.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ
ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
ΤΟΜΟΣ Α
ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
Ραψωδία Α
Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη | |
πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα· | |
και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην | |
έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας | |
με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. | 5 |
αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους· | |
ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους· | |
μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν, | |
κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα. | |
τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. | 10 |
. | |
Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν, | |
σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη· | |
μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία, | |
κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, | |
'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. | 15 |
αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε, | |
'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει, | |
και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του· | |
και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας· | |
κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα | 20 |
πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος | |
περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι, | |
κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων, | |
του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ', | |
[η άλλη, | |
από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. | 25 |
αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα· κ' οι άλλοι | |
ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία· | |
και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας· | |
τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος | |
Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης· | 30 |
αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε· | |
. | |
«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι! | |
πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι | |
από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν· | |
και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε | 35 |
την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε· | |
κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει | |
εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία, | |
να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση, | |
ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, | 40 |
άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση. | |
αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου | |
δεν άλλαξε· κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα». | |
. | |
Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, | 45 |
'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος· | |
όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. | |
αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, | |
οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, | |
μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, | 50 |
χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, | |
η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη | |
γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους | |
τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. | |
εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, | 55 |
και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση | |
τον πόνο της Ιθάκης του· και αρκούσε τ' Οδυσσέα | |
να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, | |
και ν' αποθάνη επιθυμεί· ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, | |
μαλάζεται· και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, | 60 |
'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; | |
ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;» | |
. | |
Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης· | |
«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! | |
να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, | 65 |
οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα, | |
'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων; | |
αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας | |
άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι, | |
του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι | 70 |
τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη | |
του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου, | |
αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα. | |
ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας | |
δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. | 75 |
αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη | |
εκείνος 'ς την πατρίδα του· θα παύση την οργή του | |
ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι | |
'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος». | |
. | |
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | 80 |
«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, | |
και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο, | |
Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του, | |
τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο, | |
'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης | 85 |
εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας, | |
ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη· | |
και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του | |
σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος, | |
τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, | 90 |
για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων, | |
'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια· | |
και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω, | |
να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του, | |
και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». | 95 |
. | |
Είπε· 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια | |
ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω | |
'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις. | |
κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, | |
βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων | 100 |
τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη· | |
και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη· | |
κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη | |
εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι, | |
και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. | 105 |
κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε | |
'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι | |
εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι. | |
και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω, | |
άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, | 110 |
ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια, | |
κ' εμπρός ταις 'βάζαν· κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι. | |
. | |
Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος· | |
μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, | |
'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη | 115 |
κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, | |
να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. | |
μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη | |
ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη | |
πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. | 120 |
το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, | |
και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
. | |
«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα | |
να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία». | |
. | |
Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι· | 125 |
και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος | |
'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι | |
'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν | |
του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. | |
και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, | 130 |
κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι· | |
πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων | |
μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, | |
και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, | |
και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση· | 135 |
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη | |
χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, | |
για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. | |
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, | |
και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. | 140 |
και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει | |
ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει· | |
συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα. | |
. | |
Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι | |
εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα· | 145 |
και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια, | |
η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν, | |
και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι· | |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους· | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, | 150 |
εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων, | |
εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα. | |
λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια | |
του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων· | |
και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. | 155 |
τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν· | |
. | |
«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; | |
για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, | |
ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, | 160 |
ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει | |
'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα· | |
αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, | |
θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι, | |
κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. | 165 |
κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον | |
παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη· | |
κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. | |
αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων | |
και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; | 170 |
με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις | |
εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; | |
ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. | |
και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, | |
αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου | 175 |
είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο | |
άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν». | |
. | |
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με· | |
Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου | 180 |
ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων· | |
με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, | |
το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, | |
'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. | |
κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα | 185 |
το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου· | |
και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας | |
ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης | |
ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι, | |
ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, | 190 |
με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι | |
του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, | |
'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. | |
κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν | |
εις την πατρίδα· αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν· | 195 |
τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας, | |
αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος | |
μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν | |
άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. | |
και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου | 200 |
μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, | |
αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. | |
μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη | |
πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια· | |
ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. | 205 |
αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, | |
αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα· | |
και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις | |
εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, | |
πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι | 210 |
'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. | |
τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· | |
«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια· | |
υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο | 215 |
δεν ξεύρω· ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του; | |
και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον | |
οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του· | |
και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους | |
πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». | 220 |
. | |
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου | |
οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη. | |
αλλά μ' αλήθεια λέγε μου· τι τράπεζα είναι τούτη; | |
και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος | 225 |
είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι· | |
με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν, | |
κύττα, μέσα 'ς τα δώματα· σφόδρα θ' αγανακτήση | |
όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· | 230 |
«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, | |
πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, | |
ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα. | |
οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, | |
'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη· | 235 |
επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, | |
εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν, | |
ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις· | |
τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, | |
και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του· | 240 |
και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη | |
αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους | |
και κλάυματα· ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, | |
γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. | |
ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι | 245 |
του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, | |
και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, | |
την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι· | |
και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε | |
να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν | 250 |
το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν». | |
. | |
'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη· | |
«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη, | |
εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση! | |
διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου | 255 |
στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια, | |
τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα, | |
οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο | |
τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη· — | |
ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας | 260 |
πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη | |
τα χάλκινα τα βέλη του· δεν το 'δωκεν εκείνος | |
φοβούμενος την όργητα των αθανάτων· όμως | |
του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα·— | |
τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, | 265 |
'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος, | |
αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν, | |
αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη | |
'ς τα μέγαρά του· να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω | |
το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. | 270 |
κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους· | |
αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους | |
την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους· | |
'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις· | |
και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη | 275 |
εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας· | |
τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν | |
πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης, | |
και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο· | |
καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, | 280 |
για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα, | |
ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης, | |
'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. | |
'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο, | |
κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, | 285 |
ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε. | |
και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης, | |
τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο. | |
και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη. | |
γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, | 290 |
και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα | |
δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα. | |
και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος, | |
'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη, | |
πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, | 295 |
είτε με δόλο ή φανερά· και πλειά δεν σε συμφέρει | |
παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι· | |
και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη | |
'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον | |
Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; | 300 |
φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, | |
γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν. | |
αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω, | |
κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν. | |
και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». | 305 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· | |
«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας | |
εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν. | |
αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι, | |
όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, | 310 |
γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο | |
πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης | |
από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι». | |
. | |
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο· | 315 |
και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης, | |
όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω, | |
πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα». | |
. | |
Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
κ' επέταξεν ωσάν αετός· κ' εκείνου έβαλε θάρρος | 320 |
εις την καρδιά και δύναμι· και του πατρός την μνήμη | |
του ξύπνησε πλειότερα· το αισθάνθη μέσα εκείνος, | |
κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. | |
κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας. | |
. | |
Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν | 325 |
ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην | |
απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη. | |
και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου, | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου, | |
και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη· | 330 |
μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· | |
και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, | |
της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, | |
'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια· | |
κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε· | 335 |
και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε· | |
. | |
«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν, | |
όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα. | |
έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους, | |
κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα· και τούτο παύε τ' άσμα | 340 |
το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία, | |
ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη, | |
γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου, | |
'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Μητέρα, δεν αφίνεις | 345 |
τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του; | |
αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας, | |
οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει | |
όπως εκείνος βούλεται· ποσώς δεν έχει κρίμα | |
τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα· | 350 |
ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα, | |
'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει. | |
και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης· | |
και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα, | |
μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. | 355 |
αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου, | |
την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις | |
να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν | |
οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος». | |
. | |
Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη | 360 |
εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της· | |
και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε | |
τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο | |
'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. | |
και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, | 365 |
κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, | |
και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε· | |
. | |
«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου, | |
'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση | |
ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, | 370 |
ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει· | |
αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι, | |
να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε· | |
δείπνους αλλού ζητήσετε· τρώγετε τα δικά σας, | |
μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου· | 375 |
και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, | |
ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, | |
θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους | |
θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, | |
κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». | 380 |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, | |
θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε· | |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε· | |
. | |
«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν | |
'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης· | 385 |
μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης | |
σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | |
«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα; | |
και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω· | 390 |
αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο; | |
πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη· | |
πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος· | |
αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη | |
βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη | 395 |
το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας· | |
αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους, | |
'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας». | |
. | |
Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· | |
«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει | 400 |
των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη· | |
και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης· | |
μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη | |
με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη. | |
αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο· | 405 |
ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει | |
ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; | |
μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; | |
ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; | |
πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο | 410 |
να γνωρισθή· και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | |
«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου· | |
ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη, | |
ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα | 415 |
μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει. | |
κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο· | |
Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου | |
οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων». | |
. | |
Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει· | 420 |
κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι | |
γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση· | |
και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας. | |
τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. | |
ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, | 425 |
εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος, | |
'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας. | |
τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις, | |
η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη, | |
Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα | 430 |
την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια, | |
κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα, | |
ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην. | |
αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα | |
από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. | 435 |
του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις, | |
'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα, | |
κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια· | |
και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία | |
'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. | 440 |
κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι | |
την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη. | |
κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου | |
τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Β | |
. | |
. | |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, | |
και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. | |
ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος, | |
'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, | |
κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. | 5 |
τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα | |
τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν | |
αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. | |
και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, | |
εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, | 10 |
όχι μόνος· γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν· | |
και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη· | |
και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν· 'ς την έδρα | |
κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. | |
και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, | 15 |
'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του. | |
ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει | |
με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, | |
ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος | |
φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. | 20 |
του έμεναν τρεις· ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, | |
κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους· | |
και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη· | |
γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε· | |
. | |
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· | 25 |
σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο | |
απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία· | |
και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν, | |
είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων; | |
στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, | 30 |
και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση; | |
ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση; | |
χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός· ο Δίας | |
να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη· | 35 |
και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο, | |
'ς την μέση τους· και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι | |
ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος. | |
και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε· | |
. | |
«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— | 40 |
'που τον λαό συνάθροισα· μέ πρώτον σφάζει ο πόνος· | |
ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα, | |
'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω, | |
α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω, | |
αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, | 45 |
διπλό· πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω | |
εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας· | |
και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση | |
το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση· | |
μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, | 50 |
υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες, | |
οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου, | |
τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση, | |
κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση· | |
κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, | 55 |
και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα, | |
συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν, | |
χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει | |
τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση. | |
κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί· πιστεύω και κατόπι | 60 |
θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα. | |
θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου· | |
τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα· παρ' άσχημ' αφανίσθη | |
το σπίτι μου· και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε, | |
και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, | 65 |
και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως | |
τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν. | |
κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι, | |
'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει, | |
παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη | 70 |
μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας | |
τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο | |
μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε, | |
και τούτους εμψυχόνετε· θα σύμφερνεν εμένα | |
να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου· | 75 |
και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα· | |
ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν | |
θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε. | |
και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα». | |
. | |
Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, | 80 |
κ' έβγαλε δάκρυα· και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. | |
και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα | |
σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. | |
και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε· | |
. | |
«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! | 85 |
μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις. | |
και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, | |
αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους· | |
ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, | |
απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. | 90 |
'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει | |
με τα μηνύματα· και νους καθ' άλλο μελετάει. | |
και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε· | |
πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη, | |
λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι | 95 |
μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, | |
τον γάμο μη μου βιάζετε· σταθήτε, ως ν' αποκάμω | |
το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, | |
του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη | |
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, | 100 |
των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, | |
αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. | |
αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. | |
τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, | |
και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. | 105 |
έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους | |
τους Αχαιούς· τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, | |
μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, | |
κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. | |
κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. | 110 |
και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, | |
συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη· | |
'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη | |
όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση· | |
και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, | 115 |
με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, | |
μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει | |
τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία | |
καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, | |
είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— | 120 |
οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,— | |
όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει· | |
ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, | |
όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη | |
της βάζουν οι αθάνατοι· 'ς τον εαυτόν της φήμην | 125 |
μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον· | |
ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη | |
λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του· «Αντίνοε, | |
δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, | 130 |
'που εγέννησέ με κ' έθρεψε· λείπει ο πατέρας, είτε | |
ζη κείνος είτ' απέθανε· και αν διώξω την μητέρα, | |
μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη· | |
κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση, | |
των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, | 135 |
βγαίνοντας απ' το σπίτι μου· και ομού του κόσμου θα 'χω | |
τ' όνειδος· ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο. | |
και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει, | |
τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε, | |
απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. | 140 |
και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, | |
ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, | |
θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους | |
θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, | |
και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». | 145 |
. | |
Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης | |
δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν· | |
και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου, | |
με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο. | |
και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, | 150 |
με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν, | |
και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν. | |
και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους, | |
δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι. | |
και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, | 155 |
και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν. | |
και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης, | |
ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν, | |
των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη· | |
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε· | 160 |
. | |
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· | |
και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω· | |
γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση· δεν θα μείνη | |
ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του. | |
ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει· | 165 |
και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης | |
θα πάθουμε· αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε, | |
πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι· | |
ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι. | |
δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω· | 170 |
και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα | |
του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι, | |
και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας· | |
είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους, | |
το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη | 175 |
εις την πατρίδα· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος». | |
. | |
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου· | |
«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου | |
να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι· | |
κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. | 180 |
όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, | |
και όλα δεν είναι μαντικά· κ' εχάθ' ο Οδυσσέας | |
πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. | |
και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, | |
ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, | 185 |
για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. | |
αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη· | |
αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον | |
παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, | |
κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, | 190 |
και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει· | |
και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, | |
'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. | |
και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω· | |
να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του· | 195 |
τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα | |
πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. | |
και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία | |
οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, | |
ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. | 200 |
ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις | |
εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. | |
και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, | |
όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. | |
και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε | 205 |
για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, | |
όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | |
«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες, | |
σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω· | 210 |
ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν. | |
αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους | |
είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο, | |
ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο, | |
για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, | 215 |
ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω, | |
'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. | |
και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω, | |
τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω· | |
και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, | 220 |
θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου, | |
μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα | |
πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα». | |
. | |
Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε· και ο Μέντορας 'ς εκείνους | |
σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, | 225 |
και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει, | |
να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα· | |
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε· | |
. | |
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· | |
πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας | 230 |
γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, | |
αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη· | |
αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται | |
εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. | |
ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, | 235 |
αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη· | |
ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, | |
παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. | |
εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι | |
άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, | 240 |
για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις». | |
. | |
Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου· | |
«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες! | |
σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας | |
για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι· | 245 |
και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη | |
κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση, | |
'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις, | |
ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της, | |
αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, | 250 |
αν εκτυπιόνταν με πολλούς· κ' είν' άτακτα όσα είπες. | |
και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε· | |
και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης | |
και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του· αλλά πιστεύω | |
πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη | 255 |
εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι». | |
. | |
Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα· | |
κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας· | |
και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, | |
εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, | 260 |
με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης· | |
. | |
«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι· | |
κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω, | |
για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη· | |
κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, | 265 |
κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων». | |
. | |
Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη· | |
εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, | |
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
. | |
«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι | 270 |
θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας, | |
όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους· | |
τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι· | |
και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας, | |
κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης· | 275 |
ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν, | |
χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι· | |
και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι, | |
ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα, | |
τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. | 280 |
για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων· | |
γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν· | |
δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη | |
μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση· | |
και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση· | 285 |
φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι | |
θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω· | |
αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις, | |
και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία, | |
εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων | 290 |
μεδούλι, εις πυκνά δέρματα· και απ' τον λαόν συντρόφους | |
θα πάρω θεληματικούς· κ' είναι πολλά καράβια | |
εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα· | |
το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω, | |
κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». | 295 |
. | |
Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη· κ' εσηκώθη | |
άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. | |
και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, | |
κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις | |
'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. | 300 |
κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας | |
ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε· | |
. | |
«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου | |
μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον· | |
αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα· θα σου κάμουν | 305 |
ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις | |
καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία, | |
όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | |
«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, | 310 |
εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου· | |
και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου | |
πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες; | |
και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους | |
πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, | 315 |
μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω, | |
'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη· | |
θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι— | |
ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου | |
κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». | 320 |
. | |
Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου | |
εύκολα· κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες | |
κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους· | |
και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα· | |
. | |
«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, | 325 |
είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, | |
είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη· | |
μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, | |
θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, | |
κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». | 330 |
. | |
Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε· «Ποιος ηξεύρει | |
εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται | |
μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; | |
εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε | |
τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, | 335 |
να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη». | |
. | |
Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη | |
πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, | |
'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. | |
και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια | 340 |
στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, | |
'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη | |
εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. | |
σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, | |
κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα | 345 |
αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, | |
η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη· | |
'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε· | |
. | |
«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια, | |
το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον | 350 |
τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη | |
ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη. | |
και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα, | |
και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης, | |
να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. | 355 |
και γνώριζέ τα μόνη σου· και όλα μαζή να τα 'χης, | |
ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν | |
θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα. | |
ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο, | |
ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». | 360 |
. | |
Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα, | |
και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα· | |
. | |
«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη; | |
και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος, | |
'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα | 365 |
εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας. | |
και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης, | |
να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι. | |
αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου· ποσώς δεν σε συμφέρει | |
'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». | 370 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· | |
«Θάρρευε, μάννα· του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη· | |
και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου, | |
πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα, | |
ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, | 375 |
όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της». | |
. | |
Αυτά 'πε· και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον, | |
και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη, | |
ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια, | |
τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια· και 'ς το δώμα | 380 |
εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις. | |
. | |
Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι, | |
τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει, | |
το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. | 385 |
κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη | |
γοργό καράβι· πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη. | |
και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, | |
'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει | |
τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, | 390 |
κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι | |
συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει. | |
. | |
Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα· | |
και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη | 395 |
τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια. | |
και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν | |
πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος. | |
τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, | 400 |
και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη· | |
. | |
«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν, | |
εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου· | |
πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο». | |
. | |
Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη | 405 |
γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. | |
και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, | |
τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι· | |
και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε· | |
. | |
«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε· ήδη 'ναι όλα | 410 |
μαζή 'ς το μέγαρο· το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, | |
και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει». | |
. | |
Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. | |
και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο | |
καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. | 415 |
και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα | |
η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη· και σιμά της | |
κάθισεν ο Τηλέμαχος· τα παλαμάρια κείνοι | |
λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν, | |
κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | 420 |
τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω· | |
κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους | |
να πιάσουν τ' άρμεν'· άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, | |
κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι | |
κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. | 425 |
κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία· | |
και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, | |
και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα· | |
κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα· | |
κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, | 430 |
και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, | |
και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, | |
και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. | |
και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Γ | |
. | |
. | |
. | |
Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, | |
εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, | |
και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα. | |
'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα· | |
και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, | 5 |
ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη. | |
έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι | |
εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι. | |
τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν | |
προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν· 'ς το ισόμετρο καράβι | 10 |
όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν. | |
εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη· | |
του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
. | |
«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον· | |
γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα | 15 |
ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε. | |
αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου· | |
ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος· | |
ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια· | |
είν' άνδρας συνετώτατος· δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». | 20 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· | |
«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; | |
κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια· | |
και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος». | |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | 25 |
«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου, | |
και άλλα θεός θέλει σου ειπή· και 'ς των θεών το πείσμα, | |
θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει». | |
. | |
Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι· | |
κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων· | 30 |
και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν, | |
και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία, | |
και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν. | |
τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι, | |
με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν· | 35 |
και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης, | |
τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει, | |
και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει, | |
του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση. | |
και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει | 40 |
χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει | |
της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία· | |
. | |
«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα· | |
'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου· | |
και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου | 45 |
την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση· | |
ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων· | |
και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι· | |
αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα, | |
ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». | 50 |
Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια· | |
και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης, | |
ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι. | |
κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα· | |
. | |
«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα· | 55 |
τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας· | |
πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του· | |
κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους | |
χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας, | |
και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη | 60 |
ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας». | |
. | |
Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει· | |
του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι· | |
ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα· | |
και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, | 65 |
μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι, | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, | |
ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· | |
. | |
«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι | |
ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν· ω ξένοι, | 70 |
ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης; | |
να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε | |
'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν, | |
την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος· | 75 |
κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία, | |
για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση, | |
και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη. | |
. | |
«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, | |
οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω· | 80 |
απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, | |
κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου· | |
κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, | |
του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου | |
λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, | 85 |
και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει | |
όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε· | |
κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, | |
ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, | |
είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, | 90 |
ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. | |
για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω | |
πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες | |
ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε | |
εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. | 95 |
μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, | |
αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. | |
ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας | |
λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, | |
'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, | 100 |
τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια». | |
. | |
Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· | |
«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα | |
πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, | |
και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, | 105 |
όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα | |
'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου | |
μαχόμενοι· αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, | |
αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας | |
κείτονται· αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι· | 110 |
αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, | |
ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη. | |
και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν· | |
και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; | |
και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης | 115 |
πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, | |
θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα· | |
ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις | |
ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. | |
αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση | 120 |
δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, | |
'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του | |
είσαι τωόντι· σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω· | |
προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα | |
προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. | 125 |
τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, | |
ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας· | |
αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, | |
ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους· | |
αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία | 130 |
μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, | |
κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας· | |
επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν· | |
όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της | |
τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, | 135 |
'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις. | |
κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι | |
όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου· | |
και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα· | |
κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη· | 140 |
τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν | |
όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης· | |
δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, | |
κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, | |
την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη· | 145 |
μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη· | |
ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. | |
κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, | |
ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, | |
μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν· | 150 |
και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, | |
ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας· | |
κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία | |
τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις | |
γυναίκαις· κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, | 155 |
σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη· | |
έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, | |
ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. | |
ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα, | |
εσφάξαμε προς τους θεούς· δεν έστεργεν ο Δίας | 160 |
να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν | |
εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια | |
μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, | |
τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. | |
κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, | 165 |
ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του. | |
ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους· | |
και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι | |
'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, | |
είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, | 170 |
προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, | |
ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος· | |
και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη· | |
έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια | |
μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. | 175 |
πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός· 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους | |
τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα. | |
του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία | |
εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει· | |
τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου | 180 |
'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. | |
κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, | |
ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. | |
ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω | |
των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν· | 185 |
αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω, | |
ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω· | |
λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, | |
'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος· | |
καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης· | 190 |
και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας, | |
όσους τ' άφησε ο πόλεμος· τα κύμα δεν του επήρε. | |
για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, | |
πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος | |
ο Αίγισθος· αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. | 195 |
τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, | |
ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, | |
τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. | |
Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, | |
γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». | 200 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | |
«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, | |
καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη | |
θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους. | |
κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, | 205 |
να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων, | |
'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν. | |
αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν | |
εις τον πατέρα κ' εις εμέ· και ανάγκη να υπομείνω». | |
. | |
Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· | 210 |
«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες, | |
λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες, | |
και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν. | |
το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος | |
ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; | 215 |
ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα, | |
μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους; | |
ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα, | |
'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— | 220 |
θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη, | |
ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,— | |
αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα, | |
τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | 225 |
«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω· | |
μεγάλο το 'χω, θαυμαστό· ποτέ μου δεν ελπίζω | |
το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν». | |
. | |
Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; | 230 |
άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, | |
καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, | |
ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου | |
άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, | |
'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. | 235 |
αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν | |
και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη | |
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· | |
«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια· | 240 |
εκείνος είναι αγύριστος· κ' ήδη του αποφασίσαν | |
θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα. | |
και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω· | |
ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει· | |
τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, | 245 |
και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω. | |
ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια· | |
πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης, | |
πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη | |
ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; | 250 |
ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα | |
πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;» | |
. | |
Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· | |
«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια· | |
και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, | 255 |
αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη | |
τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. | |
τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, | |
αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι | |
απόρρικτον 'ς την εξοχήν· ουδ' ήθελε Αχαιίδα | 260 |
καμμιά τον κλάψη· ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα· | |
ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, | |
και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα | |
έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. | |
και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα· | 265 |
ότ' είχε γνώμην αγαθή· και ακόμ' είχε σιμά της | |
τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία | |
να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. | |
αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, | |
τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, | 270 |
ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην | |
πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. | |
και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, | |
πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, | |
ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. | 275 |
κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, | |
απ' την Τρωάδα ερχόμενοι· αλλ' όταν 'ς του Σουνίου | |
των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, | |
του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην | |
ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, | 280 |
ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, | |
τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, | |
όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. | |
κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη | |
τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. | 285 |
αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος | |
εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα | |
γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι | |
του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, | |
και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. | 290 |
και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη, | |
'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. | |
μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, | |
'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος | |
προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, | 295 |
κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. | |
ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, | |
κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια· | |
και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια | |
'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. | 300 |
και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, | |
γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους. | |
'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, | |
και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, | |
και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. | 305 |
'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης | |
απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, | |
Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. | |
και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι | |
της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. | 310 |
την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, | |
με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. | |
φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι | |
από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα | |
ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν | 315 |
όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. | |
εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, | |
'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, | |
όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, | |
ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση | 320 |
εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου | |
'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. | |
αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, | |
και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, | |
και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν | 325 |
'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι· | |
και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια· | |
είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». | |
. | |
Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, | |
και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | 330 |
. | |
«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. | |
αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε· | |
και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων | |
σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη | |
'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει | 335 |
εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη». | |
. | |
Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη. | |
και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια. | |
και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, | |
κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, | 340 |
'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν. | |
και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, | |
η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα | |
εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι. | |
και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε· | 345 |
. | |
«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν | |
σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι, | |
ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον, | |
οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει, | |
για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. | 350 |
κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν, | |
του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα, | |
'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου | |
'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν, | |
τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». | 355 |
. | |
Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι | |
εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση. | |
'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση | |
τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, | 360 |
εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων. | |
ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι, | |
κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον | |
Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του. | |
τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, | 365 |
και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους, | |
όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι, | |
και ούτε μικρό· και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, | |
με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του | |
άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». | 370 |
. | |
Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη | |
με σχήμ' αετού· ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε· | |
εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος· | |
του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε· | |
. | |
«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, | 375 |
αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν· | |
ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, | |
αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, | |
'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. | |
κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, | 380 |
εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου· | |
κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω | |
χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει· | |
θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω». | |
. | |
Ευχήθη· τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. | 385 |
και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης | |
Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του. | |
άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου, | |
εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα, | |
και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα | 390 |
από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους, | |
και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του. | |
ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν | |
της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία, | |
και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, | 395 |
οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν, | |
κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα | |
του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης, | |
'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη, | |
και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, | 400 |
'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι· | |
'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη, | |
και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη. | |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, | 405 |
εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους, | |
'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, | |
λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί· 'ς αυτούς είχε καθίσει | |
πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους· | |
αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν | 410 |
αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, | |
σκήπτρο κρατώντας· γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, | |
και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, | |
με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, | |
και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. | 415 |
και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. | |
και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· | |
. | |
«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου, | |
την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη, | |
'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. | 420 |
κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα, | |
να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης· | |
και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο, | |
να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση· | |
και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, | 425 |
του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση. | |
σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι | |
η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν· | |
καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο». | |
. | |
Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα | 430 |
απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι | |
του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, | |
της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, | |
τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, | |
ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά· και ο γέρος | 435 |
τον χρυσόν δίδει· τεχνικά τον περιχύνει εκείνος | |
'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση | |
η Αθηνά· και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα | |
έσυρναν απ' τα κέρατα· κ' εις πλουμιστή λεκάνη | |
έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι | 440 |
ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο· και ο ανδρείος Θρασυμήδης | |
αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. | |
και ο Περσέας το σταμνί· και ο γέρος ο ιππότης | |
Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις | |
έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, | 445 |
και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. | |
και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, | |
υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει· | |
κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη | |
της δαμάλας η δύναμις· εφώναξαν η κόραις | 450 |
και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, | |
Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. | |
κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα· | |
την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. | |
με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, | 455 |
ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, | |
με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι· | |
κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια· τότε ο γέρος | |
'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα· | |
και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. | 460 |
και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, | |
ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, | |
και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια. | |
. | |
Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη | |
καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη· | 465 |
και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, | |
και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, | |
απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, | |
αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. | |
. | |
Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, | 470 |
κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι | |
άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια, | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, | |
τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· | |
. | |
«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου | 475 |
τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο». | |
. | |
Αυτά 'πε· κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του· | |
κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν· | |
τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη | |
προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. | 480 |
'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία, | |
'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος, | |
ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε, | |
κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν | |
'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. | 485 |
και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι. | |
και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, | |
και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, | |
'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι· | |
εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. | 490 |
. | |
Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη· | |
έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, | |
τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν· | |
κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν | |
'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο | 495 |
με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. | |
και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Δ | |
. | |
. | |
. | |
Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη, | |
και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου· | |
τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε | |
γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα. | |
του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. | 5 |
'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει, | |
και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο. | |
με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι | |
των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας. | |
από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη | 10 |
νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη, | |
'που υστερογένην έλαβε από δούλη· της Ελένης | |
τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει | |
την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη. | |
. | |
'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, | 15 |
οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου, | |
τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος | |
ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι, | |
δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν. | |
. | |
'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, | 20 |
και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν. | |
εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας, | |
ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου, | |
και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη. | |
σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα· | 25 |
. | |
«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι, | |
'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν. | |
ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι, | |
ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση». | |
. | |
Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε· | 30 |
«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα· | |
τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς· και δεν θυμάσαι οι δυο μας | |
απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας, | |
ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση | |
τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε | 35 |
των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν». | |
. | |
Είπε· κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους | |
επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, | |
τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, | |
και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα | 40 |
ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι· | |
'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι· | |
και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι· άμ' είδαν κείνοι | |
του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν· | |
ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν | 45 |
'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. | |
και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, | |
'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. | |
και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, | |
και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, | 50 |
σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. | |
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη | |
χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, | |
για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. | |
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, | 55 |
και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα· | |
και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει | |
ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει. | |
. | |
Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε· | |
«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε· κατόπι | 60 |
αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε, | |
ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας, | |
αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων· | |
ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν». | |
. | |
Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία | 65 |
ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο· | |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, | |
ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, | |
την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν· | 70 |
. | |
«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη, | |
'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει, | |
ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι· | |
όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία· | |
αμίλητα 'ναι, είναι πολλά· θαυμάζ' όσο τα βλέπω». | 75 |
. | |
Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε, | |
κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα· | |
«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία; | |
οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι· | |
θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι· | 80 |
ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην, | |
μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα. | |
Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, | |
και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, | |
όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, | 85 |
και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. | |
κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, | |
είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, | |
ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν· | |
κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, | 90 |
ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, | |
απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, | |
κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω. | |
και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, | |
όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι | 95 |
ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. | |
κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, | |
και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, | |
εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. | |
και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος | 100 |
εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, | |
και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω· | |
γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. | |
αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει | |
όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο· | 105 |
ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα | |
δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα | |
αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος | |
κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει | |
ζη κείνος ή απέθανε· και τώρα θα τον κλαίουν | 110 |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, | |
και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος». | |
. | |
Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα· | |
για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ, | |
κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα | 115 |
με τα δυο χέρια· κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας, | |
κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση, | |
θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα, | |
ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση. | |
. | |
Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, | 120 |
η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, | |
όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. | |
σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, | |
από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, | |
άργυρο κάλαθο η Φιλώ· δώρο ήταν της Αλκάνδρης, | 125 |
της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις | |
εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη· | |
του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, | |
δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη | |
η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, | 130 |
χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, | |
ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. | |
κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει | |
από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω | |
με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη· | 135 |
κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, | |
κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα· | |
. | |
«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα | |
τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι; | |
άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω· | 140 |
ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον | |
άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω — | |
ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα | |
Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος, | |
ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας | 145 |
τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία». | |
. | |
Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης· | |
«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις· | |
τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια, | |
των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη· | 150 |
και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα, | |
κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος, | |
κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ, | |
κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα». | |
. | |
Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης· | 155 |
«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, | |
εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις· | |
αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, | |
άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, | |
ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. | 160 |
κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης | |
να 'λθω με τούτον συνοδός· ότ' ήθελε να σ' ίδη, | |
λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. | |
πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους | |
'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι· | 165 |
'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, | |
να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι». | |
. | |
Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου· | |
«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου | |
ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! | 170 |
κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους | |
Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει | |
και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. | |
και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, | |
απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, | 175 |
με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν | |
ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις· | |
και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο | |
εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, | |
ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. | 180 |
αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, | |
'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε». | |
. | |
Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων· | |
έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, | |
έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, | 185 |
ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια· | |
ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, | |
'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος· | |
τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα· | |
. | |
«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους | 190 |
ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος | |
'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον. | |
και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου· γιατί 'ς τον δείπνο | |
δεν αγαπώ τα κλάμματα· αλλά του όρθρου η κόρη | |
Ηώ και πάλιν θα φανή· με τούτο εγώ δεν λέγω | 195 |
κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν. | |
και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο, | |
η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ· | |
ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους | |
δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει· | 200 |
εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν, | |
ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη». | |
. | |
Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου· | |
«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι, | |
και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη· | 205 |
τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης· | |
καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης | |
του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα, | |
ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του, | |
και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, | 210 |
κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους. | |
κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα· | |
του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια | |
ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία, | |
οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». | 215 |
. | |
Είπε· και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, | |
ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου· | |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. | |
. | |
Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο· | |
απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, | 220 |
αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει. | |
εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη | |
ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω, | |
ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα, | |
και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του | 225 |
του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη· | |
τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα, | |
χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα | |
Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος, | |
πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. | 230 |
ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους | |
σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα. | |
και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν, | |
πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε· | |
. | |
«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε | 235 |
λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου | |
δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— | |
εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις | |
ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. | |
και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, | 240 |
όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, | |
αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος | |
'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη· | |
με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, | |
πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον | 245 |
εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του· | |
'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, | |
αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία· | |
τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν | |
όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, | 250 |
και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη· | |
αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, | |
κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, | |
'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, | |
πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, | 255 |
τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, | |
και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, | |
εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. | |
τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, | |
ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, | 260 |
και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, | |
την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, | |
κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, | |
οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει». | |
. | |
Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης· | 265 |
«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις· | |
ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη | |
ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη· | |
αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, | |
ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. | 270 |
όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, | |
'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων | |
όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις· | |
και συ 'λθες τότε αυτού· θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, | |
των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση· και σιμά σου | 275 |
έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος· και γύραις | |
τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. | |
κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, | |
με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. | |
με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας | 280 |
ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου· | |
κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας | |
έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε· | |
αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. | |
και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα· | 285 |
ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση· | |
αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια | |
τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, | |
κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | 290 |
»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, | |
αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, | |
ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία. | |
αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα | |
να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». | 295 |
. | |
Αυτά 'πε· και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη | |
να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία | |
και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, | |
και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν. | |
κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν | 300 |
φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν· και ο κήρυκας τους ξένους | |
έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι, | |
ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης· | |
και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του | |
η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. | 305 |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη, | |
ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος. | |
'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, | |
κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. | 310 |
του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του· | |
. | |
«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία, | |
να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας; | |
χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | 315 |
«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, | |
ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. | |
μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, | |
η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα | |
πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, | 320 |
οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. | |
για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω | |
πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες | |
ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε | |
εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. | 325 |
μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, | |
αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα· | |
ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας | |
λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, | |
'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, | 330 |
τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια». | |
. | |
Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε· | |
«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου | |
εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν! | |
και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο | 335 |
κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, | |
όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια | |
βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, | |
και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα· | |
όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. | 340 |
και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη | |
'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη | |
'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, | |
και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,— | |
αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, | 345 |
'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος, | |
και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει | |
άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, | |
αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, | |
ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. | 350 |
. | |
'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα, | |
μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις· | |
κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν. | |
κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα, | |
εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, | 355 |
και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι, | |
αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση· | |
λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια | |
βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν. | |
κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε | 360 |
άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία | |
ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης. | |
και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν, | |
αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει, | |
κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, | 365 |
η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος. | |
αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος· | |
ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι, | |
με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν. | |
και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε· | 370 |
. | |
Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος, | |
ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης; | |
τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος | |
δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει. | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα· | 375 |
Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω. | |
δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων, | |
'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω. | |
αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,— | |
ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, | 380 |
και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. | |
. | |
Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως· | |
Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, | |
συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, | |
Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη | 385 |
γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. | |
πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. | |
καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, | |
τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, | |
και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. | 390 |
και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, | |
ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, | |
ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι. | |
. | |
Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα· | |
Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, | 395 |
μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη· | |
ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη. | |
. | |
Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως· | |
Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. | |
ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, | 400 |
έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, | |
'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, | |
και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. | |
γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, | |
μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, | 405 |
και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. | |
εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, | |
θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης | |
συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια. | |
και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου· | 410 |
'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση· | |
και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση | |
'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων. | |
και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως | |
την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, | 415 |
κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη· | |
θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται | |
θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο· | |
και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον | |
στενώτερα· αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, | 420 |
και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, | |
την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, | |
ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, | |
και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. | |
. | |
Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. | 425 |
κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο, | |
και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. | |
και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, | |
τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα· | |
'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. | 430 |
κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, | |
προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, | |
'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. | |
και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, | 435 |
κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα | |
νειόγδαρτα· εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. | |
και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν | |
μένοντας· κ' εμείς φθάσαμε σιμά της· τότε αράδα | |
μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. | 440 |
καρτέρι θα ήταν κει βαρύ· μας έπνιγε η βαρεία | |
των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. | |
και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; | |
αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη· | |
εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία | 445 |
μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. | |
και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. | |
και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα | |
εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος | |
ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, | 450 |
ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, | |
κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος | |
ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. | |
και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι | |
σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. | 455 |
και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, | |
ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος· | |
νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. | |
τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα· | |
και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, | 460 |
προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με· Ποίος | |
θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, | |
και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία; | |
. | |
Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα· | |
Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — | 465 |
'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος | |
δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. | |
αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα— | |
ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, | |
και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. | 470 |
. | |
Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος· | |
Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, | |
πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, | |
το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. | |
ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, | 475 |
το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, | |
παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, | |
'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις | |
των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους· | |
τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. | 480 |
. | |
Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη· | |
ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω | |
οπίσω προς τον Αίγυπτο· μακρύ, βαρύ ταξείδι. | |
και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν· | |
. | |
Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. | 485 |
αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι | |
άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, | |
όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, | |
ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, | |
ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. | 490 |
. | |
Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος· | |
Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει | |
να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου· | |
πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. | |
ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. | 495 |
των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι | |
'ς τον γυρισμό· 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. | |
ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται· | |
και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη· | |
εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, | 500 |
τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη· | |
κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης· | |
αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη· | |
πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος· | |
ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, | 505 |
και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα, | |
την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε· ένα μέρος | |
έμειν' αυτού· 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, | |
'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, | |
κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. | 510 |
έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. | |
και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα | |
μες τα βαθειά καράβια του· τον έσωσεν η Ήρα. | |
αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα | |
το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη | 515 |
'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. | |
και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, | |
κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα, | |
εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης | |
το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. | 520 |
κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα | |
επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια | |
δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα· | |
και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει | |
ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο | 525 |
δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, | |
μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα· | |
και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. | |
κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε· | |
είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος | 530 |
τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν· | |
και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, | |
με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. | |
τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον | |
κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. | 535 |
και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, | |
ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν. | |
. | |
Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη. | |
κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου | |
να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. | 540 |
και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, | |
είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης· | |
. | |
Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα | |
τίποτε δεν μας βοηθεί· μόν' ίδε εις την πατρίδα | |
να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, | 545 |
ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη· | |
και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης. | |
. | |
Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου, | |
μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη. | |
και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα· | 550 |
. | |
Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα, | |
κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται, | |
ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω. | |
. | |
Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος· | |
Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. | 555 |
'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, | |
'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία | |
κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα· | |
ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, | |
όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. | 560 |
και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα | |
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου· | |
αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, | |
'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, | |
όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων· | 565 |
χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, | |
αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας | |
πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους· | |
ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη. | |
. | |
Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη· | 570 |
κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, | |
και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. | |
και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, | |
τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα· | |
'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. | 575 |
και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, | |
πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, | |
και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, | |
και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, | |
και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν· | 580 |
και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι | |
άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος | |
των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο | |
σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. | |
και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν | 585 |
οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα. | |
αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης, | |
ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα· | |
και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω | |
δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, | 590 |
ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης | |
προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· | |
«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης· | |
χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, | 595 |
το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω· | |
ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου | |
τέρπομαι· αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο | |
την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης. | |
και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. | 600 |
και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω· θα τ' αφήσω | |
εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις | |
πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι, | |
σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν. | |
εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια· | 605 |
τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις | |
δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι | |
ούτε λειβάδι ούτ' άλογα· κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη». | |
. | |
Αυτά 'πε· εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος, | |
εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· | 610 |
. | |
«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις· | |
κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω· | |
και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, | |
πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω. | |
κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος | 615 |
είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, | |
έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει, | |
των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα, | |
διαβάτης εις τον γυρισμό· και συ να το 'χης θέλω». | |
. | |
Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· | 620 |
και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι· | |
και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία· | |
άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, | |
έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν. | |
. | |
Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες | 625 |
με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια, | |
'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. | |
και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι, | |
ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν. | |
'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, | 630 |
και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας· | |
. | |
«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι, | |
πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο; | |
με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα, | |
να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες | 635 |
μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια | |
αδάμαστα· και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω». | |
. | |
Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο | |
δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του | |
με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. | 640 |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε· | |
. | |
«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε | |
συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης, | |
ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο! | |
και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι | 645 |
σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο | |
σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;» | |
. | |
Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου· | |
. | |
«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος, | |
αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, | 650 |
παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται. | |
συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια, | |
κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους, | |
είτε θεός· τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος. | |
αλλ' απορώ· χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, | 655 |
και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο». | |
. | |
Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του. | |
κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους, | |
και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. | |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, | 660 |
θλιμμένος· και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του | |
κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν· | |
. | |
«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, | |
αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι! | |
'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, | 665 |
αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη | |
του τόπου· αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη· ο Δίας | |
κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους. | |
αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους | |
όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω | 670 |
μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, | |
να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του». | |
. | |
Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν· | |
κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα. | |
. | |
Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη | 675 |
όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν· | |
ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα, | |
'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει. | |
και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης· | |
και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη· | 680 |
. | |
«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες; | |
του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης, | |
τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν; | |
γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν, | |
αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! | 685 |
'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη, | |
του Τηλεμάχου τα καλά· και τάχ' απ' τους γονείς σας | |
πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία, | |
ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας, | |
'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι | 690 |
κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι, | |
οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει. | |
και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει· | |
αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα, | |
ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». | 695 |
. | |
Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε· | |
«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο· | |
αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο | |
τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας· | |
να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του· | 700 |
κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του, | |
'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». | |
. | |
Είπε· και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία· | |
αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν | |
δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. | 705 |
και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε· | |
. | |
«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει | |
εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις | |
'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. | |
ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» | 710 |
. | |
Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε· «Δεν γνωρίζω | |
αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του, | |
'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας | |
θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. | 715 |
και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει | |
πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι— | |
αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι | |
εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, | |
η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. | 720 |
κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, | |
ακούτε· πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, | |
απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν· | |
π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν | |
'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, | 725 |
'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. | |
και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε | |
άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. | |
σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, | |
ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, | 730 |
την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι· | |
και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, | |
δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, | |
ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη. | |
αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, | 735 |
τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, | |
και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, | |
για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, | |
'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, | |
εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν | 740 |
εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν». | |
. | |
Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα· | |
«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης, | |
ή άφες με 'ς το σπίτι σου· το πράγμα δεν σου κρύβω. | |
τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, | 745 |
τον άρτο, το γλυκό κρασί· και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο, | |
να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη, | |
ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε, | |
όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου. | |
αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, | 750 |
πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου | |
της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία, | |
'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση. | |
και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης· | |
ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος | 755 |
τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη, | |
να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του». | |
. | |
Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια | |
στέγνωσε· κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, | |
'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις | 760 |
έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης· | |
. | |
«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία· | |
εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας | |
μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, | |
τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, | 765 |
και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων». | |
. | |
Είπε κ' εφώναξε· η θεά δέχθηκε την ευχή της· | |
και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν· | |
κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε· «Γάμον | |
άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει | 770 |
'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». | |
. | |
Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. | |
και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε· | |
. | |
«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα | |
όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. | 775 |
και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος | |
'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι». | |
. | |
Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια, | |
κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι· | |
και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, | 780 |
και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία, | |
και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν, | |
με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία· | |
και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν· | |
και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά· κ' εκείνοι εβγήκαν, | 785 |
και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν. | |
. | |
Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, | |
χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, | |
αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, | |
ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. | 790 |
και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων, | |
φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, | |
τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, | |
κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. | |
. | |
Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | 795 |
φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του, | |
η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου, | |
'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη· | |
κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, | |
κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, | 800 |
να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση. | |
σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε, | |
'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε· | |
. | |
«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; | |
όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, | 805 |
να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση | |
το τέκνο σου· και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, | |
πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων· | |
. | |
«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα | 810 |
να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. | |
την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, | |
οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, | |
'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν | |
'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, | 815 |
'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. | |
και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου | |
'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους· | |
για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, | |
για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, | 820 |
ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη· | |
ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται | |
να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα». | |
. | |
Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης· | |
«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου· | 825 |
είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,— | |
γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους, | |
η Αθηνά· και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις, | |
και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω». | |
. | |
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης· | 830 |
«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις, | |
και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον, | |
αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη, | |
ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη». | |
. | |
Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης· | 835 |
«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη, | |
ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια». | |
. | |
Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε, | |
και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε· και η κόρη | |
του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, | 840 |
'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι. | |
. | |
Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, | |
του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας· | |
και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, | |
της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, | 845 |
όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, | |
δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ε | |
. | |
. | |
. | |
Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη | |
το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων. | |
και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας | |
ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία. | |
κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, | 5 |
κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης· | |
. | |
«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, | |
πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας | |
γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος, | |
αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη· | 10 |
αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται | |
εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα· | |
κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους, | |
'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία | |
κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. | 15 |
ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, | |
'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. | |
και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του, | |
καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του | |
'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». | 20 |
. | |
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· | |
«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; | |
δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη, | |
να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη; | |
και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα | 25 |
με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα, | |
και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες». | |
. | |
Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του· | |
«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης, | |
εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, | 30 |
ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη, | |
χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του· | |
αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση, | |
θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία, | |
γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, | 35 |
και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν, | |
και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν, | |
με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι, | |
'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία, | |
άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. | 40 |
ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση | |
'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». | |
. | |
Αυτά 'πε· και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος· | |
κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, | |
ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω | 45 |
'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. | |
το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει | |
όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. | |
μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος· | |
και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα | 50 |
'ς το πέλαγος· και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος, | |
'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης | |
ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει. | |
όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα. | |
και όταν ·ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, | 55 |
απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση | |
την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα | |
η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. | |
και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου | |
και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία | 60 |
εις το νησί· καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε | |
αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. | |
και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, | |
κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. | |
και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, | 65 |
στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, | |
θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. | |
και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο, | |
θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. | |
και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν | 70 |
λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος· | |
και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων | |
πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα | |
κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. | |
έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος· | 75 |
και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, | |
'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς· και ως είδε αυτόν αγνάντια, | |
δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία· | |
ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, | |
και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. | 80 |
μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα· | |
έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, | |
με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, | |
κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. | |
και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, | 85 |
αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο· | |
. | |
«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου | |
και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα. | |
ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς· και να το πράξω θέλω, | |
αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. | 90 |
αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω». | |
. | |
Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν | |
του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει. | |
κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος· | |
και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, | 95 |
τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε· | |
. | |
«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω· | |
και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω· | |
να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας· | |
ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα | 100 |
άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων, | |
'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις. | |
αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων, | |
ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία. | |
λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, | 105 |
απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου | |
χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι· | |
και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης, | |
οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα. | |
και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, | 110 |
κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. | |
αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης· | |
ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του, | |
αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση | |
'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». | 115 |
. | |
Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη· | |
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
. | |
«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, | |
'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται | |
φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. | 120 |
όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της | |
Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, | |
ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, | |
κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. | |
όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος | 125 |
ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου, | |
μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, | |
άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. | |
κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου | |
άνδρα· κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα | 130 |
έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι | |
σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, | |
και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, | |
κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. | |
και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη | 135 |
αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. | |
αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, | |
ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, | |
αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη | |
μες τ' άγρια πέλαγα· αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω· | 140 |
ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, | |
'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, | |
αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω | |
το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα». | |
. | |
Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε· | 145 |
«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία, | |
μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση». | |
. | |
Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος· | |
και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα | |
η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. | 150 |
'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν | |
ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του | |
για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα | |
η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, | |
μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα· | 155 |
και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη, | |
με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, | |
κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. | |
σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε· | |
. | |
«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης | 160 |
την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. | |
αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, | |
πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις | |
στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. | |
και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, | 165 |
εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. | |
θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, | |
όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα, | |
αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, | |
οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». | 170 |
. | |
Αυτά 'πε· και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, | |
κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
. | |
«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης, | |
'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης | |
το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία | 175 |
και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία. | |
ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου, | |
αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, | |
ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα». | |
. | |
Αυτά 'πε· τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας | 180 |
τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε· | |
. | |
«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος· | |
ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη! | |
μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω, | |
και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, | 185 |
οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος, | |
ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα· | |
αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη, | |
για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω. | |
ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω | 190 |
μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια». | |
. | |
Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου | |
ογλήγορα· κατόπι της αυτός ακολουθούσε, | |
'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, | |
και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα | 195 |
ο Ερμής· και του παράθεσε να φάγη και να πίη | |
η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. | |
και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα, | |
και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. | |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους· | 200 |
και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, | |
η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη· | |
. | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα, | |
έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα, | |
θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη· χαιρετώ σε. | 205 |
αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης | |
πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα, | |
'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης, | |
θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις | |
να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. | 210 |
κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι, | |
'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει | |
θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται». | |
. | |
Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο· κ' εγώ ξεύρω | 215 |
παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος· | |
κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. | |
αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα | |
να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. | 220 |
και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, | |
καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω· | |
ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, | |
‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα· και αυτό μ' εκείν' ας έλθη». | |
. | |
Είπε· και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, | 225 |
και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι | |
οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν. | |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα· | |
μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη | 230 |
χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι | |
χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη. | |
να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. | |
αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη, | |
χάλκινη, κ' ήταν δίστομη· και μέσ' είχ' εμπηγμένο | 235 |
σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι | |
του 'δωκε ακόμη ακονιστό· κ' εκίνησεν εμπρός του | |
προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, | |
κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, | |
από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. | 240 |
και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, | |
η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε· | |
τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει· | |
όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε· | |
με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. | 245 |
ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, | |
και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, | |
με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. | |
και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι | |
άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του | 250 |
κείνος το πλάτος έκαμε· κ' έστησε ταις σανίδαις | |
ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, | |
έπλαθεν· ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. | |
κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει· | |
πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη· | 255 |
και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, | |
του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. | |
κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, | |
και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα· και κατόπι | |
απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, | 260 |
και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία. | |
. | |
Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει· | |
'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο, | |
αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα, | |
κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, | 265 |
και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι, | |
και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι· | |
και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν· 'ς αυτόν εχάρη | |
και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας. | |
με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος· | 270 |
ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια | |
και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση, | |
και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει | |
πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, | |
η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. | 275 |
ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία, | |
εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη. | |
. | |
Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη | |
τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, | |
της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε· | 280 |
και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη. | |
κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, | |
και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, | |
οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. | |
την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε· «Ω Θε μου! | 285 |
άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, | |
ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις· κ' ιδού, 'που των Φαιάκων | |
εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει | |
το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. | |
αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». | 290 |
. | |
Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, | |
αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων | |
ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη | |
πόντον και γη· κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. | |
κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, | 295 |
και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα· | |
και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, | |
κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του· | |
. | |
«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω; | |
φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν· | 300 |
'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα, | |
θα παραδείρω· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος, | |
με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει | |
ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε· μανίζουν | |
άνεμοι ολούθε· αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα· | 305 |
τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα, | |
γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας. | |
Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, | |
'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια, | |
εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. | 310 |
οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος· | |
αλλ' ηθέλησ· η μοίρα μου να κακοθανατήσω». | |
. | |
Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα | |
με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του. | |
και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι | 315 |
απέλυσε απ' τα χέρια του· 'ς την μέση το κατάρτι | |
φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη, | |
κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα. | |
πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει | |
να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, | 320 |
βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. | |
αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα | |
την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του. | |
και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε, | |
αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, | 325 |
κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη· | |
κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων· | |
και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα | |
σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως | |
κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. | 330 |
και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη, | |
και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου. | |
. | |
Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη, | |
η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην· | |
τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης· | 335 |
τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη, | |
και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε, | |
και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε· | |
. | |
«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας | |
τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; | 340 |
αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση· | |
αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ· και ανόητος δεν δείχνεις. | |
γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν, | |
και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια | |
εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. | 345 |
και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι | |
τούτο· να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης· | |
αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια, | |
ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη, | |
πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». | 350 |
. | |
Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, | |
και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, | |
εις ώφυιας σχήμα· κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. | |
κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, | |
κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του· | 355 |
. | |
«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, | |
'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα· | |
αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου | |
μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. | |
μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω· | 360 |
όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, | |
αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω· | |
και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, | |
θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου». | |
. | |
Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, | 365 |
μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, | |
φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. | |
και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει | |
ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν | |
αυτής τα ξύλα τα μακρυά· και τότ' ο Οδυσσέας | 370 |
έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, | |
κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. | |
και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω, | |
και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια | |
ετέντωσε 'ς το πλέξιμο· τον είδε ο κοσμοσείστης, | 375 |
την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε· «Τώρα, | |
'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη, | |
'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης· | |
και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα». | |
. | |
Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα | 380 |
εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. | |
. | |
Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο· | |
έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, | |
να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, | |
και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του | 385 |
τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, | |
σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας. | |
. | |
Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, | |
κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. | |
αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα | 390 |
έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη | |
έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον | |
την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. | |
και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι | |
πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, | 395 |
όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν | |
ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα | |
εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. | |
κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση. | |
και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, | 400 |
τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους· | |
ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα | |
φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα· | |
γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, | |
αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. | 405 |
και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, | |
κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του· | |
. | |
«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας | |
μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω, | |
έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα· | 410 |
ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα | |
γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα. | |
και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει | |
'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω. | |
και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη | 415 |
επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη. | |
και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως | |
ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω, | |
φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία, | |
και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, | 420 |
ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας, | |
'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη. | |
ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης». | |
. | |
Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, | |
τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι· | 425 |
και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του, | |
εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας | |
κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα. | |
κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, | 430 |
κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης. | |
και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι, | |
εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια, | |
όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια | |
τα γδάρματα· τον σκέπασε το μέγα κύμα· τότε | 435 |
πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας, | |
φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν, | |
εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως | |
ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. | 440 |
αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα, | |
'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος, | |
χωρίς πέτραις και ανάνεμος· και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα, | |
μέσα του ευχήθη· «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι· | |
'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη | 445 |
ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα. | |
προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας, | |
καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω | |
'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω. | |
ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». | 450 |
. | |
Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, | |
κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει | |
του ποταμού· τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια | |
λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. | |
το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια | 455 |
ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος | |
κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. | |
και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, | |
αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, | |
και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε· 'ς το ρεύμα | 460 |
τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη | |
'ς τα χέρια της· και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι | |
'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. | |
κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του· | |
. | |
«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; | 465 |
κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι, | |
η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία | |
μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη· | |
και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει. | |
και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο | 470 |
αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω, | |
και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση, | |
θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν». | |
. | |
Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη· προς το δάσος | |
εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, | 475 |
'ς ανοικτόν τόπον· έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια | |
ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι· | |
κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, | |
ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, | |
ούτε η βροχή τα έσπασε· τόσο πυκνά πλεγμένα | 480 |
ήσαν μαζή· κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας, | |
κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια· | |
ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν | |
να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος, | |
και αν ψύχος έπνεε δριμύ· τα είδε κ' εχάρη ο θείος | 485 |
ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση | |
επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. | |
και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη | |
εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας | |
τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, | 490 |
όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα· κ' η Αθήνη | |
ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση | |
από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ζ | |
. | |
. | |
. | |
Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας | |
κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος. | |
κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων, | |
'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν, | |
σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, | 5 |
'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν. | |
εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία | |
τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων. | |
με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις, | |
και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. | 10 |
αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει, | |
και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία. | |
'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας | |
τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα. | |
ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν | 15 |
'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, | |
του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. | |
σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, | |
εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. | |
και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, | 20 |
'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, | |
με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου | |
Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην· | |
αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
. | |
«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; | 25 |
τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα· | |
ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης, | |
και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν. | |
και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους, | |
ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. | 30 |
αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη· | |
κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης | |
να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι. | |
επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων | |
οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. | 35 |
αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα | |
να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια, | |
ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν. | |
και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια | |
να πάς· γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». | 40 |
. | |
Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα· | |
δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, | |
μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη | |
ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο· | 45 |
κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα. | |
και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα. | |
. | |
Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη | |
την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε· | |
και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της | 50 |
και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε. | |
με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία, | |
μαλλί γαλάζιο κλώθοντας· απάντησεν εκείνον, | |
προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος | |
για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. | 55 |
'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε· | |
. | |
«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι | |
καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω, | |
'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι; | |
κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. | 60 |
εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια· | |
και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους, | |
δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια· | |
και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν | |
εις τον χορό· και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». | 65 |
. | |
Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη | |
τον τερπνόν γάμον· ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε· | |
. | |
«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις· | |
άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν, | |
να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». | 70 |
. | |
Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, | |
και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, | |
και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. | |
τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα | |
έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι· | 75 |
κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, | |
κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει | |
τράγινο ασκί· κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει· | |
και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, | |
μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. | 80 |
και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, | |
και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, | |
και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, | |
μόνην όχι· η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. | |
και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, | 85 |
ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει | |
καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. | |
και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν | |
εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν | |
την αγριάδα την γλυκειά· τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι | 90 |
σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα | |
'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. | |
και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, | |
εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος | |
'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. | 95 |
κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, | |
'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο | |
τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. | |
και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, | |
έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. | 100 |
και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. | |
και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, | |
ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, | |
κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια· | |
και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, | 105 |
παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει· | |
και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, | |
και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις· | |
όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα. | |
. | |
Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, | 110 |
ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία, | |
τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα, | |
και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων. | |
σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, | 115 |
την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα, | |
και σέρνουν όλαις μια βοή· και ο θείος Οδυσσέας | |
ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν· | |
. | |
«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; | |
μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, | 120 |
ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; | |
γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις, | |
νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη, | |
και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια· | |
ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; | 125 |
αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω». | |
. | |
Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, | |
και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος | |
κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη· | |
και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, | 130 |
'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν | |
τα μάτια του· και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, | |
ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, | |
και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη· | |
όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας | 135 |
ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. | |
τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, | |
και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη· | |
μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος | |
θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. | 140 |
και αγνάντια στάθη ασάλευτη· και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, | |
δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, | |
ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, | |
την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. | |
και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια | 145 |
τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, | |
αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. | |
κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον· | |
. | |
«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι· | |
και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, | 150 |
εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, | |
εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, | |
και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, | |
μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, | |
μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους | 155 |
ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, | |
τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. | |
αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον, | |
'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. | |
ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, | 160 |
άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ· θαυμάζ' όσο σε βλέπω· | |
όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, | |
φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι· | |
ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, | |
εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη· | 165 |
και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, | |
ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, | |
όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω | |
να σου εγγίξω τα γόνατα· και μ' ηύρε μέγα πάθος. | |
χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, | 170 |
και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, | |
απ' το νησί της Ωγυγιάς· κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα | |
τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω | |
να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. | |
βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια | 175 |
πάθη σέ πρώτην απαντώ· ότι άνθρωπον κανέναν, | |
απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω· | |
την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, | |
αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. | |
κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει· | 180 |
άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν· | |
ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, | |
παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη | |
ο άνδρας με την σύντροφο· λύπη για τους εχθρούς των, | |
χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». | 185 |
. | |
Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε· | |
«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις· | |
την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας, | |
των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει· | |
και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. | 190 |
αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας, | |
δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει | |
να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης. | |
την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω· | |
την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, | 195 |
κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου, | |
κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι». | |
. | |
Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις· | |
«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις· γιατ' είδετ' έναν άνδρα, | |
πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; | 200 |
άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη, | |
να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων· | |
ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων, | |
και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε, | |
ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. | 205 |
αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα· | |
πρέπει να τον ξενίσουμεν· ότι έρχονται απ' τον Δία | |
πτωχοί και ξένοι· ολιγοστό και αγαπητό το δώρο. | |
αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου, | |
και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». | 210 |
. | |
Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, | |
κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία, | |
όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. | |
σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, | |
μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, | 215 |
και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα. | |
τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας· | |
. | |
«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου | |
την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι | |
χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. | 220 |
και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι | |
εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια». | |
. | |
Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας· | |
κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι | |
την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, | 225 |
κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης. | |
και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη, | |
εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα. | |
κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη | |
τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του | 230 |
σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου, | |
και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη | |
τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει | |
μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα· | |
όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. | 235 |
πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη· | |
και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά· τον θαύμαζεν η κόρη· | |
κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη· | |
. | |
«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις· | |
όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας | 240 |
τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε. | |
ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν· | |
και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων. | |
κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου, | |
'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. | 245 |
αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου». | |
. | |
Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της· | |
κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα· | |
κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας, | |
κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. | 250 |
και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο· | |
εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι, | |
έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη. | |
κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά· «Σηκώσου, | |
ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω | 255 |
'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους | |
πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης. | |
αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ· θαρρώ πως γνώσιν έχεις. | |
όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα, | |
με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι | 260 |
ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω, | |
έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος | |
ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια. | |
έχει το έμπασμα λεπτό· στενοχωρούν τον δρόμο | |
τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. | 265 |
κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου, | |
με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη. | |
και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων, | |
τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία. | |
και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, | 270 |
μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια, | |
οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν. | |
τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση | |
κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης. | |
άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη· | 275 |
ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι, | |
ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη. | |
μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα, | |
ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι. | |
ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν | 280 |
κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της; | |
καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε | |
άλλοθεν άνδρα· ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους, | |
τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι. | |
αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. | 285 |
κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη, | |
χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων, | |
πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη. | |
και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας | |
εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. | 290 |
'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης· | |
μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι· | |
αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου, | |
από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης. | |
αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι | 295 |
πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου· | |
και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει, | |
προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα | |
τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου. | |
καλόγνωρα είναι· και μωρό παιδί να σου τα δείξη | 300 |
δύναται· ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων, | |
ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου· | |
και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν, | |
διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα, | |
'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, | 305 |
γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον | |
απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις. | |
και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου, | |
'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων. | |
ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, | 310 |
αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη | |
η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι. | |
και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη, | |
θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης, | |
'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». | 315 |
. | |
Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει | |
τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, | |
ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. | |
κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν | |
η δούλαις με τον Οδυσσηά· με νου ραβδίζ' η κόρη. | 320 |
κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος | |
το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, | |
και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη· | |
. | |
«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία· | |
εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, | 325 |
'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης. | |
δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη». | |
. | |
Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· | |
και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν | |
εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα | 330 |
τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα. |