ART

.


Μ Ε Λ Ε Τ Α I

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ (ΙΔΑΣ) 2 ΣΕΠΤΕΜΕΡΙΟΥ 1878 — 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1920

10 άρθρα του στο «Νουμά»

ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟ

ΕΚΔΟΣΗ "ΤΥΠΟΥ„ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 3, ΑΘΗΝΑΙ

ΤΟΥ βιβλίου αυτού τυπώθηκαν εκατό αντίτυπα σε χαρτί χειροποίητο ολλανδικό, αριθμημένα στο πιεστήριο.

…………………………………..

Λευκή ας βαλθή όπου έπεσες κολώνα, (Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέη. . . .) λευκή με της Πατρίδας την εικόνα· μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίη,

βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίη.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Εξόν από τα τρία βιβλία του κι από τρία-τέσσερα ακόμα φυλλάδιά του, πολιτικά και πατριωτικά πάντοτε, όλη σχεδόν η άλλη λογοτεχνική εργασία του I. Δραγούμη (Ίδα), δημοσιεύτηκε στο «Νουμά». Κι από τα τρία ακόμα βιβλία του, το ένα η «Σαμοθράκη, στο «Νουμά» πρωτοτυπώθηκε (1909 ― 1910), κι από τις σελίδες του «Νουμά» τραβήχτηκε σε βιβλίο ξεχωριστό. Γιατί ο Ίδας, αγωνιστής του Δημοτικισμού κρατερός, στάθηκε πλάι στο «Νουμά», στήριγμα του ακριβό, σωστά δέκα χρόνια, από τα 1905, που πρωτοφάνηκε στις στήλες του με τη μελέτη του: «Στην Πόλη», ίσαμε τα 1915 πούβγαλε δικό του, καθαρά πολιτικό περιοδικό, την «Πολιτική Επιθεώρηση». Μα και την «Πολιτική Επιθεώρηση» σαν έβγαζε, δεν αποτραβήχτηκε από το «Νουμά». κι ας έπαψε να στολίζει τις στήλες του με τάρθρα του, μόνο του απόμεινε φίλος πιστός και υλικός ακόμα υποστηριχτής. Έτσι, μια δεκάχρονη στενή συνεργασία μαζί του σ' έναν αγώνα «απεγνωσμένο» και «πολυμέτωπο», όπως είτανε στην πρώτη περίοδο του «Νουμά» ο δημοτικιστικός αγώνας, μούδωσε όλον τον καιρό κι όλες τις ευκαιρίες να τονέ μελετήσω καλά, καταβάθος, και να χαρώ τις τόσες αρετές του, που στολίζανε την ψυχή του κι αποτελούσανε το χαραχτήρα του. Θυμάμαι με πόσο πόνο, σαν αυτοχτόνησε ο Περικλής Γιαννόπουλος, μούπε τα βαθιοστόχαστα τούτα λόγια:

― Πάει κι αυτός! Κρίμα!… Κ' είμαστε τόσο λίγοι!..

Τόνιωθε πως είταν κι αυτός ένας από τους λίγους, από τους τόσο λίγους αγνούς ιδεολόγους, που αφίνοντας το ατόφιο τους καταμέρος, μόνο μια Ιδέα προσκυνούν κι ακολουθούν, και φεύγοντας, θεληματικά ή άθελα ή και με βία, από τη ζωή, όπως έφυγε κι αυτός, αφίνουν πίσω τους όχι κείνο που συνηθίσαμε να λέμε συμβατικά «κενόν», μα αληθινά κάπιο χάος.

Ο Ίδας, μ' όλα τα ξεχωριστά λογοτεχνικά του χαρίσματα, θαπομένει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας περισσότερο ως π ο λ ε μ ι σ τ ή ς, militant, παρά ως λογοτέχνης. Η κυρίαρχη γραμμή σ' όλη τη σκέψη του, σ' όλη την εργασία του, είταν ο αγώνας, ο πόλεμος. Για τούτο, αν καλοπροσέξει κανείς και κείνες τις σελίδες του ακόμα, που φαίνονται σε πρώτο διάβασμα, καθαρά λογοτεχνικές, θα ιδεί πως κάτου κι από τις απαλότερες φράσες κουφοβράζει η ακράτητη ορμή του πολεμιστή.

Η Εταιρία «Τύπος» τιμώντας τη μνήμη του ευγενικού αυτού πολεμιστή, θέλησε, να βγάλει το βιβλίο τούτο, ως μνημόσυνό του φιλολογικό, κι ανάθεσε τη σύνταξή του και τη φροντίδα του σε μένα. Τιμή μου που και δεύτερη φορά μου δίνεται η ευκαιρία να βάλω τόνομά μου πλάι στο δικό του. Στα 1916 τα Αλεξαντριανά «Γράμματα» βγάλανε μια σύντομη και δυσκολόβρετη σήμερα μελέτη μου με τον τίτλο «ΙΔΑΣ», και να που και τώρα, σε μένα μοιραία πέφτει ο κλήρος να βγάλω το επιμνημόσυνο βιβλίο του.

Βέβαια, θάπρεπε να μαζωχτούνε στοργικά και να βγούνε σε τόμο πολυσέλιδο, όλα τάρθρα του κι όλες οι μελέτες του, πούναι τυπωμένες στο «Νουμά». Τούτο σίγουρα πρέπει να γίνει, μια μέρα, από τους θαυμαστές του. Σήμερα, το βιβλίο τούτο ας λογαριαστεί για περίληψη της σκορπισμένης στους τόμους του «Νουμά» εργασίας του. Και τέτια αληθινά, είναι: Περίληψη. Γιατί τάρθρα και οι μελέτες που διάλεξα να τυπώσω σ' αυτό αν και είναι γραμμένα πάνου σε διαφορετικά, τα περισσότερα, θέματα, είναι κινημένα όλα από την ίδια «αφετηρία», και καταλήγουνε στο ίδιο «τέρμα»: την εθνικιστική του ιδεολογία. Μια σ υν έ π ε ι α αξιοθαύμαστη παρατηρεί κανείς σ' όλη την εργασία του. Ούτε το παραμικρότερο παραστράτισμα. Δεν ξεχνιότανε ποτέ, ποτέ το θέμα δεν τον παράσερνε. Ακόμα και στην «Αγνή», σε μιαν όαση ολοπράσινη αγάπης, που απλώνεται για ξεκούρασμα της ψυχής, μέσα στις αιματοβαμένες σελίδες του «Ηρώων και Μαρτύρων αίμα» ο ανθρώπινος έρωτας θαμποσκεπάζεται, αν δεν χάνεται ολότελα, από τον έρωτα της Πατρίδας. Παντού και πάντοτε ο ιδεολόγος εθνικιστής. Και στις απαλότερες γραμμές του ακόμα.

Το μαρτυρικό τέλος του, τον ανέβασε πολύ στην κοινή συνείδηση, σχεδόν τον εξαΰλωσε ― του πρόστεσε κάτι το θρυλικό στην τίμια κι ολοφώτεινη ζωή του. Χωρίς να μπορώ να ξελαγαρίσω κάτι θολό κι άμορφο που καλοθρονιάστηκε επίμονα μέσα στην ψυχή μου και να ερμηνέψω με λόγια ό,τι τώρα, τούτη τh στιγμή, που ρίχνω στο χαρτί τις γραμμές μου αυτές, σφηνώθηκε μέσα στη σκέψη μου, γεννημένο ίσως αυτόματα από την όλη δράση του κι από την όλη πνευματική του εργασία που είναι απλωμένη ανάκατα, δίχως τάξη, στη θύμηση μου ― χωρίς να μπορώ λοιπόν να το ξελαγαρίσω αυτό που μου συμβαίνει, μούρχεται να πω πως έτσι θάπρεπε να πεθάνει ο άνθρωπος ο ξεχωριστός, που είχε σ' όλη τη ζωή του οδηγό το ΧΡΕΟΣ και που έναν αφέντη μοναχά ένιωσε πάντα πάνω του το ΠΡΕΠΕΙ το αδυσώπητο (1). Δεν ξαίρω, δε μαθεύτηκε, τι είπε σαν τονέ σωριάζανε καταγίς οι σφαίρες, οι ηρωικές (2). Αν τον άφιναν οι σφαίρες και οι λογχισμοί να πει μια λέξη, σίγουρα η λέξη αυτή θα είταν κείνο που βροντοφώναξε μέσα στο πρώτο του βιβλίο ― και θα το είπε σαν ευκή ολόψυχη προς την Πατρίδα του, που τόσο την αγάπησε και που τόσο τίμια σ' όλη του τη ζωή την υπερέτησε:

― Σώνουν οι μάρτυρες!.. ..

Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Δημοσιεύτηκε στα φύλλα 129 και 130 του «Νουμά» (Γεννάρης του 1905) στην επιφυλλίδα, με την υπογραφή «&Τοξότης&», μια υπογραφή που την έβαλε, εκεί, στο γραφείο μου, χαμογελώντας, γιατί, μου είπε, γεννήθηκε στο μήνα που ο Ήλιος είναι στον Τοξότη. Είναι το πρώτο άρθρο του που δημοσίεψε στο «Νουμά», και στο άρθρο του αυτό μέσα βρίσκεται ολόκληρος ο Ίδας. Το άρθρο του αυτό, όπως έγραψα αλλού (ΙΔΑΣ, έκδοση Γραμμάτων, 1916) είναι «το προσκέδιο, το πρόγραμμα, το πρώτο κύτταρο της κατοπινής του εργασίας. Ακόμα κι ολόκληρος ο &ανθρώπινος& χαραχτήρας του, όλος ο εσωτερικός ο άνθρωπος, βρίσκεται σ' αυτό. Στον παράγραφο που αρχίζει: «Ένα πρωί στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα…», εξόν που μας πρωτοπαρουσιάζει την ασύγκριτη κόρη, που θα μας χαρίσει το κεφάλαιο «Αγνή» στο «Ηρώων και Μαρτύρων αίμα», μας δείχνει, μας αποκαλύπτει, και τον εαυτό του. Στο άρθρο αυτό, που περίληψή του βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ίδα: «ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ», είχα διαπράξει τότε, που τόβαλα στο «Νουμά», και μιαν ασέβεια. Είχα αφαιρέσει ολάκερο κεφάλαιο, που περίγραφε σ' αυτό με ζωντάνια και με πρωτοτυπία, το Προσκύνημα του Χαμίτ, «όχι γιατί δε μου άρεσε («ΙΔΑΣ», σελ. 5) μα γιατί τότε κάτι Τουρκομερίτες αναγνώστες του φύλλου μου γράφανε και μου ξαναγράφανε ξορκίζοντας με να μην τυπώνω λέξη για το Σουλτάνο, μήπως και παραπέσει κανένα φύλλο και τους πάρω έτσι στο λαιμό μου».

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ από την Αθήνα για την Πόλη ένας ποιητής, θα ένοιωθε γονιμότητα· σαν από βρύσες κρυφές θα ανάβρυζαν μέσα του παλιές ιστορίες, και λέξεις «θα μουρμούριζαν διαβαίνοντας. Η γνώση πως ταξιδεύει κατά την Ανατολή, θα του έλεγε λόγια χρυσά και παραμύθια. Εγώ είμαι γυμνός από αντιλαλιές, ξερός από αναβρυστικά νερά, και άδειος, και άγονος. Εγώ βλέπω πως όταν ο ήλιος πέφτει κατεπάνω τους, τα νησιά και η Αττική είναι τριανταφυλλιά και η θάλασσα πολύ βαθειά χρωματισμένη.

Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ' έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής. Άμα τον αντίκρυσα, στάθηκε· φώτιζε χαϊδευτικά τα νερά που κουνούσαν, και τα περνούσε με στενώτατα φύλλα χάλκινα, και αγάλι βούλιαζε από το πολύ βάρος.

Μια μέρα ύστερα είμαι στην Ιωνία, κ' επειδή ήταν άλλοτε λεπτός και πλούσιος ο πολιτισμός της, το όνομά της έχει μάγια. Εκείνη την ημέρα μόνο η Ιωνία υπάρχει στον κόσμο, τα νησιά της, τα βουνά της, και η θάλασσά της. Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ.

***

Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι!

Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο. Με τι άλλο πλοίο μπορούσα να μπαίνω στην Πόλη, για να νοιώσω τελειότερα το ταπείνωμά μου; Στην πρώρη είναι ο δικέφαλος αητός, ο ρωσικός· το πλοίο είναι φορτωμένο Ρώσους στρατιώτες και πεζοναύτες Ρώσους που γυρίζουν, φαίνεται, από την Ιαπωνία στην Οδέσσα. Τα χώματα αυτά και τα δέντρα της Θράκης θέλουν να τα βιάσουν σλαυικοί τράγοι, και τα λερώνουν οι αβάσταχτοι πόθοι τους. Ποιος θα τα φυλάξει; Έλληνες ελεεινοί, μήπως θα τα φυλάξετε σεις; Χωρίς πίστη, ακούω και μουρμουρίζει στ' αυτί μου μια φωνή: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική μας θάναι»

Ήμουν στην πλώρη και φυσούσε υγρασία στο πρόσωπό μου ο πρωινός αέρας. Κάτι Τούρκοι πίσω μου, κοίταζαν. Περπάτησα στο κατάστρωμα και είδα μερικούς Έλληνες, που είχαν ξυπνήσει να δουν, με κανέναν πόθο ίσως, τα Δαρδανέλια και την Πόλη (3). Ήταν και μια Ρωσίδα φουσκωμένη, που κοίταζε με βουλιμία. Κοίταζαν και δυο Αμερικάνοι με απλοϊκή περιέργεια. Ένας Γερμανός στάθηκε κοντά μου και είπε: «Οι Ρώσοι από πάνω την θέλουν, αν τους αφήσουν οι Άγγλοι από κάτω». Και, Έλληνες, επειδή είστε ελεεινοί και άκαρδοι, ντράπηκα να του πω πως θα την πάρουμε μεις. Μέσα μου μονάχα είπα: «Και όμως, είναι δική μας».

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος.

***

Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα! Γυρίζω τα μεσημέρια στους δρόμους και δεν ξέρω τις ώρες. Από έναν ανηφορικό δρόμο, που έχει αριστερά πύργους αραδιασμένους βυζαντινούς, κ' έχουν χτισμένα σπίτια, αναμεταξύ, διαφόρων χρωμάτων, ανεβαίνω προς την Άγια Σοφιά.

Μόλις μπήκα, ― δεν κοίταζε ούτε ο Εβραίος που θέλησε κ' έγινε οδηγός μου, ούτε ο Χότζας Τούρκος, ― κ' έκαμα, χωρίς να θέλω, το σταυρό μου.

Μπαίνω σε κάθε τζαμί, που ήταν πρώτα εκκλησιά! Τι δροσιά που είναι μέσα και τι θύμησες αλάλητες. Μπαίνω και σε τζαμιά που έχτισαν, με βυζαντινό πάντα σχέδιο, οι Τούρκοι. Αντί ψηφιδωτά, έχουν συχνά χρωματιστές πλάκες στους τοίχους, με κλαδιά, φύλλα και λουλούδια, άσπρα και μαβιά και πράσινα. Τα παράθυρα έχουν κάποτε γιαλιά χρωματιστά, όμορφα, με σχέδια απλά ή λουλούδια. Η Άγια Ειρήνη είναι κλειστή και ποτέ δεν την ανοίγουν για τους ξένους οι Τούρκοι, που την έχουν κάμει τζαμί· ο τρούλλος της όμως φαίνεται καλά απ' έξω.

Περίεργη είναι η ανάγκη του προσκυνήματος. Μόνο να πάγω ως στο μέρος που με συγκινεί, μόνο αυτό με φτάνει.

Αλλού είναι κάτι αρχαιότερα πράματα· η στήλη του Θεοδοσίου, και σ' άλλη μεριά η καμένη στήλη. Στον Ιππόδρομο είναι ένας οβελίσκος, και των Πλαταιών το χάλκινο τριπλό φίδι, που δεν το είδα στους Δελφούς, όταν διάβαζα τον Παυσανία. Τι να θυμηθώ πρώτα στον Ιππόδρομο;

Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου. Όταν ξέπεφτε το κράτος και ο Ιππόδρομος, βασίλευαν οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι και ήταν οι ελληνικότεροι από τους βασιλιάδες. Πολεμούσαν, οι άτυχοι, πολεμούσαν να βαστάξουν κάτι, κοίταζαν να βρουν αλλού βοήθεια, και Φράγκοι να γίνουν ίσως για να σώσουν το κράτος θέλησαν, την αδυναμία τους την έβλεπαν, τη δύναμη την ένοιωθαν, και τίποτε δεν έκαναν. Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων.

***

Σκύλοι κοιμούνται στους δρόμους, σκύλους βλέπω στα πόδια μου μπροστά, και είναι μερικοί άσπροι και οι περισσότεροι κιτρινωποί. Και κάθε τόσο παραμερίζω για να τους αφήσω να κοιμηθούν.

Οι Τούρκοι νοιώθουν τα ερείπια και τη σχέση τους με τη ζωή. Στους τοίχους τους αρχαίους, τους βυζαντινούς, ακουμπούν τα σπίτια τους, κι απάνω στους πύργους αφήνουν να φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα. Δεν τους μέλλει, τους ζωντανούς ποιος έχει χτίσει τα ερείπια, ούτε γιατί, και η αδιαφορία αυτή είναι η ζωή. Αντί να γκρεμίζουν και να ξαναχτίζουν τοίχους, μεταχειρίζονται τους παλιούς. Έτσι και στα νεκροταφεία τους περνοδιαβαίνουν σκύλοι και άνθρωποι και πατούν τα μνήματα· γυναίκες κάποτε κάθονται ώρες εκεί, όταν ο καιρός είναι καλός, και κουβεντιάζουν και λέγουν. Και τα κυπαρίσσια δεν είναι πένθιμα και οι πέτρινες στήλες των τάφων πέφτουν μία μία και σκεπάζονται, από των ανθρώπων τα βήματα και από το χώμα της βροχής και των άνεμων.

***

Την ώρα που περπατεί ο κόσμος ο Ελληνικός, ο Τούρκικος, ο Αρμένικος και των Φραγκολεβαντίνων η σάρα, ― ανακατωμένοι σαν τα νερά μεγάλου λασπωμένου ποταμού, ― στο Σαυροδρόμι, το Φανάρι, είναι ήσυχο και λίγες είναι στις πόρτες οι γυναίκες, λιγοστοί στους δρόμους οι άντρες. Βλέπω κάποιους παπάδες. Οι πλούσιοι έφυγαν· τους τράβηξε η ζωή και πήγαν κ' έφτειασαν καινούρια σπίτια στο Πέρα του Γαλατά. Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο. Τις ανηφορικές, τις άλλες στράτες, όμως και τα στενά σοκάκια, εκείνα πού και πού τα βλέπει η θάλασσα. Για να νοιώσω λίγη ζωή Ελληνική, τρέχω στα σχολεία· αλλ' είναι κλειστά γιατί είναι καλοκαίρι κ' έχουν τελειώσει τα μαθήματα. Ο καλόγερος, ο διευθυντής, μόνος μ' ένα παιδί φυλάγει τη μεγάλη Σχολή του Γένους. Κ' επειδή είμαι ξένος, ο νέος μ' έδειξε το σχολείο, και ανεβαίνουμε μαζύ στον πύργο τον υπερήφανο, που περνά και σπίτια και μιναρέδες· βασιλεύει ο ήλιος μέσα στους ατμούς, και η φορτωμένη μέρα είναι γεμάτη ζέστη. Και είπα στο νέο: «Ποτέ να μην ξεχάσεις πως ζεις για το Γένος». Μαζί του έπειτα πήγα στην Παναγία τη Μουχλιώτισσα και στο αγίασμα του Άη Γιώργη του Ποτηρά. Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».

***

Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ' έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ' ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ' εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη. Θέλεις, λες, να γίνεις καλογριά, μα θα ήσουν πιο σύμφωνη με μένα αν ήθελες να μείνεις δασκάλισσα, όπως είσαι, και να δώσεις νέα ζωή, πνοή ελληνική στις Ελληνίδες». Φεύγοντας, με ρώτησε αν θα μπορούσε να με ξαναϊδεί προτού φύγω από την Πόλη. Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε… χαίρε….» και πέρασε. Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι.

***

Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο. Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω. Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ' έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Όταν βγήκα από κει μέσα, ηύρα τον παπά, χωρίς ράσα, και σκαρφάλωνε σ' έναν άλλο πύργο· σκαρφάλωσα και γω· ήταν ψηλός κι από μέσα είχε μαυρισμένους τους τοίχους· φως έπεφτε από το χαλασμένο καμαρωτό ταβάνι· στον τοίχο φαίνουνταν οι τρύπες δυο πατωμάτων και κάτι ντολάπια μικρά, λίγο ψηλότερα απ' το καθένα. Πριν πάγω στο Πατριαρχείο, πέρασα από το λόφο που ήταν τα υστερινά παλάτια των αυτοκρατόρων, τα παλάτια των Βλαχερνών.

***

Σ' ένα σπίτι Ελβετικού ρυθμού, είδα τον Πατριάρχη, και φαίνουνταν σα να φοβάται τους Τούρκους, να σέβεται τους Ρώσους, και να μην του πολυαρέσει να μπλέκει με τους Έλληνες. Αλλά και σα να μην πρέπει να τα χαλάσει με κανένα.

Δεν είδα το μέγα Λογοθέτη· θα είναι κανένας κύριος με φράγκικα. Ο Μέγας Χαρτοφύλαξ όμως, ο μικροκαμωμένος, με τα μακριά τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά του και την ποντικίσια μύτη του και το μουστάκι και τη γυναικεία του φωνή, ψευδίζει, και μου λέγει πράγματα βυζαντινά στο δρόμο καθώς πηγαίναμε.

― «Αυτά τα σπίτια είναι το πολύ διακοσίων χρόνων. Να, τούτο δω είναι του Παναγιώτη Νικουσίου, του διερμηνέως, τον ξέρετε; Μου έδειξαν ένα σπίτι εκεί πάνω στο λόφο του Φαναριού, και μου είπαν πως είναι πολύ παλιό. Θα είναι μόλις τριακοσίων χρόνων. Μη νομίσετε πως τα παλαιότερας βυζαντινά σπίτια ήταν έτσι. Ζούσαν κλεισμένες οι γυναίκες, χειρότερα από τις Τούρκισσες· ένα δυο παράθυρα μικρά, και όλο το άλλο τοίχος.. ..»

― «Ναι, τέτοιο είναι του Μπάμπουρα ή Φλάμπουρα το σπίτι, στο Μελένικο. Το είδα· λεν πως είναι 500 χρόνων».

― «Οι δρόμοι αυτοί είναι οι ίδιοι των Βυζαντινών. Οι Τούρκοι δεν τους έχουν αλλάξει. Αυτός όμως ο μεγάλος δρόμος· του Φαναριού, βλέπετε, είναι έξω από τα τείχη· πριν ήταν θάλασσα εδώ· ύστερα έγινε και ο δρόμος και τα σπίτια τούτα. Δεν ήταν όμως έτσι στρωμένοι οι δρόμοι, ήταν στρωμένοι με μεγάλες πέτρες. Θα σας δείξω ένα πλακόστρωμα τέτοιο έξω από τα τείχη, στο δρόμο της Σηλυμβρίας. Τον έστρωσε, λέγουν, ο Ιουστινιανός».

― «Τι είναι, δω;»

― «Α, αυτό είναι έμβολος».

― «Δηλαδή;»

― «Σκεπαστή αγορά, με θολωτά καμαρωτά ταβάνια, καθώς βλέπετε, η μόνη που μας απέμεινε· μοναδικό δείγμα τέτοιου χτιρίου. Οι Τούρκοι αυτούς τους έμβολους μιμήθηκαν κ' έκαμαν τα παζάρια τους. Τίποτε δεν ανεκάλυψαν οι Τούρκοι· όλα τα έχουν πάρει από κείνους, αρχιτεκτονική, υδραγωγεία, κάστρα, δρόμους. Εδώ κοντά είναι και η παλαιότερη από τις εκκλησίες που μένουν ακόμη όρθιες στην Πόλη. Την έχουν κάμει και αυτήν τζαμί οι Τούρκοι».

Από το παλιό γεφύρι γύρισα στο Πέρα· στο δρόμο πουλούσαν, σε καλαθάκια, χαμοκέρασα, σμέουρα, φραγκοστάφυλα και βερύκοκα. Άλλοι πουλούσαν παγωτά του δρόμου και λεμονάδες παγωμένες, γιατί ήταν μεγάλη ζέστη.

***

Ύστερα πήγα στο Ζάππειο. Είναι κει για την τελετή ο Πατριάρχης και η Πρεσβεία· και η Σύνοδος, σε δυο αράδες, δεξιά κι αριστερά τους. Ο άλλος κόσμος είναι, χαμηλότερα καθισμένος, αναρίθμητος, στολισμένος και ανακατωμένος. Τα κορίτσια τραγούδησαν από μακριά, σ' ένα μέρος μισοφωτισμένο από κίτρινα παραπετάσματα. Τραγουδούσαν οι Ελληνίδες, οι βυζαντινές· ένοιωθα πως ήταν δροσερές και καλοκαμωμένες οι αδερφές μου αυτές. Και η κόρη εκείνη της Ιωνίας εδώ ανατράφηκε· είναι το μεγαλύτερο σχολείο των κοριτσιών του Γένους. Την είδα μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο, μαυροφόρα και χλωμή, σαν την Παναγία στον τάφο του Γιου της.

***

Τότε με πήραν οι γνώριμοι μ' ένα καΐκι στο Βόσπορο, και τράβηξα κουπί. Περάσαμε ανάμεσα σε παλάτια, σπίτια και περιβόλια. Είναι πάρα πολύ η ζωή που γεμίζει αυτά τα μέρη και δεν έχω καιρό να ξεκαθαρίσω τις καλλονές από τα ξένα βάρη, από τα φράγκικα και ασιατικά στολίδια. Το βράδι- βράδι μόνο, όταν βασίλεψε ο ήλιος κ' έγιναν όλα λεπτότερα και περασμένα, και μαλάκωσε το φως, και μεγάλωσαν οι ίσκιοι, οι καλλονές αυτές καθάρισαν μόνες τους και στέκουνταν σαν ανάγλυφα μπροστά μου. Διά μιας κοίταξα κατά την Ασία· είχαν ανάψει και άστραφταν όλα τα γυαλιά της Χρυσοπόλεως.

***

Έφαγα σ' ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ' έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ' άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά. Και αργότερα, στο θέατρο, που μια έπαιζε με όλου του κορμιού τη δύναμη τον γυναικείο έρωτα, αυτός έλεγε με ηρεμία πως το στόμα της είναι πολύ μεγάλο.

***

Πέρασαν τα μεσάνυχτα, και τώρα χορεύουν μέσα μου χορό σατανικό, όλες οι ταραχές της μέρας. Η μια, κουτρώντας με την άλλη, την ανάβει περισσότερο, και τσούζουν και καίουν σα λαβωματιές, και όλο ξετρελλαίνουνται και ζωντανότερες γίνονται, και θέλει η κάθε μια να γεμίσει τον κόσμο και τις άλλες να τις πνίξει. Κοντεύει να φέξει η αυγή και να χαράξει άλλη μέρα, κ' εγώ μένω άγρυπνος, με μια θέρμη υπεράνθρωπη, και τόσο σκληρός που ο ύπνος δε με πιάνει.

***

Πώς ξέρουν και μπερδεύουν τη ζωή οι άνθρωποι! Θα ήταν τόσο απλό χωρίς αυτούς, και τόσο βαθύτερη, και τόσο πιο αληθινή! Θα ήμουν σαν το κύμα, θα ήμουν σαν το χορτάρι και σαν τον άνεμο και σαν το βράχο. Δεν είμαι άνθρωπος, αφού οι άνθρωποι δε μ' αρέσουν. Μα ενώ έπρεπε να είμαι κάτι άλλο, έχω του ανθρώπου τη μορφή, και όλα τα πράματα με αναγκάζουν να πάγω στη θέση μου, να κάνω τον άνθρωπο, να ζω σαν άνθρωπος, να είμαι άνθρωπος.

***

Παθαίνουμαι στην Πόλη· αν και δεν ενδιαφέρει τους άλλους, όμως παθαίνουμαι· πρέπει να έβγω απ' αυτή την πυρωμένη κατάσταση και να νοιώσω τι θέση έχω στην Πόλη … Θα ιδώ την Πόλη, το πρωί, από τον Άγιο Στέφανο.

***

Πρωί ― πρωί ήμουν εκεί, κι από το χωριό πήγα στους λόφους, όπου έχουν χτίσει οι Ρώσοι το μνημείο τους για τη νίκη του 1878. Από κείνους τους λόφους φαίνουνται κάπου κάπου, μακριά, ύστερ' από τα κίτρινα χωράφια, στην καταχνιά της ζέστης, ο τοίχος της Πόλης, οι πύργοι, και μερικοί σβησμένοι μιναρέδες. Ας φύγουν μιαν ώρα αρχήτερα οι Τούρκοι, γιατί δεν μπορώ να νοιώθω από πάνω μου, σα Μοίρα, τη Σλαυική επιδρομή. Ας πάρουν δεύτερη φορά την Πόλη, ας την πάρουν Σλαύοι, όποιος άλλος θέλει, για να έρθει γρηγορώτερα η μέρα που θα την ξαναπάρουμε μεις. Γιατί θα ζήσει το Γένος ως εκείνη την ημέρα. Ίσως νοιώσουν τίποτα οι Έλληνες, άμα καταλάβουν πως την πήραν δεύτερη φορά ξένοι. Κι αν είναι ν' αποκοιμηθούν οι νυσταγμένοι, μόλις δουν στην Πόλη χριστιανούς, κι ορθόδοξους μάλιστα, τότε ας πάγει να πνιγεί το Γένος μας στα νερά της Άσπρης θάλασσας. Αρκετά ζήσαμε, κι αν δεν μπορούμε να επιθυμήσουμε τίποτε άλλο, παρά μια βρωμοζωή, καλλίτερα να μην υπάρχουμε.

Είναι σκληρή η ιδέα πως χάνεται η Πόλη, αλλά δε με ταράζουν βυζαντινά όνειρα τόσο, όσο η γνώση πως είτε έχουμε είτε δεν έχουμε την Πόλη, είμαστε μέτριοι, ψόφιοι, κακομοιριασμένοι, κοιμισμένοι και μέτριοι, μέτριοι. Οι λέξεις «Να πάρουμε την Πόλη», είναι σύμβολο, που δεν σημαίνει «Να ξαναφτειάσουμε τη βυζαντινή αυτοκρατορία», αλλά «Να είμαστε δυνατοί».

Πρέπει να νοιώθω την Πόλη, όπως πρέπει να νοιώθω την αρχαία Ελλάδα. Δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε αρχαίοι Έλληνες, ούτε Βυζαντινοί. Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.

***

Το μεσημέρι είχα φτάσει στα τείχη απ' έξω από την Πόλη· ο πρώτος πύργος είναι μαρμαρένιος, και πλένει τα πόδια του γλυκά η θάλασσα. Καλοί είναι οι Τούρκοι που άφησαν και δεν εχάλασαν τα τείχη και τους πύργους. Και δούλεψε μόνη, όσο θέλησε, η πολυκαιρία. Πίσω, προς την Πόλη, είναι ο μεγάλος τοίχος με τους μεγάλους τετράγωνους πύργους, αραιά χτισμένους. Μπροστά είναι ο δεύτερος τοίχος, μικρότερος, με μικρότερους και πυκνότερα χτισμένους πύργους στρογγυλούς. Και πιο μπροστά είναι το χαντάκι· ο όχτος του φαίνεται σαν τρίτος τοίχος, χαμηλότερος. Σε πολλά μέρη το χαντάκι γέμισε χώμα, και οι άνθρωποι έχουν φυτέψει μέσα ζωηρούς λαχανόκηπους. Στα τείχη επάνω φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα, που οι ρίζες τους χώνουνται στο ασβέστι, αναμεταξύ στις πέτρες, σα να πεισμάτωσαν να διαλύσουν και καλά τους τοίχους. Πότε θα νικήσει τάχα τα βυζαντινά κάστρα η ζωή; Προχώρεσα και ηύρα την πρώτη πόρτα, και ύστερα άλλη, και ως στον Κεράτειο κόλπο άλλες πέντε· απ' αυτές τις πόρτες βγαίνουν από την Πόλη οι δρόμοι οι μεγάλοι, προς όλα τα θέματα της Ευρώπης. Είδα και κείνη την αγιασμένη πόρτα, που κοντά εκεί πολέμησε κ' έπεσε ο τελευταίος Κωνσταντίνος.

***

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια. Κοντά στο δρόμο ήταν ένας τάφος, χαμόκλαδα γεμάτος και χορτάρια σκονισμένα, και είχε γύρω κάγκελα και κυπαρίσσια· μόλις μπήκα μέσα, ξαφνίστηκε και ούρλιασε ένας σκύλος άγρια· σταμάτησα, και με κατεβασμένη την ουρά ο σκύλος έφυγε. Ήταν μέσα στα χαμόκλαδα και στα χορτάρια πέντ' έξη βαμένες στήλες, με σαρίκια, όρθιες, αλλά γερμένες λίγο από διάφορες μεριές. Εκεί είναι θαμένος ο Αλή Πασσάς από το Τεπελένι. Πάρα πέρα, τριγυρισμένη από τα Τούρκικα απέραντα νεκροταφεία, είναι η Ζωοδόχο Πηγή, εκεί που ζωντάνεψαν τα ψάρια που τηγάνιζε ο καλόγερος στις 29 του Μάη του 1453, ημέρα Τρίτη. Όταν γύρισα απ' αυτού, ανέβηκα και περπατούσα επάνω στον τοίχο· μέσα κοίτουνταν η Πόλη, απέραντη, μπερδεμένη με τη ζωή και γεμάτη σπίτια· απ' έξω ερημιά και νεκροταφεία· απότομα κόβεται η ζωή. Από μέσα οι Γύφτοι έχουν κολλήσει στους τοίχους τα σανιδένια χάρβαλά τους, που τα στολίζουν τενεκέδες. Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα. Απ' έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ' απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς. Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα. Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω. Πήγα στο Κεχριέ τζαμί, άλλοτε εκκλησία, που στον πρόναο έχουν αφήσει οι Τούρκοι τα μωσαϊκά. Έχουν ανοιχτά χρώματα, πολλή ζωή και όχι πολύ σωστήν ανατομία. Τα άλλα ψηφιδωτά της εκκλησίας τα χάλασαν οι Τούρκοι, αλλά ο χότζας λέγει πως τα χάλασε η πυρκαϊά. Από κει φαίνεται ψηλότερα έν' άλλο τζαμί, μεγάλο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία και ραγισμένο από τους σεισμούς, κλειστό και με γυαλιά και παράθυρα σπασμένα. Παλαιά σπίτια, σχεδόν ακατοίκητα, παλαιοί δρόμοι, πεσμένοι τοίχοι, ερημιά και ανωμαλία, τέτοιο είναι το μέρος εκείνο. Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ' ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα. Για να φανεί από την άλλη του πλευρά, πέρασα, από μια ξύλινη σκεπαστή είσοδο, από μιαν αυλή γεμάτη γυαλιά σπασμένα, χώματα, σανίδια και κάρβουνα· δεξιά, κοντά στα τείχη, ήταν ένας φούρνος πυρωμένος κ' έφτειαναν μπουκάλες, εργάτες που ψήνονταν κ' έλυωναν στην ανθρακιά. Αφού πέρασα την αυλή είδα το χαριτωμένο παλάτι, ολόκληρο, σχεδόν κολλημένο στο μεγάλο τοίχο. Είχε δυο πατώματα και δυο σειρές καμαρωτά παράθυρα. Το επάνω πάτωμα εφτά και το κάτω έξ. Το ισόγεια είχε στην αράδα έξ καμαρωτές πόρτες. Ο τοίχος ήταν στολισμένος με κεραμιδένια σχέδια. Βυζαντινές πριγκήπισσες και βασιλιάδες ξύπνησαν πάλι μέσα μου. Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα.

***

Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο. Πέρασα, ήταν καταπράσινος ο τόπος από άλλα δέντρα. Δεξιά είδα μιαν άλλη θάλασσα, τον κόλπο τον Κεράτειο. Οι πύργοι ήταν πολυγωνικοί κι ο τοίχος μονός, τώρα, ψηλός και καλοχτισμένος· πέρασα αρκετά μακριά από τους πύργους του Ισαακίου Αγγέλου και του Ανεμά, επειδή ανάμεσα στο δρόμο και στον τοίχο, σε κείνο το μέρος, φυτρώνουν περιβόλια. Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ' ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ' έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω.

Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα. Η Πόλη δεν είναι η Χάλκη, η Πρίγκηπο, τα Θεραπιά, δεν είναι τα Γλυκά Νερά της Ασίας. Η Πόλη δεν είναι οι δερβίσηδες, που άλλοι γυρίζουν σα σβούροι, άλλοι ουρλιάζουν σα λύκοι. Δεν είναι οι χοτζάδες, οι χαμάληδες, οι χανούμισσες, ούτε η πολύχρωμη ανακατωσούρα, που αρέσει μερικών ζωγράφων. Η Πόλη δεν είναι ο Σουλτάνος, το Γιλδίζ, το προσκύνημα, και τα παλάτια του στο Βόσπορο, και οι θησαυροί του στο Σταμπούλ. Ούτε οι Αρμένηδες, ούτε οι Λεβαντίνοι. Η Πόλη δεν είναι ίσως ούτε καν οι Έλληνες οι τωρινοί με το εμπόριό τους, ούτε οι Ελληνίδες που περιφέρουν την παχουλή τους χάρη και τα στολίδια τους στο Σταυροδρόμι, στα θέατρα και στα καφενεία. Ακόμης λιγώτερο είναι η Πρεσβεία και το Προξενείο, που έχουν μεταφερθεί εκεί με άπειρη πεζότητα και γραφειοκρατική ανοστιά από την Ελλάδα. Η Πόλη είναι άραγε πια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο;

Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ' εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά. Τις εκκλησιές, τις πέτρες και τους πύργους, τα φίλησα, τα τείχη τα αγάπησα μέσα στο λιοπύρι του μεσημεριού. Και σκληρά σκληρά στάθηκα στους ρωσικούς τους λόφους του Άγιου Στέφανου, εκεί που δεν είναι άλλο καλλίτερο μέρος για να σταθεί το Γένος όλο, να κοιτάζει την παρμένη Πόλη. Σκληρότατα οι Ρώσοι ξεδιάλυσαν τα όνειρά μου τα βυζαντικά και μ' έδεσαν αλύπητα με την τωρινή κατάστασή μου. Η Πόλη, δεν είναι η Πόλη όπως την ήξερα· είμαι ε γ ώ. Δεν υπάρχει πια η Πόλη. Στην Πόλη ξύπνησαν και άναψαν μέσα μου όλες οι παλιές οι ταραχές μου και αποκάηκαν, και δεν απόμεινε μέσα μου παρά η στάχτη.

Ήμουν κουρασμένος και ψυχρός, και κοίταζα με απονιά την Πόλη, όταν έβγαινε το πλοίο μου από το Βόσπορο· και ίσως ήμουν έτοιμος να θελήσω μεγάλα έργα ελληνικά για τα ερχόμενα χρόνια.

ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΟΙ ΤΑΞΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΝΑΣ

Δημοσιεύτηκε στον αρ. 271 του «Νουμά» (25 του Νοέβρη 1907). Την εποχή εκείνη είχε ανάψει στο «Νουμά» η σοσιαλιστική συζήτηση. Αφορμή της, το βιβλιαράκι του Γ. Σκληρού «&Το κοινωνικόν μας ζήτημα ― » ή σωστότερα το τετρασέλιδο άρθρο που μας έστειλε τότε από το Starnburg ο κ. Αλέξ. Δελμούζος, και που με τον τίτλο «&Στους δημοτικιστάς&» και με υπογραφή «&Α. Ντέλος&» δημοσιεύτηκε στον αριθ. 257 του «Νουμά» (19 Αυγ. 1907). Ο κ. Δελμούζος στο άρθρο του εκείνο, καθώς και στο δεύτερό του που με τον τίτλο «Για το ζήτημα» (Schloss ― Bieberstein, 10.9.97) δημοσιεύτηκε στον αριθ. 261 (16 Σεπτ. 1907) του «Νουμά» σύσταινε στους δημοτικιστές να προσέξουν το βιβλιαράκι του Σκληρού και μας εξόρκιζε νανοίξουμε τις στήλες μας σε μια τέτια, σοσιαλιστική δηλαδή, συζήτηση, «για για να χυθεί στον κύκλο μας νέα ζωή». Στον αγώνα αυτόν τότε κατέβηκαν, πάνοπλοι, όλοι σκεδόν οι δικοί μας, χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα. Από τη μια μεριά, τη σοσιαλιστική, με αρχηγό το Γ. Σκληρό, ο Πέτρος Βασιλικός (Κ. Χατζόπουλος), Α. Δελμούζος, Μ. Σ. Ζαβιτσιάνος, Ν. Γιαννιός, Ηλ. Βουτιερίδης κλπ. Κι από την άλλη μεριά, την εθνικιστική, με αρχηγό τον Ίδα, ο Έρμονας, ο Στέφ. Ραμάς και άλλοι. Η συζήτηση αυτή κράτησε δυο περίπου χρόνια στις στήλες του «Νουμά» και ήταν η πρώτη επιστημονική συζήτηση πούγινε στην Ελλάδα για το σοσιαλισμό. Ο Δραγούμης, εξόν από τούτο το άρθρο του, έγραψε τη μελέτη του «Κοινωνισμός και Κοινωνιολογία» που θα δημοσιευτεί στις κατοπινές σελίδες, κι ένα δυο άρθρα ακόμα.

ΑΠΟ τότε που διάβαζα το βιβλιαράκι που επιγράφεται «Το Κοινωνικόν μας ζήτημα», μου ήρθε να αποκριθώ ευτύς, γιατί χοροπηδούσε μέσα μου πολλή αντιλογία. Όχι πως δε λέει σωστά πράματα, μπορεί μάλιστα κι ολάκερο να είναι σωστό και λογικό. Αλλά κάτι έχει όλο το σύστημα του κ. Σκληρού, που δεν έρχεται στην ιδιοσυγκρασία […] κάτω της γραφής, κάθε φιλοσοφικό σύστημα […] αποτέλεσμα χωριστής ιδιοσυγκρασίας.

Και ο κ. Σκληρός, όπως ο κάθε άνθρωπος, είναι ψυχολογικό φαινόμενο. Και γω το ίδιο. Θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος έξω από τον τόπο και το χρόνο, για να μας ζυγίσει όλους και να μας κρίνει. Έχουμε ο καθένας μας διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ψυχολογίες, φιλοσοφίες, ή ίσως, καλλίτερα, είμαστε διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ψυχολογικά φαινόμενα, φιλοσοφικά συστήματα. Τον κ. Σκληρό, ας πούμε, τον έχει ρουφήξει η ψιλόλογη επιστήμη, εμένα η πολύμορφη, η πλούσια ζωή.

Για να νοιώσεις τη φιλοσοφία ενός ανθρώπου, πρέπει πρώτα να μελετήσεις τα προηγούμενα, δηλαδή τον άνθρωπο, το ψυχολογικό φαινόμενο.

Και συμπέρασμα: όλων οι αντίληψες είναι σωστές ― γιατί είναι αναγκαίες ― και κανενός αντίληψη δεν είναι π ι ο σ ω σ τ ή.

Και δε θαπαντούσα τίποτα στο βιβλιαράκι εκείνο, αν δεν έβγαιναν παραμορφωτές του, σαν τον κ. Π. Βασιλικό.

***

Έχει πολλά προτερήματα το βιβλιαράκι. Είναι χυμένο σ' έ ν α σύστημα, έχει ενότητα και πάστρα, και γυρεύει να ταιριάξει την τωρινή ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία (μεταχειρίζομαι τη λέξη ε λ λ α δ ι κ ή ή ε λ λ α δ ί ν ι κ η κι' όχι Ε λ λ η ν ι κ ή, η διάκριση αυτή θα μας χρειαστεί παραπέρα), σ' ένα κοινωνιολογικό σύστημα, γερμανικό, υποθέτω. Ίσως το σύστημα είναι όμορφο, συμμετρικό, ευχάριστο, αλλά πάντα σύστημα μένει, δηλαδή θα αφίνει και κάποιο έξω, θάχει και τα στραβά του.

Εγώ δε γνώρισα το Χέγκελ, ούτε έμαθα τι πάει να πει δ ι α λ ε χ τ ι κ ή και μ ε τ α φ υ σ ι κ ή μέθοδο. Είμαι πραχτικός άνθρωπος, Ρωμιός, Τουρκομερίτης, ραγιάς καταγίνουμαι σε πολιτικά, εδώ, στην Τούρκικη Ελλάδα, που δεν καταδέχτηκε να στοχαστεί γι' αυτήν ο κ. Σκληρός. Ίσως εμάς δε μας καταφρόνεσε, γιατί δε θα μας γνωρίζει, αλλά περιγέλασε κείνους από τους Ελλαδίτες που καταγίνουνται με μας.

Όλα αυτά τα ονομάζει μεγάλη ιδέα!

Το βιβλιαράκι του κ. Σκληρού το έκρινε αρκετά καλά ο Ραμάς, και συμφωνώ μαζί του σε πολλά, όπως σε τούτο: ότι ο ανοιχτός και άγριος πόλεμος αναμεταξύ μια κοινωνική τάξη και μιαν άλλη, είναι σημάδι πως διαλύνεται μια κοινωνία, αφού δεν μπορούν οι τάξες αυτές να βρουν πια κανέναν τρόπο για να τα ταιριάξουν και να ζήσουν μαζί, ― αφού αδιάκοπα, σαν εχτροί, μαλλιοτραβιούνται, ενώ μπορούσαν φιλικά να ξεδιαλίσουν τους λογαριασμούς τους, ― αφού στα άτομα δεν αρέσει σ' άλλο τίποτα να καταγίνουνται, παρά στον ξετσίπωτο κομματικό, κοινωνικό πόλεμο μεταξύ τους. Ο κ. Σκληρός αναφέρνει τη Γαλλία, από την επανάσταση και δώθε. Μα και πριν βρίσκουνταν τάξες στη Γαλλία (όπως και στην Αγγλία είταν και είναι), που ζούσαν μ' έναν ανταγωνισμό αναμεταξύ τους, φυσικό κι όχι υπερβολικό, και με μιαν αλληλεγγύη τέλεια.

Κοινωνικές τάξες θα βρίσκουνται πάντα στη γη επάνω, αλλού πιο ξεχωρισμένες η μια από την άλλη, άλλου λιγώτερο ξεχωριστές, και πότε θα παλεύουν λιγώτερο αναμεταξύ τους, πότε περισσότερο, πότε και καθόλου, γιατί θα έχουνε φτάσει σε μιαν ισορροπία (αλληλεγγύη φρόνιμη και σοφή), που δικαιώματα και χρέη θα είναι κανονισμένα και θα εμποδίζουν τα αλληλοφαγώματα. Είναι καιροί που ξεσπάνουν πάλι και μαλώνουν άγρια οι τάξες μεταξύ τους (και με τουφέκια και δίχως τουφέκια), είναι και καιροί που μαλώνουν ατέλειωτα και δεν μπορούν νάβρουνε ισορροπία. Αυτοί είναι οι καιροί της κοινωνικής αρρώστιας. Κι από τις τάξες όλες άλλες διοικούν κι άλλες υποτάζονται, και κάποτε τούτες ρίχνουνε κάτου τις άλλες και διοικούν αυτές.

Αυτά δεν είναι καινούρια πράματα, ούτε αξιοθαύμαστα. Πάντα έτσι είταν στις κοινωνίες και θα είναι.

Και σε τούτο συμφωνώ με το Ραμά, ότι η κοινωνιολογία είναι μπερδεμένη ακόμα, πολύπλοκη, όχι καλά μελετημένη επιστήμη, ώστε τα συμπεράσματά της δεν μπορούν ούτε πρέπει να βγαίνουν σε φετφάδες. Πολλά, πάρα πολλά στοιχεία των κοινωνιών έχουν να μελετηθούν ακόμα.

Συμφωνώ με το Ραμά και σ' ένα άλλο: ότι ξέχασε ο Σκληρός τον α γ ρ ό τ η ν.

Αλλά θύμωσε ο Π. Βασιλικός που ο Ραμάς είπε τη γνώμη του ευσυνείδητα, και ξεσπάθωσε και χτύπησε δεξιά, και χτύπησε ζερβιά, και άφρισε, έβγαλε φλόγες από το στόμα του, πυροβόλησε στον αέρα ― για να υποστηρίξει κάποιον Μαρξ, όπως θάκανε κανένας κομματάρχης για το Μερκούρη.

Μας ερμηνεύει λοιπόν αυτό το τι θα πει ε ξ έ λ ι ξ η και π ρ ό ο δ ο.

Μα και πάλι εγώ αισθάνομαι σαν το δισταχτικό το Ραμά, που δεν ξέρει καλά καλά αν «εξέλιξη» και «πρόοδο» είναι το ίδιο πράμα. Μα εγώ παθαίνω και χειρότερα. Από μεγάλη μου στενομυαλιά, ούτε τι θα πει το καθένα χωριστά μπορώ να νοιώσω. Π ρ ό ο δ ο ; προβαίνει, κανένας ή κάτι, κατά κάποιο σημάδι; Τι είναι αυτό το σημάδι; Άραγε μην πάει να πει προκοπή; ή μήπως κι όταν πάει να χαντακωθεί κανένας, κι αυτό το λένε πρόοδο; και γιατί να μην το λένε έτσι, αφού είναι πρόοδο να χαντακώνεται η Γαλλία, όπως χαντακώνεται; Και η λέξη « ε ξ έ λ ι ξ η » ξέρω πως πάει να πει επάνω ― κάτω αλλαγή. Την ανακάλυψαν οι Άγγλοι σοφοί του καιρού μας, για να εκφράσουν τις λογικές παραδοξολογίες τους, που μπορεί να είναι λιγάκι αλήθειες και λιγάκι ψευτιές.

Ο κ. Βασιλικός με τρομερή φούρια ξεσηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε και ξεσπάθωσε. Η ριζοσπαστική του αυτή επαναστατική φούρια άξιζε καλλίτερο περιεχόμενο. Αν και δεν ξέρω. Ο ριζοσπάστης αυτός, μόλις έφτασε να ξεστομίσει τη λ έ ξ η «επανάσταση», βιάστηκε να βάλει αποκάτω μια σημειωσούλα για να ορμηνέψει, τον κατατρομαγμένο κοσμάκη, πως επανάσταση δε θα πει ν' αδράξει ο λαός τα τουφέκια, παρά έχει τη «νεώτερη κοινωνική της σημασία» (;).

Αν δεν έβαζε αυτή την εξήγηση, πολλά μπορούσε να υποθέσει ο κ. Εισαγγελέας και να τονέ χώσει άξαφνα μέσα. Και ίσαμε κει δεν πήγαινε το θάρρος του κ. Βασιλικού.

Αραδιάζει έπειτα πολλά ο κ. Βασιλικός, βρίζει τους Ρωμιούς γιατί δεν έχουν όρεξη να φαν πολύ, τις Ρωμιές γιατί δε γίνουνται όλες φοιτήτριες να τρέξουν, στις Ευρώπες, ― γυρεύει σιδηρόδρομους, τραμ, ηλεκτρικά και δεν ξέρω τι άλλο, γνώρισε τους βαλκανικούς λαούς και τους βρήκε καλλίτερους από μας, (πιο «προοδευτικούς» βέβαια), γιατί έχουνε μέσα στις Σκουψίνες και Σομπράνιες τους μερικούς ψευτοσοσιαλιστές, ψευτοριζοσπάστες, ψυυτοφιλελεύτερους, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται και με λίγα χρήματα ή λίγο κνούτι ακολουθούν όποιον και νάναι….

Δε βλέπω τίποτα άξιο να ενθουσιάσει κανέναν αυτού μέσα. Δεν είμαι κακόπιστος, όχι, ξέρω τι θέλετε να πήτε, ξέρω πως από τον πόλεμο αναμεταξύ στις κοινωνικές τάξες προσμένετε την αναγέννηση της μικρής Ελλάδας. Αυτό ίσως ― μ' όλη τη μικρότητά του ― μπορούσε να ενθουσιάσει κανένα. Τι λέτε; Να δήτε άξαφνα το Ελληνικό Βασίλειο να μεταμορφωθεί μονομιάς σε Κάτω χώρες. Θα πίναμε όλοι πολλή μπίρα, θα τρώγαμε λαχαναρμιά και λουκάνικα μπόλικα, θα καπνίζαμε ηδονικά ολλαντέζικα χοντρά πούρα και θα ζούσαμε με περίσσια «ευμάρεια». Δε θα βρίσκουνταν πια κρασάδες για να τσιρίζουν και να κάνουν παράπονα στην Κυβέρνηση, ούτε να ταράζουν την ησυχία του κ. Βασιλικού, γιατί θα είχαν πνιγεί από τους μπιράδες.

― Κ' έπειτα;….

― Ε, έπειτα «θα εβαίνομεν προς την. . . Πρόοδον».

― Ουφ! Λίγο καθαρόν αέρα, γιατί σκάνω!

***

Θα μιλήσω λίγο σοβαρά με τον κ. Σκληρό που τον εκτιμώ για το καθάριο μυαλό του, και την ησυχία που συζητεί όλα, και καθίζει στο κάθε τι το σύστημά του. Θα τον ήθελα μονάχα λιγάκι πιο άνθρωπο σωστό και λιγώτερο σκλάβο της επιστήμης. Σε κανενός τις θεωρίες ο άνθρωπος δεν ταιριάζει να σκλαβώνεται, ούτε στις δικές του. Και της επιστήμης υπάρχουν σύνορα. Πρέπει να τα βλέπει ο αληθινά σοφός. Από τα λόγια μου αυτά καταλαβαίνει ο αναγνώστης, πως δε μου πολυαρέσουν οι θεωρίες και τα συστήματα, ούτε και σαστίζω μπροστά στην επιστήμη, ούτε ξιππάζομαι όπως τα 999/1000 των συγκαιρινών μου Ευρωπαίων. Την επιστήμη δεν την πολυπιστεύω, και η υπερβολική πίστη του κόσμου σ' αυτήν, μου φαίνεται εμένα σαν καμιά αρρώστια του καιρού μας ― ίσως σύμπτωμα κι αυτό ξεπεσμού μερικών λαών της Ευρώπης. Το επιστημονικό πνεύμα, αφού ξαπλώθηκε στους αρχαίους λαούς, τους έφαγε. Να δούμε μάς τι θα μας κάμει. ·

Μου φαίνεται πως φρόνημο θα είταν να βάζαμε κάποια σύνορα· ε μ ε ί ς, οι πολλοί, να ζούμε και να συλλογιζόμαστε ολότελα, έξω από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της επιστήμης, ― όσο για τους ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς, αυτοί να κρατούν την επιστήμη για τον εαυτό τους και ό,τι χρειαζόμαστε απ' αυτούς να τους το γυρεύουμε. Ενώ αυτοί έχουν τώρα πλημμυρίσει τον κόσμο.

Θα μου πει βέβαια ο κ. Σκληρός: «Και λοιπόν δεν παραδέχεσαι πως θα φανερωθούν και στην Ελλάδα πόλεμοι άγριοι μια μέρα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξες;»

Και θα του αποκριθώ: «Είμαι, κ. Σκληρέ, πολιτικός. Μεις οι πολιτικοί πηγαίνουμε σύμφωνα με τις περίστασες, ― δηλαδή βλέποντας και κάνοντας. Ο καλός πολιτικός, με το δυνατό ψυχολογικό του μάτι, προβλέπει πολλά που είναι να γίνουν, και προετοιμάζεται να τα δεχτεί, να τα διορθώσει όσο μπορεί, να τα μπαλώσει προσωρινά, να τα ξερριζώσει τελειωτικά αν μπορεί και είναι ανάγκη, να τα σπρώξει να μεγαλώσουν, να δυναμώσουν, να πάρουνε δρόμο, αν κρίνει πως έτσι πρέπει. Τι πράμα όμως κανονίζει όλες αυτές τις πράξες του; Πώς ξέρει και διαγνώνει σε κάθε περίσταση τ ι π ρ έ π ε ι; Αν είναι πολιτικός όπως χρειάζονται τα κράτη, θα έχει νόμο απαράβατο και σταθερό το αυστηρό πολιτικό συμφέρο του κράτους, δηλαδή την αυτοσυντηρησία του κράτους, και τη νίκη της εθνικής ζωής, ας είναι και εις βάρος άλλων κρατών. Αυτό ήθελαν να πουν και οι Ρωμαίοι ― οι μεγάλοι πολιτικοί ― με το salus populi suprema lex esto. Αλλά πρόσεχε δω, κύριε Σκληρέ, εδώ είναι ο κόμπος. Πρέπει λοιπόν να θυσιαστούν τα συμφέροντα της κάθε τάξης; οι προλετάριοι πρέπει, να αρρωστήσουν, να μείνουν δίχως ψωμί, γυμνοί, χωρίς σπίτια, να χαντακωθούν, να χαθούν ολότελα, να πεθάνουν; (Βλέπω δάκρυα στα μάτια σου, κ. Σκληρέ, γιατί; μην είσαι και συ σπλαχνικός, φιλάνθρωπος, μαλακός; ― και τότε είσαι καθαυτό του καιρού μας φαινόμενο, ή μήπως, επειδή παίρνω άλλη βάση στις σκέψες μου από σένα, λυπήθηκες που σε βγάζω από το σύστημά σου;)

Ναι, αν είναι ανάγκη να ζήσουν έτσι οι εργάτες, αν το κράτος έχει γενικώτερες δουλειές να κοιτάξει, αν δεν είναι σοβαρός κίντυνος για το κράτος, ― ας ζήσουν ακόμα έτσι. Αν πάλε είναι να σηκωθούν, ας κάμουν το σηκωμό τους, και θα πάρουν με το «έτσι το θέλω» άλλο κανένα κόκκαλο για να ζήσουν. Αν ο σηκωμός αυτός καταντήσει μεγάλος, σαν τη γαλλική επανάσταση, θα αλλάξει η τάξη που κυβερνά και θάρθει να κυβερνήσει άλλη τάξη. Αυτό όμως δε μ' ενδιαφέρει. Όποια τάξη κι αν θέλει ας έρθει, αν μπορεί, να κυβερνήσει, σύμφωνα με τα συμφέροντα της και τα ιδανικά της. Φτάνει το κράτος να ζει, να στέκεται στα πόδια του, να μπορεί να έχει τη θέση του ανάμεσα στα τόσα άλλα κράτη. Κάθε τάξη που κυβερνά ένα κράτος, πρέπει μεταξύ στα ιδανικά της, (στις φαντασίες της, να πούμε,), να έχει και την εικόνα του κράτους, τη συνείδηση, πως κάτι τι κοινό έχουν όλοι όσοι κάνουν το κράτος, και όλες οι τάξες της κοινωνίας, και ότι και οι άλλες τάξες, μ' όλες τους τις διαφορές, έχουν κάποια κοινά αισθήματα, κοινές ιδέες, κοινές παράδοσες, κοινά συμφέροντα, κοινές ανάγκες, και τη μεγάλη ανάγκη της αλληλεγγύης αναμεταξύ τους. Δεν μπορεί να τα παραγνωρίσει αυτά η τάξη που κυβερνά, γιατί αλλοιώς δε στέκεται.

Η διαφορά μεταξύ σένα, κ. Σκληρέ, και τους δημοτικιστές, μπορεί να είναι, καθώς λες, πως τούτοι είναι μ ε τ α φ υ σ ι κ ο ί ενώ συ είσαι δ ι α λ ε χ τ ι κ ό ς (όπως λέγει, ο Χέγκελ). Αλλά η διαφορά μεταξύ των δυνώ μας, είναι, κ. Σκληρέ, ότι συ ταράζεσαι πάρα πολύ με τα συμφέροντα μιας τάξης ή και δυο, ή και με τα μαλλιοτραβήγματά τους, ― ίσως είσαι και συ σπλαχνικός, χωρίς να το πολυνοιώθεις, (η υπερβολική ψυχοπονιά είναι κι αυτή σημάδι του καιρού μας) ― ενώ ο αληθινά σκληρός είμαι ε γ ώ, ο πολιτικός, που δε με ταράζουν, αν και τα βλέπω, τα μαλλιοτραβήγματα από τάξη σε στάξη, είτε από άτομο σε άτομο, και κοιτάζω προπάντων τη ζωή του έθνους. Τις τάξες τις λογαριάζω κι αυτές, αφού κι αυτές είναι μέσα στο έθνος, αλλ' ούτε τόσο τις ξεχωρίζω, όπως συ, ούτε τις επαναστάσεις τους τις θεωρώ απαραίτητες, αφού ανταγωνισμός υπάρχει και μπορεί ελεύτερα πάντα να γίνεται. Συ παίρνεις βάση και αρχή για τις σκέψες σου τις κοινωνικές τάξες. Παίρνεις ένα μεγαλωτικό φακό και ξεδιαλύνεις τους οικονομικούς λόγους που πλάθουνε τις τάξες. Και απ' αυτού προχωρείς και βγάζεις συμπεράσματα λογικά και σύμφωνα με την αρχή σου. Αλλ' ο φακός σου μεγαλώνει πάρα πολύ εκείνα που μ' επιμονή παρατηράς. Πιάνεις τα πλήθη και χάνεσαι αυτού μέσα, και όλα από κει γυρεύεις να τα βρεις. Τη μεγάλη δύναμη, που μια εξαιρετική ιδιοφυία μπορεί να μαζέψει στα χέρια της, δε φαίνεσαι να τη διακρίνεις καλά, ούτε την υπερβολική σπρωξιά, που μπορεί, την κατάλληλη στιγμή, να δώσει σ' ένα έθνος ολάκερο ― όχι μονάχα σε μια τάξη ― μια ιδέα, και όταν δεν προέρχεται από το στομάχι.

Εγώ για βάση της σκέψης μου βάζω το salus populi, τη σωτηρία, τη ζωή όλου του έθνους που με γέννησε. Αγαπώ όλες τις τάξες του έθνους μου και κάποτε δεν τις ξεχωρίζω, τα παλέματα των ατόμων, καθώς και των ομάδων, της κοινωνίας μου, δεν τα πολυλογαριάζω· παντού και πάντα υπάρχουν. Δε συλλογίζουμαι συχνά τα στομαχικά συμφέροντα. Δε λυπούμαι κείνους που, μην ξέροντας να βρουν ψωμί, πεθαίνουν από την πείνα. Άξιος ο μισθός τους. Έτσι δε με πολυσκοτίζουν ούτε οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους. Πιστεύω πως όταν ο ανταγωνισμός μεταξύ στις τάξες ― που υπάρχει πάντα ― μπει στην πρώτη γραμμή και γίνει η πρώτη φροντίδα και σκέψη των ανθρώπων ενός κράτους, και γίνει αυτό ιδανικό κι όλα, το κράτος αυτό δεν είναι πια για να ζήσει. Μπορεί το έθνος να εξακολουθεί να ζει, μα το κράτος θα χαντακωθεί. Πιστεύω και τούτο, πως μια ιδέα, άμα καταφέρει ένας ή πολλοί να τη βάλουν στο κεφάλι ενός έθνους, όχι μόνο δύσκολα βγαίνει, αλλά όσο υπάρχει, μπορεί να σπρώξει το έθνος, να αναποδογυρίσει βουνά, και τα δικά του τα συμφέροντα το κάθε άτομο για καιρό να τα ξεχάσει. Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ' αρέσει ο άνθρωπος, δε μ' αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος. Ξέρω και πως, για να βγει ένας Σαιξπήρος, χρειάστηκε για έναν αιώνα οι δραματογράφοι και θεατρίνοι να πληθύνουν τόσο στην Αγγλία, που να καταντήσουν τάξη και προλετάριοι. Αλλά πιστεύω πως οι κοινωνίες τίποτε άλλο δε χρησιμεύουν, παρά για να ξεφυτρώνουν από μέσα τους εξαιρετικοί άνθρωποι, και για τούτο ονομάζω τις κοινωνίες μ α γ ε ρ ι ά α ν θ ρ ώ π ω ν. Στις κοινωνίες επάνω ακουμπούν οι λιγοστοί που φανερώνονται εξαιρετικοί άνθρωποι, από τις κοινωνίες παίρνουν τη δύναμη τους, το είναι τους, όλα, μα είναι διαφορετικοί από την κοινωνία, κι αυτό μ' αρέσει.

Βλέπεις, μας χωρίζουν, τον κ. Σκληρό και μένα, οι ιδιοσυγκρασίες μας.

Αλλά τώρα θα μιλήσω για ένα τελευταίο ζήτημα, που δε με φαίνεται να το σκέφτηκε καλά ο κ. Σκληρός.

***

Σ' όλο το βιβλιαράκι αναφέρνεται η Ελλάδα ως διδόμενο ως βάση ασάλευτη. Μα ποιος λέει πως είναι η Ελλάδα πραγματικότητα;

Μη φοβάστε, δε με ταράζουνε βυζαντινά όνειρα, δεν έχω στο νου μου τη Μεγάλη Ιδέα. Έκαμε τη δουλειά κι αυτή για μιαν ώρα, και την ώρα εκείνη είτανε πραγματικότητα.

Αλλά ρωτώ τον κ. Σκληρό τι θα έλεγε αν βρίσκουνταν αυτός σε κάτι περίστασες που βρέθηκα εγώ έξαφνα. Φέρω παραδείγματα, γεγονότα, κρίσες δεν κάνω, παρατηρώ μονάχα.

1). Το Ελληνικό το Κράτος είναι κει πέρα με τα σύνορά του. Έξω απ' αυτό βρίσκονται άλλα κράτη. Σε μιαν επαρχία ενός από τα τριγυρινά κράτη γίνεται σφαγή ανθρώπων, κι αυτοί οι άνθρωποι είναι Έλληνες, κι όσοι σώθηκαν από τη σφαγή, φεύγουν όπως όπως στο Ελληνικό κράτος.

2). Σ' ένα νησί ενός ξένου κράτους βαρυέστησαν πια να τυραννιούνται οι κάτοικοι (Έλληνες) από τους ανθρώπους του μονοπωλίου των καπνών ― που σκλάβωσαν μες το χρήμα τους και τους ίδιους τους επίσημους τυράννους (Τούρκους), και τους κάνουν ό,τι θέλουν, διοικούν αυτοί το νησί αντί για τους Τούρκους, ― λοιπόν βαρυέστησαν οι κάτοικοι και σηκώθηκαν στο πόδι και είπαν πως θέλουν να ενωθεί το νησί τους με την Ελλάδα.

3). Σ' ένα άλλο νησί, μισοανεξάρτητο και προνομιούχο, θέλει να χώσει τη μούρη του πάρα πολύ ένας βεζύρης από την Πόλη, και οι κυβερνήτες του νησιού δεν τους αρέσει αυτό και σηκώνουν το νησί στο πόδι, γυρεύουνε βοήθεια από τους αδερφούς τους, από την Ελλάδα, και ζητούν ένωση κι αυτοί.

4). Ένα χωριό στη Θράκη (Τούρκικο κράτος), φτωχό και κακομοιριασμένο, που μόλις μπορεί και ζει με την ψωροκαλλιέργεια που κάνει, ζητάει ως τόσο δάσκαλο και σκολειό, γιατί οι γερόντοι θέλουν τα παιδιά τους να μάθουνε γράμματα, σαν κάτι καλό τους φαίνεται αυτό. Μα αυτοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώνουν το δάσκαλο, ούτε έχει περισσευούμενα να τους στείλει η εκκλησιαστική αρχή. Λοιπόν παρακαλούν οι χωριάτες να τους σταλθούν από την Ελλάδα χρήματα. Κι αυτό το κάνουν όχι ένα, όχι δυο, μόνον άπειρα χωριά.

5). Ένα χωριό στη Μακεδονία (Τούρκικο κράτος) το βασανίζουνε συμμορίες βουλγάρικες, ή να γίνει βουλγάρικο ή να ξεσπιτωθεί και ν' αδειάσει τον τόπο, σκοτώνουνε κάθε χωρικό που αντιστέκεται. Γυρεύει το χωριό βοήθεια από την Ελλάδα, γιατί η νόμιμη αρχή του, ο Τούρκος, δεν το προστατεύει. Κι αυτό γίνεται όχι σ' ένα, όχι σε δυο, μα σε πεντακόσια χωριά.

6). Στην Ήπειρο (Τούρκικο κράτος) τούρχεται έξαφνα του Σουλτάνου και 100 ρωμαίικα χωριά, κεφαλοχώρια, τα κάνει τσιφλίκια δικά του, και λέει στους χωρικούς: «ή θα γίνετε δουλοπάροικοι, σκλάβοι μου, ή να ξεσπιτωθήτε και αμέτε όπου θέλετε». Και τα χωριά αυτά γράφουνε, στον Πατριάρχη απελπιστικά γράμματα, μα ο Πατριάρχης δεν έχει αρκετή δύναμη για να πάρει πίσω τα χωριά. Πιάνουν λοιπόν κι αυτοί κάτω στην Ελλάδα και γυρεύουν προστασία.

Κάθε μέρα χωριά Ελληνικά, άνθρωποι Έλληνες, ελληνικές επαρχίες (κοινωνίες), στρέφουν κατά την Ελλάδα και γυρεύουν προστασία, βοήθεια, υποστήριξη, και στο τέλος ένωση.

Αυτά, κ. Σκληρέ, δεν είναι μεγάλες ιδέες, ούτε μικρές. Είναι πραγματικότητες.

Και τότε η μικρή Ελλάδα, το μικρό κράτος, που μιλείτε γι αυτό σα νάτανε τελειωτικό, τι πρέπει να κάμει, κατά τη γνώμη σας; Να απαντήσει τάχα στα ελληνικά νησιά, στα Ελληνικά χωριά, στους Έλληνες: «Είστε ξένο κράτος, τι γυρεύετε από μένα; Σεις λέγεστε Τουρκιά, εγώ Ελλάδα, τα σύνορά μου δεν τα βλέπετε; είναι ο Πηνειός και ο Άραχθος. Δε σας γνωρίζω. Πηγαίνετε στους άρχοντές σας. Μη μας σκοτίζετε, εμάς εδώ πέρα, έχουμε άλλες δουλειές· οι προλετάριοι γυρεύουν κι αυτοί ψωμί· ο Φαρδαύλης φρενιάζει· το κεφάλαιο δεν ακούει· η βουρζουαζία κοιμάται».

Ίσως θα είταν κι αυτό μια πολιτική. Μα έλα που παθαίνονται πολλοί στην Ελλάδα, άμα μάθουν καμιά τέτοια είδηση από κείνες που περιγράφω. Μπορεί να τους ονομάσει ο κ. Σκληρός με καταφρόνια, π α τ ρ ι ώ τ ε ς, όμως είναι γεγονός πως κάποιοι κάπως ταράζονται. Και μπορεί μια μέρα να σηκώσουν πολλούς στο πόδι.

Ε! Τι σημαίνουν όλ' αυτά τα πράματα; Δε σου φαίνεται, κ. Σκληρέ, πως σα να λέγουν ότι αυτό το μικρούτσικο Ελληνικό κράτος, που μας έφτειασαν οι ξένοι βασιλιάδες και διπλωμάτες, δ ε ν ε ί ν α ι φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ά φ τ ε ι α σ μ έν o; Ότι πότε από δω, πότε από κει, του μηνούν του κράτους αυτού τα εθνικά νεύρα πως μιαν άκρη του έθνους παθαίνει πάλι, μιαν άλλη άκρη γυρεύει κάτι, μιαν άλλη πονεί, εκείνη χαίρεται, ετούτη στεναχωριέται; Ότι, στα τωρινά τα χρόνια τουλάχιστο, ψέμα δεν είναι, δεν είναι ιδέα, παρά είναι αλήθεια η ενότητα μιας φυλής; Ότι η Ελληνική φυλή είναι μεγαλύτερη από το Ελληνικό το κράτος, ότι όσο δεν ενώνεται η φυλή, κανένα κράτος ελληνικό δε θα είναι τελειωτικό, ούτε θάχει ησυχία από «εξωτερικά ζητήματα;» Ότι τα εξωτερικά ζητήματα της Ελλάδας δεν είναι σαν τα εξωτερικά ζητήματα της Αγγλίας, αλλά είναι ε σ ω τ ε ρ ι κ ά ζητήματα; Ότι, ο κλεφτοπόλεμος της Μακεδονίας είναι όμοια εσωτερικό ζήτημα όπως είναι και τα κινήματα των σταφιδοπαραγωγών του Πύργου και οι τσαρλαταναρίες του Φαρδούλη; Ότι ο επιστήμονας που πιάνει και εξετάζει την Ελλάδα σαν κανένα Βέλγιο ή Ολλαντία ή Αγγλία, και βγάζει συμπεράσματα, ο επιστήμονας αυτός δε δουλεύει επιστημονικά;

Λένε Μεγάλη Ιδέα τη φαντασία και την ελπίδα πως θα αναστηθεί μια μέρα το Βυζαντινό κράτος με πρωτεύουσα την Πόλη; Ίσως! Αλλά Μεγάλη Ιδέα δεν είναι ότι μόνη η Θράκη, όση απομένει στην Τουρκιά, είχει μαζί με την Πόλη σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες. Αυτά είναι αριθμοί. Τι θέλουν οι Έλληνες αυτοί, δεν ξέρω. Μα σεις που μιλείτε για τόσα γενικά εθνικά ζητήματα, δε στοχαστήκατε πως ίσως σας διαβάσουν και μερικοί απ' αυτούς, και βλέποντας πως μικραίνετε όσο μπορείτε τα σύνορα του έθνους και πως μιλείτε για μια μικρούτσικη Ελλάδα, και πως μιλείτε σα νάταν τελειωμένη η Ελλάδα και να μην είχε να σκεφτεί πια για τίποτε άλλο, παρά για τους προλεταρίους της ― δε στοχαστήκατε, λέω, πως ίσως τολμήσουν και σας ρωτήσουν; «Ε και μας τι μας έκαμες, τους άλλους; Σε ποιο κράτος θα είμαστε προλετάριοι ή διοικούσα τάξη; Πού μας βάζεις; Ποιος σου είπε πως θ' αφήσουμε την Ελλάδα ήσυχη, εμείς, να γίνεται, Βέλγιο της Ανατολής; Μεις τη χρειαζόμαστε γι' άλλα, για τη ζωή μας που κιντυνεύει από εχτρούς που δεν τους βλέπεις επειδή βρίσκουνται έξω από τα σύνορα του κράτους. Τη χρειαζόμαστε και για να καλλιτερέψουμε την τύχη μας. Πώς συ ορίζεις τα πράματα, χωρίς να μας ξετάσεις και μας, να δεις τι είμαστε, και τι θέλουμε, και από τι παθαίνουμε, και π ώ ς βλέπουμε το κράτος το Ελληνικό; Τους Έλληνες από την Ελλάδα που, σαν και σένα, στοχάζονται την Ελλάδα ξετελειωμένο κράτος, ολοστρόγγυλο, σαν ολλανδέζικο τυρί, με σύνορα κι όλα τάλλα σημάδια ενός κράτους, ― σας ονομάζουμε μεις Ε λ λ α δ ι κ ο ύ ς, με κάποια καταφρόνια. Και αυτό το όνομα που σας δίνουμε, αποδείχνει πως ο τρόπος που νοιώθετε την Ελλάδα σεις, δεν είναι αληθινός. Για να σας δίνουμε αυτό το παρατσούκλι, πάει να πει πως νοιώθουμε πως έχετε ή θέλετε να έχετε άλλη ψυχή από τη δική μας. Και πάντα δεν το παραδεχόμαστε. Η ψυχή η δική μας θέλει, την ύπαρξη του έθνους, τη ζωή του έθνους, την ένωση του έθνους όλου σ' ένα κράτος. Κι ό,τι λέει η ψυχή μας, αυτό είναι και η αλήθεια (4)».

Αν πιστεύει αλήθεια ο κ. Σκληρός, ότι πόλεμος είναι ζωή, όπως το πιστεύω κ' εγώ, αν θέλει κίνηση κι αγώνες, ας θυμηθεί το τι κίνηση κι αγώνες και στρατιωτικούς και πολιτικούς και οικονομολογικούς χρειάστηκε να κάμουν οι Ιταλοί προτού καταφέρουν την ένωσή τους. Εκεί θα βρει ομοιότητες. Οι Έλληνες οι τωρινοί ― Ελλαδίτες και Τουρκομερίτες, ― βρίσκουνται στη θέση που είταν οι Ιταλοί πριν από τα 1868.

“Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ TOΥ ΓΥΦΤΟΥ„

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 245 του «Νουμά» (29 του Απρίλη 1907) με την υπογραφή ΙΩΝ και με την ακόλουθο σημείωση: «Το κριτικώτατο αυτό γράμμα στάλθηκε στον ποιητή Παλαμά από κάποιο φίλο σημαντικό, που μας έδωσε την άδεια και το δημοσιεύουμε».

Φίλε ποιητή,

ΠΩΣ μπορώ να κρίνω ένα τέτοιο ποίημα; Δε θα σας πω τη γνώμη μου, μα μερικά μου συναισθήματα, σαν το διάβαζα. Πριν να μου το στείλετε σεις, το είχα πάρει και το διάβαζα ανάκατα. Ύστερα το ξαναδιάβαζα πάλι έτσι. Και τώρα το πήρα από την αρχή. Σαν όλα τα αληθινά και βαθειά έργα τέχνης, το πρώτο κοίταγμα δεν αρκεί· όσο περισσότερο το κοιτάζω, τόσο μ' αρέσει περισσότερο, και τόσο βρίσκω περισσότερους θησαυρούς μέσα του. Γιατί είναι πλούσιο, πάρα πολύ πλούσιο, το ποίημά σας, ― όπως άλλως τε και όλα τα ποιήματά σας. Είσθε δημιουργός δηλαδή φιλόσοφος, δηλαδή ποιητής. Η επική διήγηση του ποιήματος μόλις διακρίνεται, γιατί η λυρική μουσική τη σκεπάζει, την πνίγει, κάποτε. Ο Γύφτος είναι σα μια πρόφαση, για να πήτε πιο ξάστερα και πιο ελεύθερα εκείνο που στοχάζεσθε. Αλλά τι καλά διαλεγμένη που είναι η πρόφαση αυτή. Και σ ε ι ς βέβαια δεν τον ε δ ι α λ έ ξ α τ ε το Γύφτο, αλλά τονέ ν ο ι ώ σ α τ ε κατάβαθα, και μόνος απ' όλα τα άλλα έθνη σάς συντάραξε και σας μίλησε στην ψυχή. Κι από μέσα από τους Γύφτους εφτειάσατε, εντείνοντας, δυναμώνοντας κάθε Γύφτικια χορδή, εφτειάσατε ένα Γύφτο ξεχωριστό, μεγαλήτερο, ωραιότερο, δυνατώτερο ― και στο στόμα του βάλατε την ελληνική, τη νεοελληνική, τη βαθύτατη ψυχή σας. Βάλατε την ψυχή τη νεοελληνική, που βαρέθηκε στους περασμένους πολιτισμούς, επειδή είδε διάφανα πως πέθαναν και πάνε, κ' επειδή έχει κάτι μέσα της, έχει κάτι καινούρια να δημιουργήσει, ― γιατί η ψυχή αυτή κουράστηκε μονάχα από τη θύμηση των περασμένων, αλλά δεν κουράστηκε από τη δημιουργία των ερχόμενων. Όταν ήμουν στη Βενετία, μ' έπιασε μια λαχτάρα τρομερή ναν την έβλεπα να βούλιαζε, μαζί με τα παλάτια της και μ' όλες τις θύμησες, και μ' όλη την ιστορία της, και μου ήρθε έπειτα ένας πόθος, κάτι να γεννήσω καινούριο κι όμορφο, όσο άσκοπο κι αν φαίνονταν. Κ' είναι, βέβαια, όλα άσκοπα στη ζωή αυτή, αλλά η δημιουργική δύναμη δεν της μέλει, και όλο γκρεμίζει και ξαναφτειάνει τα ίδια και τα ίδια. Μ' αρέσει η αίσθηση που δίνει το ποίημά σας, πως όλα αιώνια περνούν και όλα αιώνια ξαναγυρνούν αλλαγμένα. Το ονομάζω αυτό εγώ, το δράμα του αιώνιου περάσματος, ή το δράμα της αιωνιότητας. Άμα ο άνθρωπος είναι τόσο καθαρόματος ή ανοιχτομάτης, που να έχει, πάντα το δράμα αυτό, ο άνθρωπος αυτός α ξ ί ζ ε ι, γιατί είναι ανώτερος από κάθε του πράξη, και ουδέ χάνεται μένοντας ανάμεσα στους ανθρώπους.

Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα.

Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του.

Όλα περνούν αγύριστα,

Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη· πάει, και να την κλαις!

Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι.

Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα, και μια νιότη.

Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια. Θα ήταν απαράλλαχτη, αν δεν είχαμε μνημονικό οι άνθρωποι, κι αν ξεχνούσαμε ολότελα. Αλλά η ιστορία μας είναι μέσα στο αίμα μας (από την αρχή ως τώρα) και το φαρμακώνει. Πρέπει να μάθουμε να ξεχνούμε. Είναι πολύ όμορφο εκείνο το «Κι όποιος δούλος σας θα γίνη…» στο τέλος της στροφής.

Αλλά και τι δεν είναι όμορφο και δυνατό και σκληρό στο στόμα του Γύφτου;

Σαν κ' εμάς είν' η φυλή σας· δε θαράξη πουθενά!

Κάθε «Λόγος» του ποιήματος είναι ένα ολάκαιρο και ξεχωριστό ποίημα. Μερικοί είναι δυνατώτεροι από τους άλλους. Ο «Ερχομός» του Γύφτου είναι πολύ μουσικός και τρέχει σαν ποτάμι. Άπειρα πράγματα λέει ο στίχος ο όμορφος:

Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη.

Δείχνει όλη την εξάντληση της Πόλης. Δεν είχε πια τη δύναμη να θέλει τίποτα. Ο «Δουλευτής» είναι πολύ δυνατό. Η «Αγάπη» δεν εξαντλεί όλο το βάθος κι όλο το πάθος της αγάπης, ίσως επειδή την έχει από καιρό ξεπεράσει ο Γύφτος. Αλλά είναι γιομάτο ιδέες χτυπητές. Και τους «Θεούς» τους έχει ξεπεράσει ο Γύφτος, όχι όμως και τους «Αρχαίους». Ο «Θάνατος των αρχαίων», το πέρασμα κείνο των ειδώλων, είναι θαυμάσιο. Η περιγραφή, σ' όλο το ποίημα, μου μιλούν κατευθεία, και είναι χτυπητά βάλμένες και πλασμένες (είναι το επικό μέρος). Ο στίχος κι ο ρυθμός, ο πλούτος και το ανυπόταχτο των ρυθμών και στίχων, με μαγεύουν σ' όλο το ποίημα. Και ότι όλα, ιδέες, εικόνες, στοχασμοί, αισθήματα, στίχοι ρυθμοί, μουσική, σκοτάδια και φώτα, ίσκιοι και φεγγοβολιές, είναι π ρ ο σ ω π ι κ ά και δ ι κ ά σας, το λέει το τετράστιχο αυτό, το όμορφο, και που ταιριάζει στον καθένα, που ξέρει να τραγουδά κατά κάποιο δικό του τρόπο:

Ξέρω απ' όλα τα τραγούδια, μα για να τα πω, τα ταιριάζω τα τραγούδια, στο δικό μου το σκοπό.

Οι τρεις λόγοι: ο «Θάνατος των θεών», ο «Θάνατος των αρχαίων» και «Γύρω σε μια φωτιά», συγγενεύουν μεταξύ τους και είναι αχώριστα· και τα τρία, το καθένα δηλαδή χωριστά, περιέχονται το ένα στο άλλο. Αλλά η σειρά τους είναι σωστή, και μετά το θάνατο των περασμένων και των ειδώλων, έπρεπε να θανατωθούν και κείνοι που θέλησαν να ξαναφέρουν ταποθαμένα και να τα ζωντανέψουν. Έπρεπε να καθαριστεί ο αέρας κι απ' αυτούς, τους Παραβάτες.

Το «Πανηγύρι της Κακάβας» είναι ωραιότατο και σε τραντάζει η δύναμή του. Η περιγραφή των Γύφτων τρέχει σαν ποτάμι, όπως και στον «Ερχομό». Μόνο μου φάνηκε πως οι Γύφτισσες δεν είναι αρκετά ζωγραφισμένες, αν και το λίγο που λέτε γι' αυτές είναι πανέμορφο. Και γι' αυτό ίσως θα ήθελα περισσότερα, για να χορτάσω την ομορφιά τους. ― Τι δύναμη βρίσκεται μέσα στην ξαφνική εμφάνιση του Αποκρισάρη του Βασιλιά, τι δύναμη μέσα στα λόγια του ξεχωριστού Γύφτου έπειτα, και τι δύναμη στο άμυαλο, πολύβοο ξανάρχισμα του πανηγυριού, μόλις απόσωσαν τα λόγια τους ο μαντάτορας του Βασιλιά κι ο αντίλογος του Γύφτου! Τι δύναμη και τι ομορφιά!

Μ' άρεσε έπειτα ο «Προφητικός», που η σκληρή προφητεία του βγήκε αλήθεια («Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα!»), και που μας αφήνει στο τέλος μιαν ελπίδα πως θα ξαναφυτρώσουν πάλι μια μέρα τα φτερά της φυλής. Και πλατύτερη ελπίδα μάς δίνει ο «Αναστάσιμος», που προφητεύει μιαν πλατύτερη ψυχή.

Το «Παραμύθι του Αδάκρυτου» είναι μονάχο του ένα διαμάντι. Δεν ξέρω τι σχέση ιδιαίτερη έχει με τάλλα, γιατί το διάβασα χώρια, μα βέβαια έχει σχέση στενή, αφού διδάσκει την ελευθερία και προλέγει μια γενιά ανώτερη απ' όλες τις περασμένες, σκληρή και άπονη, νικήτρα του παντός.

Αν σκοπός ενός έργου τέχνης είναι να ξελευτερώνει τον άνθρωπο, το ποίημα «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» τον επέτυχε το σκοπό του. Αλλά είναι βαθύ, και όσο περισσότερο το διαβάζω, τόσο θέλω περισσότερο να το διαβάζω, και πάντα βρίσκονται καινούρια πετράδια ατίμητα μέσα του. Καμμιά φορά το νόημα, στο πρώτο διάβασμα, είναι σκοτεινό, και μπορεί να μείνει σκοτεινό όσο κι αν το διαβάσει κανείς· τότε όμως ενεργεί η μουσική του στίχου, και η suggestion που μια λέξη, μια φράση, ένα απλό επίθετο, ξυπνά μέσα μας και χύνει φως απροσδόκητο. Μάλιστα, συχνά μ' αρέσει περισσότερο η suggestion, αυτή, παρά τα ξάστερα και ευκολοδιάλυτα νοήματα, που ενίοτε λένε λιγώτερα πράγματα και χύνουν λιγώτερο φως.

Με συγχωρείς γι' αυτή την άταχτη πολυλογία μου, μα καθώς σας είπα, δεν είναι κρίση αυτή, ούτε είμαι άξιος να κάνω κρίσες, παρά είναι απλά συναισθήματα. Μπορούσα σε κάθε στίχο σχεδόν, να σταματήσω και να πω τα συναισθήματα που μου γεννά. Μα τι σημαίνει; Όσοι συνηθίζουν να στοχάζονται βαθύτερα, δεν μπορούν, παρά να βρουν πλούτο αμύθητο στο ποίημά σας και δύναμη περίσσια. Αυτωνών μιλά το ποίημα με χίλιες μύριες φωνές, και μετά το διάβασμα βγαίνουν, σαν από λουτρό, καθαρότεροι, πιο ελεύθεροι, πιο έτοιμοι για μια νέα ζωή.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907. Παίρνει το Γλωσσικό ζήτημα από τη δική του την άποψη, την εθνικιστική, και πλαταίνοντας τα σύνορά του το αποδείχνει για την κυριώτερη δημιουργική δύναμη μιας καινούριας Ελλάδας.

ΟΙ Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό;

Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;

Τι γίνεται;

Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών ― λαϊκών και παπάδων.

Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες ― όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.

Οι Φιλέλληνες κ' οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ― ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.

Όλ' αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ' αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει.

Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:

«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι (υπερβολή). Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι' αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ' αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ' εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο. Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι' αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα. Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε. Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ' ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ' έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες ― νομοθέτες θεότυφλοι, ― είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες….»

Κ' έτσι και σ' όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια ― χρυσά κι ατίμητα κουσούρια ― σ' όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια ― χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ' τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει ― να τον ονομάσω ευτύς κ' ήσυχα ― ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».

Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα.

Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά ― δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 97, ― θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.

Ο ΕΥΓΕΝΙΚΩΤΕΡΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 275 του «Νουμά» (23 του Δεκέβρη 1907). Στο βιβλίο του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» πούβγαλαν τ' Αλεξαντριανά «Γράμματα» στα 1914 μπορεί σε δεύτερη έκδοση, να μπει το άρθρο αυτό για πρόλογο, αφού πολλά σημεία του άρθρου δείχνονται πιο ξάστερα στο βιβλίο του εκείνο.

ΓΝΩΡΙΣΑ μια Ρώσσα, νέο κορίτσι. Μοιάζει όλες τις Ρώσσες. Επειδή βρίσκομαι σε τόπο Ελληνικό, περιτριγυρισμένος από Έλληνες κ' Ελληνίδες, μου φανερώθηκε χτυπητότερη η Ρώσσα. Μου φάνηκε σα μάζα αδούλευτη, άμορφη, ασχημάτιστη, ζεστή, ζωντανή, ζουμερή, που μπορεί κάθε μορφή να μεταλλάξει, που θα κατασταλάξει βέβαια κάποτε, σε μακρυνότερους καιρούς, και θα βρει τον τελειωτικό της τύπο ― το καλούπι της, μα τώρα ακόμα είναι σαν τη μαλακή, τη διαλυμένη ουσία των άστρων, που δεν έπηξαν ακόμα, και στριφογυρίζουνε γύρω στον ήλιο σα μισολυωμένες σβούρες. Η Ρώσσα είναι μάζα που δεν έπηξε. Μπορεί να γίνεται μονομιάς ό,τι θέλεις, θρήσκα, άθεη, συντηρητική, επαναστάτρια, κοιμισμένη, ριζοσπαστική, φουριόζα. Μπορεί, μόλις αγναντέψει κάποιον, να τον ερωτευτεί, και μόλις απαντήσει κάποιον άλλο, να ξαπολύκει τον πρώτο και μονοστιγμίς να ερωτευτεί το δεύτερο. Ό,τι έχει μέσα της το βγάζει, στο φόρο, ή, καλλίτερα, βγαίνει μονάχο του, άθελα. Ό,τι στοχάζεται, το λέει, δεν κρύβει τίποτα. Δεν ξέρει καλά καλά τι λέει και τι φτειάνει, δεν ορίζει τον εαυτό της. Είναι της στιγμής, και στη στιγμή παθαίνεται, ακράτητη, Και δεν ντρέπεται, δειλή δεν είναι. Και δεν υποψιάζεται μην τύχει κι ο αντικρυνός της την κρίνει, ακόμα λιγώτερο μην πάει και την κατακρίνει. Άμα της το πεις πως την κρίνουν έτσι για αλλοιώς, θα φανεί σα να ξυπνά εκείνη τη στιγμή. θα σκοτιστεί λιγάκι, θα συλλογιστεί και θα πει: «Και τι με νοιάζει εμένα;». Κ' ευτύς θα ξαναπιάσει τις ομιλίες, θα λέει, θα ρωτά, θα ξεχύνει τα σωτικά της στον καθένα. Λέει και είναι σα να μη συλλογίζεται ολότελα τι θα πει. Τα λόγια της έρχονται κουτρουβαλιαστά το ένα πάνου στ' άλλο, σα να μην έβγαιναν από κεφάλι, μα από μηχανή. Είναι όμως ζωντανά τα λόγια της, γιατί είναι ζωντανή κι αυτή η ίδια, καίει, βράζει, θερμαίνεται, παθαίνεται και σε αφαρπάζει. Η Ρώσσα δεν έχει πήξει ακόμα.

Αμέσως έπειτα είδα την Ελληνίδα. Τα φούμαρα έχουν από καιρό ξεθυμαίνει. Δεν είναι μάζα, είναι μορφή, και οι γραμμές της είναι ξεκομμένες, ζωγραφιστές. Ο σκελετός της είναι ξετελειωμένος, και η Ελληνίδα είναι πηγμένη. Ζει βέβαια κι αυτή, και ίσως καίει, μα καίει όμορφα, σαν το λυχνάρι, όχι σαν την τρελλή τη φωτιά. Μετρημένη σ' όλα, λογαριάζει, το τ ι θα πει, το π ώ ς θα το πει, το γ ι α τ ί θα το πει, το π ό τ ε θα το πει. Θα ερωτευτεί α φ ο ύ λογαριάσει και της έρθει στο λογαριασμό ο άντρας που απαντά. Πάντα ορίζει τον εαυτό της, και στις τρέλλες της ακόμα. Ζουμερή δεν είναι, είναι ξερή. Η δροσιά της είναι η χάρη της, ενώ της άλλης η δροσεράδα είναι το ασυλλόγιστο και σύγκαιρα στοχαστικό της σκέψης. Μπορεί και η Ελληνίδα, να μην είναι πάντα δειλή, μα πάντα κρύβει τη σκέψη της, δε βγάζει από τα σωτικά της ό,τι και νάναι. Και την κρίση του αντικρυνού της τη φοβάται. Όλα είναι πιο κατακαθισμένα μέσα της, τίποτα δε μνήσκει στην επιφάνεια, παρά μονάχα η χάρη της, ― η μορφή, ― γιατί η μορφή είναι το παν, η σκέψη δε σημαίνει τίποτα.

Και μονομιάς, σα φως, ένοιωσα το χάσμα που μας χωρίζει από τ' άλλα έθνη, προ πάντων τα βορεινά (γιατί με τους νότιους θάχουμε, δε γίνεται, κάποιες ομοιότητες). Και είδα, φως φανερό, την ενέργεια ενός παλιού, προαιώνιου πολιτισμού, το βάρος γενεών και χρόνων, επάνω στην Ελληνίδα. Η μορφή της, πώς να μην είναι ορισμένη, σίγουρη κι αλάθευτη, που μπήκε στο αίμα της, στα νεύρα της, στα κόκκαλά της η ιστορία της όλη ― και την πότισε;

***

«Ο λαός ο Ελληνικός όλος, από το μικρό ίσαμε το μεγάλο, είναι πολιτισμένος». Μου το είπε ένας Βούλγαρος. Η ζωή του Ελληνικού λαού είναι απλή, πολλά πράματα δεν του χρειάζονται, οι πολυτέλειες και τα ακροπρεπίδια τα πολλά δεν του αρέσουν, μα έχει τη λεπτότητα κάθε ευγενικής καταγωγής, κάθε μακρυνού, αιώνιου κι αδιάκοπου πολιτισμού. Οι Πελασγοί ήταν πολιτισμένοι, οι Έλληνες πολιτισμένοι, οι Μακεδόνες κι αυτοί πολιτισμένοι, κ' οι Βυζαντινοί πολιτισμένοι. Τόσοι αιώνες πολιτισμός, μπήκε πια στο αίμα, στα νεύρα και στα κόκκαλα του Ελληνικού λαού. Ο σκελετός και τα νεύρα του Έλληνα κατάντησαν παλιά και πολιτισμένα. Μα, σαν τα παλιά τα κεραμίδια, είναι δοκιμασμένα κι αντιστέκονται. Και τούτο είναι σύγκαιρα κ' η δύναμη κ' η αδυναμία της φυλής. (Η χοντρή η δύναμη των δυτικών λαών μπορεί να είναι ίσα ίσα τούτο, ότι είναι λιγώτερο πολιτισμένοι στ' αλήθεια από τους Έλληνες).

Άμα θέσει κανείς τα ζητήματα έτσι, βγαίνουνε μόνα τους διάφορα συμπεράσματα:

α'.) Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, όπως και κάθε άλλος ξένος πολιτισμός, δεν μπορεί ναλλάξει τον Έλληνα, ούτε κι αν αιώνες ενεργήσει επάνω του. Είναι λοιπόν περιττό να πολεμούν ο κ. Δαμβέργης και ο κ. Μιστριώτης για να κρατήσει ο Ελληνικός λαός «τα πάτρια». ― «Τα πάτρια» τα κρατεί ο Ελληνικός λαός μονάχος του, χωρίς να το θέλει και δίχως να το πολυξέρει. Και είναι μάλιστα υπερβολικά συντηρητικός ίσως. Το σακάκι, η ρεπούμπλικα, ο κορσές και το τρισμέγιστο καπέλλο ― ταψί με τα ψεύτικα κεράσια και τριαντάφυλλα, δεν αλλάζουν ούτε τον Έλληνα ούτε την Ελληνίδα, όπως δεν τον αλλάζουν μήτε οι φράγκικες ιδέες. Αυτά μοναχά τον ασχημαίνουν. Θα πάρει απ' όλ' αυτά ό,τι του χρειάζεται, μικρά πράματα όμως. Τα άλλα θα ξεθυμαίνουν μόνα τους. Θα γίνουν καπνός, στάχτη, αέρας. Και είναι αλήθεια καπνός, στάχτη, αέρας για τον Έλληνα ό,τι δεν μπορεί να το χωνέψει και να το κάμει δικό του. Χάνουν τον καιρό τους οι κύριοι αυτοί, σκοτίζουνται και λυπούνται άδικα, γιατί είτε το θέλουν, είτε δεν το θέλουν, είτε αυτοί, είτε και άλλοι τόσοι «πάτριοι» ή «απάτριοι», ο Έλληνας θα μείνει Έλληνας.

β'.) Είναι στενόμυαλοι και κοντόφθαλμοι όσοι Έλληνες θέλουν και καλά να μας καθίσουν φράγκικες ιδέες, συστήματα και συνήθια. Κι αυτοί τίποτα δεν κάνουν. Κι αυτοί τον καιρό τους χάνουν. Φαντάζουνται πως ο φράγκικος πολιτισμός μπορεί να μας κάμει άλλους, και θαρρούν πως ο φράγκικος πολιτισμός είναι ευγενικώτερος και καλλίτερος από τον ελληνικό, ή νομίζουν ίσως πως ελληνικός πολιτισμός δεν υπάρχει. Αν σεις έχετε καλλίτερα τις φράγκικες ιδέες και τα συνήθια, γενήτε Φράγκοι κι αφήστε μας στην ησυχία μας. Δεν είστε άξιοι για να μένετε μεταξύ μας.

γ'.) Κανείς μας δεν ταιριάζει να παθαίνεται πάρα πολύ για τα πολιτικά ζητήματα, τα τρεχούμενα. Κανείς δεν πρέπει να χάνει την πίστη του στη δύναμη του Έθνους. Πρέπει να βλέπουμε μακρύτερα. Δε θα χαθεί η φυλή κι αν πέσει ακόμα σε ξένα χέρια. Και να χάσει την ανεξαρτησία του (τη δήθεν ανεξαρτησία του), το τωρινό το κράτος, η Ελλαδούλα, ― η φυλή, δε θα χαθεί. Φτάνει να νοιώσει κάθε Έλληνας την ελληνική του υπόσταση και να περηφανεύεται γι' αυτή. Περήφανος για τη γενιά μου την ελληνική, την ευγενικότατη, χαρούμενος γιατί βλέπω ξάστερα το έθνος μου τυραννισμένο, και φτενό, και εφτάψυχο, έμορφο στη μοναξιά του και στην ερημιά του, και στην εγκατάλειψη, ― μ' αρέσει να χώνουμαι στη ζωή του και να κοιτάζω από τι πέρασε, ― μ' αρέσει να το ξέρω πως τυραννιέται, γιατί θέλω να φανερώσει, πάλι όλη την απέθαντη δύναμη που κρύβει. Π ρ έ π ε ι, να βασανιστεί, για να δείξει την αξιοσύνη του. Και είναι καιρός να τηνέ δείξει.

δ'.) Η ανατροφή πρέπει να ξεπλακώσει τα Ελληνόπουλα από τους όγκους τις ανωφέλευτες γνώσες που τους φόρτωσαν ως τώρα οι δάσκαλοι, να καθαρίσει το μυαλό τους από τα αρχαιόπρεπα βάρη που έχωσαν στα κεφάλια των πατέρων τους η αμάθεια και κουταμάρα διαφόρων δασκάλων του Γένους και νομοθετών του Κράτους, να ξεζαρώσει το νου τους το σκοτισμένο, να τους ανοίξει τα μάτια, να τους ελευτερώσει. Η ανατροφή θα ξεσκλαβώσει τους Έλληνες, ώστε να μπορέσουν να σηκώσουν κεφάλι, να σταθούν ίσια, να κουνηθούν, να τανυσθούν, να φυτρώσουν ελεύτερα σαν τα δέντρα, ― να φουντώσουν, να θεριέψουν και ν' απλώσουν τα κλαριά τους. Στην ανατροφή αυτή θα βρούνε κόπους πολλούς, μα θα χαίρουνται, γιατί θα τους νικούν. Και στο τέλος, όλοι οι Έλληνες, θα συμπληρώνουν τις σπουδές τους, όχι το σκολείο των πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, αλλά στον Ε λ λ η ν ι κ ό σ τ ρ α τ ό ή σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α, ― γιατί στην ανατροφή των Ελλήνων χρειάζονται προ πάντων οι κίντυνοι, και ο πόλεμος. Πρέπει ο Έλληνας να βρεθεί σε κόσμο επικίντυνο, σε κόσμο αλύπητο, περιτριγυρισμένο από γκρεμούς και βάραθρα, από διαβόλους και Βουλγάρους, από τριβόλους και παγίδες, από στοιχειά κι από αίματα, ― σε κόσμο ζωής αληθινής. Πρέπει να αναγκαστούν οι Έλληνες νακονίσουν το μυαλό τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, να ξεσκουριάσουν τ' άρματα τους, να είναι αδιάκοπα, κάθε στιγμή, έτοιμοι, ξυπνητοί, ανασκουμπωμένοι για πόλεμο με θηρία. Πρέπει να αναγκαστούν οι Έληνες ναγναντεύουν το θάνατο ― γιατί ο θάνατος είναι αλήθεια δυνατώτερη από κάθε άλλη και καθαρίζει τον άνθρωπο από τη ψευτιά που μ' αυτή συνήθισε να ζει. Οι ψ ε ύ τ ι κ ο ι Έλληνες, με την ανατροφή αυτή, θα γίνουν Έλληνες α λ η θ ι ν ο ί, ― άνθρωποι, γιατί έχουν τη ζύμη για να γίνουν, μα τους λείπει η ανατροφή.

Α' ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 383 του «Νουμά» (17 του Φλεβάρη 1908). Είχε πρωτοτυπωθεί σε φυλλάδιο ξεχωριστό στην Πόλη, όπου τότε έμενε ο Δραγούμης ως Γραμματέας της Ελλ. Πρεσβείας. Ύστερ' από λίγους μήνες έβγαλε πάλι σε φυλλάδιο, τη Β' &Προκήρυξή& του, με τον τίτλο «Η ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» και ύστερ' από ένα χρόνο πρωτοτύπωσε στο «Νουμά» την Γ' Προκήρυξη «στους ξεσκλαβωμένους και στους αξεσκλάβωτους Έλληνες, γιατί ελεύτεροι Έλληνες δεν υπάρχουν πια ή ακόμη» με τον τίτλο «ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ». Και οι τρεις αυτές &Προκήρυξες& που κλειούν όλη την εθνικιστική και πολιτική ιδεολογία του Δραγούμη, εκρίθηκε απαραίτητο να δημοσιευτούνε σε τούτο το βιβλίο, στη σειρά, κατά τη χρονολογική τους τάξη.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ χ ώ μ α τ α είναι κείνα που χιλιάδες χρόνια τώρα τα κατοικούν και τα δουλεύουν Έλληνες, εκείνα που μέσα τους είναι θαμένα τα κόκκαλα από χιλιάδες Ελληνικές γενεές.

Η ελεύθερη Ελλάδα, με τα νησιά, της και την Κρήτη, η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, ένα μέρος της Μικρασίας και όλα τα νησιά του Μαρμαρά και της Άσπρης Θάλασσας είναι ελληνικά χώματα.

Τα ελληνικά χώματα τα ορίζουν άλλα οι Έλληνες και άλλα οι Τούρκοι.

Οι Έλληνες ορίζουν τα λιγώτερα, δηλαδή την Ελλάδα και την Κρήτη. Και οι Τούρκοι όλα τ' άλλα. Μόνο η Σάμο είναι μισοανεξάρτητη. Την Κύπρο την ορίζουν, μαζί με τον Τούρκο, οι Άγγλοι.

Γύρω τριγύρω στα ελληνικά χώματα ζούνε λογής άλλα έθνη.

Καθώς βλέπετε στο χάρτη (5), στα βορεινά κατοικούν οι Αρβανίτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβουνιώτες, οι Βούλγαροι και οι Ρωμάνοι. Πάνω από τη Μικρασία, στα βορεινά, κατοικούν οι Ρώσσοι, έπειτα χαμηλότερα οι Αρμεναίοι, οι Πέρσες και κάτω κάτω οι Άραβες.

Κοντά στα ελληνικά χώματα, πέρα από την Κέρκυρα, κατοικούν οι Ιταλοί, στη δική τους τη χερσόνησο.

Λοιπόν πολλοί λαοί βρίσκονται γύρω μας. Κ' επειδή ξέρουν πως η Τουρκιά γρήγορα θα αποτραβηχτεί από την Ευρώπη, όλοι αυτοί οι γειτονικοί μας λαοί κοιτάζουν ποιος να πρωταρπάξει τους τόπους, που, φεύγοντας, θ' αφήσουν οι Τούρκοι. Και οι τόποι αυτοί είναι η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, η Αλβανία και η Παλιά Σερβία. Από τους τόπους αυτούς οι τρεις πρώτοι, καθώς το είπαμε, είναι ελληνικοί. Πολλοί από τους γειτόνους μας λοιπόν έχουνε βάλει στο μάτι κ' ελληνικά χώματα.

Οι πιο χειρότεροι μας εχθροί, δηλαδή οι πιο επικίνδυνοι, είναι οι Σ λ ά β ο ι. Και Σλάβοι είναι οι Ρώσσοι, Σέρβοι, Μαυροβουνιώτες, Βούλγαροι, και άλλοι, που κατοικούν μες στην Αυστρία. Αυτοί όλοι πασκίζουν να μας τυλίξουν από παντού, να μας ρημάξουν και να μας πνίξουν. Οι Ρ ώ σ σ ο ι, που έχουν και το μεγαλύτερο σλαβικό κράτος, μας έχουν στήσει φανερό πόλεμο. Μα και οι Α υ σ τ ρ ι α κ ο ί μας κατατρέχουν πιο κρυφά και πιο επιτήδεια. Και οι δυο τους βάζουν τους μικρότερους σλαβικούς λαούς, ― πότε τον ένα, πότε τον άλλο, (δηλαδή τους Σέρβους και Βουλγάρους), ― να μας χτυπούν, να μας βασανίζουν, να μας αδυνατίζουν, για ν' αρπάξουν ευκολώτερα, μόλις παρουσιαστεί περίσταση, τα ελληνικά τα χώματα. Οι Αυστριακοί βάζουν κι άλλους (τους Αλβανούς, τους Εβραίους, τους Φραγκολεβαντίνους και τους Ρουμάνους). Οι Ρώσσοι πάλι κατεβαίνουν κι από την Ασία, για να μας περικυκλώσουν. Στον Άγιο Τάφο, στην Ιερουσαλήμ, έχουνε στρατόπεδο από καλογέρους και προσκυνητάδες, και όλο κι αγοράζουν τόπους, χτίζουνε μοναστήρια και προσκυνήματα. Και αλλού, όπου και νάβρουν, αγοράζουν τόπους και χτίζουνε μοναστήρια, στο Άγιον Όρος, κοντά στη Θεσσαλονίκη (Μακεδονία), στον Άγιο Στέφανο, κοντά στην Πόλη (Θράκη), στον Τσεσμέ, κοντά στη Σμύρνη, (Μικρασία). Τι τα θέλουν τα τόσα μοναστήρια οι άγιοι τούτοι άνθρωποι, ο Θεός το ξέρει. Μα πρέπει, να το ξέρουμε και μεις. Σκοπός των Ρώσσων είναι να πάρουν την Πόλη και τα Στενά, (Βόσπορο και Δαρδανέλλια.), να φτάσουν κι από την Ευρώπη κι από την Ασία ως στην Άσπρη Θάλασσα, και να μην αφήσουν το Ελληνικό το έθνος να μεγαλώσει.

Σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α κ α ι σ τ η Θ ρ ά κ η είναι βαλμένοι οι Βούλγαροι, να μας σφάζουν και να μας ρημάζουν. Σκοτώνουν ανθρώπους, καιν αμπέλια, χωράφια, δέντρα, καταστρέφουν εκκλησιές και σκολειά, κάνουνε στάχτη χωριά ολάκερα. Τώρα, σ' αυτά τα μέρη, γίνεται κ' ένα άλλο κακό, που πρέπει κι αυτό να το ξέρουμε. Από τα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκιάς οι Τούρκοι σιγά σιγά φεύγουνε κατά την Ασία, γιατί νοιώθουν πως σε λίγο δε θα μείνει πια ψωμί γι' αυτούς στην Ευρώπη. Φεύγοντας, αφίνουν τα χωράφια και τα τσιφλίκια τους, και τα παίρνουν οι Σλάβοι. Αλλά, από τα ίδια μέρη, και δικοί μας φεύγουνε στην ξενιτιά για να μαζέψουν τους θησαυρούς του Κροίσου, που θα τους βρούνε τάχα εκεί, σκορπισμένους στους δρόμους. Τη θέση λοιπόν των δικών μας πάλε οι Σλάβοι τη παίρνουν, για οι Εβραίοι, γιατί και τούτοι αγοράζουνε μεγάλα τσιφλίκια και φέρνουν Σλάβους χωριάτες να τους τα οργώσουν. Το κατάλαβε η σλαβική προπαγάντα και σαν καλό της φάνηκε να κατεβαίνουν Σλάβοι στα νότια και να ζυγώνουν στην Άσπρη Θάλασσα, στη Θράκη και στη Μακεδονία, σε τόπους δηλαδή ελληνικούς, και ναγοράζουνε χτήματα. Αυτός είναι μεγάλος κίντυνος για το έθνος μας, για όσους έχουνε μάτια και βλέπουν. Γυρεύουν οι Σλάβοι σιγά σιγά να μας πάρουν το χ ώ μ α .

Στην Ή π ε ι ρ ο και στη Μ α κ ε δ ο ν ί α μνήσκουν και κάμποσοι Ελληνόβλαχοι, σκόρπιοι σε διάφορες πολιτείες και χωριά. Αυτούς, με την αφορμή τάχα πως είναι συγγενείς τους, βάλθηκαν οι Ρουμάνοι να μας τους πάρουν και να τους κάμουν Ρουμάνους. Φωνάζουν οι κακόμοιροι οι Βλάχοι πως δεν είναι Ρουμάνοι, πως δε θέλουν να είναι άλλο παρά Έλληνες. Οι Ρουμάνοι, τίποτε. Με το ζόρι θα τους κάμουν δικούς τους. Τους Ρουμάνους σ' αυτό τους το φέρσιμο τους υποστηρίζουν και άλλοι, οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Τούρκοι, που γυρεύουν με κάθε τρόπο να μας αδυνατίσουν. ― Για την ίδια αιτία έχουνε βάλει οι Γερμανοαυστριακοί και τους Εβραίους να μας χτυπούν στη Μακεδονία, Αυτοί φυσικά, εμπορικός και τραπεζιτικός λαός, μας κάνουν συναγωνισμό μέσα σ' όλη την Τουρκιά. Αυτούς λοιπόν ηύραν κ' έκαμαν πλάτες τους οι ΓερμανοΑυστριακοί για να διαδώσουν το εμπόριο τους και τα προϊόντα τους, και σύγκαιρα να μας αδυνατίσουν εμάς.

Στην Α λ β α ν ί α κάθονται οι Αρβανίτες, συγγενικός μας λαός, που εχθρεύεται τους Σλάβους. Όμως κι αυτούς έχουνε φαρμακώσει οι Αυστριακοί εναντίο μας, και οι Ιταλοί το ίδιο, γιατί και οι δυο τους γυρεύουν να πάρουν την Αρβανιτιά. Μας βάζουν λοιπόν ζιζάνια και τρωγόμαστε με τους Αρβανίτες, τους κολακεύουν αυτούς, &τους& λεν πως είμαστε εχθροί τους και τους αναγκάζουν να μας κυνηγούν στην Ήπειρο για να μας αδυνατίσουν. Αλλά τους γέλασαν τους Αρβανίτες πως είμαστε εχθροί τους, πως δε θέλουμε να προκόψουν μήτε να φτιάσουν κι αυτοί το έθνος τους. Τους Αρβανίτες εμείς τους αγαπούμε, είναι αδέρφια μας και θέλουμε το καλό τους, και έχουμε, όπως κ' εκείνοι, εχθρούς τους Σλάβους. Λοιπόν πάντα αδελφικά μαζί τους πρέπει να ζούμε, μαζύ να πολεμούμε τους Σλάβους.

Κοντά σ' όλους αυτούς είναι και οι Τ ο ύ ρ κ ο ι. Ορίζουν ακόμα τους τόπους που τους έχουνε στο μάτι τα γειτονικά μικρά και μεγάλα έθνη. Μα οι Τούρκοι, είναι ξένοι καταχτητές, ήρθαν και θα φύγουν πάλι. Αυτοί τουλάχιστο δε θέλησαν ή δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν τη θρησκεία, τη γλώσσα, τον εθνισμό μας. Ενώ οι άλλοι λαοί που μας περιτριγυρίζουν και το θέλουν και το καταφέρνουν, Γι' αυτό είναι και πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Αλλά οι Τούρκοι δεν ξέρουν να φυλάξουν το έθνος μας από τις επιβολές, των τριγυρινών εθνών. Και δυστυχώς οι Τούρκοι δεν ξέρουν ούτε να κυβερνήσουν δίκαια τους λαούς που κατάχτησαν, και γι' αυτό όλοι όσοι έχουν να κάμουνε μαζί τους, έ ν α μονάχα γυρεύουν, πώς να τους ξεφορτωθούν μια ώρα αρχήτερα. Σεις οι σκλαβωμένοι Έλληνες, που σας ορίζουν οι Τούρκοι, ξέρετε πόσο δυνατή είναι η λαχτάρα σας για να ξεσκλαβωθήτε από τα χέρια τους.

Ούτε έγινε, ούτε και τώρα γίνεται ό,τι έπρεπε, για να ξεσκλαβωθούνε τα ελληνικά χώματα, και να ενωθεί όλη η Ελληνική φυλή, να κάμει έ ν α, μ ε γ ά λ ο, ε λ ε ύ θ ε ρ ο κ α ι δ υ ν α τ ό Ελληνικό κράτος. Όπως είμαστε κομματιασμένοι, εμείς οι Έλληνες, μένουμε αδύνατοι, δε δουλεύουμε όλοι μαζί μ' ένα σκοπό, δεν πολεμούμε όπως έπρεπε τους εχθούς μας. Κι όμως και καιρό είχαμε, και χρήματα δε μας λείψανε, για ν' αγωνιστούμε, να καταφέρουμε την ένωσή μας. Θα πει πως δεν είμαστε αρκετά άνθρωποι, αρκετά ανεξάρτητοι, για να σηκώσουμε κεφάλι κατεπάνω στον Τούρκο. Κ' έχουμε χρέος να γίνουμε άνθρωποι, γιατί γύρω μας είναι κίνδυνοι, που χρειάζονται άνθρωποι, δυνατοί, αληθινοί Έλληνες, για να τους νικήσουν.

Ας πάρουμε πρώτα εκείνους που έχουν και μπορούν να δώσουν χρήμα για το κοινό καλό. Απ' αυτούς πολλοί είναι φιλάργυροι, δε δίνουν ποτέ τους τίποτε, ούτε για την ψυχή των αποθαμένων τους ― άλλοι σκορπούν τα χρήματά τους για δική τους διασκέδαση, ― άλλοι χαρίζουν χρήματα, (δωρεές και κληροδοτήματα) για το έθνος τάχα, ― άλλοι με τα χρήματά τους κάνουν επιχείρησες γεωργικές, εμπορικές, ναυτικές, βιομηχανικές, που δίνουνε δουλειά σε αναρίθμητα χέρια. Τα δυο τελευταία είδη είναι τα καλλίτερα. Ας κοιτάξουμε ως τόσο μια στιγμή εκείνους, που δίνουν για φιλάνθρωπα έργα. Τους κοστίζει να δίνουν και να μην ακούγεται τόνομά τους, και ίσως δίνουνε μόνο και μόνο για ν' ακούγεται. Γι' αυτό τους αρέσουν τόσο τα χτίρια που φαίνουνται σαν παντοτεινά κι αχάλαστα, και μπορεί κανείς να γράψει επάνω με χρυσά γράμματα τόνομά του. Κάποτε δίνουν κι άμα τους τύχει κανένα δυστύχημα και γυρεύουν να βρούνε συχώρεση, γι' αμαρτίες. Δε μας μέλει το πώς και γιατί δίνουν, φτάνει που δίνουν και δεν είναι σαν άλλους τσιγκούνηδες. Αλλά πρέπει άλλο να προσέχουμε, δηλαδή το π ο ύ δίνουμε τα χρήματά μας. Δυστυχώς οι πλούσιοί μας τα χρήματά τους τ' αφίνουν οι περισσότεροι σε νοσοκομεία, και λένε πως τ' αφίνουνε στο έθνος, σα νάταν το έθνος άρρωστο. Όπως πάμε, θα καταντήσουν τα νοσοκομεία του έθνους να έχουν τόσα κρεβάτια, όσα κρεβάτια χρειάζονται, για να μπει σε κρεβάτια όλο το έθνος, δηλαδή δέκα εκατομμύρια άνθρωποι. Και τότε πια θα ησυχάσουν οι πλούσιοι μας ή θα ξενιτευτούν, για να μπορέσουν και τάλλα έθνη να τ' αρρωστήσουν και να τα χώσουν σε κρεβάτια μέσα. Αλήθεια η φιλανθρωπία μας τελειωμό δεν έχει!

Ως τόσο, απ' αυτά που είπαμε παραπάνω, από τους κίνδυνους του έθνους, καταλαβαίνετε, πιστεύω, και μονάχοι σας, πού θα ήταν καλλίτερα να μαζεύουνταν και να πήγαιναν τα χρήματά μας. Για να το δήτε όμως πιο ξάστερα, σας τα βάζω κάτω ένα ένα τα έργα που μπορούν και πρέπει να γίνουν με τα χρήματά μας και με την ενέργειά μας.

Α'). Χρειάζεται ν' αγοράζουμε τσιφλίκια στα υπόδουλα μέρη και να βάζουμε δικούς μας χωριάτες να τα δουλεύουν, να βγάζουν το ψωμί τους και να κερδίζουν κιόλας. Τα μέρη αυτά είναι πλούσια, γιατί και το χώμα είναι καλό, και δάση βρίσκουνται και βουνά, και νερά πολλά τρεχάμενα και στεκάμενα, κ' έτσι μπορεί το χρήμα να βγάλει κι άλλες δουλειές στη μέση, χτηνοτροφία, βιομηχανία και μεταλλουργία, (χαλιά, υφάσματα μάλλινα και μεταξωτά, νήματα, τυριά, βουτύρατα, κρασιά, ψάρια, ζάχαρη, γυαλί, μάρμαρα κτλ.). Έτσι και τα χώματα τα Ελληνικά θα μένουνε σ' ελληνικά χέρια, και ο λαός θα βρίσκει καλή δουλειά και θα γλυκαίνεται και θα μνήσκει στον τόπο του και θα πληθαίνει και θα πλουταίνει, χωρίς να πηγαίνει σε ξένους τόπους για νάβρει καλλίτερα.

Β'). Το ίδιο να κάνουμε και στο ελεύθερο βασίλειο. Να γίνουν μεγάλες επιχείρησες, γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, ναυτικές. Η Θεσσαλία μπορεί να θρέψει χιλιάδες ανθρώπους ακόμη. Έχει όμως ανάγκη από υδραυλικά έργα για να γίνει καλλίτερη και σιγουρότερη η καλλιέργεια και η εσοδιά. Είμαστε ναυτικό έθνος, και όμως μια ατμοπλοϊκή εταιρία της προκοπής για επιβάτες από την Αθήνα στην Πόλη, στη Θεσσαλονίκη και στη Σμύρνη δεν υπάρχει. Και μεταλλεία άπειρα έχει ο τόπος μας, και πόσα άλλα. Πρέπει να βρίσκει δουλειά ο λαός. Ο τόπος μας έχει να μας θρέψει, έννοια σας, φτάνει να ξέρουμε νανοίγουμε δουλειές, και τότε θα βρίσκουμε γλύκα στον τόπο μας.

Γ'). Σα θέλει κανείς και καλά να χτίσει χτίρια για να μείνει τ' όνομά του αθάνατο, ας χτίσει στρατώνες και αποθήκες, υδραγωγεία, γεφύρια, ας φτειάσει δρόμους και σιδερόδρομους, ας ναυπηγήσει πολεμικά καράβια. Θα πείτε, γιατί να μη χτίσει και σκολειά; Μα γι' αυτό θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.

Δ'). Σκολειά στην Ελλάδα δε χρειαζόμαστε· έχουμε αρκετά, και δημοτικά, και γυμνάσια και πανεπιστήμιο. Τα γυμνάσια στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά μάλιστα. Να ήταν τρόπος να έδιναν οι πλούσιοί μας χρήματα για να κλειστούνε μερικά. Γιατί τα γυμνάσια βγάζουν ανθρώπους όχι της δουλειάς, μα χασομέρηδες και ακαμάτες που γυρεύουνε θέσες. Κ' οι τέτοιο άνθρωποι είναι ψώρα σ' έναν τόπο. ― Και μολονότι το πανεπιστήμιο που έχομε, κι αυτό πολύ μας πέφτει, βρέθηκε κάποιος πλούσιος να μας φτειάσει και δεύτερο. Κρίμα στα χρήματα!

Σκολειά χρειαζόμαστε αλλού. Σκολειά ― όχι με χτίρια μεγαλόπρεπα, παρά απλά, παστρικά κι αερικά ― όχι γυμνάσια, παρά δημοτικά σκολειά, γι' αγόρια και για κορίτσια και νηπιαγωγεία, ― όχι με πολλούς δασκάλους και δασκάλες, παρά μ' ένα, δυο ή τρεις το πολύ, μα καλούς, καλοπληρωμένους, να αγαπούνε τα παιδιά και τη δουλειά τους, και να ξέρουνε τι περιμένει το έθνος απ' αυτούς και από τα σκολειά του, ― τέτοια σκολειά χρειάζουνται στην Τουρκιά (στην Ανατολή και τη Ρούμελη) και μάλιστα εκεί που δε μιλούν ακόμα οι Έλληνες καλά τα ελληνικά, παρά ανακατώνουν και τούρκικα και σλαβικά.

Ε'). Χρήματα χρειάζεται και ο στρατός και ο στόλος. Να, λοιπόν πού μπορούσαν να πηγαίνουνε κάμποσα χρήματά μας. Γιατί, σημειώστε το καλά, δε μιλούμε μονάχα στους πλούσιους, μιλούμε σ' όλους, και σε κείνους που μόνο μια δεκάρα μπορούν για το γενικό καλό να χαρίσουν το χρόνο. Όλοι μας έχουμε χρέος να βοηθήσουμε για ναγοράζονται και να δουλεύονται τσιφλίκια και χωράφια να γίνονται, σκολειά εκεί που χρειάζονται, να βρίσκεται πάντα έτοιμος και καλογυμνασμένος ο στρατός, να δουλεύεται το χώμα το Ελληνικό όσο μπορεί περισσότερο και καλλίτερα, και ούτε μια σπιθαμή γης να μη μείνει ανόργωτη.

Πλούτος δεν είναι το χρήμα. Πλούτος είναι η δ ο υ λ ε ι ά . Ποτέ δεν είμαστε φτωχοί, όσο μπορούμε και δουλεύουμε. Και πρέπει πρώτ' απ' όλα να δουλεύουμε στον τόπο μας και να τον καλοδουλεύουμε τον τόπο μας σαν κάτι που το αγαπούμε περισσότερο από κάθε άλλο πράμα. Πρέπει να καταλάβουμε, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, πως το ξενίτεμα δεν είναι καλό πράμα, όσο έμεινε αδούλευτος ο τόπος μας και το έθνος μας δεν έγινε δυνατό και μεγάλο για να μπορεί να ζήσει δίχως τη βοήθεια όλων των παιδιών του. Μας χρειάζεται σιμά της η πατρίδα, να μας έχει στο χέρι. Δεν είναι σωστό να της ξεφεύγουμε. Έπειτα, καθώς είπαμε, τα ελληνικά τα χώματα μ π ο ρ ο ύ ν να μας θρέψουν, είναι λογής λογής, και τα περισσότερα πλουτοφόρα. Αντί να πηγαίνουμε στην Αμερική και στην Αφρική, μπορούμε, όσοι δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά στον τόπο μας, να πηγαίνουμε σ' άλλους ελληνικούς τόπους κι όχι στη ξενιτιά. Όλη η ελληνική γη θέλει δούλεμα γερό. Της λείπουν τα χέρια, γιατί τα παιδιά της την αφίνουν και φεύγουν, και γιατί τα ελληνικά κεφάλαια μένουν τα περισσότερα νεκρά. Αν εξακολουθήσει να γίνεται αυτό, θάρθουνε σίγουρα, σήμερα αύριο, ξένοι να εκμεταλλευτούν τον τόπο μας. Κοιτάξετε, άρχισε να γίνεται αυτό που λέμε. Οι Γερμανοί με τα όλα τους, σαν ακρίδες, έπεσαν στη Μικρασία. Αφού οι ξένοι έρχονται να δουλέψουνε στον τόπο μας, θα πει πως ο τόπος μας έχει αξία, και πλούτο, και δουλειά, για να θρέψει πολλούς ανθρώπους.

Πρέπει να καταλάβουμε και τούτο· πως χρέος μας απαράβατο είναι να κάνουμε όλοι το στρατιωτικό μας, για να είμαστε γυμνασμένοι κ' έτοιμοι για κάθε αγώνα, και προ πάντων για τον αγώνα που πρέπει ναρχίσει για την ένωση της φυλής.

Και τους φόρους έχουμε χρέος να τους πληρώνουμε ταχτικά, οι ελεύθεροι Έλληνες, όπως οι σκλαβωμένοι τις συνεισφορές τους για το στρατό και το στόλο.

Λέμε πως το έθνος μας είναι φτωχό και χρήματα δεν έχει για να πορεύεται και να κάμει και τους μεγάλους σκοπούς. Κι όμως το έθνος μας θα είναι πλούσιο, αν τα παιδιά του όλα είναι γερά και της δουλειάς, αν δε βαρυούνται τον κόπο, αν δουλεύουνε και κερδίζουν, αν κάνουν πρόθυμα το στρατιωτικό τους, και αν πληρώνουν τα δοσίματα που τους ζητεί το έθνος για να προκόψει κι αυτό το ίδιο και το κάθε άτομο.

Φτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, όλοι μας, αυτά να έχουμε στο νου, κι αυτά να τα κάνουμε πράξη, κ' η προκοπή θαρθεί μονάχη της.

Η ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 292 (11 του Μάη 1908) του «Νουμά». Είχε πρωτοβγεί στην Πόλη τις μέρες κείνες σε φυλλάδιο ξεχωριστό κ' είταν η Β' ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ &στους σκλαβωμένους και στους ελευθερωμένους Έλληνες&. Δεν ξαίρω αν τις Προκήρυξες αυτές τις έβγαζε το Δημοτικιστικό «&Αδερφάτο&» της Πόλης, ή η «&Οργάνωσις της Κωνσταντινουπόλεως&», που ο Δραγούμης είταν ένας από τους ιδρυτές και τους κυριώτερους μοχλούς της.

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ή το χωριό που μας γέννησε, είναι η μ ι κ ρ ή μ α ς π α τ ρ ί δ α, είτε σε νησί βρίσκεται, είτε σε κάμπο ― σε μεσόγειο ή σε παραθαλάσσιο.

Στα χωριά τα σπίτια είναι γνώριμα, και οι άνθρωποι σα να συγγενεύουν. Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει.

Χαράματα σηκώνεται ο άντρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ' αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κ' η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό. Το κορίτσι νοικοκυρεύει το σπίτι και την αυλή, πλένει, υφαίνει, λευκαίνει το πανί. Τη χωριάτισσα πότε τη βλέπεις στον αργαλειό, πότε στο ληνό με γυμνά ποδάρια να πατά σταφύλια, πότε μ' ανασκουμπωμένα μανίκια, σκυμένη, να ζυμώνει ψωμί στη σκάφη, κ' έπειτα να το βάζει στο φούρνο, στην αυλή, πότε ν' αρμέγει την αγελάδα, πότε να γνέθει. Άλλοτε πάλι συνδαυλίζει τη φωτιά και κοιτάζει τη χύτρα. Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά.

Τις αγελάδες του χωριού και τ' άλογα τα παίρνουνε δυο τρία παλληκάρια πρωί πρωί και τα βόσκουν. Πλανιώνται όλη μέρα τα ζώα στα λιβάδια, κι ακούς τα κουδουνίσματα τους στη σιγαλιά. Το βράδι τα γυρίζουν στο χωριό οι αγελαραίοι, κοπαδιαστά. Βοσκοί στο βουνό βόσκουν τα γιδοπρόβατα. Το καλοκαιριάτικο μεσημέρι σταλίζουν τα πρόβατα στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, αποσταμένα από το λιοπύρι. Και βράδι-βράδι τα οδηγούν στις στάνες.

Σα νυχτώσει, βλέπει ο δραγάτης φωτιές, σαν άστρα στο βουνό. Ώρες ώρες ακούει γαυγίσματα μαντρόσκυλων. Έπεσε να κοιμηθεί το χωριό, και ο δραγάτης όλο φυλάγει, περιδιαβάζοντας στ' αμπέλια και στα περιβόλια, με τ' όπλο στον ώμο. Ποιος ξένος μπήκε στη βραγιά και πώς απέρασε τους φράχτες;

Το χωριό κοιμάται δίχως ονείρατα. Ο νέος όμως, που είδε στο χορό, την κυριακή τ' απόγεμα, στ' αλώνια, ο νέος που είδε την όμορφη την κόρη τη στολισμένη, προτού αποκοιμηθεί το βράδι, ονειρεύεται. Ίσως και κείνη να τον ξεδιάλεξε· τα μάτια τους σα ν' αντικρύστηκαν μια στιγμή, την κυριακή τ' απόγεμα στο χορό, στ' αλώνια. Και θα την πάρει.

Έρχεται, πάλε η Κυριακή στο χωριό. Νωρίς γεμίζει η εκκλησιά από κορίτσια, γυναίκες, παιδιά, και άντρες, και γέροντες. Ο δάσκαλος ψέλνει στα δεξιά, και δυο τρία σκολιταρούδια του κρατούν το ίσο. Στ' αριστερά είναι ένας χωριανός και ψέλνει με τη μύτη κι αυτός. Ο παπάς, με το κοντό το ράσο, λειτουργά και θυμιάζει. Οι γέροι, έχουν τα στασίδια τους και κάθονται. Στο παγκάρι οι επίτροποι πουλούν αγιοκέρια. Τ' αγοράζουν οι χριστιανοί και τα στήνουνε στα μανουάλια, προτού ασπαστούν τα εικονίσματα. Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ' άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε»….

Τις μικροδιαφορές που τυχαίνει να έχουν ανάμεσό τους οι χωριανοί, τις ξεδιαλύνουν οι δημογέροντες ― έφοροι του σκολειού κ' επίτροποι της εκκλησιάς. Άμα βέβαια έχουνε μεγάλες διαφορές, τότε πηγαίνουν κάτω στη χώρα, να τους δικάσει κριτής, ειρηνοδίκης ή δικαστήριο. Μα πάντα καλλίτερα έχουν να μην κατεβαίνουν για τέτοιες δουλειές στη χώρα. Και μπελάς είναι και έξοδα γίνονται. Ενώ στο χωριό, με τη βοήθεια των γερόντων, άμα λείπουν τα πείσματα, όλα συμβιβάζουνται.

Οι γέροντες έχουν και άλλα να σκεφτούν. Θα συμφωνήσουν το δάσκαλο και τη δασκάλα, θα διορίσουν τον καντηλανάφτη, το δραγάτη, θα φροντίσουν για το σκολειό αν θέλει διόρθωμα, την εκκλησιά, αν θέλει καθάρισμα ή στόλισμα, τους δρόμους, αν είναι να φτειαστεί ή να σιαχτεί κανένας.

Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κοιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη. Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλλα φτερωτά.

Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη. Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση. Είναι ήσυχος άνθρωπος, κανένα δε θέλει να κακοκαρδίσει, δεν πολυανακατεύεται στα μαλώματα και στους θυμούς των χωριανών, και χαίρεται σαν του φιλούν το χέρι.

Ο Δεσπότης θα περάσει μια φορά το χρόνο και θα λειτουργήσει. Μετά το Ευαγγέλιο «κηρύττει τον λόγον του Θεού» με λόγια που κανένας ίσως δεν τα καταλαβαίνει. Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει.

Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.

Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος. Και τότε ― τότε του έρχεται να γνωρίσει και τάλλα τα χωριά, και να κατεβεί στη χώρα, να ζυγώσει στη μεγάλη λίμνη με τ' αρμυρό νερό.

Γνώρισε την πολιτεία, και αρχή αρχή του φάνηκε καλή. Σα να είναι πιο ελεύθερα τα πράματα εδώ. Χωράφια δε βλέπει, μήτε λιβάδια, μα βρίσκει καπηλειά πολλά, και πίνει κρασί με πολλούς συντρόφους. Και δεν ντρέπεται πολύ πολύ τους πολίτες, γιατί δεν τονέ γνωρίζουν. Του μάθανε να βρίσκει και γυναίκες για μια βραδιά, με λιγοστά χρήματα. Αγάλι αγάλι η πολιτεία τον ποτίζει τα φαρμάκια της, αρχίζει και στενοχωριέται. Σαν άρρωστος είναι, και ξαναθυμάται το χωριό του.

Εδώ, στην πολιτεία, είναι σαν το ξερριζωμένο πλατάνι της ρεματιάς, που αποζητάει το χώμα και τις πέτρες που το γέννησαν.

Και μακρύτερα μπορεί να πάγει. Η θάλασσα κοντά. Καράβια περνούν κάθε μέρα. Στο χέρι του είναι· ποιος θα τον εμποδίσει; Ας πάγει κι αυτός στην ξενιτιά να γίνει πλούσιος. Και φεύγει. Και νοιώθει πως ο τόπος που άφησε, με τα χωριά και τις πολιτείες του, ήταν πατρίδα, η πατρίδα του, ― η μ ε γ ά λ η π α τ ρ ί δ α. Βρίσκονται στον κόσμο και άλλοι τόποι, ξένοι τόποι, που μιλούν οι άνθρωποι άλλες γλώσσες και έχουν άλλα συνήθια. Τα σπίτια τους είναι διαφορετικά κι αλλοιώτικες οι εκκλησιές. Οι πολιτείες μπορεί να είναι μεγάλες, μεγαλόπρεπες, και φαίνονται σαν πλούσιες. Αυτός όμως κάθεται σε μια σοφίτα σκοτεινή, με τέσσερες άλλους μέσα. Πού είναι το σπίτι του το νοικοκυρεμένο, στο χωριό! Το χρήμα δεν είναι χυτό στους δρόμους. Δε σκύβει να μαζέψει χρυσάφι, παρά και αυτού δουλειά αναγκάζεται να γυρέψει. Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή!

Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά. Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε.

Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.

Εκείνοι που αφίνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κ' έπειτα στο πανεπιστήμιο. Οι χωριάτες δεν ξέρουν τι κάνουν στέλνοντας τα παιδιά τους σε ανώτερα σχολεία. «Για να γίνεις άνθρωπος, λεν του παιδιού τους, πρέπει να πας στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα». Και αφού τελειώσει το Γυμνάσιο, το στέλνουν και στο Πανεπιστήμιο. Φαντάζονται πως αν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ο γιός τους, θα τιμηθεί τάχα η οικογένεια. Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα, είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλλιτερεύει.

Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός.

Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή. Και ο πατέρας πάλι μ ι α τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τ η δ ι κ ή τ ο υ την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός. Μπορεί όμως ο γιός του παπουτσή να μεγαλώσει το εμπόριο που έμαθε από τον πατέρα του και να γίνει μεγαλέμπορος. Μπορεί και άλλη σχετική τέχνη να πιάσει, να γίνει δερματέμπορος. Και ταμπάκικο μπορεί νανοίξει. Μπορεί καινούριες τέχνες ν' ανακαλύψει, και να βγάλει στη μέση καινούριους τρόπους εργασίας, καινούρια μέσα. Και θα βάλει τότε κι αυτός στις νέες τούτες τέχνες και δουλειές το παιδί του. Και σ' άλλους πολλούς πατριώτες του θα δώσει δουλειά.

Αυτοί γίνουνται οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, όσοι κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, καλλιτερεύοντας και μεγαλώνοντάς τηνα. Όσοι αφήνουν την τέχνη του πατέρα τους και την καταφρονούν, οι περισσότεροι χάνονται, δεν κάνουν τίποτε καλό, ούτε στον εαυτό τους, ούτε στους άλλους. Θα καταντήσουν είτε υπάλληλοι με μεγάλες απαιτήσεις και τιποτένιο μισθό, είτε τεμπέληδες δασκάλοι για ν' αποστραβώσουν τους άλλους, είτε μπεκρήδες, ακαμάτες και παραλυμένοι ― δηλαδή η ψώρα μιας κοινωνίας. Δάσκαλοι δεν πρέπει να βγαίνουν από τους τέτοιους ανθρώπους. Στην Ελλάδα απ' αυτούς βγαίνουν και οι κομματάρχες, γιατί με τη βοήθεια του βουλευτή τους θα βρούνε καμιά θεσούλα κυβερνητική να κουτσοζήσουν, οι τιποτένιοι!

Ο γεωργός που με η δουλειά του και τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται πλούσιος και καταπιάνεται στο μικροεμπόριο, εκείνος με τον καιρό, ή το παιδί του, φυσικά θα κατασταλάξει μια μέρα στη χώρα, για να μεγαλώσει το εμπόριό του.

Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.

Οι γονιοί οι γνωστικοί, όσοι νοιώθουν από κόσμο, δε θα σπρώξουν ποτέ τα παιδιά τους σε τέτοιο στραβό δρόμο, παρά θα τα αναθρέψουν έτσι, που να μείνουν σιμά τους, και θα τα μάθουν από μικρά την τέχνη τους. Έτσι μονάχα τα παιδιά θα γίνουν ά ν θ ρ ω π ο ι, δηλαδή χρήσιμοι στην Κοινωνία και στον εαυτό τους. Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.

***

Σ' όποια μικρή πατρίδα κι αν γεννήθηκε ή κι αν ζει ο Έλληνας, όπου κι αν βρίσκεται, σε πολιτεία ή σε χωριό, πρέπει να ενδιαφέρεται και να φροντίζει για την κ ο ι ν ό τ η τ ά του, πρέπει να θέλει να φανεί χρήσιμος και σ' αυτήν, όπως θέλει να είναι χρήσιμος στον εαυτό του. Και όταν φανεί χρήσιμος στην κοινότητά του, πάλι στον εαυτό του θα είναι χρήσιμος. Πρέπει να νοιώθει πάντα πως, θέλοντας και μη, είναι δεμένος με τους τριγυρινούς του, τους πατριώτες του, και να τους βοηθεί. Μόνο εκείνος που βοηθεί τους άλλους, μπορεί με το δίκιο του να γυρεύει και απ' αυτούς βοήθεια. Πάλι καλό δικό που θα κάμει βοηθώντας τους. Η αλληλοβοήθεια είναι δύναμη και του καθενός ανθρώπου και της κοινότητας όλης. Εκείνος που δε βοηθεί, δεν είναι άξιος να τον βοηθούν και οι άλλοι, και δεν την πειράζει την κοινότητα αν τύχει και χαθεί.

Ο άνθρωπος του κάθε τόπου, εκείνος και καλύτερα μπορεί να φροντίζει για τον τόπο του, γιατί εκείνος και πιο κοντά είναι, και κάθε μέρα τον βλέπει, δηλαδή τον ξέρει καλλίτερα από κάθε άλλον και τον πονεί περισσότερο.

Σαν τι βοήθεια όμως πρέπει να δίνει στους τριγυρινούς του, και σαν τι φροντίδα να δείχνει για τον τόπο του;

Πρέπει:

Α'). Να βοηθεί τον άλλο νάβρει δουλειά. Ο άλλος αυτός φυσικά πρέπει νάναι άξιος να δουλέψει. Αν είναι ακαμάτης, ανίκανος, ποιος του φταίει αν χαθεί; Ο καθένας ας κοιτάζει να μεγαλώσει την εργασία του, για να μπορέσει και σ' άλλους συντοπίτες του να δώσει δουλειά. Όσο μεγαλώνουν οι δουλειές του καθενός, τόσο χωρούν και παίρνουν και άλλους. Διψά η δουλειά γι' ανθώπους.

Β'). Να φροντίζει για τη νεώτερη γενεά. Τα σκολειά να καλλιτερέψουν, Όχι να γίνουν με περισσότερες τάξες ή πιότερους δασκάλους, παρά να τα επιβλέπουν καλλίτερα οι έφοροι, να είναι πάντα καθαρά, αερικά, καλά χτισμένα, και ό,τι μαθαίνουν τα παιδιά να το μαθαίνουν αληθινά. Πολλά γράμματα δε θέλει ο πολύς κόσμος. Τα παιδιά φτάνει να μαθαίνουν καλά λιγοστά πράματα, ό,τι τους χρειάζεται για τις δουλειές του χωριού ή για την τέχνη τους, όχι άλλο. Πρέπει να μαθαίνουν και την εθνική τους ιστορία, για να ξέρουν τι είναι οι ίδιοι, ποιοι τους γέννησαν, και ποιοι είναι οι τωρινοί εχτροί του έθνους. Περισσότεροι δάσκαλοι δεν χρειάζονται, αλλά καλλίτεροι. Φαντάζεστε τι θα ήταν για το έθνος ένα διδασκαλείο, που θα έβγαζε δασκάλους ― ανθρώπους. Έπειτα και τούτο να πρσσέχουμε: το χωριό που έχει δημοτικό σκολειό ή τετρατάξια αστική σχολή, δεν έχει ανάγκη σχολαρχείο ή εφτατάξια αστική σχολή. Και ακόμη λιγώτερο του χρειάζεται γυμνάσιο. Θα ήταν πια τρέλλα να του φτειάσουν και πανεπιστήμιο.

Μα η νεώτερη γενιά δεν ανατρέφεται μονάχα με το σκολειό. Των παιδιών ταιριάζουν κυνήγια, παιχνίδια, περίπατοι, και να ρίχνουν στο σημάδι και να πηδούν στις τρεις, και να παραβγαίνουν στο τρέξιμο και στο κολύμπι, και να παλεύουν, και να ρίχνουν το λιθάρι, και να καβαλικεύουν άλογα. Άμα τα παιδιά δεν τα κάνουν αυτά μονάχα τους, πρέπει οι γεροντότεροι να τους κεντούν και να τους σπρώχνουν σ' αυτά. Οι γέροι είναι άχρηστοι, και μάλιστα επικίνδυνοι, αν, επειδή κουράστηκαν αυτοί και αποκοιμιούνται, θέλουν ν' αποκοιμήσουν και τα παιδιά τους. Τα παιδιά είναι η μελλούμενη ζωή του έθνους. Πρώτα απ' όλα αυτήν πρέπει να σεβόμαστε.

Γ'). Να φροντίζει για κοινοτικά έργα ― να φυλάγονται τα χωράφια και τ' αμπέλια από καλούς δραγάτες, τα δάση από δασοφύλακες εμπιστεμένους να σιάζονται οι τοπικοί δρόμοι, ή να φτειάνονται καινούργιοι αν χρειάζονται, να χτίζονται πετρογέφυρα, να διορθώνονται τα σκολειά, και για όλ' αυτά να συνάζονται χρήματα.

***

Κοντά στη Σπάρτη είναι ένα χωριό, που το λένε Βαμπακού. Μερικοί χωρικοί φύγανε στην ξενιτιά και ξαναγύρισαν πίσω, άλλος με δίχως χρήματα, άλλος με λιγοστά. Αλλά γνωστικοί άνθρωποι, και κείνοι που έφυγαν κι όσοι μείνανε στο χωριό. Σύναξαν λοιπόν κάμποσα χρήματα, και επειδή ο δήμαρχος ήταν κομματάρχης του βουλευτή και ίσως όχι πολύ τίμιος άνθρωπος, και επειδή ο δήμος όλος μαζί δεν είναι τόσο συμμαζεμένος σαν ένα χωριό μοναχό, και επειδή το κράτος είναι πολύ μακριά και δε βλέπει τόσο καλά τις καθημερινές ανάγκες των χωριανών, όπως τις βλέπουν οι ίδιοι οι χωριανοί, ― γι' αυτά όλα πάσκισαν κ' έκαναν κοινότητα στο χωριό τους και την ορίζουν αυτοί, για να είναι και βέβαιοι πως το χρήμα που σύναξαν για το κοινό δε θα πάγει στα χαμένα.

Από τα 1898 στη Βαμπακού υπάρχει κοινότητα που φροντίζει για όλα τα γενικά ζητήματα του χωριού ― διορθώνει το σκολειό, μεταφέρνει το νεκροταφείο έξω από το χωριό, για την υγεία του τόπου, ― αρχίζει υδραυλικά έργα για να ποτίζονται καλλίτερα τ' αμπέλια και τα περιβόλια, ― σιάχνει τους τοπικούς δρόμους και τα γεφύρια ― βάζει καλούς δραγάτες, και θα καταπιαστεί με τον καιρό κι άλλα πολλά χρήσιμα έργα.

Άμα τα χωριά προκόψουν, ούτε στην Αμερική θα πηγαίνουν οι χωριανοί για να πλουταίνουν, ούτε στις πολιτείες για να σπουδάσουν, ούτε στην Αθήνα για να βρίσκουν θέσες.

Αυτό που κάνει η Βαμπακού στην Ελλάδα, επειδή έτυχε να έχει γνωστικούς χωριάτες που καταλαβαίνουν το συμφέρο τους, αυτό το ίδιο το κάνουν όλες στην Τουρκιά οι ελληνικές κοινότητες, από τα παλιά χρόνια. Ο Τούρκος, φρόνιμος, άφησε τους Έλληνες να κυβερνιώνται μόνοι τους, κατά πώς θέλουν αυτοί. Δε σκοτίζεται για τα εσωτερικά τους ζητήματα. Γυρεύει μονάχα τα δοσίματα, βρίσκει λογής αφορμές και βάζει τον κόσμο σε μπελάδες, και για κανενός το καλό δε νοιάζεται. Και στη Βουλγαρία, ως τα τώρα, όπου βρίσκουνταν Έλληνες ήταν κ' ελληνικές κοινότητες, κι όταν αποφάσισαν οι Βούλγαροι να ξεπατώσουν τον Ελληνισμό από την Ανατολική Ρωμυλία, κατασύντριψαν τις κοινότητες, άρπαξαν δηλαδή εκκλησιές και σκολειά, έδιωξαν δεσποτάδες, παπάδες και δασκάλους, ρήμαξαν κοινοτικά χτήματα, τρόμαξαν τον κόσμο ― κ α ι π α ν ο ι κ ο ι ν ό τ η τ ε ς. Οι Έλληνες αυτοί, οι κακότυχοι, μη βρίσκοντας πια κοινότητες να ζήσουν, άφηκαν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους κ' έφυγαν σε τόπους πιο φιλόξενους.

Στην Τουρκιά οι ελληνικές κοινότητες θα βρίσκουνταν καλά, αν δεν ήταν οι Τούρκοι τόσο ελεεινοί. Στη Βουλγαρία οι Έλληνες θα ζούσανε καλά, αν τους άφιναν οι Βούλγαροι τις κοινότητές τους. Και στην Ελλάδα θα ζούσανε καλλίτερα οι Έλληνες, αν το κράτος καταλάβαινε πως το φυσικό του Ρωμιού είναι να ζει σε κοινότητες ιδιοκυβέρνητες. Ω Κράτος, μην του παίρνεις του Ρωμιού το ενδιαφέρο για το χωριό του, μην του κάνεις σ υ σκολειά, μη του διορίζεις σ υ τους δασκάλους, μην του φυλάς σ υ ταμπέλια, τα χωράφια, τα δάση, μην του φτειάχνεις σ υ τους τοπικούς δρόμους, γιατί τον λύνεις έτσι από τους δεσμούς του με το χωριό του. Συ έχεις άλλες δουλειές γενικώτερες. Αυτές να κοιτάζεις! Εμάς μονάχα να μας επιθεωρείς, να μας παίρνεις στρατιώτες, να μας ζητάς φόρους και να μας βοηθείς, αν μπορείς, να βρίσκουμε κεφάλαια για μεγάλες επιχείρησες.

Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σχολειό. Τέλος φέρνουνε δάσκαλο για τα παιδιά τους ― και ν ά τ η ν η κ ο ι ν ό τ η τ α.

Πρέπει, στην Ελλάδα ναφίσουν ελεύθερα ξανά τις κοινότητες να φυτρώσουν. Με την τ ο π ι κ ή α υ τ ο δ ι ο ί κ η σ η ― όπου καθένας θα κυβερνά το χωριό του, και στο κράτος μονάχα θα πληρώνει τους φόρους, θα δίνει ό,τι μπορεί για τα μεγάλα εθνικά έργα, και θα κάνει το στρατιωτικό του ― το κράτος θα έχει καιρό να σκεφτεί και να φροντίσει για τα γενικώτερα συμφέροντα του έθνους. Και έτσι, επειδή περισσότεροι θα κυβερνούν τα χωριά τους, λιγώτεροι θα καταπιάνουνται να κυβερνήσουν το κράτος, και ίσως καλλίτεροι.

Ο Ε λ λ η ν ι σ μ ό ς ε ί ν α ι μ ι α ο ι κ ο γ έ ν ε ι α α π ό Ε λ λ η ν ι κ έ ς κ ο ι ν ό τ η τ ε ς. Αυτό πρέπει να το ιδούμε ξάστερα όλοι.

Και είδες σε μιαν οικογένεια, σαν όλοι είναι γεροί και δουλεύει ο καθένας, πόση ευτυχία και πόση χαρά βασιλεύει, και τι προκοπή; Ο καθένας ξέρει τη θέση του, δε λαθεύει, και βοηθεί και τους άλλους. Κ' είδες σ' άλλην οικογένεια, που είναι ποιος άρρωστος, ποιος αδύνατος, και κανείς δε δουλεύει, πόση γρίνια και δυστυχία σωριάζεται; Ο καθένας ρίχνει τα λάθη στου αλλουνού τη ράχη, και δε βοηθούνται αναμεταξύ τους, και μαλώνουν ατέλειωτα.

Έτσι και το έθνος. Είναι μιαν οικογένεια από κοινότητες. Όταν οι κοινότητές του ― οι πολιτείες και τα χωριά του ― έχουν υγεία, δουλειά και προκοπή, κοίταξε πως προκόβει και το έθνος όλο. Όταν πάλε οι κοινότητές του είναι αρρωστιάρικες, και οι άνθρωποι μισοδουλεύουν, δεν είναι ευχαριστημένοι, γκρινιάζουν, παραπονιούνται, μαλλιοτραβούνται, και γίνονται κόμματα, κοίταξε το έθνος όλο πως παραλεί και στενοχωριέται και δε σαλεύει πια.

Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κ ο ι ν ό τ η τ ε ς πρέπει να κυβερνηθεί, και μόνο με κοινότητες θα προκόψει.

Η δ ο υ λ ε ι ά θα ζωντανέψει ή θα δυναμώσει τις κοινότητες. Και άμα ζωντανέψουν και δυναμώσουν αυτές, τότε θα θεριέψει το Έ θ ν ο ς.

ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ

_Είναι η «Γ' ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ» του που την απευθύνει «&στους ξεσκλαβωμένους και στους αξεσκλάβωτους Έλληνες, γιατί ελεύτεροι Έλληνες δεν υπάρχουν πια ή ακόμη&». Γράφτηκε στη Ρώμη στις 7 του Σεπτέβρη 1909 και δημοσιεύτηκε στον αριθ. 361 του «Νουμά» (11 του Οχτώβρη 1909). Όταν κυκλοφόρησε το φύλλο, ύστερα από λίγες μέρες ο κ. Γ. Φιλάρετος έγραψε στο «Ριζοσπάστη» του άρθρο φλογερό εναντίο του και ζήτησε από τον τότε παντοδύναμο «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» την πάψη του γιατί τόλμησε, λέει να γράψει στη Δημοτική γλώσσα ενώ είτανε δημόσιος υπάλληλος! Σ' απάντηση της αστείας αυτής φοβέρας, μούστειλε ο Δραγούμης την παρακάτω παλληκαρίσια επιστολή, που δημοσιεύτηκε ως «Δήλωση» του στην πρώτη σελίδα, πρώτη στήλη, του αριθ. 372 του «Νουμά» (27 του Δεκέβρη 1909):

Λόντρα 16/29 του Δεκέβρη 1909 &Φίλε Ταγκόπουλε&,

Ο κ. Φιλάρετος, νομικός άνθρωπος, καλεί με το «Ριζοσπάστη» του το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» να λάβει τα μέτρα του «κατά των υπό του δημοσίου ταμείου πληρωνομένων αηδών και επιβλαβών μαλλιαρών».

Μα μου φαίνεται ο ποινικός νόμος δεν τιμωρεί εκείνους που γράφουν τη γλώσσα της μάννας τους, ούτε υπάρχει κανένα έγκλημα στο νόμο που να λέγεται «μαλλιαροσύνη». Όσο για το σύνταγμα, αυτό αναφέρει ότι η συνείδηση των Ελλήνων είναι ελεύθερη.

Ωστόσο, επειδή κάθε καλός νομικός ξαίρει και άλλα μονοπάτια των νόμων, και μπορεί να είναι ανάγκη να πιει κανείς από μας τους δημοτικιστές το «κώνειον» για να σωθεί το Έθνος, θέλω να ξαίρει ο κ. Φιλάρετος ότι «ο υπό το ψευδώνυμον Ίδας» είμαι εγώ που υπογράφομαι όπως θα δήτε παρακάτω, και ότι δεν είμαι «μαλλιαρός πρόξενος» τώρα, παρά «μαλλιαρός διπλωμάτης», και ότι την προκήρυξή μου της 7 του Σεπτέβρη την έστειλα όχι «δήθεν εκ Ρώμης», παρά αληθινά από τη Ρώμη όπου είμουν τότε διορισμένος, και ότι τέλος, τώρα βρίσκουμαι εδώ διορισμένος. Έτσι, ξαίροντας ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που βρίσκομαι και ποιος είμαι, θα μπορέσει, αν θέλει, ευκολώτερα να με καταδιώξει.

Με τιμή I. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Το παλληκαρίσιο αυτό γράμμα πόσο συνταιριασμένο είναι με κείνα που λέει, σε τούτη ακριβώς την «Προκήρυξη» του, πως «&άμα είναι γεμάτος ο άνθρωπος από ένα σκοπό τα εμπόδια του φαίνονται παιγνίδια και οι άνθρωποι μύγες!&»

Σαν τονέ ρώτησα, τότε που πρωτοβγήκε βουλευτής στη Φλώρινα, ποιο πρόγραμμα πολιτικό θα ζητήσει να εφαρμόσει μέσα στη Βουλή, μου είπε:

― Μου είταν εύκολο σε δέκα δεκαπέντε αράδες να δώσω το πρόγραμμά μου. Μα το πρόγραμμά μου το πολιτικό βρίσκεται πλατιά χαραγμένο στην προκήρυξη μου «&Στρατός και άλλα&», καθώς και στα βιβλία μου. Φυσικά, μπαίνοντας κανείς στην πράξη, μπορεί ναλλάξει στη μορφή μερικές από τις ιδέες του, μα στην ουσία θα τις αφήσει απείραχτες._

ΓΥΡΕΥΟΥΝ στρατό. Ας τον κάνουν, αυτό θέλουμε και μεις. Και για να γίνει, χρειάζονται όχι μόνο χρήματα παρά και στρατιωτικό πνεύμα και στρατιωτικός χαραχτήρας. Μα έπειτα; Γιατί χρειάζεται ο στρατός; Ξεκαθάρισαν τάχα καλά στο μυαλό τους τι είναι να κάνει ο στρατός που θα γίνει; Και πώς σχετίζεται ο στρατός με όλα τα άλλα; Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν: η τιμή του κράτους το απαιτεί, ή η μεγάλη ιδέα. Όμως το κράτος είναι χάρβαλο και τιμή δεν έχει, όσο για τη μεγάλη ιδέα γίνηκε ψέμα. Και ίσως ήλθε τέλος ο καιρός να γίνουμε οι Έλληνες ά ν θ ρ ω π ο ι. Το μυαλό μας είναι χαλασμένο, ο χαραχτήρας μας σαπισμένος ή σκλαβωμένος, η πολιτική μας υπόσταση ανήθικη, η ύπαρξη μας όλη μικρεμένη, στραβωμένη και κακομοιριασμένη. Δεν είμαστε ελεύτεροι, όμως είμαστε ζωντανοί και διόλου εκφυλισμένοι. Τα κορμιά μας είναι γερά. Ο εκφυλισμός, καθώς βεβαιώνουν οι γιατροί, είναι φαινόμενο μόνο σωματικό, και τον φέρνει η σύφιλη, η φθίση και οι θέρμες. Ευτυχώς οι Έλληνες, αν βγάλεις μερικούς Ελληνικούς τόπους, όπου τα βαλτονέρια βγαίνουν θέρμες, είμαστε όλο υγεία. Εκφυλισμός στο χαραχτήρα και στο μυαλό δεν μπορεί να υπάρξει. Σ' αυτά υπάρχουν μονάχα κάποιες αρρώστιες κι αδυναμίες. Μα κι αυτές γιατρεύονται. Φτάνει τα σώματα να είναι γερά.

1

ΧΑΡΒΑΛΟ. Το κράτος αυτό, η μικρή Ελλάδα, με τα σύνορά της τα κατεβασμένα στους κάμπους της Θεσσαλίας, ή πρέπει να μεγαλώσει ή θα χαθεί. Να διορθωθεί και να γίνει, τέλειο κράτος, σαν το Βέλγιο, δε γίνεται. Γιατί το παίρνουμε για οριστικό το κράτος αυτό, και απαιτούμε να διοικηθεί τέλεια, και χανόμαστε σε άγονες προσπάθειες για να το στολίσουμε σα νύφη με τιμή και όλα τα χρειαζούμενα προικιά, δεν το ξέρω. Πολλές αιτίες θα μπαίνουν στη μέση για να βρισκόμαστε σε μια τέτοια διάθεση. Ένα ξέρω μονάχα, πως το κράτος αυτό είναι προσωρινό, και για τέτοιο πρέπει να το λογαριάζουμε.

Και γιατί είναι προσωρινό; Γιατί δεν μπορεί να ζήσει τόσο μικρό που είναι, αν δεν αφεθεί ήσυχο από τους Έλληνες που ζουν έξω από τα σύνορά του. Και οι Έλληνες αυτοί δε θα το αφήσουν ήσυχο. Λέτε να είναι τόσο κακοί πατριώτες; Όχι, μα νοιώθουν πως πρέπει εκεί να κολλήσουν κι αυτοί, με τα αμπελοχώραφά τους, τα χωριά τους, τις πολιτείες, τα δάση, και τις βοσκές που ορίζουν.

Κανένας μικροπολιτικός, όπως είναι όλοι επάνω-κάτω όσοι διοίκησαν ως τώρα το κράτος, μπορεί να πει, (με το νου του βέβαια): «Κρίμα να υπάρχουν οι έξω Έλληνες! Δεν παν στο διάολο! Καλά είμαστε όπως είμαστε. Το κράτος είναι τσιφλίκι μας». Ναι, βέβαια, κρίμα είναι, μα τι να γίνει που υπάρχουν; Ο διάβολος δεν τους θέλει. Λοιπόν να μείνει το κράτος ήσυχο απ' αυτούς με κανένα τρόπο δε γίνεται.

Τι εμποδίζει όμως αυτό να είναι το κράτος, κράτος αληθινό; Εμποδίζει πολύ. Το κράτος γι' αυτούς πρέπει να ξοδεύει χρήματα για στρατό, για ναυτικό, για σκολειά στην Τουρκιά, για προπαγάντα, για προξενεία. Και τα χρήματα δεν τα πληρώνουν αυτοί, παρά ο λαός που κατοικεί μέσα στα σύνορα του κράτους. Μα ο λαός αυτός τα πληρώνει, για να γίνουν προπάντων διάφορα άλλα πράματα, που τα έχει ανάγκη αυτός. Ο λαός θέλει, συγκοινωνίες, σιδεροδρόμους, δρόμους, τηλέγραφους, ταχυδρομεία, επιχωμάτωση βάλτων, υδραυλικά έργα, σκολειά, δικαστήρια, λιμάνια, φάρους, χωροφύλακες, δραγάτες, αστυνόμους τελωνεία και άλλα. Άραγε φτάνουν τα χρήματα που πληρώνει αυτός, φτάνουν για να γίνουν όλα αυτά, και να γίνουν μαζί και όλα τάλλα, όσα χρειάζονται οι έξω από τα σύνορα Έλληνες; Οι προϋπολογισμοί του κράτους γι' αυτό προπάντων δεν βγαίνουν σωστοί, και έχουν ελλείμματα, και γι' αυτό γίνηκαν τόσα δάνεια. Τι να πρωτοκάνει το κράτος; Ποιους να πρωτοκοιτάξει; Τους μέσα Έλληνες και τις ανάγκες τους ή τους έξω και τις δικές τους ανάγκες;

Γι' αυτό πρέπει να μεγαλώσει το κράτος, να κάνει καινούρια σύνορα, πλατύτερα, και να πάρει μέσα στα σύνορα του τα καινούρια τους περισσότερους τουλάχιστο από τους έξω Έλληνες. Όσοι περισσότεροι από τους έξω Έλληνες γίνουν μέσα Έλληνες, τόσο καλλίτερα θα μπορέσουν να σιαχτούν τα οικονομικά του κράτους, όχι μόνο γιατί το κράτος δε θα έχει πια να κοιτάζει τόσους πολλούς εξωμερίτες, μα γιατί θα γίνει και μεγαλύτερος ο τόπος και πιο πλούσιος.

Ο μικροπολιτικός που μίλησε και πρωτήτερα, θα μας διακόψει εδώ και θα μας πει: «Δόξα σου ο Θεός που αναγνωρίζετε και σεις την αδυναμία μας να επαρκέσουμε! Και όμως, μολαταύτα, εμείς δεν επάψαμε ποτέ να θέλουμε να μεγαλώσει το κράτος, και όλο πασκίζουμε να το μεγαλώσουμε».

Αυτά είναι λ ό γ ι α του μικροπολιτικού. Μην τα πιστεύετε, όπως ούτε ο ίδιος δεν τα πιστεύει. Πρώτα πρώτα δε χρειάζονται μόνο χρήματα για να υπάρξει ένα κράτος. Έπειτα είναι βέβαιο ότι γίνονται κατάχρησες και σπατάλες στο χρήμα. Και τώρα ας δούμε αν έκανε ο μικροπολιτικός φαφλατάς τίποτε για να μεγαλώσει το κράτος.

Επειδή το έθνος αισθάνεται πως πρέπει να ενωθεί για να ζήσει όπως του ταιριάζει, ο μικροπολιτικός του Ελλαδικού κράτους δεν τολμά να του αντείπει, και κάνει πως προσπαθεί να μεγαλώσει το κράτος, δηλαδή κ ά ν ε ι πως κάνει εθνική πολιτική. Όμως άλλο από ευχές απλές, από ευσεβείς πόθους, από λόγια παχειά και από σπασμωδικά κινήματα (όταν παραφουσκώνει το ρέμα) δεν έκανε ποτέ ο μικροπολιτικός. Ποτέ του δεν προσπάθησε να τον κάνει δουλειά του συστηματική τον αγώνα για την ένωση της φυλής. Ποτέ του δεν έκανε ούτε καν σχέδιο εξωτερικής πολιτικής, ούτε σύμφωνο ούτε ασύμφωνο με τις ανάγκες ή τους πόθους του Έθνους. Και αν λέει πως έχει σχέδιο εξωτερικής πολιτικής, μην τον πιστεύετε, σας γελά, είναι ψέματα. Ούτε καν στοχάστηκε ποτέ να κάνει τέτοιο σχέδιο. Ούτε συλλογίστηκε ποτέ αυτό το ζήτημα περισσότερο από πέντε λεπτά κάθε έξη μήνες, ή όταν τύχει μεγάλη σφίξη. Ούτε ξέρει τίποτα για τις ανάγκες του έθνους. Ούτε καν τη γεωγραφία των Ελληνικών τόπων ξέρει. Ούτε θέλησε ποτέ να την μάθει. Κι όταν του είπαν πως δεν κάνει τίποτε, οχυρώθηκε πίσω από την αχρηματία του κράτους και τις σοφές συμβουλές των μεγάλων της γης. Και για να γελάσει καλλίτερα το έθνος, στολίστηκε με όλη τη σοβαρότητα, το μυστικισμό και την «εμβρίθεια», που του ταιριάζει τόσο άσκημα, και είπε υποκριτικά, με τεχνητή ανυπομονησία: «Για όνομα Θεού, μην τύχει, και κουνηθήτε. Ούτε να αναφέρετε καν τέτοια ζητήματα. Μπορείτε, με μια απροσεξία σας να καταστρέψετε το παν». Και το π α ν αυτό είναι ένα π α ν ― μ έ γ ι σ τ ο μ η δ ε ν ι κ ό.

Δεν έχουμε βέβαια αναρίθμητα χρήματα, μα πρώτα γίνονται σπατάλες, κ' έπειτα, μ' αυτά που έχουμε, μπορούμε να κάνουμε πολλά, αν θέλουμε να κάνουμε πολλά. Και με την οργάνωση των έξω από τα σύνορα κοινοτήτων, μπορούμε να βρούμε και άλλα χρήματα, πόρους ταχτικούς, (αφίνω τους εχτάχτους), για τον αγώνα του έθνους, για την ένωσή του.

Πότε περιμένουμε ναρχίσουμε να το κάνουμε όλοι ― μέσα και έξω Έλληνες ― δουλειά μας αυτό, δεν ξέρω. Μα αν δεν το κάνουμε δουλειά μας, δε θα γίνει ποτέ πραγματικότητα, και τότε περιττό είναι να υπάρχει και να βουρλίζεται και το χάρβαλο αυτό που λέγεται Ελλαδικό Βασίλειο.

Και με τον αγώνα αυτόν για την ένωση θα διορθωθούν κάπως, εξόν από τα οικονομικά, και οι χαραχτήρες, γιατί δε φτάνει μόνο χρήμα για να φτειαστεί κράτος. Δεν είμαστε δυνατοί οικονομολόγοι, (δηλαδή στενόμυαλοι θετικιστές), για να στοχαζόμαστε τον κόσμο μόνο οικονσμολογικώς. Οι χαραχτήρες τονώνονται με την κακοπέραση και τον αγώνα, και χαλαρώνονται με την ησυχία και την καλοπέραση.

Ως τόσο, και έτσι που είναι το κράτος, και ως που να μεγαλώσει, μπορεί κάπως καλλίτερα να διοικηθεί, αν δηλαδή διοικηθεί φ υ σ ι κ ώ τ ε ρ α, Ε λ λ η ν ι κ ώ τ ε ρ α, και τότε θα περιοριστούν μερικές χάρες που φέρνουν σπατάλες, και θα εντοπισθούν μερικά ρουσφέτια επαρχιακά στις επαρχίες τους, αντί να μολύνουν όλο τον οργανισμό του κράτους. Μα πώς θα γίνει αυτό, θα το δείξουμε στον παράγραφο 4.

Τώρα μονάχα πρέπει λοιπόν να σημειώσουμε, πως το χάρβαλο κράτος το Ελλαδικό, είναι προσωρινό, και έγινε για να είναι εργαστήρι, για να κατορθωθεί η ένωση του έθνους. Έχει κανείς καμιάν αντίρρηση για τη λέξη «Χάρβαλο»; Τι θέλει να του ζωγραφίσουμε τα χάλια που ξέρει; Όσο για τη λέξη, «προσωρινό», δε δεχόμαστε καμιάν αντιλογία. Το κράτος αυτό π ρ έ π ε ι να μεγαλώσει.

2

ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ. Μα τότε, αφού πρέπει να μεγαλώσει το κράτος, γιατί είναι ψέμα η Μεγάλη Ιδέα; Δεν είναι τάχα το ίδιο πράμα η μεγάλη ιδέα και η ιδέα που λέμε εδώ πέρα, πως πρέπει δηλαδή το κράτος να κάνει σύνορα πλατυτέρα και να πάρει στα σύνορα του μέσα και τους εξωμερίτες τους περισσότερους; Όχι.

Η μεγάλη ιδέα είναι μια θύμηση που απόμεινε, χώθηκε βαθειά και φώλιασε μέσα στην ψυχή του Ρωμιού, από τον καιρό που οι Τούρκοι, στα 1453 πήρανε την Πόλη. Είναι η θύμηση πως ο Ρωμιός, με την Πόλη πρωτεύουσα, ώριζε την Ανατολή στα περασμένα χρόνια, το Ανατολικό δηλαδή κράτος με τους πολλούς λαούς, που το κληρονόμησε σιγά σιγά από τους αρχαίους Ρωμαίους. Και την κληρονόμησε τότε φυσικά ο Ρωμιός την Ανατολή, ως κράτος από τους Ρωμαίους, αφού την είχε πρώτα καταχτήσει ο ίδιος και με τον Μέγα Αλέξαντρο, αλλά προ πάντων με τον πολιτισμό του, που στον αρχαίο καιρό ήταν ο πρώτος πολιτισμός, και που τύλιξε ακόμα και τη χριστιανική θρησκεία στα δίχτυα του, την έβαλε κι αυτήν μέσα στο σακκί, και την έκανε όργανο ηθικής επιβολής. Ο Ελληνισμός λοιπόν, απλωμένος ίσον ανώτερος πολιτισμός, σ' όλη την Ανατολή, έγινε Χριστιανισμός, και κράτησε την Ανατολή με τη θρησκεία στα χέρια του. Ο ίδιος Ελληνισμός, ο πιο ξύπνος και πιο άξιος λαός της Ανατολής, μπήκε στο νόημα του τι θα πει μηχανισμός του Ρωμαϊκού Ανατολικού κράτους, τον κατάλαβε καλά, και τον πήρε κι αυτόν στα χέρια του.

Μα, αφού έζησε πάμπολα χρόνια, άρχισε και ξέπεφτε το Ανατολικό κράτος (όπως κάθε πολιτικός οργανισμός), και ήρθαν οι Τούρκοι και το άρπαξαν.

Τετρακόσια χρόνιοι έμειναν έπειτα οι Έλληνες σχεδόν απολιθωμένοι και μαζί τους πέτρωσε και το μίσος για τον αντίχριστο τον Τούρκο, και η θύμηση, η γλυκόπικρη, πως άλλοτε ώριζαν αυτοί την Ανατολή, που την έφτειασαν αυτοί με τον πολιτισμό τους και κληρονόμησαν αυτοί την πολιτική της κυριαρχία από τους Ρωμαίους. Και σιγά σιγά η θύμηση αυτή ξυπνούσε μέσα τους και γινόταν γλυκύτατη ελπίδα και φαντασία ζωηρή. Αυτή η ελπίδα κ' η φαντασία τους σήκωσε στο πόδι στα 1821. Να ορμήσουν κατεπάνω στον Τούρκο και να του ξαναπάρουν την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, και να τον διώξουν τον άπιστο από την Ανατολή ολότελα. Καθώς βλέπετε, είχε, και κάτι τι χριστιανικό και σταυροφορικό η ορμή αυτή. Οι Έλληνες αγωνίστηκαν και σαν Χριστιανοί και σαν έθνος, που γυρεύει να κάνει κράτος δικό του, ανεξάρτητο.

Μα δεν ήταν πια οι Ρωμαίοι αυτού για να τους δείξουν πώς φτειάνονται και πώς κυβερνιούνται τα μεγάλα κράτη τους πολλούς λαούς.

Στο αναμεταξύ αυτό σταμάτησε και ο Ελληνικός πολιτισμός εκεί που τον άφησαν οι άνθρωποι του 1453, ενώ ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ίσα ίσα από κείνον τον καιρό άρχισε κ' έπαιρνε ολοένα δρόμο και κυρίευε τον κόσμο. Και έτσι στα 1770 και στα 1821 που ξύπνησαν και σηκώθηκαν πρώτοι από τους Ανατολικούς λαούς οι Έλληνες και χτύπησαν τον Τούρκο, δεν είχαν πια στην Ανατολή την ηθική επιβολή που είχαν άλλοτε. Και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ανατολής ξυπνούσαν σιγά σιγά και δυνάμονε μέσα τους, σύμφωνα με το πνεύμα του 19ου αιώνα, η εθνική συνείδηση. Άμα είδαν τους Έλληνες σηκώθηκαν και αυτοί έπειτα και χτύπησαν τον Τούρκο. Τον χτύπησαν κι αυτοί και σαν Χριστιανοί, και σαν έθνη που θέλουν την πολιτική τους αυθυπαρξία.

Ως τόσο οι Έλληνες, που δεν κατάφεραν, για τους λόγους που αναφέραμε, να πάρουν την Πόλη και να ξανακάνουν το Ανατολικό τους κράτος, όμως κατώρθωσαν να πλάσουν, με τη βοήθεια της Ευρώπης, που τους συμπάθησε για τον αγώνα τους, ένα μικρούτσικο κράτος σ' έναν τόπο που κατοικούσαν πυκνά ελληνικής φυλής άνθρωποι.

Τώρα τελευταία στην Τουρκιά συνέβηκε ένα περιστατικό, που μπορεί και να αλλάξει κάμποσο, μετά καιρό, το Τούρκικο κράτος. Ξύπνησαν μερικοί Τούρκοι, με τη μανία να γίνουν κι αυτοί Ευρωπαίοι. Οι νεοφώτιστοι από τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό νέοι Τούρκοι κατάφεραν και έκαναν βουλή και γερουσία στην Τουρκιά, νομίζοντας πως αυτό θα σώσει το κράτος τους από την καταστροφή. Και χάρισαν μερικά ψίχουλα ισοπολιτείας στους χριστιανικούς λαούς, που κατοικούν μέσα στο κράτος τους.

Αμέσως κατέβηκε στο νου των γραμματισμένων Ρωμιών μια θύμηση κ' ένας συλλογισμός ― μήπως κάνουν και τίποτε άλλο οι τωρινοί Έλληνες από εύκολους συλλογισμούς; ― Και είπαν οι γραμματισμένοι: «Όπως στο Ρωμαϊκό αρχαίο κράτος, άμα δόθηκε ισοπολιτεία σ' όλους τους λαούς, οι Έλληνες κατάφεραν κ' έκαναν το Ανατολικό τμήμα του σιγά σιγά κράτος Ελληνικό, παίρνοντας την πολιτική εξουσία στα χέρια τους, ― έτσι και στο Τούρκικο το κράτος, που κι αυτό κατάχτησε την Ανατολή, αφού τώρα δόθηκε η ισοπολιτεία, οι Έλληνες πάλι θα πάρουν σιγά σιγά την πολιτική εξουσία στα χέρια τους και θα κάνουν πάλι το κράτος Ελληνικό. Δηλαδή θα ξαναγίνει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ιστορία επαναλαμβάνεται κατά γράμμα». Μακάρι να μπορούσε να γίνει!

Μα είπαμε πως οι Έλληνες δεν έχουν πια την επιβολή που είχαν με τον πολιτισμό τους, τον καιρό των Ρωμαίων. Τώρα κανένας ανατολικός λαός δεν έχει τους Έλληνες ανώτερους από τον εαυτό του. Είμαστε όλοι ισοπεδωμένοι μπροστά στους Ευρωπαίους. Λοιπόν γιατί θα υπακούσουν στους Έλληνες, που τους σιχαίνονται κιόλας όλοι τους, επειδή απ' αυτούς όλοι έχουν κάτι ν' αρπάξουν (τα απομεινάρια της πρωτητερινής τους πολιτικής και θρησκευτικής κυριαρχίας; Μήπως έχουν τάχα λόγχες οι Έλληνες για να εξουσιάσουν τους άλλους και να επιβάλλουν το κράτος τους; Μήπως έχουν λάμψη άλλη; Τίποτε. Μονάχα που δεν είναι κακοί έμποροι. Μα και γι' αυτό ακόμα πρέπει να χαντακωθούν. Πώς θα ζήσουν οι άλλοι; Ώστε το Τούρκικο το κράτος δε θα γίνει με τον καιρό Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Και είναι όχι περιττό, μα βλαβερώτατο, για το έθνος, να κατασκορπά την ενέργεια του δεξιά κι' αριστερά, άσκοπα.

Και να γιατί πάει η Μεγάλη Ιδέα! Αν ήταν δυνατή η μεγάλη Ιδέα, γιατί δεν ήρθε στο νου των Ιταλών, που αυτοί τέλος πάντων έπλασαν το Ανατολικό κράτος με πρωτεύουσα την Πόλη;·

Οι ιδέες πρέπει να συμφωνούν με τα πράματα, και για να συμφωνούν πρέπει να βγαίνουν απ' αυτά. Τα τωρινά πράματα λεν πως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με τον πολυσύνθετο και δυνατό μηχανισμό της, δεν ανασταίνετε, ή δεν ξαναγεννιέται. Αλλού πρέπει να γυρέψουν τα ιδανικά τους οι Έλληνες, και αλλού να συγκεντρώσουν την ενέργεια τους και να τη ρίξουν όλη μαζωμένη. Πάει και η Πόλη και η Αγιά Σοφιά! Πάει η Κόκκινη Μηλιά και ο Βασιλιάς ο Μαρμαρωμένος! Αυτός θα μείνει αιώνια μαρμαρωμένος, τώρα που θα τον στήσουν άγαλμα μαρμαρένιο, για παράδειγμα ― όμορφο, πολύ όμορφο, και συγκινητικό παράδειγμα ― σ' ένα λόφο της Αθήνας.

3

ΝΕΟ ΙΔΑΝΙΚΟ. Και άμα βγάλουμε από τη θύμησή μας για πάντα την Πόλη και το Βυζαντινό κράτος, και ξερριζώσουμε τη μικρή σπίθα της ελπίδας που τρεμολάμπει ακόμα, τι θα απομείνει στην ψυχή του Έθνους; Ποια ιδέα θα πάρει τη θέση της Μεγάλης Ιδέας; Ποιο είναι το ιδανικό που θα βάλει το έθνος να σαλέψει πάλι, να ζωντανέψει, να κουνηθεί σύσωμο προς κάποια διεύθυνση;

Το Ελλαδικό κράτος, είπαμε, αναγκαστικά θα μεγαλώσει, για να υπάρξει. Το Τ ο ύ ρ κ ι κ ο κ ρ ά τ ο ς λ ο ι π ό ν π ρ έ π ε ι ν α δ ι α λ υ θ ε ί τουλάχιστο στην Ευρώπη και στα νησιά, αφού το Ελληνικό κράτος θα μεγαλώσει πάντα εις βάρος του Τούρκικου. Ας κρατήσουν οι Τούρκοι την Πόλη. Καλλίτερα αυτοί. Οι Έλληνες άρα πρέπει να πάρουν από το Τούρκικο κράτος όσα μπορούν περισσότερα, (μαλώνοντας ή συναγροικούμενοι με τους άλλους λαούς της Ανατολής), τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα Νησιά, ως την Κύπρο.

Πρέπει να θέλει κανείς εκείνο που μπορεί και να μη φουσκώνει τα μυαλά του με ονείρατα και στείρους πόθους μεγαλείων που δε γίνονται. Πρέπει να ξεκαθαρίζει κανείς το τι θέλει.

Τα ονείρατα κ' οι υπερβολικοί πόθοι παραλύουν και τον άνθρωπο και τα έθνη. Αν γίνει πάλι άξιο το έθνος, είναι δική του πάλι αργότερα και η Πόλη, και η Ανατολή και ό,τι άλλο θέλει.

Σ' έναν ξένο, που για να μ' ευχαριστήσει, μου επαινούσε τους αρχαίους Έλληνες, αποκρίθηκα πως εμείς οι τωρινοί Έλληνες δε θεωρούμε δικά μας τα έργα που έκαναν εκείνοι, και μας αρέσει να πλάσουμε εμείς άλλα. Και μου είπε τότε αυτός, πολύ σοφά: ― Έ χ ε τ ε κ α ι ρ ό μ π ρ ο σ τ ά σ α ς!

Αντί λοιπόν τη Μεγάλη Ιδέα που βούλιαξε και πάει, γιατί είναι αδύνατο από μας να γίνει πράγμα, να ένα ιδανικό για τους Έλληνες πραγματικό, η έ ν ω σ η τ ω ν π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ω ν Ε λ λ η ν ι κ ώ ν τ ό π ω ν σ' έ ν α κ ρ ά τ ο ς Ε λ λ η νι κ ό α ξ ι ο σ έ β α σ τ ο . Ένα τέτοιο ιδανικό, που το προτείνουμε όχι μόνο στο Ελλαδικό κράτος το μικρό και στους Έλληνες του, άλλα σ' όλους τους Έλληνες της γης, μπορεί να γεμίσει τις ζωές γενεών ανθρώπων.

Την ιδέα από την πράξη τη χωρίζει μια τρίχα. Από το ένα στο άλλο είναι ένα βήμα: Και το βήμα θα το κάνει και την τρίχα θα την περάσει η απόφαση. Άμα ξεδιαλύνει κανείς καλά, μα καλά, το τι θέλει ― αν αληθινά θέλει τίποτε ― εύκολα βρίσκει τον τρόπο για να το καταφέρει. Άμα είναι γεμάτος ο άνθρωπος από ένα σκοπό, τα εμπόδια του φαίνονται παιγνίδια και οι άνθρωποι μύγες.

Ώστε το πρόβλημα του Ελληνισμού δεν είναι το να διοικηθεί τέλεια η Μικρή Ελλάδα, ούτε το να καταφερθεί η Μεγάλη Ιδέα. Άλλο είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι να ενωθεί μιαν ώρα αρχήτερα η Ελληνική φυλή σ' ένα κράτος δυνατό, για να ζήσει καλλίτερα και να δείξει η φυλή τη δύναμή της. Ο αγώνας όλων μας ας είναι αυτός, και ας μη σκορπίζεται σε άσκοπες ενέργειες η δύναμη της φυλής.

Και τώρα ξεκαθαρίζονται τα χρέη του καθενός:

1) Οι Έλληνες του κράτους πρέπει να προσπαθήσουν να διοικηθούν όσο γίνεται φυσικώτερα, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο για να κάνουν στρατό, που θα βοηθήσει την ένωση της φυλής. Η φυσικώτερη διοίκηση για τους Έλληνες είναι η τοπική αυτοδιοίκηση, που θα ελαφρώσει το κράτος από πολλά βάρη και πολλές σκοτούρες, αφίνοντάς το πιο ήσυχο για να κοιτάξει το στρατό του και την εξωτερική του πολιτική.

2) Οι εξωμερίτες Έλληνες πρέπει να οργανώσουν τις κοινότητές τους έτσι, που να διατηρούν μονάχοι τους όλα τα σκολειά τους και να είναι έτοιμοι πάντα για να υπερασπίζονται από κείνους που επιβουλεύονται την ύπαρξή τους και για να σηκωθούν ενάντια στον Τούρκο (στην Ευρώπη και στα Νησιά).

3) Παράλληλα μ αυτά τα χρέη, όλοι μαζί οι Έλληνες έχουν χρέος να μεταρρυθμίσουν την παιδεία τους. Και αυτή θα μεταρρυθμιστεί προ πάντων με το να πάρουν τη φυσική τους γλώσσα, τη ζωντανή, όργανο διδασκαλίας, και να μιλούν και να γράφουν τη γλώσσα τους ελεύτερα, και πάντα, χωρίς ντροπή μην τους ονομάσει κανείς αγράμματους.

Ο αγώνας για την ένωση της φυλής, γινόμενος απ' όλους τους Έλληνες, θα σιάξει το χ α ρ α χ τ ή ρ α μ α ς τ ο ν α ν θ ρ ώ π ι ν ο. Ο ίδιος αγώνας, μαζί και με την τοπική αυτοδιοίκηση, θα σιάξουν, όσο παίρνει, και τ ο ν π ο λ ι τ ι κ ό μ α ς χ α ρ α χ τ ή ρ α . Το ελεύτερο μεταχείρισμα της φυσικής μας γλώσσας θα βάλει σε τάξη το φορτωμένο και στραβωμένο και μαραντζιασμένο μ υ α λ ό μ α ς, και θα ταφήσει ελεύθερο να γεννοβολήσει.

Το ένα απ' αυτά να γίνει μονάχα, δε φτάνει. Πρέπει, να γίνονται όλα μαζί και παράλληλα, γιατί είναι όλα σχετικά και στενά δεμένα. Και το ένα φέρνει το άλλο.

4

ΦΥΣΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ. Φυσική διοίκηση στο Ρωμέικο από τότε που φανερώθηκε στον κόσμο, είναι η τοπική αυτοδιοίκηση. Οι αρχαίοι ζούσαν σε πολιτείες, που η κάθε μια με τα τριγυρινά χωριά της ήταν και κράτος ιδιαίτερο με πολιτική αυθυπαρξία, η Αθήναι, η Σπάρτη, η Θήβα, τα Μέγαρα, η Κόρινθο, η Κέρκυρα, η Αίγινα, η Συρακούσα, κτλ. Ύστερα παρουσιάστηκε ένας βασιλιάς Αλέξαντρος, Έλληνας εξαιρετικός και μοναδικός, και υπόταξε τις πολιτείες αυτές, μαζί με τόσους άλλους λαούς. Αυτός πήρε από τις πολιτείες την πολιτική τους ανεξαρτησία, αλλά τους άφησε την αυτονομία, δηλαδή τοπική αυτοδιοίκηση.

Έπειτα οι Ρωμαίοι, πολιτικοί ανοιχτομάτες, που δεν παν να αφανίσουν εκείνο που σε κάθε τόπο υπάρχει, παρά το μεταχειρίζονται για τους δικούς των τους πολιτικούς σκοπούς, οι Ρωμαίοι, σαν τον Αλέξαντρο, άφησαν τις Ελληνικές πολιτείες να κυβερνιούνται μοναχές τους, και αυτοί κράτησαν την πολιτική κυριαρχία. Ας σηκωνόταν η Σπάρτη να χτυπήσει τις Ρωμαϊκές λεγεώνες!

Το Βυζαντινό κράτος ήταν συνέχεια του Ρωμαϊκού και άφησε κι αυτό τοπική αυτοδιοίκηση στις ελληνικές πολιτείες.

Οι Βενετσάνοι, άλλοι πάλε τετραπερασμένοι πολιτικοί κι αυτοί, όταν κατάχτησαν τα νησιά και τις παραθαλάσσιες πολιτείες τις ελληνικές, έκαναν γραφτές συνθήκες μαζί τους και τις άφησαν κι αυτοί να διοικούνται οι ίδιες, προσκυνώντας μονάχα το βενετσιάνικο λεοντάρι.

Οι Φράγκοι όπου πέρασαν, τα ίδια έκαναν, χωρίς συνθήκες όμως.

Οι Τούρκοι, πιο βάρβαροι, μα όχι λιγώτερο πολιτικοί, αναγνώρισαν την τοπική αυτοδιοίκηση στους Ελληνικούς τόπους, μη μπορώντας μήτε να κάνουν τους χριστιανούς μουσουλμάνους, μήτε να τους κόψουν τη γλώσσα, (όπως σκόπευαν), μήτε να μπουν στο νόημα της χριστιανικής διοίκησης, μη θέλοντας κιόλας να φορτωθούν ξένες έννοιες. Κάθονται ήσυχοι οι χριστιανοί, κάνουν τις διάφορες αγγαρείες, πληρώνουν τους φόρους, κανονικούς και ακανόνιστους; Τι άλλο ήθελε ο κυρίαρχος;

Αυτά γίνονταν αιώνες, και ως τα τώρα.

Τώρα ήλθε το Ελλαδικό το κράτος, και μ' ένα βαυαρέζικο νόμο αποκεφάλισε τη φυσική Ελληνική διοίκηση, ισοπέδωσε τάχα τις πολιτείες, τα χωριά και τους ανθρώπους, κατάστρεψε δηλαδή τις κοινότητες, και έχωσε τους ισοπεδωμένους Έλληνες σ' ένα στενό παπούτσι, που είναι μονάχα η τελευταία διοικητική διαίρεση του κράτους και λέγεται δήμος. Δηλαδή τι έκανε το κράτος; Όχι μόνον αφαίρεσε τα 9/10 από τα δικαιώματα και τα χρέη που είχαν οι πολιτείες και τα χωριά, αλλά και αναποδογύρισε τον οργανισμό τους. Ο Καποδίστριας, πιο έξυπνος, είχε αφήσει τις κοινότητες, γιατί δεν πάει ένας κυβερνήτης να αφανίζει τη βάση που στέκεται επάνω ο λαός του. Όταν πάω να φορέσω ένα ρούχο, δεν του αλλάζω τα φάδια του!

Και οι Βούλγαροι, οι έξυπνοι, ένοιωσαν ποια είναι η δύναμη του Ρωμιού, η κοινότητά του. Και επειδή είναι στην τωρινή Βουλγαρία λιγοστοί Ρωμιοί, (καμιά εκατοστή χιλιάδες), και αποφάσισαν να τους βγάλουν από τη μέση ή να τους αφομοιώσουν, σοφίστηκαν, τι νομίζετε; Ο,τι σοφίστηκε και το Ελλαδικό κράτος. Να αφανίσουν δηλαδή τις Ελληνικές κοινότητες. Χωρίς κανένα νόμο βαυαρέζικο αυτοί, έσβυσαν μια μέρα τις κοινότητες, άρπαξαν εκκλησίες, σκολειά, κοινοτικές περιουσίες, έκαψαν χωριά, έδιωξαν τους δεσποτάδες, εμπόδισαν τους δασκάλους, τους παπάδες, τους εφόρους, και παν και οι κοινότητες και η ελληνική ζωή!

Στην Τουρκιά όμως ακόμη υπάρχει η τοπική αυτοδιοίκηση, με τον τύπο της κοινότητας. Στην Αίγυπτο κάθε μέρα γ ί ν ε τ α ι. Στην Αμερική το ίδιο. Όπου δέκα Έλληνες, εκεί και κοινότητα. Κυβερνούνε τα ιδιαίτερα τους μοναχοί τους, και υποτάζονται κατά τα άλλα στους νόμους του κράτους όπου βρίσκονται. Δηλαδή τι κάνουν οι δέκα Έλληνες που βρέθηκαν μαζί; Πρώτα φέρνουν τις γυναίκες τους ή παίρνουν γυναίκες. Έπειτα χτίζουν το σπίτι τους, μια καλύβα. Ύστερα κάνουν παιδιά και παράδες, και μαζεύουν χρήματα και για το κοινό, και χτίζουν πρώτα ένα εκκλησιδάκι, και τέλος φτειάνουν και το σκολειό για τα παιδιά τους, δηλαδή φέρνουν έναν κουτσοδάσκαλο. Τις μικροδιαφορές που έχουν αναμεταξύ τους, μοναχοί τους τις ξεδιαλύνουν. Και ποτέ δεν αμφισβητούν την πολιτική κυριαρχία του κράτους όπου βρέθηκαν. Κυβερνούν μονάχα τα δικά τους, όσα μεταξύ τους, έξω από ξένους, ταιριάζει να γίνονται. Και αυτό το ξέρουν καλά οι Έλληνες, όσο και να τρώγονται αναμεταξύ τους.

Αφότου η Ελλάδα έκανε αυτή την ασύγκριτη στραβοκεφαλιά, και κατάργησε τις κοινότητες, σα να ήταν παλιοπάπουτσα, αφότου συγκέντρωσε όλες τις δουλειές στο κράτος, που το διαίρεσε σε δήμους, πάει κατά διαβόλου. Αυτά που θαυμάζουν τους Άγγλους, χωρίς να ξέρουν γιατί, ας θαυμάσουν στην Αγγλία την τοπική αυτοδιοίκηση, που αν και τρισμέγιστο κράτος, δεν την κατάργησε, παρά την άφησε, την υποστήριξε και τη μεταχειρίζεται.

Αφού οι Ρωμιοί της Καλαμάτας, ας πούμε από αιώνες τώρα συνήθισαν να κυβερνούν τις τοπικές δουλειές τους μοναχοί τους, τι έρχεται κι ανακατεύεται το κράτος; Τι έχει να κάνει στην Καλαμάτα; Το πολύ να γυρέψει φόρους λογικούς, και να τους εισπράξει με το καλό ή με το κακό, να διατηρεί χωροφύλακες, να επιθεωρεί τα σκολειά, τις εκκλησιές και τα τοπικά δικαστήρια, να κάνει κανένα ανώτερο δικαστήριο ή σχολείο, αν είναι ανάγκη, να αναλάβει κανένα μεγάλο δημόσιο έργο από κείνα που το κοινό της Καλαμάτας μοναχό του δεν μπορεί να καταφέρει, δρόμο, σιδερόδρoμο, λιμάνι, φάρο, στρατώνα. Οι Ρωμιοί της Καλαμάτας όλα τα άλλα ξέρουν να τα κάνουν, και καλλίτερα μάλιστα από το Κράτος, γιατί τους ενδιαφέρουν περισσότερο και πιο αληθινά, ξέρουν να συμβιβάσουν οι ίδιοι τις μικροδιαφορές τους, ξέρουν να κάνουν τοπικούς δρόμους, μικρά γεφύρια, νεκροταφεία, νοσοκομεία, βρύσες, φυλάγουν πολύ καλά μοναχοί τους τα αμπελοχώραφά τους και τα δάση τους, φτειάνουν και συντηρούν οι ίδιοι τα σκολειά τους και τις εκκλησιές τους. Γιατί ανακατεύεται και σ' αυτά το κράτος; Ποιος το προσκάλεσε; Αν το κράτος πρέπει να χώνει κι αυτού τη μύτη του, ας επιβλέπει, μονάχα κι ας καταγίνεται με όσα άλλα η κοινότητα δεν μπορεί να κάνει.

Μα λοιπόν, θα πει κανείς, αφού όλα μπορούν και τα καταφέρνουν μονάχοι τους οι Καλαματιανοί, ποια είναι η δουλειά του κράτους; τι ανάγκη να υπάρχει κράτος; Πρώτα πρώτα δεν είπαμε πως όλα μπορούν να τα καταφέρουν οι ίδιοι. Μπορούν να κυβερνήσουν μοναχοί τους μερικά, τα τοπικά τους. Π ρ έ π ε ι όμως να υπάρχει και Ελληνικό κράτος, γιατί αν δεν υπάρχει, θα υπάρξει άλλο κράτος, ξένο κράτος, που θα έλθει να εκμεταλλευτεί τις Ελληνικές κοινότητες και να τις ορίζει. Ελληνικό κράτος πρέπει να υπάρχει για να διατηρεί την ενότητα της φυλής. Οι Έλληνες πρέπει να υπακούουν πολιτικώς σε Έλληνες και όχι σε ξένους, όπως οι Ιταλοί υπακούουν σε Ιταλούς, οι Άγγλοι σε Άγγλους κτλ. Μονάχα έτσι θα καταφέρει κάτι να κάνει ως έθνος. Και το λέμε αυτό, γιατί, ξέρουμε πως οι Έλληνες έχουν τη φιλοδοξία να δημιουργήσουν κάτι, και ως άτομα και ως έθνος.

Του Ρωμιού δεν του λείπει η αξιοσύνη να κυβερνιέται πολιτικά ο ίδιος, μα πρέπει μονάχα πρώτα να νοιώσει, με τι τρόπο έζησαν και ζουν οι Έλληνες στον κόσμο, ποιος κοινοτικός οργανισμός τους βαστά. Οι Έλληνες ζουν π ά ν τ α σ ε κ ο ι ν ά ι δ ι ο κ υ β έ ρ ν η τ α . Λοιπόν ο Έλληνας ή οι Έλληνες, που θα κυβερνήσουν πολιτικά τους Έλληνες, πρέπει όχι να καταστρέψουν τα κοινά αυτά, παρά να τα αφήσουν, να τα περιποιηθούν, να τα μεταχειρίζονται, να τα εκμεταλλεύονται πολιτικά. Μ' άλλα λόγια είναι ανάγκη να κάνουν ίσα ίσα το αντίθετο από κείνο που έκανε ως τώρα το Ελλαδικό κράτος.

Μα πώς λοιπόν φανταζόμαστε πως μπορεί και πρέπει να είναι ένα Ελληνικό κράτος; Τι δουλειά θα κάνει; Αν δούμε πρώτα τι δουλειές σε κάθε τόπο Ελληνικό μπορεί και καταφέρνει η κοινότητα μοναχή της, και απ' αυτό θα συμπεράνουμε τι απομένει στο κράτος να κάνει.

&Στο κράτος λοιπόν απομένει να καταφέρει τα ακόλουθα:&

α') Χτίζει εκκλησιές και τις διατηρεί, με παπάδες, καντηλανάφτες κλπ.

β') Χτίζει σκολειά (με τα χρήματα που δίνουν είτε οι πλούσιοι του τόπου, είτε ο κοσμάκης στους δίσκους της εκκλησιάς, ― γι' αυτό δα πρέπει να υπάρχει η εκκλησιά, ― ή με ταχτικές συνεισφορές), πληρώνει δασκάλους για την κατώτερη, κάποτε και για τη μέση παιδεία.

γ') Φυλάγει με δραγάτες και δασοφύλακες κοινούς, αμπέλια, χωράφια, βοσκές και δάση, και φυλάγει με τσοπάνηδες κοινούς και αγελαραίους, γιδοπρόβατα, αγελάδες, βώδια και άλογα των ανθρώπων.

δ') Κάνει και νοσοκομεία με το χρήμα του πλούσιου που το συμπληρώνει με συνεισφορές, ή από την κοινοτική περιουσία που διαχειρίζεται.

ε') Κάνει και συντηρεί νεκροταφεία, τοπικούς δρόμους μέσα στην πολιτεία και στα περίχωρα, υδραγωγεία, βρύσες και μικρά γεφύρια.

στ') Με τη δημογεροντία της συμβιβάζει ή δικάζει ιδιωτικές μικροδιαφορές και τιμωρεί μικροκλεψιές, δαρσίματα και τέτοια.

ζ') Έχει τοπικούς ταχυδρόμους για την πολιτεία μέσα και για τα τριγυρινά χωριά, (μπορεί να έχει και τοπικά τηλέφωνα κτλ.).

η') Βαστά ληξιαρχικά βιβλία.

&Η κοινότητα η Ελληνική μπορεί και καταφέρνει μοναχή της τα ακόλουθα:&

1) Να επιβλέπει, αν θέλει, όλα αυτά που κάνει η κοινότητα μοναχή της, δηλαδή τα σχολειά, την τοπική ασφάλεια, τη συγκοινωνία, τα φιλανθρωπικά καταστήματα, την υγεία του τόπου, την πρόχειρη δικαιοσύνη, κτλ.

2) Να μαζεύει φόρους λογικούς για τις ανάγκες του Κράτους.

3) Να κάνει ανώτερα σχολεία, ειδικά σχολεία, πανεπιστήμια και διδασκαλεία, όσα και όπου μονάχα είναι ανάγκη.

4) Να έχει χωροφυλακή για τις μεγάλες αταξίες που μπορεί να τύχει να συμβούν, είτε εξ αιτίας τα μαλώματα μεταξύ ανθρώπων της ίδιας κοινότητας, είτε μεταξύ δύο ή τριών κοινοτήτων. Η χωροφυλακή θα ανακατώνεται, μόνον όταν προσβάλλεται η υπόσταση του κράτους. Η χωροφυλακή θα βοηθεί και στη σύναξη των φόρων, όταν είναι ανάγκη, θα φυλάγει και τις δημόσιες φυλακές.

5) Να κάνει ανώτερα δικαστήρια όσα και όπου είναι μονάχα ανάγκη. Είδαμε πως η κατώτερη δικαιοσύνη μένει χρέος της κοινότητας.

6) Να διατηρεί στρατό και στόλο, όσος χρειάζεται για την ασφάλεια του κράτους από εξωτερικούς εχθρούς, για την περίσταση που θα πρέπει να γίνει πόλεμος για να μεγαλώσει το κράτος, και για να χρησιμεύει το κράτος για φόβητρο και για δύναμη που μπορεί να τραβήξει φιλίες και συμμαχίες άλλων κρατών, και να εμποδίσει τον αφανισμό του έθνους από τους αλλοφύλους.

7) Να διατηρεί αντιπροσώπους, λιγοστούς μα διαλεμμένους, στα ξένα κράτη, όπου έχει συμφέροντα, και να φροντίζει προπάντων για τη διάδοση των Ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό.

8) Να κάνει, είτε απ' ευθείας, είτε με συμβόλαια με ιδιώτες, τα μεγάλα δημόσια έργα, δημόσιους δρόμους, γεφύρια, σιδεροδρόμους, γεωργικούς σταθμούς, υδραυλικά έργα, τηλεγραφεία, ταχυδρομεία, λιμάνια, τελωνεία, φάρους, και με αυτά και άλλα μέσα (φόρους προστατευτικούς κτλ.) να κοιτάζει πώς να προστατέψει την εγχώρια παραγωγή και βιομηχανία, το εμπόριο και το εμπορικό ναυτικό. Αυτά θα τα αναλάβει το κράτος, όπου και όταν οι κοινότητες και οι εταιρίες δεν μπορούν να τα καταφέρουν μοναχές τους.

9) Να έχει νομοθετικό σώμα, μια βουλή από 50 ανθρώπους, που να τους εκλέγουν όλους οι Έλληνες όλου του κράτους, και όχι κάθε επαρχία χωριστά από δυο τρεις. Η εκλογή θα γίνεται με απλή ή διπλή ψηφοφορία. (Ίσως η διπλή είναι καλλίτερη, δηλαδή μ' έναν τέτοιο τρόπο: κάθε κοινότητα να εκλέγει δυο τρεις αντιπροσώπους της, που αυτοί θα εκλέγουν έπειτα τους βουλευτές.).

&Απ' όλα αυτά θα βγουν τα ακόλουθα αποτελέσματα&:

Ι. Θα ενδιαφέρονται περισσότερο οι πολλοί για τον τόπο τους, και θα περιμένουν από την κοινότητα να τους βολέψει τα συμφέροντά τους, και γι' αυτό θα προσπαθούν να κυβερνιέται το κοινό τους όσο γίνεται καλλίτερα. Θα πασκίζουν να τα βολεύουν αναμεταξύ τους τα οικογενειακά, και δε θα τα περιμένουν αδιάκοπα όλα από το κράτος.

II. Τα ρουσφέτια θα ελαττωθούν ή θα εντοπισθούν στις κοινότητες και δε θα μολύνουν όλη τη διοίκηση του κράτους. Να λείψει, ολότελα το πολιτικό ρουσφέτι δεν είναι δυνατό, μα θα περιοριστούν πρώτα πρώτα οι θέσες που θα έχει να δώσει το κράτος, γιατί πολλές θέσες θα τις δίνουν οι κοινότητες. Πολλοί λοιπόν από τους τωρινούς θεσιθήρες θα γυρεύουν και θα βρίσκουν θέσες από την κοινότητα και όχι από το κράτος, και αντί να μαλλιοτραβιέται το κράτος μ' αυτούς, καλλίτερα να μαλλιοτραβιέται μονάχα η κοινότητα. Το ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ό, αντί να γίνεται μεταξύ κράτος και πολίτη, θα περιοριστεί στην κοινότητα, όπου είναι και φυσικό του να γίνεται.

III. Θα περιοριστούν οι φιλόδοξοι μικροπολιτικοί και τωρινά κομματάρχες, μικροραδιούργοι και δημοκόποι, στα μικροπολιτικά ― δηλαδή στην κοινότητά τους που είναι αρκετό στάδιο για ραδιουργίες και μικροσυμφέροντα. Θα τους βαστά δεμένους στην κοινότητα το συμφέρον, και από την κοινότητα θα βρίσκουν το δίκιο τους ή το άδικό τους. Ας τρώγονται εκεί αναμεταξύ τους για τοπικά συμφέροντα όσο θέλουν, αντί να τρώγονται, όπως τώρα, πάλι για τοπικά τους συμφέροντα, με το κράτος. Και δε θα βρίσκουν τρόπο να απλώσουν την επιρροή τους και στα πολιτικά του κράτους, αφού δε θα βγάζει κανένα βουλευτή δικό της η κοινότητα. Και το κράτος θα στέκεται από πάνω και θα επιτηρεί, και θα επεμβαίνει μονάχα όταν αυτό το ίδιο κινδυνεύει από τους σπαραγμούς των κοινοτήτων, ή όταν από τους μικροπολιτικούς σατραπίσκους και ντερεμπέηδες ολοφάνερα αδικείται πάρα πολύ ο λαός του τόπου.

IV. Οι φιλόδοξοι και επίδοξοι υποψήφιοι βουλευτές θα είναι λιγώτεροι και ίσως καλλίτεροι. Πολλοί, όπως είπαμε, θα προτιμούν να τρώγονται με τα μικροπολιτικά και τις μικροραδιουργίες του τόπου τους. Θα ξέρουν πως κι αν γίνουν βουλευτές (που πρέπει ο λαός όλου του κράτους να τους εκλέξει, και όχι μόνο η κοινότητα ή η επαρχία τους), δε θα μπορέσουν εύκολα να επωφεληθούν το βουλευτηλίκι για τα συμφέροντά τους τα τοπικά. Και γι' αυτό γίνονται βουλευτές τώρα, για να καταφέρουν καλλίτερα τις δουλειές τους στον τόπο τους. Από τάλλο μέρος θα τους είναι δυσκολώτερο να στοχαστούν να βάλουν κάλπη για βουλευτές, γιατί οι βουλευτές, επειδή θα εκλέγονται απ' όλους τους Έλληνες, (έστω και με έμμεση ψηφοφορία), θα πρέπει να είναι κάπως γνωστοί σ' όλο το Ελληνικό, για κάποιο καλό τους έργο, ή να δίνουν τουλάχιστο κάποιες ελπίδες. Και θα φιλοτιμηθούν μερικοί καλοί να δείξουν την αξία τους για να γίνουν βουλευτές. Και αυτοί οι βουλευτές δε θα έχουν κανέναν ιδιαίτερο σύνδεσμο ή υποχρέωση με καμιά κοινότητα ή επαρχία.

V. Ο προϋπολογισμός του κράτους θα ελαφρωθεί από διάφορα βάρη που τώρα έχει, χωρίς να ελαττωθούν πάρα πολύ οι φόροι που τώρα επιβάλλει. Οι κοινότητες δε θα είναι σαν τους δήμους που τα περιμένουν όλα από το κράτος, που τους αφαίρεσε κάθε πρωτοβουλία. Η κοινότητα ξέρει πάντα και βρίσκει χρήματα για τα συμφέροντα του κοινού, που ο καθένας τα βλέπει ποιά είναι, γιατί τα έχει μπροστά του, και τα βλέπει και ξέρει καλά π ω ς σχετίζονται με τα ατομικά του συμφέροντα. Ο ψωμάς και ο παπουτσής είναι καλός κριπής και πολιτικός για τα πολιτικά του σπιτιού του και του κοινού, μα όχι πάντα καλός για τα πολιτικά του κράτους, που βρίσκονται πολύ μακρύτερα απ' αυτόν. Παρακάτω αναφέρουμε παραδείγματα. Το καλλίτερο όμως παράδειγμα είναι οι κοινότητες που βρίσκονται όξω από τα σύνορα του Ελλαδικού κράτους. Οι Έλληνες εκεί πληρώνουν ταχτικώτατα και τους φόρους που επιβάλλει το Κράτος όπου μνήσκουν και τα δοσίματα που επιβάλλουνε τα συμφέροντα του κοινού. Πολύ συχνά δίνουνε χρήματα και για το Ελλαδικό κράτος που αντιπροσωπεύει γι' αυτούς (τόσο ελεεινά αλλοίμονο) την ιδέα του μεγαλείου του έθνους. Ο Ρωμιός είναι φιλόδοξος και για το έθνος του, και δίνει, ο κακόμοιρος, δίνει. Κανείς δεν μπορεί να πει, ύστερ' απ' αυτά, πως το έθνος μας είναι φτωχό.

Να σημειωθούν και τα παρακάτω, για να είμαστε συνεννοημένοι.

Δεν είναι ζήτημα ναλλάξουν όνομα οι δήμοι και να ονομαστούν κοινότητες ή κοινά. Με το όνομα δεν αλλάζουν και τα πράματα. Ας μείνει το όνομα δήμος, αν θέλετε, και δήμαρχος και συμβούλιο. Ή ας ονομαστεί το κύτταρο της τοπικής ιδιοκυβέρνιας, αν προτιμάτε: «Ναβουχοδονόσωρ»! Το ζήτημα είναι ναλλάξουν τα πράματα. Να μείνουν δηλαδή οι μικρότερες τοπικές περιφέρειες ι δ ι ο κ υ β έ ρ ν η τ ε ς, και να μην είναι η κοινότητα μονάχα η μικρότερη υποδιαίρεση του διοικητικού οργανισμού του κράτους. Η μικρότερη διοικητική διαίρεση ας είναι η επαρχία ή ο νομός, ή και τίποτε άλλο.

Επίσης δεν είναι ζήτημα αν τα υπουργεία είναι εφτά ή εβδομήντα εφτά. Ο αριθμός των υπουργείων έχει τόση σημασία όση και ο αριθμός των υπαλλήλων. Μπορεί δέκα υπάλληλοι να κάνουν δουλειά εκατό ανθρώπων και εκατό να μην κάνουν τη δουλειά ενός. Σκοπός είναι να ξεκαθαρίσει και να ξέρει το κράτος τι δουλειά έχει να κάνει και τι δουλειά πρέπει ν' αφήσει στις κοινότητες να κάνουν, και μονάχα το πνεύμα της εργασίας ν' αλλάξει. Και θα μπει σίγουρα νέο πνεύμα, δηλαδή κ α θ α ρ ό π ν ε ύ μ α σε κείνους που θα διευθύνουνε τις υπηρεσίες του κράτους, άμα ξέρουν καλά ποια είναι η δουλειά τους και ποια δεν είναι η δουλειά τους. Τώρα στο κεφάλι, τους όλα είναι σαλάτα και κουρκούτι, ανάκατα με λέξες, λέξες, λέξες.

Και τούτο το σημάδι ας το δείξουμε, για να φανεί ξάστερα πόσο λάθεβε ο νομοθέτης, που αφάνισε τα κοινά και μας κάθισε τους δήμους, και πόσο φυσικό είναι στο Ρωμιό να κυβερνά ο ίδιος τα τοπικά του, όπως κυβερνά ο ίδιος και το σπίτι του. Να το σημάδι.

Κάτω στο Μωριά ξεφύτρωσαν, κοντά στη Σπάρτη, διάφορες μικρές κοινότητες σα μανιτάρια, ενάντια στο νόμο. (η Βαμβακού και άλλες), που μη έχοντας εμπιστοσύνη ούτε στο δήμαρχο, ούτε στο κράτος που τους τον κάθισε, κυβερνούν οι ίδιες τα τοπικά τους συμφέροντα μ' ένα συμβούλιο από προεστούς, και ανεξάρτητα από το δήμο (χωρίς μάλιστα ν' ανακατεύουν ολότελα το δήμαρχο), και λοιπόν ανεξάρτητα από το κράτος. Και ποιά είναι τα τοπικά τους κοινά συμφέροντα; Εκείνα που είπαμε· έχουν δική τους περιουσία και κοιτάζουν τα σκολειά, τις εκκλησιές, τα νεκροταφεία, τα υδραγωγεία, τους δραγάτες, τους δρόμους, τα γεφύρια κτλ. Αφού όλα στην Ελλάδα ζουν εν παρανομίαις, γιατί να μη ζήσει και η παράνομη κοινότητα;

Να το λοιπόν το σημάδι: η κοινότητα που γεννιέται άθελα και ατόφεια, χωρίς να ρωτήσει κανένα νόμο, φυτρώνει, φουντώνει, καταστρατηγεί το νόμο, και ζει και βασιλεύει.

Στη Θεσσαλία, και απ' ένα δυο παλιές κοινότητες της Ακαρνανίας και της Εύβοιας, ο νομοθέτης, δεν ξέρω πώς, υποθέτω όμως από την αντίσταση των κατοίκων, άφησε την κοινοτική περιουσία να υπάρχει, μα πολύ στραβά ανακάτωσε στη διοίκησή της και τους δημάρχους. Το ότι αρχίζει να γίνεται φως, το λένε κάτι νομοσχέδια που άρχισαν από το 1896 και ξεπροβάλλουν δειλά και συμβιβαστικά που φαίνονται σα να δείχνουν πως μερικοί νομάρχες και βουλευτές ― πολύ λίγοι ― άρχισαν να νοιώθουν πώς κάτι τρέχει μες στο δήμο και κάτι δεν πάει καλά στη σχέση του κάθε χωριού με το κράτος, και ότι σ' αυτό φταίει ο οργανισμός των δήμων και ο νόμος του 1833. Μα και τα νομοσχέδια αυτά ανακατώνουν δήμους και κοινότητες μαζί και τα κάνουν μια σαλάτα.

Εδώ δε χρειάζονται συμβιβασμοί, παρά μονάχα χτυπήματα και τσεκουριές γερές στο δήμο, και θα πέσει μόνος του. Ο λαός παντού, σε κάθε τόπο, ας το κάνει αυτό, αν δεν το κάνει ο νομοθέτης. Καθεστώς που είναι ψεύτικο, δε στέκεται στα πόδια του.

Λοιπόν λέμε πώς το προσωρινό αυτό Ελλαδικό κράτος, για να βολευτεί λιγάκι ― προσωρινά πάντα, πρέπει να ξαναφανερωθεί μέσα του η τοπική αυτοδιοίκηση, κ' έτσι θα λυθούν τα χέρια του για τα σπουδαιότερα ή γενικώτερα χρέη του.

5

ΟΙ ΕΞΩΜΕΡΙΤΕΣ. Στην έξω από τα σύνορα του Ελλαδικού κράτους Ελλάδα η τοπική αυτοδιοίκηση υπάρχει. Οι Τούρκοι την άφησαν να στέκεται. Οι Έλληνες στην Αίγυπτο, στη Ρωσσία, στην Αμερική, την ξαναδημιουργούν κάθε μέρα. Παντού, όπου κι αν πηγαίνουν, αυτό κάνουν. Και το κράτος το Ελλαδικό σ' αυτά τα μέρη την επισημοποιεί. Οι Ελληνικές κοινότητες στην Αίγυπτο επικυρώθηκαν με Βασιλικά Διατάγματα του Γεωργίου του Πρώτου. Και δεν ανοίγουν τα στραβά τους να δουν, οι τυφλοί νομοθέτες του Ελλαδικού κράτους.

Αφίνουμε τις άλλες κοινότητες. Μόνο για την Τουρκιά, (ή την αλύτρωτη Ελλάδα), θα πούμε λίγα λόγια. Οι μεγάλες κοινότητες αυτού, πρέπει να καταφέρουν να συνδεθούν κάπως περισσότερο με τις μικρότερες. Ο μόνος σχεδόν σύνδεσμος των κοινοτήτων αναμεταξύ τους τώρα είναι ο δεσπότης και η «θεόσωστος» επαρχία του, δηλαδή το λιβάδι του. Λοιπόν ή ο δεσπότης είναι ανάγκη να φωτιστεί και να γίνει άνθρωπος, πράμα δύσκολο, ή οι μεγάλες κοινότητες πρέπει να κοιτάξουν λιγάκι γύρω, τους, να ιδούν τι κάνουν οι μικρότερες κοινότητες, και να φιλοδοξήσουν να τις περιλάβουν μέσα στην περιοχή τους ή στον οργανισμό τους. Έτσι θα τις βοηθήσουν να ζουν καλλίτερα, και καλλίτερα θα τις εκμεταλλεύονται εμπορικώς. Έτσι θα βρουν και οι μικρότερες κοινότητες πόρους αρκετούς για τα σκολειά τους, αν όχι και για άλλες ανάγκες τους, που και τώρα τις κοιτάζουν μοναχές τους, και οι μεγάλες θα προκόψουν καλλίτερα. Έτσι θα οργανωθούν και πιο βολετά οι κοινότητες για να υπερασπίζονται από κάθε επίθεση, είτε νόμιμη, είτε παράνομη, του Τουρκικού κράτους, ή των άλλων εθνών που κατοικούν μες στην Τουρκιά και που κοιτάζουν πώς να μας πάρουν το ψωμί από το στόμα και να μας ξεπατώσουν αδιάντροπα. Έτσι θα προετοιμαστούν οι Έλληνες της Τουρκιάς και για να μπορέσουν να σηκωθούν στο πόδι ενάντια στο Τούρκικο κράτος, όταν έρθει ο καιρός και η περίσταση (και μεις όλοι πρέπει να τον φέρομε τον καιρό και την περίσταση, γιατί βέβαια δε θα έρθει εξ ουρανού), και αποφασιστεί το πράμα απ' όλους τους Έλληνες. Έτσι και οι εξωμερίτες θα βοηθήσουν τον αγώνα για την ένωση της φυλής. Έτσι θα σιαχτεί, μ' αυτόν τον αγώνα, και ο χαραχτήρας τους, όσο παίρνει.

Περισσότερα εδώ γι' αυτό το ζήτημα δεν ταιριάζει να πούμε.

6

ΦΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Μα τώρα είναι κάτι άλλο για όλο το έθνος να πούμε· πρέπει τέλος πάντων ν' α λ λ ά ξ ε ι κ α ι τ ο μ υ α λ ό τ ο υ α ν θ ρ ώ π ου λιγάκι, ίσως όχι ναλλάξει καθαυτό, μα να ξεσκλαβωθεί από μια βαρειά σκλαβιά που το πλακώνει αιώνες τώρα και το κάνει να μαραγκιάζει και μαραίνεται ― η ε π ί σ η μ η γ λ ώ σ σ α. Το μυαλό του Ρωμιού πρέπει να ξεκαθαριστεί απ' αυτή τη σκουριά.

Βέβαια τα έργα που έγραψαν Όμηρος, Πίνδαρος, Αισχύλος, Δημόκριτος, Θουκυδίδης, Πλάτωνας, Μέναντρος, Λουκιανός, είναι έξοχα. Κανείς δεν αντιλέγει. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι αληθινοί άνθρωποι που και τους Θεούς τους κατέβασαν στη γη για να τους δουν καλλίτερα. Οι αρχαίοι Έλληνες στην τέχνη έπλασαν, πρώτοι απ' όλους τους λαούς της γης, τον τ έ λ ε ι ο ά ν θ ρ ω π ο. Κοιτάξτε τα αγάλματά τους και τους ήρωες τους. Είναι και οι πρώτοι που άρχισαν να παρατηρούν σωστά και να μαζεύουν υλικό για τις τωρινές επιστήμες. Ύστερ' απ' αυτούς οι λαοί δεν κάνουν άλλο, παρά να συμπληρώνουν τις επιστήμες που άρχισαν να τις καταλαβαίνουν εκείνοι, και να επαναλαβαίνουν την τέχνη τους, πλάθοντας κι αυτοί, όσο γίνεται πιο τέλεια, τον τύπο «άνθρωπος». Ως αυτού πάει καλά.

Μα τι έκαναν οι άλλοι λαοί για να συμπληρώσουν την επιστήμη και να δημιουργούν τέχνη; Μεταχειρίστηκαν ένα όργανο. Δεν είπαν πως επειδή οι πρώτοι αληθινοί επιστήμονες και οι πρώτοι τέλειοι τεχνίτες μεταχειρίζουνταν όργανο την ελληνική γλώσσα (ή το ελληνικό μάρμαρο) γι' αυτό είναι ανάγκη κι αυτοί να μεταχειριστούν το ίδιο όργανο για να φτάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Όχι. Είπαν οι λαοί, ο καθένας χωριστά και με το νου του, θα συμπληρώνουμε ατέλειωτα την επιστήμη και θα πλάθουμε τέχνη με ό,τι όργανο έχουμε μεις. Εμείς έχουμε όργανο μια γλώσσα, τη δική μας γλώσσα. Κουτσή στραβή, αυτήν έχουμε, αυτήν και θα μεταχειριστούμε. Την τελειότητα στην τέχνη, και τη σωστή παρατήρηση στις επιστήμες, τα έδωσε στους Έλληνες εκείνους όχι η γλώσσα τους, αφού η γλώσσα είναι όργανο μονάχα και τίποτε άλλο, τους τα έδωσε το πνεύμα, ο νους τους, το μυαλό. Με μυαλό και μεις, και με μια γλώσσα που την ξέρουμε καλά, με τη γλώσσα που την ξέρουμε ίσα ίσα καλλίτερα από κάθε άλλη επειδή είναι δική μας, μ' αυτή τη γλώσσα θα σπουδάσουμε επιστήμες και θα πλάθουμε τέχνες. Το είπαν και το έκαναν.

Στην αρχή είχαν κι αυτοί κάποιες αμφιβολίες, γιατί δεν τα είχαν καλά καλά ξεκαθαρισμένα τα πράματα στο μυαλό τους, και προσπαθούσαν, με μια γλώσσα πεθαμένη, ― τη λατινική, (που μέσον αυτής εγνώρισαν και θαύμασαν την ελληνική αρχαιότητα), ― να κάνουν τη δουλειά τους. Μα γρήγορα είδαν πως τίποτα δε βγαίνει με το σύστημα αυτό. Και είπαν. Είναι άσκοπο και περιττό να ξεθάφτουμε πεθαμένες λαλιές για να κάνουμε μ' αυτές ζωντανά έργα. Η δική μας η γλώσσα σιγά σιγά πρέπει να γίνει και θα γίνει άξια για να εκφράσει ό,τι έχουμε στο νου μας. Μόνο με τη γλώσσα που αντιπροσωπεύει σωστότερα από κάθε άλλη τα νοήματά μας, μ' αυτήν και όχι με άλλη θα εκφράσουμε καλλίτερα εκείνο που θέλουμε. Μόνον αυτή είναι ολότελα ταιριασμένη με τη δική μας σκέψη, δηλαδή με τα τωρινά ζωντανά πράματα.

Και έτσι, ο καθένας μεταχειρίστηκε τη γλώσσα που μιλούσε. Μ' αυτήν έγραψε, μ' αυτήν δίδαξε στο σκολειό, μ' αυτήν μίλησε στη Βουλή κτλ. κτλ. Και πέρασαν αιώνες. Και δούλεψαν και δουλεύουν, και έπλασαν και πλάθουν, και αφίνουν τη γλώσσα τους και τρέχει, και ζουν και βασιλεύουν.

Και στους αιώνες αυτούς που πέρασαν, τι έκανε το έθνος το Ελληνικό;

Θαμπωμένο από την αίγλη των έργων των προγόνων του που αναφέραμε, δεν πρόφτασε να εξετάσει και να ξεκαθαρίσει τα πράματα, δεν κατάφερε να καλοστοχαστεί και είπε: «Η γ λ ώ σ α τ ω ν π ρ ο γ ό ν ω ν, αυτή ήταν έξοχη, αφού σ' αυτήν εγράφτηκαν τα έξοχα τα έργα, που ο κόσμος αντιλαλεί εξαιτίας τους και που και μάς ακόμη μάς περιχύνουν με τέτοια φεγγοβολή!» Είπε και θαύμασε! Και ήταν μονάχα σα να έλεγε: «Τ ο μ ά ρ μ α ρ ο τ ω ν π ρ ο γ ό ν ω ν (δηλαδή το μάρμαρο της Πεντέλης και της Πάρος), αυτό ήταν έξοχο, αφού μ' αυτό έγιναν τα έξοχα τα έργα, οι ναοί, τα αγάλματα, τα ανάγλυφα». Και είπε και τη συνέχεια: «Φυρί φυρί θα γράψω εκείνη τη γλώσσα, έτσι θα γίνω και γω κάτι και θακουστεί και το δικό μου τόνομα στον κόσμο, σαν εκείνων». Γιατί, αφού ξέπεσε ο αρχαίος πολιτισμός, το έθνος είχε πάντα τη φιλοδοξία ν' ακουστεί πάλι στον κόσμο, και δε συλλογίστηκε πως εκείνοι που έπλαθαν τα έξοχα τα έργα μια φιλοδοξία είχαν μονάχα, το π ώ ς ν α π λ ά σ ο υ ν, και αδιαφορούσαν για το θόρυβο και για τα λόγια του κόσμου. Να αμέσως μια διαφορά μεταξύ εκείνων και μας.

Ο χριστιανισμός ως τόσο στην Ανατολή, με τη βοήθεια του Ελληνικού μυαλού και της καλαισθησίας του, ξεχάνοντας τους αρχαίους ναούς και σπάνοντας τα αγάλματα των αρχαίων θεών, από αντιπάθεια έπλασε βέβαια κάτι: τ η Β υ ζ α ν τ ι ν ή Ε κ κ λ η σ ί α. Και ο λαός, ο ατίμητος, ο πλούσιος πάντα λαός, χαμπάρι μην έχοντας από τις αρχαίες τελειότητες και μην ξέροντας καν τους αρχαίους αλλοιώς παρά από την παράδοση (ο βασιλιάς Αλέξαντρος, οι Νεράιδες, ο Χάρος, η θρησκεία των αποθαμένων), δε εμποδίστηκε να δημιουργήσει, και έπλασε κι αυτός από ζωή κάτι τέλειο: τ α Δ η μ ο τ ι κ ά Τ ρ α γ ο ύ δ ι α. Και οι σοφολογιώτατοι γραμματισμένοι του έθνους, και πανιερώτατοι και πανασιολογιώτατοι αρχηγοί της εκκλησίας κολλημένοι στο γράμμα και όχι στο πνεύμα, αιώνες τώρα παρασύρουν το έθνος στην πιο τρανή, στην πιο κουτή παλαβωμάρα, στη μεγαλύτερη τρέλλα που μπορούσε ποτέ το έθνος να κάνει: να αποκηρύξει δηλαδή το ζωντανό εαυτό του και να προσκολληθεί σα στρείδι στη γλώσσα των αποθαμένων του.

Πολλοί τώρα θα πουν πως σύγκριση του Ελληνικού με τάλλα έθνη σε τούτο το ζήτημα δε χωρεί, γιατί για κείνα η λατινική ή η ελληνική γλώσσα ήταν ξένες, ενώ για μας είναι προγονική. Έχουν όμως άδικο όσοι το λεν και το ξαναλέν αυτό. Πρώτα πρώτα οι Ιταλοί είχαν προμάμμη τους τη λατινική και την άφησαν. Έπειτα κάθε γλώσσα που πέθανε, είτε ξένη είναι είτε προγονική, είναι… πεθαμένη. Αυτό δεν το κατάλαβαν οι Έλληνες και πολέμησαν αιώνες ως και το μυαλό τους να σαβανώσουν και να απομουμιώσουν, για να απολιθωθούν εις α ρ χ α ί ο υ ς Έ λ λ η ν ας. Και καταλαβαίνω η τρέλλα αυτή να βαστάει διακόσια, τριακόσια, ας είναι και πεντακόσια χρόνια. Μα δυο χιλιάδες χρόνια; Τι είδος μάγια έστησαν στους παθολογικούς στο μυαλό απογόνους τους οι φυσιολογικοί μεγάλοι Έλληνες που ζούσαν τον 5ον και 4ον αιώνα πριν από το Χριστό; Δεν το νοιώθω. Και τι λογής μεθύσι αρχαιοπρέπειας ήταν αυτό, που δεν κουράστηκε να οργιάζει δυο χιλιάδες χρόνια; Ίσως ο Βάκχος θα το ξέρει.

Θα πουν όμως άλλοι πως, από κάμποσο καιρό και δώθε, γινήκαμε πιο λογικοί, γιατί θελήσαμε να ταιριάσουμε την πεθαμένη γλώσσα με τη ζωντανή. Το αποτέλεσμα του σοφού αυτού συμβιβασμού θα σας το περιγράψουμε σε λίγο.

Μα δε νομίζετε, αγαπητοί μου Έλληνες, πως έφτασε πια η ώρα να γιατρευτούμε απ' όλα αυτά; Και η παθολογική κατάσταση και η τρέλλα έχουν τα όριά τους. Αρκετά οργιάσαμε στο φανταχτερό μεθύσι της αρχαιομανίας. Δεν κουραστήκαμε πια;

Η τρέλλα, η αρρώστεια, ή το σαράκι που μας τρώγει, είναι βαθύτερα παρ' ό,τι το θαρρούμε. Μας γύρισε το μυαλό στραβά σε κάθε είδος στοχασμό, και του στράβωσε κάθε δρόμο. Και προπάντων το σκολειό που, αφημένο στην αδειανή σοφία και διάκριση των γραμματισμένων, μ ο ρ φ ώ ν ε ι τάχα τον Έλληνα, ενώ τον αποστραβώνει και τον π α ρ α μ ο ρ φ ώ ν ε ι αλήθεια, το σκολειό μας είναι το χαραχτηριστικώτερο και το χειρότερο σημάδι της κατάντιας του μυαλού μας, το σκολειό που φροντίζει να τη φορτώσει και στα παιδιά μας, για να μην τύχει και χαθεί, μόνο να ζήσει, η στραβωμάρα αυτή εις αιώνα τον άπαντα!

Και γιατί;

1). Σκοπό έβαλε το σκολειό, από το δημοτικό στο Πανεπιστήμιο, να μάθει του παιδιού μ ι α γ λ ώ σ σ α και μάλιστα νεκρή, για να την κάνει με τον καιρό δική του γλώσσα. Ενώ κάθε γλώσσα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, παρά όργανο και όχι σκοπός της διδασκαλίας. Η γλώσσα στο σκολειό πρέπει να είναι μέσο για να μάθουμε άλλα πράματα.

2). Εξόν από τον τρομερό και άσκοπο κόπο που επιβάλλει στο παιδί, να μάθει δηλαδή μια γλώσσα, που δεν είναι δική του, και να τη βάλει στη θέση της δικής του, παραφορτώνει κιόλας και παραγεμίζει το μυαλό του παιδιού μ' έναν αρμαθό άταχτες, περιττές κι ασύνταχτες γνώσες, με το σκοπό να κάνει το παιδί άξιο για τι νομίζετε; Για να α ν α β ε ί σε ανώτερα σκολεία. Και ποια η ανάγκη να παν σε ανώτερα σκολειά όλα τα Ελληνόπουλα, ο ζευγολάτης, ο εργάτης, ο ναυτικός, ο χωριάτης; Η γλώσσα δεν τους άφησε να το στοχαστούν. Ένας πολύ σπουδαίος λόγος για να παν σε ανώτερα σκολειά όλοι οι Έλληνες, είναι για να μπορέσουν να ξεμάθουν τη γλώσσα τους ολότελα και να απομάθουν την αττική διάλεχτο! Αν ήταν δυνατό, θα ανάγκαζαν οι δάσκαλοι τον Έλληνα να μην πάψει ποτέ να πηγαίνει στο σχολειό ως που να γίνει αρχαίος λίθος ή μούμια. Και οι γνώσες αυτές όλες, που αποθηκεύει ο Ρωμιός ανάκατα στο μυαλό του, μαζεύοντάς τες από τα σκολειά του, είναι μια μεγάλη φουσκαλίδα, που αφού σκάσει αφίνει το μυαλό του άδειο. Και αν, κατά περίσταση, δε σκάσει, εξακολουθεί, να φουσκώνει, και αποβλακώνει ή αποστραβώνει τον άνθρωπο. Είναι άραγε ανάγκη να πούμε, ότι σκοπός κάθε σχολειού είναι να δίνει του παιδιού λίγες μα στερεές γνώσες, ανάλογες με τις ανάγκες του, δηλαδή με τη ζωή που θα κάνει το καθένα άμα μεγαλώσει; Και να του ξυπνάει, ακόμη μέσα του ό,τι ικανότητες τυχαίνει να έχει;

3). Και είναι βέβαια, ακόμη και τώρα, τελικός σκοπός της παιδείας, το να μάθει ο Ρωμιός την αττική γλώσσα, για να γίνει στο τέλος αρχαίος Έλλην, μα τώρα που έβαλαν νερό στο κρασί τους οι δάσκαλοι, προσπαθούν να φτάσουν στο αποτέλεσμα αυτό από άλλο δρόμο. Είδαν πως απότομα δεν μπορεί να γίνει η μεταμόρφωση, αφότου πέθανε μάλιστα κι ο Οβίδιος, και στοχάστηκαν να την καταφέρουν σιγά κι αγάλι αγάλι, με τέχνη και διπλωματία δασκαλοπαπαδίστικη. Ανάμεσα στη ζωντανή και στην πεθαμένη έβαλαν μιαν άλλη γλώσσα, ένα ανακάτωμα από ζωντανά και πεθαμένα κομματάκια. Και ανάγκασαν το παιδί να μάθει πρώτα αυτήν, και απ' αυτή σιγά σιγά ύστερα, ολοένα προσθέτοντας, με την ίδια τέχνη και διπλωματία, πεθαμένα στοιχεία και αφαιρώντας ζωντανά, να φτάσει στη νεκρική τελειότητα. Η μέση αυτή γλώσσα, που έγινε και η επίσημη γλώσσα του κράτους, ― φυσική γλώσσα ενός τραγελαφικού κράτους, ― λέγεται «καθαρεύουσα» και θα ήταν καλλίτερα να λεγόταν «βρώμα».

Επειδή τώρα το παιδί ξέρει και τρίτη ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα της μάνας του («το ειδεχθές εκείνο και βαρβαρικόν ιδίωμα»), που ο δάσκαλος πολεμάει καλά και σώνει να του την ξερριζώσει, και που μοιάζει βέβαια εξωτερικώς ορθογραφικώς και φθογγολογικώς με τη γλώσσα την αττική, που γυρεύει στο τέλος να του την μπίξει στο μυαλό, ― μπερδεύει, όλες αυτές τις γλώσσες μέσα στο μυαλό του το παιδί, και σα βγει από το σκολειό τις μεταχειρίζεται και όλες μαζύ και καμιά. Το τι σαλάτα γίνεται στην ομιλία, στο γράψιμο και λοιπόν και στο μυαλό του νέου Ρωμιού, είναι αφάνταστο. Δηλαδή δ ε ν τ ο φ α ν τ α ζ ο μ α σ τ ε ε μ ε ί ς που το βλέπουμε κάθε μέρα και το έχουμε για πολύ φυσικό, και μάλιστα για το μόνο σωστό. Έτσι έπρεπε να είναι. Αμήν. Έπειτα ένας που κάνει τόσον κόπο, όλα τα νειάτα του, για να μάθει κάτι, αφού το κουτσομάθει και νομίσει πια πως το καλοξέρει, είναι περήφανος φυσικά γι' αυτό και δε θα θελήσει ποτέ να παραδεχτεί (εξόν αν είναι έξυπνος) ότι όλοι αυτοί οι κόποι που έκανε παν χαμένοι και αυτά που έμαθε όχι δεν είναι τέλεια, παρά είναι χειρότερα κι από τη νούλα. Γι' αυτό βλέπουμε τις «Αρσακειάδες» και τις «Ζαππίδες», καθώς τις λένε, να περπατούν τόσο περήφανες στο δρόμο, και να έχουν τόσες απαιτήσεις για γαμπρούς αντάξιους της καθαρεύουσας, που αυτές πια την έχουν ξεσκολισμένη. Γι' αυτό βλέπουμε και τους νέους υφηγητές του πανεπιστημίου να κοκορεύονται τόσο και να περνούν για τέλειοι γαμπροί, που μόνο η προίκα τους λείπει.

Η γλώσσα αύτη ως τόσο, η νεοελληνική, που καταντά να μας αφήνει στο μυαλό μας το σκολειό (χωρίς να έχει μάλιστα σκοπό α υ τ ή ν να μας μάθει), και μας τη συμπληρώνει η σπουδαία εφημερίδα και ο σπουδαιότερος ρήτορας, λέγεται Βαβυλωνία! Γλώσσα χωρίς χρώμα, ή χαμαιλέοντας, γλώσσα χωρίς σύνταξη δική της ή φραγκαττική φρασεολογία, γλώσσα δίχως γραμματική ορισμένη ή αστοιχείωτη, γλώσσα δίχως ζωή ή τεχνητή, δίχως πνεύμα ή ανόητη, και χωρίς νόημα ή βλαβερή, ― όχι γλώσσα παρά άρνηση κάθε γλώσσας, γιατί ούτε την αττική μαθαίνουμε, ούτε τη γλώσσα της μάνας μας μάς αφίνουν, που μας τη βρωμίζουν αδιάντροπα, ούτε καν τη φράγκικη, ― α υ τ ή τη γλώσσα που δεν είναι γλώσσα, α υ τ ή ν αφίνουν σαν κατακάθι στο μυαλό μας τα σκολειά του Γένους. Μα το χειρότερο αποτέλεσμα δεν είναι η γλώσσα καθαυτό.

Το χειρότερο είναι η σαλάτα του μυαλού, όπου μαζεύονται και παλεύουν αναμεταξύ τους οι λέξες, και επομένως τα νοήματα, και βρίσκεται η λέξη συνήθως να μην αντιπροσωπεύει κανένα νόημα, τόσα πολλά νοήματα αλλάζει κάθε στιγμή, σύμφωνα με την ελεύθερη θέληση του κάθε γραμματισμένου. Και αποτέλεσμα ο κ ρ ο τ α λ ι σ μ ό ς, δηλαδή το να μασσά κανείς λόγια για να ακούει ο ίδιος ή άλλοι τον κρότο των συλλαβών, και τίποτε άλλο. Η λεγόμενη καθαρεύουσα, ο σοφός αυτός συμβιβασμός τάχα της αττικής με τη ζωντανή γλώσσα, ο τραγέλαφος, είναι η καλλίτερη γλώσσα για να μιλά κανείς μέρες ή να γράφει τόμους, χωρίς να λέγει απολύτως τίποτα. Λοιπόν η γλώσσα αυτή φέρνει και τη χ ι λ ι ο μ ε τ ρ ί τ ι δ α, δηλαδή το να μιλά κανείς και να γράφει χιλιόμετρα. Και το μυαλό του Ρωμιού συνήθισε έτσι, από το περίφημο σκολειό και από τους λόγους των ρητόρων και τα άρθρα των εφημερίδων, στην εύκολη σκέψη, δηλαδή στην άρνηση της σκέψης, και τεμπελιάζει και δε στοχάζεται τίποτα αληθινά, αφού φτάνει να βάζει κανείς λέξες τη μια κοντά στην άλλη χωρίς λόγο, σειρά και αφορμή, και να γεμίζει τον αέρα με ήχους ή το χαρτί με μυγοχέσματα, για να λέγεται γραμματισμένος, σοφός ή επιστήμονας, για να βρει νύφη με προίκα, ή για να γίνει ρήτορας στη Βουλή των Ελλήνων. (Αυτός δα δεν είναι τάχα και ο σκοπός του σκολειού, να μας μαθαίνει να γράφουμε, να διαβάζουμε, και να ρητορεύουμε σε μια γλώσσα που, επειδή δεν καταφέρνει να γίνει αρχαία, έχει τουλάχιστο τη υποκρισία να ντύνεται όσο μπορεί περισσότερο με τίτλους της αρχαίας και να τυλίγεται όσο μπορεί καλλίτερα μέσα σ' αυτούς, για να μη φανεί η γδύμνια του μυαλού μας;).

Ο στοχασμός καταργείται, δε χρειάζεται. Η λογική αναποδογυρίζεται, είναι περιττή. Ο συλλογισμός είναι σειρά φράσες που περπατούν κοντά και καταπόδι, σαν κανένα καραβάνι καμήλες στην έρημο, η μια κατόπι από την άλλη, και τις σέρνει, ποιος φαντάζεστε; Ένας γάιδαρος! Η έρημο είναι το μυαλό μας. Ο γάιδαρος η λογική μας. Και το σύνολον υποκρισία και ψευτιά και αδειοσύνη και αδιαντροπιά και κολοκύθια με τη ρήγανη!

Έτσι κατάντησε το μυαλό του Ρωμιού, ψεύτικο ή κούφταλο. Εξαιρούνται βέβαια οι …. εξαιρέσεις, που ή δεν πέρασαν από ελληνικό σκολειό, ή δε διαβάζουν ελληνικές εφημερίδες, ή ξέμαθαν ό,τι έμαθαν, ή τα πέταξαν όλα από πάνω τους και ξανάκαναν μόνοι τους, οι στοχαστικοί, την ανατροφή του μυαλού τους. Και ανάμεσα σ' αυτούς βλέπουμε τους καλλίτερους τωρινούς Έλληνες, την ελπίδα για τη μελλούμενη τύχη του έθνους. Μόνο πρέπει να ανασκουμπωθούν αυτοί, να παραβλέψουν τις ψιλοκοπιές που τους χωρίζουν, να τινάξουν την τεμπελιά από πάνω τους, να ενωθούν να θεωρήσουν κ ο ι ν ων ι κ ό ζ ή τ η μ α σ ο β αρ ό το ζήτημα της γλώσσας που θα μεταχειρίζεται, στο εξής το έθνος στα σκολειά του και παντού, να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να αφανίσουν τη σχεδόν τραγική επιρροή των γραμματισμένων, και να ξαναδώσουν στον Έλληνα την καθαρή συνείδηση πως ο εαυτός του είναι πάλι καλλίτερος από κάθε πεθαμένο πρόγονο, όσο μεγάλος και να είναι, αφού το λέει μάλιστα και ο Εκκλησιαστής: «κάλλιο σκύλος ζωντανός, παρά νεκρό λιοντάρι»!

Θα πουν βέβαια και θα ξαναπούν μερικοί, πως δεν είναι καιρός τώρα για τέτοια ζητήματα, τώρα που έχουμε τόσα άλλα «σπουδαιότερα» να κοιτάξουμε, και θα αναφέρουν το Μακεδονικό, το Κρητικό, το στρατιωτικό, το πολιτικό ζήτημα κτλ. Και θα τους ρωτήσουμε αυτούς αν το έχουν για μικρό και ασήμαντο το ζήτημα να καθαριστούν τα ακάθαρτα, χάρις στην καθαρεύουσα, μυαλά του έθνους, και αν δεν είναι σπουδαίο, να στοχαζόμαστε καλά. Άλλως τε το είπαμε και παραπάνω, το είπε και κάποιος αρχαίος: «και τούτο δει ποιείν, κακείνο μη αφιέναι».

Αυτή είναι η αρρώστεια, αυτή η σκλαβιά του μυαλού μας, που δεν τη νοιώθουμε πια, τόσο τη συνηθίσαμε. Αν νομίζετε πως πρέπει να τη φυλάξουμε κι αυτή σα μια παράδοση παλιά του Έθνους, μ' όσα κι αν μας φέρνει κακά, να τη φυλάξουμε. Μα προσέχετε, η παράδοση αυτή δεν είναι του έθνους παράδοση, είναι μονάχα των γραμματισμένων του έθνους και της εκκλησίας. Αν η Ανατολική Εκκλησία θέλει να την κρατήσει, ας την κρατήσει. Και η Δυτική Εκκλησία κρατεί τη λατινική. Μα τα δημοτικά τραγούδια, που είναι η ζωή και η τέχνη, αυτά, είναι του έθνους η παράδοση. Και κοιτάξτε σε τι γλώσσα είναι γραμμένα. Με την παράδοση των γραμματισμένων θα καταντήσει το μυαλό μας τέτοιο, που θα δουλεύει λιγώτερο και από τώρα, που δεν καταγίνεται πια παρά σε μικροκατεργαριές, για να πορεύεται ο μικράνθρωπος το ψωμί του, ή για να φαντάζει και να κοκορεύεται. Καμιά φορά οι πρόληψες είναι χρήσιμες για τη συντήρηση του ανθρώπου και των εθνών. Και αυτή η παράδοση είναι μια πρόληψη, σπουδαία μάλιστα, αφού έχει καταντήσει θρησκεία. Μα σε τούτη την περίσταση και ύστερα από τόσους κόπους που βασίλευσε και οργίασε, είναι τέλος πάντων καιρός να χαντακωθεί, άλλοιώς θα χαντακωθούμε εμείς που την έχουμε στήσει, κατά διαταγή των γραμματισμένων, σαν είδωλο μες στο μυαλό μας, που κάτω κάτω δε μας φταίει και τίποτε το κακόμοιρο.

Είναι παράδοξο αλήθεια ο έξυπνος ελληνικός λαός να καταντά θεληματικά κουτός από σεβασμό προς το γράμμα, προς τα γράμματα και προς το γραμματισμένον. Και θα ήταν συγκινητική η πεισματάρικη θυσία που τόσους αιώνες τώρα εξακολουθεί και προσφέρει στους αρχαίους και θαυμαστούς προγόνους και στα περασμένα μεγαλεία μια ολιγαρχία του έθνους, που σέρνει το λαό από τη μύτη, ― αν δεν ήταν κρίμα ένας τέτοιος λαός να χάνεται σε τέτοιες άσκοπες θυσίες, την ώρα που οι θυσίες όλες έπρεπε να γίνονται γ ι α ν α ζ ή σ ε ι τ ώ ρ α, θυσίες άλλες, θυσίες στη ζωή και στη νίκη.

Παράλληλο με το ξ ε σ κ λ ά β ω μ α τ ω ν χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν που φέρνει ο πόλεμος, ο αγώνας για την πολιτική ένωση της φυλής, σ' ένα κράτος ελληνικό μεγάλο, αντρειώνοντας και εξευγενίζοντάς τους, είναι τ ο ξ ε σ κ λ ά β ω μ α τ ο υ μ υ α λ ο ύ, που φέρνει το ξεφόρτωμα από την αττική και από την καθαρεύουσα, και το ελεύθερο μεταχείρισμα της ζωντανής γλώσσας παντού και πάντα. Όσο για την τοπική αυτοδιοίκηση, αύτη χρησιμεύει γ ι α ν α σ υ ν τ η ρ ε ί τους Ελληνικούς τόπους σε κάποια δ ι οι κ η τ ι κ ή ι σ ο ρ ρ ο π ί α με το πολιτικό τους περιβάλλον.

Προτείνουμε λοιπόν στο έθνος ολόκληρο, καθαρά και ξάστερα, το ακόλουθο πρόγραμμα:

α') Αγώνα οργανωτικό, πολεμικό, και επαναστατικό, για να ενωθεί η φυλή σ' ένα κράτος ελληνικό, άλλο από το τωρινό μικρό και πρόσκαιρο κράτος, που είναι χάρβαλο.

β') Να υποστηρίξει παντού, σ' όλους τους Ελληνικούς τόπους, προπάντων όμως μέσα στο Ελλαδικό κράτος, όπου καταπατείται, την τοπική αυτοδιοίκηση.

γ') Να μιλά και να γράφει τη γλώσσα της μάνας του, και μόνον αυτήν να έχει εθνική του γλώσσα, και να αναγκάσει και τους δασκάλους μ' αυτήν να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα.

Ω έθνος μαργωμένο, πού είναι η περηφάνεια σου; Μην έχεις πεποίθηση σε κανένα, μήτε στους Μεγάλους ξένους της γης, μήτε στους Μεγάλους προγόνους σου, π α ρ ά μ ό ν ο σ τ ο ν ε α υ τ ό σ ο υ. Από κανένα μην περιμένεις τίποτε, π α ρ ά μ ό ν ο ν α π ό τ ο ν εα υ τ ό σ ο υ.

ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 295 του «Νουμά». (11 του Μάη 1908). Γράφτηκε σε απάντηση του άρθρου του Γ. Σκληρού «ΟΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΑΔΕΣ ΣΤΟΥΣ ΝΑΤΣΙΟΝΑΛΙΣΤΕΣ» που δημοσιεύτηκε στους αριθ. 291, 292 και 293 του «Νουμά» (Απρίλης του 1908). Είταν το πρώτο άρθρο του Σκληρού αυτό, ύστερ' από το φυλλάδιο του το «Κοινωνικόν μας ζήτημα», που άναψε τη σοσιαλιστική συζήτηση στο «Νουμά». Όπως λέει στην αρχή του άρθρου του ο Σ., από «σοβαρούς βιωτικούς περισπασμούς» εμποδίστηκε να κατέβει νωρίτερα με συστηματική πολεμική με τους κριτικούς του για το «Κοινωνικόν μας ζήτημα», και κατεβαίνει στον αγώνα για να πει βιαστικά μερικά λόγια «από φόβο μήπως η μακρύτερη σιωπή μου παρεξηγηθεί και αυξήσει, το θάρρος μερικών κριτικών μου να διαστρέφουν, να στρεβλώνουν τις ιδέες μου όπως τους κατέβει». Ο Σκληρός κρίνοντας, στο άρθρο του αυτό, το άρθρο του Ίδα: «ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΟΙ ΤΑΞΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΝΑΣ» τονέ χαραχτηρίζει ως «&υποκειμενικό ιδεολόγο και ουτοπιστή&» που «βάση της σκέψης του δεν έβαλε την παρατήρηση της &εξωτερικής αντικειμενικότητας&», αλλά μια εσωτερική επιθυμία. Κατά το Σ. ο Ίδας «παίρνει μόνο τα επίσημα &σκηνικά της ζωής& χωρίς να σπουδάσει τη &γένεσή τους& και παραβλέπει προ πάντων τα &παρασκήνια&, αυτά που μπορούν να εξηγήσουν την πραγματική έννοια της ζωής». Έτσι, κατά το Σ. «ορισμένη εποχή του &φεουδαλικού καθεστώτος& εδημιούργησε το Κράτος και κατόπι με τη φορά της εξελίξεως οι &αστοί έρριξαν στη μέση την ιδέα του &έθνους& και της &πατρίδας& για να φέρουν αντιπερισπασμό πρώτα στους φεουδάλους και κατόπι στους προλετάριους, σκεπάζοντας συνάμα μ' αυτές τα οικονομικά τους συμφέροντα». Στο παράπονο του Ίδα: «δε μας ξαίρεις εμάς τους Τουρκομερίτες και για τούτο μας ξέχασες στο βιβλίο σου», ο κ Σ. απαντάει: «Σας ξαίρω και σας παραξαίρω κ. Ίδα, και ίσως νάμαι περισσότερο τουρκομερίτης από σας. Εκεί γεννήθηκα και δεκαοχτώ χρονάκια έζησα στα βάθη της Μικράς Ασίας. Εκεί είδα με τα μάτια μου όχι μόνο την τυραννία του τούρκικου φεουδαλικού καθεστώτος, αλλά και τη φαυλότητα του &ρωμαίικου φεουδαλικού θεοκρατικού& καθεστώτος. Εκεί είδα σε τι απαίσιο σκοτάδι πλέει ο λαός μας, δουλεύοντας σαν είλωτας όχι μόνο στον τούρκο, αλλά και στο δικό του τον καλόγερο, το καθαρό αυτό απομεινάρι του απαίσιου φεουδαλικού Βυζάντιου. Εκεί ένιωσα κατάβαθα πως ο κλήρος μας με τα περιώνυμα &φεουδαλικά του προνόμια&, στα οποία στηρίζουν όλα τους τα μεγάλα σχέδια οι &μεγαλοπράγμονες τουρκομερίτες πολιτικοί μας&, είναι ο &καλύτερος και φυσικώτερος σύμμαχος του φεουδάλου σουλτάνου&, μοιραζόμενος μαζί του αθόρυβα τα πλιάτσικα του δυστυχισμένου λαού, που τον βαστάν και οι δυο τους σε κτηνώδη κατάσταση. Αλί στο Έθνος που στηρίζει τις ελπίδες του σε φεουδαλικό κλήρο και καθεστώς! &Όταν με καιρό κηρυχτεί η αστική επανάσταση στην Τουρκιά, η μόνη που θα πάρει το μέρος του φεουδάλου σουλτάνου θάναι η φυσική του σύμμαχος Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία&». Στο τέλος του συσταίνει να γίνει λιγάκι «ψιλόλογος επιστήμονας» γιατί έτσι θα τον πολεμήσει αποτελεσματικώτερα, αφού «θα τον καταλάβει καλύτερα». ― Στο άρθρο του αυτό, κάτω από την υπογραφή του ο Ίδας πρόσθεσε «&Ανθρωποΐδας& πίθηκος» και στη σημείωσή του δικαιολογιέται έτσι: «Το παρατσούκλι αυτό δικαιολογείται από τον τρόπο που με χαρακτηρίζει, με καλωσύνη, ο κ. Σκληρός δηλαδή «&Κοινός άνθρωπος& που δεν έχασε ακόμη το φυσικό του εγωισμό και τη φυσική του θηριώδη κατάσταση». Ενώ «&ευγενής πολιτισμένος άνθρωπος& είναι κείνος που θέλει συνειδητά να υποβοηθήσει το εξανθρωπιστικό έργο της εξέλιξης!» Και ποιος τη γνωρίζει την κ. Εξέλιξη; Δεν ξαίρω. Εγώ όμως δεν τη γνωρίζω».

ΤΟ τελευταίο άρθρο του κ. Σκληρού, που επιγράφεται «Οι σοσιαλιστάδες στους νατσιοναλίστες», με αναγκάζει να μπω πάλι λιγάκι στα μελάνια, πράμα που δεν το κάνω συχνά. Ούτε τα γραψίματα, ούτε τα λόγια τα πολλά, ούτε τα «ξελαρυγγίσματα» μ' αρέσουν, όπως φαίνεται να πιστεύει ο κ. Σκληρός. Μα αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Θέλω να πω, ― επειδή με προκαλούν, ― μερικά λόγια για το «σύστημά» μου, όπως είπε για το δικό του ο κ. Σκληρός.

Η κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α (sociologie) είναι επιστήμη.

Ο κ ο ι ν ω ν ι σ μ ό ς (socialisme) είναι πόθος.

Η κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α είναι μελέτη όσο γίνεται πιο αντικειμενική. (Ο άνθρωπος, δηλαδή το όργανο που μελετά, δεν μπορεί ποτέ να είναι ολότελα αντικειμενικός).

Ο κ ο ι ν ω ν ι σ μ ό ς είναι κάτι τι όλως διόλου υποκειμενικό, επάνω κάτω εκείνο που λέει ο κ. Σκληρός «υποκειμενική κοινωνιολογία», είναι δηλαδή η κοινωνιολογία, όπως τη νοιώθει ο σοσιαλιστής.

Την κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α τη μ ε λ ε τ ά ο επιστήμονας, δηλαδή μια τάξη ανθρώπων.

Τον κ ο ι ν ω ν ι σ μ ό τον α ι σ θ ά ν ε τ α ι ο προλετάριος, δηλαδή άλλη τάξη ανθρώπων.

Επειδή ο κοινωνισμός είναι κοινωνικό φαινόμενο, το μελετά κ α ι αυτό ο κοινωνιολόγος. Είναι λοιπόν και ο κοινωνισμός ένα από τα άπειρα ζητήματα που ξεδιαλύνει και μελετά η κοινωνιολογία.

Αν τύχει από μεγάλη ψυχοπονιά και συμπάθεια να αισθάνεται ο κοινωνιολόγος σαν τους προλετάριους, μπορεί να γίνει κοινωνιστής, θεωρητικός όμως. Δεν ξέρω αν μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, δηλαδή ένας σοσιαλιστής να είναι και κοινωνιολόγος, γιατί τότε θα πρέπει να έχει αφήσει την «υποκειμενική κοινωνιολογία», που του αρέσει, και να έχει γίνει επιστήμονας, πράμα που δε συμβιβάζεται πολύ πολύ με συμπάθειες και αντιπάθειες.

Ο κοινωνισμός ή σοσιαλισμός είναι η λαϊκή έκφραση μερικών κοινωνικών θεωριών. Γεννήθηκε από τις ανάγκες και τα αισθήματα των εργατικών, που γυρεύουν να καλλιτερέψουν την τύχη τους, να δουλεύουν δηλαδή λιγώτερο, να κερδίζουν περισσότερο, και να γλεντούν και να ξεκουράζουνται όσο μπορούν περισσότερο ― γιατί είναι αλήθεια κατακουρασμένοι άνθρωποι. Αλλά γιατί το ιδανικό των εργατών να γίνει όλων των ανθρώπων ιδανικό, αυτό δεν το νοιώθω.

Ο σοσιαλισμός γίνηκε έπειτα θεωρία στα κεφάλια των θεωρητικών, μελετήθηκε από τους κοινωνιολόγους που τον έβαλαν στη θέση του (τον ταξινόμησαν), κατάντησε ουτοπία (δηλαδή μεταφυσικό φαινόμενο σε μερικά άλλα κεφάλια, που τονέ γενίκεψαν υπερβολικά), και αρματωμένος σαν τον αστακό με τα θεωρητικά επιχειρήματα, κατέβηκε σαν ουρανοκατέβατος πάλι σε μια τάξη του λαού, στην εργατική τάξη, και την ξεσήκωσε. Γιατί είναι συμπαθητική θεωρία, κολακεύει την ελπίδα της ευτυχίας ( = ησυχίας).

Αλλοιώς όμως μιλεί ένας επιστήμονας σ' άλλους επιστήμονες, και αλλοιώς ένας πολιτικός (έστω και κοινωνιολόγος) στο λαό. Στους επιστήμονες ο κοινωνιολόγος θα πει πως ο σοσιαλισμός είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται στις κοινωνίες άμα κουραστεί η εργατική τάξη από το να μνήσκει σκλαβωμένη στα ιδανικά και στις ανάγκες άλλης τάξης. Στο λαό θα πει ο πολιτικός, με επιστημονικοφανή ίσως επιχειρήματα, ότι ο σοσιαλισμός είναι το τέλειο, «το άκρον άωτον της προόδου και εξελίξεως», le dernier cri και ε π ο μ έ ν ω ς η ευτυχία. Είναι, βέβαια κατ' ανάγκη ο πολιτικός στα λόγια του αποκλειστικός, και μόνο με την αποκλειστικότητα ξεσηκώνονται και σαλεύουν οι κοινωνικές τάξες. Ο αποκλεισμός όμως δεν είναι επιστήμη, και άρα ο σοσιαλισμός που θέλει να αποκλείσει τις ανάγκες και τα ιδανικά κάθε άλλης τάξης, δεν είναι επιστημονικό επιχείρημα, αλλά α ί σ θ η μ α (υποκειμενική κοινωνιολογία).

Με κατηγορεί ο κ. Σκληρός πως έχω «αφηρημένες ψύχωσες». Ίσως, μα δεν είναι λιγώτερο ευγενικές από μιαν άλλη επίσης «αφηρημένη ψύχωση» που ξέρω, το θεωρητικό σοσιαλισμό. Γιατί, καθώς είπα, και ο σοσιαλισμός από αίσθημα μεταμορφώνεται και γίνεται θεωρία ιδανικό, ψύχωση, και ουτοπία, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο αίσθημα, όσο και αν προέρχεται από συγκεκριμένους λόγους.

Και με κατηγορεί ο κ. Σκληρός, και λέει πως κάθομαι στην ησυχία μου, και για τις «αφηρημένες μου ψυχώσεις» στέλνω τους «συγκεκριμένους ανθρώπους στο μακελειό, κόβοντας και ράβοντας με ελαφρή συνείδηση την τύχη και την ευτυχία τους». Δε με συγκινεί πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός μου. Όπως εγώ στέλνω στο μακελειό συγκεκριμένους ανθρώπους για τα ιδανικά μου, έτσι και ο κ. Σκληρός στέλνει στο μακελειό ― ο κακούργος! ― άλλους συγκεκριμένους ανθρώπους για τα δικά του ιδανικά, που τα νομίζει πιο σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ευτυχία των συγκεκριμένων ανθρώπων. Γιατί όταν αυγατίσουν οι προλετάριοι στον Ελληνισμό και τους σηκώσουν στο πόδι τα σοσιαλιστικά αισθήματα, ένστικτα ή ιδανικά, θα κάμουν και απεργίες και σηκωμούς, και μπορεί και να σκοτωθούν πολλοί, μαλώνοντας με το πισωδρομικό κράτος. Όσο για την ευτυχία των ανθρώπων δε φροντίζω, γιατί, ούτε τη δική μου ευτυχία δε γυρεύω. Το αν κάθομαι στην ησυχία μου ή όχι, εκείνοι που με γνωρίζουν μπορούν να κρίνουν.

Ο σοσιαλισμός λοιπόν είναι το ιδανικό, η ψύχωση, η λαχτάρα του εργάτη σε μερικές εποχές της ζωής των κοινωνιών. Ο κ. Σκληρός γυρεύει την πάλη ανάμεσο στις τάξες, αυτό θεωρεί ιδανικό, και όχι το σοσιαλισμό. Επειδή όμως πιστεύει πως η πάλη αυτή θα πάει μπροστά με το να υποστηρίζονται τα ιδανικά του εργάτη, δηλαδή ο σοσιαλισμός, ― ξεγελιέται και γενικεύει και λέει τον εαυτό του σοσιαλιστή, και βγάζει το σοσιαλισμό κοινωνιολογία και πανάκεια των νέων κοινωνιών.

Εκείνος όμως, που καταλαβαίνει τα κοινωνικά ζητήματα, και νοιώθει πως μικρά και μεγάλα α ρ χ ί ζ ο υ ν από οικονομικούς λόγους, δε σημαίνει πως είναι και σοσιαλιστής…..

Του κ. Σκληρού το ιδανικό δεν είναι ο σοσιαλισμός, παρά, όπως λέει ο ίδιος, «εκπολιτιστικά ιδεώδη που συμπίπτουν με τη συγκεκριμένη ευτυχία των συγκεκριμένων ανθρώπων.»

***

Αφού έθεσα έτσι τα ζητήματα, τώρα ας αναλύσω τον εαυτό μου, και ας κοιτάξω πώς σχετίζομαι με όλ' αυτά ε γ ώ, το Ελληνικό άτομο του 1908.

Με συμβουλεύει ο κ. Σκληρός να γίνω σκληρός, και σκληρότητα, κατά τη γνώμη του, είναι «να αναλώνει κανείς αμείλικτα τα ένστικτά του, τσαλαπατώντας τις πρόληψές του, συντρίβοντας τις αφηρημένες ψύχωσές του». Πού να ξέρει, πως από μικρός άλλο τίποτε δεν κάνω παρά να αναλύνω με λύσσα και ευσυνειδησία τον εαυτό μου και να σημειώνω τις ανάλυσες σα συνταγές χημικού που αναλύνει τα σώματα (6).

Λοιπόν δεν είμαι «πατριώτης». Αλλά γεννήθηκα Έλληνας και Έλληνας θα μείνω, θέλοντας και μη, ως που να πεθάνω. Αναγνωρίζω τη σκλαβιά μου και δε νομίζω πως υπάρχει ε λ ε ύ τ ε ρ η θ έ λ η σ η, γιατί αν ύπαρχε θα μπορούσα να γίνω κοσμοπολίτης.

Ο κ. Σκληρός, που ξεπέρασε τάχα τον εθνισμό, αν τον ξεπέρασε, γιατί βάλθηκε και καλά να συλλογίζεται την Ελληνική κοινωνία και δε στοχάζεται κοσμοπολίτικα; Γιατί του έρχεται τόσο φυσικά να μιλά για την κοινωνία μας; Δε μιλεί βέβαια στους Έλληνες με «πατριωτικά ξελαρυγγίσματα» όπως οι ουτοπιστές πατριώτες, αλλά με «σοσιαλιστικές θεωρίες», όπως οι θεωρητικοί σοσιαλιστές. Το ίδιο κάνει: μιλεί στους Έλληνες, ελληνικά.

Αλλά, τέλος πάντων, υπόθεσε πως είμαι εγώ, ή ο Α ή ο Β, «πατριώτης», Και μεις τότε είμαστε μιαν ανάγκη, όπως είναι ο κ. Σκληρός. Το να υπάρχω κ α ι εγώ, είναι αρκετή δικαιολογία της ύπαρξής μου. Αν υπάρχουν σοσιαλιστές, υπάρχω όμως και εγώ. Έχουμε ίσα δικαιώματα να ζήσουμε, και οποίος νικήσει.

Επειδή ψυχολόγησα πολύ τον εαυτό μου, είδα πως έχει τάσες θεωρητικές, και επειδή το θ ε ω ρ η τ ι κ ό άνθρωπο τονέ βλέπω μ ι σ ό ν άνθρωπο, γι' αυτό ανάγκασα τον εαυτό μου να ανακατωθεί με τους ανθρώπους για να γίνει και μ η θ ε ω ρ η τ ι κ ό ς. Θα είναι και το φυσικό μου τέτοιο: να είμαι δηλαδή μισός θεωρητικός και μισός μη θεωρητικός. Είμαι σα δυο άνθρωποι: ένας που ζει και ένας άλλος που κ ο ι τ ά ζ ε ι απ' όξω τη ζωή μου. Και έτσι νοιώθω καλλίτερα και τον εαυτό μου και τους άλλους.

Όταν όμως ανακατώθηκα με τους ανθρώπους, κατάντησα πολιτικός τους. Φαίνεται, είμαι φυσικά «αρχικός», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Αλλά δεν έγινα δούλος της πολιτικής. Την ονομάζω και αυτήν, όπως και τον έρωτα και την επιστήμη, ― β ά ρ α θ ρ ο, γιατί τις περισσότερες φορές χάνεται ο άνθρωπος μέσα της.

Πριν ανακατωθώ με τους ανθρώπους, επειδή μ' άρεζε, σπούδαζα την κοινωνιολογία στα βιβλία. Τώρα τη σπουδάζω στην κοινωνία μέσα. Και επειδή γύρω μου έτυχε να έχω μ ι α κοινωνία, την Ελληνική, μ' αυτήν καταγίνομαι.

Αλλά έζησα και σ' άλλους τόπους και σ' άλλους χρόνους, και παράβολα, σύγκρινα, και είδα τη ν έ κ ρ α της τωρινής κοινωνίας, της Ελληνικής. Δε μ' άρεσε η νέκρα της, και γύρεψα πως μπορούσε κανείς να ζωντανέψει την κοινωνία μου.

Πρώτα πρώτα ένοιωσα πως κοινωνία Ελληνική δεν είναι η κοινωνία που ζει μέσα στα σύνορα του Ε λ λ α δ ι κ ο ύ κράτους, παρά όλοι οι Έλληνες που βρίσκονται στον κόσμο, όσοι δεν έγιναν ακόμη ούτε ξένοι, ούτε κοσμοπολίτες, γιατί κάτι τους συνδέει όλους αυτούς αναμεταξύ τους.

Και είδα την Ελληνική αυτή κοινωνία ― λιμνοθάλασσα αποκοιμισμένη.

Κατάλαβα πως πρέπει να κουνηθούν μεγάλες μάζες της κοινωνίας αυτής. Και διάλεξα τον πιο σύντομο δρόμο για να φτάσω σ' αυτό το αποτέλεσμα. Πήγα και ηύρα τους Έλληνες που κακοπερνούσαν περισσότερο, τους Μακεδονίτες, τους Ηπειρώτες, τους Θράκες, και έβαλα ν' αστράψει μπροστά στα μάτια, τους μ ι α ν ε λ π ί δ α, η ελπίδα να γλυτώσουνε από την κακοπέραση. Αιτία της κακοπέρασης ολοφάνερη ― ο Τούρκος. Άμα τον ξεφορτωθούνε αυτόν αμέσως θα καλοπεράσουν. Δηλαδή τι κάνω; Κολακεύω: α') Τον πόθο του γλυτωμού από το βάρος του Τούρκου, και β') την ελπίδα καλλίτερης τύχης. Μέσο για να φτάσουμε στο ξεσήκωμα των δούλων ― η αλληλοβοήθεια. Και άρχισα να διοργανώνω τους ανθρώπους με κοινή ενέργεια.

Είχα και ένα παράδειγμα ζωντανό μπροστά μου. Οι Βούλγαροι στα 1903 πώς έκαμαν και σήκωσαν τόσα χωριά στη Μακεδονία, και δικά τους και μη δικά τους, κατεπάνω στον Τούρκο; Είπαν στους χωριανούς πως άμα διώξουν τους Τούρκους μπέηδες, τα τσιφλίκια θα γίνουνε δικά τους (των χωριανών δηλαδή). Και μάλιστα τους τα ξεμοίρασαν από πριν στους χωριανούς, και τους έδειξαν του καθενός το κομμάτι που θα πάρει.

Αυτό ηύρα κατάλληλο μέσο και γρήγορο για να κουνηθεί ένα μέρος τουλάχιστο της Ελληνικής κοινωνίας. Τώρα βρίσκονται άλλοι που προτείνουν να ξεσηκώσουν τις εργατικές τάξες του Ε λ λ α δ ι κ ο ύ κράτους κατεπάνω στο κεφάλαιο. Δεν το αποκλείνω και αυτό ως καλό μέσο, μα μου φαίνεται πως γ ι α τ ώ ρ α πιο γρήγορα μπορεί να πιάσει το άλλο. Γιατί; Γιατί η βιομηχανία δεν είναι αρκετή στο Ελλαδικό βασίλειο για να βγάλει πολλούς προλετάριους, και ίσως οι εργάτες στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες κοινωνίες, ζουν καλά. Πιο μακριά είναι ο εργάτης στην Ελλάδα από το σοσιαλισμό, παρά ο δούλος Ρωμιός από ένα σηκωμό κατεπάνω στον Τούρκο. Δε φοβούμαι τις νέες ιδέες, ούτε το αίστημα του σοσιαλισμού, όπως υποθέτει ο κ. Σκληρός. Νομίζω όμως πως ακόμα δεν ήρθε φυσικά η ώρα του.

Δηλαδή τι κάνω; Αφίνω την Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία να σκουληκιάζει για την ώρα, αφού δεν έχει αρκετή βιομηχανία για να γεννήσει προλετάριους, και παίρνω το λαό του δούλου Ελληνισμού, και προσπαθώ να τον σηκώσω κατεπάνω στους «τυράννους», όποιοι και αν είναι.

Τους Δεσποτάδες του Φαναριού, αν δεν μπορέσω να τους φέρω στα νερά μου, θα τους χτυπήσω κι αυτούς, γιατί είναι πάντα έτοιμοι να συμμαχήσουν με τον Τούρκο. Το ίδιο θα γίνει και με τους κοτζαμπασήδες ..

Τώρα κάνω κ' ένα άλλο. Πατριώτης, είπα, δεν είμαι. Ως τόσο τον πατριωτισμό, όπου υπάρχει γύρω μου, θα τον εκμεταλλευτώ σ υ ν ε ι δ η τ ά. (το έκαμε και ο Μπίσμαρκ), και μ' αυτό θα προκαλέσω αγώνες, γιατί πιστεύω πως οι αγώνες εξυγιαίνουν τους ανθρώπους και ξυπνούν τους κοιμισμένους. Το να ταράζω τα νεύρα των πατριωτών της Ελληνικής κοινωνίας (σε κάθε κοινωνία υπάρχουν ουτοπιστές πατριώτες), τους ξεσηκώνω, και φωνάζουν και αυτοί. Αν δεν κάνουν άλλο τίποτε οι φωνές τους, όμως καταστρέφουν ολότελα την πίστη του Έλληνα στο ελεεινό Ε λ λ α δ ι κ ό κράτος. Όλα αυτά ετοιμάζουν την κοινωνική επανάσταση.

Με τον κ. Σκληρό δεν είμαι σύμφωνος ότι το έθνος δεν είναι ανθρωπινό, παρά είναι σκιά έθνους. Συμφωνώ όμως ότι το κράτος είναι ελεεινό.

Το κίνημα των οργανωμένων ραγιάδων θα ξεσπάσει σίγουρα έπειτα και στην Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία, χτυπώντας και κει κατακέφαλα κάθε παλιανθρωπάκο και τυραννίσκο, που θα θελήσει, άμα ελευτερωθούν και αυτοί να τους εκμεταλλευτεί.

Αλλά κάνω και ένα άλλο ακόμη. Επειδή πιστεύω, όπως ο κ. Σκληρός, ότι «μόνο μια μεγάλη οικονομική εξέλιξη θα ζωντανέψει το δυστυχισμένο τόπο», κοιτάζω να βρω τρόπο να κουνήσω τα κεφάλαια προς τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, για να φουντώσει η βιομηχανία και το εμπόριο. Αυτό θα αυγατίσει και τους προλετάριους, και τ ό τ ε, θα είναι πια καιρός να σηκωθούν και αυτοί για να γυρέψουν τύχη καλλίτερη.

Θα πει ο κ. Σκληρός, πως ένα άτομο και δυο δε θα σπρώξουν το κεφάλαιο να κουνηθεί. Ο ίδιος όμως στο άρθρο του, σε μιαν ερώτηση δική του: «Και π ο ι ο ς θα τους αναγκάσει αυτούς (εννοώ τους πολιτικούς και την κυβερνήτρα τάξη) ναφήσουν το χουζούρι τους;» ― απαντά: «Οι άλλες τάξες, ο λαός». Αλλά λίγο παρακάτω προσθέτει: «Τότε μόνο μπορεί το άτομο να παίζει σπουδαίο ρόλο, όταν στηριχτεί, σε καμιά κοινωνική ομάδα, υποστηρίζοντας κυρίως τα συμφέροντά της. Έτσι έκαμαν και οι μεγάλοι πολιτικοί», και αναφέρνει με τόνομά τους τον Μπίσμαρκ και τον Καβούρ.

Δεν είπα ποτέ, ούτε σκέφτηκα το εναντίο, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ κανένα άτομο, και προπάντων άτομο πολιτικό, ξεκάρφωτο από την κοινωνία όπου μεγάλωσε και ζει και πολιτεύεται. Όχι μόνο ο Καβούρ και ο Μπίσμαρκ, παρά και ο Περικλής και ο Καίσαρ ακούμπησαν στις κοινωνικές τάξες για να αναδειχτούνε.

Αλλά, ενώ ο κ. Σκληρός θα στηριχτεί στους προλετάριους, που ακόμα δεν υπάρχουν ή δεν είναι σωστοί προλετάριοι, εγώ, άλλο άτομο, θα στηριχτώ στην τάξη των βιομήχανων και εμπόρων, και θα υποστηρίξω τα συμφέροντά της, θα προσπαθήσω να τους συνασπίσω, να τους δείξω τη δύναμη της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης.

Και φέρνω ένα μικρούτσικο παράδειγμα: εδώ που είμαι γνωρίζω έναν που πασκίζει να φτειάσει μια coopérative de crédit από Έλληνες κεφαλαιούχους κ' εμπόρους. Αυτή άμα γίνει, θα βοηθήσει την Ελληνική βιομηχανία και το εμπόριο και τη ναυτιλία.

Αυτή η υποστήριξη της βιομηχανίας θα φέρει φυσικά την ανάπτυξη της τάξης των εργατών (προλετάριων). Και τότε θα είναι ευχαριστημένος ο κ. Σκληρός.

Όταν έγραψα στο άλλο μου άρθρο πως κ α ι οικονομικούς αγώνες έκαμε η Ιταλία πριν από την ένωση της, ίσα ίσα τον Καβούρ είχα στο νου μου.

Λοιπόν, από μια μεριά θα στηριχτώ στους δούλους και θα τους βοηθήσω για να γυρέψουν και να επιτύχουν καλύτερη τύχη, και από την άλλη, θα προσπαθήσω να ενωθούν κεφάλαια σ' όλο τον Ελληνισμό, για να αρχίσουν μεγάλες επιχείρησες εμπορικές, ναυτιλιακές, βιομηχανικές.

Αυτό είναι με λίγα λόγια το πολιτικό-κοινωνικό πρόγραμμα ενός σύγχρονου Ρωμιού. Δεν αναφέρνω και μερικές άλλες προσπάθειές μου (και αυτές κοινωνικές), όπως είναι η προπαγάντα για τη διάδοση της δημοτικής, και για την αλλαγή του συστήματος στην εκπαίδεψη.

***

Θέλω να παρατηρήσω εδώ και το εξής: ο σοσιαλισμός πηγαίνει πλάγι στον κοσμοπολιτισμό. Και τον κοσμοπολιτισμό τον προβλέπω, έρχεται. Μα δεν τονέ φοβούμαι ούτε αυτόν, ούτε τον σέβομαι υπερβολικά, ούτε ξιππάζομαι μπροστά του. Θα έρθει και ίσως περάσει πάλι όπως τόσα άλλα. Και, το κάτω κάτω της γραφής, ο άνθρωπος είναι τόσο μικρό πράμα στον κόσμο τον απέραντο!

Θα ήμουν ανόητος να αρνηθώ τον κοσμοπολιτισμό ή το σοσιαλισμό, ή να βαλθώ να τα πολεμήσω. Αλλά επειδή έτυχε να γεννηθώ Έλληνας, και επειδή οι Έλληνες την τωρινή στιγμή δε βρίσκονται α κ ό μ α στο στάδιο του σοσιαλισμού και επειδή περιτριγυρίζονται από έθνη με σύνορα που θέλουν να μας φάγουν, να μας εξαφανίσουν αν μπορούν, και επειδή εμένα δε μου καλοέρχεται να φαγωθώ από Βουλγάρους ή Ρώσσους (είμαι, βλέπετε, κ' εγώ μια ανάγκη, αφού υπάρχω), ― για τούτο θέλω π ρ ώ τ α ν α ε ξ α σ φ α λ ι σ τ ε ί η ε λ λ η ν ι κ ή μ ο υ υ π ό σ τ α σ η (μας το απαιτούν, βλέπετε, μας το επιβάλλουν τα τριγυρινά μισοάγρια έθνη), έ π ε ι τ α ν' α ν α π τ ύ ξ ω τ ι ς ο ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς μ ο υ δ υ ν ά μ ε ι ς, και ύστερα ας διαλυθεί, ας κοσμοπολιτιστεί, ας σοσιαλιστεί, ας κάμει ό,τι θέλει το έθνος μας.

Αν ήμουν Ιταλός και ζούσα πριν από τα 1868 θα έλεγα το ίδιο. Αν ήμουν Ιταλός σημερινός θα πάσκιζα ίσως να γενικέψω το σοσιαλισμό στο έθνος μου, και τον κοσμοπολιτισμό σ' όλους τους ανθρώπους.

Ο κ. Σκληρός, χωρίς να το πολυπαραδέχεται, είναι Έλληνας ως στο κόκκαλο, και γι' αυτό συλλογίζεται π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α πώς να διορθώσει την Ελληνική κοινωνία. Αδιάφορο αν η διάγνωση του δεν ήταν εντελώς σωστή. Κατά τη γνώμη μου, δεν έπρεπε να μιλήσει μόνο για την Ε λ λ α δ ι κ ή κ ο ι ν ω ν ί α, έπειτα δεν έπρεπε να βιαστεί να γυρέψει προλετάριους εκεί που δεν υπάρχουν, ύστερα δεν ήταν σωστό, νομίζω, να γενικέψει το σοσιαλισμό και να τον κάμει απόλυτη οικονομολογική και κοινωνιολογική θεωρία. Και έπρεπε να ξεχωρίσει πιο καθαρά την κοινωνιολογία από τον κοινωνισμό.

Προσθέτω ότι εγώ τουλάχιστο δεν πιστεύω να διορθώνεται καμιά κοινωνία. Οι κοινωνίες ζουν ζωντανά ή κοιμισμένα. Η Ελληνική κοινωνία δε θέλει διόρθωμα, παρά ξύπνημα, αν ξυπνιέται, γιατί είναι σα μαραμένη. Για να αλλάξεις μια κοινωνία πρέπει να αλλάξεις το χαραχτήρα των ατόμων της. Μα πώς γίνεται αυτό, αφού το χαραχτήρα μας, μας τον έφτειασαν οι αιώνες; Και πάλε οι αιώνες, με τη βοήθεια των πρώτων της φυλής, θα τον αλλάξουν.

Ο Έλληνας είναι συντηρητικός και δεν τον έβλαψε πολύ που έμεινε τέτοιος. Αυτή η συντηρητικότητά του έσωσε τον εθνισμό του. Μα ίσως αυτό δεν πολυσημαίνει, αδιάφορο, είναι γεγονός. Όπως το γλωσσικό ζήτημα που οι Ιταλοί το έλυσαν από τον 15ον αιώνα, οι Έλληνες έμειναν τόσο πίσω που στον 20όν αιώνα να μην το έχουνε λύσει ακόμα, έτσι και στάλλα ζητήματα έμειναν πίσω. Αυτό όμως δε θα πει πως είναι κατώτεροι από άλλους λαούς.

Ο κ. Σκληρός λέει πως είναι σκεπτικιστής ― όπως όλοι οι. . . σοσιαλιστές. Μα ίσως εγώ είμαι πιο σκεπτικιστής ακόμα, και το σοσιαλισμό που τον παραδέχεται αυτός για τελειωτική σχεδόν εξέλιξη, εγώ αμφιβάλλω και διστάζω να τον παραδεχτώ για σχετική προκοπή. Όλα είναι σχετικά. Έτσι και για την επιστήμη. Δεν την περιφρονώ, όπως νομίζει ο κ. Σκληρός, αλλά υποψιάζομαι τη σημερινή επιστημονική διάθεση των πολλών που χαντακώνει κάθε ενέργεια άλλη και στενεύει πολλά ανθρώπινα μυαλά.

Ότι τ ώ ρ α ο σοσιαλισμός δίνει και παίρνει σε μερικούς τόπους, το βλέπω και δεν είμαι τυφλός. Και συνταράζει τις μάζες τις λαϊκές. Μα ό,τι κυριαρχεί τ ώ ρ α σ ε μ ε ρ ι κ ο ύ ς τόπους της Ευρώπης, δεν είναι και τέλειο, ούτε τελειωτικό. Ίσως ο κ. Σκληρός, περιτριγυρισμένος, όπως είναι αυτή τη στιγμή, από θεωρίες, αισθήματα, ψύχωσες και ιδανικά κοινωνικών κύκλων της Γερμανίας, επηρρεάστηκε υπερβολικά από μερικούς κύκλους και λησμόνησε άλλους κύκλους, και λησμόνησε ολότελα πως κάθε έθνος έχει τα φυσικά του και δεν μπορεί να τα παραβλέψει ένας επιστήμονας.

Παντού ίσως βρίσκονται σοσιαλιστές, αλλοιώς όμως αισθάνονται και αλλοιώς πολιτεύονται στη Γαλλία, διαφορετικά στη Γερμανία, και αλλοιώτικα στην Αγγλία ή στη Ρωσσία ή όπου αλλού. Αλλά και τα αποτελέσματα του σοσιαλισμού στα διάφορα έθνη είναι διαφορετικά. Έχουνε βέβαια κάτι τι κοινό οι σοσιαλιστές σ' όλα τα έθνη ― τον πόθο να καλλιτερέψουν την τύχη τους, δηλαδή να ξεκουράζονται όσο μπορούν περισσότερο, ― αλλά δεν παρατηρεί τάχα πως έχουν και διαφορές, κα| ότι οι διαφορές αυτές βγαίνουν από τη διαφορά των χαρακτήρων και του πολιτισμού του κάθε έθνους; Είναι δυνατό το συγκαιρινό αίσθημα των λαών για τα σοσιαλιστικά ιδανικά. Μα είναι επίσης δυνατό και το αίσθημα, όχι του πατριωτισμού, αλλά της διαφοράς που υπάρχει αναμεταξύ Γάλλους, Άγγλους, Γερμανούς κτλ. Η διαφορά φτάνει ως στον πόλεμο αναμεταξύ στα έθνη ― για την επικράτηση. Η κληρονομικότητα είναι τρισμέγιστη δύναμη. Αν με τον καιρό σβυστούνε οι διαφορές, ― αν οι συγκοινωνίες γίνουν τόσο γρήγορες και τέλειες, που να μπορεί ο άνθρωπος σήμερα να γεννιέται στο Τουμποκτού και αύριο να βρίσκεται στο βόρειο πόλο, μεθαύριο στη Νέα Υόρκη, και την άλλη μέρα στην Τεχεράνη, ― αν οι επιγαμίες μεταξύ των ανθρώπων των τωρινών εθνών γίνουν πυκνότερες, ― αν καταργήσουμε τα κλίματα, γινόμενοι νομάδες, όπως μπορεί μπορεί μια μέρα να συμβεί, ― τότε βέβαια, ύστερα από αιώνες, θα καταντήσουμε κοσμοπολίτες, τότε βέβαια και η κληρονομικότητα θα αρχίσει να γίνεται κοινή σ' όλους τους ανθρώπους, και δε θα υπάρχουν χωριστές κληρονομικότητες, και χωριστά επομένως έθνη, αλλά μια κληρονομικότητα και έ ν α έθνος ― η α ν θ ρ ω π ό τ η .

Όμως πάντα θα υπάρχουν μάζες ανθρώπινες, που θα ξεχωρίζουνται με σύνορα αναμεταξύ τους, και τους ανθρώπους της κάθε μάζας θα τους συνδέουν κάποια συμφέροντα κοινά. Δε θα είναι έθνη, μα θα είναι μάζες. Μονάχα οι λέξες αλλάζουν!

Και η Α ν ά γ κ η, η Μοίρα η παντοτεινή, θα ορίζει αιώνια και θα κυβερνά τους ανθρώπους.

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑ

_Το άρθρο αυτό. με την υπογραφή «Βρούτος» τυπώθηκε στον αριθμό 197 του «Νουμά» (29 του Δεκέβρη 1912). Έκαμε δυνατή εντύπωση. Όλοι το νιώσανε που είναι του Δραγούμη. Ένας μάλιστα, ο μακαρίτης δικηγόρος Σπύρος Συνοδινός, ήρθε ύστερ' από λίγες μέρες στο γραφείο μου, και αγόρασε καμιά τριανταριά φύλλα, για λογαριασμό του «Δικηγορικού Συλλόγου», λέγοντάς μου κομπαστικά:

― Κ' εγώ είμαι φαυλοκράτης σαν το Δραγούμη!

Άμα του το είπα αυτό, στο Υπουργείο των Εξωτερικών ένα δειλινό, μου αποκρίθηκε γελώντας ·

― Αυτά είναι που σε κάνουνε να συλλογίζεσαι να πης λεύτερα στον τόπο τούτο τη γνώμη σου!

Στο άρθρο του αυτό απάντησα με δικό μου άρθρο, με τίτλο «Τιμή και όχι ανάθεμα» και με υπογραφή «Γράκχος Γραικός» στον αριθ. 499. Το άρθρο μου αυτό το τέλιωνα έτσι: «Εγώ τουλάχιστο δεν απελπίζουμε πια για τίποτε. Ύστερ' απ' αυτά που είδα, που ακόμα δα θαρρώ πως τα ονειρεύουμαι, καρτερώ να ιδώ κ' άλλα μεγαλύτερα. Γιατί ίσαμε τα προχτές ήμουνα ο πιο απαισιόδοξος ίσως Ρωμηός. Σε τίποτα δεν πίστευα, όλα τα κορόιδευα και τα πιο ιερά ακόμα. Άκουγα Μεγάλη Ιδέα και μέσα μου Μεγάλη Μωρία την έλεγα. Τους Πατριώτας τους μετέφραζα σε Πατριδοκάπηλους. Μου μιλούσανε για πόλεμο και στα χείλια μου ανέβαινε μια λέξη στερεότυπη: Υποχώρηση. Μούλεγε κανείς πως μπορεί καμιά μέρα να φτάσουμε ίσαμε την Ελασώνα και εγώ έσκυβα στο χάρτη να ιδώ καταπού πέφτει ο Καβομαλιάς. Έβλεπα που φέρνανε τα καινούρια κανόνια και μουρμούριζα γιατί αντί κανόνια να μη φέρνουν ατμάροτρα και θεριστικές μηχανές. Και σαν πρωτοήρθε ο «Αβέρωφ» στο Φάληρο τονέ χαιρέτησα για περιττή πολυτέλεια και τον ήθελα νάνε καλύτερα ένα πελώριο υπερωκεάνειο. Σας μιλάω ειλικρινά πιστεύτε με. Σήμερα άλλαξε η μανταλιτέ μου, σήμερα όλα τα πιστεύω. Η πατρίδα μας θα γίνει μεγάλη δύναμη μια μέρα, θα θαλασσοκρατάει στην Ανατολή, θα θαυματουργήσει η πατρίδα μας. Θα μπούμε και στην Πόλι, παιδιά. Πιστεύτε το. Εγώ όλα τα πιστεύω πια, μια και πίστεψα στον εαυτό μου. Και αυτό το χρωστάω στο Βενιζέλο. Του χρωστάω λοιπόν Τιμή και όχι Ανάθεμα».

Το άρθρο μου αυτό, το κάπως προφητικό, που δε μου το υπαγόρεψε ούτε πολιτικός νους, ούτε διπλωματική γνώση και πείρα, μα απλούστατα μια πίστη σε ό,τι γινότανε τότε, το επιδοκίμασε ο Ίδας και με συνεχάρηκε γι' αυτό.

― Καλή η απάντησή σου, μου είπε, αν και σε μερικά ξακολουθώ νάχω τις γνώμες μου και τις επιφυλάξεις μου!..

Συχαρητήρια πήρε κι ο μακαρίτης Στέφανος Γρανίτσας που βρισκότανε τότε στα Γιάννενα και που, καθώς μούλεγε αργότερα, τονέ συνεχάρηκε ο κ. Βενιζέλος, θαρρώντας πως το άρθρο είναι δικό του, για την απάντησή του στο «Τιμή και Ανάθεμα» του Δραγούμη._

ΔΟΞΑ και τιμή στον Ελληνικό στρατό και στο ναυτικό για τις νίκες και τις επιτυχίες τους! Ξεπλύθηκε η ατιμία του 1897!

Ανάθεμα και καταφρόνια στην παιδιάτικη απρονοησία, στην κοντόφθαλμη διπλωματία, στην υποχωρητική ολιγάρκεια των ανιστόρητων Ελλαδικών πολιτικών!

Δυο πολιτικά προγράμματα είχαν μπρος τους για να διαλέξουν, προγράμματα βασισμένα το καθένα σε κάποια διανοητικότητα, διαφορετική από την άλλη.

Η μια πολιτική, Ελλαδική, κρατική. Η άλλη, Πανελλήνια, εθνική.

Η πρώτη ανταποκρίνεται στην έννοια και στην ιδανική αντίληψη του Κράτους. Η άλλη στην έννοια και στα ιδανικά του Έθνους.

Η μια, παίρνοντας αρχή και αφετηρία τον πυρήνα της μικρής Ελλάδας. Η άλλη, την ψυχή του Ελληνισμού. Κάθε οργανισμός, πολιτικός, κοινωνικός ή ψυχικός, όπως θέλεις πες τον, γίνεται κέντρο, που γύρω του μορφώνονται ιδέες και συγκεντρώνεται, ό,τι μπορεί το κέντρο να τραβήξει περισσότερο.

Η μια επίστευε και φώναζε, να μεγαλώσει όπως όπως η Ελλάδα. Η άλλη έλεγε· να ζήσει και να προκόψει το Ελληνικό Έθνος και να συγκυριαρχήσει με τον Τούρκο στην Ανατολή, παίρνοντας αγάλι αγάλι τη θέση του Τούρκου, για να γίνει ξανά το θάμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας.

Η μια θέλει την Ελλάδα Βέλγιο νοικοκυρεμένο με 5 εκατομμύρια, η άλλη θέλει τα 10 εκατομμύρια Ρωμιοί να κυριαρχούν στην Ανατολή και αδιαφορεί για το Ελλαδικό βασίλειο όσο δεν κάνει και αυτό την πολιτική που χρειάζεται γι' αυτό το σκοπό και μόνο.

Όσοι υποστηρίζουν την πολιτική του Κράτους, ονομάζουν τον εαυτό τους θετικιστές και τους άλλους τους λεν ονειροπόλους και ιδεολόγους. Αυτοί όμως οι άλλοι αποκρίνονται πως και οι ιδέες είναι πραγματικότητα και πως κάποιος πλατύτερος θετικισμός πρέπει να τις περιλαβαίνει και αυτές και να τις λογαριάζει, αφού είναι δύναμη αλογάριαστη οι ιδέες, και αφού ιδέες χρησιμεύουν πάντα για βάση κάθε θετικισμού, όπως και κάθε φιλοσοφίας, όπως και κάθε πολιτικού προγράμματος.

Όσοι υποστηρίζουν την πολιτική του Έθνους, ονομάζουν τους άλλους αφιλοσόφητους και ανιστόρητους και τρομαχτικά ρηχούς.

Πού είναι η αλήθεια; Δεν το ξέρω. Ίσως να βρίσκεται και στις δυο πολιτικές και στα δυο προγράμματα και στις δυο ιδεολογίες. Μα ας μη μας στενοχωρεί πολύ το βρέσιμο της αλήθειας. Δική μας δουλειά δεν είναι, είναι δουλειά κάποιου θεού, που δεν υπάρχει. Και ας θυμούμαστε τον Πιλάτο, που ρωτούσε: «Και τι εστι αλήθεια;»

Ας πάρουμε μονάχα τα γεγονότα. Οι πολιτικές, οι δύο, πάλευαν αναμεταξύ τους, ποια να νικήσει την άλλη. Στα κεφάλια των σύγχρονων πολιτικών της Ελλάδας νίκησε και κυριάρχησε στα 1912 η πολιτική του Κράτους, η Ελλαδική. Εκείνο που θα εξετάσουμε λοιπόν, είναι αν η πολιτική του Κράτους, αυτή που επικράτησε σε τούτη την περίσταση, την έκαναν καλά ή άσκημα οι πολιτικοί της Ελλάδας.

* * *

Και είπε ο Πρωθυπουργός του Κράτους: «Θα πάρω τη συνεννόηση των Βουλγάρων και των Ρωμιών που τώρα τρία χρόνια μέσα στην Τουρκιά κάνει θάματα με το άλλο πρόγραμμα, το ιδεολογικό, και θα τη μεταχειριστώ όπως ξέρω εγώ, για το δικό μου το πραγματολογικό πρόγραμμα. Μαζύ με το Βούλγαρο θα χτυπήσω την Τουρκιά και θα μοιραστώ μαζύ με τον πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, τα χώματα της Ευρωπαϊκής μεριάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θα μεγαλώσω το Κράτος κάμποσα τετραγωνικά χιλιόμετρα, ας είναι και λίγα, έτσι θα ξεφύγω και το Κρητικό ζήτημα, που με στενοχωρεί πολύ αυτή την ώρα, και μπορεί να με ρίξει από την εξουσία».

Το ίδιο ― χωρίς το Κρητικό ζήτημα ― είπε και ο Βούλγαρος πρωθυπουργός ή ο Βασιλιάς: «Θωρώ μεγάλη έξαψη στο λαό μου. Χρόνια τώρα τους γελώ και τους λέω πως με το σήμερα και με το αύριο θα φάω την Τουρκιά και θα κάνω τη Μακεδονία και την Αδριανούπολη Βουλγαρία. Αν δε με βοηθήσουν οι άλλοι, Έλληνες, Σέρβοι και Μαυροβουνιώτες, θα ξανακάνω τις συνηθισμένες μου μπλόφες, που μπορεί όμως καμιά μαύρη μέρα να μου βγουν και σε κακό, τέλος πάντων. Αν όμως, καθώς φαίνονται πρόθυμοι, με βοηθήσουν, τότε θα τον κάνω τον πόλεμο, που τους τάζω τόσα χρόνια τώρα».

Και είπε ο ένας στον άλλον: «Έλα να συμμαχήσουμε και να πετάξουμε την Τουρκιά από την Ευρώπη. Η ώρα είναι κατάλληλη τώρα που οι Τούρκοι έχουν στημένο πόλεμο με την Ιταλία. Δε θα βρεθεί καλλίτερη περίσταση!». (Σα να έλειπαν οι περίστασες στα έθνη που δε ζουν όσον καιρό μονάχα οι πρωθυπουργοί και οι βασιλιάδες, σα να μην ήταν βέβαιο, ― όπως και έγινε, ― πως οι Τούρκοι θα έκλειναν μονοστιγμίς ειρήνη με τους Ιταλούς μόλις θα βρίσκουνταν στην ανάγκη να αντικρύσουν άλλους εχθρούς).

Μα κανένας τους δεν είπε: «Έλα να μοιραστούμε πρώτα τα χώματα και τους πληθυσμούς που ανήκουν δικαιωματικά, σύμφωνα με το δόγμα των εθνικοτήτων, στον καθένα μας, και άμα συμφωνήσουμε, κάνουμε τον πόλεμο».

Θα σου πουν πως δεν είχαν καιρό να χάνουν σε τέτοιες ψιλοδουλειές. Θα σου πούνε κιόλα πως δε θα συμφωνούσαν ποτέ τους. Θα σου πουν ίσως και πως δε θα γίνονταν ο πόλεμος καθόλου αν προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για τη μοιρασιά από πρωτήτερα.

Ε, μα τότε γιατί τον έκαναν; Ας μη γίνουνταν ποτέ πόλεμος. Μήπως δεν έμενε πάντα το άλλο πολιτικό πρόγραμμα για να το ακολουθήσουν; Μήπως ήταν τάχα μπρος βαθύ και πίσω ρέμα;

Κάποιος θα είχε συμφέρο για να γίνει, ο πόλεμος. Ποιος τάχα να είχε από τους δυο το μεγαλήτερο συμφέρο; Και τι λογής συμφέροντα ήταν στη μέση;

Μπορεί να πουν και το άλλο, πως οι Βούλγαροι με τους Σέρβους θα έκαναν τον πόλεμο και δίχως εμάς. Μα αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί μόνο σαν είπαμε εμείς πως δεχόμαστε να πολεμήσουμε μαζύ τους, μονάχα τότε αποφάσισαν στ' αλήθεια να πολεμήσουν. Ειδεμή θα τον ξέφευγαν τον πόλεμο, όπως και τόσες άλλες φορές ως τώρα.

Αγκαλά μπορεί να σε βεβαιώσουν ― αν δουν πως δε σε πείθουν τα άλλα τους επιχειρήματα ― πως δεν πίστευαν να νικηθούν έτσι οι Τούρκοι, τόσο γρήγορα και τόσο τελειωτικά, πως αυτοί έστησαν πόλεμο της Τουρκιάς για να μεταρρυθμίσει το Κράτος της μόνο και να καλυτερέψει η τύχη των ομογενών τους, και αν ήξεραν από πριν πως θα ξεπατωθούν οι Τούρκοι τόσο γρήγορα, βέβαια θα είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους για τη μοιρασιά. Μα γι' αυτό όμως ίσια ίσια υπάρχουν πολιτικοί και γι' αυτό πολιτικοί και όχι μπαλωματήδες ή κομπογιανίτες διευθύνουν τα κράτη και τα έθνη, για να π ρ ο β λ έ π ο υ ν. Και πρόβλεψη θα πει, να βάζεις κάτω όλες τις πιθανότητες, να παίρνεις μια καλοστημένη ζυγαριά, να τις ζυγίζεις όλες, και έπειτα να κάνεις ό,τι είναι να κάνεις. Μα και όταν λεν πως δεν επρόβλεπαν τέτοιο κατρακύλισμα της Τουρκιάς, δε μιλούν ειλικρινά.

Το πρόβλεπαν, σαν πολιτικοί που είναι, και αν δεν είχαν όρεξη να καλοξετάσουν τα ζητήματα οι δικοί μας, ήταν γνωστό όμως πως οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι γι' αυτό μονάχα θα πολεμούσαν, για να ξεπατώσουν ήγουν την Τουρκιά και να μοιραστούν τη λεία. Λίγο τους έννοιαζε αυτούς για μεταρρύθμισες και τέτοια. Και αφού τέτοιας λογής ήταν η πρόθεση των άλλων, ανάγκη πάσα να ταιριάζαμε και μεις την πολιτική μας ανάλογα.

Ως τόσο καλά. Έγινε ό,τι έγινε. Διώχτηκε, ξεπαστρεύτηκε ο Τούρκος από την Ευρώπη, εξόν από μιαν ασήμαντη λουρίδα γης στη Θράκη. Τώρα έρχεται η μοιρασιά στη μέση, το φάσμα το αθώρητο, το τρομερό. Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Μα τα χώματα αυτά δεν έχουν άραγε κατοίκους απάνω; Είναι ακατοίκητα, ή τα κατοικούσαν μονάχα Τουρκαλάδες; Πώς θα γίνει τώρα, που στη Θράκη έχουμε, εχτός από την Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της, 400,000 Έλληνες; Πώς θα γίνει που στην περιφέρεια των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας, και στο Μοναστήρι (που θα γίνουν Βουλγάρικα), έχουμε άλλες 300,000 Έλληνες; Τί θα γίνουν οι άνθρωποι αυτοί, που από τώρα κιόλα άρχισαν οι Βούλγαροι, με τρόπο ακατονόμαστο (όποιος δεν τα ξέρει, ας πάει να τα μάθει), να τους βασανίζουν για να χάσουν τα ελληνικά τους χώματα, τα χώματα που κατάχτησε με τη βοήθειά μας ο Βουλγάρικος στρατός; Οι άνθρωποι είναι σα σημαίες, και όταν άλλοι άνθρωποι πετούν τις σημαίες κάτω και τις τσαλαπατούν, οι άνθρωποι τούτοι είναι βάρβαροι και τύραννοι.

Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας. Εγώ, με τους Βουλγάρους που παίρνουν τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη, τη Βίζα, το Σκοπό, το Διδυμότειχο, την Αίνο, το Σουφλί, τη Γιουμουλτζίνα, την Ξάνθη, το Δεδεαγάτς, όλη την Θράκη την Ελληνική και βρίσκονται απ' όξω από την Πόλη, και ακόμα τη Δράμα, την Καβάλα, το Μελένικο, το Νευροκόπι, τις Σέρρες, τη Στρούμνιτσα, το Γεύγελι, και είναι μαζύ μας στη Θεσσαλονίκη, και ίσως πάρουν και το Μοναστήρι και τη Φλώρινα, με τους Βουλγάρους, που η μια γενιά είναι χωριάτες και η άλλη, τα παιδιά των χωριατών, με όλα τα καλά και όλα τα κακά του χωριάτη, που κατέβασαν εκατό χιλιάδες ταύρους και βώδια στις Ρωμέικες πολιτείες και στα χωριά, και χωριάτικα βάλθηκαν από τώρα να ξεκάνουν τους Ρωμιούς, με βρισιές, αρπαγές, ληστείες, ξύλο, αγγαρείες, βούρδουλα, ατίμωσες, και απαγορεύουν τη γλώσσα μας και αρπάζουν ή κλείνουν από τώρα τα σκολειά και τις εκκλησιές μας, εγώ, έρχονται ώρες που ντρέπομαι για λογαριασμό μας και μου φαίνεται πως έτσι που τα κάναμε, δεν κάναμε παρά τον προαγωγό στους Βουλγάρους μέσα στα σπίτια μας. Μας ρωτήσατε αν τους θέλουμε; Μα δε σκοτίζεσθε σεις για μας, γι' αυτό δε σας θέλουμε πια ούτε και σας. Θέλουμε την ελευτεριά μας και την αυτονομία μας, γιατί σεις μας καθίσατε έναν καινούριο βάρβαρο απάνω στο κεφάλι μας».

Μα ίσως δεν πρέπει να είμαστε τόσο αισθηματικοί. «Ζώμεν εν εποχή μεγάλου και επιστημονικού θετικισμού» και (προσθέτω εγώ) μεγάλης επιπολαιότητας.

Εγώ εξετάζω αν μπορούσαμε να τα πάρουμε αυτά τα μέρη με το στρατό μας και το στόλο μας, αφού αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την πολιτική την Ελλαδική, και λέω πως τα περισσότερα μπορούσαμε. Και εξετάζω ακόμα αν μπορούσαμε να επιμείνουμε να μας δώσουν τώρα οι Βούλγαροι ανταλλάγματα, αφού πρόφτασαν αυτοί και τα πήραν.

Ήτανε γνωστό, σ' όσους μελετούν και στοχάζονται (και ο πολιτικός έχει θαρρώ, χρέος να μελετά και να στοχάζεται), πως οι Βούλγαροι θα προσπαθούσαν να κάνουν κατοχή στα μέρη που τους παραχώρησε η Ρωσσία με τη συνθήκη του Άγιου Στέφανου στα 1878, και κάτι περισσότερο. Λοιπόν η συνθήκη αυτή δίνει στους Βουλγάρους το μεγαλήτερο κομμάτι της Μακεδονίας και της Θράκης. Μα αν ήταν να μας αφήσουν οι Βούλγαροι εκείνα τα μέρη μονάχα που απόμεναν για την Ελλάδα έξω από τη γραμμή του Άγιου Στέφανου, δεν είχαμε ανάγκη να κάνουμε μαζύ με τους Βουλγάρους τον πόλεμο. Ας τον έκαναν μοναχοί τους, γιατί και έτσι να τον έκαναν και να νικούσαν, πάλι θα μας άφηναν αυτά τα ίδια μέρη, και θα τους λέγαμε και σπολλάτη. Ο πόλεμος ήταν περιττό ξόδιασμα χρημάτων και ανθρώπων, αν σκοπός του ήτανε να ευκολύνει τους Βουλγάρους να κάνουν τη Μεγάλη Βουλγαρία του Άγιου Στέφανου.

Ήταν αναπόφευγο λοιπόν, υποθέτω, εμείς ― αφού δεν είχαμε ορίσει από πριν τα πράματα με τους καλούς μας συμμάχους ― να κοιτάξουμε να πάρουμε πρωτήτερα όσα μπορούσαμε περισσότερα από τα μέρη που ήταν βέβαιο πως θα βιάζουνταν να τα καταχτήσουν οι Βούλγαροι. Ο Διάδοχος με το στρατό του έκαμε ό,τι μπόρεσε, και έφτασε στα Βοδενά, στη Γουμέντσα, στη Θεσσαλονίκη, πήρε τη Χαλκιδική, το Λαγκαδά, τη Νιγρίτα, τις Ελευθερές, και έστειλε ευζωνάκια στο Γεύγελι και ιππικό στις Σέρρες. Έπειτα ανέβηκε και έπιασε το Όστροβο και τη Φλώρινα, και ο στρατός του πρόβηκε τέλος και ως στην Κορυτσά. Τα μέρη αυτά, εχτός από τη Θεσσαλονίκη, και τη Χαλκιδική, τα δίνει όλα η συνθήκη του Άγιου Στέφανου στους Βουλγάρους. Λοιπόν ο Διάδοχος έκανε καλά το μέρος του, το πολύ μπορούσε να είχε προφτάσει ίσως να πάρει και το Μοναστήρι.

Μα η Κυβέρνηση, που τα σχέδια της τα άλλαζε κατά τους ανέμους που φυσούσαν, αντί να στέλνει αποβατικά σώματα να πιάνει νησιά, την ώρα που ο λόγος δεν ήταν για τα νησιά παρά για την Ευρωπαϊκή Τουρκία (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο), θα έκανε ό,τι έπρεπε, αν εκείνους που έστειλε στη Χίο και στη Μυτιλήνη, τους έστελνε στην Καβάλα (και από κει Δράμα, Σέρρες, Ξάνθη), και στο Δεδεαγάτς, όπου δε θα έβρισκαν μεγάλη αντίσταση, γιατί ο Τούρκος ήταν απασχολημένος αλλού. Και αν ακόμα δεν ήταν να τα κρατήσει όλα αυτά τα μέρη η Ελλάδα, πάλι θα είχαμε στο χέρι κάτι να ανταλλάξουμε αν τα είχαμε πάρει. Τώρα πια δεν έχουμε τίποτα να ανταλλάξουμε με τους Βουλγάρους, παρά μόνο επιχειρήματα, σαν το ακόλουθο: «πως ο στόλος μας βοήθησε τους συμμάχους». Ενώ αλλοιώς, αντί για επιχειρήματα, θα είχαμε τόπους να ανταλλάξουμε, και το εγχείρημα της κατοχής τόπων είναι κάπως πιο δυνατό από όλα τα λόγια και από όλα τα λογικώτερα επιχειρήματα της θετικιστικής λογικής.

Μα ήταν α ν ά γ κ η να πάρουμε τα νησιά, γιατί αν μας κατηγορήσει κανένας αργότερα πως δεν κερδίσαμε και μεγάλα πράματα από τον πόλεμο και τη συμμαχία μας με τους Βουλγάρους, θα έχουμε να παρατάξουμε καμιά εικοσαριά ονόματα νησιών που πήραμε και μπορούμε να κάνουμε έτσι αίσθηση στον κοσμάκη. Θα του πούμε: «Μα πώς δεν κερδίσαμε πολλά, αφού πήραμε την Τένεδο, την Ίμπρο, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο, τον Άη-Στράτη, τα Ψαρά, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, τα Μοσχονήσια, την Ικαρία, τις Κορσιές κτλ. κτλ;».

Και οι θετικιστές έχουν τις ουτοπίες τους. Τώρα που διαπραγματευόμαστε το ζήτημα της μοιρασιάς και το ζήτημα της ειρήνης, δεν κοιτάζουμε τι είναι να πάρουμε περισσότερο, αφού είμαστε θετικιστές, παρά γυρεύουμε να σιγουρέψουμε προπάντων την ομοσπονδία τη Βαλκανική. Κοντεύουμε να ξεχάσουμε τη μοιρασιά για χάρη της μελλούμενης πιθανής ομοσπονδίας. Πάμε να πιάνουμε τη σκιά και αφήνουμε το κρέας.

Μα, ας είναι, δεν μπορεί, θα μας απομείνουν και κάμποσα μέρη. Δεν ταιριάζει να παραπονιόμαστε ολοένα.

Και όταν οι καλοσυνείδητες ή όχι εφημερίδες και οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι αντιπολιτευόμενοι στη Βουλή σηκωθούν και αρχίσουν να τον χτυπούν αλύπητα, θα ανεβεί στο βήμα ή θα βγει σ' ένα μπαλκόνι ο πρωθυπουργός ― ο πρώτος πολίτης του κράτους ― και θα μιλήσει στους «άνδρας Αθηναίους» έτσι: «Μήπως παράλαβα την Ελλάδα μεγάλη και σας την παραδίνω μικρή; Μήπως είχε πολλούς κατοίκους, πολλά πλούτη, πολλούς τόπους, και γω σας τα λιγόστεψα όλα αυτά; Η Ελλάδα, κύριοι, από 64,000 τετραγωνικά χιλιόμετρα που ήταν, είναι, τώρα 84,000, και από 2.700,000 κατοίκους που είχε, έχει τώρα 4,000,000. Πού είναι η ζημία, και πού η προδοσία; Δεν επρόσθεσα στην Ελλάδα, που είναι ο ομφαλός του Ελληνισμού, τα Γιάννενα, τη Βέροια, τα Ψαρά, τη Χίο, τη Νιάουσα, τους Άγιους Σαράντα; κτλ κτλ. (άλλα σαράντα ονόματα).

Και αλήθεια προδοσία δεν υπάρχει. Μα η ελαφρομυαλιά, η ασύγκριτη, είναι κάτι αξιοθαύμαστο. Ως τόσο οι «άνδρες Αθηναίοι» ― ο ομφαλός του ομφαλού της Ρωμιοσύνης ― και οι κύριοι συμπολιτευόμενοι βουλευτές θα χειροκροτήσουν, και στα πραχτικά της Βουλής και στις συμπολιτευόμενες εφημερίδες θα βλέπεις, ω αναγνώστα, σημειωμένα «παρατεταμένα χειροκροτήματα» και «ουρανομήκεις ζητωκραυγάς». Και έτσι, πάει λέοντας.

Ποιος από τους Ελλαδίτες δεν έχει Ελλαδική αντίληψη; Ποιος έχει να στενοχωρεθεί για κείνο που μπορούσε να είχε γίνει και δεν έγινε, ή για κείνα που δεν τα κατάφεραν καλά, ή για τους αναρίθμητους Έλληνες που θα πρέπει ή να γίνουν Βούλγαροι ή να φύγουν από τους τόπους που είναι πατρίδα τους, πατρίδα άλλο τόσο Ελληνική, όσο Ελληνικός είναι και ο Μωρηάς ή η Ρούμελη; Και ποιος άλλος, παρά κακόβουλοι εχθροί του πρωθυπουργού και του κόμματος, για προσωπικούς λόγους, μπορούν να ξεστομίσουν καν την αμφιβολία τους; «Μα την ώρα που η Ελλάδα από 64,000 χιλιόμετρα γίνεται 84,000, τι γίνεται η Βουλγαρία και η Σερβία;». Αν η Βουλγαρία, γίνεται τζάμπα και με τη βοήθειά μας, μ ε γ ά λ η Β ο υ λ γ α ρ ί α, διπλή δηλαδή παρ' ό,τι ήταν, και με λιμάνια στο Αιγαίο, και βάζουμε στο κεφάλι μας για τα μελλούμενα χρόνια του Έθνους μπελάδες χίλιες μύριες φορές χειρότερους από τον μπελά των Τούρκων, κατεβάζοντας τους Σλαύους εμείς και δυναμώνοντάς τους, τι μας μέλει εμάς τους Ελλαδίτες; Δεν πάει να γίνει ό,τι θέλει και Βουλγαρία και Σερβία, αφού εμείς είμαστε ευχαριστημένοι με το κράτος μας και μας παινούνε κιόλας οι Ευρωπαίοι για τον πρωθυπουργό μας; Και αν μάλιστα μας λάχει και η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η ― πράμα όχι αδύνατο ούτε και πολύ σπουδαίο, γιατί θα πάρουμε μόνη την πολιτεία και λίγα χιλιόμετρα γύρω, και σε δέκα χρόνια μέσα τα Σερβικά και Βουλγάρικα λιμάνια στην Αδριατική και στην Άσπρη θάλασσα θα ρουφήξουν όλο το τωρινό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, ― ε, τότε ποιος μας πιάνει;

Το όνομα «Θεσσαλονίκη» είναι μάγια φορτωμένο, αντιλαλεί σαν κανόνι, και λάμπει στα μάτια του λαού σαν το άστρο της αυγής, και μόνο αυτή να κάνουμε δική μας, ο Βενιζέλος δεν πέφτει από την Πρωθυπουργία, ― πράμα αδιάφορο.

Ποιος θα κοτήσει τότε να βγάλει τσιμουδιά;

Ως τόσο τα 3/4 της Μακεδονίας, όλη η Θράκη, εχτός από την Πόλη, θα είναι Βουλγαρία, και ο Αρβανίτης θα αρπάξει στο δικό του κράτος τη μισή Ήπειρο.

ΠΙΝΑΚΑΣ

Για τούτο το Βιβλίο (του Δ. Π. Ταγκόπουλου) .. σελ. 5 Στην Πόλη (1904) …………………………. » 9 Το Έθνος, οι Τάξες και ο Ένας (1907) ……….. » 22 Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (ί907) ……………. » 34 Τι είναι το Γλωσσικό ζήτημα (1907) …………. » 39 Ο ευγενικώτερα πολιτισμένος λαός (1907) …….. » 43 Α' Προκήρυξη προς τους σκλαβωμένους και τους ελευθερωμένους Έλληνες (1908) …………. » 48 Η Μικρή Πατρίδα (Β' Προκήρυξη κτλ.) (l908) ….. » 56 Στρατός και άλλα (Γ' Προκήρυξη κτλ.) (1909)….. » 66 Κοινωνισμός και Κοινωνιολογία (1908) ……….. » 95 Τιμή και Ανάθεμα (1912) …………………… » 107

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ "ΤΥΠΟΣ„ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, 3 ― ΑΘΗΝΑΙ.

1. &Η ΜΙΝΙΟΝ& του &Γκαίτε&. Το χαριτωμένο επεισόδιο της &Μινιόν& βγαλμένο από το περιώνυμο ρομάντσο του Γκαίτε: «&Τα μαθητικά χρόνια του Βίλελμ Μάιστερ&». Μετάφρ. Ηλ. Βουτιερίδη …………………………………………. Δρ. 2.50

2. &Η ΜΠΑΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΡΙΝΤΙΓΓ&, το υπέροχο αυτό έργο του &Οσκάρ Ουάιλδ&, σε αριστοτεχνική έμμετρη μετάφραση του αρχισυντάκτου του «Νουμά» κ. Κ. Καρθαίου. Η μετάφραση αυτή εκρίθηκε ως ανώτερη κι' από τη Γερμανική κι' από τη Γαλλική μετάφραση……………………………………… » 2.50

3. &ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ&. Μικρά χαραχτηριστικά σκίτσα που τάγραψε μέσα στη φυλακή ο κ. Δ. Π. Ταγκόπουλος……………. » 3. ―

4. &ΓΥΡΙΣΜΟΙ&. Ποιήματα του ποιητή κ. Ρώμου Φιλλύρα ……………………………………………… » 3. ―

5. &ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΚΑΙ ΣΙΣΥΦΟΣ&. Δράμα φιλοσοφικοκοινωνικό της Πολωνέζας ποιήτριας &Μαρίας Κονοπνίτσκη&, συμβολίζον τον πόλεμο του Πνεύματος και της Ύλης. Μετάφρ. από το Ρωσσικό του Στ. Κανονίδη ……………………………………… » 2. ―

6. &ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ& της Μυρτιώτισας σ' έκδοση καλλιτεχνική …………………………………………. » 4. ―

7. &ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ Η ΔΟΞΑ…& Εντυπώσεις και εικόνες του νεαρού λογίου και δημοσιογράφου κ. Κ. Καραμούζη από την Ελληνική Σμύρνη……………………………………………….. » 3. ―

8. &ΔΡΑΜΑΤΑ& Τόμος Α' του κ. Δ. Π. Ταγκόπουλου, πάνω σε θέματα κοινωνικά: &Ζωντανοί και Πεθαμένοι& (προγονοπληξία) ― &Αλυσίδες& (πολιτική συναλλαγή) ― &Στην Οξώπορτα& (κοινωνική αλληλεγγύη) ……………………………………….. Δρ. 6. ―

9. &ΑΔΟΛΦΟΣ& ρομαντικό διήγημα του Γάλλου συγγραφέως &Βενιαμίν Κωνστάν& Μετάφρ. Κ. Ουράνη ……………………..» 3.50

10. &ΚΑΝΑΡΙΝΑΚΙ&. Η ζωή των Ευελπίδων γραμμένη από ένα συνάδελφό τους ……………………………………….. » 3. ―

11. &ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ& του μεγάλου Ρώσσου συγγραφέως &Τσέχωφ&. Μετάφρασις Αθ. Μίχα …………………………………… » 3.50

12. &ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ&. Νέος καλλιτεχνικός τόμος ποιημάτων του ποιητή Κώστα Ουράνη …………………………………… » 5. ―

&ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ:&

&ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗ& (τακτοποιημένα και φροντισμένα από το Δ. Π. Ταγκόπουλο). Τόμ. Α'. <Αθηναϊκαί σελίδες».

&ΤΡΙΑΝΤΑΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ& του Δημοσθ. Βουτυρά.

&Ο ΠΑΤΕΡΑΣ& κι άλλα διηγήματα του Κώστα Παρορίτη.

&ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ& του Γρ. Ξενόπουλου.

&ΕΚΛΕΧΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ& του Αργύρη Εφταλιώτη (τακτoποιημένες και φροντισμένες από τον Δ. Π. Ταγκόπουλο.

&ΥΜΝΟΙ&. Ποιήματα Ρήγα Γκόλφη.

&ΟΙ ΑΛΑΝΙΑΡΗΔΕΣ& του Δημοσθ. Βουτυρά.

&ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ&. Έκδοση Β'. (με νέα ανέκδοτα σκίτσα).

&ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ& του Κάλβου, με κριτική μελέτη του Αρ. Καμπάνη.

&ΠΟΙΗΜΑΤΑ& του Κ. Καρθαίου.

***

1) « … .ούτε ζύγισα τα χρήσιμα πράγματα για να ιδώ ποια είναι τα πιο χρήσιμα. Αυτό που σου είπα, &πρέπει& να γίνει». (Ηρώων και Μαρτύρων αίμα, σελ. 64).

2) …. Όταν τον είδομεν νεκρόν, το αίμα έρρεεν ακόμα από τα άγρια τραύματά του, αλλά το πρόσωπόν του, με το αλησμόνητον μειδίαμα του, έλεγεν ακόμη· «Άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Εν τη βαθεία στοργή, την οποίαν, ως κ' εκείνος, έχομεν προς τον στρατόν μας, θέλομεν μάλιστα, παρά την οδύνην μας, να εξάρωμεν το γεγονός ότι οι κακουργήσαντες δεν ανήκουσιν εις σώμα του τακτικού στρατεύματος». (Από το υπέροχο άρθρο του κ. Αθ. Σουλιώτη Νικολαΐδη που δημοσιεύτηκε στην «Πολιτική Επιθεώρηση» ― σελ. 209 210. 29.8.920.)

3) Εδώ, φοβάμαι, πως θάναι κάπιο χοντρό λάθος· τυπογραφικό. Είναι αδύνατο μπαίνοντας κανείς στην Πόλη, να ιδή μαζί Δαρδανέλλια και Πόλη. Ίσως το χειρόγραφο αντί &Δαρδανέλλια& νάχε &Βόσπορο&.

4) Για τους «Ελλαδικούς» στις 6 του Μάη 1907 δημοσιεύτηκε στο φύλλο του «Νουμά» ένα άρθρο δικό μου σχετικό με αυτό το μέρος του σημερινού μου άρθρου.

5) Το φυλλάδιο είχε και χάρτη στο τέλος πούδειχνε όσα αναφέρονται σε τούτο τον παράγραφο.

6) Έχω γράψει μάλιστα πολύ νέος ένα μυθιστόρημα, που δεν το δημοσίεψα, και που είναι μια ψυχολογική ανάλυση του εαυτού μου σ' όλα τα στάδια που πέρασα από τότε που μικρός άρχιζα να νιώθω τον έρωτά μου. Εκεί μέσα θα έβλεπε ο κ. Σκληρός όλες τις τρεχούμενες ουτοπίες, σοσιαλιστικές, κοσμοπολίτικες, ανθρωπιστικές, χρησιμοθεωρικές, πατριωτικές και πόθους και λαχτάρες και σκεπτικισμό πολύ. Ι.Δ.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library