφύγη εις Αλατάν, ξηρονήσιον προς τον μυχόν της Μλίνης· κατέστρεψαν δε μετά την μάχην ταύτην τα Λεχώνια, τον άγιον Λαυρέντιον, τον άγιον Γεώργιον, τας Πινακάτας, την Βυζίτσαν και επροχώρησαν και προς το Τρίκερη. Πρό τινος καιρού οι Τρικεριώται είχαν μεταφέρει επί μισθώ εις υπεράσπισιν της πατρίδος των δισχιλίους Ολυμπίους, Κασσανδρείς, και άλλους άλλων τόπων υπό τον Καρατάσον, τον Γάτσον, τον Μπασδέκην, τον Λιακόπουλον και τον Μπίνον, και εδυνάμωσαν την θέσιν της Παναγίας διά τούτων και διά τινων εντοπίων μεταβάντων εκεί από Αλατά, όπου είχαν καταφύγει προ μικρού. Επέπεσεν ο Κιουταχής την 14· και επειδή εκείθεν εκρέματο η άλωσις ή η σωτηρία των Τρικέρων, η μάχη εγίνετο σφοδροτάτη. Οι Τούρκοι έπαθαν πολλήν φθοράν, ως ορμώντες απροφύλακτοι επί τους Έλληνας μαχομένους εντός προμαχώνων, και ανεχώρησαν· έπεσαν και εκ δευτέρου μετά τινας ημέρας επί της αυτής θέσεως, αλλά και εκ δευτέρου έφυγαν ηττημένοι. Την αυτήν ημέραν οι Τούρκοι έπαθαν άλλο δυστύχημα. Οι Έλληνες εγκατέλειψαν τον Αλατάν, και οι Τούρκοι κυριεύσαντες αυτόν έβαλαν 250 φρουρούς· αλλ' οι υπό τον Γάτσον τον επάτησαν και ηνάγκασαν τους φρουρούς πρώτον μεν να κλεισθώσιν εν τω μοναστηρίω, έπειτα δε να παραδοθώσι δι' έλλειψιν τροφής επ' ασφαλεία ζωής, αλλά παρασπονδήσαντες τους εφόνευσαν όλους, τους μεν επί της ξηράς, τους δε πεσόντας εις την θάλασσαν. Τρεις μόνους τους επισημοτέρους διετήρησαν, ους έστειλαν εις Σκιάθον επ' ελπίδι εξαγοράς. Νικώντες οι Έλληνες και θαρρυνθέντες έπεσαν μετ' ολίγας ημέρας προς το αντικρύ μέρος των Τρικέρων, εις θέσιν Γατσίαν, κατεχομένην υπό των εχθρών, και έφεραν και εκείθεν δέκα κεφαλάς, δύο αιχμαλώτους και έν κανόνι· αλλ', αν και παντού ευδοκίμουν, έπασχαν παντός είδους στερήσεις. Ο τόπος, όπου επολέμουν, και αβοήθητος ήτον άλλοθεν, και δεν επήρκει εις τας καθημερινάς ανάγκας των· δέκα μίλια μακρόθεν μετεκόμιζαν τα πλοία το εις χρήσιν του στρατοπέδου νερόν· μύλους δεν είχαν· υπομίσθιοι ήσαν οι αξιώτεροι και οι πλείστοι των μαχητών, και ο τόπος δεν είχε πώς να τους μισθοδοτήση. Πάντα ταύτα υπεφέροντο, εν όσω αντείχεν η Εύβοια· αλλά, πεσούσης αυτής, εξέλιπε πάσα ελπίς υπερασπίσεως των Τρικέρων. Επρόβαλε και ο Κιουταχής συμβιβασμόν και υπέσχετο προς τοις άλλοις την απελευθέρωσιν εντός τριών εβδομάδων τινών συγγενών του Καρατάσου. Εδέχθησαν τα υπομίσθια στρατεύματα τον συμβιβασμόν και ανεχώρησαν. Οι δε τρισάθλιοι Τρικεριώται, φορολογηθέντες παρ' αυτών επί λόγω καθυστερούντων μισθών και μείναντες ανυπεράσπιστοι, επροσκύνησαν. Έκτοτε όλη η χερσόνησος του Πηλίου όρους διέμεινεν υπό την οθωμανικήν δεσποτείαν.

1823

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ'

Μετάβασις των μελών του νομοτελεστικού, των μεν εις Σαλαμίνα των δε εις Πάτρας. — Τα περί προεδρίας του βουλευτικού και μετάβασις αυτού εις Σαλαμίνα — Εισδρομή των εχθρών εις Αττικήν και αναχώρησις αυτών. — Επάνοδος του νομοτελεστικού και του βουλευτικού εις Πελοπόννησον.

ΠΕΡΙ δε την 20 Ιουνίου ανεχώρησαν από Τριπολιτσάν οι νομοτελεσταί, ως προαπεφασίσθη, οι μεν εις Μέγαρα οι δε εις Πάτρας· αλλ' ο Μεταξάς, φθάσας εις Καλάβρυτα, ηκολούθησε τους εις Μέγαρα απερχομένους. Κατ' εκείνας τας ημέρας ανεφύησαν έριδες δειναί μεταξύ των προσοδωνών της επαρχίας Κορίνθου και των επαρχιωτών, και ένεκα τούτου οδεύοντες προς τα Μέγαρα οι νομοτελεσταί υπήγαν εις Κλημεντοκαίσσαρι όπου διέμειναν ημέρας τινάς, και επανορθώσαντες τα κακώς έχοντα μετέβησαν εις Σοφικόν, διέτριψαν και εκεί μέχρι τινός, και λήγοντος του Ιουλίου κατήντησαν εις Σαλαμίνα και εκάθησαν εν τη μονή της Φανερωμένης.
Αν και πολλοί Πελοποννήσιοι διετάχθησαν να στρατεύσωσιν εις Μεγαρίδα, δισχίλιοι μόνον ήσαν οι εκεί συνελθόντες επί της εκστρατείας του νομοτελεστικού· ηκροβολίζοντο δ' ενίοτε μετά των απομεινάντων εν τη Βοιωτία υπό τον Σελήχπασαν, αλλ' ουδέν λόγου άξιον διά την ολιγότητά των έπρατταν.
Εν τούτοις τρισάθλια ήσαν τα κυβερνητικά. Η σύνθεσις του νομοτελεστικού έδιδε λαβήν εις κατακραυγήν ως συγκροτουμένου εκ τεσσάρων Πελοποννησίων και ενός Επταννησίου, ώστε εντός αυτού ούτε αι νήσοι ούτε η στερεά Ελλάς αντεπροσωπεύοντο. Εκτός δε της γενικής ταύτης κατακραυγής, αι τρεις ναυτικαί νήσοι παρεπονούντο ιδιαιτέρως, διότι η εν τω νομοτελεστικώ διατηρηθείσα εις πλήρωσιν παρά νησιώτου κατά πρότασιν αυτών κενή θέσις επληρώθη παρά του Κολοκοτρώνη εν αγνοία και παρά γνώμην αυτών. Αλλ' η αθλιότης των κυβερνητικών πραγμάτων εκορυφώθη επί της εκλογής του προέδρου της βουλής. Εις τιμήν των ναυτικών νήσων και συναινέσει αυτών ενεκρίθη ν' αναδειχθή πρόεδρος της βουλής ο Γεώργιος Κουντουριώτης, αποποιηθέντος την θέσιν ταύτην του πρεσβυτέρου αδελφού αυτού, Λαζάρου· αλλά, μηδέ του Γεωργίου την προσφοράν δεχθέντος, ανεδείχθη πρόεδρος ο γαμβρός των Κουντουριωτών Ορλάνδος. Η ανάδειξις αύτη δυσηρέστησε τας Σπέτσας και τα Ψαρά, δυσηρέστησε και το αντιπολιτευόμενον τους Κουντουριώτας κόμμα των Υδραίων μη διαφιλονεικούν τα πρωτεία μόνων των Κουντουριωτών· τόσον δε ηύξησεν η δυσαρέσκεια, ώστε ηναγκάσθη ο Ορλάνδος να παραιτηθή. Αλλ', αν οι αντίπαλοί του κατώρθωσαν την πτώσιν του, δεν κατώρθωσαν και την αντικατάστασίν του ως ήθελαν· εις αποφυγήν δε πάσης αντιζηλίας συγκατετέθησαν άκοντες να μη πληρώση την κενωθείσαν θέσιν νησιώτης· αλλ' εντεύθεν προήλθεν άλλο κακόν χείρον του πρώτου. Εθήρευε την θέσιν ταύτην ο επί της πρώτης περιόδου νομοτελεστής, και επί της ήδη αρξαμένης βουλευτής, Αναγνώστης Δεληγιάννης· είχε δε συνεργόν και τον νέον συμπένθερόν του, Κολοκοτρώνην, επανελθόντα πρό τινων ημερών από Σαλαμίνος εις Τριπολιτσάν προς επίσπευσιν της προαποφασισθείσης εκστρατείας των επαρχιών και προς είσπραξιν του εράνου και παύσιν δεινών τινων και φονικών ταραχών μεταξύ Μιστριωτών και Αρκαδίων εν Τριπολιτσά επί της εκείθεν εις τα στρατόπεδα μεταβάσεώς των. Αλλ' η βουλή έστρεψε τους οφθαλμούς της εις τον Μαυροκορδάτον διατρίβοντα εισέτι εν Τριπολιτσά και ετοιμαζόμενον να μεταβή εις Σαλαμίνα. Πολλού δε λόγου περί της εκλογής ταύτης γενομένου, εψηφοφορήθησαν την 10 Ιουλίου οι δύο ούτοι υποψήφιοι, και εξελέχθη διά ψήφων 41 προς μίαν και μόνην ο Μαυροκορδάτος. Ωργίσθη ο Δηληγιάννης επί τη αποτυχία του, εξώκειλεν εις απρεπείς λόγους εντός της βουλής, επεπλήχθη αυστηρώς παρ' αυτής, ανεχώρησε διαρκούσης της συνεδριάσεως παρακολουθούμενος παρ' ενός βουλευτού, του συνεπαρχιώτου του, του μόνου υπέρ αυτού ψηφίσαντος, κατεθορύβησε την πόλιν και ηπείλησε να κινήση χείρα ένοπλον εις ακύρωσιν της εκλογής· συνέφασκε δε καθ' όλα και συνέπραττε και ο Κολοκοτρώνης, μεμφόμενος αναφανδόν εν ονόματι του νομοτελεστικού τον Μαυροκορδάτον ως ραδιουργήσαντα επί της εκλογής, και ως μελετώντα την καταδίωξιν του νομοτελεστικού διά της βουλής χάριν της φιλαρχίας του. Ηρέσκετο αναμφιβόλως ο Μαυροκορδάτος επί τη εκλογή του, διότι απεμακρύνετο του νομοτελεστικού, ούτινος την πολιτικήν ούτ' ενέκρινεν ούτε ήλπιζε να μεταβάλη, και διότι, ανίσχυρος ως γραμματεύς του νομοτελεστικού, καθίστατο ισχυρός ως πρόεδρος της βουλής· αλλά προείδεν εν ταυτώ ότι η εκλογή του και την βουλήν και το νομοτελεστικόν εις φανεράν ρήξιν θα έφερε, και αυτόν εις μέγαν κίνδυνον θα εξέθετε· διά τούτο την απεποιήθη επί λόγω, ότι εβλάπτετο μάλλον ή ωφελείτο η πατρίς. Αλλ' η βουλή, αισθανομένη την αξιοπρέπειάν της και θέλουσα να δείξη ότι εις ουδενός υπέκειτο ορέξεις, επέμενεν εις ό,τι εψήφισεν· επέμενε και ο Μαυροκορδάτος εις την αποποίησίν του και δεν υπήκουσεν ει μη αφ' ού η βουλή διεμαρτυρήθη εν ονόματι του έθνους κατ' αυτού ως παρηκόου.
Εν τοσούτω, η πολιτική θύελλα, ην προείδε και προανήγγειλεν ο Μαυροκορδάτος, ηγέρθη. Ο Κολοκοτρώνης, και οίκοθεν κινούμενος και υπό του αποτυχόντος συγγενούς του ερεθιζόμενος, και ως αντιπρόσωπος του απόντος νομοτελεστικού αποδοκιμάζοντος την εκλογήν ταύτην ενεργών, εβόα κατά του Μαυροκορδάτου. Η βουλή, ήτις ήθελε να ταπεινώση την οφρύν του βοώντος, μυκτηρίζουσα τας απειλάς του, τω ανήγγειλεν ότι η ψήφος της, ό,τι και αν επήρχετο, ήτον αμετάτρεπτος. Αλλ' ο Μαυροκορδάτος, φοβούμενος μη πάθη, παρητήθη ακούσης της βουλής μετά δύο ημέρας αφ' ού προέδρευσε, και κατέφυγε νυκτοπορών εις Ύδραν.
Η δε βουλή, επιμένουσα εις όσα εψήφισεν, εθεώρει τον Μαυροκορδάτον, και παραιτηθέντα, ως πρόεδρόν της και δεν τον αντικατέστησεν· αλλ', επειδή επί τη παραιτήσει αυτού έτυχε να λείπη ο αντιπρόεδρος, εκάθισεν επί της προεδρικής έδρας ε π ι τ ρ ο π ι κ ώ ς μέχρι της επανόδου του αντιπροέδρου τον Πανούτσον Νοταράν, πρεσβύτερον των βουλευτών. Αλλά το κακόν και επί τη παραιτήσει του Μαυροκορδάτου έμεινεν αθεράπευτον, και τα δύο κυβερνητικά σώματα αναφανδόν έκτοτε διηρέθησαν. Αβουλία, εμπάθεια και ιδιοτελείς σκοποί παρέφεραν το εν Σαλαμίνι νομοτελεστικόν και τους εν Τριπολιτσά ομόφρονές του εις τα περί ων ο λόγος άτοπα. Το δικαίωμα της βουλής να εκλέξη όποιον ήθελε πρόεδρόν της ήτο βεβαίως ιερόν, απαραβίαστον και αδιαφιλονείκητον, οι δε νομοτελεσταί ασυστόλως το κατεπάτουν επί λόγω ότι εξετρέπετο η βουλή των καθηκόντων της, θέλουσα ν' αφαρπάση εκ των κόλπων του νομοτελεστικού τον υπάλληλόν του, ως αν δεν ήτον ελεύθερος ο υπάλληλός του να μείνη ή να μη μείνη εις ην εκλήθη υπαλληλίαν. Τοιαύτη διαγωγή, προσβάλλουσα την ανεξαρτησίαν της βουλής και καταστρέφουσα την ελευθερίαν του πολίτου, παρώργισε το κοινόν· αι δε αγανακτούσαι κατά του νομοτελεστικού ναυτικαί νήσοι εξηγριώθησαν επί τη διενέξει ταύτη, εδέχθησαν ευμενέστατα τον Μαυροκορδάτον, απέστρεψαν το πρόσωπόν των από του νομοτελεστικού, και εθεώρησαν έκτοτε μόνον το βουλευτικόν άξιον εμπιστοσύνης. Επήλθαν δε και άλλα κακά εξ αιτίας του συνοικεσίου Κολοκοτρώνη και Δηληγιάννη· οι πλειότεροι και γνωστότεροι των πολιτικών φίλων και συγγενών του Κολοκοτρώνη, οι μισούντες τους Δηληγιάννας, απεσπάσθησαν αυτού· αντεπολιτεύθησαν αυτόν και πολλοί των συνεπαρχιωτών του Καρυτινών των υπό την επιρροήν του Πλαπούτα, του υπέρ πάντα άλλον επί τω συνοικεσίω οργισθέντος, και ήγειραν όπλα κατ' αυτού προσελθόντος εις καθησύχασίν των· όπλα ήγειραν κατά του Δικαίου, υπουργού των εσωτερικών και ομόφρονος του Κολοκοτρώνη, και οι συνεπαρχιώται εκείνου Λεονταρίται· δεινά ηπείλουν και αυτήν την Τριπολιτσάν διά την φονικήν αλληλομαχίαν των Μιστριωτών και των Αρκαδίων· η δε εδρεύουσα εν αυτή βουλή εκινδύνευε και αύτη να πάθη, διότι οι επί τη εκλογή του Μαυροκορδάτου κατ' αυτής οργισθέντες υπενήργουν την διάλυσίν της. Εκτεθειμένη δε τοιουτοτρόπως εις τας φανεράς και μυστικάς προσβολάς των εναντίων της, ποτέ μεν εζήτει εις ασφάλειάν της αύξησιν της φρουράς της, ποτέ δε εσκέπτετο να μετατοπήση εις Ναύπλιον, και επί τέλους απεφάσισε να μεταβή εις Σαλαμίνα παρά τω νομοτελεστικώ, διέκοψε την 28 τας εν Τριπολιτσά εργασίας της και τας επανέλαβεν εν Σαλαμίνι την 24 αυγούστου. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις των γενικών και επαρχιακών πραγμάτων της πατρίδος τω καιρώ εκείνω. Το νομοτελεστικόν διά της άφρονος διαγωγής του τα ώθει καθ' ημέραν εις το χείρον.
Καθ' όν δε καιρόν μετέβη το νομοτελεστικόν εις Σαλαμίνα, τα των Αθηνών είχαν ούτως.
Εφρουράρχει απόντος του Οδυσσέως ο Γκούρας. Ζηλότυπος ούτος της Αρχής του, ην έβλεπεν ότι τινές εντόπιοι αντεποίουντο, εκίνησε χείρα βαρείαν κατ' αυτών, λαβών πρόφασιν συμβάσαν τινα ταραχήν ως δήθεν υποκινηθείσαν καθ' αυτού, και εκακοποίησε πολλούς· τους δε δημογέροντας εκάθηρε. Καθ' ας δε ημέρας εβιαιοπράγει, ήλθεν είδησις ότι ο εν Ευβοία Περκόφτσαλης και ο Καρύστιος Ομέρης, εσχάτως αναδειχθείς πασάς, εστράτευσαν εις Αθήνας. Επί τη ειδήσει ταύτη οι μεν γέροντες, αι γυναίκες και τα παιδία κατέφυγαν, ως και άλλοτε, εις Σαλαμίνα και Αίγιναν, οι δε δυνάμενοι να οπλοφορώσιν, ως 800, εναπέμειναν· εστάλησαν διά των ενεργειών της κυβερνήσεως και 200 εκ Σαλαμίνος· ήσαν και εντός της ακροπόλεως 400 μισθωτοί· ώστε όλοι οι υπερασπισταί των Αθηνών επί της εχθρικής ταύτης επιστρατείας ήσαν 1400.
Την δε 30 Ιουνίου εξεστράτευσεν ο Γκούρας προς τα όρια της Αττικής, αφήσας αντιφρούραρχον τον εξάδελφόν του Μαμούρην, και την 7 Ιουλίου επανήλθεν εις Αθήνας και διέταξε τους χωρικούς να εγκαταλείψωσι τας οικίας των και καταφύγωσιν εις τα όρη.
Την δε 25 αυγούστου διεχύθησαν οι Τούρκοι εις την Αττικήν καρπολογούντες, λεηλατούντες και αιχμαλωτίζοντες. Πεντακόσιοι δε ιππείς ήλθαν την αυτήν ημέραν πλησίον και αυτής της πόλεως και συνέλαβαν 40 γεωπόνους, αλλ' απεκρούσθησαν και ωπισθοδρόμησαν· επανήλθαν και τας δύο ακολούθους ημέρας, καί τινες αυτών διεσπάρησαν εις τον ελαιώνα και εφόνευσαν 12 Έλληνας· αλλ' έπαθαν επί της επανόδου των απαντήσαντες τους περί τον Δημήτρην Λέκκαν. Άγνωστος ήτον ο σκοπός της εκστρατείας ταύτης, και ο Γκούρας υπώπτευσεν, ότι απέβλεπεν εις πολιορκίαν των Αθηνών· διά τούτο ανεκόμισεν εις την ακρόπολιν τας εν τη πόλει τροφάς. Οι Τούρκοι, μη έχοντες, ως εφάνη, τοιούτον σκοπόν, επανήλθαν πανστρατιά την 1 σεπτεμβρίου εις Κάλαμον δουλαγωγούντες πλήθος γυναικών· διελύθη δε και το στρατόπεδόν των διά την επικρατούσαν επιδημίαν· και οι μεν υπό τον Ομέρπασαν εισήλθαν εις Εύβοιαν, οι δε υπό τον Περκόφτσαλην ασθενούντα βαρέως ανεχώρησαν εις Ζητούνι. Ανεχώρησαν κατόπιν αυτών και οι εν τη Βοιωτία στρατοπεδεύοντες υπό τον Σελήχπασαν. Αναχωρησάντων δε των εχθρών, επανήλθαν οι εις τας νήσους καταφυγόντες Αθηναίοι και οι λοιποί Στερεοελλαδίται εις τα ίδια. Τοιούτον το πέρας της εις Ανατολικήν Ελλάδα εφετεινής εκστρατείας.
Μετά δε την αναχώρησιν των εχθρών η κυβέρνησις διέταξεν εκστρατείαν εις Εύβοιαν υπό τον Οδυσσέα ελθόντα εις Σαλαμίνα προς έντευξιν των μελών του νομοτελεστικού· συλλέξασα δε διά συνεισφορών χρήματα τινα εις έκπλουν του στόλου απεφάσισε να επανέλθη εις Πελοπόννησον, διότι ο σκοπός της μεταβάσεως της επληρώθη επί τη εις τα ίδια επανόδω των εχθρών· και το μεν νομοτελεστικόν ανεχώρησεν εις Ναύπλιον την 25 σεπτεμβρίου, το δε βουλευτικόν διέκοψε τας εργασίας του την 17 Οκτωβρίου, και μετέβη εις Άργος.

1823

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ'

Εκστρατεία υπό τον πασάν της Σκόδρας Μουσταήν εις Δυτικήν Ελλάδα. — Άφιξις Κωνσταντίνου Μεταξά εις Μεσολόγγι ως γενικού επάρχου. — Κατάστασις της Δυτικής Ελλάδος και τα περί συνοικισμού Σουλιωτών εν Ζαπαντίω — Ο Μάρκος Μπότσαρης σχίζει το δίπλωμα της στρατηγίας του. — Απόβασις εχθρών εις Γαλατάν και αποτυχία αυτών. — Εφόρμησις νυχτερινή Σουλιωτών εις το εν Καρπενησίω εχθρικόν στρατόπεδον και θάνατος Μάρκου Μπότσαρη. — Μάχη Καλιακούδας και θάνατος Ζηγούρη Τσαβέλλα και Νικολού Κοντογιάννη. — Πολιορκία Ανατολικού και λύσις αυτής — Άφιξις Μαυροκορδάτου εις Μεσολόγγι ως γενικού διευθυντού. — Παράδοσις Κορίνθου. — Εκστρατεία εις Εύβοιαν υπό τον Οδυσσέα.

Δι' ον σκοπόν κατέπλευσε το παρελθόν έτος ο οθωμανικός στόλος εις τον κόλπον των Πατρών, διά τον αυτόν κατέπλευσε και το ενεστώς, ό εστι, διά την εκ της Ανατολικής και της Δυτικής Ελλάδος μεταβίβασιν εις Πελοπόννησον στρατευμάτων.
Είδαμεν, ότι τα πατήσαντα την Ανατολικήν Ελλάδα στρατεύματα υπό τον Περκόφτσαλην επανήλθαν άπρακτα εις τα ίδια· δεν ευδοκίμησεν ουδ' ο εν Πάτραις Ισούφης εν τη κατά την Ήπειρον στρατολογία του, διότι οι στρατολογηθέντες, αφ' ού συνήχθησαν εις Βόνιτσαν, και εν ώ ανεμένοντο τα πλοία προς μετακόμισίν των εις Πελοπόννησον, αφηνίασαν διά των ραδιουργιών του Βρυώνη φθονούντος την επιτυχίαν του κινήματος τούτου, επάτησαν την σκηνήν του αρχηγού των καταβοώντες, επροπληρώθησαν τρίμηνον μισθόν δι' απειλών και ύβρεων, ελειποτάκτησαν όλοι και επανήλθαν διά του Μακρυνόρους εις τα ίδια μηδαμώς ενοχληθέντες επί της διαβάσεως των υπό των Ελλήνων. Ματαιωθείσης της στρατολογίας ταύτης, επέκειτο μόνη η υπό τον πασάν της Σκόδρας Μουσταήν εκστρατεία πολυπληθεστέρα και φοβερωτέρα των άλλων, ως συγκειμένη εκ 16,000, εξ ών 13,000 Σκοδριανοί, Γκέγκαι και Μερεδίται υπό την οδηγίαν του στρατάρχου, οι δε λοιποί Αλβανοί υπό την του Βρυώνη, ό εστιν όλοι εμπειροπόλεμοι. Εσκόπευαν δε να εισβάλωσιν εις την Δυτικήν Ελλάδα, οι μεν ακολουθούντες τον στρατάρχην διά των Αγράφων, οι δε τον Βρυώνην διά του Καρβασαρά, και να ενωθώσιν έμπροσθεν του Μεσολογγίου πολιορκουμένου διά θαλάσσης αφ' ότου κατέπλευσεν ο στόλος εις τον κόλπον των Πατρών.
Η Δυτική Ελλάς μετά την αναχώρησιν του Μαυροκορδάτου ετέλει υπό τριμελή επιτροπήν, ην ούτος εσύστησε και η κυβέρνησις επεκύρωσεν. Αλλά το νέον νομοτελεστικόν, διά την προς τους φίλους του Μαυροκορδάτου δυσπιστίαν, έπαυσε την επιτροπήν και διώρισε την 5 Ιουνίου γενικόν έπαρχον Αιτωλίας και Ακαρνανίας τον τότε αρχηγόν του τάγματος των Κεφαλλήνων, Κωνσταντίνον Μεταξάν· διά διατάγματος δε της 13 τω έδωκε και στρατιωτικήν εξουσίαν καθ' όλην την Δυτικήν Ελλάδα. Διέτριβεν ούτος τας ημέρας εκείνας εν τη επαρχία των Πατρών μετά των υπ' αυτόν στρατιωτών, και η μετάβασίς του εις Μεσολόγγι εφαίνετο επικίνδυνος διά τον επικρατούντα θαλάσσιον αποκλεισμόν της πόλεως. Αλλά δύο ένοπλα πλοιάρια του Μεσολογγίου διέπλευσαν αβλαβώς εις την αντικρύ πελοποννησιακήν παραλίαν και αβλαβώς επανέπλευσαν φέροντα αυτόν υπό το πυρ των εχθρών.
Αθλία ήτον η κατάστασις της Δυτικής Ελλάδος καθ' όν καιρόν επέκειτο τοιούτος κίνδυνος. Τα πλείστα των ταγμάτων της, περιφερόμενα τήδε κακείσε, έζων εξ αρπαγής· τινά δε υπό τον Μάρκον Μπότσαρην, τους Τσαβέλλας, τον Μακρήν και τον Τσόγκαν διέτριβαν εντός του Μεσολογγίου και του Ανατολικού τρεφόμενα, διά την παντελή ένδειαν του ταμείου, υπό των πολιτών, και εκ τούτου προήρχετο μέγας γογγυσμός, και συνέβαιναν συχναί και βαρείαι συγκρούσεις. Επεκράτει δε και διχόνοια των οπλαρχηγών και των πολιτικών όλης σχεδόν της Δυτικής Ελλάδος· διεφώνουν και οι οπλαρχηγοί προς αλλήλους. Οι Σουλιώται εζήτησαν να συνοικισθώσιν εν Ζαπαντίω, κώμη εθνική πλησίον του Βραχωρίου· η δε κυβέρνησις καλώς ποίουσα διέταξε να τοις χαρισθώσιν όλαι της κώμης εκείνης αι γαίαι· αλλ' οι πλείστοι των πολιτικών και πολεμικών των μερών εκείνων και οι κάτοικοι των εν γένει δυσηρεστήθησαν και παρήκουσαν την διαταγήν της κυβερνήσεως, θέλοντες να οικειοποιηθώσι τας περί ων ο λόγος γαίας. Μέγα δε εμπόδιον εις πάσαν κατά του εχθρού εκστρατείαν εφαίνετο η περί της υποθέσεως ταύτης λογομαχία. Εις διόρθωσιν του κακού τούτου και εις κίνησιν των στρατευμάτων συνεκάλεσεν ο γενικός έπαρχος, άμα φθάσας, πολιτικήν και στρατιωτικήν συνέλευσιν εις τα Κερασοβίτικα καλύβια, όπου γενομένου πολλού λόγου περί της επικινδύνου καταστάσεως του τόπου, περί των επικρατουσών διχονοιών, και περί της ανάγκης της κοινής ενώσεως, επείσθησαν όλοι ν' αγωνισθώσι πρώτον εις το να διατηρηθή ελεύθερος ο τόπος ον ηπείλει η επικειμένη εχθρική εισβολή, και έπειτα να λύσωσιν εν αδελφική αγάπη τα περί συνοικισμού ζήτημα (α). Τούτου δε γενομένου, εσυστήθησαν δύο συμβούλια παρά τω γενικώ επάρχω, το μεν πολεμικόν το δε πολιτικόν, και κοινή γνώμη απεφασίσθη οι μεν Σουλιώται και οι υπό τον Καραϊσκάκην, τον Γιολδάσην, τον Σαδήμαν, τον Κίτσον και άλλους οπλαρχηγούς να συγκεντρωθώσι κατά το Καρπενήσι προς αντίκρουσιν των δι' εκείνης της οδού ερχομένων εχθρών, οι δε υπό τον Τσόγκαν, τον Μακρήν και άλλους κατά την Λάσπην προς αντίκρουσιν των υπό τον Βρυώνην ερχομένων διά Καρβασαρά.
Αφ' ού επροσκύνησεν ο Βαρνακιώτης, διωρίσθη αντ' εκείνου στρατηγός κατά την Δυτικήν Ελλάδα ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο διορισμός ούτος επλήγωσε την φιλοτιμίαν των οπλαρχηγών του μέρους εκείνου. Ουδείς αυτών διεφιλονείκει τα πολεμικά προτερήματα του Μάρκου, αλλ' ουδείς ήθελε να τω δώση και τα πρωτεία· η δε κυβέρνησις, είτε εις ταπείνωσιν του Μάρκου, ον υπέβλεπεν ως φίλον του Μαυροκορδάτου, είτε εις καθησύχασιν των ταραττομένων και ταραττόντων οπλαρχηγών και αντιποιουμένων την αυτήν τιμήν, έστειλε πρός τινας αυτών διπλώματα στρατηγίας. Ο Μάρκος εξέλαβε την αποστολήν των διπλωμάτων τούτων ως ύβριν και καταβιβασμόν, και μη καταδεχόμενος να ήναι ίσος των άλλων, έσχισεν, οργήν πνέων, ενώπιον πολλών οπλαρχηγών το δίπλωμά του ειπών, «όποιος είναι άξιος λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον έμπροσθεν του εχθρού». Ταύτα είπε, και την επαύριον εξεστράτευσε μετά των περί αυτόν. Εξεστράτευσαν κατόπιν αυτού και τα λοιπά στρατεύματα.
Ο δε εν Πάτραις Χουσρέφης, βλέπων ότι η επαρχία Μεσολογγίου και Ανατολικού έμεινε κενή στρατευμάτων, εξέτεινε μετ' ολίγας ημέρας την ναυτικήν του γραμμήν από Ναυπάκτου εις Κανδύλαν, έκαυσε το Νεοχώρι και τον Γαλατάν, και απεβίβασεν επί της παρά τον Γαλατάν παραλίας ικανούς στρατιώτας και ναύτας και έστησεν εκεί στρατόπεδον αλλ' οι εντόπιοι, Μεσολογγίται και Ανατολικιώται, επεξήλθαν υπό τον έπαρχον, και μάχης γενομένης υπερίσχυσαν και ηνάγκασαν τους αποβιβασθέντας να αναβιβασθώσιν εις τα πλοία των.
Οι δε υπό τον πασάν της Σκόδρας εκστρατεύσαντες επροχώρησαν λήγοντος του Ιουλίου διά των Αγράφων προς το Καρπενήσι κατερημούντες τον τόπον. Ουδείς δε των Ελλήνων οπλαρχηγών του Ασπροποτάμου ή των Αγράφων τοις ηναντιώθη, αλλ' οι μεν έφευγαν απέμπροσθεν αυτών, οι δε εψευδοπροσκύνουν (β).
Την 5 αυγούστου η προφυλακή των εχθρών, ως 5000, υπό τον Τσελελενδήμπεην, έφθασεν εις την κωμόπολιν του Καρπενησίου· και ούτος μεν ηυλίσθη κατά το Κεφαλόβρυσον, το δε στράτευμα κατέλαβε τα έξωθεν της κωμοπόλεως λειβάδια και άλλα πεδινά μέρη. Έξ ημέρας δε πριν στρατοπεδεύση εκεί ο εχθρός, οι εκστρατεύσαντες εκ Μεσολογγίου και άλλοι υπό τον Γιολδάσην και τον Σαδήμαν, συνενωθέντες καθ' οδόν, έφθασαν εις Σοβολάκου. Εκεί συνήντησαν τον Καραϊσκάκην, πάσχοντα βαρέως και απερχόμενον προς θεραπείαν εις Προυσόν· μαθόντες δε πού εστρατοπέδευσεν η εχθρική προφυλακή, παρεστρατοπέδευσαν και ούτοι, 1200, οι μεν περί τον Μάρκον εν τω Μικρώ Χωρίω, οι δε περί τους Τσαβέλλας και λοιπούς οπλαρχηγούς, εν οίς και ο Βέικος και ο Κίτσος Τσαβέλλας, εν τω Μεγάλω Χωρίω.
Αδύνατον εθεώρησαν ο Μάρκος και οι λοιποί να πολεμήσωσιν ευτυχώς τόσον ολίγοι προς τόσον πολλούς εκ του συστάδην και παρρησία. Τολμηρά τις νυκτερινή επίθεσις εφαίνετο η μόνη ελπίς των. Επί τω σκοπώ τούτω εισέδυσαν την νύκτα της 7 αυγούστου εις το εχθρικόν στρατόπεδον επί κατασκοπή ο Ντούσας, ο Μπαϊρακτάρης, ο Κουτσονίκας και άλλοι, και ενδεδυμένοι ως οι εχθροί, και λαλούντες την αυτήν γλώσσαν, περιεφέροντο ακινδύνως, και παρατηρήσαντες τα πάντα επανήλθαν εις το Μικρόν Χωρίον την αυτήν νύκτα και ανέφεραν όσα είδαν. Συμβουλίου δε γενομένου την επαύριον, απεφασίσθη να πέσωσιν εις το εχθρικόν στρατόπεδον την επιούσαν νύκτα, ε' ώραν μετά την δύσιν του ηλίου, οι μεν υπό τον Μάρκον διά του πεδινού μέρους, οι δε λοιποί διά του ορεινού, του κατά τον Άγιον Αθανάσιον και οι μεν περί τον Μάρκον, 350, όλοι Σουλιώται, δοθέντος διά της σάλπιγγος του συνθήματος της επιθέσεως, επάτησαν πρώτοι το εχθρικόν στρατόπεδον έν τέταρτον μετά την ορισθείσαν ώραν, και ευρόντες τους εχθρούς κοιμωμένους περιεφέροντο φονεύοντες· αλλά μόνον ολίγοι υπό τον Κίτσον Τσαβέλλαν επέπεσαν εκ του ετέρου μέρους, των πολλών απειθησάντων. Εξεπλάγησαν και εσκοτίσθησαν κατ' αρχάς οι προσβληθέντες διά το απροσδόκητον πάθημά των, πολλοί δε άφησαν τας θέσεις των και ετράπησαν εις φυγήν ζητούντες ασφάλειαν· αν δε τις εκίνει το όπλον του, ηγνόει αν κατ' εχθρού ή κατά φίλου το εκίνει. Εν μέσω δε της αλληλομαχίας ταύτης ο Μάρκος επληγώθη κατά τον δεξιόν βουβώνα, αλλ' η πληγή ήτον ελαφρά, την ωλιγώρησε, και προχωρών μετά τινων των περί αυτόν έφθασεν είς τι χωράφιον τοιχόκλειστον, όπου ήσαν πολλοί εχθροί εσκηνωμένοι· ήτο δε ο τοίχος ανδρομήκης. Ο Μάρκος ύψωσε την κεφαλήν του υπεράνω του τοίχου προς παρατήρησιν, και σφαιροβληθείς εν τω άμα επί του μετώπου κατά τον δεξιόν οφθαλμόν έπεσε νεκρός. Απέκρυψαν κατ' αρχάς οι περί αυτόν τον θάνατόν του και επέμεναν πολεμούντες· αλλ' επειδή ο σαλπιγκτής του τάγματος επληγώθη και αυτός βαρέως, ήγγιζε και η ημέρα, απεφάσισαν να υποχωρήσωσιν εν τάξει. Τότε νωτοφορούντος του Ντούσα το σώμα του Μάρκου, νωτοφορούντων και των άλλων τους βαρέως πληγωμένους, απεχώρισαν όλοι του πεδίου της μάχης ησύχως, και μηδαμώς διωκόμενοι δι' όλης της πορείας των έφθασαν εις το Μικρόν Χωρίον λαφυραγωγήσαντες 690 τουφέκια, 1000 πιστόλας, δύο σημαίας, πολλούς ίππους και ημιόνους, και άλλα είδη. Εύληπτος εντεύθεν η μεγάλη φθορά των εχθρών, εκ δε των Ελλήνων 36 εφονεύθησαν, και 20 επληγώθησαν. Την δε 10 αυγούστου μετεκομίσθη ο νεκρός του Μάρκου εις Μεσολόγγι όπου εκηδεύθη λαμπρώς· μέγα δε πένθος καθ' όλην την Ελλάδα διήγειρεν ο θάνατός του, θεωρηθείς δικαίως εθνικόν δυστύχημα.
Αποθανόντος του Μάρκου, οι υπ' αυτόν Σουλιώται ετέθησαν αυθόρμητοι υπό τον αδελφόν του Κώσταν, και εξ αιτίας όσων υπέφεραν επί της μάχης κατέβησαν εις Βλωχόν και εσκήνωσαν κατά τα γεφύρια του Αλαήμπεη. Οι δε άλλοι, οι υπό τους Τσαβέλλας, τον Γιολδάσην και τον Σαδήμαν, διέμειναν εν τη επαρχία του Καρπενησίου και κατέλαβαν την θέσιν της Καλιακούδας. Εν τούτοις συνήλθεν όλον το οθωμανικόν στρατόπεδον εις Καρπενήσι, και εκρίθη εύλογον να μη προχωρήση πριν διαλύση το κατά την Καλιακούδαν. Είχαν ήδη φθάσει εις το στρατόπεδον τούτο και άλλοι 300 υπό τον Ροδόπουλον σταλέντες παρά του Λόντου· είχε φθάσει και ο Νικολός Κοντογιάννης μετά 1000, ώστε ήσαν όλοι οι εν Καλιακούδα 2000. Δυσπρόσιτον και κρημνώδες είναι το νότιον μέρος της θέσεως εκείνης· διά τούτο ετοποθετήθησαν όλοι κατά το βόρειον, το και ομαλώτερον, απέναντι του εχθρού· μόνον δε 100 κατέλαβαν τα νότιον υπό τον Σαδήμαν.
Την 28 αυγούστου τετράκις επέπεσεν ο εχθρός πανστρατιά, αλλ' απεκρούσθη και εβλάφθη· εν ουδεμία δε των προσβολών εδυνήθη ουδ' ένα Έλληνα να μετατοπίση· αλλά, διαρκούσης της μάχης, εξεκόπησαν 400 εχθροί, και πλήρεις τόλμης κατέλαβαν διά του νοτίου μέρους τα οπίσθια των Ελλήνων, έτρεψαν φανέντες αίφνης τους εκεί και εκυρίευσαν την θέσιν των. Έμπροσθεν και όπισθεν οι Έλληνες τότε πολεμούμενοι ερρίφθησαν εις το μέσον του εχθρικού στρατού επ' ελπίδι φυγής, διότι δεν υπήρχεν άλλη διέξοδος· 150 εφονεύθησαν, εν οίς και οι οπλαρχηγοί Ζηγούρης Τσαβέλλας και Νικολός Κοντογιάννης διακριθέντες διά τας ανδραγαθίας των. Μετά δε την φθοράν ταύτην διεσκορπίσθησαν οι ηττηθέντες· φόβος και τρόμος κατέλαβεν όλους τους άλλους· ουδαμού έκτοτε στρατόπεδον εσυστήθη, και το υπό τον πασάν της Σκύδρας στράτευμα κατέβαινε προς το Μεσολόγγι ανεμπόδιστον.
Εν τούτοις εισεχώρησε και το υπό τον Βρυώνην διά της Λάσπης και ετοποθετήθη κατά την Λεπενούν, μηδενός αντισταθέντος, αν και ολιγάριθμον· οι δε κάτοικοι των μερών, όθεν διήρχοντο οι εχθροί, οι μεν ανέβαιναν τα όρη, οι δε διεσκορπίζοντο, και άλλοι, κυρίως δε γυναίκες και παιδία, κατέφευγαν εις τα εν ταις λίμναις του Βραχωρίου και του Λεσινίου νησίδια· οι πλείστοι δε εις Ανατολικόν και Μεσολόγγι.
Ενωθέντες δε όλοι οι υπό τον πασάν της Σκύδρας και τον Βρυώνην καθ' οδόν, κατέβησαν προς τα παράλια της Αιτωλίας, μηδενός εναντιουμένου, και κατέλαβαν την 20 σεπτεμβρίου την τρεις ώρας μακράν του Ανατολικού Παληοσάλτσεναν, όπου και εστρατοπέδευσαν. Η στρατοπέδευσις αύτη έδωκεν αφορμήν να υποπτεύσωσιν οι Έλληνες, ότι ο εχθρός εσκόπευε να πολιορκήση το Ανατολικόν. Τω όντι εξ αιτίας της αποτυχίας της περυσινής κατά του Μεσολογγίου εκστρατείας, και της ήδη ενυπαρχούσης πολυαρίθμου φρουράς, διότι τα πλείστα των φυγόντων απέμπροσθεν του εχθρού ταγμάτων συνέρρευσαν εκεί, η πόλις αύτη εθεωρείτο απόρθητος.
Η μικρά πόλις του Ανατολικού κείται επί νησιδίου εντός της λίμνης του Μεσολογγίου (γ) Αλιτενές είναι το νησίδιον τούτο και απέχει της γης, μεθ' ης εκοινώνει τότε διά των λεγομένων περαταριών, κατά μεν ανατολάς έν τέταρτον του μιλίου, κατά δε δυσμάς ήμισυ, απέχει δε και του Μεσολογγίου έξ. Δισχίλιοι ήσαν οι εν τη πόλει, εξ ών 500 ένοπλοι, εν οίς και 150 στρατιώται υπό τον Κίτσον Κώσταν και τον Αποστόλην Κουσουρήν ήτο δε ανόχυρος και πάντη ανέτοιμος εις πολιορκίαν, και ούτε πηγήν είχεν ούτε δεξαμενήν, αλλ' ελάμβανεν όλον το εις χρήσιν των κατοίκων νερόν έξωθεν.
Οι Τούρκοι, αφ' ού εστρατοπέδευσαν κατά την Παληοσάλτσεναν, κατέλαβαν διά νυκτός τα χωρία Μποχώρι και Γαλατάν, τα απέναντι των Πατρών, προς μεταφοράν εκ της πόλεως ταύτης υπό στρατιωτικήν συνοδίαν των εις το στρατόπεδον αναγκαίων. Εν όσω διέμεναν οι Τούρκοι όπου εστρατοπέδευσαν, αβέβαιοι ήσαν οι Έλληνες ποίαν των δύο πόλεων εμελέτων να πολιορκήσωσιν επιθυμούντες δε να μάθωσιν ακριβώς τα μελετώμενα, και ιδόντες ότι ήρχοντο εχθροί καθ' ημέραν αντικρύ του Ανατολικού και παρετήρουν τας θέσεις,
Οκτώβριος απέβησάν τινες των εν αυτώ την νύκτα της 2 Οκτωβρίου εις την αντικρύ παραλίαν και ενέδρευσαν. Την επαύριον ελθόντες 200 ιππείς, εν οίς καί τινες μηχανικοί, έπεσαν ανυπόπτως εις την ενέδραν, εσκοτώθησαν και επληγώθησάν τινες αυτών, επληγώθη και ο αρχηγός Αβδουλάχμπεης και ηχμαλωτίσθησαν 7· επληγώθησαν και 3 Έλληνες και εσκοτώθη και ο αξιωματικός Βασίλης Σουλιώτης. Οι Έλληνες, βεβαιωθέντες παρά των αιχμαλωτισθέντων ότι οι εχθροί εμελέτων να πολιορκήσωσι το Ανατολικόν, έσπευσαν ν' ανεγείρωσιν εν αυτώ κανονοστάσια επιστασία του μηχανικού Έλληνος Κοκκίνη και τινος Άγγλου πυροβολιτού, Μαρτίνου, και να επιθέσωσιν έξ κανόνια εκ Μεσολογγίου μετακομισθέντα. Ανήγειρε και ο πολιορκητής επί της παραλίας τρία πυροβολοστάσια θέσας επί μεν του ενός δύο βομβοβόλους, επί δε των δύο άλλων τέσσαρα κανόνια, και την 5 ήρχισε να κανονοβολή και βομβοβολή, την πόλιν· επειδή δε ανάγκη ήτο να κόψη και την διά θαλάσσης κοινωνίαν του Ανατολικού, ανήγειρεν επί αρμοδίας θέσεως τέταρτον κανονοστάσιον επιθέσας δύο κανόνια. Αλλ' οι Έλληνες, κανοναβολούντες ευστοχώτερον των Τούρκων, τοις ηνάγκασαν μετά τρεις ημέρας να το εγκαταλείψωσι, και ούτως η διά θαλάσσης κοινωνία δεν διεκόπη. Μικρού μεγέθους ήσαν αρξαμένης της πολιορκίας τα κανόνια των Ελλήνων, δι' ο και ολιγοβλαβή· αλλ' έλαβαν μετ' ολίγον έν 48 λιτρών σταλέν παρά τον εν Πίση, αρχιερέως Ιγνατίου, και δι' αυτού απεμάκρυναν τους εχθρούς του παραθαλασσίου.
Μετά τινας δε ημέρας επρόβαλαν οι πολιορκηταί συμβιβασμόν, αλλ' οι πολιορκούμενοι τον απέρριψαν. Βλέποντες οι εχθροί ότι αδύνατον ήτο να κυριεύσωσι την πόλιν άνευ θαλασσίου δυνάμεως, εζήτησαν την συνδρομήν των εν Πάτραις οθωμανικών πλοίων· αλλ' εξ αιτίας των ρηχών νερών έλαβαν εκείθεν μόνον ύλην εις κατασκευήν πλοιαρίων· μόλις δε κατεσκεύασαν δύο, και ιδού δέκα ένοπλα ελληνικά κατέμπροσθέν των. Εφοβήθησαν οι Αλβανοί ιδόντες τον απροσδόκητον ελληνικόν στολίσκον, έκαυσαν την νύκτα τα κατασκευασθέντα πλοιάριά των, και ούτως εματαιώθη η τοιαύτη επιχείρησις.
Εν τοσούτω η πολιορκία διήρκει, και οι πολιορκούμενοι, αν δεν έπασχαν έλλειψιν τροφών, διότι τοις εστέλλοντο διά θαλάσσης, έπασχαν λειψυδρίαν, διότι μετακομιζόμενον το νερόν έξωθεν ήτο πάντοτε ολίγον· αλλ' εν μια των ημερών έπεσεν εχθρική βόμβα επί της εκκλησίας του αρχαγγέλου Μιχαήλ, έσπασε την σκέπην της, εκτύπησε το πλακόστρωτον έδαφός της και ανέβλυσε πόσιμον νερόν εις έκπληξιν και χαράν των πολιορκουμένων και εις στηριγμόν των πιστών εκλαβόντων την ανάβλυσιν ως θεοσημείαν. Εν τούτοις, παρατηρήσεως γενομένης ότι αι εις χρήσιν του εχθρικού στρατοπέδου τροφαί και παν άλλο αναγκαίον εστέλλοντο κυρίως εκ Πατρών εις Μποχώρι και εκείθεν μετεκομίζοντο εις το στρατόπεδον,
Νοέμβριος 300 στρατιώται και 50 εντόπιοι εξήλθαν του Μεσολογγίου υπό τον Κίτσον Τσαβέλλαν την νύκτα της 17 νοεμβρίου και κατέλαβαν το Σκαλί εις αρπαγήν των μετακομισθησομένων την επαύριον τροφών, διότι μεταξύ του λόφου τούτου και τόπου τινός ελώδους διέρχεται η άγουσα εκ Μποχωρίου εις Ανατολικόν· αλλ' ειδοποιηθέντες παρά των εφισταμένων σκοπών, ότι πλήθος ιππέων και πεζών ήρχετο όχι από του Μποχωρίου, αλλ' από του εκτός του Ανατολικού στρατοπέδου, εστράφησαν προς τα εκεί, διέμειναν αφανείς, και φθάσαντες τους εχθρούς ανυπόπτους και απροσέκτους εις την υποκειμένην οδόν τους εκτύπησαν αίφνης, εφόνευσαν πολλούς, και διασκορπίσαντες τους λοιπούς, εξ ών τινες έπεσαν εις το έλος, επανήλθαν αυθήμερον εις την πόλιν φέροντες ίππους, λάφυρα, μίαν σημαίαν και τας κεφαλάς των φονευθέντων.
Βλέπων δε ο πασάς, ότι απήντα πολλά προσκόμματα εις εκτέλεσιν του σκοπού του, και ότι επροχώρει και ο χειμών, απεφάσισε να λύση την πολιορκίαν, και καύσας τας σκηνάς του και αποστείλας τα κανόνια και τας βομβοβόλους εις τα αποκλείοντα τον λιμένα του Μεσολογγίου πλοία, όθεν εστάλησαν επί της ενάρξεως της πολιορκίας, έφυγεν εν βία πανστρατιά την νύκτα της 30, νύκτα βροχεράν και ανεμώδη ως αν εφοβείτο καταδίωξιν· και οι μεν διά της οδού της Βονίτσης οι δε διά των στενών του Μακρυνόρους επανήλθαν εις τα ίδια και ούτως ηλευθερώθη και το ενεστώς έτος η Δυτική Ελλάς. 2000 εχθροί απωλέσθησαν καθ' όλην την εκστρατείαν ταύτην, αλλ' οι πλείστοι εξ ασθενειών, ηχμαλωτίσθησαν δε 190· απωλέσθησαν και 200 Έλληνες, εξ ών οι 23 εθανατώθησαν επί της πολιορκίας, ηχμαλωτίσθησαν δε 9· το δε Ανατολικόν ολίγον εβλάφθη, αν και επερρίφθησαν 2000 βόμβαι.
Προ της λύσεως δε της πολιορκίας εζήτησαν οι Αιτωλοακαρνάνες τον Μαυροκορδάτον ως διευθυντήν και θαλάσσιον δύναμιν εις λύσιν της πολιορκίας. Ο Μαυροκορδάτος εδέχθη την αίτησίν των, και η κυβέρνησις συνήνεσεν· αλλ' εδυσκολεύετο ο έκπλους της δυνάμεως, διότι εδυσκολεύετο η σύναξις των αναγκαίων χρημάτων. Επί τέλους απέπλευσαν 14 πλοία Ύδρας και Σπετσών· αλλά δεν έφθασαν εις τον λιμένα του Μεσολογγίου ει μη την 30, ό εστι μετά τον κίνδυνον. Τα πλοία ταύτα έφεραν εις Μεσολόγγι τον νέον διευθυντήν. Επί δε τω διάπλω συνέβη το εξής.
Μεταξύ Σκροφών και Ιθάκης απήντησαν τα πλοία ταύτα εχθρικόν δικάταρτον πολεμικόν αναπλέον από Πρεβέζης εις Πάτρας και κομίζον χρήματα εις μισθοδοσίαν. Τινά εξ αυτών το επολέμησαν και το έβλαψαν, αλλ' ούτε να το βυθίσωσιν ούτε να το συλλάβωσιν εδυνήθησαν· ο δε κυβερνήτης του απελπισθείς το έρριψεν είς τινα βράχον της Ιθάκης, και όσοι του πληρώματος επρόφθασαν, εξερρίφθησαν. Επέδραμαν τότε και οι Έλληνες εις κυρίευσίν του· αλλά τινές των επί της γης διασωθέντων ετουφέκισαν τους αναβαίνοντας εις το πλοίον, εσκότωσαν ένα και επλήγωσαν δύο. Τότε επάτησαν οι Έλληνες την ουδετέραν γην, μη εισακουσθέντων των πλοιάρχων, και κατέκοψαν όσους των εχθρών επρόφθασαν φεύγοντας, έως ου, ελθούσης επιτοπίου δυνάμεως, επανήλθαν εις τα πλοία των, αρπάσαντες τα εν τω συντριβέντι πλοίω χρήματα· και επειδή δεν εσυμβιβάζοντο περί της διανομής, έφυγαν αιφνιδίως τα έχοντα τα χρήματα υδραϊκά και κατόπιν και τα άλλα, ώστε ο λιμήν του Μεσολογγίου έμεινε πάλιν απροστάτευτος.
Δύο δε ημέρας πριν πατηθή η ουδετέρα γη της Ιθάκης, επατήθη και η ουδετέρα γη της Λευκάδος.
Πλοίον υπό σημαίαν ελληνικήν, συναντήσαν παρά την Λευκάδα εχθρικόν, φέρον επιβάτας, το κατεδίωξε και ηνάγκασε τους εν αυτώ να καταφύγωσι προς ασφάλειάν των εις την ξηράν, όπου απέβησαν και οι καταδιώκοντες, και τους μεν εφόνευσαν τους δε ηχμαλώτευσαν.
Μετά δε την εν Άστρει συνέλευσιν εδόθη η αρχηγία της επαρχίας Κορίνθου και η φροντίς της πολιορκίας της ακροκορίνθου τω Ιωάννη Νοταρά. Αλλ' η δι' εχθρικών πλοίων της Ακροκορίνθου και των Πατρών συγκοινωνία δεν διεκόπη· διά τούτο οι εν τη ακροπόλει δεν έπασχαν έλλειψιν τροφών. Μεσούντος του Ιουνίου έστειλεν η κυβέρνησις εις ενίσχυσιν της πολιορκίας τον Στάικον Σταϊκόπουλον.
Ιούλιος Αρχομένου δε του ιουλίου μαθούσα ότι ο εν Πάτραις διατριβών Χουσρέφης εμελέτα να στείλη υπό την προστασίαν πολεμικών πλοίων πολλά τροφοφόρα εις προμήθειαν της ακροκορίνθου, προσαπέστειλεν εις Κόρινθον προς ματαίωσιν του σχεδίου τούτου 450 στρατιώτας υπό τον Γενναίον, τον Χελιώτην και τον Χατσή-Γιάννην, οίτινες κατέλαβαν τας εν τω παραθαλασσίω αποθήκας και ωχυρώθησαν εις εμπόδιον της αποβιβάσεως των τροφών. Οι δε υπό τον Στάικον και Νοταράν, ως 800, κατέσχαν τας θέσεις, Ράχιαν και Λόγκον, εις εμπόδιον και ούτοι της εξόδου των εχθρών από του φρουρίου. Την 11 ήλθαν τα προσδοκώμενα πλοία, ηύραν το παράλιον κατεχόμενον και ήρχισαν να κανονοβολώσιν, αλλά δεν εδυνήθησαν να μετατοπίσωσι τους φυλάσσοντας αυτό· επεξήλθαν συγχρόνως και οι εν τω φρουρίω Τούρκοι, αλλά και ούτοι απέτυχαν αποκρουσθέντες. Μετά διημέρους δε ανωφελείς δοκιμάς τα πλοία απέπλευσαν επαναφέροντα τα φορτία. Ματαιωθέντων των εχθρικών σχεδίων, οι πολιορκηταί έλαβαν τόσον θάρρος, ώστε ουδείς των πολιορκουμένων ετόλμα να προκύψη της πύλης. Τοιουτοτρόπως οι έγκλειστοι στενοχωρηθέντες, και από πάσης έξωθεν βοηθείας απελπισθέντες επρόβαλαν συμβιβασμόν. Ειδοποιηθείσα η κυβέρνησις έσπευσε να στείλη επιτρόπους εν οίς και τον Κολοκοτρώνην, εσυμβιβάσθη δι' αυτών και παρέλαβε το φρούριον την 20 Οκτωβρίου επί μετακομίσει των πολιορκουμένων εις Θεσσαλονίκην φερόντων τα ιδιαίτερα των όπλα και ενδύματα· οι όροι δε ούτοι πιστώς ετηρήθησαν χάρις εις την επαγρύπνησιν των αρχηγών και του παρευρεθέντος Νικήτα συνοδεύσαντος εις Καλαμάκι αβλαβείς τους παραδοθέντας, 300 άνδρας και 60 γυναίκας, οίτινες επιβιβασθέντες εις δύο υπό αυστριακήν και εις έν υπό ιονικήν σημαίαν πλοία απεβιβάσθησαν εις Θεσσαλονίκην (δ). Διωρίσθη δε προσωρινός φρούραρχος ακροκορίνθου ο Χελιώτης.
Η δε εν Σαλαμίνι διαταχθείσα εις Εύβοιαν εκστρατεία υπό τον Οδυσσέα εχρειάζετο θαλάσσιον δύναμιν. Η υπηρεσία αύτη ανετέθη εις τους Ψαριανούς επί συμφωνία ν' αποζημιωθώσιν από των εισοδημάτων της αυτής νήσου, και να τοις χαρισθή και η περί την Ερέτριαν εθνική γη εις συνοικισμόν. Έπαρχος της Ευβοίας επί της περί ης ο λόγος εκστρατείας ήτον ο Κωλέττης. Ούτος συνάξας ένθεν κακείθεν 500 στρατιώτας, τους έφερεν εις Αθήνας, και παραδώσας αυτούς εις τον Οδυσσέα μετέβη εις Κέαν επί νέα στρατολογία, και εκείθεν εις Ψαρά προς επίσπευσιν του έκπλου του στολίσκου. Έξ πλοία ψαριανά φέροντα αυτόν και όσους εδυνήθη να στρατολογήση κατέπλευσαν αρχομένου του νοεμβρίου εις τον λιμένα των Πρασιών (Πόρτο Ράφτη), όπου ανεμένετο ο Οδυσσεύς, διότι εκεί έμελλε να συγκεντρωθή η στρατιωτική και η ναυτική δύναμις της περί ης ο λόγος εκστρατείας. Την 7 νοεμβρίου κατέπλευσε και ο Οδυσσεύς εκ Πειραιώς εις τον αυτόν λιμένα φέρων επί 20 ενόπλων πλοιαρίων 1000 στρατιώτας· ήλθαν μετά ταύτα και άλλοι στρατιώται εξ Αθηνών διά ξηράς· εστάλησαν και εκ Ναυπλίου 8 κανόνια, μία βομβοβόλος, 150 βόμβαι και κανονόσφαιραι, και ικανή ποσότης μολύβδου και πυρίτιδος. Την δε 16 ανήχθη ο στολίσκος και απεβίβασεν υπό την οδηγίαν του αρχηγού της εκστρατείας 3000 στρατιώτας εις Αλιβέρι· εκεί ήλθαν και 600 Ευβοείς υπό τον περιφερόμενον εις τα όρη Κριεζώτην. Ο στρατός ούτος διηρέθη, και οι μεν κατέλαβαν τα προάστεια και τους κήπους της Καρύστου, οι δε την μεταξύ βράχων και θαλάσσης Κακήν Σκάλαν. Την 23 έπεσαν επί τους κατέχοντας την θέσιν ταύτην 700 Τούρκοι εκ των εν τη Χαλκίδι και απεκρούσθησαν κανονοβολούμενοι και υπό των πλοίων· επέπεσαν 500 υπό τον Ομέρπασαν και την 25, αλλ' απεκρούσθησαν και ούτοι μετά σφοδράν και πολύωρον μάχην· εσκοτώθησαν δε 40 εχθροί και ηχμαλωτίσθησαν 5· εσκοτώθησαν και 5 Έλληνες και επληγώθησαν 2. Μετά δε την περί ης ο λόγος μάχην οι κατέχοντες την θέσιν εκείνην Έλληνες μετέβησαν εις Βρυσάκια, όπου και εστρατοπέδευσαν· οι δε πολιορκούντες την Κάρυστον απεκρούσθησαν οσάκις εφώρμησαν. Μετέφεραν εξ Αθηνών ο Οδυσσεύς 20 υπονομείς, αλλά και δι' αυτών κατώρθωσεν ουδέν και ηναγκάσθη να περιορισθή εις στενήν πολιορκίαν του φρουρίου.

1823

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ'

Στρατόπεδον Πατρών. — Ρήξις νομοτελεστικού και βουλευτικού. — Καθαίρεσις του υπουργού Περούκα και του νομοτελεστού Μεταξά. — Εμφύλιοι ταραχαί και συγκρούσεις. — Το βουλευτήριον πατείται υπό στρατιωτικής δυνάμεως εν Άργει και οι βουλευταί μεταβαίνουν εις Κρανίδι, — Νέον νομοτελεστικόν. — Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας καθ' όλον το έτος.

ΑΡΧΗΓΟΣ της εις Πάτρας εκστρατείας υπό την ανωτάτην διεύθυνσιν του Ζαήμη διωρίσθη ο Γιατράκος, όστις εστρατοπέδευσεν εν τω μοναστηρίω του Ομπλού. Μικρού λόγου αξία απέβη η εκστρατεία αύτη περί τα πολεμικά, αλλά πολλού δι' ας έδωκεν αφορμάς εις πολιτικάς διαιρέσεις. Αν και πολλών επαρχιών της Πελοποννήσου στρατιωτικά σώματα διετάχθησαν να συνέλθωσιν εις το στρατόπεδον τούτο, μόνα τα υπό την επιρροήν του Ζαήμη, του Λόντου, του Γιατράκου, του Αναγνωσταρά καί τινων άλλων συνήλθαν· τα δε υπό την του Κολοκοτρώνη, του Δηληγιάννη, του Σισίνη και των ομοφρόνων αυτών δεν εφάνησαν. Ο Κολοκοτρώνης ήθελεν, ως και άλλοτε, να διορισθή αρχηγός πληρεξούσιος της εκστρατείας ταύτης ως αντιπολιτευόμενος τον Ζαήμην και τον Λόντον· και επειδή δεν εισηκούετο, αντέπραττε φανερά εις διάλυσιν του στρατοπέδου. Εντεύθεν εκορυφώθησαν τα πάθη των δύο πελοποννησιακών κομμάτων, και αι διαιρέσεις κατήντησαν εντός τινων επαρχιών και εις στρατιωτικάς συγκρούσεις· εξ αιτίας δε της ολιγότητος του περί τας Πάτρας στρατού, οι κατ' εκείνο το μέρος εχθροί έμειναν ανενόχλητοι βλάπτοντες μάλλον ή βλαπτόμενοι, και η επί της εισβολής του πασά της Σκόδρας παθούσα Δυτική Ελλάς, και αι κινδυνεύσασαι πόλεις Ανατολικού και Μεσολογγίου υπέστησαν όλον τον αγώνα αβοήθητοι. Διήρκει μάλιστα η πολιορκία του Ανατολικού ότε το περί ου ο λόγος στρατόπεδον, το εις βοήθειαν των μερών εκείνων συστηθέν, διελύθη διά των ραδιουργιών των αντιπολιτευομένων, και ο Γιατράκος ανεχώρησεν εις τα ίδια. Αλλά, αν ευτύχησεν ο Κολοκοτρώνης να βλάψη τους εναντίους του, δεν ευτύχησε και να ωφεληθή αυτός. Άλλα επροσδόκα επί της αντιπροεδρίας του και άλλα ηύρεν· ωλιγόστευσεν η επιρροή του αντί ν' αυξήση, διότι επί τη μεταθέσει του από της στρατιωτικής εις την πολιτικήν υπηρεσίαν και οι συγγενείς του εδυσφόρησαν, και οι πλείστοι των φίλων του τον εγκατέλιπαν. Ίσχυεν η γνώμη του παρά τω νομοτελεστικώ, αλλ' ουδαμώς παρά τω βουλευτικώ· και όσον εκείνο τον ετίμα, τόσον τούτο τον απεστρέφετο. Ταύτα και τα τοιαύτα τον ηνάγκασαν να παραιτηθή της αντιπροεδρίας.
Αλλ' αποχωριζόμενος ο Κολοκοτρώνης του νομοτελεστικού προσωπικώς, δεν απεχωρίζετο και πολιτικώς. Ομόφρων και συμπράκτωρ αυτού τον επί της αντιπροεδρίας του, τοιούτος διέμεινε και αφ' ού παρητήθη· προς μόνον δε τον συναδελφόν του Ζαήμην, προς ον αντεφέρετο και πρότερον, αντεφέρετο και παραιτηθείς, αλλ' ούτως είχαν προς τον Ζαήμην και οι λοιποί συνάδελφοί του νομοτελεσταί.
Η δε βουλή μόνον τον Ζαήμην εκ των νομοτελεστών ετίμα και υπεστήριζε. Τους δε συνάρχοντάς του εθεώρει ως φατριαστάς, και ως τοιούτους τους απεστρέφετο και τους υπώπτευε· διά τούτο και επί τη επανόδω της εκ Σαλαμίνος δεν έστερξε να εδρεύση παρ' αυτοίς εν Ναυπλίω, διότι η πόλις εκείνη ήτον υπό την επιρροήν των, αλλ' έστησε την έδραν της εν Άργει εις πλήρη διατήρησιν της ανεξαρτησίας της.
Εν ώ δε τοιαύτη ήτον η πολιτική κατάστασις των πραγμάτων, συνέπεσαν τα εξής, ωθήσαντα τα δύο κυβερνητικά σώματα εις φανεράν ρήξιν και προετοιμάσαντα δυστυχώς τον εμφύλιον πόλεμον.
Σεπτέμβριος Υπούργει επί των οικονομικών ο Χαραλάμπης Περούκας. Ούτος, εν ώ ο ζ' παράγραφος του οργανικού νόμου δεν επέτρεπεν επίθεσιν ή είσπραξιν φόρων άνευ νόμου, επέβαλεν εν Πελοποννήσω δι' απλής διαταγής του, εκδοθείσης την 4 σεπτεμβρίου, μονοπωλείον άλατος. Επί τη φανερά ταύτη αυθαιρεσία οργισθείσα η βουλή ενήργησε τα κατά νόμον, και την 24 νοεμβρίου εκάθηρε τον υπουργόν. Ειδοποιηθέν επισήμως το νομοτελεστικόν εθεώρησε παράνομον την καθαίρεσιν επί λόγω, ότι η βουλή δεν ήτο πλήρης· δεν επέγραψε δε ως μέχρι τούδε τα διαγγέλματά του «προς το βουλευτικόν», αλλά προς «τους εν Άργει βουλευτάς». Τω όντι οι συνεδριάζοντες επί τη περιστάσει ταύτη βουλευταί δεν απετέλουν τα δύο τρίτα των μελών του βουλευτικού όπως απήτει ο κθ' παράγραφος του συντάγματος προς νομιμοποίησιν συνεδριάσεως· ήτο δε ο απαιτούμενος αριθμός ελλειπής διά την επ' αδεία απουσίαν τινών, και την κατά προτροπήν του νομοτελεστικού αποσκίρτησιν ένδεκα, οδηγόν εχόντων τον επί της εκλογής προέδρου της βουλής αποτυχόντα Δηληγιάννην, πολλάκις εις μάτην ανακληθέντων και επί τέλους καθαιρεθέντων. Αλλ' όσοι βουλευταί ήσαν επί της καταδίκης του υπουργού, τόσοι ήσαν και αφ' ότου επανέλαβεν η βουλή τας εργασίας της εν Άργει, ας το νομοτελεστικόν εθεώρησε νομίμους· όπως δε και αν έχη το περί ου ο λόγος ζήτημα, η πράξις του υπουργού ήτο και παράνομος και αδικαιολόγητος.
Εν ώ δε τοιαύτα επράττοντο όπου έδρευεν η κυβέρνησις, τα εμφύλια κακά εκορυφούντο εν ταις επαρχίαις.
Ο Σισίνης όχι μόνον ηπείθει εις τας διαταγάς του Ζαήμη, αλλά και φανερά αντέπραττε. Διά τούτο ητοιμάσθησαν δισχίλιοι αρχηγούς έχοντες τον Ζαήμην και τον Λόντον εις επιστράτευσιν. Ειδοποιηθέν το νομοτελεστικόν απέστειλε δυνάμεις υπό τον Κολοκοτρώνην, τον Πλαπούταν και άλλους προς αντίκρουσιν, ώστε ο εμφύλιος πόλεμος εφαίνετο επικείμενος· αλλά πριν φθάσωσιν αι δυνάμεις αύται εις Γαστούνην, ανεχώρησαν εκείθεν οι κατά του Σισίνη κινηθέντες δόντες τόπον τη οργή, ο μεν Ζαήμης εις Καλάβρυτα, ο δε Λόντος εις Βοστίτσαν.
Καθ' όν δε καιρόν ώδευεν ο Πλαπούτας εις υπεράσπισιν του Σισίνη, συνήλθαν πολλοί επαρχιώται της Καρυταίνης εις Δημητσάνην, προς αγοράν των δημοπρατουμένων της προσόδων· λογομαχίας δε γενομένης, επιστόλισεν οπαδός τις του Πλαπούτα τον Ανάστον Δηληγιάννην και τον επλήγωσεν. Επί δε τω παθήματι τούτω οι Δηληγιάνναι εσκότωσαν τον ένοχον, έκοψαν την κόμην της γυναικός του και εν αγνοία της κυβερνήσεως επολιόρκισαν το χωρίον του Παλούμπα, όπου διέμενεν η οικογένεια του Πλαπούτα, όστις μαθών ταύτα επέστρεψεν εις υπεράσπισιν των πασχόντων συγγενών του και συνήψε μάχην μετά των περί τους Δηληγιάννας εν Ακόβοις. Εν τω μεταξύ τούτω ήλθε εις το πεδίον της μάχης και ο Κολοκοτρώνης, όστις συγγενής και φίλος παλαιός του Πλαπούτα, συμπένθερος και φίλος νέος των άλλων, εμεσολάβησεν εις καθησύχασίν των. Κατεταράχθη το νομοτελεστικόν μαθόν το εν Ακόβοις συμβάν, διότι ήλθαν εις χείρας δύο οικογένειαι του κόμματός του, και έσπευσε προς διόρθωσιν του κακού ν' αποστείλη τον Μεταξάν· αλλ' επί τη αποστολή ταύτη ήμαρτε πολλαχώς· δεν εζήτησε την απαιτουμένην άδειαν της βουλής· μετά δε την αποστολήν απέμειναν εν Ναυπλίω δύο μόνον μέλη του νομοτελεστικού, εν ώ ο νόμος απήτει τουλάχιστον τρία πάντοτε παρόντα· τα δ' απομείναντα δύο μέλη ενήργουν ως και πρότερον, εν ώ πάσα ενέργεια αυτών ήτο παράνομος. Εντεύθεν λαβούσα δικαίαν αιτίαν η βουλή ενήργησε τα του νόμου ως και επί της παρανομήσεως του υπουργού Περούκα, εκήρυξε την 25 τον Μεταξάν εγκληματίαν και ανατροπέα του οργανικού νόμου και τον καθήρεσεν αντικαταστήσασα τον Κωλέττην. Ένοχοι επίσης ήσαν και άξιοι της αυτής ποινής και οι δύο άλλοι συνάδελφοι του Μεταξά· αλλ' η βουλή δεν τους συνεκάθηρεν. Η μετριοπάθειά της όμως αύτη δεν ωφέλησεν. Οι μη καθαιρεθέντες νομοτελεσταί ούτε τον Κωλέττην εδέχθησαν, ούτε τον Μεταξάν έκπτωτον εθεώρησαν. Φοβούμενοι δε και την εαυτών έκπτωσιν εκήρυτταν, ότι οι εν Άργει βουλευταί ενήργουν εκτός του νόμου, ελλείποντος του απαιτουμένου αριθμού· απέστειλαν δε την επαύριον εις Άργος τον φρούραρχον του Ναυπλίου Πάνον Κολοκοτρώνην, τον Νικήταν και τον Τσόκρην ίνα διαλύσωσι την βουλήν και συλλάβωσι τους πρωταιτίους ως ερεθίζοντας κατά του νομοτελεστικού τους άλλους βουλευτάς. Ως πρωταίτιοι δε εθεωρούντο ο αντιπρόεδρος Γρεσθένης, ο Ασημάκης Φωτίλας και ο Αναστάσιος Λόντος. Οι σταλέντες υπήγαν εις Άργος εν συνοδία 200 στρατιωτών, επάτησαν το βουλευτήριον διαρκούσης της συνεδριάσεως, ήρπασαν τα αρχεία (α) και διεσκόρπισαν τους βουλευτάς υβρίζοντες, απειλούντες και αίροντες χείρα επί τινας αυτών· επάτησαν δε διά νυκτός και οικίας βουλευτών, και μη ευρόντες τους ενοικούντας τας εγύμνωσαν. Αλλ' οι τόσον ασυστόλως ασεβήσαντες εις τον νόμον ώφειλαν να εμποδίσωσι πάσαν συγκέντρωσιν των διασκορπισθέντων βουλευτών, εξ ης θα προήρχετο η πτώσις των· αλλ' ουδέν ενήργησαν, και οι παθόντες βουλευταί ανεχώρησαν κρυφίως και ασφαλώς οι μεν διά ξηράς οι δε διά θαλάσσης εις Κρανίδι· επροτίμησαν δε τον τόπον εκείνον ως επί της Πελοποννήσου και υπό την επίσκεψιν της Ύδρας και των Σπετσών, ων οι κάτοικοι ήσαν του φρονήματος αυτών. Αφ' ού δε συνήλθαν ένθεν κακείθεν εις την κωμόπολιν εκείνην, διεκήρυξαν επισήμως την 3 δεκεμβρίου τα εν Άργει συμβάντα και τα αίτια δι' α μετέβησαν εκεί. Ασμένως εδέχθησαν την διακήρυξίν των αι ναυτικαί νήσοι (β), και τους εθάρρυναν να μη αφήσωσι το έργον των ατελές, αλλά να καθαιρέσωσι και τα λοιπά μέλη του νομοτελεστικού ως παρανόμως εργαζόμενα και να εκλέξωσι νέα. Εμψυχωθέντες οι βουλευταί υπό της πανδήμως εκφρασθείσας ταύτης γνώμης των ισχυρών νησιωτών, και βλέποντες ότι πάσα απόπειρα συμβιβασμού ήτο ματαία (γ), και ότι πάσα ελπίς επιστροφής των νομοτελεστών εις τα καθήκοντά των εξέλιπεν, εκάθηραν την 6 Ιανουαρίου 1821 και τον πρόεδρον του νομοτελεστικού Μαυρομιχάλην και το μέλος αυτού Χαραλάμπην.
Καθαιρέσασα η βουλή τους νομοτελεστάς και προθεμένη να συστήση κυβέρνησιν ισχυράν εκάλεσεν εις τα πράγματα τους νησιώτας και ανέδειξε πρόεδρον μεν του νομοτελεστικού τον Γεώργιον Κουντουριώτην, αποποιηθέντος του πρεσβυτέρου αδελφού Λαζάρου, μέλη δε τον Παναγιώτην Μπότασην και τον Νικόλαον Λόντον, διετήρησε δε και τα δύο ομόφρονά της τον Ζαήμην και τον Κωλέττην, και ούτω συμπληρώσασα το πενταμελές νομοτελεστικόν εξ ανδρών του αυτού φρονήματος εκάλεσε τας επαρχίας, ων οι βουλευταί απεχωρίσθησαν και καθηρέθησαν, εις εκλογήν και αποστολήν άλλων βουλευτών. Οι δε εν Ναυπλίω νομοτελεσταί, μαθόντες την καθαίρεσίν των, συμπαρέλαβαν τους εκεί ομόφρονάς των βουλευτάς, μετέβησαν εις Τριπολιτσάν και εκάλεσαν και ούτοι τας επαρχίας των εν Κρανιδίω βουλευτών εις εκλογήν και αποστολήν άλλων αντ' εκείνων επί συγκροτήσει νέου βουλευτικού· ώστε εσυστήθησαν δύο κυβερνήσεις εδρεύουσαι η μεν εν Κρανιδίω η δε εν Τριπολιτσά, και αποκαλούμεναι αμοιβαίως παράνομοι. Τοιαύτη ήτον η τότε κατάστασις του τόπου.
Επανελθών δε εις Κωνσταντινούπολιν ο εις Βερώνην εκείθεν προ ολίγου μεταβάς λόρδος Στραγγφόρδος, εις ον ανέθεσεν, ως είδαμεν, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος τον εξισασμόν των διαφορών του, ησχολήθη μετά πολλού ζήλου εις τα της εντολής του, αλλ' ηύρε την Πύλην κωφεύουσαν και μάλλον απαιτούσαν ή παραχωρούσαν. Η μακροθυμία του Αλεξάνδρου, η απόρριψις των προς τας Δυνάμεις ικεσιών της Ελλάδος και η αποχή τούτων από πάσης σοβαράς σκέψεως περί αυτής υπερύψωσαν την επηρμένην της Πύλης οφρύν αλλά, λέγοντος και επαναλέγοντος του πρέσβεως εξ ονόματος της ευνοϊκής προς αυτήν διακειμένης κυβερνήσεώς του, ότι η μακροθυμία του αυτοκράτορος δεν ήτον ανεξάντλητος, ότι κίνδυνος πολέμου επέκειτο αιτίας της αναβολής και παρακοής της, ότι καιρός ήτο ν' ανοίξη τους οφθαλμούς της, και ότι οι σύμμαχοι διά των συμβουλών των δεν είχαν άλλο συμφέρον ειμή να την οδηγήσωσιν εις την οδόν της σωτηρίας της, ήρχισεν η Πύλη να κλίνη το ους εις τους λόγους του, και ανήγγειλε κατ' ευθείαν την 23 φεβρουαρίου τη κυβερνήσει της Ρωσσίας την αποστολήν των ηγεμόνων, εξέφρασε την εις επανάληψιν των διπλωματικών σχέσεων των δύο αυτοκρατοριών επιθυμίαν της, και υπεσχέθη την άνευ περαιτέρω αναβολής παντελή ανάκλησιν των εν ταις ηγεμονείαις στρατευμάτων της. Προς λύσιν δε του ρωσσοτουρκικού ζητήματος και ταχείαν επανάληψιν των προκειμένων διπλωματικών σχέσεων παρελείφθη επί του παρόντος το εν τω πρωτοκόλλω της 9 νοεμβρίου περί ειρηνεύσεως της Ελλάδος άρθρον επί τη προτάσει της Αυστρίας, συναινούντος και του Αλεξάνδρου. Φιλικώτατον ήτο το ύφος της επιστολής της Πύλης προς την κυβέρνησιν της Ρωσσίας· αλλ' ό,τι καλόν εδύνατο να προέλθη εντεύθεν, το εματαίωσεν αυτή η Πύλη, γράψασα συγχρόνως τοις εν Κωνσταντινουπόλει αντιπροσώποις Αγγλίας και Αυστρίας, ότι απήτει ανενδότως παρά της Ρωσσίας την παράδοσιν των προσφύγων και την απόδοσιν των επί της εν Ασία οροθετικής γραμμής φρουρίων κατά την συνθήκην του Βουκουρεστίου. Τόσον δε απότομον και αύθαδες ήτο το ύφος της προς τους αντιπροσώπους τούτους επιστολής, ώστε ο της Αγγλίας ανήγγειλε τη Πύλη ότι εθεώρει την επιστολήν ως μη σταλείσαν· αλλ' η αυλή της Ρωσσίας έλαβε γνώσιν της διά της αυστριακής πρεσβείας, και οργισθείσα ανέβαλε την απάντησίν της. Η Πύλη δεν εσωφρονίσθη· αλλά μετά την ανωτέρω φιλικήν προς την Ρωσσίαν επιστολήν, αφήρπασεν εκ Βουκουρεστίου ως καταχραστήν, δι' ενεργείας του πασά της Συλιστρίας και εν αγνοία του αυθέντου του τόπου, ένα των εντοπίων ευγενών, τον Βηλλαράν, επανελθόντα εις την πατρίδα του προτροπή της Αυστρίας, όπου είχε προσφύγει· εχάρισε δε και τω ιδίω αυτής εμπορικώ ναυτικώ εξαιρετικά επί της εν Κωνσταντινουπόλει μεταφορτώσεως προνόμια εις ζημίαν των άλλων σημαιών και εις καιρίαν βλάβην του ρωσσικού εμπορίου· εκράτησε και τέσσαρα πλοία υπό σημαίαν ρωσσικήν, ως ιδιοκτησίαν ελληνικήν, μη θελήσασα καν να εξετάση μετά της Δυνάμεως, ης η σημαία τα εσκέπαζεν, αν ήσαν αληθείς αι υποψίαι της. Τόσον δε βαρείαν εξέλαβε την προς την ρωσσικήν σημαίαν ύβριν ο φιλειρηνικός πρέσβυς της Αγγλίας, ώστε έγραψε τη Πύλη, την 13 μαΐου ότι, «αν οι υπουργοί του σουλτάνου είχαν περί πολλού τα συμφέροντα των εχθρών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν θα εδύναντο να πράξωσι συντελεστικώτερόν τι προς τον σκοπόν τούτον παρ' ό,τι έπραξαν κατά της ρωσσικής ναυτιλίας. 40 πλοία προστιθέμενα εις τον στόλον των αποστατών θα έβλαπταν ολιγώτερον τα αληθινά συμφέροντα του οθωμανικού κράτους παρά την κράτησιν 4 πλοίων υπό ρωσσικήν σημαίαν».
Τοιαύτα ετόλμα η Πύλη κατά της Ρωσσίας, εν ώ αι Δυνάμεις κατεγίνοντο να την αποτρέψωσι της οδού της απωλείας της. Μόλις δε μεσούντος του Ιουλίου έφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν η απάντησις της ρωσσικής αυλής γραφείσα εν πνεύματι οργής· απήτει δε ως όρους της επαναλήψεως των σχέσεων τον ελεύθερον πλουν της Μαύρης θαλάσσης, την κατάργησιν παντός επ' ωφελεία της οθωμανικής σημαίας εξαιρετικού προνομίου, την απόλυσιν του Βηλλαρά και την παντελή κένωσιν των ηγεμονειών από των τουρκικών στρατευμάτων· ειδοποίει δε εν ταυτώ, ότι ώφειλεν η Πύλη να στήση την προσοχήν της και εις την ειρήνευσιν της Ελλάδος.
Επί τη παραλαβή δε της απαντήσεως ταύτης και τη επανειλημμένη προτροπή του πρέσβεως της Αγγλίας, η Πύλη δι' επισήμου πράξεώς της, ην συνυπέγραψε και ο ρηθείς πρέσβυς εξ ονόματος της αυλής της Ρωσσίας, παρεχώρησε μεν όσα απήτει η Ρωσσία υπέρ της ναυτιλίας και του εμπορίου αλλ' άφησεν εκκρεμή τα τρία άλλα ζητήματα, το του παντελούς κενώσεως των ηγεμονειών, το της απολύσεως του Βηλλαρά και το της ειρηνεύσεως της Ελλάδος. Το ουσιωδέστερον των εκκρεμών ζητημάτων επί της συνελεύσεως της Βερώνης ήτον το του διάπλου· επήλθε και το επίσης ουσιώδες της μεταφορτώσεως. Λυθέντων των δύο τούτων ευτυχώς, έσπευσαν οι σύμμαχοι να παρακινήσωσι τον Αλέξανδρον ως ικανοποιηθέντα να στείλη πρέσβυν εις Κωνσταντινούπολη, υποσχόμενοι την θερμήν σύμπραξίν των εις λύσιν και των άλλων. Αλλ' ο Αλέξανδρος, όστις διέτριβε τότε εν Κερνοβικίω, όπου και ο αυτοκράτωρ Φραγκίσκος, συνδιαλεγόμενοι περί των αυτών διαφορών και περί ευρέσεως καταλλήλου τρόπου εις ειρήνευσιν της Ελλάδος, δεν ενέκρινε να στείλη πρέσβυν, επί λόγω ότι δεν εξισάσθησαν εισέτι πάσαι αι μετά του σουλτάνου διαφοραί του· έστειλεν όμως τον σύμβουλον της επικρατείας, Μιντσιάκην ως έφορον των εμπορικών και ναυτικών υποθέσεων· αλλ' η αποστολή αύτη, οποιονδήποτε χαρακτήρα και αν έφερεν, ήρκει να εξαλείψη τους επικρατούντας περί πολέμου φόβους.
Ο δε πρέσβυς της Αγγλίας, ο περί των οθωμανικών συμφερόντων ακαμάτως φροντίζων, πριν εξισάση τα ρωσσοτουρκικά, εξίσασε τα τουρκοπερσικά, και την 16 Ιουλίου υπεγράφη τη συνεργεία του συνθήκη ειρήνης εν Εσερώ· ώστε η Πύλη άφοβος εις το εξής ως προς την Ρωσσίαν και άφροντις ως προς την Περσίαν, είχε πάσαν ευκαιρίαν να ρίψη όλας τας δυνάμεις της κατά της εγκαταλελειμμένης Ελλάδος.

1823-1824

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ'

Ανάπλους του οθωμανικού στόλου εις Κωνσταντινούπολιν. — Έκπλους του ελληνικού. — Ναυμαχία. — Τα περί Κρήτης καθ' όλην την αρμοστείαν του Τομπάζη.

ΟΥΤΕ μαχιμώτερος, ούτε επιχειρηματικώτερος εφάνη ο νέος καπετάμπασας του προκατόχου του. Καταπλεύσας ο υπ' αυτόν στόλος εις Πάτρας εδυναμώθη και παρά των μετ' ολίγον καταπλευσάντων εκεί στολίσκων της Αλγερίας και του Τουνεζίου, αλλ' ουδέν γενναίον ούτε κατώρθωσεν ούτ' επεχείρησεν. Απέτυχεν, ως είδαμεν, η παρά τον Γαλατάν απόβασις, απέτυχεν η εις Κόρινθον αποβίβασις των τροφών, δις εκινήθη κατά της Βοστίτσης και δις απέτυχεν, ουδεμίαν βοήθειαν εδυνήθη να δώση τω υπό τον πασάν της Σκόδρας πολιορκούντι το Ανατολικόν στρατοπέδω, και αυτός ο θαλάσσιος αποκλεισμός του Μεσολογγίου ήτο τοιούτος, ώστε ούτε η συγκοινωνία της πόλεως εκείνης και των άλλων μερών διεκόπη, ούτε η εισκομιδή των τροφίμων εμποδίσθη. Ό,τι δε κατά τα φαινόμενα είχε κυρίως υπ' όψιν ο καπετάμπασας καθήμενος εν Πάτραις ήτο, να δίδη επί αδρά τιμή αδείας διάπλου υπό ουδετέραν σημαίαν εις εξαγωγήν των προϊόντων του κορινθιακού κόλπου. Μετά δύο ήμισυ δε μηνών άχρηστον διατριβήν εν Πάτραις, καθ' ην ήλθαν εις επίσκεψίν του ο κατά την μεσόγειον ναύαρχος Άγγλος και ο ανθαρμοστής των ιονίων νήσων, απέπλευσε την 25 αυγούστου αφήσας υπό τον Ισούφπασαν, αρχηγόν ήδη των κατά τας Πάτρας, την Ναύπακτον, το Ρίον και το Αντίρριον κατά ξηράν και θάλασσαν οθωμανικών δυνάμεων, τρεις φρεγάτας και δώδεκα άλλα μικρότερα ένοπλα πλοία.
Τα δ' ελληνικά πλοία διέμεναν καθ' όλον το έαρ και θέρος του παρόντος έτους άπλοα δι' έλλειψιν χρημάτων. Απέκαμαν οι πρόκριτοι των ναυτικών νήσων συνεισφέροντες εξ ιδίων, το δε εθνικόν ταμείον ήτο πάντη κενόν. Η στερεά Ελλάς, καταπατουμένη υπό των εχθρών, δεν είχε τι να συνεισφέρη· τα εισοδήματα της Πελοποννήσου τα μεν εχρησίμευαν εις διατήρησιν των στρατευμάτων της, τα δε κατεσπαταλώντο υπό τινων των τοπαρχών της· τα του Αιγαίου ήσαν μικρά· ο ψηφισθείς εις χρήσιν του στόλου έρανος ήτο δυσσύνακτος· ηύξησαν οι επί της εξαγωγής και εισαγωγής των ειδών δασμοί, εξ αιτίας όμως της αβεβαιότητος και της επικρατούσης αταξίας ολίγη η ωφέλεια και εντεύθεν. Αλλ' οποία και αν ήτον η οικονομική κατάσταση του τόπου, όλοι ησθάνοντο ότι η ακινησία των πλοίων επροξένει καιρίαν βλάβην. Εστάλησαν βραδέως χρήματά τινα παρά της κυβερνήσεως εις κίνησιν αυτών, και απεφασίσθη να μη αναβληθή περαιτέρω ο έκπλους. Την 10 αυγούστου ήλθαν εις τα νερά της Ύδρας 13 ψαριανά, και μη ευρόντα τα άλλα έτοιμα, έπλευσαν μόνα κατόπιν του οθωμανικού στόλου περιφερομένου εις το Αιγαίον. Αδύνατοι και απροστάτευτοι αι νήσοι επροσκύνουν όπου και αν εφαίνετο ο εχθρικός στόλος και εφιλοδώρουν τον αρχηγόν του. Μόνη η Τήνος, όπου εξ αιτίας του εναντίου ανέμου εμετεώρισεν ο στόλος ολόκληρον ημέραν, όχι μόνον ουδέν τοιούτον έπραξεν, αλλ', υπό τον ήχον των εκκλησιαστικών κωδώνων, υπό την σημαίαν της ελευθερίας και υπό την πυροβολήν κανονίων και τουφεκίων, τον εκάλεσεν εις μάχην. Ατάραχος ο Χουσρέφης επί τη αυθαδεία των Τηνίων, «παιδία είναι και ας παίζωσιν» είπε γελών προς τους αξιωματικούς του ζητούντας άδειαν να τους τιμωρήσωσιν. Ο στόλος ούτος εισέπλευσε την 23 εις Δρυόν, λιμένα της Πάρου, αλλ' ανήχθη την 26, φανέντων έξωθεν των 15 ψαριανών πλοίων, και κατέπλευσεν εις Μιτυλήνην. Συγχρόνως κατέπλευσαν και τα ψαριανά εις Ψαρά, όπου ήλθαν μετ' ολίγας ημέρας και τα των άλλων νήσων, και τότε όλα ομού, 40 ένοπλα και 6 πυρπολικά, εξέπλευσαν υπό τον Μιαούλην και την 8 σεπτεμβρίου ηύραν τα εχθρικά εκτός της Μιτυλήνης αναβαίνοντα προς τον Ελλήσποντον και παρηκολούθησαν. Την 14, συμβάσης τρικυμίας, διεσκορπίσθησαν τα ελληνικά μεταξύ Λίμνου και αγίου Όρους και την επιούσαν ευρεθέντα τα του Μιαούλη, Σαχτούρη, Σκούρτη, Καλαφάτη και έν πυρπολικόν εν μέσω τεσσάρων εχθρικών φρεγατών, δύο κορβεττών και ενός βρικίου, επολέμησαν και εβλάφθησαν, τα δε του Σκούρτη και εκινδύνευσεν· αλλ' απηλλάγησαν και τα τέσσαρα, καέντος του πυρπολικού εις εκφόβησιν του εχθρού. Περί δε την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας ευρέθησαν τα πλοία ταύτα εν μέσω όλου του εχθρικού στόλου· αλλά βοηθούντος του ανέμου διήλθαν αβλαβή· το δε εσπέρας συνήλθαν όλα τα ελληνικά εις τα νερά της Λίμνου και, μη φανέντων την επαύριον των εχθρικών, επανήλθαν εις Ψαρά προς ύδρευσιν και επισκευήν.
Ο δε οθωμανικός στόλος, αφ' ού επανέπλευσεν εις Μιτυλήνην και εκείθεν προς τον κόλπον του Βώλου, παρέστη την 9 Οκτωβρίου έμπροσθεν της Σκιάθου. Οι κάτοικοι της νήσου ταύτης, οίτινες, φοβούμενοι τους συρρεύσαντας εν αυτή Ολυμπίους μετά την πτώσιν της Ευβοίας και των Τρικέρων, είχαν μετακομισθή όλοι συν γυναιξί και τέκνοις εις το φρούριον, έστειλαν αντιπροσώπους εις προσκύνησιν του καπητάμπασα αιτούμενοι την συνδρομήν του και πολεμεφόδια προς απόπεμψιν των Ολυμπίων. Ο καπητάμπασας και πολεμεφόδια προθύμως τοις έδωκε, και τον στόλον του αυθημερόν εις τον λιμένα των έφερε· την δε επιούσαν ήρχισε σφοδρόν κανονοβολισμόν. Πολλοί των επί της νήσου Ολυμπίων έτρεξαν επί τω εμφανισμώ του στόλου εις την μονήν της Ευαγγελίστρας μίαν ήμισυ ώραν μακράν του φρουρίου προς εξασφάλισιν των αδυνάτων, ώστε 400 μόνον ήσαν οι επί του παραλίου μαχηταί εν ώ εκανονοβόλει ο στόλος. Μετά μιας δε ώρας άσβεστον πυρ επειράθη ο καπητάμπασας ν' αποβιβάση στρατεύματα εις τας θέσεις, μέγαν Άμμον και Ανεμομύλους· επειδή δ' επεκράτει άκρα νηνεμία, και δεν διεσκεδάζετο ο πολύς και παχύς καπνός, οι εχθροί επλησίασαν αφανείς και αβλαβείς όπου εσκόπευαν ν' αποβώσιν· αλλά φανέντες επυροβολήθησαν σφοδρώς, ολίγοι επρόφθασαν και απέβησαν, και όλοι οι αποβάντες κατεκόπησαν, οι δε λοιποί επανήλθαν εις τα πλοία άπρακτοι. Ματαιωθέντος του περί αποβάσεως σχεδίου, ανήχθη ο στόλος μετά μεσημβρίαν όλος και εισέπλευσε τον κόλπον του Βώλου. Εφάνη την ακόλουθον ημέραν αίφνης και ο ελληνικός εντός του κόλπου, προσέβαλε την προφυλακήν του εχθρικού προς το Αρτεμίσιον, και επέρριψε δύο πυρπολικά, αλλ' εις μάτην. Μετά την αβλαβή δε ταύτην σύγκρουσιν εξέπλευσε του κόλπου, έρριψεν άγκυραν εις τον λιμένα της Σκιάθου, και ησχολήθη εις ετοιμασίαν εκ του προχείρου δύο πυρπολικών. Εξέπλευσε και ο οθωμανικός την επαύριον, και επανέπλευσεν εις τον Ελλήσποντον, όπου διαμείνας ολόκληρον μήνα εισέπλευσε τον κεράτιον κόλπον μη αισχυνόμενος να ρυμουλκή ως δείγματα των κατά θάλασσαν κατορθωμάτων του 15 μικρά πλοία, όλα φορταγωγά, τήδε κακείσε συλληφθέντα. Έμειναν δε καί τινα των πολεμικών παρά τον Ελλήσποντον. Κατόπιν του οθωμανικού απέπλευσε της Σκιάθου και ο ελληνικός, όστις απήντησε προς τους Ωραιούς εξερχόμενα του κόλπου δέκα ένοπλα πλοία διατελούντα υπό τον πασάν της Θεσσαλονίκης, ήτοι, έν τρικάταρτον, οκτώ δικάταρτα και μίαν γολέτταν, φέροντα όλα αιχμαλώτους εκ των συλληφθέντων επί τη πτώσει της Ευβοίας. Οι Τούρκοι εξέλαβαν μακρόθεν τα ελληνικά ως τουρκικά και έπλεαν προς αυτά· αλλά πλησιάσαντα είδαν την απάτην των και εστράφησαν προς την ξηράν εις διάσωσίν των. Οι Έλληνες εκυρίευσαν αμαχητί το τρικάταρτον και τέσσαρα δικάταρτα, εν οίς ηύραν 150 αιχμαλώτους· η γολέττα εκάη αύτανδρος μη θέλουσα να παραδοθή· τα δε άλλα τέσσαρα ερρίφθησαν εις την ξηράν παρά την Στηλίδα.
Κατ' εκείνον τον καιρόν συνέβη τα εξής περίεργον. Ο αυστριακός μοίραρχος συνέλαβεν 22 Έλληνας ως πειρατάς και τους παρέδωκεν εις τον διοικητήν της Σμύρνης, όστις τους απέστειλε διά ξηράς υπό φρουράν εις Μουντανιά όπως διαβιβασθώσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Δεδεμένοι οι άνθρωποι ούτοι από των ουρών των εφ' ων εκάθηντο οι απάγοντες αυτούς ίππων και ελκόμενοι, έφθασαν εις Μουντανιά, όπου εμβιβασθέντες είς τι πλοίον έχον 17 Τούρκους ναύτας ερρίφθησαν δέσμιοι εις την κοίλην· αλλ' εν ώ ύπνωτταν οι πλείστοι του πληρώματος, ανέβησαν οι δέσμιοι αίφνης επί του καταστρώματος αλληλολυθέντες, ήρπασαν όπλα, και τους μεν φονεύσαντες τους δε ρίψαντες εις την θάλασσαν και φορέσαντες τα ενδύματά των, διεξέπλευσαν ακωλύτως τον Ελλήσποντον, διεξέφυγαν επιτηδείως τα παραλιμενίζοντα εχθρικά πλοία και κατευωδώθησαν αβλαβείς εις Ψαρά.
Αφού δε εψεύσθησαν, ως προείρηται, αι ελπίδες ας συνέλαβεν ο εν Κρήτη Χασάμπασας εις υποταγήν των λαών διά της πειθούς, επεχείρησε να κατορθώση το σκοπούμενον διά της βίας, παντού θύων, ανδραποδίζων, κατερημόνων και ιχνηλατών και αυτούς τους εν σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Δισχίλιοι ψυχαί, εν αις και 300 ένοπλοι, κατέφυγαν είς τι σπήλαιον παρά το χωρίον Μιλάτον της επαρχίας Μυραμπέλου, και δεκαπέντε νυχθήμερα δεν έπαυσαν αμυνόμενοι. Πολλοί έδραμαν έξωθεν εις σωτηρίαν των, αλλά και ούτοι διεσκορπίσθησαν και οι έγκλειστοι απελπισθέντες επί τέλους και διψώντες παρεδόθησαν, και ουδείς σχεδόν αυτών ηύρεν έλεος. Μη δυνάμενοι δε πλέον οι κατ' εκείνα τα μέρη Χριστιανοί ν' αντισταθώσιν, έκλιναν γόνυ ενώπιον του νικητού· ολίγοι μόνον περιεφέροντο εις τα όρη ένοπλοι.
Ο δε Χασάμπασας, αφ' ού κατεπάτησε και υπέταξεν όλας τας ανατολικάς επαρχίας, επανήλθε, προς ανάπαυσιν των στρατιωτών του προχωρούντος ήδη του χειμώνος, εις Πεδιάδα, όπου εκτραχηλισθείς του ίππου απέθανε.
Αλλ' όσον εχειροτέρευσαν τα των επαρχιών εκείνων μετά την εκεί μετάβασιν των περί τον Χασάμπασαν, τόσον εβελτιώθησαν τα κατά τα φρούρια των Χανιών και της Ρεθύμνης απομακρυνθέντων των εχθρών· διότι καταλαβόντες εκ νέου οι Χριστιανοί ας άλλοτε κατείχαν θέσεις, συχνάκις ηνόχλουν και έβλαπταν τους εξορμώντας εχθρούς ενεδρεύοντες και καταδιώκοντες αυτούς συνήθως μέχρι των πυλών των φρουρίων. Ενέπεσαν όμως και ούτοι έν τινι ενέδρα κατά τους Αρμένους και απώλεσαν τον εν πολλαίς μάχαις διακριθέντα και καλώς πάντοτε πολιτευσάμενον Γεώργην Δεληγιαννάκην.
Αρχομένου δε του Οκτωβρίου, καθ' όν καιρόν κατέπλευσεν εις Σούδαν ο εν τω αργολικώ κόλπω παθών οθωμανικός στόλος, επεβιβάσθησαν δισχίλιοι εκ των πληρωμάτων εις Καλύβας προς λεηλασίαν της επαρχίας των Αποκορώνων, αλλ' απεκρούσθησαν, έπαθαν, πολλοί έπεσαν εις την θάλασσαν προς σωτηρίαν των, και ο στόλος απήρε μετά τινας ημέρας άπρακτος. Εν τούτοις ηύξανεν η διχόνοια των Κρητών και του Αφεντούλη. Ούτος, εν όσω απελάμβανε την εύνοιαν των Σφακιανών, διετήρει την εξουσίαν· αλλ' αφ' ού εμισήθη παρ' αυτών, εγκατελείφθη παρά πάντων, εξυβρίσθη, απεκηρύχθη, καθηρέθη, εφυλακίσθη, και απέπλευσεν αβλαβής εις Μάλταν. Τούτου δε καθαιρεθέντος και του γενικού γραμματέως Νικολάου Οικονόμου την διοίκησιν του τόπου προσωρινώς τας αρχάς δεκεμβρίου αναλαβόντος, συνηνώθησαν πεντακισχίλιοι Χριστιανοί, και αρχομένου του φεβρουαρίου έπεσαν εις τας επαρχίας Κισάμου και Σελίνου, κατετρόπωσαν τους εν αυταίς Τούρκους, ανέτρεψαν διά πυρός πύργους, ήρπασαν κτήνη και τας πολεμικάς αποσκευάς των, ερήμωσαν την γην των, και τους μεν εν τη επαρχία της Κισάμου απέκλεισαν όλους εν τω φρουρίω της, τους δε εν τη του Σελίνου περιώρισαν εντός του Κανδάνου πολιορκούντες και τούτους και εκείνους. Επί δε των συμβάντων τούτων απέθανεν εξ ασθενείας ο πλήρης πατριωτικού ζήλου, ο κάλλιστος και φιλοκίνδυνος, Ιωσήφ Κωνσταντουδάκης, ο κοινώς καλούμενος Σήφακας ή Σήφης.
Μετά δε την εν Άστρει εθνικήν συνέλευσιν διωρίσθη παρά της κυβερνήσεως αρμοστής της Κρήτης επί τη αιτήσει των εντοπίων ο Μανώλης Τομπάζης, ανήρ δυνάμενος διά της υπολήψεως, της αξιότητος και της ναυτικής επιρροής του να ενισχύση τον αγώνα·
Μάιος και επειδή δεν είχεν η κυβέρνησις πώς να επαρκέση εις τα της εκστρατείας, συνεισέφεράν τινες των εν Πελοποννήσω Κρητών, εδάνεισε και ο αρμοστής, εστρατολογήθησαν διά των χρημάτων τούτων εν Ναυπλίω 1200 οπλοφόροι σύμμικτοι, συνεστρατολογήθησαν καί τινες Κρανιδιώται ως πυροβολισταί υπό τον Χάστιγκα, και απάραντες όλοι μετά του αρμοστού επί οκτώ πλοίων πολεμικών και φορτηγών μετεβιβάσθησαν την 22 μαΐου εις τον λιμένα της Κισάμου, Δραπανιάν, πλησίον του πολιορκουμένου φρουρίου. Και πολιορκηταί και πολιορκούμενοι εξέλαβαν τα ελθόντα πλοία ως οθωμανικά, και οι πολιορκούμενοι εμψυχωθέντες εξώρμησαν, έπεσαν κατά των πολιορκούντων και τους απεμάκρυναν· αλλά φανείσης της σημαίας, επανήλθαν οι πολιορκούμενοι εις το φρούριον, επανήλθαν και οι πολιορκηταί εις την θέσιν των και απέκλεισαν τους εχθρούς ως και πρότερον. Εν τούτοις απέβησαν οι περί τον Τομπάζην και απεβίβασαν αυθημερόν και το πυροβολικόν εκ 15 κανονίων, εξ ών τα 8 εστάλησαν παρά του εν Ρωσσία Καλλέργη. Εμελέτα δε ο αρμοστής να πέση ευθύς εις τα Χανιά· αλλά σκεφθείς ότι το φρούριον της Κισάμου ήτο διά συμβιβασμού αλωτόν, έμεινε και επρότεινε τοις εν αυτώ να παραδοθώσιν. Εισηκούσθη η πρότασίς του, και δώσας και λαβών ομήρους παρέλαβε το φρούριον την τετάρτην ημέραν της αποφάσεώς του, ό εστι την 25, και απέστειλεν εις Χανιά τους εν αυτώ 1500 επί δύο υπό ιόνιον σημαίαν πλοίων αβλαβείς, αλαφυραγωγήτους και οπλοφορούντας· τόσους δε εθέριζε καθ' ημέραν ο εν τω φρουρίω λοιμός, ώστε 50 απέθαναν διαρκούσης της επιβιβάσεως. Συνωμολογήθη δε επί της παραδόσεως του φρουρίου να απολύσωσι και οι Χανιώται οικογενείας τινάς χριστιανικάς· και επειδή δεν τας απέλυσαν, απεποιήθησαν και οι περί τον Τομπάζην, ν' απολύσωσι τους ομηρεύοντας παρ' αυτοίς Τούρκους. Πολύτιμος ήτον η κτήσις του λιμένος της Δραπανιάς, διότι ήνοιγε νέαν κοινωνίαν μετά της λοιπής Ελλάδος, μόνου του λιμένος των Σφακιών χρησιμεύοντος μέχρι τούδε εις κοινωνίαν.
Διαθέσας δε ο αρμοστής τα της Κισάμου εισέβαλε την 30 εις την επαρχίαν του Σελίνου πατρίδα των μαχιμωτέρων Τούρκων της Κρήτης επί σκοπώ να πέση απροσδοκήτως εις Κάνδανον, όπου είχαν συρρεύσει όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας εκείνης, εξ ών 1500 οπλοφορούντες, εισφέροντες τα κτήνη των και πάσαν την κινητήν περιουσίαν των αλλ' οι εν Κανδάνω Τούρκοι προειδοποιήθησαν, ωχυρώθησαν εντός τινος πύργου κειμένου προς δυσμάς, και δύο κτιστών προμαχώνων, του μεν προς το κέντρον, του δε προς την αρκτικήν πλευράν του χωρίου, και στήσαντες ενέδραν καθ' οδόν εφόνευσαν και συνέλαβαν 30 Στερεοελλαδίτας μη ειδότας τον τόπον.
Ο δε αρμοστής, στρατοπεδεύσας έξωθεν του χωρίου μετά 5500 εντοπίων και αλλοδαπών, και στήσας 4 κανόνια, διέταξε μετά τινα ακροβολισμόν, καθ' όν εφονεύθησαν ολίγοι εκατέρωθεν, την δι' εφόδου άλωσιν των δύο προμαχώνων. Χίλιοι πεντακόσιοι υπήκουσαν· αλλ', αφ' ού έφθασαν εντός βολής πιστόλας, εξώρμησαν οι Τούρκοι πριν εφορμήσωσιν ούτοι, τους έτρεψαν, εφόνευσαν 110 και επλήγωσαν σχεδόν άλλους τόσους· εχάθησαν και εκ των νικητών 30. Νικηταί εφάνησαν οι Σελινιώται και κατ' άλλας τινάς εξορμήσεις· αλλά νικώντες είχαν εντός του χωρίου εχθρόν ανίκητον, την πανώλην, θερίζουσαν ανηλεώς. Η μάστιξ αύτη εταπείνωσε την οφρύν των, ην ύψωσαν αι ευτυχείς εκδρομαί των· κινδυνεύοντες δε όλοι και θαρρυνόμενοι υπό της αξιεπαίνου διαγωγής του αρμοστού επί της παραδόσεως της Κισάμου, έστερξαν επί τη προτάσει αυτού ν' αναχωρήσωσιν εις Χανιά αβλαβείς φέροντες όλα τα πράγματά των· αλλ' απήτησαν εις ασφάλειάν των ανταλλαγήν ομήρων, διότι, και αν δεν υπώπτευαν τον αρμοστήν, υπώπτευαν πάντοτε το εντόπιον στράτευμα. Τω όντι και επί της παραδόσεως της Κισάμου και επί της ενεστώσης διαπραγματεύσεως τινές των εντοπίων ήθελαν τον συμβιβασμόν ως παγίδα μάλλον, ή ως ασφάλειαν των εχθρών· και επειδή δεν εισηκούσθησαν επί της παραδόσεως του φρουρίου εκείνου, απήτουν ήδη επιμόνως να συμβιβασθώσι κατ' επιφάνειαν μόνον μετά των εν Κανδάνω, σκοπεύοντες να τους επιβουλευθώσι διαβαίνοντας τα στενά· επροφασίζοντο δε ότι το συμφέρον του εθνικού αγώνος απήτει την θυσίαν των περί ων ο λόγος Τούρκων διά θεμιτών και αθεμίτων τρόπων, διότι ήσαν οι μαχιμώτεροι και οι σκληρότεροι όλων των άλλων. Απέρριψεν εν αγανακτήσει ο αρμοστής την στυγεράν ταύτην απαίτησιν, ουδείς των Ελλήνων ανακαλυφθέντος του δολίου τούτου σκοπού ήθελε να ομηρεύση, και ο συμβιβασμός εδυσκολεύετο. Συνέβη εν τούτοις τυχαίον τι εξομαλύναν την ενυπάρχουσαν δυσκολίαν. Διαρκούσης της περί ης ο λόγος διαπραγματεύσεως επεκράτει ανακωχή, και επί της ανακωχής είς των Σελινιωτών εσκότωσε στρατιώτην Έλληνα πειραθέντα ν' αρπάση από της ζώνης του την αργυρήλατον πιστόλαν του. Συλληφθείς ο φονεύς εστάλη προς τον αρμοστήν ίνα τιμωρηθή, αλλ' απελύθη εν τω άμα ατιμώρητος επί λόγω ότι ο Τούρκος δικαίως εσκότωσε τον Έλληνα. Η πράξις αύτη του αρμοστού τόσον, τον εσύστησε παρά τοις εχθροίς του, ώστε, επαναληφθεισών των εχθροπραξιών την επαύριον διά την υπερανακώχευσιν, εδέχθησαν οι Τούρκοι τον συμβιβασμόν άνευ ομήρων επί τη απλή υπογραφή του αρμοστού ελπίζοντες εις την τιμιότητά του (α). Αλλ' οι δολιευόμενοι τον συμβιβασμόν εντόπιοι, μαθόντες το γεγονός, προκατέλαβαν, μη εισακουομένου του αρμοστού, τα στενά προς εκτέλεσιν του βδελυρού σχεδίου των.
Ιούνιος Την γ' ώραν μετά μεσημβρίαν της 2 Ιουνίου εξεκίνησαν οι Τούρκοι συνεπιφέροντες τα πράγματά των και τα κτήνη των. Έκ τινων σημείων υπώπτευσαν καθ' οδόν δόλον αλλά δεν εδύναντο να επανέλθωσιν εις το χωρίον των, διότι, εν ώ τινές των κακά βουλευομένων έτρεξαν να προκαταλάβωσι τα στενά, άλλοι ήρχοντο κατόπιν των. Πεσόντες δε εις τα στενά έπαθαν τα πάνδεινα. Καλή τύχη προειδοποίησαν οι Χανιώται περί της μελετωμένης μεταβάσεως και ήλθαν εις συνάντησιν και υπεράσπισιν. Εξαιτίας ταύτης τα παθήματα των Σελινιωτών οπωσούν εμετριάσθησαν, αλλά πολλοί αυτών εφονεύθησαν, πάμπολλαι γυναίκες και παιδία εζωγρήθησαν και πολλά κτήνη και πράγματα των ηρπάγησαν. Δεν ηρκέσθησαν οι κακοπράγμονες επί τη αθεμίτω ταύτη πράξει αλλ' εξώκειλαν και εις άλλην απανθρωποτέραν· επί λόγω να μη μολυνθώσιν, έκαυσαν 200 πανωλοβλήτους κοιτωμένους εντός του ως νοσοκομείου χρησιμεύοντος ζαμίου του Κανδάνου. Η διαγωγή αύτη κατέστρεψε ην συνέλαβαν οι Τούρκοι κατ' αρχάς καλήν ιδέαν περί του αρμοστού.
Εκείναις ταις ημέραις εδυναμώθησαν οι μέχρι τούδε αδύνατοι εχθροί, διότι η μεν μοίρα του οθωμανικού στόλου, η έξωθεν των Μοθωκορώνων αποκοπείσα, έφερεν εις Χανιά τροφάς και 300 πυροβολιστάς. 43 δε πλοία υπό τον υποναύαρχον του Μεχμέτ-Αλή Γιβραλτάρην απεβίβασαν μετ' ολίγον εις το Μεγάλον Κάστρον 5000 μαχητάς.
Κατ' αυτόν δε τον καιρόν παρ' ολίγον ν' ανάψη εμφύλιος πόλεμος, φονευθέντων εν Μυλοποτάμω δύο Σφακιανών ατακτησάντων. Ο αρμοστής καθησύχασε τους αντιφερομένους, αλλά δεν τους εφιλίωσεν.
Αφ' ού δε αι δύο επαρχίαι Κισάμου και Σελίνου ηλευθερώθησαν, εκρίθη εύλογον να οργανισθή η νήσος εκ νέου πολιτικώς και στρατιωτικώς, και να τακτοποιηθή η υπηρεσία. Επί τω σκοπώ τούτω συνήλθαν αρχομένου του Ιουνίου οι πληρεξούσιοι των διαφόρων επαρχιών επί τη προσκλήσει του αρμοστού εις Αρκούδαιναν, χωρίον της επαρχίας Ρεθύμνης· αλλ' οι Σφακιανοί, αντί να στείλωσιν ως και οι άλλοι λαοί της Κρήτης πληρεξουσίους, κατέβησαν ένοπλοι πληθηδόν επί λόγω ότι αντιφερόμενοι προς τους Μυλοποταμίτας δεν επιστεύοντο να στείλωσι μόνον πληρεξουσίους.
Ωπλαρχήγουν μέχρι τούδε όλων των επαρχιών της Κρήτης Σφακιανοί. Περιφρόνησιν εθεώρουν την προτίμησιν ταύτην οι των άλλων επαρχιών και απήτουν εν τη συνελεύσει να εκστρατεύωσι του λοιπού υπό συνεπαρχιώτας αρχηγούς. Η γνώμη αύτη υπερίσχυσε, και οι Σφακιανοί απεχωρίσθησαν εγκοτούντες· αλλ' επί τη προσκλήσει του αρμοστού, υποσχεθέντος να τους ικανοποιήση και εξορίσαντος προς χάριν των τινάς των αντιπάλων αυτών επανήλθαν, συνειργάσθησαν, και συνυπέγραψαν τον νέον οργανισμόν, ον επεκύρωσε την 15 και ο αρμοστής (β).
Εν ώ δε κατεγίνοντο οι Κρήτες ρυθμίζοντες τα τοπικά των κατά τον νέον οργανισμόν, οι συνοδεύσαντες τον αρμοστήν οπλοφόροι διέμεναν έμπροσθεν των Χανιών ακροβολιζόμενοι. Την δε 12 Ιουλίου, μεσούσης της ημέρας, καθ' ην ώραν εκοιμώντο οι Τούρκοι, έπεσαν αίφνης επί τον Ταράτσον, χωρίον έν τέταρτον της ώρας απέχον του Μεγάλου Κάστρου, και τον εκυρίευσαν. Ηγωνίσθησαν οι Τούρκοι εις ανάκτησίν του, έπεσαν εκατέρωθεν ικανοί, και οι Χριστιανοί μη δυνάμενοι να τον διατηρήσωσι τον έκαυσαν επί τέλους και ανεχώρησαν.
Επί δε της συνευλεύσεως εκρίθη αναγκαίον ν' αναζωπυρωθή ο αγών εν ταις ανατολικωτέραις της νήσου επαρχίαις, όπου η παρουσία των εχθρών τον απέσβεσεν. Επί τω σκοπώ τούτω διετάχθησαν διάφοροι οπλαρχηγοί να στρατολογήσωσιν εν ταις επαρχίαις των και συνέλθωσιν όλοι εις Αμουργέλας κατά τας υπωρείας της Ίδης, πέντε ώρας μακράν του Μεγάλου Κάστρου.
Εν ώ δε κατεγίνετο ο αρμοστής εις τα της εκστρατείας, κατέπλευσεν εκ νέου εις Κρήτην υπό τον Γιβραλτάρην ο αιγύπτιος στόλος συνοδεύων 50 φορτηγά μετακομίζοντα στρατεύματα, τροφάς, πολεμεφόδια και τον Χουσεήμπεην γαμβρόν του Μεχμέτ-Αλή και διάδοχον του Χασάμπασα.
Αν και η εις ην κατεγίνοντο οι Χριστιανοί στρατολογία ηλπίζετο και ταχεία και πολυάριθμος, μόλις συνήλθαν υπερμεσούντος του αυγούστου εις Αμουργέλας δισχίλιοι και ετάχθησαν υπό τον Ρούσον προς ικανοποίησιν της φιλοτιμίας των Σφακιανών· αφίχθη εκεί και ο Τομπάζης μετά χιλίων. Δεκακισχίλιοι Τούρκοι, πεζοί και ιππείς, επέπεσαν πανστρατιά, και πολλάκις εφορμήσαντες και πολλά παθόντες απεκρούσθησαν αλλ' υπερίσχυσαν επί τέλους. Η μάχη αύτη, καθ' ην 300 Έλληνες εχάθησαν, κατέστρεψε τον αγώνα και εματαίωσεν όλας τας υπέρ νέας στρατολογίας προσπαθείας του αρμοστού.
Εν μέσω δε της αποτυχίας και της αθυμίας ταύτης προσήλωσαν οι Έλληνες την προσοχήν των εις την άλωσιν του φρουρίου της Γραμβούσης επί πετρώδους τινός νησιδίου κατά την δυτικήν άκραν της νήσου κειμένου, ολιγάριθμον έχοντος φρουράν και αυτήν απρόσεκτον. Την 11 δεκεμβρίου, νυκτός γενομένης, εκινήθησαν δισχίλιοι υπό την αρχηγίαν του Δημήτρη Δράμαλη, ανέβησαν τα τείχη του φρουρίου επ' ελπίδι να το αφαρπάσωσιν, εισήλθαν ανεμπόδιστοι και εφόνευσαν τον σκοπόν κοιμώμενον αλλά γενομένης ταραχής επί της εντός διασποράς αυτών, τους ενόησαν οι Τούρκοι, έδραξαν τα όπλα, κατέλαβαν τας οχυράς θέσεις, και αντεμάχοντο αγνοούντες διά το επικρατούν σκότος τίνες οι φίλοι και τίνες οι εχθροί. Επί της νυκτερινής δε συμπλοκής επληγώθησαν ο Ραφαλιάς πλοίαρχος της γολέττας Τερψιχώρης καί τινες άλλοι, οίτινες και εξεβιβάσθησαν του φρουρίου. Διαδοθέντος δε ψευδούς λόγου ότι οι προπορευθέντες κατεστράφησαν όλοι, υπερεφοβήθησαν οι λοιποί, και οι πλείστοι αυτών εξεπήδησαν προς σωτηρίαν των. 40 ευρέθησαν εν τω φρουρίω αφ' ού έφεξε, και δύο μόνον εξ αυτών, ο Αναγνώστης Παναγιώτου και ο Χατσή- Γιάννης Βαρδικάκης, εκπηδήσαντες εσώθησαν. Ο δε ρεθύμνιος Γεώργης Παπαδάκης, σπάσας τους πόδας του επί της νυκτερινής του καταβάσεως και μη δυνάμενος να τρέξη, εφονεύθη την επαύριον υπό των εξελθόντων του φρουρίου Τούρκων.
Θύων εν τούτοις ο Χουσεήμπεης και απολύων εισήλασε τον οκτώβριον εις Αυλοπόταμον. Πεντακόσιοι Χριστιανοί, γυναίκες το πλείστον και παιδία, εκρύβησαν έν τινι σπηλαίω επί της μεσημβρινής πλευράς πετρώδους βουνού προς το δυτικοβόρειον μέρος του Μελιδωνίου, χωρίου της επαρχίας Αυλοποτάμου. Τρεις μήνας αντέστησαν πολιορκούμενοι και αμυνόμενοι. Μη δυνηθείς δε ο Χουσεήμπεης κατ' ουδένα τρόπον να τους υποτάξη, ήνοιξεν οπήν άνωθεν του σπηλαίου, επεσώρευσεν ευφλέκτους ύλας, τας εφλόγισε πνεύσαντος επιτηδείου ανέμου, και ο εισθρώσκων καπνός έπνιξε σχεδόν όλους.
Προθέμενος ο ανήρ ούτος να καταστρέψη ολοτελώς τον αγώνα επάτησε τελευτώντος του φεβρουαρίου και τον Αποκόρωνα, επάτησεν αρχομένου του μαρτίου και υπέταξε και αυτά τα Σφακιά και εκάλει καταβάς εκείθεν τους λαούς εις αφοπλισμόν και εις μετάνοιαν επί πλήρει και τελεία αφέσει παντός πολιτικού αμαρτήματος και επί κατοχή της ιδιοκτησίας των· ηύρε δε και όργανον των βουλών του τον εκεί αυστριακόν υποπρόξενον Δερκούλην, όστις, περιφερόμενος από χωρίου εις χωρίον, εκάλει τους πάντας εις υποταγήν επί αμνηστεία, και εξέδωκε την 12 απριλίου εγκύκλιον προς τους Έλληνας, δι' ης τοις έλεγε κομπάζων ότι «αν οι Τούρκοι τον ηπάτουν, θα τους εστηλίτευε και θα μετεχειρίζετο όλην την ισχύν του εις ικανοποίησιν των παθόντων». Εν όσω οι Σφακιανοί αντείχαν, ηλπίζετο ως και άλλοτε η ανόρθωσις του αγώνος· αλλ' οι ισχυρότεροι των πλαρχηγών αυτών απηρνήθησαν επί τη περιστάσει ταύτη τον αγώνα. Τούτου γνωσθέντος, απηλπίσθησαν όλοι, και προκειμένης της φυγής ή της υποταγής, επροτίμησαν την φυγήν οι δυνάμενοι να φύγωσι· πάμπολλοι δε, μήτε να φύγωσι δυνάμενοι μήτε να προσκυνήσωσι θέλοντες, ανέβησαν τα όρθια μέρη της Ίδης επ' ελπίδι ασφαλούς καταφυγής· δεν έπαυσαν δε και πολλοί κλεπτοπολεμούντες· ήσαν καί τινες επιθυμούντες εν τη γενική ταύτη απελπισία να θέσωσι την πατρίδα των υπό την αγγλικήν προστασίαν. Ο δε ατυχής αρμοστής, καταδιωκόμενος ένθεν κακείθεν, και φοβούμενος μη πιασθή και παραδοθή εις τους εχθρούς παρά των επιβουλευθέντων τον εθνικόν αγώνα, κατέφυγεν εις τον λιμένα των Σφακιών, έκαυσε τας εκεί αποθήκας τροφών και πολεμεφοδίων, εσυμβούλευσε τους Κρήτας διά προκηρύξεως του της 6 απριλίου να εγκαρτερώσιν ένοπλοι, και διατάξας τα εις υποστήριξιν των πολεμικών κινημάτων καταπλεύσαντα εκείναις ταις ημέραις υδραϊκά πλοία να παραλάβωσιν όσους εχώρουν και μετακομίσωσιν εις Μονεμβασίαν, ανεχώρησε και αυτός την 12 επί της Τερψιχώρης.
Αφ' ού οι Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα, αντημείφθησαν μετά τινα καιρόν οι προσκυνήσαντες οπλαρχηγοί όπως τοις έπρεπε. Συνήλθαν ανυπόπτως επί τη προσκλήσει της τουρκικής Αρχής εις τα Χανιά και ερρίφθησαν εις σκοτεινήν φυλακήν.

1823-24

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΖ'

Εξωτερικόν δάνειον. — Γερμανικός λεγεών εις αντίληψιν της Ελλάδος. — Φιλελληνικαί εταιρίαι. — Συνθήκη εις ανόρθωσιν του τάγματος του αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. — Άφιξις του λόρδου Βύρωνος και του συνταγματάρχου Στάνωπος εις Ελλάδα. — Απόπειρα εις άλωσιν Κορώνης. — Διάλυσις του εν Ευβοία ελληνικού στρατοπέδου.

ΤΡΙΕΤΙΑ σχεδόν παρήλθεν αφ' ού η Ελλάς ωπλίσθη κατά της καταθλιβούσης αυτήν ξένης εξουσίας, και όλος ο τριετής ούτος αγών διετηρείτο και κατά γην και κατά θάλασσαν διά των ολίγων προσόδων της και διά των συνεισφορών των πολιτών της. Τα στρατεύματα, ως επαρχιακά και ολιγοδάπανα, δυνατόν ήτο να διατηρώνται και εις τo εξής κατά τον αυτόν τρόπον, αλλ' όχι και ο στόλος. Εξ αυτής της αρχής του αγώνος ησθάνοντο οι Έλληνες την ανάγκην ευρέσεως εξωτερικού δανείου, και το παρελθόν έτος εξεδόθη εν Κορίνθω νόμος περί αυτού· αλλ' εις εύρεσίν του εχρειάζετο απαραιτήτως να υπάρχη αν όχι βεβαιότης τουλάχιστον βάσιμος ελπίς αποδόσεως· εις ύπαρξιν δε τοιαύτης ελπίδος εχρειάζετο απαραιτήτως η πολιτική ύπαρξις της Ελλάδος· αλλ' όχι μόνον αβέβαιος αλλά και απίθανος εφαίνετο τα πρώτα έτη η επιτυχία της ελληνικής επαναστάσεως· μετά τρία όμως έτη δεινών και ευτυχών αγώνων, αι ελπίδες του μέλλοντος της Ελλάδος εφαίνοντο οπωσούν βάσιμοι, και η εύρεσις του δανείου πιθανή. Επί τη πιθανότητι ταύτη εξεδόθη τον μάιον του παρόντος έτους άλλος νόμος εις εύρεσιν τεσσάρων εκατομμυρίων διστήλων.
Όσον δε ήσαν δυσμενείς προς τον ελληνικόν αγώνα αι αυλαί, τόσον εφάνησαν ευμενείς οι λαοί. Εξ αυτής της αρχής του μέχρι τέλους δεν είδαν οι λαοί εν αυτώ, ως αι αυλαί, το καταστρεπτικόν αλλά το επανορθωτικόν σημείον των κοινωνιών, και έσπευσαν να τον βοηθήσωσι καθ' όσους εδύναντο τρόπους.
Πρώτοι ήλθαν εις αντίληψίν του οι σοφοί της Γερμανίας ασχοληθέντες, εξάρχοντος του Θηρσίου, εις σύστασιν και αποστολήν εις Ελλάδα γερμανικού λεγεώνος. Κατασταθείς δε ο Άρειος πάγος απέστειλεν εις Γερμανίαν τον Θ. Κεφαλάν δώσας αυτώ εξουσίαν εις εύρεσιν δανείου προς ταχείαν αποστολήν του λεγεώνος τούτου και αγοράν των αναγκαίων· υπεγράφη δε εν Ζυρίχω και σύμβασις περί μεταβάσεως εξακοσίων· μετέβησαν διά της Μασσαλίας εις την Ελλάδα καί τινες αυτών· αλλ' η κατάστασις του τόπου δεν επέτρεπε την εκπλήρωσιν των όρων της συμβάσεως, διά τούτο η μετάβασις των πολλών δεν επραγματοποιήθη, και οι μεταβάντες διεσκορπίσθησαν.
Προϊόντος δε του καιρού η αγιότης του αγώνος, η ανισότης της πάλης, η ωμότης των Τούρκων, η εν τοις δεινοίς παθήμασι καρτερία των Ελλήνων και αι προγονικαί αυτών αναμνήσεις επήνεγκαν την σύστασιν φιλελληνικών εταιριών εξ ονομαστών ανδρών, αντιφερομένων μεν επί του πολιτικού βήματος, αλλ' ηνωμένων διά φιλοτελικού δεσμού υπέρ Ελλήνων. Τοιαύται εταιρίαι εσυστήθησαν πρώτον μεν εν Ζυρίχω και Γενεύη, μετ' ολίγον δε και εν Γερμανία. Εγκυμονείτο τοιαύτη και εν τη μεγάλη Βρεττανία αφ' ότου κατεστράφη η Χίος, και πρώτος ο Εδίμπυργος, συνηγορεύσαντος επί ομηγύρεως του περιφήμου Μακκρίου, επρόσφερε τον οβολόν του. Ουδέν ήττον της Ευρώπης συνεκινήθη και η Αμερική σχεδόν συγχρόνως. Πρώτος ο και ως πολιτευτής και ως ελληνιστής διαπρέπων Ευερέττος ύψωσε φωνήν υπέρ της αγωνιζομένης Ελλάδος, και η φωνή αύτη αντήχησεν εις τα ώτα των ελευθέρων λαών της γης εκείνης. Η δε αδελφότης των Φίλων, η αείποτε αφισταμένη παντός πολιτικού σκοπού και αείποτε προϊσταμένη παντός φιλανθρωπικού, δεν έπαυσε και εν Αγγλία και εν Αμερική, αφ' ότου εγνώσθη η καταστροφή της Χίου, περιθάλπουσα διά γενναίων συνδρομών την εξ αιτίας της τουρκικής θηριωδίας δεινοπαθούσαν ανθρωπότητα. Λήγοντος δε του μαρτίου του 1823 εσυστήθη εν Λονδίνω η πρό τινος προσδοκωμένη φιλελληνική εταιρία, εν ή ενεγράφησαν επίσημοι άνδρες. Η εταιρία αύτη μεγάλως ωφέλησε διά της επιρροής της επί της κοινής γνώμης, και διά της επιρροής της κοινής γνώμης επί του αγγλικού υπουργείου· συνήργησε δε τα μέγιστα και εις εύρεσιν των ζητουμένων δανείων.
Περιώδευε πρό τινος καιρού ο Ανδρέας Λουριώτης την Ευρώπην προς τον σκοπόν τούτον· επισκεφθείς και την Αγγλίαν επανήλθεν εις Ελλάδα συνοδευόμενος υπό του Εδουάρδου Βλακιέρου. Ο Άγγλος ούτος, παρατηρήσας τα της Ελλάδος, επέστρεψεν εις την πατρίδα του επί ελληνικού πλοίου, ούτινος η πρωτοφανής σημαία ενθουσίασε τους φιλελευθέρους. Έφερε και δέκα ελληνόπαιδας, ους διάφοροι Άγγλοι παρέλαβαν εις ανατροφήν δι' ιδίας αυτών δαπάνης. Ευρών δε συστημένην την φιλελληνικήν εταιρίαν, προητοίμασε δι' ων έδωκεν αυτή πληροφοριών την οδόν εις εύρεσιν των ζητουμένων δανείων, και κατέβη εκ δευτέρου εις Ελλάδα προς επίσπευσιν αποστολής ανδρών εχόντων την προς τούτο απαιτουμένην πληρεξουσιότητα. Ως τοιούτοι εξελέχθησαν ο Ορλάνδος, ο Λουριώτης και ο Ιωάννης Ζαήμης. Και οι μεν δύο πρώτοι ανεχώρησαν τον νοέμβριον, ο δε τρίτος βραδύτερον. Επί δε της αποστολής ταύτης παρενέπεσαν τα ακόλουθα.
Ο Γάλλος Ιορδάνης συνώδευσε τον Μεταξάν επί της εις Βερώνην αποστολής του· αποτυχούσης δε ταύτης διέβη κατ' εντολήν αυτού εις Παρισίους επ' ελπίδι ευρέσεως δανείων διά της συνδρομής της εκεί εδρευούσης επιτροπής του τάγματος του αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Επειδή δε και οι εν Παρισίοις προϊστάμενοι του τάγματος τούτου, και αυτός ο Ιορδάνης, μέλος αυτού, κύριον σκοπόν είχαν την ανόρθωσιν του τάγματος διά του ελληνικού αγώνος, και όχι την ευόδωσιν του ελληνικού αγώνος διά του τάγματος, υπεκρίθησαν ότι έτοιμοι ήσαν να χορηγήσωσιν επί λόγω βοηθημάτων τη ελληνική κυβερνήσει φράγκα 4,000,000· αλλ' απήτησαν αντάλλαγμα την κυριαρχίαν των άλλοτε εν τη κατοχή του τάγματος νήσων, Ρόδου, Σκαρπάθου και Αστυπαλαίας, μέχρι δε της κυριεύσεως και παραχωρήσεως αυτών, την προσωρινήν κατοχήν Σύρας καί τινων των επί της μεσημβρινοδυτικής πλευράς της Πελοποννήσου ερημονήσων· και επειδή το τάγμα ούτε δύναμιν στρατιωτικήν είχεν, ούτε δάνεια εύρισκεν εν ονόματί του, η Ελλάς ώφειλε και στράτευμα να δώση εκ του προχείρου εις υπεράσπισιν των ανωτέρω νήσων, και να στέρξη ώστε εν ονόματι αυτής να δανεισθή το τάγμα όχι μόνον το ανωτέρω ποσόν εις χρήσιν της Ελλάδος, αλλά και έξ άλλα εκατομμύρια εις χρήσιν αυτού του τάγματος· εν ενί λόγω, αντί να βοηθηθή η Ελλάς υπό του τάγματος ως ήλπιζεν, έπρεπεν αύτη να το βοηθήση και να το παράξη εκ του μη όντος εις το είναι. Κατά τους ατόπους δε τούτους όρους ο αυτοχειροτόνητος πληρεξούσιος της Ελλάδος Ιορδάνης και οι πληρεξούσιοι του τάγματος, οι συνάδελφοί του, συνυπέγραψαν εν Παρισίοις την 18 Ιουνίου συνθήκην, και αφίχθη καί τις ως πρέσβυς του τάγματος εις Ελλάδα· αλλ' οι Έλληνες, χλευάζοντες τα γενόμενα, και την συνθήκην απέρριψαν, και τον πρέσβυν απέπεμψαν.
Καθ' όν δε καιρόν επροσπάθει να εγερθή εκ νεκρών διά της Ελλάδος το τάγμα τούτο, ο αγών αυτής ηύρε μέγαν υπέρμαχον. Διεκρίνετο διά τον φιλελληνισμόν του ο λόρδος Βύρων (α). Ο μεγαλοφυής ούτος ποιητής, όστις έψαλε παθητικώτατα την Ελλάδα δούλην, εβουλήθη αφ' ης ώρας έλαβε τα όπλα να τη δώση και χείρα βοηθείας εις ανόρθωσιν, και να βάλη εις κίνδυνον υπέρ αυτής και αυτήν την ζωήν του. Ενίσχυσε τον σκοπόν του λόρδου και η εν Λονδίνω σύστασις της φιλελληνικής εταιρίας, ήτις, μαθούσα ότι εμελέτα ν' απέλθη εις Ελλάδα, τον ανέδειξεν αντιπρόσωπόν της. Επί της συστάσεως της εταιρίας ταύτης διέτριβεν ο λόρδος εν Γενούη· εκείθεν απέπλευσε την 1 ιουλίου και κατευωδώθη αρχομένου του αυγούστου εις Αργοστόλι· τον συνηκολούθουν δε ο κόμης Γάμβας και ο ιατρός Βρούνος Ιταλοί, και ο Τρελώνης και ο Βράων Άγγλοι. Ανωμαλίαι και εμφύλιοι ταραχαί επεκράτουν εν Ελλάδι καθ' όν καιρόν έφθασεν ο λόρδος εις Κεφαλληνίαν· διά τούτο απέστειλε τους δύο συνοδοιπόρους του Άγγλους εις την ελληνικήν κυβέρνησιν αναγγέλλων διά των προς αυτήν γραμμάτων του τους φιλελληνικούς σκοπούς του και τους της αγγλικής εταιρίας (β)· παρήγγειλε δε αυτοίς να περιοδεύσωσι και την λοιπήν Ελλάδα ίνα ίδωσι την κατάστασίν της· απομείνας δε αυτός εν Κεφαλληνία διέτριψεν έξ εβδομάδας επί του πλοίου· μετά ταύτα απέβη εις Μεταξάτα επτά μίλια μακράν του Αργοστολίου, επί σκοπώ να ενδιαμείνη έως ου εμάνθανεν ακριβώς τα της Ελλάδος και έβλεπε πού και πώς να διευθύνη τα βήματά του.
Η έλευσις δε του Βύρωνος και τα εντεύθεν προσδοκώμενα έβαλαν εις κίνησιν όλην την Ελλάδα. Εν ώ η κυβέρνησις τον εκάλει όπου έδρευεν, οι αντίπαλοι αυτής και άλλοι επίσημοι έλληνες επροσπάθουν διά γραμμάτων και δι' αποστόλων να τον προσελκύσωσι και να τον διαθέσωσι κακώς προς τους εναντίους των· αλλ' ο λόρδος δεν έπαυε καλών όλους εις κατεύνασιν των παθών και εις ομόνοιαν. Ταλαντευόμενος δε μέχρι τινός πού ν' απέλθη, απεφάσισε να μεταβή εις Μεσολόγγι, μεταβάντος εκεί του Μαυροκορδάτου,
Δεκέμβριος και αποπλεύσας την 15 δεκεμβρίου επί τινος πλοίου υπό σημαίαν ιονικήν, επεσκέφθη την Ζάκυνθον εις πορισμόν χρημάτων παρά του εκεί τραπεζίτου του, ανήχθη εκείθεν την 17, και την επαύριον όρθρου βαθέως ευρέθη πλησίον οθωμανικής τινος φρεγάτας και εκινδύνευσε να συλληφθή· βοηθηθείς δε υπό του ανέμου απέφυγε τον κίνδυνον διασωθείς εις Σκρόφας· αλλ' έπεσε μετά ταύτα εις άλλον κίνδυνον. Εξ αιτίας επισυμβάσης τρικυμίας τρία ημερονύκτια εθαλασσομάχει μεταξύ Εχινάδων και Δραγαμέστου, έως ου, γνωσθέντων των παθημάτων του εν Μεσολογγίω, εστάλησαν εις αντίληψίν του ένοπλά τινα πλοιάρια και το δικάταρτον ο Λεωνίδας, και διά της συνδρομής αυτών κατευωδώθη την 24 εις Μεσολόγγι, όπου όλοι τον υπεδέχθησαν πλήρεις αγαλλιάσεως, ενθουσιασμού και ελπίδων.
Έπλεε συγχρόνως επί τινος πλοίου υπό ιόνιον σημαίαν και ο κόμης Γάμβας και άλλοι τινές ακόλουθοι του λόρδου. Το πλοίον τούτο ευρέθη τα χαράγματα της 18 πλησίον της αυτής φρεγάτας, και εκλαβόν αυτήν ως αυστριακήν δεν απεμακρύνθη και συνελήφθη· κατεποντίζετο δε και αύτανδρον, διότι οι Τούρκοι το υπέθεσαν πυρπολικόν, αν δεν επληροφορείτο εν καιρώ ο Οθωμανός πλοίαρχος ότι ο κυβερνήτης αυτού Βαλσαμάκης ήτον ο διασώσας ποτέ αυτόν κατά την Μαύρην Θάλασσαν και ξεναγωγήσας. Μετακομισθέν το πλοίον εις Πάτρας, και εξετασθέντων των αποδημητηρίων και των εμπλεόντων, απελύθη επί λόγω ότι ο ναυλώσας αυτό Γάμβας απήρχετο εις Κάλαμον προς έντευξιν τινών Άγγλων μεθ' ων εσκόπευε να περιέλθη την ευρωπαϊκήν Τουρκίαν. Εκτός άλλων πραγμάτων το πλοίον τούτο έφερε και 8000 δίστηλα.
Συστηθείσα η φιλελληνική αγγλική εταιρία, και πριν γνωρίση τους περί Ελλάδος σκοπούς του Βύρωνος, είχεν αποστείλει ως αντιπρόσωπόν της εις την Ελλάδα τον συνταγματάρχην Στάνωπον επί τη ιδία αυτού αιτήσει εις ενίσχυσιν του αγώνος και εις ακριβή γνώσιν των πραγμάτων. Ο ευγενής ούτος και καλοκάγαθος ανήρ, επισκεφθείς τας φιλελληνικάς εταιρίας της Γερμανίας και της Ελουηττίας, εις μείζονα επιτυχίαν της φιλελληνικής αποστολής του, επεσκέφθη και τον εν Κεφαλληνία λόρδον ως αντιπροσωπεύοντα και αυτόν την αγγλικήν εταιρίαν, και εκείθεν διεβιβάσθη την 30 νοεμβρίου εις Μεσολόγγι, όπου επεμελήθη να συνάξη τα διεσπαρμένα εις Πελοπόννησον λείψανα του γερμανικού λεγεώνος προς σύστασιν μηχανουργείου και αύξησιν των πολεμικών γνώσεων των Ελλήνων αλλ' εξ αιτίας των κακοπαθειών και των ασθενειών των ανδρών του λεγεώνος, ολιγώτατοι ευρέθησαν ικανοί να εργασθώσι· προσήλθαν καί τινες Έλληνες, και ετέθησαν όλοι υπό τον μηχανουργόν Άγγλον Πάρην, ον απέστειλε προς τον σκοπόν τούτον η εταιρία εις Ελλάδα συναποστείλασα και δώρα, πυρίτιδα, σφαίρας, μίαν βομβοβόλον, ένδεκα ελαφρά κανόνια μετά των εις κίνησιν και χρήσιν αυτών αναγκαίων, έν ευκόμιστον σιδηρουργείον και τους αναγκαίους τεχνίτας εκ συνεισφορών των μελών της, εν αις και χίλιαι λίραι της δημαρχίας του Λονδίνου. Ο Στάνωπ ησχολήθη και εις σύστασιν γραμματαγωγείου, και διά της επιμελείας και συνδρομής αυτού εξεδόθησαν κατά πρώτην φοράν επί του αγώνος (γ) εφημερίδες· αλλ' εξ αιτίας της εκδόσεως αυτών εγεννήθησαν έριδες μεταξύ αυτού και του Βύρωνος, διότι ο μεν συστητής αυτών εθεώρει τας πολιτικάς αρχάς του Βενθάμου ορθάς, και ταύτας επροθυμείτο διά των εφημερίδων να διαδώση· ο δε λόρδος, σκοπιμώτατον λογιζόμενος την ευόδωσιν του αγώνος και όχι είσαξιν θεωριών, εχλεύαζε τας αρχάς ταύτας ως ακατάλληλους. Αντιφερόμενος δε ο Στάνωπ προς τον λόρδον εμέμφετο ως αντιδημοκρατικόν και τον Μαυροκορδάτον, και ανεχώρησε την 9 Φεβρουαρίου δυσηρεστημένος εις Αθήνας, αλλά πλήρης, πάντοτε ειλικρινούς ζήλου υπέρ της ανεγέρσεως του ελληνικού έθνους· Ο δε λόρδος έμεινεν εν Μεσολογγίω, όπου συνέρρευσαν υπό την σκέπην του διάφοροι φιλέλληνες τήδε κακείσε της Ελλάδος περιφερόμενοι.
Κατεγίνοντο πρό τινος καιρού οι Έλληνες σπουδαίως εις άλωσιν της Κορώνης. Εντόπιοί τινες και διακόσιοι υπομίσθιοι Βούλγαροι και Στερεοελλαδίται υπό τον Σέρβον και Γρίβαν, όλοι υπό την γενικήν αρχηγίαν των Μαυρομιχαλών, Αντώνη και Κωνσταντίνου, επεχείρησαν την εξ εφόδου άλωσιν την νύκτα της 28 φεβρουαρίου, νύκτα σκοτεινήν και θυελλώδη· 52 εντόπιοι επροπορεύθησαν, ανέβησαν το τείχος διά κλιμάκων, δεν ηύραν επί των επάλξεων εχθρόν διά την κακοκαιρίαν, και ερρίφθησαν έσω· αλλ' οι υπό τον Σέρβον και Γρίβαν εζήτουν επί της κρισίμου εκείνης ώρας μισθούς. Εγκαταλειφθέντες οι 52 και ανίκανοι διά την ολιγότητά των να εκτελέσωσιν ό,τι εσχεδιάσθη, επεχείρησαν να εξέλθωσιν· αλλ' οι Τούρκοι τους ενόησαν και έπεσαν επ' αυτούς, εξ ών τινές κατέβησαν διά των κλιμάκων αβλαβείς, τινές δε κατεκρημνίσθησαν· 16 δε, κλεισθέντες εντός οχυράς οικίας και μη θέλοντες να παραδοθώσιν, εκάησαν.
Ο δε εν Ευβοία Οδυσσεύς μαθών την εις Αθήνας προσδοκωμένην μετάβασιν του Στάνωπος και μη προσδοκών εκ της εκστρατείας του ό,τι επροσδόκα κατ' αρχάς, ανεχώρησεν επί υποσχέσει να επανέλθη μετ' ολίγον· εναπέμειναν δε τα στρατεύματα και τα πλοία· αλλά την 24 απριλίου κατέπλευσαν απροσδοκήτως εις Χαλκίδα 25 οθωμανικά φέροντα δισχιλίους γενιτσάρους και τροφάς· τότε απέπλευσαν τα ψαριανά, και διελύθη κακώς έχον το στρατόπεδον. Έν δε των πολιορκούντων πλοίων, το του Κουτάβου, μη δυνηθέν να φύγη, εβυθίσθη.

1824

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΗ'

Τα δύο νομοτελεστικά. — Εμφύλιος πόλεμος. — Διαγωγή του Βύρωνος εν Μεσολογγίω και αποβίωσις αυτού. — Καταδίκη του Καραϊσκάκη ως επιβούλου. — Τα κατά την Ανατολικήν Ελλάδα. — Παράδοσις Ναυπλίου και είσοδος της νέας κυβερνήσεως.

Η εγκαθίδρυσις του νέου νομοτελεστικού, συνυπάρχοντος και του καθαιρεθέντος, ήτο προαγγελία εμφυλίου πολέμου. Η νομιμότης ήτον αναμφιβόλως παρά τω βουλευτικώ· αλλ' η μέλλουσα να κατισχύση και αυτού του νόμου δύναμις εφαίνετο αμφιρρεπής. Η στερεά Ελλάς αδιαφόρει όλη· αι ναυτικαί νήσοι υπεστήριζαν την νέαν κυβέρνησιν· η δε Πελοπόννησος, το πεδίον του εμφυλίου πολέμου, ούσα διηρημένη, εφαίνετο μάλλον υπό την επιρροήν του κολοκοτρωνικού κόμματος, και τα φρούρια αυτής ήσαν υποχείρια των οπαδών του αποκηρυχθέντος νομοτελεστικού.
Απόπειραι συμβιβασμού των δύο κομμάτων έγειναν και πριν συμβή και αφ' ού συνέβη το σχίσμα, αλλά δεν εκαρποφόρησαν. Ήλθεν εις το μέσον και ο Υψηλάντης, ο πάντοτε αποστρεφόμενος τας εμφυλίους συγκρούσεις, και μετέβη από Τριπολιτσάς, όπου εκάθητο πρό τινος καιρού μακράν των αραγμάτων, εις Κρανίδι επ' ελπίδι να συμβιβάση τα δύο κόμματα έτοιμα εις πόλεμον, αλλά και ούτος απέτυχεν.
Οι πρώτιστοι δε υπερασπισταί της νέας κυβερνήσεως εκ των Πελοποννησίων ήσαν ο Ζαήμης, ο Λόντος, ο Νοταράς, ο Γιατράκος, ο Μούρτσινος και ο Τσανετάκης. Ο Ζαήμης, η κεφαλή του κόμματος τούτου της Πελοποννήσου, παρητήθη του νομοτελεστικού, συστηθείσης της νέας κυβερνήσεως, αν και ομόφρων αυτής, επί λόγω ότι ωφέλει μάλλον εκτός ή εντός· τον αντικατέστησε δε ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης. Συγχρόνως διωρίσθη αντιπρόεδρος του νομοτελεστικού το μέλος αυτού ο Παναγιώτης Μπότασης.
Η δε αποκηρυχθείσα κυβέρνησις έστησε την έδραν της εν Τριπολιτσά, και εκείθεν εξέδιδε τας διαταγάς της· την παρηκολούθησαν και οι υπουργοί της· αλλ' ο γνωστότερος, ο ικανώτερος και ο παλιμβουλότερος αυτών, ο Δικαίος, ο επί των εσωτερικών, απεμακρύνθη μετ' ολίγας ημέρας διά νυκτός και ηνώθη μετά των εν Κρανιδίω. Η αυτομόλησις αυτή έβλαψε μεγάλως την εν Τριπολιτσά κυβέρνησιν. Ουδ' οι κάτοικοι της Τριπολιτσάς ήσαν όλοι πιστοί εις αυτήν, τινές δε και ενόπλως την επεβουλεύθησαν.
Εσυστήθη εν τη πόλει ταύτη μυστική εταιρία εις αμοιβαίαν δήθεν υπεράσπισιν από των στρατιωτικών κακώσεων, αλλά κυρίως κατά της εν αύτη εδρευούσης κυβερνήσεως· ωνομάζετο δε Α δ ε λ φ ό τ η ς. Τετρακόσιοι ήσαν οι συγκροτούντες αυτήν αρχομένου του Φεβρουαρίου, ότε ο αρχηγός αυτών Μποταΐτης απεφάσισε να τους κινήση υπό το ακόλουθον σύνθημα. Δύο πιστοί του, περιφερόμενοι τα εργαστήρια, και βαστώντες κάνιστρον εν ώ ήτον η εικών του αγίου Δημητρίου, έλεγαν· «βοήθειά σου ο άγιος Δημήτριος». Ο λόγος ούτος εδήλου παρά τοις εταίροις, «κλείσε το εργαστήριόν σου και οπλίσου». Τοιουτοτρόπως οι εταίροι ειδοποιηθέντες ωπλίσθησαν και έτρεξαν να καταλάβωσι το μεγάλον κανονοστάσιον και τας παρακειμένας οικίας. Καθ' οδόν απήντησαν την φρουράν, την προσέβαλαν, την διεσκόρπισαν, εκυρίευσαν το κανονοστάσιον και διενυκτέρευσαν ήσυχοι εν ταις παρακειμέναις οικίαις μη φροντίζοντες να καταλάβωσι και τας πύλας της πόλεως. Εν ώ δε ούτοι ερραθύμουν, οι άλλοι έφεραν, μόλις έφεξεν, εις την πόλιν πλήθος χωρικών Τριπολιτσιωτών και Καρυτινών. Τούτους ιδόντες οι υπό τον Μποταΐτην, ων οι πλείστοι ήσαν τεχνίται και απειροπόλεμοι, εφοβήθησαν, 150 διά μιας εδραπέτευσαν, οι δε λοιποί ρίψαντες τα όπλα επανήλθαν ανενόχλητοι εις τας συνήθεις εργασίας των.
Εν ώ δε ταύτα συνέβαιναν, οι εν Κρανιδίω, ετοιμασθέντες ν' αφήσωσι την εσχατιάν εκείνην της Πελοποννήσου και επανέλθωσιν εις Αργολίδα, εκήρυξαν έδραν της νέας κυβερνήσεως το Ναύπλιον, και εμβάντες εις δύο υπό τον Μιαούλην πλοία κατέπλευσαν εις τους αντικρύ του Ναυπλίου Μύλους την 6 μαρτίου, διεσκόρπισαν κανονοβολούντες τους εκεί, και την επαύριον διέταξαν τον φρούραρχον Ναυπλίου Πάνον, υιόν του Κολοκοτρώνη, να ετοιμάση τα αναγκαία καταλύματά των. Ηπείθησεν ο φρούραρχος, ως ουδείς αμφέβαλε, και η κυβέρνησις τον απεκήρυξεν ως αποστάτην και ως εχθρόν του έθνους· διέταξε δε και την κατά ξηράν και θάλασσαν πολιορκίαν του Ναυπλίου. Συγχρόνως εκίνησε δυνάμεις και κατ' άλλων μερών, Και κυρίως της Τριπολιτσάς και της Ακροκορίνθου.
Εφρούρει την Ακροκόρινθον ταις ημέραις εκείναις ο Χελιώτης, ομόφρων του Κολοκοτρώνη. Ούτος, μη θέλων ν' απιστήση προς τους ομόφρονάς του, και μη δυνάμενος ν' αντισταθή προς τους εναντίους του, έφυγε κρυφίως μετά τινων πιστών του, διότι οι εν τη ακροπόλει απήτουν καθυστερούντας μισθούς και ηπείλουν να παραδώσωσι και αυτόν και το φρούριον εις χείρας των εναντίων, οι δε εναπομείναντες το παρέδωκαν την 21 Μαρτίου.
Ήσαν εν Τριπολιτσά καθ' ης εκίνησε δυνάμεις η νέα κυβέρνησις όχι μόνον τα μέλη της αποκηρυχθείσης κυβερνήσεως, αλλά και ο Κολοκοτρώνης, ο Γενναίος, ο Γρίβας, ο Νικήτας και ο Κανέλλος Δηληγιάννης· όλη δε η δύναμις αυτών ήσαν χίλιοι. Ούτοι κατείχαν θέσεις εντός της πόλεως. Μόνοι οι περί τον Γρίβαν και μία εκατοστύς άλλων στρατιωτών κατείχαν οικίας τινάς έξωθεν του τείχους προς την πύλην του Ναυπλίου. Η δε επελθούσα δύναμις συνηριθμείτο εις τρισχιλίους υπό τον Λόντον, τον Γιατράκον, τον Νοταράν και τον Κεφάλαν. Η δύναμις αύτη κατέλαβε διαφόρους θέσεις εκτός της πόλεως και την επολιόρκει.
Απρίλιος Την δε νύκτα της 1 απριλίου ήλθαν τινες πλησιέστερον και κατέλαβαν τα προάστεια Μπασάκου και Σέχου, και την επαύριον ήρχισεν ο τουφεκισμός αυτών και των περί τον Γρίβαν. Επλησίασαν μετ' ολίγον και τα άλλα στρατεύματα, εξήλθαν της πόλεως και ο Γενναίος και ο Νικήτας διά της πύλης του Λεονταρίου, και άναψεν ο τουφεκισμός· συνέπεσε να φθάσωσιν εκείνην την ώραν και χίλιοι Αρκάδιοι και Καρυτινοί βοηθοί των εν Τριπολιτσά υπό τον Παπατσώνην, τον Πέτροβαν και τον Πλαπούταν. Δικαίως εφοβούντο πολλοί, ότι επί της μάχης εκείνης θα έπιπτε μία εκατοστύς πολεμιστών· αλλ' η πολύκροτος εκείνη ημέρα είδε μόνον ένα πεσόντα, μηδεμίαν διάθεσιν εχόντων των πολεμούντων να χύσωσιν αδελφικόν αίμα. Δις εξήλθαν οι εντός και συνεκρούσθησαν μετά των εκτός· αλλά και αι έξοδοι αυτών και αι συγκρούσεις επί ματαίω. Επί τέλους ήλθαν εις λόγους, και εις απαλλαγήν του εν τη πόλει πάσχοντος αθώου λαού εσυμβιβάσθησαν ν' αναχωρήσωσιν οι εν τη πόλει, οι κοινώς λεγόμενοι α ν τ ά ρ τ α ι, και ανεχώρησαν την 5 ανενόχλητοι. Αλλά κατά δυστυχίαν ανεχώρησαν επί σκοπώ να ταράξωσιν εκ νέου την επικράτειαν δι' άλλου αναρχικού πολέμου, διότι Αρχήν δεν συνίστων πλέον τα μέλη του καθαιρεθέντος νομοτελεστικού, αφ' ού εξελθόντα της Τριπολιτσάς διεσκορπίσθησαν επί στρατολογία.
Μετ' ολίγας δε ημέρας, ό εστιν αφ' ού εστρατολόγησαν, οι μεν επανήλθαν υπό τον Κολοκοτρώνην έξωθεν της Τριπολιτσάς εις αποκλεισμόν των χθες αποκλεισάντων αυτούς, οι δε υπό τον Πλαπούταν και τον Γενναίον εστράτευσαν εις βοήθειαν του διά σπάνιν τροφών και διά την καθ' ημέραν λειποταξίαν των εν αυτώ στρατιωτών κινδυνεύοντος Ναυπλίου. Ούτοι φθάσαντες εις Κανδύλαν μετά 300 ηύραν 120 στρατιώτας του Ιωάννου Νοταρά και τους συνέλαβαν όλους αίφνης επιπεσόντες. Προχωρήσαντες δε εις Μπουγιάτι δύο ώρας μακράν της Κανδύλας ηύραν τον Νικήταν φυλάττοντα την θέσιν εκείνην, παρέλαβαν και αυτόν, και το εσπέρας της αυτής ημέρας, 8 μαΐου, έφθασαν εις Κουτσοπόδι· την δε επαύριον εκίνησαν οι πλείστοι προς το Ναύπλιον. Έξωθεν του Ναυπλίου εστρατοπέδευε κατά διαταγήν του νέου νομοτελεστικού ο Χατσή-Χρήστος, ο προ μικρού εγκαταλείψας τους αντάρτας μετά του εκ Βουλγάρων ιππικού του. Ούτος, βλέπων τους περί τον Πλαπούταν οδεύοντας προς το Ναύπλιον, έτρεξεν εις συνάντησίν των. Εξήλθαν τότε και παρηκολούθησαν τούτους και οι εν Ναυπλίω υπό τον Πάνον και Τσόκρην επ' ελπίδι να διαλύσωσι την πολιορκίαν βάλλοντες τους πολιορκητάς των εις το μέσον· συνεκρούσθησαν κατά την Δελαμανάραν και το Κούτσι αυθημερόν· συνεκρούσθησαν και κατά την Τύρινθα· την επαύριον, καθ' ην διαρκούσης της μάχης ήλθαν εις επικουρίαν προς μεν τους κυβερνητικούς οι περί τον Μακρυγιάννην τον προ ολίγου αυτομολήσαντα και αυτόν, προς δε τους αντάρτας οι περί τον Νικήταν· 20 των ανταρτών και 8 των κυβερνητικών εφονεύθησαν και επληγώθησαν κατά τας δύο ταύτας συγκρούσεις, επληγώθη κατά την τελευταίαν και ο Τσόκρης. Μετά τας συγκρούσεις ταύτας τα στρατεύματα διεχωρίσθησαν. Το δε εσπέρας της 11 εξήλθεν εκ δευτέρου ο Πάνος και εισήγαγεν εις το φρούριον τον αδελφόν του Γενναίον και τους περί αυτόν. Την ακόλουθον δε ημέραν 250 Τσάκωνες του κόμματος των ανταρτών, και ο Βούλγαρος Χατσή-Στεφανής μετ' ολίγων, ερχόμενοι εκ της επαρχίας του αγίου Πέτρου, εξημερώθησαν έξωθεν των αντικρύ του Ναυπλίου Μύλων επί σκοπώ να καταλάβωσιν αυτούς αιφνιδίως αφρουρήτους όντας. Προειδοποιημένοι περί του ερχομού αυτών οι ομόφρονες των Πλαπούτας και Νικήτας, οι μείναντες μετά τας ανωτέρω συγκρούσεις κατά το Κουτσοπόδι, εκινήθησαν και ούτοι συγχρόνως επί σκοπώ να πατήσωσι το Άργος εις σύλληψιν των βουλευτών, αποβάντων εις Κυβέρι επί τω εις τον Αργολικόν κόλπον κατάπλω των πλοίων, και μεταβάντων εις Άργος αφ' ού έμαθαν ότι εκενώθη των ανταρτών η Τριπολιτσά· αλλά το διττόν τούτο κίνημα απέβη εις καταισχύνην των κινηθέντων. Οι Τσάκωνες και οι περί τον Χατσή-Στεφανήν κανονοβολούμενοι υπό των έμπροσθεν των Μύλων πλοίων, απεμακρύνθησαν άπρακτοι του παραθαλασσίου, ανέβησαν εις την κορυφήν του πλησίον όρους και εκλείσθησαν εν τω εκεί σωζομένω ερημοτοίχω.
Τούτο μαθόντες οι εν Άργει ευρεθέντες Βούλγαροι καί τινες Κρανιδιώται υπό τον Σκούρτην επεστράτευσαν και τους ηνάγκασαν να καταθέσωσι τα όπλα· και τον μεν Χατσή-Στεφανήν και τους περί αυτόν συμπαρέλαβαν, τους δε Τσάκωνας απέστειλαν εις τα ίδια. Πολλά έπαθαν και οι κινηθέντες προς το Άργος· όλοι ούτοι φύρδην μίγδην στρατολογηθέντες, ήσαν απόλεμοι· επ' αυτούς ερχομένους ώρμησαν οι εν τη πόλει διατρίβοντες Στερεοελλαδίται υπό τον Ιωάννην Νοταράν και τον Μακρυγιάννην, τους έτρεψαν εις φυγήν αυτοβοεί, έτρεξαν κατόπιν των, επήραν τα υποζύγια φέροντα τους επενδύτας των, επήραν και την αλληλογραφίαν του Νικήτα. Και τα μεν ανταρτικά σώματα διελύθησαν μετά την τροπήν ταύτην, τα δε κυβερνητικά ανέβησαν εις Τριπολιτσάν. Συγκρούσεις εγένοντο εν τω διαστήματι τούτω και εν Μεσσηνία των περί τον Πετρόμπεην, ούτινος επατήθη η εν Μαραθωνησίω οικία, και των κυβερνητικών υπό τον Μούρτσινον, αλλ' ολιγοβλαβείς. Προείδεν ο Κολοκοτρώνης ότι τα υπό την οδηγίαν του σώματα θα επάθαιναν ότι έπαθαν και τα άλλα κατά την Αργολίδα, και την 22 διέταξεν εγγράφως τον υιόν του Πάνον να παραδώση εις τον Ζαήμην και τον Λόντον, συναναβάντας πρό τινων ημερών εις Τριπολιτσάν, το Ναύπλιον υπό τον όρον να πληρώση επί τη παραδόσει η κυβέρνησις δια μισθούς των εν τω φρουρίω στρατιωτών γρόσια 25,000, και αυτός μεν ανεχώρησεν εις Καρύταιναν, οι δε Ανδρέαι (ούτως εκαλούντο κοινώς ο Ζαήμης και ο Λόντος) κατέβασαν εις Άργος προς πραγματοποίησιν των συνομολογηθέντων.
Καθ' όν δε καιρόν επεκράτει κατά την Πελοπόννησον ο εμφύλιος πόλεμος, ο Μαυροκορδάτος κατεγίνετο εις τακτοποίησιν των της Δυτικής Ελλάδος.
Ατακτεί ο στρατιώτης οσάκις δεν τρέφεται τακτικώς και δεν μισθοδοτείται. Οι στρατιώται της Δυτικής Ελλάδος οι μεν ετέλουν υπό τους οπλαρχηγούς των διαφόρων επαρχιών εξοικονομούμενοι διά των προσόδων αυτών, οι δε εστράτευαν υπό σημαίαν οπλαρχηγών μη εχόντων επαρχίας· τοιούτοι ήσαν οι Σουλιώται. Ήσαν δε ούτοι και οι πτωχότεροι όλων, διότι και την πατρίδα των έχασαν και ό,τι είχαν εξώδευσαν εν τη Επταννήσω όπου κατέφυγαν. Μετά δε τας μάχας του Καρπενησίου και της Καλιακούδας ήλθαν άπαντες εις Μεσολόγγι, ετρέφοντο παρά του λαού και εζήτουν καθυστερούντας μισθούς. Εντεύθεν εγεννήθησαν δυσαρέσκειαι, αντιπάθειαι, ενίοτε δε και συγκρούσεις αυτών και των πολιτών· κατοικία μάλλον εχθρών ή ομογενών εφαίνετο η πόλις του Μεσολογγίου επί της εκεί αφίξεως του Μαυροκορδάτου. Άνω κάτω ήτο και όλη η Δυτική Ελλάς δι' άλλας άλλων στρατιωτικών καταχρήσεις και διά βαρείας διενέξεις και διαιρέσεις οπλαρχηγών και προκρίτων. Τα αίτια ταύτα ηνάγκασαν τον Μαυροκορδάτον να συγκαλέση και τούτους και εκείνους εις Μεσολόγγι και να τοις είπη κατ' αυτήν την έναρξιν της συνελεύσεως (23 δεκεμβρίου) όσα το κοινόν συμφέρον όλης της Ελλάδος και ιδίως της Δυτικής απήτει. Επτάκις συνεδρίασαν οι συγκροτήσαντες την συνέλευσιν, και όλοι ωμολόγησαν ότι η κατ' έτος εισβολή των εχθρών, ο εντεύθεν διασκορπισμός και γύμνωσις των κατοίκων, και το ανοικονόμητον της μισθοδοσίας του στρατιωτικού ήσαν η καθ' αυτό αιτία των αταξιών και των καταχρήσεων· επρόβαλαν δε εκ συμφώνου εις διόρθωσιν αυτών διαφόρους τρόπους, και τους συνυπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί. Έστειλαν και οι πολιτικοί αναφοράν προς την κυβέρνησιν εις υποστήριξιν των εν τη συνελεύσει ορισθέντων, ων ο κυριώτερος σκοπός ήτον η μίσθωσις τρισχιλίων Σουλιωτών και άλλων εκ των πάντοτε οπλοφορούντων· ταύτα δε εγράφησαν ως και άλλοτε, αλλά δεν ενηργήθησαν. Εν τοσούτω διά τας πολεμικάς ανάγκας του τόπου και κυρίως διά την ησυχίαν του εξ αιτίας των αταξιών κινδυνεύοντας Μεσολογγίου αναγκαίον ήτο να εκστρατεύσωσιν οι εν αυτώ Σουλιώται. Αλλ' ούτοι απήτουν ως όρον απαράβατον της εξόδου εννέα μηνών καθυστερούντα μισθόν, το δε ταμείον της Δυτικής Ελλάδος ήτο πάντη κενόν, και τα όμματα εστράφησαν όλων προς τον Βύρωνα. Ο γενναίος ούτος ανήρ, ο ελθών εις Ελλάδα επί σκοπώ να εξοδεύη, υπέρ του αγώνος όλα τα ετήσια εισοδήματά του, έδωκεν επί λόγω δανείων δίστηλα 20,000 εις πληρωμήν μέρους των περί ων ο λόγος μισθών και εις εξοικονόμησιν άλλων πολεμικών αναγκών· παρέλαβε δε και ως υπομισθίους του 500 Σουλιώτας, ους εμελέτα να οδηγήση εις την μάχην αυτός, μαινόμενος διά πολεμικήν δόξαν· αλλά μετ' ολίγον τους ωργίσθη διά τας πολλάς και βαρείας αταξίας των, τους απέλυσε της υπηρεσίας του, παρέλαβεν άλλους συμμίκτους Έλληνες και προητοιμάζετο εις την εξής εκστρατείαν.
Η φρουρά της Ναυπάκτου συνίστατο κυρίως εξ Αλβανών. Απειθείς ούτοι, φιλοτάραχοι και μη μισθοδοτούμενοι εμελέτησαν πρό τινος καιρού να παραδώσωσι το φρούριον εις τους Έλληνας επί απολαύσει των καθυστερούντων μισθών. Συνενοούντο δε οι αρχηγοί αυτών μετά τινων των εν Μεσολογγίω περί τούτου μυστικώς. Αλλ' ούτοι δεν ήσαν πλουσιώτεροι εκείνων, και ανεβλήθη η υπόθεσις εις τον ερχομόν του λόρδου αναδεχθέντος και την περί ης ο λόγος αντιμισθίαν να πληρώση και την εκστρατείαν να διευθύνη. Αλλ' εν ώ εγίνετο φροντίς περί της έξωθεν μεταφοράς των χρημάτων και των αναγκαίων πολεμικών προετοιμασιών, ο εν Πάτραις Ισούφπασας ανεκάλυψε τα μελετώμενα και τα διεσκέδασε μεταφέρων ευσχήμως εις Ρίον τους ενόχους αρχηγούς των Αλβανών, και στείλας εις το κινδυνεύον φρούριον άλλους πιστούς φύλακας.
Αποτυχόντος του σχεδίου τούτου, συνέλαβαν οι Έλληνες τον σκοπόν να προλάβωσι και ανοίξωσι τον εφετεινόν πόλεμον πέραν της Αιτωλοακαρνανίας εις ανέγερσιν των πλησιοχώρων Χριστιανικών λαών. Όσον ο σκοπός ούτος ήταν επωφελής, τόσον εκ πρώτης όψεως εφαίνετο και ευκατόρθωτος, διότι ούτε εντεύθεν υπήρχεν εχθρός, ούτ' εκείθεν προητοιμάζετο εκστρατεία. Αλλ', εν ώ πάντες συνηγωνίζοντο εις ευόδωσιν του σκοπού, και υπέρ πάντα άλλον ενίσχυεν αυτόν ο λόρδος, επήλθεν αίφνης αυτώ την 3 φεβρουαρίου επιληψία και μικρά τις νόσος. Αναλαβών επέμενεν εργαζόμενος εις τα της εκστρατείας· αλλ' αι αταξίαι των εισέτι εν Μεσολογγίω διατριβόντων Σουλιωτών, εγκοτούντων διά την από της υπηρεσίας αυτού απόλυσίν των και απαιτούντων τους υπολειπομένους μισθούς, ετάρατταν ακαταπαύστως την πόλιν και ανησύχαζαν και τον νουν και την καρδίαν του παθόντος λόρδου (α).
Ηθέλησέ τις των Σουλιωτών να έμβη εις το οπλοστάσιον, όπου ήτο το σιδηρουργείον· και επειδή δεν είχεν εισιτήριον, ο σκοπός τον εμπόδισεν· αλλ' εκείνος επέμενε και ύβριζεν. Ήλθεν εις το μέσον ο αξιωματικός Σάσσος, και, λογομαχίας γενομένης, ο μεν αξιωματικός μη εισακουόμενος εγρόνθισε τον Σουλιώτην, ο δε Σουλιώτης πιστολίσας εσκότωσε τον αξιωματικόν και εκρατήθη ως φονεύς. Κατεταράχθη όλη η πόλις διά το συμβάν τούτο· οι Σουλιώται έδραξαν τα όπλα και απήτουν ν' απολυθή ο συμπατριώτης των, απειλούντες, αν δεν εισηκούοντο, να πατήσωσι και το οικοδόμημα όπου ήτο το σιδηρουργείον, και αυτήν την κατοικίαν του λόρδου προστάτου του καταστήματος. Ωπλίσθησαν και οι εναντίοι των εις υπεράσπισιν του οπλοστασίου και της κατοικίας του λόρδου και έστησαν επί της εισόδου αυτών κανόνια. Επί τέλους απελύθη ο φονεύς και επανήλθεν η ησυχία· αλλ' ο λόρδος τόσον ηγανάκτησεν, ώστε είπε παρρησία ότι, αν δεν ανεχώρουν οι Σουλιώται, ανεχώρει αυτός εις Επτάννησον. Αμετάπειστοι οι Σουλιώται απήτουν πάντοτε τους μισθούς. Έντρομοι τότε οι προεστώτες διά τα επαπειλούντα την πόλιν κακά εδανείσθησαν παρά του λόρδου τρισχίλια δίστηλα, τοις τα έδωκαν και τους απεμάκρυναν. Εξεστράτευσαν μετ' αυτούς και οι λοιποί εν Μεσολογγίω στρατιωτικοί και συνηνώθησαν όλοι εις Ξηρόμερον μέχρι δευτέρας διαταγής· αλλ' η περί ης ο λόγος ρήξις έφερε και άλλο κακόν. Εφοβήθησαν οι υπό τον Πάρην εργαζόμενοι σιδηρουργοί, ανεχώρησαν, και το σιδηρουργείον έμεινεν έκτοτε άχρηστον. Τα κακά ταύτα επεσφράγισε το μέγιστον πάντων. Εν μέσω τόσων φροντίδων και δυσαρεσκειών ο λόρδος είχε μίαν και μόνην διασκέδασιν, την καθ' ημέραν ιππασίαν. Εν ώ ίππευε την 28 μαρτίου, κατεβράχη επελθούσης ραγδαίας βροχής, κατελήφθη μετ' ολίγον υπό σφοδρού πυρετού, έπεσεν εις την κλίνην, δεν ηθέλησε να φλεβοτομηθή εν καιρώ, Απρίλιος και κορυφωθείσης της φλογώσεως εξέπνευσε το εσπέρας της 7 απριλίου, ήτοι της δευτέρας του πάσχα. «Πίνω», είπε τω ιατρώ του επιμένοντι να τον φλεβοτομήση και κατ' αρχάς μη εισακουμένω, «πίνω όλα τα ιατρικά σου, αλλ' ουδέ μίαν ρανίδα αίματος χύνω κείμενος επί κλίνης· πρόθυμος είμαι να το χύσω όλον εν τω πεδίω της μάχης».
Το μέγα όνομα του ανδρός, η εις ενίσχυσιν του αγώνος εν μέσω άκρας απορίας μεγαλοδωρία του, τα κακά, άτινα υπέφερε δι' αγάπην της Ελλάδος, αι λαμπραί ελπίδες ας εφαίνετο εγγύς να πραγματοποιήση, αρκούν να δείξωσι τι έχασαν οι Έλληνες και τι ησθάνθησαν επί τω θανάτω του· έκαστος των Ελλήνων δυστύχημα ίδιον εθεώρησε το δυστύχημα τούτο της πατρίδος του και έκλαυσε κλαυθμόν μέγαν· «πένθους ημέραι», είπεν ο διευθυντής διατάττων τας επιθανατίους τιμάς του, «πένθους ημέραι έγειναν δι' όλους ημάς αι παρούσαι χαρμόσυνοι ημέραι του πάσχα», και είπε την αλήθειαν· όλοι ελησμόνησαν το πάσχα έχοντες έμπροσθεν των τον θάνατον τοιούτου ανδρός.
Την επαύριον δε του θανάτου, ανατείλαντος του ηλίου, 37 κανονίαι, ισάριθμοι των ετών του αποθανόντος, ανήγγειλαν το μέγα δυστύχημα. Συγχρόνως εδόθη διαταγή να κλείσωσι τρεις ημέρας όλα της δημοσίας υπηρεσίας τα καταστήματα και όλα τα εργαστήρια, να λείψωσιν αι διά μουσικής, χορών και πότων συνήθεις κατά τας τοιαύτας ημέρας ευθυμίαι, να γίνωσι καθ' όλας τας εκκλησίας της πόλεως επικήδειοι δεήσεις και να πενθηφορήσωσιν όλοι τρεις εβδομάδας. Αφ' ού δε εταριχεύθη το σώμα, έγεινεν η εκφορά την 10, καθ' ην όλος ο κλήρος της πόλεως και των χωρίων, ηγουμένου του αρχιεπισκόπου Πορφυρίου, όλαι αι Αρχαί, όλα τα στρατεύματα και όλος ο λαός συνώδευσαν διά μέσου της πόλεως το λείψανον βασταζόμενον υπό Ελλήνων στρατηγών και των οικείων του λόρδου, και το έφεραν εις την επί του τείχους της πόλεως εκκλησίαν του αγίου Νικολάου, όπου εψάλη η συνήθης νεκρώσιμος ακολουθία, εξεφωνήθη επικήδειος λόγος και εδόθη ο τελευταίος ασπασμός. Επρόκειτο να ταφή όπου ετάφησαν ο Μάρκος, ο Κυριακούλης και ο Νορμάννος· αλλ' αφ' ού εγνώσθη ότι θέλησίς του ήτο να μετακομισθή το λείψανόν του εις την πατρίδα του και ταφή εν τω κοιμητηρίω των προγόνων του, διετηρήθη ο νεκρός εν τω ναώ ημέρας τινάς, καθ' ας ήρχοντο έξωθεν οι χωρικοί και τον ησπάζοντο· μετά δε ταύτα μετεκομίσθη εις Ζάκυνθον και εκείθεν εις Αγγλίαν. Αι δε αποδοθείσαι όπου απέθανεν επικήδειοι τιμαί επανελήφθησαν κατά διαταγήν της κυβερνήσεως και την θέλησιν του κοινού καθ' όλην την Ελλάδα. Είχαν υπ' όψιν οι λαοί της τον διάπυρον του ανδρός φιλελληνισμόν και την εντεύθεν πραγματικήν και ηθικήν προς την πατρίδα των ωφέλειαν, και δεν ήξευραν πώς να δείξωσι την ευγνωμοσύνην των. Ο λόρδος, αφ' ης στιγμής επάτησε την γην της Κεφαλληνίας, δεν έπαυσεν ευεργετών τους Έλληνας· πεινώντας Πατρείς και εις την νήσον εκείνην καταφυγόντας επί της καταστροφής της πατρίδος των εχόρτασε, γυμνούς ενέδυσε, και τους εκεί αργούντας Σουλιώτας μισθώσας απέστειλεν έκτοτε εις αντίληψιν του Μεσολογγίου επί τη εισβολή του πασά της Σκόδρας. Φιλάνθρωπος δε προς πάντας επροστάτευσεν, επεριποιήθη και απέστειλεν εις Πρέβεζαν και Πάτρας τας εν Μεσολογγίω υπ' αιχμαλωσίαν γυναίκας και τα τέκνα των Οθωμανών, κινήσας διά της πράξεως ταύτης τον θαυμασμόν και αυτών ους ήλθε να πολεμήση. Η δε πόλις του Μεσολογγίου, ήτις εις ένδειξιν της ευγνωμοσύνης της διά τας προς αυτήν αγαθοεργίας του τον είχεν ήδη πολιτογραφήσει, εκράτησεν επί της εις Αγγλίαν μετακομιδής του λειψάνου του τα σπλάγχνα του και τα απέθεσεν εν τη εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος. Ενθουσιώδης ήτον ο Βύρων ως ποιητής, αλλ' ο ενθουσιασμός του ήτο βαθύς ως η ποίησίς του· βαθεία και συνετή ήτο και η εν Ελλάδι πολιτική του· δεν αεροβάτει ως πολλοί φιλέλληνες· δεν ωνειροπόλει δημοκρατικά ή αντιδημοκρατικά συστήματα· παράκαιρον εθεώρει και αυτήν την εφημεριδογραφίαν· ουσιωδέστατον δε πάντων την απολύτρωσιν της Ελλάδος· διά τούτο ομόνοιαν εκήρυττε προς αλλήλους και σέβας προς τας ξένας αυλάς. Η τακτοποίησις των στρατευμάτων και η εύρεσις πόρων εις διατήρησίν των ήσαν η πρωτίστη φροντίς του· φιλόδοξος ήτον, αλλ' όχι κενόδοξος· απεποιήθη την γενικήν πολεμικήν αρχήν της στερεάς Ελλάδος, ην και η κυβέρνησις και οι κάτοικοι τω επρόσφεραν· απεστρέφετο γενικώς τα πολιτικά, και απέφευγε τας βουλευτικάς συζητήσεις και αυτής της πατρίδος του· αι Μούσαι, ο Έρως, και ο Άρης ήσαν πάντοτε τα είδωλά του· εντρύφημα δε πολλάκις της ποιητικής του μούσης η Ελλάς (β).
Ζώντος έτι του Βύρωνος, η τοπική διοίκησις της Δυτικής Ελλάδος συνέλαβε κατά του Καραϊσκάκη σφοδράς υπονοίας επιβουλής.
Παρευρίσκετο εν τη συνελεύσει του Μεσολογγίου ο οπλαρχηγός ούτος, όστις μετά την διάλυσιν αυτής μετέβη εις Ανατολικόν ασθενών, και διέμεινεν εκεί χάριν θεραπείας και αφ' ού εξεστράτευσαν οι άλλοι οπλαρχηγοί· εφαίνετο δε δυσηρεστημένος, διότι και ο προσδιορισθείς αριθμός των υπομισθίων στρατιωτών του ήτον ολίγος, και συχνάκις επεπλήττετο διά τας καθημερινάς αταξίας των υπ' αυτόν. Την 19 μαρτίου δύο μονοξυλιάραι Μεσολογγίται, αφ' ού ελογομάχησαν μετά του ανεψιού του επανερχομένου εκ Μεσολογγίου εις Ανατολικόν, τον ερράπισαν και έγειναν άφαντοι. Την επαύριον έστειλεν ο Καραϊσκάκης στρατιώτας εις Μεσολόγγι προς εύρεσιν και σύλληψιν αυτών· μη ευρόντες δε αυτούς οι στρατιώται ήρπασαν δύο των προκρίτων και τους έφεραν εις Ανατολικόν. Έστειλε συγχρόνως ο Καραϊσκάκης και άλλους των στρατιωτών του και κατέλαβαν απροσδοκήτως την νύκτα το Βασιλάδι, όπου ελλιμένιζαν επτά εχθρικά πλοία προ ολίγων ημερών εκπλεύσαντα των Πατρών. Συγχρόνως εξήλθαν της Ναυπάκτου και τριακόσιοι Τούρκοι και επροχώρησαν, εις την κακήν Σκάλαν· ήξευρε δε η αστυνομία ότι ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης είχεν υπάγει εις Ιωάννινα, συναινέσει του Καραϊσκάκη, προς τον Βρυώνην και επέστρεψε προ ολίγων ημερών. Ταύτα έδωκαν σφοδράς υπονοίας επιβουλής, και εις αποτροπήν παντός απευκταίου διέταξεν η διοίκησις και κατελήφθησαν αμέσως τα κανονοστάσια της πόλεως ως εν ώρα πολέμου, εδυναμώθη η φρουρά της, εκρατήθησαν οι εν Μεσολογγίω άνθρωποι του υπόπτου οπλαρχηγού, εστάλησαν ένοπλα πλοιάρια εις πολιορκίαν του Βασιλαδίου, το εν Ξηρομέρω στράτευμα ανεκλήθη, και διετάχθη ο Καραϊσκάκης ν' απολύση τους συλληφθέντας προκρίτους· τους απέλυσε και ανεκάλεσε και τους καταλαβόντας εν ονόματι του το Βασιλάδι· απελύθησαν και οι εν Μεσολογγίω κρατηθέντες άνθρωποί του. Τούτων δε γενομένων, συνελήφθη ο Βουλπιώτης, μετέβησαν ο Μαυροκορδάτος και οι εν Μεσολογγίω οπλαρχηγοί εις Ανατολικόν, και μετά δύο ημέρας εισήλθεν εις την αυτήν πόλιν όλον το κατά το Ξηρόμερον στράτευμα εκ 1500. Ο δε Καραϊσκάκης ετέθη υπό το κράτος του νόμου, και διωρίσθη επιτροπή, τόπον επέχουσα στρατοδικείου, εις δίκασιν αυτού κατηγορουμένου επί προδοσία. Η επιτροπή αύτη εξετάσασα εξέδωκε την 2 απριλίου πράξιν καταδικάζουσαν τον Καραϊσκάκην ως επίβουλον της πατρίδος και προδότην (γ). Μετά την έκδοσιν δε της πράξεως οι μεν Τσαβέλλαι, οι μόνοι των οπλαρχηγών οι υπερασπίζοντες τον κατηγορούμενον, τον εγκατέλιπαν· ούτος δε ανεχώρησεν εξ Ανατολικού ασθενών, εισέβαλεν εις το Ασπροπόταμον και ελεηλάτησέ τινα χωρία. Εκείθεν έστειλέ τινα προς τους Τούρκους ζητών καπητανάτον, αλλ' απέτυχεν εκληφθείς μυστικός εχθρός αυτών· αποδιωχθείς δε υπό των οπλαρχηγών εκείνου του μέρους κατά διαταγήν της τουρκικής Αρχής μετέβη εις Άγραφα· αποδιωχθείς και εκείθεν κατέφυγεν εις Καρπενήσι και εκλείσθη εν τη εκκλησία του αγίου Αθανασίου, δύο ώρας μακράν της πρωτευούσης της επαρχίας, αλλά και εκεί απεκλείσθη· απαλλαγείς δε κακείθεν, και πάντοθεν πολεμούμενος, έγραψε τω Μαυροκορδάτω απολογούμενος δι' όσα έπραξε και αιτούμενος συγγνώμην. «Δεν εξεύρω», έγραφεν, «αν ήναι από τα κρύα τα πολλά όπου αρρώστησα πάλιν, ή από τόσους αφορισμούς όπου μου εκάματε· και σε παρακαλώ να με συγχωρήση η διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί, και να μου σταλή και μία συγχωρητική ευχή από τον αρχιερέα». Αλλ' η αίτησίς του δεν εισηκούσθη· αποπεμφθείς δε και εκ της επαρχίας εκείνης επρόστρεξεν εις τον οπλαρχηγόν του Βάλτου Ίσκον, και επί τέλους και προς αυτήν την κυβέρνησιν, ήτις έχουσα χρείαν της υπηρεσίας του διά τας τότε εμφυλίους ταραχάς, τον εσυγχώρησε και τον επεριποιήθη. Αφ' ού δε απεμακρύνθη του Ανατολικού ο Καραϊσκάκης, εξήλθαν και τα εις αυτό εξ αιτίας του εισελθόντα τάγματα των Δυτικοελλαδιτών· ανεχώρησαν μετά ταύτα και τα των Σουλιωτών, πληρωθέντων των καθυστερούντων μισθών, τα μεν εις Γαστούνην τα δε εις Σάλωνα.
Καθ' όν δε καιρόν τα κατά τον Καραϊσκάκην απησχόλουν την Δυτικήν Ελλάδα, η Ανατολική ήτο και αύτη όλη εις πολιτικήν κίνησιν. Ο Νέγρης, αφ' ού έπεσεν επί του σχηματισμού της κυβερνήσεως της β' περιόδου, και δεν ανηγέρθη επί των εν Σιλήμνη συμβάντων, ανεχώρησεν εκ Πελοποννήσου, επρόσπεσεν εις τον μέχρι θανάτου αποστρεφόμενον αυτόν Οδυσσέα, έλαβε την άφεσίν του και προσηλώθη ως ιδιαίτερος σύμβουλός του μεθ' όλου του ζήλου ανδρός μετανοούντος. Θέλων δε ν' ανορθωθή και αυξήση και την δύναμιν και την επιρροήν του προστάτου του, τω επρότεινεν, επί της διαιρέσεως της Πελοποννήσου και του νομοτελεστικού και βουλευτικού, να εργασθώσιν εις ένωσιν όλης της στερεάς Ελλάδος διά συγκαλέσεως πληρεξουσίων αυτής, να ενισχυθώσι διά του τρόπου τούτου, και επί λόγω πάντοτε συνδιαλλαγής και εθνικών συμφερόντων να κατορθώσωσι τους σκοπούς των, γενόμενοι αναγκαίοι προς το έν ή το άλλο των αντιφερομένων κομμάτων. Προθύμως ησπάσθη ο Οδυσσεύς την γνώμην του Νέγρη και ησχολήθη εις πραγματοποίησίν της. Και οι δύο ούτοι εμίσουν τους πολιτικούς της Πελοποννήσου, ους απεκάλουν ολιγαρχικούς, και ηγάπων τους αντιπάλους των· αλλά δεν ήθελαν να δείξωσι τι επρέσβευαν πριν γνωσθή το αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Εν ώ δε ταύτα εμελέτων, συνέπεσεν η εις Ελλάδα άφιξις του Βύρωνος και του Στάνωπος. Έβαλαν τότε κατά νουν να εφελκύσωσιν αμφοτέρους. Κατ' εκείνον τον καιρόν περιώδευε την Ελλάδα κατά παραγγελίαν του λόρδου, ως είρηται, ο Τρελώνης. Αθλητού σώμα και καρδίαν είχεν ο Άγγλος ούτος και έχαιρεν ενδυόμενος και διαιτώμενος ως τα παλληκάρια της Ελλάδος. Ο Οδυσσεύς, όστις είχε τον σκοπόν του, τον έθελξε και τον ενθουσίασε διά του βίου και του τρόπου του. Μετά τινα δε καιρόν εδέχθη ο Οδυσσεύς και τον Στάνωπα εν Αθήναις. Ο ανήρ ούτος ηγάπα, ως είπαμεν, την ευταξίαν, την τακτοποίησιν της υπηρεσίας, την σύστασιν εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών καταστημάτων, την στερέωσιν εν Ελλάδι δημοκρατικών θεσμών, και την ύπαρξιν πανελευθέρου εφημεριδογραφίας. Ο οξυδερκής και πολυμήχανος Οδυσσεύς, ιδών τας κλίσεις αυτού, τον εφείλκυσεν υποκρινόμενος τον φιλόμουσον, τον υπερασπιστήν των δικαίων του λαού, τον φίλον της ελευθεροτυπίας, τον άσπονδον εχθρόν των μοναρχιών, τον φιλεύτακτον και τον αφιλοκερδή· ο δε Στάνωπ, αγνοών και τον χαρακτήρα και τους αληθείς σκοπούς του ανδρός, και έτοιμος να συντείνη εις ό,τι εθεωρείτο εθνοφελές, έπεισε τον Βύρωνα να παρευρεθή εις την συνέλευσιν, όπου εκλήθησαν και ο Μαυροκορδάτος και οι Δυτικοελλαδίται· αλλ' ο Μαυροκορδάτος, ειδώς τα του Οδυσσέως και του Νέγρη, προς ους δεινώς αντεφέρετο, και υφ' ων την επιρροήν συνεκροτείτο η συνέλευσις, ανέβαλε την προκειμένην μετάβασιν επί διαφόροις λόγοις.
Απρίλιος Εν τοσούτω την 8 απριλίου εγένετο η έναρξις της συνελεύσεως, την δε επιούσαν απεστάλησαν τρεις εις Μεσολόγγι, εν οίς και ο Τρελώνης, φέροντες γράμματα προς τον Βύρωνα και τον Μαυροκορδάτον εις επιτάχυνσιν της μεταβάσεώς των· αλλ' ο μεν Βύρων έκειτο νεκρός, ο δε Μαυροκορδάτος απεποιήθη να μετατοπίση ως προσηλωμένος εις διόρθωσιν ων επέφεραν αίφνης κακών ο θάνατος του λόρδου, τα κατά τον Καραϊσκάκην, και η εις Ανατολικόν είσοδος των στρατευμάτων. Εν τούτοις, η κυβέρνησις παντού υπερίσχυεν· η βεβαία δε αύτη και εγγύς κρίσις των κυβερνητικών πραγμάτων εματαίωσε τον υποκρυπτόμενον σκοπόν της εν Σαλώνοις συνελεύσεως, ήτις, συνεδριαζόντων και δύο τριών αντιπροσώπων της Δυτικής Ελλάδος, απεπεράτωσεν ησύχως τας εργασίας της την 28, παραδεχθείσα σχέδιά τινα πολεμικά εις προφύλαξιν κατά το ενεστώς έτος της στερεάς Ελλάδος από εισβολών, τακτοποιήσασα ε π ί - χ ά ρ τ ο υ τα εσωτερικά του τόπου και κυρίως τα οικονομικά και δικαστικά, ορίσασα τα καθήκοντα των πολιτικών και στρατιωτικών, εκφρασθείσα κατά των ανταρτών και των τουρκιζόντων, και κηρυχθείσα υπέρ της κυβερνήσεως και της στερεώσεως των νόμων. Και ταύτα μεν τα εν Σαλώνοις.
Την δε 24 εισέπλευσαν τον αργολικόν κόλπον υπό γαλλικήν σημαίαν δύο πολεμικά πλοία, το μεν κορβέττα το δε δικάταρτον· και η μεν κορβέττα ηγκυροβόλησεν έμπροσθεν των Μύλων, το δε δικάταρτον έπλεε προς την ακροναυπλίαν. Το πλοίον τούτο έφερε τον εν Μύλω υποπρόξενον της Γαλλίας καί τινα τραπεζίτην Αρμένιον. Η εν Μύλοις κυβέρνησις υπώπτευσε, και η υποψία της ήτο αληθής, ότι επρόκειτο να εξαγορασθώσιν εν αγνοία αυτής οι δύο εν Ναυπλίω αιχμάλωτοι πασάδες. Έξ κανονίας έρριψεν, εισπλέοντος του πλοίου τούτου, η έμπροσθεν των Μύλων ελληνική ναυαρχίς επί σκοπώ να το αποτρέψη το να παραβιάση τον αποκλεισμόν, αλλά το πλοίον δεν υπήκουσε και ηγκυροβόλησεν υπό την ακροναυπλίαν· ο δε πλοίαρχος της κορβέττας, παρ' ού η κυβέρνησις εζήτησε λόγον της παρακοής ταύτης, ηθέλησε να δικαιώση τον είσπλουν επί λόγω ότι σκοπόν είχεν ο πλοίαρχος ν' απαιτήση τι πρός τινα Γάλλον χρέος του πεσόντος νομοτελεστικού αντιπροσωπευομένου εν Ναυπλίω παρά του φρουράρχου Πάνου. Η κυβέρνησις απεδοκίμασεν εγγράφως πάσαν συγκοινωνίαν των πολιορκουμένων και των υπόπτων πλοίων, απαγόρευσε την επί οιωδήποτε λόγω παραλαβήν των πασάδων και διεμαρτυρήθη, αλλ' ούτε απάντησις εδόθη, ούτε το ύποπτον πλοίον μετετόπισεν. Η κυβέρνησις, ήτις δεν ήλπιζεν εκ της επιστολής της το ποθούμενον, έσπευσε να στείλη εις Ναύπλιον προς παρεμπόδισιν της απολύσεως των αιχμαλώτων τον φθάσαντα εις Άργος κατ' αυτάς Οδυσσέα· αλλά το ζήτημα τούτο ελύθη απροσδοκήτως άλλως πως. Απεστάτησαν την επελθούσαν νύκτα οι φυλάσσοντες τον θαλασσόπυργον Κολοκοτρωνικοί, απέβαλαν τον φρούραρχον Καβαδίαν, παρέδωκαν το φρούριον εις την κυβέρνησιν, και διαταγή αυτής το παρέλαβεν ο Ρόδιος, όστις παρήγγειλεν ευθύς τω Γάλλω πλοιάρχω εν ονόματι της κυβερνήσεως ν' αποπλεύση αμέσως, ει δε μη, θα εκανονοβολείτο. Απέπλευσε το δικάταρτον και μετ' ολίγον και η κορβέττα χωρίς να εκτελέσωσι τα σκοπούμενον· αλλά και ο Πάνος ουδαμώς συνήνεσεν εις την παράδοσιν των αιχμαλώτων.
Μαθών δε ο φρούραρχος ούτος όσα έπραξεν ο πατήρ του περί του φρουρίου τα εδέχθη προθύμως και τα επραγματοποίησεν, ειδώς ότι πάσα αντίστασις κατά της κυβερνήσεως έξωθεν έπαυσε, και ευρισκόμενος και αυτός εν πολλή στενοχωρία ένεκα της κατά ξηράν και κατά θάλασσαν πολιορκίας της πόλεως και της παραδόσεως του θαλασσοπύργου·
Ιούνιος και την μεν 4 ιουνίου εξήλθαν αδεία της κυβερνήσεως οι επί της πολιορκίας της πόλεως εν αυτή διαμείναντες ομόφρονες και συμπράκτορές του, Ανδρέας Μεταξάς και Χαραλάμπης Περούκας· την δε 7 και αυτός ο Πάνος και ο αδελφός του. Εισήλθε δε αυθημερόν επιτροπή της κυβερνήσεως και δύναμις στρατιωτική και παρέλαβαν τα φρούρια. Μετέβησαν εκεί μετά τρεις ημέρας και οι εν Άργει διατρίβοντες βουλευταί. Οι δε νομοτελεσταί, οι καθ' όλον τούτο το διάστημα διατρίψαντες εν τοις πλοίοις, εισήλθαν την 12 εν συνοδία 350 υπό τον πολύκροτον κανονοβολισμόν των φρουρίων και της ναυαρχίδος· την δε επαύριον ανήγγειλαν παντού επισήμως τα συμβάντα, δοξάζοντες την εξ ύψους Πρόνοιαν, και κηρύττοντες ότι αι ταραχαί έπαυσαν, ότι τα εσωτερικά εξωμαλύνθησαν, και ότι τα εθνικά συμφέροντα ετέθησαν υπό την υπεράσπισιν των νόμων και την προστασίαν της κυβερνήσεως. Εν τούτοις, όλοι οι αντάρται κατέθεσαν τα όπλα και αναφοραί των ήρχοντο καθ' ημέραν αιτούντων την άφεσίν των. Η δε κυβέρνησις έδειξεν άκραν ανοχήν και ευμένειαν, εκήρυξε την 2 Ιουλίου γενικήν αμνηστείαν, και τα πάντα εφαίνοντο ήσυχα και, κατά το λέγειν του νομοτελεστικού, υπό το κράτος του νόμου· αλλ' ούτε οι νόμοι εκραταιώθησαν, ούτε η Πελοπόννησος ειρήνευσεν.

1824

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ'

Αποστολή μέρους των δανείων εις Ελλάδα. — Έκπλους του Οθωμανικού στόλου. — Σχέδια του σουλτάνου και του σατράπου της Αιγύπτου Μεχμέτ-Αλή εις αναδούλωσιν όλης της Ελλάδος. — Καταστροφή Κάσσου και Ψαρών. — Νίκαι κατά θάλασσαν των Ελλήνων παρά την Σάμον και ματαίωσις των κατ' αυτής κινημάτων. — Εκστρατείαι κατά την στερεάν Ελλάδα και μάχη της Άμπλιανης. — Πολεμικά κινήματα εν Πελοποννήσω.

Η ΔΕ εις Λονδίνον σταλείσα επιτροπή προς εύρεσιν δανείων ευδοκίμησεν. Ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης κατευοδωθέντες την 14 ιανουαρίου υπέγραψαν την 9 φεβρουαρίου μετά των τραπεζιτών Λωφνάνου και Οβριένου συμφωνητικόν περί δανείου λιρών στερλινών 800,000 επί πραγματική πληρωμή 59 εκατοστών, επί τόκω 5 τοις % λογιζομένω από 1 ιανουαρίου επί του ονομαστικού κεφαλαίου, και επί υποθήκη όλων των εθνικών γαιών και κυρίως της προσόδου των τελωνείων, των ιχθυοτροφείων και των αλικών. Επειδή δε διεδόθησαν μετ' ολίγον κακαί ειδήσεις περί των της Ελλάδος, προσετέθη ο όρος να στέλλωνται τα χρήματα προς τον εν Ζακύνθω Καίσαρα Λογοθέτην εντόπιον και τον εκεί έμπορον Άγγλον Σαμουήλ Βάρφον, και να μη δίδωνται παρ' αυτών τη ελληνική κυβερνήσει ειμή συναινέσει του Βύρωνος, του Στάνωπος και του Λαζάρου Κουντουριώτου. Το δάνειον δε τούτο, αφ' ού εκρατήθησαν διετείς τόκοι και οκτακισχίλιοι λίραι ενός έτους χρεωλύσιον, και επληρώθησαν και τα άλλα έξοδα, εξεκαθάρισε λίρας 280,000· η πρώτη δε δόσις εκ 40,000 έφθασεν εις Ζάκυνθον, υπό την επιστασίαν του Βλακιέρου αφιχθέντος το τρίτον εις Ελλάδα, την 12 απριλίου. Επί τη προσκλήσει τούτου μετέβη εις Ζάκινθον ο Στάνωπ, και κατόπιν αυτού και ο Εμμανουήλ Ξένος και ο Νικόλαος Καλλέργης, φέροντες οι δύο ούτοι την απαιτουμένην συναίνεσιν του Λαζάρου Κουντουριώτου εις παραλαβήν των χρημάτων εν ονόματι της ελληνικής κυβερνήσεως. Αλλ' αντέστη ο Στάνωπ επί λόγω, ότι ο Βύρων, ούτινος η συναίνεσις ήτον αναγκαία, δεν έζη· διά τούτο ο Λογοθέτης και ο Βάρφος δεν έδωκαν τα χρήματα και εζήτησαν δευτέρας διαταγάς. Έφθασε μετ' ολίγας ημέρας εις Ζάκυνθον και η δευτέρα δόσις ίσης ποσότητος, αλλά και αύτη διετηρήθη διά τους αυτούς λόγους ανέπαφος. Εν τούτοις ο μέγας αρμοστής, Φριδερίκος Αδάμ, ο διαδεχθείς τον Μαιτλάνδον, αποθανόντα, επειδή η ιόνιος κυβέρνησις επρέσβευεν ουδετερότητα, αντιβαίνουσαν εξέλαβε προς τας αρχάς ταύτης την κατάθεσιν χρημάτων εντός της ιονίου πολιτείας επί χρήσει ενός των διαμαχομένων, και εξέδωκε την 7 Ιουνίου δόγμα απαγόρευον αυστηρώς τούτο επί απειλή εξορισμού των παρηκόων και δημεύσεως των υπαρχόντων αυτών. Αλλ' αφ' ού ήλθαν εκ Λονδίνου περί την 20 Ιουλίου αι ζητηθείσαι διαταγαί, εστάλησαν εις Ναύπλιον όλα τα εν Ζακύνθω κατατεθέντα χρήματα μηδενός εξορισθέντος, μηδέ κτήματός τινος δημευθέντος.
Η δε Πύλη διδαχθείσα υπό της τριετούς πείρας ότι ανίκανος ήτο μόνη να καταστρέψει τον ελληνικόν αγώνα, απεφάσισε να ταπεινωθή ενώπιον του δυνατού σατράπου της Μεχμέτ-Αλή, επικαλουμένη την σύμπραξίν του όχι πλέον εις υποταγήν της Κρήτης αλλ' όλης της Ελλάδος.
Ο σατράπης ούτος, ο διά μόνης της ικανότητός του παραχθείς από του μη όντος εις το είναι, ο μορφώσας άμορφον τόπον, ο πλάσας τακτικά στρατεύματα και ναυπηγήσας στόλους, ο ευρών πόρους εις διατήρησιν και αύξησιν αυτών υπεσχέθη να κινήση τας δυνάμεις του κατά την επιθυμίαν του κυριάρχου του εις υποστήριξιν του κλονιζομένου σκήπτρου του, και να στείλη αρχηγόν αυτών τον υιόν του Ιβραήμπασαν, αναδειχθέντα ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Ελέγετο δε και επιστεύετο, ότι συνωμολογήθη να κρατήση υπό την εξουσίαν του όσους εν αποστασία τόπους υποτάξη· και τους μεν κατοίκους χριστιανούς ν' απαγάγη αιχμαλώτους εις Αίγυπτον ή αλλού, αυτούς δε τους τόπους να κατοικίση υπό Αιγυπτίων και άλλων Μωαμεθανών. Εσχεδιάσθη δε τα μεν αιγύπτια στρατεύματα, συνεργούντος του αιγυπτίου στόλου, να πέσωσιν εις Πελοπόννησον, αι δε ναυτικαί δυνάμεις της Πύλης και τα ασιανά στρατεύματά της εις το Αιγαίον· να διαχυθώσι δε και τα ρουμελιωτικά εις τα επί της στερεάς εν αποστασία μέρη, ώστε να ευρεθή η Ελλάς παντού ταυτοχρόνως πολεμουμένη και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Εν τούτοις έπαθεν ο Μεχμέτ-Αλής δεινόν πάθημα· φλόγες ανεφάνησαν αίφνης την 10 μαρτίου εν τη ακροπόλει της πρωτευούσης του, αίτινες διαδοθείσαι είς τινας πυριτοθήκας κατέστρεψαν την οπλοθήκην, τους δε πλείστους των πυροτεχνών, πολλούς των σωματοφυλάκων, και υπερτρισχιλίους ενοικούντας, τους μεν έβλαψαν, τους δ' εθανάτωσαν· παρ' ολίγον δε κατέστρεψαν και αυτήν την πόλιν· αλλά το πάθημα τούτο επενεγκόν, ως ελέγετο, δέκα εκατομμυρίων ταλήρων ζημίαν, ουδόλως επηρέασε την εκστρατείαν.
Παρασκευαζόμενος δε ο Μεχμέτ-Αλής κατά της Ελλάδος, αναγκαίον έκρινε να διατηρήση αδιάσειστον την επί της Κρήτης εξουσίαν του, διότι εθεώρει δικαίω τω λόγω την νήσον εκείνην γέφυραν μετάγουσαν τας δυνάμεις του από Αλεξανδρείας εις Πελοπόννησον. Αλλ' ως επίβουλον της Κρήτης εθεώρει την υπό την ελληνικήν σημαίαν γείτονα της Κάσσον, και απεφάσισε να την υποτάξη, διότι η νήσος εκείνη, η φοβίσασα διά του ναυτικού της, αν και μικρού, και βλάψασα τους κατέχοντας τα φρούρια της Κρήτης Τούρκους, εδύνατο πάλιν, θαρρύνουσα τους αγωνιζομένους Έλληνας, να κινήση νέας εν αυτή ταραχάς. Εν ώ δε διέμενεν εν τω λιμένι της Σούδας ο υπό τον Γιβραλτάρην στολίσκος, ήλθαν και άλλα πολεμικά πλοία τον μάιον εξ Αλεξανδρείας, και δις εφάνησάν τινα τον μήνα τούτον έμπροσθεν της Κάσσου, επολέμησαν, επολεμήθησαν και επανέπλευσαν εις Κρήτην άπρακτα·
Ιούλιος αλλά την 6 Ιουλίου εφάνησαν έμπροσθεν της Κάσσου 45 φέροντα τετρακισχιλίους υπό τον Χουσεήμπεην.
Η νήσος αύτη απέχει 37 μίλια της Κρήτης· έχει τέσσαρα χωρία, την αγίαν Μαρίναν το και σημαντικώτερον, το Αρβανιτοχώρι, την Παναγίαν και την Πόλιν. Τα χωρία ταύτα, κείμενα προς το ανατολικόν μέρος της νήσου, ολίγον απέχουν απ' αλλήλων. Η νήσος όλη είχε κατοίκους 5,000, εξ ών 500 ναύται· παρήσαν και 300 οπλοφόροι Κρήτες. Εξ αιτίας δε της κρημνώδους φύσεώς της είναι μόνον εύβατος κατά το προς την Ελλάδα βλέπον μέρος τριών μιλίων μήκους· επί της γραμμής ταύτης έκειντο 30 κανόνια· ήσαν και αλλού σκοποί. Αλίμενος είναι η νήσος, και τα πλοία της προσωρμίζοντο συνήθως εις Σκάρπαθον· αλλ' εκείναις ταις ημέραις ήσαν συσσωρευμένα εξ αιτίας του καλοκαιρίου εις Αυλάκι. Ελθόντα τα οθωμανικά ηγκυροβόλησαν έμπροσθεν του παρακειμένου νησιδίου της Μακρυάς και εκανονοβόλουν δυο ημέρας ανωφελώς την αγίαν Μαρίναν, αντεκανονοβολούντο δε παρά των επί της ξηράς. Την δε νύκτα της 7 είκοσι τέσσαρες ολκάδες, φέρουσαι στρατεύματα εις απόβασιν, έπλευσαν πέραν της αγίας Μαρίνας προς την δύσβατον και κρημνώδη άκραν της νήσου την βλέπουσαν προς την Κρήτην. Ταυτοχρόνως πλοία τινα του στόλου και άλλαι ολκάδες φέρουσαι στρατεύματα εκανονοβόλουν και ετουφέκιζαν προς την άλλην άκραν της νήσου εις έλκυσιν της προσοχής των εναντίων, και εις επιτυχίαν διά του τρόπου τούτου της επί της άλλης άκρας μελετωμένης αποβάσεως. Επτά μόνον ήσαν οι φυλάσσοντες την θέσιν ταύτην· η απότομος φύσις της εφαίνετο αυτοφύλακτος· αλλά και οι ολίγοι ούτοι ήσαν αμελέστατοι. Τα δ' εχθρικά στρατεύματα, ούσης άκρας νηνεμίας, απέβησαν την νύκτα αφανή και κατέλαβαν και τα τέσσαρα χωρία αμαχητί, διότι οι πολεμισταί της νήσου, όντες επί της παραλίας, όπου υπώπτευαν απόβασιν, δεν έλαβαν γνώσιν του συμβάντος, ειμή αφ' ού εξημέρωσεν.
Είς των πλοιάρχων της Κάσσου, ο Μάρκος, διέπρεπε διά την ανδρίαν του και εδικαίωσε κατά την κρίσιμον ταύτην περίστασιν ην είχεν υπόληψιν. Ούτος εν μέσω της γενικής απελπισίας διά το απροσδόκητον του συμβάντος συνέλεξέ τινας ακούσαντας την πατριωτικήν φωνήν του, παρέστη ένοπλος υπερασπιστής της πατρίδος και μεγάλως ηνδραγάθησε· λέγεται ότι 30 εχθρούς εσκότωσε μόνος αυτός· ζωγρηθείς δε και οπισθαγκωνισθείς απήχθη προς τον Χουσεήμπεην· αλλά και ενώπιον αυτού επεσφράγισεν ενδόξως τας ανδραγαθίας του· έσπασε τα δεσμά του, ήρπασεν από της ζώνης ενός των περιισταμένων την μάχαιράν του, εσκότωσε δύο των φυλάκων και έπεσε και αυτός υπό τα τραύματα των άλλων.
Μετά την άλωσιν των χωρίων κατεστράφη ο αγών· πολλοί εφονεύθησαν, παιδία και γυναίκες ηχμαλωτίσθησαν, τινές κατέφυγαν εις τα όρη, οι δε λοιποί επροσκύνησαν. Εκ των εντοπίων δε πλοίων μόνον έν επρόφθασε και ανήχθη, και διελθόν τον εχθρικόν στόλον διέσωσέ τινας εξ όσων δεινών υπέφεραν οι λοιποί. Οι Τούρκοι ελεηλάτησαν τα χωρία, επεβίβασαν τα επί της ξηράς κανόνια και ύψωσαν επί της νήσου την σημαίαν των. Ο δε Χουσεήμπεης εγκαταστήσας κατ' αίτησιν των ψευδοπροσκυνησάντων διοικητήν της νήσου Τούρκον, απέπλευσεν εις Αλεξάνδρειαν, όπου έφερε τα συλληφθέντα πλοία και τους αιχμαλωτισθέντας· παρέλαβε καί τινας ναύτας εις υπηρεσίαν του στόλου, προσελθόντας αυθορμήτως επ' ελπίδι λυτρώσεως των αιχμαλωτισθέντων συγγενών των· διεδέχθη δε αυτόν εν Κρήτη ο ανεψιός του Μουσταφάμπεης.
Μόλις την 17 εξέπλευσεν η υδραϊκή μοίρα υπό τον Σαχτούρην εις βοήθειαν της Κάσσου και δεν έμαθε την καταστροφήν της ειμή την 21, καθ' ην έρριψεν άγκυραν έμπροσθεν αυτής. Φανέντων των ελληνικών πλοίων, ο αγάς κατέφυγεν εις Κάρπαθον, οι δε ψευδοπροσκυνήσαντες Κάσσιοι έτρεξαν εις το παραθαλάσσιον, και ασπαζόμενοι τους Υδραίους, και διηγούμενοι περιπαθώς την συμφοράν των, και χέοντες θερμά δάκρυα ανήγειραν επί της νήσου των την πεσούσαν ελληνικήν σημαίαν, αλλά δεν ανήγειραν και την πεσούσαν πατρίδα των.
Λήγοντος δε του απριλίου, απέπλευσεν εκ Κωνσταντινουπόλεως πολυάρμενος στόλος υπό τον Χουσρέφην, επιβιβάσας λόχους τινάς γενιτσάρων· προσεπεβίβασε και εν τω θερμαϊκώ κόλπω άλλα στρατεύματα συρρεύσαντα πολλαχόθεν, και αρχομένου του Ιουνίου κατέπλευσεν εις Μιτυλήνην, όπου παρέλαβε και άλλα.
Πολλά κακά έπαθαν, ως είδαμεν, παρά των Ψαριανών και των Σαμίων το πρώτον και δεύτερον έτος του αγώνος τα παράλια της Ασίας· το δε τρίτον έπαθαν και αι νήσοι της Μιτυλήνης, Λίμνου και της Θάσσου, όπου αποβαίνοντες οι Παριανοί ήρπαζαν, έκαιαν, εδουλαγώγουν και εφόνευαν. Εγόγγυζαν επί τοις δεινοίς τούτοις οι κάτοικοι των μερών εκείνων, ως απροστάτευτοι, και η Πύλη εμελέτησε την καταστροφήν των Ψαρών και της Σάμου, καθ' ης και άλλοτε εκίνησε δυνάμεις και απέτυχεν.
Η πόλις των Ψαρών κείται προς το νοτειοανατολικόν μέρος της νήσου. Έμπροσθεν αυτής είναι ο λιμήν· άνωθεν δε εσώζετο παλαιόν τείχος, και εν αυτώ ναός επ' ονόματι του αγίου Ιωάννου. 7500 ήσαν οι εντόπιοι, αλλ' οι εις την νήσον πολλαχόθεν καταφυγόντες υπελογίζοντο 25,000, εξ ών οι πλείστοι ήσαν Κυδωνιείς και Χίοι. Ήσαν και 1000 Θετταλομακεδόνες μισθωτοί. Είχε δε η νήσος όλη εις υπεράσπισίν της 150 κανόνια, εν οίς καί τινα σταλέντα παρά του εν Ρωσσία Βαρβάκη. Εκ των 150 δε 24 έκειντο επί του τείχους.
Ιούνιος Την 18 Ιουνίου εφάνησαν έξωθεν του λιμένος πλοία τουρκικά, και αυθημερόν επανέπλευσαν εις Μιτυλήνην, όπου διέμενεν όλος ο στόλος. Οι Ψαριανοί εσυμπέραναν ότι τα πλοία ταύτα ήλθαν εις κατασκοπήν, και ότι ήγγιζεν η ώρα του κατά της πατρίδος των μελετωμένου κινήματος. Συνελθόντες δε εις συμβούλιον, οι μεν εγνωμοδότησαν να εκπλεύσωσιν εις συνάντησιν του εχθρού μακράν της νήσου, οι δε να τον περιμείνωσιν επ' αυτής. Υπερίσχυσεν η τελευταία γνώμη· απέβησαν οι ναύται και κατέλαβαν διαφόρους θέσεις· άφησαν δε μόνα τα πυρπολικά των εις περίπλουν έμπροσθεν του λιμένος φανταζόμενοι, ότι ικανοί ήσαν να υπερασπίσωσιν όλην την νήσον, ό εστι 18 μιλίων περιφέρειαν, τρισχίλιοι οπλοφόροι. Την 19 ανήχθη ο εχθρικός στόλος, ήλθε προ της μεσημβρίας όπισθεν της πόλεως κατέμπροσθεν της μονής του αγίου Νικολάου και του Ξηροκάμπου, και ήρχισε να κανονοβολή σφοδρώς. Ήσαν δε τα ελθόντα πλοία, μικρά μεγάλα πολεμικά και φορτηγά, 176, εν οίς 1 τρίκροτον, 2 δίκροτα, 6 φρεγάται και 10 κορβέτται· έφεραν δε δωδεκακισχιλίους εις απόβασιν. Οι Έλληνες, έχοντες καλώς ωχυρωμένον το παραθαλάσσιον εκείνο, αντείχαν και αντεκανονοβόλουν γενναίως· δι' όλης δε της ημέρας και της επελθούσης νυκτός επεκράτησεν αμοιβαίος κανονοβολισμός, και οι μαχόμενοι διέμειναν όπου ετοποθετήθησαν ασάλευτοι. Περί δε την δ' ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου εν μέσω του κανονοβολισμού και υπό το επικρατούν εξ αιτίας της νηνεμίας νέφος του καπνού απέβησαν αόρατοι πεντακόσιοι εχθροί κατ' αρχάς, και κατόπιν και άλλοι εις θέσιν Πριόνι, όπου παρέκειτο κανονοστάσιον φέρον τρία κανόνια υπό την επιστασίαν του Ολυμπίου οπλαρχηγού, Κώτα, και 50 οπαδών του. Κωφοί οι φυλάττοντες το κανονοστάσιον εις την φωνήν του αρχηγού των ετράπησαν ιδόντες τους εχθρούς επερχομένους, και επί της τροπής συλληφθείς ο Κώτας εφονεύθη.
Συγχρόνως απέβησαν και άλλοι εχθροί εις Φτελιόν. Εκεί ηύραν σφοδράν αντίστασιν και εχύθη πολύ αίμα· αλλ' όντες πολυαριθμότεροι υπερίσχυσαν και εκυρίευσαν την θέσιν. Εκείθεν επροχώρησαν προς την πόλιν ανεμπόδιστοι, και αναβάντες εις τα υπερκείμενα βουνά έστησαν τας σημαίας των. Ιδόντες δε ταύτας οι επί της νήσου και τους εχθρούς καταβαίνοντας πληθηδόν προς την πόλιν, έτρεξαν προς τα πλοία. Άνδρες και γυναίκες ερρίπτοντο εις την θάλασσαν προς διάσωσιν εις αυτά· αλλά τα πλοία όχι μόνον ήσαν ηγκυρωμένα αλλά δεν είχαν, εκτός ολίγων, ουδέ τα πηδάλιά των, διότι επί τη αιτήσει των υπομισθίων Θετταλομακεδόνων τα απεβίβασαν την προτεραίαν ίνα μη φύγωσιν οι εντόπιοι ελθόντος του εχθρού, και εγκαταλειφθώσιν οι πολεμούντες υπέρ αυτών ετερόχθονες. Το περιστατικόν τούτο εξέθεσε τους πλείστους εις σφαγήν και εις αιχμαλωσίαν, μόνοι όσοι επρόφθαναν και κατέφευγαν εις πηδαλίουχα, ή εις πλοιάρια, απέφευγαν τας χείρας των εχθρών, διότι ο εχθρικός στόλος εβράδυνε να έλθη έμπροσθεν του λιμένος, και τα πλοία ταύτα απεμακρύνοντο ασφαλώς του τόπου της σφαγής και της αιχμαλωσίας· οι δε λοιποί επνίγοντο ή ηχμαλωτίζοντο· 19 μόνον πλοία επρόφθασαν και έφυγαν, όλα δε τα άλλα, ως 100 μικρά μεγάλα, ελθόντος του στόλου, συνελήφθησαν. Έν δε αυτών, το του Δημήτρη της Ασημήνας, φέρον γυναίκας και παιδία εκάη αύτανδρον προς αποφυγήν των παθημάτων της τουρκικής αιχμαλωσίας· το δε του Χατσή-Αγγελή ελυτρώθη εκληφθέν ως πυρπολικόν αναφθείσης επί του καταστρώματος πυρίτιδος. Οι εχθροί έκαυσαν την πόλιν, και κυριεύσαντες την νήσον όλην απέκλεισαν· προσέβαλαν το τείχος, την μόνην θέσιν ην διετήρησαν οι Έλληνες μετά την ευτυχή απόβασιν των εχθρών. Πολλοί ήσαν οι έγκλειστοι, εν οίς και 600 Θετταλομάγνητες υπό τον Λάμπρον Κασσανδρέα, τον Γούλαν και άλλους· συνεκλείσθη και ο Σλάβος Ράδος, ο άλλοτε εν Ευβοία αριστεύσας. Δύο ημερονύκτια αντέστησαν ούτοι γενναίως, αλλ' εκ του σφοδρού κανονοβολισμού διερράγη η μόνη εντός του τείχους δεξαμενή, και εξ αιτίας της στερήσεως του νερού και της απελπισίας από πάσης έξωθεν βοηθείας απεφάσισαν οι έγκλειστοι την τρίτην ημέραν ν' αποθάνωσιν ενδόξως. Την αυτήν ημέραν απεφάσισαν και οι εχθροί ν' αναβώσι ξιφήρεις το τείχος. Εντός αυτού ήτο σπήλαιον, η φοντάνα, χρησιμεύον ως πυριτοθήκη και καταφύγιον οικογενειών. Οι έγκλειστοι εξετέλεσαν εν πρώτοις όσα η θρησκεία παραγγέλλει προ του θανάτου, και δράξαντες την στιγμήν καθ' ην οι εχθροί ανέβαιναν πληθηδόν πανταχόθεν κατεβίβασαν την επί του τείχους ελληνικήν σημαίαν, ύψωσαν λευκήν εφ' ης ήσαν εγκεχαραγμέναι αι λέξεις «Ελευθερία ή θάνατος», και έβαλαν πυρ εις την πυριτοθήκην. Εσείσθη η νήσος επί τη εκρήξει, ανετράπησαν τα τείχη, και υπό τα ερείπια όλοι οι εντός, εκτός δύο, ετάφησαν, και συνετάφησαν και οι εφορμήσαντες εχθροί των υπερδισχίλιοι. Μικρός ο αριθμός των αιχμαλωτισθέντων επί της καταστροφής της νήσου, αλλά υπέρμεγας ο των φονευθέντων. Εκ των 7500 εντοπίων, 3500 διεσώθησαν, εν οίς και 150 κρυβέντες κατά το μέρος όπου εγένετο η απόβασις, ους παρέλαβε την επαύριον η παρευρεθείσα επί τη καταστροφή των Ψαρών γαλλική φρεγάτα Ίσις· ώστε, αν κατά την αναλογίαν ταύτην λογισθώσι και οι εκ των 25,000 προσφύγων διασωθέντες μη εχόντων προς σωτηρίαν όσους τρόπους είχαν οι εντόπιοι, ο αριθμός όλων των φονευθέντων και αιχμαλωτισθέντων υπερβαίνει τους δεκαεπτακισχιλίους.
Καταστρεφομένης δε της νήσου, οι αιμοχαρείς πορθηταί της έκοπταν και μετεκόμιζαν εις την ναυαρχίδα τας κεφαλάς των αθλίων Χριστιανών. Ο δε καπητάμπασας, καθήμενος επί της λεοντής του, τας εδέχετο περιχαρής συσσωρευομένας υπό τους οφθαλμούς του, και εφιλοδώρει τους αποκεφαλιστάς κατά την βδελυράν τουρκικήν συνήθειαν. Ελλιμένιζε ταις ημέραις εκείναις έμπροσθεν των Ψαρών το αγγλικόν δικάταρτον Alacrity. Ο πλοίαρχος Υωρκ (α), μαθών ότι απήγαγαν εις την οθωμανικήν ναυαρχίδα ως αιχμάλωτον αρχιμανδρίτην τινά φίλον του, αφίχθη εις λύτρωσίν του, και υποκριθείς ότι επεθύμει να τον αποχαιρετήση, παρεκάλεσε τον πασάν να διατάξη την προσέλευσίν του· επί τη παρακλήσει ταύτη ελάλησεν ο πασάς πρός τινα των παρεστώτων κατ' ιδίαν, και μετ' ολίγον προσηνέχθη κεφαλή γενειώσα, την στιγμήν εκείνην αποκοπείσα και αίμα εισέτι στάζουσα. Σατανικώς δε υπομειδιάσας ο πασάς επί τω θεάματι, είπε τω πλοιάρχω δακτυλοδεικτών την κεφαλήν, «ιδού ο φίλος σου». Ο πασάς ούτος ήτον είς των συνετωτέρων και ημερωτέρων ανδρών της αυτοκρατορίας.
Η καταστροφή των Ψαρών υπό την πολεμικήν έποψιν δεν ομοιάζει την των Κυδωνιών, της Ναούσης, της Κασσάνδρας ή της Χίου· ήτο καταστροφή μεγάλου μέρους της ναυτικής δυνάμεως της Ελλάδος και εξαφάνισις της προφυλακής αυτής· ήτον απόσβεσις φλογός καιούσης κατ' έτος τα εχθρικά παράλια της Ασίας και πολλάκις λυούσης τας εκστρατείας της. Ζωήν ενόμισαν οι πλησιόχωροι λαοί της Ασίας τον θάνατον των Ψαρών, και εδοξολόγησαν τον Θεόν ιδόντες πωλουμένας εν ταις αγοραίς των τας γυναίκας και τα τέκνα ανδρών, ων ακούοντες χθες μόνα τα ονόματα έτρεμαν. Ερρέθη, ότι η νήσος ηλώθη εξ επιβουλής, και ότι το κανονοστάσιον επροδόθη υπό του Κώτα· αλλ' η κατηγορία αύτη είναι πάντη ανυπόστατος, και ο Κώτας συλληφθείς υπό των εχθρών εφονεύθη.
Εν ώ δε κατεστρέφοντο τα Ψαρά, αι ναυτικαί μοίραι Ύδρας και Σπετσών ηπράκτουν δι' έλλειψιν των εις έκπλουν. Προ πολλού είχε φθάσει, ως είπαμεν, και η πρώτη και η δευτέρα δόσις των δανείων εις Ζάκυνθον, και αν δεν παρενέπιπταν τα περί ων διελάβαμεν εμπόδια εις την προς την ελληνικήν κυβέρνησιν αποστολήν αυτών, επρολαμβάνετο ίσως διά του εν καιρώ έκπλου του στόλου η πτώσις και της Κάσσου και των Ψαρών. Εν τοσούτω, η περί ης ο λόγος καταστροφή κατετάραξε τους Έλληνας φοβηθέντας μη πάθη και η Ύδρα ό,τι έπαθαν τα Ψαρά, και τότε κατεστρέφετο όλος ο αγών· διά τούτο και στρατεύματα έξωθεν εις την νήσον ταύτην μετεβιβάσθησαν, και πλοία μετά μεγάλης σπουδής και εκ του προχείρου ητοιμάσθησαν και ενωθέντα μετά των διασωθέντων ψαριανών απέπλευσαν υπό τον Μιαούλην προς τα Ψαρά επ' ελπίδι να προλάβωσι την πτώσιν του τείχους αντέχοντος ως εφημίζετο· διετάχθη δε και η υπό τον Σαχτούρην πλεύσασα εις βοήθειαν της Κάσσου μοίρα και μη φθάσασα εκεί εν καιρώ να πλεύση και αύτη προς εκείνο το μέρος· προς το αυτό μέρος έπλευσε και η των Σπετσών.
Μετά δε την ανατροπήν του τείχους επανέπλευσαν ο στόλος και τα στρατεύματα του εχθρού εις Μιτυλήνην. Δισχίλιοι μόνον στρατιώται και 35 πλοία ένοπλα δευτέρας και τρίτης τάξεως, τα πλείστα σαλούπαι, εναπέμειναν εις μετακόμισιν των επί της νήσου κανονίων· εναπέμειναν και χίλιοι εθελονταί εις λαφυραγωγίαν· εστάλησαν και εις Κωνσταντινούπολιν ως τρόπαια και εξετέθησαν επί των πυλώνων του παλατίου την 12 ιουλίου 500 κεφαλαί, 1200 ωτία, 35 ελληνικαί σημαίαι και 200 αιχμάλωτοι.
Ιούλιος Την δε 3 εξημερώθη η υπό τον Μιαούλην μοίρα έξωθεν των Ψαρών υπό το ακρωτήριον του Λιμεναρίου· έφθασε συγχρόνως και η υπό τον Σαχτούρην και η των Σπετσών· όλα δε τα πλοία συνηριθμούντο 56, εξ ών 34 υδραϊκά, 13 σπετσιωτικά, και 9 ψαριανά, και απεβίβασαν αυθημερόν ικανούς ναύτας. Ιδόντες οι επί της νήσου τους εχθρούς των αποβάντας, άφησαν όλα τα μέρη της νήσου και έτρεξαν εις τα εν τω λιμένι πλοία των τόσον έντρομοι, ώστε τινές αυτών επνίγησαν· διακόσιοι μόνον μη προφθάσαντες να φύγωσιν εκλείσθησαν εντός τεσσάρων οικιών. Επίσης έντρομα και τα πληρώματα των εν τω λιμένι εχθρικών πλοίων έκοψαν τας αγκύρας και ανήχθησαν· ανήχθησαν και τα ελληνικά εις καταδίωξιν αυτών και τα εκανονοβόλησαν· μία γολέττα παρεδόθη και έν άλλο πλοίον εκάη· επόδισαν τότε τα εχθρικά προς την Χίον καταδιωκόμενα· οι δε εν αυτοίς απελπισθέντες τα έρριψαν εις την ξηράν και τα έκαυσαν· τέσσαρα μόνον διεσώθησαν και ταύτα κακώς έχοντα. Την δ' επαύριον απέκλεισαν οι Έλληνες τους εν ταις οικίαις και επυροβόλουν διά ξηράς και θαλάσσης, αλλ' εις μάτην. Τέσσαρες ναύται και ο ανδρείος πλοίαρχος Λάζαρος Παναγιώτας επληγώθησαν πολεμούντες επί της ξηράς, και εν ελλείψει χειρούργου μετεκομίσθησαν εις Ύδραν.
Μετά δε την φθοράν του εχθρικού στολίσκου και τον πολύν όλεθρον των εν αυτώ, επανέπλευσαν τα ελληνικά πλοία εις Ψαρά και επήραν πολλά των υπό των εχθρών εις τον αιγιαλόν καταβιβασθέντων και μη εισέτι επιβιβασθέντων κανονίων. Την δε 7, ανατείλαντος του ηλίου, εφάνη εχθρικόν πλοίον κατά την Χίον· απέπλευσαν ευθύς εκ Ψαρών τρία ελληνικά εις καταδίωξιν του, αλλά μετ' ολίγον ειδοποίησαν διά σημείων, ότι όλος ο εχθρικός στόλος εφαίνετο· τότε διετάχθησαν οι επί της ξηράς ναύται να επιβιβασθώσι, και τούτου γενομένου, ανήχθησαν όλα τα πλοία· αλλά μόνον 14 υδραϊκά έπλευσαν προς την Χίον, τα δε άλλα επόδισαν προς τον Καφηρέα. Επειδή δε τόσον ολίγα δεν ήσαν αξιόμαχα προς τοιούτον στόλον, δεν εναυμάχησαν, αλλ' ελλιμένισαν την 11 υπό το ακρωτήριον της Σάμου, και εκείθεν επανέπλευσαν εις τα ίδια. Επ' ουδεμιάς δε άλλης μέχρι τούδε εκστρατείας ευρέθησαν τα ελληνικά τόσον απρομήθευτα των αναγκαίων. Εν τούτοις ο εχθρικός στόλος κατέπλευσεν εις Ψαρά, παρέλαβε τους εγκλείστους και τα εναπομείναντα κανόνια, κατηδάφισε τας σωζομένας οικίας, και χώσας τον λιμένα επανέπλευσεν εις Μιτυλήνην.
Τοιουτοτρόπως απετελείωσεν η καταστροφή των Ψαρών. Η δε κυβέρνησις περιέθαλψεν όπως εδύνατο τους διασωθέντας Ψαριανούς και τοις έδωκεν επί τη αιτήσει αυτών εις προσωρινήν κατοικίαν την Μονεμβασίαν και εις μόνιμον διά ψηφίσματος τον Πειραιά, αλλά το ψήφισμα δεν επραγματοποιήθη, συνοικισθέντων των πλείστων εις Αίγιναν.
Την καταστροφήν των Ψαρών επρόκειτο κατά το σχέδιον της Πύλης να παρακολούθηση η της Σάμου· αλλ' ο αφιλοπόλεμος Χουσρέφης, αντί να την προσβάλη αμέσως ανέτοιμον, απροστάτευτον υπό του ελληνικού στόλου και απελπισθείσαν επί τη καταστροφή των Ψαρών, εκάθησεν ολόκληρον μήνα αργός εν Μιτυλήνη. Αθλιώτατα ήσαν τα εσωτερικά της Σάμου τον μήνα εκείνον. Τέσσαρες ήσαν αι φατρίαι· η μεν ήθελε φυγήν, η δε επίκλησιν αγγλικής προστασίας, η τρίτη συμβιβασμόν, η δε τετάρτη αντίστασιν μέχρι θανάτου. Καλή τύχη υπερίσχυσεν η τελευταία ελθούσης εν καιρώ της ειδήσεως ότι τα εν Ζακύνθω κατατεθέντα χρήματα εδόθησαν, και ότι εξ αυτών εχορηγήθησαν προς έκπλουν του στόλου εις βοήθειαν της νήσου των δίστηλα 90,000.
Την δε 24 εξέπλευσαν 15 πολεμικά σπετσιωτικά και έν πυρπολικόν υπό τον Κολανδρούτσον, ηγκυροβόλησαν την 27 εις Κολώνας και ανήχθησαν μετά τρεις ημέρας· ηυξήθη δε ο αριθμός αυτών μετ' ολίγον εις 28. Την δε 27 εξέπλευσαν 27 υδραϊκά πολεμικά και πυρπολικά αποτελούντα την πρώτην μοίραν υπό τον Σαχτούρην· ητοιμάζετο δε μετά πολλής σπουδής να εκπλεύση και η δευτέρα υπό τον Μιαούλην. Την 30 εξημερώθη η υπό τον Σαχτούρην έξωθεν της Ικαρίας και είδε 40 μικρά πλοία, εν οίς και 20 σακολέβας, πλέοντα υπό τουρκικήν σημαίαν προς την Σάμον και φέροντα δισχιλίους εις αποβίβασιν προς το μέρος του Καρλοβασίου. Προπλέοντα δε τρία πλοία της μοίρας ταύτης και δύο σπετσιωτικά έπεσαν επί τα φανέντα εχθρικά, δύο σακολέβας κατεπόντισαν και δύο άλλας συνέλαβαν, τους δε εν αυταίς έσφαξαν. Εν τω μεταξύ δε τούτω επλησίασαν και τα λοιπά, και τότε όλα τα εχθρικά πλοιάρια καταδιωκόμενα ηναγκάσθησαν τα μεν να πέσωσιν εις την πλησιεστέραν ξηράν, τα δε να καταφύγωσιν εις άλλα παράλια. Επί της συγκρούσεως δε ταύτης εφονεύθησαν εκ των Ελλήνων 5 και επληγώθησαν 9. Την δε επαύριον έπλευσεν η μοίρα υπό εύδιον άνεμον προς την παραλίαν, όπου, ως ειδοποιήθη, διάφορα πλοιάρια παρελάμβαναν στρατεύματα· αλλ' η είδησις δεν ήτον αληθής· εκείθεν έπλευσε παρά το στόμιον του πορθμού κατά την Μυκάλην, όπου και ηγκυροβόλησεν· αλλ' ανήχθη μετ' ολίγον ιδούσα επί των αντικρύ βουνών και των παραλίων πλήθη στρατευμάτων, εντός δε δύο λιμενίσκων σωρούς πλοιαρίων ετοίμων να μεταβιβάσωσι τα στρατεύματα ταύτα εις Σάμον· ήσαν εν αυτοίς και δύο βρίκια, άτινα άμα είδαν τα ελληνικά πλοία επερχόμενα, έκοψαν τας αγκύρας και έτρεξαν υπό την σκέπην του μεγάλου στόλου ελλιμενίζοντος όπισθεν του κατά το ακρωτήριον της αγίας Μαρίνας ερημονησίου. Προχωρήσασα βαθύτερον η μοίρα είδεν άλλα πλοιάρια προσωρμισμένα, και άλλα στρατεύματα συσσωρευμένα επί των παραλίων και των πλησίον λόφων έτοιμα εις μεταβίβασιν. Επλησίασαν τότε τρία των πλοίων προς την ξηράν, έν αυτών έρριψε μίαν κανονίαν, και εν τω άμα ετράπησαν οι επί της παραλίας εχθροί και ανέβησαν εις τους λόφους. Επόδισε μετά τούτο η μοίρα και έρριψεν άγκυραν αυθημερόν όπου και πρότερον. Αφ' ού δε παρετήρησεν ο εχθρός ότι, εν όσω τα ελληνικά πλοία κατείχαν την θέσιν εκείνην, η μετάβασις των στρατευμάτων εδυσκολεύετο, 18 πλοία της πρώτης τάξεως έπλευσαν, περί την δ' ώραν επί τα ελληνικά. Ο Σαχτούρης διέταξε να ναυμαχήσωσιν οι περί αυτόν επ' αγκύρας· εναυμάχησαν μετά μεσημβρίαν καθ' όν τρόπον διέταξε· πολλοί εκατέρωθεν κανονοβολισμοί αλλ' αποτέλεσμα ουδέν· προς δε το εσπέρας, αφ' ού ώρμησαν δύο πυρπολικά, το του Ρομπότση και το του Τσάπελη, το μεν εις μίαν φρεγάταν το δε εις μίαν κορβέτταν, εφοβήθησαν οι εχθροί και απεμακρύνθησαν· επανήλθαν και την επαύριον. Οι Έλληνες τους εδέχθησαν επ' αγκύρας ως και την προτεραίαν. Τρεις ώρας εναυμάχησαν, και πάλιν πολύς κανονοβολισμός και αποτέλεσμα ουδέν, έως ου ανήχθησαν τέσσαρα πυρπολικά, άτινα μόλις είδαν οι εχθροί επιπλέοντα απεμακρύνθησαν και ούτως έπαυσεν η δευτέρα ναυμαχία.
Αύγουστος Την δε 2 αυγούστου ήλθαν εις χαιρετισμόν του αντιναυάρχου ο αρχιερεύς της Σάμου, ο Λυκούργος και άλλοι πρόκριτοι· τους αντεπεσκέφθη και ο αντιναύαρχος επί της ξηράς, όπου υπεδέχθη μετά μεγίστης τιμής. Αυθεσπερί δε ήλθαν όπου τα υδραϊκά πλοία και τα 28 σπετσιωτικά και έν ψαριανόν. Την 4 έπλευσε και τρίτην φοράν ο εχθρικός στόλος επί τον ελληνικόν· κανονοβολών δε αυτόν εκανονοβόλει συγχρόνως και τα επί της νήσου κανονοστάσια και αντεκανονοβολείτο. Εν τούτοις ανήχθησαν 17 των ελληνικών πολεμικών και διετάχθησαν και τα πυρπολικά να κινηθώσιν, αλλ' ουδέν εκινήθη· και οι μεν πλοίαρχοι ητιώντο τα πληρώματα, τα δε πληρώματα τους πλοιάρχους. Εις μάτην δε ο αντιναύαρχος έτρεχεν από πυρπολικού εις πυρπολικόν και εκάλει τους εν αυτοίς εις εξόρμησιν. Καλή τύχη έφθασε κατ' αυτήν την ώραν ο Κανάρης, υπήκουσε μετά χαράς, και τότε το πυρπολικόν αυτού και τα 17 πολεμικά υδραϊκά και σπετσιωτικά ώρμησαν εις το μέσον των εχθρικών και δεν επόδισαν ειμή αφ' ού ηναγκάσθησαν τα εχθρικά όλα ν' απομακρυνθώσιν.
Η τρίτη αύτη ναυμαχία διήρκεσε πέντε ώρας. Εν τούτοις τα επί της ξηράς πολυπληθή στρατεύματα έβλεπαν αυτοψεί την καταισχύνην του μεγάλου στόλου των καταδιωκομένου και φεύγοντος και ωλιγοψύχουν. Ο ατυχής στόλος εκινήθη και τετάρτην φοράν κατά του ελληνικού την επαύριον, και τα μεν των πλοίων αυτού επροσπάθουν, πνέοντος ολίγου ανατολικού ανέμου, να επιπέσωσι διά του μεταξύ του ανατολικού ακρωτηρίου της Σάμου (Κολώνες) (β) και της αγίας Μαρίνας πορθμού φυλαττομένου υπό των Σπετσιωτών, τα δε διά του αριστερού μέρους φυλαττομένου υπό των Υδραίων. Καλή τύχη εφιλοτιμήθησαν και οι πυρποληταί όλοι ημέραν εκείνην και εκινήθησαν πρόθυμοι. Πρώτος ο Τσάπελης ώρμησεν εις μίαν μεγάλην φρεγάταν πλέουσαν μεταξύ του ακρωτηρίου της Σάμου και της αγίας Μαρίνας. Ο πυρπολητής ούτος προσέπλευσεν εντός βολής πιστόλας, αν και βροχηδόν έπιπταν εντός του πυρπολικού του οι μύδροι και τα βόλια της φρεγάτας. Αλλ' εν ώ επρόκειτο να το κολλήση, τινές των ναυτών του, ιδόντες τους εχθρούς ετοιμάζοντας τας λέμβους των εις ρυμουλκίαν της φρεγάτας, και υπολαβόντες ότι ήρχοντο εις αφαρπαγήν του εφολκίου, εδειλίασαν, και εμβάντες δρομαίοι εις αυτά άφησαν επί του πυρπολικού τον πλοίαρχον πηδαλιουχούντα, απειλούντες ότι θα έκαιαν και το πλοίον και αυτόν, αν δεν τους ηκολούθει. Τόση δε δειλία παρά συνήθειαν κατέλαβε τους ναύτας, ώστε θα έπιπτε το πλοίον εις χείρας των εχθρών, αν δεν επρόφθανε να το καύση ο πλοίαρχος καύσας εκ της πολλής βίας και τα πρόσωπόν του και την χείρα του· αλλ' ό,τι δεν κατώρθωσεν ο γενναίος αλλ' ατυχής Τσάπελης, το κατώρθωσε μετά μίαν ώραν ο επιδεξιώτατος Κανάρης. Ούτος, καθ' ην ώραν ηγωνίζετο η φρεγάτα να κάμψη το ακρωτήριον, έστησε το πυρπολικόν του έμπροσθέν της, ώστε, αν η φρεγάτα επροχώρει, αδύνατον ήτο να διαφύγη τας φλόγας του· εις αποφυγήν δε του δεινού έστρεψε την πρώραν προς τα παράλια της Ασίας, και καταδιωκομένη υπό του πυρπολικού ηναγκάσθη να πλεύση προς τον πλησιέστερον κρημνόν· αλλά πριν πέση έξω, την επρόφθασε το πυρπολικόν και περιεπλέχθη· η φρεγάτα κατήντησεν ακυβέρνητος, και οι πλείστοι των εν αυτή, πεσόντες εις την θάλασσαν, εξεκολύμβουν. Εν τοσούτω αι φλόγες διεδόθησαν εις αυτήν, άναψε μετ' ολίγον και η πυριτοθήκη, και τότε κανόνια, κατάρτια, κεραίαι, σφαίραι, ξύλα, σίδηρα ετινάχθησαν όλα εις τον αέρα, και πολλά αυτών έπεσαν εν μέσω των επί της ξηράς στρατευμάτων και άλλους μεν εφόνευσαν, άλλους δε επλήγωσαν. Εφονεύθησαν και δύο ναύται του πυρπολικού υπό των τουφεκιών των επί της ξηράς· οι δε απομείναντες εν τη φρεγάτα οι μεν συνεκάησαν, οι δε επί των κυμάτων φερόμενοι εζωγρήθησαν και εσφάγησαν. Ο εχθρός, αν και εξεθαμβήθη επί τοις παθήμασί του, δεν απηλπίσθη και ανεστράφη· αλλ' αντέστη σφοδρώς η εκ σπετσιωτικών πλοίων αριστερά πτέρυξ, εν οίς διεκρίθη το υπό τον Ανάργυρον Λεμπέσην. Το δειλινόν περιέπλεξεν ο Βατικιώτης το πυρπολικόν του εις δικάταρτον τουνεζινικόν 20 κανονίων και το έκαυσεν· συνελήφθη δε καί τις εν αυτώ πασάς Τουνεζίνος προφθάσας και ριφθείς εις την θάλασσαν. Μετά δύο ώρας άλλοι πυρποληταί, ο Δημήτρης Ραφαλιάς και ο Λέκας Ματρόζης περιέπλεξαν τα πυρπολικά των είς τινα φρεγάταν και την έκαυσαν. Ερρίφθησαν και δύο άλλα μετά ταύτα, αλλ' εκάησαν μη καύσαντα. Απελπισθείς επί τέλους ο εχθρικός στόλος απεμακρύνθη περί την α' ώραν της νυκτός κατά το Αγαθονήσι· η δε φθορά, ην έπαθε την ημέραν εκείνην, και η εντεύθεν καταισχύνη εφαίνοντο ματαιώσασαι την εις Σάμον απόβασιν· και τα μεν στρατεύματα διεσκορπίσθησαν, ο δε στόλος κατέπλευσεν εις Πάτμον και Καρέναν, και μετ' ολίγας ημέρας μεθώρμησεν εις Κων όπου ανεμένετο ο αιγύπτιος (γ).
Η λαμπρά αύτη και σωτηριώδης ναυμαχία ενέπλησε θάρρους τας καρδίας των Ελλήνων και τους παρηγόρησε διά την καταστροφήν της Κάσσου και των Ψαρών. Εξ όσων δε κατώρθωσεν ο ελληνικός στόλος εις προφύλαξιν της Σάμου εξάγεται, ότι δεν κατεστρέφοντο ίσως ουδέ τα Ψαρά, αν υπερασπίζοντο επί της θαλάσσης (δ).
Καθ' όν δε καιρόν εκινείτο ο στόλος κατά των Ψαρών και της Σάμου, εκινούντο και στρατεύματα προς την Ανατολικήν Ελλάδα. Ο φοβερός ως ηγεμών της Μακεδονίας Αβδουλαβούτης δεν ευδοκίμησεν ως Ρούμελη-βαλεσής και διεκρίθη μόνον διά την ωμότητά του. Ο σουλτάνος τον εκάθηρεν, αρχομένου του έαρος του έτους τούτου, και αντικατέστησε τον Δερβήσ -πασαν. Διετάχθη ούτος να στρατολογήση 30,000, αλλ' ούτε το ήμισυ εδυνήθη να συνάξη· είχε δε υπό την οδηγίαν του τον Ισούφπασαν Μπερκόφτσαλην και τον εκ Δίμπρας Αμπάτπασαν. Μεσούντος δε του Ιουνίου, εστρατοπέδευσε πανστρατιά εις Λιανοκλάδι υπό κακούς οιωνούς. Δύο τρεις ημέρας πρότερον είχε στείλει εκεί υπό φύλαξιν ενόπλων πολλά κιβώτια φυσεκίων εις χρήσιν του στρατού, αλλά την νύκτα έπεσε κεραυνός εις τον πύργον, όπου τα πολεμεφόδια εφυλάττοντο, τα έκαυσεν όλα, και συνέκαυσε καί τινας των φυλασσόντων αυτά.
Στρατοπεδεύσας δε ο Δερβήσπασας εις Λιανοκλάδι έστειλε μετά τινας ημέρας εις Γραβιάν υπό τους δύο άλλους πασάδας εξακισχιλίους πεζούς και χιλίους ιππείς, ίνα εισβάλωσι δι' εκείνης της οδού εις Σάλωνα· διέταξε και τον Καρύστιον Ομέρπασαν και τον εν Πρεβέζη Βρυώνην να εισβάλωσι και ούτοι συγχρόνως ο μεν εις Αττικήν ο δε εις Ακαρνανίαν, συνελθόντα δε όλα τα στρατεύματα εις Ναύπακτον να μεταβώσιν όπου τα πράγματα τα ωδήγουν. Αλλά τα σχέδια των Τούρκων ήσαν ως και τα των Ελλήνων, γραπτά μάλλον ή πρακτά.
Τας αυτάς δε ημέρας συνενωθέντες οι εν Ρίω, Αντιρρίω και Ναυπάκτω Τούρκοι, ως πεντακόσιοι, ώρμησαν εις την επαρχίαν Λιδωρικίου, και ευρόντες μέρος του στρατεύματος της επαρχίας ταύτης εν τω χωρίω Ομέρ-εφέντη υπό τον οπλαρχηγόν του Καλτσά, Τριαντάφυλλον, συνεκρούσθησαν, και μη δυνηθέντες να προχωρήσωσιν ωπισθοδρόμησαν. Εκ των Ελλήνων 6 εφονεύθησαν και 11 επληγώθησαν.
Γνωσθείσης δε της μελετωμένης εις Σάλωνα εισβολής, ανηγέρθησαν, διαταγή του Πανουργιά, κατά την μεταξύ Σαλώνων και Άμπλιανην 10 δυνατοί προμαχώνες· αλλ' ολιγάριθμον ήτον ως προς την ανάγκην το τάγμα του Πανουργιά. Καλή τύχη συνήλθαν εις την θέσιν εκείνην και άλλα τάγματα υπό τον Γεωργάκην Δράκον, τον Γιώτην Δαγκλήν, τον Διαμάντην Ζέρβαν και τον Περραιβόν. Έστειλε και ο Λόντος υπό τον Παναγιώτην Νοταράν 200 στρατιώτας, και επί μισθοδοσία δέκα χιλιάδων γροσίων έπεισε και τους περί τον Κίτσον Τσαβέλλαν, εκ Μεσολογίου εις Πελοπόννησον ερχομένους και διαβαίνοντας την Σεργούλαν, να μεταβώσι και ούτοι εις την θέσιν εκείνην· ήσαν δε όλοι οι υπερασπισταί της εννεακόσιοι.
Ιούλιος Την 8 ιουλίου μέρος του εχθρικού στρατού εξ Αλβανών και υπό την οδηγίαν του Αμπάζπασα επάτησε την επαρχίαν του Λιδωρικίου, ήρπασεν οκτακισχίλια πρόβατα και μίαν εκατοστύν ίππων, ηκροβολίσθη μετά του εν Μουσινίτσα υπό τον Σκαλτσάν τάγματος ενδυναμωθέντος και παρά τινων Κραββαριτών υπό τον Σαφάκαν και επανήλθεν εις το στρατόπεδόν του. Την νύκτα δε της 13 εξεστράτευσαν όλοι οι εν Γραβιά σύροντες και δύο κανόνια, και εξημερώθησαν εις του Σανδάλη το μνήμα, μίαν ώραν μακράν της Άμπλιανης, και την γ' ώραν της ημέρας έπεσαν επί τους κατέχοντας την θέσιν εκείνην Έλληνας· και κατ' αρχάς μεν πυροβολούντες, μετ' ολίγον δε ξιφήρεις, ηγωνίζοντο ν' ανοίξωσιν ην επρόλαβαν οι Έλληνες και έφραξαν οδόν, ενρίψαντες κορμούς δένδρων. Γενναίως υπεράσπισαν τας θέσεις των οι Έλληνες, αντέκρουσαν τους εχθρούς και πολλάκις εφορμήσαντας τους απώθησαν· αλλ' ανένδοτοι ήσαν οι εχθροί και αμφιρρεπής η μάχη μέχρι της εσπέρας, καθ' ην ελθούσα επικουρία υπό τον Χαλμούκην έπεσεν επί την αριστεράν πτέρυγα του εχθρού, την έβαλεν εις αταξίαν, και διά της θερμής συνεργείας των Σουλιωτών πολεμούντων προς εκείνο το μέρος την έτρεψεν. Η τροπή της αριστεράς πτέρυγος επέφερε την του κέντρου· μόνη η δεξιά αντείχε και στενώς επολιόρκει τον προμαχώνα, εν ώ ήτον ο Νάκος Πανουργιάς· αλλ' αφ’ ού ενύκτωσεν, ετράπη και αύτη μη δυναμένη μόνη ν' ανθέξη. Οι Έλληνες έτρεξαν κατόπιν των εχθρών, επήραν τα δύο κανόνια, πολλά όπλα, πολεμεφόδια, ίππους, σημαίας, και την σκηνήν του Μπερκόφτσαλη. 37 Έλληνες και πάμπολλοι Τούρκοι εσκοτώθησαν και επληγώθησαν, πολλοί δε κατεκρημνίσθησαν επί της διά των στενοτοπιών φυγής των ωθούντες και ωθούμενοι, και προτιμώντες τον θάνατος της αιχμαλωσίας· απόδειξις δε της μεγάλης φθοράς των εχθρών είναι, ότι τα στρατεύματα, επανελθόντα εις Γραβιάν, δεν επεχείρησαν νέαν εισβολήν. Εφονεύθη την ημέραν εκείνην και ο γνωστός Μπέης της Θράκης, Σουλεϊμάνης.
Καθώς δε προεσχεδιάσθη, απέβη κατ' αυτάς και ο Καρύστιος Ομέρης εις Ωρωπόν μετά των εν Ευβοία δισχιλίων γενιτσάρων και χιλίων άλλων και ελεηλάτει τα πέριξ. Ο δε Γκούρας, ο προ ενός μηνός διορισθείς παρά της κυβερνήσεως φρούραρχος Αθηνών,
Ιούλιος εξεστράτευσε την 3 Ιουλίου μετά 600, και την επαύριον κατέλαβε το άνωθεν της πεδιάδος του Μαραθώνος παλαιότειχον. Την 5 επήλθαν οι εχθροί και ηκροβολίσθησαν, επανελήφθη η μάχη και την 6, και οι Τούρκοι έρριψαν 50 κανονίας, και δις και τρις εφώρμησαν, αλλ' απεκρούσθησαν. Ήλθεν εν τω μεταξύ τούτω επικουρία υπό τον Ευμορφόπουλον και άλλους, και τότε έπεσαν όλοι επί τους εχθρούς, τους έτρεψαν και εις σημείον της νίκης έστειλαν εις Αθήνας 30 κεφαλάς και 2 σημαίας. Μετά δε την μάχην ταύτην οι μεν Έλληνες επανήλθαν εις την πόλιν, οι δε Τούρκοι μετέβησαν εις Καπανδρίτι περιφερόμενοι επί αρπαγή και αιχμαλωσία. Την δε 20 ήλθαν εγγύς της πόλεως 600 ιππείς· αλλ' εξορμήσαντες οι Έλληνες υπό τον κανονοβολισμόν της ακροπόλεως τους ηνάγκασαν να οπισθοδρομήσωσι διά της Κυφησίας. Την 3 αυγούστου προσήγγισαν αύθις οι ιππείς, εξήλθαν τότε και οι Έλληνες οι μεν έφιπποι οι δε πεζοί, συνήψαν μάχην περί τας στήλας του Ολυμπίου Διός, και απεδίωξαν πάλιν τους εχθρούς. Μετά τρεις δε ημέρας εξεστράτευσαν οι Έλληνες, και απαντήσαντες τους εχθρούς μεταβαίνοντας εις Κάλαμον έβαλαν εις αταξίαν τους πεζούς και εζώγρησαν καί τινα σκευοφόρα ζώα, αλλ', επιστραφέντων των ιππέων, ετράπησαν οι Έλληνες, και παρ' ολίγον εζωγρήθη και ο Γκούρας. Την αυτήν νύκτα ανεχώρησαν οι Τούρκοι εις Εύβοιαν κακώς έχοντες διά την επισκήψασαν εις το στρατόπεδον δεινήν δυσεντερίαν εκ της βρώσεως των αώρων καρπών. 30 Έλληνες εφονεύθησαν και επληγώθησαν επί της εκστρατείας ταύτης, ήτις διήρκεσε πέντε εβδομάδας. Ο δε Ομέρης, επανελθών εις τα ίδια, απέπεμψε τους φιλοταράχους γενιτσάρους εις Βώλον.
Εν ώ δε η Ανατολική Ελλάς ήτον εις θέσιν αμυντικήν, η Δυτική έλαβεν επιθετικήν.
Περί τα τέλη μαΐου συνήλθαν οι πλείστοι των οπλαρχηγών της Δυτικής Ελλάδος εις την επαρχίαν του Βάλτου κατά την μεγάλην Φτέρην, όπου συγκροτήσαντες συμβούλιον περί εκστρατείας εις Άρταν, απεφάσισαν να εισβάλωσιν εν πρώτοις εις Ραδοβίτσι προς διέγερσιν των πλησιοχώρων χριστιανικών λαών. Μετά την απόφασιν ταύτην χίλιοι εκλεκτοί στρατιώται υπό τους στρατηγούς Τσόγκαν και Ράγκον και τους χιλιάρχους Αναγνώστην Καραγιάννην και Δήμαν Τσέλιον ήλθαν την
Ιούνιος 1 ιουνίου επί των ορίων της επαρχίας εκείνης. Ο δε οπλαρχηγός αυτής Δημήτρης Μπακόλας, υιός και διάδοχος του περιφήμου Γώγου αποθανόντος, ανέτοιμος ν' αντισταθή και απρόθυμος να ενωθή, έσπευσε να παρακαλέση τον Τσόγκαν να μη προχωρήση έως ου απήλλαττε των χειρών των εν Πρεβέζη Τούρκων τον αδελφόν του· υπέσχετο δε να συμπράξη τότε. Εισήκουσεν ο Τσόγκας την δέησίν του υποθέσας αυτήν ειλικρινή· αλλ' ούτος, αντί να λυτρώση τον αδελφόν του, έφερε Τούρκους και κατέλαβαν αίφνης την Σκουλικαριάν. Ιδόντες οι περί τον Τσόγκαν και Ράγκον ότι ηπατήθησαν, ερρίφθησαν επ' αυτούς την 3, απεδίωξαν τους Τούρκους και τον Μπακόλαν, και διώρισαν οπλαρχηγόν τον Κώσταν Οικονόμου. Διαιρεθέντες δε εις δύο σώματα επροχώρουν προς τα υπό την οπλαρχηγίαν του Κουτελίδα Τσουμέρικα, σκοπεύοντες να επαναστατήσωσι την επαρχίαν εκείνην· αλλ', εν ώ ούτοι επροχώρουν, οι Τούρκοι εκυρίευσαν την Σκουλικαριάν, έζωσαν τον νέον οπλαρχηγόν Κώσταν, και την 9 εκίνησαν κατά του Τσόγκα εις Ξωδάκτυλον, κατέλαβαν τον αντικρύ του στρατοπέδου εκείνου λόφον, συνήψαν μάχην και ηνάγκασαν τους Έλληνας να επανέλθωσιν όλοι εις Βάλτον άπρακτοι, μήτε του Ραδοβιτσίου μήτε των Τσουμερίκων τους κατοίκους ευρόντες συμπράκτορας.
Ιούλιος Μεσούντος δε του ιουλίου ήλθεν είδησις, ότι οι Τούρκοι συνήρχοντο εις Κομπότι επί εισβολή εις την Ακαρνανίαν υπό τον Βρυώνην, καθώς προδιέταξεν ο Δερβήσης. Εις αποφυγήν δε των εντεύθεν δεινών οι περί τον Μαυροκορδάτον εβουλεύθησαν να συγκροτήσωσι γενικόν στρατόπεδον, να επισκευάσωσι και ενδυναμώσωσι το οχύρωμα του Μεσολογγίου, να προετοιμάσωσι τόπον εις ασφάλειαν γυναικών και παιδίων, και να προλάβωσι και πατήσωσι τα χώματα των εχθρών. Και κατάλληλος μεν τόπον εις στρατοπέδευσιν εθεώρησαν το Λιγοβίτσι· τα δε εις οχύρωσιν του Μεσολογγίου ανέθεσαν εις τον Κοκκίνην χορηγήσαντές τω τα αναγκαία· ως τόπον δε ασφαλείας ητοίμασαν, υπό φρουράν Προυσιωτών ηγουμένου του Γουβέλη, την μεταξύ του Αποκούρου, των Κραββάρων και του Καρπενησίου Αποκλείστραν δεκακισχιλίας ψυχάς εν καιρώ ανάγκης χωρούσαν, δι' αποτόμων εξασφαλιζομένην βράχων και μόνην βατήν έχουσαν την ανατολικοβόρειον πλευράν, ην ωχύρωσαν πυλώσαντες την εξάποδον είσοδόν της.
Περί δε την 20 πεντακισχίλιοι Αλβανοί, ιππείς και πεζοί, απέβησαν εις Καρβασαράν υπό την οδηγίαν του Βρυώνη και μετέφεραν και δύο κανόνια· αλλ' ο μηδέποτε διαλείπων ούτος και αείποτε ατυχής εν ταις ετησίαις εις την Δυτικήν Ελλάδα εκστρατείαις του πασά, ούτε δύναμιν ούτε θέλησιν είχε να προχωρήση· εταράττετο δε και διά τα εν τη πατρίδι του, Αλβανία, επικρατούντα εμφύλια κακά, και υπώπτευε μη πάθη επί της απουσίας του η ηγεμονεία του· εν ώ δεν εστρατολόγησε δε και δεν εξεστράτευσεν ειμή ότ' επανειλημμένως και αυστηρώς διετάχθη φοβούμενος μη κατατρεχθή ως απειθής.
Οι δε Έλληνες, συνειθίσαντες ν' αντιπαρατάττωνται προς στρατόπεδα εχθρών πολυαριθμότερα έδραμαν πρόθυμοι όπου διετάχθησαν, και οι μεν κατέλαβαν το Λιγοβίτσι, όπου ήλθε την 31 και ο Μαυροκορδάτος, οι δε το Βέρσοβον, και άλλοι έπεσαν εκ νέου εις Ραδοβίτσι και Τσουμέρικα προς αντιπερισπασμόν. Ουδέν άξιον λόγου συνέβη μεταξύ των δύο στρατοπέδων μέχρι της 26 αυγούστου, καθ' ην οι Τούρκοι νυκτοπορήσαντες έπεσαν αίφνης εις Βραχώρι, ήρπασαν ζώα, ηχμαλώτευσαν 25 γυναίκας, απεκεφάλισαν 40 αόπλους άνδρας, και επανελθόντες εις τα ίδια έστειλαν τας κοπείσας κεφαλάς προς τον Δερβήσην ως κεφαλάς ενόπλων εχθρών. Την δε 23 σεπτεμβρίου οι εκστρατεύσαντες προς το Ραδοβίτσι και Τσουμέρικα, ως χίλιοι, προσέβαλαν τους εχθρούς πλησίον του Βουλγαρελίου, και τρέψαντες αυτούς τους κατεδίωξαν μέχρι του χωρίου φονεύσαντες 20· εκ δε των Ελλήνων δύο εφονεύθησαν και δύο επληγώθησαν. Εν τοσούτω, επειδή τα κινήματα του Δερβήση και του Καρυστίου Ομέρη δεν ευδοκίμησαν, τα δε εν Αλβανία εμφύλια κακά υπερεπερίσσευσαν και μετεδόθησαν και εις το εν Καρβασαρά στρατόπεδον, όπου καθ' ημέραν συνέβαιναν αλληλομαχίαι και λειποταξίαι, επέκειτο δε και ο χειμών, διελύθη την 6 νοεμβρίου το υπό τον Βρυώνην στρατόπεδον, και οι συγκροτούντες αυτό επανήλθαν διά του Μακρυνόρους εις τα ίδια, μηδενός εναντιωθέντος επί της διά των στενών πορείας των. Ουδέποτε εχθροί παραστρατοπεδεύοντες εφάνησαν τόσον αφιλοπόλεμοι και τόσον αδρανείς.
Μην ολόκληρος παρήλθε μετά την μάχην της Άμπλιανης, και ουδεμία σύγκρουσις των κατ' εκείνο το μέρος δύο στρατοπέδων εγένετο. Εκ της τοιαύτης απραξίας των εχθρών θαρρυνθέντες διακόσοι Ηπειρώται υπό τον Λάμπρον Βέικον και άλλους εκίνησαν την 12 αυγούστου επί σκοπώ να πέσωσιν αίφνης εις τα εν Γραβιά χαρακώματα αυτών· αλλά φθάσαντας τους ενόησαν οι Τούρκοι. Φυγόντες άπρακτοι και νυκτοπορούντες εξημερώθησαν έξωθεν του Ζητουνίου προς τα Καλύβια, όπου ήτο πύργος και εν αυτώ μία εκατοστύς οπλοφόρων Τούρκων υπερασπιζόντων τους εκεί θεραπευομένους ασθενείς και πληγωμένους· ήτο δε εντός του χωρίου εκείνου και πολυάριθμον βουκόλιον. Εκρύβησαν οι Έλληνες την ημέραν· ελθούσης δε της νυκτός, ο μεν Βέικος καί τινες των περί αυτόν εκύκλωσαν τον πύργον, οι δε λοιποί ελαφυραγώγουν το χωρίον. Εδοκίμασαν οι εν τω πύργω να εξέλθωσιν, αλλ' απεκρούσθησαν και έπεσαν καί τινες αυτών. Αφ' ού δε οι λαφυραγωγοί απεμακρύνθησαν του χωρίου βοηλατούντες, ανεχώρησαν πολεμούντες και οι πολιορκηταί του πύργου εξ ών εφονεύθησαν 3 και επληγώθησαν 11· εχύθη αίμα εχθρικόν και εντός του χωρίου.
Σεπτέμβριος Την δε 14 σεπτεμβρίου συνήφθη μάχη κατά την Πανάσαρην όχι μακράν του εχθρικού στρατοπέδου. Το χωρίον τούτο καθώς και άλλας τινάς θέσεις μέχρι της Σκάλας της Βάργιανης κατέλαβαν οι Έλληνες επί σκοπώ να προκαλέσωσι τους εχθρούς εις μάχην. Επήλθαν οι προκληθέντες, και πολεμούντες έβαλαν ανελπίστως τους Έλληνας εις μέγιστον κίνδυνον, εξ ου τους απήλλαξεν ο Βασίλης Δαγκλής φονεύσας επί της μάχης τον αρχηγόν των εναντίων, διότι μετά το συμβάν τούτο οι πρότερον νικηταί ετράπησαν και κατεδιώχθησαν. Πέντε εκ των Ελλήνων εσκοτώθησαν και επτά επληγώθησαν· απέθανε πληγωθείς και ο χιλίαρχος Γκιώκας Χορμοβίτης. Την δε 30 το εχθρικόν στρατόπεδον μετετόπησεν εις Θερμοπύλας και μετ' ολίγας ημέρας διελύθη. Την δε αποτυχίαν της εκστρατείας ταύτης αποδόσας ο σουλτάνος εις την αναξιότητα του Δερβήση τον εκάθηρε και μετά ταύτα τον εθανάτωσε. Και ταύτα μεν τα κατά την στερεάν Ελλάδα μέχρι του τέλους του παρόντος έτους. Τα δε της Πελοποννήσου είχαν ούτως.
Οι Μοθωναίοι Τούρκοι επάτουν συχνάκις τα πέριξ εις συγκομιδήν καρπών. Σπαρτιάται τινες και Μεσσήνιοι ενέδρευσαν την 26 αυγούστου. Εξήλθαν οι Τούρκοι την επαύριον ως συνήθιζαν ανύποπτοι. Οι Έλληνες επέπεσαν εξ απρόοπτου· πτοηθέντες οι Τούρκοι εκλείσθησαν εντός τινος οικίσκου· ήλθαν αυθημερόν εις απαλλαγήν αυτών οι λοιποί συνάδελφοί των, επολέμησαν, αλλ' επανήλθαν εις το φρούριον νυκτός γενομένης άπρακτοι. Εξήλθαν και την επαύριον φέροντες δύο κανόνια και επολέμησαν, αλλ' ουδέ τότε κατώρθωσαν ό,τι εσκόπευαν, και επανήλθαν ως και την προτεραίαν εις το φρούριον. Την εσπέραν δε της αυτής ημέρας έβαλαν οι Έλληνες πυρ εις τον οικίσκον, και σπάσαντες μέρη τινά επολέμουν τους εν αυτώ, οίτινες μη βλέποντες πλέον βοήθειαν έξωθεν και απελπισθέντες εξώρμησαν υπό το σκότος της νυκτός και κατέφυγαν εις το φρούριον. Εφονεύθησαν δε 5 Έλληνες και τριπλάσιοι εχθροί, εξ ών εζωγρήθησαν και τρεις.
Οι δε εν Πάτραις Τούρκοι εξήρχοντο άφοβοι υπό τον παρά τω Ισούφπασα διαμένοντα Δελή Αχμέτπασαν, και ελεηλάτουν όχι μόνον την επαρχίαν εκείνην αλλά και τα πλησιόχωρα χωρία της Γαστούνης. Την δε 12 Ιουλίου τετρακόσιοι ιππείς επάτησαν αίφνης τα Λεχενά, όπου εφόνευσαν και ηχμαλώτευσαν πολλούς· επιπεσόντων δε διακοσίων Σουλιωτών υπό τον Κώσταν Μπότσαρην και διακοσίων εντοπίων υπό τον Χρύσανθον Σισίνην, ανεχώρησαν απάγοντες τους αιχμαλώτους των· επάτησαν την 20 σεπτεμβρίου και το Μαρκόπουλον, έτρεψαν τους επελθόντας, ολίγον έλειψε να φονεύσωσι και τον Σισίνην και επανήλθαν εις Πάτρας δουλαγωγούντες γυναίκας και παιδία. Τον δε νοέμβριον επροχώρησαν και εις αυτήν την πόλιν της Γαστούνης όπου έθυσαν, ηχμαλώτευσαν και ελεηλάτησαν. Εν ώ δε συνέβαιναν ταύτα, υπήρχε στρατόπεδον ελληνικόν εις πολιορκίαν των Πατρών υπό τον Λόντον, και εδαπανώντο εις χρήσιν αυτού τα εισοδήματα των γειτονικών επαρχιών, αλλά το στρατόπεδον ύπνωττεν· εκηρύχθη δε την 14 οκτωβρίου και αποκλεισμός των Πατρών, και εστάλησαν και πλοία προς διατήρησιν αυτού.

1824

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν'

Αιγύπτιος εκστρατεία υπό τον Ιβραήμπασαν και ευόδωσις αυτής εις Κρήτην. — Αι επί της εκστρατείας ταύτης ναυμαχίας. — Φροντίς της ελληνικής κυβερνήσεως περί τακτοποιήσεως της κατά ξηράν και κατά θάλασσαν υπηρεσίας. — Έναρξις της γ' κυβερνητικής περιόδου. — Δωρήματα Βαρβάκη. — Φιλανθρωπική Εταιρία εν Ελλάδι.

ΑΝ κατέστρεψε το έτος τούτο ο σουλτάνος την Κάσσον και τα Ψαρά, απέτυχαν όμως όλα τα άλλα κινήματά του και κατά γην και κατά θάλασσαν. Αλλ' ήρχετο ήδη εις το μέσον πρωτοφανής δύναμις κατά της Ελλάδος, η του Μεχμέτ-Αλή, επιφοβωτέρα της σουλτανικής· ήρχετο δε υπό την οδηγίαν του υιού του Ιβραήμπάσα, στρατηγικού, φιλοπολέμου και μεγαλοτόλμου ανδρός. 54 πλοία πολεμικά, μικρά μεγάλα, και υπερτριακόσια φορτηγά, εξ ών 86 υπό ουδετέραν σημαίαν ήσαν έτοιμα λήγοντος του ιουνίου εν τω λιμένι της Αλεξανδρείας εις την περί ης ο λόγος εκστρατείαν. Επεβιβάσθησαν δε δωδεκακισχίλιοι τακτικοί πεζοί, δισχίλιοι ιππείς, δισχίλιοι Αλβανοί, πεντακόσιοι πυροβολισταί, διακόσιοι πελεκοφόροι, 150 πεδινά κανόνια και άφθονα πολεμεφόδια και τροφαί. Οι τακτικοί στρατιώται, όλοι γεννήματα της σατραπείας του Μεχμέτ- Αλή, ήσαν άνθρωποι μικρόσωμοι και ανεπίδεικτοι, οι πλείστοι δε και οφθαλμιώντες· αλλά καρτερικοί, υπό αυστηράν πειθαρχίαν και καλώς εξησκημένοι εις την χρήσιν του όπλου και εις απλούς ελιγμούς. Οι αξιωματικοί ήσαν όλοι σχεδόν Τούρκοι, οι δε γυμνασταί και οι ιατροί Ευρωπαίοι· διέπρεπε δε εν τω στρατώ ο αρνησίθρησκος Γάλλος Séve, μετονομασθείς Σουλεημάμπεης, άλλοτε υπασπιστής του στρατάρχου Νέη, και νυν αρχηγός ενός των τριών συνταγμάτων, εξ ών συνίστατο ο στρατός. Την 7 Ιουλίου όλα τα περί ων ο λόγος πλοία, πολεμικά και φορτηγά, απέπλευσαν εξ Αλεξανδρείας, και μόλις έφθασαν εις Κων μεσούντος του αυγούστου διά τους επικρατούντας σφοδρούς ετησίους ανέμους. Έμαθεν η ελληνική κυβέρνησις εν καιρώ και ακριβώς τα της εκστρατείας ταύτης· έμαθε και ότι επί αδροίς ναύλοις εμπορικά πλοία υπό ουδετέραν σημαίαν εναυλώθησαν εις χρήσιν αυτής, και εξέδωκε την 27 μαΐου κήρυγμα λέγον, ότι όσα ευρωπαϊκά πλοία εναυλόνοντο εις χρήσιν της εκστρατείας κατά της Ελλάδος δεν θα εθεωρούντο ως ουδέτερα αλλ' ως εχθρικά, και ως τοιαύτα θα κατεδιώκοντο, θα εκαίοντο και θα εβυθίζοντο αύτανδρα. Έσφαλεν η ελληνική κυβέρνησις θεωρήσασα ταύτα εκτός πάσης προστασίας του νόμου, και δικαίως αι Δυνάμεις της Ευρώπης εταράχθησαν· η δε Αγγλία απήτησε ρητώς διά του μεγάλου αρμοστού την ακύρωσιν του κηρύγματος, και μη εισακουσθείσα διέταξε τας εν τη Μεσογείω ναυτικάς δυνάμεις της να συλλαμβάνωσιν οιονδήποτε ένοπλον ελληνικόν πλοίον, όπου και αν το εύρισκαν. Τοιαύτη διαταγή πραγματοποιουμένη θα παρέλυε διά μιας όλην την πλέουσαν ναυτικήν δύναμιν της Ελλάδος· διά τούτο η ελληνική κυβέρνησις, θέλουσα και μη θέλουσα, ηκύρωσε το πέραν του δέοντος αυστηρόν της κήρυγμα.
Είπαμεν, ότι ο βυζαντινός στόλος, καταισχυνθείς έμπροσθεν της Σάμου, έπλευσεν εις Κων· η δε υπό τον Σαχτούρην μοίρα έπλεε προς τα παράλια της Ανατολής εις επιτήρησιν των κινημάτων αυτού.
Αύγουστος Εν τω μεταξύ τούτω ητοιμάσθη και η υπό τον Μιαούλην μοίρα, και απάρασα την 10 αυγούστου εξ Ύδρας ηγκυροβόλησεν αυθημερόν· υπό το Σούνιον συνηνώθησαν την 14 και τα πλοία των Σπετσών (α), και όλα ομού ηγκυροβόλησαν την 21 υπό την Λειψόν παρά την Πάτμον. Την δε 23 συνήλθαν προς εκείνα τα νερά όλα τα πλοία, ό εστιν αι δύο υδραϊκαί μοίραι, η υπό τον Κολανδρούτσον των Σπετσών, και η υπό τον Αποστόλη των Ψαρών. Την δε 24 έπλευσεν ολόσωμος ο στόλος υπό την αρχηγίαν του Μιαούλη προς την Κων και το Μπουδρούμι (Αλικαρνασσόν), όπου ελλιμένιζαν οι στόλοι, ο βυζαντινός και ο αιγύπτιος, συγκείμενοι εξ ενός δικρότου, 25 φρεγατών, άλλων τόσων κορβεττών και ως 50 βρικίων και γολεττών· παρηκολούθουν τους στόλους και πάμπολλα φορταγωγά ένοπλα και άοπλα· συνηριθμούντο δε όλα, πολεμικά και φορτηγά, μικρά και μεγάλα, ένοπλα και μη, ως πεντακόσια· ελέγετο δε ότι έφεραν 80,000 ναύτας και στρατιώτας, και είχαν υπέρ τα 2500 κανόνια· 70 δε πλοία μόνον ήσαν τα ελληνικά φέροντα ως 5000 ναύτας και 850 κανόνια.
Αφιχθέντος δε του ελληνικού στόλου όπου εσκόπευεν, διέταξεν ο Μιαούλης 24 πλοία, εν οίς και 6 πυρπολικά, να προχωρήσωσιν ως προφυλακίδες· τα δε λοιπά έπλεαν κατόπιν. Μίαν ώραν δε προ μεσημβρίας προσέβαλεν η προφυλακή μίαν φρεγάταν έμπροσθεν του Μπουδρουμίου και την έτρεψεν εις φυγήν· ανήχθησαν τότε οι δύο εχθρικοί στόλοι, επλησίασεν όπου ηκούσθη ο ακροβολισμός και όλος ο ελληνικός και ήρχισε γενική ναυμαχία μεταξύ Κω και Μπουδρουμίου. Στενή ήτον η παλαίστρα και σφοδρός ο πνέων άνεμος· διά τούτο σύγχυσις πολλή επήλθεν, ατάκτως κινουμένων όχι μόνον των εχθρικών πλοίων αλλά και αυτών των ελληνικών, και συγκρούσεις πλοίων ενός και του αυτού στόλου εγένοντο. Ανίκανος εφάνη ο βυζαντινός, και τόση ήτον η απειρία των εν αυτώ, ώστε προσείχαν μάλλον να μη βλάπτωσι τους οικείους ή να βλάπτωσι τους εχθρούς. Και αυτή η ναυαρχίς του, η έχουσα αναμφιβόλως τους επιτηδειοτέρους ναύτας, έπαθεν εν ώ ελοξοδρόμει διά την απειρίαν αυτών· ουδενός δε πλοίου το πλήρωμα εδείχθη φιλοπόλεμον εκτός μιας φρεγάτας, ης εφονεύθησαν επί της ναυμαχίας ο πλοίαρχος και πολλοί ναύται· αλλ' ο αιγύπτιος στόλος διεκρίθη και διά την τόλμην και διά την επιτηδειότητα του ναυτικού του. Δις ο Γιβραλτάρης διήλθεν όλην την γραμμήν των ελληνικών πλοίων επί της φρεγάτας του κανονοβολών και κανονοβολούμενος· και αυτός ο Ιβραήμης εξετέθη υπέρ πάντα άλλον· αλλά τόση ήτον η στενοχωρία, ώστε έν πλοίον υδραϊκόν λοξοδρομούν έπεσεν είς τι πυρπολικόν ψαριανόν, έσπασε το κατάρτιόν του και ηνάγκασε τον πλοίαρχον να το καύση κινδυνεύον να συλληφθή υπό του εχθρού. Περί δε την α' ώραν της νυκτός, εν ώ διεχωρίζοντο οι στόλοι, μία κανονία, πεσούσα από του φρουρίου της Κω εις άλλο πυρπολικόν, έρριψε το κατάρτιόν του, οι δε εν αυτώ ναύται, μη δυνάμενοι πλέον να το κυβερνήσωσιν, έβαλαν πυρ και έφυγαν· αλλά το φυτίλιον εσβέσθη, και οι εχθροί το συνέλαβαν άκαυστον. Απομακρυνθείς δε ο ελληνικός στόλος εξημερώθη υπό τα Τσάταλα, και περί την δύσιν του ηλίου ηγκυροβόλησεν υπό τον Γέροντα.
Την δε 26 εστάλησάν τινα πλοία εις κατασκοπήν των εχθρικών, και την 28 ηκούσθησαν κατά την Κων κρότοι κανονίων, διότι εχθρικά τινα πλοία προσέβαλαν τα εις κατασκοπήν σταλέντα, και εξ αιτίας του ακούσματος ανήχθησαν όλα τα ελληνικά. Αυθεσπερί δε εφάνησαν επιπλέοντα και τα τουρκοαιγύπτια 97 τον αριθμόν. Την δε επαύριον εξημερώθησαν και οι τρεις στόλοι προς τα Τσάταλα και ο μεν ελληνικός έπεσεν εις άκραν γαλήνην, οι δε άλλοι αρμένιζαν υπ' ολιγανεμίαν επί τον ελληνικόν. Ήρχισεν η δευτέρα ναυμαχία. Εννέα ελληνικά πλοία, εν οίς και η ναυαρχίς και δύο πυρπολικά, ευρέθησαν υπήνεμα και έπλεαν προς τον Γέροντα. Η θέσις των ήτο δεινή. Εις βοήθειαν αυτών ώρμησαν άλλα ελληνικά ευρεθέντα υπερήνεμα, εν οίς και το πυρπολικόν του Δημήτρη Παπανικολή. Ο πυρπολητής ούτος, περιφέρων το σκάφος του ποτέ κατά της μιας ποτέ κατά της άλλης φρεγάτας, ανέστελλε την ορμήν των φοβίζων αυτάς· αι σφαίραι εν τοσούτω και οι μύδροι έπιπταν ως χάλαζα εις το σκάφος του, το ετρύπησαν, και επροξένησαν άλλας ζημίας, αλλ' ούτος και τόσα παθών δεν επόδισεν έως ου το πυρπολικόν του κατήντησεν ακυβέρνητον, και τότε το έκαυσε. Περιέπλεαν δε συγχρόνως και άλλα πυρπολικά εν μέσω των εχθρικών στόλων βοηθούμενα υπό των πολεμικών απαύστως κανονοβολούντων. Ο πυρπολητής Ματρόζης έρριψεν εις έν δικάταρτον το πυρπολικόν του, όπερ περιπλεχθέν μετέδωκε τας φλόγας· αλλ' οι ναύται του δικατάρτου και το πυρπολικόν εξεκόλλησαν και τας φλόγας έσβεσαν. Εν ώ δε το σκάφος τούτο εκαίετο, και το κινδυνεύσαν δικάταρτον έφευγεν, ίθυνεν εις αυτό ο Πιπίνος το πυρπολικόν του, αλλά, πληγωθέντος αυτού επικινδύνως, εδειλίασαν οι ναύται, το άναψαν προτού κολλήση, και έφυγαν. Ώρμησεν εις το αυτό δικάταρτον τρίτον πυρπολικόν, αλλ' εκάη και αυτό εις μάτην. Η δε αποτυχία τριών πυρπολικών εθάρρυνε τα φεύγοντα εχθρικά πλοία να στραφώσι προς τα ελληνικά. Εξ αυτών δύο φρεγάται, τρεις κορβέτται και πέντε βρίκια εκύκλωσαν τα πλοίον του Σαχτούρη, του έσπασαν κεραίας, του έσχισαν πανία, και ετρύπησαν καταμεσής το μεγάλον του κατάρτιον, αλλά δεν το έρριψαν, το πλοίον επόδισε και ούτως απηλλάχθη του μεγάλου κινδύνου. Τα αυτά εχθρικά πλοία εναυμάχησαν μετ' ολίγον και μετά των παραπλεόντων εννέα ελληνικών υπ' άνεμον ευρεθέντων. Επί της ναυμαχίας δε ταύτης έρριψεν ο Παππαντώνης το πυρπολικόν του εις μίαν των φρεγατών 44 κανονίων, το περιέπλεξεν εις τα δεξιά εξάρτια του εμπροσθινού καταρτίου της και μετέδωκε τας φλόγας· αλλ' επειδή το πυρ έβοσκε βραδέως και ενδεχόμενον ήτο να σβεσθή, εκόλλησε και ο Βατικιώτης το πυρπολικόν του αριστερόθεν αυτής, και μετά ημιώριον η φρεγάτα εκάη· δύο ναύται του πυρπολικού του Παππαντώνη εσκοτώθησαν και τέσσαρες επληγώθησαν, εν οίς και αυτός ο Παππαντώνης· πολλοί δε των εν τη καιομέννη φρεγάτα έπεσαν εις την θάλασσαν, εξ ών οι μεν εν τω πλοίω του Τσαμαδού εζώγρησαν 22 τακτικούς, οι δε εν τω του Αντώνη Κριεζή 15· εγνώσθη δε ότι η καείσα φρεγάτα ήτον η του Τουνεζίνου μοιράρχου (β), ότι δύο των ζωγρηθέντων ήσαν αυτός καί τις χιλίαρχος του Μεχμέτ-Αλή, ότι είχεν η φρεγάτα 500 ναύτας και 800 τακτικούς, και ότι ο σκοπός των εχθρών επί του παρόντος ήτο η καταστροφή της Σάμου. Μετά το συμβάν τούτο οι μεν εχθρικοί στόλοι επανέπλευσαν εις Κων, οι δε Έλληνες, διανυκτερεύσαντες όπου εγένετο η ναυμαχία, ελλιμένισαν το πρωί υπό τον Γέροντα.
Σεπτέμβριος Διά τινας δε ημέρας οι στόλοι δεν συνεκρούσθησαν ουδ' αντιπαρετάχθησαν. Την δε 6 σεπτεμβρίου εφάνησαν οι εχθρικοί έμπροσθεν των Τσατάλων πλέοντες προς την Σάμον. Ανήχθη και ο ελληνικός προς το αυτό μέρος, και προλαβών τους εχθρικούς παρετάχθη κατέμπροσθεν της νήσου από του Μαραθοκάμπου μέχρι του Ακρωτηρίου της Αγίας Μαρίνας έτοιμος εις μάχην· επλησίασαν οι εχθρικοί, αλλ' αρχομένης της νυκτός απεμακρύνθησαν προς τους Αρκίους. Περί δε την β' ώραν της νυκτός ηκούσθησαν προς εκείνο το μέρος κανονίαι και μετ' ολίγον εκρεμάσθησαν φανοί επί των καταρτίων των εχθρικών πλοίων· ηγκυροβόλησαν δε και πολλά των ελληνικών μετά το μεσονύκτιον υπό το ακρωτήριον της Σάμου. Καθ' όλην δε την νύκτα ηκούοντο φωναί επί διαφόρων μερών της νήσου εις εγρήγορσιν. Εφαίνοντο και επί των ορέων πυρά διά φόβον νυκτερινής αποβάσεως. Μόλις δε ήρχιζε να χαράζη και επήλθε ραγδαία βροχή και ανατολικός άνεμος σφοδρός. Οι εχθρικοί στόλοι διέμειναν περί τους Αρκίους μέχρι της 9, καθ' ην έπλευσαν προς την Ικαρίαν. Εκεί τους παρηκολούθησεν η υπό τον Μιαούλην μοίρα, όπου και εξημερώθη. Πέντε πλοία και η ναυαρχίς επροπορεύοντο· εφώρμησαν πάμπολλα εχθρικά, δύο ώρας σφοδρώς τα επολέμησαν, αλλ' ούτε τα έτρεψαν ούτε τα έβλαψαν. Εν τοσούτω επλησίασαν και τα λοιπά ελληνικά, και ιδόντες αυτά οι προ ολίγου ορμήσαντες ως λέοντες εχθροί έφυγαν ως λαγωοί. Την δε επιούσαν επανέπλευσαν τα ελληνικά εις Μαραθόκαμπον, όπου διέμενεν η υπό τον Σαχτούρην μοίρα εις προφύλαξιν της Σάμου. Η δε υπό τον Μιαούλην ειδοποιηθείσα, ότι ο βυζαντινός στόλος, αποχωρισθείς του αιγυπτίου, έπλεε μεταξύ Νάξου και Μυκώνου, απέπλευσε την 14, και έμαθε καθ' οδόν, ότι ο καπητάμπασης υπήγεν εις Μύκωνον, όπου εζήτησε ναύτας και δεν ηύρεν, ότι οι προεστώτες υπήγαν και τον επροσκύνησαν, ότι 150 εχθροί αποβιβασθέντες εις Νάξον επί λεηλασία κατεκόπησαν όλοι, και ότι μία κορβέττα 26 κανονίων έπεσεν εις την ξηράν μεταξύ Χίου και Τσεσμέ και εναυάγησεν. Εν τούτοις ηνώθησαν ο βυζαντινός στόλος και ο αιγύπτιος έμπροσθεν της Μιτυλήνης· ηνώθη την 21 και όλος ο ελληνικός έμπροσθεν της Βολισσού. Ο δε καπητάμπάσας, μη κατορθώσας ουδέ διά της αντιλήψεως του αιγυπτίου στόλου ό,τι εσχεδίαζε κατά της Σάμου, ανεχώρησε μετ' ολίγον εις Κωνσταντινούπολιν, αφήσας υπό τας διαταγάς του Ιβραήμη 14 φρεγάτας και άλλα πλοία· απεχαιρέτησε και ο Ιβραήμης την Σάμον διά παντός, και δεν εφρόντισεν έκτοτε ειμή πώς ν' αποφύγη τας φλόγας των Ελλήνων και κατευοδωθή ασφαλώς εις Κρήτην.
Την δ' εσπέραν της 22 απέπλευσεν ο ελληνικός στόλος προς αναζήτησιν του εχθρικού, τον είδε την 24 προ μεσημβρίας πλέοντα κατά την Μιτυλήνην, τον επλησίασε την β' ώραν της νυκτός και ήλθεν εις μάχην μεταξύ Χίου, Καραμπουρνά και Μιτυλήνης. Προπορευόμενα δε τα πυρπολικά επλησίασαν έν δικάταρτον· δύο εξ αυτών το έβαλαν εις το μέσον, το μεν δεξιόθεν, το του Θεοφάνη, το δε αριστερόθεν, το του Καλογιάννη και επέπεσαν το έν κατόπιν του άλλου· και το μεν πρώτον απέτυχε και εκάη εις μάτην, το δε δεύτερον επέτυχε, και το δικάταρτον άναψε και διεσκορπίσθη όλον, διαδοθείσης της φλογός εις την πυριτοθήκην. Συγχρόνως εκάη ανωφελώς και το πυρπολικόν του Φιλιππέγκου κινδυνεύον να συλληφθή. Την δε γ' ώραν μετά το μεσονύκτιον ώρμησεν ο πυρπολητής Νικόδημος (γ) είς τινα κορβέτταν, περιέπλεξεν ευστόχως το πυρπολικόν του και την κατέκαυσεν. Έρριψε και ο Ρομπότσης το πυρπολικόν του τα χαράγματα εις άλλην κορβέτταν δεξιόθεν, αλλ' ο άνεμος πνέων αριστερόθεν εμπόδισε τας φλόγας να μεταδοθώσι. Πολλοί δε των πληρωμάτων των κατακαέντων δύο εχθρικών πλοίων συνελήφθησαν πλέοντες. Το καέν δικάταρτον ήτον 12 κανονίων, η δε κορβέττα 20· εκτός δε των ναυτών είχαν το μεν 75, η δε 180 τακτικούς. Είς των συλληφθέντων ήτο καί τις Κίρτσαλης, άνθρωπος ατρόμητος, φέρων δύο αιμοσταγή τραύματα επί κεφαλής και ουλάς παλαιάς· αν δε και αιχμάλωτος ούτ' εδειλίασεν ούτ' εκολάκευσεν. Εθαύμασαν οι Έλληνες την γενναιότητά του και την παρρησίαν του, αλλά διά την πολλήν του προς αυτούς υπεροψίαν θυμωθέντες τον εκρέμασαν την επαύριον.
Μετά τα συμβάντα ταύτα κατήρεν ο εχθρικός στόλος εις Μιτυλήνην, και μετά τινας ημέρας μετέπλευσεν εις Κων επί παραλαβή των εις Μπουδρούμι προς αναψυχήν αποβάντων στρατευμάτων αφ' ης ημέρας κατευοδώθη εκεί ο Αιγύπτιος.
Εν τω μεταξύ δε τούτω διεσπάρη ο ελληνικός και ηπράκτει δι' έλλειψιν πυρπολικών, ενός μικρού εναπομείναντος.
Οκτώβριος Μόλις δε 24 πολεμικά συνηριθμούντο την 13 Οκτωβρίου τα υπό τον Μιαούλην και Σαχτούρην, αλλ' αφίχθησαν την επαύριον και άλλα 5 πολεμικά υδραϊκά και 2 πυρπολικά· αφίχθησαν την 19 και 2 άλλα πυρπολικά, εν οίς και το υπό τον Κανάρην· ηνώθησαν την 20 και τα σπετσιωτικά και 5 ψαριανά, και έπλευσαν την επιούσαν τα μεν εις Λέρον τα δε εις Λειψώ, όπου ήλθαν την επαύριον επί τουρκικής λέμβου 13 Κάσσιοι, φυγόντες από του εν Κω εχθρικού στόλου, μεθ' ων καί τις Τούρκος Κρης· διέμεινε δε ο ελληνικός στόλος εντός των ρηθέντων δύο λιμένων μέχρι της 28. Εν τω διαστήματι δε τούτω ανήχθησαν όλα τα πολεμικά και φορτηγά πλοία του εχθρού από του Μπουδρουμίου και της Κω φέροντα τα στρατεύματα και πλέοντα προς την Κρήτην. Εν μέσω δε των πολεμικών έπλεαν τα φορτηγά.
Ο δε ελληνικός στόλος συγκείμενος εκ 52 πλοίων έμαθεν εν καιρώ τον εις Κρήτην πλουν του εχθρού και παρά των προσφυγόντων Κασσίων, και διά γραμμάτων στελλομένων υπό ουδετέραν σημαίαν παρά του Ιβραήμη εις την νήσον ταύτην και πεσόντων εις χείρας του Μιαούλη· εξέπλευσε δε την αυτήν ημέραν καθ' ην και ο εχθρικός. Συνηντήθησαν δε οι δύο στόλοι μεταξύ Αστυπαλαίας και Κεφάλου την 29, καθ' ην οι Έλληνες συνέλαβαν έν φορτηγόν υπό σημαίαν ισπανικήν φέρον 24 ίππους και 38 στρατιώτας· δι' όλης δ' εκείνης της ημέρας και των δύο εφεξής οι στόλοι εβλέποντο μεν αλλά δεν εκανονοβολούντο διά την επικρατούσαν άκραν γαλήνην. Μόνον μετά το μεσονύκτιον της 30 οι εχθροί εκανονοβόλησαν τα πυρπολικά προπορευόμενα των πολεμικών επί σκοπώ να τα βυθίσωσιν, αλλά διά την πολλήν απόστασιν ουδέ καν τα έβλαψαν.
Νοέμβριος Το πρωί δε της 1 νοεμβρίου εξημερώθησαν οι στόλοι όπου και την προτεραίαν· μετ' ολίγον εφύσησε νότιος άνεμος· οι στόλοι ητοιμάσθησαν εις μάχην και ηγωνίζοντο τίς να υπερηνεμήση· υπερηνέμησεν ο ελληνικός και ώρμησεν εις την δεξιάν πτέρυγα κανονοβολών και κανονοβολούμενος δέκα μίλια μακράν του Μεγάλου Κάστρου της Κρήτης. Περί δε την μεσημβρίαν ίθυνεν ο Θεοδωράκης Βώκος το πυρπολικόν του είς τινα αιγυπτίαν φρεγάταν, αλλά, τουφεκίζοντες και κανονοβολούντες οι εν αυτή, το έβλαψαν μεγάλως. Ατρόμητοι οι περί τον Βώκον όχι μόνον δεν επόδισαν, αλλ' επλησίασαν τόσον προς την πρύμνην της, ώστε κατέβησαν εις την λέμβον των προς έναυσιν και επίρριψιν του πυρπολικού των, αλλ' εισέπεσαν απροσδοκήτως πολλοί Τούρκοι των επί της φρεγάτας, σκοπεύοντες να το κυριεύσωσιν άκαυστον· έτρεξε συγχρόνως και εχθρική τις λέμβος εις κυρίευσιν του εφολκίου του. Ταύτα ιδόντες οι περί τον Βώκον ανέβησαν εις το σκάφος των, και τους μεν των εμβάντων εθανάτωσαν, τους δε έρριψαν εις την θάλασσαν· προσβαλόντες δε και τους εν τη εχθρική λέμβω, τα αυτά κακά και αυτοίς επήνεγκαν, την δε λέμβον εκυρίευσαν. Μετά τα παθήματα ταύτα η φρεγάτα απεμακρύνθη και το πυρπολικόν έμεινεν άκαυστον. Ίθυνε μετά δύο ώρας και ο Ρομπότσης το πυρπολικόν του εις άλλην, αλλ' εχθρική σφαίρα πεσούσα εις την πυριτοθήκην του το έκαυσε πριν περιπλεχθή. Μετ' ολίγον ώρμησεν ο Κανάρης εις άλλην, αλλά δεν την επρόφθασε φεύγουσαν. Εν τούτοις απεμακρύνθη η δεξιά πτέρυξ του εχθρικού στόλου και διεκόπη η ναυμαχία· περί δε την δύσιν του ηλίου έφθασεν η άλλη πτέρυξ, εν ή και ο Ιβραήμης· ήρχισεν αύθις ναυμαχία, και αι συγκροτούσαι την πτέρυγα ταύτην δώδεκα φρεγάται έπεσαν εις τα ελληνικά πλοία τόσον ορμητικώς, ως αν επρόκειτο να τα καταποντίσωσι διά μιας αύτανδρα. Ατρόμητοι οι Έλληνες αντιπαρετάχθησαν, και κανονοβολούμενοι αντεκανονοβόλουν κατέχοντες πάντοτε τα υπεράνω του εχθρικού στόλου. Εν τούτοις επήλθεν η νυξ, και τα μεν τουρκοαιγύπτια πλοία ύψωσαν φανούς, τα δε ελληνικά περιήρχοντο υπό το σκότος. Μόνον η ελληνική ναυαρχίς είχε φως. Τόσος δε φόβος κατέλαβε τους εχθρούς μη εμπέσωσιν αίφνης εις τα πυρπολικά των Ελλήνων, ώστε η φέρουσα τον Ιβραήμην φρεγάτα κατεβίβασε μετ' ολίγον τους φανούς της. Μίαν δε ώραν προ του μεσονυκτίου έπεσεν έν πυρπολικόν εις εχθρικόν δικάταρτον, αλλά δεν περιεπλέχθη και εκάη ανωφελώς· ερρίφθη και άλλο πυρπολικόν εις το αυτό, εκόλλησεν, αλλ' εξεκόλλησε και εκάη και αυτό ανωφελώς. Εν τοσούτω, αι φλόγες των δύο καιομένων και περιφερομένων υπό σφοδρόν βορράν εν μέσω της νυκτός πυρπολικών, αν δεν έβλαψαν, εφόβισαν τους εχθρούς, και εξ αιτίας του φόβου η γραμμή των διερράγη, και ο Ιβραήμης ύψωσε σημείον λέγον, ως εγνώσθη την επαύριον, τοις περί αυτόν να σωθώσιν όπου και όπως εδύναντο· τότε έτρεξαν τα πλοία τήδε κακείσε, και τα μεν έπλευσαν προς την Ρόδον, τα δε προς την Κάρπαθον, άλλα δε προς την Αλεξάνδρειαν, και άλλα προς την Σπιναλόγκαν.
Αφ' ού δε τοιουτοτρόπως ο πολυάριθμος ούτος στόλος διεσκορπίσθη, έπλευσε και ο ελληνικός προς την Κάσσον. Ημέρας δε γενομένης, το φαινόμενον την προτεραίαν δάσος των πλοίων, έγεινεν όλον άφαντον· 5 εχθρικά εφάνησαν μόνον αρμενίζοντα κατά την Κάρπαθον, άτινα οι Έλληνες κατεδίωξαν επικρατούντος δεινού κλύδωνος, και συνέλαβαν εξ αυτών τέσσαρα φέροντα ίππους, στρατιώτας και πολεμικάς αποσκευάς. Αλλ' αν έπαθαν τόσα δεινά τα εχθρικά, δεν έμειναν αβλαβή ουδέ τα ελληνικά· μάλιστα τα υπό τον Λεμπέσην και τον Σαχτούρην συνεκρούσθησαν επί της τρικυμίας και εβλάφθησαν μεγάλως· παρετάθη δε και η εκστρατεία των Ελλήνων πέραν του συνήθους, ήσαν και αι τροφαί εν τω τελειούσθαι· διά τους λόγους τούτους τα ελληνικά πλοία επανέπλευσαν εις τα ίδια, τα δ' εχθρικά συνήχθησαν ολίγα κατ' ολίγα εις Ρόδον και Μαρμάρι, απέπλευσαν την 23, και μη συναντήσαντα εμπόδιον εξ αιτίας του ανάπλου των ελληνικών εισήλθαν ασφαλώς εις τον λιμένα της Σούδας και απεβίβασαν τα στρατεύματα, αφ' ού ο πόλεμος και η επιπολάζουσα ασθένεια έφθειραν το τεταρτημόριον. Κατά δε την περί ης ο λόγος ναυμαχίαν, καθ' ην τα πυρπολικά των Ελλήνων, η αληθής δύναμίς των, εκάησαν όλα εις μάτην, διεκρίθη υπέρ άλλοτε η ευτολμία και η επιδεξιότης αυτών καταισχυνάντων τοιούτον στόλον υπό τοιούτον άνδρα.
Είχε προσηλώσει πρό τινος καιρού η κυβέρνησις την προσοχήν της εις την εκ νέου σύστασιν τακτικού στρατού, εξέδωκε τον Ιούλιον διάταγμα καλούσα υπό τας σημαίας τους στρατιώτας του διαλυθέντος, απέλυσε κακώς ποίουσα της υπηρεσίας τον εμπειροπόλεμον Ιταλόν Γουβερνάτην (δ) αντικαταστήσασα τον Ρόδιον αρχηγόν, απέστειλεν επί νεοσυλλεξία αξιωματικούς εις διάφορα μέρη της Ελλάδος και ιδίως εις τας νήσους, παρεδέχθη τον ελληνικόν ιματισμόν αντί του ευρωπαϊκού και εισήξε τάξιν τινά εις την υπηρεσίαν των ατάκτων στρατευμάτων. Επειδή δε πολλή κατακραυγή εγίνετο εφ' οις υπέφεραν τα υπό ουδετέραν σημαίαν πλοία καταδιωκόμενα και συλλαμβανόμενα υπό των ελληνικών, η κυβέρνησις εις περιστολήν των κατά θάλασσαν καταχρήσεων ερρύθμισε καθ' όσον εδύνατο και τα της υπηρεσίας ταύτης.
Προσεγγίζοντος δε του τέλους της β' κυβερνητικής περιόδου, εκλήθησαν οι λαοί επανειλημμένως εις αποστολήν αντιπροσώπων προς έναρξιν της γ'. Αλλ' αν και το κυβερνητικόν έτος έληγε τον απρίλιον, ο απαιτούμενος αριθμός των αντιπροσώπων δεν συνήλθεν εις Ναύπλιον ειμή τον σεπτέμβριον,
Οκτώβριος και δεν ήρχισεν η νέα βουλή τας προκαταρκτικάς εργασίας της ειμή την 1 Οκτωβρίου. Την παραμονήν δε της ενάρξεως η βουλή της β' περιόδου ανήγγειλε την λήξιν αυτής επισήμως, και, παρενείρουσα συμβάντα τινά κατά την διάρκειαν αυτής εσωτερικά και εξωτερικά, επήνεσε το φιλόνομον και φιλανεξάρτητον πνεύμα των Ελλήνων, ανέπεμψεν ύμνους εις τον Ύψιστον, ευχαρίστησε τους κυβερνήσαντας και τους γενναίως κατά γην και θάλασσαν αγωνισθέντας, και ευχήθη υπέρ της ευοδώσεως του ιερού και δικαίου αγώνος. Πριν δ' εκλεχθώσι παρά της βουλής της γ' περιόδου ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και οι γραμματείς αυτής, εψηφίσθησαν την 3 υπό την προσωρινήν προεδρίαν του γεροντοτέρου των βουλευτών τα πέντε μέλη του νομοτελεστικού, παμψηφί μεν ο Γεώργιος Κουντουριώτης ο και πρόεδρος, και ο Παναγιώτης Μπότασης ο και αντιπρόεδρος· κατά πλειονοψηφίαν δε ο Ασημάκης Φωτίλας, ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης και ο Κωλέττης· εξελέχθη δε την 9 πρόεδρος της βουλής ο Πανούτσος Νοταράς και αντιπρόεδρος ο επίτροπος Βρεσθένης. Τούτων δε γενομένων, εξέδωκεν η παύσασα βουλή την 10 διακήρυξιν γέμουσαν υγιών αρχών και πατρικών παραινέσεων,
Προ της λήξεως δε της β' περιόδου κατέβη εκ Ρωσσίας εις Ελλάδα ο Ιωάννης Βαρβάκης, ογδοηκοντούτης, εν τη νήσω των Ψαρών γεννηθείς, και εν τη Ρωσσία μετά τον μεταξύ αυτής και της Τουρκίας πόλεμον του 1796 ως έμπορος εγκατασταθείς και υπερπλουτήσας. Πολύ μέρος της καταστάσεώς του εδαπάνησε προ της επαναστάσεως εις διατήρησιν του σχολείου της Χίου, εις αντίληψιν πολλών ενδεών ομογενών και εις ωφέλειαν της ιδίας πατρίδος του. Επί δε της επαναστάσεως και τον αγώνα αυτής δι' αποστολής κανονίων, ως είδαμεν, και πολλής άλλης πολεμικής ύλης υπεστήριξε, και πλούσια τα ελέη του εις τους συμπατριώτας του, ότε κατεστράφη η πατρίς των, επεδαψίλευσε, και μεγαλόδωρος προς όλον το έθνος ανεδείχθη δωρήσας εις σύστασιν κοινωφελών καταστημάτων έν εκατομμύριον και εκατόν χιλιάδας ρουβλίων. Ο ανήρ ούτος, είτε αυθορμήτως εξ αιτίας της καταστάσεως των πραγμάτων, είτε κατά παραγγελίαν, ώς τινες υπέθεσαν, επρόβαλεν εν Ναυπλίω τον Ιωάννην Καποδίστριαν ως εθνάρχην, αλλά δεν εισηκούσθη, αγγλιζούσης μάλλον ή ρωσσιζούσης κατ' εκείνον τον καιρόν της Ελλάδος· αλλ' η ιδέα αύτη εκυοφορείτο· μεταβάς δε εις Ζάκυνθον ετελεύτησε την 12 Ιανουαρίου 1825, διαρκούσης της καθάρσεώς του· η δε πατρίς ευγνωμονούσα ανέπεμψε πανδήμους υπέρ αυτού προς Θεόν ευχάς.
Εν μέσω δε των θορύβων και των πολιτικών περισπασμών είχε συστηθή αρχομένου του αυγούστου δι' αυτοπροαιρέτου των πολιτών συνεισφοράς φιλανθρωπική εταιρία εις περίθαλψιν πτωχών, ασθενών, χηρών και ορφανών. Η εταιρία αύτη προώδευσεν, εσύστησεν εν Ναυπλίω νοσοκομείον, το μετεσχημάτισεν έπειτα εις αλληλοδιδακτικόν σχολείον προς εκπαίδευσιν ορφανών και απόρων, και σκοπόν είχε να διαδώση, τα καλά ταύτα και εις άλλας πόλεις της Ελλάδος. Αντέκειντο αι δειναί περιστάσεις της πατρίδος, αλλά και εν μέσω αυτών διετηρήθη η εταιρία αύτη ωφελούσα υπέρ τα δύο ήμισυ έτη.

1824

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝA'

Δεύτερος εμφύλιος πόλεμος — Χαρακτήρ αυτού και του πρώτου. — Συνέλευσις της Δυτικής Ελλάδος εν Ανατολικώ.

Ο ΠΡΩΤΟΣ εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεως του τα σπέρματα του δευτέρου. Οι Ανδρέαι και ο Κολοκοτρώνης, οι μαχόμενοι προς αλλήλους, εφιλιώθησαν καθ' ην ώραν ο πόλεμος ήτον εν τω τελειούσθαι, και συνενοήθησαν να παραδοθή μεν το Ναύπλιον εις την κυβέρνησιν, αλλ' η φρουρά να συγκροτηθή εκ Πελοποννησίων. Η ένωσις των αλληλομαχούντων έφερε την διαίρεσιν των συμμαχούντων. Το νομοτελεστικόν δεν συγκατετίθετο εις πελοποννησιακήν φρουραρχίαν· δυσηρεστείτο και διότι οι Ανδρέαι δεν εφάνησαν προς τον Κολοκοτρώνην όσον έπρεπεν αυστηροί· τους εμέμφετο και ως καταχραστάς της δοθείσης αυτοίς εξουσίας, αν και καταχρασταί δεν ήσαν. Οι δε Ανδρέαι, νικήσαντες τους αντιπάλους της κυβερνήσεως, εθεώρουν εαυτούς αξίους της ευγνωμοσύνης και της εμπιστοσύνης της, και εδυσφόρουν επί τη τοιαύτη προς αυτούς διαγωγή της· άκοντες δε και εγκοτούντες άφησαν το φρούριον εις χείρας του νομοτελεστικού. Υπέστησαν και άλλας δυσαρεσκείας. Παρεκάλεσεν τους νομοτελεστάς να μη αποβάλωσι την συγγενή του Κολοκοτρώνη Μπουμπουλίναν από τινος εν Ναυπλίω εθνικής οικίας εν ή κατώκει, αλλ' ουδ' εις τούτο εισηηκούσθησαν· εζήτησαν μικράν τινα αποζημίωσιν επί λόγω δαπάνης επί του εμφυλίου πολέμου, αλλ' ουδ' οβολόν έλαβαν· έπαθαν και άλλο. Το νομοτελεστικόν, προθέμενον να τους εξασθενήση, απέσπασεν από μεν του συγγενούς και συμμάχου αυτών Ιωάννου Νοταρά τον υποπλαρχηγόν αυτού Μακρυγιάννην, από δε του Λόντου τον Νάσον Φωτομάραν, Σουλιώτην, ον και ανέδειξε φρούραρχον του Παλαμηδίου. Ένεκα τούτων ανεχώρησαν οι Ανδρέαι εκ Ναυπλίου πλήρεις οργής κατά του νομοτελεστικού. Αλλ' εν ώ το νομοτελεστικόν εφέρετο προς αυτούς αγνωμόνως, η βουλή τους ικανοποίει θεωρούσα αυτούς ως αρίστους πατριώτας, ως καλώς και ευτυχώς υπέρ της στερεώσεως των νόμων αγωνισθέντας και αξίους της ευγνωμοσύνης του έθνους· τόσον δε ετίμα τον Ζαήμην, ώστε, αποθανόντος του Νικολάου Λόντου, μέλους του νομοτελεστικού, διώρισεν αυτόν διάδοχόν του· αλλ' ούτος παρητήθη, ως και άλλοτε, και η βουλή αντικατέστησε την 14 Ιουλίου τον ομόφρονα αυτού Πανούτσον Νοταράν.
Βαδίζον το νομοτελεστικόν την οδόν του, αφ' ού είδε τους περί τον Κολοκοτρώνην ταπεινωθέντας διά του Ζαήμη και Λόντου, ήθελε να ταπεινώση και τούτους δι' εκείνου· εφείλκυσε δε ή μάλλον ειπείν ουδετέρωσε τον Πλαπούταν. Εμάνθαναν οι Ανδρέαι όσα υπενεργούντο κατ' αυτών, και έτι μάλλον ωργίζοντο και ητοιμάζοντα εις νέας εμφυλίους ταραχάς. Η πολλή στρατιωτική δύναμις αυτών ήτο περί τας Πάτρας όπου εστρατοπεδάρχει ο Λόντος και συνεστρατοπέδευαν οι φίλοι και ομόφρονες αυτού και του Ζαήμη, ο Ιωάννης Νοταράς, οι υιοί του Κολοκοτρώνη Πάνος και Γενναίος, οι Δηληγιάνναι και οι Πετμεζάδες· όλοι δε ούτοι είχαν δισχιλίους. Ο δε Κολοκοτρώνης και ο Ζαήμης εκάθηντο εν ταις επαρχίαις των ήσυχοι κατά το φαινόμενον, αλλ' υποπροδιαθέτοντες τας υπό την επιρροήν των επαρχίας κατά του νομοτελεστικού. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αφορμή μόνον εχρειάζετο εις φανεράν ρήξιν, και οι Αρκάδιοι έδωκαν αυτήν πρώτοι, εναντιωθέντες εις την είσπραξιν των προσόδων των και υβρίσαντες τον διοικητήν. Επί τη διαγωγή ταύτη το νομοτελεστικόν απέστειλε κατ' αυτών την 22 Οκτωβρίου 500 Στερεοελλαδίτας υπό τον Δικαίον, τον και υπουργόν των εσωτερικών. Τούτο μαθόντες οι περί τας Πάτρας διέλυσαν το στρατόπεδον αυθαιρέτως επί προφάσει ελλείψεως τροφών, και οι μεν διεσκορπίσθησαν εις άλλας επαρχίας προς υποκίνησιν ταραχών, οι δε περί τους Δηληγιάννας και τον Κολοκοτρώνην εξεστράτευσαν φανερά εις υπεράσπισιν των ομοφρόνων αυτών Αρκαδίων. Εν τοσούτω, επειδή εχρειάζετο να δικαιολογηθή το κίνημά των υπό πρόσχημα νομιμότητος, ασεβούντες εις τους νόμους κατηγόρουν την κυβέρνησιν ως ασεβήσασαν· και παρεξηγούντες τον ς' παράγραφον του ιζ' νόμου, διετείνοντο ότι δεν επετρέπετο εκ νέου εκλογή των αυτών μελών του νομοτελεστικού· επεκαλούντο δε την ταχείαν συγκρότησιν εθνικής συνελεύσεως κατά τα εν Άστρει ορισθέντα. Η βουλή, αν και ενείχετο εις την αποδιδομένην εις την κυβέρνησιν παρανομίαν ως εκλέξασα τα μέλη του νομοτελεστικού, επολιτεύθη ανεξικάκως κατ' αρχάς προς τους κατηγόρους της, και προσπαθούσα να καταπραΰνη το νομοτελεστικόν, τότε μόνον τους εγκατέλιπεν ότε τους είδεν άραντας όπλα.
Εν τούτοις, έφθασαν οι περί τον Δικαίον εις τους Λάκκους της Μεσσηνίας, κατέλαβαν και οι Αρκάδιοι τους Κωνσταντίους και εμάχοντο δύο ημέρας· ελθόντων δε των περί τους Δηληγιάννας και τον Κολοκοτρώνην, ετράπησαν τα στρατεύματα της κυβερνήσεως εις φυγήν, και ο αρχηγός αυτών Δικαίος επανήλθεν άπρακτος εις Ναύπλιον.
Καθ' ας δε ημέρας εμάχοντο οι Έλληνες κατά την Μεσσηνίαν, απέθανεν εν Ναυπλίω ο αντιπρόεδρος του νομοτελεστικού και αγαθός πολίτης Παναγιώτης Μπότασης, θύμα πεσών της προ πολλού επικρατούσης βαρείας επιδημίας. Θύμα της αυτής επιδημίας έπεσε την 22 νοεμβρίου και ο Νέγρης ιδιωτεύων εν Ναυπλίω και ολιγωρούμενος. Διέτριβεν εν Ύδρα επί τω θανάτω του αντιπροέδρου ο πρόεδρος Κουντουριώτης ασθενών· διά τούτο το τρίτον μέλος του νομοτελεστικού, ο Φωτίλας, εκλήθη εις την προεδρίαν του σώματος επιτροπικώς· αλλ' ως ομόφρων των εναντίων της κυβερνήσεως απηρέσκετο εις όσα επράττοντο κατ' αυτών·
Νοέμβριος μη δυνάμενος δε να τα εμποδίση, εδραπέτευσε την 8 νοεμβρίου, και την επαύριον ανεγνώσθη εν τη βουλή έγγραφόν του λέγον, ότι παρητείτο, διότι πολλάκις επρότεινε να μη γίνωσι κινήματα παρά της κυβερνήσεως τείνοντα, εις εμφύλιον πόλεμον και δεν εισηκούσθη. Η δραπέτευσις τούτου άφησε το σώμα ατελές και ανίκανον να εργάζεται. Εις συμπλήρωσιν δε του απαιτουμένου αριθμού εχρειάζετο εκλογή νέου μέλους, και το νομοτελεστικόν εις ενίσχυσίν του ήθελε να συμπαραλάβη τινά Μαυρομιχάλην. Αλλ' ο αρχηγός της οικογενείας ταύτης, Πετρόμπεης, ετέλει πρό τινος καιρού υπό βαρείαν κατηγορίαν ως έχων αλληλογραφίαν μυστικήν μετά του Μεχμέτ-Αλή· διά τούτο και η κυβέρνησις και οι εναντίοι αυτής τον απέφευγαν· αλλ' η κατηγορία εξετασθείσα απεδείχθη ψευδής, και το νομοτελεστικόν υπερισχύσαν εν τη βουλή επί της εκλογής του νέου μέλους παρέλαβε τον Κωνσταντίνον Μαυρομιχάλην σύναρχον.
Αν και ήρχισεν ήδη ο εμφύλιος πόλεμος, εστάλησαν ειρηνοποιοί μεσούντος του μηνός προς τον Ζαήμην επί τη προτάσει της βουλής κινουμένης πάντοτε υπό πνεύματος συμβιβαστικού, αλλ' επανήλθαν άπρακτοι. Μετά τα μεσσηνιακά, το μήλον της έριδος της κυβερνήσεως και των ανταρτών ήτον η Τριπολιτσά. Την πόλιν ταύτην κατείχεν η κυβέρνησις, οι δε εναντίοι της επροσπάθησαν να εφελκύσωσι τους κατοίκους αυτής και να ουδετερώσωσι τους φρουρούς της και τους πέριξ Στερεοελλαδίτας, προς ους έγραψαν επιστολήν, εν ή θεωρούντες την μεν Πελοπόννησον ιδίαν γην και όχι κοινήν όλων των Ελλήνων, ή τουλάχιστον των αγωνιζομένων Ελλήνων, τον δε εμφύλιον πόλεμον ως μόνον τα ιδιαίτερα συμφέροντα αυτών και τα των μελών της κυβερνήσεως αφορώντα, τους εθεώρουν ξένους, τους εσυμβούλευαν ν' απέχωσι των πελοποννησιακών πραγμάτων και ηπείλουν ότι επί τη παρακοή των θα τους ετιμώρουν (α). Ολιγωρούμενοι δε υπό των εντοπίων και χλευαζόμενοι υπό των Στερεοελλαδιτών απέστειλαν τον Νικήταν εις Κουτσοπόδι, αυτοί δε πλήρεις θυμού εκίνησαν ένοπλοι εις κυρίευσιν της Τριπολιτσάς, εγύμνωσαν εμπόρους έξωθεν της πόλεως, και κατέλαβαν παρακειμένας τινάς θέσεις· αλλ' οι φρουρούντες την πόλιν Στερεοελλαδίται επεξελθόντες συνήψαν μάχην κατά τον άγιον Σώστην και Καμάρι· και τους μεν κατά τον άγιον Σώστην ενίκησαν κατά κράτος συλλαβόντες 60, εν οίς και τον Στάικον, ους ανέστειλαν εις Ναύπλιον, έτρεψαν δε και τον Πάνον Κολοκοτρώνην ελθόντα εις βοήθειαν του Σταΐκου, και τον εφόνευσαν φεύγοντα προς το χωρίον του Θάνα, τους δε κατά το Καμάρι διεσκόρπισαν· διεσκόρπισαν την 22 και τους περί τον Νικήταν κατά το Κουτσοπόδι. Την δε 28 ανέβησαν εις Τριπολιτσάν προς βοήθειαν των κυβερνητικών ο Χατσή Χρήστος και ο Βάσσος, προσέβαλαν την επιούσαν κατά το Βρυσάκι τους εναντίους, τους έτρεψαν, τους κατεδίωξαν μέχρι του Παρθενίου, και δεν τους άφησαν να συναχθώσι πλέον προς εκείνο το μέρος. Λέγεται δε ότι επέκεινα των εκατόν εφονεύθησαν εν ταις αθλίαις ταύταις αδελφομαχίαις.
Αλλ' η κυβέρνησις, αν και υπερίσχυσεν, υπώπτευεν, ότι περιοριζομένη εις μόνας τας εν Πελοποννήσω δυνάμεις της εκινδύνευεν. Ο δεύτερος ούτος εμφύλιος πόλεμος δεν ωμοίαζε τον πρώτον, καθ' όν Πελοποννήσιοι επολέμουν Πελοποννησίους. Επί του παρόντος η Πελοπόννησος ήτον όλη σχεδόν του αυτού φρονήματος, και η κυβέρνησις δεν εδύνατο να ταπεινώση τους εναντίους της ειμή διά στρατιωτών άλλου μέρους· έχουσα δε χρήματα εκ του δανείου είχεν όσους υπομισθίους Στερεοελλαδίτας ήθελεν· οι δε αντίπαλοί της μη έχοντες θ' απεστερούντο και αυτών των υπό την οδηγίαν των. Είναι δε άπορον πώς άνθρωποι, ως οι Ανδρέαι και ο Κολοκοτρώνης, ανεδέχθησαν τον αγώνα τούτον εν μέσω τοιούτων περιστάσεων. Διά τους λόγους τούτους, μη επαναπαυομένη η κυβέρνησις εις την κατ' επιφάνειαν υπεροχήν της εστοχάσθη αναγκαίον να φέρη εις Πελοπόννησον έξωθεν στρατεύματα επί μισθώ και εκάλεσε τα εν τη Ανατολική Ελλάδι. Όλοι υπήκουσαν, και δισχίλιοι υπό τον Γκούραν και τον Καρατάσον απέβησαν προ των άλλων την 22 εις τον ισθμόν. Έκτοτε ήρχισαν τα μεγάλα δυστυχήματα των ανταρτών και της Πελοποννήσου.
Πρό τινων ημερών επολιόρκουν την Ακροκόρινθον ο Λόντος και ο Ιωάννης Νοταράς έχοντες 800 εκλεκτούς Στερεοελλαδίτας· αλλ' επί τη αποβάσει των ανωτέρω έφυγαν και ανέβησαν εις Κουτσομάδι, όπου ηύραν τον ομόφρονά των Νικήταν. Εν τούτοις ήλθεν εις Κόρινθον ο Κωλέττης, μέλος του νομοτελεστικού, ως γενικός διευθυντής, και τους παρηκολούθησεν αναβαίναντας εις Κουτσομάδι. Εκεί επολέμησαν οι αντιφερόμενοι, εχύθη αίμα, υπερίσχυσαν οι κυβερνητικοί, οι δε αντικυβερνητικοί έφυγαν κακώς έχοντες· και ο μεν Λόντος απήλθεν εις Αχαΐαν, ο δε Νοταράς και ο Νικήτας κατέλαβαν τον άγιον Γεώργιον. Επεστράτευσαν και εις εκείνο το χωρίον οι κυβερνητικοί· αλλ' επειδή ο τόπος είναι δυνατός, απεκρούσθησαν και 50 εφονεύθησαν. Παθόντες και αποτυχόντες, μετέφεραν εκ Ναυπλίου τρία κανόνια· τότε απηλπίσθησαν οι αντικυβερνητικοί και έφυγαν διά νυκτός. Έτρεξαν οι κυβερνητικοί κατόπιν αυτών, μετέβησαν εις Τρίκαλα, όπου κατέφυγεν ο Ιωάννης Νοταράς, τα εκυρίευσαν αναιμωτί, εγκατελείφθη και αυτός υπό των μισθωτών του αυτομολησάντων υπό της κυβερνήσεως τας σημαίας, παρεδόθη, εστάλη υπό φύλαξιν εις Ναύπλιον, και επί τη αιτήσει του θείου του, προέδρου της βουλής, μη μεθέξαντος της ανταρσίας, έμεινε παρ' αυτώ υπό την εγγύησίν του.
Δεκέμβριος Εν ώ δε υπερίσχυαν κατά την Κορινθίαν τα υπό τον Γκούραν και τον Καρατάσον στρατεύματα, διέβησαν αρχομένου του δεκεμβρίου εις Βοστίτσαν και τα εν Σαλώνοις υπό τον Καραϊσκάκην, τον Τσαβέλλαν και άλλους, και ανέβησαν εις Καλάβρυτα, όπου ήλθε και ο Κωλέττης. Την δε 13 εκινήθησαν εις Κερπινήν όπου ήσαν ο Ζαήμης, ο πατήρ του, ο Λόντος, ο Νικήτας, και πολέμου γενομένου υπερίσχυσαν, εκυρίευσαν το χωρίον, το ελεηλάτησαν και πολλά άλλα κακά έπραξαν· οι δε εν αυτώ κακήν κακώς έφυγαν. Τα αυτά κακά έπαθαν και οι λοιποί αντικυβερνητικοί παντού, και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, κατέθεσαν τα όπλα, επεκαλέσθησαν την μακροθυμίαν της κυβερνήσεως, οι μεν δι' ενός τρόπου οι δε δι' άλλου, και οι πλείστοι παρεδόθησαν αυθορμήτως εις χείρας της αυτομολήσαντες εις Ναύπλιον, διότι ούτε ασφαλείς ήσαν εν ταις επαρχίαις των, ας κατεπάτησαν όλας τα κυβερνητικά στρατεύματα, ούτε δεκτοί εις την Επτάννησον, όθεν ο Σισίνης και ο υιός του Χρύσανθος, εκεί καταφυγόντες, απεπέμφθησαν. Τοιουτοτρόπως συνήχθησαν εις Ναύπλιον ο Κολοκοτρώνης, οι Δηληγιάνναι Αναγνώστης, Κανέλλος, Δημητράκης και Νικόλαος, οι Νοταράδες Ιωάννης και Παναγιώτης, ο Γρίβας, ο Αναστασόπουλος, ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κρίτσαλης και ο Κατσαρός, περιμένοντες την τύχην των παρά των εχθρών των. Η δε κυβέρνησις τους απέστειλεν όλους την 6 φεβρουαρίου εις Ύδραν και διέταξε να τους περιορίσωσιν εν τω μοναστηρίω του προφήτου Ηλίου του επί της κορυφής του όρους μέχρις ου δικασθώσι. Μετά τεσσάρας δε ημέρας απέστειλεν εκεί και τον Σισίνην και τον υιόν του Χρύσανθον ελθόντας και αυτούς κατόπιν των άλλων εις Ναύπλιον και προσπεσόντας. Οι δε Ανδρέαι και οι άλλοι, οι φυγόντες εκ της Κερπινής, κατέφυγαν εν πρώτοις εις Δίβρην, αλλά, μαθόντες ότι ήρχοντο εις καταδίωξίν των οι υπό τον Γκούραν, έφυγαν και εκείθεν (β) και μη βλέποντες εντός της Πελοποννήσου τόπον καταφυγής ασφαλή κατέβησαν εις Κουνουπέλι και εντυχόντες τρία πλοιάρια υπό σημαίαν ιονικήν έπλευσαν εις την Δυτικήν Ελλάδα.
Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος, ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ό εστιν ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά· το δε νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν· ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης εξουσίας παρεξετείνετο· διηρείτο δε η εξουσία και εις πολλούς, και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους διεμάχοντο επί του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Σχέσεις έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως. Ολίγη, ως είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναστα τα πάθη, οι σήμερον πολέμιοι έγειναν την επαύριον φίλοι, και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος. Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου εξουσίας ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου· εξώκειλε δε ένεκα τούτου και εις τόσην κακοήθειαν, ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή των πέραν του ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν, ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών· η δε έκβασις του πολέμου τούτου ανύψωσε τον Κουντουριώτην και συνανύψωσε και τον συνάρχοντα και συμπράκτορα αυτού Κωλέττην.
Διαρκούσης δε της εκστρατείας κατά την Δυτικήν Ελλάδα, ησθένησεν ο Μαυροκορδάτος και μετεκομίσθη εις Ανατολικόν· είχε κληθή πρό τινος καιρού εις αναδοχήν των καθηκόντων του γενικού γραμματέως του νομοτελεστικού· αλλ' η κατάστασις της Δυτικής Ελλάδος και η ασθένειά του τον ηνάγκασαν ν' αναβάλη την εις Ναύπλιον μετάβασίν του. Αφ' ού δε ανέλαβε και διελύθη και το εχθρικόν στρατόπεδον, απεφάσισε ν' αναχωρήση, και εκάλεσε τους πληρεξουσίους και τους οπλαρχηγούς των επαρχιών εις τοπικήν συνέλευσιν επί σκοπώ να βάλη τάξιν όπου επεκράτει πλήρης αταξία, τουτέστιν εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν.
Δεκέμβριος Συνήλθαν οι πληρεξούσιοι εις Ανατολικόν και την 17 δεκεμβρίου ήρχισαν τας εργασίας των υπό την προεδρίαν του στρατηγού Τσόγκα, του ισχυροτέρου οπλαρχηγού των μερών εκείνων· έλαβαν δε υπ' όψιν όσα και επί της προλαβούσης τοπικής συνελεύσεως και διέταξαν εις διόρθωσιν των αταξιών όσα και τότε, αλλά πραγματικώς έπραξαν ουδέν. Επειδή δε επεκράτει εν Πελοποννήσω ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, δέον έκριναν να εκφράσωσι πανδήμως τα φρονήματά των περί των γενικών πραγμάτων, κατακρίνοντες και καταρώμενοι παν ένοπλον κίνημα κατά της κυβερνήσεως, οιαδήποτε και αν ήτο του κινήματος η αφορμή, και οιοσδήποτε ο κινούμενος, κηρύττοντες την αφοσίωσίν των εις τα καθεστώτα και προσφέροντες τον βραχίονά των εις υποστήριξιν αυτών· εξέφρασαν δε επί της συνελεύσεως και την βαθείαν ευγνωμοσύνην των προς τον γενικόν διευθυντήν, και την λύπην των διά την αποχώρησίν του, και επολιτογράφησαν αυτόν και τους συν αυτώ Πραΐδην και Πολυζωίδην.
Επρόκειτο προ παντός άλλου επί της συνελεύσεως να προσφέρωσί τινες των οπλαρχηγών, και κυρίως ο του Ζυγού Μακρής, προς κοινήν χρήσιν τα γεννήματα των επαρχιών των εσοδιαζόμενα εις ιδίαν των περί αυτούς χρήσιν, αλλ' ούτοι δεν επείθοντο. Εν ώ δε κατεγίνοντο εις την εξέλεγξιν των προσόδων των επαρχιών και ελογομάχουν περί τούτου εν τω ναώ της Παναγίας, όπου συνεδρίαζαν, συνέβη σεισμός τόσον δεινός ώστε έπεσαν καί τινες οικίαι. Γνωστόν είναι πόσον επιρρεάζονται τα πνεύματα των απλουστέρων υπό των τοιούτων της φύσεως φαινομένων. Δραξάμενός τις των πληρεξουσίων την ευκαιρίαν ταύτην ανέστη παύσαντος του σεισμού, και αφ' ού ελάλησε περί άλλων υποθέσεων, είπε τα εξής.
«Αλλ' εβασίλευσε τάχα παρ' ημίν η δικαιοσύνη; Εφάνημεν άξιοι της θείας βοηθείας, ην τόσον φανερά απολαμβάνομεν; Όχι! βεβαίως· δεν σας το λέγω εγώ· σας το είπε προ ολίγου ο Θεός διά του σεισμού του. Τα σημεία ταύτα είναι η φωνή της οργής του· η οργή του βλέπετε εσάλευσε και αυτά τα θεμέλια της γης. Μάθετε, λέγει η φωνή της οργής του, ότι ο Θεός απεφάσισε να ελευθερώση τον λαόν του όχι μόνον εκ χειρός των Τούρκων, αλλά και εκ χειρός των αγαπώντων την ανομίαν και την αδικίαν Χριστιανών. Ο Θεός οργίζεται επίσης όλους τους ανόμους και αδίκους οποία και αν ήναι η πίστις των. Τρέμετε όσοι είσθε άνομοι και φιλάδικοι· ο Θεός των Χριστιανών είναι θεός νόμου και δικαιοσύνης· είναι Θεός εκδικήσεων. Τρέμετε οι άνομοι και φιλάδικοι!» Κλονισθέντες οι οπλαρχηγοί υπό του σεισμού, ακούσαντες και την ερμηνείαν αυτού επροθυμήθησαν, προεξάρχοντος του Μακρή, να προσφέρωσιν όσα μέχρι τούδε δεν έπαυσαν ιδιοποιούμενοι.
Οι δε Ανδρέαι και οι περί αυτούς κατευωδώθησαν εις Προκοπάνιστον, νησίδιον τρεις ώρας και τέταρτον απέχον του Μεσολογγίου, την 23, διαρκούσης της συνελεύσεως και έγραψεν ο Ζαήμης αυθημερόν προς τους συγκροτούντας αυτήν επιστολήν (γ) λέγουσαν, ότι, αν και κατετρέχετο μέχρι θανάτου, ωρκίσθη ν' αποθάνη επί της φίλης πατρίδος μαχόμενος υπέρ αυτής, και ότι εζήτει άσυλον μέχρι της συγκροτήσεως της εθνικής συνελεύσεως, εις ην έτοιμος ήτο να δώση λόγον των πράξεών του.
Οι Ανδρέαι ηγαπώντο παρά των Δυτικοελλαδιτών. Ουδέποτε επεκαλέσθησαν ούτοι εις μάτην την αντίληψιν εκείνων οσάκις εκινδύνευεν η πατρίς των· πολλοί δε των επισημοτέρων και αυτός ο γενικός διευθυντής Μαυροκορδάτος ήσαν φίλοι των· δια τούτο συμπαθείς εφάνησαν προς τα δεινά των όλοι, αλλά μη θέλοντες να ενοχοποιηθώσιν ενώπιον της υπερισχυούσης κυβερνήσεως απήντησαν (δ), ότι πρόθυμοι ήσαν και να τους δεχθώσι και να μεσιτεύσωσιν υπέρ αυτών προς την κυβέρνησιν, αλλ' ότι τους εθεώρουν πάντοτε υπό το κράτος του νόμου. Επί τη απαντήσει ταύτη ήλθαν οι Ανδρέαι και λοιποί εις Ανατολικόν, εφιλοφρονήθησαν, και μετέβησαν εις Κατοχήν, χωρίον του Ξηρομέρου, υπό την εγγύησιν μεν των στρατηγών Τσόγκα, Μακρή, Ράγκου και Βλαχοπούλου, αλλ' υπό την ιδιαιτέραν επαγρύπνησιν και περιποίησιν του Τσόγκα, υφ' ον ετέλει η Κατοχή.

1824

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΒ'

Εξωτερική πολιτική ως προς την Ελλάδα. Συνδιαλέξεις εν Πετρουπόλει των αντιπροσώπων των πέντε δυνάμεων περί του ελληνικού ζητήματος, και σχίσμα Αγγλίας και Ρωσσίας.

ΑΝ και η Πύλη απηξίωσε ν' απαντήση εις την περί Ελλάδος πρότασιν της Ρωσσίας, η Ρωσσία όχι μόνον δεν παρητείτο του ειρηνοποιού σκοπού της, αλλ' επροσπάθει να προσηλώση σπουδαιότερον εις ευόδωσιν αυτού την προσοχήν των περί πολλού ποιουμένων την διατήρησιν της ειρήνης αυλών, και να κερδίση την αναγκαίαν σύμπραξίν των· δεν έπαυε δε λέγουσα ότι, και αν εσυμβιβάζοντο τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας, εν όσω διήρκει ο αγών της Ελλάδος, η ειρήνη της Ευρώπης διά τον χαρακτήρα αυτού εκινδύνευεν. Αρχομένου δε του ενεστώτος έτους, εκοινοποίησεν εμπιστευτικώς ταις αυλαίς εις υποστήριξιν της προτάσεώς της υπόμνημα, εν ώ εξέθετε σαφώς τους όρους, ους εθεώρει και ορθούς και αναγκαίους εις ειρήνευσιν της μαχομένης Ελλάδος, προβάλλουσα να συστηθώσι τρεις υποτελείς τω σουλτάνω ηγεμονείαι, η μεν εκ Θεσσαλίας, Βοιωτίας και Αττικής, ήτοι της Ανατολικής Ελλάδος, η δε εξ Ηπείρου και Ακαρνανίας, ήτοι της Δυτικής Ελλάδος, η δε εκ Πελοποννήσου και Κρήτης, ήτοι της μεσημβρινής Ελλάδος· αι δε νήσοι να διοικώνται δημογεροντικώς ως και μέχρι τούδε, και ο πατριάρχης, εδρεύων πάντοτε εν Κωνσταντινουπόλει, να θεωρήται ως αντιπροσωπεύων το ελληνικόν έθνος (α).
Είπαμεν, ότι η πολιτική της Ρωσσίας έτεινεν ανέκαθεν εις εξασθένωσιν του οθωμανικού κράτους και εις την κατ' ολίγον αποσύνθεσίν του· δι' ον δε λόγον επολιτεύετο ούτως η Δύναμις αύτη, διά τον αυτόν δεν ανείχετο την προ των πυλών της επί των ερειπίων αυτού ανέγερσιν βυζαντινού, ήτοι ισχυρού κράτους κατέχοντος τας κλεις της Μαύρης θαλάσσης· ενίσχυε δε μόνον την ανέγερσιν μικρών επικρατειών, υποτελών μεν τη Πύλη αλλ' υπό την επιρροήν και προστασίαν εκείνης. Τοιαύτης πολιτικής αποκύημα ήτο το περί ου ο λόγος σχέδιον, ανάξιον του εθνισμού των Ελλήνων, ως διαρρηγνύον την ενότητά των, εφ' ης πάσα υγιής πολιτική επάναγκες να σαλεύη, και ως ανατρέπον την ανεξαρτησίαν των, υπέρ ης ηγέρθη ο δεινότατος αυτών αγών.
Κοινοποιήσασα το υπόμνημα τούτο ταις αυλαίς η Ρωσσία, τας εκάλεσεν εις Πετρούπολιν προς σύσκεψιν και πραγματοποίησίν του. Ορθούς εθεώρησαν αι της Γαλλίας, Αυστρίας και Πρωσσίας αυλαί τους όρους του υπομνήματος ως μεταξύ της τελείας ανεξαρτησίας κατά την απαίτησιν του ενός των διαμαχομένων, και της τελείας υποταγής κατά την του άλλου κειμένους, και τους παρεδέχθησαν προθύμως, αλλ' εν πνεύματι πάντοτε ειρηνικώ. Την αυτήν γνώμην εξέφρασε και η αυλή της Αγγλίας, αλλ' απήτησεν ως εκ των ων ουκ άνευ να προηγηθή η εις Κωνσταντινούπολιν αποστολή πρέσβεως Ρώσσου, ως δείγμα φιλειρηνικόν προς την Πύλην, και να ορισθή τόπος των συνεδριάσεων όχι η Πετρούπολις αλλ' η Βιέννη. Η δε αυλή της Ρωσσίας, η θεωρήσασα και αύτη εξ αρχής ως εκ των ων ουκ άνευ να προηγηθή της εις Κωνσταντινούπολιν αποστολής πρέσβεώς της η παντελής κένωσις των ηγεμονειών, αντείπεν. Εν τούτοις διά των εν Κωνσταντινουπόλει επανειλημμένων αξιώσεων των αυλών εφάνη λύσασα αύτη η Πύλη το ζήτημα υποσχεθείσα επισήμως λήγοντος του απριλίου την παντελή κένωσιν των ηγεμονειών (β)· απέλυσε δε και τον Βηλαράν επί τη παρακλήσει του παρ' αυτή πρέσβεως της Αγγλίας.
Αρθέντων των προσκομμάτων τούτων, διώρισεν η Ρωσσία πρέσβυν της παρά τω σουλτάνω τον Ριβωπιέρρον, αλλά δεν τον εξαπέστειλεν ευθύς και ανέδειξεν επιτετραμμένον τα της πρεσβείας τον ως έφορον των εμπορικών και ναυτικών υποθέσεων εδρεύοντα ήδη εν Κωνσταντινουπόλει Μιντσιάκην·
Ιούνιος μη επιμενούσης δε και της Αγγλίας εις ον επρότεινε τόπον των συσκέψεων, συνεδρίασαν εν Πετρουπόλει οι εκεί αντιπρόσωποι των αυλών την 5 Ιουνίου κατά πρώτον· και οι μεν της Αυστρίας, Γαλλίας και Πρωσσίας ενέκριναν εξ ονόματος των αυλών αυτών τα εν τω υπομνήματι, αναγγείλαντες· ότι έτοιμοι ήσαν να συστήσωσι τοις εν Κωνσταντινουπόλει συναδέλφοις των ό,τι εις πραγματοποίησιν αυτών ωρίζετο· ο δε της Αγγλίας ανήγγειλεν, ότι και η αυλή του, αν και διεφώνει κατά τι, ενέκρινε τας βάσεις του υπομνήματος, αλλά δεν τω απέστειλεν εισέτι οδηγίας περί των περαιτέρω. Τω όντι ο πρέσβυς ούτος, Κάρολος Βαγώττος, ειδοποιηθείς παρά μεν του εν Κωνσταντινουπόλει συναδέλφου του ότι υπεσχέθη επισήμως η Πύλη την παντελή κένωσιν των ηγεμονειών, παρά δε της αυλής της Ρωσσίας ότι διώρισε πρέσβυν της παρά τω σουλτάνω, εθεώρησεν ότι επληρώθησαν οι απαιτούμενοι όροι και συνεδρίασεν άνευ ρητής διαταγής της αυλής του.
Δευτέρας δε συνεδριάσεως γενομένης την 24, επρόβαλεν ο πληρεξούσιος της Ρωσσίας να διαταχθώσιν οι παρά τω σουλτάνω πρέσβεις των συμμάχων όπως δι' ενός και του αυτού εγγράφου, συνυπογράφοντος και του επιτετραμμένου τα της Ρωσσίας, προτείνωσι επί των όρων του υπομνήματος την μεσιτείαν των αυλών και την διακοπήν των εν Ελλάδι εχθροπραξιών, ν' αναγγελθώσι δε τα αυτά και προς τους Έλληνας· επί δε τη ανακωχή να συνέλθωσιν οι πρέσβεις των συμμάχων και οι πληρεξούσιοι των διαμαχομένων εις Κωνσταντινούπολιν προς συνδιάσκεψιν περί οριστικού συμβιβασμού· αλλ' οι συνδιαλεγόμενοι εζήτησαν καιρόν εις αίτησιν νέων οδηγιών.
Εν τούτοις, διεταράχθησαν απροσδοκήτως αι εξ αρχής μέχρι τούδε επικρατήσασαι στεναί σχέσεις Αγγλίας και Τουρκίας. Η εν Λονδίνω σύστασις φιλελληνικής εταιρίας, η χιλιόλιρος συνδρομή της δημαρχίας της μεγαλοπόλεως ταύτης υπέρ της πολεμούσης Ελλάδος, το δάνειον, η εις Ελλάδα αποστολή πολεμεφοδίων και άλλων βοηθημάτων, η εις συμμέθεξιν του ελληνικού αγώνος άφιξις Άγγλων και κατ' εξοχήν η του Βύρωνος αντηχήσασα διά το λαμπρόν όνομά του από περάτων έως περάτων, και η εξ αιτίας της δικαιοτέρας και φιλελληνικωτέρας πολιτικής του Κάννιγγος επί το δικαιότερον και φιλελληνικότερον μεταβολή της διαγωγής των Αρχών του ιονίου κράτους παρώργισαν εις άκρον την Πύλην κατά της Αγγλίας. Ο δε εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς αυτής, ο τόσην πίστιν και υπόληψιν άλλοτε απολαμβάνων, υπεβλέπετο. Εις μάτην έλεγεν οποία τα όρια της εξουσίας της αγγλικής κυβερνήσεως επί των Άγγλων. Αγνοούσα και ολιγωρούσα η Πύλη τον τρόπον του πολιτεύεσθαι των ελευθέρων εθνών, δεν ήξευρε να διακρίνη τα των αρχόντων και των αρχομένων, και ενοχοποίει εκείνους διά τα προς αυτήν πταίσματα τούτων. Τοιαύτα φρονούσα και αδικουμένην εαυτήν θεωρούσα, πικροτάτους απέτεινε προς τον πρέσβυν της Αγγλίας λόγους περί της διαγωγής της (γ).
Αύγουστος Μόλις δε αρχομένου του αυγούστου έλαβεν η ελληνική κυβέρνησις γνώσιν του εις λύσιν της ελληνοτουρκικής διαφοράς ρωσσικού σχεδίου και κατεταράχθη. Ουδέν ήττον κατεταράχθη και η Πύλη· ωργίσθη δε έτι μάλλον αύτη διά την εν αυτώ προτεινομένην αυθόρμητον παρέμβασιν των αυλών εν ταις διαφοραίς αυτής και των επαναστάντων ραγιάδων. Υπό τοιούτους οιωνούς εξεδόθη το ρωσσικόν σχέδιον και εσυστήθη εν Πετρουπόλει το συμβιβαστικόν συμβούλιον, μηδενός των διαμαχομένων ζητούντος ή δεχομένου οποίον επρότεινε το σχέδιον συμβιβασμόν· ώστε ειργάζοντο αι Δυνάμεις προς ειρήνευσιν Ελλήνων και Τούρκων επί τη προτάσει της Ρωσσίας παρά την θέλησιν και των Ελλήνων και των Τούρκων.
Προθεμένη δε η ελληνική κυβέρνησις να ματαιώση το σχέδιον τούτο, αναγκαίον ενόμισε να διαμαρτυρηθή επισήμως· και εις ενίσχυσιν της διαμαρτυρήσεώς της δέον έκρινε να επικαλεσθή την συνδρομήν τινος των αυλών. Ευνοϊκωτέρα πασών προς την Ελλάδα ήτο τότε βεβαίως η της Αγγλίας, δι' ο και προς αυτήν απέστειλε την 12 διαμαρτύρησιν (δ) στηλιτεύουσα ως αισχρόν τον προτεινόμενον συμβιβασμόν, επικαλουμένη την αντίληψίν της εις ανάκτησιν της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, παραλληλίζουσα τα δικαιώματα αυτών και τα των εσχάτως αποχωρισθέντων της μητροπόλεως των εν τη μεσημβρινή Αμερική λαών, και διατεινομένη ότι το συμφέρον της Ευρώπης, και κυρίως της Αγγλίας, απήτει την πολιτικήν ύπαρξιν της Ελλάδος.
Μόλις έλαβε την επιστολήν ταύτην ο υπουργός της Αγγλίας την 11 οκτωβρίου και απήντησε την 7 νοεμβρίου λέγων (ε) ότι εθεώρει την πολιτικήν της Ρωσσίας φιλελληνικήν και το περί ου ο λόγος σχέδιον περιέχον ορθούς όρους· ότι δεν θα εναντιούτο η Αγγλία εις την πραγματοποίησιν αυτού, αν επροτείνετο εν καιρώ, αλλ' ουδέν θ' απεφασίζετο άνευ της συναινέσεως των διαμαχομένων, ότι άν ποτε ενόμιζε συμφέρον η Ελλάς να ζητήση την μεσιτείαν της Αγγλίας, και αν την εδέχετο η Πύλη, ουδέν θα παρημελείτο εις καρποφορίαν της, και ότι εν τη δεινή Τουρκίας και Ελλάδος πάλη επολιτεύθη η Αγγλία όπως και εν τη της Ισπανίας και των εν τη μεσημβρινή Αμερική αποικιών της, διατηρούσα άκραν ουδετερότητα. Περί δε της αντιλήψεως, ην επεκαλείτο η Ελλάς, έλεγε τα εξής. «Ούτε εμμέσως ούτε αμέσως ηρέθισαν οι υπουργοί της Αγγλίας τους Έλληνας εις την έναρξιν του αγώνος των, αλλ' ούτε διά τινος τρόπου παρενέβαλαν εμπόδια εις την πρόοδόν του. Ουδείς έχει δίκαιον να υπολάβη ότι η Αγγλία, θεωρούσα τας υπαρχούσας φιλικάς σχέσεις και τας διατηρουμένας παλαιάς συνθήκας αυτής και της Πύλης, ημπορεί ν' αναδεχθή πάλην ην δεν υπεκίνησε και να οικειοποιηθή διαφοράν αλλοτρίαν».
Αύτη είναι η μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της αγγλικής περί τούτων αλληλογραφία· εν ταύτη, η αγγλική, πρώτη πάσης άλλης κυβερνήσεως και κατά πρώτον, προσηγόρευσε την ελληνικήν, «προσωρινήν κυβέρνησιν».
Εν τούτοις διεταράχθη παρά πάσαν προσδοκίαν και αυτή των αυλών η αρμονία. Η Αγγλία, είτε προς καθησύχασιν της Πύλης δεινολογουμένης εφ' ων εβουλεύοντο αι αυλαί εν Πετρουπόλει, είτε ζηλοτύπως φερομένη προς την Ρωσσίαν κινούσαν όπως ήθελεν επί του προκειμένου ζητήματος την συμμαχίαν, εν ώ Τούρκοι και Έλληνες απέβλεπαν εις μόνην την Αγγλίαν, είτε επιρρεασθείσα υπό της διαμαρτυρήσεως της Ελλάδος, απεδοκίμασεν αίφνης την εν Πετρουπόλει διαγωγήν του πρέσβεώς της, Βαγώττου, ως άνευ αδείας της συνεδριάσαντος και συμπράξαντος· μεταθέσασα δε αυτόν εις άλλην πρεσβείαν και αναδείξασα διάδοχόν του τον Στρατφόρδον Κάννιγγα, διεκοίνωσε ταις αυλαίς, ότι, προθεμένη εξ αρχής εκούσιον συμβιβασμόν των αλληλομαχούντων, καθήκον της, ως ουδετέρα Δύναμις, εθεώρει να μη παρέμβη εν όσω απεποιούντο οι αντιφερόμενοι πάντα συμβιβασμόν· απεποιείτο δε και ην υπεσχέθη παρέμβασιν, και αν έστελλεν εις Κωνσταντινούπολιν η Ρωσσία πρέσβυν. Ηπόρησε και ωργίσθη η Ρωσσία επί τη απροσδοκήτω ταύτη παλινωδία της αγγλικής κυβερνήσεως, και αντιδιεκοίνωσεν, ότι έπαυε του λοιπού πάσα συνδιάσκεψις αυτής και της αυλής εκείνης και ως προς τα τουρκορρωσσικά και ως προς τα ελληνοτουρκικά. Εμέμφθησαν δε και αι άλλαι Δυνάμεις, και αύτη η υπέρ τας άλλας φιλοτουρκίζουσα Αυστρία, την παλινωδίαν της Αγγλίας.

1825

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΓ'

Σχέδια της Ελληνικής κυβερνήσεως κατά των εχθρών. — Απόβασις του Ιβραήμπασα εις Μοθώνην. — Εκστρατεία του Κουντουριώτου προέδρου του νομοτελεστικού. — Πολεμικά κατά ξηράν και θάλασσαν συμβάντα και παράδοσις των Παλαιών Ναβαρίνων και του Νεοκάστρου. — Εμπρησμός εχθρικών πλοίων εν Μοθώνη. — Ναυμαχία παρά τον Καφηρέα.

ΕΝ ώ ο δημόσιος πλούτος εφθείρετο χάριν εμφυλίων παθών και προσωπικών μικροφιλοτιμιών εις βλάβην του λαού, και εγγύς ήτον η μετάβασις του φοβερού εχθρού της Ελλάδος, Ιβραήμπασα, από Κρήτης εις Πελοπόννησον, ουδεμία εγίνετο φροντίς περί της αναγκαίας προμηθείας και ασφαλείας των μερών εκείνων. Ως και αυτό το φρούριον του Νεοκάστρου απρομήθευτον των αναγκαίων ήτο και απρομήθευτον διέμεινε μέχρι τέλους, ως αν προητοιμάζετο να πέση μάλλον ή ν' αντισταθή.
Ακίνδυνον στρατιωτικήν δόξαν εθήρευεν ο πρόεδρος του νομοτελεστικού. Τοιαύτην εφαίνετο παρέχουσα η κατάστασις των Πατρών.
Η πόλις εκείνη επολιορκείτο στενώς πρό τινος καιρού διά θαλάσσης, και η πτώσις της εφαίνετο εγγίζουσα· δεν εκίνει δε τον Κουντουριώτην εις κτήσιν αυτής αφιλοκίνδυνος μόνον φιλοδοξία, αλλά και η προς τους Ανδρέας αντιζηλία. Εξαιρουμένης της ολιγοχρονίου αρχηγίας του Κολοκοτρώνη, εις τούτους ανετέθη εξ αρχής της επαναστάσεως μέχρι του καιρού εκείνου η διατήρησις της πολιορκίας και η τύχη αυτής· δεν τοις έλειψαν δε και αίσιοι περιστάσεις εις άλωσιν· αλλ' ουδέν γενναίον έπραξαν, και αφορμήν πολλάκις έδωκαν εις κατηγορίαν ως μη σπουδάζοντες μάλλον ή ως μη δυνάμενοι να την κυριεύσωσιν· ώστε, αν ο Κουντουριώτης ευδοκίμει, δικαίως θα κατησχύνοντο οι δύο ούτοι αντίζηλοί του. Πεινώντες και πάσχοντες οι εν Πάτραις Τούρκοι διά την στενήν πολιορκίαν ευδιάθετοι εφαίνοντο να απέλθωσι, και απήτουν την παρουσίαν του προέδρου επί τη πεποιθήσει, ότι και θέλησιν και δύναμιν είχε να διατηρήση τους υπέρ της ασφαλείας αυτών όρους της συνθήκης. Ταύτα τα αίτια εθάρρυναν τον Κουντουριώτην και στενότερον αποκλεισμόν διά θαλάσσης να διατάξη, και πολυάριθμον εκστρατείαν να ψηφίση, και αυτός την αρχηγίαν της εκστρατείας ν' αναλάβη. Αλλ', εν ώ η ευτυχής έκβασις του επιχειρήματος εκρέματο από της ταχείας ενεργείας, διότι ο εχθρός ήτον επί θύρας, η πρέπουσα σπουδή δεν κατεβάλλετο.
Εν τούτοις ο άοκνος Ιβραήμης, φθάσας εις τον λιμένα της Σούδας, ουδέ καν να πατήση την ξηράν ηθέλησεν, αλλά μετά δεκαπενθήμερον διατριβήν εντός των πλοίων απέπλευσε μετά του στόλου του εις Ρόδον και Μαρμάρι, παρέλαβεν άλλους πεντακισχιλίους σταλέντας παρά του πατρός του, παρέλαβε και φορτία ολόκληρα πολεμεφοδίων και τροφών σταλέντα εις χρήσιν του στρατού, επανήλθεν εις Κρήτην, εμίσθωσεν ικανούς εντοπίους και απέπλευσεν ακμάζοντος του χειμώνος.
Κατεγίνετο η ελληνική κυβέρνησις εις τας προετοιμασίας της εκστρατείας του προέδρου της, ότε έμαθεν ότι 50 εχθρικά πλοία, τα μεν πολεμικά τα δε φορτηγά, εισέπλευσαν την 11 και 12 του φεβρουαρίου τον λιμένα της Μοθώνης, και απεβίβασαν τετρακισχιλίους πεζούς, τετρακοσίους ιππείς και τον Ιβραήμην, και ότι εσκήνωσαν τα στρατεύματα ταύτα εν τη παρά την Μοθώνην πεδιάδι. Η εκστρατεία αύτη ουδεμίαν ηύρεν αντίστασιν καθ' όλον τον πλουν, διότι τα ελληνικά πλοία, παθόντα εν ταις τελευταίαις μάχαις, επεσκευάζοντο. Τέσσαρα μόνον ητοιμάσθησαν και έπλευσαν εις τα νερά των Πατρών προς ενίσχυσιν της πολιορκίας.
Μάρτιος Ο δε αιγύπτιος στόλος, αποβιβάσας τα στρατεύματα, επανέπλευσεν εις Σούδαν, και την 5 μαρτίου επανήλθεν εις Μοθώνην ανεπηρέαστος, φέρων άλλους επτακισχιλίους, εν οίς και τετρακοσίους ιππείς. Γνωσθείσης δε της δεινής καταστάσεως των Πατρών διά την θαλάσσιον πολιορκίαν, απέστειλεν ο Ιβραήμης εις λύσιν αυτής τρεις φρεγάτας, δύο κορβέττας, και έξ βρίκια. Η μοίρα αύτη ηύρεν εν Ζακύνθω δέκα πλοία τροφοφόρα υπό ουδετέραν σημαίαν, έτοιμα να πλεύσωσιν εις Πάτρας, τα συνώδευσεν ασφαλώς, έτρεψεν εις φυγήν τα φυλάττοντα εκεί ελληνικά, και τοιουτοτρόπως, απαλλαγέντων των εν τη πόλει εκείνη από των δεινών του αποκλεισμού και της πείνας, εματαιώθησαν τα λαμπρά σχέδια της ετοιμαζομένης ελληνικής εκστρατείας. Μετά τα συμβάντα ταύτα ο Κουντουριώτης απεφάσισε να εκστρατεύση προς την Μεσσηνίαν.
Διέτριβαν εισέτι εντός της Πελοποννήσου τα κατά των ανταρτών στρατεύματα της στερεάς Ελλάδος, και διετάχθησαν να συνενωθώσιν εις Μεσσηνίαν· διετάχθησαν να συνενωθώσιν εκεί καί τινα πελοποννησιακά, και την 16 εξεστράτευσεν ο πρόεδρος εν μεγάλη πομπή και υπό τον κανονοβολισμόν των φρουρίων, φέρων τον τίτλον «αρχηγού της πολιορκίας των Πατρών και των από του μεσσηνιακού κόλπου μέχρι των δυτικών παραλίων της Πελοποννήσου στρατοπέδων». Συνωδεύετο δε υπό του προ ολίγου εκ της Δυτικής Ελλάδος εις Ναύπλιον μεταβάντος και τα του γενικού γραμματέως του νομοτελεστικού καθήκοντα αναλαβόντος Μαυροκορδάτου. Άπειρος του ιππεύειν, τριήμερος αφίχθη εις Τριπολιτσάν, εν ώ χρεία ήτο μεγάλης σπουδής μέγα δε ατόπημα έπραξεν εξ αυτών των προοιμίων της εκστρατείας του. Τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων πραγματικός στρατός συνηνώθη κατά την διαταγήν του εν τη Μεσσηνία και κατέλαβε το χωρίον Κρεμμύδι δύο ώρας μακράν της Μοθώνης. Ο Καρατάσος, ο Καραϊσκάκης, ο Δράκος, ο Κώστας Μπότσαρης, ο Τσαβέλλας, τουτέστιν οπλαρχηγοί εκ των επισημοτέρων της Ελλάδος, ήσαν οι αρχηγοί του στρατού τούτου· αλλ' ο πρόεδρος έταξεν επ' αυτών τον φίλον του και συμπολίτην Δημήτρην Σκούρτην, αξιότιμον άνδρα και έμπειρον ναύτην, αλλ' άπειρον των κατά ξηράν πολέμων. Ο διορισμός ούτος δυσηρέστησεν εις άκρον και τους οπλαρχηγούς και τους στρατιώτας και έθεσεν εις κίνδυνον όλην την εκστρατείαν. Ο δε Καρατάσος τόσον ωργίσθη, ώστε απεποιήθη να στρατοπεδεύση όπου ο Σκούρτης και κατέλαβεν αυτογνωμόνως μετά των περί αυτόν το χωρίον Σχοινόλακα.
Φθάσας ο Κουντουριώτης εις Τριπολιτσάν ησθένησε και δεν ανεχώρησεν ειμή την 5 απριλίου, εφελκύσας την μομφήν και της βουλής και του κοινού διά την τόσην βραδυπορίαν· αλλά και τότε, αντί να υπάγη εις το εν Κρεμμυδίω στρατόπεδον προς εμψύχωσιν αυτού κατά την επίμονον αίτησιν των οπλαρχηγών και την ανάγκην της υπηρεσίας, υπήγεν εις Σκάλαν χωρίον παρά τον Πάμισον, 10 ώρας μακράν του Κρεμμυδίου, και έστησεν εκεί το αρχιστρατηγείον· έστειλε δε τον Μαυροκορδάτον εις το στρατόπεδον προς καθησύχασιν των οπλαρχηγών γογγυζόντων διά τον μη εμφανισμόν του.
Οι δε Αιγύπτιοι, αποβάντες εις Πελοπόννησον, επάτησαν εν πρώτοις την επαρχίαν Κορώνης· τα δ' έμπροσθεν του φρουρίου εκείνου ελληνικά στρατεύματα απεχώρησαν εις Βουνάρια και Καστέλια, όπου έδρευεν ο έπαρχος, έφυγαν μετ' ολίγον και εκείθεν, μετέβησαν εις Καλαμάταν και εκείθεν οι πλείστοι εις Μάνην. Οι εχθροί εκυρίευσαν τα δύο ταύτα χωρία έρημα μείναντα, τα έκαυσαν, διεσπάρησαν καθ' όλην την επαρχίαν λεηλατούντες και καίοντες, και μετά ταύτα επανήλθαν εις Μοθώνην· ανοίξαντες δε τοιουτοτρόπως την κοινωνίαν Μοθώνης και Κορώνης ετοποθετήθησαν την 9 έμπροσθεν του Νεοκάστρου και ηκροβολίσθησαν κατά πρώτην φοράν μετά των εντός. Προ μικρού είχαν εισέλθει διάφοροι προς υπεράσπισιν, εν οίς και ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, υιός του Πετρόμπεη. Ο φιλότιμος και φιλοπόλεμος ούτος νέος, περιφερόμενος την 14 επί των επάλξεων προς εμψύχωσιν των Ελλήνων, καθ' ην ώραν ηκροβολίζοντο, επληγώθη εις τον δεξιόν βραχίονα· μετακομισθείς δε χάριν θεραπείας εις Αρκαδίαν απέθανε μετ' ολίγας ημέρας δι' έλλειψιν αξίου χειρούργου. Την δε 16 έν τάγμα Αιγυπτίων έπεσεν επί τους υπό την οδηγίαν του Καρατάσου. Εκλεκτοί και εμπειροπόλεμοι ήσαν οι υπό τον αρχηγόν τούτον Μακεδόνες και άξιοι αυτού καθώς και ούτος άξιος αυτών· διό, γενομένης σφοδράς μάχης, αν και δεν ήλθαν εις βοήθειάν των οι εν Κρεμμυδίω, ενίκησαν οι ολίγοι ούτοι πολεμήσαντες μόνοι, έτρεψαν τους εχθρούς και επήραν υπέρ τα 100 λογχοφόρα όπλα ερριμένα επί του πεδίου της μάχης και τα έστειλαν εις Τριπολιτσάν. Την δε 6 απριλίου έφθασεν ο Μαυροκορδάτος κατά την εντολήν του προέδρου εις Κρεμμύδι, όπου συμβουλίου γενομένου, απεφασίσθη να μετατοπήσωσι τα στρατεύματα την αυτήν νύκτα εις άλλην θέσιν προς διακοπήν της κοινωνίας Νεοκάστρου και Μοθώνης· αλλ' οι εχθροί επρόλαβαν και επέπεσαν τα εξημερώματα, ως τρισχίλιοι πεζοί και τετρακόσιοι ιππείς, φέροντες και κανόνια. Τρεις θέσεις εν είδει ημικυκλίου κατείχε το ελληνικόν στρατόπεδον· και το μεν αριστερόν κέρας, ό εστι τους πέριξ του χωρίου λόφους, εκράτουν οι Σουλιώται και ο Χατσή-Χρήστος· το δε δεξιόν, ήτοι το χωρίον, οι περί τον Καραϊσκάκην και Τσαβέλλαν· το δε κέντρον, ό εστι μικράν τινα κοιλάδα, ο αρχηγός Σκούρτης· και οι μεν εν τω χωρίω και επί των λόφων είχαν τα συνήθη οχυρώματά των, οι δε εν τη κοιλάδι ήσαν ανώχυροι, έχοντες, κατά το λέγειν του αρχηγού, οχυρώματα τα στήθη των. Εκτός των 2500 Στερεοελλαδιτών ήσαν και 500 Υδραίοι, Σπετσιώται και Κρανιδιώται, ήσαν και 250 Αγιοπετρίται υπό τον Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον· ώστε όλον το στρατόπεδον του Κρεμμυδίου, καθ' ήν ημέραν επεστράτευσαν οι 3400 εχθροί, συνίστατο εις 3250. Οι δε Αιγύπτιοι, παρατηρήσαντες τας θέσεις, είδαν πόσον αδύνατος ήτον η των περί τον Σκούρτην και εστράτευσαν προς εκείνο το μέρος. Θέλοντες δε να εμποδίσωσι τους εν τω χωρίω του να βοηθήσωσιν εκείνους επί της μάχης, έστειλάν τινας κατ' αυτών, έστησαν και τα κανόνια και τους επολέμουν. Αν και βραδέως, είδαν οι περί τον Σκούρτην τον κίνδυνον και εζήτησαν βοήθειαν παρά των καθημένων επί των λόφων. Κατέβη ο Μπότσαρης ακολουθούμενος υπό 150 Σουλιωτών, και ετοποθετήθη κατέμπροσθεν των ερχομένων εχθρών οχυρωθείς εκ του προχείρου. Ήρχισε την μάχην το πεζικόν, και οι Σουλιώται αντέκρουαν τους εχθρούς γενναίως. Αλλά, διαρκούσης της μάχης, το ιππικόν του εχθρού ανέβη δύσιππά τινα μέρη παραμεληθέντα υπό των Ελλήνων θεωρησάντων αυτά άβατα, επέπεσεν όπισθεν αυτών και τους έβαλεν εν μέσω διττού πυρός. Έμπροσθεν και όπισθεν πολεμούμενοι οι Έλληνες δεν είχαν άλλην ελπίδα σωτηρίας ειμή την φυγήν. Αλλά και η φυγή δεν ήτο κατορθωτή ειμή διά μέσου του εχθρικού ιππικού. Έχοντες λοιπόν τον θάνατον ενώπιόν των ώρμησαν ανάμεσον του ιππικού και έπαθαν δεινήν θραύσιν· υπερπεντακόσιοι εφονεύθησαν, εν οίς και ο Μήτρος Μποταΐτης, ο Θύμιος Ξύδης, ο Βασίλης Χορμόβας και ο Κώστας Πετρόπουλος, πολλοί δε ηχμαλωτίσθησαν, εν οίς και ο Ζαφειρόπουλος· ο δε Μπότσαρης εκινδύνευσε να πιασθή ως βραδύπους, και εσώθη διά της εις αυτόν αφοσιώσεώς τινων των συντρόφων του, απομακρυνάντων αυτόν χειροβάστακτον.
Μετά την φθοράν ταύτην τα εναπολειφθέντα στρατεύματα της στερεάς Ελλάδος, γογγύζοντα κατά του προέδρου ως θέσαντος αυτά υπό θαλάσσιον αρχηγόν, δεν ηθέλησαν να διαμείνωσιν εν Πελοποννήσω, ως επεθύμει η κυβέρνησις, και ανεχώρησαν εις την στερεάν Ελλάδα.
Είχεν ήδη εκπλεύσει η υπό τον Μιαούλην πρώτη μοίρα, και ζητήσασα εις μάτην τον εχθρόν κατά τα παράλια της Πελοποννήσου είχε πλεύσει προς την Κρήτην. Δεινή τρικυμία επήλθε κατά τον πλουν, εβλάφθησαν πολλά των πλοίων, και το πυρπολικόν του Κανάρη συγκρουσθέν μετά της ναυαρχίδος εβυθίσθη, αλλ' όλοι οι εμπλέοντες παρά ένα διεσώθησαν. Την δε 30 μαρτίου συνέλαβεν η μοίρα αύτη δύο αυστριακά φέροντα τροφάς εις Πρέβεζαν και τα έστειλεν εις Ναύπλιον·
Απρίλιος την 2 απριλίου προσωρμίσθη εν Νεοκάστρω, ενδιέμεινε τρεις ημέρας και την 5 απέπλευσε καταλιπούσα εν τω λιμένι 5 πλοία, εν οίς και τον Άρην τον υπό τον Αναστάσην Τσαμαδόν αρχηγόν της πεντάδος ταύτης. Την δε 7 εισέπλευσεν εις Βάτικα, και την ακόλουθον ημέραν μαθούσα ότι ο εχθρικός στόλος έτοιμος ήτο ν' αποπλεύση, ανήχθη εις συνάντησίν του, κατέπλευσε την 9 εξ αιτίας εναντίων ανέμων εις τον αυλέμονα των Κυθήρων, απέπλευσε την αυτήν νύκτα προς την Σούδαν, και την 11 προ μεσημβρίας έφθασεν έμπροσθεν αυτής και ηύρεν όλον τον αιγύπτιον στόλον εντός του λιμένος· έν μόνον βρίκι επρόφθασεν έξω και το ώθησεν εις την ξηράν. Εντός δε μιας ώρας αφ' ού έφθασεν η ελληνική μοίρα, εξήλθε και ο εχθρικός στόλος του λιμένος έτοιμος εις μάχην. Αλλ' ο επικρατών άνεμος τόσον ηύξησεν, ώστε έσπασε το μεγάλον κατάρτιον μιας φρεγάτας, και ηνάγκασε τα μεν εχθρικά πλοία να επαναπλεύσωσιν εις Σούδαν, τα δε ελληνικά να στραφώσι προς άρκτον. Τα πλοία ταύτα απήντησαν πλησίον της Καμένης δύο, το μεν υπό ρωσσικήν το δε υπό αυστριακήν σημαίαν· ως φέροντα δε τροφάς από Κωνσταντινουπόλεως εις Κορυφούς υπό πλαστά έγγραφα κατά την μαρτυρίαν των πλοιάρχων τα απέστειλαν εις Ναύπλιον. Την δε 14 ηγκυροβόλησαν εις Βάτικα, απέπλευσαν την επιούσαν, και την εφεξής εξημερώθησαν αντικρύ του ακρωτηρίου Σπαθίου· ήσαν δε 11 πολεμικά και 5 πυρπολικά· μετά δε την μεσημβρίαν είδαν 95 εχθρικά, τα μεν πολεμικά τα δε φορτηγά, πλέοντα προς την Πελοπόννησον, εξ ών 2 δίκροτα, 12 φρεγάται και 9 κορβέτται. Το πρωί της 17 ηκροβολίσθησαν, ερρίφθησαν και 3 πυρπολικά, αλλ' εκάησαν εις μάτην. Την δε 19 κατευοδώθη ο εχθρικός στόλος εις Μοθώνην· η δε ελληνική μοίρα μη δυνηθείσα διά την μικρότητά της να βλάψη τον εχθρόν, παρέπλεε τα μεσσηνιακά φρούρια.
Ο δε Μαυροκορδάτος μετά την εις το διαλυθέν στρατόπεδον αποστολήν του επανήλθεν όπου ήτον ο πρόεδρος, και ανεχώρησεν εκ νέου την 24 επί σκοπώ να εισέλθη εις Νεόκαστρον προς επιθεώρησιν των εν αυτώ· τον παρηκολούθουν δε ο Γεωργάκης Καρατσάς, ο Σταμάτης Λεβίδης και ο Γάλλος Εδουάρδος Γρασέτης. Την επαύριον έφθασεν εις Γαργαλιάνους, και την μεθαύριον παραλαβών διακοσίους Αρκαδίους ώδευε προς τους παλαιούς Ναβαρίνους. Εν μέσω δε της οδού, καθ' ην ώραν εμακρύνθησαν από των προπόδων του παρακειμένου όρους εφάνη αίφνης η προφυλακή ατάκτως οπισθοδρομούσα και ηκούσθη φωνή λέγουσα, «οπίσω, οπίσω, ιππικόν εντός του ελαιώνος». Εστράφησαν τότε όλοι οπίσω και έτρεξεν έκαστος εις το όρος όπως εδύνατο εις προφύλαξιν από του εν τω ελαιώνι ιππικού. Αλλά το ιππικόν μετεμορφώθη μετ' ολίγον εις νέφος κοράκων και απέπτη. Χλευάζοντες και χλευαζόμενοι οι καταφυγόντες εις το όρος διά την αφορμήν του πανικού φόβου επανήλθαν εις την οδόν, και προς το εσπέρας έφθασαν εις τους παλαιούς Ναβαρίνους τους υπό τον επίσκοπον Μοθώνης Γρηγόριον, τον Χατσή- Χρήστον, τον Τσόκρην, τον Τσανέτον Χρηστόπουλον και τον Σωτήρην Χοτσαμάνην.
Εν τούτοις ο Ιβραήμης προσήλωσε σπουδαίως την προσοχήν του εις την άλωσιν του Νεοκάστρου.
Το φρούριον τούτο κείται επί της νοτίου άκρας ευρυχωροτάτου λιμένος· επί δε της αντικρύ η Πύλος, η διά την άλλοτε κατοικήσασαν τα μέρη εκείνα σλαβικήν φυλήν των Αβάρων ή Αβαρίνων κοινώς καλουμένη «οι παλαιοί Ναβαρίνοι». Είναι δε οι παλαιοί Ναβαρίνοι φρούριον ανώχυρον και ακατοίκητον· τα δε παραρρέοντα της θαλάσσης νερά ρηχά. Επί δε του στομίου του λιμένος παρατείνεται το μακρόν και στενόν νησίδιον, Σφακτηρία. Ο λιμήν έχει δύο είσπλους, τον μεν στενότερον προς τους παλαιούς Ναβαρίνους, τον δε πλατύτερον προς το Νεόκαστρον· έχει δε το Νεόκαστρον και ακρόπολιν. 40 κανόνια έκειντο επί των τειχών αυτού, αλλ' έν μόνον είχεν υποστάτην· ολίγαι ήσαν και αι κανονόσφαιραι, ολίγαι και αι τροφαί, και εις προμήθειαν αυτών έστειλε κατ' εκείνας τας ημέρας η κυβέρνησις τον Κωνσταντίνον Μεταξάν εις Ζάκυνθον· ολίγον ήτο και το εντός της δεξαμενής του φρουρίου νερόν, και δύο πλοιάρια εισεκόμιζαν αδιακόπως· χίλιοι δε πεντακόσιοι ήσαν οι φρουροί του υπό τον Γιατράκον, τον Γεωργάκην Μαυρομιχάλην, τον Μακρυγιάννην, τον Σταύρον Σαχίνην και τον Δημήτρην Σαχτούρην τον και φρούραρχον· ήσαν και 80 τακτικοί πυροβολισταί υπό τον Μανώλην Καλλέργην· ήσαν καί τινες Κεφαλλήνες υπό τον Σπύρον Πανάν τον αριστεύσαντα εν τη μάχη του Πέτα· συνηγωνίζετο και ο Ιταλός Κολλένιος. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις και η δύναμις του φρουρίου.
Εις άλωσιν δε αυτού ο Ιβραήμης έκοψεν εν πρώτοις το υδραγωγείον, έστησε δύο τηλεβολοστάσια, επέθηκε βομβοβόλους και κανόνια και προσβαλών σφοδρώς το τείχος, το διέρρηξεν· αλλ' οι έγκλειστοι παρεγέμισαν την διαρρωγήν εν τω άμα. Ο εχθρός παρετήρησεν ότι η άλωσις του φρουρίου εκρέματο από της αλώσεως της Σφακτηρίας· αύτη δε απήτει σύμπραξιν ναυτικής δυνάμεως· αλλ' εντός του λιμένος ήσαν τα ελληνικά πλοία, όθεν ηναγκάσθη να αναβάλη τα εις άλωσιν αυτής εις τον επανάπλουν του στόλου. Ο στόλος, αφ' ού απεβίβασεν εις Μοθώνην τετρακισχιλίους στρατιώτας και ικανά πολεμεφόδια, εξέπλευσε και τα μεν ογκωδέστερα πλοία αυτού παρετάχθησαν την 26 κατέναντι των ελληνικών, τα δε μικρότερα έπλεαν προς το στόμα του λιμένος του Νεοκάστρου επί σκοπώ ν' αποβιβάσωσι στρατεύματά τινα επί της Σφακτηρίας. Την αυτήν δε ημέραν έν τάγμα εχθρικόν ήλθε πλησίον των παλαιών Ναβαρίνων διά ξηράς, κατέλαβε το Πετροχώρι και επολέμησε. Περί δε την 9 ώραν της αυτής ημέρας ο εν Ναβαρίνοις Μαυροκορδάτος επέβη εις το εν τω λιμένι του Νεοκάστρου πλοίον του Τσαμαδού επί σκοπώ να μεταβή εις Σφακτηρίαν προς επιθεώρησιν, και να εισέλθη έπειτα εις το φρούριον του Νεοκάστρου προς εκπλήρωσιν της αποστολής του. Ο Τσαμαδός, πεπεισμένος ότι, εν όσω επεκράτει ο πνέων σφοδρός άνεμος, ο εχθρός δεν ετόλμα να επιχειρήση ην εμελέτα απόβασιν επί του νησιδίου, έπεισε τον Μαυροκορδάτον να μείνη και συμπρογευματίση· αλλ' αναγγελθείσης, εν ώ συμπροεγευμάτιζαν, της προς το νησίδιον προσεγγίσεως των εμπροσθινών πλοίων του εχθρικού στόλου, απέβησαν εις αυτό προς επιθεώρησιν· συναπέβησαν προς υπεράσπισιν αυτού και πολλοί ναύται· και ούτοι μεν ετοποθετήθησαν προς την νότιον άκραν, όπου ήσαν προ αυτών οι συμπατριώται των, Σαχίνης και Σαχτούρης, μετά των περί αυτούς· την δε προς τους παλαιούς Ναβαρίνους εφύλατταν Βούλγαροι εκ των περί τον Χατσή-Χρήστον· οι δε Φαναρίται και Ανδρουσανοί ήσαν εν τω μέσω· όλοι δε οι οπλοφόροι συνηριθμούντο μόλις 800, εν ώ, αν οι αρχηγοί των είχαν όσους η κυβέρνησις υπελόγιζε, θα ήσαν τετραπλάσιοι· μόνος ο Αναγνωσταράς, έχων 18 συν αυτώ χωρικούς, είχε διαταγήν να στρατολογήση 700· ήσαν δε επί του νησιδίου και τρία τηλεβολοστάσια φέροντα 8 κανόνια και μίαν βομβοβόλον.
Ο δε Τσαμαδός και ο Μαυροκορδάτος, αποβάντες υπήγαν εκείνος μεν προς τα νότια, ούτος δε προς τα βόρεια. Εν ώ δε παρετήρουν τας θέσεις, τας παρετήρει καί τις εχθρική γολέττα παραπλέουσα και κανονοβολούσα εκ διαλειμμάτων. Η γολέττα αύτη έπλευσε μετά ταύτα προς την ναυαρχίδα· η δε ναυαρχίς ύψωσέ τι σημείον, και αμέσως πολυάριθμοι λέμβοι ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, επληρώθησαν εν τω άμα στρατιωτών, και παρακολουθούντων αυτάς και κανονοβολούντων και των πλοίων έπλευσαν περί την μεσημβρίαν προς την Σφακτηρίαν αι μεν κατά τας εκ δεξιών, αι δε κατά τας εν τω μέσω θέσεις· επειδή δε αι ύφαλοι εμπόδιζαν την προσόρμισιν των λέμβων, έπεσαν οι Άραβες εις την θάλασσαν. Βλέποντες τότε οι κατέχοντες τας εν μέσω θέσεις, ότι εμπεσόντες ήρχοντο προς αυτούς, τους ετουφέκισαν όλοι διά μιας και ετράπησαν εν τω άμα εις φυγήν. Αφ' ού τοιουτοτρόπως αι θέσεις αύται εκυριεύθησαν παρά του εχθρού, κατέλαβε τους λοιπούς φόβος, εκενώθησαν όλαι αι άλλαι, και δεν επρόκειτο πλέον πώς να νικήσωσιν, αλλά πώς να σωθώσι· και όσοι μεν των ναυτών επρόλαβαν, επανήλθαν εις τα πλοία των, τινές επί των λέμβων, τινές δε κολυμβώντες· οι δε λοιποί οι μεν έπεσαν εις τα ρηχά προς διαπεραίωσιν εις την αντικρύ ξηράν, οι δε εκρύβησαν εν ταις τρώγλαις της νήσου. Ο δε Μαυροκορδάτος έτρεχε προς την θάλασσαν, όπου η λέμβος του Άρεως ανέμενεν αυτόν και τον Τσαμαδόν. Ο τόπος είναι απότομος, και ο Μαυροκορδάτος εκινδύνευεν ως βραδύπους να πέση εις χείρας των εχθρών ερχομένων κατόπιν αυτού. Καλή τύχη απήντησε δύο στρατιώτας του καθ' οδόν, και χειροκρατηθείς έφθασε σώος εις το παράλιον, και μετεκομίσθη ασφαλώς εις το πλοίον· η δε λέμβος επανήλθεν εις το παράλιον προς μεταβίβασιν του Τσαμαδού· αλλ' ο Τσαμαδός δεν εφαίνετο. Εν τοσούτω οι Άραβες περιφερόμενοι επλησίασαν και όπου η λέμβος τουφεκίζοντες. Επικειμένου τότε τοιούτου κινδύνου, και ακουσθείσης φωνής ότι ο Τσαμαδός εφονεύθη, παρέλαβεν η λέμβος εκ των συσσωρευθέντων επί του παραλίου όσους εχώρει και τους έφερεν εις το πλοίον. Επί της τροπής δε ταύτης εφονεύθησαν εκτός πολλών άλλων ο Τσαμαδός, ο τιμώμενος δικαίως διά τον πατριωτισμόν, την εμβρίθειαν και την ανδρίαν του· ο χρηστός και φιλότιμος Σαχίνης· ο Αναγνωσταράς, είς των εγκριτωτέρων οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, ο και πολλά μοχθήσας και κινδυνεύσας ως απόστολος της Φιλικής Εταιρίας, και ο ιταλός κόμης Σανταρόζας, εξορισθείς μετά την αποτυχίαν των τελευταίων περί πολιτικής μεταβολής της πατρίδος του κινημάτων και μεταβάς εις Ελλάδα, αξιότιμος ανήρ, ούτινος τα υπέρ ελευθερίας δεινά παθήματα εξήψαν έτι μάλλον τον υπέρ αυτής διακαή ζήλον (α)· ηχμαλωτίσθησαν δε ο αρχηγός της σωματοφυλακής του Μαυροκορδάτου Κατσαρός σταλείς εις αναζήτησιν του Τσαμαδού, και ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος παρακολουθήσας τον Μαυροκορδάτον, ίνα διαπραγματευθή δι' αυτού την απελευθέρωσιν του εν τη μάχη του Κρεμμυδίου αιχμαλωτισθέντος αδελφού του.
Και τα μεν άλλα ελληνικά πλοία, αφ’ ού παρέλαβαν τους ναύτας των, έκοψαν τας αγκύρας και εξέπλευσαν αβλαβή πριν κλεισθή στενώς ο λιμήν· ο δε Άρης επ' ελπίδι σωτηρίας του Τσαμαδού εβράδυνε, και εν τούτοις τα εχθρικά πλοία έκλεισαν τον λιμένα διά της συμπυκνώσεώς των. Διηρημέναι ήσαν αι γνώμαι των εν τω Άρει ως προς τον τρόπον του διέκπλου· οι μεν εγνωμοδότουν να διεκπλεύσωσι παραπλέοντες το παράλιον προς αποφυγήν του πυρός πολλών εχθρικών πλοίων μη δυναμένων διά τον όγκον να πλησιάσωσιν όπου τα νερά ήσαν ρηχά· οι δε, εν οίς και ο αναλαβών την διοίκησιν του πλοίου Δημήτρης Βώκος και ο δευτερεύων Σαχτούρης, ήθελαν ν' απομακρυνθώσιν από του παραλίου και ιθύνωσι τα πλοίον προς το στόμα μη τύχη και παύση ο πνέων καλός άνεμος, και τότε πεσόντες εις γαλήνην πέσωσιν εις χείρας των επί του παραλίου πολυαρίθμων εχθρών. Σφοδράς δε συζητήσεως γενομένης, ενίκησεν η τελευταία γνώμη, αποδειχθείσα και η μόνη σωτήριος, διότι ο καλός άνεμος μετ' ολίγον εξέπνευσε.
Καθ' ήν δε ώραν έκοψαν την άγκυραν οι ναύται του πλοίου και ήνοιξαν τα πανία εις έκπλουν ανάμεσον του εχθρικού στόλου, ανεβίβασαν επί του καταστρώματος ψάλλοντες την εικόνα της Θεοτόκου και την έθεσεν επί του εργάτου· ιερεύς δέ τις εκ των επί της ξηράς, διασωθείς επί του πλοίου, έψαλλε την παράκλησιν επήκοον όλων· οι δε ναύται εκύκλωσαν την εικόνα, την ησπάσθησαν και κατέθεσαν έκαστος ό,τι προηρείτο επί σκοπώ να την χρυσώσωσιν απαλλαττόμενοι του προφανούς κινδύνου. Είς δε των ναυτών, προσφέρων και αυτός τον οβολόν του, προσήλωσε τους οφθαλμούς εις την εικόνα και είπε μεγαλοφώνως «Παναγία μου, αν δε μας σώσης, θα χαθής και συ». Μετά δε την παράκλησιν ο μεν ιερεύς δεν έπαυσε προσευχόμενος καθ' όλον το διάστημα του κινδύνου, οι δε ναύται, ασπασθέντες αλλήλους τον τελευταίον ασπασμόν, «καλή εντάμωσις εις τον άδην» είπαν, και κατέλαβαν τας θέσεις των πλήρεις θάρρους υπό την συνετήν οδηγίαν του Βώκου ισταμένου αφόβως επί της στέγης του πλοίου εις εμψύχωσιν του πληρώματος, και υπό την υφοδηγίαν του γενναίου Σαχτούρη. Αλλ' ό,τι εφοβούντο μη πάθωσιν υπό εχθρού, εκινδύνευσαν να πάθωσιν υπό φίλου. Το παιδίον του πλοίου, απαρηγόρητον διά τον θάνατον του πλοιάρχου, κατέβη όπου ήτο το εικονοστάσιον, ήρπασε την έμπροσθεν των εικόνων κανδυλίθραν και βαστάζον αυτήν αναμμένην και φωνάζον, «τι την θέλομεν την ζωήν, αφ' ού εχάθη ο πλοίαρχός μας», έτρεξε δρομαίον να την ρίψη εις την πυριτοθήκην· αλλ' οι ναύται το συνέλαβαν και το έδεσαν ως παράφρον. Εν τούτοις, προχωρών ο Άρης έφθασεν εις το στόμα του λιμένος, στόμα δι' αυτόν του άδου, και αμέσως εκυκλώθη υπό μιας φρεγάτας, μιας κορβέττας και τριών βρικίων και εκανονοβολείτο έμπροσθεν, όπισθεν, δεξιόθεν και αριστερόθεν· αντεκανονοβόλει και αυτός ακαταπαύστως, υπερασπίζετο, επροχώρει, και πολλά παθών απέφυγε τον εκ των πλοίων τούτων κίνδυνον, αλλ' έπεσε μετ' ολίγον εις το μέσον πολλών άλλων. Τρεις ώρας επάλαισεν εν μέσω σμήνους, και η τρομερά αύτη πάλη του αφήρεσεν ολόκληρον τον επίδρομον, κατετρύπησε τα πανία του κατεσύντριψε το πηδάλιόν του και κατέκοψε τα σχοινία του, οι δε ναύται, περιφερόμενοι επί του καταστρώματος, επάτουν επί των πεπυρωμένων μύδρων και βολίων των αδιακόπως εκ των εχθρικών πλοίων βροχηδόν ριπτομένων και εις όλον το κατάστρωμα του Άρεος διεσπαρμένων. Τοιαύτη ήτον η κατάστασίς των, ότε έν δικάταρτον, έχον ευρωπαίους ναύτας και Αιγυπτίους στρατιώτας, επλησίασε τον Άρην εντός βολής πιστόλας, και οι εν αυτώ ητοιμάζοντο να τον πατήσωσιν. Ιδόντες τον νέον τούτον κίνδυνον οι εν τω Άρει, και αναλογιζόμενοι ότι οι εχθροί, απαυδισμένων αυτών, εύκολον ήτο και να τον πατήσωσι και να τον κυριεύσωσι, διέταξαν δύο γέροντας έχοντας ετοίμους πιστόλας να πυροβολήσωσιν εις την πυριτοθήκην άμα επατείτο το πλοίον. Εμάντευσαν ίσως οι εν τω εχθρικώ την απόφασιν των Ελλήνων, ιδόντες την κίνησίν των, και επειδή, τούτου γινομένου, θα συνεκαίοντο και εκείνοι, απεμακρύνθησαν, και ούτως απηλλάγη ο Άρης. Εν τοσούτω επλησίαζεν η νυξ, και κατά περίστασιν κατεφλέχθη έν εχθρικόν πλοίον. Το συμβάν τούτο έβαλεν εις ταραχήν τα λοιπά εχθρικά, και βοηθούμενος εντεύθεν ο Άρης διεξέπλευσε και υπεξέφυγεν ως εκ θαύματος τον κίνδυνον. Δύο των ναυτών του μόνον εσκοτώθησαν και επτά επληγώθησαν, εν οίς και ο Σαχτούρης.
Την άλωσιν της Σφακτηρίας παρηκολούθησεν η πτώσις των παλαιών Ναβαρίνων. Την 29 εφώρμησαν οι εχθροί διά ξηράς και θαλάσσης και συνήψαν μάχην. Οι Έλληνες δεν ήλπιζαν άλλοθεν βοήθειαν, και πολλοί αυτών απεφάσισαν να φύγωσι την επιούσαν νύκτα διά μέσου των εχθρών, διότι άλλος τρόπος φυγής δεν ήτο, και προειδοποίησαν τους εν Λιγουδίστη Έλληνας παραγγείλαντές τοις να τουφεκίζωσιν επ' ελπίδι αντιπερισπασμού. Ελθούσης της νυκτός εξήλθαν, αλλ' εις ουδέν ωφελήθησαν επί της εξόδου των υπό των εν Λιγουδίστη μη τουφεκισάντων, και πεσόντες εν τω μέσω του εχθρικού ιππικού απέτυχαν· και οι μεν ωπισθοδρόμησαν, οι δε εφονεύθησαν, και άλλοι ηχμαλωτίσθησαν, εν οίς και ο επίσκοπος Μοθώνης (β), ο αδελφός του, ο Χατσή-Χρήστος, ο Αναγνώστης Κανελόπουλος, ο Αναστάσης Δαριώτης και ο Βάρβογλης. Την δ' επαύριον παρεδόθησαν υπό συνθήκην και οι διαμείναντες εν τω παλαιοφρουρίω και απελύθησαν όλοι αβλαβείς, αλλ' άοπλοι και αχρήματοι· ήσαν δε 786· μόνοι εκρατήθησαν οι επί της εξόδου αιχμαλωτισθέντες ως μη υπό τους όρους της συνθήκης· οι δε υπό την οδηγίαν του Σωτήρη Χοτσαμάνη, μη καταδεχόμενοι να παραδοθώσιν, έφυγαν ξιφήρεις διά μέσου των εχθρών και οι πλείστοι εσώθησαν.
Καθ' ήν δε ημέραν παρεδόθησαν οι παλαιοί Ναβαρίνοι, η περιφερομένη έξωθεν των Μοθωκορώνων υπό τον Μιαούλην μοίρα, μη δυναμένη να βλάψη τον μέγαν εχθρικόν στόλον, εισέπλευσε προς το εσπέρας τον λιμένα της Μοθώνης, όπου διέμενάν τινα των εχθρικών πλοίων πολεμικά και φορτηγά, επέρριψε πέντε πυρπολικά το έν κατόπιν του άλλου, και έκαυσε μίαν μεγάλην φρεγάταν, τρεις κορβέττας, τρία άλλα πολεμικά, και τρία φορτηγά. Εκάη δε και μία τροφαποθήκη.
Μετά δε την κυρίευσιν της Σφακτηρίας και των παλαιών Ναβαρίνων, ο Ιβραήμης παρήγγειλε τοις εν Νεοκάστρω διά του επισκόπου Μοθώνης και του Χατσή-Χρήστου να παραδοθώσιν, αλλά δεν εισηκούσθη· έστειλεν επ' ελπίδι συμβιβασμού μετά δύο ημέρας τρεις αξιωματικούς του Τούρκους, αλλ' ουδέ και τότε εισηκούσθη· επί τέλους ήγειρε δύο άλλα τηλεβολοστάσια κατά του φρουρίου, έφερε πλησίον αυτού 11 φρεγάτας και κορβέττας και 5 βρίκια,
Μάιος και την 3 μαΐου επολέμει το φρούριον διά ξηράς και θαλάσσης. Τρεις ημέρας ακαταπαύστως πολεμούμενοι οι Έλληνες εδέχθησαν ό,τι απέρριψαν πρότερον, και την 6 υπέγραψαν υπό την σκηνήν του Ιβραήμη συνθήκην επί παραδόσει των όπλων, εξαιρουμένων της τοιαύτης υποχρεώσεως 30 αξιωματικών, και επί μετακομίσει πάντων ανεξόδως υπό ουδετέραν σημαίαν εις Καλαμάταν· αλλά, και αφ' ού υπέγραψαν την συνθήκην, υποπτεύσαντες επιβουλήν δεν παρεδίδοντο. Εν ώ δε διεπραγματεύετο η παράδοσις του φρουρίου, εύτολμός τις των εν αυτώ Κύπριος, διακολυμβήσας υπό το πυρ των Αιγυπτίων είς τινα αγγλικήν φρεγάταν έξωθεν του λιμένος φανείσαν, επέδωκε τω πλοιάρχω γράμμα των πολιορκουμένων αιτουμένων τον κατάπλουν πολεμικού πλοίου και ξένην παρέμβασιν εις ασφαλή απομάκρυνσίν των· επί τη αιτήσει δε ταύτη, διαβιβασθείση εις Σμύρνην παρά του πλοιάρχου, κατέπλευσαν η γαλλική γολέττα Αμάραντος, και η αυστριακή Αρεθούσα, και υπό την παρέμβασιν αυτών ενηργήθη η συνθήκη, και μετεκομίσθησαν όλοι ασφαλώς εις Καλαμάταν, τον αριθμόν 1180. Δύο μόνους εξ αυτών εκράτησεν ο Ιβραήμης παρά την συνθήκην τον Γεωργάκην Μαυρομιχάλην και τον Γιατράκον επί λόγω ότι παρέβησαν οι Έλληνες την επί της πτώσεως του Ναυπλίου συνθήκην κρατήσαντες αυθαιρέτως τους δύο πασάδας. Αλλ' εκρατήθησαν οι πασάδες ως μη ένσπονδοι, μη θελήσαντες να συνυπογράψωσι την συνθήκην. Δέκα ημερών βρώσις και τεσσάρων πόσις ευρέθη εν τω παραδοθέντι φρουρίω. Η δε κυρίευσις αυτού ωφέλησε τα μέγιστα τον εχθρόν διά την συγκυρίευσιν του ευρυχωροτάτου και ασφαλεστάτου λιμένος, τόσον χρησίμου εις κατάπλουν στόλου και εις μεταφοράν στρατευμάτων και παντός αναγκαίου εξ Αιγύπτου και Κρήτης. Πεσόντος του Νεοκάστρου, ο εχθρικός στόλος επανέπλευσεν αβλαβής και ανενόχλητος εις Σούδαν.
Το δε ναυτικόν της Ελλάδος εδοξάσθη μετ' ολίγον παρά τον Καφηρέα, ακρωτήριον της Ευβοίας αντικρύ της Άνδρου.
Έμαθεν εν καιρώ η κυβέρνησις ότι ητοιμάζετο εις έκπλουν εκ Κωνσταντινουπόλεως υπό τον καπητάμπασαν η βυζαντινή μοίρα, και εις αντίκρουσιν εξέπλευσεν η δευτέρα ελληνική εξ 20 πολεμικών και 8 πυρπολικών υπό τον Σαχτούρην, τον Κολανδρούτσον και τον Αποστόλη. Αι δύο αύται μοίραι συνηντήθησαν την 16 μεταξύ Τενέδου και Λίμνου και ηκροβολίσθησαν· συνίστατο δε η βυζαντινή εκ 3 φρεγατών, 10 κορβεττών και 38 βρικίων και γολεττών ενόπλων· παρηκολούθουν δε καί τινα φορτηγά. Μετά τον μεταξύ Τενέδου και Λίμνου ακροβολισμόν, αμφότεραι αι μοίραι έπλεαν προς δυσμάς αντιπαρατηρούμεναι· την δε 20 εξημερώθησαν έξωθεν της Άνδρου, και την γ' ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου εναυμάχησαν μεταξύ της νήσου ταύτης και του Καφηρέως. Αμφιρρεπής εφαίνετο η μάχη μέχρι πολλού, αλλ' οι Έλληνες έβαλαν επί τέλους εις αταξίαν την εχθρικήν μοίραν, διαρρήξαντες την δεξιάν πτέρυγά της. Επί της αταξίας δε ταύτης, παρατηρήσας ο Σαχτούρης ότι μία φρεγάτα έπλεεν υπήνεμος και μακράν των λοιπών πλοίων, και ότι εφαίνοντο εσπασμένα τα κατάρτιά της, επέπλευσε συνοδευόμενος υπό δύο πυρπολικών, του Ματρόζου και του Μουσιού. Εμπόδια ηύραν τα τρία ταύτα πλοία κατά τον πλουν, απαντήσαντα μίαν φρεγάταν και μίαν κορβέτταν· αλλά τα υπερέβησαν, επλησίασαν την παθούσαν φρεγάταν, επέπεσαν τα δύο πυρπολικά και την εφλόγισαν. Η φρεγάτα αύτη, 66 κανονίων και η ογκωδεστέρα της μοίρας, ήτον η ναυαρχίς, αλλ' επί του παθήματός της ευρέθη ο ναύαρχος εν άλλω πλοίω· έφερε δε σχεδίας εις άλωσιν του Μεσολογγίου, πάμπολλα πολεμεφόδια και το γλωσσόκομον. Μετά 10 λεπτά αφ' ού εφλογίσθη, διεσκορπίσθη, και οι εμπλέοντες 800, εν οίς 150 πυροβολισταί, απωλέσθησαν όλοι· απωλέσθησαν και 3 πυρποληταί και επληγώθησαν 4. Τα ελληνικά πλοία διέρρηξαν μετ' ολίγον και την άλλην πτέρυγα της εχθρικής μοίρας, και ο πυρπολητής Μπούτης, ιθύνας και αυτός ευστόχως το πυρπολικόν του εις μίαν κορβέτταν 34 κανονίων, την έκαυσεν αύτανδρον· τότε και τα της μιας και τα της άλλης πτέρυγος πλοία του εχθρού διεσκορπίσθησαν, καί τινα μεν αυτών, εν οίς και το φέρον τον καπητάμπασαν διεσώθησαν την 27 εις Σούδαν, 20 δε άλλα κατέφυγαν υπό την Κάρυστον, μία δε κορβέττα καταδιωκομένη υπό δυο ελληνικών βρικίων, έπεσαν εις τους βράχους της Σύρας και εκάη παρά των εν αυτή, ο δε πλοίαρχος και το πλήρωμα, ως 200, εν οίς και 25 Ευρωπαίοι, παρεδόθησαν εις τους κατοίκους της Σύρας, οίτινες, φοβούμενοι μάλλον ή φοβούντες τους επ' ελπίδι σωτηρίας καταφυγόντας, εξήλθαν εις προϋπάντησίν των υπό λευκήν σημαίαν. Ο όχλος εκακοποίησε τους Ευρωπαίους και εσκότωσέ τινας των Τούρκων οι δε λοιποί μετεκομίσθησαν εις Ύδραν. Συνελήφθησαν δ' επί της ναυμαχίας ταύτης 5 φορτηγά υπό αυστριακήν σημαίαν φέροντα πυρίτιδα, κανόνια και άλλα πολεμικά είδη εις χρήσιν των πολιορκητών του Μεσολογγίου. Τα ελληνικά πλοία, παρακολουθούντα τα εχθρικά, απήντησαν την 23 κάτωθεν της Μήλου τα υπό τον Μιαούλην, εχαιρετήθησαν, ηνώθησαν όλα, και εισέπλευσαν αυθημερόν τον λιμένα της Μήλου, 70 τον αριθμόν. Η κατά θάλασσαν αύτη νίκη επανηγυρίσθη λαμπρώς την 24 εν Ναυπλίω.

1825

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΔ'.

Αποτυχία της εκστρατείας Κουντουριώτου. — Αμνηστία ανταρτών. — Μάχη κατά την θέσιν Μανιάκι — Κινήματα Ιβραήμη εις τα ενδότερα της Πελοποννήσου και συγκρούσεις — Ο Χαμιλτών εν Ναυπλίω — Παθήματα Ελλήνων και επάνοδος Ιβραήμη εις Μεσσηνίαν. — Ο Φαβιέρος αρχηγός του τακτικού. — Κατορθώματα Ελλήνων. — Ατυχής απόπειρα εις άλωσιν Τριπολιτσάς. — Ανταλλαγή αιχμαλώτων — Απόπειρα δολοφονίας Ιβραήμη.

ΤΑ αλλεπάλληλα κατορθώματα του Ιβραήμη εφόβησαν μεγάλως τους Έλληνας. Τα στρατεύματα της στερεάς Ελλάδος ανεχώρησαν όλα εκ Πελοποννήσου· η Πελοπόννησος δεν εκινείτο· αι επαρχίαι της εζήτουν τους εν Ύδρα φυλακισθέντας αρχηγούς των, και οι σχετικώτεροι αυτών, θεωρούντες την πρόοδον του εχθρού ως συντελούσαν εις την απολύτρωσίν των, δεν εδυσχέραιναν. Ο εχθρός αυτών Κουντουριώτης δεν ευδοκίμησεν επί της εκστρατείας του, και όχι μόνον δεν ήτον, ως άλλοτε, επίφοβος προς τους αντιπάλους του, αλλ' ούτε καν ασφαλής. Καθήμενος εν Σκάλα ανεκάλυψεν ότι συγγενείς των ανταρτών εμελέτων να τον αφαρπάσωσι και να μη τον απολύσωσιν ειμή επί τη απολύσει των συγγενών των· διέφθειραν δε καί τινας της φρουράς του. Τόσον δε εφοβήθη ανακαλύψας τα μελετώμενα, αψευδή μεν αλλ' ευδιασκέδαστα, ώστε μετέβη αίφνης εις Καλαμάταν, και εμβάς εις πλοίον κατέφυγεν εις Ναύπλιον αφήσας τα πάντα εις ταραχήν και εις απελπισίαν.
Αλλ' όσον ο λαός της Πελοποννήσου εδυσφόρει διά την απουσίαν και την καταδρομήν των αρχηγών του, τόσον το νομοτελεστικόν κατεγίνετο πώς να τους εξοντώση. Διέφυγαν τας χείρας του οι δύο κινδυνωδέστεροι εχθροί του, οι Ανδρέαι, και περί πολλού έχον την χείρωσίν των πριν τιμωρήση τους άλλους, διέταξε τον Τσόγκαν, να τους στείλη υπό ασφαλή συνοδείαν εις Ναύπλιον. Αλλ' ο διαταχθείς δεν υπήκουσε διά τας προς αυτούς σχέσεις του και τους εφυγάδευσεν εις Κάλαμον προφασισθείς, ότι δεν εδύνατο να τρέφη πλέον αυτούς και τους εκατόν ακολούθους των. Ο λόγος ούτος, και αληθής αν ήτο, δεν απήλλαττε της ευθύνης τον Τσόγκαν, διότι, παραλαβών αυτούς υπό τω όρω να τους φυλάξη και στείλη εις την κυβέρνησιν, αν εζητούντο, ώφειλεν, αν δεν εδύνατο να τους τρέφη, να ειδοποιήση την Αρχήν της Δυτικής Ελλάδος, ή να τους παραδώση· αλλ' αυτός, πεποιθώς επί την μάχαιράν του, έβαλεν εις πράξιν ό,τι η καρδία του τω υπηγόρευσε, παραβάς τα προς την κυβέρνησιν καθήκοντά του. Η κυβέρνησις, μαθούσα το γεγονός, έσπευσε να παρακαλέση την ιόνιον κυβέρνησιν ν' αποπέμψη τους εις την γην αυτής καταφυγόντας· απεπέμφθησαν, αλλά πλήρεις θάρρους ήλθαν αυτοπροαίρετοι εις Πελοπόννησον, και μη δηλώσαντες τον τόπον της διατριβής των έγραψαν τη βουλή ότι έτοιμοι ήσαν να συναγωνισθώσι κατά του δεινού και ευτυχούς εχθρού της πατρίδος· παρεμέρισαν δε προς καιρόν έν τινι χωρίω πλησίον του Λάλα. Εκεί, γενομένου λόγου περί της προ δύο μηνών αποβάσεως του Ιβραήμη και περί του επικειμένου κινδύνου, επανέλαβεν ο Ζαήμης εις δικαιολογίαν του ερχομού του ό,τι εκήρυξεν άλλοτε διά της προς την συνέλευσιν της Δυτικής Ελλάδος επιστολής του, δηλαδή, ότι «ωρκίσθη ν' αποθάνη επί της φίλης πατρίδος μαχόμενος υπέρ αυτής». Κατεταράχθη η κυβέρνησις ακούσασα, ότι οι μέχρι θανάτου καταδιωκόμενοι εχθροί της ετόλμησαν να πατήσωσι το έδαφος της Πελοποννήσου, και διέταξε τους εν ταις επαρχίαις υπαλλήλους της να τους συλλάβωσιν, όπου και αν ευρίσκοντο, και στείλωσιν ασφαλώς εις την κυβέρνησιν· αλλά τα πολεμικά συμβάντα υπερίσχυσαν της διαταγής της, και όχι μόνον οι διαταχθέντες δεν τους συνέλαβαν, αλλ' όλοι επί των αλλεπαλλήλων αποτυχιών των Ελλήνων εμέμφοντο τους κυβερνώντας ως αναξίους, εθεώρουν τους καταδιωγμένους ως σωτήρας, και αυξανομένου του κακού, υψώθη φωνή υπέρ αυτών από άκρου έως άκρου της Πελοποννήσου. Ίσχυσεν η φωνή του λαού παρά τη βουλή τη πάντοτε επιεικώς πολιτευομένη προς τους Ανδρέας, ίσχυσεν επί τέλους η υπέρ αυτών φωνή της βουλής παρά τω νομοτελεστικώ, και την 18 μαΐου υπεγράφη γενική και πλήρης αμνηστία, απελύθηκαν οι εν Ύδρα, και παρόντων αυτών και όλων των μελών της κυβερνήσεως και πλήθους λαού εψάλη την 19 δοξολογία εν Ναυπλίω, εξεφωνήθη λόγος υπέρ ομονοίας, ανεγνώσθη το κήρυγμα της αμνηστίας, ανεδείχθη αυθημερόν ο Κολοκοτρώνης γενικός αρχηγός της Πελοποννήσου, παρέλαβεν όσους ηύρεν εν Ναυπλίω προθύμους να τον ακολουθήσωσι και εξήλθε την επαύριον επί στρατολογία εις τας επαρχίας. Τοιουτοτρόπως οι μεν προ ολίγου αποκηρυχθέντες και μέχρι θανάτου καταδιωχθέντες ως ολετήρες της πατρίδος εθωρήθησαν ως σωτήρες αυτής· οι δε καταδιώκται αυτών νομοτελεσταί, οι διά της σπατάλης του δημοσίου πλούτου υπερισχύσαντες, κατησχύνθησαν.
Εν τούτοις, ο Ιβραήμης, πριν προχωρήση εις τα ενδότερα της Πελοποννήσου μετά την πτώσιν του Νεοκάστρου, έκρινεν αναγκαίον να μη αφήση όπισθεν του εχθρούς· και μαθών ότι κατά την μεταξύ Αρκαδίας και Νεοκάστρου προς ανατολάς θέσιν Μανιάκι ήσαν πολλοί Έλληνες, επεστράτευσε. Πολλοί τω όντι εκ διαφόρων μερών της Πελοποννήσου συνήχθησαν εις την θέσιν εκείνην διά προτροπής του Δικαίου· αλλ' εγγίζοντας του κινδύνου εξακόσιοι μόλις απέμειναν υπ' αυτόν, τον Κεφάλαν, τον Καπητανάκην και τον Βοϊδήν. Την 19 τρισχίλιοι Αιγύπτιοι ιππείς και πεζοί υπό τον Ιβραήμην κατέλαβαν την Σκάρμιγκαν, χωρίον πλησίον του Μανιακίου, την δε επαύριον ώρμησαν εις τα οχυρώματα των Ελλήνων. Ως λέοντες επολέμησαν οι ολίγοι Έλληνες, υπερτριακοσίους εχθρούς κατά γης έρριψαν, αλλ' ηφανίσθησαν κατά κράτος και αυτοί, και απέθαναν και οι τέσσαρες αρχηγοί των. Εθαύμασε την ανδρίαν των τεσσάρων αρχηγών και κατ' εξοχήν του Δικαίου ο Ιβραήμης, ειπών ότε έφεραν την κεφαλήν ενώπιόν του, «αμαρτία να χαθή τοιούτος πολέμαρχος». Εν πολλοίς υπενθύμιζεν ο πολέμαρχος ούτος τον ασυνεπή χαρακτήρα του Αλκιβιάδου, άλλοτε εν τρυφαίς και άλλοτε εν κακουχίαις ημερονυκτίζων, και πάντα μεν τα άλλα δεύτερα της φιλαυτίας του ως ο Αλκιβιάδης λογιζόμενος, αλλ' υπέρ εκείνον αγαπών την πατρίδα.
Την δε επαύριον της μάχης, άλλο τάγμα Αιγυπτίων επάτησε την Αρκαδίαν και την ελεηλάτησεν, αλλ' ολιγώτατοι των κατοίκων της συνελήφθησαν ή εφονεύθησαν, διότι μαθόντες τον αφανισμόν των εν Μανιακίω έφυγαν όλοι συν γυναιξί και τέκνοις, οι μεν διά ξηράς οι δε διά θαλάσσης. Και ο μεν εχθρικός στρατός επανήλθεν εις τα φρούρια, ιππείς δέ τινες διεσπάρησαν εις Μεσσηνίαν, και κατήντησαν καίοντες και λεηλατούντες και εις Μικρομάνην. Μετ' ολίγας δε ημέρας εξεστράτευσεν ο Ιβραήμης εις Καλαμάταν. Δισχίλιοι οπλοφόροι, οι πλείστοι Μανιάται, ήσαν εν αυτή και όλοι την εγκατέλειπαν και έφυγαν. Κυριεύσας ο Ιβραήμης αμαχητί την πόλιν την 28, την έκαυσεν, εκυρίευσε και έκαυσε και το Νησί, και τας Κυτριάς, και τον Αρμυρόν, και επανήλθεν εις Μοθώνην.
Εν τούτοις, καθ' ας ο Κολοκοτρώνης εξέδωκε διαταγάς, συνήχθησαν λήγοντος του μαΐου εις το Μακρυπλάγι τρισχίλιοι οπλοφόροι· συνήχθησαν και χίλιοι εις Τσαμί, θέσιν μίαν ώραν απέχουσαν των στενών του Λεονταρίου· σκοπός δε αυτών ήτο να εμποδίσωσι τους Αιγυπτίους του να προχωρήσωσιν εις Τριπολιτσάν. Αφ' ού δε τοιουτοτρόπως εδυναμώθησαν αι θέσεις αύται, εκινήθη ο Κολοκοτρώνης προς την Πολιανήν εις προκαταλαβήν της δυσβάτου και κρημνώδους οδού της Σορόκας·
Ιούνιος αλλά προλαβόντες οι Αιγύπτιοι διήλθαν την 1 Ιουνίου, και εκυρίευσαν την Πολιανήν. Τούτου δε γενομένου, συνήλθαν επί προσκλήσει του Κολοκοτρώνη τα κατά το Μακρυπλάγι στρατεύματα εις Άκωβον μίαν ώραν από της Πολιανής και κατέλαβαν και την οχυράν θέσιν της Δραμπάλας και το Διρράχι. Την δε 6 εστράτευσαν οι Αιγύπτιοι επί τους εν Δραμπάλα, ήλθαν επιβοηθοί τούτων οι εν Διρραχίω και επολέμησαν όλην την ημέραν, καθ' ην ετράπησαν οι Λακεδαιμόνιοι εις φυγήν, πληγωθέντος εις το πρόσωπον του γενναίου αυτών αρχηγού Γεωργάκη Γιατράκου· δεν έπαυσαν δε πολεμούντες όλην την νύκτα. Την δε επαύριον έστησαν οι εχθροί κανόνια, υπερίσχυσαν, εκυρίευσαν την πηγήν, όθεν υδρεύοντο οι Έλληνες, και τους ηνάγκασαν να υποχωρήσωσι την νύκτα οι μεν εις Τουρκολέκα, οι δε εις Καρύταιναν. Κατά την διήμερον δε ταύτην μάχην 30 Έλληνες εφονεύθησαν και 70 επληγώθησαν· πλειότεροι δε ήσαν οι παθόντες Τούρκοι ως πολεμούντες τους εντός οχυρωμάτων ανώχυροι. Την δ' επιούσαν επροχώρησαν οι Αιγύπτιοι ανεμποδίστως καίοντες καθ' οδόν, και την 10 εισήλθαν εις Τριπολιτσάν, όπου δεν ηύραν ψυχήν. Επρόκειτο να καύσωσιν οι Έλληνες την πόλιν, αλλ' η αιφνίδιος εισβολή δεν τοις έδωκε καιρόν μη δε τα αναγκαιότερα πράγματά των να εξαγάγωσιν.
Αφ' ού δε ανεπαύθησαν τα στρατεύματα, εξεστράτευσεν ο Ιβραήμης προς το Ναύπλιον αφήσας ικανήν φρουράν εν Τριπολιτσά. Κατετάραξεν η εκστρατεία αύτη την ελληνικήν κυβέρνησιν. Πρό τινων ημερών εφημίζετο ότι το Ναύπλιον θα παρεδίδετο δι' επιβουλής· συνελήφθη δε καί τις Τούρκος, υποκρινόμενος τον Έλληνα, εν ώ εισήρχετο εις Ναύπλιον, και ευρέθη ανεπίγραφος και ανυπόγραφος επιστολή παρ' αυτώ, δι' ης εζητούντο πληροφορίαι περί της καταστάσεως του φρουρίου· υπελήφθησαν δε ως κατάσκοποι του Μεχμέτ- Αλή τινές των εν Σύρα εμπόρων και κυρίως ο εν Ναυπλίω Γεώργιος Ορφανίδης και εφυλακίσθησαν· αλλά δικασθέντες και αναδικασθέντες ηθωώθησαν. Ένοχος αδίκως υπελήφθη και ο Κωλέττης, μέλος του νομοτελεστικού, διά τας προς τον Ορφανίδην στενάς σχέσεις του. Πλήρης δε υποψιών η βουλή ανεδέχθη τα περί της ασφαλείας του φρουρίου και διηρέθη εις διάφορα τμήματα· και τα μεν των μελών της ετάχθησαν εις προμήθειαν των αναγκαίων του πολέμου και εις επισκευήν των εν κακίστη καταστάσει υποστατών, τα δε εις εύρεσιν τροφών, και άλλα εις φύλαξιν των πυλών της πόλεως και επαγρύπνησιν των κανονοστασίων· διωρίσθησαν δε και τρεις βουλευταί ίνα παρευρίσκωνται παρά τω νομοτελεστικώ εις αυστηράν εφορίαν και διεύθυνσιν κατά το δοκούν των εργασιών του. Ανεξικάκως υπέστη το νομοτελεστικόν το δείγμα τούτο της προς αυτό δυσπιστίας της βουλής, και επί τη προτάσει των επί της κοινής ασφαλείας τριών βουλευτών, προθεμένων προ παντός άλλου την εξασφάλισιν του Παλαμηδίου, ανεβιβάσθησαν αυθημερόν 200 τακτικοί υπό τον Ρόδιον. Ασφαλισθέντων τοιουτοτρόπως οπωσούν των φρουρίων και γενομένης σκέψεως και περί της εξασφαλίσεως των αντικρύ του Ναυπλίου Μύλων, έτρεξαν αυθόρμητοι εις υπεράσπισιν αυτών ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο Μακρυγιάννης, και ο ιδιωτεύων προ πολλού και πρόθυμος πάντοτε εν κινδύνοις Υψηλάντης. Ούτοι, παραλαβόντες εκ του προχείρου 300, ετοποθέτησαν τους μεν εν ταις αποθήκαις, τους δε εν τω τοιχοκλείστω παρακειμένω κήπω. Η θέσις των Μύλων ήτον αναγκαία εις διατήρησιν του Ναυπλίου, διότι και πάμπολλαι ήσαν εκεί τροφαί, και τα εις χρήσιν της πόλεως γεννήματα εκεί ηλέθοντο, και εκείθεν θα μετεκομίζετο το νερόν, αν εκόπτοντο τα υδραγωγεία της.
Ελλιμένιζε ταις ημέραις εκείναις έμπροσθεν των Μύλων η γαλλική ναυαρχίς· ο ναύαρχος Δεριγνής καί τινες των αξιωματικών ήλθαν εις λόγους μετά του Υψηλάντου περί των ενεστώτων πραγμάτων. Ειπόντος δέ τινος ότι ο επικείμενος αγών ήτον επικίνδυνος, «ή θα νικήσωμεν σήμερον», απεκρίθη ο γενναίος Υψηλάντης, «ή θ' αποθάνωμεν». Αλλά τόσον επικίνδυνος ο αγών δεν ήτο, διότι οι Μύλοι ήσαν παράλιοι, και παρήσαν ελληνικαί κανονοφόροι, ώστε και βοήθειαν παρ' αυτών ηδύναντο πολεμούντες οι Έλληνες να λάβωσι, και νικώμενοι είχαν πώς και πού να σωθώσιν. Εν τούτοις οι εχθροί καταβαίνοντες από της Τριπολιτσάς, ήλθαν έμπροσθεν των Μύλων την 13 περί την μεσημβρίαν, και οι μεν επροχώρησαν αυθημερόν προς το Άργος, οι δε απέμειναν εις άλωσιν αυτών· και πρώτον μεν ιππείς, κατόπιν δε πεζοί ώρμησαν εις τους φυλάσσοντας αυτούς, προκινδυνεύοντος του Ιβραήμη, αλλ' απεκρούσθησαν· ήσαν δε ολίγοι οι εφορμήσαντες, διότι τα παρακείμενα άβατα έλη εμπόδιζαν την εφόρμησιν πολλών. Διαρκούσης δε της μάχης, έρριψαν οι εχθροί μέρος του τοίχου του κήπου και εισήλθαν καί τινες εις αυτόν· αλλ', εν ώ ητοιμάζοντο να εισέλθωσι διά του ρήγματος και άλλοι, δεκαπέντε Έλληνες και φιλέλληνες υπό τον Μακρυγιάννην, ρίψαντες κατά γης τα τουφέκια και γυμνώσαντες τα ξίφη, ώρμησαν ιαχούντες επί τους προεισελθόντας, τους απεδίωξαν, και διετήρησαν την θέσιν εκείνην. Διαρκούσης δε της μάχης, ήλθαν εκ Ναυπλίου επιβοηθοί ο λόχος των ευζώνων υπό τον Κάρπον και άλλοι μη τακτικοί, και ούτως έγεινεν η κρίσις του μέχρι της ώρας εκείνης αμφιρρεπούς αγώνος· περί δε την δύσιν του ηλίου έπαυσεν η μάχη, και οι εχθροί ώδευσαν προς το Άργος κατησχυμένοι, 50 ελογίσθησαν οι φονευθέντες και πληγωθέντες· εφονεύθησαν δε και εκ των Ελλήνων 4, εξ ών ο είς φιλέλλην, και 4 ή 5 επληγώθησαν, εν οίς και ο Μακρυγιάννης εις την δεξιάν χείρα, όστις μετακομισθείς εις την γαλλικήν ναυαρχίδα ηύρε πάσαν περιποίησιν. Οι εχθροί διενυκτέρευσαν εν Άργει, το έκαυσαν την επαύριον, έκαυσαν και τα πλησίον χωρία, και την επιούσαν τινές του ιππικού επροχώρησαν εντός βολής κανονίου προς το Ναύπλιον. Απερίγραπτος ήτον η ταραχή και η αμηχανία των εν αυτώ. Τόσα πλήθη προσφύγων ήσαν συσσωρευμένα και τόση σπάνις τροφής και ποτού επεκράτει, ώστε θα εκυριεύετο η πόλις, αν οι εχθροί την επολιόρκουν ολίγας ημέρας διά ξηράς και θαλάσσης. Φανέντος του εχθρού έξωθεν των τειχών, εξήλθαν εις συνάντησίν του 70 ιππείς αναβάντες τους εντός του Ναυπλίου ιδιωτικούς ίππους. Συνεξήλθαν καί τινες Κρήτες πεζοί, και συναντήσαντες τους εχθρούς εις Τύρινθα ηκροβολίσθησαν· αλλ' οι Αιγύπτιοι, μη όντες προετοιμασμένοι εις πολιορκίαν, και καταβάντες ίσως επ' ελπίδι, ως ελέγετο και επιστεύετο, επιβουλής και αποτυχόντες επανήλθαν εις Άργος αυθεσπερί.
Καθ' ήν δε ημέραν κατέβαινεν ο Ιβραήμης εις την Αργολίδα, εδόθη γράμμα τω γενικώ γραμματεί του νομοτελεστικού Μαυροκορδάτω ανεπίγραφον, φέρον την υπογραφήν του Χαμιλτώνος, και λέγον «je viens (έρχομαι)»· ο δε εγχειρίσας το γράμμα Αντώνης Μήλιος, ποδότης του υπό τον Χαμιλτώνα πλοίου, είπεν, ότι πλέων ο μοίραρχος Άγγλος έμπροσθεν των Σπετσών έμαθε τα κατά την Αργολίδα, και επειδή δια την επικρατούσαν νηνεμίαν δεν ημπόρει να φθάση ταχέως η φρεγάτα, έστειλε το γράμμα ως πρόδρομόν του. Τω όντι μετ' ολίγας ώρας έφθασε και αυτός επί της Καμβρίας έχων εν τη συνοδία του μίαν άλλην φρεγάταν και μίαν κορβέτταν.
Ο ανήρ ούτος εκέρδισεν εξ αρχής του αγώνος τας καρδίας των Ελλήνων διά της φιλελληνικής διαγωγής του· ολίγοι αλλ' εμβριθείς ήσαν οι λόγοι του· βαρύ αλλά καλοκάγαθον το ήθος του· πλήρης ανοχής η προς τους Έλληνας διαγωγή του, και σωτήριοι αι συμβουλαί του. Τοιούτον φίλον ιδόντες οι Έλληνες εν μέσω αυτών την κρίσιμον εκείνην ώραν εχάρησαν. Επεκράτει δε και ιδέα, σφαλερά μεν, αλλ' ωφέλιμος, ότι είχε παραγγελίαν να υψώση επί του Παλαμηδίου την αγγλικήν σημαίαν εν ώρα κινδύνου. Ο Χαμιλτών έφερε τα πλοία του εις τον ενδότερον λιμένα του Ναυπλίου προς υπεράσπισιν δήθεν της πόλεως, εξήλθεν εν συνοδία πολλών αξιωματικών, είπε λόγους θαρρυντικούς και μυστηριώδεις, και εβεβαίωσε την κυβέρνησιν ότι δεν ανεχώρει εν όσω εκινδύνευεν η πόλις· μετά ταύτα υπήγεν εις έντευξιν του έξωθεν του Ναυπλίου Ιβραήμη και επανήλθεν εις τον λιμένα. Η διαγωγή του αύτη παρηγόρησε μεγάλως τους Έλληνας.
Διανυκτερεύσας δε ο Ιβραήμης εν Άργει, ανεχώρησε την επαύριον πανστρατιά εις Τριπολιτσάν. Προκατέλαβαν οι περί τον Κολοκοτρώνην το Παρθένι και τον Γύρον εις αντίστασιν, αλλ' ιδόντες πλησιάζοντα τον εχθρόν, ανεχώρησαν, οι δε Αιγύπτιοι εισήλθαν την 17 αυγούστου εις Τριπολιτσάν ατουφέκιστοι.
Διαρκούσης δε της εχθρικής ταύτης επιδρομής, παρατηρήσαντες οι εν Πάτραις Τούρκοι ότι η εις Βοστίτσαν άγουσα αφέθη αφύλακτος, απέστειλαν 250 ιππείς προς την πόλιν ταύτην· εφάνησαν ταυτοχρόνως προς τα παράλια εκείνα καί τινα πλοία τουρκικά. Καταθορυβηθέντες οι κάτοικοι της και οι εν αυτή ολίγοι στρατιώται, ως μη προειδοποιηθέντες υπό των παρά τη οδώ σκοπών, ετράπησαν όσοι επρόφθασαν εις φυγήν. Οι Τούρκοι εισήλθαν αμαχητί, εφόνευσάν τινας, έκαυσαν οικίας, και κλίναντος του ηλίου ανεχώρησαν απάγοντες αιχμαλώτους και λάφυρα.
Εν τοσούτω, αφ' ού οι Αιγύπτιοι επανήλθαν εις Τριπολιτσάν, οι Έλληνες συνήλθαν πανταχόθεν της Πελοποννήσου εις τα πέριξ της πόλεως εκείνης προς αποκλεισμόν. Οι Καρυτινοί κατέλαβαν το Χρυσοβίτσι και την Πιάναν, οι Αργείοι και οι Τριπολιτσιώται τα Τσιπιανά, δι Καλαβρυτινοί, οι Βοστιτσάνοι, οι Κορίνθιοι και οι περί τον Νικήταν το Λεβίδι, οι Ανδρουσανοί τα Μακρυπλάγι, οι δε Αγιοπετρίται, οι Μονεμβασίται και οι Λάκωνες διέμειναν εν Βερβένοις, όπου και ο Υψηλάντης· ήσαν δε όλοι περίπου δεκακισχίλιοι. Εν ώ δε κατείχαν τας θέσεις ταύτας εις πολιορκίαν της Τριπολιτσάς, έμαθαν ότι νέα εχθρική δύναμις ήτοιμάζετο ν' αναβή εκ των μεσσηνιακών φρουρίων εις την πόλιν ταύτην, και απεφάσισαν επί τη προτάσει του Κολοκοτρώνη να προσβάλωσι την ενεστώσαν πριν φθάση εκείνη· και οι μεν περί τον Ζαήμην, τον Λόντον, τον Νικήταν, και τον Νοταράν παρηγγέλθησαν να τοποθετηθώσι προς την επάνω Χρέπαν, όπου και ο Κολοκοτρώνης, οι δε περί τον Γενναίον, Δηληγιάννην και Παπατσώνην όπου τα παλαιά οχυρώματα των Τρικόρφων, οι δε περί τον Πλαπούταν και τον Κρίτσαλην εν Βαλτετσίω· ειδοποιήθησαν και οι εν Βερβένοις περί του σχεδίου· την δε νύκτα της 23 εκινήθησαν όλοι προς τας θέσεις των. Ο Ιβραήμης, ιδών την αυτήν νύκτα πολλά πυρ προς την επάνω Χρέπαν, υπώπτευσε και έσπευσε να στείλη έν τάγμα, πρωίας γενομένης, ίνα καταλάβη τα οχυρώματα των Τρικόρφων, αλλ' έν και μόνον κατέλαβε, διότι οι περί τον Γενναίον και Παπατσώνην επρόφθασαν και κατέλαβαν τα δύο στήσαντες και άλλα επί τινων υψωμάτων εκ του προχείρου· και αριστερά μεν κατετάχθησαν οι περί τον Νοταράν, όπισθεν δε αυτών οι περί τους Πετμεζάδας, τον Λεχουρίτην και τον Σολιώτην.
Αρξαμένης δε της μάχης επί των Τρικόρφων, εξεστράτευσε πανστρατιά ο Ιβραήμης προς εκείνο το μέρος, έστησε μίαν βομβοβόλον και δύο κανόνια, και προσέβαλλεν αδιακόπως τα δύο μεγάλα οχυρώματα. Γενναίως αντείχαν οι εν αυτοίς Έλληνες αναμένοντες βοήθειαν. Ήλθαν αντιλήπτορες αυτών οι εν Βαλτετσίω, αλλ' αντεκρούσθησαν υπό του ιππικού και ετράπησαν. Εν τοσούτω, οι εντός των δύο οχυρωμάτων, αν και αβοήθητοι, επέμεναν πολεμούντες και ευτυχώς απέκρουαν τους εφορμώντας εχθρούς φονεύοντες πολλούς αυτών. Ιδών δε ο Ιβραήμης, ότι αδύνατον να κυριεύση τα οχυρώματα εξ εφόδου, παρέλαβε το πλείστον μέρος του στρατού, ανέβη όπισθεν αυτών, και εξετέθη αφόβως εν μέσω του πυρός των περί ων ο λόγος οχυρωμάτων κάτωθεν, και των άλλων των Καλαβρυτινών άνωθεν. Το τολμηρόν τούτο κίνημα των εχθρών επέτυχεν. Οπλαρχηγός τις των Ρογών της επαρχίας Καλαβρύτων, Γιάννης Ροΐδης, ετράπη πρώτος φοβηθείς. Ετράπησαν μετ' αυτόν και οι λοιποί Καλαβρυτινοί. Τους Καλαβρυτινούς εμιμήθησαν οι υπό τον Νοταράν και οι λοιποί οι κατέχοντες τα υψηλότερα οχυρώματα, άτινα εκυρίευσαν οι εχθροί. Βλέποντες τότε οι υπό τον Γενναίον και Παπατσώνην ότι, κυριευθέντων των επάνωθεν αυτών οχυρωμάτων, εκινδύνευαν όλοι απεφάσισαν να φύγωσιν· αλλ' η φυγή δεν ήτον ασφαλής, διότι εκυκλώθησαν υπό των εχθρών. Πρώτος ώρμησεν εις φυγήν ο Παπασταθόπουλος Λαγκαδινός, αλλ' εφονεύθη· κατόπιν αυτού έφυγαν οι λοιποί όλοι. Οι Αιγύπτιοι τους κατεδίωξαν φεύγοντας· 200 Έλληνας εφόνευσαν κατά την μάχην ταύτην, εν οίς και τον Παπατσώνην, τον και προ της φυγής πληγωθέντα εντός του οχυρώματος, τον Γεώργιον Δημητρακόπουλον, τον Νικολόν Ταμβακόπουλον καί τινας άλλους υποπλαρχηγούς. Μόλις δε διεσώθη ο Κολοκοτρώνης καθήσας επί τινος αχθοφόρου ημιόνου ευρεθέντος καθ' οδόν επί της φυγής του.
Μετά δε την φθοροποιάν ταύτην τροπήν οι μεν Αιγύπτιοι διεχύθησαν εις τα πέριξ της πόλεως, ωχύρωσαν τους μύλους Δαβιάς, Πιάνας και Ζαράκοβας, και ετοποθέτησαν στρατεύματα όπου αλλού έπρεπε προς διατήρησιν των μύλων και της ελευθέρας κοινωνίας αυτών και της πόλεως. Οι δε εχθροί των συνήλθαν εις Αλωνίσταιναν, και αφήσαντες εκεί 500 ως προφυλακήν, διέβησαν εις Διμιτσάναν, και εκείθεν εις Μαγούλιανα όπου και ωχυρώθησαν.
Ιούλιος Εν τω μεταξύ δε τούτω, οι περί τον Υψηλάντην, παρατηρήσαντες, ότι οι εχθροί περιήρχοντο την πεδιάδα αφόβως, κατέλαβαν την νύκτα της 7 Ιουλίου τας Ρίζας και την Πιαλήν και παρεφύλατταν. Εξήλθαν οι εχθροί κατά την συνήθειάν των την επιούσαν και πεσόντες απροφύλαχτοι εις τους ενεδρεύοντας έπαθαν. 30 εζωγρήθησαν και ισάριθμοι σχεδόν εφονεύθησαν· εφονεύθησαν δε και εκ των Ελλήνων οι οπλαρχηγοί Γκέγκας και Πολυχρόνης. Μετά δύο δε ημέρας 200 Αιγύπτιοι, περιφερόμενοι επί λεηλασία, επροχώρησαν εις Αλωνίσταιναν αγνοούντες ότι εκεί ήσαν Έλληνες, έπεσαν αιφνιδίως εις το μέσον αυτών, εφονεύθησάν τινες και εζωγρήθησαν τέσσαρες. Την δε 15 εξεστράτευσεν ο Ιβραήμης επί τους κατέχοντας την Αλωνίσταιναν και τα Μαγούλιανα Έλληνας, και τους έτρεψεν όλους μόνον ακουσθείς· εκινδύνευσε δε να συλληφθεί και ο Γενναίος. Ο Ιβραήμης έβαλε πυρ εις τα χωρία εκείνα και είς τινα άλλα, εν οίς και τα Λαγκάδια, διήρπασεν αγέλας, ηχμαλώτευσε χιλίας ψυχάς, επανήλθεν εις Τριπολιτσάν, και απέστειλε πολυάριθμον άλλο σώμα εις συγκομιδήν των γεννημάτων της επαρχίας Καρυταίνης και εις αιχμαλωσίαν. Το σώμα τούτο επροχώρησεν εις τα ορεινά χωρία Δραγομάνου, Καρυών και Κρομποβού, αλλ' απεκρούσθη και έπαθεν· επάτησε και το Ίσαρι· εκατόν των εν αυτώ, κλεισθέντες εν τη εκκλησία, επολέμησαν όλην την ημέραν, και εξορμήσαντες ξιφήρεις μεσούσης της νυκτός διεσώθησαν, εκτός ενός φονευθέντος και ενός πληγωθέντος. Οι εχθροί έκαυσαν το χωρίον την επαύριον, και επανήλθαν εις την πεδιάδα της Καρυταίνης, αρπάζοντες και φθείροντες.
Την δε 27 εξεστράτευσεν ο Ιβραήμης επί τους εν Βερβένοις, διέλυσε και αυτούς διά του ήχου μόνου των σαλπίγγων, επανήλθεν αυθημερόν εις Τριπολιτσάν, και αφήσας εκεί ικανήν φρουράν υπό τον Χουσεήμπεην, τον από Κρήτης προ ολίγου μετακομίσαντα εις τα μεσσηνιακά φρούρια και εκείθεν εις Τριπολιτσάν νέα στρατεύματα, ανεχώρησε την 1 αυγούστου εις Μεσσηνίαν λεηλατών καθ' οδόν και καταστρέφων διερχόμενος δε την επαρχίαν του Λεονταρίου, άφησε τρισχιλίους ως σκοπιάν κατά το Ίσαρι.
Μετ' ολίγας δε ημέρας της εις Μεσσηνίαν καταβάσεώς του, επιστάντας του τρύγου των σύκων, υπερτρισχίλιοι Έλληνες, φύρδην μίγδην συναχθέντες, έπεσαν εις Νησί, όπου εστάθμευαν τρεις λόχοι εχθρών, εφόνευσαν όλους σχεδόν, φονευθέντων και 50 εξ αυτών, και συγκομίσαντες τα σύκα επανήλθαν εις τα ίδια.
Αι επανειλημμέναι αποτυχίαι των ατάκτων στρατιωτών αντιπαραταττομένων προς τακτικούς απέδειξαν πασιφανώς, ότι αδύνατον να ευδοκιμήσωσιν οι Έλληνες όχι μόνον διά την υπεροχήν των λογχοφορούντων, αλλά και διά την ευπείθειαν, την ευταξίαν και την οικονομίαν των. Τόσον δε η απείθεια, η αταξία και η κατάχρησις του ελληνικού στρατιωτικού εκορυφώθησαν εκείναις ταις ημέραις εξ αιτίας των εμφυλίων πολέμων παρασυρόντων τους ενεχομένους εις παν είδος ακολασίας, ώστε το νομοτελεστικόν το απεκάλει λυμεώνα της πατρίδος (α).
Τοιαύτης ούσης της καταστάσεως του στρατιωτικού της Ελλάδος, έστρεψε σπουδαίως η κυβέρνησις την προσοχήν της εις εισαγωγήν ξένου υπομισθίου τακτικού και έδωκε τη εν Λονδίνω επιτροπή διαταγάς προς εύρεσιν ειδικού δανείου πεντακοσίων χιλιάδων λιρών εις ταχείαν αποστολήν τετρακισχιλίων αλλοδαπών τακτικών, εις προμήθειαν των αναγκαίων, και εις μίσθωσιν και διατήρησίν των. Αλλ' ο κίνδυνος ήτον επί θύρας, η δε βοήθεια αύτη και βραδεία και αβέβαιος· διό επεμελήθη υπεράλλοτε ν' αυξήση το εν Ελλάδι τακτικόν της, μήτε προοδεύον διά τας αντενεργείας τινών των ατάκτων μήτε διατηρούμενον ως έπρεπεν· αλλά τα παθήματα έγειναν μαθήματα, και οι αποστρεφόμενοι άλλοτε αυτό εφάνησαν ήδη υπερασπισταί του.
Διέτριβε προ πολλού εν Ελλάδι ο Γάλλος συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, επί Ναπολέοντος υπό τον στρατηγόν Μαρμόντην εντίμως υπηρετήσας. Άγνωστος και υπό άλλο όνομα επεσκέπτετο κατ' αρχάς τα ελληνικά στρατόπεδα, αναμιγνυόμενος ως ιδιώτης και εθελοντής προς γνώσιν των ηθών και του χαρακτήρος των ανθρώπων, μεθ' ων διενοείτο να ταλαιπωρηθή και κινδυνεύση αφιλοκερδώς μέχρι τέλους· επεχείρησε δε, πολιορκουμένης της Κορώνης, αλλ' ανεπιτυχώς, να βλάψη το τείχος εν ελλείψει πυροβολικού διά πυροτεχνημάτων της επινοίας του. Τον άνδρα τούτον ανέδειξεν η ελληνική κυβέρνησις, λήγοντος του Ιουνίου, αρχηγόν του τακτικού, και εκανόνισε τα της υπηρεσίας κατά την πρότασιν αυτού, αναδείξασα ίππαρχον μεν τον Regnault de St Jean d' Angely, διαπρέποντα διά τας στρατιωτικάς αρετάς του, γενικόν δε επιμελητήν τον εκ Μεδιολάνων κόμητα Πόρρον, αξιότιμον διά τας γνώσεις και τα υπέρ της ελευθερίας της ξενοκρατουμένης πατρίδος του παθήματά του· έδωκε δε τω αρχηγώ και εξουσίαν να προβιβάζη τους αξίους, να μεταρρυθμίση το σώμα κατά την ιδίαν αυτού κρίσιν, και να το μεταφέρη εις εξάσκησιν όπου εβούλετο· εξέδωκε δε την 11 σεπτεμβρίου και περί απογραφής νόμον· έκτοτε το τακτικόν επρόκοψεν.
Αναχωρήσαντος δε του Ιβραήμη εκ Τριπολιτσάς, οι Πελοπόννησιοι βουλήν έβαλαν να περιορίσωσι τους εναπολειφθέντας Αιγυπτίους εντός της πόλεως. Επ' αυτώ συνήλθαν εκ νέου οι μεν εις Βέρβενα, όπου έστειλεν η κυβέρνησις τριμελή επιτροπήν επί προμηθεία των αναγκαίων, και πληρωμή των μισθωτών στρατιωτών, οι δε εις Αλωνίσταιναν, και άλλοι εις την επάνω Χρέπαν.
Αύγουστος Την εσπέραν της 12 αυγούστου, εκ συνθήματος του εν Αλωνισταίνη Κολοκοτρώνη, εκίνησαν οι μεν εν Βερβένοις, εν οίς και 30 ιππείς υπό τον Χατσή-Μιχάλην Ταλιάνον, προς τα Τρίκορφα, κατεχόμενα και αυτά υπό των Τούρκων, αφ' ού απεδίωξαν τους Έλληνας, οι δε εν Αλωνισταίνη προς την Πιάναν. Ούτοι πεσόντες αίφνης εις τα οχυρώματα των εχθρών εφόνευσάν τινας, έκαυσαν ένα μύλον και επανήλθαν εις Αλωνίσταιναν. Οι δε άλλοι, προπορευομένου του ολιγαρίθμου ιππικού του Χατσή-Μιχάλη εκληφθέντος ως τουρκικού, προοιμίασαν μάχην συλλαβόντες και φονεύσαντες 5 εχθρούς· έστησαν δε εκ του προχείρου τρία οχυρώματα πλησίον αλλήλων εν μέσω των εχθρικών και τους επολέμουν· Αρξαμένης δε της μάχης, ήλθαν εις βοήθειαν των πολεμούντων Αιγυπτίων τινές των εν Τριπολιτσά, κατέβησαν και οι κατέχοντες την επάνω Χρέπαν έλληνες εις βοήθειαν των συστρατιωτών, και την β' ώραν μετά μεσημβρίαν άναψεν ο πόλεμος πανταχόθεν. Οι Έλληνες υπερίσχυσαν, έτρεψαν τους εχθρούς, εσκότωσαν και εζώγρησαν ικανούς, και, εσπέρας γενομένης, οι μεν υπήγαν εις Βαλτέτσι, οι δε επανήλθαν εις Βέρβενα. Την δ' επαύριον υπήγαν εις Ζαράχωβαν και έκαυσαν τους εκεί μύλους. Άνωθεν των μύλων σώζεται παλαιόν τείχος· εν αυτώ εκλείσθησαν οι Αιγύπτιοι μετά την καταστροφήν των μύλων και αντεμάχοντο. Έτρεξεν εις βοήθειαν αυτών το ιππικόν διά της Πιάνας, και βλέπον ότι οι Έλληνες απεμακρύνθησαν της πεδιάδος, ώρμησε θαρραλεώτερον, αλλ' επιπεσόντων των περί τον Χατσή- Μιχάλην, ηγουμένου αυτού ξιφήρους, ετράπησαν· εκινδύνευσε δε να συλληφθή και αυτός ο Χατσή-Μιχάλης, πεσόντος του ίππου του, εν ώ εμάχετο. Τραπέντος δε του εχθρικού ιππικού, απεδίωξαν οι Έλληνες τους κατέχοντας το παλαιόν τείχος, εφόνευσαν ικανούς, επήραν 8 τύμπανα, και κυριεύσαντες το τείχος ηύραν εν αυτώ πολλά ζώα και διάφορα πράγματα, εγκαταλειφθέντα υπό των Αιγυπτίων. Εν ώ δε εμάχοντο προς εκείνο το μέρος, εμάχοντο και κατά την Πιάναν και Δαβιάν, όπου ηρίστευσαν επίσης οι Έλληνες, καύσαντες όλους τους μύλους της Δαδιάς και τους απολειφθέντας της Πιάνας. Οι δε φυλάσσοντες αυτούς εκλείσθησαν εντός άλλου παλαιού φρουρίου απέναντι των μύλων της Δαβιάς και δεν έπαθαν ως οι άλλοι, διότι, κλίναντος του ηλίου, ήλθεν είδησις ότι ο Ιβραήμης επανερχόμενος εις Τριπολιτσάν έφθασεν εις Σινάνου 5 ώρας μακράν της Δαβιάς, και επί τη ειδήσει ταύτη έπαυσαν οι Έλληνες πολεμούντες, εξημερώθησαν εις Βέρβενα, και μετέβησαν εις Άγιον Πέτρον ως εις θέσιν οχυρωτέραν, δύο ώρας απέχουσαν των Βερβένων. Την ημέραν δ' εκείνην, καθ' ην εφονεύθησαν ικανοί εχθροί, εφονεύθησαν και επληγώθησαν 15 Έλληνες πεζοί και 4 ιππείς. Μεγάλως δε ηρίστευσε το μικρόν ελληνικόν ιππικόν, και θαυμασμού άξιος εδείχθη ο Χατσή-Μιχάλης διά την ευτολμίαν του.
Επανερχόμενος δε ο Ιβραήμης εις Τριπολιτσάν απέκλεισεν εντός τινος πύργου των Τρινάσων 70 υπό τον Κώσταν Σουλιώτην, εκυρίευσε τον πύργον διά συνθήκης και απέλυσε τους εν αυτώ αφοπλίσας και λαφυραγωγήσας αυτούς παρά την συνθήκην. Συγχρόνως απέκλεισε και τους εις το σπήλαιον του χωρίου Βρονταμά καταφυγόντας· μη θέλοντας δε να παραδοθώσιν, ανοίξας επί της κορυφής του σπηλαίου οπήν, και ενρίψας πυρίτιδα και άλλας καυστικάς ύλας έκαυσε σχεδόν όλους.
Την δε 15 εισήλθεν εις Τριπολιτσάν, και μετ' ολίγας ημέρας εξεστράτευσεν εις την επαρχίαν του Μιστρά, επάτησε την του Έλους καίων καθ' οδόν, λεηλατών και αιχμαλωτίζων, και επροχώρησε προς το Μαραθονήσι· εγένοντο δε καθ' οδόν καί τινες μικροί ακροβολισμοί. Την δε 23 εισέβαλεν εις την επαρχίαν της Μονεμβασίας, ηχμαλώτευσεν εν Κυπαρισίω 800 ψυχάς εντός σπηλαίου, και εφόνευσέ τινας των ανδρών. Οι δε κατά τον άγιον Πέτρον Έλληνες, μη τολμώντες να πολεμήσωσι τους εχθρούς κατά πρόσωπον, και διαιρεθέντες εις διάφορα αποσπάσματα τους παρηκολούθουν και τους έβλαπταν κλεπτοπολεμούντες.
Καθ' ας δε ημέρας περιώδευεν ο Ιβραήμης, επειδή η εν Τριπολιτσά απολειφθείσα φρουρά ήτον ολίγη, έκριναν οι επί των Τρικόρφων στρατοπεδεύοντες τότε περί τον Λόντον αρμοδίαν την περίστασιν εις άλωσιν της πόλεως δι' εφόδου, και εζήτησαν επ' αυτώ την συνδρομήν του εν Ναυπλίω διημερεύοντος τακτικού. Την 5 σεπτεμβρίου παραλαβών ο Φαβιέρος 400 λογχοφόρους και δύο ορεινά κανόνια έφθασε την νύκτα εις Τρίκορφα, συνενοήθη μετά των εκεί περί του μελετωμένου κινήματος, και την ακόλουθον νύκτα υπήγεν αφανώς υπό τα τείχη της πόλεως προς το αρκτικόν μέρος αναμένων την ορισθείσαν ώραν, καθ' ην προέθεντο οι περί τον Λόντον να προσποιηθώσιν έφοδον προς το μεσημβρινόν επί σκοπώ να εφελκύσωσι την προσοχήν των εχθρών, ώστε να εύρωσιν ευκαιρίαν οι τακτικοί και ριφθώσιν έσω. Αλλ' ελθούσης και παρελθούσης της ωρισμένης ώρας, ούτ' εφάνησαν ούτε ηκούσθησαν, απειθήσαντες εις τας διαταγάς του αρχηγού, ώστε οι τακτικοί ηναγκάσθησαν ν' αναχωρήσωσιν άπρακτοι. Την δε 10 επανήλθεν ο Ιβραήμης εις Τριπολιτσάν από της καταστρεπτικής περιοδείας του και μετά δύο ημέρας εξεστράτευσεν εκ νέου προς την Μεσσηνίαν, και βλάπτων καθ' οδόν και μη βλαπτόμενος εισήλθε την 14 εις την πόλιν της Αρκαδίας, έκαυσε την εκκλησίαν καί τινας οικίας, ηχμαλώτευσε τον Αναστάσην Κατσαρόν, έβαλε πυρ εις τα Φιλιατρά, τους Γαργαλιάνους και την Λυγουδίστην, και επανήλθεν εις τα μεσσηνιακά φρούρια. Αρχομένου δε του οκτωβρίου, απέστειλεν εις Τριπολιτσάν υπό πολυάριθμον φρουράν 800 φορτώματα πολεμεφοδίων και τροφών· ίλαι δέ τινες επάτησαν την επαρχίαν του Πύργου καί τινα χωρία της Γαστούνης, εφόνευσαν και ηνδραπόδισάν τινας και επανήλθαν απρόσβλητοι εις το γενικόν στρατόπεδον. Έκτοτε έπαυσαν αι περαιτέρω επιδρομαί και εκστρατείαι των περί τον Ιβραήμην.
Λήγοντος δε του αυτού μηνός, αντηλλάχθησαν μεσιτεία του Χαμιλτώνος οι δύο εν Ναυπλίω αιχμαλωτισθέντες πασάδες, και ο Μαυρομιχάλης και ο Γιατράκος οι επί της παραδόσεως του Νεοκάστρου κρατηθέντες· αντηλλάχθησαν και άλλοι αιχμάλωτοι· απέλυσε και ο Κολοκοτρώνης τους παρ' αυτώ δύο υιούς του Σιέχ-Νεντσήπη και άλλους τινάς συγγενείς του επί τιμή πενήντα χιλιάδων γροσίων.
Μεγάλας ελπίδας υποταγής της Μάνης και όλης της Πελοποννήσου έδωκεν ο Μαυρομιχάλης τω Ιβραήμη επί της αιχμαλωσίας του εξαγοραζόμενος τον καιρόν και επιστεύθη. Επί δε της απολυτρώσεώς του, ανακαλύψας προς την ελληνικήν κυβέρνησιν τας εντεύθεν προς τον Ιβραήμην σχέσεις του, και λαβών την άδειαν να μη τας διακόψη επ' ωφελεία της κινδυνευούσης πατρίδος, εμελέτησε τον εξ επιβουλής φόνον του και ιδιολογήθη προς εκτέλεσίν του μετά του Παναγιώτη Χρυσανθοπούλου του και Κακλαμάνου· ευρών δε αυτόν πρόθυμον επί μόνη διατροφή της οικογενείας του μετά τον θάνατόν του εκ του δημοσίου, τον εφωδίασε διά γράμματος προς τον Ιβραήμην αναγγέλλων την υποταγήν της Μάνης και την όσον ούπω όλης της Πελοποννήσου, και τον απέστειλεν εις Μοθώνην. Διενοείτο δε ο Κακλαμάνος να φονεύση τον Ιβραήμην εγχειρίζων το γράμμα· αλλά, μη λαβών άδειαν να φέρη όπλα ενώπιόν του, τω ενεχείρισεν απλώς το γράμμα και επανήλθεν άπρακτος. Αυτό τούτο εμελέτησαν και άλλοι, πλην και αυτών τα σχέδια εματαιώθησαν. Αλλ' επιτρέπεται η δολοφονία του εχθρού της πατρίδος; Παρά τοις παλαιοίς επετρέπετο και η του εχθρού της πατρίδος και η του παρά τους κειμένους νόμους κυβερνώντος την πατρίδα, ήτοι του τυράννου. Αλλά δικαίως θεωρείται σήμερον οιαδήποτε τοιαύτη πράξις ανοσιουργία.

1825

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'.

Προδοσία Οδυσσέως. — Αυτομόλησις προς τους Έλληνας και θάνατος αυτού. — Το σπήλαιόν του. — Κινήματα Τούρκων κατά την Ανατολικήν Ελλάδα. — Αναζωπύρησις του αγώνος κατά την Κρήτην. — Απόπειρα εμπρησμού του εν Αλεξανδρεία εχθρικού στόλου.

Η ΕΦΕΤΕΙΝΗ εκστρατεία των Τούρκων εις Ανατολικήν Ελλάδα παριστάνει νεοφανή χαρακτήρα. Έχει θερμόν υπερασπιστήν και οδηγόν της τον άλλοτε δεινόν αντίπαλόν της Οδυσσέα. Μικρού λόγου άξια ήσαν τα μεταποιήσαντα τον λαμπρόν αθλητήν της Γραβιάς αίτια εις παραβάτην του όρκου του και εις απαρνητήν του εθνισμού του· αλλά και ταύτα ήσαν αποτελέσματα της διαγωγής του. Όστις ανέγνωσε προσεκτικώς όσα περί του ανδρός διηγήθημεν, παρετήρησεν ότι κανόνα της πολιτικής του είχε πάντοτε τα συμφέροντά του. Εστερήθη του φρουρίου των Αθηνών, αφαρπασθέντος παρά του οικείου του Γκούρα· δεν ευδοκίμησαν τα πολεμικά σχέδιά του εν Ευβοία, όπου ήλπιζε να ηγεμονεύση· δεν εμισθοδοτούντο από τινος καιρού οι υπ' αυτόν ως οι υπό άλλους οπλαρχηγούς στρατιώται· δεν εκλήθη ως οι άλλοι κατά των ανταρτών, διότι η Κυβέρνησις τον υπώπτευεν ως συνένοχον· ιδού οι λόγοι δι' ους εμελέτησε να προδώση την μη πταίσασαν πατρίδα του· αλλ' ήξευρεν ότι κηρυττόμενος κατ' αυτής, ολίγους θα είχεν οπαδούς, διά τούτο ορκισθείς μυστικώς πίστιν τω σουλτάνω επί υποσχέσει να τω δοθή εν καιρώ η γενική οπλαρχηγία της ανατολικής Ελλάδος, υπεκρίνετο προς τους Έλληνας τον Έλληνα εν γνώσει των Τούρκων, προς ους έλεγεν ότι διά του τρόπου τούτου θα ευδοκίμουν τα υπέρ αυτών σχέδιά του· εις ενέργειαν δε αυτών αρμόδιον ενόμισε τον καιρόν καθ' όν οι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδος ήσαν εν Πελοποννήσω κατά των ανταρτών, πρόφασιν δε του επιβούλου κινήματός του ηύρε το ακόλουθον περιστατικόν. Απήτησεν από του κοινού των Αθηνών ως και άλλοτε γρόσια 15,000 επί λόγω, ότι τα εξώδευσεν εις προμήθειαν των αναγκαίων του φρουρίου· απήτησε και την απόλυσιν εμπειρικού τινος χειρούργου Τούρκου ευρισκομένου εν Αθήναις και ηπείλησε να καύση τας ελαίας και τα σπαρτά των Αθηναίων, αν δεν εισηκούετο. Οι Αθηναίοι τω είπαν και άλλοτε και μετά την παραλαβήν της επιστολής ταύτης να ζητήση παρά της κυβερνήσεως ό,τι εζήτει παρ' αυτών, διότι και το φρούριον ήτο της κυβερνήσεως, και ο ζητούμενος Τούρκος ιατρός της φρουράς. Τοιαύτην απόκρισιν λαβών ο Οδυσσεύς απεφάσισε να πατήση ως εχθρός την Αττικήν· και τοις μεν Δερβενοχωρίταις, ους ήθελε να ουδετερώση, έγραψεν ότι εκίνει κατά των Αθηνών, τοις δε οπαδοίς του είπεν ότι εκίνει κατά δύο ή τριών κατοίκων των Αθηνών·
Μάρτιος και ούτω προετοιμάσας τα πνεύματα έστειλε την νύκτα της 2 μαρτίου σύμμικτον τάγμα εκ 300 Χριστιανών και Τούρκων, και έβλαψε τα επί των ορίων της Αττικής και Βοιωτίας χωρία. Ο δε Γκούρας, όστις ευρίσκετο εισέτι εν τη Πελοποννήσω, μαθών ταύτα, έτρεξε δρομαίος εις Αθήνας επί επανειλημμένη προσκλήσει των Αθηναίων, εξεστράτευσε την 11 κατά του Οδυσσέως, και την 14 έφθασεν εις Λεβαδίαν ανεδείχθη δε υπό της κυβερνήσεως επί της εξόδου του γενικός οπλαρχηγός της Ανατολικής Ελλάδος. Ο Οδυσσεύς εστρατοπέδευε την ημέραν εκείνην εν Χαιρωνεία, έχων υπό την οδηγίαν του 600 Χριστιανούς και 400 συμμάχους Τούρκους· την δε ακόλουθον, καθ' ην θα ήρχοντο οι αντιφερόμενοι εις μάχην, έφυγε διά νυκτός μετά των περί αυτόν και κατέλαβε τας Λιβανάτας, παραθαλάσσιον χωρίον της επαρχίας του Ταλαντίου και τον τόπον της γεννήσεώς του.
Εν τούτοις συνέρρευσαν και άλλα στρατεύματα της κυβερνήσεως υπό τον Κριεζώτην, τον Ρούκην και άλλους οπλαρχηγούς, και εστράτευσαν όλα την 27 επί τους περί τον Οδυσσέα· και οι μεν κατέλαβαν την θέσιν του προφήτου Ηλίου, οι δε τον υπερκείμενον του μοναστηρίου Βελιβού λόφον ημιώριον απέχοντα του εχθρικού στρατοπέδου.
Απρίλιος Εν τω μοναστηρίω τούτω εκλείσθησαν ικανοί Τούρκοι και ο Οδυσσεύς, και την 1 απριλίου προσεβλήθησαν. Ιδόντες δε οι εν Λιβανάταις εχθροί ότι οι εν τω μοναστηρίω εκινδύνευαν, ώρμησαν επί τους προσβάλλοντας, τους απεδίωξαν και εξήγαγον τον Οδυσσέα· βλέποντες δε τους περί τον Κριεζώτην επερχομένους επανήλθαν εις το χωρίον, ακολουθούντος και του Οδυσσέως. Αφ' ού δε εμακρύνθησαν οι εχθροί από του μοναστηρίου, το απέκλεισαν οι Έλληνες εκ δευτέρου· εναπέμειναν δε επί της εξόδου των άλλων ο αδελφός του Οδυσσέως Γιαννάκης και 70 στρατιώται, οίτινες δι' έλλειψιν τροφών παρεδόθησαν την επαύριον, ο δε Γιαννάκης απεστάλη εις το τουρκικόν στρατόπεδον επ' ελπίδι να φέρη τον αδελφόν του εις μετάνοιαν. Οι Έλληνες, κυριεύσαντες το μοναστήριον, επολιόρκησαν τας Λιβανάτας.
Προ της εν τω μοναστηρίω δε μάχης, ο Οδυσσεύς είχε γράψει τοις εν Ζητουνίω εχθροίς, Αμπάζπασα και Μουστάμπεη, ότι ήτο καιρός να εισβάλωσιν εις την Ανατολικήν Ελλάδα, αλλά μετά την μάχην εμελέτησε ν' αποχωρισθή, είτε διότι τους υπώπτευεν, είτε διότι οι γνωστότεροι και οικειότεροί του, ιδόντες αυτόν άραντα όπλα κατά της πατρίδος τον εγκατέλιπαν· ήλπιζε δε αναμφιβόλως και εις την προστασίαν του Γκούρα πεποιθώς επί τας παλαιάς σχέσεις των και εφ' ά τω είπεν εν ονόματι αυτού ο προς αυτόν σταλείς αδελφός του. Διά τους λόγους τούτους παρέλαβε την 7 τους περί αυτόν Χριστιανούς, και προσποιηθείς ότι σκοπόν είχε να παρατηρήση θέσεις τινάς απεχωρίσθη και παρεδόθη εις τον Γκούραν. Οι δε εν Λιβανάταις Τούρκοι, βεβαιωθέντες περί της προς αυτούς απιστίας του Οδυσσέως, εθανάτωσαν τους παρ' αυτοίς ολίγους Χριστιανούς.
Ύποπτος ο Οδυσσεύς, ως ουδείς άλλος, εφρόντισεν, εν ώ εξουσίαζε το φρούριον των Αθηνών, περί τινος ασφαλούς καταφυγίου εν καιρώ ανάγκης, και εξελέξατο το επί του Παρνασού Κωρύκιον (α), κοινώς Σφραντσύλι, σπήλαιον ευρυχωρότατον και καταλληλότατον, έστησεν άνωθεν αυτού κανόνια, εισέφερε τροφάς, πολεμεφόδια και παν άλλο αναγκαίον, κατέθεσε τα πράγματά του, εναπέθεσεν εξ ότου εμελέτησε την προδοσίαν την οικογένειάν του και το παρέδωκεν επί της απουσίας του εις τον Τρελώνην νυμφευθέντα την νεωτέραν αδελφήν του. Επιθυμών δε ο διάδοχος του Οδυσσέως Γκούρας να διαδεχθή και το σπήλαιον του, έφερεν αυτόν εκεί ίνα δώση την περί της παραδόσεως αυτού διαταγήν του· αλλ' ο Τρελώνης δεν ηθέλησε να υπακούση προφασιζόμενος ότι ώφειλε να το παραδώση εις όντινα διέταττεν η κυβέρνησις, και διανοούμενος να το κρατήση αυτός. Ο δε Οδυσσεύς, αφ' ού διέμεινε μέχρι τινός εν τω στρατοπέδω του Γκούρα ανενόχλητος, εστάλη εις το επί του Ελικώνος μοναστήριον του Δομπού, μετεκομίσθη εκείθεν εις την ακρόπολιν των Αθηνών, εφυλακίσθη εν τω εκεί πύργω, εβασανίσθη προς ανακάλυψιν της περιουσίας του, και την νύκτα της 4 Ιουλίου επνίγη και ερρίφθη νεκρός άνωθεν του πύργου· ευρέθη δε το πτώμα του την επιούσαν επί του λιθοστρώτου εδάφους του ναού της Απτέρου Νίκης. Αλλ' εχρειάζετο η μιαιφονία να περικαλυφθή· διό, παραμορφώσαντες οι ένοχοι την αλήθειαν, διέδωκαν ότι εκόπη το σχοινίον δι' ου εδέθη αυθόρμητος ο Οδυσσεύς επί σκοπώ να δραπετεύση κοιμωμένων των φυλασσόντων αυτόν, και ότι πεσών κατά γης απέθανεν· ηθέλησαν δε να δικαιώσωσι τους λόγους των και δι' ιατρικής νεκροψίας, αλλά και εντεύθεν ουδέν εξήχθη εις περικάλυψιν της μιαιφονίας.
Ζώντος του Οδυσσέως επροσπάθησεν η κυβέρνησις να λάβη υπεξούσιον το σπήλαιόν του· αλλ' ιδιαιτέραν κατέβαλεν εις τούτο φροντίδα εν τη περιστάσει ταύτη, διότι ο κάτοχος αυτού Τρελώνης όχι μόνον ηπείθησε κληθείς να το παραδώση, αλλά κατηγορείτο και ως επιβούλους σχέσεις έχων προς τους Τούρκους. Διέτριβεν εν Ελλάδι Σκώτος τις Φέντων, όστις υπεσχέθη να το αφαρπάση και να το παραδώση εις την κυβέρνησιν επί χρηματική αμοιβή διά παντός θεμιτού ή αθεμίτου τρόπου· έκλινεν αξιοκατακρίτως η κυβέρνησις το ους, και ο πονηρά βουλευόμενος παρέσυρεν εις τους δολοφόνους σκοπούς του ευαπάτητόν τινα νέον Άγγλον Βιτκόμβον εξ αγαθών γονέων, και εισελθών εις το σπήλαιον ως ήδη φίλος του Τρελώνη, συνεισήγαγε και τον συνωμότην του. Εν μια δε των ημερών, καθ' ην και οι τρεις ωπλασκούντο σκοποβολούντες, μεθύσας ο Βιτκόμβος επυροβόλησε, κατά προτροπήν του Φέντωνος, τον Τρελώνην όπισθεν αυτού ιστάμενος, και τον έρριψε κατά γης. Είς τότε των παρόντων αλλογενών στρατιωτών του Τρελώνη, μη ιδών τον πυροβολήσαντα, αντεπυροβόλησε τον Φέντωνα υποθέσας αυτόν φονέα και τον εθανάτωσεν. Ο Βιτκόμβος έφυγεν, αλλά συλληφθείς εκτός του σπηλαίου εισεκομίσθη, εδεσμεύθη και ωμολόγησε τα πάντα. Ο Τρελώνης παρά πάσαν προσδοκίαν ιάθη και γενναιότητι φερόμενος απέλυσε τον δέσμιόν του ως γενόμενον απλούν όργανον της επιβουλής άλλου· παραλαβών δε την γυναίκα του εξήλθε του σπηλαίου ανενόχλητος μεσιτεία του Χαμιλτώνος και απεδήμησεν εις Κεφαλληνίαν.
Μετά τα συμβάντα ταύτα παρέλαβεν η κυβέρνησις το σπήλαιον και απέλυσεν ανεπηρέαστους τούς εν αυτώ οικείους του Οδυσσέως.
Απρίλιος Εν τούτοις, οι περί τον Αμπάζπασαν και Μουστάμπεην εν Ζητουνίω Τούρκοι ήκουσαν πρόθυμοι την προ της προς τους Έλληνας αυτομολήσεως του Οδυσσέως πρόσκλησίν του, και επέρασαν την 5 απριλίου τον Σπερχειόν. Ήσαν δε δισχίλιοι πεζοί και ιππείς σύροντες και δύο κανόνια. Μαθόντες δε τον ερχομόν αυτών οι και μετά την αυτομόλησιν του Οδυσσέως πολιορκούντες τας Λιβανάτας Έλληνες, άφησαν ολίγους επί της πολιορκίας, και οι πολλοί επεστράτευσαν υπό τον Γκούραν και συνήψαν δύο μάχας, την μεν κατά την Δαύλιαν την 7, την δε κατά το Τουρκοχώρι την 11, καθ' ας υπερίσχυσαν, και τους εμπόδισαν να προχωρήσωσιν, ως εμελέτων, εις Σάλωνα, προκαταλαβόντες την Άμπλιανην, και αναγκάσαντές τους να οχυρώσωσιν εν τω Παληοχωρίω, όπου και διέμειναν μέχρι πολλού. Εν τω διαστήματι δε τούτω ελύθη η πολιορκία των Λιβανάτων, διότι οι εκεί Τούρκοι, ιδόντες, ότι οι εναπολειφθέντες εις πολιορκίαν Έλληνες ήσαν ολίγοι και αδύνατοι, εξώρμησαν διά μέσου αυτών αβλαβείς.
Εν ώ δε συνέβαιναν ταύτα προς εκείνο το μέρος της Ανατολικής Ελλάδος, άλλοι Τούρκοι, αρχηγόν έχοντες τον κεχαγιάμπεην του Ρούμελη-βαλεσή, έπεσαν αιφνιδίως από της Δυτικής Ελλάδος εις την Σεργούλαν, χωρίον του Μαλανδρίνου, μηδενός υποπτεύοντος τοιαύτην επιδρομήν. Προεστώς της εξαρχίας εκείνης ήτον ο Παπά Γεώργιος Πολίτης. Εξ αιτίας δε της συχνής θαλασσινής πολιορκίας του Μεσολογγίου, πολλάκις αι Αρχαί της Δυτικής Ελλάδος και η κυβέρνησις δι' αυτού ανταπεκρίνοντο, και δι' αυτού εστέλλοντο εις την Δυτικήν Ελλάδα πολεμεφόδια και άλλα αναγκαία. Εις αρπαγήν τοιούτων ειδών και εις γνώσιν των εγγράφων έπεσαν ως εξ ουρανού εις το χωρίον εκείνο οι εχθροί την 17, επάτησαν τον Πύργον του Παπαπολίτη, τον εγύμνωσαν, τον έκαυσαν, ηχμαλώτευσάν τινας, εν οίς και τρεις εγγονούς του, ανέβησαν έπειτα κατά τα Κράββαρα, προσεβλήθησαν την 22 υπό των περί τον Σαφάκαν κατά την Παπαδιάν, υπερίσχυσαν, επανήλθαν εις του Μαλανδρίνου και έκαυσαν την Βιτρινίτσαν. Εν τούτοις ήλθαν προς αυτούς και οι πλείστοι της φρουράς της Ναυπάκτου, και όλοι, Μάιος πεζοί και ιππείς, ως τρισχίλιοι, εξεστράτευσαν την 4 μαΐου εις κυρίευσιν των Σαλώνων. Μαθόντες οι εν τη πόλει ταύτη οπλοφόροι την αιφνίδιον επάνοδον του εχθρού εις Βιτρινίτσαν, και υποπτεύσαντες την μελετωμένην εις Σάλωνα ανάβασίν του έτρεξαν να προκαταλάβωσι το επί της οδού χωρίον της Πεντώρης τρεις ώρας απέχον των Σαλώνων, αλλά, πριν τοποθετηθώσι και οχυρωθώσιν ως έπρεπεν, επέπεσαν οι Τούρκοι, τους έτρεψαν και καιρίως τους έβλαψαν. 160 εφονεύθησαν, επληγώθησαν, και ηχμαλωτίσθησαν. Μετά τα παθήματα ταύτα των Ελλήνων, οι Τούρκοι επροχώρησαν ανεμπόδιστοι, και εισήλθαν εις Σάλωνα. Οι δε δυστυχείς κάτοικοι, μηδέν τοιούτον υποπτεύοντες και καταγινόμενοι εις τας συνήθεις εργασίας των, εξεπλάγησαν ιδόντες τους εχθρούς· και οι μεν γονείς ζητούντες τα τέκνα, τα δε τέκνα τους γονείς, και όλοι καταλείποντες τα πράγματά των έτρεχαν δρομαίοι οι μεν προς τα όρη, οι δε προς τα παραθαλάσσια εις αποφυγήν της σφαγής ή της αιχμαλωσίας, οι πλείστοι δε αυτών προς το Λουτράκι, όπου κατέφυγε και η πρό τινος καιρού σταλείσα παρά της κυβερνήσεως εις διοίκησιν της Ανατολικής Ελλάδος και εδρεύουσα εν Σαλώνοις επιτροπή. 150 εσκοτώθησαν, 300 γυναίκες και παιδία ηχμαλωτίσθησαν, και τα εν τη πόλει διηρπάγησαν.
Μετ' ολίγας δε ημέρας της κυριεύσεως των Σαλώνων, οι Τούρκοι εξεστράτευσαν εις την επαρχίαν του Λιδωρικίου· εκίνησαν συγχρόνως και οι εν τω Παληοχωρίω υπό τον Αμπάζπασαν και Μουστάμπεην προς το αυτό μέρος, ηχμαλώτευσαν καθ' οδόν 150 γυναίκας και παιδία των Μαυρολιθαριτών, έκαυσαν την πρωτεύουσαν της επαρχίας, και, τούτων γενομένων, οι μεν από της Δυτικής Ελλάδος και της Ναυπάκτου πεσόντες εις την Ανατολικήν Ελλάδα ανεχώρησαν εις τα ίδια, οι δε υπό τον Αμπάζπασαν και Μουστάμπεην πατήσαντες το χωρίον Λευκαδίτι, προς αιχμαλώτισιν των εκεί καταφυγόντων και ευρόντες σφοδράν αντίστασιν και παθόντες, επανήλθαν την 17 εις Σάλωνα, όπου και διέμειναν.
Η δε κυρίευσις των Σαλώνων κατετρόμαξε τους κατοίκους της Ανατολικής Ελλάδος εξ ών οι μεν κατέφευγαν εις όρη, εις σπήλαια και εις οπάς της γης, οι δε εις τας παρακειμένας νήσους. Εν μέσω δε του διασπαρέντος πανικού τούτου φόβου, η έξοδος ολίγων Τούρκων εκ της Ευβοίας εις τα αντικρύ παράλια της Αττικής επί λεηλασία έβαλε τους Αθηναίους άνω κάτω. Αι γυναίκες, τα τέκνα και οι απόλεμοι των ανδρών κατέφυγαν εις Σαλαμίνα· η δε κυβέρνησις, ενασχολουμένου του Γκούρα κατά των εν Σαλώνοις Τούρκων, διέταξε χιλίους στρατιώτας υπό τον Βάσσον εις φύλαξιν της πόλεως.
Καθ' ήν δε ημέραν εκαίετο η Βιτρινίτσα, οι εν τη Πελοποννήσω Στερεοελλαδίται, οι μετά την τροπήν των εν Κρεμμυδίω επανερχόμενοι εις την στερεάν Ελλάδα, έφθασαν εις Βοστίτσαν, και μη ευρόντες πλοιάρια εις διαπόρθμευσιν ώδευσαν την εις Κόρινθον παραλίαν οδόν, και φθάσαντες εις Λουτράκι διεπορθμεύθησαν εις Δίστομον την 9 προ μεσημβρίας. Την αυτήν ημέραν χίλιοι των εν Σαλώνοις Τούρκων εξήλθαν εις καταστροφήν των πλησιοχώρων μερών και εις λεηλασίαν· έκαυσαν την Κεσφίναν, και επροχώρησαν εις Δίστομον, όπου ιδόντες παρά πάσαν ελπίδα τα στερεοελλαδιτικά στρατεύματα, άτινα υπέθεταν εισέτι εν Πελοπόννησον, εξεπλάγησαν. Ουδέν ήττον εξεπλάγησαν και εκείνα ιδόντα άνευ παραμικράς προειδοποιήσεως εχθρούς ενώπιόν των. Ακίνητοι έμειναν μέχρι τινος και οι Έλληνες και οι Τούρκοι σκεπτόμενοι περί του πρακτέου. Οι Έλληνες βλέποντες μετ' ολίγον τους Τούρκους ετοιμαζομένους να οχυρωθώσιν, επέπεσαν και τους ηνάγκασαν να οπισθοδρομήσωσι προς την Κεσφίναν· αλλά, παρακολουθούντων των Ελλήνων, ουδ' εκεί διέμειναν και επανήλθαν εις Σάλωνα. Εσκοτώθησαν 7 Έλληνες επί της καταδιώξεως και 2 επληγώθησαν. Αφ' ού δε οι νεωστί ελθόντες οπλαρχηγοί και οι της Ανατολικής Ελλάδος συνήλθαν και εσκέφθησαν περί του πρακτέου, μετέβησαν οι μεν περί τον Κριεζώτην και τον Βάσσον εις Αττικήν προς φύλαξιν της επαρχίας εκείνης από επιδρομής των εν Ευβοία Τούρκων, οι δε περί τον Καραϊσκάκην και τον Τσαβέλλαν εις Δυτικήν Ελλάδα· απέμειναν δε οι λοιποί όλοι περί τα Σάλωνα, όπου ήσαν οι εχθροί· και οι μεν περί τον Γκούραν ετοποθετήθησαν εν τη επάνωθεν της πόλεως μονή του προφήτου Ηλίου, οι δε Σουλιώται εν τω μετοχίω της μονής και επί του υπερκειμένου της μονής όρους προς επιτήρησιν και οπωσούν περιορισμόν του εχθρού.
Υπερδίμηνον παρήλθε μετά τα κατά το Δίστομον συμβάντα, καθ΄ ό Χριστιανοί και Τούρκοι δεν συνεκρούσθησαν· αλλ' αφ' ού εγνώσθη ότι ο αριθμός των Χριστιανών ηλαττώθη, αποσπασθέντων των περί Καραϊσκάκην, Τσαβέλλαν, Βάσσον και Κριεζώτην, και ότι πολλοί των απομεινάντων περιεφέροντο απροφύλαχτοι εις τα πλησίον χωρία επί συλλογή τροφίμων, οι εν Σαλώνοις Τούρκοι εβουλεύθησαν να πέσωσιν εις τα οχυρώματα των Χριστιανών αίφνης πανστρατιά, και διαιρεθέντες εις τρία σώματα, διότι τρεις ήσαν και αι υπό των εναντίων κατεχόμεναι θέσεις,
Ιούλιος εστράτευσαν πριν εξημερώση η 17 Ιουλίου οι μεν επί τους εν τη μονή, οι δε επί τους υπεράνω της μονής, καί τινες επί τους εν τω μετοχίω. Εκ των τελευταίων δε τούτων εξεκόπησάν τινες καθ' οδόν και υπήγαν την νύκτα εις Κωλοβάτας επί συλλογή καρπών· διά τον αυτόν σκοπόν υπήγαν την αυτήν νύκτα εις το αυτό χωρίον και οι πλείστοι των κατεχόντων το μετόχιον και τα υπεράνω της μονής οχυρώματα μηδαμώς υποπτεύοντες την εκδρομήν των Τούρκων. Εξ αιτίας ταύτης συνηντήθησαν απροσδοκήτως Έλληνες και Τούρκοι εις το χωρίον και συνεκρούσθησαν· ο δε πυροβολισμός ειδοποίησε τους άλλους Έλληνας, ότι οι Τούρκοι ήσαν εγγύς, και τους άλλους Τούρκους ότι η μυστική των επιδρομή ανεκαλύφθη.
Εν τούτοις, οι απόντες του μετοχίου Έλληνες επανήλθαν εις αυτό εν καιρώ, και, πριν εφορμήσωσιν οι Τούρκοι, εφώρμησαν, τους επολέμησαν και τους απεμάκρυναν. Τριακόσιοι ήσαν οι φυλάττοντες συνήθως τα επάνωθεν της μονής οχυρώματα, αλλά, καθ' ην ώραν επέπεσαν οι Τούρκοι, ήσαν μόνον 70, διότι οι προεξελθόντες εις οπωρισμόν δεν επρόφθασαν να επανέλθωσι· διά τούτο εκυριεύθησαν ταύτα ευκόλως υπό των Τούρκων, εφονεύθησαν 11 Έλληνες και εζωγρήθησαν 3, εν οίς και ο Γεώργης Κοσμάς, οι δε λοιποί εσώθησαν υπό την σκέπην του πυρός των εν τη μονή συναθλητών. Αδιάκοπος δε και βαρύς ήτον ο πόλεμος και προς την θέσιν της μονής, όπου επέπεσαν οι πλειότεροι των Τούρκων, και τόσον επλησίασαν, ώστε εκυρίευσαν την έμπροσθέν της τοιχόκλειστον άμπελον, και επολέμουν τους εχθρούς των εκείθεν στήσαντες έμπροσθεν αυτών τας σημαίας των αλλ' επελθούσης της νυκτός, εξεκόπησαν 170 Σουλιώται εκ των εν τω μετοχίω, έτρεξαν εις βοήθειαν των πασχόντων εν τη μονή, και φθάσαντες πλησίον των εχθρών καθημένων εντός των εν τη αμπέλω οχυρωμάτων, εφώναξαν «Σηκωθήτε σεις να καθήσωμεν ημείς». Οι Τούρκοι τους ύβρισαν, οι Σουλιώται ηρεθίσθησαν, επυροβόλησαν, και επέπεσαν, προηγουμένου του αξίου τοιούτων πολεμιστών Δράκου· απεκρύπτετο δε η μικρότης του αριθμού των υπό το σκότος της νυκτός και υπό τους περί το νυκτοπολεμείν επιδεξίους τρόπους των Σουλιωτών. Εκφοβηθέντες οι Τούρκοι επί τη απροσδοκήτω ταύτη και ακαθέκτω ορμή, ήρπασαν τας σημαίας των, ανεχώρησαν, αν και ασυγκρίτως πολυαριθμότεροι, και ανέβησαν προς τα άνωθεν της μονής οχυρώματα. Οι δε Σουλιώται ήνοιξαν τοιουτοτρόπως την αποκλεισθείσαν μονήν και απήλλαξαν τους συναδέλφους των του επικειμένου κινδύνου. Τούτου δε γενομένου, 40 των Σουλιωτών υπό τον Δράκον επρόβαλαν να πέσωσι την αυτήν νύκτα επί τινα άλλα εχθρικά οχυρώματα κάτωθεν της μονής, αν ήθελαν και άλλοι να συναγωνισθώσιν 150 των εντός της μονής, εν οίς και ο αρχηγός αυτών Γκούρας, αφιλοτιμήθησαν να τους συνοδεύσωσιν· αλλ' ιδόντες το μέγεθος του κινδύνου εκ του πλησίον παρητήθησαν. Μόνοι δε οι υπό τον Δράκον 40, πλήρεις τόλμης, επέπεσαν, πέντε εχθρικά οχυρώματα το έν κατόπιν του άλλου επάτησαν, και τους εν αυτοίς έτρεψαν· αλλ' οι εν τω έκτω παρατηρήσαντες, ότι οι επελθόντες ήσαν τόσον ολίγοι, αντέστησαν, και πολεμούντες και ελέγχοντες μεγαλοφώνως τους συναδέλφους των φεύγοντας απέμπροσθεν τόσων ολίγων, τους εθάρρυναν, επανέφεραν πολλούς αυτών εις τας θέσεις των, και οι Έλληνες επί τη επαναστροφή των ανεστάλησαν. Την αυτήν νύκτα οι Τούρκοι επανήλθαν εις Σάλωνα· και οι μεν εν τη μονή Έλληνες άφησαν την θέσιν εκείνην, ως επικίνδυνον, οι δε Σουλιώται καί τινες άλλοι, συναριθμούμενοι 1200, διετήρησαν την του μετοχίου. Όλοι δε οι πεσόντες Έλληνες επί των συμπλοκών της 17 ήσαν 35, οι δε ζωγρηθέντες 3, οίτινες εδραπέτευσαν μετ' ολίγας ημέρας και διεσώθησαν εις το εν τω μετοχίω στρατόπεδον. Μετά τα συμβάντα ταύτα οι Τούρκοι δεν εκινήθησαν κατά των Ελλήνων· αλλ' οι Έλληνες δεν εκάθησαν αργοί, και ενεδρεύοντες έβλαπταν τους εχθρούς. Αποσιωπώντες συντομίας χάριν τας ολιγωτέρου λόγου αξίας άλλας ενέδρας των αναφέρομεν την εξής. Οι Τούρκοι διετήρουν και άλλας θέσεις και την της Τοπόλιας. Επιφωσκούσης της ημέρας του μπαϊραμίου, καθ' ην έμελλεν ο αρχηγός της φρουράς εκείνης να υπάγη εις Σάλωνα προς χαιρετισμόν του πασά, ο Θανάσης Ντούσας, παραλαβών ολίγους συμπατριώτας του, κατέβη εις την μεταξύ Τοπόλιας και Σαλώνων πεδιάδα προς το μέρος όπου υψούνται επί της οδού δύο βράχοι, και κατέλαβε το εκεί σωζόμενον ερείπιον του μύλου και έν άλλο αντικρύ αυτού προς την Τοπόλιαν. Το πρωί όλος αργυροστόλιστος ο αρχηγός της ρηθείσης φρουράς και εν λαμπρά συνοδία διαβαίνων έπεσεν εις την ενέδραν, εφονεύθη και εσκυλεύθη. Μαθούσα η εν τη χωρίω της Τοπόλιας φρουρά το γεγονός εκινήθη κατά των φονέων του αρχηγού της· αλλ' ούτοι, πριν φθάσωσιν εκείνοι, επανήλθαν αβλαβείς εις το μετόχιον.
Οκτώβριος Μεσούντος δε του Οκτωβρίου, μαθόντες οι εν μετοχίω, ότι οι εν Σαλώνοις επροσδόκουν τροφάς εκ Ζητουνίου, προκατέλαβαν την Σκάλαν· αλλ' αντί φορτηγών ζώων εφάνησαν ερχόμενοι την 23 διακόσιοι Τούρκοι εκ των φυλαττόντων την Άμπλιανην επί σκοπώ να διαβώσιν εις Σάλωνα, και πεσόντες αίφνης επί την προφυλακήν των Ελλήνων εφόνευσαν τον αξιωματικόν Κολοκύθαν και έτρεψαν τους άλλους· αλλά προχωρούντες απήντησαν ανυπέρβλητον αντίστασιν και ωπισθοδρόμησαν εις Άμπλιανην· επανήλθαν δε μετά την συνάντησιν ταύτην εις το μετόχιον και οι προκαταλαβόντες την Σκάλαν. Οι Τούρκοι καθ' όλας τας μέχρι τούδε εκστρατείας των συνείθιζαν ν' αναχωρώσιν εις τα ίδια επί της εορτής του αγίου Δημητρίου, και το απολυτίκιον του αγίου «Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις» εψάλλετο καθ' όλην την Ελλάδα εν αγαλλιάσει επί της επαναστάσεως, ως το αποδημητήριον των εχθρών, καθώς εψάλλετο εν κατηφεία το του αγίου Γεωργίου, διότι τω καιρώ εκείνω εκινούντο αι κατά γην και θάλασσαν δυνάμεις του εχθρού κατά της Ελλάδος. Κατά την επικρατούσαν δε ταύτην συνήθειαν ανεχώρησαν και οι εν τη Ανατολική Ελλάδι Τούρκοι και το έτος τούτο την 25, αλλ' εν τοιαύτη βία εξ αιτίας ψευδών τινων επιφόβων ειδήσεων, ώστε άφησαν εν Σαλώνοις επί τω αναχωρισμώ δύο κανόνια και μέρος αποσκευών· δεν επρόφθασαν δε να προειδοποιήσωσιν εν καιρώ μηδέ τους άλλους συναδέλφους των· διά τούτο 56 αποπλεύσαντες της Ναυπάκτου απέβησαν πάντη ανύποπτοι την αυτήν ημέραν της 25 εις τον λιμένα των Σαλώνων, εξ ών 4 εφονεύθησαν, οι δε λοιποί εζωγρήθησαν υπό των εκεί Ελλήνων.
Ουδαμώς εδικαίωσεν ο Γκούρας τας προσδοκίας του κοινού επί της εκστρατείας ταύτης. Ως αρχηγός των όπλων της Ανατολικής Ελλάδος ανεδέχθη να στρατολογήση εξακισχιλίους και προφυλάξη δι' αυτών την Ανατολικήν Ελλάδα από πάσης προσβολής των εχθρών· αλλ' η ευτυχής έκβασις της εκστρατείας οφείλεται τοις Σουλιώταις.
Εν ώ δε έπασχεν η Ανατολική Ελλάς έχουσα εν κόλποις τον εχθρόν, οι Κρήτες επεχείρησαν ν' αναζωπυρήσωσι την προ διετίας καθ' όλην την Κρήτην σβεσθείσαν επανάστασιν, Ιούλιος και λήγοντος του ιουλίου στρατολογηθέντες ως 600 υπό την γενικήν αρχηγίαν του Καλλέργη διεβιβάσθησαν εκ Ναυπλίου εις Μονεμβασίαν, όπου συμπληρωθέντες εις 1300 συναπέπλευσαν εφωδιασμένοι των αναγκαίων επί 18 πλοιαρίων και της Τερψιχώρης, γολέττας του Τομπάζη, ίνα αποβώσιν αίφνης εις τα νοτιοδυτικά παράλια της Κρήτης προς άλωσιν των φρουρίων Γραμβούσης και Κισάμου· αλλ' επελθούσης θυέλλης, διεσκορπισθήσαν τα πλοιάρια, και δύο ημερονύκτια εθαλασσομάχουν.
Μιχαήλ τις Αρετάς Κρης μετεκόμιζε συνήθως εις τα παράλια ταύτα εκ Πελοποννήσου τρόφιμα προς πώλησιν, και ως εκ τούτου ήτο γνώριμος τω φρουράρχω της Γραμβούσης. Μαθόντες τινές των εις Κύθηρα καταφυγόντων Κρητών τας σχέσεις ταύτας του συμπατριώτου των, τον έπεισαν να τοις χρησιμεύση επ' αγαθώ της πατρίδος ως κατάσκοπος, και τοιουτοτρόπως εμάνθαναν τα της Γραμβούσης. Κατέπλευσεν ο Αρετάς μια των ημερών εις τα παράλια εκείνα κακώς έχων, επελθούσης επί του διάπλου του τρικυμίας, και διενυκτέρευσε παρά τω γνωστώ του φρουράρχω. Παρατηρήσας δε ότι ολιγώτατοι ήσαν οι φρουροί, ηρώτησε την αιτίαν· ήτο δε η τελευταία ημέρα του μηνός. Ανύποπτος ο φρούραρχος τω είπεν, ότι 60 ήσαν όλοι οι φρουροί και αντηλλάσσοντο κατά μήνα, αλλ' ούτε ήρχοντο εις το φρούριον ούτε ανεχώρουν όλοι ομού· ότι καθ όσον μεν επλήθυνεν η σελήνη, επλήθυνε και ο αριθμός των φρουρών· καθ' όσον δε ωλιγόστευεν αύτη, ωλιγόστευε και ο αριθμός αυτών και κατήντα εις 5 ή 6 προ της νεομηνίας.
Μαθόντες ταύτα οι εν Κυθήροις και ιδόντες την 31 τα ελληνικά πλοιάρια θαλασσοπορούντα προς την Κρήτην, απέπλευσαν αυθημερόν, όλοι 17, ηγουμένου του Αναγνώστη Παναγιώτου (β), εξημερώθησαν είς τι παράλιον της Κρήτης, και διέμειναν εκεί αφανείς όλην την ημέραν. Βασιλεύοντος δε του ηλίου ανήχθησαν, και μίαν ώραν πριν φέξη κατευοδώθησαν εις άγιον Σούζον αντικρύ της Γραμβούσης· ημέρας δε γενομένης, αποβάντες είδαν έμπροσθέν των άνθρωπον και παρέκει σκηνήν. «Τις συ», ηρώτησαν, «και τις η σκηνή;» «εγώ είμαι», απεκρίθη ο άνθρωπος, «Χριστιανός, υπηρέτης του φρουράρχου, και επειδή εφάνησαν χθες πλοιάρια, και το φρούριον δεν έχει φύλακας, εφοβήθη ο φρούραρχος, απεβίβασε την γυναίκα του υπό την σκηνήν εκείνην και διέταξε κ' εμέ να μένω παρ' αυτή εις υπηρεσίαν της». «Και διατί δεν έχει φύλακα το φρούριον;» ηρώτησαν εκ νέου οι αποβάντες· «διότι», απήντησεν ο υπηρέτης, «λήξαντος του μηνός, οι εν τω φρουρίω ανεχώρησαν κατά την συνήθειαν, και οι διάδοχοι των ώρα τη ώρα περιμένονται». Ακούσαντες ταύτα υπήγαν εις την σκηνήν, και σταθέντες έξωθεν εκαλημέρισαν την εν αυτή γυναίκα και αντεκαλημερίσθησαν. «Πού είναι ο μπέης;» την ηρώτησαν. «Αντίπεραν», απήντησεν, «εν Γραμβούση, και μοι παρήγγειλεν, άμα έλθετε» (τους εξέλαβε δε ως τους περιμενομένους φρουρούς) «να σας είπω να πυροβολήσετε δις, και έρχεται και σας παραλαμβάνει». Επυροβόλησαν δις, και ο φρούραρχος εμβάς εις το πλοιάριόν του και πηδαλιουχών ήρχετο να τους παραλάβη. Πλησιάσας δε και παρατηρήσας ουδένα εγνώρισε των ελθόντων και ήρχισε να υποπτεύη και να τους ερωτά ποιοι ήσαν. «Δεν μας γνωρίζεις;» απεκρίθησαν οι ερωτηθέντες· «ηξεύρεις ότι ο πασάς στέλλει νέους φρουρούς κατά μήνα, τι ερωτάς;» ο φρούραρχος ήλθε πλησιέστερον, και πάλιν διστάζων είπε, «μήπως είσθε Ρωμαίοι;» «Ω της βλασφημίας! εφώναξάν τινες αυτών τουρκιστί και ωργισμένοι, «μας έκαμες και Ρωμαίους· φέρε το πλοιάριον σιμά»· οι Κρήτες ούτοι ήσαν ενδεδυμένοι και εξωπλισμένοι ως Τούρκοι, και εκαλούντο ο μεν Αλής, ο δε Χασάνης εις επήκοον του φρουράρχου. Ο φρούραρχος ελθών πλησιέστερον είπε, «δεν σας γνωρίζω και δεν σας πιστεύω· προσευχηθήτε ως Τούρκοι και τότε σας πιστεύω». Τότε είς εξ αυτών, ο Ανδρούλης Παχύς, ειδήμων οπωσούν της τουρκικής γλώσσης και ετοιμόλογος, ήρχισε να τουρκολογή θυμού πλήρης ως ολιγωρουμένης της μωαμεθανής πίστεώς του. Απατηθείς ο φρούραρχος απεφάσισε να τους παραλάβη· εν ώ δε έμβαιναν εις το πλοιάριον, είς εξ αυτών παρεπάτησε, και το πλοιάριον έκλινε· «Καϋμένε Γιάννη σα βόδι επάτησες»· τω είπε τότε άλλος εξ απροσεξίας. Ακούσας είς των εν τω πλοιαρίω κωπηλατούντων δύο Τούρκων τον νομιζόμενον Χασάνην καλούμενον Γιάννην, έδραξε την πιστόλαν του. Αλλά προλαβών ο Γιάννης Ρούκουνας τον εμαχαίρωσεν. Ετρόμαξεν ο δειλός φρούραρχος ιδών το γεγονός. «Κάθου ήσυχος μπέη», τω είπαν οι Χριστιανοί, «κυβέρνα και μη φοβήσαι»· αφ' ού δε έφθασε το πλοιάριον εις το νησίον της Γραμβούσης, κατέβησαν οι απομείναντες εν τω φρουρίω έξ Τούρκοι εις το παράλιον προς αποδοχήν των συναδέλφων· αλλ' αποβάντες ούτοι τους συνέλαβαν αίφνης όλους. Εφώναξε τότε ο φρούραρχος· «Χριστιανοί, μη μας θανατόνετε και σας παραδίδομεν τα κλειδία». Οι Χριστιανοί αφώπλισαν τους Τούρκους, παρέδωκεν ο φρούραρχος τα κλειδία του φρουρίου, και εν τη μουσουλμανική του απαθεία και αφοσιώσει εις την ειμαρμένην «χαρήτε το», είπεν αταράχως, αποτεινόμενος προς τους Χριστιανούς, «τούτο είναι το θέλημα του θεού». Οι Έλληνες παρέλαβαν το φρούριον και ουδένα των φρουρών εθανάτωσαν. Έφθασαν εν τούτοις αυθημερόν καί τινα πλοιάρια της εκστρατείας και την επαύριον τα λοιπά.
Το δράμα τούτο διεδραματίσθη την 2 αυγούστου. Την αυτήν ημέραν εκυρίευσαν οι Έλληνες και το όλως παρημελημένον και ανεφοδίαστον των αναγκαίων φρούριον της Κισάμου, δραπετευσάντων των φυλασσόντων αυτό· έκτοτε ανέζησεν επί της Κρήτης ο αγών. Μαθών δε ο πρώην Μουσταφάμπεης και νυν Μουσταφάπασας τα γενόμενα, και φοβηθείς μη αποστατήσωσιν εκ νέου τα Σφακιά, εξεστράτευσε, συνήψε μάχην κατά το Καλυβάκι, και ανέκτησε το φρούριον της Κισάμου καταλειφθέν υπό των προ μικρού καταλαβόντων αυτό· επιστάντος δε του χειμώνος, επανήλθεν εις Χανιά.
Ιούλιος Καθ' ον δε καιρόν συνέβαιναν ταύτα εν Κρήτη, επεχείρησαν οι θαλασσινοί μέγα και τολμηρόν επιχείρημα· την πυρπόλησιν εν τω λιμένι της Αλεξανδρείας στόλου του Μεχμέτ-Αλή. Την 23 ιουλίου απέπλευσαν εξ Ύδρας δύο πολεμικά, το μεν υπό τον Μανώλην Τομπάζην, το δε υπό τον Αντώνην Κριεζήν, και τρία πυρπολικά υπό τον Κανάρην, τον Αντώνην Θ. Βώκου και τον Μανώλην Μπούτην· την δε 29 περί την 5 ώραν μετά μεσημβρίαν έφθασαν έξω του λιμένος της Αλεξανδρείας· και τα μεν πυρπολικά εισέπλευσαν υπό ουδετέραν σημαίαν προπλέοντος του υπό τον Κανάρην ως ταχυπλοωτέρου, επί παραγγελία να προσέξωσι μη βλάψωσι πλοίον υπό ουδετέραν σημαίαν, τα δε πολεμικά περιέπλεαν έξωθεν, ίνα προλάβωσιν εν καιρώ τους ναύτας των πυρπολικών. Ο Κανάρης εκράτησεν επί του πλοίου του τον από της ξηράς ελθόντα ως ποδότην, και ιστιοδρόμει υπό καλόν άνεμον προς το παλάτιον του σατράπου, όπου ελλιμένιζαν τέσσαρες φρεγάται και η ναυαρχίς· αλλ' αφ' ού επλησίασεν, ήρχισε να πνέη εναντίος άνεμος. Ο Κανάρης ηναγκάσθη τότε να στρέψη το πυρπολικόν του προς άλλον σωρόν πλοίων, το άναψε την 6 1/2 ώραν και απεμακρύνθη μετά των συν αυτώ ναυτών επί του εφολκίου του· αλλά το πυρπολικόν, αφεθέν εις την διάκρισιν του ανέμου, εκάη εις μάτην· τα δύο δε άλλα δεν εκάησαν, αλλ' υψώσαντα την ελληνικήν σημαίαν εξέπλευσαν· εξέπλευσαν και οι περί τον Κανάρην επί του εφολκίου των κανονοβολούμενοι και άλλοθεν και παρά τινος πολεμικού γαλλικού βρικίου (γ) ευρεθέντος εν τω λιμένι και διεσώθησαν επί των δύο πολεμικών ελληνικών πλοίων. Άλλος εξ άλλου έγεινεν ο Μεχμέτ-Αλής ιδών το γεγονός και απέστειλεν εν τω άμα φρεγάτας τινάς εις καταδίωξιν των Ελλήνων. Οι Έλληνες, πλέοντες προς την Ύδραν, απήντησαν την επαύριον 5 εχθρικά πολεμικά συνοδεύοντα εξ Αταλείας εις Αλεξάνδρειαν 45 φορτηγά, έκαυσαν κανονοβολούντες έν των πολεμικών 16 κανονίων, διότι άναψεν η πυριτοθήκη του, και συνέλαβαν επί των κυμάτων φερομένους 45 ναύτας, και 36 στρατιώτας. Εξεμάνη ο Μεχμέτ-Αλής ως υβρισθείς και εκ δευτέρου, και εκπλεύσας αυτός επί μιας κορβέττας προς τιμωρίαν των υβριστών του ηύρε περιφερομένας έξωθεν της Αλεξανδρείας τας φρεγάτας του, αλλά δεν συνήντησε τους Έλληνας και επανήλθεν εις την καθέδραν του την μεθαύριον. Εν τούτοις πλέοντα τα ελληνικά προς την Ύδραν απήντησαν έξωθεν της Αταλείας εχθρικήν λεύκαν φέρουσαν ξύλα και έχουσαν 190 ναύτας και στρατιώτας· γενναίως αντέστησαν οι άνδρες ούτοι φονεύσαντες δύο και πληγώσαντες εννέα Έλληνας· επλήγωσαν ελαφρώς και τον Κριεζήν· αλλ' επί τέλους κατεβίβασαν την σημαίαν. Κυριεύσαντες οι Έλληνες την λεύκαν απεβίβασαν σώους εις Κακαβά όχι μόνον τους εν αυτή, αλλά και τους διασωθέντας από του καέντος πλοίου και τον συλληφθέντα ποδότην και την 13 αυγούστου κατευωδώθησαν εις Ύδραν. Εξ όσων δε διηγήθημεν αποδεικνύεται ότι, αν απέτυχε το μέγα τούτο τόλμημα των Ελλήνων, ούτε δι' αδεξιότητα ούτε δι' ατολμίαν απέτυχεν·

1825

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΣΤ'.

Περί του δευτέρου δανείου και του λόρδου Κοχράνου. — Αύξουσα ευμένεια των λαών προς τον ελληνικόν αγώνα. — Περί αναγορεύσεως βασιλέως — Διάθεσις των μεγάλων Δυνάμεων προς την Ελλάδα και σύστασις κομμάτων υπό ξένην ονομασίαν. — Σχίσμα των μελών της ιεράς συμμαχίας επί των εν Πετρουπόλει συνδιαλέξεων και λύσις της συμμαχίας. — Περί της αγγλικής προστασίας. — Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας. — Αποβίωσις του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου. — Σχέσις των αυλών προς αλλήλας επί της αποβιώσεώς του.

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ του πρώτου δανείου εθάρρυνε την εν Λονδίνω επιτροπήν να ζητήση άδειαν προς διαπραγμάτευσιν και δευτέρου· είδε και η κυβέρνησις, ότι η διαπραγματευθείσα ποσότης ήτο μικρά, αι δε ανάγκαι της πατρίδος μεγάλαι, και εψηφίσθη την 31 Ιουλίου 1824 νέον δάνειον δεκαπέντε εκατομμυρίων διστήλων επί υποθήκη των εθνικών κτημάτων, και τόκω 5 τοις 100· προσδιωρίσθη δε η διαπραγμάτευσις του μεν όλου προς 60 εκατοστά, των δε δύο τρίτων προς 55, ή του τρίτου προς 50. Η επιτροπή θέλουσα να φέρη εις συναγωνισμόν τους τραπεζίτας των δύο μεγαλοπόλεων Λονδίνου και Παρισίων, εφρόντισεν εν αμφοτέραις περί ευρέσεως του δανείου· επί τέλους εσυμφώνησε την 26 Ιανουαρίου 1825 μετά των εν Λονδίνω Ρικάρδων επί τω ορισθέντι τόκω περί δύο εκατομμυρίων λιρών προς 55 πληρωτέων εις δώδεκα ίσας μηνιαίας δόσεις. Επετρέπετο δε τοις δανεισταίς να λύσωσι το συμφωνητικόν μετά την τρίτην δόσιν ζημιούμενοι όσα προκατέβαλαν. Τινές των ελλήνων θαρρυνόμενοι επί τη ευρέσει των εθνικών τούτων δανείων, εζήτησαν τοπικά δάνεια εις επανάστασιν οι μεν της Ηπείρου, οι δε της Κύπρου επί υποθήκη γης κειμένης όλης υπό την πλήρη κυριότητα του σουλτάνου, παρ' ολίγον δε εύρισκαν. Τόσον επιρρεπείς προς το δανείζειν ήσαν οι τραπεζίται τω καιρώ εκείνω, και τόσον επισφαλή εθεωρούντο τα του οθωμανικού κράτους.
Δώσασα η κυβέρνησις άδειαν τη επιτροπή εις εύρεσιν δευτέρου δανείου, διέταξε συγχρόνως την αγοράν και ταχείαν εις Ελλάδα αποστολήν φρεγατών μετρίου μεγέθους· επανέλαβε δε και την άλλοτε δοθείσαν διαταγήν περί ειδικού δανείου και αποστολής ξένου στρατού. Πολλά προσκόμματα απήντησεν η επιτροπή εις πραγματοποίησιν της τοιαύτης στρατείας και επί τέλους παρητήθη.
Ησχολήθη δε συγχρόνως και εις αγοράν φρεγατών εν Αγγλία και αλλαχού της Ευρώπης, αλλά δεν ηύρεν οποίας ήθελε· και επειδή διά την πολλήν τότε ασχολίαν των ναυπηγείων ουδείς ανεδέχετο την κατασκευήν νέων εν βραχεί διαστήματι, όπως απήτει η επικίνδυνος στάσις των πραγμάτων, απεφάσισε να κατασκευάση ή αγοράση δύο ετοίμους εν τη αρκτώα Αμερική, όπου, ως έμαθε, κατεσκευάζοντο ταχέως τοιαύτα πλοία προς χρήσιν των νέων επικρατειών της νοτίου Αμερικής. Καταλληλότερον δε μέρος εκρίθη το Νεοβόρακον, και εστάλη επί αδρά αντιμισθία εις αγοράν ή κατασκευήν αυτών ο στρατηγός Λαλλεμάνδος, ως άλλοτε εκεί χρηματίσας και φίλος πολλών των εν τοις πράγμασι, αλλ' ανεπιτήδειος προς το έργον· εδόθησαν δε προς κτήσιν αυτών λίραι 155,000 εκ του δευτέρου δανείου.
Το δε φθινόπωρον του 1824 ανεχώρησεν εις Αγγλίαν μετά διετή αξιέπαινον εν Ελλάδι υπηρεσίαν ο Χάστιγξ, και επί τη συστάσει αυτού διέταξεν η κυβέρνησις την κατασκευήν ενός πολεμικού ατμόπλου. Συνομολογηθέντος δε του δευτέρου δανείου, έσπευσεν η επιτροπή να εκτελέση όσα περί τούτου διετάχθη, προπληρώσασα δεκακισχιλίας λίρας υπό τον όρον να ετοιμασθώσι τα πάντα εντός τριών εβδομάδων.
Τον δε Ιούλιον του 1825 επανήλθεν εις Αγγλίαν εκ της μεσημβρινής Αμερικής ο λόρδος Κοχράνης, ανήρ έχων υπόληψιν τολμηρού και στρατηγηματικού θαλασσομάχου, και διαπρέψας εν ταις υπέρ Βρασιλίας και άλλων νέων επικρατειών ναυμαχίαις. Οι Ρικάρδοι καί τινες φιλέλληνες ενόμισαν σωτηριώδες διά την Ελλάδα και επρόβαλαν προς την επιτροπήν να κληθή ο ανήρ ούτος εις υπηρεσίαν, ν' αυξηθή διά δαπάνης μέρους του δανείου η θαλάσσιος δύναμις, και να τεθή υπό τας διαταγάς αυτού. Προθύμως συγκατετέθη η επιτροπή, παρέλαβε τον λόρδον εν τη υπηρεσία της Ελλάδος μέχρι τέλους του αγώνος επί αντιμισθία λιρών 57,000, εξ ών προκατέβαλε 37,000, και παρακατέθεσε 113,000 εις αγοράν ή κατασκευήν πέντε άλλων ατμοπλόων επί ρητή συμφωνία ν' αποπλεύση ο λόρδος εντός δύο ήμισυ μηνών μετά του στολίσκου τούτου. Αλλ' εν ώ εγίνετο φροντίς περί ευρέσεως ετοίμων ατμοπλόων εις ταχυτέραν χρήσιν αυτών, αίφνης ειδοποιήθη η επιτροπή, ότι οι Ρικάρδοι διέταξαν εν αγνοία αυτής την κατασκευήν νέων· κατεταράχθη δε έτι μάλλον μαθούσα, ότι η κατασκευή των ατμομηχανών ανετέθη εις τον Γαλοβαίην, όστις, αναδεχθείς την κατασκευήν της ατμομηχανής του πρώτου ατμόπλου, της Καρτερίας, ουδ' αυτήν ητοίμασεν εντός της προθεσμίας· πολλή εγένετο λογομαχία μεταξύ της επιτροπής και των Ρικάρδων περί ων ούτοι αυθαιρέτως έπραξαν, αλλ' επί τέλους απεφασίσθη να μη εμποδισθή η αρξαμένη ήδη κατασκευή επί επανειλημμένη υποσχέσει ταχείας αποπερατώσεως. Αλλ' ο Γαλνοβαίης, ο αναδεχθείς να εργασθή διά την Ελλάδα, ειργάζετο και διά τον Μεχμέτ-Αλήν· και αυτός ο υιός του διέτριβε τον καιρόν εκείνον εν Αιγύπτω. Εντεύθεν ανεφύοντο καθ' ημέραν δυσκολίαι και υπόνοιαι, και επί μια ή άλλη προφάσει τα έργα ανεβάλλοντο από εβδομάδος εις εβδομάδα, και από μηνός εις μήνα· οι δε Ρικάρδοι ουδέ πρόστιμον καν εφρόντισαν να ορίσωσιν επί τη παραβάσει των όρων· και εν ώ κατά την ενυπάρχουσαν συμφωνίαν έπρεπεν όλος ο εν Αγγλία ετοιμαζόμενος στολίσκος να φθάση εις Ελλάδα προ του τέλους 1825, μόλις το πρώτον ατμόπλουν έφθασε τον σεπτέμβριον του 1826, το δεύτερον μετά έν έτος αφ' ού έφθασε το πρώτον, το τρίτον μετά έν έτος αφ' ού έφθασε το δεύτερον· τα δε λοιπά τρία εφθάρησαν εν τοις νεωρίοις του Λονδίνου δι' έλλειψιν των εις απαρτισμόν χρημάτων.
Εν τούτοις οι Έλληνες εστήριζαν όλας τας ελπίδας των εις την θαλασσίαν ταύτην δύναμιν και την επροσδόκουν ως θαυματουργόν· ως θαυματουργόν την παρίστα και ο Κοχράνης, διότι έγραφεν, ότι, και αν δεν απέμενεν επί της εις Ελλάδα αφίξεώς του άλλο τι υπό την ελληνικήν κυβέρνησιν ειμή η γη εφ' ης θα επάτει, ήτον ικανός ν' ανακτήση την υπό τους εχθρούς ελληνικήν χώραν· θαυματουργόν την εξελάμβαναν και μέλη τινά της ελληνικής εταιρίας βεβαιούντα, ότι εντός ολίγων εβδομάδων ο αρχηγός αυτής και τους τουρκικούς στόλους εντός του λιμένος της Κωνσταντινουπόλεως θα έκαιε, και την Ελλάδα όλην των εχθρών της θ' απήλλαττεν. Υπό τοιαύτας απατηλάς διαβεβαιώσεις και αναιδείς κομπορρημοσύνας κατεσπαταλεύθη εν Αγγλία τόση ποσότης χρημάτων. Εθορυβήθη το κοινόν της Αγγλίας επί τη κακή χρήσει, αντήχησαν αι εφημερίδες της, και συνελθόντες οι δανεισταί διέταξαν την εξέτασιν των λογαριασμών και των αιτιών της αργοπορίας των ατμοπλόων· αλλ' ούτε η Ελλάς ούτε οι αθώοι δανεισταί της ικανοποιήθησαν.
Ουδέν ήττον σκανδαλώδη απέβησαν και τα της εν Αμερική κατασκευής των δύο φρεγατών. 155,000 λίραι εστάλησαν, ως είπαμεν, εις κατασκευήν και απαρτισμόν αυτών· αλλά δεν εξήρκεσαν, και εζητήθησαν έτι 50,000. Η δε επιτροπή, στερουμένη παντός πόρου, και βλέπουσα το υπέρογκον της δαπάνης, έσπευσε να στείλη τον Αλέξανδρον Κοντόσταυλον εις Αμερικήν αναθέτουσα αυτώ τα πάντα. Φθάσας ούτος εις Νεοβόρακον και ιδών ότι αμφότεραι αι φρεγάται εκινδύνευαν να χαθώσι διά την κακήν διαχείρισιν των εντολοδόχων και δι' έλλειψιν χρημάτων προς απαρτισμόν, μετέβη εις την πρωτεύουσαν, και υπερβάς πολλάς δυσκολίας κατώρθωσε διά των παρά τοις εν ισχύϊ και εν τοις πράγμασι θερμών προσπαθειών του να σώση εκ χειρός αρπάγων και απαρτίση την μίαν διά της εξαργυρώσεως της άλλης, ην ηγόρασεν η κυβέρνησις των ομοσπόνδων πολιτειών διά ψηφίσματος της βουλής και της γερουσίας περί πολλού ποιουμένων τα της αγωνιζομένης και αδικουμένης Ελλάδος.
Εν τούτοις, όσον επερίσσευαν τα δεινά των Ελλήνων, τόσον επεξετείνετο και η υπέρ αυτών συμπάθεια των λαών· φιλελληνικαί εταιρίαι, παρ' όσας ανεφέραμεν, εσυστήθησαν εν τω μεταξύ τούτω και αλλού· έρανοι εγένοντο υπέρ των Ελλήνων και εν αυταίς ταις Ινδίαις· καί τινες παρευρισκόμενοι εν Καλκούττη Σίναι συνεισέφεραν και αυτοί κινηθέντες εις συμπάθειαν εξ όσων ήκουαν· εκάλεσε και ο εν Βεστφαλία Ραβίνος Ελβίγγος τους ομοθρήσκους του εις συνεισφοράν. Αρχομένου δε του 1825, εσυστήθη φιλελληνική εταιρία εν Παρισίοις· μέλη δε αυτής ήσαν πολλοί των επισημοτέρων ανδρών της μεγαλοπόλεως εκείνης, εν οίς και ο δουξ της Αυρηλίας, και ο μεγαλόφρων και χρυσορρήμων Σατωβριάνης. Το ευγενές παράδειγμα της μητροπόλεως εμιμήθησαν αριζήλως αι επαρχίαι, γενναίως συνεισφέρουσαι υπέρ των Ελλήνων. Εις ωφελιμωτέραν δε χρήσιν των βοηθημάτων συνεδέθησαν όλαι της ηπειρωτικής Ευρώπης αι εταιρίαι, και καταθέσασαι τας γενναίας συνεισφοράς των εις έν και το αυτό ταμείον ανέθεσαν την χρήσιν αυτών εις τον ένθερμον και ακάματον ζηλωτήν των ελληνικών συμφερόντων, τον εξ Ελουηττίας Εϋνάρδον. Η δε εταιρία των Παρισίων, η πρωτοστάτις των εν τη ηπειρωτική Ευρώπη, επιθυμούσα να γίνη όσον εδύνατο ωφελιμωτέρα, έστειλε μετά την σύστασίν της τον στρατηγόν Ρόσχην εις Ελλάδα και τον διέταξε να παρατηρήση εκ του πλησίον τας ανάγκας του τόπου, ν' αναφέρη περί αυτών, να συνδράμη την κυβέρνησιν διά των φώτων, της πείρας και του βραχίονός του, ν' αποστείλη εις Παρισίους οκτώ νέους, υιούς πρωταγωνιστών της Ελλάδος, όπως εκπαιδευθώσι δαπάνη της εταιρίας, και προ πάντων ν' απέχη των π ο λ ι τ ι κ ώ ν· αλλ' ο άνθρωπος ούτος, όστις έφθασεν εις Ναύπλιον μεσούντος του απριλίου, εβάδισεν οδόν εναντίαν της τελευταίας ταύτης εντολής.
Εξ αρχής του αγώνος η Ελλάς, ως είρηται, εβασίλιζεν όλη, και πολλάκις ησχολήθη εις εκλογήν βασιλέως· ως τοιούτοι εσυστήθησαν εν πρώτοις ο αδελφός του βασιλέως της Πορτουγαλλίας Μιχαήλ και ο Ιερώνυμος Βοναπάρτης· εγένετο δε λόγος να σταλώσι καί τινες εις Ευρώπην προς τον σκοπόν τούτον, και εσχεδιάσθη και σύνταγμα εις υπογραφήν του βασιλέως· αλλ' ουδέν ενηργήθη. Μεσούντος δε του 1824 (α) ήλθεν εις Μεσολόγγι, όπου διέτριβε τότε ο Μαυροκορδάτος ως διευθυντής της Δυτικής Ελλάδος, ο Γεώργιος Βιτάλης φέρων προς αυτόν γράμματα του βουλευτού της Γαλλίας Βιλλεβέκου και του συνταγματάρχου Ρουμινή, υπασπιστού και εξ απορρήτων του δουκός της Αυρηλίας, αποδεικνύοντα την ανάγκην να βασιλευθή η Ελλάς, προβάλλοντα ως βασιλέα τον δευτερότοκον υιόν του δουκός, και αιτιολογούντα ως σωτήριον και μεγάλων αγαθών παραίτιον την εκλογήν ταύτην.
Ομολογήσας ο Μαυροκορδάτος εν τη απαντήσει του και την ανάγκην και την επιθυμίαν του ελληνικού λαού να βασιλευθή, είπεν ότι, αν δεν έβλεπε δυσκολίας εσωτερικάς ως προς την προτεινομένην εκλογήν, έβλεπεν εξωτερικάς και κυρίως γαλλικάς διά την γνωστήν απέχθειαν του βασιλεύοντος κλάδου των Βουρβόνων προς τους Αυρηλιανούς, και ότι ενόμιζεν επάναγκες ν' αρθή η δυσκολία αύτη. Ο Ρουμινής ανταπήντησεν, ότι τοιαύτη δυσκολία δεν υπήρχε, και εις απόδειξιν των λόγων του διεβίβασε προς τον Μαυροκορδάτον πρωτόκολλον συνεντεύξεως του δουκός της Αυρηλίας και του πρωθυπουργού Βιλλέλου περί τούτου. Ο Μαυροκορδάτος έστειλε την ανταπόκρισίν του προς τον τότε πρόεδρον της κυβερνήσεως Κουντουριώτην, όστις την εγνωστοποίησε πρός τινας των επισημοτέρων της Ελλάδος μηδέν άλλο μηδ' αυτός ενεργήσας. Ελθών δε ο Ρόσχης εις Ελλάδα, είπεν υπό εμπιστοσύνην προς τον Κουντουριώτην, τον Μαυροκορδάτον και δύο τρεις φίλους αυτών ότι είχε μυστικήν εντολήν να ενισχύση το περί ου ο λόγος σχέδιον, και ότι εις πραγματοποίησιν αυτού έβλεπε κατάλληλον την ώραν, καθ' ην αι ευτυχείς πρόοδοι του Ιβραήμη μετά την ήτταν των εν Κρεμμυδίω και την πτώσιν Ναβαρίνων, Σφακτηρίας και Νεοκάστρου, έρριψαν τους Έλληνας εις πλήρη αθυμίαν και απελπισίαν· επειδή δε ο προβαλλόμενος ως βασιλεύς, ούτινος έφερε την εικόνα εν ιματισμώ ελληνικώ, ήτον ανήλιξ, εβεβαίονεν ότι ο πατήρ αυτού πρόθυμος ήτο να τον επιτροπεύση, αν ήθελαν οι Έλληνες, υπέσχετο δε και στρατιωτικήν επικουρίαν και ανάλογον των αναγκών της Ελλάδος χρηματικήν χορηγίαν. Τα πνεύματα των Ελλήνων ήσαν προδιατεθειμένα εις μεταβολήν της δημοκρατικής κυβερνήσεως εις βασιλικήν, και επειδή το εν ενεργεία σύνταγμα απηγόρευεν υπό αυστηροτάτην ποινήν την κατάργησιν ταυ ενυπάρχοντος συστήματος, οι βουλευταί και οι νομοτελεσταί προς διεκφυγήν δήθεν της ευθύνης συνήρχοντο ιδιαιτέρως και συνεσκέπτοντο περί τούτου, ενίοτε δε και εν τω βουλευτηρίω των θυρών κεκλεισμένων, όχι ως βουλευταί αλλ' ως απλοί πολίται· έφερε δ' έκαστος αυτών πληρεξουσιότητα των επαρχιωτών του ίνα ενεργήση εν καιρώ τα δέοντα. Αλλ', αν και θερμή και ειλικρινής ήτον η επιθυμία όλων υπέρ αναγορεύσεως βασιλέως, εδυσκολεύοντο πολλοί να δεχθώσι την πρότασιν του Γάλλου στρατηγού διά την αβεβαιότητα της υπερασπίσεως της γαλλικής κυβερνήσεως και διά τον επικρατούντα πάντοτε φόβον μήπως παροργίσωσι την αγγλικήν· ο δε ισχύων τότε Κουντουριώτης παρηγγέλθη ρητώς παρά του υπερισχύοντος αδελφού του Λαζάρου να προσέξη μη απατηθή και ενδώση εις τοιούτον σχέδιον. Ο Ρόσχης, ιδών ότι ο Κουντουριώτης, ο Μαυροκορδάτος και οι φίλοι αυτών δεν παρεδέχοντο την πρότασίν του, αν δεν εβεβαιούντο περί της συγκαταθέσεως της Αγγλίας ή περί της φανεράς και πραγματικής υπερασπίσεως της Γαλλίας, έστρεψε τα βλέμματά του προς άλλους Έλληνας προτρέπων αυτούς να συνέλθωσιν εις την εν Ναυπλίω πλατείαν του Πλατάνου προς αναγόρευσιν του βασιλέως· έφερε δε και πολυειδή δώρα, εξ ών διένειμε και είς τινας. Εξ αιτίας της κακής καταστάσεως της πατρίδος το πράγμα κατήντησε σπουδαίον και επικίνδυνον, έφερε διαίρεσιν εις τους εν τοις πράγμασι και ανεφύη κατά πρώτην φοράν κόμμα γαλλικόν εν Ελλάδι. Πολλών δε συνεντεύξεων περί τούτου γενομένων, παρευρισκομένου και του Ρόσχη και βεβαιούντος αλλά μη πείθοντος ότι, καθ' ας είχε πληροφορίας, ο Κάννιγγ ενέκρινε την εκλογήν ταύτην, απεφασίσθη να σταλή τις προς την αγγλικήν κυβέρνησιν εις εξέτασιν.
Είδαμεν ότι κατ' αρχάς όλαι αι ευρωπαϊκαί Δυνάμεις ανεξαιρέτως κατέτρεχαν τον ελληνικόν αγώνα, αι μεν αναθεματίζουσαι αυτόν, αι δε αντιπράττουσαι. Η ρωσσική αυλή ηγάπα και επεριποιείτο τους εις την επικράτειάν της καταφυγόντας Έλληνας, αλλ' απεστρέφετο και κατέκρινε τον αγώνα των, ως απεδείξαμεν· εντός δε της Ελλάδος ετήρει παρρησία και μυστικώς ειλικρινή ουδετερότητα· και εν ώ μοίραι γαλλικαί, αγγλικαί και αυστριακαί περιέπλεαν την ελληνικήν θάλασσαν, και οι αρχηγοί αυτών εφρόντιζαν να επιρρεάζωσι τους Έλληνας και την κυβέρνησιν αυτών, ούτε ρωσσική σημαία εφάνη δι' όλης εξαετίας, ούτε επερρέαζέ τις υπέρ της πολιτικής της· διά τούτο ουδέ κόμμα ρωσσικόν υπήρχε τότε εν τη Ελλάδι.
Διαφόρων φυλών και γλωσσών λαούς έχει υποχειρίους η Αυστρία κυβερνώσα, αυτούς δεσποτικώς· ολέθριον δε παράδειγμα προς αυτούς θεωρεί την ανόρθωσιν παντός άλλου υπό ξένην πεπτωκότος εξουσίαν λαού. Τοιαύτην πρεσβεύουσα αρχήν μισέλλην ανέκαθεν ανεδείχθη, και παρέδωκεν εις χείρας δημίων και δημίων Τούρκων, τον υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος ενθουσιώντα και διά των εθνεγερτηρίων του ασμάτων τους ομογενείς του ενθουσιάζοντα περιώνυμον Ρήγαν. Εις τους αυτούς παρέδωκε δημίους και όσους συνέλαβεν οπαδούς του. Την αυτήν μισελληνικήν πολιτικήν περί πολλού είχε και επί του τωρινού αγώνος. Ραγιάδας και αποστάτας απεκάλει τους Έλληνας, τον δε σουλτάνον εθεώρει νόμιμον κύριόν των. Τοιουτοτρόπως πολιτευομένη, θεμιτόν εθεώρει παν ό,τι υπό το κράτος της δικαιοσύνης, της ουδετερότητος, της εν Χριστώ αδελφότητος και της φιλανθρωπίας ήτον αθέμιτον· οι Έλληνες υβρίζοντο, η σημαία των εξουθενείτο, οι αποκλεισμοί των παρεβιάζοντο, και ο αγών πολυειδώς και πολύτροπος επεβουλεύετο και κατεδιώκετο. Τον Ιούνιον του 1822 ο Βουρατοβίκης, κυβερνήτης πολεμικού αυστριακού πλοίου, συνώδευσεν εμπορικόν αυστριακόν φέρον ζωοτροφίας εις τον κορινθιακόν κόλπον πολιορκούμενον υπό οκτώ ελληνικών πλοίων. Περί τα τέλη του αυτού έτους ο Αρμένης, κυβερνήτης αυστριακής φρεγάτας, συνώδευσεν εις τον αυτόν κόλπον τρικάταρτον αυστριακόν φέρον ναυτικάς αποσκευάς εις χρήσιν των εν αυτώ ευρισκομένων τουρκικών πλοίων· το τρικάταρτον τούτο συνέλαβε και έφερεν εις τον λιμένα του Μεσολογγίου η αποκλείουσα τον κόλπον εκείνον ελληνική μοίρα· αλλ' επί τη διαταγή του διευθύνοντος τότε τα της Δυτικής Ελλάδος Μαυροκορδάτου το παρέδωκεν εις τον Αρμένην δώσαντα λόγον τιμής να το απομακρύνη του κόλπου· αλλ' όχι μόνον δεν το απεμάκρυνεν, αλλά και το παρεισήγε· τόσον δε η αναιδής αύτη και αναξία διαγωγή παρώργισε τον Μαυροκορδάτον, ώστε τον ηνάγκασε να τον στιγματίση εγγράφως ως παραβάτην του λόγου της τιμής του. Ο αυτός Αρμένης έλυσε βία τον αποκλεισμόν της Χαλκίδος το αυτό έτος και εισήγαγεν εις τον λιμένα της τροφοφόρα πλοία καθ' ας ημέρας το φρούριον έμελλε να παραδοθή δι' έλλειψιν τροφών· δεν έπαυαν δε και πλοία πολεμικά υπό την αυτήν σημαίαν μετακομίζαντα εκ Σμύρνης και άλλοθεν διάφορα είδη εις χρήσιν των εν τοις μεσσηνιακοίς φρουρίοις εχθρών της Ελλάδος. Περί δε τα τέλη του 1824, ό εστιν αφ' ού η θαλασσοκρατούσα Αγγλία ανεγνώρισε τους ελληνικούς αποκλεισμούς, διέταξε και η Αυστρία άκουσα τα αυτά υπό βαρείς όμως όρους· αλλ' η διαγωγή του κατά την Ελλάδα ναυτικού της εφάνη και τότε ψευδής και αισχρά· διά τους λόγους τούτους ο λαός της Ελλάδος όλος εμίσει την Αυστρίαν.
Άλλα εφρόνει ο λαός της Γαλλίας περί του ελληνικού αγώνος και άλλα η κυβέρνησίς του. Ευμενής και βοηθός εδείχθη ο λαός εξ αρχής της ελληνικής πάλης, ενθουσιάσθη δε μετά την σύστασιν της εν Παρισίοις φιλελληνικής εταιρίας· αλλ' η κυβέρνησίς της ήτο μεν φιλάνθρωπος διά των προξένων της και των κατά θάλασσαν αξιωματικών της προς τους πάσχοντας και καταδιωκομένους Έλληνας, αλλά τόσον δυσμενής προς τον αγώνα των, ώστε βουλευταί της Γαλλίας πολλάκις την επέπληξαν παρρησία διά τον φιλοτουρκισμόν της, και δεν τον ηρνήθη. Ο στρατηγός Σεβαστιάνης, ο και μέλος της φιλελληνικής εταιρίας, κεραυνόν ευγλωττίας έρριψεν επί το υπουργείον Βιλλέλου εν μια των βουλευτικών συνεδριάσεων. «Ο Θεός», είπεν, «ήκουσε τας κραυγάς μυριάδων Χριστιανών σφαζομένων εν τη ανατολή, και οι λογισμοί ασεβούς πολιτικής μυκτηρίζονται ενώπιον ατρομήτου λαού φλεγομένου υπό του διττού ενθουσιασμού του γεννώντος τους μάρτυρας και τους ήρωας. Οι Έλληνες δεν είχαν πατρίδα και αγωνίζονται να την ανακτήσωσι, διότι πατρίς δεν είναι ο τόπος όπου η κυβέρνησις δεν εξασφαλίζει ελευθερίαν συνειδήσεως, τιμήν και ιδιοκτησίαν. Τινές των Δυνάμεων της Ευρώπης, φοβούμεναι επέκτασιν της Ρωσσίας και την εις Κωνσταντινούπολιν άφιξίν της, προς ην ανοίγει τας πύλας η ακατάληπτος εγκατάλειψις των Ελλήνων, ματαίως ενούνται εις υποστήριξιν του κλονιζομένου και καταρρέοντος ήδη οθωμανικού κράτους. Εάν μεγαλοφυείς άνδρες εκυβέρνων την πολιτικήν των μεγάλων Δυνάμεων, μεγάλη και ανεξάρτητος επικράτεια θα κατηρτίζετο κατά την ευρωπαϊκήν Τουρκίαν όχι υπό παρακμασάντων Μωαμεθανών, αλλά υπό νεάζοντος χριστιανικού λαού, και τοιουτοτρόπως θα ετίθεντο όρια και κατά της βαρβαρότητος και κατά του ρωσσικού κολοσσού, και θα ησφαλίζετο διά παντός η νυν κινδυνεύουσα ησυχία της Ευρώπης. Αλλ' αντί των μεγάλων τούτων σχεδίων, ποία είναι τα των υπουργών της Γαλλίας; ποταπαί σχέσεις προς ένα πασάν, ούτινος η εφήμερος ύπαρξις ομοιάζει την περικυκλούσαν αυτόν άστατον άμμον της ερήμου».
Εν άλλη δε συνεδριάσει ερωτήσαντος του αυτού ρήτορος, αν αλήθευεν ότι πλοίον πολεμικόν υπό γαλλικήν σημαίαν μετέφερεν εξ Αλεξανδρείας εις Νεόκαστρον το ταμείον του αιγυπτίου στρατού, και αν εν τω λιμένι της Μασσαλίας εναυπηγούντο φρεγάται και κορβέτται εις χρήσιν του Μεχμέτ -Αλή, ο Βιλλέλος ουδέν τούτων ηρνήθη. Τοιαύτης ούσης επί του Βιλλέλου της διαγωγής της γαλλικής κυβερνήσεως, διαγωγής εναντίας της κοινής επιθυμίας των Γάλλων, οι Έλληνες απεστρεφαν δικαίως το πρόσωπόν των.
Φιλελευθερώτερος και αυτών των φιλελευθέρων πολιτευτών του αείποτε εδείχθη ο βρεταννικός λαός, συμπαθέστατος δε προς τον ελληνικόν αγώνα. Δυσμενής προς τον αγώνα τούτον ήτον επί Καστλερήχου η κυβέρνησίς του, δυσμενεστάτη δε η διαγωγή του αρμοστού των Ιονίων νήσων Μαιτλάνδου και προς αυτόν και προς αυτούς τους αγωνιζομένους· αλλ' υπουργήσαντος του Κάννιγγος, η πολιτική μετετράπη επί το ευμενέστερον, προοιμιάσασα διά της αναγνωρίσεως των ελληνικών αποκλεισμών. Έκτοτε η ελληνική κυβέρνησις, πλήρης θάρρους και πίστεως εις την πολιτικήν ταύτην, έσπευσε, μεσούντος του 1823, να καλέση την εν Λονδίνω επί του δανείου επιτροπήν εις σύνδεσιν πολιτικών και εμπορικών σχέσεων μετά της Αγγλίας· συνέτρεξαν δ' έτι μάλλον εις τούτο η εν τη μητροπόλει αυτής πρώιμος σύστασις της φιλελληνικής εταιρίας, η έμφρων και ευμενής διαγωγή του Χαμιλτώνος, η εις τον αγώνα γενναία αφοσίωσις του Βύρωνος και η προς τους Έλληνας δυσμένεια των άλλων κυβερνήσεων. Τούτων ούτως εχόντων, η Ελλάς, μέχρις ου ανεφύη κατά πρώτον γαλλικόν κόμμα επί Ρόσχη, άγγλιζεν όλη. Προκειμένης δε ήδη εκλογής βασιλέως, έστρεφεν, ως και άλλοτε, προς την αυτήν κυβέρνησιν τα όμματά της, και την 11 Ιουνίου 1825 απέστειλεν εις Λονδίνον τον Σπανιωλάκην ως μέλος μεν συμπληρωτικόν της επιτροπής, ανακληθέντος του μέλους αυτής Ιωάννου Ζαήμη διά την εις τον εμφύλιον πόλεμον ενοχήν του αδελφού του, αλλά κυρίως ίνα εκθέση προς τον Κάννιγγα την κατάστασιν του τόπου, την άφευκτον ανάγκην να μοναρχηθή συνταγματικώς και την προθυμίαν του να δεχθή όν τινα επρότεινεν η Αγγλία ως μονάρχην· παρηγγέλθη δε ιδιαιτέρως να παρενείρη ως τοιούτον τον Λεοπόλδον δούκα του Σαξεκοπύργου, αλλά δεν εισηκούσθη, επιμένοντος του Κάννιγγος, ότι η πολιτική της Αγγλίας εν τη ελληνοτουρκική πάλη ήτον η ουδετερότης, ότι θα επέφερε δεινά η άλλως πως παρέμβασίς της, και ότι ελληνωφελή νομίζουσα ειρηνικόν τινα συμβιβασμόν, ετοίμη ήτο να συνεργήση, αν η Ελλάς επεκαλείτο την κατά τούτο συνέργειάν της. Και ταύτα μεν απήντησε προς την Ελλάδα η Αγγλία.
Αποχωρισθείσα δε η Δύναμις αυτή του εν Πετρουπόλει επί ειρηνοποιήσει της Ελλάδος διπλωματικού συμβουλίου, καθ' όν τρόπον και δι' όν λόγον εξεθέσαμεν αλλού, επειράθη να το διαλύση αποσπώσα την Αυστρίαν, αλλ' απέτυχε· διότι, ως άλλοτε παρετηρήσαμεν, η Αυστρία διά τους φιλοτουρκικούς σκοπούς της περί πολλού είχε συνδιαλέξεις ατελεσφορήτους και απεδοκίμασε την αποχώρησιν της Αγγλίας. Απομονωθείσης δε ταύτης και δυσφορούσης, συνήλθαν εκ νέου τον φεβρουάριον οι αντιπρόσωποι των λοιπών συμμάχων εις συνδιάσκεψιν, καθ' όν ητήσατο η Ρωσσία να προτείνωσιν οι τέσσαρες σύμμαχοι εκ συμφώνου τοις διαμαχομένοις τετράμηνον ανακωχήν εις διάπραξιν ειρήνης επί τη βάσει εσωτερικής αυτονομίας της Ελλάδος και υποτελείας προς τον σουλτάνον· επειδή δε πιθανήν επίστευεν, εξ ών ελάμβανεν εκ Κωνσταντινουπόλεως ειδήσεων, την απόρριψιν της προτάσεως των συμμάχων, επρόβαλε να προειδοποιηθή η Πύλη ότι οι σύμμαχοι εμελέτων, αν απερρίπτετο η ειρηνική πρότασίς των, και τους παρ' αυτή πρέσβεις των ν' ανακαλέσωσι, και δι' άλλων πειθαναγκαστικών τρόπων την πρότασίν των να υποστηρίξωσιν. Εις πόλεμον τείνουσαν την γνώμην ταύτην εθεώρησαν τα μέλη του συμβουλίου, δεν την παρεδέχθησαν και επέμεναν να ενεργηθώσι μόνον όσα άλλοτε ωρίσθησαν, αλλά και ταύτα άνευ απειλής. Άκων και δυσφορών συγκατετέθη ο Αλέξανδρος, εγένετο η πρότασις ως ηθέλησαν οι αντιπρόσωποι των συμμάχων του, και η Τουρκία, ως προείπεν ο αυτοκράτωρ, την απέρριψε περιφρονητικώ τω τρόπω. Ύβριν δυσφόρητον εθεώρησε την απόρριψιν ο Αλέξανδρος, ωνείδισε τους συμμάχους του ως μη εισακουσθείς, και τους εμέμφθη διά την προς αυτόν διαγωγήν των ως μη υποστηρίζοντας αυτόν ισχυρώς εν ταις μετά της Πύλης διαφοραίς του, και μη επιτρέποντας να πράξη υπέρ εαυτού εν Τουρκία ό,τι αυτός επέτρεψεν αυτοίς να πράξωσιν υπέρ εαυτών εν Νεαπόλει και Ισπανία· προτείνας δε εκ νέου ν' αναγκάσωσι την παρήκοον Πύλην, και μηδέ τότε εισακουσθείς, διέλυσε το συμβούλιον και ανήγγειλε δυσανασχετών, ότι ώφειλαν οι συγκροτούντες αυτό να συλλογισθώσιν ότι δεν διήρει μόνον το ελληνικόν ζήτημα την Ρωσσίαν και την Τουρκίαν· και αν το ρωσσικόν μέχρι τούδε παρημελήθη, η αποτυχία του ελληνικού έδιδε νέαν αφορμήν να επιμείνη έτι σφοδρότερον η Ρωσσία εις την λύσιν εκείνου διά παντός τρόπου· τοις είπε δ' επί τέλους, ότι εις το εξής δεν θα εσυμβουλεύετο εν ταις μετά της Πύλης διαφοραίς του ειμή τα ιδιαίτερα συμφέροντα της αυτοκρατορίας του και την τιμήν του στέμματός του· τα αυτά διεκοίνωσε διά των πρέσβεών του και προς τας αυλάς των. Οι βαρείς ούτοι λόγοι, αν και απετείνοντο προς όλας, απέβλεπαν κυρίως εις την της Αυστρίας ως την υπέρ πάσαν άλλην αγωνιζομένην δι' ων εδύνατο τρόπων προς ανατροπήν των ρωσσικών σχεδίων. Παρωργίσθη δ' έτι μάλλον ο Αλέξανδρος κατ' αυτής, μαθών εκείναις ταις ημέραις, ότι δεν εσυστέλλετο ο Μεττερνίχος καυχώμενος ότι διεπαιδαγώγει τον Αλέξανδρον διά της επιτηδείας πολιτικής του.
Εν ώ δε συνδιελέγοντο οι πληρεξούσιοι των τεσσάρων αυλών εν Πετρουπόλει, αφίχθη ό Στρατφόρδος Κάννιγγ ως πρέσβυς παρά τω Αλεξάνδρω· αλλ' ουδεμιάς έτυχεν ακροάσεως περί του ελληνοτουρκικού ζητήματος, ειπόντος του Νεσελρόδου ότι τω απηγορεύετο πάσα περί τούτου συνδιάλεξις. Ενδώσαντος δε μετά ταύτα του αυτοκράτορος, εξέθεσεν ο πρέσβυς τους λόγους δι' ους δεν ενέκρινεν η κυβέρνησίς του να μεθέξη επί του παρόντος των προκειμένων συνδιαλέξεων θεωρούσα αυτάς ανωφελείς, ως μήτε των Ελλήνων μήτε των Τούρκων συνευδοκούντων· ανήγγειλε δε ότι πρόθυμος ήτο και αύτη να συνεργήση εις την ειρήνευσιν αν οι διαμαχόμενοι εζήτουν ή εδέχοντο την μεσιτείαν τινός των αυλών· αλλ' απαράβατον όρον εθεώρει την αποχήν πάσης βίας. Μη παραδεχομένου δε του Νεσελρόδου τον τελευταίον τούτον όρον, ανεχώρησεν ο Κάννιγγ συμβιβάσας άλλας τινάς περί της αρκτοδυτικής παραλίας της Αμερικής διαφοράς των δύο κυβερνήσεων.
Μαθούσα δε η Αυστρία τους προς τους πληρεξουσίους απειλητικούς και φιλοπολέμους λόγους του Αλεξάνδρου, και θέλουσα να τον δυσωπήση, επρότεινε ν' αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδος, και μη θελούσης της Τουρκίας, καθώς πρό τινων μηνών ανεγνωρίσθη υπό της Αγγλίας, μη θελούσης της Ισπανίας, η των Ισπανικών εν Αμερική αποικιών. Δολία και στρατηγηματική επίνοια εκρίθη η απροσδόκητος αύτη πρότασις της Αυστρίας. Η Αυστρία ήξευρεν, ότι ο Αλέξανδρος χίμαιραν απεκάλει την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, και ότι δεν την εδέχετο ως ανατρέπουσαν τας βάσεις της ιεράς συμμαχίας, ως καταψεύδουσαν όλην την από της συστάσεως αυτής μέχρι τούδε διαγωγήν του, και ως καταστρέφουσαν την πολιτικήν της Ρωσσίας, αποβλέπουσαν αείποτε εις ανέγερσιν εν τη αυτοκρατορία της Τουρκίας υποφόρων και ασθενών, αλλ' όχι και ανεξαρτήτων επικρατειών· πασίγνωστος δε και η προς τους Έλληνας απ' αρχής μέχρι τέλους διαγωγή της Αυστρίας αγωνιζομένης αδιαλείπτως ν' ανατρέψη εκ βάθρων την νέαν πολιτείαν. Ό,τι επεθύμει και ό,τι επροσπάθει η αυλή εκείνη εξ αρχής μέχρι τέλους ήτον η κατάθλιψις της ελληνικής επαναστάσεως διά παντός θεμιτού και αθεμίτου τρόπου· επί δε αιγυπτίας εκστρατείας εις Ελλάδα ήλπιζε την καθυπόταξίν της υπεράλλοτε, και ανήσυχος ο Μεττερνίχος διά το καθ' εκάστην κρατυνόμενον φιλελληνικόν πνεύμα εν Γαλλία απήλθεν εις Παρισίους προς ενίσχυσιν της καθεστώσης αδρανούς πολιτικής (β). Ό,τι δε εδύνατο να σώση την Ελλάδα εν τη δεινή εκείνη περιστάσει ήτο μόνος ο ρωσσικός πόλεμος· τον πόλεμον δε τούτον προθεμένη η Αυστρία διά πάσης θυσίας και διά παντός τρόπου να εμποδίση, όπως δώση καιρόν τω Ιβραημπασά εις κατόρθωσιν του μεγάλου σκοπού, δεν εδυσκολεύετο ν' αναγνωρίση την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, συλλογιζομένη, ότι δεν θα έσωζε την εν ακμή κινδύνου απροστάτευτον ελληνικήν πολιτείαν η κενή και κούφη αναγνώρισις, εν ώ θα την έσωζε βεβαίως ο ρωσσικός πόλεμος· δεν εσυστάλη δε να φέρη εις παράδειγμα τα της νοτίου Αμερικής, εν ώ έναυλος ήτον εισέτι η βαρεία φωνή της κατά της πολιτικής της Αγγλίας, ήν εμέμφετο προ ολίγου παρρησία και κατεμήνυε προς τας άλλας Δυνάμεις ως καταπατήσασαν διά της αναγνωρίσεως της ανεξαρτησίας των νέων εκείνων πολιτειών τας σωτηρίους αρχάς του θείου δικαίου και της νομιμότητος, και ως θαρρύνουσαν το επαναστατικόν πνεύμα, το διά τόσων θυσιών και κινδύνων καταθλιβέν υπό της ιεράς συμμαχίας· διά τους λόγους τούτους ουδεμιάς σκέψεως αξία εθεωρήθη η μηδέν υγιές κατά τους καιρούς εκείνους έχουσα πρότασις του Μεττερνίχου, όστις ουδέ τότε έπαυε λέγων τοις πάσιν, ότι εθεώρει τους Έλληνας αξίους παντελούς καταστροφής εις σωτηρίαν της Ευρώπης και εις στερέωσιν των αρχών της ιεράς συμμαχίας, Αλλά το αναφανέν τούτο σχίσμα Αυστρίας και Ρωσσίας επέφερε μέγιστον αποτέλεσμα· διέρρηξε τον επί καταπιέσει των λαών χαλκευθέντα ζυγόν της ιεράς συμμαχίας· η σκηνή δε, εις ην παριστάμεθα, είναι η τελευταία του βίου της συμμαχίας ταύτης.
Εν τούτοις έπεσεν απροσδοκήτως εν μέσω των Ελλήνων έγγραφον λέγον, μετά τινας διεξοδικάς παρατηρήσεις, τα εξής· «Το ελληνικόν έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της εαυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας, και πολιτικής υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της μεγάλης Βρεττανίας (γ).
Το αναφανέν τούτο έγγραφον, το εν ξένη γλώσση συνταχθέν και κακώς εξελληνισθέν, εξέπληξε τους πλείστους των εν τοις πράγμασι, αγνοούντας πόθεν και προς τίνα σκοπόν ανεφάνη.
Αφ' ού μετεβλήθη επί το φιλελληνικώτερον η αγγλική πολιτική, οι φιλογενείς Ζακύνθιοι, Ρώμας, Στέφανος και Δραγόνας εσύστησαν εν Ζακύνθω επιτροπήν και ειργάζοντο όπως εδύναντο εις ωφέλειαν της κινδυνευούσης Ελλάδος. Όστις γνωρίζει πώς διοικείται η Επτάννησος, δεν έχει ανάγκην να πεισθή ότι τοιαύτη επιτροπή δεν ήτο δυνατόν να συστηθή άνευ της πλήρους συγκαταθέσεως του μεγάλου αρμοστού, ουδ' ημπορεί ν' αμφιβάλη ότι ο μέγας αρμοστής και επέβλεπε πάντοτε, και διεύθυνε πολλάκις τας πράξεις αυτής. Η επιτροπή εφαίνετο ως οίκοθεν συντάξασα το περί ου ο λόγος έγγραφον, και λήγοντος του ιουνίου του 1825 εξαπέστειλε δύο παρόμοια, το μεν εις Πελοπόννησον διά του Χρήστου Ζαχαριάδου, το δε εις Ύδραν διά του Παναγιώτη Λεωνταρίτη επί ρητή εντολή να τα υπογράψωσιν οι Έλληνες υπό την προεδρίαν το μεν του Μιαούλη το δε του Κολοκοτρώνη άνευ παραμικράς προσθαφαιρέσεως ως τα μόνα σωτήρια· δεν εκρίθη δ' εύλογον να σταλώσι κατ' ευθείαν προς την κυβέρνησιν, διότι ως κυβέρνησις δεν εδύνατο, δι' ους είπαμεν συνταγματικούς λόγους, να τα δεχθή. Δεν συνίστα δε τα έγγραφα ταύτα τόσον η ρητή παραγγελία της εν Ζακύνθω επιτροπής, όσον ο επικείμενος κίνδυνος της πατρίδος. Αλλ', αν και πολύς ήτον ο κίνδυνος, οι μεν των προκρίτων της Πελοποννήσου, ους ηύρεν ο Ζαχαριάδης κατά την Άλωνίτσαιναν, ήθελαν, οι δε δεν ήθελαν να υπογράψωσι την πράξιν όπως ήτο συντεταγμένη· αφ' ού όμως ο Ιβραήμης τους διεσκόρπισε και κατά την Αλωνίτσαιναν και κατά τα Μαγούλιανα, όλοι απηλπίσθησαν, και συνελθόντες οι πλείστοι αυτών εις Λαγκάδια μετά την τροπήν εδέχθησαν την πράξιν ως αναγκαίον κακόν, την υπέγραψαν, και προσυπέγραψαν και ονόματα απόντων. Ομόφωνοι υπέγραψαν την πράξιν ταύτην και οι Υδραίοι, και οι λοιποί Νησιώται, και οι Στερεοελλαδίται, και τα μέλη του βουλευτικού και του νομοτελεστικού, και όλος ο ανώτατος κλήρος, και απαξάπαντες οι γνωστοί Έλληνες εκτός του Υψηλάντου, του Κωλέττου (δ), του Κουντουριώτου, του Γκούρα και δύο τριών βουλευτών. Τα έγγραφα ταύτα, φέροντα έτος 24 Ιουλίου 1825, εστάλησαν κατά την παραγγελίαν της εν Ζακύνθω επιτροπής εις Λονδίνον διά του πλοίου, Κίμωνος, του υπό τον Δημήτρην Μιαούλην, υιόν του ναυάρχου. Τόση δε ήτο κατ' εκείνον τον καιρόν η αμηχανία των Ελλήνων, και τόση και αυτού του στρατιωτικού η αθυμία, ώστε εζήτησε συγχρόνως η κυβέρνησις, αν και επί ματαίω, την άδειαν των Αρχών της Μάλτας και της Επταννήσου εις στρατολογίαν εκ του προχείρου εντός των τόπων εκείνων, και την εις Ελλάδα έξοδον του εμπειροπολέμου Άγγλου Ναπιέρου, διοικητού της Κεφαλληνίας, εις εμψύχωσιν του στρατιωτικού της. Τα έγγραφα ταύτα παρώργισαν τον Ρόσχην, διότι εματαίωσαν όλα τα σχέδια του. Ούτος και Αμερικανός τις, Τουνσένδος Βάσιγκτων, αυτοχειροτόνητος επίτροπος των φιλελληνικών εταιριών της Αμερικής, τόσον εθρασύνθησαν, ώστε έστειλαν την 16 ιουλίου προς τα μέλη του νομοτελεστικού απρεπή και μωράν διαμαρτύρησιν· αλλ' η φιλελληνική εταιρία των Παρισίων κατέκρινεν επισήμως την διαγωγήν του επιτρόπου της Ρόσχη, παραβάντος τας οδηγίας της. Αξιοπαρατήρητον δε είναι, ότι ο επίτροπος ούτος, εν ώ ηγωνίζετο εις ανατροπήν του ενυπάρχοντος πολιτικού συστήματος της Ελλάδος διά της αναγορεύσεως βασιλέως, ήλεγχε τους άλλους ως παραβάτας αυτού. Ωργίσθησαν επί τη πράξει της αγγλικής προστασίας και οι το αυρηλιανόν σχέδιον ασπαζόμενοι Έλληνες, και επροσπάθησαν δι' αποστολών και αναφορών εις Παρισίους εν μέσω καταδιώξεων, φυλακίσεων και εξοριών το μεν σχέδιόν των να πραγματοποιήσωσι, την δε πράξιν της προστασίας να ματαιώσωσιν.
Η δε αγγλική κυβέρνησις, άμα λαβούσα την περί ης ο λόγος πράξιν, την απέρριψε παρά πάσαν προσδοκίαν των Ελλήνων, γράψασα προς τους αποστείλαντας αυτήν Μιαούλην και Κολοκοτρώνην ότι η παραδοχή της θα επέφερε πόλεμον αυτής και της Τουρκίας πάντη αδικαιολόγητον· επρόσφερε δε ως και άλλοτε την φιλικήν της μεσολάβησιν εις συμβιβασμόν. Εις τι άρα η υποκίνησις πράξεως απορριφθείσης;
Διττήν προέθετο η αγγλική κυβέρνησις πρόθεσιν ρίψασα εις το μέσον των Ελλήνων διά του μεγάλου αρμοστού την πράξιν ταύτην· την ανατροπήν του σχεδίου υπέρ της αναγορεύσεως του υιού του δουκός της Αυρηλίας, και την αποτροπήν παντός παρά γνώμην αυτής κινήματος της Ρωσσίας επί του ελληνικού ζητήματος. Είδαμεν, ότι εξ αρχής του αγώνος η Αγγλία εφοβείτο την μοναδικήν και ένοπλον παρέμβασιν της ρωσσικής αυλής εις την ελληνοτουρκικήν πάλην· αν δε και εφαίνετο έχουσα πεποίθησιν εις τους ειρηνικούς σκοπούς του Αλεξάνδρου, εφοβείτο πάντοτε την εις τον κατά των Τούρκων πόλεμον ροπήν όλης της Ρωσσίας υπέρ των πασχόντων ομοθρήσκων της· ανησύχαζε δε και διά την προ ολίγου επελθούσαν δεινήν διαφωνίαν αυτής και του αυτοκράτορος επί των εν Πετρουπόλει συνδιαλέξεων, και διά την διακοπήν πάσης εις το εξής των δύο κυβερνήσεων συνδιασκέψεως περί του τουρκοελληνικού ζητήματος. Είναι αληθές ότι οι Έλληνες δεν εδέχθησαν την υπέρ του υιού του δουκός της Αυρηλίας πρότασιν και εζήτησαν τας συμβουλάς του Κάννιγγος, αλλ' ότε υπεκινείτο η πράξις αύτη, ηγνόει η αγγλική κυβέρνησις την απόρριψιν της προτάσεως και την αποστολήν του Σπανιωλάκη· ηγνόει και ο μοίραρχος Άγγλος ο υπενεργήσας την αποστολήν του Σπανιωλάκη, την πράξιν της προστασίας.
Αλλ' έπραξε καλώς ή κακώς αιτησαμένη η Ελλάς την αγγλικήν προστασίαν; Τα πράγματα απέδειξαν ότι έπραξε καλώς. Φόβος κατέλαβε πολλούς των Ελλήνων μήπως η Αγγλία εκυρίευε δυνάμει της πράξεως ταύτης την Ελλάδα, και κατεστρέφετο τοιουτοτρόπως η ανεξαρτησία της· αλλ' ο άλογος ούτος φόβος ουδαμώς κατέλαβε τους οξυδερκεστέρους των Ελλήνων, βλέποντας ότι, αν έπραττε τοιούτον τι η Αγγλία, επροκάλει καθ' εαυτής δικαίως την αγανάκτησιν, ίσως και τον πόλεμον των Δυνάμεων της Ευρώπης, και το μίσος όλων των λαών· εμέμφθησάν τινες τους Έλληνας, ότι, αναγκασθέντες να επικαλεσθώσι ξένην υπεράσπισιν, δεν επεκαλέσθησαν την της Ευρώπης όλης· μήπως δεν έστειλαν προς τους εις Βερώνην συνελθόντας άνακτας ικέτας, ους ουδέ της παρουσίας των ηξίωσαν; μήπως δεν επεκαλέσθησαν την μεσολάβησιν της αυλής της Ρώμης προς τας άλλας χριστιανικάς αυλάς και εισηκούσθησαν; ανάγκη άρα πολιτική ήτο να προτιμήσωσι την ευμενέστερον προς αυτούς διακειμένην· και τοιαύτη ήτον, ως απεδείξαμεν, η αγγλική κυβέρνησις. Κινήσαντες οι Έλληνες το φιλότιμον της κυβερνήσεως ταύτης εκίνησαν συγχρόνως και την ζυλοτυπίαν των αντιζήλων της, και ούτως η Ελλάς όχι μόνον δεν έπαθεν αιτησαμένη την υπεράσπισιν μιας και μόνης, αλλά ωφελήθη τα μέγιστα διά των ενεργειών και αυτής και των άλλων.
Η δε Αγγλία, θέλουσα να καταπραΰνη την εφ' ης ενηργούντο υπεροργισθείσαν κατ' αυτής Πύλην, εξέδωκε την 18 σεπτεμβρίου, εις νέαν ένδειξιν της ουδετερότητός της, διάταγμα απαγορεύον πάσαν επί ξένη υπηρεσία στρατολογίαν (την του Κοχράνου) και πάσαν επί εξαμηνίαν εξαγωγήν πολεμικής ύλης εις χρήσιν των διαμαχομένων (των Ελλήνων)· αλλά το διάταγμα τούτο ούτε τους Έλληνας ως μη ενεργηθέν έβλαψεν, ούτε την Πύλην, βλέπουσαν ότι όσα επράττοντο δεν ήσαν όσα ελέγοντο, κατεπράυνεν.
Παύσασα δε η Πύλη επί τη εις Κωνσταντινούπολιν αφίξει του Μιντσιάκη να φοβήται την Ρωσσίαν ως φιλοπόλεμον, ήρχισε να την καταφρονή ως φιλειρηνικήν· τόσον δε εθρασύνθη, ώστε, λαβούσα σφοδρόν έγγραφον του επιτετραμμένου τούτου εις ταχύν συμβιβασμόν των εισέτι ασυμβιβάστων ρωσσοτουρκικών διαφορών ουδέ καν ν' απαντήση ηξίωσεν. Εδυσφόρησεν ο αυτοκράτωρ επί τη σιωπή ταύτη, εμέμφθη αυτός εαυτόν διά την πολλήν του μακροθυμίαν, έδειξε διάθεσιν να μεταβάλη την πολιτικήν του επί το πολεμικώτερον. Παρήγγειλε τοις εν Λονδίνω, Παρισίοις, Βιέννη και Βερολίνω αντιπροσώποις του να εξετάσωσι τας προς τούτο διαθέσεις των αυλών παρ' αις έδρευαν, και διέταξε τον Μιντσιάκην να διαμαρτυρηθή κατά της διαγωγής της Πύλης. Διεμαρτυρήθη ο Μιντσιάκης αλλά και η διαμαρτύρησις αύτη έμεινεν αναπάντητος. Ο δε αυτοκράτωρ, οργισθείς επί τη περιφρονήσει ταύτη και κατά της συμμαχίας, ήτις δεν τον υπεστήριζε, και κατά της Πύλης, ήτις τον παρήκουε, και πεισθείς εξ αυτής του της πείρας, ότι ανωφελώς ηγωνίζετο διαπραγματευόμενος, εξήλθε της Πετρουπόλεως προς επιθεώρησιν του υπερεπιθυμούντος τον κατά της Τουρκίας πόλεμον πολυαρίθμου στρατού του, και προς επίσκεψιν των μεσημβρινών επαρχιών του, αίτινες ένεκα της προς την ναυτιλίαν και το εμπόριόν των δυσμενούς διαγωγής της Πύλης έπαθαν υπέρ τας άλλας της αυτοκρατορίας του· εξέλαβαν δε την περιοδείαν ταύτην και αυλαί και λαοί δικαίως ως προαγγέλλουσαν τον πόλεμον. Αλλ' ασθενήσας ο αυτοκράτωρ επί της περιοδείας απεβίωσεν εν Ταγανρόκω την 19 νοεμβρίου.
Ουδέποτε ίσως άλλοτε αι των αυλών προς αλλήλας σχέσεις ήσαν τόσον ανώμαλοι όσον επί των παραμονών του μεγάλου τούτου συμβάντος· ως πομφόλυγες τα της ιεράς συμμαχίας, ως είδαμεν, διερράγησαν, και τα μέλη αυτής δεν συνεννοούντο ως άλλοτε· ο φιλειρηνικός Αλέξανδρος, παρωργισμένος διά την προς ά εβουλεύετο δυσμενή διάθεσιν των άλλων ανάκτων, εφιλοπολέμει και διέταττε τους πρέσβεις του να μη πολιτικολογώσιν εν ταις διπλωματικαίς συντυχίαις των· ανήσυχος η Αυστρία εμεθοδεύετο πώς να καταπραΰνη τον Αλέξανδρον, και πώς να παρατείνη προς βλάβην των Ελλήνων τον αγώνα των, ον ήθελεν ο Αλέξανδρος να παύση· επί τω σκοπώ δε τούτω επρότεινε νέας, ανωφελείς, και απαραδέκτους συνδιαπραγματεύσεις· η Γαλλία κατεγίνετο να συνάψη τα διεστώτα· η Πρωσσία μόνη ερρώσσιζε και εμέμφετο τας άλλας αυλάς ως προκαλούσας μάλλον διά της προς την Ρωσσίαν διαγωγής των ή εμποδιζούσας τον πόλεμον, αλλά και αύτη δεν συνεμάχει· η δε Αγγλία εδυσφόρει απομεμονωμένη· εταράττετο δε υπέρποτε, διότι έβλεπε την Ρωσσίαν ετοίμην εις πόλεμον, ον ήθελε να εμποδίση παντοίοις τρόποις, και επεθύμει αξιοπρεπή απαλλαγήν από της μεμονωμένης θέσεώς της διά τινος συνεννοήσεως μετ' αυτής, μεθ' ης και μόνης διενοείτο να εργασθή του λοιπού εις λύσιν του ελληνοτουρκικού ζητήματος, πεπεισμένη ότι αι άλλαι αυλαί ή θα παρηκολούθουν, ή δεν θ' αντέπρατταν. Προθύμως έκλινεν ο εν Λονδίνω πρέσβυς της Ρωσσίας το ους εις τους διαλλακτικούς λόγους του Κάννιγγος, αι δύο αυλαί διηλλάγησαν, και ο εν υπολήψει παρά τω Αλεξάνδρω λόρδος Στραγφόρδος, ο επ' αδεία μεταβάς πρό τινος καιρού εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Λονδίνον, απεστάλη πρέσβυς παρ' αυτώ εις πασιφανές δείγμα διαλλαγής.

1825

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'.

Δευτέρα πολιορκία του Μεσολογγίου. — Περίοδος πρώτη.

ΑΠΟΔΙΔΟΥΣΑ η Πύλη τας μέχρι τούδε επανειλημμένας αποτυχίας της εις την ανικανότητα των πολεμάρχων της ανέδειξε το έτος τούτο Ρούμελη-βαλεσήν τον Ρεσήτ- Μεχμέτπασαν, τον και Κιουταχήν. Διεκρίθη, ως είδαμεν, ο ανήρ ούτος ως δραστήριος και φιλοκίνδυνος και επί της μάχης του Πέτα, και επί της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, καθ' ην, αν εισηκούετο, η πόλις έπιπτεν. Η Πύλη τω έδωκεν επί της εκστρατείας ταύτης πάσαν εξουσίαν και αφθόνους πόρους, μετέθεσε τον αντίζηλόν του Βρυώνην από της σατραπείας του Μπερατίου εις την της Θεσσαλονίκης, και τω είπεν επί τω διορισμώ του, «ή - τ ο - Μ ε σ ο λ ό γ γ ι - ή - τ η ν - κ ε φ α λ ή ν - σ ο υ». Ο νέος δε ούτος αρχιστράτηγος κατέβη εις Λάρισσαν τον ιανουάριον και εκείθεν μετέβη εις Ιωάννινα, όπου κατεγίνετο να παύση τας ταραχάς της Αλβανίας και στρατολογήση επί αδρώ και τακτώ μισθώ.
Διηγούμενοι τα της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου περιεγράψαμεν το τείχος του (α). Έκτοτε εδυναμώθη και έλαβε νέαν μορφήν υπό την ακάματον φροντίδα του Κοκκίνη· εκαθαρίσθη δε, επλατύνθη, και εβαθύνθη και η τάφρος. Επαιρόμενος ο τειχοποιός ούτος ειδοποίει επισήμως τον διευθυντήν της Δυτικής Ελλάδος, Μαυροκορδάτον, ότι «ικανόν ήτο το έργον του ν' ανθέξη εις πάσαν εχθρικήν προσβολήν, και ότι επισκεφθέντες αυτό Άγγλοι το εθαύμασαν και εξεπλάγησαν». Ουδέν είχε βεβαίως το έργον τούτο ικανόν να κινήση εις θαυμασμόν ή να φέρη εις έκπληξιν τον επισκεπτόμενον ειδήμονα· ουδ' αυτό το τείχος ήτον εύκτιστον και αν μεθ' όλης της ατελείας του η πόλις δεν ηλώθη υπό των πολεμίων ειμή καθ' ήν ημέραν εγκατελείφθη υπό των υπερμάχων, συνέβη τούτο, διότι «άνδρες η πόλις, ου τείχη».
Το τείχος είχεν επί της ενάρξεως της πολιορκίας ταύτης σχήμα επτάγωνον. Προς το κέντρον, το προς άρκτον, έκειτο το προτείχισμα του Μπότσαρη· προς δυσμάς δε του κέντρου κατά σειράν το πύργωμα του Κοραή, το προτείχισμα του Φραγκλίνου, το κανονοστάσιον του Βύρωνος, τα πυργώματα του Γουλιέλμου Τέλλου και του Κοτσιούκου και το κανονοστάσιον του Κυριακούλη. Έκειτο επί της αυτής σειράς αλλ' επί του παρακειμένου νησιδίου της Μαρμαρούς και το κανονοστάσιον του Σαχτούρη· προς ανατολάς δε του κέντρου έκειντο το προτείχισμα του Μακρή, το μηνοειδές πρόφραγμα του Γουλιέλμου της Οραγγίας (β), τα κανονοστάσια του Ρήγα και του Αντωνίου Κοκκίνη, τα καρκινοειδές πρόφραγμα του Μονταλεμβέρτου και τα κανονοστάσια του Σιεφέλδου, του Κανάρη και του Σκενδέρμπεη. Εφ' όλου δε του τείχους έκειντο 48 κανόνια σιδηρά, διαφόρου ολκής μέχρι 48 λιτρών, και 4 βομβοβόλοι, εξ ών αι δύο είχαν διάμετρον 10 δακτύλων, αι δε άλλαι η μεν 5 η δε 4 2/5.
Ακουσθείσης της εχθρικής ταύτης εκστρατείας, έσπευσεν η κυβέρνησις να στείλη εις διοίκησιν της Δυτικής Ελλάδος τριμελή επιτροπήν εκ των βουλευτών, Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, Γεωργίου Καναβού και Δημητρίου Θέμελη. Η επιτροπή αύτη αφίχθη εις Μεσσολόγγι την 12 απριλίου και ησχολήθη σπουδαίως εις τακτοποίησιν της υπηρεσίας.
Είχεν ήδη διατάξει η τοπική διοίκησις εν καιρώ στρατεύματα υπό τον Νότην Μπότσαρην, τον Τσόγκαν και άλλους προς φρούρησιν του Καρβασαρά, της Βονίτσης και των στενών του Μακρυνόρους, και τα στρατεύματα ταύτα υπήκουσαν. Αλλά, στρατευσάντων των εχθρών προς το Μακρυνόρος, ελειποτάκτησαν οι φυλάσσοντες τας θέσεις εκείνας, εγκατέλειψαν και οι άλλοι τας επί της δεξιάς όχθης του Αχελώου, ώστε οι εχθροί διέβησαν την 23 μαρτίου ανεμπόδιστοι το Μακρυνόρος, και έπεσαν, μηδενός εναντιουμένου, εις Γάλτον και Ξηρόμερον· οι δε τρισάθλιοι κάτοικοι διεσκορπίσθησαν ως και άλλοτε· αλλ' ηύραν ήδη καταφύγιον έτοιμον και ασφαλές, το υπό την Επτάννησον πολιτείαν νησίον του Καλάμου. Οι εχθροί ούτε επί της ποταμοπορείας του Αχελώου ούτε πέραν αυτού ηύραν αντίστασιν, διότι όσον ούτοι επροχώρουν, τόσον οι Έλληνες υπεχώρουν προς τας πόλεις Μεσολογγίου και Ανατολικού,
Απρίλιος και τοιουτοτρόπως έφθασε την 11 απριλίου ατουφέκιστος πολυάριθμος προφυλακή απέναντι του Ανατολικού· την δε 15, εφάνη μέρος αυτής και έξωθεν του Μεσολογγίου· επί δε τη εμφανίσει εξήλθαν τινες των εντός, ηκροβολίσθησαν και επανήλθαν εις την πόλιν· εξήλθαν και την επιούσαν και ηκροβολίσθησαν ως και την προτεραίαν. Εφονεύθησαν δε τας δύο ταύτας ημέρας δύο σημαιοφόροι, ο μεν Έλλην, ο δε Τούρκος· επληγώθησαν και οκτώ Έλληνες και άλλοι τόσοι εχθροί. Ενεδρεύσαντες οι Έλληνες κατά το Κεφαλόβρυσον εσκότωσαν την ακόλουθον ημέραν έξ εκ των διαπορευομένων εχθρών.
Διηγούμενοι τα της πολιορκίας του Ανατολικού επί του 1823, είπαμεν ότι το νησίον εκείνο δεν είχε γλυκύ νερόν, και ότι οι κάτοικοι ηρύοντο το εις χρήσιν των από τινος πηγής επί της ξηράς. Η πηγή αύτη εφρουρείτο επί της εισβολής των εχθρών υπό των Ελλήνων· αλλά την 17 εγκατελείφθη και εκυριεύθη υπό των εχθρών, και έκτοτε η έλλειψις του νερού εγένετο λίαν επαισθητή εν τη πόλει. Την δε 15 είς των στρατιωτών, κατοικών παράλιον οικίαν, έπεσεν εις την έμπροσθεν αυτής θάλασσαν, ίνα κολυμβήση· κατά τύχην έπιεν ολίγον νερόν και το ηύρε παρά πάσαν προσδοκίαν γλυκύ· ανήγγειλε τούτο τοις εν τη πόλει, έτρεξαν τα πλήθη εις τον αιγιαλόν, το εγεύθησαν, και ευρόντες το και αυτοί γλυκύ, εγέμισαν όλα τα αγγεία των· γλυκύ διέμεινε και τας δύο ακολούθους ημέρας· και οι μεν εξηγούντες το πράγμα φυσικώς είπαν ότι κατέρρευσεν εκ των πλησίον υψωμάτων και εφέρετο επί του αλμυρού ως ελαφρότερον, οι δε ευλαβέστεροι επίστευσαν ότι ήτον αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου, του μεταποιήσαντος επί Μωυσέως το πικρόν ύδωρ εις γλυκύ και κορέσαντος τον λαόν αυτού διψώντα.
Την δε 23 απεκλείσθη στενώς η πόλις του Μεσολογγίου. Άδηλος ο ακριβής αριθμός των εισβαλόντων εχθρών αλλά διανεμομένων 50,000 σιτηρεσίων εις υπομισθίους, υπελογίζοντο 35,000 οι οπλοφόροι· παρηκολούθουν δε και 3000 σκάπται και εργάται Χριστιανοί. Εκ των οπλοφόρων δε τούτων 2000 κατέλαβαν το Μακρυνόρος· 3000 την Λάσπην, τον Μαχαλάν και τον Καρβασαράν· 3500 την Γουριάν, όπου αι αποθήκαι· 4000 τα κατ' ανατολάς και κατά δυσμάς του Ανατολικού· 2500 τα Σάλωνα και το Πετροχώρι, και 20,000 επολιόρκουν την πόλιν του Μεσολογγίου, όπου διέμενε και ο αρχιστράτηγος· μετεφέροντο δε εν καιρώ ανάγκης και άλλοι άλλοθεν πολεμισταί εις ενίσχυσιν της πολιορκίας και συχνάκις μετεκινούντο εκ των διαφόρων θέσεων. Οι συγκροτούντες δε τον στρατόν τούτον ήσαν Ασιανοί, Ρουμελιώται, Αλβανοί και Γκέγκαι. Τοσαύτη και τοιαύτη ήτον η δύναμις των εχθρών.
Η δε των Ελλήνων εντός των δύο πόλεων, αρξαμένης της πολιορκίας, ήτο περίπου τρισχίλιοι οπλοφόροι υπό τους αρχηγούς Στουρνάρην, Μακρήν, Νότην Μπότσαρην, Τσόγκαν, Δηληγεωργόπουλον, Γιαννάκην Ραζοκότσικαν, Ίσκον, Λιακατάν, Σούκαν και άλλους. Ευρέθη επί της ενάρξεως της πολιορκίας του Μεσολογγίου και διέμεινεν εν αυτώ μέχρι τέλους ιουλίου και ο Νικήτας. Η πόλις ήτον υπερασπίσιμος, και τρόφιμα και πολεμεφόδια ικανά είχε, και τα στρατεύματα ήσαν και εμπειροπόλεμα και πλήρη ζήλου· είχε και την θάλασσαν ανοικτήν και δι' αυτής ελάμβανεν έξωθεν ό,τι εχρειάζετο· ανοικτήν είχε την κοινωνίαν και ο Κιουταχής μετά της Ναυπάκτου και Πατρών και ελάμβανε και αυτός εκείθεν ό,τι εχρειάζετο.
Άμα δε στρατοπεδεύσαντες οι εχθροί ήρχισαν να εργάζωνται έμπροσθεν του προτειχίσματος του Μπότσαρη· επί σκοπώ δε να προφυλάττωνται από των προσβολών των εντός του τείχους ήνοιξαν τάφρον αρχομένην από του καρκινοειδούς προφράγματος, τελευτώσαν εις το κανονοστάσιον του Κυριακούλη και απέχουσαν του τείχους 300 οργυιάς, και την 25 εμβήκαν εις αυτήν και έστησαν άνωθεν σημαίας. Αλλ' η τάφρος δεν εσκάφη όσον έπρεπε βαθεία, διά τούτο τινές αυτών εφονεύθησαν, κανονοβολησάντων των εντός, και πολλοί απεμακρύνθησαν. Την εσπέραν δε της αυτής ημέρας 36 των εν τω Ανατολικώ Σουλιωτών υπό τον Κίτσον Πάσχον και Γιάννην Μπέκαν εξήλθαν προς το μέρος του προφήτου Ηλίου έχοντες βοηθόν και μίαν κανονοφόρον, και ενεδρεύσαντες εφόνευσαν και επλήγωσαν έξ, και απέστειλαν εις Μεσολόγγι μίαν κεφαλήν. Την δε 20 κατασκεύασαν οι Τούρκοι διά νυκτός δύο τετραγωνικάς τάφρους 250 οργυιάς μακράν του τείχους προς το μέρος της κατηδαφισμένης εκκλησίας του αγίου Δημητρίου, επί σκοπώ να προσβάλωσιν εκείθεν το προτείχισμα του Φραγκλίνου, τα πυργώματα του Γουλιέλμου Τέλλου και του Κοτσιούκου και το κανονοστάσιον του Κυριακούλη. Την αυτήν νύκτα κατεσκεύασαν και κανονοστάσιον πολλά πλατείας έχον κανονοθυρίδας επί του εδάφους της άλλης κατηδαφισμένης εκκλησίας του αγίου Αθανασίου, και έν αντιχαράκωμα κατά μέτωπον του καρκινοειδούς προφράγματος. Την ακόλουθον νύκτα ήγειραν καταντικρύ του κανονοστασίου του Ρήγα πρόχωμα όπισθεν της τάφρου. Την 28 μετά μεσημβρίαν έστησαν αντικρύ του μηνοειδούς προφράγματος βομβοβόλον, και έρριψαν κατά πρώτην φοράν πέντε βόμβας, αλλ' ουδεμίαν επροξένησαν ζημίαν. Την νύκτα ήρχισεν εσωτερικός και εξωτερικός κανονοβολισμός διαρκέσας από της β' ώρας μέχρι της η', αλλά και τότε ουδεμίαν βλάβην έπαθαν οι εν τη πόλει. Ο κανονοπόλεμος επανελήφθη και την επιούσαν νύκτα από της β' ώρας μέχρι της στ', αλλ' επίσης και τότε αβλαβής· επανελήφθη και την 30 προ της ανατολής του ηλίου, καθ' ην εχύθη κατά πρώτην φοράν αίμα εντός της πόλεως, σκοτωθέντος ενός και πληγωθέντων πέντε· το εσπέρας ερρίφθησαν έσωθεν και έξωθεν πέντε βόμβαι· εκείνην δε την ημέραν ηυτομόλησεν ο παρά τω εχθρικώ στρατώ Μήτρος Βάγιας και οκτώ στρατιώται.
Μάιος Κανονοβολούντες οι εχθροί την 1 μαΐου έβλαψαν τα πυργώματα του Γουλιέλμου Τέλλου και του Κοτσιούκου. Την αυτήν ημέραν κατεσκεύασαν μεταξύ του προτειχίσματος του Μακρή και του κανονοστασίου του Ρήγα άλλην τετραγωνικήν τάφρον έχουσαν και αυτήν κανονοθυρίδας, την δε νύκτα έρριψαν τέσσαρας βόμβας εις την πόλιν, αντέρριψαν και οι εν τη πόλει πλειοτέρας· μέχρι δε της ημέρας εκείνης οι εχθροί είχαν εις χρήσιν τρία μόνον κανόνια και μίαν 6 δακτύλων βομβοβόλον, ώστε η πυρομαχία ήτον ελαφρά· δεν έπαυαν δε εργαζόμενοι πάσαν νύκτα, και εξημερόνοντο έμπροσθεν του τείχους ποτέ μεν τάφροι, ποτέ δε αντιχαρακώματα, ή προμαχώνες. Εντεύθεν εφαίνετο ότι οι εχθροί ητοιμάζοντο εις στενήν πολιορκίαν, οι δε μετά πολλής φειδούς βομβοβολισμοί και κανονοβολισμοί των εδείκνυαν έλλειψιν εισέτι των εις πυροβολήν αναγκαίων. Την 3 ήρχισαν οι Έλληνες να κατασκευάζωσι μεσότειχα εις προφύλαξιν από των επιρριπτομένων βομβίδων (γρεναδών). Οι δε σημαντικώτεροι των εχθρών μετέφεραν τας σκηνάς των πέραν των ελαιών προς τους πρόποδας των βουνών εις αποφυγήν του ελληνικού πυρός. Εργαζόμενοι οι εχθροί αδιακόπως επροχώρησαν την επαύριον 40 οργυιάς πλησίον του μηνοειδούς προφράγματος διά μέσου τριγώνου τάφρου την νύκτα κατασκευασθείσης· μετά δε την μεσημβρίαν ήρχισε πάλιν ο κανονοβολισμός, καθ' όν εφονεύθη μία γυνή.
Ανοικτός ήτον ο λιμήν του Μεσολογγίου, αλλά συχνάκις εξέπλεαν των Πατρών δύο βρίκια, έν σαμπέκον και έν μίστικoν υπό τον Μαχμούτην και ηνόχλουν τα πλοιάρια των Μεσολογγιτών. Τα πλοία ταύτα εξέπλευσαν και προ ολίγου, υπήγαν μέχρι του Καλάμου εις καταδίωξιν των υπό ελληνικήν σημαίαν πλοιαρίων και επανελθόντα ελλιμένισαν την 4 έμπροσθεν του Μεσολογγίου· αλλά μετ' ολίγας ώρας απεμακρύνθησαν. Την 5 έφερεν ο εχθρός άλλην βομβοβόλον μικροτέραν της πρώτης και άλλο μεγάλον κανόνι· κατεσκεύασε δε και άλλας τριγώνους τάφρους και ήλθε πλησιέστερον του τείχους· κανονοβολών δε την νύκτα της 7 ευστοχώτερον διέρρηξε μέρος του μεγάλου προτειχίσματος· ανήγειρε την αυτήν νύκτα και άλλους προμαχώνας και προχώματα. Την αυτήν νύκτα εξήλθαν ολίγοι Έλληνες εις κατασκόπευσιν του εχθρικού στρατοπέδου, εν οίς και ο Μεσολογγίτης Ρούτσος, όστις εζωγρήθη. Την ακόλουθον ημέραν έβαλαν οι Έλληνες εις χρήσιν άλλο κανονοστάσιον κατασκευασθέν μεταξύ του προτειχίσματος του Φραγκλίνου και του πυργώματος του Γουλιέλμου Τέλλου, ονομάσαντές το Τοκέλ. Την 11 εξημερώθησαν νέα περιταφρεύματα και προμαχώνες πλησιέστερον του τείχους, και οι εχθροί, κανονοβολούντες επιδεξίως το προτείχισμα του Φραγκλίνου, έρριψαν μέρος της κανονοθυρίδος και επλησίασαν εις το τείχος κατ' εκείνο το μέρος εντός 80 οργυιών· κατεσκεύασαν εν τούτοις και οι Έλληνες άλλο κανονοστάσιον επ' ονόματι Νορμάνου μεταξύ του προτειχίσματος του Φραγκλίνου και του πυργώματος του Κοραή. Την νύκτα της 16 οι εχθροί επάτησαν την Πλώσταιναν, νησίδιον μεταξύ Μεσολογγίου και Ανατολικού, και επήραν ίππους. Την αυτήν νύκτα κατεσκευάσθη άλλο περιτάφρευμα εχθρικόν αντικρύ του προτειχίσματος του Φραγκλίνου, όπου διενοείτο ο εχθρός να τοποθετήση τους σκοπούς του. Την 19 προσωρμίσθη εν τω λιμένι του Μεσολογγίου το ελληνικόν πλοίον, ο Λεωνίδας, φέρον τροφάς και πολεμεφόδια. Την επιούσαν νύκτα επάτησαν οι εχθροί ερημονήσιόν τι, και επήραν τα εκεί βόσκοντα πρόβατα φονεύσαντες τους φυλάσσοντας αυτά δύο ποιμένας, επροχώρησαν δ' εκείθεν και προς την Κλείσοβαν· άλλα δύο ελληνικά πλοιάρια παρευρεθέντα τους απεδίωξαν. Την δε 21 κανονοβολούντες έρριψαν κάτω μέρος του προτειχίσματος του Μπότσαρη· αλλ' οι Έλληνες κατεσκεύασαν διά νυκτός έσωθεν άλλο περίφραγμα και παρεγέμισαν και το πεσόν μέρος. Κατ' εκείνην την περίστασιν εχθρική σφαίρα κατέθραυσε την κεφαλήν του αρχιπυροβολιστού του προτειχίσματος και χρηστού πολίτου Δημήτρη Σιδερή. Την αυτήν ημέραν εξέπλευσαν πάλιν των Πατρών τα τέσσαρα εχθρικά πλοία και εφάνησαν προς τα παράλια του Μεσολογγίου. Ανήχθη και ο Λεωνίδας, αλλά δεν εναυμάχησαν επικρατούσης γαλήνης. Την 23 κατεσκεύασεν ο εχθρός αντικρύ του προτειχίσματος του Φραγκλίνου έτερον περιτάφρευμα 15 οργυιάς μόλις απέχον του τείχους. Την αυτήν ημέραν εξημερώθησαν πάλιν πλησίον του λιμένος τα εχθρικά πλοία. Επέπλευσεν ο Λεωνίδας, και τα ηνάγκασε να μεταπλεύσωσι προς την αντικρύ πελοποννησιακήν παραλίαν· εναυμάχησαν και την επαύριον, και τόσον εβλάφθησαν τα εχθρικά, ώστε ηναγκάσθησαν να επαναπλεύσωσιν εις Πάτρας και να μη εκπλεύσωσι πλέον. Την δε 25 τα κανόνια των εχθρών επετροβόλουν δι' έλλειψιν σφαιρών· μέχρι δε της ημέρας εκείνης οι εχθροί είχαν εν χρήσει οκτώ κανόνια και πέντε βομβοβόλους. Την δε 28 κατεσκευάσθη νέον εχθρικόν κανονοστάσιον αντικρύ του κανονοστασίου του Νορμάννου απέχον 80 οργυιάς. Την αυτήν ημέραν ελλιμένισεν έξωθεν του Μεσολογγίου η αγγλική κορβέττα, Ρόδον. Την δε επαύριον εχάρησαν χαράν μεγάλην οι εν τη πόλει ιδόντες επτά ελληνικά πλοία υπό τον Γεώργην Νέγκαν εντολήν έχοντα να επαναλάβη την πολιορκίαν του κορινθιακού κόλπου. Την αυτήν ημέραν επεσκέφθη ο πλοίαρχος της αγγλικής κορβέττας Άββοτος το τείχος και υπεδέχθη φιλικώς και εντίμως. Την 31 εξήλθαν 20 έλληνες εις σύλληψιν ταύρων πλησίον του ανατολικού μέρους του τείχους, αλλ' επανήλθαν άπρακτοι.
Ιούνιος Την δε 3 Ιουνίου εώρτασαν την ναυμαχίαν του Καφηρέως, και την επαύριον απετελείωσαν νέον κανονοστάσιον επί της δυτικής πλευράς του τείχους επ' ονόματι του Μιαούλη· την αυτήν ημέραν απετελείωσαν και οι εχθροί άλλο, 200 οργυιάς απέχον του κανονοστασίου του Ρήγα.
Την νύκτα δε της 6 ανεκάλυψαν το υδραγωγείον και το έκοψαν· αλλ' οι εν τη πόλει ανεπλήρωσαν την έλλειψιν του ρέοντος νερού ανοίξαντες πολλά πηγάδια ολιγοβαθή αναβλύζοντα πόσιμον νερόν. Την δε 7 περί την δύσιν του ηλίου έπεσεν εχθρική βομβίς εις το κανονοστάσιον του Νορμάννου, διήλθε την κανονοθυρίδα, εξήψε το επικείμενον κανόνι, και έπεσαν τα πέριξ της κανονοθυρίδος. Την 8 δύο ώρας μετά το μεσονύκτιον ηκούσθησαν πατήματα επί του ρηχού παραθαλασσίου προς το δυτικόν μέρος του τείχους, και οι φυλάσσοντες τα κανονοστάσια του Κυριακούλη και του Σαχτούρη έδραξαν τα όπλα· 300 Τούρκοι πεζοί, πεσόντες εις την θάλασσαν, ήρχοντο προς τα ρηθέντα κανονοστάσια, αλλά φθάσαντες εντός βολής τουφεκίου ανενόχλητοι, τόσον επιδεξίως προσεβλήθησαν και υπό των κανονοστασίων και υπό της επί του νησιδίου της Μαρμαρούς φρουράς, ώστε έστρεψαν τα νώτα κακώς έχοντες. Πρωίας δε γενομένης, εξήλθαν τινες των επί των κανονοστασίων του Κυριακούλη και του Σαχτούρη εις την αντικρύ του νησιδίου ξηράν, και ηύραν όπλα και άλλα είδη ριφθέντα κατά γης υπό των εχθρών επί της φυγής των. Την ημέραν εκείνην ήλθαν εις την πόλιν ο αρχιπυροβολιστής Στιλτσιμβέργης καί τινες άλλοι φιλέλληνες· ήλθαν συγχρόνως μετά τινων οπαδών και ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ο Μήτσος Κοντογιάννης και ο Γιαννάκης Ράγκος· ήλθε την επαύριον και ο Λάμπρος Βέικος. Οι δε εχθροί, σκοπεύοντες να εμποδίσωσιν εις το εξής πάσαν εκδρομήν των φυλασσόντων την Μαρμαρούν και το κανονοστάσιον του Κυριακούλη, ανήγειραν την 17 αντικρύ αυτών κανονοστάσιον.
Ενισχυθέντες δε οι της φρουράς υπό των έξωθεν εισελθόντων μαχητών, απεφάσισαν να πέσωσιν εις το εχθρικόν στρατόπεδον· και ανάψαντες υπόνομον, πρό τινων ημερών υποσκαφείσαν μέχρι των εμπροσθινών του εχθρού οχυρωμάτων, εξώρμησαν την 20 και εκ του κέντρου και εκ των δύο πλευρών ταυτοχρόνως, μυδροβολούντων αδιακόπως των κανονίων· εκατόν εκ των φυλασσόντων τα χαρακώματα εκείνα εχθρών εφονεύθησαν, πέντε εζωγρήθησαν, οι λοιποί διεσκορπίσθησαν, επτά σημαίαι ηρπάγησαν και πολλά όπλα και σκεύη ελαφυραγωγήθησαν· εφονεύθησαν και τρεις Έλληνες και επληγώθησαν ακινδύνως τέσσαρες.
Και μέχρι μεν της ώρας εκείνης το ελικοειδές και λαβυρινθώδες σχήμα των εργασιών απέκρυπτε προς ποίον μέρος του τείχους εμελέτων να ορμήσωσιν οι εχθροί εν καιρώ· αλλ' έκτοτε εφάνησαν διευθύνοντες κυρίως τας εργασίας των προς το μέτωπον, το μεταξύ του κανονοστασίου του Ρήγα και του προτειχίσματος του Φραγκλίνου· διά τούτο ησχολούντο και οι Έλληνες εις ενδυνάμωσιν αυτού. Οι εχθροί συσσωρεύσαντες εν διαστήματι πολλών ημερών προς εκείνο το μέρος χώματα, τα εκύλισαν τόσον πλησίον του χείλους της τάφρου, ώστε και εντεύθεν έτι μάλλον εφάνη, και έκ τινων αυτομόλων εβεβαιώθη, ότι ο εχθρός εμελέτα να χώση δι' αυτών το μέρος εκείνο της τάφρου επί σκοπώ εφόδου. Την ακόλουθον ημέραν ήλθαν εις ενδυνάμωσιν της φρουράς εκ Πελοποννήσου ο Κίτσος και ο Γεώργης Βάγιας· συνεπληρώθη δε ο αριθμός των εντός της πόλεως οπλοφόρων, λήγοντος του ιουνίου, εις 4500. Ο δε Κιουταχής εκανονοβόλει και εβομβοβόλει καθ' ημέραν εκ διάλειμμάτων, αλλ' ουδέν άξιον λόγου εδύνατο να επιχειρήση διά την σπάνιν των εις πολιορκίαν και έφοδον αναγκαίων· θα ευπόρει δε τούτων μετά την άφιξιν του βυζαντινού στόλου. Ολίγην βλάβην επροξένησαν αι εξ αρχής της πολιορκίας μέχρι τέλους του Ιουνίου ριφθείσαι εις την πόλιν σφαίραι και βόμβαι· 40 μόλις ήσαν οι φονευθέντες και άλλοι τόσοι σχεδόν οι πληγωθέντες· έπαθαν δε τόσον ολίγοι, διότι αι βόμβαι, πίπτουσαι επί της απαλής γης της πόλεως, σπανίως έσπων· βαρυτέραν ζημίαν υπέφεραν οι Τούρκοι, και μόνη η ελληνική εφόρμησις της 20 έφθειρε και έβλαψεν υπερδιπλασίους. Αλλ' οι παθόντες υπέρ τους άλλους ήσαν οι δυστυχείς ταφρωρύχοι Χριστιανοί ως μάλλον των άλλων εκτεθειμένοι, αν και οι πολιοφύλακες επροσπάθουν όσον εδύναντο διά το ομογενές και ομόθρησκον να μη τούς βλάπτωσιν.
Ο δε βυζαντινός στόλος κατέπλευσεν, ως προείπαμεν, εις Σούδαν, όπου προκατέπλευσε και ο αιγύπτιος. Μαθόντες δε οι αρχηγοί των εν τω λιμένι της Μήλου ελληνικών μοιρών παρά του εις κατασκοπήν σταλέντος Ζάκα, ότι όλα τα εχθρικά πλοία έκειντο συσσωρευμένα όπισθεν του φρουρίου της Σούδας ατάκτως και απροφυλάκτως, βουλήν έβαλαν να τα καύσωσιν εντός του λιμένος, και επί τω σκοπώ τούτω απέπλευσαν την 29 μαΐου αι δύο ελληνικαί μοίραι. Συνέπλεε δε και ο συναγωνιστής των Ελλήνων Άγγλος, Ιάκωβος Εμερσών. Την εσπέραν της 31 έφθασαν αι δύο μοίραι έξωθεν της Σούδας, όπου απήντησαν, δεκαπέντε εχθρικάς προφυλακίδας, τας προσέβαλαν και τας ηνάγκασαν να καταφύγωσιν εις τον λιμένα· αλλ' ηύραν τα εχθρικά πλοία εν τάξει εις τεσσάρας μοίρας διηρημένα, εξ ών η μία εσάλευεν επί της άκρας του λιμένος του έσωθεν του φρουρίου, αι δύο επί της άκρας και της άλλης εισόδου του νησιδίου δεξιόθεν και αριστερόθεν, η δε τετάρτη εν τω έξωθεν του νησιδίου λιμένι. Ηπόρησαν οι Έλληνες ιδόντες απροσδοκήτως την τάξιν και μετατόπισιν των εχθρικών πλοίων, και την απέδωκαν εις την εξής μυστηριώδη αιτίαν.
Καθ' όν καιρόν κατέπλευσεν ο ελληνικός στόλος εις Μήλον ευρέθη εκεί η γαλλική γολέττα, Αμάραντος. Ο πλοίαρχος αυτής, επισκεφθείς τον ναύαρχον Μιαούλην, τω είπεν ότι ηγκυροβόλησεν εις ύδρευσιν και ότι εσκόπευε να πλεύση εις Ύδραν ή Ναύπλιον. Ανήχθη, τω όντι, η γολέττα καθ' ήν ημέραν ανήχθη και ο ελληνικός στόλος, αλλ' ευρέθη παρά πάσαν προσδοκίαν, εντός του λιμένος της Σούδας ότε έφθασαν εκεί οι Έλληνες. Εντεύθεν εδόθη αφορμή σφοδράς υποψίας, ότι ο πλοίαρχός της, ανακαλύψας τα σχέδια του ελληνικού στόλου, έσπευσε να τα κοινώση τω καπητάμπασα. Έγεινε δε περί τούτου πολύς λόγος εν Ελλάδι· ένοχον εθεώρησε τον πλοίαρχον και η κυβέρνησις, ήτις, ομολογούσα πάντοτε την προς το γαλλικόν έθνος ευγνωμοσύνην της, παρεκάλεσε την ουδετέραν κυβέρνησιν του να εμποδίση εις το εξής τας τοιαύτας παρεκτροπάς (γ).
Οι δ' Έλληνες, αν και ηύραν τον εχθρόν παρεσκευασμένον, εισήλθαν, την 2 Ιουνίου εις τον έξω λιμένα της Σούδας, όπου ήσαν 40 πλοία και, εναυμάχησαν· διαρκούσης δε, της ναυμαχίας, έρριψαν τρία πυρπολικά το έν κατόπιν του άλλου, εις μίαν και την αυτήν κορβέτταν, και το μεν πρώτον απέτυχε, τα δε άλλα δύο εκόλλησαν και την έκχυσαν· έρριψε μετ' ολίγον και ο Πολίτης το πυρπολικόν του, εις άλλην υπό το φρούριον κειμένην και απέτυχεν. Εν ώ δε οι εις το εφόλκιον εμβάντες πυρποληταί ηγωνίζοντο να εκπλεύσωσι, 30 εχθρικαί λέμβοι επέπεσαν και το εκύκλωσαν. Αλλά χάρις εις την ανδρίαν και εμπειρίαν του Πολίτη μία αυτών εβυθίσθη, αι άλλαι απεμακρύνθησαν, και όλοι οι συν αυτώ απέφυγαν τον κίνδυνον και εσώθησαν υπό των εν τω πλοίω του Σαχίνη, εκτεθέντων χάριν αυτών υπό το άσβεστον πυρ του φρουρίου. Μετά δε το συμβάν τούτο τα μεν εχθρικά πλοία έπλευσαν εις τον ενδότερον λιμένα, τα δε ελληνικά προς το ακρωτήριον Μελάχι, όπου διέμειναν όλην την νύκτα. Η δε καείσα κορβέττα είχεν 24 κανόνια και 200 ναύτας, εξ ών τρεις μόνοι εσώθησαν, οι δε λοιποί, οι μεν επνίγησαν ή εκάησαν, οι δε επί των κυμάτων εφονεύθησαν. Εφονεύθησαν και Έλληνες, και άλλοι τόσοι σχεδόν επληγώθησαν. Την επαύριον επανήλθαν τα εχθρικά εις τον έξω της Σούδας λιμένα· αλλ' ιδόντα τα ελληνικά πάλιν εφορμούντα εισέπλευσαν μετά μικρόν κανονοβολισμόν, καθ' όν έπεσεν εις την ξηράν έν εχθρικόν βρίκι. Την ακόλουθον ημέραν και την εφεξής έπνευσεν άνεμος τόσω σφοδρός, ώστε τα ελληνικά διεσκορπίσθησαν, και μόλις την 9 συνήλθαν, 18 εις Βάτικα υπό τον Μιαούλην. Την δε 12 άναψεν αίφνης η πυριτοθήκη του υπό τον Θανάσην Κριεζήν Υδραίον πλοίου, εκάη το πλοίον, και απωλέσθησαν ο πλοίαρχος, ο αδελφός του και 62 ναύται, ό εστιν όλοι οι εν αυτώ παρά δύο πεσόντας εις την θάλασσαν. Είς δε των διασωθέντων τούτων ανέφερεν, ότι ο πλοίαρχος είχεν ως υπηρέτην του νεανίαν τινα Τούρκον, όστις, αγανακτήσας διότι ερραπίσθη την ημέραν εκείνην ως παρήκοος, έρριψε πυρ εις την πυριτοθήκην. Η είδησις του συμβάντος τούτου έφθασεν εις Ύδραν την 13. Εξεμάνη το πλήθος, διότι πολλοί απώλεσαν συγγενείς και φίλους, ήνοιξαν τας εν τω μοναστηρίω φυλακάς όπου εφυλάττοντο οι νεωστί εν Σύρα συλληφθέντες Τούρκοι, και ως αν ήσαν εκείνοι ένοχοι, εσφάγησαν όλοι, μη δυνηθέντων των προκρίτων και των φρονίμων να εμποδίσωσι την απάνθρωπον και ανόσιον ταύτην πράξιν. Ανεπαρκούς δε φανέντος του αριθμού των εν φυλακαίς, συνήθροισεν ο λαός εις τον τόπον της σφαγής όσους άλλους αιχμαλώτους ηύρεν εις υπηρεσίαν οικιών ή πλοίων· διακοσίους δυστυχείς έσφαξεν εν αυτή τη περιπτώσει, δηλαδή όλους όσους είχεν υποχειρίους του· έκρυψε δε ολίγους η φιλανθρωπία τινών και τους παρέδωκε μετ' ολίγον εις αγγλικόν πλοίον σταλέν επί σωτηρία αυτών υπό του Χαμιλτώνος. Φοβηθέντες και οι πρόκριτοι των Σπετσών μη συμβή τοιούτον τι και εν τη νήσω των, παρέδωκαν και ούτοι αυθόρμητοι εις το αυτό πλοίον όλους τους εν αυτή αιχμαλώτους. Κατακρίνοντες, εν δικαία αγανακτήσει τας οχλικάς αθεμιτουργίας, οφείλομεν να σημειώσωμεν, ότι επαλγούσα η ελληνική κυβέρνησις επροσπάθει πάντοτε να διαθέση το κοινόν επί φιλανθρωπώτερον προς τους αιχμαλώτους όχι μόνον διά διαταγών και νουθεσιών, αλλά και δι' αξιοζήλων παραδειγμάτων, διότι τους μεν των αιχμαλώτων Αράβων έδιδεν ως υπηρέτας, τους δε ησχόλει εις εργασίας ανέτους, επιτρέπουσα να καταγίνωνται και εις στρατιωτικάς εξασκήσεις προς διάχυσιν του κοινού· αλλ' οι εν τοις μεσσηνιακοίς φρουρίοις Αιγύπτιοι, επιδοκιμάζοντας του Ιβραήμη, άλλως πως επολιτεύοντο προς τους αιχμαλώτους, και τους μεν ωνητούς νέους και νέας εδημοπράτουν πληθούσης αγοράς ως κτήνη, τους δε λοιπούς, εξαιρουμένων των επί ανταλλαγή ή εξαγορά κρατουμένων, κατείχαν σιδηροδεσμίους, καθ' ημέραν υπό μάστιγα εργοδιωκτών κοπιώντας και εν σκοτεινοίς και καθύγροις υπογείοις νυκτικήν άνεσιν ζητούντας, έως ου, αποκομιζόμενοι εις Αίγυπτον, ερρίπτοντο επί ζωής εις τα κάτεργα.
Ο δε εν Κρήτη εχθρικός στόλος παρέλαβε τετρακισχιλίους πεζούς, εξακοσίους ιππείς και χιλίους διακόσιους σκάπτας και εργάτας, και ανήχθη την 13 προς αποβίβασιν αυτών εις Νεόκαστρον· συνίστατο δε εις 80 πλοία διαφόρου μεγέθους βυζαντινά, αιγύπτια και αλγερινά. Ανήχθησαν την αυτήν ημέραν και τα 18 ελληνικά και εξημερώθησαν την επιούσαν έξωθεν του Μαλέα· ιδόντα δε τον εχθρόν προχωρούντα ητοιμάσθησαν εις πόλεμον, αν και τόσον ολίγα, προς τόσον πολλά, εναυμάχησαν το δειλινόν, και εβλάφθησαν. Ώρμησεν ο πυρπολητής Μπουντούρης εις μίαν εχθρικήν κορβέτταν, αλλ' άναψεν αίφνης η εν τω εφολκίω του πυρίτις, και εκάησαν όλοι οι ναύται· έφερε και ο Ματρόζος το πυρπολικόν του πλησίον άλλου εχθρικού πλοίου· αλλ', εν ώ εβάστα το φυτίλιον παραφυλάττων την αρμοδίαν ώραν να το ανάψη, ετουφεκίσθη επί του μετώπου και έπεσεν επί του καταστρώματος νεκρός, έπεσε και το φυτίλιον από των νεκρωθεισών χειρών του εις την επί του καταστρώματος πυρίτιδα, και εκάη εις μάτην το πυρπολικόν. Εβλάφθησαν και πολεμικά πλοία των Ελλήνων, και υπέρ παν άλλο το του Σαχίνη, και ολίγον έλειψε να πέση και το μεσαίον κατάρτιόν του. Το εσπέρας έπαυσεν η ναυμαχία, και τα μεν ελληνικά, μη έχοντα άλλα πυρπολικά, κυρίαν δύναμιν του ελληνικού στόλου, έπλευσαν εις Κύθηρα, ο δε εχθρικός στόλος κατευωδώθη αβλαβής εις Νεόκαστρον και απεβίβασε τα στρατεύματα. Μετά δε την απόβασιν, 55 πλοία, εν οίς και 8 φρεγάται, ανήχθησαν, και την 28 εφάνησαν έξωθεν του Μεσολογγίου και ηνάγκασαν τα αποκλείοντα τον κόλπον των Πατρών ελληνικά να πλεύσωσιν εις τα ίδια. Ο εχθρικός στόλος ενίσχυσε την πολιορκίαν, αποβιβάσας εις το τουρκικόν στρατόπεδον αφθόνους τροφάς, παντός είδους πολεμεφόδια και τριακοσίους άξιους ναυμάχους μαυροθαλασσίτας. Οι πολιορκούμενοι δεν απεθαρρύνθησαν, αλλά, καθ' ήν ημέραν εφάνη ο στόλος έξωθεν του Μεσολογγίου, έβαλαν πυρ εις μικράν υπόνομον, και παραφυλάττοντες την στιγμήν καθ' ήν οι Τούρκοι, ακούσαντες την έκρηξιν, ετινάσσοντο εκτός των οχυρωμάτων, τους ετουφέκισαν, τους εμυδροβόλησαν και εσκότωσαν ικανούς. Ο δε Κιουταχής, λυσσών διά το πάθημα τούτο, εκανονοβόλησε και αυτός και εβομβοβόλησε την πόλιν υπέρ το σύνηθες αφ' εσπέρας μέχρι του μεσονυκτίου.
Μετά δε τον κατάπλουν του εχθρικού στόλου, η πολιορκία έλαβε σοβαρώτερον χαρακτήρα. Πολιορκηταί και πολιορκούμενοι εδιπλασίασαν τας συνήθεις εργασίας των, οι μεν εις έφοδον οι δε εις ματαίωσιν αυτής. Ύψωσεν ο εχθρός απέναντι της ανατολικής πλευράς του τείχους κανονοστάσιον, το ώπλισε διά κανονίων 80 λιτρών, και μετ' ολίγας ημέρας επροχώρησε πλησιέστερον του τείχους όπου έκειτο τα προτείχισμα του Φραγκλίνου· ο δε ανυψούμενος όχθος των χωμάτων εκυλίσθη εντός δέκα οργυιών, και ήρχισεν ο εχθρός να ρίπτη χώμα και κλάδους ελαιών εις την πρόταφρον αριστερόθεν του όχθου· δεν ειργάσθησαν δε ολιγώτερον και οι εντός του τείχους εις υπεράσπισιν, εγείραντες νέον κανονοστάσιον, όθεν ρίπτοντες εις το παραπέτασμα των πλησιεστέρων εχθρικών χαρακωμάτων της εμπροσθινής γραμμής πεπυρωμένας σφαίρας και μύδρους κατέστρεψαν αυτό, διεσκόρπισαν και έκαυσαν τους φρακτήρας, και ηνάγκασαν τον εχθρόν να οπισθοδρομήση εις την δευτέραν των χαρακωμάτων του παράλληλον. Το κανονοστάσιον τούτο δι' α κατωρθώθησαν δι' αυτού επωνομάσθη «ο - Κ ε ρ α υ ν ο φ ό ρ ο ς».
Ιούλιος Οι δε εχθροί, ετοιμαζόμενοι εις την έφοδον και προθέμενοι να χώσωσι προς τοις άλλοις και την έμπροσθεν του προτειχίσματος του Μπότσαρη τάφρον, ανέτρεψαν το δειλινόν της 2 ιουλίου δι' υπονόμου το αντικρύ του προτειχίσματος έδαφος, και έπεσεν εις την τάφρον εξ αιτίας της ανατροπής ταύτης πολλή ύλη. Την έκρηξιν ταύτην παρηκολούθησαν πολεμικαί κραυγαί και βαρύς πυροβολισμός έσωθεν και έξωθεν ως αν επρόκειτο έφοδος, και μετά τον πυροβολισμόν ήρχισε πετροπόλεμος, πετροβολούντων και αυτών των εν τη πόλει παιδίων.
Πολεμούντες οι Τούρκοι την πόλιν διά ξηράς, επεχείρησαν, ελθόντος του στόλου, να την πολεμήσωσι και διά θαλάσσης. Εκτός του εις την λίμνην του Μεσολογγίου συνήθους είσπλου διά του Βασιλαδίου, υπάρχει ρηχότερός τις και ασυνήθης κατά τον Προσπάνιστον, νησίδιον δυτικώτερον κείμενον του Βασιλαδίου. Οι Τούρκοι, αφ' ού δις και τρις επειράθησαν να κυριεύσωσι το Βασιλάδι και απέτυχαν, αφ' ού απεκρούσθησαν επίσης κινηθέντες εις κυρίευσιν του Προκοπανίστου, όπου εστάθμευεν ελληνική φρουρά, απεβίβασαν εργάτας και ύλας χρησίμους εις κατασκευήν κανονοστασίου επί του νησιδίου Αϊ-σώστη (αγίου Σώζοντος) μεταξύ Βασιλαδίου και Προκοπανίστου, και δύο ώρας και τέταρτον απέχοντος της πόλεως· άραντες δ' επί των ώμων την 8 ελαφρά πλοιάρια και θαλασσοβατούντες, τα μετέφεραν διά του κ ό μ μ α τ ο ς του Βασιλαδίου εις την λίμνην. Ανόχυροι και απρομήθευτοι οι επί του Προκοπανίστου και φοβηθέντες μη διά της εισκομιδής των εχθρικών τούτων πλοιαρίων διακοπή η κοινωνία αυτών και των εν τη πόλει, όθεν ελάμβαναν τα προς το ζην, έφυγαν αυθημερόν, και οι εχθροί κυριεύσαντες την θέσιν εισεβίβασαν διά του κατ' εκείνο το μέρος είσπλου άλλα ογκωδέστερα πλοιάρια, εν οίς και σαλούπας και μίστικα. Ηριθμούντο δε όλα τα εντός της λίμνης εχθρικά πλοιάρια 36 ένοπλα, εν οίς καί τινα φέροντα βομβοβόλους· ήσαν δε υπό την οδηγίαν του Μαχμούτη. Ιδόντες οι εν τη πόλει, ότι η λίμνη επατήθη, κατεσκεύασαν εν τάχει επί διαφόρων μερών της πόλεως προς την θάλασσαν 7 κανονοστάσια, και έβαλαν εις κίνησιν και 6 κανονοφόρα πλοιάρια, άτινα δις και τρις εναυμάχησαν, αν και δυσανάλογος ο αριθμός των. Αφ' ού δε έζωσαν οι Τούρκοι την πόλιν διά ξηράς και θαλάσσης, έστειλαν προς τους πολιορκουμένους πρεσβευτάς, εν οίς και τον Ταχήρ-Αμπάζην, λέγοντας, ότι επειδή τα πάντα ήσαν έτοιμα εις έφοδον, και η άλωσις της πόλεως και η καταστροφή των εν αυτή βεβαία, ωρμήθησαν υπό της παλαιάς προς αυτούς φιλίας και έπεισαν τον αρχιστράτηγον να κλίνη εις συμβιβασμόν, ελπίζοντες ότι και ούτοι, λυπούμενοι τουλάχιστον τα εν τη πόλει, αδύνατα μέλη, δεν θα εκώφευαν· τοις επρόβαλαν, δε αισχρούς όρους· αλλ' οι πολιουρκούμενοι απορρίψαντές τους εξ ενός στόματος άνευ ουδεμιάς συζητήσεως αντεπρόβαλαν «πόλεμον». Μετά δύο ημέρας επανέλαβεν ο αρχηγός του εχθρικού στολίσκου την περί συμβιβασμού πρότασιν· «Ο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων συμβιβασμός», απεκρίθη και τότε η φρουρά, «είναι τα όπλα».
Οι Τούρκοι, αφ' ού δις απέτυχαν, απεφάσισαν να εφορμήσωσιν. Είχαν ήδη χώσει την έμπροσθεν του προτειχίσματος του Μπότσαρη τάφρον, υφ' ήν προετοιμάσαντες υπόνομον την άναψαν την 16 μετά μεσημβρίαν. Εσείσθη το έδαφος, εξήλθε καταχθόνιος βοή, και διερράγη το προτείχισμα του Μπότσαρη. Τούτου γενομένου, ώρμησαν οι Τούρκοι πολλαχόθεν εις το τείχος αλαλάζοντες, εισεπήδησαν διά της διαρραγής και έστησαν επί του τείχους σημαίας. Ακλόνητοι οι φυλάσσοντες την θέσιν εκείνην Έλληνες αντεστάθησαν γενναίως, τους αντέκρουσαν, έρριψαν τας σημαίας των, εσυσσώρευσαν πολλούς εξ αυτών νεκρούς, και έκλεισαν εκ του προχείρου την διαρραγήν διά στρωμάτων και προσκεφαλαίων. Διακόσιοι εχθροί εφονεύθησαν επί της εφόδου ταύτης, και όχι ολιγώτεροι επληγώθησαν. Εφονεύθησαν και 5 Έλληνες, εξ ών οι 3 ήσαν εργάται σκάπτοντες εις εύρεσιν της εχθρικής υπονόμου και πλακωθέντες επί της ανατροπής. Επληγώθησαν δε και ο Γιώτης Γκιώνης και ο Δήμος Ρινιάσας, όστις και απέθανε μετ' ολίγας ημέρας. Οι Τούρκοι, μη δειλιάσαντες διά την αποτυχίαν και φθοράν των, εφώρμησαν την επιούσαν επί το αυτό μέρος, και έστησαν ως και την προτεραίαν σημαίας, αλλά και τότε αντεκρούσθησαν και έπαθαν· έβαλαν πυρ εις τα στρώματα και προσκεφάλαια θέλοντες να ανοίξωσι την δι' αυτών εκ του προχείρου κλεισθείσαν διαρραγήν, αλλ' ουδέ και κατά τούτο ευδοκίμησαν, διότι οι Έλληνες έσβεσαν αμέσως την φλόγα ρίψαντες χώμα και νερόν. Εφονεύθη δε την ημέραν εκείνην ο στρατηγός Γιάννης Σούκας. Ηττηθείς ο Κιουταχής, δις επρόβαλε την 18 εκ νέου συνθήκην υπό μετριωτέρους όρους. Επανάλαβε την πρότασίν του και την εφεξής περιορίσας τας απαιτήσεις του εις μόνην την παράδοσιν της πόλεως· και επειδή οι Έλληνες ανέβαλαν την απάντησιν εις την αύριον, υπέλαβεν ότι συγκατετίθεντο, και τοις έγραψε περί το μεσονύκτιον να τω παραδώσωσιν επί του παρόντος δύο κανονοστάσια και μίαν των πυλών, έως ου υπογραφώσιν αι συνθήκαι· αλλ' εις απάντησιν ήκουσεν ότι ούτε το Μεσολόγγι διά συνθήκης απεκτάτο, ούτε κανονοστάσια και πύλαι αναιμωτί εκυριεύοντο· τη συγκαταθέσει δε της φρουράς απέστειλε και ο Λάμπρος Βέικος προς τον Ταχήρ-Αμπάζην, συμβουλεύοντα φιλικώς την παράδοσίν των, επιστολήν λέγουσαν, ότι και ο Θεός θα τους ωργίζετο, και ο κόσμος όλος θα τους κατέκρινε, και αυτός ως φίλος των θα τους εμέμφετο, αν παρέδιδαν φρούριον εφωδιασμένον παντός αναγκαίου· τον παρεκίνει δε να είπη προς τον αρχιστράτηγόν του, ότι το Μεσολόγγι δεν εκυριεύετο ειμή διά ξίφους, και τω έστειλε και ποτά εις χρήσιν των σημαιοφόρων επί της εφορμής. Ωργίσθησαν οι Τούρκοι λαβόντες την απάντησιν της φρουράς και την επιστολήν του Λάμπρου· αλλ' αφ’ ού είδαν και τα εις έφοδον ποτά, εξεμάνησαν ως χλευαζόμενοι, και επυροβόλησαν διά ξηράς και διά θαλάσσης όσον ουδέποτε. Περί δε το δειλινόν ήρχισαν να φέρωσι πολλάς κλίμακας εις τας προφυλακάς των και εφαίνοντο προετοιμαζόμενοι εις έφοδον. Εγρηγόρησεν εύθυμος όλην την νύκτα η φρουρά· καθ' ήν δε ώραν ήρχισε να φέγγη, οι επί των προτειχισμάτων του Φραγκλίνου, του Μπότσαρη και του Μακρή, και οι επί του καρκινοειδούς προφράγματος είδαν τους εχθρούς κινουμένους και εις έφοδον προπαρασκευαζομένους, και ητοιμάσθησαν, ηχούσης της σάλπιγγος το πολεμιστήριον. Αφ' ού δε εξημέρωσεν, οι υπό το προτείχισμα του Φραγκλίνου εχθροί έβαλαν πυρ εις προετοιμασθείσαν υπόνομον, και μετά την εκπυρσοκρότησιν ανέβησαν αλαλάζοντες οι σημαιοφόροι, οι μεν επί του προτειχίσματος εκείνου, οι δε επί των του Μπότσαρη και του Μακρή και του καρκινοειδούς προφράγματος και έστησαν τας σημαίας των. Η θέα τόσων εχθρικών σημαιών επί του τείχους εδείκνυεν ότι η πόλις εκυριεύθη, και δεν ηκούετο καθ' όλην την γραμμήν του περιτειχίσματος έσωθεν και έξωθεν ειμή βαρύς κανονοβολισμός, βομβοβολισμός και τουφεκισμός.
Μετά δε την ανύψωσιν των σημαιών ηγωνίζοντο οι εχθροί να κρατήσωσι τας θέσεις εφ' ών τας ανύψωσαν. Αλλ' οι Έλληνες, οι υποπτεύοντες το γεγονός και ανεγείραντες έσωθεν άλλους αντιπρομαχώνας, επολέμησαν καρτερικώτατα όπισθεν αυτών και άνωθεν του τείχους εκ των πλαγίων των κινδυνευόντων μερών· δύο ήμισυ ώρας η μάχη εφαίνετο αμφιρρεπής, αλλ' επί τέλους οι εχθροί ενέδωκαν, και αι επί του τείχους υψωθείσαι σημαίαι ηφανίσθησαν. Πεντακόσια εχθρικά πτώματα ερρίφθησαν εις την τάφρον και αλλού, γόοι των πληγωθέντων και αποθνησκόντων εν τω εχθρικώ στρατοπέδω ηκούοντο, και άφωνα έμειναν δι' όλης εκείνης της ημέρας όλα τα κανονοστάσια του εχθρού και ακίνητα όλα τα στρατεύματά του. Ο δε Κιουταχής, γενόμενος έξω φρενών διά την αποτυχίαν του, απεκεφάλισε την αυτήν ημέραν τον Ρούτσον καί τινας άλλους αιχμαλώτους μηδέν πταίσαντας.
Εν ώ δε διήρκει η κατά ξηράν μάχη, ώρμησεν ο εχθρικός στολίσκος κατά της πόλεως· προπορεύετο δε αυτού πλοιάριον καιόμενον και καπνίζον ίνα προχωρή ο στολίσκος προς την πόλιν υπό τον καπνόν αόρατος. Αλλ' ο καπνός ήτον ολίγος, τα δε πλοιάρια πολλά, ώστε δεν απεκρύβησαν και ηναγκάσθησαν υπό του πυροβολισμού των παραθαλασσίων κανονοστασίων ν' απομακρυνθώσι της πόλεως, αφ' ού επλησίασαν εντός δέκα οργυιών. Είκοσιν εφονεύθησαν και επληγώθησαν εκ της φρουράς την ημέραν εκείνην.
Και κατ' αυτήν και κατ' άλλας προτέρας περιστάσεις απέδειξεν η φρουρά ότι ούτε τον αριθμόν ούτε την ανδρίαν των εχθρών εφοβείτο· εφοβείτο μόνον την έλλειψιν των αναγκαίων· η έλλειψις δε υπήρχε και δεν εθεραπεύετο ειμή διά θαλάσσης. Καλή τύχη την τρίτην ημέραν της περί ης ο λόγος νίκης 40 πλοία υπό τον Μιαούλην, τον Σαχτούρην, τον Κόλανδρούτσον και τον Αποστόλη εφάνησαν έξωθεν του Μεσολογγίου· τέσσαρα δε μικρά τουρκικά εν τω λιμένι, άμα ιδόντα την ελληνικήν προφυλακήν, ανήχθησαν και έτρεξαν προς τον Κορινθιακόν κόλπον· έτρεξε κατόπιν των και η ελληνική προφυλακή· δύο εκ των τεσσάρων επρόφθασαν και εφυλάχθησαν υπό την Ναύπακτον, το τρίτον απέφυγε και αυτό τον κίνδυνον, αλλά το τέταρτον, εγγύς να πέση εις χείρας των εχθρών του, ερρίφθη επί της ξηράς· οι δε εν αυτώ, εμβάντες εις τας λέμβους των, κατέφυγαν εις το μη κινδυνεύον τρίτον πλοίον. Ένδεκα μόνοι έμειναν επί του ριφθέντος εις την ξηράν, διότι αι λέμβοι δεν εχώρησαν όλους. Ούτοι, αφ' ού επλησίασαν οι Έλληνες, κατεβίβασαν την οθωμανικήν σημαίαν, παρεδόθησαν και δεν έπαθαν. Κυριεύσαντες δε οι Έλληνες το πλοίον, το εγύμνωσαν ως μη δυνάμενοι να το ανελκύσωσι, το έκαυσαν και επανήλθαν εις τα νερά του Μεσολογγίου, όπου ηύραν και τα άλλα ελληνικά πλοία. Την ημέραν δ' εκείνην έπλεεν όλος ο εχθρικός στόλος έξωθεν της Κεφαλληνίας, την δε επιούσαν εκινήθη κατά του ελληνικού, και ηλίου μεσουρανούντος επλησίασε προετοιμασμένος εις μάχην. Δώδεκα κορβέτται υπό τον Ριαλέμπεην συνίστων την δεξιάν πτέρυγά του, τα δικάταρτα την αριστεράν, εννέα δε φρεγάται καί τινες γολέτται το κέντρον, όπου ήτο και ο καπητάμπασας. Οι Έλληνες, βλέποντες τους εχθρούς επερχομένους, εφώρμησαν πλήρεις τόλμης, εναυμάχησαν μεταξύ Μεσολογγίου και Πάπα και έρριψαν κατά της τουρκικής ναυαρχίδας τρία πυρπολικά. Εδειλίασεν ο Τοπάλης, εστράφη προς νότον και ετράπη όλος ο στόλος εις αισχράν φυγήν θεωρών τον αρχηγόν του φεύγοντα. Μία κορβέττα, τέσσαρα βρίκια, τέσσαρες γολέτται και πέντε φορτηγά κατέφυγαν εις τον κόλπον· όλα δε τα άλλα ακλούθησαν τον φυγόμαχον καπητάμπασαν, καταδιωκόμενα αισχρώς μέχρι της Κεφαλληνίας. Ουδέποτε, κατά την μαρτυρίαν των Ελλήνων, οι διά παντός δειλοί και ανίκανοι κατά θάλασσαν Τούρκοι εφάνησαν ενώπιον των εχθρών των τόσον ανίκανοι και τόσον δειλοί.
Διαρκούσης δε της καταδιώξεως, πέντε πλοία σπετσιωτικά υπό τον Κυριακόν απεκόπησαν του λοιπού στόλου, ηγκυροβόλησαν προς το εσπέρας έμπροσθεν της πολιορκουμένης πόλεως και απεβίβασαν όσα έφεραν εις χρήσιν της φρουράς τρόφιμα και πολεμεφόδια· την δε επαύριον επανήλθεν όλος ο στόλος εις τον λιμένα, και εισήγαγεν 20 πλοιάρια ένοπλα εις την λίμνην διά του Βασιλαδίου προς καταστροφήν του εχθρικού στολίσκου συνεργεία και των εντοπίων πλοιαρίων. Ο στολίσκος ούτος, αφ' ης ημέρας εφάνη ο ελληνικός στόλος, επλησίασεν εις την ξηράν κατά το μέρος όπου ήσαν οι εχθροί εστρατοπεδευμένοι· την ημέραν δε του κινδύνου ήλθαν επί του παραλίου εκείνου χίλιοι ιππείς και πεζοί προς υπεράσπισίν του· αλλά τα ελληνικά πλοιάρια, επέπεσαν τόσον ορμητικώς, ώστε εντός ενός τετάρτου ώρας εκυρίευσαν επτά, τα δε λοιπά απέφυγαν τον κίνδυνον, καταφυγόντα υπό την σκέπην του επί της αντικρύ ξηράς εχθρικού κανοναστασίου. Κατά την πλοιαριομαχίαν ταύτην εφονεύθησαν επτά Έλληνες και επληγώθησαν τέσσαρες. Επληγώθη θανατηφόρως, θλασθέντος του ποδός υπό κανονοβολής και απέθανε την επαύριον και ο δεκαοκτωετής Μάνθος Τρικούπης, συναγωνιστήν έχων επί του αυτού πλοιαρίου τον έτι νεώτερον αυτού αδελφόν Θεμιστοκλή. Μετά δύο ημέρας επεσκέφθη ο Μιαούλης την φρουράν, και την επαύριον απέπλευσεν, αφήσας 8 πλοία εις διατήρησιν της πολιορκίας του κορινθιακού κόλπου, του αμβρακικού, και της θεσπρωτικής παραλίας μέχρι των Συβώτων.
Η επανειλημμένη αποτυχία των εφορμών του εχθρού εθάρρυνε τους πολιορκουμένους να αντεφορμήσωσι. Πρό τινων ημερών περιεφέροντο έξωθεν του Μεσολογγίου εις ενόχλησιν του εχθρού οι μετά την εν Διστόμω μάχην κατά την 9 Ιουνίου αποσπασθέντες του στρατοπέδου της Ανατολικής Ελλάδος, και μεταβάντες εις την Δυτικήν οπλαρχηγοί, Καραϊσκάκης, Τσαβέλλας και άλλοι. Μετ' αυτών συνενοήθησαν οι εν τη πόλει πότε να πέσωσιν οι μεν έσωθεν οι δε έξωθεν επί τους πολιορκητάς, και καθ' ήν ημέραν κατεστράφη ο εχθρικός στολίσκος, περί την γ' ώραν της νυκτός, δοθέντος του σημείου, έπεσαν 500 επί τους εν ταις υπωρείαις του Ζυγού εσκηνωμένους εχθρούς, εξώρμησαν μετ' ολίγον και 1000 εκλεκτοί της φρουράς οι μεν εκ της ανατολικής πλευράς οι δε εκ του κέντρου, και η προφυλακή αυτών, μη έχουσα άλλο όπλον ειμή το ξίφος, έπεσεν αιφνιδίως εις τα εχθρικά χαρακώματα· οι δε όπισθεν της προφυλακής ερχόμενοι, δις κενώσαντες τα τουφέκια, ώρμησαν και εκείνοι ξιφήρεις, εκυρίευσαν τέσσαρα κανονοστάσια καί τινα των επί της αυτής γραμμής χαρακωμάτων. Πτοηθέντες οι εχθροί εγκατέλειψαν τους προμαχώνας της ανατολικής πλευράς και συνεσωματώθησαν προς την δυτικήν και την βόρειον· οι δε Έλληνες περιφερόμενοι εν μέσω του εχθρικού στρατοπέδου εξιφοκτόνουν, επήραν πολλάς σημαίας και πολλά όπλα και επανήλθαν εις την πόλιν απάγοντες καί τινας των εργαζομένων παρά τοις Τούρκοις Χριστιανών. Υπερτριακόσιοι ελογίσθησαν οι φονευθέντες και πληγωθέντες εχθροί· εφονεύθησαν και εκ των ημετέρων 17 και επληγώθησαν 13. Μετά την μάχην ταύτην μετέφεραν οι Τούρκοι τας εν ταις υπωρείαις σκηνάς των επί της πεδιάδος πλησιέστερον του τείχους και τας έστησαν γύρωθεν της σκηνής του Κιουταχή, ήτις διεκρίνετο των άλλων ως η μόνη πρασινόχρους.
Αι αλλεπάλληλοι ήτται και ζημίαι δεν κατεδάμασαν το καρτερόψυχον τούτον άνδρα, αν και ο αριθμός του στρατού του και κατ' εξοχήν των εργατών ωλιγόστευσε μεγάλως. Αποτυχών καθ' όλα τα επιχειρήματά του προσήλωσεν όλην την προσοχήν του και περιώρισε σχεδόν όλας τας πολεμικάς του εργασίας εις ανύψωσιν του όχθου υπεράνω του προτειχίσματος του Φραγκλίνου. Εις μάτην ηγωνίσθησαν οι Έλληνες, σφαιροβολούντες και μυδροβολούντες τους εργαζομένους, να καταστρέψωσι το καινοφανές τούτο και χειροποίητον όρος, το εν είδει προχώματος μηκυνόμενον, πλατυνόμενον και δι' επιθέσεως χωματοφόρων σακκίων και καλαθίων αδιακόπως ανυψούμενον· εις μάτην ώρμησαν την 27 επ' ελπίδι να τρέψωσιν αυτούς εις φυγήν οι φυλάσσοντες το προτείχισμα του Φραγκλίνου, εξ ών εφονεύθησαν 7 και επληγώθησαν 9· η επιμονή του Κιουταχή υπερίσχυσεν όλων των προσκομμάτων, και την 29 υπερυψώθη του προτειχίσματος το τεχνητόν τούτο όρος αναμιμνήσκον το του Αρχιδάμου επί της πολιορκίας των Πλαταιών, και το εις άλωσιν της Τύρου επί Αλεξάνδρου.
Αύγουστος Υψώθησαν δ' επί του μετώπου και επί των πλευρών αυτού παραπετάσματα, δι' ων κυριεύσας ο εχθρός την 11 αυγούστου το προτείχισμα του Φραγκλίνου, ήλπιζε να πατήση την πόλιν, αλλ' εψεύσθη των ελπίδων του. Οι Έλληνες, αφ' ης ώρας υπώπτευσαν ότι προς τοιούτον σκοπόν ανηγείρετο το όρος τούτο, όπερ καλούμεν και ημείς εις το εξής κατά τον τειχοποιόν Ύ ψ ω μ α - τ η ς - ε ν ώ σ ε ω ς, απέκοψαν το κινδύνευον εκείνο μέρος εξορύξαντες άλλην τάφρον υπέρ τα 200 βήματα ενδότερον, αρχομένην από της θαλάσσης, εκτεινομένην παραλλήλως προς την παλαιάν τάφρον και συνενουμένην πλησίον του μηνοειδούς προφράγματος. Όπισθεν δε της νέας ταύτης τάφρου κατεσκεύασαν αντιτείχισμα, και έστησαν επ' αυτού άλλα κανονοστάσια, ώστε ο εχθρός, αντί να ευρεθή μετά την άλωσιν του περί ου ο λόγος προτειχίσματος εντός της πόλεως, ως ήλπιζεν, ευρέθη εκτός αυτής, ως και πρότερον, και πολιορκούμενος μάλλον ή παλιορκών, ως τεθείς εν μέσω του πυρός των επί του αντιτειχίσματος και των άλλων των εκ πλαγίου του προτειχίσματος του Φραγκλίνου κανονίων. Όσον δε ανυψούτο υπό των εχθρών το επί της κορυφής του υψώματος της ενώσεως παραπέτασμα, τόσον αντανυψούτο και υπό των Ελλήνων το του αντιτειχίσματος. Αλλ' ο επίμονος και ακάματος Κιουταχής, ιδών ότι δεν κατώρθωσεν ό,τι ήλπιζεν, επεχείρησε ν' ανεγείρη και έσωθεν του προτειχίσματος του Φραγκλίνου άλλο ύψωμα ενώσεως όμοιόν του έξω εις κυρίευσιν του αντιτειχίσματος, και ήνοιξεν υπό το προτείχισμα τρεις λάκκους και τρεις θυρίδας, και δι' αυτών εισεκόμιζε χώματα· εκύλιε δε τα χώματα προς την δεξιάν πλευράν του εσωτερικού περιταφρεύματος, διότι ταύτην εσκόπευε να χώση· καταγινόμενος δε εις τας εργασίας ταύτας κατεσκεύασε και επί της αριστεράς πλευράς του υψώματος της ενώσεως κανονοστάσιον, επιθέσας δύο κανόνια εις προσβολήν του πυργώματος του Κοραή του εις άκρον ενοχλούντος και βλάπτοντος τους εις μετακομιδήν χωμάτων εργαζομένους· αλλ' αι εσωτερικαί του εργασίαι δεν προώδευαν ως άλλοτε αι εξωτερικαί, διότι οι εις ανύψωσιν του νέου προχώματος εργαζόμενοι έκειντο υπό το πυρ των εκ πλαγίου ελληνικών κανονοστασίων. Εις καταστροφήν δε των εργασιών του ώρμησαν 30 της φρουράς του αντιτειχίσματος επί τους προμαχώνας του υψώματος της ενώσεως, ανέτρεψαν μέρος αυτών, εσκόρπισαν τον σωρόν των εισκομιζομένων χωμάτων, και καταπλήξαντες τους φύλακας διά της τόλμης των τους ηνάγκασαν να οπισθοδρομήσωσιν· αλλά δεν εδυνήθησαν να κρατήσωσι την εγκαταλειφθείσαν θέσιν, και μετά ημίωρον πετροπόλεμον επανήλθαν εις τας θέσεις των, οι δε Τούρκοι ανέκτησαν τους προμαχώνας των, και ήρχισαν πάλιν να κυλίωσι χώματα. Κατά την μάχην ταύτην εφονεύθησαν 4 εκ των εξορμησάντων, εν οίς και ο Σπύρος Κοντογιάννης και ο φιλέλλην Ροσνέρος· επληγώθησαν δε 6.
Ουδέν ήττον των Τούρκων ειργάζοντο και οι Έλληνες εις τελειοποίησιν των εσωτερικών χαρακωμάτων, και έστησαν κανονοστάσιον αφανές προς τα Κουτσονέικα, επιθέσαντες τρία κανόνια και μίαν βομβοβόλον· ειργάζοντο δε και οι έσωθεν και οι έξωθεν υπό αδιάκοπον πυροβολισμόν, καθ' όν εφονεύθη ο Παντολέων Πλατύκας. Ιδόντες δε οι Έλληνες, ότι κυλίοντες οι εχθροί χώματα έφθασαν εις το χείλος της τάφρου, εφεύραν τρόπον εις υφελκυσμόν αυτών, ώστε οι εχθροί, όσον και αν ειργάζοντο, ήντλουν εις τετριμμένον πίθον· υφέλκοντες οι Έλληνες το χώμα ητοίμασαν εν ταυτώ και υπόνομον υπό την οδηγίαν του περί τα τοιαύτα επιτηδειοτάτου Παναγιώτη Σωτηροπούλου και ενέθεσαν τρεις ογκώδεις βόμβας· άναψαν δε την υπόνομον περί την μεσημβρίαν της 19, και εν ροπή οφθαλμού κατεστράφησαν αι πολυήμεροι εκείναι εργασίαι, απεμακρύνθησαν οι εχθροί έντρομοι, και καταφυγόντες εις τα απωτέρω χαρακώματά των έρριπταν εκείθεν ως χάλαζαν επί τους Έλληνας εξορμήσαντας μετά την εκραγήν της υπονόμου σιδηράς και υαλίνους βομβίδας. Οι Έλληνες εν τοσούτω εγένοντο κύριοι όλων των έσω του προτειχίσματος του Φραγκλίνου εχθρικών χαρακωμάτων και ηγωνίζοντο να κυριεύσωσι και αυτό το προτείχισμα. Τούτο ιδών ο Κιουταχής και φοβηθείς μήπως ευδοκιμήσαντες ματαιώσωσι διά μιας όλα τα πολύμοχθα έργα του, έτρεξεν επί του υψώματος της ενώσεως εις εμψύχωσιν των μαχητών του, και εις ένδειξιν της παρουσίας του έστησεν επ' αυτού την στατραπικήν του σημαίαν, αλλ' υπό κακούς οιωνούς· διότι μόλις υψώθη, και ελληνική τουφεκοβολή έρριψε την επί του σφαιριδίου εξέχουσαν του σημαιοφόρου ξύλου ακωκήν. Τόσον δε εγγύς αλλήλων ήσαν Έλληνες και Τούρκοι, ώστε εμάχοντο και διά πετρών και ξύλων, οι δε Τούρκοι εχειροβόλουν και υαλίνους βομβίδας ας ήρπαζαν οι Έλληνες και έσπων κατά γης προ της εκραγής των. Εν τοσούτω απώθησαν οι Έλληνες τους εχθρούς και από του προτειχίσματος του Φραγκλίνου, και καταστρέψαντες τας επ' αυτού εργασίας των και επιπεδώσαντές το, ώρμησαν και επάτησαν το άκρον και αυτού του υψώματος της ενώσεως. Οι Τούρκοι εκλείσθησαν τότε εντός των επ' αυτού απωτέρω προμαχώνων, και κρύπτοντες τας κεφαλάς των εκίνουν υπεράνω αυτών γυμνάς τας μαχαίρας των απειλούντες αλλά μη βλάπτοντες. Οι δε Έλληνες, μη βλέποντές τους, επέρριπταν πέτρας και ξύλα· τους επετροβόλουν δε και αυτά τα παιδία. Διήρκεσεν η μάχη μέχρι του μεσονυκτίου, καθ' ήν ώραν οι μεν Τούρκοι ηναγκάσθησαν να καταφύγωσιν όπισθεν του υψώματος της ενώσεως, οι δε Έλληνες έμειναν κύριοι αδιαφιλονείκητοι του προτειχίσματος και της άκρας του υψώματος της ενώσεως της συνδεούσης αυτό μετά του προτειχίσματος· 20 Έλληνες εφονεύθησαν, και 45 επληγώθησαν, εν οίς και ο Γεώργης Τσαβέλλας, ο Ντάγκας, και ο Γιαννάκης Ραζοκότσικας, 8 δ' εκ των φονευθέντων και 14 εκ των πληγωθέντων ήσαν Μεσολογγίται· 100 δε ζώα εφόρτωσαν οι Τούρκοι πτωμάτων και μετεκόμισαν και άλλα πτώματα επί των ώμων.
Πληγήν θανάσιμον εθεώρησεν ο Κιουταχής την στέρησιν του προτειχίσματος, υπέρ ου τόσον εμόχθησεν. Η κατήφεια εκάλυψε το πρόσωπόν του, και ο θυμός εξηγρίωσε την καρδίαν του· εφοβείτο δε και την αγανάκτησιν του σουλτάνου, προς ον υπεσχέθη να υποτάξει το Μεσολόγγι προ του μπαϊραμίου, τουτέστι προ του καιρού εκείνου. Έναυλος ήτον εν ταις άκραις του και ο λόγος του σουλτάνου επί τω διορισμώ του· «το Μεσολόγγι ή την κεφαλήν σου»· εσυλλογίζετο προς τοις άλλοις ότι και τα πολεμεφόδιά του ωλιγόστευσαν, και ο χειμών επλησίαζεν· ανησύχει δε μανθάνων ότι αποσπάσματα Ελλήνων, περιφερόμενα εις Αιτωλίαν και Ακαρνανίαν, ήρπαζαν συχνάκις τας στελλομένας εις χρήσιν του στρατού του τροφάς, και εφοβείτο μη απεκλείετο διά ξηράς και θαλάσσης· δεν έπαυαν δε και οι στρατιώται του καθ' ημέραν λειποτακτούντες και γογγύζοντες, ότι και μισθούς δεν ελάμβαναν, και κρίθινον ψωμίον αντί σιτίνου έτρωγαν· εν ενί λόγω τα πάντα προεμήνυαν ότι και το στρατόπεδον ήτον εν τω διαλύεσθαι, και η κεφαλή του αρχηγού εκινδύνευεν. Εν ώ δε τα τοιαύτα ετάρατταν και τον νουν και την καρδίαν του Κιουταχή, έπεσαν δύο βόμβαι πλησίον της σκηνής του· και η μεν, εκραγείσα, έρριψε το ακροσκήνιον και έσχισε και τον επενδύτην ενός των περί αυτόν· η δε δεν εξερράγη, και ιδών ο Κιουταχής ότι ήτον εκ του χυτείου της Κωνσταντινουπόλεως «χάρις», εκραύγασεν, «εις τον Τοπάλην, με πολεμούν οι άπιστοι διά των σταλέντων μοι πυροβόλων παρά της υψηλής Πύλης ίνα πολεμήσω εγώ αυτούς». Η βόμβα ήτον εξ όσων επήραν οι Έλληνες επί της ναυμαχίας του Καφηρέως, εξ ών πολλαί εστάλησαν εις τους πολιορκούντας την πόλιν.
Μετά δε την μάχην ταύτην ο μεν Κιουταχής ηγωνίζετο να οχυρωθή πάλιν εν τω μέσω του υψώματος της ενώσεως 40 οργυιάς μακράν του υπό των Ελλήνων κρατουμένου μέρους, και να εγείρη και κανονοστάσιον 150 οργυιάς απέχον του αντιτειχίσματος κατέμπροσθεν του φράγματος του μεταξύ του προτειχίσματος του Φραγκλίνου και του πυργώματος του Κοραή, οι δε Έλληνες, πολεμούντες και εργαζόμενοι οι αυτοί, ητοίμασαν υπό το ύψωμα της ενώσεως άλλην υπόνομον, την άναψαν την νύκτα της 22, κατέστρεψαν τα εμπροσθινά χαρακώματα των εχθρών και τους ηνάγκασαν εκτεθέντας υπό το πυρ αυτών να οχυρωθώσιν απώτερον· διακόσιοι ελογίσθησαν οι φονευθέντες και πληγωθέντες επί της εκρήξεως της υπονόμου· ήσαν δε ούτοι εξ ών ο Κιουταχής εξέλεξεν εις ανάκτησιν του προτειχίσματος.
Μεγάλην βλάβην επροξένει το υπό τον εύστοχον πυροβολιστήν, τον και πολλάς άλλας υπηρεσίας προσενεγκόντα, Κωνσταντίνον Τσιριγώτην, κατά τα Κουτσονέικα αφανές κανονοστάσιον διά των επ' αυτώ τριών κανονίων και της βομβοβόλου. Το παν έβαλεν ο Κιουταχής εις χρήσιν ίνα το κατασιγάση, και αφ' ού είδεν ότι εις μάτην εκοπίαζε, και ότι αι εκείθεν ριπτόμεναι βόμβαι έπιπταν πολλάκις και εις αυτό το στρατόπεδον, μετέφερε πάλιν τας πλείστας των σκηνών του εις τας υπωρείας.
Οι δε περιφερόμενοι οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος, αφ' ού ηνάγκασαν τους εν Πετροχωρίω υπό τον Άγον Βασιάρην εχθρούς, μόνον φανέντες, να καταφύγωσιν εις το γενικόν των στρατόπεδον, μετέβησαν εις Ακαρνανίαν.
Σεπτέμβριος Την δε 2 σεπτεμβρίου έλαβεν η διευθύνουσα τα της Δυτικής Ελλάδος επιτροπή επιστολήν αυτών λέγουσαν, ότι την 28 αυγούστου έφθασαν εις Μαχαλάν, προσέβαλαν τους εκεί εχθρούς, εφόνευσαν και εζώγρησαν πολλούς, επήραν πολλά λάφυρα, και ότι οι εναπομείναντες επί της εχθρικής εισβολής κάτοικοι της Ακαρνανίας και του Βάλτου συνηνώθησαν. Λαβούσα την χαροποιάν ταύτην είδησιν η επιτροπή, και προθεμένη να ενισχύση και αυξήση το αρτιγενές τούτο στρατόπεδον, έστειλεν εις Δραγαμέστον τροφάς, πολεμεφόδια και θαλάσσιον δύναμιν, και εξέδωκεν εγκύκλιον προς όλους τους Δυτικοελλαδίτας τους εις ξένην γην καταφυγόντας, προτρέπουσα αυτούς να επανέλθωσιν εις την πατρίδα και συναγωνισθώσι κατά του κοινού εχθρού, ως και πρότερον.
Εκείναις ταις ημέραις διώρισεν η κυβέρνησις αρχηγόν των κατά την Δυτικήν Ελλάδα δυνάμεων τον Καραϊσκάκην· τούτο μαθούσα η εν Μεσολογγίω επιτροπή έσπευσε να το αναγγείλη τοις Δυτικοελλαδίταις, αναμιμνήσκουσα τα προς την πατρίδα καθήκοντά των, καλούσα εις τον εθνικόν αγώνα τους απόντας, θαρρύνουσα τους περί τον Καραϊσκάκην εις νέους κινδύνους, και αποδίδουσα τον οφειλόμενον έπαινον εις την φρουράν της πόλεως.
Ο δε Κιουταχής, αισθανόμενος ότι των μεν Ελλήνων η κατάστασις καθ' ημέραν εβελτιούτο, των δε Τούρκων εχειροτέρευεν, έβαλε κατά νουν να δοκιμάση νέαν έφοδον. Αλλά τόσον απρόθυμος ήτον ο στρατός, ώστε μόλις ευρέθησαν ευδιάθετοι δισχίλιοι. Ειδοποιήθησαν εν καιρώ οι Έλληνες περί των μελετωμένων, και πλήρεις χαράς ανέμεναν την πραγματοποίησιν βλέποντες δε ότι παρήρχοντο αι ημέραι, και πάντοτε μεν ητοιμάζοντο οι εχθροί εις έφοδον, αλλά δεν εκινούντο, τοις είπαν χλευαστική τη φωνή άνωθεν των επάλξεων να παύσωσιν εργαζόμενοι ανωφελώς και να εφορμήσωσιν όσον τάχιον· κωφευόντων δε των Τούρκων, απεφάσισαν οι Έλληνες να επισπεύσωσιν άλλως πως την μελετωμένην έφοδον.
Πρό τινων ημερών είχαν σκάψει μεγάλην υπόνομον υπό το πρόχωμα του προτειχίσματος του Φραγκλίνου παρατεινομένην υπό το ύψωμα της ενώσεως· έσκαψαν προ ολίγου και άλλην μικροτέραν, δι' ης εσκόπευαν να προοιμιάσωσι την μάχην αναγκάζοντες τους Τούρκους να συσσωρευθώσιν επί του προχώματος. Τα δειλινόν της 9 εξερράγη η μικρά υπόνομος· βαρύς κανονοβολισμός και τουφεκισμός ήρχισεν εν τω άμα καθ' όλην την μεταξύ του πυργώματος του Κοτσιούκου και του προτειχίσματος του Μπότσαρη γραμμήν του τείχους· ανταπεκρίθησαν μανιωδώς δι Τούρκοι έξωθεν σμήνη Αλβανών και Ασιανών εξήλθαν διά μιας εκ των εν ταις υπωρείαις σκηνωμάτων, και ωθούντο προς τα κάτω υπό την μάστιγα των ιππέων· και αυτός ο Κιουταχής, αφήσας την σκηνήν του, και παρακολουθούμενος υπό της φρουράς του, κατέβη είς τι των πλησιεστέρων του τείχους κανονοστασίων. Εξήφθη η μάχη υπό τους ιδίους οφθαλμούς του, και εν τη ακμή της μάχης εφώρμησαν οι εκλεχθέντες Αλβανοί και Γκέγκαι επί το τείχος, αλλά πολλά παθόντες απεκρούσθησαν. Μετά την απόκρουσιν έπαυσεν έσωθεν ο πυροβολισμός επί του μετώπου του τείχους, πλην του επί του προτειχίσματος του Φραγκλίνου, και ουδείς εφαίνετο ουδ' ηκούετο κατ' εκείνο το μέρος. Ο Κιουταχής, υποθέσας ότι όλη η φρουρά συνέρρευσεν εις το προτείχισμα εκείνο και άφησε τας άλλας θέσεις κενάς, διέταξε τους έμπροσθεν του προτειχίσματος του Μακρή, του κανονοστασίου του Ρήγα και του καρκινοειδούς προφράγματος ν' αναβώσι τα τείχη. Υπήκουσαν. Αλλ' οι Έλληνες, οι εξ επίτηδες καθήμενοι αφανείς και σιωπηλοί όπισθεν του τείχους εκείνου του μέρους, αφ' ού τους άφησαν και επλησίασαν, ανηγέρθησαν διά μιας όλοι, τους κατεπληξαν φανέντες αιφνιδίως, τους αντέκρουσαν τολμηρώς, και τους ηνάγκασαν να οπισθοδρομήσωσι και καταφύγωσιν εις τα χαρακώματά των. Εν τω μεταξύ δε τούτω ακατάπαυστος διετηρείτο ο πυροβολισμός έσωθεν και έξωθεν του προτειχίσματος του Φραγκλίνου, και πάμπολλοι Τούρκοι, ιστάμενοι επί του υψώματος της ενώσεως, υφ' ο παρετείνετο η μεγάλη υπόνομος, εμάχοντο. Ανάπτει εν τούτοις η μεγάλη αυτή υπόνομος, σείεται αίφνης το έδαφος, διαρρήγνυται η γη, εκθρώσκει ζοφώδες νέφος εκ των κόλπων αυτής κατασκοτίζον την ατμοσφαίραν, πίπτουν μετ' ολίγον άνωθεν πέτραι, χώματα, κεφαλαί, σκέλη, χείρες, πόδες, καταβαίνει το ζοφώδες εκείνο νέφος, σκεπάζει και πνίγει όσους η υπόνομος επί της εκρήξεως δεν διεμέλισεν, οι μύδροι, αι κανονόσφαιραι και αι τουφεκόσφαιραι διαχέονται τήδε κακείσε, διασκορπίζονται οι Τούρκοι κακήν κακώς, το ξίφος των Ελλήνων τους καταδιώκει και εις αυτά τα ανατετραμμένα χαρακώματά των, και μόνα όσα χάσματα ήνοιξεν η εκπυρσοκρότησις, και μόνα όσα χώματα αύτη συνεσώρευσεν αναχαιτίζουν την επί τα πρόσω ορμήν των Ελλήνων. Οι Τούρκοι, πολλά παθόντες, επανήλθαν εις τα ερείπια του υψώματος της ενώσεως εγκαταλειφθέντα υπό των Ελλήνων, και εκίνουν γυμνά τα ξίφη, κομπορρημονούντες και απειλούντες τους μακράν ισταμένους νικητάς. Εγέλων ούτοι επί τη κομπορρημοσύνη και τη απειλή των, και μη θέλοντες να τους τουφεκίζωσιν ελεούντες δήθεν αυτούς ως δειλούς και απειροπολέμους, επέρριπταν μόνον ξύλα, πέτρας, βώλους, και κατεγίνοντο λαφυραγωγούντες. Αφ' ού δε έπαυσεν η λαφυραγωγία, κατέβησαν οι εργάται εις την υπόνομον και κυλίοντες χώματα προς επιπέδωσιν χασμάτων και υψωμάτων, εξώρυξαν μεταξύ πολλών νεκρών δύο ζώντας Χριστιανούς εργάτας. Πεντακόσιοι και επέκεινα εθανατώθησαν την ημέραν εκείνην, εν οίς και πολλοί αξιωματικοί ως εικάζετο εκ των λαφυραγωγηθέντων όπλων και φορεμάτων· άδηλος δε ο αριθμός των πληγωθέντων, εν οίς και ο Σέβρανης και ο Ασλάμπεης· εθανατώθησαν και 15 εκ της φρουράς και επληγώθησαν 35, εν οίς και ο Κωσταντής Τσαβέλλας, ο Θανάσης Ζέρβας και ο δεκαεξαετής ανδρόπαις Αντώνης Μπάκας, αριστεύσας και κατά την έφοδον της 21 ιουλίου, καθ' ήν αφήρπασε δύο τουφέκια εκ των χειρών των εχθρών.
Τα μεγάλα παθήματα των Τούρκων κατ' εκείνην την ημέραν εθεωρήθησαν ως η καταστροφή όλης της εκστρατείας, διά τούτο έπαυσαν οι συνήθεις αλαλαγμοί, υπερεπερίσσευσεν η λειποταξία και η αθυμία του στρατοπέδου, οι πλείστοι των κατά το Ανατολικόν και τας όχθας του Αχελώου καί τινες των εκτός του Μεσολογγίου έκαυσαν τας καλύβας των καί ανεχώρησαν, οι δε εναπομείναντες ούτε προχώματα εφρόντιζαν να υψώσωσιν, ούτε κανονοστάσια να εγείρωσιν· αποστρεφόμενοι δε παντός είδους κίνημα κατά του τείχους κατέπαυσαν διά μιας όλας τας προς βλάβην αυτού εργασίας, και καταγινόμενοι μόνον εις τας προς ιδίαν υπεράσπισιν, επεχείρησαν να μετασχηματίσωσιν εις μικρόν φρούριον το επί της εκκλησίας του αγίου Αθανασίου κανονοστάσιον· ήσαν δε και αι τροφαί και τα πολεμοφόδια αυτών εν τω τελειούσθαι· αι Πάτραι και η Ναύπακτος, όθεν άλλοτε επρομηθεύοντο, έπασχαν έλλειψιν αυτών διά την επικρατούσαν θαλάσσιον πολιορκίαν· αι επί της ξηράς δίοδοι, δι' ων τοις εστέλλοντο εκ Πρεβέζης και άλλοθεν, ουδ' αυταί ήσαν ασφαλείς· εστήριζαν δε οι πολιορκηταί όλας τας ελπίδας των επί τη συνδρομή του στόλου, αλλ' ο στόλος δεν εφαίνετο· την δε εκ των επανειλημμένων αποτυχιών και της ολίγης και κακής τροφής αθυμίαν του στρατοπέδου ηύξανεν έτι μάλλον η επικρατούσα νόσος και η ταλαιπωρία.
Εν ώ δε τα των Τούρκων ήσαν τοιαύτα, τα της ελληνικής φρουράς είχαν κάλλιστα. Την 7 αυγούστου είχαν μεταβιβασθή εκ Κρυονερίου διά θαλάσσης εις την πολιορκουμένην πόλιν ο Κίτσος Τσαβέλλας, ο Γεωργάκης Βαλτινός και ο Κώστας Φωτομάρας μετά των περί αυτούς προς ενδυνάμωσιν της φρουράς· ήλθαν την 13 σεπτεμβρίου και οι περί τον Σαδήμαν, Πάτσην, Χατσή Πέτρον και Γιαννάκην Στράτον, ώστε η εξ αιτίας των φόνων, των ασθενειών, των ταλαιπωριών και των φυσικών θανάτων εντός της πόλεως λειψανδρία ανεπληρώθη. Η δε θάλασσα ηνεωγμένη επρομήθευε την φρουράν παντός αναγκαίου. Την 21 αυγούστου είχε φθάσει εις τον λιμένα του Μεσολογγίου το πλοίον του Μπρούσκου· την 25 σεπτεμβρίου έφθασε το του Λαλεχού, και μετ' ολίγας ημέρας το του Μισεγιάννη, φέροντα και τα τρία τρόφιμα και πολεμεφόδια· η δε ενώπιον της φρουράς τροπή του οθωμανικού στόλου επί τω εμφανισμώ του ελληνικού ελπιδοποίει ότι, και αν εφαίνετο εκ δευτέρου ο εχθρικός στόλος, και εκ δευτέρου θ' απεπέμπετο άπρακτος.
Αλλ' όσον κακή και αν ήτον η θέσις τον τουρκικού στρατοπέδου, ο αρχηγός αυτού, ο μηδαμώς τον προκάτοχόν του Βρυώνην, τον άλλοτε πολιορκήσαντα το Μεσολόγγι ομοιάζων, ηγωνίζετο πολυειδώς και πολυτρόπως να εμποδίση την διάλυσίν του, και επειδή όχι μόνον ανωφελή αλλά και επικίνδυνον εθεώρει την διατήρησιν των πλησίον του τείχους θέσεών του, διενοήθη να αναστρατοπεδεύση προς τας υπωρείας και επαναλάβη τους εις βλάβην της φρουράς αγώνας του, φανέντος του στόλου.
Σεπτέμβριος Οι Έλληνες έμαθαν ό,τι εμελέτα ο εχθρός, και την 10 Σεπτεμβρίου συνήλθαν πολιτικοί και πολεμικοί εις την εκκλησίαν του αγίου Παντελεήμονος προς σύσκεψιν περί του πρακτέου, αν επέμενεν ο Κιουταχής εις την πολιορκίαν, διαρκούντος του χειμώνος· όλοι δε ομοθυμαδόν απεφάσισαν να επιμείνωσι μέχρι τέλους. Τα πράγματα απέδειξαν ότι δεν είχαν να φοβηθώσιν ειμή την πείναν· αλλ' ο επίφοβος ούτος εχθρός ηπείλει την ώραν εκείνην τους εχθρούς μάλλον ή αυτούς.
Την δε 21 ερρίφθη έξωθεν επιστολή εις το καρκινοειδές πρόφραγμα, δι' ης εζήτουν οι Τούρκοι συνομιλίαν. Η επιστολή αύτη αντερρίφθη εις τα εχθρικά χαρακώματα και ερρέθη εις απάντησιν ότι «οι Έλληνες δεν είχαν άλλην συνομιλίαν μετά των Τούρκων, ειμή την διά των όπλων». Την τρίτην δε ημέραν μετά την απάντησιν ταύτην άναψαν οι Έλληνες υπόνομον υπό του Σωτηροπούλου παρασκευασθείσαν, αρχομένην από της διαρρωγής του προτειχίσματος του Μπότσαρη και παρατεινομένην μέχρι των εχθρικών χαρακωμάτων, και κατέστρεψαν δι' αυτής τα εφιστάμενα χαρακώματα και πολλούς των φυλαττόντων αυτά· εφόνευσαν δε καί τινας των εντός των παρά την υπόνομον χαρακωμάτων μετά την έκρηξιν αυτής μυδροβολούντες και τουφεκίζοντες. Οι δε Τούρκοι, έχοντες υπ' όψιν το επί της προτέρας μάχης τέχνασμα των Ελλήνων και φοβούμενοι μη πάθωσιν ό,τι τότε έπαθαν, ωπισθοδρόμησαν φονεύσαντες δύο Έλληνας και πληγώσαντες τρεις.
Τα κατορθώματα της φρουράς του Μεσολογγίου εφιλοτιμήθη να μιμηθή εν μέρει το νεοσύστατον και ημέρα τη ημέρα αυξάνον στρατόπεδον εν Ακαρνανία. Εκτός μικρών τινων άλλων ευτυχών επιδρομών, έπεσαν οι συγκροτούντες αυτό την 28 αίφνης επί τους εν Καρβασαρά εστρατοπεδευμένους Τούρκους. Τριακόσιοι εχθροί, κατά την προς την φρουράν του Μεσολογγίου επιστολήν των, εφονεύθησαν, οι δε διασωθέντες ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, εξ ών καί τινες επνίγησαν· 200 κάμηλοι ήσαν εν τω εχθρικώ εκείνω στρατοπέδω εις μεταβίβασιν των εκ Πρεβέζης και Άρτης στελλομένων τροφών· εξ αυτών 70 εσκοτώθησαν, αι δε λοιπαί και 80 σκευοφόροι ημίονοι και ίπποι και 30 κέλητες έπεσαν εις χείρας των νικητών.
Η δε ακάματος φρουρά ητοίμασεν άλλην υπόνομον υπό το εναπομείναν μέρος του περιφήμου υψώματος της ενώσεως διά των εντέχνων εργασιών του γνωστού υπονομοποιού Κώστα ελθόντος πρό τινων ημερών εις την πόλιν.
Οκτώβριος Επιφωσκούσης της 1 οκτωβρίου, ήρχισεν η φρουρά να τουφεκίζη και κανονοβολή καθ' όλην την δεξιάν πτέρυγα του τείχους· απέβλεπε δε ο πυροβολισμός εις το να επαναφέρη τους εχθρούς εις τας θέσεις των. Μετ' ολίγον έπαυσεν ο πυροβολισμός και, ανατείλαντος του ηλίου, άναψαν οι Έλληνες την υπόνομον· μικρόν κρότον επροξένησεν η έκρηξίς της όντων των επικειμένων χωμάτων φερτών· αλλ' επέφερε μεγάλην βλάβην, διότι το σχήμα της ήτον επίμηκες, και παρετείνετο μέχρι τουρκικού τινος καφφενείου, όπου ήσαν πολλοί εχθροί. Ανετράπη δε και το ήμισυ της εξ αριστερών πλευράς του υψώματος, της μόνης ήτις εσώζετο, διεμελίσθησαν οι επ' αυτής, και πολλοί εκαλύφθησαν υπό την ανυψωθείσαν και καταπεσούσαν του πηλού νεφέλην. Μετά δε την έκρηξιν οι Έλληνες ήρχισαν να κανονοβολώσι, να βομβοβολώσι, και να τουφεκίζωσιν· ιδόντες δε ότι οι Τούρκοι εγκατέλιπαν τα χαρακώματά των και έτρεχαν εις τα άνω, εξεπήδησαν του τείχους, τους κατεδίωξαν μέχρι 300 οργυιών και επανήλθαν φέροντες κεφαλάς, όπλα, φορέματα και σημαίας· 3 Έλληνες εφονεύθησαν και 16 επληγώθησαν· εφονεύθησαν και 4 γυναίκες εν τη πόλει, εμπεσούσης σφαίρας 60 λιτρών. Την δε νύκτα της 5, καθ' ήν ραγδαία βροχή έπιπτε και βαθεία σιωπή επεκράτει καθ' όλον το εχθρικόν στρατόπεδον, ερρίφθησαν έσωθεν επί τους εχθρικούς προμαχώνας βομβίδες· και κατά μεν την έκρηξιν της πρώτης ηκούσθησαν κραυγαί, αλλά κατά την της δευτέρας και της τρίτης ουδεμία. Απορούντες οι Έλληνες διά την ασυνήθη σιγήν επήδησαν έξω, ηύραν τα εχθρικά οχυρώματα παρά πάσαν προσδοκίαν κενά, έκαυσαν τα ξύλινα παραπετάσματα, κατέστρεψαν τους προμαχώνας και εισέφεραν την ευρεθείσαν ξύλινον ύλην.
Φαίνεται ότι εξ αιτίας των κατά την 1 συμβάντων απηλπίσθησαν οι εχθροί, και κατέλιπαν τους προμαχώνας, τα χαρακώματα, τα απέναντι των δύο άκρων του προτειχίσματος δύο κανονοστάσια και ανεστρατοπέδευσαν εις τας υπωρείας· ολίγοι δε, προφυλακή του στρατοπέδου, έμειναν φρουροί των αφισταμένων 300 έως 400 οργυιάς του τείχους κανονοστασίων. Τοιουτοτρόπως ήρθη η στενή εξάμηνος πολιορκία, και οι Έλληνες, περιφερόμενοι έκτοτε ελευθέρως έξω του τείχους, έβοσκαν τα κτήνη των υπό τους οφθαλμούς του αλαζόνος Κιουταχή, κατηδάφιζαν τα έργα του, ανώρυτταν την τάφρον και επεσκεύαζαν το τείχος. Αθλία ήτον η κατάστασις του τείχους επί της απομακρύνσεως του εχθρού. Ιδού τι ανέφερεν ο τειχοποιός Κοκκίνης περί αυτού προς την διευθύνουσαν τα της Δυτικής Ελλάδος επιτροπήν την ακόλουθον ημέραν της αναστρατοπεδείας.
«Εξήλθον σήμερον κατά το απαραίτητον χρέος μου διά να εξετάσω την κατάστασιν του προτειχίσματος και να δώσω ορθήν και ακριβή ιδέαν των μηχανημάτων, διά των οποίων ο εχθρός καταφρονών πάσαν αντίστασιν έκαμε τοσάκις απόπειραν του να κυριεύση δι εφόδου το τείχος μας. Εις το περιτείχισμα λοιπόν του Μπότσαρη επροξένησεν ο εχθρός χαλάστραν βατήν (brèche practicable). Εις την αυτήν ευρίσκονται κατηγορίαν και τα περιενδεδυμένα κανονοστάσια του Κοραή, του Ιγνατίου, του Κοκκίνη και του Μακρή· το μεταξύ των κανονοστασίων φράγμα (courtine) υπέφερεν ωσαύτως άκραν φθοράν, εξ ου εναργώς φαίνεται ότι το μέτωπον του περιτειχίσματος έπαθε την μεγαλειτέραν βλάβην· από δε της δυτικής πλευράς όλα των εχθρών τα κινήματα διευθύνθησαν κατά του κανονοστασίου του Φραγκλίνου, επονομαζομένου κεραυνοβόλος, διά του κολοσσαίου εκείνου έργου του υψώματος της ενώσεως. Ομοίως και από της ανατολικής πλευράς η δίοδος της γενικής εφόδου (la descente) κατεσκευάσθη διά του πληρώματος των τάφρων έμπροσθεν των κανονοστασίων του Μακρή, Ρήγα και Μονταλεμπέρτου».
Ιδού και όσα ο ίδιος οχυροποιός ανέφερε περί των έργων των Τούρκων, αφ’ ού τα επεσκέφθη.
«Καθ' όσον ημπορεί κάθε ειδήμων να παρατηρήση, τα χαρακώματα των Τούρκων δεν έχουν ουδεμίαν κανονικήν τάξιν (εννοώ πάντοτε την τάξιν του προσβάλλειν τα τείχη κατά τας νεωτέρας εφευρέσεις των μηχανικών). Είναι αληθές ότι ο εχθρός μετεχειρίσθη τας ελικοειδείς γραμμάς, τας παραλλήλους, τας πλευρικάς των κανονοστασίων, αλλά τα πάντα ήσαν σχεδιασμένα χωρίς την παραμικράν αναλογίαν· δεν είναι άλλο τι το σύμπαν των γιγαντιαίων έργων ειμή ένας λαβύρινθος τουρκικός, εργασίαι πολυχρόνιοι, προσθήκαι, παραπροσθήκαι, προχαρακώματα, αντιχαρακώματα, πράξεις χωρίς αρμονίαν, κατασκευαί χωρίς λόγον, και εν συντόμω τα πάντα είναι μία σύγχυσις και ένας κυκεών καθ' όλους τους λόγους.
« Όσον περί του υψώματος του οχυρώματος (la digue d' union) βλέπει τις εκ του έσωθεν αφ' ενός μέρους τριών οργυιών πλάτος και αφ' ετέρου τεσσάρων και πέντε ήμισυ. Εις ογδοήκοντα οργυιών απόστασιν διακόπτεται εν τω μέσω από μίαν γωνίαν 120 περίπου βαθμών και προς το πρόχωμα (saillant) του κανονοστασίου είναι οχυρωμένη η δεξιά γραμμή και από μεσότειχα (traverses). Τούτο δε μόνον το έργον είναι άξιον προσοχής τινος, καθότι διά την κατασκευήν του άλλο δεν έκαμαν παρά έσκαψαν τρεις περίπου πόδας, και όλα τα αναγκαία χώματα διά την κατασκευήν του τοιούτου είδους υπογείων παραπετασμένων μετεφέρθησαν αλλαχόθεν. Είναι τωόντι παράδοξον το έργον τούτο, είναι όμως Τούρκων».
Τοιαύτη ήτον η κατάστασις των οχυρωμάτων και των πολιορκητών και των πολιορκουμένων καθ' όν καιρόν ετελείωσεν η πρώτη περίοδος της πολιορκίας.

1825-26

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΗ'.

Δευτέρα πολιορκία του Μεσολογγίου. — Περίοδος δευτέρα.

Ο δε οθωμανικός στόλος, αφ' ού έγεινεν άφαντος τον ιούλιον απέμπροσθεν του Μεσολογγίου, έπλευσε κατ' ευθείαν εις Αλεξάνδρειαν, όπου ο Μεχμέτ-Αλής ητοίμαζε νέαν εκστρατείαν κατά της Ελλάδος και ωργάνιζε πρό τινος καιρού και άλλα τακτικά στρατεύματα υπό την οδηγίαν των Γάλλων στρατηγών Βογέρου και Λιβρόνου. Λόγος δε διεδόθη ότι η νέα αύτη εκστρατεία ητοιμάζετο κατά Σπετσών και Ύδρας· διά τούτο οι πρόκριτοι των δύο νήσων κατέβαλαν πάσαν φροντίδα προς εξασφάλισιν αυτών μεταφέροντες έξωθεν στρατεύματα.
Αφ' ού δε τα πάντα παρεσκευάσθησαν εν Αλεξανδρεία, απέπλευσαν την 5, 6 και 7 οκτωβρίου 145 πλοία υπό τον καπητάμπασαν. Εξ αυτών τα 79 ήσαν πολεμικά· βυζαντινά μεν εννέα φρεγάται, εννέα κορβέτται, δέκα βρίκια, και τρεις γολέτται· αλγερινά δε δύο φρεγάται, δύο κορβέτται και μία γολέττα· μία δε κορβέττα, έν βρίκι, και δυο γολέτται τριπολινά· ήσαν και αιγύπτια δύο φρεγάται, μία κορβέττα, δεκαέξ βρίκια, εννέα γολέτται, έν ατμόπλουν φέρον τρία κανόνια, και δέκα πυρπολικά· τα δε λοιπά ήσαν φορτηγά, 36 αιγύπτια και 30 υπό σημαίας χριστιανικάς. Τα πλοία ταύτα παρέλαβαν δεκακισχιλίους στρατιώτας, εξ ών οκτακισχίλιοι ήσαν νεοσύλλεκτοι τακτικοί Άραβες, οκτακόσιοι άτακτοι Τούρκοι και χίλιοι διακόσιοι ιππείς. Έφεραν δε πολλάς τροφάς και πολλά πολεμεφόδια. Η εκστρατεία αύτη κατευωδώθη ανενόχλητος την 24 οκτωβρίου εις τον λιμένα του Νεοκάστρου.
Η έλευσις της νέας ταύτης εχθρικής δυνάμεως εθάρρυνε το φιλόδοξον, τον πολεμομανή, και τον επί τη ευτυχεί εκβάσει των κατά την Πελοπόννησον επιχειρημάτων του επαιρόμενον Ιβραήμην εις το να επιχειρήση εν τη ακμή του χειμώνος ό,τι δεν εδυνήθη να κατορθώση επί του καλοκαιρίου ο αξιώτερος αρχιστράτηγος του σουλτάνου, την άλωσιν του Μεσολογγίου· αφήσας δε φρουράν ικανήν εν Τριπολιτσά και εν τοις μεσσηνιακοίς φρουρίοις έβαλεν εις κίνησιν τα λοιπά στρατεύματα προς τον σκοπόν τούτον, και άλλα μεν αυτών καθώς και το πυροβολικόν έστειλε διά θαλάσσης υπό την συνοδίαν του στόλου, άλλα δε συμπαρέλαβεν αυτός διά ξηράς·
Νοέμβριος και ο μεν στόλος απάρας την 3 και 4 νοεμβρίου εκ Νεοκάστρου εφάνη την 6 έξωθεν του Μεσολογγίου· αυτός δε διέβη ανενόχλητος το Κλειδί, και την 8 έφθασεν εις Αγουλινίτσαν, όπου μαθών ότι κατέφυγαν εις τα εν τη λίμνη αυτής νησίδια πάμπολλοι κάτοικοι των πλησιοχώρων μερών, διέταξε την κυρίευσιν αυτών· και πρώτος αυτός έφιππος και παρακολουθούμενος υπό του ιππικού εισήλασεν εις την λίμνην εξ ενός μέρους, το δε πεζικόν του εξ άλλου, βλέποντες δε οι επί των νησιδίων τα γινόμενα, εμβάντες εις πολλά μονόξυλα, αντέκρουσαν και τους ιππείς και τους πεζούς γενναίως, και πολλούς αυτών εθανάτωσαν· διήρκεσεν η μάχη σχεδόν πανήμερος· οι ιππείς υπέφεραν υπέρ τους λοιπούς, διότι εκόλλησαν οι ίπποι των εις την βορβορώδη λίμνην και εβιάσθησαν να καταβώσιν· εξετραχηλίσθη και ο Ιβραήμης και διεσώθη διά της συνδρομής των δορυφόρων του· 127 εχθρικά πτώματα και 80 ίπποι ευρέθησαν μετά την μάχην εν τη λίμνη· έλειψαν δε και 140 Έλληνες, εξ ών οι μεν εφονεύθησαν πολεμούντες, οι δε ηχμαλωτίσθησαν, και πολλαί γυναίκες και παιδία έπεσαν εις την λίμνην αυθόρμητοι και επνίγησαν εις αποφυγήν ατιμίας και αλλαξοπιστίας. Την δε υστεραίαν επέρασαν οι εχθροί τον Αλφειόν και έκαυσαν τον Πύργον. Εξεστράτευσαν συγχρόνως και οι περί τον εν Πάτραις Ισούφην, έπεσαν αυθημερόν οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν εις την πόλιν της Γαστούνης, την ηύραν έρημον, την έκαυσαν και διεσπάρησαν εις την λοιπήν επαρχίαν καίοντες, λεηλατούντες, φονεύοντες και αιχμαλωτίζοντες· ηύραν όμως κάπου αντίστασιν, προ πάντων δε εν Βαρθολομιώ, όπου επιπεσόντες ολίγοι απεκρούσθησαν υπό των εγχωρίων. Ούτοι, δράξαντες επί της αποκρούσεως την ευκαιρίαν, μετεκόμισαν τας γυναίκας και τα τέκνα των εις Χλουμούτσι, καί τινες μεν αυτών ενδιέμειναν, άλλοι δε, πλήρεις θάρρους διά την επιτυχίαν των, επέστρεψαν αυθεσπερί εις προφύλαξιν του χωρίου, αν επανήρχοντο οι εχθροί. Την επαύριον επανήλθαν οι εχθροί πολυπληθέστεροι, εναπέκλεισαν τους επανελθόντας και τους επολέμουν. Μαθόντες οι εν Χλουμουτσίω τα γινόμενα έστειλαν αμέσως 150 εκλεκτούς εις αντίληψιν των κινδυνευόντων· αλλ' ούτοι φθάσαντες εις τους αμπελώνας του χωρίου εκυκλώθησαν υπό των εχθρών, και πολεμούντες γενναίως όλοι σχεδόν απωλέσθησαν, συναπωλέσθησαν και 56 εκ των εντός του χωρίου δι' όλης της ημέρας πολεμησάντων· έπαθαν και οι εχθροί βαρείαν ζημίαν.
Προχωρούντες δε οι περί τον Ιβραήμην έφθασαν την 17 παρά το μεταξύ Ρίου και Αντιρρίου στόμιον του κορινθιακού κόλπου, όπου και εσκήνωσαν· και ούτος μεν επέρασεν εις Ναύπακτον προς έντευξιν του καπητάμπασα και του Κιουταχή, περιμενόντων αυτόν εκεί, και διέταξε τον Χουσεήμπεην να επανέλθη εις την επαρχίαν της Γαστούνης, να καλέση τους κατοίκους εις υποταγήν και να κυριεύση διά της πειθούς ή της βίας τας επί της παραλίας κρατουμένας υπ' αυτών εισέτι θέσεις. Ο δε εν Πάτραις Ισούφης, ο δι' όλης τετραετίας ευτυχώς αγωνισθείς, απεχαιρέτησε ταις ημέραις εκείναις την Πελοπόννησον κληθείς εις την σατραπείαν της Μαγνησίας· τον διεδέχθη δε ο Δελή Αχμέτπασας.
Μεθ' ημέρας δ' επτά της εμφανίσεως του εχθρικού στόλου έξωθεν του Μεσολογγίου, εφάνη και ο ελληνικός υπό τον Μιαούλην πλέοντα επί του Θεμιστοκλέους, διότι το πλοίον του, συγκρουσθέν μετά τινος άλλου και βλαφθέν, εστάλη εις Ύδραν προς επισκευήν. Αλλ', εν ώ τα οθωμανικά πολεμικά πλοία ήσαν 90, εν οίς πολλαί φρεγάται και κορβέτται, τα ελληνικά ήσαν 2 τρικάταρτα και 25 βρίκια και γολέτται· ήσαν δε όλα υδραϊκά, και ανεμένοντο ημέρα τη ημέρα και τα των άλλων νήσων. Αλλ', αν και τόσον δυσανάλογος ο αριθμός, τα ελληνικά ώρμησαν την 13 επί τα οθωμανικά πλέοντα υπό το ακρωτήριον του Πάπα και εναυμάχησαν. Κατά την ναυμαχίαν ταύτην έσπασεν έν των κανονίων του Θεμιστοκλέους και εσκότωσε και επλήγωσεν 11 ναύτας. Την δε εφεξής νύκτα εκάθησε προς τας Σκρόφας το πλοίον του Ζάκα, αλλά διά της αντιλήψεως των λέμβων του στόλου ανέπλευσε. Επανελήφθη η ναυμαχία και την επαύριον, καθ' ήν ο Μπούτης ίθυνε το πυρπολικόν του είς τινα κορβέτταν, αλλά πριν το ανάψη, οι εχθροί κανονοβολούντες του έρριψαν κάτω τα κατάρτια. Την δε 15 μαθών ο Μιαούλης ότι οι καταφυγόντες εις Χλουμούτσι επί της διαβάσεως του Ιβραήμη κατεστενοχωρούντο, έστειλε πλοίον προς μετακόμισιν αυτών εις Κάλαμον. Έμαθε δε την αυτήν ημέραν ότι η φρουρά του Μεσολογγίου εστερείτο τροφών· και αγοράσας διά συνεισφοράς ιδίας και των πλοιάρχων ηγωνίζετο να τας αποστείλη εις την πόλιν· αλλ' ηγωνίζοντο και οι εχθροί εις ματαίωσιν του σκοπού του κατέχοντες τους είσπλους της λίμνης· ώρμησαν δε την 17 επί τους Έλληνας πλέοντας υπό τας Σκρόφας, εναυμάχησαν υπό καλόν άνεμον, αλλ' απεμακρύνθησαν άπρακτοι· εναυμάχησαν και την επιούσαν προς το αυτό μέρος, και μετά την δύσιν του ηλίου απεμακρύνθησαν επίσης άπρακτοι· εκάη δε κατά λάθος ανωφελώς την αυτήν νύκτα το πυρπολικόν του Δημαμά.
Την δε 20 εισεβιβάσθησαν αι αγορασθείσαι τροφαί εις Μεσολόγγι επί των λέμβων των διαφόρων πλοίων διά του Πεταλά. Το πρωί της 21 έπλεαν τα ελληνικά πλοία παρά τα νησίδια του Δραγαμέστου. Ευρών ο εχθρικός στόλος καλόν άνεμον επέπλευσε μετά μεσημβρίαν, προπορευομένων των πυρπολικών του· ήρχισεν η ναυμαχία· η θέσις ήτο στενή και διάφορα πλοία ελληνικά ηναγκάσθησαν να διαπλεύσωσι τα νησίδια εις αντιπαράταξιν. Έν δε των εχθρικών πυρπολικών έπλεεν επί το πλοίον του Λαλεχού· έτρεξαν αι λέμβοι των ελληνικών πλοίων εις άλωσιν ή φθοράν του πυρπολικού, δε δειλοί και ανεπιτήδειοι ναύται του ιδόντες τον κίνδυνον, το εγκατέλειψαν άκαυστον και έφυγαν εμβάντες εις την λέμβον, αυτό δε έπεσεν είς τι νησίδιον, όπου οι Έλληνες το έκαυσαν· ο δε εχθρός μετά την αποτυχίαν του πυρπολικού του απεμακρύνθη. Εν τη ναυμαχία ταύτη εσκοτώθησαν δύο πλοίαρχοι του εχθρικού στόλου, επληγώθησαν και διάφοροι Έλληνες ναύται και ο πλοίαρχος Λάζαρος Πινότσης εις τον μηρόν. Την 23 εισεβιβάσθησαν πάλιν ολίγαι τροφαί εις Μεσολόγγι διά του Πεταλά. Την δε 25 ηκούσθησαν πολλοί τουφεκισμοί κατά Γλαρέντσαν. Επλησίασεν ο Μιαούλης, και μαθών ότι πολλοί των επί της παραλίας κατοίκων της επαρχίας Γαστούνης, θέλοντες να περάσωσι χάριν ασφαλείας εις Ζάκυνθον, εκινδύνευαν να αιχμαλωτισθώσιν, έστειλε τας λέμβους και έσωσε πολλούς αυτών. Εν ώ δε οι ναύται ητοιμάζοντο ν' αποβώσι προς καταδίωξιν των καταδιωκόντων, εφάνη ο εχθρικός στόλος· ανεκλήθησαν τότε οι ναύται και ήρχισε περί την εσπέραν ναυμαχία καθ' ήν είς των πυρπολητών, ο Θεοδωράκης Βώκου, βαστών την πυρφόρον εσχάραν εντός του εφολκίου του υπό την πρύμνην του πυρπολικού του πλησίον εχθρικής φρεγάτας, έπεσεν εις την θάλασσαν και επνίγη, αποκοπεισών των δύο χειρών του υπό κανονοβολής· έπεσε δε εις χείρας των εχθρών συγχρόνως και το πυρπολικόν του, κοπέντος δι' άλλης κανονοβολής του σχοινίου δι' ου ερρυμουλκείτο, αλλ' οι ναύται όλοι εσώθησαν. Την νύκτα διεχωρίσθησαν οι στόλοι επελθούσης τρικυμίας. Όσον δε μικρός και αν ήτον ο αριθμός των ελληνικών πλοίων, όσον ολίγη και αν ήτον η δύναμίς των, η ευτολμία των εν αυτοίς κατά την εκστρατείαν ταύτην εφάνη αξιοθαύμαστος. Όχι μόνον τα πλοία αλλά και αυτά τα πλοιάρια τόσον κατεφρόνουν τον επί τω πλήθει και τω μεγέθει των πλοίων του αλαζονευόμενον εχθρόν, ώστε επί της κατά των 22 ναυμαχίας το παρευρεθέν πλοιάριον του μοιράρχου Κωνσταντίνου Τρικούπη (α) πλησιάσαν την εχθρικήν ναυαρχίδα ήρχισε και εκείνο να κανονοβολή την πρύμνην αυτής. Εν τούτοις, ούτε τροφάς ούτε πολεμεφόδια η υδραϊκή αύτη μοίρα διά τας επικρατούσας κακοκαιρίας ελάμβανεν, αν και εν καιρώ εξ Ύδρας εστάλησαν, ουδέ τα των Σπετσών πλοία διά τον αυτόν λόγον εφαίνοντο, αν και εξέπλευσαν· ώστε ο Μιαούλης ηναγκάσθη, να επαναπλεύση εις τα ίδια και ν' αφήση την πόλιν του Μεσολογγίου υπό στενότατον αποκλεισμόν. Μετ' ολίγας δε ημέρας απέπλευσεν εις τα ίδια και η εν Πάτραις υπό τον καπητάμπασαν αλγερινή μοίρα και παρ' ολίγον κατεποντίσθησαν έμπροσθεν του Πάπα δύο κορβέτται, επελθούσης δεινής τρικυμίας.
Εν τούτοις, ο Χουσεήμπεης βαστών, καθ' ας έλαβε διαταγάς παρά του Ιβραήμη, διά της μιας χειρός το ξίφος και διά της άλλης τα αμνηστήρια, περιέτρεχε την επαρχίαν της Γαστούνης· αλλά τα αμνηστήρια δεν ίσχυαν, και το ξίφος του εφαίνετο η μόνη ισχύς του. Εκτός των επί της διαβάσεως του Ιβραήμη καταφυγόντων εις Χλουμούτσι, τινές κατέλαβαν και την Σκαφιδιάν υπό τον Γεώργην Μίτσου. Οι εχθροί επολέμησαν την 3 δεκεμβρίου, αλλ' εστράφησαν εις τα οπίσω βλαφθέντες μάλλον ή βλάψαντες. Άλλοι δέ τινες εστράτευσαν, οι μεν εις το Φραγκοπήδημα και έτρεψαν τους εκεί Έλληνας εις φυγήν, οι δε εις το Πυργί, όπου έκαυσαν έν ζακύνθιον πλοιάριον και εφόνευσαν και τους ναύτας ως συμπολεμιστάς των Ελλήνων.
Ο δε Ιβραήμης, συλλαλήσας μετά του καπητάμπασα και του Κιουταχή εν Ναυπάκτω, εισέπλευσε τον κορινθιακόν κόλπον μέχρι Γαλαξειδίου και Σαλώνων συνοδευόμενος υπό μιας μοίρας του στόλου, κατέστρεψε 30 πλοιάρια, απέβη εις την ξηράν, δεν επροχώρησεν εις τα ενδότερα, επανήλθεν εις Πάτρας την 27 νοεμβρίου και έστειλε το πλείστον του πεζικού εις Κρυονέρι· τα δε πλείστον του ιππικού εξεχείμαζεν εν Πάτραις και Γαστούνη, υπό τας διαταγάς του Δελή Αχμέτη, αφανίσαντος επί του χειμώνος τας επαρχίας Γαστούνης και Πύργου και πατήσαντος και την Καρύταιναν.
Δεκέμβριος Την δε 12 δεκεμβρίου διεβιβάσθη ο Ιβραήμης εις Κρυονέρι, όπου έστησε το στρατοπεδαρχείον του· και την επιούσαν προς το εσπέρας εφάνησαν οι Άραβες κατά πρώτον έξωθεν του Μεσολογγίου υπό τον ήχον της μουσικής και των τυμπάνων, προπορευομένου του πυροβολικού, ακολουθούντος του πεζικού, και ουραγούντος του ιππικού· εσκήνωσαν δε χωριστά των άλλων, και κατεγίνοντο δύο εβδομάδας εις οπλασκίας.
Ουδέν άξιον ιστορικού λόγου συνέβη καθ' όλον το μεταξύ της μεταστρατοπεδείας του Κιουταχή και της αφίξεως των Αράβων. Κρότοι κανονίων ηκούοντο συχνάκις, και ακροβολισμός τις εγένετο κατά τον άγιον Αθανάσιον, εξορμησάντων τινών των εν τη πόλει υπό τον Βέικον· αλλ' εφωράθη εν τω διαστήματι, τούτω υπεράλλοτε η ωμότης του θηριώδους Κιουταχή. Συλλαβών ούτος Χριστιανούς τινας αόπλους κατά το Βενέτικον εσούβλισε την 8 και ανεστήλωσεν έμπροσθεν των κανονοστασίων του εις το θεαθήναι ένα ιερέα και δύο γυναίκας, εσούβλισε και ανήλικά τινα παιδία προς τιμωρίαν των πατέρων.
Την δε 20 αφίχθη ο Ιβραήμης έξωθεν του Μεσολογγίου και έστησε την σκηνήν του πλησίον της του Κιουταχή, αφήσας μέρος του στρατού κατά το Κρυονέρι υπό τον γενικόν φροντιστήν Βιλάλαγαν εις φύλαξιν των τροφών. Δυσηρέστησεν εις άκρον η έλευσις της νέας ταύτης δυνάμεως τον Κιουταχήν και δικαίως, διότι όλη η δόξα θ' απεδίδετο εις τον Ιβραήμην, αν ευδοκίμει η πολιορκία· αυτός δε θα κατεκρίνετο ως ανάξιος. Τον δυσηρέστει δε και ο προς αυτόν αγέρωχος εκείνου τρόπος, διότι γαυριών διά τα κατά την Πελοπόννησον πρόσφατα κατορθώματά του, τω είπεν επί της πρώτης συνεντεύξεως, ότι ηπόρει πώς διά τόσων στρατευμάτων, και εν οκταμήνω διαστήματι δεν εδυνήθη να κυριεύση την φ ρ ά κ τ η ν - ε κ ε ί ν η ν, δεικνύων το Μεσολόγγι, εν ώ ούτος εκυρίευσε φρούριον οχυρόν, το του Νεοκάστρου, εν ολίγαις ημέραις. Λογοτριβής δε μεταξύ αυτών σφοδράς γενομένης, τω επρόβαλεν ο Ιβραήμης να εκλέξη έν των δύο, ή ν' αναδεχθή την άλωσιν της πόλεως άνευ της συνδρομής του εντός ενός μηνός, ή να παραιτηθή, και την ανεδέχετο αυτός εντός 15 ημερών. Εξεμάνη ο φιλότιμος Κιουταχής επί τη θρασυστομία του αντιζήλου του, εζήτησε καιρόν να σκεφθή, και συγκαλέσας τους γνωστοτέρους των οπλαρχηγών του εις συμβούλιον, τοις εκοινοποίησε βαρυθυμών όσα ήκουσε, και τους εξώρκισε να μη καταισχυνθώσι και καταισχύνωσι, και αυτόν επιτρέποντες ν' αφαρπάση άλλος την δόξαν των. «Ο αρχηγός των Αράβων», απεκρίθη ο Ταχήρ-Αμπάζης εκ στόματος όλων, «φρονεί ότι πολεμούμεν ανθρώπους ομοίους εκείνων ους επολέμησεν εν Πελοποννήσω. Ημείς εδοκιμάσαμεν τους εν Μεσολογγίω, εγνωρίσαμεν την αξίαν των, και δεν επιθυμούμεν να τους δοκιμάσωμεν εκ νέου· ας τους δοκιμάση αν αγαπά, η Υψηλότης του, και τότε θα κρίνει περί αυτών ορθότερον». Την γνώμην ταύτην ακούσας ο Ιβραήμης, ανεδέχθη προθύμως αυτός μόνος τον αγώνα, αλλ' απήτησε ν' απομακρυνθώσι και τα υπό τον Κιουταχήν στρατεύματα και αυτός ο Κιουταχής. Συγκατετέθη ούτος υπό τον όρον να απαλλαγή πάσης προς τον σουλτάνον ευθύνης· έστερξεν ο Ιβραήμης, και απέστειλε τας περί τούτου αναγκαίας αναφοράς εις Κωνσταντινούπολιν.
Μετά δε την αποχώρησιν του Κιουταχή, κατεβίβασεν ο Ιβραήμης δύο λόχους όπου ήσαν τα κανονοστάσια και έλαβεν υπό την εξουσίαν του αυθημερόν τα της ανατολικής πλευράς· αλλ' εδοκίμασεν ευθύς την τόλμην των φρουρούντων την φ ρ ά κ τ η ν, διότι, εν ώ εξεφόρτοναν οι Άραβες τα σκεύη των, εξελθόντες της πόλεως τινες ήρπάσαν 8 καμήλους υπό τους οφθαλμούς και υπό τον τουφεκισμόν αυτών. Την 29 παρέλαβαν οι Άραβες όλα τα άλλα κανονοστάσια.
Προ της ενάρξεως δε των εχθροπραξιών, ήτοι την 1 ιανουαρίου, επρότεινεν ο Ιβραήμης τη φρουρά να στείλη τινάς προς αυτόν επί συμβιβασμώ λαλούντας και άλλας γλώσσας παρά την ελληνικήν· υπέσχετο δε ανταποστολήν οικείων του προς ασφάλειαν των ζητουμένων «Ημείς», απήντησεν η φρουρά, «είμεθα αγράμματοι, γλώσσας δεν εμάθαμεν, εμάθαμεν μόνον να πολεμώμεν». Μετά την απάντησιν ταύτην ήρχισεν ο πρώτος κανονοβολισμός.
Ο δε καπητάμπασας, ο και τον παρελθόντα ιούλιον προτείνας συμβιβασμόν τη φρουρά του Μεσολογγίου διά του διοικητού της αυστριακής φρεγάτας Ήβης, ηθέλησε να επαναλάβη τα αυτά και μετά τον εμφανισμόν των Αράβων. Επί τω σκοπώ τούτω ο διοικητής της βρεττανικής κορβέττας, Ρόδου, έστειλε την 15 προς την φρουράν επιστολήν λέγουσαν, ότι ο καπητάμπασας τω επρόβαλε να ειδοποιήση τας εν Μεσολογγίω Αρχάς, ότι όλαι αι προπαρασκευαί εις έφοδον ετελείοναν εν διαστήματι 8 ημερών· αλλ' ότι επεθύμει εις αποφυγήν αιματοχυσίας να μάθη αν η φρουρά συγκατετίθετο να συνθηκολογήση και υπό ποίους όρους· προσειδοποίει δε ο πλοίαρχος, ότι γνώμην αυτός περί τούτου δεν έδιδεν, ουδ' εγγυητής της προβαλλομένης συνθήκης εγίνετο. Λαβούσα η φρουρά την επιστολήν απήντησεν, ότι οι Έλληνες ακαταλογίστους ζημίας υπέφεραν, αίμα αφειδώς έχυσαν, οι τόποι των ερημώθησαν, και ουδέν άλλο τους ικανοποιεί παρά την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των· είχαν δε κυβέρνησιν, εις ην και μόνην απέκειτο να διαπραγματευθή ειρήνην ή πόλεμον, και εις ην υπακούοντες χρέος είχαν να πολεμήσωσι και αποθάνωσιν.
Εν ώ δε η υδραϊκή μοίρα επανέπλεεν εις τα ίδια, η των Σπετσών έπλεε προς το Μεσολόγγι, και φθάσασα κατά τας Σκρόφας περιέπλεε περιμένουσα τας άλλας, ηναγκασμένη εξ αιτίας της ολίγης δυνάμεώς της ν' αφήση τους διάπλους της λίμνης του Μεσολογγίου εις την διάκρισιν του εχθρικού στόλου. Ανυπόμονος ήτον ο Μιαούλης να επανέλθη εις τον αγώνα· οι ναύται δεν εζήτουν μισθούς, αλλά τοις έλειπαν τροφαί και πολεμεφόδια· το δε ταμείον ήτο κενόν, και μόνη ελπίς εφαίνετο η προαιρετική συνεισφορά· η ελπίς αύτη επληρώθη. Πρώτοι οι βουλευταί, οι νομοτελεσταί και οι υπουργοί έδωκαν το αξιέπαινον παράδειγμα συνεισφέροντες γρόσια 144,000. Το παράδειγμα τούτων εμιμήθησαν και οι εν Σύρα έμποροι συνεισφέροντες και αυτοί 30,000, συνεισέφεραν και άλλοι πολίται, και τοιουτοτρόπως η υδραϊκή μοίρα εξ 20 πλοίων εξέπλευσεν υπό τον Μιαούλην την 19 δεκεμβρίου. Συνεξέπλευσαν και 4 ψαριανά· ηλπίζετο δε να ευρεθώσι παρά την πολιορκουμένη πόλιν και τα σπετσιωτικά, αλλά ταύτα είχαν αναχωρήσει.
Τρία μόνον εξ αυτών απαντήσαντα τα υπό τον Μιαούλην επέστρεψαν προθύμως.
Ιανουάριος Μεγάλη τρικυμία επήλθε την νύκτα της 5 Ιανουαρίου, πλέοντος του ελληνικού στόλου έξωθεν της Ζακύνθου, και εβυθίσθη το πυρπολικόν του Πιπίνου, αλλ' όλοι οι εν αυτώ διεσώθησαν. Εχάρη χαράν μεγάλην η φρουρά του Μεσολογγίου λαβούσα γράμμα του Μιαούλη λέγον, ότι ο ελληνικός στόλος έφθασεν εις Σκρόφας, και ότι έφερε τροφάς και πολεμεφόδια προς χρήσιν αυτής. Έπασχαν δε οι της φρουράς κατ' εκείνας τας ημέρας τόσην έλλειψιν τροφών, ώστε, αφ' ού έφαγαν όλα τα εντός της πόλεως ζώα, εμοίραζαν το καθημερινόν ψωμίον προς 50· και μετά ταύτα προς 30 δράμια τον άνθρωπον. Την 9 ηγκυροβόλησεν ο ελληνικός στόλος εν τω λιμένι του Μεσολογγίου· αλλ', εν ώ κατεγίνετο εις αποβίβασιν των τροφών και των πολεμεφοδίων, και τα πλοία εσάλευαν επί δύο αγκυρών εξ αιτίας της διαρκούσης δεινής τρικυμίας, εφάνησαν εξερχόμεναι του κόλπου και ιστιοδρομούσαι επί τα εν τω λιμένι του Μεσολογγίου πλοία υπό ούριον άνεμον 14 φρεγάται και κορβέτται και 2 βρίκια.
Ο Μιαούλης, συλλογισθείς ότι ο εχθρός επροσπάθει ν' απομακρύνη τα ελληνικά πλοία και εμποδίση την εισαγωγήν των τροφών, απεφάσισε να ναυμαχήση επ' αγκύρας. Δύο εχθρικαί φρεγάται επλησίασαν περί την μεσημβρίαν της 10 την μικράν ελληνικήν ναυαρχίδα μέχρι βολής πιστόλας, επέρριψαν τους κεραυνούς των, και οι ναύται της φοβηθέντες έκοψαν εν αγνοία του ναυάρχου τας δύο αγκύρας· κατά το παράδειγμα τούτο έκοψαν και των άλλων πλοίων τας αγκύρας οι ναύται αυτών, και ούτως ο ελληνικός στόλος ανήχθη όλος, διέρρηξε την εχθρικήν γραμμήν υπό τον σφοδρόν αυτής κανονοβολισμόν και έπλευσε προς τας Σκρόφας φεύγων· διάφορα ελληνικά πλοία εβλάφθησαν, ενός δε έσπασε και το κατάρτιον. Αφ' ού δε απεμακρύνθησαν, έμαθεν ο Μιαούλης ότι εκάθησεν εις τα ρηχά του Προκοπανίστου μία βυζαντινή κορβέττα 26 κανονίων, έπλευσε προς εκείνα τα νερά, και την νύκτα της 15 ο πυρπολητής Πολίτης την έκαυσεν, οι δε εν αυτή 300 Τούρκοι, και 30 ναυτολογηθέντες κατά το σύνηθες διά της βίας Χριστιανοί, οι μεν εκάησαν οι δε επνίγησαν, τινές δε εμβάντες εις τας λέμβους των διεπέρασαν ως απηλπισμένοι ανάμεσον του ελληνικού στόλου, και εξ αυτών ολίγοι διεσώθησαν. Η θέα εν τοσούτω της πυρκαϊάς και η βροντή της εκραγής τόσον εφόβησαν τον εχθρόν, ώστε 20 πλοία, υπό το ακρωτήριον του Πάπα πλέοντα, αντί να δράμωσι κατά των Ελλήνων, ετράπησαν εις αισχράν φυγήν εντός του κόλπου. Την δε 16 το πρωί 60 εχθρικά πλοία απέπλευσαν εκ νέου εκ Πατρών και Κρυονερίου. Ο ελληνικός στόλος, πλέων έξωθεν του Μεσολογγίου επ' ελπίδι να εύρη ευκαιρίαν εις εισαγωγήν των τροφών, έδραμεν εις συνάντησίν των, και μεσουρανούντος του ηλίου ήρχισεν ο κανονοβολισμός· δυο εχθρικά πυρπολικά επλησίασαν τον ελληνικόν στόλον· απέδραμαν οι Έλληνες εμβάντες εις τας λέμβους· έντρομοι οι ναύται του ενός το παρήτησαν εις χείρας των Ελλήνων σώον και έφυγαν, το δε άλλο ελυτρώθη φεύγον. Το δειλινόν διεχωρίσθησαν οι στόλοι, και ο μεν τουρκικός επανέπλευσεν εις τον λιμένα των Πατρών, ο δε ελληνικός εις τον του Μεσολογγίου, ανείλκυσε τας αγκύρας του και έστειλεν εις την πόλιν όσα έφερεν εις χρήσιν της φρουράς τρόφιμα και πολεμεφόδια και επτακισχίλια κοιλά αραβοσίτου, άτινα παρέλαβεν εν τω νησιδίω του Πεταλά. Τοιουτοτρόπως προμηθεύθη η φρουρά μόλις διμήνου τροφής. Καθ' ήν δε ημέραν έτοιμος ήτον ο ελληνικός στόλος να επαναπλεύση, εις τα ίδια ως αποπερατώσας ευτυχώς το έργον της αποστολής του, ό εστι την 23, εξέπλευσεν ο εχθρικός. Ανήχθη και ο ελληνικός και αντιπαρετάχθη. Ολίγον διήρκεσεν η ναυμαχία, οι στόλοι διεχωρίσθησαν, και ο ελληνικός επανέπλευσεν εις Ύδραν, ως εσκόπευε, φέρων τους οπλαρχηγούς Ίσκον, Βέικον, Ζέρβαν, Μήλιον και Κουσουρήν, αποστελλομένους προς την κυβέρνησιν παρά της φρουράς του Μεσολογγίου διά τας χρείας αυτής και του τόπου. Πέντε Έλληνες εφονεύθησαν και δεκατέσσαρες επληγώθησαν εν ταις επί της ναυτικής ταύτης εκστρατείας μάχαις. Οι τέσσαρες δε εκ των φονευθέντων και οι εννέα εκ των πληγωθέντων ήσαν εκ του πληρώματος της κορβέττας Θεμιστοκλέους παθόντες εκ της εκ δευτέρου εκραγής ενός των κανονίων της, διαρκούσης της μάχης. Την δε 30 ανεχώρησαν εκ Πατρών 45 εχθρικά πλοία εις Μοθώνην και απεβίβασαν ασθενείς και πληγωμένους.
Ο δε Ιβραήμης ησχολείτο εις ανέγερσιν πυροβολοστασίων εις επισκευήν και κατασκευήν πλοιαρίων και εις μετακόμισιν πολεμεφοδίων· εν ελλείψει δε αμαξών και αμαξιτών οδών, οι Άραβες μετεκόμιζαν εκ Κρυονερίου επί των χειρών τας σφαίρας· και επειδή διεπέρων τον Φίδαρην και ώδευαν οδόν αλλού μεν πετρώδη άλλου δε βαλτώδη, ήτο δε και ο καιρός βροχερός και η απόστασις 12 μιλίων, οι δυστυχείς μετακομισταί κοπιώντες και κακοπαθούντες ηρρώστουν καί τινες απέθνησκαν· εγίνοντο δε και αίτιοι ακουσίως συχνών πυρκαϊών εν τω στρατοπέδω ανάπτοντες εις θέρμανσιν πολλά και μεγάλα πυρά.
Φεβρουάριος Εν τούτοις, εργαζόμενοι οι περί τον Ιβραήμην αδιακόπως ύψωσαν την 6 φεβρουαρίου εντός 400 βημάτων από του τείχους τρία κανονοστάσια αντικρύ το μεν της δεξιάς πλευράς, το δε της αριστεράς, το δε έμπροσθεν του μετώπου του τείχους. Επτά κανονοθυρίδας είχεν έκαστον κανονοστάσιον· μεταξύ δε αυτών ανηγέρθησαν προμαχώνες. Τούτων δε τελειωθέντων, κατεσκευάσθη κυκλοειδές οχύρωμα εκ χωμάτων όπισθεν του κανονοστασίου του επί του μετώπου 600 οργυιάς μακράν του προτειχίσματος του Μπότσαρη εις επίθεσιν βομβοβόλων· και επειδή διά των νέων τούτων πυροβολοστασίων και προμαχώνων οι εχθροί ήλθαν πολλά πλησίον του τείχους, συνέβαιναν συχνοί αλλά μικρού λόγου ακροβολισμοί. Οι εχθροί κατεσκεύασαν μετά ταύτα και άλλο κανονοστάσιον προς τα παράλια της Άσπρης Αλικής αντικρύ του νησιδίου της Σκύλας· κατεσκεύασαν δε τα κανονοστάσια ταύτα ογκώδη, ώστε να μη τα διαπερώσιν αι μικραί σφαίραι των Ελλήνων. Αφ' ού δε τα ώπλισαν, ήρχισεν, ανατείλαντος του ηλίου της 13, βαρύς πυροβολισμός κατά του τείχους και της πόλεως, και διήρκεσε μέχρι της 15 ακατάπαυστος και σφοδρότατος ημέραν και νύκτα. 40 κανόνια και βομβοβόλοι ήσαν εν χρήσει την 14 και 8000 σφαίραι, βόμβαι, και βομβίδες ερρίφθησαν· 60 λιτρών ήσαν αι σφαίραι και υπερμεγέθεις αι βόμβαι και αι βομβίδες· προσεβάλλετο δε συγχρόνως και το επί του νησιδίου της Μαρμαρούς κανονοστάσιον. Απτόητοι και καρτερικοί οι της φρουράς απέδειξαν, κανονοβολούντες και τουφεκίζοντες αδιακόπως, ότι δεν εφοβούντο τους νέους πολιορκητάς, αν και οι κανονοβολισταί των ήσαν επιδεξιώτεροι των άλλων και επροξένουν μεγάλην φθοράν, όχι όμως και μεγάλην αιματοχυσίαν, διότι οι έγκλειστοι έμαθαν εξ ών έπαθαν πώς να προφυλάττωνται. Την δε 15 εμετρίασαν οι εχθροί τον πυροβολισμόν και ησχολήθησαν εις ανέγερσιν προμαχώνων πλησιέστερον του τείχους μεταξύ του προτειχίσματος του Φραγκλίνου και του μηνοειδούς προφράγματος. Τόσον δε επλησίασαν, ώστε πρός τινα μέρη έστησάν τινας 20 μόνον βήματα μακράν του τείχους· αφ' ού δε τοιουτοτρόπως ητοιμάσθησαν, επεχείρησαν ην εμελέτων έφοδον.
Δευτέραν ώραν μετά το μεσονύκτιον της 16, διαρκούντος σφοδρού κανονοβολισμού και τουφεκισμού, και ασελήνου ούσης της νυκτός, οι πλησιέστεροι εχθροί ώρμησαν επί το προτείχισμα του Μπότσαρη, ρίπτοντες βομβίδας διά χειρός έσω του τείχους· κατέλαβαν και το ως προφυλακτήριον αυτού υψωθέν πρόχωμα, και ήρχισαν εκείθεν μανιωδώς να τουφεκίζωσιν· ήτο δε και το πυρ των πυροβολοστασίων ακοίμητον. Ήρχισε τότε έσωθεν επίσης σφοδρός κανονοβολισμός και τουφεκισμός, και υπό το σκότος της νυκτός και το μέγα και παχύ νέφος του καπνού της πυρίτιδος δεν διεκρίνετο ειμή λάμψις ασβέστου πυροβολής και εκρηγνυομένων βομβών και βομβίδων· συνεστώσης δε της μάχης, οκτώ λόχοι Αράβων ήλθαν εις βοήθειαν των επί του προχώματος μαχομένων, και ο πόλεμος διήρκεσεν όλην την νύκτα· ανατείλαντος δε του ηλίου, ήλλαξεν η θέσις των μαχομένων. Ενθουσιώσα η φρουρά εξήλθε του φρουρίου, έπεσε ξιφίρης επί τους εχθρικούς προμαχώνας και τους όπισθεν του προχώματος συσσωρευμένους εχθρούς, εσκέπασε το μέρος εκείνο εχθρικών πτωμάτων, εζώγρησέ τινας, επήρε σημαίας, άπειρα οχυρωτικά εργαλεία, πάμπολλα όπλα και άλλα είδη, απεμάκρυνεν όλους τους εχθρούς, εκυρίευσε το πρόχωμα και επέστρεψε τροπαιούχος και λαφυροφόρος. Ο δε Ιβραήμης, ιδών τα γινόμενα, άφησε την προς τας υπωρείας σκηνήν του και κατέβη εις το πεδίον της μάχης θαρρύνων τα δειλιάσαντα στρατεύματά του να εφορμήσωσι και εκ δευτέρου· εφώρμησαν και κατέλαβαν το πρόχωμα· αλλ' οι Έλληνες άναψαν μικράν υπόνομον προπαρασκευασμένην, και έφθειραν πολλούς, οι δε διασωθέντες επτοήθησαν και ετράπησαν. Αλλ' η φρουρά του σατράπου, όχι μόνον τους φεύγοντας ηνάγκασε διά της μάστιγος να επιστρέψωσιν αλλά και άλλους άλλοθεν εις το πεδίον της μάχης έφερε. Τοιουτοτρόπως επεσωρεύθησαν και εκ τρίτου οι εχθροί επί το πρόχωμα· αλλά, δύσαντος του ηλίου, εξώρμησαν πάλιν οι Έλληνες και έπεσαν εις τον σωρόν θύοντες, διασκορπίζοντες και καταδιώκοντες τους εχθρούς μέχρι των χαρακωμάτων αυτών· και άλλοι μεν υπό το σκότος της νυκτός συνήλθαν επί της δευτέρας παραλλήλου τουφεκίζοντες, άλλοι δε ανέτρεπαν τα πλησιέστερα του φρουρίου έργα των εχθρών συνάξαντες δε πάλιν πολλά λογχοφόρα όπλα και πολεμεφόδια και άλλα πολυειδή λάφυρα επανήλθαν εις την πόλιν. Έντρομος ο εχθρός δι' όσα έπαθεν, έπαυσε κανονοβολών, εν ώ απ' εναντίας τα ελληνικά πυροβολοστάσια εκανονοβόλουν παννύχια. Οι Άραβες, ως δούλοι και ως τακτικοί, έδειξαν άκραν υπακοήν εις τους αρχηγούς των, αλλά πολεμούντες εφάνησαν ανανδρότατοι· πολλάκις πτοούμενοι εκ μόνων των κραυγών των Ελλήνων επιπιπτόντων παρέδιδαν τα λογχοφόρα όπλα των φωνάζοντες Α μ ά ν - κ α π η τ ά ν. Άδηλος αλλά πολύς ο αριθμός των παθόντων εχθρών. Εκ δε των Ελλήνων 17 εφονεύθησαν και 11 επληγώθησαν, εν οίς και ο οπλαρχηγός Σουλτάνης.
Τελειωθείσης δε της μάχης, ο Κιουταχής, όστις μακρόθεν ιστάμενος εθεώρει εν αγαλλιάσει τα γενόμενα, επεσκέφθη τον Ιβραήμην· «φρονείς», τω είπε, «και σήμερον ό,τι χθες εφρόνεις περί της φράκτης;» «Σήμερον έμαθα», απεκρίθη ο Ιβραήμης, «ότι όσα είπες ήσαν αληθή, και εύχομαι να δυνηθώμεν ηνωμένοι να κατορθώσωμεν ό,τι ούτε συ χωρίς εμού, ούτ' εγώ χωρίς σου δυνάμεθα». «Έτοιμος είμαι να συμπράξω», επανέλαβεν ο Κιουταχής, «αν γράψης εις Κωνσταντινούπολιν ότι ανάγκην έχεις της συμπράξεώς μου». Υπήκουσε προθύμως ο Ιβραήμης, και έκτοτε τα δύο στρατόπεδα συνέπραξαν εις άλωσιν της πόλεως. Συνέτρεξαν δε εις την συνδιαλλαγήν και δύο επίσημοι άνδρες, σταλέντες επί τούτω εκ Κωνσταντινουπόλεως, γνωσθείσης της διαφωνίας.
Εν τοσούτω, η αποτυχία των κατά ξηράν πολεμικών κινημάτων ηνάγκασε τον Ιβραήμην να στρέψη την προσοχήν του όλην εις την λίμνην, και επί τω σκοπώ τούτω ερρίφθησαν την 17 εν αύτη 32 πολύκωπα και ανίστια πλοιάρια ελαφράς όλα κατασκευής ένεκα των αβαθών νερών της λίμνης, και ο στολίσκος ούτος ωρμίσθη παρά το νησίδιον Σκύλαν προστατευόμενος υπό του επί της αντικρύ ξηράς κανονοστασίου. Την αυτήν δε ημέραν τα εις Μοθώνην αποπλεύσαντα προ ολίγων ημερών πλοία επανέπλευσαν εις Πάτρας φέροντα στρατεύματα και τροφάς. Την δε 19 έπλευσεν ο εν τη λίμνη στολίσκος κατά τον Προκοπάνιστον και επανήλθεν αυθημερόν εις Σκύλαν. Την δ' επαύριον τα μεν των πλοιαρίων εκανονοβόλησαν το Βασιλάδι, τα δε εβόλισαν τα νερά της Κλείσοβας. Την δε 22 εξέπλευσε του κόλπου των Πατρών το ατμόπλουν του εχθρού, σύρον σχεδίας και λανσόνια, και την εσπέραν της αυτής ημέρας εμβήκαν διά του Κ ό μ μ α τ ο ς του Προκοπκνίστου πέντε σχεδίαι και εννέα λανσόνια. Εισέπλευσαν την επιούσαν και άλλαι τρεις σχεδίαι και εννέα λανσόνια και δι' αυτών απεκλείσθησαν στενώς όλα τα περάματα της λίμνης, εν ή διέμενε και ο εχθρικός στολίσκος.
Αφ' ού δε ο Ιβραήμης διέθεσε τοιουτοτρόπως τα κατά θαλασσαν διέταξε τον προ ολίγου ελθόντα εις το εκτός του Μεσολογγίου εχθρικόν στρατόπεδον εκ της επαρχίας της Γαστούνης Χουσεήμπεην να κινηθή εις άλωσιν του Βασιλαδίου. Επ' αυτού έκειντο 14 κανόνια, εξ ών τα 2 των 18 λιτρών, τα δε λοιπά των 12· ήσαν δε οι υπερασπισταί του 80, οι μεν 60 τουφεκοφόροι υπό τον Σπύρον Πεταλούδην, οι δε 20 κανονοβολισταί υπό τον Αναστάσην Παπαλουκάν και τον Ιταλόν Γιακουμούτσην. 40 πλοιάρια παρέλαβαν διά νυκτός την 25 κατά την Άσπρην Αλικήν στρατεύματα και εξημερώθησαν έμπροσθεν του Βασιλαδίου συνοδευόμενα υπό δύο σχεδιών· και έκαστον μεν των πλοιαρίων έφερεν έν κανόνι ελαφρόν και 30 μαχητάς Άραβας, εκάστη δε των σχεδιών μίαν βομβοβόλον· συγχρόνως έπλευσαν προς το Βασιλάδι και έξωθεν της λίμνης 18 λέμβοι του στόλου καί τις σαλούπα φέρουσα μίαν βομβοβόλον. Ήρχισεν η μάχη και διήρκεσε μέχρι της εσπέρας, καθ' ήν πεσούσης μιας βόμβας επί του Βασιλαδίου, άναψεν ο σάκκος των κανονοφυσεκίων· κατεταράχθη η φρουρά, και οι Άραβες ευρόντες καιρόν, και ωθούμενοι υπό των αξιωματικών, επάτησαν σωρηδόν το νησίδιον, και οι φρουρούντες αυτό οι μεν εφονεύθησαν εν οίς και ο Πεταλούδης, ο Σπύρος Ραζής και ο Ασημάκης Ζορπάς, οι δε ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, τέσσαρες δε ηχμαλωτίσθησαν· εφονεύθησαν και πολλοί Τούρκοι.
Μετά την κυρίευσιν του Βασιλαδίου ο εχθρός έστρεψε την προσοχήν του εις το Ανατολικόν.
Η πόλις αύτη επολεμείτο συχνάκις, διαρκούσης της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Αφ' ού δε απεφάσισεν ο εχθρός να κυριεύση την λίμνην, ο πόλεμος κατά του Ανατολικού εγένετο σφοδρότερος, και στρατεύματα εχθρικά κατέλαβαν διαφόρους θέσεις παρ' αυτό. Την δε 28 εκίνησεν ο εχθρός διά ξηράς και θαλάσσης εις κυρίευσιν του μίαν ώραν απέχοντος του Ανατολικού και ημιώριον της Φοινικιάς νησιδίου Ντολμά, περιφερείας ενός μιλίου. Αντικρύ αυτού κατ' ανατολάς προς την θέσιν της Φοινικιάς ύψωσαν οι εχθροί τρία κανονοστάσια και επέθεσαν 18 κανόνια και βομβοβόλους, δι' ων εκανονοβολείτο και εβομβοβολείτο ο Ντολμάς. Συνήλθαν επί της θέσεως εκείνης δισχίλιοι εις απόβασιν επί του νησιδίου, διότι και η απόστασις είναι μόλις είκοσι βημάτων, και τα νερά ρηχά. Επί δε του Ντολμά ήτο μόνον έν κανονοστάσιον και 200 μαχηταί υπό τον Λιακατάν, Εν ώ δ' επολεμείτο το νησίδιον υπό των εν Φοινικιά, εκανονοβολείτο και υπό των εχθρικών πλοιαρίων. Μεγάλην καρτερίαν και γενναιότητα έδειξαν οι υπερασπισταί πολεμούντες πανήμεροι, και αποκρούοντες τας κατά θάλασσαν και ξηράν προσβολάς των εχθρών· τριακόσιοι ελογίσθησαν οι φονευθέντες και πληγωθέντες εχθροί· εφονεύθη και ο γνωστός Σέβρανης. Αλλ' οι Έλληνες όλοι σχεδόν εφονεύθησαν πολεμούντες, και οι εχθροί εκυρίευσαν το νησίδιον την νύκτα. Καθ' ήν δε ημέραν επολεμείτο ο Ντολμάς, εξώρμησαν εις αντιπερισπασμόν 500 της φρουράς του Μεσολογγίου, υπό τον Τσαβέλλαν, αλλ' απεκρούσθησαν και επανήλθαν εις την πόλιν φέροντες τας κεφαλάς ενός Ευρωπαίου αρχιπυροβολιστού και ενός χιλιάρχου Τούρκου.
Πεσόντος του Ντολμά, δεν απελείπετο ελπίς σωτηρίας του Ανατολικού. Καλή τύχη, οι εχθροί ενόμιζαν ότι η πόλις αύτη είχεν ως άλλοτε ικανήν φρουράν, εν ώ είχεν ολίγην. Εμβάντων δε των πλοιαρίων έσωθεν του Ντολμά, οι εχθροί εκινήθησαν την επαύριον προς το Ανατολικόν, οι μεν διά ξηράς οι δε διά θαλάσσης. Εν ώ δε επλησίαζαν, είδαν πλέοντάς τινας εκ της πόλεως και φέροντας λευκήν σημαίαν· μαθόντες δε ότι ήρχοντο επί συμβιβασμώ τους ωδήγησαν εις τον Ιβραήμην και δεν επροχώρησαν. Ο Ιβραήμης κατ' αρχάς υπεσχέθη μόνον ασφάλειαν ζωής και τιμής εκάστου εκτός ενός, χωρίς να τον ονομάση, αλλ' επί τέλους συγκατετέθη να διατηρήση έκαστος εκ της περιουσίας του 100 γρόσια και την πολυτιμοτέραν ενδυμασίαν του. Επεκύρωσε και ο Κιουταχής τους όρους τούτους συναινέσας να μεταβώσιν οι εν τω Ανατολικώ εις Άρταν, και υποσχεθείς να τους θρέψη ένα μήνα. Υπό τους όρους τούτους τους και διατηρηθέντας, παρεδόθη το Ανατολικόν. Επί δε της εξόδου των υποσπόνδων, οι εχθροί, κατέχοντες την αποβάθραν, εψηλάφουν τους διαβιβαζομένους και τους αφήρουν ό,τι επέκεινα των συμφωνηθέντων έφεραν. Εν ώ δε εξήρχοντο άνδρες και γυναίκες ανεπηρέαστοι, όλοι τρισχίλιοι, περιεκαλύφθη αίφνης ωραία τις νεάνις, καθ' ήν στιγμήν έμελλε να εξέλθη, και μετεκομίσθη εις την σκηνήν του Ιβραήμη. Η νεάνις αύτη ήτον ο εξαιρεθείς του συμβιβασμού άνθρωπος. Εκράτησε δε παρ' αυτώ και ο Κιουταχής τινας των προεστώτων των μερών εκείνων περιποιούμενος αυτούς.
Η πτώσις του Βασιλαδίου, του δι' όλης της επαναστάσεως ευτυχώς ανθέξαντος, προεμήνυε το θλιβερόν μέλλον του Μεσολογγίου. Ο καπητάμπασας εζήτησεν άλλοτε, ως είδαμεν, την μεσιτείαν πλοιάρχου Άγγλου προς την φρουράν του Μεσολογγίου επί συμβιβασμώ. Υποθέτων ο μέγας αρμοστής των Ιονίων νήσων Αδάμ, ότι ο καπητάμπασας είχε και τότε την αυτήν διάθεσιν, και βέβαιος ότι πάσα ελπίς ευτυχούς αντιφάσεως της φρουράς ήτον εις το εξής ματαία, και ότι έντιμός τις συμβιβασμός ήτον ο μόνος τρόπος της σωτηρίας της, κατέπλευσεν αυθόρμητος εις Κρυονέρι μετά την πτώσιν του Ανατολικού, αλλά δεν ηύρε τον καπητάμπασαν ως άλλοτε ευδιάθετον, βλέποντα ότι, διακοπείσης πάσης κοινωνίας της λίμνης και της θαλάσσης, η πτώσις της πόλεως ήτον εγγύς. Αναχωρήσαντος δε απράκτου του μεγάλου αρμοστού, ο Κιουταχής και ο Ιβραήμης, οι πάσαν συνέντευξιν μετ' αυτού αποφυγόντες, έστειλαν άνθρωπον προς τους πολιορκουμένους προτρέπονντες αυτούς διά λόγου να προσκυνήσωσιν. «Αποθνήσκομεν, αλλά δεν προσκυνούμεν», απήντησαν ούτοι.
Μάρτιος Λαβόντες οι πασάδες προφορικήν την απάντησιν ταύτην, τοις επρότειναν εκ νέου εγγράφως την 21 μαρτίου να παραδώσωσι το φρούριον, και ή ν' αναχωρήσωσιν όλοι άοπλοι, ή να μείνωσιν οι εντόπιοι, αν ήθελαν, κατέχοντες και την περιουσίαν των. «Οκτακισχίλια αιματωμένα όπλα δεν παραδίδονται» απεκρίθησαν και τότε εγγράφως οι πολιορκούμενοι (β).
Πεσόντος του Ανατολικού, έστρεψαν οι εχθροί τας δυνάμεις των κατά της Κλείσοβας.
Το νησίδιον τούτο, 300 βημάτων περιφερείας, απέχει ημιώριον του Μεσολογγίου μεσημβρινώς· έχει εκκλησίαν επ' ονόματι της Αγίας Τριάδος, γύρωθεν δε της οροφής αυτής ανήγειραν οι Έλληνες προμαχώνας, ύψωσαν επί του νησιδίου πρόχωμα και επέθηκαν τέσσαρα κανόνια. Εκατόν τουφεκοβολισταί και είκοσι κανονοβολισταί ήσαν οι υπερασπισταί του και καθήκοντα φρουράρχου ετέλει ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος· υπεράσπιζε δε το νησίδιον καί τις πάσαρα υπό τον Κωνσταντίνον Τρικούπην. Αφ' ού δε συνωμίλησαν οι δύο πασάδες περί του μελετωμένου κινήματος κατά της Κλείσοβας, ανεδέχθη τον αγώνα ο Κιουταχής, και την 25 μαρτίου πρωί έφερεν αυτοπροσώπως επί λέμβων έμπροσθεν του νησιδίου δισχιλίους Οσμανλίδας και Αλβανούς. Πριν δε φθάσωσιν ούτοι επρόφθασεν ο Κίτσος Τσαβέλλας μετά 11 στρατιωτών· ώστε όλοι οι επί της ξηράς υπερασπισταί της Κλείσοβας ήσαν 131, οι δε διά θαλάσσης το πλήρωμα της πάσαρας του Τρικούπη. Μετά την άφιξιν του Τσαβέλλα εκόπη πάσα κοινωνία της πόλεως και του νησιδίου· αλλ' η τόλμη των ολίγων υπερασπιστών αυτού ανεπλήρονε την ολιγότητα του αριθμού. Οι εχθροί, αφ' ού επλησίασαν όπου τα ρηχά δεν ήσαν πλωτά, έπεσαν εις την θάλασσαν, και προφυλαττόμενοι όπισθεν των πλοιαρίων τα ώθουν εις τα έμπροσθεν κανονοβολούμενοι και τουφεκιζόμενοι. Τοιουτοτρόπως επάτησαν το νησίδιον και μαχόμενοι ηνάγκασαν τους επί του προχώματος να το εγκαταλείψωσι και συγκεντρωθώσι και ούτοι εντός και επί της οροφής της εκκλησίας· αλλ' ο τουφεκισμός εκείθεν κατά του εχθρού ήτο τόσον φθοροποιός, ώστε εβιάσθησαν οι αποβάντες και το υπό το πυρ της οροφής της εκκλησίας πρόχωμα να εγκαταλείψωσι, και εις την θάλασσαν να πέσωσιν. Εις μάτην επροσπάθουν οι αξιωματικοί να πειθαναγκάσωσι τους στρατιώτας εις εγκαρτέρησιν και επάνοδον επί του νησιδίου· ριψοκινδυνεύων και ο φιλότιμος Κιουταχής προς εμψύχωσιν αυτών επληγώθη εις τον πόδα· αλλ' οι στρατιώται του, κωφοί εις την φωνήν και τυφλοί εις το παράδειγμά του, εμβήκαν εις τα πλοιάριά των, απεμακρύνθησαν και επανήλθαν εις το στρατόπεδον.
Πλήρης χαράς ο Ιβραήμης διά την αποτυχίαν του αντιζήλου του, ανέλαβεν αυτός τον αγώνα, διέταξε και επέβησαν αμέσως εις πλοιάρια τρισχίλιοι Άραβες, και καλέσας τον αλωτήν του Βασιλαδίου Χουσεήμπεην, «ιδού», τω είπεν, «η ώρα να δείξωμεν πόσον ημείς υπερέχομεν των άλλων», και ταύτα ειπών, τον ενηγκαλίσθη και τον επροβόδησεν. Ο Χουσεήμπεης εκύκλωσε μετά των υπ' αυτόν όλον το νησίδιον, οι δε υπερασπισταί αυτού ηναγκάσθησαν ν' αφήσωσι πάλιν το πρόχωμα και συνασπισθώσιν όλοι εντός της εκκλησίας και επί της οροφής της. Εκινδύνευαν δε να γένωσιν όλοι ανάρπαστοι διά την ολιγότητά των· αλλά εύστοχος τουφεκοβολή του Σωτηροπούλου τους έσωσεν. Ούτος παρατηρήσας ότι οι εχθροί υπήκουαν και εφοβούντο κατ' εξοχήν ένα των αξιωματικών, ετουφέκισεν αυτόν δις και τον εφόνευσεν· ο δε φονευθείς ήτον ο Χουσεήμπεης, και τούτου πεσόντος, οι εχθροί κατεταράχθησαν, και οι μεν κατέφευγαν εις τα πλοιάρια, οι δε τα ώθουν εις τα έξω και τα εξεκάθιζαν στρέφοντες τα νώτα προς την Κλείσοβαν· εξώρμησαν τότε οι εν τη εκκλησία και οι επί της οροφής, και προπορευομένου του Τσαβέλλα, ούτινος την σπάθην έκοψεν εις δύο μετ' ολίγον εχθρική βολή (γ), κατέλαβαν το κανονοστάσιον· και οι μεν κανονοβολούντες, οι δε τουφεκίζοντες εις τον σωρόν κατέστρεφαν τους εχθρούς. Χίλια περίπου πτώματα εφέροντο επί των κυμάτων.
Ήρως αυτόχρημα ανεδείχθη πας πολεμιστής της Κλείσοβας· η δε πάσαρα του Τρικούπη, φέρουσα έν και μόνον κανόνι τριών λιτρών και πολεμούσα εν μέσω τόσων εχθρικών κανονοφόρων, εβυθίσθη κανονοβολουμένη, αλλ' οι εν αυτή πεσόντες εις την θάλασσαν υπό την χάλαζαν των εχθρικών βολίων, διεκολύμβησαν εις το νησίδιον. Διαρκούσης δε της δεινής ταύτης πάλης, πολλοί των εν Μεσολογγίω εφιλοτιμήθησαν να δράμωσιν εις αντίληψιν της ολίγης φρουράς της Κλείσοβας, αλλ' εξ αιτίας του κυκλούντος το νησίδιον εχθρικού στολίσκου, δύο μόνον μονόξυλα, το του Ράπεση και το του Πέτρου Γαλιώτου, φέροντα τροφάς και πολεμεφόδια, εδυνήθησαν να διαπλεύσωσι· και το μεν του Τάπεση κατευωδώθη, το δε του Γαλιώτου εδιχοκόπη πλησίον του νησιδίου υπό κανονοβολής, αλλ' οι εν αυτώ, εν οις και ο Κώστας Δροσίνης και ο Γεώργης Κωνσταντίου Βαλτινός, πεσόντες εις την θάλασσαν διεσώθησαν· μόνος ο Γαλιώτος εφονεύθη επί του διάπλου.
Και επί της περί ης ο λόγος μάχης και επί πολλών, ως είδαμεν, άλλων, ακαταδάμαστος εδείχθη η ανδρία και η καρτερία της φρουράς του Μεσολογγίου, αλλ' η πείνα, η δαμάζουσα την ανδρίαν και την καρτερίαν, ήρχισε να δεικνύη όλα τα φόβητρά της. Ενατενίζοντες οι έγκλειστοι εις την θάλασσαν, δι' ης ανέμεναν, ως και άλλοτε, την θεραπείαν του κακού, δεν έβλεπαν ειμή εχθρικάς σημαίας και διά μόνης της προσδοκίας της ταχείας ελεύσεως του ελληνικού στόλου εζωογονούντο· αλλά τα εις κίνησιν του στόλου και εις αγοράν και αποστολήν τροφών και πολεμεφοδίων χρήματα έλειπαν· διά την κατεπείγουσαν δε ταύτην ανάγκην και επί τη αιτήσει των παρά της φρουράς του Μεσολογγίου αποσταλέντων οπλαρχηγών εξεδόθη νόμος την 10 φεβρουαρίου εις εκποίησιν εθνικών κτημάτων, δηλαδή γης καλλιεργησίμου και μη, σταφιδώνων, αμπελώνων, ελαιώνων, κήπων και παντός είδους δένδρων, αξίας ισπανικών ταλλήρων 800,000· αλλ' εχρειάζετο καιρός εις πραγματοποίησιν του νόμου τούτου, εν ώ ο κίνδυνος επέκειτο· δεν ευρίσκοντο δε πρόθυμοι αγορασταί διά τον γενικόν κίνδυνον της πατρίδος και το μη νόμιμον της πωλήσεως· δι' όλα ταύτα ολίγοι οι εντεύθεν πόροι, και εις προαιρετικήν συνεισφοράν κυβερνώντες και κυβερνώμενοι εκλήθησαν· εισηκούσθη η φωνή του κινδύνου, έδωκε και το εθνικόν ταμείον όσα είχε, και ούτως εξέπλευσαν την 10 μαρτίου υδραϊκά τινα πλοία υπό τον Μιαούλην και κατόπιν αυτών καί τινα σπετσιωτικά και ψαριανά. Η μοίρα αύτη εκ 30 πλοίων έφερε και τους απεσταλμένους της φρουράς, προς ους εδόθησαν διά τας ανάγκας αυτής γρόσια 230,000. Αλλ' ουδέποτε ελληνική μοίρα εξέπλευσε τόσον απαρασκεύαστος· πολλά πλοία δεν είχαν πλειοτέρους των 20 ναυτών. Εν τούτοις, ο εχθρικός στόλος, ειδοποιηθείς παρά των κατά την Ζάκυνθον προφυλακίδων του, ότι η ελληνική μοίρα εφάνη την 31 μαρτίου προς εκείνα τα μέρη, εξέπλευσε του κόλπου· και έπλεε μεταξύ των Εχινάδων και του Πάπα· η δε ελληνική έπλευσε την εφεξής ημέραν προς τον Πεταλάν.
Αν και οι εχθροί κατείχαν όλους τους γνωστούς διάπλους της λίμνης επαγρυπνούντες ημέραν και νύκτα, υπήρχε καί τις αφύλακτος, στενός και αφανής, δι' ου εισέπλεαν ενίοτε εκ του Πεταλά μικρά πλοιάρια·
Απρίλιος δι' αυτού διεβιβάσθη την 1 απριλίου εκ της πόλεως εις την ναυαρχίδα ο πρώην φρούραρχος του Βασιλαδίου Παπαλουκάς, έφερε προς τον Μιαούλην γράμματα, δι' ων εξιστόρει η διοικητική επιτροπή την δεινήν θέσιν των πολιορκουμένων διά την έλλειψιν των τροφών, και τω επρόβαλε να στείλη όσας έφερε διά του διάπλου τούτου υπό την οδηγίαν του Παπαλουκά. Εφορτώθησαν ευθύς αι τροφαί, και αι τροχοφόροι λέμβοι εκίνησαν την εξής νύκτα· εκίνησαν και τα εν Πεταλά πλοία, τα μεν προς τον Πάπαν τα δε προς το Μεσολόγγι· αλλά, κακή τύχη, αι λέμβοι σενήντησαν επί του διάπλου απροσδοκήτως εχθρικήν φυλακήν, επολέμησαν, απέτυχαν, και επανήλθαν εις τα πλοία των επαναφέρουσαι τας τροφάς. Την δε 3, 20 των ελληνικών πλοίων υπό τον Μιαούλην, και 65 εχθρικά, εξ ών 15 φρεγάται και κορβέτται, εναυμάχησαν· εφονεύθησαν και επληγώθησαν 30 Έλληνες, και εκάη και έν πυρπολικόν· αλλά και η ναυμαχία και οι φονευθέντες Έλληνες και το πυρπολικόν εις μάτην. Ο Μιαούλης, έχων προ οφθαλμών την κρίσιμον περίστασιν της φρουράς, ούτ' εδειλίασε διά την ολιγότητα, την αδυναμίαν και την αποτυχίαν του στολίσκου του, ούτ' εμακρύνθη από του πεδίου της μάχης· αλλ' αι προσπάθειαί του δεν ετελεσφόρησαν· αν δε ήνοιγε και τον λιμένα, χρείαν είχε πολλών πλοιαρίων κανονοφόρων προς διασκορπισμόν των εν τη λίμνη περιφερομένων και παραφυλαττόντων 70 εχθρικών, εν ώ δεν είχεν ειμή τας λέμβους του στολίσκου του· ώστε στενά πανταχόθεν. Αλλά πώς να μη ελεεινολογήση ο ιστορικός την αξιοκατάκριτον απρονοησίαν των κυβερνώντων την Ελλάδα τον καιρόν εκείνον; δεν ήτον έλλειψις πόρων, ήτις έφερε την φρουράν του Μεσολογγίου εις την εσχάτην ταύτην απελπισίαν, αλλ' έλλειψις κυβερνητικής προνοίας. Διαρκούσης της πολιορκίας του Μεσολογγίου, τρεις θαλάσσιοι εκστρατείαι εγένοντο εις βοήθειαν αυτού, εν ώ μία ήρκει, και αύτη μόνον προς εισκομιδήν των αναγκαίων. Είδαμεν, ότι και ηνοίχθη και ανοικτός διέμεινε μέχρι πολλού ο λιμήν του Μεσολογγίου, ώστε όσα επί ματαίω εξωδεύθησαν επί της δευτέρας και της τρίτης ναυτικής εκστρατείας θα εξήρκουν ταύτα μόνα εις πολυχρόνιον προμήθειαν των αναγκαίων, αν εστέλλοντο επί της πρώτης, και όλη η κατά της Ελλάδος δύναμις θα εσυντρίβετο προ των πυλών της πόλεως, διότι η φρουρά της, χάρις εις την ακαταμάχητον καρτερίαν της, μόνην την πείναν εφοβείτο, και θα εγίνετο επί μόνου του αγώνος της πόλεως εκείνης η κρίσις όλου του εθνικού αγώνος, και θα κατεστρέφετο και αυτός ο καταστρέψας την Πελοπόννησον Ιβραήμης. Ηξεύρομεν ότι ο μεγαλότολμος ούτος σατράπης είπεν επί της μετά την πτώσιν του Μοσολογγίου επανόδου του εις Νεόκαστρον τω Δεριγνή ελθόντι εις επίσκεψιν του και ερωτήσαντι αυτόν περί της εκστρατείας του· «βλέπεις πώς λύεται η χιών εκείνη;» δακτυλοδεικτών χιονοσκεπή τινά ακρώρειαν, «κατά τον αυτόν τρόπον θα ελυόμεθα και ημείς όλοι, αν είχεν η φρουρά του Μεσολογγίου τροφάς τρεις έτι εβδομάδας». Τόσον κακόν έπαθαν οι εχθροί εν τη μάχη της Κλείσοβας, και τόσον απηλπίσθησαν του να κυριεύσωσιν άλλως ειμή διά της πείνας την πόλιν.
Ας ίδωμεν τώρα και την τελευταίαν σκηνήν του μεγάλου τούτου δράματος.
Η συνήθης τροφή προ ημερών έξέλειψε, και ευτυχείς ελογίζοντο όσοι των εν τη πόλει εύρισκαν κρέατα ακαθάρτων ζώων. Οι καρκίνοι και αι φυόμεναι εν τη λίμνη αλμύραι ηγοράζοντο πολλάκις δι' αίματος εξ αιτίας των περιφερομένων παρά την πόλιν εχθρικών πλοιαρίων. Οι πολιορκούμενοι, ρακοφορούντες, τετραχηλισμένοι, αυχμηροί και υπό της πείνας και κακουχίας κατεσκελετευμένοι, ήσαν δυσδιάγνωστοι και πολλοί φασματώδεις· συχνάκις διά την ακαθαρσίαν της τροφής ή την παντελή στέρησιν αυτής έπιπτάν τινες λειποθυμούντες κατά γης· ασθενείς και τραυματίαι εστερούντο πάσης θεραπείας· πτώματα έκειντο εν ταις οδοίς, και οι ζώντες ανέπνεαν την αποφοράν των. Αλλά και τοιαύτα πάσχοντες ανεκαρτέρουν, ελπίζοντες εις την αντίληψιν του ελληνικού στόλου ανοίξαντος και άλλοτε τον και ήδη κεκλεισμένον της πόλεως λιμένα. Αλλ', αφ' ού εβεβαιώθησαν, ότι όλοι οι αγώνες του εματαιώθησαν, και ότι και ο αφανής διάπλους της λίμνης, καταληφθείς και αυτός παρά των εχθρών, δεν ηνοίχθη, απηλπίσθησαν, και αποφασίσαντες να διεξέλθωσι ξιφήρεις έστειλαν δύο στρατιώτας αλβανοφορούντας και αλβανολαλούντας διά νυκτός προς τους έξω οπλαρχηγούς, τους διατρίβοντας τότε εν Πλατάνω των Κραββάρων, ειδοποιούντες αυτούς, ότι εμελέτων να διεξέλθωσι την νύκτα της 10, και τους εκάλουν εις αντίληψιν επί της διεξόδου. Πρόθυμοι οι εν Πλατάνω οπλαρχηγοί εις την αίτησιν των συναδέλφων των απεκρίθησαν, ότι εις ευόδωσιν του σκοπού αυτών πεντακόσιοι ήσαν έτοιμοι να πέσωσι την ορισθείσαν νύκτα εις το στρατόπεδον του Κιουταχή το προς τους Μύλους, πεντακόσιοι εις το του Ιβραήμη το προς τα Τριλάγκαδα, και πεντακόσιοι να ευρεθώσι κατά τα Χίλια σπήτια φέροντες πολλά ζώα εις χρήσιν των ασθενών, των τραυματιών, και των αδυνάτων· παρήγγειλαν δε να μη εξέλθη η φρουρά ειμή αφ' ού προσβάλωσιν εκείνοι πρώτοι τα δύο εχθρικά στρατόπεδα. Λαβούσα η φρουρά την απάντησιν ταύτην προητοιμάζετο εις την διέξοδον, και κατασκευάσασα τρεις ξυλίνους και πλατείας γεφύρας ετρύπησε το τείχος και τας έθεσεν επί της τάφρου έμπροσθεν του καρκινοειδούς προφράγματος και των προτειχισμάτων του Μπότσαρη και του Μακρή· δεν τας έβλεπε δε ο εχθρός, διότι τας εκάλυπτεν η πρόταφρος. Υπερεννεακισχίλιαι ψυχαί ήσαν ταις ημέραις εκείναις εν τη πόλει, διότι μετά την απομάκρυνσιν του Κιουταχή εθεωρήθη η πολιορκία ως λελυμένη, και πολλαί καταφυγούσαι, αρξαμένης της πολιορκίας, εις Κάλαμον οικογένειαι επανήλθαν εις την πόλιν, και εκ της αιτίας ταύτης εφθάρησαν ταχύτερον αι εν αυτή τροφαί. Εξ όσων δε ευρίσκοντο εν τη πόλει, δισχίλιοι πεντακόσιοι ήσαν οι οπλοφόροι, εν οις και πολλοί πάσχοντες· οι δε λοιποί εργάται, γυναίκες, παιδία, γέροντες και ασθενείς· όλοι δε, οπλοφόροι και μη, έχοντες προ οφθαλμών τον θάνατον εξεπλήρωσαν όσα η θρησκεία προ της τελευτής κελεύει, και έκαυσαν και πολλά πράγματα εξ όσων δεν εδύναντο να μεταφέρωσιν.
Εν τούτοις ήλθεν η δεκάτη απριλίου· πάμπολλοι ήσαν οι κατάκοιτοι· εξ αυτών, οι μεν μη δυνάμενοι να κινηθώσιν ηναγκάζοντο να περιμείνωσι τον διά σφαγής θάνατον επί κλίνης, οι δε οπωσούν ευρωστότεροι μετετέθησαν εντός τινων των δυνατοτέρων οικιών, όπου ήσαν πολεμεφόδια, επί σκοπώ να πολεμήσωσι μέχρι τελευταίας πνοής και έπειτα να καώσιν· έμειναν δε παρ' αυτοίς και πολλοί στενοί συγγενείς των μη υποφέροντες ν' αποχωρισθώσι και προτιμήσαντες να συναποθάνωσι πολεμούντες· ήσαν δε καί τινες των εναπομεινάντων οίτινες, θαρρυνόμενοι υπό των επί της πολιορκίας συνήθων νικών, ήλπιζαν, ότι εξορμώσα όλη διά μιας η ατρόμητος εκείνη φρουρά θα διεσκόρπιζε τους πολιορκούντας και θ' απήλλαττε την πόλιν των επικειμένων δεινών.
Δύοντος του ηλίου, ηκούσθη τουφεκισμός προς την κορυφήν του Ζυγού κατά το μέρος του αγίου Συμεώνος. Ο τουφεκισμός ούτος, όστις εσήμαινεν ότι ήλθεν εκεί η έξωθεν βοήθεια, έβαλε μεν εις κίνησιν την φρουράν ως προς την έξοδον, αλλ' έβαλεν εν ταυτώ εις υποψίαν και τον εχθρόν μαθόντα συγχρόνως διά τινος λειποτάκτου αλλοδαπού όσα εμελετώντο. Περί δε την β' ώραν της νυκτός συνήχθησαν η φρουρά και το πλήθος, όσον ήτο δυνατόν αταράχως, δοθέντος του σημείου, όπου ετέθησαν αι γέφυραι προ ολίγου· αι πλείσται των γυναικών ενεδύθησαν και ωπλίσθησαν ως άνδρες· ωπλίσθησαν και όσα παιδία εδύναντο να οπλοφορώσι· λαμπρώς δ' εφώτιζε την νύκτα εκείνην η σελήνη τον ορίζοντα. Οι δε συναχθέντες διηρέθησαν εις τρία σώματα υπό την οδηγίαν το μεν του Νότη Μπότσαρη, το δε του Κίτσου Τσαβέλλα, το δε του Μακρή· εν τοσούτω εγίνετο και η υπηρεσία του φρουρίου ως σύνηθες προς απάτην του εχθρού. Και εν πρώτοις εξήλθαν χίλιοι της φρουράς και εκάθησαν σιωπηλοί υπό την πρόταφρον· εξήλθαν κατόπιν και τα αδύνατα μέλη, αλλά τόσον ατάκτως ωθούντα και ωθούμενα επί των γεφυρών, ώστε πολλά έπεσαν εντός της τάφρου· εξήλθαν επί τέλους και οι λοιποί οπλοφόροι· αλλά πολλοί των Μεσολογγιτών εξ αιτίας των διά τας βαρείας ασθενείας εναπομεινάντων συγγενών των εβράδυναν να εξέλθωσιν, αποχαιρετούντες οι πολυπαθείς του θανάτου τον αποχαιρετισμόν και αποχαιρετούμενοι· τινές δε αυτών ουδ' επρόφθασαν να εξέλθωσιν· ησύχαζαν δε οι εκτός του τείχους συνενωθέντες, και ανέμεναν την έναρξιν της έξωθεν προσβολής, ως προεσχεδιάσθη. Μετά τον επί της δύσεως του ηλίου τουφεκισμόν ουδεμία άλλη τουφεκία έπεσεν έξωθεν, και οι Τούρκοι υποπτεύοντες, ότι οι Έλληνες εξήλθαν ήδη και ησύχαζαν όπισθεν της προτάφρου, ήρχισαν να κανονοβολώσι και τουφεκίζωσι. Πρηνείς έκειντο οι πυροβολούμενοι εις αποφυγήν του επιρριπτομένου πυρός· αλλ' αφ' ού, αναμείναντες ικανήν ώραν, είδαν ότι δεν επραγματοποίουντο όσα επροσδόκουν έξωθεν, και ότι επυροβολούντο θανατηφόρως, ανεγερθέντες όλοι, ε μ π ρ ό ς, ανέκραξαν, ε μ π ρ ό ς, και αλαλάζοντες, και θαρρύνοντες αλλήλους επροχώρουν· και το μεν υπό τον Μπότσαρην σώμα κατέλαβε την οδόν του Μποχωρίου, το δε υπό τον Μακρήν την του Ανατολικού, το δε υπό τον Τσαβέλλαν την μέσην· σκοπόν δε είχαν να ενωθώσι τα τρία ταύτα σώματα προς τους πρόποδας του Ζυγού κατά την άμπελον του Ραζοκότσικα την επί της οδού της επί του όρους μονής του αγίου Συμεώνος δύο ώρας μακράν του Μεσολογγίου.
Αλλά μόλις επροχώρησαν, και αίφνης ηκούσθη φωνή λέγουσα «ο π ί σ ω, ο π ί σ ω», και επί τη φωνή ταύτη οι όπισθεν ερχόμενοι Μεσολογγίται, άνδρες, γυναίκες, παιδία καί τινες μη εντόπιοι, εν οις και ο Γεώργος Τσαβέλλας, ανεστράφησαν· αλλ' οι λοιποί επροχώρουν ως και προτέρον, και ούτε τα διπλά και τριπλά χαρακώματα και ταφρεύματα των εχθρών, ούτε το ακοίμητον κατ' αυτών πυρ ίσχυσαν ν' αναστείλωσι την ορμήν των. Ηναγκάζοντο δε οι Τούρκοι να υποχωρώσιν επί τη ορμή και ωρυγή των. Ημιώριον δε απομακρυνθέντες του φρουρίου, έπεσαν εν μέσω του ιππικού του εχθρού, οι μεν υπό τον Μακρήν και τον Τσαβέλλαν του υπό τον Κιουταχήν όπισθεν ισταμένου του στρατοπέδου αυτού, οι δε υπό τον Μπότσαρην του υπό τον Ιβραήμην ελθόντος επίτηδες από του Μποχωρίου· και οι μεν υπό τον Μπότσαρην και Τσαβέλλαν ολίγην βλάβην έπαθαν, οι δε υπό τον Μακρήν μεγίστην. Αφ' ού δε διεπορεύθησαν, έφθασαν, οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν εις τους πρόποδας του Ζυγού, ό εστιν εις ην εθεώρουν ως το τέρμα των κινδύνων των θέσιν και υπό το πυρ των έξωθεν εις αντίληψιν αναμενομένων Ελλήνων· αλλ' αντί φίλων ηύραν πολυαρίθμους Αλβανούς υπό τον Μουστάμπεην και έπαθαν τα πάνδεινα καταδιωχθέντες και επ' αυτού του όρους. Πεντακόσιοι απωλέσθησαν εκ της φρουράς επί της διεξόδου· όλαι δε αι συνακολουθούσαι γυναίκες, εκτός επτά, και όλοι οι παίδες, εκτός τριών ή τεσσάρων, εφονεύθησαν ή ηχμαλωτίσθησαν, τινές μεν επί της διά των εχθρικών χαρακωμάτων και της ανάμεσον του ιππικού πορείας των, οι δε πλειότεροι εν ταις υπωρείαις· διαρκούντος δε του κινδύνου ουδεμίαν ηύραν έξωθεν βοήθειαν· 50 μόνον στρατιώται υπό τον Δράκον και τον Πανομάραν τοις έφεραν το μεσονύκτιον ολίγην τροφήν. Νυκτοπορούντες οι περί τον Μπότσαρην, τον Τσαβέλλαν και τον Μακρήν εξημερώθησαν επί της κορυφής του όρους κακήν κακώς εξ αιτίας της ταλαιπωρίας, της πείνας και του κόπου. Την δε επαύριον έφθασαν οι πλείστοι εις Δερβέκισταν, χωρίον του Αποκούρου, όπου ουδένα ηύραν των κατοίκων, προς μικράν περίθαλψιν, αλλά μόνον ολιγάριθμά τινα σώματα του Κώστα Μπότσαρη και άλλων οπλαρχηγών δικαιολογουμένων, ότι διά την ολιγότητα των περί αυτούς και την μη εμφάνισιν των πολλών δεν εδυνήθησαν να τρέξωσιν εις βοήθειάν των. Έμειναν δε οι διασωθέντες εν τω χωρίω όλην την ημέραν· την δε επαύριον μετέβησαν εις Πλάτανον των Κραββάρων, όπου διέμειναν 8 ημέρας αναμένοντες τους τήδε κακείσε διασπαρέντας· εκείθεν υπήγαν εις Σάλωνα. Κακώς έχοντες προ της εξόδου τόσον εταλαιπωρήθησαν μετά την έξοδον, και τόσοι απέθαναν καθ' οδόν πεινώντες και κακουχούμενοι, ώστε απαριθμηθέντες, αφ' ού έφθασαν ει τα Σάλωνα, ευρέθησαν όλοι οι διασωθέντες 1300, εν ώ οι της φρουράς μόνοι ήσαν επί της εξόδου των 2500.
Δεινότερα δε και ολεθριώτερα ήσαν τα παθήματα των εν τη πόλει απομεινάντων και των επανελθόντων. Εν ώ η φρουρά και οι παρακολουθούντες εξήρχοντο της πόλεως, οι εχθροί εισήρχοντο· εισερχόμενοι δε απήντησαν τους συγχρόνως επανερχομένους επί τη ακουσθείση φωνή «ο π ί σ ω, ο π ί σ ω» και τους μεν άνδρας εθανάτωσαν, τας δε γυναίκας και τα παιδία ηχμαλώτισαν· μόνοι οι υπό τον Γεώργον Τσαβέλλαν επρόλαβαν και εξήλθαν εκ δευτέρου διά της παραλίας οδού, και πεσόντες εν μέσω του εχθρικού ιππικού επιστρέφοντος εις Μποχώρι, οι μεν απωλέσθησαν, οι δε διεσώθησαν. Αλλ' η θανατηφόρος εκείνη προς τους στραφέντας εις τα οπίσω φωνή δεν ήτο φωνή επιβούλων χειλέων. Τινές των προπορευομένων επί της διεξόδου εθεώρησαν ως ανυπέρβλητα εμπόδια της προόδου τα ελικοειδή χαρακώματα και ταφρεύματα των εχθρών και ως τόσους τάφους ανεωγμένους· διά τούτο προτιμώντες τον επί των πυροβολοστασίων του τείχους θάνατον ως ενδοξότερον, έκραξαν «ο π ί σ ω, ο π ί σ ω», και εστράφησαν και αυτοί οπίσω.
Πατήσαντες δε οι εχθροί την πόλιν έστρεψαν εν πρώτοις το πυρ του τείχους κατά των οικιών, και έπειτα διεσπάρησαν εις λεηλασίαν, εις σφαγήν, και εις αιχμαλωσίαν. Πυροβολισμοί, κραυγαί, ολολυγμοί, μαχαιροκτυπήματα και εκπυρσοκροτήσεις ηκούοντο όλην την νύκτα. Η υπό το προτείχισμα του Μπότσαρη μεγάλη πυριτοθήκη, εξαφθείσα πρώτη διά χειρός Ελλήνων, διέρρηξε το προτείχισμα και κατέστρεψε πολλούς εχθρούς· εξήφθη ωσαύτως και η προς το δυτικόν παράλιον και ανέτρεψεν εκ βάθρων την παρακειμένην οικίαν, όπου εξέπνευσεν ο Βύρων· διερράγησαν υπό πυρός επίσης Ελλήνων και αι οικίαι, εν αις συνεσωρεύθησαν οι πάσχοντες· επί δε τη διαρραγή εξετινάσσοντο συμμίγδην εις τον αέρα οι εν αυταίς Έλληνες και οι πατούντες αυτάς εχθροί. Όλη η πόλις εκυριεύθη την νύκτα εκείνην πλην ο εν τω παρακειμένω νησιδίω Ανεμόμυλος, όπου εφυλάττετο πολλή πυρίτις· διέμεινε δε σώος ο Ανεμόμυλος μέχρι της 12, καθ' ήν διερράγη και αυτός υπό πυρός Ελλήνων. Παθόντες οι περί τον Κιουταχήν και τον Ιβραήμην υπό των Ελλήνων, αν και ψυχορραγούντων, έπαθαν και αφ' εαυτών αλληλοφονευόμενοι χάριν των λαφύρων, έως ου υπερισχύσαντες οι περί τον Ιβραήμην εκράτησαν αυτοί μόνοι την πόλιν και απεδίωξαν τους περί τον Κιουταχήν. Οι γνωστότεροι δε των επί της εξόδου θανατωθέντων ήσαν εκ μεν των εντοπίων ο Αναστάσιος Παλαμάς, ο Πάνος Παπαλουκάς, ο Πέτρος Γουλημής, ο Γεώργιος Ψαράντος, ο Κωνσταντίνος Καρπούνης, ο Κωνσταντίνος Τρικούπης, και ο Αθανάσιος Ραζοκίτσικας, γενικός αρχηγός των συμπολιτών του, και τα μέγιστα διαπρέψας διά την πολλήν ικανότητά του, την ακλόνητον καρτερίαν του και τον ακάματον ζήλον του· εκ δε των λοιπών οι οπλαρχηγοί Στουρνάρης και Σαδήμας, ο τειχοποιός Κοκκίνης, ο συντάκτης των ελληνικών χρονικών Ελβετός Μέγερος, οι φιλέλληνες Γερμανοί, Στιτσεμβέργης, Διττμάρης, Δελωνέης, Λουτσόφφης, Κλέμπης, Σίπανος, Πολωνός τις, και ο επίσκοπος Ρογών Ιωσήφ. Ο αρχιερεύς ούτος, ο καθ' όλην την πολιορκίαν διακριθείς διά τον ένθερμον πατριωτισμόν του, δεν επρόφθασε να εξέλθη, και φθάσας επί του τείχους καθ' ήν ώραν εισήρχοντο οι εχθροί έρριψε δαυλόν είς τινα παρακείμενον φυσεκοφόρον πίθον, ερρίφθη εις αυτόν καιόμενον, ημιεκάη, και ημίκαυστος απεκεφαλίσθη. Εφονεύθη επί της εξόδου και ο Παπαδιαμαντόπουλος (δ). Καθ' όν καιρόν εκινδύνευεν η πόλις, διεβιβάσθη ούτος εις Ζάκυνθον επί προμηθεία τροφών· ο κίνδυνος εκορυφώθη μετ' ολίγον και οι φίλοι του τον εσυμβούλευσαν να μη επανέλθη· αλλ' ούτος επανήλθεν εν μέσω των συναγωνιστών του, ειπών προς τους αποτρέποντας αυτόν, «ή θα σωθώ ή θ' αποθάνω μετ' αυτών». Αξιοθαύμαστος είναι και η επί της εξόδου διαγωγή και τελευτή του Χρήστου Καψάλη, ενός των προκρίτων της πόλεως. Είδε το πρωί της ημέρας εκείνης την προ πολλού πάσχουσαν σύμβιόν του εκπνεύσασαν, την ησπάσθη ακλαυστεί, και στραφείς προς τον υιόν του Αποστόλην παρόντα και κλαίοντα, «Μη κλαίε, υιέ μου», είπε· «μάλλον χαίρε, διότι απέθανεν η μήτηρ σου και δεν έπαθε τα δεινά της τουρκικής αιχμαλωσίας· άκουσε τώρα τους τελευταίους λόγους του πατρός σου· διέξελθε μετά των λοιπών την εσπέραν ταύτην, προσπάθησε να σωθής, και μη φροντίσης περί εμού· εγώ είμαι ασθενής και προβεβηκώς, ουδεμίαν ελπίδα έχω συνδιεξερχόμενος να σωθώ, και προτιμώ ν' αποθάνω εντός της πόλεως ή να αιχμαλωτισθώ επί της διεξόδου». Ταύτα είπε, τον ενηγκαλίσθη και τον απεχαιρέτησε. Και ο μεν υιός απεχωρίσθη του πατρός κλαίων, και διεξελθών εσώθη· ο δε πατήρ, στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, περιήλθε τας οδούς καλών ασθενείς και γέροντας να τον συνακολουθήσωσι· πολλοί υπήκουσαν, και συνελθόντες εις το φυσεκοδετείον εκλείσθησαν, και ψάλλοντες οι μεν εξοδίους, οι δε πατριωτικούς ύμνους, προσήνεγκαν εαυτούς ολοκαυτώματα επί τη εισβολή των εχθρών.
Αλλ' η πόλις του Μεσολογγίου, η δοξάσασα την Ελλάδα ζώσα, έμελλε να την αναστήση και πεσούσα· διότι αποδείξασα πασιφανώς, ότι Έλληνες και Τούρκοι ήσαν εις το εξής ασυμβίωτοι και αδιάλλακτοι, επετάχυνε διά της σωτηριώδους παρεμβάσεως των τριών Δυνάμεων το ευτυχές τέρμα της επαναστάσεως.
Χίλιοι εννεακόσιοι ηριθμήθησαν οι κατά διαφόρους τρόπους αποθανόντες επί της πολιορκίας Έλληνες· άδηλον πόσοι οι αποθανόντες εκ των υπό τον Κιουταχήν, διότι ως και άλλοτε είπαμεν, δεν διατηρούνται παρά τοις ατάκτοις στρατολογία, και άλλοι μεν αυτογνωμόνως έρχονται, άλλοι δε άνευ αδείας απέρχονται· αλλ' οι υπό τον Ιβραήμην οπλοφορούντες τακτικοί, απαριθμηθέντες μετά την άλωσιν της πόλεως, ευρέθησαν 3500, εν ώ οι υπ' αυτόν ελθόντες εις πολιορκίαν ήσαν κατά μέν τινας 8000, κατ' άλλους δε 10,000. Εντεύθεν καταφαίνεται επί ποία τιμή ηγοράσθησαν τα ερείπια της πόλεως και οποίοι εφάνησαν οι υπέρμαχοί της.
Ερχόμεθα τώρα να συγκεφαλαιώσωμεν τα γεγονότα.
Εισβαλόντος του Κιουταχή εις την Δυτικήν Ελλάδα, το παν έκλινε γόνυ ενώπιόν του· μόνοι οι εν Μεσολογγίω ήραν ακλινή την κεφαλήν των υπεράνω ασθενούς τείχους, προκαλούντες μάλλον ή φοβούμενοι τον εχθρόν. Παμπληθή και εμπειροπόλεμα στρατεύματα συνέρρευσαν πανταχόθεν έξω της πόλεως· πολυειδείς και πολυμόχθους επιχειρήσεις εις άλωσίν της επεχείρησαν· όρος υψηλόν προς τον σκοπόν τούτον εχειροποίησαν· απτόητοι το τείχος πολλάκις πανορμεί προσέβαλαν, και εις αυτήν την κορυφήν του ξιφοφορούντες ανέβησαν· αλλ' ευρίσκοντες πάντοτε ακαταμάχητον την φρουράν ουδέν κατώρθωσαν, και μετά μακρούς και δεινούς αγώνας και αφειδείς αιματοχυσίας κατησχυμένοι ανεστρατοπέδευσαν. Απελπισθείσα η Πύλη να εκτελέση διά μόνων των υπό τον Κιουταχήν δυνάμεών της το σκοπούμενον, εκάλεσε τον Ιβραήμην εις αντίληψιν. Επαιρόμενος ούτος εφ' οις εν Πελοποννήσου διά του τακτικού στρατού του διεπράξατο και επί τη οχυρωτική επιστήμη των περί αυτόν ερειδόμενος, έτρεξε πρόθυμος μετά πολλής δυνάμεως όπου εκλήθη, και ολιγωρών εν τη υπεροψία του και πολιορκούντας και πολιορκουμένους και φράκτην χλευαστικώς επονομάζων το τείχος, το ευτυχώς εις τας επανειλημμένας προσβολάς του αντιζήλου του Κιουταχή ανθέξαν, ανεδέχθη να το κυριεύση μόνος δεκαπενθήμερος· αλλά και αυτός, πολλά πειραθείς, πολλά τολμήσας και πολλά παθών, ηύρε την υπό τοιούτους φρουρούς φράκτην απόρθητον. Συνηνώθησαν τότε οι δύο στρατάρχαι, και συνήνωσαν και τους στρατούς των, αφήσαντες ενώπιον του κοινού εχθρού τας αντιζηλίας των· απελπισθέντες δε του να κατισχύσωσι των φρουρούντων το τείχος και συνηνωμένοι, έστρεψαν όλην την προσοχήν των εις κυρίευσιν της λίμνης και εν πολλοίς ευδοκίμησαν, στόλον πολυάρμενον έχοντες και στολίσκον αυτάρκη εξ ελαφρών πλοιαρίων κατασκευάσαντες. Αλλά 140 άνδρες, κατέχοντες νησίδιόν τι εν τη λίμνη, ατείχιστον, ανώχυρον και ανεφοδίαστον, κατήσχυναν όλας τας επιπεσούσας δυνάμεις, και τα παράλιά του πτωμάτων εσκέπασαν. Υπεραίρεται ο Έλλην διανοούμενος, ότι οσάκις η δεινοπαθούσα φρουρά εκλήθη να παραδώση τα όπλα απήντησεν, «αποθνήσκω, αλλά δεν παραδίδω τα αιματωμένα όπλα μου», και απέδειξε, δι' ων επί τέλους έπραξεν, ότι ήσθάνετο ό,τι έλεγεν. Επήλθεν, εν τούτοις, άλλος δεινότατος εχθρός, η πανδαμάτειρα πείνα· αλλ ουδ' αυτή ίσχυσε να ταπεινώση το φρόνημά των και να τους φέρη εις υποταγήν. Προς αποφυγήν δε του προφανούς εντεύθεν ολέθρου και αμόλυντον διατήρησιν της τιμής των, επεχείρησαν επιχείρημα κινδυνωδέστατον και ενδοξότατον· άνδρες, γυναίκες, παιδία διήλθαν ξιφήρεις υπό το πανσέληνον φως και εν μέσω ακοιμήτου πυρός ταφρεύματα, χαρακώματα, πυροβολοστάσια, τακτικά και άτακτα στρατεύματα ειδότα την έξοδόν των και γρηγορούντα εις καταστροφήν των.
Η καθ' όλην την δωδεκάμηνον πολιορκίαν ακλόνητος εν τοις δεινοίς καρτερία των ανδρών τούτων, η ακάθεκτος εν ταις εκδρομαίς ορμή, η εν ταις μάχαις ανυπέρβλητος ανδρία, και η απόφασις του ν' αποθάνωσι μάλλον ή να παραδοθώσιν, εξεθάμβησαν και εφόβησαν και αυτούς τους εχθρούς των ομολογήσαντας, ότι θα διελύοντο κακώς έχοντες οι στρατοί των, αν παρετείνετο τρεις έτι εβδομάδας η πολιορκία. Τοιούτοι ήσαν οι άνδρες, ων τους άθλους, τους καθ' όλον τον ελληνικόν αγώνα παντός άθλου λαμπροτέρους, και ουδενός των εν ταις αρχαίαις και μεταγενεστέραις πολιορκίαις φημιζομένων υποδεεστέρους (ε), ετίμησαν επαξίως η ωδή των ποιητών, η ευγλωττία των ρητόρων, και η ευφημία των λαών.

1825-26

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΘ'

Αποτυχία των εις άλωσιν της Τριπολιτσάς και της Καρύστου και λεηλασίαν της Βηρυτού κινημάτων Ελλήνων. — Εκστρατεία των υπό τον Φαβιέρον τακτικών εις Εύβοιαν και αποτυχία αυτής. Καταστροφή των γενιτσάρων και πράξις της ευρωπαϊκής τακτικής εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν του οθωμανικού κράτους.

ΕΝ ώ ο Ιβραήμης ηγωνίζετο εις άλωσιν του Μεσολογγίου, ηγωνίζετο και ο Κολοκοτρώνης εις την της Τριπολιτσάς, όπου απέμεινεν ολίγη φρουρά. Εις κατασκοπήν δε της αληθούς καταστάσεως της πόλεως ταύτης εισήλθε, ριψοκινδύνως, λήγοντος του νοεμβρίου του 1825, ο Ιωάννης Φιλήμων υπό πρόσχημα υποταγής, εφιλοφρονήθη, ενδιέμεινε δύο ημέρας, και επί λόγω προτροπής και άλλων εις υποταγήν εξήλθεν αβλαβής και ανέφερεν ό,τι παρετήρησε. Μεγάλη δε στρατιωτική κίνησις κατέλαβεν όλην την Πελοπόννησον προς ευόδωσιν του σκοπού τούτου, και λήγοντος του έτους συνήχθησαν έξωθεν της Τριπολιτσάς πεντακισχίλιοι Πελοποννήσιοι, και διαιρεθέντες εις τρία σώματα ώδευσαν περί το μεσονύκτιον της 27 δεκεμβρίου προς την πόλιν, φέροντες κλίμακας εις ανάβασιν· ήλπιζαν δε να επιπέσωσιν απροσδόκητοι, αλλ' ηπατήθησαν, διότι οι Τούρκοι προειδοποιηθέντες ευρέθησαν πέριξ των επάλξεων άγρυπνοι, εν ώ προσηγγίζετο υπό τον Πλαπούταν και τον Νικήταν πρώτον σώμα, και κραυγάσαντες, «σας είδαμεν, Ρωμαίοι», τους απεμάκρυναν απράκτους αυτοβοεί. Μόνοι οι Τριπολιτσιώται, ως 250 επέμειναν και εξημερώθησαν πλησίον της πόλεως· αλλ' επεξήλθαν 300 ιππείς και πεζοί και τους έτρεψαν φονεύσαντες 28 και ζωγρήσαντες 3. Οι ευτυχείς καταδιώκται επροχώρησαν μέχρι του χωρίου Μαντσαρά, όπου ήσαν τινες του δευτέρου σώματος υπό τον Γενναίον και τον Τσόκρην, και έτρεψαν και αυτούς· παρ' ολίγον δε συνέλαβαν ζώντα και τον συν αυτοίς Αγαλόπουλον πεσόντα εκ του ίππου του. Μετά την αποτυχίαν ταύτην δισχίλιοι Πελοποννήσιοι, υπό τον Νικήταν και άλλους, κατέλαβαν το Μακρυπλάγι εις παρεμπόδισιν των μετακομιζομένων εκ των μεσσηνιακών φρουρίων εις Τριπολιτσάν τροφών.
Πρό τινος καιρού ήλθε τις απεσταλμένος εις την ελληνικήν κυβέρνησιν παρά του κατά το Λιβάνιον όρος Εμήρ-Μπεσίρη εις σύνδεσιν σχέσεων μετά της Ελλάδος, αλλά δεν είχε πώς ν' αποδείξη την αποστολήν του, διότι πολλά παθών καθ' οδόν απώλεσεν, ως έλεγε, τα εφοδιαστικά του. Λαβούσα εντεύθεν αφορμήν η κυβέρνησις απέστειλε προς τον εμήρην τον αρχιερέα Ευδοκιάδος Γρηγόριον, ίνα πληροφορηθή περί της αποστολής ταύτης, και τον θαρρύνη εις αποστασίαν κατά του κυριάρχου του. Ο εμήρης εδέχθη φιλικώς τον πρέσβυν και υπεσχέθη να εκστρατεύση, αν έστελλεν η ελληνική κυβέρνησις ναυτικήν δύναμιν προς τα παράλια της Συρίας· αλλ', εξ αιτίας των δεινών περιστάσεων της Ελλάδος, δύναμις δεν εστάλη, και το σχέδιον δεν ενηργήθη.
Αρχομένου δε του μαρτίου του 1820, εναύλωσεν ο Χατσή- Μιχάλης πλοία τινα εξ ιδίων, συμπαρέλαβεν ως συναγωνιστάς τον Βάσσον και τον Κριεζώτην, και συναποπλεύσαντες οι τρεις μετά 800 προς τα παράλια της Συρίας, όχι επί συμμαχία αλλ' επί λεηλασία, επάτησαν απροσδοκήτως την Βηρυτόν· αλλ' απεκρούσθησαν και ηναγκάσθησαν να εξέλθωσιν άπρακτοι και κακώς έχοντες. Εν ώ δε ήσαν εκτός της πόλεως εστρατοπεδευμένοι και εσχεδίαζαν να δοκιμάσωσιν αλλού την τύχην των, κατέβη αίφνης πολλή δύναμις του εμήρη επί σκοπώ ή να τους απομακρύνη, αν ήλθαν ως άρπαγες, ή να τους δεξιωθή, αν ήλθαν ως σύμμαχοι κατά το άλλοτε σχέδιον. Οι περί τον Χατσή-Μιχάλην υπεκρίθησαν ότι ήλθαν ως σύμμαχοι, αλλ', εξ όσων έπραξαν, δεν επιστεύθησαν, και ηναγκάσθησαν να αποπλεύσωσιν ως κακά μελετώντες· κατήραν δε εις Κύπρον, και βλάψαντες τον τόπον εκείνον επανήλθαν εις Σύραν.
Εν τούτοις, το τακτικόν της Ελλάδος ηύξανε και εβελτιούτο χάρις εις την συνδρομήν της κυβερνήσεως και εις τον ακάματον ζήλον του νέου αρχηγού Φαβιέρου. Ο φιλέλλην ούτος και δι' άλλους λόγους και διά την επικρατούσαν εν Ναυπλίω ασθένειαν μετέφερε το σώμα τούτο εις Αθήνας την 5 οκτωβρίου του 1825 προς εξάσκησιν, αφήσας έν τάγμα εν Ναυπλίω ως φρουράν της κυβερνήσεως.
Καλλίστην υποδοχήν ηύρεν ο Φαβιέρος και παρά τοις Αθηναίοις και παρά τω αρχηγώ Γκούρα, και πολλοί των εντοπίων κατετάχθησαν ως νεοσύλλεκτοι· και αυτός ο Γκούρας έλαβε προγυμναστήν, και ενεδύθη ένδυμα απλού τακτικού. Το παράδειγμα αυτού εμιμήθησαν και άλλοι ευρισκόμενοι εκεί οπλαρχηγοί, ως ο Μακρυγιάννης, ο Μαμούρης και ο Ρούκης· καθ' ημέραν δε συνέρρεαν και άλλοθεν νεοσύλλεκτοι και κυρίως εκ των νήσων του Αιγαίου, ους επροτίμα ο Φαβιέρος των φερόντων ήδη όπλα λέγων, ότι επιθυμητότερον να γράφη τις επί καθαρού ή μελανωμένου χάρτου· αλλά δεν παρήλθαν τρεις εβδομάδες μετά την μετάβασίν του εις Αθήνας, και κατ' έντονον διαταγήν της κυβερνήσεως μετέβη εις Σπέτσας, όπου ελέγετο ότι ο Ιβραήμης εμελέτα απόβασιν. Εκεί 40 ημέρας διέτριψεν και αφ' ού εξέλειψε πάσα υποψία αποβάσεως, επανήλθεν εις Αθήνας. Τόσον δε ηυξήθη ο στρατός του, ώστε, λήγοντος του 1825, συνίστατο εις 3700. Εκτός του τακτικού σώματος, ωργάνισεν ο Φαβιέρος υπό την οδηγίαν του Μαμούρη, του Δημήτρη Λέκκα και του Στέφου Σέρβου ελαφρά τινα σώματα, λεγόμενα σταυροφορικά, διότι έφεραν οι στρατιώται επί του στήθους πάνινον σταυρόν· ώφειλαν δε να παρευρίσκωνται μόνον εις την γενικήν επιθεώρησιν του τακτικού. Εν όσω εσώζοντο λείψανα του αγγλικού δανείου, η κυβέρνησις εχορήγει προθύμως τα εις ύπαρξιν και διατήρησίν των υπό τον Φαβιέρον· αλλ', αφ' ού εξηντλήθησαν, ο στρατός ούτος εκινδύνευε να διαλυθή, ή ν' ατακτήση. Εις αποφυγήν του κακού και εις ωφέλειαν της πατρίδος απεφάσισεν ο αρχηγός του να εκστρατεύση ποριζόμενος άλλοθεν τα προς το ζην·
Φεβρουάριος και μετά μακράν σκέψιν περί του καταλληλοτέρου μέρους εξεστράτευσε την 12 Φεβρουαρίου εις Εύβοιαν, διατεινομένων πολλών ότι και τα προς διατροφήν ήσαν εκεί ευπόριστα, και η νήσος ευάλωτος· συνεκροτείτο δε η ακολουθούσα αυτόν δύναμις εκ του πρώτου τάγματος, δύο ιλών του ιππικού, 80 ιππέων ανίππων, μιας κανονοστοιχίας εχούσης τέσσαρα ορεινά κανόνια και 120 κανονοβολιστάς, και 700 σταυροφόρων, ώστε όλοι οι συνεκστρατεύοντες ήσαν 2750. Το στράτευμα τούτο ηυλίσθη την 14 εις Ανηφορίτην· ο δε αρχηγός του υπήγε το εσπέρας εις κατασκοπήν του Καραμπαμπά επ' ελπίδι να τον κυριεύση εξ απροόπτου· αλλά πεισθείς ότι δεν επραγματοποιείτο ό,τι ήλπιζε, παρητήθη του σχεδίου του, μετέφερε την επαύριον το στράτευμά του εις Ωρωπόν, την μεθαύριον εις Καπανδρίτι, και την εφεξής εις Μαραθώνα και Βρανάν, όπου διέμεινε 15 ημέρας αναμένων τα εις μεταβίβασιν του στρατεύματος του πλοία. Εκεί διατριβών, εξέδωκε την 20 κήρυγμα εις αποκλεισμόν των παραλίων Ευβοίας και Βώλου, και έστειλε προς ενίσχυσιν αυτού την εν υπηρεσία του τακτικού γολέτταν, ήτις έφερε μετ' ολίγον πλουσίαν λείαν. Διαρκούσης δε της δεκαπενθημέρου ταύτης διατριβής του, το στράτευμα έπαθε και φυσικώς και ηθικώς δι' έλλειψιν καταλυμάτων και άλλων αναγκαίων εν καιρώ χειμώνος και διά το νοσώδες του μέρους εκείνου· πολλοί ηρρώστησαν, τινές απέθαναν και ικανοί ελειποτάκτησαν. Ο δε Φαβιέρος μετέφερεν άλλους προς αναπλήρωσιν εξ Αθηνών· και επειδή τα αναμενόμενα πλοία δεν εφαίνοντο, και πάσα περαιτέρω χρονοτριβή έβλαπτεν, επεβίβασε το στράτευμά του εις όσα ηύρε παραπλέοντα τα παράλια της Αττικής πλοιάρια,
Μάρτιος και τα απεβίβασε την 2 μαρτίου εις Στούρα, όπου και διενυκτέρευσεν, αλλά δεν ηύρεν ην ήλπιζεν υποδοχήν. Πολλά παθόντες οι χωρικοί εκείνων των μερών επί των μέχρι τούδε εκστρατειών, και φοβούμενοι μη πάθωσι τα αυτά, διεσκορπίσθησαν. Την δε επαύριον, αφήσας εκεί δύο λόχους, εξεστράτευσεν εις Κάρυστον φρουρουμένην υπό 600 Τούρκων, και κατέλαβε τους κήπους έν τέταρτον της ώρας απέχοντας του φρουρίου· και το μεν πρώτον τάγμα ετοποθετήθη προς το μεσημβρινόν μέρος του φρουρίου, το δε υπόλοιπον στράτευμα προς το δυτικόν του προαστείου· Την 5 τέσσαρες λόχοι του πεζικού και τα ελαφρά σώματα επλησίασαν την πύλην του φρουρίου και την εκανονοβόλουν· αλλ' έσπασαν μετ' ολίγον οι άξονες των υποστατών, και ο αρχηγός διέταξε την υποχώρησιν. Εκ τούτου θαρρυνθέντες οι εχθροί ώρμησαν εις κυρίευσιν των κανονίων και έβαλαν εις αταξίαν τους στρατιώτας· αλλά χάρις εις την ετοιμότητα του λοχαγού Βερεντιέρου απέτυχαν και έπαθαν. Εν τοσούτω, ο Φαβιέρος, παρατηρήσας ότι το φρούριον δεν ήτον, ως ήλπιζεν, ευάλωτον, και ότι χρεία ήτο τακτικής πολιορκίας, ανήγειρεν αντικρύ του επί τινος ακρολοφίας προς το μεσημβρινόν μέρος κανονοστάσιον, και μη έχων κανόνια πολιορκίας, έστησε δύο ανήκοντα είς τι πλοίον ανεπιτήδεια προς τον σκοπόν του· και το μεν πρώτον τάγμα έμεινεν όπου ήτο, το δε λοιπόν του στράτευμα ωχυρώθη πλησιέστερον του προαστείου· δύο δε λόχοι ετοποθετήθησαν προς το αρκτικόν μέρος του φρουρίου, ώστε το φρούριον επολιορκείτο πανταχόθεν· εκόπη και το εισρέον νερόν· εις στενοτέραν δε πολιορκίαν, ο Φαβιέρος διέταξε την εξ εφόδου κυρίευσιν του προαστείου, και την 12, όρθρου βαθέως, ο δ' λόχος υπό τον Ανδριέτην, ο ς' υπό τον Βερεντιέρον, και ο των ευζώνων υπό τον Κάρπον, προσβαλόντες το προάστειον, εκυρίευσαν τας εν αυτώ οικίας εκτός των πλησίον του φρουρίου· ημέρας δε γενομένης, έστειλεν ο Φαβιέρος και τα λοιπά σώματα εις κυρίευσιν όλου του προαστείου· αλλά δίωροι αλλεπάλληλοι προσβολαί κατά των υπό των εχθρών κρατουμένων οικιών και υπό την προστασίαν του πυρός του φρουρίου κειμένων όχι μόνον απέβησαν εις μάτην, αλλ' επέφεραν και βαρείαν βλάβην. Οι δύο πρώτοι λόχοι απώλεσαν το ήμισυ της δυνάμεώς των και σχεδόν όλους τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς των· επληγώθησαν οι λοχαγοί Ανδριέτης, Βερεντιέρος και ο ανθυπολοχαγός Καρατσάς, και εσκοτώθη ο λοχαγός Πίσσας· βαρείαν βλάβην υπέφεραν και τα σώματα των σταυροφόρων και επληγώθη ο αρχηγός αυτών Στέφος· πολλά υπέφεραν και οι ως επίκουροι ελθόντες λόχοι. Μετά τα παθήματα ταύτα οι μεν ασθενείς και τραυματίαι εστάλησαν εις τας νήσους προς ίασιν, οι δε λοιποί μετέβησαν εις Λυκόρρεμα, παραλίαν θέσιν αντικρύ των νησιδίων Πεταλιών, όπου ήσαν παλαιά χαρακώματα, κοινώς λεγόμενα ταμπούρια του Κριεζώτη, χρησιμεύσαντα πολλάκις ως καταφύγιον.
Αλλ' η επίπονος πορεία εν μέσω δυσβάτων τόπων και η στέρησις των αναγκαίων ηύξησαν τα κατά την 12 παραλύσαντα τον στρατόν δεινά ασυνείθιστον εις τα τοιαύτα διά την νεοσυλλεξίαν του. Φθάσαν δε περί το μεσονύκτιον το στράτευμα εις Λυκόρρεμα ήρχισε να επισκευάζη τα παλαιά εκείνα χαρακώματα· ο δε ακάματος αρχηγός του, τοποθετήσας διαφόρους φυλακάς, περιήρχετο φαιδρός εν μέσω των σκυθρωπαζώντων στρατιωτών θαρρύνων αυτούς και συνεργαζόμενος· αλλά μόλις ανέτειλεν ο ήλιος της 13, εφάνη αίφνης το εχθρικό ιππικόν, και προσβαλόν την προφυλακήν κοιμωμένην κατέκοψεν επτά λογχίτας και τον υπαξιωματικόν, και επροχώρησε προς το ελληνικόν στρατόπεδον βοηθόν έχον και ολίγον πεζικόν. Ο Φαβιέρος, παρατηρήσας την ολιγότητα του εχθρικού τούτου σώματος, διέταξε τρεις λόχους και τα ελαφρά σώματα να εφορμήσωσι και να προσποιηθώσι μετά μικρόν πυροβολισμόν ότι υπεχώρουν· διέταξε δε και το ιππικόν να ενεδρεύη όπισθεν λοφίσκου τινός και να μη επιπέση προτού φθάσωσιν οι εχθροί είς τινα μικράν κοιλάδα διώκοντες τους υποχωρούντας. Και το μεν πεζικόν ενήργησεν ακριβώς τα διαταχθέντα, αλλά τινες του ιππικού επέπεσαν, πριν καταβώσιν οι εχθροί εις την κοιλάδα. Το παράκαιρον τούτο κίνημα ανεκάλυψε το στρατήγημα, και οι εχθροί δεν επροχώρησαν, αλλά, μείναντες επί υψώματός τινος λόφου εγκαταλειφθέντος υπό των Ελλήνων, ωχυρώθησαν· μετ' ολίγον έφθασε και ο Ομέρπασας πανστρατιά. Δισχίλιοι ήσαν οι πεζοί και τετρακόσιοι οι ιππείς. Οι πεζοί εστρατοπέδευσαν αντικρύ των ελληνικών χαρακωμάτων και μετ' ολίγον εφώρμησαν, αλλ' εβλάφθησαν και απεκρούσθησαν υπό των πεζικών σωμάτων εξελθόντων, κατά διαταγήν του αρχηγού, των χαρακωμάτων, και προσβαλόντων γενναίως και ευτυχώς τον εχθρόν· το δε ιππικόν, ως μη αξιόμαχον διά την ολιγότητά του, διετάχθη να μη κινηθή· αλλ' αυτό, ιδόν ότι οι εχθροί απεκρούσθησαν και υπεχώρουν, επέπεσεν ατάκτως, και οδηγούμενον υπό του αξιωματικού Ιμπροχώρη, απόντος την ώραν εκείνην του ιππάρχου, δεν έπαυε καταδιώκον αυτούς. Οι Τούρκοι, παρατηρήσαντες ότι οι καταδιώκοντες ιππείς ήσαν μόλις 100, εστράφησαν και τους εκύκλωσαν. Τότε συνήφθη κρατερά ιππομαχία. Επανελθών δ' εν τούτοις ο ίππαρχος, και ιδών ότι οι υπ' αυτόν εκινδύνευαν, διέσχισεν ορμήσας το εχθρικόν ιππικόν και ήλθεν όπου η μάχη προς εμψύχωσιν των ολίγων ιππέων του· και επειδή το εχθρικόν ιππικόν ήτο κατά πάντα ανώτερον, διέταξε την υποχώρησίν των, και διά της στρατηγικής επιδεξιότητος και αφοβίας του την έφερεν εις ευτυχές πέρας εν μέσω του επιλειμένου κινδύνου. Είκοσιν ιππείς Έλληνες έπεσαν, και έπεσεν εις χείρας των εχθρών και λαμπρά τις σημαία, ην κεντήσασαι Παρίσιαι νεανίδες επρόσφεραν εις χρήσιν του ιππικού της Ελλάδος. Εν τούτοις, το εχθρικόν πεζικόν, το μη συμμεθέξαν της ιππομαχίας ειμή δι' ακροβολισμών, κατεγίνετο να κυκλώση διά χαρακωμάτων το ελληνικόν στρατόπεδον· τούτο ιδών ο Φαβιέρος διέταξε να επανέλθωσιν όλα τα σώματα εις τα οχυρώματά των προς ενδυνάμωσιν.
Εν όσω η διά θαλάσσης κοινωνία ήτον ελευθέρα, ο στρατός, αν και πολιορκούμενος διά ξηράς, δεν εστερείτο τροφών· αλλά την 20 εφάνησαν έμπροσθεν του Λυκορρέματος 11 ένοπλα πλοία τουρκικά εκ Χαλκίδος και ηνάγκασαν ελληνικά τινα πλοιάρια ελλιμενίζοντα εκεί και έχοντα τροφάς ν' αναχωρήσωσι πριν τας αποβιβάσωσι· προσορμήσαντα δε τα εχθρικά απεβίβασαν κανόνια, άτινα ετέθησαν επί διαφόρων υψηλών και καταλλήλων θέσεων. Τοιουτοτρόπως το τακτικόν, στερούμενον τροφών, πολιορκούμενον και κανονοβολούμενον διά ξηράς και θαλάσσης, έπεσεν εις άκραν αθυμίαν και απελπισίαν· οι στρατιώται δεν υπήκουαν τους αξιωματικούς, και οι αξιωματικοί εξετέλουν τα κοινά έργα των στρατιωτών· μόνη η παρουσία του αρχηγού τους εθάρρυνεν οπωσούν εν μέσω των περιστοιχιζόντων αυτούς δεινών· αλλ' η έλλειψις της τροφής εγίνετο ημέρα τη ημέρα μάλλον επαισθητή· αι σάρκες των ίππων και τα λάχανα ήσαν η τροφή των, και ελάμβαναν και αυτό το νερόν πολλάκις ώνιον αίματος. Καλή τύχη, γενομένου γνωστού του επικειμένου κινδύνου, έσπευσεν η εν Αιγίνη επιτροπή των Ψαριανών να στείλη τέσσαρα πλοία εις σωτηρίαν των κινδυνευόντων· ήλθαν κατόπιν και δύο υδραϊκά, επροθυμήθησαν και έστειλαν οι εν Σύρα έμποροι τροφάς, και ούτως απεμακρύνθησαν τα εχθρικά πλοία, και εδόθησαν αι τροφαί. Έφθασαν μετ' ολίγον και άλλα τρία πλοία φέροντα 500 στρατιώτας υπό τον Κριεζώτην και τον Βάσσον μαθόντας εν Σύρα επί τη επανόδω των εκ Βηρυτού την δεινήν θέσιν των τακτικών, και τότε απεμακρύνθησαν ολοτελώς του παραθαλασσίου οι εχθροί, ήνοιξεν η του ελληνικού στρατού και των πλοίων κοινωνία, και την νύκτα της 21 εμβήκαν οι περί τον Φαβιέρον εις τα πλοία, και τα μεν ελαφρά σώματα απεβιβάσθησαν εις Αττικήν, τα δε τακτικά εις Κέαν, Άνδρον και Τήνον δεινώς πάσχοντα. Οι δε εν Ναυπλίω απομείναντες τακτικοί, πληροφορηθέντες τα δεινά των συστρατιωτών και του αρχηγού των, έτρεξαν αυθόρμητοι εις τον στρατώνα, και δράξαντες τα όπλα παρετάχθησαν εν τη έξωθεν αυτού πλατεία αξιούντες μεγάλη τη φωνή να τους οδηγήσωσιν οι αξιωματικοί εις Πεταλίους προς λύτρωσιν των συναδέλφων των· και επειδή δεν εισηκούσθησαν, εξήλθαν του Ναυπλίου υπό την διοίκησιν δεκανέως· αλλά, μαθόντες αυθημερόν την διάσωσιν των κινδυνευόντων συστρατιωτών, επανήλθαν εις τον εν Ναυπλίω στρατώνα.
Το έτος τούτο (1826) ηλλοιώθη η στρατιωτική κατάστασις της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Προ πολλού υπερεπεθύμει ο σουλτάν Μαχμούτης, ως άλλοτε διελάβαμεν, να μεταρρυθμίση τα της επικρατείας του επί το ευρωπαϊκώτερον, και προ πάντων να εισάξη την τακτικήν εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν του, θεήλατον μάστιγα θεωρών εκ νεότητός του τον γενιτσαρισμόν, και έχων έκτοτε κατά νουν την καταστροφήν του· αλλά τα παθήματα του προκατόχου του Σελήμη, και αι προλήψεις του έθνους του, τον ηνάγκαζαν να κρύπτη μέχρι πολλού τα φρονήματά του και να προσποιήται τον φιλογενίτσαρην. Αποφασίσας δε να βάλη εις πράξιν το κινδυνώδες σχέδιόν του το έτος τούτο εκέρδισεν εν πρώτοις το τάγμα των πυροβολιστών, και μετά ταύτα έφερεν έξωθεν και ετοποθέτησεν επί της μιας και της άλλης όχθης του Βοσπόρου πάμπολλα επαρχιακά στρατεύματα, τα μεν υπό τον Χουσεήμπασαν τα δε υπό τον Μεχμέτπασαν, προς ασφάλειαν δήθεν της βασιλευούσης και αποστολήν αυτών κατά των αποστατών· και ταύτα πράξας εκάλεσε παρά τω Σεχουλησλάμη τους μεγιστάνας εις συμβούλιον (α), όπου εθεωρήθη αναγκαία η εισαγωγή της εν χρήσει παρά τοις Ευρωπαίοις στρατιωτικής τάξεως, ως της μόνης ικανής εις υπεράσπισιν της κινδυνευούσης αυτοκρατορίας. Τούτου δε γενομένου, ανεγνώσθη βασιλικόν διάταγμα νομιμοποιούν την στρατιωτικήν μεταρρύθμισιν, και μακρά διάταξις εξηγούσα τας εκ της ευρωπαϊκής τάξεως ωφελείας, κανονίζουσα τα περαιτέρω, οικονομούσα ευμενώς τα συμφέροντα των γενιτσάρων, και διατάττουσα να εγγραφώσιν ως τακτικοί 7500 γενίτσαροι, ανά 150 εξ εκάστου των εν Κωνσταντινουπόλει λόχων· εις δικαιολογίαν δε και ενίσχυσιν της εισαγωγής της τακτικής και θρησκευτικώς, ανέγνωσεν ο μουφτής φετφάν λέγοντα, ότι η μελέτη της στρατιωτικής επιστήμης ήτο χρέος ιερόν παρά τοις πιστοίς. Επευφημησάντων δε των παρεστώτων, καθυπεβλήθησαν εις βαρείας ποινάς οι απειθείς και φιλοτάραχοι και εδημοσιεύθησαν τα ορισθέντα. Αγογγύστως ενηργήθη η εγγραφή· αλλά μέγας γογγυσμός ηγέρθη καθ' ήν ώραν ήρχισεν η άσκησις του τακτικού βήματος και η χρήσις του λογχοφόρου όπλου.
Ιούνιος Την εσπέραν της 2 ιουνίου συνήλθαν πολλοί γενίτσαροι εις τους στρατώνας καταβοώντες παρρησία, και καλούντες την στρατιωτικήν μεταρρύθμισιν παράβασιν των θείων εντολών· κατηγόρουν δε ως πρωταιτίους αυτής τον αρχιβεζίρην, τον γενιτσάραγαν, τον Νεσδτσίτ-φέντην, επίτροπον του Μεχμέτ-Αλή, καί τινας άλλους· περί δε το μεσονύκτιον ώρμησαν εις τας κατοικίας των, και μηδένα ευρόντες τας διήρπασαν· και ο μεν αρχιβεζίρης, ο γενιτσάραγας και ο Νεσδτσίπης κατέφυγαν εις το Γιαλί- κιόσκι, όπου συνήλθαν, πρωίας γενομένης, και άλλοι μεγιστάνες του κράτους, και εκείθεν μετέβησαν όλοι εις Αρσλάν-Χανέν. Οι δε γενίτσαροι, αφέντες τους στρατώνας, συνέρρευσαν, ως είκοσι χιλιάδες, εις το ιπποδρόμιον, μετέφεραν εκεί κατά την επί των στάσεων συνήθειαν τα κακκάβιά των, και εξηρεύγοντο στασιώδεις λόγους και κατ' αυτού του σουλτάνου, όστις μαθών τα συμβάντα επανήλθεν εκ Μπεσίκ-τασίου εις τα ανάκτορα. Εν ώ δε οι γενίτσαροι κατεβόων, η Πύλη έφερεν εκ του κανονοστάθμου τους πιστούς κανονοβολιστάς, απεβίβασε και τους ναυμάχους, έφερεν εις την πόλιν και τα επί του Βοσπόρου στρατεύματα, μετεκόμισε και την ιεράν σημαίαν εις το ζαμίον του σουλτάν-Αχμέτη, και εκάλεσε περί αυτήν όλους τους πιστούς, ως αν εκινδύνευεν η αυτοκρατορία· παρηκολούθησαν δε την ιεράν σημαίαν εις το ρηθέν ζαμίον ο αρχιβεζίρης και οι λοιποί μεγιστάνες, όπου και διέμειναν. Τρις εκλήθησαν οι στασιασταί κατά διαταγήν του σουλτάνου υπό την ιεράν σημαίαν και τον αρχηγόν των, και τρις παρήκουσαν απαιτούντες μεγάλη φωνή την κατάργησιν του τακτικού συστήματος και τας κεφαλάς του γενιτσάραγα, του αρχιβεζίρη, του Καπητάμπασα, του Νεσδτσίπη, και άλλων. Πλήρης τότε αγανακτήσεως ο σουλτάνος ως περιφρονούμενος ανέκραξεν «ε ξ ο λ ο θ ρ ε ύ σ α τ ε - τ ο υ ς - α σ ε β ε ί ς», και ευθύς ώρμησαν επί τους εν τω ιπποδρομίω ασεβείς οι μεν κανονοβολισταί και ναυμάχοι από τον καπητάμπασαν, τα δε λοιπά στρατεύματα υπό τους αρχηγούς των Χουσεήμπασαν και Μεχμέτπασαν· συνέρρευσεν επί τη θέα της ιεράς σημαίας και μέγα πλήθος κατά των γενιτσάρων, και το αίμα επλημμύρησε, και οι γενίτσαροι ηττηθέντες εγκατέλειψαν το ιπποδρόμιον και κατέφυγαν εις τους στρατώνας· αλλά και εκεί κατεδιώχθησαν, πάμπολλοι εφονεύθησαν, και οι στρατώνες εκάησαν.
Την δε επαύριον, ημέραν παρασκευήν, ο αρχιβεζίρης, ο μουφτής και άλλοι μεγιστάνες, καθήμενοι εν τη μεγάλη αιθούση της αριστεράς πτέρυγος του ρηθέντος ζαμίου, εξέδιδαν εντάλματα συλλήψεως δικάζοντες και καταδικάζοντες. Την αυτήν ημέραν υπήγεν ο σουλτάνος εις το ζαμίον συνοδευόμενος όχι, ως πάντοτε, υπό γενιτσάρων, αλλ' υπό των κανυνοβολιστών, και φορών κατά πρώτην φοράν ευρωπαΐζοντα ιματισμόν. Εξέδωκε δε την επιούσαν και διάταγμα καταργούν το σώμα, το όνομα, και την στολήν των γενιτσάρων, ασφαλίζον όμως τον μισθόν όσων η διαγωγή και εντός και εκτός της βασιλευούσης δεν ήτον επιλήψιμος· διέταξε δε συγχρόνως και την εκ βάθρων ανατροπήν των στρατώνων και την συντριβήν των κακκαβίων. Τούτων γενομένων, μετέβησαν ο αρχιβεζίρης και οι λοιποί το δειλινόν της αυτής ημέρας εις τα ανάκτορα, και εσκήνωσαν εν τη μεταξύ του Μπάμπι-χουμαγιούν και του Ορτά-καπού αυλή, αμείλικτοι πάντοτε προς τους καταδιωκομένους γενιτσάρους· ανεστήλωσαν δ' εκεί την ιεράν σημαίαν και διέταξαν τον έντρομον και επί τρεις ημέρας αφανή της Κωνσταντινουπόλεως λαόν να επαναλάβη άφοβος τα έργα του.
Αύγουστος Αλλ', εν ώ εφαίνετο ότι επανήλθεν η ησυχία, αίφνης ανεφάνη την 19 αυγούστου πυρκαϊά κατά το Μπαγτσέ- καπουσού, διήρκεσε 36 ώρας, και τόσον διεδόθη εξ αιτίας του πνέοντος σφοδρού βορέου, ώστε κατεφλέχθησαν, ως ελέγετο, εξακισχίλιαι οικίαι. Η πυρκαϊά αύτη, ήτις κατά πρώτον ανεφάνη έν τινι ψωμοπωλείω, αποδοθείσα εις τους γενιτσάρους και εκληφθείσα ως σημείον ταραχών, εκίνησεν εκ νέου την φονικήν οργήν του σουλτάνου, και αι καταδιώξεις και αι εξορίαι και οι πνιγμοί και αι σφαγαί διήρκεσαν μέχρι της 20, καθ' ήν, μη υπάρχοντος κινδύνου, απετέθη η ιερά σημαία εν τω σκευοφυλακίω και το εν τη αυλή των ανακτόρων στρατοπεδαρχείον διελύθη. Ο σουλτάνος υπώπτευσε και τον οκτώβριον ότι εμηχανουργείτο αποστασία εις κατάργησιν του νέου συστήματός του, και ότι πάμπολλοι γενίτσαροι εισέφρησαν άγνωστοι εις τα σώματα των συντεχνιών υποκινούμενοι υπό των ουλεμάδων και σοφτάδων μετανοησάντων διά την εις κατάργησιν του γενιτσαρισμού συνέργειάν των. Η υποψία αύτη, αληθής ή ψευδής, έγεινεν αφορμή νέας και αφειδούς αιματοχυσίας· συνεμίγη δε την φοράν ταύτην και το αίμα των υπηρετών του νόμου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ'.

(α.)

Στυγερόν κακούργημα επράχθη την 16 του αυτού μηνός εν Πελοποννήσω. Ο Κραββατάς, προεστώς του Μιστρά, απερχόμενος εις Καστρί, εδολοφονήθη κατά την Κακήν Σκάλαν της επαρχίας του. Δύο κοινοί άνθρωποι, εξ ών ο είς υπηρέτης του, εφωράθησαν φονείς και υπελήφθησαν ως άλλοθεν υποκινηθέντες. Αλλ' ουδέν τοιούτον ανακριθέντες ωμολόγησαν· είς δε αυτών κατεδικάσθη εις θάνατον.

(β.)

Ο Οδυσσεύς ήλθεν εις λόγους ιδιαιτέρως μετά των εχθρών αδεία των συνοδιτών του και κατηγορήθη ως υπενεργήσας επί της συνεντεύξεώς του διά ζηλοτυπίαν προς τους Πελοποννησίους την μη παράδοσιν αυτών· παρέλαβε δε διά νυκτός δύο εξ αυτών και τους μετέφερεν αυτεξουσίως εις Λεβαδίαν· και τον μεν απέλυσεν επί εξαγορά, τον δε εφόνευσεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ'.

(α.)

Κατά την κρίσιμον εκείνην περίστασιν εχαρίσθη τω Μάρκω το λεγόμενον σαράι του Μεσολογγίου, όπου κατέλυαν προς της επαναστάσεως οι κατά καιρούς διοικηταί.

(β.)

Ό εστιν έβαλαν κατά την συνήθη φράσιν κ α π ά κ ι· τούτο εγίνετο συχνάκις επί της επαναστάσεως.

(γ.)

Περί της λίμνης όρα κεφάλαιον Μ'.

Μετωνόμασέ τις των ημάς το Ανατολικόν Αιτωλικόν και οι πλείστοι ασκέπτως παρηκολούθησαν. Αγνοείται πόθεν ωρμήθη εις την μετωνυμίαν ταύτην· πάντη ανίσχυρος φαίνεται ο υποτιθέμενος λόγος ότι κείται εν τη Αιτωλία, διότι και τα λοιπά μέρη της επαρχίας ταύτης κείνται υπό την αυτήν κατηγορίαν· ούτε πόλις ούτε κώμη υπήρξε το πάλαι υπ' αυτήν την ονομασίαν, αλλ' ούτε γίνεται πούποτε μνεία του νησιδίου τούτου. Ο Μελέτιος εν τη κατά το 1728 έτος εν Βενετία εκδοθείση Γεωγραφία του καλεί το νησίδιον Αιτωλικόν ή κοινότερον Ανατολικόν. Αδικαιολόγητος και αδέσποτος η κλήσις αύτη· ο αυτός θέλει και το Μεσολόγγι Μεσολόγιον· οι συγγράψαντες προ αυτού Βενιαμίν ο εκ Τολέδης και ο Πέτρος Γαρζώνης, εκείνος μεν το 1153 ούτος δε το 1684, ως ανεφέραμεν εν τη περιγραφή του Μεσολογγίου, καλούν Νατολικόν εν τη ιδία αυτών διαλέκτω το νησίδιον τούτο· πασίγνωστον δε ότι και επί Τουρκοκρατίας και επί του αγώνος Ανατολικόν αείποτε εκαλείτο· χυδαϊστί δε και τότε και νυν Ανατολικόν. Ίσως ωνομάσθη Ανατολικόν ως κείμενον ανατολικώς ως προς τον Αχελώον, τον διαχωρίζοντα την Αιτωλίαν και την Ακαρνανίαν. Ο Μελέτιος λέγει παράδοξόν τι δηλ. ότι προ ολίγου χρόνου εξήρχετο εκ της γης ανακοχλάζον αίμα, και εγειρόμενον πολλή βία πλείον ενός πήχεως.

Τις σεβόμενος τον μέγαν και ιερόν αγώνα και την ιστορικήν ακρίβειαν να μη γογγύση βλέπων ιστορικά ονόματα μεταποιούμενα οίον το Καρπενήσι εις Ναλληδόμην, το Βραχώρι εις Αγρίνιον, τα Σάλωνα εις Άμφισσαν· το Πατρατσίκι εις Υπάτην· το Ζητούνι εις Λαμίαν· την Βοστίτσαν εις Αίγιον· την Τριπολιτσάν εις Τρίπολιν· την Καλαμάταν εις Καλάμας· την Τσίμοβαν εις Αρεόπολιν, το Μαραθωνήσι εις Γύθειον και άλλα παρόμοια; Ως και την Σύραν, εν τη μετονομασία των, μετωνόμασαν Σύρον ως αν δεν ήσαν αμφότερα τα ονόματα επίσης αρχαία· και μήπως αν δεν αντέλεγαν οι φιλότιμοι Σπετσιώται δεν εγίνετο θύμα και το λαμπρόν όνομα της πατρίδος των; καλόν αν η κυβέρνησις ή η Βουλή επί τη προτάσει ενός των μελών της έδιδε την προσοχήν της εις το μέγα τούτο ατόπημα και εφιλοτιμείτο να ικανοποιήση τον εξυβρισθέντα αγώνα επαναφέρουσα εις την κοινήν χρήσιν τα ονόματα της ιστορίας του, άλλως αυτοί οι παθόντες τόποι ας τα αναζωοποιήσωσιν αυθόρμητοι. Μετονομασία τόπων διακριθέντων επί του αγώνος είναι ασέβεια. Παιδαριώδης δε και ο νους των μετονομαστών και λιθίνη η καρδία των.

(δ.)

Ιδού η συνθήκη αυτολεξεί.

«Οι Τούρκοι, όσοι ευρέθησαν εις το κάστρον της Κόρθος, βιασμένοι από την έλλειψιν της ζωοτροφίας και από την πείνα, και απελπισμένοι από ιμιντάτι καταναγκάζονται να παραδώσουν το άνωθεν κάστρο εις την εξουσίαν της ελληνικής διοικήσεως· διά τούτο οι άνωθεν και οι πληρεξούσιοι της ελληνικής διοικήσεως ομού εσυμφώνησαν ως ακολούθως.

«Αον. Η ελληνική διοίκησις υπόσχεται εις αυτούς να φυλάξη την ζωήν και τιμήν όλων των Τούρκων, και να τους στείλη σίγουρα με καράβι εις την Θεσσαλονίκην.

«Βον. Οι Τούρκοι υπόσχονται να αφήσουν το κάστρο με όλα τα άρματα και με όλους τους τζιπχανέδες του, να αφήσουν και όλα τους τα πράγματα και τους παράδες τους, έξω από τα φορέματά τους, και να εύγουν με τα άρματά τους να δώσουν ρεέμια και να πάρουν ρεέμια διά την σιγουριά τους, και ευγαίνοντες να ψαχθούν, και όποιος πιασθή ότι έκρυψε τίποτε να παιδεύεται χωρίς να διαυθεντεύεται από τους άλλους,

«Γον. Τα ρεέμια να αλλαχθούν, όταν οι Τούρκοι εμβαρκαρισθούν εις το καράβι.

«Δον. Ο ναύλος του καραβιού και ο ζαερές του δρόμου να είναι εις βάρος της ελληνικής διοικήσεως.

«Εον. Όσοι χριστιανοί ευρεθούν εις το κάστρον, είτε άνδρες, είτε γυναίκες, να είναι ελεύθεροι και να εμποδισθούν.

«ΣΤον. Υπόσχονται οι Τούρκοι να δώσουν εις τον καπιτάνον του καραβίου ένα αποδεικτικόν (ιλάμι) από την τοπικήν εξουσίαν και κρίσιν της Θεσσαλονίκης διά το κατευόδιόν τους διά να το φέρη εις απόδειξιν.

«Και διά βέβαιον της συμφωνίας αυτής έγειναν δύο όμοια, και υπογράφονται και από τα δύο συμφωνούντα μέρη διά να λάβη κάθε μέρος από έν, και διά να έχουν το κύρος και την ισχύν εν παντί κριτηρίω δικαιοσύνης».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ'.

(α.)

Ο Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος, πολιτάρχης του Άργους και γυναικάδελφος του Νικήτα, αφήρπασεν επιτηδείως των χειρών αυτού τα αρχεία και τα απέδωκεν εις την βουλήν, ήτις ευγνωμονούσα τω προσήνεγκε μίαν σπάθην.

(β.)

«Συνεργούς θέλετε έχει» (έγραφαν προς τους βουλευτάς οι πρόκριτοι της Ύδρας) «εις το επιχείρημά σας τούτο πρώτον τον Θεόν, δεύτερον τον λαόν της Ελλάδος, και τρίτον ημάς αυτούς, οίτινες θυσιάσαντες την κατάστασίν μας υπέρ της φίλης πατρίδος κατά του εχθρού θέλομεν υπερασπίσει διά της χύσεως και αυτής της τελευταίας ρανίδος του αίματός μας το απαραβίαστον της βουλής, εις την οποίαν ενεπιστεύθη η πατρίς τα ιερά δικαιώματά της. Αλλ' ανάγκη να κινήσωμεν κατά του εχθρού δυνάμεις κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, και δυνάμεις δεν κινούνται εν όσω αι πρόσοδοι της πατρίδος είναι εις χείρας αχορτάστων πλεονεκτών, εν όσω οι άρπαγες ούτοι κατέχουσι τα εθνικά φρούρια, και εν όσοι δεν έχομεν νόμιμον εκτελεστικόν».

«Ανδρίζου ω μήτερ» (έγραφαν προς την βουλήν οι πρόκριτοι των Σπετσών), «μη προκαταλαβέτω σε δισταγμός και δειλία, διότι θέλεις ίδει περί σε συνηγμένα τ' αγαπητά σου τέκνα εν αποφάσει αμεταθέτω να ζήσωσιν ή ν' αποθάνωσιν. Εν τη ολιγομελεία σου είσαι το καθ' αυτό έθνος· αι χείρες ημών είναι χείρες σου».

(γ.)

Προ της καταπατήσεως του βουλευτηρίου εγίνετο απόπειρα συμβιβασμού, συνελθόντων των αντιφερρομένων εις Μέρπακα, αλλ' ανωφελής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ'.

(α.)

Άλλως πως διηγείται ο κύριος Κρητοβουλίδης εν τοις υπομνήμασί του το συμβάν τούτο, και καθάπτεται καί τινων άλλων, εξ ών αναφέρω εν τη ιστορία περί Κρήτης. Εις φωτισμόν δε των αναγνωστών μου και τράνωσιν της αληθείας, δέον έκρινα να προσαρτήσω ενταύθα ην εξέδωκεν η Πανδώρα εν τω αριθμώ 218 προς τον εκδότην αυτής επιστολήν μου, και να προσθέσω επί τέλους καί τινας άλλας διασαφήσεις.

«Μ' ερωτάτε αν ανέγνωσα τα νεωστί εκδοθέντα υπομνήματα του κ. Κρητοβουλίδου, και πώς τα θεωρώ καθ' όσον καθάπτονταί τινων των εν τη Ιστορία μου περί Κρήτης.

«Αποκρίνομαι, ότι ανέγνωσα αυτά εν μέρει, και ιδού πώς θεωρώ όσα των εν αυτοίς μ' εφάνησαν λόγου τινός άξια.

«Περιπαθώς διηγηθείς εν τω ΙΒ' της Ιστορίας μου κεφαλαίω, εις ο σας παραπέμπω· όσα υπέφεραν προ της επαναστάσεως δεινά οι Κρήτες χριστιανοί ως πολύ δεινότερα όσων υπέφεραν οι αλλαχού της Ελλάδος, και περιπαθέστερον ιστορήσας τα, αρχομένης της επαναστάσεως, μεγάλα παθήματά των, απορώ πώς ο κ. Κρητοβουλίδης παρενόησε τας προς τους δεινοπαθούντας τούτους ομογενείς θερμάς και προφανείς συμπαθείας μου, και αλλ' αντ' άλλων παραναγνώσας έγραψεν αγωνιζόμενος, αγνοώ διατί, να μετατρέψη επί κακού όσα είπα επί καλού, καθώς εναργώς αποδεικνύεται εξ ών αναφέρω εν τω ρηθέντι κεφαλαίω και εκ των εξής.

«Άδικος, λέγει ο κ. Κρητοβουλίδης, η προς τους Κρήτας μομφή μου λέγοντος, ότι «αν και εξηκολούθει η επανάστασις καθ' όλην την Πελοπόννησον, και διεδόθη και εις το Αιγαίον, αν και πλοία υπό σημαίαν ελληνικήν εφαίνοντο κατά τα παράλια της Κρήτης, οι κάτοικοι αυτής χριστιανοί δεν εσείσθησαν παντάπασι». Δεν αρνείται ο κ. Κρητοβουλίδης την ακινησίαν των Κρητών, αλλά την δικαιόνει λέγων, ότι «η Κρήτη περιείλεν ανδρείους Τούρκους και αρειτόλμους πολεμιστάς». Αλλά μήπως και εγώ δεν δικαιόνω την ακινησίαν ταύτην, λέγων εν τω ΙΒ' της ιστορίας μου κεφαλαίω, ότι οι αρχιερείς κατέβαλαν πάσαν φροντίδα εις διατήρησιν της ησυχίας καθ' όλην την νήσον εκδόσαντες εγκυκλίους, διότι έβλεπαν ό τ ι - π α ν - κ ί ν η μ α - ε π α ν α σ τ ά σ ε ω ς - έ τ ε ι ν ε ν - ε ι ς - ε ξ ο λ ό θ ρ ε υ σ ι ν - τ ω ν - χ ρ ι σ τ ι α ν ώ ν; *

«Διηγούμενος όσα κακά υπέστη η Κρήτη υπό την μακράν Σαρακηνήν εξουσίαν, λέγω την ιστορικήν αλήθειαν, ότι «πάμπολλοι των εγκατοίκων ηλλαξοπίστησαν, αλλ' επανήλθαν εις την θρησκείαν των πατέρων των, αφ' ού επανήλθεν η πατρίς των εις την βυζαντινήν αυτοκρατορίαν». Ο κ. Κρητοβουλίδης ομολογεί ότι ηλλαξοπίστησάν τινες, «αλλ' άδικον», προσθέτει, «να κατακρίνεται διά τους ολίγους το όλον». Αλλ' εγώ δεν είπα όλοι, είπα πάμπολλοι· επρόσθεσα μάλιστα, ότι πολλοί επίστευαν εις Χριστόν εν τω κρυπτώ, αποδεικνύων, ότι ερριζωμένη εν ταις καρδίαις των ήτον η πατρώα πίστις των.

«Παραλληλίζων την διαγωγήν των κατά τας βορείους Σποράδας Ολυμπίων και την των εν Γραμβούση επί της εξαλείψεως της πειρατείας εν έτει 1838, λέγει, ότι διέστρεψα την αλήθειαν ειπών ότι· «ο κατά τας βορείους νήσους αποσταλείς Μιαούλης εις εξάλειψιν της εκεί πειρατείας δεν εδοκίμασεν όσα οι κατά την Γραμβούσαν πειρατοδιώκται, διότι οι παρεπιδημούντες κατά τας νήσους εκείνας Ολύμπιοι, οι κύριοι όλων σχεδόν των επί πειρατεία πλοίων, τα παρέδωκεν οικειοθελώς, 80 τον αριθμόν». Ποίαν δε εναντιότητα, ερωτά, επέφεραν οι Κρήτες; Ουδεμίαν, αποκρίνομαι. Λέγω μάλιστα εν τω ΟΒ' κεφαλαίω, ότι οι εν Γραμβούση υπεσχέθησαν να παραδώσωσιν εις τον Άγγλον μοίραρχον και το φρούριον και τα πλοία των, αλλ' απεποιούντο την παράδοσιν των δώδεκα, ους εζήτει ο μοίραρχος ως ενόχους, επί λόγω ότι ουδείς αυτών ευρίσκετο εν τω φρουρίω. Δεν αρκούμαι εις τούτο, αλλά μέμφομαι και τον Άγγλον μοίραρχον, ως μη δεχθέντα την πρότασιν ταύτην, ούσαν κατά το πνεύμα των οδηγιών της Συμμαχίας, και αποκαλώ αυτόν, διά την κατ' εμέ σφαλεράν ταύτην ερμηνείαν, άνθρωπον του γράμματος μάλλον ή του πνεύματος των οδηγιών του.

«Ο κ. Κρητοβουλίδης λέγει ότι, κατ' εμέ, οι εν Γραμβούση Αγγλογάλλοι εκινδύνευαν να εξολοθρευθώσιν εν ρητή νυκτί δι' υπονομής. Εγώ λέγω εν τω αυτώ κεφαλαίω, ότι ο - μ ο ί ρ α ρ χ ο ς - Ά γ γ λ ο ς - ε ι δ ο π ο ι ή θ η ότι οι επί της ξηράς Αγγλογάλλοι εκινδύνευαν να εξολοθρευθώσιν εν ρητή νυκτί δι' υπονομής, και ότι ε π ί - τ η - ε ι δ ο π ο ι ή σ ε ι - τ α ύ τ η έτρεξεν ο αρχηγός αυτών Στραγκουαίης εις τον υποδειχθέντα τόπον της υπονόμου. Αυτά ταύτα λέγει ως έγγιστα και ο κ. Κρητοβουλίδης εν τοις εξής· «ο δε φρούραρχος Στραγκουαίης διέδωκεν από δυσμένειαν, ότι οι Έλληνες εμελέτων να βάλωσι πυρ διά να καύσωσι τους αξιωματικούς Γάλλους τους ενοικούντας εις το οίκημα».

«Διηγούμαι εν τω ΜΣΤ' κεφαλαίω ότι οι περί το Κάνδακον, παραβάντες τας σπονδάς εδολοφόνησαν τους Σεληνιώτας Τούρκους, προκαταλαβόντες τα στενά επί της εις Χανιά διαβάσεώς των· αλλ' ο κ. Κρητοβουλίδης αρνείται, ότι οι Τούρκοι παρεδόθησαν συμβιβασθέντες, ως εγώ διηγούμαι, και λέγει ότι «μόνος εγώ αναφέρω τούτο, και ουδείς των Κρητών το γνωρίζει».

(*) Διατί ο κατήγορος απέκρυψε την περίοδον ταύτην της Ιστορίας;

«Αν ανοίξετε την Ιστορίαν του Γόρδωνος, θα εύρετε ότι αναφέρει αυτός το γεγονός λεπτομερέστερον, λέγων προς τοις άλλοις, ότι οι παρά τω αρμοστή Τομπάζη φιλέλληνες, Χάστιγξ και Χαν, κατεταράχθησαν επί τη απιστία ταύτη, και δεν συνηκολούθησαν· συνενοχοποιεί δε και αυτόν τον Τομπάζην ως ενδόσαντα, εν ώ εγώ επί τη μαρτυρία του παρ' αυτώ Σπανιωλάκη, τον αθωόνω ως μη ενδόσαντα. Ιδού ότι δεν αναφέρω μόνος εγώ τούτο. Λανθάνεται επίσης ο κ. Κρητοβουλίδης λέγων ότι ουδείς των Κρητών γνωρίζει ότι οι εν Κανδάκω Τούρκοι παρεδόθησαν συμβιβασθέντες. Έχω προ πολλού εις χείρας μου υπόμνημα του κυρίου Αναγνώστη Παναγιώτου, ενός των πρωτίστων της Κρήτης οπλαρχηγών, ον πολλάκις και ο κ. Κρητοβουλίδης αναφέρει εν ευφημίαις· λέγει δε ο διακεκριμένος ούτος ανήρ εν τω υπομνήματί του τα εξής αυτολεξεί.»

«Ο δε αρμοστής, διορίσας επιστάτην του Καστελίου (της Κισάμου), μετέβη εις Κάνδακον, όπου και αυτού ευρίσκοντο συγκεντρωμένοι Τούρκοι. Π α ρ ε δ ό θ η σ α ν - δ ε - κ α ι - ο ύ τ ο ι - ω ς - κ α ι - ο ι - τ η ς - Κ ι σ ά μ ο υ, και επέρασαν διά ξηράς και ήλθαν εις το φρούριον των Χανιών». «Ιδού και αξιoπίστου Κρητός μαρτυρία ότι παρεδόθησαν οι του Κανδάκου, ως και οι της Κισάμου. Ότι δε οι της Κισάμου παρεδόθησαν συμβιβασθέντες, και απήλθαν αβλαβείς εις Χανιά, δεν το αρνείται ο κ. Κρητοβουλίδης. Και εσχάτως ερωτηθείς παρ' υμών, επί τη αιτήσει μου, ο παρά τω Τομπάζη τον καιρόν εκείνον κ. Νικόλαος Καλλέργης περί της κατά τον Γόρδωνα διαγωγής αυτού επί της παραδόσεως των εν Κανδάκω, απήντησε διά της προς υμάς εκ Σύρας γαλλιστί επιστολής του της 18 ιανουαρίου 1859, ην μοι διεβιβάσατε, τα εξής.

«Ω ς - π ρ ο ς - τ η ν - π α ρ ά δ ο σ ι ν δε (reddition) του Κανδάκου, ήτις παρηκολούθησε την της Κισάμου, εγένετο τω όντι λόγος περί τινος παρεννοήσεως, καθ' ήν το όνομα του Τομπάζη παρεισήχθη υπό των εχθρών του, αλλ' οφείλω εν συνειδήσει να σας βεβαιώσω ότι ούτ' εγώ, ούτ' άλλοι πολλοί, επίσης αμερόληπτοι, δυνάμεθα ν' αποδώσωμεν τω Τομπάζη την παραμικράν ενοχήν εις τ ο ι α ύ τ η ν - σ κ α ν δ α λ ώ δ η πράξιν».

«Θεωρήσας την εν Κρήτη δόξαν του αγώνος ελληνικήν δόξαν, αποδίδω πολλάκις εν τη Ιστορία μου τον οφειλόμενον έπαινον εις τον πατριωτισμόν, την ανδρίαν, και την εν τοις δεινοίς καρτερίαν των εν Κρήτη Χριστιανών, τόσον ανίσως προς τους εχθρούς αγωνιζομένων, και συχνάκις αναφέρω εν ευφημίαις τους οπλαρχηγούς Τσελέπην, Αναγνώστην, Σήφακαν, Μελιδώνην, Πρωτοπαπαδάκην και άλλους· αλλ' επαινών τα αξιέπαινα, κατέκρινα και τα αξιοκατάκριτα, όπως και όπου της Ελλάδος τα απήντησα.

«Ικανά νομίζω ταύτα εις φανέρωσιν της αληθείας, ην απαιτεί προ παντός άλλου η ιστορία, και εις απόδειξιν της αξίας των περί ων ο λόγος υπομνημάτων. Συνάγεται δε εκ τούτων, ότι ο κ. Κρητοβουλίδης, προθέμενος την αναίρεσιν όσων ανωτέρω μνείαν ποιώ, τα επικυροί δι' ων διηγείται, εκτός ενός και μόνου περιστατικού, της εκ Κανδάκου εις Χανιά μεταβάσεως των Σεληνιωτών· αλλ' επεθύμουν να είχε κατά τούτο αυτός μάλλον δίκαιον ή εγώ.

«Εν Λονδίνω 13/25 μαρτίου 1859».

Μετά την έκδοσιν των υπομνημάτων του κυρίου Κρητοβουλίδου και της εν τη Πανδώρα επιστολής μου, εξεδόθη το συγγραμμάτιον του κυρίου Σπυρίδωνος Αντωνιάδου, «Ο ελληνικός αγών». Ιδού πώς ο συγγραφεύς αυτού, Κρης την πατρίδα, διηγείται το περί ου ο λόγος συμβάν.

«Οι Σελινιώται Τούρκοι μεταβαίνουσιν υ π ό σ π ο ν δ ο ι μετά των οικογενειών, ζώων και πραγμάτων αυτών εις το φρούριον των Χανίων· καθ' οδόν δε φονεύονται πολλοί εξ αυτών παρά των Ελλήνων προς εκδίκησιν διά την σκληρότητά των».

(β.)

Περί του διοργανισμού της Κρήτης όρα φυλλάδιον γ' συλλογής ελληνικών πολιτευμάτων και νόμων υπό Μάμουκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΖ'.

(α.)

Μέγιστος και τρισμέγιστος φιλέλλην ανεδείχθη και ο συμπολίτης του ενδόξου τούτου ποιητού Φρεδερίκος Νορθ, Κόμης Γυιλφόρδος· πολλά των ετησίων εισοδημάτων του εδαπάνα προς εκπαίδευσιν Ελλήνων, ων οι πλείστοι, καθηγηταί γενόμενοι εν τω ιονίω πανεπιστημίω, τω επ' αγαθώ της Ελλάδος διά της αόκνου αυτού επιμελείας συστηθέντι και διατηρηθέντι, διέδωκαν επί των παραμονών του εθνικού αγώνος τας ωφελίμους γνώσεις των.

Ο ανήρ ούτος, ον η Ελλάς ευγνωμονούσα τάττει προσηκόντως εν τω χορώ των ευεργετών της, διέπρεπε και διά την προς τους ξένους φιλοφροσύνην του, και ετιμάτο παρά πάντων διά τας κοινωνικάς αρετάς του.

(β.)

Ιδού το προς την κυβέρνησιν γράμμα του Βύρωνος.

«Έφθασαν εδώ διάφοροι εναντίαι φήμαι νέων ταραχών και διχονοιών εις την ελληνικήν διοίκησιν, μάλιστα αρχής τινος εμφυλίου πολέμου. Επιθυμώ εξ όλης καρδίας να ήναι ψευδείς, ή τουλάχιστον ολίγον αληθείς, επειδή δεν ημπορώ να φαντασθώ άλλην δυστυχίαν φοβερωτέραν διά την Ελλάδα παρ' αυτήν. Πρέπει να σας είπω ειλικρινώς την γνώμην μου ότι εάν μία οποιαδήποτε ευταξία και ένωσις δεν στερεωθή, όλαι περί δανείου ελπίδες θέλουν ματαιωθή, και όλαι αι βοήθειαι, τας οποίας ημπορούσεν η Ελλάς να ελπίση από τους αλλογενείς, και αι οποίαι τωόντι δεν ήθελον είσθαι ούτε ολίγαι, ούτε ευκαταφρόνητοι, θέλουν αναβληθή και ίσως θέλουν εμποδισθή διόλου· το δε χειρότερον είναι, ότι αι μεγάλαι Δυνάμεις της Ευρώπης, από τας οποίας καμμία δεν είναι εχθρά της Ελλάδος εις την στερέωσιν μιας ανεξαρτήτου αποκαταστάσεως αυτής, θέλουν πληροφορηθή ότι οι Έλληνες δεν είναι ικανοί να διοικηθώσιν αφ' εαυτών, και θέλουν ευρεί συμφώνως κανέν μέσον διά να δώσουν τέλος εις τας αταξίας σας, το οποίον θέλει κόψει όλας τας πλέον χρηστάς ελπίδας τας οποίας έχετε σεις και οι φίλοι της Ελλάδος.

«Συγχωρήσατέ με να σας προσθέσω μίαν φοράν διά πάντα, ότι εγώ δεν επιθυμώ άλλο ειμή το καλόν της Ελλάδος, και θέλω προσπαθήσει με κάθε δυνατόν μέσον να το βεβαιώσω. Αλλά δεν στέργω ούτε θέλω στέρξει ποτέ, ώστε το δημόσιον και το μερικόν των Άγγλων να ήναι εις άγνοιαν της αληθούς καταστάσεως των ελληνικών πραγμάτων. Το επίλοιπον, κύριοι, εξαρτάται από υμάς. Σεις επολεμήσατε ενδόξως, φερθήτε και με τιμήν προς τους συμπατριώτας σας και προς τον κόσμον, και τότε δεν θέλει πλέον ημπορεί τις να λέγη, καθώς εις δύο χιλιάδων χρόνων διάστημα πολλάκις ερρέθη με τους Ρωμαίους ιστορικούς, ότι «Ο Φιλοποίμην εστάθη ο τελευταίος των Ελλήνων».

«Μη θελήσετε να συγχωρήσετε μηδέ αυτήν την συκοφαντίαν (και ποίος ημπορεί να την αποφύγη μάλιστα εις τοιούτον δεινόν αγώνα) να ημπορέση τις να συγκρίνη τον Οθωμανόν σατράπην με τον Έλληνα πατριώτην εν ειρήνη, αφ' ού αυτός τον κατέστρεψεν εν πολέμω.

«Παρακαλώ να δεχθήτε την ειλικρινή μου ταύτην γνώμην ως σημείον της προσηλώσεώς μου εις τα αληθή σας συμφέροντα».

(γ.)

Δύο ή τρία φύλλα μόνον εφημερίδος υπό το όνομα ε λ λ η ν ι κ ή ς - σ ά λ π ι γ κ ο ς είχαν εκδοθή εν Καλαμάτα το πρώτον έτος του αγώνος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΗ'.

(α.)

Επτά μίλια μακράν του Μεσολογγίου έπεσε την 5 του αυτού μηνός εις τα ρηχά δικάταρτον τουρκικόν πολεμικόν αλλά προτού κινηθώσιν εις κυρίευσιν αυτού οι Έλληνες, ήλθαν δύο εχθρικά πλοία εκ Πατρών, το αφώπλισαν, και το έκαυσαν.

(β.)

Τρεις μήνας προ της τελευτής του, ήτοι την 10/22 Ιανουαρίου ημέραν των γενεθλίων του, απεχαιρέτησε την Μούσαν γράψας εν Μεσολογγίω το τελευταίον των ποιημάτων του· είπε δε προς ους το απήγγειλεν αυθημερόν ότι το εθεώρει ως έν των δοκιμωτέρων του. Εξελληνίσαντες ημείς αυτό τω καιρώ εκείνω το εξεδώκαμεν διά των Ελληνικών Χρονικών, αλλά δέον κρίνομεν σκιαγραφούντες ήδη τον εν Ελλάδι βίον του να το εκδώσωμεν εκ νέου, επιθεωρηθέν εις πασιφανή απόδειξιν προς τους Έλληνας ειλικρινούς αγάπης του και της εις τον αγώνα παντελούς αφοσιώσεώς του, και τω όντι εν ώ διά του επιθανατίου τούτου και ενθουσιώδους άσματος εξεικονίζει την γηράσκουσαν, κατά το λέγειν του, εν τη ακμή της νεότητός του και σχεδόν νεκρωθείσαν αλλ' εισέτι αιχμάλωτον των παθών καρδίαν του, ανακηρύττει και τον διακαή πόθον του ν' αποθάνη μαχόμενος υπέρ της Ελλάδος.

     Η καρδιά μου καιρός είναι ανερώτευτη να ζη·
     αφού έπαυσε ν' ανάφτη 'ς' άλλους φλόγα ερωτική.
     Πλην κι' αν έπαυσε ν' ανάφτη 'ς άλλους φλόγα ερωτική
     η καρδιά μου πάντα θέλει με τον έρωτα να ζη.
     Μου εμαράθηκαν τα νειάτα πάνε τ' άνθη κι' οι καρποί
     των ερώτων το σαράκι κι' ο καϋμός με καρτερεί
     φλογοβόλο νησί μοιάζει αυτή η μαύρη μου η καρδιά
     φλέγεται και δεν φλογίζει είνε νεκρική πυρά.
     Φόβοι, ελπίδες, ζήλιαις, πόνοι την καρδιά μου δεν κινούν
     ουδ' ο έρως την κινάει στον ζυγόν πλην με κρατούν.
     Μακρυά τώρα απ' την ψυχήν μου μακρυά τέτοιοι στοχασμοί
     εις τον τάφον τώρα η δόξα τον ανδρείον προβοδεί
     και του κλει τα μάτια αν πέση θύμα της ελευθεριάς,
     κύττα γύρω μας τουφέκια, λάβαρα, δόξα, Ελλάς.
     Ο Σπαρτιάτης βαστασμένος στην ασπίδα έναν καιρόν
     πλειο ελεύθερος δεν ήτον απ' τον τωρινόν Γραικόν.
     Ξύπνησε ψυχή μου, ξύπνα την Ελλάδα δεν ξυπνώ
     έξυπν' είναι, να, η Ελλάς μου, ψυχή ξύπνα απ' τον βυθό
     πόθεν έρρευσε το αίμα εις ταις φλέβαις σου ενθυμού
     γόνε ενδόξων προπατόρων γόνος ένδοξος φανού.
     Πάθη όπου ξανανειόνουν καταπάτατα ψυχή
     άχρηστο για σε το γέλοιο είν' του κάλλους και η οργή.
     Αν τα νειάτα σου λυπάσαι γιατί θέλεις πλειο να ζης
     της τιμής εδώ 'ναι ο τόπος άξιος δείξου μαχητής·
     ζήτα κ' εύρε ανδρείου μνήμα κι' αν ζητήσης θα τ' ευρής,
     κύττα γύρω, πιάσε θέσι, στάσ' εκεί ν' αναπαυθής,

(γ)

Ιδού η απόφασις της επιτροπής.

«Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης επειδή απ' αρχής ευρέθη σύντροφος των αρμάτων εις τον ιερόν όπερ της ελευθερίας αγώνα, η πατρίς τον ετίμησε με αξιώματα· πώς εφέρθη έως την εκστρατείαν του Σκόνδρα είναι γνωστόν εις όλους. Μ' όλον τούτο η πατρίς παρέβλεψε τα σφάλματά του διά να τον τραβήξη εις μεταμέλειαν. Ήλθεν εις τας δύο χώρας επί προφάσει της ασθενείας του και τον υπεδέχθησαν φιλοφρόνως· αλλ' αυτός δεν εφέρθη ως πατριώτης και ως χριστιανός· αυθαδίασε να πιάση άρματα εναντίον της πατρίδος· έκαμεν εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου· έπιασε το φρούριον του Βασιλαδίου διώξας εκείθεν την φρουράν· οι στρατιώται του έλαβαν δύο εκ των προκρίτων της πόλεως ως αιχμαλώτους υπό τους οφθαλμούς της διοικήσεως, και έφεραν τούτους προς αυτόν την νύκτα ευρισκόμενον εις το Ανατολικόν· εξηγήθη δε και εις πολλούς ότι θέλει εμβάσει Τούρκους εις την πατρίδα.

«Διά ταύτα υποπτευθείσα η διοίκησις έλαβε τα ανήκοντα μέτρα και διώρισεν επιτροπήν τόπον επέχουσαν στρατιωτικού δικαστηρίου, συνθεμένην από στρατηγούς και χιλιάρχους, οίτινες εξετάσαντες αυτόν τε και όλα τα αίτια, τα όποια καθ' ημέραν ηύξαναν τας υποψίας εναντίον του ευρήκαν, ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος· ότι από τον Ομέρπασαν εζήτησε μπουγιουρτί διά να γίνη καπιτάνος των Αγράφων· ότι υπέσχετο εις τον εχθρόν να πιάση την Τατάραιναν με χιλίους στρατιώτας, και εσυμβούλευε να εύγη ο αποστάτης Βαρνακιώτης με χιλίους εις το Ξηρόμερον· ότι υπέσχετο εις τον εχθρόν να τραβήξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδος· ότι, εν ώ εγένοντο αυτά εις Μεσολόγγιον, συγχρόνως ευγήκεν ο εχθρικός στόλος από Π. Πάτρας και άραξεν εις το Βασιλάδι, και έγινε μυστική εκστρατεία Τούρκων από Καστέλια και Ναύπακτον εναντίον του Μεσολογγίου, η οποία δεν ευδοκίμησε, διότι ολίγοι σταθεροί Έλληνες τους εκτύπησαν εις την Κακήν Σκάλαν και τους εγύρισαν οπίσω. Η επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα διά να γνωρίση αυτόν επίβουλον της πατρίδος και προδότην.

«Επειδή όμως η πατρίς αγαπά τα τέκνα της και μακροθυμεί διά να τα ελευθερώση από την απάτην, και να τα φέρη εις μετάνοιαν να γνωρίσουν τα χριστιανικά χρέη των, απεφασίσθη παρά της διορισθείσης επιτροπής τη συναινέσει όλων των παρευρεθέντων αρχηγών των αρμάτων και πολιτικών, και εδόθη προσταγή προς τον αυτόν Καραϊσκάκη να αναχωρήση αμέσως απ' εδώ, μ' όλον όπου είναι και ασθενής, όστις και ανεχώρησε σήμερον.

«Αν μετανοήση αληθώς και αν επιστρέψη εις τα χριστιανικά και ελληνικά χρέη του, η πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν· ειδέ επιμείνη εις την κακίαν του, ας όψεται.

«Σεις δε, αδελφοί, ειδοποιείσθε διά του παθόντος, ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα, και δεν έχει καμμίαν εξουσίαν παρά της διοικήσεως, μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Όσοι δε απατηθέντες ηκολούθησαν αυτόν προσκαλούνται να γυρίσουν εις τα οπίσω και να ενωθούν με τους αρχηγούς τους υπερασπιστάς της πατρίδος· πάντες δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν ενόσω να μετανοήση και να προσπέση εις το έλεος του έθνους και να ζητήση συγχώρησιν.

Στρατηγοί Χιλίαρχοι. Ν. Μπότσαρης Γ. Λιακατάς. Μ. Στουρνάρης Α. Καραγιάννης. Γ. ΤσόγκαςΣ. Κατσαρός. Α. Σκαλτσάς Α. Βλαχόπουλος Καπητάνοι. Δ. Μακρής Κ. Βλαχόπουλος Γ. Γιολδάσης Γ. Σουλτάνης». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ΄.

(α.)

Ο νυν κόμης Hardwicke, παρ' ού ήκουσα το φρικτόν τούτο διήγημα.

(β.)

Λέγεται Καβο-Κολόνναις διά τας σωζoμένας εκεί στήλας του ναού της Ήρας.

(γ.)

Μεσούντος του μηνός τούτου, οι Υδραίοι εβύθισαν περάματά τινα εν τω πορθμώ της Ευβοίας.

(δ.)

Επειδή ο κύριος Ανάργυρος Ανδρέου Χ. Αναργύρου λέγει εν τοις Σπετσιωτικοίς, ότι εσφαλμένως ιστόρησα τα των εις σωτηρίαν της Σάμου ναυμαχιών, συμπεριλαμβανομένης και της κατά τον Γέροντα, ειδοποιώ τον αναγνώστην, ότι ηρύσθην την ύλην και άλλοθεν μεν αλλ' ιδίως εκ των σωζομένων ημερολογίων του Σαχτούρη και του Σαχίνη, αμφοτέρων παρόντων εν ταις ναυμαχίαις ταύταις. Είναι αληθές, κατά το λέγειν του κυρίου Αναργύρου, ότι τα έμπροσθεν της Σάμου σπετσιωτικά πλοία ήσαν 28· αλλ' εν τη τυπώσει του μέρους τούτου του συγγράμματός μου παρελείφθη κατ' απροσεξίαν ο πρώτος των δύο αριθμών, και απέμεινεν ο αριθμός 8· τοιαύτη παράλειψις είναι ευκατάληπτος, ανεπληρώθη δε εν τη β' εκδόσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν'

(α.)

Ο κύριος Ανάργυρος, συγγραφεύς των Σπετσιωτικών, δυσφορεί ότι περιορίζω τον αριθμόν των κατά την Αλικαρνασόν πλοίων της πατρίδος του εις 14· λανθάνεται. Ιδού τι λέγω· «συνηνώθησαν την 14 και τα πλοία των Σπετσών, και όλα ομού ηγκυροβόλησαν την 21 υπό την Λειψόν» (όρα Τόμον Γ' σελίδα 121), ώστε ο κύριος Ανάργυρος εξέλαβε την απλήν ημερομηνίαν αριθμόν των πλοίων.

(β.)

Τον μοίραρχον τούτον κατ' αρχάς οι Έλληνες επεριποιήθησαν· αλλά μετά ταύτα τον εσκότωσαν, υποπτεύσαντες ότι υπενήργει την δραπέτευσίν του

(γ.)

Τα συμπλέοντα ψαριανά πλοία είχαν ήδη αποχωρήσει του στόλου· μόνον απελείφθη το του Νικοδήμου. Ερωτηθείς δε ούτος διατί, απήντησεν, ότι υπήκουεν εις την φωνήν της πατρίδος του μάλλον ή του ναυάρχου του.

(δ.)

Δικαίως δυσφορών ο Γουβερνάτης απήλθεν εις Αίγυπτον, όπου ανεδέχθη υπηρεσίαν, αλλ' υπό τον όρον να μη πολεμήση τους Έλληνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΑ'.

(α.)

Ιδού η απρεπής αύτη επιστολή ταυτολεξεί.

«Γενναιότατοι Καπηταναίοι Ρουμελιώται·

Ημείς με το να έχωμεν δικαίωμα και ιντερέσα της πατρίδος μας Πελοποννήσου εκινήθημεν εναντίον της τυραννίας μερικών ατόμων· και επειδή είμεθα πατριώται δεν επιθυμούμεν να κινηθώμεν μεταξύ μας εις εμφύλιον πόλεμον. Όθεν αν ήσθε Έλληνες και πατριώται δεν πρέπει ν' ανακατωθήτε εις τα της Πελοποννήσου πράγματα, αλλά να σταθήτε αδιάφοροι και αν έχετε κανένα δίκαιον θέλει το λάβετε εν καιρώ τω δέοντι· ειδέ και θελήσετε να ανακατωθήτε εις τα της Πελοποννήσου πράγματά μας, ό,τι σας ακολουθήσει όψεσθε, και ημείς μένομεν ανεύθυνοι.

«Αναγνώστης Δηληγιάννης· Θ. Κολοκοτρώνης.»

(β.)

Ο Φωτίλας κατέφυγεν εις τα όρη της Δίβρης επί της εις τα Καλάβρυτα εισβολής των Σουλιωτών, επρόσπεσεν έπειτα εις την κυβέρνησιν και έλαβε την άδειαν να μείνη εν τη οικία του ανενόχλητος· συνελήφθησαν και γράμματα ενοχοποιούντα εις τα της ανταρσίας τον βουλευτήν Ανασιάσιον Λόντον, όστις και απεκλείσθη της βουλής. Συνελήφθη και ο Π. Πατρών Γερμανός, ομόφρων των Ανδρεών, κατεδιώχθη, εγυμνώθη, εξευτελίσθη, έπαθε τα πάνδεινα υπό των περί τον Γκούραν, και έλαβε την άδειαν να διαμείνη μετά τα παθήματά του εν Γαστούνη αφυλάκιστος.

(γ·)

Ιδού η γραφή.

«Αδελφοί·

«Κατατρέχομαι μέχρι ζωής δι' αιτίας τας οποίας θέλει δικάσει η αδέκαστος ιστορία, και εγώ θέλω σας εκθέσει διά λόγου όταν σας ενταμώσω· καταφεύγω λοιπόν προς υμάς ζητών άσυλον, και τούτο επειδή ωρκίσθην να αποθάνω επάνω εις την φίλην μου πατρίδα μαχόμενος υπέρ αυτής, και επειδή έχω φίλους τους περισσοτέρους των σημαντικωτέρων πολιτικών και πολεμικών της Δυτικής Ελλάδος γνωρίζοντας κάλλιστα τον χαρακτήρα μου. Δεν έρχομαι με σκοπόν άλλον παρά να μείνω παρ' υμίν ως ενέχυρον διά να δώσω λόγον των πράξεών μου εις το αδέκαστον κριτήριον, την εθνικήν συνέλευσιν, αν το έθνος θελήση να την κάμη, εις την απόβασιν του οποίου θέλω κλίνει άφωνος τον αυχένα. Ευχαριστηθήτε λοιπόν να με αποκριθήτε διά να φύγω προς εντάμωσίν σας. Ήθελα έλθη μόνος μου, αλλ' οι σύντροφοί μου δεν μ' αποχωρίζονται. Τους επήρα μαζή μου. Είναι δε περίπου των εκατόν.

«Από του πλοίου την 21 δεκεμβρίου 1824,
Μένω, ο Αδελφός σας,
Ανδρέας Ζαήμης.

«Και εγώ σας ασπάζομαι αδελφικώς και έρχομαι και εγώ ομοίως προς εντάμωσίν σας,

«Νικήτας Σταματελόπουλος».

Ιδού η απάντησις.

«Κύριε!

«Ελάβαμεν το από 21 τρέχοντος γράμμα σας σημειωμένον εκ του πλοίου, το οποίον, επειδή ευρέθημεν εις τοπικήν συνέλευσιν, επαρουσιάσθη εις αυτήν. Λυπούμεθα διά τας δυστυχίας σας, και επειδή δεν ελησμονήσαμεν τας προτητερινάς σας εκδουλεύσεις ιδιαιτέρως προς την πατρίδα μας, πιστεύετε βέβαια πόσον επιθυμούμεν να μετριάσωμεν τας θλίψεις σας κατά το δυνατόν· αλλά το δυνατόν τούτο περιορίζεται μεγάλως από το απαραίτητον χρέος κάθε πολίτου να πείθεται εις τον νόμον και να υποτάσσεται εις την διοίκησιν, την οποίαν ενέκρινεν η θέλησις του έθνους· και επειδή εκ πρώτης αρχής της συνελεύσεώς σας κατεκρίναμεν και κατηράσθημεν κάθε ένοπλον κίνημα κατά της διοικήσεως, δεν ημπορούμεν να διαυθεντεύσωμεν καμμίαν από τας αρχάς, τας οποίας δημοσία κατεδικάσαμεν. Εκ τούτων λοιπόν συμπεραίνετε ότι δεν ημπορούμεν να σας δώσωμεν υπόσχεσιν άλλην παρά να μεσιτεύσωμεν υπέρ υμών εις την σεβαστήν διοίκησιν.

«Η εθνική συνέλευσις δεν ηξεύρομεν πότε γίνεται, και διά τούτο εάν αποφασίσητε αφ' όπου ευρίσκεσθε να έλθητε εδώ, ημπορείτε μεν να έλθητε, αλλά πάντοτε γνωρίζοντες ότι εάν ζητηθήτε από την διοίκησιν, πρέπει να υπακούσετε και να υπάγετε. Εάν δεν αμφιβάλλετε εις την ευγνώμονα διάθεσιν των δυτικοελλαδιτών και εις την προθυμίαν των του να πράξουν ό,τι είναι δυνατόν εις αυτούς, συγχωρητέον όμως από τους νόμους, διά να παρηγορήσουν τας θλίψεις σας, δεν θέλετε δυσαρεστηθή από την ειλικρινή εξήγησίν των, η οποία μόνη τους συγχωρείται από τα ιερά χρέη, εις τα οποία ο νόμος υποβάλλει κάθε καλόν πολίτην.

«Εάν αποφασίσετε να έλθετε κατά τον τρόπον τούτον, πρέπει να μας αποκριθήτε πρότερον εγγράφως.

«Την 21 δεκεμβρίου 1824, εν Ανατολικώ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΒ'.

(α.)

Ιδού το υπόμνημα.

«Μετά την κατάπαυσιν των κατά την μεσημβρινήν Ευρώπην ταραχών, αίτινες τόσον επικινδύνως προώδευσαν, ο αυτοκράτωρ φρονεί ότι ήλθεν η ώρα και της ειρηνεύσεως της Ελλάδος· η παύσις των ταραχών αυτής είναι αναγκαιοτάτη, διότι εξ αιτίας αυτών βλάπτεται καιρίως το κατ' εκείνο το μέρος εμπόριον της Ρωσσίας και παραλύεται η βιομηχανία μεγάλου μέρους των επαρχιών του ρωσσικού κράτους.

«Χάρις εις την ικανότητα του λόρδου Στραγγφόρδου, η Πύλη παρεδέχθη τα αιτήματα της Ρωσσίας, και επί τη παραδοχή αυτών έστειλεν ο αυτοκράτωρ εις Κωνσταντινούπολιν τον σύμβουλον της επικρατείας Μιντσιάκην· αν δεν έστειλε πρέσβυν, είχε λόγους ισχυρούς· την παρουσίαν του πρέσβεως θα εξελάμβαναν οι Τούρκοι θρίαμβον κατά των Ελλήνων· αν ενίκων οι Έλληνες, η Πύλη Θα υπώπτευε τον πρέσβυν, θα υπέθετε σχέσεις αυτού προς τους αποστάτας, και η θέσις του θα ωμοίαζε την επί του αξιοκατακρίτου κινήματος του πρίγκηπος Υψηλάντου θέσιν του βαρώνου Στρογονόφου αναγκασθέντος ν' αναχωρήση εκ της Κωνσταντινουπόλεως, διότι δεν εισηκούσθησαν οι λόγοι του· αν δε εξ εναντίας ενίκων οι Τούρκοι, πώς εδύνατο ο πρέσβυς της Ρωσσίας να μένη θεατής των αναποφεύκτων κακουργημάτων βαρβάρου λαού; θα έδιδεν η παρουσία του αφορμήν εις συκοφαντίας κατά του αυτοκράτορος, ως σκοπεύοντος να θέση τους Έλληνας υπό εξουσίαν αναρχικήν και βάρβαρον, και ως θεωρούντος εξίσου τους Μωαμεθανούς και τους Χριστιανούς. Αναγκαίον είναι προς τούτοις να φροντίσωσιν αι καταπαύσασαι τας ταραχάς της Ιταλίας και της Ισπανίας Δυνάμεις ίνα μη υποστηρίζεται ο ελληνικός αγών υπό της επιρροής των ταραχοποιών των τόπων όπου επανήλθεν η ευταξία· διά μόνης δε της ετοίμου συμπράξεως των συμμάχων είναι δυνατόν να προληφθώσιν νέα δυστυχήματα, και να παύση η δι' όλης τριετίας επικρατήσασα αιματοχυσία. Καθ' όλας τας εικασίας και η επί του δ' τούτου έτους εκστρατεία δεν θα παύσει τον αγώνα. Η Πύλη αλαζονευομένη διά τας άλλοτε νίκας της θέλει να επανορθώση την πεσούσαν απόλυτον επί των Ελλήνων εξουσίαν της. Εν τω μέσω των δύο άκρων ευρίσκεται η λύσις του προβλήματος.

«Η αυλή της Ρωσσίας προβάλλει ως μέσον όρον τον ακόλουθον τρόπον της ειρηνεύσεως παρέχοντα τοις μεν τας αναγκαίας εγγυήσεις, τη δε ωφελείας πραγματικάς αντί κυριαρχίας σαλευούσης. Φρονεί λοιπόν, ότι κατά τα παραδείγματα αυτού του τουρκικού κράτους συμφέρει να συστηθώσι τρεις υποτελείς τη Πύλη ηγεμονείαι επί της στερεάς Ελλάδος, η μεν εκ Θεσσαλίας, Βοιωτίας και Αττικής, ό εστι της ανατολικής Ελλάδος, η δε εξ Ηπείρου και Ακαρνανίας, ό εστι της δυτικής Ελλάδος, της άλλοτε ενετικής παραλίας, εξαιρουμένου του υπό το σκήπτρον της Αυστρίας μέρους· η δε εκ Πελοποννήσου και Κρήτης, ό εστιν εκ της μεσημβρινής Ελλάδος· αι δε νήσοι να διοικώνται δημογεροντικώς, καθώς και μέχρι τούδε. Εν έτει 1405 οι Τούρκοι, κυριεύσαντες την Βλαχίαν, την κατέστησαν ηγεμονείαν υπό την κυριαρχίαν των, και απηγόρευσαν την είσοδον τουρκικών στρατευμάτων. Εν έτει 1536 Σουλεημάνης ο α', νικήσας τους Μολδαυούς, τοις εχάρισε τα αυτά προνόμια. Τα προνόμια ταύτα ετροποποιήθησαν, του καιρού προϊόντος, ηυξήθησαν και ετέθησαν υπό την εγγύησιν της Ρωσσίας. Εν έτει 1774 Μουσταφάς ο γ' ηθέλησε να καταστήση την Πελοπόννησον ηγεμονείαν· απέθανε κατά δυστυχίαν το αυτό έτος, και το σχέδιόν του δεν επραγματοποιήθη. Ίσως αντείπουν αι Δυνάμεις ότι η Πύλη εδείχθη πάντοτε εναντία προς πάσαν ξένην μεσολάβησιν επί των τελευταίων διαπραγματεύσεων, αλλά, κατά τα χρονικά των παρελθόντων καιρών, εδέχθη άλλοτε την ξένην μεσολάβησιν, και εν έτει 1774 επί της ειρήνης του Καϊναρτσίου, και εν έτει 1779 και 1802. Φρονεί δε η Ρωσσία, ότι και αι ελπίδες των Ελλήνων περιορίζονται ευλόγως εντός τούτων των όρων, διότι υπ' αυτούς ελεύθεροι θα είναι και αυτοί και ελεύθερον διόλου και το εμπόριόν των υπό την εθνικήν σημαίαν των· ο δε Πατριάρχης των Ελλήνων, όστις θα εδρεύει εις το εξής εν Κωνσταντινουπόλει, θ' αντιπροσωπεύει κατά τινα τρόπον το έθνος. Φρουραί τουρκικαί θα κάθηνται μόνον εντός τινων φρουρίων εν ωρισμένη περιφερεία, αλλ' ούτε πασάς ούτε διοικητής Τούρκος θα στέλλεται· πάσα δε ηγεμονεία θα δίδει φόρον ανάλογον ως προς την έκτασίν της και τους πόρους της· δευτέρα δε σύσκεψις των Δυνάμεων θα κανονίσει τα του εσωτερικού διοργανισμού των ηγεμονειών. Αληθή ωφέλειαν παρέχει ο συμβιβασμός ούτος· η επί του δ' τούτου έτους εκστρατεία δεν θα είναι πιθανώς ευτυχεστέρα των παρελθουσών, εν ώ ο προβαλλόμενος συμβιβασμός ασφαλίζει την ειρήνην, την ησυχίαν και τα τακτικά εισοδήματα της Πύλης διά της πληρωμής των φόρων των διαφόρων ηγεμονειών. Μέχρι της σήμερον οι απειθείς πασάδες ετάρατταν αδιακόπως την ησυχίαν της Πύλης, και ιδιοποιούντο τα συναζόμενα πλούτη· αι ανταρσίαι αύται και αι παρεισπράξεις των απλήστων και φιλάρχων πασάδων θα παύσουν.

Μωάμεθ ο β' ανέδειξε τας νήσους απλώς υποφόρους· το σχέδιον τούτο είναι τόσω μάλλον άξιον της παραδοχής των συμμάχων, καθ' όσον, εγγυώμενον την λύτρωσιν των Ελλήνων εμμένει εντός των όρων της πολιτικής των συμμάχων, και δεν φαίνεται ενισχύον τας περί πλήρους ανεξαρτησίας αξιώσεις των Ελλήνων.

Προβάλλει λοιπόν η Ρωσσία, α', να παραδεχθώσιν αι Δυνάμεις τα εν τω υπομνήματι τούτω ενδιαλαμβανόμενα· β', να δοθώσιν ανάλογοι οδηγίαι τοις εν Κωνσταντινουπόλει αντιπροσώποις των· γ', να δοθή αυτοίς η περί της πραγματοποιήσεώς των εν αυτώ όρων απαιτουμένη εξουσία· δ', να κοινοποιήσωσιν εκ συμφώνου τω σουλτάνω αλληλοδιαδόχως όλους τους περί ειρηνεύσεως του σχεδίου τούτου όρους· ε', να ειδοποιήσωσιν αι αυλαί τους αντιπροσώπους των, ότι περί πολλού ποιούνται την παρά του σουλτάνου παραδοχήν της μεσολαβήσεως των αυλών· στ', να παραστήσωσι τω σουλτάνω, ότι η σύστασις τριών ηγεμονειών διαιρεί τας δυνάμεις της Ελλάδος, και επειδή θ' ανατεθή εις αυτόν ο διορισμός των ηγεμόνων, θ' αποβλέπουν εις αυτόν αι επισημότεραι οικογένειαι των Ελλήνων».

(β.)

Η Ρωσσία επίστευεν, ότι η Μολδοβλαχία θ' απηλλάττετο ευθύς των τουρκικών στρατευμάτων, καθ' ας έδωκεν επανειλημμένας υποσχέσεις ο σουλτάνος. Τα πλείστα των στρατευμάτων ανεχώρησαν έκτοτε· αλλ' η κένωσις δεν επραγματοποιήθη ειμή της μεν Βλαχίας τον ιούλιον, της δε Μολδαυίας το τέλος του έτους τούτου, αλλ' ουδέ και τότε ολοτελής.

(γ.)

«Ο πρέσβυς ο ημέτερος φίλος» (έγραψεν η Πύλη προς τον πρέσβυν της Αγγλίας την 28 μαρτίου) «δεν παύει επαναλαμβάνων προς την υψηλήν Πύλην, ότι οι νόμοι του τόπου του απαγορεύουν να εμποδίση η αυλή του τους Άγγλους του να βοηθήσωσι τους αποστάτας Έλληνας και πολεμήσωσι τους Μουσουλμάνους, και ότι δεν έχει την άδειαν να παιδεύση τόσον αδίκους πράξεις. Αν άλλος τις, όχι τόσον συνετός όσον ο πρέσβυς ο ημέτερος φίλος, έλεγε τοιαύτα, θα ενομίζαμεν ότι ήθελε να μάθη πόσον είμεθα εύπιστοι. Ατοπώτατον να λέγη τις, ότι μία κυβέρνησις, οποίοι και αν ήναι οι περί της εσωτερικής διοικήσεως νόμοι της, δεν έχει άδειαν να εμποδίση τους υπηκόους της του να πράττωσιν έργα πολέμου κατά την αρέσκειάν των, και παραβαίνωσι τας μεταξύ της κυβερνήσεώς των και άλλης Δυνάμεως συνθήκας. Οι εσωτερικοί νόμοι της Αγγλίας αφορούν μόνους τους Άγγλους, και δεν δύναταί τις, επί λόγω των ιδιαιτέρων διατάξεών τινος κράτους, να δικαιώση την διαγωγήν των υπηκόων μιας Δυνάμεως προς άλλην. Η διαγωγή αύτη πρέπει να κανονισθή κατά το δημόσιον δίκαιον, βάσιν όλων των σχέσεων κυβερνήσεως προς κυβέρνησιν και έθνους προς έθνος, και όχι κατά τους ιδιαιτέρους νόμους και τα έθιμα ενός τόπου. Ας υποθέσωμεν, ο μη γένοιτο, ότι υπήκοοί τινες της μεγάλης βρεττανίας επανίστανται κατά του βασιλέως των, και ότι υπήκοοι άλλου βασιλέως έχοντος ειρηνικάς και φιλικάς σχέσεις προς την Αγγλίαν, ως οι της υψηλής, φέρ' ειπείν, Πύλης, έστελλαν αναφανδόν προς εκείνους παντός είδους βοηθήματα, ήγουν πολεμεφόδια, τροφάς, χρήματα, προσέτι και αξιωματικούς εν υπηρεσία της Πύλης· ικανοποιείτο άρα η Αγγλία, αν η Πύλη τη έλεγεν, ότι δεν είχεν εξουσίαν να επαγρυπνή τας αξιοκατακρίτους ταύτας πράξεις των υπηκόων της, διότι κατά τους νόμους του τόπου πας Μουσουλμάνος εδύνατο δικαιωματικώς να κινήση πόλεμον καθ' ούτινος η θρησκεία δεν ήτον η αυτή;

«Αν ενεκρίνοντο τα τοιαύτα, ποία θα ήτον η θέσις των εθνών προς άλληλα; Η γενική ειρήνη, περί ης η Αγγλία, κατά το λέγειν της, τόσον φροντίζει, δεν θα εκρέματο πλέον από των συνθηκών και των αρχών του δημοσίου δικαίου, αλλά θ' αφίετο όλως διόλου εις τας ορέξεις και τα πάθη των λαών. Πάσα κυβέρνησις θα ενόμιζε τότε, ότι έπραξε παν ό,τι εκρέματο απ' αυτής, αν διετήρει την φιλίαν κατά το φαινόμενον, και ότι έπραξε παν ό,τι εκ των καθηκόντων της, αν έλεγε προς την γείτονά της, «είμαι αφιλοκερδής φίλος σου, είμαι όλη εις σε αφοσιωμένη, ευαρεστήσου εις ταύτην μου την ομολογίαν και μη με μεμφθής αν αφίνω τους υπηκόους μου να κόπτωσι τον λάρυγγα των υπηκόων σου». Μας νομίζει τάχα ο πρέσβυς ο ημέτερος φίλος τόσον μωρούς ώστε να πιστεύωμεν ότι η κυβέρνησίς του δεν έχει εξουσίαν να επαγρυπνή την διαγωγήν των υπηκόων της; Είχε βεβαίως η αγγλική κυβέρνησις την δύναμιν και επροθυμήθη εις χρήσιν αυτής, ότ' επρόκειτο να εμποδίση τα αγγλικά πλοία του να φέρωσιν ολίγα άλευρα εις τροφήν των οθωμανικών φρουρών, αίτινες απέθνησκαν της πείνας και είχεν τουλάχιστον την πειποίθησίν των εις την φιλανθρωπίαν παλαιού φίλου. Τοιαύτην δύναμιν είχε τότε η αγγλική κυβέρνησις, και ο οδυνηρός θάνατος τόσων Μουσουλμάνων είναι τρανή απόδειξις της αδιαφορίας της. Αν έχωμεν ειρήνην μετά της Αγγλίας, έχομεν αναμφιβόλως και το δικαίωμα να απαιτήσωμεν παρά της αυλής της να μη αφίνη τους υπηκόους της να μας πολεμώσιν. Αν αποδοκιμάζη την προς ημάς εχθράν διαγωγήν των υπηκόων της, διατί δεν τοις λέγει άπαξ διά πάντα. «Η Πύλη είναι φίλη μας προ αιώνων, δεν έχομεν παράπονα κατ' αυτής, είναι λοιπόν δίκαιον να μη τη δώσωμεν αιτίαν να έχη και αύτη παράπονα καθ' ημών. Εκτελεί τας μεθ' ημών συνθήκας, δίκαιον είναι να τας εκτελώμεν και ημείς». Διατί να μη λαλήση προς τους υπηκόους της την γλώσσαν ταύτην; διατί δεν τοις είπε ποτέ λόγον φιλικόν υπέρ ημών; Ο πρέσβυς, ο ημέτερος φίλος, απορεί διότι δεν ακούομεν τας συμβουλάς του; διατί απορεί; πάντοτε μας λαλεί φιλικώτατα, αλλά νομίζει τάχα ότι δεν ηξεύρομεν πόσον οι συμπατριώται του αγωνίζονται να μας βλάψωσι; πώς συμβιβάζονται οι λόγοι τούτου προς την διαγωγήν εκείνων; θεωρούντες τας τοιαύτας αντιφάσεις δεν καταλαμβάνομεν τη αληθεία τι τρέχει. Η υψηλή Πύλη απαιτεί ό,τι έχει δίκαιον ν' απαιτή, και ό,τι η Αγγλία δεν έχει δίκαιον να αρνήται· ήγουν την απαγόρευσιν του να πράττωσιν οι Άγγλοι κατά των Μουσουλμάνων έργα πολέμια είτε διά της προσωπικής συνδρομής των, είτε δι' αποστολής χρημάτων και πολεμεφοδίων, ως επί του παρόντος, και του να επιβουλεύωνται τα συμφέροντα αυτών υπό τους οφθαλμούς της ιονικής κυβερνήσεως. Φανερόν είναι, ότι η αγγλική κυβέρνησις δύναται να εμποδίση όλα ταύτα αν θελήση, και είναι καιρός να θελήση».

(δ.)

Επιστολή της ελληνικής κυβερνήσεως προς την αγγλικήν.

«Οι Έλληνες προ τεσσάρων ετών, θαρρούντες αδιασείστως εις την θείαν πρόνοιαν, υπερασπίζονται με καλήν έκβασιν το έδαφος των προπατόρων των, λέγω ότι υπερασπίζονται το έδαφος, επειδή ολίγον φροντίζουν διά τας πόλεις και χωρία, διά τας οικίας και ιδιοκτησίας των· τούτο ικανώς απεδείχθη εις τας διαφόρους λεηλασίας των εχθρών των, καθ' ας οι Έλληνες εθυσίασαν με μεγάλην γενναιότητα και μεγαλοψυχίαν όσα είχαν ακριβώτερα και πολυτιμότερα, επροτίμησαν την ελευθερίαν υπό τας σκηνάς των, εις τας κοιλάδας των, και επί των κορυφών των ορέων των παρά τας λαμπράς κατοικίας της δουλείας· αύτη η αξιοσημείωτος περίστασις της ιστορίας του επιμαχικού πολέμου των Ελλήνων δεν πρέπει να γεννήση εις όλας τας χριστιανικάς ψυχάς την πεποίθησιν ότι οι Έλληνες αρχίζοντες την πάλην διά να αποκτήσουν τα δικαιώματά των, αποσείοντες αφόρητον ζυγόν αυτών είχαν προ οφθαλμών τον ιερόν σκοπόν του να σώσουν την πίστιν των, την πατρίδα των, τους ιερούς ναούς των, τα μνημεία των προγόνων των, τας γυναίκας και τα παιδία των, και όχι εκείνα τα πολιτικά τέλη, τα οποία ετάραττον τότε την Ευρώπην, απέχοντες πολλά απ' αυτά; Οδηγούμενοι λοιπόν από τοιαύτας αρχάς εις την οποίαν ηναγκάσθησαν πάλην, δεν έλλειψαν επικαλούμενοι την συμπάθειαν των χριστιανών αδελφών των. Αλλ' η πολιτική της Ευρώπης συλλαβούσα άλλας ιδέας περί των αρχών της συμφοράς μας απεφάσισε να περιορισθή εις την ουδετερότητα. Οι Έλληνες δε μη βλέποντες τελειωμένην την επιθυμίαν των εβιάσθησαν να αφοσιωθώσι μόνοι των με αμοιβαίαν πίστιν εις την υπεράσπισιν των ιερών δικαιωμάτων των, αφίνοντες εις τον καιρόν να φανερώση τας αρχάς και τας αιτίας των.

«Μολοντούτο το ελληνικόν έθνος, ως και η διοίκησίς του, της οποίας λαμβάνω την τιμήν να γίνω το όργανον, παρρησίαζον την υπόκλισιν του προς την βρεττανικήν μεγαλειότητά του σέβας των μέσον της εξοχότητός σας, διακηρύττει πανδήμως ότι προτιμά θάνατον ένδοξον παρά τον αίσχιστον ζυγόν εις τον οποίον θέλουν να το κάμουν να υποκύψη. Είναι απίθανον ότι η βρεττανική μεγαλειότης του, η οποία έδειξε φιλανθρωποτάτην διάθεσιν προς τους λαούς της νοτίου Αμερικής, θέλει επιτρέψει ώστε οι Έλληνες να εξαλειφθούν από τον κατάλογον των πεπολιτισμένων εθνών, ως ήσαν ανάξιοι διά να εγκαταριθμηθούν προτού να συστηθούν ως έθνος. Οι Έλληνες όμως υπό την αναφοράν των δικαιωμάτων των ευρίσκονται εις θέσιν ευνοϊκωτέραν παρ' εκείνην των λαών της μεσημβρινής Αμερικής. Αυτοί ητίμασαν και εταπείνωσαν την αδυναμίαν της τουρκικής διοικήσεως, απέδειξαν ότι ήσαν άξιοι της ελευθερίας· δεν πολεμούν την μητέρα πατρίδα των, αλλ' έν έθνος, το οποίον ήρπασε και εξουσίασε τους τόπους των, μεταχειριζόμενον τα τέκνα των ως δούλους. Οι Έλληνες απετίναξαν τον βαρβαρικόν ζυγόν με μεγάλην έκπληξιν της Ευρώπης και όλων των εθνών· επεχειρίσθησαν τον πόλεμον, χωρίς να έχουν τους τρόπους διά να τον κάμουν, όντες πεπεισμένοι ότι άλλως δεν εδύναντο να απολαύσουν την ανεξαρτησίαν των παρά με πολυαρίθμους θυσίας· απέκτησαν φρούρια, πόλεις και μέγαν αριθμόν θέσεων, αίτινες ευρίσκοντο εις χείρας βαρβάρων δεσποτών αυτών· εις διαφόρους μάχας κατέστρεψαν με μερικά εμπορικά πλοία τον πολυάριθμον και φοβερόν στόλον των Τούρκων· εσύστησαν νόμους ομοίους με τους των πολιτισμένων εθνών, εσχημάτισαν διοίκησιν υπό τας διαταγάς της οποίας ετάχθησαν. Εμπορεί τις πλέον να αμφιβάλλη την σήμερον εάν οι Έλληνες είναι άξιοι της ελευθερίας; Ίσως η Βρεττανική μεγαλειότης του παρετήρησεν ότι η Ελλάς ελευθερωθείσα, διά το τον λαόν αύτης εμψυχούν πνεύμα και διά την γεωγραφικήν της θέσιν, ημπορεί να γίνη ωφέλιμος εις τα συμφέροντα της μεγάλης Βρεττανίας. Το εμπόριον είναι η ζωοδοτική αρχή των πεπολιτισμένων εθνών· και πού αλλού εμπορεί να λάβη μεγαλητέραν ασφάλειαν, παρά εις την δεξιάν χείρα της Ευρώπης, ήτις κατά τινα τρόπον σχηματίζεται υπό της Ελλάδος; Ποίον άλλο σημείον ωφελιμωτέρας υποστηρίξεως διά την διατήρησιν της ευρωπαϊκής ισοσταθμίας εμπορεί η Αγγλία να εύρη παρά τα φυσικά οχυρώματα, μεταξύ των οποίων η Ελλάς είναι θεμένη; αύται είναι αλήθειαι αναντίρρητοι, τας οποίας ο καιρός θέλει ανακαλύψει.

Η Ελλάς λοιπόν δι' αυτάς τας αιτίας έχει, νομίζω, ηθικώς και πολιτικώς το δικαίωμα του να ελπίση παν είδος βοηθείας και υποστηρίξεως από το αγγλικόν έθνος το τόσον φιλούν την ανθρωπότητα, και εξαιρέτως από την βρεττανικήν μεγαλειότητά του, της οποίας ο κόσμος όλος γνωρίζει τα αξιοσέβαστα φρονήματα. Εκ τούτου δεν είναι αμφιβολία, εάν η ανεξαρτησία της Ελλάδος είναι σύμφωνος με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών εθνών, αύτη η περίστασις είναι μία ισχυρά αφορμή διά να μη στερηθή το ελληνικόν έθνος τα ιερά του δικαιώματα· το δε αγγλικόν, ούτινος η προς την της Ευρώπης πολιτικήν ισοσταθμίαν επιρροή είναι τόσον γενικώς εγνωσμένη, να μη σταθή αδιάφορον εις το οικτρόν θέαμα της τόσον αναξίως και αδίκως υπό των ποδών καταπατουμένης ανθρωπότητος».

(ε.)

Απάντησις της αγγλικής κυβερνήσεως προς την ελληνικήν.

«Η προς εμέ υμετέρα επιστολή της 24 αυγούστου δεν έφθασεν εις χείρας μου ειμή την 23 οκτωβρίου· περιέχει αύτη παρατηρήσεις της προσωρινής κυβερνήσεως της Ελλάδος περί τινος εγγράφου δημοσιευθέντος διά των ευρωπαϊκών εφημερίδων ως σχεδίου της αυλής της Ρωσσίας περί ειρηνεύσεως της Ελλάδος. Αναμφίβολον είναι ότι η δημοσίευσις αύτη έγεινεν άνευ αδείας, και αγνοώ αν έχη τινά επισημότητα. Αλλ' η αγγλική κυβέρνησις φρονεί, ότι παν σχέδιον της ρωσσικής κυβερνήσεως, τείνον εις ειρήνευσιν της ανατολής, δεν ημπόρει να μη ήναι ευνοϊκόν προς τους Έλληνας, ουδ' επροτίθετο η κυβέρνησις εκείνη να δώση τον νόμον αυτοίς ή τη οθωμανική κυβερνήσει· ο δε μεγαλειότατος αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών, όπως και αν εθεώρει το περί ου ο λόγος σχέδιον, θα έκρινε πρέπον να το κοινοποιήση τοις συμμάχοις του πριν το προβάλη τοις διαμαχομένοις. Ο αυτοκράτωρ τοις εκοινοποίησε τω όντι σχέδιόν τι, δι' ου επρόκειτο να προταθή συγχρόνως ανακωχή και τη οθωμανική πύλη και τη προσωρινή κυβερνήσει της Ελλάδος, επί σκοπώ να δοθή καιρός εις μεσολάβησίν τινα φιλικήν, η δε αγγλική κυβέρνησις δεν θα εναντιούτο, αν το τοιούτον σχέδιον επροτείνετο εν καιρώ δέοντι· δεν πρέπει δε να αποκρύψω, ότι το έγγραφον, το κινήσαν εις τόσην αγανάκτησιν την ελληνικήν κυβέρνησιν, εκίνησεν εις άλλην τόσην και την οθωμανικήν. Εν ώ οι Έλληνες φαίνονται ανένδοτοι προς πάντα συμβιβασμόν μη στηριζόμενον επί της εθνικής των ανεξαρτησίας, η Πύλη απορρίπτει επίσης πάντα τρόπον συνδιαλλαγής μη χαρακτηρίζοντα τον Έλληνα ως ραγιάν. Ούτω διατεθειμένων των πνευμάτων, ολίγη ελπίς αναμφιβόλως υπάγει μεσολαβήσεως δεκτής και ευτυχούς. Αν η Ρωσσία επρότεινε τοιούτον συμβιβασμόν πριν καταντήσωσιν αι απαιτήσεις του ενός και του άλλου όπου κατήντησαν την σήμερον, αν τον επρότεινε καθ' όν καιρόν αι περιπέτειαι του πολέμου εφαίνοντο παρέχουσαι ισχυράς αφορμάς συμβιβασμού, φιλικώ τω τρόπω, ούτε η Ρωσσία ούτε άλλη τις Δύναμις, θεωρούσα το σχέδιον τούτο άξιον της σκέψεώς της, θα εφαίνετο μεμπτή. Το έγγραφον τούτο, θεωρούμενον ως υπόμνημα ρωσσικόν, περιέχει στοιχεία ειρηνεύσεως, αν και τα στοιχεία ταύτα δεν φέρουν τους αρμοδίους ίνα τεθώσιν υπό τας όψεις των διαμαχομένων τύπους. Αν η κυριαρχία της Πύλης επί της Ελλάδος δεν πρέπη αφεύκτως να επανέλθη, αν η ανεξαρτησία των Ελλήνων δεν πρέπη αφεύκτως να αναγνωρισθή (και τα δύο ταύτα αντίκεινται προς τον συμβιβασμόν), αν οι μεσίται δεν δύναται ν' αποφασίσωσιν άνευ της συγκαταθέσεως των αντιφερομένων, δεν μένει παρά να τροπολογηθή και η κυριαρχία της Πόλης και η ανεξαρτησία της Ελλάδος, και τότε να συζητηθώσιν ο τύπος και ο βαθμός των τροπολογιών· οι διαμαχόμενοι διαμαρτυρόμενοι εδύναντο αναντιρρήτως να ματαιώτωσι παν σχέδιον συμβιβασμού, όσον εύλογον και αν ήτον ως προς τας αρχάς του, και οίον αμερόληπτον ως προς τους όρους του. Αλλ' ημείς ηξεύρομεν ότι οι διαμαχόμενοι είναι επίσης της γνώμης να απορρίψωσιν οποιονδήποτε συμβιβασμόν, και ματαία φαίνεται επί του παρόντος η ελπίς πάσης ευτυχούς μεσολαβήσεως.

«Περί δε της αγγλικής αντιλήψεως, ην επικαλείσθε υπέρ των Ελλήνων εις ανάκτησιν της ανεξαρτησίας των παραλληλίζοντας τα δικαιώματά του προς τα των πολιτειών της νοτίου Αμερικής, αίτινες εχωρίσθησαν από της μητροπόλεώς των, οφείλω να σας παρατηρήσω, ότι εν τη μεταξύ των πολιτειών τούτων και της Ισπανίας πάλη η Αγγλία εκήρυξε και ετήρησεν αυστηράν ουδετερότητα. Τα αυτά έπραξε και ως προς τον καταστρεπτικόν πόλεμον της Ελλάδος, και πάντοτε εσεβάσθη τα πολεμικά δίκαια των Ελλήνων. Αν δε ηναγκάσθη προ ολίγου να εμποδίση τας καταχρήσεις του δικαίου τούτου, ελπίζω ότι δεν θα ευρεθή πλέον εις την αυτήν ανάγκην. Η προσωρινή κυβέρνησις της Ελλάδος ας είναι βεβαία, ότι η αγγλική θα διατηρήσει και εις το εξής την αυτήν ουδετερότητα, και δεν θ' αποπειραθή να βιάση τους Έλληνας επί λόγω ειρηνεύσεως εις παραδοχήν σχεδίου συμβιβασμού παρά τας ευχάς των, αν ποτέ γενή λόγος περί τοιούτου. Αλλ', αν οι Έλληνες, ή επί του παρόντος ή μετά ταύτα, νομίσωσι πρέπον να ζητήσωσι την μεσιτείαν μας, την προσφέρομεν τω σουλτάνω, και αν την δεχθή, ουδέν θα παραμελήσωμεν εις καρποφορίαν της διά της συνεργείας και των άλλων Δυνάμεων, ων η συνδρομή και τον συμβιβασμόν θα ευκολύνει και την διατήρησιν αυτού θα ασφαλίσει. Ιδού ό,τι δύναται η Ελλάς, καθώς ημείς κρίνομεν, να ζητήση παρά των Άγγλων υπουργών. Ούτε εμμέσως ούτε αμέσως ερέθισαν ούτοι τους Έλληνας εις την έναρξιν του αγώνος των, αλλ' ούτε διά τινος τρόπου παρενέβαλαν εμπόδια εις την πρόοδόν του· ουδείς έχει δίκαιον να υπολάβη ότι η Αγγλία, έχουσα υπ' όψιν τας μεταξύ αυτής και της Πύλης ενυπαρχούσας φιλικάς σχέσεις και τας παλαιάς συνθήκας, ας η Πύλη δεν παρέβη, ημπορεί ν' αναδεχθή πάλην μηδόλως παρ' αυτής προκαλεσθείσαν, και να οικειοποιηθή διαφοράν αλλοτρίαν. Ελπίζω ότι οι λόγοι μου θα διασκεδάσουν πάσαν εξ αγνοίας ή εκ πνεύματος ραδιουργίας υπόνοιαν, και πάσαν κατηγορίαν ότι δυσμενώς διέκειτο η αγγλική κυβέρνησις προς τους Έλληνας και θα ίδωσιν ούτοι εν τοις λόγοις μου τούτοις την καθαρότητα των φρονημάτων μας, άτινα δεν διστάζομεν να εκφράσωμεν και παρρησία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΓ'.

(α.)

Εν ώ κατεγινόμην εις την τύπωσιν του γ' τούτου τόμου, εξεδόθη δίτομος ιστορία του κυρίου Φινλάη περί της Ελληνικής επαναστάσεως.

Με μέμφεται ο συγγραφεύς ούτος εν σελίδι 69 του β' τόμου ως μηδεμίαν ποιήσαντα μνείαν του κόμητος Σανταρόζα εν τω επ' εκκλησίας επικηδείω μου λόγω εις τους εν Σφακτηρία πεσόντας· ωρμήθη δε εις την μομφήν ταύτην έκ τινων των εν τω ημερολογίω του Ιταλού κυρίου Κολλενίου λόγων.

Ουδέποτε απήγγειλα επικήδειον λόγον εις τους εν Σφακτηρία πεσόντας. Ο λόγος, ον αινίττονται και ο κύριος Κολλένιος και ο κύριος Φινλάης, είναι ον απήγγειλα την 10 μαΐου 1825, καθ' ήν ημέραν εκηρύχθη γενική αμνηστεία· είχε δε ο λόγος θέμα την ομόνοιαν· παρενείρεται δε το εν Σφακτηρία πάθημα εν παρόδω, αλλ' ουδείς των εκεί πεσόντων Ελλήνων η φιλελλήνων μνημονεύεται ονομαστί· εύφημον όμως και δικαίαν μνήμην εποίησα του αρίστου ανδρός και θερμού φιλέλληνος Σανταρόζα εν τω κειμένω του ανά χείρας κεφαλαίου της Ιστορίας μου προ πολλών ετών.

Λέγει ο κύριος Φινλάης εν σελίδι 180 του α' τόμου ότι, επειδή σπανίως αναφέρω τας πηγάς, όθεν αρύομαι, λαμβάνω την ελευθερίαν ν' αντιγράφω τους συγγραφείς, οσάκις είναι Έλληνες, και να τους μεταφράζω κατά γράμμα, οσάκις είναι ξένοι· φέρει δε και παράδειγμα φράσιν τινά δίστιχον εκ των υπομνημάτων του αοιδίμου Γερμανού λέγουσαν· «Συγχρόνως άλλοι Καλαβρυτινοί εφόνευσαν δύο σπαχήδας Τριπολιτσώτας εις το χωρίον του Λιβαρτσίου, και πάλιν άλλοι εις τον Φενεόν τους γυφτοχαρατσήδας».

Οι προ εμού συγγράψαντες διηγήθησαν τα εν τη φράσει ταύτη συμβάντα· γνωστά δε τοις πάσι και αναμφισβήτητα, και ουδεμία χρεία μαρτυρίας εις επιβεβαίωσιν πασιγνώστων και πανθομολογήτων συμβάντων. Σημειωτέον δε, ότι ο κύριος Φινλάης παρενόησε την σημασίαν της λέξεως γ υ φ τ ο χ α ρ α τ σ ή δ α ς. Δεν εννοεί η εν τη ανωτέρω φράσει λέξις αύτη, ως αυτός και εν τω χωρίω τούτω και εν το προλόγω του συγγράμματός του ημαρτημένως υπολαμβάνει, ότι οι χαρατσήδες εκαλούντο ούτω προς χλευασμόν, αλλ' ότι εχαράτσοναν τους τήδε κακείσε περιφερομένους φερεοίκους γύφτους· εκ της τάξεως δε ταύτης ήσαν οι φονευθέντες· χαρατσήδες δε απλώς εκαλούντο οι χαρατσόνοντες τους κατοίκους των πόλεων και χωρίων.

Ποιών λόγον ο κύριος Φινλάης εν σελίδι 335 του α' τόμου περί των κατά τον Βαρνακιώτην, και διψών να εύρη αιτίαν μομφής κατά του Μαυροκορδάτου και κατ' εμού, λέγει· «Εγνώριζαν και ο Μαυροκορδάτος και ο Τρικούπης (ανάγνωθι Ιωάννης Τρικούπης, ο πατήρ μου, ως αυτός ο κύριος Φινλάης επιδιορθόνει τούτο εν τω τέλει του τόμου ως ημαρτημένον) «τας ραδιουργίας του Βαρνακιώτου και τας ενεθάρρυναν επί ματαία ελπίδι ωφελείας εξ επιπλάστου προδοσίας, αλλ' ηττήθησαν εν τω ατίμω τεχνάσματί των.

Παράδοξον πώς ο κύριος Φινλάης δεν συστέλλεται αποκαλών άτιμον τέχνασμα το εις αναβολήν της εις την Αιτωλοακαρνανίαν επικειμένης εχθρικής εισβολής εν τη δεινή εκείνη ώρα στρατήγημα τούτο. Αν ούτως έχη, άτιμον τέχνασμα είναι και το του Μάρκου Μπότσαρη επί της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου προς τον Άγον Βασιάρην και μυρία άλλα· ατιμότερον δε τούτων, κατά τον κύριον Φινλάην, είναι και το του Θεμιστοκλέους προς τους Λακεδαιμονίους επί της κατασκευής των Μακρών τειχών.

Εξ όσων απηντήσαμεν επί των ανωτέρων επικρίσεων του κυρίου Φινλάη αποδεικνύεται σαφέστατα, ότι και τα του λόγου μου περί των εν Σφακτηρία πεσόντων, ων την αποσιώπησιν καλεί ο κύριος Φινλάης τρανόν δείγμα της εθνικής των Ελλήνων προς τους ξένους αχαριστίας είναι τρανόν ψεύδος, και η επανόρθωσίς του περί των γυφτοχαρατσήδων φανερά παραδιόρθωσις, και οι περί των επί Βαρνακιώτου λόγοι του αυτόχρημα παραλογισμοί.

Ηρανίσθην βεβαίως ή, αν θέλη ο κύριος Φινλάης, μετέφρασα κατά γράμμα τεμάχια της Ιστορίας του Γόρδωνος· δεν ηθέλησα δε να τα παραφράσω, ως άλλοι τινές ιστοριογράφοι, διότι εθεώρησα τούτο παιδαριώδες. Ιδού δε ο λόγος, δι' ον απεσιώπησα εκ προμελέτης πόθεν τα παρέλαβα.

Άλλο το συγγράφειν τα προγενέστερα συμβάντα, και άλλο το συγγράφειν τα σύγχρονα. Εν εκείνοις η μαρτυρία όθεν πορίζεται η ύλη είναι απαραίτητος, αλλ' εν τούτοις είναι αδύνατος, διότι πορίζεται εκ πολλών στομάτων, και η αξιοπιστία καταντά ανεξέλεγκτος, διότι οι λόγοι είναι πτερόεντες· εγγύησις δε της ακριβείας των ιστορουμένων είναι κυρίως ο χαρακτήρ του ιστορικού. Αλλ' οσάκις ο σύγχρονος ιστορικός παραλαμβάνει τι παρά συγχρόνου ιστορικού, οφείλει να μη το παραλαμβάνη ειμή υπό την εξέλεγξιν αυτοπτών και αυτηκόων, καθ' όσον είναι τούτο εφικτόν, ή υπό το κύρος ανεκδότων ημερολογίων ή αξιοπίστων εγγράφων· τούτο εγώ έπραξα συνήθως· ηρύσθην δε συχνάκις και εκ των αυτών πηγών όθεν ηκούσθησαν και οι σύγχρονοί μου συγγραφείς.

Αρκούντα νομίζω ταύτα εις ορθήν εκτίμησιν και τινων άλλων μικρολογιών του κυρίου Φινλάη περί της ιστορίας μου· λέγω μικρολογιών, διότι ουδέν οπωσούν ουσιώδες των εν τη ιστορία μου προσβάλλει, αν και φαίνεται μικροσκοπικώς καταγινόμενος εις ανεύρεσιν ημαρτημένων. Τούτο μόνον λυπούμενος προσθέτω, ότι ο διερχόμενος την βίβλον του αδύνατον να μη την θεωρήση αποκύημα ακρισίας, δυστροπίας και αγενούς πάθους προς τους άνδρας του Αγώνος.

(β.)

Ο επίσκοπος Μοθώνης, καταμηνυθείς ως υποκινήσας τας αδίκους σφαγάς των εν Νεοκάστρω επί της πτώσεώς του εβασανίσθη και ετελείωσε τας ημέρας του εν σκοτεινή φυλακή πανωλόβλητος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΔ'.

(α·)

«Το στρατιωτικόν μας (έγραφε το νομοτελεστικόν τη εν Λονδίνω επιτροπή την 11 ιουνίου) κατήντησεν όχι πλέον ανοικονόμητον, αλλά και ο λυμεών της πατρίδος· αι καταχρήσεις του είναι απερίγραπτοι· διά να λάβετε μίαν ιδέαν αυτών αρκεί να σας είπωμεν ότι πολλάκις χάνομεν την νίκην και κινδυνεύει η πατρίς, διότι εν ώ η διοίκησις νομίζει ότι έχει εις μίαν θέσιν πέντε χιλιάδας στρατιωτών, όταν πρέπη ν' αντιπαραταχθώσι, δεν ευρίσκονται ούτε χίλιοι, και αυτοί σπανιώτατα ευρίσκονται σύμφωνοι και πολλάκις χαρίζουν διά της διαιρέσεως των την νίκην εις τον εχθρόν. Αλλά τας κατανοήσεις αυτάς ποίος να τας εμποδίση; οποίους και αν μεταχειρισθή η κυβέρνησις είναι της αυτής ζύμης, και αν κάμουν καμμίαν δούλευσιν εις αυτήν, αφ' ού διά μέσου των ταπεινώση η διοίκησις τους εναντίους της, αυτοί γίνονται χειρότεροι και θέλουν να δώσουν νόμους, η δε διοίκησις αναγκάζεται να τους οικονομή. Αυτού του στρατιωτικού η κακοήθεια εξήντλησε το μεγαλήτερον μέρος του δανείου χωρίς να ωφεληθή παντελώς η πατρίς, και εις τον παρόντα κίνδυνον δεν έχει ούτε μέσα ούτε στρατιώτας να αντιτάξη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'.

(α.)

«Το δε άντρον το Κωρύκιον μεγέθει τε υπερβάλλει τα ειρημένα, και έστιν επί πλείστον οδεύσαι δι' αυτού και άνευ λαμπτήρων· ό τε όροφος ες αύταρκες από του εδάφους ανέστηκε, και ύδωρ το μεν ανερχόμενον εκ πηγών, πλέον δε έτι από του ορόφου στάζει, ώστε και δήλα εν τω εδάφει σταλαγμών τα ίχνη διά παντός εστι του άντρου . . . . . . Από δε του Κωρυκίου χαλεπόν ήδη και ανδρί ευζώνω προς τα άκρα αφικέσθαι του Παρνασού . . . . . .Σπηλαίων δε ων είδον θέας άξιον μάλιστα εφαίνετο είναι μοι». — Εκ των του Παυσανίου.

«Ιεροπρεπής δ' εστί πας ο Παρνασός, έχων άντρα τε και άλλα χωρία τιμώμενά τε και αγιστευόμενα, ων εστι γνωριμώτατόν τε και κάλλιστον το Κωρύκιον, νυμφών άντρον». — Εκ των του Στράβωνος.

««Σέβω δε νύμφας, ένθα Κωρυκίς πέτρα
κοίλη, φίλορνις, δαιμόνων αναστροφή».
— Εκ των του Αισχύλου.

(β.)

Επειδή ο κύριος Κρητοβουλίδης λέγει εν σελίδι 331 των υπομνημάτων του, ότι παρεμόρφωσα τα περί ης ο λόγος καταλήψεως της Γραμβούσης, δηλοποιώ εις πίστωσιν ων διηγήθην, ότι είχα προς τοις άλλοις υπ' όψιν, γράφων ταύτα, και το περί ου προανέφερα και εισέτι ανά χείρας μου ιδιόγραφον υπόμνημα του κυρίου Αναγνώστη Παναγιώτου, όχι κατά τον κύριον Κρητοβουλίδην απόντος αλλά παρόντος επί τη καταλήψει του φρουρίου τούτου και πρωταγωνισθέντος. Το υπόμνημα τούτο διηγείται και τα της επί Τομπάζη αποτυχούσης εφόδου της Γραμβούσης και αλλά συμβάντα. Των δύο τούτων συμπολιτών και υπομνηματιστών η διήγησις εν πολλοίς διαφέρει· προτιμοτέρα δε βεβαίως η του αυτόπτου, του και ως πολιτικού και ως πολεμικού διακριθέντος.

(γ.)

Θέλων ο αντιναύαρχος Δεριγνής να βεβαιωθή περί της σκανδαλώδους διαγωγής του πλοιάρχου τούτου, έστειλε την κορβέτταν Victorieuse εις Ύδραν, και την γολέτταν Estafette εις Αίγιναν, και έμαθε παρά του Τομπάζη, του Κριεζή και του Κανάρη, ότι το περί ου ο λόγος γαλλικόν βρίκι έρριψε τω όντι επί την λέμβον του Κανάρη τέσσαρας κανονίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΣΤ'.

(α.)

Το αυτό έτος απεστάλη παρά του Μαυροκορδάτου ιδιαιτέρως εις Βαυαρίαν και ο Ρεϊνέκος επί παραγγελία να μάθη παρά του εκεί διατρίβοντος και αξίως διά τον χαρακτήρα και τας αρετάς του τιμωμένου Ευγενίου Βωαρναίσου, αν εδέχετο τον θρόνον της Ελλάδος· αλλ' ο ανήρ ούτος απέθανε προ της αφίξεως του απεσταλμένου.

(β.)

Καθ' όν καιρόν επεριμένετο ο Μεττερνίχος εις Παρισίους, ηρώτησεν ο εκεί πρέσβυς της Αγγλίας, Γραμβίλλος, τον επί των εξωτερικών υπουργόν Κάνιγγα τι να τω είπη. «Μάθε πρώτον», απήντησεν ο Κάννιγγ, ότι θεωρώ τον Μεττερνίχον ως τον αχρειέστατον και τον ψευδέστατον των εν Ευρώπη και καθ' όλον ίσως τον πολιτισμένον κόσμον ανθρώπων. — George Canning and his Times.

(γ.)

Ιδού το έγγραφον ολόκληρον.

«Ο κλήρος, οι παραστάται, οι αρχηγοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ξηράς και θαλάσσης του ελληνικού έθνους Αον· παρατηρούντες ότι, διά τα ανεξάλειπτα δικαιώματα, της ιδιοκτησίας και κυριότητος, διά τας επικρατούσας αρχάς της θρησκείας και ελευθερίας και διά το εκ φύσεως έμφυτον του να διατηρή και διασφαλίζη έκαστος την ιδίαν ύπαρξιν, οι Έλληνες ενωπλίσθησαν με τα όπλα της δικαιοσύνης, και εις διάστημα πλέον τεσσάρων ετών υπέστησαν αποφασιστικώς και σταθερώς κατά των δυνάμεων της Ασίας, της Αφρικής και της Αιγύπτου πεζών τε και ναυτικών, και εις όλους τούτους τους κινδύνους· τώρα, ηφάνησαν και τώρα άμπωσαν τας κολοσσαίας δυνάμεις του εχθρού, και τελευταίοι στερημένοι παντός μέσου ανήκοντος εις τοιούτον υψηλόν εγχείρημα καθιέρωσαν ούτοι διά του αίματός των τα πολύτιμα αυτών δικαιώματα, και έδωκαν εις τον εκπεπληγμένον κόσμον όχι τόσον κοινάς αποδείξεις δι' όσον είναι ικανός ένας λαός εκ φύσεως γεννημένος διά να ζη ελεύθερος, και όστις ήδη εδυνήθη να διασπάση τους βρόχους μιας ικανώς πολυχρονίου καταθλιπτικής δουλείας· Βον· παρατηρούντες ότι εκ των αποτελεσμάτων μιας πάλης ούτως ανομοίου απέκτησαν οι Έλληνες την απαράμιλλον απόφασιν της πολιτικής αυτών καταστάσεως· Γον· σκεπτόμενοι ότι πράκτορές τινων ηπειρωτικών Δυνάμεων, αν και χριστιανών, δεν διεφύλαξαν οδηγίαν συνεχομένην με τας αρχάς τας οποίας αυτοί εστερέωσαν, αλλ' από μέρους των αυτών δεν έλειψαν να εκβώσι συνεχώς αντιρρήσεις πολιτικαί πολυμόρφου ουσίας και χαρακτήρος· Δον· παρατηρούντες ότι τινές των πρακτόρων τούτων παίζουν διά των απεσταλμένων των εντός της Ελλάδος, ώστε να εισχωρήση είς τινας Έλληνας η κλίσις του να συστήσουν νέους σχηματισμούς πολιτικούς αρμοδίους προς το πνεύμα και τα τέλη των τοιούτων παρακινητών· Εον· παρατηρούντες ότι όχι ολίγους κατατρεγμούς και παραβάσεις υποφέρει η νόμιμος και τακτική κίνησις του ελληνικού ναυτικού από τους αρχηγούς των θαλασσίων δυνάμεων τινων βασιλειών, οίτινες κατά πάντα τρόπον πειράζουν τα καθήκοντα της διακηρυχθείσης ουδετερότητος από τας αυλάς των εις τας συνελεύσεις του Λαϋβάχ και της Βερώνης·

ΣΤον· παρατηρούντες με μεγάλην θλίψιν αυτούς τους χριστιανούς οπλιζομένους εναντίον των οπαδών του Ευαγγελίου και εις βοήθειαν εκείνων του Κορανίου, εις τρόπον ώστε στρατιώται Ευρωπαίοι, εναντίον πάσης αρχής αληθούς πολιτικής και ηθικής, σπεύδουν να διδάξουν διορίσουν και οδηγήσουν τα στίφη των βαρβάρων διευρυνόμενα να λεηλατήσουν την ιεράν εκείνην γην, ήτις σκεπάζει ανάμικτα και συγκεχυμένα τα αθάνατα κόκκαλα των Κιμώνων, των Τσαμαδών, των Λεωνιδών, των Μποτσάρων, των Φιλοποιμένων, των Νικηταραίων και Κολιαίων, όπερ εμποδίζει τας προόδους της ιεράς υποθέσεως της Ελλάδος· Ζον· παοατηρούντες ότι η διοίκησις της μεγάλης Βρεττανίας, ευτυχής εις το να διευθύνη λαόν ελεύθερον, είναι η μόνη ήτις διετήρησε μέχρι λεπτού καθαράν την ουδετερότητα περιφρονούσα να μιμηθή τας αναφανδόν βίας ή τας νεφώδεις διαχειρήσεις αι οποίαι από άλλους αδιακόπως επράχθησαν και πράττονται εις την Ελλάδα, Κωνσταντινούπολιν και Αίγυπτον· Ηον· σκεπτόμενοι ότι η Βρεττανική αδιαφορία δεν αρκεί ν' αντιρροπήση τον ήδη επηυξημένον εξωτερικόν κατατρεγμόν προς βλάβην της Ελλάδος. Θον· παρατηρούντες ότι η Ελλάς όχι από χαύνωσιν δυνάμεων ούτε από αδυνατισμένην απόφασιν δεν εδυνήθη μέχρι τούδε να προεπιχειρή, αλλά διά τα προρρηθέντα αίτια και μάλιστα την πηγάζουσαν από του να μην έλαβε ποτέ διοίκησιν υπερτέραν των παθών και σχέσεων· Ιον· παρατηρούντες ότι οι Έλληνες εις τοιαύτην γενναίαν μάχην ή πρέπει να εκβώσιν από ταύτην νικηταί, ή θέλουν είσθαι τελείως αφανισμένοι, επειδή ουδέν μέσον είναι το οποίον να δύναται να τους αποσπάση από ταύτην την απόφασιν ήτις ήδη κατήντησεν από την φοράν τον πολέμου και του χρόνου άφευκτος· ΙΑον· παρατηρούντες τέλος πάντων ότι, αν από υπερτάτην χάριν της Προνοίας ευρίσκονται στερεωμέναι πλησίον μας αι Βρεττανικαί Δυνάμεις, χρεωστεί η Ελλάς εις την παρούσαν αυτής κατάστασιν να ωφεληθή από τούτο εγκαίρως ως και να ελπίση από την ευθύτητα και φιλανθρωπίαν της ισχυράς αυτής διοικήσεως· όθεν προς ασφάλειαν των ιερών δικαιωμάτων της του κράτους ελευθερίας και ικανώς στερεάς πολιτικής υπάρξεως η Ελλάς διά της παρούσης δημοσίου πράξεως προσδιορίζει, αποφασίζει, θεσπίζει, και βούλεται τον επόμενον Νόμον.

«Αον. Το ελληνικόν έθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας.

«Βον. Η παρούσα αυτή οργανική πράξις του ελληνικού έθνους συνοδεύεται με επί τούτου διπλούν υπόμνημα προς την σεβασμίαν διοίκησιν της αυτού Βρεττανικής μεγαλειότητος κατ' ευθείαν εις Λονδίνον, και συγχρόνως αποστέλλεται εμμέσως διά της αυτού εξοχότητος του λόρδου μεγάλου Αρμοστού της Α. Μ. εις τας ηνωμένας επαρχίας των Ιονικών νήσων.

«Γον. Οι πρόεδροι των εκτάκτων βουλευτηρίων του κράτους ξηράς και θαλάσσης θέλουν ετοίμως εκπληρώσει τον παρόντα νόμον. Εν . . . . την λ' αωκε'».

(δ.)

Ο Κωλέττης λέγει τα αίτια, δι' α δεν συνυπέγραψε το έγγραφον, εν μια των προς τον θείον του, Τουρτούρην, επιστολών του καταχωρισθείση εν τω περί της ελληνικής επαναστάσεως συγγράμματι του πρωτοσυγγέλου Φραντσή. Ο δε Κουντουριώτης δεν συνυπέγραψε, διότι υπεγράφη το έγγραφον υπό την προεδρίαν του Μιαούλη και του Κολοκοτρώνη και όχι αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'.

(α.)

Όροι Κεφαλαίου Μ'

(β.)

Το μηνοειδές τούτο πρόφραγμα κατεσκευάσθη δαπάνη του λόρδου Καρόλου Μουράη, υιού του δουκός του Αθόλλου, αξιοτίμου νέου, ελθόντος εις Ελλάδα ίν' αγωνισθή, και αποθανόντος εν Γαστούνη την 30 ιουλίου 1824.

Ο τειχοποιός Κοκκίνης ωνόμασε κατ' αρέσκειαν τα διάφορα οχυρά μέρη του τείχους· εις ακριβή δε κατάληψιν των ονομασιών, άς παρεδέχθην εκ της εφημερίδος των ελληνικών χρονικών του Μεσολογγίου, σημειώ ενταύθα τας αντιστοίχους γαλλικάς.

Τετραγωνική τάφρος Redoute
Κανονοθυρίς Embrasure
Προμαχών Rempart
Ευθύβολος φωτία Feu rasant
Καρκινοειδές πρόφραγμα Tenaille
Πρόχωμα Cavalier
Κανονοστάσιον Batterie
Προτείχισμα Bastion
Αντιχαράκωμα Contrevallation
Μηνοειδές πρόφραγμα Lunette
Μεσότειχον Traverse
Πρόταφρος Avant fossé.

(γ.)

Όρα εφημερίδος τον Φίλου του Νόμου Αριθ. 121, 122, 125, 126.

ΚΕΦΑΛΑΙOΝ ΝΗ'.

(α.)

Παρόμοιον ανδραγάθημα διηγείται η εφημερίς του Μεσολογγίου υπ' αριθ. 88.

«Τα από τον κόλπον των Π. Πατρών χθες (31 οκτωβρίου) εκπλεύσαντα επτά εχθρικά καράβια απηντήθησαν σήμερον απέναντι του ακρωτηρίου του Πάπα με τρία μικρά ένοπλα εδικά μας πλοία, διοικούμενα παρά των κυβερνητών Κωνσταντή Τρικούπη, Χρυσάνθου Μωραϊτάκη και Δημητρίου Παναγιώτη. Ήλθαν λοιπόν εις ναυμαχίαν, ήτις επεκράτησε δύο περίπου ώρας. Απίθανον ήθελε φανή ίσως να διακηρύξωμεν ότι η νίκη της ανίσου ταύτης ναυμαχίας έκλινεν εις τον ολιγάριθμον στολίσκον μας, και ότι τα εχθρικά καράβια συνιστάμενα από μίαν κορβέταν, δύο βρίκια και τέσσαρας γολέττας διέλυσαν την γραμμήν των και ηναγκάσθησαν με καταισχύνην των να εισέλθωσι πάλιν υπό την σκέπην των φρουρίων των Π. Πατρών πυροβολούντα από την πρύμνην».

(β.)

Ιδού η τελευταία αύτη ανταπόκρισις απαράλλακτος.

«Ιμπραήμ Πάσας Βαλής Τσεδά | «Μεχμέτ Ρεσήτ Πασάς Βαλής 
και Μωρέως και Σερασκέρης | της Ρούμελης και Σερασκέρης
(Τ. Σ.)» | (Τ. Σ.)»

«Σε σας όπου βρισκόσασθε στην πολιορκίαν του Μεσολογγίου μικροί μεγάλοι σας φανερόνομεν διά ομιλίας του ράγι οπού ζητήσατε άνθρωπον από μέρους μας εστάλθη, και με αυτόν τον τρόπον ωμιλήθησαν μερικά και σε αυτό απάνω απέρασαν μερικαίς ημέραις. Όμως το ράγι όπου ζητείτε θέλει άλλον, με αυτόν τον τρόπον όπου σας φανερόνομεν άνωθεν· πρώτον να δώστε τα άρματα με αυτόν τον τρόπον οπού να μην έχη κανένας μικρό μαχαίρι· δεύτερον από μέρος της Τουρκιάς σε ό,τι τόπον θέλετε να κατοικήσετε· και οι καθαυτοί Μεσολογγίταις αν θέλουν να μισεύσουν σε άλλο μέρος σαν και σας τους δίνομεν την άδειαν· όχι και αν θέλουν να καθίσουν στον τόπον τους, γενήτε μοσάδες να καθίσουν στα σπήτια τους και στα υποστατικά τους, και όλον σας το έχει και ίρζι και ζωήν σας ως τον παραμικρόν δεν θέλει πειραχθήτε· σε αυτό σας βεβαιόνομεν· και αν κλίνετε σε αυτά, σας δίνομεν το ράγι, και αύτη είναι η τελεία απόκρισίς μας και τόσον· τη 21 μαρτίου 1826 από το στρατόπεδον».

Η επιστολή αύτη υποθέτει ότι οι έγκλειστοι εζήτησαν πρώτοι συμβιβασμόν, αλλ' η υπόθεσις αύτη αποδεικνύεται ψευδής εκ της εξής απαντήσεως.

«Προς τους υψηλοτάτους Βεζηράδες Μώρα Βαλεσήν και Ρούμελη Βαλεσήν.

«Έχετε λάθος· ημείς δεν σας εζητήσαμεν προτήτερα κουβέντα, του λόγου σας μας εζητήσατε.

«Είδαμεν το έγγραφον τσεβάπι σας και ευχαριστούμεν όπου μας γράφετε την αλήθειαν γυμνήν, διότι από τους ανθρώπους σας δεν ημπορέσαμεν να πληροφορηθούμεν έως τώρα, διότι μας τα έλεγαν μπερδευμένα. Δεν ηλπίζαμεν ποτέ να σας απεράση μια τέτοια φαντασία οπού οκτώ χιλιάδες άρματα αιματωμένα να τα ζητήσητε και να σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας, τα οποία άρματα συμφωνούν με την ζωήν. Όθεν, καθώς βλέπομεν τον σκοπόν σας και την απόστασιν οπού έχομεν ημείς, θα γίνει εκείνο ό,τι απεφάσισεν ο Θεός, το οποίον δεν το ηξεύρετε ούτε η υψηλότης σας, ούτε ημείς, και ας γίνη το θέλημα του Θεού.

«1826, μαρτίου 21, Μεσολόγγι». | «Οι αρχηγοί του Μεσολογγίου».

(γ.)

Η κοπείσα εις δύο αύτη σπάθη ανετέθη μετά την απελευθέρωσιν του Μεσολογγίου εις τον κατά την Κλείσοβαν ναόν.

(δ.)

Εκ των δύο άλλων μελών της διευθυνούσης τα της δυτικής Ελλάδος επιτροπής, ο μεν Θέμελης απέθανεν εν Μεσολογγίω επί της πολιορκίας, ο δε Καναβός δεν συνεπολιορκήθη.

(ε.)

Ο λόρδος Παλμερστών αγορεύων εν τη βουλή την 4 Ιουνίου/20 Μαΐου 1829 περί της τότε υπό συζήτησιν οροθεσίας του νέου Ελληνικού κράτους ανύψωσε την πόλιν του Μεσολογγίου εις τον υπέρτατον σταθμόν της προγονικής μας δόξης ως προς τους υπέρ πατρίδος αγώνας αποδοκιμάζων πάσαν οροθετικήν γραμμήν μη περιλαμβάνουσαν δι' οποιονδήποτε λόγον τας Αθήνας, τας Θήβας, τον Μαραθώνα, την Σαλαμίνα, τας Πλαταιάς, τας Θερμοπύλας συνάμα δε και το Μεσολόγγι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΘ'.

(α.)

Ιδού εν περιλήψει ο λόγος ον ο αρχιβεζίρης απήγγειλεν εν τη συνελεύσει ταύτη των μεγιστάνων. Εκδίδω δε αυτόν ως δεικνύοντα πόσον κατετάραττε και εταπείνονε την αλαζόνα Πύλην ο αγών των Ελλήνων.

«Χάρις εις την προστασίαν του Υψίστου και εις την ανδρίαν των ημετέρων στρατιωτών η οθωμανική αυτοκρατορία ανεδείχθη εν τοις αρχαίοις χρόνοις παντού νικήτρια και κατέπληξε τους εχθρούς της· αλλ' οι καιροί δεν είναι πλέον οι αυτοί· οι στρατιώται εξετράπησαν του καθήκοντός των, εξεφαυλίσθησαν, και οδηγούμενοι υπό αναξίων ή ανάνδρων διασκορπίζονται ενώπιον των εχθρών. Οποίων λυπηρών σκέψεων παραίτιον είναι το θέαμα των σημερινών Ελλήνων! Οι αντάρται ούτοι, οι ως κάλαμοι ασθενείς, εματαίωσαν τους μέχρι τούδε αγώνας μας· εν ακαρεί έπρεπεν η ακάθεκτος ορμή των ανδρείων Μουσουλμάνων να τους καταστρέψη, και όμως δεν εδυνήθημεν εισέτι να σβέσωμεν την φλόγα της ανταρσίας των! Η ιστορία διηγείται τίνι τρόπω κατεφρόνουν άλλοτε οι Μουσουλμάνοι και ζωήν και περιουσίαν διά την πίστιν, και πόσον διέπρεπαν εν τω πεδίω της μάχης, κατ' εξοχήν δε οι γενίτσαροι· αλλά τα τάγματα τούτων δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν· παρεισέδυσαν ανεπαισθήτως τυχοδιώκται και κατέστρεψαν το οικοδόμημά των· πλήθουν τα στρατολόγια ονομάτων υπομισθίων γενιτσάρων, αλλά ζητεί τις εν αυτοίς μαχητάς και σχεδόν δεν ευρίσκει· αν διαταχθή τάγμα τι να εκστρατεύση, καθάρματα στρατολογούνται και κατάσκοποι των εχθρών παρεισδύουν και μάλιστα Έλληνες μίσος άσπονδον τρέφοντες κατά του ισλαμισμού, και διαφόρως μετασχηματιζόμενοι αναμιγνύονται εξάπτοντες τα πάθη εις παράλυσιν του στρατού. Ανεπιτήδειοι δε οι γενίτσαροι να διακρίνωσι το ψεύδος της αληθείας, και εκτρεπόμενοι του ορθού λόγου διατείνονται ότι ο κατά των Ελλήνων πόλεμος δεν ήτον αναγκαίος, ότι σκοπόν είχε την καταστροφήν των γενιτσάρων, και ότι δωροδοκούμενοι οι υπουργοί του σουλτάνου παρέδιδαν τας επαρχίας του κράτους εις τους εχθρούς. Πόσον άτοπον να υποθέση τις ότι κυβέρνησις αναδέχεται πόλεμον επί σκοπώ καταστροφής του ιδίου στρατού της, ήτοι των μελών του ιδίου σώματός της, και ότι διασκορπίζει τους θησαυρούς της επί σκοπώ να παραδώση τας επαρχίας της εις τους εχθρούς της! Η τοιαύτη συκοφαντία είναι αληθής παραφροσύνη. Η ελάττωσις του θρησκευτικού ζήλου και η παράβασις των στρατιωτικών κανονισμών είναι τα κύρια αίτια της παρακμής του στρατού· δεν αισθάνεται σήμερον ο στρατιώτης τα θρησκευτικά καθήκοντά του, αγνοεί ότι είναι αθλητής της πίστεως, και ότι οφείλει κατά τον θείον νόμον τελείαν υπακοήν εις την φωνήν των αρχηγών του. Ας παρατηρήση όστις θέλει τους οργανισμούς του στρατού των γενιτσάρων υπό τους πρώτους σουλτάνους και θα ιδή ότι την σήμερον δεν τηρούνται. Εξησκούντο οι γενίτσαροι επί του σουλτάνου Σουλεημάνη του α' εις παν είδος όπλου εν χρήσει τότε, και τα τάγματά των δεν συνεπληρούντο υπό τυχόντων. Πόθεν η τοιαύτη μεταβολή αν ο μισθός και το σιτηρέσιόν των δεν επαρκώσιν, η Πύλη αφθόνους έχουσα πόρους ετοίμη είναι να επιχορηγήση. Ηξεύρετε πόση η δύναμις και ποίος ο σκοπός των εχθρών του ισλαμισμού· ηξεύρετε οποία η επικρατούσα εν τω στρατώ των γενιτσάρων αταξία, ην ιλιγγιά τις πιστώς να περιγράψη· εις σας λοιπόν απόκειται ν' αποφασίσετε σήμερον τι ποιητέον εις διάρθωσιν του κακού. Πρόκειται να ταπεινώσωμεν την οφρύν των εχθρών, ν' απονίψωμεν το όνειδος των εν πολέμω συμφορών μας· λαλήσατε παρρησία, δείξατε την οδόν, και έτοιμοι είμεθα να την οδεύσωμεν· στενώς συνδεδεμένοι διά του δεσμού του ιερού νόμου όλοι ας συνεργασθώμεν εκ συμφώνου διά την δόξαν και την ευημερίαν της αυτοκρατορίας».

Εκ των του ιστοριογράφου της οθωμανικής αυτοκρατορίας Ασαάδ Εφένδη.

  

First Page


Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library