ART

.

ΑΡΙΘ 3

ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ

Η ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ 1904

Ιδιοκτησία του εκδότου. — Απαγορεύεται η ανατύπωσις.

Η ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

Η μονή του Αρκαδίου, ολίγας ώρας απέχουσα του Ρεθύμνου, κείται επί μικρού οροπεδίου, το οποίον ουδεμίαν έχει φυσικήν οχυρότητα, αλλ' ένεκα του ισχυρού του περιβόλου και της κεντρικής του θέσεως εχρησίμευσε καθ' όλας τας κρητικάς επαναστάσεις εις συναθροίσεις επαναστατικάς και ως πρώτον καταφύγιον των γυναικοπαίδων.

Είναι μία των αρχαιοτέρων και πλουσιωτέρων μονών της Κρήτης. Η χρονολογία όμως της ιδρύσεως της δεν είναι θετικώς γνωστή. Επανειλημέναι καταστροφαί, κατά τας διαφόρους επαναστάσεις και τας έξωθεν επιδρομάς, εξηφάνισαν παν μνημείον γραπτόν και εγχάρακτον, δυνάμενον να διαφωτίση την αρχαιοτέρα ιστορίαν της μονής.

Υπάρχει μόνον παράδοσις, καθ' ην το Αρκάδι εκτίσθη επί του αυτοκράτορος Αρκαδίου και εις μνήμην αυτού ωνομάσθη Αρκάδιον· αλλ' είναι ενδεχόμενον η παράδοσις να εσχηματίσθη εξ εικασίας από το όνομα της μονής. Οπωσδήτοτε η παράδοσης αύτη αναφέρει ότι το Αρκάδι εκτίσθη υπό την επιστασίαν της αρχαιοτάτης μονής του Αγίου Αντωνίου, ήτις σώζεται και σήμερον, εις απόστασιν ημισείας ώρας, ως μετόχιον του Αρκαδίου. Κατά την μαρτυρίαν δε ταύτην, το Αρκάδι εκτίσθη το 395 και η πρώτη καταστροφή την οποίαν υπέστη συνέβη κατά την κατάληψιν της νήσου υπό των Σαρακηνών εν έτει 823 (1).

Όταν οι Τούρκοι επήλθον κατά της ενετοκρατουμένης Κρήτης, ο ηγούμενος του Αρκαδίου Πατελάρος έσπευσε και υπέβαλεν υποταγήν εις τον αρχηγόν του προελαύνοντος εναντίον του Χάνδακος τουρκικού στρατού. Ούτος δε εις ανταμοιβήν έδωκε προνόμιά τινα εις την μονήν, εξασφαλίζοντα τας κτήσεις και τα δικαιώματά της. Εξαιρετικώς εις το Αρκάδι επέτρεψε να έχη κώδωνα, προνόμιον το οποίον δεν φαίνεται να διετηρήθη επί πολύ, και έν μέτρον παντού της νήσου διά το έλαιον και τον σίτον.

Το Αρκάδι, ως είπον, ήτο πλουσιώτατον, έχον κτήματα καθ' όλην την νήσον. Και εις την Κωνσταντινούπολη ακόμη, κατά το Ατμεϊντάν (Ιππόδρομον) είχεν ιδιοκτησίας, οικίας και εργαστήρια. Εκ των δωρητών δε της μονής διεσώθη η μνήμη του «άρχοντος» Μηλιώτη και της συζύγου αυτού, οίτινες πολλά και μεγάλα κτήματά των, κείμενα εις την περιφέρειαν του Μυλοποτάμου, αφιέρωσαν εις το Αρκάδι. Εκτός δε των ακινήτων, η αρχόντισσα Μηλιώτη εδώρησεν εις την μονήν δακτύλιον με αδάμαντα μεγάλης αξίας, όστις εσώζετο μέχρι του 1866, ότε εις την καταστροφήν της μονής εχάθη.

Η προστασία του κατακτητού δεν επροφύλαξε την μονήν από την βίαν και την αρπαγήν βραδύτερον, ότε αχαλίνωτος τουρκική αναρχία απελύθη κατά των Χριστιανών. Οι Τούρκοι δεν κατελάμβανον μεν διά της βίας τα κτήματα της μονής, αλλ' εξεβίαζον τους ηγουμένους και τα συμβούλια του Αρκαδίου να τ' ανταλλάσσουν με γαίας μηδαμινής αξίας. Προς τον εξαναγκασμόν δε τούτον έφθανον μέχρι φόνου των ανθισταμένων μοναχών. Κατ' αυτόν τον τρόπον μέγα κτήμα της μονής με 14.000 ελαιόδενδρα εις τα περίχωρα του Ρεθύμνου και άλλα εν Μεσαρά περιήλθον εις την κατοχήν Τούρκων.

Θα έχανε δε ούτω όλην την περιουσίαν αυτού το Αρκάδι, αν οι μοναχοί του δεν εφρόντιζον να εξασφαλίζουν διά δώρων και χορηγιών την προστασίαν ενός ισχυρού Τούρκου, όστις τους έσωζεν από την βίαν και την απληστίαν των πολλών.

Η επανάστασις του 21 εύρε την μονήν του Αρκαδίου εις ικανήν ακμήν, χάρις εις την πολιτικήν ταύτην. Ο ηγούμενος Ιωακείμ, όστις απεβίωοεν εκατοντούτης το 1862, διηγείτο ότι προ της επαναστάσεως εκείνης η μονή είχε 270 μοναχούς, διετήρει δε νοσοκομείον και οι καλόγηροι εκαλλιέργουν τέχνας τινάς, εν αις και την ποικιλτικήν των ιερατικών στολών. Κατά την εορτήν των αγίων της μονής Κωνσταντίνου και Ελένης 70 ιερείς φέροντες χρυσοκεντήτους ιερατικάς στολάς, ετέλουν την λειτουργίαν, κατά τας διηγήσεις του Ιωακείμ. Είχε δε τότε η μονή και βιβλιοθήκην με πολύτιμα χειρόγραφα, άτινα επυρπολήθησαν, κατά τον πόλεμον, μετά της μονής. Τα άλλα δε αυτής κειμήλια και θησαυροί, συνιστάμενοι εις 7 1/2 οκάδας χρυσού και 55 οκάδας αργύρου, κατά την μαρτυρίαν πάντοτε του Ιωακείμ, εις στολάς χρυσοϋφάντους, εικόνας του Κρητός ζωγράφου Κορνάρου, λείψανα του Αγίου Κωνσταντίνου και διαφόρους πολυτίμους σταυρούς, παρελήφθησαν προς διάσωσιν υπό του ηγουμένου Ματθαίου, όστις τα εφόρτωσεν εις έν των πλοίων του Εμμανουήλ Τομπάζη ίνα εξασφαλισθώσιν εις τας νήσους. Αλλά το πλοίον προσβληθέν υπό Τουρκικών, εναυάγησε και τα πλείστα των κειμηλίων απωλέσθησαν.

Διεσώθη μόνον το λείψανον του Αγίου, διατηρούμενον εις την Παναγίαν των Σελιών, είς χρυσούς σταυρός σωζόμενος εν Μυκώνω και φέρων την επιγραφήν «Αρκάδιον», έν πετραχήλιον χρυσοκέντητον εν Τήνω και άλλα αλλαχού. Εκ των ναυαγών δε ο ηγούμενος αιχμαλωτισθείς υπό των Τούρκων, απηγχονίοθη εν Ρεθύμνω.

Ένεκα της κεντρικής, ως είπομεν, θέσεως του Αρκαδίου μεταξύ των επαρχιών Ρεθύμνης, Μυλοποτάμου και Αμαρίου, κατέφυγον εις αυτό, αρχομένης της επαναστάσεως του 1886, πολλά γυναικόπαιδα, γέροντες και ασθενείς εκ των χωρίων των επαρχιών τούτων, άτινα ήσαν εκτεθειμένα εις τας επιδρομάς των Ρεθυμνίων Τούρκων.

Το Αρκάδι επίσης κατέστησεν έδραν αυτής η Επιτροπή, δηλαδή οι αντιπροσωπεύοντες την κεντρικήν επαναστατικήν Κυβέρνησιν εις τας επαρχίας του διαμερίσματος Ρεθύμνου. Πρόεδρος δε της Επιτροπής ήτο ο ηγούμενος Αρκαδίου Γαβριήλ, ανήρ τεσσαρακοντούτης περίπου, ωραίος και αθλητικός το παράστημα.

Κατά τας αρχάς Σεπτεμβρίου, ο πασσάς Ρεθύμνου διεμήνυσε προς τον Ηγούμενον ν' αποπέμψη την Επιτροπήν εκ της μονής απειλών εν εναντία περιπτώσει ότι θα εξεστράτευε και θα κατέστρεφε το Αρκάδι. Τότε έγινε σύσκεψις του συμβουλίου της μονής περί του πρακτέου· και δύο εκ των συμβούλων εξέφρασαν την γνώμην να υποδείξωσιν εις την Επιτροπήν ότι έπρεπε ν' απομακρυνθή, ίνα μη γίνη αφορμή να καταστραφή η μονή. Ο εκ των συμβούλων Χατζή Νεόφυτος έλεγε:

 — Ας πάη αλλού η Επιτροπή, γιατί θα μας κατηγορήσουν ύστερα ότι
εκάψαμε το μοναστήρι.

 — Να φύγης εσύ, αν φοβάσαι, του είπεν εν οργή ο Γαβριήλ. Η
Επιτροπή δεν φεύγει!

Επειδή δε ο Χατζή Νεόφυτος επέμενεν εις την γνώμην του, ο Ηγούμενος του είπε:

— Θωρείς τα κείνανέ τα κάρβουνα που 'ν' από τα 21 εκεί στση μεσοδοκιάστρες;

— Θωρώ τα.

— Με 'κείνα να θα τσοι μουζώσω στο πρόσωπο κείνους που θα με κατηγορήσουνε πώς έκαψα το μοναστήρι για την ελευθερία.

Οι λόγοι ούτοι συνεκίνησαν και μετέπεισαν τον Νεόφυτον, όστις είπε:

— Σαν είν' ετσά, γούμενε, βάσταξά το λοιπόν δυνατά κι' όπου θ' αποθάνης εσύ θ' αποθάνω κ' εγώ.

Η απειλή του πασά Ρεθύμνης ως τόσον δεν εξετελέσθη. Έμελλε να εκτελεσθή υπό άλλου, του Μουσταφά πασά, ον ο Σουλτάνος είχεν αποστείλει κατά τας ημέρας εκείνας εις Κρήτην μετά πολυαρίθμου και εκλεκτού στρατού, αφού είδεν ότι κατά τας ήδη συγκροτηθείσας μάχας ο εν τη νήσω τουρκικός στρατός και ο επίκουρος αιγυπτιακός είχον κατατροπωθή υπό των επαναστατών. Εξέλεξε δε ο Σουλτάνος μεταξύ των στρατηγών αυτού τον Μουσταφάν, ως γνωρίζοντα την Κρήτην κάλλιον παντός άλλου, καθότι και κατά την επανάστασιν του 1851 είχε πολεμήσει εν Κρήτη· και επί πολλά έτη έπειτα εχρημάτισε Γενικός Διοικητής της νήσου.

Ο Μουσταφάς, αφού έσωσε τους Τούρκους του Σελύνου, πολιορκουμένους υπό των επαναστατών εις την Κάνδανον, αφού επυρπόλησε τα ορεινά χωρία της Κυδωνίας, εστράφη προς τον Αποκώρωναν, πυρπολών και ερημώνων τον τόπον, ίνα διά των στερήσεων αναγκάση τους επαναστάτας εις υποταγήν, αφού διά της πειθούς, διά των απειλών και των όπλων δεν το κατώρθωσε. Μετά την μάχην δε του Βαφέ, καθ' ην οι επαναστάται και οι μετά του I. Ζυμβρακάκη εθελονταί ενικήθησαν υπό των εικοσαπλασίων δυνάμεων του Μουσταφά, ούτος δι' απειλών ηνάγκασε τους Σφακιανούς να προσποιηθώσιν υποταγήν, ίνα σώσωσι την επαρχίαν αυτών και τα πολυάριθμα γυναικόπαιδα άτινα είχον κατάφύγει εις αυτήν από τον ερημωθέντα Αποκώρωναν. Τα αποτελέσματα ταύτα ήρκεσαν διά να νομίση ο πασάς ότι κατέβαλε την επανάστασιν εις τας δυτικάς επαρχίας και επροχώρησε προς το Ρέθυμνον, ίνα προσβάλη και τους επαναστάτας των μερών εκείνων, καταστρέφων πρώτον το Αρκάδιον, όπερ ήτο το κυριώτερον αυτών ορμητήριον.

Όταν εγνώσθη ότι ο πασάς μετά πολυαρίθμου στρατού επήρχετο, νέα σύσκεψις εγένετο εις το Αρκάδιον περί του πρακτέου. Και όλοι ευρέθησαν σύμφωνοι να μη εγκαταλίπωσι την μονήν, αλλά ν' αμυνθώσιν εν αυτή. Εις την οχυρότητα της θέσεως δεν ηδύναντο να έχουν μεγάλην πεποίθησιν, αλλά τους ενεθάρρυνε, φαίνεται, η στερεότης του περιβόλου της μονής και η ελπίς εις επικουρίαν και αντιπερισπασμόν εκ μέρους των επαναστατών των πέριξ επαρχιών, εν περιπτώσει πολιορκίας. Πολεμεφόδια είχον αρκετά, καθότι εις το Αρκάδι ήσαν αι γενικαί αποθήκαι της επαναστάσεως, τροφαί δ' επίσης υπήρχον επαρκείς εις τας πλουσίας αποθήκας του μοναστηρίου.

Ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όστις προ ολίγου είχε φθάσει μετ' εθελοντών τινων εις Κρήτην και διορισθή υπό της Συνελεύσεως των Κρητών Γενικός Αρχηγός του τμήματος Ρεθύμνης, ευρέθη εις το Αρκάδι κατά τας ημέρας εκείνας. Ούτος δε βλέπων το δυσφύλακτον της μονής και τον βέβαιον κίνδυνον εις ον θα εξετίθεντο οι εν αυτή πολιορκούμενοι, δεν επεδοκίμασε την γνώμην του Γαβριήλ και των άλλων. Αλλ' οι πλείστοι των εν τω μοναστηρίω επέμειναν ακλόνητοι εις την απόφασιν αυτών. Συνεβούλευσε τότε ο Κορωναίος να κατεδαφίσωσι τους σταύλους και τον ανεμόμυλον, οίτινες ευρίσκοντο έξω της μονής εις απόστασιν 100-150 μέτρων, ίνα μη καταληφθώσιν υπό του εχθρού και χρησιμεύσωσιν εις τας πολεμικάς αυτού επιχειρήσεις εναντίον του μοναστηρίου. Αλλ' ουδ' η συμβουλή του αύτη εξετελέσθη, ίσως διότι το πράγμα δεν ήτο εύκολον ή διότι δεν εδόθη καιρός. Αλλ' ουδέ τα γυναικόπαιδα παρά την γνώμην και τας προτροπάς του Κορωναίου, ηθέλησαν ν' απέλθωσιν εκ της μονής και καταφύγωσιν εις ασφαλέστερα μέρη.

— Ό,τι θα γίνουν οι άνδρες θα γίνωμε κ' εμείς, ήτο η απάντησίς των. Αν αποθάνουν αυτοί, ας αποθάνωμεν κ' εμείς.

Αλλά μήπως αν έφευγον εις τα όρη, δεν θα εκινδύνευον ν' αποθάνουν κ' εκεί εκ των στερήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αρχίση με ασυνήθη δριμύτητα και ο Ψηλορίτης είχε καλυφθή προώρως υπό χιόνος. Ολίγον βραδύτερον τοιαύτη παγωνιά κατέλαβε τα πλανώμενα εις τα όρη θύματα της τουρκικής αγριότητος, ώστε πολυάριθμα παιδία, γυναίκες και γέροντες απέθανον.

Ο Κορωναίος, αφήσας εις την μονήν, ως φρούραρχον, τον ανθυπολοχαγόν Ιωάννην Δημακόπουλον μετά επτά ή οκτώ εθελοντών απήλθε. Τον ηκολούθησαν δε ο οπλαρχηγός Παπά Μαρουλιανός καί τινες άλλοι, συμμεριζόμενοι την γνώμην του ότι έπρεπε να εγκαταλειφθή το Αρκάδι.

Εις την μονήν έμειναν περί τα 900 άτομα, εξ ων 270 περίπου οπλοφόροι, οι δε λοιποί γυναικόπαιδα και ασθενείς. Μοναχοί δυνάμενοι να φέρουν όπλα ανήρχοντο εις 40. Έμειναν δε και οι ευρεθέντες εκεί εκ των δεκαέξ μελών της Επιτροπής Δ. Σκορδίλης, Μελισσώτης, Σκουλάς, Χαιρέτης, Μπεργαδής, Μπολάνης, Πορτάλιος, Αντωνογιαννάκης, Σαουνάτσος. Ομοίως οι οπλαρχηγοί Νικόλαος Βενιανάκης, Παπά Κρανιώτης, Κωνσταντίνος Δασκαλάκης.

Οι Τούρκοι ενεφανίσθησαν ερχόμενοι εναντίον της μονής την 7 Νοεμβρίου. Η πρωτοπορεία αυτών απετελείτο εξ ατάκτων Τουρκοκρητών, οίτινες είχον αρχηγόν τον εξ Αμνάτου Αλή αγάν Παστέλλαν. Διά να εξαπατήσωσι δε τους εν τη μονή οι Τουρκοκρήτες ούτοι είχον αναπετάσει ελληνικάς σημαίας. Αλλ' ο Νικόλαος Βενιανάκης, επόπτης των σκοπών, τους οποίους είχον τάξει κατά μήκος της χαράδρας εις ην απολήγει εκ του μέρους εκείνου το οροπέδιον, τους ανεγνώρισε και οι σκοποί ανήγγειλαν διά πυροβολισμών την εμφάνισιν του εχθρού.

Κατόπιν των ατάκτων Τουρκοκρητών, ήρχετο μετά στρατού ο Σουλεϋμάν βέης, γυναικάδελφος του Μουσταφά, όστις, αφού περιεκύκλωσε την μονήν εκ τριών μερών, εκάλεσε τους εν τη μονή να παραδοθώσιν. Αλλ' οι υπερασπισταί του Αρκαδίου απήντησαν διά των όπλων εις την πρότασιν του εχθρού. Καίτοι δε ηδύναντο ακόμη να φύγωσι προς τον Μυλοπόταμον, έμειναν και απτόητοι εδέχθησαν τας πρώτας επιθέσεις των Τούρκων.

Εν τω μεταξύ ο Μουσταφάς, μένων εις την Επισκοπήν Ρεθύμνης μετά του υπολοίπου στρατού, εφρόντισε να εμποδίση πάσαν έξωθεν επικουρίαν προς την πολιορκουμένην μονήν. Προς τούτο δε εις μεν την Επισκοπήν αφήκε σώμα εκ 1000 ανδρών, άλλο δε σώμα απέστειλεν εις Κρουσώνα Μαλεβυζίου, ενώ ο πασάς Ηρακλείου Ρεσίτ ηπείλει να εισβάλη εις Μυλοπόταμον. Ούτω οι επαναστάται του Μυλοποτάμου ήσαν ηναγκασμένοι να φυλάττουν τας εξ ανατολών διόδους της επαρχίας των, οι δε Ρεθύμνιοι είχον προ αυτών το πρόσκομμα της εν τη Επισκοπή τουρκικής φρουράς· και κατώρθωσαν μεν την πρώτην ημέραν να την εκτοπίσωσιν, αλλ' επανελθούσα εκ Ρεθύμνου ισχυροτέρα αριθμητικώς, κατέλαβεν εκ νέου την Επισκοπήν και άλλα παρακείμενα χωρία.

Αφού δε ούτως απεμόνωσε την μονήν ο Μουσταφάς, διηυθύνθη και αυτός προς αυτήν, άγων άλλον στρατόν. Αποκρούσας δε μικρά τινα επαναστατικά σώματα, άτινα επεχείρησαν ν' αντιστώσιν εις την διάβασίν του, έφθασε προ του Αρκαδίου, το οποίον είχεν ήδη αρχίσει να μυδροβολή ο Σουλεϋμάν.

Μετά την άφιξιν του Μουσταφά, ο συγκεντρωθείς περί το Αρκάδιον τουρκικός στρατός ανήλθεν εις 10,000 περίπου, αποτελούμενος εκ δώδεκα ταγμάτων, μετά δύο ορεινών πυροβολαρχιών, ολίγου ιππικού και πολλών ατάκτων, Τουρκοκρητών και Αλβανών.

Ο πασάς επανέλαβε προς τους εν τη μονή την πρόσκλησιν να παραδοθώσιν· αλλ' οι πολιορκούμενοι έδωκαν και προς αυτόν την απάντησιν, ην είχον δώσει προηγουμένως εις τον Σουλεϋμάν. «Μόνον νεκροί θα παραδοθώμεν!» Τότε ο Μουσταφάς διέταξε γενικήν επίθεσιν κατά του Αρκαδίου, ενώ το πυρ των δύο πυροβολαρχιών συνεκεντρούτο κατά της δυτικής πύλης της μονής. Αλλ' οι πολιορκούμενοι δι' ευστόχου πυρός εκ των παραθύρων και των πολεμοθυρίδων του περιβόλου τους απέκρουσαν. Οι Τούρκοι εφαίνοντο προσπαθούντες να καταλάβωσι τους σταύλους, οίτινες παρά την συμβουλήν του Κορωναίου, δεν είχον κατεδαφισθή. Διά τούτο και οι υπερασπισταί του Αρκαδίου προς το μέρος τούτο έστρεψαν κυρίως την προσοχήν των. Τινές δ' εξ αυτών κατέχοντες τον παρακείμενον ανεμόμυλον διηύθυνον φονικώτατον πυρ κατά των Τούρκων εκ μικράς αποστάσεως. Άλλοι εξερχόμενοι από την μικράν πύλην τον περιβόλου, το «πορτάκι», κατείχον θέσεις προ της μονής και εκείθεν υπεδέχοντο τας εφορμήσεις του εχθρού.

Αι δυο μεγάλαι πύλαι του περιβόλου της μονής, αι λεγόμεναι «Ρεθυμιώτικη» και «Καστρινή», ως βλέπουσαι η μεν προς το Ρέθυμνον, η δε προς το Ηράκλειον (Κάστρον), είχον κλεισθή και στηριχθή έσωθεν διά ξύλων και λίθων. Αλλά τα βλήματα του τουρκικού πυροβολικού διηυθύνοντο κυρίως κατά της πρώτης. Η πύλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηρά, τα δε πυροβόλα του εχθρού ήταν μικράς ολκής, διό ελαχίστας βλάβας επροξένουν και εις τα τείχη.

Οι πολιορκούμενοι ανέμενον έξωθεν βοήθειαν και ηπόρουν βλέποντες ότι η ημέρα παρήρχετο χωρίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπερισπασμός. Μόνον ολίγοι επαναστάται, τους οποίους είχον συναθροίσει εκ των πλησιοχώρων ο Κορωναίος και ο Παπά Μαρουλιανός, προσήλθον και προσέβαλον τους Τούρκους· αλλά, μη δυνηθέντες ν' αντιστώσιν εις την ισχυράν τούτων αντεπίθεσιν, ηναγκάσθησαν ν' αποσυρθώσιν.

Εν τούτοις η ευψυχία των υπερασπιστών του Αρκαδίου διετηρείτο ακμαία και η νυξ τους εύρεν ακλονήτους εις την απόφασιν αυτών να επιμείνωσιν εις την αντίστασιν μέχρι θανάτου. Ο δεκάωρος βομβαρδισμός, η άπαυστος καθ' όλην την ημέραν χάλαζα των σφαιρών, ο βαρβαρικός αλλαλαγμός των εφορμώντων εχθρών ουδ' αυτάς τας γυναίκας είχον εκπτοήσει. Ουδεμία φωνή ολιγοψυχίας ηκούσθη. Καθ' όλην την ημέραν αι γυναίκες άλλαι μεν εκόμιζον εις τους πολεμιστάς πολεμεφόδια και νερόν, άλλαι επεριποιούντο τους τραυματίας και άλλαι εντός του ναού κατεσκεύαζον πυριτιδοβολάς με τον χάρτην των εκκλησιαστικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών διεκρίνετο διά το θάρρος και την ψυχραιμίαν αυτής η Χαρίκλεια Δασκαλάκη. Την εσέβοντο πάντες και ως γυναίκα μεγαλόψυχον και ως μητέρα τριών ανδρείων υιών, εκ των οποίων ο είς ευρίσκετο εντός του Αρκαδίου, έχων την σημαίαν αυτού υψωμένην επί του τείχους. (2) Εις τας συσκέψεις ηκούετο η γνώμη της Χαρικλείας Δασκαλάκη και η γνώμη της ήτο να προτιμήσουν τον θάνατον παρά να παραδοθούν εις τους Τούρκους, καίτοι εν τη μονή είχεν υιόν, εγγονούς και άλλους συγγενείς.

Η σιγή της επελθούσης νυκτός, εν μέσω του φοβερού κλοιού τον οποίον εσχημάτιζε περί την μονήν το στρατόπεδον των Τούρκων, υπήρξε φρικτή. Περί το μεσονύκτιον ο ουρανός εκαλύφθη υπό νεφών, επηκολούθησαν δε αστραπαί και βρονταί, χωρίς να βρέξη. Οι πολιορκούμενοι ηγρύπνησαν προσευχόμενοι εις τον ναόν, υπό τους θόλους του οποίου αντήχουν αι βρονταί ως ενθάρρυνσις ουρανόθεν.

Ο Μουσταφάς βλέπων ότι το πυροβολικόν του ήτο ανίσχυρον να εκπτοήση τους υπερασπιστάς του Αρκαδίου και ν' ανοίξη ρήγμα εις το τείχος, εκόμισε κατά την νύκτα δύο βαρέα πυροβόλα εκ Ρεθύμνου.

Την επιούσαν αι έφοδοι επανελήφθησαν από πρωίας λυσσωδέστεραι, ενώ τα βλήματα των νέων πυροβόλων διέσειον την πύλην του μοναστηρίου και διερρήγνυον το τείχος. Ο ηγούμενος Γαβριήλ περιερχόμενος τας διαφόρους θέσεις, ενεψύχωνε διά γενναίων λόγων τους πολεμιστάς. Συχνά δ' εξήρχετο και εις τα πρόθυρα της μονής ίνα ενθαρρύνη και τους εκείθεν αντιμετωπίζοντας τον εχθρόν προμάχους της μονής. Τα ράσα του ήσαν διάτρυτα εκ των σφαιρών. Οι Τούρκοι, αναγνωρίζοντες αυτόν εκ του παραστήματος, διηύθυνον κατ' αυτού χάλαζαν σφαιρών. Αλλ' ο Γαβριήλ ατρόμητος και άτρωτος, ώρμα μετά του Ντελή Δράκου, του Παύλου Κούβου, του Παπά Κρανιώτη, του εθελοντού Ξάνθη και ξιφήρεις κατεδίωκον τους θρασυτέρους των Τουρκοκρητών και Αλβανών, οίτινες προηγούντο εις τας εφόδους.

Αλλ' ουδέ κατά την δευτέραν ημέραν ενεφανίζετο η αναμενομένη έξωθεν επικουρία. Μόνον περί την μεσημβρίαν προσήλθον Μυλοποταμίται τινές και εκ των υψωμάτων της Συκιάς προσέβαλον τους Τούρκους· αλλ' ήσαν τόσον ολίγοι, ώστε ο αντιπερισπασμός αυτών υπήρξεν ασήμαντος, οι δε Τούρκοι ευχερώς τους απέκρουσαν, χωρίς να διακόψωσι την κατά του Αρκαδίου επίθεσιν.

Αλλ' οι Ρεθύμνιοι, οι Αμαριώται και Αγιοβασιλίται πού ήσαν; Οι πολιορκούμενοι συνεπέραινον μεν ότι σοβαρόν τι τους ημπόδιζε να σπεύσωσιν εις βοήθειαν αυτών, αλλ' ήτο αδύνατον να μαντεύσωσι την αληθή αιτίαν της εγκαταλείψεως ταύτης. Διότι εις το οροπέδιον του Αρκαδίου δεν έβρεχεν, ενώ εις τας πέριξ επαρχίας έβρεχεν από της προτεραίας τόσον δυνατά, ώστε οι χείμαρροι είχον καταστή αδιάβατοι. Ιδού τι είχεν εμποδίσει τους Αμαριώτας, Ρεθυμνίους και λοιπούς να δράμωσιν εις επικουρίαν των κινδυνευόντων εις το Αρκάδιον, μεταξύ των οποίων μάλιστα πολλοί των έξω είχον αδελφούς, μητέρας και τέκνα.

Άμα εγνώσθη ότι ο Μουσταφάς διηυθύνετο εναντίον του Αρκαδίου, οι επαναστάται των γειτονικών επαρχιών συνηθροίσθησαν και απεφάσισαν, ίνα οι μεν επιτεθώσι κατά των πολιορκούντων το μοναστήριον Τούρκων, οι δε προσβάλωσι τους κατέχοντας την Επισκοπήν. ίνα ο Πασάς ανησυχών διά την τύχην του Ρεθύμνου, στενοχωρούμενος δε εν μέσω της αμύνης των πολιορκουμένων και της εξωτερικής επιθέσεως, αναγκασθή να λύση την πολιορκίαν, εις την οποίαν είχεν υποστή σημαντικάς απωλείας. Αλλ' η επελθούσα κακοκαιρία, ήτις από της βροχής ετράπη εις χιονοθύελλαν, εματαίωνε το σχέδιον. Τα όπλα των, τουφέκια παλαιά με πυρολίθους, κατέστησαν άχρηστα εκ της βροχής. Όσοι δε, κατορθώσαντες να διαβώσι τους πλημμυρούντας χειμάρρους, έφθασαν εις τα περί το Αρκάδιον υψώματα, εθεώντο άπρακτοι, με την οδύνην της αδυναμίας, την σπαρακτικήν τραγωδίαν ήτις ετελείτο κάτω εις το οροπέδιον.

Μόνον εκεί δεν έβρεχεν, ως εάν και ο καιρός συνεμάχει μετά των πολλών εναντίον των ολίγων, μετά των τυράννων εναντίον των τυραννουμένων. Οι δυστυχείς εκείνοι έκλαιον.

— Θεέ μου, δεν υπάρχει λοιπόν δικαιοσύνη; Όλοι και όλα είνε εναντίον μας; Εάν από τις αμαρτίες μας βασανιζώμεθα, δεν είνε αρκετά τα όσα έχομεν υποφέρει;

Ο καπνός της μάχης εσκέπαζε το Αρκάδιον, το οποίον εφαίνετο ως καιόμενον. Και τωόντι εκαίετο εν μέσω του πυρός, το οποίον εξήμουν εναντίον του απαύστως τα στόμια τόσων χιλιάδων όπλων. Εκάστη βολή πυροβόλου κροτούσα επί των τειχών, τα οποία επροστάτευον τόσα αθώα πλάσματα, ή πίπτουσα εντός του περιβόλου της μονής, απέσπα μέρος από την καρδίαν των ανδρών εκείνων, οίτινες ριγούντες, άθλιοι εν τη αδυναμία των, έβλεπον μακρόθεν την αγωνίαν των αδελφών αυτών και προέβλεπον την μοιραίαν έκβασιν της πάλης τον ασθενούς κατά τον ισχυρού. Η σκέψις δε, ότι οι πολιορκούμενοι θ' απέδιδαν ίσως εις απροθυμίαν την εγκατάλειψιν αυτών, καθίστα πικροτέραν την οδύνην των δυστυχών εκείνων. Ήσαν αρά γε δυστυχέστεροι και πλέον αυτών αξιοθρήνητοι οι κινδυνεύοντες εντός του Αρκαδίου;

Η άμυνα των πολιορκουμένων, όσον και αν ήτο ηρωική, δεν κατώρθωσε μέχρι τέλους ν' αναχαιτίση τα εφορμώντα πλήθη των Τούρκων, οίτινες ηδυνήθησαν να καταλάβωσι θέσεις εγγύτερον της μονής, κατέλαβον δε και τους σταύλους. Και τοποθετήσαντες εντός αυτών τα βαρέα πυροβόλα, ετρύπησαν τον προς την μονήν τοίχον και εκείθεν εκανονοβόλουν την πύλην.

Ο Μουσταφάς σπεύδων να περατώση την πολιορκίαν, πριν ή λάβουν καιρόν οι επαναστάται των πέριξ επαρχιών και δυνηθώσι να επιτεθώσιν εναντίον του, είχε δώσει τας αυστηροτέρας διαταγάς εις τους αξιωματικούς του. Ούτω το πυρ εξηκολούθει άπαυστον κατά των πολιορκουμένων, οι δε στρατιώται, καί τοι δεκατιζόμενοι υπό του ευστόχου πυρός των υπερασπιστών της μονής, επροχώρουν πατώντες επί πτωμάτων και ο κλοιός της πολιορκίας εγίνετο από ώρας εις ώραν στενότερος. Τόσον δε πλησίον του μοναστηρίου είχον φθάσει οι Τούρκοι κατά το απόγευμα, ώστε μεταξύ των εντοπίων Τούρκων και των γνωρίμων αυτών εκ των πολιορκουμένων συνήπτοντο διάλογοι:

 — Δεν προσκυνάτε, μωρέ; θα χαθήτε άδικα, κακομοίρηδες, εφώναζον
οι Τούρκοι.

 — Μαζή θα χαθούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. Μπαρούτι έχομε να
σας πολεμούμε ένα μήνα.

— Απόψε θα μπούμε μέσα και τότε τα λέμε

— Καλώς νάρθετε· σας έχουμε τραπέζι στρωμένο και θα καλοπεράσετε.

Οι πολιορκούμενοι είχον πλέον την γαλήνην των αποφασισμένων. Τον θάνατον τον έβλεπον επερχόμενον και τον ανέμενον αταράχως. Τι πλέον του θανάτου ηδύναντο να φοβηθώσι; Μίαν μόνην σκέψιν και μίαν φροντίδα είχον πλέον· ν' αποθάνωσι καλώς. Μαύροι και αγνώριστοι εκ του καπνού, εκάθηντο εις τας θέσεις των κ' επυροβόλουν, ολίγον φροντίζοντες πλέον και να προφυλάσσωνται. Είχον ήδη φονευθή και πληγωθή πολλοί, αλλ' ουδεμία ηκούετο κραυγή πόνου, ουδείς θρήνος γυναικών. Και εκ τούτων τινές είχον φονευθή και πληγωθή υπό των σφαιρών και των οβίδων· αλλ' ο φόβος και η μικροψυχία είχον φυγαδευθή εκ της μονής. Αι γυναίκες εξηκολούθουν να υπηρετούν τους πολεμιστάς και να τους ενθαρρύνουν μάλιστα· αλλ' η αταραξία αυτών ήτο η καλλιτέρα εμψύχωσις· τινές εξ αυτών μάλιστα, γνωρίζουσας την χρήσιν των όπλων, έδιδον καιρόν ανακουφίσεως εις τους συζύγους και τους αδελφούς των, γεμίζουσαι τα όπλα των ή και τουφεκίζουσαι αντ' αυτών.

Η δε Χαρίκλεια Δασκαλάκη όσον ο κίνδυνος ηύξανε, τόσον θαρραλεοτέρα ανεδεικνύετο. Όταν δεν προσηύχετο προ των αγίων εικόνων, όταν δεν επεστάτει εις την κατασκευήν των πυριτιδοβολών, ευρίσκετο πλησίον του υιού της Κωστή. Επανειλημμένως βληθείς υπό σφαιρών, κατέπεσεν ο ιστός της σημαίας του υιού της και πάντοτε αυτή την ανεστύλωνεν. Όταν δε απεκόπη και το σχοινίον και η σημαία κατέπεσε, την εδίπλωσε και την εφύλαξεν εις τον κόλπον της, αταράχως ισταμένη υπό την βροχήν των σφαιρών (3).

Οι πολιορκούμενοι είχον και σαλπιγκτήν, ένα εθελοντήν μιγάδα, διό και τον ωνόμαζον Αράπην. Ο σαλπιγκτής εμάχετο και αυτός, αλλ' εκ διαλειμμάτων έρριπτε και έν σάλπισμα εις τον πάταγον της μάχης, ως κραυγήν ενθαρρύνσεως προς τους συμπολεμιστάς του. Ήτο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι τι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων.

— Γεια σου, Αράπη! του εφώναζαν εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής.

Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς:

— Δεν πας να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

— Είμαστε αδέρφια· όλοι αράπηδες, απήντα ο σαλπιγκτής,

Η αστοχία των Τούρκων πυροβολητών παρέτεινε την αγωνίαν του Αρκαδίου. Αλλά περί την δείλην επανειλημμέναι βολαί επιτυχούσαι την πύλην διέρρηξαν αυτήν· και άλλαι ήνοιξαν ρήγματα εις διάφορα μέρη του περιβόλου. Ο κανονοβολισμός εξηκολούθησε και επί τινας ώρας της νυκτός.

Οι δε πολιορκούμενοι, αφού εστερεώσαν την πύλην διά νέων στηριγμάτων, συνήλθον εις νέαν σύσκεψιν περί του πρακτέου. Περί παραδόσεως ουδείς εσκέπτετο, όλων θεωρούντων προτιμότερον τον θάνατον. Αλλ' ηπόρουν πώς εγκατελείφθησαν αβοήθητοι παρά των έξω. Τι αρά γε να συνέβαινε; Μήπως ο Μουσταφάς εξαπέστειλε τόσον στρατόν εις τας επαρχίας, ώστε να παρακωλύση πάσαν κίνησιν των επαναστατών; Έπρεπε να μάθωσι τι συνέβαινε, ίνα αποθνήσκοντες είνε τουλάχιστον ανακουφισμένοι από το βάρος της υποψίας, ότι οι αδελφοί των δεν επροθυμοποιήθησαν να τους βοηθήσουν. Έπρεπεν οπωσδήποτε να καταστήσουν γνωστήν εις τους έξω την ακροσφαλή αυτών θέσιν και την απόφασιν αυτών ν' αντιστώσι μέχρι θανάτου, ίνα σπεύσωσιν εις βοήθειάν των εφ' όσον ακόμη ήτο καιρός, διότι προέβλεπον ότι την επιούσαν οι Τούρκοι θα επεχείρουν την αποφασιστικήν έφοδον, εις ην η μονή, διάτρητος ως ήτο εκ των οβίδων, δεν θα κατώρθωνε ν' αντιστή. Τρεις εκ των ανδρών, ο Παπά Κρανιώτης, ο Παύλος Κούβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, διακρινόμενοι επί ωκυποδία, ανέλαβον να διέλθωσι διά της πολιορκητικής γραμμής και μεταβαίνοντες ο μεν εις το Μυλοπόταμον, οι δε εις τας άλλας επαρχίας, δώσωσιν επιστολάς του Ηγουμένου και των Επιτρόπων προς τους Καπετανέους, επιστρέψωσι δε προ της αυγής διά να φέρωσιν απαντήσεις.

Οι τρεις ούτοι, φορέσαντες λευκά σαρίκια, διά να φαίνωνται ως Τούρκοι, και αποβαλόντες τα υποδήματά των, εξήλθον από το πορτάκι. Επειδή δε είχε συμφωνηθή να πυροβολήσουν τρις εξ ωρισμένου σημείου, άμα θα διέβαινον τας τουρκικάς γραμμάς σώοι, ο Ηγούμενος ανέβη εις τον θόλον του ναού, άλλοι δε εις το υψηλότερον μέρους του τείχους και ανέμενον το σύνθημα. Οι τρεις πυροβολισμοί ηκούσθησαν μετ' ολίγον και οι εναγωνίως αναμένοντες ανεφώνησαν κάμνοντες τον σταυρόν των:

— Δόξα σοι ο Θεός!

Ο ουρανός ήτο ανέφελος, κατά την νύκτα δ' εκείνην παρουσίαζεν έκτακτον και καταπληκτικόν θέαμα. Άπειροι διάττοντες διέτρεχον το στερέωμα καθ' όλας τας διευθύνσεις, ως πυρά μάχης. Το θέαμα τούτο, το οποίον εθεωρήθη ως σημείον υπό των πολιορκουμένων, επηύξησε την μελαγχολίαν αυτών. Αλλά καίτοι ήσαν περίλυποι και κατάκοποι, έμειναν αγρυπνούντες και μόνον εις την προσευχήν εζήτησαν ανακούφισιν.

Αφού εψάλη δέησις εις τον ναόν, ο Γαβριήλ ωμίλησεν ως εξής:

«Αδελφοί μου, έχετε πίστιν εις τον Θεόν και θα σωθώμεν. Μη φοβήσθε την δύναμιν του εχθρού. Εάν ο εχθρός είναι δυνατός ο Θεός είναι παντοδύναμος. Και ο Θεός, όστις εβύθισε τους στρατούς του Φαραώ εις την Ερυθράν, δύναται επίσης να καταστρέψη τους στρατούς του Μουσταφά. Ο Θεός όστις εδυνάμωσε τον βραχίονα του μικρού Δαυίδ διά να καταβάλη τον γίγαντα Γολιάθ, θα δώση και εις ημάς τους ασθενείς την δύναμιν να νικήσωμεν τον ισχυρόν αντίπαλον.

«Αλλά και αν ο Θεός άλλως θελήση, ας παρηγορηθώμεν και ας χαρώμεν, διότι ημάς εδιάλεξε διά την υψηλήν θυσίαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Τάχα αργά ή γρήγορα δεν θ' αποθάνωμεν; Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού. Προτιμότερον λοιπόν ν' αποθάνωμεν ως μάρτυρες της πίστεως και της πατρίδος, ίνα, όχι μόνον η ψυχή μας μείνη αθάνατος εις τους ουρανούς, αλλά και η μνήμη μας επί της γης εις τον σεβασμόν των ομοεθνών μας. Ο θάνατός μας, όστις εις άλλην περίστασιν θα είναι ανωφελής, τώρα θα γίνη πρόξενος μεγάλου καλού· θα σώση την πατρίδα μας.

»Και τώρα, αδελφοί μου, ας συγχωρήσωμεν και ασπασθώμεν αλλήλους και ας ζητήσωμεν συγχώρησιν παρά του Θεού. Έπειτα δε ας πράξωμεν επί τέλους το καθήκον ημών προς την ιεράν ημών πίστιν και την πατρίδα και ας γείνη το θέλημα του Θεού.»

Έπειτα τους ηρώτησεν αν όλοι ήσαν έτοιμοι διά το υπέρτατον τούτο καθήκον και όλοι απήντησαν ότι ακλόνητοι θα έφθανον εις τον θάνατον, αν απέβαινεν αδύνατον να φθάσωσιν εις την νίκην.

— Προτιμώμεν ν' αποθάνωμεν και να ταφώμεν εδώ όλοι, παρά να παραδοθώμεν εις τον εχθρόν, ήτο η θέλησις όλων.

Και εις τα μέτωπα πάντων έλαμπεν ήδη ο στέφανος του μαρτυρίου, τα δε βλέμματα των είχον το ακτινοβόλημα του ενθουσιασμού, με το οποίον οι μάρτυρες του χριστιανισμού εδέχοντο ψάλλοντες τας βασάνους και τον θάνατον.

Κατόπιν ετελέσθη η ιερά μυσταγωγία και πάντες μετέλαβον των αχράντων μυστηρίων. Εξηκολούθησαν δε αγρυπνούντες και αναμένοντες τους απεσταλμένους. Αλλ' αρά γε θα κατώρθωνον να διέλθουν και πάλιν απαρατήρητοί διά μέσου του τουρκικού στρατοπέδου; Ο κίνδυνος ούτος και η αβεβαιότης εκράτει εις ανησυχίαν τους εν τη μονή. Και αφού παρήλθον ώραι τινες, ο Ηγούμενος και άλλοι ανέβησαν επί τον θόλου και των τειχών και ηκροώντο εις τον σιγήν της νυκτός. Έξαφνα διακρίνουν ένα ερχόμενον. Ήτο ο Αδάμης Παπαδάκης. Έσπευσαν προς αυτόν και τον υπεδέχθησαν εις το πορτάκι με περίπτυξιν χαράς.

Αλλ' ο Αδάμης δεν ήτο κομιστής χαροποιών ειδήσεων. Οι καπεταναίοι τους οποίους είδε του διηγήθησαν περίλυποι πως η καταιγίς εματαίωσε τα σχέδιά των και πως όσοι ηδυνήθησαν να πλησιάσωσιν έβλεπον μακρόθεν τον αγώνα και τον κίνδυνον του Αρκαδίου, χωρίς να δύνανται να βοηθήσουν.

— Καλλίτερα, έλεγον, να ήμεθα και 'μείς μέσα στ' Αρκάδι ναποθάνωμεν. Μήπως δεν ήτο θάνατος να βλέπωμεν από μακράν και να μη μπορούμε να κάμωμεν τίποτε; Αλλά θα έλθωμεν και αύριον και ο Θεός βοηθός. Εστείλαμε γράμματα εις όλα τα χωριά να συναφθούμε το πρωί μπροστά στο Αρκάδι.

Μετ' ολίγον έφθασε και ο Κούβος, όστις εκόμιζεν επιστολάς τα αυτά διαλαμβανούσας. Τον Κορωναίον εύρεν εις το χωρίον Κλησίδι προσπαθούντα να συναθροίση οπλίτας, ίνα μεταβή την επιούσαν εις βοήθειαν τον Αρκαδίου. Επειδή δε εκ της μονής τού έγραφον ότι «σταθεράν απόφασιν είχον να εγκαρτερήσωσι μέχρι θανάτου», απήντησεν ως εξής: «Θέλομεν πράξει παν το δυνατόν όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου, πράξετε ό,τι η συνείδησις σας υπαγορεύει».

Ο Παπά Κρανιώτης, βραδύνας διότι διέτρεξε μεγαλειτέραν απόστασιν, επέστρεψε περί τα χαράγματα. Εννοηθείς δε παρά των Τούρκων κατεδιώχθη και εκινδύνευσε να συλληφθή ή να φονευθή και ούτω δεν κατώρθωσε να εισέλθη εις την μονήν (4).

Αφού ανέγνωσαν τας επιστολάς, τας οποίας εκόμισαν οι δύο απεσταλμένοι, οι πολιορκούμενοι συσκεφθέντες απεφάσισαν ν' ανορύξωσιν υπόνομον. Εις τούτο δε ειργάσθησαν κατά τας υπολοίπους ώρας της νυκτός, θέσαντες εις την υπόνομον δώδεκα βαρέλια πυρίτιδος.

Ο δε Μουσταφά πασάς, προβλέπων ενδεχομένην συνάθροισιν των επαναστατών, και επίθεσιν εναντίον αυτού την επιούσαν, εσκέφθη να μη αφήση εις αυτούς τον προς τούτο καιρόν, επισπεύδων την εκπόρθησιν του Αρκαδίου. Διά τούτο από του όρθρου ο στρατός αυτού ευρίσκετο επί ποδός· και πριν ακόμη εξημερώση, επανελήφθη η επίθεσις. Το πυρ του πυροβολικού διηυθύνετο και πάλιν συγκεντρωμένον κατά της πύλης του μοναστηρίου, ήτις ως ήτο από της προτεραίας ετοιμόρροπος και διερρηγμένη, δεν εβράδυνε να καταπέση εις συντρίμματα. Μετ' ολίγον δε ηνοίγετο ευρύ ρήγμα και εις το τείχος.

Και τότε αι σάλπιγγες του εχθρού εσήμαναν γενικήν έφοδον. Με φρικτόν δε αλλαλαγμόν, όρμησαν πανταχόθεν κατά της μονής τα άγρια των Τούρκων πλήθη.

Οι υπερασπισταί όμως του Αρκαδίου, ατρόμητοι εις τας θέσεις των, κατά την φοβεράν εκείνην στιγμήν, εθέριζον τας πυκνάς των Τούρκων φάλαγγας. Αλλά και οι Τούρκοι ακλόνητοι προχωρούντες έφθασαν εις τα πρόθυρα της μονής και ώρμησαν εις το ρήγμα της πύλης. Εκεί ο Ηγούμενος περιστοιχούμενος υπό δρακός ηρώων ανέκοψε ξιφήρης την ορμήν αυτών και φοβερά συμπλοκή στήθος προς στήθος συνήφθη εις τον στενόν εκείνον χώρον.

Την στιγμήν εκείνην κρότος μέγας ηκούσθη, το έδαφος εσείσθη ως υπό σεισμού φοβερού και μία πλευρά του τείχους ανετινάχθη και κατέπεσε θάψασα υπό τον όγκον αύτης τους συνωθουμένους προ του περιβόλου Τούρκους. Η υπόνομος είχεν αναφλεγή. Εις σύνθημα δοθέν παρά του Γαβριήλ, είς των πλησίον αυτού μαχητών ονόματι Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, εκ του χωρίου Άδελε της Ρεθύμνης, κατήλθεν εις την υπόνομον και πυροβολήσας εις την πυρίτιδα την ανέφλεξε, γενόμενος αυτός το πρώτον θύμα.

Αλλ' εκτός των Τούρκων και πολλοί εκ των πολιορκουμένων εύρον τον θάνατον υπό τα ερείπια. Το αποτέλεσμα όμως της εκρήξεως δεν υπήρξεν όσον το ανέμενον οι πολιορκούμενοι καταστρεπτικόν. Η προσδοκία αυτών ήτο ν' ανατιναχθή ολόκληρος η μονή μετά της περιοχής αυτής, αλλ' ανετινάχθη μόνον μέρος αυτής.

Η έκρηξις αύτη επέφερε πανικόν εις τους Τούρκους, οίτινες ωπισθοδρόμησαν ατάκτως, νομίζοντες ότι το έδαφος ολόκληρον ήτο υπονομευμένον και θα ηνοίγετο να τους καταπίη. Εκ τούτου δ' επήλθε βραχεία της πάλης διακοπή. Κατά τας στιγμάς εκείνας είδεν η Δασκαλάκη τον Ηγούμενον έξαλλον, αγνώριστον εκ του καπνού της πυρίτιδος, με τα ράσα εις ράκη μεταβεβλημένα. Εκράτει γυμνόν γιαταγάνι. Και με φωνήν περίλυπον της είπε:

— Εσκοτώθηκαν τόσοι κ' εγώ ζω ακόμη. Δεν έρχεται μια μπάλλα να με σώση; Αλλά δεν θα πέσω ζωντανός στα χέρια των Τούρκων.

Ταύτα δε λέγων, εξήγαγε το περίαπτόν του και της το έδωκε, μεθ' ο έτρεξεν εις το ρήγμα, διότι οι Τούρκοι ανασυναχθέντες επήρχοντο εκ νέου. Και όσοι επέζησαν της καταστροφής του Αρκαδίου δεν τον επανείδον ζώντα. Τον επανείδον νεκρόν εν μέσω τουρκικών πτωμάτων διάτρητον υπό σφαιρών και ξιφισμών και έχοντα την κεφαλήν αποκεκομμένην.

Οι Τούρκοι, πατήσαντες επί των πτωμάτων των ολίγων ηρώων, οίτινες όρθιοι εις το ρήγμα και επί των καπνιζόντων ερειπίων προετάσσον το στήθος αυτών ως τελευταίον προμαχώνα κατά της εισβολής των εχθρών, εισώρμησαν εις την αυλήν. Αλλ' οι ζώντες ακόμη εκ των υπερασπιστών του Αρκαδίου, αποσυρθέντες εις τα κελλία, αντέταξαν εκείθεν την τελευταίαν άμυναν και έστρωσαν την αυλήν με τουρκικά πτώματα.

— Παραδοθήτε, μωρέ, να γλυτώσετε, εφώναζον προς αυτούς οι εντόπιοι Τούρκοι.

— Ώστε νάχωμ' ένα φυσέκι θα πολεμούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι.

— Θα βάλωμε φωτιά να σας κάψωμε.

— Ό,τι σας περάση να μη ταφήσετε.

Εις έν των κελλίων ευρίσκετο ο Κωστής Δασκαλάκης μετά της μητρός και των συγγενών του. Ενώ δε από του παραθύρου εμάχετο, επληγώθη εις το μέτωπον και τ' αίμα περιέλουσε το πρόσωπόν του.

— Ω! ανεφώνησεν.

— Για τόσο πράμμα; του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σ' ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;

Προ του κελλίου είχε πέσει φονευθείς είς Τούρκος στρατιώτης· επειδή δε τα πολεμοφόδια των υπερασπιστών του κελλίου επλησίαζον να εξαντληθώσιν, ήνοιξαν την θύραν επί μίαν στιγμήν και έσυραν μέσα τον νιζάμην, επί του οποίου εύρον πυριτιδοβολάς τινας και δοχείον εκ λευκοσιδήρου περιέχον καφέ και ζάχαριν. Με το τελευταίον τούτο εύρημα κατώρθωσαν να καταπραΰνωσι μιαν αρτιγέννητον εγγονήν της Δασκαλάκη, ήτις κλαίουσα απαρηγόρητα, τους είχε τρελλάνει με τας κραυγάς της.

Η από των κελλίων αντίστασις διήρκεσεν επί ώραν ικανήν. Αλλά τα πολεμοφόδια των τελευταίων υπερασπιστών του Αρκαδίου εξηντλήθησαν, τα πλείστα δε των όπλων κατέστησαν άχρηστα. Εις την τραπεζαρίαν της μονής είχον κλεισθή περί τους 40 πολεμισταί, εξ ων πολλοί ήσαν πληγωμένοι. Όταν δε τα όπλα των ήρχισαν να σιγώσι, Τούρκοι εντόπιοι, οίτινες τους εγνώριζον, επλησίασαν και τους εκάλεσαν να παραδώσουν τα όπλα, διαβεβαιούντες αυτούς μεθ' όρκων ότι δεν είχον να φοβηθώσι τίποτε. Οι δυστυχείς εκείνοι επείσθησαν και εκ των παραθύρων παρέδωκαν τα όπλα, τα οποία άλλως ήσαν άχρηστα. Αλλ' οι Τούρκοι, επιορκούντες, εισώρμησαν, αφού τους αφώπλισαν, και τους κατέσφαξαν όλους, πλην ενός νέου, Εμμανουήλ Μπριλάκη ονομαζομένου, όστις προλαβών ανερριχήθη και εκρύβη εις την καπνοδόχην. Εκείθεν, μόλις κρατούμενος εκ του τρόμου, ήκουσεν ούτος τας κραυγάς των σφαζομένων και όλον τον φρικτόν θόρυβον της πάλης μεταξύ των αόπλων και των ωπλισμένων. (5)

Οι Τούρκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παραδοθώσιν, αλλ' αν και ούτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμεφόδιά των, δεν παρεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κραυγαί των παραδοθέντων εις την τραπεζαρίαν τους είχον ειδοποίησει περί της τύχης ήτις τους ανέμενε.

— Θα πάρετε πρώτα τις τελευταίες μας σφαίρες και έπειτα τα τουφέκια μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος έκ τινος κελλίου.

Μόνον δε όταν ήλθε στρατός τακτικός, συγκατένευσαν να παραδοθώσιν. Αλλ' οι άτακτοι ορμώντες διά μέσου των στίχων του στρατού, εθανάτωσαν πολλούς, κατά την στιγμήν της παραδόσεως. Τινές μάλιστα αρπάσαντες νήπια από τας αγκάλας των μητέρων, τα διεμέλισαν.

Οι υπολειφθέντες εκ των πολιορκουμένων, ουχί περισσότεροι των 150, ωδηγήθησαν εις το στρατόπεδον του Μουσταφά, όστις είπε προς τους άνδρας, υποκρινόμενος ευαισθησίαν φιλανθρώπου:

— Δεν ελυπηθήκατε, μωρέ, τα παιδιά και τις γυναίκες; Φτου 'σας, εντεψίζηδες!

Ηρώτησεν έπειτα αν ο Κορωναίος ήτο εντός της μονής, και μαθών ότι ούτος είχε μείνει έξω της πολιορκίας, είπε:

— Κρίμα! άδικα 'χάσαμε τόσους ανθρώπους.

Μετά τούτο διέταξε να χωρισθώσιν οι ολίγιστοι άνδρες από τα γυναικόπαιδα, και ερωτών ένα έκαστον εκ των ανδρών αν ήσαν εθελονταί ή Κρήτες, εχώριζε και τούτους.

— Είσαι ξένος εσύ; είπε προς τον Δημακόπουλον.

— Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, ν' αποκρύψη την ιδιότητά του.

— Και συ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρει στολήν Έλληνος εθνοφύλακος.

— Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησε και ούτος.

Την αυτήν απάντησιν έδωκε και ο Βασίλης Αράπης ο σαλπιγκτής, είς στρατιώτης του ιππικού ονόματι Σπύρος και ο εκ Ρεθύμνου Νικόλαος Γαληνάκης.

Εις την ακολουθίαν του Πασά ήτο αγαθός τις Μωαμεθανός Ρεθύμνιος, όστις εγνώριζε τον Γαληνάκην, ως κάτοικον Ρεθύμνου. Γνωρίζων δε ότι οι εθελονταί θα εθανατώνοντο, ηθέλησε να τον σώση.

— Βρε δεν είσαι συ ο Νικολής ο Γαληνός από το Ρέθεμνο; Δεν είσαι ράφτης στο Ρέθεμνο; Γιάιντα δεν λες την αλήθεια;

Αλλ' ο Γαληνάκης, νομίζων ίσως ότι η σωτηρία του ήτο ασφαλεστέρα αν συγκατελέγετο εις τους εθελοντάς, επέμεινε διατεινόμενος ότι ήτο εθελοντής και στρατιώτης.

Οι ούτω αποχωρισθέντες ως εθελονταί παρεδόθησαν εις απόσπασμα στρατού, το οποίον, αφού τους απεμάκρυνε, τους περιεκύκλωσε και τους εφόνευσε διά λογχισμών. Έπειτα απεκόπησαν αι κεφαλαί των και εξεσφενδονίσθησαν εις το μέρος όπου εφυλάσσοντο τα γυναικόπαιδα.

Εν τω μεταξύ οι άτακτοι ελεηλάτουν και κατέστρεφον ό,τι έμενεν ακόμη εις το Αρκάδιον, και εβεβήλουν τον ναόν. Ευρόντες δε εις έν κελλίον τρεις βαθυγήρους μοναχούς, τυφλούς και παραλυτικούς εκ του γήρατος, τους έκαυσαν ζωντανούς. Ενώ δε ούτοι εις ταύτα κατεγίνοντο, μία των περιστερών, τας οποίας είχε φυγαδεύσει εκ του μοναστηρίου της μάχης η βοή και ο πάταγος, ήλθε κ' εκάθησεν επί του κωδωνοστασίου. Ιδών δε αύτην είς των Τούρκων, την επυροβόλησε και την εφόνευσε. Δεν έπεσεν όμως κάτω το πτηνόν, αλλ' έμεινεν επί της στέγης. Ο δε Τούρκος αναβάς διά να πάρη την περιστεράν, εύρεν ένα χριστιανόν, κρυπτόμενον μεταξύ των δύο θόλων του ναού, και τον εφόνευσεν.

Ο Μουσταφάς παρέμεινεν εις το οροπέδιον του Αρκαδίου διά να θάψη τους νεκρούς του, οίτινες πολυάριθμοι εκάλυπτον τα πέριξ και την αυλήν της μονής· τους δε αιχμαλώτους απέστειλε μετά μέρους του στρατού και των εντοπίων Τούρκων εις Ρέθυμνον.

Καθ' οδόν οι αιχμάλωτοι υπέφεραν μαρτύρια, ως να μη ήσαν αρκετά όσα είχον υποφέρει μέχρι τούδε. Οι παρακολουθούντες Τούρκοκρήτες τους επροπηλάκιζον παντοιοτρόπως. Επειδή όπως ήσαν εξηντλημένοι σωματικώς και ψυχικώς, τινές δε και πληγωμένοι, εσύροντο μάλλον παρά εβάδιζον, τους εκτύπων με τα όπλα διά να ταχύνουν το βήμα. Μόνον προς την Χαρίκλειαν Δασκαλάκη εφέρθησαν μετά τινος σεβασμού, διότι τινές των Τούρκων χωρικών την εγνώριζον, της προσέφερον μάλιστα και ημίονον να ιππεύση, αλλά δεν εδέχθη. Αλλ' όταν είδε να βασανίζουν τόσον βαρβάρως τους άλλους αιχμαλώτους, δεν ηδυνήθη να κρατήση την αγανάκτησίν της και είπε προς τους Τούρκους:

— Ανάθεμα τσι μπάλλες που μας αφήκανε ζωντανούς! Δε μάςε σκοτώνετε μια και καλή να γλυτώσωμε;

Είς των Τούρκων έσυρε την πιστόλα του.

— Έχεις και γλώσσα, γκιαούρισα, αί;

Και διηύθυνε το όπλον κατ' αυτής· επειδή δε οι άλλοι τον ημπόδισαν, ήρπασεν από την αγκάλην της Δασκαλάκη την μικράν της εγγονήν και την ετίναξεν εις απόστασιν. (6)

Εις το χωρίον Μέση απέθανόν τινες των τραυματισμένων αιχμαλώτων. Οι δε Τούρκοι εκάλεσαν ένα ιερέα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και σεβασμού προς τα ευγενή εκείνα θύματα, αλλά διά να λάβουν αφορμήν να υβρίσουν και την θρησκείαν αυτών. Καθ' ην ώραν λοιπόν ο ιερεύς ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκρών, οι Τουρκοκρήτες πλησιάζοντες τον εκολάφιζον, διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά.

Οι ολίγοι άνδρες αιχμάλωτοι ήσαν δεμένοι. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Κούβος, τον οποίον οι Τουρκοκρητικοί εμίσουν εξαιρετικώς, διότι ήτο φημισμένος διά την ανδρείαν του και προ της επαναστάσεως κατεδιώκετο υπό της Τουρκικής εξουσίας, διότι πολλούς εκ των θρασυτέρων Τούρκων είχε ταπεινώσει. Ήτο όμως τόσον μαυρισμένος και παραμορφωμένος, ώστε και όσοι εκ των Τούρκων τον εγνώριζον δεν τον ανεγνώρισαν μεταξύ των αιχμαλώτων. Ολίγον δε κατωτέρω της Μέσης, κατορθώσας να λύση τα δεσμά του, απεπειράθη να φύγη. Αλλ' οι Τούρκοι τον συνέλαβον και ανακαλύψαντες τότε ποίος ήτο, τον εθανάτωσαν κατά τρόπον φρικτόν, ακρωτηριάσαντες και διαμελίσαντες αυτόν.

Εις το Ρέθυμνον ο τουρκικός όχλος υπεδέχθη τους αιχμαλώτους με λοιδορίας και εμπτυσμούς. Ούτω δε τους συνώδευσε μέχρι του Διοικητηρίου, όπου οι μεν άνδρες ερρίφθησαν εις τας φυλακάς, αι δε γυναίκες και τα παιδία παρεδόθησαν, ενεργεία των προξένων, εις τον Επίσκοπον, ίνα κρατηθώσιν εις την Επισκοπήν. Και τα μεν γυναικόπαιδα μετ' ολίγας ημέρας αφέθησαν ελεύθερα, οι δε άνδρες εκρατήθησαν, επί μήνας εις την φυλακήν.

Δεν πρέπει να παραλείψω ότι είς των εν Ρεθύμνω Τούρκων, ο εξ Ηρακλείου Μουχαρέμ βέης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, μετά τόσης φιλανθρωπίας εφρόντισεν υπέρ των αιχμαλώτων του Αρκαδίου και τοιούτον ενδιαφέρον έδειξε δι' αυτούς, ώστε η διαγωγή του ενίσχυσε την υποψίαν την οποίαν είχον σχηματίσει περί αυτού εξ άλλων παραπλησίων εκδηλώσεων οι Τούρκοι, ότι ήτο χριστιανός εν τω κρυπτώ. Η υποψία δε αύτη επεβεβαιώθη βραδύτερον, όταν τα τέκνα του, καταφυγόντα εις την Ελλάδα, εβαπτίσθησαν.

ΤΕΛΟΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ

Ο Γέρω-Μαρτέν (Κορμών και Γκρανζέ) Δράμα. Πράξεις 3. Δρ. 1.20

Τόσκα (Victorien Sardou) Δράμα. Πράξεις 3. Δρ. 1. —

Οι βρυκόλακες (Ενρίκ Ίψεν) Δράμα. Πράξεις 3. Δρ. 1. —

Η Λύρα του Γέρω-Νικόλα (Δ. Κόκκου). Κωμειδύλ. Πρ. 3. Δρ. — .80

Ο μακαρίτης Τουπινέλ (Bisson). Κωμ. Διασκευή Ν. Λάσκαρη. Δρ. 1. —

Η Τιμή (Sudermann) Δράμα. Πράξ. 3. Μετάφρ. Χ. Αννίνου. Δρ. 1. —

Πατρίς! (Sardou) Δράμα. Πρ. 5. Μετάφρ. I. Καμπούρογλου. Δρ. 1.20

Η Καραντίνα (Ν. Λάσκαρη). Κωμωδία. Πράξεις 3. Δρ. 1.20

Αι δύο Ορφαναί (D' Ennery) Δράμα. Πράξ. 5. Μετ. Δ. Λάμπρου. Δρ. 1.20

Κωμωδίαι Μονόπρακτοι (Ν. Λάσκαρη). Δρ. 1.20

Ο Αλκάδης της Θαλαμέας (Calderon) Δράμα. Πράξεις 3.
Μετάφρασις I. Καμπούρογλου Δρ. 1. —

Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας (Κορομηλά). Ειδύλ. Πρ. 5. Δρ. 1.20

Να το λέμε; (Labiche) Κωμωδία Πράξ. 3 Μετ. Ν. Λάσκαρη. Δρ. 1. —

Μονόλογοι — Καλαποθάκη — Δημητρακοπούλου — Δεληκατερίνη — Λάσκαρη — Καλογεροπούλου — Κοτσελοπούλου. Δρ. — .80

Οι δύο Λοχίαι (B. Daubigny). Δράμα. Πράξεις 3. Δρ. 1.20

Η Στρίγγλα (Ν. Αντωνοπούλου) Δραματ. ειδύλ. Πράξ. 4. Δρ. — 80

Οι Άτιμοι (Rovetta) Δράμα. Πράξ. 3. Μετάφρ. Χ. Αννίνου. Δρ.80

Ο Καπετάν Γιακουμής (Δ. Κόκκου). Κωμειδύλ. Πράξ. 4. Δρ. 1.20

Η Φαιδώρα (Vict. Sardou) Δράμα. Πράξεις 4. Δρ. 1.20

Η Γκόλφω (Σπ. Περεσιάδου). Δράμα ειδυλλιακόν. Πράξεις 5. Δρ. 1.20

Μαλλιά Κουβάρια (Νικ. Λάσκαρη) Κωμωδία. Πράξεις 3. Δρ. 1.40

Ο Σταυρός (Ιω. Νικολάρα} Δράμα. Πράξεις 3. Δρ. — .60

Η Χάϊδω (Π. Μελισσιώτου) Δραματικόν ειδύλλ. Πράξ. 3. Δρ. — .80

Η Θεία του Καρόλου (Brandon) Κωμ. Πράξ. 3. Μετ. Αννίνου. 1. —

Ο Γαμβρός μας (Λάσκαρη και Γιαννουκάκη) Κωμωδ. Πράξ. 3. 1.20

Ντροπαλός ερωτευμένος (Καμπούρογλου και Λάσκαρη) Κωμ. — .60

Σαμπινιόλ χωρίς να θέλη. Κωμωδ. Πράξ. 3. Μετ. Λάσκαρη. 1.40

Η Μήδεια (Σουβαρέν) Δράμα. Πράξ. 4. Μετάφρ. Κ. Κοκόλη. Δρ. 1.20

Η Λαμπαδοδρομία (Π. Ερβιέ) Δράμα. Μετ. Ηλ. Βεργοπούλου. 1.20

Έρωτος Θρίαμβος (Giacosa) Μύθος δραματικός. Μετάφρασις Αγησιλάου Γιαννοπούλου, ηπειρώτου. Δρ. — .60

Το Σπίτι της Κούκλας (Ίψεν) Δράμα Πράξ. 3. Μετ. Γιαννουκάκη. 1.40

Ο Υιός της Νυκτός (Sejour) Δράμα. Πρ. 4 μετά Προλόγου. Δρ. 1.20

Θυμιούλα η Γαλαξειδιώτισσα (Μελισσιώτου) Δραμ. ειδύλ. Πρ. 3. — .80

Μαρκέλλα (Πολ. Δημητρακοπούλου) Τραγωδία. Πράξεις 4. Δρ. 1.20

Οι Ιακωβίται (Fr. Coppée) Δράμα. Πράξ. 5 Μετ. Τσοκοπούλου 1. —

Νυξ Ελεημοσύνης (Ιω. Βουλοδήμου) Δράμα. Πράξεις 3. Δρ. 1. —

Ο Ράπτης των Κυριών (Feydeau) Κωμ. Πρ. 3. Μετ. Γιαννακάκη 1.20

Από τη Γη 'ς τον Ουρανό (Δημητρακοπούλου) Κωμ. Πράξ. 3. 1.20

Κωμωδίαι (Ν. I. Λάσκαρη). Σειρά Δευτέρα. Δρ. 1. —

Η Λοκαντιέρα (G. Goldoni) Κωμ. Πράξ. 3. Μετ. Ποριώτη. Δρ. 1.40

Ο Δον Κιχώτης (Στρατηγοπούλου) Ιλαροτραγωδ. Πράξ. 5. Δρ. 1.40

Ο Μπάρμπα-Λινάρδος (Δ. Κόκκου) Κωμειδύλ. Πράξ. 3. Δρ. 1. —

Το Στοιχειό (Calderon) Δράμα εις Ημέρας 3. Μετ. Καμπούρογλου. 1. —

Οι Ιππόται της Ομίχλης (D' Ennery) Δράμα. Πράξ. 5. Δρ. 1.40

Aγαθόπουλος ο Ξηροχωρίτης (Μολιέρου) Κωμ. Πράξ. 3. Δρ. — .80

Για την Τιμή (Χρ. Χρηστοβασίλη) Τραγωδία. Πράξ. 4. Δρ. 1 —

Νικηφόρος Φωκάς (Π. Δ. Ζάνου) Τραγωδία. Πράξεις 3. Δρ. 1.20

Η Χήρα (H. Meilbac και Halevy) Κωμωδ. Πράξ. 3. Δρ. 1. —

Δραμάτια (Νικ. I. Λάσκαρη). Να με Ζηλεύης. — Οι Έντιμοι. — Το Μαυσωλείον. Δρ. 1. —

Το Μπαλόνι (J. Darnley και G. Fenn) Κωμωδ. Πράξ. 3. Δρ. 1.20

Ταρτούφος (Μολιέρου) Κωμωδία. Μετάφρ. I. Σκυλίσση. Δρ. 1.40

Πικ-Νικ (Ν. I. Λάσκαρη και Γ. Κ. Πωπ) Κωμωδ. Πράξ. 3. Δρ. 1.20

Ο Πολιτικός Ανεμόμυλος (Gondinet) Κωμ. Διασκ. Ν. Λάσκαρη. — .60

Γένος Και Καρδία (Π. Δ. Ζάνου) Δράμα. Πράξεις 4. Δρ. — .80

Ο μνηστήρ της Αρχοντούλας (Αλ. Ρ. Ραγκαβή) Κωμ. Δρ. — .80

ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

H Βιβλιοθήκη αύτη γραφείσα υπό διακεκριμένων λογίων μας περιλαμβάνει εν μονογραφίαις τας ωραιοτέρας και συγκινωτέρας σελίδας της ελληνικής ιστορίας και αποτελεί το κατ' εξοχήν εθνικόν ανάγνωσμα διά πάντα Έλληνα. Έκαστον τεύχος εκ σελίδων 32 σχημ. 16ου, αποτελούν αυτοτελή πραγματείαν, τιμάται λεπτών 35.

Οδυσσεύς Ανδρούτσος (Το Χάνι της Γραβιάς) υπό Μπάμπη Αννίνου.

Γεώργιος Καστριώτης ο Σκενδέμπεης υπό Ηλ. Οικονομοπούλου.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπό Γ. Τσοκοπούλου.

Ο θάνατος του Παπαφλέσσα υπό Ιω. Π. Πετρουνάκου.

Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος υπό Δ. Ι. Καλογεροπούλου.

Ο Λόρδος Βύρων υπό Θεοδ. Γ. Κυπρίου.

Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, υπό Γ. Τσοκοπούλου.

Πολιορκία και έξοδος του Μεσολογγίου υπό Ευαγ. Παντελίδου.

Αναμνήσεις εκ της εν Μακεδονία επαναστάσεως του 1878, υπό Ιδομενένως Στρατηγοπούλου

Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου, υπό Ιω. Κονδυλάκη.

Η άλωσις της Κύπρου υπό των Τούρκων, υπό Γ. Φραγκούδη.

Η πολιορκία της Ακροπόλεως (3 Μαΐου 1826 — 25 Μαΐου 1827), υπό Γεωργ. Ασπρέα.

Πολιορκία και άλωσις της Τριπολιτσάς, υπό Γ. Τσοκοπούλου.

Η Κυρά Φροσύνη, υπό Σπυρ. Ποταμιάνου.

Αθανάσιος Διάκος, υπό Τίμ. Μωραϊτίνη.

Η καταστροφή των Αλβανών εν Ναυπλίω (1779), υπό Γ. Αντωνοπούλου.

Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων. Οι τρεις Πύργοι. Επεισόδιον. Υπό Πολ. Δημητρακοπούλου.

Ο Κατσαντώνης υπό Χρ. Χρηστοβασίλη.

Η άλωσις της Γραμβούσας (Επανάστασις του 1821 εν Κρήτη) υπό Ιω. Κονδυλάκη.

***

1) Ο σημερινός ναός δεν φαίνεται πολύ παλαιά οικοδομή. Σώζονται όμως ίχνη αρχαιοτέρας οικοδομής.

2) Κατά την επανάστασιν εκείνην έμελλε να χάση τρεις υιούς, πεσόντας εις τας μάχας.

3) Η σημαία αύτη διασωθείσα φυλάσσεται υπό τον εγγονού της κ. Στυλ. Δασκαλάκη.

4) Ο ανδρείος ούτος ιερεύς εφονεύθη μετά τινας μήνας εις μίαν μάχην εν Μυλοποτάμω.

5) Οι Τούρκοι τον ανεκάλυψαν μετά τινας ώρας εις την καπνοδόχην, αλλά τον έσωσε λοχαγός τις του τακτικού στρατού. Μετά την επανάστασιν εχειροτονήθη ιερεύς, αλλά μετά τινα καιρόν παραφρονήσας απέθανε.

6) Εκ της πτώσεως εκείνης έπαθε κάταγμα η κνήμη του βρέφους, εξ ου διετήρησε και κατόπιν μικράν βλάβην χωλαίνουσα ολίγον. Σήμερον είναι διδασκάλισσα η εγγονή της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, ονομαζομένη Παρασκευή Δαμουλάκη.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library