.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ
(ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ)
ΕΚΔΟΣΗ
ΤΟΥ "ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΜΑΣ"
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
1900
ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗ-
ΤΗΣ * ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ
ΗΛΙΟΥ * ΥΠΟ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ.
Ποιος είδεν ήλιο το βραδύ κι' άστρι το μεσημέρι;
Ποιος είδε τη Λιογέννητη ;...
[Δημοτικό τραγούδι].
Γερασίμω Βώκω
Άνθρωποι! Είνε κάποια μέτωπα,
Και είνε κάποια μάτια,
Κάποια είνε χαμόγελα,
Κάποια περπατήματα,
Κάποια κυματίσματα κορμιών,
Και χεριών παιξίματα,
Και δασοφυτρώματα μαλλιών
Και προσώπων λαμπυρίσματα!
Και οι προφήτες κυνηγάτορες
Των μεγάλων μυστηρίων
Θα είδαν και θα γροίκησαν
Σε οραμάτων ξάφνισμα
Πώς τα κορφοβούνια ταπεινά.
Γέρνουν χαιρετίζοντας,
Πώς καλοτυχίζουν οι αϊτοί
Κάποια κάποια μέτωπα, άνθρωποι!
Πώς μιλούν τα πυκνολάγγαδα
Και τα δροσερά ακρογιάλια
Στων κορμιών τα κύματα
Και στα περπατήματα,
Πώς σε λαχταρίζουν τα πουλιά,
Των χεριών ω σάλεμα!
Και το μίλημα ύμνος προς εσάς,
Και η λαχτάρα για σας, άνθρωποι!
Και ας το ειπούνε τα κισσόδεντρα
Και οι βραγιές οι ανθοσπαρμένες
Και όσα λιγερώτατα
Και όσα μεγαλόπρεπα
Χαίρονται ανθοκλάδια οι χωραφιές,
Κ' οι ακριβοί θερμόκηποι,
Πώς μυριοποθούν κάποια μαλλιά,
Κάποια κάποια μάτια, ω άνθρωποι!
Και είνε αυγές που αχνοπεθαίνουνε
Από κάποια χαμογέλοια,
Και γυρεύουν κάποτε
Τα ηλιοβασιλέματα
Πιο μεστό ένα φέγγος υστερνόν
Από κάποια πρόσωπα, άνθρωποι!
Και των μυστηρίων των τρανών
Οι προφήτες κυνηγάτορες
Τους χορούς των αβυσσόκοσμων
Και τις αρμονίες των ήλιων
Θα είδαν και θα γροίκησαν
Σε οραμάτων ξάφνισμα
Σα χορούς καρδιών και στοχασμών·
Σαν τραγούδι που έβαλε
Μέσα του ένας μουσικός θεός
Λόγια από μια γλώσσα ανθρώπινη!
1
Έζησα σε μια ραχούλα πράσινη
Κάποιο καλοκαίρι μακρυνό,
Μ' έναν ποταμό πλατύ στα πόδια μου
Και με τον ολάνοιχτο ουρανό.
Κ' έζησα σαν ξένος πολυαγάπητος
Μέσα στους απλούς και ταπεινούς,
Και φλογέρας γλυκολάλημα άκουσα
Να ξυπνά στο είναι μου ένας νους.
Και μια μέρα εκεί προς τα ηλιογέρματα
Μέσα στην πολύκοσμη ερημιά
Μια χωριατοπούλα αγνάντευα έξαφνα·
Και δεν είχε ταίρι με καμμιά.
Σα να φύλαγε ήταν κάποια πρόβατα,
Και ήταν σε μεγάλη συλλογή,
Και γλυκονανούριζε την έγνοια της
Μιαν αργυροκάθαρη πηγή·
Και ήτανε τα πόδια της τα ολόγυμνα
Σαν αναπαμένα περιστέρια·
Θησαυρών επαίρναν φεγγοβόλημα
Κάποιοι ανθοί μέσ' τα δικά της χέρια.
Και ήταν σαν κορώνα η άσπρη σκέπη της,
Το κοντρί που καθόταν, σα θρόνος,
Κάτι ψιθυρίζαν γύρω τα έλατα,
Ήτανε μονάχη, ήμουνα μόνος.
Θεέ! τον ήλιον είχε εκείνη μέτωπο,
Και είχε το φεγγάρι εκείνη στήθη,
Τον αποσπερίτη είχε χαμόγελο,
Και ήτανε ένα μέγα παραμύθι!
« — Ποιο είνε τόνομά σου, ω πλάσμα απάντεχο;
Είσαι βοσκοπούλα στο χωριό;
Είσαι από τα ξένα καμμιά ρήγισσα;
Είσαι εσύ του τόπου το στοιχειό;»
2
« — Τόνομά μου είν' Ηλιογέννητη!
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
Και οι πεντάμορφες του κόσμου
Προς εμέ τα χέρια υψώνουν,
Και δε φτάνουν με ποτέ·
Και καμμιά δεν είνε σαν εμέ,
Μήτε και σαν αδερφή μου·
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
Και είνε τρισμακαρισμένη
Κι αν φαντάζει κάποια κάποτε
Σα θαμπογραμμένη ζωγραφιά μου.
Και είμ' εγώ που αλυσσοδένω κόσμους
Και τους σέρνω από κοντά μου.
Παραιτούν τα βασιλόπουλα
Ταγαθά των παλατιών
Κι όλες τις αγάπες των κυράδων,
Κι όλα τα λιβάνια των λαών,
Κ' ένα δρόμο αρχίζουν, και όλο πάνε,
Πάνε για το μαγιοβότανο,
Πάνε για ταθάνατο νερό,
Για τον πράσινο το λίθο που ηλιοφέγγει
Στου πελάγου το βυθό.
Και το μαγιοβότανο είν' η χάρη μου,
Και είν' ο πράσινος ο λίθος η ωμορφιά μου,
Και ταθάνατο νερό είμ' εγώ·
Και μονάχα στόνειρο με ξέρουν.
Μια φορά ήρθ' ο Χάρος, με είδε,
Και με γοργοτράβηξε στον Άδη.
Και στον Άδη ανθίσαν τα μαγιάπριλα,
Και τον κόσμον έπνιξε σκοτάδι.
Και τακούσαν και ξεκίνησαν
Για του Χάρου τα παλάτια
Κάποιοι αντρειωμένοι σιδερόκαρδοι
Με τανεμοπόδαρα άτια.
Και όταν με αντικρύσαν μέσ' στα Τάρταρα
Κάποια πεθαμένα παλληκάρια,
Της ζωής η φλόγα τάναψε ξανά
Τα σβυσμένα τους λυχνάρια.
Και αδερφώθηκαν και ωρκίστηκαν
Να με αρπάξουνε του Χάρου.
Μήτε, ωιμέ! τα παλληκάρια,
Μήτ' οι αντρειωμένοι από τα χέρια
Με γλυτώσαν του κουρσάρου.
Μόνο εκεί που πάλευαν για με
Μεσ' στα χάλκινα ταλώνια,
Ήρθαν γύρω μου όλ' οι έρωτες
Κι όλα της ζωής τα χελιδόνια,
Και με πήραν σα θεά και σαν κυρά τους,
Και με πήραν στα φτερά τους,
Και ξανά στο φως με ανέβασαν·
Και ξανάρθα σα την άνοιξη,
Και σα μια καινούρια πλάση
Από χάος δεύτερο ξεχώρισα
Θάλασσες, στεριές, βουνά και δάση.
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη!
3
Και σα να μην είμαι ούτε βασίλισσα,
Και σαν να μην είμαι ούτε νεράιδα.
Βοσκοπούλα για να σύρω το χορό,
Του βοσκού με φτάνει εμένα η γκάιδα.
Την ημέρα στις ραχούλες
Και στις ακροποταμιές
Είμ' εγώ δυσκολοξάνοιχτη
Μεσ' στους νέους και μεσ' στις λιγερές.
Και οι αστόχαστοι κι' οι ανίδιοι
Να με σπρώξουν κάποτε τυχαίνει,
Και περνούν αδιάφοροι από μπρος μου,
Ή πετούν μου ανυποψίαστοι
Τα μωρόλογα του κόσμου.
Για να ιδούν και για να με μαντέψουν,
Θέλει ο νους κάποιο φως ξένο,
Κάποιαν άλλη φλόγαν η καρδιά.
Μόνον όταν χύνεται η νυχτιά,
Με ξανοίγει κάθε μάτι,
Γιατί τότε φωτοκύκλωτη,
Για όλους, είμ' εγώ γιομάτη
Από του πατέρα μου τη δόξα!
4
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη!
Μάθε, έχω ζωές προτήτερες,
Χίλιες γεννές, χίλιους θάνατους,
Μέσα σε πατρίδες χίλιες·
Χίλιες προσωπίδες φόρεσα,
Χίλια ονόματα εγώ πήρα·
Και είμαι κάτι αρχήτερον εγώ,
Και γραφτότερο και από τη Μοίρα!
Είμαι ο μυστικός μαγνήτης
Μέσα σε όλους τους μαγνήτες·
Τραγουδούνε Ελένες μέσα μου,
Και θρηνολογούνε Μαργαρίτες·
Και σα νάμουνα όλων των καιρών
Και των τόπων όλων οι Αφροδίτες!
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη!
Πια δεν ξέρω, σα να μη θυμούμαι.
Ξέρω μόνο πως μια μέρα
Βρέθηκα εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
Στα ιλαρά τα πλάγια και στα γαληνά
Και στον ολογάλανον αέρα·
Και είν' εδώ που είν' όλα από τη δόξα
Δοξαστά της Ωμορφιάς
Και ως τα ταπεινότατα χορτάρια
Και είν' εδώ που οι μαύρες Λάμιες
Για να φαν τα παλληκάρια
Γίνονται γλυκά κοράσια
Με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια·
Και είν' εδώ που ο ζοφωμένος Χάρος
Έρχεται λεβέντης καβαλάρης
Σαν από του ήλιου τα παλάτια·
Και όταν φέγγη απάνου της ο ήλιος,
Είν' εδώ που η παπαρούνα
Σε άκρη χωραφιού παραρριμένη,
Λάμπει σα φωτιά ιερή
Προς τη χάρη αγνώριστου θεού
Από κάποιαν Εστιάδα εκεί αναμένη!
Βρέθηκα εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
Μέσα στους απλούς και ταπεινούς,
Σε μια κάποια πρωτογέννητην Ελλάδα,
Που είνε κάτι άλλο, κάτι απόμερο,
Και για τούτο καταφρονεμένο,
Κάτι μέγα, και άγνωρο για τούτο,
Κάτι κάτι που δέν είνε
Η μαρμαροσκάλιστη λαμπράδα,
Σε μια κάποια πρωτογέννητην Ελλάδα,
Κάτι ακόμα τιλυμένο
Σε αργοσάλευτο μαγνάδι,
Ακαλλούργητο και ακόλαστο,
Κάτι σαν περιπλοκάδι
Που φυτρώνει, και πουσφιχτοδένει
Τα κλαδιά του με θυμό παντού
Και στο φουντωμένο αδρό κορμό,
Και στ' ολόγυμνο άπλαστο κοτρώνι·
Μιαν Ελλάδα, μιαν Ελλάδα
Που δεν είνε μήτε η τέχνη
Των ονειρεμένων Παρθενώνων,
Μήτε και η λατρεία των λαών,
Μήτε και η σοφία των αιώνων,
Μιαν Ελλάδα, μιαν Ελλάδα,
Κάτι μέσ' στα χέρσα και στα έρμα·
Σαν κρυφή καταβολάδα,
Που τη φύτεψ' ένα χέρι
Για να ξαναφέρη αγάλια αγάλια
Και ύστερ' από χρόνων χρόνια
Των καμμένων των δασών την πρασινάδα.
Κάποια ρόδα είν' έτοιμα ν' ανθίσουν
Εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
Με ταρχαία ροδοκάλια·
Και προσμένουν τα καινούρια αηδόνια
Να τους γλυκοκελαϊδήσουν
Μεσ' στον ολογάλανον αέρα!
5
Και ήρθα βοσκοπούλα στα βουνά,
Και ήρθα βλαχοπούλα στα καλύβια·
Χτύπησε καρδιά και στα λιθάρια,
Σάλεψαν φτερά και στα μολύβια.
Κ' ένοιωσαν και οι λόγγοι κάποιο νου,