.
Το καύκαλο
Οι άνθρωποι νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα. Έτσι κανένας δε θα' θελε να υποθέσει πως ένα καύκαλο μέσα στην οστεοθήκη του είναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά. Γι' αυτό δεν έτρεμε καθόλου το χέρι τού παράξενου ποιητή όταν ήρθε μια μέρα να ταράξει τον ύπνο των αιώνων που κοιμόμουν μέσα στο μαύρο μου κασονάκι, όξω από την εκκλησία του νεκροταφείου.
Τις δύο μικρές σπηλιές στη βάση του μετώπου μου - στη ζωή τ' όνομα τους ήταν γλυκό σαν το φως - τις γιόμιζε η νύχτα του ασυνείδητου. Κάποια αράχνη εσάλευε απάνω στο μηλίγγι μου κ' είχε γίνει το όνειρό μου. Ξυπνώντας έξαφνα, ένοιωσα να με σηκώνουν. Σίγουρα θα ήρθε η ώρα του χωνευτηρίου, εσκέφτηκα. Με το δίκιο τους θα κουράστηκαν οι δικοί μου να πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα το μισό νοίκι που εξασφάλιζε τη θέση μου στην αυλή της εκκλησίας. Αλλά δεν ήταν αυτό. Μ' ετύλιξαν σε μιαν εφημερίδα, κ' ύστερα από λίγην ώρα εβρέθηκα στο τραπέζι της μελέτης του ποιητή μου, απάνω σ' ένα βιβλίο που έτυχε να' ναι κάτι εύθυμα τραγούδια αγάπης.
Στην αρχή μ' άφησαν ήσυχο να κοιτάζω ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο στενό του κύκλο το βλέμμα μου, που δεν ήταν βέβαια βολετό να το διευθύνω όπου ήθελα. Αντίκρυ μου άσπριζε το κρεβάτι. Οι θύμησές μου ολοένα εζωήρευαν με το να το βλέπω. Τώρα θυμόμουν καθαρά ένα κρεβάτι. Δεν ήταν το κρεβάτι της τελευταίας μου αρρώστειας. Γιατί το ξεκουραστικό κρεβάτι του θανάτου δεν το θυμάται ένα καύκαλο σαν εμένα παρά μόνο για να νοσταλγήσει τη ζωή. Θυμόμουν, όμως, καθαρά ένα κρεβάτι. Ύστερα επέρασε θαμπό από τη μνήμη μου κάτι άλλο... Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τι. Πάει τόσος καιρός από τότε...
Εκοίταζα το ημερολόγιο στον τοίχο για να ιδώ πόσα χρόνια εβάστηξε ο ύπνος μου, όταν ένιωσα από το θόρυβο πως κάποιος εμπήκε στην κάμαρα. Ήταν ένας φίλος του απαγωγέα μου. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Ο ποιητής μ' έδειξε λέγοντας: "Να σου συστήσω τον κύριο...", κ' είπε τ' όνομά μου, που το' χε διαβάσει στην οστεοθήκη. Ο άλλος υποκλίθηκε χωρικά, έβγαλε το καπέλο του και μου το φόρεσε. Άναψε κ' ένα τσιγάρο και το σφήνωσε στα δόντια μου. Ύστερα αρχίσανε να γελάνε. Εγώ τους εκοίταζα σοβαρά, όπως ταιριάζει, σ' όσους έζησαν τη ζωή, να κοιτούνε αυτούς που θα τη ζήσουν. Δε με πείραζε καθόλου ένα τέτοιο φέρσιμο, μόνε συλλογιζόμουνα τι απλοϊκοί που 'ναι οι άνθρωποι να νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα και να μη θέλουνε ποτέ να παραδεχτούνε πως ένα καύκαλο μπορεί να 'ναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά.
Δυο ολόκληρες ώρες αναγκάστηκα να τους ακούω. Τα λόγια τους θα μου 'φέρναν πικρό το χαμόγελο στα χείλη. Μιλούσανε για τις γυναίκες τους, για τα βιβλία τους, για κάθε τι, σα να μην ήταν το κρανίο ενός ανθρώπου όμοιου μ' αυτούς η μπάλα εκείνη της φρίκης που τη ήξεραν τόσο κόντά τους.
Εφύγανε.
Αργά, μετά τα μεσάνυχτα, εγύρισε μονάχος ο ποιητής. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα κάτι σαν ένα αίσθημα υπεροχής να με κυριεύει. Καθώς άναβε η λάμπα, το χέρι του δεν ήταν όμοια σταθερό όπως όταν άνοιγε το μάυρο μου κουτί, στο νεκροταφείο. Το φως, πέφτοντας λοξά απάνω μου, μου 'δωσε μιαν όψη παράξενα ζωντανή. Το κατάλαβα από την έκφραση του φίλου μου αυτό. Με πήρε στα χέρι του. Άνοιξε το παράθυρο. Θα με πετούσε στο δρόμο, αν δεν εκάρφωνα πιο μαύρο και πιο βαθύ το βλέμμα μου στο μεταξύ των ματιών του. Μ' άφησε στο πεζούλι του παραθύρου κ' έκλεισε. Όλη τη νύχτα τον άκουγα να στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Αν εκοιμήθηκε, θα 'κανε πολύ ταραγμένο ύπνο.
Το πρωί βρέθηκα μέσα στην οστεοθήκη μου. Χωρίς άλλο θα μ' έφερε στη θέση μου ο ίδιος εκείνος τύπος με τα παράξενα γούστα. Τώρα ακουμπώ το σαγόνι μου στοχαστικά στο κόκκαλο του χεριού και σκέφτομαι την περιπέτειά μου. Μου φαίνεται πως βλέπω ακόμα το βιβλίο με τα εύθυμα ερωτικά τραγούδια και το ημερολόγιο με την τραγικά προχωρημένη ημερομηνία. Περσότερο όμως συλλογιέμαι το κρεβάτι. Το κρεβάτι μ' έκαμε να μισοθυμηθώ μια μικρή ιστορία που ενόμιζα πως είχα κατορθώσει να ξεχάσω ολότελα.