.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ
ΤΟΜΟΣ Δ
ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
Ραψωδία Τ
Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, | |
και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του | |
με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου· | |
«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα | |
μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, | 5 |
όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· | |
θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον | |
ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, | |
και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν· | |
και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· | 10 |
μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη, | |
και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία· | |
'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος». | |
. | |
Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, | |
και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· | 15 |
«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω | |
τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία· | |
μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα, | |
αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· | |
θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». | 20 |
. | |
Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· | |
«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι | |
το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου. | |
αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη; | |
και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». | 25 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη· | |
«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη | |
'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε». | |
. | |
Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος, | |
και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. | 30 |
τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν, | |
κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις, | |
μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον | |
κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη. | |
τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· | 35 |
«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου· | |
οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων, | |
τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν, | |
'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν· | |
είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». | 40 |
. | |
Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· | |
τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· | |
αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, | |
'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· | 45 |
θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της». | |
. | |
Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων, | |
πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος | |
όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος· | |
πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. | 50 |
αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, | |
και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων. | |
Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· | |
την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· | |
κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, | 55 |
'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει | |
ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι | |
'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη· | |
'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· | |
ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, | 60 |
κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια | |
και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· | |
και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα | |
επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. | |
τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· | 65 |
«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, | |
'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; | |
'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, | |
ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο». | |
. | |
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· | 70 |
«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; | |
μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, | |
και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; | |
αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. | |
ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα | 75 |
πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, | |
όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· | |
και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν | |
να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· | |
αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. | 80 |
όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην | |
την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει, | |
η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, | |
ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· | |
κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, | 85 |
ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του | |
Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία | |
των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι». | |
. | |
Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη | |
η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· | 90 |
«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι, | |
'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου· | |
ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα | |
πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω | |
έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». | 95 |
. | |
Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· | |
«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, | |
ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση | |
λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»· | |
. | |
Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη | 100 |
λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω· | |
εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, | |
κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· | |
«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη· | |
ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» | 105 |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη; | |
ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει· | |
ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας, | |
αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, | 110 |
εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα | |
γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος | |
ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη | |
την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του. | |
όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, | 115 |
αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης | |
μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση | |
από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο | |
δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω· | |
και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· | 120 |
μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση | |
ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα | |
οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα | 125 |
με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. | |
αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος | |
και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· | |
τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· | |
ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι | 130 |
του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, | |
κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, | |
εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν | |
όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον | |
δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, | 135 |
αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. | |
κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· | |
και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω | |
'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω | |
ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι | 140 |
μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, | |
τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω | |
το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, | |
του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη | |
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, | 145 |
των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, | |
αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. | |
αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· | |
και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, | |
και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. | 150 |
όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη | |
τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, | |
ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, | |
η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι | |
μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. | 155 |
ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. | |
τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω | |
τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· | |
και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· | |
έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη | 160 |
το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. | |
και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· | |
το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, | 165 |
την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· | |
θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. | |
του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα | |
τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, | |
και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. | 170 |
και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. | |
υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, | |
η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα | |
είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. | |
και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος | 175 |
και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων | |
και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· | |
κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου | |
του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, | |
του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, | 180 |
'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα. | |
'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις | |
με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· | |
εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. | |
τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· | 185 |
σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα | |
προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο | |
της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, | |
και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις. | |
'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, | 190 |
ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος· | |
αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος | |
είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία. | |
'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον, | |
ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· | 195 |
και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας | |
απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου, | |
μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του. | |
δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι· | |
μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν | 200 |
τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει· | |
'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν». | |
. | |
Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· | |
και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της | |
έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, | 205 |
'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, | |
και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, | |
όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν, | |
ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· | |
και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· | 210 |
αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, | |
'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. | |
και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, | |
πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· | |
«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, | 215 |
εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους | |
εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, | |
ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, | |
και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 220 |
«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, | |
αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι | |
απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. | |
αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει. | |
πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας | 225 |
διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο | |
αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· | |
σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει | |
κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι | |
πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος | 230 |
το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. | |
χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα, | |
κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· | |
τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· | |
γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. | 235 |
και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας | |
είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, | |
ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο, | |
ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, | |
επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. | 240 |
κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα | |
διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, | |
και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. | |
τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του | |
'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· | 245 |
καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· | |
και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας | |
εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη». | |
. | |
Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη, | |
άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. | 250 |
και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, | |
πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε· | |
«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα | |
αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι· | |
τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα | 255 |
κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην | |
εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω | |
δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα· | |
μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα, | |
την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». | 260 |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, | |
μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης | |
τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· | |
κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, | 265 |
'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης | |
τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; | |
αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· | |
θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, | |
είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, | 270 |
'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, | |
και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· | |
αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους | |
με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, | |
ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας | 275 |
αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· | |
κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, | |
και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα, | |
τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων, | |
οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, | 280 |
και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα. | |
και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, | |
αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη | |
της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. | |
τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, | 285 |
ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. | |
αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας | |
των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου | |
'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, | |
'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. | 290 |
αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι | |
έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. | |
και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, | |
'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· | |
θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. | 295 |
και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει | |
απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία | |
ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, | |
τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. | |
ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι | 300 |
πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του | |
και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· | |
μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, | |
και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, | |
πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· | 305 |
ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, | |
τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, | |
και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα | 310 |
τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. | |
αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· | |
ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, | |
ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, | |
ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, | 315 |
να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. | |
τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην | |
στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, | |
γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, | |
και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, | 320 |
όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση, | |
'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες | |
τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν | |
τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. | |
και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων | 325 |
των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, | |
αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης | |
'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. | |
άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, | |
οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, | 330 |
και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· | |
αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, | |
την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, | |
και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 335 |
«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, | |
έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις, | |
αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη, | |
κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη. | |
τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· | 340 |
επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη, | |
ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία | |
ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει· | |
ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη | |
απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, | 345 |
ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι, | |
'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα· | |
εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα | 350 |
συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε, | |
τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— | |
τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, | |
αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, | |
και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· | 355 |
αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη. | |
Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου | |
νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας | |
'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι, | |
ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». | 360 |
. | |
Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία, | |
κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε· | |
«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας | |
ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν· | |
ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία | 365 |
παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις, | |
όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης | |
γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης· | |
και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη. | |
και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, | 370 |
ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων, | |
ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις. | |
των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν | |
δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι, | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. | 375 |
τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης | |
και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου | |
πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω· | |
πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη | |
άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, | 380 |
ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν, | |
ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο, | |
καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». | 385 |
. | |
Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, | |
επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι | |
ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, | |
και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος | |
μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση | 390 |
και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της | |
κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος | |
με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος | |
εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, | |
μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, | 395 |
πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, | |
επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, | |
και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. | |
επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη, | |
και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. | 400 |
'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, | |
η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· | |
«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης | |
εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». | |
Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, | 405 |
τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· | |
εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις | |
πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα· | |
άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· | |
και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του | 410 |
παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, | |
θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω». | |
. | |
Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας | |
ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, | |
και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του | 415 |
η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της | |
την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. | |
και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν | |
παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, | |
και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, | 420 |
το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, | |
με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις, | |
και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. | |
κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, | |
και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. | 425 |
και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, | |
επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη | |
και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν | |
εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. | 430 |
το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, | |
και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. | |
κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη | |
απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, | |
'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας | 435 |
τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου | |
ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας | |
κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. | |
και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου· | |
κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, | 440 |
ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, | |
ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος | |
ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. | |
και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, | |
εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, | 445 |
όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. | |
απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, | |
την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι | |
να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος | |
'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε | 450 |
πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε. | |
'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας | |
κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. | |
χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. | |
κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, | 455 |
και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα | |
καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, | |
κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. | |
τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, | |
αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, | 460 |
φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη. | |
'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του, | |
και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν· | |
και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος | |
με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη | 465 |
'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου. | |
. | |
Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, | |
κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα | |
'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, | |
'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. | 470 |
χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, | |
τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· | |
και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, | |
είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει | |
πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». | 475 |
. | |
Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη | |
να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της. | |
και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, | |
διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος | |
απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, | 480 |
και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· | |
«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου | |
συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, | |
τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. | |
αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, | 485 |
σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. | |
και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· | |
αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, | |
ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα | |
'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». | 490 |
. | |
Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; | |
ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου, | |
και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω. | |
και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· | 495 |
αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, | |
μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις, | |
και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· | 500 |
θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία· | |
σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου». | |
. | |
Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία | |
να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· | |
και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, | 505 |
εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του | |
και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· | |
τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· | |
«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· | |
ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα | 510 |
'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. | |
αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα. | |
όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, | |
'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· | |
αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, | 515 |
'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, | |
σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. | |
και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, | |
γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, | |
ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, | 520 |
και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, | |
τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει | |
άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· | |
όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, | |
αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω | 525 |
το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, | |
σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, | |
ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω | |
κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. | |
και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου | 530 |
άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· | |
πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, | |
λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, | |
και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. | |
αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· | 535 |
'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι | |
εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. | |
μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη | |
και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις | |
'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· | 540 |
κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· | |
κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες | |
ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· | |
γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης, | |
και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· | 545 |
—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου, | |
όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· | |
η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα | |
ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα | |
να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— | 550 |
αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· | |
και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις | |
'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση | 555 |
κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας | |
ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους | |
φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, | 560 |
και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα· | |
ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων· | |
ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη· | |
και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν, | |
όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, | 565 |
και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν | |
αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει. | |
πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε· | |
αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου. | |
και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· | 570 |
έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι | |
θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα | |
αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις | |
δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων, | |
και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· | 575 |
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων· | |
και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση, | |
και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος, | |
θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα | |
νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, | 580 |
οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, | |
τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης· | |
ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, | 585 |
πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο, | |
και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε, | |
ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· | 590 |
αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν | |
οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος | |
διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα. | |
αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω | |
'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν | 595 |
τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας, | |
την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην· | |
κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου· | |
ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη». | |
. | |
Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, | 600 |
όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· | |
και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις, | |
τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο | |
'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Υ | |
. | |
. | |
. | |
'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· | |
επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει | |
πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· | |
και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, | |
αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις | 5 |
άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, | |
όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, | |
βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. | |
αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου, | |
και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, | 10 |
εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, | |
ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι | |
την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. | |
και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, | |
άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· | 15 |
όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. | |
και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας· | |
— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, | |
όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους | |
συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, | 20 |
όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— | |
τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· | |
τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη | |
μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· | |
και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν | 25 |
άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει, | |
ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, | |
εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε | |
το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση | |
μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη | 30 |
κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα· | |
'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· | |
«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; | |
ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου, | |
και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· | 35 |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· | |
αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη | |
το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω | |
μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. | 40 |
και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· | |
με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, | |
πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε». | |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. | |
«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει | 45 |
θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· | |
αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω | |
πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· | |
κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι | |
πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, | 50 |
και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. | |
κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης | |
άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης». | |
. | |
Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, | |
και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. | 55 |
Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη | |
και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε | |
κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· | |
και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, | |
'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· | 60 |
«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη | |
το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, | |
ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της | |
'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα | |
'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. | 65 |
και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— | |
ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν | |
έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, | |
και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. | |
η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, | 70 |
γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, | |
κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· | |
και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, | |
των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση | |
από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, | 75 |
την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, | |
ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν | |
των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— | |
όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου | |
ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα | 80 |
'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, | |
να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. | |
αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη | |
αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα | |
τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, | 85 |
και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. | |
αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. | |
και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, | |
ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην | |
όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». | 90 |
. | |
Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· | |
και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, | |
κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη | |
και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα | |
και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον | 95 |
'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. | |
και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, | |
εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, | |
από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου, | |
απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη | 100 |
μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον». | |
. | |
Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας, | |
και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου | |
βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας. | |
και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα | 105 |
πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου, | |
και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν | |
κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων. | |
κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη | |
άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη | 110 |
κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου· | |
«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις, | |
μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα, | |
ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις· | |
κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· | 115 |
ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα | |
να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες· | |
αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν | |
και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους». | |
. | |
Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία | 120 |
ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις. | |
. | |
Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα | |
συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα· | |
εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι, | |
ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. | 125 |
'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, | |
κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, | |
και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας· | |
«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι | |
με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; | 130 |
ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει, | |
ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους | |
τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει». | |
. | |
Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· | 135 |
κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον | |
πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα. | |
και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, | |
κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, | |
και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση | 140 |
εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι | |
αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. | |
κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι | |
εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, | 145 |
και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση· | |
των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα | |
Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· | |
«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, | |
και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε | 150 |
τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, | |
και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια | |
τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι | |
πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· | |
ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν | 155 |
πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος». | |
. | |
Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της. | |
είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι, | |
η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν. | |
. | |
Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, | 160 |
και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν | |
. | |
η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε· | |
κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι. | |
άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν, | |
και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· | 165 |
«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες, | |
ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;» | |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν | |
οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις | 170 |
'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν». | |
. | |
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. | |
ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε | |
δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα | |
ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. | 175 |
εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω | |
και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· | |
«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, | |
ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; | |
την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε | 180 |
πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· | |
κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης». | |
. | |
Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας, | |
αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε. | |
. | |
Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, | 185 |
κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. | |
απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, | |
'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. | |
εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω | |
κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· | 190 |
«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε | |
εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι | |
γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; | |
ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας. | |
αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, | 195 |
όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι». | |
. | |
Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη | |
με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· | |
«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις | |
καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. | 200 |
πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; | |
αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι | |
και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία. | |
ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα | |
αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος | 205 |
μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει, | |
αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· | |
και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε | |
ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις | |
να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· | 210 |
γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε | |
τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. | |
και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, | |
'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν | |
την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι | 215 |
του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. | |
και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου | |
πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, | |
να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· | |
αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις | 220 |
δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. | |
θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα | |
άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· | |
αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη | |
κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». | 225 |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις, | |
κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει, | |
άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη· | |
μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι | 230 |
και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, | |
συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας, | |
και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις, | |
'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι». | |
. | |
'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· | 235 |
«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! | |
θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». | |
. | |
Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη | |
να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας. | |
. | |
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. | 240 |
του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες | |
έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη, | |
υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν. | |
τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση, | |
ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· | 245 |
αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα». | |
. | |
Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. | |
και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, | |
εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν· | |
κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, | 250 |
χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν, | |
τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις. | |
ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια, | |
τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων, | |
μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· | 255 |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν. | |
. | |
Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα | |
έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον | |
'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι | |
του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. | 260 |
και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· | |
«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· | |
και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, | |
ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι | |
του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· | 265 |
και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, | |
και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία». | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, | |
θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει. | |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. | 270 |
«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος, | |
ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα· | |
το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας, | |
'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του». | |
. | |
Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. | 275 |
και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου | |
δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη, | |
'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη. | |
. | |
Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν | |
μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· | 280 |
τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα | |
όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει | |
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. | |
. | |
Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις | |
απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη | 285 |
του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος. | |
και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν· | |
Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε· | |
εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα | |
του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. | 290 |
εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων· | |
«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι· | |
ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει· | |
καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι | |
του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. | 295 |
αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη | |
και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις | |
'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα». | |
. | |
Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι | |
και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας | 300 |
να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· | |
ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. | |
ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· | |
«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· | |
τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· | 305 |
άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· | |
τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου | |
δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις· | |
ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, | |
και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. | 310 |
βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία | |
και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· | |
ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. | |
αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· | |
και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, | 315 |
το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, | |
παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, | |
να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις | |
μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν». | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· | 320 |
και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· | |
«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει | |
ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. | |
τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον | |
των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. | 325 |
και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, | |
και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. | |
όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας | |
'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, | |
καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις | 330 |
'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, | |
αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· | |
αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· | |
αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, | |
κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, | 335 |
εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου | |
όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία | |
και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη | |
περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου | 340 |
δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση | |
να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα· | |
να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση, | |
να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση». | |
. | |
Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις | 345 |
γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· | |
και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι | |
και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν | |
δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. | |
τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· | 350 |
«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα | |
ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· | |
άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν, | |
και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. | |
πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις | 355 |
κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη | |
'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα». | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας· | |
άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· | |
«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· | 360 |
αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι, | |
να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει». | |
. | |
Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου· | |
«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω· | |
έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, | 365 |
και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος. | |
μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει, | |
'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων, | |
όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα | |
υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». | 370 |
. | |
Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος, | |
κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη. | |
τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι | |
κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους· | |
και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· | 375 |
«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος· | |
τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην, | |
'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία | |
ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος. | |
και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· | 380 |
αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης· | |
εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι | |
ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης». | |
. | |
Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος, | |
και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας | 385 |
πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις. | |
. | |
Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, | |
όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, | |
ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, | 390 |
το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· | |
αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, | |
'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος | |
να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Φ | |
. | |
. | |
. | |
Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, | |
τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, | |
αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. | |
και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, | 5 |
'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, | |
χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο. | |
'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, | |
οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, | |
πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· | 10 |
τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, | |
οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· | |
αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος | |
ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. | |
εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου | 15 |
του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας | |
να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· | |
ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν | |
Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· | |
όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, | 20 |
αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. | |
ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, | |
δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, | |
οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, | |
ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, | 25 |
τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, | |
'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, | |
ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, | |
ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον | |
κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, | 30 |
τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, | |
'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη | |
εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. | |
και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, | |
αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν | 35 |
και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία | |
τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, | |
οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, | |
'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία, | |
τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, | 40 |
και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει. | |
. | |
Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, | |
και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη | |
ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, | |
και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, | 45 |
απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, | |
έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, | |
τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος | |
βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα | |
από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. | 50 |
και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα | |
τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. | |
κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, | |
με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. | |
εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, | 55 |
και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. | |
και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, | |
πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, | |
ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει | |
και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. | 60 |
σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε | |
χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. | |
και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, | |
'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, | |
'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, | 65 |
και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. | |
και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, | |
δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο | |
επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει | |
απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. | 70 |
και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας | |
παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. | |
αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· | |
το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. | |
και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του | 75 |
και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, | |
θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα | |
νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, | |
οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι». | |
. | |
Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον | 80 |
τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων· | |
τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι· | |
και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος | |
θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε· | |
«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, | 85 |
δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη | |
ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη | |
την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα, | |
αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε | |
να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα | 90 |
εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία | |
τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο· | |
διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα· | |
δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν, | |
και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». | 95 |
. | |
Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση | |
έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση, | |
κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι | |
τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει | |
'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. | 100 |
. | |
Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· | |
«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη | |
μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα | |
βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα, | |
κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. | 105 |
αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας, | |
γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία, | |
ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη. | |
ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην· | |
γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; | 110 |
εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον | |
του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε. | |
θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω | |
το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος, | |
δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα | 115 |
πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω | |
άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου». | |
. | |
Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα | |
και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. | |
λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις | 120 |
έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, | |
και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι | |
την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. | |
και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· | |
τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, | 125 |
τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση | |
το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει· | |
'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, | |
πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. | |
και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· | 130 |
«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, | |
ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω | |
'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. | |
αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε | |
του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». | 135 |
. | |
Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας | |
το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· | |
το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, | |
κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα. | |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· | 140 |
«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι, | |
και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη». | |
. | |
Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. | |
σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης· | |
ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα | 145 |
σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος | |
τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις. | |
και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος· | |
ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο, | |
και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν | 150 |
τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε· | |
«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος· | |
ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων | |
τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω | |
τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, | 155 |
'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι. | |
τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη | |
να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα, | |
αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση, | |
των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν | 160 |
με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, | |
οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα». | |
. | |
Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας | |
το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· | |
το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, | 165 |
κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· | |
και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· | |
«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, | |
βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, | |
ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, | 170 |
αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. | |
όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον | |
τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· | |
αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι». | |
. | |
Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· | 175 |
«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα· | |
θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· | |
φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, | |
όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι | |
το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». | 180 |
. | |
Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας, | |
και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία, | |
κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι· | |
και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι, | |
χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. | 185 |
ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν | |
ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι. | |
. | |
Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος | |
αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· | |
εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. | 190 |
αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, | |
με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε· | |
«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον | |
ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· | |
με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, | 195 |
αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; | |
σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; | |
ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία». | |
. | |
Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· | |
«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· | 200 |
ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη· | |
θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία». | |
. | |
Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη | |
'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. | |
και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, | 205 |
το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· | |
«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, | |
ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. | |
ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον | |
έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους | 210 |
κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα. | |
και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω· | |
αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, | |
του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, | |
κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, | 215 |
και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, | |
κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, | |
να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, | |
το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, | |
'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». | 220 |
. | |
Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, | |
κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, | |
'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, | |
έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· | |
τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. | 225 |
και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, | |
αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· | |
«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση | |
κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. | |
εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι | 230 |
ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· | |
οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν | |
'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, | |
θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε | |
το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις | 235 |
τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, | |
και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, | |
ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία | |
έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. | |
κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, | 240 |
με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης». | |
. | |
Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, | |
κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· | |
κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα. | |
. | |
Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα | 245 |
εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση | |
δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του | |
μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως· | |
« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω· | |
του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· | 250 |
και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες | |
είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει | |
τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα, | |
ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου· | |
αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» | 255 |
. | |
Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε· | |
« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το· | |
τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει | |
και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε | |
το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις | 260 |
όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη, | |
θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα. | |
τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια, | |
όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο· | |
και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη | 265 |
να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα, | |
όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου, | |
το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». | |
. | |
Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων· | |
και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, | 270 |
και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, | |
έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια· | |
και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, | |
με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· | |
«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, | 275 |
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. | |
εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον | |
παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον, | |
τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν· | |
αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. | 280 |
αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο, | |
τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας, | |
αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη, | |
ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία». | |
. | |
Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· | 285 |
το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν· | |
κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε· | |
«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις· | |
και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους | |
εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, | 290 |
και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις· | |
και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει· | |
σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους | |
'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει | |
τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε | 295 |
'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου | |
το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του, | |
και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου. | |
κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω, | |
αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, | 300 |
και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο | |
κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του. | |
όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν· | |
και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος. | |
και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο | 305 |
τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης· | |
αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι | |
'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου, | |
άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε | |
και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». | 310 |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· | |
Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι | |
του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. | |
κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του, | |
το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, | 315 |
φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; | |
αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. | |
τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση | |
ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει». | |
. | |
Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, | 320 |
ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη | |
τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει· | |
αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα, | |
μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη· | |
ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του | 325 |
άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν· | |
αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα, | |
το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος· | |
αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | 330 |
«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα | |
εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου | |
και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα; | |
αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, | |
και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. | 335 |
τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. | |
και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. | |
αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, | |
θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· | |
θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, | 340 |
και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, | |
και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· | |
«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει, | |
'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. | 345 |
όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων | |
προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες, | |
αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω, | |
το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω. | |
αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, | 350 |
την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις | |
να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα | |
'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος». | |
. | |
Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον | |
του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. | 355 |
και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη | |
πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο | |
'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. | |
. | |
Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος, | |
κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, | 360 |
και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων· | |
«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης, | |
χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις | |
οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν, | |
αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». | 365 |
Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος. | |
χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος | |
του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο | |
φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης, | |
μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, | 370 |
εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου. | |
να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη, | |
όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες, | |
με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν | |
ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». | 375 |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, | |
και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. | |
και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα | |
εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου, | |
και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· | 380 |
«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα | |
τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· | |
και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, | |
ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας | |
έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». | 385 |
. | |
Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· | |
κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. | |
κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, | |
και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. | |
ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, | 390 |
το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, | |
και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα | |
τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο | |
γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, | |
ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· | 395 |
και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· | |
«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· | |
ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα | |
ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια | |
το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». | 400 |
. | |
Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων· | |
«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος, | |
καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση». | |
. | |
Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, | |
το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, | 405 |
ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης | |
ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, | |
τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, | |
το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, | |
και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· | 410 |
ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. | |
τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· | |
και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. | |
εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, | |
σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. | 415 |
και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε | |
έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, | |
αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· | |
το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, | |
νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, | 420 |
τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις | |
από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι | |
εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, | |
Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος. | |
μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο | 425 |
το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, | |
και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. | |
κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν | |
όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν | |
εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». | 430 |
. | |
Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος | |
ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα, | |
κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη, | |
σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Χ | |
. | |
. | |
. | |
Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, | |
και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα | |
γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη | |
εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· | |
«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· | 5 |
σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, | |
θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος». | |
. | |
Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος· | |
εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι | |
ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση | 10 |
κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία· | |
και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων, | |
απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον, | |
φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν; | |
'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· | 15 |
τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη· | |
έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα, | |
και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου | |
κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του | |
με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, | 20 |
και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν. | |
άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν | |
απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες, | |
και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν, | |
αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. | 25 |
και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα· | |
«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις· | |
ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης· | |
άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος | |
εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». | 30 |
. | |
Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα | |
είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει | |
ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των. | |
. | |
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· | |
«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον | 35 |
από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι, | |
φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα, | |
άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες, | |
και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν, | |
ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· | 40 |
τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας». | |
. | |
Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, | |
και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. | |
μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, | 45 |
δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, | |
'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου. | |
αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, | |
ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. | |
και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, | 50 |
αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— | |
να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας | |
εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. | |
τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου | |
συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, | 55 |
όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν, | |
και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, | |
'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· | |
ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις». | |
. | |
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· | 60 |
«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα | |
μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε, | |
δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο, | |
πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες. | |
σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη | 65 |
κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου. | |
αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση». | |
. | |
Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· | |
και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας | |
τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, | 70 |
αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, | |
θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση | |
όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. | |
σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη | |
προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, | 75 |
και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, | |
έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι, | |
τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος». | |
. | |
Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι | |
και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· | 80 |
και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας | |
'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, | |
και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. | |
την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος | |
τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα | 85 |
χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, | |
οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του | |
με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα. | |
. | |
Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα | |
μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα | 90 |
συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι | |
την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη· | |
μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος, | |
τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου | |
άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη | 95 |
μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα | |
τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι | |
και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον. | |
κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του | |
πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· | 100 |
«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα | |
και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι· | |
παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος | |
θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε». | |
. | |
Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | 105 |
«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, | |
μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα». | |
. | |
Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, | |
και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· | |
εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, | 110 |
τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· | |
τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα. | |
κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, | |
κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι | |
σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. | 115 |
και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, | |
'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν | |
απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. | |
και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, | |
του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη | 120 |
το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, | |
κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, | |
εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος | |
μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, | |
και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. | 125 |
. | |
Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι, | |
και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου | |
'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις. | |
κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου | |
να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. | 130 |
ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε· | |
«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι | |
φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη; | |
τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος». | |
. | |
Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, | 135 |
Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι | |
η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου· | |
και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη. | |
αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε· | |
ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, | 140 |
ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του». | |
. | |
Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου | |
την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα· | |
εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις, | |
και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, | 145 |
και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις. | |
του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία, | |
άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια | |
να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας. | |
κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· | 150 |
«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία | |
κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης· | |
το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου | 155 |
κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον. | |
αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου | |
κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει, | |
ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης». | |
. | |
Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, | 160 |
κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, | |
να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος | |
τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, | 165 |
'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, | |
θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, | |
ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος | |
ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;» | |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 170 |
«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις | |
'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν. | |
σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια | |
και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα, | |
αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου | 175 |
τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη, | |
ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου». | |
. | |
Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν· | |
'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· | |
εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, | 180 |
και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, | |
και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— | |
και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν | |
εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, | |
οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, | 185 |
ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— | |
επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν | |
μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. | |
χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον | |
σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης | 190 |
επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας | |
και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου | |
τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. | |
και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος | 195 |
θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση | |
ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα | |
απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις | |
τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες». | |
. | |
Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, | 200 |
και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, | |
κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. | |
αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι | |
τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· | |
η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, | 205 |
εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. | |
άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· | |
«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη | |
τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου». | |
. | |
Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. | 210 |
και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες· | |
ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος· | |
«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα, | |
βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων· | |
ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· | 215 |
κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα, | |
αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα, | |
'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου. | |
και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος, | |
όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα | 220 |
του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου | |
δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις, | |
ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης». | |
. | |
Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη· | |
και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· | 225 |
«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα, | |
εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις, | |
χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας, | |
κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου | |
έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. | 230 |
πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις, | |
πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις; | |
στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης | |
πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ, | |
είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». | 235 |
. | |
Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, | |
αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία | |
του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· | |
και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη | |
σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. | 240 |
. | |
Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης | |
Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη | |
Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος, | |
και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία | |
αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· | 245 |
και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη. | |
και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας | |
τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση· | |
του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη, | |
και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· | 250 |
όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια· | |
οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας | |
την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα· | |
άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν». | |
. | |
Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν | 255 |
κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· | |
άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, | |
άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, | |
και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. | |
και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, | 260 |
τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | |
«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων | |
το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα, | |
όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν». | |
. | |
Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· | 265 |
τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας, | |
τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη, | |
τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος | |
τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα. | |
τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, | 270 |
και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις. | |
. | |
Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, | |
κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. | |
άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, | |
άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, | 275 |
και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο | |
η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε | |
του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. | |
απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου | |
χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. | 280 |
και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα | |
ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων· | |
ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, | |
κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, | |
τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος | 285 |
ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· | |
«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη | |
να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους | |
άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. | |
ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, | 290 |
ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω». | |
. | |
Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας | |
εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι· | |
κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη | |
μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· | 295 |
και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα. | |
την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη | |
από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους. | |
'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις | |
όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, | 300 |
εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα· | |
και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις | |
από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν | |
τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν | |
άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· | 305 |
και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν· | |
όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις | |
κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν, | |
ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. | |
. | |
Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα | 310 |
τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· | |
Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· | |
άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον | |
άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία· | |
και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, | 315 |
αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν. | |
κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των. | |
μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος, | |
κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι». | |
. | |
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· | 320 |
«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων, | |
συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, | |
της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, | |
και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· | |
όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». | 325 |
. | |
Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι, | |
'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε, | |
χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση, | |
κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του. | |
. | |
Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης | 330 |
Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων. | |
'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα | |
ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα | |
όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου | |
μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν | 335 |
βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, | |
ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· | |
και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· | |
ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. | |
τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα | 340 |
σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα, | |
εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα | |
επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· | |
«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· | |
θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης | 345 |
τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. | |
κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου | |
άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω | |
ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. | |
θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, | 350 |
πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, | |
εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων· | |
ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι». | |
. | |
Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία, | |
και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· | 355 |
«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης· | |
τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη, | |
οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη, | |
εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος, | |
ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». | 360 |
. | |
Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος | |
ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα | |
με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. | |
πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, | |
του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, | 365 |
και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· | |
«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, | |
'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, | |
από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν | |
τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». | 370 |
. | |
Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας· | |
«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει, | |
ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο | |
της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία· | |
συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, | 375 |
και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους, | |
ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία». | |
. | |
Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν, | |
του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν, | |
κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. | 380 |
. | |
Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας | |
'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· | |
και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, | |
πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες | |
από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη | 385 |
σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα | |
'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, | |
και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. | |
όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες. | |
του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας | 390 |
«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, | |
όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει». | |
. | |
Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του, | |
και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε· | |
«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, | 395 |
των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία· | |
έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση». | |
. | |
Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· | |
και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, | |
κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση | 400 |
των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, | |
κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, | |
οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· | |
το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, | |
και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως | 405 |
πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. | |
και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, | |
χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, | |
αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, | |
και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | 410 |
«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· | |
ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. | |
μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· | |
ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, | |
όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· | 415 |
και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. | |
ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, | |
και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα». | |
. | |
Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· | |
«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· | 420 |
πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις· | |
τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν, | |
και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν· | |
δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία, | |
κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. | 425 |
και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα | |
ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη. | |
αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση | |
όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· | 430 |
«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα | |
ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν». | |
. | |
Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία, | |
να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν. | |
εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον | 435 |
και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε· | |
«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις· | |
κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια | |
με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν. | |
και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, | 440 |
σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση, | |
'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο. | |
εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη, | |
ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν | |
τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». | 445 |
. | |
Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, | |
μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· | |
των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω | |
'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, | |
Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, | 450 |
και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· | |
κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια | |
με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. | |
οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, | |
με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου | 455 |
το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. | |
και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, | |
ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, | |
'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· | |
εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. | 460 |
και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε· | |
«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν | |
αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου | |
και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις». | |
. | |
Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου | 465 |
'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο, | |
εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν· | |
και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν, | |
στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των | |
ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, | 470 |
ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις, | |
εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν· | |
και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν. | |
. | |
Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν· | |
αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, | 475 |
και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων, | |
και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν. | |
. | |
Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν, | |
'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα. | |
τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· | 480 |
«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία, | |
το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη | |
κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν· | |
και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν». | |
. | |
Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· | 485 |
«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· | |
αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· | |
θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι | |
κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 490 |
«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία». | |
. | |
Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα, | |
και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο | |
το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας. | |
και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα | 495 |
βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν· | |
και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας· | |
'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν, | |
και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν, | |
και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη | 500 |
να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ψ | |
. | |
. | |
. | |
Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, | |
να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· | |
και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν. | |
'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε· | |
«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν | 5 |
τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου. | |
ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, | |
και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν | |
το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν. | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· | 10 |
«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, | |
'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν | |
δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· | |
και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. | |
τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, | 15 |
με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, | |
οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; | |
ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας | |
'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. | |
αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, | 20 |
ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν | |
να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, | |
με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου | |
'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε». | |
. | |
Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· | 25 |
«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι | |
ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω, | |
κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι· | |
τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε, | |
αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, | 30 |
ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων». | |
. | |
Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, | |
την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της | |
έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· | |
«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, | 35 |
αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις, | |
πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση | |
μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι». | |
. | |
Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· | |
«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον | 40 |
άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων | |
κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, | |
ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, | |
κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. | |
και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα | 45 |
τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι | |
κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν | |
να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα. | |
τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, | |
και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο | 50 |
θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· | |
αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, | |
αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη | |
ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον | |
και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε | 55 |
ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους. | |
'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε· | |
«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη· | |
γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν | 60 |
κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας· | |
αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις· | |
κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις, | |
'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη· | |
ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, | 65 |
όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας. | |
όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα | |
μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα». | |
. | |
Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· | |
«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! | 70 |
ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, | |
άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα. | |
αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, | |
το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, | |
και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω | 75 |
ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, | |
ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. | |
αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· | |
αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· | 80 |
«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις, | |
να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων. | |
αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου, | |
και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα». | |
. | |
Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν | 85 |
τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του | |
θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. | |
εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, | |
σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα | |
προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος | 90 |
χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, | |
εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. | |
κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· | |
και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, | |
και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. | 95 |
πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· | |
«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! | |
ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του | |
δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; | |
ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία | 100 |
ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, | |
τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του; | |
αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, | 105 |
ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω | |
δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω. | |
και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, | |
να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας· | |
κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». | 110 |
. | |
Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας, | |
κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα· | |
«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα | |
'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση. | |
τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, | 115 |
καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος, | |
και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε. | |
ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον, | |
και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν, | |
φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· | 120 |
κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης | |
τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, | |
ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, | 125 |
ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. | |
θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, | |
ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας». | |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. | 130 |
λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις, | |
και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις· | |
κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα | |
εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος, | |
ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, | 135 |
ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω, | |
όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων | |
μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας | |
έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε | |
ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». | 140 |
. | |
Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα, | |
χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις. | |
επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα | |
και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία | |
προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. | 145 |
και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα, | |
οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν, | |
και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα· | |
«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη· | |
αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη | 150 |
το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος». | |
αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν. | |
. | |
Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα | |
έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, | |
και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· | 155 |
αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη | |
τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του | |
σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. | |
και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη | |
τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει | 160 |
μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, | |
όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· | |
και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, | |
κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, | |
της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· | 165 |
«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, | |
την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· | |
ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν | |
ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, | |
τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; | 170 |
αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω | |
και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε, | |
ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, | 175 |
καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη. | |
αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης | |
την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος· | |
κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη, | |
προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». | 180 |
. | |
Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος | |
της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· | |
«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· | |
την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης | |
καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη | 185 |
ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· | |
αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· | |
επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη | |
θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, | |
μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, | 190 |
ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. | |
ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον | |
με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, | |
πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. | |
και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, | 195 |
με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, | |
κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, | |
και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην | |
άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε | |
όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· | 200 |
και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. | |
ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει | |
η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας | |
τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει». | |
. | |
Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, | 205 |
άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· | |
έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις | |
'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· | |
«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος | |
εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· | 210 |
οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε | |
αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα. | |
τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, | |
ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· | |
ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία | 215 |
μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, | |
ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· | |
ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, | |
ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις, | |
αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια | 220 |
οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα. | |
'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει, | |
και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος, | |
το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο. | |
τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία | 225 |
της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε, | |
ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα, | |
οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα, | |
και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα, | |
έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». | 230 |
. | |
Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, | |
ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, | |
μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, | |
αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων | |
τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, | 235 |
και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας | |
βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη, | |
και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· | |
με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, | |
και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. | 240 |
κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, | |
αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. | |
'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη, | |
και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος, | |
και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, | 245 |
'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη. | |
. | |
Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας· | |
«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων | |
όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει, | |
πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. | 250 |
τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία, | |
'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω | |
το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα. | |
αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε | |
ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». | 255 |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου | |
θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης | |
'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. | |
και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα | 260 |
ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, | |
κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης». | |
. | |
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· | |
κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, | 265 |
αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω· | |
ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος | |
να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, | |
όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, | |
και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. | 270 |
ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν, | |
ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων, | |
κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω· | |
'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης | |
και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, | 275 |
'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω | |
του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, | |
κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, | |
να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις | |
των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, | 280 |
με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη | |
έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι | |
μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου | |
θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | 285 |
«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν, | |
έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν». | |
. | |
Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, | |
η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα | |
με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. | 290 |
και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, | |
εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση· | |
η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, | |
'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους | |
τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, | 295 |
με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. | |
ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, | |
τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, | |
και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν. | |
. | |
Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, | 300 |
με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. | |
έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, | |
την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, | |
οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία | |
έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. | 305 |
και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, | |
πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. | |
άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος | |
'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. | |
και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι | 310 |
πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, | |
πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη | |
'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· | |
'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, | |
και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα | 315 |
δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι | |
εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. | |
πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, | |
'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους | |
όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· | 320 |
της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· | |
'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, | |
να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, | |
με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, | |
και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. | 325 |
το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· | |
'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, | |
'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· | |
οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· | |
πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας | 330 |
του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι | |
χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· | |
'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, | |
πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, | |
'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε | 335 |
αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· | |
αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· | |
πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· | |
πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, | |
και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, | 340 |
με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. | |
και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος | |
και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη. | |
. | |
Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα | 345 |
την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, | |
κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην | |
απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. | |
από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· | |
«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· | 350 |
συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, | |
κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. | |
ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα. | |
τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, | |
τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· | 355 |
και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, | |
τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, | |
ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. | |
αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω | |
'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· | 360 |
και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· | |
ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος | |
πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου· | |
όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, | |
κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». | 365 |
Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη, | |
ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, | |
και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. | |
και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν | |
άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, | 370 |
ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε | |
έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ω | |
. | |
. | |
. | |
Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε | |
ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο· | |
μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει, | |
οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει. | |
μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν | 5 |
τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου | |
η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία | |
πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται, | |
παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε | |
μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. | 10 |
τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα, | |
ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων, | |
πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι, | |
οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων. | |
κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη | 15 |
και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου, | |
του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα | |
τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. | |
και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα, | |
η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους | 20 |
θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, | |
όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. | |
και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον· | |
«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων | |
σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, | 25 |
αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων, | |
όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα· | |
αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα | |
έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει. | |
να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν | 30 |
εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας· | |
τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν, | |
και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου· | |
αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· | 35 |
«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα, | |
'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν | |
ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν, | |
και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη, | |
κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. | 40 |
εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη | |
δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας. | |
'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη | |
σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα | |
καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν | 45 |
ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. | |
και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις | |
ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη | |
βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. | |
και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, | 50 |
αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, | |
ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. | |
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : | |
—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· | |
από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις | 55 |
έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— | |
κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. | |
γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, | |
εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. | |
καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις | 60 |
θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· | |
τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. | |
κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, | |
αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. | |
σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, | 65 |
και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. | |
καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος | |
μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου | |
ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν, | |
πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· | 70 |
και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου | |
κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, | |
'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα | |
απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, | |
χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. | 75 |
κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, | |
με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, | |
και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, | |
αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. | |
και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν | 80 |
τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, | |
εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, | |
να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη | |
όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. | |
και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία | 85 |
ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων. | |
πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, | |
ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, | |
οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· | |
αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, | 90 |
'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου· | |
ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· | |
κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, | |
κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων. | |
αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; | 95 |
'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας | |
απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου». | |
. | |
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· | |
τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, | |
με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. | 100 |
κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· | |
του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, | |
εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, | |
'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· | |
εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· | 105 |
«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη; | |
όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο | |
δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. | |
μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας | |
με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, | 110 |
ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία | |
εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι | |
και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; | |
'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. | |
και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον | 115 |
Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, | |
να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα; | |
κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις | |
του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη». | |
. | |
Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· | 120 |
«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, | |
όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. | |
θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, | |
του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι | |
του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. | 125 |
κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη | |
δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. | |
και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· | |
πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, | |
λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι | 130 |
μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας | |
τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω | |
το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, | |
του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη | |
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, | 135 |
των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, | |
αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. | |
αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. | |
τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, | |
και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. | 140 |
ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη | |
τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, | |
ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, | |
μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, | |
κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· | 145 |
ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. | |
και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει | |
και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, | |
κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα | |
'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. | 150 |
αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα | |
με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. | |
και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, | |
'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας | |
και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε | 155 |
ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, | |
παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, | |
οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. | |
και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση | |
δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. | 160 |
τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, | |
και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη | |
κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. | |
αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, | |
αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε | 165 |
κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, | |
έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία | |
τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων | |
αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. | |
του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση | 170 |
δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. | |
αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα | |
το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, | |
'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· | |
αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. | 175 |
και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, | |
την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις | |
πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα | |
τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον | |
κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη | 180 |
'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. | |
και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, | |
θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω | |
'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν | |
ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. | 185 |
Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα | |
τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. | |
αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν | |
απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν | |
την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». | 190 |
. | |
Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω, | |
σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία· | |
τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη! | |
πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! | 195 |
και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση, | |
και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο | |
εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη. | |
εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη, | |
'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι | 200 |
θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος | |
φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται». | |
. | |
Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο, | |
'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη· | |
και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν | 205 |
'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη, | |
οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει. | |
είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις, | |
να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι, | |
οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. | 210 |
ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε, | |
ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι. | |
τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του· | |
«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία, | |
και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· | 215 |
αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα, | |
αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος, | |
ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση». | |
. | |
Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι | |
'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον | 220 |
πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. | |
τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, | |
ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· | |
αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν | |
φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. | 225 |
και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι | |
ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον | |
ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, | |
όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· | |
από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, | 230 |
και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. | |
τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας | |
κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, | |
κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. | |
και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, | 235 |
αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα | |
να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του, | |
ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. | |
και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, | |
με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. | 240 |
μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· | |
και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος· | |
'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· | |
«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· | |
περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι | 245 |
ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, | |
μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. | |
και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης· | |
συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας | |
έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· | 250 |
ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. | |
καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, | |
και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, | |
οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση | |
εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. | 255 |
αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι | |
δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; | |
και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι | |
η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα | |
άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, | 260 |
όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση | |
το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα | |
ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, | |
ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη. | |
ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· | 265 |
άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, | |
οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα | |
'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· | |
απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα | |
τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. | 270 |
'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. | |
αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. | |
αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· | |
επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· | |
του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, | 275 |
και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, | |
και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, | |
κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, | |
γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος». | |
. | |
Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· | 280 |
«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης, | |
και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· | |
και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, | |
εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, | |
θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε | 285 |
με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. | |
και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης | |
κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, | |
άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, | |
'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία | 290 |
και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει | |
νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, | |
εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον | |
άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, | |
ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, | 295 |
ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. | |
και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, | |
ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; | |
πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα | |
με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο | 300 |
ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;» | |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· | |
του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· | |
του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη | 305 |
υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα | |
αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· | |
και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. | |
ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας | |
πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, | 310 |
δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. | |
ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα | |
κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι | |
να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα». | |
. | |
Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, | 315 |
με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, | |
και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. | |
κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα | |
του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. | |
εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· | 320 |
«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· | |
τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου. | |
αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, | |
ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη· | |
'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, | 325 |
και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· | |
«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, | |
κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω». | |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 330 |
«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου, | |
'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος, | |
και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα | |
εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου, | |
να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. | 335 |
τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι, | |
όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα, | |
μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα, | |
ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες. | |
τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, | 340 |
συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι, | |
πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων | |
κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις, | |
αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας». | |
. | |
Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, | 345 |
άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας, | |
και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε, | |
'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. | |
και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, | |
το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· | 350 |
«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη, | |
αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες, | |
αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων | |
το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις | |
των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». | 355 |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου· | |
'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο· | |
κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον | |
και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». | 360 |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία | |
δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον | |
και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν | |
πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. | |
ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη | 365 |
έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν | |
χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του | |
και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, | |
ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· | |
και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, | 370 |
άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων, | |
και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων | |
'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· | 375 |
«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο | |
το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. | |
'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, | |
να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, | |
πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, | 380 |
θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω | |
αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου». | |
. | |
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· | |
και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα, | |
εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. | 385 |
και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος, | |
ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν | |
κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία | |
μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει, | |
και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. | 390 |
και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα, | |
εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος | |
με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε· | |
«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον· | |
απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας | 395 |
θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε». | |
. | |
Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις, | |
κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα, | |
και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, | 400 |
ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν· | |
γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν. | |
και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω, | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες | |
εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» | 405 |
. | |
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». | |
. | |
Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του. | |
ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα | |
και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, | 410 |
και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον. | |
. | |
Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι, | |
'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη | |
κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. | |
κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, | 415 |
με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα. | |
τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· | |
και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, | |
κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν. | |
κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· | 420 |
και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, | |
ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· | |
πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, | |
'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· | |
γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· | 425 |
«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· | |
πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, | |
και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· | |
και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· | |
ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, | 430 |
ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. | |
ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· | |
ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν | |
'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας | |
εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει | 435 |
όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. | |
πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι». | |
. | |
Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν. | |
'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν | |
από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· | 440 |
και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας. | |
ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους· | |
«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων | |
την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα· | |
άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη | 445 |
του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι. | |
κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα | |
θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις | |
'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι». | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. | 450 |
και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης, | |
γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι· | |
εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε· | |
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· | |
ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· | 455 |
χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων, | |
να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα | |
τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν, | |
ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν | |
ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. | 460 |
και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε· | |
να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο». | |
. | |
Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον | |
Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν, | |
του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη | 465 |
επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι· | |
και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν, | |
'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν· | |
ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία· | |
νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, | 470 |
αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση. | |
. | |
Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία· | |
«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, | |
'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει; | |
εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης | 475 |
ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;» | |
. | |
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· | |
«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις; | |
δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση | |
ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; | 480 |
πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει. | |
αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας, | |
ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος, | |
κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των | |
ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, | 485 |
και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη». | |
. | |
Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη, | |
κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη. | |
. | |
Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, | |
τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | 490 |
«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». | |
Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, | |
εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, | |
και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· | |
«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». | 495 |
. | |
Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα | |
οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· | |
τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. | |
ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. | |
και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν | 500 |
την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα. | |
. | |
Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη, | |
εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. | |
εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας. | |
άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· | 505 |
«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα | |
οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν, | |
αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων, | |
οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | 510 |
«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει | |
τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη». | |
. | |
Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης· | |
«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω· | |
υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». | 515 |
. | |
Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε, | |
συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου, | |
και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι». | |
. | |
Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· | 520 |
και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου, | |
ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι· | |
και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος· | |
τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη· | |
εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. | 525 |
τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους | |
πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια, | |
και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση, | |
αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, | |
φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· | 530 |
«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα | |
ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον». | |
. | |
Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· | |
έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των | |
καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, | 535 |
και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. | |
εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, | |
μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. | |
τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, | |
κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. | 540 |
και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, | |
μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία». | |
. | |
Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. | 545 |
κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην | |
έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, | |
εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. |
Τ Ε Λ Ο Σ
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική
σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός
λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές
του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό
της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο
Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο
Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται
και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά
εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,
συστηματικά, στην Ελλάδα.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται
την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο,
επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα
ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και
συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη
μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας,
έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά.
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ
ΔΡΑΧΜΕΣ 40