.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &, ενώ λέξεις με ιταλικούς χαρακτήρες σε _. Λείπουν οι σελίδες 274 – 275. Σε διάφορα μέρη, στο περιθώριο, το βιβλίο είχε την ένδειξη του μήνα του γεγονότος. Έβαλα την ένδειξη κάπου κοντά στην ένδειξη του περιθωρίου, ξεκινώντας κάθε φορά καινούργια παράγραφο.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΘΕΙΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΘΕΙΣΑ ΥΠ' ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
ΤΟΜΟΣ Β'.
«Καλλίστην παιδείαν ηγητέον προς αληθινόν βίον
την εκ της πραγματικής ιστορίας περιγιγνομένην εμ-
πειρίαν· μόνη γαρ αύτη χωρίς βλάβης από παντός
καιρού και περιστάσεως κριτάς αληθινούς αποτελεί
του βελτίονος.»
Εκ των του ΠΟΛΥΒΙΟΥ.
ΕΚΔΟΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΣΛΑΝΗΣ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ «ΩΡΑΣ»
1888
Π I Ν Α Ξ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
Πρόοδος των Τούρκων εν τη Ανατολική Ελλάδι και κυρίευσις της πόλεως και του φρουρίου Λεβαδείας. — Συγκρούσεις κατ' εκείνα τα μέρη. — Εισβολή του Ομέρπασα Βρυώνη εις Εύβοιαν και Αττικήν. — Λύσις της πολιορκίας της ακροπόλεως Αθηνών. — Αποτυχία της εις Κάρυστον εκστρατείας των Ελλήνων. . . 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
Συνάθροισις τουρκικών στρατευμάτων έξωθεν του Κουσαντασίου και παθήματα των Χριστιανών κατοίκων της πόλεως ταύτης και των πέριξ. — Πλους του τουρκικού στόλου επί την Σάμον και αποτυχούσα απόβασις. — Εμφανισμός του ελληνικού στόλου εν τω μεταξύ Σάμου και Ασίας πορθμώ, και εμπρησμός εννέα φορτηγών πλοίων τουρκικών. — Ματαίωσις της τουρκικής εκστρατείας. — Πόλεμος Τουρκίας και Περσίας. . . 12
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'.
Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας. — Αναχώρησις του εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεως του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου. . . 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'.
Παράδοσις Μονεμβασίας. — Μετάβασις των εν Αρκαδία Τούρκων εις Νεόκαστρον και παράδοσις αυτού. . . 42
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'.
Τριπολιτσά και πολιορκία αυτής. — Μάχη Βασιλικών. — Εμφανισμός τουρκικού στόλου κατά τα παράλια της Πελοποννήσου. — Λύσις της πολιορκίας Κορώνης. — Συμβάντα εν Καλαμάτα και περί τας Πάτρας. — Καταστροφή Γαλαξειδίου. — Ναυμαχία έμπροσθεν Ζακύνθου. — Διαγωγή του μεγάλου αρμοστού προς τους λαούς των Ιονίων νήσων. — Άλωσις Τριπολιτσάς. — Δευτέρα εισβολή Τούρκων εις Σφακιά και άφιξις εις Κρήτην του Μιχαήλ Αφεντούλη ως αρχηγού. . . 49
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ'.
Σχεδιασθείσα και μη ενεργηθείσα εκστρατεία του Κολοκοτρώνη εις Πάτρας. — Αναχώρησις εκ της Ανατολικής Ελλάδος των τουρκικών στρατευμάτων. — Είσοδος των Ελλήνων εις την πόλιν των Αθηνών. — Δημογεροντικόν σύστημα προ της επαναστάσεως. — Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Θεόδωρος Νέγρης και άλλοι έξωθεν ελθόντες Έλληνες. — Σύστασις κεντρικών Αρχών της στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. — Συνάθροισις των πληρεξουσίων εν Άργει. — Ελληνοαλβανική συμμαχία και λύσις αυτής. . . 78
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ'.
Ναύπλιον και ατυχής απόπειρα εφόδου. — Τα κατά τας Πάτρας συμβάντα. — Φόνος Αντώνη Οικονόμου. — Μετάβασις των πληρεξουσίων εις Πιάδαν παρά την Επίδαυρον. — Παράδοσις της Κορίνθου. . . 94
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ'.
Επιρροή των αρχόντων και των οπλαρχηγών εν ταις επαρχίαις και διενέξεις αυτών. — Η εν Επιδαύρω πρώτη εθνική συνέλευσις. — Πολιτικά συστήματα. — Αντιπροσωπική κυβέρνησις και καθίδρυσις αυτής εν Κορίνθω. . . 103
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ'.
Ατυχής εκστρατεία εις Καρυστίαν και θάνατος Ηλίου Μαυρομιχάλη. — Έκπλους του οθωμανικού στόλου και απόβασις στρατευμάτων εις Πάτρας. — Ναυμαχία εν τω κόλπω των Πατρών. — Τα μεταξύ του μεγάλου αρμοστού των Ιονίων νήσων και του ελληνικού στόλου. — Εκστρατεία υπό τον Κολοκοτρώνην εις πολιορκίαν των Πατρών. . . 113
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΘ'.
Καταστροφή της Κασσάνδρας. — Υποταγή του αγίου Όρους. — Καταστροφή της Ναούσης και του ελληνικού αγώνος καθ' όλην την Μακεδονίαν. . . 131
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ'.
Καταστροφή του Αλήπασα. — Πολεμικαί προετοιμασίαι Τούρκων και Ελλήνων. — Χίος και καταστροφή αυτής. — Κατορθώματα του ελληνικού στόλου. . . 139
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'.
Περί των κεντρικών Αρχών της Πελοποννήσου και της στερεάς Ελλάδος και των σχέσεων αυτών προς την κυβέρνησιν. — Εκστρατεία Υψηλάντου εις Ανατολικήν Ελλάδα. — Ατυχή κινήματα εις άλωσιν Ζητουνίου και Πατρατσικίου. — Εκστρατεία Μαυροκορδάτου εις Δυτικήν Ελλάδα. — Τα κατά την Κρήτην μετά την εκεί άφιξιν του Αφεντούλη μέχρι μαΐου, και θάνατος Βαλέστου. . . 159
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'.
Τα μεταξύ Αρείου πάγου και Οδυσσέως. — Φόνος Νούτσου και Παλάσκα. — Ανάκλησις Υψηλάντου. — Οργή της κυβερνήσεως κατά του Οδυσσέως. . . 172
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ'.
Παράδοσις της ακροπόλεως Αθηνών. . . 179
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΔ'.
Έξοδος των προκρίτων της Πελοποννήσου εις τας επαρχίας επί στρατολογία. — Σύστασις βουλευτικής επιτροπής. — Βάπτισις Μωαμεθανών. — Σύμβασις περί παραδόσεως Ναυπλίου. — Ιδιαιτέρα και μυστική αίτησις αγγλικής προστασίας υπέρ της Πελοποννήσου. — Λύσις πολιορκίας Πατρών. . . 184
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΕ'.
Εκστρατεία Αλβανών εις Σούλι. — Πτώσις αυτού και αποκλεισμός Κιάφας. — Εκστρατεία υπό τον Μαυροκορδάτον πέραν του Μακρυνόρους. — Φθορά της υπό τον Πασάνον μικράς ναυτικής δυνάμεως εν τω αμβρακικώ κόλπω. — Μάχαι Κομποτίου, Πλάκας, Φαναρίου, και θάνατος Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. — Μάχη του Πέτα. . . 190
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ'.
Εκστρατεία υπό τον Μαχμούδπασαν Δράμαλην εις την Ανατολικήν Ελλάδα και την Πελοπόννησον και αποτυχία αυτής. — Τα κατά Εύβοιαν και Κρήτην. . . 205
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ'.
Τα μετά την μάχην του Πέτα κατά την Δυτικήν Ελλάδα μέχρι της πολιορκίας Μεσολογγίου και η εν τούτοις παράδοσις της Κιάφας. . . 228
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ'.
Συγκρούσεις κατά ξηράν έμπροσθεν Ναυπλίου. — Ναυμαχία εν τω αργολικώ κόλπω και ανάπλους του τουρκικού στόλου. — Εμπρησμός δικρότου εν Τενέδω. — Παράδοσις Ναυπλίου. . . 237
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'.
Τα κατά τον Οδυσσέα. — Αυτοκέλευστος εν Αθήναις συνέλευσις της Ανατολικής Ελλάδος μετά την εκείθεν διάβασιν του Δράμαλη. — Τα κατά τον Άρειον πάγον. — Κατηγορία του Ιωάννου Λογοθέτου μέλους του νομοτελεστικού επί πολιτικώ εγκλήματι. — Νέα εισβολή εχθρών υπό τον Κιοσέ - Μεχμέτπασαν εις την Ανατολικήν Ελλάδα και αναχώρησις αυτών. . . 252
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ'.
Περιγραφή Μεσολογγίου και πολιορκία αυτού. — Αποτυχία της υπό τον Βρυώνην εκστρατείας εις Δυτικήν Ελλάδα. . . 262
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
&Πρόοδος των Τούρκων εν τη Ανατολική Ελλάδι και κυρίευσις της πόλεως και του φρουρίου Λεβαδείας. — Συγκρούσεις κατ' εκείνα τα μέρη — Εισβολή του Ομέρπασα Βρυώνη εις Εύβοιαν και Αττικήν. — Λύσις της πολιορκίας της ακροπόλεως Αθηνών. — Αποτυχία της εις Κάρυστον εκστρατείας των Ελλήνων.&
ΔΙΑΤΡΙΨΑΝΤΕΣ δε οι Τούρκοι οκτώ ημέρας εν Γραβιά μετέβησαν εις Βοδωνίτσαν· οι δε περί τον Οδυσσέα κατέλαβαν το επί της εις Λεβαδείαν οδού χωρίον, Καστράκι, διότι προς εκείνο το μέρος ώδευαν οι πασάδες. Προτιθέμενοι δε οι Έλληνες πάντοτε να ματαιώσωσι την τουρκικήν ταύτην εκστρατείαν, δέον έκριναν, εν ώ οι περί τον Οδυσσέα κατείχαν το Καστράκι, οι άλλοι οπλαρχηγοί να κτυπήσωσιν εκ δευτέρου το Πατρατσίκι και ν' αναγκάσωσι τον εχθρόν να στραφή εις τα οπίσω. Και ο μεν Γκούρας, ο Σκαλτσάς και ο Σαφάκας, οπλαρχηγός των Κραβάρων, έχοντες οι τρεις 1200 συνήλθαν εις τον Αετόν άνωθεν του Πατρατσικίου επί της Οίτης ίνα πέσωσιν εκείθεν εις την πόλιν, συνεννοηθέντες και μετά του Μήτσου Κοντογιάννη. Αλλ' οι Πατρατσικιώται Τούρκοι, μαθόντες την εκεί άφιξίν των, εξεστράτευσαν υπερδισχίλιοι διά νυκτός απροσδοκήτως υπό τον Ντελιχαφέζον, και απέκλεισαν τους περί τον Καλτσάν και τον Γκούραν· ακούσας ο Σαφάκας, όστις έτυχε να ήναι εστρατοπεδευμένος ολίγον απώτερον των άλλων τον αιφνίδιον τουφεκισμόν έτρεξεν, έλυσε τον αποκλεισμόν και έδωκεν ευκαιρίαν τοις συναδέλφοις του να φύγωσιν αβλαβείς. Τοιουτοτρόπως εματαιώθη το σχέδιον του αντιπερισπασμού.
Διαμείναντες δε οι πασάδες ημέρας τινάς εν Βοδωνίτση εστράτευσαν προς την Λεβαδείαν. Τέσσαρας ώρας απέχει της Βοδωνίτσης το Καστράκι, όπου ήσαν οι περί τον Οδυσσέα. Οι Τούρκοι, πριν προχωρήσωσιν, ηθέλησαν να διασκορπίσωσι τους εκεί· ούτοι δε βλέποντές τους επερχομένους απήλθαν αμαχητί. Αλλά προτού ήλθεν εις λόγους ο Οδυσσεύς έξωθεν του Δαδίου μετά του γνωστού του Χατσή - Αχμέταγα, Κρητός, άλλοτε διοικητού της Λεβαδείας και ακολουθούντος ήδη τον Κιοσέ - Μεχμέτπασαν. Η μυστική αύτη συνέντευξις έδωκεν αφορμήν να υποπτεύσωσί τινες την προς τον αγώνα διάθεσιν του Οδυσσέως, ότε τον είδαν απομακρυνόμενον αμαχητί του Καστρακίου όπου ήτο καλώς ωχυρωμένος· αλλ' η λαμπρά αντίστασις του εν Γραβιά απεδείκνυε τας υποψίας ταύτας αλόγους. Εν τοσούτω, οι Τούρκοι, φθάσαντες έξωθεν της Λεβαδείας την 25 Ιουνίου, παρήγγειλαν τοις εν αυτή να προσκυνήσωσιν υποσχόμενοι αμνηστείαν, και μη εισακουσθέντες έπεσαν την ακόλουθον αυγήν εις την πόλιν, την εκυρίευσαν και έκαυσαν μέρος αυτής. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώται του Οδυσσέως, όντες εν τη πόλει, ανέβασαν επί της εισβολής των Τούρκων εις το φρούριον και εκλείσθησαν· εκεί κατέφυγαν και πολλοί κάτοικοι· οι δε μείναντες εν τη πόλει επροσκύνησαν και δεν εκακοποιήθησαν. Αφ' ου δε οι Τούρκοι εκυρίευσαν την πόλιν, ο Οδυσσεύς κατέλαβε μετά χιλίων το άνωθεν της Λεβαδείας χωρίον Σούρπι όπου ήλθε και ο Γκούρας.
Η δε πρόοδος των εχθρών εν τη Ανατολική Ελλάδι εφόβισεν εις άκρον τους Πελοποννησίους, διαδοθέντος λόγου ότι εσκόπευαν να εισβάλωσιν εις Πελοπόννησον και ν' αναβώσι και εις Τριπολιτσάν προς διασκορπισμόν των περί αυτήν. Εις εμπόδιον δε του κακού τούτου απεσπάσθησαν των στρατοπέδων της Πελοποννήσου ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Νικήτας· ούτοι, φθάσαντες εις τον ισθμόν και μαθόντες, ότι οι εχθροί διέτριβαν εισέτι εν Λεβαδεία εξ αιτίας της αντιστάσεως των εν τω φρουρίω, παρέλαβαν εκ των πολιορκούντων την Κόρινθον τους Υδραίους, τους Ποριώτας, καί τινας των Δερβενοχωριτών, και επορεύθησαν εις Γρανίτσαν, χωρίον κείμενον άνωθεν της Λεβαδείας και ανατολικώτερον του Σουρπίου. Φιλότιμοι και φιλοκίνδυνοι οι δύο Πελοποννήσιοι αρχηγοί ηθέλησαν να διακριθώσιν εξ αυτής της αρχής διά τινος ανδραγαθήματος, και χωρίς να προειδοποιήσωσι τον Οδυσσέα έπεσαν επί τους εν Λεβαδεία εχθρούς, αλλ' αντί να βλάψωσιν, εβλάφθησαν μεγάλως υπό του εχθρικού ιππικού και εφονεύθησαν 20 των περί αυτούς, εν οις και ο Κυριάκος Δουζίνας· θα εβλάπτοντο δε έτι μάλλον, αν ο Οδυσσεύς και ο Γκούρας, ιδόντες την συμπλοκήν, δεν κατέβαιναν από του χωρίου, όπου εστρατοπέδευαν, και δεν τους ωπισθοφυλάκουν. Μετά την ατυχή ταύτην συμπλοκήν μετέβησαν οι Πελοποννήσιοι εις Σούρπι, όπου ανέβησαν και οι περί τον Οδυσσέα και Γκούραν. Την δε επιούσαν ήλθεν άλλη πελοποννησιακή βοήθεια υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην, και τον Τσαλαφατίνον· και ούτος μεν ετοποθετήθη όπου ήσαν οι λοιποί Πελοποννήσιοι, ο δε Κυριακούλης κατέλαβε την Πέτραν δύο ώρας απέχουσαν της Λεβαδείας επί της μεταξύ ταύτης και των Θηβών οδού, αλλά δεν εδυνήθη να ενδιαμείνη επελθόντων των εχθρών και μετέβη εις τα χωρία των Θηβών, Κρεκούκι και Κόκλα. Το σχέδιον των έξωθεν της Λεβαδείας Ελλήνων ήτο να συνεννοηθώσι μετά των εν τω φρουρίω, και να πέσωσιν αίφνης οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν επί τους εν τη πόλει εχθρούς. Συνεξεστράτευε μετά των Τούρκων ο οπλαρχηγός Χρήστος Παλάσκας, εις ον και οι εκτός της πόλεως Έλληνες και οι εν τω φρουρίω, έχοντες πλήρη πίστιν, ανεκάλυπταν τα σχέδιά των· ανταπεκρίνοντο δε και δι' αυτού εν αγνοία των Τούρκων και εδέχοντο τας συμβουλάς του πάντη, ανυπόπτως. Αφ' ού δε απεφάσισαν να εφορμήσωσιν όλοι εκ συμφώνου επί τους εχθρούς εν ρητή νυκτί, επλησίασαν ησύχως οι έξωθεν προς την πόλιν διηρημένοι εις διάφορα σώματα και εκ διαφόρων μερών· αλλ' αίφνης έπεσαν τουφεκίαι μηδενός ειδότος πόθεν και πώς. Το περιστατικόν τούτο ανέβαλε την εκτέλεσιν του σχεδίου της επιθέσεως εις άλλην νύκτα· αλλ' οι πασάδες, μαθόντες την επαύριον τα της νυκτός, έπεσαν εις Σούρπι πριν φέξη, κοιμωμένων ανυπόπτως των Ελλήνων, εσκότωσαν τους έμπροσθεν του χωρίου σκοπούς, επάτησαν το χωρίον, διεσκόρπισαν τους εκεί και τους ηνάγκασαν ν' αναβώσιν εις το άνωθεν αυτού όρος. Καθ' ην δε ώραν οι Τούρκοι ώρμησαν εις το χωρίον, οι εν τω φρουρίω στρατιώται πάσχοντες προ ημερών σιτοδείαν, έδραξαν την ευκαιρίαν, και εξήλθαν δρομαίοι· οι δε εναπομείναντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία, παρεδόθησαν δια της μεσιτείας του Παλάσκα. Τοιουτοτρόπως οι Τούρκοι εκυρίευσαν το φρούριον (α). Οι δε εκ Σουρπίου διωχθέντες κατέφυγαν όλοι εις το μοναστήριον του οσίου Λουκά και εκείθεν διεχωρίσθησαν· και ο μεν Οδυσσεύς ώδευσε την οδόν του Ζητουνίου επί λόγω να εμποδίση τας εκείθεν μετακομιζομένας τροφάς, οι δε Πελοποννήσιαι μετέβησαν εις Κρεκούκι και Κάζαν, και ενεσκήνωσαν φοβούμενοι μη προχωρήσωσιν οι εχθροί προς τον ισθμόν μετά την άλωσιν του φρουρίου της Λεβαδείας. Διά τον αυτόν φόβον συνέρρευσαν επί του ισθμού και άλλα πελοποννησιακά στρατεύματα υπό τον Πάνον Κολοκοτρώνην, τον Σολιώτην, τον Δικαίον και τον Αντωνάκην Μαυρομιχάλην· συνηνώθη μετ' ολίγον και ο Κυριακούλης αφήσας εν Κρεκουκίω ως προφυλακήν τον ανεψιόν του Ηλίαν, τον Τσαλαφατίνον και τους προ ολίγου ελθόντας Πετμεζάδας.
Μετά δε την παράδοσιν του φρουρίου της Λεβαδείας, οι Τούρκοι βουλήν έβαλαν να προσελκύσωσι τους Έλληνας φερόμενοι φιλανθρώπως επ' ελπίδι να σβέσωσι την φλόγα της επαναστάσεως· δια τούτο δεν επείραξαν τους προσκυνήσαντας, κατέστησαν εν τη πόλει τας συνήθεις Αρχάς, ήγουν, τον βοϊβόδαν, τον καδήν, και τους προεστώτας, και διέσπειραν αμνηστήρια εις τα πέριξ χωρία. Την αυτήν πολιτικήν επολιτεύθησαν και προς τους κατοίκους της επαρχίας των Θηβών· εφρόντισαν δε συγχρόνως να διαλύσωσι και τα άλλα ενυπάρχοντα ελληνικά στρατόπεδα και να εμποδίσωσι την σύστασιν νέων. Επί τω σκοπώ τούτω ενεκρίθη ο μεν Μεχμέτπασας να μείνη εν ταις επαρχίαις Λεβαδείας και Θηβών και να διατηρή ελευθέραν την κοινωνίαν των μερών εκείνων και των έξω εις ανεπηρέαστον εισβολήν νέων δυνάμεων και εις τροφαγωγίαν, ο δε Βρυώνης να μεταβή εις Εύβοιαν προς αναδούλωσίν της, και εκείθεν εις Αθήνας προς λύσιν της πολιορκίας της κινδυνευούσης ακροπόλεως. Κατά το σχέδιον δε τούτο έστειλεν ο Μεχμέτης στρατεύματα επί τους κατέχοντας το Κρεκούκι Έλληνας και τους απεδίωξεν επί της πρώτης ορμής. Οι Έλληνες επανήλθαν εις το χωρίον μετ' ολίγον, επολέμησαν, και πλήρεις θάρρους κατέβησαν πολεμούντες και εις την πεδιάδα, όπου το εχθρικόν ιππικόν τους έτρεψε πάλιν εις φυγήν και εσκότωσεν 27.
Μετ' ολίγας δε ημέρας οι αυτοί Τούρκοι εκτύπησαν το μοναστήριον του αγίου Ηλίου, το αντικρύ της πόλεως των Θηβών, κατεχόμενον υπό των Ελλήνων, αλλ' απεκρούσθησαν· έκαυσαν έπειτα την Βίλιαν και εξηκόντισαν τους εκεί Έλληνας· εκίνησαν μετά ταύτα κατά του μοναστηρίου του αγίου Μελετίου κατεχομένου υπό Ελλήνων. Άνωθεν αυτού εκλείσθησαν 70 Έλληνες εντός προμαχώνος· και επειδή εκ της κατοχής αυτού εκρέματο η ασφάλεια του μοναστηρίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, όστις κατείχεν άλλην θέσιν και επολέμει ευτυχώς, φοβηθείς μη δειλιάσωσιν οι εντός αυτού πολεμούντες, έτρεξε διά μέσου των εχθρών ξιφήρης, εισεπήδησεν εις τον προμαχώνα, και ούτω και ο προμαχών διετηρήθη, και οι Τούρκοι, πυρ βαλόντες εις το μοναστήριον, έφυγαν· έφυγαν μετά ταύτα και οι Έλληνες. Εν τοσούτω βλέποντες οι Πελοποννήσιοι ότι αυτοί μεν απέμειναν ολίγοι, οι δε εχθροί ήσαν και πολλοί και δυνατοί ως έχοντες και ιππικόν, ωπισθοδρόμησαν προς τον ισθμόν πλησίον των εκεί σταθμευόντων συναδέλφων των, και έπαυσεν έκτοτε πάσα Τούρκων και Ελλήνων σύγκρουσις κατ' εκείνα τα μέρη. Και ταύτα μεν έπραττε το υπό τον Μεχμέτην εν ταις επαρχίαις Θηβών και Λεβαδείας μείναν στράτευμα· ο δε Βρυώνης μετέβη μετά δισχιλίων εις Εύβοιαν.
Επί της παραλίας της νήσου ταύτης και αντικρύ της νήσου Σκύρου κείται η Κούμη (Κύμη). Αν και μακράν των αποστατησάντων μερών της Ευβοίας, έδραξαν τα όπλα και αύτη και τα πέριξ χωρία μετά τινας ημέρας αφ' ού απεστάτησεν η Λίμνη. Κατ' εκείνας τας ημέρας περιήρχετο τας νήσους του Αιγαίου ο επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος, στρατολογών και προετοιμάζων ναυτικήν δύναμιν εις επανάστασιν της επισκοπής του. Οι Κουμιώται μαθόντες ότι ο Καρύστιος Ομέρμπεης ητοιμάζετο να κινηθή κατ' αυτών, έγραψαν τω επισκόπω να τοις στείλη δύναμιν. Οι πρόκριτοι της Άνδρου, όπου ευρέθη τότε ο επίσκοπος, διατηρούντες δύο πλοία εν τω μεταξύ Καφηρέως και της νήσου των πορθμώ προς φύλαξιν από ενδεχομένης μεταβιβάσεως τουρκικών δυνάμεων εκ Καρύστου εις την νήσον, τα διέταξαν επί τη αιτήσει του επισκόπου να μεταβιβάσωσιν εις Κούμην τινάς στρατιώτας ευρισκομένους εν Γαβρειώ, κώμη και λιμένι της νήσου των, τους πλείστους Ανδρίους, εν οις καί τινες μοναχοί. Αλλ' εν ώ έπλεαν ούτοι υπό την οδηγίαν του επισκόπου προς την κινδυνεύουσαν κωμόπολιν, ο Ομέρμπεης εκτύπησε τους Κουμιώτας κατά τα Λέπουρα, τους ενίκησε, τους διεσκόρπισεν, εφόνευσε τον γενναίον αρχηγόν των Γεωργάκην Ιωάννου Παπά, έκαυσε και ελεηλάτησε την Κούμην, και ούτως οι εκπλεύσαντες υπό τον ατυχή επίσκοπον επανήλθαν άπρακτοι εις τον Γαβρειόν.
Ο δε Βρυώνης εστράτευσε την επαύριον της εις Χαλκίδα εισόδου του, ό εστι την 15 Ιουλίου, επί τους εν Βρυσακίοις ωχυρωμένους. Πολλοί ήσαν οι εκεί Έλληνες· αλλά την παραμονήν της μάχης ο αρχηγός Αγγελής Ν. Γοβρίνας, διαλέξας 300 τους ανδρειοτέρους, τους εκράτησε, τους δε λοιπούς απέστειλεν εις άλλην ακινδυνοτέραν θέσιν. Προς ενδυνάμωσιν δε των Βρυσακίων ελλιμένιζαν εκεί πλοία της Λίμνης και το υπό τον πλοίαρχον Αλέξανδρον Κριεζήν Υδραϊικόν εξ ού απεβιβάσθη έν κανόνι. Η θέσις αύτη ήτο καταλληλοτάτη εις ασφάλειαν των Ελλήνων, παρόντων πλοίων· διότι, και αν υπερίσχυεν ο εχθρός, κατέφευγαν εις αυτά· δια τούτο, αν και ήσαν τόσον ολίγοι, ενδιέμειναν ακλόνητοι και άφοβοι αφ' ού είδαν παμπληθείς εχθρούς επερχομένους και σύροντας κανόνια εις καταστροφήν των οχυρωμάτων. Ο Αγγελής είχε δώσει άλλοτε δείγματα ανδρίας, ως είς των αυτοπροαιρέτως κλεισθέντων και ανδραγαθησάντων εν τω ξενοδοχείω της Γραβιάς. Ούτος, διαθέσας τα της μάχης ως έπρεπε, και παρών όπου ήτον ο μεγαλείτερος κίνδυνος, ενέπνεε μέγα θάρρος και έδιδε χρηστάς ελπίδας. Εν τω μεταξύ δε της μάχης οι ιερείς φορούντες τας στολάς των και ιστάμενοι εν μέσω των πολεμιστών εδέοντο ψάλλοντες μεγαλοφώνως το «Σ ώ σ ο ν – Κ ύ ρ ι ε - τ ο ν - λ α ό ν - σ ο υ».
Οι Τούρκοι απηλπίσθησαν του να διασκορπίσωσι τους ολίγους Έλληνας· και επειδή πολλοί εφονεύοντο ως εκτεθειμένοι, και ουδένα των Ελλήνων εφόνευαν ως υπό την σκέπην οχυρωμάτων, εστράφησαν μετά δίωρον μάχην εις τα οπίσω άπρακτοι, κατησχυμένοι και καταδιωκόμενοι, αφήσαντες καθ' οδόν δύο κανόνια.
[Μάιος] Οι δε Αθηναίοι Τούρκοι, αφ' ού απεκλείσθησαν εν τη ακροπόλει, είδαν, ότι μόνη ελπίς προς λύσιν της πολιορκίας ήτον η έξωθεν βοήθεια. Επί τω σκοπώ τούτω 15 των εγκλείστων υπό την οδηγίαν του επ' ανδρία γνωστού Μεχμετάκου εξήλθαν κρυφίως δια νυκτός την 15 μαΐου, διέβησαν αταράχως και αβλαβώς δια μέσου των εχθρών κοιμωμένων και μη εχόντων νυκτοφυλακάς, κατέβησαν εις τους τρεις Πύργους, και διεβιβάσθησαν εις Κάρυστον και εκείθεν εις Χαλκίδα όπου παρέστησαν την δεινήν θέσιν της ακροπόλεως και εζήτησαν τα προς σωτηρίαν των εν αυτή. Η δε ελπίς της έξωθεν βοηθείας εθάρρυνε τους εγκλείστους εις το ν' αντέχωσι γενναίως και να μη εισακούωσι τους εχθρούς προσκαλούντας αυτούς να παραδοθώσιν.
Αρξαμένου δε του ραμαζανίου, ό εστι την 27, έπραξαν οι έγκλειστοι έργον φιλάνθρωπον· απέλυσαν 30 Ελληνίδας και εζήτησαν εις ανταλλαγήν τους εν τοις προξενείοις οικείους των· αλλά δεν εισηκούσθησαν, διότι οι Έλληνες απέδωκαν την απόλυσιν εις την επικρατούσαν εν τη ακροπόλει σπάνιν των τροφών μάλλον ή εις φιλανθρωπίαν. Την 30 οι Τούρκοι εξήλθαν εις αρπαγήν τροφών, αλλ' απεκρούσθησαν και εφονεύθησαν εξ αυτών δύο.
[Ιούνιος] Είπαμεν, ότι το συντελεστικώτερον εις την πτώσιν του φρουρίου των Αθηνών ήτον η αφαίρεσις του εν τω παρατειχίσματι νερού· επειδή η χρήσις των κανονίων εδείχθη ανωφελής, οι Αθηναίοι έσκαψαν υπό το παρατείχισμα υπόνομον, και την 9 Ιουνίου, καθ' ην απεφάσισαν να την ανάψωσιν, εχύθη όλη η πόλις υπό την ακρόπολιν προς τον ναόν του Ολυμπίου Διός εις θέαν της εκραγής. Αλλ' οι Έλληνες, πρωτόπειροι των τοιούτων εργασιών, άναψαν την υπόνομον πριν την υποσκάψωσιν όσον έπρεπε, και η εκραγή δεν επήλθεν· επί τη αποτυχία δε ταύτης επεχείρησαν να υποσκάψωσιν άλλην· ανησύχαζαν δε μεγάλως μαθόντες την είσοδον των τουρκικών δυνάμεων εις Βοιωτίαν διότι εντός ολίγου θα ήρχοντο και εις Αθήνας, διά τούτο κατεγίνοντο παντοίοις τρόποις να κυριεύσωσιν όσον τάχιον την ακρόπολιν και ασφαλισθώσιν εν αυτή.
Κατ' εκείνας τας ημέρας έφθασεν εις Αθήνας η χαροποιά είδησις της αποβάσεως του Δημητρίου Υψηλάντου εις Πελοπόννησον.
Αδιαφιλονείκητος α υ θ έ ν τ η ς - τ ο υ - τ ό π ο υ εθεωρείτο εκτός της Πελοποννήσου ο Υψηλάντης ως ανεφέραμεν. Αν δε και ο ατυχής αδελφός του Αλέξανδρος μετά τα αλλεπάλληλα παθήματά του είχε φυλακισθή, εφημίζετο πανταχόθεν και επιστεύετο, ότι παντού κατετρόπωσε τους εχθρούς, ότι εκίνησεν εις επανάστασιν τους λαούς Σερβίας και Βουλγαρίας, ότι επέρασε τον Δούναβιν, ότι εκυρίευσε την Αδριανούπολιν και ότι ήτο προ των θυρών της Κωνσταντινουπόλεως μετά μυριάδων. Η ψευδής αύτη αλλά σωτήριος κατ' εκείνας τας περιστάσεις φήμη και τον αγώνα εις άκρον ενίσχυε, και το Υψηλαντικόν όνομα υπερεμεγάλυνε. Διά τους λόγους τούτους έσπευσαν οι Αθηναίοι να στείλωσι προς τον Δημήτριον Υψηλάντην πρέσβεις προσφέροντες αυτώ την υπόκλισίν των και αιτούμενοι αντιπρόσωπόν του ως διοικητήν του τόπου. Ο διορισμός εν εκείνοις τοις καιροίς διοικητού ήτο τόσον αναγκαιότερος, καθ' όσον ανεφύησαν μεταξύ των Αθηναίων και του Χατσή - Μελέτη τοιαύτης φύσεως έριδες και διαιρέσεις, ώστε κίνδυνος ήτο μη επέφεραν εγχώριον σύγκρουσιν. Η εκλογή του Υψηλάντου έπεσεν επί τον Λιβέριον Λιβερόπουλον, όστις αναχωρήσας εκ Τρικόρφων ως πληρεξούσιος του πληρεξουσίου του γενικού επιτρόπου της υπερτάτης Αρχής, έφθασε την 29 εις Πειραιά όπου κατέβησαν προς υποδοχήν του και οι πολίται και τα στρατεύματα και τον συνώδευσαν εις την πόλιν φορούντα την ιερολοχιτικήν στολήν, ην εφόρουν ο Υψηλάντης και όλοι οι οπαδοί του. Τοιαύτη δε ήτον η τότε εν ονόματι του Υψηλάντου ενεργουμένη εξουσία εκτός της Πελοποννήσου, ώστε ο Χατσή - Μελέτης, ο προ μιας ημέρας απειλών να θύση και απολέση, άμα έλαβε την διαταγήν του Λιβερίου, εξεστράτευσεν ευπειθέστατος εις Θήβας προς αντίκρουσιν του προς την Αττικήν προχωρούντος εχθρού.
Δίμηνον μόλις παρήλθεν αφ' ού απεκλείσθησαν οι Τούρκοι εν τη ακροπόλει, και η τροφή και η πόσις, αι εισκομισθείσαι αρξαμένου του αποκλεισμού, εξέλειψαν. Μη έχοντες δε κοινωνίαν μετά των έξω, και ακούοντες τους Έλληνας μεγαλορρημονούντας εφοβούντο ξένων επέμβασιν και ήσαν εις άκρον περίλυποι. Τόσον δε υπώπτευαν ότι ο αγών των Ελλήνων εστηρίζετο υπό των ευρωπαίων, ώστε, βλέποντες μεταξύ των πολιορκητών πολλούς φραγκοφορούντας, δις ηρώτησαν τους εν τη πόλει προξένους, αν οι Φράγκοι Βασιλείς εκήρυξαν πόλεμον κατά της Τουρκίας· εξ αιτίας δε του αποκλεισμού των ούτε τας εν τη γειτονεία προόδους των ομοπίστων αυτών εγίνωσκαν.
[Ιούλιος] Εστερημένοι τροφών και ειδήσεων εξήλθαν την νύκτα της 2 Ιουλίου επί αρπαγή τροφών και επί αιχμαλωσία τινός εις γνώσιν των πραγμάτων, και έπεσαν εν πρώτοις επί τους κατέχοντας το αντικρύ του θεάτρου του Βάκχου κανονοστάσιον Κείους, μετά ταύτα επί τους Αιγινήτας και τελευταίον επί τους άνωθεν του λόφου του Μουσείου Υδραίους. Και οι μεν Κείοι διεσκορπίσθησαν, έχασαν την σημαίαν των και μετέβησαν εις Κερατιάν αντικρύ της πατρίδος των· έπαθαν και οι Αιγινήται, και έχασαν και αυτοί την σημαίαν των, αλλά την ανέκτησαν και διετήρησαν την θέσιν των. Μόνοι οι Υδραίοι υπερίσχυσαν και απώθησαν τους εχθρούς. Κατά δε την έξοδον ταύτην εφονεύθη ανδρείος τις και ορμητικός άραψ, ούτινος την κεφαλήν έκοψαν οι Έλληνες κατά την βάρβαρον τουρκικήν συνήθειαν και ανεστήλωσαν επί του Μουσείου χαίροντες· αλλ' η χαρά ετράπη εις λύπην· διότι οι εν τη ακροπόλει Τούρκοι, αγανακτήσαντες επί τω θεάματι, ανεβίβασαν από της φυλακής την αυτήν ώραν τους 10 Χριστιανούς, ους άλλοτε απήγαγαν εις το φρούριον, έκοψαν τας κεφαλάς των και τας ανεστήλωσαν κατέναντι των Ελλήνων. Οι Έλληνες εμάνησαν ιδόντες το γεγονός, και μη δυνάμενοι ν' αποκεφαλίσωσι τους αποκεφαλιστάς των συγγενών και φίλων ώρμησαν εις την οικίαν του αυστριακού προξένου, Γροπίου, ούτινος η φιλανθρωπία διεφύλαττεν αβλαβείς 15 Τούρκους άνδρας και γυναίκας παραδοθέντας αυτώ επί της εισβολής των Ελλήνων παρά των προεστώτων των Αθηνών. Αντέστη ο γενναίος και συνετός πρόξενος (β), έφθασεν εν καιρώ και ο Λιβέριος, και το πλήθος καθησύχασε βεβαιωθέν ότι οι προεστώτες, οι άλλοτε εις το φρούριον αναβιβασθέντες, δεν ήσαν μεταξύ των αποκεφαλισθέντων.
Η βδελυρά πράξις του αποκεφαλισμού και η βδελυρωτέρα της θεατρικής επιδείξεως της αποκοπείσης κεφαλής επροξένησαν τον άδικον και απρομελέτητον αποκεφαλισμόν 10 Ελλήνων· παρ' ολίγον δε και πολλών άλλων αθώων.
Την δε 9 έμαθαν οι Έλληνες, ότι οι εχθροί εξεστράτευσαν εις Αθήνας. Επί τη ειδήσει ταύτη άνδρες, γυναίκες, παιδία εσκέπασαν την προς τον Πειραιά οδόν καταφυγόντες εις τρία εν τω λιμένι εμπορικά πλοία υπό σημαίαν ολλανδικήν, και εις έν υπό ελληνικήν, και αποκομισθέντες οι μεν εις Σαλαμίνα, οι δε εις Αίγιναν. Οι Υδραίοι μετέφεραν και ούτοι επί του πλοίου των το επί του Μουσείου κανόνι και ουδείς είχε διάθεσιν ν' αντισταθή. Οι δε εν τη ακροπόλει πεινώντες και διψώντες Τούρκοι έβλεπαν την κίνησιν, αλλ' ηγνόουν την μέλλουσαν ευτυχίαν των· εφοβούντο δε και αν ήρχετο έξωθεν βοήθεια, μη δεν τους επρόφθανε ζώντας· διά τούτο ηθέλησαν να ωφεληθώσιν εκ της άνω κάτω κινήσεως των εχθρών, και την 14, δύο ώρας προ της μεσημβρίας, ήνοιξάν τινα πυλίδα και εξήλθαν προς το μέρος του Ιλισσού άνδρες, γυναίκες και παιδία επί αρπαγή τροφών· οι πλείστοι δε έπεσαν εις τα αλώνια προς τον ναόν του ολυμπίου Διός, όπου ήσαν αι θημωνιαί· και οι μεν επροχώρησαν είς τινα κήπον προς εκείνο το μέρος, τινές δε εισήλθαν και εις αυτήν την πόλιν. Οι Έλληνες, οίτινες ητοιμάζοντο να εγκαταλείψωσι την πόλιν, ιδόντες ότι οι Τούρκοι τους κατεφρόνουν και παρόντας, επέπεσαν φιλοτιμηθέντες, και τουφεκίζοντες τους ηνάγκασαν να καταφύγωσι πάλιν διά της αυτής πυλίδος εις την ακρόπολιν, όπου πολλοί μετέφεραν επί των ώμων γεννήματα και οπώρας. Οι Τούρκοι έκαυσαν συγχρόνως την υπό τον ναόν του Βάκχου εκκλησίαν του αγίου Γεωργίου, και συνέκαυσαν τους εν αυτή ολίγους Έλληνας φρουρούς προτιμήσαντας ν' αποθάνωσιν εν μέσω της φλογός ή να παραδοθώσιν· εφονεύθησαν δε την ημέραν εκείνην 30 Τούρκοι, εξ ών οι πλείστοι γυναίκες και παιδία και 7 Έλληνες· επληγώθη εις τον πόδα και ο Δήμος Βασιλείου μαχόμενος γενναίως· μετακομισθείς δε εις Αίγιναν προς θεραπείαν απέθανε.
Μετά δε την μάχην των Βρυσακίων ο Βρυώνης δεν ηθέλησε να χρονοτριβήση εν Ευβοία εξ αιτίας της δεινής θέσεως της ακροπόλεως των Αθηνών, και συμπαραλαβών τον Ομέρμπεην ελθόντα εις Χαλκίδα αφ' ού κατηρήμωσε την Κούμην, εξεστράτευσεν εις Αθήνας την επαύριον της μάχης των Βρυσακίων και έφθασε την 17 εις Λιάτανι 8 ώρας μακράν των Αθηνών, όπου και διενυκτέρευσεν· η δε προσέγγισίς του απεδίωξε τους εις αντίστασιν προκαταλαβόντας την θέσιν εκείνην Έλληνας. Την αυτήν ημέραν επήραν οι Αιγινήται το κανόνι των και ανεχώρησαν εις τα ίδια. Την δε 19 η πόλις εγκατελείφθη παρά πάντων εκτός τινων δυστυχών γερόντων και γραιών, μη δυναμένων διά την προβεβηκυίαν ηλικίαν των να μετατοπίσωσι. Τη 20 οι Τούρκοι εστρατοπέδευσαν εν τη παρά την πόλιν θέσει των Πατησίων, και έστειλαν ιππείς προς κατασκόπευσιν της πόλεως, υπό την οδηγίαν των πρό τινος καιρού επί βοηθεία μεταβάντων από της ακροπόλεως εις Εύβοιαν Αθηναίων Τούρκων. Κατόπιν αυτών εισήλθαν εις την πόλιν και ο πασάς και ο μπέης και όλα τα στοχεύματα, άτινα διόλου αχαλίνωτα έκαιαν υπό τους οφθαλμούς των αρχηγών, ελαφυραγώγουν, έσφαζαν και ουδ' αυτά τα προξενεία εσέβοντο, αν και επ' αυτών εκυμάτιζεν η σημαία των βασιλέων των.
Τοιουτοτρόπως ελύθη η πρώτη πολιορκία των Αθηνών διαρκέσασα από της 25 απριλίου μέχρι της 20 Ιουλίου· και οι Αθηναίοι οι μεν κατέφυγαν εις Αίγιναν και Σαλαμίνα, οι δε μετέβησαν εις τα επί του Ισθμού στρατόπεδα.
Καθ' όν δε καιρόν διέτριβεν εν Αθήναις ο Ομέρμπεης, ο άοκνος επίσκοπος Νεόφυτος απέπλευσε του Γαβρειού εις κυρίευσιν της Καρύστου μεθ' ικανών ακολούθων προσορμηθείς δε εις Αλιβέρι, χωρίον επί του πορθμού μεταξύ Καρύστου και Χαλκίδος, ηνώθη μετά των εκεί συνηγμένων Κουμιωτών και άλλων· και αυτός μεν ανεχώρησεν εις το στρατόπεδον των Βρυσακίων προς σύσκεψιν, το δε στράτευμα διετάχθη να μεταβή εις Στούρα (Στύρα) και οχυρωθή, μέχρι της επιστροφή του. Αλλ' ο Ομέρμπεης, μαθών τα κινήματα ταύτα, μετέβη μετά 300 επιλέκτων εις Χαλκίδα και εκείθεν εις Κάρυστον. Η είδησις του ερχομού του διέλυσεν αύτη και μόνη το διά τόσων μόχθων του επισκόπου συναχθέν κατά τα Στούρα στράτευμα· και οι μεν νησιώται επέβησαν εις τα πλοία, οι δε λοιποί ανέβησαν εις τα όρη· αλλά φιλοτιμηθέντες ούτοι επανήλθαν μετ' ολίγον εις το πεδίον της μάχης, και οι εις άκρον προ μικρού δειλοί εφάνησαν υπέρ το δέον τολμηροί ένεκα της απειρίας των· ώστε, αντί να προφυλάττωνται πολεμούντες όπισθεν πετρών κατά την ελληνικήν συνήθεια, ώρμησαν κατά πρόσωπον του εχθρού ερχομένου τουφεκίζοντες και αλαλάζοντες. Οι εχθροί τους έτρεψαν, τους κατεδίωξαν, και τους ηνάγκασαν να ριφθώσιν εις την θάλασσαν και διασωθώσιν εις τα πλοία· 30 εξ αυτών εφονεύθησαν και επνίγησαν, 15 δε μόνοι Σλαβούνοι, οχυρωθέντες ως έπρεπεν, επέμειναν πολεμούντες και αβλαβείς μέχρι τέλους διέμειναν, χάρις εις τον εμπειροπόλεμον αυτών αρχηγόν, τον μονόφθαλμον Ράδον. Η τροπή αύτη αυτή των Ελλήνων συνέβη την 12 αυγούστου.
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
&Συνάθροισις τουρκικών στρατευμάτων έξωθεν του Κουσαντασίου και παθήματα των Χριστιανών κατοίκων της πόλεως ταύτης και των πέριξ. — Πλους του τουρκικού στόλου επί την Σάμον και αποτυχούσα απόβασις. — Εμφανισμός του ελληνικού στόλου εν τω μεταξύ Σάμου και Ασίας πορθμώ, και εμπρησμός εννέα φορτηγών πλοίων τουρκικών. — Ματαίωσις της τουρκικής εκστρατείας — Πόλεμος Τουρκίας και Περσίας.&
Αι εις τα αντικρύ παράλια της Ασίας τολμηραί αποβάσεις των Σαμίων και αι εις τα ενδότερα ευτυχείς επιδρομαί των ηνάγκασαν την Πύλην να κινήση κατά της νήσου εκείνης δυνάμεις και διά ξηράς και διά θαλάσσης· διότι, εκτός των εις καθυπόταξίν της άλλων αιτιών, οι Ασιανοί Τούρκοι εδυσκολεύοντο να εκστρατεύσωσιν εις τα εν επαναστάσει απώτερα μέρη της Ελλάδος, αν δεν απηλλάττετο πρώτον ο τόπος των του προ των θυρών δεινού τούτου εχθρού, δεινοτέρου ημέρα τη ημέρα καθισταμένου. Προς τον σκοπόν τούτον κατέβαιναν αντικρύ της Σάμου πολλά στρατεύματα, και ανεμένετο και ο οθωμανικός στόλος.
Περί δε τα τέλη του απριλίου ο Γεώργιος Λογοθέτης, ο επί της επαναστάσεως μετονομασθείς Λυκούργος, προ επτά ετών διατριβών εν Σμύρνη, επανήλθεν εις την πατρίδα του την Σάμον. Άνθρωπος δραστήριος και επιχειρηματίας, έχων γνώσιν και γραμμάτων και πραγμάτων, ετέθη διά μιας υπεράνω των συμπατριωτών του και ησχολήθη να οργανίση το πολιτικόν και το στρατιωτικόν, καταστήσας εν μεν τοις χωρίοις εφόρους επέχοντας και τόπον ειρηνοδικών, εν δε τη πρωτευούση βουλήν εξ αντιπροσώπων παντός χωρίου και τρεις γενικούς εφόρους εκπληρούντας και τα καθήκοντα γενικού δικαστηρίου· ωργάνισε και τέσσαρας χιλιαρχίας. Επί σκοπώ δε να εκπλήξη τον λαόν και διεγείρη και άμιλλαν παρά τοις φιλοτιμοτέροις των Σαμίων, διέταξεν όλοι οι αξιωματικοί να φορώσι διακριτικά σημεία, οι δε χιλίαρχοι χρυσάς επωμίδας.
Εν τοσούτω συνήχθησαν κατά την δοθείσαν διαταγήν αντικρύ της Σάμου πάμπολλα στρατεύματα διά την μελετωμένην εκστρατείαν υπό τας διαταγάς του Ελέζογλου, διοικητού της παραλίου πόλεως του Κουσαντασίου και των περιχώρων, θέλουσα δε να εξάψη η Πύλη έτι μάλλον τον φανατισμόν των πιστών και ερεθίση την άπληστον πλεονεξίαν των και την αιμοχαρή δίψαν των εξέδωκεν, ως ελέγετο, προσταγήν να φονεύσωσιν όλους τους υπεροκταετείς άρρενας της Σάμου, και να τουφεκίσωσιν όλους τους εντός της ηλικίας ταύτης, τας δε γυναίκας όλας ν' ανδραποδίσωσιν· αλλ' εβράδυνε να φανή ο εις μεταβίβασιν τουρκικός στόλος· ο δε συναχθείς αχαλίνωτος όχλος έπραττεν εν τω μεταξύ τούτω τα πάνδεινα όπου συνηθροίσθη, αν και τα υπεξούσια της Πύλης εκείνα μέρη ήσαν ατάραχα.
Μεταξύ δε των συναχθέντων τούτων οπλοφόρων πέριξ του Κουσαντασίου ήσαν και οι μετά την παύσιν των εν Σμύρνη δεινών εξωσθέντες εκείθεν κακούργοι. Ούτοι, ευρόντες ομόφρονας τους λοιπούς εκεί συναχθέντας, έπραξαν παντός είδους ανομήματα εν τοις έξω του Κουσαντασίου χωρίοις, σφάζοντες, ατιμάζοντες, λεηλατούντες και βιάζοντες όλους να θεωρώσι την φυγήν σωτηρίαν. Τα αυτά επεθύμουν να πράξωσι και εν πόλει, όπου εμβάντες ύβρισαν, έδειραν Χριστιανούς και εφόνευσαν ένα. Ο Ελέζογλους, άνθρωπος φιλοδίκαιος και δραστήριος, επαίδευσεν αμέσως διά κεφαλικής ποινής τον φονέα. Την δικαίαν ταύτην πράξιν εθεώρησαν ως άδικον οι μισούντες την δικαιοσύνην και ήγειραν γενικόν γογγυσμόν κατ' αυτού. Οι δε δυστυχείς Χριστιανοί, πάσχοντες καθ' ημέραν και βλέποντες αδύνατον να λάβωσι παρά του καλοκαγάθου αλλ' όχι και ισχυρού διοικητού την απαιτουμένην προστασίαν, οι μεν κατέφευγαν εις τας υπό ελληνικήν σημαίαν νήσους, οι δε οικούρουν. Εν ώ δε οι Τούρκοι ήσαν τόσον ηρεθισμένοι, και οι Χριστιανοί τόσον έμφοβοι, ετόλμησέ τις των Χριστιανών πεινών να εξέλθη της οικίας εις εύρεσιν τροφής· κατά κακήν του τύχην απήντησε τρεις Τούρκους, εξ ών ο είς αμέσως τον επιστόλισεν αλλά δεν τον έβλαψεν· επέπεσε τότε ο Χριστιανός, του ήρπασε την άλλην πιστόλαν και τον εσκότωσεν· οι δύο δε άλλοι Τούρκοι δειλιάσαντες έφυγαν· αλλά φεύγοντες εφώναζαν «ο ι - ά π ι σ τ ο ι - σ κ ο τ ό ν ο υ ν - τ ο υ ς - π ι σ τ ο ύ ς». Ακουσθείσης της φωνής ταύτης, φωνής ικανής να φέρη την καταστροφήν όλης της πόλεως, έσπασαν οι φιλάτακτοι τας θύρας οικιών και εργαστηρίων, ήρπασαν πράγματα, εφόνευσαν ανηλεώς όσους συνήντησαν, ανδραπόδισαν γυναίκας, έβαλαν πυρ εις την πόλιν και μόλις την διέσωσαν οι εντόπιοι Τούρκοι. Η δε Πύλη, μαθούσα τα δυστυχήματα της πόλεως εκείνης, κατέκρινε και μετέθεσε τον φιλοδίκαιον Ελέζογλουν ως ερεθίσαντα τους πιστούς διά της καταδίκης του φονέως.
[Ιούλιος] Την δε 3 ιουλίου ο τηλέγραφος της Σάμου εσήμανε τον εμφανισμόν του οθωμανικού στόλου πλέοντος προς την νήσον εκ πλοίων 36, εν οις 4 δίκροτα και 6 φρεγάται, υπό τον υποναύαρχον Καρά - Αλήν. Πλησιάσας ο στόλος συνέλαβε πλοιάριον σάμιον έχον τρεις ναύτας και τον κυβερνήτην· και τούτον μεν και ένα των ναυτών έστειλεν ο υποναύαρχος εις Σάμον προσκαλών διά γραμμάτων τους προεστώτας να έλθωσιν εις προσκύνησίν του, και δεχθώσιν αγάν και καδήν, αν ήθελαν να μη καταστραφή ο τόπος των· τους δε λοιπούς εκράτησε· την εσπέραν δε της αυτής ημέρας ο στόλος ελλιμένισεν έμπροσθεν της Χώρας. Ο λαός της Σάμου, ιδών κατά πρώτην φοράν εχθρικόν στόλον, εδειλίασε, και οι μεν ανέβησαν εις τα όρη, οι δε διεβιβάσθησαν εις τας πλησιοχώρους νήσους προς αποφυγήν του κινδύνου. Αλλ' αι Αρχαί του τόπου και ο Λυκούργος έδειξαν άκραν αφοβίαν, κατεβίβασαν το προοργανισθέν στράτευμα εις το παράλιον αντικρύ του στόλου και το ητοίμασαν εις αντίκρουσιν του εχθρού, αν επεχείρει απόβασιν.
Την δε υστεραίαν ο στόλος παρετάχθη έμπροσθεν των μεσημβρινών παραλίων της Σάμου και εκανονοβόλει σφοδρώς εις απομάκρυνσιν του στρατεύματος των Σαμίων. Το πρωτόπειρον στράτευμα φοβηθέν απεμακρύνθη και εκρύβη όπισθεν των παρακειμένων οικιών, και οι Τούρκοι, βλέποντες ότι οι εναντίοι των έγειναν άφαντοι, εκίνησαν προς την ξηράν επί των λέμβων· αλλ' ο Λυκούργος και οι χιλίαρχοι Σταμάτης Γεωργιάδης, Μανουήλ Μελαχρινός καί τινες άλλοι αξιωματικοί, απομείναντες επί της παραλίας, ίθυναν τόσον ευστόχως πέντε κανόνια, ώστε όλαι σχεδόν αι σφαίραι έπεσαν εντός των λέμβων και επροξένησαν πολύν φόνον. Οι ολίγοι ούτοι εδυνήθησαν διά τούτου και μόνου του τρόπου να εμποδίσωσι την ημέραν εκείνην την απόβασιν, διότι ο Καρά - Αλής υπώπτευεν ότι το φοβηθέν και απομακρυνθέν από της παραλίας ελληνικόν στράτευμα παρεφύλαττεν ίνα επιπέση. Ο παράλογος δε ούτος φόβος των Τούρκων εθάρρυνε το παραμερήσαν στράτευμα των Σαμίων να επανέλθη όπου ήσαν οι αρχηγοί του και ενδιαμείνη άφοβον, αν και ακαταπαύστως πλην αβλαβώς καθ' όλον το ημερονύκτιον υπό του στόλου κανονοβολούμενον. Την δε εφεξής ημέραν απέβησαν 300 Τούρκοι κατά την αγίαν Παρασκευήν, όπου ήσαν οκτώ Έλληνες μόνον εις σκοπήν, διότι δεν υπώπτευαν απόβασιν εις εκείνο το μέρος. Αλλ' ο χιλίαρχος Γεωργιάδης, μαθών το γεγονός, παρέλαβεν όσους ηύρε προθύμους, ώρμησε πρώτος αυτός μετά των ολίγων ακολούθων του, ώρμησαν κατόπιν και πολλοί άλλοι επί τους αποβάντες τόσον μανικοί, κατά το παράδειγμα του γενναίου αρχηγού των, ώστε ουδένα σχεδόν εχθρόν αφήκεν ζώντα. Εφάμιλλοι των Σαμίων εφάνησαν εν τη μάχη ταύτη καί τινες παρευρεθέντες Κρήτες, ων ο αρχηγός Χατσή Γεώργης Μουριώτης εφημίσθη διά τας ανδραγαθίας του. Εν τω μεταξύ δε τούτω επλησίασαν εις το αυτό παράλιον 40 λέμβοι φέρουσαι άλλους στρατιώτας· τόσον δε ευστόχως και τόσον σφοδρώς ετουφέκισαν και αυτούς οι Έλληνες, ώστε τους ηνάγκασαν να ποδίσωσι. Τότε ο τρισβάρβαρος και άνανδρος Καρά - Αλής, εκδίκησιν πνέων, επίσσωσε τους δύο δυστυχείς και αθώους ναύτας του συλληφθέντος σαμίου πλοιαρίου, τους εκρέμασεν επί της ναυαρχίδος του κατακέφαλα και τους έκαυσε κατέναντι των συγγενών και συμπατριωτών αυτών εις αιώνιον στίγμα της βδελυράς μνήμης του. Μετά την πράξιν ταύτην έστειλεν αντικρύ 9 φορτηγά πλοία επί μεταφορά άλλων στρατευμάτων την δε 6, 7 και 8, ο στόλος διέμεινεν άπρακτος έμπροσθεν της Σάμου αναμένων τον ανάπλουν των φορτηγών.
Η είδησις του έκπλου του στόλου τούτου έβαλεν εις κίνησιν τας τρεις ναυτικάς νήσους, και την 4 εξέπλευσαν τα υδραϊκά και σπετσιωτικά πλοία και ηνώθησαν μετά των Ψαριανών· συνηριθμούντο δε όλα 90, εν οις καί τινα της Κάσσου. Δεν ήξευραν κατ' αρχάς πού έπλεεν ο εχθρικός στόλος· αλλ' έμαθαν μετ' ολίγον, ότι διέπλευσε το στενόν της Χίου κατευθυνόμενος εις τα αντικρύ της Σάμου παράλια· την δε 8 είδαν εν τω μεταξύ Σάμου και μικράς Ασίας πορθμώ υπό το Τσιαγκλί τα 9 φορτηγά, εφ' ων επεβιβάζοντο τα στρατεύματα, επέπλευσαν τινα αυτών και τα έκαυσαν ενώπιον του συρρεύσαντος επί της παραλίας εχθρικού πλήθους και του εχθρικού στόλου θεωρούντος αυτά καιόμενα τόσον πλησίον και μη τολμώντας να κινηθή· και τα μεν πλήθη διεσκορπίσθησαν επί τη θέα του εμπρησμού, ο δε στόλος απεμακρύνθη και αυτός, και τοιουτοτρόπως εματαιώθη η μεγάλη εκστρατεία, καθ' ην η Πύλη, εν ώ εβουλήθη να παιδεύση τους αποστάτας Σαμίους, κατέστρεψε τους εν Κουσαντασίω και εν τοις πέριξ ησύχους υπηκόους της· Οι δε Έλληνες, αυτόπται του θαύματος των πυρπολικών επί της τελευταίας ναυτικής των εκστρατείας, ητοίμασαν 4 και επί της παρούσης. Την 11 απηντήθησαν οι δύο στόλοι εν τω μεταξύ Βουδρουμίου και Κω πορθμώ, αλλά δεν εναυμάχησαν. Εντός του πορθμού ευρέθησαν και το πρωί της επαύριον εν άκρα νηνεμία· αλλά μετ' ολίγον έπνευσεν άνεμος σφοδρός, και ο ελληνικός ευρεθείς υπήνεμος του τουρκικού εφοβήθη διά την κινδυνώδη θέσιν του και έσπευσε να εκπλεύση. Ο δε τουρκικός έπλεεν ουριοδρομών και βλέπων αυτόν φεύγοντα έλαβε θάρρος και προσέπλευσε. Τα ευτελέστερα των ελληνικών πλοίων και τα βραδυπλοώτερα ήσαν πάντοτε τα πυρπολικά ως καταδεδικασμένα εις φθοράν· διά τούτο τα 4 πυρπολικά απελείφθησαν, και επειδή εκινδύνευαν να πέσωσιν εις χείρας του εχθρού, έβαλαν εις αυτά πυρ οι εν αυτοίς, και εμβάντες εις τα εφόλκια διεσώθησαν όλοι αβλαβείς εις τα άλλα ελληνικά πλοία· και τα μεν τρία των πυρπολικών τούτων εκάησαν, το δε τέταρτον εκυριεύθη πριν ανάψη· κατεδίωξε δε και ο τουρκικός στόλος τον ελληνικόν. Την δε νύκτα επήλθε τρικυμία και διεσκορπίσθη ο ελληνικός· και μέρος μεν αυτού ηγκυροβόλησεν υπό την Κάλυμνον, μέρος δε υπό την Λέρον και Σάμον· ηγκυροβόλησε και ο τουρκικός όλος υπό την Κων, όπου συνηνώθησαν μία φρεγάτα και 13 μικρότερα πλοία πολεμικά του Μεχμέτ - Αλή υπό τον Ισμαήλ - Γιβραλτάρην έχοντα 800 Αλβανούς εις απόβασιν. Έκτοτε διεχωρίσθησαν οι στόλοι· και ο μεν τουρκοαιγύπτιος έπλευσε προς τον Ελλήσποντον, ο δε ελληνικός συνήχθη όλος εις Σάμον, και την 22 ηγκυροβόλησεν υπό το Γιαλί, όπου ήλθαν εξ Ύδρας και Σπετσών τινές των προκρίτων ίνα θεωρήσωσιν υποθέσεις του στόλου και πείσωσι τους θέλοντας να επανέλθωσιν εις τας νήσους των ναύτας εις το να παρατείνωσι την εκστρατείαν. Εν ώ δε διέμενεν εκεί ο στόλος, επέστη απροσδοκήτως ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, αποδημήσας εκείθεν εξ αιτίας των ταραχών επί σκοπώ να ησυχάση εν Πάτμω τη πατρίδι του. Ο εμφανισμός εν μέσω του Χριστιανικού στόλου ενός των κορυφαίων του κλήρου της ανατοτολικής εκκλησίας επροξένησε πολλήν χαράν, και οι ευλαβείς ναύται έτρεξαν όλοι να λάβωσι την ευλογίαν του. Ο ιερός ούτος ανήρ διέμεινεν ημέρας τινάς αγιάζων, νουθετών και θαρρύνων τους στρατιώτας της πίστεως και της πατρίδος εις τον αγώνα· και επειδή ήσαν αι παραμοναί της νηστείας του δεκαπενταυγούστου, εσυγχώρησε να καταλύσωσιν οι αγωνιζόμενοι Χριστιανοί και ταύτην και όλας τας άλλας τεσσαρακοστάς διαρκούντος του εθνικού πολέμου. Την δε 9 Αυγούστου ο ελληνικός στόλος επανέπλευσεν εις τα ίδια.
Τα δε κακά, όσα αδίκως και παραλόγως υπέφεραν οι δυστυχείς κάτοικοι Χριστιανοί του Κουσαντασίου και των περιχώρων, ηνάγκασαν τους κατοικούντας τα χωρία Δωμάτια, Τσακλή, Ανίκιοϊ, Κελεμπέση και Γέροντα, τους δεινά πάσχοντας και ταύτα φοβουμένους, να ζητήσωσι καταφύγιον αλλού· τούτου χάριν συνενοήθησαν μετά των γειτόνων των Σαμίων, οίτινες απέβησαν εις την αντικρύ παραλίαν προς υπεράσπισιν της επί της νήσου των μετοικήσεως αυτών· και κατ' αρχάς μεν επήγαν εις Δωμάτια, δύο ώρας μακράν της θαλάσσης· διασκορπίσαντες δε την ενδιαμένουσαν τουρκικήν φρουράν μετέβησαν εις τα λοιπά χωρία απέχοντα τα έν του άλλου 5 έως 8 ώρας, και ούτω μετεκομίσθησαν εις Σάμον αβλαβείς 800 οικογένειαι· πολλοί των μετοικησάντων, όντες γεωργοί, κατετάχθησαν εν τω στρατώ των Σαμίων, όστις αυξηθείς εξ αιτίας ταύτης εις 4000 διεχέετο εις τα αντικρύ παράλια, επάτει χωρία κατοικούμενα υπό Τούρκων, τα ελαφυραγώγει και μετέφερεν εις την νήσον τα θρέμματά των. Διά τας συχνάς δε ταύτας και καταστρεπτικάς επιδρομάς οι Τούρκοι αφήκαν τα παράλια χωρία των έρημα, και απεμακρύνθησαν χάριν ασφαλείας εις τα ενδότερα της Ασίας, ώστε δεν έμειναν επί των παραλίων εκείνων Τούρκοι ειμή εντός του Κουσαντασίου ως έχοντος δυνατόν φρούριον.
Κατ' εκείνον δε τον καιρόν συνέβησαν νέαι ταραχαί εν τη οθωμανική αυτοκρατορία, κινηθέντων των Βεχαβητών κατά των πόλεων Μεδίνης και Μέκκας, και λαβόντων όπλα των Δρούζων και των Μαρωνιτών. Α ταραχαί αύται μετ' ολίγον καθησύχασαν. Είχε δ' εκραγή και πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Περσίας το θέρος του έτους τούτου, και περσικά στρατεύματα επάτησαν τα τουρκικά χώματα· αλλ' επειδή μικρά ήτον η δύναμις αύτη, μικράν εκίνησε και η Πύλη προς τα καταπατηθέντα όριά της, και ως εκ τούτου ολίγην ηύρεν η Ελλάς ανακούφισιν.
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'.
&Τα μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας. — Αναχώρησις του εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεως του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου.&
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ της Ρωσσίας επί της ελληνικής επαναστάσεως εφαίνετο αντιφατική. Ο Αλέξανδρος, ως μέλος της ιεράς συμμαχίας, κατέκρινε παρρησία τον ελληνικόν αγώνα, διότι, καθ' ους συνέδεσε πολιτικούς δεσμούς, ώφειλε να κατατρέχη παν κίνημα λαού τείνον εις ανατροπήν των καθεστώτων. Αλλ' ο αγών ούτος, αν και απεδοκιμάζετο, ωφέλει τα μέγιστα την πολιτικήν της Ρωσσίας ανέκαθεν προθεμένην, παρά την πολιτικήν των άλλων αυλών, την διά παντός τρόπου εξασθένωσιν του τουρκικού κράτους. Είχε δε ο αυτοκράτωρ και συνθήκας μετά της Πύλης, ας αύτη παρέβη, και εκείνος εδύνατο δικαίως ως παραβάτιδα να την τιμωρήση· δεν εμποδίζετο δε ουδ' από των κατά τα 1 8 1 4 και 1 8 1 5, μεταξύ των ευρωπαϊκών αυλών συνομολογηθέντων, διότι η Τουρκία ούτε εμπεριελαμβάνετο ούτε καν εμνημονεύετο· αλλ' η τοιαύτη τιμωρία αντέβαινε προς την εν Λαϋβάχη κηρυχθείσαν πολιτικήν αρχήν, και εντεύθεν προήρχετο η κατ' επιφάνειαν αντίφασις της ρωσσικής πολιτικής. Η παρατήρησις αύτη είναι προσοχής αξία, διότι αύτη και μόνη εξηγεί την ροπήν του Αλεξάνδρου σήμερον εις την ειρήνην και αύριον εις τον πόλεμον, ον υπερεπεθύμει όλος ο λαός του. «Μεταξύ όλων των Ρώσσων», έλεγεν ο Αλέξανδρος, «είμαι ο μόνος, ο μη ασπαζόμενος τον ελληνικόν αγώνα». Δεν ήθελε τον θρίαμβον αυτού, διότι τον εθεώρει θρίαμβον επαναστατικών κινημάτων, άτινα κατεδίωκεν· αλλά δεν ήθελε και την καταστροφήν του, διότι την εθεώρει καταστροφήν λαού μεθ' ου ουράνιοι δεσμοί τον συνέδεαν. Συνέτρεξε δε όχι ολίγον εις το να περιπλέξη έτι μάλλον την πολιτικήν της Ρωσσίας και η σφοδρά και όχι άλογος ως εκ των φαινομένων υποψία της Πύλης περί της ενοχής της ρωσσικής αυλής εις τον ελληνικόν αγώνα. Η Πύλη ήξευρεν, ότι οι Έλληνες απέβλεπαν πάντοτε εις την Ρωσσίαν προς απόσεισιν του ζυγού· ότι έλαβαν όπλα επί των ρωσικών πολέμων κατ' αυτής· ότι η Ρωσσία επροσπάθει πάντοτε να προστατεύη όσον και όπως εδύνατο τους Έλληνας· ότι η επαναστατική Εταιρία έλαβε το είναι εν τη Ρωσσία· ότι ο πρώτος επαναστάτης Υψηλάντης, υπηρέτης του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, εκήρυξεν ότι εκινήθη υπό την ρωσσικήν προστασίαν και επί τω λόγω τούτω εκάλει εις αποστασίαν όλην την Ελλάδα· ότι ο Μιχαήλ Σούτσος και πολλοί άλλοι ηύραν άσυλον επί της φυγής των και περιποίησιν εν τη ρωσσικήν γη, και ότι επί μόνη τη συμπράξει της Ρωσσίας στηριζόμενοι οι Έλληνες και ήρχισαν και διετήρουν τον εθνικόν αγώνα. Όλα ταύτα ήσαν βεβαίως ικανά να κλείσωσι τα ώτα της Πύλης προς τας ειλικρινείς και ειρηνικάς διαβεβαιώσεις της εν Κωνσταντινουπόλει ρωσσικής πρεσβείας και να φέρωσι και τας άλλας Δυνάμεις εις δισταγμόν.
Διττόν χαρακτήρα, πολιτικόν και θρησκευτικόν, είχεν ο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων πόλεμος· και ως προς μεν τον πολιτικόν η Πύλη εδύνατο βεβαίως να ενεργή κατά την πλήρη κυριαρχίαν της, και τόσον ανεξαρτήτως της Ρωσσίας, όσον και πάσης άλλης Δυνάμεως· αλλ' όχι και ως προς τον θρησκευτικόν, διότι κατά την εν Καϊναρτσίω συνθήκην της 10 Ιουλίου 1774, υπεχρεούτο να προστατεύη την χριστιανικήν θρησκείαν και τας εκκλησίας της· όθεν αι μέχρι θανάτου, και θανάτου ανόμου και επονειδίστου, καταδιώξεις του κλήρου, αι βεβηλώσεις, αι γυμνώσεις, οι κατεδαφισμοί των εκκλησιών, και οι εν ταις τριόδοις αυτής της βασιλευούσης εμπαιγμοί των αγίων εικόνων και οι θεατρισμοί των ιερών αμφίων ήσαν φανεραί παραβάσεις της συνθήκης, δι' ας η Πύλη ήτον υπόλογος προς την Ρωσσίαν (α).
Αλλά, αν η Πύλη δεν είχε προς την Ρωσσίαν υποχρεώσεις πολιτικάς ως προς την Ελλάδα, είχε τοιαύτας διά συνθηκών ως προς τας δυο ηγεμονείας, και κατ' αυτάς ώφειλε ν' ακούη την υπέρ αυτών φωνήν της Ρωσσίας (β).
Ότε εξερράγη εν ταις ηγεμονείαις η επανάστασις, ο Αλέξανδρος συνέτεινε μεγάλως εις το να επανέλθωσιν αύται εις την υποταγήν της Πύλης· διότι και τον Υψηλάντην επαίδευσε, και τας προκηρύξεις του ως ψευδείς εστηλίτευσε, και την Πύλην ελευθέραν αφήκε να στείλη εις αυτάς στρατεύματα. Αλλ', αφ' ού ο πόλεμος έπαυσεν ολοτελώς, η Ρωσσία απήτει την πολιτικήν αποκατάστασιν αυτών ως και πρότερον και την ανάκλησιν των τουρκικών στρρατευμάτων, ων η εισβολή, καθώς άλλοτε διηγήθημεν, επέφερε μύρια δεινά (γαρ) αλλ' ουδεμίαν ακρόασιν έδιδεν ο σουλτάνος. Εκτός των μεγάλων τούτων αιτιών η Πύλη έδωκε και άλλας αιτίας διενέξεων.
Κατά διαταγήν της απηγορεύετο, ως προείρηται, οποιασδήποτε σημαίας πλοίον να δέχεται τους πειρωμένους άνευ αδείας της να διαφύγωσι τας μιαιφόνους και ατιμωτικάς χείρας της, και επεβλήθη ποινή η δήμευσις παντός πλοίου, αν ο κυβερνήτης του απεδεικνύετο παρήκοος της διαταγής της· απήτησεν η Πύλη και το δικαίωμα της νηοψίας εις σύλληψιν των κρυπτομένων υπηκόων της, έγκλημα θανάτου θεωρούσα την απλήν φυγήν των και εγκληματίας και αυτάς τας γυναίκας. Είπαμεν, ότι οι εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις όλων των Δυνάμεων όχι μόνον συγκατετέθησαν, αλλά και δι' ων εξέδωκαν εγκυκλίων προς τους καθ' όλην την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν προξένους συνέτρεξαν εις τας ορέξεις της Πύλης, και ότι μόνος ο πρέσβυς της Ρωσσίας Στρογονώφης δεν ήσχυνε διά της συγκαταθέσεώς του την αυλήν του. Αλλ' η Πύλη εις ουδέν ελογίσθη την αντίρρησιν και τας διαμαρτυρήσεις αυτού, και επάτησεν όλας ανεξαιρέτως και ανεξετάστως τας σημαίας. Συνέβη δε κατ' εκείνας τας ημέρας και ο εν Βουκουρεστίω τραπεζίτης, Σακελλάριος, να διατάξη τον εν Κωνσταντινουπόλει Εμμανουήλ Δανέζην να πληρώση τω νεοδιορισθέντι ηγεμόνι της Βλαχίας και εισέτι διατρίβοντι εν Κωνσταντινουπόλει, Σκαρλάτω Καλλιμάχη, χρήματά τινα· αλλά μετ' ολίγον έγραψεν, εξ αιτίας ίσως της πολιτικής καταστάσεως της ηγεμονείας, να μη τα πληρώση, και επί τη δευτέρα ταύτη παραγγελία ο Δανέζης απεποιήθη την πληρωμήν· επρόκειτο δε να μεταβιβασθώσι τα χρήματα ταύτα εις το ταμείον της Πύλης. Αν και πάντοτε ο εκδίδων συναλλαγματικήν είναι υπόλογος και όχι ποτέ ο μη αποδεχόμενος, η Πύλη απήτει την εξαργύρωσίν της παρά του Δανέζη. Ο Δανέζης ήτο τραπεζίτης της εν Κωνσταντινουπόλει Ρωσσικής πρεσβείας, και ως τοιούτος ελογίζετο υπό ρωσσικήν προστασίαν αλλ' ήτο γέννημα της Κρήτης, και ως τοιούτος ήτο ραγιάς. Οι εν υπηρεσία πρεσβείας ραγιάδες ήσαν άλλοτε υπό την προστασίαν της αυτής πρεσβείας, αλλά τα προνόμια ταύτα είχαν πρό τινος καιρού καταργηθή· ώστε ο πρέσβυς της Ρωσσίας δεν εδύνατο να προστατεύση δικαιωματικώς τον τραπεζίτην του, και ο συνετός Δανέζης φοβηθείς εκρύβη. Αλλ' η Πύλη συνέλαβε και πολιτικάς υποψίας κατ' αυτού· τον εθεώρει ως συνωμότην και ως διαβιβάζοντα χρήματα εις τους αποστάτας· και επειδή εγνώριζε τας προς την ρωσσικήν πρεσβείαν, ην πάντοτε υπώπτευε, τραπεζικάς του σχέσεις, εφαντάζετο ότι δι' αυτού υπεστήριζεν η Ρωσσία τον ελληνικόν αγώνα χρηματικώς. Διά τας πολιτικάς και σφαλεράς ταύτας υποψίας μάλλον ή διά την εξαργύρωσιν της συναλλαγματικής εζήτει η Πύλη να πιάση τον Δανέζην, ον ο πρέσβυς της Ρωσσίας, πεποιθώς επί την ισχύν του, έπεισε να φανερωθή αφόβως, υποσχόμενος αυτώ την θερμήν υπεράσπισίν του. Την 20 απριλίου ο Δανέζης υπήγεν αυτόκλητος εις την Πύλην συνωδευμένος υπό του διερμηνέως της πρεσβείας· αλλά παρά πάσαν προσδοκίαν του πρέσβεως εκρατήθη και εφυλακίσθη. Απήτησε την επιούσαν ο πρέσβυς την απόλυσίν του ως υπηκόου ρώσσου και ως τραπεζίτου του· αλλ' ο ρεΐζ - εφέντης απέρριψε την απαίτησιν αποτόμως, ειπών, ότι ο Δανέζης ήτο ραγιάς. Εστάλη τότε προς τον ρεΐζ - εφέντην ο σύμβουλος της πρεσβείας Δασκώφης συνωδευμένος υπό δύο διερμηνέων. Ο ρεΐζ - εφέντης τον αφήκεν εις τα αντίθυρα πολλήν ώραν, και αφού τον εδέχθη, τω είπεν ότι ο Δανέζης ήτο ραγιάς και δεν απελύετο. Ο Δασκώφης είχε παραγγελίαν να μη επιστρέψη εις την πρεσβείαν άνευ του Δανέζη· διά τούτο έμεινε παρά τω ρεΐζ - εφέντη και απέστειλεν ένα των συν αυτώ ειδοποιών τον πρέσβυν περί της αποτυχίας της αποστολής του. Οργισθείς ο πρέσβυς υπήγε προς τον ρεΐζ - εφέντην αυθημερόν, και μη δυνηθείς να κατορθώση το ποθούμενον επεσκέφθη τον αρχιβεζίρην αλλά και παρ' αυτώ απέτυχε και ήκουσεν, ότι η Πύλη εθεώρει τον Δανέζην όχι μόνον ραγιάν αλλά και ένοχον εσχάτης προδοσίας, και ότι είχε και αποδείξεις της ενοχής του· ουδεμίαν όμως έδειξεν. Ο πρέσβυς, βλέπων ότι ο Δανέζης, πεποιθώς επί τους ενθαρρυντικούς λόγους του, εκινδύνευε, κατήντησε να ζητήση την απόλυσίν του ως χάριν, αλλά και ούτω δεν εισηκούσθη· παρεκάλεσε τότε τον αρχιβεζίρην να διαβιβάση αναφοράν του προς αυτόν τον σουλτάνον, αλλά και η παράκλησίς του αύτη απερρίφθη, και ο πρέσβυς επανήλθεν εις την κατοικίαν του άπρακτος και βαρύμηνις. Την επαύριον, επανέλαβε τα αυτά διά του διερμηνέως του Φοντώνη προς τον ρεΐζ - εφέντην επ' ελπίδι να δεχθή ούτος την προς τον σουλτάνον αναφοράν του· αλλ' εκώφευσε και ο ρεΐζ - εφέντης. Τότε ο Φοντώνης εστάθη εις ην διήρχετο οδόν ο σουλτάνος επανερχόμενος από του ζαμίου όπου προσηύχετο, ύψωσε την αναφοράν ως ποταπός ραγιάς, και παρά την αξιοπρέπειαν της αυλής του εφώναξε τουρκιστί, «Α ν α φ ο ρ ά - του - ε κ τ ά κ τ ο υ - π ρ έ σ β ε ω ς - κ α ι – π λ η ρ ε ξ ο υ σ ί ο υ - υ π ο υ ρ γ ο ύ - τ ο υ – μ ε γ α λ ε ι ο τ ά τ ο υ - α υ τ οκ ρ ά το ρ ο ς - π α σ ώ ν - τ ω ν - Ρ ω σ σ ι ώ ν - π ρ ο ς - τ ο ν – μ ε γ α λ ε ι ό τ α τ ο ν - σ ο υ λ τ ά ν ο ν - Μ α χ μ ο ύ τ ην». Δις επανέλαβε τους λόγους τούτους μηδόλως κινήσας την προσοχήν του σουλτάνου· την δε τρίτην φοράν επέρριψεν ο σουλτάνος βλοσυρόν βλέμμα, επρόσταξε να λάβωσι την αναφοράν του και απεδοκίμασεν εγγράφως την αυτήν ημέραν την αίτησίν του, ώστε εις μάτην εξώκειλεν η πρεσβεία εις την πράξιν ταύτην (δ).
Εδόθη κατ' εκείνας τας ημέρας και άλλη αιτία διενέξεων σοβαρωτέρα της περί ης ο λόγος, ως αφορώσα τα κατά την Μαύρην θάλασσαν εμπορικά συμφέροντα. Η Πύλη, επί λόγω σιτοδείας εν τη βασιλευούση εξ αιτίας των επικρατουσών ταραχών εν Βλαχομολδαυία, όθεν εστέλλετο τακτικώς μεγάλη ποσότης σίτου, εκράτησεν όλα τα υπό ρωσσικήν σημαίαν διαπλέοντα από της Μαύρης εις την Άσπρην θάλασσαν σιτοφόρα πλοία, και πολλά αυτών εξεφόρτωσε παρά γνώμην των πλοιάρχων και ώρισεν αυθαιρέτως και την τιμήν των φορτίων. Η αυθαιρεσία αύτη ήτο φανερά παράβασις της εμπορικής συνθήκης της 10 Ιουνίου 1783, καθ' ην (ε) ώφειλεν η Πύλη να δίδη τα αναγκαία φιρμάνια εις ελεύθερον έκπλουν και εις ελευθέραν σιταγωγίαν· απηγορεύετο δε ρητώς ή διά βίας επί του διάπλου αποβίβασις εις Κωνσταντινούπολιν ή αλλού των φορτίων. Επί τω λόγω τούτω ο πρέσβυς κατέκρινε την πράξιν ως αυθαίρετον και παράσπονδον, διεμαρτυρήθη και εκήρυξε την Πύλην υπεύθυνον προς τον αυτοκράτορα και υπόλογον προς τους ζημιουμένους εμπόρους. Αλλ' αύτη τόσον κατεφρόνησε τας απειλάς του, ώστε ούτε απαντήσεως τον ηξίωσεν. Αν τω όντι η Πύλη εφοβείτο σιτοδείαν, εδύνατο βεβαίως να κρατή εις χρήσιν της, και άκοντος του πρέσβεως, τας μετακομιζομένας υπό ξένας σημαίας τροφάς· αλλ' ώφειλε τότε ν' αποζημιοί εντελώς και τους εμπόρους και τους πλοιάρχους, και όχι να ορίζη αύτη αυθαιρέτως τας τιμάς· αλλ' η Πύλη δεν είχε, καθώς εφάνη, τόσην χρείαν τροφών, όσην είχεν επιθυμίαν, καθώς επροδόθη η ιδία, να εμποδίση την μετακόμισίν των εις τους αποστατήσαντας τόπους (στ).
Εν τοσούτω ο πρέσβυς Στρογονώφης προείδεν ότι όχι μόνον αι προς την Πύλην σχέσεις του θα διεκόπτοντο, αλλ' ότι και αυτός θα εβιάζετο ν' αναχωρήση, διότι παρεβαίνοντο αι συνθήκαι, υβρίζετο η σημαία του αυτοκράτορος και εκινδύνευε και αύτη η ζωή του· τόσον δε εμαίνετο ο θανατικός όχλος, ώστε ηναγκάσθη η Πύλη κατ' αίτησιν του πρέσβεως να στείλη και άλλον λόχον γενιτσάρων προς φρούρησιν του πρεσβείου. Διά τα περιστατικά ταύτα μετέφερεν ο Στρογονώφης εκ της Μαύρης θαλάσσης εις Μπουγιουκντερέν, όπου διέτριβε, μικρόν πλοίον πολεμικόν υπό την εμπορικήν σημαίαν της Ρωσσίας.
Η νεοφανής και ασυνήθης παρουσία πολεμικού ξένου πλοίου, αν και μικρού, έμπροσθεν της βασιλευούσης εν αγνοία της Πύλης ήτο βεβαίως παρά τας συνθήκας και ικανή και υποψίας την ώραν εκείνην να διεγείρη, και την Πύλην και τον όχλον να παροργίση· και τω όντι έφερε κοινήν ταραχήν και νέας λογοτριβάς αυτής και του πρέσβεως, όστις, ωργισμένος και εκ των προτέρων αιτιών και εκ της τελευταίας ταύτης, τη ανήγγειλεν, ότι ανέφερε τα πάντα εις τον αυτοκράτορα και ότι μέχρι της απαντήσεώς του διέκοπτε πάσαν μετ' αυτής ανταπόκρισιν.
Η Πύλη εφοβήθη επί τη αγγελία ταύτη, καθ' όσον μάλιστα εμάνθανεν ότι ρωσσικά στρατεύματα συνηθροίζοντο καθ' ημέραν προς τον Προύθον, και έσπευσε να πέμψη την 27 Ιουνίου εν αγνοία του πρέσβεως προς τον αρχιγραμματέα του αυτοκράτορος Νεσελρόδον έγγραφον φέρον την υπογραφήν του αρχιβεζίρη. Το έγγραφον τούτο εκδίδομεν ενταύθα παραλείποντες τα μη ουσιώδη (ζ) και αποσιωπώντες ολοτελώς εις αποφυγήν επαναλήψεως άλλα τινά προγενέστερα της αυτής εννοίας μεταξύ του ρεΐζ - εφέντη και του πρέσβεως κατ' εκείνον τον καιρόν της κρίσεως και των πειρασμών.
* * *
«Όλος ο κόσμος γινώσκει, ότι η Πύλη εφάνη πάντοτε πιστή εις τας μετά των άλλων αυλών συνθήκας της και ιδίως εις τας μετά της αυλής της Ρωσσίας· και ότι τόσον περί πολλού ποιείται τας εξωτερικάς σχέσεις της, ώστε πολλάκις είναι ευνοϊκωτέρα παρ' όσον απαιτούν αι συνθήκαι. Η διαγωγή της προς τον πρέσβυν της ρωσσικής αυλής είναι μία των πολλών αποδείξεων του ευνοϊκού της τούτου συστήματος, διότι όχι μόνον τον ετίμησε πάντοτε καθ' όσον ώφειλεν, αλλά πολλάκις επέβλεψεν ιλαρώ όμματι και εις πολλάς του πράξεις, εις ας τον έρριψεν η ορμή και η σκαιότης του χαρακτήρος του παρά τα ειρηνικά καθήκοντα υπουργού φιλικής Δυνάμεως.
Το σκοπούμενον της τόσω φιλικής διαγωγής της Πύλης προς τον πρέσβυν ήτον η ησυχία των υπηκόων αμφοτέρων των αυτοκρατοριών. Ουδέποτε έπαυσεν η Πύλη παιδεύουσα τους ατάκτους, και ουδέποτε παύει θεωρούσα ως ιεράν παρακαταθήκην τους υπ' αυτήν διαφόρους λαούς, υπερασπίζουσα και ευεργετούσα αυτούς επέκεινα του καθήκοντος και χαρίζουσα αυτοίς ως προς τα θρησκευτικά όσην ελευθερίαν συγχωρεί ο ιερός νόμος. Αλλ', εν ώ ήλπιζεν η Πύλη όχι μόνον να μη μεμφθώσιν αι ξέναι Δυνάμεις όσα έπραξεν εξ ανάγκης εις κατάπαυσιν της γενικής και απροσδοκήτου επαναστάσεως των Ελλήνων, ην εκίνησεν η κακοβουλία, αλλά και να επαινέσωσι, και μάλιστα όσαι εξ αυτών συνεδέθησαν εν Λαϋβάχη υπέρ της κοινής ειρήνης, ηπόρησε μαθούσα ότι συμβαίνει το εναντίον· και επειδή είναι φανερόν ότι το αίτιον της διαστροφής είναι αι αναφοραί του πρέσβεως Στρογονώφου προς την αυλήν ταυ εις δικαιολογίαν της μεμπτής διαγωγής του, η Πύλη εθεώρησε πρέπον να γνωστοποιήση κατ' ευθείαν τη αυτοκρατορική, αυλή τα συμβάντα εις τρανήν απόδειξιν του ζήλου της υπέρ της διατηρήσεως της ειρήνης των δύο Δυνάμεων.
Το αχάριστον έθνος των Ελλήνων συνέλαβε προ καιρού σχέδιον αποστασίας ανώτερον της δυνάμεώς του και επί ματαίων ελπίδων. Μετά τον θάνατον του πρώην ηγεμόνος της Βλαχίας, Αλεξάνδρου Σούτσου, ο Θεόδωρος Βλαδιμιρέσκος, υπήκοος Ρώσσος, ετόλμησε πρώτος υπό άλλο πρόσχημα να υψώση σημαίαν επαναστάσεως, και μετ' αυτόν ο επίβουλος υιός του Υψηλάντου, στρατηγός της Ρωσσίας, εξελθών εκείθεν, επάτησε την Μολδαυίαν, και εθανάτωσεν αδίκως όλους τους εν τη πρωτευούση της ηγεμονείας εκείνης Μουσουλμάνους. Και ο άλλος προδότης, Μιχαήλ Σούτσος, ο τότε ηγεμών της Μολδαυίας, εθανάτωσεν επίσης πολλούς Μουσουλμάνους εν Γαλατσίω. Οι ρηθέντες κακούργοι ετόλμησαν να κηρύξωσι παντού, ότι οι Έλληνες, έτοιμοι να βάλωσιν εις πράξιν το προ πολλού σχέδιον της αποστασίας των, σκοπόν είχαν να κινηθώσιν όλοι διά μιας καθ' όλας τας επαρχίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και ότι η αυλή της Ρωσσίας ενέκρινε και επροστάτευε το σχέδιον. Αι ραδιουργίαι αύται έγειναν γνωσταί τη Πύλη, και άλλοθεν και παρ' αυτού του πρέσβεως της Ρωσσίας, ομολογήσαντος πολλάκις υπό πρόσχημα ειλικρινείας ότι η αυλή του απεδοκίμαζε τα τοιαύτα, ότι εθεώρει και τον Θεόδωρον και τον Υψηλάντην πταίστας και διά τούτο εκάθηρε τον Υψηλάντην, ότι έπρεπε να κινηθή αμέσως και μεθ' ικανών δυνάμεων η Πύλη εις τιμωρίαν των δύο τούτων αποστατών και των οπαδών των, και ότι ετοίμη ήτον η Ρωσσία να τη χορηγήση πάσαν ηθικήν αντίληψιν, αφού η Πύλη δεν ηθέλησε να δεχθή, την πραγματικήν. Αλλ' εν ώ ητοιμάσθησαν δυνάμεις ικαναί εις αφανισμόν των αποστατών, ο μητροπολίτης και οι άρχοντες της Βλαχίας ποτέ μεν επρόβαλαν να κινηθώσιν αυτοί κατά του Θεοδώρου μετά των εγχωρίων δυνάμεων, ποτέ δε συνίστων τας αιτήσεις του Θεοδώρου ως ωφελίμους. Ο δε εκεί πρόξενος της Ρωσσίας εμπόδισε και αυτός μέχρι πολλού την εισβολήν των στρατευμάτων υπό διαφόρους αιτίας και έδωσε καιρόν να ενδυναμωθώσιν οι αποστάται. Εν ώ δε τα στρατεύματα της Πύλης εφιλοπολέμουν, ο πρέσβυς της Ρωσσίας εζήτει την άφεσιν του πταίσματος του Υψηλάντου και επρόβαλεν εις κατάπαυσιν των ταραχών να επιτραπή η απέλευσις των δύο αρχηγών της αποστασίας και των οπαδών των από των ηγεμονειών· έλεγε δε, ότι η απόρριψις της προτάσεως ταύτης και η εισβολή των στρατευμάτων ήσαν επιζήμιαι. Η Πύλη εφρόντισε ν' αποκριθή τα δέοντα περί τούτων και να παραστήση, ότι, αν απήρχοντο ο Υψηλάντης και οι περί αυτόν ατιμώρητοι, δεν θα επανήρχετο η ησυχία εις τας ταραχθείσας επαρχίας· ανήγγειλε δε και ο πρέσβυς της Αυστρίας, ότι ποτέ η Δύναμις εκείνη δεν θα επέτρεπε να πατήσωσιν οι αποστάται τα χώματά της, και ότι, αν έπιπταν εις χείρας της, θα τους εκρέμα. Η Πύλη φρονεί ότι προ πάντων αναγκαίον είναι ο Μιχαήλ Σούτσος και όσοι κατά τας αρχάς της επαναστάσεως κατέφυγαν εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Οδησσόν να παραδοθώσι (η) κατά τας συνθήκας, διότι η έξοδος των κακούργων εκ της Ρωσσίας και η εκεί καταφυγή των ετάραξαν και ταράττουν τα πνεύματα των Μουσουλμάνων· ώστε, και αν η Πύλη δεν εδυσπίστει ως προς την ειλικρίνειαν της Ρωσσίας, αδύνατον ήτον, όσον υπάρχουν αι περιστάσεις αύται, να καθησυχάση το έθνος των Μουσουλμάνων· διά τούτο η Πύλη επιμένει εις την παράδοσιν των φυγάδων και επειδή ο πρέσβυς εκήρυξεν, ότι η αυλή του πρόθυμος ήτο να δώση πάσαν βοήθειαν, η Πύλη θεωρεί ως συντελεστικωτέραν πάσης άλλης την παρά της ρωσσικής αυλής πλήρωσιν των συνθηκών και την κατ' αυτάς παράδοσιν των φυγάδων.
Διά το κατεπείγον των περιστάσεων η Πύλη εισεβίβασεν ικανά στρατεύματα εις τας ηγεμονείας υπό αξίους αρχηγούς και δεν έλειψε να ειδοποιήση φιλικώς τον πρέσβυν περί ων έπραξε, διατηρούσα πάντοτε απαράβατα τα προνόμια των μερών εκείνων. Αλλ' ο ρηθείς πρέσβυς, πάντοτε δυστροπών, δεν έπαυσε διαστρέφων τα πάντα και δίδων αφορμήν διά του πολιτεύματός του να θεωρήται και αυτός κοινωνός της αποστασίας των υπηκόων της Πύλης.
Δεν κινείται εις γενικήν επανάστασιν έθνος ειμή διά της μυστικής ή της φανεράς προτροπής των προκρίτων αυτού, ή τουλάχιστον διά της συγκαταθέσεως αυτών. Η Πύλη και όλα τα δίκαια και όλους τους τρόπους είχε να εξολοθρεύση όλον το γένος των Ελλήνων· αλλ' εύσπλαγχνος και τότε, καθώς εφάνη πάντοτε, προς το υπήκοόν της εξέδωκε διαταγήν ελκύουσα την προσοχήν του πατριάρχου εις την κινδυνώδη θέσιν όλου του ελληνικού γένους και ειδοποιούσα, ότι, αν οι Έλληνες έμεναν πιστοί, δεν είχαν τι να φοβηθώσι δι' όσα εσχεδίασαν κατ' αυτής και δεν επραγματοποίησαν. Γνωστόν είναι, ότι το γένος των Ελλήνων παραδέχεται προθύμως όσα παραγγέλλει ο πατριάρχης· διά τούτο διετάχθη ν' αναθεματίση όλους τους εν τη οθωμανική αυτοκρατορία αποστατήσαντες και να τους συμβουλεύση να επανέλθωσιν εις την προτέραν υποταγήν. Ο πατριάρχης απήντησεν ότι ενήργησε πάντα ταύτα, και όμως οι ραγιάδες της εν Πελοποννήσω επαρχίας των Καλαβρύτων, πατρίδος του ρηθέντος πατριάρχου, απεστάτησαν μετ' ολίγον (θ) και έσφαξαν τους Μουσουλμάνους, απεστάτησαν μετ' ολίγων αι άλλαι επαρχίαι της Πελοποννήσου, απεστάτησαν και αι νήσοι του Αιγαίου, εξέπλευσαν και τα θεόργιστα πλοία των και εφόνευσαν οι μεν επί της θαλάσσης οι δε επί της ξηράς μέγαν αριθμόν Μουσουλμάνων πεσόντων εις χείρας των καθώς ήτο προωρισμένον και εμίαναν και τους ιερούς τόπους. Διά τούτο η Πύλη εκινήθη και αύτη εις εξολόθρευσιν των κακούργων και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. Αν δε οι εσχάτως τιμωρηθέντες δεν ήσαν ένοχοι, καθώς απεδείχθησαν, ούτε οι άλλοι Έλληνες θα ετόλμων να πράξωσιν όσα κακά έπραξαν, ούτε η Πύλη θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να τους παιδεύση. Η Πύλη δεν έλειψεν εξ αρχής να συμβουλεύση τον πατριάρχην και δι' αυτού τους μητροπολίτας και τους άλλους αρχηγούς του έθνους σωτηριώδεις συμβουλάς. Ο πατριάρχης, και αν δεν ήτο συνωμότης, δεν εδύνατο ν' αγνοή την βδελυράν συνωμοσίαν, και εις αμοιβήν των μεγάλων προς αυτόν ευεργεσιών της Πύλης ώφειλε διά των εκκλησιαστικών νουθεσιών του να επαναγάγη, το έθνος του εις την υποταγήν και διασκεδάση την συνωμοσίαν πριν εκραγή· αλλ' όχι μόνον δεν ενουθέτησεν ως έπρεπε το έθνος του, αλλ' ήτον αυτός ο πρώτος συνωμότης. Διά τούτο η Πύλη εξετάσασα (ι) και αποδείξασα το έγκλημά του δι' όσων έλαβε πληροφοριών και εντός της Κωνσταντινουπόλεως και έξωθεν, τον επαίδευσεν αξίως του εγκλήματός του, και όχι διά θρησκευτικήν τινα αιτίαν. Ήτο δε το έγκλημά του το βαρύτερον όλων, ως έγκλημα επαναστατικής συνωμοσίας· και όσοι είναι ένοχοι τοιούτου εγκλήματος, είτε μεγάλοι είτε μικροί, είναι επίσης αξιόποινοι· διά τούτο και οι διεγείραντες αποστασίας επαιδεύθησαν πάντοτε ανηλεώς, και όσοι ανέγνωσαν την ιστορίαν της Ρωσσίας, έμαθαν, ότι το 1715 έτος από Μεσίου ο αυτοκράτωρ Πέτρος εκάθησε και εθανάτωσε τον κληρικόν, όστις έτυχε τότε πατριάρχης της Ρωσσίας, ως ένοχον και αυτόν της συνωμοσίας του υιού του, και κατήργησεν έκτοτε την πατριαρχίαν. Η διά της αγχόνης ποινή του πατριάρχου και τ' άλλα περιστατικά της ημέρας εκείνης δεν ελογίσθησαν εις ύβριν της θρησκείας. Ωσαύτως ετιμωρήθησαν δικαίως και οι μητροπολίται και οι άλλοι προύχοντες του έθνους διά τα συλληφθέντα στασιαστικά έγγραφά των (κ). Όλαι δε αι Δυνάμεις ομολογούν, ότι απόκειται εις πάσαν ανεξάρτητον κυβέρνησιν να πράττη ό,τι στοχάζεται καλόν εντός της επικρατείας της, και δεν επιτρέπεται να προστατεύη ξένη κυβέρνησις αποστάτας υπηκόους άλλου κράτους υπό μόνην πρόφασιν ομοδογματίας. Ο πρέσβυς δεν παύει λέγων, ότι η ποινή του πατριάρχου ήτον ύβρις προς την θρησκείαν ικανή να κινήση την αγανάκτησιν όλων των Χριστιανών βασιλέων· αλλ' η Πύλη τον εβεβαίωσεν, ότι οι πρέσβεις των άλλων αυλών ωμολόγησαν, ότι είχε δίκαιον να πράξη όσα έπραξε· μόνος δε αυτός δεν θέλει εκ συστήματος να πεισθή, κωφεύων εις τας φιλικάς εξηγήσεις της και δίδων διά της διαγωγής του αφορμήν να πιστεύση, πας τις, ότι έγραψε περί τούτου προς την κυβέρνησίν του όσα δεν έπρεπεν.
Μετά την ανακάλυψιν της συνωμοσίας, οι Μουσουλμάνοι εξωπλίσθησαν εξ ανάγκης· αλλ' ούτε την ρωσσικήν πρεσβείαν ούτε τους υπό ρωσσικήν προστασίαν εμπόρους επείραξαν· εξ εναντίας εφρόντισαν και να τους προστατεύσωσι κατά τας συνθήκας. Αλλ' ο πρέσβυς, μεγαλύνων τα μικρά, ηνόχλει την Πύλην και εθάρρυνε την φυγήν των υπό την ρωσσικήν προστασίαν εμπόρων και των ραγιάδων, ους επροστάτευε, προξενών ενταυτώ δυσκολίας οσάκις η Πύλη επεχείριζε να εμποδίση την φυγήν των. Ο πρέσβυς είπεν, ότι διέταξε τους προξένους της αυλής του να φέρωνται καθώς απήτει η των δύο Δυνάμεων φιλία, και ότι έστειλεν εις περιοδίαν ένα του υπάλληλον φέροντα τοιαύτας οδηγίας μετά την αποστασίαν της Μολδοβλαχίας. Αλλά και η αποστολή και η περιοδία του υπαλλήλου και αι οδηγίαι δεν φαίνεται ότι έφεραν άλλο αποτέλεσμα ειμή την διάδοσιν της επαναστάσεως υπό την διασπαρείσαν φήμην ρωσσικής συμπράξεως, και την φυγήν των προξένων μετά των αποστατών· η διαγωγή του εν Πάτραις προξένου αντίκειται βεβαίως προς την ενυπάρχουσαν των δύο αυτοκρατοριών φιλίαν· διότι καθ' όν καιρόν εισήλθαν εις την πόλιν εκείνην τα στρατεύματα προς τιμωρίαν των αποστατών ουδείς των άλλων προξένων μετετόπησε· μόνος ο της Ρωσσίας τους συνώδευσε καταφεύγοντας εις τα πλοιάρια και ύψωσε την ρωσσικήν σημαίαν. Όλοι δε οι κατά την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν πρόξενοι κρέμανται εκ των διαταγών των πρέσβεων των αυλών των· διά τούτο η τοιαύτη διαγωγή του εν Πάτραις προξένου και η φυγή τινων άλλων, ως αν είχε κηρυχθή πόλεμος, αποδίδονται βεβαίως εις τας οδηγίας του πρέσβεως. Αι περιστάσεις αύται διήγειραν τας δικαίας των Μουσουλμάνων και των Δυνάμεων υποψίας ως προς τους σκοπούς της Ρωσσίας. Ο δε πρέσβυς όχι μόνον δεν έδωκε τη Πύλη ην υπεσχέθη ηθικήν συνδρομήν, καθώς απήτει η δικαιοσύνη και η των δύο Δυνάμεων φιλία, και δι' ης εδύνατο να καθησυχάση τας αναφυείσας υποψίας, όχι μόνον δεν μετεχειρίσθη φιλικόν και ειρηνικόν ύφος, αλλ' έπραξε το εναντίον· διότι την φυγήν των υπηκόων των δύο Δυνάμεων, ως ανωτέρω ερρέθη, εθάρρυνε, και ότι ουδ' αυτός ήτον ασφαλής υπεκρίθη· αλλ' η Πύλη έσπευσεν επανειλημμένως να τον καθησυχάση, στείλασα εις φρούρησιν του πρεσβείου και άλλον λόχον. Ο πρέσβυς μετέφερε προς τούτοις εξ Οδησσού πλοίον του ρωσσικού στόλου, περί ου ερωτηθείς απεκρίθη, ότι το έστειλαν οι εν Οδησσώ φίλοι του μαθόντες τας ταραχάς, αλλ' ότι είχε σκοπόν να το αποπέμψη· επρόσθεσε δε, ότι η αυλή του επεθύμει να συστήση μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μαύρης θαλάσσης ταχύπλοα, και ότι έν εξ αυτών, ερχόμενον εις Βουγιουκντερέν, ήτο πλησίον του πορθμού. Η Πύλη απεκρίθη επισήμως, ότι απηγορεύετο ο διάπλους παντός ξένου πλοίου μη εμπορικού, ότι εδύνατο ο πρέσβυς άλλως πως να ανταποκρίνεται μετά της αυλής του, ότι η Πύλη εφοβείτο μήπως η εμφάνισις τοιούτων πλοίων ερέθιζε τον λαόν, και διά τούτο ηναγκάζετο να μη συγκατατεθή· αλλ' ο πρέσβυς ηύρε τον τρόπον και έφερεν έν των τοιούτων έμπροσθεν του παλατίου του. Η Πύλη εδικαιούτο να το αποπέμψη, διά της βίας, αλλ' έκρινε προς χάριν του πρέσβεως καταλληλότερον να το αποπέμψη αταράχως αυτός· ο πρέσβυς όμως αψηφών τους λόγους της, εισεβίβασε πράγματά του, και το επεσκέφθη πολλάκις, φαινόμενος ότι ανέμενεν δεξιόν άνεμον εις απόπλουν. Η Πύλη επανέλαβε την αίτησίν της· συνέπεσαν και άλλα περιστατικά, καθ' α ο πρέσβυς εφάνη δυσαρεστηθείς και ειδοποίησε την Πύλην, ότι ανέφερε τα πάντα εις την αυλήν του, και ότι μέχρι της απαντήσεώς της διέκοπτε πάσαν σχέσιν.
Τοιαύτη είναι η διαγωγή του πρέσβεως, προς ον ουδέποτε έπαυσεν η Πύλη προσφέρουσα τας οφειλομένας τιμάς· αλλ' οποίαι και αν ήναι αι κοινοποιήσεις του, η Πύλη, ερειδομένη επί τη συνέσει της ρωσσικής αυλής και τη κοινή επιθυμία της διατηρήσεως των φιλικών σχέσεων, έχει πεποίθησιν, ότι ο αυτοκράτωρ δεν θα τας ακούσει και θα πιστεύσει μάλλον αυτά τα πράγματα και την αμερόληπτον μαρτυρίαν φιλαληθών φίλων. Ηθέλησε δε και αυτή να γνωστοποιήση διά της παρούσης εκθέσεως την αλήθειαν· ώστε, αν η αυλή της Ρωσσίας την πιστεύση, και δι' αναλόγων οδηγιών επαναφέρη τον πρέσβυν της, τον αίτιον όλων των πολιτικών και μη αναγκαίων διενέξεων, εις τα καθήκοντα υπουργού φιλικής Δυνάμεως, ο αυτοκράτωρ θα κερδίσει έτι μάλλον την υπόληψιν της Πύλης. Αν δε εξ εναντίας εγκρίνη την διαγωγήν του, τότε η Πύλη, η μηδέποτε απομακρυνθείσα της ευθύτητος και ειλικρινείας, είναι απηλλαγμένη πάσης ευθύνης παρασπονδήσεως, και επειδή πάντοτε πέποιθεν επί την θείαν βοήθειαν, την πηγήν της δυνάμεώς της, η τοιαύτη περίστασις δεν είναι ικανή να την ταράξη.
Η Πύλη επαναλαμβάνει και ήδη ότι, αν και δεν προσυπέγραψε την παρ' όλων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων συνυπογραφείσαν υπέρ της γενικής ειρήνης συνθήκην, έχει πάντοτε πραγματικώς την αυτήν επιθυμίαν και καθώς έως σήμερον εφρόντισεν, ούτω φροντίζει να διατηρήση και εις το εξής τους δεσμούς της ειρήνης μεθ' όλων των φίλων Δυνάμεων και κατ' εξοχήν μετά της φίλης και γείτονος Ρωσσίας, τιμώσα αυτάς προσηκόντως και πολιτευομένη κατά τας συνθήκας. Αι δε εξ ανάγκης ετοιμασίαι και κυρίως η ομόψυχος κίνησις και εξόπλισις όλων των Μουσουλμάνων, οίτινες αντί κατοίκων πόλεων κατήντησαν κάτοικοι στρατοπέδων, εγένοντο και γίνονται, διότι δεν είναι όλοι συνηνωμένοι ως οι υπήκοοι των άλλων Δυνάμεων, αλλά διεσπαρμένοι καθ' όλας τας επαρχίας του κράτους, ζώντες ανάμικτοι μετά των μη Μουσουλμάνων, και μάλιστα των Ελλήνων, ους γενικώς δεν εμπιστεύονται. Όλα δε ταύτα τα κινήματα αποβλέπουν μόνον το εσωτερικόν και όχι τας εξωτερικάς σχέσεις, μόνους τους Έλληνας και όχι άλλα αθώα γένη υπήκοα και αυτά της Πύλης, ουδενός δε την θρησκείαν. Επομένως ούτε η αυλή της Ρωσσίας, ούτε αι άλλαι Δυνάμεις θα πιστεύσουν όσα εις βλάβην των προς την Πύλην σχέσεών των διαδίδει η κακοβουλία, ούτε όσα τυχόν γράφονται υπό τινων ομοίων του πρέσβεως της Ρωσσίας τα δίκαια των Δυνάμεων παραγνωρίζοντος και τα καθήκοντα ειρηνικού πρέσβεως ολιγωρούντος.»
* * *
Και ταύτα μεν όσα διελάμβανεν, εν αγνοία του πρέσβεως Στρογονώφου, το πολυθρύλλητον και διεξοδικώτατον έγγραφον της Πύλης προς την αυλήν της Ρωσσίας. Την δε 6 Ιουλίου ο πρέσβυς ούτος έλυσε την μετά την διακοπήν των σχέσεών του σιωπήν.
Γνωστοποιήσαντες το ανωτέρω προς την αυλήν της Ρωσσίας έγγραφον συνοπτικώς αλλ' αποχρώντως εις πλήρη κατάληψιν των διαφορών των δύο αυτοκρατοριών κατά την παράστασιν της Πύλης, κρίνομεν αναγκαίον να γνωστοποιήσωμεν κατά τον αυτόν τρόπον και το του πρέσβεως προς την Πύλην εις πλήρη κατάληψιν των ιδίων διαφορών κατά την παράστασιν της αυλής της Ρωσσίας.
«Μόλις ανεφάνησαν τα πρώτα συμπτώματα της αποστασίας κατά την Μολδοβλαχίαν, και η Ρωσσία έσπευσε να κηρύξη παρρησία πόσον κατέκρινε τους πρωταιτίους, και να προτρέψη την Πύλην εις κατάπαυσιν του κακού επί τω εμφανισμώ του. Η αρχή και οι πρόοδοι του εφαίνοντο επίσης επίφοβοι. Η Πύλη δεν εδύνατο να παραγνωρίση, τα αίτια τοιαύτης πολιτικής. Την ύπαρξιν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η Ρωσσία εθεώρει ως έν των εις διατήρησιν και παγίωσιν της ευρωπαϊκής ειρήνης στοιχείων· διά τούτο ώφειλε να καταδικάση παν επιχείρημα τείνον εις βλάβην αυτής· ώφειλε δε να πράξη τούτο έτι μάλλον ως Δύναμις πάντοτε ειλικρινής και πάντοτε αφιλοκερδής προς επικράτειαν, ην παρεκίνει προ πέντε ετών να περιστοιχισθή υπό των εγγυήσεων, ας παρέχει η ακριβής τήρησις των συνθηκών και η έλλειψις πάσης αφορμής διενέξεων. Η Ρωσσία έσπευσε να τη προσφέρη και την φιλικήν σύμπραξίν της (λ), ης και η ωφέλεια δεν ήτον αμφίβολος, και το αποτέλεσμα τοιούτον, ώστε να περιστείλη πάραυτα το μίασμα της επαναστάσεως και να προλάβη τα μεγάλα δυστυχήματα όσα έπαθεν ο λαός της Μολδοβαχίας, όστις δεν έπαυσε δίδων αποδείξεις αθωότητος και πίστεως. Κατά την γνώμην της Ρωσσίας η δύναμις των όπλων ήτον η μόνη ικανή ν' απαλλάξη, τας δύο ηγεμονείας από των ταραξάντων την εσωτερικήν των ησυχίαν αλλ' η δύναμις αύτη έπρεπε να έχη σωτήριον σκοπόν· έπρεπε να χρησιμεύση εις ενίσχυσιν των νόμων και να τεθή υπό οδηγίαν συντελούσαν εις επανόρθωσιν τον τόπου και υπό το κράτος των συνθηκών, εφ' ων σαλεύει το δημόσιον δίκαιον της Μολδοβλαχίας και όχι ποτέ υπό τας σημαίας του φανατισμού· ουδ' έπρεπε να συντελέση εις θεραπείαν των εκ φανατισμού παθών. Ελυπήθη εις άκρον η Ρωσσία, διότι ολιγώρησε τας περί τούτου προτάσεις της η Πύλη, δείξασα ότι δεν ησθάνετο πόσον τη χρησίμευε να καταπαύση τας ταραχής ανεπιστρεπτί, και μη προϊδούσα ότι δι' ου παρεδέχθη συστήματος θα εκίνει υπέρ των προσβαλόντων την εξουσίαν της τα αισθήματα, δι' ων τιμώνται όλοι οι λαοί, αισθήματα θρησκείας, πατρίδος και συμπαθείας, άτινα εμπνέει έθνος πεσόν εις εσχάτην απόγνωσιν. Ό,τι προ παντός άλλου εφοβείτο ο αυτοκράτωρ ήτο μήπως η Πύλη ενισχύουσα δια της διαγωγής της το επιχείρημα των προταιτίων της επαναστάσεως, ενομιμοποίει την εξ ανάγκης ένοπλον αντίστασιν εις αποτροπήν του παντελούς αφανισμού του ελληνικού λαού και της θρησκείας, ην πρεσβεύει. Οι φόβοι του αυτοκράτορος επραγματοποιήθησαν. Αι επαρχίαι, όπου εφάνησαν εσχάτως τα πρώτα πολεμικά κινήματα κατά της τουρκικής εξουσίας, έγειναν και άλλοτε θέατρον τοιούτων κινημάτων αλλ' ουδέποτε η κυβέρνησις εξόπλισε κατά των κατοίκων των τόπων εκείνων όλους τους υπηκόους της Μουσουλμάνους εν ονόματι της κινδυνευούσης θρησκείας των. Κίνδυνοι όχι ολιγώτερον δεινοί ηπείλησαν άλλοτε την Πύλην καθ' ους μάλιστα καιρούς εξωτερικοί πόλεμοι απεκαθίστων δεινοτέραν την θέσιν της· και όμως ουδέποτε εν τη οθωμανική αυτοκρατορία γενική προγραφή έπεσεν επί ολόκληρον έθνος, ούτε τόσον αναισχύντως εξυβρίσθη η χριστιανική θρησκεία. Δεν υπήρχε και ευτυχίαν (μ) παράδειγμα, ότι πατριάρχης της ανατολικής εκκλησίας υπέφερε φρικτόν θάνατον επί του τόπου όπου ιερούργει, και εν ημέρα, ην όλος ο χριστιανικός κόσμος τιμά, και μάλιστα εν ώ ο ιερός ποιμήν επλήρωσε το μέτρον της πίστεως και της υποταγής προς την τουρκικήν εξουσίαν· δεν είδεν άλλοτε η Ευρώπη τεθλιμμένη όλους τους πνευματικούς και κοσμικούς προϊσταμένους χριστιανικού έθνους, μάλιστα τους μεγάλας υπηρεσίας προσενεγκόντας τη οθωμανική Πύλη, αποθνήσκοντας υπό την χείρα του δημίου, τα λείψανά των εξυβριζόμενα, τας οικογενείας των αναγκαζομένας να φεύγωσιν εκ της γης των συμφορών, και τας ιδιοκτησίας αφανιζομένας. Δεν είδε προ τεσσάρων αιώνων τον πόλεμον κηρυχθέντα κατά της θρησκείας του Χριστού διά του θανάτου των υπηρετών της, διά του κατεδαφισμού των ναών της, και διά πολλών ύβρεων προς τα σύμβολα της θείας του πίστεως. Ευκόλως δύναται η Πύλη να αισθανθή, τας συνεπείας τοιούτου συστήματος, αν το εξακολουθήση, και δεν επανορθώση τα δυστυχή αποτελέσματά του· θα ευρεθή, δε εξ ανάγκης και παρά τας προς αυτήν ευνοϊκάς διαθέσεις όλων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων εις θέσιν πολέμιον προς τον χριστιανικόν κόσμον. Η αλήθεια αύτη, ην ο αυτοκράτωρ σπεύδει να διατρανώση, είναι τόσω μάλλον αναντίρρητος, καθ' όσον την ησθάνθησαν οι προκάτοχοι του σημερινού σουλτάνου. Κυριεύσαντες ούτοι τόπους εν Ευρώπη και προθέμενοι να εγκατασταθώσιν, εφάνησαν πεποιθότες δι' ων συνυπέγραψαν συνθηκών μετά των χριστιανικών Δυνάμεων ότι η εγκατάστασίς των δεν έπρεπε να ήναι σημείον πολέμου και ατιμίας της θρησκείας αυτών των Δυνάμεων, ούτε οιωνός εξολοθρεύσεως λαού συνηνωμένου δι' όλων των δεσμών της θρησκείας, των ηθών και των αναμνήσεων. Σήμερον απαιτείται καί τι πλέον· να συντρέξη η Πύλη εις την παγίωσιν των υπαρχουσών σχέσεων μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών επικρατειών και να προσπαθήση, διά της ομοφροσύνης ν' αποκαταστήση τας σχέσεις ταύτας ημέρα τη ημέρα στενοτέρας και διαρκεστέρας. Αλλ' αν πρόκειται να εξακολουθήσωσιν αι αταξίαι, ή είναι ανεπίδεκτοι διορθώσεως, η Ρωσσία όχι μόνον δεν θα θεωρήσει ως εχέγγυον ειρήνης την διάρκειαν του οθωμανικού βασιλείου, αλλά θα ευρεθή και ηναγκασμένη να προστατεύση την θρησκείαν της υβριζομένην, τας συνθήκας της παραβαινομένας, και τους ομοθρήσκους της καταδιωκομένους. Εγνώρισεν η Πύλη αναμφιβόλως, δι' ων έλαβεν ομοφώνων διπλωματικών κοινοποιήσεων, ότι η υπόθεσις, υπέρ ης συνηγορεί η Ρωσσία, είναι υπόθεσις όλης της Ευρώπης. Οι χριστιανοί μονάρχαι δεν δύνανται να παραβλέψωσι τας ύβρεις, ας υπέστη η πίστις των, αν δεν δοθή πάνδημος ικανοποίησις. Επίσημα έγγραφα καταδικάζουν εις ποινάς και εις θάνατον λαόν προστατευθέντα μέχρι της σήμερον υπό ρητών συνθηκών και υπό του σιωπηλού μεν αλλ' αναποφεύκτου σεβασμού προς τους άλλους λαούς της Ευρώπης. Περιττόν είναι ν' αναφέρωμεν τα σουλτανικά διατάγματα τα επικυρούντα τα λεγόμενα· βέβαιον κατά δυστυχίαν είναι, ότι η Πύλη δεν καταδιώκει μόνον τους ταραχοποιούς και τους οπαδούς των, αλλά όλον το ελληνικόν έθνος, ως και αυτάς τας πηγάς της υπάρξεώς του και της εκ νέου παραγωγής του και αναγκάζει την χριστιανωσύνην να εκλέξη έν εκ των δύο· ή να μη μένη ακίνητος θεατής της εξολοθρεύσεως χριστιανικού λαού, ή να ανέχεται κατάστασιν πραγμάτων τείνουσαν εις διατάραξιν της ειρήνης, ην ηγόρασε διά τόσων θυσιών. Πεπεισμένη η Ρωσσία ότι αι αξιώσεις της είναι δίκαιαι, και βεβαία ότι έπεισεν όλους τους συμμάχους της περί της ειλικρινείας των σκοπών της δεν ηθέλησε μέχρι τούδε, προθεμένη την υπεράσπισιν του γενικού συμφέροντος, ν' αναφέρη τας προς αυτήν ιδιαιτέρας υποχρεώσεις της Πύλης, εφ' ων εδύνατο να στηρίξη τα κατ' αυτής κινήματα. Εις αυτήν όμως απέκειτο να επικαλεσθή τους όρους της συνθήκης του Καϊναρτσίου, και το εντεύθεν κεκτημένον δικαίωμα της προστασίας της ελληνικής θρησκείας καθ' όλην την τουρκικήν επικράτειαν. Αλλ' η Ρωσσία θέλει την σήμερον να ελκύση όλην την προσοχήν της Πύλης εις παρατηρήσεις υψηλοτέρας φύσεως, παρατηρήσεις επί των αμοιβαίων υποχρεώσεων όλων των χριστιανικών Δυνάμεων προς διατήρησιν της προς αλλήλας ενώσεως και ειλικρινείας.
«Όσα επράχθησαν μέχρι της σήμερον δεν ημπορούν να θεωρηθώσιν ειμή ως αποτελέσματα ή της ελευθέρας θελήσεως της Πύλης και προμελετημένου σχεδίου, ή συστήματος, εις ό αι περιστάσεις και ο φανατισμός τινων κακοβούλων ώθουν την τουρκικήν κυβέρνησιν παρά την γνώμην της. Ο αυτοκράτωρ ελπίζει ότι η τελευταία υπόθεσις είναι η μόνη ορθή, αλλά ζητεί να βεβαιωθή. Αν τα κακά, δι' α στενάζουν η θρησκεία και η ανθρωπότης, πράττωνται παρά την γνώμην της Πύλης, επιθυμεί ο αυτοκράτωρ να δείξη αύτη, ότι έχει την δύναμιν ν' αλλάξη σύστημα μη επιτρέπον να διαπραγματεύωνται ή συνθηκολογώσιν αι χριστιανικαί κυβερνήσες μετ' αυτής. Αν ούτως έχη, ας αποκατασταθώσιν αι κατεδαφισθείσαι ή γυμνωθείσαι εκκλησίαι χρήσιμοι εις την ιεράν αυτών υπηρεσίαν· ας αποδώση η Πύλη τα οφειλόμενα εις την χριστιανικήν θρησκείαν προστατεύουσα και συντηρούσα αυτήν ανεπηρέαστον, ως και πρότερον, και παρηγορούσα τοιουτοτρόπως την Ευρώπην διά τον θάνατον του πατριάρχου και διά τας επισυμβάσας βεβηλώσεις· ας γίνη συνετή και δικαία διάκρισις των πρωταιτίων των ταραχών, των οπαδών των, και των όσοι διά την αθωότητά των δεν είναι αξιόπαινοι, και ας ανοιχθή τοιουτοτρόπως μέλλον ειρήνης και ησυχίας χάριν των θελόντων εν ρητή προθεσμία να επανέλθωσιν εις την υποταγήν της Πύλης Ελλήνων· όπως και αν ήναι, ας διακρίνεται ο αθώος του πταίστου· και εις απόδειξιν της μεταβολής της διαγωγής της ας δεχθή η Πύλη τας άλλοτε γενομένας αυτή προτάσεις, να συντρέξη δηλαδή και η Ρωσσία κατά το πνεύμα των συνθηκών εις την ειρήνευσιν των ηγεμονειών της Βλαχομολδαυίας. Ας γίνη μόνον φροντίς να τεθώσιν επί σταθερών βάσεων η κοινή ευταξία και η ησυχία των μερών εκείνων εν ενί λόγω, το παράδειγμα των ηγεμονειών ας ήναι τοιούτον, ώστε να επαναγάγη εις την υποταγήν όλους τους αγαπώντας ειλικρινώς την πατρίδα των Έλληνας. Ο αυτοκράτωρ δεν παραδέχεται την πρώτην υπόθεσιν· αλλ' αν παρά την προσδοκίαν του η τουρκική κυβέρνησις δείξη ότι πράττει αύτη ανεπηρεάστως τα περί ων ο λόγος κακά, δεν μένει τότε παρά να ειδοποιηθή από του νυν ότι καθίσταται φανερά πολέμιος προς όλον τον χριστιανικόν κόσμον, ότι νομιμοποιεί την ιδίαν υπεράσπισιν των Ελλήνων πολεμούντων εις αποφυγήν της αφεύκτου φθοράς των, και ότι η Ρωσσία εξ αιτίας του χαρακτήρος του αγώνος αναγκάζεται να τοις προσφέρη άσυλον διότι καταδιώκονται, και προστασίαν διότι οφείλει αυτοίς αντίληψιν μεθ' όλης της χριστιανωσύνης, ως μη δυναμένη να εγκαταλείψη τους εν Χριστώ αδελφούς της εις την διάκρισιν τυφλού φανατισμού. Μετά την καθαράν ταύτην εξήγησιν ο αυτοκράτωρ νομίζει ότι εξεπλήρωσε προς την Πύλην ακριβέστατα ό,τι ώφειλεν. Εδύνατο να ωφεληθή ίσως η Ρωσσία από του επιχειρήματος των επαναστατών, αν η πολιτική της ήτον ολιγώτερον ειλικρινής. Ο αυτοκράτωρ κατεδίκασε παρρησία το επιχείρημά των· αν δεν ήσαν οι σκοποί του ευθείς, θα περιωρίζετο μόνον εις την καταδίκην· αλλ' έδειξε συγχρόνως και τον τρόπον, καθ' όν εδύνατο να προλάβη η τουρκική κυβέρνησις τας προόδους και τας συνεπείας των ταραχών· απέδειξε δε ότι ήτο πιστός προς τας συνθήκας, και ότι επεθύμει ειλικρινώς την συντήρησιν του τουρκικού κράτους, διότι και τον τρόπον πώς να σωθή είπε, και την επιθυμίαν του να συντρέξη εις την σωτηρίαν αυτού έδειξε. Νέαν απόδειξιν δίδει σήμερον, διότι γνωστοποιεί τη Πύλη τους τρόπους, δι' ων και μόνων δύναται ν' αποφύγη την παντελή φθοράν της, και την προειδοποιεί ότι, αν επιμένη ενεργούσα το καταστρεπτικόν σχέδιόν της, αναγκάζει την Ρωσσίαν ή να τηρήση ή να παραβλέψη τα καθήκοντά της, αναμφίβολον δε τι θα προτιμήση εν τοιαύτη περιπτώσει. Ζητείται δε απόκρισις εντός οκτώ ημερών. Αν η τουρκική κυβέρνησις εισακούση όλας τας ευχάς και πραγματοποιήση όλας τας ελπίδας του αυτοκράτορος παραδεχομένη τας προτάσεις του, δίδεται αυτή νέα προθεσμία ίνα δείξη διά των πράξεών της, ότι όχι μόνον δέχεται τους ανωτέρω όρους, δι' ων μαρτυρείται η επάνοδός της εις αρχάς συνετωτέρας, αλλ' ότι και σπεύδει να τους εκπληρώση, και ότι όχι μόνον δεν θέλει το κακόν, αλλ' ότι και δύναται και ηξεύρει να το εμποδίση. Τούτου μη γενομένου, ειδοποιείται, ότι διετάχθη ο πρέσβυς ν' αναχωρήση μεθ' όλης της αυτοκρατορικής πρεσβείας».
Και ταύτα μεν ανήγγειλε κατά διαταγήν ο πρέσβυς· εξέλαβε δε όλη η Ευρώπη την αγγελίαν, και δικαίως, ως προαγγελίαν του πολέμου· τω όντι η Ρωσσία έλεγε τη Πύλη, ή εκουσίως καταδιώκεις την εκκλησίαν του Χριστού και παρασπονδείς και πράττεις τόσα ανοσιουργήματα, ή ακουσίως· αν εκουσίως, εγώ κινώ τας δυνάμεις μου κατά σου, διότι δεν σε αφίνω να εξολοθρεύης τους ομοπίστους μου Έλληνας, μηδέ να υβρίζης την θρησκείαν των· αν ακουσίως, απόδειξέ το και δι' άλλων πράξεών σου και διά της ανορθώσεως των κατεδαφισθέντων χριστιανιανών ναών, διότι άλλως εγώ κινώ πάλιν τας δυνάμεις μου κατά σου.
Αυτόχειρ γίνεται η ομολογούσα κυβέρνησις ότι, παρασυρομενη υπό του ατάκτου όχλου της, ενεργεί παρά την θέλησίν της και αν τω όντι ούτως έχη. Αλλ' εν τη περί ης ο λόγος περιστάσει απήτει η Ρωσσία να πράξη η φανατική Πύλη ό,τι αντέβαινε φανερά προς την θρησκείαν της, ό εστι ν' ανορθώση τους κατεδαφισθέντας ναούς. Ήξευρεν αναμφιβόλως η Ρωσσία, ότι εζήτει τα αδύνατα υπό το πρόσχημα της δικαιοσύνης, και διά τούτο όλοι επίστευαν ότι απεφάσισε να κηρύξη πόλεμον, και η Ευρώπη κατεταράχθη. Οι δε εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις των άλλων αυλών, προς ους ο της Ρωσσίας εκοινοποίησε τας διαταγάς της αυλής του, επροσπάθησαν παντοίοις τρόποις και υπεράλλοτε εις αποφυγήν της επαπειλουμένης καταιγίδος, να μεταβάλωσι την διαγωγήν της Πύλης επί το μετριώτερον· εφοβούντο δε μη εξ αιτίας του φανατισμού κακοπάθη και αυτός ο πρέσβυς της Ρωσσίας, και δοθή νέα και βαρεία αφορμή αλληλομαχίας, αλλ' η Πόλη ούτε τρόπον ούτε γλώσσαν ήλλαξεν. Παρελθούσης δε της οκταημέρου προθεσμίας, επειδή απόκρισις δεν εδόθη, επέβη ο Στρογονώφης εις το έμπροσθεν του παλατίου του ρωσσικόν πλοίον, αλλά δεν απέπλευσεν ευθύς διά την επικρατούσαν αντίπνοιαν. Εν τοσούτω οι πρέσβεις των άλλων αυλών κατέπεισαν την Πύλην ν' αποκριθή· απεκρίθη· αλλ' επειδή εκπρόθεσμος εδόθη η απόκρισις, ο πρέσβυς δεν την εδέχθη και απέπλευσε, πνεύσαντος επιτηδείου ανέμου, την 29 Ιουλίου ανεμπόδιστος και ανενόχλητος, και την 1 αυγούστου κατευοδώθη εις Οδησσόν και απήλθεν εις έντευξιν του αυτοκράτορος· συναπέπλευσε δε και όλη η πρεσβεία· ανεχώρησαν και οι πρόξενοι της Ρωσσίας από της τουρκικής αυτοκρατορίας ως από εχθρικού τόπου. Η δε Πύλη, αφ' ού ο πρέσβυς δεν εδέχθη την απάντησίν της, την έστειλε προς τον Νεσελρόδον, προς ον έγραψε κατ' ευθείαν και ο αρχιβεζίρης· επανελάμβανε δε εν τη προς τον πρέσβυν γραφή της όσα και προτού· δηλαδή, ότι ουδέποτε επηρέασε τα θρησκευτικά των Χριστιανών, ότι ουδέν έπραξε προς εξουθενισμόν της πίστεώς των, ότι ουδεμίαν κατηδάφισεν εκκλησίαν, και ότι αι προς αυτάς ύβρεις ήσαν κινήματα ατάκτων· εξύμνει δε την καθ' όλους τους καιρούς και καθ' όλας τας υποθέσεις πολιτικήν προς τας αυλάς ευθύτητά της και την προς τους αχαρίστους υπηκόους της Χριστιανούς μεγαλοψυχία και ευσπλαγχνίαν της, και διισχυρίζετο ότι και ο πατριάρχης και όλοι οι θανατωθέντες ήσαν άξιοι της ποινής των· ανέφερε δε θανάτους και άλλων πατριαρχών και επανέλαβε και τον του της Ρωσσίας επί του μεγάλου Πέτρου ως συνωμότου· έλεγε και περί των ηγεμονειών, ότι διετήρει εν αυταίς τα στρατεύματά της, διότι δεν απηλλάγησαν εισέτι των κακούργων· αλλ' ότι μήτε τα καθεστώτα εμελέτα να μεταβάλη, μήτε τα προνόμιά των να καταπατήση, και ότι σκοπόν είχε να στείλη τους αυθέντας, αφ' ού απηλλάττοντο οι τόποι εκείνοι των κακούργων, και αφ' ού παρεδίδοντο ή ετιμωρούντο προς παραδειγματισμόν ενώπιον των αντιπροσώπων της οι εις Ρωσσίαν καταφυγόντες· την δε κίνησιν και εφόπλισιν των Μουσουλμάνων εδικαιολόγει διά της εξόδου των αποστατών από της Ρωσσίας, διά της εις αυτήν προσφυγής και μη αποδόσεώς των, και διά του εσωτερικού κινδύνου του κράτους· μεμφομένη δε πικρώς την διαγωγήν του πρέσβεως Στρογονώφου, και ως ψευδείς παριστώσα τας προς την Ρωσσικήν αυλήν αναφοράς του έφερεν εις μαρτυρίαν τους λοιπούς πρέσβεις ως ομολογούντας, ότι η Πύλη είχε δίκαιον να πράττη όσα έπραττε και να πολιτεύεται όπως επολιτεύετο· ηρνείτο δε ότι παρέβη την συνθήκην του Καϊναρτσίου, επί λόγω ότι η συνθήκη επροστάτευε την χριστιανικήν θρησκείαν, ην' ουδείς κατεδίωκε, αλλ' όχι τους εγκληματίας.
Η δε προς τον Νεσελρόδον γραφή εδικαιολόγει την αναβολήν της προς τον πρέσβυν απαντήσεώς της, μεμφομένη τους διερμηνείς της πρεσβείας μη ελθόντας την επαύριον της οκταημερίας να την λάβωσιν, αν και εκλήθησαν· ενοχοποίει δε και τους παρ' εαυτή πρέσβεις των άλλων αυλών λέγουσα, ότι κατά την γνώμην αυτών η διαγωγή της δεν εδύνατο να βλάψη τας προς την αυλήν της Ρωσσίας φιλικάς σχέσεις της, και ότι, αν ο πρέσβυς αυτής ανεχώρησεν, άλλος θα τον διεδέχετο.
Αν οι της Ρωσσίας προς την Πύλην λόγοι ήσαν φιλοπόλεμοι, ουδέ οι προς την Ρωσσίαν της Πύλης ήσαν διαλλακτικοί· διότι, εν ώ η Ρωσσία απήτει απειλητικώς την παραδοχήν όλων των προτάσεών της, όχι μόνον ουδεμίαν αυτών παρεδέχετο η Πύλη, αλλά και απήτει αλλ' αντ' άλλων· μόλις δε, επί τη προτροπή των παρ' αυτή πρέσβεων απαύστως συμβουλευόντων εξ ονόματος των αυλών να φέρεται μετριώτερον, ηξίωσε να εκδώση φιρμάνια εις προστασίαν δήθεν των αθώων, ως αν δύναταί ποτέ ο φανατικός, ο βάρβαρος και ο αιμόδιψος να διακρίνη τον αθώον του πταίστου, και ως αν δεν εκρέμα και δεν απεκεφάλιζεν αύτη εντός της βασιλευούσης τους αθώους ως πταίστας. Εξέδωκε κατά διαταγήν της Πύλης και ο νέος πατριάρχης εγκύκλια έγγραφα, προσκαλών τους Έλληνας εις μετάνοιαν και υποταγήν, και εκθειάζων, ενώπιον της αγχόνης του προκατόχου του, την άπειρον μακρυθυμίαν και την απαραδειγμάτιστον μεγαλοψυχίαν της υψηλής Πύλης,
Κοινοποιήσας δε ο Αλέξανδρος τοις συμμάχοις του όσα διά του πρέσβεώς του ανήγγειλε τη Πύλη, και αναφερόμενος εις την προς αυτούς ειλικρινή πολιτικήν του, απήτει ως αμοιβήν τρία τινά· την υποστήριξιν των προς την Πύλην προτάσεών του, την εις παν ό,τι θα ηναγκάζετο να πράξη επί τη παρακοή της Πύλης συνδρομήν των, και την εις ειρήνευσιν της Ελλάδος συνδιάσκεψίν των. Προθύμως εδέχθη και τα τρία η Πρωσσία, τα εδέχθη και η Γαλλία· αλλ' η Αγγλία και η Αυστρία δεν εδέχθησαν ειμή το πρώτον, ουδ' υπεστήριξαν παρά τη Πύλη, ειμή τινας προτάσεις της Ρωσσίας. Δόγμα πολιτικής πίστεως εθεώρουν αι δύο αύται αυλαί την ανεξαρτησίαν και την ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους, και εις συντήρησιν αυτών συνήλθαν εις Χανόβρην ο Μεττερνίχος και ο Καστλερήχος, και συσκεψάμενοι περί του ελληνικού αγώνος απεφάσισαν να παρεμποδίσωσι πάσαν ρωσσικήν παρέμβασιν. Δυσηρεστήθη ο Αλέξανδρος διά την μη παραδοχήν όλων των προτάσεών του παρ' όλων των συμμάχων του, και κατ' αρχάς μεν διενοήθη να κατάσχη την Μολδοβλαχίαν εις πειθανάγκην της παρηκόου Πύλης, αλλ' επί τέλους επείσθη να δεχθή την παρέμβασιν των συμμάχων υπό τον όρον να μη λάβη η παρέμβασίς των χαρακτήρα μεσιτείας· απήντησε δε επί τη προτροπή αυτών εις τα έγγραφα της Πύλης απαρνούμενος την απόδοσιν των προσφύγων και λέγων, ότι, αν ελάμβανε τα πιστά ως προς την ακριβή τήρησιν των συνθηκών, ως προς το οφειλόμενον εις την ορθόδοξον εκκλησίαν σέβας και ως προς την μη καταδίωξιν των ομοθρήσκων του, δεν θα ενήργει όσα η μέχρι τούδε διαγωγή της τον ηνάγκαζε να ενεργήση. Αλλ' ούτε η έντονος του αυτοκράτορος φωνή, ούτε αι φιλικαί των συμμάχων αυλών συμβουλαί εισηκούοντο.
Εν τοσούτω η Ελλάς ωφελείτο τα μέγιστα, διότι μόνος ο φόβος του επικειμένου ρωσσικού πολέμου απησχόλει ικανά τουρκικά στρατεύματα εντεύθεν και εκείθεν του Δουνάβεως.
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'
&Παράδοσις Μονεμβασίας. — Μετάβασις των εν Αρκαδία Τούρκων εις Νεόκαστρον και παράδοσις αυτού.&
Οι δε Τούρκοι της Πελοποννήσου, αφ' ού εκλείσθησαν και απεκλείσθησαν εν τοις απρομηθεύτοις τροφών φρουρίοις, επόμενον ήτο να πεινάσωσιν. Οι εν τω της Μονεμβασίας ησθάνθησαν πρώτοι τα εντεύθεν κακά, διότι εξ αυτής σχεδόν της πρώτης ημέρας της επαναστάσεως αδιακόπως επολιορκούντο διά ξηράς και θαλάσσης.
Το φρούριον τούτο, πόλις και ακρόπολις, κείται επί νησιδίου προσγείου συνδεομένου μετά της αντικρύ λακωνικής γης διά γεφύρας κατά την δυτικήν αυτού άκραν, όθεν και καλείται Μονεμβασία, ως μίαν και μόνην διά ξηράς έμβασιν έχον. Απόρθητον εξ αιτίας της φυσικής θέσεώς του είναι το φρούριον τούτο, είναι δε και δυσλίμενον. Η πόλις είναι περιτετειχισμένη· υπέρκειται δε επί ακροτόμου πέτρας η ακρόπολίς της, έχουσα μίαν και μόνην και αυτή ανάβασιν, και ταύτην κρημνώδη και υπό το πυρ της φρουράς.
Ιδόντες οι έγκλειστοι Τούρκοι έξωθεν επελθόντα πλήθη Μανιατών και Πραστιωτών τόσον εφοβήθησαν, ώστε μετά τινας ακροβολισμούς ολιγοβλαβείς έκοψαν την γέφυραν και απεμονώθησαν κανονοβολούντες μόνον. Και ούτοι και οι εν τοις λοιποίς φρουρίοις Τούρκοι της Πελοποννήσου ανέμεναν έξωθεν βοήθειαν εις λύσιν των πολιορκιών· αι δε ελπίδες των εν Μονεμβασία τόσον ανεπτερώθησαν μαθόντων την εις Τριπολιτσάν ευτυχή είσοδον του κεχαγιάμπεη, ώστε 150, οι τολμηρότεροι αυτών, μετεβιβάσθησαν κρυφίως διά νυκτός εις την παλαιάν Μονεμβασίαν επί σκοπώ να πέσωσιν αίφνης όπισθεν των Ελλήνων, και βοηθούμενοι συγχρόνως και υπό των εν τη ακροπόλει συναδέλφων των να λύσωσι την πολιορκίαν. Αλλά το σχέδιον τούτο ανεκαλύφθη εν καιρώ, και οι πολιορκηταί, προκαταλαβόντες την παλαιάν Μονεμβασίαν, εκύκλωσαν τους εκεί ανυπόπτως ελθόντας, τους συνέλαβαν και πολλούς αυτών εθανάτωσαν. Ανοηταίνοντες οι εν τη ακροπόλει Τούρκοι εκράτησαν επί του αποκλεισμού των τους συγκατοίκους των Χριστιανούς, ώστε και τα σχέδια και η κατάστασίς των ανεκαλύπτοντο δι' αυτών τοις εχθροίς των, και αι τροφαί ταχύτερον κατηναλίσκοντο. Μέχρι τινός η κοινωνία των εν τη πόλει και των εν τη ακροπόλει ήτον ελευθέρα· αλλ', εξ αιτίας του αυξάνοντος καθ' ημέραν κινδύνου και της αβεβαιότητος της έξωθεν βοηθείας, οι σημαντικώτεροι Τούρκοι, παραλαβόντες τας πλείστας των τροφών ως ισχυρότεροι, ανέβησαν εις την ακρόπολιν όπου έδρευε και ο φρούραρχος και εκλείσθησαν, αφήσαντες τους άλλους κάτω. Κάτω αφήκαν και τους συγκατοίκους των Χριστιανούς, οίτινες εκ ταύτης της περιστάσεως εσχετίσθησαν στενότερον ως ομοιοπαθείς προς τους εκεί Τούρκους, φιλοφρονούμενοι παρ' αυτών φοβουμένων την μετ' ολίγον παράδοσίν των και ελπιζόντων διά της μεσολαβήσεως τούτων ωφέλιμον συμβιβασμόν. Μετ' ολίγας δε ημέρας, αφ' ού οι Τούρκοι διεχωρίσθησαν, εβιάσθησαν οι κάτω δι' έλλειψιν τροφών να έλθωσιν εις λόγους συμβιβασμού μετά των πολιορκητών αλλ', ιδόντες την πολυαρχίαν και μη εμπιστευόμενοι, τοις είπαν, ότι, αν ηρχετό τις των επισήμων Ελλήνων εις παραλαβήν του φρουρίου, παρεδίδοντο. Επί τη αγγελία ταύτη απεστάλη κοινή γνώμη ο καταβάς εις Ελλάδα μετά του Δημητρίου Υψηλάντου Αλέξανδρος Καντακουζηνός, αδελφός του επί τη μεταβάσει του Αλεξάνδρου Υψηλάντου εις Βλαχομολδαυίαν συμμεταβάντος Γεωργίου. Ο Υψηλάντης, όστις ήθελε να ενεργή ως υπέρτατος άρχων του τόπου, επρόβαλε να παραδοθή το φρούριον επί τω ονόματί του, «Όχι· Όχι»· εφώναξαν οι Έλληνες, «επ' ονόματι του ελληνικού έθνους». Ο δε Καντακουζηνός, ούτινος η παρουσία έμπροσθεν της Μονεμβασίας εχρησίμευσε διά την συνετήν και τιμίαν διαγωγήν του, ηύρε τους κάτω Τούρκους αντιφερομένους προς τους άνω, και τούτους μεν μη θέλοντας, εκείνους δε θέλοντας να παραδοθώσι, διότι οι μεν είχαν τροφάς, οι δε απέθνησκαν της πείνας· διά τούτο ο Καντακουζηνός τοις είπεν, ότι δεν εσυμβιβάζετο, αν όλοι οι πολιορκούμενοι δεν συνευδόκουν· εν τοσούτω επεχείρησε συγχρόνως να τους φοβίση δι' ενόπλων τινών πλην ματαίων δοκιμών. Η ανάγκη εφευρίσκει τρόπους. Οι κάτω Τούρκοι, μη δυνάμενοι να πείσωσι τους άνω εις το να παραδοθώσι, τους ηπάτησαν διά του εξής τεχνάσματος. Τους εκοινοποίησαν, ότι ο Καντακουζηνός επείσθη να συμβιβασθή μετά των κάτω, και ότι εγράφη και η συνθήκη· αλλ' εις ανεπηρέαστον εκτέλεσιν αυτής υπό των άνω, απήτει να την εγκρίνωσι και εκείνοι εγγράφως. Οι άνω έστερξαν και ήνοιξαν την πύλην εις ανάβασιν των φερόντων την συνθήκην επί προσυπογραφή. Επτά ήσαν οι αναβάντες· αλλ' άμα ανέβησαν και εκράτησαν την πύλην ανοικτήν διά της βίας, και ανεβίβασαν κάτωθεν και άλλους παραφυλάττοντας.
[Ιούλιος] Τούτο ιδόντες οι άνω, και μήτε τροφάς έχοντες ικανάς εις τροφήν όλων, μήτε θέλοντες να καταντήσωσιν εις εμφύλιον πόλεμον, συνυπέγραψαν όλοι την 21 ιουλίου την συνθήκην (α) επί ασφαλεία ζωής και τιμής, επί παραδόσει παντός είδους όπλων, επί διατηρήσει της κινητής των περιουσίας και παντός επί των ιδιοκτήτων όπλων αργυρώματος και επί αναύλω μεταβιβάσει αυτών εις Κύθηρα, ή εις ασιατικά παράλια. Κατά την συνθήκην δε ταύτην παρέδωκαν οι Τούρκοι την 23 την πόλιν, την ακρόπολιν και όλα τα όπλα των και επέβησαν επί των πολιορκούντων πλοίων όλοι σχεδόν αβλαβείς, αλλά στερηθέντες των πολυτιμοτέρων πραγμάτων διαρπαγέντων παρά τους όρους της συνθήκης· απεβιβάσθησαν δε ασφαλώς είς τινα νήσον πλησίον της ασιανής παραλίας, όθεν μετέβησαν εις το Κουσάντασι.
Πολλοί Αρκάδιοι, ως ήδη είπαμεν, είχαν καταφύγει συν γυναιξί και τέκνοις εις Νεόκαστρον καθ' ην ώραν πανικός φόβος κατέλαβεν όλους τους εν Πελοποννήσω Τούρκους· σκοπόν δε είχαν, ασφαλίσαντες τας οικογενείας των, να επανέλθωσι την επαύριον εις Αρκαδίαν. Τούτου χάριν αφήκαν και φρουράν προσωρινήν 100 οπλοφόρων επί του παλαιοφρουρίου εις προφύλαξιν της πόλεως μέχρι της επιστροφής των, και πολλά της κινητής των περιουσίας εν ταις οικίαις των. Αλλ' οι εν τη πόλει επί της φυγής των Τούρκων απομείναντες πρόκριτοι Χριστιανοί, διασπείραντες επιτηδείως φήμας, ότι ρωσσικά στρατεύματα απέβησαν εις Καλαμάταν, έτρεψαν μετ' ολίγας ώρας διά μόνου του φόβου την φρουράν εις φυγήν.
Αφού τοιουτοτρόπως εκενώθη απροσδοκήτως όλη η πόλις της Αρκαδίας, εισήλθαν σωρηδόν οι χωρικοί και έπεσαν εις διαρπαγήν των οικιών· έτρεχε δε έκαστος εις την οικίαν του αγά του, θεωρών αυτήν ως ιδιοκτησίαν επί λόγω ότι διά των ιδιωτών του εκτίσθη και εστρώθη.
[Μάρτιος] Την δε επαύριον (27 μαρτίου) ήλθεν εις Αρκαδίαν υπό ένοπλον συνοδίαν, μετά του Αναγνωσταρά και Κεφάλα, ο Δικαίος· ούτος, αφ' ού, ως πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου της Αρχής, εις μάτην απήτησε την απόδοσιν εις χρήσιν του κοινού των διαρπαγέντων, εγκατέστησεν αρχηγούς πολεμικούς και πολιτικούς και ανεχώρησε μετά της συνοδίας του εις το Φανάρι και εκείθεν εις Καρύταιναν.
Την δε 29 εστράτευσαν οι Χριστιανοί προς το Νεόκαστρον. Ιδόντες οι Τούρκοι την προφυλακήν ερχομένην εξήλθαν και ηκροβολίσθησαν προς το Σωλινάρι, εσπέρας δε γενομένης επέστρεψαν· εξήλθαν και την επιούσαν, επολέμησαν, έτρεψαν κατ' αρχάς την αριστεράν πτέρυγα των Ελλήνων και ολίγον έλειψε να καταλάβωσι και τα νώτα των και να τους αφανίσωσιν· αλλ' οι του κέντρου αντέστησαν γενναίως και τους απώθησαν φονεύσαντες και πληγώσαντες τινας αυτών.
Μετά δε την μάχην ταύτην οι Έλληνες κατέλαβαν το Μεσοχώρι, μίαν ήμισυ ώραν μακράν της Μοθώνης, εις περιορισμόν των εν αυτή. Την δε επαύριον ήλθεν εις το στρατόπεδον ο περιφερόμενος εις τα περίχωρα της Μοθώνης επίσκοπος της επαρχίας Γρηγόριος, στρατολογήσας καθ' οδόν μίαν εκατοστύν χωρικών, και ανεδείχθη γενικός αρχηγός. Μετά τινας ημέρας ήλθε να συναγωνισθή, έχων μίαν εκατοστύν Μανιατών, και ο Κωνσταντίνος Πιεράκος Μαυρομιχάλης.
Εν τοσούτω, οι εν τω Νεοκάστρω Τούρκοι δεν έπαυαν εξερχόμενοι συνεχώς και πολεμούντες. Εξ αιτίας δε της εγγιζούσης εορτής του πάσχα, οι επί της πολιορκίας χωρικοί αφήσαντες τας θέσεις των διά νυκτός διεσπάρησαν εις τα χωρία· εναπέμειναν δε οι αρχηγοί και ολίγοι άλλοι. Τούτο μαθόντες οι Τούρκοι εξώρμησαν πανστρατιά την δευτέραν της διακαινησίμου (11 απριλίου) επί τους ολίγους τούτους, αλλά δεν τους έτρεψαν ενισχυθέντας μεγάλως παρά της κατεχούσης το Μεσοχώρι φρουράς. Μετά δε τας τρεις ημέρας της Λαμπράς επανήλθαν οι χωρικοί εις τας θέσεις των, και εδυνάμωσε πάλιν στρατόπεδον. Αλλ', εν όσω η θάλασσα ήτον ανοικτή και η διά θαλάσσης κοινωνία Νεοκάστρου και Μοθώνης ελευθέρα, η επί της ξηράς δύναμις των Ελλήνων εχρησίμευε μάλλον εις προφύλαξιν των χωρίων από τινος εχθρικής επιδρομής ή εις βλάβην του εχθρού.
Συσταθέντος δε περί τα μέσα μαΐου θαλασσίου αποκλεισμού, ήρχισαν αι οδύναι των Τούρκων, διότι την στέρησιν των γλυκών νερών, κοπέντος του υδραγωγείου, και την χρήσιν των γλυφών των εν τω φρουρίω πηγαδίων παρακολούθησε σιτοδεία· έπαυσαν έκτοτε και αι επί της ξηράς έξοδοί των, και αι προς τους εν Μοθώνη, όθεν άλλοτε ελάμβαναν τροφάς διά θαλάσσης, σχέσεις των διεκόπησαν· επί δε του σφοδρού καύσωνος του θέρους εστέρευσαν σχεδόν και τα πηγάδιά των· κατήντησαν δε εις τοιαύτην σιτοδείαν μετ' ολίγον, ώστε περί πολλού είχαν τας σάρκας και αυτών των ακαθάρτων ζώων.
[Ιούλιος] Ένεκα τούτου ο γογγυσμός των πεινώντων και διψώντων και ο κλαυθμός των γυναικών και παιδίων ηύξαναν ημέρα τη ημέρα, και ηνάγκασαν τους αρχηγούς ν' ανοίξωσι δις τον Ιούλιον την πύλην του φρουρίου, ίνα εξέλθωσι και παραδοθώσιν εις τους εχθρούς οι θέλοντες ν' απαλλαγώσι των δεινών της πολιορκίας· εξήλθαν 185, οι πλείστοι γέροντες, γυναίκες και παιδία· και άλλοι μεν διεσπάρησαν εις τα χωρία, άλλοι δε απεβιβάσθησαν εις Χελωνάκι, ερημοννήσιον εντός του λιμένος, επί υποσχέσει καθημερινής τροφοδοσίας μέχρι της παραδόσεως του φρουρίου· μετεκομίσθησαν δε και 16 άνδρες εξ αυτών εν τω παλαιοφρουρίω της Αρκαδίας, αλλ' ερρίφθησαν όλοι διά νυκτός κατά γης άνωθεν και εσυντρίφθησαν. Μεταξύ δε των εξελθόντων ήσαν και αι περί τον Μεχμέταγαν Καστρινόν και τον μουλά - Χαλίλην, στενούς φίλους προ της επαναστάσεως του επισκόπου Μοθώνης, οίτινες ηύραν παρ' αυτώ φιλάνθρωπον υποδοχήν. Την δε 8 Ιουλίου κατεβίβασαν διά νυκτός οι πολιορκούμενοι δύο των τολμηροτέρων όπισθεν του φρουρίου και τους απέστειλαν διά θαλάσσης εις Μοθώνην αιτούμενοι τροφάς και ειδήσεις περί του αναμενομένου τουρκικού στόλου. Εγέμισαν τροφών οι Μοθωναίοι έν μονοκάταρτον ευρισκόμενον εν τω λιμένι των, επεβίβασαν 150 οπλισμένους και το εξεκίνησαν την νύκτα της 22. Και επιτηδειότητα ναυτικήν και ανδρίαν πολλήν έδειξαν οι εν αυτώ, παραπλέοντες την ξηράν· αλλ' η επιτηδειότης και η ανδρία των Ελλήνων ναυτών εμβάντων προς αντίκρουσιν είς τινα αλιάδα και εις τας λέμβους, όχι πλειόνων των 80, υπερίσχυσαν. Πολλήν βλάβην υπέφεραν οι Τούρκοι, και έβλαψαν και αυτοί τους Έλληνας φονεύσαντες και πληγώσαντες 15, αλλ' απεκρούσθησαν και επανέπλευσαν εις Μοθώνην άπρακτοι. Πέντε πλοία εχθρικά απέπλευσαν εκ Μοθώνης και την 31 συνοδεύοντα το αυτό μονοκάταρτον φέρον τροφάς· αλλ' επιπλευσάντων των εν Χελωνακίω ελληνικών πλοίων, επανέπλευσαν και αυτά εις Μοθώνην άπρακτα.
Αποτυχόντες οι Μοθωναίοι διά θαλάσσης, εξεστράτευσαν πανστρατιά εις βοήθειαν των συναδέλφων των. Αντέστησαν οι Έλληνες και τους απώθησαν· αλλ' έχασαν δύο μαχίμους άνδρας λαμπρώς αθλήσαντας, τον Κωνσταντίνον Πιεράκον Μαυρομιχάλην και τον Μήτρον Χαλαζονίτην (β)· κατεδίωξαν δε τους εχθρούς μέχρι των πυλών της Μοθώνης και επάτησαν καί τινας οικίας του προαστείου, όπου εφονεύθη είς εξ αυτών τουφεκισθείς άνωθεν του φρουρίου. Μονογενής υιός εκ του χωρίου των Μουριατάδων ήτον ο φονευθείς· ο δε ογδοηκοντούτης πατήρ του, ελθών εις το στρατόπεδον και παραμυθούμενος απεκρίθη· «ας 'πάγη το παιδί μου 'στήν ευχή μου, δότε μου τ' άρματά του, θα πιάσω εγώ τον τόπον του».
Εν τούτοις επηύξαναν τα κακά της πολιορκίας και βοήθεια ούτ' εφαίνετο ούτ' ηκούετο. Διά τα αίτια ταύτα, ηναγκάσθησαν οι εν τω φρουρίω να ζητήσωσι, κατά το παράδειγμα των Μονεμβασίων, τινά των εν Τρικόρφοις σημαντικών εις συμβιβασμόν. Είχαν ήδη καταβή επί τω σκοπώ τούτω εκείθεν ο Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος ως αντιπρόσωπος του Υψηλάντου, και ο Νικόλαος Πονηρόπουλος ως αντιπρόσωπος της πελοποννησιακής γερουσίας· αλλ' η διαπραγμάτευσις κατ' αρχάς δεν ευδοκίμησε και διά το δυσσυμβίβαστον των όρων και διά τινα προϋπάρχουσαν σύμβασιν μεταξύ των δια θαλάσσης και των διά ξηράς πολιορκούντων, καθ' ην ώφειλε να γείνη η τουρκική ιδιοκτησία επί της πτώσεως του φρουρίου τριμοιρία εις ωφέλειαν των ναυτών, των στρατιωτών και του κοινού. Ένεκα τούτου οι Έλληνες ητοιμάσθησαν εις έφοδον· αλλ' επί τέλους έγεινε προφορικός συμβιβασμός, οι μεν πολιορκούμενοι να παραδώσωσι το φρούριον και τα όπλα των, οι δε πολιορκηταί να τους μετακομίσωσιν όλους σώους και αναύλους μετά της περιουσίας των, τους μεν εις Αίγυπτον, τους δε εις Τούνεζι τρέφοντές τους μέχρι της αποβάσεως· μετέβη δε και ο Τυπάλδος εις Καλαμάταν προς ναύλωσιν δύο επταννησίων πνίε??εκλοίω ελλιμενιζόντων· αλλ' εν τη απουσία αυτού, δευτέρας συνδιαλέξεως γενομένης, υπεγράφη την 7 αυγούστου συνθήκη επί των αυτών όρων (γ). Υπογραφείσης δε της συνθήκης, εισέπλευσαν τα έξω του λιμένος φυλάττοντα δύο υπό ελληνικήν σημαίαν πλοία και το Ζακύνθιον του Δενδρολιβάνου εις παραλαβήν των παραδοθέντων, όλων ψυχών 734 (δ). Οι Τούρκοι ήνοιξαν την προς την θάλασσαν πυλίδα, επεβίβασαν τα πράγματά των και εξήλθαν του φρουρίου αναμένοντες τας λέμβους εις επιβίβασιν.
Δισχίλιοι περίπου και διακόσιοι, εν οις και 180 Ζακύνθιοι υπό τον Μερκάτην, ήσαν οι συνήθως πολιορκούντες τα φρούρια του Νεοκάστρου και της Μοθώνης, αλλ' υπερηυξήθη ο αριθμός των επ' ελπίδι λαφυραγωγίας εγγιζούσης της παραδόσεως του Νεοκάστρου. Εν ώ δε ανέμεναν οι Τούρκοι τας λέμβους εις επιβίβασιν, επεχείρησάν τινες των Ελλήνων παρά τα συνομολογηθέντα να ψηλαφήσωσι δύο τρεις αυτών φέροντας πολύτιμα είδη· τούτο ιδόντες οι πολλοί τους εμιμήθησαν και τους υπερέβησαν· και πρώτον μεν εδόθησαν εις την αρπαγήν ων έφεραν οι παραδοθέντες, μετ' ολίγον δε και εις γενικήν σφαγήν αρρένων και θηλέων πάσης ηλικίας, τους δε αποφυγόντας την ανηλεή μάχαιραν αφήρπασαν ως λάφυρα, εκτός ολίγων, ους διέσωσε του θανάτου και της δουλείας η φιλάνθρωπος παρέμβασίς τινων των σημαντικών Ελλήνων. Η πείνα και η δίψα εξωλόθρευσαν και τους επί του Χελωνακίου προ της παραδόσεως του φρουρίου αποβάντας Τούρκους υπέρ τους εξήκοντα, απανθρώπως εγκαταλειφθέντας.
Μετά δε τας βδελυράς ταύτας και παρασπόνδους αθεμιτουργίας συμπαρέλαβαν οι επί της πολιορκίας πλοίαρχοι τον επίσκοπον Μοθώνης και τον πρωτοσύγγελον Φραντσήν εις διανομήν των τουρκικών πραγμάτων και απέπλευσαν εν βία φοβηθέντες μη προφθάση ο αναμενόμενος εχθρικός στόλος και αποκλείση τα πλοία, εντός του λιμένος.
Παραδοθέντος του Νεοκάστρου ελύθη και η πολιορκία της Μοθώνης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'.
&Τριπολιτσά και πολιορκία αυτής. — Μάχη Βασιλικών. — Εμφανισμός τουρκικού στόλου κατά τα παράλια της Πελοποννήσου — Λύσις της πολιορκίας Κορώνης. — Συμβάντα εν Καλαμάτα και περί τας Πάτρας. — Καταστροφή Γαλαξειδίου. — Ναυμαχία έμπροσθεν Ζακύνθου. Διαγωγή του μεγάλου αρμοστού προς τους λαούς των Ιονίων νήσων. — Άλωσις Τριπολιτσάς. — Δευτέρα εισβολή Τούρκων εις Σφακιά και άφιξις εις Κρήτην του Μιχαήλ Αφεντούλη ως αρχηγού.&
ΠΡΟΣ το μέρος της εν τω κέντρω της Πελοποννήσου παλαιάς Αρκαδίας το προς την Αργολίδα, το άλλοτε κατεχόμενον υπό Τεγεατών και Μαντινίων, όπου συνήλθεν ένοπλος όλη σχεδόν η Ελλάς καθ' όν καιρόν διεμάχοντο περί πρωτείων Βοιωτοί και Σπαρτιάται, κείται σήμερον η Τριπολιτσά, η επί της επαναστάσεως πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, προς την άκραν πλατείας και γυμνής πεδιάδος, 2152 πόδας υπεράνω της θαλάσσης και περικλειομένης υπό των κορυφών του Μαινάλου, του Παρθενίου και του Αρτεμισίου. Η πόλις αύτη είναι όλη νέα· εκλήθη δε Τρίπολις, και κοινότερον Τριπολιτσά, ως διαδεχθείσα τας τρεις πόλεις· της Τεγέας, της Μαντινείας και των Αμυκλών (Μουχλιού) ή του Παλλαντίου· ήτο δε προ της επαναστάσεως όλη περιτετειχισμένη και επτάπυλος. Το τείχος της είχε δεκατεσσάρων ποδών ύψος, πάχος δε έξ προς τα κάτω και τριών προς τα άνω, περιφέρειαν δε δύο μιλίων· προς δε την δυτικήν άκραν επί θέσεως υψηλοτέρας έσωθεν του τείχους έκειτο η μεγάλη λεγομένη Τάπια, φαινομένη ως ακρόπολις. Πυργωτόν ήτο γύρωθεν το τείχος, είχε διπλάς πολεμίστρας επιτηδείας εις τουφεκοπόλεμον και 30 κανόνια εξ ών ολίγα εύχρηστα. Η πόλις, μετά την επί της αρχής της επαναστάσεως εις αυτήν καταφυγήν των κατοικούντων διάφορα μέρη της Πελοποννήσου Τούρκων και την είσοδον των υπό τον κεχαγιάμπεην ελθόντων, περιείχε ψυχάς 30,000 συν 30 αριθμουμένων και ολίγων Χριστιανών, και ολιγωτέρων Εβραίων. Δεκακισχίλιοι ήσαν οι εν αυτή οπλοφόροι, Αλβανοί, Ασιανοί και Πελοποννήσιοι. Εξ αιτίας δε της εις γενικήν συνέλευσιν συγκαλέσεως κατά τον μάρτιον των προκρίτων Χριστιανών και Τούρκων ευρίσκοντο εν τη πόλει οι σημαντικώτεροι όλης της Πελοποννήσου Τούρκοι, εν οις διέπρεπαν ο Μουσταφάμπεης κάτοικος των Πατρών ο και Αναπλιώτης, ως έχων πατρίδα το Ναύπλιον, ο Δεφτερδάρης, ο Κορίνθιος Κιαμίλμπεης και ο Σιέχ - Νετσήπ - εφέντης. Η πόλις, αρξαμένου του αγώνος, ετέλει υπό τας αμέσους διαταγάς του καϊμακάμη και του κεχαγιάμπεη και υπό την επιρροήν της γυναικός του Χουρσήδη, ης η ατυχία δεν εταπείνωσε το φρόνημα· είχε δε ολίγας τροφάς εξ αιτίας της ώρας του έτους και της απροσδοκήτου συρροής τόσου πλήθους· αν δε και πολλά εψιθυρίζοντο περί της μελετωμένης αποστασίας, ουδεμία εγένετο φροντίς εν καιρώ περί σιταγωγίας. Οι Έλληνες έκοψαν τα υδραγωγεία, αλλ' η πόλις είχε πηγαδήσια νερά και άφθονα και πόσιμα. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις της Τριπολιτσάς.
Μέγα θάρρος έλαβαν οι λαοί της Πελοποννήσου αφ' ού κατήσχυναν τους εχθρούς των εν ταις μάχαις του Βαλτετσίου και των Δολιανών, και ελθόντες εγγύτερον της Τριπολιτσάς κατέλαβαν ορεινάς θέσεις.
[Μάιος] Οι Τούρκοι έβοσκαν συνήθως τους ίππους των έξωθεν της Τριπολιτσάς. Τινές των Ελλήνων υπό τον Καλλιακούδαν τον εξ Αλωνισταίνης ενεδρεύσαντες την 24 μαΐου συνέλαβάν τινας αυτών. Οι Τούρκοι εξήλθαν εις καταδίωξίν των και επλήγωσαν τον Καλλιακούδαν κατέβησαν τότε πολλοί Έλληνες και ήρχισε κατά τον άγιον Βλάσην, ημιώριον μακράν της πόλεως, γενικός τουφεκισμός, ον έπαυσεν η εσπέρα. Οι Έλληνες ευδοκίμησαν εν τη μάχη ταύτη πολεμήσαντες εκτός των προμαχώνων. Την δε 26 εξεστράτευσαν οι Τούρκοι πανστρατιά επ' ελπίδι, ότι μόνη η παρουσία τόσων ενόπλων εφίππων και πεζών θα έτρεπεν ως άλλοτε τους Έλληνας εις φυγήν· αλλ' η ελπίς των εματαιώθη και επανήλθαν μη συγκρουσθέντες. Εξεστράτευσαν και την 5 Ιουνίου, καθ' ην εφονεύθησάν τινές εκατέρωθεν, εν οις και ο Κώστας Μπούρας. Έκτοτε συνεστρατοπέδευσαν οι εν τοις περιχώροις της Τριπολιτσάς Έλληνες επί της κατωφέρειας των Τρικόρφων (α).
Πολλά και υπό πολλούς αρχηγούς ήσαν τα συνελθόντα στρατεύματα, αλλ' όλα συνήρτων τέσσαρα μεγάλα σώματα σχηματίζοντα ημικύκλιον. Κατείχαν δε το μεν αριστερόν κέρας 2500 υπό τον Κολοκοτρώνην, το δε δεξιόν 1500 υπό τον Γιατράκον, το δε κέντρον 1000 υπό τον Αναγνωσταράν, τα δε όπισθεν του κέντρου και του δεξιού κέρατος 1500 υπό τον Πετρόμπεην. Ο δε Υψηλάντης είχε την σκηνήν του άνωθεν των υπό τον Αναγνωσταράν. Εφυλάττοντο δε και αι εις Άργος και Λεοντάρι άγουσαι οδοί, αύτη μεν υπό 150, εκείνη δε υπό 300.
Συνεχείς συγκρούσεις συνέβαιναν προκαλούμεναι κυρίως εκ των επανειλημμένων εκδρομών των πολιορκουμένων κατά των πολιορκούντων, και εντεύθεν προήρχοντο φόνοι. Οι Έλληνες, οσάκις ήρχετο κατ' αυτών το πεζικόν των εχθρών, κατέβαιναν θαρραλέως και επολέμουν πολλάκις απερικάλυπτοι επί της πεδιάδος· οσάκις δε ήρχετο το ιππικόν, απεχώρουν προς τας ρίζας των βουνών και ησφαλίζοντο όπισθεν των πετρών από της ορμής των ιππέων μη δυναμένων ν' αναβώσι τας πετρώδεις θέσεις· τοιουτοτρόπως έβλαπταν μάλλον ή εβλάπτοντο·
[Αύγουστος] η δε τελευταία εκδρομή των πολιορκουμένων συνέβη τον Αύγουστον, και είναι αξιοδιήγητος διά τα περιστατικά και αποτελέσματά της.
Διεδόθη φωνή κατ' εκείνας τας ημέρας, ότι ο εν Τριπολιτσά Κιαμήλμπεης, εμελέτα να μεταβή εις Κόρινθον προς ενίσχυσιν της κινδυνευούσης εκείνης φρουράς. Ο άγρυπνος και επιδέξιος Κολοκοτρώνης διέταξε και ήνοιξαν τάφρον κατά τον Μύτικαν μίαν ώραν μακράν της Τριπολιτσάς προς ενέδραν. Η διαδοθείσα φωνή εψεύσθη, αλλ' η τάφρος εχρησίμευσε, και ιδού πώς. Την 10 Αυγούστου εξήλθαν υπερτετρακισχίλιοι πεζοί και ιππείς Τούρκοι, διεσπάρησαν εις τα πέριξ χωρία επί καρπολογία, και συναντήσαντες εν τω χωρίω του Λουκά τους περί τον Νταγρέν, τους διεσκόρπισαν φονεύσαντές τινας αυτών· ολίγον δ' έλλειψε να συλλάβωσι και τον αρχηγόν έν τινι σπηλαίω μετά τεσσάρων κλεισθέντα και διά της επικουρίας άλλων άλλοθεν ελθόντων Ελλήνων λυτρωθέντα. Επί δε τη εις Τριπολιτσάν επιστροφή των οι πλείστοι, συνοδεύοντες μέγα πλήθος σώων τροχοφόρων, επλησίασαν την τάφρον, εκλαβόντες αυτήν όχι ως εις πολεμικήν χρήσιν προπαρασκευασθείσαν, αλλ' ως όριον ιδιωτικού τινος χωραφίου. Φθάσαντες δε ανύποπτοι προς το χείλος ετουφεκίσθησαν αίφνης υπό των εν αυτή αφανώς παραφυλαττόντων Ελλήνων, και πολλοί εχάθησαν ως απρόσεκτοι και απροφύλαχτοι, οι δε λοιποί διεσώθησαν, οι μεν πεζοί διαβάντες διά του πλησίον της ρίζης του βουνού ασκάπτου μέρους, οι δε ιππείς υπερπηδόντες την τάφρον μη ικανώς πλατείαν· όλα δε τα κομίζοντα τας τόσον αναγκαίας ταις ημέραις εκείναις εις χρήσιν των πεινώντων Τούρκων τροφάς ζώα έπεσαν εις χείρας των Ελλήνων. Το κατ' εκείνην την ημέραν συμβάν έφερεν εις απόγνωσιν τους πολιορκουμένους διά την αφαίρεσιν των τροφών και εθάρρυνε τους Έλληνας να στήσωσι τους συνήθεις προμαχώνας 900 οργυιάς από της πολιορκουμένης πόλεως.
Εξ αρχής της πολιορκίας είχαν οι πολιορκηταί τινα κανόνια, αλλά μετά την παράδοσιν της Μονεμβασίας μετέφεραν εκείθεν και τρείς βομβοβόλους, ηγνόουν όμως την χρήσιν αυτών. Περιεφέρετο εν τω στρατοπέδω Ιταλός τις, Τάσης, τερατολόγος μάλλον ή αρχιπυροβολιστής ως επηγγέλλετο· ούτος ανεδέχθη την χρήσιν αυτών, και τας έστησε προς τους πρόποδας του βουνού 700 οργυιάς από της πόλεως. Παρασκευασθείσης μιας αυτών, συνήχθη επί των πλησίον υψωμάτων μέγα πλήθος πολιορκητών χάριν του νεοφανούς θεάματος· αλλ' η βομβοβόλος, αντί να ενεργήση τα προσδοκώμενα τεράστια, έσπασε καταισχύνασα τον αρχιπυροβολιστήν.
Το έργον του αμαθούς Τάση, όστις φοβηθείς έγεινεν άφαντος, ανέλαβεν ο γνώσεις περί τα τοιαύτα έχων Γάλλος Ρεϋβώς. 200 οργυιάς μακράν της πόλεως προς το μέρος της μεγάλης Τάπιας κείνται παραρριζώματά τινα των βουνών. Ο Ρεϋβώς έστησεν επί του κέντρου αυτών τας δύο βομβοβόλους, αλλ' ανωφελώς και αυτός, αν και τας ανέδειξε διά της επιτηδειότητός του ευχρήστους. Δεξιόθεν δε και αριστερόθεν αυτών κατεσκευάσθησαν δύο κανονοστάσια, εύχρηστα μεν και αυτά, αλλ' επίσης ανωφελή· όπισθεν δε των παραρριζωμάτων ετοποθετήθησαν 800 οπλοφόροι υπό τον Γιατράκον, τουφεκίζοντες επιδεξίως διά των κανονοπών και ενοχλούντες τους εχθρούς. Έστησαν οι Έλληνες και άλλο κανονοστάσιον προς την πύλην του Άργους μικράς και αυτό ωφελείας. Οι δε Τούρκοι έπεσαν εις πολλήν αδράνειαν, και την 24 πεντακόσιοι Έλληνες τόσον επλησίασαν προς το μέρος της μεγάλης Τάπιας, ώστε κατέλαβάν τινας κεκαυμένας οικίας έμπροσθεν μιας των πυλών της Τριπολιτσάς και διετήρησαν αυτάς ευτυχώς δύο ώρας πολεμούμενοι έσωθεν· αλλ' απόσπασμα ιππικού εξήλθε της πόλεως άλλοθεν, έπεσεν όπισθεν, τους εκακοποίησε, και τους ανάγκασε ν' απομακρυνθώσιν.
Μετ' ολίγας δε ημέρας ήλθεν εις Τρίκορφα ο Σκώτος, Θωμάς Γόρδων, μεταβιβάσας επί του πλοίου του εκ Μασσαλίας Έλληνας και φιλέλληνας, και φέρων επ' ωφελεία της Ελλάδος, υπέρ ης και αυτός και οι συν αυτώ ήλθαν ν' αγωνισθώσι, τρεις βομβοβόλους και εξακόσια τουφέκια. Οι Έλληνες εδέχθησαν φιλοφρόνως και ευγνωμόνως τον γενναίον τούτον φιλέλληνα, αναδεχθέντα προθύμως να οργανίση εξ ιδίων σώμα τακτικών εξ Ελλήνων και φιλελλήνων.
Εν τοσούτω η κατάστασις των Τούρκων εχειροτέρευεν ημέρα τη ημέρα όχι μόνον διά σπάνιν τροφών, αλλά και δι' έλλειψιν ιπποβοσκής, διότι, μη τολμώντες να βοσκήσωσιν ως άλλοτε εκτός της πόλεως τους ίππους, δεν εδύναντο να τους μεταχειρισθώσιν ως και πρότερον, εξασθενήσαντας εκ της ατροφίας.
Αι μακροχρόνιοι πολιορκίαι διά την εξ ανάγκης ακαθαρσίαν των πολιορκουμένων, διά την κακήν ποιότητα των τροφίμων, διά την κακουχίαν και συσσώρευσιν πολλών ανθρώπων και ζώων εντός στενής περιφερείας φέρουν συνήθως επιδημίας. Το κακόν τούτο δεν εβράδυνε να προστεθή, εις τα άλλα κακά των πολιορκουμένων· αυτά δε τα θύματα της επιδημίας έτρεφαν την επιδημίαν. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αρμοδίαν εθεώρησεν ο Υψηλάντης την περίστασιν να προβάλη τοις πολιορκουμένοις συμβιβασμόν εις παράδοσιν της πόλεως υπ' ωφελίμους όρους· αλλ' απερρίφθη υπεροπτικώς η πρότασίς του.
Φοβούμενοι δε οι Έλληνες μη φέρη η αναβολή επιβοήθειαν προς τους πολιορκουμένους, ηθέλησαν να επιχειρήσωσιν έφοδον, και διετάχθη ο αρχιπυροβολιστής να διαρρήξη το τείχος· αλλ' όλοι του οι αγώνες απέβησαν μάταιοι διά την μηδαμινότητα του πυροβολικού. Εν ώ δε ανεμένετο ημέρα τη ημέρα η πτώσις της πόλεως, ήλθεν είδησις ότι ο οθωμανικός στόλος εφάνη έξωθεν των μεσημβρινών παραλίων της Πελοποννήσου την 26.
Είδαμεν, ότι οι στόλοι διεχωρίσθησαν μετά τα κατά την Σάμον συμβάντα, και ότι ο μεν ελληνικός κατέπλευσεν εις τα ίδια, ο δε τουρκοαιγύπτιος εισέπλευσε τον Ελλήσποντον. Ο στόλος ούτος ανέπλευσε μετά τινας ημέρας κατά της Ελλάδος.
Πρό τινων δε ημερών είχε συναχθή τουρκικόν στράτευμα εν τη επαρχία του Ζητουνίου, σκοπεύον να εισχωρήση εις την Ανατολικήν Ελλάδα, να ενωθή μετά των ενδιατριβόντων τουρκικών στρατευμάτων και να εισβάλη εις Πελοπόννησον προς λύτρωσιν της Τριπολιτσάς βοηθούμενον και παρά του στόλου, μελετώντος, αφ' ού επεσίτιζε τα μεσσηνιακά φρούρια, να εισπλεύση τον κορινθιακόν κόλπον.
Μαθόντες οι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδος τα περί της νέας ταύτης εκστρατείας υπό τέσσαρας πασάδας, τον Μπεϋράμπασαν, τον και αρχιστράτηγον, τον Χατσή - Μπεκήρπασαν, τον Μεμήσπασαν, και τον Σιαχή - Αλήπασαν, συνήλθαν εις Εργίνι, χωρίον της Βοδωνίτσης, όπου ενέκριναν την θέσιν της Φοντάνας ως την καταλληλοτέραν προς αντίκρουσιν του εχθρού. Μόνος ο Δυοβουνιώτης αντέτεινε και επρόβαλε να καταλάβωσιν άνευ αναβολής τα επί της προς την Λεβαδείαν λεωφόρου Βασιλικά, ορθώς συλλογισθείς, ότι τόσοι πασάδες δεν θα κατεδέχοντο ν' αφήσωσι την πλατυτέραν θέσιν των Βασιλικών και να διέλθωσι την στενοτέραν της Φοντάνας. Η γνώμη του Δυοβουνιώτου απολαμβάνοντος υπόληψιν εμπειροπολέμου ανδρός υπερίσχυσε, και μετέβησαν οι Έλληνες εις Βασιλικά· και ο μεν Παπά - Ανδρέας Κοκοβιστιανός μετά 300 ετοποθετήθη αφανής εντός του παρά τη εισόδω της κοιλάδος πυκνού δάσους· ο δε Αντώνης Κοντοσόπουλος και ο Κωσταντής Καλύβας μετά 600 κατέλαβαν τα ενδότερα της κοιλάδος· ο δε Δυοβουνιώτης, ο υιός του, ο Νάκος Πανουργιάς και ο Γκούρας μετά 1100 τα προ της εξόδου της κοιλάδος.
Την 24 οι πασάδες, εκτός του Χατσή - Μπεκήρη αποθανόντος αίφνης εν Ζητουνίω, ήλθαν μετά επτακισχιλίων ιππέων και πεζών εις Πλατανιάν, όπου και διενυκτέρευσαν· την δε επαύριον έστειλαν δισχιλίους ιππείς εις σκόπευσιν, οίτινες επροχώρησαν όπου εφύλατταν ο Κοντοσόπουλος και ο Καλύβας. Αντέστησαν ούτοι κατ' αρχάς μόνοι και διετήρησαν την θέσιν των έως ού ήλθαν και οι κατά την έξοδον της κοιλάδος εις επικουρίαν των, και τότε απώθησαν όλοι ομού τους εχθρούς φονεύσαντες και πληγώσαντες 50 και ζωγρήσαντες 15 ίππους. Την δε επιούσαν, ό εστι την 26, αφήσας ο Μπεϋράμπασας φρουράν εν Πλατανιά εις φύλαξιν των αποσκευών, εκίνησε πανστρατιά, και προχωρήσας εις την πεδιάδα παρά την είσοδον του στενού διέταξε ν' αναγνώσωσι την συνήθη προπόλεμον ευχήν και να κανονοβολήσωσι και τουφεκίσωσι. Τούτου γενομένου, ώρμησεν ο στρατός αλαλάζων επί τους περί τον Κοντοσόπουλον και Καλύβαν· έτρεξαν εις βοήθειαν αυτών οι Δυοβουνιώται, ο Πανουργιάς και ο Γκούρας, κατέφθασε και ο Μπούσγος μετά 300, και εξήφθη διακαής μάχη. Επειδή η θέσις ήτο στενή, δασώδης και απόκρημνος, ούτε ο μέγας αριθμός των πεζών, ούτε το πολύ ιππικόν των εχθρών εχρησίμευε· ώστε μη δυνάμενοι ν' απωθήσωσι τους Έλληνας, αν και τόσον πολλοί, και ανοίξωσι την δίοδον, έστρεψαν τα νώτα. Τότε εξώρμησαν οι υποδενδριάζοντες περί τον Παπά - Ανδρέαν και κατέλαβαν την είσοδον, ώστε ο εχθρός εκτυπάτο έμπροσθεν και όπισθεν. Όλοι οι οπλαρχηγοί Έλληνες διέπρεψαν την ημέραν εκείνην, ο δε Παπά - Ανδρέας κατεδίωξε τους εχθρούς έως ού εβασίλευσεν ο ήλιος. Εκτός των πληγωθέντων, ων άγνωστος ο αριθμός, υπερχίλιοι εχθροί έπεσαν, και μεταξύ αυτών και ο Μεμήσπασας φονευθείς, ως ελέγετο, αυτοχειρί υπό του Γκούρα, εζωγρήθησαν δε και 100· εκ δε των Ελλήνων εσκοτώθησαν 10 και επληγώθησαν 30, εν οις και ο Κοντοσόπουλος. Πάμπολλα και πλουσιώτατα ήσαν τα εις χείρας των Ελλήνων πεσόντα λάφυρα, εν οις και 800 ίπποι, 2 κανόνια και 18 σημαίαι. Μετά την μάχην οι μεν εχθροί συνηνώθησαν πάλιν εις Πλατανιάν, ενδιενυκτέρευσαν, και την επιούσαν επανέκαμψαν εις Ζητούνι τόσον έμφοβοι, ώστε έκοψαν επί της φυγής την γέφυραν του Σπερχειού. Οι δε Έλληνες εκίνησαν κατ' αυτών την επαύριον, αλλά δεν τους επρόφθασαν και εστρατοπέδευσαν εν Δαμάστα. Εις τόσην δε αταξίαν έπεσαν οι εχθροί φεύγοντες, ώστε οι λαφυραγωγούντες Έλληνες εύρισκαν και τας ακολούθους ημέρας της μάχης περιπλανωμένους ανθρώπους και ζώα. Τοιουτοτρόπως εματαιώθη η κατά της Πελοποννήσου αύτη εκστρατεία.
Ο δε εχθρικός στόλος, αφ' ού ετροφοδότησε την Μοθώνην, έπλευσε προς την Κορώνην.
Η Κορώνη επολιορκείτο διά ξηράς αφ' ότου οι διαχυθέντες εις Καλαμάταν Μανιάται διεσπάρησαν εκείθεν εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου· μετέβη και ο Αντώνης Μαυρομιχάλης μετά τινων εξ αυτών εις την επαρχίαν της Κορώνης ως αρχηγός της πολιορκίας· μετέβη κατόπιν αυτού και ο αδελφός του Γιάννης ο και Κατσής· συνηνώθησαν και οι εντόπιοι και άλλοι γείτονές των υπό τους αδελφούς Καραπαύλους και τον Γεώργην Δαρειώτην, και κατέλαβαν όλοι ομού την 25 μαρτίου τα Βουνάρια, θέσιν μίαν ώραν απέχουσαν του φρουρίου, και ηκροβολίσθησαν αυθημερόν κατά το Χαρακοπιόν μετά των επεξελθόντων Τούρκων. Μετά δε τον ακροβολισμόν ήλθαν οι Έλληνες πλησιέστερον του φρουρίου· και πρώτον μεν κατέλαβαν τα χωρία, Άγιον Δημήτριον και Τσεφέρογλι· έπειτα δε έπεσαν και εις αυτήν την πόλιν της Κορώνης· ενδιαμείναντες δε δέκα ημέρας ανεχώρησαν την μεγάλην παρασκευήν εις τα ίδια χάριν των εορτών, αλλ' επανήλθαν την δευτέραν της διακαινησίμου και κατέλαβαν την θέσιν Μακρύν Άμμον, όπου εζώγρησαν δι' ενέδρας 10 Τούρκους και τους εφόνευσαν εισήλθαν δε και δευτέραν φοράν εις την πόλιν και την διετήρουν, ακροβολιζόμενοι συχνάκις μετά των εν τη ακροπόλει· αλλά φανέντος του στόλου έφυγαν, ελύθη η πολιορκία, και οι Τούρκοι έκαυσαν την πόλιν ίνα μη επανελθόντες οι Έλληνες την καταλάβωσιν· εθρασύνθησαν δε τόσον ιδόντες τον στόλον, ώστε απεκεφάλισαν τον επίσκοπον Κορώνης Γρηγόριον, και εκ των προκρίτων τον Κωσταντήν Λαχανάν και τον Γεώργην Τσαπόπουλον, ους κατοικούντας την πόλιν είχαν μεταφέρει επί της πρώτης εισβολής των Ελλήνων εις την ακρόπολιν· έρριψαν δε έξω των τειχών τα πτώματά των.
Ο δε εχθρικός στόλος, αφ' ού ετροφοδότησε την Κορώνην, έπλευσε την αυτήν ημέραν εις Καλαμάταν. Φόβος μέγας κατέλαβε τους εκεί, και υπό το κράτος του φόβου οι επί της κυριεύσεως της Καλαμάτας παραδοθέντες Τούρκοι ως εκατόν, στελλόμενοι δήθεν χάριν ασφαλείας εις Μάνην, εμιαιφονήθησαν καθ' οδόν επί προφάσει μη λάβωσιν όπλα επί της αφίξεως των συναδέλφων των.
Πρό τινων ημερών ωργανίζετο εκεί τακτικόν σώμα συστηθέν κατά πρώτον εν Βερβένοις, υπό την προστασίαν του Υψηλάντου δι' ων έφερεν από Τεργέστης οπλισμών και δι' ων εχορήγησεν ολίγων χρημάτων· το πλείστον δε μέρος του τακτικού τούτου συνίστατο εκ προσφύγων Κυδωνιέων, εγυμνάζετο παρά του Γουβερνάτου Ιταλού, είχεν αξιωματικούς Έλληνας και φιλέλληνας και διετέλει υπό τον Βαλέστον διορισθέντα παρά του Υψηλάντου συνταγματάρχην.
Ο συνταγματάρχης ούτος, Γάλλος το γένος, υπηρέτησε την πατρίδα του στρατιωτικώς μέχρι της ειρήνης του 1814· έκτοτε μετέβη εις Κρήτην όπου διέμεινεν έξ έτη πλησίον του μετερχομένου το εμπόριον πατρός του και εντεύθεν έλαβεν αφορμήν να διδαχθή την ελληνικήν γλώσσαν και να γνωρίση τα ελληνικά ήθη· διά ταύτην την αιτίαν, και έτι μάλλον διά τας στρατιωτικάς και κοινωνικάς αρετάς του, ευδοκίμησεν αγαπώμενος παρά πάντων και τιμώμενος. Ευρίσκετο κατά περίστασιν ο ανήρ ούτος εν Τεργέστη επί της εκείθεν εις Ελλάδα καταβάσεως του Υψηλάντου και τον ηκολούθησεν ως συναγωνιστής του. Καθ' ην δε ημέραν έπλευσεν ο εχθρικός στόλος εις Καλαμάταν, είχε μόλις 250 στρατιώτας και αυτούς αρχαρίους· αλλά και μετά τόσον ολίγων και τόσον αγυμνάστων δεν εδίστασε να παραταχθή αφόβως επί της παραλίας κατέμπροσθεν του εχθρού μελετώντος απόβασιν· είχε και δύο κανόνια και συμβοηθούς μίαν εκατοστύν Μανιατών υπό τον Παναγιώτην Μούρτσινον καί τινας εντοπίους. Την ακόλουθον αυγήν επλησίασαν προς την ξηράν πλοία του στόλου διά την μελετωμένην απόβασιν. Αλλ' οι Τούρκοι ιδόντες την τάξιν του σώματος, ακούσαντες τον ήχον των σαλπίγγων, μαθόντες και εκ των τουφεκοβολών ότι και άλλοι παρεφύλατταν εντός διαφόρων τάφρων επί το αμμώδες παράλιον, αγνοούντες ίσως και τον μικρόν αριθμόν των υπερασπιστών, ανεχώρησαν άπρακτοι.
Εκείναις δε ταις ημέραις ευρέθησαν τα προ ολίγου πολιορκούντα το Νεόκαστρον δύο σπετσιωτικά πλοία εν τω λιμένι των Κυτριών εντός του κόλπου της Καλαμάτας. Εισπλεύσας ο στόλος τα απέκλεισε και τα εκανονοβόλισεν επ' ελπίδι να τα συλλάβη ή να τα καύση· αλλ' οι ναύται αυτών απεβίβασαν κανόνια, αντέστησαν γενναίως, διεφύλαξαν τα πλοία, και καιροφυλακτήσαντες τα μετέφεραν εις την νήσον των αβλαβή.
Ο δε εχθρικός στόλος, αφού διέτριψε μίαν εβδομάδα κατά τα παράλια της Μεσσηνίας, απέπλευσε προς τας Πάτρας.
Διαδοθείσης της ειδήσεως ταύτης, διεδόθη συγχρόνως, ότι ο στόλος έφερε δεκακισχιλίους εις απόβασιν, εν ώ είχε μόλις χίλιους Αλβανούς. Ο λόγος ούτος κατετάραξε τους πολιορκητάς της Τριπολιτσάς φοβηθέντας μη αποβώσι τα στρατεύματα ταύτα είς τι παράλιον της Πελοποννήσου και στρατεύσωσι προς λύτρωσιν της κινδυνευούσης πόλεως· εκρίθη δε αναγκαίον να εκστρατεύση μέρος του πολιορκούντος στρατού κατά τας Πάτρας. Αυθόρμητος εξεστράτευσεν ο Υψηλάντης παραλαβών τους υπό τον Βαλέστον τακτικούς ελθόντας εκ Καλαμάτας εις Τριπολιτσάν και 500 ακολούθους του Κολοκοτρώνη υπό τον ανεψιόν αυτού Αποστόλην και τους δύο υιούς του, τον Πάνον αναβάντα εις Τριπολιτσάν προ ολίγων ημερών από του Ισθμού, και τον Γενναίον.
Εν τούτοις ο εχθρικός στόλος ηγκυροβόλησεν έμπροσθεν της Ζακύνθου, υπεδέχθη φιλικώτατα παρά των ουδετέρων του τόπου εκείνου Αρχών, επρομηθεύθη τροφών, και την 7 σεπτεμβρίου κατέπλευσεν εις Πάτρας όπου ήλθαν και συνηνώθησαν καί τινα των εν τοις ηπειρωτικοίς παραλίοις πλοίων, περί ων άλλοτε ανεφέραμεν, καί τινα αλγερινά· συνηριθμούντο δε όλα 60, εν οις τρία δίκροτα, και επτά φρεγάται.
Οι δε ατυχείς αρχηγοί της Αχαΐας μετά τα εν Πάτραις πρώτα παθήματά των έσπευσαν να στρατολογήσωσι και καταλάβωσι διαφόρους θέσεις, αν όχι εις βλάβην, τουλάχιστον εις συστολήν των εχθρών ενδυναμωθέντων διά των εκεί μεταβάντων Λαλιωτών, και διά 1500 Αλβανών αποσταλέντων παρά του Χουρσήδη υπό τον αρχιπυροβολιστήν Ασλανάκην· ήσαν δε οι εν Πάτραις Τούρκοι πάντοτε κύριοι των πέριξ της πόλεως και εξήρχοντο ελευθέρως απάγοντες ζώα και ξυλευόμενοι· πολλάκις δε επροχώρουν και όπου εφύλατταν οι Έλληνες και ηκροβολίζοντο, πάντοτε υπερέχοντες· κατά τους ακροβολισμούς δε τούτους διεκρίνετο ο Παναγιώτης Καρατσάς, ο τολμηρότερος των Ελλήνων αρχηγών εκείνου του μέρους, όστις όχι μόνον επολέμει τους Τούρκους επί των πεδινών τόπων, αλλά έπιπτε την νύκτα και εις αυτήν την πόλιν. Αι Πάτραι δεν ήτο δυνατόν να πέσωσι ειμή διά της πείνας, καθώς διά της πείνας έπεσαν και τα άλλα φρούρια· αλλ' ο αποκλεισμός των πάντοτε ανεπαρκής διά ξηράς, έγεινεν ανεπαρκέστερος αφού τόσον εδυναμώθη η φρουρά των· διά θαλάσσης δε εκ διαλειμμάτων μόνον και σπανίως απεκλείοντο· ώστε όχι μόνον των προς τροφήν επρομηθεύοντο αφθόνως, αλλά και των προς τρυφήν.
Δεν είναι πολλού λόγου άξιοι οι μετά τα πρώτα κατά τας Πάτρας συμβάντα συχνοί εκεί ακροβολισμοί, διότι ούτε αποτέλεσμα έφεραν, ούτε διά τινος περιέργου συμβάντος, εκτός ολίγων φόνων, διεκρίθησαν. Τόσον ανενόχλητοι συνήθως έμεναν οι Τούρκοι, ώστε την 23 ιουνίου υπήγαν και έκαυσαν το μοναστήριον του Ομπλού, τρεις ώρας μακράν των Πατρών. Την δε 3 ιουλίου επροχώρησαν και εις τα Μαύρα Βουνά και εκτύπησαν το καλώς οχυρωμένον σπηλαιωτικόν μετόχι. Αλλ' ολιγώτατοι στρατιώται και καλόγηροι εγκλεισθέντες ούτε τας επιρριπτομένας κανονοσφαίρας και βόμβας, ούτε δισχιλίων και πεντακοσίων οπλοφόρων ακατάπαυστον και πολύωρον τουφεκισμόν εφοβήθησαν. Μεσούντος δε του Ιουλίου οι Έλληνες ετοποθετήθησαν πλησιέστερον των Πατρών και ήρχισαν έκτοτε να εμπνέωσι φόβον ερχόμενοι εις μάχην μετά των εχθρών· η φονικωτέρα συνέβη την νύκτα της 2 αυγούστου και την ακόλουθον ημέραν, παρευρεθέντων εν τη μάχη του Γρίβα και του Καρατσά. Οι δύο ούτοι φιλοπόλεμοι νέοι, εν ώ ήσαν οι Έλληνες εστρατοπεδευμένοι εν τω χωρίω της Γλυκάδας, έπεσαν αίφνης την ρηθείσαν νύκτα επί τους κατέχοντας το μοναστήριον του Γηροκομείου εχθρούς πολλά πλησίον της πόλεως κείμενον. Ακούσαντες τον τουφεκισμόν οι εν αυτή Τούρκοι εξεστράτευσαν όλοι εις βοήθειαν των πασχόντων αδελφών των· εξώρμησε και όλον το εν τη Γλυκάδα ελληνικόν στράτευμα, και ούτως η μάχη έγεινε γενική δι' όλης της ημέρας, και οι Έλληνες κατεδίωξαν τους επελθόντας έως εις τα άκρα της πόλεως. Ελέγετο δε ότι κατά την μάχην εκείνην εσκοτώθησαν 100 Τούρκοι· εσκοτώθησαν και 20 Έλληνες, εν οις και ο άξιος μαχητής Καλαβρυτινός Μπενιζέλος.
Οι δε Τούρκοι, προθέμενοι ν' απομακρύνωσι της πόλεως ως και πρότερον τους Έλληνας, εξεστράτευσαν την 5 πανστρατιά υπό την οδηγίαν του Ισούφπασα σύροντες τέσσαρα κανόνια και μίαν βομβοβόλον, και εστρατοπέδευσαν εκτός του Γηροκομείου. Οι Έλληνες κατείχαν τότε το χωρίον Ρωμανού, τον λινόν του Χουσεήναγα και τα πέριξ. Τρία ημερονύκτια επολέμησαν οι Τούρκοι τους εν τω λινώ του Χουσεήναγα επί σκοπώ να τους διασκορπίσωσιν, αλλά, χάρις εις τους εκεί ευρεθέντας, Γρίβαν, Φωκάν, Γκεντιλίνην και Καρατσάν, απεκρούσθησαν, εγκατέλειψαν και αυτήν την θέσιν του Γηροκομείου και εισήλθαν κατησχυμένοι εις το φρούριον. Η θάλασσα εν τοσούτω ήτον ανοικτή, και τροφαί εκομίζοντο εις τας Πάτρας ελευθέρως· και επειδή οι αποκλεισμοί των Ελλήνων δεν ανεγνωρίζοντο εισέτι, πολεμικά ευρωπαϊκά πλοία επροστάτευαν αναφανδόν τα εισπλέοντα υπό τας σημαίας των βασιλέων αυτών τροφοφόρα. Αλλά και αυτή η οπωσούν επί της ξηράς καλή κατάστασις των Ελλήνων πολλά ολίγον διήρκεσεν εξ αιτίας των αναφυεισών διχονοιών και διαιρέσεων μεταξύ των προκρίτων και των οπλαρχηγών. Εκείναις ταις ημέραις εδολοφονήθη και ο άριστος Καρατσάς. Το πρώτον τούτο επί της επαναστάσεως της δολοφονίας ανοσιούργημα, πραχθέν εν τω μοναστηρίω του Ομπλού την 4 σεπτεμβρίου υπό των Κουμανιωτών δι' αντιζηλίαν, αφήρεσε την αμοιβαίαν πίστιν, διήγειρε φόβους και συνέτρεξεν εις την εν μέρει διάλυσιν των εκεί ελληνικών στρατευμάτων. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις των περί τας Πάτρας συστρατοπεδευόντων ότε ο εισβολής στόλος εφάνη έμπροσθεν της πόλεως εκείνης.
Ό,τι ήρχισε να ενεργή ως προς την διάλυσιν των ελληνικών στρατευμάτων η διχόνοια και η δολοφονία, το απετελείωσεν η άφιξις του στόλου.
[Σεπτέμβριος] Την 9 σεπτεμβρίου οι εν Πάτραις Τούρκοι, συμπαραλαβόντες καί τινας των επί του στόλου εις απόβασιν Αλβανών, εστράτευσαν, ως χίλιοι, επί τους κατέχοντας τας τρεις μακρυνάς θέσεις, την του Σαραβαλίου υπό τους Πετμεζάδας και Κουμανιώτας, την του Πουρναροκάστρου υπό τον Ζαήμην, και την του μετοχίου του Ομπλού υπό τον Σισίνην. Οι εν Σαραβαλίω όλοι έφυγαν την προτεραίαν νύκτα ιδόντες τον στόλον· ανεχώρησαν αμαχητί και οι εν Πουρναροκάστρω· δεν αντέστησαν ουδ' οι εν μετοχίω και εγκαταλείψαντες τας αποσκευάς και τα δύο κανόνια ανέβησαν εις τα ορεινότερα μέρη, καταδιωκόμενοι και εκεί υπό των Τούρκων εγγύς όντων να ζωγρήσωσι και τον Σισίνην φεύγοντα.
Μετ' ολίγας δε ημέρας το πλείστον μέρος του στόλου υπό τον Γιβραλτάρην, φέρον εις απόβασιν τον Ισούφπασαν και 700 Αλβανούς, μετέβη εις Βοστίτσαν, ην ηύρε πανέρημον και την κατέκαυσε καυθείσαν, ως είδαμεν, και επί της εκείθεν διαβάσεως των περί τον κεχαγιάμπεην· διεσπάρησαν δε οι εχθροί εις όλην την επαρχίαν της Βοστίτσης λαφυραγωγούντες και απάγοντες ζώα. Την δε 19 έπλευσεν ο στόλος εις την αντίπορθμον ξηράν, εκανονοβόλησεν αβλαβώς την Βετρινίτσαν και παρέστη έμπροσθεν του Γαλαξειδίου.
Η κωμόπολις αύτη κείται επί της δυτικής άκρας του κρισσαίου κόλπου ή κόλπου των Σαλώνων, ούτως ονομαζομένου, διότι ολίγον ενδότερον προς τον μυχόν αυτού κείνται η Κρίσσα πόλις των αρχαίων, και τα Σάλωνα πόλις των νεωτέρων Ελλήνων. Είχε δε επί της επαναστάσεως 700 οικίας, και 40 πλοία (καράβια), εκτός πολλών μικρών, πλέοντα όλην την Μεσόγειον· έχει και λιμένα αξιόλογον.
Οι κάτοικοι, υποπτεύοντες διά θαλάσσης προσβολήν, είχαν οχυρώσει διά κανονίων το έξωθεν του στόματος του λιμένος νησίδιον εις προφύλαξιν των πλοίων και της κωμοπόλεως, και αντέστησαν την πρώτην ημέραν ευτυχώς προς τον αδιακόπως κανονοβολούντα στόλον. Ήσαν δε και 200 στρατιώται επί της ξηράς εις εμπόδιον της μελετωμένης αποβάσεως· αλλά την επελθούσαν νύκτα έγειναν άφαντοι. Την δε ακόλουθον ημέραν απεβιβάσθησαν 1000 Τούρκοι εις την ξηράν, εκυρίευσαν τα πλοία, εξ ών 13 ήσαν ένοπλα, εκυρίευσαν και το επί του έξωθεν του στόματος του λιμένος νησιδίου κανονοστάσιον και αυτήν την κωμόπολιν, έσφαξαν πεντέξ εναπομείναντας γέροντας, και γραίας, καταφυγόντων των κατοίκων της εις τα ενδότερα, έκαυσαν την κωμόπολιν, και παραλαβόντες 34 πλοία, τα ογκωδέστερα και ευχρηστότερα, εν οις και τα μετακομίσαντα εις Πελοπόννησον τους περί τον Μεταξάν και Μερκάτην δύο ιόνια, και καύσαντες όλα τάλλα, μικρά μεγάλα, επανέλευσαν εις Πάτρας.
Ευδοκίμησεν ο στόλος εν τω περίπλω τούτω, διότι και τα φρούρια Μοθώνης και Κορώνης επεσίτισε, και τα εκτός της Κορώνης και των Πατρών ελληνικά στρατόπεδα φανείς διέλυσε, και όλην την εν τω κορινθιακώ κόλπω ελληνικήν ναυτικήν δύναμιν, την ενοχλούσαν τα εκεί φρούρια, κατέστρεψεν. Ο κύριος σκοπός του ήτον να διευκολύνη την μετάβασιν των τουρκικών στρατευμάτων από της αντικρύ στερεάς εις Πελοπόννησον· αλλ' η εκστρατεία εματαιώθη εν τη μάχη των Βασιλικών· διά την αιτίαν ταύτην και διά την προσεγγίζουσαν ώραν του χειμώνος, καθ' ην οι απειροθάλασσοι Τούρκοι αγαπούν να διαχειμάζωσιν εντός ασφαλών λιμένων, ο στόλος, σύρων και τα εν τω Γαλαξειδίω αλωθέντα πλοία, απέπλευσε των Πατρών, και την 24, 25, και 26 κατέπλευσεν όλος πάλιν εις τον λιμένα της Ζακύνθου, όπου αι ουδέτεραι Αρχαί τον εδέχθησαν ως και την πρώτην φοράν ευμενέστατα.
Ο δε Υψηλάντης, διαβάς διά των Καλαβρύτων, συμπαρέλαβε χιλίους υπό τον Χαραλάμπην, τους Πετμεζάδας και τον Σολιώτην· αλλά δεν έφθασεν εις Βοστίτσαν ειμή αφ' ού απέπλευσεν ο εχθρικός στόλος· οδεύων δε παρά την παραλίαν προς τον Ισθμόν και φθάσας εις την μονήν της αγίας Ειρήνης, ολίγας ώρας απέχουσαν της Βοστίτσης, είδεν αντίπεραν καιόμενον το Γαλαξείδι· την δε 22 σεπτεμβρίου έφθασεν εις τα Βασιλικά (Σικυώνα).
Εν ώ δε ο εχθρικός στόλος διέπλεε την ελληνικήν θάλασσαν και κατέστρεφεν, ο ελληνικός διέμενεν άπλους. Τα πλοία, ως ιδιόστολα, ήσαν δικαίω τω λόγω και δυσκίνητα, αλλ' ο μέγας κίνδυνος της πατρίδος έπεισε και ταύτην την φοράν τους γενναίους νησιώτας εις νέας χρηματικάς καταβολάς, δι' ων εφοδιασθέντα 35 εξέπλευσαν προς τα δυτικά της Πελοποννήσου εις συνάντησιν των εχθρικών· συνεξέπλευσε κατά πρώτην φοράν και ο Ανδρέας Βώκος, ο και Μιαούλης ως απλούς πλοίαρχος. Ολίγον διέμεινεν ο εχθρικός στόλος εν Ζακύνθω, και απέπλευσε διευθυνόμενος εις Κωνσταντινούπολιν καθ' όν καιρόν έπλεε προς τον κορινθιακόν κόλπον ο ελληνικός. Αφιχθέντος δε τούτου εκτός της Ζακύνθου, έστειλαν οι αρχηγοί αξιωματικόν εις το υγειονομείον ίνα μάθη τι περί του εχθρικού· αλλ' αι Αρχαί απέπεμψαν τον αποσταλέντα εχθρωδώς απαγορεύσασαι αυτώ πάσαν συνέντευξιν μετά των επί ξηράς και πάσαν αγοράν. Η διαγωγή αύτη της αγγλοϊονικής κυβερνήσεως ήτο φανερά παράβασις της ουδετερότητας, ην επηγγέλλετο. Αφού εδέχθη δις ολόκληρον οθωμανικόν στόλον, πώς απέπεμπε μίαν ελληνικήν λέμβον; Πλέων δε ο ελληνικός μεταξύ Ζακύνθου και Κεφαλληνίας έμαθεν ό,τι επεθύμει παρά τινων θαλασσοπορούντων και εστράφη προς τας Σπέτσας και την Ύδραν υποπτεύσας μη ο εχθρικός τας προσβάλη επί του διάπλου. Αλλ' ούτος ηύρε τόσω σφοδράν αντίπνοιαν έξωθεν των μεσσηνιακών φρουρίων, ώστε ηναγκάσθη να ποδίση προς την Ζάκυνθον. Εξ αιτίας δε της ανεμοζάλης απεμακρύνθη έν δικάταρτον αλγερινόν 20 κανονίων, και εμπεσόν εις τον ελληνικόν στόλον, και πολεμούμενον πανταχόθεν, αντέστη κατ' αρχάς γενναίως, αλλά μη βλέπον τρόπον σωτηρίας και καταδιωκόμενον υπό των πλοίων του Σαχίνη και του Ραφαλιά ερρίφθη προς τα νότεια της Ζακύνθου εις τόπον λεγόμενον Υψόλιθρον, σχεδόν ημίκαυστον και εσυντρίβη· 20 των ναυτών του εφονεύθησαν και επληγώθησαν, και 40 αβλαβείς διεσώθησαν.
Ανεφέραμεν ήδη πόσον ανεφλέχθη το πνεύμα των Επταννησίων αρξαμένου του ελληνικού αγώνος· δεν ίσχυσαν δε να σβέσωσι τον υπέρ αυτού ενθουσιασμόν των ούτε ο ανυπόκριτος φιλοτουρκισμός ούτε η σιδηρά χειρ του τότε μεγάλου αρμοστού Θωμά Μαιτλάνδου, αξίου ανδρός, αλλά τόσον δεσποτικού, ώστε αυτοί οι συμπατριώται του τον παρονόμαζαν Σουλτάν - Θωμάν (King Tom). Εις μάτην ο αρμοστής ούτος εκήρυττεν ουδετερότητα και επηγρύπνει εις την μη παράβασίν της υπέρ των Ελλήνων· εις μάτην εδήμευεν υπάρχοντα και κατεδίκαζεν εις αειφυγίαν· οι Κεφαλλήνες και οι Ζακύνθιοι και τας προκηρύξεις του εποδοπάτουν, και τας ποινάς του ωλιγώρουν, και τας απειλάς του εχλεύαζαν, και τον ελληνικόν αγώνα υπεστήριζαν διά παντός τρόπου και δι' αυτών των επ' εκκλησίας πανδήμων δεήσεων υπό τον βροντώδη ήχον των κωδώνων εις επήκοον της δυσμενούς Αρχής.
Τούτων ούτως εχόντων, εύκολον είναι να συμπεράνη τις πόσον εξήφθη ο φύσει ενθουσιώδης λαός της Ζακύνθου, ότε είδεν όχι μόνον την εθνικήν του σημαίαν κυματίζουσαν, αλλά και τον τυραννούμενον αδελφόν του μαστίζοντα κατά τον Υψόλιθρον τον αλλογενή και αλλόπιστον τύραννόν του. Χωρία ολόκληρα εκενώθησαν, και οι κάτοικοι των έτρεξαν ένοπλοι όπου έπεσε το τουρκικόν πλοίον· έτρεξαν συγχρόνως εις τον αυτόν τόπον και 20 στρατιώται Άγγλοι προς διατήρησιν των υγειονομικών διατάξεων. Μεγάλη λογομαχία επήλθε κατ' αρχάς μεταξύ του Άγγλου αξιωματικού καί τινων εκ των χωρικών. Επροσπάθει ο αξιωματικός να τους επαναγάγη εις τα χωρία των· αλλά μη εισακουόμενος εκτύπησεν ένα δι' ης εβάσταζεν ιππομάστιγος. Εντεύθεν έλαβαν αφορμήν οι ευερέθιστοι χωρικοί να τουφεκίσωσι την φρουράν, εσκότωσαν ένα στρατιώτην, επλήγωσαν δύο και τον αξιωματικόν· τους αντετουφέκισε και η φρουρά· αλλ' ο μικρός αριθμός της ήτον ανίκανος ν' αντισταθή μέχρι πολλού προς τον μέγαν αριθμόν των χωρικών· διά τούτο υπεχώρησεν εις τους πλησίον πύργους· αλλά και εκεί την εκτύπησαν την νύκτα οι χωρικοί.
Εν ώ δε τοιαύτα συνέβαιναν επί της ακτής της Ζακύνθου, πλοία του προς την Ύδραν και Σπέτσας πλέοντος ελληνικού στόλου έπεσαν υπό το σκότος της νυκτός εις το μέσον του εχθρικού μεταξύ Ζακύνθου και Γλαρέντσας και εκινδύνευσαν. Αλλά παρευρεθείς ο Μιαούλης εφάνη αυτοφυής ναύαρχος· έφερε τα πλοία όσον εδύνατο πλησιέστερον της πελοποννησιακής ξηράς, διέταξε να παραπλέωσι, και τοιουτοτρόπως τα μεγαλόσωμα εχθρικά, μη δυνάμενα να πλεύσωσιν εις ολιγοβαθή νερά, εκανονοβόλουν μακρόθεν όλον το νυχθήμερον επί ματαίω. Την δε επελθούσαν νύκτα διεξέπλευσαν τα ελληνικά σώα· μόνον το του Θεοδωρή Γ. Μέξη καθήσαν, εκυρίευσαν οι εχθροί και έσβεσαν ην άναψαν φλόγα οι ναύται του αποβάντες όλοι αβλαβείς εις την ξηράν.
Μετά την ναυτικήν ταύτην αψιμαχίαν, ο οθωμανικός στόλος εισέπλευσεν αύθις τον λιμένα της Ζακύνθου, παρέλαβε τους διασωθέντας ναύτας του αλγερινού πλοίου, και απέπλευσε την 3 οκτωβρίου· βλάψας δε κατά τον πλουν του την μηδεμίαν αιτίαν παρασχούσαν Σαμοθράκην, εισήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν την 12 νοεμβρίου, επιδεικνύων τα συλληφθέντα του Γαλαξειδίου πλοία, και κρεμάσας επί των καταρτιών αυτών 30 αθλίους ναύτας αιχμαλωτισθέντας, ως έλεγαν οι του στόλου εν Γαλαξειδίω· αλλ', επειδή δεν ευρέθη ψυχή ζώσα επί της εις την κωμόπολιν εκείνην αποβάσεώς των, επιστεύετο, ότι οι κρεμασθέντες ήσαν εκ των δυστυχών Χριστιανών των πληρωμάτων αυτού του στόλου. Ο δε Καρα - αλής προήχθη διά τον επισιτισμόν των φρουρίων και την καταστροφήν του Γαλαξειδίου εις τον βαθμόν του Καπητάμπασα.
Το δε κατά τον Υψόλιθρον συμβάν ηνάγκασε τον ύπαρχον Ζακύνθου να βάλη χωρία τινά υπό τον στρατιωτικόν νόμον. Ο δε ανθαρμοστής Αδάμ όχι μόνον ενέκρινε το πραχθέν, αλλ' εφήρμοσε τον νόμον καθ' όλην την νήσον. Προς εκτέλεσιν δε αυτού μετέβη εις Ζάκυνθον και διέχυσε μέγαν τρόμον. Πέντε χωρικοί εκρεμάσθησαν ως πρωταίτιοι των κατά τον Υψόλιθρον συμβάντων, ο Θεόδωρος Πέτας Γλάρος, ο Διονύσιος Κοντονής, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, (ο Αντώνης Ζούκας) και ο Γιάννης Κλαδιανός· τα σώματα δε αυτών ετέθησαν εντός κλωβίων υψωθέντων επί των κορυφών των πέριξ της πόλεως και του λιμένος βουνών εις φρίκην των θεατών· όλοι δε οι κάτοικοι της νήσου αφωπλίσθησαν, και 100 πάσης κλάσεως, εν οις και ιερείς, απήχθησαν εις το φρούριον ως ένοχοι, ως ύποπτοι ή ως απειθείς.
Τον νόμον τούτον έλαβεν αφορμήν να κηρύξη ισχύοντα και ο ύπαρχος Κυθήρων εν τω χωρίω των Καβάνων· εκηρύχθη ισχύων μετ' ολίγον και καθ' όλην την νήσον· εκηρύχθη δε εν τω χωρίω των Καβάνων, διότι οι κάτοικοί του, παρασυρόμενοι υπό του προς τον ελληνικόν αγώνα ενθουσιασμού, συνέλαβαν 50 Τούρκους, άνδρας γυναίκας και παιδία, πλέοντας εις Κρήτην και ορισθέντας εκ περιστάσεως προς την νήσον, και τους εξωλόθρευσαν ανηλεώς και αναιτίως, τους μεν φονεύσαντες, τους δε ρίψαντες εις την θάλασσαν· αντέστησαν δε και προς τους υπηρέτας της εξουσίας σταλέντας προς σύλληψιν των ενόχων· διά ταύτην την αιτίαν πολλοί χωρικοί συνελήφθησαν και δύο εξ αυτών εθανατώθησαν· οι δε πρωταίτιοι κατέφυγαν εις Πελοπόννησον. Συγχρόνως εκηρύχθη ισχύων ο στρατιωτικός νόμος και εν Κεφαλληνία και εν αγία Μαύρα, και εν τη πρωτευούση νήσω των Κορυφών· και εν μεν τη Κεφαλληνία κατά το λέγειν αυτού του ανθαρμοστού (β), εκηρύχθη όχι διότι έπραξαν οι κάτοικοί της όσα οι Ζακύνθιοι, αλλά διότι ενδεχόμενον ήτο να πράξωσι τοιαύτα εν ομοία περιστάσει· εν δε τη αγία Μαύρα, διότι η νήσος εκείνη, χωριζομένη της ξηράς διά στενού και διαβατού πορθμού, υπέκειτο εις ληστρικάς εκείθεν επιδρομάς· εν δε τη νήσω των Κορυφών, διότι, αν και ο τόπος εκείνος διέμεινεν ήσυχος και ευπειθής, δεν ήτον εύλογον να εξαιρεθή του γενικού κανόνος. Διά τοιούτους λόγους αφωπλίσθησαν τας ημέρας εκείνας συγχρόνως όλοι οι Επταννήσιοι, πταίσται, αθώοι, φιλοτάραχοι και φιλήσυχοι. Ολίγας δε ημέρας μετά τα συμβάντα ταύτα, ήτοι την 17 Οκτωβρίου, εξεδόθη άλλο κήρυγμα λέγον, ότι από της ημέρας εκείνης ούτε οθωμανικά ούτ' ελληνικά πλοία πολεμικά ήσαν δεκτά, ειμή εν περιστάσει τρικυμίας, εις τους λιμένας του ιονίου κράτους, ότι μόνον αδεία των αρμοδίων Αρχών, επετρέπετο η μετά των ρηθέντων πλοίων κοινωνία, και ότι όστις κατοικών εν τω ιονίω κράτει απεπειράτο να κοινωνήση μετά των επί των ρηθέντων πλοίων άνευ αδείας, εθεωρείτο και επαιδεύετο ως ένοχος φανεράς παρακοής. Τοιαύτη ήτον η προς τους Επταννησίους διαγωγή της αρμοστίας, και τοιαύτη η διάθεσίς της προς τον ελληνικόν αγώνα υπό το ψευδές πάντοτε όνομα αυστηράς και αμερολήπτου ουδετερότητος.
Ερχόμεθα τώρα να παρασταθώμεν εις την άλωσιν της Τριπολιτσάς.
Μέγας και πολύς ήτον εν Τριπολιτσά ο κεχαγιάμπεης εν όσω ενίκα· αλλ' ουδείς τον εσέβετο ουδ' υπήκουεν αφ' ού έπαυσε νικών. Ανηγέρθησαν τότε, καθώς συμβαίνει συνήθως επί των αποτυχιών, πολλαί κεφαλαί· διηρέθησαν δε όλοι εις τρία μεγάλα κόμματα· εις το των εντοπίων Τούρκων ους εκίνουν ο Κιαμίλμπεης, ο Μουσταφάμπεης, ο Δεφτερδάρης και ο Σιέχ - Νετσήπ - εφέντης· εις το του κεχαγιάμπεη και καϊμακάμη, ήτοι των ασιανών, και εις το των συναναβάντων μετά του κεχαγιάμπεη Αλβανών των υπό τον Ελμάσμπεην. Το πρώτον κόμμα εζήτει ασφάλειαν, το δεύτερον τιμήν, το τρίτον χρήματα. Και τα τρία έβλεπαν πάσαν αντίστασιν ματαίαν, αφ' ού μάλιστα επείσθησαν, ότι οι έξωθεν ερχόμενοι εις βοήθειαν ομόπιστοί των ηττήθησαν κατά τα Βασιλικά. Αλλ' οι περί τον κεχαγιάμπεην ήσαν γνώμης να μη εμπιστευθώσιν εις επισφαλή συμβιβασμόν, αλλά να εξέλθωσιν όλοι πανέστιοι διά νυκτός, και διελθόντες το εχθρικόν στρατόπεδον να καταφύγωσιν όσοι επιζήσωσιν εις Ναύπλιον. Αν τολμηρά ήτον η γνώμη αύτη, ήτον η μόνη παρέχουσα ελπίδα σωτηρίας. Αλλ' οι Αλβανοί ήξευραν ότι, αποχωριζόμενοι των συναδέλφων των, εσυμβιβάζοντο μετά των Ελλήνων και ευκόλως και επικερδώς· όθεν, ως άνθρωποι του συμφέροντος, δεν επείθοντο να ριψοκινδυνεύσωσιν επ' ωφελεία άλλων. Εις τόσην δε αναισχυντίαν περιέπεσαν, ώστε εμονοπώλουν τας εναπολειφθείσας τροφάς, και επώλουν πολλάκις και αυτό το εν τη πόλει νερόν· απαιτούντες δε απειλητικώς τους υστερούντας μισθούς των, απέκλεισαν και αυτόν τον κεχαγιάμπεην εν τω παλατίω του και τους έλαβαν διά της βίας. Οι δε εντόπιοι Τούρκοι είχαν άλλας αιτίας να μη εγκρίνωσι το περί της εξόδου σχέδιον του κεχαγιάμπεη· δεν ήθελαν να θέσωσιν εις κίνδυνον τας οικογενείας των· έχοντες δε σχέσεις προς τους προκρίτους της Πελοποννήσου ως συμπατριώτας των, ήλπιζαν πάντοτε να συμβιβασθώσι και λυτρωθώσι. Τοιαύτη διαφωνία επεκράτει εν Τριπολιτσά καθιστώσα την δεινήν θέσιν της πολύ δεινοτέραν. Η εγγίζουσα δε εκπολιόρκησις έφερεν έξωθεν των τειχών τόσον πλήθος οπλοφόρων επ' ελπίδι λαφυραγωγίας, ώστε συνηριθμούντο τας τελευταίας ημέρας τουλάχιστον 15000· επεκράτει δε και τόση αταξία και απροσεξία εν τω στρατοπέδω, ώστ' ελαθροπώλουν τινές αισχροκερδείς προς τους πολιορκουμένους υπό το σκότος της νυκτός τροφάς. Ειδοποιηθείς ο Κυριακούλης ότι προσήλθαν τίνες επί τω σκοπώ τούτω υπό το τείχος κρυφίως, παρέλαβέ τινας των περί αυτόν και έτρεξε να τους διασκορπίση και τιμωρήση· αλλά τους υπεράσπισαν οι έσωθεν τουφεκίζοντες, και εξώρμησαν πολλοί αυτών εις τιμωρίαν των προθυμηθέντων να παύσωσι την αθέμιτον ταύτην τροφεμπορίαν· έτρεξαν τότε και πολλοί Έλληνες ακούσαντες τον τουφεκισμόν, έτρεξε και αυτός ο Κολοκοτρώνης, και μετά δίωρον μάχην ηναγκάσθησαν οι εξορμήσαντες, πολλά παθόντες, να καταφύγωσιν εις την πόλιν.
Εντοσούτω, τα σχέδιον του συμβιβασμού υπερίσχυσεν, αλλ' ουδείς ετόλμα να το προβάλη αναφανδόν. Εν τοις τοιούτοις καιροίς ισχύει παρά τοις Οθωμανοίς πολλάκις το γυναικείον φύλον. Εν Κωνσταντινουπόλει συχνάκις κινείται ο όχλος των γυναικών αυθαδώς και ατιμωρήτως κατά των Αρχών εν καιρώ σιτοδείας· εντεύθεν ορμώμενοι και οι εν Τριπολιτσά, οι θέλοντες υπέρ τους άλλους τον συμβιβασμόν, υπεκίνησαν τας Οθωμανίδας. Την 6 σεπτεμβρίου συνήχθησαν κάτωθεν του παλατίου πάμπολλαι και οδυρόμεναι εκραύγαζαν, ότι απέθνησκαν της πείνας και της δίψας και επεκαλούντο εν ονόματι του θεού και του βασιλέως των τον ταχύν συμβιβασμόν μετά των πολιορκητών, ως την μόνην αποτροπήν του παντελούς ολέθρου. Συνήλθαν τότε εις το παλάτιον οι πρόκριτοι, και ενώπιον του κεχαγιάμπεη, μη δυναμένου πλέον μηδ' αυτού ν' αντιτείνη, ενεκρίθη να γείνωσι προς τους Έλληνας προτάσεις συμβιβασμού διά των αρχιερέων και προεστώτων.
Των ανδρών τούτων ο εν Τριπολιτσά βίος ήτο μαρτύριον. Κατ' αρχάς έζων υπό απλήν φύλαξιν, αν και πάντοτε εν μέσω απειλών και κινδύνων· αλλά μόλις ένα μήνα διήρκεσεν η τοιαύτη κατάστασίς των.
Αρχομένου του απριλίου αφώπλισεν η εξουσία και εδέσμευσε 18 ενόπλους συναναβάντας εις Τριπολιτσάν ως σωματοφύλακας αυτών· την δε 16 έφερεν ο όχλος ενώπιον της εξουσίας Χριστιανόν τινα Τριπολιτσιώτην επί λόγω ότι τον συνέλαβεν έξω της πόλεως στελλόμενον προς τους πολιορκητάς εις ανακάλυψιν πολεμικού τινος τουρκικού σχεδίου. Επί τη μαρτυρία αυτού απεκεφαλίσθησαν ο ανεψιός ενός των προεστώτων και είς των υπηρετών αυτών ως αποστείλαντες τον συλληφθέντα προς τους Έλληνας. Τούτου γενομένου, ηκούσθη φωνή λέγουσα «διατί σκοτόνομεν τους υπηρέτας και φυλάττομεν τους κυρίους»; και επί τη φωνή ταύτη ώρμησεν ο όχλος εις σφαγήν των κυρίων· αλλ' απεκρούσθη υπό της φρουράς. Αυθεσπερί δε απεφασίσθη να φυλακισθώσιν οι αρχιερείς και οι προεστώτες εις καθησύχασιν του όχλου, και η απόφασις εξετελέσθη την επαύριον. Μόνοι δεν εφυλακίσθησαν ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Μήτρος Ροδόπουλος (γ), ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης και ο Ανάστασης Μαυρομιχάλης, ως προστατευόμενοι ο πρώτος και ο δεύτερος υπό του Κιαμήλμπεη, ο τρίτος και ο τέταρτος υπό του Μουσταφάμπεη, και ο Μαυρομιχάλης υπό του καϊμακάμη. Γενομένης δε την επιούσαν νέας οχλαγωγίας, εφονεύθησαν οι προδεσμευθέντες 18 σωματοφύλακες. Οι δε αρχιερείς, οι προεστώτες και οι υπηρέται αυτών, όλοι 38, συνεσωρεύθησαν εν μια και τη αυτή φυλακή, τη των κακούργων, ήτις είχεν εμβαδόν μόλις 150 πηχών και έν μικρόν παράθυρον· ήσαν δε όλοι, εκτός δύο υπηρετών, αλυσοσύνδετοι από του τραχήλου οι μεν κύριοι διά μιας οι δε υπηρέται δι άλλης αλύσεως· ώστε, ενός ανισταμένου, όλοι εξ ανάγκης συνανίσταντο· ετρέφοντο δε όσον αποζήν και εβίωσαν τον πολυώδυνον τούτον βίον πέντε μήνας· δις μόνον εν τω διαστήματι τούτω εξήχθησαν της φυλακής, αλλά μετ' ολίγας ημέρας επανήχθησαν.
[Σεπτέμβριος] Αφού δε ενεκρίθη να μεταχειρισθώσιν οι πολιορκούμενοι τους άνδρας τούτους ως όργανα των σκοπών των, τους εξήγαγαν του δεσμωτηρίου, όπου είχαν ήδη αποθάνει ο Μονεμβασίας Χρύσανθος καί τις διάκονος, όλους ρακενδύτας, όζοντας, φθειριώντας, ημιθανείς εκ της ασιτίας και κακουχίας, σκιάς ανθρώπων μάλλον ή ανθρώπους. Έξ απέθαναν εν μια και μόνη ημέρα εν Τριπολιτσά μετά την αποφυλάκισιν, εν οις τρεις αρχιερείς, ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Δημιτσάνης Φιλόθεος· δύο δε προεστώτες εξεψύχησαν καθ' οδόν μετακομιζόμενοι εις τα ίδια, ο Θεόδωρος Δηληγιάννης και ο Ιωάννης Περρούκας. Αφ' ού δε επεριποιήθησαν οι Τούρκοι ους έως χθες εβασάνιζαν και εδικαιολογήθησαν ότι τους εφυλάκισαν εις διάσωσίν των από της ορμής του όχλου, τους διέταξαν να γράψωσι τοις πολιορκηταίς γράμματα όπως αυτοί τα υπαγόρευσαν. Ήσαν δε απειλητικά μάλλον ή συμβιβαστικά, διότι τους εμέμφοντο οι γράψαντες διά την μεγάλην αχαριστίαν των προς τόσον ευμενή εξουσίαν, τοις έλεγαν να έλθωσιν εις εαυτούς, να γνωρίσωσι το σφάλμα των, να καταθέσωσι τα όπλα και να επικαλεσθώσι το έλεος του πολυευσπλάγχνου σουλτάνου του εξουσιάζοντος τα δύο τρίτα του κόσμου και του διά μόνης της κατάρας δυναμένου να τους αφανίση· ει δε και παρήκουαν, τους ειδοποίουν, ότι εκινδύνευαν να πωληθώσι και αυτοί, καθώς άλλοτε επωλήθησαν οι όμοιοί των Σέρβοι, προς τρία γρόσια ο άνθρωπος· επί τέλους δε τους ηρώτων τι εζήτουν· ερρίφθησαν δε τα γράμματα έξω του τείχους. Οι πολιορκηταί απεκρίθησαν, ότι εχαρίζετο τοις πολιορκουμένοις η ζωή, ησφαλίζετο η τιμή των, και επετρέπετο και η αλλού μετάβασίς των· επιπλήττοντες δε τους γράψαντας επί τουρκοφροσύνη, ως αν ήσαν κύριοι να γράψωσιν ό,τι ενέκριναν, τους εσυμβούλευαν να συνακολουθήσωσι τους φίλους των. Οι Τούρκοι επρόβαλαν συνέντευξιν πληρεξουσίων εκατέρωθεν και εισηκούσθησαν· έγεινεν ανακωχή, και εχύθη έξω της πεινώσης και διψώσης πόλεως πλήθος γυναικών και παιδίων επί φανερώ κινδύνω. Αλλ', εν ώ εξήρχοντο, οι άσπλαγχνοι και αισχροκερδείς Αλβανοί, ιστάμενοι προ των πυλώνων, τοις αφήρουν ό,τι είχαν. Παμπληθή στρατεύματα, ως είπαμεν, συνέρρευσαν τας ημέρας εκείνας εκτός της πόλεως, και αυτό το στρατόπεδον των Ελλήνων σχεδόν επείνα. Διά την αιτίαν ταύτην και εις πλειοτέραν στενοχωρίαν των εντός της πόλεως εχθρών, δεχθέντες οι Έλληνες τους κατά πρώτον εξελθόντας, δεν ήθελαν να δεχθώσι και τους εκ δευτέρου και τους ετουφέκισαν εξερχομένους· αλλά τους απώθουν και οι Τούρκοι τουφεκίζοντές τους άνωθεν του τείχους. Τότε οι Έλληνες τους παρέλαβαν εξ ανάγκης, τους ετοποθέτησαν όπισθεν του στρατοπέδου προς την οδόν των Καλαβρύτων και τους αφήκαν να τρέφωνται όπως και όθεν εδύναντο.
Την δε 15 εστήθη σκηνή επί της πεδιάδος εξ ίσου μακράν της πόλεως και του στρατοπέδου, κατά τον άγιον Αθανάσιον, και δύο ώρας προ της μεσημβρίας εξήλθαν της πόλεως έφιπποι οι πληρεξούσιοι των τριών κομμάτων, και εκάθησαν υπό την σκηνήν. Ήλθαν μετ' ολίγον και οι των Ελλήνων. Επροσηκώθησαν οι Τούρκοι ιδόντες τους Έλληνας ερχομένους, αντεχαιρετήθησαν ως ισότιμοι, και ήρχισεν η συνδιάλεξις. Οι Έλληνες, ερωτηθέντες τι εζήτουν, επανέλαβαν όσα έγραψαν και επέμεναν. Οι Τούρκοι υπεσχέθησαν να δώσωσι ταχείαν απάντησιν αφ' ού εσυμβουλεύοντο και τους εν τη πόλει, και ούτω διελύθη η πρώτη συνέντευξις· εγένετο και δευτέρα, καθ' ην επρόβαλαν οι Τούρκοι να τοις δοθώσι 1800 ζώα εις μετακόμισιν αυτών και της περιουσίας των εις τους αντικρύ του Ναυπλίου Μύλους, και 40 ευρωπαϊκά πλοία όπως διαβιβασθώσι εις Σμύρνην ή εις άλλον τουρκικόν τόπον, να φέρωσι δε και τα όπλα των και να τρέφωνται υπό των Ελλήνων αφ' ης ημέρας υπογραφή η συνθήκη μέχρι της εις τα πλοία επιβιβάσεώς των. Οι δ' Έλληνες αντεπρόβαλαν να τους επιβιβάσωσιν ασφαλώς εις τα πλοία, αλλ' αφωπλισμένους· αφίνοντές τοις δε σώαν την περιουσίαν των απήτουν, ως αποζημίωσιν δι' όσην φθοράν επροξένησαν εν τη Πελοποννήσω και ως έξοδα του πολέμου, επέκεινα των 50 000 000 γροσίων. Δεινάς και ατελεσφόρους εθεώρησαν οι Τούρκοι τας προτάσεις ταύτας και ανέβαλαν την απάντησιν εις άλλην συνέντευξιν· αλλά και εν τη τρίτη συνεντεύξει δεν εσυμβιβάσθησαν, η ανακωχή ελύθη, και αι εχθροπραξίαι επανελήφθησαν.
Εντούτοις, υπέθαλπαν οι Έλληνες το ενυπάρχον σχίσμα των εχθρών, συγκαταβατικώτεροι φαινόμενοι προς τους Αλβανούς διά τας εξής αιτίας. Οι Σουλιώται, αφ' ού ανέκτησαν την πατρίδα των, εκηρύχθησαν, ως είδαμεν, υπέρμαχοι του Αλή και σύμμαχοι των αληπασιζόντων Αλβανών· διαδοθείσης δε της ειδήσεως, ότι έπνεεν η Τριπολιτσά τα λοίσθια, απεστάλησάν τινες παρά της συμμαχίας ταύτης προς τους πολιορκούντας την πόλιν εκείνην εις σωτηρίαν των κινδυνευόντων εν αυτή Αλβανών ως ομοφρόνων. Εδέχθησαν ευμενώς οι πολιορκηταί την αποστολήν ταύτην, και επροθυμήθησαν έτι μάλλον ν' αποσπάσωσι των άλλων τους Αλβανούς, διότι απέσπων την κυριωτέραν δύναμιν της πόλεως. Ευδιάθετοι εφάνησαν και οι Αλβανοί, διότι αποσπώμενοι ησφάλιζαν τα υλικά συμφέροντά των, αν και εθυσίαζαν την τιμήν των. Διά τους λόγους τούτους ο Ελμάσμπεης διεπραγματεύετο κατ' ιδίαν μετά των Ελλήνων επιτυχώς, και ελθών προς τον Κολοκοτρώνην εδήλωσεν, ότι έτοιμοι ήσαν οι Αλβανοί ν' αναχωρήσωσιν επί συμφωνία να φέρωσι τα όπλα και όλα τα πράγματά των, να συμπαραλάβωσι τας γυναίκας των πασάδων, τον κεχαγιάμπεην, τον καϊμακάμην, τον μπινά - εμίνην, τον καδήν και άλλους τινάς μη Πελοποννησίους Τούρκους, και να εξασφαλισθώσι κατά την εις Ήπειρον μετάβασίν των· υπέσχοντο δε να συμπολεμήσωσι κατά της Πύλης επί της εις τα ίδια επανόδου των. Και οι μεν Έλληνες εδέχθησαν τας προτάσεις ταύτας· οι δε εντόπιοι Τούρκοι έβλεπαν, ότι εχάνοντο, αν απεχωρίζοντο αυτών· οι Αλβανοί διά τούτο κατέβαλαν πάσαν φροντίδα εις διατήρησιν της συνενώσεως. Αλλά βλέποντες ότι οι μεν Αλβανοί εκώφευαν, οι δε Έλληνες απέρριπταν τας προτάσεις των, διηρέθησαν και αυτοί και εφρόντιζαν διά την ιδίαν σωτηρίαν διαπραγματευόμενοι είτε άτομα προς άτομα, είτε κοινότητες προς κοινότητας. Εν τούτοις οι Αλβανοί, αφ' ού κατά την εγγράφως γενομένην ιδιαιτέραν σύμβασιν αυτών και των Ελλήνων έστειλαν εις την σκηνήν του Κολοκοτρώνη τα πράγματά των, ητοιμάσθησαν να εξέλθωσι την 23. Την αυτήν ημέραν επρόβαλαν και οι λοιποί Τούρκοι να έλθωσιν εκ νέου εις λόγους μετά των Ελλήνων. Εντοσούτω η έξοδος των Αλβανών έβαλεν εις κίνησιν όλους τους εν Τριπολιτσά από πρωίας. Τινές των Ελλήνων παρετήρησαν ότι το προς την πύλην του Ναυπλίου κανονοστάσιον έμεινεν εξ αιτίας ταύτης αφρούρητον, και τρεις ώρας προ της μεσημβρίας άνευ ουδεμιάς προμελέτης ή προετοιμασίας ή ειδήσεως των αρχηγών ανέβησαν αλλεπαλλήλως 50 επί των ώμων ο είς του άλλου εν τάχει εν οις και ο Παναγιώτης Κεφάλας, εισεπήδησαν το τείχος, ήνοιξαν την αφρούρητον και ατείχιστον εκείνην πύλην, εισήγαγαν τους πλησιεστέρους συναγωνιστάς των και ανύψωσαν την ελληνικήν σημαίαν. Ιδόντες οι Τούρκοι το γεγονός έτρεξαν πληθηδόν επί τους εισελθόντας τουφεκίζοντες και τουφεκιζόμενοι. Είδαν οι έξω παρά πάσαν προσδοκίαν την ελληνικήν σημαίαν επί του τείχους, ήκουσαν και τον τουφεκισμόν και εφώρμησαν όλοι πολλαχόθεν αναβαίνοντες τα τείχη και ανοίγοντες και άλλας πύλας υπό τον σφοδρόν τουφεκισμόν και κανονοβολισμόν των εχθρών. Οι δε Αλβανοί, έμφοβοι μη εμπλεχθώσι, συνήλθαν όλοι εις την αυλήν του παλατίου ως υπό συνθήκην, και απεκαλούντο την εκπλήρωσίν της, αν όχι ως προς όλους, τουλάχιστον ως προς εαυτούς· αλλά διά την κατά τον ανωτέρω τρόπον άλωσιν της πόλεως οι Έλληνες ήθελαν να θεωρηθή η συνθήκη ως διαλελυμένη· ο Κολοκοτρώνης όμως και οι λοιποί αρχηγοί υπεσχέθησαν ν' ασφαλίσωσι μόνους τους Αλβανούς, και, εν ώ Έλληνες και Τούρκοι εμάχοντο εντός της πόλεως, τους απέπεμψαν όλους 1800 υπό την οδηγίαν του Πλαπούτα, όστις μετά τινων άλλων ωμήρευε παρ' αυτοίς αφ' ης ημέρας εγένετο ο συμβιβασμός. Εξελθόντες δε αβλαβείς και ανενόχλητοι οι Αλβανοί, παρέλαβαν σώα τα διαπιστευθέντα τω Κολοκοτρώνη πράγματά των, διενυκτέρευσαν υπό τας σκηνάς του, απέλυσαν επί τη απαιτήσει αυτού όσους εντοπίους συμπαρέλαβαν επί της εξόδου των, ανεχώρησαν την επιούσαν, και υπό την προστασίαν των συνοδευσάντων αυτούς μέχρι της Βοστίτσης Ελλήνων διεβιβάσθησαν ασφαλώς εις Τριζόνια και ωδοιπόρησαν εις Ήπειρον.
Λαός, αποτινάσσων πολυχρόνιον και βαρύν ζυγόν, κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του· ο δε οπλοφόρος της Ελλάδος λαός ήτον έτι μάλλον ακράτητος κατ' εκείνας τας ημέρας, διότι ούτε κυβέρνησις υπήρχεν, ούτε μισθός εδίδετο, ούτε τροφαί τακτικώς διενέμοντο, ούτε μέλλον ασφαλές εφαίνετο, ούτε ο άτακτος επαιδεύετο, ούτε ο σωφρονών αντημείβετο. Διά ταύτα η ημέρα της αλώσεως της πρωτευούσης της Πελοποννήσου ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν (δ), άλλοι φονευόμενοι, άλλοι εις τας αναφανείσας εν τη πόλει φλόγας ριπτόμενοι, και άλλοι υπό τα καταπίπτοντα στεγάσματα και πατώματα των καιομένων οικιών καταθλιβόμενοι· η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου· εστρώθη το έδαφος πτωμάτων και οι περιφερόμενοι πεζοί και ιππείς δεν επάτουν ειμή αποθνήσκοντας ή αποθανόντας· εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι, επί λόγω της εν Κωνσταντινουπόλει και αλλού κακής προς τους Χριστιανούς διαγωγής των ομοθρήσκων των, όλοι κατεστράφησαν, οι μεν διά σιδήρου, οι δε διά πυρός, εκτός των περί τον Χανέ γνωστόν διά την αγαθότητά του. Ολίγοι Τούρκοι απεφάσισαν να εξαγοράσωσι δι' αίματος το αίμα των, και κατέλαβαν οι μεν την μεγάλην τάπιαν οι δε οικίας τινάς και επολέμουν. Διεκρίθησαν μεταξύ των άλλων καί τινες Δερβίσαι, κλεισθέντες εν τω τουρκικώ σχολείω και πολεμήσαντες μέχρι τελευταίας πνοής. Οι Έλληνες εκυρίευσαν αυθημερόν τας οικίας όσας οι εχθροί των κατέλαβαν εκτός δύο. Περί δε το μεσονύκτιον ανεφάνησαν αίφνης φλόγες εν τω παλατίω, όπου διέτριβαν αι γυναίκες των πασάδων, ας επί της εκπορθήσεως της πόλεως παρέλαβεν ο Πετρόμπεης. Αι γυναίκες αύται εξ αιτίας της αναφανείσης φλογός μετεκομίσθησαν την νύκτα εις την προ ολίγου κτισθείσαν λαμπράν οικίαν του Μουσταφάμπεη υπό την φύλαξιν πάντοτε του Πετρόμπεη. Την δ' επαύριον εκυριεύθη η μία των μη κυριευθεισών την προτεραίαν δύο οικιών, και εκάη η άλλη και συνεκάησαν και όλοι οι εν αυτή. Οι δε καταλαβόντες την τάπιαν μήτε τροφήν μήτε πόσιν έχοντες παρεδόθησαν επί ασφαλεία ζωής την 26. Τρεις ημέρας διήρκεσαν τα περί ων ο λόγος εν τη πόλει δεινά. Την δε τρίτην εθανατώθησαν εκτός της πόλεως και όσοι πεινώντες και διψώντες εξήλθαν προ της αλώσεως. Διακόσιοι ήσαν οι εν μέσω της αλληλομαχίας πεσόντες Έλληνες, δεκακισχίλιοι δε πάσης ηλικίας οι απολεσθέντες Οθωμανοί, Οθωμανίδες και Εβραίοι· οι δε λοιποί ηχμαλωτίσθησαν· 40 μόνον ένοπλοι διέφυγαν τας χείρας των Ελλήνων καταφυγόντες εις Ναύπλιον και μη καταδιωχθέντες επί της φυγής. Οι επισημότεροι δε των αιχμαλωτισθέντων ήσαν ο κεχαγιάμπεης, ο καϊμακάμης, ο Κιαμήλ - μπεης, ο Μουσταφάμπεης (ε), ο Σιέχ - Νετσήπ - εφέντης, ο δεφδερδάρης, ο μπινά - εμίνης, και αι παρά τω Μαυρομιχάλη γυναίκες των πασάδων. Άπειρα και πολύτιμα ήσαν τα λάφυρα, αλλ' όλα διηρπάγησαν άνευ παραμικράς ωφελείας του κοινού, αν και ηλπίζετο να θεραπευθώσιν οπωσούν εκείθεν αι κατεπείγουσαι ανάγκαι της πατρίδος. Τόση δε ήτον η επισυμβάσα λεηλασία, ώστε αι πλείσται των οικιών εγυμνώθησαν και αυτής της ξυλώσεώς των.
Ουδαμώς προτιθέμεθα να δικαιολογήσωμεν τας επί της αλώσεως της Τριπολιτσάς απανθρωπίας των Ελλήνων, ως απανθρωπίας ομογενών, υπενθυμίζομεν μόνον, ότι παντός λαού ιστορία, και αυτών των μάλλον εξευγενισμένων, έχει σελίδας απανθρωπίας. Και επί των ημερών ημών η Ιόππη, αλωθείσα υπό των Γάλλων, αφέθη εις την διαρπαγήν και εις την σφαγήν 30 ώρας, και οι αιχμαλωτισθέντες απέθαναν όλοι εν στόματι μαχαίρας. Δεν επράχθησαν δε τα εν Ιόππη υπό τυραννουμένων κατά τυραννούντων ως εν Ελλάδι, ουδέ παρά γνώμην των αρχηγών ως εν Τριπολιτσά, αλλά κατά ρητήν διαταγήν αυτού του Ναπολέοντος παραδεχθέντος, κατά τον ευφράδη Τιέρον, «βάρβαρα ήθη εν βαρβάροις τόποις».
Ο δε Υψηλάντης, εν τοις Βασιλικοίς διατρίβων, έμαθε την άλωσιν της Τριπολιτσάς· και οι μεν συν αυτώ μη τακτικοί έσπευσαν να επανέλθωσιν εις την αλωθείσαν και λαφυραγωγουμένην πόλιν, αυτός δε μετά των τακτικών επροχώρησεν εις Κόρινθον, και προτείνας τοις εν τη ακροπόλει παρά του Κωνσταντίνου Πετμεζά πολιορκουμένοις να παραδοθώσι, και μηδόλως εισακουσθείς ανέβη μέχρι του Γερανείου, εκείθεν δε επανήλθε την 10 οκτωβρίου εις Τριπολιτσάν, όπου τον υπεδέχθησαν οι πορθηταί αγαλλόμενοι και κανονοβολούντες.
Ερχόμεθα ήδη να διηγηθώμεν και τα της Κρήτης μέχρι του τέλους του πρώτου έτους του αγώνος.
Οι Τούρκοι και διά την στενοχωρίαν ην εδοκίμαζαν, και διά την καταισχύνην επί ταις επανειλημμέναις αποτυχίαις των, και διά φόβον άλλων ενδεχομένων κακών, απεφάσισαν, συνενώσαντες μεγάλας δυνάμεις πολλαχόθεν, να πατήσωσιν εκ νέου τα Σφακιά. Την 29 Ιουλίου ηυλίσθη ο πασάς του Μεγάλου Κάστρου κατά την Επισκοπήν, όπου συνηυλίσθη και ο της Ρεθύμνης·
[Αύγουστος] συνεκστρατεύσαντες δε αμφότεροι εις Αρμυρόν έτρεψαν την 5 αυγούστου τους εκεί οπλοφόρους Χριστιανούς κανονοβολούντες και βομβοβολούντες και εφόνευσαν τον αρχηγόν αυτών Παπαγιάννην Μουριώτην ανδρείως μαχόμενον καί τινας των περί αυτόν· συνενωθέντων δε και των Χανιωτών επάτησαν την 6 τον Αποκόρωνα, παραδώσαντες το παν εις σίδηρον και εις αιχμαλωσίαν· συνηριθμούντο δε όλοι υπερδεκακισχίλιοι. Εντός των Χανιών, αληθούς ληστηρίου, ήσαν δύο ενσυνείδητοι Τούρκοι, ο Τσουρούναγας και ο Κασήμαγας, ισχυροί και οι δύο, εξ ών ο μεν πρώτος επροστάτευε προ της ρήξεως τους Σφακιανούς, ο δε δεύτερος αντέστη εις την εξολόθρευσιν των Χριστιανών· οι δύο ούτοι εθεωρήθησαν ένοχοι θανάτου διά την πολιτικήν των φρόνησιν και φιλανθρωπίαν, και παρηγγέλθησαν να συνεκστρατεύσωσιν· υπήκουσαν· αλλά καθ' οδόν υποπτεύσας ο Κασήμαγας έγεινεν άφαντος, ο δε Τσουρούναγας εκρεμάσθη ενώπιον του στρατού. Τούτου δε γενομένου εξελέχθησαν τρισχίλιοι Καστρινοί και προχωρήσαντες ανενόχλητοι επάτησαν το Θέρισον, το έκαυσαν, έκαυσαν και τους Λάκκους, και εστρατοπέδευσαν την 13 επί της πεδιάδος του Ομαλού λεηλατούντες και καταστρέφοντες τα πέριξ χωρία εγκαταλειφθέντα παρά των ενοικούντων, και αναμένοντες να έλθωσιν οι Χριστιανοί και προσκυνήσωσιν. Αλλ' οι τήδε κακείσε διεσπαρμένοι ένοπλοι Σφακιανοί και Ριζίται συνήλθαν πανταχόθεν την αυτήν νύκτα ως πεντακόσιοι εις τον Ξηρόκαμπον, οι μεν υπό τον Δασκαλάκην, οι δε υπό τον Αναγνώστην Παναγιώτου, και έπεσαν πρωίας γενομένης πολλαχόθεν επί τους εχθρούς μηδέν τοιούτον υποπτεύοντας, και τουφεκίζοντές τους, επί της πεδιάδος εστρατοπεδευμένους, έβλαπταν και δεν εβλάπτοντο. Θορυβηθέντες οι πολυάριθμοι Τούρκοι επί τη αιφνιδίω προσβολή ηγωνίζοντο, έχοντες και τρία κανόνια, να διασκορπίσωσι διά σφοδρού πυρός τους ολίγους εχθρούς των· αλλ' ούτοι διετήρησαν άφοβοι τας θέσεις των, ενισχύθησαν και παρ' άλλων άλλοθεν ελθόντων εις βοήθειαν διαρκούσης της μάχης, και τόσον έβλαψαν και εφόβισαν τους εχθρούς, ώστε τους έτρεψαν εις αισχράν φυγήν. Και οι μεν των Χριστιανών τους κατεδίωκαν όπισθεν, οι δε άλλην συντομωτέραν και ορεινοτέραν οδόν διελθόντες επρόλαβαν και τους απέκλεισαν έμπροσθεν εντός τινος στενοτοπίας. Ελπίζοντες οι Τούρκοι επί τον αριθμόν των εδοκίμασαν να διαβώσιν, αλλ' επεσωρεύοντο πίπτοντες υπό το πυρ των Σφακιανών και Ριζιτών τουφεκιζόντων θανατηφόρως όπισθεν των πετρών· βλέποντες δε οι εχθροί εξ όσων έπασχαν την παντελή σχεδόν εξολόθρευσίν των, και εις τα έμπροσθεν αν επροχώρουν, και εις τα όπισθεν αν επανήρχοντο, επεχείρησαν πολλοί να λυτρωθώσι φεύγοντες κακήν κακώς εις τα τραχέα όρη της ανατολικής πλευράς της διόδου, εγκαταλείψαντες εις χείρας των εχθρών έπιπλα, πολεμεφόδια και αυτούς τους ίππους μη δυναμένους να αναβώσι τα όρθια εκείνα όρη. Υπερδιακόσιοι εχάθησαν κατά την εκστρατείαν ταύτην· τινές δε πεινώντες και διψώντες και άλλοι περιπλανώμενοι κατέφυγαν εις οικίας χριστιανικάς επί των ορέων επ' ελπίδι ελέους, αλλ' έλεος οι ανηλεείς ουδαμού ηύραν. Εκδίκησιν εβόα και εν ταις φύσει τρυφερωτέραις των γυναικών καρδίαις και εκδίκησιν ηύρε το προ ολίγου χυθέν ανηλεώς αθώον και ιερόν αίμα των ομοπίστων αδελφών των· ως και αυτοί οι ιερείς, οι υπηρέται του Θεού του ελέους, εφάνησαν υπηρέται του θεού των εκδικήσεων· όλοι, όσοι έπεσαν διά μίαν ή άλλην περίστασιν εις χείρας των Χριστιανών, ανδρών ή γυναικών, κοσμικών ή κληρικών, όλοι εν στόματι μαχαίρας απέθαναν· εχάθησαν δε εν τη μάχη και είκοσι Έλληνες, εν οις και ο Στέφανος Χάλης.
Παράφρονες γενόμενοι οι Τούρκοι διά τα δεινά παθήματά των εστράτευσαν την 29 πανστρατιά εις Σφακιά. Δισχίλιοι Χριστιανοί συνήλθαν εις Ασκύφον προς αντίκρουσιν· αλλά την 31 καθ' ην εσκόπευαν να επιπέσωσιν, είδαν όπισθεν επερχομένους εχθρούς, και φοβηθέντες μη ευρεθώσιν εν μέσω διττού πυρός ανέβησαν τα όρη. Οι Τούρκοι εισήλθαν αμαχητί εις Ασκύφον, τον έκαυσαν, έκαυσαν και άλλα χωρία, και μηδενός κωλύοντος επάτησαν και αυτήν την Ανάπολιν. Φόβος και τρόμος κατέλαβε τότε τους Χριστιανούς, και οι μεν κατέφευγαν εις τας κορυφάς των ορέων, οι πλείστοι δε έτρεχαν εις τον λιμένα, και επιβιβαζόμενοι εις πλοία κατέφευγαν εις Γαύδον, παρακείμενον ερημοννήσιον, τινές δε και εις τα Κύθηρα. Συνέρρευσαν εις Λουτρόν και πολλοί λειποτάκται ατακτούντες και φορολογούντες ασυνειδήτως και αναισχύντως τους αδυνάτους πρόσφυγας. Οι Τούρκοι περιήλθαν όλα τα Σφακιά μηδένα των κατοίκων εντυγχάνοντες· μίαν μόνον γραίαν ενέτυχαν, ήτις, ερωτηθείσα τι έγειναν οι κάτοικοι, απήντησεν ότι ήκουσεν αυτούς λέγοντας, ότι κατέβαιναν εις τον αιγιαλόν ίνα μετακομίσωσι τα αδύνατα μέλη εις Γαύδον, και πλεύσαντες εκείθεν εις Μασαράν επιβιβάσωσιν εις τα πλοία των τα εκεί σιτηρά εν απουσία των Τούρκων και καύσωσι τα χωρία. Ταύτα ακούσαντες οι Τούρκοι και θεωρούντες ότι έσβεσαν την επανάστασιν διά της καταστροφής των Σφακιών, πάσχοντες δε και έλλειψιν τροφών επανήλθαν εις τα ίδια. Επανήλθαν και οι τήδε κακείσε διασπαρέντες Χριστιανοί εις τας εστίας των και εμψυχωθέντες υπό τινων συντοπιτών και άλλων ομογενών, έξωθεν κατ' εκείνας τας ημέρας αφιχθέντων εις συμμέθεξιν του αγώνος, κατέλαβαν μετ' ολίγον διαφόρους θέσεις και πολλοί ετοποθετήθησαν πλησίον των Χανιών, έκοψαν το υδραγωγείον, και ηνάγκασαν τους εντός του φρουρίου ν' ανοίξωσι πηγάδια· αλλά το εντεύθεν αναβλύζον νερόν ήτο κακής ποιότητος, και απέθνησκαν ως 15 την ημέραν· τόσον δε επλησίασαν οι περί τον Δασκαλάκην ώστε έκαυσαν καί τινα παρακείμενα εργαστήρια και ήρπασαν και τα εντός τουφεκοβολής βοσκήματα του πασά. Εν τούτοις η πολιτική κατάστασις εχειροτέρευεν ημέρα τη ημέρα· σύγχυσις, αταξία και αναρχία επεκράτει, και η παρουσία αρχηγού πολιτικού και πολεμικού εφαίνετο αναγκαιοτάτη. Είχαν προ καιρού αισθανθή την ανάγκην ταύτην οι Κρήτες, και μόλις έμαθαν την εις Πελοπόννησον κατάβασιν του Υψηλάντου, έστειλαν ζητούντες αρχηγόν και πολεμεφόδια τους συμπατριώτας των Νικόλαον Οικονόμου, Αναγνώστην Παναγιώτου και Χατσή Νικολόν Μπενιζέλον. Ο Υψηλάντης έστειλεν ό,τι είχε, τουτέστιν ολίγα πολεμεφόδια και αρχηγόν τον Μιχαήλ Αφεντούλην ή Αφεντούλιεφ τον και Κομνηνόν (στ), γεννηθέντα εν Ρωσσία εξ Ελλήνων. Ο αρχηγός ούτος κατέπλευσεν εις Λουτρόν, λιμένα των Σφακιών, την 25 Οκτωβρίου, και την αυτήν ημέραν εξέδωκε προκήρυξιν προς τους Κρήτας, δι' ης εδικαιολόγει την έως τότε αναβολήν αποστολής αρχηγού, τοις έλεγεν ότι έχαιρε πατήσας γην ακμάσασαν άλλοτε υπό τους συνετούς νόμους του Μίνωος και ότι είχεν εντολήν να συνεργήση εις την πολιτικήν αναγέννησίν των· τοις ανέφερε δε εις εμψύχωσίν των την παράδοσιν Μονεμβασίας και Νεοκάστρου, την άλωσιν Τριπολιτσάς, και τας επί ξηράς και θαλάσσης νίκας των Ελλήνων, συνίστα την ομόνοιαν, την ευπείθειαν και την καλήν διαγωγήν και τους εθάρρυνεν, αναδεχθέντες τον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα να εγκαρτερήσωσι γενναίως εν τοις δεινοίς εις απόλαυσιν των ουρανίων και επιγείων αγαθών· εξέδωκε δε και στρατιωτικόν οργανισμόν, κατάλληλον εις μόνους τους τακτικώς τρεφομένους και μισθοδοτουμένους. Οι Κρήτες εχάρησαν και ενθουσιάσθησαν επί τη αφίξει του αντιπροσώπου του Υψηλάντου, και τον εκάλεσαν εις τα όρη εν μέσω αυτών, προθέμενοι να εκστρατεύσωσιν υπό την εποπτείαν του· αλλ' ούτος ανέβαλλεν επί μια ή άλλη αιτία την ανάβασίν του.
Μετά δε την εις Κρήτην άφιξίν του, θαρρύνασαν το εμπόριον, κατέπλευσαν εις το Λουτρόν πλοία εκ διαφόρων μερών της Ευρώπης φέροντα τροφάς και πολεμεφόδια, ων η έλλειψις εμπόδιζεν ευλόγως έως τότε παν πολεμικόν κίνημα.
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ'.
&Σχεδιασθείσα και μη ενεργηθείσα εκστρατεία του Κολοκοτρώνη εις Πάτρας — Αναχώρησες εκ της Ανατολικής Ελλάδος των τουρκικών στρατευμάτων. — Είσοδος των Ελλήνων εις την πόλιν των Αθηνών. — Δημογεροντικόν σύστημα προ της επαναστάσεως. — Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Θεόδωρος Νέγρης και άλλοι έξωθεν ελθόντες Έλληνες. — Σύστασις κεντρικών Αρχών της στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. — Συνάθροισις των πληρεξουσίων εν Άργει. Ελληνοαλβανική συμμαχία και λύσις αυτής.&
Η ΔΕ άλωσις της Τριπολιτσάς επέφερε τόσον φόβον τοις εν Πάτραις Τούρκοις, ώστε εκατοστύες έτρεξαν επί τω ακούσματι εις το παραθαλάσσιον όπως διασωθώσιν εις τα πλοία μηδενός αυτούς καταδιώκοντας. Οι εκεί Αλβανοί όλοι ελειποτάκτησαν και διεβιβάσθησαν εις την αντικρύ ξηράν· οι δε Λαλιώται κατέσχαν την ακρόπολιν και κατήντησαν εις τόσην αναισχυντίαν, ώστε ηνάγκασαν τον μεν Ισούφπασαν, απαρεσκόμενον επί τη διαγωγή των, να καταβή εις το Ρίον, τους δε εγχωρίους Τούρκους, αοίκους μείναντας, να καταφύγωσιν εις το Αντίρριον, ώστε μόνοι σχεδόν οικήτορες ήσαν 2500 Λαλιώται, εξ ών 800 ένοπλοι. Γνωστοποιηθέντων δε των συμβάντων τούτων τοις εν Τριπολιτσά, εκινήθη ο Κολοκοτρώνης κοινή γνώμη προς τας Πάτρας, και έχων παλαιάς σχέσεις προς τους εκεί Λαλιώτας είχε πεποίθησιν ότι εις αυτόν μάλλον ή εις άλλους θα παρεδίδοντο, και μάλιστα αφ' ού εγνώσθη ότι διά των φροντίδων αυτού διετηρήθησαν αβλαβείς οι Αλβανοί εν μέσω της δεινής αλληλομαχίας καθ' ην εξήλθαν της Τριπολιτσάς. Είκοσι μόνον σωματοφύλακας είχε καθ' ην ημέραν εξεστράτευσε, διότι ο οπλοφόρος όχλος ανεχώρησεν εις τας επαρχίας προς εξασφάλισιν των λαφύρων και των αιχμαλώτων πριν δε φθάση εις Μαγούλιανα, επτά ώρας μακράν της Τριπολιτσάς, συνέρρευσαν υπό τας οδηγίας του 1200. Αφ' ού έφθασεν εις Γαστούνην, ηριθμούντο οι οπαδοί του εις τετρακισχιλίους, διότι η προλαβούσα νίκη εν Τριπολιτσά εθάρρυνε, και η μέλλουσα λαφυραγωγία είλκυε πολλούς. Αλλ' οι πολιορκούντες τας Πάτρας αρχηγοί των Αχαιών δυσηρεστήθησαν διά την εκστρατείαν ταύτην και την εμπόδισαν δι' ων έγραψαν τοις εν Τριπολιτσά· κατά πρόσκλησιν δε αυτών ο Κολοκοτρώνης επανήλθεν εις την πόλιν εκείνην άπρακτος.
Εν τω μεταξύ δε τούτω οι εμφωλεύοντες εν τη Ανατολική Ελλάδι πασάδες, Μεχμέτης και Βρυώνης, ιδόντες ότι η εκστρατεία, μεθ' ης θα συνέπρατταν, εματαιώθη εν τη μάχη των Βασιλικών, και ότι ηλώθη η Τριπολιτσά, ης η λύτρωσις ήτον ο πρώτος της εκστρατείας σκοπός, απεφάσισαν ν' αναχωρήσωσιν εις τα ίδια. Συνέτρεξε δε εις την απόφασιν ταύτην και η κατ' εκείνας τας ημέρας μετάπεμψις του Βρυώνη εις Ιωάννινα, θέλοντος του Χουρσήδη να μεταχειρισθή την επιρροήν του ανδρός τούτου εις προσέλευσιν των αληπασιζόντων Αλβανών. Διά τους λόγους τούτους (α) ο μεν Βρυώνης ανεχώρησεν εξ Αθηνών την 28 σεπτεμβρίου μετά του πλείστου μέρους του στρατεύματός του, ο δε δελήμπασής του μετά των λοιπών κατόπιν· ηνώθησαν δε εν Θήβαις οι δύο πασάδες, ηκροβολίσθησαν μετά της κατά τα Μέγαρα ελληνικής προφυλακής, και παραλαβόντες την οθωμανικήν φρουράν της Λεβαδείας, μετέβησαν διά της οδού του Ταλαντίου, της μόνης ανοικτής, ως κατεχομένων των άλλων υπό των Ελλήνων, εις Θεσσαλίαν και εκείθεν εις Ιωάννινα.
Διαρκούσης δε της εν Αθήναις διατριβής του Βρυώνη, οι Τούρκοι διετέλεσαν ανεπηρέαστοι κύριοι όλης της Αττικής. Δις μόνον απήντησαν εν τη περιφορά των Χριστιανούς εισδύσαντας εις Δραγομάνον, και κτυπήσαντές τους αντεκρούσθησαν· εν τελευταία δε συγκρούσει παρήν και ο πασάς, ον Αθηναίος τις Δήμος Ρομπέσης επιστόλισε και ολίγον έλειψε να φονεύση· αλλ' εφονεύθη αυτός· συνεφονεύθησαν και δύο άλλοι και ηχμαλωτίσθησαν τρεις· εφονεύθησαν δε και Τούρκοι, και ευρέθη καταγής πολύτιμος σπάθη, ήτις ελέγετο ότι ήτον η του πασά.
Αναχωρήσαντος δε του Βρυώνη εξ Αθηνών, η πόλις και η ακρόπολις έμειναν υπό την φύλαξιν των εγχωρίων Τούρκων και των εκεί προϋπαρχόντων ολίγων Αλβανών, πλήθουσαι τροφών. Οι Χριστιανοί, διεσπαρμένοι εις τας πλησιοχώρους νήσους, συνήλθαν προς απολύτρωσιν της πατρίδος των και εισέβαλαν παμπληθεί εις την Αττικήν.
[Νοέμβριος]Την 3 νοεμβρίου εξελθόντες οι Τούρκοι έπεσαν επί τινας Έλληνας, απροφυλάκτως περιφερομένους εν τω προς τον Μαραθώνα ελαιώνι, και συνέλαβαν γυναίκας και τρεις άνδρας, και τας μεν εκράτησαν, τους δε απεκεφάλισαν· εξήλθαν πάλιν και την 4, και συνήντησαν Έλληνας κατά το Χαλάνδρι, όπου, συγκρούσεως γενομένης, οι Έλληνες έτρεψαν τους Τούρκους και τους κατεδίωξαν μέχρι των τειχών της πόλεως σκοτώσαντες 22. Εσκότωσαν και οι Τούρκοι ένα και συνέλαβαν ζώντα τον Αναστάσην Λέκαν, ον ανηλεώς βασανίσαντες εθανάτωσαν. Οι Έλληνες, ηξεύροντες ότι οι εχθροί την μεν νύκτα ανέβαιναν όλοι εις την ακρόπολιν, την δε ημέραν κατέβαιναν εις την πόλιν, και ότι είχαν δι' όλης της ημέρας ανοικτήν την πύλην της ακροπόλεως διά την αναγκαίαν συγκοινωνίαν, διενοήθησαν να εισέλθωσι την νύκτα εις την πόλιν, έρημον ούσαν, και να παραφυλάξωσιν υπό την ακρόπολιν μέχρι της αυγής, επί σκοπώ να ορμήσωσι τότε αίφνης και κυριεύσωσι την πύλην, ανοιγομένην κατά το σύνηθες την ώραν εκείνην. Τολμηρόν ήτο το μελετηθέν, αλλ' όχι και ακατόρθωτον διά την γνωστήν νωθρότητα και απροσεξίαν των Τούρκων. Εις εκτέλεσιν δε αυτού επλησίασαν ησύχως προς την πόλιν την νύκτα της 4, επήδησάν τινες έσω του τείχους αφανείς, και ανοίξαντες την πύλην της πόλεως εισήγαγαν τους άλλους. Αλλ' οι Τούρκοι ήκουσαν γαυγίσματα εν τη πόλει παρά το σύνηθες, και, υποπτεύσαντες, δεν ήνοιξαν ημέρας γενομένης την πύλην της ακροπόλεως, και τοιουτοτρόπως εματαιώθη το σκοπούμενον. Οι δε Έλληνες έμειναν εν τη πόλει, απέκλεισαν τους εχθρούς και ήρχισαν δευτέραν πολιορκίαν της ακροπόλεως.
Κατά την επί της ελεύσεως του Υψηλάντου γενομένην απόφασιν των Ελλήνων η γερουσία της Πελοποννήσου επρόκειτο να διατηρηθή μέχρι της εκπολιορκήσεως της Τριπολιτσάς, και μετά ταύτα να συνέλθωσιν οι Έλληνες εις σύστασιν τακτικωτέρας και εθνικωτέρας κυβερνήσεως. Επειδή δε ο όρος ούτος επληρώθη ήδη, και η περί τούτου ανάγκη ήτον επαισθητή, και η κατάστασις της Πελοποννήσου αρμοδία, ενεκρίθη να συγκροτηθή όσον τάχιον η εθνική συνέλευσις. Η κατάστασις των νήσων του Αιγαίου και της εντός των σημερινών ορίων στερεάς Ελλάδος ήτον έτι μάλλον αρμοδία. Αι νήσοι διέμειναν επί της επαναστάσεως παντάπασιν ανενόχλητοι υπό των εχθρών εκτός της Σάμου, αλλά και αύτη πολεμηθείσα υπερίσχυσε. Το δυτικόν μέρος της στερεάς Ελλάδος διέμενε διόλου ανεπηρέαστον υπό του εχθρού μετά την μάχην του Μακρυνόρους, το δε ανατολικόν απηλλάγη εσχάτως και αυτό, ώστε επί της στερεάς Ελλάδος από Μακρυνόρους μέχρι Θερμοπυλών δεν υπήρχε μεσούντος του Οκτωβρίου εχθρός, ειμή εν Βονίτση, Ναυπάκτω, Αντιρρίω και Αθήναις· αλλ' αι φρουραί αύται μόλις ήσαν ικαναί ν' ανθέξωσιν εις τας προσβολάς των Ελλήνων. Προκειμένης δε της συγκαλέσεως των πληρεξουσίων, ο Υψηλάντης απέστειλεν εις τας επαρχίας προσαγγελείς, και εξέδωκεν εγκυκλίους, εν αις εθεώρει εαυτόν μεν εθνάρχην και πρόμαχον της ευνομίας, τους δε προεστώτας ομοίους των Τούρκων και αξίους του μίσους του πάσχοντος λαού. Τόσον βαρεία προσβολή εξηγρίωσε τους προεστώτας και υπερηύξησε την κατ' αυτού αντιπολίτευσίν των.
Προτού δε εκλεχθώσιν οπωσούν τακτικώς οι πληρεξούσιοι, εχρειάζετο να οργανισθή ο τόπος.
Το Αιγαίον έμενε μετά την έναρξιν της επαναστάσεως ωργανισμένον όπως ήτο και προτού, και χρείαν νέου οργανισμού σχεδόν δεν είχεν. Αλλ' εν τη Πελοποννήσω και εν τη στερεά Ελλάδι, αφ' ού κατεστράφησαν αι τουρκικαί Αρχαί, επέζων μόνον αι εγχώριοι επιρροαί τινων Ελλήνων, κυβερνώντων τα των επαρχιών υπό το όνομα προεστώτων και καπητάνων· διότι συνειθισμένοι οι λαοί να βλέπωσι τούτους ανωτέρους των, τοις επρόσφεραν αυτοπροαιρέτως σέβας και υπακοήν. Πολλοί πολλά έγραψαν και είπαν κατά των δύο τούτων τάξεων. Αναμφιβόλως η των προεστώτων είχε συνήθως τα ελαττώματα, άτινα μεταδίδει διεφθαρμένη εξουσία τοις υπαλλήλοις της, και η των οπλαρχηγών είχε τας έξεις της μαχαίρας και της ανατροφής των· αλλ' ο αγών της Ελλάδος ως προς τον κατά ξηράν πόλεμον είναι κυρίως έργον των δύο τούτων κλάσεων, διότι αύται, άγουσαι και φέρουσαι τον λαόν όπως ήθελαν, μετεχειρίσθησαν, καλή τύχη, ως επί το πλείστον την δύναμίν των επ' αγαθώ της πατρίδος· είναι δε σήμερον αποδεδειγμένον, ότι όχι μόνον ουδείς επλούτησεν, αλλ' ολιγώτατοι και τα προς το ζην απέκτησαν, και πολλοί ευπορούντες απέμειναν σχεδόν άποροι· αι δε καταχρήσεις της δυνάμεώς των, δι' ας κατηγορούνται, και πολλάκις δικαίως, ήσαν εφήμεροι και ούτε όσον θεωρούνται κοινώς βαρείαι, εν ώ η διά της θερμής συνεργείας αυτών αποκτηθείσα εθνική ελευθερία είναι ανεκτίμητος και διαμένουσα.
Προτού δε προχωρήσωμεν εις την έκθεσιν του νέου οργανισμού, συμφέρει να παρατηρήσωμεν τα υπό την τουρκικήν εξουσίαν διοικητικά καθήκοντα των Ελλήνων, και ποίαι αι πρακτικαί και θεωρητικαί γνώσεις αυτών, αρχομένου του αγώνος.
Η Πελοπόννησος ήτον ωργανισμένη εις κοινά, ή δήμους· κατ' εκλογήν δε αυτών διωρίζοντο οι δημογέροντες κατά πόλεις, κώμας και χωρία. Ούτε διά τον εκλογέα ούτε διά τον εκλόγιμον υπήρχε τίμημα· ώστε όλοι οι κάτοικοι ήσαν εκλογείς και εκλόγιμοι, αλλ' επροτιμώντο πάντοτε ως εκλόγιμοι οι ευπορώτεροι, και ούτως επληρούτο η διάταξις του Σόλωνος η λέγουσα, οι μεν πτωχοί να εκλέγωσιν, οι δε πλούσιοι να εκλέγονται. Και οι μεν γενικοί δημογέροντες εκάστης επαρχίας, οι λεγόμενοι κοτσαμπασίδες ή προεστώτες, ελαμβάνοντο εκ των κατοίκων της πρωτευούσης της επαρχίας, οι δε δημογέροντες των λοιπών αυτής μερών συνήρχοντο εις την πρωτεύουσαν και συνέπρατταν μετά των κατοίκων της επί τη εκλογή των γενικών δημογερόντων. Αι δημαιρεσίαι ήσαν οριστικαί. Η δε τουρκική εξουσία του τόπου ειδοποιείτο απλώς περί αυτών και παρεδέχετο την ψήφον του κοινού. Ενιαύσιοι ήσαν αι αρχαιρεσίαι δικαιωματικώς, ανεβάλοντο δε καταχρηστικώς, και οι αυτοί προέστευαν πολυετώς ή και διά βίου· αλλ' ο ταμίας έδιδε κατ' έτος ευθύνας.
Εν ρητή δε ώρα του έτους οι γενικοί δημογέροντες, ήτοι οι προεστώτες όλης της Πελοποννήσου, ανέβαιναν εις Τριπολιτσάν και συνεκρότουν γενικήν συνέλευσιν, καθ' ην συμπράξει και της τουρκικής εξουσίας ωρίζοντο τα ενιαύσια έξοδα της σατραπείας· αλλά μόνοι οι προεστώτες διένεμαν το ορισθέν των εξόδων ποσόν μεταξύ των διαφόρων επαρχιών, τηρούντές τινας κανόνας ως προς την διανομήν, ους αυτοί έθεσαν εκ συμφώνου επί τη βάσει του πληθυσμού της επαρχίας και των εισοδημάτων αυτής. Επανερχόμενοι δε εις τας επαρχίας των εκάλουν εις την πρωτεύουσαν εκάστης τους δημογέροντας των άλλων αυτής μερών, και αφ' ού έβαλλαν υπ' όψιν των το επιβάλλον τη επαρχία μέρος των γενικών εξόδων του έτους, συμπράξει και συναινέσει αυτών επρόσθεταν και τα επαρχιακά των και διένεμαν το σύνολον μεταξύ των δήμων της επαρχίας, τηρουμένων προς τούτο, ως και επί της γενικής διανομής, τινών κανόνων· επανερχόμενοι δε οι δημογέροντες εις τους δήμους των συμπαρελάμβαναν συμπράκτοράς των τους εγκριτωτέρους των συνδημοτών, και προσθέτοντες και τα ιδιαίτερα του δήμου των έξοδα διένεμαν τα της ολικής ετησίου δαπάνης μεταξύ των οικογενειών του δήμου των αναλόγως της καταστάσεως εκάστης, ην εγνώριζαν διά την μικρότητα των δήμων· ουδείς δε των πολιτών οποιασδήποτε τάξεως και οποιουδήποτε βαθμού έμενεν αφορολόγητος· οι αυτοί δε δημογέροντες εισέπρατταν τους φόρους. Τοιουτοτρόπως ο μεν γενικός φόρος ωρίζετο από κοινού παρά της τουρκικής εξουσίας και των εν τοις πράγμασιν Ελλήνων, ο δε εκάστης επαρχίας και εκάστου δήμου παρά μόνων των Ελλήνων. Μόνων των Ελλήνων ήσαν έργα και η επίθεσις, η διανομή και η είσπραξις όλων των περί ων ο λόγος φόρων, και πηγαί επομένως τοπικών γνώσεων.
Το σύστημα τούτο της Πελοποννήσου επεκράτει και κατά την στερεάν Ελλάδα, αλλά κατ' επαρχίας μόνον εν ελλείψει γενικού κέντρου. Πάσα δε επαρχία και της Πελοποννήσου (πλην της Μάνης) και της στερεάς Ελλάδος είχε διοικητήν Οθωμανόν· αλλ' η κοινότης ώριζε το ποσόν της εκτελεστικής δυνάμεως και διώριζε και τον αρχηγόν αυτής· ο δε διοικητής ώφειλε να μεταχειρίζεται την περί ης ο λόγος δύναμιν εις διατήρησιν της ευταξίας, εις ασφάλειαν των πολιτών, εις είσπραξιν των φόρων και εις εκτέλεσιν των δικαστικών αποφάσεων· δεν είχε δε εξουσίαν να την μεταχειρισθή προς άλλο τι άνευ αδείας της κοινότητος· ώστε οσάκις ο διοικητής υπερέβαινε τα όρια της νομίμου εξουσίας του, ο αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως δεν εχρεώστει υπακοήν. Πάσα επαρχία είχε καδήν αλλά πολλάκις οι αντιφερόμενοι εξισάζοντο διά του αρχιερέως, των δημοτικών Αρχών, ή και διαιτητών. Είναι αληθές ότι το τόσον αξιοζήλωτον και τόσον φιλελεύθερον τοπικόν τούτο σύστημα δεν εφυλάττετο αμόλυντον από της αυθαιρέτου παρεμβάσεως και παρεισπράξεως της οθωμανικής εξουσίας, ή και από της επιβλαβούς πολλάκις παρά τοις κρατούσιν επιρροής τινων των προεστώτων· αλλ' ουδέν ήττον οι Έλληνες, συνδιοικούντες τοιουτοτρόπως, εξησκούντο καθ' ημέραν εις τα τοπικά των και ενισχύοντο ενώπιον της τουρκικής Αρχής.
Αι δε νήσοι του Αιγαίου είχαν σύστημα έτι διδακτικώτερον και πλείονος ισχύος πάροχον, διότι ήτον αυτονομώτερον (β).
Όσοι δε των Ελλήνων επαιδεύοντο, εδιδάσκοντο κυρίως γραμματικά ή ιατρικά, ολίγοι δε φιλοσοφικά και ουδείς νομικά, διότι όπου εβασίλευε το κοράνιον και εδίκαζε καδής, η επιστήμη του δικαίου δεν εχρησίμευεν. Οι δε Έλληνες, οι λεγόμενοι Φαναριώται, εξ αιτίας της πολιτικής θέσεώς των προς την Πύλην και προς τας Βλαχομολδαυικάς ηγεμονείας, ας κατείχαν και ενέμοντο, κατεγίνοντο εις κτήσιν γενικωτέρων πολιτικών γνώσεων· αλλά και αι γνώσεις αυτών ήσαν ως επί το πλείστον όχι πολλά βαθείαι, διότι τοιαύται δεν εχρησίμευαν εν κράτει όπου τα κινούντα την πολιτικήν ήσαν η ραδιουργία, η αισχροκέρδεια και η επιρροή ενός καφοκεραστού, ή ενός κουρέως, και όπου οι διαπρέποντες είχαν πάντοτε υπ' όψιν τον βρόχον, την μάχαιραν, το κόνιον, την εξορίαν και την δήμευσιν.
Δύο των Φαναριωτών, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης, εχρησίμευσαν εις τον προκείμενον του τόπου οργανισμόν.
Διέτριβεν εν Πίση της Τοσκάνης ο Μαυροκορδάτος ότ' εξερράγη η ελληνική επανάστασις, και ακούσας το γεγονός επεβίβασεν είς τι πλοίον εν τω ελευθέρω λιμένι της Λιβούρνου όπλα και πολεμεφόδια αγορασθέντα δι' ιδίων του χρημάτων και διά συνεισφοράς άλλων ομογενών, έπλευσεν εις Μασσαλίαν, προσεπεβίβασεν άλλα, παρέλαβε συμπλωτήρας Έλληνάς τινας και φιλέλληνας, και κατέπλευσεν ασφαλώς την 20 Ιουλίου εις Μεσολόγγι, όπου υπεδέχθη φιλοφρονέστατα διά το γνωστόν της οικογενείας του όνομα, δι' όσα έφερε βοηθήματα, και διότι οι λαοί της Ελλάδος, πιστεύοντες όσα διέσπειραν οι απόστολοι της Εταιρίας, επροσδόκουν την σωτηρίαν των εκ των ερχομένων έξωθεν· εκλήθη δε και εις την αρχηγίαν του μέρους εκείνου παντελώς ανοργανίστου και εν πλήρει αναρχία, αν και ο Υψηλάντης είχε στείλει προ ολίγου ως οργανιστήν τον Ίβον Ρήγαν, αγαθής ψυχής αλλ' ολίγης ικανότητος άνθρωπον, ον οι Αιτωλοακαρνάνες ούτε ετίμων ούτε ήκουαν. Ο Μαυροκορδάτος ούτ' απεποιήθη ούτ' εδέχθη την αρχηγίαν· ήθελε να γνωρίση εκ του πλησίον τα γενικά πράγματα και τους επισημοτέρους άνδρας της Ελλάδος, ιδίως δε τον Υψηλάντην· διά τούτα ανεχώρησε μετά τινας ημέρας εις Τρίκορφα, υποσχεθείς να επιστρέψη, μετ' ολίγον· απεβιβάσθη δε εις Μονοδένδρι επί της παραλίας των Πατρών.
Μετ' ολίγας δε ημέρας της αφίξεως του Μαυροκορδάτου εις Μεσολόγγι κατέπλευσεν εις Νεόκαστρον ο εν Πίση διατριβών υιός του πρώην αυθέντου της Βλαχίας, Ιωάννου Καρατσά, Κωστάκης, και μετ' ολίγον κατέβη εις τα παράλια εκείνα ερχόμενος εκ Τρικόρφων και ο προ του Μαυροκορδάτου και του Καρατσά φθάσας εις Ελλάδα Θεόδωρος Νέγρης, ο ως αντιπρέσβυς της Πύλης παρά τη γαλλική κυβερνήσει εκ Κωνσταντινουπόλεως αποδημήσας, και καθ' οδόν προτιμήσας τον εθνικόν αγώνα· ήτο δε εις άκρον δυσηρεστημένος διά την ακαταστασίαν των πραγμάτων, διά τας έριδας Υψηλάντου και Πελοποννησίων, διά την διαίρεσιν οπλαρχηγών και προεστώτων, και διά την επιμονήν του Υψηλάντου να διοικήση την Ελλάδα εν ονόματι ανυπάρκτου Αρχής. Ούτος και ο Καρατσάς, μαθόντες τον εις Μεσολόγγι κατάπλουν του Μαυροκορδάτου, διεβιβάσθησαν εκεί εις έντευξίν του και εκείθεν εις Μονοδένδρι επ' ελπίδι να τον προφθάσωσιν. Ο Μαυροκορδάτος, όστις ανέβαινεν ήδη εις Τριπολιτσάν, επέστρεψεν επί τη προσκλήσει αυτών εις Μονοδένδρι, και, αφ' ού συνδιελέχθησαν, ώδευσαν και οι τρεις την εις Τριπολιτσάν οδόν και απήντησαν εν Καλαβρύτοις τον επίσκοπον Ταλαντίου Νεόφυτον και τον Κωνσταντίνον Σακελλίονα αναβαίνοντας εις την αυτήν πόλιν επί σκοπώ να ζητήσωσιν εξ ονόματος επαρχιών τινων της Ανατολικής Ελλάδος παρά του Υψηλάντου στρατεύματα, πολεμεφόδια και διοικητήν. Και ο μεν Νέγρης και ο Καρατσάς έμειναν καθ' οδόν εν Βυτίνη, ο δε Μαυροκορδάτος έφθασε την 14 αυγούστου εις Τρίκορφα, όπου συνδιαλεχθείς μετά του Υψηλάντου και ιδών ότι δεν ήθελεν ουδέ μετά την καταστροφήν του αδελφού του να παραιτηθή των επί της υπερτάτης Αρχής της Ελλάδος αξιώσεών του, ευρών δε και τον Καντακουζηνόν αντιφερόμενον προς τον Υψηλάντην και αγανακτούντα, ακούσας και τας των Πελοποννησίων προεστώτων και οπλαρχηγών έριδας, και επισκεφθείς εν τω αγίω Ιωάννη τους εκεί μεταβάντας τας ημέρας εκείνας προκρίτους της Ύδρας επ' ελπίδι συστάσεως εθνικής κυβερνήσεως, αλλά μηδέν δυναμένους να κατορθώσωσι διά τας περιστάσεις, επείσθη ότι πάντη ανωφελής ήτον η εν Τρικόρφοις διαμονή του.
Άλλα ήλπιζαν και άλλα ηύραν παρά τω Υψηλάντη και ο επίσκοπος Ταλαντίου και ο Σακελλίων ότε παρεστάθησαν ενώπιον του συμπαραλαβόντες και άλλους άλλων επαρχιών της στερεάς Ελλάδος. Ψευσθέντες των ελπίδων των απεφάσισαν να επανέλθωσιν εις την στερεάν Ελλάδα εν τη συνοδία του Μαυροκορδάτου, του Καντακουζηνού, του Νέγρη και του Καρατσά προς οργανισμόν αυτής, ως εσχεδιάσθη κατά την εν Καλαβρύτοις συνέντευξίν των· αλλά διά την επικρατούσαν παρά τω λαώ υπόληψιν του Υψηλάντου εχρειάζετο, τουλάχιστον κατ' επιφάνειαν, και η συγκατάθεσις αυτού· αλλ' αυτός απεστρέφετο και τους τέσσαρας τούτους άνδρας ως δυσμενώς προς αυτόν διακειμένους και ως επιβουλεύοντας ην αντεποιείτο εξουσίαν· διά τούτο, ότε οι ρηθέντες πληρεξούσιοι είπαν αυτώ, δ ο ς - μ α ς - α ρ χ η γ ό ν - τ ο ν – Μ α υ ρ ο κ ο ρ δ ά τ ο ν», απεκρίθη, δ ε ν - σ υ μ φ έ ρ ε ι· - δ ο ς - μ α ς - τ ο ν - Κ α ν τ α κ ο υ ζ η ν ό ν, ο ύ τ' – α υ τ ό ς - ε ί ν α ι - κ α λ ό ς· - α μ ή - ο – Κ α ρ α τ ζ ά ς; - κ α ι - α υ τ ό ς - ό μ ο ι ό ς - τ ω ν. Α ς - έ λ θ η - ο - Ν έ γ ρ η ς· α υ τ ό ς - ε ί ν α ι - ο – χ ε ι ρ ό τ ε ρ ο ς - ό λ ω ν» (γ). Τοιουτοτρόπως οι Στερεοελλαδίται, μηδέν ελπίζοντες παρά του Υψηλάντου επανήλθαν αγανακτούντες εις Βυτίνην, όπου διέμεναν ο Καρατσάς και ο Νέγρης, και όπου ήλθαν μετ' ολίγον και ο Καντακουζηνός και ο Μαυροκορδάτος. Συσκέψεως δε γενομένης, απεφάσισαν όλοι να φροντίσωσι περί του οργανισμού της στερεάς Ελλάδος, ολιγωρούντες εις το εξής ην αντεποιείτο εξουσίαν ο Υψηλάντης. Επ' αυτώ τούτω εξέδωκαν εκείθεν εγκυκλίους συγκαλούντες εις Σάλωνα τους πληρεξουσίους του ανατολικού μέρους της στερεάς Ελλάδος κατά την 14 σεπτεμβρίου προς σύστασιν τοπικής Αρχής· και ταύτα πράξαντες ανεχώρησαν εις Σάλωνα. Αύτη ήτον η πρώτη και καιρία πληγή της εξουσίας του Υψηλάντου επί της στερεάς Ελλάδος, όπου αυτού και μόνου ίσχυαν αι διαταγαί μέχρι τούδε.
Φθάσαντες δε εις Καλάβρυτα απήντησαν τον Γεώργιον Πραΐδην και τον Χρήστον Κωλέττην στελλομένους προς τον Μαυροκορδάτον παρά των Αιτωλοακαρνάνων παρακαλούντων αυτόν να μεταβή εκεί ανυπερθέτως ως οργανιστής και αρχηγός. Διηρημένη η Αιτωλοακαρνανία εις ανεξάρτητα καπητανάτα, και υποκειμένη εξ αιτίας τούτου εις πολυαρχίαν, ή μάλλον ειπείν αναρχίαν, ησθάνετο υπεράλλοτε την ανάγκην ενός και μόνου αρχηγού, ασχέτου μεν προς αυτούς διά την προς αλλήλους αντιζηλίαν, έχοντος όμως ικανότητα και όνομα. Ο Μαυροκορδάτος δεν απεχωρίσθη των συνοδιτών του, και όλοι ομού καταβάντες εις Βοστίτσαν διέπλευσαν εις Γαλαξείδι και μετέβησαν εκείθεν εις Σάλωνα, όπου ηύραν τινας των πληρεξουσίων συνελθόντας κατά τας εγκυκλίους. Αλλ' έλειπεν ο Οδυσσεύς ως μη δυνάμενος ν' αφήση το στρατόπεδόν του· διά τούτο απεφασίσθη ο μεν Νέγρης και ο Καρατσάς να υπάγωσι προς αυτόν και λαλήσωσι και μετ' άλλων οπλαρχηγών περί του προκειμένου, ο δε Μαυροκορδάτος να μεταβή εις Μεσολόγγι κατ' επαναληφθείσαν αίτησιν των κατοίκων. Ηκολούθησε δε τον Μαυροκορδάτον και ο Καντακουζηνός· αλλά φθάσας εις Μεσολόγγι απήλθε μακράν της Ελλάδος· ήσαν δε αι ημέραι καθ' ας εφάνη ο εχθρικός στόλος εν τω κόλπω των Πατρών και κατέστρεψε το Γαλαξείδι.
Κατόπιν του Μαυροκορδάτου και του Καντακουζηνού ήλθαν εις Μεσολόγγι ο Νέγρης και ο Καρατσάς τεταραγμένοι διά τα παθήματα του Γαλαξειδίου, δι' ά οι εις Σάλωνα συνελθόντες διεσκορπίσθησαν. Αφ' ού δε ο εχθρικός στόλος απέπλευσε του κορινθιακού κόλπου, ο μεν Καρατσάς μετέβη εις Πάτρας, όπου μετέφερε και δύο μικρά κανόνια εις χρήσιν του εκεί στρατοπέδου, ο δε Μαυροκορδάτος απέμεινεν εν Αιτωλοακαρνανία, επανήλθε και ο Νέγρης εις Σάλωνα. Κύριος δε σκοπός του Μαυροκορδάτου και του Νέγρη ήτο να φροντίσωσιν αμφότεροι περί συστάσεως δύο κεντρικών Αρχών καθ' όλην την στερεάν Ελλάδα, και περί εκλογής πληρεξουσίων διά την εν Πελοποννήσω συγκροτηθησομένην όσον ούπω εθνικήν συνέλευσιν.
Προθέμενος ο Μαυροκορδάτος να συστήση την κεντρικήν Αρχήν της Αιτωλοακαρνανίας, προέθετο εν ταυτώ να συσφίγξη έτι μάλλον και τον ενυπάρχοντα συμμαχικόν δεσμόν των Ελλήνων και των αληπασιζόντων Αλβανών. Προς ανακούφισιν της Ελλάδος επάναγκες ήτο να παραταθή, όσον δυνατόν μακρότερον η της Πύλης και του Αλή αλληλομαχία. Εις επίτευξιν δε τούτου ώφειλεν η Ελλάς να υποστηρίξη τον αδυνατώτερον, και αδυνατώτερος ήτον ο Αλής· ώστε η των αληπασιζόντων Αλβανών και Ελλήνων συμμαχία εις παράτασιν της αλληλομαχίας ήτον υγιής πολιτική. Δύο δε αίτια ήσαν ικανά να ενώσωσι τους αλληλομαχούντας Τούρκους κατά των Ελλήνων, το μεν θρησκευτικόν, το δε πολιτικόν. Άριστα υπέκρυψαν οι Έλληνες κατ' αρχάς ον έτρεφαν υπέρ της ελευθερίας του έθνους σκοπόν, και οι Αλβανοί τυφλώττοντες ηγνόουν τα εν Ελλάδι· επεκράτει δε και ιδέα ότι ο Αλής υπεκίνει τας ταραχάς. Αλλ' αφ' ού ήκουσαν όσα οι μετά την εκπολιόρκησιν της Τριπολιτσάς ομόφυλοί των, επανελθόντες εις τα ίδια, τοις διηγήθησαν, δεν αμφίβαλλαν περί του αληθούς σκοπού των Ελλήνων· δεν εθεώρησαν όμως συμφέρον να λύσωσι τον συμμαχικόν δεσμόν, σκοπούντες πάντοτε την λύτρωσιν του κινδυνεύοντος Αλή και μη προσδοκούντες αυτήν ειμή διά της συνδρομής των Χριστιανών· εκλήθησαν δε ως συμπράκτορες προς τον σκοπόν τούτον και οι Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγοί και επροθυμήθησαν. Αλλά θέλοντες την λύτρωσιν του Αλή οι Αλβανοί δεν ήθελαν την επίτευξιν του εθνικού των Ελλήνων σκοπού. Οι δε προσκληθέντες Αιτωλοακαρνάνες ήθελαν μεν την παράτασιν της τουρκοαλβανικής αλληλομαχίας ως συμφέρουσαν προς τον εθνικόν σκοπόν, αλλά δεν ήθελαν και την λύτρωσιν του Αλή, καλώς γινώσκοντες τον χαρακτήρα και την πολιτικήν του· ώστε η συμμαχία αύτη, ειλικρινής κατ' αρχάς, κατήντησεν επί τέλους αλληλαπάτη, και ως τοιαύτη δεν ήτο δυνατόν να διαρκέση. Υπό τοιαύτην συμμαχίαν εσχεδιάσθη κοινή εκστρατεία κατά της Άρτης εις αντιπερισπασμόν των πολιορκούντων τον Αλήν βασιλικών στρατευμάτων.
Ο δε Μαυροκορδάτος, αφ' ού εξέδωκεν εγκυκλίους συγκαλών εις Μεσολόγγι τους πληρεξουσίους των επαρχιών της Αιτωλοακαρνανίας προς σύστασιν κεντρικής Αρχής, απέστειλε τον Πραΐδην προς τον εν τη επαρχία της Άρτης διατρίβοντα Μάρκον Μπότσαρην παραγγείλας αυτώ και δι' αυτού τοις λοιποίς Σουλιώταις να θεωρώσι πάντοτε την παράτασιν του αλβανοτουρκικού αγώνος ως λίαν ωφέλιμον, αλλά την απελευθέρωσιν του Αλή ως ολεθρίαν. Ο Πραΐδης απήντησε τον Μάρκον εν τω χωρίω του Πέτα, όπου υπήγε να συνδιαλλαγή μετά του θανασίμου εχθρού του, Γώγου, του άλλοτε φονεύσαντος τον πατέρα του· διότι, προκειμένης συνεκστρατείας, η συνδιαλλαγή εθεωρήθη αναγκαία. Εγένετο δε η συνέντευξις αύτη επί παρουσία πολλών. Ο Μάρκος εκάλεσε τον Γώγον, πατέρα, ο δε Γώγος τον Μάρκον υιόν και τον εδέχθη πεσόντα εις τας αγκάλας του· εφίλησεν ο πατήρ το πρόσωπον του υιού και ο υιός την χείρα του πατρός λησμονήσας διά την αγάπην της πατρίδος εν ποίω αίματι η χειρ εκείνη εβάφη. Εις εμπέδωσιν δε της συνδιαλλαγής έτι μάλλον αδιάσειστον ηρραβωνίσθηκαν ο εικοσαετής υιός του Γώγου Ντούλας (Κωνσταντίνος) την τετραετή θυγατέρα του Μάρκου Βασιλικήν (δ).
Μετ' ολίγας δε ημέρας εγένετο η κατά της Άρτης εκστρατεία, και οι συνεκστρατεύσαντες Αλβανοί, Σουλιώται και Ακαρνάνες επάτησαν πολεμούντες την πόλιν, την εκυρίευσαν, την ελεηλάτησαν και ηνάγκασαν τους εν αυτή εχθρούς να συσσωρευθώσιν εντός τινων δυνατών κτιρίων και ολίγων υπό την ακρόπολιν οικιών.
Εν τούτοις, συνήλθαν εις Μεσολόγγι οι πληρεξούσιοι των διαφόρων επαρχιών της Αιτωλοακαρνανίας, και υπό την προεδρίαν και οδηγίαν του Μαυροκορδάτου συνεκρότησαν συνέλευσιν καλέσαντες αυτήν «Συνέλευσιν της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», διότι η στερεά Ελλάς, η κυρίως αρκτική Ελλάς, διηρέθη εις δύο κατά το σχέδιον του Μαυροκορδάτου και του Νέγρη· και το μεν σύνολον των επαρχιών των προς δυσμάς της επαρχίας των Σαλώνων εκλήθη Δ υ τ ι κ ή - Ε λ λ ά ς, το δε των προς ανατολάς εμπεριεχομένης και της επαρχίας των Σαλώνων, Α ν α τ ο λ ι κ ή - Ε λ λ ά ς.
[Νοέμβριος] Η συνέλευσις ήρχισε τας τακτικάς εργασίας της την 4 και τας ετελείωσε την 9 νοεμβρίου· έπραξε δε ό,τι επέτρεπεν η περίστασις και απήτει το εθνικόν συμφέρον· δεν εσύστησεν ειμή τοπικήν και προσωρινήν Αρχήν εις διατήρησιν της κοινής ασφαλείας και ησυχίας, εις τακτοποίησιν και ενίσχυσιν του πολέμου, εις κοινωφελή χρήσιν των δημοσίων εισοδημάτων και εις προπαρασκευήν εθνικής κυβερνήσεως. Εκλήθη δε η τοπική αύτη Αρχή Γερουσία, συγκειμένη εκ τόσων μελών, ενιαυσίως εκλεγομένων, όσαι ήσαν και αι αντιπροσωπευόμεναι παρά τη συνελεύσει επαρχίαι, ων αι Αρχαί ετέθησαν υπό τας διαταγάς της· ώφειλε δε αύτη λόγον των πράξεών της τη εθνική συνελεύσει. Πρόεδρος της γερουσίας ταύτης ανεδείχθη ο Μαυροκορδάτος.
Η δε συνέλευσις του ανατολικού μέρους της στερεάς Ελλάδος απεπεράτωσε και εκείνη τας εργασίας της την 20 υπό την προεδρίαν και οδηγίαν του Νέγρη και εγκατέστησε τοπικήν Αρχήν (ε). Αλλ' όσον η αδελφή της του δυτικού μέρους προσηλώθη εις τον κύριον σκοπόν, τόσον αύτη απεμακρύνθη. Ο οργανισμός της τοπικής Αρχής, κληθείς «νομική διάταξις», είναι πολιτικός πανδέκτης, αν όχι και πολιτικός κυκεών. Η συνέλευσις, μη αρκεσθείσα εις την άκαιρον συσσώρευσιν παντός είδους ορισμών και διατάξεων, νομοθετήσασα και την ανοχήν όλων των γλωσσών εντός της περιφερείας της, ως αν κατετρέχοντο αι γλώσσαι, καθώς άλλοτε άλλου αι θρησκείαι, και αναγνωρίσασα ως επικρατούσαν γλώσσαν την ελληνικήν, ως αν ήτο και τούτο αμφισβητήσιμον, εξέτεινε τα όρια της εξουσίας της τόσον, ώστε, αφ' ού ώρισε τας δυνάμεις και αυτής της μελλούσης εθνικής κυβερνήσεως, δεν εδίστασεν άλλας αυτών αυτεξουσίως να οικειοποιηθή, και άλλας κατά το δοκούν να περιορίση· έδωκε δε τη τοπική Αρχή, ην εσύστησε, και δύναμιν να φέρη εντός της Ελλάδος ξένα στρατεύματα άνευ της συγκαταθέσεως της εθνικής κυβερνήσεως· αλλ', αφ' ού απεπεράτωσε τας εργασίας της, παρήτησεν εν μέρει διά τινος παραρτήματος τους πολιτικούς σφετερισμούς της. Επειδή οι οπλαρχηγοί ήγαν και έφεραν το μέρος εκείνο της στερεάς Ελλάδος, οποία παραχώρησις και αν εγίνετο προς εκείνους υπέρ το δέον ήτο συγχωρητή διά τας περιστάσεις· αλλ' αι περί ων ο λόγος πολιτικαί παρεκτροπαί δεν επήγαζαν εκείθεν, ουδ' έτειναν προς τον σκοπόν εκείνον· διά τούτο δεν δύναταί τις να τας δικαιολογήση ουδέ καν ως έργα ανάγκης. Τόσην δε πεποίθησιν είχεν ο Νέγρης ότι το έργον του ήτον άριστον, ώστε μη τυχόν άλλος αντιποιηθεί την εντεύθεν δόξαν, εφρόντισε να παρενείρη εν τοις πρακτικοίς της συνελεύσεως, ότι η περί ης ο λόγος νομική διάταξις εισήχθη παρ' αυτού. Δεκατετραμελής ωρίσθη η τοπική Αρχή διαιρεθείσα εις δύο τμήματα, πολιτικόν και δικαστικόν· και των μεν μελών η διάρκεια ωρίσθη δωδεκάμηνος, η δε των προέδρων πεντηκονταδιήμερος· εξελέχθησαν δε πρόεδροι του μεν πολιτικού ο Νέγρης, του δε δικαστικού ο επίσκοπος Ταλαντίου· εκλήθη δε η Αρχή αύτη Ά ρ ε ι ο ς - Π ά γ ο ς, αν και αι πρώτισται αυτού εργασίαι ήσαν πολιτικαί (ζ). Αλλ' έπρεπεν ακατάλληλος οργανισμός να λάβη και ακατάλληλον κλήσιν.
Εν ώ δε ωργανίζετο η στερεά Ελλάς, εκινείτο προς τον αυτόν σκοπόν και η Πελοπόννησος. Η Τριπολιτσά, αν και εκενώθη στρατευμάτων, δεν ήτον επιτηδεία εις συνεδρίασιν των πληρεξουσίων του έθνους κατά την περίστασιν εκείνην διά τα επακόλουθα της πολιορκίας και αλώσεώς της. Μετέβησαν δε κατ' αυτάς εις Τριπολιτσάν και απεσταλμένοι των ναυτικών νήσων· προβάλλοντες να συγκαλεσθή η εθνική συνέλευσις εις παραθαλάσσιόν τι μέρος πλησίον Ύδρας και Σπετσών, και απεφασίσθη ομογνωμόνως το Άργος· εξεδόθησαν και συγκλητήρια· αλλ' επρόκειτο να συστηθή προ της εγκαταστάσεως της γενικής εθνικής κυβερνήσεως τοπική γερουσία και εν Πελοποννήσω, καθώς και εν στερεά Ελλάδι. Διά τον σκοπόν τούτον εξέλεξαν αι επαρχίαι της ανά έξ γενικούς εφόρους, και ένα των έξ ως μέλος της γερουσίας. Αλλά τα μέλη της μη εισέτι συγκεκροτημένης γερουσίας εκλήθησαν να γράψωσι και τον οργανισμόν αυτής, ό εστι να ορίσωσι τας ιδίας αυτών δυνάμεις. Εντεύθεν ενδεχόμενον ήτο να πηγάση μεγάλη κατάχρησις· αλλά καλή τύχη παρεδέχθησαν τον συνετόν οργανισμόν της γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος μετά τινων άλλων διατάξεων. Συστήσαντες δε οι Πελοποννήσιοι την γερουσίαν των επρόσφεραν την προεδρίαν τω Υψηλάντη θέλοντες όχι τόσον να τον τιμήσωσιν, όσον να τον απομακρύνωσιν ευσχήμως των γενικών πραγμάτων της εθνικής συνελεύσεως· αλλ' ο Υψηλάντης απεποιήθη την προσφοράν, και ανεδείχθη πρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Ήρχισαν δε τα της γερουσίας ταύτης εν Άργει την 1 δεκεμβρίου και απεπερατώθησαν και υπεγράφησαν εν Επιδαύρω την 27.
Μετά δε τα κατά την Άρταν συμβάντα αναγκαίον εθεώρησαν οι εισβαλόντες σύμμαχοι Ελληνοαλβανοί να στείλωσι τον Ταχήρ - Αμπάζην, ένα των αρχηγών των Αλβανών, προς τον Μαυροκορδάτον εις συνδιάλεξιν και συμμέθεξιν ων έφερεν ούτος βοηθημάτων προς ενίσχυσιν του αγώνος. Τω εδόθη δε και πληρεξούσιον ανοικτόν φέρον τα σφραγίσματα των συναδέλφων του Αλβανών ίνα απέλθη εις Πελοπόννησον ως αντιπρόσωπος αυτών παρά τη προκειμενική εθνική συνελεύσει, ή αντικαταστήση άλλον.
Αν και εγνώριζεν ο ανήρ ούτος εξ όσων έμαθε παρά των μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς επανελθόντων ομοφύλων του τις ο αληθής σκοπός των ενόπλων κινημάτων των Ελλήνων, κατεταράχθη ουδέν ήττον και ηγανάκτησεν ακούσας, εν ώ διήρχετο το μακρόν διάστημα από των κορυφών του Μακρυνόρους μέχρι της εσχατιάς του Μεσολογγίου, ύμνους εις την ελληνικήν ελευθερίαν και ύβρεις εις την τουρκοκρατίαν, και ιδών πολλαχού τα σύμβολα του ελληνικού εθνισμού εστημένα, τα υψιπύργια (μιναρέδας) των ομοπίστων του κατηδαφισμένα, και τους ευκτήριους οίκους μεμιασμένους· παρετήρησε και την ακαταστασίαν των πραγμάτων, και την απορίαν των αγωνιζομένων, προς ους εφημίζετο ότι εστάλησαν εσχάτως πλούσιαι δωρεαί· αλλ' υπεκρίθη και επολιτεύθη επιτηδείως, απέφυγε ν' απέλθη εις την εθνικήν συνέλευσιν ως εμελέτα, αντικατέστησε διά το ανύποπτον τον Μάρκον Δεσπότου γράψας επί του ανοικτού πληρεξουσίου τόνομά του, έλαβε πολεμεφόδια, και επανελθών εις τα ίδια ασφαλής και ανενόχλητος διηγήθη προς τους αληπασίζοντας συναδέλφους του όσα είδεν, ήκουσεν, εψηλάφησε και ησθάνθη (η). Ακούσαντες ούτοι τους λόγους αυτού και βλέποντες τους μεν βασιλικούς καθ' ημέραν κρατυνομένους, την δε καταστροφήν του Αλή άφευκτον και εγγύς, καλούμενοι δε υπό την βασιλικήν σημαίαν επί πλουσίαις αμοιβαίς παρά του ομοφύλου των Βρυώνη, του κατ' αρχάς και αυτού αληπασίζοντος και μετά ταύτα βασιλίσαντος, συνήλθαν εις συμβούλιον εν αγνοία των συμμάχων των Χριστιανών περί του πρακτέου· και αποφασίσαντες να προσκυνήσωσιν απέστειλαν μυστικήν πρεσβείαν προς τον Χουρσήδην, υποσχόμενοι να δικαιώσωσι την πολιτικήν μετάνοιάν των διά θερμής συμπράξεως, και κατά του αποστάτου Αλή και κατά των αποστατών Ελλήνων· επρόβαλαν δε συγχρόνως να σταλώσι στρατεύματα κατά μεν το κρυπτόμενον εις ανάκτησιν της Άρτης, κατά δε το φαινόμενον εις αναδούλωσιν της Αιτωλοακαρνανίας· διενοούντο δε διά της ψευδούς ταύτης φήμης ν' αναγκάσωσι, καθώς και ηνάγκασαν, τους εις Άρταν συνεκστρατεύσαντας Αιτωλοακαρνάνας ν' ανακάμψωσιν εις τας εστίας των προς υπεράσπισίν των. Προθύμως εδέχθη ο Χουρσήδης την υπόκλισιν των αληπασιζόντων Αλβανών, τοις επεδαψίλευσε την εύνοιάν του, και έστειλε και στρατεύματα κατά την πρότασίν των.
Οι δε Σουλιώται, αν και εψιθυρίζετο η προς αυτούς απιστία των συμμάχων των Αλβανών, δεν την επίστευαν. Αφ' ού δε είδαν ότι τα εχθρικά στρατεύματα επλησίασαν την Άρταν, εξήλθαν της πόλεως διά νυκτός, φοβηθέντες μη αποκλεισθώσι, και ετοποθετήθησαν επί το παρακείμενον όρος πεποιθότες, ότι θα παρηκολούθουν και οι σύμμαχοί των Αλβανοί κατά τα προ της εξόδου των συνομολογηθέντα· αλλ' ούτοι δεν παρακολούθησαν και τοις ανήγγειλαν την επαύριον, ότι ήσαν έως τότε υπηρέται του Αλή και σύμμαχοι αυτών επί σκοπώ να ελευθερώσωσι μεν εκείνον, αλλά να διαμείνωσιν όλοι πάντοτε υπό το σκήπτρον του σουλτάνου· βεβαιωθέντες όμως ότι και οι Σουλιώται και οι λοιποί ομόπιστοί των εμάχοντο υπέρ πίστεως και ελευθερίας έχοντες συμβοηθόν και τον Αλήν δι' ιδιαίτερα τέλη, έκριναν αναγκαίον να τους ειδοποιήσωσιν ότι ήσαν Μωαμεθανοί και πιστοί υπήκοοι του κραταιοτάτου βασιλέως των, και ότι εθεώρουν την συμμαχίαν των του λοιπού λελυμένην· τους εσυμβούλευσαν δε φιλικώς ν' αναχωρήσωσιν όσον τάχιον.
Ταύτα ακούσαντες παρ' ελπίδα οι Σουλιώται ανεχώρησαν αυθωρί εις τα ίδια· και ούτως η συμμαχία ελύθη διαρκέσασα έν έτος.
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ'.
&Ναύπλιον και ατυχής απόπειρα εφόδου. — Τα κατά τας Πάτρας συμβάντα. — Φόνος Αντώνη Οικονόμου — Μετάβασις των πληρεξουσίων εις Πιάδαν παρά την Επίδαυρον — Παράδοσις της Κορίνθου.&
ΠΡΟΣ τον μυχόν του αργολικού κόλπου, δεξιά του εισπλέοντος προέχει εις την θάλασσαν ογκώδης και στενή γλώσσα σχηματίζουσα προς άρκτον εντός του μεγάλου και πολυκυμάντου αργολικού κόλπου μικρόν και ακύμαντον υπόκολπον· εν τω στόματι δε τούτου κείται νησίδιον όλον πετρώδες, ολίγων οργυιών περιφέρειαν έχον και σχεδόν ισοθάλασσον, επ' αυτού δε πύργος, κοινώς λεγόμενος Μ π ο ύ ρ τ σ ι, εις φρούρησιν της εισόδου· η δε γλώσσα κόπτεται επί του ισθμού διά πλατείας και ξηράς τάφρου, και ζευγνύεται μετά της έξω γης διά κρεμαστής γεφύρας· είναι δε κρημνώδης και απρόσβατος προς την μεσημβρινήν πλευράν της, την προς την είσοδον του αργολικού κόλπου· προς δε την αρκτικήν εκτείνεται ολίγη επίπεδος γη, επί ταύτης δε και επί της κατωφερείας της αυτής πλευράς κείται η πόλις του Ναυπλίου· επί δε του υπεράνω της πλευράς ταύτης οροπεδίου η ακρόπολίς της, ήτοι η ακροναυπλία, κοινώς λεγομένη Ι τ σ κ α λ έ ς.
Η πόλις και η ακρόπολις περικλείονται εντός ενός και του αυτού τείχους· αλλ' η πόλις εκτείνεται και έξω των τειχών προς την θάλασσαν αρκτικώς. Το δε μεταξύ της πόλεως και του θαλασσοπύργου διάστημα είναι στενότερον κανονοβολής, και τα νερά βαθέα και πλώιμα, τα δε εκείθεν του θαλασσοπύργου ρηχά και άπλευστα· προς το επί της ξηράς δε χείλος της τάφρου ανυψούται κωνοειδώς, 750 πόδας υπεράνω της θαλάσσης, πετρώδες, ολόγυμνον και απότομον βουνόν, μόνον κατ' ανατολάς πατητόν· επί δε του ακροβουνίου κείται το Παλαμίδι, οχυρώτατον φρούριον, έχον, εκτός της προς ανατολάς κοινής και φυσικής ανόδου, δύο άλλας προς την πόλιν, την μεν λαξευτήν και θολοσκέπαστον, αλλά στενήν και δύσβατον, προς συγκοινωνίαν εν καιρώ πολέμου, την δε παράπλευρον εκείνης, αλλ' ασκεπή, εις χρήσιν εν καιρώ ειρήνης. Το μέγα δε τούτο φρούριον διά την υψηλήν θέσιν του εξουσιάζει και την πόλιν και την ακρόπολιν. Υπερτριακόσια ελογίζοντο αρχομένης της επαναστάσεως τα επί του Παλαμιδίου, της ακροναυπλίας, του θαλασσοπύργου και τα περί την πόλιν κανόνια παντός μεγέθους εύχρηστα και άχρηστα. Οι κάτοικοι προ της επαναστάσεως ήσαν όλοι σχεδόν Τούρκοι· επί δε της επαναστάσεως κατέφυγαν αυτόθι, ως είπαμεν, και οι Αργείοι, ώστε 6000 ελογίζοντο τον καιρόν εκείνον όλοι οι έγκλειστοι Τούρκοι, εντόπιοι και πρόσφυγες, εξ ών 1200 οπλοφόροι.
Είδαμεν, ότι εξ αρχής του αγώνος επολιορκήθη το Ναύπλιον, και ότι η πολιορκία ελύθη επί της ευτυχούς εισβολής εις Αργολίδα του κεχαγιάμπεη αναβαίνοντος εις Τριπολιτσάν. Έκτοτε οι Τούρκοι περιεφέροντο εις τας πέριξ πεδιάδας μηδενός εναντιουμένου· αλλ' επί της συγκομιδής των καρπών συνήλθαν εκ νέου Κρανιδιώται, Αργείοι, και άλλοι προς επανάληψιν της πολιορκίας και κατέλαβαν διαφόρους θέσεις· επεξήλθαν οι Τούρκοι σύροντες κανόνια και έπεσαν επί τινα πύργον κατεχόμενον υπό των περί τον Τσόκρην· ούτοι, αν και ολίγοι, αντέστησαν, και διά της συνδρομής και άλλων επιπεσόντων όπισθεν τους απέκρουσαν φονεύσαντες και πληγώσαντές τινας αυτών και απελευθερώσαντες ολίγους Χριστιανούς κρατουμένους εντός του Ναυπλίου και συμπαραληφθέντας υπό των εξελθόντων Τούρκων ως αχθοφόρα ζώα εις μετακόμισιν των καρπών. Έκτοτε οι έγκλειστοι εξήρχοντο μόνον πλησίον του φρουρίου εις συγκομιδήν όσων εύρισκαν εκεί αναγκαίων και ηκροβολίζοντο. Οι δε Έλληνες, μη έχοντες τα εις τειχομαχίαν, ανέμεναν η πείνα να τοις παραδώση το φρούριον· διά τούτο περιωρίζοντο εις στενήν διά θαλάσσης και ξηράς πολιορκίαν. Αλλ', εν ώ εφαίνετο η ώρα της πτώσεως εγγύς, διέφυγε την προσοχήν των διά θαλάσσης αποκλειστών, έν πλοίον μαλτεζικόν και έφερε προς τους πολιορκουμένους ικανάς τροφάς. Το συμβάν τούτο εματαίωσε τας προσδοκίας των Ελλήνων.
Ο δε εκ Γενούης ίλαρχος Δανίας, ευτολμότατος φιλέλλην, επρότεινε τότε την εξ εφόδου άλωσιν του Ναυπλίου. Αν και ακατόρθωτον εθεωρήθη κατ' αρχάς το προτεινόμενον, ενεκρίθη επί τέλους, και ο Υψηλάντης, παραλαβών τον Κολοκοτρώνην και άλλους διατρίβοντας εν Άργει, μετέβη εις το στρατόπεδον του Ναυπλίου, όπου, συμβουλίου δευτέρου γενομένου, απεφασίσθη οριστικώς η έφοδος. Εφοδώτερα μέρη εκρίθησαν τα προς το παραθαλάσσιον και την γέφυραν· προς έλκυσιν δε της πολλής δυνάμεως των εχθρών εις άλλα μέρη, ώστε να εύρωσιν οι μέλλοντες να εισπηδήσωσιν ολιγωτέραν αντίστασιν, εθεωρήθη αναγκαίον ελληνικά πλοία να κανονοβολήσωσιν επί ρητή ώρα τον θαλασσόπυργον και το αντικρύ αυτού επί του τείχους της πόλεως κανονοστάσιον των πέντε αδελφών, στρατιωτικά δε σώματα υπό τον Κολοκοτρώνην να επιχειρήσωσι συγχρόνως πλαστήν έφοδον επί το Παλαμίδι τουφεκίζοντα, να έλθωσι δε και άλλα υδραϊκά και σπετσιωτικά πλοία και πολλά κρανιδιωτικά και καστριωτικά τρεχαντήρια και ικανοί πολεμισταί εξ εκείνων των μερών διά την επί το παραθαλάσσιον τείχος έφοδον· διά δε την επί το Παλαμίδι ητοιμάσθησαν 1700 εν οις και οι πλείστοι των τακτικών και οι ολίγοι φιλέλληνες.
Εν ώ δε ητοιμάζετο η έφοδος κατά τον ρηθέντα τρόπον, ο Βουτιέρος, αξιωματικός Γάλλος εν τη ελληνική υπηρεσία, παρετήρησεν ότι οι κατέχοντες τον θαλασσόπυργον ήσαν πάντοτε ολίγοι, ότι οι πλείστοι απήρχοντο το πρωί εις την πόλιν και επανήρχοντο το εσπέρας, ότι έμπροσθεν αυτού ελλιμένιζε το εισκομίσαν τας τροφάς μαλτεζικόν πλοίον, έχον ολίγους μόνον ναύτας· ταύτα παρατηρήσας εσχεδίασε να παραλάβη μεσούσης της νυκτός 70 ναύτας, στρατιώτας και φιλέλληνας, ν' αποπλεύση επί δύο πλοιαρίων από των αντικρύ του Ναυπλίου Μύλων, και να μεταβιβασθή απροσδοκήτως εις το έμπροσθεν του μικρού τούτου φρουρίου πλοίον· αφ' ού δε πειθαναγκάση τον πλοίαρχον και το πλήρωμα εις σιωπήν, να διανυκτερεύσωσιν αυτός και οι συν αυτώ επί του πλοίου αφανείς και ατάραχοι· πρωίας δε γενομένης, καθ' ην ώραν οι φρουροί απέβαιναν εις την πόλιν κατά το σύνηθες, τινές των περί αυτόν να φορέσωσι τα ενδύματα των ναυτών του πλοίου, ν' αποβώσιν εις την ξηράν ως οι ναύται αυτού, να κυριεύσωσι τον θαλασσόπυργον ανυπόπτως και ακινδύνως και να εμβάσωσι και τους επί του πλοίου λοιπούς συναδέλφους των. Το σχέδιον του Βουτιέρου ενεκρίθη, και ήτο τωόντι επιδέξιον και κατορθωτόν διά την περί τα τοιαύτα συνήθη απροσεξίαν των Τούρκων· αλλά δεν επέτυχε καθ' ην ώραν ενηργήθη· διότι, εν ώ τα υπό τον Βουτιέρον πλοιάρια ήλθαν εγγύς του πλοίου, δεν εφυλάχθη η πρέπουσα σιωπή και αταραξία παρά των πλεόντων, οίτινες ιδόντες φως επί του καταστρώματος του πλοίου, και νομίσαντες ότι τους ενόησαν προσερχομένους επανήλθαν εις τους Μύλους άπρακτοι.
Εν τοσούτω, πάμπολλοι οπλοφόροι συνέρρευσαν έξωθεν του Ναυπλίου, κατέπλευσαν και 15 υδραϊκά και σπετσιωτικά πλοία, και πολλά κρανιδιωτικά και καστριωτικά τρεχαντήρια φέροντα 600 πολεμιστάς διά την επί το παραθαλάσσιον τείχος μελετωμένην έφοδον· συνηνώθησαν διά τον αυτόν σκοπόν καί τινες των έξωθεν του Ναυπλίου. Απεφασίσθη δε να κινηθώσιν όλοι πανταχόθεν εκ συνθήματος την νύκτα της 3 δεκεμβρίου β' ώραν μετά το μεσονύκτιον. Ελθούσης της ώρας, οι εις την έφοδον προετοιμασθέντες εκινήθησαν· αλλ' οι προπορευόμενοι έρριψαν κατά γης τας κλίμακας και έγιναν άφαντοι· απέμεινε δε μετ' ολίγων ο αρχηγός των προπορευόμενων Νικήτας. Ανέβη κατά το σχέδιον και ο Κολοκοτρώνης μετά πολλών προς το Παλαμίδι, εν οις καί τινες τακτικοί. Δοθέντος δε του σημείου, ήρχισεν η μάχη· αλλ' εξ αιτίας της αντιπνοίας ολίγα πλοία επλησίασαν και εκανονοβόλησαν τον θαλασσόπυργον, τα δε φέροντα τους εις απόβασιν μαχητάς τρεχαντήρια δεν ημπόρεσαν να πλησιάσωσιν, ώστε ούτε καν απόπειρα έγεινε της επί του παραθαλασσίου προσχεδιασθείσης αποβάσεως. Τρεις ώρας επέμεναν γενναίως μαχόμενοι και πυροβολούμενοι οι φιλέλληνες, οι τακτικοί καί τινες των άλλων επ' ελπίδι να εισπλεύση μετ' ολίγον ο στολίσκος υπό την συνήθη απόγειον αύραν και αποβιβάση τους Κρανιδιώτας και λοιπούς εις το παραθαλάσσιον. Αλλ', αφ' ού πάσα περί αποβάσεως ελπίς διά την πάντοτε επικρατούσαν αντίπνοιαν εψεύσθη, εσήμανεν η ανάκλησις, και οι μαχόμενοι καταλιπόντες τας κλίμακας απεχώρησαν. 20 εσκοτώθησαν, εν οις και ο σημαιοφόρος φιλέλλην Δοράτος και ο λοχαγός Λίχιγκ αποκοπέντων των δύο ποδών του, και 40 επληγώθησαν, εν οις και ο Γουβερνάτης, ο Περσάτης καί τις Πελοποννήσιος υποπλαρχηγός Γκελμπερής, όστις κοπέντος του ποδός του, απεκομίσθη εις το φρούριον, και παραδοθείς είς τινας Εβραίους απέθανε βασανιζόμενος· οι πλείστοι δε των φονευθέντων και πληγωθέντων ήσαν τακτικοί και φιλέλληνες. Μετά την αποτυχίαν ταύτην επανήλθαν οι περί τον Υψηλάντην εις Άργος, το δε Ναύπλιον επολιορκείτο ως και πρότερον.
Οι δε αρχηγοί των Αχαιών, αφού εμπόδισαν την εις Πάτρας κατάβασιν του Κολοκοτρώνη, επεχείρησαν αυτοί την άλωσιν της πόλεως θεωρήσαντες τον καιρόν αρμόδιον διά τα εν αυτή μετά την εκπολιόρκησιν της Τριπολιτσάς συμβάντα· στρατολογήσαντες δε υπερτρισχιλίους κατέλαβαν εν πρώτοις το Γηροκομείον· την δε 21 Οκτωβρίου περί τα χαράγματα έπεσαν πολλαχόθεν εις την πόλιν και εβίασαν τους κατέχοντας αυτήν να καταφύγουν εις την ακρόπολιν μετά μακράν αντίστασιν και ολίγην αιματοχυσίαν. Οι Έλληνες διέμειναν εν τη πόλει όλην την ημέραν πολεμούντες τους εν τη ακροπόλει και τους κατέχοντας ολίγας υπ' αυτήν οικίας. Τόσον δε εφοβήθησαν οι Λαλιώται, ώστε ήλθαν και εις λόγους συμβιβασμού. Αλλ' οι στρατιώται, εν αγνοία των αρχηγών των διανυκτερευόντων εν Γηροκομείω, εγκατέλειψαν την νύκτα την πόλιν και διεσπάρησαν εις τα χωρία προς μετακομιδήν των λαφύρων· επειδή όμως αφήκαν φώτα εν ταις κατοικίαι των, οι Λαλιώται δεν ενόησαν την νυκτερινήν αναχώρησίν των και δεν κατέβησαν να κυριεύσωσι την πόλιν. Οι δε εν Γηροκομείω αρχηγοί των, μαθόντες το γεγονός, εσύναξαν όσους εκ του προχείρου εδυνήθησαν, και παραλαβόντες και το προ ολίγων ωρών φθάσαν εκεί σώμα του Ανδρέου Λόντου εκ 300 εισήλθαν την αυτήν νύκτα εις την πόλιν και κατέλαβαν την ενορίαν του αγίου Γεωργίου· αλλ' ο καθήμενος εν τω Ρίω Ισούφης έστειλεν εν πρώτοις έν σώμα και έδιωξε τους κατέχοντας την θέσιν του τελωνείου εχθρούς του· έστειλε και άλλο και κατέλαβε τα υψηλά Αλώνια· αυτός δε μετά 400 ιππέων και πεζών εισέβαλεν εις την πόλιν την 22 νοεμβρίου μεσούσης της ημέρας· εξήλθαν συγχρόνως και οι εν τω φρουρίω και έπεσαν οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν επί τους κατέχοντας την πόλιν Έλληνας, οίτινες, μη προσδοκούντες την αιφνίδιον ταύτην επίθεσιν και θορυβηθέντες, ετράπησαν μετά μικράν αντίστασιν και πολλοί αυτών απώλεσαν και τα πράγματά των. Οι δε εχθροί απέκαυσαν την πόλιν ίνα μη εισερχόμενοι οι Έλληνες ευρίσκωσι προμαχώνας.
Εκείναις ταις ημέραις εγνώσθη, ότι ο Αντώνης Οικονόμου, ο πρό τινων μηνών φυλακισθείς εν τη μονή του Φονιά, εδραπέτευσε και μετέβαινεν εις Ύδραν διά του Άργους. Άστατον είναι το μίσος του λαού, καθώς και η αγάπη προς τους προστάτας του, και πολλάκις αγαπά απόντα ον αποστρέφεται παρόντα. Μετεμελήθη και ο λαός της Ύδρας ότι εγκατέλειψε τον προστάτην του επί της καταδρομής του· επεθύμει δε να τον ίδη πάλιν εις το μέσον του. Ο Οικονόμου, εξ όσων έπαθεν, έπνεε και αυτός εκδίκησιν. Διά τους λόγους τούτους οι πρόκριτοι της Ύδρας ήσαν όλοι άνω κάτω και έβλεπαν κινδυνεύουσαν και αυτήν την ύπαρξίν των. Μεταξύ των εις Άργος συνελθόντων πληρεξουσίων ήσαν και οι της νήσου ταύτης, οίτινες εταράχθησαν επί τω ακούσματι προβλέποντες και αυτοί μεγάλα δυστυχήματα επί της καθόδου του Οικονόμου εις την πατρίδα των· κατ' αίτησιν δε αυτών εστάλη εξ Άργους στρατιωτική δύναμις υπό τον Ξύδην, υποπλαρχηγόν του Λόντου, εις σύλληψιν του Οικονόμου, και εις φυλάκισίν του εν τω μεγάλω Σπηλαίω· παρηγγέλθη δε ο Ξύδης να μεταχειρισθή κατ' αυτού και όπλα, αν παρήκουε και ανθίστατο. Την 16 δεκεμβρίου συνήντησεν η σταλείσα δύναμις έξωθεν του Κουτσοποδίου τον Οικονόμου έφιππον και συνοδευόμενον υπό τινων συμπατριωτών του· προσκληθέντα δε να παραδοθή και μη παραδοθέντα, τον επυροβόλησε και τον εφόνευσε κατά την θέσιν Κατσικάνι· οι δε συνοδοιπόροι του ήλθαν αβλαβείς και ανενόχλητοι εις Άργος και εκείθεν διέβησαν εις την πατρίδα των, όπου ουδεμία συνέβη ταραχή, διότι την επρόλαβεν ο φόνος του αρχηγού των. Τοιούτον έλαβε τέλος ο Αντώνης Οικονόμου, ο διά της μεγαλοτολμίας του ανυψωθείς υπεράνω της παντοδυνάμου αριστοκρατίας της πατρίδος του, και πρώτος μεγαλοφρόνως και φιλοκινδύνως οδηγήσας εις τον αγώνα της ελευθερίας και της δόξης λαόν, όστις διά των κατορθωμάτων του ανεκαίνισε τα προπατορικά τρόπαια της Σαλαμίνος και της Μυκάλης.
Εν τούτοις, συνήλθαν εις Άργος όλοι οι πληρεξούσιοι και ήρχισαν τας προκαταρκτικάς συνεδριάσεις των· αλλ' η συρροή τόσων στρατευμάτων εις Αργολίδα, αι συμβαίνουσαι καθ' ημέραν αταξίαι εν τη πόλει, αι παρά τινων υποκινήσεις του στρατιωτικού κατά των αρχόντων και διασπαρείς λόγος συνωμοσίας κατ' αυτών ηνάγκασαν τους πληρεξουσίους να ζητήσωσιν άλλον τόπον ησυχώτερον και ασφαλέστερον διά τας συνεδριάσεις των, και τοιούτος εκρίθη το παράλιον χωρίον της Πιάδας, όπου και μετέβησαν μετονομάσαντές το Επίδαυρον, ως παραπλήσιον της αρχαίας Επιδαύρου. Συνέτρεξε δε εις την εκεί μετάβασίν των και το εξής.
Οι πλείστοι των εν Άργει στρατιωτικών, εν οις και ο Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης, μετέβησαν εκείναις ταις ημέραις εις Κόρινθον επ' ελπίδι κυριεύσεως του φρουρίου εκείνου. Μαθόντες οι εν Ναυπλίω Τούρκοι την από του Άργους απομάκρυνσιν των ελληνικών στρατευμάτων διά τινος αιχμαλώτου αποδράντος, και βεβαιωθέντες ότι ολίγοι ήσαν οι εναπομείναντες οπλοφόροι, βουλήν έβαλαν να πατήσωσιν εξ απρόοπτου την πόλιν, και επί τω σκοπώ τούτω εξήλθαν την 14 δεκεμβρίου 600 σύροντες δύο κανόνια, έτρεψαν εις φυγήν τους παρά τη οδώ καθημένους ολίγους οπλοφόρους Έλληνας και κατεφόβισαν τους εν τη πόλει του Άργους· αλλά, χάρις εις την τόλμην του Νικήτα καί τινων Ελλήνων και φιλελλήνων παρευρεθέντων, ηναγκάσθησαν να οπισθοδρομήσωσι χωρίς να πατήσωσι την πόλιν. Επειδή δε το κίνημα τούτο απεδόθη εις την προδοσίαν του αποδράντος αιχμαλώτου, εθεωρήθησαν ως συνένοχοι υπό του όχλου οι εν Άργει ευρισκόμενοι αιχμάλωτοι και εθανατώθησαν· ήσαν δε ούτοι εκ των επί τη αλώσει της Τριπολιτσάς επιζησάντων.
Εκ των επιζησάντων ήτον, ως είδαμεν, και ο κορίνθιος Κιαμήλμπεης. Δι' αυτού, μετενεχθέντος εις Κόρινθον, επροσπάθησαν οι Έλληνες να πείσωσι τους εχθρούς εις παράδοσιν της Ακροκορίνθου. Αλλ' οι προς την μητέρα του, την γυναίκα του και λοιπούς πολιορκουμένους λόγοι του ανδρός τούτου κατ' εισήγησιν των Ελλήνων δεν εισηκούοντο, διότι οι πολιορκούμενοι, αν και ετίμων τας διαταγάς του, ήξευραν ότι παρήγγελλεν όσα τω υπηγόρευαν οι κατέχοντες αυτόν. Οι Έλληνες επέμεναν έτι μάλλον εις την κυρίευσιν της Ακροκορίνθου, διότι επίστευαν ότι ήσαν εναποτεταμιευμένοι οι θησαυροί του Κιαμήλμπεη, ον όλη η Ελλάς εθεώρει πολυτάλαντον. Οι δε φρουροί ήσαν εντόπιοι, Αλβανοί, καί τινες Λαλιώται, όλοι 600, πλήρεις ελπίδων ότι εντός ολίγου θα εισέβαλε και θα έλυε την πολιορκίαν των η εισέτι, ως ενόμιζαν, διατρίβουσα εν τη Ανατολική Ελλάδι οθωμανική δύναμις υπό τον Βρυώνην και τον Μεχμέτην. Εν τοσούτω πολιορκούντες και πολιορκούμενοι εκανονοβολούντο συνεχώς· και οι μεν πολιορκηταί, μετακομίσαντες εξ Ύδρας δύο κανόνια και αναβιβάσαντες αυτά εις Πεντεσκούφι (α) εμπόδιζαν δι' αυτών πάσαν έξοδον των πολιορκουμένων και τους ηνόχλουν και εντός των οικιών κανονοβολούντες· ούτοι δε, αν και ανεπιτήδειοι κατ' αρχάς περί την χρήσιν των κανονίων, εφάνησαν, καθ' ας ημέρας κατέβησαν εκεί ο Υψηλάντης και οι λοιποί, επιτηδειότεροι και βλαπτικώτεροι· και εντεύθεν έλαβαν αφορμήν οι Έλληνες να υποπτεύσωσιν ότι ο Κιαμήλμπεης έστειλεν εκείναις ταις ημέραις εις την ακρόπολιν επιτήδειον κανονοβολιστήν υπό πρόσχημα απλού γραμματοφόρου. Αλλά το κακόν της πείνας ηύξανε και εταλαιπώρει τους εγκλείστους, ών τινες ηυτομόλουν προς τους Έλληνας· ηυτομόλησαν προς τον Κολοκοτρώνην επί τη προτάσει του και οι εν τω φρουρίω ολίγοι Λαλιώται και δεν εκακοποιήθησαν· ηυτομόλησε μετά ταύτα καί τις δερβίσης, όστις εκληφθείς ως κατάσκοπος ετιμωρήθη.
Αφ' ού δ' εβεβαιώθησαν οι έγκλειστοι, ότι πάσα ελπίς επικουρίας έξωθεν εματαιώθη, οι Αλβανοί πρόθυμοι, ως τους είδαμεν και άλλοτε, ν' αποχωρίζονται των ομοπίστων επ' ιδιοτελεία, απεχωρίσθησαν και εν τη παρούση περιστάσει, και τη συνεργεία του Πλαπούτα και τη μεσιτεία του γνωστού αυτοίς Πανουργιά, ευρεθέντος εν Κορίνθω, εσυμβιβάσθησαν μόνοι, και εξήλθαν 150 την 10 Ιανουαρίου, φέροντες τα όπλα, τας αποσκευάς των και ανά χίλια γρόσια· προσδιωρίσθη δε η ποσότης αύτη όχι διότι εμελέτων οι Έλληνες να κρατήσωσι τα περισσεύοντα της περιουσίας των, αλλ' ίνα μη ιδιοποιηθώσιν ούτοι τα των άλλων εγκλείστων· επέβησαν δε εις τέσσαρα ελληνικά πλοιάρια προς διαπόρθμευσιν· αλλά το ήμισυ μόλις διεσώθη, καταποντισθέντων ή φονευθέντων των άλλων παρασπόνδως. Απελπισθέντες δε οι εναπομείναντες Τούρκοι εσυμβιβάσθησαν και ούτοι μετά των επί τω σκοπώ τούτω σταλέντων παρά των εν Επιδαύρω υπό τους όρους να παραδώσωσι την ακρόπολιν, όλα τα όπλα, όλην την κινητήν περιουσίαν, εκτός δύο των πενιχροτέρων ενδυμασιών και μικράς τινος χρηματικής ποσότητος εις χρήσιν εκάστου, και να μετακομισθώσιν υπ' ουδέτερα σημαίαν εις την μικράν Ασίαν. Μετά τον συμβιβασμόν τούτον εισήλθε το υπό τον Βαλέστον τακτιτόν εις την ακρόπολιν την 14 υπό την ευλογίαν του παρευρεθέντος επισκόπου Δαμαλών.
Προπορευόμενος δε ο Κολοκοτρώνης και βαστών ελληνικήν σημαίαν εσταύρωσε δι' αυτής την πύλην και την έστησεν επί των επάλξεων· αφωπλίσθησαν μετά ταύτα οι εν τω φρουρίω, παρέδωκαν τα πράγματά των, άτινα διηρπάγησαν, παρέδωκαν και τα χρήματα και τα πετράδια των χρησιμεύσαντα εις μίσθωσιν του ναυτικού, και κατέβησαν εις την πόλιν αναμένοντες το πλοίον εις διαβίβασίν των, αλλ' οι πλείστοι κατεστράφησαν μετά τινας ημέρας παρά τα συνομολογηθέντα, και οι λοιποί τήδε κακείσε διεσπάρησαν ή εδουλώθησαν· ο δε Κιαμήλ - μπεης, επί λόγω ότι δεν ήθελε ν' ανακαλύψη τα κατά την πάγκοινον γνώμην κρυπτόμενα πλούτη του, έπαθε πολλά κακά, αλλά δεν εθανατώθη επ' ελπίδι ότι θα τ' ανεκάλυπτε βραδύτερον.
1821-1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ'
&Επιρροή των αρχόντων και των οπλαρχηγών εν ταις επαρχίαις και διενέξεις αυτών — Η εν Επιδαύρω πρώτη εθνική συνέλευσις — Πολιτικά συστήματα — Αντιπροσωπική κυβέρνησις και καθίδρυσις αυτής εν Κορίνθω.&
ΠΡΟ της επαναστάσεως μία τάξις ισχυρά υπήρχεν εν Πελοπόννησω, η των πολιτικών· τάξις δε πολεμικών δεν υπήρχεν· η τάξις αύτη προήχθη και εμεγαλύνθη επί της επαναστάσεως εξ αυτής της φύσεως των πραγμάτων. Εν δε τη στερεά Ελλάδι η τάξις των πολεμικών ούσα η μόνη ισχυρά προ της επαναστάσεως έγεινεν ισχυροτέρα αφ' ού η επανάστασις εξερράγη· η δε ανίσχυρος προ της επαναστάσεως πολιτική έγεινεν ανισχυροτέρα επί της επαναστάσεως, διότι εν τοις τοιούτοις καιροίς το όπλον υπερισχύει. Όπου δύο τάξεις αντίζηλοι, εκεί και διενέξεις· αι δε διενέξεις των τάξεων είναι εις άκρον βαρείαι ως τείνουσαι όχι μόνον εις αλλαγήν προσώπων, αλλά και εις ανατροπήν συστημάτων. Κατ' αρχάς της επαναστάσεως εγίνετο εν Πελοποννήσω ό,τι ήθελαν οι άρχοντες· αλλ' η ευτυχής έκβασις των πολεμικών κινημάτων έδωκε φυσικώ τω λόγω μετ' ολίγον ισχύν και τοις οπλαρχηγοίς· η δε διαίρεσις των πολιτικών της Πελοποννήσου και του Υψηλάντου, αφ' ης ημέρας έφθασεν εις το μέσον αυτών, του μεν οικειοποιουμένου των δε μη παραχωρούντων όλην την εξουσίαν, συνέτεινεν έτι μάλλον εις ενίσχυσιν των οπλαρχηγών. Πάντες ούτοι επεριποιούντο αυτόν ως αντιφερόμενον προς τους φυσικούς αντιζήλους των, αλλ' ολίγοι ήσαν οι επιθυμούντες την υπεροχήν του· και αυτός ο Κολοκοτρώνης εσχετίσθη μεν εξ αρχής προς αυτόν, διότι τον ωφέλει η σχέσις ανδρός έχοντος όνομα, αλλά δεν έγεινέ ποτε οπαδός του· μάλιστα επί των διενέξεων των αρχόντων και αυτού προ της πτώσεως της Τριπολιτσάς ως προς τον γενικόν οργανισμόν της Πελοποννήσου, ό εστι των περί εξουσίας, συνυπέγραψε μετά των αρχόντων κατά του σχεδίου αυτού· εν ενί λόγω ενίσχυεν ο Κολοκοτρώνης τον Υψηλάντην επιθυμών να ταπεινώση την οφρύν των πολιτικών, αλλά δεν τον ήθελεν α υ θ έ ν τ η ν του τόπου.
Οι δε πολιτικοί, αντιφερόμενοι προς τον Υψηλάντην, επροθυμήθησαν να εγκολπωθώσιν εξ αρχής τον Μαυροκορδάτον, θεωρούντες αυτόν ως αντίζηλον εκείνου και ως μη έχοντα τας περί υπεροχής αξιώσεις του, δι' ας ανησύχαζαν· επεθύμουν δε και να ωφεληθώσιν εκ των πολιτικών γνώσεων αυτού τόσον τω καιρώ εκείνω αναγκαίων όσον σπανίων. Οι δύο ούτοι άνδρες εδιχονόησαν κατ' αυτήν την εν Τρικόρφοις πρώτην, ως είδαμεν, συνέντευξιν. Ο Μαυροκορδάτος έλεγε τω Υψηλάντη, ότι η δοθείσα αυτώ πασά του γενικού πληρεξουσίου της Αρχής, πεσόντος ήδη, πληρεξουσιότης δεν ημπόρει να τω χρησιμεύση εις στήριξιν ης αντεποιείτο εν Ελλάδι εξουσίας, και ότι μόνη η εθνική θέλησις εδύνατο να δώση νόμιμον εξουσίαν· αλλ' ούτος διετείνετο ότι πάσα εξουσία έπρεπε να πηγάζη εκ της Αρχής, ήτις εκίνησε την επανάστασιν, και ότι δεν εδύνατο αυτός να καταστρέψη τα δίκαια του αδελφού του. Διχονοήσαντες δε εξ αυτής της αρχής και κλίνοντες ο μεν προς τους πολιτικούς, ο δε προς τους στρατιωτικούς, διέμειναν διχονοούντες και αντιπολιτευόμενοι μέχρι τέλους.
Επί δε της αρχομένης εθνικής συνελεύσεως το πολιτικόν κόμμα ήτον ασυγκρίτω λόγω το ισχυρότερον, διότι και το ισχυρόν σώμα των αρχιερέων και η ισχυροτάτη μερίς των τριών ναυτικών νήσων ήσαν υπέρ αυτού. Ο,τι δε ήθελαν αι ναυτικαί νήσοι ήθελεν είτε εκ προαιρέσεως είτε εξ ανάγκης και όλον το Αιγαίον· ενίσχυε και όλη η Δυτική Ελλάς το κόμμα τούτο, διατελούσα υπό την επιρροήν του οργανιστού της και προέδρου της γερουσίας της Μαυροκορδάτου· το προσενίσχυε και μέγα μέρος της Ανατολικής Ελλάδος. Οι δε οπλαρχηγοί της στερεάς Ελλάδος, αν και ισχυροί, ούτε μετ' αλλήλων ούτε μετά των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου συνενοούντο, και διά τούτο το στρατιωτικόν της Ελλάδος δεν είχε σχεδόν σύστημα. Διά τους λόγους τούτους το αποτέλεσμα της εθνικής συνελεύσεως ήτο πασίγνωστον εκ προοιμίων, ό εστιν οποίον το ήθελε το κόμμα των πολιτικών· αντεφέροντο δε οι πολιτικοί και οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, διότι εκείνοι μεν ήθελαν να κινώσι τα όπλα των επαρχιών κατά του εχθρού μετά των οπλαρχηγών, ούτοι δε αντεποιούντο την κίνησιν των όπλων ως έργον μόνων αυτών· έργον δε εκείνων εθεώρουν την εις τας εκστρατείας προμήθειαν των αναγκαίων.
Διά την επικρατούσαν δε καθ' όλην την Ελλάδα αταξίαν, διά το νεοφανές του πράγματος και διά την εξ ανάγκης έλλειψιν οποιουδήποτε περί εκλογής νόμου, αι εκλογαί των αντιπροσώπων, λεγομένων τότε π α ρ α σ τ α τ ώ ν, δεν ήτο δυνατόν να γένωσι τακτικαί. Εκτός των τριών ναυτικών νήσων και της Κάσσου και Σκοπέλου, ουδεμία των του Αιγαίου έστειλεν εις την συνέλευσιν πληρεξουσίους. Μεταξύ δε των εκ των άλλων μερών συνελθόντων ουδεμία ως προς τον αριθμόν αναλογία εφυλάχθη. Εν ώ όλη η Πελοπόννησος έστειλεν 20 αντιπροσώπους, η Ανατολική Ελλάς έστειλεν αύτη μόνη 26, και μόνον το τρίτον σχεδόν αυτών η Δυτική. Ο,τι δε επλήθυνε τον αριθμόν των μελών της Ανατολικής Ελλάδος και διέκρινε την αντιπροσωπείαν εκείνου του μέρους ήτον η αλλόκοτος είσαξις εις την συνέλευσιν άλλων εκτός των παραστατών των επαρχιών της υπό το όνομα συνηγόρων, ισοδυνάμων μεν και ισοψήφων των επαρχιακών παραστατών, στελλομένων όμως όχι παρά των επαρχιών αλλά κατ' ευθείαν παρά του Αρείου πάγου. Όπως και αν έχη, η συνέλευσις εθεωρήθη νόμιμος καθ' όλην την Ελλάδα καθ' όλους τους καιρούς και παρ' όλων των τάξεων των πολιτών· ήρχισε δε τας εργασίας της υπό την προεδρίαν του Μαυροκορδάτου την 20 δεκεμβρίου, γράψασα εν πρώτοις τον κανονισμόν της, δι' ου διέταξε να μη γίνωνται αι συνεδριάσεις της εις επήκοον του κοινού, μηδέ να δημοσιεύωνται όσα λέγονται ειμή κατ' έγκρισιν αυτής· αν δε και οι πληρεξούσιοι ήσαν σύμφωνοι και αντεπροσώπευαν όλοι τον λαόν, διηρέθησαν εις τέσσαρας κλάσεις κατά τα τέσσαρα τμήματα της Ελλάδος, ήγουν την Πελοπόννησον, τας Νήσους, την Ανατολικήν Ελλάδα και την Δυτικήν, και διαιρημένοι τοιουτοτρόπως εκάθηντο, εψηφοφόρουν και υπέγραφαν καθ' ην έλαχαν αι κλάσεις διά κλήρου τάξιν· συνεδρίαζε δε, συνεψηφοφόρει και συνυπέγραφε και ο αντιπρόσωπος των Αλβανών, αν και η αλβανοελληνική συμμαχία ήτον ήδη λελυμένη.
[Ιανουάριος] Η συνέλευσις διώρισε δωδεκαμελή επιτροπήν, ήτοι τρία μέλη αφ' εκάστης των τεσσάρων κλάσεων, εις σύνταξιν οργανικού νόμου επί τη βάσει συστήματος δημοκρατικού και εξέδωκε την 1 Ιανουαρίου το ακόλουθον σύντομον και εμφαντικόν κήρυγμα.
«Εν ονόματι της αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος.
Το Ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν.»
Η συνέλευσις, θεωρήσασα το σχέδιον του οργανικού νόμου της επιτροπής της, εις ούτινος την σύνταξιν καθώς και εις τον μετά ταύτα οργανισμόν των γραμματειών εχρησίμευσε τα μέγιστα ο ειδήμων Ιταλός Γαλλίνας, παρεδέχθη τελείαν ανεξιθρησκείαν και ισοτέλειαν προηγουμένου νόμου περί εισπράξεως των τελών· εκήρυξεν όλους τους Έλληνας ίσους ενώπιον των νόμων και δεκτούς εν πάση υπηρεσία του κράτους· εξησφάλισε την ζωήν, την τιμήν και την ιδιοκτησίαν εκάστου υπό την προστασίαν των νόμων· κατήργησε την δουλείαν, τα βασανιστήρια και την δήμευσιν· διέταξε πας φυλακιζόμενος να ειδοποιήται εντός 24 ωρών περί της αιτίας της φυλακίσεώς του, και να δικάζεται εντός τριών ημερών· εψήφισε στρατιωτικόν οργανισμόν· εχάρισε προνόμια τοις Επιδαυρίοις, εγκατέστησε κυβέρνησιν εκ δύο σωμάτων, βουλευτικού ή αντιπροσωπικού και νομοτελεστικού· διέταξεν ο αριθμός των μελών του βουλευτικού και ο τρόπος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι να ορισθώσι μετά ταύτα· επέτρεψε να προβάλη πας βουλευτής διά του προέδρου νομοσχέδια· παρήγγειλε δημοσίας τας τακτικάς και εκτάκτους συνεδριάσεις του βουλευτικού, μυστικάς δε μόνον επί τη αιτήσει πέντε βουλευτών· προσδιώρισεν εις πέντε τον αριθμόν των μελών του νομοτελεστικού εκλεγομένων υπό του βουλευτικού εκτός των μελών αυτού· έδωκε τω νομοτελεστικώ εξουσίαν να κινή τας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν δυνάμεις· να εισάγη εις το βουλευτικόν νομοσχέδια· να το συγκαλή εις έκτακτον συνεδρίασιν· να εκτελή τους νόμους· να φροντίζη περί της γενικής ασφαλείας· να ενεργή εκτάκτως τα δέοντα εις ανακάλυψιν προδοσίας, αλλά να δικαιολογή την πράξιν του παρά τω βουλευτικώ εντός δύο ημερών· να φέρη ενώπιον αυτού νομοσχέδιον περί συστάσεως παρασήμων, και περί στολής και μισθοδοσίας των πολιτικών και πολεμικών υπαλλήλων· να διορίζη οκτώ γραμματείς οφείλοντας να ενεργώσι τα καθήκοντά των επί τη ιδία αυτών ευθύνη, ήγουν τον αρχιγραμματέα της επικρατείας, τον και επί των εξωτερικών, τον επί των εσωτερικών, τον επί των οικονομικών, τον επί του δικαίου, τον επί των στρατιωτικών, τον επί των ναυτικών, τον επί της θρησκείας και τον επί της αστυνομίας· ώρισε την διάρκειαν των δύο σωμάτων ενιαύσιον· εκανόνισε τα καθήκοντά των, τας προς άλληλα σχέσεις των και την εις την νομοθεσίαν συνδρομήν των· ενέδυσεν αμφότερα δύναμιν του κηρύττειν πόλεμον και συνάπτειν ειρήνην, μόνον δε το νομοτελεστικόν την του συνδέειν ολιγοημέρους ανακωχάς· ανέθεσεν εις μεν το νομοτελεστικόν τα περί στρατιωτικών προβιβασμών και αμοιβών διά τας προς την πατρίδα υπηρεσίας υπό την έγκρισιν του βουλευτικού, εις δε το βουλευτικόν την καθ' εκάστην αρχιετίαν ψήφισιν του προϋπολογισμού των εσόδων και εξόδων εισαγομένου παρά του νομοτελεστικού, και την επιψήφισιν του απολογισμού καθ' εκάστην ληξιετίαν, εξαιρέσασα μόνον το πρώτον έτος καθ' ό ώφειλαν το μεν βουλευτικόν να χορηγή τα δέοντα άνευ προϋπολογισμού και μηδεμιάς αναβολής, το δε νομοτελεστικόν να δώση λόγον της διαχειρίσεως το τέλος του έτους· επέτρεψε τω νομοτελεστικώ να κόπτη νόμισμα αφ' ού διατάξη και όπως διατάξη το βουλευτικόν, να δανείζεται και να εκποιή εθνικά κτήματα συναινέσει του βουλευτικού, και απηγόρευσεν εις αμφότερα τα σώματα οποιανδήποτε πράξιν σκοπόν έχουσαν την κατάργησιν της πολιτικής υπάρξεως του έθνους. Αν δέ ποτε κατηγορείτο βουλευτής επί πολιτικώ εγκλήματι, διέταξε να διορίζεται επταμελής επιτροπή του βουλευτικού εις εξέτασιν αν ήτο δεκτή η κατηγορία και εις έγγραφον κοινοποίησιν της γνώμης αυτής εις το βουλευτικόν· και αν διά των δύο τρίτων των ψήφων αυτού κατεγινώσκετο ο κατηγορούμενος, εκηρύττετο έκπτωτος και παρεπέμπετο ως απλούς πολίτης εις το ανώτατον δικαστήριον της Ελλάδος προς δίκην και τιμωρίαν κατά τους νόμους, μη φυλακιζόμενος όμως προ της εκπτώσεώς του. Κατά τον αυτόν τρόπον ελέγχοντο και εκρίνοντο και οι γραμματείς, αν έπιπταν εις το αυτό έγκλημα· τα δε μέλη του νομοτελεστικού κατηγορούντο και αυτά ενώπιον του βουλευτικού επί τοιαύτη ενοχή, αλλ' ελεγχόμενα υπό εννεαμελούς επιτροπής και αν μετά τον έλεγχον κατεγινώσκοντο διά των τέσσαρων πέμπτων των ψήφων του βουλευτικού, εγίνοντο έκπτωτα και παρεπέμποντο, ως και οι βουλευταί και οι γραμματείς, εις το ανώτατον δικαστήριον της Ελλάδος, αλλά μηδ' αυτά εφυλακίζοντο προ της εκπτώσεώς των. Αν δε όλον το νομοτελεστικόν εσυνθηκοποίει εις κατάργησιν της πολιτικής υπάρξεως του έθνους, ή έπιπτεν εις άλλο έγκλημα παρανομίας, τότε, αφ' ού απεδεικνύετο το έγκλημα, εγίνετο εν πρώτοις ο πρόεδρος έκπτωτος, και μετά την αντικατάστασιν αυτού κατηγορούντο τα μέλη έν προς έν, καθ' όν τρόπον ερρέθη, και ελεγχόμενα επαιδεύοντο. Η δε κυβέρνησις ώφειλε, καθ' ό διέταξεν η συνέλευσις, να περιθάλπη τας χήρας και τα ορφανά των φονευομένων και τους υπέρ πατρίδος δυστυχούντας, να βραβεύη τους ανδραγαθούντας και τους καλώς υπηρετούντας, και ν' ανταμείβη τους εις θεραπείαν των αναγκών του έθνους συνεισφέροντας.
Η συνέλευσις, αφ' ού διέγραψε τα του βουλευτικού και νομοτελεστικού, εφρόντισε και περί του δικαστικού κλάδου και ώρισε να εγκατασταθώσι δικαστήρια, ανώτατον μεν όπου έδρευεν η κυβέρνησις, εφετεία δε εν ταις έδραις των κεντρικών διοικήσεων, εν εκάστη δε επαρχία πρωτοδικείον μη έχον εγκληματικήν δικαιοδοσίαν ανατεθείσαν εις μόνα τα εφετεία και το ανώτατον· διέταξε δε και εν πάση κοινότητι ή εν παντί χωρίω ειρηνοδικείον, και την εφαρμογήν διά μεν τα πολιτικά και εγκληματικά των βυζαντινών νόμων, διά δε τα εμπορικά των γαλλικών μέχρις ου συνταχθώσιν εθνικοί κώδηκες. Αφ' ού δε τοιουτοτρόπως ωργάνισε τα της προσωρινής κυβερνήσεως, έβαλεν υπό τας διαταγάς της τας δύο Γερουσίας και τον Άρειον πάγον, και κατήργησε τα σύμβολα και τας σημαίας της Φιλικής Εταιρίας· και ως χαρακτηριστικόν μεν της εθνικής σφραγίδος παρεδέχθη την Αθηνάν, ως σημαίαν δε εθνικήν την εξ εννέα οριζοντείων και εναλλάξ κειμένων κυανών και λευκών ταινιών. Αναγκαία ήτον η κατάργησις των συμβόλων της Εταιρίας. Οι Έλληνες επροσπάθουν να ελκύσωσι την συμπάθειαν των αυλών· αλλ' αι αυλαί, ως είδαμεν, απεστρέφοντο τας μυστικάς Εταιρίας ως συνωμοσίας κατ' αυτών. Αν δε και η Φιλική Εταιρία δεν είχε σχέσιν προς άλλας μυστικάς εταιρίας, η εν Λαϋβάχη διακήρυξις της ιεράς συμμαχίας την περιέπλεξεν εις την κατηγορίαν ταύτην· διά τούτο το συμφέρον της Ελλάδος απήτει να εξαλείψη ό,τι και κατ' επιφάνειαν την ενοχοποίει. Αλλ' ο Υψηλάντης κατεταράχθη και ωργίσθη ιδίως κατά του Μαυροκορδάτου, ον εθεώρει δικαίως ως υποβολέα της πράξεως ταύτης. Εντεύθεν ενισχύθη έτι μάλλον η διχόνοια των δύο τούτων ανδρών.
Τούτων ούτω διατεθέντων, ησχολήθη η συνέλευσις εις συγκρότησιν της νέας κυβερνήσεως, και εξελέξατο μέλη του νομοτελεστικού τον Μαυροκορδάτον τον και πρόεδρον, τον δημοκρατικώτερον των προυχόντων Κανακάρην τον και μετά ταύτα αντιπρόεδρον, τον Αναγνώστην Παπαγιαννόπουλον (Δηληγιάννην), τον Ιωάννην Ορλάνδον και τον Ιωάννην Λογοθέτην· και οι μεν πληρεξούσιοι της Πελοποννήσου και της στερεάς Ελλάδος, έχοντες όχι μόνον εντολήν να συγκροτήσωσι την συνέλευσιν, αλλά και δύναμιν ν' αποτελέσωσι μέρος της κυβερνήσεως, διέμειναν, όσοι δεν συμπεριελήφθησαν εις το νομοτελεστικόν, ως μέλη του βουλευτικού· οι δε των νήσων, εις ους δεν εδόθη η αυτή δύναμις, δεν μετεσχηματίσθησαν εις βουλευτάς· αλλά και αι νήσοι αύται και άλλαι έστειλαν μετ' ολίγον τους βουλευτάς των· διωρίσθη δε και προσωρινή έδρα της νέας κυβερνήσεως η Κόρινθος, και ούτω διελύθη η συνέλευσις την 15 Ιανουαρίου, εργασθείσα ησύχως και ευτάκτως καθ' όλην την διάρκειάν της, και κηρύξασα επί τέλους (α) ότι ο πόλεμος της Ελλάδος κατά των Τούρκων δεν εστηρίζετο επί δημαγωγικών, στασιωδών ή ιδιοτελών αρχών, αλλ' ότι σκοπόν είχε την απόσεισιν του σκληρού και ξένου ζυγού και την πολιτικήν εξομοίωσιν των Ελλήνων προς τους λοιπούς χριστιανικούς λαούς, ή εν αποτυχία την τελείαν εξόντωσίν των ως προτιμοτέραν της ζωής υπό τοιαύτην αισχράν δουλείαν. Το κήρυγμα τούτο ανέφερε και τας αιτίας δι' ας ανεβλήθη μέχρι τούδε ο εθνικός οργανισμός· και αφ' ού ανήγγειλεν εν συντόμω τα γενόμενα, εκάλει τους λαούς εις ομόνοιαν, εις διατήρησιν των νόμων και εις υποταγήν προς την κυβέρνησιν, ως τα μόνα συντελεστικά προς στερέωσιν της ανεξαρτησίας των.
Η επανάστασις της Ελλάδος δεν εξερράγη περί πολιτικών συστημάτων, αλλά προς απόσεισιν του οθωμανικού ζυγού και προς ανέγερσιν του ελληνικού εθνισμού· διά τούτο, ότε συνήλθαν οι Έλληνες εις Επίδαυρον, δεν έπεσαν εις σπουδαίας συζητήσεις περί αρχών.
Μεταξύ δε των τριών συστημάτων, του μοναρχικού, του ολιγαρχικού και του δημοκρατικού, το μοναρχικόν ήτον αναντιρρήτως το δημοφιλέστερον εν Ελλάδι. «Πότε θα μάς έλθει ο αφέντης;» ηρώτων οι Έλληνες από άκρου έως άκρου της Ελλάδος· αι δε ναυτικαί νήσοι εν τοις εγγράφοις των και η Ανατολική Ελλάς εν τη συνελεύσει της εθεώρησαν επισήμως και ομογνωμόνως την βασιλείαν ως το πλήρωμα των ευχών των. Εδύνατό τις των Ελλήνων, ωφελούμενος υπό της τοιαύτης διαθέσεως όλων των κλάσεων του ελληνικού λαού, να καθήση τότε μονοκράτωρ. Τοιούτος υπεδεικνύετο ο Υψηλάντης· αλλ' η υπερισχύουσα μερίς της εθνικής συνελεύσεως ήτον όλη εναντία του· διά τούτο κατεβιβάσθη μάλλον ή ανεβιβάσθη.
Εδύναντο ίσως και οι προύχοντες, όντες ισχυρότατοι εν τη συνελεύσει, να ενθρονίσωσι το ολιγαρχικόν σύστημα· αλλ' ούτε καν το επεχείρησαν. Ο κυριώτερος τούτων σκοπός ήτον η μη ανύψωσις του Υψηλάντου και η μη ενίσχυσις του στρατιωτικού· ανελογίζοντο δε ότι η οικειοποίησις της εθνικής εξουσίας αντέβαινε προς τον σκοπόν τούτον. Τω όντι τοιούτον σύστημα, απαρέσκον εν γένει, ήτον ικανόν ν' αποσπάση πολλούς πολιτικούς φίλους των και να τους οικειώση προς τους εναντίους των, να συνενώση δε κατ' αυτών και το μη έως τότε συνηνωμένον στρατιωτικόν της στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Συνέτρεξαν δε και οι εξής λόγοι κατά της συστάσεως της ολιγαρχίας.
Η Ελλάς, αναδεχθείσα τον δε δεινόν αγώνα, και ερειδομένη επί τη δικαιοσύνη και τη αγιότητί του, διότι πας αγών εθνικός κατά ξένης εξουσίας είναι δίκαιος και άγιος, ήλπιζεν έξωθεν βοήθειαν. Έξωθεν δε δύο συστήματα είχαν υπερασπιστάς, το μοναρχικόν και το δημοκρατικόν· το πρώτον είχε τας αυλάς, το δεύτερον τους λαούς· ώστε το ολιγαρχικόν θα έβλαπτε μάλλον ή θα ωφέλει εξωτερικώς την Ελλάδα ως απροστάτευτον υπό των αυλών, και ως μισούμενον υπό των λαών· αλλ' ημείς, γνωρίζοντες τους προύχοντας της Πελοποννήσου εκ του πλησίον και συνυπηρετήσαντες επί της επαναστάσεως, οφείλομεν ν' αποδώσωμεν αυτοίς εν πλήρει γνώσει την πρέπουσαν δικαιοσύνην ομολογούντες ότι, αν δεν έδειξάν ποτε διάθεσιν να ενθρονισθώσι δεσπόται της πατρίδος σφετεριζόμενοι την εθνικήν Αρχήν, δεν επηρρεάσθησαν εκ μόνης πολιτικής προνοίας, αλλά και εκ πατριωτικής και φιλελευθέρας προαιρέσεως. Όλα ταύτα τα αίτια συνέτρεξαν εις το να συστηθή εν Επιδαύρω δημοκρατική κυβέρνησις, εν ώ το δημοκρατικόν στοιχείον ήτο πάντη ανίσχυρον, διότι ολιγώτατοι μόνον νέοι, σπουδάσαντες εν Ευρώπη, ήσαν οι υπερασπισταί του. Ίνα δε μη καταθορυβηθή η τότε παντοδύναμος ιερά συμμαχία επί τη συστάσει δημοκρατικής κυβερνήσεως εκλήθη η κυβέρνησις προσωρινή και αφέθη η θύρα ανοικτή εις θεμελιώδεις πολιτικάς μετοβολάς.
Εξ όσων δε, διερχόμενοι τα της συνελεύσεως είπαμεν, απεδείχθη, ότι το στρατιωτικόν της Πελοποννήσου απέτυχε, διότι όλη η Αρχή εδόθη τοις αντιπάλοις του, και ότι ο Υψηλάντης ωλιγωρήθη· αλλ' ουδείς αντείπεν ουδ' αντέστη εις τας αποφάσεις της συνελεύσεως. Και αυτός ο Υψηλάντης, όστις δυσαρεστούμενος διέτριβε διαρκούσης της συνελεύσεως εν Κορίνθω, αφ' ού είδεν ότι ετάφη η Αρχή της Φιλικής Εταιρίας εν Επιδαύρω υπό το νέον σύμβολον, την Αθηνάν, και την δίχρουν σημαίαν, και συνετάφη και πάσα εκείθεν εξουσία, εδέχθη την προεδρίαν της βουλής δοθείσαν αυτώ ως δείγμα τιμής διά την προς αυτόν σωζομένην υπόληψιν του κοινού· αλλ' ουδέ και τότε μετέβη εις Επίδαυρον, όπου ενήργει τα της προεδρίας ο Πετρόμπεης, ως αντιπρόεδρος.
Το δε νομοτελεστικόν την αυτήν ημέραν, καθ' ην συνεκροτήθη, διώρισε τους υπουργούς, ους εκάλεσε Μινίστρους, τον Νέγρην επί της αρχιγραμματείας της επικρατείας, επί των εξωτερικών υποθέσεων και πρόεδρον του συμβουλίου των υπουργών, τον Ιωάννην Κωλέττην επί των εσωτερικών, τον Πανούτσον Νοταράν επί της οικονομίας, τον Νότην Μπότσαρην επί των στρατιωτικών, τριμελή επιτροπήν επί των ναυτικών, τον Θεόδωρον Βλάσην επί του δικαίου, τον επίσκοπον Ανδρούσης Ιωσήφ επί των θρησκευτικών, και τον Λάμπρον Νάκον επί της αστυνομίας, την δε επιούσαν εκήρυξε την έναρξιν των εργασιών του.
Πρώτη δε φροντίς της νέας κυβερνήσεως ήτον η εύρεσις πόρου εις σύστασιν και διατήρησιν των στρατοπέδων και εις κίνησιν του στόλου. Επί τω σκοπώ τούτω εψηφίσθησαν δάνεια και γενικαί συνεισφοραί· αλλά μικρά η ωφέλεια εξ αιτίας των περιστάσεων. Λόγος πολύς έγεινεν επί συνελεύσεως και περί πρεσβειών προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς· αλλ' η κυβέρνησις εις ην ανετέθη η φροντίς, δεν έκρινεν εύλογον να ενεργήση τι κατ' εκείνας τας περιστάσεις, διότι η καθ' ημών επικρατούσα διάθεσις των αυλών ήτο φανερά, και ως εκ της διαθέσεως ταύτης η αποβολή των πρέσβεων βεβαία. Τα δύο κυβερνητικά σώματα διέμειναν εργαζόμενα εν Επιδαύρω, το μεν βουλευτικόν μέχρι της 23, το δε νομοτελεστικόν μέχρι της 28· μετέβησαν δε μετά ταύτα εις Κόρινθον όπου επανέλαβαν τας διακοπείσας συνεδριάσεις των την 31, το μεν βουλευτικόν υπό την προεδρίαν του Υψηλάντου, το δε νομοτελεστικόν υπό την αντιπροεδρίαν του Κανακάρη, διότι ο πρόεδρος Μαυροκορδάτος μετέβη εξ Επιδαύρου εις Ύδραν προς έκπλουν του στόλου, και προς εξέτασιν ψιθυρίσματός τινος περί σκευωρουμένης εν τη νήσω επίβουλής εις υποδούλωσίν της· αλλ' η σκευωρία αύτη, αν τω όντι υπήρξε, διεσκεδάσθη αβλαβώς και αθορύβως.
Η δε κυβέρνησις, καθ' ας ημέρας ευρίσκετο εν Επιδαύρω, έσπευσε να ψηφίση και έκοψεν εν Κορίνθω μετάλλια φέροντα εφ' ενός μεν την εικόνα της Αθηνάς και γύρωθεν αυτής «Η - Ε λ λ ά ς – ε υ γ ν ω μ ο ν ο ύ σ α.» εφ' ετέρου δε «ε θ ν ι κ ή – σ υ ν έ λ ε υ σ ι ς - α ω κ β»· εκόπησαν δε τα μετάλλια ταύτα χάριν των ησύχως, ακινδύνως και εν ομονοία τον εν Επιδαύρω πολιτικόν οργανισμόν υπογραψάντων και των εις την σύνταξιν αυτού συνεργησάντων· αλλά της τιμής ταύτης δεν ηξιώθησαν οι κατά γην και θάλασσαν προκινδυνεύοντες. Τα μέλη της κυβερνήσεως ήσαν και μέλη της συνελεύσεως, ώστε απέδωκαν αυτοί εαυτοίς ως λυτρωταίς της πατρίδος τας τιμάς ταύτας, παρορώντες τους εν πολέμω αληθείς λυτρωτάς της.
1821-1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ'.
&Ατυχής εκστρατεία εις Καρυστίαν, και θάνατος Ηλίου Μαυρομιχάλη. — Έκπλους του οθωμανικού στόλου και απόβασις στρατευμάτων εις Πάτρας. — Ναυμαχία εν τω κόλπω των Πατρών. — Τα μεταξύ του μεγάλου αρμοστού των Ιονίων νήσων και του ελληνικού στόλου. — Εκστρατεία υπό τον Κολοκοτρώνην εις πολιορκίαν των Πατρών.&
ΚΑΘ' όν καιρόν συνέταττεν η εν Επιδαύρω συνέλευσις τον θεμελιώδη νόμον, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μετέβη εις Αθήνας ως αρχηγός της πολιορκίας της ακροπόλεως επί τη προτάσει των εντοπίων συναινέσει και των εν Επιδαυρίω.
Η ατυχής πρώτη εις Κάρυστον εκστρατεία, περί ης άλλοτε ανεφέραμεν, δεν απήλπισε τους εις κυρίευσιν αυτής αγωνιζομένους. Απεδόθη η αποτυχία εις την επικρατούσαν τότε εν τω στρατοπέδω αναρχίαν, εις την απειρίαν των στρατιωτών και κυρίως εις την έλλειψιν αξίου και σέβας εμπνέοντος αρχηγού. Ο άοκνος επίσκοπος Καρύστου, ο την πρώτην εκστρατείαν συγκροτήσας, επεχείρησε και δευτέραν· μετέβη εις Ύδραν, εκείθεν εις Τρίκορφα, επανήλθεν εις Ύδραν, επεσκέφθη την Κέαν, παντού στρατολογών, χρηματολογών και ποριζόμενος πολεμεφόδια και τροφάς, και την 16 νοεμβρίου κατήντησεν εις Ερέτριαν όπου διέμεινε μέχρι τινός, διότι ο Ομέρμπεης περιεφέρετο εις τα περί την Κούμην χωρία συνάζων και αποταμιεύων τρόφιμα εν Στούροις. Απομακρυνθέντος δε τούτου, εκίνησεν ο επίσκοπος προς τα Βρυσάκια μετά 50 στρατιωτών, εις έντευξιν του Αγγελή Γοβρίνα· αλλά άμα έφθασεν εις το στρατόπεδον και εφάνησαν επερχόμενοι εκ Χαλκίδος εχθροί μαθόντες την διάβασίν του· ακροβολισμού δε γενομένου επί της πεδιάδος της Καστέλλας απέναντι του στρατοπέδου, έχασαν οι Τούρκοι δύο πολεμιστάς και επανήλθαν εις το φρούριον. Μετά τρεις δε ημέρας επέστρεψεν ο επίσκοπος εις Ερέτριαν συμπαραλαβών, συναινέσει του Αγγελή, τον Κριεζώτην και τους υπό την οδηγίαν αυτού ως συναγωνιστάς εις απελευθέρωσιν της Καρύστου. Αρξαμένου δε του ραμαζανίου, ησύχασαν ο μεν Ομέρμπεης εν Καρύστω, οι δε λοιποί Τούρκοι εν Στούροις. Τότε οι πρόκριτοι των χωρίων, μείναντες ανενόχλητοι, συνήλθαν εις Αλιβέρι και συνευδόκησαν, πριν επιχειρήσωσί τι κατά της Καρύστου, να φέρωσιν έξωθεν σημαντικόν τινα και άξιον αρχηγόν έχοντα και ικανούς στρατιώτας εμπειροπολέμους· η σταλείσα δε εις εύρεσιν του αρχηγού τούτου επιτροπή, ης μέλος ήτο και ο επίσκοπος, ηύρε τον Ηλίαν Μαυρομιχάλην εν Αθήναις φθάσαντα εκεί κατ' εκείνας τας ημέρας, τον έπεισε να μη αναδεχθή την πολιορκίαν της ακροπόλεως, τον εχειροτόνησεν αρχηγόν όλων των κατά της Καρύστου στρατευμάτων, και τω έδωκεν άδειαν να στρατολογήση επί μισθώ. Αλλ', εν ώ η επιτροπή έπραττε ταύτα, οι οπλαρχηγίσκοι του εν Ευβοία στρατοπέδου, συμπληρουμένου εξ εντοπίων και ξένων εις 700, αποδοκιμάζοντες την αποστολήν της επιτροπής, διώρισαν αρχηγόν τον Βάσσον Μαυροβουνιώτην ελθόντα κατά τον παρελθόντα αύγουστον εκ Σμύρνης εις Κούμην και διαδεχθέντα κοινή γνώμη των Κουμιωτών τον φονευθέντα αρχηγόν των Παπάν· ώστε αντί ενός το στρατόπεδον απέκτησε δύο αρχηγούς.
[Ιανουάριος] Την δε 3 Ιανουαρίου έφθασεν ο Ηλίας εις το απέναντι της Εύβοιας χωρίον της Αττικής, Κάλαμον, συνοδευόμενος υπό του θείου του Κυριακούλη και ακολουθούμενος υπό 600, και την 5 διεβιβάσθη πανστρατιά όπου το άλλο στρατόπεδον. Ήλθε συγχρόνως και γράμμα του Οδυσσέως προς τον επίσκοπον λέγον, ότι παρηκολούθει και αυτός μετά δισχιλίων.
Αφ' ότου έφθασεν ο Ηλίας, εστέλλοντο γράμματα συχνάκις εις το ελληνικόν στρατόπεδον παρά των Στουρέων παρακλητικά όπως τους ελευθερώσωσιν από των εμφωλευόντων και τυραννούντων αυτούς Τούρκων. Αι αλλεπάλληλοι παρακλήσεις ηνάγκασαν τον φιλότιμον Ηλίαν και τους λοιπούς να εκστρατεύσωσι προς τα Στούρα χωρίς ν' αναμείνωσι την προσδοκωμένην υπό τον Οδυσσέα δύναμιν και επί τω σκοπώ τούτω μετέβησαν όλοι εις Μεσοχώρια δύο ώρας μακράν των Στούρων και έμειναν εκεί συσκεπτόμενοι περί του μελετωμένου κινήματος. Εσυμβιβάσθησαν δε ο Ηλίας και ο Βάσσος, ίνα θεωρώνται και οι δύο ως αρχηγοί, ενηγκαλίσθησαν ως αδελφοί, και ωρκίσθησαν ενώπιον του επισκόπου επί του ιερού ευαγγελίου να συμβοηθώνται εν καιρώ ανάγκης, και να φυλάττεται ευταξία παρά τοις υπό την οδηγίαν των.
Τριακόσιοι επίλεκτοι Τούρκοι ηυλίζοντο ταις ημέραις εκείναις εν Στούροις, όπου ήσαν και αι σιτοθήκαι. Πριν επιπέσωσιν οι Έλληνες, εσχεδίασαν οι δύο αρχηγοί των να στείλωσιν ανά 150 εις κατάληψιν του Διακοφτίου, στενού μεταξύ Στούρων και Καρύστου, επί σκοπώ να εμποδισθή πάσα εκ Καρύστου βοήθεια, και την 11 εξεστράτευσαν και αυτοί εκ Μεσοχωρίων και κατέλαβαν δυο μικρά χωρία, ημιώριον μακράν των Στούρων το έν, και τέταρτον ώρας το άλλο· και εν μεν τω πλησιεστέρω ετοποθετήθη ο Βάσσος, εν δε τω απωτέρω ο Ηλίας. Την δε 12, πρωίας γενομένης, εφάνησαν έξωθεν των Στούρων οι Τούρκοι προκαλούντες κατά τον ομηρικόν τρόπον τους Έλληνας εις μάχην. Αν και δεν απεστάλησαν οι 300, ως εσχεδιάσθη, εις κατάληψιν του στενού, εφώρμησαν οι περί τον Βάσσον μηδέ τους περί τον Ηλίαν αναμείναντες· αλλ' αρξαμένης της μάχης επεβοήθησαν ούτοι, και συμπολεμήσαντες γενναίως απώθησαν τους εχθρούς εις το χωρίον, και πατήσαντές το τους απέκλεισαν περί την μεσημβρίαν εντός ολίγων οχυρών οικιών. Τούτου δε γενομένου, παραλαβόντες ο Βάσσος και ο Κυριακούλης τινάς υπήγαν να καταλάβωσιν αυτοί το στενόν του Διακοφτίου· αλλ', εν ώ ανέβαιναν, κατέβαινεν εκείθεν ο Ομέρμπεης ειδοποιηθείς αφ' εσπέρας περί των εχθρικών κινημάτων. Αδυνατώτεροι οι περί τον Βάσσον και τον Κυριακούλην ωπισθοδρόμησαν και απεχωρίσθησαν των αποκλειόντων τους εχθρούς εν Στούροις, οίτινες μηδέν υποπτεύοντες έξωθεν, διότι υπέθεταν το στενόν προκατειλημμένον, εξεφάντοναν· αλλά μαθόντες αίφνης ότι ήρχετο ο Ομέρμπεης, ακούσαντες και τον τουφεκισμόν, ετράπησαν οι μεν προς τα πλοία οι δε προς τα μακρυνά χωρία. Εξήλθε τότε του χωρίου και ο Ηλίας έχων 7 μόνον συντρόφους υπεραγαπώντας αυτόν και πάντοτε παρακολουθούντας, και καταλαβών ανεμόμυλόν τινα ασκεπή επί λόφου, κοινώς λεγόμενον Κοκκινόμυλον, παρεκίνει εκείθεν τους λοιπούς να εγκαρτερήσωσιν· αλλ' εις μάτην αι πατριωτικαί προτροπαί του. Αφ' ού δε επλησίασεν ο Ομέρμπεης εις Στούρα, εξήλθαν οι εντός των οχυρών οικιών Τούρκοι, και καταδιώκοντες οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν τους Έλληνας φεύγοντας, κατήντησαν εις τον Κοκκινόμυλον, όπου συνεσωρεύθησαν όλοι πολεμούντες. Τότε ο Ηλίας και οι περί αυτόν, βλέποντες ότι απελείφθησαν μόνοι, επεχείρησαν να εξορμήσωσι ξιφήρεις διά μέσου των εχθρών· αλλ', εκτός δύο διασωθέντων, όλοι απέθαναν εν οις και ο χαριέστατος και φιλότιμος Ηλίας ευκλεώς βιώσας και ευκλεέστερον αποβιώσας. Ο δε Ομέρμπεης, μαθών ότι είς των φονευθέντων ήτον ο επίσημος ούτος νέος, έκοψε την κεφαλήν του και την έστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν.
Μετά το δυστύχημα τούτο συνήχθησαν οι πρόκριτοι πολιτικοί και πολεμικοί εις Αλιβέρι προσπαθούντες να διατηρηθή το στρατόπεδον· εν ώ δε εσκέπτοντο περί δευτέρου κινήματος, έφθασεν ο Οδυσσεύς έχων 300 και τους εθάρρυνεν· εκίνησαν δε περί τα τέλη του Ιανουαρίου όλοι προς την Κάρυστον, όπου συνεσωρεύθησαν και όλοι οι Τούρκοι εν οις και οι κατέχοντες επί της προτέρας μάχης τα Στούρα· και ο μεν Οδυσσεύς μετά των 300 κατέλαβε την θέσιν Π λ α κ ω τ ά και έκοψε το εις το φρούριον ρέον νερόν· ο δε Κυριακούλης, ο Κριεζώτης και ο Βάσσος κατέλαβαν τους κήπους περιορίσαντες τους Τούρκους εντός του φρουρίου, και ακροβολιζόμενοι καθ' ημέραν. Εξ αιτίας δε του κανονοβολισμού έπεσε πεπαλαιωμένον τι μέρος του φρουρίου, και οι Τούρκοι υποπτεύοντες μη δι' αυτού τους πατήσωσιν οι Έλληνες αίφνης, σπανίως έκτοτε εξήρχοντο. Εν ώ δε η πολιορκία εφαίνετο προκύπτουσα, ο Οδυσσεύς έφυγεν αίφνης μετά των οπαδών του εν πολλή βία εις Μελισσώνα, δύο ώρας μακράν της Καρύστου. Φυγόντος αυτού, οι εχθροί έπεσαν αμέσως επί τους απομείναντας και τους κατεδίωξαν μίαν ήμισυ ώραν μακράν μέχρι του Κατσερονίου, όπου και πρότερον ήσαν οι Έλληνες, και ήδη διενυκτέρευσαν. Το δε πρωί οι αρχηγοί, απορούντες δικαίως επί τη αιφνιδίω φυγή του Οδυσσέως, έστειλαν έφιππον φέροντα γράμματα προς αυτόν, δι' ων ηρώτων την αιτίαν της απροσδοκήτου φυγής του και εζήτουν γνώμην περί του πρακτέου. Ο γραμματοφόρος, απαντήσας τον Οδυσσέα φεύγοντα κατά τα Στούρα και απολιπόντα εν Μελισσώνι και τους αρρώστους και τας τροφάς, τω έδωκε τα γράμματα, αλλ' απάντησιν δεν έλαβε. Φθάσας ο Οδυσσεύς εις τα Στούρα το εσπέρας ηύρεν εκεί τον επίσκοπον και τους προκρίτους των χωρίων, και ερωτηθείς περί της φυγής του ανέβαλε την απάντησιν εις την αύριον εν τούτοις διέταξε το στράτευμά του να υπάγη εις Βρυσάκια και να περάση, εις την αντικρύ ξηράν όπου και επέρασεν· αυτός δε μηδόλως αιτιολογήσας την φυγήν του διεπορθμεύθη εκ του λιμένος των Στούρων μετά 50 αντικρύ και εκείθεν μετέβη εις Λεβαδείαν. Η διαγωγή αύτη του Οδυσσέως υπελήφθη ως επιβουλή. Ενίσχυσαν δε την υπόνοιαν ταύτην και δώρα καπνού και ταμβάκου σταλέντα προς αυτόν παρά του Ομέρμπεη ολίγον προ της φυγής του. Η ιδέα της επιβουλής δεν εξηλείφθη εισέτι, στηριζομένη μάλιστα επί τη μετά ταύτα διαγωγή του. Άλλοι δε συγκαταβατικώτεροι απέδωκαν την φυγήν του εις την κατ' εκείνας τας ημέρας μετάβασιν του Υψηλάντου και του Νικήτα εις την Ανατολικήν Ελλάδα, προς ους έχων στενάς σχέσεις ήθελε να ευρεθή εν τη Λεβαδεία επί της εκεί αφίξεώς των. Αλλ' όσον μεν περί της μετά ταύτα διαγωγής του Οδυσσέως εις εξήγησιν της προτέρας, σφάλλει όστις θέλει να εύρη πάντοτε εκ προθέσεως μίαν και την αυτήν σειράν πολιτεύματος των σημαντικών ανθρώπων καθ' όλον το στάδιόν των επί επαναστάσεως. Αι επαναστάσεις διά της σφοδράς ροπής των αλλοιούν τα υπάρχοντα, παρεκτρέπονται πολλάκις του σκοπού ον προέθεντο εξ αρχής, και υπό των πολιτικών και πολεμικών περιπετειών παρασυρόμεναι συμπαρασύρουν συνήθως και τους ανθρώπους και τροποποιούν τα φρονήματά των παριστάμεναι υπό διαφόρους φάσεις. Ο Οδυσσεύς, μέγας και πολύς μετά την εν Γραβιά μάχην, και ο σημαντικώτερος και ισχυρότερος των οπλαρχηγών της Ανατολικής Ελλάδος επί της φυγής του ουδεμίαν είχεν αφορμήν τότε εις επιβουλήν. Αλλ' ημείς, διερχόμενοι σωζόμενά τινα έγγραφα του Αρείου πάγου, ηύραμεν επιστολήν του Οδυσσέως δι' ης αποδεικνύεται ότι διετάχθη παρά της Αρχής εκείνης να επανακάμψη. Την επιστολήν ταύτην, αν και μη δικαιολογούσαν τον τρόπον της φυγής του εν αγνοία των συμπολεμιστών του, εκδίδομεν ενταύθα.
«Αρεοπαγίται προσκυνώ.
Κατά την προσταγήν σας δεν έλειψα αμέσως αφ' ού έλαβα το έξοχον γράμμα σας και ερίχθηκα εις το εδώθε μέρος. Εμποδίσθηκα όμως εδώ εξ αιτίας του καιρού οπού δεν επέρασαν όλοι οι άνθρωποι και τους προσμένω κατ' αυτάς· αν όμως και είναι καμμία ανάγκη, γράψετέ μου διά να προφθάσω αμέσως χωρίς αργοπορίαν, και είμαι έτοιμος εις την προσταγήν σας. Μένω. 1822, Φεβρουαρίου 15. Ορδί Καπανδρίτι».
Μετά δε την από Καρυστίας φυγήν του Οδυσσέως εθεώρησαν οι λοιποί οπλαρχηγοί την περαιτέρω εκεί διατριβήν των πάντη άχρηστον· όθεν, εκτός του ιθαγενούς Κριεζώτου εναπομείναντος και περιφερομένου εις τα βουνά Ερετρίας και Κούμης, όλοι, εν οις και ο επίσκοπος, ανεχώρησαν, και ετελείωσεν η εις απελευθέρωσιν της Καρύστου δευτέρα εκστρατεία χείρων της πρώτης. Διέμεινε δε ως και πρότερον το άλλο ευβοϊκόν στρατόπεδον εν Βρυσακίοις, αλλά και αυτό έπαθε μετ' ολίγον δεινόν πάθημα, φονευθέντων έν τινι συμπλοκή κατά την Καστέλλαν τον μάρτιον μήνα του αρίστου αρχηγού του Αγγελή Γοβρίνα, του αδελφού του Αναγνώστη, και του Κότση. Μετά το δυστύχημα τούτο ανεδείχθη αρχηγός του στρατοπέδου ο Τομαράς.
Κατά τον αυτόν καιρόν, ακμάζοντος του χειμώνος, η Πύλη ητοίμασε, παρά την επικρατούσαν συνήθειάν της, ναυτικήν και στρατιωτικήν δύναμιν κατά της Πελοποννήσου. Η ναυτική δύναμις υπό την οδηγίαν του καπητανάμπεη, έχοντος υπό τας διαταγάς του και τον υποναύαρχον της Αιγύπτου Γιβραλτάρην καί τινα πλοία Αλγερινά, Τουνεζινά και Τριπολινά, συνίστατο εκ 3 φρεγατών, 4 κορβετών και 8 δικατάρτων· συνέπλεαν δε και πολλά φορταγωγά φέροντα εις απόβασιν έως 4000 στρατιώτας ασιανούς υπό τον Καρά - Μεχμέτπασαν (α) τον άλλοτε αρχιπυροβολιστήν, και παντός είδους πολεμικάς αποσκευάς. Η θαλάσσιος δε αύτη δύναμις εφάνη έξωθεν της Ύδρας την 27 Ιανουαρίου όπου εστάθη και ύψωσέ τινα σημεία. Η εμφάνισις των σημείων τούτων έδωκε νέαν αφορμήν να θεωρηθή πραγματική η περί ης ανεφέραμεν προ ολίγου επίβουλή, αλλ' απάντησις δεν εφάνη δοθείσα, και ο στόλος έπλευσεν εις Μοθώνην, την επεσίτισε, και μαθών ότι το Νεόκαστρον ήτο σχεδόν αφρούρητον ητοιμάσθη να το προσβάλη εξ απροόπτου, και μία φρεγάτα φέρουσα την σημαίαν του Γιβραλτάρη, μία κορβέττα και έν δικάταρτον τω επλησίασαν την 30 Ιανουαρίου· ήλθαν δε και διά ξηράς Τούρκοι εκ Μοθώνης. Έτυχαν εν αυτώ ως 40 φιλέλληνες υπό την οδηγίαν του στρατηγού Νορμάννου καταπλεύσαντες προ ολίγου εκ Μασσαλίας. Οι φιλοπόλεμοι ούτοι και έμπειροι κανονοβολισταί, συνεργούς έχοντες και τους εναπομείναντας Έλληνας, διότι επί τω εμφανισμώ της εχθρικής δυνάμεως οι πλείστοι των εν τω φρουρίω έφυγαν, αντεκανονοβόλησαν ευτυχώς τα κανονοβολούντα εχθρικά πλοία και τα ηνάγκασαν ν' απομακρυνθώσιν άπρακτα· επληγώθησαν δε τρεις εκ των εν τω φρουρίω, και εσκοτώθησαν και επληγώθησαν καί τινες Οθωμανοί.
[Φεβρουάριος] Μετά την αποτυχίαν ταύτην ο στόλος απέπλευσεν όλος και ελλιμένισε την 2 φεβρουαρίου έμπροσθεν της Ζακύνθου, όπου η ουδετέρα κυβέρνησις τον υπεδέχθη ευμενώς, εν ώ απέπεμψεν, ως είδαμεν, δυσμενώς το εμβάν εις τον λιμένα εκείνον πρό τινος καιρού ελληνικόν πλοίον χωρίς να το αφήση μήτε καν ν' αράξη. Εξ αιτίας δε των εναντίων ανέμων ο στόλος ούτος ενδιέμεινε μέχρι της 13, καθ' ην ανήχθη, και μηδέν καθ' όλον τον πλουν του εμπόδιον απαντήσας κατέπλευσεν εις Πάτρας, όπου απεβιβάσθησαν αι πολεμικαί αποσκευαί, εν αις και 20 πεδινά κανόνια, οι τετρακισχίλιοι στρατιώται και ο αρχηγός αυτών Μεχμέτπασας.
Εν ώ δε ο εχθρικός στόλος έπλεε την ελληνικήν θάλασσαν, αι τρεις ναυτικαί νήσοι ητοίμαζαν τα πλοία των. Εικοσιεπτά υδραϊκά υπό τον Μιαούλην διαδεχθέντα τον ναύαρχον Γιακουμάκην Τομπάζην παραιτηθέντα, είκοσι σπετσιωτικά υπό τον Γκίκαν Τσούπαν, δεκαέξ ψαριανά υπό τον Νικολήν Αποστόλην και δύο πυρπολικά συνηνώθησαν έξωθεν της Ύδρας, ανήχθησαν την 8, και ηγκυροβόλησαν την 16 έξωθεν του Μεσολογγίου· την δε 17 και 18 έπλευσαν προς τας Πάτρας, αλλ' επόδισαν εξ αιτίας σφοδράς αντιπνοίας· ανήχθησαν την 20 εκ νέου τρίτην ώραν πριν εξημερώση, υπό εναντίον πάντοτε άνεμον· ανήχθησαν και τα εν τω λιμένι των Πατρών εχθρικά. Ηγωνίζοντο δε οι δύο στόλοι ο μεν τουρκικός να εκπλεύση αμαχητί, ο δε ελληνικός να βλάψη τον τουρκικόν εκπλέοντα. Μέχρι τούδε ο ελληνικός, οσάκις απήντα τον εχθρικόν παρεφύλαττε μάλλον τα κινήματά του ή εφώρμα, προσπαθών να τον βλάψη διά μόνων των πυρπολικών· αλλ' ο νέος ναύαρχος, ο μεγαλότολμος Μιαούλης, ήλλαξε τον τρόπον του πολεμείν, έδωκε το σημείον της εκ συστάδην μάχης, και πρώτος, αν και ο επικρατών αντίπλους άνεμος έγεινε σφοδρότερος, ώρμησεν εις το μέσον δύο φρεγατών εκπλήξας και αυτόν τον εχθρόν διά της τόσης τόλμης. Κατόπιν ήλθαν εις το μέσον ο Μανώλης Τομπάζης, ο Σαχτούρης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Γκίκας Τσούπας, ο ναύαρχος των Ψαρών, ο Κωνσταντίνος Κοτσιάς, ο Κοσμάς και ο Λάμπρος, και έφεραν άνω κάτω όλον τον εχθρικόν στόλον. Πέντε περίπου ώρας διήρκεσεν η ναυμαχία επικρατούσης σχεδόν τρικυμίας. Τρεις Έλληνες εσκοτώθησαν, δέκα επληγώθησαν, και τα ελληνικά πλοία μεγάλως εβλάφθησαν. Άδηλος η ζημία του εχθρικού στόλου, αλλ' ο τρόμος του κατάδηλος· διότι, αφ' ού διεχωρίσθησαν οι στόλοι περί την εσπέραν, κατέφυγεν ούτος ως εις άσυλον εις τον φιλικόν του λιμένα της Ζακύνθου τόσον ατάκτως, ώστε δύο πλοία του έπεσαν την νύκτα εις τα ρηχά προς το λοιμοκαθαρτήριον· εκινδύνευσαν δε να πάθωσι και τα λοιπά υπό των φίλων χειρότερα παρ' όσα έπαθαν υπό των εχθρών, διότι τα ευρεθέντα εν τω λιμένι της Ζακύνθου πολεμικά αγγλικά και αυστριακά τόσον εφοβήθησαν μήπως τα ατάκτως εισπλέοντα υπό το σκότος πέσωσιν επ' αυτά, ώστε τα εκανονοβόλησαν την νύκτα ως εχθρικά. Τόσον δε τα τουρκικά εφοβούντο τα παραφυλάττοντα έξωθεν του λιμένος ελληνικά, ώστε έτοιμα ήσαν να κανονοβολήσωσιν εν τη απελπισία των την πόλιν αν εξελαύνοντο. Αφ' ού ο ελληνικός στόλος περιέπλευσε δύο ημέρας έξωθεν της Ζακύνθου κατέπλευσεν εις το Κατάκωλον προς ύδρευσιν.
Την δε 23 ήλθε προς αυτόν αγγλικόν πλοίον δικαιολογούν επί τη τρικυμία την μη αποβολήν του τουρκικού στόλου από του λιμένος της Ζακύνθου, και απαγορεύον αυστηρώς πάσαν σύγκρουσιν αυτού και του ελληνικού εντός της ιονίου θαλάσσης. Επί τη κοινοποιήσει ταύτη επανέπλευσε την αυτήν ημέραν ο ελληνικός εις τον λιμένα του Μεσολογγίου, εξέπλευσε και ο εν Ζακύνθω τουρκικός προς το εσπέρας· αλλά την ακόλουθον αυγήν έγεινεν άφαντος, διότι, εν ώ υπεκρίθη αφ' εσπέρας ότι έπλεε προς τας Πάτρας, θέλων ν' αποκρύψη, ως απεδείχθη μετά ταύτα, τον αληθή σκοπόν του, και ν' αποφύγη τοιουτοτρόπως τας νέας προσβολάς των Ελλήνων, παρήλλαξε τον πλουν του υπό το σκότος της νυκτός και διεσώθη εις Αλεξάνδρειαν, όπου επισυμβάσης τρικυμίας εναυάγησε μία των φρεγατών του. Ο δε ελληνικός έπλευσε προς τας Πάτρας εις σύλληψιν των εκεί μεινάντων φορταγωγών· αλλά τα πλοία ταύτα, άμα φανείσης της ελληνικής σημαίας, έκοψαν τας αγκύρας και κατέφυγαν ενδότερον των φρουρίων του κορινθιακού κόλπου όπου ησφαλίσθησαν. Την δε 27 ανεχώρησεν ο ελληνικός στόλος εις τα ίδια· απέμειναν δε εν τω λιμένι του Μεσολογγίου οκτώ μόνον πλοία υπό τον Μιαούλην.
Διέμεναν εν Μούρτω εκ της άλλοτε αυτόθι καταπλευσάσης τουρκικής μοίρας μία φρεγάτα, μία κορβέττα και τέσσαρα δικάταρτα. Ο Μιαούλης, θέλων να κυριεύση ή καύση τα πλοία ταύτα, απέστειλεν εν πρώτοις τα επτά εις Ρινιάσαν αντικρύ της Αντιπάξου φρουρουμένην υπό Σουλιωτών, ίνα παραλάβωσιν εκείθεν 200 Σουλιώτας ως συναγωνιστάς επί της ξηράς προς ευόδωσιν του σκοπού· παρηκολούθησε δε και αυτός φέρων εκ Μεσολογγίου πολεμεφόδια εις χρήσιν των στρατιωτών.
[Μάρτιος] Την 6 μαρτίου ανήχθη ο εν Ρινιάση στολίσκος· εν ώ δε απείχε του Μούρτου δέκα μίλια, ήλθεν αγγλικόν πλοίον αναγγέλλον, ότι δεν εδίδετο άδεια να πλεύση εις το παρά την ηπειρωτικήν παραλίαν νησίδιον του Μούρτου ως κείμενον εν τω μεταξύ Κορυφών και Ηπείρου πορθμώ. Ο ναύαρχος Μιαούλης έστειλεν ευθύς την Τερψιχόρην, πλοίον του στολίσκου του, εις Κορυφούς προς τον μέγαν αρμοστήν, παραπονούμενος διά την απροσδόκητον ταύτην απαγόρευσιν, και επανέπλευσε μετά των λοιπών του πλοίων εις Μεσολόγγι αναμένων εκεί την απάντησιν. Την 9 έφθασεν η Τερψιχόρη έμπροσθεν των Κορυφών, ο δε πλοίαρχος, φέρων τα γράμματα, εισήλθεν επί της λέμβου του εις τον λιμένα αφήσας εκτός αυτού το πλοίον μετέωρον ως σκοπεύων να επανέλθη προς τον ναύαρχον άμα ελάμβανε τας απαντήσεις. Αλλ', απόντος του πλοιάρχου, η κυβέρνησις έφερεν εν αγνοία αυτού την Τερψιχόρην εις τον λιμένα και κατεβίβασε την σημαίαν της. Τούτου δε γενομένου, ειδοποίησε τον πλοίαρχον περί ων έπραξεν, ειπούσα, ότι δεν εκράτει το πλοίον ως εχθρικόν, αλλά διότι τα πληρώματα άλλων ελληνικών πλοίων επάτησαν την γην της αγίας Μαύρας και ήρπασαν πρόβατα, και διά τούτο το πλοίον έπρεπε να μείνη, εν τω λιμένι των Κορυφών έως ού εδίδετο η πρέπουσα ικανοποίησις διά την καταπάτησιν της υπό ουδετέραν σημαίαν γης, και η οφειλομένη αποζημίωσις διά την αρπαγήν των ζώων· διέταξε δε να λύσωσι και τα πανία του πλοίου. Ο πλοίαρχος, όστις άλλα επροσδόκα και άλλα ηύρεν, αντέτεινεν εις την λύσιν των πανίων και ηπείλησεν ότι, αν τον εβίαζαν, θα έρριπτε πυρ εις την πυριτοθήκην του πλοίου και θα έκαιε και αυτό αύτανδρον και τα εν τω λιμένι λοιπά πλοία· αλλά την επιούσαν επείσθη και τα έλυσεν.
Η περί ης ο λόγος καταπάτησις της ουδετέρας γης και η αρπαγή των ζώων ήσαν αληθείς, και ο μέγας αρμοστής είχε δίκαιον ν' απαιτήση ικανοποίησιν και αποζημίωσιν· αλλά πώς εδύνατο να κρατήση αθώον πλοίον σταλέν προς αυτόν δι' άλλην υπόθεσιν καλή πίστει; Η αντικακοποίησις τότε είναι συγχωρητή, όταν ο κακοποιήσας αρνήται την οφειλομένην ικανοποίησιν· αλλά μήπως η ελληνική κυβέρνησις την ηρνείτο, ή εδύνατο ποτε να την αρνηθή; ή μήπως οι Τούρκοι δεν έπραξαν τα αυτά και χειρότερα κατά της αγγλικής σημαίας; Πρό τινος καιρού δεν είχαν αρπάσει έσωθεν πλοίου υπό αγγλοϊονικήν σημαίαν όχι πρόβατα, αλλά ανθρώπους και παρθένους, την οικογένειαν του εκ Πατρών Αποστόλη Περούκα; και όμως οι Άγγλοι ούτε πλοίον τουρκικόν εκράτησαν, ούτε την τουρκικήν σημαίαν ύβρισαν, αλλ' ηρκέσθησαν να ελευθερώσωσι τους συλληφθέντας, και τούτους σχεδόν γυμνούς. Και ταύτα πάντα έπραττεν ο μέγας αρμοστής εις ύβριν της ελληνικής σημαίας κατέμπροσθεν πλοίου της τουρκικής μοίρας ευρεθέντος ταις ημέραις εκείναις εν τω λιμένι των Κορυφών.
Αφ' ού δε τοιουτοτρόπως εκρατήθη η Τερψιχόρη μέχρι της 21, απελύθη επί τη προτάσει του ναυάρχου Άγγλου ελθόντος κατ εκείνας τας ημέρας εις Κορυφούς και αποδοκιμάσαντος την διαγωγήν του Μεϊτλάνδου· κατήρε δε εις Μεσολόγγι την νύκτα της 22 όπου την ανέμενεν ο Μιαούλης, όστις, ιδών ότι δεν επετρέπετο η μελετωμένη κατά των εν Μούρτω εχθρικών πλοίων προσβολή, ανεχώρησε την 24 μεθ' όλων των πλοίων εις τα ίδια.
Εν τω μεταξύ δε τούτω, ο μέγας αρμοστής απέστειλεν εις Ύδραν την φρεγάταν Καμβρίαν υπό τον Χαμιλτώνα, και εν αυτή τον διερμηνέα της κυβερνήσεως Πετρίδην, και τη εγνωστοποίησεν, ότι απήτει τετρακόσια δίστηλα ως αποζημίωσιν της εν αγία Μαύρα αρπαγής των προβάτων, και ικανοποίησιν διά την καταπάτησιν της ουδετέρας γης της· ότι επί λόγω υγειονομικών προφυλάξεων απηγορεύετο να πλησιάζωσι τα υπό ελληνικήν σημαίαν πλοία τας ιονίους ακτάς εντός 4 μιλίων και να εισπλέωσι τον πορθμόν των Κορυφών ότι το νησίδιον του Μούοτου ανήκεν εις την Επτάννησον, και ως τοιούτον ήτον απρόσιτον, και ότι ώφειλε να προειδοποιή η ελληνική κυβέρνησις τον μέγαν αρμοστήν οσάκις ο ελληνικός στόλος εμελέτα να διαπλεύση την μεταξύ των Ιονίων νήσων και της ελληνικής παραλίας θάλασσαν.
Μαθούσα ταύτα η ελληνική κυβέρνησις έσπευσε να στείλη προς τον μέγαν αρμοστήν τον Σπανιωλάκην και τον διέταξεν, εγχειρίζων τα περί της αποστολής του γράμματα, να τω αναγγείλη, ότι η ελληνική κυβέρνησις ετοίμη ήτο να πληρώση τα απαιτούμενα τετρακόσια δίστηλα, ότι κατεγίνετο να εύρη τους ενόχους και να τους παιδεύση, ότι απόστασις των ελληνικών πλοίων από της Ιονίου ακτής ενός μιλίου εφαίνετο ως προς τον υγειονομικόν σκοπόν ισοδύναμος αποστάσεως τεσσάρων, ότι αν ο μέγας αρμοστής εθεώρει το νησίδιον του Μούρτου ως εξάρτημα της Επταννήσου και διά την αιτίαν ταύτην απέκλειε του λιμένος αυτού τα ελληνικά πλοία, ώφειλε κατά την επαγγελλομένην ουδετερότητα ν' απομακρύνη και τα οθωμανικά, και ότι η ελληνική κυβέρνησις, αν και εβλάπτοντο τα συμφέροντά της διά της ανακαλύψεως των σκοπών της, συγκατετίθετο να προειδοποιή τον μέγαν αρμοστήν περί του προκειμένου διάπλου, αφ' ού τα μέλλοντα να διαπλεύσωσι την ιόνιον θάλασσαν πλοία της έφθαναν εις Γλαρέντσαν.
Διά τοιούτων λογικών και συνδιαλλακτικών οδηγιών εφωδιασμένος ο Σπανιωλάκης ανεχώρησεν εκ Κορίνθου. Αλλά, μόλις το φέρον αυτόν πλοίον έφθασεν εις τον λιμένα των Κορυφών, ο μέγας αρμοστής διέταξε ν' αράξη εν μεμονωμένω τινί μέρει, και το περιεκύκλωσε διά φυλάκων και στρατιωτών επαγρυπνούντων αυστηρώς μη τυχόν οι εν αυτώ και οι κάτοικοι της πόλεως συγκοινωνήσωσι· τον δε απεσταλμένον της Ελλάδος περιώρισεν εν τω πλοίω, και την 16 απριλίου τω έστειλε την ακόλουθον απάντησιν υπογεγραμμένην, εν ονόματι και κατά διαταγήν αυτού, παρά του εξ απορρήτων του, Φρεδερίκου Χάνκη.
* * *
«Κύριε,
Ο λόρδος μέγας αρμοστής των ιονίων νήσων έλαβε τας επιστολάς λεγούσας ότι τας έστελλαν προς αυτόν τινές α υ τ ο ν ο μ α ζ ό μ ε ν ο ι - κ υ β έ ρ ν η σ ι ς - τ η ς – Ε λ λ ά δ ο ς διά τινος απεσταλμένου αυτής ευρισκομένου κατά το παρόν εν τούτω τω λιμένι και διατεταγμένου υπό της περί ης ο λόγος αυτωνομάστου κυβερνήσεως να έλθη εις λόγους μετά του λόρδου μεγάλου αρμοστού.
Η αυτού εξοχότης αγνοεί παντάπασιν, ότι υπάρχει προσωρινή κυβέρνησις της Ελλάδος, διά τούτο δεν ημπορεί ν' αναγνωρίση τοιούτον απεσταλμένον· μόνη η ανάγκη να διατηρήση, καθώς πάντοτε διετήρησε, τας αρχάς αυστηροτάτης ουδετερότητος την παρακινεί να συγκατανεύση όπως λάβη υπ' όψιν τινά των εν ταις ανωτέρω επιστολαίς· ευδοκεί λοιπόν να διαδηλώση, ότι ουδεμίαν θέλει να έχη ανταπόκρισιν μετά κατ' όνομα Δυνάμεως, ην δεν γνωρίζει, και ότι η απόφασίς της είναι εν συνόψει η ακόλουθος.
Πλοίον λεγόμενον ελληνικόν υπό σημαίαν μη αναγνωριζομένην και ουδαμού δεκτήν αποκλείεται των Ιονίων λιμένων. Δεν οφείλει η αυτού εξοχότης να συζητήση μετά Δυνάμεως μη αναγνωριζομένης ό,τι κρίνει εύλογον να πράξη· λέγει όμως ότι το νησίδιον του Μούρτου εξαρτάται από του Ιονίου κράτους, και ότι ο βασιλεύς της Αγγλίας είναι ο μόνος προστάτης του. Η αυτού εξοχότης θεωρεί προς τούτοις όλον τον μεταξύ Μούρτου και Κασιωπίας πορθμόν των Κορυφών ως πραγματικώς λιμένα των Κορυφών. Η Ιόνιος κυβέρνησις, ορμωμένη εκ των αρχών της αυτής ουδετερότητος, ην πάντοτε διετήρησεν ως προς τους αλληλομαχούντας, ελεεινολογεί την μωράν αλαζονείαν των ωθησάντων τα πράγματα εις την τωρινήν κατάστασιν. Η αυτού εξοχότης αξιοί ο εν τω λιμένι τούτω άνθρωπος ν' αναχωρήση εν ακαρεί.»
* * *
Διά της επιστολής ταύτης ο μέγας αρμοστής απηγόρευεν εις τα ελληνικά πλοία τον μεταξύ Κορυφών και ηπειρωτικής παραλίας διάπλουν και την εφόρμησιν αυτών επί τα εν τω λιμένι του Μούρτου τουρκικά, διότι τον μεν πορθμόν εθεώρει ως πραγματικώς λιμένα των Κορυφών, το δε νησίδιον του Μούρτου ως υπό την μοναδικήν προστασίαν της Αγγλίας. Παλαιαί συνθήκαι μεταξύ Βενετίας και Τουρκίας απηγόρευαν τω όντι τον εις τον πορθμόν πλουν τουρκικών πολεμικών πλοίων καθώς και την ανέγερσιν οχυρωμάτων επί της τουρκικής του πορθμού παραλίας. Αλλ' ο σκοπός, δι' ον ωρίσθη άλλοτε τούτο, απέβλεπεν, ως είναι πασιφανές, εις την ασφάλειαν της νήσου των Κορυφών από ενδεχομένης τουρκικής αποβάσεως· αφ' ού δε μετέπεσεν η Αρχή των νήσων από των Βενετών εις άλλους, εθεωρείτο ο όρος ως μη υπάρχων. Αλλά, αν ήθελεν ο μέγας αρμοστής να τον εφαρμόση, διατί κατά παράβασιν αυτού άφησε τα τουρκικά πλοία να εισπλεύσωσι τον απηγορευμένον πορθμόν και ν' ασφαλισθώσιν εντός αυτού; αν δ' επροφασίζετο ότι τα εδέχθη επί της αποστασίας του Αλή, διατί τα διετήρει και μετά την καταστροφήν αυτού παρά την προκήρυξίν του; δεν έλεγε δι' αυτής ότι πλοία είτε τουρκικά είτε ελληνικά δεν ήσαν δεκτά εντός των Ιονίων λιμένων; δεν εχρεώστει να αποδιώξει και τα τουρκικά αφ' ού δεν εδέχετο τα ελληνικά; η μεροληψία του μεγάλου αρμοστού επί βλάβη της Ελλάδος ήτο τόσον μάλλον αξιόμεμπτος καθ' όσον ήθελε να την κρύπτη πάντοτε υπό το όνομα αυστηράς ουδετερότητος. Το δε ύφος της επιστολής, ανάξιον ανδρός κατέχοντος τόσον υψηλήν θέσιν, αρκεί αυτό και μόνον να δείξη το προς τον ελληνικόν αγώνα πάθος αυτού.
Ο δε Κολοκοτρώνης, αν και εμποδίσθη του να εκστρατεύση μετά την πτώσιν της Τριπολιτσάς εις Πάτρας, ανεδείχθη μετά την εν Επιδαύρω συνέλευσιν κοινή, γνώμη αρχηγός της πολιορκίας και έδειξεν επί των ετοιμασιών της εκστρατείας του άκραν δραστηριότητα. Ανέβη εν πρώτοις εις Τριπολιτσάν, όθεν απέστειλεν εν ονόματι της κυβερνήσεως τας περί στρατολογίας διαταγάς του εις πολλάς επαρχίας της Πελοποννήσου, και αφήσας τον υιόν του Πάνον ως πολιτάρχην, μετέβη εις Καρύταιναν και εκείθεν εις Γαστούνην όπου διέτριψεν ημέρας τινάς προπαρασκευάζων τα του πολέμου.
Το σχίσμα μεταξύ των προεστώτων της Πελοποννήσου και των οπλαρχηγών ουδαμού ήτο τόσον επαισθητόν ή τόσον βλαπτικόν, όσον εν τη επαρχία της Καρυταίνης, διότι αλλού μεν υπερίσχυε τα εν τη το άλλο κόμμα, εν δε τη επαρχία ταύτη οι Δηληγιάνναι και οι Κολοκοτρώναι, οι αντιφερόμενοι, ήσαν ισοδύναμοι. Εις μάτην επροσπάθησαν οι εν Επιδαύρω να τους συμβιβάσωσι· φιλοτιμίαι, αντιζηλίαι και συμφέροντα απέκρουαν πάντα συμβιβασμόν. Οι μεν Δηληγιάνναι ήθελαν να διατηρήσωσιν ην είχαν υπεροχήν προ της επαναστάσεως εν τη επαρχία των, ο δε Κολοκοτρώνης ήθελε να κινή αυτός όλα τα όπλα της. Αλλ' εν τη παρούση περιστάσει, επειδή και τα δύο μέρη είχαν περί πολλού την εκστρατείαν, εσυμβιβάσθησαν ώστε να στρατολογήση, έκαστον κόμμα τους ιδίους, και οι υπό τον Δηληγιάννην να μη στρατοπεδεύσωσιν όπου οι υπό τον Κολοκοτρώνην. Αφ' ού δε τα διάφορα σώματα εξεστράτευσαν εκ των διαφόρων επαρχιών προς τας Πάτρας, 1500 Καρυτινοί υπό τον Πλαπούταν, 800 Γαστουναίοι υπό τον Κωνσταντίνον Πετμεζάν και άλλοι τόσοι Τριπολιτσιώται, Φαναρίται και Πύργιοι υπό τον Γενναίον και άλλους οπλαρχηγούς, ετοποθετήθησαν κατ' αρχάς εν τω χωρίω του Αλή - τσελεπή 8 ώρας μακράν των Πατρών μετ' ολίγας δε ημέρας μετετόπισαν εις το πλησιέστερον χωρίον Αχαϊάν 4 ώρας μακράν των Πατρών. Οι δε Καλαβρυτινοί ως 1000 υπό τον Ζαήμην και άλλους, και οι Πατρείς ως 500 υπό τους Κουμανιώτας, ετοποθετήθησαν εν πρώτοις κατά τα Νεζερά, και μετ' ολίγον κατέλαβαν και την Χαλανδρίτσαν. Συνηνώθησαν και οι μετά ταύτα φθάσαντες Καρυτινοί ως 800 υπό τον Κανέλλον Δηλιγιάννην, και ως 600 Τριπολιτσιώται υπό τον Σέκερην, τον Λεβιδιώτην, και άλλους. Κατείχαν δε και τα Σελά ως 300 υπό τον Λόντον. Ο δε Κολοκοτρώνης εστρατοπέδευσεν εν τω χωρίω του Αλή - τσελεπή· όλοι δε οι εκστρατεύσαντες συνηριθμούντο αρχομένου του μαρτίου εις 6300.
Οι δε εν Πάτραις Τούρκοι, ενισχυθέντες υπό των εσχάτως εκεί αποβάντων, ήσαν ικανοί όχι μόνον εις άμυναν αλλά και εις επίθεσιν. Την 25 φεβρουαρίου εξεστράτευσαν πανστρατιά υπό την οδηγίαν του νεοελθόντος Μεχμέτπασα, και διενυκτέρευσαν εν τω χωρίω του Τσουκαλά. Την ακόλουθον ημέραν δισχίλιοι εκίνησαν κατά την Αχαϊάν, και ολιγαριθμότεροι κατά την Χαλανδρίτσαν. Απέχουν δε τα δυο ταύτα χωρία απ' αλλήλων τέσσαρας ήμισυ ώρας· και οι μεν κατέχοντες την Χαλανδρίτσαν Πατρείς ολίγοι όντες έφυγαν, και οι εχθροί έκαυσαν το χωρίον· οι δε υπό τον Πλαπούταν, τον Γενναίον και τον Πετμεζάν, ιδόντες την Χαλανδρίτσαν καιομένην και μαθόντες παρά της προφυλακής των ότι επήρχοντο οι Τούρκοι, εκίνησαν άφοβοι εις απάντησίν των. Ήτον αύτη η πρώτη φορά καθ' ην οι Πελοποννήσιοι ήρχοντο εις μάχην μετά των Ανατολιτών, ους εμπαίζοντες διά την ενδυμασίαν και τον τρόπον του πολεμείν ωνόμαζαν Κακλαμάνους, και τον Μεχμέτπασαν Κακλαμάμπασαν· αλλ' οι Κακλαμάνοι, αν και δεν ήσαν επιδέξιοι εις τουφεκοπόλεμον, δεν ήσαν άνανδροι· ήσαν δε και επιτήδειοι διαξιφισταί. Εν τη συμπλοκή, δε ταύτη τους έτρεψαν οι Έλληνες, τους κατεδίωξαν και τους περιώρισαν επί του λοφίσκου του Τσουκαλά. Η μάχη αύτη διήρκεσε σχεδόν μέχρι της εσπέρας· την δε νύκτα επανήλθαν οι μεν Τούρκοι εις Πάτρας, οι δε Έλληνες εις Αχαϊάν. Εφονεύθησαν δε εν τη μάχη, 4 Έλληνες και 30 Τούρκοι, εν οις και είς χιλίαρχος, όστις κυκλωθείς υπό του Αποστόλη Κολοκοτρώνη και τριών άλλων Ελλήνων και δις πληγωθείς, έκοψε πρώτον την κεφαλήν ενός των κυκλούντων αυτόν και έπειτα έπεσε νεκρός υπό τα τραύματα των άλλων.
Μετά δε την περί ης ο λόγος συμπλοκήν έφερεν ο Κολοκοτρώνης πλησιέστερον του εχθρού τα στρατεύματα, και αυτός μεν και τα υπό τον Πλαπούταν κατέλαβαν το Σαραβάλι, τα δε υπό τον Γενναίον και τον Τσαννέτον Χρηστόπουλον τον Παλαιόπυργον, τα δε υπό τον Πετμεζάν, τον Γιαννάκην Κολοκοτρώνην και τον Παπασταθόπουλον την Οβριάν· 700 δε Καλαβρυτινοί διετάχθησαν να καταλάβωσι το Γηροκομείον. Πριν δε κινήση όλον το σώμα των Καλαβρυτινών εις κατοχήν της θέσεως ταύτης επροπορεύθησαν ως 60 εξ αυτών. Εξήλθαν συγχρόνως των Πατρών καί τινες Τούρκοι εις κατάληψιν της αυτής θέσεως, αλλ' ηύραν αυτήν προκαταληφθείσαν υπό των 60 Ελλήνων. Εισήλθαν εις το Γηροκομείον και οι άλλοι Καλαβρυτινοί, και τούτου γενομένου εξεστράτευσαν δισχίλιοι Τούρκοι προς την θέσιν εκείνην. Τότε ο Κολοκοτρώνης απέστειλεν εις βοήθειαν των εν Γηροκομείω τον μεν Γενναίον δεξιόθεν άνωθεν του Κυνηγού, τον δε Πλαπούταν διά της πεδιάδος. Το σχέδιον τούτο ευδοκίμησε, και οι Έλληνες έτρεψαν τους Τούρκους και εισήλθαν καταδιώκοντές τους και εις αυτήν την πόλιν φονεύσαντες 30. Ηρίστευσε δε υπέρ πάντα άλλον ο σημαιοφόρος Καραχάλιος, όστις, πληγωθείς εις την κεφαλήν επί της πρώτης κατά των εχθρών ορμής των υπό τον Πλαπούταν, εσκοτίσθη και έπεσεν, αλλ' αναστάς μετ' ολίγον έδραξε την σημαίαν και επροπορεύετο όλου του στρατεύματος.
[Μάρτιος] Μετά την μάχην ταύτην, συμβάσαν την 2 Μαρτίου, οι Έλληνες επανήλθαν εις τας θέσεις των καθά διέταξεν ο Κολοκοτρώνης μη εγκρίνας να μείνωσιν εν τη πόλει. Την δε επαύριον κατέβησαν εκ Νεζερών και οι λοιποί Έλληνες, και κατέλαβαν οι μεν υπό τον Σέκερην Τριπολιτσιώται τον λινόν του Σαήταγα, οι δε Πατρείς υπό τους Κουμανιώτας την θέσιν του Κυνηγού παρά το Γηροκομείον· ετοποθετήθησαν δε και οι υπό τον Δηληγιάννην κατά το Πουρναρόκαστρον, ο δε Ζαήμης μετά τινων Καλαβρυτινών εν τω μοναστηρίω του Ομπλού.
Ο δε Μεχμέτπασας, αφ' ού απέτυχε και εν τη πρώτη και εν τη δευτέρα εκδρομή και είδεν εισελθόντας τους εχθρούς και εις αυτήν την πόλιν, εταπείνωσε την οφρύν του, συνενοήθη μετά του εν Ρίω καθημένου Ισούφη, ον ωλιγώρει έως τότε, και εζήτησε την σύμπραξιν των εκεί και των εν τω Αντιρρίω. Επί τη αιτήσει ταύτη συνήχθησαν εις Πάτρας ως 8000, και την 9 εξεστράτευσαν όλοι υπό την οδηγίαν των δύο πασάδων, και πεσόντες εν πρώτοις εις του Κυνηγού έτρεψαν τους υπό τους Κουμανιώτας κατέχοντας την θέσιν εκείνην Πατρείς, εσκότωσαν τον σημαιοφόρον και επήραν την σημαίαν των. Πολλοί Έλληνες των εν τω Γηροκομείω και τω λινώ του Σαήταγα εξήλθαν εις βοήθειαν των καταδιωκομένων, αλλά και ούτοι ετράπησαν, και μηδέ να επανέλθωσιν εις τας θέσεις των εδυνήθησαν. Ο δε Κολοκοτρώνης έβαλεν εις κίνησιν τα υπό τον Πλαπούταν, τον Γενναίον, τον Δηληγιάννην, τον Τσαννέτον Χρηστόπουλον και τον Πετμεζάν σώματα· αλλ' οι Τούρκοι έτρεψαν και ταύτα και επολιόρκησαν και το Γηροκομείον. Εν τω μεταξύ δε τούτω ο Γενναίος εισήλθε μετ' ολίγων εις τον λινόν του Σαήταγα όπου ηύρε πολλά ολίγους Τριπολιτσιώτας και τον αρχηγόν αυτών Σέκερην, διότι οι πλείστοι των εναπομεινάντων έφυγαν ιδόντες τα γινόμενα. Εν ενί λόγω οι Τούρκοι έτρεψαν όλους τους Έλληνας, και τους ηνάγκασαν καταδιώκοντές τους να καταφύγωσιν εις τα όρη, εκτός των εν Γηροκομείω και τω λινώ, ους απέκλεισαν και επολέμουν, και των υπό τον Πλαπούταν εν τη πεδιάδι οχυρωθέντων. Επί της φυγής δε ταύτης εκινδύνευσε να συλληφθή και ο Ζαήμης. Ευρεθείς ούτος επί της εξόδου των εχθρών εν Ομπλώ εκίνησε μετά τινων στρατιωτών προς το Γηροκομείον, όπου ήσαν οι πλείστοι των Καλαβρυτινών, και πεσών καθ' οδόν, επί της τροπής των Ελλήνων, εις το μέσον των εχθρών και καταδιωχθείς, έφθασεν έφιππος εις το χείλος ρύακός τινος, όπου, αφηνιάσαντος του ίππου, επέζευσε και διαπεραιωθείς πεζός απέφυγε τας χείρας των εχθρών μεινάντων εντεύθεν του ρύακος.
Επί της τροπής δε ταύτης, ο Κολοκοτρώνης, όστις διέμενε κατά το Σαραβάλι εκινήθη μόνος κατά τον Παλαιόπυργον μηδ' αυτός ηξεύρων προς τι εκινείτο. Καθ' οδόν απήντησε τον Λεχωρίτην στελλόμενον προς αυτόν παρά του Ζαήμη αγγελιαφόρον, και τον συμπαρέλαβε· πλησιάσας δε προς τον Παλαιόπυργον είδεν επάνωθέν του μικράν ελληνικήν σημαίαν και 15 Έλληνας καθημένους και θεωρούντας τα γενόμενα. «Π ο ί ο ν - έ χ ε τ ε - α ρ χ η γ ό ν;» τους ηρώτησε. «Τ ο ν - Β α γ γ έ λ η - Κ ο υ μ α ν ι ώ τ η» απεκρίθησαν. «Ε μ έ ν α - μ ε - γ ν ω ρ ί ζ ε τ ε; τους ηρώτησε πάλιν ο Κολοκοτρώνης· «όχι», απεκρίθη ο Κουμανιώτης. «Ε γ ώ», επανέλαβεν, «ε ί μ α ι - ο - Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η ς, α κ ο λ ο υ θ ή τ ε - μ ε - κ α ι - έ χ ε ι - ο - Θ ε ό ς». Κατέβησαν οι 15, τον ηκολούθησαν και έγειναν όλοι 17· προχωρούντες έγειναν 50 και συμπαρέλαβαν καθ' οδόν και τον Παρασκευάν Πλαπούταν. «Σ τ ή σ ε - ε δ ώ - Β α γ γ έ λ η», είπε τότε ο Κολοκοτρώνης, «τ η ν - σ η μ α ί α ν - σ ο υ· κ α ι – σ υ - Π α ρ α σ κ ε υ ά - σ ύ ρ ε - κ α ι - π ι ά σ ε - τ ο – ε μ π ρ ό ς - τ η ς - σ η μ α ί α ς - τ ο υ - Β α γ γ έ λ η – α σ β ε σ τ ο κ ά μ ι ν ο». «Ε ί ν α ι - α ν ο ι χ τ ό ς - ο - τ ό π ο ς - κ α ι - χ α ν ό μ ε θ α», απεκρίθησαν οι περί τον Παρασκευάν· «μ η - φ ο β ά σ θ α ι», επανέλαβεν ο Κολοκοτρώνης, «ε γ ώ - δ ε ν - σ α ς - α φ ί ν ω - ν α χ α θ ή τ ε· σ α ς – σ τ έ λ ν ω - β ο ή θ ε ι α ν» . Το όνομα του Κολοκοτρώνη ήτο πύργος δυνάμεως· έγεινεν ως είπε, και κατελήφθη η κάμινος. Έμπροσθεν αυτής ήσαν 60 Τούρκοι έφιπποι και ώρμησαν επί τους Έλληνας· αλλ' οι Έλληνες αντέστησαν και διετήρησαν την θέσιν των. Ο δε Κολοκοτρώνης παρετήρησεν ότι το κέντρον του εχθρού ήτο δυνατόν και αδύνατοι αι πτέρυγές του· διά τούτο, αφ' ού εθάρρυνε το κατά την κάμινον μικρόν σώμα, μετέβη μετά του σημαιοφόρου του Καραχάλιου και του υπασπιστού του Φωτάκου προς το άλλο μέρος, το κρατούμενον υπό των Τούρκων μέχρι της μάνας του νερού, και εκραύγασεν αποτεινόμενος προς τους επί των βουνών Έλληνας· «κ ά τ ω - Έ λ λ η ν ε ς, κ ά τ ω, ε δ ώ – ε ί ν α ι - ο - Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η ς» . Ακούσαντες οι εκεί την βροντώδη φωνήν του Κολοκοτρώνη και το όνομά του ήρχισαν να καταβαίνωσι προς το μέρος όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης και να μάχωνται· πολλοί δε υπήγαν και όπου ήσαν ο Βαγγέλης και ο Παρασκευάς ιδόντες ότι ήσαν και εκεί Έλληνες, και ούτως εξήφθη η μάχη. Εν τοσούτω επολέμουν αδιακόπως και οι εν τω Γηροκομείω και οι εν τω Λινώ και αντείχαν γενναίως, αν και εκανονοβολούντο και εβομβοβολούντο υπό των έξω· επίσης διεκρίνοντο και οι εν τη πεδιάδι μαχόμενοι υπό τον Πλαπούταν. Ο δε Κολοκοτρώνης μετεχειρίσθη ευτυχώς το ακόλουθον στρατήγημα. Ανέβη είς τινα υψηλήν θέσιν, και, αφ' ού εκύτταξε διά του τηλεσκοπίου του τους πολεμούντας εκατέρωθεν, εκρότησε τας χείρας και εκραύγασεν· «Ε τ σ ά κ ι σ α ν - ο ι - Τ ο ύ ρ κ ο ι, - ε τ σ ά κ ι σ α ν - π ά ρ τ ε - τ ο υ ς - Έ λ λ η ν ε ς, - π ά ρ τ ε - τ ο υ ς ». Οι Τούρκοι δεν ετσάκισαν, αλλ' οι πολεμούντες προς το έν μέρος δεν έβλεπαν τι εγίνετο προς το άλλο· διά τούτο επίστευσαν και Τούρκοι και Έλληνες την φωνήν την λέγουσαν «ο ι - Τ ο ύ ρ κ ο ι - ε τ σ ά κ ι σ α ν», νομίζοντες οι του ενός μέρους ότι τω όντι ετσάκισαν οι του άλλου· ώστε επαλήθευσαν μετ' ολίγον όσα μη αληθώς είπεν ο Κολοκοτρώνης κατ' αρχάς. Και πανταχόθεν μεν εφώρμησαν οι Έλληνες, πανταχόθεν δε ετράπησαν οι Τούρκοι καταδιωκόμενοι μέχρι της πόλεως. Δεκαοκτώ εξ αυτών, εν οις και ο κεχαγιάς του Μεχμέτπασα, μη δυνηθέντες να καταφύγωσι και αυτοί εις την πόλιν, εκλείσθησαν έν τινι περιτειχίσματι, όπου εισπηδήσαντες ο Πλαπούτας καί τινες των περί αυτόν τους εφόνευσαν. Διακόσιοι υπελογίσθησαν όλοι οι επί της μάχης ταύτης φονευθέντες Τούρκοι· εφονεύθησαν και επληγώθησαν και είκοσιν Έλληνες. Τοιουτοτρόπως μετέβαλεν ο Κολοκοτρώνης την κατά την 9 μαρτίου ήτταν των Ελλήνων εις νίκην. Τούτου δε γενομένου ανεχώρησεν εις Κόρινθον αφήσας τοποτηρητήν τον Πλαπούταν, εις ον ανέθετε πάντοτε τα της στρατοπεδαρχίας εν τη απουσία του.
Λήγοντος δε του απριλίου εξεστράτευσαν οι Τούρκοι, οι μεν προς το Γηροκομείον, οι δε προς το Σαραβάλι, αλλά πολλά παθόντες ωπισθοδρόμησαν. Επέβησαν συγχρόνως καί τινες αυτών εις πλοιάριον και έπλευσαν προς τον ποταμόν της Αχαϊάς ίνα επιπέσωσιν όπισθεν των Ελλήνων, αλλά και ούτοι γενναίως αντικρουσθέντες, χάρις εις τον Νικολόν Μπούκουρην, ουδέ ν' αποβώσιν εδυνήθησαν. Εξεστράτευσαν και αύθις, αλλ' ουδέ και τότε ευδοκιμήσαντες έπαυσαν επιτιθέμενοι.
1821-1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΘ'.
&Καταστροφή της Κασσάνδρας. — Υποταγή του αγίου Όρους — Καταστροφή της Ναούσης και του Ελληνικού αγώνος καθ' όλην την Μακεδονίαν.&
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ προς τα μέρη της Μακεδονίας δεν ευτύχει αλλά διετηρείτο· ούτε ο Ισούφμπεης είχε δυνάμεις ικανάς να υποτάξη τους Κασσανδρείς, ούτε οι Κασσανδρείς ήσαν ικανοί να περιορίσωσι τον Ισούφμπεην. Η Πύλη εις ενίσχυσιν των πολεμικών της κινημάτων απέστειλεν ηγεμόνα εις Θεσσαλονίκην φέροντα τίτλον γενικού αρχηγού Μακεδονίας και Θεσσαλίας τον Αβδουλαβούδπασαν, δραστήριον, εύτολμον και πολλής ικανότητος άνδρα, δεικνύοντα κατά τας περιστάσεις ποτέ μεν υπό την λεοντήν την ωμότητα της ψυχής του, ποτέ δε υπό την αλωπεκήν την υπουλότητα του χαρακτήρος του. Ο νέος ούτος στρατάρχης φθάσας εις Θεσσαλονίκην τον σεπτέμβριον εξέδωκε προκήρυξιν, δι' ης εξύμνει την προς τους ραγιάδας γενναιοφροσύνην του σουλτάνου, εμέμφετο την προς αυτόν αγνωμοσύνην των ονειροπολούντων την ανόρθωσιν της προγονικής των αυτοκρατορίας και διέταττε να οπλοφορήσωσιν όλοι οι επέκεινα του 16 μέχρι του 60 έτους Μουσουλμάνοι· και οι μεν εντός του 50 να τρέξωσιν εις τα πεδία της μάχης οδηγούμενοι υπό της χειρός του προφήτου, οι δε λοιποί να διατηρώσι την εσωτερικήν ευταξίαν. Μετά την προκήρυξιν ταύτην ο Αβδουλαβούδης εξεστράτευσεν αυτοπροσώπως εις Κασσάνδραν.
Είπαμεν ήδη, ότι 2700 ήσαν οι συνενωθέντες εν τη χερσονήσω εκείνη περί τα τέλη του παρελθόντος ιουνίου ένοπλοι· και ότι 400 Ολύμπιοι ήλθαν μετά ταύτα επιβοηθοί· αλλά καθ' όν καιρόν εξεστράτευσεν ο πασάς, μόλις ήσαν όλοι 600, διότι οι λοιποί διά την έλλειψιν των αναγκαίων, τας επισυμβάσας ασθενείας, και τας διχονοίας των εγκριτωτέρων ανεχώρησαν. Ο πασάς επροσπάθησε κατ' αρχάς διά μεγάλων και επανειλημμένων υποσχέσεων να πείση τους εν Κασσάνδρα να προσκυνήσωσιν· αλλ' ούτοι, αν και τόσον ολίγοι, απέρριψαν τας προτάσεις του. Γενομένης δε γνωστής αυτώ της διαθέσεως και της αδυναμίας των, απεφασίσθη η έφοδος. Την 30 Οκτωβρίου πριν εξημερώση εφώρμησαν ιππείς και πεζοί εφ' όλην την γραμμήν της τάφρου, και ευρόντες μέρος αυτής ολοτελώς εγκαταλειφθέν, το παρεγέμισαν ερρίψαντες ξύλα και άλλην ύλην, και πρώτοι οι ιππείς εισήλθαν δι' αυτού εις την χερσόνησον, μετ' αυτούς δε και οι πεζοί, έτρεψαν όλους τους κατέχοντας τα άλλα μέρη της τάφρου, πολλούς αυτών εφόνευσαν, επροχώρησαν εις τα ενδότερα μηδενός εναντιουμένου, έσφαξαν και ηνδραπόδισαν και αυτούς τους ησύχους κατοίκους, εξ ών μόνοι διεσώθησαν όσοι ευτύχησαν να επιβώσιν είς τινα παρευρεθέντα πλοία της Σκιάθου και της Σκοπέλου, και κατέκαυσαν όλα σχεδόν τα χωρία. Δεκακισχίλιοι υπελογίσθησαν οι φονευθέντες και ανδραποδισθέντες άνδρες και γυναίκες πάσης ηλικίας.
Μετά την τελείαν καταστροφήν της Κασσάνδρας ο πασάς έστρεψε την προσοχήν του εις τον Άθωνα.
Διηγήθημεν άλλοτε, ότι πολλοί μοναχοί του αγίου Όρους εξεστράτευσαν υπό την σημαίαν του Σταυρού και την οδηγίαν του Εμμανουήλ Παπά, και αποκρουσθέντες και παθόντες επανήλθαν εις το Όρος.
Η χερσόνησος αύτη, η το πάλαι Ακτή, είναι η ανατολικωτέρα των κατά την χαλκιδικήν τριών παραλλήλων χερσονήσων, 35 μιλίων μήκος έχουσα από της επί του δύο μιλίων πλάτος έχοντος ισθμού διώρυγος του Ξέρξου μέχρι της μεσημβρινής της άκρας· περιέχει μοναστήρια οχυρά, και δεν εστερείτο επί της επαναστάσεως πυροβολικού, ψιλών όπλων, ή πολεμεφοδίων. Επειδή ο χαρακτήρ του πολέμου ήτον όχι πολιτικός αλλά και θρησκευτικός, μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε τους μοναχούς, και υπερδισχίλιοι των νεωτέρων ωπλοφόρησαν· ήλθαν σύμμαχοι των έξωθεν και πολλοί λαϊκοί, ώστε τα πάντα εφαίνοντο πρόσφορα εις μακράν και ευτυχή αντίστασιν· αλλ' οι ηγούμενοι και προηγούμενοι διεφώνουν, και οι πλείστοι εζήτουν ασφάλειαν όπου δεν εδύναντο να εύρωσιν ειμή αφανισμόν, εν τη υποταγή. Τους εφόβισε δε και η καταστροφή της Κασσάνδρας, και αντί να τους ενοπλίση τους αφώπλισε· τους ηπάτησε και η υπουλότης του πασά, αν και είχαν υπ' όψιν τα έργα της θηριωδίας του. Αφ' ού δε υπερίσχυσεν η περί υποταγής γνώμη, πολλοί των πατέρων, αποδοκιμάζοντες πάντα συμβιβασμόν, απέπλευσαν, συνεπιφέροντες τα ιερά σκεύη τινών μοναστηριών και τα εν αυτοίς άγια λείψανα. Απέπλευσε και ο Εμμανουήλ Παπάς, και ασθενήσας κατά τον πλουν απεβίωσεν επί του πλοίου και ετάφη εν Ύδρα. Μετά δε την αποδημίαν τούτων επροσκύνησαν οι εν τω αγίω Όρει, αφοπλισθέντες, αμνηστευθέντες, δόσαντες ομήρους και γρόσια 2,500,000 και δεχθέντες τουρκικήν φρουράν επί υποσχέσει να την τρέφωσιν. Η φρουρά αύτη εκ τρισχιλίων κατέλαβε το Όρος την 15 δεκεμβρίου και έφερε δι' ων έπραξεν εις πικράν μετάνοιαν τους προτιμήσαντας της αντιστάσεως την υποταγήν Αγιορείτας, διαμείνασα παρ' αυτοίς εννέα έτη.
Ο δε Αβδουλαβούδης, αφ' ού έσβεσε τας δύο επαναστατικάς εστίας της Κασσάνδρας και του Άθωνος, εζήτησεν ομήρους εις ασφάλειάν του παρά τινων άλλων πόλεων και παρά της Ναούσης εξ αιτίας των πολλών κατοίκων της Χριστιανών εσκόπευε δε να στείλη και 500 εις φρούρησίν της. Προέστευε της πόλεως εκείνης ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου, ο και Λογοθέτης, ούτινος τον υιόν εζήτησε προς τοις άλλοις όμηρον ο πασάς. Μεγάλην αφοσίωσιν έδειξεν ο προεστώς ούτος, πριν εκραγή η ελληνική επανάστασις, εις τα συμφέροντα της Πύλης, διότι διά της συνεργείας αυτού εφονεύθη αρχομένου του 1821 ο διά Ναούσης διαβάς απόστολος της Εταιρίας Ύπατρος, περί ου προανεφέραμεν, και εστάλησαν εις την Πύλην τα ανακαλύπτοντα τους σκοπούς της Εταιρίας γράμματα πεσόντα εις χείρας του· δεν συνήργησε δε ο Ζαφειράκης εις τον φόνον ως επιβουλευόμενος τα της Φιλικής Εταιρίας, διότι και αυτήν την ύπαρξίν της ηγνόει, αλλά διότι ο Ύπατρος, μη εγκρίνας να τω ανακαλύψη τον αληθή σκοπόν της αποστολής του, τω είπε μόνον ότι απεστέλλετο εις προτροπήν των Ελλήνων προς υποστήριξιν του Αλήπασα, ον ο Ζαφειράκης και υπερηχθρεύετο και υπερεφοβείτο· η δε Πύλη τόσον ευηρεστήθη επί τη διαγωγή του, ώστε τον ευχαρίστησε διά φιρμανίου. Αλλ' εν τη παρούση περιστάσει ελησμόνησε την σημαντικήν προς αυτήν υπηρεσίαν του και τον ηνάγκασε ν' αντισταθή ενόπλως, ή να στερηθή του υιού του και δεχθή φρουράν τουρκικήν εν τη πατρίδι του, ό εστι να παραδώση εαυτόν και τους συμπατριώτας του εις την διάκρισιν των φανέντων θηρίων μάλλον ή ανθρώπων επί της αλώσεως της Κασσάνδρας· διά τούτο ο Ζαφειράκης εθεώρησεν ήττον επιβλαβή την αντίστασιν ή την υποταγήν. Της αυτής γνώμης εφάνησαν και ο Γάτσος οπλαρχηγός των Βοδινών και ο Καρατάσος οπλαρχηγός της Βερροίας.
Η πόλις της Ναούσης διά το πλήθος των κατοίκων της Χριστιανών, Ελλήνων και Βουλγάρων, διά τους πόρους της και διά το περιτείχισμά της εφάνη προσφυές ορμητήριον των κατ' εκείνα τα μέρη επαναστατικών κινημάτων· διά τούτο πολλαί και σημαντικαί οικογένειαι, εν αις και αι του Καρατάσου και Γάτσου, κατέφυγαν χάριν ασφαλείας εις αυτήν, και εισήλθαν και τα υπό τον Καρατάσον και τον Γάτσον στρατεύματα υπό την σημαίαν της επαναστάσεως. Και πρώτον μεν εφόνευσαν τον διοικητήν και τους περί αυτόν ολίγους Τούρκους, τους μόνους ευρισκομένους εν τη πόλει· διεχύθησαν έπειτα εις τα χωρία των Βοδινών προς διέγερσιν των μη προθύμων χωρικών και έκαυσαν και τρία χριστιανικά χωρία, την Επισκοπήν, την Όσλανην και το Δρεσίλοβον· μετέβησαν έπειτα εις Κατρανίτσαν και Γραμματικόβον, όπου ήσαν Τούρκοι, και τους εσκότωσαν, και κινηθέντες εκείθεν προς την πόλιν της Βερροίας έβαλαν πυρ εις τα άκρα της. Τούτων δε γενομένων, ο μεν Καρατάσος μετά 200 κατέλαβε το μοναστήριον της Παναγίας Δωβρά, ο δε Γάτσος και ο Ζαφειράκης περιεφέροντο ένοπλοι εις άλλα μέρη. Έτυχε να διατρίβη τότε εντός της Βερροίας ο Αβδουλαβούδης, όστις έστειλεν αμέσως δυνάμεις κατά του Καρατάσου και τον απέκλεισεν εν τω μοναστηρίω. Αλλ' ελθόντες έξωθεν ο Γάτσος και ο Ζαφειράκης τον απήλλαξαν. Μετά δύο δε ημέρας εξεστράτευσεν ο πασάς εις Νάουσαν μετά 15,000. Γενναίαν αντίστασιν ηύρε κατ' αρχάς εκτός της πόλεως, όπου ήσαν ικανοί Έλληνες εστρατοπεδευμένοι υπό τον υιόν του Καρατάσου Τσάμην, αλλ' υπερίσχυσεν επί τέλους και διεσκόρπισε το στρατόπεδον εκείνο· καλέσας δε τους εν τη πόλει εις υποταγήν και μη εισακουσθείς, εφώρμησε την 6 απριλίου και μετά μικράν αντίστασιν την εκυρίευσε, την κατέκαυσε, και τους μεν των εγκατοίκων εσκότωσε, τους δε ηνδραπόδισε.
Μετά δε την εισβολήν των εχθρών εις την πόλιν, ο μεν Καρατάσος κατέλαβε το Παλαιοεκκλήσιον του Θεολόγον, ο δε Τάτσος το μοναστήριον του Προδρόμου, αμφότερα παρά την Νάουσαν, ο δε Ζαφειράκης τον Παλαιόπυργον (Κούλιαν) προς την άκραν της πόλεως. Έξωθεν δε του Παλαιοπύργου συνέρρευσε μέγα πλήθος ως εις ασφαλέστερον μέρος. Οι Τούρκοι σύροντες και κανόνια εκτύπησαν εν πρώτοις τον Παλαιόπυργον, και τον μεν Ζαφειράκην ηνάγκασαν να φύγη, τους δε εκεί καταφυγόντας όλους σχεδόν συνέλαβαν. Ο Γάτσος και ο Καρατάσος, βλέποντες ότι δεν εδύναντο ν' αντισταθώσιν, ανέβησαν εις το πλησίον της πόλεως χωρίον, Σέλι, αλλ' απελπισθέντες μετ' ολίγον έφυγαν ολοτελώς εκ Μακεδονίας, διέβησαν εις Ασπροπόταμον και κατήντησαν εις την ελευθέραν Ελλάδα συμβιβασθέντες κατά την διάβασίν των μετά των κατά τόπους Τούρκων μήτε να βλάπτωσι μήτε να βλάπτωνται. Ο δε Ζαφειράκης εισέδυσεν εις τον πλησίον της Βερροίας βάλτον έχων δέκα μόνον οπαδούς και ένα των υιών του Καρατάσου. Τούτο μαθόντες οι εν Βερροία Τούρκοι εκινήθησαν κατ' αυτών και τους εφόνευσαν όλους ανδρείως πολεμήσαντες και μη θελήσαντας επί ασφαλεία ζωής να παραδοθώσι.
Μεγάλα τα παθήματα των κατοίκων και μεγάλη η καταστροφή των μερών εκείνων. Πεντακισχίλιοι εφονεύθησαν και ηχμαλωτίσθησαν εν τη Ναούση, και άλλοι τόσοι έπεσαν εις χείρας των εχθρών περί τον Παλαιόπυργον· πολλοί των συλληφθέντων ανηλεώς εβασανίσθησαν, πολλαί γυναίκες εις τας φλόγας ερρίφθησαν, έγκυοι εξεκοιλιάσθησαν, τέκνα έμπροσθεν των γονέων εσφάγησαν, βρέφη από των τραχήλων των μητέρων εκρεμάσθησαν, παρθένοι και μητέρες αγκαλοφορούσαι τα τέκνα των έπεσαν αυθόρμητοι εις την πλησίον του Παλαιοπύργου λίμνην, το Μ α ύ ρ ο ν - ν ε ρ ό ν, και επνίγησαν εις αποφυγήν ατιμίας και βασάνων· τόσον θηριώδεις εφάνησαν οι νικηταί. Πάμπολλοι δε Εβραίοι, ένοπλοι και πολύδιψοι χριστιανικού αίματος, παρηκολούθουν τον τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω της πόλεως τους Χριστιανούς τους ερροπάλιζαν κατακέφαλα, και πίπτοντας κατά γης τους έσφαζαν ως βόας. Αι δε εν Ναούση συλληφθείσαι γυναίκες του Καρατάσου, του Γάτσου και του Ζαφειράκη μετεκομίσθησαν εις Θεσσαλονίκην, όπου η μεν του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατιού του θηριώδους βεζίρη, και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι· οι δε διασωθέντες τρισάθλιοι Χριστιανοί δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι, διότι εκατόν είκοσι κωμοπόλεις, χωρία, και ζευγαλατεία των μερών εκείνων απετεφρώθησαν.
Πρό τινων δε μηνών οι Ολύμπιοι είχαν στείλει πρεσβείαν προς τον εν Τριπολιτσά διατρίβοντα τότε Υψηλάντην ζητούντες πολεμεφόδια και αρχηγόν, ίνα κινηθώσι και ούτοι κατά των εχθρών, καταλάβωσι καταλλήλους τινάς θέσεις και στήσωσι φραγμόν μεταξύ των Τούρκων Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Ο Υψηλάντης διώρισε τοιούτον τον υπασπιστήν του Γρηγόριον Σάλλαν, γεννηθέντα εν Βεσσαραβία εξ Ελλήνων και προ ολίγου παραιτηθέντα της στρατιωτικής υπηρεσίας της Ρωσσίας, και διέταξε καί τινας αξιωματικούς Έλληνας και φιλέλληνας να συνακολουθήσωσι. Την 25 νοεμβρίου ο αρχηγός ούτος απέπλευσε των αντικρύ του Ναυπλίου Μύλων, αλλ' εφάνη τόσον ανάξιος της αποστολής του περιπλανώμενος τέσσαρας ολοκλήρους μήνας εις τας νήσους του Αιγαίου και εντρυφών, ώστε οι πλείστοι της συνοδίας του τον εγκατέλειψαν εν Μυκώνω, και μόλις αυτός, ο Πολωνός Λεξίνσκης, ο διδάσκαλος Θεόφιλος Καΐρης και ολίγοι άλλοι κατέπλευσαν εις Ελευθεροχώρι την 22 μαρτίου φέροντες τέσσαρα κανόνια και ολίγα πολεμεφόδια.
Μάχιμοι εδείχθησαν πάντοτε, και φήμην πολλήν ως τοιούτοι είχαν οι άνδρες των μερών εκείνων· και τα βουνά του Ολύμπου, η άλλοτε έδρα των Θεών, μετεποιήθησαν επί της τουρκοκρατίας εις λιμέρια του παπά - Θύμιου, του Λιάκου και των τοιούτων τουρκομάχων ανδρών, οίτινες, καλούμενοι εις υποταγήν παρά των πασάδων και βεζιρών, απεκρίνοντο·
«Εγώ βεζίρη δεν ψηφώ, πασά δεν προσκυνάω· πασά έχω το τουφέκι μου, βεζίρη το σπαθί μου» .
Αλλ' η βραδύτης της προ πολλού προσδοκωμένης βοηθείας, η ολιγότης αυτής και ιδίως τα επισυμβάντα μεγάλα δυστυχήματα κατά τα μέρη εκείνα έσβεσαν τον ζήλον των πολλών και εματαίωσαν το σχέδιον· και εν ώ ηλπίζετο να συστρατολογηθώσιν υπερεξακισχίλιοι, μόλις διακόσιοι συνηριθμήθησαν οι υπό τας διαταγάς του Σάλλα τεθέντες επί της αποβάσεώς του αλλά και των ολίγων τούτων οι οπλαρχηγοί διεφώνουν, διότι η αποτυχία επιφέρουσα αθυμίαν συνεπιφέρει και διαφωνίαν.
Όχι μακράν του Ελευθεροχωρίου κείται το χωρίον Κολινδρόν, όπου εσταύθμευαν χίλιοι Τούρκοι εις προφύλαξιν των μερών εκείνων. Μαθόντες ούτοι την απόβασιν των Ελλήνων κατέβησαν εις Ελευθεροχώρι αυθημερόν και τους επολέμησαν, αλλ' απεκρούσθησαν και επανήλθαν εις την προτέραν θέσιν των. Ο Σάλλας, άσωτος αλλά γενναίος, θέλων να εμψυχώση τον φοβηθέντα λαόν επροχώρησε μετά την μάχην προς τα ενδότερα και εστρατοπέδευσεν εν Καστανιά πλησίον του Κολινδρού, ώστε τα δύο στρατόπεδα ήσαν απέναντι αλλήλων και συχνάκις ηκροβολίζοντο· επειδή δε φόβος ήτο μη επήρχοντο και άλλαι δυνάμεις από Θεσσαλονίκης, τινές των οπλαρχηγών Ολυμπίων διετάχθησαν να προκαταλάβωσι τας διόδους, αλλά δεν τας προκατέλαβαν, και χίλιοι σταλέντες παρά του Αβδουλαβούδη εις ενίσχυσιν του στρατοπέδου του Κολινδρού, ευρόντες αυτάς πάντη απροφυλάκτους, κατευωδώθησαν ατουφέκιστοι και την 29 μαρτίου έπεσαν όλοι επί τους εν Καστανιά Έλληνας, τους εκτύπησαν και τους ηνάγκασαν εγκαταλιπόντας το χωρίον τους μεν να μεταβώσιν εις Μηλιάν, τον δε Διαμαντήν Νικολάου να καταβή εις Ελευθεροχώρι προς αντιπερισπασμόν· αλλά και ούτος, μη δυνάμενος να διατηρήση την θέσιν εκείνην, ανέβη μετ' ολίγον εις Μηλιάν.
[Απρίλιος] Οι Τούρκοι μετά την εν Καστανιά μάχην κατεδίωξαν τους Έλληνας, έκαυσαν τα καθ' οδόν χωρία, και την 2 απριλίου έφθασαν καίοντες και εις Μηλιάν. Οι Έλληνες, αν και δεκαπλάσιοι ήσαν οι εχθροί των, ητοιμάσθησαν εις μάχην, και οι μεν εκλείσθησαν εν τω πύργω του χωρίου υπό τον Σάλλαν και τον Γούλαν, οι δε έμειναν έξωθεν του χωρίου υπό τον Διαμαντήν και τον Τόλιον εις αντίκρουσιν των ερχομένων εχθρών, αλλά διεσκορπίσθησαν άμα τους είδαν· ώστε μόνον οι εν τω πύργω, όχι πλειότεροι των 60, έμειναν πολεμούντες από της α' ώρας της ημέρας έως του μεσονυκτίου, καθ' ην ώραν βαλόντες πυρ έκαυσαν τον πύργον, εξήλθαν ξιφήρεις και εξημερώθησαν είς τινα κοιλάδα επί της Πιερίας· επειδή δε τους κατεδίωκαν οι εχθροί, έφυγαν και εκείθεν, και ζητούντες καταφυγήν ώδευσαν εν μέσω κρημνών και χιόνων προς τα άνω του όρους, και ούτως υπεξέφυγαν ως εκ θαύματος τον προφανή κίνδυνον. Ανίκανοι δε να παρατείνωσι τον αγώνα διά τον ολίγον αριθμόν των, την έλλειψιν των αναγκαίων, και τον παντού διασπαρέντα τρόμον, διηρέθησαν την 14, και οι μεν εντόπιοι, έμειναν προσωρινώς κατά τα μέρη εκείνα περιπλανώμενοι εις εύρεσιν των τήδε κακείσε κρυβέντων συγγενών των, ο δε Σάλλας, ο Λεξίνσκης, ο Καΐρης καί τινες άλλοι, οδοιπορούντες υπό πιστούς οδηγούς την νύκτα, και κρυπτόμενοι την ημέραν, πεινώντες, γυμνητεύοντες, κακοπαθούντες, και έχοντες πάντοτε τον θάνατον προ οφθαλμών, διεσώθησαν ανελπίστως εις Κόρινθον αρχομένου του μαΐου. Ο δε οπλαρχηγός Διαμαντής καί τινες των συγγενών και πιστών του, φεύγοντες και αυτοί κακήν κακώς και συνοδεύοντες οι πλείστοι τας γυναίκας και τα τέκνα των, έπεσαν την νύκτα εις το υπό την Μηλιάν πυκνόν δάσος, «το Ρουμάνι του παλατιού». Οι Τούρκοι καταδιώκοντές τους έπεσαν εις το αυτό δάσος την αυτήν νύκτα και ιχνηλάτουν· τόσον δε επλησίασαν τους περί τον Διαμαντήν, ώστε ηκούοντο αι λαλιαί και τα πατήματά των. Τινές των γυναικών, εν αις και η του Διαμαντή, εβάσταζαν εν ταις αγκάλαις τα θηλάζοντα βρέφη των· και επειδή φόβος ήτο μη ακουσθή ο κλαυθμυρισμός των, και ως εκ τούτου προδοθώσι και απολεσθώσι πάντες, τα έπνιξαν όλα.
Τοιούτος απέβη ο τόσων αιματοχυσιών και καταστροφών πρόξενος Μακεδονικός αγών, και πεσών δεν ανέστη πλέον. Οι δε πιστοί προς τον αγώνα οπλαρχηγοί και οπλοφόροι συνήχθησαν μετά την καταστροφήν εις Σκιάθον και Σκόπελον εκτός του Καρατάσου, του Γάτσου και των περί αυτούς μεταβάντων, ως προείπαμεν, εις το Ασπροπόταμον.
Θανασίμως έβλαψε τα μέρη εκείνα η μη εκ συμφώνου και ταυτοχρόνως, ουδ' εξ ενός σχεδίου, ένοπλος κίνησις. Αφ' ού κατεστράφη η Κασσάνδρα και επροσκύνησε το Όρος, τότε εκινήθη η Νάουσα, ουδ' αυτή εκ προμελέτης αλλ' εξ ανάγκης· τότε εκινήθησαν καί τινα χωρία του Ολύμπου, ουδέ και αυτά συνάμα εξ αιτίας της διαιρέσεως και αντιζηλίας των οπλαρχηγών. Τοιουτοτρόπως οι τόποι εκείνοι κατεστράφησαν ο είς κατόπιν του άλλου.
1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ'.
&Καταστροφή του Αλήπασα. — Πολεμικαί προετοιμασίαι Τούρκων και Ελλήνων. — Χίος και καταστροφή αυτής — Κατορθώματα του ελληνικού στόλου.&
ΜΕΤΑ δε την λύσιν της ελληνοαλβανικής συμμαχίας ο Αλής εγκαταλειφθείς υπό των Αλβανών του και των άλλων όλων, καθώς πάντοτε εγκαταλείπονται επί της αδυναμίας των οι θεοποιούμενοι επί της δυνάμεως των τύραννοι, παρεδόθη εις χείρας των εχθρών του επ' ελπίδι και υποσχέσει αφέσεως των ανομιών του, αλλ' εθανατώθη τον ιανουάριον ώστε το αίτιον το διαιρούν τας επί της Ηπείρου τουρκικάς δυνάμεις και απασχολούν αυτάς μακράν των Ελλήνων έλειψεν. Οι Έλληνες, και κατ' εξοχήν οι προ των θυρών της Ηπείρου Στερεοελλαδίται, ησθάνθησαν όλον το μέγεθος του μέλλοντος αγώνος. Όσον το όνομα του Αλή ήτο μέγα και φοβερόν, τόσον η πτώσις του εδόξασε τον νικητήν του Χουρσήδην, και η έως τότε μεταξύ αυτού και του Αλή διηρημένη Αλβανία υπετάχθη όλη εις τας διαταγάς του, και όλη η Ήπειρος, η επί πολλά έτη μη σεβομένη τόσον τα πρόσταγμα του σουλτάνου, όσον το απλούν νεύμα του Αλή, έπεσε και επροσκύνησε τον Χουρσήδην· το Σούλι μόνον αντείχεν εξ αιτίας της σφαλεράς και δολίου πολιτικής του προκατόχου του Πασόμπεη, αλλά και αυτό εκλονίζετο. Μετά δε την εξόντωσιν του Αλή, ο Χουρσήδης έρριψεν όλην την προσοχήν του εις την επανάστασιν της Ελλάδος. Η Πελοπόννησος εκίνη προ παντός άλλου μέρους την αγανάκτησίν του. Επί της αλώσεως της Τριπολιτσάς και τα πλούτη του διηρπάγησαν και αι γυναίκες του ηχμαλωτίσθησαν. Το τελευταίον τούτο δυστύχημα, εξάπτον την περί τα τοιαύτα συνήθη οθωμανικήν ζηλοτυπίαν, ανησύχαζε τον νουν του, παρώργιζε και την καρδίαν του. Εν ώ δε τοιαύτα ησθάνετο κατά των Ελλήνων ο Χουρσήδης ως ιδιώτης, ο σουλτάνος, ο μετά την πτώσιν του Αλή θεωρών αυτόν ως υποστήριγμα του κλονιζομένου κράτους του, τω έδωκε πάσαν εξουσίαν και τω επεδαψίλευσε παν ό,τι εφαίνετο συντείνον εις καταστροφήν του ελληνικού αγώνος.
Βαρείς και πολυειδείς πολεμικούς περισπασμούς είχεν ο σουλτάνος το παρελθόν έτος, και διά τούτο δεν εδυνήθη να ρίψη μεγάλας δυνάμεις εις Ελλάδα. Είχε τον πόλεμον κατά του Αλή, τον πόλεμον κατά των Περσών, τον πόλεμον εν Μολδοβλαχία και τον φόβον του επικειμένου ρωσσικού πολέμου. Αλλά το αρχόμενον δεύτερον τούτο έτος ευρέθη απαλλαγμένος των ανωτέρω δεινών. Είχεν όλως διόλου σβεσθή η επανάστασις της Μολδοβλαχίας και εκλείψει ο φόβος του επικειμένου ρωσσικού πολέμου, διότι ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος, μη παύων να δίδη δείγματα τρανά της ειλικρινούς διαθέσεώς του υπέρ της διατηρήσεως του ειρηνικού συστήματος, απέθεσε την λύσιν των προς την Πύλην πολιτικών διαφορών του εις την παρέμβασιν των άλλων Δυνάμεων, αίτινες μη θέλουσαι τον πόλεμον κατεγίνοντο σπουδαίως και ευτυχώς διά των εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεων εις εξισασμόν. Διήρκει μόνον ο περσικός πόλεμος, αλλ' ήτο πόλεμος μικρός και απέκειτο εις την Πύλην να τον παύση καθ' ην ώραν ήθελεν· επί λόγω δε ανακωχής και επ' ελπίδι συμβιβασμού διεκόπησαν και αι μικραί αύται τουρκοπερσικαί εχθροπραξίαι. Διά τους λόγους τούτους το αρχόμενον έτος παρίστατο ως έτος παντελούς καταστροφής του ελληνικού αγώνος, και η Ελλάς εφαίνετο ενώπιον όλου του κόσμου επί του χείλους του τάφου. Τω όντι αι μεν τουρκίζουσαι εφημερίδες της Ευρώπης επανηγύριζαν έκτοτε τα επικήδειά της, αι δε ελληνίζουσαι εθρήνουν την συμφοράν της.
Μεγάλαι δε και φοβεραί ήσαν αι γενόμεναι κατά της Ελλάδος πολεμικαί προπαρασκευαί διά ξηράς και θαλάσσης. Η εμπειροπόλεμος Αλβανία, ην κινεί ο μισθός, εκινείτο όλη. Οι ηγεμόνες όλων των ευρωπαϊκών επαρχιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας διετάχθησαν να στρατολογήσωσιν, εν δε τοις ναυστάθμοις ητοιμάζετο εις έκπλουν μέγας στόλος. Το σχέδιον δε ήτο να εισβάλωσι πολυπληθή στρατεύματα τα μεν εις την Αιτωλοακαρνανίαν τα δε εις την Ανατολικήν Ελλάδα, και διά της συμπράξεως του μεγάλου στόλου, μέλλοντος να καταπλεύση εις τον κορινθιακόν κόλπον, να μεταβώσι τα πλείστα εις Πελοπόννησον και να σβέσωσι τοιουτοτρόπως την εστίαν της ελληνικής επαναστάσεως. Καλή τύχη είχεν ήδη συστηθή εν Ελλάδι κυβέρνησις, ήτις και το όνομα μόνον έχουσα κυβερνήσεως ωφέλει τα μέγιστα, διότι εχρησίμευεν ως κέντρον όλων των διηρημένων και αυτοκεφάλων μερών της Ελλάδος. Συνέβη δε και ο θάνατος του Αλή τον χειμώνα, ώστε αι πάντοτε βραδείαι των Τούρκων ετοιμασίαι εβράδυναν έτι μάλλον, και δεν ήτο δυνατόν να ενεργηθώσι τα μελετώμενα καταστρεπτικά σχέδιά των προ του καλοκαιρίου. Η Ελλάς, αν και είχε μεγάλην απόφασιν, είχε μηδαμινούς πόρους. Ευτυχής πόλεμος ενός έτους χρηστάς ενέπνευσε του μέλλοντος ελπίδας· αλλ' ο πόλεμος «δείται χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων»· το δε ταμείον της Ελλάδος ήτο πάντη κενόν αλλά συνέπεσε να λάβωσιν οι Έλληνες χρηματικά βοηθήματα παρ' αυτού του εχθρού των Χουρσήδη, άτινα, αν και μικρά, ήσαν μεγάλα διά τους μηδέν έχοντας και τους διά μικρών μεγάλα πράττοντας. Ιδού δε πώς τα έλαβαν. Είδαμεν, ότι επί της αλώσεως της Τριπολιτσάς ηχμαλωτίσθησαν αι γυναίκες του Χουρσήδη και Μεχμέτη, ο καϊμακάμης, ο κεχαγιάμπεης και άλλοι. Πρό τινος καιρού διεπραγματεύετο μεταξύ του Χουρσήδη και των Ελλήνων η ανταλλαγή των αιχμαλώτων τούτων και των παρά τω Αλή ομηρευόντων Σουλιωτών πεσόντων μετά την καταστροφήν του εις χείρας του νικητού Χουρσήδη, ήγουν της γυναικός και των τέκνων του Μάρκου Μπότσαρη, του αδελφού του Κώστα, του Ναστούλη Νταγκλή, του Κώστα Τζαβέλλα, του Κίτσου Κωλιοδημήτρη και του προεστώτος της Λεβαδείας Νικολάου Νάκου. Πέντε μήνας διήρκεσεν η διαπραγμάτευσις αύτη και απεπερατώθη διά της μεσιτείας του μεγάλου αρμοστού των ιονίων νήσων τον απρίλιον, καθ' όν έγεινεν η ανταλλαγή, και έλαβε το ελληνικόν ταμείον επί λόγω λύτρων δίστηλα 80,000. Η Ελληνική κυβέρνησις εξέδωκε διαφόρους νόμους περί εξωτερικού δανείου, περί συνεισφορών, περί φορολογιών και περί συνάξεως των αργυρών και χρυσών σκευών των μοναστηριών και εκκλησιών εξήρεσε δε μόνον τα εις τελετήν των ιερών μυστηρίων και τα χρυσά και αργυρά κοσμήματα των εικόνων· αλλ' ολίγον ωφελήθη εξ αιτίας των περιστάσεων ώστε, εν ώ αι χρείαι της ήσαν μεγάλαι, οι χρηματικοί της πόροι ήσαν πάντοτε μηδαμινοί. Και ταύτα μεν τα περί τούτων.
Ερχόμεθα δε τώρα να ιστορήσωμεν τα της Χίου κατά το ενεστώς έτος· και επειδή εφημίζετο δικαίως η νήσος αύτη διά τα φυσικά της κάλλη, διά το διοικητικόν σύστημά της και διά την ευτυχή κατάστασίν της, προοιμιάζομεν εντεύθεν.
Απέναντι της Ιωνίας, πέντε ήμισυ μίλια απέχουσα του προς νότον ακρωτηρίου, του παρά τοις παλαιοίς Αργέννου και παρά τοις νεωτέροις Καβομπιάνκα, έχουσα 37 μιλίων μήκος και μέγιστον πλάτος 24, περίπλουν δε 120, παρατείνεται η Χίος· ο βραχύστομος δε πορθμός υπερτετραπλασιάζεται κοιλαινόμενος προς τα έσω, και απολήγει προς βορράν παρά τινα νησίδια εις δύο εύπλευστα στόμια πλάτος έχοντα το μεν προς την Ιωνίαν πέντε ήμισυ μιλίων το δε προς την Χίον ενός και ήμισυ. Τραχεία και βουνώδης είναι εν γένει η νήσος, αλλ' έχει και γην εύκαρπον, ευανθή και καλλίδενδρον· το δε κλίμα της είναι ευκραές, γλυκύ και υγιεινόν. Πολυάριθμοι και πυργοστόλιστοι λεμονώνες, πορτοκαλλώνες, κιτρώνες, και πολυειδή αγλόμοροα άλλα φυτά και δένδρα καθωραΐζουν την νήσον και αυτούς τους διαπλέοντας γοητεύουν διά της ευθαλείας και ευωδίας. Η πόλις κείται κατωφερώς εν τω μέσω της ανατολικής και παραθαλασσίας πλευράς της νήσου αντικρύ των Ερυθρών, μιας των δώδεκα ιωνίων πόλεων, και αρκτικώτερον του καθ' ημάς Τσεσμέ, και διαιρείται εις τρία, την Απλωταριάν, τον Εγκρεμόν και τα Παλαιόκαστρον παράκειται και επιθαλάσσιον φρούριον και δεξιά μεν της εισόδου του λιμένος της πόλεως και του φρουρίου υψούται πύργος ένοπλος (μπούρτσι), αριστερά δε φανός εις οδηγίαν των εισπλεόντων. Η πόλις περιελάμβανε κάτοικους 30,000, νοσοκομείον, λωβοκομείον, βιβλιοθήκην, τυπογραφείον και μεγαλοπρεπές γυμνάσιον, όπου εφοίτων πολλαχόθεν της Ελλάδος νέοι υπό τους κατά καιρόν σοφούς διδασκάλους Αδαμάντιον Ρώσιον, Αθανάσιον Πάριον, Δωρόθεον Πρώιον, Κωνσταντίνον Βαρδαλάχον, Ιωάννην Τσελεπήν και Νεόφυτον Βάμβαν. Είχε δε η νήσος όλη 66 χωρία, εν οις και τα προς νότον 24, τα παράγοντα την περίφημον μαστίχην, υπερτέραν, κατά τον Πλίνιον, και αυτής της αραβικής και ινδικής· είχε δε και επτά μοναστήρια καλογήρων, δύο καλογραιών, και υπέρμεγαν αριθμόν εκκλησιών και εκκλησιδίων· συνηριθμούντο δε οι κάτοικοι όλης της νήσου 120,000, εν οις 2000 Τούρκοι κατοικούντες την πόλιν εν καιρώ ειρήνης, 70 Εβραίοι κατοικούντες πάντοτε το φρούριον, και 2000 του δυτικού δόγματος κατοικούντες οι μεν την εξοχήν οι δε την πόλιν. Η υπέρ πάσαν δε άλλην ακμάζουσα νήσος αύτη επί του αγώνος ήκμαζε και επ' αυτών των ομηρικών χρόνων καλουμένη έκτοτε λ ι π α ρ ω τ ά τ η, ήτοι πλουσιωτάτη. Πλουσιωτάτη και ευνομωτέρα πάσης άλλης ελληνικής πολιτείας μετά την αριστοκρατουμένην Λακεδαίμονα θεωρείται και παρά του Θουκυδίδου. Αριστοκρατικόν ήτο το καθ' ημάς ως και το αρχαίον πολίτευμά της· αρχαία και πατροπαράδοτος και η φιλεμπορία των κατοίκων της ενισχυομένη έτι μάλλον υπό της ολιγοκαρπίας της γης.
Έδρευαν εν τη πρωτευούση της νήσου μουτεσελήμης και καδής, αλλ' εστέλλοντο εκ Κωνσταντινουπόλεως μόνον σχεδόν διά τον τύπον· οι αληθείς κυβερνήται και δικασταί ήσαν οι πέντε δημογέροντες αυτής εκλεγόμενοι κατ' έτος και διοικούντες την κοινότητα κατά τον ακόλουθον τρόπον.
Την 3 Φεβρουαρίου συνήρχοντο εις τον ναόν του αγίου Φωτίου 40 περίπου των εγκριτωτέρων, και αφ' ού οι παύοντες δημογέροντες ανήγγελλαν ότι επέστη ο καιρός των νέων αρχαιρεσιών και εζήτουν δημοσία συγγνώμην άν τινα ελύπησαν, εναπέμεναν αυτοί και 20 εκ των άλλοτε χρηματισάντων δημογερόντων, ήτοι 8 εκ της Απλωταριάς, 8 εκ του Εγκρεμού, 2 εκ του Παλαιοκάστρου και 2 δυτικοί. Δεκαέξ δελτία, όλα εσφραγισμένα, εξ ών τέσσαρα μόνον ήσαν έγγραφα φέροντα την λέξιν «μείνε», διενέμοντο τότε παρά των παυόντων δημογερόντων τα μεν οκτώ, εν οις και δύο έγγραφα, εις τους Απλωταριώτας ανά έν αδιακρίτως, τα δε λοιπά επίσης αδιακρίτως εις τους Εγκρεμιώτας· και όσοι μεν ελάμβαναν τα άγραφα, ανεχώρουν ευθύς, οι δε λαβόντες τα έγγραφα, ήτοι 2 Απλωταριώται, και 2 Εγκρεμιώται, μετά των 2 Παλαιοκαστρινών, των 2 δυτικών και των παυόντων δημογερόντων όλοι 13 έμεναν ως εκλογείς· των θυρών δε κεκλεισμένων, ανεγινώσκοντο παρά των παυόντων δημογερόντων εις επήκοον πάντων κατάλογοι υποψηφίων, εξ ών ενεκρίνοντο ως δημογέροντες πέντε, ων τα ονόματα εγνωστοποιούντο αυθωρεί τω καδή, κατεγράφοντο εν τω κώδηκί του και εξεδίδετο το επικυρωτήριον (χοτσέτι)· ηνοίγοντο έπειτα αι θύραι του ναού και ανηγορεύοντο οι νέοι δημογέροντες· την δε επαύριον εκάλουν οι παύοντες τους νεοψηφίστους εις το δημαρχείον, λεγόμενον Μεζάν, και προπορευόμενοι τους συνώδευαν πρώτον εις τας τουρκικάς Αρχάς και έπειτα εις τον αρχιερέα· αφ' ού δε τους ευλόγει ο αρχιερεύς, επανήρχοντο όλοι εις το δημαρχείον προπορευόμενων των νεοψηφίστων και ευφημούντος του λαού, και οι παύοντες δημογέροντες έδιδαν λόγον των πράξεων των αυθημερόν.
Μεγάλην ισχύν είχαν, πολλάς τιμάς απελάμβαναν και πολυειδή καθήκοντα εξεπλήρουν οι δημογέροντες· συνήρχοντο δε καθ' ημέραν εις το δημαρχείον και ήσαν οι προστάται των επί της νήσου Χριστιανών από πάσης επηρείας των εν αυτή Τούρκων συστελλομένων και φοβουμένων να κακοποιώσι τους Χριστιανούς, διότι διέτριβαν εν Κωνσταντινουπόλει αντιπρόσωποι επαγρυπνούντες τα συμφέροντα της χριστιανικής κοινότητός των, και δυνάμενοι, δι' ης απελάμβαναν παρά τοις κρατούσιν ισχύος επί αδραίς δαπάναις να τιμωρώσι τους μη πράως φερομένους προς τους Χριστιανούς της νήσου και μη τα έθιμα του τόπου και τους νόμους σεβομένους. Υπερασπίζοντες δε τοιουτοτρόπως οι δημογέροντες τους συμπολίτας των ησχολούντο σπουδαίως και να εξισάζωσι τας προς αλλήλους διαφοράς αυτών εν πνεύματι επιεικείας και δικαιοσύνης κατά τα πατροπαράδοτα έθιμά των πηγάζοντα κυρίως από των βυζαντινών νόμων· και τας μεν εμπορικάς διαφοράς ανέθεταν εις πέντε ειδικούς δικαστάς λεγομένους πρωτομάστορας, τας δε ναυτιλιακάς εις τρεις λεγομένους δεπουτάτους· εθεώρουν δε τας λοιπάς οι δημογέροντες αυτοπροσώπως ή διώριζαν εκ του προχείρου άλλους εκ των ειδημονεστέρων εις λύσιν αυτών· εν πλήρει δε χρήσει ήτο και η αιρετοκρισία. Αλλ' η δικτατορική ούτως ειπείν δύναμις αύτη των δημογερόντων εμετριάζετο συγκαλουμένων εις σύσκεψιν άλλοτε 40 ή 50, και άλλοτε 15 ή 8 εκ των εγκριτωτέρων κατά την φύσιν των πραγμάτων· η απόφασις δε των συγκαλουμένων ήτον οριστική. Τόσον δε ακριβώς, απαθώς και εντίμως εξεπλήρουν οι δημογέροντες τα καθήκοντά των, ώστε ουδείς ουδέποτε ως καταχραστής κατηγορήθη, και πάντες ελάμβαναν επί της λογοδοσίας των τας ευχαριστίας του κοινού διά την αξιέπαινον διαχείρισιν της δημοτικής Αρχής. Εκτός δε των εν τοις πράγμασι ουδείς των Χίων είχεν άδειαν να επισκέπτεται τας τουρκικάς Αρχάς του τόπου.
Η νήσος όλη δεν υπέκειτο εις την δημοτικήν Αρχήν της πόλεως, και εκ των 66 χωρίων της τα μεν Μαστιχοχώρια είχαν ιδίαν κυβέρνησιν τουρκικήν και δημοτικήν· ιδίαν κυβέρνησιν τουρκικήν και δημοτικήν είχαν και 3 άλλα χωρία οφείλοντα να επισκευάζωσι τα υδραγωγεία της πόλεως αμισθί και διά τούτο μη φορολογούμενα, ήγουν ο Δαφνώνας, το Βασιλιόνικον και αι Καρυαί· τα δε λοιπά είχαν και ταύτα τους γέροντας των, αλλ' υπέκειντο εις τας τουρκικάς και χριστιανικάς Αρχάς της πόλεως.
Εκτός δε των προς τας τουρκικάς Αρχάς τελών εφορολογούντο οι Χίοι ως εφεξής. Δώδεκα ευυπόληπτοι πολίται, εκλεγόμενοι καθ' εξαετίαν και οδηγούμενοι υπό τοπικών και ατομικών γνώσεων, έθεταν υπό τινας όρους και εν αγνοία παντός άλλου τους φόρους κατά την εκτίμησιν της κινητής και ακινήτου περιουσίας εκάστου φροντίζοντες να μη βαρύνωσι τον μικρόν λαόν και παρέδιδαν το βιβλίον της φορογραφής εσφραγισμένον εις τους δημογέροντας, οίτινες, συμπαραλαμβάνοντες και τέσσαρας άλλους των εγκρίτων, εξετίμων τους δώδεκα φοροθέτας. Επειδή η νήσος ετρέφετο έξωθεν το πλείστον μέρος του έτους, εισήγοντο τα τρόφιμα ατελή· η ατέλεια δε αύτη, η κατ' αναλογίαν μικρά συνεισφορά των κατωτέρων τάξεων και η ολοτελής ασυδοσία των κατωτάτων εθεωρούντο ως αποζημιώσεις διά την μη εις τα δημοτικά συμμέθεξιν αυτών,
Και ούτω μεν οι Χίοι επολιτεύοντο· εις τον συνετόν δε τούτον τρόπον του κυβερνάν και κυβερνάσθαι, και εις την προς το εμπορεύεσθαι και ξενιτεύεσθαι ροπήν των πολιτών της ωφείλετο η ευζωία, η ευνομία και η φιλομάθεια, δι' ας η νήσος αύτη εθεωρείτο εν τη Ανατολή ως άλλη νήσος των Μακάρων.
Διηγήθημεν ήδη, ότι η εις ανέγερσιν της Χίου καταπλεύσασα το παρελθόν έτος εις του πασά την Βρύσιν υδραϊκή μοίρα ανέπλευσεν εις Ύδραν άπρακτος, διότι και η νήσος ευτύχει, και οι φιλέμποροι και φιλοβιομήχανοι λαοί σπανίως είναι φιλοπόλεμοι, και η Φιλική Εταιρία προσηλύτους εν αυτή, σχεδόν δεν είχε· μετά δε την περί ης ο λόγος απόπειραν, οι Τούρκοι εφάνησαν προνοητικώτεροι παρά το σύνηθες. Αφ' ού εκράτησαν εν τω φρουρίω τινάς των εγκρίτων της πόλεως και τον αρχιερέα, συμπαρέλαβαν μετ' ολίγας ημέρας καί τινας των Μαστιχοχωριτών και αφήρεσαν από των κατοίκων όλης της νήσου όσα ηύραν παρ' αυτοίς όπλα· γνωστοποιήσαντες δε εις Κωνσταντινούπολιν τους εξωτερικούς και εσωτερικούς φόβους των εζήτησαν βοήθειαν εις ασφάλειάν των. Επί τη αιτήσει ταύτη διεβιβάσθησαν κατ' αρχάς επί της νήσου χίλιοι οπλοφόροι, εν οις πολλοί Κρήτες, ατακτούντες καθ' ημέραν, αρπάζοντες και φονεύοντες ατιμωρήτως και εν τη πόλει και εν τοις χωρίοις. Διεβιβάσθη μετ' ολίγον εις την νήσον προς σωφρονισμόν των ατάκτων τούτων και ως φύλαξ πληρεξούσιος της νήσου ο Βεχήτπασας μετά εκατόν πυροβολιστών. Μετ' αυτόν διεβιβάσθησαν χίλιοι άλλοι στρατιώται υπό τον Ελέζογλουν, ον είδαμεν άλλοτε φιλανθρώπως πολιτευόμενον προς τους εν Κουσαντασίω Χριστιανούς, αλλ' ήδη διατελούντα υπό τας διαταγάς πασά έχοντος θηρίου καρδίαν, αγγαρεύοντος καθ' ημέραν εις επισκευήν του φρουρίου τον χριστιανικόν λαόν, εργοδιωκτούντος και καταναγκάζοντος τους εν τοις πράγμασι Χριστιανούς να τρέφωσι τον επί της νήσου μαχαιροφόρον όχλον του και να θεραπεύωσι διά πλουσίων χορηγιών την άπληστον φιλοχρηματίαν του εις αποτροπήν της διαρπαγής, του ανδραποδισμού και της αιματοχυσίας.
Ο Υψηλάντης, καθ' όν καιρόν εστρατοπέδευεν εν Τρικόρφοις, διέταξεν εκστρατείαν εις Χίον υπό την οδηγίαν του Λυκούργου Λογοθέτου εν τη ιδία αυτού εξουσία κατά την επικρατούσαν τότε τάξιν· αλλά θεωρήσας ταύτην βραδύτερον φθοροποιάν ανεκάλεσε την διαταγήν του. Εγκατασταθείσης δε της κυβερνήσεως, περιεφέροντο εις την αποστατήσασαν Ελλάδα ασήμαντοί τινες Χίοι προσπαθούντες να φέρωσιν έξωθεν εις την φιλειρηνικήν πατρίδα των την επανάστασιν εν αγνοία και παρά γνώμην των δυνατών πολιτών της· μη εισακουόμενοι δε παρά της κυβερνήσεως, ήτις έβλεπεν ότι κατεστρέφετο βεβαίως η νήσος, εσκέπτοντο άλλως πως να κατορθώσωσι το σκοπούμενον. Μεταξύ τούτων διεκρίνετο Αντώνιος τις Μπουρνιάς εκ Παρπαριάς, χωρίου της Χίου, υπηρετήσας άλλοτε παρά τοις Γάλλοις ως λοχαγός.
Διηγούμενοι τα της Σάμου είπαμεν, ότι επί των αντικρύ παραλίων της δεν έμειναν Τούρκοι ειμή εν Κουσαντασίω ως έχοντι δυνατόν φρούριον. Επειδή συνηθροίζοντο αυτόθι συχνάκις τουρκικά στρατεύματα, εσύμφερε να εκλείψη η φωλεά αύτη διά την ασφάλειαν και την ησυχίαν της Σάμου· διά τούτο, σκέψεως κοινής γενομένης, απεφάσισαν οι Σάμιοι να ετοιμάσωσιν εκστρατείαν εις άλωσιν του φρουρίου. Εν ώ δε κατεγίνοντο εις τούτο, μεταβάς ο Μπουρνιάς εις Σάμον μετά των ασημάντων συμπατριωτών του επρόβαλε τω αρχηγώ της εκστρατείας Λυκούργω ν' αναβάλη το ανά χείρας σχέδιον και εκστρατεύση εις Χίον επί λόγω, ότι το μεν φρούριον του Κουσαντασίου ήτο δυσάλωτον, το δε της Χίου ευάλωτον, ότι όλοι οι Χίοι ήσαν έτοιμοι να κινηθώσιν άμα έβλεπαν τους Σαμίους εν μέσω αυτών, και ότι μεγάλαι χρηματικαί ωφέλειαι θα προήρχοντο επ' αγαθώ του κοινού εκ της συμπαραλαβής της πλουσίας ταύτης νήσου· τω ενεχείρισε δε και γράμμα προτρεπτικόν ενός των επιτρόπων των Μαστιχοχωρίων. Προθύμως εδέχθη ο Λυκούργος την πρότασιν ταύτην και ανεδέχθη την ταχείαν συμπλήρωσιν της ετοιμαζομένης εκστρατείας εις τρισχιλίους, μηδόλως συλλογισθείς ποίον επιχείρημα επεχείρει και ποίαν ευθύνην ανελάμβανε κινών εις αποστασίαν πολυάνθρωπον και ευδαίμονα τόπον παρά την θέλησιν αυτού του τόπου, άνευ αδείας της εθνικής του κυβερνήσεως, στερούμενος της συμπράξεως των ναυτικών νήσων, παρά γνώμην του Υψηλάντου, ον και μετά την σύστασιν της κυβερνήσεως εθεώρει αρχηγόν του, και καθ' ην ώραν ήρχιζε το έαρ, ήτοι ο ακαταλληλότερος καιρός, και ήσαν έτοιμα πολλά τουρκικά στρατεύματα εις εκστρατείαν και πολύς στόλος εις έκπλουν και τόσοι έγκριτοι Χίοι εν τω φρουρίω ομηρεύοντες (α).
Αφ' ού δε έγειναν τα εν Σάμω ενεργούμενα γνωστά εν Κωνσταντινουπόλει, έσπευσεν η Πύλη να ζητήση και παρ' εαυτή εις ασφάλειαν της πίστεως των Χίων ομήρους· και εστάλησαν τρεις των εγκρίτων, ο Παντελής Ροδοκανάκης, ο Μιχαήλ Σκυλίτσης και ο Θεόδωρος Ράλλης, οίτινες φθάσαντες εις Κωνσταντινούπολιν εφυλακίσθησαν. Οι δε επί της Χίου Τούρκοι εφύλατταν έκτοτε αυστηρότερον τους εν τω φρουρίω, εμποδίζοντές τους να λαλώσιν ως άλλοτε μετά των συγγενών των. Έστειλαν δε ο αρχιερεύς και οι δημογέροντες κατά διαταγήν του πασά εις μεν τα χωρία της νήσου αποστόλους και ιεροκήρυκας, προτρέποντες τους κατοίκους να μείνωσι πιστοί εις την Πύλην και ήσυχοι, εις δε την Σάμον εξεταστάς περί της θρυλλουμένης εκστρατείας επί παραγγελία να προσπαθήσωσι να την εμποδίσωσιν, αν τω όντι ητοιμάζετο.
[Μάρτιος] Την πρώτην εβδομάδα του μαρτίου διεδόθη λόγος εν τη πόλει της Χίου ότι 18 Σάμιοι απέβησαν εις Περαμά, χωρίον βορεινόν της νήσου. Ο πασάς, δικαίως υποπτεύων ότι οι αποβάντες σκοπόν είχαν να υποκινήσωσι τους χωρικούς, έστειλε στρατιώτας εις σύλληψίν των, και αποτυχών απήτησε να τους συλλάβη το κοινόν της Χίου. Το κοινόν έστειλέ τινας όπου υποψία ήτον ότι εκρύβησαν· αλλ' εν ώ κατεγίνοντο εις εύρεσιν αυτών, εφάνησαν την 9 ερχόμενα πολλά πλοία.
Επί σκοπώ να μη ταλαιπωρώνται αδιακόπως και απασχολώνται των έργων αυτών οι κρατηθέντες εν τω φρουρίω Χίοι, εδιπλασιάσθη ο αριθμός αυτών και αλληλοδιεδέχοντο μηνιαίως κατά το ήμισυ, οι μεν αναβαίνοντες εις το φρούριον, οι δε καταβαίνοντες εις την πόλιν· μόνος ο αρχιερεύς ως μη αντικαταστήσιμος δεν μετετόπει. Αλλ' ο πασάς, αφ' ού ήκουσεν ότι ήρχοντο τα περί ων ο λόγος πλοία, ανεβίβασεν εις το φρούριον και τους εν τη πόλει εις πλείονα ασφάλειάν του και εκράτησε και τους εν αυτώ, ώστε εδιπλασίασε τον αριθμόν των υποχειρίων του, όλων 72.
Το πρωί της 10 τα φανέντα την προτεραίαν πλοία ηγκυροβόλησαν κατά την αγίαν Ελένην, και μετ' ολίγον έπλευσαν τα πλείστα εις Κοντάρι, τινά δε επροχώρησαν αντικρύ των τουρκικών μνημάτων· ήσαν δε όλα 8 βρίκια και 30 σακολέβαι, και έφεραν ως 2500 οπλοφόρους υπό τον Λυκούργον. Ούτοι αποβιβασθέντες προ μεσημβρίας και πεσόντες επί τους κατά το παραθαλάσσιον εχθρούς, και τους μεν φονεύσαντες, τους δε αιχμαλωτίσαντες, τους δε τρέψαντες εις φυγήν, εισήλθαν εις την πόλιν, έκαυσαν το τελωνείον καί τινα τουρκικά καφενεία και εξεστέγασαν δύο μολυβδοσκεπή ζαμία. Τόσος δε φόβος κατέλαβε τους Τούρκους φρονούντας, ότι οι αποβάντες ήσαν πενταπλάσιοι, ώστε 300 φυλάσσοντες τον λόφον της Τρουλωτής έφυγαν ιδόντες 50 μόνον των αποβάντων εφορμώντας, εγκατέλειψαν και οι άλλοι ανάνδρως τας άλλας θέσεις και όλοι εκλείσθησαν εν τω φρουρίω· 40 δε αυτών, μη προφθάσαντες να εισέλθωσιν, εκλείσθησαν εντός του Καμένου Πύργου καί τινων τουρκικών οικιών και παρεδόθησαν μετ' ολίγον εις τους περί τον Λυκούργον· ώστε μετά τρεις ώρας Τούρκοι δεν ήσαν ειμή εντός του φρουρίου και του θαλασσοπύργου. Οι δε εν τη πόλει Χριστιανοί της ανωτέρας τάξεως, εκπλαγέντες επί τη εισβολή ταύτη, αμηχανούντες περί του πρακτέου ως πάντη απαρασκεύαστοι και φοβούμενοι μη πάθωσιν οι εν τω φρουρίω πρόκριτοι και συγγενείς των, οικούρουν όλην την ημέραν. Επειδή δε ουδείς εφρόντιζε περί των αποβάντων, έσπασαν ούτοι τα τροφοπωλεία και τα διήρπασαν· διήρπασαν και τας τουρκικάς οικίας. Την εσπέραν της αυτής ημέρας ήλθαν εις την πόλιν ολίγοι Μαστιχοχωρίται· την δε επαύριον συνέρρευσαν πάμπολλοι χωρικοί, εξ ών οι πλείστοι μη έχοντες όπλα ερροπαλοφόρουν· συνηνώθησαν τότε και οι εν τη πόλει, και την γ' ώραν μετά μεσημβρίαν εψάλη δοξολογία, και έγεινε δι' όλης της πόλεως πάνδημος λιτανεία υπό την σημαίαν της πατρίδος εν μέσω ζητωκραυγών, αλαλαγμών, αταξιών, και φόβων. Την αυτήν ημέραν εισήλθε και ο Λυκούργος εις την πόλιν και κατέλυσεν εν τη μητροπόλει, όπου κατέλυσε και ο μέχρι τούδε υποκινητής του και από της σήμερον αντίζηλος του Μπουρνιάς, φέρων επί του σκιαδίου του το δημοκρατικόν της Γαλλίας εθνόσημον· ήθελε δε να ήναι ισότιμος, αν όχι και ανώτερος του Λυκούργου, ως εντόπιος. Ο δε Λυκούργος κατήργησεν αυθημερόν την δημογεροντίαν και εσύστησεν επταμελή εφορίαν· έστησε και τρία κανονοστάσια, το μεν επί της Τρουλωτής, όθεν εκτυπείτο το φρούριον, τα δε επί του λόφου του Ασωμάτου, και το τρίτον επί του αιγιαλού· αλλά τα κανόνια ήσαν τόσον μικρά, ώστε ουδεμίαν βλάβην επροξένουν, εν ώ οι εν τω φρουρίω έβλαπταν την πόλιν βομβοβολούντες. Επειδή δε ουδεμία ελπίς εφαίνετο ταχείας πτώσεως του φρουρίου διά πολιορκίας ως καλώς εφωδιασμένου, η εφορία, προβλέπουσα τα μέλλοντα δεινά και εκ της έξωθεν επαπειλουμένης αποβάσεως εχθρών, και εκ της εσωτερικής αναρχίας και αταξίας, απέστειλέ τινας προς την κυβέρνησιν αιτουμένη την συνδρομήν της εις ταχείαν πτώσιν του φρουρίου (β)· μετέφερε δε και εκ Ψαρών πολεμεφόδια, και εμίσθωσε και έξ πλοία ψαριανά.
Ο δε Λυκούργος, επηρμένος επί τη επιτυχία της αποβάσεώς του, έστειλε προς τον πασάν επιστολήν διά τινος αιχμαλώτου και εζήτει την παράδοσιν του φρουρίου επί απειλή εξολοθρεύσεως όλης της φρουράς, αν παρήκουε· και επειδή δεν έλαβεν απόκρισιν, εφιλοτιμήθη να πραγματοποιήση τας απειλάς του και διέταξε να κόψωσι δένδρα και παραχώσωσι την τάφρον του φρουρίου εις άλωσίν του δι' εφόδου· αλλά σκεφθείς, ότι ο εχθρός εδύνατο να καύση διά μιας την συσσωρευθησομένην εύφλεκτον ύλην ανεκάλεσε την διαταγήν του.
Εν τοσούτω, η αναρχία εκορυφώθη εντός της πόλεως, και οι ευκατάστατοι ήρχισαν να φεύγωσιν· ο δε Μπουρνιάς, θέλων να εμποδίση την φυγήν των, αντί να αφαιρέση τα αίτια έγραψεν απειλητικήν επιστολήν τοις εφόροις (γ) και εφυλάκισε και προκρίτους και γυναίκας ετοίμους να φύγωσι.
Γενομένης δε γνωστής εν Κωνσταντινουπόλει της εις Χίον αποβάσεως των Σαμίων, ο σουλτάνος διέταξεν ο μεν κατά πάντα έτοιμος στόλος να πλεύση ευθύς εκεί, οι δε Ασιάρχαι να καταβιβάσωσι στρατεύματα άνευ αναβολής εις Τσεσμέν, και να τα διαβιβάσωσιν εις Χίον υπό την προστασίαν του στόλου· ακολουθών δε το σύστημά του να παιδεύη αδιαφόρως πταίστας και αθώους διέταξε να συλληφθώσιν οι ευρισκόμενοι εν Κωνσταντινουπόλει γνωστοί Χίοι. Συνελήφθησαν έως 60 όχι ως πταίσται αλλ' ως Χίοι, και άλλοι εξ αυτών εσφάγησαν, άλλοι εκρεμάσθησαν· εκρεμάσθησαν και οι τρεις όμηροι μηδέν ουδ' αυτοί ουδ' οι παρ' αυτών αντιπροσωπευόμενοι πταίσαντες.
Ουδέποτε προσταγαί του σουλτάνου εξετελέσθησαν τόσον ετοίμως όσον αι δοθείσαι περί της εκστρατείας ταύτης. Το μέγα πλήθος αόπλων, φιλησύχων και απροστατεύτων Χριστιανών επί της νήσου, ο πολύς αυτής πλούτος, τα θέλγητρα των γυναικών της, η ακόρεστος επιθυμία της καταστροφής πάσης χριστιανικής πόλεως και η άσβεστος δίψα χριστιανικού αίματος ηρήμωσαν διά μιας τα κατοικούμενα υπό Τούρκων πλησιόχωρα μέρη· άπειρα πλήθη συνήρχοντο εις Τσεσμέν αναμένοντα τον οθωμανικόν στόλον προς ασφαλή εις την νήσον διαβίβασιν· πολλοί δερβίσαι αφήκαν τους ευκτηρίους οίκους των, και ακολουθούντες τους εκστρατεύοντας εξήπταν τον φανατισμόν των και ηρέθιζαν έτι μάλλον την αυτερέθιστον αιμοχαρή καρδίαν των· τινές δε αυτών περιήλθαν παρά το σύνηθες εν θρησκευτική πομπή τας οδούς της Σμύρνης προς τον σκοπόν τούτον.
Την δε 30, ήτοι την μεγάλην πέμπτην, εφάνη έξωθεν της Χίου ο στόλος υπό τον καπητάμπασαν, Καρά - Αλήν, εκ 46 πλοίων, εξ ών 6 δίκροτα και 9 φρεγάται και κορβέτται, τα δε λοιπά βρίκια, και βομβάρδαι· έφερε δε και επτακισχιλίους οπλοφόρους. Φανέντος του στόλου, τα προστατεύοντα τον λιμένα ολίγα ψαριανά πλοία έφυγαν· ο δε καπητάμπασας εφέρετο κατ' αρχάς προσεκτικώς και ουδέ την σημαίαν του ύψωσε, διότι ούτε της πόλεως, ίσως ούτε του φρουρίου την κατάστασιν καλώς εγίνωσκεν· αλλ' αρχομένης της νυκτός μαθών ότι οι επί της ξηράς Έλληνες εφόνευσαν το πλήρωμα μικρού τινος τουρκικού πλοίου πεσόντος εις τα ρηχά πλησίον της γης, ήρχισε να κανονοβολή και να βομβοβολή την πόλιν, και εν τη ακμή του κανονοβομβολισμού απεβίβασε τους επτακισχιλίους οπλοφόρους. Εξήλθαν συγχρόνως και οι εν τω φρουρίω ξιφήρεις, και ώρμησαν οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν επί τους Σαμίους· και ούτοι μεν έφυγαν όλοι εκ της πόλεως, οι δε Τούρκοι εισήλθαν, την έκαυσαν, έκαυσαν και τα πλησίον της πόλεως χωρία, Βασιλιόνικον και Νεοχώρι, και εδόθησαν εις σφαγήν, εις αρπαγήν, και εις αιχμαλωσίαν. Την επαύριον εφάνησαν άπειρα πλοιάρια μεταφέροντα Τούρκους εκ της αντικρύ ξηράς. Επειδή επί της εισβολής των εχθρών οι πλείστοι των εν τη πόλει Χριστιανών απεμακρύνθησαν εις τα ενδότερα της νήσου προς αποφυγήν του κινδύνου, πολλοί δε κατέφυγαν εις τα προξενεία, δεν εχύθη πολύ αίμα, διότι οι Τούρκοι, αν και τόσον πολλοί, δεν επροχώρησαν ευθύς ενδότερον προς καταδίωξιν των Χριστιανών και κατεγίνοντο κυρίως λεηλατούντες την πόλιν.
[Απρίλιος] Την δε κυριακήν του Πάσχα (2 απριλίου) εξεστράτευσαν κατά του μοναστηρίου του αγίου Μηνά μίαν ήμισυ ώραν μακράν της πόλεως. Το μοναστήριον τούτο ήτον ευρύχωρον και περιτετειχισμένον· εντός δε του περιτειχίσματος κατέφυγαν 3000 Χίοι ως εις ασφαλές μέρος. Οι επελθόντες τοις επρόβαλαν να παραδοθώσιν· αλλ' ούτοι ήξευραν ότι θα παρεδίδοντο εις χείρας ληστών, και φονέων, και δεν υπήκουσαν, αν και δεν είχαν ελπίδα ευτυχούς αντιστάσεως. Τότε οι Τούρκοι, πεσόντες πανταχόθεν επί το περιτείχισμα και σπάσαντες αυτό, εισέδυσαν ξιφήρεις μετά τινα αντίστασιν, κατέκαυσαν το μοναστήριον, και τους εγκλείστους εκτός ολίγων εξωλόθρευσαν τους μεν διά σιδήρου τους δε διά πυρός. Την δε ακόλουθον ημέραν εξεστράτευσαν κατά του χωρίου του αγίου Γεωργίου. Εντός αυτού ήσαν ικανοί ένοπλοι Σάμιοι, εν οις και ο Λυκούργος, μεταβάντες εκεί επί της φυγής των επ' ελπίδι αντιστάσεως· αντέστησαν κατ' αρχάς, αλλ' επί τέλους έφυγαν· οι δε Τούρκοι κυριεύσαντες το χωρίον παρέδωκαν όλους τους εν αυτώ τους μεν εις σφαγήν τους δε εις αιχμαλωσίαν. Γενναίοι εφάνησαν επελθόντων των εχθρών οι Βοντισιανοί, οι Ερυθραίοι καί τινες αποχωρήσαντες εις τα χωρία αυτών Σάμιοι, αλλά και ούτοι διεσκορπίσθησαν. Μετά τας προσβολάς ταύτας εγκατέλειψαν οι περί τον Λυκούργον όλην την νήσον, έπλευσαν εις Ψαρά, και εκείθεν επανήλθαν αβλαβείς εις τα ίδια, αφήσαντες τους δυστυχείς Χίους εις την γνωστήν απανθρωπίαν εχθρών, ους οι φεύγοντες ώπλισαν κατ' αυτών (δ).
Ο δε καπητάμπασας, έχων κατά νουν, ως εκ των έργων εδείχθη, τον παντελή αφανισμόν των Χίων, και ζητών μόνον τον συντελεστικώτερον τρόπον, εκάλεσε μετά τα συμβάντα ταύτα τους προξένους· και αφ' ού τοις εκοινοποίησεν ότι κατά διαταγήν ανωτέραν εχάριζε γενικήν αμνηστείαν, τους παρεκάλεσε να περιέλθωσι την νήσον φέροντες τα αμνηστήρια, και να προτρέψωσι τους κατοίκους εις υποταγήν. Ο πρόξενος της Αυστρίας Στιεπεβίχος, και ο αντιπροσωπεύων τον προ ολίγου αποδημήσαντα υποπρόξενον της Γαλλίας Δεγιών, συμπαραλαβόντες και δύο εντοπίους Χριστιανούς, ανεδέχθησαν την αποστολήν, πιστεύοντες όσα ήκουσαν ειλικρινή· βαστώντες δε κλάδους ελαίας διήλθαν τα χωρία φέροντες, εκτός των αμνηστηρίων, και γράμματα της αυτής εννοίας προς όλους τους Χίους παρά του αρχιερέως και των ομηρευόντων προκρίτων, και εγγυώμενοι και αυτοί καλή πίστει την ασφάλειάν των. Οι Χίοι ούτε εις τα αμνηστήρια, ως ύπουλα, ούτε εις τα προς αυτούς γράμματα του αρχιερέως και των προκρίτων, ως υπό τουρκικήν μάχαιραν γεγραμμένα, επίστευσαν· αλλ' επίστευσαν εις την εγγύησιν των προξένων, και παραδώσαντες όσα όπλα τοις εναπέμειναν, οι μεν επανήλθαν συν γυναιξί και τέκνοις εις την πόλιν και εις τας εξοχάς, οι δε έμειναν ήσυχοι και ευπειθείς εν τοις χωρίοις· απέστειλαν και 70 προς τον καπητάμπασαν εις έκφρασιν της κοινής ευγνωμοσύνης διά την δοθείσαν αμνηστείαν· αλλά πολλοί δυσπιστούντες έφυγαν από της νήσου, ευρεθέντων καλή τύχη πολλών πλοιαρίων εν τοις παραλίοις καί τινων πλοίων ψαριανών, σταλέντων μετά τον εμφανισμόν του στόλου προς διάσωσιν των επί της νήσου περιπλανωμένων Χριστιανών. Οι Τούρκοι, αφ' ού εβεβαιώθησαν ότι δεν είχαν τι να φοβηθώσι και βλέποντες ότι οι ταλαίπωροι Χίοι, δεχθέντες την αμνηστείαν και πιστεύοντες, ήρχοντο προς αυτούς ανύποπτοι, διεσπάρησαν εις την νήσον και ήρχισαν αδεία των αρχηγών γενικήν σφαγήν και αιχμαλωσίαν.
Όταν αυτοί οι αρχηγοί προκαλώσιν εις αθεμιτουργίας βάρβαρον και φανατικόν στρατόν, εύκολον είναι να συμπεράνη τις τας φρικτάς παραφοράς του στρατού. Εύκολον να φαντασθή, αν και δύσκολον να περιγράψη τις και τα φρικτά κακά όσα υπέφερεν ο άοπλος της Χίου λαός, αφεθείς έκτοτε όλως εις την μαχαιροφόρον χείρα 30,000 ανθρωπομόρφων θηρίων, πεσόντων εις την νήσον επί σκοπώ να σφάζωσι, να λεηλατήσωσι, και να αιχμαλωτίσωσι. Πιστοί, άπιστοι εις τον σουλτάνον, όλοι τότε εξίσου εθεωρούντο, και όλοι παρεδίδοντο εις σφαγήν ή εις αιχμαλωσίαν· ματαία ήτο πάσα αντίστασις και απώλεια πάσα υποταγή· άσυλον οι καταδιωκόμενοι παντού εζήτουν, και άσυλον ουδαμού εύρισκαν. Μοναστήρια ανδρών και γυναικών κατεπατήθησαν και διηρπάγησαν, και οι εν αυτοίς οι μεν εθανατώθησαν, οι δε εδουλαγωγήθησαν· ολόκληρα χωρία, ως ο Αναβατός και τα Θυμιανά, κατεστράφησαν· τα δε λοιπά, εκτός των Μαστιχοφόρων των υπό την ιδιαιτέραν προστασίαν των σουλτάνων, κατηρημώθησαν· και αυτοί οι εν τω νοσοκομείω και λωβοκομείω νοσηλευόμενοι όλοι εξωλοθρεύθησαν· ολόκληροι οικογένειαι επετειχίζοντο εντός υπογείων ή κατωγείων άσιτοι και άποτοι, και υπό το σκότος της νυκτός υπεξήρχετό τις αυτών ριψοκινδύνως εις πορισμόν ολίγης πόσεως και τροφής· ούτε τα όρη ή τα σπήλαια, όπου οι πολυπαθείς Χίοι κατέφευγαν, ήσαν ασφαλής καταφυγή, ούτε τα παραθαλάσσια, όπου κατέβαιναν, παρείχαν βεβαίαν ελπίδα σωτηρίας· πολλάκις ατενίζοντες εις την θάλασσαν εξελάμβαναν τους αφρούς των κυμάτων πλοία ερχόμενα εις διάσωσίν των· χιλιάδες ανδρών και γυναικών συσσωρευθέντων είς τινα άκραν αντικρύ των Ψαρών επ' ελπίδι απόπλου έπεσαν εις χείρας δημίων, και τόσον αίμα εχύθη ώστε εκοκκίνισεν η παράκτιος θάλασσα· η μάχαιρα, το πυροβόλον, η αγχόνη, το οζώδες ρόπαλον δεν ήρκουν εις χορτασμόν των αιμοδίψων· επενόησαν νέον είδος θανάτου οι αλιτήριοι· άναπταν τα ενδύματα των τρισαθλίων γυναικών και βασανίζοντές τας απανθρώπως, τας έκαιαν· αδυσώπητοι εφάνησαν προς πάσαν φωνήν ελέους και κωφοί προς πάσαν φωνήν αιδούς· εγέμισαν τας αγοράς των μεγάλων πόλεων αιχμαλώτων ως ποίμνια ελαυνομένων και παρ' ενός ανδροκαπήλου εις άλλον μεταπωλουμένων· μετέβαλαν τα λαμπρά της πόλεως κτίρια εις σωρούς ερειπίων, την βιβλιοθήκην της εις στάκτην, και τους ευανθείς και υγιεινούς αγρούς της εις γην δυσωδίας και λοιμικής νόσου. Μόνοι οι του δυτικού δόγματος δεν εκακοποιήθησαν, και μόνα τα προξενεία δεν επατήθησαν, και οι εις αυτά καταφυγόντες μόνοι των εν τη νήσω απομεινάντων διεσώθησαν, αλλά και τούτων οι πλείστοι υπό των διασωσάντων αυτούς απεγυμνώθησαν. Του θηριώδους δε τούτου ενόπλου όχλου θηριωδέστεροι εδείχθησαν οι αρχηγοί. Την νύκτα της 22 ο καπητάμπασας εκρέμασεν επί των καταρτίων των πλοίων ως κακούργους τους υπό αμνηστείαν προσελθόντας 70 αθώους χωρικούς· την δε υστεραίαν μετέφερεν εκ του φρουρίου και εκρέμασεν επί της ναυαρχίδας 8 των εν αυτώ κρατουμένων ομήρων, τους δε λοιπούς εκρέμασεν όλους ο φρούραρχος την αυτήν ημέραν επί του Βουνακίου, εν οις και τον σεβάσμιον και πεπαιδευμένον αρχιερέα Πλάτωνα, και κόψας και εκδείρας τας κεφαλάς των εγέμισεν αχύρων τας δοράς και τας έστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον κυριάρχην του ως τρόπαια, τα δε πτώματα έρριψεν όλα διά χειρός των Εβραίων εις την θάλασσαν· δεν έπαυαν δε οι Τούρκοι επί πολλάς ημέρας φονεύοντες, ανδραποδίζοντες, λεηλατούντες, καταστρέφοντες και ανορύττοντες και αυτήν την γην εις ανεύρεσιν πραγμάτων. Εκατόν δεκατρείς χιλιάδες ηριθμούντο οι καθ' όλην την νήσον Χριστιανοί την 30 μαρτίου· 1800 εναπέμειναν τον αύγουστον· εν τω μεταξύ δε τούτω 23,000 εφονεύθησαν, 47000 κατά το κατάστιχον του τελώνου ηνδραποδίσθησαν, οι δε λοιποί τήδε κακείσε κακώς διεσώθησαν (ε). Τοιουτοτρόπως η περίφημος Χίος, η νήσος της τρυφής, του πλούτου και της πολυανθρωπίας, έγεινε τόπος ερημώσεως και δακρύων· η δε φρικτή καταστροφή της, καταστροφή καταστροφών, είναι η τρανωτέρα και αψευδεστέρα απόδειξις της μανιώδους θηριωδίας των Τούρκων όχι κατά ενόπλων, ή πολεμίων, ή αποστατών, αλλά κατά της χριστιανωσύνης και της ανθρωπότητος.
Αλλ' αν η πολυπαθής αύτη νήσος δεν ωφέλησε τον αγώνα ζώσα, τον ωφέλησε πεσούσα, διότι επί τη φρικτή πτώσει της, εξέστη και ηγανάκτησεν όλος ο χριστιανικός κόσμος και είδεν οφθαλμοφανώς, ότι οι Τούρκοι ώμοσαν την εξολόθρευσιν της ελληνικής φυλής, ότι η αμνηστεία των ήτον επιβουλή και η φιλανθρωπία των απάτη, και ότι ούτε αυτή η αθωότης, ούτε η προς τον σουλτάνον πίστις ίσχυαν να στομώσωσι το ακονισθέν ξίφος των.
Αν και ο κίνδυνος της Χίου ήτο και προ της καταστροφής της φανερός, εβράδυναν δι' έλλειψιν πόρων να εκπλεύσωσι τα ελληνικά πλοία εις υπεράσπισίν της και ματαίωσιν των περαιτέρω σχεδίων του εχθρικού στόλου. Μόλις την 27 ηνώθησαν 56, εν οις και 8 πυρπολικά, εν τω λιμένι των Ψαρών· και τα μεν των Σπετσών διετέλουν υπό τον Κολανδρούτσον, τα δε των Ψαρών υπό τον Αποστόλη, τα δε της Ύδρας υπό τον Μιαούλην υφ' όν διετέλει και όλος ο στόλος. Την 28 έπλευσεν ο στόλος ούτος προς τον Τσεσμέν, όπου, ως ελέγετο, ελλιμένιζεν ο εχθρικός· αλλά μη ευρών αυτόν περιέπλεε την Χίον παραλαμβάνων όσους εύρισκε περιπλανωμένους και κρυπτομένους δυστυχείς Χίους· εις εύρεσιν δε αυτών και ασφαλή συνοδίαν εις τα πλοία απεβιβάσθησαν και ναύται ένοπλοι.
[Μάιος] Την δε 1 μαΐου κατέπλευσεν ο στόλος εις Ψαρά και έμαθεν ότι ο τουρκικός επανέπλευσε προ δύο ημερών εις Χίον, όπου ο καπητάμπασας, γαυριών επί τοις κατορθώμασί του, ετρύφα περιμένων άλλα πλοία εκ Κωνσταντινουπόλεως. Την 10 ήρχιζε το ραμαζάνι. Επειδή, διαρκούντος αυτού, οι Τούρκοι συνήθως ησυχάζουν, απεφάσισεν ο καπητάμπασας να μη εκπλεύση μέχρι του μπαϊραμίου· αλλ' οι αρχηγοί του ελληνικού στόλου, θεωρούντες ότι η επί ματαίω παρέλευσις ενός μηνός έβλαπτε, διότι εξηντλούντο οι ολίγοι πόροι του, απεφάσισαν να κτυπήσωσιν όσον τάχιον εντός του λιμένος της Χίου τον εχθρικόν στόλον. Επί τω σκοπώ τούτω ανήχθη ο ελληνικός την 8, αλλά δεν εισέπλευσε την ημέραν εκείνην τον πορθμόν· την δε 14 επλησίασάν τινα των πλοίων προς τα βόρεια στόμια του πορθμού, ηκροβολίσθησαν μετά τινων φρεγατών και κορβεττών, και δύσαντος του ηλίου επανέπλευσαν όπου ήσαν τα λοιπά. Την δε εσπέραν της 19 δεκαπέντε πλοία πολεμικά και τρία πυρπολικά υπό τον Μιαούλην, εισέπλευσαν τον πορθμόν διά του προς άρκτον είσπλου, τα δε λοιπά έμειναν έξω αποτελούντα γραμμήν αρχομένην από της αρκτικής άκρας της Χίου και παρατεινομένην μέχρι των παραλίων της Ασίας· τούτο ιδούσα εν καιρώ η επί του στομίου του πορθμού εχθρική προφυλακίς έδωκεν είδησιν κανονοβολήσασα, και αμέσως ανήχθη όλος ο τουρκικός στόλος, αλλ' εν τόση ταραχή και βία, ώστε πολλά πλοία άφησαν τας αγκύρας· αφ' ού δε επλησίασαν οι δύο στόλοι εντός βολής κανονίου, τέσσαρα ελληνικά πλοία, τα του Μιαούλη, του Σαχτούρη, του Σκούρτη, και του Τσαμαδού, έβαλαν εις το μέσον την εχθρικήν ναυαρχίδα και την επολέμουν· επερρίφθη και έν πυρπολικόν, αλλά δεν εκόλλησε. Μετά την αποτυχίαν ταύτην εξέπλευσαν τα ελληνικά και κατόπιν αυτών και τα τουρκικά διώκοντα τα ελληνικά και δι' όλης της νυκτός κανονοβολούντα, αλλ' επί ματαίω· οι στόλοι αντεκανονοβολήθησαν και την υστεραίαν εκτός του πορθμού αβλαβώς ως και την προτεραίαν, και τα μεν ελληνικά επανήλθαν εις Ψαρά, τα δε τουρκικά εις τον λιμένα της Χίου. Εν τοσούτω ήλθε νέα ναυτική δύναμις εκ Κωνσταντινουπόλεως προς τον καπητάμπασαν, και ανεμένετο και άλλη εξ Αιγύπτου. Οι Έλληνες διελογίζοντο πάντοτε πώς να βλάψωσι τον εχθρόν πριν δυναμωθή έτι μάλλον, και άλλον τρόπον δεν είχαν παρά την χρήσιν των πυρπολικών.
[Ιούνιος] Την νύκτα προ της ημέρας του μπαϊραμίου, ό εστι την της 6 Ιουνίου, συνήλθαν επί της τουρκικής ναυαρχίδος πολλοί των πλοιάρχων του τουρκικού στόλου εις συνεόρτασιν· σκοτεινή ήτον η νυξ εκείνη ούσα η τελευταία της σελήνης, και τα πλοία του στόλου εξ αιτίας του έτι επικρατούντος ραμαζανίου ήσαν ολόφωτα· διεκρίνοντο δε μεταξύ όλων τα δύο δίκροτα, ήτοι η ναυαρχίς και η υποναυαρχίς, διά την πλουσίαν φωτοχυσίαν των. Προ τριών ημερών δύο ελληνικά πυρπολικά, το μεν υπό τον Ανδρέαν Πιπίνον Υδραίον, το δε υπό τον Κωνσταντίνον Κανάρην Ψαριανόν, απέπλευσαν διά νυκτός εκ Ψαρών κατά το αρκτικόν μέρος της Χίου· αλλ' έπεσαν εις τριήμερον γαλήνην. Συναπέπλευσαν και τέσσαρα πολεμικά, δύο προς το νότειον και δύο προς το βόρειον μέρος του πορθμού επί σκοπώ να παραλάβωσι τα πληρώματα των πυρπολικών μετά τον εμπρησμόν αυτών. Την 6 ήρχισε να πνέη αρκτικός άνεμος, και προς την δύσιν του ηλίου τα δύο πυρπολικά παρέπλεαν υπό ξένην σημαίαν το Καραμπουρνού κρυπτόμενα υπό την ξηράν· αφ' ού δε ενύκτωσεν, εισήλθαν ησύχως και ανυπόπτως εις τον πορθμόν, διότι εξ αιτίας της εορτής του μπαϊραμίου ηγκυροβόλησε και η προφυλακίς, και έπλεαν εν μέσω του εχθρικού στόλου· τόσον δε επλησίασαν πρός τινα των πλοίων, ώστε ηναγκάσθησαν επί τη κραυγή των σκοπών ν' απομακρυνθώσι και να μη φαίνωνται. Μετά δε το μεσονύκτιον επανήλθαν πλησίστια εν μέσω του στόλου, και βοηθούμενα υπό της πνεούσης απογείου αύρας έπεσαν αίφνης το μεν Ψαριανόν εις την πρώραν της ναυαρχίδας, και περιπλεχθέν μετέδωκεν αμέσως τας φλόγας του, το δε υδραϊκόν εις την πρώραν της υποναυαρχίδος, όπου εκόλλησεν, αλλ' εξεκόλλησε προτού μεταδώση τας φλόγας του, και καιόμενον εκυμαίνετο τήδε κακείσε εν μέσω του στόλου ενσπείρον φόβον και ταραχήν. Οι δε γενναίοι πλοίαρχοι και ναύται των δύο πυρπολικών, όλοι 43, αφ' ού ετελείωσαν το έργον, εμβάντες εις τα εφόλκια, εξήλθαν του πορθμού διά του νοτίου στομίου εν μέσω των εχθρών αβλαβείς όλοι, διεσώθησαν εις τα εις σωτηρίαν των παραπλέοντα πλοία, και καταπλεύσαντες εις Ψαρά έτρεξαν εις την εκκλησίαν συνοδευόμενοι υπό του ευφημούντος λαού και εδοξολόγησαν τον θεόν τον ευλογήσαντα το κατά των εχθρών τόλμημα· είχαν δε απόφασιν να καώσιν όλοι, αν έβλεπαν ότι δεν εδύναντο ν' αποφύγωσι τας χείρας των εχθρών, και διά τον σκοπόν τούτον έφεραν εντός των δύο εφολκίων πυρίτιδα. Εντός δε της φλογισθείσης ναυαρχίδος ήσαν όχι μόνον Τούρκοι πολλοί και σημαντικοί, αλλά και Χριστιανοί αιχμάλωτοι· όλοι δε εκτός ολίγων εχάθησαν, διότι ανάψαντα τα κανόνια εμπόδιζαν διά τον επικείμενον κίνδυνον τας λέμβους των άλλων πλοίων να πλησιάσωσι. Δύο λέμβοι της ναυαρχίδος εβυθίσθησαν αύτανδροι διά το μέγα πλήθος των εν αυταίς συσσωρευθέντων. Εμβάντος δε και του καπητάμπασα εις την ιδιαιτέραν λέμβον του, επέπεσεν, εν ώ απεμακρύνετο, έν των καταρτίων της καιομένης ναυαρχίδος, και την μεν λέμβον εβύθισεν, αυτού δε την οσφύν έθλασεν· αλλά πεσόντες κολυμβηταί εις την θάλασσαν τον διέσωσαν φερόμενον επί των κυμάτων, και τον απεκόμισαν ημιθανή επί της ξηράς, όπου μετ' ολίγον εξεψύχισε. Βόσκον δε το πυρ εν τη ναυαρχίδι διεδόθη μετά μίαν σχεδόν ώραν εις την πυριτοθήκην· τότε υψώθη ουρανομήκης πύρινος στύλος φωτίζων εν μέσω της σκοτεινής εκείνης νυκτός πλατύν και μακρόν ορίζοντα. Την ακόλουθον ημέραν έθαψαν προ της μεσημβρίας εν τω φρουρίω τον καπητάμπασαν· αλλ' επί της κηδείας εξεμάνησαν εκ νέου οι επί της Χίου αιμοχαρείς Τούρκοι, και η θέα ενός καπητάμπασα γενομένου θύμα του πυρός των Ελλήνων τοις έδωκε νέαν αφορμήν να κινήσωσιν έως δωδεκακισχίλιοι την αυτήν ημέραν της κηδείας προς τα Μαστιχοχώρια, τα μη έως τότε παθόντα, επί προφάσει να παιδεύσωσιν όχι τους εγχωρίους, αλλά τους εξ άλλων χωρίων εκεί και κυρίως εις το Θολό Ποτάμι καταφυγόντας, αν και υπό την σκέπην της αμνηστείας. Εφρούρει τα χωρία ταύτα ο καλοκάγαθος Ελέζογλους, όστις, επί σκοπώ να τα προφυλάξη, παρέδωκε θέλων και μη τους εις αυτά καταφυγόντας κατοίκους των άλλων χωρίων· αλλά δεν εδυνήθη, ως ήλπιζε, διά της θυσίας των ολίγων να προφυλάξη τους πολλούς. Αφ' ού δε οι αιμοχαρείς παρέλαβαν όσους εζήτησαν και τους έσφαξαν αυθωρεί, επάτησαν αυθημερόν και αυτά τα χωρία ξιφήρεις σφάζοντες, αιχμαλωτίζοντες και καταστρέφοντες· η καταστροφή δε αύτη απετελείωσε την καταστροφήν όλης της νήσου.
Την δε 8 ο τουρκικός στόλος απέπλευσε της Χίου και την 10 κατέπλευσεν εις Μιτυλήνην. Την αυτήν ημέραν απέπλευσε και ο ελληνικός εκ Ψαρών και κατέπλευσε την 10 εις Ερισόν· την δε 15, καθ' ην ητοίμαζαν οι Έλληνες δύο πυρπολικά κατά του εχθρικού στόλου, μετέπλευσεν ο στόλος ούτος εις Μοσχονήσια και εκείθεν εις Τένεδον· ο δε ελληνικός διέπλευσε την 17 τον πορθμόν της Χίου, εκανονοβόλησε το φρούριον και αντικανονοβοληθείς προσωρμίσθη την ακόλουθον ημέραν έξωθεν των Ψαρών· εκείθεν απέπλευσε την 23 και ελλιμένισε την αυτήν ημέραν αντικρύ της Χίου αγνοών τα κινήματα του εχθρικού στόλου (ζ). Μαθών δε την 24 τον εις Ελλήσποντον πλουν αυτού επανέπλευσεν εις τα ίδια, ευφημούμενος και θαυμαζόμενος διά τα κατά του εχθρικού στόλου τολμηρά και ευτυχή του κατορθώματα.
1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'.
&Περί των κεντρικών Αρχών της Πελοποννήσου και της στερεάς Ελλάδος, και των σχέσεων αυτών προς την κυβέρνησιν. — Εκστρατεία Υψηλάντου εις Ανατολικήν Ελλάδα. — Ατυχή κινήματα εις άλωσιν Ζητουνίου και Πατρατσικίου. — Εκστρατεία Μαυροκορδάτου εις Δυτικήν Ελλάδα. — Τα κατά την Κρήτην μετά την εκεί άφιξιν Αφεντούλη μέχρι μαΐου, και θάνατος Βαλέστου.&
ΕΙΔΑΜΕΝ, ότι η εν Επιδαύρω συνέλευσις, συστήσασα την εθνικήν κυβέρνησιν, διετήρησε τας κεντρικάς Αρχάς, ήγουν την γερουσίαν της Πελοποννήσου, την της Δυτικής Ελλάδος και τον Άρειον πάγον της Ανατολικής και έβαλε και τας τρεις υπό τας διαταγάς της κυβερνήσεως· αλλά κατά τους οργανισμούς αυτών ουδέν εδύνατο η κυβέρνησις να ενεργήση εν ταις επαρχίαις ειμή διά των Αρχών τούτων.
Η γερουσία της Πελοποννήσου έστησε την έδραν της εν Τριπολιτσά και ειργάζετο προθύμως και επιτυχώς· αλλ', αν και ώφειλεν υποταγήν εις τας βουλάς της κυβερνήσεως, δεν εβράδυνε ν' αντιτείνη εμποδίσασα δι' ικανόν καιρόν και αυτήν την νομοθετηθείσαν είσπραξιν ενός γροσίου τον άνθρωπον (το ψυχόγροσον), διότι αι διαταγαί της κυβερνήσεως απεστάλησαν κατ' ευθείαν εις τας επαρχίας· εξώκειλε δε μετά ταύτα και εις φανεράν αντιπολίτευσιν και αντίπραξιν. Η συνέλευσις έσφαλεν αφήσασα κράτη εν κράτει. Δύσκολον δεν ήτο να τα καταργήση, διότι ουδείς αντέστη εις όσα εβουλεύθη· αλλ' οι Έλληνες δεν είχαν εισέτι διδάσκαλον την πείραν.
Η δε Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος, η ευπειθεστέρα των κεντρικών Αρχών, είχε την έδραν της εν Μεσολογγίω, και ενήργει εντός της περιφερείας της όπως εδύνατο. Ο δε Άρειος πάγος είχε μοναδικόν χαρακτήρα· ήτο περιπατητική Αρχή και μετέβαινεν από επαρχίας εις επαρχίαν. Επειδή δε αι νήσοι δεν είχαν κεντρικήν Αρχήν, εστάλησαν εις οργανισμόν αυτών αρμοσταί. Η δε κυβέρνησις, προθεμένη την καθ' όλα τα μέρη της Ελλάδος εισαγωγήν ομοιομόρφου οργανισμού, εξέδωκε νόμον, δι' ου διήρει την ελληνικήν χώραν εις επαρχίας, τας επαρχίας εις αντεπαρχίας πρώτης και δευτέρας τάξεως, και ταύτας εις κοινότητας, ορίζουσα τα καθήκοντα εκάστης υπαλλήλου Αρχής και τας προς αλλήλας και προς την κυβέρνησιν σχέσεις των. Πάντα δε ταύτα ενηργούντο κοινή γνώμη του βουλευτικού και του νομοτελεστικού, διατελούντων εν αρμονία, καθώς εν αρμονία διετέλεσαν οι συγκροτούντες ταύτα και κατά την εν Επιδαύρω συνέλευσιν. Μόνος ο πρόεδρος του βουλευτικού Υψηλάντης αντεφρόνει, αλλά φανερά δεν αντεπολιτεύετο. Η δοθείσα αυτώ πολιτική θέσις ούτε αυτόν ευχαρίστει, ούτε την πατρίδα ωφέλει. Ο Υψηλάντης ήτον άνθρωπος του πολέμου μάλλον ή της πολιτικής· ήτο γενναιόκαρδος, καρτερικός, και ηγαπάτο υπό του στρατιωτικού διά τον πολεμικόν του χαρακτήρα· είδε και αυτός, ότι η θέσις, ην κατείχε, δεν ήτον η πρέπουσα αυτώ, και επειδή θέατρον του προσεχούς και κινδυνώδους πολέμου εφαίνετο η στερεά Ελλάς, επεθύμει να εκστρατεύση εκεί. Οι δε αντιπολιτευόμενοι αυτόν νομοτελεσταί καί τινες βουλευταί, επιθυμούντες να τον απομακρύνωσι της έδρας της κυβερνήσεως, εδείχθησαν επίσης πρόθυμοι· και κατ' αρχάς μεν απεφασίσθη να εκστρατεύση εις Δυτικήν Ελλάδα, μετ' ολίγας δε ημέρας εις Ανατολικήν· αλλ' ο Άρειος πάγος, ούτινος πολλά μέλη ήρχισαν, ως είδαμεν, ν' αντιφέρωνται προς τον Υψηλάντην αφ' ότου είδαν τούτον εν Τρικόρφοις, δεν τον ήθελεν όπου ηγεμόνευεν, αλλ' ήθελεν εκστρατείαν Πελοποννησίων άνευ αυτού, διότι υπώπτευε μη σχετισθή προς ους ο Άρειος πάγος αντεπολιτεύετο· τον υπέβλεπε δε και ως δυνάμενον να σφετερισθή την κεντρικήν εξουσίαν· διά τούτο αντέτεινεν εις την προς εκείνο το μέρος εκστρατείαν του ανδρός τούτου. Το δε νομοτελεστικόν ενέκρινε τους λόγους του Αρείου πάγου και επέμενεν εις το να εκστρατεύση ο Υψηλάντης εις Δυτικήν Ελλάδα, ως προαπεφασίσθη· αλλ' ενέδωκεν επί τέλους εις την γνώμην του βουλευτικού και εις την επιμονήν αυτού του Υψηλάντου, όστις ανεχώρησεν εκ Κορίνθου την 20 φεβρουαρίου εις την Ανατολικήν Ελλάδα. Εξελέχθη δε αντιπρόεδρος της βουλής ίνα ενεργή τα της προεδρίας εν τη απουσία αυτού, ο Χαραλάμπης. Τρισχίλιοι Πελοποννήσιοι απεφασίσθη να συνεκστρατεύσωσιν υπό τας διαταγάς του, αλλά μόλις 700 εξήλθαν του Ισθμού υπό τον Νικήταν και τον Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον. Εκστρατεύσας ο Υψηλάντης ύψωσε την σημαίαν της Εταιρίας παρά τους νόμους του έθνους, ους παρεδέχθη και καθ' ους πρόεδρος της βουλής κατέστη και εις την παρούσαν εκστρατείαν απεστάλη. Η πράξις αύτη, μεμπτή και ασυντελής προς τους σκοπούς του, έδωκε δικαίαν αφορμήν να είπη και να γράψη ο Άρειος πάγος τα μύρια κατ' αυτού ως ανατροπέως των καθεστώτων. Η κυβέρνησις έδειξε πατριωτισμόν και φρόνησιν περιορισθείσα κατά την κρίσιμον εκείνην ώραν εις το να τον επιπλήξη και συμβουλεύση τα δέοντα. Ο Υψηλάντης εδέχθη την εθνικήν σημαίαν αντί της άλλης· αλλά μόλις επάτησε την γην της Ανατολικής Ελλάδος και έδωκε νέαν αιτίαν διενέξεων· έστειλε κατ' ευθείαν διαταγάς προς τους εφόρους των επαρχιών, οφείλων κατά τον ενυπάρχοντα οργανισμόν ν' αναφέρεται εις τον Άρειον πάγον. Νέα και δίκαια παράπονα απεύθυνεν εις την κυβέρνησιν ο Άρειος πάγος κατ' αυτού. Η κυβέρνησις έγραψε τοις αντιφερομένοις να συμβιβασθώσιν έστειλε και τον Γρηγόριον Κωνσταντάν, όστις τους καθησύχασεν, αλλά δεν τους εφιλίωσεν.
[Μάρτιος] Λήγοντος δε του μαρτίου συνήχθησαν εις πολεμικόν συμβούλιον οι σημαντικώτεροι οπλαρχηγοί υπό την προεδρίαν του Υψηλάντου εις Πράλον επί των ορίων της Δωρίδος, όπου προθέμενοι να ενισχύσωσι την επανάστασιν κατά τας αρκτικωτέρας επαρχίας, εσχεδίασαν τρεις συγχρόνους εκστρατείας, την μεν εις Πατρατσίκι, την δε εις Ζητούνι, την δε προς διακοπήν πάσης συγκοινωνίας των κατεχόντων το Πατρατσίκι και το Ζητούνι εχθρών εβουλεύθησαν δε, ο μεν Οδυσσεύς, ο Δυοβουνιώτης, ο Νικήτας και ο Ζαφειρόπουλος, έχοντες 3000, να περάσωσιν εις την αγίαν Μαρίναν, την εν τω Μαλιακώ κόλπω, και να προχωρήσωσιν εκείθεν εις άλωσιν του φρουρίου του Ζητουνίου, ο δε Μήτσος Κοντογιάννης, ο Σκαλτσάς και τα επαρχιακά σώματα των Κραββάρων, του Καρπενησίου και του Αποκούρου, όλοι 2500, να κτυπήσωσι το Πατρατσίκι· ο δε Νάκος Πανουργιάς μετά 1500 να τοποθετηθή εν Κομποτάδαις. Απεφασίσθη δε το διά την αγίαν Μαρίναν στράτευμα να διαπλεύση τον κόλπον την εσπέραν της μεγάλης πέμπτης, την δε μεγάλην παρασκευήν να επιπέση. Το σχέδιον τούτο υπεγράφη την 26 υπό των παρευρεθέντων εν τω πολεμικώ συμβουλίω· αλλ', αντί της νυκτός της μεγάλης πέμπτης, τα στρατεύματα διέπλευσαν τον κόλπον την νύκτα της μεγάλης παρασκευής·
[Απρίλιος] το πρωί δε του μεγάλου σαββάτου, ήτοι την 1 απριλίου, ο μεν Δυοβουνιώτης και ο Νικήτας απέβησαν εις Αχινόν, ίνα μεταβώσι διά ξηράς εις Στηλίδαν, ο δε Οδυσσεύς εις αγίαν Μαρίναν. Προχωρούντες δε υπό τον Δυοβουνιώτην και Νικήταν προς την Στηλίδαν, απήντησαν τους εκεί Τούρκους επερχομένους· και εν πρώτοις μεν ωπισθοδρόμησαν διωκόμενοι, έπειτα δε εφορμήσαντες τους έτρεψαν, εμβήκαν εις Στηλίδαν, εσκότωσαν και επλήγωσαν υπέρ τους 50 και έκαυσαν καί τινας οικίας. Ήλθαν μετ' ολίγον άλλοι Τούρκοι εκ Ζητουνίου επιβοηθοί, αλλά και ούτοι έπαθαν και απεκρούσθησαν· διεκρίθησαν δε εν ταις συμπλοκαίς ταύταις οι Πελοποννήσιοι διά την ευτολμίαν των· την δε επελθούσαν νύκτα εγκατέλειψαν οι Έλληνες την Στηλίδαν και καταβάντες εις τον αιγιαλόν μετέβησαν εις αγίαν Μαρίναν, όπου συνηνώθησαν μετά των υπό τον Οδυσσέα. Οι Τούρκοι ήλθαν και εκεί την αυτήν ημέραν κατά των συνηνωμένων Ελλήνων συνηνωμένοι και αυτοί και επολέμησαν. Αλλ', εν ώ εκινήθησαν οι προς τούτο το μέρος, δεν εκινήθησαν την αυτήν ημέραν και οι προς τα άλλα μέρη, ως προεσχεδιάσθη, αναμένοντες τον Μήτσον Κοντογιάννην· τούτου δε μη φαινομένου, εξεστράτευσεν ο εν Κομποτάδαις Πανουργιάς μετά των υπ' αυτόν ενήμερα του Πάσχα, ήτοι την 2, εις Πατρατσίκι· συνεξεστράτευσαν και ο Σκαλτσάς και ο Σαφάκας, οι κατέχοντες το επάνω μέρος της πόλεως· ήλθεν εν τούτοις και ο Κοντογιάννης και ούτως επάτησαν την πόλιν πολεμούντες και πολεμούμενοι. Εφονεύθησαν 11 Έλληνες και επληγώθησαν 3· εφονεύθησαν και πλειότεροι Τούρκοι· όλαι δε αι οικίαι των Μπογομύλων και πολλαί της πόλεως εκάησαν. Έξ ημέρας διέμειναν οι Έλληνες εν τη πόλει, την δε εβδόμην ανεχώρησαν μη κατορθώσαντες τον σκοπόν δι' ον εισέβαλαν.
Δεκατριήμεροι διήρκεσαν αι κατά την αγίαν Μαρίναν συμπλοκαί και η εκστρατεία μετήλλαξεν έκτοτε μορφήν· σχεδιασθείσα παρά των Ελλήνων επιθετική, κατήντησεν, εξ αιτίας των εγκαίρως επελθόντων πολυαρίθμων εχθρών, αμυντική· διότι οι Τούρκοι δεν άφησαν τους Έλληνας να προχωρήσωσιν, αλλά κατέλαβαν το υπερκείμενον της αγίας Μαρίνας χωρίον, Αυλάκι, και στήσαντες εκεί 4 κανόνια τους έβλαπταν μεγάλως. Οι Έλληνες είδαν, ότι αδιατήρητος ήτον η θέσις των εν όσω οι Τούρκοι κατείχαν το Αυλάκι· και επειδή επάναγκες ήτον ή να τους αποδιώξωσιν ή ν' αναχωρήσωσιν, απεφάσισαν να επιπέσωσι την νύκτα. Ελθούσης δε της ώρας, ο μεν Δυοβουνιώτης και ο Νικήτας εκίνησαν· ο δε Οδυσσεύς, αν και σύμφωνος προ του κινήματος, μετέβαλε γνώμην την στιγμήν εκείνην θεωρήσας την τροπήν των Ελλήνων βεβαίαν. Την γνώμην ταύτην του Οδυσσέως παρεδέχθησαν και ο Δυοβουνιώτης και ο Νικήτας, κοινοποιηθείσαν αυτοίς αφ' ού εκίνησαν, και επανήλθαν και ούτοι εις το στρατόπεδον. Επειδή δε το σκοπούμενον δεν επραγματοποιήθη, δεν έμεινεν εις σωτηρίαν του ελληνικού στρατοπέδου ειμή η αποχώρησις. Ήσαν εν τω λιμένι τα διαβιβάσαντα το στράτευμα διάφορα πλοία· εν δε τω του Βισβίζη, αρχηγού του στολίσκου, ήσαν ο αντιπρόεδρος του Αρείου πάγου, εδρεύοντος τότε εν Λιθάδα, χωρίω της Ευβοίας, και ο Αρειοπαγίτης Δρόσος Μανσόλας, μεταβάντες εκεί εις εποπτείαν των πράξεων των πολεμούντων και εις προμήθειαν των αναγκαίων. Οι οπλαρχηγοί ανήγγειλαν αυτοίς την απόφασιν της αποχωρήσεως και τους παρεκάλεσαν να διατάξωσι την διά των πλοίων αντίπεραν του κόλπου διαβίβασίν των· αλλ' η παράκλησις δεν εισηκούσθη, διότι οι Αρειοπαγίται εφρόνουν ότι αναγκαίον ήτο το στράτευμα να ενδιαμείνη. Τότε ο Οδυσσεύς, παραλαβών τον Νικήταν, υπήγεν εις το πλοίον όπου οι Αρειοπαγίται προς δικαιολογίαν της μελετωμένης αποχωρήσεως· αλλ' ουδ' αυτών οι λόγοι ίσχυσαν. Η εκστρατεία αύτη, χάρις εις τον ακάματον ζήλον του Αρείου πάγου, του πολλαχόθεν επ' ωφελεία της πατρίδος αργυρολογήσαντος, ήτο πολυέξοδος, διότι εις χρήσιν αυτής εμισθώθησαν 30 πλοία και επρομηθεύθησαν και όλα τα αναγκαία εν αφθονία· διά τούτο πικρόν εφαίνετο τοις Αρειοπαγίταις, και πικρόν τω όντι ήτον, όλοι οι αγώνες και όλη η μεγάλη δαπάνη της εκστρατείας ν' αποβώσιν εις μάτην. Οι επί του πλοίου Αρειοπαγίται ωμολόγουν και ούτοι, ότι ελπίς αλώσεως του φρουρίου του Ζητουνίου, δι' ην εγένετο κυρίως η εκστρατεία, δεν ήτον, αλλ' ήθελαν το στρατόπεδον να διατηρήση, ην κατείχε θέσιν εις αναθάρρησιν των κατά την Μακεδονίαν και τον Όλυμπον Χριστιανών ακουόντων ότι επί της θέσεως εκείνης ήτο στρατόπεδον. Ο σκοπός ήτον αναμφιβόλως κοινωφελής, αλλά δεν ήτο κατορθωτός· και ο Οδυσσεύς επέμενεν ευλόγως εν ονόματι και των άλλων οπλαρχηγών εις την εκτέλεσιν ων εβουλεύθησαν. Εν τούτοις έπεσαν εις σφοδράν λογομαχίαν, και ο Οδυσσεύς όλως εξημμένος εξεστόμισεν απρεπείς λόγους κατά του αγώνος· οι λόγοι ούτοι, ρηθέντες εις επήκοον πολλών των εν τω πλοίω, αν και λόγοι θυμού, εξαγρίωσαν το πλήρωμα όλον κατά του Οδυσσέως ως επιβούλου και προδότου, και μόλις το καθησύχασαν αι πατριωτικαί νουθεσίαι του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου. Διαρκούσης δε της λογομαχίας, ήρχισεν επί της ξηράς τουφεκισμός μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων· τότε αφήσαντες τας έριδας οι εν τω πλοίω ανέβησαν όλοι επί του καταστρώματος εις βοήθειαν των επί της ξηράς μαχομένων αδελφών· παρατηρήσαντες δε σωρόν εχθρών πεζών επί τινος υψώματος εντός βολής κανονίου και ένα χρυσοστόλιστον άνδρα καθήμενον επί αργυροστολίστου ίππου έμπροσθεν αυτών, βαστώντα ρόπαλον εν τη δεξιά και παρακελεύοντα τους πεζούς εις μάχην, εκανονοβόλησαν εις τον σωρόν και φονεύσαντες και πληγώσαντές τινας έρριψαν κατά γης και τον άγνωστον τούτον αναβάτην. Μετά την πτώσιν αυτού έπαυσεν η μάχη, και οι εχθροί άραντες τον νεκρόν ανεχώρησαν· ήτο δε ούτος, ως έγεινε γνωστόν μετά ταύτα, ο αρχηγός του εχθρικού εκείνου στρατού. Εν τοσούτω συγκατετέθησαν οι Αρειοπαγίται, εκόντες άκοντες, εις την πρότασιν του Οδυσσέως, και νυκτός γενομένης επέβη το στράτευμα εις τα πλοία και διεβιβάσθη αντικρύ καύσαν τον εν τω χωρίω λαμπρόν πύργον του Χαλήλμπεη. Τοιουτοτρόπως τα κατά την αγίαν Μαρίναν πολεμικά κινήματα λαβόντα αρχήν την 1 απριλίου παρετάθησαν μέχρι της 15, καθ' ό διάστημα εφονεύθησαν 50 Έλληνες και επληγώθησαν 90, οίτινες μετεκομίσθησαν επί θεραπεία εις Εύβοιαν, όπου απέθαναν εξ αυτών 15· πλειότεροι δε ήσαν οι φονευθέντες και πληγωθέντες Τούρκοι ως εφορμώντες απροφύλακτοι.
Μετά δε την αποχώρησιν οι αποτυχόντες εν Πατρατσικίω έπεσαν πάλιν εις την πόλιν εκείνην ενωθέντος και του Νικήτα, και κατέλαβαν και έκαυσαν μέρος αυτής· αλλ' ηναγκάσθησαν πάλιν ν' απομακρυνθώσιν ηνδραγάθησαν δε και εφονεύθησαν ο κόμης Κουέλενος, Δανός και ο Εϋνέμανος, Πρώσσος. Τοιουτρόπως εματαιώθησαν αι εκστρατείαι αύται.
Εν τούτοις, μετά την έξοδον του Υψηλάντου, η εν Κορίνθω κυβέρνησις κατεγίνετο αδιακόπως στρατολογούσα εν Πελοποννήσου, διά την στερεάν Ελλάδα.
Επί της πτώσεως της Κορίνθου το τακτικόν ήτον εν τω διαλύεσθαι δι' έλλειψιν των αναγκαίων και διά την αποχώρησιν του αξίου αρχηγού του Βαλέστου σκοπεύοντος να μεταβή εις Κρήτην. Η κυβέρνησις, αισθανομένη την μεγάλην ωφέλειαν του σώματος τούτου, εφρόντισε συστηθείσα να το διατηρήση και αυξήση, και εξέδωκε νόμον κανονίζοντα τον οργανισμόν του και τα εις διατήρησιν και αύξησίν του· αναδείξασα δε αρχηγόν του τον φιλέλληνα Ιταλόν Ταρέλλαν, αξιόλογον άνδρα διά τας στρατιωτικάς του γνώσεις, την φρόνησίν του και την ανδρίαν του, διέταξε να ήναι δεκτοί και ξένοι αξιωματικοί και στρατιώται· επειδή δε συνήλθαν πολλαχόθεν πολλοί φιλέλληνες αξιωματικοί, και δεν εύρισκαν τόπον παρά τω στρατώ η κυβέρνησις εξέδωκεν άλλον νόμον, δι' ου όλοι ούτοι, οι μεν ως αξιωματικοί, οι δε ως απλοί στρατιώται, εσύστησαν ίδιον τάγμα ονομασθέν «τάγμα των φιλελλήνων» . Επρώτευε τούτο όλων των στρατιωτικών σωμάτων, και προς τιμήν αυτού εδέχθη ο πρόεδρος του νομοτελεστικού τον βαθμόν του επιτίμου συνταγματάρχου του· ετέθη δε υπό τον κατά την επί το Ναύπλιον έφοδον διακριθέντα διά την ευτολμίαν του Ιταλόν Δανίαν, συνταγματάρχην αναδειχθέντα. Διέταξεν η κυβέρνησις και στρατολογίαν κατά πάσαν επαρχίαν της Πελοπονήσου εις αύξησιν του τακτικού. Εν ώ δε ησχολείτο περί τα τοιαύτα, ήλθε πρεσβεία της Δυτικής Ελλάδος αιτούσα να μεταβή εκεί ως πολιτικός και πολεμικός αρχηγός ο πρόεδρος του νομοτελεστικού, Μαυροκορδάτος, ο ελκύσας, ως προείπαμεν, επί της εκεί διατριβής του την αγάπην και την υπόληψιν των Δυτικοελλαδιτών και διορισθείς παμψηφεί πρόεδρος της Γερουσίας των επί της διά των ενεργειών αυτού συστάσεώς της.
[Μάιος] Η πρεσβεία εισηκούσθη, και εξεδόθη ψήφισμα την 11 μαΐου, δι' ου εδίδετο άδεια τω Μαυροκορδάτω διμήνου απουσίας, ίνα μεταβή εις Δυτικήν, χρείας δε τυχούσης και εις Ανατολικήν Ελλάδα, και τω ενεπιστεύετο η γενική διεύθυνσις των πολιτικών και πολεμικών πραγμάτων του μέρους εκείνου. Απεφασίσθη δε και πολλά στρατεύματα να συνεκστρατεύσωσι και ναυτική δύναμις να συνεκπλεύση εις μεταβίβασιν στρατευμάτων από τόπου εις τόπον και εις υποστήριξιν των επί της ξηράς πολεμικών κινημάτων. Την 17 ανεχώρησεν ο πρόεδρος εκ Κορίνθου και την 23 έφθασεν εις Μεσολόγγι· αλλά δεν είχεν ειμή 400 τακτικούς, 120 φιλέλληνας, άλλους τόσους Επταννησίους υπό τον Σπύρον Πανάν, και 400 Πελοποννησίους υπό τον Γιατράκον, Δηληγιάννην και Κυριακούλην. Συνηκολούθησε δε μετά 180 και ο Μάρκος Μπότσαρης, μεταβάς προ ολίγου εις Κόρινθον, ίνα επικαλεσθή την αντίληψιν της κυβερνήσεως υπέρ της κινδυνευούσης πατρίδος του, και φροντίση και περί της απελευθερώσεως των παρά τω Χουρσήδη συγγενών του. Είχε μεταβή εις την Δυτικήν Ελλάδα την 12 μαρτίου και ο Γενναίος μετά 250 πεμφθείς παρά του πατρός του επί της εις Πάτρας εκστρατείας του κατ' αίτησιν των Δυτικοελλαδιτών αποστειλάντων προς αυτόν περί τούτου πρεσβευτήν τον πρώην αρχιεπίσκοπον Άρτης Πορφύριον ώστε όλη η μεταβάσα από της Πελοποννήσου εις την Δυτικήν Ελλάδα δύναμις, τακτική και μη, συνηριθμείτο εις 1500. Είχαν δε καταπλεύσει την 8 μαΐου εις Μεσολόγγι και 8 ελληνικά πλοία.
Η άφιξις του Μαυροκορδάτου εις την Δυτικήν Ελλάδα δεν ωμοίαζε την του Υψηλάντου εις την Ανατολικήν, διότι προς τούτον αντέπραττε παρρησία ο Άρειος πάγος και αντεφέρετο ευσχήμως και η κυβέρνησις· τον δε Μαυροκορδάτον υπήκουεν η γερουσία, και τω έδιδε προθύμως χείρα βοηθείας και η κυβέρνησις· διά τούτο, εν ώ ανυπέρβλητοι δυσκολίαι παρενέπεσαν εις την πρόοδον των κινημάτων του Υψηλάντου, ουδεμία τοιαύτη εδυσκόλευσε την ευόδωσιν της αποστολής του Μαυροκορδάτου.
Και ταύτα μεν τα κατά την Δυτικήν Ελλάδα τω καιρώ εκείνω.
Διηγούμενοι δε τα κατά την Κρήτην είπαμεν ότι ο Αφεντούλης, αντιπρόσωπος του Υψηλάντου, έφθασεν εις Λουτρόν λήγοντος του οκτωβρίου· ηύρε δε τα πράγματα έχοντα ούτως. Η επανάστασις δεν είχεν εισέτι εξαπλωθή καθ' όλην την νήσον· εξετείνετο μόνον από της δυτικής εσχατιάς μέχρι της Ρεθύμνης. Δισχίλιοι τετρακόσιοι Κρήτες υπό τον Δασκαλάκην, Αναγνώστην Παναγιώτου, Πρωτοπαπαδάκην και Σήφακαν παρεφύλατταν τα Χανιά, τα στενά Σελίνου και Κισάμου, και τα προς την Σούδαν μέρη· τρισχίλιοι δε υπό τον Ρούσον και άλλους οπλαρχηγούς κατείχαν τας διόδους του πασαλικίου της Ρεθύμνης, εξαιρουμένης της παραθαλασσίου της από Ρεθύμνης εις το Μεγάλον Κάστρον αγούσης· ενέδρευε και ο Μελιδόνης παρά τους πρόποδας της Ίδης (Ψηλορίτου) μετά χιλίων· ώστε όλη η ένοπλος δύναμις των Κρητών εκείναις ταις ημέραις ήτον εξακισχίλιοι και πεντακόσιοι. Τετραπλάσιοι ήσαν οι οπλοφορούντες Τούρκοι και κατείχαν πολλά οχυρά μέρη και τας τρεις περιτετειχισμένας πόλεις, τα Χανιά, την Ρεθύμνην και το Μεγάλον Κάστρον· μη πολιορκούμενοι δε διά θαλάσσης ειμή εκ διαλειμμάτων υπό τινων πλοίων της Κάσσου, δεν έπασχαν έλλειψιν των αναγκαίων, κατετήκοντο όμως υπό της πρό τινος καιρού αναφανείσης εν μέσω αυτών και διαρκούσης πανώλους.
[Δεκέμβριος] Αρχομένου δε του δεκεμβρίου, 1500 υπό τον Δασκαλάκην και Αναγνώστην Παναγιώτου επάτησαν την επαρχίαν Σελίνου, εκυρίευσαν χωρία και ηνάγκασαν τους τήδε κακείσε επαρχιώτας Τούρκους να συγκεντρωθώσιν εις τους πύργους της πρωτευούσης των. Τινές τούτων κατέλαβαν ως προφυλακτήριον αυτής και το παρακείμενον χωρίον, Σταυρόν, όπου οι Χριστιανοί τους απέκλεισαν, και στερουμένους τροφών θα τους ηχμαλώτευαν μετά τινας ημέρας· αλλ' ο Δασκαλάκης μηδεμίαν ανεχόμενος αναβολήν εκάλεσε τους στρατιώτας του εις έφοδον προκινδυνεύων αυτός και αριστεύων· αλλ' ετουφεκοβολήθη θανατηφόρως ένδοθέν τινος οικίας καταλιπών αγαθήν μνήμην των υπέρ πατρίδος λαμπρών άθλων του και της γλυκείας συμπεριφοράς του, δι' ην επωνομάζετο Τ σ ε λ ε π ή ς. Τούτου αποθανόντος, εγκατέλειψαν τας θέσεις των οι συναγωνισταί του· διεδέχθη δε την αρχηγίαν του κατά την Μάλαξαν ο Σήφακας. Συγκρούσεις εγένοντο την 20 και έξωθεν των Χανιών, επανελήφθησαν δε σφοδρότερον και την 24, καθ' ας ηττήθησαν οι εχθροί και εφονεύθησαν κατά την τελευταίαν 35, και πλειότεροι επληγώθησαν· ηττηθέντες δε εξεθύμαναν κατά των εν τω φρουρίω Χριστιανών, φονεύσαντες 25 χωρικούς εισκομίσαντας έξωθεν ανυπόπτως έλαιον εις χρήσιν των κυρίων αυτών. Την δε 23 ιανουαρίου συνήφθη πεισματώδης μάχη έξωθεν της Ρεθύμνης, καθ' ην έτρεψαν και εκεί οι Έλληνες τους εχθρούς, παρευρεθέντος και του Μελιδόνη και αριστεύσαντος. Άλλη μάχη, επίσης πεισματώδης και ευτυχής, παρηκολούθησεν υπό τον Δεληγιαννάκην. Την δε 5 φεβρουαρίου ετοποθετήθησαν οι Έλληνες πλησιέστερον των δύο φρουρίων και απέκρουσαν τους επί μεταβάσει εις Ρεθύμνην δις εξελθόντας των Χανιών υπό την οδηγίαν αυτού του πασά. Τας επανειλημμένας δε ταύτας αποτυχίας των εχθρών διεδέχθη απείθεια και αναρχία εντός των Χανιών, και η φρουρά απέκλεισε τον πασάν εν τω παλατίω του και τον ηνάγκασε να πληρώση μέρος των μισθών της.
[Μάρτιος] Αρχομένου δε του μαρτίου, έκοψαν εκ δευτέρου οι Χριστιανοί το πρό τινων ημερών επιδιορθωθέν υδραγωγείον και απώθησαν 1200, εξελθόντας μετ' ολίγον, σκοτώσαντες 30.
Αλλ' όσον ευτύχουν τα κινήματα των έμπροσθεν των Χανιών και της Ρεθύμνης Ελλήνων, τόσον εδυστύχουν τα των προς τους πρόποδας της Ίδης. Οι Καστρινοί Τούρκοι ήσαν πολυαριθμότεροι των εν τοις άλλοις φρουρίοις· οι δε αντίπαλοι των ολιγαριθμότεροι των έμπροσθεν των Χανιών και της Ρεθύμνης, και διά τούτο δεν εδυνήθησαν να διατηρήσωσι μέχρι πολλού την θέσιν των, και οι Καστρινοί εξελθόντες εστρατοπέδευσαν ανενόχλητοι εν Φουρφουρά, χωρίω της επαρχίας Αμαρίου, κατά τας δυτικάς υπωρείας της Ίδης. Προσήλθαν καί τινες άλλοθεν· συνηριθμούντο δε ως 4000 σκοπόν έχοντες να πατήσωσιν όλα τα γειτνιάζοντα ελεύθερα μέρη. Εις αντίκρουσιν δε αυτών μετεστρατοπέδευσαν εις τα χωρία της αυτής επαρχίας, Μοναστηράκι, Μέρωνα και Άμαρι, οι πλείστοι των παρά την Ρεθύμνην και οι εν ταις υπωρείαις της Ίδης, όλοι υπό την γενικήν αρχηγίαν του Ρούσου.
Την δεκάτην του μηνός επέρασαν οι Τούρκοι παμπληθεί τον μεταξύ των δύο στρατοπέδων ποταμόν, ώρμησαν επί τους Έλληνας και τους επολέμησαν επί σκοπώ να τους διασκορπήσωσιν, αλλ' απέτυχαν και ελθούσης της εσπέρας ανεστρατοπέδευσαν βλαφθέντες μάλλον ή βλάψαντες. Διετήρουν τας τροφάς και αποσκευάς των εν τω χωρίω της αυτής επαρχίας, Βαθυακώ, εντός του ζαμίου υπό φρουράν. Την τρίτην νύκτα μετά την μάχην ο Μελιδόνης καί τινες τολμηροί οπαδοί του επάτησαν αίφνης το χωρίον τούτο εν αγνοία των άλλων οπλαρχηγών, κατέστρεψαν την φρουράν, το ελαφυραγώγησαν και επανήλθαν ευτυχώς εις το ελληνικόν στρατόπεδον. Κατεταράχθησαν οι εν Φουρφουρά Τούρκοι μαθόντες το γεγονός, και υποπτεύσαντες ότι ήλθε και άλλη δύναμις όπισθεν αυτών, και ότι κατείχετο εισέτι και το χωρίον υπό των Ελλήνων, διέλυσαν το στρατόπεδον και επανήλθαν εις το φρούριον.
Εφθόνουν τινές των οπλαρχηγών εξ αρχής τον Μελιδόνην, ον ο λαός ετίμα υπέρ πάντα άλλον διά τον θερμόν πατριωτισμόν του και την ανδρίαν του· η δε τελευταία ευτυχής επιδρομή του όσον εκίνησε τον έπαινον του κοινού, τόσον εκορύφωσε τον φθόνον των εναντίων του και επέφερε μετά τινα λογομαχίαν και τον φόνον του διά χειρός του Ρούσου προφασισθέντος ότι επί της κινδυνώδους ταύτης επιδρομής δεν προειδοποιήθη ως γενικός αρχηγός· ωργίσθη επί τω φόνω ο Αφεντούλης και εκάθηρε τον φονέα, αλλ' έχασεν ένεκα τούτου την εύνοιαν των Σφακιανών. Το μέγα δε τούτο ανοσιούργημα διέλυσε το στρατόπεδον.
Την δε 20 του αυτού μηνός απέβη εις Λουτρόν ο Βαλέστος μετά τινων ευρωπαίων αξιωματικών και οπλοφόρων Σαμίων και μετέβη εις το εν τη επαρχία των Χανιών χωρίον, Άιγεώργην, όπου έδρευεν ο Αφεντούλης. Τα προτερήματα του Βαλέστου εθάρρυναν και τους Κρήτας και τον διοικητήν, αδίκως υποπτεύσαντα κατ' αρχάς ότι εστάλη κατάσκοπος των πράξεών του, να θέσωσι το προς την Ρεθύμνην στρατόπεδον υπό τας διαταγάς αυτού. Νοήμων ούτος και εμπειροπόλεμος, είδεν εκ πρώτης όψεως, ότι ατελεσφόρητα ήσαν τα κατορθώματα των Κρητών εν όσω δεν κατείχαν οχυράν τινα πόλιν, διότι και η Αρχή του τόπου επλανάτο τήδε κακείσε, και κέντρον πολεμικόν ήτο το απόκεντρον Λουτρόν, και καταφύγιον δεν είχεν ο αγών εν καιρώ ανάγκης. Διά τους λόγους τούτους έβαλε κατά νουν την άλωσιν της Ρεθύμνης, και κατεγίνετο μετά των εν τοις πράγμασιν εις πολυπληθή στρατολογίαν. Επισκεφθείς δε τους παρά τα Χανιά εστρατοπεδευμένους, μετέβη την 28 εις το κατά την Ρεθύμνην στρατόπεδον, όπου ηύρε 800 μόνον μαχητάς. Αυξηθέντος δε του αριθμού μετά δύο ημέρας εις 1200, κατέλαβε το χωρίον Καστέλλον, δύο ώρας απέχον της Ρεθύμνης, και τα πλησίον χωρία, επάνω Μαλάκι και κάτω Μαλάκι.
[Απρίλιος] Την 8 απριλίου εξεστράτευσαν οι Ρεθύμνιοι προς το Κάστελλον και έπεσαν εις την πεδιάδα· αλλά σφοδρώς πολεμηθέντες ανεχώρησαν. Είκοσι Τούρκοι εφονεύθησαν, πλειότεροι επληγώθησαν, και δύο σημαίαι έπεσαν εις χείρας των Ελλήνων. Εμψυχωθέντες ούτοι επί τη νίκη ταύτη ητοιμάζοντο εις γενικήν εφώρμησιν.
Την 14 συνήθροισεν όλους ο Βαλέστος εις Κάστελλον (ήσαν δε την ημέραν εκείνην ως τετρακισχίλιοι) και τοις επρόβαλε να εφορμήσωσί τινες επί χιλίους πεντακοσίους εχθρούς κατέχοντας έξωθεν της πόλεως δύο υψηλάς θέσεις, εξ ών η μία είχε και κανόνια, και να τους προκαλέσωσιν εις μάχην· της μάχης δε αρξαμένης να υποχωρήσωσιν ώστε οι εχθροί να τους καταδιώξωσιν· επί δε τη καταδιώξει να επιπέσωσιν άλλοι όπισθεν των καταδιωκόντων· και τούτου γενομένου, να λάβωσι καιρόν οι λοιποί και χυθώσιν, εξάρχοντος του αρχηγού, εις την πόλιν ευάλωτον ούσαν ως έξωθεν αυτής εσκηνωμένων των ανδρειοτέρων και πλειοτέρων της φρουράς της· να πλησιάσωσι δε και τα περιπλέοντα κάσσια πλοία και να κανονοβολήσωσι και ταύτα την πόλιν ταυτοχρόνως· επρότεινε δε ημέραν της εφόδου την επαύριον. Επικίνδυνον και δυσκατόρθωτον εθεωρήθη το σχέδιον, καθ' όσον μάλιστα είχαν ήδη έλθει εις βοήθειαν των Ρεθυμνίων και παρεστρατοπέδευαν υπερδισχίλιοι Καστρινοί, πλην δεν απερρίφθη, αλλ' εξ ανάγκης ανεβλήθη, μαθόντος του αρχηγού ότι εσπάνιζε το στρατόπεδον πολεμεφοδίων, και αποστείλαντος εν ακαρεί άνδρας εις Λουτρόν, όπου αι αποθήκαι, και εις Αρμυρόν, όπου έδρευε τότε ο Αφεντούλης, εις πορισμόν αυτών και τροφών· αλλ' οι Ρεθύμνιοι προλαβόντες κατέβησαν αυθημερόν εις την πεδιάδα, και υπό την προστασίαν του πυροβολικού ώρμησαν επί τους Έλληνας. Μέχρι τινός εφαίνετο η μάχη αμφιρρεπής· αλλ' αίφνης πανικός φόβος κατέλαβε τούτους, και όλοι κακήν κακώς διεσκορπίσθησαν. Εις μάτην ηγωνίζετο ο Βαλέστος να τους εμψυχώση· άρρωστος και σωματώδης εκινδύνευσε και αυτός να πιασθή ως μη δυνάμενος να τρέξη· δύο δε Σφακιανοί των υπό τον Δεληγιαννάκην τον ενωτόφεραν διαδεχόμενοι αλλήλους· αλλά βλέποντες τους εχθρούς προσερχομένους και φοβηθέντες μη πιασθώσι και αυτοί, τον απέθεσαν έν τινι μυρσινοδαφνώδει ρευματιά, και έφυγαν επ' ελπίδι, επανελθόντες την νύκτα, να τον διασώσωσιν. Οι Τούρκοι περιφερόμενοι εις σύλληψιν αιχμαλώτων επλησίασαν και εις την ρευματιάν και κόψαντες την κεφαλήν και την δεξιάν του Βαλέστου τας έφεραν εις το φρούριον· συνέλαβαν δε παρ' αυτώ καί τινα αξιωματικόν του τακτικού Χίον, Κόκκινον ονόματι, μη θέλοντα διά την προς αυτόν αφοσίωσίν του να τον εγκαταλείψη.
Ούτως ετελείωσε το πολεμικόν του στάδιον ο πολυωφελής και πλήρης ευγενών αισθημάτων Βαλέστος εν τω τριακοστώ δευτέρω έτει της ηλικίας του, άξιος της αγάπης, της υπολήψεως και της παντοτεινής μνήμης των Ελλήνων.
Όσον δε δεινόν ήτο το κατά την Ρεθύμνην πάθημα των Χριστιανών, τόσον ο κατά τα άλλα μέρη αγών αυτών ευδοκίμει. Τελευτώντος του απριλίου εισέβαλαν οι Χριστιανοί εις τας επαρχίας, Αυλοπόταμον και Άμαρι, και καταδιώξαντες τους εχθρούς, διεσπαρμένους εις τα χωρία, τους απώθησαν κακώς έχοντας εις το Μεγάλον Κάστρον, και μετέφεραν τροφάς εις τας πεινώσας οικογενείας των· αλλά μαθόντες ότι υπερτριακόσιοι Καστρινοί, εξορμήσαντες του φρουρίου, κατέλαβαν οχυρόν τινα πύργον εν τω χωρίω, Επισκοπή, επανήλθαν, και τούτους μεν απέκλεισαν, άλλους δέ τινας παρακολουθήσαντας εις επικουρίαν διεσκόρπισαν. Απελπισθέντες επί τούτοις οι έγκλειστοι και λειψυδρεύοντες έστερξαν να εγκαταλείψωσι τον πύργον και να επανέλθωσιν εις το φρούριον ασφαλείς και άοπλοι· αλλ' υποπτεύσαντες επιβουλήν απεποιήθησαν ν' αφοπλισθώσιν επί τη εξόδω και ολίγοι εξ αυτών ελθόντων εις χείρας ένεκα τούτου διεσώθησαν εις το φρούριον. Εν ώ δε ταύτα ενηργούντο κατ' εκείνα τα μέρη, φονική μάχη συνέβη παρά τα Χανιά, καθ' ην κατείχαν θέσεις οι μεν Τούρκοι από του προαστείου μέχρι του χωρίου Μακροτοίχου, οι δε Χριστιανοί απέναντι του ποταμού Κλαδισσού· ήσαν δε και υπό το πυρ ούτοι μεν του φρουρίου, εκείνοι δε έξ κασσίων πλοίων υπό τον Κανταρτσήν. 100 Τούρκοι, εν οις και ονομαστός τις Καραγκιουλές, και 40 Χριστιανοί εφονεύθησαν και επληγώθησαν εν τη μάχη ταύτη, μεθ' ην οι Τούρκοι εγκαταλείψαντες τας θέσεις των εισήλθαν εις το φρούριον κατησχυμένοι· αλλά την επαύριον καθ' ην ώραν ευθύμουν οι Κάσσιοι ψάλλοντες τα νικητήρια και εκανονοβόλουν, αφήρπασεν ο θάνατος τον ευκλεώς και ενθουσιωδώς αγωνιζόμενον Κανταρτσήν, θλασθέντος ενός των κανονίων της ναυαρχίδος και θανασίμως τρώσαντος αυτόν. Επεχείρησαν οι Χριστιανοί την 12 μαΐου να καταστρέψωσι διά πυρός και τους εν τω πύργω των Κουνουπιδινών τω παρά το φρούριον των Χανιών και εν πρώτοις μεν πολλά έπαθαν, αλλ' επικουρήσαντος του Σήφακα οι μεν εχθροί κατέφυγαν εις τα Χανιά καταδιωκόμενοι, οι δε Χριστιανοί ανέτρεψαν τον πύργον.
1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'.
&Τα μεταξύ Αρείου πάγου και Οδυσσέως. — Φόνος Νούτσου και Παλάσκα. — Ανάκλησις Υψηλάντου. — Οργή της κυβερνήσεως κατά του Οδυσσέως.&
ΑΙ προϋπάρχουσαι διχόνοιαι του Αρείου πάγου και του Υψηλάντου και Οδυσσέως εκορυφώθησαν μετά την αποτυχίαν της εις Ζητούνι εκστρατείας. Τινές των Αρειοπαγιτών, μη αναλογιζόμενοι τας έξεις των στρατιωτικών ή τας περιστάσεις, δεν έπαυαν αποδίδοντες την αποτυχίαν της εκστρατείας εις την διαγωγήν του Οδυσσέως, εγκαλούντες αυτόν αναφανδόν ως επίβουλον και θεωρούντες τον αξιόποινον. Η κατακραυγή αύτη ήτον άδικος κατά την γνώμην των συνεκστρατευσάντων οπλαρχηγών, διότι κοινή γνώμη και όχι μόνη θελήσει του Οδυσσέως το στράτευμα ανεχώρησεν εκ της αγίας Μαρίνας.
[Απρίλιος] Ο Οδυσσεύς ηγανάκτησεν εγκαλούμενος αδίκως και πικρώς, και έστειλε την 16 απριλίου εις τον Άρειον πάγον, εδρεύοντα εν Λιθάδα, έγγραφον παραίτησιν από πάσης υπηρεσίας της πατρίδος επί λόγω οικιακών περιστάσεων. Ο δε Άρειος πάγος, μη αναλογισθείς όσα η ώρα απήτει, και υποθέτων ειλικρινή την παραίτησιν, την εδέχθη, απήντησε προς τον Οδυσσέα υπερηφάνως, και διώρισε τρεις πεντακοσιάρχους να παραλάβωσι την χιλιαρχίαν του προσωρινώς· παρεκάλεσε δε δι' επιστολών του της 17 και 18 την κυβέρνησιν να στείλη τον πρότινος καιρού ενωθέντα μετά των αγωνιστών και διατρίβοντα εν Κορίνθω Χρήστον Παλάσκαν διάδοχον της χηρευούσης χιλιαρχίας. Η παραίτησις του Οδυσσέως ήτο πράξις οργής και υπουλότητος, και όχι ωρίμου σκέψεως και ειλικρινείας. Ο παραιτούμενος, αισθανόμενος την αξίαν του, ήθελε διά της πράξεως ταύτης να ερεθίση την κοινήν γνώμην κατά των αντιπολιτευομένων αυτόν μελών του Αρείου πάγου· διά τούτο διέμεινε και μετά την παραίτησίν του εν Δαδίω, όπου διέτριβε και προ της παραιτήσεώς του, συναναστρεφόμενος, συντρώγων και συμβουλευόμενος μετά του Υψηλάντου, διατρίβοντος και αυτού εκεί. Ο Άρειος πάγος, ο αντισταθείς, ως είδαμεν, εξ αυτής της αρχής εις την εις Ανατολικήν Ελλάδα έξοδον του Υψηλάντου, έλαβεν αφορμήν εκ των συμβάντων μετά την ατυχή εις Ζητούνι εκστρατείαν να οργισθή έτι μάλλον κατ' αυτού, διότι τον έβλεπε περιθάλποντα και εμψυχούντα τους εναντίους του, και να γράψη προς την κυβέρνησιν την 22 παραπονούμενος, ότι πολλάκις επρότεινε την ανάκλησίν του και δεν εισηκούσθη, ότι η εν Δαδίω διατριβή του, η μετά των οπλαρχηγών αλληλογραφία του, και η προς τον Οδυσσέα ευνοϊκή διάθεσίς του ανέτρεπαν όλα τα εις άλωσιν του Ζητουνίου σχέδια, ότι ο Οδυσσεύς επεβουλεύετο την πατρίδα και τα καθεστώτα, και επάναγκες ήτο να ανακληθή ο υπερευνοών αυτόν Υψηλάντης, να εκστρατεύση ο Γιατράκος, ν' αποσταλή ο Παλάσκας εις παραλαβήν της χηρευούσης χιλιαρχίας και ν' αποσπασθή του Οδυσσέως ο Νικήτας.
Η κυβέρνησις λαβούσα τας της 17 και 18 επιστολάς του Αρείου πάγου απέστειλεν εις την Ανατολικήν Ελλάδα τον Αλέξην Νούτσον και τον Παλάσκαν, όχι εις αντικατάστασιν του Οδυσσέως κατά την πρότασιν του αυστηρού Αρείου πάγου, αλλ' εις ειρήνευσιν των αντιφερομένων· ηλπίζετο δε η επιτυχία της αποστολής ταύτης και εκ της επιρροής του Νούτσου ως έχοντος παλαιάς σχέσεις προς τον Οδυσσέα, ον διά της πολλής παρά τω Αλή ευνοίας είχε λυτρώσει του θανάτου καθ' ην περίστασιν έπεσεν εις την οργήν του τυράννου εκείνου.
Φθάσαντες εις Λεβαδείαν οι αποσταλέντες και συγκαλέσαντες τους οπλαρχηγούς εις συνέλευσιν, όπου παρευρέθησαν και δύο μέλη του Αρείου πάγου, είπαν εις επήκοον όλων όσα παρηγγέλθησαν προς ειρήνευσιν. Οι λόγοι τούτων και αι ειρηνικαί συμβουλαί των παρευρεθέντων οπλαρχηγών προς τους αντιφερομένους εφάνησαν ότι ίσχυσαν·
[Μάιος] εκάλεσαν τότε οι αποσταλέντες εξ ονόματος της βουλής τον Υψηλάντην να επιστρέψη, εις Πελοπόννησον αλλ' επειδή η διαταγή αύτη δεν ήτο γραπτή, δεν εισηκούσθησαν και επανήλθαν εις Κόρινθον αρχομένου του μαΐου, αλλά δεν επρόφθασαν να ειδοποιήσωσι την κυβέρνησιν ότι ειρηνοποίησαν τους αντιφερομένους και ήλθαν προς αυτήν αναφοραί τινων δευτερευόντων οπλαρχηγών, υποκινηθείσαι αναμφιβόλως υπό των πολιτικών εχθρών του Υψηλάντου και του Οδυσσέως, λέγουσαι ότι δεν ήθελαν να υπηρετήσωσιν υπό τας διαταγάς ουδενός αυτών. Η κυβέρνησις, ιδούσα ότι πας τρόπος ειρηνεύσεως απέβαινε μάταιος, απέστειλεν εκ δευτέρου τον Νούτσον και τον Παλάσκαν, τούτον μεν ίνα παραλάβη την χιλιαρχίαν του Οδυσσέως, εκείνον δε ίνα επιστατήση μετά του Αρείου πάγου εις την πώλησιν των προσόδων και την εξαργύρωσιν εθνικών τινων ομολογιών, και εγκαταστήση τον Παλάσκαν έν τινι νέα του στρατιωτική Αρχή διά της επιρροής του παρά τοις ζηλοτύπως προς αυτόν διακειμένοις οπλαρχηγοίς. Ανεκλήθη δε εγγράφως παρά της βουλής και ο Υψηλάντης, και διετάχθη και ο Οδυσσεύς να εμφανισθή ενώπιον της κυβερνήσεως, και απολογηθή περί ων κατηγορείτο. Επί σκοπώ δε να ενεργηθή ευτυχώς η μεταβίβασις της χιλιαρχίας του Οδυσσέως εις τον Παλάσκαν, εκρίθη εύλογον να φυλαχθή η περί αυτής διαταγή μυστική· αλλ' ανεκαλύφθη μόλις υπεγράφη, και εν αγνοία και της κυβερνήσεως και των αποστελλομένων ανηγγέλθη το περιεχόμενον αυτής προς τον Οδυσσέα πριν μεταβώσιν ούτοι εις την Ανατολικήν Ελλάδα· ανηγγέλθη δε προς τον Οδυσσέα και ό,τι δεν ήτον αληθές, δηλαδή, ότι η κυβέρνησις διέταξε τους αποστελλομένους να τον φονεύσωσιν. Υπό τοιαύτας εντυπώσεις έμελλε να δεχθή τον Νούτσον και τον Παλάσκαν ο Οδυσσεύς, άνθρωπος ανατραφείς εν τη μιαρά αυλή των Ιωαννίνων, όπου ευδοκίμει και ετιμάτο μόνη η κακουργία, και όπου εθεωρείτο πολιτικόν και όσιον η επί απλή υποψία ανθρωποκτονία. Οι αποστελλόμενοι ανεχώρησαν εκ Κορίνθου την 14, και επορεύθησαν εις Βελίτσαν, όπου διέτριβε τότε ο Υψηλάντης, προς ον ενεχείρισαν τα ανακλητήριά του. Εκείναις ταις ημέραις το μεν γενικόν στρατόπεδον της Ανατολικής Ελλάδος διέμενεν εν Πατρατσικίω, οι δε υπό τον Οδυσσέα εν Δρακοσπηλιά. Οι απεσταλμένοι έκριναν εύλογον να υπάγωσιν εις το γενικόν στρατόπεδον, και παραλαβόντες τους εκεί οπλαρχηγούς και ικανήν δύναμιν, διότι ιδίαν συνοδίαν είχαν μόνον 50 στρατιώτας, ν' απέλθωσιν εις Δρακοσπηλιάν προς ανάγνωσιν των διαταγών της κυβερνήσεως εις επήκοον όλων περί της από της στρατιωτικής Αρχής παύσεως του Οδυσσέως, και της εις την καθέδραν της κυβερνήσεως μεταπέμψεώς του· αλλά τινές των φίλων των τους απέτρεψαν λέγοντες, ότι περιττόν ήτο να ενεργήσωσιν όσα διετάχθησαν τόσω προφυλακτικώς, διότι όλον το υπό τον Οδυσσέα στρατιωτικόν ήτον εις άκρον κατ' εκείνου ηγανακτισμένον και έτοιμον να τον παραδώση. Υπό τοιαύτας ελπίδας αναχωρήσαντες ο Νούτσος και ο Παλάσκας έφθασαν περί την μεσημβρίαν της 24 πλησίον του Δαδίου, και μαθόντες ότι εν αυτώ ήτον ο Οδυσσεύς δεν εισήλθαν, αλλ' εμεσήμβρισαν εκτός χωρίς να έλθωσιν εις λόγους μετ' αυτού. Ο Οδυσσεύς, ειδώς την αποστολήν των, ήρχετο να προλάβη διά του φόνου αυτών όσα επίστευεν ότι εμελέτων να πράξωσιν ούτοι κατ' αυτού· είχε δε 50 ακολούθους αφήσας τους λοιπούς υπέρ τους 1000 εν Δρακοσπηλιά. Ο Νούτσος και ο Παλάσκας, μαθόντες ότι ο Οδυσσεύς ήτο μακράν του στρατοπέδου του και μη υποπτεύοντες ότι ήξευρε τα της αποστολής των και επίστευε και όσα δεν ήσαν αληθινά, ακούσαντες δε και ότι υπήγαινεν εις Βελίτσαν προς έντευξιν του Υψηλάντου, εθεώρησαν αρμοδίαν την περίστασιν να πορευθώσιν απόντος αυτού εις το εν Δρακοσπηλιά στρατόπεδον, υπολαμβάνοντές το, εξ όσων ήκουσαν, πρόθυμον να εκτελέση ας έφεραν διαταγάς. Επί τω σκοπώ τούτω ήλλαξαν πορείαν, εξενύκτισαν εν Γλουνίτσα, και την επαύριον, ήγουν την 25, ώδευαν προς την Δρακοσπηλιάν. Ο Οδυσσεύς καραδοκών τα βήματά των εστράφη, και ήρχετο αφανής κατόπιν των. Εν ώ δε ο Νούτσος και ο Παλάσκας επορεύοντο προς την Δρακοσπηλιάν, ηκούσθη απροσδόκητος τουφεκισμός όπισθεν, μετά ταύτα δε και έμπροσθεν· και οι μεν τουφεκίσαντες όπισθεν ήσαν οι περί τον Οδυσσέα, οι δε έμπροσθεν οι του στρατοπέδου αυτού· διότι αναχωρών εκείθεν παρήγγειλε να τουφεκίσωσιν όταν ακούσωσιν αυτόν τουφεκίζοντα. Ο Νούτσος και ο Παλάσκας, νοήσαντες τότε ότι ο Οδυσσεύς εγνώριζε τα της αποστολής των, και ότι περιεπλέχθησαν και εκινδύνευαν, αλλά μη δυνάμενοι εξ αιτίας της θέσεως εις ην ευρίσκοντο ν' αλλάξωσι πορείαν, επροχώρησαν και μη θέλοντες προς το στρατόπεδον πάντοτε τουφεκιζόμενοι, και κατέφυγαν εις την έμπροσθεν των τυχούσαν ξυλόστεγον εκκλησίαν του αγίου Γεωργίου, όπου και εκλείσθησαν· συνεκλείσθησαν δε και έξ σύντροφοι· οι δε άλλοι φοβηθέντες διεσκορπίσθησαν. Τότε οι υπό τον Οδυσσέα, κυκλώσαντες την εκκλησίαν, ετουφέκιζαν τους εν αυτή πανταχόθεν και έκαυσαν την στέγην και την θύραν αυτής. Παρών δε ο Οδυσσεύς τοις έλεγε να παραδοθώσι και τους εβεβαίονεν ότι δεν τους εκακοποίει. Ο Νούτσος δεν υπώπτευε τον Οδυσσέα πεποιθώς επί τας παλαιάς προς αυτόν σχέσεις του, και τας άλλοτε ευεργεσίας του· και συναινέσει του Παλάσκα εξήλθε πρώτος της εκκλησίας μετά του ψυχοϋιού του ελπίζων να σώση διά της μεσιτείας του και τον Παλάσκαν, ον ηχθρεύετο ο Οδυσσεύς ως ερχόμενον να λάβη την Αρχήν του. Ο Οδυσσεύς υπεδέχθη ευμενώς τον Νούτσον εν τη καλύβη του, τον εθάρρυνε, και δι' αυτού εθάρρυνε και τον Παλάσκαν να παραδοθή. Έβαλαν δε και οι έξωθεν εν καδίσκω πυρίτιδα επί σκοπώ να τον καταβιβάσωσιν άνωθεν της κεκαυμένης στέγης, και να καύσωσι τοιουτοτρόπως τους εν τη εκκλησία, αν δεν παρεδίδοντο. Οι έγκλειστοι παρεδόθησαν· ο δε Παλάσκας υπήγεν εις την καλύβην του Οδυσσέως όπου ήτο και ο Νούτσος. Τότε ο Οδυσσεύς διέταξε και ανεγνώσθησαν εις επήκοον όλων των στρατιωτών αι κατ' αυτού διαταγαί, ων ήσαν κομισταί και εκτελεσταί ο Νούτσος και ο Παλάσκας· μετά δε την ανάγνωσιν ερεθίζων τους στρατιώτας είπεν, ότι ο μεν Νούτσος εστέλλετο ως βασιλεύς, ο δε Παλάσκας ως αρχιστράτηγος, ότι αυτός αδιαφόρει και διά την βασιλείαν του ενός και διά την αρχιστρατηγίαν του άλλου, διότι η επιθυμία του ήτο, καθώς και το έδειξε διά της παραιτήσεώς του, να επανέλθη εις Ιθάκην υπό ξένον κράτος, και να ζήση, αφανής και ήσυχος εν τοις κόλποις της οικογενείας του, αλλ' εις αυτούς απέκειτο να συλλογισθώσιν, αν ήτον έντιμον και ωφέλιμον, συντρίψαντες τον τουρκικόν ζυγόν, να δεχθώσιν άλλον· παρατηρήσας δε ότι οι στρατιώται υπερηρεθίσθησαν επί τοις λόγοις τούτοις, ηγέρθη και τους ηρώτησε μεγαλοφώνως «α υ τ ο ύ ς - θ έ λ ε τ ε - ή – ε μ έ;» «ε σ έ - θ έ λ ο μ ε ν - ε σ έ», εφώναξαν όλοι· «τ ι μ ω ρ ή σ α τ ε - λ ο ι π ό ν - τ ο υ ς - ε χ θ ρ ο ύ ς - σ α ς - κ α ι - ε χ θ ρ ο ύ ς - μ ο υ», επανέλαβε, και ανεχώρησεν εκ της καλύβης. Τότε οι στρατιώται απήγαγαν τον Νούτσον και τον Παλάσκαν όχι μακράν της καλύβης και τους εφόνευσαν περί το δειλινόν της αυτής ημέρας (25 μαΐου). Η μιαιοφονία αύτη, τρομερά αύτη καθ' εαυτήν, εφάνη τρομερωτέρα διά την δημόσιον αποστολήν των φονευθέντων και εφαίνετο προμηνύουσα άλλους φόνους κατά διαταγήν του Οδυσσέως διά τας επικρατούσας διχονοίας· διά τούτο φόβος μέγας κατέλαβεν όλους τους αντιπάλους αυτού τηδε κακείσε διασκορπισθέντας και άσυλον ζητούντας. Ο δε επανερχόμενος εις Πελοπόννησον Υψηλάντης εξ αιτίας της ανακλήσεώς του, έμαθε το κατά την 25 συμβάν εν Διστόμω. Εκεί ευρίσκοντο σημαντικαί οικογένειαι της Λεβαδείας, αίτινες καταφοβηθείσαι έδραμαν εις το παραθαλάσσιον και εμβήκαν εις τα πλοία· έλαβαν δε εν τη προς σωτηρίαν φυγή των πάσαν ειλικρινή συνδρομήν παρά του Υψηλάντου. Άφαντοι έγειναν και οι ευρεθέντες προς τα μέρη εκείνα Αρειοπαγίται.
Ο δε Άρειος πάγος, μαθών τα γενόμενα, έγραψε την 31 και έστειλε και έν των μελών του προς την κυβέρνησιν εις υποστήριξιν των εξής προτάσεων· α'. να διατάξη η κυβέρνησις τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Ελλάδος να συλλάβωσι και στείλωσι τον Οδυσσέα εις αυτήν προς ανακάλυψιν συνωμοσίας αυτού και του Υψηλάντου· επρόσθετε δε ότι, καθ' ας είχε πληροφορίας, οι οπλαρχηγοί όλοι εκείνου του μέρους, αγανακτήσαντες διά το ανοσιούργημα, έτοιμοι ήσαν να εκδικήσωσι διά της τιμωρίας του ανοσιουργήσαντος Οδυσσέως την τιμήν της κυβερνήσεως και ν' ασφαλίσωσι το συμφέρον της πατρίδος· β'. να μετατεθή ο Νικήτας εις την Δυτικήν Ελλάδα ή εις την Πελοπόννησον, ή να διαταχθή αυστηρώς να συμφωνήση μετά των άλλων οπλαρχηγών της Ανατολικής Ελλάδος και να παύση υπερασπίζων φανερά τον Οδυσσέα· γ'. να παραλάβη ο Γκούρας το επαρχιακόν στράτευμα της Λεβαδείας· δ'. να μεταβή ο πρόεδρος του νομοτελεστικού από της Δυτικής Ελλάδος εις την Ανατολικήν διά το κατεπείγον της περιστάσεως.
Η κυβέρνησις, η κατ' εκείνας τας ημέρας εις το Άργος μεταβάσα επί λόγω μεν υγείας διά το νοσώδες της Κορίνθου, επί σκοπώ δε ασφαλείας διά την επαπειλουμένην από της στερεάς Ελλάδος εις Πελοπόννησον εχθρικήν εισβολήν και διά την εγγίζουσαν πτώσιν του Ναυπλίου, ιδούσα πόσον εξυβρίσθη επί τη μιαιοφονία ταύτη, ωργίσθη εις άκρον, και την 3 Ιουνίου εξέδωκε διάταγμα δι' ου εκάθηρε τον Οδυσσέα ως εξυβρίσαντα την κυβέρνησιν, καταπατήσαντα τους νόμους και βάψαντα τας χείρας του εις αθώον αίμα· τον εκήρυξε δε και άξιον θανάτου, και επεκήρυξε και γρόσια 5000. Μη αρκεσθείσα δε εις ταύτα, διέταξε την υστεραίαν τους εγχωρίους της επαρχίας Λεβαδείας, εξ ών συνίστατο κυρίως το στρατόπεδον του Οδυσσέως, να τον συλλάβωσι ζώντα ή να τον θανατώσωσιν· έβαλε δε υπό αυστηράς ποινάς και τους μη εγκαταλείποντας αυτόν και εθεώρησε συνενόχους και της αυτής ποινής αξίους και όλους τους συγγενείς των. Την αυτήν ημέραν ο επίσκοπος Ανδρούσης, Ιωσήφ, υπουργός των εκκλησιαστικών, έρριψε κατά της κεφαλής του Οδυσσέως και των υπ' αυτόν, αν δεν τον εγκατέλειπαν, τους κεραυνούς του αφορισμού και τους εξεκκλησίασεν· αλλ' ουδείς εκινήθη κατά του Οδυσσέως· και οι πρόθυμοι να προκαλέσωσι διά του Αρείου πάγου και κατ' ευθείαν τας αυστηράς διαταγάς της κυβερνήσεως κατ' αυτού οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδος δεν εφάνησαν πρόθυμοι και να τας εκτελέσωσιν· ο δε Οδυσσεύς μαινόμενος και φοβούμενος κατέφυγεν εις το επί του Παρνασσού σπήλαιον (α), το Κωρύκιον, το πλησίον του Πατρατσικίου στρατόπεδον διελύθη, αναρχία και αταξία επήλθαν παντού, και ουδεμία προφυλάξις υπήρχεν εν ώ επέκειτο η εισβολή του εχθρού· επέφερε δε ταύτα πάντα η άκαιρος η απολίτευτος και η υπέρμετρος αυστηρότης του Αρείου πάγου καθ' ενός των σημαντικωτέρων οπλαρχηγών του μέρους εκείνου υπαγορευθείσα υπό θερμού μάλλον ή έμφρονος πατριωτισμού.
Πριν αποστρέψωμεν το πρόσωπον από της λυπηράς σκηνής της Δρακοσπηλιάς, οφείλομεν να στηλιτεύσωμεν ως ψευδή και ανυπόστατον την διαδοθείσαν τότε φήμην της ενοχής του Υψηλάντου εις τον άδικον φόνον του Νούτσου και του Παλάσκα· ο Υψηλάντης επεθύμει αναμφιβόλως την ανατροπήν των καθεστώτων και την είσαξιν του συστήματός του, ό εστι της προσωπικής Αρχής του· και έχοντες υπ' όψιν την μετά την εγκατάστασιν εθνικής κυβερνήσεως ανέγερσιν της σημαίας και του φοίνικός του καθ' ην ημέραν εξήρχετο του ισθμού, δεν αμφιβάλλομεν ότι αι προς τον Οδυσσέα και άλλους σχέσεις του απέβλεπαν και προς τον σκοπόν τούτον αλλ' επίσης δεν αμφιβάλλομεν, ότι ουδαμώς ενείχετο εις την μιαράν πράξιν της Δρακοσπηλιάς· αποχρώσα δε απόδειξις της αθωότητός του είναι η πανθομολόγητος τιμιότης του.
1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ'.
&Παράδοσις της ακροπόλεως Αθηνών.&
ΕΡΡΕΘΗ ήδη, ότι, αναχωρήσαντος εξ Αθηνών του Βρυώνη, οι Έλληνες εκυρίευσαν την πόλιν και επολιόρκουν εκ δευτέρου την ακρόπολιν. Αλλά, πριν αναχωρήση, οι εντόπιοι Τούρκοι εισεκόμισαν πολλάς τροφάς εις την ακρόπολιν, ώστε δεν εφοβούντο να πεινάσωσιν ειμή μετά μακράν πολιορκίαν· πηγήν όμως νερού δεν είχαν· ήσαν πολλαί δεξαμεναί, αλλά δύο μόνον ήσαν αι εύχρηστοι· και επειδή τότε ήτο χειμών, μηδ' αυτάς εφρόντισαν να γεμίσωσιν απεδεχόμενοι το βροχερόν νερόν. Εντός του παρατειχίσματος της ακροπόλεως (Σερπεντσέ) ήσαν, ως είπαμεν, τρία πηγάδια, εξ ών μόνον το έν είχε νερόν πόσιμον. Το παρατείχισμα τούτο απεφάσισαν οι Έλληνες να κυριεύσωσι, αν και το επιχείρημα ήτο λίαν επικίνδυνον εξ αιτίας των φυλασσόντων αυτό Αλβανών και της υπό την βολήν των υπεράνω αυτού θέσεώς του. Την 13 νοεμβρίου ανέβησαν όρθρου βαθέως οι Έλληνες το παρατείχισμα, επόρθησαν τον έσω τεκέν, επάτησαν το καφενείον και εγένοντο κύριοι όλου του παρατειχίσματος, όπου ηύραν τρόφιμα και άλλα είδη· 40 Έλληνες εφονεύθησαν και επληγώθησαν· επληγώθη και ο οπλαρχηγός Δημήτρης Λέκκας· διεκρίθη δε επ' ανδραγαθία ο Σαλαμίνιος Γεώργης Γλύτσης· πληγωθείς ούτος βαρέως και αποθνήσκων ηρώτησεν «εμβήκαμεν;» ακούσας δε ό,τι επεθύμει, εξεψύχησε φαιδρός· εφονεύθησαν και 15 Τούρκοι· οι δε λοιποί φύλακες του παρατειχίσματος, οι μη παθόντες, ως 30, εκρύβησαν εν τοις υπό την ακρόπολιν σπηλαίοις. Ημέρας δε γενομένης, ιδόντες αυτούς οι εν τη πόλει εκρέμασαν επίμηκες κιβώτιον, άνωθεν ασκεπές και όλον έσωθεν βαθύστρωτον, και εν αυτώ κατακλινομένους τους ανεβίβασαν όλους ένα προς ένα τουφεκιζομένους κάτωθεν αλλά μη βλαπτομένους. Ενθουσιώντες οι Έλληνες ώρμησαν την αυτήν ημέραν και εις αυτήν την ακρόπολιν, εκυρίευσαν την πρώτην και δευτέραν πύλην και εισέδυσαν εις το εντός αυτής κτίριον, το κοινώς μεχτέπι. Διά της κυριεύσεως του παρατειχίσματος εστέρησαν οι Έλληνες τους εχθρούς του νερού των πηγαδίων επί σκοπώ δε να αποκαταστήσωσι τα πηγάδια ταύτα άχρηστα, και αν απεδιώκοντο, ενέρριψαν τα πτώματα των φονευθέντων Τούρκων, ώστε, αν επεκράτει ανομβρία, θα παρεδίδοντο οι εν τη ακροπόλει δι' έλλειψιν νερού. Ησθάνοντο εκάτειοι πόσον αναγκαία ήτον η κατοχή του παρατειχίσματος και ηγωνίζοντο οι μεν ν' αποδιώξωσι τους κατόχους ρίπτοντες βόμβας επί τον θολοσκέπαστον τεκέ, υφ' ον εστεγάζοντο, οι δε να υποστηρίζωσιν εσωτερικώς τον θόλον. Οι Έλληνες έστησαν συγχρόνως επί του λόφου του Αρείου πάγου και έν κανόνι 11 λιτρών,
[Δεκέμβριος] και την 3 δεκεμβρίου ευρόντες υπόγειον οπήν προς τα αριστερά των προπυλαίων επειράθησαν να παρεισδύσωσιν αλλά διά την ενδότερον σωρείαν λίθων και χωμάτων ωπισθοδρόμησαν. Μετά δύο δε ημέρας πειραθέντες να κυριεύσωσι και την τρίτην πύλην της ακροπόλεως, την έκαυσαν εν μέρει, ούσαν σιδηροσκεπή, αλλ', επισωρευθέντων όπισθεν αυτής χωμάτων, δεν την ανέτρεψαν και απεμακρύνθησαν φονεύσαντες τέσσαρας και πληγώσαντες πέντε (α). Ουδ' οι Τούρκοι εφάνησαν ευτυχέστεροι εξορμήσαντες την 16, και επανήλθαν φονεύσαντες δύο. Απελπισθέντες δε οι Έλληνες να κυριεύσωσιν εξ εφόδου το φρούριον, περιωρίσθησαν την εξής διμηνίαν εις διατήρησιν στενής πολιορκίας, καθ' ην ουδ' οι Τούρκοι επεχείρησαν έξοδον. Κανονίαι και τουφεκίαι έπιπταν εκ διαλειμμάτων, αλλά πάντοτε σχεδόν αβλαβείς, και οι Έλληνες τόσον εθαρρύνθησαν ώστε επεσκεύασαν τας εν τη πόλει οικίας και επανέφεραν τας γυναίκας και τα τέκνα των. Περί δε τα τέλη φεβρουαρίου υπώπτευσαν εξ όσων εφημίζοντο εχθρικήν εισβολήν, και εφοβήθησαν μη διά της μακράς παρατάσεως της πολιορκίας ματαιωθώσι και δεύτερον οι αγώνες των· διά τούτο εζήτησαν παρά της κυβερνήσεως και έλαβαν 2 βομβοβόλους και 200 βόμβας. Αι βομβοβόλοι ετέθησαν επί του λόφου του Αρείου πάγου 300 οργυιάς μακράν της ακροπόλεως υπό την διεύθυνσιν του Βουτιέρου, αρξαμένου την τελευταίαν ημέραν του φεβρουαρίου να βομβοβολή αυτήν αλλ' αβλαβώς. Συνήλθαν δε και στρατιώται ικανοί πολλαχόθεν, Αιγινήται, Σαλαμίνιοι, Κεφαλλήνες και 30 φιλέλληνες· ήλθε συγχρόνως και ο υπονομοποιός Κώστας Χορμόβας, όστις ήρχισε να υπονομεύη προς την τρίτην πύλην,
[Απρίλιος] και το πρωί της 18 απριλίου, ό εστι μετά 33 ημερών μόχθους, άναψε την υπόνομον, δι' ης έρριψε κάτω μέρος του προς την πύλην τείχους και εφόνευσε 10 Τούρκους φρουρούντας το μέρος εκείνο. Καθ' ην δε στιγμήν άναψεν η υπόνομος, ώρμησαν Έλληνες και φιλέλληνες, αλλ' απεκρούσθησαν. 4 Έλληνες, ο φιλέλλην Σκαλεμβέργης και 8 Τούρκοι εφονεύθησαν, και 12 Έλληνες και 3 φιλέλληνες επληγώθησαν. Ήρχισε δε ο υπονομοποιός ν' ανοίγη την 22 άλλην υπόνομον.
[Ιούνιος] Αρχομένου δε του Ιουνίου διόλου σχεδόν εξέλειψε το εν ταις δεξαμεναίς της ακροπόλεως νερόν· εταλαιπώρει δε τους πολιορκουμένους όχι ολίγον και η συνήθως επιπολάζουσα επί των πολιορκιών επιδημία· ουδ' η έξωθεν ετοιμαζομένη τουρκική εισβολή τοις ήτο καν γνωστή εις εμψύχωσίν των. Δι' όλα ταύτα, και μάλιστα διά την επί πολλούς μήνας επικρατούσαν εν Αθήναις ανομβρίαν, ην υπέλαβαν οι Τούρκοι θεομηνίαν, διότι έβλεπαν πίπτουσαν εκτός της πόλεως την βροχήν, δύο εξ αυτών ανέβησαν επί των επάλξεων (2 ιουνίου) και επρόβαλαν συνθήκας υπό την εγγύησιν των προξένων. Οι πρόξενοι δεν ανεδέχθησαν την ευθύνην· υπεσχέθησαν όμως να καταβάλωσι πάσαν δυνατήν φροντίδα εις διατήρησιν της συνθήκης. Διέτριβαν πρό τινων ημερών εν Αθήναις ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης και ο Αλέξανδρος Αξιώτης, ως αντιπρόσωποι ο μεν πρώτος της κυβερνήσεως ο δε άλλος του Αρείου πάγου, εις παραλαβήν του κινδυνεύοντος φρουρίου και καταγραφήν των εν αυτώ πραγμάτων. Η παρουσία τούτων εθάρρυνε τους δικαίως φοβουμένους την παρασπόνδησιν Τούρκους· τους εθάρρυνε και όρκος δοθείς παρά των ισχυόντων Ελλήνων επί του Ευαγγελίου ενώπιον του μητροπολίτου· και ούτως υπεγράφη συνθήκη την 9 εν τω αυστριακώ προξενείω και κατά ρητήν αίτησιν των Τούρκων ενώπιον των προξένων, αλλ' όχι και υπό την εγγύησίν των. Οι όροι δε της συνθήκης ήσαν η παραδόσις του φρουρίου και παντός όπλου δημοσίου ή ιδιαιτέρου, η ασφάλεια της ζωής και της τιμής των Τούρκων, η άδεια να κατοικήσωσιν εν τη πόλει ή να διαβιβασθώσιν εις Ασίαν υπό ουδετέραν σημαίαν ανεξόδως, η μεταξύ αυτών και των Ελλήνων ισομοιρία παντός αργυρού, χρυσού και πολυτίμου είδους, η τελεία απόδοσις πάσης περιουσίας ελληνικής, και η μεταβίβασις πάσης ακινήτου τουρκικής εις την κυριότητα της ελληνικής κυβερνήσεως (β). Γενομένης δε της συνθήκης, ανέβησαν εις το φρούριον την επαύριον, α' ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου, οι πρόκριτοι του τόπου και το στράτευμα υπό τον Παναγήν Χτενάν, προπορευομένου του μητροπολίτου· εξήλθαν εις προϋπάντησιν οι έγκλειστοι Τούρκοι, και παραδώσαντος του φρουράρχου τας κλεις και ειπόντος «α ύ τ η - ή τ ο ν - η – θ έ λ η σ ι ς - τ ο υ - Υ ψ ί σ τ ο υ » κατέβησαν όλοι αυθήμερον εις την πόλιν, όπου τοις εδόθησαν κατοικίαι· ήσαν δε ψυχαί 1160, εξ ών το έκτον μόλις ικανόν να φέρη όπλα· όλοι δε εξ αιτίας της κακουχίας έπασχαν, και 60 εντός ολίγων ημερών απέθαναν. Οι Έλληνες ύψωσαν επί του φρουρίου την σημαίαν των υπό τον κρότον των κανονίων αλλά την πάνδημον ταύτην χαράν συνεσκίασεν ευθύς λύπη, διότι εν μέσω του κανονοβολισμού επυρσοκρότησεν απροσδοκήτως έν κανόνι και ετίναξε τον εφιστάμενον αγαθόν πολίτην και γενναίον πολεμιστήν Παναγήν Χτενάν τον και φρούραρχον έξωθεν του φρουρίου.
Γενναίοι, ακάματοι, και καρτερικοί εφάνησαν οι Αθηναίοι Χριστιανοί καθ' όλον το διάστημα της πολιορκίας· διακόσιοι περίπου απέθαναν εξ αυτών εν τω διαστήματι τούτω· μεγάλη εφάνη και η καρτερία των Τούρκων κακουχουμένων και διψώντων εν καιρώ των θερινών καυμάτων· αλλ', αποφυγόντες ούτοι την αγωνίαν της δίψας, έπεσαν εις την μάχαιραν της απιστίας. Δεν έγεινε κατά δυστυχίαν εν καιρώ φροντίς ίνα ευρεθώσιν εν Πειραιεί επί της παραδόσεως τα αναγκαία εις μεταβίβασιν πλοία· εν τω μεταξύ δε τούτω, διασπαρείσης φήμης εχθρικής εισβολής, μέγας φόβος διεχύθη εις την πόλιν. Η κυβέρνησις υποπτεύσασα ό,τι μετ' ολίγον συνέβη, διέταξε και εναυλώθησαν την 25 δύο πλοία υπό ευρωπαϊκάς σημαίας ευρεθέντα εν Πειραιεί εις διαβίβασιν των παραδοθέντων· τα πλοία ταύτα θα τους παρελάμβαναν την 29· αλλ' εν τω μεταξύ τούτω επαναλαμβανόμεναι αι κακαί ειδήσεις της εισβολής των εχθρών και της εις Θήβας και Αθήνας επιστρατείας αυτών, ηύξησαν τόσον τον φόβον των Αθηναίων, ώστε κατέφυγαν εκ δευτέρου αι γυναίκες και τα παιδία των εις Σαλαμίνα· οι δε εν τη πόλει οπλοφόροι, εν οις και πάμπολλοι των καταστραφέντων τόπων, διψώντες εκδίκησιν διά τα προ ολίγου μεγάλα παθήματά των και εξαγριωθέντες ενώπιον νέων κινδύνων, ήραν αξιοκατακρίτως την 28, εν μέσω του θορύβου, της φυγής, της αναρχίας, και του επικρατούντος φόβου, μιαιφόνον χείρα επί τους υποσπόνδους Τούρκους παρά γνώμην των εφόρων και λοιπών προκρίτων της πόλεως. Τετρακόσιοι εφονεύθησαν, οι δε λοιποί κατέφυγαν εις τα προξενεία, όπου ηύραν υπεράσπισιν. Την δε 3 Ιουλίου εισέπλευσαν καλή τύχη εις Πειραιά δύο βασιλικά γαλλικά πλοία, έτρεξαν οι πλοίαρχοι εις αντίληψιν των αδίκως πασχόντων, τους επροστάτευσαν διά λόγων, δι' απειλών, και δι' επιδείξεως όπλων, και συνώδευσαν ασφαλώς επί των πλοίων 325 εξ αυτών και τους μετεκόμισαν εις Σμύρνην· έμειναν δε οι λοιποί εν τοις προξενείοις, και απεστάλησαν μετά ταύτα και άλλοι αυτών δι' ευρωπαϊκών πλοίων και εκ διαλειμμάτων εις τα παράλια της μικράς Ασίας ασφαλώς· ώστε όλοι οι εκ των παραδοθέντων μετακομισθέντες εκτός της Ελλάδος ήσαν 550· όσοι δε ούτε εφονεύθησαν ούτε μετεκομίσθησαν, οι μεν απέθαναν εξ αιτίας του επί της πολιορκίας επιδημικού μολυσμού, οι δε μείναντες εκουσίως εν Ελλάδι διεσπάρησαν τήδε κακείσε κακήν κακώς.
1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΔ'.
&Έξοδος των προκρίτων της Πελοποννήσου εις τας επαρχίας επί στρατολογία — Σύστασις βουλευτικής επιτροπής. — Βάπτισις Μωαμεθανών. — Σύμβασις περί παραδόσεως Ναυπλίου — Ιδιαιτέρα και μυστική αίτησις αγγλικής προστασίας υπέρ της Πελοποννήσου — Λύσις πολιορκίας Πατρών.&
Η πάντοτε αναγκαία εκστρατεία των Πελοποννησίων εις την στερεάν Ελλάδα έγεινεν αναγκαιοτάτη μετά τα επί τη καταδιώξει του Οδυσσέως, διότι ταύτα επέφεραν την διάλυσιν των στρατευμάτων και αταξίαν και αναρχίαν κατά τα μέρη εκείνα. Επειδή δε αι περί τούτου αλλεπάλληλοι της κυβερνήσεως διαταγαί προς τας επαρχίας της Πελοποννήσου δεν εισηκούοντο, εκρίθη εύλογον να ενεργηθώσιν αι κατ' επαρχίαν στρατολογίαι, διά των εν αυταίς εχόντων επιρροήν·
[Ιούνιος] και επειδή οι πλείστοι αντεπροσώπευαν τας επαρχίας των παρά τη κυβερνήσει ως μέλη της βουλής, εξεδόθη την 5 ιουνίου ψήφισμα, προεδρεύοντος του Υψηλάντου φθάσαντος εις Άργος την 1 και μετά δύο ημέρας αναλαβόντος τα της βουλευτικής του υπηρεσίας, λέγον, ότι εξ εκείνης της ημέρας επιτροπή εκ μελών της βουλής όχι ποτέ ολιγωτέρων των πέντε, επί μόνη δε θέσει νόμου δώδεκα, επείχε τόπον όλης της βουλής, και ότι αι αποφάσεις της είχαν όλην την ισχύν και το κύρος· ωρίσθη και η διάρκειά της μέχρι της επανόδου των δύο τρίτων των μελών της βουλής. Το σχέδιον δε ήτο να στρατολογήσωσι καθ' όλην την Πελοπόννησον αναλόγως 17,600, εξ ών να εκστρατεύσωσιν εις μεν την Δυτικήν Ελλάδα 6100, εις δε την Ανατολικήν 6350, και να μείνωσιν εν ταις πολιορκίαις των μεν Πατρών 3300, της δε Κορώνης 600, και της Μοθώνης 1000, εις φρούρησιν δε του Νεοκάστρου 150. Αφ' ού δε κατεστρώθη ο κατάλογος της στρατολογίας ανεχώρησαν οι εν Άργει πρόκριτοι την 8, συνανεχώρησε δε και ο αντιπρόεδρος της βουλής Χαραλάμπης, ον αντικατέστησεν ο Βασίλης Μπουτούρης.
Η ομόνοια μεταξύ της βουλής και του νομοτελεστικού ήτον η ισχύς της κυβερνήσεως κατά τας δεινάς εκείνας περιστάσεις, καθ' ας αύτη μεν εστερείτο παντός χρηματικού πόρου, η δε γερουσία της Πελοποννήσου έδιδε το σκανδαλώδες παράδειγμα φανεράς παρακοής εις τας διαταγάς αυτής. Αλλ' η ομόνοια αύτη έπαθε μετά την επάνοδον του Υψηλάντου, διότι, υποβλέπον αυτόν το νομοτελεστικόν δι' όσα συνέβησαν εν τη Ανατολική Ελλάδι επί της εκστρατείας του, δεν εκοινοποίει τη βουλή τα σχέδιά του ως πρότερον, όχι διότι εφοβείτο την επιρροήν αυτού, αλλά διότι δεν ήθελε να γνωρίζη εκείνος όσα εσχεδιάζοντο, και ενήργει έκτοτε πολλάκις εν αγνοία της βουλής. Η δε βουλή, συνειθισμένη να γνωρίζη τα πάντα και να σκέπτεται περί πάντων, δυσηρεστείτο διά το νεοφανές δείγμα της προς αυτήν ολίγης του νομοτελεστικού πίστεως.
Πρό τινων δε ημερών ανεφύη το εξής θρησκευτικόν ζήτημα.
Πολλοί Έλληνες ζήλω θρησκευτικώ κινούμενοι εβάπτιζαν εξ αρχής της επαναστάσεως πολλούς των αιχμαλώτων θέλοντας και μη θέλοντας. Η κυβέρνησις και η γερουσία της Πελοποννήσου, αφ' ού εσυστήθησαν, απηγόρευσαν την βάπτισιν ως έργον όχι προαιρέσεως αλλ' ανάγκης. Μετ' ολίγον η γερουσία ηθέλησε να την επιτρέψη ως έργον φιλανθρωπίας, διότι εν μέσω τόσων αιματοχυσιών, ας πας συνετός Έλλην απεστρέφετο, εθεώρησε τον τρόπον τούτον ως τον μόνον συντελεστικόν εις το να καταστήση τους Έλληνας φιλανθρωποτέρους προς τους διά της θείας βαπτίσεως αναγεννομένους Μωαμεθανούς. Επί τω σκοπώ τούτω επρότεινε προς την κυβέρνησιν αρχομένου του μαΐου να διατάξη διά του επί των εκκλησιαστικών υπουργείου τους αρχιερείς και ιερείς να βαπτίζωσι τους θέλοντας, προηγουμένης της απαιτουμένης κατηχήσεως. Ο τότε επί των εκκλησιαστικών υπουργός, επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, φιλάνθρωπος ως καί τις άλλος, απεδέχθη μεν τους λόγους δι' ους έγεινεν η πρότασις, αλλά μη εγκρίνων να προσφέρεται τοιουτοτρόπως η βάπτισις, εγνωμοδότησε να βαπτίζωνται μόνον οι εντός του δωδεκάτου έτους άρρενες, αλλά και ούτοι συναινέσει των γονέων· να βαπτίζωνται δε και αι νέαι γυναίκες όσαι προηρούντο. Αλλά το βουλευτικόν, προς ο εκοινοποιήθη η γνώμη του υπουργού, επρόβαλε να δέχεται η του Χριστού εκκλησία άπαντας τους μετά πίστεως και εκουσίως προσερχομένους άνδρας και γυναίκας πάσης ηλικίας, αφ' ού κατηχούντο, ως αν ήτον η πίστις επί των άκρων των χειλέων. Βέβαιον είναι ότι η βάπτισις εζητείτο παρά των Μωαμεθανών εις αποφυγήν των δεινών και όχι κατά συνείδησιν· δεν έπρεπε δε μήτε διά πολιτικούς λόγους να γίνωνται δεκτοί οι τοιούτοι ως έτυχε· διότι, όντες κρυφίως θανάσιμοι εχθροί και της πίστεως και της ελευθερίας των Ελλήνων, εδύναντο, εισχωρούντες εις την πολιτικήν ή στρατιωτικήν υπηρεσίαν του κράτους διά του καθ' υπόκρισιν Χριστιανισμού, να γενώσιν επικίνδυνοι· παράδειγμα πρόσφατον είχαν οι Έλληνες το προ ολίγου συμβάν εν Λεβαδεία, όπου πολλοί αιχμάλωτοι εβαπτίσθησαν· αλλ' αφ' ού εισέβαλαν εις την πόλιν εκείνην οι υπό τον Μεχμέτπασαν και τον Βρυώνην απέπτυσαν το βάπτισμα και εμάνησαν κατά των Χριστιανών έτι μάλλον ως βιασθέντες εξ όσων έπασχαν να εξομόσωσιν. Αι παρατηρήσεις του νομοτελεστικού, συνεταί και ως χριστιανικαί και ως πολιτικαί, υπερίσχυσαν μετά ικανήν λογομαχίαν αυτού και του βουλευτικού, και ενεκρίθη και εκανονίσθη ν' αναγεννώνται διά της θείας κολυμβήθρας μόνον οι εντός του δωδεκάτου έτους προσερχόμενοι άρρενες, αι δε γυναίκες πάσης ηλικίας, αλλ' ουδείς μη συναινούντων των γονέων.
Οι δε πολιορκούμενοι Τούρκοι του Ναυπλίου, στενοχωρούμενοι εις άκρον δι' έλλειψιν τροφής, απεφάσισαν να παραδοθώσι· συνήργησεν εις τούτο καί τις Οθωμανός Ισούφ - τσαούσης, πεσών εις χείρας των Ελλήνων εν ώ απεστέλλετο παρά των πολιορκουμένων εις Κωνσταντινούπολιν, και γράψας προς αυτούς επιστολήν επί τη προτροπή των Ελλήνων, αλλ' εκληφθείσαν ως ταληθή λέγουσαν, δι' ης τους απήλπιζε πάσης έξωθεν αντιλήψεως, και τους παρεκίνει να συμβιβασθώσι. Και άλλοτε ήλθαν οι πολιορκούμενοι εις λόγους συμβιβασμού μετά των πολιορκητών· και ο Πετρόμπεης, όστις κατέβη εκείνας τας ημέρας εις την Αργολίδα, αντιφερόμενος προς την κυβέρνησιν και πεποιθώς επί την επιρροήν του, έστειλε προς τους πολιορκουμένους τον αιχμάλωτον καδήν της επαρχίας του αγίου Πέτρου επί συμβιβασμώ μετ' αυτού ή δι' αυτού· αλλ' η αποστολή αύτη εματαιώθη συλληφθέντος του καδή· επί τη παρούση όμως περιστάσει αι συμβιβαστικοί λόγος ετελεσφόρησαν, και την 18 υπεγράφη σύμβασις λέγουσα, οι μεν Τούρκοι να παραδώσωσι τα φρούρια και παντός είδους όπλα δημόσια και ιδιωτικά και τα δυο τρίτα της κινητής περιουσίας των μετά λεπτομερή καταγραφήν, οι δε Έλληνες να μετακομίσωσι τους Τούρκους εις τα παράλια της Ασίας και να τοις δίδωσι τακτικώς μετά την υπογραφήν της συμβάσεως την καθημερινήν τροφήν μέχρι του εις τα ρηθέντα παράλια κατάπλου. Εις εκπλήρωσιν δε των όρων εισήλθαν την αυτήν ημέραν εις Ναύπλιον οι πληρεξούσιοι των Ελλήνων εν συνοδία 100 οπλοφόρων υπό αναπεπταμένην σημαίαν. Εις ασφάλειαν δε αυτών παρέδωκαν οι Τούρκοι τη ελληνική κυβερνήσει ομήρους εκ των σημαντικωτέρων οικογενειών· παρέδωκαν και τον θαλασσόπυργον, εις ον εισήλθαν 50 Έλληνες εκ των ανωτέρω 100, οι δ' άλλοι έμειναν εν Ναυπλίω φρουροί των συνεισελθόντων πληρεξουσίων. Η είδησις της εγγιζούσης πτώσεως του Ναυπλίου, όπου ενομίζετο ότι ήσαν θησαυροί αποτεταμιευμένοι, διασπαρείσα εις τας επαρχίας της Πελοποννήσου, έφερε κατά δυστυχίαν μεγάλα προσκόμματα εις την προσχεδιασθείσαν κατά του εχθρού εκστρατείαν εκτός της Πελοποννήσου, διότι είλκυσεν εις Αργολίδα πανταχόθεν πλήθη οπλοφόρων. Η δε συρροή τούτων επέφερεν αταξίας και φόνους των εξερχομένων υπό την σύμβασιν Τούρκων και προσβολάς και ύβρεις και κατ' αυτής της κυβερνήσεως, ήτις φοβηθείσα δικαίως μη κακοποιηθώσιν ή αρπαγώσιν οι δοθέντες αυτή όμηροι, τους επεβίβασεν εις ελληνικόν πλοίον διαμένον έμπροσθεν των Μύλων. Όσον δε συμφέρον είχαν οι Έλληνες να επιταχύνωσι την παράδοσιν του φρουρίου διά την προσεγγίζουσαν εισβολήν των εχθρών, τόσον είχαν οι Τούρκοι να την αναβάλλωσιν. Η πείνα εβίασε τούτους να συμβιβασθώσιν, αλλά λαμβάνοντες κατά την σύμβασιν την καθημερινήν τροφήν, ανάγκην δεν είχαν να επιταχύνωσι την παράδοσιν των μη ειδότες τι τέξεται υπέρ αυτών η επιούσα. Οι Έλληνες, ασκέπτως και μικρολόγως φερόμενοι, επέβαλαν όρον την λ ε π τ ο μ ε ρ ή καταγραφήν όλης της κινητής των πολιορκουμένων περιουσίας και την μετά ταύτα ακριβή διανομήν της· την δ' αποπεράτωσιν της εργασίας ταύτης παρέτεινεν έτι μάλλον η κακή πίστις των Τούρκων κρυπτόντων τα πολυτιμότερα των είδη. Οι επί παραλαβή του φρουρίου εισελθόντες Έλληνες είδαν μετ' ολίγον πόσον δυσπλήρωτος ήτον ο περί ου ο λόγος όρος, και συναινέσει και των Τούρκων εζήτησαν και έλαβαν την άδειαν να μετατρέψωσι τον όρον τούτον εις ρητήν ποσότητα πληρωτέαν εις είδη επί εκτιμήσει, αν δεν ήτο δυνατόν εις χρήματα· αλλά και ταύτης της δυσκολίας αρθείσης, ουδέ και τότε ο μέγας σκοπός επληρούτο, διότι εχρειάζοντο επί χείρας χρήματα εις κίνησιν των πλοίων διά την διαβίβασιν των πολιορκουμένων, και η κυβέρνησις ούτε είχεν ούτ' εύρισκε, και επροσπάθει να κινήση πλοία επί τω προσδοκωμένω μεριδίω της εν Ναυπλίω περιουσίας. Διά τα αίτια ταύτα παρετείνετο η τόσον αναγκαία παράδοσις του φρουρίου.
Περί δε τα τέλη του μαΐου, η Πελοποννησιακή γερουσία ανεκάλυψεν, ότι ενήργουν τινές εν αγνοία ων εγκατέστησεν η εν Επιδαύρω συνέλευσις Αρχών, να τεθή η Πελοπόννησος υπό την προστασίαν των Άγγλων, και διεπραγματεύοντο περί τούτου μετά των Αρχών των ιονίων νήσων. Όργανα δε της διαπραγματεύσεως ταύτης εφωράθησαν οι δύο αδελφοί Ζαριφόπουλοι εξ Ανδριτσαίνης, ων συνέλαβε και εφυλάκισεν η γερουσία τον ένα ευρεθέντα εν Τριπολιτσά· ηύρε δε και έγγραφα δι' ων απεδεικνύοντο τα περί της αγγλικής προστασίας υπενεργούμενα. Το νομοτελεστικόν, μαθόν ταύτα, κατέκρινεν αποτόμως την διαπραγμάτευσιν· αλλ' οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου εν γένει δεν εφάνησαν δυσαρεστηθέντες· μάλιστά τινες των εν Άργει ευρεθέντων τότε, θέλοντες ν' ανιχνεύσωσι την διάθεσιν της αγγλικής κυβερνήσεως, απέστειλαν υπό άλλην πρόφασιν εις Ζάκυνθον τον επίσκοπον Ρέοντος και Πραστού, Διονύσιον, όστις διά του πρωτοπαπά της νήσου εκείνης, Γαρζώνη, ελθόντος εις λόγους μετά του διοικητού περί του σκοπού της αποστολής ταύτης, ειδοποιήθη, ότι έδιδεν απάντησιν η αγγλική κυβέρνησις, αν η περί προστασίας πρότασις εστέλλετο εις Λονδίνον έγγραφος παρά των προκρίτων της Πελοποννήσου. Και η μεν διαπραγμάτευσις αύτη διεκόπη.
Η δε μεταξύ των πολιτικών και πολεμικών της Πελοποννήσου επικρατούσα αντιζηλία εκορυφώθη επί τη εις τας επαρχίας προς στρατολογίαν και εκστρατείαν διασπορά των προκρίτων. Ο Κολοκοτρώνης διετήρει καλώς την πολιορκίαν των Πατρών· αλλ' οι πρόκριτοι των Καλαβρύτων, της Καρυταίνης, και άλλων μερών υφήρπασαν τους επαρχιώτας των από του στρατοπέδου αυτού διά την εκστρατείαν των, ίσως και θέλοντες ν' αδυνατίσωσι τον δυνατόν τούτον αντίπαλον, όστις, ιδών την υφαρπαγήν και εναπολειφθείς μετ' ολίγων, έλυσε πλήρης οργής την πολιορκίαν και ανέβη εις Τριπολιτσάν, κηρύττων όθεν διέβαινεν ασυδοσίαν προς έλκυσιν του λαού και ετοιμαζόμενος να καταβή εκείθεν εις Αργολίδα, ίνα κριθή, ως έλεγε, μετά των εναντίων του, αλλά διανοούμενος κυρίως ν' ανατρέψη τα καθεστώτα και ν' αντικαταστήση στρατοκρατίαν. Τοιουτοτρόπως ο πομπώδης κατάλογος της στρατολογίας έμεινεν ανενέργητος, και η εις τας επαρχίας πολύκροτος διασπορά των προκρίτων επί σωτηρία της κινδυνευούσης πατρίδος έφερε κακόν αντί καλού, διότι έλυσε την πολιορκίαν των Πατρών χωρίς να κινήση δυνάμεις ούτε εις την στερεάν Ελλάδα ούτε καν επ' ασφαλεία του ισθμού. Και ταύτα συνέβαιναν καθ' ην ώραν οι μεν εχθροί ήσαν έτοιμοι να περάσωσιν εν πολλή δυνάμει τον Σπερχειόν, ουδεμία δε δύναμις, εξ αιτίας των κατά τον Οδυσσέα, υπήρχεν εντεύθεν του ποταμού εις αντίκρουσιν.
1822
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΕ'.
&Εκστρατεία Αλβανών εις Σούλι. — Πτώσις αυτού και αποκλεισμός Κιάφας — Εκστρατεία υπό τον Μαυροκορδάτον πέραν του Μακρυνόρους. Φθορά τις υπό τον Πασάνον μικράς ναυτικής δυνάμεως εν τω αμβρακικώ κόλπω, — Μάχαι Κομποτίου, Πλάκας, Φαναρίου, και θάνατος Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. — Μάχη του Πέτα.&
ΜΕΤΑ δε την καταστροφήν του Αλή, όλη η Ήπειρος επροσκύνησεν, ως είρηται, τον Χουρσήδην· αλλ' οι Σουλιώται δεν έκλιναν τον αυχένα. Ο λαός ούτος, ο πολεμήσας έως τότε υπέρ του Αλή, απεφάσισεν ομοθυμαδόν να πολεμήση του λοιπού υπέρ του έθνους του· επί σκοπώ δε να πολεμήση ευτυχώς και να φέρη προσκόμματα εις την ήδη έτοιμον κατά της αποστατησάσης Ελλάδος εκστρατείαν των Αλβανών επρόβαλε τη ελληνική κυβερνήσει να στείλη κατ' εκείνα τα μέρη πλοία, τα μεν προς μεταφοράν των γυναικών και τέκνων αυτών εις Πελοπόννησον, τα δε προς φόβον των εχθρών και εμψύχωσιν των γειτόνων Χριστιανών· να τοις στείλη, δε και τροφάς και πολεμεφόδια, και να τοις δώση την άδειαν να συννοηθώσι μετά των Χριστιανών ή και των Μωαμεθανών της Αλβανίας. Η κυβέρνησις έδωκεν εκ του προχείρου την ζητηθείσαν άδειαν· εσκόπευε δε να εκτελέση, βραδύτερον και τας άλλας των αιτήσεις όπως εδύνατο· οι Αλβανοί εν τοσούτω, και κυρίως οι γείτονες των Σουλιωτών Τσάμιδες, δεν έκριναν συνετόν να στρατεύσωσιν επί την αποστατήσασαν Ελλάδα και απομακρυνθώσι των εστιών αυτών πριν ειρηνεύσωσιν οι Σουλιώται, διότι άλλως εκινδύνευαν αι οικογένειαί των, δι' ο παρεκάλεσαν τον Χουρσήδην να φροντίση περί τούτου. Ούτος και διά την αιτίαν ταύτην, και μη θέλων ν' αφήση οπίσω φλόγα επαναστάσεως δυναμένην να διαδοθή, έγραψε τοις Σουλιώταις, ότι δίκαιον ίσως είχαν άλλοτε να οπλισθώσι, διότι ο προκάτοχός του, παραβάς το βασιλικόν φιρμάνι, όχι μόνον δεν τοις απέδωκε την πατρίδα των και τα υποστατικά των, αλλά και τους επεβουλεύθη· ότι η Πύλη δεν εμνησικάκει, αλλ' εξ εναντίας τους εσυγχώρει και τοις απέδιδε τον τόπον των, τα υποστατικά των και τα αρχαία των προνόμια και ότι ήτον έτοιμος και αυτός να τοις δώση ό,τι άλλο εύλογον εζήτουν· τους παρεκίνει δε να στείλωσι προς αυτόν πληρεξουσίους όσον τάχιστα, διότι εβιάζετο να εκστρατεύση. Οι Σουλιώται, ευχαριστήσαντές τον διά την προς αυτούς εύνοιάν του, απήντησαν ότι, επειδή η αποστασία των Ελλήνων επήγασεν εκ των ραδιουργιών του Αλή, δίκαιον εφαίνετο, να μη εκστρατεύση ο Χουρσήδης κατ' αυτών πεσόντος εκείνου, αλλά να τοις δώση αμνηστείαν, και αν εκείνοι την εδέχοντο, την εδέχοντο και ούτοι· άλλως επρόκριναν ν' αποθάνωσι παρά ν' αμαυρώσωσι το όνομά των δι' απιστίας, αποχωριζόμενοι ομοθρήσκων συμπολεμιστών. Η παρακοή αύτη της προσταγής και το ύφος της απαντήσεως των Σουλιωτών εκίνησαν εις αγανάκτησιν τον αλαζόνα Χουρσήδην, όστις, έτοιμος να στείλη τας δυνάμεις του εις Ακαρνανίαν, απεφάσισε να τας κινήση πρώτον όλας εις εξολόθρευσίν των. Η είδησις διεσπάρη, και οι Σουλιώται, απόφασιν έχοντες ν' ανθέξωσι, διέταξαν τους κατοικούντας τα απώτερα χωρία των Χριστιανούς να μετακομισθώσι και μετακομίσωσι τα κτήνη των εις τα εντός του τμήματος του Σουλίου προς ασφάλειαν· αλλά, πριν κινηθώσιν οι εχθροί κατ' εκείνων των μερών, οι πρόκριτοι των Αλβανών, λαβόντες τας περί εκστρατείας διαταγάς του Χουρσήδη, και βλέποντες ότι ηνοίγετο στάδιον επικινδύνου πολέμου και ανωφελούς διά τους λαφυροφίλους τούτους πολεμιστάς, ήλθαν εις λόγους συμβιβασμού μετά των Σουλιωτών εν Δερβιζιάνοις, χωρίω τέσσαρας ώρας μακράν του Σουλίου. Οι λόγοι των Αλβανών απέβλεπαν ν' αποσπάσωσι τους Σουλιώτας των λοιπών Ελλήνων· αλλ' ούτοι επέμεναν εις όσα έγραψαν τω Χουρσήδη, και ούτως οι Αλβανοί και οι Σουλιώται διεχωρίσθησαν άπρακτοι την πρώτην ημέραν· ανωφελώς επανελήφθησαν τα αυτά και την ακόλουθον· πολλού δε λόγου γενομένου περί της αφεύκτου καταστροφής του Σουλίου, και του ανδραποδισμού των γυναικών και τέκνων των Σουλιωτών, αν δεν εσυμβιβάζοντο, ο Δαγκλής απεκρίθη, «ότι ποτέ δεν θα ηνδραποδίζοντο· διότι, αν εκυριεύετο ο τόπος των, θα εφονεύοντο παρ' αυτών των Σουλιωτών». Μετά δε την συνέντευξιν ταύτην οι Αλβανοί απηλπίσθησαν παντός συμβιβασμού, ο δε Χουρσήδης, εις άρσιν του προσκόμματος του να εκστρατεύση εις Αιτωλοακαρνανίαν, εκίνησε κατά του Σουλίου όλας του τας δυνάμεις διά μιας, ως δεκατέσσαρας χιλιάδας. Εις άκρον ολιγάριθμοι όντες οι Σουλιώται και ολίγας μόνον θέσεις εδύναντο να καταλάβωσι, και ολίγους πολεμιστάς εν αυταίς να τοποθετήσωσι. Τω όντι, εναντίον των δεκατέσσαρων χιλιάδων αντέταξαν μόνον χίλιους, εξ ών τριακόσιοι κατέλαβαν την θέσιν του αγίου Νικολάου υπό τον Νότην Μπότσαρην, τετρακόσιοι την του Ζαβρούχου υπό τον Διαμαντήν Ζέρβαν και άλλους, και τριακόσιοι την του Μομάκου υπό τον Δράκον, τον Δαγκλήν και τον Γούσην. Οι εχθροί, φθάσαντες εις Βαριάδας, διηρέθησαν εις τρία σώματα, και το μεν εκ τρισχιλίων υπό τους δυο σιλιχτάρας, τον του Χουρσήδη και τον του Αλή, κατέλαβε την 15 μαΐου το σέλωμα του Ποπώβου, τρεις ήμισυ ώρας μακράν του Σουλίου προς βορράν· το δε άλλο εκ πεντακισχιλίων υπό τον Βρυώνην και τον Άγον Μουχουρδάρην διέβη την ακόλουθον ημέραν το υπερκείμενον του Σουλίου βουνόν, Βούτσι· το δε τρίτον υπό τον Κεσέρ - Αχμέτπασαν εστράτευσε προς δυσμάς του Σουλίου, κατά τους Μύλους. Τα τρία δε ταύτα πολυάριθμα σώματα έπεσαν την αυτήν ημέραν επί τα τρία ολιγάριθμα των Σουλιωτών και το μεν κατά τον άγιον Νικόλαον, μη δυνηθέν ως εκ της θέσεώς του ν' ανθέξη, ωπισθοδρόμησε και ετοποθετήθη κατά την υπερκειμένην της Κιάφας Στρέθιζαν, την και Στρούμπουλον· τα δε κατά το Ζαβρούχον και Μομάκον υπεράσπισαν ευτυχώς κατ' αρχάς τας θέσεις των, αλλ' επί τέλους τας εγκατέλειψαν. Οι εχθροί εισήλθαν εις το Σούλι, το εκυρίευσαν και ανέβησαν προς την άνωθεν αυτού ράχιν, Κούγκι. Επί της θέσεως ταύτης κείται ναός επ' ονόματι του αγίου Δονάτου, περιτετειχισμένος. Ο Δράκος, μεταβάς εκ της θέσεως του Μομάκου εις το Κούγκι, και ιδών αναβάντας τους εχθρούς εκλείσθη εντός του περιτειχίσματος του ναού μετά 52 πολεμιστών. Οι ολίγοι ούτοι επολέμησαν ευτυχώς δι' όλης της ημέρας και της πρώτης φυλακής της νυκτός. Περί δε το μεσονύκτιον οι Τούρκοι, επικρατούσης εντός του περιτειχίσματος βαθείας σιωπής, ώρμησαν να εισπηδήσωσιν υποθέσαντες ότι έφυγαν οι εν αυτώ κρυφίως. Ατάραχοι οι εντός δεν τους εκτύπησαν έως ού επλησίασαν, και τότε πυροβολήσαντες όλοι διά μιας εφόνευσαν και επλήγωσαν πολλούς και απώθησαν τους άλλους. Την αυτήν νύκτα ο γραμματεύς του Άγου Μουχουρδάρη εμήνυσε κρυφίως τοις εντός του περιτειχίσματος, ότι οι Τούρκοι εμελέτων να μη επανέλθωσι κατ' αυτών, αλλά να ερμήσωσιν επί την Κιάφαν. Η Κιάφα ήτο το τελευταίον καταφύγιον των Σουλιωτών. Εκεί ήσαν αι γυναίκες, τα τέκνα, και η κινητή περιουσία των· εκεί εκάθητο και η Αρχή του τόπου· εκεί συνεσωρεύθησαν και αι καταφυγούσαι εκ των μακρυνών χωρίων οικογένειαι των Χριστιανών και τα κτήνη αυτών· ώστε, αν εχάνετο η Κιάφα, εχάνετο το παν· διά τούτο επί τη κοινοποιήσει του γραμματέως, ην δεν υπώπτευσαν δολίαν, εγκατέλειψαν την θέσιν του αγίου Δονάτου. Μετά την πτώσιν δε του Σουλίου εγκατέλειψαν και οι άλλοι ας εκράτουν έως τότε θέσεις, ώστε κατείχαν όλοι τρεις, τας αναγκαιοτέρας, την Κιάφαν, τον Ναβαρίκον, απέχον της Κιάφας τρία τέταρτα της ώρας, και την Χώνιαν, όθεν ελάμβαναν οι εν τη Κιάφα το νερόν· οι πλείστοι δε των πολεμιστών ήσαν πάντοτε περί την Κιάφαν.
Οι Τούρκοι εκινήθησαν τω όντι, καθώς προανηγγέλθη παρά του γραμματέως, προς την Κιάφαν, έστησαν επάνωθεν αυτής βομβοβόλους και κανόνια, εκτύπουν το φρούριον και τας έξωθεν του φρουρίου οικογενείας των χωρικών, και επροξένουν πολλήν βλάβην. Εν τω μεταξύ τούτω ήλθε και ο Χουρσήδης εις το στρατόπεδον μαθών την πτώσιν του Σουλίου, και συμβουλίου γενομένου απεφασίσθη να κινηθώσι συγχρόνως επί τον Ναβαρίκον, την Χώνιαν, και την Κιάφαν· και τα χαράγματα της 17 ιουνίου εκίνησαν ο μεν Βρυώνης και ο Άγος Μουχουρδάρης μετά εξακισχιλίων επί τον Ναβαρίκον, ο δε Ισμαήλ Πρόνιος, ο Ταήρ Τσαπάρης, και ο Μπάλιος Χούσας μετά τετρακισχιλίων επί την Χώνιαν· ο δε Σιλιχτάρης Μπότας μετά δισχιλίων επί την Κιάφαν. Τριακόσιοι Σουλιώται ήσαν κατά τον Ναβαρίκον προ του κινήματος των εχθρών επί δε τη παρουσία τόσου πλήθους, 37 μόνον απέμειναν υπό τον αρχηγόν Δράκον, αλλά και τόσον ολίγοι αντεστάθησαν ευτυχώς έως ού ήλθεν ικανή βοήθεια εκ της Κιάφας, και τότε ηνάγκασαν τους εχθρούς να υποχωρήσωσι την νύκτα άπρακτοι. Αφ' ού δε εξημέρωσε, χίλιοι πεντακόσιοι, διαμείναντες εντός τινων πύργων εν αγνοία της υποχωρήσεως των συναδέλφων των, εζήτησαν άδειαν ίνα απέλθωσιν αβλαβείς. Οι δε Σουλιώται, υποπτεύσαντες μη επανέλθωσιν οι προαναχωρήσαντες εις λύτρωσιν των απομεινάντων τούτων, εισάκουσαν την αίτησίν των. Απέτυχαν επίσης και τα σύγχρονα κινήματα των Αλβανών κατά την Κιάφαν, όπου και αυταί αι γυναίκες τους επολέμησαν κυλίουσαι λίθους. Ευτύχησαν κατ' αρχάς τα κατά την Χώνιαν και εβίασαν οι εχθροί τους εκεί Σουλιώτας, εκατόν σχεδόν όντας, να υποχωρήσωσι προς τα άνω· αλλ' εν τω μεταξύ εφάνησαν απροσδοκήτως καταβαίνοντες από της κορυφής των βουνών πεντακόσιοι Χριστιανοί αλαλάζοντες και τουφεκίζοντες, εν οις και γυναίκες, αι μεν ένοπλοι αι δε ροπαλοφόροι. Τούτους ιδόντες οι Τούρκοι μακρόθεν ερχομένους ανεχώρησαν άπρακτοι και μετέβησαν εις τας πρώτας θέσεις των.
Αν η υπερέχουσα ανδρία των Σουλιωτούν δεν ήτον ήδη πολλαχόθεν γνωστή, τα περί ων ο λόγος κατορθώματα ήρκουν να την μαρτυρήσωσιν.
Εν τω μεταξύ δε τούτω οι εν Πρεβέζη και Άρτη διαμένοντες εχθροί επάτουν τα άκρα της Ακαρνανίας, ηκροβολίζοντο και επανήρχοντο εις τα ίδια. Εν μια δε των επί του έαρος επιδρομών ανέκτησαν τα τειχίδια του Τεκέ και της Πλαγιάς.
Ο δε Χουρσήδης, όλως αγανακτών διά την αποτυχίαν της εις άλωσιν της Κιάφας εκστρατείας του, διώρισε τον Βρυώνην αρχηγόν της πολιορκίας και όλων των κατά την Ήπειρον οθωμανικών δυνάμεων, και μετέβη εις Λάρισσαν προς κίνησιν άλλου πολυπληθούς στρατού ετοίμου ήδη να εισβάλη εις την Ανατολικήν Ελλάδα και την Πελοπόννησον.
Επειδή τόσα στρατεύματα έτοιμα να πέσωσιν εις Αιτωλοακαρνανίαν δεν εχρονοτρίβησαν ειμή διά την αντίστασιν της Κιάφας, μέγα συμφέρον είχεν η Ελλάς να διατηρηθή η θέσις εκείνη, φαινομένη το προπύργιον της Δυτικής Ελλάδος· μέγα συμφέρον είχε και να μεταφέρη το θέατρον του πολέμου υπερόριον, ό εστιν εις την Ήπειρον· διά τούτο, φθάσαντος του Μαυροκορδάτου εις Μεσολόγγι, απεφασίσθη να σταλή όλη η δύναμις εις λύτρωσιν της κινδυνευούσης Κιάφας και εις σύστασιν στρατοπέδου πέραν του Μακρυνόρους.
Αφ' ού δε διά της προθύμου συνδρομής όλων των Αρχών και όλων των δυνατών διέθεσεν ο Μαυροκορδάτος τα εσωτερικά της Δυτικής Ελλάδος, όπως η περίστασις απήτει, και ενήργησεν όσα αναγκαία εις προμήθειαν τροφών, απεστάλη ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης μετά πεντακοσίων Μανιατών και Καρυτινών επί τεσσάρων εκ των εν Μεσολογγίω τω καιρώ εκείνω ελλιμενιζόντων πλοίων εις Φανάρι, λιμένα 5 ώρας απέχοντα της Κιάφας·
[Ιούνιος] ο δε Μαυροκορδάτος επιστράτευσε την 1 ιουνίου μετά των τακτικών, των φιλελλήνων, των επτανησίων, καί τινων Αιτολοακαρνάνων εις την πέραν του Αχελώου κοιλάδα, Λάσπην, υπό το χωρίον του Μαχαλά, όπου ενεκρίθη να συνέλθωσι πανταχόθεν τα στρατεύματα· ενδιατρίψας δε τρεις ημέρας επροχώρησεν εις Καρβασαράν επί της μεσημβρινής όχθης του αμβρακικού κόλπου, και ευρών δύο μικράς κανονοφόρους υπό τον Ιταλόν Πασάνον, τον άλλοτε εν υπηρεσία του Αλή, έστειλε δι' αυτών εις την επί της αρκτικής όχθης του κόλπου Κόπραιναν δύο ευκόμιστα κανόνια καί τινας άλλας πολεμικάς αποσκευάς προς μετακόμισιν των εις Κομπότι, χωρίον δύο ώρας απέχον της Άρτης επί υψηλής θέσεως· έστειλε δε και τα στρατεύματα διά Βάλτου και Μακρυνόρους εις τα αυτό χωρίον, όπου έφθασε και αυτός την 9. Αλλ' όλα τα εκεί συνελθόντα στρατεύματα, τακτικά και μη, μόλις ήσαν τρισχίλιοι, εν ώ τριπλάσια ήσαν τα εν Άρτη, Ιωαννίνοις και Πρεβέζη εχθρικά. Την δε ακόλουθον ημέραν, εξελθών ο Νορμάννος μετ' ολίγων ακολουθών εις παρατήρησιν των πέριξ του χωρίου θέσεων, απήντησεν αίφνης πεντακοσίους ιππείς υπό τον Ισμαήλ Πλιάσαν ερχομένους και αυτούς επί τω αυτώ σκοπώ εξ Άρτης προς το Κομπότι, και οπισθοδρομήσας εις το χωρίον ειδοποίησε την επέλευσιν των εχθρών, και εν τω άμα οι εκεί Έλληνες και φιλέλληνες εφορμήσαντες τους έτρεψαν, και προπορευόμενοι οι φιλέλληνες και ακολουθούντες οι Έλληνες τους κατεδίωξαν σχεδόν ως την Άρταν φονεύσαντες ικανούς αναβάτας και αρπάσαντες τους ίππους των, εν οις καί τινες αξιωματικών και του κεχαγιά αργυροχαλίνωτοι. Εφονεύθησαν και ολίγοι Έλληνες τακτικοί.
Την δε επαύριον, εν ώ οι εν τω Κομποτίω εβουλεύοντο περί των περαιτέρω, ήλθαν προς αυτούς απεσταλμένοι των Σουλιωτών αναγγέλλοντες την επικίνδυνον στάσιν των και αιτούμενοι ταχείαν αντίληψιν· επρόσθεταν δε ότι, επειδή ήσαν πλειότεροι ή όσοι εχρειάζοντο οπλοφόροι εις φύλαξιν ων κατείχαν θέσεων έτοιμοι ήσαν να εξέλθωσί τινες εις υποστήριξιν των έξω κινημάτων άμα επλησίαζαν στρατεύματα. Επί τη αγγελία ταύτη απεφασίσθη άλλοι μεν του εν Κομποτίω στρατεύματος να πλησιάσωσιν όσον εδύναντο προς την Κιάφαν, άλλοι δε να μεταβώσιν εις το χωρίον του Πέτα ως εις θέσιν δυνατωτέραν επί μόνω τω σκοπώ να εμποδίσωσι τους εν Άρτη Τούρκους του να εκστρατεύσωσιν επί τους εις βοήθειαν της Κιάφας κινουμένους.
Οπλαρχηγός του τμήματος της Άρτης, εις 1 ανήκε το χωρίον του Πέτα, ήτον ο Γώγος, ούτινος τα λαμπρά εν τω χωρίω εκείνω και εν Μακρυνόρει κατορθώματα αρχομένου του αγώνος διηγήθημεν. Κατ' εκείνας τας ημέρας εστρατοπέδευεν ο ανήρ ούτος εν τω ρηθέντι χωρίω. Αν και το πρώτον έτος της επαναστάσεως επολέμησε φανερά τους Τούρκους και έφθειρε πολλούς και εματαίωσε και τα κατά της Αιτωλοακαρνανίας σχέδιά των, οι Τούρκοι, θεωρούντες τον ως δυνατόν και ως έχοντα πολλήν και δικαίαν φήμην, τον άφησαν ανενόχλητον οπλαρχηγόν του τμήματός του υποκρινόμενον έκτοτε τον φίλον των· αλλ' ούτε εκείνοι επίστευαν αυτόν, ούτε αυτός εκείνους· δι' ο και ασυνέντευκτοι ήσαν, και συνενοούντο μόνον διά γραμμάτων εξαγοραζόμενοι αμοιβαίως τον καιρόν. Ο οπλαρχηγός ούτος, διατηρών φανεράς σχέσεις προς τους Τούρκους, διετήρει επίσης φανεράς και προς τους Έλληνας· και τοις μεν έλεγεν ότι το εθνικόν συμφέρον απήτει να πολιτεύεται τους Τούρκους, τοις δε ότι η φρόνησις απήτει να πολιτεύεται τους Έλληνας. Αφ' ού δε οι Έλληνες εστρατοπέδευσαν εν Κομποτίω, οι Τούρκοι, αναλογιζόμενοι την παρελθούσαν διαγωγήν του, τον υπώπτευσαν υπεράλλοτε και τω έγραψαν ότι καιρός ήτο να προσβάλωσιν εκ συμφώνου τους κλέπτας· ούτος δε τοις απεκρίθη, ότι έτοιμος ήτον, αλλ' ενόμιζε καλόν να μη βιασθώσι· τους εζήτει δε τροφάς και πολεμεφόδια διά τους στρατιώτας του. Οι Τούρκοι και την περί αναβολής γνώμην του ήκουσαν, και όσα εζήτησε τω έστειλαν, εξ ών άλλα μεν εχάρισε τοις ομοπίστοις του, αλλά δε τοις επώλησεν εις μισθοδοσίαν των στρατιωτών του· δεν τοις απέκρυψε δε ουδ' ό,τι τω έγραφαν εσχάτως οι Τούρκοι, ουδ' ό,τι αυτός απεκρίθη. Τοιούτος ήτον ο Γώγος.
Εις εκτέλεσιν δε του σχεδίου της ελληνικής εκστρατείας υπέρ της Κιάφας ο μεν Βαρνακιώτης, ο Ίσκος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Βλαχόπουλος, ο Καρατάσος, και ο Γάτσος εκίνησαν την εσπέραν της 21 μετά χιλίων διακοσίων προς την Κιάφαν οι δε τακτικοί, οι φιλέλληνες, οι Επταννήσιοι, ο Γρίβας, ο Γενναίος και ο Γιατράκος μετέβησαν την επαύριον εις του Πέτα, όπου ηύραν τον Γώγον και άλλους οπλαρχηγούς· έμειναν δε εν Κομποτίω τινές Μεσολογγίται, Ανατολικιώται και Ζυγιώται υπό τον Παναγιώτην Ντόβαν, τον Σπύρον Πεταλούδην και τον Κωνσταντίνον Γκολφίνον. Ο δε Μαυροκορδάτος, ακολουθούμενος υπό τινων Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών, μετέβη αυθημερόν εις Λαγκάδαν επί προμηθεία των αναγκαίων του στρατού. Την αυτήν δε ημέραν συνέβη το εξής δυστύχημα της εκστρατείας, πρόδρομος δεινοτέρων δυστυχημάτων.
Διά του Πασάνου, διοικούντος τας δύο μικράς κανονοφόρους, είχαν ήδη καταλάβει οι Έλληνες τον αμβρακικόν κόλπον. Οι Τούρκοι, θέλοντες να τον ανακτήσωσιν, ητοίμασαν εν Πρεβέζη και μετέφεραν εις τον κόλπον τρεις μεγάλας κανονοφόρους. Άνισος ήτον η πάλη, και ο Πασάνος επροσπάθησε να ρίψη εις την ξηράν τας κανονοφόρους του, αίτινες ευρέθησαν ανυπόπτως πλέουσαι επί τω είσπλω των εχθρικών· αλλ' η επικρατούσα νηνεμία εματαίωσε τας προσπαθείας του. Απελπισθείς δε του να τας λυτρώση, εμβήκεν εις το εφόλκιόν του και ηγωνίζετο διά της κωπηλασίας να σωθή καν αυτός επί της αρκτικής άκρας του κόλπου· αλλ' εύστοχος κανονία εβύθισε το εφόλκιον, και ούτως οι εχθροί, συλλαβόντες τας κανονοφόρους και τα πληρώματα, συνέλαβαν και αυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, τον απεκόμισαν σιδηροδέσμιον εις Άρταν και τον εφυλάκισαν (α), τους δ' αθλίους ναύτας εσούβλισαν εν Πρεβέζη. Τοιουτοτρόπως οι Τούρκοι γενόμενοι κύριοι όλου του αμβρακικού κόλπου διέκοψαν την διά θαλάσσης κοινωνίαν του ελληνικού στρατοπέδου και της Ακαρνανίας.
Οι δε περί τον Βαρνακιώτην και λοιπούς οπλαρχηγούς, αναχωρήσαντες εκ Κομποτίου, απήντησαν μεγάλα εμπόδια εις την προς την Κιάφαν πορείαν των περιφερόμενοι τήδε κακείσε, διώκοντες και διωκόμενοι, έως ού πάμπολλοι Τούρκοι επέπεσαν το πρωί της 29 κατά την Πλάκαν, χωρίον επί όρους υψηλού και απέχον της μεν Κιάφας 10 ώρας, του δε Κομποτίου 4. Η μάχη διήρκεσεν ισοπαλής μέχρι της μεσημβρίας, καθ' ην, ελθούσης νέας και ακουράστου προς τους εχθρούς επιβοηθείας, ετράπησαν οι Έλληνες απηυδηκότες εξ αιτίας της μάχης της αυγής και κατέφυγαν διωκόμενοι εις την ακρώρειαν. Οι δ' εχθροί εκυρίευσαν την θέσιν των, επήραν όλην την πολεμικήν αποσκευήν των και τας ολίγας τροφάς των, και εφόνευσαν και επλήγωσαν υπέρ τους 100. Οι Σουλιώται έστειλαν 500 εις επικουρίαν, ως προϋπεσχέθησαν, αλλ' απαντήσαντες ούτοι πολλάς δυσκολίας καθ' οδόν δεν έφθασαν πλησίον της Πλάκας ειμή την ακόλουθον ημέραν της μάχης, καθ' ην μαθόντες την επί της προτεραίας φυγήν των Ελλήνων επανήλθαν εις τα ίδια· οι δε καταφυγόντες εις την ακρώρειαν Έλληνες, απελπισθέντες του να χρησιμεύσωσι πλέον προς τον σκοπόν δι' ον εξεστράτευσαν, κατέβησαν την νύκτα όπισθεν του όρους και έφθασαν εις Πέτα κακώς έχοντες την 1 Ιουλίου, και ούτως εματαιώθη το δι' εκείνου του μέρους υπέρ της Κιάφας σχέδιον.
Οι δε εν Πέτα φιλέλληνες, και κατ' εξοχήν ο αρχηγός αυτών Δανίας, ακούσαντες επί της εκεί αφίξεώς των, ότι 800 των εν Άρτη Αλβανών εξήλθαν εις τας πλησιοχώρους κώμας απεφάσισαν να επιστρατεύσωσι. Τόσον δε ακράτητος ήτον η τόλμη του Δανίου και τόσον θερμή η επιθυμία του να διαπρέψη, ώστε παρήκουσε και αυτόν τον αρχηγόν των επιτελών Νορμάννον, υφ' ον διετέλουν οι τακτικοί και οι φιλέλληνες, μη εγκρίνοντα την επικίνδυνον ταύτην περιπλάνησιν. Επειδή οι φιλέλληνες ούτε τόπον ούτε γλώσσαν εγνώριζαν, παρέλαβάν τινας των οπαδών του Γώγου ως οδηγούς. Καθ' ην δε ημέραν εξεστράτευσαν (25 ιουνίου), συνεξεστράτευσαν και οι Επταννήσιοι υπό τον Πανάν, και όλοι κατέβησαν εν πρώτοις προς την όχθην του ποταμού της Άρτης, και μέχρι τινός παραποταμοπορούντες ανέβησαν την νύκτα εις Πλάκαν, όπου δεν ηύραν ψυχήν, διότι διαβάντες εκείθεν την προτεραίαν οι Αλβανοί τόσον ητάκτησαν, ώστε οι κάτοικοι όλοι κατέφυγαν εις τα όρη και τα δάση· είδαν όμως επί τινων ορέων πέραν του ποταμού πολλά πυρά, και εντεύθεν συμπεράναντες ότι εκεί ήσαν οι εχθροί, εκίνησαν κατ' εκείνο το μέρος την ακόλουθον αυγήν, επέρασαν προς μεσημβρίαν τον ποταμόν, και την εσπέραν έφθασαν εις το ορεινόν χωρίον Βρόντσαν, όπου εφαίνοντο τα πυρά την παρελθούσαν νύκτα, αλλά δεν ηύραν ειμή μίαν και μόνην γυναίκα και έμαθαν, ότι προ ολίγου έφυγαν οι Αλβανοί εκείθεν εν βία· η δε εν βία φυγή φαίνεται ότι προήλθεν έκ τινων τουφεκιών, ας έρριψαν οι δοθέντες παρά του Γώγου οδηγοί, εν ώ επλησίαζαν προς την Βρόντσαν, είτε κατά την επικρατούσαν συνήθειαν των οπλοφόρων Ελλήνων τουφεκιζόντων ασκέπτως και ασκόπως, είτε ώς τινες των φιλελλήνων υπώπτευσαν εις προειδοποίησιν και προφύλαξιν των εχθρών. Επειδή το χωρίον εκείνο κείται άνωθεν της μεταξύ Άρτης και Ιωαννίνων διερχομένης διά τινος αυλώνος οδού, ο Δανίας απεφάσισε να ενδιαμείνωσιν οι περί αυτόν εις ένεδραν μηδαμώς υποπτευόντων των Τούρκων ότι παρήσαν εχθροί· και επειδή έφαγαν τας ολίγας τροφάς των, παρεκάλεσαν τον Γώγον να τοις στείλη άλλας, ως προϋπεσχέθη· εν τούτοις συνέλαβάν τινας Τούρκους διαβαίνοντας. Τόσον δε ήσαν άφοβοι, ώστε 40 απεκόπησαν την νύκτα και έτρεξαν πολλάς ώρας μακράν των άλλων προς τα Πέντε - Πηγάδια, διότι ήρχετο εκείθεν βαθύς και κωφός ήχος τουφεκισμών· αλλ' επειδή ο ήχος, όστις μόνος τους ωδήγει, έπαυσε προϊούσης της νυκτός, επανήλθαν εις Βρόντσαν έπεσαν δε επί της επανόδου των εξαίφνης είς τινα εχθρικήν φρουράν μιαν ώραν μακράν των Πηγαδιών και τους μεν εσκότωσαν, τους δε διεσκόρπισαν. Ο Δανίας είχε διάθεσιν να διατρίψη εκεί ημέρας τινάς μετά του μικρού του στρατού· αλλ' η στέρησις των τροφών και η μη αποστολή άλλων παρά του Γώγου, έτι δε και κατεπείγουσα περί επανόδου διαταγή του Νορμάννου, μαθόντος ότι οι εν Άρτη Τούρκοι εμελέτων εντός ολίγου να εκστρατεύσωσιν, ηνάγκασαν τους περιπλανωμένους τούτους να επανέλθωσιν εις Πέτα, όπου έφθασαν την 1 ιουλίου.
Και άλλοθεν ίσως, αλλά βεβαίως εκ του εξής περιστατικού, οι εν Άρτη Τούρκοι ανεκάλυψαν κατ' εκείνας τας ημέρας την αδυναμίαν της ελληνικής εκστρατείας, δι' ην εφοβήθησαν κατ' αρχάς υποθέτοντές την πολλά σημαντικήν.
Οι Τούρκοι, εν ώ το ελληνικόν στρατόπεδον διέμενεν εν Κομποτίω, ενεδρεύοντες διά νυκτός πλησίον του χωρίου εκείνου, συνέλαβαν, τελευτώντος του ιουνίου, τον εκ του τάγματος των φιλελλήνων Ιταλόν Μονάλδην περιδιαβάζοντα και τον έφεραν εις Άρταν. Ούτος, περιποιηθείς και θαρρυνθείς υπό των εκεί διατριβόντων πασάδων, του Ισμαήλ - Πλιάσα και του Μεχμέτ - Ρεσίτη, του και Κιουταχή, ανεκάλυψεν αυτοίς και τας ενεστώσας δυνάμεις και τα μελετώμενα κινήματα και τας ελπίδας των Ελλήνων· αλλ' ο δυστυχής δεν εδυνήθη διά των ανακαλύψεών του ν' αποφύγη τον επαπειλούντα κίνδυνον. Οι άπιστοι πασάδες, μαθόντες όσα ήθελαν, τον απεκεφάλισαν και έστησαν την κεφαλήν του εις το μέσον της αγοράς της Άρτης. Οι Τούρκοι εθαρρύνθησαν μεγάλως ακούσαντες όσα ηγνόουν και τα εκοινοποίησαν τω γενικώ αρχηγώ των Βρυώνη, όστις μετά την αναχώρησιν του Χουρσήδη, αφ' ού διέθεσε πρεπόντως τα της πολιορκίας της Κιάφας, κατέλαβε τας Βαριάδας, κεντρικήν θέσιν μεταξύ Ιωαννίνων, Άρτης και Σουλίου.
[Ιούλιος] Αν και η κατοχή του Κομποτίου ήτον αναγκαιοτάτη, διότι το χωρίον τούτο κείται επί της μεταξύ του Πέτα και της Λαγκάδας οδού, δι' ης οι εν Πέτα ελάμβαναν τας τροφάς και τα πολεμεφόδια, μόνον 150 ήσαν οι εναπομείναντες. Οι δε εν Άρτη, ως χίλιοι, επέπεσαν αίφνης την 3, έκαυσαν τα άκρα του χωρίου και ανέβησαν εις την επί του υψώματος εκκλησίαν της Ευαγγελίστρας, όπου εκλείσθησαν οι ολίγοι Έλληνες και υπερασπίσθησαν ευτυχώς δύο ώρας έως ού, ακουσθέντος του τουφεκισμού, έφθασεν έγκαιρος βοήθεια από του Πέτα υπό τον Γρίβαν και τον Γενναίον, και από της Λαγκάδας υπό τον Ράγκον, και ούτως οι Τούρκοι, προσβληθέντες υπό των έξωθεν ελθόντων και φοβηθέντες ότι επήρχοντο και άλλοι, ανεχώρησαν, φονευθέντων τινών εξ αυτών· επληγώθησαν δε και 7 Έλληνες. Μετά την μάχην ταύτην ανεκλήθη ο Γενναίος εις Πελοπόννησον παρά του πατρός του.
Τας αυτάς δε ημέρας εκινήθησαν οι Τούρκοι επί τους περί τον Κυριακούλην εστρατοπεδευμένον παρά τον λιμένα του Φαναρίου. Σκοπός της εκεί αποβάσεως των Ελλήνων ήτο ν' ανοιχθή διά της συμπράξεως των Σουλιωτών η εις Κιάφαν άγουσα οδός επί εισαγωγή τροφών. Οι Σουλιώται, μαθόντες την απόβασιν, έσπευσαν να στείλωσι βοήθειαν· αλλ' οι Τούρκοι, ως τρισχίλιοι, επέπεσαν το πρωί της 4. Αντέστησαν οι Έλληνες γενναίως, φονεύσαντες ικανούς εκ των αλλεπαλλήλως εφορμώντων. Οι Τούρκοι, παθόντες πολλήν βλάβην ως απροφύλακτοι, ήρχισαν να υποχωρώσιν. Ο δε εν Βαλτετσίω νικητής Κυριακούλης διεκρίθη και εν τη περιστάσει ταύτη διά την συνήθη αφοβίαν του· αλλ', εν ώ έτρεχεν από προμαχώνος εις προμαχώνα προς εμψύχωσιν των στρατιωτών του, τον εκτύπησε κατάκαρδα τουφεκοβολή και τον έρριψε νεκρόν. Ο παρακολουθών αυτόν στρατιώτης, φοβηθείς μήπως η γνώσις του θανάτου του αρχηγού διαταράξη τους συμπολεμιστάς του, επέρριψε τον επενδύτην του και απέκρυψε τον θάνατόν του καθ' όλην την διάρκειαν της μάχης. Εφονεύθη και ο αρχηγός του εχθρικού στρατεύματος, όστις κατά την γνώμην τινών ήτο ο κατά το Βαλτέτσι στρατηγήσας κεχαγιάμπεης. Οι δε Έλληνες διετήρησαν όλην την ημέραν τας θέσεις των, την δε νύκτα αποφασίσαντες ν' αναχωρήσωσιν εξ αιτίας της προξενηθείσης αθυμίας και αταξίας εν τω στρατοπέδω επί τω θανάτω του καλού αρχηγού του, οι μεν Σουλιώται επανήλθαν εις τα ίδια, οι δε λοιποί επέβησαν εις τα εν τω λιμένι πλοία, και αποπλεύσαντες την επαύριον απεβιβάσθησαν εις Μεσολόγγι φέροντες τον νεκρόν του Κυριακούλη, ον εκήδευσεν η πόλις λαμπρώς. Αφ' ού δ' εματαιώθησαν τοιουτοτρόπως αι δύο εκστρατείαι του Φαναρίου και της Πλάκας και απέπλευσαν τα τέσσαρα ελληνικά πλοία, οι Σουλιώται απέβαλαν πάσαν ελπίδα εξωτερικής αντιλήψεως.
Το χωρίον του Πέτα κείται επί θέσεως ορεινής και οχυράς εν μέσω δύο σειρών βουνών, της μεν έμπροσθεν προς δυσμάς της δε όπισθεν. Αφ' ης ημέρας εστρατοπέδευσαν οι Έλληνες εν τω χωρίω τούτω, οι τακτικοί, οι φιλέλληνες και οι Επταννήσιοι κατέλαβαν την έμπροσθεν σειράν, την και επικινδυνοτέραν· την αυτήν κατέλαβαν και επανελθόντες από της περιπλανήσεώς των· οι δε λοιποί ετοποθετήθησαν εν τη όπισθεν του χωρίου, τη και επιμηκεστέρα· ήσαν δε όλοι οι εν Πέτα υπερδισχίλιοι. Επειδή οι τακτικοί και οι φιλέλληνες ωλιγώρουν τας συνήθεις εν Ελλάδι διά προμαχώνων προφυλάξεις εν καιρώ μάχης, οι οπλαρχηγοί των μη τακτικών επροσπάθησαν να τους πείσωσιν εις ανέγερσιν αυτών· αλλ' εκείνοι απεκρίθησαν, ο μεν Δανίας τω Γώγω «Ημείς έχομεν τα στήθη μας προμαχώνα», ο δε Ταρέλλας τω Βλαχοπούλω «Ηξεύρομεν και ημείς να πολεμώμεν »· ώστε επί μόνη, τη ανδρία των ερειδόμενοι δεν ηθέλησαν ν' ακούσωσι τας συμβουλάς των περί τας τοιαύτας μάχας εμπείρων. Ετοποθετήθησαν δε τα μεν δύο ελληνικά τάγματα προς το κέντρον έχοντα παρ' αυτοίς δύο κανόνια και δέκα κανονοβολιστάς υπό τον Ελβετόν Βράνδολην, ο δε λόχος των φιλελλήνων αριστερά, ό εστιν εν τη επικινδυνοτέρα όλων των θέσεων· το δε σώμα των Επταννησίων δεξιά, όλα δε πλησίον το έν του άλλου· οι δε μη τακτικοί, οι όπισθεν του χωρίου, ετοποθετήθησαν οι μεν προς το κέντρον υπό τον Βαρνακιώτην, οι δε αριστερά υπό τον Μπότσαρην, οι δε δεξιά υπό τον Γώγον και Βλαχόπουλον ο δε Ανδρέας Ίσκος και ο Γάτσος παρεφέδρευαν. Ανεδέχθη δε ο Γώγος να φρουρήση και το Μετεπιόν και τον παρακείμενον λόφον, και ανέθεσε την φρούρησιν τούτου εις τους εγχωρίους του Πέτα.
Την 4 Ιουλίου, πέμπτη ώρα προ μεσημβρίας, εξήλθε της Άρτης το τουρκικόν στράτευμα· επροπορεύετο το ιππικόν και ηκολούθει το πεζικόν· τα όλον επτά ή οκτώ χιλιάδων. Διηρέθη δε εις δύο· και οι μεν πλείστοι προσέβαλαν κατά μέτωπον το χωρίον, όπου οι φιλέλληνες, οι τακτικοί και οι Επταννήσιοι, οι δε λοιποί επορεύθησαν δισχίλιοι μεν προς το δεξιόν κέρας των μη τακτικών, ίνα, διαβάντες τα Μετεπιόν και κυριεύσαντες τον λόφον, καταλάβωσι τα νώτα των Ελλήνων, ολιγαριθμότεροι δε προς το αριστερόν κατά τον Σταυρόν. Σφοδρός πυροβολισμός άναψεν εν πρώτοις κατά μέτωπον· οι Τούρκοι απεκρούσθησαν και πολλοί έπεσαν επί της πρώτης και δευτέρας προσβολής. Οι φιλέλληνες εφάνησαν άξιοι της πολεμικής φήμης των, και οι τακτικοί και οι Επταννήσιοι άξιοι μιμηταί των. Ο Γώγος άφησε την εμπροσθοφυλακήήν των εχθρών να διέλθη το Μετεπιόν ανεπηρέαστος· εσύγκειτο δε αύτη εξ 80, εν οις, κατά την συνήθειαν των μη τακτικών, ήσαν όλοι οι σημαιοφόροι, οι και ανδρειότεροι του στρατού. Αφ' ού δε οι παρακολουθούντες έφθασαν εντός βολής, τότε επέπεσαν οι περί τον Γώγον αίφνης και τους έτρεψαν· ο δε υιός αυτού και ο Δήμος Τσέλιος, οι παρασταθμεύοντες, τους κατεδίωξαν κακώς έχοντας· ώστε η νίκη των Ελλήνων εφαίνετο πανταχόθεν βεβαία· αλλά τυχαίον τι περιστατικόν ανέτρεψε τα πάντα. Οι προπορευθέντες 80 Τούρκοι, βλέποντες εαυτούς απομεμονωμένους και μη δυνάμενοι πλέον να ενωθώσι μετά των καταδιωκομένων και αμηχανούντες τι να πράξωσι προς σωτηρίαν των, ετύλιξαν τας σημαίας των και επροχώρησαν εξ ανάγκης ως απελπισμένοι προς τα άνω, ίσως εύρισκαν διέξοδον εκείθεν. Φθάσαντες δε εις τον παρά τω Μετεπιώ λόφον εθαύμασαν μη ευρόντες ειμή ένα ίππον, τον του Γώγου, και 8 μόνον στρατιώτας φυλάττοντας αυτόν, και θαρρυνθέντες εξετύλιξαν τας σημαίας των. Τότε τινές των μη τακτικών, ιδόντες αίφνης τουρκικάς σημαίας υπεράνω αυτών, και υποθέσαντες ότι ο Γώγος ενικήθη ή επρόδωκε, διεσκορπίσθησαν εν ροπή οφθαλμού, μετ' ολίγον δε και οι λοιποί όλοι. Οι δε κάτω μαχόμενοι Τούρκοι, εμψυχωθέντες επί τη θέα των σημαιών και συμπεράναντες εντεύθεν ότι οι συναγωνισταί των ενίκησαν και κατέλαβαν τας ακρωρείας, ώρμησαν θαρραλεώτεροι επί τους ευτυχώς μέχρι τούδε υπό την ελληνικήν σημαίαν πολεμούντας, οίτινες ιδόντες τα γενόμενα απηλπίσθησαν και υπεχώρησαν διά μέσου των εχθρών ξιφοκτονούντες και ξιφοκτονούμενοι. Οι πλείστοι δε των φιλελλήνων καί τινες τακτικοί φθάσαντες εις τον Σταυρόν δεν εδύναντο να προχωρήσωσι, διότι εκυκλώθησαν υπό σμήνους εχθρών και ευρέθησαν ηναγκασμένοι ή να παραδοθώσιν ή ν' αποθάνωσιν. Επροτίμησαν το ενδοξότερον, και συμπυκνωθέντες εις σχήμα πυργοειδές (en bataillon carré) έπεσαν όλοι ενδόξως φονεύοντες και φονευόμενοι. Οι δε λοιποί φιλέλληνες υποχωρήσαντες δι' άλλης οδού εκινδύνευσαν καταδιωκόμενοι ν' αφανισθώσι και εκείνοι όλοι· αλλ', αφ' ού κατήντησαν εις απότομόν τινα θέσιν κατά τον Σταυρόν, ευρέθη υπεράνω αυτής την ώραν εκείνην ο Γώγος μετά τινων των οπαδών του, και όλοι ούτοι ετουφέκισαν διά μιας τους καταδιώκοντας και ελύτρωσαν τους καταδιωκομένους. Μεγάλα τα παθήματα των υπέρ ελευθερίας αγωνισθέντων την ημέραν εκείνην· ο Ταρέλλας, ο Δανίας, το τρίτον σχεδόν του τακτικού, τα ήμισυ των Ιόνων και τα δύο τρίτα των φιλελλήνων, εν οις και οι δέκα κανονοβολισταί, και ο σημαιοφόρος εφονεύθησαν, οι εν τω χωρίω ασθενείς εσφάγησαν, ο Νορμάννος, ο Πανάς και εκ των μη τακτικών ο Δήμος Τσέλιος επληγώθησαν· ολίγοι ηχμαλωτίσθησαν, αλλά και ούτοι απεκεφαλίσθησαν εν Άρτη εκτός ενός φιλέλληνος Πρώσσου, ως γνώσεις έχοντος χειρουργικάς. Οι Τούρκοι έγειναν κύριοι του χωρίου, και επήραν όλα τα πολεμεφόδια, όλας τας τροφάς, δύο κανόνια και την σημαίαν των φιλελλήνων. Τοιούτος δε ήτον ο διασκορπισμός και τοιαύτη η περιπλάνησις των διασωθέντων, ώστε πολλοί μη παθόντες ούτε εφαίνοντο ούτε ηκούοντο πολλάς ημέρας· ήσαν δε καί τινες, ως ο Βλαχόπουλος, ο Γουβερνάτης και άλλοι, οίτινες θρηνούμενοι ως πεσόντες εν τη μάχη εξεφανερώθησαν παρ' ελπίδα ως αναστάντες εκ νεκρών. Εν ενί λόγω η συμφορά του Πέτα ήτο μάλλον καταστροφή ή ήττα.
Και οι μεν Τούρκοι αφήσαντες φρουράν εν τω χωρίω επανήλθαν εις Άρταν, όπου επανηγύρισαν λαμπρώς την νίκην των· οι διασκορπισθέντες οπλαρχηγοί και οπλοφόροι Έλληνες και φιλέλληνες συνήλθαν ένθεν κακείθεν εις Λαγκάδαν, όπου διέμενεν ο Μαυροκορδάτος.
Μετά την μάχην του Πέτα συνέβη μεταξύ των Ελλήνων ό,τι συμβαίνει συνήθως μετά τας τροπάς· εμέμφοντο και ενοχοποίουν αλλήλους· αλλ' η γενική κατακραυγή έπεσεν επί τον Γώγον αναδεχθέντα να φρουρήση και μη φρουρήσαντα τον λόφον, εξ ης αιτίας προήλθεν η κρίσις της μάχης· διά τούτο οι φιλέλληνες τον ωνόμαζαν φανερά προδότην, αλλ' ούτε ο Μαυροκορδάτος ούτε οι μη τακτικοί αρχηγοί συνέφασκαν, αποδίδοντες δικαίως την μη φρούρησιν του λόφου εις την συνήθη απείθειαν των μη τακτικών. Ο δε Γώγος, πεποιθώς επί τη αθωότητί του, ήλθε και αυτός εις Λαγκάδαν· αλλ' ιδών εκ του πλησίον την αθλίαν κατάστασιν των ελληνικών πραγμάτων επανήλθεν εις τα ίδια, εσυμβιβάσθη μετά των Τούρκων, και Τούρκος έκτοτε διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του.
Τα εν Ηπείρω αλλεπάλληλα κατορθώματα των εχθρών τοις ήνοιξαν τας διόδους της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας, όθεν άλλοτε απεδιώχθησαν και απεκρούσθησαν κακώς έχοντες.
1822 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ.
&Εκστρατεία υπό των Μαχμούδπασαν Δράμαλην εις την Ανατολικήν Ελλάδα και την Πελοπόννησον και αποτυχία αυτής. — Τα κατά Εύβοιαν και Κρήτην.&
ΕΝ ώ η Ανατολική Ελλάς ήτον όλη απροφύλακτος και όλη άνω κάτω διά την του Αρείου πάγου και του Οδυσσέως αλληλομαχίαν, διά τον φόνον του Νούτσου και Παλάσκα και διά την οργήν της κυβερνήσεως κατά του φονέως, ο μεταβάς εξ Ηπείρου εις Θεσσαλίαν Χουρσήδης εκίνησε τα συναγμένα εκεί πολυάριθμα στρατεύματα· και αυτός μεν εκάθησεν εν Λαρίσση εις προμήθειαν τροφών και ενίσχυσιν της εκστρατείας δι' αποστολής νέων στρατευμάτων, εφορεύων εν ταυτώ και τα κατά της Δυτικής Ελλάδος προσχεδιασθέντα υπό τον Βρυώνην· εξεστράτευσε δε ως αρχιστράτηγος κατά διαταγήν της Πύλης ο εκ Δράμης της Μακεδονίας Μαχμούδπασας, ο και Δράμαλης, ο προ πολλού κατά των Ελλήνων αγωνιζόμενος, γνωστός διά την λαμπρότητα του γένους του και τα μεγάλα πλούτη του. Συνεξεστράτευσαν δε υπ' αυτόν ο άλλοτε αρχιβεζίρης Τοπάλ - Αλήπασας, ο άλλοτε υπουργός των εσωτερικών Eρήπ - Αχμέτπασας, ο Χασάμπασας Κασάμπασης, ο Τσαρκατσή - Αλήπασας, ο Αργείος Αλήπασας διορισθείς έκτοτε φρούραρχος Ναυπλίου, δύο άλλοι ολίγον γνωστοί πασάδες και πολλοί δερεμπεήδες της Μακεδονίας και της Θράκης, ων οι επισημότεροι ήσαν ο Εμήναγας Κιουπρουλής, ο εκ Καστορίας Μαχμέτμπεης, ο εκ Ξάνθης Εμήμμπεης, ο εκ Νεβροκόπου Ισούφμπεης και ο εκ Μαγνησίας Γιακούπαγας Καραοσμάνογλους. Την δε 29 Ιουνίου ο αρχιστράτηγος επέρασε τον Σπερχειόν. Επέκεινα των 30,000 ήσαν οι συνεκστρατεύοντες, αλλ' 24,000 οι πολεμισταί (α), εξ ών τα τρία τέταρτα έφιπποι, οι πλείστοι δε των πεζών Αλβανοί. Είχε δε η εκστρατεία αύτη εις χρήσιν της και 30,000 ημιόνους και 500 καμήλους.
[Ιούλιος] Ο στρατός ούτος εφοδιασμένος και δι' έξ ελαφρών κανονίων, και των αναγκαίων κανονοβολιστών εισέβαλεν ανεπηρέαστος την 1 Ιουλίου εις Θήβας, έκαυσε την πόλιν και διέχυσεν επί της διαβάσεώς του παντού τρόμον μέγαν. Η Βοιωτία και η Μεγαρίς ηρημώθησαν, και οι κάτοικοί των κατέφυγαν οι μεν εις τα όρη οι δε εις την Σαλαμίνα, όπου κατέφυγαν και οι αρειοπαγίται· αλλά φοβηθέντες ούτοι τον μέχρι θανάτου και εν αυτή τη Σαλαμίνι καταδιώκοντα αυτούς Οδυσσέα έφυγαν και εκείθεν, και μεταβαίνοντες από πλοίου εις πλοίον και από τόπου εις τόπον, κατήντησαν εις το εν Ευβοία Ξηροχώρι, προσπαθούντες να διατηρήσωσι σκιάν διοικήσεως εν μέσω τόσω δεινών περιστάσεων. Πριν δε φθάση ο εχθρικός στρατός εις τον ισθμόν, 1200 υπό τον Τσαρκατσή - Αλήπασαν μετέβησαν εις Εύβοιαν και εισήλθαν εις Χαλκίδα.
Μαθούσα η κυβέρνησις την εχθρικήν εκστρατείαν, ην ούτε τόσον σημαντικήν επίστευεν ούτε τόσον ταχείαν επροσδόκα, έσπευσε να φρουρήση τα πέραν του ισθμού στενά. Πολλοί εκλήθησαν εις φρούρησιν, πλην ολίγοι επροθυμήθησαν· προθυμότερος δε πάντων εφάνη ο Τσαλαφατίνος, όστις εκστρατεύσας επροχώρησε πέραν του Ισθμού επί σκοπώ να προκαταλάβη το Κανδήλι· αλλά πολλά ολίγοι των συνεκστρατευσάντων τον ηκολούθησαν· αμηχανών δε διά την ολιγότητα των ακολούθων του περί του πρακτέου, και μαθών ότι 600 Τριπολιτσιώται υπό τον Σέκερην, Ρήγαν Παλαμίδην και άλλους, 80 Αργείοι υπό τον Νέζον και άλλοι τόσοι Κορίνθιοι ανέβησαν ήδη τα μεγάλα Δερβένια, οπισθοδρόμησε προς αυτούς· όλοι δε καταλαβόντες διαφόρους θέσεις εις εμπόδιον της προόδου των εχθρών εφαίνεντο πρόθυμοι ν' αντιπαραταχθώσιν· αλλ' επί τη θέα τόσου στρατού πλησιάζοντος, εδειλίασαν και ετράπησαν εις φυγήν αμαχητί, εγκαταλείψαντες και όλας τας αποσκευάς των· μόνοι εναπέμειναν οι υπό τον Τσαλαφατίνον ολίγοι· αλλ' ιδόντες και ούτοι παρ' ελπίδα τους λοιπούς συμπολεμιστάς των φεύγοντας ηναγκάσθηοαν να υποχωρήσωσι. Διαδίδοντες δε οι φεύγοντες εις δικαιολογίαν των όθεν διέβαιναν και διαβεβαιούντες και οι αρχηγοί αυτών ότι οι πλείστοι των συν αυτοίς εχάθησαν εν τη μάχη, ενώ μάχη δεν έλαβε χώραν, και τετραπλασιάζοντες τον αριθμόν των εχθρών και μεγαλαποιούντες τον κίνδυνον έφεραν τον λαόν όλον εις απελπισίαν και κατ' εξοχήν τους εν τη Αργολίδι, οίτινες καταλιπόντες και πόλιν και χωρία και την δυομετακόμιστον περιουσίαν των έτρεχαν άλλοι εις τα όρη, και άλλοι εις τα παραθαλάσσια, γυμνούμενοι οι πλείστοι οι μεν καθ' οδόν υπό των εις την Αργολίδα προς λεηλασίαν του Ναυπλίου επί της προσδοκωμένης πτώσεως του συρρευσάντων Μανιατών, οι δε κατά θάλασσαν υπό των ναυτών, εις ων τα πλοιάρια κατέφευγαν. Τα πάντα ήσαν εν άκρα ταραχή, αταξία, διαιρέσει και απελπισία. Η κυβέρνησις, αντί να εμψυχώση το πλήθος, ωλιγοψύχησεν αυτή· μείνασα δε και αφρούρητος και μη θεωρούσα εαυτήν ασφαλή επί της ξηράς εμβήκε την 6, εκτός τινων μελών της, εις δύο γολέττας ελλιμενιζούσας έμπροσθεν των Μύλων, την μεν υδραϊκήν, την δε σπετσιωτικήν. Κατήντησε δε εις τόσην αδυναμίαν, ώστε ούτε καν τον άργυρον να προφυλάξη εδυνήθη, τον εκ των εκκλησιών και μοναστηρίων συναχθέντα και κατατεθέντα έν τινι πλοίω, όθεν τον ήρπασαν ναύται έξωθεν ορμήσαντες επί λόγω οφειλομένων μισθών. Μόνος ο Θανάσης Καρίγιαννης, Μανιάτης, ευρεθείς εν Άργει ταις ημέραις εκείναις της φυγής, της αρπαγής, της καταπιέσεως και του τρόμου, και ευρών δέκα ομόφρονάς του ανέβη αυθόρμητος και άφοβος εις το φρούριον του Άργους και ύψωσε σημαίαν.
Αφ' ού δε η άνωθεν του ισθμού στενή εκείνη και δι' ολίγων ευπεράσπιστος δίοδος αφέθη όλη ανοικτή διά την λειποταξίαν της φρουράς της, η πρόοδος του εχθρού έμεινε πάντη ανεμπόδιστος. Αλλά, ειδώς ούτος πόσον η διάβασις ήτον επικίνδυνος, επλησίαζε μετά πολλής προσοχής, καθ' όσον μάλιστα έβλεπεν επί των υψωμάτων αναπεπταμένας ελληνικάς σημαίας, ας οι λειποτάκται εγκατέλειψαν εκ της βίας και του τρόμου επί της φυγομαχίας των. Τοιουτοτρόπως ο εχθρικός στρατός εισέδυσε διά του δυσπροσίτου εκείνου μέρους πάντη ανεμπόδιστος, και εχύθη όλος εις την πεδιάδα καταδιώκων καθ' οδόν τους λειποτάκτας και φονεύων καί τινας αυτών. Επί δε της εισόδου του έφυγεν ο φρούραρχος Αχιλλεύς Θεοδωρίδης (β) και όλη η φρουρά της ακροκορίνθου, αν και καλώς ωχυρωμένης και εφωδιασμένης. Εφονεύθησαν και οι έμφρουροι Τούρκοι, εν οις και ο πολυκτήμων Κιαμήλμπεης.
Υπό τοιαύτας ευτυχείς περιστάσεις διαβάς ο Δράμαλης τα δυσδιάβατα Δερβένια την 5, εκυρίευσε την αισχρώς εγκαταλειφθείσαν δυσάλωτον Ακροκόρινθον. Καταπλεύσαντος δε συγχρόνως εις τον Ισθμόν και του εν Πάτραις Ισούφη, και γενομένου αυθημερόν πολεμικού συμβουλίου περί των περαιτέρω κινημάτων, οι πλείστοι, εν οις και ο Ισούφης και ο Αργείος Αλής, οι ειδότες τον τόπον, εγνωμοδότησαν να φρουρηθή προσηκόντως η Ακροκόρινθος και διαιρεθέν το στράτευμα εις τρία να κινηθή το μεν προς την Αργολίδα, το δε προς την επαρχίαν των Καλαβρύτων, το δε προς τας Πάτρας και την Ήλιδα, επί λόγω ότι διηρημένον τοιουτοτρόπως και πάσαν στρατιωτικήν συγκέντρωσιν Ελλήνων θα διεσκέδαζε, και τας αναγκαίας τροφάς θα εύρισκε, και μαχόμενον παντού θα υπερίσχυεν. Αλλ' ο αρχιστράτηγος δεν ενέκρινε την γνώμην ταύτην, και φρουρήσας την Ακροκόρινθον διά τριακοσίων υπό τον Χασάμ - πάσαν, νυμφευθείς και την χήραν του Κιαμήλμπεη ώδευσε πανστρατιά και εν βία προς το Άργος αφήσας επί του ισθμού, υπό φύλαξιν ολίγων, τα πέντε εκ των έξ κανονίων (γ). Έστειλε και 50 ιππείς εις κατασκοπήν, οίτινες, μηδεμίαν ευρόντες αντίστασιν, εισήλθαν την 6 και εις αυτό το Ναύπλιον και ανήγγειλαν την έλευσιν του στρατού προς εμψύχωσιν των πολιορκουμένων και λύσιν της συμβάσεως.
Καθ' ον δε καιρόν ανέβαιναν οι εχθροί προ, το Άργος, οι Έλληνες έκαιαν όλους τους εν τη πόλει και τοις χωρίοις της Αργολίδος καρπούς. Ο δε Πάνος Κολοκοτρώνης, ο Κουμουστιώτης και οι Μαυρομιχάλαι, Γεωργάκης, Ιωάννης, Κατσάκος και Βοΐδής, παραλαβόντες διακοσίους στρατιώτας, υπήγαν εις Κουτσοπόδι εις καύσιν των εκεί ασυγκομίστων εισέτι γεννημάτων· αλλά, καθ' ην ώραν τα έκαιαν, η εχθρική προφυλακή κυκλώσασα το χωρίον ερρίφθη επ' αυτούς αντισταθέντας γενναίως και εφόνευσεν ικανούς, αλλ' οι σημαντικοί, έφιπποι όντες, διεσώθησαν όλοι αβλαβείς. Αύτη υπήρξεν η πρώτη Ελλήνων και Τούρκων σύγκρουσις επί της εισβολής ταύτης.
Εν τοσούτω, επαιρόμενοι οι εχθροί ως μηδαμού ευρόντες αντίστασιν, ανέβαιναν εις Άργος ως εις πανήγυριν. Τόσον δε εθαρρύνθησαν, ώστε μόνοι οι αποσπασθέντες 50 ιππείς, οι φέροντες τας αγαθάς αγγελίας εις Ναύπλιον, εισήλθαν εις Άργος πριν φθάση ο στρατός, και διέμειναν τόσον ολίγοι άφοβοι εν τη εχθρική, εκείνη πόλει ως εν ιδία. Τούτο ιδών ο πλήρης τόλμης και ζήλου Καρίγιαννης άνωθεν της ακροπόλεως εξήλθεν όλος οργή, και εντυχών τινας Αργείους τους επέπληξεν ότι άφησαν την πατρίδα των εις την διάκρισιν τόσων ολίγων εχθρών. Εφιλοτιμήθησαν οι επιπληχθέντες, ώρμησαν μετά των περί τον Καρίγιαννην επί τους εχθρούς, εφόνευσάν τινας, τους δε λοιπούς απεδίωξαν. Τούτου γενομένου, ο γενναίος Καρίγιαννης ανέβη πάλιν εις την ακρόπολιν υπό την σημαίαν του.
Ο δε Κολοκοτρώνης (δ), διατριβών έτι εν Τριπολιτσά, έμαθε την εις Αργολίδα εισβολήν του Δράμαλη και την εις τα πλοία καταφυγήν της κυβερνήσεως, και ιδών τον κίνδυνον της πατρίδος εδόθη όλος εις υπεράσπισίν της πρόθυμον συνεργόν ευρών την γερουσίαν (ε) καταβαλούσαν έκτοτε πάσαν φροντίδα εις ασφάλειαν του κράτους, έγραφε παντού, εφοβέριζεν, ενήργει, εδείκνυεν άκραν αφοβίαν εν μέσω του επικρατούντος γενικού φόβου, διέταξε τον μεν Πλαπούταν να έλθη μετά 500 πλησίον του Άργους και τοποθετηθή εν Σχοινοχωρίω (ζ), τον δε Αντώνην Κολοκοτρώνην να μεταβή μετά 400 εις τον άγιον Γεώργιον· εξήλθε δε και αυτός της Τριπολιτσάς προς τους Μύλους.
Ο δε Υψηλάντης, διατριβών επί της εισβολής του Δράμαλη εν Άργει, κατέκρινεν ως άνανδρον την εις τα πλοία καταφυγούσαν κυβέρνησιν, και πρόθυμος να τρέξει εις βοήθειαν της κινδυνευούσης πατρίδος ανέβαινεν εις Τριπολιτσάν προς έντευξιν των μη μετατοπισάντων γερουσιαστών και του Κολοκοτρώνη και εις σύσκεψιν περί του πρακτέου· ανέβαιναν δε επί του αυτώ σκοπώ συγχρόνως εκ των Μύλων και ο Πετρόμπεης και ο Κρεββατάς προεστώς του Μιστρά, και απήντησαν όλοι τον Κολοκοτρώνην κατά το Ταβούλι· εκεί συσκεφθέντες έκριναν προ παντός αναγκαίον να καταλάβωσι την έρημον και ανώχυρον ακρόπολιν του Άργους εις απασχόλησιν του εχθρού εντός της Αργολίδος ολίγας ημέρας, έως ού λάβωσι καιρόν και συνάξωσι στρατιώτας εις αντίστασιν, διότι οι Τούρκοι σπανίως αφίνουν όπισθεν των εχθρούς συσσωματωμένους. Εις κατάληψιν δε αυτής εστάλησαν ο Μπαρμπιτσιώτης, ο Κατσάκος, ο Κουμουστιώτης και ο Ζαχαρόπουλος μετά 200 στρατιωτών. Ούτοι φθάσαντες πλησίον της ακροπόλεως ηπόρησαν και εχάθησαν ιδόντες κυματίζουσαν επί της κορυφής της ελληνικήν σημαίαν, εισήλθαν προθυμότεροι, ησπάσθησαν εγκαρδίως τον Καρίγιαννην και κατέλαβαν και την υπ' αυτήν μονήν της Κεκρυμμένης. Κατόπιν των ρηθέντων οπλαρχηγών ανέβησαν εις την ακρόπολιν και ο Υψηλάντης, ο Γεωργάκης και Ιωάννης Μαυρομιχάλαι και ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ώστε όλη η εν αυτή, φρουρά συνίστατο εξ 700 επιλέκτων.
Την 10 εχύθη όλος ο εισβολής στρατός εις Αργολίδα, όπου και εστρατοπέδευσε· την δε 12 έφθασεν ο αρχιστράτηγος εις την πόλιν του Άργους· και ο μεν Αργείος Αλής, παραλαβών ιππείς τινας εισήλθεν υπό τον κρότον των κανονίων εις Ναύπλιον, ο δε Δράμαλης επολιόρκησεν ευθύς στενώς και επολέμει την ακρόπολιν του Άργους και την μονήν της Κεκρυμμένης.
Αφ' ού δε οι συνελθόντες εις Ταβούλι διεχωρίσθησαν, ο Κολοκοτρώνης εκίνησε προς τον άγιον Γεώργιον διά του Τουρνικίου, θέλων να παρατηρήση εκ του πλησίον τα κινήματα του εχθρού· ευρών δε καθ' οδόν εν τω χωρίω του Μαλανδρινίου Τούρκους (η) εκ των του Δράμαλη ελθόντας επί λαφυραγωγία, τους έκαυσε κλεισθέντας έν τινι οικία και μη θελήσαντας να παραδοθώσιν. Ετοποθέτησε δε τον μεν Αντώνην Κολοκοτρώνην και άλλους τινάς οπλαρχηγούς, έχοντας όλους 500, κατά τα Δερβενάκια, τον δε Γεώργην Αλωνιστιώτην και τους συν αυτώ κατά τον άγιον Γεώργιον, όπου διέμεινε προς καιρόν και αυτός.
Ο δε Πετρόμπεης επανήλθεν εις τους Μύλους, όπου ήσαν και προ της εισβολής του Δράμαλη ικανά στρατεύματα συνηθροισμένα εις λαφυραγωγίαν επί τη προσδοκωμένη πτώσει του Ναυπλίου και όπου συνήρχοντο καθ' ημέραν και άλλα. Κατείχαν δε τα στρατεύματα ταύτα την θέσιν των Μύλων και την του Κεφαλαρίου την εν τη υπωρεία του Χάου, όπου αναφαίνονται τα νερά του από της Στυμφάλης λίμνης πηγάζοντος Ερασίνου, και υπό γην μέχρι της θέσεως εκείνης ρέοντος. Το σχέδιον δε των αρχηγών Ελλήνων ήτο να κλείσωσι τας εξόδους των εχθρών και να τους λιμοκτονήσωσιν εντός της Αργολίδας μη ευρίσκοντας τροφάς, διότι οι Έλληνες επρόλαβαν και τας έκαυσαν. Εν τοσούτω οι εν τη ακροπόλει του Άργους και οι εν τη μονή της Κεκρυμμένης επροκάλουν εις μάχην άνωθεν τους εχθρούς τουφεκίζοντες. Οι Τούρκοι, αφ' ού τοις επρόβαλαν να προσκυνήσωσι και δεν εισηκούσθησαν, εκανονοβόλουν την Κεκρυμμένην από του Φορονέως, και ετουφέκιζαν νύκτα και ημέραν και την ακρόπολιν· επέμειναν δε πολεμούντες, αν και ουδεμίαν βλάβην επροξένουν, διότι επίστευαν, ότι οι Αργείοι και άλλοι απέθεσαν εν τη ακροπόλει την πολύτιμον περιουσίαν των. Οι έγκλειστοι δεν έπασχαν έλλειψιν τροφής, διότι επρόλαβαν και εισεκόμισαν εκ της πόλεως, αλλά νερού. Τούτο εγνώριζαν οι εν Μύλοις και εν Κεφαλαρίω, και πεπεισμένοι ότι δεν εδύναντο οι έγκλειστοι ν' ανθέξωσι μέχρι πολλού, και βλέποντες περί εαυτούς ικανά στρατεύματα, απεφάσισαν να κινηθώσιν επί τους πολιορκητάς, και ειδοποίησαν και τον εκ της θέσεως του Σχοινοχωρίου εις την των Ακόβων, πλησιεστέραν του Άργους, μεταβάντα Πλαπούταν ίνα κινηθή και αυτός συγχρόνως. Τοιουτοτρόπως πεσόντες την 15 πολλαχόθεν επί τους πολιορκούντας ήνοιξαν την ακρόπολιν. Αλλ' επειδή η κατοχή της ήτο δι' ους είπαμεν λόγους εισέτι αναγκαιοτάτη, εξήλθαν μόνον, κοινή γνώμη, ο Υψηλάντης, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης και οι πλείστοι των στρατιωτών· εναπέμειναν δε οι λοιποί αρχηγοί και 250 στρατιώται, δυνάμενοι, δι' ης είχαν τροφής και πόσεως, αφ' ού τόσον ηλαττώθη ο αριθμός των, να ενδιαμείνωσιν εισέτι ολίγας ημέρας· συνεννοήθησαν δε να έλθωσι και εκ δευτέρου μετ' ολίγον οι έξωθεν εις βοήθειάν των. Τοιουτοτρόπως, χάρις εις την αφοσίωσιν και γενναιότητα των απομεινάντων εν τη ακροπόλει Ελλήνων, ασχολούμενος ο εχθρός εις την πολιορκίαν αυτών, δεν επεχείρησε να προχωρήση εις τα ενδότερα της Πελοποννήσου. Διά τοιούτων τεχνασμάτων επροσπάθουν οι Έλληνες να στήσωσι την πρόοδον του δεινού στρατού, ότε αίφνης εγνώσθη ότι πολυάρμενος οθωμανικός στόλος έπλεεν έξωθεν της Ύδρας σκοπεύων, ως εφαίνετο, να εισπλεύση τον αργολικόν κόλπον. Εύκολον είναι να φαντασθή τις τον εύλογον φόβον των Ελλήνων κατά την επικίνδυνον εκείνην ώραν, και εξαιρέτως την παραζάλην της κυβερνήσεως ούτε επί της ξηράς θεωρούσης εαυτήν ασφαλή, ούτε εντός των πλοίων, όπου κατέφυγε, δυναμένης πλέον να διαμένη. Καλή τύχη ο στόλος, ως αν δεν εφρόντιζε περί των συμφερόντων του κράτους, ή ως αν ήτο ξένος ο επί της Αργολίδος αγών, αντί να εισπλεύση και συμπράττων μετά του στρατού καταστρέψη διά μιας τα πάντα, εξηκολούθησεν ησύχως τον πλουν προς τας Πάτρας ίνα παραλάβη τον εκεί διατρίβοντα Μεχμέταπασαν διαδεχθέντα τον εν Χίω θανατωθέντα Καπητάμπασαν.
Διασκεδασθέντος του μεγίστου τούτου κινδύνου, οι εν Μύλοις και εν Κεφαλαρίω εστρατοπεδευμένοι Έλληνες, αναλογισθέντες ότι η έξοδος των εν τη ακροπόλει απομεινάντων δεν επεδέχετο περαιτέρω αναβολήν, εκίνησαν εις λύτρωσιν των υπό την αρχηγίαν του Αντώνη Μαυρομιχάλη την 19, καλέσαντες, ως και πρότερον, τον Πλαπούταν όπως συμπράξη. Αλλ' ούτος δεν ειδοποιήθη εν καιρώ, ώστε όλον το πλήθος των εχθρών έπεσεν επί τους ελθόντας εκ Μύλων και Κεφαλαρίου.
Ανήγειραν οι πολιορκούντες και πολεμούντες την ακρόπολιν Τούρκοι προς τοις άλλοις ένα προμαχώνα υπ' αυτήν, υπερενοχλούντες τους πολιορκουμένους. Αλλ' οι πολιορκούμενοι, τουφεκίζοντες άνωθεν, ηνάγκασαν τους κατέχοντας αυτόν να τον εγκαταλείψωσι, και ενέθεσαν τον Βοϊδήν Μαυρομιχάλην. Ο φιλοκίνδυνος ούτος ανήρ εξήλθε διαρκούσης της μάχης μετά 40 ακολούθων ξιφήρης και έπεσεν επί τους πλησίον του ολίγους εχθρούς. Αλλ' οι λοιποί Έλληνες, μη ηξεύροντες ότι ο προμαχών κατελήφθη υπό των συναδέλφων των, εξέλαβαν τους εντός ως εχθρούς· και βλέποντες αυτούς μεν διασκορπίζοντας τους πλησίον αυτών, άλλοθεν δε γενειοφόρον στρατιώτην, ή κατ' άλλους παπάν, βαστώντα σημαίαν και φεύγοντα, ετράπησαν όλοι εις φυγήν. Τότε οι εχθροί, βλέποντες τους Έλληνας φεύγοντας, έπεσαν έφιπποι και πεζοί κατόπιν των και τους κατεδίωξαν προσπαθούντας να διασωθώσιν επί του Χάου· εφόνευσαν δε 153, και επλήγωσαν 64. Μετά την απροσδόκητον ταύτην τροπήν και φθοράν των Ελλήνων οι μεν Τούρκοι επανήλθαν εις την πόλιν του Άργους, οι δε Πελοποννήσιοι, ιδότες τόσον αριθμόν πεσόντων και πληγωθέντων αδελφών, συνήχθησαν πάλιν εις Κεφαλάρι, έντρομοι. Εν τοσούτω οι εν τη ακροπόλει εφαίνοντο μηδεμίαν πλέον έχοντες ελπίδα σωτηρίας.
Ο δε κατά τον άγιον Γεώργιον Κολοκοτρώνης μαθών το δυστύχημα μετέβη την επαύριον (20 Ιουλίου) εις Μύλους, όπου εκτός των ηττηθέντων σωμάτων ηύρε καλή τύχη 1300 Αρκαδίους, φθάσαντας μετά την μάχην· θέλων δε να θαρρύνη τους δειλιάσαντας, ανέβη επί τινος υψώματος και εφλόγισε τας καρδίας των ακροατών του διά των σφοδρών επιπλήξεών του, διά των πατριωτικών προτροπών του, και δι' ων έδωκε χρηστών ελπίδων· και επειδή τότε επρόκειτο προ παντός άλλου να προφθάσωσι και σώσωσι τους εν τη ακροπόλει, εκίνησαν την αυτήν εσπέραν τα στρατεύματα υπό τον Κολοκοτρώνην και την μεν πρώτην και δευτέραν νύκτα ηκροβολίσθησαν ανεπιτυχώς. Την δε τρίτην, διαρκούντος του συνήθους ακροβολισμού, έλαβαν οι έγκλειστοι καιρόν και εξήλθαν όλοι σχεδόν σώοι. Παρέβλεψαν δε ως φαίνεται και οι Τούρκοι, ως έχοντες πρώτιστον σκοπόν την διαρπαγήν των πραγμάτων. Ο δε πρώτος στήσας επί της ακροπόλεως την σημαίαν Καρίγιαννης έτυχε κοιμώμενος την ώραν της εξόδου. Εξυπνήσας δε, και ιδών απροσδοκήτως εαυτόν εν μέσω των εχθρών καταγινομένων να λαφυραγωγώσιν ό,τι εύρισκαν, διότι πολίται τινες του Άργους είχαν τω όντι αποθέσει εν τη ακροπόλει προς ασφάλειαν επί του διασκορπισμού των τα έπιπλά των, έδραξε και αυτός εκ του προχείρου κακάβιον, έχωσεν εν αυτώ όλην την κεφαλήν του ώστε να μη φαίνεται τα πρόσωπόν του, και χειροκρατών ουτιδανά σκεύη εξήλθε της ακροπόλεως την ημέραν, τραγωδών και σκιρτών, διά μέσου των εχθρών, υπολαβόντων αυτόν ως ένα των εισελθόντων Τούρκων μεταφέροντα εις την πόλιν του Άργους τα λάφυρά του.
Εν τω μεταξύ δε τούτω εστάλη εκ νέου πρεσβεία εις Ζάκυνθον επί τη προτάσει του στρατιωτικού της Πελοποννήσου, επικαλουμένη δι' εγγράφου την προστασίαν των Άγγλων· αλλά δεν ενεκρίθη το έγγραφον όπως ήτο συντεταγμένον, και ο πρεσβευτής Πονηρόπουλος επανήλθεν εις Πελοπόννησον προς καταλληλοτέραν αυτού σύνταξιν.
Μετά δε την εις Αργολίδα εισβολήν του οθωμανικού στρατού και την εις Ναύπλιον είσοδον του Αλή ως φρουράρχου, η περί παραδόσεως συνθήκη ελύθη, και οι ακολουθήσαντες την εισελθούσαν εις Ναύπλιον επί καταγραφή, των πραγμάτων επιτροπήν, ένοπλοι έως τότε, αφωπλίσθησαν. Αλλά τα εντός του φρουρίου ευρεθέντα μέλη της επιτροπής ούτε εκακοποιήθησαν, ούτε εις τον Δράμαλην ζητούντα αυτά παρεδόθησαν, διότι οι εν Ναυπλίω Τούρκοι εφοβούντο μη δώσωσι δικαίαν αφορμήν και αντικακοποιήσωσιν οι Έλληνες τους παρ' αυτοίς ομηρεύοντας οικείους των· διέμεινε δε και ο θαλασσόπυργος υποχείριος των Ελλήνων. Ο Δράμαλης επροσπάθησεν εν πρώτοις να διαφθείρη την φρουράν του· αφ' ού δε απέτυχε, διέταξε τους εν Ναυπλίω να τον κανονοβολήσωσι, τοις έστειλε κανονοβολιστάς, και ούτω το πρωί της 21 ήρχισε σφοδρότατος κανονοβολισμός· κατέλαβε δε και το έξωθεν του τείχους χωρίον Αρίαν. Η φρουρά του κανονοβολουμένου οχυρώματος συνίστατο τότε έκ τινων Κρανιδιωτών, αλλ' εισήλθαν εις ενίσχυσιν και εις ευστοχωτέραν χρήσιν των κανονίων οι φιλέλληνες Χάστιγξ, Χάνης, Ανεμάτος και Γέρβης υπό τον Ιορδάνην, ον διέταξεν η κυβέρνησις να καύση την πόλιν του Ναυπλίου, δι' ης επηγγέλλετο πυροτεχνίας· αλλ' ο αρχηγός ούτος έγεινεν άφαντος ελθούσης της ειδήσεως ότι εισέπλεεν ο εχθρικός στόλος, διέμειναν όμως οι άλλοι Έλληνες και φιλέλληνες κανονοβολούντες και κανονοβολούμενοι. Ο πόλεμος δε ούτος, συχνώς και σφοδρώς από της ημέρας εκείνης επαναλαμβανόμενος, δεν έπαυσεν ειμή την 25 επί τη εκτενεί αιτήσει των Ναυπλιέων, οίτινες βλέποντες φθειρομένας τας οικίας των εδικαιολογούντο προς τους Έλληνας, ότι κατά διαταγήν του Δράμαλη και όχι κατ' ιδίαν θέλησιν ήρχισαν τας εχθροπραξίας. Εν τω διαστήματι όμως τούτω έπαθαν τα τείχη του θαλασσοπύργου, και κατεστάθησαν άχρηστα καί τινα των κανονίων του, αλλ' ουδείς των υπερασπιστών του εφονεύθη· δύο μόνον Κρανιδιώται επληγώθησαν.
Είδαμεν πόσον ταχεία ήτον η πρόοδος του εχθρικού στρατού. Εν διαστήματι δύο εβδομάδων αφ' ού επέρασε τον Σπερχειόν έφθασεν εις Αργολίδα· αλλά δύο εβδομάδας ενδιέμεινεν αργός. Τροφάς δεν ηύρε διόλου (θ), και όσον πολλαί και αν ήσαν όσας έφερε κατηναλίσκοντο εντός ολίγων ημερών υπό του πλήθους· αλλ' εις εξαφάνισιν αυτών συνέτρεξε και η πολλή κατάχρησις. Το κρέας επωλείτο 30 παράδας η οκά εν Άργει τας πρώτας ημέρας της εισβολής, αλλά μετά δεκαπενθήμερον κρέας σχεδόν δεν ευρίσκετο. Εδόθησαν δε και ικαναί τροφαί εις χρήσιν των εν Ναυπλίω, και το στρατόπεδον ήρχισε να πεινά και δεν ηύρισκεν επί της αργολικής πεδιάδος εις τροφήν του ειμή άωρα σταφύλια πρόξενα πυρετών, πολλάκις δε και θανάτων, διότι οι Έλληνες ενέδρευαν εντός των αμπέλων και εφόνευαν καθ' ημέραν πολλούς. Ουδέ νερόν δε είχαν εν αφθονία, διότι δεν έβρεξε το θέρος εκείνο διόλου, και τα πλείστα πηγάδια του Άργους εστέρφευσαν. Δι' όλα ταύτα ο Δράμαλης εσκέπτετο σπουδαίως να μεταβή εις άλλην επαρχίαν και εθεώρει μάλλον κατορθωτήν και ωφέλιμον την εις Κόρινθον επάνοδόν του. Υπήρχε δε και αντιπολίτευσις εν τω στρατοπέδω του, κρυφίως υποθαλπομένη υπό του Χουρσήδη, φθονούντος την δοθείσαν αυτώ κατ' ευθείαν υπό της Πύλης αρχιστρατηγίαν και την από της επιτυχίας της εκστρατείας του τιμήν και δόξαν. Η αντιπολίτευσις δε αύτη, καθώς συμβαίνει εν ταις αποτυχίαις, εκορυφώθη αφ' ού δεν ευδοκίμησεν η εκστρατεία, και διήγειρε πολλήν κατακραυγήν κατά του αρχιστρατήγου. Τον εκάκιζαν δε οι εναντίοι του ότι ο στρατός έπαθε, διότι δεν ηθέλησε να δεχθή την γνώμην των προβαλόντων εν Κορίνθω να μη βαδίση όλος την αυτήν οδόν· πολλοί των υπ' αυτόν ηπείθουν αναφανδόν εις τας διαταγάς του· τινές δε και αλληλομάχουν παρρησία, ώστε το Άργος κατήντησε θέατρον καθημερινών και δεινών αταξιών. Τοιαύτη ήτο ταις ημέραις εκείναις η κατάστασις του εχθρικού στρατοπέδου.
Ο δε Κολοκοτρώνης, μη δυνάμενος να βλάψη τους εχθρούς πολεμών, εσοφίζετο πώς να τους φοβίση· παρετήρησεν ότι έχασαν το θάρρος και υπώπτευσε την φυγήν των· επειδή δε ήθελε να τους αποτρέψη του να προχωρήσωσιν εις Τριπολιτσάν, διέσπειρε την νύκτα της 23 πολλούς στρατιώτας επί των προς την πόλιν εκείνην ορέων και τους διέταξε ν' ανάψη έκαστος και να διατηρήση, δι' όλης της νυκτός τρία πολυλαμπή πυρά. Έγεινε το διαταχθέν και επανελήφθη και την εξής νύκτα, ώστε οι Τούρκοι υπέλαβαν ότι συνέρρευσαν προς εκείνο το μέρος πλήθη Ελλήνων, εφοβήθησαν και δεν εξήλθαν του Άργους, ως συνείθιζαν. Ο δε Κολοκοτρώνης, άγρυπνος πάντοτε και προσεκτικός, εσυμπέρανεν εντεύθεν έτι μάλλον, ότι εμελέτων ταχέως να φύγωσι, και είπε τοις συναδέλφοις του ότι εθεώρει αναγκαίον οι πολλοί να διατηρήσωσι τας θέσεις του Κεφαλαρίου και των Μύλων, εις εμπόδιον των εχθρών, αν εδοκίμαζαν ν' αναβώσιν εκείθεν εις Τριπολιτσάν, και ότι ολίγοι ήσαν ικανοί να κλείσωσι τας μεταξύ Άργους και Κορίνθου στενοτοπίας εις πρόσκομμα της εις Κόρινθον επανόδου των· ήσαν δε κατ' εκείνας τας ημέρας ως οκτακισχίλιοι οπλοφόροι Έλληνες εν τη Αργολίδι. Κατά την γνώμην ταύτην οι πλείστοι έμειναν όπου ήσαν υπό τον Πετρόμπεην, τον Γιατράκον και τον Κρεββατάν· ο δε Κολοκοτρώνης επανήλθε μετ' ολίγων εις τον άγιον Γεώργιον. Εν τω μεταξύ δε τούτω κατέβη εις Μύλους ο γραμματεύς του Δράμαλη, προβάλλων τοις εκεί άφεσιν αμαρτιών, αν επροσκύνουν. Απορριφθείσης δε της προτάσεώς του, τοις είπεν, ως υπό εμπιστοσύνην και ως Χριστιανός, να δυναμώσωσι τας θέσεις εκείνας, διότι οι πασάδες είχαν απόφασιν, αν απερρίπτετο η πρότασίς των, να εφορμήσωσι πανστρατιά και ν' ανοίγωσι την άγουσαν εις Τριπολιτσάν οδόν. Αλλ' η μυστηγορία του Χριστιανού γραμματέως, ον εκράτησαν οι Έλληνες ίνα μη ανακαλύψη τοις εχθροίς ό,τι είδεν, ήτο δολία ως εδείχθη μετά ταύτα σκοπόν έχουσα να θεωρήσωσιν αναγκαίαν οι Έλληνες την μεταγωγήν των στρατευμάτων εις Μύλους από της προς την Κόρινθον οδού, και ούτω ν' αφεθή ανοικτή ην εσκόπευαν οι εχθροί να οδεύσωσι.
Τω όντι την 26 εκινήθη όλον το εχθρικόν στρατόπεδον προς την οδόν των Δερβενακίων. Η οδός αύτη έχει δύο μονοπάτια, το μεν επί του βάθους του αυλώνος παρά την κοίτην χειμάρρου, τα δε έρπον προς την δεξιόθεν οφρύν του όρους υπό το όνομα Αϊσώστην, διά την επ' ονόματι του αγίου Σώζοντος εκεί εκκλησίαν. Επειδή οι Έλληνες κατείχαν την επί του βάθους του αυλώνος θέσιν και ήσαν καλώς ωχυρωμένοι, εστράφησαν οι Τούρκοι προς τα δεξιά θέλοντες να καταλάβωσί τινα λόφον προς το άλλο μονοπάτιον και να διέλθωσι διά του Αϊσώστη· αλλ' ο Αντώνης Κολοκοτρώνης προκατέλαβε τον λόφον. Εκεί ήρχισεν η μάχη. Ο Κολοκοτρώνης εφύλαττε τότε την προς τα αριστερά των Δερβενακίων και έν τέταρτον ώρας αυτών απέχουσαν θέσιν του αγίου Γεωργίου, υποπτεύων μη διέλθωσιν οι Τούρκοι δι' εκείνου του μέρους ως ομαλωτέρου. Ιδών δε την πορείαν αυτών έστειλεν επιβοήθειαν 800 στρατιώτας· επειδή δε κατέστη αδύνατος η θέσις ην κατείχεν, αφ' ού 800 απεμακρύνθησαν, έστησεν επί της κορυφής του βουνού πολλάς σημαίας φαινόμενας μακρόθεν, και έθεσεν επί καταφανούς μέρους όσα ζώα και όσους επενδύτας είχαν οι στρατιώται του ίνα υπολάβωσιν οι κάτωθεν εχθροί ότι κατείχαν την αδύνατον εκείνην θέσιν πολλοί Έλληνες και μη δοκιμάσωσι να διαβώσιν εκείθεν. Οι εχθροί εν τοσούτω πολεμούντες και πολεμούμενοι όπισθεν και εκ των πλαγίων, και φονευόμενοι επροχώρουν προς τον Αϊσώστην, όπου δεν ήτον ελληνική φυλακή.
Κατ' εκείνην την ημέραν έτυχαν οδεύοντες προς την Κόρινθον διά του Αϊνορίου, δύο ώρας απέχοντος των Δερβενακίων προς τα δεξιά, ο Υψηλάντης, ο Νικήτας και ο Δικαίος μετά 500 στρατιωτών ίνα τοποθετηθώσιν επί των μεγάλων Δερβενίων εις αντίκρουσιν επαπειλούμενης νέας εισβολής εχθρών. Ούτοι, ακούσαντες πολύν τουφεκισμόν άνωθεν της θέσεως όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης, εστράφησαν προς τα εκεί υποπτεύοντες συμπλοκήν· αλλά δεν επροχώρησαν, διότι απαντήσαντες βοσκόν έμαθαν, ότι ολίγοι Τούρκοι ήλθαν προς τα Δερβενάκια, και ότι ακροβολισθέντες μετά των φυλαττόντων την θέσιν εκείνην Ελλήνων επανήλθαν εις Άργος. Αλλ' επειδή η βοή του τουφεκισμού δεν έπαυεν, εστράφησαν προς εκείνο το μέρος και κατέλαβαν τα έμπροσθεν του εχθρού. Εξακισχίλιοι Τούρκοι είχαν ήδη διαβή και πέσει εις Κουρτέσαν κακώς έχοντες· αλλ' οι κατόπιν αυτών ερχόμενοι ηύραν την έξοδον προκατειλημμένην υπό των ρηθέντων τριών γενναίων αρχηγών της Ελλάδος. Οι Τούρκοι πολεμούμενοι έμπροσθεν, όπισθεν, δεξιά και αριστερά, συνωθούμενοι και συναγωνιζόμενοι να περάσωσι και αυτοί εις Κουρτέσαν συνεσωρεύθησαν επί τι βάραθρον υπό την εκκλησίαν του Αϊσώστη και εκεί ηφανίσθησαν· σωρηδόν έπιπταν εντός του βαράθρου φονευόμενοι· πολλοί υπεκφεύγοντες τον κίνδυνον εδοκίμαζαν ν' αναβώσιν έφιπποι τα όρη· άλλοι ωδήγουν δι' εκείνου του μέρους φορτωμένους ίππους και καμήλους· αλλ' οι ίπποι και αι κάμηλοι ολισθαίνοντες εκρημνίζοντο· ώστε ζώα, άνθρωποι, φορτία και λίθοι έπιπταν επί ζώων, ανθρώπων, φορτίων και λίθων. Ο ολίγος όμως αριθμός των έμπροσθεν Ελλήνων δεν ήτον ικανός να εμποδίση ολοτελώς την διάβασιν τόσων εχθρών, διά τούτο πολλοί αυτών διεσώθησαν ως και οι προ αυτών εις Κουρτέσαν. Υπερτρισχίλιοι ελογίσθησαν οι απολεσθέντες εχθροί· έπεσαν δε την ημέραν εκείνην εις χείρας των Ελλήνων μέγας αριθμός ζώων και άπειρα και πολύτιμα άλλα λάφυρα. Οι δε διασωθέντες εις Κουρτέσαν επί της πρώτης και δευτέρας διαβάσεως επανήλθαν την επαύριον προς το στόμιον της εξόδου εις βοήθειαν των όπισθεν απομεινάντων συναδέλφων των· αλλ' ιδόντες τους Έλληνας ετοίμους να τους αντικρούσωσι δεν επροχώρησαν. Έστειλε συγχρόνως και ο φρούραρχος της Κορίνθου τρία ελαφρά κανόνια προς εκείνο το μέρος, αλλά και ταύτα εις ουδέν εχρησίμευσαν. Οι δ' όπισθεν ερχόμενοι Τούρκοι, εν οις και οι πλείστοι των πασάδων και αυτός ο Δράμαλης, ιδόντες όσα έπαθαν οι προπορευθέντες, δεν εισήλθαν την τεθλιμμένην οδόν των Δερβενακίων, αλλ' έμειναν επί της απέναντι πεδιάδος και έστειλάν τινας προς τους πλησιεστέρους Έλληνας ίνα μάθωσι τις ο αρχηγός των. Μαθόντες δε παρά του εκεί φυλάττοντος παπά Δημήτρη Χρυσοβιτσιώτου ότι ήτον ο Κολοκοτρώνης, τω επρότειναν να εξαγοράσωσιν ελευθέραν την δίοδον· αλλ' ιδόντες εν τω μεταξύ τούτω ιππείς τινας Έλληνας και τους υπασπιστάς του Κολοκοτρώνη, Σπηλιωτόπουλον και Φωτάκον, ερχομένους προς εκείνο το μέρος, και υπολαβόντες αυτούς ερχομένους εις κατασκοπήν, μη θέλοντες δε και να διανυκτερεύσωσιν επί της πεδιάδος, επανήλθαν εις Γλυκιάν πλησίον του Ναυπλίου· ώστε οι εχθροί, έχοντες μεσότοιχον τα φονικά Δερβενάκια, διηρέθησαν ακουσίως οι μεν κατά την Κουρτέσαν, οι δε κατά την Γλυκιάν, όπου τοις συνέβη την αυτήν νύκτα άλλο δυστύχημα εκληφθέν ως κάκιστος οιωνός· άναψεν αίφνης και εκάη η πυρίτις.
Επειδή δεν έμενε πλέον αμφιβολία, ότι οι Τούρκοι θα επεχείριζαν να διαβώσιν εις Κόρινθον θέλοντες και μη θέλοντες, ανάγκη ήτο να προκαταλάβωσιν οι Έλληνες τας διόδους.
Την δε ακόλουθον ημέραν της μάχης, ήτοι την 27, ήλθαν εις τον τόπον της καταστροφής ο Πλαπούτας, ο Δημήτρης Δηλιγιάννης, ο Γιατράκος, ο Τσόκρης και άλλοι οπλαρχηγοί προς ακριβή γνώσιν των επί της προτεραίας. Συσκέψεως δε γενομένης περί του πρακτέου, απεφασίσθη, επί τη προτάσει του Κολοκοτρώνη και εν αγνοία ποίαν των αγουσών εις Κόρινθον οδών εσκόπευαν οι εχθροί να διέλθωσιν, ο μεν Γιατράκος και ο Τσόκρης να παραλάβωσιν αμέσως τα εν Άργει στρατεύματά των και να καταλάβωσι τας Μυκήνας, ο δε Υψηλάντης, ο Δικαίος και ο Νικήτας, ο διά τας κατά την 26 ανδραγαθίας του επονομασθείς Τ ο υ ρ κ ο φ ά γ ο ς, να μείνωσι κατά το Μπερπάτι και Αϊνόρι, όπου μετέβησαν μετά την μάχην, ο δε Πλαπούτας, ο Δηληγιάννης, και ο Αντώνης Κολοκοτρώνης να φυλάξωσι τα Δερβενάκια· όλοι δε να τρέξωσιν όπου φανή ο εχθρός. Την ακόλουθον ημέραν ο τουρκικός στρατός εξεστράτευσε προς την οδόν του Αϊνορίου όλος· φθάσας δε εις Μπερπάτι εκτυπήθη υπό των εκεί Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης, νομίζων ότι οι περί τον Γιατράκον και τον Τσόκρην κατέλαβαν τας Μυκήνας και θα έπιπταν όπισθεν του εχθρού, ως προεσχεδιάσθη, διέταξεν αμέσως τους περί τον Πλαπούταν ν' αφήσωσι την θέσιν των Δερβενακίων και να τρέξωσιν απέμπροσθέν του προς την Κλένιαν, κώμην της επαρχίας Κορίνθου. Αλλ' ούτε οι περί τον Πλαπούταν έφθασαν εν καιρώ όπου διετάχθησαν, ούτε ο Γιατράκος και ο Τσόκρης κατέλαβαν την θέσιν των Μυκηνών επί λόγω, ότι ηπείθησαν οι στρατιώται των· τοιουτοτρόπως απέτυχε το σχέδιον, και οι εχθροί παθόντες πολλά, αλλ' ολίγα ως προς όσα έπαθαν οι συνάδελφοί των την 26, διέβησαν τα στενά και διεσώθησαν εις Κόρινθον, όπου μετ' ολίγον εστάλησαν εκ Πατρών πέντε πλοία φέροντα τροφάς εις χρήσιν αυτών και των εν τη Ακροκορίνθω, ων υπό τας όψεις ο Μ. Τομπάζης, εισπλεύσας τον σαρωνικόν κόλπον πρό τινων ημερών και αποβιβάσας εις Κεγχρεάς τα πληρώματα των πλοίων του, ήρπασεν όλας τας εναποτεθειμένας τροφάς και άφησε την απρονόητον εκείνην φρουράν σχεδόν πεινώσαν.
Τοιούτον απέβη το τέλος της εις Αργολίδα εκστρατείας του πολυπληθούς τούτου εχθρικού στρατού, παθόντος τα πάνδεινα επί της εις Κόρινθον επιστροφής, διότι ο αρχηγός του, επαιρόμενος επί τη δυνάμει του, δεν εφρόντισεν επί της εκείθεν εις Άργος αναβάσεως να διατηρήση τα μεταξύ των δύο πόλεων στενά. Τόσος δε τρόμος κατέλαβε τον Δράμαλην, ώστε εγκατέλειψεν έξωθεν του Ναυπλίου επί της εις την Γλυκιάν υποχωρήσεώς του και το μόνον παρ' αυτώ επί της εις Αργολίδα εισβολής του κανόνι.
Αφ' ού δε οι Τούρκοι συνήλθαν όλοι εις Κόρινθον, ο Κολοκοτρώνης ορθώς συλλογιζόμενος εσχεδίασε να τους αποκλείση εντός εκείνης της επαρχίας διά ξηράς (διότι η θάλασσα του κορινθιακού κόλπου ήτον ανοικτή δι' έλλειψιν ελληνικών πλοίων) καθώς τους απέκλεισε προ ολίγου εντός της Αργολίδος· και επειδή μετά τας προρρηθείσας μάχας ο Υψηλάντης, ο Νικήτας και ο Δικαίος μετέβησαν εις τον ισθμόν και έκλεισαν τας διόδους εκείνας συνάξαντες και τους Δερβενοχωρίτας, ο Κολοκοτρώνης άφησεν ικανήν φρουράν επί των μεταξύ Κορίνθου και Άργους διόδων, μη τυχόν τας καταλάβωσιν οι Τούρκοι και ανοίξωσι την κοινωνίαν των δύο εκείνων επαρχιών· αυτός δε ο Γιατράκος, ο Πλαπούτας, ο Δημήτρης Δηληγιάννης, ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο Χρηστόπουλος και ο Γενναίος, έχοντες τρισχιλίους, ετοποθετήθησαν εν Σολίω, χωρίω πέντε ώρας απέχοντι της Κορίνθου, επί της προς την Αχαΐαν οδού, δι' ου, ως εσυμπέραναν, εμελέτων οι Τούρκοι να διαβώσι. Την αυτήν ημέραν έφθασαν και οι Πετμεζάδες μετά 500 εις Βάλτσας, χωρίον απέχον του Σολίου μίαν ώραν. Την δε επαύριον ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Γενναίον και τον Γιαννάκην Κολοκοτρώνην να καταλάβωσι τα Βασιλικά, μίαν ώραν και τρία τέταρτα μακράν του λοιπού στρατοπέδου, ως προφύλακες. Διέβαινε κατά περίστασιν την αυτήν ημέραν διά των Βασιλικών ο Γάτσος ερχόμενος εκ της Δυτικής Ελλάδος, και ενδιέμεινε και ούτος· ώστε η προφυλακή αύτη συνηριθμείτο εις 1300. Την δ' επιούσαν νύκτα ο Κολοκοτρώνης διέταξε και άναψαν πολλά πυρά επί της κορυφής των βουνών εις ψευδή επίδειξιν των δυνάμεών του.
[Αύγουστος] Τρισχίλιοι Τούρκοι, ιππείς και πεζοί, επανήλθαν την 4 αυγούστου εις Κλένιαν, όπου ως έμαθαν, ήσαν συσσωρευμέναι τροφαί. Την θέσιν εκείνην κατείχαν 400 Έλληνες υπό τον Γεωργάκην Μαυρομιχάλην, τον Κατσάκον, τον Τσαλαφατίνον και άλλους. Οι εχθροί έτρεψαν διά μιας τους Έλληνας, τους κατεδίωξαν, εκυρίευσαν την κώμην και παρ' ολίγον συνέλαβαν τον Μαυρομιχάλην· αλλ' οι φυλάττοντες την πλησίον θέσιν του αγίου Βασιλείου Τριπολιτσιώται, ως 600, υπό τους αρχηγούς Αθανασόπουλον, Λεβιδιώτην, Δαρειώτην, και Ριζιώτην, κατέβησαν εκείθεν δρομαίοι, κατέλαβαν τον έξωθεν της κώμης ναόν, και τον επί της κορυφής της κώμης λόφον, εθάρρυναν τους φεύγοντας δι' ου έδειξαν αυτοί θάρρους, τους επανέφεραν εις τον τόπον της μάχης, και διά της συμπράξεως αυτών απήλασαν της κώμης απράκτους τους εις αυτήν εισελθόντας εχθρούς.
Την δε 7 οι Τούρκοι, θέλοντες ν' ανοίξωσι την εις Πάτρας άγουσαν οδόν, εξεστράτευσαν προς το μέρος του Κιάτου και των Βασιλικών, και συνεκρούσθησαν μετά των Ελλήνων πλησίον των σταφιδώνων, αλλ' επανήλθαν άπρακτοι εις Κόρινθον. Την δε 12 εξεστράτευσαν πάλιν πανστρατιά προς τα Βασιλικά, όπου διέμενε πάντοτε η προφυλακή, ήτις αντέστη γενναίως, αν και ολίγη· συνήλθαν εκεί μετά την έναρξιν της μάχης και τα άλλα ελληνικά στρατεύματα, και η τροπή των Τούρκων εφαίνετο και ταύτην την ημέραν βεβαία· αλλά τινές εκ του τάγματος του Αναγνώστη Πετμεζά, μαχομένου ευτυχώς, ιδόντες ίππον εντός ενός σταφιδώνος, αφεθέντα υπό των Τούρκων ως δέλεαρ, έτρεξαν να τον συλλάβωσι· και αίφνης ανέστησαν 60 Τούρκοι ενεδρεύοντες, και έτρεψαν τους απροσέκτους τούτους Έλληνας εις φυγήν φονεύσαντες ένα εξ αυτών. Η φυγή των ολίγων Ελλήνων έφερε πανικόν φόβον και γενικήν τροπήν. Μόνοι δεν μετετόπησαν ο αρχηγός του τάγματος τούτου και ο υιός του παρακελεύοντες και τους άλλους να τους μιμηθώσιν, αλλ' ουδέν κατώρθωσαν και απέθαναν και οι δύο μαχόμενοι. Οι δε Τούρκοι, εμψυχωθέντες υπό του καταλαβόντος τα τάγμα τούτο πανικού φόβου, έπεσαν πανστρατιά επί τα άλλα, έτρεψαν εις φυγήν τα υπό τον Γιατράκον και Πλαπούταν και εφόνευσαν δύο γενναίους υπαρχηγούς, τον Γιαννετάν Μιστριώτην, τον Οικονόμον Παπά Καλομοίρην, και ικανούς στρατιώτας. Μόνη η υπό τον Γάτσον, Γενναίον, και Γιαννάκην Κολοκοτρώνην προφυλακή διετήρησε την θέσιν της και εμπόδισε την πρόοδον των εχθρών. Το αξιέπαινον παράδειγμα της προφυλακής επανήγαγε μετ' ολίγον εις το πεδίον της μάχης και τους υπό τον Γιατράκον και Πλαπούταν, ακούσαντας τας πατριωτικάς φωνάς των αρχηγών και ούτως οι Τούρκοι ιδόντες τους Έλληνας επανελθόντας εις τα πεδίον της μάχης υπεχώρησαν, φονεύσαντες 53, αλλά πλειότεροι εφονεύθησαν εξ αυτών. Επανερχόμενοι δε εις Κόρινθον απήντησαν καθ' οδόν τους περί τον Αντώνην Κολοκοτρώνην και Αλωνιστιώτην, αλλά δεν τους ηνώχλησαν, αν και το μέρος ήτον επίπεδον. Μετά τας δύο ατυχείς δοκιμάς απηλπίσθησαν του να σπάσωσι τον προς την Αχαΐαν στρατιωτικόν των Ελλήνων φραγμόν. Έχοντες δε την θάλασσαν ανοικτήν, και λαμβάνοντες εκείθεν ανεμποδίστως τροφάς, έκριναν καλόν ν' αναμείνωσι μέχρι τινός ησύχως τας έξωθεν δυνάμεις κατά τας υποσχέσεις του εν Λαρίσση Χουρσήδη, και τον εις τον αργολικόν κόλπον κατάπλουν του έμπροσθεν των Πατρών στόλου των· αλλ' ηνωχλούντο ακαταπαύστως υπό των Ελλήνων αρπαζόντων καθ' ημέραν τα ζώα των.
Μετά δε τα συμβάντα ταύτα η γερουσία της Πελοποννήσου ανέδειξε τον Κολοκοτρώνην, επί τη αιτήσει των εν τη Κορινθία στρατευμάτων, αρχιστράτηγον διά τους λαμπρούς και ευτυχείς αγώνας του. Ο δε νέος αρχιστράτηγος, αφήσας φρουράς επί των ανωτέρω θέσεων και δυναμώσας και τας επί των μεταξύ Κορίνθου και Άργους στενοτοπιών, ανέβη εις Τριπολιτσάν, όπου η γερουσία και ο λαός τον υπεδέχθησαν ευγνωμονούντες και αγαλλόμενοι.
Η αποτυχία της μεγάλης ταύτης εχθρικής εκστρατείας εδόξασε δικαίως τους Πελοποννησίους.
Ο δε Τσαρκατσή - Αλήπασας ο αποχωρισθείς του υπό τον Δράμαλην γενικού στρατοπέδου προ της εις Πελοπόννησον εισβολής του, αφ' ού εισήλθεν εις Χαλκίδα, παρέλαβε τους στρατιώτας του και τους εν τω φρουρίω εκείνω διαμένοντας και εξεστράτευσε προς τα Βρυσάκια, όπου ήτο το ελληνικόν στρατόπεδον. Αλλά το στρατόπεδον τούτο μετά τον θάνατον του Αγγελή Γοβρίνα δεν είχεν άξιον αρχηγόν· διά τούτο μόλις είδε τον εχθρόν επερχόμενον, διεσκορπίσθη· οι δε Τούρκοι κατέλαβαν την θέσιν εκείνην.
Διέτριβε πρό τινων ημερών εν Ξηροχωρίω ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, όστις μεταβάς εις Λιθάδαν και εφοδιασθείς διά γραμμάτων του Αρείου πάγου μετέβη την 30 ιουνίου εις Σκιάθον, ίνα πείση, και μεταφέρη εις Εύβοιαν τους εκεί μετά την εν Κασσάνδρα, Ναούση και Ολύμπω καταστροφήν του αγώνος υπό διαφόρους οπλαρχηγούς και υπό την γενικήν αρχηγίαν του Διαμαντή Νικολάου μεταβάντας πολεμικούς άνδρας του Ολύμπου. Επείσθησαν οι άνδρες ούτοι, κατέπλευσαν 600 πλησίον των Βρυσακίων κατεχομένων υπό των Τούρκων, απέβησαν εις την ξηράν, και διά του σφοδρού κανονοβολισμού του υπό τον Άρειον πάγον διατελούντος και καταπλεύσαντος εκ Λιθάδας πλοίου του Βισβίζη, απεδίωξαν τους Τούρκους της θέσεως εκείνης και ετοποθετήθησαν αυτοί. Οι Τούρκοι κατέφυγαν εις το φρούριον κακώς έχοντες, την δε επιούσαν συσσωματωθέντες πάμπολλοι επεξήλθαν, αλλ' απεκρούσθησαν και επανήλθαν πάλιν περί την εσπέραν εις το φρούριον. Τα αυτά έπραξαν και έπαθαν και την υστεραίαν και έκτοτε περιωρίσθησαν εντός του φρουρίου. Οι δε εντόπιοι Χριστιανοί θαρρυνθέντες, χάρις εις τους Ολυμπίους, συνήλθαν πάλιν εις Βρυσάκια, όπου μετέβησαν και οι πρόκριτοι του βορείου μέρους της Ευβοίας· αλλά κατά δυστυχίαν το υπό τόσον αισίους οιωνούς νεοσυστηθέν στρατόπεδον τούτο διελύθη εντός ολίγου· διότι οι μεν Ολύμπιοι απήτουν πολλά, οι δε εντόπιοι δεν είχαν να τοις δώσωσιν ειμή ολίγα. Αναχωρήσαντες δε οι 600 Ολύμπιοι εις Ωρεόν, διέμειναν εκεί βουλευόμενοι περί του πρακτέου· έφθασε και ο μη συναποπλεύσας γενικός αρχηγός των Διαμαντής· τους επρόφθασαν καί τινες σταλέντες προς αυτούς παρά του Αρείου πάγου· μετέβησαν και οι πρόκριτοι του τόπου, και συμφωνίας γενομένης επανήλθαν οι Ολύμπιοι εις Βρυσάκια υπό τακτόν κατά μήνα μισθόν και έστησαν εκ νέου το στρατόπεδον υπό τον Διαμαντήν.
Και ταύτα μεν τα κατά το ανατολικόν της Ευβοίας μέρος. Ιδού δε και τα κατά το δυτικόν.
Μετά την προς τα μέρη της Καρύστου ήτταν των Ελλήνων, και την εκείθεν αναχώρησιν των έξωθεν ελθόντων οπλοφόρων, εναπέμεινεν ο εντόπιος οπλαρχηγός Κριεζιώτης, περιφερόμενος, ως είρηται, τα βουνά της Ερετρίας και Κούμης. Η φήμη της ανδρίας του ανδρός τούτου έφερεν υπό την σημαίαν του μετ' ολίγον πολλούς συντοπίτας του. Ο δε Τσαρκατσή - Αλήπασας, ευδοκιμήσας κατά του στρατοπέδου των Βρυσακίων, έστειλε στράτευμα και κατά των υπό τον Κριεζιώτην εστρατοπεδευμένων εν Μετοχίω, χωρίω επί του όρους της Κούμης. Εν τούτοις ήλθαν εις βοήθειαν των περί τον Κριεζιώτην έξωθεν στρατιώται υπό τον Αναγνώστην Σαλαμίνιον. Τρεις ημέρας αντετουφεκίζοντο Έλληνες και Τούρκοι. Οι Τούρκοι απέτυχαν του σκοπού των και επανήλθαν εις Χαλκίδα καταδιωκόμενοι.
Τοιαύτη ήτον η κατάστασις όλης της Ευβοίας εκείναις ταις ημέραις· η δε της Κρήτης ήτον η εξής.
Μετά την συνέλευσιν της Επιδαύρου η κυβέρνησις, καθ' όν καιρόν εφρόντιζε περί γενικού οργανισμού του κράτους, απέστελλεν εις Κρήτην ως οργανιστήν αυτής τον Πέτρον Σκυλίτσην Ομηρίδην. Φθάσας ούτος τα τέλη απριλίου εις Αρμένους, κώμην της επαρχίας Αποκορώνων όπου έδρευε τότε η προσωρινή διοίκησις της Κρήτης, εκάλεσε τον περιοδεύοντα την νήσον Αφεντούλην εις γνώσιν των διαταγών της κυβερνήσεως. Ο Αφεντούλης, όστις εθεώρει την Κρήτην ως βασίλειον ανεξάρτητον της λοιπής Ελλάδος και ενεδύθη πάσαν εξουσίαν επί της νήσου εν ονόματι του Υψηλάντου, καλούμενος «Α ρ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς - κ α ι - δ ι ο ι κ η τ ή ς - π ά σ η ς - Κ ρ ή τ η ς», ωργίσθη επί τη αποστολή ταύτη και εβόα κατά της κυβερνήσεως,
[Μάιος] αλλά μη εισακουόμενος ηναγκάσθη να υπακούση και προσυπογράψη την 21 μαΐου τον νέον οργανισμόν, ον πρόθυμοι όλοι οι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί της νήσου υπέγραψαν την αυτήν ημέραν. Καταλιπών δε και τον πολεμικόν τίτλον του αρχιστρατήγου έφερεν εις το εξής τον πολιτικόν του γενικού επάρχου της Κρήτης κατά τον νέον οργανισμόν. Αλλ' εν ώ όλοι συνεσκέπτοντο περί της εφαρμογής αυτού εφάνη την 28 παρά πάσαν προσδοκίαν εν τω λιμένι της Σούδας ο αιγύπτιος στόλος εξ 106 πολεμικών και φορτηγών πλοίων, φέρων υπό την αρχηγίαν του Χασάμπασα πεντακισχιλίους, εν οις και δισχίλιοι, εμπειροπόλεμοι Αλβανοί, οκτακόσιοι ιππείς και ικανά πολεμεφόδια και κανόνια. Η πρωτοφανής εν Κρήτη θέα στόλου εφόβισεν εις άκρον τους Κρήτας· ηύξησε δε τον φόβον και η σύγχρονος φήμη, ότι ο εν τω χωρίω των Μαχαιρών εδρεύων τότε Αφεντούλης, απαρεσκόμενος επί τη νέα τάξει των πραγμάτων και απελπισθείς εξ αιτίας του νέου κινδύνου και των εγχωρίων διενέξεων, εμελέτα να δραπετεύση. Η μελετωμένη δραπέτευσίς του δεν ήτο ψευδής, αλλ' επρολήφθη ή μάλλον ειπείν ανεβλήθη.
Τριακόσιαι περίπου ψυχαί ευρίσκοντο κατά το ακρωτήριον των Χανιών, Μελέχα, εις συλλογήν καρπών καθ' ην ημέραν κατήχθη ο στόλος και εκινδύνευαν αποκλειόμεναι ν' απολεσθώσιν αλλά, χάρις εις τον Σήφακαν και τον Βασίλην Χάλην, δραμόντας αυθημερόν εις απαλλαγήν των, διεσώθησαν εις τα ίδια αβλαβείς.
[Ιούνιος] Πλήρεις ζήλου και θάρρους οι δύο ούτοι γενναίοι οπλαρχηγοί, παραλαβόντες και τον Μανδάν, επάτησαν πολλαχόθεν μετά περίπου πεντακοσίων το κατά τας Αλυκάς εσκηνωμένον εχθρικόν στρατόπεδον περί το λυκαυγές της 1 Ιουνίου, αλλ' απεκρούσθησαν και κατεδιώχθησαν μέχρι της υπωρείας της Μαλάξας, όπου εντυχόντες άλλους επιβοηθούς αντέκρουσαν τους εχθρούς και τους απώθησαν εις τας σκηνάς των.
Αποδιώξας ο Χασάμπασας την δευτέραν ημέραν της αφίξεώς του τους εν Τσουκαλαριοίς και εν Νεοκώρω σταθμεύοντας Χριστιανούς και κυριεύσας όλα τα πλησιόχωρα πεδινά μέρη, εστράτευσε την 11 εις κατοχήν της Μαλάξας. Επτακόσιοι Χριστιανοί ήσαν εν ταις υπωρείαις τότε συγκεντρωμένοι, αντέστησαν εις τετρακισχιλίους, αλλά πολλά παθόντες ανέβησαν διά νυκτός εις το χωρίον και μετ' ολίγον το εγκατέλειψαν αμαχητί και υπεχώρησαν προς τας Ρίζας εις χωρίον Κάμπον· καταλαβών δε την επαύριον ο Χασάμπασας την Μαλάξαν και εγκαταστήσας φρουράν υπό τον ανεψιόν του Μουσταφάμπεην, ανεστρατοπέδευσεν· αλλ' οι Χριστιανοί επανελθόντες την 20 Ιουλίου περιέζωσαν το χωρίον. Οι περί τον Μουσταφάμπεην, πτοηθέντες κατ' αρχάς, ώρμησαν να φύγωσιν, αλλ' εμποδίσθησαν, επαλινδρόμησαν εξ ανάγκης, επολέμησαν ως απηλπισμένοι, ενίκησαν και διεσκόρπισαν τους εχθρούς των φονεύσαντες 40, εν οις και τον στρατηγικώτατον των οπλαρχηγών της Κρήτης Πρωτοπαπαδάκην αλλά μετά δέκα ημέρας αφήκαν το περιμάχητον χωρίον, και το κατέλαβαν εκ νέου οι Χριστιανοί.
Μετά δε τα κατά την Μάλαξαν, επενεγκόντα μέγαν και γενικόν φόβον, εβουλήθη ο Χασάμπασας να ελκύση εις υποταγήν τους Χριστιανούς, ως μηδέν ελπίζοντας πλέον εις τα όπλα των, και υπέσχετο διά του επισκόπου Κυδωνίας, ον ευρών εν τη φυλακή απεφυλάκισε, ν' αποδώση τοις αποστάταις, αν επροσκύνουν, τα υπάρχοντά των και τους κρατουμένους συγγενείς των, να επιτρέψη δε και την επισκευήν των εκκλησιών και να χορηγήση πάσαν αντίληψιν εις επανόρθωσιν των κακώς εχόντων. Αδύνατοι οι Χριστιανοί τον επολιτεύθησαν, εξέθεσαν τα κακά όσα υπέφεραν, είπαν ότι αδύνατον να συζήσωσιν εις το εξής Τούρκοι και Χριστιανοί ως και πρότερον, επρόβαλαν διακοπήν εχθροπραξιών και άλλους απαραδέκτους όρους και εζήτησαν καιρόν να συμβουλευθώσι και την εν Πελοποννήσω κυβέρνησιν. Ο Χασάμπασας επανέλαβεν όσα και πρότερον, και θέλων να τους απελπίση, τους ειδοποίησεν, ότι όλη η Πελοπόννησος επροσκύνησεν επί της εισβολής του Δράμαλη· αλλά πεισθείς ότι οι Χριστιανοί τον ηπάτουν εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, απεφάσισε να εισβάλη εις τα Λευκά - όρη (Ασπροβούνι),
[Αύγουστος] και παραλαβών τους πασάδας των Χανιών και της Ρεθύμνης, επάτησεν αμαχητί την 4 Αυγούστου και έκαυσε το Θέρισον και τους Λάκκους· μαθών δε ότι πολλαχόθεν συνέρρεαν Σφακιανοί, Ριζίται και άλλοι εις αντίκρουσιν, συχνάκις ακροβολιζόμενος και φοβηθείς μη πάθωσιν αίφνης οι περί αυτόν όσα έπαθαν το παρελθόν έτος οι συνάδελφοί των, ανεστρατοπέδευσε, μηδέν κατά την μεγάλην ταύτην εκστρατείαν κατορθώσας πολλού λόγου άξιον· πατήσας δε αμαχητί και καταστρέψας τον Αποκόρωνα, και αναπαύσας επί τινας ημέρας τους υπ' αυτόν, εστράτευσεν εις Μεγάλον Κάστρον, όπου έφθασε την 31 πολεμών καθ' οδόν και πολεμούμενος και εστρατοπέδευσεν έξω της πόλεως.
Είχαν εκστρατεύσει πρό τινων μηνών διάφοροι οπλαρχηγοί των εν αποστασία μερών εις Μυράμπελον και Λεσίδι προς ανέγερσιν και εμψύχωσιν των εισέτι εν ηρεμία ανατολικών επαρχιών, και ευδοκίμησαν· ουδ' η απόβασις των εξ Αιγύπτου εδυνήθη να ψυχράνη τους εις εφόπλισιν οργώντας των μερών εκείνων Χριστιανούς, ώστε τον Ιούλιον μόνη η επαρχία της Σιτείας ηρέμει ως απόκεντρος. Πολλάκις και πολλαχού συνεκρούσθησαν Χριστιανοί και Τούρκοι κατ' εκείνα τα μέρη, και ο κάλλιστος των αγώνων ως επί το πλείστον υπερίσχυε. Τόσον δε εξεμάνησαν οι Ρεθύμνιοι Τούρκοι μαθόντες τα γενόμενα, ώστε αφήρπασαν οι θρασύτεροι και φιλεκδικώτεροι, άκοντος του πασά, τον εν ειρκτή κρατούμενον και κακουχούμενον επίσκοπον της επαρχίας, και τον εκρέμασαν· εφόνευσαν δε την αυτήν ημέραν και άλλους Χριστιανούς.
Αλλ' η άφιξις του υπό τον Χασάμπασαν στρατού εις το Μεγάλον Κάστρον, όπου ήσαν ήδη οι πολυαριθμότεροι των εν τοις φρουρίοις Τούρκων, μετέβαλε τα πράγματα επί το χείρον, και επηρέασε και αυτά τα πνεύματά τινων των κατ' εκείνα τα μέρη Χριστιανών. Ο στρατάρχης ούτος απέστειλεν, άμα φθάσας, πολλαχού αποσπάσματα εις εξολόθρευσιν και αιχμαλωσίαν· εισέβαλε μετά ταύτα και αυτός πανστρατιά εις την επαρχίαν, Πεδιάδα, και την εκυρίευσεν αναιμωτί· αλλά πειραθείς να καταλάβη και την δυσδιάβατον θέσιν, Σίτι, την Μάλαξαν εκείνου του μέρους, απεκρούσθη και οπισθοδρομήσας εστρατοπέδευσε κατά το Βιάννον εν τη επαρχία της Αρκαδίας, όπου διατρίψας ολόκληρον μήνα επανήλθεν εις την Πεδιάδα. Η επαρχία, Λασίθι, είναι, εξ αιτίας της ορεινής και δυσπροσίτου θέσεώς της, τα Σφακιά του ανατολικού μέρους της νήσου, και εις τους κατοίκους αυτής απέβλεπαν οι γειτνιάζοντες και πάσχοντες λαοί· αλλ' οι κάτοικοι αυτής καταπτοηθέντες επεκαλέσθησαν παρά πάσαν ελπίδα το έλεος του εχθρού λήγοντος του οκτωβρίου· οι άλλοι όμως λαοί, αν και ασθενέστεροι, δεν εμιμήθησαν το παράδειγμά των, προτιμώντες της υποταγής ποτέ μεν την πάλην, ποτέ δε την εις τα όρη καταφυγήν· μετεμελήθησαν δε και οι Λασιθιώται και εφωπλίσθησαν εκ νέου. Ολίγοι μόνον υπεκρίθησαν εξ ανάγκης υπόκλισιν· ούτοι δε ήσαν οι πλησιόχωροι του φρουρίου.
Μη δυνάμενοι δε οι Χριστιανοί ν' αντιπαρατάττωνται πλέον εκ του συστάδην προς τους πολυαρίθμους και καλώς συντεταγμένους εναντίους των ηγωνίζοντο να τους βλάπτωσι σποράδην.
Πολλάς τοιαύτας ευτυχείς επιδρομάς παρορώντες χάριν συντομίας φέρομεν εις γνώσιν την εξής.
Τριακόσιοι εκλεκτοί Αλβανοί εστάλησαν διά θαλάσσης εις Κρουσώνα εν τη επαρχία Μαλεβυζίου παρά του Χασάμπασα ως προφυλακή του στρατοπέδου, αλλ' επιπεσόντες έξωθεν διά νυκτός οι Χριστιανοί, και συνεργεία των υποκρινομένων ότι επροσκύνησαν εντοπίων τοιχωρυχούντες, και μεταβαίνοντες από οικίας εις οικίαν και καίοντες, τους ηνάγκασαν να κλεισθώσιν εν τη θολωτή εκκλησία του χωρίου, και σπάσαντες τον θόλον και ερρίψαντες καυστικάς ύλας τους κατέκαυσαν όλους.
Κατ' εκείνας τας ημέρας ήλθε νέα επικουρία χιλίων ανδρών προς τον Χασάμπασαν εξ Αλεξανδρείας και διεκομίσθησαν εν αφθονία τροφαί και πολεμεφόδια.
1822 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ'.
&Τα μετά την μάχην του Πέτα κατά την Δυτικήν Ελλάδα μέχρι της πολιορκίας Μεσολογγίου και η εν τούτοις παράδοσις της Κιάφας.&
ΜΕΤΑ δε τα εν Πέτα δυστυχή συμβάντα, φανερόν ήτον ότι οι Τούρκοι θα επροχώρουν προς την Αιτωλοακαρνανίαν πίπτοντες οι μεν εις Ξηρόμερον διά της Βονίτσης, κύριοι όντες του αμβρακικού κόλπου, οι δε εις Βάλτον διά του Μακρυνόρους. Ο Μαυροκορδάτος, διαμείνας εν Λαγκάδα έως ού συνήχθησαν εκεί τα επί της εν Πέτα μάχης διασκορπισθέντα στρατεύματα προς ενδυνάμωσιν της θέσεως εκείνης, αν και μη όσον άλλοτε αναγκαίας μετά την υπό των Τούρκων κυρίευσιν του αμβρακικού κόλπου, ανεχώρησε, και μεταβαίνων από χωρίου εις χωρίον και από βουνού εις βουνόν επροσπάθει να εγκαρδιώση και πείση τους φοβηθέντας λαούς ίνα προκαταλάβωσι τας θέσεις του Λουτρακίου και του Καρβασαρά, όπου ο εχθρός εδύνατο ν' αποβιβάση ευκόλως τα στρατεύματά του. Αλλ', εν ώ κατεγίνετο επιπόνως εις τούτο, νέον δεινόν επήλθε προς ανατροπήν του σχεδίου. Ο συνηνωμένος στόλος Κωνσταντινουπόλεως, Αιγύπτου και Αλγερίας, ο επί της εισβολής του Δράμαλη φανείς εκτός της Ύδρας, εξ 84 πολεμικών πλοίων, εξ ών 7 δίκροτα και 15 φρεγάται, ελλιμένισε την 20 Ιουλίου έξωθεν του Μεσολογγίου· ήλθαν και τα εν τω κορινθιακώ κόλπω και έγειναν όλα 90. Εμφανισθέντος του στόλου τούτου, τα 8 ελληνικά πλοία απέπλευσαν, και οι Έλληνες φοβηθέντες εξ αιτίας των κατά την ξηράν νεωστί συμβάντων, και βλέποντες ότι η θάλασσα του Μεσολογγίου έπηξε, κατά την φράσιν των, επί τω εμφανισμώ τόσων κινητών βουνών, ενόμισαν ότι επέστη η τελευταία ώρα και της ελευθερίας της πατρίδος και της ζωής των.
Την άλωσιν του Βασιλαδίου επεχείρησεν ο εχθρικός ούτος στόλος και πολλάκις εδοκίμασεν υπό βαρύν κανονοβολισμόν ν' αποβιβάση ναύτας και στρατιώτας· αλλ' η τόλμη των εντοπίων υπερασπιστών του εδείχθη τοιαύτη, ώστε 50 μόνον ναύται Μεσολογγίται ήρκεσαν να αποκρούσωσιν ευτυχώς τας αλλεπαλλήλους εφόδους του εχθρού. Αγωνισθείς δε δύο ημέρας ανωφελώς μετέπλευσεν εις την μεταξύ Ευήνου και Μεσολογγίου Μαύρην Αλικήν, επί σκοπώ να κυριεύση καν εκείνην την θέσιν και στήση στρατόπεδον· αλλ' ηύρεν επί της παραλίας 800 Αιτωλούς ετοίμους να την υπερασπίσωσιν. Ο αρχηγός αυτών Μακρής, ο μόνος ίσως των συγχρόνων του οπλαρχηγών της Δυτικής Ελλάδος, όστις δεν εφίλησέ ποτε τουρκικήν ποδιάν, διότι έζη μέχρι της επαναστάσεως αδιακόπως ως κλέπτης, περιπλανώμενος εις βουνά και εις ερήμους, θέλων να δείξη το στράτευμα τούτο πολυανθρωπότερον και επιφοβώτερον, διέσπειρεν άμα ενύκτωσε τους στρατιώτας του επί της παραλίας και τους διέταξε να τουφεκίζωσιν ολονυκτί ανάπτοντες και πολλά πυρά· έπαιζαν δε και μουσικά όργανα, και οι στρατιώται ευθύμουν χορεύοντες, τραγουδούντες και αλαλάζοντες. Πρωίας δε γενομένης, καθ' ην ώραν οι Τούρκοι προσηύχοντο και είς αυτών διελάλει μεγαλοφώνως κατά την συνήθειαν την ενότητα του Θεού και την θείαν αποστολήν του προφήτου, τινές των στρατιωτών ανέβησαν εις τα δένδρα προσευχόμενοι και διαλαλούντες ως οι Τούρκοι και βλασφημούντες τον προφήτην. Άλλοι δε, συνάζοντες χοίρους, τους ηνάγκαζαν την ώραν της προσευχής των Τούρκων, σφίγγοντες τον λαιμόν των, να γρυλλίζωσιν. Οι Τούρκοι, ακούσαντες τόσους ασεβείς λόγους και τον από άκρου εις άκρον του ελληνικού στρατεύματος οξύν γρυλλισμόν των βδελυρών παρ' αυτοίς ζώων, ιδόντες και τόσην αφοβίαν απέπλευσαν την επαύριον άπρακτοι, και ελλιμένισαν έμπροσθεν των Πατρών. Οι δε Έλληνες, ους εξ αυτής της φυσικής ζωηρότητος και θερμής φαντασίας των μικρόν τι αρκεί να μικροκαρδίση ή να μεγαλοκαρδίση, ιδόντες την διττήν αποτυχίαν των εχθρών κατά τα παράλια της Αιτωλίας ήρχισαν να λησμονώσιν όσα έπαθαν.
Μετά δε τας αλλεπάλληλους αποτυχίας των Ελλήνων πέραν του Μακρυνόρους και τον εξ ανάγκης περιορισμόν αυτών εντεύθεν των ορίων του Ξηρομέρου και του Βάλτου, ουδεμία απέμεινεν ελπίς εις λύσιν της πολιορκίας της Κιάφας· ήρχισαν δε οι έγκλειστοι και να πεινώσιν· η δε συσσώρευσις τόσων χωρικών εντός τόσω στενού τόπου επήνεγκεν εντός ολίγου και λοιμικήν· οι Αλβανοί επροσπάθουν δι' υποσχέσεων ν' αποσπάσωσι των Σουλιωτών τους χωρικούς των· οι δε χωρικοί έδιδαν ώτα ακοής εξ αιτίας της πείνας, της λοιμικής και της απελπισίας. Καθ' ημέραν δε έγινετο λόγος μεταξύ πολιορκούντων και πολιορκουμένων περί συμβιβασμού άλλοτε μερικού και άλλοτε γενικού έως ού εσυμβιβάσθησαν οριστικώς. Οι Σουλιώται συγκατένευσαν να παραδώσωσι την Κιάφαν, αλλά δεν ηθέλησαν να μετοικίσωσιν εις μέρος τουρκικόν, και απήτησαν να μεταβιβασθώσιν υπό Ιόνιον σημαίαν εις την Επτάννησον. Οι Τούρκοι δεν αντείπαν, αλλ' εχρειάζετο η συγκατάθεσις του μεγάλου αρμοστού των ιονίων νήσων, και έστειλαν προς αυτόν και ούτοι και εκείνοι πρέσβεις. Εν τοσούτω, αφ' ού προώδευσεν ο συμβιβασμός, οι χωρικοί τη συγκαταθέσει των Σουλιωτών επανήλθαν εις τα χωρία των και παρεδόθησαν εις τους γείτονας των αγάδας. Εισηκούσθη και η προς τον μέγαν αρμοστήν πρεσβεία, και υπεγράφη συνθήκη εν Πρεβέζη την 28 ιουλίου εν τη οικία και υπό την εγγύησιν του εκεί Άγγλου προξένου, Μαϋέρου, υποχρεούσα τους Τούρκους ν' αγοράσωσιν όσα είδη οι Σουλιώται ήθελαν ν' αφήσωσιν ως περιττά εν τω φρουρίω, να τοις δώσωσι φορτηγά ζώα προς μετακόμισιν των αδυνάτων και των σκευών αυτών εις τον λιμένα, να πληρώσωσι τους ναύλους, να τοις εγχειρίσωσιν ομήρους προς ασφάλειάν των επί της εξόδου αυτών μέχρις ου έμβωσιν εις τα πλοία και ν' απομακρύνωσι τα προς τον λιμένα στρατεύματα. Οι Τούρκοι, προθέμενοι ν' απαλλαγώσιν όσον τάχιον των δεινών τούτων εχθρών και προσηλώσωσι την προσοχήν των εις τα της Αιτωλοακαρνανίας, όχι μόνον ταύτα έστερξαν, αλλά και γρόσια 150,000 τοις έδωκαν επί λόγω μισθών οφειλομένων αυτοίς παρά του Αλή, διότι άνευ τούτων δεν ήθελαν οι Σουλιώται ν' απολύσωσι τον Χασάμπασαν, ον ως όμηρον τοις είχε παραδώσει ο πάπος του Αλής επί της συμμαχίας των. Υπό τους όρους τούτους έστειλαν εν πρώτοις εις τον αιγιαλόν οι Σουλιώται τας οικογενείας και τα σκεύη των, κατέβησαν την 2 σεπτεμβρίου και αυτοί ένοπλοι και απέπλευσαν συν γυναιξί και τέκνοις υπό συνοδίαν αγγλικών πολεμικών πλοίων εις Κεφαλληνίαν, όπου υπέστησαν πολυήμερον κάθαρσιν διά την επικρατούσαν παρ' αυτοίς λοιμικήν και την αναφανείσαν εντός του λοιμοκαθαρτηρίου ευλογίαν.
Παραδοθείσης της Κιάφας, η Αιτωλοακαρνανία έχασε το προπύργιόν της.
Διετέλει υπό τον Βρυώνην ο Μεχμέτ - Ρουσήτπασας, ο και Κιουταχής, φρούραρχος της Άρτης, και διαπρέψας εν τη μάχη του Πέτα. Άνθρωπος ούτος οξύς και τολμηρός, μεμφόμενος τον αρχηγόν του ως αδρανή και ανάξιον και φιλοτιμούμενος να φανή αξιώτερος και δοξασθή υπέρ εκείνον, εμίσθωσεν επί δύο μήνας τρισχιλίους Αλβανούς, παρέλαβε και τον Ισμαήλ Πλιάσαν αντίζηλον του Βρυώνη, και πλήρης ελπίδων να υποτάξη την Αιτωλοακαρνανίαν διά των μικρών τούτων δυνάμεων εξ αιτίας των δεινών της περιστάσεων, διέπλευσε τον αμβρακικόν κόλπον και απέβη εις Λουτράκι αρχομένου του αυγούστου, συγκατατεθέντος και του αρχηγού Βρυώνη θέλοντος και μη θέλοντος, ως φοβουμένου τας προς την Πύλην και τον Χουρσήδην κατ' αυτού αναφοράς του τολμηρού Κιουταχή.
Ο δε καταγινόμενος εις ασφάλειάν της άκρας του αμβρακικού κόλπου Μαυροκορδάτος είχεν έλθει εις Μαχαλάν φέρων τα απομεινάρια του τακτικού ολίγας ημέρας πριν αποβή ο Κιουταχής εις Λουτράκι, τα άφησεν εκεί προς σύστασιν στρατοπέδου, υπήγεν επί στρατολογία εις Μεσολόγγι και Ανατολικόν και ανέβη έπειτα εις Βραχώρι προς επίβλεψιν ως από κεντρικωτέρου μέρους των εσωτερικών πραγμάτων και προμήθειαν των αναγκαίων του στρατοπέδου του Μαχαλά, ούτινος εις αύξησιν κατεγίνοντο και προεστώτες και οπλαρχηγοί.
Ο δε Κιουταχής, αποβάς εις Λουτράκι και ευρών τον τόπον αφύλακτον εξεστράτευσεν εις τα ενδότερα, έκαυσε καθ' οδόν την Κατούναν, και φθάσας εις Παπαδάτας, χωρίον ημιώριον απέχον του Μαχαλά, απήντησεν 60 Έλληνας εν τω μοναστηρίω του προφήτου Ηλίου οδοιπορούντας προς το αρτιγενές στρατόπεδον του Μαχαλά. Ούτοι, ευρεθέντες παρά προσδοκίαν εν μέσω των εχθρών και μη δυνάμενοι να φύγωσι, κατέλαβαν την παρακειμένην δυνατήν θέσιν του μικρού χωρίου Αετού και τόσον γενναίως αντέστησαν ώστε οι περί τον Κιουταχήν, φοβηθέντες μη επιπέσωσι και οι εν Μαχαλά, ανεστρατοπέδευσαν εις Λουτράκι επί σκοπώ να μη εκστρατεύσωσιν έως ού εισβάλη και η υπό τον Βρυώνην μεγάλη δύναμις. Διέπρεψαν δε κατά την μάχην του Αετού συμβάσαν την 10 αυγούστου ο Θεοδωράκης Γρίβας, ο Γιάννης Τσαούσης, ο Στάθης Κατσαρός και ο Δημήτρης Παληογιάννης.
Καθ' ον δε καιρόν εκάθητο ο Κιουταχής εν Λουτρακίω αργός, οι εις τον Μαχαλάν πανταχόθεν συρρέοντες Έλληνες έγειναν τρισχίλιοι και εξεστράτευσαν επί σκοπώ να ριφθώσιν αίφνης διά νυκτός επί τους εχθρούς ως απροφυλάκτους. Αλλά πλησιάσαντες και ευρόντες αυτούς παρά πάσαν προσδοκίαν καλώς ωχυρωμένους και ετοίμους εις μάχην, δεν τους εκτύπησαν και επανήλθαν εις Μαχαλάν άπρακτοι. Η δε απροσδόκητος των εχθρών αύτη προετοιμασία έδωκεν αφορμήν να υποπτεύσωσι πολλοί των Ελλήνων, ότι μεταξύ αυτών ήσαν επίβουλοι ανακαλύπτοντες τω εχθρώ τα σχέδιά των. Εφωράθησαν δε καί τινες σπερμολόγοι εμπνέοντες κακοβούλως φόβον. Οι φανεροί ούτοι λόγοι εις απονέκρωσιν του λαού και αι υποκρυπτομένης επιβουλής υποψίαι εγέννησαν μεταξύ των συγκροτούντων το στρατόπεδον του Μαχαλά οπλαρχηγών δεινάς λογοτριβάς και έφεραν μετ' ολίγον και την διάλυσιν όλου του στρατοπέδου, ελθούσης της βεβαίας ειδήσεως ότι ο εις Άρταν μεταβάς Βρυώνης ήτον έτοιμος να εισβάλη και ούτος μετά πολυαρίθμων Αλβανών.
Η είδησις της εγγιζούσης εισβολής και ο διασκορπισμός του στρατοπέδου απήλπισαν τους δυστυχείς κατοίκους των μερών εκείνων, οίτινες μήτε υπεράσπισιν βλέποντες, μήτε να προσκυνήσωσι θέλοντες, έτρεχαν πληθηδόν εις τα παράλια της Ακαρνανίας, ίνα διασωθώσιν εις το μέχρι της επαναστάσεως έρημον νησίδιον του Καλάμου, το υπό την κυβέρνησιν της Επταννήσου, φέροντες και όσην εδύναντο περιουσίαν. Την απελπισίαν δε ταύτην εκορύφωσαν αι προς αλλήλους τινών οπλαρχηγών της Δυτικής Ελλάδος, και μεταξύ αυτών καί τινων των προκρίτων, διαιρέσεις, απειλούσαι κατ' εκείνας τας ημέρας εμφύλιον πόλεμον, κατά μεν τα Άγραφα μεταξύ Καραϊσκάκη και Ράγκου, κατά δε τον Βλωχόν μεταξύ Σταΐκου και Βλαχοπούλου, κατά δε τα Κράβαρα μεταξύ Πηλλάλα και Καναβού. Ο δε εμφύλιος ούτος πόλεμος, όπου και αν εξερρήγνυτο, φόβος μέγας ήτο μη ετάραττε και τας άλλας επαρχίας και τότε θα εκινδύνευε να χαθή αισχρώς όλη η Δυτική Ελλάς αυτή αφ' εαυτής.
Ο Βρυώνης δεν ήτον ούτε ως ο Χουρσήδης βαρύς και σκληρός, ούτε ως ο Δράμαλης άσκεπτος και ορμητικός. Ήτο και αυτός άλλοτε εκ των αυλικών του Αλή, εγνώριζε τους προεστώτας και οπλαρχηγούς της Δυτικής Ελλάδος, και απελάμβανε την υπόληψίν των. Πολλάκις έλαβεν αφορμήν να θαυμάση την ανδρίαν των πολεμιστών εκείνου του μέρους και δεν ηλαζονεύετο διά τας κατ' αυτών τελευταίας επιτυχίας του. Διά ταύτα επεχείρησε, και πριν πέση η Κιάφα, να τους ελκύση μάλλον διά λόγων ή να τους υποτάξη δι' όπλων, και ανταπεκρίνετο φιλικώς μετά τινων των δυνατών εκείνων των επαρχιών, και ιδίως μετά του Βαρνακιώτη, του μόνου στρατηγού εν τη Αιτωλοακαρνανία. Οι δ' εν τοις πράγμασι και αυτός ο Μαυροκορδάτος εγνώριζαν την περί ης ο λόγος ανταπόκρισιν· αν δε και είχαν υπ' όψιν την πρόσφατον αποσκίρτησιν του Γώγου και τα εις διάλυσιν του στρατοπέδου του Μαχαλά σκευωρηθέντα, όλοι επίστευαν, ότι οι μετά των Τούρκων ανταποκρινόμενοι Δυτικοελλαδίται ήσαν πιστοί εις τον αγώνα, και ότι ενήργουν επ' αγαθώ της κινδυνευούσης πατρίδος, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν.
Αφ' ού το στρατόπεδον του Μαχαλά διεσκορπίσθη, και οι κάτοικοι απηλπισμένοι εγκατέλειψαν τας εστίας των, ο Μαυροκορδάτος, βλέπων τον φανερόν κίνδυνον, μετέβη εις Κωνοπίναν, όπου συνεκρότησε συμβούλιον, εν ώ παρευρέθησαν διάφοροι πρόκριτοι και ο Βαρνακιώτης. Επρόκειτο περί του ποιητέου, και όλοι οι παρευρεθέντες συνωμολόγησαν, ότι, επί των δεινών εκείνων περιστάσεων, η φρόνησις απήτει να πολιτευθώσι τον Βρυώνην, αλλ' επί μόνω τω σκοπώ να κερδήσωσι καιρόν, έως ού συνδιαλλαγώσιν οι αντιφερόμενοι οπλαρχηγοί, εγκαρδιωθώσιν οι πτοηθέντες λαοί της Αιτωλοακαρνανίας και φθάση και η ημέρα τη ημέρα αναμενομένη πελοποννησιακή επικουρία, διότι ήτο γνωστή η διά την συμβάσαν φθοράν του Δράμαλη απαλλαγή των Πελοποννησίων του επαπειλούτος αυτούς κινδύνου. Εκρίθη δε συμφέρον να μη διακόψη ο Βαρνακιώτης την επί τω σκοπώ τούτω μετά του Βρυώνη απατηλήν ανταπόκρισιν. Ο Βαρνακιώτης αντέτεινε κατ' αρχάς επί λόγω, ότι, εν ώ ανταπεκρίνετο επ' αγαθώ της πατρίδος, τινές τον εσυκοφάντουν ως μελετώντα προδοσίαν· αλλ' επί τέλους έδειξεν ότι επείσθη, ζητήσας και λαβών εις αναίρεσιν των αδίκων κατ' αυτού, ως έλεγεν, υποψιών, έγγραφον παρά των παρευρεθέντων, δι' ου τω εδίδετο άδεια να μη παύση μεν διαπραγματευόμενος δι' ων ενόμιζε καταλληλοτέρων τρόπων, αλλ' εξαγοραζόμενος μόνον τον καιρόν (α). Λαβών δε το ζητηθέν έγγραφον, παρέλαβε και τον Γιαννάκην Ράγκον και απήλθε μεσούντος του σεπτεμβρίου εις Άρταν, μήτε τους υπογράψαντας προκρίτους προειδοποιήσας, μήτε την άδειαν του Μαυροκορδάτου, όστις ήτον η Αρχή του τόπου και συνυπέγραψε, λαβών ή ζητήσας. Παρηκολούθησε δε μετ' ολίγον τον Βαρνακιώτην εις Άρταν και ο Ανδρέας Ίσκος.
Ευμενώς και εντίμως εδέχθη τον Βαρνακιώτην ο Βρυώνης και διά την αντιπροσωπείαν του και διά την σημασίαν του, και τόσον τον έθελξε δι' όσων τω υπεσχέθη, ώστε τον έφερεν εις παντελή λήθην του αληθούς σκοπού της αποστολής του. Επανελθών δε ο Βαρνακιώτης μετ' ολίγον εις τα ίδια εκάλεσεν αμέσως παρ' αυτώ τους προκρίτους των επαρχιών εις σύσκεψιν, και ειδοποίησε περί τούτου και τον Μαυροκορδάτον, αλλά δεν ωμολόγησεν ότι επροσκύνησεν.
Ο Μαυροκορδάτος και πολλοί πρόκριτοι ευρίσκοντο προς τα Κάτω Γεφύρια καθ' ην ημέραν έφθασαν τα προς αυτούς γράμματα του Βαρνακιώτη· ήσαν δε ανήσυχοι δι' όσα ήκουσαν, και απεποιήθησαν ευσχήμως την πρόσκλησίν του, φοβούμενοι μη κρατηθώσι και παραδοθώσιν εις τον Βρυώνην· εκάλεσαν δε αυτοί αυτόν εις συνέντευξιν επί σκοπώ ν' ανακαλύψωσι την αλήθειαν, σκεπτόμενοι, ότι, αν ήτον ένοχος, θα παρήκουεν, ει δε και ήτον αθώος, θα υπήκουεν. Αλλά την αυτήν ημέραν, 23 σεπτεμβρίου, ανεκαλύφθη όλη η αλήθεια, διότι τοις εστάλησαν άλλοθέν τινα των αμνηστηρίων του Βρυώνη προς διαφόρους οπλαρχηγούς των επαρχιών της Δυτικής Ελλάδος, καί τινα γράμματα του Βαρνακιώτη προς αυτούς κατακρίνοντος τον εθνικόν αγώνα, ως κινηθέντα και διατηρούμενον υπό ετεροχθόνων και τυχοδιωκτών επ' ωφελεία αυτών, και συμβουλεύοντος αυτούς να προλάβωσι την άφευκτον καταστροφήν του τόπου, και ασφαλίσωσι τα συμφέροντά των διά της προθύμου και ειλικρινούς υποταγής των εις την υψηλήν Πύλην.
Τοιαύτη διαγωγή και τοιαύται προτροπαί εν τοιούτοις καιροίς τοιούτου ανδρός, παρασύραντος και τον οπλαρχηγόν του βάλτου Ανδρέαν Ίσκον και τον συνοπλαρχηγόν του Γιαννάκην Ράγκον και τον Γεωργάκην Βαλτινόν, έφεραν χείριστα αποτελέσματα εν τη Δυτική Ελλάδι, διότι αι δυο πολεμικώτεραι επαρχίαι της, το Ξηρόμερον και ο Βάλτος, αι προφυλακίδες της, η μεν προς το Μακρυνόρος η δε προς τον αμβρακικόν κόλπον, εθεωρούντο έκτοτε ως προσκυνήσασαι· μέγας δε φόβος ήτο μη και άλλαι επαρχίαι εμιμούντο το παράδειγμά των.
Αλλ' όσον μεγάλα ανεφάνησαν τα περιστοιχίζοντα τον εθνικόν αγώνα δεινά, τόσον ο Μαυροκορδάτος και οι λοιποί, οι μείναντες πιστοί εις την πατρίδα, ηύξησαν τον ζήλον των υπέρ της τιμής και της σωτηρίας αυτής. Άνω κάτω εκινούντο οι πατριώται ούτοι θαρρύνοντες τον λαόν, συνιστώντες νέα στρατόπεδα και καταλαμβάνοντες διαφόρους θέσεις αλληλοδιαδόχως, αν και η εισχωρήσασα εις τα σπλάγχνα της Αιτωλοακαρνανίας επιβουλή και τα στρατόπεδα διέλυε και τους άλλους πατριωτικούς αγώνας των παρέλυεν (β).
Εν τούτοις, καθώς προανηγγέλθη, ο Βρυώνης διέβη ανεμποδίστως μετά επτακισχιλίων ή οκτακισχιλίων Αλβανών τα στενά του Μακρυνόρους και εστρατοπέδευσε κάτωθεν της Λεπενούς· εκεί υπήγεν εις έντευξίν του ο Κιουταχής, και εκείθεν πρώτος ούτος επέρασε μετά των υπ' αυτόν τον ποταμόν. Οι δε απομείναντες εν τοις χωρίοις όθεν διέβαινεν ο εχθρός Χριστιανοί, μη δυνάμενοι να τα φυλάξωσιν απάτητα, τα έκαιαν και έφευγαν· έκαυσαν και το Βραχώρι την αυγήν της αυτής ημέρας καθ' ην εισήλθεν εις αυτό περί το εσπέρας ο Κιουταχής. Τοιουτοτρόπως οι Τούρκοι επροχώρουν μεν πάντη ανεπηρέαστοι εντός της Αιτωλίας, αλλ' ουδαμού απήντων ψυχήν γεννητήν, και πέριξ αυτών δεν έβλεπαν ειμή καπνούς, φλόγας, και παντελή ερημίαν.
Ο δε Κιουταχής διέμεινεν ημέρας τινας εν Βραχωρίω, έως ού ήλθεν εκεί και ο Βρυώνης μετά του λοιπού στρατεύματος, και τότε εξεστράτευσαν όλοι ομού προς τα κάτω μέρη της Αιτωλοακαρνανίας αφήσαντες εν Βραχωρίω ικανήν φρουράν. Ο δε Μαυροκορδάτος, ο Μπότσαρης, ο Τσόγκας, ο Βλαχόπουλος, ο Μακρής και άλλοι πιστοί οπλαρχηγοί, κατέλαβαν διαφόρους θέσεις επ' ελπίδι αντιστάσεως· αλλ' αδύνατοι όντες ενώπιον τόσων δυνάμεων ηναγκάζοντο επί τη προσεγγίσει του εχθρού να υποχωρώσιν.
[Οκτώβριος] Η τελευταία θέσις, ην κατέλαβαν, ήτο το Κεφαλόβρυσον, δύο ήμισυ ώρας μακράν του Μεσολογγίου, όπου διέμειναν τέσσαρας ημέρας· αλλά και ταύτην εγκατέλειψαν επελθόντων των εχθρών την 21 Οκτωβρίου και εσκορπίσθησαν· και οι μεν εντόπιοι οπλαρχηγοί ανέβησαν τα βουνά, ο δε Κίτσος και ο Μπότσαρης, οι μη έχοντες επαρχιακάς οπλαρχηγίας, εισήλθαν καταδιωκόμενοι υπό των εχθρών και κακώς έχοντες εις Μεσολόγγι, όπου είχε καταφύγει τέσσαρας ημέρας προτού και ο Μαυροκορδάτος.
Διελθόντες δε οι εχθροί ανεπηρέαστοι το Κεφαλόβρυσον έπεσαν την αυτήν ημέραν εις την έξωθεν του Μεσολογγίου πεδιάδα άνωθεν των εκκλησιών του αγίου Δημητρίου και του αγίου Αθανασίου, μηδενός αντιμαχομένου, και επροχώρησαν αυθημερόν προς τα κατ' ανατολάς του Μεσολογγίου χωρία Μποχώρι και Γαλατάν, ήρπασαν τας εκεί τροφάς των Ελλήνων και ηχμαλώτευσαν καί τινας γυναίκας και παιδία· την δε 25 επανήλθαν έξωθεν του Μεσολογγίου και εστρατοπέδευσαν 4 μεν Κιουταχής κατά τον άγιον Αθανάσιον, ο δε Βρυώνης κατά τον άγιον Δημήτριον· ύψωσαν δε διά νυκτός και κανονοστάσια επί των ερειπίων της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου εντός πιστολιάς από του τείχους της πόλεως, και επέθηκαν κανόνια και βομβοβόλους. Παρηκολούθουν δε τα εχθρικά στρατεύματα ο Γώγος, ο Βαρνακιώτης, ο Ίσκος, ο Γιαννάκης Ράγκος και ο Γεωργάκης Βαλτινός. Προ ολίγων δε ημερών είχαν καταπλεύσει εις τον λιμένα του Μεσολογγίου και τρία πολεμικά πλοία υπό τον εν Πάτραις Ισούφην, ώστε την 25 η πόλις του Μεσολογγίου επολιορκείτο διά ξηράς και θαλάσσης.
1822 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ'.
&Συγκρούσεις κατά ξηράν έμπροσθεν Ναυπλίου. — Ναυμαχία εν τω αργολικώ κόλπω και ανάπλους του τουρκικού στόλου. — Εμπρησμός δικρότου εν Τενέδω — Παράδοσις Ναυπλίου.&
ΟΥΤΕ η επί της εισόδου του Δράμαλη λυθείσα διά ξηράς πολιορκία του Ναυπλίου επανελήφθη μετά την έξοδον αυτού από της Αργολίδος, ούτε αι μεταξύ Κορίνθου και Άργους στενοτοπίαι εφυλάχθησαν μετά την εις Τριπολιτσάν ανάβασιν του Κολοκοτρώνη. Πάμπολλοι Έλληνες, διαταχθέντες εις φρούρησιν των στενοτοπιών και διατήρησιν της πολιορκίας, διεσπάρησαν εις τας επαρχίας της Πελοποννήσου, οι μεν προς φύλαξιν οι δε προς πώλησιν των πλουσίων λαφύρων· ώστε οι εν Ναυπλίω Τούρκοι, αντιλήπτορας έχοντες και τους εισελθόντας μετά του Αλή ιππείς, εξήρχοντο ανεμποδίστως και αφόβως εις τα πέριξ του φρουρίου βόσκοντες τους ίππους των και αρπάζοντες ό,τι εύρισκαν. Τούτο θεωρών ο εν Μύλοις διατρίβων Πετρόμπεης διέταξε πεντακοσίους Μανιάτας και κατέλαβαν την παραθαλασσίαν θέσιν του Κιοσκίου· είχαν δε εις υπεράσπισιν ούτοι και δύο κανονοφόρους·
[Αύγουστος] αλλά την 8 αυγούστου εξελθόντες του Ναυπλίου 50 ιππείς και 600 πεζοί απεδίωξαν τους 500 κακώς έχοντας, φονεύσαντές τινας αυτών, θαλασσώσαντες πολλούς και αιχμαλωτίσαντες 14, εν οις και τους οπλαρχηγούς Ραβούλιαν Καββαλαράκην και Θεοδωρήν Κουμοντάκον. Μετά το πάθημα τούτο βλέποντες οι Έλληνες τους Τούρκους περιφερομένους αφόβως εσκέφθησαν να τους βλάψωσι δι' ενέδρας. Πολλοί Τούρκοι εξήλθαν την 14 και επροχώρησαν επί συγκομιδή καρπών εις Κούτσι, όπου ενέδρευάν τινες Έλληνες, οίτινες θέλοντες να παρασύρωσι τους εχθρούς μακρότερον ησύχαζαν· αλλ' είς αυτών θελχθείς εκ της λάμψεως των αργυρών όπλων ενός Τούρκου, αναβάντος εις συκήν, τον ετουφέκισε και τον έρριψε νεκρόν. Εξ αιτίας του περιστατικού τούτου εξεφανερώθησαν οι Έλληνες εκ διαφόρων μερών όπου ενέδρευαν, έζωσαν τους εχθρούς, τους έτρεψαν, εφόνευσαν 26 και εζώγρησαν 18, ους έδωκαν εις ανταλλαγήν των προσυλληφθέντων 14 Μανιατών· εζώγρησαν και ίππους, και ημιόνους, και καμήλους, εφονεύθησαν δε και 2 Έλληνες και επληγώθησαν 5. Κατά την ημέραν δε ταύτην ο αδελφός του Νικήτα Νικολός Σταματελόπουλος, αρχηγός των έξωθεν του Ναυπλίου Ελλήνων, καταδιώκων Τούρκον καθήμενον επί αργυροστολίστου ίππου, εφονεύθη υπ' αυτού καθ' ην στιγμήν έδραξε τους χαλινούς του ίππου του· διεκρίνετο δε ο φονευθείς ως ανδρείος και φιλεύτακτος.
Ο δε οθωμανικός στόλος, αφ' ού διέμεινεν ανωφελώς εν Πάτραις υπέρ τον μήνα, καθ' όν καιρόν η παρουσία του ήτο τόσον αναγκαία εν τη Αργολίδι προς διατήρησιν του υπό τον Δράμαλην στρατού και λύσιν της πολιορκίας του Ναυπλίου, απέπλευσε την 27 υπό τον νέον καπητάμπασαν,
[Σεπτέμβριος] και την 7 σεπτεμβρίου εφάνη έξωθεν της Ύδρας και των Σπετσών.
Ελθούσης δε της ειδήσεως, ότι έπλεε προς το Ναύπλιον, κατέλιπαν τον θαλασσόπυργον οι φυλάσσοντες αυτόν, και έμειναν εις φύλαξιν αυτού 48 ώρας δύο μόνον γέροντες, ο μεν Υδραίος ο δε Σπετσιώτης, και ο φιλέλλην Χάνης· μετά δε ταύτα εισήλθαν 20 Επτανήσιοι υπό τον Σεμπρικόν και άλλοι τόσοι Χειμαριώται υπό τον Γράμζην, και ούτως ησφαλίσθη το μικρόν εκεί φρούριον.
Οι Έλληνες υπέθεσαν, ότι ο στόλος εσκόπευεν όχι μόνον να τροφοδοτήση το Ναύπλιον, αλλά και ν' αποβιβάση στρατεύματα εις Σπέτσας· διά τούτο επρόλαβαν οι Σπετσιώται και μετεβίβασαν εις Ύδραν τας γυναίκας και τα τέκνα των, και μετέφεραν έξωθεν και στρατιώτας προς υπεράσπισιν του τόπου των· 60 δε πολεμικά πλοία και 10 πυρπολικά υπό τον Μιαούλην παρέπλεαν εις ματαίωσιν του ρηθέντος διττού σκοπού. Επειδή δε η ναυτική δύναμις των Ελλήνων ήτον ανεπαρκής, ο Μιαούλης εσχεδίασε να την αντιτάξη όλην ηνωμένην, και διέταξε να πλέη όλη ομού μεταξύ της πελοποννησιακής παραλίας και των νήσων Ύδρας και Σπετσών αλλ' ο εχθρικός στόλος εκινήθη τόσον επιδεξίως παρά πάσαν προσδοκίαν, ώστε διέπλευσε την 8 τον μεταξύ Ύδρας και Σπετσών πορθμόν, και διεχώρισε τα ελληνικά πλοία τα μεν προς ανατολάς τα δε προς δυσμάς, εν οις και η ναυαρχίς. Ο Μιαούλης, όσον γενναίος τόσον και συνετός, επιμένων εις το πρώτον του σχέδιον, επόδισε και έπλεε πλησίστιος προς το Χέλι επί της πελοποννησιακής παραλίας, εις προσβολήν του εχθρικού στόλου, αν επειράτο να πλεύση εις Ναύπλιον· διέταξε δε όλα τα πλοία να παρακολουθήσωσιν. Αλλ' οι πλοίαρχοι Αντώνης Κριεζής, Ανάργυρος Λεμπέσης και Λεονάρδος Θεοδωρής, ων τα πλοία ευρέθησαν προς ανατολάς, υποθέτοντες ότι ο ναύαρχος απεμακρύνετο επί σκοπώ να παρεκκλίνη την μάχην, παρήκουσαν και έπλευσαν εις το μέσον του εχθρικού στόλου. Εκ των τριών δε τούτων πλοίων το μεν του Λεονάρδου ήτο πυρπολικόν, τα δε του Λεμπέση και Κριεζή πολεμικά, άτινα και ήρχισαν εις έκπληξιν εχθρών και φίλων να κανονοβολώσιν. Ο ναύαρχος, ιδών απροσδοκήτως ότι ανετράπη τα σχέδιόν του, εστράφη εις τα οπίσω και διέταξε τα άλλα πλοία να συμπαραπλέωσιν. Εν τούτοις η προς δυσμάς μοίρα κατεδιώκετο, και κινδυνεύουσα να πάθη επλησίασε προς το νησίδιον του Δοκού, όπου δεν ήτο δυνατόν να πλησιάσωσι τα μεγάλα του εχθρού πλοία· πολλά όμως μικρότερα επλησίασαν προστατευόμενα υπό των μεγάλων, έως ού ο Πιπίνος εκόλλησεν εις έν αλγερινόν το πυρπολικόν του· αλλά 50 γενναίοι Αλγερίνοι εισεπήδησαν και το εξεκόλλησαν· πλην και οι 50, φλογισθέντος αυτού, οι μεν εκάησαν οι δε πεσόντες εις την θάλασσαν επνίγησαν· εφοβήθησαν όμως εξ αιτίας του συμβάντος τούτου τα άλλα πλοία του εχθρικού στόλου και απεμακρύνθησαν. Τοιουτοτρόπως απηλλάγη η ελληνική εκείνη μοίρα· αλλά μη δυναμένη να πλεύση προς τον ναύαρχόν της εξ αιτίας της θέσεώς της προσώρμισε σώα παρά την πελοποννησιακήν παραλίαν αντικρύ της Ύδρας. Εν δεινή θέσει ευρέθησαν και πλοία της προς ανατολάς μοίρας, ώστε ολίγα, εν οις και η ναυαρχίς, ήλθαν όπου εμάχοντο τα του Κριεζή και του Λεμπέση· ήσαν δε τα προσελθόντα τα του Σαχτούρη, του Χατσή - Αναργύρου, του Παναγιώτα, του Δημήτρη Μιαούλη, του Τσούπα, του Ράφτη και του Λαχανά. Η μικρά δε αύτη δύναμις επολέμησε μέχρι της εσπέρας, και δεν άφησε τον εχθρικόν στόλον να πλεύση, καθώς εμελέτα, εις τον αργολικόν κόλπον. Νυκτός δε γενομένης, ο μεν τουρκικός στόλος εξεπελάγισεν, ο δε ελληνικός έμεινεν εντός του πορθμού. Την ακόλουθον ημέραν εκανοβολήθησαν μακρόθεν οι δύο στόλοι ικανήν ώραν διαρκούσης άκρας νηνεμίας. Την δε επιούσαν καθώς και την παρελθούσαν νύκτα εφεγγοβόλουν όλα τα πλησίον βουνά της Πελοποννήσου, και δι' όλης της ημέρας καθώς και δι' όλης της νυκτός οι επί των νήσων Ύδρας και Σπετσών και οι κάτοικοι των αντικρύ χωρίων Κρανιδίου και Ερμιόνης όλοι εγρηγόρουν· συνέρρευσαν δε προς το παράλιον και πολλοί άλλοι ένοπλοι άλλοθεν. Την δε υστεραίαν οι στόλοι έμειναν άπρακτοι, αν και ο εχθρικός επλησίασε ταις Σπέτσαις· ταις επλησίασε και την 11, αλλ' ουδέ και τότε εκανονοβόλησε. Την δε 12 επροχώρησεν ολόσωμος προς το Ναύπλιον· ωπισθόπλεε και ο ελληνικός σκοπεύων να τον κτυπήση προς τον μυχόν του κόλπου, όπου εναυλόχουν τινά πυρπολικά. Αλλ' ο εχθρικός, προχωρήσας έως ού απείχε του Ναυπλίου 10 μίλια, ανεκώχευσεν αιφνιδίως και έστειλεν εις την πόλιν πλοίον υπό σημαίαν αυστριακήν φέρον τροφάς. Το πλοίον τούτο συνελήφθη υπό των αίφνης έμπροσθεν αυτού αναφανέντων πυρπολικών του Τσερεμέ και του Θεοδωρή Υδραίων· ευρέθησαν δε και γράμματα εν αυτώ στελλόμενα παρά του καπητάμπασα προς τας εν Ναυπλίω Αρχάς και λέγοντα, ότι τα πάντα ήσαν λίαν καλά, ότι το Σούλι έπεσε και όλοι οι εν αυτώ άπιστοι κατηφανίσθησαν, ότι ο επανελθών εις Κόρινθον βασιλικός στρατός δεν εβλάφθη και επανέστρεφεν εις Άργος, ότι νέα στρατεύματα παρηκολούθουν υπό την οδηγίαν του Χουρσήδη, ότι ναυμαχήσας ο αήττητος στόλος, 6 ελληνικά πλοία εβύθισε και 2 έκαυσε, και ότι ο καπητάμπασας δεν έκρινεν εύλογον να εισπλεύση, διότι ήσαν τα νερά ρηχά, και διότι εβεβαιώθη, ότι 6 πυρπολικά των απίστων ήσαν πλησίον του φρουρίου παραφυλάττοντα, και 10 εν τω λιμένι των Σπετσών, και διά τούτο έστελλε το περί ου ο λόγος πλοίον φέρον τροφάς, διανοούμενος να στείλη και άλλας. Και ταύτα μεν περιείχαν εν περιλήψει τα γράμματα (α). Ο δε εχθρικός στόλος ούτε κατά των απέμπροσθεν αυτού συλλαβόντων το περί ου ο λόγος αυστριακόν πλοίον εκινήθη, ουδέ άλλας τροφάς επεχείρησε να στείλη· αλλά επόδισε την επιούσαν και εξήρχετο εν τοσαύτη βία, ώστε, αφ' ού αφώπλισε κατά τα παράλια της Λακωνίας έν δικάταρτόν του ως βραδύπλουν, το έκαυσεν· επειδή δε ο άνεμος ήτον ολίγος δεν εξέπλευσεν όλος του κόλπου ειμή την υστεραίαν παρακολουθούμενος υπό του ελληνικού, κανονοβολών μακρόθεν και κανονοβολούμενος. Κατά την αυτήν ημέραν εκάθησε προς το νότειον μέρος της Ύδρας έν δίκροτον· αλλά, μετακομισθέντων των κανονίων του εις άλλο πλοίον, εξεκάθησε πριν φθάσωσι τα κατ' αυτού κινηθέντα πυρπολικά. Την δε 15, πνέοντος ανατολικού ανέμου, εξεπελάγισεν ο εχθρικός στόλος και κατέπλευσεν εις Σούδαν· επανέπλευσε τότε και ο ελληνικός εις τους λιμένας του.
Ερχόμεθα τώρα να εξηγήσωμεν τον αιφνίδιον ανάπλουν του εχθρικού στόλου.
[Αύγουστος] Αρχομένου του αυγούστου ο τότε αρχηγός της εν τω Αιγαίω γαλλικής μοίρας Βιελλάς κατέπλευσε την νύκτα εις τον λιμένα του Ναυπλίου επί της φρεγάτας Fleur de lis. Την δε επαύριον κατέπλευσεν εις τον αυτόν λιμένα και ο αρχηγός της αγγλικής Χαμιλτών επί της Καμβρίας. Η εν Μύλοις τότε κυβέρνησις έστειλέ τινα εις χαιρετισμόν των μοιράρχων παρακαλούσα αυτούς να μη λάβωσι συγκοινωνίαν μετά των εν Ναυπλίω. Ο Χαμιλτών εδέχθη προθύμως την δικαίαν ταύτην αίτησιν· αλλ' ο συνάδελφός του Βιελλάς την απέρριψεν αποτόμως· έστειλε δε και αξιωματικόν προς την ελληνικήν κυβέρνησιν απαιτών γρόσια 35 χιλιάδας, τας μεν 30 εις αποζημίωσιν του φορτίου του υπό γαλλικήν σημαίαν πλοίου Λ ι σ τ ό κ ο υ, κρατηθέντος υπό του φρουράρχου Μονεμβασίας Γιάννη Μαυρομιχάλη και διά της βίας εκφορτωθέντος τον παρελθόντα απρίλιον, τας δε 5 επί λόγω άλλων αποζημιώσεων. Η κυβέρνησις υπεσχέθη την απόδοσιν και της μιας και της άλλης ποσότητος μετά διμηνίαν, και ο Βιελλάς έστερξεν· αλλά την 31, ό εστι πριν παρέλθη η προθεσμία, και καθ' ας ημέρας ανεμένετο ο τουρκικός στόλος, επανέπλευσεν ο μοίραρχος ούτος εις τον λιμένα του Ναυπλίου επί της φρεγάτας του, σύμπλους έχων μίαν γαβάραν και μίαν γολέτταν. Ο Μιαούλης, πολιορκών την πόλιν, έστειλε τον Σαχίνην εις χαιρετισμόν του και τον παρεκάλεσε να μη κοινωνήση μετά των εν τη πολιορκουμένη πόλει· αλλ' εκείνος όχι μόνον απέρριψε την παράκλησιν, αλλ' απήτησεν αμέσως τας αποζημιώσεις επί απειλή βίας. Εις μάτην η κυβέρνησις επεκαλέσθη την εκπληρώσιν του όρου της προθεσμίας· υπείκουσα δε εις την ανάγκην υπεσχέθη να πληρώση εντός έξ ημερών.
[Σεπτέμωριος] Η προθεσμία αύτη έληξε την 8 σεπτεμβρίου, καθ' ην, μη δοθέντων των χρημάτων, παρέστη ο Γάλλος μετά του στολίσκου του έμπροσθεν της Ύδρας, εν ώ εμάχοντο οι στόλοι, και χωρίς ν' αναλογισθή την κρίσιμον θέσιν των πραγμάτων κατ' εκείνην την ημέραν, μετέπεμψε τον Νέγκαν, και επί λόγω της μη αποδόσεως των χρημάτων κατά την τελευταίαν υπόσχεσιν της κυβερνήσεως απήτει τους επί της γολέττας αυτού Τούρκους, τους ως ομήρους δοθέντας τη ελληνική κυβερνήσει παρά των εν Ναυπλίω Τούρκων, καθ' όν καιρόν υπεγράφη η περί της παραδόσεως του φρουρίου σύμβασις. Ο Νέγκας απέρριψε την απαίτησιν, ο δε Βιελλάς έστειλε ν' αφαρπάση τους εν τη γολέττα ομήρους, μηδόλως αναλογισθείς ότι αποσπών αυτούς απέσπα την μόνην εγγύησιν της ασφαλείας της ζωής των εν Ναυπλίω ομήρων Ελλήνων. Αλλ' οι ναύται της γολέττας επρόλαβαν και τους απεβίβασαν. Τότε η φρεγάτα εκανονοβόλησε την υπό τα κανονοστάσια της Ύδρας απειθή γολέτταν, την ετρύπησε και επλήγωσε δύο ναύτας εν αυτή, και μίαν έγκυον γυναίκα επί του παραθαλασσίου. Την εσπέραν δε της αυτής ημέρας τα γαλλικά πλοία ηγκυροβόλησαν κατά την δυτικήν άκραν της νήσου των Σπετσών. Την δε 12 έστειλεν ο αρχηγός των προς τον καπητάμπασαν ένα των αξιωματικών εις επίσκεψιν αυτού και εις συμβιβασμόν του συνήθους διά κανονίων αμοιβαίου χαιρετισμού· αλλ' έστειλε διά της αυτής ευκαιρίας καί τινα Άραβα προ καιρού αιχμάλωτον εν Ύδρα, ελευθέρως περιφερόμενον εκεί και καταφυγόντα εις την γαλλικήν φρεγάταν, εν ώ αύτη ευρίσκετο έμπροσθεν της Ύδρας. Μετ' ολίγην ώραν, αφ' ού οι ρηθέντες έφθασαν εις την οθωμανικήν ναυαρχίδα, ανεχώχευσε παρά πάσαν προσδοκίαν ο στόλος, απέστειλε το συλληφθέν αυστριακόν, και επόδισεν. Εκ της περιστάσεως ταύτης και εκ της εννοίας των συλληφθέντων γραμμάτων απέδωκαν τον αιφνίδιον ανάπλουν του στόλου οι μεν εις τας προς τον καπητάμπασαν ανακοινώσεις του ευμενώς προς τους Τούρκους και δυσμενώς προς τους Έλληνας διακειμένου Βιελλά, μαθόντος εξ ών έλαβε συνεντεύξεων μετά των Ελλήνων, ότι εναυλόχουν πυρπολικά προς το βάθος του λιμένος καιροφυλακτούντα να καύσωσι τον στόλον επί του είσπλου, οι δε εις μόνας τας ανακαλύψεις του άραβος. Τοιουτοτρόπως ο άνανδρος Μεχμέτης απέφυγε την επαπειλουμένην εντός του αργολικού κόλπου βλάβην του στόλου του ίσως δε και αυτόν τον όλεθρόν του. Ο δε Γάλλος μοίραρχος έλαβε μετ' ολίγας ημέρας όσα χρήματα εζήτει και ανεχώρησεν· αλλ' η αξιόμεμπτος διαγωγή του κατεκρίθη υπό της φιλανθρώπου και φιλέλληνος Γαλλίας και επέφερε την ανάκλησίν του.
[Οκτώβριος] Διατρίψας δε ο οθωμανικός στόλος ημέρας τινας εν τω λιμένι της Σούδας προς αναψυχήν των ναυτών, απέπλευσε την 8 Οκτωβρίου, περιήλθε τινας νήσους του Αιγαίου, και έρριψεν άγκυραν έμπροσθεν Σύρας και Μυκώνου. Οι φιλότουρκοι της Σύρας έσπευσαν να προσφέρωσι την βαθείαν υπόκλισίν των τω καπητάμπασα, αποστείλαντες τους προεστώτας των εις την ναυαρχίδα (β). Αλλ' οι Μυκώνιοι, αντί ύδατος και γης, τω επρόσφεραν πυρίτιδα και βόλια, και όλοι ένοπλοι έτρεψαν εις φυγήν 100 Αλγερινούς αποβάντας είς τινα άκραν της Μυκώνου επί αρπαγή αιγοπροβάτων και εφόνευσαν καί τινας αυτών. Ο στόλος δεν έκρινεν εύλογον να παιδεύση την αυθάδη νήσον, μήτε να ρίψη άγκυραν έμπροσθεν άλλης τινός, αφ' ού μάλιστα παραπλέων την Τήνον (γ), είδε μέγα πλήθος ενόπλων ετοίμων εις αντίστασιν αλλ' έπλευσε κατ' ευθείαν εις Τένεδον. Εν ώ δε ανέμενεν εκεί τας διαταγάς του σουλτάνου, σφοδράς τρικυμίας επελθούσης, πολλά πλοία διεσκορπίσθησαν, τινά δε και εβλάφθησαν. Μετά το συμβάν τούτο εξέπλευσαν των Ψαρών δύο πυρπολικά, το μεν υπό τον Κανάρην, το δε υπό τον Μπρατσάνον, συνέπλεαν δε και δύο μυστικά, το μεν υπό τον Καλαφάτην, το δε υπό τον Σαρίανην, και εν αγνοία των προφυλακίδων έπεσαν τα πυρπολικά εις το μέσον του στόλου τα εξημερώματα της 27 και ερρίφθησαν επί δύο δίκροτα, το μεν υπό τον Μπρατσάνον επί την ναυαρχίδα, τα δε υπό τον Κανάρην επί την υποναυαρχίδα. Η ναυαρχίς διεσώθη κόψασα τας αγκύρας της, αλλ' η υποναυαρχίς κατεφλέχθη. Χίλιοι εξακόσιοι ήσαν οι εν αυτή ναύται και στρατιώται, εξ ών 15 μόνον διεσώθησαν. Μετά το κατόρθωμα τούτο οι μεν ναύται των δύο ελληνικών πυρπολικών έπλευσαν επί των εφολκίων προς την Λίμνον, και μη ευρόντες εκεί τα μύστικα κατέπλευσαν εις Σκύρον, όπου τα ηύραν, και επανήλθαν όλοι αβλαβείς εις Ψαρά· ο δε εχθρικός στόλος ανήχθη όλος έντρομος και εισέπλευσε τον Ελλήσποντον, ταπεινωθείς κατέμπροσθεν των εμπορικών πλοίων της Ελλάδος και αφήσας τους μεγαλοτόλμους ναύτας της θαλασσοκράτορας. Φόβος και τρόμος κατέλαβε μετά τα συμβάντα ταύτα τας νήσους και τας παραθαλασσίους πόλεις της αυτοκρατορίας τας υπό Τούρκων κατοικουμένας. Εν Σμύρνη, εν Χίω, εν Μιτυλήνη, παντού ηγωνίζοντο οι Τούρκοι δι' ων εδύναντο τρόπων όχι πλέον πώς να καταδιώξωσι τους εχθρούς των, αλλά πώς να ασφαλισθώσιν από της καταδιώξεως των θαλασσινών της Ελλάδος, και κυρίως των γειτόνων των Ψαριανών (δ), οίτινες περιέπλεαν ως θαλασσοκράτορες όλα τα παράλια, καταστρέφοντες, λεηλατούντες και εκφοβίζοντες τους παραθαλασσίους εχθρούς των. Εις τόσην δε έφθασαν οι θαλασσινοί της Ελλάδος τόλμην κατ' εκείνον τον καιρόν, και τόσον κατεφρόνησαν τους εχθρούς των, ώστε 4 πλοία της Κάσσου κατέσχαν εν τω λιμένι της Δαμυάτης, πόλεως πλησίον των εκβολών του Νείλου και αντικρύ του Δέλτα, 13 πλοία παραλαμβάνοντα τροφάς εις χρήσιν του τουρκικού στόλου, ήρπασαν ικανά χρήματα ευρεθέντα εν αυτοίς, και μεταγγίσαντες όλας τας τροφάς εις τρία των κατασχεθέντων πλοίων απήγαγαν αυτά εις την πατρίδα των χωρίς όμως να εγγίσωσι την εν αυτοίς ευρεθείσαν ευρωπαϊκήν ιδιοκτησίαν. Μετά τινας δε ημέρας 2 πλοία ψαριανά συνέλαβαν 4 μικρά εχθρικά προς τα παράλια της Συρίας φέροντα πλούσια φορτία. Εν ενί λόγω μετά τον εις τον Ελλήσποντον κατησχυμένον πλουν του μεγάλου στόλου, ον ο ανάξιος καπητάμπασας δεν ησχύνθη μετά την αισχράν αποτυχίαν του να ονομάση διά των προς τους εν Ναυπλίω Τούρκους γραμμάτων του α ή τ τ η τ ο ν, δεν εφαίνετο έξωθεν του Ελλησπόντου τουρκική σημαία παρέξ εν τοις μυχοίς τινων λιμένων και εν τω κορινθιακώ κόλπω μέχρι του Μεσολογγίου, αλλά και εκεί εν όσω δεν εφαίνετο ελληνικόν πλοίον.
Η δε ανάληψις του οθωμανικού στόλου από του Αιγαίου μετά την εις Κόρινθον επάνοδον των υπό τον Δράμαλην, έφερε τους Ναυπλιείς εις την προτέραν των δεινήν θέσιν. Αι τροφαί, ας επί της εισβολής του Δράμαλη εισεκόμισαν, κατηναλώθησαν μετά παρέλευσιν τόσου χρόνου· η θέσις αυτού, παρ' ου ήλπιζαν οι εν Ναυπλίω βοήθειαν, ήτο χειρίστη· το υπ' αυτόν στρατόπεδον δεν έπασχεν έλλειψιν τροφών, διότι ο κορινθιακός κόλπος ήτον ανοικτός, αλλ' υπέπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν εξ αιτίας του κλίματος της Κορίνθου και της στενοχωρίας· διά τούτο ο Δράμαλης, μη δυνάμενος ν' ανοίξη την προς τας Πάτρας οδόν, απέστειλε διά θαλάσσης την 26 σεπτεμβρίου υπερδισχιλίους στρατιώτας προς την Περαχώραν, οίτινες απέβησαν εκεί επί σκοπώ να κυριεύσωσι την Μεγαρίδα εις πλειοτέραν άνεσιν του στρατού, αλλ' απέτυχαν καταπολεμηθέντες υπό του παρευρεθέντος Νικήτα μετά 800 και εβιάσθησαν να επαναπλεύσωσιν εις Κόρινθον. Έπεσαν δε εν εκείνη τη μάχη 40 Τούρκοι και 12 Έλληνες.
Εν ώ δε τα παθήματα του στρατού τούτου και των εν Ναυπλίω ήσαν τοιαύτα, ο εν Πάτραις Ισούφης, αντί να φροντίση πώς να τους ανακουφίση, αν όχι και να τους απαλλάξη των δεινών, δεν έπαυεν εμπορευόμενος τα ναυάγια του βασιλείου του και τας δεινάς περιστάσεις των πασχόντων συναδέλφων του.
Προ πολλού είχε συστηθή εν Ζακύνθω Εταιρία κερδοσκόπων, των πλείστων ξένων, τροφοδοτούσα υπό την προς τους Τούρκους ευμενή διάθεσιν της κυβερνήσεως και την οργήν και κατάραν του λαού τα μεσημβρινά φρούρια της Πελοποννήσου και τας Πάτρας. Ο Ισούφης, όστις εξουσίαζε το στόμα του κορινθιακού κόλπου, δεν επέτρεπεν αφορολόγητον την εισαγωγήν τροφών εντός του κόλπου· πολλάς δε ηγόραζεν αυτός επί μετριωτάτη τιμή και μετεπώλει προς τους εν Κορίνθω συναδέλφους του όσον ήθελεν. Ο πασάς ούτος ηύρε και άλλον πόρον· αντί να βλάψη καιρίως τους εντός του κόλπου εχθρούς του, μη επιτρέπων την εξαγωγήν των προϊόντων αυτών, ευηρεστείτο, γενόμενος συμμέτοχος της ωφελείας, να επιτρέπη υπό βαρύν φόρον την εξαγωγήν της σταφίδος, του ελαίου, και παντός άλλου προϊόντος.
Ο δε ατυχής Δράμαλης, ο πάντοτε περί των συμφερόντων του κράτους του φροντίζων, ούτε κόπων ούτε κινδύνων ούτε χρημάτων εφείδετο. Αν και αυτός και οι υπ' αυτόν ήσαν εις αθλίαν κατάστασιν, έλαβε φροντίδα περί του κινδυνεύοντος Ναυπλίου, και αρχομένου του οκτωβρίου έστειλεν εις αυτό ολίγας τροφάς υπό την οδηγίαν του δελήμπασή του Αχμέτη έχοντος 80 μόνον ιππείς διά την καθ' οδόν προστασίαν της αποστολής ταύτης. Ο δελήμπασης ευδοκίμησε και κατά την εις Ναύπλιον νυκτερινήν διά των Δερβενακίων διάβασίν του, και κατά την εκείθεν εις Κόρινθον την εφεξής νύκτα επιστροφήν του, διότι ηύρε τα στενά της οδού πάντη αφύλακτα. Θαρρυνθείς ο Δράμαλης εκ της επιτυχίας ταύτης έστειλε περί τα τέλη του μηνός άλλας τροφάς· και επειδή τα Δερβενάκια δεν ήσαν ως προτού αφρούρητα, συναπέστειλε δύο στρατιωτικά σώματα, το μεν εις ασφαλή συνοδίαν των τροφών μέχρι Ναυπλίου υπό την οδηγίαν του δελήμπασή του, το δε εις μόνην υπεράσπισιν της εκείθεν των στενών μετακομίσεώς των· διέταξε δε το σώμα τούτο να επιστρέψη έπειτα εις Κορτέσαν και περιμείνη εκεί ίνα υπερασπίση πάλιν την επάνοδον των συνοδευσάντων τας τροφάς. Εισελθόντα τα δύο ταύτα σώματα τα Δερβενάκια και πορευόμενα το μεν διά της συνήθους οδού, το δε, το και συνοδεύον τας τροφάς, διά του Αϊσώστη, απεδίωξαν απέμπροσθέν των τους παραφυλάττοντας ολίγους Έλληνας, και ευτυχώς κατορθώσαντα το σκοπούμενον επανήλθαν εις Κορτέσαν αβλαβή· ο δε δελήμπασης διά την διττήν επιτυχίαν του επιχειρήματας ετιμήθη διά των δύο αλογοουρών.
Ο Κολοκοτρώνης, όστις και επί της πρώτης και επί της δευτέρας τροφοδοτήσεως διέτριβεν εν Τριπολιτσά, μαθών την διάβασιν των Τούρκων και φοβηθείς μήπως ευτυχήσαντες ούτοι επιχειρήσωσι νέαν εισβολήν εις Αργολίδα και καταλάβωσι και κρατήσωσι και τα στενά εις ελευθέραν συγκοινωνίαν Κορίνθου και Ναυπλίου και ματαιώσωσι τοιουτοτρόπως όλας τας περί της πτώσεως του φρουρίου τούτου ελπίδας, κατέβη και εδυνάμωσεν όλας τας αναγκαίας θέσεις μεταξύ Κορίνθου και Άργους, τοποθετήσας ικανά και αξιόμαχα στρατεύματα, και ενδιέμεινε και αυτός. Αλλ' όλαι αι προσπάθειαι και αυτού και των άλλων ολίγον έλλειψε ν' αποβώσι μάταιαι ένεκα του εξής περιστατικού.
[Νοέμβριος] Την 5 νοεμβρίου, περί τα χαράγματα, οι υπό τον Σεμπρικόν φυλάττοντες τον θαλασσόπυργον του Ναυπλίου είδαν πλοίον εισερχόμενον τον λιμένα, το εκανονοβόλησαν και εφόνευσαν τον πηδαλιούχον. Ο κρότος του κανονοβολισμού έβαλεν εις κίνησιν τα προς τους Μύλους ελληνικά πλοία, άτινα ιδών ο διοικητής του αγνώστου πλοίου πλέοντα προς τον θαλασσόπυργον και πιστεύων, καθ' ας είχε ψευδείς πληροφορίας, ότι το φρούριον εκείνο ήτον υπεξούσιον των Τούρκων, και ότι η κανονία έπεσε κατά λάθος, έφερε το πλοίον πλησίον του φρουρίου, ύψωσε την σημαίαν και εφώναξε μακρόθεν ότι ήτο πλοίον φιλικόν φέρον προς τους πολιορκουμένους τροφάς. Οι υπό τον Σεμπρικόν το εκτύπησαν εκ δευτέρου και το ετρύπησαν· τότε ενόησαν οι εν Ναυπλίω την απάτην των επί του πλοίου, και οι μεν εκανονοβόλουν προς εμψύχωσιν και οδηγίαν των εν αυτώ, πολλαί δε οθωμανίδες, ιστάμεναι επί των προς την θάλασσαν επάλξεων, εξέτειναν τας χείρας, και κραυγάζουσαι παρεκίνουν τους αγνοούντας τον λιμένα και φοβουμένους ναύτας του πλοίου να εισπλεύσωσιν αφόβως· τοις εδείκνυαν δε ως ασφαλές άραγμα το όπισθεν μέρος της ακροναυπλίας. Επρόφθασαν εν τοσούτω τα ελληνικά πλοία και το συνέλαβαν. Το πλοίον ήτον αγγλικόν, φέρον τροφάς εκ Σμύρνης (ε).
Μετά την τοιαύτην αρπαγήν των τροφών από των πεινώντων στομάτων, κατήντησαν οι Ναυπλιείς να τρώγωσιν όχι μόνον ακάθαρτα ζώα, αλλά και αυτάς τας σάρκας των αποθνησκόντων ανθρώπων και βράζοντες τα δέρματα των ζώων να ροφώσι τον ζωμόν. Εξ αιτίας δε της δεινής ταύτης θέσεως των, 150 επίλεκτοι εκ των εντοπίων εξήλθαν του Ναυπλίου την νύκτα κρυφίως, και γνωρίζοντες ακριβώς τας θέσεις και τα μονοπάτια, και λαλούντες εντελώς την ελληνικήν γλώσσαν, διέβησαν πριν φέξη διά μέσου των Ελλήνων ως Έλληνες, και φθάσαντες εις Κόρινθον ανήγγειλαν ότι το Ναύπλιον παρεδίδετο εξ άπαντος μετ' ολίγας ημέρας, αν δεν επρομηθεύετο εν καιρώ τροφών. Επί τη αγγελία ταύτη οι εχθροί εκίνησαν πανστρατιά την 28 εις τροφοδότησίν του και ενυκτώθησαν κατά την Κορτέσαν· όρθρου δε βαθέως εισήλθαν πρώτοι τα στενά του Αϊσώστη οι ως Έλληνες διαβάντες 150 Ναυπλιείς, και φθάσαντες όπου ήτον η των περί τον Νικήταν προφυλακή υπό τον Ζαχαρίαν Αγιοπετρίτην εχαιρέτησαν και αντεχαιρετήθησαν ως Έλληνες. Ερωτηθέντες δε πόθεν ήρχοντο απεκρίθησαν, ότι περιεπλανήθησαν εις ζωοκλοπίαν και ότι απέτυχαν. Απατήσαντες τοιουτοτρόπως τους Έλληνας ανέβησαν υπό το επικρατούν σκότος εν αγνοία των Ελλήνων εις τον υψηλότερον λόφον όπισθεν της θέσεως των περί τον Νικήταν και εκάθησαν ήσυχοι. Εν τούτοις η ελληνική προφυλακή είδε τους εχθρούς πανστρατιά αναβαίνοντας τα στενά και έδωκεν είδησιν. Κατείχαν δε ταύτα 1500 Έλληνες υπό τον Νικήταν, τον Τσόκρην, τον Δαρειώτην, τον Λεβιδιώτην και τον Παπά - Αρσένιον Κρανιδιώτην. Επί δε τη ειδοποιήσει οι Έλληνες κατέλαβαν τους προμαχώνας των τουφεκίζοντες και τουφεκιζόμενοι Αλλ', αφ' ού άναψεν ο τουφεκισμός, ευρέθησαν απροσδοκήτως εν μέσω διττού πυρός, διότι οι ως Έλληνες προδιαβάντες 150 και κατέχοντες τον επικείμενον λόφον εχθροί τους ετουφέκιζαν όπισθεν· είδαν δε πεσόντα μετ' ολίγον νεκρόν έμπροσθέν των υπό το πυρ των εχθρών τούτων και τον Παπά - Αρσένιον, τον αυτόν όστις ηνδραγάθησεν εν τη προς το τείχος του Άργους μάχη επί κεχαγιάμπεη και διήλθε ξιφήρης και αβλαβής πολυάριθμον στράτευμα εχθρών από της μονής της Κεκρυμμένης εις τους Μύλους. Ο γενναίος ούτος λειτουργός της πίστεως και της πατρίδος, εν ώ έτρωγε και έπινε την προ της ημέρας της περί ης ο λόγος μάχης εσπέραν, είπεν ευθυμών εις επήκοον πολλών, «ό τ ι - τ ο – κ ε φ ά λ ι - τ ο υ - Α ρ σ ε ν ί ο υ - θ α - π έ σ ε ι, - α λ λ ά - σ π ε ι ρ ί - δ ε ν - θ α - φ θ ά σ ι - ε ι ς – Ν α ύ π λ ι». Εν τούτοις τεταραγμένοι οι Έλληνες διά την εν τω μέσω των εχθρών θέσιν των, ιδόντες και τον Αρσένιον πεσόντα, ετράπησαν εις φυγήν· έφυγε και ο Νικήτας και κλεισθείς μετ' ολίγων έν τινι πύργω κτισθέντι προ ολίγου παρά την θέσιν εκείνην, επολέμει τους εχθρούς κτυπούντας τον πύργον διά κανονίου. Έφθασαν εν τοσούτω εις το πεδίον της μάχης και οι πλείστοι των κατεχόντων τας άλλας στενοτοπίας Ελλήνων, επέπεσε και ο χατσή - Χρήστος όπισθεν, και ούτως οι Τούρκοι απελπισθέντες επανήλθαν άπρακτοι εις Κόρινθον καταδιωκόμενοι υπό των Ελλήνων έως ού έπεσαν εις την πεδιάδα. 50 Τούρκοι και 9 Έλληνες εφονεύθησαν και επληγώθησαν κατά την μάχην ταύτην.
Εν δε τω Ναυπλίω επεκράτει πρό τινος καιρού διαίρεσις, των μεν θελόντων, των δε μη θελόντων να παραδοθώσιν. Οι δυστυχείς έγκλειστοι εκτός της πείνας κατεθλίβοντο και υπό λοιμικής· όσον δε επερίσσευαν τα κακά των, τόσον υπερίσχυε και το εις παράδοσιν κλίνον κόμμα. Εστενοχωρούντο δε πρό τινων ημερών και υπό των έξω του Ναυπλίου ελληνικών στρατευμάτων, ων την αρχηγίαν διεδέχθη μετά τον θάνατον του Νικολού Σταματελοπούλου ο Στάικος Σταϊκόπουλος. Τα στρατεύματα ταύτα, βοηθούμενα υπό των απομειναρίων του τακτικού, άτινα μεταβάντα μετά την μάχην του Πέτα από τόπου εις τόπον κατήντησαν τον οκτώβριον προ των πυλών του Ναυπλίου, εκτύπησαν πολλάκις τους Ναυπλιείς εξερχομένους και τους εβίασαν να μη προχωρώσιν εκείθεν του προχώματος. Τα αίτια ταύτα ηνάγκασαν τους Τούρκους και προ της παντελούς αποτυχίας των εις αντίληψίν των στρατευσάντων εκ Κορίνθου να έλθωσι σπουδαιότερον εις λόγους συμβιβασμού μετά του Σταΐκου και εις νέαν δι' αυτού διαπραγμάτευσιν μετά του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης απεκρίθη ότι τοις εχαρίζετο η ζωή και τοις εδίδοντο και πλοία προς διαβίβασιν όλων εις τα παράλια της Ασίας· ει δε και δεν έστεργαν, θα τους έτρωγεν όλους εντός ολίγου η ελληνική μάχαιρα. Το γράμμα τους λαβών ο Στάικος απέστειλε την εσπέραν της 29 εις το φρούριον. Οι Τούρκοι, θέλοντες να λάβωσιν αυτού γνώσιν όλοι και συναποφασίσωσι, συνήλθαν εις γενικόν συμβούλιον· κατέβησαν εις την πόλιν και οι εν Παλαμηδίω αφήσαντες ολίγους φύλακας ως μηδέν υπόπτεύοντες. Αλλ' εν τω μεταξύ τούτω δύο Αλβανοί εκ των εναπομεινάντων φυλάκων τήδε κακείσε απροσέκτως διεσπαρμένων, ταλαιπωρούμενοι υπό των δεινών της πολιορκίας και ελπίζοντες ίσως πλουσίας αμοιβάς, κατέβησαν διά σχοινίου από του τείχους, υπήγαν προς τον κατά την Άριαν Στάικον, τω είπαν ότι η φρουρά του Παλαμηδίου κατέβη εις την πόλιν και ότι, αν υπήγαινεν ευθύς, θα εκυρίευε το Παλαμήδι αναιμωτί. Ο γενναίος Στάικος, χωρίς να υποπτεύση δολιότητα, παρέλαβε 200 συντρόφους, 60 Κρανιδιώτας και ένα λόχον του τακτικού και ήλθεν υπό τα τείχη μετά το μεσονύκτιον. Ασέληνος και βροχερά ήτον η νυξ εκείνη· ανέβησαν τα τείχη κατ' αρχάς ολίγοι, άνοιξαν πυλίδα τινά και εισήξαν δι' αυτής και τους λοιπούς. Ηθέλησάν τινες των φυλάκων ν' αντισταθώσιν, αλλ' έρριψαν μετ' ολίγον τα όπλα, και οι Έλληνες εκυρίευσαν τοιουτοτρόπως αναιμωτί το απόρθητον φρούριον προς τα χαράγματα της ημέρας, καθ' ην η Εκκλησία εορτάζει την μνήμην του αποστόλου Ανδρέου. Αφ' ού δε το εκυρίευσαν, ετουφέκισαν όλοι διά μιας βλέποντες προς την πόλιν και φωνάζοντες· «κ α λ ώ ς - σ α ς - η ύ ρ α με ν - α γ ά δ ε ς» . Οι δυστυχείς αγάδες, αγνοούντες τίνι τρόπω εκυρίευσαν οι Έλληνες το φρούριον, και βλέποντες εαυτούς και τας γυναίκας και τα τέκνα των υπό το πυρ των εχθρών, περιέτρεχαν τας αγυιάς της πόλεως ως παράφρονες. Ημέρας δε γενομένης, οι νέοι κύριοι του Παλαμηδίου υψώσαντες την σημαίαν του σταυρού εκανονοβόλησαν φωνάζοντες, «κ α ι – τ ο υ - χ ρ ό ν ο υ - α γ ά δ ε ς - τ ο υ - α γ ί ο υ – Α ν δ ρ έ ο υ». Εν τοσούτω ο εν Δερβενακίοις Κολοκοτρώνης, ακούσας τον κανονοβολισμόν, έτρεξεν έφιππος εις Ναύπλιον· καθ' οδόν απήντησε πεζόν φέροντα την είδησιν, εισήλθεν εις το φρούριον υπό τον κρότον των κανονίων και διέταξεν αμέσως και έστρεψαν προς την πόλιν και την ακροναυπλίαν πολλά κανόνια· Έστειλε δε και προς τους εν τη πόλει Τούρκους διαταγήν απειλητικήν να παραδώσωσι την πόλιν και την ακροναυπλίαν εντός τριών ωρών, και επειδή μετά τας τρεις ώρας δεν έλαβεν απόκρισιν, ήρχισε να κανονοβολή· αλλ' επί τη προτάσει των Τούρκων και τη μεσιτεία των διαμενόντων εν Ναυπλίω μελών της ελληνικής επιτροπής, έστερξε να συμβιβασθή· και ούτω, παύσαντος του κανονοβολισμού, ανέβησαν εις το Παλαμήδι οι εντόπιοι μπέηδες και ο αρχηγός των εντός του Ναυπλίου Αλβανών επί συμβιβασμώ. Σας χαρίζομεν, τοις είπεν ο Κολοκοτρώνης, την ζωήν και σας αφίνομεν και από δύο ενδυμασίας· σας δίδομεν και ελληνικά πλοία εις μετακόμισίν σας, και σας τρέφομεν έως ού κατευοδωθήτε όπου θέλετε. «Ημείς», απεκρίθη ο αρχηγός Αλβανός, «δεν δίδομεν τ' άρματα· θα πολεμήσωμεν όσω να βγη η ψυχή μας, θα καύσωμεν την χώραν, και δεν θ' αφήσωμεν πέτραν σε πέτραν». «Καύσατέ την», επανέλαβεν αποτόμως ο Κολοκοτρώνης, «αλλά να ηξεύρετε ότι θα καήτε και σεις»· αλλ' οι μπέηδες έπαυσαν την αναφυείσαν λογοτριβήν, συγκατετέθησαν εις τας προτάσεις του Κολοκοτρώνη προς χάριν, ως είπαν, των γυναικών και παιδίων, κατέβησαν εις την πόλιν και υπέγραψαν όλοι την σύμβασιν· αφ' ού δε συνυπεγράφη και υπό των Ελλήνων, έστειλαν οι Τούρκοι προς αυτούς τας κλεις των φρουρίων. Οι Έλληνες παρέλαβαν τα κάτω φρούρια και διώρισάν τινας εις σύναξιν και απόθεσιν εν δύο ζαμίοις, επί καταγραφή, των πραγμάτων των Τούρκων. Φόβος μέγας επεκράτει μη επάθαιναν οι Ναυπλιείς όσα έπαθαν οι συνάδελφοί των εν Νεοκάστρω, εν Κορίνθω και εν Αθήναις· ο Κολοκοτρώνης, μη θέλων να συμβή τοιούτον τι, μηδέ να διαρπαγή η περιουσία, έκλεισεν έξω της πύλης του φρουρίου τους συρρεύσαντας επί λαφυραγωγία στρατιώτας· αλλ' ούτοι ηπείλησαν να εισέλθωσι διά της βίας, να σφάξωσι τους Τούρκους και να διαρπάσωσι τα υπάρχοντά των· δι' ο πάσα αναβολή απόπλου ήτον επικίνδυνος. Καλή τύχη κατέπλευσε την 12 δεκεμβρίου εις τον λιμένα του Ναυπλίου ο Χαμιλτών επί της Καμβρίας, και παρέλαβε συναινέσει των Ελλήνων 400, παρέλαβαν και τους λοιπούς τα ελληνικά πλοία υπό την οδηγίαν του Μιαούλη επί μισθώ εκατόν δέκα χιλιάδων γροσίων πληρωθέντων εκ των λαφύρων, και ούτως απεβίβασαν τους αιχμαλώτους ο μεν Χαμιλτών εις Σμύρνην, ο δε Μιαούλης εις Κουσάντασι, αλλ' όλους τόσω κακώς έχοντας διά την επί της πολιορκίας πείναν, την λοιμικήν και την κακοπάθειαν, ώστε 67 απέθαναν επί μόνης της Καμβρίας κατά τον διάπλουν παραταθέντα εξ αιτίας επισυμβάσης τρικυμίας· απέθαναν δέ τινες αυτών φαγόντες διά μιας κατά κόρον· εμολύνθη και το πλήρωμα της φρεγάτας· μόνοι ως αιχμάλωτοι εκρατήθησαν εν Ναυπλίω ο πρώην φρούραρχος Σελήμπασας και ο διάδοχος αυτού Αλής, ως μη θελήσαντες να υπογράψωσι την συνθήκην· αλλ' όχι μόνον δεν ηνωχλήθησαν ουδ' αυτοί ουδ' οι περί αυτούς, αλλά και εις άκρον επεριποιήθησαν τροφοδοτούμενοι πλουσιοπαρόχως και ζώντες εν ανέσει μέχρις ου απελύθησαν. Οι Έλληνες διεμερίσαντο μεταξύ των τα εναποταμιευθέντα πράγματα των Τούρκων άνευ ουδεμιάς ωφελείας του ταμείου· τα πολυτιμότερα δε αυτών διηρπάγησαν υπό των αρχηγών.
1822. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'.
&Τα κατά τον Οδυσσέα — Αυτοκέλευστος συνέλευσις εν Αθήναις της Ανατολικής Ελλάδος μετά την εκείθεν διάβασιν του Δράμαλη. — Τα κατά τον Άρειον πάγον. — Κατηγορία του Ιωάννου Λογοθέτου, μέλους του νομοτελεστικού, επί πολιτικώ εγκλήματι — Νέα εισβολή εχθρών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτπασαν εις την Ανατολικήν Ελλάδα και αναχώρησις αυτών.&
ΟΥΤΕ η προς τον Νούτσον και Παλάσκαν βδελυρά διαγωγή του Οδυσσέως, ούτε η κατ' αυτού αγανάκτησις και καταδρομή της κυβερνήσεως ίσχυσαν να βλάψωσι την προς αυτόν του κοινού υπόληψιν. Ως προδότην και ως θαρρύναντα την εισβολήν των εχθρών τον κατεμήνυεν ο Άρειος πάγος, αλλά το κοινόν της Ανατολικής Ελλάδος απεδοκίμαζε τα κατ' αυτού λεγόμενα, όχι διότι τον ενόμιζεν αθώον, αλλά διότι τον εθεώρει ως τον ικανώτερον ν' ανορθώση διά των όπλων την πεσούσαν πατρίδα, δι' ο και τον εθάρρυνε διά της αγάπης και της συνδρομής του. Ισχυρότεροι των ανθρώπων της μαχαίρας είναι οι άνθρωποι του νόμου εν καιρώ ειρήνης· αλλ' εν καιρώ επαναστάσεων και πολέμων η μάχαιρα τιμάται υπέρ τον νόμον, και θεωρείται ως ασπίς κατά κακοποιήσεων και αδικιών, ως ασφαλιστήριον κατ' εχθρικών προσβολών και ως ευτυχές όργανον πλεονεκτικών και φιλάρχων σκοπών. Διά ταύτην και μόνην την αιτίαν ετιμάτο υπό του λαού ο μισούμενος υπό της κυβερνήσεως Οδυσσεύς. Το αίσθημα δε τούτο του κοινού ίσχυσε διά την αθλίαν κατάστασιν των πραγμάτων και παρά τω βουλευτικώ, προτείναντι την 24 Ιουνίου την άφεσιν των αμαρτιών του Οδυσσέως· το δε νομοτελεστικόν, υπείκον εις την αυτήν ανάγκην, διέταξε τον Άρειον πάγον να μη εκτελέση όσα κατ' εκείνου διετάχθησαν. Αλλ' οποιαδήποτε και αν εφάνη η εξ' ανάγκης διαγωγή της Αρχής, ο Οδυσσεύς, πεποιθώς επί την επιρροήν και την μάχαιράν του, κατεφρόνει κυβέρνησιν καταφυγούσαν διά την ασφάλειάν της εις πλοίον, και κεντρικήν Αρχήν ανίσχυρον εν ταις επαρχίαις της δικαιοδοσίας της, φεύγουσαν απέμπροσθέν του, περιπλανωμένην και διασωθείσαν είς τι απομεμονωμένον ακρωτήριον μιας νήσου. Εξέδιδεν η κυβέρνησις κατ' αυτού καταστρεπτικά και αφοριστικά έγγραφα, και ούτος συνέζη ασφαλής και συνέπραττε μετά των οπλαρχηγών της κυβερνήσεως εν τη Ανατολική Ελλάδι ενεργών παρρησία την ανατροπήν και αυτής και του Αρείου πάγου. Τόση δε ήτον η παρά τοις οπλαρχηγοίς υπόληψίς του, ώστε ο Γκούρας, αν και μικράς τότε σημασίας, απεποιήθη την δοθείσαν αυτώ μετά την καθαίρεσιν του Οδυσσέως οπλαρχηγίαν της Λεβαδείας, προτιμήσας της μεγαλοδωρίας της υπερτάτης Αρχής του έθνους την φιλίαν του καθαιρεθέντος.
Μετά δε την διάβασιν του Δράμαλη η Ανατολική Ελλάς εφοβείτο νέαν εισβολήν. Μόνος τόπος ασφαλής οπωσούν κατ' εκείνα τα μέρη ήσαν αι Αθήναι μετά την κυρίευσιν της ακροπόλεως διά την παράμερον θέσιν των. Αλλά και η πόλις εκείνη έπασχεν εσωτερικάς ανωμαλίας, διότι οι προς ένα και τον αυτόν σκοπόν ενεργούντες προ της κυριεύσεως της ακροπόλεως Αθηναίοι διηρέθησαν μετά την κυρίευσιν και κατέτρεχαν αλλήλους. Η Αττική δεν είχεν, ως είρηται, προ της επαναστάσεως οπλαρχηγόν. Διάφοροι ανεφάνησαν μετά την επανάστασιν αντιποιούμενοι την οπλαρχηγίαν, αλλ' ουδείς υπερίσχυσεν. Αποθανόντος του Παναγή Χτενά, ανεδείχθη φρούραρχος της ακροπόλεως ο αδελφός του Σπύρος. Αλλ' ούτος ούτε την πολιτικήν Αρχήν του τόπου του ετίμα, ούτε προς τους συμπολίτας του καλώς εφέρετο, τους μεν αυτεξουσίως φυλακίζων και τιμωρών, τους δε φορολογών επί λόγω τροφής και μισθοδοσίας της φρουράς· τινές δε των στρατιωτών του εδολοφόνησαν τον Χατσή Γεωργαντάν Σκουζέν, ένα των εφόρων των Αθηνών, επανερχόμενον από Σαλαμίνος εις Αθήνας. Τοιαύτη διαγωγή διήγειρεν άκραν αγανάκτησιν, και μίαν ημέραν, καθ' ην έλειπεν ο Χτενάς εκ του φρουρίου, ο Σαρής, άλλος οπλαρχηγός Αθηναίος, ανέβη μετά τινων οπαδών του εις την ακρόπολιν, αντικατέστη αυτοχειροτόνητος φρούραρχος, παρέλαβεν εις υποστήριξιν του ως συμφρούραρχον και άλλον οπλαρχηγόν Αθηναίον, τον Δημήτρην Λέκκαν, απέλυσε τους εν φυλακή και επολιτεύθη αξιεπαίνως· αλλ' εξ αιτίας της αντιζηλίας πολλών συμπατριωτών ολίγον εχάρησαν και αυτοί την φρουραρχίαν των.
Εστρατοπέδευε πρό τινος καιρού επί της Γερανίας της Μεγαρίδος ο Υψηλάντης·
[Αύγουστος] ούτος επί τη προσκλήσει των Αθηναίων των μη θελόντων φρουράρχους τον Σαρήν και τον Λέκκαν συμπαραλαβών και τον επί του αυτού όρους συναγωνιστήν του Νικήταν μετέβη την 21 αυγούστου εις Αθήνας, ίνα διαθέση άλλως πως τα του φρουρίου. Αλλ' οι φρούραρχοι ούτε τας φιλικάς προσκλήσεις του εισήκουσαν, ούτε εις τας βαρείας απειλάς του ενέδωκαν, ούτε να τον δεχθώσιν εντός της ακροπόλεως επιθυμούντα να την επισκεφθή συνήνεσαν· επειδή δε εφοβήθησαν μη πάθωσιν υπό των ιδίων στρατιωτών, διότι ο Υψηλάντης οργισθείς εφοβέρισε να καύση επί τη παρακοή των τας οικίας των και να φυλακίση τους συγγενείς των, μετεκάλεσαν τον Οδυσσέα εις παραλαβήν της ακροπόλεως. Εύρημα εθεώρησεν ο Οδυσσεύς την προσφοράν ταύτην και έτρεξε δρομαίος εις Αθήνας την 27. Επειδή δε ούτος, ο Υψηλάντης και ο Νικήτας ήσαν του αυτού φρονήματος, δεν ελογόφεραν περί της κατοχής του φρουρίου, μάλιστα τόσον ήσαν σύμφωνοι, ώστε συνεπεστάτησαν και οι τρεις επί των γενομένων εκείναις ταις ημέραις αθηναϊκών αρχαιρεσιών. Και ο μεν Υψηλάντης και ο Νικήτας επανήλθαν μετ' ολίγον εις το στρατόπεδον (α), ο δε Οδυσσεύς έμεινεν εν Αθήναις και διώρισε φρούραρχον τον οπαδόν του Γκούραν. Τοιουτοτρόπως οι Αθηναίοι διά τας προς αλλήλους ασυμφωνίας εστερήθησαν οικειοθελώς της εγχωρίου δυνάμεως των, και την παρέδωκαν, ή μάλλον ειπείν παρέδωκαν εαυτούς, εις χείρας του Οδυσσέως, ανδρός ούτινος η προλαβούσα διαγωγή και η παρούσα θέσις δεν ήσαν βεβαίως τόσης εμπιστοσύνης άξιαι.
Η δ' εκ της περιστάσεως ταύτης απροσδόκητος αύξησις της δυνάμεως του Οδυσσέως και την φιλοδοξίαν του έτι μάλλον εξήψε, και την προς αυτόν υπόληψιν του κοινού υπερηύξησε· και οι μεν διά κολακείαν, οι δε διά φόβον, και άλλοι διά την ανάγκην των περιστάσεων ήθελαν να εκτείνωσι την εξουσίαν του καθ' όλην την Ανατολικήν Ελλάδα.
Πολλοί των προκρίτων αυτής αντεφέροντο προ πολλού προς τον Άρειον πάγον. Μετά δε τα μεταξύ αυτού και του Οδυσσέως συμβάντα, εθαρρύνθησαν έτι μάλλον και έβαλαν κατά νουν και αυτήν την κατάργησίν του ή την αντικατάστασίν τινων των μελών του, υποστηριζόμενοι υπό του δεινού αντιπάλου του. Αληθής αιτία της αντιπολιτεύσεως των ρηθέντων προκρίτων ήτον η προς τους Αρειοπαγίτας αντιζηλία και η αντιποίησις της εξουσίας των, αν και μη πολλού φθόνου αξίας· αλλ' οι ιδιοτελείς σκοποί και τα πάθη των ανθρώπων περικαλύπτονται πάντοτε υπό πρόσχημα ορθού λόγου και γενικού συμφέροντος εις απάτην του κοινού, ούτινος απαιτείται η σύμπραξις ή η γνώμη· διά τούτο και οι άνδρες ούτοι διετείνοντο εις δικαιολογίαν της κατακραυγής των, ότι οι πλείστοι των Αρειοπαγιτών ή δεν εξελέχθησαν υπό των ελευθέρων επαρχιών νομίμως, ή εστάλησαν εξ επαρχιών υπό τον τουρκικόν εισέτι ζυγόν·
[Σεπτέμβριος] και εστία μεν της αντιπολιτεύσεως ήσαν αι Αθήναι, πρωταγωνισταί δε υπό την επιρροήν πάντοτε και ενίσχυσιν του Οδυσσέως οι πρόκριτοι των Αθηνών, της Λεβαδείας και των Θηβών, καλέσαντες, αρχομένου του σεπτεμβρίου, δι' εγκυκλίων, εις γενικήν σύσκεψιν περί τούτου και τους προκρίτους των άλλων επαρχιών της Ανατολικής Ελλάδος.
Μετά τα εν τη Δρακοσπηλιά συμβάντα και την εισβολήν του Δράμαλη, τα μέλη του Αρείου πάγου διασκορπισθέντα και καταδιωκόμενα υπό του Οδυσσέως, διαπράττοντος και επί ξηράς και επί θαλάσσης την σύλληψίν των, κατήντησαν μεσούντος του σεπτεμβρίου εις Ξηροχώρι της Ευβοίας, αλλά και εκεί ούτε δύναμιν ούτε ασφάλειαν είχαν. Αι επαρχίαι, ας ανεφέραμεν, απεστάτησαν και εκινήθησαν κατ' αυτού· και αυτή η νήσος της Ευβοίας, εις ην κατέφυγεν, όχι μόνον δεν υπήκουεν, αλλά και όπλα κατ' αυτού έλαβε· θα διελύετο δε βεβαίως, αν δεν υπεστηρίζετο παρά του επί της νήσου οπλαρχηγού Διαμαντή, όστις και ενόπλως από των κατ' αυτού ενόπλως ελθόντων Ευβοέων τον υπεράσπισε, και ούτε εις τας επανειλημμένας εισηγήσεις του Οδυσσέως ούτε εις τας ιδιαιτέρας προτροπάς του Υψηλάντου αποστείλαντος επί τούτω προς αυτόν τον άλλοτε επί του Ολύμπου συναγωνιστήν του και πάντοτε πιστόν Υψηλαντιστήν Σάλλαν, ώτα ακοής έδωκεν.
Τοιαύτη κατάστασις πραγμάτων εβοήθει μεγάλως τους εν Χαλκίδι Τούρκους, οίτινες μηδενός εναντιουμένου, εξήρχοντο εις την αντικρύ ξηράν, ήρπαζαν ό,τι εύρισκαν και επανήρχοντο ανενόχλητοι εις το φρούριον φοβούμενοι μόνον να προχωρήσωσιν· αλλ' όσα εκ του πλησίον ήρπαζαν, ούτε εις αυτάρκη τροφήν των, ούτε εις χορτασμόν της πλεονεξίας των ήρκουν. Ήσαν δε εντός του φρουρίου και Αλβανοί εις τόσην απείθειαν και αναισχυντίαν καταντήσαντες, ώστε αρπάσαντες μάλλον ή λαβόντες τους καθυστερούντας μισθούς των παρά του πασά απέβησαν αυθαιρέτως εις την αντίπεραν ξηράν την 25 ως 500, εκανονοβολήθησαν ως εχθροί παρά των εν Καραμπαπά Τούρκων και απήλθαν εις τα τουρκικά χώματα διά Λεβαδείας και Ζητουνίου. Την ακόλουθον δε ημέραν 200 Τούρκοι, εξελθόντες της Χαλκίδος, επροχώρησαν επί αρπαγή μέχρι των Πλαταιών, αλλ' εκτυπήθησαν και επέστρεψαν σχεδόν άπρακτοι.
Συνελθόντες δε οι κατά του Αρείου πάγου συγκαλεσθέντες εις Αθήνας, τον κατήργησαν την 18, αναθέσαντες τα καθήκοντά του εις τους αντιπροσώπους και εφόρους των ελευθέρων επαρχιών μέχρι της συγκροτήσεως της εθνικής συνελεύσεως· θέλοντες δε να τιμήσωσι τον δυνατόν της ημέρας Οδυσσέα, τον ανηγόρευσαν ομοθυμαδόν αρχιστράτηγον της Ανατολικής Ελλάδος, και την 24, γενομένης τελετής παρόντων των μελών της συνελεύσεως ταύτης και πλήθους λαού, ανεγνώσθη μεγαλοφώνως το αρχιστρατηγικόν δίπλωμά του, τον έζωσαν οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών και Θηβών, μέλη όντες και αυτοί της συνελεύσεως, την σπάθην της αρχιστρατηγίας και τον ανευφήμησαν όλοι οι παρεστώτες.
Η τοπική δε αύτη και αυτοκέλευστος συνέλευσις, υπογράψασα τας δύο πράξεις, την της καταργήσεως του Αρείου πάγου και την της αρχιστρατηγίας του Οδυσσέως, εν ώ μήτε την μίαν μήτε την άλλην να υπογράψη δύναμιν είχε, διελύθη· αλλά το παραδοξότερον και μεμπτότερον, και ό,τι δεικνύει αυτό και μόνον την αθλίαν κατάστασιν των τότε κυβερνητικών πραγμάτων είναι, ότι μέλος του νομοτελεστικού, ο Ιωάννης Λογοθέτης, ευρεθείς εκεί συνέπραξε και αυτός παρρησία μετά των αντιπολιτευομένων την κυβέρνησιν και συνυπέγραψε και την κατάργησιν του Αρείου πάγου, και την αρχιστρατηγίαν του Οδυσσέως· συνυπέγραψε δε και την περί τούτων προς την κυβέρνησιν αναφοράν. Διά την διαγωγήν του δε ταύτην το νομοτελεστικόν ηναγκάσθη να τον κατηγορήση ενώπιον της Βουλής ως ένοχον πολιτικού εγκλήματος.
Εκστρατεύσαντος δε του Δράμαλη, ο Χουρσήδης διέμεινεν εν Λαρίσση και δι' άλλα αίτια και εις αποστολήν νέων στρατευμάτων· εξαπέστειλε δε, αρχομένου του αυγούστου, τρισχιλίους υπό τον Χασνατάρην του και πέρυσιν εισβαλόντος εις την Ανατολικήν Ελλάδα βεζίρη Κιοσέ - Μεχμέτη διορισθέντος αρχηγού των νέων τούτων στρατευμάτων. Οι τρισχίλιοι ούτοι ήλθαν κατά την Φοντάναν όχι προς διάβασιν εις Λεβαδείαν τόσον ολίγοι όντες, αλλά προς κατάληψιν της θέσεως διά την εν καιρώ ακίνδυνον δι' εκείνου του μέρους εισβολήν και άλλου στρατεύματος ερχομένου κατόπιν υπ' αυτόν τον Μεχμέτην. Την θέσιν της Φοντάνας κατείχαν ο Δυοβουνιώτης και ο Γκούρας. Οι Τούρκοι εδοκίμασαν να προχωρήσωσιν, αλλ' απεκρούσθησαν και φονευθέντων τινών ωπισθοδρόμησαν προς την Νευρόπολιν όπου και εστρατοπέδευσαν. Οι δε ρηθέντες οπλαρχηγοί Έλληνες καί τινες άλλοι, εν οις και ο Οδυσσεύς, επέπεσαν σκοπούντες να τους διασκορπίσωσιν, αλλά διεσκορπίσθησαν αυτοί· εδοκίμασαν και εκ δευτέρου να τους διασκορπίσωσιν, αλλά και εκ δευτέρου απέτυχαν, και τα στρατεύματά των διελύθησαν, και οι τρισχίλιοι Τούρκοι έμειναν έκτοτε ανενόχλητοι. Μετ' ολίγον ήλθαν και άλλοι εις ενδυνάμωσιν του μικρού τούτου εχθρικού στρατοπέδου, και έκτοτε οι εχθροί εφόβιζαν αντί να φοβώνται, και έβλαπταν αντί να βλάπτωνται· έμειναν δε οι μεν πεζοί εν Νευροπόλει ως και πρότερον, οι δε ιππείς ετοποθετήθησαν εν Δαδίω· διεχέοντο δε οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν, μηδενός εναντιουμένου, εις τα πέριξ χωρία λεηλατούντες και εσοδιάζοντες τους οψίμους καρπούς· έκαυσαν εν τω μεταξύ τούτω και το Ταλάντι. Επί τέλους ήλθε και αυτός ο Μεχμέτης· εφημίζετο δε ότι οι εισελθόντες εχθροί ήσαν όλοι δωδεκακισχίλιοι.
[Οκτώβριος] Θέλων δε ο πασάς να προχωρήση διήρεσεν εις δύο τον στρατόν του, και αυτός μεν οδηγών το πλείστον μέρος διέβη εις Σάλωνα την 17 Οκτωβρίου διά της Γραβιάς, ο δε διοικητής της Όχριδος Τσελελεντήμπεης, οδηγών το υπόλοιπον, επεχείρησε να διέλθη διά του Ζεμένου, αλλ' απεκρούσθη παρά των υπό τον υποπλαρχηγόν του Οδυσσέως Λάιον προκαταλαβόντων την θέσιν εκείνην Αραχωβιτών και παρά των υπό τον Λεπενιώτην, υποπλαρχηγόν και αυτόν του Οδυσσέως, τοποθετηθέντων εν τω μετοχίω της Ιερουσαλήμ. Απελπισθείς δε να διέλθη την οδόν εκείνην ωπισθοδρόμησε και διέβη και ούτος εις Σάλωνα διά της Γραβιάς.
Εν μέσω δε της επελθούσης αμηχανίας εξ αιτίας της εχθρικής ταύτης εισβολής, οι Ανατολικοελλαδίται απέβλεπαν διά την σωτηρίαν των εις τον νέον αρχιστράτηγον και τω έγραφαν πανταχόθεν να εκστρατεύση. Ο Οδυσσεύς υπώπτευε μη έλθη ο Μεχμέτης, μηδενός εναντιουμένου, και εις αυτάς τας Αθήνας και κατεγίνετο σπουδαίως εις οχύρωσιν και εφοδιασμόν της ακροπόλεως· και επειδή ανέπαφος ήτον εισέτι η περιουσία των παραδοθέντων Τούρκων, διότι δεν εσυμβιβάζοντο οι κρατούντες αυτήν εις διανομήν της, ο Οδυσσεύς συναινέσει των εφόρων την εξηργύρωσε και την εξωδίασε συνεξωδιάσας και εξ ιδίων εις αγοράν τροφών και άλλων αναγκαίων διά την ασφάλειαν της ακροπόλεως. Είδαμεν, ότι η έλλειψις του νερού και όχι της τροφής επέφερε την πτώσιν αυτής. Καλή τύχη ο κίνδυνος ούτος εξέλειψεν απροσδοκήτως, διότι εργάται τινές σκάπτοντες ανεκάλυψαν κατά περίστασιν υπό το άντρον του Πανός πηγήν αφθόνου και καθαρού νερού, ην ολίγον απέχουσαν του τείχους συμπεριέλαβεν ο Οδυσσεύς διά παρατειχίσματος. Εξασφαλίσας δε την ακρόπολιν υπό την φρουραρχίαν του Γκούρα εξεστράτευσε την 23 (β). Δεν είχε την ημέραν εκείνην ειμή 300, και μόλις έγειναν όλοι οι υπό την οδηγίαν του 1200, συνενωθέντων καθ' οδόν και άλλων υποπλαρχηγών. Αλλ' η φήμη τόσον επλήθυνε τας δυνάμεις του, ώστε ο Μεχμέτης, όστις ήξευρεν ότι οι υπό τον Λεπενιώτην μετετόπισαν από των προς το Ζεμενόν θέσεων εις Καστρί επί περιορισμώ των προς εκείνα τα μέρη εχθρών, φοβηθείς μη κλεισθή εντός των Σαλώνων τα έκαυσεν, έκαυσε και το παρακείμενον χωρίον Τοπόλια, εξήλθε πανστρατιά και εστρατοπέδευσε προς καιρόν κατά την Γραβιάν.
[Νοέμβριος] Φθάσας δε ο Οδυσσεύς εις Δαύλειαν επί της εις Σάλωνα πορείας του και μαθών ταύτα εστράφη και έφθασεν εις Δαδί την 1 νοεμβρίου· και άλλοι μεν έμειναν εντός του χωρίου, ούσης της ημέρας βροχεράς, άλλοι δε ανέβησαν υπ' αυτόν εις το ημιώριον απέχον του χωρίου μοναστήριον της Παναγίας, όπου ηύραν τους κατά διαταγήν του μεταβάντας προ ολίγης ώρας εκεί εκ Καστρίου. Πριν δε τοποθετηθώσιν, εφάνη αιφνιδίως ο τουρκικός στρατός οδεύων διά της πεδιάδος του Δαδίου προς το Τουρκοχώρι, και ο σαλπιγκτής του Οδυσσέως εσάλπισεν εις ειδοποίησιν των Ελλήνων. Οι Τούρκοι ηγνόουν ότι κατείχαν τας θέσεις εκείνας Έλληνες και ήσαν ήδη προωδευμένοι· αλλ' ακούσαντες τον ήχον της σάλπιγγος ωπισθοδρόμησαν και κατέλαβαν τα καλύβια του Δαδίου. Ο Οδυσσεύς διέταξεν αμέσως τους συν αυτώ να οχυρωθώσι και παρήγγειλε και τους εν τω χωρίω υπό τον Γάτσον και τον Σαρήν ν' αναβώσιν εις το μοναστήριον. Αλλ' οι εχθροί μήτε να ενωθώσι τοις έδωκαν καιρόν μήτε να οχυρωθώσιν, αλλ' έπεσαν διά μιας οι μεν πεζοί επί τους εν τω μοναστηρίω, οι δε ιππείς επί τους εν τω χωρίω, έτρεψαν όλους, επήραν τας αποσκευάς των, εφόνευσαν ως 20, εν οις και τον Μήνιον Κατσικογιάννην, εζώγρησαν τον Σαρήν (γ), επλήγωσαν τον Γάτσον, και μόλις ο Οδυσσεύς διέφυγεν ως ταχύπους τας χείρας των διαβάς διά μέσου αυτών ως Αλβανός. Ήσαν δε εν τω μοναστηρίω της Παναγίας καί τινες οικογένειαι, εξ ών οι μεν άνδρες εσφάγησαν, αι δε γυναίκες και τα παιδία ηχμαλωτίσθησαν. Οι Τούρκοι μετέβαλαν το σχέδιόν των μετά την παρεμπεσούσαν ταύτην τροπήν των Ελλήνων και μετέβησαν εις Βελίτσαν.
Μετά δε τα περί ων ο λόγος συμβάντα, ουδέν εφαίνετο δυνάμενον να εμποδίση την πρόοδον των εχθρών προς τον ισθμόν ή προς τας Αθήνας, ουδέ να προφυλάξη από της σφαγής και της αιχμαλωσίας πολλούς κατοίκους των μερών εκείνων μη δυναμένους διά τον επικρατούντα χειμώνα μήτε να προφυλαχθώσι, μήτε τα ζώα των να προφυλάξωσιν επί των ορέων· αλλ' ο πολυμήχανος Οδυσσεύς, νικηθείς διά της εχθρικής δυνάμεως, ενίκησε διά της φυσικής του δεξιότητος.
Προθέμενος να κερδίση καιρόν και στρατολογήση εκ νέου, εσοφίσθη να διαπραγματευθή μετά των Τούρκων, και έγραψε τω γνωστώ του Τσελελεντήμπεη γράμμα ταπεινόν δι' ου παρεκάλει τον πασάν ν' απολύση, τους επί της τελευταίας μάχης συλληφθέντας Έλληνας, υποσχόμενος και αυτός ν' απολύση τινάς παρ' αυτώ αιχμαλώτους Τούρκους. Ο Τσελελεντήμπεης απεκρίθη φιλοφρόνως, και τω επρόβαλε να στείλη προς αυτόν πιστόν άνθρωπόν του εις διαπραγμάτευσιν περί της αμοιβαίας απολύσεως των αιχμαλώτων και περί άλλον σπουδαίων υποθέσεων. Επί τη αρεστή ταύτη προτάσει απέστειλεν ο Οδυσσεύς τον γραμματέα του Αντώνην Γεωργαντάν, ο δε Τσελελεντήμπεης ανταπέστειλε τον Μουστάμπεην προς ασφάλεια του Γεωργαντά. Ευμενέστατα εδέχθησαν οι Τούρκοι τον αποσταλέντα και υπεσχέθησαν πρόθυμοι εξ ονόματος της Πύλης προς τον αποστείλαντα την γενικήν αρχηγίαν καθ' όλην την Ανατολικήν Ελλάδα και την εκείθεν αναχώρησιν όλου του τουρκικού στρατού υπό τον όρον να προσκυνήση αυτός και προσκυνήσωσι διά της προτροπής του και οι λοιποί οπλαρχηγοί και πρόκριτοι του μέρους εκείνου. Ο Γεωργαντάς, υποκριθείς ότι τοιαύτη ήτο και η επιθυμία του Οδυσσέως, επανήλθε προς αυτόν την επαύριον κομιστής των περί ων ο λόγος προτάσεων. Ο δε Οδυσσεύς, ευρών ό,τι εζήτει, επανέπεμψεν αυθημερόν τον επιτήδειον Γεωργαντάν, απέλυσε τους πλείστους των παρ' αυτώ αιχμαλώτων και επρόβαλεν εις αποπεράτωσιν της περί ης ο λόγος διαπραγματεύσεως ανακωχήν και συνέντευξιν. Προθύμως εδέχθησαν οι Τούρκοι την πρότασιν, απέλυσαν τους αιχμαλώτους, και την 5 νοεμβρίου ο Οδυσσεύς εν συνοδία ολίγων σωματοφυλάκων υπήγεν εις το πλησίον του εχθρικού στρατοπέδου χωρίον, αγίαν Μαρίναν, όπου ηύρε τον κεχαγιάμπεην και τον Τσελελεντήμπεην προσμένοντάς τον· τόσον δε επιτηδείως υπεκρίθη προς αυτούς τον πιστόν ραγιάν, ώστε απέφυγεν ευσχήμως και ανυπόπτως να υπογράψη το προετοιμασθέν εις υπογραφήν του προσκυνητοχάρτιον επί λόγω ότι όχι μόνον δεν ωφέλει, αλλά και έβλαπτε τον κοινωφελή σκοπόν μόνη η υπογραφή αυτού εν αγνοία των άλλων οπλαρχηγών και προκρίτων του μέρους εκείνου· τους εβεβαίωσε δε ότι μετά την εις Ζητούνι επάνοδον του στρατού κατά την πρότασίν των θα έστελλεν εκεί τους προκρίτους των επαρχιών εις προσκύνησίν των. Οι μπέηδες επήνεσαν τον ζήλον του και την φρόνησίν του, τω υπεσχέθησαν πλουσίας αμοιβάς διά την προς την Υψηλήν Πύλην ακραιφνή πίστιν του, και επί τη βεβαιώσει της εις Ζητούνι ταχείας επανόδου των, διεχωρίσθησαν· και οι μεν Τούρκοι ανεχώρησαν τω όντι όλοι εις Ζητούνι (δ)· ο δε Οδυσσεύς θέλων να φανή ότι εξετέλεσεν όσα υπεσχέθη, έστειλε κατόπιν αυτών εις προσκύνησιν του πασά τέσσαρας ασημάντους αλλ' ευπρεπώς ενδεδυμένους γέροντας ως αντιπροσώπους των επαρχιών των μερών εκείνων.
Αρμοδίαν εθεώρησεν ο Οδυσσεύς την περίστασιν ταύτην να κυριεύση δι' απάτης υπό το πρόσχημα της ψευδούς του υποταγής τον Καραμπαμπάν· και αφ' ού προητοιμάσθη, απέλυσε και απέστειλε προς τους εν τω φρουρίω τινάς αιχμαλώτους Τούρκους, και παρηκολούθει και αυτός, σκοπεύων να ριφθή αιφνιδίως εις αυτό· αλλ' οι Τούρκοι ανεκάλυψαν την απάτην και εματαίωσαν το σχέδιόν του.
Διά τοιαύτης μηχανουργίας ηλευθέρωσεν ο Οδυσσεύς την κινδυνεύουσαν Ανατολικήν Ελλάδα, και οι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί αυτής, οι μη συμπράξαντες, ευφήμησαν τον ελευθερωτήν της. Αλλ' απορίας άξιον είναι πώς ο Μεχμέτης ηπατήθη τόσον ευκόλως· και φαίνεται ότι συνέτρεξαν εις την επάνοδόν του και άλλα αίτια, τα εξής. Διαδοθέντος του λόγου ότι επροσκύνησε το μέρος εκείνο, οι συνεκστρατεύοντες Αλβανοί, αποβαλόντες πάσαν ελπίδα λαφυραγωγίας και αιχμαλωσίας, ανεχώρησαν προ των άλλων, και ηδυνάτισεν ο στρατός. Εγνώσθη δε ότι και ελληνικά τινα σώματα διέκοψαν την συγκοινωνίαν Βελίτσας όπου εστρατοπέδευαν οι εχθροί, και Ζητουνίου, όθεν τοις ήρχοντο αι τροφαί, και ήρπασαν καί τινας αυτών κατ' εκείνας τας ημέρας. Ετάραξε δε ίσως όχι ολίγον τον Μεχμέτην και η είδησις, ότι ο προστάτης του Χουρσήδης, δι' ου ανεδείχθη ηγεμών της Πελοποννήσου, πεσών εις οργήν και καταδικασθείς εις θάνατον, επρόλαβε και εφαρμακεύθη, ούτως ανταμείψαντος του σουλτάνου τας προς αυτόν λαμπράς υπηρεσίας του (ε)· έμαθεν ίσως και τα δυστυχήματα του Δράμαλη, επροχώρει και ο χειμών δριμύς και βροχερός. Πάντα ταύτα συνέτρεξαν, φαίνεται, εις την επί μόνη τη απατηλή διαγωγή του Οδυσσέως δυσεξήγητον αναχώρησιν του Μεχμέτη εν μέσω της ευτυχούς προόδου του.
1822 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ'.
&Περιγραφή Μεσολογγίου και πολιορκία αυτού. — Αποτυχία της υπό τον Βρυώνην εκστρατείας εις Δυτικήν Ελλάδα.&
Η ΠΟΛΙΣ του Μεσολογγίου κείται μεταξύ των δύο ποταμών, του Ευήνου (Φίδαρη) και του Αχελώου (Άσπρου)· απέχει δε του μεν πρώτου 6, του δε δευτέρου 12 μίλια, και 4 της νοτίου υπωρείας του Αρακύνθου (Ζυγού)· κείται δε επί χερσονησοειδούς εσχατιάς πεδιάδος από της ρηθείσης υπωρείας αρχομένης και εις την θάλασσαν τελευτώσης. Μίαν ήμισυ ώραν μακράν του Μεσολογγίου προς άρκτον επί τινος λόφου κείνται τα ερείπια της νεωτέρας Πλευρώνος, τα κοινώς λεγόμενα κάστρον της Κυρά - Ειρήνης. Ήτο δε η Κυρά - Ειρήνη θυγάτηρ του Αυτοκράτορος Αλεξίου Παλαιολόγου. Προς την υπώρειαν δε του Ζυγού επί τινος υψώματος σώζονται ερείπια του τείχους της παλαιάς Πλευρώνος, κοινώς λεγόμενα Γυφτόκαστρον. Συνωκίσθησαν δε κατά τον Στράβωνα οι οικήτορες αυτής εις την νεωτέραν Πλευρώνα πορθούντος την χώραν Δημητρίου του επικληθέντος Αιτωλικού. Άγνωστος η πρώτη της πόλεως του Μεσολογγίου καταβολή. Ο Ιουδαίος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης, ο περιηγηθείς την Ελλάδα το 1153, αναφέρει το Ανατολικόν, το κατ' αυτόν Νατολικόν, αλλ' όχι και το Μεσολόγγι. Ο δε Βενετός ιστοριογράφος, Πέτρος Γαρζώνης, διηγούμενος τους μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας συγχρόνους του πολέμους λέγει, ότι μετά τινα μάχην πλησίον του Μεσολογγίου εν έτει 1684, καθ' ην εφονεύθησαν όχι ολίγοι Τούρκοι και ο αρχηγός αυτών Σεφέραγας, το Ανατολικόν, το και κατ' αυτόν Νατολικόν, και το Μεσολόγγι απεσπάσθησαν των Τούρκων και υπετάχθησαν εις τους Βενετούς. Ο ημέτερος Ιωάννης Στάννος ουδ' αυτός ουδαμού της χρονικής βίβλου του αναφέρει το Μεσολόγγι. Εν ουδενί δε των προ της συγγραφής του Γαρζώνη γεωγραφικών πινάκων σημειούται η πόλις αύτη, ουδέ μνεία γίνεται αυτής εν τη περιγραφή, της εν έτει 1571 κατά την Ναύπακτον περιφήμου ναυμαχίας (α) η άλλης τινός κατ' εκείνα τα μέρη συμπλοκής. Ουδέν ίχνος αρχαιότητος, ουδέ βυζαντινόν ή βενετικόν τι φαίνεται εν τη πόλει, και η κτίσις αυτής είναι όλη τουρκική· φαίνονται μόνον τα ερείπιά των κατά τον τουρκορρωσικον πόλεμον επί Αικατερίνης κατεδαφισθεισών οικιών, λαβούσης και της πόλεως ταύτης τότε τα όπλα κατά των Τούρκων. Βορειοανατολικώς του Μεσολογγίου, μίαν ώραν μακράν αυτού επί πεδιάδος, σώζονται ερείπια πενιχράς κωμοπόλεως καλούμενα χ ί λ ι α - σ π ή τ ι α, και λέγεται, ότι μετά την κατ' αρχάς του ΙΣΤ' αιώνος καταστροφήν της κωμοπόλεως εκείνης κατέφυγαν οι πλείστοι των κατοίκων της χάριν ασφαλείας εις τα ένυδρα μέρη, όπου κείται σήμερον η πόλις του Μεσολογγίου. Αλλά και αυτό το όνομα της πόλεως δεικνύει την όχι αρχαίαν καταβολήν της, και εξηγεί και την θέσιν εφ' ης εκτίσθη είτε εν μέσω λάκκων εξ αιτίας της λίμνης της (β), είτε εν μέσω λόγγου, διότι, και αρχομένης της επαναστάσεως, εσώζοντο έξωθεν αυτής και εξικνούντο έως εις τα άκρα της ελαιώνες, οίτινες κατά την επικρατούσαν παράδοσιν, άγριοι και κατάπυκνοι άλλοτε, ηρεώθησαν και εκεντρώθησαν. Πολλά έτη προ της επαναστάσεως η πόλις αύτη ήτο καθ' όλα σημαντικωτέρα του Ανατολικού· δι' ο, αν και η εκ των δύο τούτων πόλεων και του Νεοχωρίου επαρχία εκαλείτο επί τουρκοκρατίας Μ ο υ κ α τ ά ς - Α ν α τ ο λ ι κ ο ύ, ο διοικητής έδρευεν εν Μεσολογγίω· εκαλείτο δε αναμφιβόλως ούτω, διότι επί της συστάσεως αυτής το Ανατολικόν επρώτευεν. Η πόλις του Μεσολογγίου είχε προ της επαναστάσεως 5500 ψυχάς· 40 δε ή 50 μόνον εξ αυτών επρέσβευαν τα του κορανίου. Μέγα μέρος των κατοίκων ήσαν αλιείς, ικανόν δε ναύται μετερχόμενοι την ακτοπλοΐαν ή πλέοντες επί ξένων πλοίων, αφ' ού έπαυσαν να ναυπηγώσιν επί του τόπου μεγάλα πλοία μετά την πρόοδον του ναυτικού του Γαλαξειδίου, ενισχυομένου υπό των πλουσίων εμπόρων των Πατρών. Αι δύο δε αύται τάξεις των κατοίκων, η των αλιέων και η των ναυτών, κατείχαν εν γένει το παραθαλάσσιον της πόλεως· οι δε γεωργοί, οι κοινώς λεγόμενοι καλυβιώται, ως έχοντες εις κατοικίαν καλύβας, κατείχαν το προς την ξηράν· οι δε λοιποί πολίται τα κεντρικώτερα. Επειδή το παραθαλάσσιον είναι το τερπνότερον και το υγιέστερον, πολλοί ευκατάστατοι έφρατταν διά πασσάλων και παλιουρίων συμπεπλεγμένων μέρος της αβαθούς θαλάσσης και το απεγαίοναν, μεταφέροντες εκ των πλησιεστέρων της λίμνης νησιδίων γλίναν αντέχουσαν εις τας παντοτεινάς επαφάς και τας συχνάς προσβολάς της θαλάσσης· επί δε του κατασκευαστού τούτου και αστερεώτου εδάφους έστρωναν τεσσάρων πέντε ποδών πλάτος εχούσας εσχάρας, ήτοι συνδεδεμένα δένδρινα ξύλα μη σηπόμενα αλλά μάλιστα σκληρυνόμενα εντός της θαλάσσης· επί των εσχαρών δε τούτων εθεμελίοναν τας οικίας.
Το δ' έδαφος της πόλεως είναι σχεδόν ισοθάλασσον· διά τούτο πολλάκις εν καιρώ χειμώνος ωθουμένων των κυμάτων προς την ξηράν υπό των πελαγίων ανέμων, περιθαλασσούνται αι παράλιοι οικίαι, και οι ενοικούντες κοινωνούν μετά των λοιπών διά μονοξύλων. Συμβαίνει δ' ενίοτε το εναντίον, και η θάλασσα φεύγει ως ωκεάνειος άμπωτις απέμπροσθεν της πόλεως επί τη βιαία και διαρκεί πνοή του χειμερινού βορέου. Προ της επαναστάσεως ήσαν εν τη πόλει πέντε εκκλησίαι και έν ζαμίον· ήκμαζε και σχολείον διαδίδον την γνώσιν της ελληνικής γλώσσης υπό τον μαθητεύσαντα εν τω Αγίω Όρει παρά τω Ευγενίω και τω Νεοφύτω και μετά ταύτα συσχολαρχήσαντα Παναγιώτην Παλαμάν, υφ' όν, αποκτήσαντα μεγάλην υπόληψιν γραμματικού και ελκύσαντα μέγαν αριθμόν ακροατών εκ διαφόρων μερών της Ελλάδος, έπειτα δε μέχρι της επαναστάσεως υπό τους υιούς αυτού Γρηγόριον και Ιωάννην συγκροτούμενοι ελληνοδιδάσκαλοι εστέλλοντο πολλαχού· διά τούτο η γνώσις της ελληνικής γλώσσης ήτο παρά τοις προϊσταμένοις κοινή.
Η δε έμπροσθεν του Μεσολογγίου λιμνοθάλασσα έχει 65 μιλίων περιφέρειαν· είναι πολυίχθυος· περιέχει δύο αλικάς, την μεν κατά το Ανατολικόν, την Άσπρην, την δε κατά το Μποχώρι, την Μαύρην· τα προς την θάλασσαν δε νερά της είναι τόσον ρηχά και ο πυθμήν της τόσον βορβορώδης και φυκώδης, ώστε καταντά άπλευστος διά παντός είδους τροπιδοφόρων πλοιαρίων, και μόνον πλώιμος δι' ελαφρών μονοξύλων· σχίζεται δε διά στενού αύλακος αρχομένου από της πόλεως και τελευτώντος όπου τα νερά είναι βαθέα. Δι' αυτού δε και μόνου εισέρχονται και εξέρχονται τα μικρά τροπιδοφόρα πλοία· τα δε ευμεγέθη ορμίζονται έξ μίλια μακράν της πόλεως. Πολλαχού της λίμνης αναδύονται νησίδια χρήσιμα εις τους αλιεύοντας, ημερονυκτίζοντας εν καιρώ της αλιάς εντός χορτοσκεπών και καλαμοστρώτων καλυβών, κοινώς πελάδων (γ), εστημένων επί δοκών εμπηγνυομένων εις τον βορβορώδη και απαγή πυθμένα της θαλάσσης και μίαν ή δύο πήχεις υπερυψουμένων, ώστε αι πελάδες αύται φαίνονται κρεμάμεναι επί των κυμάτων.
Τερπνόν θέαμα παριστάνει η λίμνη συνήθως εν μέσω των ασελήνων νυκτών. Πάμπολλα μονόξυλα φέροντα επί της άκρας της πρώρας προμήκη και σιδηράν εσχάραν ένδαδον και φωτοβολούσαν, κοινώς λεγομένην π ρ υ ά ν, περιπλανώνται εν τη λίμνη εις αλίευσιν· η δε πλουσία και αεικίνητος φεγγοβολή των πρυών αυτοκίνητος υπολαμβάνεται μακρόθεν διά την εν μέσω του σκότους αφάνειαν των μονοξύλων.
Επί της άκρας δε του ανατολικού χείλους του αύλακος κείται το Βασιλάδι, νησίδιον 150 βημάτων περιφέρειαν έχον και σχεδόν ισοθάλασσον, αλλά πολλά σημαντικόν διά την επί του στομίου της δυσεισπλεύστου λίμνης θέσιν του, και απέχει της πόλεως μίαν ήμισυ ώραν. Την προς τα πέλαγος δε πλευράν του ετείχισεν ο Αλήπασας επί του κατά τα 1806 τουρκορρωσικού πολέμου· οι δε Έλληνες επέθεσαν, κατά την επανάστασιν, τρία κανόνια, δι' ων εματαίωσαν άλλοτε, ως προείπαμεν, τα σχέδιά του μεγάλου εχθρικού στόλου.
Όπως δε η προς την θάλασσαν ούτω και η προς την ξηράν θέσις της πόλεως είναι φύσει οχυρά, διότι η από της υπωρείας του Ζυγού χωρίζουσα αυτήν γη είναι, ως προείρηται, όλη επίπεδος, ουδαμώς επιτηδεία εις πολεμικάς προσβολάς και πανταχόθεν υπό το πυρ της πόλεως· απέκοπτε δε ταύτην της ξηράς ημελημένη και ατελής τάφρος αμφοτέρωθεν εις την λίμνην απολήγουσα και έχουσα τεσσάρων ποδών βάθος, επτά πλάτος και ενός μιλίου μήκος· επί δε της προς την πόλιν όχθης της τάφρου υψούτο τείχος απύργωτον, ακατασκεύαστον, επί σαθρών θεμελίων, τεσσάρων ποδών ύψος και δύο πλάτος έχον, εν μέρει πέτρινον και εν μέρει πλίνθινον, εφ' ου έκειντο δεκατέσσαρα παλαιά κανόνια σιδηρά.
Τοιαύτη ήτον η πόλις, όπου κατέφυγαν ο Μαυροκορδάτος, ο Μάρκος και ο Κίτσος, καταδιωκόμενοι υπό των εχθρών.
Μηδέν γενναίον μηδ' ευτυχές προσδοκώντες οι πλείστοι των περί τον Μαυροκορδάτον μετά τα προ μικρού εν τη Αιτωλοακαρνανία συμβάντα, τον εσυμβούλευσαν κατά την εν Μεσολογγίω πρώτην των συνδιάσκεψιν να μη κινδυνεύση ανωφελώς, αλλά να εγκαταλείψη τα μέρη εκείνα. «Αν τα εγκαταλείψωμεν ημείς», απεκρίθη ο Μαυροκορδάτος, «διέρχονται οι εχθροί ακωλύτως, κυριεύεται η εισέτι δεινοπαθούσα Πελοπόννησος, και το παν απόλλυται· εγώ θ' αποθάνω εδώ» . «Κ' εγώ», ανεφώνησεν ο Μάρκος. Οι λόγοι ούτοι εχρησίμευσαν ως θεμέλιος λίθος της εν Μεσολογγίω εγκαρτερήσεως. Αλλ' όσον σταθερά και αν ήτον η απόφασις του Μαυροκορδάτου και του Μάρκου, αδύνατον να ενεργηθή τι ευτυχώς χωρίς της ειλικρινούς και θερμής συμπράξεως των εντοπίων, διότι τον μεν Μαυροκορδάτον μόνον 25 φρουροί ηκολούθησαν υπό τον Κατσαρόν, τον δε Μάρκον και Κίτσον 35 οπλοφόροι· διά τούτο ο Μαυροκορδάτος και οι ρηθέντες οπλαρχηγοί εκάλεσαν εις συμβούλιον τον εν τη πόλει αρχιεπίσκοπον Πορφύριον και τους προεστώτας αυτής Ιωάννην Τρικούπην, Αναστάσιον Παλαμάν, Πάνον Παπαλουκάν και Αθανάσην Ραζοκότσικαν, και τους ηύραν ομογνώμονας· ερωτηθείς και ο λαός συνεπευφήμησε και αυτός όλος, προθυμηθείς να συνεγκαρτερήση μέχρι τέλους. Αφ' ού δε απεστάλησαν εις την Επτάννησον οι πλείστοι των γερόντων, των γυναικών, των παιδίων και των ασθενούντων διά τινων κρυπτών διάπλων, ηριθμήθησαν οι δυνάμενοι εκ των εναπομεινάντων να φέρωσιν όπλα και ευρέθησαν όλοι 360, εν οις και οι ανωτέρω φρουροί και οπλοφόροι· ευρέθησαν και τροφαί και πολεμεφόδια ενός μηνός.
Οι δε πολιορκούντες εχθροί, έχοντες και ένδεκα κανόνια και τέσσαρας βομβοβόλους, ήρχισαν ευθύς να πυροβολώσι σφοδρώς την πόλιν· αλλ' αφ' ού ανωφελώς και ακαταπαύστως επολέμησαν δύο ημερονύκτια, συνήλθαν οι πασάδες εις συμβούλιον. Ο Κιουταχής και ο Ισούφης, ο πολιορκών διά θαλάσσης, ήσαν γνώμης να εφορμήσωσι διά μιας επί το σαθρόν τείχος και να κυριεύσωσι την πόλιν εξ εφόδου· αλλ' ο Βρυώνης αντέτεινε λέγων, ότι τα επιχείρημα ήτο κινδυνώδες, και ότι εν τη γενική ερημώσει της Αιτωλοακαρνανίας αναγκαίον ήτο να διατηρηθή η πόλις εκείνη διά τας ανάγκας του στρατοπέδου εν καιρώ χειμώνος· αντέτεινε δ' έτι μάλλον στοχαζόμενος, ότι εδύνατο να ελκύση τους εν τη πόλει, ως μηδεμίαν τρέφοντας ελπίδα σωτηρίας και ως υπ' όψιν έχοντας τα προσκυνήσαντα μέρη της Αιτωλοακαρνανίας και μη παθόντα, ως αυτός επίστευε, και τους προσκυνήσαντας οπλαρχηγούς τους εν ασφαλεία και τιμή ζώντας. Κατά την γνώμην δε ταύτην, ο Βρυώνης επεχείρησεν αμέσως να βάλη εις πράξιν το περί συμβιβασμού προσφιλές του σχέδιον, και διέταξε τον παρακολουθούντα Βαρνακιώτην να γράψη τοις γνωστοίς αυτώ προκρίτοις του Μεσολογγίου περί υποταγής. Ο Βαρνακιώτης έγραψεν, αλλ' απάντησιν δεν έλαβεν. Εν τοσούτω εξηκολούθει ο πόλεμος. Οι δε εντός του Μεσολογγίου τειχομαχούντες εμεθοδεύοντο διάφορα τεχνάσματα εις απάτην του εχθρού ως προς τον ολίγον αριθμόν των, και άλλοτε μεν ετουφέκιζαν και επιστόλιζαν διά μιας όλοι, άλλοτε δε εφαίνοντο επί του ενός μέρους του τείχους και έτρεχαν οι αυτοί και εφαίνοντο επί του άλλου εμπήγοντες επιτηδείως τουφεκολόγχας (δ), ίνα υποθέτωσιν οι θεωρούντες αυτάς έξωθεν ότι ήσαν εν τη πόλει και οπλίται φράγκοι· έκρουαν δε επί τω αυτώ σκοπώ και ευρωπαϊκά τύμπανα. Ο Βρυώνης βλέπων ότι δεν ευδοκίμησεν η προς τους προκρίτους διαπραγμάτευσίς του διά του Βαρνακιώτη, διέταξε τον Άγον Βασιάρην να έλθη εις λόγους μετά του Μάρκου ως γνώριμός του. Ο Μάρκος λαβών την άδειαν εξήλθεν εντός βολής πιστόλας εις συνέντευξιν.
Ο Άγος τον εσυμβούλευσεν ως φίλος, και παρήγγειλε δι' αυτού και τοις προκρίτοις να μη κινδυνεύσωσιν επί ματαίω αλλά να προσκυνήσωσιν· εγγυάτο δε εξ ονόματος των πασάδων όχι μόνον γενικήν και τελείαν αμνηστείαν, αλλά και άδειαν ν' αναχωρήσωσιν ανεπηρέαστοι ο πρόεδρος, ο Μάρκος και όσοι άλλοι υπώπτευαν την οργήν των πασάδων. Ταύτα ακούσαντες οι έγκλειστοι και αναλογιζόμενοι ότι πάσα αναβολή τους ωφέλει περιμένοντας έξωθεν βοήθειαν διά ξηράς και θαλάσσης έκριναν εύλογον, βλέποντες τους εχθρούς κατατρίβοντας την κρίσιμον ώραν των έργων εις αχρήστους λόγους, να μη απορρίψωσιν αποτόμως τας περί συμβιβασμού προτάσεις, αλλά να προβάλωσιν άλλας δυσπαραδέκτους. Εν ώ δε εξηκολούθει η φιλική αύτη διαπραγμάτευσις, ειδοποίησεν ο Ισούφης τον λαόν του Μεσολογγίου, ότι αν ήθελε να μη αποτεφρωθή η πόλις όλη και γίνη τάφος όλων των εν αυτή αθώων, να τω παραδώση τον πρόεδρον, τους άρχοντας, τους οπλαρχηγούς και ανά δύο Χριστιανούς δι' έκαστον Τούρκον των εν τω επί των εκβολών του Φίδαρη πεσόντι τουρκικώ πλοίω συλληφθέντων και θανατωθέντων (ε)· απήτει δε παρά του λαού και αποζημίωσιν των διαρπαγέντων επί του πλοίου, και απόδοσιν όλων των εξ αρχής της επαναστάσεως οφειλομένων τη Πύλη φόρων. Ο Ισούφης, πεποιθώς επί την άφευκτον πτώσιν του Μεσολογγίου και αστόχαστος εν οις ενήργει, έδωκε και εγγράφους επί τη αιτήσει των Μεσολογγιτών τας προτάσεις και απαιτήσεις του. Ο Μάρκος έσπευσε να τας κοινοποίηση τω Βρυώνη εξ ονόματος των Μεσολογγιτών, ως απορούντων και αμφιβαλλόντων περί της ειλικρινείας των συγκαταβατικών λόγων του, διότι τους απεδείκνυαν υπόπτους αι απαιτήσεις του Ισούφη. Άλλος εξ άλλου έγεινεν ο Βρυώνης επί τη κοινοποιήσει ταύτη και απεκρίθη να μη δοθή, ακρόασις, αλλά να εξακολουθήση εν πλήρει πεποιθήσει η διά του Άγου και του Μάρκου διαπραγμάτευσις. Μετά τινων δε ημερών διαπραγμάτευσιν εσυμβιβάσθη δ ι ά - λ ό γ ο υ ν' αναχωρήσωσιν εις Πελοπόννησον ανεπηρέαστοι ο πρόεδρος και οι περί αυτόν, ο Μάρκος, ο Κίτσος, οι προεστώτες και τριακόσιαι οικογένειαι αι ευπορώτεραι, ό εστι πολυαριθμότεραι παρ' όσας περιείχεν η πόλις τότε· και τούτο αποδεικνύει ότι οι Τούρκοι ηγνόουν την εσωτερικήν αδυναμίαν της πόλεως· εσυμβιβάσθη δε και οκταήμερος ανακωχή εις εύρεσιν των επί μετακομίσει πλοίων. Εν τοσούτω η ανακωχή αύτη και η προθεσμία εχρησίμευαν εις ενδυνάμωσιν του οχυρώματος εν γνώσει και αδεία του Βρυώνη πιστεύοντος τους παραγγέλλοντας έσωθεν, ότι αναγκαίον ήτο ν' αποκοιμίζωσι τοιουτοτρόπως τον λαόν, όστις δεν έπρεπε να μάθη πριν έλθη η ώρα όσα εσυμβιβάσθησαν.
[Νοέμβριος] Η τρίτη ημέρα της ανακωχής, ήτοι η 8 νοεμβρίου, έγεινεν ημέρα χαράς, διότι εφάνησαν έξωθεν της πόλεως επτά υδραϊκά πλοία αποδιώξαντα διά μόνου του εμφανισμού των τα υπό τον Ισούφην τουρκικά, εξ ών έν, ανίκανον να μεταβή εις Πάτρας διά την επικρατούσαν αντίπνοιαν, κατέφυγεν ημίπνικτον εις Ιθάκην. Η έλευσις των πλοίων διέλυσε μεν την διά θαλάσσης πολιορκίαν, αλλά δεν ησφάλισε τους εγκλείστους και από της εφορμήσεως των επί της ξηράς πολυαρίθμων εχθρών· διά τούτο ο Βρυώνης, πεποιθώς πάντοτε επί την υπερέχουσαν δύναμίν του, εσυμβούλευσε τους πολιορκουμένους να διαβιβασθώσιν εις Πελοπόννησον κατά την συμφωνίαν επί των ελθόντων ελληνικών πλοίων· αλλ', αντί να διαβιβασθώσιν οι εν Μεσολογγίω εις Πελοπόννησον, διεβιβάσθησαν την 11 από Πελοποννήσου εις Μεσολόγγι επί τέσσαρων εκ των προρρηθέντων πλοίων 700 Πελοποννήσιοι υπό τον Πετρόμπεην, τον Ζαήμην και τον Κανέλλον Δηληγιάννην· συνεπανέπλευσε και ο περί της επικουρίας ταύτης προαποσταλείς παρά του Μαυροκορδάτου Γρίβας. Ο Άγος, ανήσυχος δι' όσα έβλεπε και ήκουεν, ήλθεν εις λόγους βαρείς μετά του Μάρκου· ούτος δε, υποπτεύων μη πάθη ως απατήσας τους Τούρκους, υπεκρίθη ότι οι έγκλειστοι έτοιμοι ήσαν να στείλωσιν ικέτας εις προσκύνησιν των πασάδων. Υπερεχάρησαν οι πασάδες επί τη φαιδρά ταύτη αγγελία, και ητοιμάσθησαν τα πάντα εις δεξίωσιν των ικετών. Ο δε γλυκύς και συγκαταβατικός Βρυώνης, θέλων να τιμήση τον άγριον Κιουταχήν, υπήγεν εις την σκηνήν του και καυχώμενος ότι το περί συμβιβασμού σχέδιόν του, το παρ' εκείνου αποδοκιμαζόμενον, ευδοκίμησε, διέταξε να οδηγήσωσιν εκεί τους ερχομένους εις προσκύνησιν. Επ' αυτώ τούτω ητοιμάσθησαν τα συνήθη καββάδια εις τιμήν των ερχομένων, οι κήρυκες περιφερόμενοι διεσάλπιζαν την παράδοσιν της πόλεως, οι καταλυματίαι διέθεταν τα καταλύματα, οι ιπποκόμοι εφαλάροναν τους ίππους των πασσάδων διά την εν τιμή και παρατάξει είσοδόν των εις την πίπτουσαν πόλιν, και ο Βαρνακιώτης διετάχθη να προϋπαντήση τους προσερχομένους. Εν τοσούτω η ώρα παρήρχετο, και ουδείς προσήρχετο. Αδημονούντες οι πασάδες διά την τόσην βραδύτητα, είδαν άνθρωπον προσερχόμενον εκ της πόλεως, παρ' ου έλαβαν γράμμα λέγον «α ν - θ έ λ ε τ ε - τ ο ν - τ ό π ο ν – μ α ς - ε λ ά τ ε - ν α - τ ο ν - π ά ρ ε τ ε».
Τοιούτον τέλος έλαβεν η πλαστή διαπραγμάτευσις, και ο πόλεμος μετά την ανακάλυψιν της απάτης και του εμπαιγμού επανελήφθη σφοδρότερος.
Κατ' εκείνας τας ημέρας απέθανεν εν Μεσολογγίω ο αγαπώμενος και τιμώμενος παρά πάντων διά την αγαθήν καρδίαν και τας πολεμικάς του γνώσεις Νορμάννος και ετάφη πλησίον του Κυριακούλη.
Μόλις δ' ελύθη η κατά θάλασσαν πολιορκία, και οι φιλογενείς Ζακύνθιοι και Κεφαλλήνες έσπευσαν να στείλωσι τροφάς και πολεμεφόδια εις την πόλιν, αν και η κυβέρνησίς των παρενέβαλε παντός είδους προσκόμματα· ηγκυροβόλησε δε μετ' ολίγον έμπροσθεν του Μεσολογγίου και πλοίον φέρον εκ Λιβούρνου πολεμεφόδια· ήλθαν και άλλα τέσσαρα πολεμικά πλοία σπετσιωτικά· εισήλθαν εις την πόλιν διά θαλάσσης και διάφοροι Δυτικοελλαδίται, εν οις και οι οπλαρχηγοί Μακρής και Τσόγκας· ήλθαν και άλλοι χίλιοι Πελοποννήσιοι εκ Γαστούνης και Πύργου· ήλθε και ο Λόντος μετά των περί αυτόν (ζ). Η μεταβολή αύτη των πραγμάτων έφερε μεταβολήν και των πνευμάτων των εναπομεινάντων κατοίκων της Αιτωλοακαρνανίας, οίτινες προσκυνήσαντες προ ολίγου διά της συνεργείας των οπλαρχηγών των κατεπιέζοντο και εγυμνούντο υπό των Αλβανών εις τόσην αναίδειαν εξοκειλάντων, ώστε ν' απογυμνώσωσι και αυτούς τους Βραχωρίτας Τούρκους, τους μετά την άλωσιν της πόλεως εκείνης εν Δραγαμέστω παρά του Βαρνακιώτου φυλαττομένους.
Επί της εισβολής των εχθρών εντεύθεν του Μακρυνόρους πάμπολλοι κάτοικοι της Αιτωλοακαρνανίας κατέφυγαν, ως είρηται, εις Κάλαμον προς αποφυγήν της σφαγής, της γυμνώσεως και της αιχμαλωσίας, ως μη δυνάμενοι να αντισταθώσι, και ως μη θέλοντες να προσκυνήσωσιν. Αλλ' ο μέγας αρμοστής εφάνη τόσον ασυμπαθής, ώστε έστειλε στρατιώτας και τους απώθησεν. Εζήτησαν οι δυστυχείς άσυλον καν διά τας γυναίκας και τα ανήλικα τέκνα των, αλλά και κατά τούτο δεν εισηκούσθησαν. Η σκληρά αύτη πράξις απέβλεπεν αναμφιβόλως εις το να βιάση τους αποδιωχθέντας να προσκυνήσωσιν· αλλ' έφερε το εναντίον αποτέλεσμα, διότι τους ώπλισεν εξ ανάγκης προς υπεράσπισιν γυναικών και τέκνων και προς βλάβην του εχθρού· εκ των αποδιωχθέντων δε τούτων και εξ άλλων τινών Ελλήνων άλλοθεν συρρευσάντων συνεκροτήθησαν εκείναις ταις ημέραις δύο σώματα, το μεν κατά το Ξηρόμερον υπό τους αδελφούς Χασαπαίους, το δε κατά τον Βάλτον υπό τον Μαλεσάδαν, και περιφερόμενα ηνώχλουν συνεχώς τους εχθρούς, κόπτοντα και την μετά της Άρτης και Πρεβέζης κοινωνίαν· εγνώσθησαν και καθ' όλον το εχθρικόν στρατόπεδον η αποτυχία της εκστρατείας του Δράμαλη, τα κατά τον αργολικόν κόλπον συμβάντα του στόλου, ο εν Τενέδω εμπρησμός του δικρότου και η πτώσις του Ναυπλίου· ο χειμών επροχώρει και εστενοχώρει τους εχθρούς· αι τροφαί εσπάνιζαν εν τω στρατοπέδω· βροχαί συνεχείς και ραγδαίαι έπιπταν· πυρετοί κακοήθεις ανεφύοντο· μισθοί δεν εδίδοντο και συχνάκις εξώρμων επί τους πολιορκούντας οι πολιουρκούμενοι. Δι' όλα ταύτα ηγέρθη εν τω τουρκικώ στρατοπέδω μέγας γογγυσμός κατά των πασάδων, και εψιθυρίζετο και η διάλυσίς του. Οι δε πασάδες, κακόν μάλλον ή καλόν προσδοκώντες από πάσης περαιτέρω αναβολής απεφάσισαν έφοδον. Αλλ' ο ενθουσιασμός του στρατού είχε σβεσθή· μόνον το χρυσίον, το μη παρ' άλλοις ίσως τόσην ισχύν έχον όσην παρά τοις Αλβανοίς, εδύνατο να τον ανάψη. Διά τούτο οι πασάδες επρόσφεραν ανά χίλια γρόσια εκάστω των προαιρουμένων ν' αναβώσι τα τείχη. Οκτακόσιοι προηρέθησαν, εν οις και όλοι οι σημαιοφόροι, και ημέρα εφόδου ωρίσθη η των Χριστουγέννων περί τον όρθρον, επ' ελπίδι ότι οι εν αγνοία του σχεδίου τούτου Έλληνες θα συνήρχοντο την ημέραν εκείνην εις τας εκκλησίας και θα κατέλιπαν το οχύρωμα αφρούρητον. Και ταύτα μεν οι Τούρκοι μυστικώς εμελέτησαν, οι δε Έλληνες τα ανεκάλυψαν ούτως.
Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων παρέπλεε την Άσπρην Αλικήν μονόξυλον φέρον από Ανατολικού εις Μεσολόγγι τον γραμματέα του Μακρή. Ο γραμματεύς, ιδών επί της ξηράς άνθρωπον σείοντα μανδύλιον, επλησίασε. «Εγώ», είπεν ο άνθρωπος, «είμαι Χριστιανός και πρόθυμος να πάθω διά την αγάπην του Κυρίου μου· μη απορήσης και μη δυσπιστήσεις εις όσα θ' ακούσης, αν με βλέπης συνοδεύοντα τους εχθρούς του Κυρίου μου· η γυνή μου και τα τέκνα μου είναι υπό την εξουσίαν των, και τούτο αρκεί να με δικαιολογήση ενώπιόν σου. Ο Θεός των Χριστιανών ηθέλησε να μάθω όσα οι εχθροί μελετούν κατά του λαού του, και περιφέρομαι από πρωίας ως κυνηγός εις σωτηρίαν των ομοπίστων μου· τρέξε εις την πόλιν και ειπέ ότι οι εχθροί σκοπόν έχουν να εφορμήσωσιν αύριον τα χαράγματα διά της προς ανατολάς πλευράς του οχυρώματος» . Ταύτα είπεν ο άγνωστος άνθρωπος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν, εδάκρυσε, και έγεινεν άφαντος (η).
Ο γραμματεύς έφθασε περί την α' ώραν της νυκτός εις την πόλιν και ανήγγειλεν όσα είδε και ήκουσε. Το πρωί εκείνης της ημέρας ο Μαυρομιχάλης, ο Τσόγκας και ο Γρίβας είχαν εμβή μετά 500 στρατιωτών εις πλοία, ίνα μεταβιβασθώσιν εις τα παράλια της Ακαρνανίας και ενοχλήσωσιν εκείθεν τον εχθρόν· εσκόπευαν δε να αποπλεύσωσι την νύκτα· αλλ' ο πρόεδρος, άμα μαθών τα ανωτέρω, τοις παρήγγειλε να εξέλθωσι και εξήλθαν ως 100 υπό τον Γρίβαν, τον Τσαλαφατίνον και τον Κουμουντουράκην· διέταξε δε συγχρόνως διά του αρχιεπισκόπου να μη ανοίξωσιν αι εκκλησίαι το πρωί, και όλοι οι άνδρες να ευρεθώσιν επί του οχυρώματος έτοιμοι εις πόλεμον. Τούτου γενομένου, ετοποθετήθησαν οι υπερασπισταί του ως εφεξής. Ο Μάρκος και ο Λόντος μετά των υπό την οδηγίαν των 400 κατέλαβαν το κέντρον, ήγουν το έμπροσθεν των δύο εκκλησιών της Παναγίας και του αγίου Νικολάου μέρος, όπου ήτο του οχυρώματος η πύλη· 600 δε, οι πλείστοι Καλαβρυτινοί, οι λοιποί δε Μεσολογγίται και Ανατολικιώται υπό τον Ζαήμην και άλλους, ετοποθετήθησαν επί της δυτικής πλευράς του οχυρώματος· 1200 δε Καρυτινοί, Γαστουναίοι, Πύργιοι, Μεσολογγίται και Ζυγιώται διεσπάρησαν επί της ανατολικής πλευράς υπό τον Δηληγιάννην, τον Μακρήν, τον Γιαννάκην Ραζοκότσικαν, τον Γρίβαν καί τινας άλλους· επί δε των κανονοστασίων ήσαν πάντοτε Μεσολογγίται ναύται, ως εμπειρότεροι των άλλων πυροβολισταί. Ήσαν δε τότε όλοι οι εντός του Μεσολογγίου πολεμισταί 2250 επί γραμμής αρχομένης από της μιας άκρας της τάφρου και τελευτώσης εις την άλλην. Εφύλατταν πάντοτε και τας δύο άκρας της τάφρου δύο κανονοφόροι.
Οι Τούρκοι διηρέθησαν και ούτοι και διεσπάρησαν καθ' όλον το μήκος του οχυρώματος· οι δε 800 τειχοβάται επλησίασαν την νύκτα προς την κατ' ανατολάς πλευράν του οχυρώματος, όπου το τείχισμα ήτον αδυνατώτερον, και παρεφέδρευαν εν ταις παραφυομέναις βουρλιαίς, όλοι εύζωνοι, βαστώντες γυμνόν ξίφος και αναμένοντες αφανείς και σιωπηλοί την ωρισμένην ώραν, μηδόλως υποπτευόντων των υπερασπιστών του οχυρώματος ότι οι εχθροί υποδιενυκτέρευαν. Μίαν ώραν πριν φέξη ήρχισεν έξωθεν σφοδρός τουφεκισμός από άκρου εις άκρον του οχυρώματος· εκινήθη συγχρόνως δεξιά και αριστερά το ιππικόν· κραυγαί και αλαλαγμοί ηκούοντο πανταχόθεν, και μετ' ολίγον ανεφάνησαν αίφνης οι κρυπτόμενοι 800, και πολλοί αυτών ανέβησαν δι' ων έφεραν κλιμάκων εις το τείχος, όπου έστησαν δύο ή τρεις σημαίας· δύο δε σημαιοφόροι ετινάχθησαν και εντός του οχυρώματος και σκοτώσαντες δύο τρεις συνελήφθησαν. Η εφόρμησις των 800 ήτο και τολμηρά και επιδέξιος, αλλ' ανωφελής και θανατηφόρος. Αλλεπάλληλοι εκρημνίζοντο εις την τάφρον οι αλλεπαλλήλως το τείχος αναβαίνοντες. Τρεις ώρας επέμεναν μαχόμενοι, αλλά μηδέν κατορθώσαντες απεχώρησαν, και οι Έλληνες εξελθόντες ηύραν παρά το τείχος 12 σημαίας κατά γης ερριμμένας και εσκύλευσαν τους νεκρούς. 500 εχθροί εσκοτώθησαν και επληγώθησαν επί της εφόδου· εσκοτώθησαν δε μόνον 4 Έλληνες, οι 2 Μεσολογγίται και οι 2 Γαστουναίοι, δύο δε επληγώθησαν.
Η ήττα μεταβάλλει πολλάκις τους φίλους εις εχθρούς, και η νίκη τους εχθρούς εις φίλους.
[Δεκέμβριος] Οι οπλαρχηγοί του Βάλτου Ράγκος και Ίσκος και ο Βαλτινός, οι συνακολουθήσαντες τους Τούρκους, τους εγκατέλειψαν μετά τα κατά την 25 δεκεμβρίου συμβάντα· έπαθαν οι εχθροί και άλλο δεινόν· τα υπό τον Μαυρομιχάλην και Τσόγκαν σώματα, πεσόντα επί τους εν τη Κατοχή εχθρούς, τους ηφάνισαν· τα μεταβιβάσαντα δε αυτούς εκεί πλοία συνέλαβαν έν φορτηγόν φέρον εις τους εχθρούς εκ Πρεβέζης τροφάς· διεδόθη και λόγος εν τω τουρκικώ στρατοπέδω, και λόγος αληθής, ότι οι επανελθόντες εις τον εθνικόν αγώνα Βαλτινοί έκλεισαν το Μακρυνόρος, και ότι ο Οδυσσεύς ήρχετο και αυτός εκ της Ανατολικής Ελλάδος προς το Μεσολόγγι μετά πολλών στρατευμάτων, αφ' ού ανεχώρησαν εκείθεν οι υπό τον Μεχμέτην Τούρκοι. Δι' όλα ταύτα έφυγαν οι Τούρκοι διά νυκτός την 31 απέμπροσθεν του Μεσολογγίου εν τόση βία, αταξία και φόβω, ώστε την επαύριον εξελθόντες οι εν τη πόλει ηύραν όπου ήσαν εσκηνωμένοι οι Τούρκοι 10 κανόνια, 4 βομβοβόλους, την πολεμικήν αποσκευήν των και αυτά τα έπιπλα των πασάδων. Συνέλαβαν δε καί τινας ασθενείς Τούρκους, παρ' ων έμαθαν ότι οι πασάδες ώδευαν προς το Βραχώρι, ο μεν Βρυώνης διά της Κλεισούρας, ο δε Κιουταχής διά του Κερασόβου, ίνα περάσωσι τον ποταμόν όσον τάχιον και διασωθώσιν εις Πρέβεζαν. Διαιρεθέντες τότε οι εν Μεσολογγίω Έλληνες οι μεν κατεδίωξαν τον εχθρόν μέχρι του Κερασόβου, οι δε μέχρι της Κλεισούρας· άλλοι δε εστράτευσαν εις Μποχώρι και Γαλατάν, όπου ήσαν τα νοσοκομεία και αι αποθήκαι των εχθρών. Ο Μάρκος επρόβαλε ν' αποκλείσωσι τους εχθρούς εντός του Βραχωρίου όπου, εστερημένοι τροφών και μη έχοντες άλλα πολεμεφόδια πάρεξ όσα περιείχεν εκάστου η φυσεκοθήκη, ή θα εχάνοντο ή θα παρεδίδοντο. Η πρότασις ενεκρίθη, αλλά δεν επραγματοποιήθη διά τας επικρατούσας εισέτι μεταξύ τινων των οπλαρχηγών διαιρέσεις και ζηλοτυπίας. Οι Τούρκοι,
[λείπουν οι σελίδες 274 - 275]
. . .πώς πολεμά με την Τουρκιά, με τέσσαρους πασάδαις· . . .πέφτουν η μπόμπαις σα βροχή, η μπάλαις σα χαλάζι, . . .κι' αυτό το λιανοτούφεκο σαν άμμος της θαλάσσης· . . .κλαίουν μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άνδραις, . . .κλαίει κι' η μαύρη μας η γη πώχασε τη σπορά της. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ.
(α.)
Μετά την άλωσιν της Λεβαδείας ανέφερεν εις την Πύλην ο Κιοσέ - Μεχμέτπασας εν ασιανή μεγαλορρημοσύνη, ότι εφονεύθησαν τρισχίλιοι Έλληνες, οι μεν διά σιδήρου, οι δε διά πυρός.
(β)
Ο πρόξενος ούτος ηγαπάτο και ετιμάτο δικαίως υπό των Ελλήνων, ευμενής φανείς προς τον αγώνα των απ' αρχής μέχρι τέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ.
(α)
Άρθρον ζ' της συνθήκης του Καϊναρτσίου·
«Η υψηλή Πύλη υπόσχεται να προστατεύη πάντοτε την χριστιανιχήν θρησκείαν και τας εκκλησίας της».
Εν δε τω άρθρω ιζ', εν ώ γίνεται λόγος περί της αποδόσεως όλων των νήσων του Αιγαίου, ας εκυρίευσεν επί του πολέμου η Ρωσσία, η Πύλη υπόσχεται προς τοις άλλοις μήτε η χριστιανική θρησκεία, μήτε αι εκκλησίαι να πάθωσιν εις το εξής, μήτε η ανοικοδομή των εκκλησιών ή η επισκευή να εμποδίζεται· να μη καταδιώκεται δε μήτε να χλευάζεται κατ' ουδένα τρόπον το ιερατείον. Ο Hammer την συνθήκην του Καϊναρτσίου ως αρχήν της διαλύσεως της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουλάχιστον της εν Ευρώπη. (όρα Βιβλ. ογ'.)
(β.)
«Η Πύλη» (λέγει ο ι' παράγραφος του α' άρθρου της συνθήκης) «συναινεί ν' αναφέρωνται εις αυτήν υπέρ των δύο ηγεμονειών οι παρ' αυτή πρέσβεις της αυτοκρατορικής αυλής της Ρωσσίας κατά τας περιστάσεις των μερών εκείνων, και υπόσχεται να τους ακούη μετά της εις φιλικάς και τιμωμένας Δυνάμεις προσηκούσης ευγενείας».
(γ.)
Ανέγνωσα αναφοράν πολλών χωρικών της Βλαχίας προς τον εκεί πρόξενον της Ρωσσίας εκτραγωδούντων τα δεινά των και επικαλουμένων την αντίληψιν του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου ως προστάτου των ηγεμονειών.
(δ.)
Ο Δανέζης εφυλακίσθη κατ' αρχάς, μετά ταύτα εχωρίσθη εις Μαγνησίαν και απελύθη επί τη ικεσία του πατριάρχου και τη συνδρομή του πρέσβεως της Αγγλίας.
(ε.)
Άρθρον λβ'.
« Η υψηλή Πύλη υπόσχεται μήτε αύτη ν' απαιτή, μήτε να επιτρέπη άλλος τις ν' απαιτή οιαδήποτε τέλη επί των φορτίων των εμπορικών ρωσσικών πλοίων, των είτε από ρωσσικών λιμένων εις την Άσπρην ή την Μεσόγειον θάλασσαν, είτε από της Άσπρης ή της Μεσογείου εις την Μαύρην πλεόντων, μήτε να βιάζωνται τα πλοία ταύτα επί του διάπλου ν' αποβιβάζωσι τα φορτία εις Κωνσταντινούπολιν ή εις άλλο μέρος.
Η υψηλή Πύλη υπόσχεται, τα υπό ρωσσικήν σημαίαν πλοία, τα ερχόμενα από Μαύρης θαλάσσης και διαβαίνοντα διά Κωνσταντινουπόλεως, αφ' ού παρουσιασθή η δήλωσις των φορτίων αυτών, επιβεβαιωμένη παρά του πρέσβεως της Ρωσσίας, να λαμβάνωσιν αμέσως το φιρμάνι και ν' αποπλέωσιν ακωλύτως, αφ' ού το δείξωσιν επί του έκπλου. Επίσης να μη κωλύωνται και όταν επανερχόμενα από της Άσπρης θαλάσσης εις τους εντός της Μαύρης ρωσσικούς λιμένας δείξωσιν επί του είσπλου το επί τη παρά του πρέσβεως της Ρωσσίας επιβεβαιωθείση δηλώσει του φορτίου των εκδοθέν φιρμάνι.
Άρθρον λγ'.
Όλα τα υπό ρωσσικήν σημαίαν πλοία, τα διαπλέοντα τοιουτοτρόπως τον πορθμόν της Κωνσταντινουπόλεως και απερχόμενα μακρότερον, εφοδιάζονται επί της διαπορθμεύσεώς των διά φιρμανίου καθώς ερρέθη εν τω λβ' άρθρω επί τη καλή πίστει της δηλώσεως των φορτίων υπό την επιβεβαίωσιν του πρέσβεως της Ρωσσίας· αν δε η Πύλη αμφιβάλλη, ή υποπτεύη ότι ευρίσκονται υπήκοοι της μεταξύ του πληρώματος, τότε η αυτοκρατορική αυλή της Ρωσσίας επιτρέπει νηοψίαν, αλλά μετά πολλής συστολής ενεργουμένην, μηδαμώς εγγιζομένων, ως ερρέθη ανωτέρω, των εντός του πλοίου πραγματειών ή ενοχλουμένου του πλοιάρχου, ή εμποδιζομένου υπό περιττών ενίοτε εξετάσεων του διά της συνθήκης της ειρήνης νομοποιηθέντος επί διακομιδή εμπορίου».
(στ.)
Η απόδειξις ότι διά του τρόπου τούτου επροσπάθει η Πύλη να εμποδίση την μετακομιδήν των τροφών εις την αποστατήσασαν Ελλάδα, ευρίσκεται εν τη προς την εν Κωνσταντινουπόλει γαλλικήν πρεσβείαν κοινοποιήσει αυτής κατά τον αύγουστον διαλαμβανούση προς τοις άλλοις τα ακόλουθα. «Η υψηλή Πύλη απαιτεί φιλικώ τω τρόπω να μη πωλώσιν οι ρηθέντες έμποροι τα γεννήματά των προς τους παραπλέοντας το Αιγαίον πειρατάς· και ο αντιπρέσβυς της Γαλλίας καλώς θα πράξει, αν διατάξη τους ερχομένους σιτεμπόρους από της Μαύρης θαλάσσης και έχοντας την άδειαν να μεταφέρωσι τα γεννήματα εις την Άσπρην να μη τοις τα πωλώσι χάριν της μεταξύ της υψηλής Πύλης και της αυλής της Γαλλίας υπαρχούσης σταθεράς φιλίας».
(ζ.)
Το έγγραφον τούτο πληροί δεκαεπτά σελίδας εις 8ον κατά την γαλλικήν μετάφρασιν, όθεν το επορίσθην.
(η.)
Ιδού τι λέγει περί τούτου το β' άρθρον της συνθήκης του Καϊναρτσίου·
«Αν μετά την υπογραφήν της συνθήκης και την ανταλλαγήν των επικυρώσεων υπήκοοί τινες των δύο Δυνάμεων, πράξαντες βαρύ τι έγκλημα ή ένοχοι γενόμενοι απείθειας ή προδοσίας, καταφύγωσιν ως εις άσυλον εις τα χώματα της μιας των δύο Δυνάμεων, να μη γίνωνται δεκτοί επ' ουδεμία προφάσει, αλλ' αμέσως να παραδίδωνται, τουλάχιστον ν' αποπέμπωνται εξ όλων των μερών της επικρατείας, ίνα μη συμβή εντεύθεν ψυχρότης ή ανωφελής έρις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Εξαιρούνται μόνον όσοι εν μεν Ρωσσία ασπασθώσι την χριστιανικήν θρησκείαν, εν δε Τουρκία την μωαμεθανήν. Αλλ' εν περιπτώσει, καθ' ην υπήκοοι της μιας ή της άλλης Δυνάμεως, είτε Χριστιανοί είτε Τούρκοι εγκληματίαι, μεταβούν από της μιας επικρατείας εις την άλλην, να παραδίδωνται όταν ζητηθώσιν».
(θ.)
Ο πατριάρχης Γρηγόριος δεν εγεννήθη εν Καλαβρύτοις, αλλ' εν Δημητσάνη.
Εξ ων μέχρι τούδε εξιστόρησα, έγεινε γνωστόν ότι εν τη Ελλάδι η αιματοχυσία των αθώων Μουσουλμάνων και αι βεβηλώσεις των ζαμίων ήρχισαν μετά τας αδίκους σφαγάς και την χύσιν του ιερωτέρου αίματος των Ελλήνων, ό εστιν ήσαν τα αποτελέσματα και όχι τα αίτια του θανάτου του πατριάρχου και των άλλων.
(ι.)
Ουδεμία απόδειξις ή ένδειξις του εγκλήματος του πατριάρχου, των αρχιερέων ή τόσων άλλων θυμάτων εφάνη.
(κ.)
Αν η Πύλη είχε τοιαύτα έγγραφα, διατί δεν τα εγνωστοποίει εις δικαιολογίαν της;
(λ.)
Ιδού η απόδειξις όσων είπα εξιστορών τα κατά την Μολδοβλαχίαν, δηλαδή ότι η Ρωσσία επρόσφερε στρατιωτικήν δυναμιν κατά του επαναστατικού κινήματος του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, ην η φιλύποπτος και υπερήφανος Πύλη δεν εδέχθη.
(μ.)
Όσα λέγει ο πρέσβυς εις μαρτυρίαν, ότι δεν υπήρχε κατ' ευτυχίαν παράδειγμα πατριάρχου της ανατολικής εκκλησίας υποστάντος τοιούτον θάνατον, πρέπει να εννοηθώσι, καθώς προσθέτει και αυτός, ως προς τον τόπον και την ημέραν της αγχόνης του Γρηγορίου, διότι η ιστορία μας λέγει, ότι προ του Γρηγορίου πολλοί οικουμενικοί πατριάρχαι οι μεν απηγχονίσθησαν οι δε άλλως πως εθανατώθησαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ.
(α.)
Ιδού η συνθήκη.
«Διά του παρόντος υπογράφου και βεβαιωτικού ημών γράμματος δηλοποιούμεν όλοι ημείς οι αγάδες Μονεμβασίας και οι λοιποί, ότι, επειδή και επολεμήθημεν παρά του εκλαμπροτάτου ηγεμόνος Αλεξάνδρου πρίγκηπος Κατακουζηνού, και μην υποφέροντες πλέον να εναντιωθώμεν εις την ηγεμονίαν του, υπό της μεγάλης ημών ανάγκης παραδιδόμεθα και δίδομεν το βασιλικόν κάστρον εις την εκλαμπρότητά του κατά τας συνθήκας και ομιλίας και αποφάσεις της ηγεμονίας του. Η απόφασις της ηγεμονίας του, κατά το ζήτημά μας, είναι διά να μας στείλη με καράβια ή εις Τσιρήγον ή εις Ανατολήν, δίδοντάς μας και την ζωοτροφίαν μας, και να μας υπάγουν, Θεού θέλοντος, χωρίς ναύλους· παραδίδομεν και τα άρματά μας άνευ των ασημίων. Ούτως εδέσαμεν τας συμφωνίας και συνθήκας μας και ούτως παραδιδόμεθα εις την εκλαμπρότητά του, δίδοντες τα κλειδιά του κάστρου μας Μονεμβασίας.
1821 Ιουλίου 20, από Μονεμβασίας.
Όλοι ημείς οι αγάδες Μονεμβασίας υπογραφόμενοι βεβαιούμεν.
ΜΕΧΜΕΤΑΓΑΣ, Γιανιτσάραγας.
ΙΜΠΡΑΧΗΜΑΓΑΣ, Τσιτάραγας του πάνου κάστρου.
ΜΟΥΣΤΑΦΑΓΑΣ, Τσιτάραγας του κάτου κάστρου.
ΜΕΧΜΕΤΑΓΑΣ, Αζέπι Αβέλης.
ΜΕΧΜΕΤΑΓΑΣ, Τσεπετσή Αβέλης.
ΧΟΥΣΕΗΝΑΓΑΣ, Τσεπετσή Ανής.
ΙΜΠΡΑΧΗΜΑΓΑΣ, Τοπιτσή Αβέλης.
ΜΕΧΜΕΤΑΓΑΣ, Τοπιτσή Ανής.
ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΜΠΕΗΣ, Χασάν - μπέη - Ζαδές.»
(β.)
Ο Πιεράκος ηνδραγάθησε και άλλοτε· εκλείσθη μίαν ημέραν μετ' ολίγων στρατιωτών εν τη οικία του Λεώνη τη εν τω προαστείω εις ενέδραν. Οι Τούρκοι επρόλαβαν και τον απέκλεισαν εντός της οικίας· βόμβαι και κανονόσφαιραι έπεσαν επάνω του· αλλ' αυτός διετήρησε την θέσιν του ολόκληρον ημερονύκτιον και έφυγεν έπειτα αβλαβής.
(γ.)
Ιδού η συνθήκη.
«Φανερόνομεν οι κάτωθεν υπογεγραμμένοι αρχιστράτηγοι, οι καπεταναίοι ξηράς και θαλάσσης, ότι από τας 25 Μαρτίου του παρόντος χρόνου, κατά την υψηλήν προσταγήν ήλθομεν με τα στρατεύματά μας της ξηράς, καθώς και διά θαλάσσης με τα καράβιά μας, και επολιορκήσαμεν το κάστρον, λεγόμενον Νεόκαστρον, και αφ' ού διάφοραις φοραίς επολεμήσαμεν με τους εις το κάστρον πολιορκουμένους Τούρκους με κανόνια, μπόμπαις και με ντουφέκια, τους εκαταστήσαμεν μουασερέ σφικτά και τους εβαστήξαμεν έως την σήμερον, αυγούστου 5, αποκλεισμένους ξηράς και θαλάσσης, χωρίς να ειμπορέσουν ούτε να εμβούν ούτε να εβγούν. Ετούτον τον τρόπον τους εφέραμεν εις τέτοιον περεσέ, όπου έφαγαν τ' άλογά τους και κάθε άλλο είδος ζώων οπού ευρέθη μέσα, και με αυτόν τον τρόπον μας επληροφόρησαν όχι μόνον οι καθημερινοί εξερχόμενοι Τούρκοι από το κάστρον, και επαραδίδοντο εκ της πείνης σχεδόν αποθαμένοι εις χείρας μας, αλλά και από τους εδικούς μας, ευρισκομένους μέσα, όλα αυτά επληροφορήθημεν. Εκ τούτης της ανάγκης λοιπόν και κατά το ανθρώπινον χρέος σήμερης εσυμφωνήσαμεν με κατά μέρος αμοιβαία γράμματα, και μας επαράδοσαν το κάστρον και ημείς από το άλλο μέρος φιλανθρώπως τους εσυμφωνήσαμεν ελεύθερον απέρασμα ξηράς και θαλάσσης με όλα τους τα πράγματα, εκτός των αρμάτων, να τους υπάγωμεν όθεν ο καθείς ηθέλησε. Διό εις ένδειξιν τους δίδομεν το παρόν μας υπογεγραμμένον,
1821 Αυγούστου 7, Νεόκαστρον.
Μεθώνης Γρηγόριος,
Πρωτοπαπατώρης,
Αναστάσιος Κατσαρός.
Αθανάσιος Γρηγοριάδης,
Νικόλαος Πονηρόπουλος,
Γιαννάκης Μέλιος,
Α. Ρ. Χ. Γ. Α. Ρ. Κ.
Καπετανάκης,
Νικόλας Μπόταση,
Αναστάσης Ανδρούτσου,
Αθανασούλης,
Γαλάνης Παναγιώτης,
Γ. Οικονομόπουλος,
Κωνσταντίνος Διαμαντής,
Τσάνες. Αναστάσης Περωτής,
Γιωργάκης Παναγιώταρος.
Την σήμερον φανερόνομεν ημείς οι κάτωθεν υπογεγραμμένοι τρεις καπηταναίοι, οι δύω Πετσώταις, ονομαζόμενοι ο καπετάν Νικόλας Μπότασης και καπετάν Αναστάσης Κολαντρούτσος, και καπετάν Γεώργιος Δενδρολίβανος, Ζακύνθιος, με πανδιέρα ελληνική, εις τα οποία τρία καράβια εμπαρκάρονται οι Νεοκαστρίται Τούρκοι, κατά το δευτέρι οπού βαστούν και τα δύω μέρη, καπεταναίοι και οι Τούρκοι, άνδρες και γυναίκες, όπου γίνονται ψυχαίς επτακόσιαις τριάντα τέσσαραις μεγάλοι και μικροί, Ν. 734. Αυτοί οι άνθρωποι εμπαρκάρονται εις τα άνωθεν καράβια με όλον τους το πράγμα, ό,τι και αν περιποτάζουν, κατά το δευτέρι, και να έχουμε χρέος να τους πηγαίνουμε εις την Αραπιά, εις Τούνεζι, εις το πόρτον Ακαλμπέντι με το ίρτζι τους και ζωήν τους και βιος τους, και χωρίς ναύλον· και διά το φαΐ τους παξιμάδι από οκά μίαν την κάθε ψυχήν, κρέας, λάδι και όλα ό,τι κάνουν χρείαν να ήμεθα εις χρέος να τους μαντινίρουμεν, έως οπού να τους εβγάλωμεν εις την στερεά ως άνωθεν· και διά σιγουριτά έγινε το παρόν και υπεγράφθη από τους καπηταναίους.
1821 Αυγούστου 7, Νεόκαστρον.
Μεθώνης Γρηγόριος,
Πρωτοπαπατσώρης,
Αναστάσιος Κατσαρός,
Αθανάσιος Γρηγοριάδης,
Νικόλαος Πονηρόπουλος,
Καπετανάκης,
Γιαννάκης Μέλιος,
Καπετάν Γεωργάκης Τράκος,
Αρ. Χ. Γ. Α. Ρ. Κ.
Νικόλας Μπόταση,
Ανάστασης Ανδρούτσος,
Κωνσταντίνος Διαμαντής,
Γαλάνης Παναγιώτης,
Γεώργιος Οικονομόπουλος,
Τσάννες, Αναστάσης Περωτής,
Γεωργάκης Παναγιώταρος » .
(δ.)
Η υπό τον Δημήτρην Μιαούλην και Νικολόν Μπότασην πλέουσα προς τον κορινθιακόν κόλπον μοίρα αφήκεν επί του διάπλου της εις πολιορκίαν Νεοκάστρου και Κορώνης δύο πλοία, το του Α. Κολανδρούτσου και το του Α. Κολάτση, ως είρηται, αλλ' επί του ανάπλου της αντικατέστησεν ο Μπότασης τον Κολάτσην.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ.
(α.)
Ολίγας ημέρας προτού ο Γιάννης Θεοδώρου Κολοκοτρώνης, μόλις δεκαεξαετής, κατέβη μετά τριών ή τεσσάρων οπλοφόρων πλησιέστερον της Τριπολιτσάς, όπου συνέλαβεν Άραβα ωπλισμένον· διά το ανδραγάθημα τούτο ωνομάσθη Γενναίος και φέρει έκτοτε το όνομα τούτο.
(β.)
Όρα τον προς το νομοθετικόν σώμα κατά την 5 μαρτίου 1822 εναρκτήριον λόγον του μεγάλου αρμοστού.
(γ.)
Ο δ' άνθρωπος ούτος, φόβω καταληφθείς ένεκα των επικειμένων τοις χριστιανοίς δεινών, ετούρκευσε και εν τω νεοφωτισμώ του κατεδίωκε τους πρώην ομοπίστους του.
(δ.)
Ο προεστώς της Τριπολιτσάς Σωτήρης Κούγιας ούτε εφυλακίσθη ούτε ως συνωμότης κατά του τουρκικού κράτους εθεωρήθη· κατηγορήθη δε ως προδόσας τα της φιλικής εταιρίας, έπαθε πολλά επί της αλώσεως της Τριπολιτσάς παρά του Δαγρέ και απέθανεν εξ ών έπαθεν.
(ε.)
Εφονεύθησαν αίφνης εν μια νυκτί κατά διαταγήν του πολιτάρχου, Πάνου Κολοκοτρώνη, ο Μουσταφάμπεης και ο Δεφδερδάρης.
(στ.)
Υπεγράφετο «Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ.
(α.)
Ο συνακολουθήσας τον Βρυώνην Ομέρμπεης Καρύστιος είχεν αναχωρήσει εξ Αθηνών εις Εύβοιαν τον αύγουστον.
(β.)
Ποία προνόμια απελάμβαναν αι νήσοι του Αιγαίου εν γένει συνάγεται εκ του ακολούθου ανεκδότου Χάρτου, όστις ελληνιστί μετεγλωττισμένος κείται εν τοις αρχείοις της Νάξου. Τον εκδίδω δε απαράλλακτον κατά το δοθέν μοι αντίγραφον παρορών τα εσφαλμένα.
«Μετάφρασις του Ακτιναμέ, ον ο αυτοκράτωρ και βασιλεύς Σουλτάν - Ιμπραήμ έδοσε των νησίων.
Από το νησί της Ναξίας, της Άνδρου, της Μήλου, Πάρου, Σαντορίνης και Σύφνου, και των λοιπών νησιών, οι άνθρωποι Χρουσάκης Σουμμαρίπας, Κανάλας, Κάης, Μικέλης, Δαμιανός, και Χριστόδουλος Μεχέλης ο Περχής και οι λοιποί ήλθαν εις την ανίκητόν μου Πόρταν και ήτον απ' αρχής ο αοίδιμός μου πάππους ο Σουλτάν Σουλεϊμάν, ο Θεός να του χαρίζη τον παράδεισον, εις του οποίου σουλτάνου τον καιρόν ήτον ο Χερέτμπεης καπητάν - πασάς, όστις διέβη εις αυτά τα νησιά, και οι αυτών εγκάτοικοι δεν εσήκωσαν κεφάλι, αλλ' επροσκύνησαν την ανίκητόν του βασιλείαν, και επ' αυτώ τούτω εξ εκείνου του καιρού ένα Ρωμαίον μπέην έκαμαν εξ αυτών των ιδίων· απεράσαντας όμως καιρός ένας εβραίος μπέης εστάλθηκεν, Ιωσήφ τούνομα, και έκαμε ζάπτι αυτά τα νησιά μερικόν καιρόν κατά ταις τάξαις και κατά τα κανόνια τους, και έως την σήμερον ημέραν εις τον ίσκιον της βασιλείας μου αυτά όλα τα νησιά επέρασαν δίχως καμμίαν πείραξιν. Αποθνήσκοντος δε του Ιωσήφ εδιωρίσθη από την βασιλείαν μου μπέης Φλαμπουριάρης, εδιωρίσθη και κριτής διά να κρίνη εις αυτά τα νησιά με τέτοιαν προσταγήν, ήγουν απαραμειώτως να κρίνη τας υποθέσεις των κατά το κανόνι και κατά τους νόμους όπου εις τους Χιώτας εδόθησαν. Και των Χιωτών οι νόμοι και κανόνες όπου τους εχάρισα είναι να πληρώνωσι κατά όπως επλήρωναν εξ αρχής τα χαράτσιά των, και περισσότερον να μη πληρώνωσι, και όστις δεν είναι διά χαράτζι να μη το πληρώνη, και έξω από τα χαράτζιά των ούτε σπένζα ούτε αβαρίζι, ούτε ατζεμονλάνι ούτε στιλεμπιγιέ, ούτε μεχτεριγιέ ούτε από τα τεκλήφια όπου έχει η βασιλεία μου να μη δίδουν, και όπως είναι ο λανθασμένος νόμος τους να πηγαίνουν εις τας εκκλησίας τους και να . . . θάπτουν τους νεκρούς τους υπό τας εκκλησίας, και όταν θελήσουν να ανοίγουν τα μνήματά τους ούτε ο καδής, ούτε ο μπέης να μη τους πειράζη· μερέτι διά τους αποθαμένους να μη γυρεύουν ούτε να πάρουν, διότι ούτε εις του Θεού την κρίσιν, ούτε εις το κανόνι μου είναι τα τοιαύτα. Από υποθέσεις, όπου δεν είναι της κρίσεως, οι καδίδες δυνατά να φυλάττωνται· χωρίς κρίσιν κανένα να μη πειράζωσι· και αι εκκλησίαι τους οπόταν χαλάσουν να ταις φκιάνουν ως πρότερον, και τινάς εις τούτο να μη τους πειράζη. Από τα χωράφιά τους και τα αμπέλιά τους να πέρνωνται αι δεκατίαι ως επέρνοντο πρώτον, και περισσότερον να μη πέρνωσιν από τα μούλκιά των· τινάς να μη τους ευγάζη στανικώς, και τινάς στανικώς να μη τους τα πέρνη· εις τας διατάξεις αυτών ό,τι ήθελαν δώσει ή αφήσει να πιάνεται εις τα χαρίσματά των, να πιάνωνται και οι πεϊτουλμαλτζίδες, και οι κασαμίδες να μην απλώνουν, ή να τους πειράζουν, και οποίαν κρίσιν κατά τους νόμους των έκοψαν αναμεταξύ των και έχουν την απόδειξιν αυτής, τινάς να μην ειμπορή να χαλάση αυτήν την κρίσιν τους. Οι καδίδες διά χοτζέτι, διά σιτζέλι και διά άρζι έξω από το κανόνι περισσότερον να μη πέρνωσι, και διά τας υποθέσεις των βάζοντας εκ της εδικής τους ομηγύρεως ανθρώπους διά να τους συμβιβάζουν ό,τι ήθελαν θεσπίσει και αποφασίσει να είναι στερκτόν, και οι καδίδες μου να μη ανακατόνωνται εις τους συμβιβασμούς των. Από ψευδομαρτυρίας δυνατά να φυλάττωνται, και περισσότεοον από πεντακόσια άσπρα δίχως χοτζέτι, ή συγκύλι, αν και μαρτυρήσωσι τοιαύτας μαρτυρίας, οι καδίδες μου να μη τα ακροάζωνται. Από τους ζαερέδες τους και κουμπάνιαις του οσπιτίου τους και διά το κρασί τους και άλλα φαγοπότια κουμέρκι να μη δίδωσι. Από αυτούς τους νησιώτας, αν πηγαινάμενοι εις άλλους τόπους διά πραγματείαν τους και ήθελαν αποθάνει, το ό,τι πράγμα και ρούχα ήθελαν έχει να τα περιλαμβάνουν ακέραια και σωστά οι συντρόφοι αυτών, όχι οι πεϊτουλματζίδες, οίτινες να μην έχουν άδειαν να απλώνουν εις αυτά. Όστις εξ αυτών των νησιωτών ήθελεν έλθει εκουσίως επί παρουσία της κρίσεως ομολογούμενος να έμβη εις την πίστιν του Θεού, ας εμβαίνη ανεμποδίστως· βιαίως όμως τινάς Μουσουλμάνον να μη κάμη. Από δε τας γυναίκας όποια θελήσει να υπανδρευθή Τούρκον, να έρχηται μόνη της εις του Θεού την κρίσιν να δώση την ομολογίαν της, χωρίς τούτο καπίνι να μη την κόπτεται. Είτις εξ αυτών ήθελεν επιπέσαι εις σφάλμα, εκείνος προσωπικώς του μόνον να παιδεύεται, και όχι τινάς άλλος δι' αυτόν. Διά νυκτός να περιπατώσι έχωντες φανάρια ή φως μαζή τους, τινάς να μη τους εμποδίζη· εις τα χωρία τους ναίπης να μη πηγαίνη, αλλ' είτις έχει κρίσιν και υπόθεσιν ελευθέρως να πηγαίνη εις την κρίσιν και τινάς να μη τον εμποδίζη. Εκείνοι όπου συνάζουν τα δοσίματα και χαράτζια, μόνον τα συνηθισμένα να πέρνωσι ουχί περισσότερον· κανέν μαγκίρι, χάρτζι, και ταγί διά το άλογόν τους, ούτε διά τα φαγοπότιά τους να μη τους δίδουν, αλλά να τα αγοράζωσι με τα ίδιά τους άσπρα. Τους δε χρεώστας ο μπουμπασίρης εις άλυσον ή εις σκοτεινόν τόπον να μη τους βάζουν άνευ της γνώμης των γερόντων και των προεστών του τόπου, και ει τι θέλημα ή υπόθεσίν τους διορίση ο καδής ή ο μπέης τους να το εξετάζωσιν αν ήναι κατά την κρίσιν και να διορίσωσι δραγομάνον αυτοί οι νησιώται όποιον θελήσωσι· ταις βίγλαις, όπου βάνουσιν ως εξ αρχής πάλιν να βάνουσιν όποιους θέλουσι. Γιανίτζαροι ούτε γιασακτζίδες εις αυτά τα νησία να μη πηγαίνωσι. Εκ τούτων των νησιωτών όποιον ήθελον πειράξει ή του ήθελεν κάμει ζουλούμι είτε ο καδής, είτε ο μπέης ή άλλος τινάς, και ήθελε να έλθη εις την βασιλείαν μου διά να εμφανίση τας υποθέσεις του να εμβαίνη εις όποιον ξύλον ήθελεν εύρει, και τινάς ούτε πασάς, ούτε μπέης, ούτε καδής να μη τον εμποδίζη. Εις τα χωράφιά τους όπου αναμεταξύ των δίδουσι με αποκοπήν, καθώς έχουσι συνήθειαν, τινάς να μη τους εμποδίζη, αλλά να έχουν το κύρος τους, καθώς αυτοί συνηθίζουν. Όλα όπου εγράφησαν εις τούτον τον Ακτιναμέ να έχουν τον τόπον τους, όλα να κρατώνται, και όποιος δεν ήθελεν υποταχθή και κρατήση το κανόνι μου, να γίνεται παρ' αυτών γνωστός εις την βασιλείαν μου διά να παιδεύηται. Ούτως γράφω και ούτως ορίζω. Του πάππου μου, του πατρός μου, του αδελφού μου τον Ακτιναμέ έγραψα και εγώ και τον ανανέωσα, ον και δέδωκα των αυτών νησιωτών διά να περνώσιν υπό του μεγαλοτάτου ισκίου μου· έτζι ώρισα όπου ο Ακτιναμές μου δυνατά να πιάνεται· αφ' όσα γέγραφα είτις ήθελε παραβή ένα το μικρότερον να παιδεύηται· έτζι να πράττητε».
(γ.)
Ο κύριος Φιλήμων έν τινι σημειώσει του δ' τόμου του ιστορικού του δοκιμίου (σελίδι 457) διαψεύδει τον διάλογον τούτον. Εις πίστωσιν του διαλόγου παραπέμπω τον κύριον Φιλήμονα εις την μαρτυρίαν του τότε Επισκόπου Ταλαντίου, και νυν Μητροπολίτου Αθηνών και προέδρου της Ιεράς Συνόδου, ενός των εν τω διαλόγω προσώπων, του και διηγηθέντος μοι τα ενδιαλαμβανόμενα.
(δ.)
Οι αρραβώνες ούτοι διελύθησαν μετά τινα έτη.
(ε.)
Ο οργανισμός του Αρείου πάγου υπεγράφη την 15 νοεμβρίου, αλλ' η συνέλευσις ειργάσθη κατά τα σωζόμενα πρακτικά της μέχρι της 20. Όρα τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος υπό Μάμουκα.
(ζ.)
Δωδεκαμελή την Αρχήν ταύτην διατάττει ο οργανισμός της, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων των δύο προέδρων της. Τούτο δε εξάγεται εκ του α' παραγράφου του β' κεφαλαίου του οργανισμού της και εκ των πρακτικών της συνεδριάσεως της 17 νοεμβρίου. Όρα τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος υπό Μάμουκα.
(η.)
Θ' απορήσουν ίσως οι μεταγενέστεροι πώς εμωράνθησαν εις τοιούτον βαθμόν οι Αλβανοί, εν ώ εξεδίδοντο προκηρύξεις και ήσαν και τόσα άλλα φανερά δείγματα του εθνικού αγώνος των Ελλήνων. Αλλ' οι Αλβανοί ούτε γράμματα ηξεύρουν, ούτε ανταποκρίσεις έχουν, ούτε φροντίζουν να μάθωσι τι γίνεται αλλού· αν δε ήκουσαν τοιούτον τι, το εθεώρησαν ή ως ψευδές ή ως αναγκαίον προς απάτην των πολλών. Η ιστορία λέγει ότι οι Λακεδαιμόνιοι αμφίβαλλαν περί της επί του Θεμιστοκλέους κατασκευής των μακρών τειχών των Αθηνών, έως ου, αποτελειωθέντων, έμαθαν τα περί αυτών παρά του Θεμιστοκλέους. Έχοντες τοιαύτα παραδείγματα διατί ν' απορήσωσιν οι μεταγενέστεροι διά την άγνοιαν των Αλβανών;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ.
(α.)
Λυθείσα η πολιορκία της Ακροκορίνθου επί της διαβάσεως του κεχαγιάμπεη επανελήφθη υπό την αρχηγίαν του και προ της διαβάσεως αρχηγού αυτής Αναγνώστη Πετμεζά. Τούτον διεδέχθη τον οκτώβριον ο Νικολός Σολιώτης, επί της αρχηγίας του οποίου κατεσχέθη η περί ης ο λόγος θέσις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ.
(α.)
Διακήρυξις της Εθνικής συνελεύσεως.
«Απόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Ευρώπης, και θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι υπό την αδιάρρηκτον των νόμων αιγίδα απολαμβάνουσιν, ήτον αδύνατον πλέον να υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας και ευηθείας την σκληράν του Οθωμανικού κράτους μάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περίπου αιώνας επάταξε τας κεφαλάς ημών, και αντί του λόγου την θέλησιν ως νόμον γνωρίζουσα διώκει και διέταττε τα πάντα δεσποτικώς και αυτογνωμόνως. Μετά μακράν δουλείαν ηναγκάσθημεν τέλος πάντων να λάβωμεν τα όπλα εις χείρας, και να εκδικήσωμεν εαυτούς και την πατρίδα ημών από μίαν τοιαύτην φρικτήν και ως προς την αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεμίαν άλλην είχεν ομοίαν, ή καν δυναμένην οπωσούν μετ' αυτής να παραβληθή δυναστείαν. Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών μακράν του να στηρίζηται εις αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιοφελείς μέρους τινός του σύμπαντος Ελληνικού έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας, και της τιμής, τα οποία, εν ώ την σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία επροσπάθησε με βίαν ν' αφαιρέση, και εντός του στήθους ημών να τα πνίξη. Είχομεν ημείς τάχα ολιγώτερον παρά τα λοιπά έθνη λόγον διά να στερώμεθα εκείνων των δικαίων, ή είμεθα φύσεως κατωτέρας και αχρειεστέρας διά να νομιζώμεθα ανάξιοι αυτών και καταδικασμένοι εις αιωνίαν δουλείαν, να έρπωμεν ως κτήνη και αυτόματα εις την άλογον θέλησιν ενός απηνούς τυράννου, όστις ληστρικούς και άνευ τινός συνθήκης ήλθε μακρόθεν να μας καθυποτάξη δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων, και τα οποία οι νόμοι συμφώνως με την φύσιν καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων αλλά και χιλίων και μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψη, και αν ή η βία ή η ισχύς προς καιρόν τα καταπλακώση, ταύτα πάλιν απαλαίωτα και ανεξάλειπτα καθ' εαυτά η ισχύς ειμπορεί να αποκαταστήση και αναδείξη οία και πρότερον και απ' αιώνων ήσαν· δίκαια τέλος πάντων, τα οποία δεν επαύσαμεν με τα όπλα να υπερασπιζώμεθα εντός της Ελλάδος όπως οι καιροί και αι περιστάσεις επέτρεπαν.
Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας Ευρωπαίους Χριστιανούς εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Τούρκων, μάλλον δε τους κατά μέρος πολέμους ενώσαντες ομοθυμαδόν εκστρατεύσαμεν αποφασίσαντες ή να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας και να διοικηθώμεν με νόμους δικαίους, ή να χαθώμεν εξ ολοκλήρου κρίνοντες ανάξιον να ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι του περικλεούς εκείνου έθνους των Ελλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδίαν μάλλον των αλόγων ζώων παρά των λογικών όντων. Δέκα μήνες ήδη παρήλθαν αφ' ού ηρχίσαμεν να τρέχωμεν τούτο το στάδιον του εθνικού πολέμου. Ο ύψιστος Θεός μας εβοήθησε καίτοι όχι ικανά προπαρασκευασμένους εις το τοιούτον μέγα τωόντι επιχείρημα· τα όπλα μας εφάνησαν πολλαχού νικηφόρα, πλην και πολλαχού εύρον και εισέτι ευρίσκουσιν αντίστασιν όχι μικράν περιστάσεις εναντίαι μας απήντησαν, και ταύτας να εξομαλίσωμεν έως ώρας ενησχολούμεθα. Όθεν δεν πρέπει να φανή παράξενον αν άχρι τούδε ανεβάλλομεν την πολιτικήν της πατρίδος μας διάταξιν, αν δεν επροφθάσαμεν να κηρύξωμεν την ανεξαρτησίαν ημών και να αναφανώμεν ως έθνος ενώπιον πάντων των ευνομουμένων λαών και απάσης της οικουμένης. Πριν περί της φυσικής ημών υπάρξεως οπωσούν βεβαιωθώμεν, ήτον αδύνατον να σκεφθώμεν και περί της πολιτικής. Έστωσαν λοιπόν τα ειρημένα εις μεν τους άλλους ικανή απολογία της αναβολής μας, εις ημάς δε παραμυθία διά την επικρατήσασαν αταξίαν.
Ήδη δε, ότε αι εναντίαι περιστάσεις ήρχισαν να εξομαλίζωνται, απεφασίσαμεν ή μάλλον ηναγκάσθημεν να οργανίσωμεν και σύνταγμα πολιτικόν της Ελλάδος· και πρώτον μεν κατά μέρος, οίον το της Ανατολικής χέρσου Ελλάδος, το της Δυτικής χέρσου Ελλάδος, το της Πελοποννήσου, το των νήσων κ. τ. λ. Αλλ' επειδή ταύτα απέβλεπαν μάλλον τας μερικωτέρας σχέσεις, καθ' ας εκάστη των ειρημένων επαρχιών και νήσων ώφειλε να διαταχθή και διοικηθή, διά τούτο ήτον ανάγκη πάσα επομένως να γενή και έν άλλο γενικόν προσωρινόν πολίτευμα εις όλα τα πράγματα και εις όλας τας εσωτερικάς και εξωτερικάς σχέσεις της Ελλάδος επεκτεινόμενον. Προς τούτου την κατασκευήν και σύνταξιν αι κατά μέρος επαρχίαι και νήσοι έπεμψαν τους πληρεξουσίους παραστάτας των· ούτοι λοιπόν εν εθνική συνελεύσει σκεφθέντες και μελετήσαντες ικανώς περί των κοινών πραγμάτων ωργάνισαν μίαν προσωρινήν διοίκησιν, καθ' ην η Ελλάς άπασα μέλλει να κυβερνηθή εφεξής. Ταύτην, και απλώς μεν ως επί της Βάσεως του δικαίου και των ορθών νόμων εστηριγμένην, και εν μέρει δε καθό ωργανισμένην κοινή των Ελλήνων γνώμη, οφείλουσιν όλοι οι λαοί κάτοικοι της Ελλάδος ν' αναγνωρίζωσι μ ό ν η ν - έ ν ν ο μ ο ν - κ α ι - ε θ ν ι κ ή ν - δ ι ο ί κ η σ ι ν αναλόγως προσφερόμενοι.
Τα συνιστώντα την διοίκησιν σώματα είναι δύο· το εκτελεστικόν και το βουλευτικόν, από τα οποία διορίζεται και το δικαστικόν, ανεξάρτητον όμως από εκείνα διόλου.
Ταύτα διακηρύττει η εθνική συνέλευσις προς το Πανελλήνιον, έν και μόνον προσεπιφέρουσα, ότι αυτής μεν επεραιώθη το έργον και διαλύεται σήμερον· έργον δε του Ελληνικού λαού και χρέος είναι να φανή ευπειθής και υπήκοος εις τους νόμους και τους εκτελεστάς υπουργούς των νόμων. Έλληνες, είπατε προ ολίγου ότι δεν θέλετε δουλείαν, και ο τύραννος χάνεται καθημέραν από το μέσον σας· αλλά μόνη η μεταξύ σας ομόνοια και ακριβής υποταγή εις την διοίκησιν εμπορεί να στερεώση την ανεξαρτησίαν σας. Είθε ο κραταιός του Υψίστου βραχίων ν' ανυψώση και αρχομένους και άρχοντας, την Ελλάδα ολόκληρον, προς την πάρεδρον αυτού σοφίαν, ώστε ν' αναγνωρίσωσι τ' αληθή των αμοιβαία συμφέροντα· και οι μεν διά της προνοίας, οι δε λαοί διά της ευπειθείας να στερεώσωσι της κοινής ημών πατρίδος την πολύευκτον ευτυχίαν. Είθε ! Είθε.!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ'.
(α.)
Κατ' άλλους ο πασάς ούτος ελέγετο Χασάνης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ'.
(α.)
Συζητείται εισέτι εν Ελλάδι, αν ο Λυκούργος ανεδέχθη την εις Χίον εκστρατείαν κατά διαταγήν ή παρά διαταγήν του Υψηλάντου. Ο Λυκούργος δεν έπαυσε διατεινόμενος μέχρι τέλους της ζωής του ότι είχε τοιαύτην διαταγήν. Ιδού η αλήθεια.
Ο Ιωάννης Λαυρεντίου Ράλλης Χίος, μύστης της εταιρίας των Φιλικών, διέτριβεν εν Οδησσώ ότε εξερράγη η επανάστασις. Ποθών την απελευθέρωσιν της πατρίδος του διέβη εις Τρίκορφα τον μάιον του 1821, και λαβών την απαιτουμένην τότε παρά του Υψηλάντου πληρεξουσιότητα απήλθεν εις Σάμον προς στρατολογίαν, και κατά διαταγήν του Υψηλάντου παρέλαβε συνεργόν και κοινωνόν της μελετωμένης αποβάσεως εις Χίον τον Λυκούργον ισχύοντα τότε εν τη πατρίδι του. Πεισθείς δε μετ' ολίγον, ότι το επιχείρημα ήτον άκαιρον, έγραψε τω Υψηλάντη, ότι εθεώρει αναγκαίαν την αναβολήν εις αισιωτέρας περιστάσεις, εζήτησε την εκ Σάμου ανάκλησίν του ως αξιωματικός του και εντολοδόχος του και τον παρεκάλεσε ν' αποτρέψη του σκοπουμένου επί του παρόντος τον Λυκούργον. Ενήργησεν ο Υψηλάντης τα προβαλλόμενα, και υπεσχέθη υπακοήν ο Λυκούργος κατά την αψευδή μαρτυρίαν των εξής δύο επιστολών σωζόμενων παρά τω εν Σύρα Ιωάννη Λαυρεντίου Ράλλη, εξ ών αποδεικνύεται, ότι ο Λυκούργος εξεστράτευσε παρά τα διαταχθέντα και συνομολογηθέντα.
«Φιλογενέστατε Κ. Ι. Λ. Ράλλη.
Έλαβον το υπό 28 νοεμβρίου γράμμα σου παρά του ανεψιού σου Κυρίου Στεφάνου Γαλάτη και του Κ. Αυγερινού. Επαινώ την φρόνησιν και καρτερίαν σου διά την ελευθερίαν της πατρίδος σου, αλλ' επειδή αι παρούσαι περιστάσεις δεν συγχωρούν την επιχείρησιν, εκάματε καλά να την αναβάλλετε εις επιτήδειον καιρόν, όστις είναι βέβαια η του Ρωσσικού πολέμου κήρυξις, ή των εθνικών κινημάτων η πρόοδος, την οποίαν ελπίζω με την σύστασιν της εθνικής βουλής, ήτις ήρχισεν ήδη να συγκροτήται. Ησύχασε λοιπόν εις καμμίαν νήσον έως να έλθη η ποθουμένη ώρα, και τότε βάλλεις εις πράξιν τον πατριωτικόν πόθον σου, τότε κατά τας περιστάσεις με γράφεις και σου στέλλω τα ανήκοντα γράμματα· είθε έως τότε να επιτύχω και εγώ καλητέρας περιστάσεις διά να βοηθήσω και πραγματικώς την πατρίδα σου. Λυπούμαι έως τώρα ότι η διχόνοια, η πλεονεξία και των Ελληνικών λαών η αμάθεια εμπόδισαν τας λαμπράς προόδους, τας οποίας ηθέλαμεν κάμει βέβαια απόντων των ελαττωμάτων τούτων και μάλιστα της διχονοίας· η Σάμος και η Κρήτη, αν είναι αίσθησις του καλού, πρόκεινται λαμπρότατα παραδείγματα του τι δύνανται να κάμουν οι Έλληνες αν ομονοήσωσιν εν καιρώ.
Γράφε με ό,τι περίεργον μανθάνεις περί του γένους.
Ευχόμενος δε σοι υγείαν και του ποθουμένου αγαθήν έκβασιν μένω.
Ο πατριώτης
Δημήτριος Υψηλάντης »
* * *
«Εκ Κορίνθου την 21 δεκεμβρίου 1821.
Τω Υψηλοτάτω και θεοστηρίκτω Πρίγκιπι της Δυτικής Ελλάδος και παντός Αιγαίου Πελάγους Κ. Κ. Δημητρίω Υψηλάντη προσκυνητώς.
Υψηλότατε Κύριε.
Κατά τας προσκυνητάς μοι επιταγάς της προ ολίγου φανείσης επιστολής σας ανέβαλον εις ευτυχεστέραν περίστασιν την εκστρατείαν της Χίου· μολονότι πατριώται τινες Χίοι προ πολλού ήδη ευρισκόμενοι ενταύθα δεν έλειψαν να με παρακινήσωσιν εις την επιχείρησιν ταύτην. Εύχομαι όμως αι περιστάσεις του καιρού να με οδηγήσωσι ταχέως εις το να επιχειρήσω συν Θεώ και το απαραίτητον τούτο χρέος μου κατά τον πόθον της ψυχής μου. Ο Κ. Ράλλης ακολουθών τας αυτάς διαταγάς σας περί της εκστρατείας αφέθη από τας δι' αυτήν φροντίδας του κατά το παρόν εωσού ο καιρός να μας διδάξη το πρακτέον, και έρχεται αυτόθι εις προσκύνησίν σας.
Η εις τα ενταύθα διαγωγή του εστάθη τιμία και ευγενής, και όλαι του αι καθημεριναί ασχολίαι απέβλεπον έν μόνον, τον ιερόν και γενναίον σκοπόν της από του ζυγού ελευθερώσεως της φιλτάτης πατρίδος του. Όθεν επήνεσα τον τοιούτον ζήλον του. Ταύτα περί τούτου προσκυνητώς, μένω δε της υμετέρας θεοστηρίκτου υψηλότητος.
Ταπεινός δούλος
ο αρχιστράτηγος της Σάμου
Λογοθέτης Λυκούργος.
αωκβ' Ιανουαρίου κ' Σάμος».
(β.)
Η κυβέρνησις έστειλε δέκα βομβοβόλους, πέντε βαρέα κανόνια καί τινας φιλέλληνας εις χρήσιν αυτών· αλλ' η βοήθεια αύτη έφθασεν εις Ψαρά αφ' ού η Χίος κατεστράφη.
(γ.)
Αν ανδρός χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται, ας ρίψη το βλέμμα ο αναγνώστης εις την ακόλουθον του Μπουρνιά επιστολήν προς την εφορίαν, και θα γνωρίση εξ αυτής τον άνδρα.
«Μανθάνω ότι τινές εδώ από τους μεγάλους και πλουσίους ή μελετούν, ή αποφασίζουν να φύγουν φαμηλιαρικώς. Εις τι αιτίαν ν' αποδώσω αυτό το κίνημα δεν ηξεύρω. Πλην προλαμβάνω να σας είπω ότι όσον τάχιστα να εμποδίσετε όχι να φύγουν αλλά και αν το εστοχάσθηκαν διά να μεταβληθούν, και να μη μεταύγη πλέον από το στόμα των, διότι η καλοσύνη μου φθάνει έως εις ένα βαθμόν, και ημπορώ πλέον και εγώ, όταν παροργισθώ, δι' όσον δύναμαι να κάμω. ιδού σας λέγω εν περιλήψει την ιδέαν και κρίνατε το πράγμα, εμποδίσατε τους τοιούτους στοχασμούς διά να μη καταντά το πράγμα άσχημα και υγιαίνετε.
ο αρχιστράτηγος Χίου
Χατζή Αντώνης.
Την 9 Μαρτίου απόγευμα.»
(δ.)
Η πτώσις της Χίου επέφερε και την του Λυκούργου. Μόλις επανήλθεν ούτος εις τα ίδια, και οι του εναντίου κόμματος τον απέκλεισαν εντός της εν Καρλοβασίοις οικίας του, αλλά δεν εδυνήθησαν να τον συλλάβωσιν. Αποφυγών ο Λυκούργος τας χείρας αυτών μετέβη εις Άργος, όπου έδρευε τότε η κυβέρνησις· εκεί εφυλακίσθη επί τη αιτήσει των παθόντων Χίων ως αίτιος της καταστροφής της πατρίδος των· επί δε της εισβολής του Δράμαλη εδραπέτευσεν, επανήλθεν εις Σάμον, και στρατολογήσας εκινήθη κατά του επάρχου Μωραλή· αλλά, συγκρούσεως γενομένης εν τη κωμοπόλει του Πλατάνου, ενικήθη και κατέφυγεν εις Σαλαμίνα, όπου συνελήφθη κατά διαταγήν του κοινού της Ύδρας επί αποδόσει τριακοσίων χιλιάδων γροσίων, άτινα κατηγορείτο ότι ήρπασεν από του ταμείου της Σάμου επί της φυγής του· ουδ' οβολόν δ' ευρόντες παρ' αυτώ οι συλλαβόντες αυτόν Υδραίοι τον απήγαγαν εις Ύδραν και τον παρέδωκαν τοις τότε αρμοσταίς προς εξέτασιν. Οι αρμοσταί δεν ηύραν την κατηγορίαν αληθή· έχοντες δε κυρίαν εντολήν να λάβωσι παρά των Σαμίων τον αναλογούντα έρανον εις χρήσιν του στόλου, και απελπισθέντες του να τον εισπράξωσι διά του επάρχου και των συστηθεισών παρ' αυτού Αρχών, απέλυσαν τον εν τω πλοίω κρατούμενον Λυκούργον, και διά της δραστηρίου συμπράξεως αυτού εσύναξαν τον έρανον εντός τριών ημερών· τον εγκατέστησαν δε και διοικητήν της Σάμου επί τη αιτήσει του υπερισχύσαντος τότε κόμματός του και εις αμοιβήν της επί τη εισπράξει του εράνου υπηρεσίας του.
(ε.)
Ο Βδελυρός Βακήπ - πασάς εξέδωκε τουρκιστί υπομνήματα και ελληνιστί μεταφρασθέντα, εν οις ζωγραφίζει κάλλιστα αυτός εαυτόν λέγων, ότι η κ α τ α σ τ ρ ο φ ή - ε ν ό ς - Ρ α γ ι ά - δ ε ν - α ξ ί ζ ε ι - ε ι μ ή - ό σ ο ν - κ α ι - η – κ α τ α σ τ ρ ο φ ή - ε ν ό ς - δ έ ν δ ρ ο υ, - ή - ε ν ό ς - φ υ τ ο ύ, - κ α θ ώ ς - φ ρ ο ν ε ί - κ α ι - ο - ι μ ά μ η ς - Σ ε χ ο υ σ τ ή ς· - ε λ υ π ε ί τ ο - δ ε - μ ό ν ο ν – ό τ ι - ο - σ ο υ λ τ ά ν ο ς - ε ζ η μ ι ο ύ τ ο - τ ο ν – κ ε φ α λ ι κ ό ν - τ ω ν - κ α τ α σ τ ρ α φ έ ν τ ω ν – φ ό ρ ο ν. Εις 6100 απαριθμεί τους εν Χίω διαφοροτρόπως φονευθέντας, εξ ών 1109 απεκεφαλίσθησαν· ηχμαλωτίσθησαν δε 5000, και απεστάλησαν εις Κωνσταντινούπολιν πέντε φορτία κεφαλών και δύο ωτίων. Τόσον δε ακόρεστος αιμάτων εθεωρήθη παρά πάντων ο άνθρωπος ούτος, ώστε και αυτός ο αιμοβόρος σουλτάνος τον έπαυσε της αρχής του, τον εξώρισε, τον εκάθηρε της αξίας του, και τον αφήκεν απλούν Βακήπ εφέντην.
(ζ.)
Παραπλέουσα εκείναις ταις ημέραις η γολέττα του Τομπάζη τα θρακικά παράλια, είδεν υπό τι ακρωτήριον ελλιμενίζοντα πλοιάρια εχθρικά και επέπλευσεν· αλλ' οι ναύται των πλοιαρίων τούτων, αναβάντες εις το ακρωτήριον, τόσον σφοδρώς ετουφέκισαν τους επί του καταστρώματος της γολέττας, ώστε τους ηνάγκασαν ν' απομακρυνθώσιν άπρακτοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'.
(α.)
Περί του σπηλαίου τούτου όρα Κεφάλαιον ΝΕ'.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ'.
(α.)
Η ημέρα κατέλαβε δύο Έλληνας έμπροσθεν της περί ης ο λόγος πύλης καταγινομένους εις το να την ρίψωσιν· είς αυτών ωνομάζετο Νικολής, υπηρετήσας άλλοτε ως στρατιώτης παρά τοις Γάλλοις. Επειδή δε ο κίνδυνος εξ αιτίας του φωτός της ημέρας ήτο μέγας, εκρύβησαν οι δύο ούτοι εντός τινος ανοιχθείσης προς την πύλην οπής επ' ελπίδι να φύγωσιν υπό το σκότος της νυκτός· αλλ' η ακρόπολις εφωτίσθη έξωθεν δι' όλης της νυκτός υπό των Τούρκων φοβουμένων νέαν έφοδον, και διά τούτο δεν ετόλμησαν οι δύο Έλληνες να φύγωσι την νύκτα. Την δε ακόλουθον ημέραν ο μεν Νικολής, δραμών αιφνιδίως υπό το πυρ των εχθρών, διεσώθη αβλαβής, ο δε άλλος εκτυπήθη κατακέφαλα. Μετ' ολίγας ημέρας δύο Έλληνες των εντός της ακροπόλεως, θέλοντες να φύγωσιν, απηωρήθησαν διά σχοινίου τα εξημερώματα· οι Τούρκοι τους ενόησαν και τους ετουφέκισαν· ο είς διεσώθη ο δε άλλος εφονεύθη· έφυγαν εκείθεν μετ' αυτούς και τρεις τέσσαρες Οθωμανοί και Οθωμανίδες.
(β.)
Ιδού η συνθήκη γραφείσα υπό των πολιορκουμένων και παραδεχθείσα υπό των πολιορκητών.
«Διά του παρόντος συμφωνητικού γράμματος δήλον γίνεται, ότι, επειδή οι Έλληνες κάτοικοι της επαρχίας Αθηνών, επαναστατήσαντες μας επολέμησαν, και αφού μας απέκλεισαν εις το Φρούριον, μετά σταθεράν επιμονήν αμφοτέρων των μερών, και μετά την οποίαν υπεφέραμεν σκληραγωγίαν, μας έλλειψαν τα προς το ζην αναγκαία, και κατά τον ανέκαθεν όρον εζήτουν να δώσωμεν ράι (υποταγήν) εις αυτούς, και να τοις παραδώσωμεν το Φρούριον και όλοι ημείς οι μικροί και μεγάλοι εστέρξαμεν τούτο, και διά τούτο συνδιαλεχθέντες μετά των απεσταλμένων και απολύτων πληρεξουσίων της Διοικήσεως του Ελληνικού Έθνους (ονομαζομένης ενδόξου Γοβέρνου) υπό την οποίαν υπόκεινται οι ειρημένοι Αθηναίοι Έλληνες, των εντίμων κυρίων Ανδρέου Καλαμογδάρτη και Αλεξάνδρου Αξιώτου και μετά των δώδεκα Εφόρων των Αθηνών και μετά των λοιπών Οπλαρχηγών εκάμαμεν τας ακολούθους συμφωνίας διακρινομένας κατ' άρθρον.
Α'. Να δώσωμεν εις χείρας των τα όπλα τα εν τω Φρουρίω ευρισκόμενα, κανόνια, μουρτάρια, και όλα τα εις χείρας των Οθωμανών ευρισκόμενα όπλα και χαρμπία χωρίς να κάμωμεν καμίαν αντίστασιν.
Β'. Μετά την παράδοσιν αυτών μέχρις ότου προμηθευθώσιν άλλοσε, οι Έλληνες να ασφαλίσωσι την τιμήν και την ζωήν των Οθωμανών, χωρίς να τοις προξενηθή παραμικρά ζημία ή βλάβη.
Γ'. Από τα εις χείρας των Οθωμανών ευρισκόμενα έπιπλα και φορέματα να λάβη εκάστη οθωμανική οικογένεια μεθ' εαυτής ανά έν πάπλωμα, σινδόνιον, προσκέφαλον, και σιλτέ, και κατασκευασμένα φορέματα συγκείμενα εις έν φορτίον· και ανά δύο τεντζερέδες με τα σκεπάσματά των, και ανά δύο σαχάνια.
Δ'. Από τα εις χείρας των Οθωμανών ευρισκόμενα αδαμαντικά, χρυσαφικά, και αργυρικά, καθώς και τα μετρητά χρήματα όσα μεν είναι ιδιωτών περιουσίαι, τα μεν ημίση να λάβωμεν ημείς, τα δε άλλα ημίση να τα παραδώσωμεν εις αυτούς· όσα δε ήθελεν αποδειχθή ότι είναι των Ελλήνων περιουσίαι να τα παραδίδωμεν εις αυτούς σώα χωρίς να τα μερίζωμεν.
Ε'. Αφού εξέλθωμεν του Φρουρίου, όσοι των Οθωμανών θελήσουν να διατρίψωσιν εις την πόλιν, να έχουν την άδειαν να κατοικώσιν απαρεμποδίστως, και να μη παρενοχλώνται από κανέν μέρος· όσοι δε θελήσουν να περάσουν εις την Ασίαν, να επιβιβάζωνται εις πλοία υπό σημαίαν αγγλικήν, γαλλικήν, και αουστρικήν, και να μεταφέρωνται εν ασφαλεία· τον δε απαιτούμενον ναύλον των πλοίων αυτών, και το αναγκαίον με αυτάρκειαν διά τα προς το ζην παξιμάδι και τυρί εις το διάστημα της οδοιπορίας των να παραδώσουν οι Έλληνες εις χείρας των πλοιάρχων.
Αφού εσυμβιβάσθημεν κατ' αυτόν τον τρόπον, και παρεδέχθημεν εκάτερα τα μέρη τας συμφωνίας αυτάς, εδόθη προς ημάς έν ρωμαϊκόν συμφωνητιχόν έγγραφον, σφραγισμένον με την σφραγίδα της επαρχίας, και υπογεγραμμένον με τας υπογραφάς των διωρισμένων. Διό και δίδεται προς αυτούς εκ μέρους ημών το παρόν επίσημον εσφραγισμένον έγγραφον.
Την 3 Σιαγάλ 1227 (Τουρκ. έτος)».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΕ'.
(α.)
Ο Πασάνος ηλευθερώθη μετά ταύτα εξαγορασθείς παρά της γυναικός του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ'
(α.)
Έλαβα τας πληροφορίας ταύτας παρά του συνεκστρατεύσαντος και επί της πτώσεως του Ναυπλίου αιχμαλωτισθέντος Αλήπασα. Αδύνατον να γνωρίση τις ακριβώς τον αριθμόν ατάκτου στρατού διά την παντελή έλλειψιν στρατολογικών καταλόγων. Ουδέ το ποσόν των διανεμομένων σιτηρεσίων συντελεί εις γνώσιν της αληθείας διά τας πολλάς καταχρήσεις.
(β.)
Ο Αχιλλεύς Θεοδωρίδης είχε βαθμόν ταξιάρχου και διωρίσθη φρούραρχος Ακροκορίνθου την 19 μαΐου· ησθάνθη δε τι έπραξε λειποτακτήσας και εγένετο μετ' ολίγον αυτόχειρ.
(γ.)
Παραφυλάξαντες την ευκαιρίαν οι Δερβενοχωρίται ήρπασαν τα κανόνια ταύτα.
(δ.)
Ολίγας ημέρας μετά την εκ Πατρών αναχώρησιν του Κολοκοτρώνη, ο Ισούφπασας έπλευσεν άφοβος εις τον κορινθιακόν κόλπον, και αποβάς εις Βοστίτσαν κατηδάφισε το εκεί κανονοστάσιον.
(ε.)
Τινές γερουσιασταί αντικολοκοτρωνικοί έφυγαν από της Τριπολιτσάς επί τη εισόδω του Κολοκοτρώνη και αντικατεστάθησαν άλλοι oμόφρονές του.
(ζ.)
Ο Πλαπούτας και ο εν τη συνοδία του Μπούκορας, προπορευόμενοι των άλλων απήντησαν, εν ω υπήγαινεν εις Σχοινονώρι, κατά το Ψίχτι, δύο Τούρκους εφίππους, έφιπποι και ούτοι, και ήλθαν εις χείρας. Ο είς των Τούρκων έθλασεν εν τη αλληλομαχία το ξίφος του Πλαπούτα, αλλά ο επιδέξιος ούτος διαξιφιστής και ο συναγωνιστής του εφονεύθησαν· επληγώθησαν ελαφρώς και οι Έλληνες. Ο Πλαπούτας απέστειλε το ξίφος του εις την γερουσίαν, η δε γερουσία τω έγραψε τα εξής. «Το εις δύο τεθλασμένον ξίφος σου ελάβομεν· επληροφορήθημεν και ότι επληγώθης επιπολαίως εις το πρόσωπον. Τοιαύται πληγαί προσθέτουσι λάμψιν εις την δόξαν ήτις σε περικαλύπτει». Απήντησαν μετά ταύτα οι περί τον Πλαπούταν ερχομένους εκ Κορίνθου 60 εχθρούς, και αίφνης επιπεσόντες κατέστρεψαν τους πλείστους.
(η.)
Ευρέθη και ο Δικαίος εν τη συνοδία του Κολοκοτρώνη κατά την περίστασιν εκείνην.
(θ.)
Επειδή η άγουσα προς την Επίδαυρον ήτον αφύλακτος, ώδευσαν οι εχθροί ακινδύνως προς εκείνα τα μέρη εις προνομήν· επροχώρησαν δε και εις το Λιγουριόν και το έκαυσαν· έκαυσαν καί τινα μοναστήρια· αλλ' ουδαμού εύρισκον τροφάς, ώστε έβλαπταν, αλλά δεν ωφελούντο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ'.
(α.)
Ιδού το περί ου ο λόγος έγγραφον·
« Η Δυτική Ελλάς έφθασεν εις ακμήν τοιαύτην, καθ' ην μόνη η γενική συνδρομή και προθυμία των κατοίκων της με τα όπλα εις τας χείρας ειμπορεί να την ασφαλίση από του εχθρού τους όνυχας. Αλλ' επειδή αύτη η προθυμία (άνευ της οποίας ουδέν γενναίον κατορθούται) λείπει κατά το παρόν δι' εξωτερικάς τινας αιτίας, δεν μένει άλλη καταφυγή, παρά το να γενή στρατήγημα επιτήδειον να αναβάλη την παρούσαν ορμήν του εχθρού, έως ότου να γενή τρόπος να συναχθώσιν οι σκορπισμένοι Έλληνες. Τοιούτον στρατήγημα δεν είναι άλλο, παρά μία προσποιητική διαπραγμάτευσις προσκυνήσεως, η οποία εκτεινομένη εις μήκος θέλει δώσει καιρόν να οικονομηθώσι προς το συμφέρον τα πράγματα. Κοινή γνώμη λοιπόν όλων ημών των ενταύθα παρευρεθέντων, διορίζεται ο Γενναιότατος Στρατηγός Γεώργιος Νικολού (ο Βαρνακιώτης) του οποίου ο άμεμπτος και φιλελεύθερος χαρακτήρ σύρει όλων την εμπιστοσύνην εις εαυτόν, να πραγματευθή το ειρημένον στρατήγημα, μεταχειριζόμενος παν ό,τι η φρόνησίς του ήθελε τον υπαγορεύσει, διά να φθάση εις τον σκοπόν του, σκοπόν κοινώς παρά πάντων εγκρινόμενον και επιθυμούμενον, του να κερδίση δηλ. καιρόν, και εν τούτω να προετοιμασθώσι τα σωτήρια μέσα διά το μετά ταύτα.
Α. Μαυροκορδάτος,
Κωνστ. Καραπάνου,
Ιωάννης Τρικούπης,
Σπυρ. Κουρκουμέλης,
Αθανάσιος Ραζής,
Ευθύμιος Βασιλάκης,
Ν. Καρπούνης,
Δημ. Πλατύκας,
Πάνος Ράγκος,
Γεώργιος Βαλτινός,
Νικολάκης Λήλου.
(β.)
Κατ' εκείνας τας ημέρας οι Μεσολογγίται και οι υπό τον Μακρήν συνέλαβαν τουρκικόν πλοίον, πεσόν εις τα ρηχά πλησίον των εκβολών του Ευήνου και μεταφέρον από Πατρών εις Πρέβεζαν Τούρκους, λάφυρα και χρήματα· και τα μεν εν τω πλοίω διηρπάγησαν, οι δε εν αυτώ Τούρκοι όλοι εν στόματι μαχαίρας απέθαναν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ'.
(α.)
Ιδού τα συλληφθέντα τρία γράμματα, καθώς τότε μετεφράσθησαν, εν οις θα παρατηρήσει ο αναγνώστης την φιλοψεύδειαν του γράφοντος·
«Εκτός ότι ο αήττητος στόλος δεν ημπορεί να έμβη έως υπό το φρούριον του Ναυπλίου διά το αβαθές των υδάτων, εβεβαιώθημεν προς τούτοις ότι εις το καστέλι του Ναυπλίου είναι κεκρυμμένα έξ πυρπόλα πλοία των απίστων, καθώς ακόμη άλλα δέκα εις Σπέτσας, τα οποία έχομεν καθαράν πληροφορίαν ότι έχουν ετοιμότατα. Αφ' ης στιγμής ο αήττητος στόλος έκαμε πανία από Πάτραν και τριγυρίζομεν κατά ταύτα τα μέρη, εξήντα καράβια των απίστων τρέχουν πάντοτε κατόπιν του στόλου μας, και κατά ταύτην την στιγμήν έρχεται πάλιν η ναυμαχία, και εις τοιαύτας περιστάσεις το να έμβωμεν εις στενά μέρη ηξεύρετε πολλά καλά είναι εις άκρον επικίνδυνον. Όθεν η Υψηλότης σου, καθώς ανέκαθεν εφάνης πάντοτε ανδρείος και πιστός, θέλεις εξακολουθεί και εις το εξής την συνήθη σου αυτήν ανδρίαν και πίστιν. Περί δε τροφών και άλλων διά τα αυτόσε αναγκαίων θέλομεν φροντίσει και προς ησυχίαν σας.
Εγράφη η παρούσα τη 5 μουχαρεμίου 1238 (12 σεπτεμβρίου 1822).»
«Με άλλα μου γράμματα σας έγραφον ότι σας στέλλονται δύο άλλα καράβια με διαφόρων ειδών τροφάς· αυτά όμως απαντήσαντα καθ' οδόν εναντίον τον άνεμον επόδησαν και υπήγαν προς την Σούδαν· κατόπιν όμως δεν θέλομεν λείψει από του να σας στέλλωμεν».
«Δόξα τω Υψίστω θεώ προ ενός μηνός ήδη αι δυνάμεις της Ρούμελης πηγαίνουν αξιολογώτατα. Εις το φρούριον λεγόμενον Σούλι εμβάς ο υψηλότατος Βαλής Ιωαννίνων Ομέρ πασάς κατεκυρίευσεν αυτό, και καταφανίσας τους εν αυτώ απίστους, άλλους μεν εφόνευσεν, ολίγους δε εξ αυτών διεσκόρπισεν. Άντικρυς των Πατρών εις το Μεσολόγγι ελθόντες διάφοροι Βεζηράδες κατεκυρίευσαν αυτά τα μέρη. Αύτη η είδησις έφθασε προς ημάς προ δώδεκα ήδη ημερών. Ειδοποιείσθε προς τούτοις ότι ο υψηλότατος Χουρσήδ - πασάς έρχεται κατ' αυτάς εις Μορέαν με πλήθος άπειρον στρατιωτών. Το δε εν Κορίνθω ανίκητον στρατόπεδόν μας δεν επειράχθη το παραμικρόν, και κατ' αυτάς έρχεται προς το μέρος του Ναυπλίου. Ταύτα πληροφορηθέντες βεβαίως, γνωστοποιούμεν και προς υμάς. Διά να εμβάσωμεν τροφάς εις το φρούριον του Ναυπλίου εξεπλεύσαμεν από Πάτρας με τον αήττητον στόλον, ημέρα παρασκευή, τη δεκάτη τρίτη του παρελθόντος μηνός ζιλχιζέ, και διά το εναντίον των ανέμων μόλις εφθάσαμεν εις τα μέρη Ύδρας και Σπετών τη πέμπτη του τρέχοντος μουχαρεμίου, ημέρα παρασκευή. Επειδή όμως εφάνησαν έως ογδοήντα καράβια των απίστων Υδραίων και Σπετσιωτών έμπροσθεν του αηττήτου στόλου, τα οποία εδείκνυον ότι ήθελον να ορμήσωσι καθ' ημών, εκροτήσαμεν ναυμαχίαν, ήτις διήρκεσε σχεδόν ώρας έξ, και εις την οποίαν με την χάριν του Υψίστου και με την βοήθειάν του εν αγίοις Βασιλέως μας εβυθίσαμεν διά των πυροβόλων μας έξ καράβια των, και δύο άλλα, το μεν με τρία, το έτερον με δύο κατάρτια επυρπολήθησαν από το σφοδρόν των όπλων μας πυρ. Χάριτι Θεία πανταχόθεν έχομεν αγαθάς αγγελίας, τας οποίας και πληροφορούμεθα, καθώς ακόμη σας είναι γνωστός και ο σφοδρός ούτος πόλεμος του αηττήτου στόλου κατά των απίστων, εν καιρώ της συγκροτήσεως του οποίου εστάλη προς υμάς το παρόν πλοίον με τας τροφάς, και πάλιν ο περίβλεπτος ούτος στόλος θέλει πλεύσει κατά των εχθρών, τους οποίους με την βοήθειαν του Υψίστου ελπίζω ότι θέλομεν νικήσει και καταφανίσει. Η δε υψηλότης σας δεομένη υπέρ ημών και του κράτους του αηττήτου στόλου με υποχρεοί καθ' υπερβολήν.
Τη 9 του μουχαρεμίου 1238 (12 σεπτεμβρίου 1822)».
(β.)
Ολίγον έλειψε να χαθή η Σύρα μετά τινας μήνας επί τη προφάσει του φανατισμού της και της εντεύθεν τουρκολατρείας της. Φασιώλης τις Επταννήσιος βουλήν έβαλε να την λεηλατήση· συνάξας υπό πρόσχημα θρησκευτικού ζήλου, πολλούς πολλαχόθεν Έλληνας τους έφερεν επί δύο πλοίων εις Σύραν· αλλ' επειδή οι κάτοικοι και του ενός και του άλλου δόγματος εκινδύνευαν εξίσου, αντέστησαν όλοι εκ συμφώνου, επολέμησαν και τους απεδίωξαν διά της συμπράξεως αυστριακού πολεμικού πλοίου ευρεθέντος εν τω λιμένι. Εσκοτώθησαν δε καί τινες κατά την περί ης ο λόγος αλληλομαχίαν. Αλλ' οι περί τον Φασιώλην επιμένοντες εις τον σκοπόν των, ευρόντες και άλλους επί αρπαγή ετοίμους, και συμπληρωθέντος του αριθμού εις δισχιλίους, επανήλθαν την 10 φεβρουαρίου εις Σύραν επί πολλών πλοιαρίων, και έκαυσαν και διήρπασάν τινας επί του παραλίου αποθήκας. Καθ' ην δε ώραν έμελλαν να πέσωσιν εις διαρπαγήν και αυτής της πόλεως, κατέπλευσεν αγαθή τύχη το γαλλικόν πολεμικόν πλοίον Estafette και διέσωσε την κινδυνεύουσαν πόλιν, αναγκάσαν τους δισχιλίους ληστοπειρατάς να φύγωσιν εκείθεν επί των πλοιαρίων των. Ο ακούραστος κακούργος Φασιώλης ήλθε και τρίτην φοράν εις Σύραν την 4 Ιουλίου επί τινος βρικίου 12 κανονίων εν συνοδία και άλλων ομοίων του, και διέδωκεν ότι εστάλη ως αστυνόμος παρά της κυβερνήσεως· αλλ' ο Δεριγνής, όστις παρετήρει τα κινήματά του, έφθασεν εις Σύραν την υστεραίαν επί της Μηδείας, συνέλαβε το βρίκι, συνέλαβε και τον Φασιώλην εντός ιονίου τινός πλοίου κρυβέντα, και τον απέστειλε σιδηροδέσμιον εις τας Ιονίους Νήσους.
(γ.)
Μετ' ολίγας ημέρας ανεφάνη πανώλης εν Τήνω και διεδόθη και εις άλλα μέρη, αλλά δεν διήρκεσε.
(δ.)
Ο κύριος Ν. Κοτζιάς λέγει έν τινι φυλλαδίω, ότι δεν αποδίδω τον προσήκοντα έπαινον εις τους Ψαριανούς· αλλ' η συγγραφή μου αποδεικνύει το εναντίον· είπε και άλλα, αλλ' ούτε εις αυτά απήντησα ούτ' απαντώ· άλλοι απήντησαν εις πολλά· όρα τα εν έτει 1857 δημοσιευθέντα, ήτοι Ανασκευήν Τσαμαδού. Τηλέγραφον των Κυκλάδων 25 μαΐου. Αθηνάν 30 ιουνίου· 3 και 7 Ιουλίου, 16 αυγούστου και 11 σεπτεμβρίου. Ελπίδα 22 νοεμβρίου, και Έλληνα 18 μαΐου του 1858. Εις πρόχειρον δε φωτισμόν του αναγνώστου εφ' οις επικρίνεται η ιστορία, αρκούμαι να βάλω υπ' όψιν αυτού μόνην την εν τω φύλλω της Αθηνάς της 3 Ιουλίου 1857 διατριβήν έχουσαν ούτω·
««Ο Κ. Κοτσιάς εξέδωκε κατ' αυτάς επίκρισιν της ιστορίας της Ελληνικής επαναστάσεως, εν η μέμφεται τον συγγραφέα αυτής Κ. Τρικούπην ως μη απονέμοντα έπαινον εις τους Ψαριανούς διά τα κατά τον αγώνα ανδραγαθήματά των, ως θεωρούντα τον ναύαρχον της Ύδρας γενικόν αρχηγόν της θαλασσίου δυνάμεως, ως αποδίδοντα είς τινα άγγλον πλοίαρχον την πρώτην ιδέαν της χρήσεως των πυρπολικών, ως συμπεριλαβόντα εν τη διηγήσει των ναυμαχιών ημαρτημένα τινά, ως παραφράζοντά τινα της ιστορίας του Γόρδωνος, και ως μη αναφέροντα τας πηγάς όθεν ηρύσατο την ύλην.
Ανεγνώσαμεν και ημείς εν καιρώ, και επί τη εκδόσει της περί ης ο λόγος επικρίσεως διήλθομεν εκ νέου την ιστορίαν του Κ. Τρικούπη προσεκτικώτερον, και όχι μόνον ουδέν ουδαμού εύρομεν δικαιούν τους λόγους του επικριτού ως προς την ολιγώρησιν των ανδραγαθημάτων των Ψαριανών, αλλ' εξ εναντίας παρετηρήσαμεν ότι πολλαχού της ιστορίας ποιεί μετά πολλών εγκωμίων μνείαν αυτών· εις πίστωσιν δε των λεγομένων αντιγράφομεν τα εξής δύο τεμάχια.
Αναφέρων ο ιστορικός εν τω ΛΗ' κεφαλαίω την κατά την Τένεδον κατάφλεξιν της τουρκικής υποναυαρχίδος παρά του ενδόξου Κανάρη, λέγει· «ο δε εχθρικός στόλος ανήχθη όλος έντρομος και εισέπλευσε τον Ελλήσποντον ταπεινωθείς κατέμπροσθεν των εμπορικών πλοίων της Ελλάδος, και αφήσας τους μεγαλοτόλμους ναύτας της θαλασσοκράτορας· φόβος και τρόμος κατέλαβε μετ' αυτά τα συμβάντα τας νήσους και τας παραθαλασσίους πόλεις της αυτοκρατορίας τας υπό Τούρκων κατοικουμένας· εν Σμύρνη, εν Χίω, εν Μιτυλήνη, παντού ηγωνίζοντο οι Τούρκοι δι' ων εδύναντο τρόπων όχι πλέον πώς να καταδιώξωσι τους εχθρούς των, αλλά πώς ν' ασφαλισθώσιν από της καταδιώξεως των θαλασσινών της Ελλάδος και κυρίως των γ ε ι τ ό ν ω ν - τ ω ν - Ψ α ρ ι α ν ώ ν, οι οποίοι περιέπλεον ως θαλασσοκράτορες όλα τα παράλια, καταστρέφοντες, λεηλατούντες, και εκφοβίζοντες τους παραθαλασσίους εχθρούς των.
Και εν τω κεφαλαίω ΜΔ' διηγούμενος ο ιστορικός την εις τα αντικρύ της Σάμου παράλια της Ιωνίας απόβασιν των Ψαριανών λέγει· «τόσον δε φόβον διέσπειραν οι Ψαριανοί εις όλα εκείνα τα παράλια, ώστε οι εν Σμύρνη πρόξενοι τους παρεκάλεσαν ν' απέχωσι πάσης εχθροπραξίας εντός του κόλπου εκείνου χάριν αυτών, του εμπορίου και των ενοικούντων χριστιανών· α φ ί ν ο μ ε ν – τ ο ν - τ ό π ο ν - ή σ υ χ ο ν, - α λ λ' - υ π ό φ ο ρ ο ν, - α π ε κ ρ ί θ η σ α ν - υ π ε ρ η φ ά ν ω ς - ο ι – Ψ α ρ ι α ν ο ί».
Τις αναγνούς τα τεμάχια ταύτα δύναται να είπη, ότι η ιστορία του Κ. Τρικούπη δεν απονέμει τον προσήκοντα έπαινον εις τους Ψαριανούς, και δεν τους αναβιβάζει, ούτως ειπείν, υπεράνω των άλλων κατά θάλασσαν ενδόξων συναγωνιστών αυτών;
Ψευδές, κατά τον Κ. Κοτσιάν, ότι ο ναύαρχος Τομπάζης ανέφερεν εν τω εν τη ναυαρχίδι του συμβουλίω, ότι πλοίαρχος άγγλος, ον συνήντησε κατά τον Καφηρέα, τον εσυμβούλευσε την χρήσιν των πυρπολικών, όπως διηγείται ο Κ. Τρικούπης· προσθέτει δε ο Κ. Κοτσιάς, ότι ο πλοίαρχος Νικόδημος, διαλεχθείς μετά του Κ. Τρικούπη περί τούτου καί τινων άλλων επεμελήθη να τον απαλλάξη της απάτης ταύτης, αλλά δεν εισηκούσθη, ειπόντος του Κ. Τρικούπη, ότι άνδρες αξιόπιστοι τον εβεβαίωσαν ότι ούτως είχεν.
Αν οι εν τοις πράγμασι παρόντες είναι αξιοπιστότεροι των απόντων, είχε δίκαιον ο ιστορικός να προτιμήση της μαρτυρίας του απόντος την των παρόντων και αυτηκόων, και τοιούτοι είναι οι διάσημοι κατά θάλασσαν αγωνισταί, Α. Κριεζής και Γ. Σαχίνης, παρευρεθέντες εν τω συμβουλίω και διηγούμενοι και νυν το ανέκδοτον τούτο· αλλ' ο Κ. Τρικούπης αναφέρων αυτό προσεπισημειοί ότι «ακούσας ο εν τω συμβουλίω ναύαρχος των Ψαρών τους λόγους του Τομπάζη είπεν, ότι και εν τη νήσω του εγίνετο λόγος περί πυρπολικών», ώστε ο Κ. Τρικούπης ιστορεί ότι προϋπήρχε της αγγελίας του Άγγλου η ιδέα αύτη εν τη νήσω των Ψαρών· αποδίδει δε εν τω 13 κεφαλαίω εις τους Ψαριανούς μόνους και την πρώτην παρασκευήν και την πρώτην χρήσιν αυτών. Αλλά τα πυρπολικά δεν εφανερώθησαν πρώτην φοράν, κατά τον Κ. Κοτσιάν, επί του ελληνικού αγώνος, ούτ' επί της μεταξύ Ρώσσων και Τούρκων ναυμαχίας του Τσεσμέ· ήσαν εν χρήσει, όπως επέτρεπον οι καιροί εκείνοι, τον πέμπτον αιώνα προ Χριστού, κατά την μαρτυρίαν του Θουκυδίδου, αν όχι αρχαιότερον,
Ημαρτημένα τινά εν ταις περιγραφαίς των ναυμαχιών περιέχει, κατά τον Κ. Κοτσιάν, η ιστορία του Κ. Τρικούπη. Δεν απορούμεν εις τους λόγους τούτους, διότι και αυτοί οι αυτόπται των γεγονότων διαφόρως εκθέτουν αυτά ως επί το πλείστον· «οι παρόντες τοις έργοις», λέγει ο Θουκυδίδης, «ου τ' αυτά περί των αυτών έλεγον, αλλ' ως εκατέρων τις ευνοίας ή μνήμης έχοι»· και η εύνοια του Κ. Κοτσιά είναι καταφανής. Πιθανόν να παρεισήχθησαν ημαρτημένα τινά εν τη ιστορία του Κ. Τρικούπη, καθώς και εν πάση άλλη ιστορική συγγραφή· αλλά, και αν παραδεχθώμεν ως αληθώς ημαρτημένα όσα αναφέρει ο Κ. Κοτσιάς, είναι καλή τύχη όλα μηδαμινής σημασίας· προσωπικά μάλλον ή πραγματικά, μηδαμώς επηρεάζοντα την ουσίαν και τον χαρακτήρα των πραγμάτων ως τοιαύτα, και μάλλον επιβεβαιούντα ή εξασθενούντα την αξιοπιστίαν των εν τω συγγράμματι. Αλλ' ο επικριτής, καί τοι περί των κατά θάλασσαν πραγματευόμενος, ούτε και όλων των υπαρχόντων ημερολογίων φαίνεται λαβών γνώσιν, αν και ολίγων. Το εισέτι ανέκδοτον χειρόγραφον του ναυάρχου Σακτούρη βεβαίως δεν ανέγνωσεν, αλλ' ουδέ γνώσιν της υπάρξεως αυτού είχεν, ως εκ του φυλλαδίου του καταδεικνύεται· δεν διεξήλθεν ουδέ το του ναυάρχου Σαχίνη, καί τοι κατατεθειμένον εν τη δημοσία βιβλιοθήκη. Τοσούτον δε ατελώς παρεσκευασμένος αποδύεται εις αγώνα προς συγγραφέα και τα ημερολόγια ταύτα διεξελθόντα, ως φαίνεται εκ της παραθέσεως, και τας εκ μονομερείας πληροφορίας, εφ' ων ερείδεται ο Κ. Κοτσιάς έχοντα, καθώς αυτός ο επικριτής του ομολογεί, απορών εν τη απλότητί του πώς εδυνήθη ο συγγραφεύς, καί τοι έχων αυτάς, να διηγηθή συμβάντα τινά αλλοτρόπως.
Ο Κ. Τρικούπης παραφράζει τινά, κατά τον Κ. Κοτσιάν, της ιστορίας του Γόρδωνος.
Η ιστορία δεν είναι εφεύρεσις· είναι διήγησις γεγονότων, και χρέος του ιστοριογραφούντος είναι να μελετήση τα παρ' όλων προ αυτού γραφέντα· και όσα μεν εύρη ορθά, να παραλάβη· όσα δε εσφαλμένα, να παραλείψη· τα δε να συμπληρώση ή να διορθώση· τούτο έπραξεν ακριβώς ο Κ. Τρικούπης· ο δε επικριτής, εις απόδειξιν ότι μετέφρασεν ο Κ. Τρικούπης πολλά του Γόρδωνος, φέρει παραδείγματα αντιπαραθέτων αυτά· αλλά φέρει τα του Άγγλου εις την πρωτότυπον αυτού γλώσσαν, ώστε ο μη ειδώς αγγλικά ουδεμίαν κρίσιν δύναται να επιφέρη. Ημείς μετεγλωττίσαμεν και εκδίδομεν το πρώτον παράδειγμά του, και λέγομεν ότι και αυτολεξεί αν μετέφραζε το τεμάχιον τούτο ο Κ. Τρικούπης δεν θα έσφαλλεν, αν εθεώρει το διήγημα ακριβές. Αλλ' ο αναγνώστης θα παρατηρήσει εκ της παραθέσεως ότι το του έλληνος ιστορικού είναι πληρέστερον διήγημα. Ιδού το του Γόρδωνος· «Ο πλοίαρχος τούρκος εσκοτίσθη εκ του φόβου του deprived by fear of all presence of mind και έρριψεν άγκυραν εν τω όρμω της Ερισού, όπου παρέλαβε στρατεύματα»· Ιδού και το του Κ. Τρικούπη· «Την εσπέραν της ιδίας ημέρας το δίκροτον έπλευσεν εις τον λιμένα της Ερισού παρακολουθούμενον υπό των ελληνικών πλοίων· ο πλοίαρχος του δικρότου, φοβούμενος νυκτερινήν έφοδον κατά του πλοίου του, παρέλαβε την ιδίαν εσπέραν από της ξηράς ικανούς στρατιώτας τούρκους εις υπεράσπισίν του». Ήθελεν ο Κ. Κοτσιάς να παραλείψη ο Κ. Τρικούπης το γεγονός, διότι προγενέστερος του ιστορικός το εδιηγήθη, ή έπρεπε να το μεταποιήση, ίνα φανή πρωτότυπος εν πάσι;
Ελέγχει ο επικριτής τον Κ. Τρικούπην ως μη αναφέροντα τους περί της επαναστάσεως συγγράψαντας, όθεν ηρύσατο την ύλην, και αντιπαραθέτων τον τρόπον του γράφειν αυτού, ως προς την συλλογήν της ύλης, προς τον του Θουκυδίδου, λέγει ότι ο μέγας ούτος ιστορικός ομολογεί τας πηγάς. Και ημείς ανεγνώσαμεν τον Θουκυδίδην, αλλ' ουδαμού είδομεν ν' αναφέρη συγγραφείς ους εσυμβουλεύθη· λέγει μόνον τάδε. «Τα δε έργα των πραχθέντων εν τω πολέμω ουκ εκ του παρατυχόντος πυνθανόμενος ηξίωσα γράφειν, ουδ' ως εμοί εδόκει, αλλ' οις τε αυτός παρήν και παρά των άλλων όσον δυνατόν ακρίβεια περί εκάστου επεξελθών».
Αν ο επικριτής πηγάς ταύτας θεωρεί, τας αυτάς έχει και ο Κ. Τρικούπης· «τους λόγους τούτους», λέγει, «του ιστορικού είχα και εγώ παντοτεινόν oδηγόν μου συγγράφων». Καλώς έχει βεβαίως ο γράφων αρχαίαν ιστορίαν ν' αναφέρη τους συγγραφείς ους συμβουλεύεται· αλλ' ο γράφων την σύγχρονόν του και αρυόμενος ως επί το πλείστον την ύλην εκ στόματος χιλιάδων αυτοπτών πώς δύναται να τηρήση τον κανόνα τούτον;
Προθέμενος ο Κ. Κοτσιάς να διορθώση σφάλματα άλλων πίπτει αυτός εις τρανά σφάλματα. Ο Κ. Τρικούπης, λέγει, ήλθεν εις την Ελλάδα το 1824· αλλά πάμπολλοι των εν Αθήναις τον είδον κατά το Μακρυνόρος, όπου και συνέφαγον επί της εκεί εκστρατείας του Κ. Μαυροκορδάτου, το 1822. Εν σελίδι δε 57 λέγει, ότι, εν ώ ο Σαχτούρης απαριθμεί 40 πλοία φορτηγά του εχθρού, ο Τρικούπης τα μεταποιεί εις 60, λέγων ότι «ήσαν 40, εν οις και 20 σακολέβαι»· ώστε η πρόθεσις εν, κατά τον Κ. Κοτσιάν, σημαίνει ενταύθα συν!
Παραλείποντες δε χάριν συντομίας πολλά άλλα, λέγομεν, προς χαρακτηρισμόν της επικρίσεως, ότι αναγκαία και διδακτική είναι η επίκρισις παντός συγγράμματος γινομένη απαθώς, επιστημόνως, εν πνεύματι φιλαληθείας, καλής πίστεως και μετ' ευσχημοσύνης· αλλ' η ανά χείρας αμοιροί ατυχώς παντός τοιούτου χαρακτηριστικού· μεμπτή δε ως τοιαύτη, καθίσταται μεμπτοτέρα και ως αγενώς προθεμένη, δι' ων μερών του συγγράμματος αποσιωπά ή διαστρέφει, να διαταράξη και διεγείρη κατά του συγγραφέως αδίκως και παραλόγως ολόκληρον κοινότητα, διότι δεν εμνημόνευσεν εν τη ιστορία του, ως ο ίδιος Κ. Κοτσιάς ομολογεί εν σελίδι 75, τινός των συγγενών του, και δεν υπερεπήνεσέ τινας των φίλων του, μη συλλογισθείς ότι η ιστορία ούτε ονοματολόγιον είναι, ούτε λόγος πανηγυρικός.
Επηνέθη και επαινείται το σύγγραμμα του Κ. Τρικούπη υπό των σοφών Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Αμερικής ομοθυμαδόν διά την αμεροληψίαν του, την ιστορικήν του οικονομίαν και την γραφικήν του αξίαν. Καθ' ην ώραν γράφομεν, έχομεν υπ' όψιν δύο διατριβάς περί του συγγράματος τούτου προ ολίγων εβδομάδων εκδοθείσας, την μεν εν τη εφημερίδι των σοφών (Journal des Savans), την δε εν τη των συζητήσεων (des débats), λίαν επαινετικάς. Σύγγραμμα υπό τοιούτων και τοσούτον ευφημούμενον μυκτηρίζει βεβαίως τας προσβολάς ανθρώπου εμπαθώς προς τον συγγραφέα ως παριδόντα τους συγγενείς του διακειμένου, ατελή γνώσιν των πραγμάτων εκ μονομερείας έχοντος, την δόξαν των μεγάλων της Ύδρας αγωνιστών φθονούντος και ουδ' αυτήν την κοινήν σημασίαν των προθέσεων γινώσκοντος.»
(ε.)
Το πλοίον τούτο (the Flora of London) εστάλη εις το Καστρί όπου έδρευεν η κυβέρνησις. Συνελήφθη μετ' ολίγας ημέρας έξωθεν των Σπετσών και άλλο αγγλικόν ερχόμενον και αυτό εκ Σμύρνης (Malvina). Τα δύο ταύτα πλοία εκρατήθησαν και εξεφορτώθησαν εις χρήσιν των Ελλήνων· αλλ' επί τη απαιτήσει του Άγγλου μοιράρχου, Χαμιλτώνος, λόγω ότι δεν ανεγνωρίζοντο οι αποκλεισμοί, και τα πλοία απελάθησαν, και τα φορτία επληρώθησαν, και αποζημιώσεις εδόθησαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'.
(α.)
Εκείναις ταις ημέραις κατέπλευσαν εις Πειραιά δύο γαλλικά πολεμικά πλοία εις παραλαβήν Τούρκων τινών εκ των καταφυγόντων εις τα προξενεία και του διοικητού των Αθηνών· αλλ' ο λαός ηναντιώθη εις την απόλυσίν τινων εξ αυτών. Οι Γάλλοί ηναγκάσθησαν ν' αποβιβάσωσι στρατιώτας και κανόνια εις υπεράσπισίν των, και ούτως οι κρατούμενοι απελύθησαν διά νυκτός συνεργεία και του Οδυσσέως και των εφόρων.
(β.)
Συνελήφθησαν εν Πέτρα και εστάλησαν προς τον Οδυσσέα, διατρίβοντα έτι εν Αθήναις, τρεις ως φέροντες γράμματα των εν Χαλκίδι προς τους εν Ζητουνίω Τούρκους. Εξ αυτών ο μεν ήτο Μωαμεθανός, οι δε δύο Έλληνες, εξ ών ο είς παπάς. Ο Οδυσσεύς εθανάτωσεν αυτεξουσίως και ανεξετάστως και τους τρεις, τους μεν δύο κρεμάσας, τον δε παπάν κτίσας όρθιον.
(γ.)
Ο Σαρής απήχθη εις Λάρισσαν, όπου και εφυλακίσθη· αλλ' επί τω θανάτω του Χουρσήδη συνέβη ταραχή εν εκείνη τη πόλει, ηνοίχθησαν αι φυλακαί, έφυγεν, αν και σιδηροδέσμιος, και την 20 Δεκεμβρίου εξεφανερώθη εν μέσω των Αθηναίων.
(δ.)
Ιδού τι έγραφεν ο Οδυσσεύς τω Δυοβουνιώτη και Διαμαντή περί της φυγής των εχθρών την 22 νοεμβρίου.
«Μάθετε ότι τους Τούρκους εγώ με τουφέκι και το περισσότερον με ταις ψευτιαίς και με την δύναμιν του Θεού τους εκυνήγησα και παν κατά διαβόλου εις το Ζητούνι». . . . .
(ε.)
Ο νεκρός του Χουρσήδη εξετάφη μετά ταύτα, απεκόπη η κεφαλή του και απεκομίσθη επί αργυρού πίνακος εις τον σουλτάνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ'.
(α.)
Ο Κύριος Σάθας εν τω περί τουρκοκρατουμένης Ελλάδος συγγράμματί του εκδ. εν έτει 1867 λέγει ότι ο Ιταλός Παρούτας Storia della guerra di Cipro μνείαν ποιείται του Μεσολογγίου επί της εν Ναυπάκτω ναυμαχίας. Ιδού τι λέγει περί τούτου ταυτολεξεί ο ρηθείς ιστοριογράφος σύγχρονος της ναυμαχίας· incaminandosi tutti (l' armata . . . nell' uscire fuori de'scogli de' Curzolari &sopra la punta delle peschiere dette da Greci Mesolongi& fu dalla galea reale di Don Giovani scoperta l' armata nemica . . . . ουδέν λέγει περί κατοικουμένης παρά τοις ιχθυοτροφείοις χώρας· Δύναται δέ τις να συμπεράνη ότι εκ της ονομασίας των ιχθυοτροφείων έλαβεν ίσως το όνομα η μεταγενεστέρα πόλις.
(β.)
Εντεύθεν ίσως ορμώμενος ο Μελέτιος ηθέλησε δήθεν επί το Ελληνικώτερον να καλέση την πόλιν Μεσολόγιον.
(γ.)
Πλεκτάς καλύβας ονομάζει τας των αλιέων ο Θεόκριτος (όρα ειδύλλιον «αλιείς»), τας περιγράφει δε ούτως·
« Ιχθύος αγρευτήρες ομώς δύο κείντο γέροντες, στρωσάμενοι βρύον αύον υπό πλεκταίς καλύβαισι, κεκλιμένοι τοίχω τω φυλλίνω . . . .»
(δ.)
Αι τουφεκολόγχαι αύται ήσαν αι των τουφεκίων, άτινα έφερεν εις Μεσολόγγι ο Μαυροκορδάτος επί του εκεί εκ της αλλοδαπής κατάπλου του· έκειντο δε ως άχρηστοι, αποποιουμένων των μη τακτικών την κατά τοις τακτικοίς συνήθη χρήσιν αυτών· τον αυτόν καιρόν απεβιβάσθησαν εις Μεσολόγγι και τα περί ων ο λόγος ευρωπαϊκά τύμπανα.
(ε.)
Το πλοίον τούτο είναι το αναφερόμενον εν ταις σημειώσεσι του ΛΖ κεφαλαίου υπό στοιχείον β'.
(ζ.)
Ο Λόντος, επί σκοπώ να κτυπήση έξωθεν τους πολιορκούντας το Μεσολόγγι, διεβίβασεν ικανάς δυνάμεις εκ Βοστίτσης εις Τριζώνια και επροχώρησε μέχρι της Γαβαλούς· αλλά διά τας επικρατούσας τότε διαιρέσεις και ζηλοτυπίας των οπλαρχηγών εκείνου του μέρους, επανήλθεν άπρακτος εις Πελοπόννησον, και εισήλθεν εκείθεν εις Μεσολόγγι.
(η.)
Ο τότε άγνωστος άνθρωπος εγνώσθη μετά ταύτα. Ήτον Ιωαννίτης και ωνομάζετο Γιάννης Γούναρης· ηκολούθει δε τον Βρυώνην ως κυνηγός του και συνείθιζε να κυνηγά ανυπόπτως προς τα άκρα της λίμνης θαλασσοπούλια. Ο Βρυώνης έμαθεν ότι ούτος ανεκάλυψε το μυστικόν, και μη δυνηθείς να τον συλλάβη φοβηθέντα και μείναντα εν Μεσολογγίω μετά την αποτυχίαν των Τούρκων, έσφαξεν επί της εις Άρταν επανόδου του, επί τη επιμόνω απαιτήσει των συνεκστρατευσάντων και παθόντων, την εκεί γυναίκα και τα παιδία του. Ο άνθρωπος ούτος έγεινε, μετά την σφαγήν των φιλτάτων του, μοναχός, και διά της ελεημοσύνης των Χριστιανών ανεκαίνισε την επί της μεταξύ Μεσολογγίου και Βραχωρίου Κλεισούρας εκκλησίαν της Θεοτόκου της Ελεούσης, και εκεί ετελείωσε τας ημέρας του, δίδων νερόν τοις διαβάταις και διά των μικρών δωρημάτων αυτών ποριζόμενος τα προς το ζην.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ.