ART

.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

ΑΘΗΝΗΣΙΝ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΡΗ 1891

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Ιδού λοιπόν ο Φασουλής, που οίστρους κατεβάζει, καθώς ο Βούδδας των Ινδών υπό συκήν ρεμβάζει, και τον καφφέ τον θεριακλή, της Υεμένης πίνων φιλοσοφεί ακάματος επί των ανθρωπίνων.

1

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω μ' ολίγα ψευτοδάκρυα, μ' ολίγα ψευτογέλοια, κι' άμα κυττάζω 'στά 'ψηλά και χαμηλά και γύρω όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια, σκυλιά γαυγίζουν 'πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι, τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακόνουν βώδια, πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγη.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και σαν χαράζ ημέρα 'στόν κάθε παληοκαφφενέ 'ξαπλόνομαι ανάσκελα, κι' αυτός, που κατ' εικόνα του μ' ετίναξ' εδώ πέρα, ως δείγμα της προνοίας του μου στέλλει πάντα φάσκελα.

Άνθρωπος είμαι, φύσεως πετώσης και πεζής, Ηράκλειτος φιλόσοφος και δημοσιογράφος, κι' όταν κανένας μ' ερωτά «σ' αρέσει, βρε, να ζης;» του απαντώ «τρομάρα μας αν έλειπε κι' ο τάφος».

2

Δεν ξέρω τι ζητώ και τρέχω ψωραλέος μετά του Περικλέτου.. στα χέρια μου κρατώ κρανίον Βασιλέως και καύκαλο επαίτου.

Και χύνω άνω κάτω, κυττάζων τα ουράνια, 'στο πρώτο ρετσινάτο, 'στο δεύτερο σαμπάνια.

3

Τις δύναμις ενήργησε και διεπλάσθ' η σφαίρα; ο ένας είπε την φωτιά κι' ο άλλος τον αέρα κι' ο τρίτος μόνο το νερό, αλλ' ο σοφός Εμπεδοκλής εδέχθη και τα τρία και τέλος πάντων έγινε μεγάλη φασαρία σ' εκείνον τον παληό καιρό.

Καθένας ήτο βέβαιος πως ηύρε το σωστό και κάθε τόσο άλλαζαν του κόσμου τον Χριστό με χίλια δυο μπερδέματα… αλλά εδιάβασα κι' εγώ αυτά τα κολοκύθια κι' εις ένα κι' άλλο σύστημα ευρήκα μιαν αλήθεια πως όλα είναι ψέμματα.

4

Βρε Φασουλή καϋμένε, δεν κάθεσαι 'στ' αυγά σου, τους ψωροφιλοσόφους 'στον διάβολο δεν στέλλεις; δεν σε αρκεί να χάσκης 'στην ράχη του Πηγάσου, μα και φιλοσοφίαις αρχίζεις να μου θέλης;

Όπως κι' αν διεπλάσθη το Σύμπαν τι σε μέλει; κι' αν εξ αυτής παρήχθη της μάζης ή εκείνης, κι' αν ήτο πρώτα χάος ή μια φωτονεφέλη, εσύ 'μπορείς με τούτο καλλίτερος να γίνης;

Και αν 'στών συστημάτων εγκύψης την σωρείαν, και αν του Δημοκρίτου δεχθής την θεωρίαν, καθ' ην εκ των ατόμων συνίσταται η φύσις, κι' επί της θεωρίας αυτής φιλοσοφήσης,

Θαρρείς το άτομόν σου δεν θάναι όπως είναι, πως ασθενές σαρκίον ως τώρα δεν θα μένη, πως δεν θα το μαραίνουν οι πόθοι κι' αι οδύναι κι' ουδέ θα παίζη λόρδα και η παραδαρμένη;

Κι' αν του Θαλή το ύδωρ αρχήν αναγνωρίσης κι' υδραυλικής σπουδάσης μεθόδους περισσάς, πιστεύεις πως καμμία δεν θα στειρεύη βρύσις και συ από την δίψα ποτέ δεν θα λυσσάς;

Και αν του Ηρακλείτου το σύστημα σ' εξαίρη κι' ειπής αρχήν των όλων το πυρ το αδηφάγον, νομίζεις ότι πάντα θα είναι καλοκαίρι και δεν θα τουρτουρίζης την εποχήν των πάγων;

Κι' αν ως ο Πυθαγόρας και συ ανακηρύξης πως είναι αρμονία τα πάντα και ρυθμός, κι' αν αριθμούς αγνώστους ενώσης κι' αναμίξης κι' ειπής πως άρχει πάντων το έν κι' ο αριθμός,

Νομίζεις πως τ' αυτιά σου ποτέ δεν θα ταράξη βαρύτονος, τενόρος, ή άλλος φουκαράς, που με βρυγμούς οδόντων ελπίζει να μαλάξη την άμουσον καρδίαν σκορδόπιστης κυράς;

Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσης; ή μήπως το πουγγί σου θα 'βρίσκεται γεμάτο; ή τάχα θα 'μπορέσης το σπήτι να πληρώσης, που έκτισες με χρέος 'στόν Φαληρέα κάτω;

Και αν δεχθής ακόμη σαν τον Αναξιμένη πως ο αήρ το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει, θαρρείς πως θα περάση και μόνον μια ημέρα, που δεν θα καβουρδίσης κοπανιστόν αέρα;

Και αν τας πολιτείας τας ουρανογενείς του Πλάτωνος ποθήσης, ευγενεστάτου θρέμματος, μη τάχα ζωοκλέπτης δεν θα 'μπορή κανείς να γίνη Ταξιάρχης και Σύμβουλος του Στέμματος;

Και αν τον έρωτά του δεχθής τον ιδεώδη μήπως δεν θα σηκώνουν τον κόσμον εις το πόδι προικοθηρών πεινώντων τοσαύται συμμορίαι, οπόταν ξεμυτίζουν πολύφερνοι κυρίαι;

Νομίζεις οι ερώντες πως θα πετούν 'στά νέφη και πως ποτέ δεν θάχουν για τίποτ' άλλο κέφι; ή μη κι' ο έρως θάναι καπνός, ατμός και σκόνη, και γυναικός κοιλία ποτέ δεν θα φουσκώνη;

Και αν του Σωφρονίσκου ακούσης τον υιόν, που έν' ανακηρύττει του Σύμπαντος Θεόν, ασύλληπτον καθ' όλα και άυλον κι' αιώνιον κι' εις τούτον αποβλέπων ερρόφησε το κώνειον.

Και αν, 'στήν Χαναναίαν πετάξας νοερώς, εις τον Θεόν εκείνον πιστεύσης του Σινά, θαρρείς πως δεν θα φθάση ουδέποτε καιρός, οπού θα προσκυνήσης και συ τον Μαμμωνά;

Θαρρείς τον εαυτόν σου διττώς αν διαιρέσης, εις νουν και εις αισθήσεις, πως δεν θα μείνης βλαξ; θαρρείς πως ασφαλίζεις τας μεταξύ των σχέσεις κι' αυτό δεν θάναι δούλον του άλλου εναλλάξ;

Και αν του Επικούρου την Ηδονήν δεχθής και τύχη καμμιάν ώρα και συ να ορεχθής να φας μονάχος ένα μουλκέικο πεπόνι θαρρείς πως τάντερά σου δεν θα θερίσουν πόνοι;

Κι' αν την αχρείαν σάρκα εξ ηδονών κορέσης νομίζεις πως με άλγος ποτέ σου δεν θα κλαύσης; κι' αν τον βαρύν χιτώνα της αρετής φορέσης θαρρείς πως δεν θα θέλης εκείνας ν' απολαύσης;

Νομίζεις πως δεν είναι κι' αυτό κι' εκείνο χίμαιρα; πιστεύεις και εις όρκους κι' εις λόγους της τιμής; νομίζεις ότι τούτο, που θα ποθήσης σήμερα, και αύριον επίσης θα το επιθυμής;

Κι' αν είσαι ανθρωπίσκος εκ της κοινής αγέλης θα μακαρίζης κλαίων σκηπτούχους Βασιλείς, κι' αν Βασιλεύς καλήσαι, θαλθή στιγμή να θέλης ν' αδειάζης ανωνύμους θαλάμους της Αυλής.

Βρε Φασουλή καϋμένε, ως εδώ πέρα μείνε, πολλή φιλοσοφία και σκέψις ας σου λείπη… δι' ό,τι πράγμα χαίρεις αυτό χαρά δεν είναι, δι' ό,τι πράγμα πάσχεις αυτό δεν είναι λύπη.

Δεν είσαι ούτ' ευδαίμων, αλλ' ούτε δυστυχής, ευκόλως μην πιστεύης 'στόν ένα και 'στόν άλλον, ουδ' εις αθανασίαν ουδ' εις θνητόν ψυχής, και δι' αυτό κι' εκείνο να στέκης αμφιβάλλων.

Ο κόσμος ας κινείται και τούτο το Βασίλειον, ας στρέφετ' αιωνίως η γη περί τον ήλιον, κι' εκείνος περί ταύτην ας κινηθή αν θέλη… δι' όλας τας κινήσεις πεντάρα μη σε μέλη.

Ατάραχος θεώρει του κεραυνού το βέλος, του κόσμου τα βιβλία εις τα σκουπίδια όλα, κι' ενόσω την αρχήν του δεν βλέπεις και το τέλος υπόμενε, ανέχου, ανθρώπους γεννοβόλα.

5

Ποσάκις μόλις είδα την ημέραν επόθησα του Σύμπαντος την σφαίραν εις άμορφον σωρόν να μεταβάλλω κι' επάνω εις ερείπια να ψάλλω.

Και άλλοτε 'στούς τοίχους μου σαν είδα να τρέχη σιχαμένη κατσαρίδα, κι' ετόλμησα κι' εγώ να την σκοτώσω ποσάκις δεν την έκλαυσα και πόσο!

6

Όλα θαρρώ πως κλαίνε και τους καϋμούς των λένε.

Αμάν! καθείς φωνάζει, κι' ακούω να στενάζη βασανισμένη πλάσις, το κύμα της θαλάσσης, η ρεμματιά, η φτέρη, το μαλακό αγέρι, ο βρέμων καταρράκτης, ο φλέγων κεραυνός, και της αυγής ο κράκτης, ο γαύρος πετεινός.

Και βλέπω από πέρα ποιμενική φλογέρα να καίη τον αέρα με φλόγας στεναγμών…

Και παν το αναπνέον μου ψάλλει πόνον νέον με νηστικών ορνέων απαίσιον κρωγμόν.

Ακούω έν' αηδόνι σε χαμηλό κλαδί να πικροκελαϊδή και η ψυχή μου λυόνει.

Και γάιδαρος παρέκει αποσταμένος στέκει με φόρτωμα 'στή ράχη.. Θεέ μου, πως γκαρίζει! ποιος τάχατε γνωρίζει τι βάσανα να τάχη!

7

Κι' εγώ για να ξεχάνω των στεναγμών τον δρόμο μου έρχεται να κάνω συχνά τον Αστρονόμο.

Και λησμονών τα βάρη κυττάζω προς τον Άρη, και βλέπω προς τον Κρόνο για να περνώ τον χρόνο.

Ίσως κι' από 'ψηλά κανείς βασανισμένος εδώ 'στά χαμηλά κυττάζει σαστισμένος.

Κι' ο νους του όλος κρίσι καθώς και ο 'δικός μου ζητεί να 'βρη μια λύσι 'στό πρόβλημα του κόσμου·

Και δεν 'μπορεί και κλαίει, και δεν 'μπορώ και κλαίω, όρσε κι' αυτός μου λέει, όρσε κι' εγώ του λέω.

8

Την σοφίαν, λέγει, ζήτει ο μεγάλος Πυθαγόρας, και αυτήν σκοπόν κηρύττει πας σοφός εκ πάσης χώρας.

Μα κι' εγώ, κυρ Πυθαγόρα, την γυρεύω κάθε ώρα και γι' αυτήν γυρνώ με δίσκο, μα του κάκου… δεν την 'βρίσκω.

9

Πού βρίσκεται, πού κάθεται, γιατί να μην ειξεύρω; κι' αν της σοφίας κάποτε ταπόκρυφα σπουδάζω δεν προσπαθώ με την σπουδήν το βέβαιον να εύρω… την ώρα θέλω να περνώ και να διασκεδάζω.

Κι' οπόταν εκ του υψηλού στραφώ 'στήν κοινωνίαν κι' εμπρός μου τύχη να ιδώ κανένα Παυσανίαν, που πριν οκάδες είκοσι τα μέλη του εζύγιζαν κι' εκ της νηστείας της πολλής τα γόνατά του 'λύγιζαν.

Μα σήμερα, που έπεσε 'στό Κεντρικόν σαν γλάρος, μετρά οκάδες εκατό το ειδικόν του βάρος, εις τούτον τον περίεργον σπουδάζω πατριώτην τον νόμον της βαρύτητος, την δύναμιν την πρώτην.

Κι' οπόταν βλέπω κάποτε Δημόσιον Ταμίαν πώς προσπαθεί τον πειρασμόν να φύγη του παρά, αν και δεινώς μαστίζεται από την βουλιμίαν, να! η κεντρόφυξ δύναμις φωνάζω εν χαρά.

Αλλ' όταν τέλος τον ιδώ με όλην του την πάλην ακάθεκτος να σύρεται περί το κέντρον πάλιν ως ότου γίνη άφαντος με το Ταμείον όλον, βλέπω την άλλην δύναμιν, που λέγουν κεντρομόλον.

10

Όσους μεγάλους κόπους, φιλόσοφε, κι' αν κάμης, μονάχα ' στούς ανθρώπους ερεύνα τας δυνάμεις μυστηριώδους φύσεως.

Κι' όστις εις τούτους μόνον σπουδάζει να εγκύψη, καθ' άπαντα τον χρόνον ανέρχεται εις ύψη σοφίας και ποιήσεως.

11

Όστις ποθεί ευχάριστα την ώραν να σκοτώση
        εδώ να κύψη πρέπει…
θαρρώ πως πάσ' απόστασις ποτέ δεν είναι όση
        το μάτι μας την βλέπει.

Κι' όταν εις πάσαν εποχήν καυμάτων και χειμώνων
        ο άνθρωπος οδεύη,
τας αποστάσεις ο σκοπός τας μεγαλόνει μόνον
        κι' αυτός τας συντομεύει.

Κι' αυτό μου τώπε Βουλευτής με λιπαράν γαστέρα: «εις όποιο κι' αν ευρίσκωμαι της πόλεως σημείον καμμία δεν μου φαίνεται οδός συντομωτέρα παρά εκείνη που τραβά 'στό Κεντρικόν Ταμείον».

12

Ψηλά μη βλέπης, σοφέ μου χάχα, κι' όλα τα κάνει ο νους μονάχα. Μικρά μεγάλα λόγια χαμένα… τέτοια τα δείχνει ο νους σ' εμένα.

Ό,τι εκείνος θαρρεί πως πρέπει και πως ταιριάζει με το εγώ, τούτο καθένας καλόν το βλέπει και τούτο θέλω και κυνηγώ.

Ο νόμος γράφει «ποτέ μην κλέψης μηδέ πεντάρα, μηδέ βελόνι», αλλ' όταν έλθουν τοιαύται σκέψεις καθείς τον νόμο τον φασκελόνει.

13

Γιατί αλήθεια πάντα καθένας να γυρεύη εκείνο που ο νόμος σαφώς απαγορεύει;

Πώς κι' ο Αδάμ ακόμη, που τόσον ετιμάτο, οπού ποτέ σκοτούραις δεν είχε και δουλειαίς, και μες 'στού Παραδείσου τους κήπους εκοιμάτο με πάνθηρας, με σαύραις και με δεντρογαλιαίς, τον απηγορευμένον ωρέγετο να φάγη ως που κατεκρημνίσθη με το δεξί του πλάγι;

Γιατί κι' εγώ, σαν τύχη ανάγκη φυσική 'στόν δρόμο να με σφίξη, πηγαίνω προς εκεί, που πάσα μας ανάγκη ρητώς απαγορεύεται;….. Θεούλη μου, τι κόσμος!… ας πάη να κουρεύεται.

14

Θεέ μου, τι κόσμος !… πολλάκις το είπα… μου πίνει το αίμα κι' ο ψύλλος κι' η σκνίπα, και όμως δεν έχω ποτέ μου το θάρρος να ρίψω μακράν μου του βίου το βάρος.

Το είπα… η πλήξις την πλήξιν μου φέρει.. δεν θέλω θυέλλας, ανοίξεις, λειμώνας… σαν έλθουν οι πάγοι ζητώ καλοκαίρι, σαν έλθη και τούτο ζητώ τους χειμώνας.

'Στό χάος το πρώτον το Σύμπαν ας πέση κι' έν' άλλο ας γίνη καθώς μου αρέσει, αλλ' όμως συστρέφω κι' αυτό ανωκάτω και δεύτερον, τρίτον και τέταρτον πλάττω.

Οπόταν δε κόσμους συνθέσω πολλούς για 'μένα τελείους, για 'μένα καλούς, κι' εκείνοι με πλήττουν κι' αυτούς ανατρέπω και φθάνω και πάλιν εις τούτον που βλέπω.

15

Παντοτεινή μουρμούρα και κλάψα και φαγούρα.

Τι τόφελος, χαμένε, φιλοσοφίας τόσης!.., οι άνθρωποι σου λένε: «σκοτώσου να γλυτώσης».

Μα συ και αν γρινιάζης δεν έχεις νου χαζό και 'στούς κουτούς φωνάζεις: «'στό πείσμα σας θα ζω».

16

Κι' αν λέγη πας σοφός πως της ζωής το φως και όλα τα βαρύνεται, αλλ' είναι μασκαράς και κάλπικος παράς και ως τοιούτος κρίνεται.

Κι' ο Λεοπάρδης έπληττε με γόους τον αέρα και την ζωήν την εύρισκε σιχαμερό τσιμπούρι, αλλ' όταν εις τον τόπον του ενέσκηψε χολέρα πρώτος ο αφιλότιμος το έκοψε κουμπούρι.

Όμως κι' εγώ, που την ζωήν πετώ εις τα σκυλιά, σπανίως τρέχω 'στήν Βουλήν ν' ακούσω κάθε ρήτορα, εκ φόβου μήπως έξαφνα βροντήση πιστολιά και κράξω προς βοήθειαν Χριστόν και Θεομήτορα.

17

Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα, πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη… αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.

Αν έλεγε καθένας τι κρύπτει κατά βάθος χωρίς κανένα φόβον, χωρίς κανένα πάθος, θα 'βλέπαμε αμέσως το παν ν' ανατραπή, θα 'βλέπαμε αμέσως το πάν μορφήν ν' αλλάξη, μα σήμερα κι' ο κλέπτης θ' ακούσης να σου 'πη: «εγώ ποτέ να κλέψω;… πα! πα! Θεός φυλάξοι!»

18

Είδα κουφό μια 'μέρα και είπα εν σπουδή: «ποτέ του δεν θ' ακούση εκείνα που θα 'δη». Κι' είδα στραβό και είπα «μη για το φως στενάξης, εκείνα που θ' ακούσης ποτέ δεν θα κυττάξης».

Κι' είδα βουβό και είπα «γιατί στενοχωρείσαι; έχεις το μέγα δώρον, εγκράτειαν της γλώσσης». Κι' είδα χωλό και είπα «ευτυχισμένος είσαι, που δεν 'μπορείς να τρέχης και 'στάς διαδηλώσεις»

19

Το κάθε δώρον, η κάθε χάρις, περνά ως πόνος και δυστυχία… ο κόσμος είναι όπως τον πάρης, χαραί και λύπαι ψευδή λαχεία.

Αν σε μαραίνουν οι στεναγμοί και τόσα πάθη παντοτεινά, πλην ίσως έλθη και μια στιγμή, που θα γελάσης αληθινά.

Αν όμως όλα σου δείχν' η πλάσις με όψεις μόνον απατηλάς, ποτέ 'στ' αλήθεια δεν θα γελάσης κι' ας κάνης πάντα ότι γελάς.

20

Είδα εις τον τάφον γαύρου Βασιλέως να καθίση κάποιος πλάνης πειναλέος· είπε πόσην δόξαν είχε τόνομά του κι' έφυγε τρις πτύσας εις το άγαλμά του.

Ήλθε κι' ένας άλλος, λόγιος συγγράφων, και σοφούς χαράξας εις την πλάκα στίχους έκαμεν ευσχήμως δίπλα εις τον τάφον ό,τι κάνει σκύλος αναιδώς 'στούς τοίχους.

21

Ιδού λοιπόν ο κόσμος την δόξαν βεβηλών !… αι αμοιβαί τοιαύται, τοιαύτα τα βραβεία… ορίστε και η δόξα… πού είσαι, Βαβυλών; πού είναι κι' η Ευδαίμων εκείνη Αραβία με τόσων αρωμάτων μυροβολούσαν χλόην, με βάλσαμον, με κύπρον, με σμύρναν, με αλόην;

Πού Μωυσής ξηραίνων τον δρόμον τον υγρόν; εις άγνωστον κοιμάται της Χαναάν αγρόν. Πεντάπολις πού είσαι; πού είσθε τόσαι χώραι; καπνόν και σκόνην βλέπω και την Ιεριχώ, και με τα τύμπανά των του Ισραήλ αι κόραι δεν εξυπνούν ερήμων κοιλάδων την ηχώ.

Χειμάρρους δεν σκιάζουν αι Κέδροι του Λιβάνου, παιάνας δεν ακούω πολέμων καλλινίκων, ουδέ παρά τας όχθας εκεί του Ιορδάνου απλόνουν τους καρπούς των οι κλάδοι των φοινίκων.

Πώς έσβυσε το κλέος του καθενός μεγάλου; τις ομιλεί ακόμη περί του μεγαλείου;… τι έγινε κι' η δόξα του ίππου Βουκεφάλου; τι έγινε κι' ο Δόρκων αυτός του Ηρακλείου;

Πού έθαψαν κι' εκείνην του Βαρλαάμ την όνον; πού δε κι' η τρεφομένη από το Πρυτανείον;…. ίσως μετεμψυχώθη με την ροήν των χρόνων 'στους Έλληνας εκείνους των νέων καφφενείων. Εγέρασε ο κόσμος κι' ακόμη θα γεράση κι' η δόξα της 'δικής μου γαϊδάρας θα περάση.

22

Όσοι ώραις έχουν
        και καιρό για χάσιμο
κι' εις κηδείαις τρέχουν
        με καυμάτων βράσιμο,
όταν Χάρος πάρη
τούτο το κουφάρι,
        που δεν έχει πιάσιμο,
θάλθουν και θα κλαίνε
        δόξα μια φορά,
κι' όλοι των θα λένε:
        «Βρε τον μασκαρά!…
        είχε και παράσημο!»

23

Οπόταν φασκελόνω τον κόσμον τον χυδαίον κι' εις τας μετεμψυχώσεις εγκύπτω των Χαλδαίων, μου έρχεται η σκέψις πως ίσως δεν χαθώ, αλλ' εις κανένα ζώον θα μετεμψυχωθώ.

Γιατί να μην πιστεύσω και τους Χαλδαίους; είπα… πάς ο τυφλώς πιστεύων λογίζεται μακάριος… γιατί, οπόταν βλέπω βουλιμιώντα γύπα, να μην ειπώ πως ήτον Αλαταποθηκάριος;

Κι' οπόταν άνδρας βλέπω εμπρός μου Βουληφόρους να παραβαίνουν πάντας τους ανθρωπίνους όρους και να κλωτσούν αγρίως και με τα δυο ποδάρια πώς να μην 'πώ πως είναι τουλάχιστον μουλάρια;

Αυτά για κολοκύθια ως σήμερα θαρρούσα, μα τώρα ποίος κόσμος πραγματικώς εξαίσιος… φαντάζομαι πως είναι σαρανταποδαρούσα ο Περικλής, ο Κόδρος, ο Νεύτων, ο Καρτέσιος.

Αλλ' ίσως και ο πρώτος και ίσος εν τοις ίσοις, οπού τον καίει δίψα φιλοπολέμου λύσσης, παντού δ' ως Στρατηλάτης δαφνοστεφής θαυμάζεται, γενή απροσδοκήτως εκείνο το πτηνόν, που κατ' Αριστοφάνην Χεσάς επονομάζεται, ανήκει δε κατ' είδος εις τον Φασιανόν.

24

Μετά την μετεμψύχωσιν σ' ανοίγεται η Πύλη
        ωραίων Παραδείσων,
υπάρχουν δε Παράδεισοι πολλοί τε και ποικίλοι
        εν μέσω των αβύσσων.

Εις τούτον Άγγελοι χρυσοί τας πτέρυγάς των σμίγουν
        με μουσικάς ευμόλπους,
ο δ' Αβραάμ και Ισαάκ 'στούς ευσεβείς ανοίγουν
        χαριτοβρύτους κόλπους.

'Στόν άλλον όρη και βουνά με μέλι και πιλάφι και Οδαλίσκαι που στιγμή δεν κάνουν και νισάφι, και αν επλάσθης με ροπήν προς την πολυγαμίαν εκάστην ώραν ειμπορείς ν' αλλάζης κι' από μίαν.

Πλην μ' απολαύσεις κι' αγαθά προς ταύτα παραπλήσια υπήρχον κι' άλλοι προ πολλού Παράδεισοι κι' Ηλύσια, μα παν κι' αυτοί 'στόν διάβολο με Κρόνους και με Δίας και τους θεούς των σήμερα φρουρεί ο Καββαδίας.

Και πηλαλείς εδώ κι' εκεί να εύρης ποιος σ' αρέσει ωσάν σκυλί που του κρεμούν οπίσω καραβάνα, αλλ' αν απ' όλους δεν 'βρεθή κανείς να σε χωρέση, υπάρχει άλλος ανοικτός… του Βούδδα η Νιρβάνα.

25

Μηδέ πιλάφια είν' εδώ κι' Αγγέλων πανηγύρεις,
        μηδέ πολυγαμία…
εκεί Μηδέν αιώνιον, μακαριότης πλήρης,
        κι' ανταμοιβή καμμία.

Με μαρτυρίου στέφανον την κεφαλήν δεν στέφεις
        κι' αν όντως μάρτυς ήσο…
χωρίς ελπίδ' ανταμοιβής και πάλιν επιστρέφεις
        εις το Μηδέν οπίσω.

Εις τούτον τον Παράδεισον της ιεράς σιγής,
        οπού τελείως θνήσκεις,
παντός δικαίου αληθούς και μάρτυρος της γης
        το Πάνθεον ευρίσκεις.

Εις τούτον τον Παράδεισον, που δεν σε περιμένει
        ουδέποτε τρυφή,
χωρίς χυδαία όνειρα κοιμούνται κουρασμένοι
        οι αληθώς σοφοί.

26

Σεις όσοι εφορέσατε ακανθωτούς στεφάνους
        και θρόνους εσαρώσατε,
κι' από σκηπτούχους Καίσαρας κι' αιμοχαρείς τυράννους
        λαούς απελυτρώσατε.

Σεις όσους δεν επτόησεν ακόλαστος Σατράπης
        διά των μαρτυρίων,
και άφθονον εχύσατε την δρόσον της αγάπης
        και εις ψυχάς αγρίων.

Σεις όσοι εσκορπίσατε του λόγου την ειρήνην
        'στών πόνων την κοιλάδα,
και μετελαμπαδεύσατε την άσβεστον εκείνην
        της επιστήμης δάδα.

Σεις όσοι ατενίζοντες προς ύψιστον σκοπόν,
        προφήται αληθείς,
ερρίψατε τα σπλάγχνα σας εις στόματα γυπών
        ως άλλοι Προμηθείς.

Σεις όσοι και τους κώνωπας ακόμη διυλίσατε
        με παν το δυνατόν,
και εις φασματοσκόπια και πρίσματ' ανελύσατε
        το φως των πλανητών.

Σεις όσοι εχαράξατε τους πριν αβάτους δρόμους
        ανά τους ουρανούς,
κι' εστράφη προς του Σύμπαντος τους αιωνίους νόμους
        πας υγιαίνων νους.

Σεις όσοι εξελίξατε την ανθρωπίνην πλάσιν
        με μόχθους ερευνών,
κι' ευρόντες εχωρίσατε εις είδος και εις κλάσιν
        τα πλήθη των γενών.

Σεις όσους δεν ετρόμαξεν ο Δράκων ο πυρίπνους
        βαρβάρου αμαθείας,
κι' εις ρόδων ετρυφήσατε αρωματώδεις ύπνους
        και εις εκστάσεις θείας.

Σεις όσοι συνετρίψατε παν είδωλον του σκότους
        'στό κοίλον της παλάμης,
και τόσας εδεσμεύσατε κρυπτάς κι' αναλλοιώτους
        της φύσεως δυνάμεις.

Σεις όσοι ανεστείλατε τον ρουν και τας φοράς
        ακατασχέτου ρεύματος,
και τα δεσμά εθραύσατε δουλείας βδελυράς
        του ανθρωπίνου πνεύματος.

Προς σας του Βούδδ' ανοίγεται ο μέγας ουρανός,
        Επαγγελίας χώρα,
κι' εις ταύτην την επίζηλον Εδέμ του Μηδενός
        αναπαυθήτε τώρα.

Εκεί ας αναπαύεται πας μάρτυς και πας ήρως,
        γευθείς σοφίας μάνα…
δεν είναι αμοιβή παντός και του τυχόντος κλήρος
        του Βούδδα η Νιρβάνα.

Χρυσούς ορθούται 'στόν Ναόν εκείνον της σιγής
        ο τρίπους της Πυθίας,
και δεν εισέρχεται ποτέ χειρώναξ εναγής
        κι' εχθρός της αληθείας.

Εκεί φωτίζει την πυκνήν του Μηδενός σκοτίαν
        φως αληθών θαυμάτων,
και βλέπομεν αθάνατον την αριστοκρατίαν
        των ευγενών πνευμάτων.

27

Εγώ αυτόν τον Βούδδα τον εκτιμώ πολύ… τι άνθρωπος τωόντι και ποία κεφαλή ! Αν κι' ήτο Βασιλέως κραταιοτάτου θρέμμα εμούντζωσε τον θρόνον, εμούντζωσε το στέμμα, και τα βουνά επήρε με ιεράν μανίαν κι' εδίδασκε τον κόσμον αγάπην αιωνίαν.

Κι' εμόναζε ρεμβάζων αυτός ο Ηγεμών πότε παρά τον Γάγγην ή άλλον ποταμόν, και πότε εις χειμάρρους κι' υπό σκιάν συκής, ακούων αρμονίας αγνώστου μουσικής, κι' εφούντωναν ως δάσος τα μαύρα του μαλλιά κι' εφώλιαζαν απάνω λογής λογής πουλιά.

Τροφή του ήσαν μόνη τα χόρτα κι' αι οπώραι και προς τα ύψη στρέφων καθ' εαυτόν ελάλει, κι' εφάνησαν εμπρός του της Ηδονής αι κόραι παγίδας να του στήσουν με τα γυμνά των κάλλη, και των σαρκών το σφρίγος πολύ τον εσκανδάλιζε κι' εκείνη τον εφίλει κι' αυτή τον εγαργάλιζε.

Όμως ο μέγας Βούδδας, κατανικών τα πάθη, 'στούς δόλους της μαγείας ατρόμητος εστάθη, και πριν 'στόν δόλον φθάσουν της Ηδονής τον έννατον και είδαν πως εκείνος δεν χάνει τα πασχάλια του, μ' αφρούς θυμού και λύσσης επήραν τα βρεμμένα των και άφησαν τον Βούδδα να κάθεται 'στά χάλια του.

Εγώ αυτόν τον Βούδδα τον εκτιμώ πολύ… τι άνθρωπος τωόντι και ποία κεφαλή! Ν' ανθέξ' εις τόσα κάλλη την ράχη να γυρίση; να μη του φέρη ρίγος και της σαρκός το χνούδι;… δόξα πολλή 'στόν Βούδδα, μα να με συγχωρήση αν του ειπώ με σέβας πως είναι 'λίγο βούδι.

28

Κι' εμπρός μου είχαν έλθει μια φορά γυναίκες πονηραί να με τρελλάνουν, που ήσαν σαν τα κρύα τα νερά, και άρχισαν τα μάγια να μου κάνουν.

Εστάθησαν ολόρθαις εμπροστά μου κι' εσκόρπιζαν αρώματα και μύρα, κι' επέμεινα κι' εγώ με τα σωστά μου να δείξω σαν τον Βούδδα χαρακτήρα.

Μα μόλις είδα κάποιας 'λίγο πόδι κι' η άλλη τόνα χέρι 'ξεμανίκωσε, ο Βούδδας μου εφάνη τότε βώδι κι' ο διάβολος μ' επήρε και μ' εσήκωσε.

29

Κι' αν ο Βούδδας προς των νεύρων ηγωνίζετο την δράσιν, μα δεν ζη κανείς ειξεύρων ποίαν άρα είχε κράσιν.

Αλλ' αν ήτο σαν κι' εμένα τον αχρείον, τον κανάγια, δεν θα 'πήγαιναν χαμένα της αγάπης τόσα μάγια.

30

Εμπρός 'στήν σάρκ' αν τρέμετε
        νομίζω πως το παν
από την κράσιν κρέμεται
        κι' αυτό το αγαπάν.

Κι' εγώ δεν θέλ' ο τάλας
        σφοδράς επιθυμίας,
που να γεννούν μεγάλας
        εντός μου τρικυμίας.

Αλλ' όταν αι δυνάμεις
        δεν είναι αρκεταί,
τι διάβολο να κάμης,
        ω Βούδδ' αγαπητέ;

31

Κι' ο Επίκτητος μου λέγει: «καθυπόταξε 'στό πνεύμα κάθε πόθον που σε φλέγει και θεώρει τον ως ψεύμα».

Κι' είπα πλήρης ηρεμίας: «κλάσμα γνήσιον ας κάνω και το πνεύμ' ας είναι άνω πονηράς επιθυμίας».

Πλην τους όρους αίφνης είδα αντιστρόφως παρ' ελπίδα, κι' ανεφάνη κλάσμα νόθον εις των σκέψεων το ρεύμα, έχον άνωθεν τον πόθον, έχον κάτωθεν το πνεύμα.

32

Μπορεί να είσαι άνθρωπος εκ της κοινής σωρείας και να μη δίδης προσοχήν ποτέ προς τας κυρίας· αλλ' ειμπορεί να λέγεσαι φιλόσοφος Σενέκας κι' ενός παρά να γίνεσαι και δούλος 'στάς γυναίκας.

Ω πονηραί απόγονοι της παμπονήρου Εύας, σπανίως οι σοφοί για σας ωμίλησαν με σέβας, κι' αυτή του Σοπεγχάουερ και η 'δική μου γλώσσα εξήμεσ' εναντίον σας κακά μυρία όσα.

Αλλ' όσα είπαν οι σοφοί εξώλης και προώλης, σεις, δαίμονες του πονηρού, αν κινηθήτε μόλις, αμέσως τανατρέπετε με μόνον το ριπίδι σας και κάθε Σοπεγχάουερ τον κάνετε σκουπίδι σας.

33

Κι' αν είσθε κούφα, ως λέγουν, πλάσματα και καρακάξαις και νεροβράσματα, έτσι σας έπλασε η φύσις μόνον και 'στόν αιώνα μας και προ αιώνων.

Αν δεν σας 'στόλιζε στόμα στωμύλον κι' ανοησίας χάρις αβρά, δεν θα ελέγεσθε ωραίον φύλον και της 'δικής μας πλευράς πλευρά.

Πώς η καρδία μου για σας λυπείται, όταν την φύσιν σας τοιαύτην βλέπη… μ' όσα κι' αν κάμετε, μ' όσα κι' αν 'πήτε, πάντα θα μένετε όπου σας πρέπει.

Και αν χαρίσουν κι' εις σας προνόμια με τα 'δικά μας καθ' όλα όμοια, κι' εξ ίσου νέμεσθε μαζί μ' εμάς και ταξιώματα και τας τιμάς

Κι' αν η κυρία Παρέν εκδώση εφημερίδων σοφών σωρείας, κι' αν επιμείνη και αν ιδρώση σοφάς να κάμη και τας κυρίας.

Πάντα τα χείλη σας θα σαλιαρίζουν για τον ποδόγυρο τον τρισμακάριο, για ποιαις παντρεύονται, για ποιαις χωρίζουν, για ποιαις εχόρεψαν με Σεκρετάριο.

34

Κι' ένας σοφός μεγάλος κάθε σοφήν γαλιάνδρα την παραβάλλει μ' ένα φτειασιδωμένον άνδρα.

Κι' εγώ σαν 'δώ γυναίκα, δι' όλης της ημέρας να έχη την σοφίαν ως μόνον της αγώνα, μου φαίνεται πως βλέπω περίεργόν τι τέρας, πούναι μισό γυναίκα και το μισό Γοργόνα.

Ποτέ δεν θα 'μπορούσα να ερασθώ με πάθος την Σεβινιέ, την Στάελ, και κάθε τέτοια κόρυζα, κι' αν έπερνα γυναίκα ομοίαν κατά λάθος εκ κοίτης και τραπέζης αυθημερόν θα 'χώριζα.

35

Τείναι κι' αυτός ο Έρως!… τι τούψαλαν τωόντι σοφών και τροβαδούρων τα στόματα ταπύλωτα… εκείνος είν' αιτία να μας πονή το δόντι και σύρει τον πλανήτην οπίσω του ως Είλωτα.

Ενώ χαλούν ντουνιάδες εκείνος τον χαβά του… χωρίς ποτέ καθόλου ν' ανοίγη τα στραβά του ακούραστος τοξεύει καρφιά, βελόναις, βέλη, και πού εκείνα πάνε κουκούτσι δεν τον μέλει.

Όταν ιδής των άλλων τας φρένας να μεθύση αρνείσαι εις εκείνους και κοκοβιού μυαλά, αλλ' αν ποτέ κι' απάνω 'στόν σβέρκο σου καθίση για κοκοβιό νομίζεις αυτόν που σε γελά.

Εκείνη δι' εκείνον κι' εκείνος δι' εκείνην… την βλέπει 'στούς αστέρας, την βλέπει 'στήν σελήνην, κι' ενώ πετά μαζί της προς ιδεώδη χώραν κι' ο νους και η ψυχή του αλλοφρονεί και φλέγεται, εκείνη ποιος ειξεύρει αν κατ' αυτήν την ώραν δεν 'βρίσκεται εις μέρος, πούν' εντροπή να λέγεται.

36

Τείναι κι' αυτός ο Έρως!.. ασφάλειαν δεν έχεις κι' αν πας Χατζής να γίνης εις τα Ιεροσόλυμα… ως Σούτσου Οδοιπόρος οπίσω του θα τρέχης ως πού να ξεθυμάνης εις ένα γεννοβόλημα.

Όσο τυφλός κι' αν είναι, όσο κι' αν είναι νάνος, εμπρός του τύφλα νάχη παν αγαθόν επίγειον… κι' εγώ θαρρώ πως στέκει 'ψηλός σαν Καραπάνος και της ζωής ιδρόνει να βρη το Ισοζύγιον.

Πικρόχολος τοξότης, αλλά και τι γλυκός!… αν δε κι' ο Έρως βίον δεν μας χαρίζη άλυπον, όμως για να 'μιλήσω σαν μαθηματικός εκείνος μένει μόνον πηλίκον και κατάλοιπον.

37

Λατρεία προς τον Έρωτα με όσα κι' αν του ψάλλω, κι' ο Πάππας 'στήν εικόνα του γονατιστός ας στέκεται, και δι' εμέ καλλίτερον δεν είναι σύμπλεγμ' άλλο παρ' όταν ένας Σάτυρος με Νύμφην περιπλέκεται.

Αν δε μ' αυτόν φιλοσοφώ, αλλ' όμως τον φοβούμαι, κι' αν τύχ' εις ύδατα πηγής να εγκατοπτρισθώ δεν ξέρω πως τον Νάρκισσον αμέσως ενθυμούμαι και τρέμω την ιδίαν μου μορφήν μην ερασθώ.

38

Εμπρός! εμπρός… λυγίζεστε, κιχλίζετε, γελάτε,
        ω γύναια παμπόνηρα,
σκιρτώντα, δε και πηδηκτά πλησίον μου ελάτε
        ωσάν σκιαί και όνειρα.

Και πρώτη πρώτ' η Δαλιδά να έλθη από σας, που του Σαμψώνος έκοψε τας τρίχας τας χρυσάς, τυφλόν δε και παράλυτον και παίγνιον της μοίρας εις τας εχθράς τον έρριψε των Φιλισταίων χείρας.

Τον Ιωσήφ τον πάγκαλον κυττάζω μ' απορίαν να φεύγη την σφαδάζουσαν του Πετεφρή κυρίαν, κι' αυτή χυμά επάνω του με γλαρωμένα μάτια και του παγκάλου γίνεται το φόρεμα κομμάτια.

Εμπρός μου βλέπω κύπτουσαν και την Βηρσαβεέ, που τον Δαυίδ οπίσω της τον έσυρεν ως πτώμα, κι' ο Προφητάναξ έκραζε «συγχώρει με, Θεέ, το πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλ' ασθενές το σώμα».

Ω Σαμαρείτις, είδωλον και ξόανον ωραίον, η δροσερά σου λάγηνος τα χείλη μου ας βρέξη, κι' ειπέ γελώσα κι' εις εμέ καθώς 'στόν Ναζωραίον πως άνδρα δεν εγνώρισες, ενώ επήρες έξη.

Μαγδαληνή, που έσκυψες 'στού κόσμου τον σωτήρα,
        κι' ενώπιόν μου σκύψε,
και με δακρύων ποταμούς και μ' αλαβάστρων μύρα
        κι' εμού τους πόδας νίψε.

Εμπρός, προβαίνετε και σεις, που το παραγλεντίσατε
        με τας παραλυσίας,
αλλ' όταν τα γεράματα σας 'πήραν εζητήσατε
        τον στέφανον οσίας.

Ηρωδιάς χορεύτρια, η κοιμωμέν' εις κρίνα, γυρεύεις επί πίνακος την κάραν του Προδρόμου, αλλά κι' εγώ προς χάριν σου, Σιλφίς και Μπαλαρίνα, δεν δυσκολεύομαι πολύ να κόψω το ξερό μου.

Μεσσαλίνα, παστρικό του Νέρωνος κουμάσι, που 'πείραζε τα νεύρα σου παν απρεπές κι' ανήθικον, την άσπιλόν σου αρετήν η Ρώμη ας θαυμάση, όταν εις τρώγλας μαίνεσαι μαζί με κάθε πίθηκον.

Ω Λουκρητία, ήλιε των Βοργιών χρυσέ, ειπέ μου, σε παρακαλώ, 'στήν πίστι σου, 'στό φως σου, πώς έπνιξε 'στόν Τίβεριν εξ έρωτος προς σε τον εραστήν σου κι' αδελφόν ο Πάππας αδελφός σου,

Λαίδυ Μακβέθ, σκολόπενδρα, οπού διψάς το στέμμα
        με ρύπους αμαρτίας,
σε βλέπω την πορφύραν σου να πορφυρώνης μ' αίμα
        του Δούγκαν της Σκωτίας.

Συ Μήδεια, κατάκοψε, χωρίς ποσώς να φρίττης,
        τα μέλη του Αψύρτου,
και ας τα φάγη κυημά ο Βασιλεύς Αιήτης,
        πατήρ σου και πατήρ του.

Ω Κλυταιμνήστρα, πρόβαινε μετά μακρών κρηδέμνων
        και των θεραπαινών σου,
και δείξε μου πώς έσπαιρεν ο Άναξ Αγαμέμνων
        υπό το φάσγανόν σου.

Ελένη Σπαρτιάτισσα, Μαρκόλφα της Ελλάδος,
        ανάπτ' η παρειά μου…
εσύ αιματοκύλισες 'στούς δρόμους της Τρωάδος
        το γένος του Πριάμου.

Ξανθίππη, κάθε νεύρον μου η θέα σου ταράττει,
        όταν σκεφθώ, κυρά,
πώς άδειαζες 'στήν κεφαλήν εκείνην του Σωκράτη
        δοχεία ρυπαρά.

Ω Κλεοπάτρα, σύλλαβε τον χάχα τον Ρωμαίον
        εντός χρυσού δικτύου,
κι' ας τον ιδώ νικώμενον και φεύγοντα δρομαίον
        την άκραν του Ακτίου.

Προβαίνετε, προβαίνετε με μειδιώντα χείλη,
        προβαίνω δε κι' εγώ,
και μίαν μίαν από σας φορών το πετραχήλι
        την εξομολογώ.

Τα αιμοβόρα πάθη σας και την ακολασίαν
        τελείως συγχωρώ,
αν και δεν έχω άνωθεν προς τούτο εξουσίαν,
        αλλ' ούτε ειμπορώ.

Ας κύψω έντρομος κι' εγώ εμπρός εις τας Ανάσσας
        της αληθούς τρυφής,
κι' ας πέσω σφάγιον κι' εγώ υπό τα φάσγανά σας
        εις αίματα βαφείς.

Εις λήθην ρίπτω του λοιπού τα αίσχη σας τανόσια
        και δεν ταναδιφώ,
μα δώσετε και προς εμέ τα χείλη σας ταμβρόσια
        το νέκταρ να ροφώ.

Ας λάμπη δε το βλέμμα σας καθώς Αποσπερίτης,
        Αυγερινός και Σείριος,
κι' ας είμαι Σαρδανάπαλος και χαύνος Συβαρίτης
        και μαλθακός Ασσύριος.

Του πυρετού μου έρχονται κακαίς ανατριχίλαις… μην ανατείλης, χαραυγή, μη σιωπάτε, κούκοι, κι' ελάτε, περδικόστηθαις και μαρμαροτραχήλαις, κι' ας φέρ' η Μάκβεθ ναργιλέ κι' η Δαλιδά τσιμπούκι.

Αλλ' όχι, φύγετε μακράν… ποθώ να ησυχάσω
        από κτηνώδη πάθη…
μακράν μου πριν εκνευρισθώ και πριν της ώρας χάσω
        ταυγά με το καλάθι.

Σεις ειμπορείτε, γύναια, ν' αρπάσετε το δόρυ
        κι' από τον Τελαμώνιον,
και να γενούν τα σκέλη του ωσάν κονδυλοφόροι
        προς αίσχος σας αιώνιον.

39

Ενώ εσπούδαζα ποτέ βατράχους ανατέμνων εμπρός μου τράγος με ορμήν επέρασε μεγάλην, κι' ευθύς 'στην μετεμψύχωσιν ο νους μου 'πήγε πάλιν και είπα «να! των Μυκηνών ο μέγας Αγαμέμνων».

Μίαν ημέραν θερινήν, ενώ με οίστρον λαύρον εφανταζόμην κρύσταλλα και φως Βορείου Σέλαος, χρυσόκερων αντίκρυσα κατέναντί μου ταύρον και είπα «να! κι' ο αδελφός του πρώτου ο Μενέλαος»

40

Τον Σοπεγχάουερ ζητώ και πάσαν ώραν μελετώ τα όσα ψάλλει γαυριών εις την φυλήν των κυριών.

Δεν ήτον άνθρωπος σκαιός να στρίβουν τα μυαλά του… ας αναπαύση ο Θεός τα σάπια κόκκαλά του.

Αλλ' αν πολλά ηλάλαζε κακόλογα ο σκύλος, τρις της ημέρας άλλαζε ασπρόρρουχα ο φίλος.

41

Ο πάλαι Πυγμαλίων, γνωστός 'στήν οικουμένην, ηγάπησε γυναίκα εις πέτραν σκαλισμένην, και τόσον ερωτεύθη, οπού την παρεκάλει να ζωντανέψη μ' όλα τα πέτρινά της κάλλη, ως που ζωή γεμάτη κι' η πέτρα εσηκώθη κι' εκείνος εζουρλάθη και την εστεφανώθη.

Κι' εζήλευε μαζί της σαν άγριος Οθέλλος, αλλ' όμως ο ερίφης την έπαθε 'στό τέλος, και είπε τότε μόνος «καλά κι' εγώ να πάθω, και πρέπει από τώρα και 'στό εξής να μάθω πως αν με κάθε ξύλο 'μπορεί να γίνη Γιάννης, μα κι' όποια πέτρα κόψης και μια γυναίκα κάνεις».

42

Νάφθας ατμούς ανέπνευσα κι' εμέθυσα και είπα : «γιατί σαν κότα κάποτε κι' εγώ να μην κλωσσώ, και να μη ζουν οι άνθρωποι σε μια και άλλη τρύπα καθώς εδίδασκε ποτέ ο κύριος Ρουσσώ;

Γιατί εκείνο που σ' εμάς νομίζετ' ευπρεπές
        αλλού δεν το νομίζουν;
γιατί με όσα λέγονται 'στόν τόπο μας 'ντροπαίς
        αλλού δεν κοκκινίζουν;

Γιατί οπόταν έξαφνα η σύνευνός σου πρήσκεται και εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν ευρίσκεται, μαζί της δεν εντρέπεσαι να 'βγαίνης 'στόν περίπατον κι' αυτή θαρρεί το φούσκωμα εγκαύχημά της ύπατον;

Γιατί οπόταν λέγεσαι Ηγούμενος Μονής δεν σ' επιτρέπουν συνωδός κυρίας να γενής, και μόνον όταν κλείνεσαι μονάχος 'στόν οντά σου σεμνή ελέους αδελφή προσεύχεται κοντά σου;

Γιατί κι' ο μέγας Σαλομών, ανήρ και νου και ρώμης, πολλάς Ρεβέκκας έτρεφε υπείκων εις τον Πλάστην, ο δε Ηλιογάβαλος της περικλύτου Ρώμης και από μίαν άλλαζε Ρωμαίαν καθ' εκάστην;

Γιατί ποτέ δεν έχομεν δι' όλα γνώμην μίαν κι' όπως εγώ δεν σκέπτεται κι' ο νους του Οττεντότου, και την τιμήν μου θεωρεί εκείνος ατιμίαν, κι' ο ένας λέγει το μακρύ κι' ο άλλος το κοντό του;

Γιατί μ' αυτό που σκέπτομαι δεν συμφωνεί το άλλο; γιατί δεν είναι φύλλα δυο και πρόσωπα παρόμοια; γιατί καθώς ο Έρασμος νυχθημερόν να ψάλλω εις της μωρίας την Θεάν μωρότατα εγκώμια;

Και μια φωνή μ' απήντησε «μην είσαι φαφλατάς, κι' αυτά 'στόν κόσμον γίνονται για νάχης να 'ρωτάς».

43

Μια 'μέρα που δεν είξευρα τι διάβολο να κάνω τα δάκρυά μου σε βαθύ εστράγγισα ποτήρι, και μια και δυο 'στόν Χημικό τα 'πήγα Χρηστομάνο και κάνε μου, παρακαλώ, του είπα, το χατήρι να ταναλύσης και να 'βρης πώς είναι καμωμένα, για να μην κλαίω 'στό εξής κι' εγώ εις τα χαμένα,

Κι' ο Χημικός μ' απήντησε «αυτά, ξερό κεφάλι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά χλωρούχον κάλι».

Ορίστε και τα δάκρυα, που άφθονα τα χύνεις, οπόταν κόμμ' αντίπαλον βυζαίνει την πατρίδα, και συ απ' έξω κάθεσαι και ξεροκαταπίνεις και γίνονται για το ψωμί τα μάτια σου γαρίδα.

Ορίστε και τα δάκρυα κι' οι τόσοι κοπετοί!… και να θαρρώ το κλάψιμο πως είναι κάτι τι; Αν έζης σήμερα και συ, κλαψάρ' Ιερεμία, γέλοιο τρελλό θα σούκανε το κλάμμα η Χημεία.

44

Τείναι κι' αυτό το σώμα μας, που ζη και αποθνήσκει!.. οστά, πλευραί και τένοντες και μυς και σωληνίσκοι, και, νωτιαίοι μυελοί με μυελούς προμήκεις, κι' άλλα τοιαύτα πράγματα εκστάσεως και φρίκης.

Ένα κεφάλι απ' εμπρός και απ' οπίσω ράχη, μια μύτη με πτερύγια και κοίλωμα σχιστό, κι' άμα σ' αρχίση έξαφνα το διαβολοσυνάχι σου λεν «με της υγείαις σου» και λες «ευχαριστώ».

Ένας λαιμός, που χωρατά καθόλου δεν σηκόνει, κάτι σαγόνια, μάγουλα, και γένεια και μουστάκι, και κάτι μάτια με φακούς, που τα στραβόν' η σκόνη, και πας 'στόν Διαμαντόπουλο και 'στόν Αναγνωστάκη.

Κάτι ποδάρια έπειτα με γόνατα και σκέλη κι' όμως κανείς ελεύθερα δεν πάει όπου θέλει, και δυο ξεράδια 'στά καλά των άλλων να ταπλώνης, και δάκτυλα για να μετράς και για να φασκελώνης.

Μια γλώσσα για να λες καλά και κλέη προηγούμενα, για να τσακίζη κόκκαλα κι' αν βάλη γλωσσοδέτη, και κάτι δόντια, που πονούν εις τα καλά καθούμενα, και πηλαλείς 'στόν Μπάμπανο και εις τον Κασσαβέτη.

Αμυγδαλαί και σταφυλαί και σιελώδης ύλη κι' αυτιά με τύμπανα, λοβούς, κοχλίας δίχως κέρατα, που μπενοβγαίνουν εις αυτά πεταλωμένοι ψύλλοι και μυίγαις κι' αλογόμυιγαις και άλλα τέτοια τέρατα.

Φλέβες, ιδρώς, επιδερμίς, κι' αδένες ένα πλήθος, και μικροβίων υπ' αυτά μεγάλη ευτοκία, και αρτηρίαι πάμπολλαι και μια καρδιά και στήθος, που κάθε τόσο γίνεται βασάνων κατοικία.

Και φλέβες αγωνίζονται με τόσας αρτηρίας περί της διαθρέψεως και της κυκλοφορίας, κι' απάνω κάτ' ορμητικόν το αίμα σου πηγαίνει, χωρίς ποσώς να εννοής με τούτο τι συμβαίνει.

Νεφρά, σηκότια, κι' άντερα κι' υγρά πολλά και σπλήνες, χυλός, χολή, και πάγκρεας κι' εντερικοί σωλήνες, κι' ένα στομάχι έπειτα ως είδος τι κυψέλης για να χωνεύη εύκολα κι' εκείνα που δεν θέλεις.

Τα όπισθέν μας σχήματος σφαιροειδούς τυμπάνου, και παν εκ τούτων εκβληθέν η γη ταπορροφά, κατόπιν δε το ξανατρώς υπό μορφήν λαχάνου, ανδράκλας, πράσσου, ρίγανης, κολοκυθοκορφά.

Συστατικά προς χώνευσιν και κένωσιν ποικίλα, και τόσ' αγγεία στρογγυλά, τριχοειδή και κοίλα, και κάτι άλλα πράγματα κι' ανώνυμα και κρύφια, που σαν τα βλέπης σούρχεται και σκέψις και κατήφεια.

Η κύστις, πόνους φέρουσα ενίοτε δεινούς, εκ ταύτης δε ποτίζεται των Αθηνών η χώρα, και τέλος πάντων η ψυχή κι' ο παντοκράτωρ νους, με τον οποίον σκέπτομαι αυτά που γράφω τώρα.

45

Πού να είσαι, ω ψυχή μου;… δεν σ' ευρίσκω πουθενά, και με κάνεις να θυμώνω και να πέρνω τα βουνά. Πού να κάθεσαι, ψυχή μου; απ' εμπρός ή απ' οπίσω; όσο σ' ένα κι' άλλον τοίχο το ξερό μου κι' αν κτυπήσω, δεν 'μπορώ να καταλάβω μήτ' εγώ μηδέ κανείς αν εσύ το αίμα είσαι ή το αίμα συ κινείς.

Μήπως είσαι νους, ως γράφει ο σοφός Αριστοτέλης; αλλ' αν είσαι νους και μόνον πώς δεν κάνεις ό,τι θέλεις; μη, ως λέγει ο Σενέκας, είσαι σώμα θέλον θρέψιν; αλλ' αν είσαι σώμα μόνον πώς με φέρεις προς την σκέψιν;

Είσαι δούλη της σαρκός μας ή του σώματος κυρία; ένα τάχα μέρος μόνον χωριστόν αποτελείς, ή χωρίζεσαι εις δύο, ή χωρίζεσαι εις τρία, όπως γράφει και κηρύττει ο Μακράκης ο πολύς;

Αν ενίοτε μαζί σου απιστώ και αμφιβάλλω, μα πιστεύω πότε πότε πως υπάρχεις δίχως άλλο· κι' αν υπάρχης, ω ψυχή μου, πού θα πας σαν τα κορδώσω και το πνεύμα μου 'στάς χείρας του Κυρίου παραδώσω;

Είσαι άυλος, ψυχή μου, και την ύλην συντηρείς κι' ως τοιαύτη 'στά κεφάλια των ανθρώπων δεν χωρείς, ή εξ ύλης συγκειμένη πάσαν ύλην κυβερνάς και τους πόθους παροξύνεις και τας σκέψεις μας γεννάς;

Όλα πρόβλημα και γρίφος κι' όλα λόγια 'στόν αέρα… ε! σοφοί, δεν μ' απαντάτε;., την κακή ψυχρή σας 'μέρα. Κι' όμως τόση βασιλεύει αρμονία θαυμαστή, που κι' ο δύσπιστος πιστεύει κι' ο πιστεύων δυσπιστεί.

46

Και τείσαι, άνθρωπε μωρέ, που φλυαρείς εμπρός μου, αν με τα ζώα τα λοιπά παραβληθής του κόσμου;

Έχεις την χαίτη λειονταριού και το κεντρί της σφήκας; έχεις πτερά του παγονιού και του στρουθοκαμήλου, ή του προβάτου το μαλλί, το γάλα της κατσίκας, τα δόντια του ελέφαντος, το στόμα κροκοδείλου;

Έχεις το χιλιμίντρισμα εκείνο της φοράδας; έχεις λαγού περπατησιά και κάβουρα ποδάρια, ή του ξιφία την ουρά, ή καν της σουσουράδας, ή καν της πίνας το φαγί και τα μαργαριτάρια;

Έχεις αυτιά του γαϊδουριού, της κουκουβάγιας μάτι, ή της χελώνας το καυκί και τζίτζικα λαρύγγι, κι' οπόταν θέλης ειμπορείς, βρε άνθρωπε σακάτη, να βγάλης από μέσα σου ιπποποτάμου ξύγκι;

Μπορείς να πέσης 'στό νερό από 'ψηλά σαν γλάρος και το μακρύ το ράμφος σου μαρίδες να ρουφήση; 'μπορείς και συ ν' αλατισθής καθώς ο μπακαλιάρος κι' από ταλάτι το πολύ να γίνης στοκοφίσι;

'Μπορείς σκουλήκι ενταυτώ και πεταλούδα νάσαι κι' από το σάλιο σου να 'βγή μεταξωτή λουρίδα, ή, όπερ σπουδαιότερον, 'μπορείς ν' αποκοιμάσαι μ' ένα ποδάρι κρεμαστός καθώς την νυκτερίδα;

'Μπορείς να ζης χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα, ή τρία καν πηδήματα να κάνης σαν ζαρκάδι; 'μπορεί από τα σπλάγχνα σου να έβγη καμμιά κόλλα, χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;

'Μπορεί από το δέρμα σου να 'δούμε μια διφθέρα, σαμούρια, γούναις, στρώματα, παπλώματα, καπόταις; 'μπορείς καθώς τον κόκορα μονάχα σε μια 'μέρα να χωρατεύης μ' εκατό τριάντα πέντε κόταις;

'Μπορείς και συ να χώνεσαι 'στης τρύπαις σαν ποντίκι, ή να πετάς σαν κότσυφας, σαν σπίνος, σαν ορτύκι; 'μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη να τα μασσάς σαν μέλισσα και να τα βγάζης μέλι;

Ου! να χαθής, κηφηναριό… 'στών μελισσών το σμήνος εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος, και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγης 'στήν κυψέλην, οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην.

Με όλην την σοφίαν σου, την τόσον πνευματώδη, δεν ειμπορείς 'στά σύννεφα και μια φωληά να κτίσης, μηδέ να βγάλης κέρατα σαν τράγος ή σαν βώδι, και μοναχά ως σύζυγος 'μπορεί να ταποκτήσης.

Ό,τι μικρόν και αφανές η πτέρνα σου πατεί γελά με τα καμώματα της λογικής αγέλης, κι' αν 'πης κι' εις ένα μύρμηκα 'στόν κόσμον τι ζητεί, θα σ' απαντήση αυθαδώς «αμμέ και συ τι θέλεις;»

Ένα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια 'μέρα σ' ενός βωδιού το κέρατο κι' εσφύριζ' εκεί πέρα, κι' είπε το βώδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα «και όταν ήλθες κι' έφυγες χαμπάρι δεν σ' επήρα».

Αν ειμπορής, βρε άνθρωπε, 'πές του και συ αυτά, όταν 'στ' αυτιά σου νηστικό σφυρίζωντας πετά· με σφύριγμα και δάγκωμα κακά σε ξημερόνει, αν δεν σκεφθής δελτάριον ν' ανάψης Ζαμπιρόνη.

Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή 'στό χώμα, που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα; μεγάλης έτυχε ποτέ 'στήν Αίγυπτον λατρείας ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι' ανδρείας.

Και ύστερα κορδόνεσαι και θεωρείς ως δώρον και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης, συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον, συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο νάχης.

47

Βρέχε, ουρανέ,
        και νερό να ρίξης
        οπού να μας πνίξης.

Βρόντα, κεραυνέ,
        κι' ας ανάψ' η σφαίρα
        όλη πέρα πέρα.

Δίσκε της ημέρας,
        που ζωή μας είσαι,
        πάγωσε και σβύσε.

Και αυτής της σφαίρας
        πας φλογίζων Πόλος
        ας παγώση όλος.

Πλήρης εκ φωτός
        νέος κόσμος λάμπει
        ως χρυσή τις κάμπη.

Μα γεννά κι' αυτός
        φιλοσόφους κλαίοντας
        κι' έτσι πάει λέωντας.

48

Τείναι κι' αυτός ο Φασουλής;… καθείς θα ερωτά… ακούσατε περί αυτού να σας ειπώ αυτά.

Και πρώτον ως φιλόσοφος τι σύστημα πρεσβεύει και πότε σοβαρεύεται και πότε χωρατεύει κανείς καλά δεν εννοεί… Μειλίχιος φιλόσοφος, αλλ' όμως και φρικτός, το σύστημά του ήλιος και ζόφος της νυκτός, αγγέλων κι' όφεων πνοή.

Φύσις διπλή, μετέχουσα της γης και του απείρου, και όπως οι σχολιασταί του τραγωδού Σαιξπήρου περί του Χάμλετ συζητούν και άραις μάραις ψάλλουν, τοιουτοτρόπως και γι' αυτόν καμπόσοι θ' αμφιβάλλουν αν ως ο Χάμλετ τον τρελλόν συχνά επροσποιείτο, ή αν τοιούτος πάντοτε με τα σωστά του ήτο.

Ως άνθρωπος εις τους πτωχούς πεντάρα δεν δανείζει, αλλ' ούτε ως παράσιτος τους έχοντας σκοτίζει, πρεσβεύων σαν τον Σααδή πως αν δανείζης 'στούς μικρούς κι' από τρανούς δανείζεσαι φίλον ποτέ δεν αποκτάς και 'γρήγορ' αφανίζεσαι, κι' ένας δεν τρέχει να σε 'δή.

Αλλ' αν αυτήν του την αρχήν φυλάττη στερεάν εν τούτοις όμως δέχεται πλουσίων δωρεάν, και ψωροϋπερήφανος δεν φαίνεται τραχύς, κι' επεύχεται νυχθημερόν εξ όλης του ψυχής ως Κροίσοι πάντες να πλουτούν κι' αυτός να είναι ψώρα κι' ευγνωμονών να χαίρεται τα ζείδωρά των δώρα.

Ως νοικοκύρης βλάσφημα υποτραυλίζει έπη, οπόταν σφουγγαρίσματα 'στό σπητικό του βλέπη, μπουγάδες και σκουπίδια… μήτε ποτέ 'στήν αγορά πηγαίνει να ψουνίση κι' ούτε κανείς 'στό σπήτι του τον είδε να γυρίση με δύο κουνουπίδια.

Ως σύζυγος, αν και πολύ περί πολλά τυρβάζη και της σοφίας η σπουδή συχνότατα τον βάζη σε χίλιαις τόσαις συλλογαίς, τελεί πιστώς τα χρέη του ως ήμερον αρνίον και ακραδάντως πέποιθε πως κάθε του τεκνίον δεν είναι κλάσμα συμμιγές.

Ως Έλλην δε και ποιητής καθόλου δεν ξεχάνει μήτε το «Έλληνες εσμέν» του λάλου Δεληγιάννη, μηδέ και το Τρικούπειον ρητόν θα λησμονήση πως η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση, προ πάντων δε του Κότταρη το «κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει», που τους Ρωμηούς, οιστρηλατεί κι' εις όλους βάζει νέφτι.

49

Μ' εκούρασε πολλή φιλοσοφία, της γλώσσης η μεγάλη ευστροφία, και τόσαι ποικιλόμορφοι στροφαί, και τώρα προς στιγμήν θα σιωπήσω κι' αμέριμνος δι' όλα θα καπνίσω κανένα δυο τσιγάρα με καφφέ.

Κι' αφού από της σκέψεως τον κόπον το πνεύμα μου ολίγον ξεκουράσω, και πάλιν την σοφίαν των ανθρώπων εν στόματι μαχαίρας θα περάσω.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

[Ενώ καπνίζει νωχελώς ο τάλας Φασουλής εξαίφνης εμφανίζεται ο Μεφιστοφελής με κάτι κέρατα μικρά, με μαύρην προσωπίδα, και με μανδύαν ερυθρόν και κοπτεράν λεπίδα].

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλώς τον… τι μου γίνεσαι;

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Καλά… και συ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Επίσης… μα σαν τον Φάουστ μη θαρρής κι' εμέ πως θ' απατήσης με όνειρ' ακατάληπτα, με νύκτας Βαλπουργίας, με δαίμονας, τελώνια, και στυγεράς μαγείας. Το πνεύμα μας δεν το πλανά καμμία πλάνη πλέον, αι δε μαγείαι μαγισσών και μάγων ψωραλέων δυνάμεις απεδείχθησαν της φύσεως μεγάλαι υπάρχουσαι 'στόν άνθρωπον καθώς και τόσαι άλλαι.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Υπνωτισμός, μαγνητισμός, τηλαίσθησις και άλλα.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Η επιστήμη κάθεται 'στόν σβέρκο μας καββάλα κι' αι τέχναι της κατήντησαν σωτηριώδεις μάγισσαι κι' εις άλλας σφαίρας φωτεινάς το πνεύμα εσελάγισε. Εν τούτοις καλώς ώρισες, βρε Μεφιστοφελή, αν και η παρουσία σου ποσώς δεν μ' ωφελεί. Η δύναμίς σου τίποτα, τα μάγια κολοκύθια, και τώρα ξεφορτώσου με… μα δεν μου λες αλήθεια τι θέλουν 'στό κεφάλι σου αυτά τα σουβλερά; μήπως υπήρξες σύζυγος και συ καμμιά φορά;

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Λοιπόν με διώχνεις;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κάθισε, αν αγαπάς, ολίγον κι' αν άλλο δεν σ' απασχολή συμφέρον κατεπείγον. Συ τώρα δεν παρίστασαι καταστροφής δαιμόνιον, συ της ερεύνης φαίνεσαι το πνεύμα το αιώνιον, οπού εις απροσπέλαστα μας σφενδονίζεις ύψη, χωρίς να είναι κίνδυνος η βίδα μας να στρίψη· αλλ' αν τολμήσης, Διάβολε, να πας και παραπέρα αμέσως άλλος Διάβολος σου πέρνει τον πατέρα.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Πολύ αβρόφρων φαίνεσαι και με υποχρεόνεις.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Α! μπα! δεν είναι τίποτε και μη μου καμαρώνης. Πάντα με σπρώχνει προς σπουδήν η δυσειδής σου θέα, αν και θυμώνω διαρκώς μ' αυτόν τον Προμηθέα, που με το πυρ των ουρανών διέλυσε τα σκότη και πρώτος επολέμησε τον νου μας να 'ξυπνήση, κι' αν 'τύχαινε 'στά χέρια μου το μαύρο του σηκότι θα τόδινα 'στόν μάγειρα να μου το τηγανίση.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Η έρευνα το πνεύμα σου σφοδρώς ας συνταράττη, και τας γυναίκας θα ιδής ν' ανακαλύψουν κάτι.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τώρα 'στήν πήτα 'πάτησες, βρε Μεφιστό, και στέκα για να μην έβγης ψεύτης… την μόνην ανακάλυψιν που θάκανε γυναίκα θα ήτον ο καθρέφτης.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Δεν πρέπει κατά γυναικών τοιαύτα ν' απαγγέλης… θαρρώ πως έχεις άδικον….

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ας είναι… όπως θέλεις.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Εγώ σοφάς τας θεωρώ…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καθώς σ' αρέσει κρίνε, αλλά της γλώσσης έμπειρος της Τραπεζιτικής εγώ σου λέγω, Μεφιστό, πως η γυναίκα είναι κυκλοφορίας νόμισμα καταναγκαστικής· με άλλας λέξεις δηλαδή ολίγον καθαράς λιμοκοντόρος του καιρού και κάλπικος παράς.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Σκέψου πως είσαι σύζυγος…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ναι, είμαι, πλην μακάρι και συ σαν την γυναίκα μου να εύρισκες ζευγάρι.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Με της γυναίκες, Φασουλή, κατήφορον επήρες, μα δεν μου λες τι σούκαμαν κι' αυταίς η κακομοίραις;..

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Δεν μ' έβλαψαν εις τίποτε…

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μ' αυτά που λες, κλαψάρη, εγώ θαρρώ πως έψησαν 'στά χείλη σου το ψάρι.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Δι' όσα κι' αν μου φλυαρής δεν δίνω μια δεκάρα… τα χείλη μου δεν έγιναν καμμιάς φουβού και σκάρα, αν δε τοιαύτα κατ' αυτών μ' ακούης ν' απαγγέλω μα πάντοτε τας αγαπώ και το καλό των θέλω, κι' αν, όπως τώρα χημικοί με βεβαιούν μεγάλοι, τα πύρινά μου δάκρυα χλωρούχον είναι κάλι, φαντάζομαι τα δάκρυα της γυναικός τι θάναι σαν βλέπη τα φουστάνια της πως άσχημα της πάνε, ή όταν είς εκ των πολλών Πριγκήπων 'στό Παλάτι δεν την χορεύη πού και πού και της γυρνά την πλάτη, ή όταν η βελόνα της το χέρι της τρυπήση, ή όταν σώνει και καλά γυρεύη να σε πείση περί της παρθενίας της, περί της πίστεώς της, με τα οποία καταντάς της Μιχαλούς χρεώστης.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Ελύσσαξε, βρε Φασουλή, το ασεβές σου στόμα.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Αλήθεια το παράκαμα κι' ας βάλω πλέον κόμμα.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Και τώρα σε παρακαλώ τι θέλεις παρ' εμού; πως είμαι παντοδύναμος ολίγον ενθυμού.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Διά την προθυμίαν σου πολύ σ' ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω τίποτε, καϋμένε Μεφιστό. Ανέλυσα τον Έγελον, ανέλυσα τον Κάντιον, και κάθε άλλον σύμφωνον φιλόσοφον κι' ενάντιον, κι' οδούς με τούτους ώδευσα και σκολιάς κι' ευθείας και είδα τα κριτήρια εκεί της αληθείας και πάσαν ρίζαν κυβικήν του λόγου του ορθού και είπα «Πλάστα, φυλακήν τω στόματί μου θου». Και 'στόν Σπινόζα έτρεξα, τον Φίχτη και τον Μπίκτη, τον Σπένσερ και τον Βάκωνα και κάθε σκυλοπνίκτη, και γλώσσας ήκουσα πολλών και κοπτεράς κι' ευστρόφους, που την σοφίαν έκοπταν εμπρός μου σαν ψαλλίδι, και των Ρωμηών εδιάβασα τους νέους φιλοσόφους, τον Γειώργη τον Βυζιηνό και τον Ευαγγελίδη. Αν δ' επλανήθην 'στών σοφών την μαύρην ερημίαν ως πρόβατον απολωλός ως έλαφος διψώσα, μικράν δεν ηύρα όασιν, μηδέ πηγήν καμμίαν, να δροσισθή το στήθος μου κι' η φλογερά μου γλώσσα. Κι' εκ των ερήμων έρχομαι ως γέρων κεκυφώς κι' είν' έγκυον το πνεύμα μου με χίλιαις δυο ψευτιαίς, ανέσπερον εζήτησα και καταυγάζον φως, αλλ' εις το τέλος μ' άφησαν με της κολοφωτιαίς. Καθώς ο Φάουστ έπεσα 'στά φιλοσοφικά, κι' όμως τα πάντα έμειναν εκ νέου εμπροστά μου μυστηριώδη γράμματα και καβαλιστικά καθώς η Βίβλος η γνωστή του πάλαι Νοστραδάμου. Τας σκέψεις εξωνύχισα παντός σοφού αρτίου και τα περί θελήσεως εκείνα του Καντίου, που έξαφνα το στόμα του 'μπορούσε να το κλείση κι' επί καιρόν εις άνθρωπον ποσώς να μη 'μιλήση, αλλ' όταν είδα μια φορά χονδρό περιβολάρη να δέρνη το γαϊδούρι του με δυνατό στηλιάρι κι' αυτό από την θέσιν του να μη σαλεύη βήμα εφώναξα 'στόν Κάντιον «τα όσα γράφεις κρίμα! .. » την θέλησίν σου προς αυτήν την θεωρείς ισόπαλον; » εσύ σφαλάς το στόμα σου διότι συ το θέλεις, » κι' ο γάιδαρος ξυλίζεται αλύπητα με ρόπαλον » κι' εν τούτοις βήμα εμπροστά δεν πάει ο τεμπέλης».

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μ' αυτά κι' αυτά, βρε Φασουλή, θα χάσης το μυαλό σου, και τους Καντίους μούντζωσε, αν θέλης το καλό σου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κι' αν τους μουντζώσω, Μεφιστό, κι' αν τους ξεφορτωθώ θαρρείς με το ξεφόρτωμα πως θα ελαφρωθώ; και μόνος μου χωρίς αυτούς θα μουρμουρίζω πάλιν.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Καθώς ο Φάουστ 'στής ζωής αφήσου την κραιπάλην.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Εγώ, μωρέ, σιχαίνομαι περί ζωής ν' ακούσω κι' όλους τους ζώντας προσπαθώ πατόκορφα να λούσω. Ο πλούτος;… βούρκος παχυλός και του τυχόντος κλήρος σπανίως δε τον αποκτάς χωρίς να γίνης χοίρος… η δόξα;… βάλ' της ρίγανη… είς ανδριάς 'στό τέλος και δυσωδία γύρω του κι' υγρών παντοίων έλος, ο έρως δε, που μας ωθεί προς παν κακόν Ιώβειον, από τους νέους ιατρούς λογίζεται μικρόβιον, κι' εγώ εις τούτον φάρμακον σωτήριον ευρήκα μόνον την λύμφην την γνωστήν, οπού την λέγουν προίκα.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τότε εις τάστρα ζήτησε μικράν παρηγορίαν.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Πολλάκις προσητένισα των άστρων την σωρείαν, λακτίζων δε τους σκώληκας, τους νάνους και γελοίους, είδα τον Κρόνον, Μεφιστό, με τέσσαρας ηλίους, με πράσινον, με κόκκινον, λευκόν και κυανούν, κι' ησθάνθην κλονιζόμενον τον ισχυρόν μου νουν. Σαν φώσφορα σου φαίνονται και σαν πυροτεχνήματα, οπού ευκόλως ειμπορείς να τα παρομοιώσης με όσα καίομεν εδώ κι' εμείς τα περιτρίμματα εις τους Επιταφίους μας και τας διαδηλώσεις. Τι χάσκεις έτσι, Μεφιστό, το στόμα σου ανοίγων;… τέσσαρα νέα φώσφορα εντός στιγμών ολίγων, κι' οι κάτοικ' οι ευδαίμονες του Κρόνου αλαλάζουν και κάθε τόσο χρώματα τα μούτρα των αλλάζουν. Κι' εμάς εδώ τα ερπετά, που βόσκομεν 'στό χώμα, φωτίζει ένας ήλιος και μ' ένα μόνον χρώμα, κι' αυτός εις νέφη κρύπτεται χειμώνα τε και θέρος κι' εκλείπει πότε ολικώς και πότε κατά μέρος.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Καθ' όλα έχεις δίκαιον, αλλ' όμως τι να γίνη; ο ήλιος θα είναι είς και μία η σελήνη.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κι' εγώ το βλέπω, Μεφιστό, με λύπην μου μεγάλην και ήτο μόνος πόθος μου να ζω εις σφαίραν άλλην. Κι' από τον Κρόνον έπειτα πετώ 'στόν Γαλαξίαν, που είναι πρώτον σύστημα και με πολλήν αξίαν, με δισεκατομμύρια σμαράγδων και σαπφείρων, με τόσας νήσους του φωτός, ως έλεγε κι' ο Βύρων, με τόσα νεφελώματα μικρά τε και μεγάλα, με τόσους διαλάμποντας επάνω μου φωστήρας, κι' εσχηματίσθη άλλοτε από το θείον γάλα, το διαρρεύσαν άφθονον εκ των μαστών της Ήρας. Ειπέ μου, Μεφιστοφελή, πού να κυττάξω πρώτον; προς ποίους πόντους να ιδώ των ουρανίων φώτων; οδήγησέ με 'γρήγορα πώς να στραφώ και πού; να στρέψω προς τον Λέοντα ή προς την Αλεπού; 'στόν Υδροχόον να χωθώ και ύστερ' απ' εκείνον προς τον Τοξότην προχωρών να φθάσω 'στόν Καρκίνον, και 'στήν Παρθένον απ' εκεί, εκ ταύτης δε 'στόν Ταύρον, και να καθίσω αναιδώς 'στό κέρας του το γαύρον, ή του Πηγάσου επιβάς και του Κυνός της Θήρας να τρέξω 'στό υπέρλαμπρον νεφέλωμα της Λύρας, εκείθεν δε παραληρών να συγκρουσθώ κατόπιν μαζί με τον Ωρίωνα και με την Κασσιόπην, προσβλέψας δε και της Αργούς τον κλασικόν αστέρα τον ποταμόν Ηριδανόν να πλεύσω πέρα πέρα, κι' ιππεύσας τον Μονόκερων με οίστρου παραζάλην να 'βρώ την Άρκτον την μικράν κοντά εις την Μεγάλην, του Μαγελάνου τας ωχράς κι' ατμοειδείς νεφέλας, τον Κύκνον και τον Κένταυρον και του Βορρά το Σέλας, ή 'στόν Σκορπίον έπειτα ολίγον να σταθώ εκ φόβου μήπως υπ' αυτού κρυφίως κτυπηθώ, και διαρρήξας του Ζυγού τους κρίκους και τας πέδας ν' αναπαυθώ έν τέταρτον επί της Ανδρομέδας, θαυμάσας δε την άλκιμον του Ηρακλέους ρώμην και κρεμασθείς εις την μακράν της Βερενίκης κόμην, ως οδοιπόρος αχανούς κι' ατελευτήτου δρόμου εις τον αστέρα του Σταυρού να κάνω τον σταυρό μου; Ποίους φωτός Ωκεανούς ο νους μου διαβλέπει… αλλ' όμως εξημέρωσε και τρεμοφέγγ' η Πούλια, οι άνθρωποι εξύπνησαν, ακούω το σαλέπι, και οι μανάβηδες πουλούν δαυκιά και παραπούλια,

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Με τάστρα ωδηγήθησαν ανέκαθεν κι' οι μάγοι.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ιδέ τα φωσφορίζοντα των ουρανών πελάγη!… και ο Τρικούπης έπειτα γυρεύει να μας πείση πως η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Ποτέ δεν απεφάσισες και συ ν' αυτοκτονήσης;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Α! μπα!… δεν εδοκίμασα τοιαύτας συγκινήσεις.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Φοβείσαι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τι; να φοβηθώ;… πα! πα! Θεός φυλάξοι!… τον Φασουλήν ο θάνατος ποτέ δεν θα τρομάξη… μα τόσον ερεζίλεψαν και το αυτοκτονείν, που 'στήν αξιοπρέπειαν δεν στέκει των σοφών, και τα μωρά το έκαμαν συνήθειαν κοινήν κι' ουδ' ομιλία είναι καν των συναναστροφών.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Ώστε κι' αυτό, βρε Φασουλή, ας μείνη κατά μέρος… τι άλλο θέλεις;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τίποτε… ζητώ να γίνω γέρος, να 'δώ πως θα μου φαίνεται και τότε η ζωή κι' αν θα μου είναι οχληρά η τόση της βοή, αν θα ποθώ τον έρωτα, την δόξαν, το βαλάντιον, κι' αν τότε θα φιλοσοφώ ακόμη με τον Κάντιον.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Αυτό δεν είναι δύσκολον…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Μα πώς 'μπορεί να γίνη; ειξεύρεις πως επέρασε η εποχή εκείνη, καθ' ην συναλλαττόμενος με αρχιμάγων σπείρας εις τους ανθρώπους έδιδες νεότητα και γήρας.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Αν δεν περνούν τα φίλτρα μου εις τον αιώνα τούτον και δεν σκοτίζουν οι κουτοί κι' οι έξυπνοι τον νου των αλλ' όμως είμαι ικανός να εύρω ένα τρόπον, που να φανής κρονόληρος 'στά μάτια των ανθρώπων.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ειπέ μου τον ν' απαλλαγώ των βασανιστηρίων.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Να τρέξης ταύτην την στιγμήν εις το τυχόν κουρείον κι' ένα πανέρι απ' εκεί να φορτωθείς γεμάτο από περούκες κάτασπραις και γένεια έως κάτω. Κι' όταν μ' εκείνα κεφαλήν και πρόσωπον ασπρίσης και με τον νου σου έπειτα τον εαυτόν σου πείσης πως αληθώς εγέρασες, σου λέγω πως ευθύς εις Μαθουσάλαν γέροντα θα μεταμορφωθής.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλά μου λες, βρε Μεφιστό και Διάβολ' αισθητέ… κι' ο βλαξ εγώ να μη σκεφθώ τοιούτον τι ποτέ; Να! τι θα 'πη να γεννηθής από σποράν Διαβόλου… για κάθε ψύλλου πήδημα δεν χάνεσαι καθόλου. Ευχαριστώ σε, Μεφιστό, εκ μέσης μου καρδίας, συ μ' απαλλάττεις του λοιπού εκ πάσης αηδίας, κι' οσάκις σε χρειάζομαι να έρχεσαι ως φίλος με το γλυκύ κι' επαγωγόν μειδίαμα 'στό χείλος, αν δε τιμώ τα φίλτρα σου σαν φόντα ξεπεσμένα μα πάντοτ' εξυπνότερος θα είσαι από 'μένα.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

[Ο Φασουλής ως γέρων βαρύ το βήμα φέρων].

1

Ιδού λοιπόν εγώ!… κατήντησα ο τάλας αρχαίος Μαθουσάλας και τρέμω και ριγώ.

Κι' ενώ πυρέσσων κείμαι θαρρώ 'στην γην πως είμαι πριν γίνη φως και σκότος κι' ο άνθρωπος ο πρώτος.

Παρήλασαν εμπρός μου ως λάμψεις και σκιαί Βασίλεια του κόσμου κι' αιώνων γενεαί.

Είδα το σκυλολόγι τοσούτων πεινασμένων, και τον Αδάμ να τρώγη τον απηγορευμένον.

'Στάς φλόγας των Γομόρων νομίζω πως εκάην, κι' είδα τον αιμοβόρον και θηριώδη Κάιν.

'Στήν πρώτην καταιγίδα εκείνην των θνητών και την αγίαν είδα του Νώε κιβωτόν.

Κι' εγώ ουρανοβάμων 'στόν Καύκασον εδέθην, και 'στής Κανά τον γάμον με φράκο παρευρέθην.

Μ' ετύφλωσεν η άμμος της παλαιάς Σαχάρας, και είχα γίνει μάμμος 'στόν τοκετόν της Σάρας.

Είδα ως έν φαινόμενον εκ των πολύ σπουδαίων και τον Περιπλανώμενον εκείνον Ιουδαίον.

Είδα να κόψη Χάρος του Λάβαν τας γυναίκας, κι' επήγα ως κουμπάρος 'στούς γάμους της Ρεβέκκας.

Προσέκλινα το γόνυ 'στήν πτήσιν του Ικάρου, κι' είδα και το σαγόνι εκείνον του γαϊδάρου,

Που ο Σαμψών φουκτόνων 'στάς σιδηράς του χείρας διέσπειρε τον φόνον εις Φιλισταίων σπείρας.

Επάχυνα με βρώσιν της κόπρου του Αυγείου, κι' είδα την πρώτην πτώσιν του πρώτου Υπουργείου

Είδα μυθώδη κέρδη χωμένα σε λαγούμια, κι' αυτόν τον Ψευδοσμέρδη πριν καταντήση μούμια.

Διέμεινα 'στήν νήσον του πλάνου Ροβινσώνος, αλλ' είδα και τον Κροίσον να ψήνεται απόνως.

'Ξεκούφανα με σείστρα θεούς κι' ανθρώπους γαύρους, κι' είδα την Οθωνίστρα με τους Μεγαλοσταύρους.

Έπαιξα 'λίγη πρέφα μετά του Μαθουσάλα, κι' είδα την Γενοβέφα εις τα βουνά πηλάλα.

Σοφούς και μάγους 'βρήκα 'στήν πρώτην των σπουδήν, και μες 'στόν φούρνο 'μπήκα του Χόντζα Ναστραδδίν.

Έφαγα σιναγρίδα 'στό σπήτι του Λουκούλου, και την Μαρκόλφα είδα μετά του Μπερτοδούλου.

Τρεις νύκταις είχα μείνει φρουρός με φλέγμα κρύον σαν 'πήγε 'στήν Αλκμήνη ο Ζευς ως Αμφιτρύων.

Τρεις νύκταις 'στό ποδάρι να μάθω τι συμβαίνει, βαστώντας το φανάρι του πάλαι Διογένη.

Κι' ύστερα τον μαγκούφη τον είδα εις συμπόσιον να πίνη μονορούφι το νέκταρ το αμβρόσιον.

Τον Πάρι με της Χάραις τον 'πρόφθασα παιδάκι να παίζη της κουμπάραις και το δακτυλιδάκι.

Είδα τον Χονδροκώστα ως δήμιον των σκύλων, και να γενή κομπόστα της Έριδος το Μήλον.

Είδα το ένα κι' άλλο, τέλος κι' αρχήν δεν 'βρίσκω, κι' αν δεν σταθώ θα βγάλω σπυρί 'στόν ουρανίσκο.

2

Και όμως ενώ πλέον εσάπισα παλαίων εις της ζωής την πάλην, το γήρας το μισώ και θέλω και λυσσώ να γίνω νέος πάλιν.

3

Σαν ήμουν νέος μια φορά τι κοπετοί και θρήνοι!… μ' εζάλιζαν οι Έγελοι κι' οι Πρόκλοι κι' οι Πλωτίνοι κι' οι άλλοι φαμφαρόνοι… μα τώρα που εζάρωσαν τα αιμοφόρ' αγγεία κι' ουδ' αίματος απάνω μου δεν έμεινε ουγγία ταυτί μου δεν ιδρόνει.

Αν ένα κι' ένα μούλεγε αδιάντροπος κανένας πως δυο δεν κάνουν μόνον, θα τούχυνα τα μάτια του με το φτερό της πένας ως Ηρακλής θυμόνων.

Μα σήμερα μου φαίνεται η γνώμη καθενός
        σοφή και νουνεχής,
και μόνον τας ημέρας μου μετρώ ελεεινός
        με σπαραγμόν ψυχής.

4

Της ανθηράς νεότητος εσίγησεν η Μούσα, ως σκεύος πλέον άχρηστον εις τον Πλανήτην είμαι… περνά κι' ο Ερωτόκριτος, περνά κι' η Αρετούσα, κι' εμένα τρέμουν και λυγούν εκ γήρατος αι κνήμαι. Μα κι' ο Ρωμαίος έρχεται μαζί με την Ζουλιέτα κι' οι δυο ακούω να μου λεν «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα».

Πώς θέλω το κεφάλι μου 'στήν πέτρα να κτυπήσω οπόταν βλέπω Χάριτας εμπρός μου και οπίσω, κι' Ερωτιδείς τοξεύοντας, τρελλούς και πτεροφόρους, και τον αέρα ν' ασελγή με των φυτών τους σπόρους.

Άκου γλυκά φιλήματα και κύτταξε τι χάδια!… κι' εγώ σακάτης κι' άψυχος τρυγόνων ψάλλω ζεύγη, κι' αν εις παιδίσκην τρυφεράν απλώσω τα ξεράδια «φτου! να χαθής, παληόγερε» φωνάζει και μου φεύγει.

5

Ένας σπαθάτος λυγιστός με νικηφόρον ξίφος, 'ψηλός ως στρουθοκάμηλος και με θαμβόνον ύφος, δεν ξέρω πώς εκτύπησε ταδύνατά μου σκέλη και μ' έρριξε φαρδύ πλατύ χωρίς κι' αυτός να θέλη. Κι' εν τούτοις δεν εζήτησε παραμικράν συγγνώμην, αλλ' έφυγε καυχώμενος εις την πολλήν του ρώμην.

Ενώ 'στόν νουν μου σκέψεων εστροβιλούντο δίναι ασκάθαρος διέτρεχε το μαλακόν μου στρώμα, και μόλις έβαλα γυαλιά να 'δώ τι τέρας είναι εσήκωσε το πόδι του και μ' έβρεξε 'στό στόμα.

Οποία περιφρόνησις και με οποίον τρόπον!… απεχαυνώθη κι' ο θυμός κι' η δύναμις του θάρρους, κι' ως να μη φθάνουν προσβολαί τοσαύται των ανθρώπων ανάνδρως καταβρέχομαι κι' από τους ασκαθάρους.

6

Τας τρίχας άσπρης κεφαλής σκοπόν τας έχουν προσβολής, κι' είν' εμπαιγμός της μοίρας το παραπαίον γήρας.

Όπου το πόδι μου σταθή και όπου περπατήσω, σιγά σιγά μ' ακολουθεί ο Χάρος απ' οπίσω.

Αυτό το έρημο κορμί το τριγυρίζουν σκύλοι, κι' εχόρτασες και συ ψωμί μου λεν εχθροί και φίλοι.

Ως φάσμα τρέχω της νυκτός μακράν του δρώντος κόσμου, και όπου τάφος ανοικτός μου φαίνεται 'δικός μου.

7

Ποτέ δεν στρέφω τώρα επάνω 'στούς αστέρας, αλλ' έρπω εις τον κύκλον της ανθρωπίνης σφαίρας, και μήτε αστρονόμος δεν είμαι γαυριών καθώς ο Αιγινήτης και ο Φλαμμαριών.

Δεν κατοικώ εις ζώνας αγνώστους προ αιώνων, με τάστρα δεν ρεμβάζω και δεν φιλοσοφώ, τώρα με καταθέλγουν τα ορατά και μόνον, αυτά που ζουν εμπρός μου, αυτά που ψηλαφώ.

Ιδού! ο νεκροθάπτης βαθύν ανοίγει λάκκον και «δεν μου λες αλήθεια — μου λέγει προπετώς — γι' αυτό εδώ τι γράφει ο Σπένσερ και ο Βάκων;» κι' εμένα τεταρταίος με πιάνει πυρετός.

Τρελλούς ακούω νέους ποτήρια να βροντούν και όλοι κοκκινίζουν από το πίνε πίνε… «καλώς σας ηύρα» λέγω, κι' εκείνοι μ' απαντούν «μονάχος σύντροφός σου ο νεκροθάπτης είναι».

8

Σεις δότε χρώμα κι' εις εμέ και άρωμα κι' αέρα, φυτά δικοτυλήδονα και μονοκοτυλήδονα, και τα φυτά μ' απήντησαν «βρε τράβα παραπέρα κι' αυτά να πας, παληόγερε, και να τα 'πης 'στόν κλήδονα».

«Είναι κατάξηρος για σε και μαύρη ερημιά
        το κάθε περιβόλι,
κι' αν 'στήν κουμπότρυπα και συ καρφώσης γιασεμιά
        θα σε γελάσουν όλοι.

«Κύττα, θα 'πούν, τον γέροντα!… χαρά 'στόν αναιδή!… ορέγεται κι' η μύτη του λουλούδι να μυρίση… συ πρέπει να στολίζεσαι μονάχα με κλαδί, κομμένο από μνήματος θλιμμένο κυπαρίσσι».

9

Πουλώ Αριστοτέλη.. ποιος κουτεντές τον θέλει;

Κανείς δεν μ' ηλεκτρίζει συλλογισμός σωρείτης, τώρα με φοβερίζει ποδάγρα και αρθρίτις.

10

Ανάθεμα τα γηρατειά κι' εκείνον οπού τάχει!… το ένα κι' άλλο μάτι μου τρεμόσβυστο καντύλι, γουργούραις, ξεφυσήματα, κι' αδιάκοπο συνάχι, που κάθε δευτερόλεπτο αλλάζω και μαντύλι.

Ανάθεμα τα γηρατειά!… βογγώ λαχανιασμένος και τίποτα δεν 'βρίσκεται για να με ξεκουράση… ας είναι δεκατέσσαρες φοραίς αφορισμένος εκείνος οπού εύχεται ανθρώπου να γεράση.

11

Πούναι κι' η ορμή μου; πού και το κορμί μου; έλυωσε κι' εσάπη… όλοι σπρώχνετέ με, όλοι διώχνετέ με σαν σκυλί χασάπη.

Σκελετοί τα μέλη, κι' έγιναν τα σκέλη δυο κοκκαλομόλυβα… δώστε μου ταμπάκο, σκάψετέ μου λάκκο, βράσετέ μου κόλλυβα.

12

Αράν κι' ο Φάουστ Φασουλής σκληράν παραληρεί!… καταραμένον παν καλόν επίγειον κι' αιθέριον, και ό,τι εκ του σώματος ημών αποχωρεί ως φωσφορώδες, ως υγρόν, ως στερεόν κι' αέριον.

Κατάρα σ' ό,τι κάλυμμα η κεφαλή φορέση, 'ψηλό καπέλο, ψάθινο, καστόρι, σκούφια, φέσι, κι' εις ό,τι τα ποδάρια μας κοσμεί και περιβάλλει, παντούφλα, καραμάντουλο, τσαρούχι και στιβάλι.

Κατάρα 'στά ενδύματα τα μέσα και τα έξω, 'στά κοντοβράκια, στ' αντεριά, 'στης δανεικαίς βελλάδες, που δεν 'μπορώ χωρίς αυταίς εις τους χορούς να τρέξω, κι' εις ό,τι άλλο το κορμί το βάζει σε μπελάδες.

Καταραμένον το φωκόλ, που τον λαιμόν μας πνίγει, κάθε τσουράπι, 'σώβρακο, 'ποκάμισο, φανέλα, κι' ό,τι φαγί ορεκτικό την όρεξιν ανοίγει, το σαλτσισώτο, το σκουμπρί, ο τσίρος, η σαρδέλα.

Καταραμένον τρεις φοραίς παντός σκοπού το τέρμα, κατάρα σ' όλα τα ξυνά, 'στης ζάχαραις, 'στά κάντια, κατάρα σ' όσα οι γιατροί μας προσκολλούν 'στό δέρμα, βεντούζαις, καταπλάσματα, τσιρότα, βυζικάντια.

Καταραμένος ο χορός, η μουσική, το μέλος, ό,τι γεννά παροξυσμόν κι' ερεθισμόν μας φέρνει, καταραμένοι όλοι σας, καταραμένον τέλος ό,τι μας δίνει την ζωή και ό,τι μας την πέρνει.

Κατάραν εις τα Σύμπαντα καθώς ο Φάουστ ψάλλω… βαρδάτ' εμπρός… θα γυμνωθώ… τα ρούχα μου θα βγάλω…. εγώ από γυμνότητας καθόλου δεν ξιππάζομαι κι' ούτε με φύλλα της συκής σαν τον Αδάμ σκεπάζομαι.

Βαρδάτ' εμπρός… θα γυμνωθώ… ελάτε, ανατόμοι, να κατακομματιάσετε τα μέλη μου τακέραια… ας ακουσθή και δι' αυτά η πάνσοφός σας γνώμη και τάντερά μου Δουκισσών ας γίνουν περιδέραια.

Βαρδάτε όλοι απ' εμπρός γιατί θα πάρω δρόμο βαρδάτε κι' αφηνίασα, μου ήλθαν τα φεγγάρια, και με χαϊδεύουν Εριννύς και Μάγισσαις 'στόν ώμο με φίδια 'στό κεφάλι των, σκορπιούς και σαλιγκάρια.

Βουνά και όρη δρασκελώ, κοιλάδας, βράχους, λόγγους, ακούω γέλοια γύρω μου μ' αλαλαγμούς και βόγγους, κι' αντιλαλούν σκουξίματα «συλλάβετε τον γέρο» κι' εγώ στιγμή δεν σταματώ, μα πού τραβώ δεν ξέρω.

Σαν του Μαζέπα τάλογο πηγαίνω 'στά τυφλά, σφαλώ ταυτιά μου 'στή βοή και 'στής βροντής τον κρότο, κι' αισθάνομαι τα γένεια μου να μου τα τσουρουφλά όλου του κόσμου το βαρύ και φλογισμένο χνώτο.

Κατάρα και ανάθεμα!… εις ένα κόσμον φθάνω, που των ανθρώπων δεν φυσούν φαρμακωμένα χνώτα, αλλ' ένα χέρι έξαφνα, πριν 'λίγο ν' ανασάνω, με σφονδυλίζει απ' εκεί 'στό χάος όπως πρώτα.

13

Ζωή κατηραμένη τι ποθητή μου είσαι!… το κάλλος σου το τόσον και γέρων θ' αλαλάξω, τους ζωικούς χυμούς σου 'στόν σκελετόν μου χύσε και δος μου τους μαστούς σου απλήστως να βυζάξω.

Ο νους μου πτερυγίζει 'στούς κάλυκας των κρίνων, εκεί που εμφωλεύει μοσχοβολούσα πλάσις, εις των Νυμφών τους κώμους κι' εις άσματα Σειρήνων, όσα κηλούν τας μαύρας αβύσσους της θαλάσσης.

Άπλωσε, Νυξ, το σκότος, κι' ανάτειλε, Ημέρα, ας λύση πάντα φόβον το άρμα της Αυγής, και σεις ατμοί πετάτε 'στόν γαλανόν αιθέρα κι' ας ποτισθή το χώμα της διψασμένης γης.

Συ, Άπολλον, συ, Φοίβε, θεότης του Οσίριδος, λούσε χρυσάς ακτίνας εις της βροχής τα νέφη, και το καμπύλον τόξον της πολυχρώμου Ίριδος ως σελαγίζον στέμμα τους ουρανούς ας στέφη.

Ας οσφρανθώ το μύρον της σμύρνας και αλόης, συ, χρυσαλλίς, μη φεύγης, δεν έρχομαι κοντά σου, και συ, ατμέ, που λάμπεις ως δρόσος πάσης χλόης, ράνε την κεφαλήν μου με τους αδάμαντάς σου.

Οι πόθοι των ανθρώπων ας μου δονούν τα στήθη, ας μην ηχή ο γέλως πικρίας αμιγής, κι' ας με θαμβόνουν τόσοι φεγγοβολούντες λίθοι, οπόσοι κρυσταλλούνται 'στά Τάρταρα της γης.

Ο πόλεμος του κόσμου ας μου φωνάζη «ξύπνα και τρέχα όπου πλούτος κι' όπου λιμός πολύς, εις εορτάς γελώτων και εις δακρύων δείπνα με κλάδον κυπαρίσσου, με κλήμα σταφυλής.»

Όταν σε ρυτιδώση του γήρατος το νέφος, όταν δεν θα χωνεύης ευκόλως τα καρότα, θα λαχταράς να είσαι μιας ημέρας βρέφος και να θρηνής ακόμη 'στά σπάργανα τα πρώτα.

Ζωή κατηραμένη, αν τόσοι σου αγώνες κοιλαίνουν και τας πέτρας ως ύδατος σταγόνες, μα συ θαρρώ πως είσαι το άσμα των Αγγέλων, συ το προχθές, το τώρα, και ίσως και το μέλλον.

14

[Ενώ αυτά μονολογεί ο γηραιός Ιππότης εξαίφνης εμφανίζεται η χαρωπή Νεότης].

ΝΕΟΤΗΣ Η Νεότης είμ' εγώ η χαριτωμένη… όπου κήπος κυνηγώ και τα ρόδα του τρυγώ ασπροφορεμένη.

Προς γελώντα ουρανόν πάντοτε γελώσα με πτερά πετώ χηνών και οι φθόγγοι των πτηνών η 'δική μου γλώσσα.

Πανηγύρεις όπου 'δώ κι' ευμενή Βακχίδα, καλλικέλαδος πηδώ και στιγμήν δεν απαυδώ με το πήδα πήδα.

Πάντα κώμοι κι' εορταί και χρυσά οράματα… μ' εξυμνούν οι ποιηταί και πιστεύω πως ποτέ δεν θα 'δώ γεράματα.

Ψάλλω γάμους και παστούς, και μακράν του τάφου εστεμμένη με βλαστούς εξυφαίνω τους κεστούς της Θεάς της Πάφου.

Δώρα φέρω ακριβά κι' εις ελπίδας πλέω… η Παφία με τραβά και το μύρον του Σαββά 'στούς βωμούς της καίω.

Όπου νέον συναντώ μ' εύρωστον λαγόνα, καταστράπτω και βροντώ και την ρώμην του κεντώ προς καλόν αγώνα.

Εις ομίλους ζηλευτούς λάλον έχω στόμα, και ως κόσμους τορρευτούς θέλω νέους τορνευτούς με ροδίζον χρώμα.

'Στάς ημέρας τας καλάς, που γοργώς εσκίρτα των Αισχύλων η Ελλάς, πόσας νέας κεφαλάς έστεψα με μύρτα.

Τώρα μόνον δεν οργώ μ' ευπετές το βήμα, τώρ' απέκαμα κι' εγώ και πικρά μοιρολογώ εις το κάθε μνήμα.

15

Ενώπιόν μου στάσου τον τράχηλόν σου κλίνων, κι' αν θέλης πότε πότε μαζί μου να γελάς μακράν από τους νέους των κλασικών Ελλήνων, που μόλις τους σιμώσης γεράματα κολλάς.

Αν θέλγεσαι μαζί μου εγκώμια να πλέκης εις της ζωής την τύρβην, από τους νέους βάρδα, ελπίζω δε πως τότε κοντά μου δεν θα στέκης με μάτια δακρυσμένα σαν νάφαγες μουστάρδα.

Τι τραγικούς κοθόρνους καθένας των φορεί… μακράν των νέων τούτων όσο 'μπορέσης μείνε, και ό,τι το ξερό σου κεφάλι δεν χωρεί ποτέ μη βεβαιώνης πως αγαθόν δεν είναι.

Μην εκστομίσης ύβριν 'στούς καψοφιλοσόφους κι' έχε τους πότε πότε αγαπητούς συντρόφους, αλλ' ας μην είν' εκείνοι παντοτεινή σου έννοια κι' ούτε μ' αυτούς θα πιάσης τον Πάππ' από τα γένεια.

Ποτέ να μη νομίζης τον λόγον σου χρησμόν και κύπτε εις ερεύνας με λογικήν νηφάλιον, κι' απόφευγε του κύκλου τον τετραγωνισμόν και του αεροστάτου το τρομερόν πηδάλιον.

Οπόταν σε πειράξη τοιούτος Σατανάς την σκέψιν σου αμέσως εις άλλα να πλανάς, κι' αυτός τας αποφράδας ανακαλύψεις μόνον ως δύο συνεργείας απώθει τας δαιμόνων.

Μη ρίπτης εις τους κύνας παν ιερόν και όσιον, εκεί που δεν σε σπέρνουν ποτέ σου μη φυτρώσης, οπόταν δε καλέσης τους φίλους εις συμπόσιον μη βγάλης τάντερά των με τραγικάς προπόσεις.

Εις Βουλευτών καυγάδες μη σπεύδης να χωρίζης και δη συζητουμένου Προϋπολογισμού, κι' υπέρ πατρίδος μόχθει, αλλά χωρίς ν' αφρίζης με την αγρίαν λύσσαν του πατριωτισμού.

Μη τρέχης ολολύζων ως άγαν πατριώτης εις νίκας Μαραθώνων και δάφνας Πλαταιών, κι' ας σ' οδηγή ακμαίον η αληθής φαιδρότης, που κυβερνά τον κόσμον με σκήπτρον κραταιόν.

Ανέχου αγογγύστως των γυναικών το φύλον, αν και καλά γνωρίζω πως είσαι ανεμόμυλος, κι' ενώ συχνά με τόνον τας βλασφημείς οργίλον εν τούτοις ποδογύρου σ' εξημερόνει όμιλος.

Αν όλ' αυτά που λέγω δεν πάνε εις τον βρόντον και παρ' εμέ καθίσης την κεφαλήν εγείρας, θα φαίνεσαι καμάρι των νέων και γερόντων και διαρκής νεότης θα είναι και το γήρας.

Αλλά θαρρώ αδίκως τους λόγους μου πως χάνω… κι' αν συμβουλάς σου δώσω και με το παραπάνω, εκεί που εκαρφώθης ακίνητος θα στέκης και πάντοτε θα μείνης Ρωμηός ντεληφυσέκης.

16

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Αυτά, Νεότης, που μου λες κι' εγώ καλά τα ξέρω, μα δεν αρμόζουν εις εμέ τον Μαθουσάλα γέρο. Και τ' είμ' εγώ; Δημόνικος ν' ακούω παραινέσεις; και Ισοκράτης είσαι συ, Σεμτέλος, Μιστριώτης;… και πού ηκούσθη πώποτε 'στάς ανθρωπίνους σχέσεις να γίνεται διδάσκαλος 'στό γήρας η νεότης;

Πίσω μου έλα, Διάβολε… δεν θέλω συμβουλάς κι' όσα μου καλονάρχησες αλλού να τα πουλάς. Εις τας διδασκαλίας σου σαν χάχας δεν χαζεύω, εγώ εκακογέρασα, εγώ γραφαίς μαζεύω, κι' από της γης τα βάσανα σε 'λίγο θα γλυτώσω, και άφησέ με, αδελφή, 'στό χάλι μου το τόσο.

'Πίσω μου έλα, Διάβολε… δεν θέλω συμβουλάς, ας μαρανθή καθώς εμέ κι' ο κόσμος κι' η Ελλάς. Δεν μεριμνώ παντάπασιν περί φιλοπατρίας και ήτον όλως περιττόν του λόγου το προοίμιον… και συ, Νεότης, έγινες ως τας σοφάς κυρίας και πήγαινε να εγγραφής εις το Πανεπιστήμιον.

Για μένα μαύρη φαίνεται και στείρα κάθε γη, δεν θέλω νέον να κυττώ με στόμφον να κορδώνεται, να στρίβη το μουστάκι του και να σεισοπυγή κι' ολόκληρος σαν ποντικός εμπρός μου να λαδώνεται. Δεν θέλω γέρους να κυττώ, που κάποτε ασπρίζουν και κάποτε με μια βαφή σαν την σουπιά μαυρίζουν.

Δεν θέλω πλέον να κυττώ τας εκλεκτάς κυρίας να πιάνωνται νυχθημερόν με τας υπηρετρίας, δεν θέλω τα φουστάνια των να με γεμίζουν σκόνη, δεν θέλω νάμαι άγαμος, αλλ' ούτε παντρεμμένος, δεν θέλω Ρήγας σπαθωτός εμπρός μου να φουσκώνη σαν ένας γέρο-βάτραχος από νερό πρησμένος.

Δεν θέλω την νεότητα, δεν θέλω και το γήρας, ουδ' αρετήν γερόντισσας και νάζι ζωντοχήρας. Κάθε στιγμή 'στό σώμα μου φυτρόνει κι' ένας ρόζος, κάθε στιγμή 'στά μάτια μου στειρεύει κι' ένα δάκρυ, εγώ, καλέ, κατήντησα Ορλάνδος ο φουριόζος και πέρνω τον κατήφορο κι' όπου με βγάλ' η άκρη.

Δεν θέλω της νεότητος να μ' ενοχλούν μελέται… μακράν ο Ερωτόκριτος κι' ο Βέρτερος του Γκαίτε. Σ' εμένα πρέπει μια θηλειά και βούνευρον και κνούτον θέλω να φύγω απ' εδώ, από τον κόσμον τούτον, κι' εις αστρογείτονα βουνά μονάχος να πετώ, 'στάς Άλπεις, 'στά Ουράλια, και 'στόν Λυκαβητό.

Εκεί 'ψηλά να κάθωμαι σαν γυψ, και αετός και όλην την υφήλιον να 'βρίζω προπετώς, 'στάς κορυφάς ως αίλουρος κι' εγώ ν' αναρριχώμαι, να κελαϊδώ σαν τζίτζικας κι' ως λέων να βρυχώμαι, προβιαίς αρκούδας μαλλιαραίς να είναι σκέπασμά μου και μέσα σε φιδιών σπηλιαίς να γράφω τόνομά μου. Εκεί εκεί να κάθωμαι μακράν της κοινωνίας με άρκτους μαύρας και λευκάς και τίγρεις Υρκανίας, τρελλούς να πλέκω κάποτε και μανιώδεις έρωτας με κροταλίας θηλυκούς κι' αγρίους ρινοκέρωτας, και τεντωμένος αφελώς 'στου λέοντος την χαίτην να γράφω περισπούδαστον κοινωνικήν μελέτην.

Εκεί να κάθωμαι μακράν των μόχθων των μυρίων και τώρα νάμαι άνθρωπος και ύστερα θηρίον. Κανείς την κατοικίαν μου ποτέ να μη γνωρίζη, μηδέ να μάθουν οι θνητοί πώς ζω μακράν των έτσι, κι' οπόταν πείνα κάποτε τα μέσα μου θερίζη με τάντερα της τίγρεως να κάνω κοκορέτσι

Να μη μου φέρνη πυρετούς θερμή φιλοπατρία, να πολεμώ ανήμερος μ' ανήμερα θηρία, το καύκαλό μου το ξερό να μου το ροκανίζουν και με δοντιών τριξίματα να μου το πριονίζουν αλλά κι' εγώ το αίμα των να πίνω αιμοβόρος κι' από βρυγμούς και βρυχηθμούς να τρέμη κάθε όρος.

Αόρατος κι' αγνώριστος εκεί εκεί απάνω με τα θηρία μου να ζω, μ' εκείνα ν' αποθάνω· και ύστερα ν' αναστηθώ μετά χιλίους χρόνους να 'δώ αν θάναι Βασιλείς και τότε εις τους θρόνους, αν 'στήν Ελλάδα θα πεινά πατριωτών πληθώρα, κι' αν γέρος θα μου φαίνεται ο κόσμος όπως τώρα.

Τοιαύτα 'στόν καιρόν αυτόν φαντάζομαι της ύλης, ουδ' ονειρεύομαι ζωήν αυτής ωραιοτέραν, δεν θέλω δε να λέγωμαι ουδ' άρρην ούτε θήλυς, αλλ' ούτε εις κατάστασιν ν' ανήκω ουδετέραν. Θέλω να είμαι κάτι τι 'στής γης την τρικυμίαν, μα να μην έχη όνομα εις γλώσσαν ουδεμίαν.

Καταλαβαίνεις τίποτα, Νεότης παπαρδέλα, που 'στά καλά καθούμενα μου 'κόλλησες σαν βδέλλα; Σιχαίνομαι τας αηδείς του βίου ποικιλίας, μη με θωρής ακίνητος και σέρνεις τα μαλλιά σου, μ' επαραχόρτασες και συ με τας διδασκαλίας και πάρε τα βρεμμένα σου και τράβα 'στή δουλειά σου.

17

[Φεύγ' η Νεότης άναυδος κι' ημιθανής σχεδόν κι' ο νέος Μεφιστοφελής προβαίνει τραγουδών].

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Φασουλή μου κακομοίρη, μαύρον τέκνον μαύρης γέννας, πώς δεν 'βρίσκεται κανένας όπως πρέπει να σε δείρη;

Έλλην Φάουστ και Σγαρίλιο, δεν μου θέλεις έναν ήλιο, και ζητείς να φέξη κι' άλλος από τούτον πιο μεγάλος.

Η απαίτησις μεγάλη, μα ποιος ξέρει καμμιά 'μέρα αν και τρίτος δεν προβάλη για χατήρι σου 'στήν σφαίρα.

Νέος προς το γήρας τρέχεις, γέρος χάνεσαι για νειάτα, μα κι' αυτά ενώ τα έχεις τσαμπουνάς «ανάθεμά τα!»

Είσαι άνδρας;,.. δεν σε φθάνει θέλεις να φορής φουστάνι… κι' αν γυναίκα πάλι γίνης λες ουδέτερος να μείνης.

Κι' αν ουδέτερος φανής και για τούτο μουρμουρίζεις, κι' άλλο θέλεις να γενής, που και συ δεν το γνωρίζεις.

Η μουρμούρα σου με πνίγει, μα σε τέτοιον κατεργάρη του χρειάζεται κυνήγι μ' Αιγινήτικο σφουγγάρι.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Πάνε και τα γεράματα…

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τι άλλο αγαπάς; μη θέλης εις την Κόλασιν ή 'στήν Εδέμ να πας;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλώς τον…

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Πώς επέρασες;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κακά ψυχρά και μαύρα… και με το γήρας, Μεφιστό, πάλι μπαστούνια ταύρα.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τι να σου 'πώ, βρε Φασουλή… μου φαίνεσαι αγνώμων, και πριν της ώρας θα χαθής, αν δεν αλλάξης δρόμον.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ούτε 'στό ένα, Μεφιστό, αλλ' ούτε εις το άλλο.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μου έβγαλες την πίστι μου…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κι' ακόμη θα 'στήν βγάλω.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μήπως σ' αρέσει το Μηδέν, του Βούδδα η Νιρβάνα, όπου δεν βρίσκεται κανείς Ιωακείμ και Άννα;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ουδέ ζωήν, ουδέ μηδέν δεν θέλω, Μεφιστό, ουδέ ψυχήν επάνω μου και ύλην να βαστώ, ουδέ κανένα Μαμμωνά ως νους εκ των πεζών, αλλ' εις μηδέν εμψυχωθείς μηδέν να γίνω ζων, εγκαταλείπων όπισθεν κολάσεις και τρυφάς…

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μα συ δεν υποφέρεσαι και πρέπει να της φας.

(Ο νέος Μεφιστοφελής την προσωπίδα ρίχνει κι' ο Περικλέτος υπ' αυτήν το πρόσωπόν του δείχνει).

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Τι βλέπω!… μπα! ο Περικλής χωρίς κανένα κέρατο… κι' ο βλαξ εγώ για Διάβολο τον 'πήρα τετραπέρατο. Ω Περικλέτο, σύντροφε του Φάουστ Φασουλή, εσ' είσαι, βρε, που έκανες τον Μεφιστοφελή, κι' εγώ τοσαύτα σοβαρά εμπρός σου εξιστόρησα;… φτου! να χαθής, παληάνθρωπε… καθόλου δεν σ' εγνώρισα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Και συ ο Φάουστ 'πίστεψες πως είσαι, Φασουλή, και πως αλήθεια 'γέρασες;… με άσπρα γένεια ψεύτικα και δανεικό μαλλί για Μαθουσάλας 'πέρασες. Και τώρα όρεξις πολλή μου έρχεται ως τόσο τον Φάουστ και ξυλόσοφον να τον ξυλοφορτώσω.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλά που ήλθες, Περικλή, εγκαίρως να με σώσης, διότι αν τον χείμαρρον της λιγυράς μου γλώσσης δεν σταματήση ως εδώ το σεβαστόν σου ξύλον, οπού μου είναι νόμος, θα υπερβή τον αριθμόν των ορισθέντων φύλλων ο ανά χείρας τόμος. Κι' αυτό βεβαίως εννοείς πως διόλου δεν συμφέρει, αφού καθένας τρεις δραχμάς τον τόμον θα πληρώνη, και θώπευσέ με απαλά με το λεπτόν σου χέρι πριν μου κοστίση, αδελφέ, ο κούκος αηδόνι.

[Τον Κάντιον και τους λοιπούς ο Περικλέτος πέρνει και μ' όλα τα Συστήματα τον ψευτο-Φάουστ δέρνει].

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License