.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ο πίνακας παραρομάτων έχει ληφθεί υπόψη. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΠΛΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (ή περί Έρωτος)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΝΙΚ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ 1912
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
I. Ανάλυσις του διαλόγου.
Εις συμπόσιον δοθέν υπό του Αγάθωνος την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ενίκησε με την πρώτην αυτού τραγωδίαν, συνδαιτυμόνες μεταξύ των άλλων είνε ο Σωκράτης, ο Φαίδρος, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας και ο Αριστοφάνης. Επειδή δε και την προτεραίαν οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν μαζί εορτάζοντες την νίκην, ως εκ τούτου δε διετέλουν ακόμη υπό τους ατμούς του οίνου ο οποίος είχε ρεύσει άφθονος, αποφασίζεται, κατά πρότασιν του ιατρού Ερυξιμάχου, να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην, ν' αποπεμφθή η αυλητρίς και να ληφθή ως θέμα ομιλίας ο Έρως, του οποίου καθένας με την σειράν θα έπλεκε το εγκώμιον. Ο Σωκράτης δεν έχει καμμίαν αντίρρησιν εις την απόφασιν αυτήν, τόσω μάλλον καθ' όσον αυτός τίποτε άλλο δεν γνωρίζει ειμή τα ερωτικά.
Και έτσι ο Πλάτων εισέρχεται εις το θέμα του.
Σημειωτέον ότι κατά τεχνοτροπίαν όχι ασυνήθη εις τον Πλάτωνα, τα πρόσωπα ταύτα δεν εισάγονται απ' ευθείας διαλεγόμενα, αλλά τα περί του Συμποσίου και των κατ' αυτό λεχθέντων διηγείται, μετά πάροδον χρόνου μακρού, προς φίλους του ο Αθηναίος Απολλόδωρος, ο οποίος πάλιν δεν παρευρέθη ο ίδιος εις το Συμπόσιον, αλλά τα ήκουσε μεν προ καιρού παρά τινος Αριστοδήμου παρευρεθέντος, τα ενθυμείται όμως καλά, διότι προσφάτως είχε λάβει αφορμήν να τα διηγηθή εις κάποιον άλλον φίλον του. Εις τρόπον ώστε τα κυρίως πρόσωπα του διαλόγου είνε δύο, ο Απολλόδωρος ούτος και ένας από τους φίλους εις τους οποίους τα διηγείται, μη ονομαζόμενος.
***
Κατά την αφήγησιν λοιπόν αυτήν, πρώτος ομιλεί περί του Έρωτος ο Φαίδρος, έπειτα ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης, ο Αγάθων. Τελευταίος εις την σειράν έρχεται ο Σωκράτης.
Καθένας από τους πρώτους παρουσιάζει κάποιαν μονομερή φιλοσοφικήν αντίληψιν. Βεβαίως δι' όλας αυτάς τας πνευματικάς υπεροχάς ο Έρως δεν είνε απλώς το κτηνώδες αίσθημα του κοινού όχλου. Είνε κάτι περισσότερον τούτου. Αλλά τι; Όλοι φαίνονται προσπαθούντες να υψωθούν έως εις ένα σημείον υψηλοτέρας αντιλήψεως. Η πλουσία ελληνική μυθολογία τους βοηθεί εις τούτο με περισσήν πολυτέλειαν. Τίποτε εν τούτοις το άρτιον, το συστηματικόν, το συνθετικόν δεν βλέπει κανείς. Εις τους λόγους των ο Έρως φαίνεται ωσάν να έχασε μέρος από τα πτερά του και είνε ανίκανος να πετάξη εις πολύ μεγάλα ύψη μαζί των. Χελώνη βεβαίως δεν είνε. Αλλ' ούτε αετός.
Ο Πλάτων, ο οποίος είνε ο ανυπέρβλητος αριστοτέχνης εις την διαγραφήν των χαρακτήρων, έχει διά τον καθένα ιδιαίτερον τρόπον σκέψεως, αντιλήψεως, διατυπώσεως, σύμφωνον προς τον χαρακτήρα και την ειδικότητα του ομιλούντος.
Διά τον νεαρόν Φαίδρον ο Έρως είνε ο πρεσβύτατος των θεών, διότι γονείς αυτού δεν αναφέρονται από κανένα ούτε ποιητήν ούτε πεζόν, πρόξενος δε μεγίστων αγαθών εις τους ανθρώπους, ως εμπνέων αισθήματα ευγενή, την αισχύνην διά τα αισχρά, την φιλοτιμίαν προς τα καλά, την αυταπάρνησιν και την αυτοθυσίαν υπέρ του αγαπωμένου. Υπό το κράνος αυτού η Άλκηστις προσφέρεται ν' αποθάνη υπέρ του ανδρός της, ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου. Εις τρόπον ώστε ιδεώδης τύπος μιας πολιτείας ή ενός στρατοπέδου θα ήτο ν' αποτελήται από εραστάς και αγαπωμένους.
Με τον Παυσανίαν, ο οποίος ομιλεί κατόπιν, γίνεται ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Έρως είνε διπλούς, διότι και Αφροδίται δύο υπάρχουν· η Ουρανία και η Πάνδημος. Αφού λοιπόν ο Έρως είναι ακόλουθος της Αφροδίτης, πρέπει και εις αυτόν κατ' ανάγκην να διακρίνωμεν τον Πάνδημον από τον Ουράνιον. Ο πρώτος είνε ο Έρως των φαύλων ανθρώπων ο αποβλέπων εις τα σώματα μάλλον των αγαπωμένων, γυναικών ή νέων, ενώ ο δεύτερος αποβλέπει εις το ηθικόν και επομένως αντικείμενον έχει το άρρεν, το φύσει ρωμαλεώτερον και μάλλον νουν έχον.
Ο ιατρός Ερυξίμαχος ανοίγει ορίζοντας ευρυτέρους. Αποδεχόμενος την διάκρισιν του Παυσανίου, ευρίσκει τον Έρωτα όχι μόνον εις τους ανθρώπους και τα ζώα και τα φυτά, αλλά και εις πολλά άλλα πράγματα υπάρχοντα ως αρμονίαν των εναντίων. Εν πρώτοις εις την τέχνην του, εις την ιατρικήν δηλαδή· διότι η ιατρική, κατά τον ορισμόν τον οποίον δίδει, είνε επιστήμη των του σώματος ερωτικών ορμών προς πλησμονήν και κένωσιν, και ο καλύτερος ιατρός είναι ο δυνάμενος να διαγνώση εις αυτάς τον καλόν και τον αισχρόν έρωτα και έχων την επιτηδειότητα να καταστήση φίλα και αγαπώμενα αμοιβαίως τα εχθρικώτατα μέσα εις το σώμα διακείμενα, δηλαδή το ψυχρόν και το θερμόν, το ξηρόν και το υγρόν και όσα άλλα τοιαύτα. Έπειτα εις την μουσικήν, η οποία είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν διότι αρμονία είνε η συνδιαλλαγή του βαρέος και του οξέος τόνου, όπως ρυθμός είνε η συμφωνία του ταχέος και βραδέος. Εις την σύστασιν των ωρών του έτους επίσης, εις τας οποίας ο κόσμιος έρως συνίσταται εις σώφρονα συγκερασμόν των στοιχείων που ανέφερεν ήδη, του θερμού και ψυχρού, του υγρού και ξηρού. Η μαντική ακόμη και αι θυσίαι, τα μέσα αυτά διά των οποίων ο άνθρωπος έρχεται εις επικοινωνίαν με το θείον, δεν έχουν άλλον σκοπόν ειμή την διατήρησιν και θεραπείαν του κοσμίου έρωτος. Ο Έρως λοιπόν υπάρχει παντού, κόσμιος και ευεργετικός εις ανθρώπους και ζώα και φυτά όταν υπάρχη αρμονική συνδιαλλαγή των στοιχείων, αισχρός και ολέθριος όταν επικρατή εις αυτά η ακολασία. Τοιουτοτρόπως διά του Ερυξιμάχου ο Έρως, από του ψυχολογικού επιπέδου εις το οποίον εφαίνετο τείνων να περιορισθή μέχρις αυτού, ευρύνεται τόρα πολύ, τείνει, μέσα εις κάποιον ημίφως μυστικοπαθείας τρόπον τινά, όπου ο ακροατής παύει να βλέπη καθαρά τα πράγματα και, μόλις διακρίνει σκιάς παρασυρομένας εις ένα ακατανόητον χορόν ερωτικής μέθης, να περιλάβη ολόκληρον τον φυσικόν και τον ηθικόν κόσμον.
Με τον Αριστοφάνη γίνεται φως ιλαρόν. Αι σκιαί διαλύονται τόρα· και διαλύονται με τον τρόπον ακριβώς που οι εξορκισταί του μεσαιώνος μεταχειρίζονται διά ν' αποδιώξουν τα φαντάσματα με ολίγον αλάτι δηλαδή, με το περίφημον αττικόν άλας το οποίον τόσον αφειδώς εσκόρπισεν εις τα έργα του ο μέγας της αρχαιότητος κωμικός. Ο Αριστοφάνης, πριν εισέλθη εις το θέμα του, σχετίζει την θεωρίαν του Ερυξιμάχου μ' ένα πτάρνισμά του, διά του οποίου, κατά συμβουλήν του τελευταίου τούτου, θεραπεύει τον λόξυγκα από τον οποίον είχε καταληφθή, και εκφράζει την απορίαν του πώς οι ψόφοι και οι γαργαλισμοί ενός πταρνίσματος συνετέλεσαν ώστε ν' αποκατασταθή ο κόσμιος έρως μέσα εις τον οργανισμόν του. Και κατόπιν διηγείται ένα χαριέστατον μύθον. Εις τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι δεν ήσαν όπως οι σημερινοί. Εν πρώτοις τα γένη δεν ήσαν δύο, αλλά τρία, διότι υπήρχε κ' ένα τρίτον γένος εξ ανδρός και γυναικός συγκείμενον και διά τούτο ανδρόγυνον καλούμενον. Έπειτα δε και όλοι γενικώς οι άνθρωποι ήσαν διπλοί, δύο άνδρες μαζί, δύο γυναίκες μαζί, ένας άνδρας με μίαν γυναίκα, ηνωμένοι εις ένα σώμα με μίαν κεφαλήν, πρόσωπα δυο αντιθέτως βλέποντα, χείρας τέσσαρας και πόδας ισαρίθμους. Και ήσαν φοβεροί εις ρώμην οι άνθρωποι αυτοί, και διά τούτο ετόλμησαν να τα βάλουν και με τους θεούς ακόμη. Τότε ο Ζευς οργισθείς διά την αυθάδειάν των, αλλά και μη θέλων να εξαφανίση τελείως το ανθρώπινον γένος, απεφάσισε, διά να τους καταστήση ασθενεστέρους, να τους διαχωρίση εις δύο. Τοιουτοτρόπως κάθε άνθρωπος τόρα είνε μια τσέτουλα ανθρώπου κομμένου εις δύο· και επειδή τείνει να επανέλθη εις την αρχικήν του φύσιν την διπλήν, εγεννήθη ο Έρως. Ο Έρως λοιπόν δεν είνε τίποτε άλλο παρά η αναζήτησις του ημίσεως. Εάν δε η αρχαία εκείνη φύσις του ανθρώπου είνε η αρίστη, εκείνο που μας πλησιάζει περισσότερον προς αυτήν είνε επίσης το άριστον.
Δεν μένει πλέον, εξαιρουμένου του Σωκράτους, παρά ο Αγάθων, τραγικός ποιητής τρυφερός και κομψοεπής, αλλ' αερολόγος οπωσδήποτε, του οποίου δεν διεσώθη μεν κανέν έργον μέχρις ημών, πλην του τίτλου ενός πρωτοτύπου, φαίνεται, εις το είδος του δράματος επιγραφομένου Άνθος, αλλ' εάν κρίνωμεν εκ της εικόνος πού μας δίδει, περί αυτού ο Πλάτων, η ζημία δεν είνε πολύ μεγάλη. Φαίνεται μάλιστα ότι και κατά το σώμα ήτο τρυφερός την όψιν και θηλυπρεπής, αν κρίνωμεν από τας Θεσμοφοριαζούσας του Αριστοφάνους, εις τας οποίας παριστάνεται ο Ευριπίδης προτείνων εις αυτόν να ενδυθή γυναικεία φορέματα, με τα οποία να διαλάθη τας βουλευομένας θάνατον κατ' αυτού γυναίκας και χρησιμεύση πλησίον αυτών ως συνήγορός του. Ο Αγάθων λοιπόν ευρίσκει ένα κενόν εις τους λόγους των άλλων. Όλοι περιωρίσθησαν να καλοτυχίζουν τους ανθρώπους διά τα αγαθά των οποίων αίτιος είνε ο Έρως· τι πράγμα δε είνε εκείνος ο οποίος εδώρησε τα αγαθά αυτά, δεν είπε κανείς. Την έλλειψιν αυτήν θα την αναπληρώση αυτός. Λοιπόν ο Έρως είνε ο ευδαιμονέστατος των θεών, διότι είνε ο ωραιότατος. Και είνε ωραιότατος, διότι πρώτον είνε νεώτατος και πάντοτε νέος, αντιθέτως προς όσα είπεν ο Φαίδρος, όστις τον θέλει τον πρεσβύτατον των θεών· απόδειξις δε της νεότητός του είνε ότι αποφεύγει το γήρας· έπειτα είνε απαλώτατος και λεπτότατος, διότι την οίκησιν αυτού εγκαθιστά μέσα εις τα ήθη και τας ψυχάς θεών και ανθρώπων. Δίκαιος προς τούτοις, διότι η βία είνε ξένη προς τον Έρωτα και μόνον θεληματικώς δουλεύει καθένας προς αυτόν. Είνε σώφρων, ανδρείος, αφού κρατεί υπό την εξουσίαν του τον ανδρειότατον όλων, τον Άρην, σοφός, αφού έχει την δύναμιν να μεταβάλλη τους άλλους εις ποιητάς και τεχνίτας. Και ο Αγάθων τελειώνει εις ένα ρητορικόν λυρισμόν με ηχηράς λέξεις και φράσεις.
***
Τελευταίος μένει ο Σωκράτης, εις τα λεγόμενα δε αυτού ακριβώς πρέπει να ζητηθή η Πλατωνική περί του Έρωτος θεωρία. Ζητεί εν πρώτοις την άδειαν ν' απευθύνη ολίγας ερωτήσεις εις τον Αγάθωνα, τον οποίον αναγκάζει να ομολογήση ότι ο Έρως δεν είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός, διά τον απλούστατον λόγον ότι ποθεί το ωραίον και μαζί με αυτό και τα αγαθά, τα οποία είνε επίσης ωραία· δεν ποθεί δε κανείς παρά εκείνο του οποίου στερείται. Επομένως ο Έρως στερείται και δεν έχει κάλλος. Και ο Σωκράτης αφίνει εδώ τον Αγάθωνα, ομολογούντα ότι, δεν ημπορεί να τα βάλη μαζί, του, διά να εκθέση όσα περί του Έρωτος εδιδάχθη από μίαν σοφήν ξένην, την εκ Μαντινείας Διοτίμαν. Αποτελεί ίσως τούτο σιωπηράν διαμαρτυρίαν διά την μέχρι της στιγμής εκείνης παραγνώρισιν της σημασίας της γυναικός επί τοιούτου θέματος.
Λοιπόν κατά την Διοτίμαν αυτήν ο Έρως δεν είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός, όπως απεδείχθη ήδη. Έπεται εκ τούτου ότι ο Έρως είνε άσχημος και κακός; Καθόλου, αφού υπάρχει και μέσον τι μεταξύ ωραιότητος και ασχημίας, μεταξύ αγαθότητος και κακίας.
Ουδέ καν θεός είνε ο Έρως, αφού στερείται των αγαθών και των ωραίων, πράγμα το οποίον δεν ημπορεί να λεχθή διά τους θεούς. Είνε λοιπόν θνητός; Ούτε· αλλ' όπως είνε μέσον τι μεταξύ ωραιότητος και ασχημίας, κατά τον αυτόν τρόπον είνε μέσον τι μεταξύ θνητού και αθανάτου. Με άλλας λέξεις ο Έρως είνε δαίμων μέγας, διότι παν δαιμόνιον είνε μέσον τι μεταξύ θεού και θνητού, μέσον διά του οποίου συμπληρώνεται το μεταξύ κενόν, εις τρόπον ώστε το σύμπαν αυτό συνδέεται προς εαυτό τοιουτοτρόπως, και διά του οποίου ο άνθρωπος επικοινωνεί με το θείον.
Είνε δε ο Έρως του Πόρου και της Πενίας υιός, δηλαδή θεού και θνητής. Εντεύθεν εξηγείται και η φύσις αυτού. Από την μητέρα του έχει σύντροφον παντοτεινόν την ένδειαν, και αντί ωραίος και απαλός, είνε, εξ εναντίας, ξηρός και ταλαιπωρημένος και ανυπόδητος και άστεγος, μικρός και ταπεινός ων πάντοτε και μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι. Ως εκ του πατρός του δε πάλιν, είνε ανδρείος, άφοβος, ορμητικός, επινοητικώτατος δε, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής, αποβλέπων πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά και φιλοσοφών διά παντός του βίου.
Εις ολίγας λέξεις, έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν το αγαθόν διά παντός, το διακρίνον δε αυτόν πάσης άλλης επιθυμίας του αγαθού, ήτις άλλως είνε κοινή εις όλους τους ανθρώπους, είνε τούτο, ότι δι' αυτού επιδιώκει τις να γεννήση, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον. Αιτία δε τούτου είνε ότι η θνητή φύσις ζητεί κατά το δυνατόν την διακόνισιν και την αθανασίαν, διότι ο πόθος του αγαθού συνυπάρχει αναγκαίως μετά του πόθου της αθανασίας, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά παντός. Και τούτο μόνον διά της γεννήσεως είνε δυνατόν να το επιτύχη, καθόσον δι' αυτής καταλείπει άλλο νέον αντί του παλαιού. Ακολουθία τούτου είνε ότι οι μεν κατά τα σώματα εγκύμονες όντες τρέπονται προς τας γυναίκας, διά παιδογονίας αθανασίαν και μνήμην και ευδαιμονίαν, όπως νομίζουν, ποριζόμενοι διά τον έπειτα χρόνον πάντα· οι δε κατά τας ψυχάς, προς όσα αρμόζουν εις της ψυχής τας συλλήψεις και τα γεννήματα, προτιμώντες μεν και ούτοι, ως κυοφορούντες, τα ωραία σώματα από τα άσχημα, αλλ' επιδιώκοντες προ παντός το ψυχικόν κάλλος, μέσα εις το οποίον, όταν το εύρουν, θα γεννήσουν όσα εγκυμονούν, γινόμενοι αμέσως εύγλωττοι εις λόγους περί αρετής προς τον άνθρωπον τούτον και επιχειρούντες να τον διδάξουν.
Έως εδώ τα ερωτικά αποτελούν απλήν προπαρασκευήν διά να χωρήση τις προς τον τελικόν σκοπόν, όστις είνε η διά του έρωτος εξύψωσις του ανθρώπου μέχρι του θείου και όστις αποτελεί την ουσίαν της περί έρωτος πλατωνικής θεωρίας.
Η εξύψωσις αυτή γίνεται δι' αναβάσεως τρόπον τινά από βαθμίδος εις βαθμίδα, αρχής γινομένης εκ των κάτω. Πρώτην δε βαθμίδα αποτελεί η προσήλωσις προς ένα μόνον ωραίον σώμα. Αφού γεννήση τις ενταύθα λόγους καλούς και εννοήση ότι το εις ένα οιονδήποτε σώμα υπάρχον κάλλος είνε αδελφόν του εις άλλο σώμα υπάρχοντος, αναβαίνει εις τα δύο σώματα και από τούτων εις όλα τα ωραία σώματα. Έπειτα από των ωραίων σωμάτων αναβαίνει εις το ψυχικόν κάλλος, αρκούμενος εις αυτό και αυτό μόνον επιζητών, από τούτον δε, αφού αντιληφθή ότι το ωραίον είνε παντού το αυτό, προχωρεί εις τα ωραία έργα και από τούτων εις την ωραιότητα της μαθήσεως, έως ότου από μαθήσεως εις μάθησιν καταλήξη εις την γνώσιν αυτού του απολύτου καλού, του αναλλοιώτου και αιωνίου, του απηλλαγμένου από ανθρωπίνας σάρκας και χρώματα και την άλλην περισσήν ματαιότητα της ανθρωπίνης φύσεως, αυτού δηλαδή του θείου κάλλους του μοναδικού εις το είδος του.
Μόνον ο φθάσας μέχρι του τέλους αυτού ημπορεί να γεννήση όχι είδωλα αρετής, ως ερχόμενος εις συνάφειαν όχι με είδωλον, αλλ' αληθινήν αρετήν, ως ερχόμενος εις συνάφειαν με το αληθές.
***
Εδώ φαίνεται λήγον το θέμα του διαλόγου και επιπολαίως κρίνων τις θα ενόμιζεν ότι τα παρακάτω αποτελούν προσθήκην έξω του θέματος. Δεν έχει όμως ούτω το πράγμα. Εξ εναντίας, ο διάλογος δεν θα ήτον πλήρης, εάν ετελείωνεν εδώ. Διότι δεν ήρκει να εκτεθή μία τόσον αλλόκοτος διά τον αμύητον θεωρία περί έρωτος, αλλ' έπρεπε να προστεθή και οποίον απεργάζεται τον άνθρωπον ο πλατωνικός αυτός έρως.
Και ιδού εισβάλλει μεθυσμένος ο Αλκιβιάδης, υποβασταζόμενος από μίαν αυλητρίδα και από άλλους φίλους των οργίων του.
Τον άνθρωπον αυτόν η μοίρα εμοίρανε με ό,τι δύναται θνητός να ποθήση εις τον κόσμον αυτόν· κάλλος τοιούτον, ώστε ο Ξενοφών να λέγη περί αυτού ότι ήτον αδύνατον να του αντισταθή και η σεμνοτέρα των γυναικών· γένος περίλαμπρον — Αιακίδης εκ πατρός, Αλκμαιωνίδης εκ μητρός· πλούτον, επαυξηθέντα κατόπιν διά γενναίας προικός· σωματικήν διάπλασιν και ρώμην τοιαύτην, ώστε να του είνε εύκολος πάσα δίαιτα, από της Σπαρτιατικής σκληραγωγίας μέχρι της Περσικής τρυφηλότητος και πολυτελείας· ευφυίαν και ευστροφίαν πνεύματος, την οποίαν μετεχειρίσθη εις κορεσμόν της αχαλινώτου φιλοδοξίας του και εις καταστροφήν της πατρίδος του, εξωθήσας τους πρέσβεις των Λακεδαιμονίων εις την διάπραξιν της μοναδικής εκείνης εις την διπλωματικών ιστορίαν του κόσμου αστοχίας, άλλα να ειπούν εις την βουλήν και άλλα εις την εκκλησίαν του δήμου· ανδρείαν, της οποίας δείγματα έδωκεν από της πρώτης αυτού νεότητος, διακριθείς κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, ουδέποτε δε νικηθείς ως στρατηγός. Αλλά μαζί με τα χαρίσματα αυτά, ωσάν να μετενόησε διά το έργον της, τον επροίκισε με περισσήν αναισχυντίαν, της οποίας ενωρίτατα επίσης έδωκε δείγμα, όταν, μαθών ότι ο μέγας Περικλής, ο και κηδεμών του, δεν ηυκαίρει να τον δεχθή διότι εσκέπτετο πώς να δώση λόγον εις τους Αθηναίους, είπε: «Και δεν σκέπτεται καλύτερα πώς να μη δώση λόγον;»
Ο αναίσχυντος λοιπόν αυτός άνθρωπος είνε ο μόνος κατάλληλος διά να δειχθή με την ζωηροτέραν αντίθεσιν ο χαρακτήρ του Σωκράτους. Είνε δε προς τούτοις και μεθυσμένος, διά να ειπή όλην την αλήθειαν, με όλην την ωμότητα του γυμνού. Και έτσι η μεγάλη, η υπεράνθρωπος, η αληθώς θεοείκελος εκείνη μορφή του μεγάλου της αρχαιότητος φιλοσόφου, όστις, όπως έλεγε, δεν εγνώριζε τίποτε άλλο από τα ερωτικά, ευρίσκει εις το στόμα του Αλκιβιάδου τον ακούσιον τρόπον τινα υμνητήν της. Χωρίς άλλο την εικόνα αυτήν του Σωκράτους είχεν υπ' όψιν, πολλούς αιώνας βραδύτερον, ο Χριστιανός Έρασμος, όταν ανεφώνει εν κατανύξει:
— Άγιε Σωκράτη, προσευχήσου υπέρ ημών.
Μετά το εγκώμιον του Σωκράτους υπό του Αλκιβιάδου εισελαύνει όμιλος κωμαστών και η μέχρι της στιγμής εκείνης κρατήσασα εις το συμπόσιον τάξις και ευκοσμία πνίγεται μέσα εις όργια μέθης, υπό τους ατμούς της οποίας οι συμπόται υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον και ή ανεχώρησαν πλέον ή απεκοιμήθησαν. Οι μόνοι, εκτός του Σωκράτους, αντέχοντες ακόμη, ο Αριστοφάνης και ο Αγάθων, νυστάζουν τόρα και αυτοί και επί τέλους αποκοιμώνται. Εν τω μεταξύ ο ήλιος ανατέλλει, το φως των λύχνων ωχριά, και μόνον ανέσπερον εν μέσω τόσων ηθικών συντριμμάτων εξακολουθεί να λάμπη μέχρι τέλους του Συμποσίου το φως της μεγαλοφυίας του Σωκράτους.
ΙΙ
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ
Ας το είπωμεν ευθύς εξ αρχής. Ο έρως αποτελεί μέρος ολοκληρωτικόν του όλου συστήματος της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Δεν είνε τι ανεξάρτητον του όλου συστήματος, μία βιολογική τρόπον τινα παρένθεσις μέσα εις αυτό, αλλά συνάπτεται στενώτατα με όλας τας κυριαρχούσας εις τούτο θεμελιώδεις ιδέας, είνε η κλεις, αν θέλετε, η ανοίγουσα την θύραν εις ό,τι έχει σκοτεινότερον και μυστηριωδέστερον η Πλατωνική φιλοσοφία. Αφηρέσατε απ' αυτής τον έρωτα; Είνε ως να εσβύσατε το φως. Δεν απομένει πλέον παρά ένα σύνολον αυθαίρετον με πολλά χάσματα. Και τωόντι τοιαύτα χάσματα διέκριναν σοβαρώτατοι μελετηταί της Πλατωνικής φιλοσοφίας, τα οποία και έσπευσαν να επικρίνουν με την ευκολίαν εκείνην με την οποίαν επικρίνεται συνήθως το έργον των μεγάλων.
Θ' αρκεσθώμεν εδώ εις ένα μόνον παράδειγμα, διότι η εξέτασις της ως άνω τεθείσης αρχής καθ' όλην την έκτασιν της εφαρμογής αυτής εις τας λεπτομερείας θα ήτον έργον ειδικής μελέτης υπερβαινούσης τα στενά όρια ενός προλόγου, όστις σκοπόν έχει να δώση εις χονδράς γραμμάς ιδέαν, όσον το δυνατόν περισσότερον εύληπτον και απηλλαγμένην από τα σκότη της μεταφυσικής, της σημασίας του έρωτος εις την πλατωνικήν φιλοσοφίαν.
Ούτως εις το ουδείς εκών κακός του Σωκράτους, όστις επρέσβευεν ότι η διάπραξις του κακού είνε αποτέλεσμα αγνοίας, λέγων, κατά τον Ξενοφώντα, «και την δικαιοσύνην και την πάσαν άλλην αρετήν σοφίαν είναι», αντετάχθη η ηθική καλουμένη ελευθερία, ως εκ της οποίας, μολονότι γνωρίζοντες το καλύτερον, είνε δυνατόν εν τούτοις να προτιμήσωμεν το χειρότερον (video meliora proboque; deteriora sequor). Κατά την ιδέαν αυτήν ο Σωκράτης, και μαζί με αυτόν ο Πλάτων, όστις πιστώς ηκολούθησε την σωκρατικήν αυτήν θεωρίαν (μολονότι ηναγκάσθη δήθεν να την μετριάση οπωσδήποτε, προσθέσας τον θυμόν),παρεγνώρισαν εντελώς την ηθικήν ελευθερίαν, και τούτο εις εποχήν κατά την οποίαν ο Ευριπίδης έθετεν εις το στόμα της Μηδείας τους στίχους:
Και μανθάνω μεν οία δραν μέλλω κακά, θυμός δε κρείσων των εμών βουλευμάτων, όσπερ μεγίστων αίτιος κακών βροτοίς.
Η αρετή είνε γνώσις, είνε επιστήμη· ιδού η βάσις της Σωκρατικής και Πλατωνικής ηθικής. Αλλ' είνε επιστήμη απορρέουσα εκ του θείου έρωτος, είνε η διά του έρωτος επίγνωσις του απολύτου καλού, και υπό την έποψιν αυτήν έρως, επιστήμη, ηθική συγχέονται ή μάλλον ταυτίζονται. Με άλλας λέξεις ο έρως ενταύθα συμπίπτει προς την θριαμβεύουσαν χάριν των θεολόγων. Και είνε μεν αληθές ότι και οι θεολόγοι άλλοτε μεν εθεώρησαν την θείαν χάριν ανίκητον και άλλοτε αντέταξαν εις αυτήν την ηθικήν ελευθερίαν, αλλ' επίσης βέβαιον είνε ότι οι εξοχώτεροι αντιπρόσωποι της ταυτίσεως του θείου έρωτος και της καθαράς επιστήμης, οι συνδυάσαντες εις την ζωήν των θεωρίαν και πράξιν, ο Σωκράτης και ο Σπινόζας, διά ν' αναφέρωμεν μόνον αυτούς, έζησαν βίον όσιον.
Ελέχθη επίσης ότι οι Αλεξανδρινοί, διά να συμβιβάσουν τον Πλάτωνα μετά του Αριστοτέλους, επενόησαν την έκστασιν. Αλλ' η έκστασις του νεοπλατωνισμού δεν είνε τίποτε άλλο παρά ο έρως εν ενεργεία τρόπον τινά, και την έκστασιν αυτήν την βλέπομεν διαρκούσαν κάποτε, κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, επί ολόκληρον εικοσιτετράωρον, κατά το οποίον ο Σωκράτης έμεινε, κατά την αφήγησιν του Αλκιβιάβου, όρθιος και ακινητών, προσηλωμένος εις κάτι.
Εκ των ανωτέρω εννοείται ποίαν σημασίαν είχεν η παροιμιώδης κατάστασης διαβεβαίωσις του Σωκράτους ότι τίποτε δεν γνωρίζει και ότι όλαι αι γνώσεις του περιορίζονται εις τα ερωτικά, εις τον έρωτα διά του οποίου και μόνου, όπως λέγει, είνε κατορθωτή η γέννησις αληθινής αρετής και όχι ειδώλων αρετής. Διά τον Σωκράτη «ο μεν περί τα τοιαύτα [τα ερωτικά ιδίως] σοφός, δαιμόνιος ανήρ, ο δε άλλο τι σοφός ων ή περί τέχνας ή χειρουργίας τινάς, βάναυσος». Ο Εκκλησιαστής βεβαίως δεν έχει διάφορον γνώμην, όταν λέγη:
«Του πονήσαι βιβλία πολλά ουκ έστι περασμός, και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός».
***
Αλλ' η λέξις έρως είνε τόσον πολυσήμαντος και τόσον ποικίλας και διαφόρους περιλαμβάνει εννοίας, ώστε ορισμός αυτού δυνάμενος να περιλάβη όλας αυτάς τας εννοίας είνε αδύνατος. Ο Βολταίρος, νομίζω, επεχείρησεν απαρίθμησιν των σημασιών αυτού αρχίσας από την ζωολογίαν και καταλήξας εις την θεολογίαν, ο δε Σπένσερ περιωρίσθη εις ανάλυσιν των στοιχείων από τα οποία αποτελείται το αίσθημα αυτό, περιέχον θαυμασμόν, στοργήν, την ευφροσύνην που προξενεί η καλλονή κλπ., ενώ ο Λειβνίτιος, κλείων τον έρωτα μέσα εις ασφυκτικώς στενόν ηθικόν κύκλον, περιορίζει αυτόν εις χαράν διά την ευτυχίαν του άλλου και εις αίσθησιν της ευτυχίας του άλλου ως ιδίας. Ο Σοπενάουερ είνε οπωσδήποτε γενικώτερος, θεωρών τον έρωτα επάνω κάτω ως ένστικτον διά του οποίου η θέλησις εκδηλώνει την αιωνιότητά της εις τα είδη.
Αλλ' όλαι αύται αι απόψεις και όσας άλλας θα ήτον δυνατόν ν' αναφέρωμεν ενταύθα, περιορίζονται εις κύκλον κατά το μάλλον ή ήττον στενόν, άλλοτε βιολογικόν, άλλοτε ηθικόν, μεταφυσικόν, ψυχολογικόν κλπ. Αυτός είνε ίσως ο λόγος διά τον οποίον και ο Πλάτων απέφυγε πάντα ορισμόν του έρωτος. Διότι το μορφήν ορισμού έχον συμπέρασμα, κατά το οποίον έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν το αγαθόν διά παντός, δεν είνε ορισμός, αφού αμέσως κατωτέρω εξετάζεται το ζήτημα, εις τι πρέπει ν' αναβλέπη η προσπάθεια των διωκόντων το αγαθόν διά να χαρακτηρισθή ως έρως. Επίσης δεν πρέπει να νομισθή ότι έρως κατά την πλατωνικήν αντίληψιν είνε γενικώς ο πόθος της αθανασίας. Διότι μη λησμονώμεν ότι του έρωτος μετέχει και το θείον, όπερ αποτελεί τον έτερον των πόλων των αναγκαίων εις γέννησιν της αληθινής αρετής, και επομένως τοιαύτη αντίληψις ήθελεν εξωθήσει τον Πλάτωνα εις ταπεινόν ανθρωπομορφισμόν αναιρούντα αυτήν την υπόστασιν του Απολύτου. Διά τούτο αρκείται απλώς να ειπή ότι ο έρως, ο έρως της θνητής φύσεως, είνε και της αθανασίας έρως.
Προ παντός όμως πρέπει να εννοηθή ότι ο Πλατωνικός έρως δεν είνε ποτέ, υπό οσονδήποτε περιωρισμένην ηθικήν έποψιν και αν εξετασθή, το απλούν στοργικόν αίσθημα, το άγονον και στείρον. Ο Πλατωνικός έρως, είτε εις τον οργανικόν κόσμον είτε εις τον ηθικόν ή μεταφυσικόν αναφέρεται, είνε δύναμις γονιμοποιός. Και διά να εννοηθή καλύτερον οπωσδήποτε η έκτασις, η σημασία, ακόμη δε και η αρχή αυτού, επιβάλλεται ευρυτέρα κάπως επισκόπησις.
***
Εις οσονδήποτε μακρυνόν παρελθόν και αν ανατρέξωμεν, θα εύρωμεν μέσα εις το χάος των κοσμογονικών μύθων, αλληγοριών, παραδόσεων, θρησκευτικών δοξασιών και συμβόλων, κυριαρχούσαν αμετάβλητον διά μέσου των αιώνων, από της πλέον σκοτεινής εποχής έως σήμερον, υπό μορφάς εξωτερικεύσεως διαφόρους, άλλοτε φωτεινάς και άλλοτε καλυπτομένας από τον ζόφον της μεταφυσικής ή της μυστικοπαθείας, την ιδέαν του Έρωτος.
Και εν πρώτοις σαφώς ευρίσκομεν εκφραζομένην την ιδέαν του ανδρογύνου της θεότητος εις την αρχαιοτάτην των θρησκειών, την Ινδικήν. Σύμβολον λατρείας εις αυτήν είνε το άνθος του λωτού εν ερμαφροδίτω αναπαραστάσει με τον Λίνγαμ (φαλλόν), το διακριτικόν σημείον της γονιμοποιού δυνάμεως του άρρενος, και τα λοιπά γεννητικά όργανα(1). Εις τους κατακλυσμούς, κατά την ινδικήν μυθολογίαν, ο λωτός λαμβάνει σχήμα λέμβου ιστιοφόρου διά να σώση το ανθρώπινον γένος από του καταποντισμού.
Εις την Αίγυπτον παρά τον Όσιριν ευρίσκομεν την Ίσιδα, εκ της συναφείας των οποίων εγεννήθη ο Ώρος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και τα τέσσαρα πολυθρύλλητα στοιχεία τα οποία τινές των παλαιοτάτων ελλήνων φιλοσόφων έθεσαν ως κοσμογονικήν αρχήν, δηλαδή το ύδωρ, το πυρ, η γη και ο αήρ, παριστάνονται ως ιδιαιτέρα χορεία θεών, κατά ζεύγη άρρενος και θήλεος έκαστον, με κεφαλήν ανθρωπίνην μεν ή βατράχου οι άρρενες θεοί, όφεως δε αι θέαιναι. Και εις μεν το ζεύγος το παριστάνον το ύδωρ ο θεός καλείται Νουν και η θεά Νουντ — το τ είνε δηλωτικόν του θηλυκού γένους — εις το παριστάνον το πυρ ο θεός καλείται Χεχ και η θεά Χεχτ, εις το ζεύγος της γης Κεκ ο θεός και Κεκτ η θεά, και τέλος το του αέρος φέρει τα ονόματα Νι και Νιτ.
Προκειμένου μάλιστα ενταύθα περί των στοιχείων ως αρχής κοσμογονικής, δεν είνε ίσως άσκοπον να προστεθή ότι ο Αριστοτέλης, ομιλών περί του Θαλού όστις ως αρχήν του παντός εθεώρει το ύδωρ, παρατηρεί ότι εις την υπόθεσιν αυτήν ωρμήθη πιθανώς «διά το πάντων τα σπέρματα την φύσιν υγράν έχειν, το δε ύδωρ αρχήν της φύσεως είναι τοις υγροίς»
Ας μη λησμονώμεν προς τούτοις ότι εις τους Αιγυπτίους η Σφιγξ, η συμβολίζουσα το αίνιγμα της ζωής, έχει μεν σώμα ταύρου, όνυχας λέοντος και μορφήν ανθρωπίνην, αλλά το στήθος της είνε στήθος γυναικός συμβολίζον τον Έρωτα, προς τούτοις δε φέρει και πτέρυγας, όπως και ο Ελληνικός Έρως.
Παρατρέχομεν τους Σίνας με το ζεύγος των Γυάγγ και Γυν και ερχόμεθα εις τους ιδικούς μας προγόνους.
Εδώ πλέον ευρισκόμεθα εις την δυσκολίαν της εκλογής εν μέσω τόσου πλούτου μύθων, παραστάσεων, αλληγοριών. Παρατρέχοντες την θεογονίαν του Ησιόδου, κατά την οποίαν εκ του Χάους εγεννήθησαν πρώτον η Γη και ο Έρως, ερχόμεθα εις την Ορφικήν θεογονίαν.
Εν πρώτοις, κατά Ορφικόν στίχον, ο Ζευς και άρσην γένετο και άμβροτος νύμφη.
Έρχεται έπειτα ο θαυμάσιος μύθος περί του Φάνητος, όστις είνε αυτός ο Έρως υπό άλλο όνομα, καλούμενος ούτω, ότι πρώτος εν αιθέρι φαντός έγεντο. Ο έρως άλλως απαντάται υπό πολλά ονόματα μέσα εις το χάος των περί αυτού μύθων. Τον ευρίσκομεν ως Φάνητα, ως Μήτιν, ως Ηρικαπαίον, ως Διόνυσον, ως Ευβουλήα, ως Ανταύγην κλπ. Ο Φάνης λοιπόν αυτός ή Φαέθων ή απλούστερον Έρως εγεννήθη πρώτος εκ του κοσμογονικού Ωού, του περικλείοντος εν σπέρματι ολόκληρον τον κόσμον, όστις εξ αυτού βαθμηδόν λαμβάνει ύπαρξιν, όπως τα πτηνά εκ των αυγών. Παρίστανον δε τον Έρωτα οι Ορφικοί ως απειρομέγεθες τρόπον τινα ζώον αποτελούν τον κόσμον ολόκληρον, με κεφαλήν μεν τον ουρανόν, πόδας την γην, οφθαλμούς τον ήλιον και την σελήνην, και κέρατα την ανατολήν και την δύσιν. Και εκ μεν των δακρύων αυτού εβλάστησε το οϊζυρόν, το δυστυχισμένον γένος των βροτών, εκ δε του γέλοντος οι αθάνατοι θεοί.
Αλλά και ολόκληρος η Διονυσιακή λατρεία, εις την οποίαν οφείλει την αρχήν της η δραματική ποίησις, εις τον έρωτα αναφέρεται, με σύμβολον τον φαλλόν, εκ τον οποίον και το έθιμον της φαλλοφορίας (2).
Θα εμακρύναμεν πολύ τον λόγον, εάν ηθέλαμεν να ενδιατρίψωμεν εις όλους τους μύθους οι οποίοι συνδέονται με την λατρείαν τον Διονύσου. Διά τούτο θα περιορισθώμεν εις τον ορφικόν εκείνον μύθον εις τον οποίον οφείλεται το μέχρις ημών διασωθέν έθιμον του μεταμφιεσμού της Αποκρέου. Κατά τον μύθον αυτόν οι Τιτάνες, χρίσαντες το πρόσωπον αυτών με γύψον διά να μη γνωρισθούν, κατώρθωσαν να πλησιάσουν τον Διόνυσον, τον οποίον ο Ζευς είχεν εγκαταστήσει βασιλέα επί του Ουρανίου θρόνου, και να τον φονεύσουν, διαμοιρασθέντες τα μέλη αυτού μεταξύ των. Η Παλλάς όμως αρπάσασα την καρδίαν αυτού την εκόμισε πάλλουσαν ακόμη εις τον Δία, όστις καταπιών αυτήν ανεγέννησε τον Διόνυσον, κατεκεραύνωσε δε τους Τιτάνας, εκ της τέφρας των οποίων εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Ώστε και εις τους ανθρώπους υπάρχει ο Διόνυσος, αλλά διαμελισμένος. Αυτός δε μετά της Κόρης μέλλουν να ελευθερώσουν, κατά τας δοξασίας των Ορφικών, τους ανθρώπους και τας ψυχάς αυτών, καθαριζομένας βαθμηδόν από παντός ρύπου, απαράλλακτα όπως εις την ινδικήν θρησκείαν ο λωτός είνε ο μέλλων να διασώση το ανθρώπινον γένος από του κλυδωνισμού των παθών, έως ότου φθάση εις την αιωνίαν μακαριότητα, εις την ποθητήν νιρβάναν.
Αποφεύγομεν να εξετάσωμεν εδώ, ως μη σχετιζόμενον αμέσως με το θέμα μας, το ζήτημα εάν η ινδική νιρβάνα είνε η πλήρης εκμηδένισις, όπως πιστεύεται γενικώς. Βέβαιον είνε μόνον ότι, όπως εις τους Ορφικούς και εις τον Πλάτωνα (3), ούτω και εις την ινδικήν θεοσοφίαν ευρίσκομεν τον έρωτα στενώς συνδεόμενον προς την μετενσάρκωσιν, αποτελούντα τον αΐδιον και αναλλοίωτον νόμον της κάρμας, όστις διέπει τας διαδοχικάς μέχρι της οριστικής τελειώσεως μετενσαρκώσεις του ανθρώπου, συντελούντα δηλαδή, κατά τους καββαλιστάς, εις τον σχηματισμόν του φλοιού, του υλικού τρόπου τινα αυτού σκηνώματος της ψυχής μετά θάνατον, το οποίον αντιστοιχεί προς το φθαρτόν σώμα της εν τη γη ζωής και εκ του οποίου κρίνεται η τύχη της αμέσως επομένης μετενσαρκώσεως.
Μεταξύ των μύθων αυτών ιδιάζουσαν αναμφιβόλως σημασίαν πρέπει ν' αποδώσωμεν εις τον υπό του Πλάτωνος αναφερόμενον περί της γεννήσεως του Έρωτος, ως συμβολίζοντα την πτώσιν του ανθρωπίνου γένους. Κατά τον μύθον αυτόν, τον οποίον ανεφέραμεν και ανωτέρω, ο Έρως είνε τέκνον του Πόρου και της Πενίας, παρήχθη με άλλας λέξεις εκ της συζεύξεως του κατά Πλάτωνα όντως όντος μετά του μη όντος, της ιδέας δηλαδή μετά της ύλης.
Ανάλογον αναμφιβόλως είνε το εν τη Γενέσει (κεφ. ς') αναφερόμενον:
«Και εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης και θυγατέρες εγεννήθησαν αυτοίς, ιδόντες δε οι άγγελοι του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισίν έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών ων εξελέξαντο».
Διεξοδικώτερον ακόμη επί του αντικείμενου αυτού είνε το καλούμενον βιβλίον του Ενώχ, το οποίον όμως η Εκκλησία δεν δέχεται μεταξύ των ιερών βιβλίων.
***
Εις την επιτροχάδην αυτήν παρέλασιν των κυριοτέρων επί του Έρωτος μύθων της αρχαιότητος μικρόν, πολύ μικρόν μέρος περιελήφθη ως δείγμα τρόπον τινα της κυριαρχίας του έρωτος. Ουδέ καν περί όλων των εθνών έγεινε λόγος. Παρελείφθησαν οι Βαβυλώνιοι, οι Φοίνικες, οι Ρωμαίοι και τόσοι άλλοι, διά να μη δοθή έκτασις πολύ μεγάλη εις την κατ' ανάγκην σύντομον αυτήν εισαγωγήν.
Τα ολίγα όμως εκτεθέντα πολύ ατελή θα παρείχον ιδέαν του πράγματος, εάν παραλλήλως δεν παρασχεθή ασθενής εικών των οργίων εις τα οποία εξώκειλεν η ανθρωπότης κατά την ερωτολατρείαν αυτήν.
Τωόντι τοιαύτα όργια, όργια πορνείας και μέθης, απετέλουν μέρος αναπόσπαστον της λατρείας της Αφροδίτης και του Διονύσου, των μυστηρίων του Αδώνιδος, της Κυβέλης, του Πριάπου, της Χλωρίδος.
Κατά τον Στράβωνα ο εν Κορίνθω πλουσιώτατος ναός της Αφροδίτης είχεν εις την ιδιοκτησίαν του περισσότερον από χιλίας πόρνας, δούλας ή ιερείας, δωρηθείσας εις την θεάν υπό διαφόρων, ανδρών ή γυναικών.
Αι γυναίκες της Βύβλου ώφειλον ή να θυσιάσουν την κόμην των εις το πένθος του Αδώνιδος ή άλλως να παραδοθούν, προς εξαγνισμόν της τοιαύτης ασεβείας, εις τους ξένους επί ολόκληρον ημέραν.
Εις την Αρμενίαν αι κόραι των μεγαλυτέρων οικογενειών αφιερώνοντο παρθένοι ακόμη εις τοιαύτην θρησκευτικήν εκπόρνευσιν.
Η Βαβυλών ολόκληρος μετεβάλλετο κατ' έτος εις ένα απέραντον πορνείον χάριν της Βαβυλωνείου Αφροδίτης, η οποία εκαλείτο Μύλιττα. Όλαι αι γυναίκες με τα εορτάσιμά των μετέβαινον εις τον ναόν αναμένουσαι τους προσκυνητάς του έρωτος, οι οποίοι συνέρρεον εξ όλων των μερών του κόσμου, προσελκυσμένοι από την φήμην της ωραιότητός των. Από της ταπεινοτέρας δούλης μέχρι της μεγαλυτέρας δεσποίνης καμμία δεν παρέλειπε το ιερόν αυτό καθήκον. Αι πλούσιοι, αι μη θέλουσαι ν' αναμιχθούν μετά του όχλου, μετέβαινον εποχούμενοι επί πολυτελών αρμάτων, ενδυμέναι πολυτελέστατα, ακολουθούμενοι από πλήθος θεραπαινίδων, στολισμέναι με όλα των τα κοσμήματα. Εκεί ετάσσοντο κατά στίχους, μεταξύ των οποίων αφίνετο διάβασις διά τους προσκυνητάς. Ο διερχόμενος ξένος έρριπτεν ένα νόμισμα εις εκείνην την οποίαν εξέλεγεν, επικαλούμενος το όνομα της θεάς. Οποιοσδήποτε δε και αν ήτο ούτος, Έλλην ή Ιουδαίος, Αιγύπτιος ή Πέρσης, Ασσύριος ή Αιθίωψ, και οσονδήποτε ευτελές και αν ήτο το δώρον του, η εκλεγομένη ώφειλε να τον ακολουθήση και να παραδοθή μαζί του εις τα όργια εκείνα της σαρκός με τα οποία η Βαβυλών εμέθυσκε τότε τον κόσμον ολόκληρον.
***
Η οργιαστική αυτή χρήσις του έρωτος εις την λατρείαν του θείου συνέβαλεν αναμφιβόλως όχι ολίγον εις την πλήρη εκείνην εξάρθρωσιν της κοινωνίας και της οικογενείας την οποίαν ευρίσκομεν κατά τους πρώτους του χριστιανισμού χρόνους. Και ο λόγος ευνόητος. Εφ' όσον ο έρως, εκτός των άλλων φιλοσοφικών ή θρησκευτικών εννοιών τας οποίας εσυμβόλιζε, παρουσιάζετο και ως μέσον προσαναβάσεως από της γης εις τον ουρανόν, ο εκτροχιασμός αυτός ήτον αναγκαία ακολουθία διά τας συνήθεις φύσεις, διά τον φυσικόν ζωάνθρωτον, αφού ως πρώτην βαθμίδα παρουσιάζει το αισθητηριακώς αντιληπτόν κάλλος, αντιπροσωπευόμενον από μίαν φύσιν σπαργώσαν και διαρκώς οργιάζουσαν εις βλάστησιν, εις σάρκα, εις όργια φωτός και χρώματος, με προσεπικουρούσαν την φαντασίαν εις όργια Σειληνών και Σατύρων και Νυμφών και Αμαδρυάδων.
Διά τας εκλεκτάς όμως φύσεις ο έρως παρέμεινε πάντοτε η κλίμαξ του Ιακώβ διά της οποίας άγγελοι καταβαίνουν και άγγελοι αναβαίνουν, ή ο αθάνωρ των αλχημιστών διά του οποίου τα αγενή μέταλλα μεταβάλλονται εις χρυσόν.
Υπό το κράτος αυτού ο Σολομών ψάλλει το άσμα ασμάτων, το ύπατον αυτό ερωτικόν παραλήρημα, εις το οποίον η άγνοια τόσον ευκόλως ηκόνισε πάντοτε τα βέλη της σατύρας της:
«Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού· ότι αγαθοί οι μαστοί σου υπέρ οίνον, και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα. Μύρον εκκενωθέν όνομά σου. Διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε.».
«Τι ωραιώθησαν διαβήματά σου εν υποδημασί σου, θύγατερ Ναδάβ; ρυθμοί μηρών σου όμοιοι ορμίσκοις, έργω χειρών τεχνίτου. Ομφαλός σου κρατήρ τορευτός, μη υστερούμενος κράματος· κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις· δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος».
Η αυτή ερωτική μέθη διαπνέει επίσης, πολλούς εκ των ψαλμών του Δαβίδ:
«Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός».
«Ο Θεός ο Θεός μου προς σε ορθρίζω· εδίψησέ σοι η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω».
«Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα».
«Άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει, ο βασιλεύς του κάλλους σου· ότι αυτός έστιν ο κύριός σου».
«Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου· διά τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα. Περίζωσαι την ρομφαίαν σου έτι τον μικρόν σον, δυνατέ τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου. Και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης».
Παραλλήλως προς τας μεγάλας αυτάς της Εκκλησίας μορφάς βλέπομεν τον Πλούταρχον, τον σοβαρόν εκ Χαιρωνείας φιλόσοφον με τας μεγάλας ηθικάς αρχάς, θύοντα, γέροντα πλέον, εις τον Έρωτα επί του Ελικώνος, όπως διηγείται ο ίδιος, και άγοντα χορούς περί τον βωμόν του Απόλλωνος, του οποίου ήτον ιερεύς.
Αλλ' εκεί όπου η ερωτική μέθη λαμβάνει χαρακτήρα αληθούς παραληρήματος είνε αι εκστάσεις της Αγίας Θηρεσίας, εις όλα τα γραφόμενα της οποίας γίνεται λόγος περί ηδονικών εκλύσεων, περί γεύσεως καρπού αρρήτου γλυκύτητος, περί παραδεισίων απολαύσεων κλπ. Δι' αυτήν ο Χριστός είναι αληθινός νυμφίος διά τον οποίον μεταχειρίζεται τας τρυφερωτέρας και ηδονικωτέρας εκφράσεις. Ακούσατε:
«Είμαι όλη ιδική σου. Πάρε την καρδιά μου, το σώμα μου, την ζωήν μου, την ψυχήν μου, τα σπλάγχνα μου, τον έρωτά μου. Γλυκέ σύζυγε, δος μου την ζωήν ή τον θάνατον».
Αλλά πρέπει να σημειωθή εδώ ότι εις την εποχήν αυτής ο χριστιανικός έρως αρχίζει να εκπίπτη εκεί όπου εξέπεσε και ο έρως της αρχαιότητος. Μία μυστική ερωτοπάθεια κατέχει τας ψυχάς εις όλα τα θήλεα μοναστήρια της Δύσεως, έξυπνοι δε κληρικοί την εξάπτουν περισσότερον ή την εκμεταλλεύονται. Αυτός αυτότατος ο Διάβολος με σάρκα και οστά λαμβάνει μέρος ενεργόν εις ερωτικάς περιπετείας κωμικάς ή τραγικάς, παίζει αστεία παιγνίδια εις ζηλοτύπους συζύγους, προεδρεύει των Σαββατιαίων οργίων, όπου οι πιστοί και αι πισταί φιλούν περιπαθώς τα οπίσθιά του, βοηθεί τας μοιχαλίδας, συνταράσσει εις οργασμόν τα μοναστήρια, σκανδαλίζει αθώας παρθένους. Παρερχόμεθα.
***
Εφθάσαμεν ανεπαισθήτως εν πλήρει πλέον χριστιανισμώ.
Εδώ επιβάλλεται κάποια επιφύλαξις. Η άγνοια είνε τόσον εύκολος εις παρανοήσεις. Αρκούμεθα μόνον να υπενθυμίσωμεν ότι και εδώ επίσης το μέλλον να συντρίψη την κεφαλήν του όφεως είνε το σπέρμα της γυναικός, της υπάτης ταύτης ιερείας του έρωτος επί της γης.
Αλλ' οι μαργαρίται δεν πρέπει να παραδίδωνται εις τους χοίρους, κατά την έκφρασιν του Ευαγγελίου, και ο πέπλος της Ίσιδος γίνεται πολύ πυκνότερος τόρα. Ο Ωριγένης, είς των πατέρων της Εκκλησίας, παραπλανάται εις το σκότος αυτό και καταφεύγει εις τον ευνουχισμόν, διά να μετανοήση κατόπιν, εννοήσας το σφάλμα του όταν πλέον ήτον αργά. Η Γνώσις εξ άλλου, η επικινδυνωδεστέρα των αιρέσεων του Χριστιανισμού, η απειλήσασα να τον βαραθρώση εις φαλλικήν ερωτολατρείαν, εξοκέλλει εις το άλλο άκρον.
Η ψυχή, κατά τους Γνωστικούς, είνε άσπιλος ως εκ της ουσίας της, δεν είνε δυνατόν να μολυνθή, και αν ακόμη ευρίσκεται μέσα εις το κέντρον της αμαρτίας και της διαφθοράς, όπως ο χρυσός δεν είνε δυνατόν να σκωριάση οσονδήποτε και αν μείνη μέσα εις την λάσπην. Παρ' αυτώ τω θεώ η ανάπτυξις δεν είνε δυνατή άλλως ειμή διά της συναφείας ενός αιώνος άρρενος προς ένα αιώνα θήλυν(4). Η σαρκική συνουσία λοιπόν δεν είνε τίποτε άλλο ειμή ανταύγεια των μυστικών συζεύξεων του Πληρώματος. Ενωθώμεν λοιπόν έκαστος εκάστη.
Εννοείται ότι με τας ιδέας αυτάς οι οπαδοί της Γνώσεως ελάμβανον μέρος με την αυτήν ευκολίαν εις τα Κρόνια των εθνικών και εις τας Αγάπας των χριστιανών.
Αυτός ο Σταυρός διά τους Γνωστικούς απετέλει σχηματικόν σύμβολον της ενώσεως των δύο φύλων. Του συμβολισμού αυτού αποφεύγομεν να δώσωμεν σαφεστέραν εξήγησιν διά λόγους ευνοήτους εις τους δυναμένους να υψωθούν μέχρι της υπερβατικής αντιλήψεως του έρωτος. Προσθέτομεν μόνον ότι και ο αιγυπτιακός Όσιρις παρίσταται φέρων σταυρόν επ' ώμου. Επίσης αποφεύγομεν ν' αναφέρωμεν όσα άλλα, σχετικά προς τον έρωτα, απεδόθησαν εις τους Γνωστικούς και τα μυστήρια αυτών. Τα περισσότερα υπερβαίνουν κάθε όριον ευσχημοσύνης, στερούνται δε και αληθοφανείας, όπως λ. χ. η υπό τινος των Πατέρων αναφερομένη διάδοσις περί αυτών, ότι προέβαινον εις αμβλώσεις γυναικών διά να παρασκευάσουν εκ των εμβρύων μετάληψιν, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται πιθανόν δι' ανθρώπους όχι κοινής αναπτύξεως και μορφώσεως.
Εις κάποιον Ευαγγέλιον το οποίον εχρησίμευσε διά τους πρώτους χριστιανούς της Αλεξανδρείας και περί του οποίου κάμνει μνείαν Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καλών αυτό πρωτόπλαστον, ανεφέρετο, φαίνεται, ότι ο Θεάνθρωπος, ερωτηθείς υπό της Σαλώμης πότε θα γείνουν όσα έλεγεν (επρόκειτο περί της βασιλείας του), απήντησεν:
— Όταν σεις αποβάλετε το ένδυμα της αιδούς και οι δύο γείνουν ένα, ούτε άρρεν ούτε θήλυ.
Η ρήσις, και αν δεν είνε αληθής, δεν είνε όμως αναξία του Θεανθρώπου και φαίνεται έχουσα πολλήν αναλογίαν προς την δικαιολογίαν με την οποίαν συνώδευσε την προς την αμαρτωλήν συγγνώμην του, ότι πολύ ηγάπησεν.
***
Όπως βλέπομεν εκ των εκτεθέντων, ο έρως είνε κάτι περισσότερον από «ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα», κατά τον κενολόγον λυρισμόν του Ουγκώ, η δε Κυρία Σεβινιέ, η οποία βεβαίως ενόμιζεν ότι επαραδοξολόγει όταν έλεγε περί του Ρακίνα ότι αγαπά τον Θεόν όπως και τας ερωμένας του, δεν εξέφραζε τίποτε το καινόν υπό τον ήλιον. Με πολύ περισσοτέραν μεγαληγορίαν και με την μυστικοπαθή φιλοσοφικήν αντίληψιν η οποία τον διακρίνει, ο Δάντης χαρακτηρίζει τον Έρωτα ως την δύναμιν η οποία κινεί τον ήλιον και τους αστέρας.
L' Amor che muove il Sole e l' altre stelle
Διά τον Λουκρήτιον επίσης η Αφροδίτη είνε η πότνια μήτηρ, η alma Venus, η πάντων γενέτειρα, θεών δε και ανθρώπων γλύκασμα.
Ο Έρως, η μυστηριώδης αυτή δύναμις η ωθούσα ακαταπαύστως το άρρεν προς το θήλυ, αυτός είνε επίσης ο εξανάπτων τον ακαταγώνιστον και άσβεστον εκείνον πόθον της ψυχής προς το άγνωστον όστις την ρίπτει εν εκστάσει εις τα γόνατα ενώπιον του Καλού.
Και είνε τόση η δύναμις αυτή, ώστε τολμηρότατοι αθεϊσταί δεν ετόλμησαν να την παραγνωρίσουν. Ο ένας ονειρεύεται ως μέλλουσαν θρησκείαν της ανθρωπότητος την λατρείαν του Καλού, ο άλλος δέχεται την προσευχήν ως μέσον επικοινωνίας ή επικλήσεως της ζώσης συνολικής ψυχής του κόσμον, τρίτος, οπαδός αυτός της θετικής φιλοσοφίας του Αυγούστου Καντ και του Λιττρέ, ψάλλει:
Ω Φύσις, γενέτειρα και δημιουργέ! Όταν υπό το θείον βλέμμα σου ένα ζεύγος ενώνεται, Τι προς τον έρωτα των εάν είνε εφήμερος Όταν είνε άπειρος;
Και ο Χαίκελ ο τόσον κακόπιστος αποδειχθείς εις την υποστήριξιν των θεωριών του, όταν κατά τον Ιούλιον του 1908 έγεινεν εις την Ιέναν η υπό το γελοίον ταφείσα απόπειρα καθιερώσεως θρησκευτικής λατρείας εις τα πρωτοζωάρια, έλεγε κατά τα εγκαίνια σχετικού οικοδομήματος: «Ας ελπίσωμεν ότι το νέον αυτό μουσείον της εξελικτικής διδασκαλίας θ' αποβή ναός εις την θρησκείαν του καθαρού Λόγου διά της λατρείας του Καλού, του Αληθούς και του Ωραίου».
***
Αλλά διατί λοιπόν ο Έρως; Ποία η αναλογία η μεταφέρουσα το βιολογικόν αυτό φαινόμενον της αναπαραγωγής από του φυσικού κόσμου εις τον ηθικόν;
Ένα μέρος, σημαντικώτατον δε, της απορίας αυτής μας το λέει ο Σπένσερ. Ιδού τι λέγει εις μίαν υποσημείωσιν του συγγράματός του Αρχαί Βιολογίας:
«Η ευκαιρία είνε καταλληλοτάτη διά να παρατηρήσωμεν ότι εκείνο το οποίον καλούμεν ωραίον εις τον οργανικόν κόσμον εξαρτάται ως επιτοπολύ κατά τινα τρόπον εκ της γεννητικής σχέσεως. Και τούτο δεν εφαρμόζεται προκειμένου μόνον περί των ανθέων και των οσμών. Εφαρμόζεται εξ ίσου και όταν πρόκειται περί του λαμπρού πτερώματος των πτηνών ή του άσματος αυτών, αποτελεσμάτων αμφοτέρων, κατά τον Λάρβιν, της γεννητικής επιλογής· και είνε πιθανόν ότι και των μικροτέρων ορατών εντόμων τα χρώματα την ιδίαν έχουν εν μέρει αιτίαν. Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητον κυρίως είνε, ότι οι χαρακτήρες αυτοί, των οποίων η γένεσις οφείλεται εις το ότι διευκόλυνον την παραγωγήν καλυτέρου γόνου, ενώ είνε εξ όλων οι μάλλον προσελκύοντες αμοιβαίως τους οργανισμούς οίτινες τους κατέχουν, συγχρόνως, αμέσως ή εμμέσως, είνε επίσης οι ελκυστικώτεροι και δι' ημάς. Χωρίς αυτούς αι πεδιάδες και τα δάση θα έχαναν όλον το θέλγητρόν των. Είνε περίεργος δε η παρατήρησις, ότι η σύλληψις του ανθρωπίνου ωραίου ή καλού εκ της αυτής αιτίας έλκει κατά μέγα μέρος την αρχήν της. Επανειλημμένοι παρατηρήσεις εβεβαίωσαν ότι το στοιχείον τον ωραίου το κρατούν εν τη γεννητική σχέσει, κρατεί επίσης εις τα προϊόντα της αισθητικής, την μουσικήν, το δράμα, τας εικαστικάς τέχνας, την ποίησιν αλλ' η παρατήρησις αυτή προσλαμβάνει νέαν σημασίαν, όταν βλέπη τις εις ποίον βάθος εκτείνονται αι ρίζαι της εις την ανόργανον φύσιν (5).
Αν αποβλέψωμεν εις την ζωήν από γενικωτέρας απόψεως, θα εύρωμεν ότι ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν γνώρισμα έχει, εκτός της ατομικής διά της θρέψεως συντηρήσεως, τον πολλαπλασιασμόν και την μετάδοσιν. Ζωή υπό την έποψιν αυτήν θα ειπή γονιμοποίησις και αναπαραγωγή. Αυτό που συμβαίνει εις την υλικήν ζωήν, συμβαίνει επίσης και εις την ηθικήν. Τείνει και αυτή κατά τρόπον ανάλογον εις πολλαπλασιασμόν και εις μετάδοσιν. Εις τον κόσμον των συναισθημάτων μία ακαταγώνιστος τάσις ένορμος μας ωθεί να συμμερισθώμεν μετ' άλλων τας λύπας μας, τας χαράς μας. Εάν έλθωμεν εις τον κόσμον των ιδεών, θα εύρωμεν το αυτό φαινόμενον, γονιμοποίησιν και αναπαραγωγήν. Αρκεί να σκεφθώμεν το ηθικόν κεφάλαιον το οποίον αντιπροσωπεύει εις δοθείσαν στιγμήν η ανθρωπότης. Τι θα ήτο το κεφάλαιον αυτό, εάν δεν επολλαπλασιάζετο διά της αναπαραγωγής; Η ύπαρξις αυτή του ανθρώπου θα ήτον τάχα δυνατή; Ως σύνολον η ανθρωπότης αντιπροσωπεύει σήμερον ένα ηθικόν κεφάλαιον διά το οποίον ειργάσθη η διανοητική γονιμότης απειρίας γενναίων προ ημών. Η λαϊκή ψυχή, η οποία έχει ζωηροτέραν την διαισθητικήν αντίληψιν, έχει δίκαιον να χαρακτηρίζη τον άρτιον νουν ως θηλυκόν, διαρκώς εγκυμονούντα και διαρκώς γεννώντα. Τωόντι, αι κεκτημένοι γνώσεις είνε η διαρκώς γονιμοποιούσα την διανοητικότητα δύναμις.
***
Πριν τελειώσω, επιβάλλεται να δώσω εδώ μίαν εξήγησιν εις την απορίαν η οποία θα γεννηθή αναμφιβόλως εις τον νουν του μη έχοντος σαφή ιδέαν των ηθών της εποχής του Πλάτωνος αναγνώστου και η οποία δύναται να διατυπωθή ως εξής:
Διατί ο Πλάτων, διά ν' αναπτύξη την περί του Έρωτος θεωρίαν του, βάσιν έλαβε την παιδεραστίαν; Τωόντι, όλα τα πρόσωπα του διαλόγου περί τοιούτους έρωτας κατά το μάλλον ή ήττον στρέφονται. Αυτός ο Σωκράτης ως πρώτον βήμα διά να υψωθή τις μέχρι του απολύτου καλού, την παιδεραστίαν συμβουλεύει.
Διά να λυθή η απορία αυτή, αρκεί να εκτεθούν με ολίγας λέξεις τα ήθη της εποχής τα σχετικά προς την απασχολούσαν ημάς έποψιν του ζητήματος.
Από της πλέον απομακρυσμένης ιστορικής εποχής επετρέπετο, υπ' αυτών ακόμη των νόμων εις την Σπάρτην και εις την Κρήτην, οι πρεσβύτεροι να συναναστρέφωνται ιδιαιτέρως νέους τους οποίους εχειραγώγουν εις την οδόν της αρετής και της μαθήσεως. Το είδος αυτό της επικοινωνίας και της συναναστροφής εξεδηλώνετο εις την ζωηράν φαντασίαν των προγόνων μας απαράλλακτα όπως ο μεταξύ ατόμων αντιθέτου φύλου ο έρως. Άλλως όσα εξεθέσαμεν ανωτέρω αρκούν διά να συμπεράνη τις ευκόλως, ότι η τοιαύτη του πράγματος αντίληψις πολύ ολιγώτερον δύναται ν' αποδοθή εις την φαντασίαν όσον εις αυτήν ταύτην την πραγματικότητα. Προς τούτοις την αυτήν αντίληψιν και με την αυτήν ζωηρότητα εκφραζομένην ευρίσκομεν εις σχέσεις μεταξύ γυναικών. Η Σαπφώ την ιδίαν ερωτικήν θέρμην την οποίαν φανερώνει διά τον Φάωνα — αν υποτεθή ότι υπήρξέ ποτε Φάων τις τον οποίον ερωτεύετο, αλλά κατεφρονείτο υπ' αυτού, πράγμα το οποίον φαίνεται να είναι απλούς μύθος, περί του οποίου όμως δεν πρόκειται ενταύθα — την ιδίαν, λέγω, ερωτικήν θέρμην φαίνεται εκδηλώνουσα και προς φίλας ή μαθητρίας της.
Και είνε μεν αληθές ότι αι σχέσεις του είδους αυτού, είτε μεταξύ νέων και πρεσβυτέρων είτε μεταξύ γυναικών, δεν ετηρήθησαν ούτε παντού ούτε πάντοτε αγναί· η σκανδαλώδης αφήγησις του παθήματος του Αλκιβιάδου, η οποία σκοπόν έχει να εξάρη τον χαρακτήρα του Σωκράτους, όπως και ο λόγος του Παυσανίου, δεν αφίνει καμμίαν αμφιβολίαν περί τούτου. Αλλ' από του σημείου τούτου μέχρι του συμπεράσματος, ότι αι σχέσεις του είδους αυτού είχον πάντοτε ως αποτέλεσμα αποτροπαίους συναφείας, η απόστασις είνε μεγάλη.
Μόνον αργότερα η σχέσις αυτή εξέπεσε βαθμηδόν εις απροκάλυπτον οργιασμόν της σαρκός. Αλλά τότε το πράγμα έπαυσε να έχη προσχήματα φιλοσοφικά και επρόκειτο απλώς περί νέων μεθόδων κορεσμού κτηνωδών ορέξεων. Ήταν η εποχή της κοσμοκρατορίας της Ρώμης τότε και ολόκληρος περίπου η ανθρωπότης είχε καταπέσει ηθικώς όχι μόνον υπό την έποψιν αυτήν, αλλά και υπό πάσαν άλλην, όπως ελέχθη ήδη ανωτέρω. Ήτον η εποχή την οποίαν ετερμάτισεν η έλευσις του Θεανθρώπου ήτις έδωκεν άλλην κατεύθυνσιν εις την ανθρωπότητα. Αλλ' η εποχή του Σωκράτους και του Πλάτωνος, υπό την εξεταζομένην έποψιν, δεν ήτον μεν βεβαίως καλυτέρα, αλλ' ούτε ίσως χειροτέρα πάσης άλλης. Διέφερε μάλιστα εν πάση περιπτώσει κατά τούτο, ότι η λέξις δεν είχεν αποκλειστικώς την έννοιαν την οποίαν έχει σήμερον, αλλά συνεδέετο οπωσδήποτε και με ηθικήν έννοιαν, τόσον στενώς μάλιστα ώστε πολλάκις η τελευταία αυτή φαίνεται οικειοποιουμένη ολόκληρον το πλάτος της λέξεως.
Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ Ή ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Πρώτον ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ
Έπειτα
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΑΓΑΘΩΝ ΦΑΙΔΡΟΣ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
Απολλόδωρος
Νομίζω πως δεν είμαι αμελέτητος εις όσα μ' ερωτάτε. Και να σας ειπώ πώς. Πρό τινος, ενώ ανέβαινα από την οικίαν μου εκ Φαλήρου εις το άστυ, κάποιος εκ των γνωρίμων μου ερχόμενος όπισθέν μου και αναγνωρίσας με από μακράν:
— Αι Φαληρεύ, εφώναξεν ευθύμως, συ Απολλόδωρε, δεν με περιμένεις κ' εμένα;
Εστάθηκα και επερίμενα. Και αυτός:
— Απολλόδωρε, είπεν, ακριβώς σε εζήτουν τόρα εσχάτως θέλων να μάθω τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος μεταξύ αυτού, του Σωκράτους, του Αλκιβιάδου και των άλλων παρευρεθέντων τότε εις το σύνδειπνον. Κάποιος μου διηγείτο τα περί τούτου, ακούσας αυτά από τον Φοίνικα του Φιλίππου, μου είπε δε ότι και συ τα γνωρίζεις· αλλά δεν ημπόρεσε να μου ειπή τίποτε θετικόν. Να μου τα διηγηθής λοιπόν συ, ο οποίος άλλως έχεις χρέος περισσότερον από κάθε άλλον να διηγηθής τους λόγους του φίλου σου. Αλλά προτύτερα ειπέ μου, επρόσθεσεν, εις την συνομιλίαν αυτήν παρευρέθης συ ο ίδιος ή όχι;
— Φαίνεται, είπον εγώ τότε, ότι αυτός που σου διηγήθη το πράγμα δεν σου είπε τίποτε σωστόν, αφού νομίζεις την συνομιλίαν αυτήν ως γενομένην τόρα εσχάτως, ώστε να ήτο δυνατή και η ιδική μου παρουσία εις αυτήν.
— Έτσι ενόμιζα.
— Πώς, ω Γλαύκων, είπον εγώ, δεν ηξεύρεις ότι ο Αγάθων από πολλών ετών δεν έχει πατήσει εδώ; Αφ' ότου δ' εγώ συναναστρέφομαι τον Σωκράτη και παρακολουθώ επιμελώς καθ' ημέραν τα υπ' αυτού λεγόμενα ή πραττόμενα δεν είνε ακόμη τρία έτη. Προ τούτου πλανώμενος εις την τύχην και νομίζων ότι κάτι κάνω, ήμην ο αθλιώτερος των ανθρώπων, όπως και συ τόρα, που νομίζεις ότι κάθε άλλη ενασχόλησις είνε προτιμοτέρα από την φιλοσοφίαν.
Και εκείνος:
— Άφησε την κοροϊδείαν, είπε, και ειπέ μου πότε έγεινεν η συνομιλία αυτή.
Του είπον εγώ τότε, ότι το πράγμα συνέβη όταν ημείς ήμεθα παιδία ακόμη, δηλαδή την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ο Αγάθων, νικήσας με την πρώτην του τραγωδίαν, εώρταζε τα επινίκια αυτός τε και οι λαβόντες μέρος εις τον χορόν.
— Ώστε η ιστορία είνε πολύ παλαιά, ως φαίνεται. Αλλά ποιος σου διηγήθη το πράγμα; ή μήπως ο ίδιος ο Σωκράτης;
— Όχι μα τον Δία, είπον εγώ, αλλ' εκείνος που τα είπε και εις τον Φοίνικα, δηλαδή ένας κάποιος Αριστόδημος Κυδαθηναιεύς, ένας κοντούλης και ξυπόλυτος πάντοτε. Αυτός ήτον, όπως εγώ νομίζω, ένας από τους θερμοτέρους της εποχής εκείνης θαυμαστάς του Σωκράτους και ήτο παρών κατά την συναναστροφήν. Αλλ' όμως και τον Σωκράτη ερώτησα διά μερικά πράγματα εξ όσων ήκουσα παρ' εκείνου, εσυμφώνει δε και αυτός με την αφήγησιν του Αριστοδήμου.
— Μα τότε λοιπόν, μου λέγει, τι κάθεσαι και δεν μου τα διηγήσαι; Ο δρόμος που έχομεν να κάμωμεν έως το άστυ είνε περίστασις καταλληλοτάτη και διά να μου τα διηγηθής και δι' εμέ να σ' ακούω.
Και έτσι βαδίζοντες ηρχίσαμεν την περί του αντικειμένου αυτού ομιλίαν. Και δι' αυτό εις την αρχήν σας είπα ότι δεν είμαι αμελέτητος ως προς αυτό. Εάν λοιπόν θέλετε να διηγηθώ και εις σας την ιστορίαν αυτήν, θα το κάμω ευχαρίστως· διότι δι' εμέ είναι μεγάλη ευχαρίστησις να ομιλώ ή ν' ακούω άλλους ομιλούντας επί φιλοσοφικών θεμάτων, και τούτο ανεξαρτήτως της ωφελείας την οποίαν νομίζω ότι πορίζομαι εκ τοιούτων λόγων· ενώ όταν ακούω άλλα θέματα ομιλίας, οποία άλλως και τα συνήθη ιδικά σας υμών των πλουσίων και περί τα χρηματικά καταγινομένων, και εγώ στενοχωρούμαι και σας τους φίλους μου οικτείρω, διότι νομίζετε ότι κάτι κάνετε χωρίς να κάνετε τίποτε. Ίσως και σεις πάλιν να με ευρίσκετε άξιον οίκτου, και δεν νομίζω ότι έχετε άδικον να έχετε τοιαύτην ιδέαν. Με την διαφοράν ότι εγώ δεν το νομίζω απλώς, αλλ' είμαι βέβαιος ότι είσθε άξιοι οίκτου.
Φίλος του Απολλοδώρου
Ο ίδιος είσαι πάντοτε Απολλόδωρε. Πάντοτε κακολογείς και τον εαυτόν σου και τους άλλους, και μου φαίνεται ότι νομίζεις τωόντι αθλίους όλους τους ανθρώπους εκτός του Σωκράτους, αρχίζων από τον εαυτόν σου. Και δεν γνωρίζωμεν διατί σε επωνόμασαν μανιακόν, αλλ' εις τους λόγους είσαι πάντοτε τοιούτος· εξαγριώνεσαι κατά του εαυτού σου και των άλλων εκτός του Σωκράτους.
Φανερόν λοιπόν εκ τούτου ότι ούτω διανοούμενος και διά τον εαυτόν μου και διά σας, μαίνομαι και παραπαίω. Δεν είν' έτσι, φίλτατε;
Φίλος του Απολλοδώρου
Δεν αξίζει τον κόπον, Απολλόδωρε, να φιλονεικήσωμεν δι' αυτό. Άφησέ τα λοιπόν αυτά και διηγήσου μας εκείνο που σ' επαρακαλέσαμεν, δηλαδή τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος.
Απολλόδωρος
Να σας ειπώ επάνω κάτω τι ελέχθη. Αλλά καλύτερα να προσπαθήσω να σας εκθέσω τα πράγματα εξ αρχής, όπως και ο Αριστόδημος τα διηγήθη εις εμένα.
Μου είπε λοιπόν ότι έτυχε ν' απαντήση τον Σωκράτη λουσμένον και φορούντα εις τους πόδας τα σανδάλια, πράγμα το οποίον εκείνος δεν έκανε συχνά, εις την ερώτησίν του δε πού πηγαίνει έτσι καλλωπισμένος,
— Πηγαίνω να δειπνήσω εις του Αγάθωνος, είπε. Χθες απέφυγα να παρευρεθώ κατά την εορτήν των επινικίων, φοβηθείς τον όχλον· σήμερα όμως του υποσχέθηκα ότι θα υπάγω. Αυτός είναι ο λόγος που εκαλλωπίσθην, διά να μεταβώ ωραίος προς ωραίον. Αλλά τι ιδέαν έχεις, επρόσθεσε, αν σου επρότεινα να έλθης και συ εις το δείπνον απρόσκλητος;
— Όπως ορίζεις, απήντησεν ο Αριστόδημος.
— Ακολούθει με λοιπόν, εξηκολούθησεν ό Σωκράτης, διά να χαλάσωμεν και την παροιμίαν μεταβάλλοντες αυτήν και αποδεικνύοντες επομένως ότι και εις των αγαθών το τραπέζι πηγαίνουν απρόσκλητοι αγαθοί (6). Άλλως και ο Όμηρος την παροιμίαν αυτήν κινδυνεύει όχι μόνον να την χαλάση, αλλά και να την εξευτελίση· διότι αφού παρέστησε τον μεν Αγαμέμνονα ως ένα εξαιρετικώς γενναίον πολεμιστήν, τον δε Μενέλαον ως μαλθακόν μαχητήν, εορτάζοντος και ευωχουμένου του Αγαμέμνονος, παρουσιάζει τον Μενέλαον ως απρόσκλητον ελθόντα εις το τραπέζι, δηλαδή ένα άνθρωπον κατώτερον εις το τραπέζι του πολύ καλυτέρου του.
— Ίσως λοιπόν και εγώ να κινδυνεύσω, παρετήρησε τότε ο Αριστόδημος, αλλ' όχι όπως συ λέγεις τα πράγματα, αλλά σύμφωνα με τον Όμηρον, δηλαδή μικρός και άσημος εγώ, να μεταβώ απρόσκλητος εις το τραπέζι ενός σοφού ανδρός. Συ λοιπόν ο οποίος με πέρνεις μαζή σου πρέπει και να με δικαιολογήσης, διότι εγώ δεν θα ομολογήσω ότι επήγα απρόσκλητος, αλλά θα ειπώ ότι μ' επροσκάλεσες συ.
— Είμεθα δύο, απήντησεν ο Σωκράτης, και είτε ο ένας είτε ο άλλος θα εύρωμεν τι να ειπούμεν. Αλλ' ας πηγαίνωμεν.
Τοιαύτα περίπου ειπόντες, επηγαίναμεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος. Ο Σωκράτης εν τούτοις γενόμενος σκεπτικός καθ' οδόν έμενεν οπίσω, όταν δε εστάθηκα διά να τον περιμένω, μου επαράγγειλε να προχωρήσω εμπρός. Έτσι έφθασα εις την οικίαν του Αγάθωνος, όπου ευρήκα την θύραν ανοικτήν. Μου συνέβη μάλιστα και κάτι νόστιμον· ένας δούλος του Αγάθωνος ήλθεν από μέσα εις προϋπάντησίν μου και με ωδήγησεν αμέσως εκεί όπου ευρίσκοντο ξαπλωμένοι και οι άλλοι, περιμένοντες ν' αρχίση το δείπνον. Μόλις δε με είδεν ο Αγάθων,
— Αριστόδημε, είπεν, εις καλήν ώραν ήλθες διά να δειπνήσης μαζή μας· εάν όμως ήλθες δι' άλλο πράγμα, ας το αναβάλωμεν δι' άλλοτε. Σ' εζήτησα και χθες διά να σε προσκαλέσω, αλλ' εστάθη αδύνατον να σε ιδώ. Αλλά πώς δεν μας φέρεις και τον Σωκράτη;
Τότε εγώ στραφείς, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, είδα ότι ο Σωκράτης δεν με είχεν ακολουθήσει. Είπα λοιπόν ότι ηρχόμην μαζή με τον Σωκράτη ο οποίος και μ' επροσκάλεσεν εις το δείπνον.
— Έκαμες πολύ καλά να έλθης, είπεν ο Αγάθων· αλλά πού είναι ο Σωκράτης;
— Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε.
— Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον·
Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ. Ελθόντος δ' εν τω μεταξύ άλλου δούλου, όστις ανήγγειλεν ότι ο Σωκράτης είχε παραμερίσει και εστέκετο εις το πρόθυρον της γειτονικής οικίας και ότι, μολονότι τον εκάλεσε, δεν ήθελε να έμβη μέσα,
— Παράξενον, είπεν, αυτό πού λέγεις. Πήγαινε πάλιν να τον καλέσης και να μη τον αφήσης έως ότου να έλθη.
Αλλ' ο Αριστόδημος τότε παρεμβάς,
— Όχι, είπεν· αφήσατέ τον ήσυχον. Αυτό του συμβαίνει συχνά, ν' απομακρύνεται δηλαδή και να σταματά όπου τύχη. Έπειτα από ολίγον θα έλθη, όπως εγώ νομίζω. Μη τον ενοχλήτε λοιπόν, αλλ' αφήσατέ τον.
— Ας γείνη έτσι, είπεν ο Αγάθων, αφού αυτή είνε η γνώμη σου. Αλλά δι' ημάς τους άλλους, παιδιά, δόστε μας να φάγωμεν. Φέρετε ό,τι θέλετε, ωσάν να μη περιμένετε διαταγάς από κανένα, πράγμα το όποιον δεν έκαμα ποτέ μου. Να μας θεωρήσετε λοιπόν κ' εμένα και τους άλλους εδώ ωσάν ιδικούς σας προσκαλεσμένους και να μας περιποιηθητε διά να σας επαινέσωμεν και ημείς.
Και ημείς μεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ηρχίσαμεν να τρώγωμεν, αλλ' ο Σωκράτης δεν ήρχετο. Ο Αγάθων πολλάκις ηθέλησε να στείλη να τον καλέσουν, αλλ' εγώ δεν τον άφινα. Τέλος ήλθε και ο Σωκράτης, αφού αργοπόρησεν ολίγον κατά την συνήθειάν του, ευρών ημάς εις το μέσον του δείπνου. Τότε ο Αγάθων, όστις ήτον ξαπλωμένος τελευταίος και μόνος,
— Έλα, είπε, Σωκράτη, και ξαπλώσου κοντά μου διά ν' απολαύσω κ' εγώ τας σοφάς ιδέας αι οποίαι σου κατέβηκαν εις τα πρόθυρα· διότι είναι φανερόν ότι ευρήκες αυτό που εζήτεις και το κρατείς, αλλέως θα ευρίσκεσο ακόμη εις την ιδίαν θέσιν.
Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν:
— Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών. Αν και η σοφία ήτον έτσι, τότε εγώ θα ήμουν ευτυχής ξαπλωνόμενος κοντά σου· διότι νομίζω ότι από σένα θα γεμίσω με πολλήν και καλήν σοφίαν. Ως προς την ιδικήν μου, και μικρή είνε και αμφισβητήσιμος, κάτι ωσάν όνειρον· ενώ η ιδική σου και λαμπρά είνε και σφριγώσα εις προκοπήν, εξέλαμψε δε από σένα, νέον ακόμη όντα, και καταφανής έγεινε προ ολίγου ενώπιον τριάντα, χιλιάδων Ελλήνων ως μαρτύρων.
— Κοροϊδεύεις, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων. Αλλ' αυτά ας τ' αφήσωμεν δι' έπειτα πού θα κριθώμεν εγώ και συ περί της σοφίας μεταχειριζόμενοι ως δικαστήν τον Διόνυσον (7)· αλλά τόρα άρχισε πρώτα να τρώγης.
Μετά ταύτα, κατακλιθέντος του Σωκράτους, αφού εδείπνησαν όλοι, έκαμαν σπονδάς, έψαλαν τον θεόν και έγειναν όλα τάλλα τα συνηθιζόμενα, ήλθεν η σειρά να πίουν. Τότε ο Παυσανίας έλαβε τον λόγον και είπε τα εξής·
— Καλόν είνε να σκεφθώμεν πρώτα κατά ποίον τρόπον ολιγώτερον βλαπτικόν θα πίωμεν. Εγώ τουλάχιστον ομολογώ ότι δεν είμαι διόλου καλά έπειτα από τον χθεσινόν πότον και έχω ανάγκην κάποιας αναψυχής, νομίζω δε ότι την αυτήν ανάγκην αισθάνεσθε και οι περισσότεροι από σας, διότι και χθες μαζή ήμεθα. Σκεφθήτε λοιπόν ποίος είνε ο καλύτερος τρόπος διά να μη το χαλάσωμεν και πάλιν.
— Πολύ σωστά λέγεις, Παυσανία, ότι μας χρειάζεται χωρίς άλλο κάποια ανάπαυλα εις την πόσιν, είπε τότε ο Αριστοφάνης· διότι κ' εγώ είμαι από τους βαπτισμένους της χθες.
— Βεβαίως σωστόν είνε αυτό που λέγετε, είπε τότε Ερυξίμαχος ο Ακουμενού. Μένει μόνον ν' ακούσωμεν την γνώμην του Αγάθωνος. Αντέχει να πίη;
— Καθόλου. Ούτ' εγώ δεν βαστώ, απήντησεν ο Αγάθων.
— Τότε τόσον το καλύτερον δι' ημάς τους άλλους, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, δηλαδή εμένα, τον Αριστόδημον και τον Φαίδρον, αν σεις οι δυνατώτατοι εις το πίνειν αποκάματε· διότι ημείς πάντοτε δεν είμεθα δυνατοί πόται. Διά τον Σωκράτη δεν λέγω τίποτε, διότι αυτός είνε ικανός και διά τα δύο, επομένως είτε το ένα κάμωμεν είτε το άλλο, του είνε το ίδιον. Επειδή λοιπόν μου φαίνεται ότι κανείς από ημάς δεν έχει όρεξιν να πίη πολύ, θα είμαι ολιγώτερον αηδής εάν σας ειπώ τι πράγμα είνε η μέθη. Κατάδηλον νομίζω εκ της ιατρικής μου πείρας ότι η μέθη είνε μέγα κακόν διά τους ανθρώπους. Και διά τούτο ούτ' εγώ πίνω, όταν ημπορώ ν' απέχω, ούτε εις άλλον θα συμβουλεύσω τοιούτον τι, και μάλιστα διατελούντα εις καρηβαρίαν από μέθην της προτεραίας.
— Ως προς εμέ, υπέλαβε τότε Φαίδρος ο Μυρρινούσιος, συνηθίζω να πείθωμαι εις ό,τι λέγεις προκειμένου περί ιατρικής· αλλά τόρα βλέπω ότι και οι άλλοι είνε σύμφωνοι με την γνώμην σου.
Αφού ελέχθησαν αυτά, ενεκρίθη από όλους η ιδέα να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην και να πίνουν απλώς προς τέρψιν.
— Αφού λοιπόν είμεθα σύμφωνοι, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, ότι καθένας είνε ελεύθερος να πίνη όσον θέλει, χωρίς να εξαναγκάζεται, προτείνω την μεν αυλητρίδα που ήλθε προ ολίγου να την αφήσωμεν να πηγαίνη στο καλόν. Ας παίξη με τον αυλόν της να διασκεδάση μόνη της, ή αν θέλη ας παίξη να διασκεδάση τας γυναίκας μέσα· ημείς δε ας περιορίσωμεν την συναναστροφήν μας σήμερον εις συνομιλίαν. Έχω μάλιστα να σας προτείνω και θέμα ομιλίας, αν θέλετε.
Και επειδή όλοι απήντησαν ότι θέλουν και τον επαρακάλουν να εισηγηθή το θέμα,
— Αρχίζω λοιπόν, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, κατά τον τρόπον της Μελανίππης του Ευριπίδου: Ό,τι θα σας ειπώ δεν είνε ιδικόν μου, αλλά του Φαίδρου αυτού εδώ. Ο Φαίδρος λοιπόν μου λέγει με αγανάκτησιν κάθε φοράν: Δεν είνε παράξενον, Ερυξίμαχε, ότι εις όλους μεν σχεδόν τους άλλους θεούς έχουν γείνει ύμνοι και παιάνες υπό των ποιητών, εις δε τον Έρωτα, ο οποίος εν τούτοις είνε τόσον μέγας θεός, κανείς από τους τόσους ποιητάς δεν έκαμε ποτέ κανέν εγκώμιον; Αν αφήσωμεν δε τους ποιητάς, θα ιδής ότι και οι καλύτεροι σοφισταί έχουν γράψει επαίνους εις πεζόν του Ηρακλέους και άλλων παράδειγμα ο περίφημος Πρόδικος. Τούτο άλλως δεν είνε και τόσον θαυμαστόν, αφού εγώ έτυχε να ιδώ βιβλίον περιέχον έπαινον θαυμάσιον του άλατος, εις τον όποιον εξήρετο η ωφέλεια αυτού, και άλλα δε τοιαύτα συχνά ημπορείς να ιδής εγκωμιαζόμενα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα πράγματα απεδόθη τόση σημασία, πώς γίνεται ένας τόσον μέγας θεός όπως ο Έρως να μείνη έτσι αμελημένος και κανείς από τους ανθρώπους να μην έχει τολμήσει έως σήμερον να τον υμνήση επαξίως; Αυτά λέγει, πολύ σωστά νομίζω, ο Φαίδρος. Εγώ λοιπόν και πρόθυμος είμαι να συνεισφέρω τον έρανόν μου διά να ευαρεστήσω τον θεόν αυτόν και πρέπον νομίζω εις την περίστασιν αυτήν δι' ημάς τους παρόντας να τον τιμήσωμεν. Αν επομένως είσθε και σεις σύμφωνοι, μας αρκεί ως θέμα ομιλίας ο Έρως. Προς τούτο καθένας από ημάς θα ειπή, όπως ημπορεί καλύτερα, ένα έπαινον του έρωτος, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Πρώτος λοιπόν θ' αρχίση ο Φαίδρος, επειδή και πρώτος εις την σειράν έρχεται και είνε ο πατήρ της προτάσεως.
— Κανείς δεν θα έχη βέβαια εναντίαν γνώμην, Ερυξίμαχε, είπε τότε ο Σωκράτης. Πολύ περισσότερον δεν θ' αντιτείνω εγώ ο οποίος λέγω ότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο ειμή τα ερωτικά, αλλ' ούτε ο Αγάθων βέβαια, ούτε ο Παυσανίας, ούτε ο Αριστοφάνης ο καταγινόμενος διαρκώς με τον Διόνυσον και την Αφροδίτην, ούτε και άλλος κανείς από τους παρόντας, όπως βλέπω. Μολονότι το πράγμα δεν είνε το ίδιον δι' ημάς που ευρισκόμεθα τελευταίοι. Αλλ' εάν οι προ ημών αναπτύξουν καλώς και ικανώς το θέμα, θ' αρκεσθώμεν εις τους λόγους αυτών. Εμπρός λοιπόν, ας αρχίση αισίως ο Φαίδρος εγκωμιάζων τον Έρωτα.
Εις αυτά και όλοι οι άλλοι εσυμφώνησαν με τον Σωκράτη.
Να σας ειπώ τόρα όλα όσα καθένας είπε, δεν είναι δυνατόν, διότι ούτε ο Αριστόδημος τα ενθυμείτο καλά, ούτ' εγώ εκράτησα εις τον νουν μου όλα όσα εκείνος μου διηγήθη. Θα σας ειπώ λοιπόν τα ουσιωδέστερα και όσα μου εφάνησαν περισσοτέρων αξιομνημόνευτα από τους λόγους του καθενός.
Πρώτος λοιπόν, όπως σας είπα, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε, ήρχισεν ο Φαίδρος ως εξής περίπου:
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΔΡΟΥ
Μέγας θεός είνε ο Έρως και θαυμαστός εις τε τους ανθρώπους και εις τους θεούς και δι' άλλους μεν πολλούς λόγους, αλλά προ παντός κατά την γένεσιν· διότι είνε ο πρεσβύτατος των θεών, και τούτο είνε πολλής τιμής άξιον. Απόδειξις δε της αρχαιότητός του είνε ότι γονείς του Έρωτος ούτε υπάρχουν ούτε αναφέρονται από κανένα, ούτε ποιητήν ούτε πεζόν, ο δε Ησίοδος λέγει ότι πρώτον μεν υπήρξε το χάος, έπειτα δε
η ευρύστερνος Γη, των πάντων βάσις κεφαλής και αιωνία, και ο Έρως.
Κατά τον Ησίοδον λοιπόν μετά το χάος έγειναν τα δύο αυτά, η Γη και ο Έρως. Ο δε Παρμενίδης ως προς την Γένεσιν λέγει ότι
πρώτιστον πάντων των θεών τον Έρωτα συνέλαβε.
Με τον Ησίοδον συμφωνεί προσέτι και ο Ακουσίλαος. Ούτω πολλαχόθεν ομολογείται ότι ο Έρως είνε ο πρεσβύτατος των θεών. Πρεσβύτατος δε ων είνε πρόξενος μεγίστων αγαθών εις ημάς. Εγώ τουλάχιστον δεν ευρίσκω άλλο μεγαλύτερον αγαθόν δι' ένα νέον από ένα εραστήν χρηστόν, και δι' ένα εραστήν από τον έρωτα προς ένα νέον. Διότι εκείνο που πρέπει να κυριαρχή δι' όλου του βίου εις τους ανθρώπους τους θέλοντας να ζήσουν καλώς, αυτό ούτε η συγγένεια, ούτε αι τιμαί, ούτε ο πλούτος, ούτε κανέν άλλο πράγμα ημπορεί να εμπνεύση τόσον όσον ο έρως — θέλω να ειπώ το αίσθημα της αισχύνης μεν διά τα αισχρά, της φιλοτιμίας δε προς τα καλά. Διότι χωρίς αυτά ούτε πόλις ούτε ιδιώτης είνε δυνατόν να κατορθώση έργα μεγάλα και καλά. Έχω δε πεποίθησιν ότι εάν εις ένα αγαπώντα άνδρα συνέβαινε να γείνη κατάδηλος καμμία αισχρά πράξις του ή να υποφέρη προσβολήν τινα εξ ανανδρίας χωρίς ν' αμυνθή, δεν θα ήτο τόσον ζωηρόν το ηθικόν του άλγος, ούτε υπό του πατρός αν ήθελε φωραθή ούτε υπό των φίλων ούτε υπό άλλου οποιουδήποτε, όσον θα ήτο αν ήθελε φωραθή υπό του αγαπωμένου νέου. Το αυτό βλέπομεν συμβαίνον και εις τον αγαπώμενον, ότι δηλαδή ιδιαιτέρως αισχύνεται τον εραστήν, αν ήθελε φωραθή παρεκτρεπόμενος. Εάν δε ήτο δυνατόν να γείνη τρόπος ώστε πόλις ή στρατόπεδον ν' αποτελήται υπό εραστών και αγαπωμένων, θα επετυγχάνετο η τελειοτέρα οργάνωσις και διοίκησις διά της αποχής από πάσαν κακήν πράξιν και της ευγενούς αμίλλης· και μαχόμενοι δε οι τοιούτοι, ημπορεί κανείς να ειπή ότι θα ενίκων, καίτοι ολίγοι, πάντας τους ανθρώπους. Διότι πολύ ολιγώτερον υπό τας όψεις του αγαπωμένου παρά κάθε άλλου θα ήτο δυνατόν ένας εραστής να καταλίπη την τάξιν του ή να πετάξη τα όπλα, και προ τούτου θα επροτίμα όχι ένα, αλλά πολλούς θανάτους, κανείς δε βέβαια δεν θα ήτο τόσον άνανδρος ώστε να εγκαταλείψη τον αγαπώμενον ή να μη τον βοηθήση κινδυνεύοντα, ένθεος γινόμενος προς αρετήν υπό του Έρωτος, εις τρόπον ώστε να είνε όμοιος προς τον εκ φύσεως ανδρειότατον. Και εκείνο που λέγει ο Όμηρος, ότι εις μερικούς ήρωας εμπνέει μένος ο θεός, τούτο ο Έρως κατορθώνει να γίνεται αυτομάτως εις τους ερώντας.
Ούτω μόνον οι ερώντες θυσιάζουν ευχαρίστως την ζωήν των υπέρ του αγαπωμένου, και όχι μόνον οι άνδρες διότι είναι άνδρες, αλλά και αι γυναίκες. Τούτου δε τρανόν μαρτύριον εις τους Έλληνας παρέχει η θυγάτηρ του Πελίου Άλκηστις, μόνη αυτή προσφερθείσα ν' αποθάνη υπέρ του ανδρός της, μολονότι υπήρχον και πατήρ και μήτηρ αυτού, των οποίων όμως την στοργήν τόσον υπερέβαλεν, ώστε να τους αποδείξη τρόπον τινα ξένους προς τον υιόν αυτών και μόνον κατ' όνομα γεννήτορας. Και η θυσία αυτή τόσον μεγάλη πράξις εφάνη όχι μόνον εις τους ανθρώπους, αλλά και εις τους θεούς αυτούς, ώστε μολονότι πολλοί έκαμαν πολλάς και μεγάλας πράξεις, εν τούτοις εις πολύ ολίγους οι θεοί παρέσχον τοιαύτην αμοιβήν της πράξεως, ώστε να επιτρέψουν την απάνοδον της ψυχής εκ του Άδου, ενώ εις την ψυχήν εκείνης επέτρεψαν τούτο θαυμάσαντες την πράξίν της. Εκ τούτου καταφαίνεται ότι και οι θεοί αυτοί τον περί τον έρωτα ζήλον και αρετήν μεγάλως τιμούν. Ούτως εις τον Ορφέα τον υιόν του Οιάγρου δεν επέτρεψαν να φέρη εις τέλος τον σκοπόν του, αποπέμψαντες αυτόν εκ του Άδου, αφού του έδειξαν το φάσμα μόνον της γυναικός του διά την οποίαν επήγε, διότι εφάνη δειλός, ωσάν κιθαρωδός που ήτο, και δεν ετόλμησεν ν' αποθάνη ένεκα του έρωτος, αλλ' εμηχανεύθη να εισέλθη ζωντανός εις τον Άδην. Διά τούτο και τον ετιμώρησαν καταδικάσαντες αυτόν ν' αποθάνη υπό γυναικών. Εξ εναντίας τον υιόν της Θέτιδος Αχιλλέα ετίμησαν τοποθετήσαντες αυτόν εις τας νήσους των μακάρων, διότι ούτος, καίτοι γνωρίζων παρά της μητρός του ότι ήθελεν αποθάνει εάν εφόνευε τον Έκτορα, ενώ αν δεν τον εφόνευε θα επανήρχετο εις τον πατρικόν του οίκον όπου θ' απέθνησκε γηραιός, εν τούτοις ετόλμησε να προτιμήση όχι απλώς ν' αποθάνη υπέρ του εραστού αυτού Πατρόκλου βοηθών αυτόν, αλλά τελευτήσαντος τούτου, ν' αποθάνη κατόπιν αυτού εκδικών τον θάνατόν του. Διά τούτο και υπερθαυμάσαντες οι θεοί ιδιαιτέρως όλως ετίμησαν αυτόν, διότι τον εραστήν αυτού τόσον πολύ εξετίμα. Ο δε Αισχύλος φλυαρεί λέγων ότι ο Αχιλλεύς ήτον εραστής του Πατρόκλου, αφού ο πρώτος ήτον ωραιότερος όχι μόνον του Πατρόκλου, αλλά και όλων των ηρώων εν γένει, και αγένειος ακόμη, έπειτα δε και πολύ νεώτερος, όπως λέγει ο Όμηρος. Αλλ' οι θεοί, μολονότι μεγάλως τωόντι τιμούν την περί τον Έρωτα αρετήν, εν τούτοις περισσότερον θαυμάζουν και χαίρουν και αμείβουν όταν ο αγαπώμενος τον εραστήν αγαπά παρά όταν ο εραστής τον αγαπώμενον. Και τούτο διότι ο εραστής είνε κάτι θειότερον από τον αγαπώμενον, περικλείων τρόπον τινα ένα θεόν. Διά τούτο και ετίμησαν τον Αχιλλέα περισσότερον από την Άλκηστιν πέμψαντες αυτόν τιμητικώς εις τας νήσους των μακάρων. Συμπεραίνων λέγω ότι ο Έρως είνε εξ όλων των θεών ο πρεσβύτατος και ο σεβαστότατος και ο κυριώτατος προς απόκτησιν αρετής και ευδαιμονίας υπό των ανθρώπων και εφ' όσον ζουν και αφού αποθάνουν.
Τοιαύτα περίπου, κατά τον Αριστόδημρν, είπεν ο Φαίδρος· έπειτα δε από τούτον ωμίλησαν και μερικοί άλλοι, των οποίων όμως τους λόγους επαράτρεξε μη ενθυμούμενος, διά να μου αφηγηθή τον λόγον του Παυσανίου, όστις ωμίλησεν ως εξής·
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ
Νομίζω, Φαίδρε, ότι η πρότασις όπως απλώς ετέθη, να εγκωμιάσωμεν δηλαδή τον Έρωτα, δεν ετέθη καλώς, θα είχε καλώς, εάν ο Έρως ήτον ένας. Αλλ' επί του παρόντος δεν είν' ένας. Αφού λοιπόν δεν πρόκειται περί ενός, ορθότερον είνε να ορισθή εκ των προτέρων ποίον εκ των δύο οφείλομεν να επαινέσωμεν. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να επανορθώσω τούτο, ορίζων πρώτον ποίον Έρωτα οφείλομεν να επαινέσωμεν και έπειτα προβαίνων εις έπαινον αντάξιον του θεού.
Γνωρίζομεν όλοι ότι Αφροδίτη άνευ Έρωτος δεν υπάρχει. Εάν λοιπόν μία μόνον υπήρχεν Αφροδίτη, και ο Έρως ένας θα ήτον. Αλλ' επειδή υπάρχουν δύο, ανάγκη και δύο Ερώτων. Πώς δε θα ήτο δυνατόν να λεχθή ότι αι θεαί δεν είναι δύο, αφού είνε γνωστόν ότι η μεν μία είναι πρεσβυτέρα και άνευ μητρός, θυγάτηρ του Ουρανού, την οποίαν διά τούτο επονομάζομεν ουρανίαν η δε νεωτέρα, θυγάτηρ του Διός και της Διώνης, την οποίαν καλούμεν πάνδημον. Όθεν αναγκαίως πρέπει και ο Έρως, ο μεν συνεργός της δευτέρας να καλήται ορθώς πάνδημος, ο δε της πρώτης ουράνιος. Και είνε μεν αληθές ότι χρέος έχομεν να επαινούμεν όλους τους θεούς, αλλ' επί του προκειμένου πρέπει να προσπαθήσω να ορίσω τα πρόσωπον το οποίον έλαχεν εις καθένα από τους δύο αυτούς Έρωτας.
Κάθε πράξις αυτή καθ' εαυτήν δεν είνε ούτε καλή ούτε κακή. Λόγου χάριν αυτό που πράττομεν ημείς τόρα, είτε πίνομεν είτε άδομεν είτε διαλεγόμεθα, αυτό καθ' εαυτό κανέν εκ τούτων δεν είνε καλόν, αλλ' εν τι πράξει ημπορεί ν' αποβή τοιούτον, ως εκ του τρόπου κατά τον οποίον επράχθη· καλώς δηλαδή και ορθώς πραττόμενον γίνεται καλόν, μη ορθώς δε αισχρόν. Έτσι λοιπόν και επί του προκειμένου· κάθε έρως δεν είνε καλός και άξιος εγκωμίου, αλλά μόνον ο κινών εις το καλώς αγαπάν. Ο μεν λοιπόν της πανδήμου Αφροδίτης πάνδημος είνε και αυτός και επομένως τυχαία και τα έργα του. Αυτός είνε ο έρως των φαύλων ανθρώπων. Οι τοιούτοι πρώτον μεν αγαπούν αδιακρίτως γυναίκας ή νέους, έπειτα δε αποβλέπουν εις τα σώματα μάλλον των αγαπωμένων παρά εις τας ψυχάς και προτιμούν όντα ανοητότατα, την απόλαυσιν μόνον σκοπούντες και αδιαφορούντες ως προς τον τρόπον. Διά τούτο συμβαίνει εις αυτούς να πράττουν ό,τι τύχη, ομοίως το αγαθόν όπως και το εναντίον. Τούτο προέρχεται και εκ της θεάς, η οποία και νεωτέρα πολύ της άλλης είνε και, ως εκ του τρόπου της γεννήσεώς της, μετέχει και άρρενος και θήλεος. Ενώ ο έρως της ουρανίας Αφροδίτης αντικείμενον έχει μόνον το άρρεν πρώτον διότι η θεά αυτή δεν μετέχει θήλεος, αλλά μόνον άρρενος· έπειτα διότι είναι πρεσβυτέρα, επομένως απηλλαγμένη ακολάστων ορμών. Όθεν και οι εκ του έρωτος τούτου εμπνεόμενοι τρέπονται προς το άρρεν, το φύσει ρωμαλεώτερον και μάλλον νουν έχον αγαπώντες. Δεν είνε δε δύσκολον να διακρίνη τις και εις την παιδεραστίαν αυτήν τους ειλικρινώς εκ του έρωτος τούτου ορμωμένους· διότι οι τοιούτοι δεν αγαπούν τα παιδία παρά μόνον αφού εκ της ηλικίας ο νους αυτών αναπτυχθή επαρκώς, τούτο δε συμπίπτει σχεδόν με την εμφάνισιν των πρώτων τριχών του γενείου. Και αιτία τούτου είνε, νομίζω, ότι οι εντεύθεν αρχίζοντες ν' αγαπούν αποβλέπουν εις συναναστροφήν και συμβίωσιν δι' όλην την ζωήν και όχι εις το να εξαπατήσουν και κατακτήσουν ένα νέον επωφελούμενοι της αφροσύνης αυτού, διά να τον αφήσουν έπειτα περιπαίζοντες και τρεπόμενοι εις αναζήτησιν άλλου. Έπρεπε μάλιστα να υπάρχη και νόμος απαγορεύων τον έρωτα προς παιδία, διά να μη σπαταλάται πολύς ζήλος εις πράγμα άδηλον. Διότι άδηλον είνε πού θα καταλήξη η παιδική ηλικία, εις αρετήν ή εις κακίαν ψυχής τε και σώματος. Και οι μεν αγαθοί τον νόμον αυτόν θέτουν εκουσίως αυτοί εις εαυτούς, αλλά και οι πάνδημοι ερασταί έπρεπε ν' αναγκάζωνται να κάμνουν το ίδιον, απαράλλακτα όπως αναγκάζομεν αυτούς να μην αγαπούν και τας ελευθέρας γυναίκας καθ' όσον ημπορούμεν (8). Διότι εις αυτούς οφείλεται και το όνειδος του ότι μερικοί τολμούν να λέγουν ότι είνε αισχρόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς. Οι λέγοντες έχουν υπ' όψιν τούτους, βλέποντες το παράκαιρον και άδικον των ερώτων αυτών, ενώ βεβαίως ό,τι δήποτε γίνεται κοσμίως και νομίμως δεν ημπορεί να θεωρηθή ψεκτόν. Διά τούτο και τα περί τον έρωτα κρατούντα εις μεν τας άλλας πόλεις είνε ευκόλως νοητά, διότι τα περί τούτου έχουν ορισθή κατά τρόπον απλούν ενώ τα ενταύθα και εν Λακεδαίμονι ισχύοντα ημπορούν να ερμηνευθούν διαφοροτρόπως· Εις την Ήλιδα λόγου χάριν και εις την Βοιωτίαν, και όπου αλλού οι άνθρωποι δεν είνε έμπειροι εις την τέχνην του λέγειν, δέχονται απλώς ότι καλόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς, και κανείς ούτε νέος ούτε γέρων δεν ήθελεν ειπή ότι είνε αισχρόν· και τούτο, φρονώ, διά να μη απαντούν δυσκολίας προσπαθούντες διά του λόγου να πείθουν τους νέους, ως μη δυνατοί εις το λέγειν ενώ εις την Ιωνίαν και εις πολλά άλλα μέρη διατελούντα υπό τους βαρβάρους νομίζεται αισχρόν. Άλλως εις τους βαρβάρους, ένεκα του τυραννικού πολιτεύματος, και τούτο νομίζεται αισχρόν και αυτή η φιλοσοφία και η αγάπη προς την γυμναστικήν· και τούτο, νομίζω, διότι δεν συμφέρει εις τους άρχοντας να μορφόνωνται εις τας ψυχάς των αρχομένων φρονήματα γενναία, ούτε φιλίαι ισχυραί και κοινωνικοί δεσμοί. Εμπράκτως δε έμαθον τούτο και οι ενταύθα τύραννοι· διότι ο έρως του Αριστογείτονος και η φιλία του Αρμοδίου σταθερά γενομένη κατέλυσε την αρχήν αυτών. Κατά ταύτα, όπου μεν νομίζεται ως αισχρόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς, αιτία είνε η κακία των ορισάντων τούτο, δηλαδή των μεν αρχόντων η πλεονεξία, των δε αρχομένων η ανανδρία· όπου δε απλώς ενομίσθη ως καλόν, αιτίαν η γνώμη αύτη έχει την διανοητικήν νωθρείαν. Πολύ λογικώτερα έχουν κανονισθή παρ' ημίν τα περί τούτου, και διά τούτο, όπως είπον, δεν είνε ευκόλως νοητά.
Τωόντι· από το ένα μέρος λέγεται ότι είνε καλύτερον ν' αγαπά κανείς φανερά παρά κρυφίως, και μάλιστα τους γενναιοτάτους και αρίστους, και ασχημότεροι από άλλους εάν είνε. Είνε δε άξιον προς τούτοις θαυμασμού ότι όλοι ενθαρρύνουν τον ερώντα μη θεωρούμενον ως πράττοντα κακόν τι, και η μεν επιτυχία του θεωρείται ως κάτι καλόν, η δε αποτυχία του ως κακόν, και προς επιχείρησιν τοιαύτης κατακτήσεως η κοινή γνώμη θεωρεί άξιον επαίνου τον εραστήν προβαίνοντα εις έργα θαυμαστά, τα οποία εάν τις ήθελε τολμήσει επιδιώκων και θέλων να κατορθώση άλλο τι εκτός τοιούτου φιλοσοφικού σκοπού, ήθελεν επισύρει καθ' εαυτού το όνειδος και την καταφρόνησιν· διότι εάν κανείς, είτε χρήματα επιθυμών να λάβη παρά τινος είτε πολιτικήν εξουσίαν να επιτύχη ή άλλην τινά δύναμιν, ήθελε προβή εις πράξεις ομοίας εκείνων εις τας οποίας προβαίνουν οι ερασταί των νέων, ταπεινάς παρακλήσεις και ικεσίας εν ανάγκη μετερχόμενοι και όρκους ομνύοντες και εις τας θύρας κοιμώμενοι και εις ταπεινώσεις δουλικάς φθάνοντες τοιαύτας οποίας ούτε δούλος ουδείς θα κατεδέχετο, και από φίλους και από εχθρούς θα εμποδίζετο να προβή εις τοιαύτα έκτροπα, τούτων μεν ονειδιζόντων αυτόν ως κόλακα και ανελεύθερον, εκείνων δε νουθετούντων και εντρεπομένων διά λογαριασμόν του ενώ εις τον ερώντα όλ' αυτά του χαρίζονται και του επιτρέπεται να τα κάνη χωρίς όνειδος, ωσάν να διέπραττε πάγκαλόν τι πράγμα. Εκείνο δε που είνε θαυμαστότερον ακόμη, είνε ότι, κατά την γνώμην των πολλών, και παραβαίνων τον δοθέντα όρκον ο εραστής, συγχωρείται, μόνος αυτός, υπό των θεών· διότι, λέγουν, αφροδίσιος όρκος δεν υπάρχει. Τοιουτοτρόπως και οι θεοί και οι άνθρωποι παρέχουν πάσαν εξουσίαν εις τον ερώντα, κατά τα εδώ κρατούντα. Εκ τούτων λοιπόν θα ενόμιζε κανείς ότι εις την πόλιν μας πάγκαλον θεωρείται, και το εράν και το φίλους γίνεσθαι των εραστών. Από το άλλο όμως μέρος, όταν ιδή κανείς ότι οι πατέρες προσλαμβάνουν παιδαγωγούς και δεν επιτρέπουν εις τους αγαπωμένους να συνομιλούν με τους εραστάς και ότι τοιαύτη παραγγελία δίδεται ρητώς εις τον παιδαγωγόν, οι δε συνομίλικοι και οι φίλοι ονειδίζουν εάν βλέπουν τοιούτον τι γινόμενον, και ότι πάλιν οι πρεσβύτεροι δεν εμποδίζουν τους ονειδίζοντας ούτε τους επιτιμούν ως μη ορθά λέγοντας, τότε θα σχηματίση την ιδέαν ότι το πράγμα θεωρείται εδώ ως αισχρότατον.
Τούτο εξηγείται, νομίζω, ως εξής· το πράγμα δεν είνε απλούν, διότι, όπως εξ αρχής ελέχθη, δεν είνε αυτό καθ' εαυτό ούτε καλόν ούτε κακόν, αλλά καλώς μεν πραττόμενον καλόν, αισχρώς δε αισχρόν. Αισχρώς μεν λοιπόν πραττόμενον είνε το χαρίζεσθαι εις πονηρούς και πονηρώς, καλώς δε το χαρίζεσθαι εις χρηστόν και εξ αγαθής προαιρέσεως. Πονηρός δε είνε ο εραστής εκείνος ο πάνδημος, ο του σώματος μάλλον ή της ψυχής ερών, όστις επομένως ουδέ μόνιμος είνε, ως ερών πράγματος μη μονίμου· διότι ούτος, άμα η νεανική ανθηρότης του σώματος, το οποίον μόνον ηγάπα, λήξη, γίνεται άφαντος παραβαίνων αισχρότατα όλους τους λόγους και τας υποσχέσεις του· ενώ ο το ηθικόν αγαπών και εις το χρηστόν τούτου αποβλέπων μένει εραστής διά βίου, ως συνδεθείς με πράγμα μόνιμον. Αυτό λοιπόν θέλει η εδώ κρατούσα γνώμη να βασανίζεται, και εις μεν τούτους να χαρίζεται ο νέος, τους δε πρώτους ν' αποφεύγη. Και διά τούτο επιβάλλει να επιδιώκεται μεν ο ένας έρως, να φεύγεται δε ο άλλος, παρέχουσα ούτω στάδιον εις βάσανον και διάκρισιν περί του εις ποίαν εκ των δύο αυτών τάξεων ανήκει τόσον ο ερών όσον και ο ερώμενος. Αυτή δε είνε η αιτία διά την οποίαν πρώτον μεν αισχρόν νομίζεται το να παραδίδεται τις ταχέως, διά να μεσολαβή ούτω χρόνος αρκετός ώστε να θεωρήται ότι το πράγμα εβασανίσθη καλώς· έπειτα αισχρόν επίσης το να παραδίδεται τις διά χρήματα ή εις ισχυρόν τινα, είτε διότι κατατρεχόμενος εφοβήθη και δεν εγκαρτέρησεν, είτε διότι ευεργετούμενος με χρήματα ή πολιτικά υπουργήματα δεν κατεφρόνησεν αυτά· διότι ευλόγως κανέν εξ όλων αυτών δεν θεωρείται ούτε ασφαλές ούτε μόνιμον, όταν δεν αποτελούν την βάσιν γενναίας φιλίας. Μία επομένως υπολείπεται οδός κατά τα ιδικά μας ήθη, όπως ο νέος παράσχη εντίμως την εύνοιάν του εις ένα εραστήν. Διότι κατ' αυτά, όπως εις τους εραστάς επετράπη να υποβάλλωνται εις οιανδήποτε δουλείαν θέλουν χάριν του αγαπωμένου νέου, χωρίς τούτο να θεωρήται ως κολακεία ή ως πράξις επονείδιστος, κατά τον ίδιον τρόπον και άλλη μία μόνη δουλεία εκούσιος υπολείπεται μη θεωρουμένη επονείδιστος· και αυτή είνε η αποβλέπουσα εις την αρετήν.
Διότι παρ' ημίν, εάν τις περιποιέται άλλον αγόμενος εκ του πόθου και φρονών ότι θα γείνη τοιουτοτρόπως τελειότερος είτε ως προς ωρισμένον είδος γνώσεως είτε ως προς οιονδήποτε άλλο μέρος αρετής, η τοιαύτη επίσης εθελοδουλεία δεν θεωρείται αισχρότης ουδέ κολακεία. Πρέπει δε βεβαίως να υπάρχη πλήρης σύμπτωσις υποχρεώσεων και από τα δύο μέρη, δηλαδή μεταξύ παιδεραστού και έπιδιώκοντος φιλοσοφίαν ή άλλην αρετήν, διά να κριθή ως καλώς παραχωρηθείσα η εύνοια ενός νέου προς εραστήν. Όταν λοιπόν υπάρχη μεταξύ εραστού και νέου η σύμπτωσις αυτή των βουλήσεων, έκαστος δε αυτών έχη ως κανόνα, ο μεν ένας ότι εξυπηρετών εις ό,τι δήποτε τον χαρισθέντα νέον δικαίως τον εξυπηρετεί, ο δε άλλος ότι καθήκον επίσης έχει να παρέχη τας εκδουλεύσεις του εις τον ποιούντα αυτόν σοφόν και αγαθόν, και όταν ο μεν πρώτος είνε αληθώς ικανός να συμβάλη εις φρόνησιν και την άλλην αρετήν, ο δε άλλος έχη πραγματικώς τον πόθον ν' αποκτήση παίδευσιν και την άλλην σοφίαν, όταν, λέγω, όλοι αυτοί οι όροι συμπέσουν, τότε, και μόνον τότε, ημπορεί να λεχθή δι' ένα νέον ότι καλώς έπραξε χαρισθείς εις εραστήν, και ποτέ άλλοτε. Εις την περίστασιν δε αυτήν και το να εξαπατηθή κανείς δεν είνε διόλου αισχρόν· ενώ κάθε άλλη περίπτωσις φέρει αισχύνην εις τον νέον είτε εξαπατώμενον είτε μη. Εάν τις δηλαδή, χαρισθείς ένεκα πλούτου εις εραστήν τον οποίον νομίζει πλούσιον, ήθελεν εξαπατηθή και δεν λάβει χρήματα, του εραστού αποδειχθέντος πένητος, το πράγμα δεν είνε ολιγώτερον αισχρόν διότι ο τοιούτος θεωρείται ως αποδείξας το καθ' εαυτόν ότι ένεκα χρημάτων είνε έτοιμος να προσφέρη οποιασδήποτε υπηρεσίας και εις οποιονδήποτε, τούτο δε δεν είνε διόλου καλόν. Κατά τον αυτόν λόγον καλή και έντιμος η απάτη του χαρισθέντος με την ιδέαν ότι ο εραστής είνε αγαθός και ότι διά της φιλίας τούτου θα γείνη καλύτερος, ενώ αυτός απεδείχθη αισχρός και χωρίς αρετήν· διότι και ούτος πάλιν θεωρείται ως εκδηλώσας το καθ' εαυτόν ότι χάριν αρετής και διά να γείνη καλύτερος ήθελε φανή πρόθυμος εις καθένα και διά κάθε τι, τούτο ο εξ εναντίας κάλλιστον πάντων. Τοιουτοτρόπως καλόν πάντως το χαρίζεσθαι αρετής ένεκα. Αυτός είνε ο της ουρανίας θεάς έρως, έρως ουράνιος και πολύτιμος εις άτομα και εις πολιτείας, ως αναγκάζων εις προσπάθειαν και επιμέλειαν προς αρετήν τον τε ερώντα και τον ερώμενον αμοιβαίως· όλοι δε οι άλλοι έρωτες είνε της πανδήμου Αφροδίτης.
Αυτά, ω Φαίδρε, συνεισφέρω εκ του προχείρου διά τον Έρωτα.
Του Παυσανίου παύσαντος — διά να μεταχειρισθώ ταυτολεξίαν (9), όπως συμβουλεύουν οι σοφοί — εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ήτο μεν η σειρά του Αριστοφάνους να ομιλήση, αλλ' επειδή ούτος, είτε ένεκα της πολυφαγίας είτε δι' άλλον λόγον, είχε πάθει λόξυγκα και δεν ημπορούσε να ομιλήση, αποταθείς προς τον ιατρόν Ερυξίμαχον ο οποίος ήτον ξαπλωμένος πλησίον του,
— Ερυξίμαχε, είπεν, οφείλεις ή να μου παύσης τον λόξυγκα ή να ομιλήσης συ εις την θέσιν μου έως ότου να παύση.
— Θα κάμω και το ένα και το άλλο, είπεν ο Ερυξίμαχος. Δηλαδή εγώ μεν θα ομιλήσω εις την θέσιν σου, συ δε εις την ιδικήν μου, όταν το κακόν περάση· εφ' όσον δε εγώ ομιλώ, αν μεν προτιμάς, κράτησε την αναπνοήν σου αρκετήν ώραν και ο λόξυγκας θα παύση· ειδεμή, γαργαρίσου με ολίγον νερόν. Αν δε είνε πολύ δυνατός, γαργάλισε την μύτη σου με κάτι τι ώστε να πταρνισθής. Όταν το κάμης αυτό μίαν ή δύο φοράς, όσον δυνατός και αν είνε θα παύση.
— Σπεύσε λοιπόν ν' αρχίσης, είπεν ο Αριστοφάνης· εγώ δε θ' ακολουθήσω τας συμβουλάς σου.
Ωμίλησε τότε ο Ερυξίμαχος ως εξής:
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ
Επειδή ο Παυσανίας, αρχίσας καλώς τον λόγον του, ετελείωσε χωρίς να ειπή όσα έπρεπε, νομίζω ότι επιβάλλεται εις εμέ να τον συμπληρώσω. Και την μεν διάκρισιν του Έρωτος ως διπλού νομίζω καλώς γενομένην· ότι δε ο Έρως δεν υπάρχη εις τας ψυχάς των ανθρώπων προς τα ωραία σώματα μόνον, αλλά και άλλα πολλά έχει αντικείμενα και εις άλλα πράγματα υπάρχει, εις τε τα σώματα όλων των ζώων και εις τα εν τη γη φυόμενα, και με μίαν λέξιν εις όλα τα όντα, τούτο κατάδηλον νομίζω ως εκ της ιατρικής μου τέχνης, ήτις μ' εδίδαξε πόσον μέγας και θαυμαστός είνε ο θεός ούτος, περιλαμβάνων πάντα τα πράγματα, ανθρώπινα και θεία. Θ' αρχίσω δε από την ιατρικήν, διά να τιμήσωμεν και την τέχνην.
Λοιπόν τον διπλούν τούτον Έρωτα περιέχει αυτή η φύσις των σωμάτων διότι ομολογουμένως άλλο πράγμα το υγιές μέρος του σώματος και άλλο το νοσούν, εντελώς δε ανόμοια τα δύο αυτά, και το ανόμοιον επιθυμεί και αγαπά τα ανόμοια. Άλλος λοιπόν ο εις το υγιεινόν και άλλος ο εις το νοσώδες υπάρχων έρως. Εφαρμόζεται δε και εδώ εκείνο που έλεγε προτύτερα ο Παυσανίας, ότι καλόν μεν είνε να χαρίζεταί τις εις τους αγαθούς, αισχρόν δε εις τους ακολάστους· δηλαδή και περί σωμάτων προκειμένου, καλόν μεν και πρέπον είνε το χαρίζεσθαι εις τα αποτελούντα το αγαθόν και υγιές εκάστου σώματος, και εις τούτο ακριβώς συνίσταται η ιατρική, αισχρόν δε το χαρίζεσθαι εις τα μη υγιή και νοσώδη, εις τα οποία, εξ εναντίας, δεν πρέπει να υποχωρή τις, εάν θέλη να είνε επιτήδειος ιατρός. Διότι η ιατρική, διά να ορίσω με ολίγας λέξεις το πράγμα, είνε επιστήμη των του σώματος ερωτικών ορμών προς πλησμονήν και κένωσιν, και ο διαγινώσκων εις αυτάς τον καλόν και τον αισχρόν έρωτα, αυτός είνε ο καλύτερος ιατρός, επιτηδειότατος δε πρακτικός θα ήτο ο επιτυγχάνων να μεταβάλλη κατά τοιούτον τρόπον τα πράγματα, ώστε ν' αποκτάται ο αρμόζων έρως αντί του μη αρμόζοντος, και γνωρίζων όπου μεν δεν υπάρχει έρως, ενώ είνε αναγκαίος, να εμποιή αυτόν, όπου δε υπάρχει αχρείος τοιούτος, να τον εκδιώκη. Πρέπει επομένως ο ιατρός να είνε ικανός τα εχθρικώτατα διακείμενα μέσα εις το σώμα να τα καταστήση φίλα και αγαπώμενα αμοιβαίως· και είνε εχθρικώτατα προς άλληλα τα εναντιώτατα, δηλαδή το ψυχρόν προς το θερμόν, το πικρόν προς το γλυκύ, το ξηρόν προς το υγρόν, και όσα άλλα τοιαύτα· ακριβώς δε, εις τα εναντιώτατα αυτά ευρών το μέσον να εμποιή έρωτα και ομόνοιαν ο πρόγονος ημών Ασκληπιός, όπως λέγουν οι ποιηταί και εγώ πείθομαι, εδημιούργησε την ιδικήν μας τέχνην. Κατά ταύτα λοιπόν και η ιατρική ολόκληρος διά του θεού τούτου κυβερνάται, ωσαύτως δε και η γυμναστική και η γεωργία. Ομοίως έχει το πράγμα και διά την μουσικήν, όπως είνε φανερώτατον διά κάθε άνθρωπον ο οποίος ήθελε προσέξει ολίγον, τούτο δε ίσως θέλει να ειπή και ο Ηράκλειτος (10), αν και δεν εκφράζεται καλώς. Διότι λέγει ότι το έν διιστάμενον προς εαυτό συμφωνεί προς εαυτό, όπως η αρμονία τόξου ή λύρας (11). Αλλ' είνε εντελώς παράλογον να λέγεται ότι η αρμονία είνε διάστασις ή και ότι συνίσταται από διιστάμενα στοιχεία. Ίσως όμως ο Ηράκλειτος ήθελε να ειπή τούτο, ότι δηλαδή από τους διισταμένους μεν πρότερον τόνους οξύν και βαρύν, συνδυασθέντας δ' έπειτα εις συμφωνίαν υπό της μουσικής τέχνης, έγεινεν η αρμονία· διότι δεν θα ήτο βέβαια διόλου δυνατή αρμονία εφ' όσον το οξύ και το βαρύ είνε ασύμφωνα. Και τούτο διότι η αρμονία είνε συνήχησις, η δε συνήχησις τρόπον τινά συμφωνία· συμφωνία δε διισταμένων, εφ' όσον ευρίσκονται εις διάστασιν, είνε αδύνατος· το διιστάμενον δε πάλιν και μη συμφωνούν αδύνατον ν' αποτελέση αρμονίαν, όπως συμβαίνει και με τον ρυθμόν, ο οποίος έγεινεν εκ των διισταμένων μεν πρότερον ταχέος και βραδέος, ύστερον δε συμφωνησάντων. Την συμφωνίαν δε μεταξύ όλων αυτών, όπως ανωτέρω η ιατρική, εδώ επιτυγχάνει η μουσική, όταν κατορθώνη να εμποιήση ομόνοιαν και έρωτα αμοιβαίον· επομένως η μουσική είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν. Και ως προς μεν την σύστασιν αυτήν της αρμονίας και του ρυθμού δεν είνε βέβαια διόλου δύσκολος η διάγνωσις του έρωτος, ουδέ υπάρχει πως ενταύθα ο διπλούς έρως· αλλ' όταν είνε ανάγκη να γείνη χρήσις του ρυθμού και της αρμονίας εν σχέσει προς τους ανθρώπους είτε διά της συνθέσεως, της άλλως μελοποιίας καλουμένης, είτε διά της ορθής χρήσεως των συντεθειμένων μελών και μέτρων, ήτις και εκλήθη παιδεία, ενταύθα και δύσκολον το πράγμα και ανάγκη επιτηδείου τεχνίτου. Διότι και πάλιν ο αυτός λόγος αρμόζει, ότι δηλαδή εις τους κοσμίους των ανθρώπων, και προς τον σκοπόν του να γείνουν κοσμιώτεροι οι μη όντες ακόμη τοιούτοι, πρέπον είνε να χαρίζεταί τις και να ενθαρρύνη τον έρωτά των, και αυτός είνε ο καλός, ο ουράνιος, ο της Ουρανίας μούσης Έρως· ενώ προς τον έρωτα της Πολυμνίας τον πάνδημον πρέπει να συμπεριφερώμεθα με πολλήν προσοχήν, εις τρόπον ώστε η απόλαυσις της εξ αυτού ηδονής να μη καταντά εις ακολασίαν, όπως και εις την ιδικήν μας τέχνην μέγα έργον είνε ο κανονισμός των τέρψεων τας οποίας παρέχει η μαγειρική τέχνη κατά τοιούτον τρόπον ώστε να μη προξενήται βλάβη εις την υγείαν. Και εις την μουσικήν λοιπόν και εις την ιατρικήν και εις όλα τα άλλα πράγματα, θεία και ανθρώπινα, πρέπει να καταβάλλεται όσον το δυνατόν περισσοτέρα προσοχή εις την διάκρισιν των δύο αυτών ερώτων διότι παντού υπάρχουν και οι δύο.
Και αυτή η σύστασις των ωρών του έτους γεμάτη είνε από τους δύο αυτούς Έρωτας· και όταν μεν τα στοιχεία τα οποία προ ολίγου ανέφερα, δηλαδή τα θερμά και τα ψυχρά και ξηρά και υγρά, τύχη να συγκερασθούν σωφρόνως και αρμονικώς εις έρωτα κόσμιον, έρχονται φέροντα ευτυχίαν και υγείαν εις ανθρώπους και εις τα άλλα ζώα και φυτά, χωρίς να προξενήσουν καμμίαν βλάβην όταν δε εις τας ώρας του έτους επικρατή ο ακόλαστος Έρως, και καταστροφήν και βλάβην πολλήν επιφέρει. Διότι και η λοιμική αυτήν συνήθως την αφορμήν έχει και πολλά ακόμη άλλα νοσήματα όμοια και των ζώων και των φυτών· και αι πάχναι δε και αι χάλαζαι και αι ασθένειαι των σπαρτών εκ της ακολασίας και ακοσμίας των τοιούτων ερωτικών σχέσεων προέρχονται, των οποίων η επιστήμη, καταγινομένη περί τας κινήσεις των άστρων και τας ώρας των ενιαυτών, αστρονομία καλείται. Ακόμη και όλαι αι θυσίαι και όσα άλλα ανάγονται εις την μαντικήν τέχνην — ταύτα δε είνε τ' αποτελούντα την μεταξύ ανθρώπων και θεών επικοινωνίαν — δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την διατήρησιν και θεραπείαν του Έρωτος. Διότι όλη η ασέβεια παρακολουθεί συνήθως και απέναντι των γονέων και ζώντων και αποθανόντων και απέναντι των θεών, εάν τις, αντί του κοσμίου έρωτος εις τον οποίον πρέπει να χαρίζεται και να τιμά και πρεσβεύη εις κάθε πράξιν, προτιμά τον άλλον. Αυτά δε ακριβώς αποστολήν έχει η μαντική να επισκοπή και θεραπεύη, και επομένως η τέχνη αυτή είνε δημιουργός φιλίας μεταξύ θεών και ανθρώπων, ως δυναμένη να γνωρίση ποίαι εκ των ερωτικών κλίσεων των ανθρώπων τείνουν προς το πρέπον ή την ασέβειαν. Τοιουτοτρόπως πολλήν και μεγάλην, ή διά να ειπώ σωστότερα, κάθε δύναμιν έχει γενικώς μεν ο όλος Έρως, αλλ' ο αποβλέπων εις το αγαθόν και με σωφροσύνην και δικαιοσύνην επιτελούμενος εν σχέσει και προς ημάς και προς τους θεούς, αυτός την μεγίστην δύναμιν έχει και κάθε ευδαιμονίαν παρέχει εις ημάς, δυναμένους και προς αλλήλους να συναναστρεφώμεθα και να είμεθα φίλοι, και προς τους θεούς τους πολύ ανωτέρους ημών.
Εις τον έπαινον αυτόν του Έρωτος ίσως και εγώ πολλά παραλείπω, όχι όμως θεληματικώς. Αλλ' εάν αφήκα τίποτε, ιδικόν σου έργον είνε, Αριστοφάνη, να με συμπληρώσης· ή αν έχης κατά νουν να εγκωμιάσης κατ' άλλον τρόπον τον θεόν, εγκωμίαζε, αφού και ο λόξυγκας σου επέρασε.
Εις την τελευταίαν αυτήν αποστροφήν του Ερυξιμάχου απαντών ο Αριστοφάνης, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος,
— Τωόντι, είπεν, έπαυσεν ο λόξυγκας, αλλ' όχι πριν του προσφέρω το πτάρνισμα, και θαυμάζω ότι, διά ν' αποκατασταθή ο κόσμιος έρως μέσα εις τον οργανισμόν, απαιτείται η προσφορά των ψόφων και των γαργαλισμών ενός πταρνίσματος· διότι με την προσφοράν αυτήν ευθύς ο λόξυγκας έπαυσε.
— Πρόσεχε, Αριστοφάνη, παρετήρησεν ο Ερυξίμαχος. Αρχίζεις με αστειότητας, ενώ πρόκειται να λάβης τον λόγον, και θα με αναγκάσης να σε προσέχω μην ετοιμάζεσαι να μας ειπής τίποτε αστεία από τα συνειθισμένα σου.
Και ο Αριστοφάνης γελάσας:
— Πολύ σωστά λέγεις, Ερυξίμαχε, και ας λογαριασθούν ως μη λεχθέντα όσα είπα. Μη με προσέχεις λοιπόν, διότι εκείνο που φοβούμαι δεν είνε μήπως ειπώ αστεία, πράγμα το οποίον άλλως είνε ίδιον της μούσης μου και θα ήτο προς έπαινόν της, αλλά μήπως ειπώ γελοία.
— Μην το βάζης εις τον νουν σου ότι ημπορείς να μου ξεφύγης. Πρόσεχε λοιπόν και ομίλει έχων υπ' όψιν σου ότι θα μου δώσης λόγον. Ίσως κ' εγώ τότε να φανώ επιεικής, αν το κρίνω σωστόν.
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Και όμως, Ερυξίμαχε, ήρχισεν ο Αριστοφάνης, σκοπόν έχω να ομιλήσω άλλως πως και όχι όπως συ και ο Παυσανίας. Λοιπόν εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αισθανθή όλως διόλου την δύναμιν του έρωτος, διότι εάν την ησθάνοντο, έπρεπε να του ανεγείρουν μεγίστους ναούς και βωμούς, και να του προσφέρουν τας μεγαλυτέρας θυσίας, ενώ τόρα τίποτε από όλα αυτά που έπρεπε να γίνονται δεν γίνεται. Και εν τούτοις ο Έρως είνε ο φιλανθρωπότατος των θεών, βοηθών τους ανθρώπους και ιατρεύων όλα τα κακά εκείνα, των οποίων η θεραπεία θα επροσπόριζε μεγάλην ευδαιμονίαν εις το ανθρώπινον γένος. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω την δύναμιν αυτού, σεις δε θα διδάξετε εις τους άλλους όσα θ' ακούσετε από εμέ. Και πρώτον πρέπει να μάθετε την ανθρωπίνην φύσιν και τα παθήματα αυτής. Διότι η φύσις ημών εις τον παλαιόν καιρόν δεν ήτον οποία η τορινή, αλλά όλως διόλου διάφορος. Και πρώτον τα γένη των ανθρώπων ήσαν τρία, δεν ήσαν όπως τόρα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν, αλλ' υπήρχεν ακόμη και τρίτον γένος, αποτελούμενον από τα δύο πρώτα, του οποίου μόνον το όνομα διεσώθη, αυτό δε εξηφανίσθη. Υπήρχε δηλαδή και ένα είδος αρσενικοθήλυκον, ανδρόγυνον (12) καλούμενον, ως συγκείμενον εξ ανδρός και γυναικός, εκ του οποίου σήμερον δεν διεσώθη παρά μόνον το όνομα, λεγόμενον ως ύβρις. Έπειτα και το όλον ανθρώπινον γένος ήτο διάφορον, διότι κάθε άνθρωπος ήτο στρογγύλος, έχων την ράχιν και τας πλευράς κυκλικάς, χείρας δε τεσσάρας, σκέλη ισάριθμα με τας χείρας και πρόσωπα δύο επάνω εις αυχένα κυκλοτερή εντελώς όμοια· κεφαλήν δε και διά τα δύο αυτά πρόσωπα, αντιθέτως βλέποντα, είχον μίαν, και αυτιά τέσσαρα, και γεννητικά όργανα δύο, και όλα τα άλλα κατά τρόπον που ημπορεί κανείς να συμπεράνη εξ όσων είπα. Επεριπάτουν δε και ορθοί κατά την μίαν ή την άλλην διεύθυνσιν των δύο προσώπων· αλλ' όταν ήθελαν να ορμήσουν ταχέως, έτρεχον όπως οι κυβιστήρες, όταν κάνουν μίαν σειράν από τούμπες σηκώνοντες τα σκέλη εις τον αέρα, με την διαφοράν ότι οι τότε άνθρωποι, έχοντες οκτώ μέλη διά να στηρίζωνται, εφέροντο κυκλικώς με πολλήν ταχύτητα. Η μεταξύ των τριών αυτών γενών διαφορά προήρχετο εκ του ότι το μεν αρσενικόν κατήγετο εκ του ηλίου, το δε θηλυκόν εκ της γης, και το μετέχον και των δύο τούτων εκ της σελήνης, καθόσον και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ακριβώς δε ένεκα της καταγωγής των αυτής ήσαν περιφερικά και αυτά και η πορεία αυτών. Και ήσαν φοβερά ως προς την δύναμιν και ρώμην, και τα φρονήματα μεγάλα είχον, ετόλμησαν δε να τα βάλουν και με τους θεούς, και εκείνο που λέγει ο Όμηρος περί Εφιάλτου και Ώτου (13), περί εκείνων λέγεται, ότι δηλαδή επεχείρησαν ν' αναβούν εις τον ουρανόν διά να επιτεθούν κατά των θεών.
Τότε λοιπόν ο Ζευς και οι άλλοι θεοί συσκεφθέντες περί του πρακτέου ευρέθησαν εις απορίαν, μη θέλοντες ούτε να τους σκοτώσουν, και, κεραυνώσαντες αυτούς, όπως τους γίγαντας, να εξαφανίσουν το γένος — διότι τότε θα έπαυαν αι προς αυτούς τιμαί και οι ναοί εκ μέρους των ανθρώπων — , ούτε πάλιν να τους επιτρέψουν τοιαύτην αυθάδειαν. Επί τέλους ο Ζευς κατώρθωσε να εύρη τι εχρειάζετο, και:
— Μου φαίνεται, είπεν, ότι ευρήκα τρόπον ώστε και άνθρωποι να υπάρχουν και να παραιτηθούν της αυθαδείας των, ασθενέστεροι γινόμενοι. Προς τούτο θα τους κόψω τον καθένα εις δύο, κατ' αυτόν δε τον τρόπον και ασθενέστεροι θα γείνουν και συγχρόνως χρησιμώτεροι εις ημάς, διότι θα γείνουν περισσότεροι και θα βαδίζουν όρθιοι επί των δύο σκελών. Εάν δε και μετά τούτο φανούν ακόμη αυθάδεις και δεν θέλουν να ησυχάσουν, τότε θα τους κόψω και πάλιν εις δύο, εις τρόπον ώστε να περιπατούν μ' ένα πόδι πηδηκτά.
Ταύτα ειπών ήρχισε να κόπτη τους ανθρώπους εις δύο, όπως οι κόπτοντες τα σούρβα (14) που θέλουν να τα παστώσουν, ή όπως οι κόπτοντες τα αυγά με τας τρίχας. Καθένα δε που έκοπτε, ανέθετεν εις τον Απόλλωνα να του μεταστρέφη μεν το πρόσωπον και το ήμισυ του αυχένος προς το μέρος της τομής, θέλων ώστε ο άνθρωπος, βλέπων διαρκώς το κόψιμον που υπέστη, να γείνη κοσμιώτερος, και κατά τα άλλα δε να τον θεραπεύη. Συμμορφωνόμενος προς την παραγγελίαν αυτήν ο Απόλλων, και το πρόσωπον μετέστρεφε, και συνέλκων το δέρμα από παντού προς την καλουμένην τώρα κοιλίαν, όπως τα σουρωτά πουγγιά, το έδενεν αφίνων ένα μόνον στόμιον εις το μέσον της κοιλίας, το καλούμενον ομφαλός. Και τας μεν άλλας ρυτίδας τας πολλάς ελείαινε και διώρθωνε το στήθος μ' ένα εργαλείον όμοιον προς εκείνο που μεταχειρίζονται οι σανδαλοποιοί διά να λειάνουν επάνω εις το καλαπόδι τας ρυτίδας των δερμάτων· άφινε δε ολίγας περί την κοιλίαν και τον ομφαλόν εις μνήμην του παλαιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύσις εδιχοτομήθη, τα μέρη, ποθούντα έκαστον το ήμισύ του, συνήρχοντο και περιβαλλόμενα διά την χειρών και συμπλεκόμενα το ένα με το άλλο εκ της σφοδράς επιθυμίας των όπως συγκολληθούν, απέθνησκαν από την πείναν και την αργίαν, διότι δεν ήθελαν να κάνουν τίποτε χωρισμένα. Και όταν το ένα από τα ημίση απέθνησκε, το απομένον εζήτει και συνεπλέκετο με άλλο, είτε ήμισυ ολοκλήρου πριν γυναικός ετύχαινε να είνε, εκείνο δηλαδή που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα, είτε ανδρός. Και έτσι το ανθρώπινον γένος έβαινεν εις αφανισμόν. Συγκινηθείς τότε ο Ζευς εμηχανεύθη να μεταθέση τα γεννητικά αυτών όργανα εμπρός· διότι έως τότε ήσαν προς τα εκτός, η δε σύλληψις και η γέννησις εγίνοντο όχι μέσα εις τα σώματα, αλλά εις την γην, όπως των τετίγων. Έκαμε λοιπόν την μετάθεσιν αυτήν και δι' αυτής εκανόνισεν η σύλληψις να γίνεται διά του άρρενος μέσα εις το θήλυ, έχων υπ' όψιν ότι τοιουτοτρόπως, διά της επιδιωκομένης υπό των διχοτομηθέντων συναφείας, είτε μεταξύ ανδρός και γυναικός εγίνετο αύτη, είτε μεταξύ αρρένων, και η διαιώνισις του ανθρωπίνου γένους θα επετυγχάνετο εις την πρώτην περίπτωσιν, και γενικώς, ως εκ της πλησμονής της συνουσίας, οι άνθρωποι θα έκαναν και διαλείμματα εις τας συναφείας των, τρεπόμενοι προς την εργασίαν και την άλλην επιμέλειαν της ζωής. Αυτός είνε ο λόγος διά τον οποίον ο έρως των ανθρώπων προς αλλήλους είνε έμφυτος, ως τείνων να επαναφέρη αυτούς εις την αρχικήν κατάστασιν και επιχειρών να κάμη τους δύο ένα και ιατρεύση την ανθρωπίνην φύσιν.
Καθένας λοιπόν από ημάς είνε μία τσέτουλα ανθρώπου κομμένου, ωσάν ήμισυ σπάρου ανοιγμένου εις δύο, ζητεί επομένως πάντοτε το ήμισύ του. Και όσοι μεν των ανδρών είνε τμήμα του όλου το οποίον τότε εκαλείτο ανδρόγυνον, είνε φιλογύναικες και οι πολλοί των μοιχών ανήκουν εις το γένος αυτό, εκ του οποίου επίσης προέρχονται και αι φίλανδροι και αι μοιχεύτριαι γυναίκες· ενώ όσαι των γυναικών είνε τμήμα γυναικός, δεν προσέχουν πάρα πολύ τους άνδρας, αλλά περισσότερον κλίνουν προς τας γυναίκας, και εξ αυτών προέρχονται αι εταιρίστριαι. Όσοι δε των ανδρών είνε άρρενος τμήμα, ζητούν το άρρεν· και εφ' όσον μεν είνε παιδία, ως τεμάχια άρρενος που είνε, αγαπούν τους άνδρας και ευχαριστούνται να κατακλίνωνται μαζή τους και να ευρίσκωνται εις την αγκάλην αυτών, και είνε ούτοι οι άριστοι των παίδων και μειρακίων, ως όντες εκ φύσεως ανδρειότατοι. Και είνε μεν αληθές ότι μερικοί κατηγορούν αυτούς ως αναισχύντους, αλλ' αδικώτατα· διότι αυτό που κάνουν δεν το κάνουν από αναισχυντίαν, αλλά διότι αγόμενοι από το θάρρος και την ανδρείαν και τον αρρενωπόν χαρακτήρα που έχουν, προτιμούν εκείνο που τους ομοιάζει· και τρανή τούτου απόδειξις είνε ότι μόνον οι τοιούτοι, άμα έλθουν εις ηλικίαν, αποβαίνουν άνδρες κατάλληλοι εις τα πολιτικά. Όταν δε πάλιν ανδρωθούν, παιδεραστούν και μόνον υπό του νόμου αναγκάζονται (15) ν' αποβλέψουν προς γάμους και παιδοποιίας, εκ φύσεως μη έχοντες τον νουν εις τοιαύτα πράγματα· εξ εναντίας ευχάριστον είνε εις αυτούς να περνούν την ζωήν μεταξύ τους άγαμοι. Διά τούτο ο τοιούτος και παιδεραστής και φιλεραστής γίνεται, προτιμών πάντοτε το συγγενές. Όταν λοιπόν συμβή και εις τον παιδεραστήν και εις κάθε άλλον να εύρη το ήμισύ του, τόσην τότε αισθάνονται φιλίαν και οικειότητα και έρωτα ο ένας προς τον άλλον, ώστε δεν θέλουν τρόπον τινά να χωρισθούν ούτε στιγμήν. Και αυτοί είνε που περνούν όλην την ζωήν μαζή, και που δεν ηξεύρουν και οι ίδιοι τι ζητούν ο ένας από τον άλλον. Ουδέ ημπορεί κανείς να νομίση ότι αυτό που ζητούν είνε η αφροδισιακή συνουσία και ότι επομένως αυτή είνε η αφορμή που τόσον πολύ ευχαριστούνται εις την συναναστροφήν ο ένας του άλλου· αλλ' είνε φανερόν ότι κάτι άλλο ζητεί η ψυχή εκάστου, το οποίον δεν ημπορεί να εκφράση, αλλά μαντεύει εκείνο που θέλει και υπονοεί. Και εάν την ώραν που είνε ξαπλωμένοι μαζή παρουσιάζετο ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ηρώτα:
— Τι είν' εκείνο που θέλετε να παραχθή από τους δύο σας, ω άνθρωποι;
Και εάν απορούντας τι ν' απαντήσουν τους ηρώτα και πάλιν:
— Μήπως επιθυμείτε να γίνετε ένα πράγμα και οι δύο, εις τρόπον ώστε και ημέραν και νύκτα να μη χωρίζεται ο ένας από τον άλλον; Εάν αυτό επιθυμήτε, θα σας χωνεύσω μαζή και τους δύο και θα σας ενώσω κατά τοιούτον τρόπον ώστε, ενώ είσθε δύο, να γείνετε ένας και έτσι ως ένας να διέλθετε μαζή την ζωήν, και εις τον Άδην ακόμη, αφού αποθάνετε, να εξακολουθήτε ωσάν ένας αποθαμένος αντί δύο. Σκεφθήτε αν αυτό είνε που επιθυμείτε και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι να το επιτύχετε.
Εάν λοιπόν αυτά τους έλεγεν ο Ήφαιστος, είνε βέβαιον ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελεν αρνηθή ή φανή ότι θέλει άλλο τίποτε, αλλά θα ενόμιζεν ότι ακούει εκείνο ακριβώς που προ πολλού επεθύμει, συγχωνευθείς δηλαδή και ενωθείς με τον αγαπώμενον να γείνη ένα με αυτόν. Και αίτιον τούτου είνε ότι τοιαύτη ήτον η αρχική φύσις ημών όταν ήμεθα ολόκληροι. Εις τον πόθον δε αυτόν και την επιδίωξιν του όλου εδόθη το όνομα έρως.
Αρχικώς, όπως είπα, ήμεθα ένα, ένεκα δε της αυθαδείας μας εχωρίσθημεν υπό του θεού όπως οι Αρκάδες εχωρίσθησαν υπό των Λακεδαιμονίων. Φόβος λοιπόν υπάρχει, εάν δεν φερώμεθα όπως πρέπει προς τους θεούς, μήπως διασχισθώμεν και πάλιν και καταντήσωμεν όπως τα κατά κρόταφον παριστάμενα εις τας στήλας κοιλόγλυφα πρόσωπα που φαίνονται ωσάν πριονισμένα από την μύτην, ή όπως αι λίσπαι(16). Διά τούτο όλοι οφείλομεν να προτρέπωμεν αλλήλους εις σεβασμόν προς τους θεούς, τούτο μεν διά ν' αποφύγωμεν νέαν τιμωρίαν, τούτο δε διά να φθάσωμεν εις την αρχαίαν ημών κατάστασιν, οδηγόν και αρχηγόν έχοντες τον Έρωτα. Προς τον οποίον επομένως κανείς δεν πρέπει να εναντιώνεται· και εναντιώνεται εκείνος ο οποίος γίνεται μισητός εις τους θεούς· διότι όταν είμεθα φίλοι και τα έχωμεν καλά με τον θεόν αυτόν, θα κατορθώσωμεν να εύρωμεν και σχετισθώμεν με τον αποτελούντα το συμπλήρωμα ημών, πράγμα το οποίον πολλοί ολίγοι από τους σημερινούς ανθρώπους κατορθώνουν. Και ας μη φαντασθή ο Ερυξίμαχος κωμωδών τον λόγον μου, ότι αυτό το λέγω διά τον Παυσανίαν και τον Αγάθωνα· διότι ίσως μεν και αυτοί να είνε από τούτους, δηλαδή να είνε και οι δύο άρρενες την φύσιν αλλ' εγώ ομιλώ γενικώς περί όλων, και ανδρών και γυναικών, και λέγω ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος ημών θα ευδαιμονήση, όταν δηλαδή καθένας ευτυχήση να πραγματοποιήση τον ερωτικόν αυτού πόθον επανερχόμενος εις την αρχαίαν αυτού φύσιν. Εάν δε η αρχαία αυτή φύσις είνε η αρίστη, αναγκαίως εκείνο που εκ των πραγμάτων του κόσμου τούτου πλησιάζει περισσότερον εις την φύσιν αυτήν, είνε επίσης το άριστον· και τούτο είνε το να επιτύχη κανείς εις τον έρωτα εκείνο που επιθυμεί. Εάν δε θέλωμεν να υμνήσωμεν, τον αίτιον της ευτυχίας ημών αυτής θεόν, τον Έρωτα οφείλομεν να υμνήσωμεν, ο οποίος και εις την παρούσαν ζωήν μας είνε πολύ χρήσιμος οδηγών καθένα εις το πρέπον, και διά το μετέπειτα μας παρέχει μεγίστας ελπίδας, εάν αποδίδωμεν το ανήκον προς τους θεούς σέβας, ότι ιατρεύσας και αποκαταστήσας ημάς εις την αρχαίαν φύσιν, θα μας κάμη μακαρίους και ευδαίμονας.
Αυτός είνε, Ερυξίμαχε, ο ιδικός μου λόγος περί Έρωτος, εντελώς διαφορετικός από τον ιδικόν σου. Όπως σε παρεκάλεσα και προτύτερα, μη κωμωδήσης αυτόν, διά ν' ακούσωμεν τι θα ειπούν και οι άλλοι, ή μάλλον τι θα ειπή καθένας από τους δύο άλλους, διότι μόνον ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν.
— Θα συμμορφωθώ με την παράκλησίν σου, είπεν ο Ερυξίμαχος, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε· διότι και ο λόγος σου πολύ μου άρεσε. Και αν δεν ήξευρα πόσον δεινοί εις τα ερωτικά είνε και ο Σωκράτης και ο Αγάθων, πολύ θα εφοβούμην μήπως δεν θα έχουν τι να ειπούν έπειτα από τα πολλά και διάφορα που ελέχθησαν. Τόρα όμως δεν φοβούμαι.
Και ο Σωκράτης τότε:
— Συ Ερυξίμαχε, είπε, τα κατάφερες καλά αλλ' αν ήσουν εις την θέσιν που ευρίσκομαι εγώ τόρα ή καλύτερα εις την θέσιν που θα ευρεθώ όταν ομιλήση και ο Αγάθων, και πολύ θα εφοβείσο και εν γένει ήθελες αισθανθή ό,τι και εγώ τόρα.
— Θέλεις να με βασκάνης, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων, και να με κάνης να τα χάσω με την ιδέαν, ότι το ακροατήριον περιμένει ανυπομόνως από εμέ πως θα είπω ωραία πράγματα.
— Θα ήμουν χωρίς άλλο πολύ επιλήσμων, Αγάθων, είπεν ο Σωκράτης, εάν, αφού είδα το θάρρος και την γενναιότητα με την οποίαν ανέβης εις την σκηνήν μαζή με τους υποκριτάς και προσέβλεψες κατά πρόσωπον τόσον πολυάριθμον ακροατήριον, ενώπιον του οποίου έμελλε να παρασταθή το έργον σου, χωρίς να ταραχθή διόλου, ενόμιζα τόρα ότι θα τα χάσης εμπρός εις ημάς τους ολίγους.
— Τι λέγεις, Σωκράτη; παρετήρησεν ο Αγάθων. Μήπως νομίζεις ότι το επήρα επάνω μου τόσον πολύ από το θέατρον, ώστε ν' αγνοώ ότι δι' ένα φρόνιμον άνθρωπον ολίγοι έμφρονες είνε φοβερώτεροι πολλών αφρόνων;
— Θα ήμουν άδικος, εάν είχα περί σου τόσον ταπεινήν ιδέαν, απήντησεν ο Σωκράτης. Εξ εναντίας είμαι βέβαιος, Αγάθων, ότι αποδίδεις πολύ περισσοτέραν σπουδαιότητα εις την γνώμην των ολίγων τους οποίους ήθελες νομίσει σοφούς παρά εις την γνώμην των πολλών. Αλλ' αμφιβάλλω αν ημείς είμεθα από τους ολίγους αυτούς· διότι ημείς και εις το θέατρον παρευρέθημεν και ήμεθα από τους πολλούς, θέλεις όμως ίσως να ειπής ότι αν ετύχαινε να ευρεθής μεταξύ άλλων πραγματικώς σοφών, θα τους εντρέπεσο, εάν ενόμιζες ότι κάνεις τίποτε άσχημον· ή δεν είν' έτσι;
— Πολύ σωστά λέγεις.
— Τους δε πολλούς δεν θα τους εντρέπεσο, εάν ενόμιζες ότι κάνεις τίποτε άσχημον;
Αλλά την στιγμήν αυτήν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, παρεμβάς ο Φαίδρος:
— Φίλτατε Αγάθων, είπεν, εάν εξακολουθής ν' απαντάς εις τον Σωκράτη, θα τον κάνης να χάση πλέον κάθε άλλο ενδιαφέρον περί των εδώ πραγμάτων, αρκεί μόνον να έχη κάποιον προς τον οποίον να διαλέγεται, και μάλιστα ωραίον. Αλλ' εγώ, μολονότι με πολλήν ευχαρίστησιν ακούω πάντοτε τον Σωκράτη διαλεγόμενον, εν τούτοις τόρα είνε ανάγκη να φροντίσω διά το εγκώμιον του Έρωτος το οποίον περιμένω να ειπή καθένας από σας. Όταν λοιπόν και ο ένας και ο άλλος εκπληρώσετε το καθήκον σας αυτό προς τον Θεόν, ας συνδιαλέγεται έπειτα.
— Πολύ σωστά λέγεις, Φαίδρε, είπεν ο Αγάθων, και τίποτε δεν μ' εμποδίζει ν' αρχίσω τον λόγον· διότι με τον Σωκράτη ημπορώ να ομιλήσω και έπειτα και οποτεδήποτε.
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ
Και πρώτα μεν εγώ θα σας εκθέσω πώς νομίζω ότι πρέπει να ομιλήσω, έπειτα δε θα εισέλθω εις το εγκώμιον του Έρωτος. Διότι μου φαίνεται ότι όλοι όσοι ωμίλησαν έως τόρα, αντί να εγκωμιάσουν τον θεόν, περιωρίσθησαν να καλοτυχίζουν τους ανθρώπους διά τα προς αυτούς αγαθά των οποίων ο θεός είνε αίτιος· τι πράγμα δε είνε εκείνος που εδώρησε τα αγαθά αυτά, κανείς δεν είπε. Εν τούτοις ο μόνος ορθός τρόπος κάθε επαίνου και δι' οποιονδήποτε είνε να εκτεθή οποίος τις είνε και οποίων αγαθών είνε αίτιος εκείνος περί του οποίου πρόκειται ο λόγος. Κατ' αυτόν τον τρόπον και ημείς, περί του Έρωτος προκειμένου, δίκαιον είνε να επαινέσωμεν πρώτα αυτόν λέγοντες οποίος τις είνε, και έπειτα τα δώρα του. Λέγω λοιπόν εγώ ότι μολονότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες, εν τούτοις ο Έρως, εάν επιτρέπεται να το ειπή κανείς χωρίς κρίμα, είνε ο ευδαιμονέστατος αυτών, ως ων ο ωραιότατος και ο άριστος. Είνε δε ο ωραιότατος διά τους εξής λόγους. Πρώτον είνε ο νεώτατος των θεών, Φαίδρε. Απόδειξιν δε τούτου μας παρέχει αυτός ο ίδιος, φεύγων διά φυγής το γήρας, το τόσον προδήλως ταχύ· διότι εις ημάς τουλάχιστον έρχεται πολύ ταχύτερα του πρέποντος. Το οποίον γήρας ο Έρως εκ φύσεως μισεί και ούτε από πολύ μεγάλην απόστασιν το πλησιάζει, αγαπών να ευρίσκεται και να συναναστρέφεται πάντοτε με τους νέους. Πολύ σωστόν επομένως είνε το αρχαίον ρητόν, ότι ο όμοιος συναναστρέφεται πάντοτε τον όμοιον. Εγώ δε, μολονότι εις πολλά άλλα συμφωνώ με τον Φαίδρον, όμως δεν συμφωνώ εις τούτο, ότι ο Έρως είνε αρχαιότερος του Κρόνου και του Ιαπετού (17). Εξ εναντίας λέγω ότι είνε ο νεώτατος των θεών και πάντοτε νέος, τα δε παλαιά πράγματα, τα οποία διηγούνται περί των θεών ο Ησίοδος και ο Παρμενίδης, έγειναν υπό το κράτος της Ανάγκης (18) και όχι του Έρωτος, εάν είνε αληθή όσα αυτοί διηγούνται· διότι αν υπήρχεν Έρως εις αυτούς, αντί να συμβαίνουν μεταξύ τους ευνουχισμοί και δεσμά, θα επεκράτει φιλία και ειρήνη, όπως τόρα, αφ' ότου μεταξύ των θεών βασιλεύει ο Έρως. Είνε λοιπόν νέος, προσέτι δε απαλός. Και τόσον απαλός, ώστε θα ήτον ανάγκη ενός ποιητού οποίος ο Όμηρος διά να παραστήση την απαλότητα του θεού. Διότι ο Όμηρος λέγει περί της Άτης (19) ότι είνε θεά και απαλή· τουλάχιστον διά τους πόδας αυτής λέγει:
απαλοί οι πόδες αυτής· διότι εις την γην δεν εγγίζει, αλλά εις των ανθρώπων επάνω τας κεφάλας πατεί.
νομίζω δε ότι παριστάνει πολύ επιτυχώς την απαλότητα αυτής, λέγων ότι δεν πατεί επάνω εις σκληρά αντικείμενα, αλλά εις μαλακά. Το αυτό τεκμήριον θα μεταχειρισθώ κ' εγώ, προκειμένου περί της απαλότητος του Έρωτος. Και αυτός δεν πατεί εις την γην, ούτε καν επάνω εις κρανία, τα οποία δεν είνε πολύ μαλακά, αλλ' εις τα μαλακώτατα των όντων και βαίνει και οικεί· διότι την οίκησιν αυτού εγκαθιστά μέσα εις τα ήθη και τας ψυχάς θεών και ανθρώπων, και όχι πάλιν εις όλας τας ψυχάς, αλλ' εάν τύχη να πέση εις ψυχήν έχουσαν το ήθος σκληρόν, απέρχεται, και μόνον αν εύρη το ήθος μαλακόν οικίζεται. Μη ερχόμενος λοιπόν εις επαφήν πάντοτε ειμή μόνον με τα μαλακώτατα των μαλακωτάτων, είνε κατ' ανάγκην απαλώτατος. Κατά ταύτα είνε νεώτατος μεν και απαλώτατος, προς δε τούτοις λεπτότατος την φύσιν. Διότι εάν ήτο σκληρός, δεν θα ήτο δυνατόν ούτε να εκτείνεται παντού, ούτε να εισέρχεται και εξέρχεται από κάθε ψυχήν χωρίς να εννοηθή. Μετρημένης δε και λεπτής φύσεως μέγα τεκμήριον η ευσχημοσύνη, πράγμα το οποίον εις μέγαν βαθμόν ομολογουμένως έχει ο Έρως· διότι ασχημοσύνη και Έρως ευρίσκονται πάντοτε εις πόλεμον μεταξύ τους. Της χροιάς δε το κάλλος φανερώνει η μεταξύ ανθέων διαβίωσις του θεού· διότι εις μη ανθηρόν και μαραμένον και σώμα και ψυχήν και ό,τιδήποτε άλλο δεν εγκαθίσταται ο Έρως, και μόνον όπου είνε τόπος ευανθής και ευώδης, εκεί και κάθηται και μένει.
Περί μεν της ωραιότητος λοιπόν του θεού ικανά είνε ταύτα, μολονότι πολλά ακόμη υπολείπονται· ας ομιλήσωμεν δε τόρα και περί της αρετής αυτού. Το μεγαλύτερον προσόν αυτού είνε ότι ούτε αδικεί ούτε αδικείται ούτε υπό θεού ούτε θεόν, ούτε υπό ανθρώπου ούτε άνθρωπον· διότι ούτε αυτός πάσχει βία, εάν τι πάσχη, της βίας μη εχούσης καμμίαν σχέσιν με τον Έρωτα, ούτε εις άλλον επιβάλλεται διά της βίας, και μόνον θεληματικώς δουλεύει πας τις εις αυτόν, όσα δε θεληματικώς συμφωνούνται μεταξύ δύο λέγουν οι βασιλείς της πόλεως νόμοι ότι είνε δίκαια. Μαζή δε με την δικαιοσύνην συνενώνει πλείστην σωφροσύνην. Διότι η σωφροσύνη συνίσταται εις την συγκράτησιν των ηδονών και επιθυμιών, καμμία δε ηδονή δεν είνε ανωτέρα του Έρωτος· εάν λοιπόν όλαι αι άλλαι ηδοναί και επιθυμίαι είναι κατώτεραι του Έρωτος, αυταί μεν δεσπόζονται υπ' αυτού, αυτός δε δεσπόζει, δεσπόζων δε ηδονών και επιθυμιών ο Έρως, πρέπει να είνε ιδιαζόντως σώφρων. Ως προς δε την ανδρείαν, ουδέ ο Άρης ανθίσταται εις τον Έρωτα· διότι δεν κατέχει ο Άρης τον Έρωτα, αλλ' ο Έρως τον Άρην, ο έρως της Αφροδίτης, ως λέγεται· ισχυρότερος δε ο κατέχων του κατεχομένου· και αφού είνε ισχυρότερος του ανδρειοτάτου των άλλων, πρέπει κατ' ανάγκην να είνε ο ανδρειότατος όλων.
Περί μεν της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας του θεού έγεινε λόγος· μένει λοιπόν να ομιλήσω περί της σοφίας αυτού, και πρέπει να προσπαθήσω όσον το δυνατόν να μη υστερήσω ως προς τούτο. Και πρώτον μεν, διά να τιμήσω κ' εγώ την τέχνην μου όπως ο Ερυξίμαχος την ιδικήν του, ο θεός αυτός είνε ποιητής τόσον σοφός ώστε να κάνη ποιητάς και άλλους· πραγματικώς και ο πριν εντελώς άμουσος γίνεται ποιητής, όταν τον καταλάβη ο Έρως. Τούτο δε αρκεί ως απόδειξις δι' ημάς, ότι ο Έρως είνε γενικώς ικανός διά κάθε έργον αναφερόμενον εις τας μούσας· διότι όσα δεν έχει τις ή δεν γνωρίζει, δεν ημπορεί ούτε να τα δώση εις άλλον ούτε να τα διδάξη. Και ποιος ημπορεί ν' αρνηθή ότι η ζωή αυτή δεν είνε έργον της σοφίας του Έρωτος, διά της οποίας κάθε τι ζωντανόν γίνεται και λαμβάνει ύπαρξιν; Αλλά και ως προς την δημιουργίαν των τεχνών μήπως δεν γνωρίζομεν ότι εκείνος μεν του οποίου ο θεός ούτος έγεινε διδάσκαλος, απέβη μέγας και πολύς, ενώ εκείνος τον οποίον δεν ήγγισεν ο Έρως έμεινεν αφανής; Και πραγματικώς, την τοξευτικήν και την ιατρικήν και την μαντικήν ο Απόλλων ανεύρε παρακινούμενος από επιθυμίαν και έρωτα, εις τρόπον ώστε και αυτός ημπορεί να λογισθή μαθητής του Έρωτος, όπως και αι μούσαι διά τας τέχνας των και ο Ήφαιστος διά την σιδηρουργικήν και η Αθηνά διά την υφαντικήν και ο Ζευς διά την κυβέρνησιν θεών τε και ανθρώπων. Όθεν και τα πράγματα των θεών εβάλθηκαν εις τάξιν εμφιλοχωρήσαντος Έρωτος, δηλονότι κάλλους· διότι εις την ασχημίαν δεν υπάρχει Έρως· προ τούτου δε, όπως είπα εις την αρχήν, πολλά και δεινά εγίνοντο μεταξύ των θεών, ως λέγεται, βασιλευούσης της Ανάγκης· αλλ' αφ' ότου ο θεός ούτος εγεννήθη, εκ της προς τα καλά αγάπης όλα αγαθά έγειναν μεταξύ και των θεών και των ανθρώπων. Έτσι εγώ νομίζω, ω Φαίδρε, ότι ο Έρως πρώτος αυτός ων ωραιότατος και αγαθώτατος, είνε αίτιος της μεταδόσεως και εις άλλους τοιούτων ιδιοτήτων. Μου έρχεται δε και εμμέτρως να ειπώ, ότι αυτός είνε ο πρόξενος:
ειρήνης εις ανθρώπους, γαλήνης εις πελάγη, ανέμων νηνεμίας και ύπνου αμερίμνου.
Αυτός, από ξένους και αδιαφόρους, μας καθιστά οικείους και φίλους, αυτός μας επιβάλλει τας μεταξύ μας συναναστροφές, όπως αυτήν εδώ, πρωτοστατών εις εορτάς, εις χορούς, εις θυσίας· πραότητα μεν πορίζων, αγριότητα δ' εξορίζων φιλόδωρος ευμενείας, άδωρος δυσμενείας· γεμάτος καλωσύνην διά τους αγαθούς, θεατός εις τους σοφούς, αγαπητός εις τους θεούς· ποθητός εις τους αμοιρούντας, πολύτιμος εις τους ευμοιρούντας· τρυφής, αβρότητος, χλιδής, χαρίτων, ιμέρου, πόθου πατήρ· φροντίζων διά τους αγαθούς, παραμελών τους κακούς· εις τας λύπας μας, εις τους φόβους μας, εις τους πόθους μας, εις τους λόγους μας οδηγός, βοηθός, παραστάτης και πατήρ άριστος, όλων εν γένει θεών και ανθρώπων στόλισμα, ηγεμών ωραιότατος και αγαθώτατος, τον οποίον κάθε άνθρωπος πρέπει ν' ακολουθή με ψαλμούς και δεήσεις ανταξίας, λαμβάνων τοιουτοτρόπως μέρος εις το λαμπρόν άσμα το οποίον αυτός ψάλλει θέλγων όλων των θεών και των ανθρώπων την διάνοιαν. Αυτά είνε, ω Φαίδρε, όσα εγώ είχα να ειπώ περί του θεού εν μέρει μεν παίζων, εν μέρει δε και σπουδάζων, καθ' όσον αι μικραί μου δυνάμεις το επιτρέπουν.
Άμα ο Αγάθων ετελείωσεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, όλοι εξέσπασαν θορυβωδώς εις επαίνους, λέγοντες ότι ο λεβέντης αυτός τα είπε πολύ καλά και αντάξια και εαυτού και του θεού. Τότε ο Σωκράτης στραφείς προς τον Ερυξίμαχον:
— Λοιπόν, Ακουμενίδη, είπεν, εξακολουθείς ακόμη να νομίζης ότι αδίκως εφοβήθην προτύτερα, και δεν φρονείς τόρα ότι επροφήτευσα σωστά, όταν έλεγα ότι ο Αγάθων θα ομιλήση θαυμάσια κ' εγώ θα ευρεθώ εις απορίαν;
— Διά το πρώτον, απήντησεν ο Ερυξίμαχος, πολύ σωστά επροφήτευσες ότι ο Αγάθων θα ομιλήση καλά· αλλ' ότι συ θα ευρεθής εις απορίαν, δεν το νομίζω.
— Και πώς θέλεις, ω μακάριε άνθρωπε, να μη ευρεθώ εις απορίαν, είπεν ο Σωκράτης, και εγώ και οποιοσδήποτε άλλος, όταν πρόκειται να ομιλήσω έπειτα από λόγον τόσον λαμπρόν και ποικίλον; Και όλα μεν ήσαν θαυμάσια· αλλά ιδίως εις το τέλος ποίος ακούων δεν εξεπλάγη από το κάλλος των λέξεων και της εκφράσεως; Εγώ τουλάχιστον, αισθανόμενος ότι ούτε κατά προσέγγισιν θα είμαι ικανός να ειπώ τόσον ωραία πράγματα και εντρεπόμενος, θα το έσκαζα, εάν ημπορούσα. Διότι ο λόγος του Αγάθωνος μου υπενθύμισε τον Γοργίαν (20), εις τρόπον ώστε μου συνέβη ακριβώς εκείνο που λέγει ο Όμηρος· εφοβούμην δηλαδή μήπως ο Αγάθων εις το τέλος του λόγου του ρίψη κατά του ιδικού μου λόγου την κεφαλήν Γοργίου του δεινού εις το λέγειν και με καταστήση άφωνον ως λίθον. Και ενόησα τότε πόσον γελοίος ήμουν, όταν ανελάμβανα την υποχρέωσιν να εγκωμιάσω κ' εγώ εις την σειράν μου τον Έρωτα μαζή σας και είπα ότι είμαι δεινός εις τα ερωτικά, ενώ, καθώς βλέπω, δεν γνωρίζω τίποτε περί του τρόπου κατά τον οποίον πρέπει να εγκωμιάζεται ό,τιδήποτε. Διότι εγώ είχα την αφέλειαν να νομίζω ότι διά κάθε εγκωμιαζόμενον πρέπει να λέγωνται τα αληθή, ότι αυτό πρέπει να είνε η βάσις, και ότι εξ αυτών εκλέγοντες τα κάλλιστα πρέπει να τα κατατάσσωμεν όσον το δυνατόν ευπρεπέστερα. Και διά τούτο είχα πολύ μεγάλην ιδέαν ότι θα ομιλήσω καλώς, νομίζων ότι γνωρίζω τον σωστόν τρόπον του επαινείν ό,τιδήποτε. Φαίνεται όμως ότι δεν είνε αυτός ο τρόπος του καλώς επαινείν ό,τιδήποτε, αλλά το ν' αποδίδωμεν εις αυτό τα μεγαλύτερα και τα λαμπρότερα προτερήματα, είτε του ανήκουν είτε όχι, του αληθούς ή ψευδούς των πραγμάτων, μη έχοντος καμμίαν σημασίαν. Διότι σκοπός ετέθη εκ των προτέρων, ως φαίνεται, όχι το να εγκωμιάση πραγματικώς καθένας τον Έρωτα, αλλ' απλώς να φανή ότι τον εγκωμιάζει. Δι' αυτό, νομίζω, επροσπαθήσατε με κάθε τρόπον ν' αποδώσετε εις τον Έρωτα όλα τα καλά και τον επαραστήσατε τόσον μέγαν και μεγάλων πραγμάτων αίτιον, διά να φανή όσον το δυνατόν ωραιότερος και αγαθώτερος — εις τους αγνοούντας δηλαδή, όχι βέβαια και εις τους γνωρίζοντας. Υπό τοιαύτην έννοιαν και ωραίος και μεγαλοπρεπής ο έπαινος. Αλλά εγώ δεν εγνώριζα τον τρόπον αυτόν του επαίνου, ο οποίος μου ήτον εντελώς άγνωστος όταν έμεινα κ' εγώ σύμφωνος μαζή σας να επαινέσω με την σειράν μου τον Έρωτα. Η γλώσσα μόνον υπέσχετο, όχι και το πνεύμα. Παραιτούμαι λοιπόν. Διότι και αν ήθελα να εγκωμιάσω κ' εγώ κατά τον ίδιον τρόπον, δεν θα ημπορούσα. Εάν όμως θέλετε, θα σας ειπώ τα αληθή κατά τον ιδικόν μου τρόπον και όχι κατά τον τρόπον που ωμιλήσατε σεις, διά να μη γείνω γελοίος. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, εάν σου χρειάζεται και ένας τοιούτος λόγος, εις τον οποίον θ' ακούσης περί του Έρωτος λεγόμενα μόνον τα αληθή, με λέξεις δε και τρόπον εκφράσεως απλούν και όπως ήθελε τύχει να έλθουν εις τον νουν μου.
Επειδή δε ο Φαίδρος καθώς και οι άλλοι τον παρεκάλουν να ομιλήση κατά τον τρόπον που αυτός νομίζει πρέποντα.
— Τότε, Φαίδρε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα σε παρακαλέσω ακόμη να μου χαρίσης τον Αγάθωνα διά να του κάμω ολίγας ερωτήσεις και έπειτα να ομιλήσω, αφού μείνω σύμφωνος μαζή του επ' αυτών.
— Σου τον παραχωρώ ευχαρίστως, είπεν ο Φαίδρος, και ερώτα τον.
Μετά ταύτα, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ο Σωκράτης ήρχισεν ως εξής περίπου:
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Λοιπόν, φίλτατε Αγάθων, φρονώ ότι πολύ σωστά έθεσες ως αρχήν εις τον λόγον σου ότι πρέπει πρώτα να δειχθή όποιος τις είνε ο Έρως και έπειτα τα έργα αυτού. Η αρχή αυτή πολύ μου αρέσει. Εμπρός λοιπόν, επειδή καλώς και μεγαλοπρεπώς διεξήλθες όσα απέβλεπον εις το να δειχθή οποίος τις είνε ο Έρως, ειπέ μου και τούτο: Είνε τινός ο Έρως έρως, ή κανενός; Ερωτώ δε όχι αν είνε μητρός τίνος ή πατρός — διότι το ερώτημα, εάν ο Έρως είνε έρως μητρός τίνος ή πατρός, θα ήτο γελοίον — αλλ' ερωτώ όπως θα ηρώτων προκειμένου περί πατρός: ο πατήρ είνε πατήρ τινός ή όχι; Εις την ερώτησιν αυτήν θα μου έλεγες, αν ήθελες ν' αποκριθής λογικώς, ότι είνε υιού ή θυγατρός ο πατήρ πατήρ· ή δεν είν' έτσι;
— Βεβαιότατα έτσι είνε, απήντησεν ο Αγάθων.
— Το ίδιον δεν θα είπωμεν και διά την μητέρα;
— Συμφωνώ και εις αυτό.
— Απάντησέ μου ακόμη εις μερικάς ερωτήσεις, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, διά να εννοήσης ακριβώς τι θέλω να ειπώ. Υπόθεσε ότι ερωτώ: Ο αδελφός, ως τοιούτος, είνε τινός αδελφός ή όχι;
— Είνε.
— Αδελφού ή αδελφής· δεν είν' έτσι;
— Σύμφωνος.
— Απάντησέ μου τόρα και διά τον Έρωτα. Ο Έρως είνε έρως τινός ή κανενός;
— Βεβαιότατα, είνε έρως τινός.
— Αυτό, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, κράτησέ το καλά εις την μνήμην σου, και ειπέ μου ακόμη τούτο: Ο Έρως επιθυμεί εκείνο, του οποίου είνε έρως, ή όχι;
— Βεβαίως επιθυμεί.
— Και τι εκ των δύο πρέπει να δεχθώμεν, ότι έχων εκείνο το οποίον επιθυμεί και αγαπά, έπειτα επιθυμεί και αγαπά, ή μη έχων αυτό;
— Εύλογον είνε να δεχθώμεν, ότι μη έχων.
— Σκέψου καλύτερα μήπως το πράγμα δεν είνε απλώς εύλογον, αλλά μήπως κατ' ανάγκην έχει ούτω, δηλαδή το επιθυμούν να επιθυμή εκείνο του οποίου στερείται, ή να μη επιθυμή εκείνο του οποίου δεν στερείται. Εις εμέ τουλάχιστον είνε περίεργον πόσον το πράγμα αυτό φαίνεται ως κατ' ανάγκην έχον ούτω. Συ δε τι φρονείς;
— Κ' εγώ το ίδιον νομίζω.
— Πολύ σωστά λέγεις. Πώς θα ήτο δυνατόν εκείνος που είνε μέγας να επιθυμή να είνε μέγας, ή ισχυρός εκείνος που είνε ισχυρός;
— Το πράγμα είνε αδύνατον, όπως είνε προφανές εξ όσων είπαμεν.
— Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να στερήται τις εκείνου το οποίον έχει.
— Πολύ σωστά λέγεις.
— Διότι εάν και ο ισχυρός επεθύμει να είνε ισχυρός, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, και ο ταχύς ταχύς και ο υγιής υγιής, θα ήτο ίσως δυνατόν να νομίση κανείς εις την περίπτωσιν αυτήν και κάθε άλλην ομοίαν, ότι οι όντες τοιούτοι και έχοντες τας τοιαύτας ιδιότητας εκείνο που έχουν αυτό και επιθυμούν και τούτου ένεκα επιμένω εις αυτό, διά να μη εξαπατηθώμεν. Διότι, ως εννοείς, Αγάθων, όλοι αυτοί έχουν κατ' ανάγκην εν τω παρόντι όσα είπαμεν ότι έχουν, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, και επομένως πώς θα ήτο δυνατόν να τα επιθυμήσουν: Και αν κανείς μας έλεγεν ότι εγώ υγιαίνων θέλω και να είμαι υγιής, και πλούσιος ων θέλω και να είμαι πλούσιος, και επιθυμώ αυτά ακριβώς που έχω, θα ελέγαμεν εις αυτόν ότι, συ, ω άνθρωπε, έχων πλούτον και υγείαν και ισχύν θέλεις να έχης αυτά και εις τον έπειτα χρόνον, διότι επί του παρόντος τουλάχιστον, είτε τα θέλεις είτε δεν τα θέλεις, τα έχεις· σκέψου λοιπόν, όταν λέγης ότι επιθυμείς τα παρόντα, μήπως δεν εννοείς άλλο τι ή τούτο, ότι θέλω όσα έχω εις το παρόν να τα έχω και εις τον έπειτα χρόνον. Δεν είν' έτσι;
— Συμφωνώ, είπεν ο Αγάθων.
Ο Σωκράτης εξηκολούθησε τότε:
— Λοιπόν αυτό, το να θέλη κανείς να του διατηρηθούν και εις τον έπειτα χρόνον όσα έχει εις τον παρόντα, δεν αποτελεί έρωτα εκείνου το οποίον δεν είνε ακόμη εις την διάθεσίν του ουδέ το κατέχει;
— Βεβαιότατα.
— Και αυτός λοιπόν και κάθε άλλος επιθυμών, το μη διατελούν εις την διάθεσίν του επιθυμεί και το μη παρόν και εκείνο που δεν έχει και που δεν είνε αυτός και του οποίου στερείται· τοιαύτα δεν είνε εκείνα διά τα οποία ημπορεί να υπάρξη επιθυμία και έρως;
— Βεβαιότατα.
— Και τόρα, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ας επαναλάβωμεν τα όσα εμείναμεν σύμφωνοι. Είπαμεν λοιπόν ότι ο Έρως είνε έρως πρώτον μεν τινών, έπειτα δε εκείνων τα οποία στερείται εις τον παρόντα χρόνον. Έτσι;
— Ναι.
— Ενθυμήσου τόρα, σχετικώς με αυτό, τίνων είπες εις τον λόγον σου ότι ο Έρως είνε έρως. Εάν θέλης, θα σου το υπενθυμίσω εγώ. Είπες λοιπόν, νομίζω, επάνω κάτω, ότι τα πράγματα των θεών εβάλθηκαν εις τάξιν διά του έρωτος προς το ωραίον, διότι έρως της ασχημίας δεν θα ήτο δυνατός. Αυτό περίπου δεν είπες;
— Πράγματι το είπα, απεκρίθη ο Αγάθων.
— Και πολύ σωστά το είπες, φίλτατέ μου, είπεν ο Σωκράτης. Αλλ' αν τούτο είνε αληθές, ο Έρως ημπορεί να είνε άλλο τι παρά έρως του ωραίου, όχι δε του ασχήμου;
Σύμφωνος ο Αγάθων.
— Αλλά δεν εμείναμεν σύμφωνοι ότι εκείνου που στερείται και δεν έχει, αυτό αγαπά;
— Ναι.
— Άρα ο Έρως στερείται και δεν έχει κάλλος.
— Κατ' ανάγκην.
— Αλλά τότε πώς; Δέχεσαι άρα συ ως ωραίον το στερούμενον κάλλους και μη έχον διόλου κάλλος;
— Όχι βέβαια.
— Βεβαιώνεις λοιπόν ακόμη ότι ο Έρως είνε ωραίος, εάν ταύτα έχουν όπως είπαμεν;
Και ο Αγάθων τότε:
— Κοντεύω να δεχθώ, ω Σώκρατες, ότι δεν γνωρίζω τίποτε από αυτά
που είπα τότε.
— Πολύ σωστά λέγεις, ω Αγάθων. Αλλ' απάντησέ μου εις μίαν μικράν
ερώτησιν ακόμη. Τα αγαθά δεν σου φαίνεται ότι είνε και ωραία;
— Έτσι νομίζω.
— Εάν λοιπόν ο Έρως στερήται κάθε ωραίου, τα δε αγαθά είνε και
ωραία, δεν είνε δυνατόν παρά να στερήται και των αγαθών.
— Εγώ, ω Σώκρατες, είπε τότε ο Αγάθων, δεν ημπορώ να τα βάλω μαζή
σου, και ας γείνουν δεκτά τα πράγματα όπως συ τα λέγεις.
— Με την αλήθειαν δεν ημπορείς να τα βάλης, αγαπημένε μου Αγάθων,
διότι με τον Σωκράτη δεν είνε καθόλου δύσκολον να τα βάλης.
— Και τόρα σ' αφίνω εσένα, διά να σας ειπώ όσα περί του Έρωτος ήκουσα κάποτε παρά μιας γυναικός, της εκ Μαντινείας Διοτίμας, η οποία ήτον σοφή και εις τα ερωτικά και εις άλλα πολλά, και εις τους Αθηναίους δε κάποτε, κατώρθωσε, με τας θυσίας που έκαμαν απειλούμενοι υπό λοιμικής, ν' αναβάλη την νόσον επί δέκα έτη. Αυτή εδίδαξε κ' εμένα τα ερωτικά. Θα προσπαθήσω λοιπόν να σας διηγηθώ λεπτομερώς και όσον ημπορώ καλύτερα, σύμφωνα προς όσα είπαμεν με τον Αγάθωνα, τα όσα ήκουσα παρ' αυτής. Και πρώτα πρώτα πρέπει, Αγάθων, όπως συ είπες, να εκθέσω οποίος και τι πράγμα είναι ο Έρως, και έπειτα τα έργα αυτού. Μου φαίνεται δε ότι ευκολώτερον είνε να σας διηγηθώ τα πράγματα κατά τον τρόπον που μου τα έλεγε κάποτε η ξένη αυτή, ελέγχουσα τα όσα της έλεγα. Διότι και εγώ επάνω κάτω έλεγα προς αυτήν όσα τόρα και ο Αγάθων προς εμέ, ότι δηλαδή ο Έρως είνε μέγας θεός και ότι είνε του ωραίου έρως· εκείνη δε με ήλεγχε διά των αυτών επιχειρημάτων με τα οποία κ' εγώ τούτον, αποδεικνύουσα ότι κατά τα λεγόμενά μου ο Έρως δεν ημπορεί να είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός. Και εγώ:
— Τι θέλεις να ειπής, Διοτίμα; παρετήρησα. Ο Έρως λοιπόν είνε άσχημος και κακός;
Και αυτή:
— Τι είνε αυτά που λέγεις; είπε· ή νομίζεις ότι ό,τι δεν είνε ωραίον, κατ' ανάγκην είνε άσχημον;
— Βεβαιότατα.
— Ώστε και το μη σοφόν κατ' ανάγκην είνε αμαθές; Ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι υπάρχη και μέσον τι μεταξύ σοφίας και αμαθείας;
— Ποίον είνε τούτο;
— Δεν ηξεύρεις πως το να έχη κανείς ορθήν γνώμην, χωρίς να ημπορή να δώση και τον λόγον, αυτό δεν αποτελεί επιστήμην; διότι το άνευ του λόγου κατεχόμενον πώς ημπορεί να είνε επιστήμη; Αλλ' ούτε αμάθεια ημπορεί να είνε· διότι πώς ημπορεί να είνε αμάθεια η γνώσις του αληθούς; Είνε λοιπόν η τοιαύτη ορθή γνώμη κάτι μεταξύ γνώσεως και αμαθείας.
— Αληθή λέγεις, είπα εγώ.
— Δεν πρέπει λοιπόν να νομίζης ότι κατ' ανάγκην ό,τι δεν είνε ωραίον, είνε άσχημον, και ό,τι μη αγαθόν, κακόν. Έτσι και διά τον Έρωτα, αφού συμφωνείς ότι δεν είνε ούτε αγαθός ούτε ωραίος, δεν πρέπει διά τούτο να νομίζης αυτόν άσχημον και κακόν, αλλά κάτι μεταξύ των δύο τούτων.
— Εν τούτοις, παρετήρησα εγώ, όλοι συμφωνούν ότι είνε μέγας θεός.
— Ποίους εννοείς, ηρώτησεν εκείνη, τους γινώσκοντας όλους ή τους μη γινώσκοντας;
— Όλους μαζή.
Και εκείνη γελάσασα:
— Και πως είνε δυνατόν, είπεν, ω Σώκρατες, να δέχωνται αυτόν ως μέγαν θεόν εκείνοι οι οποίοι ουδέ ως θεόν καν τον δέχονται;
— Ποίοι είνε αυτοί; ηρώτησα εγώ.
— Ένας συ, είπε, και μία εγώ.
Και εγώ τότε:
— Πώς λέγεις τούτο; ηρώτησα.
Εκείνη δε:
— Εύκολα θα σου απαντήσω, είπεν. Λέγε μου, δεν νομίζεις ότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες και ωραίοι; Ή ήθελες τολμήσει να ειπής διά κανένα εκ των θεών ότι δεν είνε καλός και ευδαίμων;
— Όχι, μα τον Δία, δεν τολμώ.
— Δεν καλείς δε ευδαίμονας τους κατέχοντας τα αγαθά και τα ωραία;
— Βεβαιότατα.
— Αλλά συ δεν έμεινες σύμφωνος ότι ο Έρως επιθυμεί τ' αγαθά και τα ωραία ως στερούμενος τούτων;
— Τωόντι, το παρεδέχθην.
— Πώς λοιπόν ειμπορεί να είνε θεός ο στερούμενος των αγαθών και των ωραίων;
— Βέβαια, φαίνεται ότι δεν ημπορεί να είνε.
— Βλέπεις λοιπόν ότι και συ δεν νομίζεις τον Έρωτα ως θεόν.
— Τότε λοιπόν, είπα, τι ημπορεί να είνε ο Έρως; θνητός;
— Καθόλου.
— Αλλά τι λοιπόν;
— Αυτό που είπαμεν προτύτερα, δηλαδή μεταξύ θνητού και αθανάτου.
— Τι λοιπόν, ω Διοτίμα;
— Δαίμων μέγας, ω Σώκρατες· διότι παν δαιμόνιον είνε μέρον τι μεταξύ θεού και θνητού,
— Τίνα δε δύναμιν έχον; ηρώτησα.
— Ερμηνεύον και μεταβιβάζον εις τους θεούς τα παρ' ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα παρά θεών, δηλαδή των μεν τας παρακλήσεις και τας θυσίας, των δε τας προσταγάς και τας αμοιβάς των θυσιών, εν μέσω δε όν αμφοτέρων συμπληρώνει το κενόν, εις τρόπον ώστε το σύμπαν αυτό συνδέεται προς εαυτό τοιουτοτρόπως. Διά τούτου και η μαντική πάσα χωρεί και των ιερέων η τέχνη περί τ' αφορώντα εις τας θυσίας και τας ιεροτελεστίας και τας επωδάς και την μαντείαν πάσαν και γοητείαν. Διότι θεός με άνθρωπον δεν έρχεται εις συνάφειαν, αλλά διά τούτου γίνεται πάσα σχέσις και ομιλία θεών προς ανθρώπους και κατά τον ύπνον και εν εγρηγόρσει· και ο μεν περί τα τοιαύτα σοφός, δαιμόνιος ανήρ, ο δε περί άλλο τι σοφός ων ή περί τέχνας ή χειροτεχνίας τινάς, βάναυσος. Και είνε οι τοιούτοι δαίμονες πολλών ειδών, ένας δε από αυτούς είνε και ο Έρως.
— Πατρός δε, ηρώτησα εγώ, τίνος είνε και μητρός;
— Μακροτέρα μεν η εξιστόρησις τούτου, αλλ' όμως θα σου διηγηθώ το πράγμα. Όταν εγεννήθη η Αφροδίτη, εσυμποσίαζαν οι θεοί και μεταξύ αυτών και ο της Μήτιδος υιός Πόρος. Είχαν πλέον δειπνήσει, όταν, παρακινηθείσα εκ της ευωχίας, ήλθε διά να επαιτήση η Πενία και ετριγύριζεν εις την ολάνοικτον θύραν. Ο Πόρος λοιπόν, μεθυσθείς εκ του νέκταρος, διότι οίνος δεν υπήρχεν ακόμη, εισήλθεν εις τον κήπον του Διός και απεκοιμήθη βαρύς εκ της μέθης. Η Πενία τότε, έχουσα κατά νουν, ως εκ της απορίας της, να συλλάβη παιδίον εκ του Πόρου, κατακλίνεται πλησίον του και ετεκνοποίησε τον Έρωτα. Διά τούτο δε και της Αφροδίτης ακόλουθος και θεράπων έγεινεν ο Έρως, γεννηθείς εις τα γενέθλια εκείνης, και συγχρόνως εκ φύσεως εραστής του ωραίου, αφού και η Αφροδίτη ωραία είνε. Επειδή λοιπόν ο Έρως είνε του Πόρου και της Πενίας υιός, ιδού ποίος είνε ο κλήρος που έλαχεν εις αυτόν. Πρώτον μεν είνε πάντοτε πένης και αντί απαλός και ωραίος, όπως νομίζουν οι πολλοί, είνε ξηρός και ταλαιπωρημένος και ανυπόδητος και άστεγος, μικρός και ταπεινός ων πάντοτε και μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι, εις τας θύρας και εις τους δρόμους υπαίθριος κοιμώμενος, την φύσιν της μητρός έχων και σύντροφον παντοτεινόν την ένδειαν. Ως εκ της φύσεως του πατρός πάλιν αποβλέπει πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά, ανδρείος ων και άφοβος και ορμητικός, θηρευτής δεινός, πάντοτε κάτι μηχανευόμενος, και γνώσεως επιθυμητής, ευκολομάθητος δε, φιλοσοφών διά παντός του βίου, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής. Και ως εκ της φύσεώς του ούτε αθάνατος είνε ούτε θνητός αλλά την ιδίαν ημέραν τόρα μεν ζη και ακμάζει, όταν ευπορήση, τόρα δε αποθνήσκει διά ν' αναζήση πάλιν σύμφωνα με του πατρός την φύσιν, ό,τι δε πορίζεται του εκφεύγει πάντοτε· εις τρόπον ώστε ούτε απορεί ο Έρως ποτέ ούτε πλουτεί, εις το μέσον δ' ευρίσκεται πάντοτε μεταξύ σοφίας και αμαθείας. Και τούτο διά τον εξής λόγον. Κανείς από τους θεούς δεν φιλοσοφεί ουδ' επιθυμεί να γείνη σοφός· διότι είνε· ουδ' εάν τις άλλος είνε σοφός, φιλοσοφεί. Ουδέ πάλιν οι αμαθείς φιλοσοφούν, ουδ' επιθυμούν να γείνουν σοφοί· διότι αυτό ακριβώς το κακόν έχει η αμάθεια, ότι ο μη ων ούτε ωραίος ούτε αγαθός ούτε φρόνιμος νομίζει ότι έχει αρκετά από όλα αυτά· ο μη νομίζων δε ότι στερείται δεν επιθυμεί εκείνο του οποίου δεν φρονεί ότι έχει ανάγκην.
— Ποίοι λοιπόν, ω Διοτίμα, ηρώτησα εγώ, είνε οι φιλοσοφούντες, αφού ούτε οι σοφοί ούτε οι αμαθείς φιλοσοφούν;
— Αλλ' αυτό, απεκρίθη, είνε φανερόν και εις παιδί ακόμη, ότι δηλαδή οι εις το μέσον των δύο τούτων ευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων είνε και ο Έρως, αυτοί φιλοσοφούν. Διότι η σοφία είνε από τα ωραιότερα πράγματα, ο δε Έρως είνε έρως του ωραίου, ώστε ο Έρως αναγκαίως είνε φιλόσοφος, φιλόσοφος δε ων μεταξύ ευρίσκεται σοφού και αμαθούς. Αιτία δε και τούτου η γέννησις αυτού· διότι ο μεν πατήρ αυτού σοφός και εύπορος, η δε μήτηρ αυτού μη σοφή και άπορος. Και τοιαύτη μεν, φίλτατε Σωκράτη, η φύσις του δαίμονος· ως προς δε την ιδέαν που είχες συ περί του Έρωτος, το πάθημά σου δεν είνε άξιον απορίας. Υπέθεσες, όπως εγώ νομίζω, συμπεραίνουσα εκ των λεγομένων σου, ότι Έρως είνε το ερώμενον, όχι το ερών. Δι' αυτό, φρονώ, πάγκαλος σου εφαίνετο ο Έρως. Διότι πραγματικώς εραστόν είνε το τωόντι ωραίον και αβρόν και τέλειον και μακαριστόν· το δε ερών είνε άλλο πράγμα, οποίον δηλαδή εγώ το επαράστησα.
Είπα τότ' εγώ:
— Έστω, ω ξένη· σωστά είνε όσα λέγεις· αλλ' αφού ο Έρως είνε τοιούτος, τι χρειάζεται εις τους ανθρώπους;
— Αυτό ακριβώς, είπεν, ω Σώκρατες, θα προσπαθήσω τόρα να σε διδάξω. Είνε λοιπόν ο Έρως αρχής και φύσεως οποίας είπαμεν, είνε δε του ωραίου έρως, όπως λέγεις συ. Υπόθεσε τόρα ότι κάποιος μας ερωτά: τι είνε ο Έρως του ωραίου, ω Σώκρατες και Διοτίμα; ή διά να εκφρασθώ σαφέστερα: ο ερών το ωραίον τι ερά;
— Να το κάνη ιδικόν του, είπα εγώ.
— Αλλ' η απόκρισις αυτή, παρετήρησεν εκείνη, έχει ανάγκην μιας άλλης ερωτήσεως, τοιαύτης: τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε το ωραίον ιδικόν του;
Είπα τότ' εγώ ότι, δεν είμαι εις κατάστασιν ν' απαντήσω προχείρως εις την ερώτησιν αυτήν.
— Αλλά, εξηκολούθησεν εκείνη, εάν τις μεταβαλών τας λέξεις και εις την θέσιν του ωραίου μεταχειριζόμενος το αγαθόν: έλα, Σωκράτη, σου έλεγεν, απάντησέ μου: ο ερών τα αγαθά τι ερά;
— Να τα κάνη ιδικά του, είπα εγώ.
— Και τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε τα αγαθά ιδικά του;
— Εις αυτό, είπα, είνε ευκολώτερον να σου αποκριθώ, ότι θα γείνη ευδαίμων.
— Διότι οι ευδαίμονες είνε ευδαίμονες ως έχοντες ιδικά τους τα αγαθά, και δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να ερωτήσωμεν, διατί θέλει να είνε ευδαίμων ο θέλων να γείνη τοιούτος, αλλά η απάντησις φαίνεται πλήρης και τελειώνει αυτού.
— Πολύ σωστά λέγεις, είπα εγώ.
— Αυτήν δε την θέλησιν και τον έρωτα τον νομίζεις κοινόν εις όλους τους ανθρώπους, και φρονείς ότι όλοι θέλουν να έχουν ιδικά τους τα αγαθά διά παντός, ή άλλην έχεις ιδέαν;
— Έχω την ιδέαν, είπα, ότι είνε κοινός εις όλους.
— Διατί λοιπόν τότε, ω Σώκρατες, εξηκολούθηοε, δεν λέγομεν δι' όλους ότι ερώσιν, αφού πάντες και πάντοτε αγαπούν τα αυτά πράγματα, αλλά διά μερικούς μεν λέγομεν ότι ερώσι, δι' άλλους δε όχι;
— Και εγώ θαυμάζω, είπα.
— Μη θαυμάζης, είπε· διότι χωρίζοντες ένα μόνον είδος έρωτος, ονομάζομεν αυτό, μεταχειριζόμενοι το όνομα του όλου, έρωτα, διά δε τα άλλα άλλα μεταχειριζόμεθα ονόματα.
— Κανένα παράδειγμα; ηρώτησα.
— Ιδού ένα παράδειγμα. Γνωρίζεις ότι η λέξις ποίησις έχει πολύ ευρείαν έννοιαν· διότι ποίησις είνε πάσα αιτία εκ του μη όντος εις το είναι προάγουσα ό,τιδήποτε, εις τρόπον ώστε τα έργα πάσης τέχνης είνε ποιήσεις και οι δημιουργοί αυτών πάντες ποιηταί.
— Πολύ σωστά.
— Και όμως γνωρίζεις, εξηκολούθησεν εκείνη, ότι δεν καλούνται ποιηταί όλοι αυτοί, αλλ' άλλα έχουν ονόματα, από την όλην δε ποίησιν ένα μέρος αφορισθέν, το αφορών εις την μουσικήν και τα μέτρα, προσαγορεύεται με το όνομα του όλου. Διότι ποίησις αυτό μόνον καλείται, και ποιηταί οι κατέχοντες το μέρος αυτό της ποιήσεως.
— Αληθώς, έτσι είνε.
— Το αυτό συμβαίνει και με τον έρωτα, ο οποίος γενικώς μεν είνε πάσα η των αγαθών και του ευδαιμονείν επιθυμία, ο μέγιστος και δολερός και εις πάντας υπάρχων έρως· αλλ' οι μεν εις τα διάφορα άλλα είδη αυτού τρεπόμενοι, ή προς τον χρηματισμόν ή την γυμναστικήν ή την φιλοσοφίαν, ούτε ως ερώντες χαρακτηρίζονται ούτε ερασταί καλούνται, οι δε εις ένα ώρισμένον είδος επιδιδόμενοι και ασχολούμενοι επήραν το όνομα του όλου, δι' αυτούς μόνον χρησιμοποιουμένων των λέξεων έρως και εράν και ερασταί.
— Μου φαίνεται πώς έχεις δίκαιον, είπα εγώ.
— Και λέγεται μεν από μερικούς, εξηκολούθησεν, ότι ερώντες είνε οι ζητούντες το εαυτών ήμισυ, αλλ' εγώ λέγω ότι έρως δεν είνε η ζήτησις ούτε του ημίσεως ούτε του όλου, εάν τούτο δεν είνε αγαθόν, αφού οι άνθρωποι και πόδας και χείρας εαυτών παρέχουν θεληματικώς διά ν' αποκοπούν, όταν νομίζουν τα μέλη τους αυτά ως κακώς έχοντα. Πραγματικώς, νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν απλώς εκείνο που είνε ιδικόν τους, εκτός εάν τις το μεν αγαθόν καλή οικείον και ιδικόν του, το δε κακόν ξένον· διότι οι άνθρωποι διά κανέν άλλο πράγμα δεν αισθάνονται έρωτα, παρά μόνον διά το αγαθόν· ή δεν φρονείς και συ το ίδιον;
— Μα τον Δία, κ' εγώ το ίδιον φρονώ.
— Άρα λοιπόν, επανέλαβεν εκείνη, νομίζεις ότι αρκεί να λέγωμεν απλώς, ότι οι άνθρωποι έχουν έρωτα προς το αγαθόν;
— Ναι, είπα.
— Αλλά πώς! δεν είνε ανάγκη να προστεθή ότι ο έρως αυτών αποβλέπει και εις το να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν;
— Βέβαια πρέπει να προστεθή και αυτό.
— Αλλά τότε, είπε, δεν πρέπει να προσθέσωμεν ακόμη και ότι επιθυμούν όχι μόνον να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν, αλλά και να είνε ιδικόν τους πάντοτε;
— Και αυτό πρέπει να προστεθή.
— Με ολίγας λοιπόν λέξεις, εξηκολούθησεν, έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν πάντοτε το αγαθόν.
— Πολύ σωστά.
— Αφού λοιπόν τοιούτος είνε ο έρως, εξηκολούθησεν η Διοτίμα, κατά ποίον τρόπον πρέπει να καταβάλλεται και εις ποίαν πράξιν πρέπει ν' αποβλέπη η προσπάθεια και η επιμονή των διωκόντων το αγαθόν, διά να ημπορή να κληθή έρως; Εις τι συνίσταται το έργον τούτο; Ημπορείς να μου ειπής;
— Αλλ' αν τα ήξευρα αυτά, ω Διοτίμα, απεκρίθην εγώ, δεν θα εθαύμαζα διά την σοφίαν σου και δεν θα εσύχναζα εδώ διά να τα μάθω.
— Να σου το ειπώ λοιπόν εγώ. Συνίσταται τούτο εις το να γεννήση
τις, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον.
— Αλλ' αυτό που λέγεις, είπα, χρειάζεται μαντικήν δύναμιν διά να
εξηγηθή, και δεν εννοώ τίποτε.
— Θα σου ομιλήσω σαφέστερα, είπεν εκείνη. Όλοι οι άνθρωποι, ω Σώκρατες, εγκυμονούν και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, η φύσις ημών επιθυμεί να γεννήση. Γέννησις όμως μέσα εις το άσχημον δεν είνε δυνατή, αλλά μόνον εις το ωραίον. Και η συνουσία ανδρός και γυναικός γέννησις είνε. Είνε δε τούτο θείον το πράγμα, και αυτό είνε που υπάρχει αθάνατον μέσα εις το θνητόν ζώον, η κύησις και η γέννησις. Αλλ' αυτά είνε αδύνατον να γείνουν μέσα εις το ανάρμοστον. Ανάρμοστον δε είνε το άσχημον εις κάθε τι που είνε θείον, εις το οποίον μόνον το ωραίον αρμόζει. Μοίρα λοιπόν και Ειλείθυια εις την γέννησιν είνε η καλλονή(21). Διά τούτο όταν μεν το κυοφορούν πλησιάζη το ωραίον, και ιλαρύνεται και ευφραινόμενον γίνεται διαχυτικόν και τίκτει και γεννά· όταν δε το άσχημον, και σκυθρωπόν γίνεται και λυπούμενον συμμαζεύεται και αποτροπιάζεται και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά συγκρατούν το κύημα υποφέρει. Εκ τούτου ο αγωνιώδης εκείνος πόθος εις το κυοφορούν και σπαργών ήδη προς το ωραίον, της απολύσεως γινομένης με πολύν πόνον. Διότι ο Έρως, ω Σώκρατες, δεν είνε του ωραίου έρως, όπως νομίζεις συ.
— Αλλά τι λοιπόν;
— Της γεννήσεως και του τοκετού εν τω ωραίω.
— Ας το παραδεχθώ, είπα εγώ.
— Το πράγμα έχει ακριβώς όπως σου λέγω, είπεν εκείνη.
— Αλλά διατί λοιπόν της γεννήσεως;
— Διότι η γέννησις αποτελεί το αειγενές και αθάνατον εις την θνητήν αυτού φύσιν. Ο πόθος δε του αγαθού αναγκαίως συνυπάρχει μετά του πόθου της αθανασίας, όπως συνάγεται εξ όσων είπαμεν, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά παντός. Εκ τούτου έπεται κατ' ανάγκην ότι ο Έρως είνε και της αθανασίας έρως.
Εκτός όλων αυτών τα οποία μ' εμάνθανεν η Διοτίμα, όταν η συνομιλία εστρέφετο περί τα ερωτικά, κάποτε με ηρώτησε:
— Ποίον νομίζεις, ω Σώκρατες, ότι είνε το αίτιον του έρωτος τούτου και της επιθυμίας; Ή δεν έχεις παρατηρήσει πόσον αλλοκότως διατίθενται όλα τα ζώα, και τα χερσαία και τα πτηνά, όταν καταληφθούν υπό της επιθυμίας να γεννήσουν, νοσούντα πάντα και ερωτικώς διατιθέμενα, πρώτον μεν περί την προς άλληλα μίξιν, έπειτα δε περί την τροφήν του γεννηθέντος, και έτοιμα είνε υπέρ τούτων και να διαμάχωνται τα ασθενέστατα προς τα ισχυρότατα και ν' αποθνήσκουν υπερασπιζόμενα αυτά, και πείναν να υποφέρουν διά να τα θρέφουν, και κάθε άλλο να κάμουν. Και διά μεν τους ανθρώπους θα ήτο δυνατόν να υποτεθή ότι όλ' αυτά γίνονται εκ λογισμού. Αλλά τα ζώα ποία είνε η αιτία που τα παρορμά εις τοιαύτην ερωτικήν διάθεσιν; Ημπορείς να μου ειπής;
Της απήντησα και πάλιν ότι δεν εγνώριζα τον λόγον.
Και εκείνη:
— Φρονείς λοιπόν ότι είνε δυνατόν ποτε να γείνης δεινός περί τα ερωτικά, όταν αγνοής τοιαύτα πράγματα;
— Αλλ' ακριβώς διά να μάθω αυτά έρχομαι, Διοτίμα, όπως σου είπα και προτύτερα, γνωρίζων ότι έχω ανάγκην διδασκάλων. Λέγε μου λοιπόν και τούτων την αιτίαν και όλων των άλλων όσα έχουν σχέσιν με τα ερωτικά.
Λοιπόν, είπεν, εάν πιστεύης ότι ο έρως αποβλέπει εις εκείνο περί του οποίου πολλάκις εμείναμεν σύμφωνοι, δεν πρέπει ν' απορής. Διότι και εδώ ο αυτός με τον προηγούμεναν υπάρχει λόγος, ότι η θνητή φύσις ζητεί κατά το δυνατόν την διαιώνισιν και την αθανασίαν. Τούτο δε μόνον διά της γεννήσεως είνε δυνατόν να το επιτύχη, καθόσον δι' αυτής καταλείπει άλλο νέον αντί του παλαιού, αφού άλλως και κάθε, ζώον εφ' όσον ζη θεωρείται το αυτό, χωρίς να είνε, όπως λόγου χάριν ο εκ παιδαρίου γενόμενος πρεσβύτης λέγεται ότι είνε ο αυτός πάντοτε· ενώ ούτος, μολονότι λέγεται ότι είνε ο αυτός, εν τούτοις ποτέ δεν μένει τα αυτά έχων εν εαυτώ, αλλ' αποβάλλων αυτά γίνεται διαρκώς νέος άνθρωπος και κατά τας τρίχας και κατά την σάρκα και τα οστά και το αίμα και ολόκληρον εν γένει το σώμα. Και όχι μόνον κατά το σώμα γίνεται η αλλαγή αυτή, αλλά και κατά την ψυχήν ακόμη οι τρόποι, τα ήθη, ιδέαι, επιθυμίαι, ηδοναί, λύπαι, φόβοι, καθέν από αυτά δεν μένουν τα ίδια εις κάθε άτομον, αλλά διαρκώς αλλάσσουν, νέων μεν γεννωμένων, των δε παλαιών αποβαλλομένων. Το παραδοξότερον δε είνε ακόμη, ότι και αι γνώσεις ημών όχι μόνον αι μεν γίνονται αι δε χάνονται και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ουδέ κατά τας γνώσεις, αλλά και καθεμία από τας γνώσεις πάσχει το αυτό. Διότι εκείνο που καλείται σκέψις, λόγον έχει το ότι η γνώσις θνήσκει· καθόσον η λήθη θάνατος είνε της γνώσεως, η δε σκέψις εξ άλλου, νέαν εμποιούσα αντί της απελθούσης μνήμην, σώζει την γνώσιν, εις τρόπον ώστε φαίνεται ότι είνε η ιδία. Κατά τον ίδιον τρόπον σώζεται παν το θνητόν, όχι δηλαδή διότι είνε πάντοτε το αυτό, όπως συμβαίνει εις το θείον, αλλά διότι το απερχόμενον και παλαιούμενον αφίνει εις την θέσιν του άλλο νέον όμοιόν του. Αυτό είνε το μέσον, ω Σώκρατες, διά του οποίου το θνητόν μετέχει της αθανασίας, και σώμα και όλα τάλλα· δι' άλλου τρόπου το πράγμα είνε αδύνατον. Μη απορής λοιπόν διότι εκ φύσεως παν το θνητόν τόσην αποδίδει αξίαν εις το γέννημά του· διότι ακολουθία του προς την αθανασίαν πόθου είνε η σπουδή αυτή και ο έρως.
Και εγώ ακούσας αυτά εθαύμασα και είπα:
— Λαμπρά όλ' αυτά, ω σοφωτάτη Διοτίμα· αλλά να είνε αληθώς έτσι; ηρώτησα.
Και εκείνη, ως τέλειος σοφιστής:
— Να είσαι βέβαιος περί τούτου, ω Σώκρατες, είπεν αφού και εις την φιλοτιμίαν των ανθρώπων αν θελήσης ν' αποβλέψης, θα ευρεθής ίσως εις απορίαν διά το παράλογον του πράγματος, αν δεν έχης υπ' όψιν σου όσα είπα, αναλογιζόμενος πόσον υπερβολικός είνε εις όλους ο έρως του να γείνουν ονομαστοί και δόξαν αθάνατον εις αιώνα τον άπαντα ν' αφήσουν, και υπέρ τούτου έτοιμοι είνε, περισσότερον ακόμη παρά υπέρ των τέκνων και κάθε κίνδυνον να κινδυνεύσουν και χρήματα να δαπανήσουν και κόπους να υποστούν και την ζωήν να θυσιάσουν. Ή, φαντάζεσαι συ, εξηκολούθησεν, ότι η Άλκηστις ήθελεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπέρ του Αδμήτου, ή ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου, ή ότι ο ιδικός σας ο Κόδρος ήθελε θυσιάσει την ζωήν του υπέρ της βασιλείας των τέκνων του, αν δεν ενόμιζαν ότι θα μείνη αθάνατος η μνήμη της αρετής αυτών, όπως και έμεινεν εις ημάς σήμερον; Κάθε άλλο. Υπέρ αρετής όμως αθανάτου και τοιαύτης δόξης ευκλεούς πάντες το παν είνε ικανοί να πράξουν, και μάλιστα όσον καλύτεροι είνε, τόσον περισσότερον διότι έχουν τον έρωτα του αθανάτου. Οι μεν λοιπόν κατά τα σώματα εγκύμονες όντες, εξηκολούθησε, προς τας γυναίκας μάλλον τρέπονται και είνε ερωτικοί προς αυτάς, διά παιδογονίας αθανασίαν και μνήμην και ευδαιμονίαν, όπως νομίζουν, ποριζόμενοι διά τον έπειτα χρόνον πάντα· οι δε κατά την ψυχήν — διότι υπάρχουν οι κυοφορούντες κατά τας ψυχάς πολύ περισσότερον παρά κατά τα σώματα — προς όσα αρμόζουν εις της ψυχής τας συλλήψεις και τα γεννήματα· τι δε αρμόζει εις την ψυχήν; φρόνησις και πάσα άλλη αρετή· τούτων δε γεννήτορες είνε και οι ποιηταί πάντες και όσοι άλλοι χαρακτηρίζονται εκ των έργων των ως εφευρετικοί· ιδιαιτέρως δε μεγάλη και καλλίστη είνε η φρόνησις η στρεφομένη περί την διαρρύθμισιν των πραγμάτων της πολιτείας και της κοινωνίας, της οποίας το όνομα είνε σωφροσύνη και δικαιοσύνη· τούτων λοιπόν των αρετών όταν είνε τις εγκύμων εκ νεότητος, και της καταλλήλου ηλικίας ερχομένης επιθυμή ήδη να γεννήση, ζητεί βέβαια τριγύρω του και ο τοιούτος θείος αληθώς ανήρ το ωραίον μέσα εις το οποίον είνε δυνατόν να γεννήση· διότι εις το άσχημον αδύνατον να γεννήση. Και ως προς τα σώματα λοιπόν προτιμά, ως κυοφορών, τα ωραία από τα άσχημα, εάν δε τύχη να εύρη και την ψυχήν ωραίαν, γενναίαν και επιτηδείαν εκ φύσεως, αρέσκεται υπερβολικά εις τον συνδυασμόν αυτών αμφοτέρων, και προς τον άνθρωπον τούτον καθίσταται ευθύς εύγλωττος εις λόγους περί αρετής και περί του οποίος πρέπει να είνε ο ανήρ ο αγαθός και ποία τα καθήκοντά του, και εν γένει επιχειρεί να τον διδάξη. Και τούτο, μου φαίνεται, διότι ερχόμενος εις συνάφειαν με το ωραίον και αναστρεφόμενος με αυτό, όσα προ πολλού εγκυμονούσε τίκτει και γεννά· είτε παρών δε είτε απών, τον νουν του έχει πάντοτε προς τον αγαπώμενον και το γεννηθέν συνεκτρέφει κοινώς μετ' εκείνου, εις τρόπον ώστε και ο μεταξύ αυτών δεσμός πολύ στενώτερος του εκ των παίδων κρατείται και η φιλία ασφαλεστέρα, καθόσον μετέχουν τέκνων ωραιοτέρων και αθανατωτέρων. Και καθένας θα εδέχετο πολύ προθυμότερα να του γεννηθούν τοιαύτα τέκνα παρά τα ανθρώπινα, αποβλέπων εις τον Όμηρον και τον Ησίοδον και τους άλλους μεγάλους ποιητάς και θαυμάζων οποία γεννήματα εαυτών αφήκαν, γεννήματα τα οποία προσπορίζουν εις αυτούς αθάνατον κλέος και μνήμην τοιαύτα όντα· ή θαυμάζων, αν θέλης άλλως, εξηκολούθησεν, όποια τέκνα αφήκεν εις την Λακεδαίμονα ο Λυκούργος, σωτήρας της Λακεδαίμονος, και της Ελλάδος επάνω κάτω. Άξιος δε πάσης τιμής και εις σας ο Σόλων διά την γέννησιν των νόμων, και άλλοι εις πολλάς άλλας χώρας άνδρες, και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των βαρβάρων, πολλά και μεγάλα έργα κατορθώσαντες και παντός είδους αρετήν γεννήσαντες· εις τους τοιούτους δε γεννήτορας και ιερά πολλά έχουν ανεγερθή διά τους τοιούτους αυτών παίδας, ενώ διά τους ανθρωπίνους εις κανένα ποτέ.
Και εις αυτά μεν τας ερωτικά, ω Σώκρατες, εξηκολούθησεν η Διοτίμα, είνε ίσως δυνατόν να μυηθής και συ· όσον αφορά όμως εις τα τέλεια και τον τελευταίον βαθμόν της μυήσεως αποτελούντα, εις τα οποία άλλως ως προπαρασκευή χρησιμεύουν· τα πρώτα, εάν τις θέλη ν' ακολουθήση τον ορθόν τρόπον μυήσεως, δεν ηξεύρω εάν θα είσαι ικανός. Εν τούτοις εγώ θα σου εκθέσω και αυτά χωρίς να υστερήσω εις προθυμίαν. Προσπάθησε λοιπόν να μ' ακολουθήσης, όπως ημπορείς καλύτερα. Πρέπει λοιπόν ο θέλων να προβή ορθώς επί του αντικειμένου τούτου ν' αρχίση από νέος να επιδιώκη τα ωραία σώματα, και πρώτον μεν, εάν οδηγήται από κρίσιν ορθήν, ν' αγαπά ένα σώμα και ενταύθα να γεννά λόγους ωραίους, έπειτα δε να εννοήση ότι το κάλλος το υπάρχον εις ένα οιονδήποτε σώμα είνε αδελφόν του εις άλλο σώμα υπάρχοντος, και ότι επομένως, αφού πρέπει να επιδιώκη το σωματικόν κάλλος, είνε πολύ παράλογον να μη θεωρή ως ένα και το αυτό το εις όλα τα σώματα κάλλος· αφού δ' εννοήση τούτο, πρέπει να γείνη εραστής όλων των καλών σωμάτων και να χαλαρώση κάθε προσήλωσιν αποκλειστικήν προς ένα μόνον σώμα, θεωρών το τοιούτον αίσθημα ως μικροπρεπές και καταφρονητέον· μετά δε ταύτα, να θεωρήση το ψυχικόν κάλλος ως τιμιώτερον του σωματικού, εις τρόπον ώστε εάν εύρη είς τινα ωραίαν, την ψυχήν, έστω και αν το σώμα πολύ ολίγην παρουσιάζη ανθηρότητα, ν' αρκήται εις αυτό και ν' αγαπά και φροντίζη και γεννά λόγους συντείνοντας εις το να καταστήσουν τους νέους καλυτέρους, έως ότου αναγκαίως φθάση εις το σημείον ν' αντιληφθή το ωραίον εις τα έργα και εις τους νόμους και ιδή ότι παντού το ωραίον είνε το αυτό, και επομένως θεωρήση το σωματικόν κάλλος ως πράγμα ευτελές, μετά δε τα έργα φθάση εις τας επιστήμας διά να ιδή πάλιν εκεί το κάλλος των επιστημών, και βλέπων τόρα εμπρός του ευρείαν την άποψιν του ωραίου, παύση πλέον να είνε ευτελής και μικρολόγος δουλεύων ωσάν δούλος εις το κάλλος ενός μόνου, είτε παιδαρίου είτε ανθρώπου είτε έργου, αλλά εστραμμένος και θεωρών το ευρύ πέλαγος του ωραίου πολλούς και ωραίους λόγους και μεγαλοπρεπείς γεννά και διανοήματα φιλοσοφικά εν αφθονία, έως ότου ισχυροποιηθείς και αυξηθείς ενταύθα κατίδη· μίαν τινά επιστήμην, η οποία είνε η επιστήμη του καλού ως εξής. Προσπάθησε δε τόρα να εντείνης την προσοχήν σου όσον ημπορείς περισσότερον.
Εκείνος δηλαδή όστις ήθελε παιδαγωγηθή έως εδώ εις τα ερωτικά, αφού διήλθε θεώμενος κατά σειράν και ορθώς όλους τους βαθμούς του ωραίου, φθάσας ήδη εις το τέλος, θα ιδή έξαφνα κάποιον θαυμάσιον την φύσιν κάλλος, ακριβώς εκείνο, ω Σώκρατες, διά το οποίον κατεβλήθησαν όλοι οι προηγούμενοι κόποι, πρώτον μεν αιώνιον ον και ούτε γεννώμενον ούτε εξαφανιζόμενον, ούτε αυξανόμενον ούτε φθίνον, έπειτα δε όχι ωραίον μεν κατά τούτο, άσχημον δε κατ' εκείνο, ουδέ άλλοτε μεν ωραίον, άλλοτε δε όχι, ουδέ ωραίον μεν σχετικώς με αυτό, άσχημον δε σχετικώς μ' εκείνο, ουδέ ωραίον μεν εδώ, άσχημον δε εκεί ή ωραίον μεν δι' αυτούς, άσχημον δε δι' εκείνους· εξ άλλου δε το κάλλος τούτο δεν θα παρουσιασθή εις αυτόν ωσάν κάποιον πρόσωπον ωραίον ή χείρες ή άλλο τι σωματικόν, ούτε ως λόγος ούτε ως επιστήμη, ούτε ως ευρισκόμενον εις άλλο τι, λόγου χάριν εις ζώον τι ή εις την γην ή εις τον ουρανόν ή οπουδήποτε αλλού, αλλ' ως αυτό καθ' εαυτό υπάρχον απολύτως και αιωνίως χωρίς να έχη το όμοιόν του, παντός άλλου ωραίου πράγματος μετέχοντος τρόπον τινά εκείνου, και τοιούτον ώστε, ενώ όλα τα άλλα γεννώνται και αφανίζονται, εκείνο ούτε αύξησιν ούτε ελάττωσιν να υφίσταται ούτε άλλο τι να πάσχη. Όταν τις λοιπόν ορμώμενος από των κατωτέρων βαθμίδων διά της ορθής παιδεραστίας ανέλθη μέχρι του σημείου ώστε ν' αρχίση να βλέπη το κάλλος εκείνο, εγγίζει σχεδόν εις το τέρμα. Διότι αυτή ακριβώς είνε η ορθή οδός προς τα ερωτικά, είτε μόνος του βαίνει τις είτε οδηγούμενος υπό άλλου, το ν' αρχίση δηλαδή εκ των κάτω, έχων υπ' όψιν του ν' αναβή, προς το κάλλος εκείνο μεταχειριζόμενος τρόπον τινά βαθμίδας, ήτοι από ενός σώματος αναβαίνων εις τα δύο και από των δύο εις όλα τα ωραία σώματα, και από των ωραίων σωμάτων εις τα ωραία έργα, και από των ωραίων έργων εις την ωραιότητα της μαθήσεως, έως ότου από μαθήσεως εις μάθησιν καταλήξη εις την μάθησιν εκείνην η οποία δεν είνε τίποτε άλλο ειμή αυτού του καλού η μάθησις και η γνώσις τέλος αυτού τούτου του απολύτου καλού. Εάν, ω φίλε Σώκρατες, εξηκολούθησεν, υπάρχη τι διά το οποίον αξίζει να ζήση ο άνθρωπος, τούτο είνε, περισσότερον από κάθε άλλο, το να φθάση μέχρι της θέας ταύτης αυτού του καλού. Το οποίον εάν ποτε ιδής, δεν θα σου φανή πώς έχει καμμίαν σχέσιν με τον χρυσόν και τα φορέματα και τους ωραίους παίδας ή νέους, τους οποίους βλέπων τόρα μένεις με ανοικτόν το στόμα και έτοιμος είσαι, και συ και άλλοι πολλοί, να στερηθήτε και φαγητού και πότου, αρκεί μόνον να βλέπετε και συναναστρέφεσθε τους αγαπωμένους παντοτεινά, αν υπήρχε τρόπος να ήτο τούτο δυνατόν. Αλλ' εάν σεις κάνετε έτσι διά τους ωραίους νέους, τι πρέπει τότε να υποθέσωμεν ότι συμβαίνει εις εκείνον ο οποίος ήθελε δυνηθή να ιδή αυτό το καλόν, άδολον, καθαρόν, αμιγές, και όχι γεμάτον από ανθρωπίνας σάρκας και χρώματα και την άλλην περισσήν ματαιότητα της θνητής φύσεως, αυτό δηλαδή το θείον κάλλος το μοναδικόν εις το είδος του; Νομίζεις τάχα ότι θα είνε ελεεινή η ζωή ενός τοιούτου ανθρώπου έχοντος το βλέμμα προσηλωμένον προς τα εκεί και θεωμένου και εις σχέσεις ευρισκομένου προς τοιούτον κάλλος; Δεν εννοείς τάχα, εξηκολούθησεν, ότι μόνον εδώ ο διά μέσου εκείνου εις το οποίον είνε ορατόν το καλόν βλέπων αυτό θα ημπορέση να γεννήση όχι είδωλα αρετής, ως ερχόμενος εις συνάφειαν όχι με είδωλον, αλλ' αληθινήν αρετήν, ως ερχόμενος εις συνάφειαν με το αληθές; και ότι μόνον ο γεννήσας και εκθρέψας αληθή αρετήν ημπορεί να είνε θεοφιλής; και ότι υπέρ πάντα άλλον άνθρωπον δυνάμενον να είνε αθάνατος εις αυτόν προ παντός επιφυλάσσεται η αθανασία;
Αυτά, ω Φαίδρε και σεις οι άλλοι, είπε μεν η Διοτίμα, πείθομαι δε κ' εγώ ότι είνε σωστά. Έχων δε τοιαύτην πεποίθησιν, προσπαθώ να πείσω και τους άλλους ότι προς επιτυχίαν ενός τόσον μεγάλου καλού διά την ανθρωπίνην φύσιν συνεργόν καλύτερον από τον Έρωτα δεν θα ημπορούσε κανείς εύκολα να εύρη. Διά τούτο εγώ τουλάχιστον λέγω ότι πας τις έχει χρέος να τιμά τον Έρωτα, όχι μόνον δε ο ίδιος τιμώ τα ερωτικά και εξαιρετικήν επιμέλειαν καταβάλλω δι' αυτά, αλλά και τους άλλους συμβουλεύω, και τόρα δε και πάντοτε εγκωμιάζω την δύναμιν και την ανδρείαν του Έρωτος, όσον ημπορώ καλύτερα.
Αυτά, ω Φαίδρε, είχα να ειπώ εγώ διά τον Έρωτα, συ δε, αν μεν θέλης, πάρε τα ότι ελέχθησαν ως εγκώμιον εις τον Έρωτα, ειδεμή ονόμασέ τα όπως άλλως σου αρέσει να τα ονομάσης.
Ταύτα ειπόντος του Σωκράτους, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου, οι μεν άλλοι επεδοκίμαζον επαινούντες, ο δε Αριστοφάνης ετοιμάζετο κάτι να ειπή, διότι ο Σωκράτης εις τον λόγον του είχε κάμει κάποιον υπαινιγμόν περί των υπ' αυτού λεχθέντων αλλ' έξαφνα ηκούσθη κρουομένη η αύλειος θύρα κατά τρόπον όλως διόλου απρεπή και συγχρόνως φωναί ωσάν ανθρώπων εις ευθυμίαν διατελούντων, εις τας οποίας διεκρίνετο και φωνή αυλητρίδος.
— Παιδιά, είπε τότε ο Αγάθων αποτεινόμενος προς τους δούλους, δεν πηγαίνετε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν μεν είνε κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε μέσα· ειδεμή, ειπέτε ότι δεν πίνομεν πλέον τόρα, αλλ' αναπαυόμεθα.
Μετ' ολίγον ηκούσθη εις την αυλήν η φωνή του Αλκιβιάδου φοβερά μεθυσμένου και φωνασκούντος, ερωτώντος δε πού είνε ο Αγάθων και διατάσσοντος να τον οδηγήσουν παρ' αυτώ. Έπειτα δε, οδηγούμενος και υποβασταζόμενος από την αυλητρίδα και μερικούς άλλους από τους συντρόφους του, εφάνη και ο ίδιος εις την ολάνοικτον θύραν, όπου και εστάθη στεφανωμένος με παχύφυλλον στέφανον από κισσόν και ία και έχων εις την κεφαλήν πάρα πολλάς ταινίας, και είπεν:
— Άνδρες, χαίρετε! θα δεχθήτε ως συμπότην σας και ένα άνθρωπον φοβερά μεθυσμένον, ή να φύγωμεν αφού στεφανώσωμεν μόνον τον Αγάθωνα; διότι δι' αυτό ήλθομεν. Χθες εγώ δεν κατώρθωσα να έλθω· έρχομαι λοιπόν τόρα φέρων εις την κεφαλήν τας ταινίας, διά να τας πάρω από την ιδικήν μου κεφαλήν και να περιβάλω δι' αυτών την κεφαλήν του σοφωτάτου και ωραιοτάτου των ανδρών, διότι έτσι εστοχάσθηκα ότι είνε πρέπον, θα γελάσετε ίσως μαζή μου, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μου είνε αδιάφορον διότι, και αν σεις γελάτε, εγώ όμως ηξεύρω καλά ότι λέγω αληθή. Και τόρα σεις απ' εκεί λέγετε μου ωρισμένως, να έμβω ή όχι; θα συμπίετε μαζή μου ή όχι;
Όλοι τότε εφώναξαν και του έλεγαν να εμβή μέσα και να κατακλιθή, επίσης δε τον εκάλει και ο Αγάθων. Ο Αλκιβιάδης επροχώρησε τότε οδηγούμενος υπό των συντρόφων του, καταγινόμενος δε συγχρόνως ν' αφαιρέση τας ταινίας διά να περιβάλη με αυτάς την κεφαλήν του Αγάθωνος, δεν παρετήρησε τον Σωκράτη, καίτοι ακριβώς εμπρός του ευρισκόμενον, αλλ' ετοποθετήθη πλησίον του Αγάθωνος, μεταξύ ακριβώς τούτου και του Σωκράτους, όστις είχε παραμερίσει διά να του κάμη θέσιν. Άμα ο Αλκιβιάδης εκάθησε, ησπάσθη τον Αγάθωνα και περιέβαλε την κεφαλήν αυτού με τας ταινίας.
Τούτων γενομένων,
— Παιδιά, είπεν ο Αγάθων προς τους δούλους, λύσατε τα υποδήματα
του Αλκιβιάδου διά να κατακλιθή εδώ μεταξύ των δύο.
— Ευχαρίστως, είπεν ο Αλκιβιάδης· αλλά ποίος είνε ο τρίτος
συμπότης μας;
Συγχρόνως δε εστράφη και είδε τον Σωκράτη, αλλά μόλις τον είδε ανεπήδησε και είπε:
— Ω Ηράκλεις! τι είνε τούτο; Ο Σωκράτης είνε αυτός; Ενεδρεύων με λοιπόν και πάλιν είχες κατακλιθή εδώ, διά να παρουσιασθής έξαφνα, κατά την συνήθειάν σου, εκεί όπου εγώ κάθε άλλο παρά ότι θα είσαι και συ εφανταζόμην; Και τόρα τι ήλθες να κάμης εδώ; Και διατί ακόμη κατεκλίθης εδώ και όχι κοντά εις τον Αριστοφάνη ή κανένα άλλον, αν υπάρχη, ευθυμολόγον ή αρεσκόμενον εις τα αστεία, αλλά τα κατάφερες να ευρίσκεσαι κοντά εις τον ωραιότερον από τους εδώ μέσα;
Και ο Σωκράτης:
— Αγάθων, είπε, κύτταξε να με προστατεύσης· διότι ο έρως του ανθρώπου αυτού δεν είνε μικρόν κακόν δι' εμέ. Από τον καιρόν που τον ερωτεύθηκα δεν μου επιτρέπεται πλέον ούτε να κυττάξω ούτε να συνομιλήσω με ωραίον κανένα, διότι άλλως ζηλοτυπών και παραφερόμενος προβαίνει εις πράγματα απίστευτα, υβρίζων και μόλις συγκρατούμενος από του να σηκώση και χείρα εναντίον μου. Κύτταξε λοιπόν μην κάμη τα ίδια και τόρα, αλλά προσπάθησε να μας συνδιαλλάξης, ή αν αρχίση τας παραφοράς του, προστάτευσέ με, διότι εγώ φοβούμαι φοβερά την μανίαν αυτού και την φιλεραστίαν.
— Συνδιαλλαγή μεταξύ εμού και σου είνε αδύνατος, είπεν ο Αλκιβιάδης. Αλλά θα σ' εκδικηθώ δι' αυτά αργότερα. Τόρα δε, Αγάθων, επρόσθεσε, δος μου από τας ταινίας σου να περιβάλω και τούτου την θαυμαστήν αυτήν εδώ κεφαλήν, διά να μη έχη εναντίον μου το παράπονον ότι σε μεν ανέδεσα, αυτόν δε νικώντα εν λόγοις πάντας τους ανθρώπους, όχι εις μίαν μόνον περίστασιν όπως συ, αλλά πάντοτε, δεν ανέδεσα.
Συγχρόνως λαβών από τας ταινίας του Αγάθωνος ανέδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.
Αφού δε κατεκλίθη:
— Καλά όλ' αυτά, είπεν, αλλά μου φαίνεσθε νήφοντες, ω άνδρες· αυτό δε δεν είνε πράγμα που ημπορεί να επιτραπή, και επομένως πρέπει να πίωμεν διότι με αυτήν την συμφωνίαν εμβήκα. Εκλέγω λοιπόν εμαυτόν άρχοντα της πόσεως, έως ότου να πίετε και σεις αρκετά. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθων, αν υπάρχη, κανένα μέγα κύπελλον. Ή μάλλον δεν χρειάζεται τίποτε, παρά συ, παιδί, επρόσθεσεν ιδών ένα ψυκτήρα χωρούντα περισσότερον από οκτώ κοτύλας (22), φέρ' εδώ εκείνον εκεί τον ψυκτήρα.
Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως:
— Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.
Και ο μεν Σωκράτης, όταν ο δούλος εγέμισε τον ψυκτήρα, έπινε· ο δε Ερυξίμαχος:
— Πώς εννοείς λοιπόν, είπε, να κάμωμεν, Αλκιβιάδη; έτσι θα πίνωμεν χωρίς ούτε ομιλίαν ούτε άσματα, απαράλλακτα όπως οι διψώντες;
Και ο Αλκιβιάδης:
— Ερυξίμαχε, είπε, λαμπρότατε γόνε λαμπροτάτου πατρός και
σωφρονεστάτου, χαίρε.
— Χαίρε και συ, είπεν ο Ερυξίμαχος· αλλά λέγε τι πρέπει να
κάμωμεν;
— Ό,τι ορίσης συ· διότι οφείλομεν να σε υπακούωμεν·
ιατρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων (23)·
διάταξε λοιπόν ό,τι θέλεις.
— Άκουσε τότε, είπεν ο Ερυξίμαχος. Ημείς, πριν να έλθης συ, είχαμεν εύρει πρέπον να ομιλήση καθένας με την σειράν του, όπως θα ημπορούσε καλύτερα, περί Έρωτος, εγκωμιάζων αυτόν, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Και ημείς μεν οι άλλοι όλοι ωμιλήσαμεν. Οφείλεις λοιπόν και συ, αφού έπιες χωρίς να ειπής τίποτε, να ομιλήσης, αφού δε τελειώσης, θα ορίσης εις τον Σωκράτη ό,τι θέμα θέλεις, και αυτός πάλιν εις τον προς τα δεξιά του και ούτω καθεξής διά τους άλλους.
— Αλλά, Ερυξίμαχε, είπεν ο Αλκιβιάδης, καλόν μεν είνε αυτό που λέγεις, δεν υπάρχει όμως διόλου ισότης, προκειμένου μεθυσμένος άνθρωπος να εκτεθή εις σύγκρισιν προς τους λόγους νηφόντων. Έπειτα, ω μακάριε άνθρωπε, μήπως επείσθης από εκείνα που είπε προ ολίγου ο Σωκράτης; και δεν ηξεύρεις ότι συμβαίνει όλως διόλου το εναντίον από ό,τι έλεγε; Διότι αυτός, εάν εγώ επαινέσω εμπρός του κανένα άλλον ή θεόν ή άνθρωπον και όχι αυτόν, δεν θα κρατηθή να με καταχειρίση.
— Τι είν' αυτά πάλιν; είπεν ο Σωκράτης.
— Μα τον Ποσειδώνα, είπεν ο Αλκιβιάδης, μη θέλης να διαμαρτυρηθής,
διότι εγώ δεν είνε δυνατόν να επαινέσω κανένα άλλον σου παρόντος.
— Κάμε έτσι λοιπόν, αν θέλης, είπεν ο Ερυξίμαχος· επαίνεσε τον
Σωκράτη.
— Το νομίζεις σωστόν, ω Ερυξίμαχε; να επιτεθώ λοιπόν κατά του
ανδρός και να τον εκδικηθώ εμπρός σας;
— Αι! φίλτατε, είπεν ο Σωκράτης, τι έχεις εις τον νουν σου; θα μ'
επαινέσης επί το ειρωνικώτερον, ή τι σκοπεύεις να κάμης;
— Θα ειπώ την αλήθειαν. Κύτταξε μόνον αν συναινής.
— Αλλά διά την αλήθειαν όχι μόνον δεν έχω αντίρρησιν, αλλά και θέλω.
— Αρχίζω αμέσως λοιπόν, είπεν ο Αλκιβιάδης. Συ δε κάμε όπως θα σου ειπώ. Εάν λέγω τι μη αληθές, να με διακόψης, αν θέλης, και να μου ειπής ότι ως προς αυτό ψεύδομαι· διότι εν γνώσει δεν θα ειπώ κανέν ψεύδος. Εάν δε εκθέτω τα πράγματα ατάκτως, όπως μου έρχονται εις την μνήμην, μη απορήσης· διότι δεν μου είνε εύκολον, όπως είμαι τόρα, να καταριθμήσω εν συνεχεία όλα τα παράξενά σου.
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ
Διά να επαινέσω τον Σωκράτη, ω άνδρες, θα μεταχειρισθώ εικονικάς παρομοιώσεις. Και αυτός μεν ίσως θα νομίση τούτο ως γινόμενον χάριν αστειότητος, ενώ η εικών λόγον θα έχη την αλήθειαν και όχι τον γέλωτα. Λέγω λοιπόν ότι ο Σωκράτης είνε εντελώς όμοιος προς τους Σειληνούς εκείνους τους εκτεθειμένους εις τα μαρμαρογλυφεία, τους οποίους οι τεχνίται παριστάνουν κρατούντας σύριγγας ή αυλούς και οι οποίοι διανοιγόμενοι εις δύο παρουσιάζονται από μέσα έχοντες αγάλματα θεών. Και λέγω ακόμη ότι ο Σωκράτης ομοιάζει ιδιαιτέρως με τον σάτυρον Μαρσύαν(24). Και ότι μεν ως προς την μορφήν είσαι όμοιος με αυτούς, ω Σώκρατες, αυτό βέβαια ούτε συ ο ίδιος ήθελες αμφισβητήσει ότι δε και κατά τα άλλα ομοιάζεις, άκουε τα παρακάτω.
Χλευαστής είσαι· ή θα ειπής όχι; διότι αν δεν συμφωνής, θα φέρω μάρτυρας. Αλλά και αυλητής μήπως δεν είσαι; και μάλιστα πολύ θαυμασιώτερος εκείνου· διότι αυτός μεν δι' οργάνων εκήλει τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, όπως και τόρα, ακόμη το ίδιον κάνει ο δυνάμενος ν' αυλή τα μέλη εκείνου καθόσον εκείνα που ο Όλυμπος (25) ηύλει, τα θεωρώ ότι ήσαν του Μαρσύου, τούτου διδάξαντος· και μόνα αυτά, είτε επιτήδειος αυλητής είνε ο αυλών είτε πρόστυχος αυλητρίς, διαθέτουν εις έξαρσιν και δεικνύουν τους έχοντας ανάγκην των θεών και των μυσταγωγικών τελετών, διά τον λόγον ότι είνε θεία. Συ δε κατά τούτο διαφέρεις εκείνου, ότι χωρίς όργανα και διά μόνων των λόγων επιτυγχάνεις το ίδιον αποτέλεσμα. Ημείς δηλαδή, όταν μεν ακούωμεν άλλον τινα ομιλούντα επί οιουδήποτε θέματος, έστω και αν πρόκειται περί πολύ δυνατού ρήτορος, κανείς μας δεν πολυσκοτίζεται διά τίποτε· αλλ' όταν ακούη τις σε να ομιλής ή και άλλον αφηγούμενον τους λόγους σου, έστω και αν ούτος είνε εντελώς ανεπιτήδειος, είτε ανήρ είνε ο ακούων είτε γυνή είτε νεανίσκος, όλοι μένομεν κατάπληκτοι και κρεμασμένοι από τους λόγους σου. Εγώ τουλάχιστον, ω άνδρες, εάν δεν εφοβούμην ότι θα με πάρετε ως εντελώς μεθυσμένον, θα σας έλεγα ορκιζόμενος τι εγώ ο ίδιος έχω αισθανθή από τους λόγους αυτού και τι αισθάνομαι ακόμη και τόρα. Όταν δηλαδή τον ακούω, πολύ περισσότερον από τους κορυβαντιώντας και η καρδία μου πηδά και δάκρυα χύνω από τους λόγους αυτού. Βλέπω δε και άλλους πάρα πολλούς να παθαίνουν τα ίδια. Ενώ ακούων τον Περικλή και άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα μεν αυτούς ευγλώττους, αλλά τίποτε τοιούτον δεν επάθαινα, ουδέ εταράσσετο η ψυχή μου ουδέ ηγανάκτει ως διατελούντος εις κατάστασιν ανδραπόδου· από τους λόγους όμως τούτου εδώ του Μαρσύου πολλάκις ευρέθην εις τοιαύτην ψυχικήν διάθεσιν, ώστε η ζωή να μου φανή αφόρητος εφ' όσον είμαι όποιος είμαι.
Και δι' αυτά επίσης, Σωκράτη, δεν θα ειπής ότι δεν είνε αληθή. Και την στιγμήν αυτήν δε ακόμη αισθάνομαι, ότι αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν εις τους λόγους σου, δεν θα ημπορούσα να ανθέξω, αλλά θα επάθαινα τα ίδια. Διότι με αναγκάζει να συμφωνήσω μαζί του, ότι ενώ πολλά πράγματα μου λείπουν ακόμη, παραμελώ μεν τον εαυτόν μου, αναμιγνύομαι δε εις τα των Αθηναίων. Ευρίσκομαι λοιπόν εις την ανάγκην να φεύγω όπως θα έφευγα από τας Σειρήνας, κρατών κλεισμένα τ' αυτιά μου, διά να μη μείνω εκεί καθισμένος πλησίον του μέχρις εσχάτου γήρατος.
Αυτός δε είνε και ο μόνος άνθρωπος ενώπιον του οποίου παθαίνω εκείνο που δεν θα επίστευε κανείς ότι υπάρχει μέσα μου, το να εντραπώ οποιονδήποτε· και όμως αυτόν εγώ τον εντρέπομαι, και μόνον αυτόν. Διότι ηξεύρω καλά ότι, ενώ δεν θα ημπορέσω να του αντιτάξω καμμίαν αντίρρησιν ότι δεν πρέπει να κάμω όσα αυτός με συμβουλεύει, εν τούτοις, όταν τον αφήσω, θα υποχωρήσω χάριν της εκ μέρους των πολλών τιμής και υπολήψεως. Δραπετεύω λοιπόν από πλησίον του και τον αποφεύγω, όταν δε τον επανίδω, εντρέπομαι δι' όσα εμείναμεν σύμφωνοι. Και πολλάκις μεν νομίζω ότι με πολλήν ευχαρίστησιν θα τον έβλεπα να μην υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων αλλ' αν πάλιν εγίνετο τούτο, είμαι βέβαιος ότι πολύ μεγαλυτέρα θα ήτον η στενοχωρία μου, εις τρόπον ώστε δεν ηξεύρω, πώς να κάμω με τον άνθρωπον αυτόν.
Και αυτά μεν έπαθα και εγώ και άλλοι πολλοί εκ των αυλημάτων του σατύρου τούτου· ακούσατε δε τόρα και άλλα, διά να ιδήτε ότι και όμοιος είνε προς ό,τι εγώ τον παρωμοίασα και την δύναμιν πόσον θαυμασίαν έχει. Διότι πρέπει να μάθετε ότι κανείς από σας δεν τον γνωρίζει καλά· εγώ όμως, αφού ήρχισα, θα τον φανερώσω οποίος είνε. Λοιπόν ο Σωκράτης, τον βλέπετε ότι διάκειται ερωτικώς προς τους ωραίους και περί αυτούς τριγυρίζει διαρκώς και μένει εκστατικός από θαυμασμόν, και εκεί πάλιν τον βλέπετε αγνοούντα τα πάντα και μη γνωρίζοντα τίποτε, όπως φαίνεται από το ύφος του. Αι! αυτό δεν είνε ίδιον σειληνού; Είνε βέβαια και πάρα πολύ μάλιστα. Διότι το ύφος τούτο περιβάλλεται εξωτερικώς, απαράλλακτα όπως ο γεγλυμένος σειληνός· από μέσα δε, όταν ανοιχθή, πόσην, ω άνδρες συμπόται, νομίζετε ότι περικλείει σοφίαν; Μάθετε λοιπόν ότι ούτε εάν τις είνε ωραίος ενδιαφέρεται διόλου, αλλά καταφρονεί τόσον όσον δεν θα ημπορούσε κανείς να υποθέση, ούτε εάν είνε πλούσιος, ούτε εάν έχη άλλην τινα υπεροχήν εκ των υπό του πλήθους μακαριζομένων νομίζει δε ότι όλ' αυτά τα πλεονεκτήματα δεν αξίζουν τίποτε και ότι όλοι ημείς είμεθα μηδενικά, μη εκφράζων μεν διά του λόγου την ιδέαν του αυτήν, αλλ' εξακολουθών καθ' όλην του την ζωήν να ειρωνεύεται και να περιπαίζη όλον τον κόσμον. Όταν όμως ομιλή σπουδαίως και ανοιχθή, δεν ηξεύρω αν και άλλος τις είδε τα εντός αυτού αγάλματα· εγώ όμως έτυχε να τα ιδώ, και μου εφάνησαν ότι είνε τόσον θεία και πολύτιμα και πάγκαλα και θαυμαστά, ώστε έκρινα ότι έπρεπε να κάμω ταχέως ό,τι θέλει ο Σωκράτης. Επειδή δ' ενόμισα ότι έδιδε πολλήν σημασίαν εις την ωραιότητά μου, εθεώρησα ως ανέλπιστον ευκαιρίαν και ευτύχημα σπάνιον δι' εμέ αποτελούν το να χαρισθώ εις τον Σωκράτη και να μάθω από το στόμα του όλα όσα ούτος εγνώριζε· διότι είχα δα πολύ μεγάλην ιδέαν διά την καλλονήν μου.
Αυτά λοιπόν έχων κατά νουν, ενώ πριν δεν συνέβαινε να συναναστρέφωμαι μετ' αυτού μόνος και άνευ ακολούθου, τόρα, αποπέμπων τον ακόλουθον, έμενα μαζί του μόνος. Διότι νομίζω πρέπον να σας ειπώ όλην την αλήθειαν· ακούσατέ με λοιπόν με προσοχήν, και συ, Σωκράτη, εάν ψεύδωμαι, εξέλεγχέ με. Κατ' αυτόν τον τρόπον ήρχισα να τον συναναστρέφωμαι μόνος προς μόνον, ενόμιζα δε ότι αμέσως θ' αρχίση να μου λέγη όσα συνήθως έχει να ειπή εραστής προς αγαπώμενον όταν μείνουν μόνοι, και έχαιρον δι' αυτό. Εν τούτοις απολύτως τίποτε από αυτά δεν συνέβη, αλλ' αφού συνδιελέχθη όπως συνήθως μαζί μου όλην την ημέραν, ανεχώρησεν. Έπειτα από αυτό τον επροκάλεσα να γυμνασθώμεν μαζί και συνεγυμναζόμην, νομίζων ότι εδώ πλέον θα λάβη τέλος η υπόθεσις. Συνεγυμνάζετο λοιπόν μαζί μου και προσεπάλαιε πολλάκις ουδενός παρόντος· τι να σας ειπώ όμως; το αποτέλεσμα δεν υπήρξε περισσότερον ευνοϊκόν εις τον σκοπόν μου. Βλέπων ότι με αυτά δεν κατώρθωνα τίποτε, έκρινα πρέπον να επιτεθώ κατά του ανδρός κρατερώς και να μην αφήσω να μου ξεφύγη, μια φορά που είχε γείνει αρχή, αλλά να μάθω πρώτα τι συμβαίνει. Προσκαλώ λοιπόν αυτόν να συνδειπνήσωμεν, απαράλλακτα ωσάν εραστής θέλων να καταφέρω τον αγαπώμενον. Αλλά και εις αυτό δεν εφάνη πρόθυμος να μ' ευχαριστήση αμέσως, επείσθη όμως μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού. Εν τούτοις την πρώτην φοράν που ήλθεν, ηθέλησε ν' αναχωρήση αμέσως μετά τον δείπνον· εγώ δε εντραπείς τότε τον αφήκα ν' απέλθη· και διά τούτο προσκαλέσας αυτόν και πάλιν, μετά το δείπνον παρέτεινα την μετ' αυτού συνομιλίαν μέχρι βαθείας νυκτός, και όταν ηθέλησε ν' αναχωρήση, επικαλούμενος το προχωρημένον της ώρας τον ηνάγκασα να μείνη. Ανεπαύετο λοιπόν εις την συνεχομένην μετά της ιδικής μου κλίνην, εις την οποίαν και είχε δειπνήσει, κανείς δε άλλος δεν εκοιμάτο εις το οίκημα, παρά μόνον ημείς.
Και μέχρι μεν του σημείου αυτού της διηγήσεως, τα πράγματα ημπορούν να λεχθούν ενώπιον οποιουδήποτε· τα παρακάτω όμως δεν θα με ηκούατε ποτέ να τα διηγηθώ, εάν πρώτον μεν ο οίνος κατά την παροιμίαν, μαζί με τα παιδιά ή χωρίς αυτά, δεν ήτο αληθής, και εάν έπειτα το ν' αποκρύψω έργον υπερήφανον του Σωκράτους, αφού πρόκειται περί επαίνου, δεν μου εφαίνετο άδικον πράγμα. Προς τούτοις έχω πάθει κ' εγώ αυτό που παθαίνουν οι δηχθέντες από έχιδναν· διότι λέγεται ότι όταν τύχη να πάθη κανείς το πάθημα αυτό, δεν θέλγει να διηγηθή τι υπέφερε παρά μόνον εις όσους έχουν δηχθή, φρονών ότι μόνον αυτοί ημπορούν να τον καταλάβουν και να τον συγχωρήσουν, εάν εκ της οδύνης ήτο ικανός το παν να πράττη και να λέγη. Και εγώ επίσης έχω δηχθή από κάτι αλγεινότερον ακόμη και εις το αλγεινότατον από όλα όπου είνε δυνατόν κανείς να δηχθή — εις την καρδίαν ή ψυχήν δηλαδή, ή οπωσδήποτε άλλως πρέπει να ονομασθή, πληγείς τε και δηχθείς από τα φιλοσοφικά διδάγματα, των οποίων τα δήγματα είνε πολύ αγριώτερα της εχίδνης, όταν συλλάβουν ψυχήν κατάλληλον ενός νέου, και ωθούν εις οιασδήποτε πράξεις και λόγους· βλέπω εξ άλλου γύρω μου Φαίδρους, Αγάθωνας, Ερυξιμάχους, Παυσανίας, Αριστοδήμους τε και Αριστοφάνας· διά τον ίδιον δε τον Σωκράτη τι πρέπει να ειπή κανείς, και όσους άλλους; διότι όλοι σεις έχετε πάθει από την ιδίαν μανίαν και μέθην της φιλοσοφίας· διά τούτο όλοι σας θα μ' εννοήσετε· και θα συγχωρήσετε και τα τότε πραχθέντα και τα τόρα λεγόμενα· οι δε οικέται και εάν τις άλλος υπάρχη βέβηλος και άγροικος, ας βουλώσουν καλά τ' αυτιά τους. Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν,
— Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα.
— Όχι δα ακόμη, μου απήντησε.
— Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω;
— Πώς να το γνωρίζω; είπε.
— Έχω την ιδέαν, επανέλαβα, ότι ο μόνος άξιος εμού εραστής που μου έτυχε είσαι συ, και μου φαίνεται πώς διστάζεις να μου αποκαλύψης τα αισθήματά σου· εγώ δε ιδού πώς σκέπτομαι· φρονώ ότι θα ήτον ανόητον να μη χαρισθώ εις σε και ως προς αυτό και δι' ό,τιδήποτε άλλο, είτε της περιουσίας μου θα είχες ανάγκην είτε των φίλων μου. Διότι δι' εμέ το κυριώτερον απ' όλα είνε να γείνω όσον το δυνατόν τελειότερος, προς τούτο δε νομίζω ότι αντιλήπτορα, καταλληλότερον από σε δεν θα εύρω κανένα. Και μα την αλήθειαν πολύ περισσότερον θα εντρεπόμην τους φρονίμους μη χαριζόμενος εις τοιούτον άνδρα, αφ' όσον χαριζόμενος, θα εντρεπόμην τους πολλούς και ανοήτους.
Και αυτός, αφού με ήκουσεν, είπεν ειρωνικώτατα, όπως συνηθίζει, και πολύ σύμφωνα με τον χαρακτήρα του:
— Φίλτατε Αλκιβιάδη, φαίνεσαι τωόντι αντιλαμβανόμενος το συμφέρον σου όχι και άσχημα, αν υποτεθή ότι είνε αληθή όσα λέγεις περί εμού και ότι υπάρχει εις εμέ δύναμίς τις, διά της οποίας ημπορείς να γείνης καλύτερος· θα βλέπης βέβαια εις εμέ κάποιον κάλλος θαυμάσιον και πάμπολυ της ιδικής σου ευμορφίας διαφέρον. Εάν λοιπόν αυτό βλέπων επιδιώκεις να μετάσχης και συ και ν' ανταλλάξης κάλλος αντί κάλλους, ζητείς να με καταπλεονεκτήσης όχι ολίγον, επιχειρών, εις αντάλλαγμα φαινομένων, αλήθειαν καλών ν' αποκτήσης και τωόντι χρυσά με χάλκινα ν' αλλάξης εννοών (26). Αλλ', ω μακάριε, κύτταξε καλύτερα μήπως κάνης λάθος και δεν αξίζω τίποτε. Η όρασις της διανοίας αρχίζει να βλέπη οξέως, όταν η των ομμάτων αρχίζη να παρακμάζη· συ δε είσαι μακράν απ' αυτά ακόμη.
Και εγώ ακούσας:
— Τα μεν εκ μέρους μου, είπα, αυτά είνε, και τίποτε δεν ελέχθη άλλως ή όπως το διανοούμαι· συ δε σκέψου επ' αυτών και αποφάσισε ό,τι νομίζεις άριστον και δι' εμέ και διά σε.
— Πολύ σωστά βέβαια λέγεις ως προς αυτό· έχομεν λοιπόν καιρόν εις το μέλλον να σκεφθώμεν και να κάμωμεν ό,τι θα μας φανή περί τε τούτων και περί των άλλων άριστον.
Εγώ λοιπόν αυτά, ακούσας και ειπών, και ρίψας τρόπον τινα ως βέλη, εθεώρουν αυτόν τρωθέντα· και εγερθείς, χωρίς να του δώσω καιρόν να ειπή τίποτε άλλο, εφόρεσα το ιμάτιον τούτο — διότι ήτον χειμών — και κατεκλίθην υπό τον τρίβωνα αυτού, περιβαλών δε διά των χειρών τον αληθώς δαιμόνιον και θαυμαστόν τούτον άνδρα, έμεινα μαζί του όλην την νύκτα. Και δι' αυτά επίσης, ω Σώκρατες, δεν θα ειπής ότι ψεύδομαι. Μ' όλ' αυτά εν τούτοις που έκαμα εγώ, αυτός έμεινεν εντελώς απαθής και κατεφρόνησε την ωραιότητά μου και κατεγέλασε και ύβρισεν· εκείνο δηλαδή που εγώ εν τούτοις ενόμιζα πώς κάτι είνε, ω άνδρες δικασταί· διότι δικαστάς σας θέλω της υπερηφανείας του Σωκράτους. Και μάθετε λοιπόν, μα θεούς, μα θεάς, ότι αφού εκοιμήθηκα με τον Σωκράτη, εσηκώθηκα χωρίς να συμβή τίποτε παραπάνω αφ' ότι θα συνέβαινεν αν εκοιμώμην μετά πατρός ή αδελφού πρεσβυτέρου.
Αί λοιπόν, έπειτα από αυτό στοχάζεσθε εις ποίαν πνευματικήν κατάστασιν διετέλουν, θεωρών μεν τον εαυτόν μου υβρισθέντα, αλλά και θαυμάζων του ανδρός τον χαρακτήρα και την σωφροσύνην και την δύναμιν της ψυχής, μη φανταζόμενος δε ποτέ ότι ήτο δυνατόν να συναντήσω άνθρωπον όμοιον με αυτόν εις φρόνησιν και σταθερότητα; εις τρόπον ώστε ούτε να οργισθώ ημπορούσα οπωσδήποτε και να στερηθώ της συναναστροφής αυτού ούτε να τον προσελκύσω εύρισκα τρόπον. Διότι ήξευρα καλά ότι απέναντι μεν των χρημάτων ήτον πολύ περισσότερον άτρωτος κατά πάντα τρόπον αφ' ό,τι ήτον ο Αίας απέναντι του σιδήρου, από εκείνο δε που μόνον ενόμιζα πως θα τον αναγκάση να παραδοθή, μου είχεν εκφύγει. Διετέλουν λοιπόν εις αμηχανίαν, υποδουλωθείς υπό του ανθρώπου αυτού όσον κανείς ποτέ δεν έφθασε να υποδουλωθή υπό άλλου.
Όλ' αυτά μου είχαν συμβή ήδη, όταν κατόπιν ευρεθήκαμεν μαζύ κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, όπου και συνεσιτούμεν. Εκεί λοιπόν, πρώτον μεν εις τας κακοπαθείας αντείχε περισσότερον όχι μόνον εμού, αλλά και όλων εν γένει των άλλων. Εάν ευρισκόμεθα εις την ανάγκην αποκλεισθέντες που, όπως συμβαίνει εις τας εκστρατείας, να μείνωμεν νηστικοί, τίποτε δεν ήσαν οι άλλοι απέναντί του ως προς την καρτερίαν· και εις τας ευωχίας πάλιν μόνος αυτός ήξευρε ν' απολαμβάνη κατά τε τ' άλλα και ως προς τον πότον δε ακόμη, εάν, μολονότι αποφεύγων να πίνη, ήθελεν αναγκασθή εις τούτο, έβαλλε κάτω όλους, και το θαυμαστότερον απ' όλα είνε ότι τον Σωκράτη δεν υπάρχει άνθρωπος που να τον είδε ποτέ μεθυσμένον· τούτου άλλως την απόδειξιν μου φαίνεται πώς θα την έχετε και τόρ' αμέσως. Ως προς δε πάλιν την αντοχήν εις το ψύχος — διότι οι χειμώνες είνε πολύ βαρείς εις τα μέρη εκείνα — δεν είχε τον όμοιόν του πάντοτε μεν, αλλ' ιδίως κάποτε που ο παγετός ήτον πάρα πολύ φοβερός, ενώ όλοι ή δεν έβγαιναν έξω, ή αν έβγαιναν, εφορούσαν όσον ημπορούσαν περισσότερα, υποδημένοι δε και τυλιγμένοι εις τους πόδας με αρνακίδας και πιλήματα, αυτός εν τούτοις εξήρχετο φέρων ιμάτιον μεν τοιούτον οποίον και πριν εσυνείθιζε να φορή, ανυπόδητος δε εβάδιζεν επάνω εις τα κρύσταλλα ευκολώτερα παρά οι άλλοι που ήσαν υποδημένοι. Οι στρατιώται μάλιστα τον εστραβοκύτταζαν νομίζοντες ότι θέλει να δείξη καταφρόνησιν προς αυτούς.
Και ταύτα μεν δη ταύτα·
μα κι άλλο του κατόρθωμα μεγάλο του γενναίου (27)
εκεί κάποτε κατά την εκστρατείαν αυτήν, αξίζει τον κόπον να το ακούσετε. Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος. Εις το τέλος μερικοί από τους Ίωνας, επειδή είχε βραδυάσει πλέον, αφού εδείπνησαν, έφεραν έξω καθένας το χαμόστρωμά του — διότι ήτον θέρος τότε — και ενώ εκοιμώντο εις την δροσιάν, συγχρόνως παρηκολούθουν αυτόν διά να ιδούν αν θα μείνη έτσι όλην την νύκτα. Και τωόντι έμεινεν έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος· έπειτα ανεχώρησεν, αφού προσευχήθη εις τον ήλιον.
Αν θέλετε τόρα να μάθετε και οποίος είνε εις τας μάχας, ακούσατε· διότι επιβάλλεται να του αποδοθή δικαιοσύνη και ως προς αυτό. Όταν λοιπόν έγεινεν η μάχη, της οποίας τ' αριστεία έδωσαν εις εμέ οι στρατηγοί, αυτός μόνος μου έσωσε την ζωήν και κανείς άλλος, διότι πληγωμένον όντα δεν ηθέλησε να με αφήση, αλλά διέσωσε και τα όπλα μου και εμέ τον ίδιον. Και εγώ μεν, ω Σώκρατες, και τότε επέμενα να δώσουν εις σε τ' αριστεία οι στρατηγοί, ως προς αυτό δε βέβαια ούτε θα με κατηγορήσης ούτε θα ειπής ότι ψεύδομαι· αλλ' ενώ οι στρατηγοί ήθελαν να δώσουν εις εμέ τ' αριστεία αποβλέποντες εις την τάξιν μου, συ ο ίδιος εφάνης προθυμότερος των στρατηγών διά να τα λάβω εγώ και όχι συ.
Προς τούτοις έπρεπεν, ω άνδρες, να ιδήτε τον Σωκράτη κατά την άτακτον διά φυγής υποχώρησίν μας από το Δήλιον. Εγώ είχα ίππον εις την μάχην αυτήν, αυτός δε τον βαρύν του πεζού οπλισμόν. Υπεχώρει λοιπόν μετά τον διασκορπισμόν πλέον όλων αυτός και ο Λάχης μαζί· τους συναντώ δ' εγώ και μόλις τους είδα φωνάζω εις αυτούς να έχουν θάρρος και ότι εγώ δεν θα τους αφήσω. Εδώ δα είνε που είδα και καλύτερα τον Σωκράτη παρά εις την Ποτίδαιαν· διότι ο ίδιος διέτρεχα ολιγώτερον κίνδυνον, επειδή ήμουν έφιππος· και πρώτον παρετήρησα πόσον ανώτερος του Λάχητος ήτο εις αταραξίαν έπειτα μου εφαίνετο, ω Αριστόφανες, πώς τον έβλεπα όπως τον παρέστησες συ, περιπατούντα δηλαδή κ' εκεί όπως κ' εδώ, υπερήφανον και λοξοβλέποντα(28), ηρέμα περισκοπούντα και τους ιδικούς μας και τους πολεμίους, κατά τρόπον που εφανέρωνεν εις τον καθένα και από πολύ μακράν ακόμη, ότι αν κανείς ετολμούσε να πλησιάση τον άνδρα, θ' απεκρούετο ερρωμένως. Διά τούτο και η υποχώρησις και αυτού και του Λάχητος συνετελέσθη ακινδύνως· διότι σχεδόν πάντοτε εις τον πόλεμον τους ούτω διακειμένους ουδέ καν τους πλησιάζουν, αλλά καταδιώκουν τους προτροπάδην φεύγοντας.
Εις αυτά, και άλλα πολλά και θαυμάσια θα ημπορούσε κανείς να προσθέση εις έπαινον του Σωκράτους· αλλά προκειμένου μεν περί πάσης άλλης υπεροχής, ημπορεί κανείς ίσως να την εύρη και εις άλλους, το δε να μην ομοιάζη τις προς κανένα από τους ανθρώπους, μήτε από τους παλαιούς μήτε από τους τορινούς, αυτό είνε άξιον ιδιαιτέρου θαυμασμού. Με τον Αχιλλέα λόγου χάριν, όποιος ανεδείχθη, θα ημπορούσε να παρομοιάση κανείς και τον Βρασίδαν και άλλους, και με τον Περικλή πάλιν, και τον Νέστορα και τον Αντήνορα· είνε δε και άλλοι που ημπορούν να παραλληλισθούν κατ' αυτόν τον τρόπον· ενώ το αλλόκοτον του ανθρώπου τούτου, και εις τον χαρακτήρα και εις τους λόγους, δεν ημπορεί κανείς να το εύρη, οσονδήποτε και αν σκεφθή, εις κανένα ούτε από τους σημερινούς ούτε από τους παλαιούς, εκτός εάν τον παρομοιάση με ό,τι εγώ τον παρωμοίασα, όχι δηλαδή με άνθρωπον οιονδήποτε, αλλά με σειληνούς και σατύρους, και αυτόν και τους λόγους του.
Και του λόγου δοθέντος, πρέπει να προστεθή εδώ και τούτο, το οποίον παρέλειψα εις την αρχήν, ότι δηλαδή και οι λόγοι αυτού ομοιότατοι είνε προς τους διανοιγομένους σειληνούς. Τωόντι, τα λεγόμενα του Σωκράτους θα εφαίνοντο κατ' αρχάς γελοία εις τον επιθυμούντα να τον ακούση· τόσον αι λέξεις και αι εκφράσεις διά των οποίων περιβάλλεται έξωθεν η έννοια αυτών ομοιάζουν με αναιδούς τινος σατύρου δοράν. Διότι ομιλεί περί όνων σαμαρωμένων και χαλκέων και σκυτοτόμων και βυρσοδεψών, και φαίνεται τα αυτά διά των αυτών αεννάως λέγων, εις τρόπον ώστε κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος ήθελε γελάσει περιφρονητικώς εις τους λόγους αυτού. Όταν όμως τους ιδή τις διανοιγομένους και εισδύση εντός αυτών, πρώτον μεν θα τους εύρη ως τους μόνους λόγους που έχουν έννοιαν μέσα τους, έπειτα δε θειοτάτους και πλείστ' αγάλματ' αρετής περικλείοντας και αναφερομένους εις πλείστα ή μάλλον εις όλα όσα αρμόζει να έχη υπ' όψιν ο θέλων να γείνη καλός και αγαθός.
Αυτά είνε, ω άνδρες, που επαινώ εγώ τον Σωκράτη· και επίσης που τον κατηγορώ, εκθέσας μαζί και τους εξευτελισμούς που υπέστην από αυτόν. Και δεν έχει μεταχειρισθή μόνον εμένα κατ' αυτόν τον τρόπον, αλλά και Χαρμίδην τον Γλαύκωνος και Ευθύδημον τον Διοκλέους και άλλους πάρα πολλούς, τους οποίους εξαπατών ως δήθεν εραστής, αγαπώμενος μάλλον ο ίδιος καθίσταται αντί εραστού. Αυτά δε τα λέγω και διά σε, Αγάθων, διά να μην εξαπατάσαι υπό τούτου, αλλά να πάρης μάθημα από τα ιδικά μας παθήματα και φυλαχθής, και μην αφήσης ωσάν νήπιον να πάθης πρώτα κ' έπειτα να μάθης κατά την παροιμίαν.
Αυτά είπεν ο Αλκιβιάδης, όλοι δε εγέλασαν διά την παρρησίαν αυτού και διότι εφαίνετο ερωτικώς ακόμη διακείμενος προς τον Σωκράτη.
— Δεν μου φαίνεται να είσαι διόλου μεθυσμένος, Αλκιβιάδη, είπε τότε ο Σωκράτης. Διότι άλλως δεν θα ήτον ποτέ δυνατόν να τα καταφέρης τόσον καλά με τας περιστροφάς σου ώστε ν' αποκρύψης τίνος ένεκα είπες όλ' αυτά, και μόνον εις το τέλος έκαμες λόγον περί αυτού και παρέργως τρόπον τινα, ωσάν τάχα αυτά που είπες να μην τα είπες δι' αυτό, διά να βάλης δηλαδή σκάνδαλα μεταξύ εμού και του Αγάθωνος, έχων την αξίωσιν εγώ μεν μόνον σε ν' αγαπώ και κανένα άλλον, ο δε Αγάθων πάλιν μόνον υπό σου ν' αγαπάται και υπό κανενός άλλου. Δεν μας εγέλασες όμως, και όλον σου αυτό το δράμα το σατυρικόν και σειληνικόν εφανερώθη τι σκοπόν είχε. Αλλ' ας μην του γείνη αυτή η χάρις, φίλτατε Αγάθων, και έχε τον νουν σου ώστε κανείς να μην ημπορή να βάλη σκάνδαλα μεταξύ εμού και σου.
Και ο Αγάθων:
— Πραγματικώς, ω Σώκρατες, είπε, μου φαίνεται πως έχεις δίκαιον. Το συμπεραίνω δε αυτό και εκ τούτου, ότι κατεκλίθη μεταξύ εμού και σου, διά να μας χωρίση. Δεν θα του περάση όμως, διότι εγώ θα σηκωθώ να κατακλιθώ κοντά σου.
— Εμπρός λοιπόν, επανέλαβεν ο Σωκράτης, έλα κ' εξαπλώσου εδώ, έπειτα από εμέ.
— Ω Ζευ! ανέκραξεν ο Αλκιβιάδης, τι υποφέρω διαρκώς από τον άνθρωπον αυτόν! Το νομίζει χρέος μου να είμαι παντού κατώτερός του. Αλλ' αν όχι τίποτε άλλο, ω θαυμάσιε, τουλάχιστον άφησε τον Αγάθωνα να κατακλιθή μεταξύ των δύο.
— Αλλ' αυτό είναι αδύνατον, είπεν ο Σωκράτης. Διότι αφού συ έκαμες τον έπαινόν μου, πρέπει κ' εγώ να επαινέσω τον προς τα δεξιά μου. Αλλ' εάν ο Αγάθων κατακλιθή έπειτα από σε, δεν θα μ' επαινέση βέβαια και πάλιν, πριν αυτός μάλλον υπ' εμού επαινεθή. Άφησε λοιπόν, ω δαιμόνιε, και μη φθονήσης τον νέον διά τον έπαινον που θα του κάμω· διότι πολύ επιθυμώ να τον εγκωμιάσω.
— Ιού, ιού! εφώναξεν ο Αγάθων, Αλκιβιάδη, δεν είνε δυνατόν να μείνω εδώ, διότι εννοώ προ παντός να επαινεθώ από τον Σωκράτη, και δι' αυτό θ' αλλάξω θέσιν.
— Τα ίδια τα συνηθισμένα, είπεν ο Αλκιβιάδης· Σωκράτους παρόντος, αδύνατον άλλος κανείς να έλθη εις επικοινωνίαν με την ωραιότητα. Και τόρα ακόμη τι εύκολα και τι ευλογοφανή πρόφασιν ευρήκε, διά να φέρη κοντά του και τούτον εδώ.
Ο Αγάθων εσηκώνετο ήδη διά να κατακλιθή πλησίον του Σωκράτους· αλλ' έξαφνα κατέφθασεν όμιλος από πολλούς ευθυμούντας, οι οποίοι ευρόντες την θύραν ανοικτήν διότι κάποιος εξήρχετο την στιγμήν αυτήν, επροχώρησαν κατ' ευθείαν μέσα και εξηπλώθησαν κοντά εις τους άλλους, θόρυβος δ' επεκράτησε τότε εις όλα και πάσα ευκοσμία εξέλιπεν, ηναγκάσθησαν δε όλοι να πίουν πολύν οίνον. Και ο μεν Ερυξίμαχος και ο Φαίδρος, επρόσθεσεν ο Αριστόδημος, ανεχώρησαν, αυτός δε ο ίδιος κατελήφθη από ύπνον και, καθώς ήτον εποχή των μακρών νυκτών, εκοιμήθη πάρα πολύ, όταν δ' εξύπνησε περί την αυγήν, των πετεινών λαλούντων πλέον, είδε τους μεν άλλους κοιμωμένους ή απελθόντας, μόνους δε τον Αγάθωνα, τον Αριστοφάνη και τον Σωκράτη αγρυπνούντας ακόμη και πίνοντας από μεγάλην κανάταν ερχομένων γύρω δεξιά. Είχε δε τον λόγον ο Σωκράτης την στιγμήν εκείνην· και τας μεν λεπτομερείας της συζητήσεως ο Αριστόδημος είπεν ότι δεν τας ενθυμείτο, και διότι δεν την επρόφθασεν εξ αρχής και διότι εμισονύσταζεν ακόμη· κεφαλαιώδης όμως είπεν ότι ο Σωκράτης ηνάγκασε τους άλλους δύο να συμφωνήσουν, ότι η ικανότης προς σύνθεαιν κωμωδίας και τραγωδίας του αυτού ανδρός ίδιον είνε, και ότι ο κατέχων την τέχνην του τραγωδιοποιού είνε και κωμωδιοποιός. Ευρισκόμενοι λοιπόν ούτοι εις την ανάγκην να συμφωνήσουν εις αυτά και μη παρακολουθούντες πολύ πολύ την συζήτησιν, ήρχισαν να νυστάζουν, και πρώτος μεν απεκοιμήθη ο Αριστοφάνης, ημέρας δε ήδη γινομένης και ο Αγάθων. Ο δε Σωκράτης, αφού τους αποκοίμισε, εσηκώθη και ανεχώρησε, συνοδευόμενος όπως συνήθως υπό του Αριστοδήμου, μεταβάς δε εις το Λύκειον, αφού επλύθη, διήλθεν εκεί όπως και άλλοτε το υπόλοιπον της ημέρας, και μόνον περί την εσπέραν επήγε ν' αναπαυθή εις την οικίαν του.
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
ΣΥΜΠΟΣΙΟ Σε συμπόσιο, όπου γιορτάζεται η νίκη του πλουσίου δραματικού ποιητού Αγάθωνος, οι συνδαιτυμόνες αποφασίζουν να εγκωμιάσουν, κάθε ένας χωριστά τον έρωτα. Τελευταίος μιλεί ο Σωκράτης για να ορίση ότι ο έρωτας, όπως τον εννοούν όλοι, είναι η επιθυμία του ανθρώπου για την ομορφιά. Στην διήγησή του περιλαμβάνει τον μύθο της γένεσης του Έρωτα, γεμάτον βαθύ και υψηλόν μυστικισμό, και παρουσιάζει ιδεολογικά τον ερωτικό πόθο σαν φιλοσοφική έφεση, ως τάση προς ευδαιμονία και, μαζί, αθανασία. Ο ξαφνικός ερχομός του Αλκιβιάδη, μεθυσμένου, που πειράζει φιλικά τον Σωκράτη, επιβεβαιώνει παραστατικά τη σωκρατική ιδεολογία.
Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.
ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
1) Ιδέαν της παραστάσεως αυτής δύναται τις να σχηματίση από τα Κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα, τα οποία παρουσιάζουν πολλήν αναλογίαν προς το σύμβολον αυτό, μολονότι παρηλλαγμένον. Το αυτό σύμβολον μεταμορφωμένον εις κριόν, με τον οποίον παρουσιάζει κάποιαν αόριστον αναλογίαν, ευρίσκομεν εις μερικάς μυστικάς εταιρείας, πράγμα το οποίον πιθανώς έδωκεν αφορμήν εις διαφόρους θρύλους περί λατρείας του Διαβόλου, ίσως δε και περί των λεγομένων σαββατιαίων οργίων των μάγων και των μαγισσών, τα οποία με τόσον παράδοξον επιμονήν ευρίσκομεν επιβεβαιούμενα ενόρκως ενώπιον δικαστηρίων κατά τον μεσαίωνα υπό αυτοπτών δήθεν μαρτύρων.
2) Ο θέλων να λάβη ιδέαν του εθίμου της Φαλλοφορίας ας αναγνώση τους Αχαρνείς του Αριστοφάνους. Εις το έργον αυτό του μεγάλου της αρχαιότητος κωμικού η θυγάτηρ του Δικαιοπόλιδος προηγείται της πομπής ως κανηφόρος, έπονται οι θεράποντες κρατούντες ορθόν τον φαλλόν, ενώ δε η σύζυγος αυτού παρακολουθεί την πομπήν από της στέγης, ο ίδιος αρχίζει το φαλλικόν του άσμα με την εξής προσφώνησιν: «Φαλής, εταίρε Βακχίου ξύγκωμε, νυκτοπεριπλάνητε, μοιχέ, παιδεραστά».
3) Βλέπε λ. χ τον μύθον του Θευθ εις τον Φαίδρον και τα περί μετεμψυχώσεως εις τον Τίμαιον
4) Ο Αιών εδώ δεν έχει την συνήθη σημασίαν της λέξεως. Ο Θεός κατά τους Γνωστικούς, διά να φθάση εις την πληρότητά του, αποσυνετέθη τρόπον τινά εις αιώνας, οντότητας αιωνίας, απορρεούσας εξ αυτού. Καθ' όσον δε οι αιώνες απεμακρύνοντο της αρχικής αυτών πηγής εξησθένουν βαθμηδόν έως ότου έσβησαν μέσα εις την άρνησιν την οποίαν αποτελεί η ύλη.
5) Ανάπτυξιν της εξελικτικής αυτής θεωρίας ευρίσκει τις εις τα Ψυχολογικά Παράδοξα του Μαξ Νορδάου, σελ. 35 επ. της ελληνικής μεταφράσεως (έκδοσις Γ. Φέξη).
6) Η παροιμία ήτον: αυτόματοι δ' αγαθοί δειλών επί δαίτας ίασι, ανεφέρετο δε εις τον Ηρακλή παρουσιασθέντα αυτόκλητον εις το τραπέζι του Κήυκος.
7) Ο υπαινιγμός είνε ευνόητος, όταν ληφθή υπ' όψιν ότι Διόνυσος είνε ο Βάκχος.
8) Γυνή ελευθέρα (δηλαδή μη ανήκουσα εις την τάξιν των δούλων) δεν εθεωρείτο ώριμος προς γάμον προ του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας. Τούτο δε φαίνεται υπονοούμενον ενταύθα.
9) Εμεταχειρίσθηκα την λέξιν ταυτολεξία, ως αποδίδουσαν σαφέστερα το νόημα ενταύθα, μολονότι η σημασία της εκφράσεως ίσα λέγειν του πρωτοτύπου είνε βέβαια πολύ γενικωτέρα, περιλαμβάνουσα όλας τας συνηχήσεις κείνας των λέξεων τας γνωστάς υπό το όνομα πάρισα (ως το του Ισοκράτους «εάν ης φιλομαθής, έση και πολυμαθής»), των οποίων την χρήσιν εσυμβούλευον μερικοί εκ των σοφιστών, όπως ο Πώλος, όστις και πραγματείαν περί αυτών είχε γράψει επιγραφομένην «Τα πάρισα». Μουσεία λόγων ονομάζει αλλού τα πάρισα ταύτα ο Σωκράτης (Πλάτωνος Φαίδρος σελ 253 της στερεοτύπου εκδόσεως Teubner).
10) Εφέσιος φιλόσοφος ζήσας κατά τον πέμπτον Π. Χ. αιώνα. Το περί φύσεως των όντων σύγγραμμα αυτού, μη διασωθέν μέχρις ημών, εκτός αποσπασμάτων αναφερομένων υπό διαφόρων αρχαίων συγγραφέων, χαρακτηρίζεται ως σκοτεινόν και γριφώδες, Διογένης δε ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Σωκράτης είπε περί αυτού: «Όσα εκατάλαβα, γενναία· υποθέτω δε ότι τοιαύτα είνε και όσα δεν εκατάλαβα, αλλ' έχουν ανάγκην Δηλίου κολυμβητού». Περί του Ηρακλείτου γίνεται λόγος και εις άλλους διαλόγους του Πλάτωνος, όπως λ χ. εις τον Θεαίτητον και τον Κρατύλον.
11) Η παραβολή αυτή προς το τόξον και την λύραν εκρίθη ενίοτε ως ασαφής από τους μελετητάς της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου. Κατά την γνώμην μου ο Ηράκλειτος ηθέλησε να παραστήση την αρμονίαν των εναντιοτάτων εις την αυτήν ενότητα διά του τεντώματος των χορδών του τόξου και της λύρας, επιτυγχανομένου διά δύο δυνάμεων ελκουσών αντιθέτως τα δύο άκρα της χορδής και επομένως εναντίων διότι χωρίς τέντωμα χορδών ούτε το τόξον ούτε η λύρα ημπορούν να εννοηθούν ως ενότητες πλήρεις, αρμονικαί και σκόπιμοι. Επομένως η παραβολή δεν φαίνεται ν' αναφέρεται ιδιαιτέρως εις την μουσικήν αρμονίαν, όπως παριστάνεται νομίζων ο Ερυξίμαχος. Οπωσδήποτε, ως εκ του αποσπάσματος αυτού επιτρέπεται ίσως να συμπεράνη κανείς, ο Ηράκλειτος φαίνεται παραδεχόμενος ότι η ζωή δεν είνε τίποτε άλλο παρά η αρμονική συνδιαλλαγή προϋπαρχουσών εναντιοτήτων, ή, όπως θα έλεγεν απλούστερα νεώτερος τις, η συνισταμένη διαφόρων δυνάμεων, πράγμα άλλως το οποίον είνε απλούς τρόπος εκφράσεως μη εξηγών τίποτε.
12) Έχει καμμίαν αλληγορικήν έννοιαν ο μύθος αυτός; Μάλλον φαίνεται επινοηθείς όπως περιλάβη και εξηγήση όλα τα είδη του σαρκικού έρωτος, ασυμβίβαστα άλλως, ως προς το φιλομόφυλον μέρος, με την υγιή ηθικήν όχι μόνον του νεωτέρου χριστιανικού πολιτισμού, αλλά κάθε εποχής, όπως καταφαίνεται από το εγκώμιον του Σωκράτους υπό του Αλκιβιάδου. Βέβαιον είνε μόνον, ότι η παράδοσις περί του ότι τα δύο φύλα ήσαν αρχικώς ηνωμένα, είνε παλαιοτάτη, όπως φαίνεται εκ των σωζομένων περί αυτής λειψάνων. Μάλιστα κατά τους ταλμουδιστάς ο Αδάμ δεν επλάσθη εξ αρχής μόνος, αλλά συνεπλάσθη μετά της Λιλίθ, πρώτης γυναικός του, κολλημένης μαζή του εκ των νώτων· ο χωρισμός των δύο σωμάτων έγεινε κατόπιν ένεκα ερίδων, μετ' αυτόν δε, της Λιλίθ επιδοθείσης εις την λατρείαν του διαβόλου, επλάσθη η Εύα. — Άρα γε εις την παράδοσιν έδωκεν αφορμήν η απορία, η οποία ενωρίτατα αναμφιβόλως ηγέρθη εις τον άνθρωπον, διά την ύπαρξιν εις τον άνδρα γυναικείων οργάνων, οποία οι μαστοί, μη εχόντων κανένα προορισμόν; Η υπόθεσις ίσως δεν είνε απίθανος. Οπωσδήποτε όμως και αν έχουν ταύτα, βέβαιον είνε ότι και η βαθυτέρα επιστημονική έρευνα εις το αυτά καταλήγει συμπέρασμα. Ιδού παραδείγματος χάριν τι λέγει επί του αντικειμένου αυτού ο Μετσνικώφ:
«Η εξέτασις των εσωτερικών γεννητικών οργάνων δεικνύει αρχήν τινα ερμαφροδιτισμού. Εις των άνδρα ανευρίσκονται λείψανα γυναικείων γεννητικών οργάνων, απομεινάρια μήτρας και σαλπίγγων. Εις την γυναίκα απαντώνται επίσης μερικά ίχνη γεννητικών οργάνων άρρενος. Το φαινόμενον τούτο έχει αναμφιβόλως την αρχήν του εις απώτατον παρελθόν, διότι παρατηρείται επίσης εις τα πλείστα των σπονδυλωτών· δεικνύει δε ότι εις εποχήν πολύ απομακρυσμένην τα ζώα αυτά ήσαν ερμαφρόδιτα και ότι με τον καιρόν τα φύλα εχωρίσθησαν οριστικώς, αφήσαντα ίχνη κατά το μάλλον ή ήττον καταφανή της εξελίξεώς των. Τα ίχνη αυτά, υπό την μορφήν οργάνων υποτυπωδών, είνε γνωστά υπό τα ονόματα όργανα του Βέμπερ, του Ρεζενμύλλερ κτλ.» (Elie Metchnikoff, Études sur la nature humaine σελ 101).
13) Υιοί του Ποσειδώνος και της Ιφιμεδείας, οι οποίοι επισωρεύσαντες το ένα επάνω εις το άλλο τα όρη Όσσαν, Όλυμπον και Πήλιον απετόλμησαν ανάβασιν εις τον Ουρανόν εναντίον του Διός (βλ Οδυσσείας Λ στ 307).
14) Τα σούρβα (όα υπό των αρχαίων καλούμενα) είνε καρπός της σουρβιάς ή αυγαριάς, όχι πολύ γνωστός σήμερον εις την Ελλάδα, εκτός της βορείου Ευβοίας, όπου φύεται και όπου υπάρχει και χωρίον Αυγαριά. Εις την Μικράν Ασίαν τα σούρβα καλούνται ούβα, διατηρηθείσης της αρχαίας λέξεως.
15) Εις πολλάς ελληνικάς πόλεις η αγαμία ετιμωρείτο ως έγκλημα. Αλλ' ο γάμος εις τους αρχαίους δεν είχε τον σημερινόν χαρακτήρα, το δε υποχρεωτικόν αυτού βάσιν είχε την εκ θρησκευτικών λόγων επιβαλλομένην συνέχισιν της οικογενείας. Κύριος επομένως σκοπός αυτού ήτο η παιδοποιία, η γέννησις άρρενος, ο οποίος έμελλε να εξακολουθήση την λατρείαν της οικογενείας. Διά τούτο εάν ο γάμος απέβαινεν άγονος εξ αιτίας του συζύγου, η σύζυγος ήτον υποχρεωμένη να παραδοθή, εις τον αδελφόν ή άλλον συγγενή αυτού προς παιδοποιίαν, το δε εκ τοιαύτης σχέσεως γεννώμενον τέκνον εθεωρείτο ως υιός του συζύγου. Παρομοίαν αντίληψιν του γάμου ευρίσκομεν και εις τα ιερά βιβλία των Ινδών, την Παχαβαράταν και τους νόμους του Μανού.
16) Λίσπαι εκαλούντο τα δύο ημίση αστραγάλου χωρισθέντος εις την μέσην, διατηρούμενα εις ανάμνησιν φιλοξενίας μεταξύ δύο προσώπων.
17) Υιοί του Ουρανού και της Γης, κατά την θεογονίαν του Ησιόδου, εκ των οποίων τον πρώτον, καταπίνοντα τα τέκνα του, εξέβαλε της αρχής, ως κυβερνώντα θεόν, ο υιός αυτού Ζευς, διαφυγών την κατάποσιν. Και ο μεν Κρόνος υποτίθεται συμβολίζων τον Χρόνον, ο δε Ιαπετός την εκπεσούσαν της ευδαιμονίας ανθρωπότητα. Αλλά κατά την Ορφικήν θεογονίαν, την πολύ βαθυτέραν εις κοσμογονικάς αλληγορίας, ο Κρόνος δεν φαίνεται να έχη καμμίαν σχέσιν με τον Χρόνον. Διότι κατ' αυτήν ο μεν Χρόνος τάσσεται ως αρχή του παντός, έχων δημιουργικήν δύναμιν, ενώ ο Κρόνος αναφαίνεται πολύ αργότερα, έπειτα από γεννεαλογικήν σειράν κατά την οποίαν προηγούνται το Χάος και ο Αιθήρ, ο Έρως, η Νυξ, ο Ουρανός και η Γη και εκ τούτων οι Τιτάνες, μεταξύ των οποίων ο Κρόνος.
18) Ανάγκη ή Ειμαρμένη, ανωτέρα τις θεότης εις την οποίαν και οι θεοί αυτοί υποτάσσονται (Ανάγκα και θεοί πείθονται).
19) Η θεά αυτή της ελληνικής μυθολογίας, πρόξενος όλων των κακών εις τους ανθρώπους, έχει πολλήν αναλογίαν προς τον Σατανάν της χριστιανικής θρησκείας. Ο Ζευς εκρήμνισεν αυτήν από του ουρανού εις την γην, ομόσας ότι δεν θέλει αφήσει αυτήν πλέον ν' αναβή εις τον Όλυμπον.
20) Σοφιστής δεινός και ρήτωρ θαυμαζόμενος, σύγχρονος του Σωκράτους, ένα δε από τα κυριώτερα πρόσωπα του ομωνύμου διαλόγου του Πλάτωνος.
21) Η καλλονή, με άλλας λέξεις, παίζει πρόσωπον μαίας εις την γέννησιν. (Ειλείθυια, εις την ελληνικήν μυθολογίαν, είνε η προστάτις των τοκετών θεότης).
22) Η κοτύλη ως μέτρον χωρητικότητος ήτον το δωδέκατον του χοός, ισοδυναμούντος με δύο περίπου ιδικάς μας οκάδας· ώστε αι οκτώ κοτύλαι ισοδυναμούν με 1 1/2 σχεδόν ιδικήν μας οκάν ή με 2 λίτρας περίπου.
23) Η έκφρασις είνε παρμένη από τον Όμηρον.
24) Σάτυρος, όστις ευρών τους υπό τους Αθηνάς ριφθέντας αυλούς και εκμαθών την μουσικήν, ετόλμησε να διαγωνισθή προς τον Απόλλωνα, αλλά νικηθείς εξεδάρη ζωντανός υπό τούτου.
25) Αυλητής εκ Φρυγίας, ο οποίος κατ' άλλους μεν ήτο πατήρ, κατ' άλλους δε μαθητής του Μαρσύου.
26) Χρύσεα χαλκείων διαμείβεσθαι, έκφρασις παροιμιακή την αρχήν της έχουσα εις την υπό του Ομήρου αναφερομένην ανταλλαγήν όπλων μεταξύ Γλαύκου και Διομήδους (Ιλιάδος Ζ στ. 236).
27) Οίον δ' αυ τόδ' έρεξε και έτλη καρτερός ανήρ (Οδυσσείας Δ, στ. 242). Την ακριβή και συγχρόνως υποφερτήν οπωσδήτοτε αισθητικώς απόδοσιν του στίχου αυτού εν λογική συναφεία και προς τα επόμενα, την νομίζω ακατόρθωτον. Διά τούτο και απεμακρύνθην ολίγον της ακριβούς εννοίας τον λέξεων. Εν πάση περιπτώσει ιδού πώς αποδίδει ο Πολυλάς εις την σχετικώς καλλίστην της Οδυσσείας μετάφρασίν του τον στίχον αυτόν εν συναφεία και προς το όλον της ομηρικής εκφράσεως:
Και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώνες όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, αλλ' ένα πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος ςτήν Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη.
28) Χαρακτηρισμός του Σωκράτους υπό του χορού των Νεφελών του Αριστοφάνους.