.
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
Ο πίνακας περιεχομένων δεν υπάρχει στο βιβλίο. Δημιουργήθηκε προς διευκόλυνση του αναγνώστη.
Ένα πιθανό λάθος στο κείμενο περιβάλλεται από δύο καθέτους //. Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ιππίας ή περί του λουτρού Μακρόβιοι Ο θάνατος του Περεγρίνου Οι δραπέται Περί του ηλέκτρου ή των κύκνων Περί του οίκου Πατρίδος εγκώμιον Περί των διψάδων Περί ορχήσεως Ευνούχος Βίος του Δημώνακτος Χάρων ή επισκοπούντες
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΙΩ. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΙΩ. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ
ΙΠΠΙΑΣ Ή ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΟΥΤΡΟΥ
Εκ των σοφών εκείνοι προ πάντων, κατά την ιδέαν μου, είνε αξιέπαινοι όσοι δεν είπον και δεν έγραψαν μόνον ωραίους λόγους περί των πραγμάτων, αλλά και δι' έργων επραγματοποίησαν τας επαγγελίας των λόγων. Και όταν τις ασθενή δεν θα ζητήση, αν έχη νουν, εκείνους εκ των ιατρών οίτινες δύνανται να ομιλήσουν καλλίτερα περί της επιστήμης των, αλλ' εκείνους οίτινες έχουν εξασκηθή πρακτικώς εις αυτήν. Νομίζω δε ότι και περί μουσικών προκειμένου είνε καλλίτερος από τον δυνάμενον να κρίνη ρυθμούς και αρμονίας εκείνος ο οποίος δύναται και να ψάλλη και να παίζη όργανον. Περιττόν να σου είπω ότι εκ των στρατηγών εκείνοι ευλόγως εθεωρήθησαν ως οι άριστοι, οι οποίοι όχι μόνον ήσαν καλοί εις το να παρατάσσουν τα στρατεύματα και να συμβουλεύουν, αλλά και να πολεμούν επί κεφαλής των στρατευμάτων αυτών και να επιδεικνύουν ατομικήν ανδρείαν. Τοιούτοι δε, ως γνωρίζομεν, εκ μεν των παλαιών υπήρξαν ο Αγαμέμνων και ο Αχιλλεύς, εκ δε των μεταγενεστέρων ο Αλέξανδρος και ο Πύρρος. Αλλά προς τι λέγω ταύτα; Ο σκοπός μου δεν είνε να επιδείξω ιστορικάς γνώσεις, αλλά θέλω να είπω ότι και εκ των μηχανικών πρέπει να θαυμάζωνται εκείνοι οι οποίοι όχι μόνον εις την θεωρίαν διέπρεψαν, αλλά και μνημεία της τέχνης των και έργα αφήκαν εις τας επερχομένας γενεάς. Διά τούτο δε και εκείνοι οι οποίοι μόνον εις τους λόγους είνε δεινοί ορθώς ονομάζονται σοφισταί μάλλον ή σοφοί. Τοιούτος σοφός γνωρίζομεν εκ φήμης ότι υπήρξεν ο Αρχιμήδης και ο Κνίδιος Σώστρατος, εκ των οποίων ο μεν τελευταίος εβοήθησε τον Πτολεμαίον να κυριεύση την Μέμφιν χωρίς πολιορκίαν, αλλά μόνον διότι μετέστρεψε το ρεύμα του Νείλου και διήρεσε τον ποταμόν, ο δε άλλος επυρπόλησε τα πλοία των εχθρών διά της τέχνης του. Και ο Θαλής δε ο Μιλήσιος προ αυτών υπεσχέθη εις τον Κροίσον να περάση τον στρατόν του άβροχον από τον ποταμόν Άλιν και το κατώρθωσε στρέψας εντός μιας νυκτός τον ποταμόν, ώστε να διέρχεται όπισθεν του στρατοπέδου, ενώ δεν ήτο μηχανικός, αλλά σοφός ικανός και να επινοήση και να πείση. Είνε δε πολύ παλαιόν και γνωστόν το παράδειγμα του Επειού, όστις όχι μόνον επενόησε και κατεσκεύασε τον Δούριον ίππον, διά του οποίου οι Αχαιοί εισήλθον εις την Ίλιον, αλλά λέγεται ότι και εισήλθεν εις αυτόν μετά των άλλων. Μεταξύ τούτων είνε δίκαιον να αναφέρεται και ο Ιππίας ούτος ο σύγχρονος ημών, ο οποίος όχι μόνον εις τους λόγους είνε δεινός όσον οιοσδήποτε εκ των προϋπαρξάντων, όχι μόνον εις την αντίληψιν οξύς, αλλά και εις την διατύπωσιν σαφέστατος• τα δε έργα του είνε πολύ καλλίτερα των λόγων. Παν ό,τι ηδύνατο τις να περιμένη εκ της τέχνης του το επραγματοποίησε, ουχί δε επί θεμάτων εις τα οποία άλλοι προ αυτού είχον ευδοκιμήση, αλλ', όπως λέγουν οι γεωμέτραι, επί πάσης δοθείσης ευθείας κατορθώνει να κατασκευάζη ακριβώς το τρίγωνον. Ενώ εκ των άλλων έκαστος περιωρίσθη εις ένα κλάδον της επιστήμης και εις εκείνον μόνον διεκρίθη και όμως διά τούτο θεωρείται σπουδαίος, ο Ιππίας είνε και εις την μηχανικήν και εις την γεωμετρίαν πρώτος, προσέτι δε και εις την αρμονίαν και την μουσικήν διαπρέπει• και τόσον καλώς γνωρίζει εκάστην των τεχνών τούτων, ώστε να νομίζη τις ότι μόνον αυτήν εσπούδασε. Θα είχα δε ανάγκην πολλού χρόνου διά να εκθειάσω την θεωρίαν του περί των ακτίνων και ανακλάσεων και περί των κατόπτρων, προσέτι δε τας εργασίας του εις την αστρονομίαν, εις την οποίαν υπερέβη κατά πολύ όλους τους προγενεστέρους.
Θα περιορισθώ να περιγράψω τα έργα αυτού τα οποία είδα επ' εσχάτων και τα οποία με κατέπληξαν. Πρόκειται δε περί κοινού και γνωστοτάτου πράγματος, περί κατασκευής λουτρού• αλλά και εις την εκτέλεσιν του έργου τούτου του τόσον κοινού έδειξε θαυμαστήν περίνοιαν και ευφυίαν. Το γήπεδον δεν ήτο επίπεδον, αλλά πολύ ανηφορικόν και επικλινές και εκατέρωθεν καθ' υπερβολήν χαμηλόν. Παραλαβών δε αυτό το κατέστησεν ισόπεδον και κατεσκεύασε βάσιν ασφαλεστάτην δι' όλον το έργον του• εξησφάλισε διά θεμελίων την ευστάθειαν των οικοδομημάτων και με αντηρίδας επικλινείς και συνεχομένας προς ασφάλειαν ενίσχυσε το όλον. Η δε οικοδομή όχι μόνον συμμετρίαν ύψους και βάσεως έχει, αλλά και προς τον σκοπόν της έγινε καταλληλοτάτη και υπό έποψιν εσωτερικού φωτισμού τελεία. Ο πυλών είνε υψηλός με κλίμακας πλατείας αίτινες έχουν μικράν κλίσιν, ώστε η ανάβασις να είνε αναπαυτική• εκ τούτου δε εισέρχεταί τις εις κοινόν προθάλαμον αρκετά ευρύν, ο οποίος έχει χώρον ικανόν διά τους υπηρέτας και ακολούθους και ευρίσκεται αριστερά των διαμερισμάτων της πολυτελείας• υπάρχουν δε αποχωρητήρια άνετα και κατάφωτα, λίαν κατάλληλα διά κατάστημα λουτρών. Έπειτα και συνεχόμενον προς αυτά υπάρχει διαμέρισμα περιττόν μεν διά το λουτρόν, αναγκαίον δε προς υποδοχήν των πλουσιωτέρων. Ακολούθως και κατά σειράν εκατέρωθεν ευρίσκονται δωμάτια διά να εκδύωνται οι λουσμένοι και αποθέτουν τα ενδύματά των, και μεταξύ αυτών αίθουσα με υψηλοτάτην οροφήν και φαιδρότατον φωτισμόν, εις την οποίαν υπάρχουν τρεις λουτήρες με ψυχρόν νερόν. Η αίθουσα αύτη είνε στρωμένη με Λακωνικόν μάρμαρον και στολίζεται υπό αγαλμάτων της αρχαίας τέχνης, εξ ων το μεν παριστά την Υγείαν, το δε τον Ασκληπιόν.
Προχωρούντες εισερχόμεθα εις διαμέρισμα ελαφρώς θερμασμένον, όπου μας υποδέχεται θερμότης όχι τόσον υπερβολική ώστε να ενοχλή• και είνε επίμηκες και ωοειδές. Έπειτα δεξιά, υπάρχει αίθουσα λίαν φωτεινή και κατάλληλος διά να τρίβωνται και αλείφωνται με πάσαν άνεσιν οι ερχόμενοι εκ των γυμναστηρίων και έχει εκατέρωθεν εισόδους κοσμουμένας υπό Φρυγίου μαρμάρου. Αλλ' η ωραιοτέρα αίθουσα είνε εκείνη την οποίαν ευρίσκει κατόπιν ο εισερχόμενος, όπου δύναται να στέκεται ή να κάθηται ευχαρίστως και να παραμείνη επί πολύ χωρίς φόβον και να επιδοθή εις εγκυλισμούς ωφελιμωτάτους. Και αυτή αποστίλβει ολόκληρος από Φρύγιον μάρμαρον. Μετ' αυτήν υποδέχεται τον εισερχόμενον ο θερμός διάδρομος, ο οποίος είνε στρωμένος με Νομαδικόν λίθον. Η δε αίθουσα εις την οποίαν εισέρχεταί τις εκ του διαδρόμου τούτου είνε ωραιοτάτη και κατάφωτος και φαίνεται ως να καλύπτη και στολίζη τους τοίχους της πορφύρα. Υπάρχουν και εδώ τρεις κολυμβήθραι με θερμόν ύδωρ. Άμα δε λουσθή τις δύναται να μη επιστρέψη διά των αυτών διαμερισμάτων αλλά διά ταχυτέρας και βαθμιαίας επανόδου εις το ψυχρόν και από διαμέρισμα ελαφρώς θερμαινόμενον και λαμπρώς φωτιζόμενον.
Εκτός τούτου τα ύψη των αιθουσών είνε παντού ανάλογα και τα πλάτη προς τα μήκη σύμμετρα και πανταχού επικρατεί πολλή χάρις και ηδονική ευμάρεια. Κατά τον καλόν Πίνδαρον «Αρχομένου έργου πρόσωπον χρη θέμεν τηλαυγές»• τούτο δε το πρόσωπον δίδει εις έν οικοδόμημα προ πάντων η ευφυής οικονομία του φωτισμού και η καλλή διάταξις των φωταγωγών. Ο δε αληθώς σοφός Ιππίας το μεν διαμέρισμα των ψυχρολουσιών κατεσκεύασε προς το μέρος του βορρά, χωρίς όμως και να το στερήση του μεσημβρινού αέρος, τα δε διαμερίσματα τα οποία έχουν ανάγκην θερμότητος ετοποθέτησε προς τον νότον, τον εύρον και τον ζέφυρον.
Τι δε να είπω μετά τούτο περί των παλαιστρών και των κοινών ιματιοφυλακείων, τα οποία ευρίσκονται εγγύτατα εις το λουτρόν, ούτως ώστε ο μεταβαίνων εξ αυτών διά να λουσθή να μη βραδύνη και εκθέτη την υγείαν του εις κίνδυνον; Ας μη υποθέση δε κανείς ότι διά του λόγου προσπαθώ να αναδείξω έργον μικρόν και κοινόν• διότι όταν εις τα κοινά πράγματα ο τεχνίτης κατορθώνει να επινοή και να προσθέτη νέας καλλονάς, εγώ τουλάχιστον το θεωρώ όχι μικράς σοφίας έργον• τοιούτον δε κατέστησε και ο θαυμάσιος ημών Ιππίας το έργον του, το οποίον έχει πάντα τα προτερήματα του λουτρού, το χρήσιμον, το προσφυές, τον καλόν φωτισμόν, την συμμετρίαν, την προσαρμογήν εις το γήπεδον και την ασφάλειαν της χρήσεως. Εκτός δε τούτου ο αρχιτέκτων έχει προνοήση περί όλων και εφωδίασε το οικοδόμημα με δύο αφοδευτήρια, με θύρας πολλάς και δύο ωρολόγια, εξ ων το μεν λειτουργεί δι' ύδατος και με βοήν σημαίνει τας ώρας, το δε είνε ηλιακόν. Όταν δε ίδη τις ταύτα πρέπει να είνε όχι μόνον ανόητος, αλλά και αχάριστος ή μάλλον φθονερός διά να μη εκφράση τον πρέποντα έπαινον. Διά τούτο και εγώ όσον δύναμαι αντήμειψα διά του λόγου το έργον και τον τεχνίτην και δημιουργόν αυτού. Εάν δε ο θεός δώση ώστε και να λουσθώμεν ποτε εις αυτό, είμαι βέβαιος ότι και πολλοί άλλοι θα του κάμουν τους αυτούς επαίνους.
ΜΑΚΡΟΒΙΟΙ
Κατά παραγγελίαν την οποίαν έλαβα κατ' όναρ, εκλαμπρότατε Κυίντιλλε, σου προσφέρω ως δώρον την περί μακροβίων πραγματείαν μου. Το όνειρον είδα προ πολλού και το διηγήθην προς τους φίλους, όταν έδωκες όνομα εις τον δευτερότοκον υιόν σου• αλλά μη δυνάμενος να εννοήσω ποίους μακροβίους με διέτασσεν ο θεός να σου προσφέρω, περιωρίσθην τότε να ευχηθώ εις τους θεούς να δώσουν την μακροτέραν ζωήν εις σε και τα τέκνα σου• ενόμιζα δε ότι τούτο ήτο συμφέρον εις το ανθρώπινον γένος ολόκληρον, προ πάντων δε εις εμέ και όλους τους οικείους μου• διότι ενόμισα ότι το όνειρον εσήμαινε καλόν και δι' εμέ.
Σκεπτόμενος δε έφθασα εις το συμπέρασμα ότι πρέπον ήτο να διατάξουν οι θεοί άνθρωπον καταγινόμενον εις τα γράμματα να σου προσφέρη κάτι τι σχετικόν με την τέχνην του. Και επειδή νομίζω ότι η ημέρα των γενεθλίων σου είνε η καταλληλοτάτη διά τοιούτον δώρον, σου προσφέρω την ιστορίαν εκείνων οίτινες έφθασαν εις βαθύ γήρας διατηρούντες πλήρη την υγείαν της ψυχής και αρτίας τας σωματικάς δυνάμεις. Ελπίζω δε ότι θα έχης διπλούν όφελος εκ του συγγράμματος τούτου• αφ' ενός μεν θα διατεθής ευθύμως και θα συλλάβης την ευχάριστον ελπίδα ότι και συ δύνασαι να ζήσης επί μακρόν, εξ άλλου δε θα διδαχθής εκ των παραδειγμάτων, από τα οποία προκύπτει ότι εκείνοι έφθασαν εις μακρότατον γήρας με πλήρη υγείαν όσοι επεμελήθησαν και του σώματος και της ψυχής των.
Λοιπόν περί του Νέστορος του σοφωτάτου των Αχαιών ο Όμηρος λέγει ότι έζησεν επί τρεις γενεάς και συγχρόνως μας τον παρουσιάζει τέλεια εξησκημένον κατά τε την ψυχήν και το σώμα. Περί δε του μάντεως Τειρεσίου η τραγωδία μας λέγει ότι έζησε μέχρις έξ γενεών. Και είνε πιθανόν ότι άνθρωπος ως ο Τειρεσίας, αφιερωμένος εις τους θεούς και ζων με αγνότητα βίου, έγινε τόσον μακρόβιος. Όχι δε μόνον άτομα, αλλά και κατ' επαγγέλματα αναφέρονται ότι υπήρξαν μακρόβιοι εξ αιτίας της ζωής την οποίαν έζων, όπως εις την Αίγυπτον οι λεγόμενοι ιερογραμματείς, εκ των Ασσυρίων δε και Αράβων οι εξηγηταί των μύθων, εκ των Ινδών οι λεγόμενοι Βραχμάνες, οίτινες είνε καθ' ολοκληρίαν αφιερωμένοι εις την φιλοσοφίαν, και οι καλούμενοι Μάγοι, οίτινες έχουν το χάρισμα της μαντικής και είνε αφιερωμένοι εις την υπηρεσίαν των θεών, εις την Περσίαν και την Παρθικήν, εις την Βακτριανήν και την Χωρασμίαν, μεταξύ των Αρείων, των Σακών και των Μήδων και άλλων πολλών βαρβάρων. Ούτοι ζουν επί μακρόν και διατηρούνται υγιείς, διότι διά να εξασκούν την μαγείαν πρέπει να διαιτώνται και αυτοί με σωφροσύνην και εγκράτειαν. Υπάρχουν δε και έθνη όλα μακροβιώτατα, όπως οι Σήρες, περί των οποίων λέγεται ότι ζουν μέχρι τριακοσίων ετών• και άλλοι μεν αποδίδουν την μακροβιότητα ταύτην εις τον αέρα, άλλοι δε εις την φύσιν του εδάφους και άλλοι εις τον τρόπον κατά τον οποίον ο λαός ούτος ζη• λέγεται δε ότι όλοι οι Σήρες πίνουν μόνον νερόν. Και οι Αθώτες λέγεται ότι ζουν μέχρις εκατόν τριάκοντα ετών, και οι Χαλδαίοι υπερβαίνουν τα εκατόν. Οι τελευταίοι ούτοι μεταχειρίζονται ως τροφήν και κρίθινον άρτον, τον οποίον θεωρούν συντελεστικόν εις την οξύτητα της οράσεως• λέγεται δε ότι ένεκα της διαίτης ταύτης έχουν και τας άλλας αισθήσεις περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους ισχυράς.
Αυτά περί των μακροβίων κατά επαγγέλματα και έθνη, των οποίων η μακροβιότης αποδίδεται υπό άλλων μεν εις το κλίμα, υπό άλλων δε εις τον τρόπον του ζην και παρ' άλλων εις αμφότερα. Αλλ' εγώ ελπίζω να σου δώσω ευκολώτερα την ελπίδα της μακροβιότητος αν διά παραδειγμάτων σου παραστήσω ότι εις όλην την γην και εις όλα τα κλίματα έγιναν μακρόβιοι όσοι επεδίδοντο εις τας πρεπούσας ασκήσεις και εις την καταλληλοτέραν προς διατήρησιν της υγείας δίαιταν. Θα τους κατατάξω δε κατ' επαγγέλματα και πρώτους θα αναφέρω τους ηγεμόνας και στρατηγούς, εις αυτούς δε θα καταλέξω και εκείνον τον οποίον ανήγαγε σεπτή τύχη εις το ανώτατον αξίωμα του μεγάλου και θειοτάτου αυτοκράτορος προς ευτυχίαν της οικουμένης, ήτις υπακούει εις τους νόμους του. Ούτω δε και συ έχων υπ' όψει τους μακροβίους τούτους, οίτινες είνε της αυτής τάξεως και διάγουν τον αυτόν βίον με σε, ευκολώτερον θα ελπίσης γήρας υγιές και μακρόν και συγχρόνως θα παρακινηθής να εξασφαλίσης εις εαυτόν διά της διαίτης μακράν ζωήν και τελείαν υγείαν.
Ο Πομπίλιος Νουμάς, ο ευτυχέστερος των βασιλέων της Ρώμης και ο περισσότερον ασχοληθείς εις την λατρείαν των θεών, αναφέρεται ότι έζησεν υπέρ τα ογδοήκοντα έτη. Ο δε Σέρβιος Τούλλιος, βασιλεύς και ούτος των Ρωμαίων, έζησεν επίσης υπέρ τα ογδοήκοντα έτη, κατά την ιστορίαν. Ο Ταρκύνιος, ο τελευταίος βασιλεύς των Ρωμαίων, εξορισθείς και αποσυρθείς εις την Κύμην, λέγεται ότι έφθασεν υγιέστατος εις τα ενενήκοντα και τα υπερέβη.
Εις τους βασιλείς τούτους της Ρώμης θα προσθέσω και τους λοιπούς βασιλείς, οίτινες έφθασαν εις βαθύ γήρας, και έπειτα τους άλλους κατ' επαγγέλματα. Εν τέλει θα αναφέρω και τους λοιπούς Ρωμαίους οίτινες υπήρξαν μακρόβιοι, θα προσθέσω δε και εκείνους οίτινες εις την λοιπήν Ιταλίαν έζησαν επί μακρόν. Και η μαρτυρία της ιστορίας είνε ο καλλίτερος έλεγχος διά τα λεγόμενα παρ' εκείνων οίτινες συκοφαντούν το κλίμα της χώρας ταύτης, ούτω δε και ημείς δυνάμεθα βασιμώτερον να ελπίσωμεν ότι θα πραγματοποιηθούν αι ευχαί μας και θα ζήση ακόμη επί μακρόν και ευτυχής ο κύριος πάσης της γης και της θαλάσσης, όστις εις ηλικίαν προχωρημένην ανήλθεν εις τον θρόνον. {1}
Λοιπόν ο Αργανθώνιος, ο βασιλεύς των Ταρτησσίων, λέγεται ότι έζησεν εκατόν πεντήκοντα έτη, όπως ο Ηρόδοτος ο ιστορικός και ο ποιητής Ανακρέων αναφέρουν• {2} αλλά τούτο θεωρείται παρά τινων μύθος. Ο Αγαθοκλής δε, ο τύραννος της Σικελίας, απέθανεν εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών, όπως ο Δημοχάρης και ο Τίμαιος διηγούνται. Επίσης ο Ιέρων, ο τύραννος των Συρακουσίων, έγινεν ενενήκοντα ετών και απέθανεν από νόσημα, αφού εβασίλευσεν επί εβδομήκοντα έτη, καθώς ο Δημήτριος ο Καλλατιανός και άλλοι λέγουν. Ο Ατέας, ο βασιλεύς των Σκυθών, έπεσε μαχόμενος κατά του Φιλίππου παρά τον Ίστρον εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών. Ο δε Βάρδυλις, ο βασιλεύς των Ιλλυριών, λέγεται ότι εμάχετο έφιππος, κατά τον εναντίον του Φιλίππου πόλεμον, εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών. Ο Τήρης, ο βασιλεύς των Οδρυσών, καθ' ά λέγει ο Θεόπομπος, απέθανεν εις ηλικίαν ενενήκοντα δύο ετών. Ο δε Αντίγονος, ο μονόφθαλμος υιός του Φιλίππου, βασιλεύς των Μακεδόνων, μαχόμενος εις την Φρυγίαν εναντίον του Σελεύκου και του Λυσιμάχου, έπεσε πλήρης τραυμάτων, εξ ων απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα και ενός ετών, όπως ιστορεί ο εκστρατεύσας μετ' αυτού Ιερώνυμος. Και ο Λυσίμαχος δε ο βασιλεύς των Μακεδόνων εφονεύθη εις την εναντίον του Σελεύκου μάχην ογδοηκοντούτης και αυτός, όπως διηγείται ο ίδιος ο Ιερώνυμος. Ο δε Αντίγονος ο υιός του Δημητρίου και εγγονός του Αντιγόνου του Μονοφθάλμου εβασίλευσεν επί τεσσαράκοντα έτη εις την Μακεδονίαν, έζησε δε ογδοήκοντα, όπως αναφέρει ο Μήδιος και άλλοι συγγραφείς. Ομοίως ο Αντίπατρος του Ιολάου, ο οποίος είχε μεγίστην επιρροήν και πολλών Μακεδόνων βασιλέων υπήρξεν επίτροπος, έζησεν υπέρ τα ογδοήκοντα έτη. Ο δε Πτολεμαίος ο Λάγου, βασιλεύς της Αιγύπτου και εκ των ευτυχεστέρων ηγεμόνων της εποχής του, έζησεν ογδοήκοντα τέσσαρα έτη, και δύο έτη πριν αποθάνη παρέδωκε την βασιλείαν εις τον υιόν του Πτολεμαίον τον επονομαζόμενον Φιλάδελφον, όστις μόνος εκ των αδελφών εκληρονόμησε την πατρικήν βασιλείαν.
Ο Φιλέταιρος, καίτοι ευνούχος, ίδρυσε πρώτος την βασιλείαν της Περγάμου και την κατείχε μέχρι τέλους του βίου του, απέθανε δε ογδοηκοντούτης. Ο Άτταλος ο επονομασθείς Φιλάδελφος, ο οποίος υπήρξεν επίσης βασιλεύς της Περγάμου και προς τον οποίον μετέβη ο Σκηπίων ο στρατηγός των Ρωμαίων, απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα δύο ετών. Ο Μιθριδάτης ο βασιλεύς του Πόντου, ο επιλεγόμενος Κτίστης και καταδιωχθείς υπό Αντιγόνου του Μονοφθάλμου, απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα τεσσάρων ετών, όπως αναφέρουν ο Ιερώνυμος και άλλοι συγγραφείς. Ο Αριαράθης δε ο βασιλεύς των Καππαδοκών έζησεν ογδοήκοντα δύο έτη, ως ο Ιερώνυμος λέγει• θα έζει δε ακόμη περισσότερα ίσως, αν δεν συνελαμβάνετο και ανεσκολοπίζετο κατά την προς τον Περδίκκαν μάχην.
Ο Κύρος ο βασιλεύς των Περσών, ο παλαιότερος, ως φαίνεται εις τους χρονολογικούς πίνακας των Περσών και των Ασσυρίων, προς τους οποίους φαίνεται συμφωνών και ο γράψας περί Αλεξάνδρου Ονηρίκριτος, όταν έγινεν εκατοντούτης εζήτησε να ίδη ένα έκαστον εξ εκείνων οίτινες υπήρξαν φίλοι του. Μαθών δε ότι οι πλείστοι εξ αυτών είχον φονευθή υπό του υιού του Καμβύσου και ότι ο Καμβύσης έλεγεν ότι τους εθανάτωνε κατά διαταγήν του πατρός του, τόσον ελυπήθη διότι του απεδόθησαν η ωμότης και αι παρανομίαι του υιού του, ώστε απέθανεν. Ο δε Αρταξέρξης, ο επονομασθείς Μνήμων και κατά του οποίου ο αδελφός του Κύρος εξεστράτευσε, απέθανεν εκ νοσήματος, ενώ εβασίλευεν εις την Περσίαν, εις ηλικίαν ογδοήκοντα έξ ετών, όπως δε ο Δείνων αναφέρει, ενενήκοντα τεσσάρων.
Αλλος Αρταξέρξης βασιλεύς των Περσών, περί του οποίου ο ιστορικός Ισίδωρος ο Χαρακηνός {3} λέγει ότι εβασίλευσεν επί των ημερών του πατρός του, εδολοφονήθη κατ' εισήγησιν του αδελφού του Γωσίθρου εις ηλικίαν ενενήκοντα και τριών ετών. Ο Σινατρούκης, ο βασιλεύς των Πάρθων, ήτο ήδη ογδοηκοντούτης όταν εκλήθη εκ της χώρας των Σκυθών Σακαυράκων και ανηγορεύθη βασιλεύς• εβασίλευσε δε επτά έτη. Ο δε Τιγράνης ο βασιλεύς των Αρμενίων, κατά του οποίου επολέμησεν ο Λεύκουλος, απέθανεν εκ νοσήματος εις ηλικίαν ογδοήκοντα πέντε ετών. Ο Υσπασίνης, ο βασιλεύς του Χάρακος και των κατά την Ερυθράν θάλασσαν χωρών, απέθανεν επίσης εκ νοσήματος εις ηλικίαν ογδοήκοντα πέντε ετών. Ο δε Τήραιος, ο οποίος εβασίλευσε τρίτος μετά τον Υσπασίνην, απέθανεν εις ηλικίαν ενενήκοντα και δύο ετών εκ νοσήματος. Ο Αρτάβαζος, ο οποίος μετά τον Τήραιον εβασίλευσεν έβδομος, ανήλθεν εις τον θρόνον εις ηλικίαν ογδοήκοντα και έξ ετών, κληθείς εκ της Παρθικής. Και ο Μνασκίρης δε ο βασιλεύς των Πάρθων έζησεν ενενήκοντα έξ έτη.
Επίσης ο Μασσινισσάς ο βασιλεύς των Μαυρουσίων έγινεν ενενήκοντα ετών. Ο δε Άσανδρος, ο υπό του σεπτού αυτοκράτορος από εθνάρχου αναγορευθείς βασιλεύς του Βοσπόρου, εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών, διεκρίθη και ως έφιππος και ως πεζός πολεμιστής. Όταν δε είδε τους οπαδούς του ν' αποσκιρτούν προς τον Σκριβώνιον, απέθανεν εξ εκουσίας ασιτίας, αφού έζησεν ενενήκοντα και τρία έτη. Ο δε Γόαισος, περί του οποίου ο Ισίδωρος ο Χαρακηνός λέγει ότι επί των ημερών του εβασίλευεν εις την αρωματοφόρον χώραν των Ομανών {4}, απέθανεν εκ νοσήματος εις ηλικίαν εκατόν δέκα πέντε ετών.
Τους βασιλείς τούτους αναφέρουν ως μακροβίους όσοι προ ημών έγραψαν. Επειδή δε και εκ των φιλοσόφων και των άλλων πεπαιδευμένων, όσοι έζησαν με κάποιαν περί της υγείας των επιμέλειαν, πολλοί έφθασαν εις βαθύ γήρας, θ' αναφέρω και εκ τούτων τους γνωστούς εκ της ιστορίας και θ' αρχίσω εκ των φιλοσόφων. Ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης φθάσας εις ηλικίαν εκατόν τεσσάρων ετών απέθανεν εξ εκουσίας ασιτίας. Ο Ξενόφιλος ο μουσικός, οπαδός της φιλοσοφίας του Πυθαγόρου, έζησεν υπέρ τα εκατόν πέντε έτη εις τας Αθήνας, ως λέγει ο Αριστόξενος. Ο Σόλων δε, ο Θαλής και ο Πιττακός, οίτινες υπήρξαν εκ των επτά λεγομένων σοφών, έζησαν έκαστος εκατόν έτη. Ο Ζήνων ο αρχηγός της Στωικής φιλοσοφίας έζησεν ενενήκοντα οκτώ έτη• μίαν ημέραν δε καθ' ην στιγμήν εισήρχετο εις την συνέλευσιν του λαού και προσκόψας έπεσεν, ανεφώνησε, Γη, τι με καλείς; και επιστρέψας εις την κατοικίαν του έμεινε χωρίς τροφήν και απέθανεν. Ο δε Κλεάνθης ο μαθητής και διάδοχος του Ζήνωνος ήτο ενενήκοντα και εννέα ετών ότε έπαθεν έλκος του χείλους και απελπισθείς απεφάσισε ν' αποθάνη εξ ασιτίας• αλλ' εν τω μεταξύ λαβών επιστολάς οπαδών του, έφαγε διά να δυνηθή να εκτελέση τα παραγγελλόμενα• έπειτα πάλιν παύσας να τρώγη απέθανεν εξ ασιτίας.
Ο Ξενοφάνης ο υιός του Δεξίνου και μαθητής του φυσικού Αρχελάου έγινεν ενενήκοντα και ενός ετών• ο Ξενοκράτης ο μαθητής του Πλάτωνος ογδοήκοντα τεσσάρων• ο Καρνεάδης ο αρχηγός της νεωτέρας Ακαδημίας ογδοήκοντα πέντε• ο Χρύσιππος ογδοήκοντα ενός• ο Διογένης ο Στωικός, ο εκ Σελευκίας του Τίγριος, ογδοήκοντα οκτώ• ο Ποσειδώνιος ο εκ της Συριακής Απαμείας, πολίτης δε της Ρόδου, φιλόσοφος και ιστορικός, ογδοήκοντα τεσσάρων• ο Κριτόλαος ο Περιπατητικός υπέρ τα ογδοήκοντα δύο.
Ο θείος Πλάτων απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα και ενός ετών. Ο Αθηνόδωρος του Σάνδωνος ο Ταρσεύς Στωικός, όστις υπήρξε και διδάσκαλος του σεβαστού και θείου αυτοκράτορος και διά τούτο ούτος κατέστησεν ασύδοτον την πόλιν των Ταρσέων, απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα δύο ετών εις την πατρίδα του, ήτις κατ' έτος του απονέμει τιμάς ως ημιθέου• ο δε Νέστωρ ο Στωικός, ο εκ Ταρσού διδάσκαλος του Καίσαρος Τιβερίου, έζησεν ενενήκοντα δύο έτη• και ο Ξενοφών ο υιός του Γρύλλου έζησεν υπέρ τα ενενήκοντα έτη.
Ούτοι είνε εκ των φιλοσόφων οι περιφημότεροι μακρόβιοι. Από δε τους ιστορικούς ο Κτησίβιος εις ηλικίαν εκατόν είκοσι τεσσάρων ετών απέθανεν εις την σχολήν των Περιπατητικών, όπως αναφέρει εις τα χρονικά του ο Απολλόδωρος. Ο Ιερώνυμος δε, όστις έλαβε μέρος εις πολλούς πολέμους και υπέστη πολλούς κόπους και τραύματα, έζησεν εκατόν τέσσαρα έτη, ως λέγει ο Αγαθαρχίδης εις την εννάτην των Ασιατικών του ιστοριών, όπου θαυμάζει τον Ιερώνυμον διά την αρτιότητα, την οποίαν διετήρει εις τας ανδρικάς του δυνάμεις και όλας του τας αισθήσεις, και την ακμαίαν υγείαν. Ο Ελλάνικος ο Λεσβίος έζησεν ογδοήκοντα πέντε έτη, ομοίως δε και ο Φερεκύδης ο εκ Σύρου. Ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης έγινεν ενενήκοντα έξ ετών. Ο δε Αριστόβουλος ο Κασανδρεύς λέγεται ότι έζησεν υπέρ τα ενενήκοντα έτη, ως δε ο ίδιος αναφέρει εις την αρχήν του συγγράμματός του, εις ηλικίαν ογδοήκοντα τεσσάρων ετών ήρχισε να γράφη την ιστορίαν του. Ο δε Πολύβιος ο υιός του Λυκόρτα ο Μεγαλοπολίτης, επιστρέφων εκ του κτήματός του έφιππος, έπεσεν εκ του ίππου, και εκ τούτου ασθενήσας απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα δύο ετών. Ο Υψικράτης ο Αμισηνός, ο οποίος υπήρξε συγγραφεύς πολλών και διαφόρων, έζησεν ενενήκοντα δύο έτη.
Μεταξύ των ρητόρων ο Γοργίας, τον οποίον τινές αποκαλούν σοφιστήν, έγινεν εκατόν οκτώ ετών απέθανε δε και ούτος στερηθείς εκουσίως τροφής. Λέγεται ότι ερωτηθείς πώς κατώρθωσε να φθάση εις τόσον γήρας και να διατηρή την υγείαν και όλας του τας αισθήσεις, απήντησε• διότι ουδέποτε παρεσύρθην εις τα φαγοπότια των άλλων. Ο Ισοκράτης έγραψεν εις ηλικίαν ενενήκοντα έξ ετών τον πανηγυρικόν του• ήτο δε ενενήκοντα εννέα ετών ότε μαθών ότι οι Αθηναίοι ενικήθησαν υπό του Φιλίππου εις την μάχην της Χαιρωνείας, και λυπηθείς υπερβολικά, είπε τον στίχον του Ευριπίδου•
Σιδώνιόν ποτ' άστυ Κάδμος εκλιπών {5},
τον οποίον προσήρμοζεν εις τον εαυτόν του• προειπών δε ότι η Ελλάς θα υπεδουλούτο, απέθανεν. Ο δε ρήτωρ Απολλόδωρος ο εκ Περγάμου, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος του σεπτού αυτοκράτορος και μετά του Ταρσέως Αθηνοδώρου του φιλοσόφου εξεπαίδευσεν αυτόν, έζησεν, όπως και ο Αθηνόδωρος, ογδοήκοντα έτη. Επίσης ο Ποτάμων, ρήτωρ αρκετά φημισμένος, έγινεν ενενήκοντα ετών. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής, καταπιών ράγα σταφυλής, απεπνίγη εις ηλικίαν ενενήκοντα πέντε ετών. Τούτον κατά τα τέλη του βίου του ενήγαγεν ο υιός του Ιοφών εις το δικαστήριον επί γεροντική ανοία. Ο δε Σοφοκλής ανέγνωσε προς τους δικαστάς τον «Οιδίποτα επί Κολωνώ», διά να δείξη με το έργον του τούτο την πνευματικήν του υγείαν• και οι δικασταί αυτόν μεν υπερεθαύμασαν, τον δε υιόν του εχαρακτήρισαν εις την απόφασίν των ως παράφρονα. Ο δε Κρατίνος ο κωμωδιογράφος έζησεν επί ενενήκοντα επτά έτη και περί τα τέλη του βίου του δώσας προς παράστασιν την «Πυτίνην» και επιτυχών απέθανε μετ' ολίγον. Όπως ο Κρατίνος και ο κωμικός Φιλήμων έφθασεν εις ηλικίαν ενενήκοντα επτά ετών. Μίαν δε ημέραν, ενώ ενεπαύετο εις την κλίνην του, είδεν όνον ο οποίος εισήλθεν εις την οικίαν και ήρχισε να τρώγη τα σύκα τα οποία είχον ετοιμασθή δι' αυτόν και κατελήφθη υπό γέλωτος• καλέσας δε τον υπηρέτην του είπε προς αυτόν, και συγχρόνως εγέλα ακράτητον γέλωτα, να δώση εις τον όνον και οίνον, απεπνίγη δε υπό του γέλωτος και απέθανε. Και ο Επίχαρμος ο ποιητής κωμωδιών λέγεται ότι έζησεν επίσης ενενήκοντα και επτά έτη. Ο δε Ανακρέων ο λυρικός ποιητής, έγινεν ογδοήκοντα πέντε ετών και ο Στησίχορος ο επίσης λυρικός ποιητής απέθανεν εις την αυτήν ηλικίαν. Ο δε Σιμωνίδης ο Κείος έζησεν υπέρ τα ενενήκοντα έτη. Εκ των Γραμματικών ο Ερατοσθένης ο υιός του Αγλαού, ο Κυρηναίος, τον οποίον όχι μόνον γραμματικόν αλλά και ποιητήν δύναταί τις να ονομάση και φιλόσοφον και γεωμέτρην, έγινεν ογδοήκοντα και δύο ετών. Περί δε του Λυκούργου του νομοθέτου των Λακεδαιμονίων αναφέρεται ότι έζησεν ογδοήκοντα και πέντε έτη.
Αυτοί είνε οι βασιλείς και οι σοφοί των οποίων ηδυνήθην να συναθροίσω εδώ τα ονόματα και την ηλικίαν• επειδή δε υπεσχέθην να αναφέρω καί τινας εκ των Ρωμαίων και των άλλων κατοίκων της Ιταλίας, οίτινες υπήρξαν μακρόβιοι, επιφιλάττομαι να σου κάμω και περί αυτών λόγον, σεβαστέ Κυίντιλλε, εις άλλην πραγματείαν {6}
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΕΓΡΙΝΟΥ {7}
Ο Λουκιανός προς τον Κρόνιον, ευχόμενος ευτυχίαν. {8}
Ο ταλαίπωρος Περεγρίνος ή, όπως αυτός ηρέσκετο να αυτονομάζεται, ο Πρωτεύς, έπαθεν ακριβώς ό,τι και ο Πρωτεύς του Ομήρου• {9} διότι αφού υπέστη μυρίας μεταμορφώσεις και περιπετείας, χάριν της διαφημίσεως• επ' εσχάτων μετεμορφώθη και εις πυρ• υπό τοσαύτης δοξομανίας κατείχετο. Και εκάη ο λαμπρός εκείνος άνθρωπος όπως ο Εμπεδοκλής, με την διαφοράν μόνον ότι ο μεν Εμπεδοκλής εφρόντισε να πέση κρυφίως εις τον κρατήρα του ηφαιστείου, ο δε ηρωικός Περεγρίνος εξέλεξε την μεγαλειτέραν των Ελληνικών πανηγύρεων και ανάψας όσον το δυνατόν μεγαλειτέραν πυράν, ανέβη εις αυτήν ενώπιον τόσων θεατών, αφού προ ολίγων ημερών είχεν εκφωνήση προς τους Έλληνας λόγον περί του μέλλοντος τολμήματός του. Φαντάζομαι, πόσον θα γελάσης δια την μωρίαν του γέροντος εκείνου και αναμφιβόλως ενώ θα γελάς θ' αναφωνής• τι ηλιθιότης, τι δοξομανία, και άλλα τα οποία συνειθίζομεν να λέγωμεν περί των ανθρώπων αυτού του είδους. Και συ μεν γελάς και λέγεις ταύτα εξ αποστάσεως και χωρίς κίνδυνον. Εγώ όμως τα είπα εκεί παρά την πυράν και προηγουμένως ακόμη ενώπιον πολυαρίθμων ακροατών, εκ των οποίων πολλοί επειράζοντο, διότι εθαύμαζον την παραφροσύνην του γέροντος. Ήσαν δε καί τινες οι οποίοι εγέλων επίσης, αλλά παρ' ολίγον να κατασπαραχτώ υπό των Κυνικών φιλοσόφων, όπως ο Ακταίων υπό των σκύλλων ή ο ανεψιός αυτού ο Πενθεύς υπό των μαινάδων.
Άκουσε τώρα πώς εξετελέσθη το όλον δράμα. Γνωρίζεις τον ποιητήν του, οποίος υπήρξε και ποίας περιπετείας έχει διέλθη εις όλην του την ζωήν, περιπετείας τραγικωτέρας και από εκείνας τας οποίας ανεβίβασαν εις την σκηνήν ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος. Λοιπόν όταν έφθασα εις την Ήλιδα και περιεφερόμην εις το γυμναστήριον, ήκουσα κάποιον Κυνικόν να λέγη με φωνήν μεγάλην και βραχνήν τα συνήθη και τετριμμένα περί αρετής και να υβρίζη γενικώς πάντας• έπειτα αι φωνασκίαι του κατέληξαν εις τον Πρωτέα. Θα προσπαθήσω όσον δύναμαι να απομνημονεύσω ακριβώς εκείνα τα οποία έλεγε• συ δε θα τ' αναγνωρίσης ευκόλως, διότι πολλάκις παρέστης εις τας φωνασκίας των.
Ευρέθη, είπεν, άνθρωπος ο οποίος ετόλμησε να είπη κενόδοξον τον Πρωτέα, ω γη, και ήλιε, και ποταμοί, και θάλασσα και προγονικέ θεέ Ηρακλή• τον Πρωτέα, ο οποίος εις την Συρίαν ερρίφθη εις τα δεσμά, ο οποίος εδώρησεν εις την πατρίδα του πέντε χιλιάδας τάλαντα, ο οποίος εξωρίσθη από την πόλιν των Ρωμαίων, τον εκλαμπρότερον του ηλίου, τον δυνάμενον ν' ανταγωνισθή και προς αυτόν τον Ολύμπιον Δία. Αποδίδουν εις κενοδοξίαν το ότι απεφάσισε να απέλθη εκ της ζωής δια πυρός. Μήπως ο Ηρακλής δεν απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον; Μήπως ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος δεν εκεραυνοβολήθησαν; Μήπως επ' εσχάτων και ο Εμπεδοκλής δεν ερρίφθη εις τον κρατήρα του ηφαιστείου;
Άμα είπε ταύτα ο Θεαγένης, διότι ούτω ο φωνασκός εκείνος ωνομάζετο, ηρώτησα ένα εκ των παρισταμένων, τι ενόει μ' εκείνα τα οποία έλεγε περί του πυρός και ποίαν σχέσιν έχουν ο Ηρακλής και ο Εμπεδοκλής προς τον Πρωτέα. Εκείνος δε μου απήντησεν ότι μετ' ολίγας ημέρας θ' αναβή εις πυράν ο Πρωτεύς εις την Ολυμπίαν δια ν' αποθάνη. Πώς, είπα, και δια ποίον λόγον; Εκείνος επεχείρησε να μου δώση εξηγήσεις, αλλ' ο Κυνικός εφώναζε τόσον δυνατά, ώστε ήτο αδύνατον ν' ακουσθή άλλος. Εξηκολούθησα λοιπόν να τον ακούω να συσσωρεύη μεγαλαυχίας επί μεγαλαυχιών και υπερβολάς φοβεράς περί του Πρωτέως• διότι προς τον Σινωπέα ή τον διδάσκαλον αυτού Αντισθένην ούτε κατεδέχετο να τον συγκρίνη, αλλ' ουδέ προς αυτόν τον Σωκράτην, μόνον δε τον Δία εκάλει εις συναγωνισμόν. Επί τέλους όμως απεφάσισε ν' αναγνωρίση κάποιαν ισότητα μεταξύ του Πρωτέως και του Διός και ούτω ετελείωσε τον λόγον του. Δύο, είπε, τέλεια δημιουργήματα είδεν ο κόσμος, τον Ολύμπιον Δία και τον Πρωτέα• πλάστης δε και τεχνίτης του μεν πρώτου υπήρξεν ο Φειδίας, του δε δευτέρου η Φύσις• αλλά τώρα το άγαλμα τούτο θα φύγη εις την αθανασίαν, φερόμενον επί του πυρός, και θα καταταχθή μεταξύ των θεών, αφήνον υμάς ορφανούς. Ωμίλει με τόσην σφοδρότητα, ώστε ο ιδρώς του έτρεχε κρουνηδόν• έπειτα ήρχισε να δακρύη γελοιωδέστατα και έσυρε τας τρίχας της κεφαλής του, προσέχων όμως να μη τας έλκη πολύ δυνατά, και επί τέλους τον απεμάκρυναν κλαίοντα τινές εκ των Κυνικών διά να τον παρηγορήσουν.
Ευθύς μετ' αυτόν κατέλαβεν άλλος το βήμα πριν ή διαλυθή το πλήθος και ψυχρανθή η εντύπωσις εκ των λόγων του Θεαγένους. Και κατ' αρχάς εγέλα επί πολύ και εφαίνετο ότι εγέλα με πραγματικήν όρεξιν έπειτα ήρχισεν ως εξής• Αφού ο φαύλος Θεαγένης ετελείωσε τους βδελυρούς αυτού λόγους με τα δάκρυα του Ηρακλείτου, εγώ αντιθέτως θ' αρχίσω με τον γέλωτα του Δημοκρίτου. Και πάλιν εγέλα επί πολύ ούτως ώστε έκαμε και ημάς τους άλλους να τον μιμηθώμεν. Έπειτα σοβαρευθείς, Τι άλλο, είπε, πρέπει να πράξη τις, όταν ακούη λόγους τόσον γελοίους και βλέπη ανθρώπους γέροντας, οι οποίοι χάριν γελοίας δόξης είνε έτοιμοι να κάμουν τούμπες ενώπιον σας; Διά να μάθετε δε τι είνε το άγαλμα το οποίον θα πυρποληθή, ακούσατε να σας το περιγράψω εγώ, όστις εξ αρχής παρηκολούθησα και εγνώρισα τον βίον και τον χαρακτήρα του• έλαβα δε και πληροφορίας τινάς παρά των συμπολιτών του, οίτινες κατ' ανάγκην τον εγνώριζον. Λοιπόν το πλάσμα τούτο και δημιούργημα της φύσεως και του Πολυκλείτου ο κανών, {10} όταν μόλις εισήρχετο εις την ανδρικήν ηλικίαν, συνελήφθη εις την Αρμενίαν μοιχεύων και εδάρη ανηλεώς, επί τέλους δε κατώρθωσε να φύγη διά της στέγης, έχων ραφανίδα βυθισμένην εις τα οπίσθια. {11} Έπειτα διέφθειρε ωραίον νεανίσκον και ηναγκάσθη να πληρώση τρεις χιλιάδας δραχμάς εις τους γονείς του παιδίου, οίτινες ήσαν πτωχοί, διά να μη τον καταγγείλουν εις τον αρμοστήν της Ασίας. Τοιαύτα και παραπλήσια θα ηδυνάμην και άλλα να αναφέρω, αλλά τα παραλείπω, διότι ακόμη ήτο πηλός άπλαστος και δεν είχε δημιουργηθή τέλειον το άγαλμά μας. Αλλ' η διαγωγή του προς τον πατέρα του αξίζει να την ακούσετε, μολονότι όλοι γνωρίζετε και θα ηκούσατε πώς έπνιξε τον γέροντα, μη υποφέρων να τον βλέπη να ζη, αφού ήδη είχεν υπερβή το εξηκοστόν έτος. Έπειτα, επειδή το πράγμα εγνώσθη, κατεδικάσθη μόνος του εις εξορίαν και επλανάτο από χώρας εις χώραν. Τότε δε εμυήθη και εις την θαυμαστήν σοφίαν των Χριστιανών, των οποίων τους ιερείς και διδασκάλους εγνώρισεν εις την Παλαιστίνην… {12} Εντός ολίγου μάλιστα τους υπερέβη γενόμενος προφήτης και αρχηγός και πρόεδρος των συναθροίσεων αυτών και συγκεντρώσας πάσαν εξουσίαν και κύρος εις τας χείρας του. Όχι δε μόνον εξήγει και διεσαφήνιζε τα ιερά των βιβλία, αλλά και πολλά συνέγραφε και οι Χριστιανοί τον εθεώρουν ως θεόν και ως νομοθέτην τον μετεχειρίζοντο και προεστώτα τον ανεγνώριζον. Λατρεύουν δε ακόμη, τον μέγαν {13} εκείνον άνθρωπον, όστις εσταυρώθη εις την Παλαιστίνην, επειδή εισήγαγεν εις τον κόσμον αυτήν την νέαν θρησκείαν. {14} Τότε δε και συνελήφθη ένεκα τούτου ο Πρωτεύς και ερρίφθη εις τας φυλακάς, πράγμα το οποίον του έδωκεν όχι μικρόν κύρος διά το μέλλον και του εχρησίμευσεν εις την αγυρτείαν και την δοξομανίαν, αίτινες ήσαν αι μεγάλαι του αδυναμίαι.
Αφού λοιπόν ερρίφθη εις τας φυλακάς, οι Χριστιανοί θεωρήσαντες το πράγμα ως κοινήν συμφοράν, εκίνησαν πάντα λίθον και κατέβαλαν πάσαν προσπάθειαν διά να τον αρπάσουν. Αλλ' επειδή τούτο ήτο αδύνατον, του παρείχον πάσαν άλλην περιποίησιν με εξαιρετικόν ζήλον και ενδιαφέρον. Από πρωίας έβλεπέ τις να περιμένουν προ της φυλακής γραΐδια, χήραι και ορφανά• οι δε πρόκριτοι των Χριστιανών, δωροδοκούντες τους δεσμοφύλακας, ελάμβανον την άδειαν να εισέρχωνται και να κοιμώνται μετ' αυτού εντός της φυλακής• εκόμιζον δε παντοειδή φαγητά και έλεγον προσευχάς, και ο λαμπρός Περεγρίνος (διότι ούτω ωνομάζετο ακόμη) εθεωρείτο υπ' αυτών ως νέος Σωκράτης. Αλλά και εκ των Ασιατικών πόλεων ήρχοντο αντιπρόσωποι των Χριστιανών διά να φέρουν εράνους και βοηθήματα, να συνηγορήσουν υπέρ του φυλακισμένου και να τον παρηγορήσουν. Είνε δε αξιοθαύμαστος η προθυμία την οποίαν δεικνύουν, όταν κανείς εκ των ομοθρήσκων αυτών πάθη τίποτε τοιούτον• δεν διστάζουν να προβούν εις οιανδήποτε θυσίαν. Λοιπόν και ο Περεγρίνος έλαβε τότε παρ' αυτών πολλά χρήματα διά την πρόφασιν της φυλακίσεως του και έκαμεν όχι μικρόν αποταμίευμα. Διότι οι ταλαίπωροι εκείνοι πιστεύουν ότι θα μείνουν αθάνατοι και ότι θα ζήσουν διά παντός, δι' ο καταφρονούν τον θάνατον και εκουσίως παραδίδονται πολλάκις εις αυτόν. Έπειτα ο πρώτος αυτών νομοθέτης τους έπεισεν ότι είνε αδελφοί πάντες μεταξύ των, άμα προσέλθουν εις την θρησκείαν του και απαρνηθούν τους Ελληνικούς θεούς, τον δε σταυρωμένον εκείνον διδάσκαλόν των προσκυνούν και ακολουθούν κατά τας εντολάς του. Και επειδή επίστευσαν τα τοιαύτα χωρίς να τα πολυεξετάσουν, καταφρονούν τα πάντα και παν ό,τι έχουν το θεωρούν κοινόν. Εάν λοιπόν παρουσιασθή κανείς μεταξύ αυτών απατεών και επιτήδειος άνθρωπος ικανός να τους εκμεταλλευθή, δύναται εντός ολίγου να γίνη πλούσιος εξαπατών τους απλοϊκούς εκείνους ανθρώπους.
Αλλ' ο Περεγρίνος απελύθη υπό του τότε διοικητού της Συρίας, όστις ετίμα την φιλοσοφίαν και ενόησεν ότι ο Κυνικός εκείνος κατείχετο υπό τοιαύτης παραφροσύνης, ώστε ηδύνατο και τον θάνατον να δεχθή διά να διαφημισθή. Έκρινε λοιπόν ότι ούτε τιμωρίας ήτο άξιος και τον αφήκεν ελεύθερον.
Ο δε Περεγρίνος επανελθών εις την πατρίδα του, εύρεν εξηρεθισμένους ακόμη τους συμπολίτας του διά τον φόνον του πατρός του και πολλούς τους διατεθειμένους να ανακινήσουν την εναντίον του κατηγορίαν. Είχον δε κατά την απουσίαν του διαρπαγή τα πλείστα εκ των πατρικών του κτημάτων και μόνον οι αγροί υπελείποντο, οι οποίοι είχον αξίαν δεκαπέντε περίπου ταλάντων• διότι η όλη περιουσία, την οποίαν ο γέρων αφήκεν, θα ήτο έως τριάκοντα ταλάντων και όχι, όπως ο γελοιωδέστατος εκείνος Θεαγένης έλεγε, πέντε χιλιάδων. Και αν επωλείτο όλη η πόλις των Παριανών{15} ομού με πέντε από τας γειτονικάς, με τους ανθρώπους, τα ζώα και όλα τα περιεχόμενα, δεν θα προήρχετο εκ της πωλήσεως τοιούτον ποσόν. Αλλ' η κατηγορία και το έγκλημα ήσαν θερμά ακόμη και ήτο προφανές ότι δεν θα διέφευγε την καταμήνυσιν. Ο λαός μάλιστα δεν απέκρυπτε την αγανάκτησίν του. Ήτο κρίμα, έλεγον, να χαθή κατ' αυτόν τον ασεβή τρόπον γέρων τόσον αγαθός. Ιδού δε τι επενόησεν ο σοφός ούτος Πρωτεύς διά ν' αντιμετωπίση πάντα ταύτα και πώς διέφυγε τον κίνδυνον. Εμφανισθείς εις την συνέλευσιν των Παριανών (είχε δε ήδη αφήση μακράν κόμην, εφόρει μανδύαν ρυπαρόν και είχε κρεμασμένην εις τον ώμον του πήραν, εκράτει ράβδον και εν γένει είχε παρασκευάση θεατρικήν την φιλοσοφικήν του εμφάνισιν), τοιουτοτρόπως εμφανισθείς εις τους συμπολίτας του, εδήλωσεν ότι παρεχώρει την περιουσίαν, την οποίαν ο μακαρίτης πατήρ του αφήκεν εις αυτόν, να γίνη όλη δημοσία. Άμα ήκουσε τούτο ο λαός, ο οποίος απετελείτο από ανθρώπους πτωχούς και χάσκοντας διά βοηθήματα, ήρχισε να φωνάζη ότι είνε φιλόσοφος, ότι είνε φιλόπατρις και να τον ανακηρύττη οπαδόν του Διογένους και του Κράτητος. Των δε εχθρών του το στόμα εκλείσθη• και αν κανείς επεχείρει να αναφέρη τον φόνον, θα ελιθοβολείτο αμέσως.
Μετά τούτο επανέλαβε τον πλάνητα βίον, έχων ως στήριγμα και πόρον τους Χριστιανούς, υπό των οποίων παρακολουθούμενος είχεν όλα τα προς το ζην άφθονα. Επί τινα δε καιρόν ετρέφετο κατ' αυτόν τον τρόπον• αλλ' έπειτα έκαμε και προς εκείνους κάποιαν απιστίαν (νομίζω ότι τον είδον να τρώγη κάτι εξ εκείνων τα οποία θεωρούν απηγορευμένα), και επειδή έπαυσαν να τον βοηθούν και περιήλθεν εις ένδειαν, ενόμισεν ότι έπρεπε να ζητήση να του αποδοθούν τα πατρικά του κτήματα• επέδωκε λοιπόν αναφοράν και εζήτει παρά του αυτοκράτορος να διατάξη την απόδοσιν. Αλλ' επειδή και η πόλις ενήργησε δι' αντιπροσώπων της προς τον αυτοκράτορα, η αίτησις του Περεγρίνου έμεινεν άνευ αποτελέσματος και ο αυτοκράτωρ διέταξε να μένουν τα κτήματα εις την πόλιν, αφού εκείνος τα εδώρισε χωρίς κανείς να τον εξαναγκάση.
Τότε ανεχώρησεν εις τρίτον ταξείδιον και μετέβη εις την Αίγυπτον πλησίον του Αγαθοβούλου• εκεί δε κατέγινεν εις την θαυμαστήν άσκησιν την οποίαν έκτοτε επιδεικνύει. Εξύριζε το ήμισυ της κεφαλής του, ήλειφε με λάσπην το πρόσωπόν του και ενώπιον πλήθους παρισταμένων ώρθωνε το αιδοίον του. Ήτο δε η επίδειξις αύτη μία εξ εκείνων τας οποίας οι Κυνικοί καλούν αδιαφόρους. Έπειτα εκτύπα και εκτυπάτο διά νάρθηκος {16} εις τα οπίσθια και άλλα πολλά τοιαύτα ασκητικά θαύματα επεδείκνυεν. Ούτω παρεσκευασμένος μετέβη από την Αίγυπτον εις την Ιταλίαν• άμα δε εξήλθεν από το πλοίον ήρχισε να υβρίζη τους πάντας και αυτόν τον αυτοκράτορα, καθότι εγνώριζεν ότι είνε πραότατος και ημερώτατος και η τόλμη του δεν θα είχε συνεπείας. Ο αυτοκράτωρ, ως ήτο επόμενον, ολίγον επειράζετο από τας βλασφημίας και δεν εθεώρει πρέπον να τιμωρήση διά λόγους άνθρωπον παρουσιαζόμενον ως φιλόσοφον και μάλιστα έχοντα ως έργον τας ύβρεις. Εκ τούτων δε ηύξανεν η φήμη του Περεγρίνου• μεταξύ μάλιστα των απλοϊκών ανθρώπων εθαυμάζετο η παραφροσύνη του, έως ου ο διευθύνων την αστυνομίαν της πόλεως, άνθρωπος συνετός, τον απέπεμψε διότι είχεν υπερβή τα όρια εις την κατάχρησιν της ανοχής, και του είπεν ότι η πόλις δεν είχεν ανάγκην τοιούτου φιλοσόφου. Αλλά και τούτο ακόμη συνετέλεσεν εις την φήμην του και εφέρετο εις όλων τα στόματα ως φιλόσοφος• εξορισθείς διά το θάρρος και την μεγάλην ελευθερίαν της γνώμης του. Τον συνέκρινον δε κατά τούτο προς τον Μουσώνιον, τον Δίωνα και τον Επίκτητον και τους άλλους όσοι υπέστησαν παρομοίαν καταδίωξιν διά την ανεξαρτησίαν του φρονήματος των.
Επιστρέψας ούτω εις την Ελλάδα, άλλοτε μεν ύβριζε τους Ηλείους, άλλοτε δε παρεκίνει τους Έλληνας να επαναστατήσουν κατά των Ρωμαίων και άλλοτε άνθρωπον εξέχοντα διά την παιδείαν και τα αξιώματα, {17} όστις πολλάς ευεργεσίας έκαμεν εις την Ελλάδα και νερόν διωχέτευσεν εις την Ολυμπίαν και έπαυσαν οι πανηγυρισταί να φλέγωνται υπό της δίψης, κατηγόρει ως εκθηλύναντα τους Έλληνας, διότι έπρεπε ν' αφήση τους θεατάς των Ολυμπιακών αγώνων να εγκαρτερούν εις την δίψαν και μάλιστα ν' αποθνήσκουν πολλοί εξ αυτών εκ κακών νοσημάτων, τα οποία πριν ένεκα της ξηρότητος του τόπου επεκράτουν πολυπληθή• και ενώ έλεγε ταύτα έπινεν από το νερόν εκείνο. Και επειδή πάντες ώρμησαν εναντίον του, ενώ έλεγε ταύτα, και παρ' ολίγον να τον λιθοβολήσουν, επρόλαβε και κατέφυγεν εις τον ναόν του Διός. Ούτω εσώθη τότε• την δε επομένην Ολυμπιάδα απήγγειλλε προς τους Έλληνας λόγον, τον οποίον είχε συνθέση κατά τα προηγηθέντα τέσσαρα έτη, και έπλεκε το εγκώμιον εκείνου όστις είχε φέρη το νερόν εις την Ολυμπίαν, συγχρόνως δε απελογείτο διά την τότε φυγήν του.
Αλλά τώρα ουδείς προσείχε πλέον εις αυτόν και δεν ήτο όπως πριν περίβλεπτος, διότι όλαι του αι επιδείξεις ήσαν παλαιαί και γνωσταί και δεν ηδύνατο να επινοήση τίποτε νέον διά να προξενήση κατάπληξιν και να προκαλέση εκ νέου την κοινήν προσοχήν και τον θαυμασμόν, πράγματα προς τα οποία έτρεφεν εξαρχής μέγαν έρωτα. Διά τούτο απεφάσισε το τελευταίον τούτο τόλμημα της πυράς και διέδωκε μεταξύ των Ελλήνων από της προηγουμένης Ολυμπιάδος ότι κατά την επομένην θα εκαίετο. Τώρα δε εκτελεί αυτήν του την επαγγελίαν και σκάπτει λάκκον, συγκομίζει ξύλα και υπόσχεται ότι θα δείξη θάρρος έκτακτον. Νομίζω όμως ότι καρτερικώτερον θα ήτο να περιμένη τον θάνατον και να μη δραπετεύση εκ της ζωής. Αλλ' αν ωρισμένως απεφάσισε ν' αποθάνη, έπρεπεν όχι διά του πυρός και κατά τοιούτον θεατρικόν τρόπον ν' απέλθη εκ της ζωής, αλλά να εκλέξη άλλον τινά εκ των μυρίων τρόπων του θανάτου.
Εάν δε πάλιν προτιμά το πυρ διά να μιμηθή τον Ηρακλήν, διατί δεν πηγαίνει να καή αθορύβως επάνω εις όρος δασώδες και μόνος, παραλαμβάνων ένα, τον Θεαγέτην τούτον, λόγου χάριν, ως Φιλοκτήτην; Αντί τούτου όμως εξέλεξε την Ολυμπίαν κατά την ακμήν της πανηγύρεως και σχεδόν επί σκηνής θα καή, μολονότι είνε άξιος να το πάθη, μα τον Ηρακλέα, διότι αυτή είνε η ποινή η αρμόζουσα εις τους πατροκτόνους και τους αθέους. Αλλά τότε εβράδυνε πολύ, διότι έπρεπε προ πολλού να έχη ριφθή εις τον ταύρον του Φαλάριδος και τιμωρηθή ούτω κατ' αξίαν, όχι δε άμα ανοίξη το στόμα του εις την φλόγα ν' αποθάνη. Διότι, ως παρά πολλών ήκουσα, δεν υπάρχει θάνατος ταχύτερος από τον διά πυρός• αρκεί ν' ανοίξη ο καιόμενος το στόμα του και αποθνήσκει παρευθύς.
Ο Πρωτεύς φαντάζεται ίσως ότι θα είναι επιβλητικόν το θέαμα ανθρώπου καιομένου εις τόπον ιερόν, όπου ουδέ να θάπτωνται επιτρέπεται όσοι αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατον. Γνωρίζετε, υποθέτω, την ιστορίαν εκείνου όστις πάλαι ποτέ, θέλων να γίνη ένδοξος και μη δυνάμενος κατ' άλλον τρόπον να το επιτύχη, επυρπόλησε τον ναόν της Εφεσίας Αρτέμιδος. Παρόμοιόν τι εσκέφθη και αυτός τώρα. Τόση φιλοδοξία τον κατατρώγει.
Αλλά διατείνεται ότι πράττει τούτο χάριν των ανθρώπων, διά να τους διδάξη να καταφρονούν τον θάνατον και να εγκαρτερούν εις τα δεινοπαθήματα. Εγώ όμως θέλω να ερωτήσω όχι εκείνον, αλλά σας, αν και οι κακούργοι θα ηθέλατε να διδαχθούν παρ' αυτού την καρτερίαν ταύτην, να περιφρονούν τον θάνατον, το πυρ και άλλα τοιαύτα βασανιστήρια. Είμαι βέβαιος όμως ότι δεν θα ηθέλατε. Πώς λοιπόν ο Πρωτεύς θα δυνηθή να κάμη αυτήν την διάκρισιν, ούτως ώστε να ωφελήση τους χρηστούς ανθρώπους διά του παραδείγματός του, να μη κάμη δε τους κακούς τολμηρότερους και πλέον επιρρεπείς εις τους κινδύνους; Ας υποθέσωμεν εν τοσούτω ότι θα έχη ως θεατάς μόνον εξ εκείνων εις τους οποίους το παράδειγμα θα είνε ωφέλιμον• αλλά και πάλιν θα σας ερωτήσω• θα ηθέλατε να μιμηθούν τα τέκνα σας τοιούτον παράδειγμα; Βεβαίως όχι. Αλλά προς τι ερωτώ τούτο, αφού ουδ' εκ των μαθητών του κανείς θα τον εμιμείτο; Μάλιστα δύναται κανείς να κατακρίνη τον Θεαγένην τούτον ότι, ενώ κατά τα άλλα μιμείται με ζήλον τον διδάσκαλον, δεν τον ακολουθεί και δεν τον συνοδεύει απερχόμενον, ως λέγει, προς τον Ηρακλέα και δεν ρίπτεται με την κεφαλήν εις την πυράν, διά να γίνη ούτω εντός ολίγου πανευδαίμων. Δεν αρκεί ότι τον μιμείται εις την πήραν, την βακτηρίαν και τον ρυπαρόν μανδύαν• αυτά είναι εύκολα και ακίνδυνα και δυνατά εις όλους• το σπουδαίον είναι να τον μιμηθή εις τα σοβαρά και τα σπουδαία και τα δύσκολα και αφού ανάψη πυράν από κλάδους συκής, όσον το δυνατόν χλωρούς, να πέση επ' αυτής και να πνιγή εις τον καπνόν. Διότι αυτός ο θάνατος δεν είναι μόνον του Ηρακλέους και του Ασκληπιού, αλλά και των ιεροσύλων και των φονέων, τους οποίους συχνά βλέπομεν να καταδικάζωνται εις τοιούτον θάνατον. Ο δε διά καπνού θάνατος, είνε και προτιμότερος, διότι είνε ο ιδιαιτέρως αρμόζων εις υμάς τους Κυνικούς. Ο Ηρακλής άλλως τε, και αν είναι αληθές ότι απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον, το έπραξε διότι κατείχετο υπό νόσου και, ως η τραγωδία λέγει, το αίμα του Κενταύρου τον κατέκαιεν. Αλλ' ο Πρωτεύς διά ποίαν αιτίαν ρίπτεται εις το πυρ; Ίσως διά να δώση το παράδειγμα της καρτερίας, όπως οι Βραχμάνες• διότι προς αυτούς τον παρωμοίασεν ο Θεαγένης, ως να μη είναι δυνατόν και μεταξύ των Ινδών να υπάρχουν κενόδοξοι και μωροί άνθρωποι.
Αλλ' ουδ' εκείνους μιμείται, διότι εκείνοι δεν ρίπτονται εις το πυρ, όπως λέγει ο Ονησίκριτος ο ναύαρχος του Αλεξάνδρου, ο οποίος είδε τον Ινδόν Κάλανον να καίεται• αλλ' αφού ετοιμάσωσι την πυράν, μένουν πλησίον του πυρός ακίνητοι και επί τινα ώραν περιψήνονται• έπειτα ανεβαίνουν εις την πυράν με την αυτήν αταραξίαν και κατακλινόμενοι καίονται χωρίς να κάμουν την ελαχίστην κίνησιν πόνου ή φόβου. Αυτός δε τι τάχα μέγα θα πράξη διότι θα ριφθή εις την πυράν και θ' αποθάνη αμέσως αποπνιγόμενος υπό των φλογών; Ίσως μάλιστα και ελπίζει ν' αναπηδήση και διαφύγη ημίκαυστος, εκτός εάν, ως λέγουν, γίνη βαθεία και εντός λάκκου η πυρά. Υπάρχουν δε και οι λέγοντες ότι μετεμελήθη και διηγείται ότι του παρουσιάσθη κατ' όναρ ο Ζευς και απηγόρευσε να μιανθή ο ιερός χώρος. Αλλ' εγώ δύναμαι να ορκισθώ ότι ουδείς εκ των θεών θα δυσαρεστηθή εάν ο Περεγρίνος αποθάνη με κακόν θάνατον. Αλλά και αν θέλη, δεν του είνε πλέον εύκολον να υποχωρήση• διότι οι Κυνικοί μαθηταί του τον παρορμούν και τον ωθούν προς την πυράν και τον ενθαρρύνουν και δεν του επιτρέπουν ν' αποδειλιάση• εάν δε συμπαρασύρη εις την πυράν και δύο εξ αυτών, τούτο θα είνε η μόνη του καλή και ωραία πράξις.
Ήκουσα ότι ούτε Πρωτεύς δεν θέλει να λέγεται πλέον, αλλά μετωνομάσθη Φοίνιξ, καθότι και το ινδικόν πτηνόν το οποίον ονομάζεται Φοίνιξ, λέγεται ότι, άμα φθάση εις βαθύ γήρας, αναβαίνει εις πυράν και καίεται. Εκτός τούτου διαδίδει διαφόρους φήμας και αναφέρει χρησμούς τινας παλαιούς κατά τους οποίους μετά θάνατον πρέπει να γίνη πνεύμα της νυκτός, θεός νυκτοφύλαξ. Και είνε φανερόν ότι επιθυμεί να του εγείρουν βωμούς και ελπίζει να του στήσουν χρυσούν ανδριάντα. Δεν είνε δε παράδοξον, μα τον Δία, να ευρεθούν μεταξύ των πολλών ανοήτων τινές οι οποίοι να βεβαιώσουν ότι εθεραπεύθησαν παρ' αυτού από τεταρταίους πυρετούς και ότι τον συνήντησαν εν καιρώ νυκτός ως θεόν νυκτοφύλακα. Οι δε φαύλοι ούτοι μαθηταί του δεν αμφιβάλλω ότι σχεδιάζουν να ιδρύσουν μαντείον και άδυτον εις τον τόπον της πυράς {18} διότι και ο Πρωτεύς ο υιός του Διός, ο κατά το όνομα προπάτωρ του σημερινού, προέλεγε το μέλλον. Προβλέπω δε ότι εντός ολίγου θα έχωμεν και ιερείς αυτού του νέου θεού, οίτινες θα μαστιγούνται, θα καυτηριάζωνται και άλλας τοιαύτας τερατουργίας θα πράττουν εις ανάμνησίν του• ίσως μάλιστα ιδρύσουν και νυκτερινήν τινα τελετήν και λαμπαδηφορίαν εις ανάμνησιν της ολοκαυτώσεώς του. Ο Θεαγένης, ως κάποιος φίλος μου ανήγγειλε, έλεγε προ ολίγων ημερών ότι υπάρχει και χρησμός ο οποίος προείπε ταύτα• και ο φίλος μου απεμνημόνευσε και μου επανέλαβε τον χρησμόν, ο οποίος είνε ο εξής•
Αλλ' οπόταν Πρωτεύς Κυνικών όχ άριστος απάντων, Ζηνός εριγδούπου τέμενος, κατά πυρ ανακαύσας, Ες φλόγα πηδήσας, έλθη ες μακρόν Όλυμπον, Δη τότε πάντας υμάς, οι αρούρης καρπόν έδουσι, Νυκτιπόλον τιμάν κέλομαι ήρωα μέγιστον, Σύνθρονον Ηφαίστω και Ηρακλήι άνακτι. {19}
Και αυτά μεν ήκουσεν ο Θεαγένης, ως λέγει, από την Σίβυλλαν. Εγώ δε θα αναφέρω ένα χρησμόν του Βάκιδος περί των αυτών πραγμάτων. Ο Βάκις πολύ ορθά προείπε τα εξής•
Αλλ' οπόταν Κυνικός πολυώνυμος ες φλόγα πολλήν Πηδήση δόξης υπ' εριννύι θυμόν ορινθείς, Δη τότε τους άλλους κυναλώπεκας, οί οι έπονται, Μιμείσθαι χρη πότμον αποιχομένοιο λύκοιο. Ός δε κε δειλός εών, φεύγη μένος Ηφαίστοιο, Λάεσσι βαλέειν τάχα πάντας Αχαιούς, Ως μη ψυχρός εών, θερμηγορέειν επιχειρή, Χρυσώ σαξάμενος πήρην μάλα πολλά δανείζων, Εν καλαίς Πάτραισιν έχων τρις πέντε τάλαντα. {20}
Τι φρονείτε λοιπόν; Σας φαίνεται χειρότερος από την Σίβυλλαν χρησμολόγος ο Βάκις; Ώστε καιρός να εκλέξωσιν οι θαυμάσιοι ούτοι μαθηταί του Πρωτέως το μέρος εις το οποίον θα εξατμισθούν• διότι ούτω λέγουν την καύσιν. Αφού είπε ταύτα ο ρήτωρ εκείνος, όλοι οι παριστάμενοι ανεβόησαν• Να καούν τώρα αμέσως, είνε άξιοι να καούν. Και ο μεν ρήτωρ κατέβη γελών από του βήματος, «τον Νέστορα δε Θεαγένην ουκ έλαθεν ιαχή»• {21} αλλ' άμα ήκουσε την βοήν, έτρεξε και αναβάς εις το βήμα ήρχισε να κραυγάζη και να λέγη μυρία κακά περί του προλαλήσαντος, διότι δεν γνωρίζω το όνομα του λαμπρού εκείνου ανθρώπου. Εγώ τον αφήκα να ξελαρυγγίζεται και μετέβην να ίδω τους αθλητάς• διότι ελέγετο ότι οι Ελλανοδίκαι είχον ήδη έλθη εις το πλέθριον. {22}
Και ταύτα μεν συνέβησαν εις την Ήλιδα. Όταν δε έφθασα εις την Ολυμπίαν, ο οπισθόδομος {23} ήτο πλήρης από τους κατηγορούντας τον Πρωτέα ή επαινούντας την πρόθεσίν του, ούτως ώστε και εις συμπλοκήν έφθασαν πολλοί εξ αυτών, έως ου ενεφανίσθη αυτός ο Πρωτεύς συνοδευόμενος από μεγάλου πλήθους, μετά τον αγώνα των κηρύκων, και ωμίλησε περί του εαυτού του, και διηγήθη τον βίον του και τους κινδύνους τους οποίους διέτρεξε και όσα υπέφερε χάριν της φιλοσοφίας. Ωμίλησε δε επί πολύ, αλλ' εγώ ολίγα ήκουσα μη δυνηθείς να πλησιάσω ένεκα του πλήθους των παρισταμένων. Έπειτα φοβηθείς να μη συντριβώ εις τόσον συνωστισμόν, όπως είδα πολλούς άλλους να το πάθουν, απεμακρύνθην, αφήσας τον μελλοθάνατον σοφιστήν ν' απαγγέλλη τον επιτάφιόν του. Μόνον τούτο τον ήκουσα να λέγη, ότι ήθελε να επιθέση χρυσούν στέφανον εις τον χρυσούν βίον του• διότι έπρεπεν ο ζήσας όπως ο Ηρακλής και ν' αποθάνη όπως ο Ηρακλής και ν' αναμιχθή με τον αιθέρα. Θέλω δε, είπε, και να ωφελήσω τους ανθρώπους, δεικνύων εις αυτούς πώς πρέπει να περιφρονούν τον θάνατον, και νομίζω ότι πρέπει όλοι οι άνθρωποι να μου χρησιμεύσουν ως Φιλοκτήται. Εκ των ακροατών οι μεν ανοητότεροι εδάκρυον και εφώναζαν• Χάριν των Ελλήνων πρέπει να μείνης εις την ζωήν, δεν θέλομεν ν' αποθάνης. Οι δε ανδρικώτεροι εκραύγαζαν• Να εκτελέσης την απόφασίν σου. Τούτο ετάραξεν όχι ολίγον τον γέροντα, όστις ήλπιζεν ότι όλοι θα ήσαν υπέρ αυτού και δεν θα τον άφηναν να καή, αλλά και παρά την θέλησίν του θα τον ηνάγκαζαν να ζήση. Αλλ' εκείνη η κραυγή, να εκτελέση την απόφασίν του, ήτο πολύ απροσδόκητος και τον έκαμε να ωχριάση ακόμη περισσότερον, καίτοι είχεν ήδη το χρώμα νεκρού και μάλιστα έτρεμεν ολίγον, ώστε έπαυσε να ομιλή.
Εγώ δε, ως βέβαια συμπεραίνεις, εγέλων διότι ούτε άξιος οίκτου μου εφαίνετο ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπερέβη με την γελοίαν ματαιοδοξίαν του όλους τους κενοδόξους. Τον συνώδευον εν τοσούτω πολλοί και η φιλοδοξία του ικανοποιείτο, ενώ παρετήρει το πλήθος των θαυμαστών του, χωρίς να σκέπτεται ο άθλιος ότι και εκείνοι οίτινες οδηγούνται εις τον σταυρόν ή σύρονται υπό του δημίου ακολουθούνται υπό πολύ περισσοτέρων.
Τέλος πάντων οι Ολυμπιακοί αγώνες ετελείωσαν και ήτον η ωραιοτέρα εορτή των Ολυμπίων εκείνη εξ όσων είδα εγώ, ο οποίος τετράκις έως τώρα παρέστην εις τα Ολύμπια. Επειδή δε ήτο δύσκολον να εύρη τις άμαξαν, καθ' ότι πολλοί συγχρόνως ανεχώρουν, καθυστέρησα χωρίς να το θέλω. Ο δε Πρωτεύς, ο οποίος πάντοτε ανέβαλλε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του, απεφάσισεν επί τέλους να δώση το θέαμα της καύσεώς του εν καιρώ νυκτός.
Είς εκ των φίλων μου ήλθε και με παρέλαβε κατά το μεσονύκτιον και διηυθύνθημεν προς την Αρπίνην, όπου ήτον η πυρά. Το μέρος δε τούτο απέχει της Ολυμπίας περί τα είκοσι στάδια και ευρίσκεται προς ανατολάς, κατά το μέρος του ιπποδρόμου. Δεν εβραδύναμεν να φθάσωμεν και ευρήκαμεν πυράν ετοιμασμένην εις λάκκον βάθους μιας οργυιάς περίπου. Ήσαν δε τα ξύλα τα οποία έμελλον ν' αναφθούν δαδιά κατά το πλείστον αναμεμιγμένα με φρύγανα διά ν' ανάψουν ταχύτερα. Και όταν η σελήνη ανέτειλε (διότι έπρεπε και εκείνη να ίδη το ωραίον εκείνο θέαμα), ο Πρωτεύς παρουσιάσθη με τον συνήθη του ιματισμόν και μετ' αυτού οι επιφανέστεροι των Κυνικών• μεταξύ δε αυτών, η εκ Πατρών Κυνική εξοχότης, ο Θεαγένης, ο οποίος εκράτει δάδα και έπαιζε το πρόσωπον δευτεραγωνιστού. Δάδα εκράτει και ο Πρωτεύς. Κατέφθασαν και άλλοι εκ διαφόρων μερών και ήναψαν την πυράν, η οποία ευθύς ανέδωκε μεγάλην φλόγα, διότι, ως είπα, απετελείτο από δαδιά και φρύγανα• εκείνος δε, και τώρα σε παρακαλώ να συγκεντρώσης όλην σου την προσοχήν, απέθεσε την πήραν, τον μανδύαν και το Ηράκλειον ρόπαλον το οποίον εκράτει και έμεινε μόνον με υποκάμισον φοβερά ρυπαρόν. Έπειτα εζήτησε λιβανωτόν διά να το ρίψη εις την πυράν. Κάποιος του έδωκε και αφού το έρριψεν εις το πυρ εστράφη προς μεσημβρίαν—και τούτο δε το κίνημά του ήτο σχετικόν προς την κωμωδίαν—και είπε• «Πνεύματα μητρικά και πατρικά, δεχθήτε με εις τους κόλπους σας με αγάπην». Έπειτα επήδησεν εις την πυράν και δεν εφάνη πλέον, διότι αι φλόγες ήσαν μεγάλαι και αμέσως τον περιεκάλυψαν.
Και πάλιν σε φαντάζομαι, αγαπητέ Κρόνιε, να γελάς διά το τέλος του δράματος. Εγώ δε όταν τον ήκουσα να επικαλήται τα μητρικά πνεύματα δεν παρεξενεύθην πολύ. Αλλ' όταν επεκαλέσθη και τα πατρικά, δεν ηδυνήθην να κρατήσω τον γέλωτα, ενθυμηθείς τα λεχθέντα περί του φόνου του πατρός του. Οι δε Κυνικοί οι οποίοι είχον περικυκλώση την πυράν δεν εδάκρυον, αλλά μόνον διά της σιωπής εξέφραζον κάποιαν λύπην και παρετήρουν εις την πυράν, έως ου εγώ αποκαμών να βλέπω την κωμωδίαν εκείνην είπα• «Είμεθα ανόητοι να καθήμεθα εδώ και να βλέπωμεν θέαμα όχι ευχάριστον, ένα γέροντα ψηνόμενον, και να γεμίζωμεν τους πνεύμονάς μας με οσμήν δυσάρεστον. Ή περιμένετε να έλθη κανείς ζωγράφος να μας ζωγραφίση, όπως εξεικονίζουν τους μαθητάς του Σωκράτους εις το δεσμωτήριον;» Οι Κυνικοί εθύμωσαν και ήρχισαν να με υβρίζουν, τινές δε και ύψωσαν τας βακτηρίας των. Αλλ' επειδή ηπείλησα ότι θα ήρπαζα μερικούς εξ αυτών να τους ρίψω εις την πυράν, διά ν' ακολουθήσουν τον διδάσκαλόν των, εσιώπησαν και ησύχασαν.
Εγώ δε επιστρέφων έκαμνα διαφόρους σκέψεις περί του πάθους της φιλοδοξίας και συνεπέραινα ότι το πάθος τούτο είνε εκ των ισχυροτάτων και εκ των μάλλον ακαταγωνίστων, όχι πλέον δι' ανθρώπους οποίος ο Περεγρίνος, όστις και κατά τα άλλα υπήρξε παράφρων και έζησε βίον αλλόκοτον και άξιον να τελειώση εις την πυράν, αλλά και δι' ανθρώπους οίτινες θεωρούνται λίαν εξαιρετικοί. Καθ' οδόν συνήντησα πολλούς, οίτινες μετέβαινον να ίδουν και αυτοί την ολοκαύτωσιν, διότι ενόμιζον ότι θα τον προφθάσουν ζωντανόν. Πράγματι δε την προηγουμένην ημέραν είχε διαδοθή, ότι, αφού θα προσηύχετο προς τον ανατέλλοντα ήλιον— όπως, λέγεται, κάμνουν οι Βραχμάνες—θα ερρίπτετο εις την πυράν. Απέτρεπα λοιπόν τους περισσοτέρους εξ αυτών, λέγων ότι η θυσία είχε τελειώση, εκτός εάν ήσαν περίεργοι να ίδουν και μόνον το μέρος ή να προφθάσουν υπόλειμμα του πυρός. Αλλ' ευρήκα τον διάβολόν μου, φίλε μου, διότι ήμουν ηναγκασμένος να διηγούμαι εις όλους και ν' ακούω τας ερωτήσεις ανθρώπων οίτινες ήθελον να μάθουν πάσαν λεπτομέρειαν. Όταν λοιπόν έβλεπα κανένα έξυπνον του διηγούμην απλώς, όπως προς σε, όσα συνέβησαν• διά δε τους ηλιθίους και τους χαζούς έπλαττα μύθους, έλεγα λόγου χάριν εις αυτούς ότι άμα ήναψαν την πυράν και ερρίφθη εις αυτήν ο Πρωτεύς, έγινε πρώτον μέγας σεισμός και ήλθεν εκ των εγκάτων της γης βοή μεγάλη, έπειτα εκ του μέσου των φλογών επέταξε γυψ και διηυθύνθη προς τον ουρανόν, φωνάζων με ανθρωπίνην φωνήν• «Αφήκα την γην και αναβαίνω εις τον Όλυμπον». Οι ακούοντες κατελαμβάνοντο υπό φόβου και τρέμοντες εψιθύριζον προσευχάς, με ηρώτων δε ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθησεν ο γυψ, προς ανατολάς ή προς δυσμάς, και εγώ εις απάντησιν έλεγα ό,τι μου επήρχετο εις την κεφαλήν.
Όταν δε επέστρεψα εις την Ολυμπίαν, συνήντησα ένα ηλικιωμένον άνθρωπον, ο οποίος εφαίνετο σοβαρός και αξιόπιστος εκ του ήθους και της γενειάδος του, και τον ήκουσα να διηγήται περί του Πρωτέως ότι, αφού εκάη, τον είδε με λευκόν ένδυμα και ότι προ ολίγου τον αφήκε περιπατούντα εις την επτάφωνον στοάν {24}, γελαστόν και φέροντα επί κεφαλής στέφανον από κότινον. Κατόπιν ανέφερε και τον γύπα ορκιζόμενος ότι τον είδε με τα μάτια του να πετάξη εκ της πυράς, δηλαδή τον γύπα τον οποίον εγώ προ ολίγου είχα πετάξη διά να τον βλέπουν οι ηλίθιοι.
Δύνασαι τώρα να φανταστής ποία θαύματα θα επακολουθήσουν ότι θα φάνουν μέλισσαι εις τον τόπον της πυράς και τέττιγες και κορώναι και αλλά τοιαύτα, όπως εις τον τάφον του Ησιόδου. Δεν αμφιβάλλω δε ότι και οι Ηλείοι και οι άλλοι Έλληνες, προς τους οποίους, ως λέγεται, έγραψε, θα του εγείρουν εντός ολίγου ανδριάντας. Ήκουσα τωόντι ότι έστειλεν επιστολάς προς όλας σχεδόν τας μεγάλας πόλεις, διά των οποίων διεβίβασε προς αυτάς τας τελευταίας του θελήσεις, ομού με διαφόρους παραινέσεις και κανόνας ηθικούς και πολιτικούς. Το έργον δε τούτο ανέθηκεν είς τινας εκ των μαθητών του, τους οποίους ωνόμασε νεκραγγέλλους και ταχυδρόμους του Άδου. Τοιούτον υπήρξε το τέλος του ταλαιπώρου Πρωτέως, ο οποίος εν βραχυολογία ουδέποτε εφρόντισε διά την αλήθειαν, παν ό,τι δε είπε και έπραξε πάντοτε απέβλεπεν εις την διαφήμισιν και τον θαυμασμόν του πλήθους, τόσον ώστε και εις το πυρ ερρίφθη, χωρίς να υπολογίση ότι δεν ήτο δυνατόν ν' απολαύση την δόξαν. Αφού θ' απέθνησκε δεν θα ηδύνατο ν' ακούη τους επαίνους. Πριν τελειώσω θα σου διηγηθώ κάτι τι ακόμη, διά να έχης να γελάς επί πολύ. Γνωρίζεις προ πολλού όσα συνέβησαν όταν εταξείδευσα με αυτόν από την Τρωάδα—διότι σου τα διηγήθηκα τότε αμέσως, κατά τον εκ Συρίας ερχομόν μου—και την άλλην καλοπέρασίν του εις το ταξείδι και τον ωραίον έφηβον, τον οποίον προσηλύτισεν εις τον κυνισμόν, διά να έχη και αυτός τον Αλκιβιάδην του, και πώς ετρόμαξεν, όταν μίαν νύκτα εις το μέσον του Αιγαίου εμαύρισεν ο ουρανός και έγινε φοβερά τρικυμία, και έκλαιε μετά των γυναικών αυτός ο θαυμαζόμενος και θεωρούμενος ως περιφρονών τον θάνατον. Αλλά και ολίγον προ του θανάτου του, προ εννέα περίπου ημερών, επειδή, νομίζω, έφαγε περισσότερον του δέοντος, κατελήφθη την νύκτα υπό εμέτων και σφοδροτάτου πυρετού. Αυτά μου διηγήθη ο ιατρός Αλέξανδρος, ο οποίος εκλήθη να τον εξετάση• μου είπε δε ότι τον εύρε να κυλίεται κατά γης, να βασανίζεται υπό πυρετού ανυποφόρου και να ζητή επιμόνως ψυχρόν ύδωρ• ο ιατρός όμως δεν του έδιδεν, αλλά του είπεν ότι, αν εξάπαντος επεθύμει ν' αποθάνη, ο θάνατος είχεν έλθη προς αυτόν μόνος του και δεν είχε παρά να τον ακολουθήση, χωρίς να φροντίζη περί πυράς. Ο Πρωτεύς όμως του απήντησεν ότι τοιούτος θάνατος δεν θα είχεν αξίαν, αφού θα ήτο όπως ο θάνατος όλων των άλλων και επομένως άδοξος. Αυτά μου είπεν ο Αλέξανδρος• αλλά και εγώ αυτός τον είδα προ ολίγων ημερών να έχη αλείψη με φάρμακον τον οφθαλμόν του, όστις εδάκρυζεν εκ της δριμύτητος του ιατρικού. Ως βλέπεις, ενόμιζε, φαίνεται, ότι ο Αιακός δεν υποδέχεται καλώς εις τον Άδην τους πάσχοντας τους οφθαλμούς και μη βλέποντας καλά. Έπραξε δηλαδή όμοιον προς άνθρωπον μέλλοντα να σταυρωθή, ο οποίος φροντίζει να θεραπεύση μικράν πάθησιν του δακτύλου του. Τι νομίζεις ότι θα έπραττεν ο Δημόκριτος εάν έβλεπε ταύτα; Θα ηδύνατο να γελάση όσον ήτο άξιος ο Πρωτεύς; Αλλά τόσος γέλως φαίνεται και της ευθυμίας του Δημοκρίτου ανώτερος. Γέλα εν τοσούτω και συ, φίλε μου, και μάλιστα όταν ακούσης τους άλλους να τον θαυμάζουν.
ΟΙ ΔΡΑΠΕΤΑΙ
Απόλλων, Ζευς, Φιλοσοφία, Ηρακλής, Ερμής, Άνθρωποι, Κύριος, Ορφεύς, Φυγάδες, Φιλοξενών.
ΑΠΟΛΛΩΝ. Αληθεύουν τα λεγόμενα, πατέρα, ότι κάποιος γέρων ερρίφθη εις το πυρ και εκάη απέναντι του ναού σου εις την Ολυμπίαν; Ο άνθρωπος αυτός, ως λέγεται, ήτο πολύ επιτήδειος εις το να κάνη διάφορα πράγματα τα οποία να προκαλούν την προσοχήν και τον θαυμασμόν. Το γεγονός μας διηγήθη η Σελήνη, η οποία, ως μας είπε, τον είδε να καίεται.
ΖΕΥΣ. Είνε πολύ αληθές δυστυχώς και είθε να μη συνέβαινε.
ΑΠΟΛ. Τόσω καλός ήτον αυτός ο γέρων και τόσον άδικον ήτο ν' αποθάνη εις την πυράν;
ΖΕΥΣ. Ίσως και τούτο, αλλ' εγώ ενθυμούμαι ότι τότε κατελήφθην υπό φοβεράς αηδίας, ένεκα της δυσοσμίας την οποίαν έφερε μέχρις εμού ο καπνός των ψηνομένων ανθρωπίνων σαρκών και αν δεν έφευγα αμέσως διά την Αραβίαν, φοβούμαι ότι θα μ' έπνιγεν ο βρωμερός εκείνος καπνός• και όταν ευρέθηκα μέσα εις τόσην ευωδίαν και τόσα αρώματα και αφθόνους αναθυμιάσεις λιβανωτού, μετά δυσκολίας η όσφρησίς μου απέβαλε το δυσάρεστον εκείνο αίσθημα. Τώρα δε ακόμη και μόνον η ανάμνησίς της με ανακατόνει.
ΑΠΟΛ. Και διά ποίον λόγον, ω Ζευ, ο άνθρωπος εκείνος απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον; Ή τι καλόν ήλπιζε διά να πέση εις το πυρ και απανθρακωθή;
ΖΕΥΣ. Την αυτήν ανοησίαν δεν έκαμε προηγουμένως και ο Εμπεδοκλής, ο οποίος επίσης ερίφθη εντός του ηφαιστείου εις την Σικελίαν;
ΑΠΟΛ. Αλλ' εκείνος έπασχεν από παραφροσύνην• ο περί ου ο λόγος όμως ποίαν αιτίαν είχε διά να επιθυμήση τοιούτον θάνατον;
ΖΕΥΣ. Θα σου ειπώ τι είπεν ο ίδιος όταν απελογήθη διά τον θάνατόν του προς τους συνηθροισμένους εις την Ολυμπίαν. Αν ενθυμούμαι καλά, είπε… Αλλά ποιά είνε αυτή που έρχεται με σπουδήν, ταραγμένη και δακρύουσα, η οποία φαίνεται ως να έχη πάθη μέγα αδίκημα; Αλλά την αναγνωρίζω• είνε η Φιλοσοφία• την ακούω που επικαλείται το όνομά μου και παραπονείται. Διατί, κόρη μου, κλαίεις; Και διατί αφήκες τον κόσμον και ήλθες εδώ; μήπως οι αμαθείς άνθρωποι πάλιν σ' επεβουλεύθησαν, όπως άλλοτε, όταν εφόνευσαν τον κατηγορηθέντα υπό του Ανύτου Σωκράτην, και διά τούτο δεν θέλεις να ζης πλέον μεταξύ αυτών;
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Τίποτε τοιούτον, πατέρα• εκείνοι, ο πολύς λαός δηλαδή, μ' ετίμων πολύ, μ' εσέβοντο και μ' εθαύμαζαν και σχεδόν μ' επροσκύνουν, μολονότι δεν πολυενόουν τους λόγους μου. Οι άλλοι όμως, πώς να τους είπω; οι λέγοντες ότι είνε σχετικοί και φίλοι μου, οι οποίοι φέρουν το όνομά μου, αυτοί με κακομετεχειρίσθησαν κατά τον χειρότερον τρόπον.
ΖΕΥΣ. Οι φιλόσοφοι σ' εκακοποίησαν;
ΦΙΛΟΣ. Όχι, πατέρα• και αυτοί εκακοποιήθησαν μαζή μου.
ΖΕΥΣ. Ποίοι λοιπόν σ' επείραξαν, αφού ούτε τον λαόν, ούτε τους φιλοσόφους κατηγορείς;
ΦΙΛΟΣ. Υπάρχουν τινές, ω Ζευ, μεταξύ του λαού και των φιλοσοφούντων, οι οποίοι κατά την ενδυμασίαν, το βλέμμα και το βάδισμα είνε όμοιοι προς ημάς• αξιούν δε ότι είνε οπαδοί μου, φέρουν ως τίτλον το όνομά μου και λέγουν ότι είνε μαθηταί και σύντροφοι και θιασώται μου. Ο βίος όμως αυτών είνε φαυλότατος, γεμάτος από αμάθειαν, θράσος και ασέλγειαν, πράγμα το οποίον αποτελεί όχι μικράν ύβριν εναντίον μου. Εξ αιτίας αυτών, πατέρα, έφυγα από τον κόσμον.
ΖΕΥΣ. Τα παράπονά σου είνε σοβαρά, κόρη μου. Αλλά εις τι προ πάντων σ' επείραξαν;
ΦΙΛ. θα ίδης αν είνε μικρά όσα μου έχουν κάμη. Ενθυμείσαι ότι βλέπων τον κόσμον πλήρη αδικίας και παρανομίας, διότι επλεόναζεν η αμάθεια και η κακουργία και τον συνετάρασσαν, ελυπήθης τους ανθρώπους τους πλανωμένους εις την άγνοιαν και με απέστειλες με την παραγγελίαν να φροντίσω ώστε να παύσουν ν' αδικούν ο είς τον άλλον, να βιαιοπραγούν και να ζουν όπως τα θηρία, να στραφούν δε προς την αλήθειαν και ν' αρχίσουν να συζούν ειρηνικώτερα. Μου είπες δε τα εξής. Τι πράττουν οι άνθρωποι και εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ένεκα της αμαθείας και συ το βλέπεις, κόρη μου• και επειδή τους λυπούμαι, εξέλεξα σε εξ όλων των θεών, ως μόνην δυναμένην να διορθώσης την κατάστασιν, και σε αποστέλλω να τους φέρης εις την ευθείαν οδόν.
ΖΕΥΣ. Ενθυμούμαι ότι πολλά τοιαύτα σου είπα τότε• συ δε τώρα λέγε τι επηκολούθησε, πώς σε υπεδέχθησαν κατ' αρχάς όταν έφθασες και τι σου έκαμαν τώρα.
ΦΙΛ. Κατ' αρχάς, πατέρα, δεν επήγα αμέσως εις τους Έλληνας, αλλ' ήρχισα από εκείνο το οποίον έκρινα δυσκολώτερον, την διδασκαλίαν των βαρβάρων διότι ενόμισα ότι οι Έλληνες ευκολώτερα θα υπήκουον και πολύ ταχέως θα εδέχοντο οιονδήποτε χαλινόν και θα υπετάσσοντο εις τον ζυγόν της δικαιοσύνης. Ήρχισα λοιπόν από τους Ινδούς, έθνος μέγιστον, και τους έπεισα χωρίς δυσκολίαν να κατέλθουν από τους ελέφαντας και να με ακούσουν• κατώρθωσα δε ώστε ολόκληρος φυλή, οι Βραχμάνες, οι οποίοι συνορεύουν με τους Νεχραίους και τους Οξυδράκας, να γίνουν οπαδοί μου όλοι και τώρα ζουν συμφώνως προς τους ιδικούς μου κανόνας και τιμώνται υπό όλων των περιοίκων λαών και αποθνήσκουν κατά τρόπον παράδοξον.
ΖΕΥΣ. Ενοείς τους γυμνοσοφιστάς. Έχω ακούση πολλά περί αυτών και ότι ανεβαίνουν εις μεγάλην πυράν και υποφέρουν ατάραχοι να καίωνται, χωρίς να μετακινηθούν ή να δείξουν λιποψυχίαν. Αλλά τούτο δεν είνε και τόσον παράδοξον διότι και προ ολίγων ημερών είδα να γίνη το όμοιον εις την Ολυμπίαν. Υποθέτω δε ότι και συ θα παρίστασο, όταν εκαίετο ο γέρων εκείνος.
ΦΙΛ. Ούτε επήγα, πατέρα, εις την Ολυμπίαν, διά τον φόβον των αναθεματισμένων εκείνων τους οποίους ανέφερα, διότι έβλεπα πολλούς εξ αυτών να πηγαίνουν διά να υβρίσουν τους συνερχομένους διά τους αγώνας και να γεμίσουν από θόρυβον τον οπισθόδομον του ναού με τας υλακάς των, ώστε δεν είδα και εκείνον πώς απέθανε. Μετά τους Βραχμάνας λοιπόν επήγα εις την Αιθιοπίαν αμέσως και απ' εκεί κατέβηκα εις την Αίγυπτον αφού δε συνανεστράφην τους ιερείς και προφήτας και τους εδίδαξα τα θεία, ανεχώρησα εις την Βαβυλώνα, διά να μυήσω εις την σοφίαν τους Χαλδαίους και τους Μάγους. Έπειτα επήγα εις την Σκυθίαν και εις την Θράκην κατόπιν, όπου ο Εύμολπος και ο Ορφεύς ήκουσαν την διδασκαλίαν μου• τους προαπέστειλα δε εις την Ελλάδα, τον μεν Εύμολπον διά να μυήση τους Έλληνας εις τα θεία, τα οποία είχε διδαχθή παρ' εμού άπαντα, τον δε Ορφέα διά να τους εξημερώση και εκπολιτίση διά της μουσικής• μετέβην δε και εγώ ευθύς κατόπιν. Κατ' αρχάς οι Έλληνες ούτε πολύ προθύμως με υπεδέχθησαν, αλλ' ούτε και με απεδίωξαν. Ολίγον δε κατ' ολίγον κατώρθωσα να κάμω και επτά μαθητάς {25} και ένα άλλον εκ Σάμου, άλλον εξ Εφέσου και τρίτον εξ Αβδήρων, {26} δηλαδή πολύ ολίγους. Έπειτα δεν γνωρίζω πώς μου προσεκολλήθη το γένος των σοφιστών, το οποίον ούτε ησπάζετο κατά βάθος την διδασκαλίαν μου, αλλ' ούτε και εντελώς την απέκρουεν, αλλ' όπως το γένος των Ιπποκενταύρων απετέλουν κάτι τι σύνθετον και μικτόν, μεταξύ αγυρτείας και φιλοσοφίας πλανώμενον, ούτε εις την άγνοιαν τελείως προσκολλώμενον, ούτε προς εμέ δυνάμενον να βλέπη ατενώς• αλλ' όπως οι ασθενείς την όρασιν, έβλεπον ασαφές και σκοτεινόν τι φάντασμα ή ενίοτε μόνον την σκιάν μου, και εν τοσούτω ενόμιζον ότι ενόουν τα πάντα ακριβώς. Ούτω ανεπτύχθη μεταξύ αυτών η ματαία εκείνη και περιττή φιλοσοφία, η κατά την γνώμην των ακαταγώνιστος, αι περίτεχνοι και ακατανόητοι και ανόητοι απαντήσεις, αι δυσνόητοι και λαβυρινθώδεις ερωτήσεις. Έπειτα, επειδή τους έφεραν εις αμηχανίαν και τους εξήλεγχον οι οπαδοί μου, εξωργίζοντο και συνωμότουν εναντίον αυτών και επί τέλους τους κατεμήνυον εις τα δικαστήρια και τους κατεδίκαζον να πίουν το κώνειον. Έπρεπεν ίσως τότε να φύγω αμέσως και μη ανεχθώ περισσότερον την συντροφειάν των αλλ' ο Αντισθένης, ο Διογένης και κατόπιν ο Κράτης και ο Μένιππος μ' έπεισαν να παραμείνω ακόμη ολίγον και είθε να μη τους ήκουα, διότι δεν θα επάθαινα τόσα κακά κατόπιν.
ΖΕΥΣ. Εξακολουθείς να παραπονείσαι, χωρίς να μου λέγης τι σου έκαμαν.
ΦΙΛ. Άκουσε λοιπόν, ω Ζευ, και θα ίδης πόσα υπέφερα από κάτι ανθρώπους βδελυρούς, ως επί το πολύ δούλους και εργάτας, οι οποίοι δεν είχον καμμίαν σχέσιν προς εμέ από της παιδικής των ηλικίας, διότι τους ημπόδιζον αι ασχολίαι των. Ως είπα ήσαν δούλοι, εργάται και τεχνίται και εδιδάσκοντο να ράπτουν υποδήματα, να κατεργάζωνται ξύλα, ή να πλύνουν και να ξένουν έρια, ώστε να δύνανται ευκολώτερα να τα κατεργάζωνται αι γυναίκες, να τα κλώθουν και να τα υφαίνουν.
Αφού λοιπόν τοιαύτα εδιδάσκοντο κατά την παιδικήν των ηλικίαν, ουδέ κατ' όνομα εγνώριζον την ιδικήν μου διδασκαλίαν. Αλλ' όταν έφθασαν εις την ανδρικήν ηλικίαν και είδαν πως σέβεται ο λαός τους οπαδούς μου και πως ανέχονται οι άνθρωποι την ελευθεροστομίαν των, πως ευχαρίστως ακούουν τας συμβουλάς των και τας ακολουθούν και όταν τους επιπλήττουν συστέλλονται, ενόμισαν ότι τούτο ήτο όχι μικρά εξουσία. Εσκέπτοντο δε ότι να μάθη κανείς όσα απαιτούνται διά να γίνη φιλόσοφος απαιτεί πολύν καιρόν και εις αυτούς ήτο εντελώς αδύνατον αι δε τέχναι και ευτελείς είνε και κόπον πολύν απαιτούν και μόλις δύνανται να παρέχουν τα απαιτούμενα διά να ζήση τις. Είς τινας δε εξ αυτών και η δουλεία εφαίνετο βαρεία και, όπως τωόντι είνε, αφόρητος. Απεφάσισαν λοιπόν να ρίψουν την τελευταίαν άγκυραν, την οποίαν οι ναυτικοί ονομάζουν ιεράν• και προσωρμίσθησαν εις τον ευχάριστον λιμένα της οκνηρίας, συμπαραλαβόντες το θράσος, την αμάθειαν και την αναισχυντίαν, αίτινες αποτελούν τα κυριώτερά των εφόδια• και μελετήσαντες νέου είδους ύβρεις διά να τας έχουν προχείρους, αυτάς δε μόνον έχοντες εις το στόμα των ως δόγματα (δεν είνε λαμπρά εφόδια διά την φιλοσοφίαν;) ενδύονται και μεταμορφούνται ως φιλόσοφοι, όπως κατά τον Αίσωπον έπραξεν ο όνος εκείνος της Κύμης, ο οποίος περιτυλιχθείς με λεοντήν και εκπέμπων τραχύν ογκυθμόν υπεκρίνετο τον λέοντα• ίσως δε ευρέθησαν καί τινες οι οποίοι τον επίστευσαν. Το φιλοσοφικόν σχήμα, ως γνωρίζεις, είνε εύκολον εις απομίμησιν (εννοώ το εξωτερικόν) και δεν είνε πολύ δύσκολον να φορέση κανείς φιλοσοφικόν μανδύαν, να κρεμάση εις τον ώμον του μίαν πήραν, να κρατή ξύλον και να κραυγάζη, μάλλον δε να γκαρίζη ή να υλακτή και να υβρίζη τους πάντας. Ήσαν δε βέβαιοι ότι δεν διέτρεχον κανένα κίνδυνον, διότι θα τους εξησφάλιζεν ο προς το φιλοσοφικόν σχήμα σεβασμός. Ούτω απέκτων ευκόλως και την ελευθερίαν, παρά την θέλησιν του κυρίου των• και αν ούτος επεχείρει να τους επαναφέρη εις τα έργα των, θα τον εξυλοκόπουν. Θα είχον δε άρτον άφθονον και εκλεκτόν και όχι, όπως προηγουμένως, μαύρον και ξηρόν και ως προσφάγιον όχι παστόψαρον ή θύμον, {27} αλλά κρέατα παντοειδή και οίνον τον εκλεκτώτεοον και χρήματα παρ' οιουδήποτε θέλουν• διότι φορολογούν τον κόσμον ή, όπως αυτοί λέγουν, κουρεύουν τα πρόβατα. Έχουν δε πεποίθησιν ότι πολλοί δεν δύνανται ν' αρνηθούν ή εκ σεβασμού προς το φιλοσοφικόν των ένδυμα ή εκ φόβου προς την κακήν των γλώσσαν.
Εσκέπτοντο δε ότι δεν είνε δύσκολον να εξισωθούν προς τους πραγματικούς φιλοσόφους, αφού ουδείς θα υπήρχεν ο δυνάμενος να τους διακρίνη, άμα θα κατώρθωνον να είνε όμοιοι κατά το εξωτερικόν. Διότι δεν δέχονται να υποβληθούν εις κανένα έλεγχον. Εάν κανείς απευθύνη προς αυτούς ερωτήσεις με τάξιν και ησυχίαν, δεν απαντούν, αλλ' αρχίζουν να κραυγάζουν και καταφεύγουν εις την ακρόπολίν των, την ύβριν, και είνε έτοιμοι να μεταχειρισθούν το ξύλον το οποίον κρατούν. Και αν μεν τους προκαλέσης να επιδείξουν τα έργα των, απαντούν διά πολλών λόγων, εάν δε θέλης να τους κρίνης από τους λόγους, σου λέγουν να εξετάσης τον βίον των.
Λοιπόν η πόλις έχει γεμίση από τοιούτους απατεώνας και μάλιστα από τους διατεινομένους ότι είνε οπαδοί του Διογένους, του Αντισθένους και του Κράτητος και ως σήμα έχουν τον κύνα. Αλλά δεν μιμούνται καμμίαν από τας αρετάς, τας οποίας έχουν εκ φύσεως οι σκύλλοι, όπως η φρούρησις και η πίστις, η αγάπη προς τον κύριόν των και η ευγνωμοσύνη• εξ εναντίας έχουν όλα τα ελαττώματα των ζώων εκείνων, το γαύγισμα και την λαιμαργίαν, την ροπήν προς την αρπαγήν, την μεγάλην ασέλγειαν και την κολακείαν και κινούν την ουράν προς τον δίδοντα και περιτριγυρίζουν εις τας τραπέζας. Εις αυτά είνε τέλειοι.
Αλλά θα ίδης τι μέλλει να συμβή εντός ολίγου. Όλοι οι τεχνίται θα φύγουν από τα εργαστήρια και θ' αφήσουν τας τέχνας των, όταν βλέπουν ότι αυτοί μεν κοπιάζουν και κακοπαθούν, από πρωίας μέχρις εσπέρας σκυμμένοι εις τας εργασίας των και μόλις κατορθώνοντες να ζουν εκ του κέρδους το οποίον έχουν, ενώ οι αργοί εκείνοι και αγύρται έχουν τα πάντα άφθονα και ζητούν τυραννικώς, λαμβάνουν δε ευκόλως• και οργίζονται εάν δεν λάβουν, δεν ευχαριστούν δε ουδέ όταν λαμβάνουν. Είνε επόμενον να φαίνωνται ταύτα εις τους πτωχούς εκείνους ανθρώπους ως ο χρυσούς αιών και να νομίζουν ότι το μέλι τρέχει εκ του ουρανού εις τα στόματα των ψευδοφιλοσόφων εκείνων.
Δεν θα ήτο δε το πράγμα τόσον φοβερόν, εάν οι αγύρται εκείνοι περιωρίζοντο μόνον εις αυτά. Αλλ' ενώ έξω και δημοσία φαίνονται πολύ σοβαροί και σκυθρωποί, εάν επιτύχουν κανένα νέον ευειδή ή γυναίκα ωραίαν, εντρέπομαι να είπω τι κάνουν. Μερικοί απάγουν και τας γυναίκας εκείνων οίτινες τους φιλοξενούν, όπως ο εξ Ιλίου εκείνος νέος{28}, με την πρόφασιν να τας μυήσουν εις την φιλοσοφίαν και αυτάς. Έπειτα τας έχουν κοινάς μεταξύ των όλοι και λέγουν ότι ακολουθούν το δόγμα του Πλάτωνος, αγνοούντες πώς ο θείος εκείνος φιλόσοφος ενόει να είνε κοιναί αι γυναίκες. {29}
Θα εχρονοτρίβουν πολύ αν ήθελα να διηγηθώ τι πράττουν εις τα συμπόσια και με ποίαν κτηνωδίαν μεθύουν. Και ενώ τοιαύτα πράττουν, κατακρίνουν την μέθην, την μοιχείαν, την λαγνείαν και την φιλαργυρίαν. Εις ουδέν άλλο υπάρχει τόση αντίθεσις όση μεταξύ των λόγων και των έργων αυτών. Ενώ λ. χ. λέγουν ότι μισούν την κολακείαν, δύνανται να υπερβούν και τον Γναθωνίδην ή τον Στρουθίαν εις την κολακείαν• ενώ παρακινούν τους άλλους να λέγουν την αλήθειαν, η ιδική των γλώσσα δεν δύναται να κινηθή χωρίς να ψευσθή. Εις τους λόγους των η ηδονή είνε εχθρός των και ο Επίκουρος πολέμιος, αλλ' εις την πραγματικότητα μόνον την ηδονήν επιδιώκουν. Κατά δε το ευερέθιστον και την διά το ελάχιστον και εύκολον οργήν υπερβαίνουν και τα μικρά παιδία και προξενούν πολύν γέλωτα εις τους θεατάς όταν διά την παραμικράν αιτίαν αναβράζει η χολή των και γίνωνται ωχροί και το βλέμμα των άγριον και μανιακόν, το δε στόμα των γεμίζη από αφρόν ή μάλλον από δηλητήριον. Σου εύχομαι να μη τύχης εκεί όταν ο βρωμερός εκείνος βόρβορος εκχύνεται. Τους ακούεις να λέγουν• Χρυσόν και άργυρον, μα τον Ηρακλέα, δεν επιθυμώ• ένας οβολός μου είνε αρκετός δια ν' αγοράσω λούπινα. Το ποτόν μου παρέχει η βρύση ή ο ποταμός Μετ' ολίγον δε ζητούν όχι οβολούς, ούτε ολίγας δραχμάς, αλλά περιουσίας ολοκλήρους. Ποίος λοιπόν έμπορος δύναται να κερδίση εκ του φορτίου του πλοίου του όσα αργυρολογούν αυτοί διά της φιλοσοφίας; Όταν δε συλλέξουν αρκετά και σχηματίσουν περιουσίαν, αποβάλλουν τον φιλοσοφικόν μανδύαν, αγοράζουν αγρούς ενίοτε δε και ενδύματα πολυτελή και νεαρούς δούλους με κόμην μακράν και ολόκληρα χωρία και διά παντός αποχαιρετούν την πήραν του Κράτητος, τον μανδύαν του Αντισθένους και τον πίθον του Διογένους. Οι δε απλοί άνθρωποι, βλέποντες αυτά, περιφρονούν την φιλοσοφίαν, νομίζουν ότι όλοι οι φιλόσοφοι είνε τοιούτοι και κατηγορούν εμέ διά τα μαθήματα τα οποία δίδω. Ούτω δε προ πολλού μου είνε αδύνατον και ένα μόνον εξ αυτών να προσελκύσω, αλλά ματαιοπονώ όπως η Πηνελόπη• και ό,τι υφαίνω μετ' ολίγον διαλύεται. Η δε Αμάθεια και η Αδικία με περιγελούν, διότι βλέπουν ότι η εργασία μου δεν φθάνει εις πέρας και οι κόποι μου αποβαίνουν ανωφελείς.
ΖΕΥΣ. Ω θεοί! τι υποφέρει η καλή μας η Φιλοσοφία από τους κατηραμένους εκείνους. Πρέπει να σκεφθώμεν τι να πράξωμεν και πώς να τους τιμωρήσωμεν διότι ο κεραυνός δεν είνε αρκετός• φονεύει διά μιας και ταχέως.
ΑΠΟΛ. Εγώ, πατέρα, θα σου είπω• και εγώ μισώ τους απατεώνας εκείνους, διότι είνε αφιλόμουσοι και θέλω να εκδικηθώ χάριν των Μουσών. Βεβαίως δεν είνε άξιοι του κεραυνού και της εκ μέρους σου τιμωρίας• αν θέλης, στείλε τον Ερμήν με πληρεξουσιότητα διά την τιμωρίαν των επειδή δε και αυτός καταγίνεται εις τα γράμματα, θα διακρίνη ευκόλως ποίοι εξ αυτών φιλοσοφούν ορθώς και ποίοι όχι. Και οι μεν πρώτοι θα επαινεθούν, οι δε άλλοι θα τιμωρηθούν, όπως εκείνος θ' αποφασίση τότε.
ΖΕΥΣ. Καλά λέγεις, Απόλλων. Αλλά και συ, Ηρακλή, ακολούθησε, πάρετε δε μαζή σας και την Φιλοσοφίαν και πηγαίνετε χωρίς να βραδύνετε εις τον κόσμον. Να έχης δε υπ' όψιν ότι θα θεωρηθή ως ο δέκατος τρίτος και όχι ο μικρότερος άθλος σου αυτός, αν φονεύσης και εξαφανίσης τα θηρία εκείνα τα τόσον αισχρά και αναίσχυντα.
ΗΡΑΚΛ. Θα επροτιμούσα, πατέρα, να καθαρίσω εκ νέου την κόπρον του Αυγείου παρά να πολεμήσω με αυτούς. Αλλ' αφού το θέλεις, πηγαίνωμεν.
ΦΙΛ. Κ' εγώ δεν έχω καμμίαν διάθεσιν να επιστρέψω, αλλ' αφού το θέλει ο πατέρας, υπακούω.
ΕΡΜ. Ας πηγαίνωμεν διά να προφθάσωμεν να τιμωρήσωμεν τουλάχιστον μερικούς σήμερον. Αλλά πού πρέπει να διευθυνθώμεν; Συ, Φιλοσοφία, γνωρίζεις πού θα τους εύρωμεν. Βέβαια εις την Ελλάδα.
ΦΙΛ. Όχι Ερμή, εκεί είνε πολύ ολίγοι και αυτοί είνε από τους καλούς φιλοσόφους. Οι άλλοι δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την πενίαν της Αττικής, αλλ' εκεί όπου υπάρχει πολύς χρυσός ή μεταλλεία αργύρου πρέπει να τους ζητήσωμεν.
ΕΡΜ. Λοιπόν πηγαίνωμεν κατ' ευθείαν εις την Θράκην.
ΗΡΑΚΛ. Καλά λέγεις και θα σας οδηγήσω εγώ, διότι γνωρίζω καλά την χώραν των Θρακών, όπου πολλάκις επήγα. Ας πάρωμεν αυτόν τον δρόμον.
ΕΡΜ. Ποίον εννοείς;
ΗΡΑΚΛ. Βλέπετε αυτά τα δύο βουνά τα μεγαλείτερα και ωραιότερα εξ όλων; Το μεγαλείτερον είνε ο Αίμος, το δε απέναντι η Ροδόπη• κάτω δε και μεταξύ των εκτείνεται πεδιάς ευφορωτάτη, η οποία αρχίζει ευθύς από τους πρόποδας των δύο βουνών. Βλέπετε και τρεις λόφους, οι οποίοι μολονότι τραχείς δεν είνε άσχημοι, αλλ' υψούνται ως ακροπόλεις πλησίον της πόλεως, η οποία φαίνεται κάτω. Την διακρίνετε αυτήν την πόλιν;
ΕΡΜ. Μα τον Δία, Ηρακλή, φαίνεται ως η μεγαλειτέρα και ωραιοτέρα από όλας τας πόλεις. Διακρίνω και ένα ποταμόν πολύ μεγάλον, ο οποίος διέρχεται πλησιέστατα και βρέχει τα τείχη της.
ΗΡΑΚΛ. Είνε ο Εύρος, η δε πόλις εκτίθη υπό του Φιλίππου του γνωστού. Και ημείς τώρα επλησιάσαμεν εις την γην και επεράσαμεν τα νέφη• ώστε ας κατεβούμεν.
ΕΡΜ. Μάλιστα. Αλλά τι πρέπει να πράξωμεν και πώς να ανιχνεύσωμεν τα θηρία;
ΗΡΑΚΛ. Αυτό ανήκει εις εσέ, ω Ερμή, διότι είσαι κήρυξ και πρέπει ν' αρχίσης να διακηρύττης.
ΕΡΜ. Αυτό δεν είνε δύσκολον, αλλά δεν γνωρίζω τα ονόματά των. Λοιπόν συ, Φιλοσοφία, λέγε ποίους να φωνάξω και τα γνωρίσματα ενός εκάστου.
ΦΙΛΟΣ. Και εγώ ακριβώς δεν γνωρίζω τα ονόματά των, διότι ποτέ δεν τους συνανεστράφην αλλ' από την πεονεξίαν την οποίαν έχουν υποθέτω ότι αν τους φωνάξης Κτήσωνας ή Κτησίππους, ή Κτησικλέας, Ευκτήμονας ή Πολυκτήτους, θα επιτύχης.
ΕΡΜ. Πολύ καλά. Αλλά ποίοι είνε εκείνοι και τι στέκονται και παρατηρούν; Τώρα έρχονται προς τα εδώ και φαίνονται ως να θέλουν να μας ερωτήσουν κάτι.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Μήπως ημπορείτε να μας πληροφορήσετε, παλληκάρια, ή συ καλή κυρά, αν έτυχε να δήτε τρεις κατεργαρέους να πηγαίνουν με μίαν γυναίκα που έχει κομμένα σύρριζα τα μαλλιά της, όπως αι Σπαρτιάτιδες, μίαν ανδρογυναίκα;
ΦΙΛΟΣ. Πωπώ, τους ανθρώπους μου ζητούν.
ΑΝΘΡ. Πώς τους ανθρώπους σου; Αυτοί που κυνηγούμεν είνε όλοι φυγάδες δούλοι. Αλλ' ημείς κυρίως ζητούμεν την γυναίκα, την οποίαν μας έκλεψαν.
ΕΡΜ. Θα μάθετε μετ' ολίγον διατί και ημείς τους ζητούμεν• τώρα δε βοηθήσατέ μας εις το διαλάλημα• «Όποιος γνωρίζει που βρίσκεται ένας δούλος Παφλαγών, βάρβαρος από την Σινώπην, του οποίου το όνομα έχει σχέσιν με κτήματα και είνε ολίγον ωχρός, έχει κομμένα τα μαλλιά σύρριζα, τρέφει μεγάλα γένεια, έχει εις τον ώμον κρεμασμένην πήραν, φορεί μανδύαν, θυμώνει εύκολα, είνε αγράμματος, έχει φωνήν βραχνήν και υβρίζει— όποιος γνωρίζει που ευρίσκεται αυτός ο δούλος να μας πληροφορήση και θα λάβη ωρισμένην αμοιβήν».
ΚΥΡΙΟΣ. Εννοώ ποιος είνε αυτός που ζητείς• αλλ' όταν τον είχα εγώ ωνομάζετο Κάνθαρος. Είχε δε τότε μαλλιά μεγάλα, εξύριζε να γένεια του και εγνώριζε την τέχνην την ιδικήν μου• τον είχα εις το γναφείον μου και έκοπτε το περιττόν χνούδι των μαλλίνων υφασμάτων.
ΦΙΛΟΣ. Αυτός ακριβώς είνε ο δούλος σου. Τώρα όμως ομοιάζει με φιλόσοφον, διότι εφήρμοσεν εις την κεφαλήν του ό,τι άλλοτε έκανεν εις τα υφάσματα.
ΚΥΡΙΟΣ. Τι αναίδεια! Ο Κάνθαρος έγινε φιλόσοφος;
ΑΝΘΡ. Θα τους εύρωμεν όλους, αφού αυτή η γυναίκα τους γνωρίζει ως λέγει.
ΦΙΛΟΣ. Ποιός είνε αυτός ο άλλος, Ηρακλή, που έρχεται, ο ωραίος, ο οποίος κρατεί κιθάραν;
ΗΡΑΚΛ. Είνε ο Ορφεύς, ο οποίος υπήρξε συνταξειδιώτης μου εις την Αργώ, ο πλέον ευχάριστος από όλους τους κελευστάς. {30} Το άσμα του μας έκανε να μη αισθανώμεθα καθόλου τον κόπον της κωπηλασίας. Χαίρε, λαμπρέ και μουσικώτατε Ορφεύ• υποθέτω ότι δεν ελησμόνησες τον Ηρακλή.
ΟΡΦ. Χαίρετε και σεις, Φιλοσοφία και Ηρακλή και Ερμή, και ετοιμάσατε την αμοιβήν την οποίαν υπόσχεσθε, διότι εγώ γνωρίζω πολύ καλά εκείνον τον οποίον ζητείτε.
ΕΡΜ. Λοιπόν να μας δείξης, υιέ της Καλλιόπης, που είνε. Δεν πιστεύω δε να έχης ανάγκην από χρήματα, αφού είσαι σοφός.
ΟΡΦ. Καλά είπες. Θα σας δείξω το σπίτι όπου κατοικεί, αλλ' όχι και τον ίδιον, διότι φοβούμαι τας ύβρεις του. Είνε φοβερά κακόγλωσσος και μόνον εις αυτό έχει ασκηθή.
ΕΡΜ. Καλά, δείξε μας το σπίτι.
ΟΡΦ. Είνε αυτό εκεί πλησίον. Εγώ απομακρύνομαι, διότι ούτε να με ίδη, ούτε να τον ίδω θέλω.
ΕΡΜ. Για σταθήτε. Δεν είνε γυναικεία φωνή αυτή που απαγγέλλει στίχους του Ομήρου;
ΦΙΛΟΣ. Βέβαια• αλλά ας ακούσωμεν τι λέγει.
ΔΡΑΠ. Εχθρός γαρ μοι κείνος ομώς αΐδαο πύλησιν,
ός χρυσόν φιλέει μεν ενί φρεσίν, άλλο δε είποι. {31}
ΕΡΜ. Λοιπόν τον Κάνθαρον πρέπει να μισής, ο οποίος
Ξεινοδόκον κακά ρέξεν, όκεν φιλότητα παράσχη {32}
ΦΙΛΟΞΕΝΩΝ. Εις εμέ αναφέρεται αυτός ο στίχος, διότι εγώ τον εφιλοξένησα κι' αυτός επήρε τη γυναίκα μου και έφυγε.
ΔΡΑΠ. Οινοβαρές κυνός όμματ' έχων, κραδίην δ' ελάφοιο
Ούτ' εινί πτολέμω εναρίθμιος, ούτ' ενί βουλή Θερσίτ' ακριτόμυθε, κακών πανάριστε κολοιών Μαψ, ατάρ ου κατά κόσμον εριζέμεναι βασιλεύσιν. {33}
ΚΥΡΙΟΣ. Οι στίχοι αυτοί πολύ ταιριάζουν εις εκείνον τον αχρείον.
ΔΡΑΠ. Πρόσθε κύων, όπισθεν δε λέων, μέσση δε χίμαιρα
Δεινόν αποπνείουσα, τρίτου κυνός αγρίου ορμήν. {34}
ΦΙΛΟΞ. Αλλοίμονον, γυναίκα μου, τι θα έχης πάθη απ' αυτό το σκυλλολόγι. Ήκουσα ότι είνε και έγκυος απ' αυτούς.
ΕΡΜ. Δεν το χαίρεσαι; Θα σου κάμη κανένα Κέρβερον ή Γηρυόνην, διά ν' αναγκασθή ο Ηρακλής αυτός να κάμη και άλλον άθλον. Αλλ' εξέρχονται, ώστε είνε περιττόν και να κτυπήσωμεν εις την θύραν.
ΚΥΡΙΟΣ. Επί τέλους σε συνέλαβα, Κάνθαρε, τι σιωπάς; Ας ίδωμεν τι έχεις εις την πήραν• λούπινα ίσως ή κανένα κομμάτι ψωμί.
ΕΡΜ. Α μπα, έχει χρυσόν.
ΗΡΑΚΛ. Μη εκπλήττεσαι. Πρώτα, όταν ήτο εις την Ελλάδα έλεγεν ότι ήτο Κυνικός, εδώ όμως έγινεν οπαδός του Χρυσίππου. Αλλά μετ' ολίγον θα γίνη Κλεμάνθης, διότι θα κρεμασθή από τα γένεια διά την πολλήν του φαυλότητα. {35}
ΚΥΡΙΟΣ. Κ' εσύ, παληάνθρωπε, είσαι ο Ληκυθίων ο δούλος μου, δραπέτης και συ• σε αναγνωρίζω πολύ καλά. Αλλά τι αστείον να γίνη φιλόσοφος και ο Ληκυθίων. Ποιος το εφαντάζετο;
ΕΡΜ. Αυτός δε ο τρίτος δεν έχει κύριον;
ΚΥΡΙΟΣ. Είνε δικός μου, αλλά τον αφίνω να πα να χαθή. Δεν τον θέλω.
ΕΡΜ. Διατί;
ΚΥΡΙΟΣ. Διότι είνε ξεπατωμένος και δι' αυτό τον ωνομάζαμεν Μυρωδάτον.
ΕΡΜ. Ακούεις, Ηρακλή ανεξίκακε; Έπειτα εκρέμασε μίαν πήραν, επήρε βακτηρίαν και εχειροτονήθη φιλόσοφος. Και συ έλα να πάρης την γυναίκα σου.
ΦΙΛΟΞ. Δεν την θέλω, διότι θα μου γεννήση κανένα βιβλίον από τα παλαιά.
ΕΡΜ. Πώς βιβλίον;
ΦΙΛΟΞ. Δεν ξέρεις ότι υπάρχει βιβλίον που ονομάζεται Τρικέφαλος; {36}
ΕΡΜ. Καθόλου παράδοξον, αφού υπήρξε και κάποιος κωμικός με το όνομα Τριφάλλης. {37}
ΗΡΑΚΛ. Εις εσέ τώρα, Ερμή, ανήκει να τους δικάσης.
ΕΡΜ. Η γνώμη μου είνε η εξής• αυτή η γυναίκα, διά να μη γεννήση κανένα τέρας πολυκέφαλον, να επιστρέψη εις τον άνδρα της πίσω εις την Ελλάδα• αυτοί δε οι δύο φυγάδες να παραδοθούν εις τους κυρίους των και να εξακολουθήσουν να εργάζωνται εις τας εργασίας τας οποίας είχαν προηγουμένως• ο μεν ένας, ο Ληκυθίων, να πλύνη τα λερωμένα ενδύματα, αυτός δε ο Μυρωδάτος να ράπτη πάλιν τα σχισμένα ενδύματα, αλλ' αφού προηγουμένως μαστιγωθή με τσουκνίδαν. Όσον διά τον τρίτον, αυτός να παραδοθή εις τους αποψιλωτάς, διά να του αποσπάσουν τας τρίχας με ακάθαρτην και πρόστυχην πίσσαν, έπειτα να οδηγηθή εις τον Αίμον επάνω γυμνός και να τον αφήσουν εκεί, δεμένον από τα πόδια, επάνω στα χιόνια.
ΔΡΑΠΕΤ. Ω δυστυχία μου, αλλοί, αλλοίμονον!
ΚΥΡΙΟΣ. Τι είνε αυτά τα θεατρικά επιφωνήματα; Έλα τώρα, πήγαινε με τους μαδητάς, αλλά προηγουμένως ν' αποβάλης την λεοντήν, διά να φανής τι γάιδαρος είσαι.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΥ Ή ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ
Προλαλιά.
Είχα πιστεύση και εγώ εις τον μύθον, κατά τον οποίον το ήλεκτρον παράγεται εκ των δακρύων των αιγείρων, αίτινες ευρίσκονται εις τας όχθας του ποταμού Ηριδανού και θρηνούν τον Φαέθοντα. Κατά τον μύθον ήσαν αδελφαί του Φαέθοντος και από την θλίψιν των διά τον θάνατον του νέου εκείναι μετεμορφώθησαν εις δένδρα και αντί δακρύων εξακολουθούν να στάζουν ήλεκτρον. Ακούων τοιαύτα λεγόμενα παρά των ποιητών, είχα σκοπόν, άν ποτε μεταβώ εις τον Ηριδανόν, να σταθώ κάτω από μίαν αίγειρον και ν' ανοίξω το ένδυμά μου διά να δεχθώ ολίγα εκ των δακρύων και ούτω ν' αποκτήσω ήλεκτρον. Μου συνέβη δε τω όντι όχι προ πολλού καιρού και δι' άλλον σκοπόν να μεταβώ εις τα μέρη εκείνα και να ταξειδεύσω εις τον Ηριδανόν αλλά καίτοι παρετήρουν μετά πολλής προσοχής εις τα πέριξ, ούτε αιγείρους είδα, ούτε ήλεκτρον, αλλ' ούτε το όνομα του Φαέθοντος εγνώριζον οι εντόπιοι. Όταν δε εγώ εξήταζα και ηρώτων πότε θα φθάσωμεν εις τας αιγείρους αίτινες παράγουν το ήλεκτρον, οι ναύται εγέλων και μου έλεγον να είπω σαφέστερα τι ήθελα. Εγώ διηγήθην προς αυτούς τον μύθον, ότι ο Φαέθων υπήρξεν υιός του Ηλίου και όταν έφθασεν εις ηλικίαν εζήτησε παρά του πατρός του να του αφήση το άρμα διά να το διευθύνη, και αυτός μίαν ημέραν. Ο Ήλιος του έδωκε το άρμα, αυτός δε κατέπεσε και εφονεύθη• λέγεται δε ότι αι αδελφαί του τον εθρήνουν εδώ κάπου εις τας όχθας του Ηριδανού, όπου κατέπεσε, και μετεμορφώθησαν εις αιγείρους, εξακολουθούν δε να δακρύουν δι' αυτόν και τα δάκρυα των γίνονται ήλεκτρον.
Ποίος ψεύστης και απατεών, μου έλεγον, σου τα διηγήθη αυτά; Ημείς ούτε κανένα αμαξηλάτην είδαμεν να πέση, ούτε τα δένδρα τα οποία λέγεις υπάρχουν εις τον τόπον μας. Αν υπήρχε δε ήλεκτρον εις αυτά τα μέρη, νομίζεις ότι ημείς θα εκωπηλατούμεν διά να παίρνωμεν δύο οβολούς και θα ετραβούσαμεν τα πλοία εναντίον του ρεύματος, ενώ θα ηδυνάμεθα να είμεθα πλούσιοι συλλέγοντες τα δάκρυα των αιγείρων; Οι λόγοι των δεν μ' επείραξαν ολίγον• και εσιώπησα εντραπείς, διότι αληθώς την έπαθα ως παιδίον, πιστεύσας εις τόσον απίθανα ψευδολογήματα των ποιητών, οι οποίοι ποτέ δεν αρέσκονται εις την αλήθειαν. Και ελυπούμην διότι διεψεύσθη μία ελπίς μου τόσον μεγάλη, ως να έχασα το ήλεκτρον εκ των χειρών μου, ενώ ήδη εσχεδίαζα με την φαντασίαν μου πώς και εις τι θα το μετεχειριζόμην.
Αλλ' ακόμη περισσότερον επίστευα ότι θα εύρω εις τα μέρη εκείνα κύκνους πολλούς, κελαδούντας εις τας όχθας του ποταμού. Και πάλιν ηρώτησα τους ναύτας, διότι εξηκολουθούμεν να αναπλέωμεν τον ποταμόν• Αλλ' οι κύκνοι κελαδούν καμμιά φορά επί των όχθων του ποταμού δεξιά και αριστερά; Διότι λέγεται ότι άλλοτε ήσαν άνθρωποι τραγουδισταί και σύντροφοι του Απόλλωνος, έπειτα δε μετεμορφώθησαν εις πτηνά και εξακολουθούν ακόμη να ψάλλουν, μη λησμονήσαντες την μουσικήν.
Αυτοί εγέλασαν και μου είπαν• Δεν θα παύσης τέλος πάντων να λέγης ψεύδη διά την χώραν μας και τον ποταμόν; Ημείς, αφότου ήμεθα παιδιά, εργαζόμεθα και ταξειδεύομεν εις τον Ηριδανόν, αλλά πολύ σπανίως βλέπομεν ολίγους κύκνους εις τα έλη του ποταμού, οι οποίοι κράζουν τόσον άσχημα και με τόσον ασθενή φωνήν, ώστε οι κόρακες και η καρακάξες να είνε Σειρήνες συγκρινόμενοι προς αυτούς• κύκνους όμως οι οποίοι να κελαδούν γλυκά, όπως συ λέγεις, ούτε εις το όνειρόν μας ηκούσαμεν, ώστε απορούμεν πώς εις τον τόπον σας έχετε τοιαύτας ιδέας περί της χώρας μας.
Πολλά τοιαύτα λέγονται υπό των πιστευόντων εις εκείνους οίτινες τα πάντα μεγαλοποιούν, ώστε και εγώ τώρα φοβούμαι μήπως υμείς, οι προ ολίγου φθάσαντες και κατά πρώτην φοράν ακροώμενοι εμού, έρχεσθε με την ελπίδα ότι θα εύρετε εις τους λόγους μου ήλεκτρα και κύκνους και έπειτα θ' απέλθετε καταγελώντες εκείνους οίτινες σας είπον ότι θα εύρετε τοιαύτα πολύτιμα πράγματα εις τας διαλέξεις μου. Αλλά διαμαρτύρομαι ότι ούτε από υμάς κανείς, ούτε άλλος τις με ήκουσέ ποτε να καυχώμαι διά την ρητορικήν μου δεινότητα. Υπάρχουν άλλοι και όχι ολίγοι ρήτορες, από τους λόγους των όποιων στάζει όχι ήλεκτρον, αλλά χρυσός καθαρός και οι οποίοι είνε πολύ μελωδικώτεροι των μυθικών κύκνων. Ο ιδικός μου λόγος βλέπετε πόσον απλούς και πόσον πεζός είνε και ουδέν το μουσικόν έχει. Προσέξετε λοιπόν μήπως, ελπίζοντες υπερβολικά παρ' εμού, πάθετε όπως οι βλέποντες τα πράγματα τα ευρισκόμενα εντός του νερού• νομίζοντες δηλαδή ότι είνε όπως εφαίνοντο άνωθεν, διότι το φως διαθλώμενον τα εμεγέθυνε, λυπούνται όταν τα ανασύρουν και τα ευρίσκουν πολύ μικρότερα. Σας προλέγω ότι όταν θα χυθή το νερόν {38} και θ' αποκαλυφθούν όσα μέλλω να είπω να μη περιμένετε τίποτε μέγα, άλλως, εάν σας απατήσουν αι ελπίδες σας, μόνον εαυτούς να αιτιάσθε.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ {39}
Όταν ο Αλέξανδρος είδε τον ποταμόν Κύδνον ωραίον και διαυγή, με βάθος όχι επικίνδυνον και ρεύμα όχι πολύ ορμητικόν και εν καιρώ θέρους ψυχρόν, επομένως λίαν κατάλληλον διά κολύμβημα, μου φαίνεται ότι και αν ήτο βέβαιος ότι θα ησθένει, όπως ησθένησε, δεν θα κατενίκα την επιθυμίαν να λουσθή. Όταν δε ίδη κανείς οικίαν και κατά το μέγεθος μεγαλοπρεπή και κατά το κάλλος μοναδικήν, καταλαμπομένην υπό φωτός, απαστράπτουσαν εκ χρυσού και καταστόλιστον από τοιχογραφίας ανθηράς, δεν είνε φυσικόν να επιθυμήση να εκφωνήση λόγον εντός αυτής, αν τύχη να είνε εκ των καταγινομένων εις την ρητορικήν, να αναδειχθή εντός αυτής και διακριθή, να την γεμίση με την φωνήν του και καθ' όσον είνε δυνατόν να γίνη και αυτός μέρος του κάλλους της; Αν αρκεσθή μόνον να την παρατηρήση λεπτομερώς και αφού την θαυμάση απέλθη χωρίς να εκφράση τον θαυμασμόν του, χωρίς να την χαιρετήση και της απευθύνη μίαν προσφώνησιν, ως να είνε άλαλος ή σιωπά σκοπίμως εκ φθόνου, δεν θα είπετε ότι ο τοιούτος δεν είνε φιλόκαλος, ούτε αισθάνεται το ωραίον και δεν θ' αποδώσετε εις την διαγωγήν του πολλήν αγροικίαν και απειροκαλίαν; Βεβαίως είνε αμουσία να δεικνύη τις τοιαύτην αδιαφορίαν προς θεάματα τόσον ωραία και τόσον τερπνά και να μη εννοή ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως του θαυμασμού προς το ωραίον δεν είνε ο αυτός διά τους απλούς ανθρώπους και διά τους μορφωμένους• διά τους απλούς ανθρώπους αρκεί να ίδωσι μόνον και να παρατηρήσουν, να περιφέρουν το βλέμμα και ν' αναβλέψουν προς την οροφήν, να χειρονομήσουν επιδοκιμαστικώς και ησύχως ν' απολαύσουν την ηδονήν του θεάματος, διότι φοβούνται μήπως δεν δυνηθούν να είπουν τι άξιον των βλεπομένων• αλλ' εκείνος ο οποίος βλέπει με έμπειρον και σοφόν βλέμμα τα ωραία, δεν θ' αρκεσθή, νομίζω, ν' απολαύση μόνον διά της οράσεως το τερπνόν, ούτε θα δυνηθή να μείνη άφωνος θεατής του κάλλους• αλλά θα προσπαθήση όσον δύναται και να το μελετήση και διά του λόγου ν' αποδώση την ηδονήν την οποίαν του παρέχει το θέαμα. Η δε απόδοσις δεν θα είνε μόνον έπαινος του οίκου — διότι τούτο ίσως αρμόζει μόνον εις τον νησιώτην εκείνον νέον όστις, ιδών το μέγαρον του Μενελάου και υπερβολικώς καταπλαγείς, παρέβαλε τον εκ χρυσού και ελέφαντος διάκοσμον αυτού προς τον ήλιον και τα άστρα, διότι μόνον αυτά εγνώριζε και τίποτε από τα θαυμάσια της γης — αλλ' ο σοφός και θα ομιλήση εντός αυτής και, αφού συγκαλέση τους επιφανεστέρους των πολιτών, θα κάμη επίδείξιν ρητορικήν και τούτο θα είνε μέρος του επαίνου.
Νομίζω δε ότι είνε από τα πλέον ευχάριστα πράγματα μέγαρον τόσον ωραίον να ανοίγεται προς υποδοχήν λόγων ρητορικών και να πληρούται επαίνων και επευφημιών, να αντηχή δε, όπως τα σπήλαια, ήρεμα και να παρακολουθή τα λεγόμενα και να παρατείνη τους τελευταίους ήχους της φωνής και να επαναλαμβάνη τας τελευταίας λέξεις των περιόδων, ως προσεκτικός ακροατής, ο οποίος απομνημονεύει τα λεγόμενα και επαινεί τον ομιλούντα και τον ανταμείβει ούτω κατά τρόπον κολακευτικόν. Ομοίως αντιλαλούσιν εις τα αυλήματα των ποιμένων οι βράχοι και η φωνή επανέρχεται προς την αφετηρίαν της, αποδιδομένη υπό της ηχούς• οι δε απλοί άνθρωποι νομίζουν ότι η απάντησις έρχεται προς τους άδοντας ή κραυγάζοντας από κάποιαν παρθένον κατοικούσαν μεταξύ των κρημνών και κρυπτομένην εντός των πετρών.
Εγώ τουλάχιστον φρονώ ότι και του ρήτορος η διάνοια εξυψούται αναλόγως της πολυτελείας του οίκου και την ψυχήν του αναπτερώνει του θεάματος η υποβολή. Διότι κάτι τι εκ του ωραίου εισδύει διά των οφθαλμών μέχρι της ψυχής και αφού στολίση τους λόγους τους εκπέμπει ευγενεστέρους. Πώς πιστεύομεν ότι η όψις των όπλων {40} επηύξησε το πολεμικόν μένος του Αχιλλέως εναντίον των Φρυγών και όταν εφόρεσε και εδοκίμασε την πανοπλίαν έγινεν ορμητικώτερος και ακράτητος εις την επιθυμίαν του πολέμου, και δεν θα παραδεχθώμεν ότι το κάλλος του περιβάλλοντος δεν συντελεί εις την διέγερσιν των ρητορικών χαρισμάτων; Εις τον Σωκράτην ήτο αρκετόν να κάθεται υπό πλάτανον ωραίον επί χλόης πυκνής και πλησίον πηγής διαυγούς παρά τον Ιλισσόν διά να ευρίσκη την ειρωνείαν την οποίαν εξέχυνεν εναντίον του Φαίδρου του Μυρνουσίου και να ελέγχη τα ρητορικά ελαττώματα του Λυσίου. Και εκεί εκάλει τας Μούσας και επίστευεν ότι θα ήρχοντο εις την μοναξίαν εκείνην διά να τον βοηθούν εις τας περί έρωτος ομιλίας του. Δεν εντρέπετο δε, άνθρωπος γέρων, να καλή παρθένους διά να λάβουν μέρος εις τας φιλοπαιδικάς διαλέξεις του• και ημείς θα νομίσωμεν ότι και απρόσκλητοι ακόμη δεν θα έλθουν εις μέρος τόσον ωραίον; Δεν προσφέρομεν εις αυτάς μόνον σκιάν και κάλλος πλατάνου, και αν ακόμη αντί της πλατάνου του Ιλισσού πρόκειται περί της χρυσής πλατάνου του βασιλέως των Περσών. Εκείνη μόνον διά την πολυτέλειάν της ήτο θαυμαστή• τέχνη δε ή κάλλος ή τέρψις ή συμμετρία και ευρυθμία δεν συνυπήρχον ούτε ενεμιγνύοντο με τον χρυσόν, αλλ' ήτο το θέαμα βαρβαρικόν, πλούτος μόνον, προκαλών τον φθόνον των βλεπόντων και την έπαρσιν των εχόντων. Έπαινος κανείς. Αλλ' ούτε εσκοτίζοντο οι Αρσακίδαι {41} διά τα ωραία πράγματα, ούτε χάριν της τέρψεως επεδείκνυαν την πολυτέλειάν των και δεν εφρόντιζον να κινήσουν εις έπαινον τους θεατάς, αλλά να τους εκπλήξουν• διότι δεν είνε φιλόκαλοι, αλλά φιλόπλουτοι οι βάρβαροι. Το κάλλος δε του οίκου τούτου δεν είνε δι' οφθαλμούς βαρβάρων, ούτε διά Περσικήν αλαζονείαν ή βασιλικήν καύχησιν, αλλ' ούτε και διά πένητας• έχει ανάγκην ευφυούς θεατού ο οποίος να μη βλέπη μόνον με τους οφθαλμούς, αλλά και η σκέψις να παρακολουθή την όρασιν. Ότι βλέπει προς το κάλλιστον μέρος της ημέρας — κάλλιστον δε και ποθεινότατον αυτής είνε η ανατολή — και μόλις ανατείλη ο ήλιος, τον υποδέχεται και πληρούται φωτός απλέτου άμα ανοιχθώσιν αι θύραι, ότι έχει την διεύθυνσιν των αρχαίων ναών, ότι αναλογεί το μήκος προς το πλάτος και αμφότερα ταύτα προς το ύψος, ότι τα παράθυρα είνε μεγάλα και ανοίγονται προς όλα τα σημεία του ορίζοντος και ανταποκρίνονται προς όλας τας ώρας του έτους,—πάντα ταύτα δεν είνε ευχάριστα και άξια επαίνων;
Προσέτι δύναταί τις να θαυμάση εις την οροφήν το ωραίον μετά του απερίττου, το ανεπίλυπτον του διακόσμου και την συμμετρίαν και ευπρέπειαν των χρυσωμάτων, και ότι η χρήσις του χρυσού έγινε κατά τρόπον ώστε να μη υποπτεύη τις φειδώ, αλλά να διακρίνη φιλόκαλον λιτότητα, όπως εις γυναίκα σεμνήν και ωραίαν αρκεί διά ν' αναδείξη το κάλλος της ή λεπτόν περιδέραιον περί τον τράχηλον ή εις τον δάκτυλον δακτύλιος καλλιτεχνικός, ή ενώτια, ή πόρπη ή ταινία συγκρατούσα την κόμην και τοσούτον προσθέτουσα εις το κάλλος όσον εις το ένδυμα η πορφύρα. Εξ εναντίας αι εταίραι και μάλιστα αι ασχημότεραι εξ αυτών και το ένδυμα έχουν ολόκληρον πορφυρούν και ο τράχηλος των είνε κατακόσμητος με χρυσόν, διότι εις την πολυτέλειαν επιζητούν το θελκτικόν και τας ατελείας του κάλλους των προσπαθούν να καλύψουν και συμπληρώσουν διά του στολισμού. Διότι νομίζουν ότι και οι βραχίονες των θα γίνουν λαμπρότεροι όταν προσθέσουν εις αυτούς την λάμψιν του χρυσού, και η δυσμορφία του ποδός θα κρυφτή υπό του χρυσού υποδήματος και αυτό το πρόσωπον θα γίνη ερασμιώτερον βλεπόμενον ομού με λάμποντα κοσμήματα. Και εκείναι μεν ούτω σκέπτονται. Η δε σεμνή γυνή του χρυσού κάμνει χρήσιν εις τον στολισμόν της μετρίως και κατά το πρέπον• πιστεύω μάλιστα ότι δεν θα ησχύνετο και εντελώς ακόσμητον και γυμνόν να δείξη το κάλλος της.
Λοιπόν και η οροφή του οίκου τούτου, ή μάλλον η κεφαλή, και καθ' εαυτήν μεν παρουσιάζει ευχάριστον όψιν, ο δε χρυσός την στολίζει τόσον, όσον και ο ουρανός κατά την νύκτα λαμπρύνεται υπό των άστρων κατά διαστήματα και φαίνεται ως σπαρμένος από πύρινα άνθη. Εάν δε ήτο ολόκληρος πυρ, δεν θα μας εφαίνετο ωραίος, αλλά φοβερός. Δύναταί τις δε και να παρατηρήση ότι εδώ ο χρυσός δεν είνε ανωφελής, ούτε μόνον διά την τέρψιν των οφθαλμών εγκατεσπαρμένος εις τον λοιπόν διάκοσμον, αλλ' εκπέμπει και ιδιαιτέραν λάμψιν και ολόκληρον τον οίκον λαμπρύνει με την ακτινοβολίαν του• διότι όταν το φως προσπίπτη επ' αυτού και των χρωμάτων, λάμπουν από κοινού και η ζωηρότης των διπλασιάζεται.
Τα υψηλά και κορυφαία μέρη του οίκου είνε τοιαύτα, ώστε έχουν ανάγκην εγκωμιαστού όπως ο Όμηρος, διά να τον ονομάση υψόροφον, όπως τον θάλαμον της Ελένης, ή αιγλήεντα, όπως τον Όλυμπον. Τον δε άλλον διάκοσμον και τας ζωγραφιάς των τοίχων και των χρωμάτων τα κάλλη και την ζωηρότητα εκάστου, την τελειότητα και την φυσικότητα, ορθώς δύναταί τις να παραβάλλη προς την εαρινήν όψιν ευανθούς λειμώνος, με την διαφοράν ότι η μεν άνθησις εκείνη μαραίνεται και αποβάλλει το κάλλος, ενώ το έαρ τούτο είνε παντοτεινόν και ο λειμών αμάραντος και τα άνθη αθάνατα, καθότι μόνον η όρασις τα εγγίζει και δρέπει την ηδονήν του θεάματος.
Τις λοιπόν δύναται να μη ενθουσιασθή βλέπων τόσα και τοιαύτα ωραία πράγματα και τις δεν θα παρακινηθή και υπέρ την δύναμίν του να ομιλήση εν μέσω αυτών, σκεπτόμενος ότι θα είνε μεγάλη εντροπή να φανή κατώτερος των αντικειμένων τα οποία βλέπει; Το θέαμα των ωραίων πραγμάτων θέλγει όχι μόνον τους ανθρώπους, αλλά και αυτά τα ζώα• και ο ίππος μου φαίνεται ότι με περισσοτέραν ευχαρίστησιν τρέχει εις μέρος επίπεδον και εις έδαφος μαλακόν, το οποίον δέχεται απαλά το πάτημα και ενδίδει ολίγον εις τον πόδα και δεν τον απωθεί με τραχύτητα. Τότε ο ίππος τερπόμενος αναπτύσσει όλον του τον δρόμον και, αφηνόμενος καθ' ολοκληρίαν εις την ορμήν του, αμιλλάται και προς το κάλλος της πεδιάδος. Το δε παγώνι, όταν αρχίζη η άνοιξις και ευρίσκεται εις λειμώνα, όπου τα άνθη ανοίγουν δροσερά και με χρωματισμούς ζωηρούς και ερασμίους, ανοίγει τα πτερά του και τα επιδεικνύει εις την λάμψιν του ηλίου, ανυψώνει την ουράν και την σχηματίζει εις κύκλον, επιδεικνύον τα ιδικά του άνθη και το έαρ των πτερών, ως αν ο λειμών το προκαλή εις άμιλλαν. Στρέφεται δε περί εαυτό και περιφέρεται και περιάγει εν πομπή τα κάλλη του. Τότε φαίνεται και θαυμασιώτερον υπό το φως, διότι τα χρώματά του μεταβάλλονται και μετατρέπονται και αλλάσσουν κάλλος. Τούτο δε συμβαίνει ιδίως εις τους κύκλους τους οποίους έχει εις τα άκρα των πτερών και τους οποίους περιβάλλουν οι χρωματισμοί της ίριδος. Ό,τι προ ολίγου εφαίνετο ως χαλκός, άμα ολίγον μετακινηθή, παρουσιάζει όψιν χρυσού, και εκείνο το οποίον εις το φως του ηλίου φαίνεται κυανούν, άμα σκιασθή, μεταβάλλεται εις πρασινωπόν• τόσον μεταχρωματίζεται εις το φως το πτέρωμά του. Ότι δε και η θάλασσα είνε ικανή να μας προκαλέση και μας κινήση εις επιθυμίαν όταν φαίνεται γαληνιαία, το γνωρίζετε και χωρίς να το είπω• και εντελώς χερσαίος και άπειρος των ταξειδίων αν είνε τις, πάντως επιθυμεί να εισέλθη εις πλοίον, ν' ακτοπλοήση ή ν' ανοιχθή εις το πέλαγος, μάλιστα εάν βλέπη ότι ο άνεμος είνε ούριος και ελαφρώς κολπεί το ιστίον, το δε πλοίον μαλακά και ελαφρά ολισθαίνει επί των κυμάτων.
Λοιπόν και του οίκου τούτου το κάλλος είνε ικανόν και να εμπνεύση ρήτορα και να εξυψώση την ευφράδειάν του και κατά πάντα τρόπον να συντελέση ώστε ν' αναδειχθή. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω και έχω περί τούτων πεποίθησιν• και εις τον οίκον τούτον ήλθα διά να ομιλήσω, ελκόμενος υπό του κάλλους του, ως υπό μαγείας ή Σειρήνος• ελπίζω δε, και αν μέχρι τούδε οι λόγοι μου ήσαν μέτριοι, να αναδειχθούν εδώ ωραίοι, καθότι το περιβάλλον θα χρησιμεύση εις αυτούς ως λαμπρόν ένδυμα.
Αλλ' ενώ ωμίλουν, άλλος ρήτωρ, ουχί αξιοπεριφρόνητος, αλλά μάλιστα πολύ άξιος της προσοχής σας, ως διατείνεται, απεπειράτο να με διακόψη και αντικρούση τα λεγόμενα. Τώρα δε ότε έπαυσα λέγει ότι δεν είνε αληθή και απορεί πώς υποστηρίζω ότι κατάλληλον προς επίδειξιν ευφραδείας είνε το κάλλος οίκου κοσμημένου με χρώματα και χρυσόν, ενώ κατά την γνώμην του το εναντίον είνε αληθές. Αλλά μάλλον, αν θέλετε, αυτός ας σηκωθή και ας αναπτύξη τας ιδέας του ενώπιον υμών ως δικαστών και ας είπη διατί θεωρεί συντελεστικώτερον και ευνοϊκώτερον προς την ευγλωττίαν την απλότητα και την ασχημίαν του περιβάλλοντος. Ηκούσατε τους ιδικούς μου λόγους, ώστε δεν νομίζω αναγκαίον να δευτερολογήσω περί του αυτού θέματος. Αυτός δε ας ομιλήση τώρα και εγώ θα του παραχωρήσω την θέσιν μου και θα σιωπήσω.
Ο προλαλήσας ρήτωρ, ω άνδρες δικασταί, είπε πολλούς και μεγάλους επαίνους δι' αυτόν τον οίκον και με την ευφράδειάν του τον εστόλισε• εγώ δε όχι μόνον δεν θα τον ψέξω, αλλά και νομίζω ότι πρέπει να υπερθεματίσω εις όσα εκείνος είπε. Διότι όσω ωραιότερος θα σας φανή, τόσον ακατάλληλος προς εκφώνησιν λόγου θ' αποδειχθή. Και εν πρώτοις, επειδή ο αντίπαλος ωμίλησε περί γυναικών, στολισμού και χρυσού, θα επιτρέψετε και εις εμέ να μεταχειρισθώ το αυτό παράδειγμα. Λέγω λοιπόν ότι ο πλούσιος στολισμός όχι μόνον δεν αναδεικνύει το κάλλος μιας ωραίας γυναικός, αλλά και εναντιούται εις την εντύπωσιν αυτού, καθότι πάντες όσοι την βλέπουν καταπλήσσονται υπό του χρυσού και των πολυτίμων λίθων, αντί να θαυμάζουν το χρώμα της γυναικός ή το βλέμμα ή τον τράχηλον, τον βραχίονα ή τους δακτύλους• ο θεατής παραβλέπτων ταύτα, στρέφει όλην του την προσοχήν εις τον σαρδικόν ή τον σμάραγδον, το περιδέραιον ή το βραχιόλι, είνε δε επόμενον εκείνη να λυπηθή βλέπουσα ότι παροράται και ότι οι στολισμοί της δεν αφήνουν τους θεατάς να την επαινούν, αλλ' υποβιβάζουν εις δευτέραν μοίραν το κάλλος της. Κατ' ανάγκην νομίζω ότι και ο επιδεικνύων λόγους εντός τόσων ωραίων οικοδομών θα πάθη το αυτό. Διότι εις το μέγεθος των πέριξ ωραίων πραγμάτων χάνεται το κάλλος των λόγων και αμαυρούται και εξαφανίζεται, όπως εάν εισαγάγη τις λύχνον εις πυρκαϊάν μεγάλην ή επιδείξη μύρμηκα επί ελέφαντος ή καμήλου.
Πρέπει λοιπόν ν' αποφεύγη τοιούτον περιβάλλον ο ρήτωρ, καθότι εκτός των άλλων και η φωνή του ταράσσεται και χάνει την ευκρίνειαν και την καθαρότητα εις μέρος τόσον εύηχον, το οποίον αντιλαλεί και αντιφωνεί και αντιλέγει, και καλύπτει την φωνήν η ηχώ, όπως η σάλπιγξ τον ήχον των αυλών εάν συμπέσουν, ή τους κελευστάς η θάλασσα, όταν συνοδεύουν την κωπηλασίαν με άσμα συγχρόνως με τον θόρυβον του κύματος• διότι επικρατεί ο μεγαλείτερος ήχος και καλύπτει την ασθενεστέραν φωνήν.
Αλλά και εκείνο το οποίον είπεν ο αντίπαλος, ότι ο ωραίος οίκος εμπνέει και ανυψόνει τον ρήτορα και τον παρακινεί έτι μάλλον εις την εκφώνησιν λόγου, μου φαίνεται ότι δεν είνε αληθές, αλλ' ότι μάλιστα συμβαίνει το εναντίον. Εκπλήττει δηλαδή και προξενεί συστολήν και συνταράσσει την σκέψιν και καθιστά δειλότερον τον ρήτορα, σκεπτόμενον πόσον θ' αποτύχη αν οι λόγοι του δεν φανούν όμοιοι προς το ωραίον περιβάλλον. Ουδείς άλλος δύναται να φανή τόσον δειλός όσον εκείνος ο οποίος, φορών ωραίαν πανοπλίαν, τρέπεται εις φυγήν προ των άλλων• τα ωραία όπλα καθιστούν φανερωτέραν την δειλίαν του. Τούτο δε νομίζω ότι υπελόγιζε και ο ρήτωρ εκείνος του Ομήρου, όστις περί ωραιότητος ελάχιστον εφρόντιζε, παρουσιάζετο δε ως απλοϊκός και εντελώς άπειρος άνθρωπος, διά να φαίνεται απροσδόκητον και επομένως να κάμνη περισσοτέραν εντύπωσιν το κάλλος των λόγων του. Άλλως τε δεν είνε δυνατόν παρά και η σκέψις του ρήτορος ν' απασχολείται υπό του θεάματος και η προσοχή του να περισπάται και ελαττούται, καθότι θα προσέχη περισσότερον εις το να βλέπη παρά να σκέπτεται και το θέαμα θα τον προσελκύη και δεν θα τον αφήνη να προσέχη εις τα λεγόμενα και δεν είνε δυνατόν παρά να φανή κατώτερος εαυτού, αφού το πνεύμα του θ' αντιπερισπάται υπό του κάλλους και του πλούτου των αντικειμένων τα οποία θα βλέπη. Παραλείπω ότι και οι παρόντες, οίτινες προσήλθον διά να τον ακούσουν εντός τοιούτου οίκου, από ακροατών θα γίνουν θεαταί και πρέπει να έχη κανείς το ρητορικόν θέλγητρον του Δημοδόκου ή του Φημίου, του Θαμύριδος ή του Αμφίωνος ή του Ορφέως, ώστε να δυνηθή ν' αποσπάση το πνεύμα αυτών από τα θεάματα. Έκαστος εξ αυτών ευθύς άμα εισέλθη και ευρεθή εν μέσω τόσον θαυμασίων θεαμάτων θα προσηλωθή εις αυτά και θα χάση πάσαν προσοχήν και ενδιαφέρον διά τους λόγους, εκτός αν είνε εντελώς τυφλός ή, όπως συνεδριάζει η βουλή του Αρείου Πάγου, η ακρόασις του λόγου γίνεται εν καιρώ νυκτός και εις το σκότος. Ότι δε η δύναμις των λόγων δεν δύναται να ανταγωνισθή προς το θέλγητρον της δράσεως μαρτυρεί και ο περί των Σειρήνων μύθος παρατιθέμενος εις τον περί των Γοργόνων• διότι αι πρώται κατεγοήτευον τους πλησίον πλέοντας διά των ασμάτων και της μελωδίας των, αλλ' η γοητεία αύτη είχεν ανάγκην διαρκείας τινός διά να φέρη αποτέλεσμα, το οποίον σημαίνει ότι δεν ήτο πανίσχυρος• υπάρχει δε και παράδειγμα ανθρώπου όστις κατώρθωσε να διέλθη χωρίς να παρασυρθή υπό του θέλγητρου του άσματος. Το κάλλος όμως των Γοργόνων ήτο ισχυρότατον, και θίγον την ψυχήν εις τα καιριώτατα, έφερεν αμέσως εις έκστασιν και αφασίαν τους βλέποντας, καθώς δε ο μύθος λέγει, και απελιθούντο υπό του θαυμασμού. Επομένως και εκείνο το οποίον είπε περί του παγονιού ο αντίπαλος νομίζω ότι συνηγορεί υπέρ της ιδέας μου• διότι και εκείνου το θέλγητρον υπάρχει εις την όψιν και όχι εις την φωνήν. Και αν τις παρουσιάση μίαν αηδόνα ή ένα κύκνον και τους βάλη να κελαδήσουν, ενώ δε κελαδούν παρουσιάση και παγόνι το οποίον να σιωπά, δεν έχω αμφιβολίαν ότι προς αυτό θα στραφή η ψυχή του θεατού, μη προσέχουσα πλέον εις τα άσματα εκείνων. Τόσον ακαταγώνιστος φαίνεται ότι είνε η διά της οράσεως τέρψις.
Και αν θέλετε θα επικαλεσθώ την μαρτυρίαν ανδρός σοφού, όστις θα μαρτυρήση ότι πολύ επικρατέστερα των λεγομένων είνε τα βλεπόμενα. Λοιπόν, κήρυξ, κάλεσε τον εξ Αλικαρνασσού Ηρόδοτον τον υιόν του Λύξου• και επειδή ο σοφός εκείνος υπήκουσεν εις την πρόσκλησιν, ας παρουσιασθή και ας μαρτυρήση. Επιτρέψατέ του δε να ομιλήση. προς υμάς Ιονιστί κατά την συνήθειάν του• Όσα είπε προς υμάς, ω άνδρες δικασταί, ο ρήτωρ ούτος, διά ν' αποδείξη την υπεροχήν της δράσεως προς την ακοήν είνε αληθή• ώτα γαρ απιστότερα οφθαλμών τυγχάνει εόντα». Ακούετε τι λέγει ο μάρτυς και πώς εις την όρασιν αποδίδει τα πρωτεία• και πολύ δικαίως• διότι οι μεν λόγοι είνε πτερωτοί, δι' ο και λέγονται έπη πτερόεντα, και άμα εξέλθουν εκ του στόματος πετούν και φεύγουν• η τέρψις όμως των θεαμάτων είνε διαρκεστέρα και, παραμένουσα επί πολύ, κατορθώνει πάντως να υποτάξη τον θεατήν•
Πώς λοιπόν να μη είνε δεινός ανταγωνιστής του ρήτορος οίκος τόσον ωραίος και αξιοθαύμαστος; Αλλά δεν ανέφερα ακόμη το μεγαλείτερον επιχείρημα, ότι δηλαδή και σεις οι δικασταί, ενώ ημείς ομιλούμεν, στρέφετε το βλέμμα σας προς την οροφήν και θαυμάζετε τους τοίχους και εξετάζετε τας τοιχογραφίας την μίαν μετά την άλλην. Και δεν πρέπει να εντρέπεσθε διά τούτο, διότι το πάθημά σας είνε εντελώς ανθρώπινον και τοσούτω μάλλον συγνωστόν καθ' όσον τα αντικείμενα τα οποία προσελκύουν την προσοχήν σας είνε τόσον ωραία και τόσον ποικίλα. Η τελειότης της τέχνης και η ακρίβεια με την οποίαν έχουν εξεικονισθή αυταί αι ιστορικαί παραστάσεις συνδυάζουν αληθώς το ωφέλιμον μετά του τερπνού, διότι μετά της τέρψεως δίδουν μαθήματα αρχαίας ιστορίας και έχουν ανάγκην θεατών σοφών. Και διά να μη μας εγκαταλείψετε εντελώς ημάς τους ρήτορας και στρέψετε εξ ολοκλήρου την προσοχήν σας εις τα θεάματα εκείνα, θα προσπαθήσω να σας τα περιγράψω διά του λόγου. Ελπίζω δε ότι θα ευχαριστηθήτε ακούοντες εκείνα τα οποία και βλέποντες θαυμάζετε. Ίσως δε και διά τούτο θα μ' επαινέσετε και θα με προτιμήσετε από τον αντίπαλον, καθότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα διπλασιάσω την τέρψιν σας. Βλέπετε δε πόσον δύσκολον είνε το τόλμημά μου, να επιχειρήσω χωρίς χρώματα, χωρίς σχήματα και πίνακα να γράψω τοιαύτας εικόνας• διότι η ζωγραφική των λόγων είνε τέχνη με μικρά εφόδια.
Δεξιά λοιπόν όπως εισερχόμεθα, η ιστορία ενός ήρωος εξ Άργους αναμιγνύεται προς γεγονός το οποίον συνέβη εις την Αιθιοπίαν• ο Περσεύς φονεύει το κήτος, ελευθερώνει την Ανδρομέδαν και μετ' ολίγον θα την νυμφευθή και θα την οδηγήση εις την Ελλάδα. Το επεισόδιον τούτο είνε συνέχεια της εκστρατείας του κατά των Γοργόνων. Και ο τεχνίτης εις μικρόν χώρον περιέλαβε πολλά αισθήματα, όπως την αιδημοσύνην και τον φόβον της παρθένου, ήτις εκ του ύψους του βράχου παρατηρεί την μάχην, και την ερωτικήν τόλμην του νέου και την φοβεράν όψιν του θηρίου. Και τούτο μεν ακολουθεί με ωρθωμένας τας ακάνθας του και ανοίγον φοβερόν στόμα• ο δε Περσεύς με την αριστεράν επιδεικνύει την κεφαλήν της Μεδούσης, με την δεξιάν δε διαπερά το θηρίον με το ξίφος του. Και το κήτος όσον μεν αντίκρυσε την Μέδουσαν απελιθώθη ήδη, όσον δε μένει εισέτι ζωντανόν κατακόπτεται διά του ξίφους.
Κατόπιν της εικόνος ταύτης έρχεται η παράστασις μιας δικαιοτάτης τιμωρίας, την οποίαν ο ζωγράφος υποθέτω ότι παρέλαβεν από τον Ευριπίδην ή τον Σοφοκλήν, διότι και εκείνοι εζωγράφισαν παρομοίαν εικόνα. Οι δύο νέοι και φίλοι, ο εκ Φωκίδος Πυλάδης και ο θεωρούμενος ως αποθανών ήδη Ορέστης, εισέρχονται εις τα ανάκτορα και χωρίς να εννοηθούν φονεύουν τον Αίγισθον.
Η Κλυταιμνήστρα έχει ήδη φονευθή και φαίνεται ημίγυμνος επί τινος κλίνης• οι δε θεράποντες όλοι, κατάπληκτοι διά τα γενόμενα, φαίνονται άλλοι μεν ότι κραυγάζουν, άλλοι δε ότι παρατηρούν γύρω διά να εύρουν μέρος να φύγουν. Αξιοπαρατήρητος δε είνε η λεπτότης του καλλιτέχνου όστις ό,τι υπάρχει ασεβές εις το γεγονός, το οποίον εξεικονίζει, το δεικνύει ως τετελεσμένον και ως τοιούτον το παρατρέχει και παρουσιάζει τους δύο νέους καθ' ην στιγμήν φονεύουν τον μοιχόν.
Έπειτα φαίνεται θεός ωραίος εις εφηβικήν ηλικίαν, καταγινόμενος εις χαρίεσσαν παιδιάν. Ο Βράγχος καθήμενος επί πέτρας κρατεί υψηλά λαγόν και παίζει δεικνύων αυτόν προς τον σκύλλον του, ο οποίος φαίνεται έτοιμος να πηδήση εις ύψος και ν' αρπάση τον λαγόν. Παρίσταται δε εις την σκηνήν και ο Απόλλων, ο οποίος μειδιά τερπόμενος να βλέπη και το παιγνίδι του παιδιού και τας προσπαθείας του σκύλλου.
Έπειτα πάλιν παρουσιάζεται ο Περσεύς εις τα προ του φόνου του κήτους κατορθώματά του και φαίνεται αποκόπτων την κεφαλήν της Μεδούσης, ενώ η Αθηνά τον σκεπάζει με την ασπίδα της. Ο Περσεύς κάμνει το ανδραγάθημα χωρίς να το βλέπη, διότι παρατηρεί την Γοργόνα επί της ασπίδος ως εις κάτοπτρον, γνωρίζων ότι, αν την ητένιζε κατ' ευθείαν, το αποτέλεσμα θα ήτο ν' απολιθωθή. Εις το άνω δε μέρος του μεσαίου τοίχου, του απέναντι της θύρας, υπάρχει ναός της Αθηνάς, εις τον οποίον η θεά παρίσταται δι' αγάλματος εκλεκτού λίθου, όχι όμως με πολεμικήν αμφίεσιν, αλλ' ως θεά πολεμική ησυχάζουσα. Μετ' αυτήν άλλη Αθηνά, όχι λιθίνη αυτή, αλλά ζωγραφιστή, την οποίαν καταδιώκει ερωτικώς ο Ήφαιστος, και αυτή φεύγει• εκ της διώξεως δε εκείνης εγεννήθη ο Εριχθόνιος.
Έπεται άλλη εξεικόνισις μύθου αρχαίου. Ο τυφλός Ωρίων φέρει επί των ώμων του τον Κηδαλίωνα, ο οποίος του δεικνύει την οδόν προς το φως. Και ο ήλιος ανατείλας θεραπεύει την τύφλωσιν του Ωρίωνος, ο δε Ήφαιστος βλέπει τα τελούμενα εκ της Λήμνου. Εις άλλην εικόνα κατόπιν παρίσταται ο Οδυσσεύς υποκρινόμενος τον παράφρονα, διότι δεν ήθελε να συνεκστρατεύση με τους Ατρείδας• είνε δε παρόντες και οι πρέσβεις, οίτινες ήλθον να τον καλέσουν εκ μέρους των Ατρειδών. Η υπόκρισις της παραφροσύνης είνε πιθανή• ο Οδυσσεύς έχει ζεύξη το όχημα κατά τρόπον τόσον ανόητον, ώστε φαίνεται ότι δεν γνωρίζει τι πράττει• προδίδεται όμως εξ αιτίας του μικρού του τέκνου. Ο Παλαμήδης του Ναυπλίου, εννοήσας την πανουργίαν, αρπάζει τον Τηλέμαχον και ξιφουλκήσας απειλεί να τον φονεύση και εις την υπόκρισιν της παραφροσύνης αντιτάσσει την κωμωδίαν της οργής• ο δε Οδυσσεύς φοβηθείς παύει να υποκρίνεται τον τρελλόν• το πατρικόν φίλτρον υπερισχύει και τον επαναφέρει εις την αλήθειαν.
Εις την τελευταίαν εικόνα παρίσταται η Μήδεια, διακαιομένη υπό της ζηλοτυπίας, βλέπουσα τα τέκνα της με βλέμμα άγριον και φαινομένη ότι κάτι κακόν σκέπτεται• κρατεί δε ήδη το ξίφος, τα δε δυστυχή παιδία κάθηνται γελώντα, ουδέν εκ των μελλόντων να γίνουν υποπτεύοντα, μολονότι βλέπουν το ξίφος εις τας χείρας της μητρός των.
Λοιπόν, ω άνδρες δικασταί, δεν βλέπετε πώς όλα ταύτα προσελκύουν την προσοχήν του ακροατού και την συγκεντρώνουν εις το θέαμά των και αφήνουν μόνον τον ομιλούντα; Εγώ δε σας ανέφερα ταύτα όχι διά να θεωρήσετε τον αντίπαλον παράτολμον και θρασύν, αφού εξετέθη εις τόσον δύσκολον επιχείρησιν, και τον καταδικάσετε και τον μισήσετε και τον αφήσετε εις το μέσον του λόγου του, αλλά μάλλον διά να τον υποστηρίξετε και ει δυνατόν να τον ακούσετε με κλειστούς οφθαλμούς, έχοντες υπ' όψιν την δυσχέρειαν εις την οποίαν ευρίσκεται• διότι μόλις ούτω, αν του χρησιμεύσετε όχι ως δικασταί, αλλ' ως υποστηρικταί, θα δυνηθή να μη φανή παντάπασιν ανάξιος της πολυτελείας του οίκου. Μη εκπλαγήτε δε εάν κάμνω τοιαύτας παρακλήσεις χάριν αντιπάλου• η αγάπη μου προς τον οίκον τούτον είνε τόση, ώστε ήθελα και ο ρήτωρ όστις ομιλεί εντός αυτού ν' επιτύχη και διακριθή.
ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Ότι ουδέν είνε γλυκύτερον της πατρίδος έχει λεχθή προ πολλού. Αλλ' όχι μόνον γλυκύτερον, αλλά και σεπτότερον και ιερώτερον δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Διότι όλων, όσα οι άνθρωποι νομίζουν σεβαστά και ιερά, η πατρίς είνε η αιτία, η οποία και μας τα εδίδαξε και μας ανέθρεψεν εις την πίστιν και τον σεβασμόν αυτών. Οι περισσότεροι εκ των ανθρώπων θαυμάζουν τα μεγέθη, τας λαμπρότητας και τας πολυτελείς οικοδομάς των πόλεων, αλλά τας πατρίδας αγαπούν όλοι. Και δεν υπάρχει κανείς και εκ των πλέον τερπομένων εις τα ταξείδια και τα θεάματα, όστις να παρεσύρθη τόσον εις τον θαυμασμόν του δι' όσα θαυμαστά είδεν εις ξένας χώρας, ώστε να λησμονήση την πατρίδα του. Εκείνος δε ο οποίος υπερηφανεύεται διότι είνε πολίτης ευδαίμονος πόλεως, μου φαίνεται ότι αγνοεί ποίον σεβασμόν πρέπει να απονέμη εις την πατρίδα του. Εγώ τουλάχιστον τέρπομαι να τιμώ και αυτό το όνομα της πατρίδος μου. Διότι όταν συγκρίνωμεν διαφόρους πόλεις μεταξύ των, πρέπει να εξετάζωμεν το μέγεθος, το κάλλος και την αφθονίαν των χρησίμων πραγμάτων. Αλλ' όταν πρόκειται περί εκλογής, ουδείς θα προτιμήση αντί της πατρίδος του άλλην πόλιν ως λαμπροτέραν, αλλά θα ηύχετο μεν να ήτο και η πατρίς του ομοία με τας πλουσιωτέρας, προτιμά όμως αυτήν οιαδήποτε και αν είνε. Τούτο δε ακριβώς πράττουν και τα καλά τέκνα και οι χρηστοί πατέρες• διότι ούτε υιός καλός και ενάρετος δύναται να προτιμήση άλλον αντί του πατρός του, ούτε πατήρ δύναται να παραμελήση τον υιόν του και αντ' αυτού ν' αγαπήση άλλον ως τέκνον του• εξ εναντίας τόσον οι πατέρες τυφλούνται υπό του φίλτρου των, ώστε τα τέκνα των φαίνονται εις αυτούς τα ωραιότερα και ευρωστότερα και υπό πάσαν έποψιν καλλίτερα• εκείνος δε ο οποίος δεν βλέπει κατ' αυτόν τον τρόπον το τέκνον του, δεν μου φαίνεται να έχη οφθαλμούς πατρός.
Της πατρίδος λοιπόν το όνομα είνε το πρώτον και οικειότατον εις όλους• διότι ουδέν μας είνε οικειότερον από τον πατέρα μας. Εάν δέ τις απονέμη εις τον πατέρα του τον δίκαιον σεβασμόν, όπως και ο νόμος και η φύσις προστάζουν, έπεται ότι πρέπει και την πατρίδα προ πάντων να σέβεται και αγαπά. Διότι και αυτός ο πατήρ ανήκει εις την πατρίδα και ο πατήρ του πατρός και όλοι οι πρόγονοι και μέχρι των πατρίων θεών φθάνει το όνομα. Και αυτοί οι θεοί αγαπούν τας πατρίδας των• ναι μεν εποπτεύουν όλα τα ανθρώπινα και θεωρούν ως κτήσεις αυτών όλην την γην και την θάλασσαν, αλλ' έκαστος εξ όλων των πόλεων προτιμά το μέρος εις το οποίον εγεννήθη. Ούτω αι πλέον σεβασταί πόλεις είνε εκείναι αίτινες υπήρξαν πατρίδες θεών, και αι ιερώτεραι νήσοι είνε εκείναι εις τας οποίας τιμάται η γέννησις θεών και αι πλέον ευάρεστοι λατρείαι εις τους θεούς είνε εκείναι αίτινες προσφέρονται εις την ιδιαιτέραν εκάστου πατρίδα. Αφού δε εις τους θεούς είνε τόσον αγαπητόν το όνομα της πατρίδος, πώς να μη είνε ακόμη περισσότερον εις τους ανθρώπους; Από την πατρίδα του είδεν έκαστος κατ' αρχάς τον ήλιον• καίτοι δε ο θεός ούτος είνε κοινός εις όλους, έκαστος όμως τον νομίζει ως θεόν πατρικόν, διότι κατά πρώτον τον είδεν από την πατρίδα του.
Εις την πατρίδα του ήρχισε και να λαλή, διδαχθείς πρώτον την διάλεκτον του τόπου του, και εκεί εγνώρισε τους θεούς. Εάν δε κανείς εγεννήθη εις πατρίδα τόσω μικράν, ώστε ν' αναγκασθή να μεταβή εις άλλην προς ευρυτέραν εκπαίδευσιν, και την εκπαίδευσιν ταύτην οφείλει εις την πατρίδα του• διότι άνευ της πατρίδος του ουδέ το όνομα και την ύπαρξιν της πόλεως εκείνης θα εμάνθανε.
Νομίζω ότι οι άνθρωποι πάσαν τέχνην και μάθησιν αποκτούν διά να γίνουν ούτω χρησιμότεροι εις την ιδιαιτέραν πατρίδα. Αποκτούν δε και περιουσίας παρακινούμενοι υπό της φιλοτιμίας να συνεισφέρουν και υπέρ των κοινών της πατρίδος αναγκών. Και τούτο κατά την γνώμην μου είνε καθήκον αυτών, διότι δεν πρέπει να φαίνωνται αχάριστοι, αφού εις την πατρίδα οφείλουν τας μεγίστας ευεργεσίας. Εάν θεωρούμεν καθήκον να αποδίδωμεν τας ευεργεσίας εις τα άτομα, κατά μείζονα λόγον οφείλομεν ν' ανταμείβωμεν τας προς ημάς ευεργεσίας της πατρίδος. Αι πόλεις έχουν νόμους τιμωρούντας τα τέκνα τα οποία φαίνονται αχάριστα προς τους γονείς• πρέπει λοιπόν και εις την κοινήν πάντων μητέρα, την πατρίδα, να ευγνωμονούμεν, διότι μας ανέθρεψε και διότι μας εδίδαξε τους νόμους.
Δεν υπάρχει παράδειγμα ανθρώπου όστις μεταβάς εις άλλην πόλιν ελησμόνησε τον τόπον εις τον οποίον εγεννήθη. Αλλά και εκείνοι οίτινες δυστυχούν εις τα ξένα, συχνά ενθυμούνται την πατρίδα, ως το μέγιστον των αγαθών• και εκείνοι οι οποίοι ευτυχούν, μολονότι κατά τα άλλα είνε ευχαριστημένοι, θεωρούν ως μεγίστην στέρησιν ότι δεν κατοικούν εις την πατρίδα, αλλ' εις ξένην γην. Το ξενήτευμα φαίνεται ως όνειδος• διά τούτο δε και όσοι εις τα ξένα κατώρθωσαν να αναδειχθούν είτε διά του πλούτου, είτε διά της δόξης, είτε διά της παιδείας, είτε δι' ανδραγαθημάτων, βλέπομεν να σπεύδουν να επανέλθουν εις την πατρίδα και να νομίζουν ότι μόνον εκεί δύνανται να απολαύσουν καλλίτερα την ευτυχίαν των. Τοσούτω δε μάλλον επιθυμεί τις να επιστρέψη εις την πατρίδα του, όσω περισσότερον τιμάται μακράν αυτής.
Και οι νέοι αγαπούν την πατρίδα• αλλά και οι γέροντες όσον αυξάνει η φρόνησίς των, τόσον διακαέστερος γίνεται ο προς την πατρίδα πόθος των. Πάντες οι γηράσαντες εύχονται και σπεύδουν ν' αποθάνουν εις την πατρίδα των• εκεί όπου ήρχισαν να ζουν θέλουν και να τελευτήσουν και να καταθέσουν το σώμα των εις την γην, ήτις τους ανέθρεψε και εις τους προγονικούς των τάφους. Εις όλους φαίνεται δυστύχημα μέγα να μένουν και μετά θάνατον εις την ξενητειάν και να κοιμώνται τον αιώνιον εις ξένην γην.
Παρά των αυτοχθόνων δύναταί τις να μάθη πόσον οι γνήσιοι πολίται είνε αφωσιωμένοι εις την πατρίδα των. Οι ξένοι, ως νόθοι, ευκόλως μεταναστεύουν, ούτε γνωρίζοντες, ούτε αγαπώντες πατρίδος όνομα• έχοντες δε ως μέτρον ευτυχίας την ικανοποίησιν των τέρψεων του στομάχου των, θεωρούν ως πατρίδα πάντα τόπον, εις τον οποίον θα έχουν τα προς την ζωήν χρήσιμα. Αλλ' εκείνοι διά τους οποίους η πατρίς είνε αληθής μήτηρ, αγαπούν την γην όπου εγεννήθησαν και ανετράφησαν, αδιάφορον αν είνε μικρά και τραχεία και άγονος• και όταν δεν δύνανται να επαινέσουν την γονιμότητα και την ωραιότητα της γης, πάλιν δεν δυσκολεύονται να εύρουν λόγους διά να εγκωμιάζουν την πατρίδα των. Αν άλλοι υπερηφανεύωνται διά τας ευρείας πεδιάδας του τόπου των, διά τους λειμώνας και την ποικίλην φυτείαν αυτών, και αυτοί ευρίσκουν τρόπον να εγκωμιάσουν την πτωχήν πατρίδα• μη δυνάμενοι να την λέγουν ιπποτρόφον, την επαινούν ως κουροτρόφον.{42}
Και νησιώτης αν είνε τις και δύναται να ευτυχή εις ξένην χώραν, πάλιν ποθεί να επανέλθη εις την πατρίδα του• και αθανασία αν του προσφέρουν, προτιμά ν'αποθάνη και να ταφή εις την πατρίδα του. Της πατρίδος ο καπνός θα του φανή λαμπρότερος από το πυρ της ξενητειάς.
Τόσον δε πολύτιμον είνε γενικώς της πατρίδος το όνομα, ώστε και οι νομοθέται εις όλας τας χώρας ως μεγαλειτέραν τιμωρίαν επέβαλαν την εξορίαν. Δεν φρονούν δε μόνον οι νομοθέται ούτω, αλλά και οι διοικούντες στρατούς• και εις τας μάχας ως μεγίστην παρακίνησιν θεωρούν να λέγουν εις τους στρατιώτας ότι ο πόλεμος γίνεται χάριν της πατρίδος. Και ουδείς ο μη φιλοτιμούμενος εκ τούτου να πολεμήση καλώς. Το όνομα της πατρίδος και τον δειλόν μεταβάλλει εις ανδρείον.
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΨΑΔΩΝ
Προλαλιά.
Τα νότια μέρη της Λιβύης καλύπτονται υπό βαθείας άμμου και κατακαίονται υπό του ηλίου• είνε δε εις μεγάλην έκτασιν έρημα, εντελώς άγονα, πεδινά καθ' ολοκληρίαν, και ούτε χλόη, ούτε φυτά, ούτε νερόν υπάρχει• εάν δε πουθενά εις τα κοιλώματα των πετρών διατηρείται ολίγον εκ της βροχής, και τούτο είνε βορβορώδες και βρωμερόν, όσον δε και αν διψά ο άνθρωπος δεν δύναται να πίη. Διά ταύτα η χώρα είνε ακατοίκητος. Αλλά πώς να κατοικηθή όταν έχη κλίμα τόσον φρικτόν και είνε τόσον ξηρά και άφορος; Είνε τόσος ο καύσων και τόσον φλογερός και πεπυρακτωμένος ο αήρ και τόσον βράζει η άμμος, ώστε η χώρα εκείνη αποβαίνει εντελώς άβατος.
Μόνον οι Γεράμαντες, λαός γειτονικός, εισχωρούν ενίοτε εις την έρημον ταύτην• είνε άνθρωποι σκηνίται, εύρωστοι και ευκίνητοι, ζώντες ως επί το πλείστον εκ της θήρας. Κυνηγούντες φθάνουν και μέχρι της ερήμου κατά το χειμερινόν ηλιοστάσιον, μάλιστα δε όταν έχη βρέξη και ο καύσων μετριάζεται, η δε άμμος ποτισθείσα γίνεται κάπως βατή. Θηρεύουν δε αγρίους όνους, στρουθοκαμήλους και μάλιστα πιθήκους και ενίοτε ελέφαντας• διότι αυτά μόνον τα ζώα αντέχουν εις την δίψαν και ανέχονται περισσότερον το υπερβολικόν καύμα του ηλίου. Αλλά και οι Γεράμαντες, άμα εξαντλήσουν τας τροφάς τας οποίας έχουν μεθ' εαυτών, επιστρέφουν αμέσως, φοβούμενοι μήπως η άμμος υπερθερμανθείσα καταστή δύσβατος και, μη δυνάμενοι να εξέλθουν, χαθούν ως εντός δικτύων μετά της λείας των. Τωόντι ο θάνατος αυτών είνε άφευκτος, εάν ο ήλιος, αφού απορροφήση τους υδρατμούς και καταξηράνη το έδαφος, γίνη φλογερώτερος, διότι εκ της υγρασίας, ήτις είνε τροφή του πυρός, ενισχύεται η θερμότης του.
Αλλά πάντα όσα ανέφερα, ο καύσων, η δίψα, η ερημία και το ότι ουδέν έχει τις να περιμένη εκ της γης, θα σας φανούν ολιγώτερον ανυπόφορα και επικίνδυνα από εκείνο το οποίον θα αναφέρω• και διά τούτο η χώρα εκείνη είνε κατ' εξοχήν άξενος, και οι άνθρωποι πρέπει να την αποφεύγουν. Ερπετά διάφορα, υπερμεγέθη και πολυπληθή και τερατώδη κατά τας μορφάς και φοβερά δηλητηριώδη υπάρχουν εις την έρημον εκείνην και άλλα μεν φωλεύουν και ζουν εντός της άμμου, άλλα δε τρέχουν εις την επιφάνειαν, φύσαλλοι, ασπίδες, έχιδναι, κεράσται, βουπρήσται, ακοντίαι, αμφίσβαιναι και δράκοντες, προσέτι δε δύο ειδών σκορπιοί, εκ των οποίων οι μεν βαδίζουν κάτω εις το έδαφος και είνε υπερμεγέθεις και η ουρά των αποτελείται εκ πολλών σπονδύλων, οι δε άλλοι πετούν και είνε υμενόπτεροι, όπως αι ακρίδες, οι τέττυγες και αι νυκτερίδες. Πλήθος τοιούτων φρικτών πτηνών καθιστά απρόσιτον την Λιβύην εκείνην.
Αλλά το φοβερώτερον εξ όλων των ερπετών, τα οποία τρέφει η άμμος, είνε η διψάς, όφις όχι πολύ μεγάλος, όμοιος με έχιδναν, του οποίου το δάγκωμα είνε βίαιον και το δηλητήριον φοβερόν, και αμέσως προξενεί τρομερούς και απαύστους πόνους. Καίει και σαπίζει τας σάρκας και ανάπτει τρομεράν φλόγα εις το σώμα, οι δε δηχθέντες κραυγάζουν ως να ευρίσκωνται εντός πυράς. Αλλ' ό,τι προ πάντων τους βασανίζει είνε δίψα υπερβολική, εξ ης ωνομάσθη και το ερπετόν. Διψούν τρομερά και το παραδοξότερον είνε ότι όσω πίνουν τόσω περισσότερον ανάπτει η δίψα των, την οποίαν και ολόκληρος ο Νείλος ή ο Ίστρος δεν δύνανται να σβύσουν, αλλά το νερόν παροξύνει την δίψαν αυτών όπως το έλαιον την πυράν.
Τούτο εξηγούν οι ιατροί λέγοντες ότι το δηλητήριον του ερπετού είνε πυκνόν, όσον δε διαλύεται διά του ποτού, γίνεται, ως είνε επόμενον, υγρότερον και πλέον ευκίνητον και εις μεγαλειτέραν έκτασιν διαδίδεται. Εγώ δεν είδα κανένα ο οποίος να έπαθε τοιούτον δυστύχημα και να μη δόσουν οι θεοί να ίδω άνθρωπον ούτω βασανιζόμενον• αλλ' ούτε μετέβην εις την Λιβύην ποτέ και νομίζω ότι καλώς έπραξα. Αλλά γνωρίζω έν επίγραμμα, το οποίον ήκουσα παρά τινος φίλου, όστις το ανέγνωσεν επί της επιταφίου στήλης ανθρώπου όστις απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον. Επέστρεφα, μου διηγήθη, εκ της Λιβύης εις την Αίγυπτον και επορευόμην κατά μήκος της μεγάλης Σύρτιος, διότι άλλη οδός δεν υπήρχεν• εκεί δε συνήντησα παρά την ακτήν ένα τάφον βρεχόμενον υπό του κύματος, επί του οποίου υπήρχε στήλη με επιγραφήν διηγουμένην τον τρόπον καθ' όν απέθανεν ο εκεί ενταφιασθείς. Επί της στήλης υπήρχεν ανάγλυφον παριστών άνθρωπον όρθιον εντός λίμνης, όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Τάνταλον, ο οποίος ελάμβανε διά των χειρών ύδωρ προφανώς διά να πίη. Μία διψάς ήτο προσκεκολλημένη εις τον πόδα του, πολλαί δε γυναίκες αντλούσαι ύδωρ το έχυνον επ' αυτού. Πλησίον εφαίνοντο αυγά στρουθοκαμήλων, τας οποίας, ως είπον, κυνηγούν οι Γεράμαντες. Ιδού δε και το επίγραμμα το οποίον υπήρχεν επί της στήλης και το οποίον αξίζει να αναφέρω αυτολεξεί.
«Πάσχω ως ο Τάνταλος• καιόμενος υπό του φρικτού δηλητηρίου, και την βάσανον της δίψης μου αδύνατον να καταπαύσουν του Δαναού αι θυγατέρες, αδιακόπως καταγινόμεναι ν' αντλούν ύδωρ».
Υπήρχον δε και τέσσαρες άλλοι στίχοι, αναφέροντες πώς, ενώ αφήρει τα αυγά, εδήχθη υπό του ερπετού, αλλά δεν τους ενθυμούμαι πλέον. Διότι οι περίοικοι συλλέγουν τα αυγά εκείνα και τα εκτιμούν πολύ, όχι μόνον ως τροφήν αλλά και διότι τα μεταχειρίζονται ως σκεύη και ποτήρια αφού τα κενώσουν.
Επειδή δεν υπάρχει χώμα αλλά άμμος παντού, η κατασκευή αγγείων κεραμεικών είνε αδύνατος. Τα δε μεγαλείτερα εκ των αυγών εκείνων χρησιμοποιούνται και ως καλύμματα της κεφαλής• το ήμισυ εκάστου εξ αυτών αρκεί διά να καλύψη την κεφαλήν. Εκεί λοιπόν παρά τα αυγά ενεδρεύουν αι διψάδες, και όταν πλησιάση άνθρωπος, εξέρχονται εκ της άμμου και τον δαγκώνουν, αυτός δε παθαίνει εκείνα τα οποία ανέφερα, και όσον πίνει τόσον περισσότερον διψά και ουδέποτε κατορθόνει να χορτάση νερόν.
Σας διηγήθην ταύτα όχι διότι θέλω να συναγωνισθώ προς τον ποιητήν Νίκανδρον {43} και να σας δείξω ότι εμελέτησα την φύσιν των Λιβυκών ερπετών• τοιαύτη ασχολία θα ήρμοζε μάλλον εις ιατρούς, οίτινες πρέπει να γνωρίζουν ταύτα διά να δύνανται με την τέχνην των να τα καταπολεμούν• αλλά νομίζω (και σας εξορκίζω εις τον Φίλιον Δία να μη κατακρίνετε την παρομοίωσιν ως απρεπή διά την ανάμιξιν εις αυτήν θηρίων) ότι και εγώ παθαίνω αναφορικώς προς υμάς κάτι ανάλογον προς ό,τι παθαίνουν διά το νερόν οι δηχθέντες υπό της διψάδος. Όσον περισσότερον παρουσιάζομαι ενώπιον υμών, τόσω περισσότερον το επιθυμώ, η δίψα μου παροξύνεται και γίνεται ακατάσχετος και νομίζω ότι ουδέποτε θα κορεσθώ εξ αυτού του ποτού. Και πολύ δικαίως• διότι πού δύναμαι να εύρω ύδωρ τόσον διαυγές και καθαρόν; Ώστε συγχωρήσατε εάν, δηχθείς και εγώ εις την ψυχήν με το γλυκύτατον τούτο και υγιεινότατον δήγμα, πίνω απλήστως και κρατώ ανοικτόν το στόμα υπό τον κρουνόν• εύχομαι μόνον να μη εξαντληθή η προθυμία σας εις το να με ακροάσθε και με εγκαταλείψετε διψώντα εισέτι και έχοντα το στόμα ανοικτόν• η δίψα μου προς υμάς είνε άσβεστος, διότι, κατά τον σοφόν Πλάτωνα, τα καλά δεν προξενούν κόρον• «κόρος ουδείς των καλών».
ΠΕΡΙ ΟΡΧΗΣΕΩΣ
ΛΥΚΙΝΟΣ. Επειδή λοιπόν, Κράτων, τόσην δεινήν κατηγορίαν, εις την οποίαν φαίνεται ότι προ πολλού ήσο παρεσκευασμένος, εξήνεγκες κατά του χορού και της ορχηστικής εν γένει τέχνης και εναντίον ημών οίτινες τερπόμεθα εις το θέαμα τούτο, και είπες ότι αποδίδομεν μεγάλην σπουδαιότητα εις πράγμα τοσον γελοίον και γυναικώδες, άκουσε πόσον έσφαλες και πώς έκαμες το λάθος να κατηγορήσης έν από τα καλλίτερα πράγματα της ζωής. Αλλ' είσαι δικαιολογημένος, διότι συνείθισες να ζης πάντοτε ζωήν λιτήν και απέριττον και να θεωρής καλόν μόνον παν ό,τι είνε τραχύ, και ούτω εξ αγνοίας ενόμισες ότι και ο χορός είνε άξιος κατηγορίας.
ΚΡΑΤΩΝ. Τι θέλεις να φρονώ, Λυκίνε, περί ενός ανθρώπου με ανδρικόν φρόνημα, ο οποίος μάλιστα καταγίνεται εις την παιδείαν και την φιλοσοφίαν και ο οποίος αφήνων αυτάς τας σοβαράς ασχολίας και την μελέτην των παλαιών συγγραφέων, κάθηται και ακούει αυλούς και βλέπει θηλυπρεπή άνθρωπον, ο οποίος φορεί ενδύματα μαλακά και τραγουδεί άσεμνα άσματα και μιμείται γύναια ερωτικά, όπως αι περιώνυμοι διά την ασέλγειαν αυτών Φαίδραι και Παρθενώπαι και Ροδόπαι, και όλα αυτά συνοδευόμενα με χειροκροτήματα και τερετίσματα και ποδοκροτήματα, πράγματα γελοιωδέστατα αληθώς και ελάχιστα πρέποντα εις άνδρα ελεύθερον και όμοιον με σε; Διά τούτο, όταν έμαθα ότι διέρχεσαι τον καιρόν σου εις τοιαύτα θεάματα, όχι μόνον εντράπηκα διά λογαριασμόν σου, αλλά και ελυπήθην, διότι αφήσας τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππον και τον Αριστοτέλη, διασκεδάζεις, όπως εκείνοι οίτινες ξύουν τα ώτα των με πτερόν, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα ακούσματα και θεάματα σπουδαία. Και αν δεν υπήρχον οι κυκλικοί αυληταί{44} και οι άδοντες σεμνά άσματα εν συνοδεία κιθάρας, υπάρχει η σοβαρά τραγωδία και η ευθυμοτάτη κωμωδία, αι οποίαι και εις τους αγώνας έχουν εισαχθή. Πρέπει να κάμης μακράν απολογίαν προς τους πεπαιδευμένους, εάν θέλης να μη σε αποκηρύξουν και σε εκδιώξουν εκ του ομίλου των σπουδαίων ανθρώπων. Αλλά το καλλίτερον είνε, κατά την γνώμην μου, ν' αρνηθής μίαν και καλήν και να λέγης ότι ουδόλως υπέπεσες εις τοιαύτην παρεκτροπήν. Αν εξακολούθησης όμως, υπάρχει φόβος να μεταβληθής εξ ανδρός εις Λυδήν ή Βάκχην, διά το οποίον δεν θα πταίης μόνον συ, αλλά και ημείς οι οποίοι δεν σε απεσπάσαμεν, όπως τον Οδυσσέα, εκ του λωτού διά να σ' επαναφέρωμεν εις τας προτέρας ασχολίας, πριν ή σε κατακυριεύσουν αι Σειρήνες του θεάτρου. Αλλ' ο εξ εκείνων κίνδυνος απηυθύνετο μόνον προς τα ώτα και μόνον κηρού είχε ανάγκην ο διερχόμενος πλησίον αυτών• συ δε όχι μόνον διά της ακοής, αλλά και διά των οφθαλμών φαίνεται ότι έχεις υποδουλωθή καθ' ολοκληρίαν.
ΛΥΚΙΝ. Πωπώ, Κράτων, εξαγριωμένον και φοβερόν απέλυσες εναντίον μου τον σκύλλον σου. {45} Αλλά το παράδειγμα των λωτοφάγων και των Σειρήνων μου φαίνεται ότι δεν ταιριάζει παντάπασιν εις εκείνα που έπαθα, καθ' όσον δι' εκείνους οι οποίοι έτρωγον τον λωτόν και ήκουον τας Σειρήνας το αποτέλεσμα ήτο ολέθριον, ενώ εις εμέ όχι μόνον ευχάριστον είνε, αλλά και προς το καλόν μου συντελεί• διότι δεν περιπίπτω εις λήθην και άγνοιαν, αλλ' αν θέλης να σου είπω όλην την αλήθειαν, εκ του θεάτρου επανήλθα πολύ συνετώτερος και οξυδερκέστερος και δύναμαι να είπω, όπως ο Όμηρος, ότι ο βλέπων το θέαμα εκείνο
τερψάμενος νείται και πλείονα ειδώς. {46}
ΚΡΑΤ. Κακό που έπαθες, Λυκίνε• όχι μόνον δεν εντρέπεσαι δι' αυτά, αλλά φαίνεσαι και υπερηφανευόμενος. Και το φοβερώτερον είνε ότι ούτε ελπίδα θεραπείας παρουσιάζεις, αφού τολμάς να επαινής πράγματα τόσον αισχρά και αξιοκαταφρόνητα.
ΛΥΚΙΝ. Δεν μου λέγεις, Κράτων, αυτά τα οποία λέγεις περί ορχήσεως και των γινομένων εις το θέατρον, τα λέγεις κατόπιν ιδίας αντιλήψεως ή, χωρίς να γνωρίζης τα θεάματα εκείνα, τα κατηγορείς και τα ονομάζεις αισχρά και κατάπτυστα; Διότι εάν μεν τα είδες, ευρίσκεσαι εις την αυτήν θέσιν με εμέ, εάν δε όχι, πρόσεξε μήπως η κατηγορία σου είνε παράλογος και φανής ότι εξ επιπολαιότητος κατηγορείς πράγματα τα οποία δεν γνωρίζεις.
ΚΡΑΤ. Αυτό μου έλειπε τώρα, με αυτά τα γένεια που έχω και τα ψαρά μαλλιά να πηγαίνω να κάθωμαι μεταξύ των γυναίων εκείνων και των ανοήτων θεατών, και μάλιστα να χειροκροτώ και να επευφημώ άνθρωπον ελεεινόν, ο οποίος χωρίς λόγον και απρεπέστατα χοροπηδά και λυγίζει το σώμα του.
ΛΥΚΙΝ. Είσαι δικαιολογημένος, Κράτων, αφού δεν είδες ποτέ τοιούτον θέαμα. Αλλ' αν ήθελες να με ακούσης και να έλθης να ίδης μόνον δοκιμαστικώς, είμαι βέβαιος ότι του λοιπού θα έσπευδες προ των άλλων διά να καταλάβης θέσιν κατάλληλον, ώστε να βλέπης και ν' ακούης ακριβώς τα πάντα.
ΚΡΑΤ. Να μη 'δω σωτηρία {47} άν ποτε φθάσω εις τοιούτον εξευτελισμόν. Πρέπει ν' αρχίσω να ξυρίζωμαι και να μαδώ τας τρίχας μου {48} διά να καταντήσω εις τοιαύτην αναξιοπρέπειαν• λυπούμαι δε και σε που σε βλέπω τόσον ξετρελλαμένον με αυτάς τας αηδίας.
ΛΥΚΙΝ. Θέλεις ν' αφήσης, αγαπητέ μου, αυτάς τας ύβρεις και να μ' ακούσης να σου ομιλήσω περί ορχήσεως και διά τα καλά της και να σου αποδείξω ότι δεν είνε μόνον τερπνή, αλλά και οφελεί τους θεατάς, να σου παραστήσω πώς τους μορφώνει και τους διδάσκει και πώς ρυθμίζει τας ψυχάς των, γυμνάζουσα αυτάς δι' ωραίων θεαμάτων και εξαιρέτων ακουσμάτων και επιδεικνύουσα μίαν ωραίαν αρμονίαν μεταξύ ψυχής και σώματος; Το ότι η όρχησις εκτελεί πάντα ταύτα με μουσικήν και ρυθμόν, δεν είνε λόγος διά να κατακριθή, αλλά μάλλον να επαινεθή.
ΚΡΑΤ. Δεν έχω καιρόν ν' ακούω ένα παράφρονα να επαινή το νόσημά του• αλλ' αφού επιμένεις να φλυαρήσης, δεν έχω δυσκολίαν να σου κάμω αυτήν την φιλικήν ευχαρίστησιν και να θέσω εις την διάθεσίν σου την ακοήν μου, καθότι δεν έχω ανάγκην κηρού {49}, διά ν' ακούω ανοησίας χωρίς να προσέχω εις αυτάς. Ώστε θα σιωπήσω και λέγε ό,τι θέλεις και ως να μη σε ακούη κανείς.
ΛΥΚΙΝ. Ευχαριστώ, Κράτων, διότι αυτό ακριβώς ήθελα• είμαι δε βέβαιος ότι μετ' ολίγον δεν θα σου φαίνωνται ανοησίαι αυτά τα οποία θα σου είπω. Εν πρώτοις, μου φαίνεται, αγνοείς τελείως ότι η τέχνη της ορχήσεως ούτε χθεσινήν, ούτε προχθεσινήν έχει την καταγωγήν, ούτε από την εποχήν των προπατόρων μας ή των προπατόρων αυτών ήρχισε• αλλ' εκείνοι οι οποίοι έγραψαν τα αληθέστερα περί της αρχής της ορχήσεως λέγουν ότι αύτη συμπίπτει με την δημιουργίαν του παντός και ότι ανεφάνη συγχρόνως με τον αρχαιτότατον των θεών, τον Έρωτα. Η κίνησις των άστρων, η περιφορά των πλανητών περί τους απλανείς και η εύρυθμος αυτών σχέσις και η αρμονία είνε δείγματα της αρχεγόνου ορχήσεως. Ολίγον δε κατ' ολίγον αναπτυσσομένη και βελτιουμένη διά νέων προσθηκών, φαίνεται ότι έφθασε σήμερον εις την άκραν τελειότητα και κατέστη πολύμορφον και παναρμόνιον και πολύμουσον αγαθόν.
Αναφέρεται ότι πρώτη η Ρέα εθέλχθη υπό της τέχνης ταύτης και εις μεν την Φρυγίαν έβαλε τους Κορύβαντας να χορεύσουν, εις δε την Κρήτην τους Κουρήτας, και δεν ωφελήθη ολίγον εκ της τέχνης αυτών, αφού διά του χορού των της έσωσαν τον Δία, ώστε και δικαίως ο Ζευς να ομολογή ότι οφείλει εις αυτούς σώστρα, διότι χάρις εις την όρχησίν των εσώθη από τους οδόντας του πατρός του.
Εχόρευον δε ένοπλοι και εν τω μεταξύ εκρότουν τα ξίφη επί των ασπίδων και ανεπήδων κατά τρόπον ενθουσιώδη και πολεμικόν. Έπειτα οι επιφανέστεροι των Κρητών επιμελώς ασκηθέντες έγιναν άριστοι χορευταί, όχι μόνον οι απλοί πολίται αλλά και οι ανήκοντες εις ηγεμονικάς οικογενείας και πρωτεύοντες. Ο Όμηρος όχι διά να ψέξη, αλλά διά να επαινέση τον Μηριόνην, τον ωνόμασεν ορχηστήν, και τόσον ήτο γνωστός και διεκρίνετο ούτος διά την χορευτικήν του τέχνην, ώστε όχι μόνον οι Έλληνες εγνώριζον τούτο, αλλά και αυτοί οι Τρώες, καίτοι εχθροί• και υποθέτω ότι το εμάντευον βλέποντες την ευκινησίαν και ευρυθμίαν με την οποίαν επολέμει και την οποίαν είχεν εκ της ορχήσεως. Ιδού δε τι λέγουν τα Ομηρικά έπη•
Μηριόνη, τάχα κεν σε και ορχηστήν περ' εόντα έγχος εμόν κατέπαυσε. {50}
Εν τοσούτω δεν τον επέτυχε, διότι ο Μηριόνης, ως εξασκημένος εις τον χορόν, υποθέτω, ευκόλως διέφευγε τα ιπτάμενα εναντίον του ακόντια.
Καίτοι έχω να αναφέρω και πολλούς άλλους εκ των ηρώων, οίτινες ήσαν γυμνασμένοι εις την όρχησιν και είχον αναγάγη αυτήν εις τέχνην, θεωρώ αρκετόν να αναφέρω μόνον τον Νεοπτόλεμον τον υιόν του Αχιλλέως, όστις διέπρεψεν ως χορευτής και επενόησε νέον είδος χορού, το ωραιότερον, τον εξ αυτού ονομασθέντα Πυρρήχιον.{51} Ο δε Αχιλλεύς μανθάνων ταύτα περί του υιού του έχαιρεν, υποθέτω, περισσότερον παρά διά το κάλλος και την άλλην ανδρείαν του. Τωόντι δε η ορχηστική τέχνη εκείνου συνετέλεσεν εις το να εκπορθηθή και καταστραφή η δυσπόρθητος πόλις των Τρώων.
Οι Λακεδαιμόνιοι, οίτινες θεωρούνται ως οι ανδρειότεροι των Ελλήνων, εδιδάχθησαν παρά του Πολυδεύκους και Κάστορος να καρυατίζουν — είνε δε τούτο είδος ορχήσεως, το οποίον χορεύεται εις τας Καρύας της Λακωνικής— και πράττουν τα πάντα ρυθμικώς• και εις αυτόν ακόμη τον πόλεμον πορεύονται με ρυθμόν και κανονίζουν το βήμα των κατά τον ήχον του αυλού, ο οποίος δίδει και το πρώτον σύνθημα προς την μάχην. Κατώρθωναν δε να νικούν πάντοτε, οδηγούμενοι υπό της μουσικής και της ευρυθμίας. Αλλά και τώρα ακόμη δύνασαι να ίδης τους εφήβους των να εξασκούνται περισσότερον εις τον χορόν παρά εις την οπλομαχητικήν. Όταν παύσουν αγωνιζόμενοι εις το παγκράτιον και αλληλοκτυπούμενοι, αι ασκήσεις των τελειώνουν εις χορόν. Ο αυλητής κάθηται εις το μέσον αυτών και αυλεί και κροτεί με τον πόδα, {52} οι δε νέοι ακολουθούν αλλήλους εις γραμμήν και χορεύοντες λαμβάνουν διαφόρους στάσεις κινούμενοι ρυθμικώς, άλλοτε μεν πολεμικάς, άλλοτε δε ερωτικάς και βακχικάς. Και το άσμα, με το οποίον συνοδεύουν την όρχησιν, είνε επίκλησις προς την Αφροδίτην και τους Έρωτας, τους οποίους καλούν να λάβουν μέρος εις το άσμα και την όρχησιν αυτών, το δε άλλο άσμα — διότι δύο άσματα τραγουδούν— διδάσκει και πώς πρέπει να χορεύουν• εμπρός παιδιά το πόδι, λέγει το τραγούδι, κι' ας βράση ο χορός. Ανάλογα κάμνουν και οι χορεύοντες τον λεγόμενον όρμον. Ο δε όρμος είνε χορός κοινός των εφήβων και των παρθένων, οίτινες χορεύουν ο είς παρά τον άλλον και σχηματίζουν αληθώς όρμον.{53} Σύρει δε τον χορόν ο έφηβος και χορεύει επιδεικνύων διά των κινήσεων του πράξεις νεανικάς και όσα κατόπιν θα πράττη εις τον πόλεμον και ακολουθεί η παρθένος, υποδεικνύουσα εις τας άλλας να χορεύουν κοσμίως, τοιουτοτρόπως δε ο όρμος πλέκεται εκ σωφροσύνης και ανδρείας. Και αι γυμνοπαιδίαι {54} δε είνε επίσης Λακωνική όρχησις. Παραλείπω, διότι θα τα έχης αναγνώση, όσα ο Όμηρος λέγει περί της Αριάδνης εις τα περί ασπίδος και περί του χορού, εις τον οποίον ο Δαίδαλος την εξήσκησε, και δεν θα κάμω λόγον επίσης περί των δύο χορευτών, τους οποίους εκεί ο Όμηρος, αποκαλεί κυβιστήρας {55} και οίτινες ηγούνται του χορού. Εις το αυτό μέρος ο ποιητής λέγει• «Κούροι δ' ορχηστήρες εδίνεον {56}», και τούτο ήτο η ωραιοτέρα παράστασις την οποίαν είχε κατασκευάση επί της ασπίδος ο Ήφαιστος. Διά τους Φαίακας είνε πολύ φυσικόν ότι ετέρποντο εις τον χορόν, καθότι ήσαν λαός φιλήδονος και απελάμβανον όλας τας ευτυχίας της ζωής. Παρέστησε δε ο Όμηρος τον Οδυσσέα θαυμάζοντα προ πάντων την ζωηρότητα με την οποίαν εκινούντο οι πόδες των εις τον χορόν. Αλλά και εις την Θεσσαλίαν τόσον εξετιμήθη η άσκησις του χορού, ώστε οι κάτοικοι απεκάλουν τους άρχοντας και τους αρχηγούς των προορχηστήρας.{57} Τούτο δε φαίνεται εις τας επιγραφάς των ανδριάντων, οίτινες εστήνοντο εις τους ανδραγαθούντας. Μία εκ των επιγραφών τούτων λέγει• Η πόλις εξέλεξε τον τάδε προορχηστήρα» {58}, άλλη δε• «Εις τον Ειλατίωνα, επειδή καλώς εχόρευσεν εις την μάχην, ο δήμος εγείρει τον ανδριάντα τούτον». {59} Εκτός τούτου ουδεμία τελετή αρχαία γίνεται χωρίς όρχησιν. Ο Ορφεύς και ο Μουσαίος, οίτινες ήσαν εκ των αρίστων ορχηστών της εποχής των και οίτινες ίδρυσαν τας μυστικάς τελετάς, εθεώρησαν ότι θα ήτο πολύ ωραίον να γίνεται η μύησις εις τας τελετάς ταύτας με ρυθμόν και όρχησιν και ούτω ενομοθέτησαν. Απόδειξις δε των λόγων μου, διά να μη αναφέρω πράγματα τα οποία δεν επιτρέπεται να μάθουν οι αμύητοι, είνε το πασίγνωστον, ότι περί των αποκαλυπτόντων τα μυστήρια λέγεται κοινώς ότι εξορχούνται. Εις την Δήλον ούτε αι θυσίαι εγίνοντο χωρίς όρχησιν, αλλά και μετά μουσικής. Εσχηματίζοντο χοροί παίδων και εχόρευον υπό τους ήχους αυλού και κιθάρας, οι δε διακρινόμενοι εξ αυτών συνώδευον και με άσματα τον χορόν, και τα άσματα τα οποία εποιούντο διά τον χορόν εκαλούντο υπορχήματα, ήσαν δε πολυάριθμα. Αλλά διατί να αναφέρω μόνον τους Έλληνας, αφού και οι Ινδοί, όταν το πρωί εγείρωνται εκ του ύπνου, δεν προσεύχονται προς τον ήλιον, όπως ημείς οι οποίοι φιλούμεν την χείρα και νομίζομεν τούτο αρκετόν διά την προσευχήν εκείνην, αλλά στρεφόμενοι προς ανατολάς χαιρετούν τον ήλιον χορεύοντες και μιμούνται τον σιωπηλόν χορόν του θεού τούτου• τούτο δε είνε διά τους Ινδούς και προσευχή και χορός και θυσία και κατ' αυτόν τον τρόπον προσεύχονται εις τον ήλιον δις της ημέρας, κατά την πρωίαν και κατά την δύσιν.
Οι δε Αιθίοπες και πολεμούν χορεύοντες και δεν ρίπτει βέλος ο Αιθίοψ— έχουν δε ως φαρέτραν την κεφαλήν των και περί αυτήν δένουν ακτινηδόν τα βέλη—εάν προηγουμένως δεν χορεύση και διά των χορευτικών κινήσεων απειλήση και προεκφοβίση τον εχθρόν. Αφού δε ωμιλήσαμεν περί Ινδιών και Αιθιοπίας, αξίζει να κατέλθωμεν και εις την γειτονικήν Αίγυπτον, διότι μου φαίνεται ότι ο παλαιός μύθος εννοεί ότι ο Αιγύπτιος Πρωτεύς δεν ήτο άλλο τι παρά χορευτής, δηλαδή μιμητικός άνθρωπος και ικανός να λαμβάνη διάφορα σχήματα και μορφάς, αφού και του ύδατος την υγρότητα εμιμείτο και του πυρός την ζωηρότητα εις την κίνησιν και του λέοντος την αγριότητα και της παρδάλεως την οργήν και του δένδρου την δόνησιν και εν γένει ό,τι άλλο ήθελεν. Ο μύθος όμως παραλαβών αυτόν τον παρέστησε κατά τρόπον παράδοξον, ότι τάχα μετεβάλλετο εις ό,τι εμιμείτο. Αλλά τούτο αρμόζει και εις τους σήμερον χορεύοντας, τους οποίους βλέπομεν ν' αλλάσσουν εις την στιγμήν μορφάς ακριβώς όπως ο Πρωτεύς. Πρέπει δε να υποθέσωμεν ότι και η Έμπουσα, ήτις ήλλασε μυρίας μορφάς, ήτο χορεύτρια και ο μύθος την παρεμόρφωσε κατ' αυτόν τον τρόπον.
Μετά ταύτα δεν είνε δίκαιον να παρασιωπήσωμεν και την όρχησιν των Ρωμαίων, την οποίαν χορεύουν οι ευγενέστατοι εξ αυτών, οι λεγόμενοι Σάλιοι—είνε δε τούτο ιερατικόν όνομα—προς τιμήν του Άρεως και είνε χορός σεμνότατος και ιεροπρεπέστατος• Κάποιος δε μύθος της Βιθυνίας, ο οποίος ομοιάζει πολύ προς τας ιταλικάς παραδόσεις, λέγει περί του Πριάπου,• θεού πολεμικού και ενός εκ των Τιτάνων, υποθέτω, ή εκ των Ιδαίων Δακτύλων, οίτινες έργον είχον να διδάσκουν την χρήσιν των όπλων, ότι παρέλαβεν από την Ήραν τον Άρην, ο οποίος ήτο μεν ακόμη μικρός την ηλικίαν, αλλά σκληραγωγημένος και καθ' υπερβολήν ανδρείος, και πριν ή τον διδάξη να μάχεται με τα όπλα, τον κατέστησε τέλειον χορευτήν. Ως αμοιβήν δε έλαβε διά τούτο παρά της Ήρας το δικαίωμα να λαμβάνη το δέκατον των λαφύρων, τα οποία θα είχεν εκ του πολέμου ο Άρης. Όσον αφορά τας Διονυσικάς και Βακχικάς τελετάς, νομίζω ότι δεν περιμένεις να μάθης από εμέ ότι απετελούντο όλαι από χορούς. Ήσαν δε τρεις αι κυριώτεραι Διονυσιακαί ορχήσεις, ο κόρδαξ, η σικιννίς και η εμμέλεια, και οι θεράποντες του Διονύσου, οι Σάτυροι, έδωκαν εις αυτάς τα ονόματά των. Με αυτήν δε την τέχνην ο Διόνυσος υπέταξε τους Τυρηννούς, τους Ινδούς και τους Λυδούς και με στράτευμα εκ χορευτών ενίκησε φιλάς τόσον μαχίμους.
Ώστε πρόσεξε, αγαπητέ μου, μήπως είνε ασέβεια να κατηγορής τέχνην θείαν, αφιερωμένην εις τα μυστήρια, εξασκηθείσαν υπό τόσων θεών και προς τιμήν αυτών εκτελουμένην, παρέχουσαν δε εκτός της τέρψεως και ωφέλειαν. Απορώ δε και πώς συ, ο οποίος τόσον, ως γνωρίζω, αγαπάς τον Όμηρον και τον Ησίοδον—διότι θα επιστρέψω πάλιν εις τους ποιητάς— τολμάς ν' αντιλογής προς εκείνους οίτινες υπέρ όλα επαινούν την όρχησιν. Διότι ο μεν Όμηρος, αναφέρων τα πλέον ευχάριστα και ωραιότερα των πραγμάτων, τον ύπνον, την ερωτικήν απόλαυσιν, το άσμα και τον χορόν, μόνον τον τελευταίον ωνόμασεν αμύμονα. {60} Ως λέγει, η τέρψις γεννάται εκ της μουσικής, και τα δύο δε ταύτα είνε ηνωμένα εις τον χορόν, το γλυκερόν άσμα και η αμύμων όρχησις• και συ τώρα φαίνεσαι ότι τον κατηγορείς δι' αυτήν του την γνώμην. Εις άλλο μέρος των ποιήσεών του λέγει•
Άλλω μεν γαρ έδωκε θεός πολεμήια έργα, άλλω δ' ορχηστύν τε και ιμερόεσσαν αοιδήν• {61}
διότι αληθώς είνε θελκτικώτατον το άσμα το οποίον συνοδεύει τον χορόν και κάλλιστον δώρον των θεών. Ο Όμηρος, διαιρών όλα τα πράγματα εις πόλεμον και ειρήνην, μόνον τα δύο ταύτα ως τα καλλίτερα φέρει εκ της ειρήνης εις αντίθεσιν προς τον πόλεμον.
Ο δε Ησίοδος, ο οποίος δεν ήκουσε παρ' άλλου, αλλ' είδε με τα μάτια του μίαν αυγήν τας Μούσας να χορεύουν, λέγει περί αυτών ως μέγιστον εγκώμιον εις την αρχήν των ποιημάτων του ότι «περί κρήνην ιοειδέα πόσσ' απαλλοίσιν ορχεύνται»{62} και γύρω εις τον βωμόν του πατρός των. Αλλά συ σχεδόν ως άθεος υβρίζεις την τέχνην του χορού.
Ο δε σοφώτατος Σωκράτης—εάν πρέπει να πιστεύσωμεν την περί αυτού γνώμην του μαντείου—όχι μόνον επαινετικώς εξεφράζετο περί της ορχηστικής, αλλά και ήθελε να την μάθη, αποδίδων μεγάλην τιμήν και σημασίαν εις την ευρυθμίαν και το θέλγητρον της μουσικής, εις την χάριν των κινήσεων και των σχημάτων του χορεύοντος, και δεν εντρέπετο εις το γήρας του να κατατάσση τον χορόν μεταξύ των σπουδαιοτέρων μαθημάτων. Αλλ' ήτο επόμενον ν' αποδίδη τοιαύτην σημασίαν εις την ορχηστικήν ο Σωκράτης, ο οποίος δεν εθεώρει ανάξιον του κόπου και τα μικρά να μανθάνη και εις τα διδασκαλεία των αυλητρίδων εσύχναζε και δεν εθεώρει άτοπον ν' ακούη κάτι τι σπουδαίον από μίαν εταίραν, την Ασπασίαν. Σημειωτέον δε ότι εκείνος εγνώρισε την τέχνην της ορχήσεως εις τας αρχάς της, όταν δεν είχεν αναπτυχθή και δεν είχε φθάση ακόμη εις το σημερινόν κάλλος• εάν δε έβλεπεν εκείνους οίτινες σήμερον την ανήγαγον εις τόσην τελειότητα, δεν αμφιβάλλω ότι θα παρέλειπε πάσαν άλλην ασχολίαν χάριν του θεάματος τούτου και προ παντός άλλου αυτό θα εδίδασκεν εις τους νέους.
Μου φαίνεται ότι όταν επαινής την κωμωδίαν και την τραγωδίαν, λησμονείς ότι εις εκάστην εξ αυτών περιέχεται ιδιαίτερον είδος ορχήσεως, εις μεν την τραγωδίαν η εμμέλεια, εις δε την κωμωδίαν ο κόρδαξ, ενίοτε δε και τρίτον είδος ορχήσεως η λεγομένη σικιννίς. Αφού δε και εις την αρχήν της ομιλίας μας είπες ότι θεωρείς προτιμοτέραν από την όρχησιν την τραγωδίαν και κωμωδίαν, τους κυκλικούς αυλητές και την κιθάραν, τα οποία ως αποτελούντα μέρος των αγώνων απεκάλεσες σοβαρά, ας συγκρίνωμεν έκαστον εξ αυτών προς την όρχησιν. Αν θέλης όμως, ας παραλείψωμεν τον αυλόν και την κιθάραν, διότι αποτελούν την συνοδείαν της ορχήσεως. Αν εξετάσωμεν δε πρώτον την τραγωδίαν από το εξωτερικόν, θα ίδωμεν ότι είνε φρικτόν και φοβερόν θέαμα να βλέπωμεν άνθρωπον υπερύψηλον, ορθούμενον επί υποδημάτων υψηλών, ο οποίος φορεί προσωπίδα υψηλοτέραν της κεφαλής και ανοίγει στόμα υπερμέγεθες, ως να θέλη να καταπίη τους θεατάς. Παραλείπω τα επιθέματα τα οποία φορεί επί του στήθους και της κοιλίας διά να παρουσιάζη τεχνητόν πάχος και πρόσθετον όγκον, ώστε να μη φαίνεται δυσανάλογον προς το ύψος το πάχος του. Έπειτα κραυγάζει εκ του βάθους του τερατώδους εκείνου περιβλήματος και κινείται κατά γελοίον τρόπον, ενίοτε δε και άδει τους ιάμβους• και το οικτρότερον είνε ότι εις τας συμφοράς, τας οποίας διεκτραγωδεί, μόνον την φωνήν του παρέχει, διότι διά τα άλλα εφρόντισαν οι προ πολλού υπάρξαντες ποιηταί. Και εφόσον μεν υποκρίνεται την Ανδρομάχην ή την Εκάβην, το άσμα του είνε υποφερτόν αλλ' όταν παρουσιάζεται ως Ηρακλής και ψάλλει μόνος και, λησμονών ποίος είνε, ούτε την λεοντήν σέβεται, ούτε το ρόπαλον το οποίον φέρει, το πράγμα φαίνεται εις πάντα σωφρονούντα ως σολοικισμός.
Αλλά και εκείνο διά το οποίον κατηγορείς την ορχηστικήν, ότι οι άνδρες μιμούνται τας γυναίκας, είνε κοινόν ελάττωμα και της τραγωδίας και της κωμωδίας• εις αυτάς μάλιστα υπάρχουν περισσότερα γυναικεία μέρη.
Η δε κωμωδία θεωρεί μέρος της τέρψεώς της και την γελοιότητα των προσώπων της, όπως ο Δάων, ο Τιβίων και των μαγείρων τα πρόσωπα. Πόσον δε το εξωτερικόν του ορχηστού είνε κόσμιον και ευπρεπές είνε περιττόν να είπω, διότι και εις τους τυφλούς είνε φανερόν. Το δε προσωπείον αυτού είνε ωραίον και ανάλογον προς το δράμα το οποίον παίζει, δεν χάσκει δε όπως τα προσωπεία της τραγωδίας, αλλ' έχει κλειστόν το στόμα, διότι αντ' αυτού φωνάζουν πολλοί άλλοι. Άλλοτε οι χορεύοντες ήσαν συγχρόνως και τραγουδισταί• αλλ' επειδή όταν εχόρευαν η πνευστίασις εξησθένει και διέκοπτε την φωνήν και ασχήμιζε το άσμα, εθεωρήθη καλλίτερον να τραγουδούν άλλοι και άλλοι να χορεύουν. Αι δε υποθέσεις είνε κοιναί και ουδόλως διαφέρουν εις την τραγωδίαν και την όρχησιν παρά μόνον ότι εις την τελευταίαν είνε ποικιλώτεραι και τεχνικώτεραι και παρουσιάζουν μυρίας μεταβολάς. Δεν συμπεριλαμβάνεται δε εις τους αγώνας η όρχησις διά τον λόγον, υποθέτω, ότι οι αγωνοθέται εθεώρησαν το πράγμα τόσω μέγα και τόσω σεμνόν, ώστε δεν πρέπει να υποβάλλεται εις κρίσιν. Αλλ' εν τοσούτω μία πόλις εις την Ιταλίαν {63}, η καλλιτέρα των Χαλκιδικών αποικιών, έχει εισαγάγη και την όρχησιν εις τους αγώνας της διά να τους καταστήση λαμπροτέρους.
Και τώρα θα δικαιολογηθώ διατί παρέλειψα να ομιλήσω περί των άλλων χορών, οίτινες είνε πολυάριθμοι, διά να μη νομίσης ότι εξ αγνοίας ή αμαθείας δεν τους ανέφερα. Δεν αγνοώ ότι πολλοί προ ημών, οίτινες έγραψαν περί ορχήσεως, εφρόντισαν προπάντων να αναφέρουν όλα τα είδη της ορχήσεως με τα ονόματα εκάστου και εκείνους εις τους οποίους αποδίδεται η επινόησίς των, νομίζοντες ότι ούτω δίδουν απόδειξιν της πολυμαθείας των.
Αλλ' εγώ την φροντίδα περί των τοιούτων θεωρώ γελοίαν επίδειξιν πολυγνωσίας και την νομίζω μη αρμόζουσαν εις εμέ, διό και την παραλείπω. Άλλως τε πρέπει να έχης υπ' όψιν και να ενθυμήσαι ότι δεν πρόκειται εδώ να κάμω την γενεαλογίαν όλων των ορχήσεων, ούτε ανέλαβα να αναφέρω ονόματα χορών, εκτός των ολίγων περί των οποίων εις την αρχήν έκαμα λόγον, περιορισθείς εις τους γενικωτέρους. Επί του προκειμένου ο σκοπός μου ήτο να εξάρω την όρχησιν εις την σημερινήν της κατάστασιν και να δείξω όσα τερπνά και χρήσιμα περιλαμβάνει. Δεν ανεπτύχθη δε ευθύς εξ αρχής εις το σημερινόν της κάλλος, αλλά προ πάντων επί των ημερών του αυτοκράτορος Σεβαστού.{64} Αι παλαιαί ορχήσεις ήσαν ως ρίζαι και θεμέλια της ορχήσεως• ημείς δε τώρα ομιλούμεν περί του άνθους αυτής και του ωριμωτάτου καρπού, τα οποία σήμερον έχουν φθάση εις την άκραν αυτών τελειότητα. Διά τούτο ούτε περί της θερμαϋστρίδος {65}, ούτε περί του γεράνου {66} και άλλων ορχήσεων, αίτινες ουδόλως ταιριάζουν προς τον σημερινόν χορόν, θα ομιλήσω. Όχι εξ αγνοίας επίσης παρέλειψα τον Φρυγικόν χορόν, ο οποίος υποθέτει χορευτάς μεθυσμένους και κραιπαλώντας ή και αγροίκους, τους οποίους συνοδεύει μουσική αυλών, παιζομένων υπό γυναικών, και οίτινες κάνουν πηδήματα μεγάλα και επίπονα. Ο χορός ούτος εξακολουθεί ακόμη να χορεύεται εις τα εξοχικά μέρη, αλλ' ουδεμίαν σχέσιν έχει με την σημερινήν όρχησιν. Και ο Πλάτων εις τους Νόμους του επαινεί είδη τινά ορχήσεως, άλλα δε εντελώς αποκρούει και αποδοκιμάζει, διαιρών τα είδη των χορών κατά το τερπνόν και το χρήσιμον και απορρίπτων μεν τα ασχημότερα, επιδοκιμάζων δε και θαυμάζων τα άλλα.
Αλλ' αρκετά είπα περί της ορχήσεως• διότι είνε απειροκαλία να παρατείνεται ο λόγος διά λεπτολογιών. Τώρα δε θα σου αναφέρω τι πρέπει να έχη ο χορευτής, πώς πρέπει ν' ασκηθή, τι να μάθη και πώς να τελειοποιηθή εις την τέχνην του, διά να εννοήσης ότι η ορχηστική δεν είνε εκ των ευκόλων τεχνών, αλλ' έχει ανάγκην τελείας παιδεύσεως, όχι μόνον εις την μουσικήν, την ρυθμικήν και την μετρικήν, αλλά μάλιστα και εις την ιδικήν σου φιλοσοφίαν, την φυσικήν και την ηθικήν. Την διαλεκτικήν εθεώρησεν ανάρμοστον εις εαυτήν, την ρητορικήν όμως δεν παρημέλησεν, αλλά σχετίζεται και με αυτήν εις την επίδειξιν του ήθους και του πάθους, την οποίαν και οι ρήτορες επιτηδεύουν. Και προς την ζωγραφικήν δε και την πλαστικήν δεν είνε άσχετος, αλλά και την ευρυθμίαν αυτών φαίνεται μιμουμένη, ούτως ώστε ούτε ο Φειδίας, ούτε ο Απελλής να φαίνωνται ανώτεροι αυτής.
Αλλά προ πάντων προσπαθεί να έχη υπέρ αυτής την Μνημοσύνην και την θυγατέρα αυτής Πολύμνιαν και φροντίζει να μιμήται τας Μούσας όλας• διότι, όπως λέγει ο Κάλχας εις τον Όμηρον, ο χορευτής πρέπει να γνωρίζη τα παρελθόντα, τα μέλλοντα και τα παρόντα, ώστε να μη του διαφεύγη τίποτε, αλλά να τα έχη όλα πρόχειρα εις την μνήμην του. Ο κύριος σκοπός της ορχήσεως είνε η μίμησις και είνε επιστήμη παραστατική, εκφράζουσα τα διανοήματα και φανερώνουσα τα μη φαινόμενα• εκείνο δε το οποίον ο Θουκυδίδης είπεν επαινών τον Περικλέα είνε και του ορχηστού το μέγιστον εγκώμιον, δηλαδή να γνωρίζη τα πρέποντα και να δύναται να τα εκφράζη• έκφρασιν δ' επί του προκειμένου εννοώ την παραστατικότητα των κινήσεων.
Όπως δε είπα ανωτέρω, η όρχησις αρύεται τας υποθέσεις της όλας εκ της αρχαίας ιστορίας και πρέπει να την έχη ο χορευτής πρόχειρον εις την μνήμην του και μετά χάριτος να αναπαριστά τας ιστορικάς υποθέσεις• αρχίζων από του χάους και της πρώτης του κόσμου δημιουργίας πρέπει να γνωρίζη πάντα τα γενόμενα μέχρι των χρόνων της Κλεοπάτρας της Αιγυπτίας. Η πολυμάθεια του ορχηστού πρέπει να περιλαμβάνη παρ' ημίν όλην αυτήν την ιστορικήν περίοδον και μάλιστα την μυθολογικήν, τον ακρωτηριασμόν του Ουρανού, την γέννησιν της Αφροδίτης, την Τιτανομαχίαν, την γέννησιν του Διός, την απάτην της Ρέας, την υποβολήν του λίθου εις τον Κρόνον αντί του γεννηθέντος Διός, την δέσμευσιν του Κρόνου και τον κλήρον τον οποίον έρριψαν οι τρεις αδελφοί. Έπειτα κατά σειράν την επανάστασιν των Γιγάντων, την κλοπήν του πυρός, την πλάσιν των ανθρώπων, την τιμωρίαν του Προμηθέως, την ισχύν και των δύο Ερώτων, {67} και κατόπιν πώς η Δήλος έπλεεν ως νήσος, πώς εγέννησεν η Λητώ, τον φόνον του Πύθωνος και την επιβολήν του Τιτυού {68}, και πώς ο Ζευς εύρε το κέντρον της γης διά της πτήσεως των αετών. {69}
Έρχεται κατόπιν η ιστορία του Δευκαλίωνος και του κατακλυσμού, όστις συνέβη εις την εποχήν του και πώς μία κιβωτός διέσωσε λείψανον του γένους των ανθρώπων και πώς έγιναν εκ νέου άνθρωποι εκ λίθων. Έπειτα του Βάκχου η κατασπάραξις, της Ήρας ο δόλος και της Σεμέλης η κατάφλεξις, του Διονύσου και αι δύο γεννήσεις και όσα ιστορούνται περί Αθηνάς, περί Ηφαίστου και Εριχθονίου• και η περί της Αττικής φιλονεικία, το επεισόδιον του Αλειρροθίου {70} και η πρώτη δίκη η γενομένη εις τον Άρειον Πάγον, εν γένει δε όλη η μυθολογική ιστορία της Αττικής. Πρό πάντων πρέπει ο χορευτής να γνωρίζη την περιπλάνησην της Δήμητρος και την ανακάλυψιν της Κόρης{71}, την φιλοξενίαν του Κελεού και την ανακάλυψιν της γεωργίας υπό του Τριπτολέμου, της αμπελουργίας δε υπό του Ικαρίου• {72} το πάθημα της Ηριγόνης και όσα ιστορούνται περί Βορέου, περί Οριθνίας /Ωρειθυίας;/, περί Θησέως και Αιγέως. Προσέτι την υποδοχήν της Μηδείας και την εκ νέου φυγήν της εις την Περσίαν και τα περί των θυγατέρων του Ερεχθέως και του Πανδίωνος, τι έπαθαν και τι έπραξαν εις την Θράκην. Έπειτα έρχεται η ιστορία του Ακάμαντος και της Φυλλίδος {73} και η πρώτη αρπαγή της Ελένης και η ένεκεν αυτής εκστρατεία των Διοσκούρων κατά της πόλεως {74} το πάθημα του Ιππολύτου και η κάθοδος των Ηρακλειδών• διότι όλα αυτά ορθώς δύνανται να θεωρούνται ως ανήκοντα εις την ιστορίαν της Αττικής.
Αυτά περί των Αθηναίων, ως δείγμα των πολλών τα οποία παραλείπω ν' αναφέρω. Έπειτα η ιστορία των Μεγάρων, ο Νίσος και η Σκύλλα και ο πορφυρούς πλόκαμος, η εκστρατεία του Μίνωος και η αχαριστία του προς την ευεργέτιδα. Κατόπιν το επεισόδιον του Κιθαιρώνος και τα δυστυχήματα των Θηβαίων και των Λαβδακιδών, η άφιξις του Κάδμου, η ανάπαυσις του βοός,{75} ο φόνος του όφεως και το φύτρωμα των σπαρτών ανθρώπων και πάλιν του Κάδμου η μεταμόρφωσις εις δράκοντα, η ανέγερσις του τείχους υπό τους ήχους της λύρας, η παραφροσύνη του τοιχοποιού, η καύχησις της Νιόβης και η εκ της λύπης σιγή της. Επίσης τα περί του Πενθέως και Ακταίωνος και του Οιδίποδος η ιστορία και τα περί Ηρακλέους μεθ' όλων των άθλων αυτού και της σφαγής των τέκνων του.
Η Κόρινθος παρέχει επίσης εις τον ορχηστήν πλήθος μυθολογικών υποθέσεων, όπως η ιστορία της Γλαύκης και του Κρέοντος και προ αυτών του Βελλεροφόντου και της Σθενεβοίας, η μάχη του Ηλίου και του Ποσειδώνος, έπειτα δε η παραφροσύνη του Αθάμαντος και η εναέριος φυγή επί του κριού των τέκνων της Νεφέλης και η υποδοχή της Ινούς και του Μελικέρτου. Προς τούτοις η ιστορία των Πελοπιδών και των Μυκηνών και τα γενόμενα εντός αυτών και προ αυτών, ο Ίναχος και η Ιώ και ο φρουρός αυτής Άργος, ο Ατρεύς και ο Θυέστης και η Αερόπη• το χρυσούν δέρας και ο γάμος του Πέλοπος, ο φόνος του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας η τιμωρία• και ακόμη προ τούτων η εκστρατεία των επτά επί Θήβας, η υποδοχή των εξορίστων γαμβρών του Αδράστου και ο περί αυτών χρησμός, η διαταγή να μείνουν άταφοι οι πεσόντες και ο ένεκα τούτου θάνατος της Αντιγόνης και του Μενοικέως.
Ο χορευτής πρέπει αναγκαίως να ενθυμήται και όσα συνέβησαν εις την Νεμέαν, τα περί Υψιπύλης και Αρχέμορος. Και προ αυτών πρέπει να γνωρίζη πως η Δανάη εφυλάσσετο διά να τηρήση την παρθενίαν της, την γέννησιν του Περσέως και τον άθλον αυτού κατά των Γοργόνων, προς τον οποίον συνδέεται και η Αιθιοπική διήγησις, και την ιστορίαν της Κασσιεπείας, της Ανδρομέδας και του Κηφέως, τους οποίους κατέταξε μεταξύ των άστρων η πίστις των μεταγενεστέρων. Πρέπει δε να γνωρίζη και τους αρχαίους θρύλους περί της Αιγύπτου και του Δαναού και την επιβουλήν κατά τον γάμον.
Η Λακεδαίμων παρέχει όχι ολίγας τοιαύτας υποθέσεις, όπως η ιστορία του Υακίνθου και της αντιζηλίας Απόλλωνος και Ζεφύρου, ο φόνος του νέου διά του δίσκου και το άνθος το οποίον εφύτρωσεν εκ του αίματός του, και η επιγραφή η οποία υπήρχεν εις τα φύλλα του άνθους και εμοιρολόγει τον Υάκινθον, η ανάστασις του Τινδάρεω και η διά τούτο οργή του Διός κατά του Ασκληπιού. Προσέτι η αποδημία του Πάριδος και η αρπαγή της Ελένης, μετά την διά του μήλου κρίσιν. Πρέπει δε να συνδεθή η Σπαρτιατική ιστορία με την Τρωικήν, η οποία είνε μεγάλη και περιέχει απειρίαν προσώπων. Εκάστου των πεσόντων προ της Ιλίου ο θάνατος αποτελεί δράμα κατάλληλον διά την ορχηστικήν παράστασιν. Και πρέπει να ενθυμήται αυτά πάντοτε, μάλιστα ευθύς από της αρπαγής της Ελένης μέχρι των συμβάντων κατά την εκ της Τρωάδος επάνοδον των Ελλήνων, τας περιπλανήσεις του Αινείου και τον έρωτα της Διδούς, προς τα οποία δεν είνε άσχετα και τ' ανδραγαθήματα του Ορέστου εις την Σκυθίαν. Επίσης δεν είνε άσχετα και αταίριαστα προς τα Τρωικά και εκείνα τα οποία προ τούτων συνέβησαν, όπως η διαμονή εις την Σκύρον του Αχιλλέως, ο οποίος εφόρει ένδυμα κόρης, η παραφροσύνη του Οδυσσέως και η εγκατάλειψις του Φιλοκτήτου, όλη εν γένει η ιστορία της περιπλανήσεως του Οδυσσέως, η Κίρκη και ο Τηλέγονος, η διεύθυνσις των ανέμων υπό του Αιόλου και τα άλλα μέχρι της τιμωρίας των μνηστήρων• προ τούτων δε η επιβουλή εναντίον του Παλαμήδους και η οργή του Ναυπλίου, η μανία του Αίαντος και ο θάνατος του άλλου όστις εκεραυνοβολήθη επί των βράχων.
Οι καταγινόμενοι εις τον χορόν έχουν ν' αντλήσουν πολλάς υποθέσεις και από την Ήλιδα, όπως την ιστορίαν του Οινομάου, τα περί Κρόνου και Διός και των πρώτων αθλητών των Ολυμπιακών αγώνων.
Η μυθολογία δε της Αρκαδίας είνε πλουσία εις τοιαύτας υποθέσεις, εκ των οποίων αναφέρω την καταδίωξιν και την φυγήν της Δάφνης, την μεταμόρφωσιν της Καλλιστούς εις θηρίον, των Κενταύρων την μανιώδη μέθην, τα γενέθλια του Πανός, τον Έρωτα του Αλφειού και το υποβρύχιον ταξείδι {76}. Εάν περάσωμεν εις την Κρήτην, έχομεν να εύρωμεν κ' εκεί πάρα πολλά θέματα ορχήσεως, όπως η ιστορία της Ευρώπης, της Πασιφάης, των δύο Ταύρων, {77} του Λαβυρίνθου, της Αριάδνης, έπειτα την Φαίδραν, τον Ανδρόγεων, τον Δαίδαλον, τον Ίκαρον, τον Γλαύκον, την μαντικήν του Πολυίδου και τον Τάλλω τον χάλκινον άνθρωπον όστις περιεπόλει εις την Κρήτην.
Αλλά και εις την Αιτωλίαν εάν περάσωμεν, θα ίδωμεν ότι και απ' εκεί έχει να παραλάβη πολλά η όρχησις, την Αλθαίαν, λ.χ. τον Μελέαγρον, την Αταλάντην, τον δαυλόν, την πάλην μεταξύ ποταμού και Ηρακλέους, την γέννησιν των Σειρήνων και την εμφάνισιν των Εχινάδων και την επ' αυτών εγκατάστασιν του Αλκμέονος μετά την παραφροσύνην του• έπειτα τον Νέσσον και την ζηλοτυπίαν της Δηιάνειρας, ήτις έγινεν αφορμή να καή επί της Οίτης ο Ηρακλής.
Και της Θράκης η ιστορία περιέχει πολλά τα αναγκαία διά τον χορευτήν, τον Ορφέα και την κατασπάραξίν του και τας περιπετείας της κεφαλής του ήτις έψαλλεν επιπλέουσα ομού με την λύραν, τα περί των ορέων Αίμου και Ροδόπης και την τιμωρίαν του Λυκούργου.
Έτι περισσότερα παρέχει η Θεσσαλία• τον Πελλίαν λ. χ., τον Ιάσονα, την Άλκηστιν, την εκστρατείαν των πεντήκοντα νέων και το πλοίον Αργώ με την λαλούσαν τρόπιδα. Εκτός τούτων τα γενόμενα εις την Λήμνον, τον Αιήτην, το όνειρον της Μηδείας, την κατασπάραξιν του Αψύρτου και όσα συνέβησαν κατά τον πλουν, έπειτα δε τα περί του Πρωτεσιλάου και της Λαοδαμείας.
Αν πάλιν περάσης εις την Ασίαν, θα εύρης και εκεί πολλά τα δραματικά• εν πρώτοις εις την Σάμον το πάθημα του Πολυκράτους και την μέχρι Περσίας περιπλάνησιν της θυγατρός του• ακόμη δε αρχαιότερα την ακριτομυθίαν του Ταντάλου και το γεύμα το οποίον προσέφερεν εις τους θεούς, την κατακρεούργησιν του Πέλοπος και τον ελεφάντινον ώμον του. Εις την Ιταλίαν έχομεν τον Ηριδανόν και τον Φαέθοντα και τας αιγείρους αδελφάς του θρηνούσας και δακρυούσας ήλεκτρον. Πρέπει δε να γνωρίζη ο χορευτής και την ιστορίαν των Εσπερίδων και τα περί του φρουρού δράκοντος του χρυσού μήλου, τον μόχθον του Άτλαντος και την ιστορίαν του Γηρυόνου με την αρπαγήν των βοών εκ της Ερυθείας.
Δεν πρέπει δε ν' αγνοή ο επιδιδόμενος εις την όρχησιν και τας διαφόρους μυθικάς μεταμορφώσεις ανθρώπων εις δένδρα, θηρία ή πτηνά και γυναικών εις άνδρας, όπως λέγεται περί του Καινέα, του Τειρεσίου και άλλων. Η Φοινίκη παρέχει εις τον χορευτήν την ιστορίαν του Μύρρα και το διπλούν Ασσυριακόν πένθος. Επίσης πρέπει να γνωρίζη ο χορευτής τα νεώτερα, όσα ο Αντίπατρος μετά την επικράτησιν των Μακεδόνων επεχείρησε και όσα ένεκα του έρωτος προς την Στρατονίκην έπραξεν ο Σέλευκος.
Τα αναφερόμενα εις την Αίγυπτον πρέπει ο χορευτής να παραστήση κατά τρόπον συμβολικώτερον, ως αναγόμενα κατά το πλείστον εις τα μυστήρια της Αιγυπτιακής θρησκείας• εννοώ τον Έπαφον και τον Όσιριν και τας μεταμορφώσεις των θεών εις ζώα, προ πάντων δε τα περί των ερώτων αυτών και αυτού του Διός και των διαφόρων μεταμορφώσεών του.
Ανάγκη να γνωρίζη και όλην την τραγωδίαν του Άδου, τας τιμωρίας και τας αφορμάς εκάστης και την μέχρι του Άδου φιλίαν του Πειρίθου και του Θησέως. Εν γένει δεν πρέπει ν' αγνοή τίποτε εκ των αναφερομένων υπό του Ομήρου και Ησιόδου και των αρίστων ποιητών, μάλιστα των τραγικών.
Ταύτα πολύ ολίγα εκ των πολλών ή μάλλον των απειροπληθών σου αναφέρω, εκλέξας τα κυριώτερα και αφήνων τα άλλα τα οποία ψάλλουν οι ποιηταί και παριστούν οι ορχησταί και τα οποία δύνασαι κατ' αναλογίαν των ειρημένων να εύρης και μόνος. Ο ορχηστής πρέπει πάντα ταύτα να έχη πρόχειρα και αποταμιευμένα, διά να τα μεταχειρίζεται εις πάσαν ευκαιρίαν. Επειδή δε η τέχνη του είνε να μιμήται και επαγγέλλεται να εκφράζη διά κινήσεων όσα άδονται, πρέπει, όπως οι ρήτορες, να επιμελήται ώστε να είνε αι παραστάσεις του σαφείς και παν ό,τι παριστά να εννοήται χωρίς ανάγκην εξηγητών. Όπως ο Πυθικός χρησμός είπε, πρέπει ο βλέπων όρχησιν να εννοή και ν' ακούη και όταν ο χορεύων σιωπά.
Κάτι τι σχετικόν λέγεται ότι συνέβη εις τον Δημήτριον τον Κυνικόν. Και αυτός, όπως συ, κατηγόρει την ορχηστικήν και έλεγεν ότι είνε προσθήκη περιττή εις την μουσικήν των αυλών, των συριγγών και των κυμβάλων και ότι ο χορευτής ουδέν προσθέτει εις την εντύπωσιν, αλλά κάνει κινήσεις παραλόγους και ματαίας, χωρίς κανέν νόημα, ότι δε οι άνθρωποι εγοητεύοντο υπό του πλουσίου ιματισμού του, υπό των ήχων του αυλού και της αρμονίας των τραγουδιστών και απέδιδον την γοητείαν εις τον ορχηστήν, ενώ αυτός ουδόλως συνετέλει εις την εντύπωσιν. Τότε κάποιος ορχηστής, περίφημος κατά τους χρόνους του Νέρωνος, ο οποίος, ως λέγεται, διεκρίνετο όχι μόνον διά την γνώσιν της ιστορίας και το κάλλος της ορχήσεώς του, αλλά και διά την νοημοσύνην του, έκαμε προς τον Δημήτριον μίαν λογικωτάτην πρότασιν, να τον ίδη ορχούμενον και έπειτα να τον κατηγορή• υπεσχέθη δε να χορεύση χωρίς συνοδείαν αυλού και ασμάτων. Και ούτω έπραξε• διέταξε τους κυμβαλιστάς και αυλητάς και τους τραγουδιστάς να σιωπήσουν και μόνος παρέστησε διά του χορού την ερωτικήν συνέντευξιν του Άρεως και της Αφροδίτης• έπειτα πώς τους επρόδωσεν ο Ήλιος, πώς τους επαγίδευσεν ο Ήφαιστος και τους εδέσμευσεν ομού και πώς εκάλεσε τους θεούς να τους ίδουν, και η μεν Αφροδίτη εντρέπετο, ο δε Άρης εταράχθη και ικέτευε, και όλα τα σχετικά με την ιστορίαν αυτήν. Τόσον δε κατεγοητεύθη υπό του θεάματος ο Δημήτριος, ώστε απηύθυνε τον μέγιστον των επαίνων προς τον ορχηστήν και ενθουσιασμένος του είπε• Δεν βλέπω μόνον, έξοχε άνθρωπε, αλλά και ακούω τας κινήσεις σου και μου κάνεις την εντύπωσιν ότι και με τα χέρια σου μιλείς.
Αφού δε ευρισκόμεθα εις τους χρόνους του Νέρωνος, θα είπω και τι συνέβη μεταξύ ενός βαρβάρου και του ιδίου ορχηστού, το οποίον αποτελεί μέγιστον έπαινον διά την ορχηστικήν. Ένας βάρβαρος ηγεμών των περί τον Πόντων χωρών είχε μεταβή εις την Ρώμην διά να επισκεφθή κατά καθήκον τον Νέρωνα• Και συνέβη να ίδη τον χορευτήν εκείνον να χορεύη τόσον εκφραστικώς, ώστε αυτός, καίτοι δεν ενόει τα αδόμενα, διότι ατελώς εγνώριζε την ελληνικήν, εκατάλαβε τα πάντα. Όταν δε επρόκειτο να επιστρέψη εις την χώραν του, ο δε Νέρων τον απεχαιρέτα και του έλεγε να ζήτηση ό,τι ήθελε και υπέσχετο να του το δώση, Τον χορευτήν εκείνον, είπε, αν μου δώσης, τα μεγιστα θα μ' ευχαρίστησης. Και εις τι δύναται να σου χρησιμεύση; ηρώτησεν ο Νέρων. Έχω γείτονας βαρβάρους, οι οποίοι ομιλούν άλλην γλώσσαν και δεν μου είνε εύκολον να ευρίσκω διερμηνείς διά να συνεννοούμαι μετ' αυτών. Οσάκις λοιπόν θα έχω ανάγκην να έλθω εις συνεννόησιν με αυτούς, ο χορευτής θα δύναται να διερμηνεύη διά νευμάτων όσα θέλω να είπω. Τοιαύτη ήτο η εντύπωσίς του εκ της σαφηνείας και της εκφραστικότητας των μιμητικών κινήσεων του ορχηστού εκείνου.
Κυριωτέρα δε φροντίς και ο σκοπός της ορχηστικής, ως είπα, είνε η υπόκρισις, την οποίαν οι ορχησταί επιτηδεύουν, όπως οι ρήτορες και μάλιστα οι απαγγέλλοντες τας λεγομένας μελέτας• διότι ο ρήτωρ τότε προ πάντων επιτυγχάνει όταν τα λεγόμενα προσαρμόζονται εις τα πρόσωπα, περί των οποίων πρόκειται, και δεν είνε ανάρμοστα εις τους ήρωας ή πένητας ή γεωργούς εις τους οποίους ο λόγος αναφέρεται, αλλά περί εκάστου παρουσιάζουν ό,τι χαρακτηριστικόν και εξαίρετον.
Αλλά θα σου διηγηθώ και το λεχθέν υπό άλλου βαρβάρου περί του χορού. Ιδών ούτος ότι είχον ετοιμασθή πέντε προσωπίδες διά τον ορχηστήν,— διότι το δράμα το οποίον έμελλε να παρασταθή διά του χορού περιελάμβανε πέντε πρόσωπα — ηρώτησεν, επειδή έβλεπε ένα μόνον χορευτήν, ποίοι θα εχόρευον και θα υπεκρίνοντο τα λοιπά πρόσωπα• όταν δε έμαθεν ότι ο ίδιος θα υπεκρίνετο και θα εχόρευε τα πάντα, είπε• Δεν εφανταζόμην, φίλε μου, ότι έχεις ένα σώμα και πολλάς ψυχάς. Αυτά είπεν ο βάρβαρος. Ουχί αλόγως δε οι κατοικούντες εις την Ιταλίαν αποκαλούν τον ορχηστήν παντόμιμον, λαμβάνοντες αφορμήν εκ των έργων του. Είνε δε καλή και χρήσιμος εις τον ορχηστήν και η παραίνεσις του ποιητού• «Τέκνον μου, να μιμηθής το θαλάσσιον ζώον, το οποίον προσκολλάται εις τας πέτρας, και έπειτα φρόντισε να επισκεφθής όλας τας πόλεις και να γνωρίσης τα ήθη των». Ομοίως ο ορχηστής πρέπει να προσκολλάται και να εξοικειούται προς έκαστον εκ των θεμάτων τα οποία υποκρίνεται.
Εν γένει δε η όρχησις επαγγέλλεται να υποκρίνεται και παριστά χαρακτήρας και πάθη, τώρα μεν τον έρωτα, έπειτα δε την οργήν, άλλοτε δε την παραφροσύνην και άλλοτε την θλίψιν και πάντα ταύτα εις τους διαφόρους αυτών βαθμούς. Και το θαυμασιώτερον είνε ότι παρουσιάζεται εντός της αυτής ημέρας οτέ μεν Αθάμας μαινόμενος, οτέ δε Ινώ φοβουμένη, άλλοτε Ατρεύς ο ίδιος και μετ' ολίγον Θυέστης, έπειτα Αίγισθος ή Αερόπη. Και όλους τούτους τους χαρακτήρας μόνον είς άνθρωπος υποδύεται.
Τα άλλα θεάματα και ακούσματα επιδεικνύουν έκαστον μίαν πράξιν, είτε μουσική αυλού ή κιθάρας είνε, είτε άσμα ή τραγική δραματουργία, είτε κωμωδία• ο ορχηστής όμως περιλαμβάνει τα πάντα και η σύνθεσίς του είνε ποικίλη και ανάμικτος από όλας τας τέχνας και τα μέσα της τέχνης, από τον αυλόν, την σύριγγα, τον κτύπον των ποδών, του κυμβάλου τον κρότον, του ηθοποιού την απαγγελίαν και των τραγουδιστών την αρμονικήν πολυφωνίαν. Ενώ δε τα άλλα είνε έργα τα μεν της ψυχής, τα δε του σώματος, εις την όρχησιν το ψυχικόν και το σωματικόν στοιχείον αναμιγνύονται• διότι τα γινόμενα εκδηλούν σκέψεις και συγχρόνως επιδεικνύουν της σωματικής ασκήσεως την ενέργειαν, η δε τελειότης της ορχήσεως συνίσταται εις την σοφίαν των χειρονομιών και εις το να μη γίνεται καμμία κίνησις άνευ λόγου. Διά τούτο ο Λεσβώνας ο Μυτιληναίος, άνθρωπος σοφός και χρηστός, απεκάλει τους ορχηστάς χειροσόφους και μετέβαινε να τους βλέπη με την πεποίθησιν ότι θα επέστρεφεν εκ του θεάτρου καλλίτερος. Ο δε Τιμοκράτης ο διδάσκαλός του, όταν ποτέ κατά τύχην είδεν ένα ορχηστήν χορεύοντα, Οποίον θέαμα, είπε, μ' έχει στερήση ο προς την φιλοσοφίαν σεβασμός.
Εάν δε είνε αληθή εκείνα τα οποία περί ψυχής λέγει ο Πλάτων, ο ορχηστής εκδηλώνει καλώς τα τρία μέρη αυτής, το θυμικόν, όταν υποκρίνεται οργιζόμενον, το επιθυμητικόν, όταν παριστά ερωτευμένους, και το λογικόν, όταν χαλιναγωγή τα διάφορα πάθη• το τελευταίον δε τούτο είνε κατεσπαρμένον εις όλα τα μέρη της ορχήσεως όπως η αφή είνε διανεμημένη εις όλας τας αισθήσεις. Όταν δε τόσον φροντίζη περί του κάλλους και της αρμονίας των σχημάτων, τι άλλο πράττει παρά πραγματοποιεί το λεχθέν υπό του Αριστοτέλους, όστις επαινών το κάλλος το θεωρεί ως έν εκ των τριών τα οποία αποτελούν την ευτυχίαν; {78} Ήκουσα και κάποιον όστις, θέλων να εξάρη εμφαντικώτερον την σιωπήν των προσώπων του ορχηστικού δράματος, έλεγεν ότι και αυτή συμβολίζει έν εκ των δογμάτων του Πυθαγόρου. {79}
Ενώ δε εκ των άλλων έργων τα μεν υπόσχονται το τερπνόν, τα δε το χρήσιμον, μόνον η όρχησις παρέχει και τα δύο• είνε δε το χρήσιμον πολύ ωφελιμώτερον όταν συνοδεύεται υπό του τερπνού. Πόσον τωόντι πλέον ευχάριστον είνε να βλέπη τις χορόν παρά νέους πυγμαχούντας και καθημαγμένους, των οποίων το αίμα τρέχει, και άλλους παλαίοντας και κυλιομένους εις τον κονιορτόν, πράγματα τα οποία η όρχησις πολλάκις εκτελεί κατά τρόπον ακριβέστερον, ωραιότερον και τερπνότερον. Η συνεχής κίνησις του χορού, αι συστροφαί και αι περιστροφαί αυτού, τα πηδήματα και του σώματος οι υπτιασμοί διά μεν τους θεατάς είνε τερπνά, διά δε τους χορεύοντας υγιεινότατα• διότι εκ των ασκήσεων εκείνην εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως την ωραιοτέραν και ευρυθμοτέραν, η οποία μαλάσσει το σώμα και το λυγίζει και το ελαφρώνει και του δίδει την ευκολίαν εις την αλλαγήν στάσεων και συγχρόνως του παρέχει όχι μικράν δύναμιν. Πώς λοιπόν να μη είνε κάτι τι παναρμόνιον η όρχησις, η οποία οξύνει την ψυχήν και εξασκεί το σώμα, τέρπει τους βλέποντας και διδάσκει πολλά εκ των παλαιών συμβάντων διά των αυλών και των κυμβάλων και της ευρυθμίας των μελών, διά της γοητείας των οφθαλμών και της ακοής;
Αλλά και αν θέλης ν' ακούσης μίαν ωραίαν φωνήν, πού αλλού δύνασαι να εύρης συναυλίαν πολυφωνοτέραν και αρμονικωτέραν; Αλλ' εάν περισσότερον σου αρέσουν οι ήχοι του αυλού και της σύριγγος, και τούτους δύνασαι αφθόνως ν' απολαύσης εις την όρχησιν. Παραλείπω ότι ο χαρακτήρ σου θα βελτιωθή εις αυτά τα θεάματα, όταν θα βλέπης τους θεατάς να εκδηλούν μίσος κατά των κακών πράξεων και να δακρύουν διά τ' αδικήματα. Εν γένει το θέαμα είνε ηθοπλαστικόν διά τους θεατάς.
Αλλ' ο μεγαλείτερος έπαινος διά τον χορόν είνε ότι κατορθώνει να δίδη εις τα μέλη συγχρόνως ευκαμψίαν και δύναμιν, πράγμα τόσον παράδοξον, ως εάν τις κατώρθωνε να ενώση εις έν σώμα την δύναμιν του Ηρακλέους και την αβρότητα της Αφροδίτης.
Τώρα δε θα προσπαθήσω να σου υποδείξω διά του λόγου και οποίος πρέπει να είνε ο άριστος ορχηστής κατά τε την ψυχήν και το σώμα. Αλλ' όσον αφορά την ψυχήν, ανέφερα ήδη τα περισσότερα• ότι πρέπει να έχη μνημονικόν, να είνε ευφυής και νοήμων και οξύς εις την αντίληψιν και προ πάντων ταχύς εις το ν' αυτοσχεδιάζη, προσέτι δε να δύναται να κρίνη ποιήματα και άσματα, να διακρίνη τας καλλιτέρας μελωδίας και να διορθώνη τα πλημμελή και ελαττωματικά.
Το δε σώμα του νομίζω ότι πρέπει να σου παρουσιάσω σύμφωνον προς τον κανόνα του Πολυκλείτου. Ούτε πάρα πολύ υψηλός πρέπει να είνε, ούτε πάρα πολύ μικρόσωμος και νανώδης, αλλ' εντελώς σύμμετρος, ούτε πολύσαρκος—πράγμα ανάρμοστον εις την όρχησιν και τας υποκρίσεις αυτής—ούτε καθ' υπερβολήν ισχνός, το οποίον ενθυμίζει τους σκελετούς και τους νεκρούς. Θα σου αναφέρω δε ποίας αποδοκιμασίας επροκάλεσαν τα ελαττώματα ταύτα μεταξύ θεατών ικανών να κρίνουν τα τοιαύτα. Οι Αντιοχείς είνε λαός ευφυέστατος και αγαπά εξαιρετικώς τον χορόν μετά τόσης δε προσοχής και ακριβείας παρακολουθούν τα τοιαύτα θεάματα, ώστε ουδέν σφάλμα δύναται να διαφύγη την προσοχήν των. Όταν δέ ποτε ενεφανίσθη επί της σκηνής μικρόσωμος ορχηστής και παρίστα τον Έκτορα, πάντες συγχρόνως ανεφώνησαν• Συ είσαι ο Αστυάναξ, ο Έκτωρ δε που είνε; Άλλοτε, όταν κάποιος καθ' υπερβολήν υψηλός επεχείρησε να παραστήση διά της ορχήσεως τον Καπανέα προσβάλλοντα τα τείχη των Θηβών, Διασκέλισε, του εφώναξαν το τείχος, δεν έχεις ανάγκην από κλίμακα. Εις άλλον παχύν και πολύσαρκον, ο οποίος επεχείρει να κάμη μεγάλα πηδήματα, εφώναξαν• Σε παρακαλούμεν μη μας χαλάσης την σκηνήν. Εξ εναντίας εις άλλον καθ' υπερβολήν ισχνόν εφώναξαν «Περαστικά», ως να ήτο άρρωστος. Αυτά δεν τα ανέφερα διά να γελάσωμεν, αλλά διά να σου δείξω ότι και λαοί ολόκληροι αποδίδουν μεγάλην σπουδαιότητα εις την ορχηστικήν και δύνανται να κρίνουν ορθώς τα καλά και τα ελαττώματα αυτής.
Έπειτα πρέπει πάντως να είνε ευκίνητος ο χορευτής, να έχη το σώμα χαλαρόν και συγχρόνως στερεόν, ούτως ώστε να λυγίζεται όταν είνε ανάγκη και να στέκεται αλύγιστον οσάκις πρέπει. Ότι δε η όρχησις δεν στερείται και των αθλητικών κινήσεων, αλλ' έχει και τας ωραιοτέρας αθλητικάς στάσεις του Ερμού, του Πολυδεύκους και του Ηρακλέους, δύνασαι να το ίδης αν προσέξης εις εκάστην των ορχηστικών μιμήσεων. Κατά τον Ηρόδοτον, πλέον αξιόπιστος είνε η όρασις από την ακοήν• αλλ' εις την όρχησιν και η όρασις και η ακοή είνε αναγκαίαι.
Τόσην δε επίδρασιν έχει εις την ψυχήν η όρχησις, ώστε, αν μεταβή κανείς ερωτευμένος εις το θέατρον, σωφρονίζεται βλέπων ποία κακά αποτελέσματα έχει ο έρως• εάν δε κατέχεται υπό λύπης, αναχωρεί εκ του θεάτρου φαιδρότερος, ως να έπιε φάρμακον το οποίον δίδει την λήθην ή όπως ο ποιητής το λέγει, νηπενθές και άχολον {80}. Απόδειξις δε ότι η όρχησις αναπαριστά τα αισθήματα των ανθρώπων και ότι οι θεαταί αναγνωρίζουν έκαστος τα αισθήματά του εις τα παριστώμενα είνε ότι οι βλέποντες δακρύουν πολλάκις οσάκις ο χορός παριστά τίποτε θλιβερόν. Και αυτή η βακχική όρχησις, η οποία συνειθίζεται και εκτιμάται προ πάντων εις την Ιωνίαν και τον Πόντον, καίτοι είνε σατυρική, τόσον έχει υποδουλώση τους εκεί ανθρώπους, ώστε κατά την ωρισμένην εποχήν αφήνουν πάσαν άλλην ασχολίαν και επί ημέρας κάθηνται και βλέπουν τιτάνας και κορύβαντας, σατύρους και βουκόλους ορχουμένους. Εκτελούν δε τους χορούς τούτους οι ευγενέστατοι και οι πρωτεύοντες εις εκάστην των πόλεων, και όχι μόνον δεν εντρέπονται διά τούτο, αλλά και υπερηφανεύονται περισσότερον παρά διά τας ευγενείας, τα αξιώματα και τα προγονικά των κατορθώματα.
Αφού ωμίλησα περί των προτερημάτων των ορχηστών, άκουσε τώρα και τα ελαττώματά των. Και τα μεν σωματικά υπέδειξα ήδη• νομίζω δε ότι κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να υποδείξωμεν και τα πνευματικά αυτών ελαττώματα. Πολλοί εξ αυτών από αμάθειαν — διότι αδύνατον να είνε όλοι σοφοί — περιπίπτουν εις μεγάλα σφάλματα κατά την όρχησιν. Και άλλοι μεν κάμνουν κινήσεις παραλόγους, αι οποίαι, κατά το λεγόμενον, δεν έχουν σχέσιν προς την χορδήν• {81} και άλλα λέγει η κίνησις του ποδός, άλλα δε ο ρυθμός. Άλλοι δε χορεύουν μεν κατά τον ρυθμόν, αλλά εις τα παριστώμενα συγχέουν τας εποχάς• και ως παραδείγματα θα αναφέρω πράγματα τα οποία είδα. Κάποιος ο οποίος εχόρευε την γέννησιν του Διός και συγχρόνως την τεκνοφαγίαν του Κρόνου, συνέχεε το θέμα του προς τα παθήματα του Θυέστου. Άλλος υποκρινόμενος την Σεμέλην κεραυνοβολουμένην, την παρωμοίαζε προς την Γλαύκην, η οποία είνε μεταγενεστέρα.
Αλλά τα σφάλματα των τοιούτων δεν πρέπει ν' αποδίδωνται εις την όρχησιν, ούτε πρέπει εξ αιτίας αυτών να περιφρονούμεν την τέχνην, αλλ' αυτούς μεν να θεωρούμεν αμαθείς, να επαινούμεν δε εκείνους οίτινες χορεύουν κανονικώς και κατά τον ρυθμόν της τέχνης εκτελούν τα διάφορα θέματα. Εν γένει δε ο χορευτής πρέπει να καταβάλλη πάσαν φροντίδα, ώστε παν ό,τι εκτελεί να είνε εύρυθμον, εύσχημον, σύμμετρον, συνεπές προς εαυτό, μη δυνάμενον να παρερμηνευθή και κατακριθή, χωρίς καμμίαν έλλειψιν και αποτελούμενον εκ των αρίστων ασκήσεων• ο ίδιος δε να έχη την μνήμην οξείαν, να έχη γνώσεις μεγάλας και βαθείας και να γνωρίζη μεγάλως την ανθρωπίνην ψυχήν.
Τότε ο έπαινος των θεατών θα είνε εντελής, όταν έκαστος εκ των παρακολουθούντων την όρχησιν αναγνωρίζει εις αυτήν τα αισθήματά του και ως εις καθρέπτην βλέπει τον εαυτόν του εις τον ορχηστήν και όσα πάσχει και όσα συνειθίζει να πράττη. Όταν οι θεαταί βλέπουν έκαστος τας κινήσεις της ψυχής των και αναγνωρίζουν εαυτούς, αισθάνονται τόσην τέρψιν, ώστε δεν δύνανται να κρατηθούν, αλλ' επαινούν και επευφημούν ενθουσιωδώς• διότι αποτέλεσμα του θεάματος εκείνου είνε το Δελφικόν «Γνώθι σεαυτόν»• απέρχονται δε εκ του θεάτρου, αφού έμαθαν ποία πρέπει να προτιμούν και ποία ν' αποφεύγουν και εδιδάχθησαν όσα προηγουμένως δεν εγνώριζαν.
Όπως δε εις τους λόγους, και εις την όρχησιν συμβαίνει η λεγομένη κακοζηλία• δηλαδή οι ορχούμενοι υπερβαίνουν το μέτρον της μιμήσεως και την εντείνουν πέραν του δέοντος• εάν δε πρόκηται να παραστήσουν τι μέγα, το παριστούν υπερμέγεθες• εάν πρόκηται να παραστήσουν τίποτε αβρόν, γίνονται καθ' υπερβολήν θηλυπρεπείς, τα δε ανδροπρεπή ωθούν μέχρι του αγρίου και θηριώδους. Και ενθυμούμαι ότι είδα κάποτε ένα ορχηστήν, ο οποίος προηγουμένως εθεωρείτο εκ των καλών, ήτο δε τω όντι τεχνίτης και αληθώς άξιος να θαυμάζεται, αλλά δεν γνωρίζω πώς του συνέβη να εξωκείλη εις άσχημον υπόκρισιν διά της υπερβολικής μιμήσεως. Ορχούμενος τον Αίαντα, παράφρονα μετά την ήτταν, τόσον παρεξετράπη, ώστε αντί να φαίνεται ότι υπεκρίνετο την παραφροσύνην, ηδύνατο να νομισθή ότι είχε παραφρονήση ο ίδιος• ενός εκ των κρατούντων το μέτρον διά του σιδηρού υποδήματος κατέσχισε το ένδυμα, αρπάσας δε τον αυλόν ενός εκ των αυλητών, εκτύπησε δι' αυτού κατά κεφαλής τον Οδυσσέα, όστις εστέκετο πλησίον και υπερηφανεύετο διά την νίκην, και αν η περικεφαλαία δεν τον επροφύλλατεν, αλλ' εδέχετο ολόκληρον το κτύπημα η κεφαλή, θα εφονεύετο ο ταλαίπωρος Οδυσσεύς, διότι του έτυχε τοιούτος παράφρων ορχηστής. Αλλά και οι θεαταί όλοι συνεμερίζοντο την παραφροσύνην του Αίαντος και ανεπήδων και εκραύγαζον και έρριπτον τα ενδύματά των, καθότι οι μεν ήσαν απλοϊκοί και του όχλου άνθρωποι και δεν είχον αντίληψιν του μέτρου και του κοσμίου, ούτε ηδύναντο να διακρίνουν το κακόν από το καλόν και ενόμιζον τας υπερβολάς του ορχηστού ως τελείαν μίμησιν του πάθους, οι δε μορφωμένοι ενόουν μεν το άτοπον και δυσηρεστούντο διά τα γινόμενα, αλλά δεν ετόλμων να εκδηλώσουν την αποδοκιμασίαν των και μολονότι έβλεπον ότι τα γινόμενα δεν παρίστων την παραφροσύνην του Αίαντος, αλλ' ήσαν παραφροσύνη του ορχηστού, εχειροκρότουν και αυτοί, καλύπτοντες διά των επευφημιών την ασχημίαν της ορχήσεως. Δεν ηρκέσθη δε εις αυτά μόνον ο εξαίρετος εκείνος ορχηστής, αλλ' έπραξε και κάτι τι άλλο πολύ γελοιωδέστερον κατέβη εκ της σκηνής και εκάθισεν εις το μέσον του θεάτρου εις μίαν εκ των θέσεων των ωρισμένων διά τους συγκλητικούς, μεταξύ δύο πρώην υπάτων, οίτινες κατελήφθησαν υπό φόβου μήπως θα τους εμαστίγωνεν, όπως τον κριόν τον οποίον ο Αίας κτυπά. Και άλλοι μεν εθαύμαζον το πράγμα, άλλοι δε εγέλων και μερικοί υπώπτευον μήπως εκ της υπερβολικής μιμήσεως έπαθε πραγματικώς εκείνο το οποίον υπεκρίνετο. Αλλά λέγεται ότι και ο ίδιος, όταν συνήλθε, τόσον μετενόησε δι' όσα έπραξεν, ώστε εκ της λύπης του ησθένησε διότι ενομίσθη ότι αληθώς είχε παραφρονήση. Εξεδήλωσε δε και άλλως την μεταμέλειάν του, διότι όταν οι θαυμασταί του τον εκάλεσαν να χορεύση εκ νέου τον Αίαντα, παρουσίασεν άλλον ορχηστήν και είπε προς τους θεατάς• Είνε αρκετόν ότι παρεφρόνησα μίαν φοράν. Τον ελύπησε δε προ πάντων η επιτυχία ενός ομοτέχνου και αντιζήλου, όστις αναλαβών να χορεύση τον αυτόν Αίαντα, τόσον κοσμίως και με τόσην τέχνην υπεκρίθη την παραφροσύνην, ώστε επηνέθη διότι έμεινεν εντός των κανόνων της ορχήσεως και δεν παρεξετράπη εις υπερβολάς ασχήμους.
Αρκούμαι εις αυτά, φίλε μου, εκ των πολλών τα οποία ηδυνάμην να σου είπω περί της αξίας της ορχήσεως, διά να μη αγανακτής και θεωρής ανεξήγητον την αγάπην την οποίαν τρέφω προς αυτήν. Εάν δε θελήσης να συμμερισθής μετ' εμού το θέαμα, είμαι βέβαιος ότι θα σε κατακτήση και η αγάπη σου προς τον χορόν θα φθάση μέχρι μανίας. Και δεν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να σου είπω, όπως η Κίρκη•
Θαύμα μ' έχει ως ούτι πιών τάδε φάρμακ' εθέλχθης {82},
διότι θα μαγευθής χωρίς συγχρόνως ν' αποκτήσης όνου κεφαλήν ή καρδίαν χοίρου• {83} αλλά το μεν πνεύμα σου θα γίνη ισχυρότερον, τόσον δε θα ευχαριστηθής, ώστε και εις άλλους θα δώσης να πίουν εκ του ποτού. Εκείνο που λέγει ο Όμηρος περί της χρυσής ράβδου του Ερμού, ότι και «ανδρών όμματα θέλγει ων εθέλει»,
τους δ' αύτε και υπνώοντας εγείρει, {84}
τούτο εντελώς εφαρμόζεται και εις την όρχησιν, η οποία και τους οφθαλμούς θέλγει και το πνεύμα διεγείρει και εξυψώνει μέχρι των γεγονότων τα οποία αναπαριστά.
ΚΡΑΤ. Τώρα, Λυκίνε, σε πιστεύω και σε ακούω με όλην μου την προσοχήν. Να ενθυμήσαι δε, φίλε μου, όταν θα πας εις το θέατρον, να κρατήσης και δι' εμέ μίαν θέσιν, διά να συμμερισθώ και εγώ την σοφίαν την οποίαν εκείθεν αποκομίζεις.
ΕΥΝΟΥΧΟΣ
ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Από που έρχεσαι, Λυκίνε, και γιατί γελάς; Η αλήθεια είνε ότι πάντοτε είσαι εύθυμος, αλλά σήμερον η ευθυμία σου είνε, φαίνεται, τόσον εξαιρετική, ώστε δεν δύνασαι να κρατηθής.
ΛΥΚΙΝΟΣ. Έρχομαι από την αγοράν, Πάμφιλε• θα γελάσης δε και συ ομοίως αν ακούσης την δίκην εις την οποίαν παρευρέθηκα, δίκην μεταξύ φιλοσόφων.
ΠΑΜΦ. Και μόνον ότι φιλόσοφοι έχουν δίκας μεταξύ των είνε αρκετά γελοίον, διότι πρέπει, και αν η αφορμή της διενέξεώς των είνε σπουδαία, να λύουν τας διαφοράς των ειρηνικώς.
ΛΥΚΙΝ. Πώς ήτο δυνατόν να δικασθούν ειρηνικώς άνθρωποι οι οποίοι άμα αντικρύσθησαν έρριψαν ο ένας εναντίον του άλλου ολοκλήρους αμάξας ύβρεων, φωνάζοντες και πεισματωδώς αντιλογούντες;
ΠΑΜΦ. Μήπως, Λυκίνε, εφιλονείκουν περί φιλοσοφικών ζητημάτων, όπως συνήθως συμβαίνει όταν ανήκουν εις αντιθέτους σχολάς;
ΛΥΚΙΝ. Καθόλου, αλλά κάτι άλλο συνέβαινε• διότι ήσαν ομόφρονες και της αυτής σχολής. Αλλ' εγίνετο δίκη πραγματική ενώπιον δικαστηρίου αποτελουμένου από τους επιφανεστέρους, πρεσβυτέρους και σοφωτάτους των πολιτών, ενώπιον των οποίων πας άλλος θα εντρέπετο να είπη την έλαχίστην άτοπον λέξιν και όχι να φθάση εις τόσην αναισχυντίαν.
ΠΑΜΦ. Λοιπόν δεν μου λέγεις τώρα ποίον ήτο το αντικείμενον της δίκης, διά να μάθω και το αίτιον της τόσης σου ευθυμίας;
ΛΥΚ. Ως γνωρίζεις, ο αυτοκράτωρ έχει ορίση μισθόν όχι μικρόν διά τους φιλοσόφους κατά σχολάς, τους Στωικούς, τους Πλατωνικούς και Επικουρίους, προσέτι δε και τους Περιπατητικούς, μισθόν ίσον δι' όλους. Άμα δε κανείς των μισθοδοτουμένων αποθάνη, ο αντικαταστάτης του εκλέγεται διά ψηφοφορίας κατόπιν διαγωνισμού υπό των επιφανεστέρων πολιτών και τα έπαθλα του αγώνος τούτου δεν είνε δέρμα βωδινόν, ούτε ένα σφακτόν, όπως εις τους ομηρικούς αγώνας, αλλά δέκα χιλιάδες δραχμαί κατ' έτος υπό τον όρον ο ούτω μισθοδοτούμενος να διδάσκη φιλοσοφίαν τους νέους.
ΠΑΜΦ. Αυτά τα γνωρίζω, ήκουσα δε ότι και κάποιος εξ αυτών απέθανε προ ολίγου καιρού, ο είς εκ των Περιπατητικών, νομίζω.
ΛΥΚ. Λοιπόν αυτή είνε, Πάμφιλε, η Ελένη διά την οποίαν οι δύο φιλόσοφοι εμονομάχουν. Αλλ' έως εδώ το μόνον γελοίον ήτο ότι, ενώ έλεγαν ότι είνε φιλόσοφοι και καταφρονούν τα χρήματα, έπειτα ηγωνίζοντο δι' αυτά ως υπέρ κινδυνευούσης πατρίδος, θρησκείας και τάφων προγονικών.
ΠΑΜΦ. Το βέβαιον είναι ότι οι Περιπατητικοί δεν αποκλείουν εις τα δόγματά των την αγάπην των χρημάτων, αλλά θεωρούν τον πλούτον ως τρίτον αγαθόν.
ΛΥΚΙΝ. Καλά λέγεις. Αυτά τωόντι λέγουν και επομένως ο πόλεμος των ήτο υπέρ των πατρίων. Αλλ' άκουσε τώρα και τα κατόπιν. Πολλοί ήσαν οι λαβόντες μέρος εις τους επιταφίους εκείνους αγώνας• αλλά την νίκην διεφιλονείκουν δύο, ο γέρων Διοκλής — ξέρεις ποιόν λέγω, εκείνον τον φιλόνεικον και θυμώδη—και ο Βαγώας ο θεωρούμενος ευνούχος. Κατ' αρχάς επέδειξεν έκαστος την ρητορικήν του δεινότητα και την γνώσιν των φιλοσοφικών δογμάτων, προ πάντων δε των Αριστοτελικών θεωριών• εφαίνοντο δε και οι δύο εξίσου δυνατοί. Αλλ' ο αγών δεν περιωρίσθη μόνον εις τας ιδέας• ο Διοκλής αφήσας την επίδειξιν των φιλοσοφικών του γνώσεων εστράφη προς το πρόσωπον του Βαγώα και ήρχισε να επικρίνη τον βίον αυτού• έπειτα δε και ο Βαγώας απαντών επετέθη προσωπικώς κατά του αντιπάλου του.
ΠΑΜΦ. Αυτό είνε σωστό, Λυκίνε, και αυτά κυρίως έπρεπε να εξετασθούν εις τον διαγωνισμόν εκείνον και αν εγώ ήμουν κριτής, μου φαίνεται ότι αυτό κυρίως θα εξήταζα και θα έδιδα την ψήφον μου μάλλον εις εκείνον του οποίου ο βίος είνε χρηστότερος παρά εις εκείνον ο οποίος είνε εις τους λόγους δεξιώτερος και ικανώτερος εις τας συζητήσεις.
ΛΥΚ. Καλά λέγεις και εις τούτο συμφωνώ μαζή σου. Αφού δε έρριψαν εναντίον αλλήλων όλας του κόσμου τας ύβρεις και τας κατηγορίας, ο Διοκλής είπεν εις το τέλος ότι ουδέ επιτρέπεται εις τον Βαγώαν να παρουσιάζεται ως φιλόσοφος και να διδάσκη φιλοσοφίαν και να διεκδική αμοιβάς δι' αυτήν, καθότι είνε ευνούχος. Έλεγε δε ότι όχι μόνον από την φιλοσοφίαν πρέπει να αποκλείωνται οι τοιούτοι, αλλά και από τους ναούς και από πάσαν συνέλευσιν ανθρώπων και πάσαν θρησκευτικήν τελετήν, καθότι είνε απαίσιοι και, αν κανείς εξερχόμενος τους συναντήση, είνε κακόν συναπάντημα. Ο ευνούχος, ως έλεγεν, ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα είνε, αλλά κάτι τι σύνθετον και μικτόν και τερατώδες, έξω της ανθρωπίνης φύσεως.
ΠΑΜΦ. Αληθώς το θέμα της συζητήσεως ήτο πρωτότυπον, αρχίζω δε και εγώ να διατίθεμαι ευθύμως από αυτήν την αλλόκοτην κατηγορίαν. Ο δε άλλος τι είπε; Εσιώπησεν ή διέψευσε την κατηγορίαν;
ΛΥΚΙΝ. Κατ' αρχάς εφάνη ότι κατελήφθη υπό εντροπής και δειλίας, όπως συμβαίνει συνήθως εις τους ευνούχους, και επί πολύ εσιώπα και εκοκκίνιζε και ίδρωνεν επί τέλους δε με φωνήν λεπτήν και γυναικείαν απήντησεν ότι δεν είχε δίκαιον ο Διοκλής ν' αποκλείη από την φιλοσοφίαν ένα άνθρωπον διά τον λόγον ότι είνε ευνούχος, αφού και εις γυναίκας επιτρέπεται να διδάσκωνται και να διδάσκουν φιλοσοφίαν και ως παραδείγματα ανέφερε την Ασπασίαν, την Διοτίμαν και την Θαργηλίαν και κάποιον ακαδημαϊκόν Κελτόν, ευνούχον, ο οποίος ολίγον προ των ημερών μας είχε διακριθή ως σοφιστής εις την Ελλάδα. {85} Ο Διοκλής απήντησεν ότι και εκείνον, αν παρουσιάζετο και είχε τας αυτάς αξιώσεις, θα απέκλειε, χωρίς να λογαριάση την υπόληψιν την οποίαν είχε μεταξύ των πολλών. Ανέφερε δε και λόγους διαφόρους οίτινες είχον λεχθή και προς εκείνον υπό των Στωικών και των Κυνικών σκωπτόντων την σωματικήν του ατέλειαν.
Το ζήτημα λοιπόν ετίθετο προς τους δικαστάς αν έπρεπε να γίνη δεκτός εις τον διαγωνισμόν ευνούχος αξιών να του ανατεθή η διδασκαλία των νέων. Και ο μεν Διοκλής έλεγεν ότι ο φιλόσοφος πρέπει να έχη και αρτιότητα σώματος και προ πάντων μεγάλην γενειάδα, η οποία να εμπνέη εις τους προσερχομένους διά να διδαχθούν εμπιστοσύνην και να είνε αξία των δέκα χιλιάδων δραχμών τας οποίας θα λαμβάνη από τον αυτοκράτορα• ο ευνούχος όμως είναι χειρότερος και του βακήλου• {86} διότι ο μεν βάκηλος υπήρξε και επ' ολίγον καιρόν εις την ζωήν του άνδρας, ενώ του ευνούχου απεκόπησαν ευθύς εξ αρχής τα ανδρικά γνωρίσματα και μετεβλήθη εις ζώον αμφίβολον, όπως αι κορώναι, αι οποίαι ούτε εις τας περιστεράς ούτε εις τους κόρακας συγκαταλέγονται. Ο δε άλλος αντέτεινεν ότι ο αγών δεν ήτο περί σωματικών προτερημάτων, αλλ' έπρεπε να εξετασθούν τα προσόντα του πνεύματος και του χαρακτήρος και η γνώσις των φιλοσοφικών δογμάτων• και εκάλει ως μάρτυρα τον Αριστοτέλην, όστις τόσον θαυμασμόν έτρεφε προς τον ευνούχον Ερμείαν, τον τύραννον της Ατάρνης, ώστε και θυσίας προσέφερεν εις αυτόν ως θεόν. Ετόλμησε δε ο Βαγώας και να προσθέση ότι ο ευνούχος είνε πολύ καταλληλότερος διά τους νέους διδάσκαλος, διότι δεν ηδύνατο να κινήση υποψίας, ούτε να κατηγορηθή ως ο Σωκράτης ως διαφθείρων τους νέους. Επειδή δε ο αντίπαλός του τον έσκωψε και διά το αγένειον πρόσωπόν του, έδωκε την εξής αστείαν, ως τουλάχιστον την ενόμιζεν, απάντησιν• Εάν πρέπει να κρίνωμεν τους φιλοσόφους από τα γένεια, τότε ο τράγος πρέπει να προτιμηθή από όλους.
Επειτα παρενέβη εις την συζήτησιν κάποιος τρίτος—του οποίου το όνομα θα μου επιτρέψης ν' αποσιωπήσω—και είπε• Και όμως, ω άνδρες δικασταί, εάν εκδυθή αυτός ο έχων το πρόσωπον άτριχον και την φωνήν γυναικείαν και καθ' όλα τα άλλα ομοιάζων προς ευνούχον, θα παρουσιασθή πολύ ανδρικός. Αν δεν είνε ψευδή όσα λέγονται περί αυτού, και ως μοιχός συνελήφθη μίαν φοράν, «άρθρα εν άρθροις έχων» {87}, όπως λέγει ο νόμος του Σόλωνος• αλλά τότε καταφυγών εις τον ευνούχον, ως εις κρησφύγετον, απελύθη, διότι οι δικασταί επίστευσαν μάλλον εις την μορφήν του παρά εις την κατηγορίαν. Τώρα όμως μου φαίνεται ότι είνε έτοιμος ν' αλλάξη γνώμην χάριν του μισθού.
Οι λόγοι ούτοι εκίνησαν γενικόν γέλωτα ως ήτο επόμενον. Ο δε Βαγώας περισσότερον εταράσσετο, ήλλασσε χρώματα και ελούετο υπό ψυχρού ιδρώτος. Ευρίσκετο εις αμηχανίαν, διότι και το έγκλημα της μοιχείας δεν ηδύνατο ν' αποδεχθή και την κατηγορίαν ταύτην εθεώρει χρήσιμον εις τον παρόντα αγώνα.
ΠΑΜΦ. Αληθώς αστεία είνε όλα αυτά και φαντάζομαι ότι θα εγελάσατε πολύ οι παριστάμενοι. Αλλά πώς ετελείωσεν η υπόθεσις και τι απεφάσισαν οι δικασταί;
ΛΥΚ. Δεν εσυμφώνησαν όλοι, αλλ' οι μεν ήσαν της γνώμης να τον εκδύσουν και να τον εξετάσουν όπως τους αγοραζομένους μούλους, διά να πεισθούν αν ηδύνατο να φιλοσοφή διά των όρχεων, οι δε άλλοι επρότειναν κάτι τι ακόμη αστειότερον, να καλέσουν γυναίκας εκ των εμπορευομένου τον έρωτα και να του επιβάλουν να συνευρεθή με μίαν εξ αυτών, να παρίσταται δε είς εκ των δικαστών, ο πρεσβύτερος και αξιοπιστότερος, διά να βεβαιωθή εάν φιλοσοφή. Έπειτα, επειδή όλων τα εντόσθια είχον αρχίση να πονούν από τους σπασμούς του γέλωτος, απεφάσισαν να παραπέμψουν την δίκην εις την Ιταλίαν. Τώρα δε, ως λέγεται, ο Διοκλής γυμνάζεται εις την ρητορικήν και ετοιμάζει την κατηγορίαν και ανακινεί την υπόθεσιν της μοιχείας. Πράττει δηλαδή ό,τι οι αδέξιοι δικηγόροι• διότι προσπαθών ν' αποδείξη ότι ο αντίπαλός του είνε ανήρ, ενεργεί κατά του συμφέροντός του. Ο δε Βαγώας εις άλλα, ως λέγεται, καταγίνεται• εξασκείται εις τον ανδρισμόν και έχει την υπόθεσίν του διηνεκώς ανά χείρας, ελπίζων ότι εις το τέλος θα νικήση, αν αποδείξη ότι δεν είνε κατώτερος των επιβητόρων όνων. Αυτή, φαίνεται, φίλε μου, θεωρείται ως η ορθοτέρα αντίληψις της φιλοσοφίας και ως αναμφισβήτητος απόδειξις. Ώστε και διά τον υιόν μου, ο οποίος είνε ακόμη πολύ μικρός, θα ευχηθώ να έχη όχι το πνεύμα, ούτε την γλώσσαν, αλλά το αιδοίον κατάλληλον διά την φιλοσοφίαν.
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΩΝΑΚΤΟΣ
Και η καθ ημάς εποχή δεν υπήρξε παντελώς άγονος εις ανθρώπους σπουδαίους και αξιομνημονεύτους, όχι μόνον διά την υπερφυσικήν σωματικήν δύναμιν, αλλά και διά την τελείαν σοφίαν• εννοώ δε τον Βοιώτιον Σώστρατον, τον οποίον οι Έλληνες απεκάλουν και εθεώρουν Ηρακλήν, και κυρίως τον φιλόσοφον Δημώνακτα. Τους εγνώρισα και τους εθαύμασα, τον δεύτερον δε εξ αυτών, τον Δημώνακτα, και επί πολύ συνανεστράφην. Και όσον μεν διά τον Σώστρατον εις άλλο βιβλίον {88} έκαμα λόγον περί του τεραστίου αναστήματός του, περί της υπερβολικής του δυνάμεως, της υπαιθρίου επί του Παρνασσού ζωής του, πως εκοιμάτο επί των χόρτων και έζη αγρίαν ζωήν και έπραττεν έργα σύμφωνα προς το όνομά του φονεύων ληστάς, ανοίγων οδούς εις δύσβατα μέρη και κατασκευάζων γεφύρας εις τας επικινδύνους διαβάσεις.
Είνε δε δίκαιον να γράψω τώρα και περί του Δημώνακτος το μεν διά να μεταδώσω όσον δύναμαι εις τους μεταγενεστέρους την μνήμην του, το δε διά να έχουν οι αγαθοί την φύσιν νέοι και προς την φιλοσοφίαν ρέποντες παράδειγμα τελείας αρετής και εκ της εποχής μας και να μιμούνται εκείνον όστις, ως εγνώρισα, υπήρξεν άριστος φιλόσοφος, και να μη αποβλέπουν αποκλειστικώς και μόνον εις τα αρχαία υποδείγματα.
Ο Δημώναξ κατήγετο εκ Κύπρου, από οικογένειαν επιφανή, και διά την κοινωνικήν αυτής τάξιν και διά τον πλούτον. Αλλά περιφρονήσας πάντα ταύτα και ποθήσας αγαθά ευγενέστερα, επεδόθη εις την φιλοσοφίαν, χωρίς να παρακινηθή υπό του Αγαθοδούλου, ούτε του προ τούτου υπάρξαντος Δημητρίου, ούτε του Επικτήτου• ήκουσε μεν την διδασκαλίαν όλων τούτων, προσέτι δε και του Τιμοκράτους του Ηρακλεώτου, ανδρός σοφού διακρινομένου και κατά την ευφράδειάν και κατά την σοφίαν, αλλ'εξ ιδίας κλίσεως προς τα καλά και εμφύτου προς την φιλοσοφίαν αγάπης, ήτις εξεδηλώθη από της παιδικής του ηλικίας, κατεφρόνησεν όλα τα ανθρώπινα αγαθά και εξ ολοκλήρου αφωσιώθη εις την ελευθερίαν και την παρρησίαν. Υπήρξε δε ο βίος του ευθύς και τα ήθη του αγνά και ανεπίληπτα και διά τους άλλους ήτο υπόδειγμα ο χαρακτήρ του και η ειλικρίνεια των φιλοσοφικών του αρχών. Δεν έφθασε δε εις την φιλοσοφικήν ταύτην τελειότητα χωρίς παρασκευήν και μάθησιν, αλλά και τους ποιητάς εμελέτησε και τους περισσοτέρους εγνώριζεν από μνήμης και εις το λέγειν είχεν ασκηθή και τα φιλοσοφικά δόγματα εγνώριζε κατά βάθος. Είχε προσέτι γυμνάση το σώμα του και εξασκήση προς την καρτερίαν, η δε κυρία φροντίς αυτού ήτο να μη έχη ανάγκην κανενός• διά τούτο και όταν ενόησεν ότι δεν ηδύνατο πλέον να επαρκή εις εαυτόν, απήλθεν εκουσίως εκ της ζωής, αφήσας μεγάλην υπόληψιν εις τους αρίστους των Ελλήνων.
Δεν περιωρίσθη δε εις έν είδος φιλοσοφίας, αλλ' αναμίξας διάφορα δεν εφαίνετο εις ποίον εξ αυτών έδιδε την προτίμησίν του• φαίνεται όμως ότι κάπως περισσότερον απέκλινε προς την Σωκρατικήν φιλοσοφίαν, μολονότι κατά το ένδυμα και την απλότητα του βίου εφαίνετο μιμούμενος τον Διογένην, χωρίς όμως να επιτηδεύη παράξενον τρόπον βίου διά να θαυμάζεται και κινή την περιέργειαν• Έζη όπως όλοι και συνανεστρέφετο τους πάντας με αφέλειαν, χωρίς την ελαχίστην έπαρσιν.
Την ειρωνείαν του Σωκράτους δεν μετεχειρίζετο, αλλ' αι ομιλίαι του ήσαν πλήρεις αττικής χάριτος, ούτως ώστε οι συναναστρεφόμενοι αυτόν ούτε τον κατεφρόνουν ως χυδαίον, ούτε τας επιτιμήσεις του απέφευγον ως άγαν αυστηράς, αλλ' απήρχοντο καταγοητευμένοι, κοσμιώτεροι, ευθυμότεροι και αισιόδοξοι. Ουδέποτε τον είδε κανείς να φωνάζη, να φιλονεική με πείσμα ή ν' αγανακτή, και όταν ακόμη ευρίσκετο εις την ανάγκην να επιπλήξη κανένα• αλλά τα μεν σφάλματα κατέκρινε, προς δε τους σφάλλοντας ήτο επιεικής, μιμούμενος τους ιατρούς, οι οποίοι θεραπεύουν τα νοσήματα, αλλά δεν οργίζονται κατά των αρρώστων. Εφρόνει ότι το σφάλμα είνε ανθρώπινον, θείον δε ή άξιον ανθρώπου ισοθέου το να διορθώνη τους σφάλλοντας. Τοιούτον βίον ζων, διά μεν τον εαυτόν του δεν είχε καμμίαν ανάγκην, τους φίλους του όμως εβοήθει• και εις εκείνους μεν εξ αυτών οίτινες ενόμιζον ότι ευτυχούν υπενθύμιζεν ότι διά πρόσκαιρα αγαθά υπερηφανεύονται, εκείνους δε οι οποίοι εθλίβοντο ένεκα πενίας ή ελυπούντο δι' εξορίαν ή παρεπονούντο διά γήρας ή διά νόσημα, παρηγόρει με φαιδρότητα λέγων• Δεν βλέπετε ότι εντός ολίγου θα τελειώσουν αυτά τα οποία σας λυπούν, θα επέλθη δε λήθη και των ευτυχημάτων και των δεινοπαθημάτων και όλοι θα φθάσωμεν εις αιωνίαν ελευθερίαν; Εφρόντιζε να συμφιλιώνη αδελφούς διχονοούντας και να επαναφέρη την ειρήνην μεταξύ των γυναικών και των συζύγων. Συνέβη δε και ν' απευθύνη με ευφράδειαν παραινέσεις προς λαούς στασιάζοντας και να τους πείση να έλθουν εις μετριοπαθέστερα αισθήματα χάριν της πατρίδος. Τοιούτος ήτο ο τρόπος της φιλοσοφίας του, πράος και ήμερος και φαιδρός.
Τον ελύπει μόνον ασθένεια ή θάνατος φίλου, διότι ως μέγιστον των ανθρωπίνων αγαθών εθεώρει την φιλίαν. Διά τούτο ήτο φίλος προς όλους και δεν υπήρχε κανείς τον οποίον να μη εθεώρει οικείον, αφού ήτο άνθρωπος. Δεν απέφευγε δε την συναναστροφήν κανενός και μόνον από εκείνους απεμακρύνετο των οποίων η διαφθορά τού εφαίνετο αθεράπευτος. Πάντα δε ταύτα έπραττε και έλεγε μετά χάριτος και καλωσύνης και, ως ο κωμικός ποιητής είπε, πάντοτε η πειθώ εκάθητο επί των χειλέων του. Διά τούτο και ο λαός όλος των Αθηνών και οι άρχοντες τον εθαύμαζον καθ' υπερβολήν και τον εθεώρουν ως πρόσωπον εξαιρετικόν. Το βέβαιον είνε ότι κατ' αρχάς ηνόχλει τους περισσοτέρους η ειλικρίνεια του και εκίνησεν εναντίον του μίσος όχι μικρότερον εκείνου το οποίον κατέστρεψε τον Σωκράτην, συνώμοσαν δε και κατ' αυτού διάφοροι Άνυτοι και Μέλητοι και του απέδιδον τας αυτάς κατηγορίας, ότι δεν τον είδε κανείς ποτε να προσφέρη θυσίαν και ότι μόνος εξ όλων δεν είχε μυηθή εις τα Ελευσίνια μυστήρια. Τότε εφόρεσε καθαρόν ένδυμα, έθεσε στέφανον επί της κεφαλής του και, εμφανισθείς με θάρρος εις την συνέλευσιν του λαού, απελογήθη διά τα μεν με γλυκύτητα, διά τα δε τραχύτερον ή όσον ήθελε. Διά την κατηγορίαν ότι δεν προσέφερέ ποτε θυσίαν εις την Αθηνάν είπε• Μη απορείτε, ω άνδρες Αθηναίοι, εάν δεν της προσέφερα θυσίαν έως τώρα, διότι ενόμιζα ότι δεν έχει ανάγκην από τας θυσίας μου. Διά δε την άλλην κατηγορίαν, την περί των μυστηρίων, είπεν ότι δεν ηθέλησε να μυηθή εις αυτά σκεπτόμενος ότι, αν μεν εις τα μυστήρια εγίνοντο πράξεις κακαί, δεν θα ηδύνατο να τας αποσιωπήση προς τους αμυήτους, αλλά θα τους απέτρεπεν από αυτά• εάν δε ήσαν καλά, θα τ' απεκάλυπτεν εις όλους εκ φιλανθρωπίας. Ώστε οι Αθηναίοι, ενώ είχον ετοιμασθή να τον λιθοβολήσουν, κατεπραΰνθησαν αμέσως και διετέθησαν συμπαθώς προς αυτόν, έκτοτε δε ήρχισαν να τον σέβωνται και έφθασαν να τον θαυμάζουν, καίτοι ο προς αυτούς λόγος του ήρχισε με τραχύ προοίμιον• Άνδρες Αθηναίοι, είπε, έρχομαι προς υμάς στεφανωμένος ως σφάγιον και δύνασθε να θυσιάσετε και εμέ, διότι προ πολλού δεν ετελέσατε θυσίας υπό αισίους οιωνούς.
Τώρα θα αναφέρω τινά εξ όσων είπεν ευστόχως και ευφυώς• νομίζω δε πρέπον ν' αρχίσω από τον Φαβωρίνον {89} και εξ εκείνων τα οποία προς αυτόν είπεν ο Δημώναξ.
Όταν ο σοφιστής εκείνος ήκουσε παρά τινος ότι ο Δημώναξ έσκωπτε τας ομιλίας του και μάλιστα τας μελωδίας τας οποίους παρενέβαλλεν εις αυτάς, και κατηγόρει τούτο ως θηλυπρεπές και ανάρμοστον εις την φιλοσοφίαν, μετέβη προς τον Δημώνακτα και του είπε ποίος ήτο αυτός ο οποίος εχλεύαζε τους λόγους του. Άνθρωπος, απήντησεν ο Δημώναξ, του οποίου τα ώτα δεν απατώνται. Επιμένοντος δε του σοφιστού και ερωτώντος τον Δημώνακτα• ποία εφόδια έχεις, συ ο αστείος διά να διατείνεσαι ότι είσαι φιλόσοφος; Όρχεις, απήντησεν ο Δημώναξ. Άλλην φοράν ο αυτός ηρώτα τον Δημώνακτα ποίον φιλοσοφικόν σύστημα προτιμά. Εκείνος δε απήντησε• ποίος σου είπεν ότι φιλοσοφώ; Και απομακρυνόμενος εγέλασε δυνατά• ερωτήσαντος δε του άλλου διατί γελά, Διότι θέλεις να διακρίνωνται οι φιλόσοφοι από τα γένεια, ενώ συ είσαι σπανός. Μίαν φοράν ο Σιδώνιος, ο οποίος υπήρξε σοφιστής εκ των ευδοκίμων εις τας Αθήνας, έλεγε περί του εαυτού του ότι εδοκίμασε και εγνώρισε πάσαν φιλοσοφίαν• αλλά μάλλον ας επαναλάβωμεν αυτούς τους λόγους του• εάν ο Αριστοτέλης με καλέση, έλεγε, θα τον ακολουθήσω εις το Λύκειον αν ο Πλάτων, θα μεταβώ εις την ακαδημίαν• αν ο Ζήνων, θα διατρίψω εις την Ποικίλην Στοάν αν ο Πυθαγόρας με καλέση, θα σιωπήσω. Τότε εσηκώθη εκ του μέσου των ακροατών ο Δημώναξ και του είπεν• Ο Πυθαγόρας λοιπόν σε καλεί.
Όταν δε ο Πύθων, νεανίσκος ωραίος, και υιός πλουσίου Μακέδόνος, τον παρηνώχλει και του απηύθυνε μίαν ερώτησιν σοφιστικήν και επέμενε ζητών την λύσιν, Εκείνο το οποίον γνωρίζω, παιδί μου, του είπε, είνε ότι είσαι τετραπερασμένος. Επειδή δε ο νέος εθύμωσε διά το διφορούμενον εκείνο σκώμμα {90} και του είπεν απειλητικώς, θα σου δείξω τώρα αμέσως τον άνδρα, ο Δημώναξ εγέλασε και ηρώτησεν• ώστε έχεις άνδρα;
Είχεν εμπαίξη ένα αθλητήν Ολυμπιονίκην, ο οποίος παρουσιάσθη με ένδυμα χρωματιστόν, ο δε αθλητής τον εκτύπησε με πέτραν εις την κεφαλήν, και το αίμα ήρχισε να τρέχη. Οι παρόντες ηγανάκτησαν, ως εάν αυτοί εκτυπήθησαν, και εφώναζαν να υπάγουν εις τον ανθύπατον, ο δε Δημώναξ, όχι, είπεν, εις τον ανθύπατον, αλλ' εις τον ιατρόν.
Άλλοτε εύρε καθ' οδόν δακτύλιον και διά τοιχοκολλήσεως εις την αγοράν εζήτει εκείνον όστις τον έχασε να προσέλθη, να είπη το βάρος του δακτυλίου, το είδος και την σφραγίδα του δακτυλιολίθου διά να τον λάβη• μετέβη λοιπόν κάποιος ευειδής νεανίσκος, διατεινόμενος ότι αυτός απώλεσε τον δακτύλιον. Αλλ' επειδή ο Δημώναξ είδεν ότι εψεύδετο, του είπε• Πήγαινε, παιδί μου, και φύλαττε τον δακτύλιον σου, διότι δακτυλίδι δεν έχασες.
Κάποιος Ρωμαίος γερουσιαστής, παρεπιδημών εις τας Αθήνας, παρουσίασεν εις τον Δημώνακτα τον υιόν του, νέον ωραιότατον, αλλά θηλυπρεπή και μαλθακόν, και του είπε• Σε χαιρετά ο υιός μου. Ωραίος είνε, είπεν ο Δημώναξ, άξιος σου και όμοιος προς την μετέρα του.
Έλεγεν ότι κάποιος Κυνικός φιλόσοφος, ο οποίος είχεν ως ένδυμα δέρμα άρκτου, έπρεπε να ονομάζεται όχι Ονωράτος, όπως ελέγετο, αλλ' Αρκτεσίλαος.
Ερωτηθείς υπό τινος πώς ορίζει την ευτυχίαν, απήντησεν ότι μόνον τον ελεύθερον θεωρεί ευδαίμονα. Αλλ' ελεύθεροι είνε πολλοί, είπεν ο άλλος. Εκείνον, είπεν ο Δημώναξ, θεωρώ ελεύθερον, όστις ούτε ελπίζει τι, ούτε φοβείται. Και πώς είνε δυνατόν τούτο, είπεν ο άλλος, αφού όλοι είμεθα δούλοι αυτών των δύο αισθημάτων; Και όμως, απήντησεν ο Δημώναξ, αν εξετάσης κατά βάθος τα ανθρώπινα πράγματα, θα ίδης ότι ούτε ελπίδος ούτε φόβου είνε άξια, καθότι πάντως θα λήξουν και τα λυπηρά και τα ευχάριστα.
Ο Περεγρίνος ο Πρωτεύς τον επέπληττε, διότι ως επί το πλείστον εγέλα και έσκωπτε, και του έλεγε• Δημώναξ, δεν γίνεσαι ολίγον κυνικός;{91} Ο Δημώναξ του απεκρίθη• Και συ Περεγρίνε, δεν γίνεσαι ολίγον άνθρωπος;
Όταν δε κάποιος φυσικός ωμίλει περί των αντιπόδων, ο Δημώναξ τον παρέλαβε και τον ωδήγησεν εις έν φρέαρ, δείξας δε την σκιάν ήτις εφαίνετο εις τον νερόν, ηρώτησε• Μήπως τοιούτους εννοείς τους αντίποδας;
Αλλά και προς ένα όστις έλεγεν ότι ήτο μάγος και εγνώριζεν εξορκισμούς διά των οποίων ηδύνατο να πείση οιονδήποτε και να λάβη παρ' αυτού όσα ήθελε, Και εγώ, είπεν, είμαι ομότεχνός σου, και αν θέλης, ακολούθησε με εις την αρτοπόλιδα και θα ίδης ότι δι' ενός εξορκισμού και μικρού μαγικού μέσου θα την πείσω να μου δώση ψωμιά, εννοών ότι το νόμισμα είνε ισοδύναμον με εξορκισμόν.
Όταν ο Ηρώδης ο περίφημος επένθει τον αγαπητόν του μαθητήν Πολυδεύκην, όστις απέθανε προώρως, και διέτασσε να του ετοιμάζουν όχημα και ίππους, ως εάν επρόκειτο ο νεκρός να τους μεταχειρισθή, και να παρασκευάζουν δι' αυτόν δείπνον, ο Δημώναξ μετέβη και του είπε• Σου φέρω επιστολήν από τον Πολυδεύκην. Ο Ηρώδης εχάρη, νομίζων ότι όπως οι άλλοι και ο Δημώναξ εκολάκευε τας ανοησίας της θλίψεώς του και είπε. Λοιπόν, Δημώναξ, τι ζητεί ο Πολυδεύκης; Παραπονείται ότι ακόμη δεν επήγες να τον εύρης. Ο ίδιος πενθών τον αποθανόντα υιόν του έμενε κατάκλειστος• τότε δε μετέβη προς αυτόν ο Δημώναξ και του είπεν ότι είνε μάγος και ηδύνατο να καλέση την σκιάν του υιού του εκ του άδου, εάν του ανέφερε και μόνον τρεις ανθρώπους οι οποίοι δεν έκλαυσαν ποτέ κανένα. Επειδή δε ο Ηρώδης ευρέθη εις απορίαν και επί πολύ δεν ηδύνατο να δώση απάντησιν— διότι δεν είχε, φαίνεται, κανένα τοιούτον ν' αναφέρη—Λοιπόν, γελοίε, του είπε, πώς νομίζεις ότι συ μόνος πάσχεις αφόρητα, ενώ βλέπεις ότι κανείς δεν είνε απηλλαγμένος θλίψεων;
Έσκωπτε συνήθως και εκείνους οίτινες εις τας ομιλίας των μετεχειρίζοντο πολύ αρχαίας και ασυνήθεις λέξεις, προς ένα δε εκ τούτων, όστις εις ερώτησίν του απήντησεν εις υπεραττικίζουσαν γλώσσαν, είπεν• Εγώ, φίλε μου, σε ηρώτησα σήμερον και συ μου απαντάς από την εποχήν του Αγαμέμνονος.
Όταν είς εκ των φίλων του τον εκάλεσε να μεταβούν εις τον ναόν του Ασκληπιού και προσευχηθούν, Πολύ κουφόν, είπε, νομίζεις τον Ασκληπιόν, εάν δεν δύναται να μας ακούση και απ' εδώ προσευχομένους.
Όταν ποτέ είδε δύο φιλοσόφους αμαθεστάτους, οίτινες συνεζήτουν αλληλοϋβριζόμενοι και ο μεν απηύθυνεν ανοήτους ερωτήσεις, ο δε άλλος απήντα παραλόγως, Δεν σας φαίνεται, φίλοι μου, είπε προς τους παρισταμένους, ότι ο μεν είς εκ τούτων αμέλγει τράγον, ο δε άλλος κρατεί από κάτω κόσκινον διά να δεχθή το γάλα;
Ο Αγαθοκλής ο περιπατητικός έλεγεν υπερηφανευόμενος ότι είνε ο μόνος και ο πρώτος εκ των διαλεκτικών• ο δε Δημώναξ του είπεν• Αλλ' αν, Αγαθοκλή, είσαι ο πρώτος, δεν είσαι ο μόνος, εάν δε είσαι ο μόνος δεν είσαι πρώτος.
Όταν ο Κέθηγος ο πρώην ύπατος μεταβαίνων εις την Ασίαν ως πρεσβευτής προς τον πατέρα του, διήλθεν εξ Ελλάδος και έλεγε και έπραττε πολλά γελοία, κάποιος εκ των φίλων του Δημώνακτος είπε• Μέγα κάθαρμα είνε αυτός. Μα τον Δία, απήντησεν ο Δημώναξ, ούτε μέγα.
Όταν δε είδε τον φιλόσοφον Απολλώνιον προπεμπόμενον υπό πολυαρίθμων μαθητών — ανεχώρει δε κληθείς υπό του βασιλέως εις Ρώμην διά να τον έχη σύντροφον και διδάσκαλον,— είπεν• Ιδού ο Απολλώνιος και οι Αργοναύται του. {92}
Ερωτηθείς αν η ψυχή είνε αθάνατος, Όπως και όλα τα άλλα, απήντησε. Περί δε του Ηρώδου έλεγεν ότι εις αυτόν εφηρμόζετο το λεχθέν υπό του Πλάτωνος, ότι δεν έχομεν μίαν μόνον ψυχήν, διότι δεν θα ήτο η αυτή ψυχή ήτις παρέθετε γεύματα εις την Ρηγίλην και τον Πολυδεύκην, ως να ήσαν ζώντες, και η οποία συνέθετε τόσον ωραίους λόγους. {93} Ετόλμησε δέ ποτε και να ερωτήση δημοσία τους Αθηναίους, όταν ήκουσε την προκήρυξιν διά την τελετήν των Ελευσινίων μυστηρίων, διά ποίαν αιτίαν απέκλειον από τα μυστήρια ταύτα τους βαρβάρους, ενώ ο ιδρύσας αυτά Εύμολπος ήτο βάρβαρος και Θραξ.
Παρεσκευάζετο μίαν φοράν να ταξειδεύση εν καιρώ χειμώνος και είς εκ των φίλων του, Δεν φοβείσαι, του είπε, μήπως ναυαγήση το πλοίον και σε φαν τα ψάρια; Και δεν θα ήτο αχαριστία, απήντησε, να μη θέλω να με φάγουν τα ψάρια, αφού εγώ τόσα ψάρια έχω φάγη;
Ένα ρήτορα, ο οποίος πολύ κακώς ωμίλησε, συνεβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται• ο δε ρήτωρ είπε• Πάντοτε απαγγέλλω μόνος μου. Επόμενον λοιπόν είνε να ομιλής τόσον άσχημα αφού έχεις τόσον μωρόν ακροατήν.
Ιδών δέ ποτε ένα μάντιν, όστις έδιδε τας μαντείας του επί πληρωμή, Δεν εννοώ, του είπε, διατί ζητείς πληρωμήν• εάν θέλης να πληρώνεσαι ως δυνάμενος να μεταβάλλης τα προωρισμένα υπό των Μοιρών, όσα και αν ζητήσης θα είνε ολίγα• εάν δε όλα θα γίνουν όπως ο θεός ώρισε, τι αξίαν έχει η μαντική σου;
Όταν δε μίαν φοράν κάποιος Ρωμαίος, γέρων και σωματώδης, επεδείκνυε προς αυτόν την δεξιότητα του εις τους ξιφισμούς, κτυπών διά του ξίφους εις πάσσαλον, και τον ηρώτα πώς του εφαίνετο ως ξιφομάχος, Λαμπρός, του είπε, αν έχης ξύλινον ανταγωνιστήν.
Αλλά και εις τας δυσκόλους ερωτήσεις είχε πολύ ευστόχους απαντήσεις• όταν δε κάποιος τον ηρώτησε διά να γελάση με την αμηχανίαν του• Εάν καύσω ξύλα χιλίων μνων, Δημώναξ, πόσων μνων καπνός θα γίνη; Ζύγισε, απήντησεν ο Δημώναξ, την στάκτην και όλον το υπόλοιπον θα είνε καπνός.
Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και σολοικίζων εις την γλώσσαν άνθρωπος, είπεν• Ο βασιλεύς μ' ετίμησε με την Ρωμαϊκήν πολιτείαν, θέλων να είπη με την Ρωμαϊκήν πολιτογράφησιν. Ο δε Δημώναξ του είπεν• Είθε να σ' έκαμνε μάλλον Έλληνα παρά Ρωμαίον.
Ιδών ένα εκ των κομψευομένων υπερηφανευόμενον διά το πλάτος της πορφύρας, ήτις εστόλιζεν ως παρυφή το ένδυμά του, έσκυψε και του εψιθύρισεν εις το ους, εγγίσας το ένδυμά του• Αυτό πριν από σε το εφόρει πρόβατον και ήτο πρόβατον.
Προκειμένου να λουσθή, εδίσταζε να εισέλθη εις το νερόν, επειδή ήτο καθ' υπερβολήν ζεστόν• κάποιος δε παριστάμενος τον κατηγόρησεν ως δειλόν. Δεν μου λες, είπεν ο Δημώναξ, εάν καώ, υπέρ πατρίδος θα το πάθω;
Τι φρονείς περί του κάτω κόσμου; τον ηρώτησέ τις. Περίμενε, απήντησε, και άμα πάω θα σου γράψω.
Κάποιος Άδμητος, ασήμαντος ποιητής, έλεγεν ότι έγραψε μονόστιχον επίγραμμα, το οποίον άφηνε παραγγελίαν να χαραχθή επί της στήλης του τάφου του• ιδού δε και το επίγραμμα:
Γαία λαβ' Αδμήτου έλυτρον, βη δ' εις θεόν αυτός {94}.
Και ο Δημώναξ γελάσας είπε• Τόσον ωραίον είνε, Άδμητε, το επίγραμμα, ώστε ήθελα να είχεν ήδη χαραχθή.
Όταν τις είδεν εις τας κνήμας του τα συνήθη του γήρατος αποτελέσματα, ηρώτησε• Τι είνε αυτά, Δημώναξ; Ο δε φιλόσοφος μειδιάσας, Ο Χάρων μ' εδάγκωσεν, είπεν.
Ιδών ένα Λακεδαιμόνιον να μαστιγώνη τον δούλον του, Τι κάνεις εκεί; του είπεν• Ομότιμόν σου αναδεικνύεις τον δούλον; {95}
Κάποια Δανάη είχε δίκην με τον αδελφόν της, και ο Δημώναξ της είπε• Μη φοβηθής να υποβληθής εις κρίσιν, αφού δεν είσαι η Δανάη η θυγάτηρ του Ακρισίου.
Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων εκείνους οίτινες εφιλοσόφουν προς επίδειξιν και όχι χάριν της αληθείας• ιδών δε ένα Κυνικόν, όστις εφόρει φιλοσοφικόν τρίβωνα και είχε πήραν, αλλ' αντί βακτηρίας εκράτει γουδοκόπανον και εκραύγαζε λέγων ότι είνε οπαδός του Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, Μη ψεύδεσαι, του είπε, διότι είσαι μαθητής του Υπερίδου. {96} Όταν έβλεπε πολλούς των αθλητών να παραβαίνουν τους κανόνας και να δάκνουν κατά το αγώνισμα του παγκρατίου, έλεγε, Πολύ δικαίως οι εξυμνούντες τους σημερινούς αθλητάς τους αποκαλούν λέοντας.
Έξυπνον δε και δηκτικόν ήτο και εκείνο το οποίον είπε προς τον ανθύπατον, ο οποίος ήτο εκ των θηλυπρεπών, οίτινες μαδούν τα σκέλη και το σώμα ολόκληρον. Κάποιος Κυνικός είχεν αναβή εις πέτραν και κατηγόρει τον άνθύπατον διά τούτο και τον απεκάλει κίναιδον, και ο ανθύπατος οργισθείς ήτο έτοιμος να διατάξη να τον μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή να τον εξορίση. Ο δε Δημώναξ παρατυχών παρεκάλεσε τον ανθύπατον να τον συγχωρήση, καθότι ήτο συνήθεια και κανών των Κυνικών να μεταχειρίζωνται θρασείαν γλώσσαν. Ας είνε, είπεν ο ανθύπατος, προς χάριν σου• αλλ' εάν το επαναλάβη, τι πρέπει να πάθη; Και ο Δημώναξ απήντησε• Διάταξε τότε να μαδηθή και αυτός.
Όταν δε κάποιος, εις τον οποίον ο βασιλεύς ενεπιστεύθη την διοίκησιν στρατευμάτων και μιας χώρας εκ των μεγαλειτέρων, ηρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήση, Χωρίς θυμόν, απήντησεν ο φιλόσοφος. Να λέγης ολίγα και ν' ακούης πολλά.
Όταν άλλος τον ηρώτησεν εάν και αυτός τρώγη τηγανίτες, Νομίζεις, είπεν, ότι η μέλισσες κατασκευάζουν το μέλι διά τους μωρούς;
Ιδών δε εις την Ποικίλην Στοάν ανδριάντα του οποίου η χειρ είχε αποκοπή, Αργά, είπεν, οι Αθηναίοι ετίμησαν τον Κυναίγειρον με ανδριάντα.
Όταν είδε τον Ρουφίνον τον Κύπριον — εννοώ τον χωλόν Περιπατητικόν — να περιπατή εις το Λύκειον, είπε• Δεν γνωρίζω τίποτε αναισχυντότερον από χωλόν Περιπατητικόν.
Μίαν φοράν ο Επίκτητος τον επέπληττε και συγχρόνως τον συνεβούλευσε να συνάψη γάμον και να τεκνοποιήση. Αυτός δε του απέδωκε την επίπληξιν απαντήσας• Να μου δώσης μίαν από τας θυγατέρας σου, Επίκτητε. {97}
Άξιον δε απομνημονεύσεως είνε και εκείνο το οποίον είπε προς τον Αριστοτελικόν φιλόσοφον Ερμίνον• διότι γνωρίζων ότι ήτο φαυλότατος και έπραττε παντός είδους κακά, τον ήκουε δε να έχη εις το στόμα του διηνεκώς τον Αριστοτέλην και τας Δέκα Κατηγορίας, {98} του είπεν• Ερμίνε, αληθώς είσαι άξιος δέκα κατηγοριών.
Οι Αθηναίοι μιμούμενοι τους Κορινθίους εσκέπτοντο να ιδρύσουν και αυτοί θέατρον μονομάχων. Αλλ' εμφανισθείς ο Δημώναξ εις την συνέλευσιν είπε• Πριν λάβετε τοιαύτην απόφασιν, Αθηναίοι, πρέπει να καταλύσετε τον βωμόν του Ελέου.
Όταν ποτέ μετέβη εις Ολυμπίαν, οι Ηλείοι εψήφισαν να του ιδρύσουν χαλκούν ανδριάντα, αλλ' αυτός τους απέτρεψεν ειπών• Ούτω θα φανήτε ότι υβρίζετε τους προγόνους σας, αφού μήτε εις τον Σωκράτην, μήτε εις τον Διογένην έστησαν εκείνοι ανδριάντα.
Ήκουσα δε αυτόν να λέγη και προς ένα νομομαθή, ότι οι νόμοι κινδυνεύουν να είνε άχρηστοι, είτε διά τους κακούς, είτε διά τους χρηστούς γίνονται• διότι οι μεν καλοί δεν έχουν ανάγκην νόμων, οι δε κακοί δεν γίνονται καλλίτεροι υπό των νόμων. Εκ των στίχων δε του Ομήρου επανελάμβανε συνήθως τον εξής•
Κάτθαν' ομώς ότ' αεργός ανήρ ότε πολλά εοργώς.
Τον Θερσίτην εθεώρει ως καλόν Κυνικόν ρήτορα. Ερωτηθείς δε μίαν φοράν, ποίος εκ των φιλοσόφων του αρέσει, είπε• Όλοι είνε θαυμαστοί• αλλ' εγώ λατρεύω τον Σωκράτην, θαυμάζω τον Διογένην και αγαπώ τον Αρίστιππον.
Έζησεν εκατόν σχεδόν έτη, χωρίς νοσήματα και λύπας, χωρίς να ενοχλήση ή να ζητήση παρά κανενός τίποτε, χρήσιμος εις τους φίλους και ουδένα αποκτήσας ποτέ εχθρόν. Τόσην δε αγάπην έτρεφον προς αυτόν οι Αθηναίοι και όλοι οι Ελληνες, ώστε όταν διέβαινεν εσηκώνοντο οι άρχοντες, όλοι δε εσιώπων. Κατά δε τα τέλη του βίου του, όταν πλέον ήτο υπέργηρως, εδείπνει και εκοιμάτο απρόσκλητος εις οιανδήποτε οικίαν ήθελεν• εκείνοι δε οίτινες εδέχοντο την επίσκεψίν του, την εθεώρουν περίπου θείαν εμφάνισιν και ως ευτυχή οιωνόν. Όταν δε μετέβαινεν εις την αγοράν, αι αρτοπώλιδες εφιλονείκουν μεταξύ των, διότι εκείνη ήτις θα του έδιδεν άρτον, το εθεώρει ευτυχίαν και όλαι ήθελον να του δίδουν. Αλλά και τα παιδία τού προσέφερον οπωρικά και τον ωνόμαζον πατέρα. Όταν δέ ποτε συνέβη εις τας Αθήνας στάσις, εισήλθεν εις την συνέλευσιν του λαού και μόνον η εμφάνισίς του επέβαλε σιγήν. Ιδών δε ότι ειρήνευσαν, απήλθε χωρίς να είπη τίποτε.
Όταν είδεν ότι δεν ηδύνατο πλέον να επαρκή εις τας ανάγκας της ζωής, είπε προς τους παρόντας φίλους του τους στίχους διά των οποίων οι κήρυκες αναγγέλλουν το τέλος των αγώνων•
Λήγει μεν αγών των καλλίστων άθλων ταμίας, καιρός δε καλεί μηκέτι μέλλειν {99}
Και παραιτηθείς πάσης τροφής απήλθεν εκ του βίου φαιδρός, όπως πάντοτε εφαίνετο προς τους συναναστρεφομένους αυτόν.
Μικρόν προ του θανάτου του, κάποιος τον ηρώτησε• Περί ταφής τι παραγγέλλεις; Μη σκοτίζεσθε δι' αυτό, είπε, διότι η οσμή θα με θάψη. — Και δεν είνε εντροπή, είπεν ο άλλος να γίνη το σώμα ενός τοιούτου ανθρώπου τροφή των ορνέων και των σκύλων; — Τόσω το καλλίτερον, απήντησεν ο φιλόσοφος, αν γίνω και μετά θάνατον χρήσιμος εις μερικά ζώα.
Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και διά δημοσίας δαπάνης και επί πολύ τον επένθησαν. Το δε λίθινον κάθισμα, όπου συνείθιζε να αναπαύεται οσάκις εκουράζετο, επροσκύνουν και εστόλιζον με στεφάνους προς τιμήν του φιλοσόφου, θεωρούντες ιεράν και την πέτραν επί της οποίας εκάθητο. Την κηδείαν του συνώδευσαν όλοι, μάλιστα οι φιλόσοφοι, οίτινες και εσήκωσαν και μετέφεραν το πτώμα του μέχρι του τάφου.
Αυτά τα ολίγα εκ των πολλών του ανεκδότων απεμνημόνευσα• αλλά και εκ τούτων δύνανται οι αναγινώσκοντες να κρίνουν οποίος υπήρξεν ο άνθρωπος εκείνος.
ΧΑΡΩΝ Ή ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ
Ερμής και Χάρων.
ΕΡΜΗΣ. Τι γελάς, Χάρων, και διατί αφήκες το πλοίον σου και ήλθες εδώ, ενώ δεν συνειθίζεις νανεβαίνης εις τον επάνω κόσμον;
ΧΑΡΩΝ Επεθύμησα, ω Ερμή, να ίδω πώς είνε τα πράγματα της ζωής και τι πράττουν οι άνθρωποι, αλλά προ πάντων τι χάνουν, όταν πεθαίνουν, και μας έρχωνται κάτω όλοι με κλάμματα• διότι κανείς δεν κάνει αυτό το ταξείδι χωρίς δάκρυα. Εζήτησα λοιπόν από τον βασιλέα του Άδου άδειαν μιας ημέρας και, όπως ο Θεσσαλός εκείνος νέος {100}, ανέβηκα εις το φως. Σε συναντώ δε εις κατάλληλον στιγμήν, διότι δεν αμφιβάλλω ότι θα μου χρησιμεύσης ως ξεναγός και θα με συνοδεύσης διά να μου δείξης τα καθέκαστα, ώστε να τα ίδω όλα.
ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, πορθμεύ• διότι έχω να εκτελέσω μίαν παραγγελίαν του Διός διά την γην• ξέρεις δε πόσον οξύθυμος είνε και φοβούμαι μήπως αν βραδύνω με καταδικάση να μένω παντοτινά κάτω εις το σκότος ή, όπως προ καιρού τον Ήφαιστον, μ' αρπάξη από το πόδι και με πετάξη κάτω, από τον ουρανόν κι' έπειτα θα χωλαίνω και θα γελούν και για μένα οι άλλοι.
ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ' έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά. Να χαρής τον πατέρα σου, αγαπητέ μου μικρέ Ερμή, μη μ' αφήσης, αλλ' οδήγησέ με να δω πώς ζουν οι άνθρωποι, διά να μη γυρίσω άπρακτος• διότι εάν συ δεν με βοηθήσης δεν θα διαφέρω από τυφλόν• όπως εκείνοι δεν βλέπουν και σκοντάφτουν εις το σκότος, ούτω και εγώ δεν καλοβλέπω εις το φως. Έλα λοιπόν, Κυλλήνιε, και δεν θα λησμονήσω ποτέ αυτήν την χάριν.
ΕΡΜ. Θα γείνης αφορμή να φάω ξύλο• περί τούτου είμαι βέβαιος, αλλά τι να κάμω; Όταν ένας φίλος με παρακαλή τόσον επιμόνως, μπορώ ν' αποφύγω; Αλλά να ίδης όλα τα καθέκαστα ακριβώς είνε αδύνατον, Χάρων• διότι αυτό θ' απαιτούσε χρονοτριβήν πολλών ετών και εγώ έπειτα θα κηρυχθώ λιποτάκτης. Αλλά και συ θ' άναγκασθής να διακόψης τα έργα του θανάτου προς ζημίαν της εξουσίας του Πλούτωνος και επί πολύν καιρόν θα παύσης να μεταφέρης τους νεκρούς. Ο δε τελώνης Αιακός θα θυμώση, διότι δεν θα εισπράττη πλέον ούτε ένα οβολόν. Πρέπει να σκεφθούμε λοιπόν πώς θα δυνηθής να ίδης τα κυριώτερα από τα συμβαίνοντα εις την ζωήν.
ΧΑΡ. Σε αφήνω να σκεφθής το καλλίτερον, διότι εγώ δεν γνωρίζω τίποτε και είμαι ξένος εις τον επάνω κόσμον.
ΕΡΜ. Πρώτα πρώτα, Χάρων, πρέπει να εύρωμεν ένα ψηλό μέρος διά να ίδης απ' εκεί τα πάντα. Εάν σου ήτο δυνατόν ν' ανέβης εις τον ουρανόν, το πράγμα θα ήτο εύκολον• διότι έτσι θα έβλεπες από πάνω παν ό,τι συμβαίνει εις την γην. Αλλ' επειδή έχεις πάντοτε να κάμης με σκιάς και δεν σου επιτρέπεται να εισέλθης εις τα ανάκτορα του Διός, πρέπει να εύρωμεν κανένα υψηλό βουνό.
ΧΑΡ. θυμάσαι, Ερμή, τι σας λέγω εις τα ταξείδιά μας; Όταν φυσήση δυνατός άνεμος και μας έρχεται από τα πλάγια εις το πανί και σηκώνονται κύματα μεγάλα, σεις από άγνοιαν της ναυτικής τέχνης φωνάζετε να μαζευθή το πανί ή να χαλαρωθή ολίγον η σκότα ή να τραβήξωμεν κατά τον άνεμον, αλλ' εγώ σας λέγω να μη ανησυχήτε, διότι γνωρίζω τι πρέπει να γείνη. Έτσι και συ τώρα κάνε ό,τι νομίζεις καλόν, ως να είσαι κυβερνήτης• εγώ δε ως επιβάτης θα υπακούω με σιωπήν και ησυχίαν εις όλας σου τας διαταγάς.
ΕΡΜ. Καλά λέγεις• εγώ ξέρω τι πρέπει να γείνη και θα εύρω το κατάλληλον μέρος διά να επισκοπήσωμεν τα ανθρώπινα πράγματα. Λοιπόν ο Καύκασος είνε κατάλληλος ή μάλλον ο Παρνασσός• αλλά και από τους δύο καταλληλότερος είνε ο Όλυμπος. Αλλ' ο Όλυμπος μου ενθυμίζει μίαν καλήν ιδέαν, πρέπει όμως και συ να βοηθήσης και να κοπιάσης ολίγον.
ΧΑΡ. Να διατάσσης μόνον και θα σε υπηρετήσω όσον δύναμαι.
ΕΡΜ. Ο ποιητής Όμηρος λέγει ότι του Αλπέως οι γυιοί, οι οποίοι ήσαν δύο όπως ημείς, όταν ακόμη ήσαν παιδιά επεχείρησαν μίαν φοράν να ξερριζώσουν την Όσσαν και να την θέσουν επάνω εις τον Όλυμπον και έπειτα το Πήλιον επάνω εις αυτήν, διότι ενόμιζαν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εσχημάτιζαν κλίμακα αρκετήν διά να φθάσουν εις τον ουρανόν. Και εκείνα μεν τα παιδάρια ετιμωρήθησαν διά την αναίδειάν των ημείς δε — αφού δεν έχομεν κανένα κακόν ή ασεβή σκοπόν κατά των θεών —διατί δεν τους μιμούμεθα και να κυλίσωμεν διάφορα όρη και να τα θέσωμεν το ένα επί του άλλου, ώστε να κατασκευάσωμεν όσον το δυνατόν υψηλήν σκοπιάν;
ΧΑΡ. Και θα δυνηθώμεν, Ερμή, μόνον οι δύο μας να σηκώσωμεν το Πήλιον και την Όσσαν;
ΕΡΜ. Γιατί όχι, Χάρων; Ή έχεις την ιδέαν ότι είμεθα πλέον αδύνατοι από τα παιδαρέλια εκείνα, αφού μάλιστα είμεθα και θεοί;
ΧΑΡ. Όχι• αλλά το πράγμα μου φαίνεται πολύ μεγάλο και δύσκολο.
ΕΡΜ. Επόμενον είνε, διότι είσαι αμαθής, Χάρων, και δεν έχεις το χάρισμα το ποιητικόν. Ο θαυμάσιος όμως Όμηρος με δύο στίχους μεταφέρει και αλληλεπιθέτει τα βουνά και εις μίαν στιγμήν μας κάνει κλίμακα διά τον ουρανόν. Αλλ' απορώ πώς νομίζεις αυτά απίστευτα, αφού γνωρίζεις τον Άτλαντα, ο οποίος σηκώνει τον κόσμον με όλους ημάς εις τους ώμους του και είνε ένας μόνον. Θα έχης δε ίσως ακούση και περί του αδελφού μου του Ηρακλέους ότι αντικατέστησέ ποτε τον Άτλαντα εκείνον και του πήρε το φορτίον του διά να τον ξεκουράση ολίγον.
ΧΑΡ. Τα ήκουσα και αυτά, αλλ' αν είνε αληθινά, συ, Ερμή, και οι ποιηταί το ξέρετε.
ΕΡΜ. Αληθέστατα, Χάρων. Διότι διά ποίον λόγον άνθρωποι σοφοί θα εψεύδοντο; Λοιπόν ας ξεκουνήσωμεν την Όσσαν πρώτον, ακολουθούντες τας οδηγίας του ποιήματος και του αρχιτέκτονος,
αυτάρ επ' Όσση, Πήλιον εινοσίφυλλον {101}.
Βλέπεις, πόσον εύκολα και πόσον ποιητικώς τα εκαταφέραμεν; Τώρα θ' ανέβω να ίδω αν είνε ανάγκη να βάλωμεν και άλλο βουνό απάνω. Μωρέ, πόσον χαμηλότερα είμεθα ακόμη από τον ουρανόν• από τα ανατολικά μόλις φαίνεται η Ιονία και η Λυδία, από δε τα δυτικά παράλια δεν φαίνεται τίποτε πέραν της Ιταλίας και Σικελίας και από τον βορράν μόνον τα κάτω του Ίστρου διακρίνονται, προς νότον δε η Κρήτη ολίγον και αμυδρά φαίνεται. Πρέπει να μετακινήσωμεν και την Οίτην και έπειτα επάνω εις όλα αυτά να τοποθετήσωμεν και τον Παρνασσόν.
ΧΑΡ. Έτσι να κάμωμεν. Πρόσεξε μόνον να μη υψώσωμεν το έργον μας πέραν του πιθανού και έπειτα καταρρεύση και συγκρημνισθώμεν, πληρώσωμεν δε την ευπιστίαν μας εις την οικοδομικήν του Ομήρου με τα κεφάλια μας που θα τσακισθούν.
ΕΡΜ. Μη σε μέλει και όλα θα πάνε καλά. Μετακίνησε την Οίτην και επάνω εις αυτήν ας θέσωμεν τον Παρνασσόν. Και τώρα ανεβαίνω πάλιν διά να ίδω. Λαμπρά• βλέπω τα πάντα. Ανέβα τώρα και συ.
ΧΑΡ. Δόσε μου το χέρι σου, Ερμή, διότι δεν μου είνε εύκολον να σκαρφαλώσω τόσο ψηλά.
ΕΡΜ. Αφού θέλεις να δης τα πάντα, Χάρων, πρέπει και να κινδυνεύσης ολίγον. Όταν κανείς είνε περίεργος πρέπει να έχη και το θάρρος του κινδύνου. Κρατήσου από το χέρι μου και πρόσεξε να μην πατής εις τα ολισθηρά μέρη. Λαμπρά• ανέβηκες και συ. Αφού δε ο Παρνασσός έχει δύο κορυφάς, πάρε συ την μίαν και εγώ την άλλην και ας καθήσωμεν• τώρα δε κύτταζε γύρω και βλέπε.
ΧΑΡ. Βλέπω μίαν εκτεταμένην ξηράν και μίαν μεγάλην λίμνην, η οποία την περιβρέχει, όρη και ποταμούς, μεγαλειτέρους από τον Κωκυτόν και τον Πυριφλεγέθοντα και ανθρώπους μικρούς—μικρούς και μερικές από της φωληές των.
ΕΡΜ. Είνε πόλεις αυτές που νομίζεις φωληές.
ΧΑΡ. Το ξέρεις, Ερμή, ότι δεν εκάμαμε τίποτε και ότι αδίκως μετεκινήσαμεν τον Παρνασσόν ομού με την Κασταλλίαν και την Οίτην και τα άλλα βουνά;
ΕΡΜ. Διατί;
ΧΑΡ. Δεν βλέπω τίποτε καθαρά απ' αυτό το ύψος. Η επιθυμία μου δεν ήτο να ίδω πόλεις και όρη μόνον όπως εις της ζωγραφιές, αλλά και ανθρώπους, και να διακρίνω τι κάνουν και ν' ακούσω τι λέγουν, όπως την πρώτην στιγμήν που με συνήντησες και με είδες να γελώ και με ηρώτησες γιατί γελούσα• είχα ακούση κάτι το οποίον μου εφάνη πολύ αστείον.
ΕΡΜ. Τι;
ΧΑΡ. Κάποιος είχε προσκληθή από ένα φίλον του εις γεύμα διά την επιούσαν, και ενώ έλεγε «μάλιστα, θα έλθω χωρίς άλλο», έπεσε μία κεραμίδα από την στέγην, τον βρήκε στο κεφάλι και τον αφήκε στον τόπο. Αυτό μου εφάνη πολύ αστείον, διότι έβλεπα ότι έδιδεν υπόσχεσιν την οποίαν δεν θα ηδύνατο να εκτελέση. Μου φαίνεται δε ότι καλλίτερα θα κάμωμεν να κατέβωμεν λίγο χαμηλότερα, διότι θέλω να βλέπω και ν' ακούω συγχρόνως.
ΕΡΜ. Μη σε μέλει• και δι' αυτό θα φροντίσω• θα δανεισθώ από τον Όμηρον ένα εξορκισμόν διά να σε κάμω να βλέπης πολύ δυνατά. Να θυμάσαι μόνον άμα απαγγείλω τους στίχους να παύσης να αμβλυωπής και να βλέπης τα πάντα καθαρά.
ΧΑΡ. Λέγε λοιπόν.
ΕΡΜ. Αχλύν δ' αύ τοι απ' οφθαλμών έλον, ή πριν επήεν,
όφρ' ευ γινώσκης ημέν θεον ηδέ και άνδρα {102}.
Λοιπόν βλέπεις τώρα;
ΧΑΡ. Θαυμάσια. Μπροστά μου ο Λυγγεύς είνε στραβός. Και τώρα θα σε παρακαλέσω να μου απαντήσης εις μερικάς ερωτήσεις• θέλεις δε και εγώ να σου ομιλήσω με στίχους του Ομήρου, διά να μάθης ότι κάτι ξέρω και από Όμηρον;
ΕΡΜ. Και πώς ξέρεις εσύ Όμηρον, που ήσουν πάντοτε ναύτης και κωπηλάτης;
ΧΑΡ. Βλέπω ότι έχεις πολύ κακήν ιδέαν για μας τους ναυτικούς. Αλλ' εγώ, όταν πέθανε ο ποιητής και τον πήρα, τον ήκουα ν' απαγγέλλη πολλά εκ των ποιημάτων του και ενθυμούμαι ακόμη μερικά, μολονότι την ημέραν εκείνην είχαμε τρικυμίαν μεγάλην. Άμα ήρχισε να ψάλλη μίαν ωδήν, η οποία δεν ήτο πολύ αισία διά το ταξείδι, ο Ποσειδών εμάζευσε τα σύννεφα και ετάραξε την Αχερουσίαν. Την ανακάτεψε με την τρίαινάν του ως με κουτάλαν. Έγεινε δε μεγάλη ανεμοζάλη και σκότος εξ αιτίας των στίχων εκείνων και παρ' ολίγον να μας ανατρέψη το πλοίον και ο ποιητής έπαθε ναυτίαν και εξέρασε πολλάς ραψωδίας ομού με την Σκύλλαν και την Χάρυβδιν και τον Κύκλωπα. Από τόσα ξεράσματα δεν ήτο δύσκολον να διατηρώ ακόμη μερικά. Λοιπόν λέγε μου τώρα•
Τις γαρ όδ' ποτέ πάχιστος ανήρ ηύς τε μέγας τε, έξοχος ανθρώπων κεφαλήν και ευρέας ώμους;
ΕΡΜ. Είνε ο αθλητής Μίλων ο Κροτωνιάτης. Τον χειροκροτούν δε οι Έλληνες διότι εσήκωσεν εις τους ώμους του ταύρον και με το φορτίον τούτο διατρέχει το στάδιον.
ΧΑΡ. Και δεν είνε δικαιότερον να χειροκροτούν εμένα, Ερμή, ο οποίος μετ' ολίγον θα σου συλλάβω αυτόν τον Μίλωνα και θα τον ρίψω εις το πλοιάριον, όταν θα νικηθή υπό του ακατανικήτου ανταγωνιστού, του θανάτου, και θα έλθη κάτω, χωρίς μάλιστα καλά καλά να καταλάβη πώς ενικήθη; Και τότε θα κλαίη ενθυμούμενος τους στεφάνους που λαμβάνει τώρα και τα χειροκροτήματα. Τώρα υπερηφανεύεται και νομίζει ότι είνε κάτι σπουδαίον, διότι κατορθώνει να σηκώνη ένα ταύρον και οι θεαταί τον θαυμάζουν διά τούτο. Τι να υποθέσωμεν; Φαντάζεται άρά γε ότι θ' αποθάνη μίαν ημέραν;
ΕΡΜ. Πού να λογαριάζη θάνατον αυτός με την ζωήν και την δύναμιν που έχει!
ΧΑΡ. Άφησ' τον και έχομε να γελάσωμεν όταν θα ταξειδεύη μαζή μας και όχι πλέον ταύρον, αλλ' ουδέ κουνούπι θα δύναται να σηκώση. Αλλά πες μου και τούτο•
Τις τ' άρ' όδ' άλλος ο σεμνός ανήρ;
Από το ένδυμά του δεν φαίνεται να είνε Έλλην.
ΕΡΜ. Είνε ο Κύρος, ο υιός του Καμβύσου, ο οποίος αφήρεσεν από τους Μήδους την κυριαρχίαν και την έδωκεν εις τους Πέρσας. Αυτός προ ολίγου καιρού ενίκησε τους Ασσυρίους και κατέκτησε την Βαβυλώνα• τώρα δε φαίνεται ότι παρασκευάζει εκστρατείαν εναντίον της Λυδίας, διά να καθαιρέση και τον Κροίσον και γίνη κύριος όλης της Ασίας.
ΧΑΡ. Και ο Κροίσος που είνε;
ΕΡΜ. Κύτταξε εκεί που φαίνεται μία μεγάλη ακρόπολις με τριπλούν τείχος• είνε αι Σάρδεις• βλέπεις δε τώρα και τον Κροίσον ξαπλωμένον επάνω εις χρυσήν κλίνην και συνδιαλεγόμενον με τον Σόλωνα τον Αθηναίον. Θέλεις ν' ακούσωμεν τι λέγουν;
ΧΑΡ. Μάλιστα.
ΚΡΟΙΣΟΣ. Είδες, ω ξένε Αθηναίε, τα πλούτη μου και τους θησαυρούς και πόσον χρυσόν άκοπον έχω και την άλλην μου πολυτέλειαν. Τώρα σε παρακαλώ να μου πης ποίον εξ όλων των ανθρώπων νομίζεις ως τον πλέον ευτυχή.
ΧΑΡ. Τι άρά γε θ' απαντήση ο Σόλων;
ΕΡΜ. Μη ανησυχής και δεν θα πη τίποτε ανόητον.
ΣΟΛΩΝ. Οι ευτυχείς, Κροίσε, είνε ολίγοι• εγώ δε ως τους πλέον ευτυχείς νομίζω τον Κλέοβιν και τον Βίτωνα, τους υιούς της Αργείας ιερείας.
ΧΑΡ. Εννοεί βέβαια εκείνους οι οποίοι απέθανον συγχρόνως προ καιρού, αφού εζεύχθησαν εις την άμαξαν και έσυραν την μητέρα των μέχρι του ναού της Αρτέμιδος.
ΚΡΟΙΣ. Ας παραδεχθώμεν ότι αυτοί έχουν τα πρωτεία της ευτυχίας. Δεύτερος ποίος έρχεται;
ΣΟΛ. Τέλλος ο Αθηναίος, ο οποίος αφού έζησε καλώς, απέθανεν υπέρ της πατρίδος του.
ΚΡΟΙΣ. Εγώ δε, κάθαρμα, δεν σου φαίνομαι ευτυχής;
ΣΟΛ. Αυτό δεν θα φανή, Κροίσε, πριν φθάσης εις το τέλος του βίου σου• διότι μόνον ο θάνατος τα ξεκαθαρίζει αυτά τα ζητήματα και μόνον εκείνος είνε ευτυχής ο οποίος κατορθώνει να είνε μέχρι τέλους τοιούτος.
ΧΑΡ. Εύγε, Σόλων, που δεν μας λησμονείς, αλλά λέγεις ότι το ζήτημα της ευτυχίας πρέπει να λύεται κοντά εις το πλοίον μου. Αλλά ποίοι είνε εκείνοι οι άνθρωποι, τους οποίους ο Κροίσος ξαποστέλλει κάπου, και τι σηκώνουν εις τους ώμους των;
ΕΡΜ. Είνε πλίνθοι χρυσαί, τας οποίας αποστέλλει ως προσφοράς εις τον Πύθιον Απόλλωνα διά τους χρησμούς που μετ' ολίγον θα φέρουν την καταστροφήν του• διότι αγαπά και εκτιμά πολύ την μαντικήν.
ΧΑΡ. Μπα! αυτό το κίτρινο πράγμα που στίλβει και έχει μίαν λάμψιν κοκκινωπήν είνε ο χρυσός; Τον έχω ακούση πολλάκις και τώρα μόνον τον βλέπω.
ΕΡΜ. Αυτός είνε, Χάρων, περί του οποίου όλοι ομιλούν και όλοι τον επιδιώκουν.
ΧΑΡ. Αλλά δεν βλέπω τι καλόν έχει αυτό το πράγμα, εκτός μόνον ότι δίδει βάρος εις αυτόν που το έχει.
ΕΡΜ. Δεν ξέρεις πόσοι πόλεμοι έγιναν δι' αυτό, πόσαι επιβουλαί και ληστείαι, επιορκίαι και φόνοι, πόσα μακρυνά ταξείδια έγιναν χάριν αυτού και πόσοι άνθρωποι έχασαν την ελευθερίαν των εξ αιτίας του!
ΧΑΡ. Δι' αυτό το μέταλλον, Ερμή, το οποίον πολύ ολίγον διαφέρει από τον χαλκόν; Τον χαλκόν τον γνωρίζω, διότι ως ξέρεις, λαμβάνω από έκαστον εκ των ερχομένων εις τον Άδην ένα οβολόν.
ΕΡΜ. Ναι• αλλ' ο χαλκός είνε πολύς και δεν του αποδίδουν μεγάλην σημασίαν οι άνθρωποι, ενώ ο χρυσός είνε ολίγος και τον εξάγουν από πολύ βάθος οι μεταλλευταί. Από την γην όμως εξάγεται και αυτός, καθώς ο μόλυβδος και τα άλλα.
ΧΑΡ. Πολύ ανοήτους μου παριστάς τους ανθρώπους, αφού τόσον αγαπούν αυτό το κίτρινον και βαρύ πράγμα.
ΕΡΜ. Βλέπεις όμως ότι ο Σόλων εκείνος δεν φαίνεται να το αγαπά, αφού, ως είδες, εμπαίζει τον Κροίσον και τα πλούτη διά τα οποία ο βάρβαρος υπερηφανεύεται. Αλλά μου φαίνεται ότι κάτι θέλει πάλιν να τον ερωτήση. Ας ακούσωμεν.
ΣΟΛ. Δεν μου λέγεις, Κροίσε, νομίζεις ότι ο Πύθιος Απόλλων έχει ανάγκην αυτών των πλίνθων;
ΚΡΟΙΣ. Βέβαια• διότι δεν υπάρχει εις τους Δελφούς άλλο τοιούτον αφιέρωμα.
ΣΟΛ. Ώστε φρονείς ότι ο θεός θα είνε ευτυχής αν μετά των άλλων αποκτήση και πλίνθους χρυσάς;
ΚΡΟΙΣ. Διατί όχι;
ΣΟΛ. Τότε, κατά την ιδέαν σου, Κροίσε, θα επικρατή πολλή πενία εις τον ουρανόν, αφού οι θεοί ευρίσκονται εις την ανάγκην να ζητούν χρυσόν από την Λυδίαν, αν επιθυμήσουν.
ΚΡΟΙΣ. Και πού αλλού υπάρχει τόσος χρυσός όσος εδώ;
ΣΟΛ. Δεν μου λες, σίδηρος δεν παράγεται εις την Λυδίαν;
ΚΡΟΙΣ. Όχι πολύς.
ΣΟΛ. Σας λείπει λοιπόν το καλλίτερον.
ΚΡΟΙΣ. Πώς; είνε καλλίτερος ο σίδηρος από τον χρυσόν;
ΣΟΛ. Αν μου απαντήσης χωρίς να θυμώνης, θα το εννοήσης.
ΚΡΟΙΣ. Ερώτα, Σόλων.
ΣΟΛ. Ποίοι είνε καλλίτεροι, εκείνοι οι οποίοι σώζουν άλλους ή οι σωζόμενοι παρ' εκείνων;
ΚΡΟΙΣ. Βεβαίως οι σώζοντες.
ΣΟΛ. Λοιπόν εάν ο Κύρος, όπως λέγεται ότι σχεδιάζει, εκστρατεύση εναντίον των Λυδών, τότε θα κατασκευάσης χρυσάς μαχαίρας διά τον στρατόν σου, ή θα σου χρησιμεύση ο σίδηρος;
ΚΡΟΙΣ. Ο σίδηρος, εννοείται.
ΣΟΛ. Επομένως, εάν δεν έχης σίδηρον, θα σου φύγη ο χρυσός και θα πάη αιχμάλωτος εις την Περσίαν.
ΚΡΟΙΣ. Κουνήσου από τη θέσι σου, άνθρωπε.
ΣΟΛ. Εύχομαι να μη συμβούν αυτά, αλλ' οπωσδήποτε ομολογείς ότι ο σίδηρος είνε καλλίτερος από τον χρυσόν.
ΚΡΟΙΣ. Λοιπόν και εις τον θεόν θέλεις ν' αφιερώσω πλίνθους σιδηράς, να ζητήσω δε οπίσω τον χρυσόν;
ΣΟΛ. Ούτε σιδήρου έχει ανάγκην ο θεός, αλλ' είτε χαλκόν, είτε χρυσόν αφιερώσης, θα γείνη λεία των ανθρώπων, των Φωκέων λόγου χάριν, των Βοιωτών ή των Δελφών, ή κανενός τυράννου ή ληστού, ο δε Απόλλων ολίγον ενδιαφέρεται διά τα χρυσά σου αφιερώματα.
ΚΡΟΙΣ. Πάντοτε συ μου κατηγορείς τον πλούτον και τον φθονείς.
ΕΡΜ. Βλέπεις, Χάρων, ότι ο Λυδός δεν ανέχεται την ειλικρίνειαν και την αλήθειαν των λόγων, αλλά του φαίνεται παράδοξον ότι άνθρωπος πτωχός δεν συστέλλεται και δεν φοβείται ενώπιόν του, αλλ' εκφράζει ελευθέρως την γνώμην του. Αλλά θα ενθυμηθή τους λόγους του Σόλωνος ολίγον βραδύτερον, όταν θα τον συλλάβη ο Κύρος και θα τον ρίψη εις την πυράν διότι ήκουσα προ ημερών την Κλωθώ να αναφέρη τα εις έκαστον μέλλοντα να συμβούν, μεταξύ δε αυτών ανεφέρετο και ότι ο Κροίσος θα αιχμαλωτισθή υπό του Κύρου, ο δε Κύρος θα φονευθή υπό της Μασσαγέτιδος εκείνης. Βλέπεις αυτήν την Σκυθίδα η οποία εκστρατεύει ιππεύουσα λευκόν ίππον;
ΧΑΡ. Μάλιστα.
ΕΡΜ. Είνε η Τόμυρις. Αυτή θα κόψη την κεφαλήν του Κύρου και θα την βάλη εις ασκόν γεμάτον από αίμα. Βλέπεις και τον υιόν του, εκείνον τον νέον; Είνε ο Καμβύσης• αυτός θα διαδεχθή εις τον θρόνον τον πατέρα του και, αφού κάμη μυρία σφάλματα εις την Λυβίαν και την Αιθιοπίαν, εις το τέλος θα τρελλαθή και θ' αποθάνη, αφού φονεύση τον ιερόν βουν Άπιν.
ΧΑΡ. Τι αστεία πράγματα. Αλλά τώρα ποίος τολμά να ατενίση αυτούς τους τόσον αγερώχους; Και ποίος δύναται να πιστεύση ότι εκείνος μεν θα αιχμαλωτισθή, του δε άλλου η κεφαλή θα ριφθή εις ασκόν γεμάτον από αίμα; Εκείνος δε Ερμή, ποίος είνε, που φορεί μανδύαν από πορφύραν και διάδημα ηγεμονικόν και εις τον οποίον ο μάγειρος δίδει δακτύλιον μέσα από το ψάρι που ξεκοίλιασε,
Νήσω εν αμφιρύτη; βασιλεύς δε τις εύχεται είναι{103}.
ΕΡΜ. Εύγε, Χάρων• βλέπω ότι αρχίζεις να εφαρμόζης ωραία τους Ομηρικούς στίχους. Αυτός που βλέπεις είνε ο Πολυκράτης ο τύραννος της Σάμου, ο οποίος νομίζει ότι είνε εις άκρον ευτυχής• αλλά και αυτός θα προδοθή εις τον σατράπην Οροίτην υπό του δούλου, τον οποίον βλέπεις παριστάμενον, και θ' ανασκολοπισθή ο δυστυχής και θα χάση την ευτυχίαν του εντός ολίγου. Και αυτά τα ήκουσα από την ΚλωΘώ.
ΧΑΡ. Εύγε, Κλωθώ γενναία• κόπτε κεφαλάς και ανασκολόπιζε, διά να εννοήσουν ότι είνε άνθρωποι• ως τόσω δε ας υψηλοφρονούν διά να πέσουν από υψηλότερα και να αισθανθούν περισσότερον πόνον εις την πτώσιν των. Εγώ θα γελάσω τότε που θα βλέπω ένα έκαστον εξ αυτών γυμνόν εις το πλοίον μου και ούτε παρφύραν, ούτε τιάραν, ούτε θρόνον χρυσούν θα έχουν.
ΕΡΜ. Τέλος πάντων η τύχη αυτών θα είνε τοιαύτη. Βλέπεις τώρα τον όχλον, εκ του οποίου άλλοι ταξειδεύουν, άλλοι πολεμούν, άλλοι δικάζονται ή γεωργούν, δανείζουν ή επαιτούν;
ΧΑΡ. Βλέπω πλήθος πολυάσχολον και πολυτάραχον ζωήν και τας πόλεις των που ομοιάζουν με κυψέλλας, όπου έκαστος έχει το κεντρί του και τον πλησίον του κεντά, μερικοί δε μεγάλοι, ως σφήκες άγουν και φέρουν τους άλλους. Το δε άλλο πλήθος που πετά γύρω των αόρατον τι είνε;
ΕΡΜ. Ελπίδες και φόβοι και μωρίαι και ηδοναί, φιλαργυρίαι και θυμοί και τα παρόμοια. Εκ τούτων η μωρία ζη κάτω μεταξύ των ανθρώπων, όπως και το μίσος, η οργή, η ζηλοτυπία, η αμάθεια, η στενοχωρία και η φιλαργυρία• αι δε ελπίδες και ο φόβος πετούν υπεράνω, και ο μεν επιπίπτει και τους συνταράσσει και τους κάμνει να μαζεύωνται και να τρέμουν, αι δ' ελπίδες πετούν πάνω από τας κεφαλάς των και φεύγουν και απομακρύνονται, οσάκις νομίση τις ότι δύναται να τας συλλάβη και τους αφήνουν με το στόμα ανοικτόν• δηλαδή παθαίνουν ό,τι βλέπεις τον Τάνταλον να πάσχη κάτω εις τον Άδην με το νερόν. Εάν δε προσέξης, θα ίδης και τας Μοίρας από πάνω να κλώθουν τα νήματα από τα οποία κρέμεται η τύχη εκάστου. Τα βλέπεις αυτά τα νήματα που κατεβαίνουν ως ιστοί αράχνης από ταδράκτια εις κάθε άνθρωπον;
ΧΑΡ. Βλέπω κάτι κλωστές πολύ λεπτές, που εις πολλούς είνε μπλεγμένες και συνδέουν τον ένα με τον άλλον.
ΕΡΜ. Αυτό σημαίνει ότι είνε γραμμένον ο ένας να φονεύση τον άλλον και ο άλλος να κληρονομήση εκείνον του οποίου το νήμα είνε μικρότερον. Κάτι τοιούτον σημαίνει αυτό το μπλέξιμον. Βλέπεις ότι όλοι κρέμονται από λεπτότατα νήματα• και ο μεν ένας έχει συρθή επάνω και μένει μετέωρος, μετ' ολίγον δε, όταν εκ του βάρους του θα κοπή η κλωστή, θα πέση και θα κάμη μέγαν κρότον• ο δε άλλος κρεμάμενος εις μικρόν ύψος και αν κρημνισθή θα πέση χωρίς κρότον και μόλις οι γείτονες θα πάρουν είδησιν από την πτώσιν του.
ΧΑΡ. Πολύ αστεία αυτά, Ερμή.
ΕΡΜ. Και όμως δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον πράγματικώς είνε γελοία, Χάρων, και μάλιστα η μεγάλη σημασία την οποίαν αποδίδουν εις τα πράγματα και αι ελπίδες υπό των οποίων κατέχονται καθ' ον χρόνον επέρχεται και τους αρπάζει ο θάνατος. Ως βλέπεις, πολλοί αγγελιαφόροι και υπηρέται του περιπολούν μεταξύ αυτών, πυρετοί διαφόρων ειδών και φθίσεις και περιπνευμονίαι, φόνοι και ληστείαι, δηλητήρια και δικασταί και τύραννοι. Αυτά ουδόλως τα σκέπτονται εν όσω ευτυχούν, άμα δε η τύχη των μεταβληθή, αρχίζουν να κλαίουν και να οδύρωνται. Αν ευθύς εξ αρχής εσκέπτοντο ότι είνε θνητοί και ότι η ζωή των διαρκεί ολίγον και ως όνειρον, μετά το οποίον θα φύγουν εκ της ζωής και θ' αφήσουν τα πάντα επί της γης, θα ζούσαν φρονιμώτερα και ολιγώτερον θα ελυπούντο όταν θ' απέθνησκαν. Τώρα ελπίζοντες ότι αιωνίως θα ζουν και θ' απολαμβάνουν τα υπάρχοντά των, δυσφορούν όταν έρχεται ο υπηρέτης του θανάτου και τους δένει με τον πυρετόν ή με την φθίσιν και τους παίρνει, διότι ενόμιζαν ότι ποτέ δεν θ' απεσπώντο από την ζωήν. Τι θα έκαμνεν εκείνος ο οποίος οικοδομεί οικίαν με πολλήν σπουδήν και βιάζει τους εργάτας να τελειώσουν το ταχύτερον, εάν εμάνθανεν ότι μόλις την στεγάση θ' αποθάνη και θα την αφήση εις τον κληρονόμον του, χωρίς να προφθάση ο κακομοίρης να δειπνήση εντός αυτής; Εκείνος δε ο οποίος χαίρει διότι η γυναίκα του εγέννησεν αρσενικό παιδί και έχει καλέση διά τούτο τους φίλους του εις γεύμα και δίδει εις το παιδί το όνομα του πατρός του {104} θα έχαιρε, νομίζεις, αν εγνώριζεν ότι το παιδί εκείνο θ' αποθάνη όταν γίνη επτά ετών; Και η αιτία είνε ότι βλέπει μεν τον πατέρα ο οποίος είνε ευτυχής διότι ενίκησεν ο υιός του εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, δεν βλέπει δε τον γείτονα ο οποίος κηδεύει το παιδί του και δεν φαντάζεται από ποίαν λεπτήν κλωστήν κρέμεται η ευτυχία διά την οποίαν χαίρει. Αλλά βλέπεις και εκείνους οι οποίοι φιλονεικούν διά σύνορα πόσοι είνε, και εκείνους που συναθροίζουν χρήματα, οι οποίοι πριν τ' απολαύσουν σύρονται εις τον θάνατον υπό των αγγελιαφόρων και των υπηρετών τους οποίους ανέφερα. •
ΧΑΡ. Τα βλέπω όλα αυτά και σκέπτομαι και απορώ ποίαν ευχαρίστησιν ευρίσκουν εις την ζωήν και διατί λυπούνται τόσον διά την στέρησίν της. Και αυτοί οι βασιλείς των, οι οποίοι θεωρούνται οι πλέον ευτυχείς, εκτός του ότι και αυτοί έχουν αβεβαίαν και αμφίβολον την τύχην, ως είπες, έχουν εις την ζωήν των περισσοτέρας δυσαρεσκείας παρά τέρψεις, φόβους, ανησυχίας, μίση και επιβουλάς, θυμούς και κολακείας, διότι εις όλα αυτά υπόκεινται. Παραλείπω τας θλίψεις και τα νοσήματα και τα πάθη, τα οποία εξ ίσου με τους άλλους ανθρώπους κατέχουν και αυτούς. Αφού δε η ζωή αυτών είνε τόσον αξιοθρήνητος, εύκολον να φαντασθή κανείς τι είνε η ζωή των κοινών ανθρώπων. Ξέρεις πώς μου φαίνεται, Ερμή, ότι μοιάζουν οι άνθρωποι και η ζωή των όλη; Θα είδές ποτε τας φυσαλλίδας που σχηματίζει το νερόν το οποίον πέφτει από βρύσιν• λέγω εκείνας από τας οποίας σχηματίζεται ο αφρός• από αυτάς άλλες είνε μικρές και αμέσως διαλύονται και χάνονται και άλλες διαρκούν περισσότερον, με την προσθήκην δε και άλλων φουσκώνουν περισσότερον και αποκτούν μέγαν όγκον, αλλ' επί τέλους και αυταί σκάζουν, διότι δεν είνε δυνατόν να γείνη άλλως. Τοιαύτη είνε των ανθρώπων η ζωή• όλοι φουσκώνουν από αέρα πολύν ή ολίγον και οι μεν διαρκούν επ' ολίγον καιρόν, οι δε μόλις φανούν εξαφανίζονται• διότι όλοι είνε προωρισμένοι να σκάσουν ως φυσαλλίδες.
ΕΡΜ. Η παρομοίωσίς σου, Χάρων, δεν είνε χειροτέρα από την παρομοίωσιν του Ομήρου, ο οποίος παρομοιάζει τους ανθρώπους με τα φύλλα του δένδρου.
ΧΑΡ. Και όμως, Ερμή, ενώ είνε τοιούτοι, βλέπεις τι κάνουν και πώς συνερίζονται και φιλονεικούν μεταξύ των διά τα πρωτεία, τας τιμάς και τας περιουσίας, τα οποία μέλλουν ν' αφήσουν και μόνον ένα οβολόν να παραλάβουν και να έλθουν προς ημάς κάτω εις τον Άδην. Και αφού ευρισκόμεθα εδώ υψηλά, θέλεις να φωνάξω με όλην μου την δύναμιν και να τους συμβουλεύσω ν' αφήσουν τους αδίκους κόπους και να μη λησμονούν τον θάνατον; Θέλεις να φωνάξω• Ω ανόητοι, διατί χάνεσθε εις αυτά τα μάταια πράγματα; Παύσετε να κοπιάζετε• δεν θα ζήσετε αιωνίως• τίποτε από όσα νομίζετε σπουδαία δεν είνε παντοτεινόν, ούτε θα παραλάβετε τίποτε από αυτά μαζή σας όταν θ' αποθάνετε, αλλά θα φύγετε γυμνοί, αι δε οικοδομαί και τα κτήματα και ο χρυσός θα περιέλθουν εις άλλους και πάντοτε θ' αλλάσσουν κυρίους. Δεν νομίζεις ότι, αν φωνάξω αυτά και άλλα προς αυτούς, θα ωφεληθούν και θα γείνουν φρονιμώτεροι;
ΕΡΜ. Είσαι πολύ αφελής. Δεν φαντάζεσαι πόσον η άγνοια και η απάτη τους διαφθείρει, και ούτε με τρύπανον δύνανται ν• ανοιχθούν τ' αυτιά των• με τόσον κερί τα έχουν βουλώση, όπως ο Οδυσσεύς έφραξε τα ώτα των συντρόφων του διά να μη ακούσουν το άσμα των Σειρήνων. Και να σκάσης να φωνάζης, δεν υπάρχει ελπίς να σ' ακούσουν. Εις τον κόσμον η άγνοια έχει το αυτό αποτέλεσμα το οποίον εις τον Άδην έχει το ύδωρ της Λήθης. Υπάρχουν όμως και ολίγοι οι οποίοι δεν εδέχθησαν να φράξουν τ' αυτιά των με κερί, αλλά τ' αφήκαν ανοικτά προς την αλήθειαν και βλέπουν καθαρά τα πράγματα και τα εννοούν όπως είνε.
ΧΑΡ. Λοιπόν εις εκείνους να φωνάξωμεν.
ΕΡΜ. Περιττόν να τους συμβουλεύσωμεν πράγματα που τα γνωρίζουν. Βλέπεις ότι έχουν χωρισθή από τους άλλους και καταγελούν τα συμβαίνοντα και δεν αρέσκονται κατ' ουδένα τρόπον εις αυτά, αλλ' είνε φανερόν ότι σκέπτονται να φύγουν εκ της ζωής το ταχύτερον και να έλθουν προς ημάς κάτω• διότι οι άνθρωποι τους μισούν, επειδή κατακρίνουν την αμάθειάν των.
ΧΑΡ. Εύγε τους• βλέπω όμως, Ερμή, ότι είνε πολύ ολίγοι.
ΕΡΜ. Είνε παράδοξον ότι είνε και τόσοι. Αλλά καιρός να κατέβωμεν.
ΧΑΡ. Κάτι τι ακόμη επεθύμουν να μάθω, Ερμή, και διά να μου κάμης πλήρη την χάριν διά την οποίαν σε παρεκάλεσα, θέλω να μου δείξης τα μέρη εις τα οποία αποθηκεύουν και θάπτουν τα σώματα εκείνων που πεθαίνουν.
ΕΡΜ. Τα ονομάζουν μνήματα και τάφους και μαυσωλεία. Βλέπεις πλησίον των πόλεων εκείνα τα αναχώματα, τας στήλας και τας πυραμίδας; Όλα αυτά είνε νεκροδοχεία.
ΧΑΡ. Και δεν μου λες, διατί στεφανώνουν τους λίθους και τους χρίουν με αρώματα; Βλέπω και άλλους οι οποίοι έχουν ανάψη πυράν κοντά στους τάφους και έσκαψαν λάκκον και καίουν πολυτελή φαγητά, εις δε τον λάκκον χύνουν οίνον και μελίκρατα, ως δύναται κανείς να συμπεράνη. Δεν εννοώ, φίλε μου, τι δύνανται να ωφελήσουν αυτά τους ευρισκομένους εις τον Άδην.
ΕΡΜ. Πιστεύουν ότι αι ψυχαί έρχονται από τον κάτω κόσμον και πετούν γύρω εις τας πυράς διά να δειπνούν με την κνίσαν και τον καπνόν, πίνουν δε από τους λάκκους το μελίκρατον.
ΧΑΡ. Εκείνοι πίνουν που είνε μόνον σκελετοί και έχουν τα κρανία κατάξηρα; Αλλ' είνε γελοίον να σου το λέγω, αφού κάθε μέρα τους οδηγείς και τους ξέρεις. Γνωρίζεις επίσης ότι, αφού άπαξ έλθουν κάτω, δεν είνε δυνατόν πλέον να επιστρέψουν. Θα ήτο πολύ ευχάριστος η θέσις σου, Ερμή, και πολύ αναπαυτικόν το έργον σου εάν συ, που τους οδηγείς κάτω, ήσουν αναγκασμένος να τους επαναφέρης διά να πίνουν. Ω ανόητοι άνθρωποι, που δεν εννοείτε ποία σύνορα ανυπέρβλητα υπάρχουν μεταξύ των νεκρών και των ζώντων και ότι,
κάτθαν' ομώς ό τ' άτυμβος ανήρ ός τ' έλλαχε τύμβου, εν δε ιή τιμή Ίρος κρείων τ' Αγαμέμνων• Θερσίτη δ' ίσος Θέτιδος παις ηϋκόμοιο. πάντες δ' εισίν όμως νεκύων αμενηνά κάρηνα, γυμνοί τε ξηροί τε κατ' ασφοδελόν λειμώνα {105}.
ΕΡΜ. Μπα! βλέπω ότι είσαι πολύ δυνατός εις τον Όμηρον. Αλλ' αφού μου ενθύμησες τον Αχιλλέα, θα σου δείξω τον τάφον του. Τον βλέπεις εκεί κοντά εις την θάλασσαν; Εκεί είνε το Σίγειον, ακρωτήριον της Τρωάδος• απέναντι έχει ταφή ο Αίας εις το Ροίτειον.
ΧΑΡ. Δεν είνε μεγάλοι οι τάφοι των. Και τώρα δείξε μου τας περιφήμους πόλεις, περί των οποίων γίνεται λόγος και κάτω εις τον Άδην, την Νινευή του Σαρδαναπάλου, την Βαβυλώνα, τας Μυκήνας, τας Κλεωνάς και την Ίλιον. Από την τελευταίαν είχα άλλοτε πολλούς επιβάτας και επί δέκα έτη δεν μ' αφήκαν να τραβήξω έξω και να καλαφατήσω το πλοιάριον.
ΕΡΜ. Η Νινευή, Χάρων, κατεστράφη προ πολλού και ούτε ίχνος αυτής σώζεται, ούτε δύναται κανείς να διακρίνη πού ήτο. Η δε Βαβυλών είνε εκείνη εκεί με τους ωραίους πύργους και το μέγα περιτείχισμα, η οποία και αυτή μετ' ολίγον καιρόν θα εξαφανισθή όπως η Νινευή• τας δε Μυκήνας και τας Κλεωνάς εντρέπομαι να σου δείξω, διότι είμαι βέβαιος ότι, άμα επιστρέψης εις τον Άδην, θα πνίξης τον Όμηρον διά τας υπερβολάς των ποιημάτων του. Φαίνεται όμως ότι άλλοτε ήσαν ευτυχείς, τώρα δε απέθαναν και αυταί• διότι αποθνήσκουν και αι πόλεις, όπως οι άνθρωποι και, το πλέον παράδοξον, οι ποταμοί• του Ινάχου λ. χ. ούτε η κοίτη φαίνεται πλέον εις το Άργος.
ΧΑΡ. Και τι γίνονται τώρα οι μεγάλοι σου έπαινοι, Όμηρε, και τα πομπώδη ονόματα, Ίλιος ιρή και ευρυάγυια και εϋκτείμεναι Κλεωναί {106}; Αλλά δεν μου λες, ποίοι είνε εκείνοι που πολεμούν και διατί αλληλοσκοτώνονται; Τους διέκρινα ενώ μιλούσαμεν.
ΕΡΜ. Είνε οι Αργείοι και οι Λακεδαιμόνιοι. Εκείνος δε ο ημιθανής είνε ο στρατηγός των τελευταίων Ορυάδας, ο οποίος επί του τροπαίου της νίκης γράφει με το αίμα του την επιγραφήν.
ΧΑΡ. Και διατί πολεμούν;
ΕΡΜ. Διά την πεδιάδα εις την οποίαν γίνεται η μάχη.
ΧΑΡ. Ω της ανοησίας των! Λησμονούν ότι και αν ολόκληρον την Πελοπόννησον αποκτήση έκαστος εξ αυτών, θα λάβη παρά του Αιακού μόλις ενός ποδός τόπον• αυτήν δε την πεδιάδα άλλοτε άλλοι κατά καιρούς θα γεωργούν, οι οποίοι με το άροτρον θ' αποσπάσουν και θα καταρρίψουν το τρόπαιον.
ΕΡΜ. Αυτά είνε τέλος πάντων• ημείς δε τώρα κατεβαίνωμεν και αφού επαναφέρωμεν τα όρη εις την προτέραν θέσιν ας επανέλθωμεν έκαστος εις το έργον του• μετ' ολίγον δε πάλιν θα έλθω κάτω με νεκρούς και θα συναντηθώμεν.
ΧΑΡ. Σ' ευχαριστώ, Ερμή, και θα σε θεωρώ ευεργέτην. Χάρις εις εσέ έκαμα ταξείδι ωφέλιμον. Τι είνε οι δυστυχείς άνθρωποι! Φροντίζουν και ομιλούν διά τόσα και τόσα και μόνον περί του Χάρονος δεν γίνεται λόγος.
ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΗΣΙΟΔΟΝ
ΛΥΚΙΝΟΣ. Ότι είσαι ποιητής άριστος, Ησίοδε, και ότι το χάρισμα τούτο έλαβες παρά των Μουσών μετά της δάφνης, και συ το αποδεικνύεις διά των ποιημάτων σου—διότι όλα είνε ένθεα και σεμνά—και ημείς το πιστεύομεν. Έν μόνον είνε απορίας άξιον• διατί είπες ότι έλαβες το θεσπέσιον χάρισμα της ποιήσεως παρά των θεών διά να δοξάζης και εξυμνής τα παρελθόντα και προλέγης τα μέλλοντα. Το πρώτον εξεπλήρωσες εντελώς διηγούμενος την γέννεσιν των θεών μέχρι των αρχαιοτάτων εξ αυτών, δηλαδή του χάους, της γης, του ουρανού και του έρωτος, προσέτι δε και γυναικών αρετάς {107} και γεωργικάς συμβουλάς {108} και όσα αναφέρονται εις τας Πλειάδας και περί των εποχών της αροτριάσεως, του θερισμού και της ναυσιπλοίας και περί όλων εν γένει των τοιούτων. Το άλλο όμως το οποίον ήτο και χρησιμώτερον εις τους ανθρώπους πάρα πολύ και περισσότερον ωμοίαζε προς δώρον των θεών, δηλαδή την πρόρρησιν των μελλόντων, ουδόλως εξετέλεσες, αλλά καθ' ολοκληρίαν το ελησμόνησες και εις ουδέν μέρος της ποιήσεώς σου μιμείσαι τον Κάλχαντα, τον Τήλεμον, τον Πολύειδον ή τον Φινέα, οι οποίοι και χωρίς να λάβουν το χάρισμα τούτο παρά των Μουσών, όμως επροφήτευον και δεν εδυσκολεύοντο να προλέγουν το μέλλον εις τους έχοντας ανάγκην.
Ώστε κατ' ανάγκην έν εκ των τριών τούτων πρέπει να υποθέσωμεν ότι σου συνέβη• ή ότι εψεύσθης, αν και είνε σκληρόν να το είπωμεν, ότι σου υπεσχέθησαν αι Μούσαι και την δύναμιν να προλέγης τα μέλλοντα• ή ότι αυταί μεν σου έδωσαν ό,τι υπεσχέθησαν, συ δε εκ φθόνου αποκρύπτεις και φυλάττεις διά τον εαυτόν σου το δώρον χωρίς να το μεταδίδης εις τους έχοντας ανάγκην• ή έγραψες μεν και τοιαύτα πολλά, αλλά δεν τα παρέδωκες εις τους ανθρώπους, τις οίδε διά ποίον άλλον καιρόν επιφυλάττων την χρήσιν αυτών. Διότι δεν τολμώ να είπω ότι αι Μούσαι εκ των δύο τα οποία σου υπεσχέθησαν το μεν σου εδώκαν, ανεκάλεσαν δε το άλλο ήμισυ της υποσχέσεως, δηλαδή την γνώσιν των μελλόντων, μολονότι αυτήν ξαναφέρει πρώτην το ποίημα εις την υπόσχεσιν.
Παρά τίνος άλλου να ερωτήση κανείς και μάθη ταύτα, Ησίοδε, ή παρά σου του ιδίου; Όπως οι θεοί είνε «δοτήρες εάων» {109}, πρέπει και υμείς οι φίλοι και μαθηταί των να μας εξηγείτε μετά πάσης αληθείας παν ό,τι γνωρίζετε και να μας λύετε πάσαν απορίαν.
ΗΣΙΟΔΟΣ. Θα ηδυνάμην, φίλε μου, ν' απαντήσω ευκόλως και εις όλα, ότι τίποτε εξ όλων των ποιημάτων μου δεν ανήκει εις εμέ, αλλά προέρχεται εκ των Μουσών και έπρεπε παρ' εκείνων να ζητής τον λόγον διά τον οποίον ελέχθησαν άλλα και άλλα παρελείφθησαν. Εγώ δι' όσα ιδιαιτέρως γνωρίζω, εννοώ το βόσκημα, την επίβλεψιν των ποιμνίων, το άρμεγμα και όλα εν γένει τα αναγόμενα εις τα έργα και τας ασχολίας των ποιμένων, δίκαιον είνε να απολογηθώ, αι δε θεαί παρέχουν τας δωρεάς των εις όσους θέλουν και καθ' όσον νομίζουν ότι είνε αρκεταί. Αλλ' όμως δεν δυσκολεύομαι και περί της ποιήσεως ν' απολογηθώ• νομίζω δηλαδή ότι δεν πρέπει ν' απαιτήτε παρά των ποιητών άκραν ακριβολογίαν και να είνε μέχρι συλλαβής εντελή όσα λέγουν• όχι να κρίνετε αυστηρώς αν εις τον δρόμον της ποιήσεως συμβή μικρά τις παράλειψις, αλλά να γνωρίζετε ότι και πολλά ημείς οι ποιηταί χάριν των μέτρων και της ευφωνίας παρεισάγομεν, αλλά δε και αυτή η ποίησις δεν γνωρίζω πώς παρεδέχθη, επειδή είνε στιλπνά και εύκολα εις την επανάληψιν. Συ δε μας αφαιρείς το μέγιστον εκ των αγαθών τα οποία έχομεν, δηλαδή την ελευθερίαν και την ποιητικήν άδειαν και τα μεν άλλα καλά της ποιήσεως δεν βλέπεις, αλλά παρατηρείς μικρολογήματά τινα, και μικροελαττώματα και επιζητείς αφορμάς διά να μας κατακρίνης. Αλλά δεν είσαι μόνος, ούτε κατ' εμού μόνον έχουν απευθυνθή τοιαύται κατηγορίαι, αλλά και πολλοί άλλοι καταφέρονται και κατά του ομοτέχνου μου Ομήρου και διά να τον κατηγορήσουν ευρίσκουν αφορμήν από τοιαύτα μικρολογήματα.
Αλλά τέλος πάντων διά ν' αποκρούσω κατ' ευθείαν και διά μιας την κατηγορίαν, σε παραπέμπω ν' αναγνώσης τα «Έργα μου και τας Ημέρας»• εκεί δε θα ιδής πώς μαντικώς και προφητικώς προλέγω τα αποτελέσματα των ορθώς και εγκαίρως πραττομένων και τας ζημίας των παραλειπομένων. Εκεί θα ιδής ότι, εάν δεν ακολουθήσης τας συμβουλάς μου,
οίσεις εν φορμώ, παύροι δε σε θηήσονται {110},
και όσα αγαθά απολαμβάνουν οι καλώς γεωργούντες. Δεν είνε λοιπόν αυτή χρησιμωτάτη εις τους ανθρώπους μαντική;
ΛΥΚ. Ωμίλησες ως αληθής ποιμήν, θαυμαστέ Ησίοδε, και φαίνεσαι επιβεβαιών την έμπνευσιν των Μουσών, αφού ούτε ν' απολογηθής υπέρ των ποιημάτων σου δύνασαι. Αλλ' εγώ δεν επερίμενα αυτήν την μαντικήν παρά σου και των Μουσών. Εις αυτά είνε πολύ μαντικώτεροι από σας οι γεωργοί και άριστα δύνανται να μας προείπουν ότι, αν μεν βρέξη ο θεός τα σπαρτά θα είνε καλά, εάν δε επικρατήση ξηρασία και διψάσουν τα χωράφια, είνε αδύνατον ν' αποφύγωμεν την σιτοδείαν• επίσης ότι δεν πρέπει να σπείρωμεν κατά τα μέσα του θέρους, διότι η σπορά θα είνε όλως ανωφελής και ματαία, ούτε να θερίζωμεν χλωρά τα στάχια, άλλως θα εύρωμεν τον καρπόν αμέστωτον. Επίσης δεν είνε ανάγκη μαντείας διά να γνωρίζωμεν ότι, εάν δεν σκεπάσωμεν τον σπόρον και δεν ακολουθή τον γεωργόν υπηρέτης ο οποίος να σύρη το χώμα με δίκελλαν επ' αυτών, θα έλθουν τα πτηνά και θα φάγουν προκαταβολικώς όλην την ελπίδα του θέρους. Εάν αυτά ονομάση τις παραινέσεις και συμβουλάς, δεν θα ευρίσκεται έξω της αληθείας, αλλά μου φαίνεται ότι πάρα πολύ απέχουν της μαντικής, της οποίας έργον είνε να προλέγη τα άδηλα και παντελώς άγνωστα, όπως εκείνο το οποίον προείπον εις τον Μίνωνα, ότι το τέκνον του θα επνίγετο εις τον πίθον του μέλιτος, όπως η αποκάλυψις προς τους Αχαιούς της αιτίας διά την οποίαν ήτο ωργισμένος εναντίον των ο Απόλλων και ότι η πολιορκία του Ιλίου θα διήρκει δέκα έτη. Αυτά είνε μαντικά. Αλλ' αν θεωρηθούν μαντικά και εκείνα τα οποία ανέφερες, τότε και εγώ είμαι μάντις• διότι και χωρίς την βοήθειαν της Κασταλλίας και άνευ δάφνης και τρίποδος Δελφικού δύναμαι να προείπω και να προφητεύσω ότι, αν κανείς εξέλθη και περιπατή γυμνός εις ώραν ψύχους, βροχής ή χαλάζης, θα πάθη σοβαρόν κρυολόγημα και ότι — τούτο δε είνε έτι προφητικώτερον — θα επακολουθήση πυρετός, και άλλα πολλά τοιαύτα τα οποία και ν' αναφέρη τις είνε γελοίον.
Ώστε άφησε τας τοιαύτας απολογίας και μαντείας• εκείνο δε το οποίον είπες κατ' αρχάς ίσως πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι δεν είχες συνείδησιν και γνώσιν των λεγομένων, αλλά μία έμπνευσις θεία σου υπηγόρευε τους στίχους, χωρίς και εκείνη να έχη μεγάλην πεποίθησιν εις όσα έλεγεν• άλλως δεν θα εξετέλει τινάς εκ των υποσχέσεων και δεν θ' άφηνεν άλλας ανεκπληρώτους.
ΤΕΛΟΣ Ε' ΤΟΜΟΥ
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα,
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
{1} Ο αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος.
{2} Ο Λουκιανός έγραψε φαίνεται εκ μνήμης τον αριθμόν τούτον, διότι ο Ηρόδοτος λέγει ότι ο Αργανθώνιος έζησεν 120 έτη.
{3} Έζη κατά τον πρώτον μ Χ. αιώνα.
{4} Λαοί της ευδαίμονος Αραβίας, της οποίας η πρωτεύουσα πόλις ωνομάζετο Ομάνα.
{5} Ευριπίδου, Αποσπάσματα «Φρύξου» : Την πόλιν της Σιδώνος εγκαταλιπών ποτε ο Κάδμος…
{6} Και αν εγράφη το δεύτερον τούτο μέρος της περί Μακροβίων πραγματείας, δεν διεσώθη μέχρις ημών.
{7} 165 μ. χ.
{8} Ο Κρόνιος, προς ον η επιστολή αύτη απευθύνεται, ήτο πιθανώς φιλόσοφος Επικούρειος, άγνωστος εις ημάς άλλοθεν.
{9} Οδυσσείας Δ: «Θα προσπαθήση να μεταμορφωθή εις όλα τα ερπετά όσα τρέχουν επί της γης, εις νερόν και το θεόδοτον πυρ».
{10} Ο Πολύκλειτος είχε κατασκευάση άγαλμα του Ερμού τόσον τέλειον εις τας αναλογίας, ώστε ωνομάσθη Κανών.
{11} Η ραφανίδωσις ήτο μία εκ των ποινών αίτινες εφηρμόζοντο κατά των μοιχών εις την Ελλάδα και ιδίως εις Αθήνας. Τους μοιχούς ταις ραφανίσιν ήλαυνον κατά τας έδρας• Ησύχιος. Ίδε Αριστοφ. «Νεφέλας»: Τι δ' ήν ραφανιδωθή γε πειθόμενός σοι, τέφρα τε τιλθή;
{12} Ενταύθα το κείμενον είχε χάσμα.
{13} Τινές θεωρούν πιθανωτέραν την γραφήν «μάγον» αντί «μέγαν».
{14} Το μέρος τούτο παρουσιάζει ασυναρτησίαν, εξ ης δύναται τις να εικάση ότι η ευσέβεια των Χριστιανών αντιγραφέων επέφερε μεταβολάς εις το κείμενον και εξήλειψε περικοπάς τας οποίας εθεώρησε βλασφήμους.
{15} Η πατρίς του Περεγρίνου ωνομάζετο Πάριον και έκειτο εις τον Ελλήσποντον παρά την Λάμψακον.
{16} Φυτόν της Αιγύπτου καλαμοειδές.
{17} Ίσως εννοεί Ηρώδην τον Αττικόν.
{18} Αι προβλέψεις του Λουκιανού επραγματοποιήθησαν εν μέρει• οι Παριανοί έστησαν ανδριάντας του Περεγρίνου, οίτινες εχρησμοδότουν και εθαυματούργουν.
{19} Αλλ' όταν ο Πρωτεύς ο μέγιστος των Κυνικών ανάψη πυρ προ του ναού του εριγδούπου Διός και πηδήσας εις την φλόγα ανέλθη εις τον υψηλόν Όλυμπον, πρέπει πάντες εκ συμφώνου οι άνθρωποι να τον τιμούν ως μέγιστον ήρωα, φύλακα της νυκτός, σύνθρονον του Ηφαίστου και του Ηρακλέους.
{20} Όταν ο πολυώνυμος Κυνικός πηδήση εις φλόγα μεγάλην, ωθούμενος υπό δοξομανίας, πρέπει τότε και οι κατεργαρέοι οίτινες τον ακολουθούν να μιμηθούν τον θάνατον του απερχομένου αρχικατεργάρη. Εάν δε κανείς εκ δειλίας προσπαθήση να αποφύγη τον θυμόν του Ηφαίστου, πρέπει πάντες οι Έλληνες να ρίψουν λίθους κατ' αυτού διά να μη μένη ψυχρός και όμως εξακολουθεί να λέγη φλογερούς λόγους και γεμίζη την πήραν του με χρυσόν αποκτώμενον διά της τοκογλυφίας εις την ωραίαν πόλιν των Πατρών, όπου έχει περιουσίαν δεκαπέντε ταλάντων.
{21} Παρωδία στίχου της Ηλιάδος : Ο Νέστωρ ήκουσε την βοήν.
{22} Διαμέρισμα ωρισμένον διά τους Ελλανοδίκας και άλλους επισήμους.
{23} Οπισθία στοά του ναού του Διός.
{24} Η στοά αυτή είχεν ηχώ επτάκις επαναλαμβάνουσαν την φωνήν
{25} Τους επτά σοφούς.
{26} Ενοεί τον εκ Σάμου Πυθαγόραν, τον εξ Εφέσου Ηράκλειτον και τον εξ Αβδήρων Δημόκριτον.
{27} Θυμόμελι. είδος μίγματος εκ θύμου και μέλιτος
{28} Ο Πάρις.
{29} Πλάτ. Πολιτ. Ε. σελ. 459.
{30} Οι κελευσταί έψαλλον ενθαρρύνοντες τους ερέτας, οίτινες εκωπηλάτουν κατά τον ρυθμόν του άσματος.
{31} Μισώ όσον τον Άδην εκείνον όστις εις μεν την ψυχήν έχει την φιλαργυρίαν εις δε τους λόγους την περιφρόνησιν των χρημάτων.
{32} Εις αμοιβήν της φιλοξενίας εφάνη αχάριστος εις τον φιλοξενούντα.
{33} Μέθυσε, όστις έχεις την αναίδειαν του σκύλλου και την δειλίαν της ελάφου, άχρηστε εις τον πόλεμον και εις τα συμβούλια, Θερσίτη κακόγλωσσε, φλυαρέστερε όλων των φλυάρων, τολμάς ν' αυθαδιάζης προς τους βασιλείς;
{34} Ησιόδ. Θεογονία : Έμπροσθεν κυνόμορφος, όπισθεν δε λέων και κατά το μέσον χίμαιρα αποπνέουσα φοβεράν δυσοσμίαν και έχουσα την λύσσαν αγρίου σκύλλου.
{35} Εδώ ο Λουκιανός σχηματίζει δύο λογοπαίγνια, το μεν διά του ονόματος του Χρυσίππου, το δε διά του ονόματος του Κλεάνθους το οποίον διαστρέφεται επί τούτω εις Κλεμάνθην. Υπάρχει δε και γραφή Κρεμάνθης και Κρεμάντης.
{36} Κωμωδία του Θεοπόμπου, ποιητού ολίγον μεταγενεστέρου του Αριστοφάνους, υπό τον τίτλον Τρικάρανος (Τρικέφαλος).
{37} Κωμωδία του Αριστοφάνους, αναφερομένη υπό του Αθηναίου. Το όνομα σημαίνει τον έχοντα τρεις φαλλούς.
{38} Υπαινίσσεται χαριτολογών την συνήθειαν της κλεψύδρας ήτις εκανόνιζε την διάρκειαν της ομιλίας των ρητόρων. Ίδε «Δις κατηγορούμενος».
{39} Το σοφιστικόν ύφος του λόγου τούτου δίδει πολλάς υπονοίας ότι δεν είνε έργον του Λουκιανού.
{40} Τα όπλα τα οποία, κατά τον Όμηρον, του εκόμισεν η μήτηρ του Θέτις.
{41} Οι βασιλείς των Περσών.
{42} Ότι παράγει καλά παλληκάρια.
{43} Ο εκ Κολοφώνος Νίκανδρος ήτο συγχρόνως ποιητής, ιατρός, γραμματικός περίφημος και ιερεύς του Απόλλωνος κατά τους χρόνους του Αττάλου, τελευταίου βασιλέως της Περγάμου {154 π. Χ.) Εκ των πολυαρίθμων εμμέτρων και πεζών έργων του διεσώθησαν μόνον δύο ποιήματα, εκ των οποίων το μεν περιγράφει τα δηλητηριώδη ερπετά και υποδεικνύει φάρμακα κατά των δηγμάτων αυτών, το δε πραγματεύεται περί δηλητηρίων και αντιφαρμάκων.
{44} Οι αυλούντες κυκλικά μέλη, τα οποία, όπως τα κυκλικά ποιήματα, περιελάμβανον ολόκληρον κύκλον της μυθολογίας.
{45} Ο Κράτων ήτο κυνικός φιλόσοφος, εις τούτο δε αναφέρεται ο αστεϊσμός.
{46} Επιστρέφει ευχαριστημένος και με γνώσεις περισσοτέρας.
{47} Το κείμενον λέγει• «μη ώρασιν ικοίμην» δηλαδή κατά λέξιν• «να μη φθάσω εις τας ώρας», το οποίον κατά τον Σχολιαστήν σημαίνει, κάτι ανάλογον προς το σημερινόν «Να μη δω σωτηρία ψυχής».
{48} Όπως συνείθιζον οι θηλυπρεπείς και διεφθαρμένοι, οι πιττούμεννοι. (Ίδε «Δραπέτας» και «Ψευδολογιστήν»).
{49} Όπως οι διερχόμενοι πλησίον των Σειρήνων.
{50} Λόγος του Αινείου: Μολονότι είσαι χορευτής, Μηριόνη, το δόρυ μου θα σε ξαπλώση κάτω.
{51} Ο Νεοπτόλεμος ωνομάζετο Πυρρός, δηλαδή ξανθός.
{52} Ο παίζων το όργανον εις τον χορόν και ο διευθύνων ορχήστραν είχον κρόταλον προσδεδεμένον εις τον πόδα με τον οποίον εκτύπων το μέτρον
{53} Όρμος σημαίνει περιδέραιον. Ο χορός ούτος κατά τον μύθον, επενοήθη υπό του Δαιδάλου, και εχορεύθη υπ' εκείνων τους οποίους ο Θησεύς απηλευθέρωσεν εκ του λαβυρίνθου της Κρήτης.
{54} Η γυμνοπαιδία, κατά τον Αθήναιον, ήτο αρκετά ομοία προς την τραγικήν όρχησιν την λεγομένην εμμέλειαν, είχον δε και τα δύο ταύτα είδη του χορού πολλήν σεμνότητα και ευγένειαν. Η γυμνοπαιδία εχορεύετο υπό δύο χορών ή δύο ομάδων χορευτών, εξ ων η μεν απετελείτο εξ εφήβων, η δε εξ ανδρών.
{55} Κυβιστήρες ελέγοντο οι βαδίζοντες διά των χειρών και με την κεφαλήν προς τα κάτω προς επίδειξιν δεξιότητος.
{56} Νεαροί χορευταί περιεστρέφοντο.
{57} Δηλαδή ηγουμένους του χορού. σύροντας τον χορόν.
{58} «Προύκρινε προορχηστήρα η πόλις».
{59} «Ειλατίωνι την εικόνα ο δάμος ευ ορχησαμένω ταν μάχαν».
{60} Άμεμπτον.
{61} Εκ της Οδυσσείας : Εις άλλον μεν έδωκεν ο Ζευς την δύναμιν του πολέμου, εις άλλον δε την τέχνην του χορού και το θελκτικόν άσμα.
{62} Τα αβρά των πόδια κινούνται με ρυθμόν πέριξ της κυανής πηγής.
{63} Η Νεάπολις, αποικία των Κυμαίων.
{64} Επί Αυγούστου εισήχθη εις την Ρώμην η παντομιμική όρχησις των περιφήμων χορευτών Βαθύλου και Πυλάδου.
{65} Θερμαϋστρίς ήτο είδος χορού με βιαιοτάτας κινήσεις δι' ο και ο Αθήναιος την αποκαλεί χορόν μανιώδη.
{66} Η επινόησις του χορού τούτου απεδίδετο εις τον Θησέα. Ελέγετο ότι ούτος μετά την εκ Κρήτης διάσωσίν του απέβη εις την Δήλον και, αφού προσέφερεν ευχαριστήριον θυσίαν, εχόρευσε μετά των νέων τους οποίους είχεν ελευθερώση εκ του Λαβυρίνθου χορόν του οποίου οι ελιγμοί παρίστων πώς εξήλθεν εκ του Λαβυρίνθου. Ο Πλούταρχος, όστις διηγείται ταύτα, λέγει ότι επί των ημερών του εξηκολούθουν οι κάτοικοι της Δήλου να χορεύουν ακόμη τον γέρανον.
{67} Του Έρωτος και του Αντέρωτος. Ο πρώτος, κατά τον Πλάτωνα, ούτε πατέρα έχει ούτε μητέρα, κατά δε την κοινήν δοξασίαν, είνε υιός της Αφροδίτης και του Άρεως. Ο δεύτερος εγεννήθη εκ των ιδίων. Η Θέτις είχεν είπη εις την Αφροδίτην ότι το τέκνον το οποίον θα απέκτα δεν θα εμεγάλωνε ποτέ, καίτοι δεν θ' απέκτα άλλο. Αλλ' η Αφροδίτη απέκτησε και νέον υιόν εκ του Άρεως, τον οποίον ωνόμασεν Αντέρωτα.
{68} Ο Τιτυός επεχείρησε να βιάση την Λητώ, με την οποίαν ήτο ερωτευμένος, και προσεπάθησε να την εμποδίση να καταφύγη εις την νήσον Δήλον, όπου εζήτει άσυλον διά ν' αποφύγη την καταδίωξιν της Ήρας και δυνηθή να γεννήση ησύχως το εκ του Διός τέκνον της. Ίδε τόμ. β' σελ. 13.
{69} Ο Ζευς θέλων να εξακριβώση που ήτο τα κέντρον της γης, απέλυσε συγχρόνως δύο αετούς, τον μεν προς ανατολάς, τον δε προς δυσμάς, οίτινες επανελθόντες συνηντήθησαν εις τους Δελφούς.
{70} Ο Αλειρρόθιος, υιός του Ποσειδώνος και της νύμφης Ευρύτης, εβίασε την Αλκίππην, θυγατέρα του Άρεως, όστις τον εφόνευσεν εκδικούμενος την τιμήν της θυγατρός του• ο Ποσειδών ενήγαγε τον Άρην εις τον Άρειον Πάγον, ενώπιον των δώδεκα θεών, οίτινες ηθώωσαν αυτόν.
{71} Περσεφόνης.
{72} Χωρικός της Αττικής, φιλοξενήσας τον Διόνυσον, όστις εις αμοιβήν της φιλοξενίας του έδωκεν ασκόν οίνου και τον εδίδαξε να καλλιεργή την άμπελον. Αλλ' ο οίνος υπήρξεν η αιτία του θανάτου του. Έδωκεν εις τους εργάτας του να πίουν, ούτοι δε καταληφθέντες υπό βακχικής μανίας και νομίζοντες ότι τους εδηλητηρίασε τον εφόνευσαν.
{73} Ο Ακάμας ήτο υιός του Θησέως και της Φαίδρας και εραστής της Φυλλίδος.
{74} Πόλις και άστυ κατ' εξοχήν εκαλούντο αι Αθήναι, όπως η Ρώμη, βραδύτερον δε το Βυζάντιον.
{75} Οβιδίου «Μεταμορφώσεις» Γ', εις την αρχήν.
{76} Διάλογοι θαλασσίων θεών τόμ. β' σελ. 5.
{77} Εκείνου όστις ήρπασε την Ευρώπην και του άλλου τον οποίον ερωτεύετο η Πασιφάη.
{78} Κατά τον Αριστοτέλην, η ευτυχία συνίσταται από τα πνευματικά χαρίσματα, το σωματικόν κάλλος και τον πλούτον.
{79} Ο Πυθαγόρας υπέβαλε τους μαθητάς του εις πενταετή σιωπήν.
{80} Ο Όμηρος εις την Οδύσσειαν.
{81} Μηδέν προς την χορδήν.
{82} Απορώ πώς χωρίς να πίης αυτά τα φάρμακα εμαγεύθης. 83} Όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέως.
{84} Γοητεύει τους οφθαλμούς οιωνδήποτε ανθρώπων θέλει, εκτός δε τούτου και τους κοιμωμένους εξυπνά.
{85} Ίδε περί αυτού κατωτέρω εις τον «Βίον του Δημώνακτος».
{86} Βάκηλοι ελέγοντο οι ευνούχοι ιερόδουλοι της Κυβέλης και εν γένει οι ευνούχοι και θηλυδρίαι. Ίδε ανωτέρω «Ψευδολογιστήν» όπου λέγει: «Καν εί τις βάκηλον ή ευνούχον ίδοι».
{87} Ο σχολιαστής λέγει περί της φράσεως ταύτης• «κακέμφατον τούτο και, ώς φασιν οι ιδιώται, φύσιν προς φύσιν».
{88} Το έργον τούτο του Λουκιανού δεν διεσώθη.
{89} Ούτος είνε ο ανωτέρω αναφερόμενος Κελτός σοφιστής. Περί αυτού ελέγετο ότι η φύσις τον είχε προικίση δι' αμφοτέρων των φύλων και ότι ήτο ερμαφρόδιτος. Άλλοι τον εθεώρουν απλώς ευνούχον. Έζησεν επί του αυτοκράτορος Αδριανού, με τον οποίον ήλθέ ποτε εις φιλονεικίαν πολύ ζωηράν, χωρίς ο Αδριανός να μνησικακήση εναντίον του. Διά τούτο ο Φαβωρίνος έλεγαν ότι εξεπλήσσετο δια τρία πράγματα• ότι ήτο Κελτός και ωμίλει Ελληνικά, ότι ήτο ευνούχος και κατηγορήθη διά μοιχείαν, ότι αντέτεινε προς ηγεμόνα και έζη ακόμη.
{90} Δύσκολον ν' αποδοθή κατά λέξιν το λογοπαίγνιον. Κατά το κείμενον ο Δημώναξ είπε : «Εν οίδα, ότι περαίνει». Το τελευταίον δε ρήμα σημαίνει φθάνω εις συμπέρασμα και ασελγαίνω.
{91} Ου κυνάς;
{92} Ενόει ότι ο Απολλώνιος μετέβαινε διά να κατακτήση το χρυσούν δέρας.
{93} Η Ρηγίλη ήτο σύζυγος του Ηρώδου. Απέθανε νεωτάτη, ο δε Ηρώδης ανήγειρε προς τιμήν της μνήμης της το Ωδείον, το οποίον ωνόμασε «θέατρον επί Ρηγίλη».
{94} Η γη εκράτησε το σώμα του Αδμήτου, αυτός δε προς τον θεόν ανέβη.
{95} Διότι οι ελεύθεροι Λακεδαιμόνιοι είχον ως άσκησιν την μαστίγωσιν.
{96} Λογοπαίγνιον, όπως και το προηγούμενον περί της Δανάης• διότι το γουδοκόπανον ελέγετο ύπερον, είς δ' εκ των αρχαίων και γνωστοτέρων ρητόρων ελέγετο Υπερίδης.
{97} Διότι και ο Επίκτητος ήτο άγαμος.
{98} Τας δέκα διαιρέσεις ή τάξεις της λογικής.
{99} Τελειώνει ο αγών, όστις περιλαμβάνει τα ευγενέστερα ανδραγαθήματα. Καιρός ν'απέλθωμεν• ας μη βραδύνωμεν.
{100} Ο Πρωτεσίλαος.
{101} Και έπειτα ας θέσωμεν επί της Όσσης, το δασώδες Πήλιον.
{102} Σου αφήρεσα από τους οφθαλμούς το σκότος το οποίον τους εσκέπαζεν, ώστε να διακρίνης και τους θνητούς και τους θεούς.
{103} Εις μίαν γην περιβρεχομένην υπό της Θαλάσσης. Φαίνεται ότι είνε βασιλεύς.
{104} Την δευτέραν μετά την γέννησιν ημέραν εδίδετο εις το νεογνόν τα όνομα του πάππου του.
{105} Παρωδία διαφόρων στίχων του Ομήρου: Ομοίως αποθνήσκουν και εκείνος ο οποίος έμεινεν άταφος και εκείνος ο οποίος έχει τάφον• ο πτωχός Ίρος εξισούται εις τον θάνατον με τον μέγαν Αγαμέμνονα και ο Θερσίτης με τον υιόν της καλλιπλοκάμου Θέτιδος. Πάντες έχουν ομοίως άσαρκα κρανία, γυμνοί δε και σκελετώδεις κάθηνται εις τον ασφοδελόσπαρτον λειμώνα.
{106} Η ιερά και με πλατείας οδούς Ίλιος και αι καλοκτισμέναι Κλεωναί
{107} Εις το ποίημα «Κατάλογος γυναικών», το οποίον απωλέσθη.
{108} Εις το ποίημα «Έργα και Ημέραι».
{109} Δοτήρες αγαθών.
{110} θα εσοδεύσης εις το καλάθι και ολίγοι θα ίδουν την εσοδείαν σου.