.
Γεώργιος Σουρής
Ἡ παπαδιὰ
Ἡ κυρὰ ἑνὸς παπᾶ
ἕνα διάκο ἀγαπᾷ
καὶ πολὺ μ' αὐτὸν τὰ ἔχει...
καὶ ὁ ἄντρας της κοιτᾷ
τὰ πολλά της χωρατὰ
καὶ γιὰ τοῦτον πέρα βρέχει.
Ἐπερνοῦσαν μιὰ χαρὰ
ἕως ὅτου μιὰ φορὰ
ἔγινε παπὰς βαρβᾶτος
καὶ ὁ διάκος, ὁ ἀφράτος
Κι ὁ παπάς της ὁ φτωχὸς
διόλου δὲν ἐφθόνησε,
καὶ ὁ ἴδιος μοναχὸς
τὸν ἐχειροτόνησε.
Τίγκι, τούγκ!... μεγάλη σχόλη.
"Ἄξιος !" φωνάζουν ὅλοι
νέοι, γέροι καὶ παιδιά.
Μὰ μὲ ὅλο της τὸ νάζι
"Ὑπεράξιος !" φωνάζει
τρεῖς φορὲς κι ἡ παπαδιά.