.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΑΞΙΣ Α'. ΣΚΗΝΗ Α'. ΣΚΗΝΗ Γ'. [*] ΣΚΗΝΗ Δ'. ΠΡΑΞΙΣ Β'. ΣΚΗΝΗ Α'. ΣΚΗΝΗ Β'. ΣΚΗΝΗ Γ'. ΣΚΗΝΗ Γ'.[*] ΣΚΗΝΗ Γ'.[*] ΣΚΗΝΗ Δ'. ΠΡΑΞΙΣ Γ'. ΣΚΗΝΗ Α'. - Ε'. ΠΡΑΞΙΣ Δ'. ΣΚΗΝΗ Α'. - Γ'.
[*]Λάθος αρίθμηση
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ Γ. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ Γ. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1910
ΥΠΟΘΕΣΙΣ Ο Νεοπτόλεμος, λαβών εν Τροία γέρας την Ανδρομάχην, την γυναίκα του Έκτορος, εγέννησεν εξ αυτής τον Μολοσσόν. Έπειτα ενυμφεύθη την Ερμιόνην, κόρην του Μενελάου. Επειδή δε πριν είχε ζητήση λόγον από τον Δελφικόν Απόλλωνα διά τον φόνον του πατρός του Αχιλλέως, μετέβη πάλιν εις το Μαντείον, διά να ζητήση συγγνώμην. Ζυλοτυπούσα όμως η Ερμιόνη την Ανδρομάχην εσκέφθη να την θανατώση, και έστειλε και εκάλεοε τον πατέρα της Μενέλαον. Η Ανδρομάχη έστειλε και έκρυψε μακράν από τανάκτορα τον υιόν της, αυτή δε κατέφυγεν εις το ιερόν της Θέτιδος. Οι άνθρωποι όμως του Μενελάου απεκάλυψαν τον Μολοσσόν, αυτήν δε δι' απάτης απέσπασαν από το ιερόν ότε δε έμελλον να θανατώσουν και τους δυο, ημποδίσθησαν υπό του ελθόντος Πηλέως. Και ο μεν Μενέλαος επέστρεψεν εις την Σπάρτην. Η δε Ερμιόνη μετενόησε φοβηθείσα τον Νεοπτόλεμον. Ελθών δε ο [Ορέστης] Μενέλαος αυτήν μεν έπεισε να τον ακολουθήση, επεβουλεύθη δε την ζωήν του Νεοπτολέμου, του οποίου τον νεκρόν φέρουν οι επί της σκηνής. Ενώ ο Πηλεύς θρηνεί τον θάνατον του υιού του, εμφανισθείσα η Θέτις διατάσσει αυτόν να θάψη τον νεκρόν εις τους Δελφούς και να στείλη την Ανδρομάχην με τον υιόν της εις τους Μολοσσούς, αναγγέλλει δε εις τον γέροντα ότι έτυχε της αθανασίας και ότι θα κατοικήση εις την νήσον των Μακάρων.
Το δράμα διεξάγεται εις την Φθίαν, ο δε χορός αποτελείται από Φθιώτιδας γυναίκας. Προλογίζει η Ανδρομάχη.
Το δράμα θεωρείται εκ των δευτέρων.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ ΧΟΡΟΣ ΕΡΜΙΟΝΗ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΟΛΟΣΣΟΣ ΠΗΛΕΥΣ ΑΛΛΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ ΤΡΟΦΟΣ ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΤΙΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
ΠΡΑΞΙΣ Α'.
(Η σκηνή εν Θεσσαλία, μεταξύ της Φθίας και των Φαρσάλων έξω του ιερού της Θέτιδος, πλησίον των Ανακτόρων. Κατά την άρσιν της αυλαίας η Ανδρομάχη φαίνεται εις την θύραν του ναού).
ΣΚΗΝΗ Α'.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω πόλις των Θηβαίων, καύχημα της Ασιατικής γης, από την οποίαν ήλθα άλλοτε με πολύχρυσα στολίδια εις τα ανάκτορα του βασιλέως Πριάμου, ως σύζυγος δοθείσα εις τον Έκτορα. Εις εκείνον τον καιρόν όλοι εζήλευαν την Ανδρομάχην, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε θα γεννηθή ποτέ γυναίκα δυστυχεστέρα από εμέ. Διότι εγώ τον μεν άνδρα μου τον Έκτορα είδα με τα μάτια μου να σκοτώνη ο Αχιλλεύς, το δε παιδί που απέκτησα από εκείνον, τον Αστυάνακτα, είδα να πέφτη από τους υψηλούς πύργους, όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τροίαν. Εγώ δε, μολονότι εγεννήθηκα ελευθέρα από ελευθέρους γονείς, εν τούτοις εις την Ελλάδα έφθασα δούλη, δοθείσα ως δώρον εις τον νησιώτην Νεοπτόλεμον, διαλεγμένη ως το καλλίτερον γέρας από όλα τα τρωικά λάφυρα. Τώρα κατοικώ εις τα γειτονικά πεδία της Φθίας και της πόλεως των Φαρσάλων, όπου η θαλασσία Θέτις κατώκει μαζί με τον Πηλέα φεύγουσα μακρυά από τους ανθρώπους. Ο Θεσσαλικός λαός τώρα προς τιμήν του γάμου της Θέτιδος με τον Πηλέα ονομάζει τον τόπον αυτόν Θετίδιον, όπου είχε το σπίτι του ο υιός του Αχιλλέως, αφήνων να βασιλεύη εις τα Φάρσαλα ο Πηλεύς, διότι δεν θέλει να πάρη το σκήπτρον ενόσω ζη ο γέρων ο πατέρας του. Εγώ ως δούλη με αυτόν εις αυτό το σπίτι απέκτησα παιδί. Και μολονότι πριν με είχαν εύρη πολλά κακά, εν τούτοις πάντοτε παρηγορούμην με την ελπίδα ότι, αν σωθή το παιδί, θα εκαλλιτέρευεν η τύχη μου και θα ικανοποιούμην διά τας ατυχίας μου. Αφ' ότου όμως αυτός επήρε γυναίκα την Ερμιόνην από την Λακεδαίμονα και εγκατέλειψε εμέ την δούλην, καταδιώκομαι από αυτήν από ζηλοτυπίαν. Διότι λέγει, ότι με μυστικά φάρμακα κατώρθωσα να μην κάμη παιδί και να την μισήση ο σύζυγος της, και ότι θέλω να μείνω εγώ αντί εκείνης μέσα εις αυτό το σπίτι και διά της βίας να διώξω αυτήν. Αυτά εγώ, και όταν τα πρωτοήκουσα, δεν τα παρεδέχθην, και τώρα τα αρνούμαι εντελώς. Ο μέγας Ζευς το γνωρίζει βέβαια, ότι εγώ δεν έγινα εκουσίως μου σύζυγος. Αλλ' εκείνη δεν πείθεται και θέλει να με φονεύση, έχουσα συνεργόν τον πατέρα της τον Μενέλαον, ο οποίος ήλθε επίτηδες εδώ από την Σπάρτην, με αυτόν τον σκοπόν. Φοβηθείσα λοιπόν εγώ ήλθα γρήγορα εις αυτό το γειτονικόν ιερόν της Θέτιδος, μήπως με σώση από τον θάνατον. Διότι και αυτός ο Πηλεύς και οι απόγονοι του Πηλέως το σέβονται, ως ενθυμίζον τους γάμους της Νηρηίδος. Το δε μονάκριβό μου παιδί το έστειλα κρυφά εις άλλο σπίτι, φοβουμένη μήπως το σκοτώσουν. Επειδή ο πατέρας του ούτε αυτό ούτε εμέ ημπορεί να βοηθήση, διότι λείπει εις τους Δελφούς, διά να ζητήση συγγνώμην από τον Απόλλωνα Λοξίαν διά την ανοησίαν που έκαμεν άλλοτε, όταν επήγε εις την Πυθίαν, διά να ζητήση λόγον από τον Φοίβον διά τον πατέρα του. Τώρα λοιπόν είναι εκεί ζητών συγγνώμην διά το παλαιόν σφάλμα του και παρακαλών να έχη εις το μέλλον ευνοϊκόν τον θεόν.
(Εισέρχεται η Θεράπαινα)
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Κυρία, εγώ δεν θα παύσω να σε ονομάζω έτσι, διότι και εις το σπίτι μας έτσι σε ωνόμαζα, όταν ήμεθα εις την Τροίαν. Επειδή δε και σε αγαπώ και τον άνδρα σου, όταν εζούσε, έρχομαι να σου φέρω νέα, με φόβον μεν μήπως με ακούση κανείς από τους κυρίους, αλλά και με λύπην προς σε. Διότι φαίνεται ότι τρομερά σκέπτεται εναντίον σου και εναντίον του παιδιού σου ο Μενέλαος, και πρέπει να φυλαχθής.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω αγαπητή δούλη και συ όπως εγώ, διότι δούλη είσαι και συ μαζί με την πρώην βασίλισσαν, τώρα δε δυστυχισμένη, τι κάμνουν αυτοί, τι μηχανεύονται πάλιν θέλοντες να με σκοτώσουν την τρισαθλίαν;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω δυστυχισμένη, θέλουν να σκοτώσουν το παιδί σου, το οποίον έδιωξες.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον! Ποίος τους επρόδωκε και πότε, ότι εγώ έστειλα μακρυά απ' εδώ το παιδί μου; Ω, εχάθηκα η δυστυχισμένη!
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Δεν ξέρω. Αυτούς είδα εγώ να το ζητούν. Και ο Μενέλαος πηγαίνει τώρα γρήγορα, διά να το εύρη έξω από το σπίτι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονο εχάθηκα! Και σένα, παιδί μου, θα σε σκοτώσουν οι δύο γύπες, ενώ ο πατέρας σου είναι εις τους Δελφούς.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Μου φαίνεται ότι, αν εκείνος ήτο εδώ, δεν θα επάθαινες τίποτε κακόν. Αλλά τώρα δεν έχεις κανένα που να σ' αγαπά.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Δεν γίνεται έξω λόγος περί του Πηλέως ότι έρχεται;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Εκείνος είναι γέρος, ώστε να σε βοηθήση, και αν έλθη.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Έστειλα και του εμήνυσα και μάλιστα όχι μίαν φοράν μόνον.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Σου φαίνεται ότι πραγματικώς οι απεσταλμένοι σου εφρόντισαν;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πώς να κάμω; θέλεις και συ να πας εκ μέρους μου;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Πώς να δικαιολογήσω ότι θα λείψω τόσον από το σπίτι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πολλάς δικαιολογίας ημπορείς να εύρης• και συ είσαι γυναίκα.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Είναι πολύς κίνδυνος, διότι η Ερμιόνη προσέχει πολύ.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Βλέπεις; Διστάζεις, ενώ τόσα υποφέρω εγώ που με αγαπάς.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Όχι, μη με βρίζης. Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς. Την πατρικήν μου πόλιν, τον Έκτορα που έχασα και την σκληράν μου τύχην που μ' έκαμε δούλην ενώ δεν ήξιζα. Δεν πρέπει κανείς να μακαρίζη ένα άνθρωπον πριν ιδή πώς θα περάση την τελευταίαν ημέραν της ζωής του και πώς κατέβη εις τον άλλον κόσμον. Ο Πάρις δεν έφερε την Ελένην εις το Ίλιον ως σύζυγον αλλά ως καταστροφήν. Ένεκα αυτής, ω Τροία, με το δόρυ και με το πυρ σε κατέλαβεν ο Ταχύς Άρης των Ελλήνων με τον στόλον των χιλίων πλοίων, και ο υιός της θαλασσίας Θέτιδος τον ιδικόν μου σύζυγον τον Έκτορα έσυρε γύρω από τα τείχη, δεμένον πίσω από το άρμα του. Κ' εμέ την ιδίαν εξ αιτίας της με ήρπασαν από τα δωμάτια μου και με ωδήγησαν κάτω εις την θάλασσαν, διά να πέσω εις την φοβεράν δουλείαν. Άφθονα τα δάκρυα έτρεχαν εις το πρόσωπόν μου, όταν άφησα την πόλιν και το σπίτι μου και τον άνδρα μου κυλιόμενον εις την σκόνην. Ω δυστυχισμένη εγώ, τι ανάγκη ήτο να βλέπω ακόμη το φως ως δούλη της Ερμιόνης; Και αυτήν φοβουμένη τώρα κατέφυγα εις αυτό το άγαλμα της θεάς, το οποίον εναγκαλίζομαι ως ικέτις, όπου και λύομαι εις τα δάκρυα, τα οποία τρέχουν ως σταγόνες από πέτραν.
ΣΚΗΝΗ Γ'.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ—ΧΟΡΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ Ω, συ, η οποία ήλθες εις το ιερόν αυτής της θεάς, εγώ, αν και γέννημα της Φθίας, έρχομαι όμως προς σε την καταγομένην από την Ασίαν, από λύπην, μήπως κατορθώσω να εύρω μίαν λύσιν των δεινών σου, αφού σε και την Ερμιόνην τρομερά έρις περιέπλεξε, διότι και αι δύο ένα άνδρα έχετε, τον υιόν του Αχιλλέως. Σκέψου καλά την δυστυχίαν εις την οποίαν ευρέθης. Συ, κόρη από την Τροίαν, αγωνίζεσαι προς δέσποιναν Λάκαιναν. Άφησε το τώρα το ιερόν της θαλασσινής θεάς, το δεχόμενον προσφοράς. Διότι ποίον θα είναι το όφελός σου, αν αναγκάζεσαι να συναγωνίζεσαι προς τους δεσπότας και επομένως να φθείρης το σώμα σου; Οι δυνατώτεροι θα επικρατήσουν. Διατί κοπιάζεις, ενώ δεν είσαι τίποτε; Πήγαινε• άφησε τον ναόν της Νηρηίδος θεάς, σκέψου ότι είσαι ξένη δούλη, εις ξένην πόλιν, όπου δεν βλέπεις κανένα από τους φίλους σου, ω δυστυχεστάτη, ω τρισαθλία νύμφη.
(Αντιστροφή β'.)
Δυστυχεστάτη, ήλθες, εδώ ω γυναίκα της Τροίας. Αλλά φοβούμεναι τους κυρίους μας σιωπώμεν, —μολονότι σε λυπούμεθα,—μη μας ιδή ότι σε συμπαθούμεν η κόρη του Διός.
ΣΚΗΝΗ Δ'.
ΑΙ ΑΥΤΑΙ—ΕΡΜΙΟΝΗ
(Η Ερμιόνη εισέρχεται επιδεικτικώς ενδεδυμένη και ομιλεί με υπεροψίαν)
ΕΡΜΙΟΝΗ Τα πλούσια χρυσά στολίσματα της κεφαλής και τους κεντημένους πέπλους, δεν έλαβα ούτε από τον Αχιλλέα ούτε από τον Πηλέα, αλλά τους είχα προίκα αφ' ότου έφθασα εδώ από το σπίτι μου, από την Λακωνικήν γην της Σπάρτης, γιατί μου τα είχε χαρίση ο πατέρας μου ο Μενέλαος μαζί με άλλην προίκα, γι' αυτό έχω το δικαίωμα να είμαι ελευθερόστομος. Σε σας λοιπόν αυτά τα λόγια λέγω. Συ όμως, αν και είσαι δούλη και σε κατέκτησαν ως λάφυρον, θέλεις να διώξης εμέ από το σπίτι μου και να γίνης κυρία. Και με τα φάρμακά σου έκαμες τον άνδρα μου να με μισήση και όλη μου η γαλήνη εχάθη. Διότι είναι τρομερά η ψυχή των γυναικών της Ασίας εις το να βρίσκουν αυτά τα μέσα. Αλλ' απ' αυτά θα σε εμποδίσω εγώ και εις τίποτε δεν θα σε ωφελήση αυτό το ιερόν της Νηρηίδος. Ούτε ο βωμός ούτε ο ναός θα σε προστατεύουν, αλλά θ' αποθάνης. Εάν δε κανείς θεός ή θνητός θέλη να σε σώση, πρέπει πρώτον να παραιτήσης τας πριν ιδέας σου και να πέσης ταπεινή εις τα πόδια μου, και να περιποιηθής το σώμα μου και να μου χύνης μέσα από χρυσά αγγεία δροσερόν νερόν του Αχελώου και να εννοήσης ποίοι είναι εκείνοι κοντά εις τους οποίους ζης. Διότι αυτά εδώ δεν είναι ούτε του Έκτορος ούτε του Πριάμου, ούτε έχεις τον χρυσόν που είχες άλλοτε. Εδώ είναι πόλις Ελληνική. Εις τόσην αναίδειαν έφθασες, δυστυχισμένη, ώστε ετόλμησες να πάρης άνδρα εκείνον του οποίου ο πατέρας εσκότωσε τον σύζυγόν σου και έκαμες παιδιά με τον κύριόν σου. Έτσι είσθε σεις όλοι οι βάρβαροι. Ο πατέρας παίρνει σύζυγον την κόρην του και το παιδί την μητέρα, και η κόρη τον αδελφόν, οι φίλτατοι δε μεταξύ των επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον και αλληλοσκοτώνονται. Αυτάς τας συνηθείας έφερες και να τας κρατήσης διά τον εαυτόν σου• μη τας μεταδώσης δε και εις ημάς. Ημείς δεν θεωρούμεν καλόν ένας άνδρας να έχη δύο γυναίκας, αλλά και οι δύο σύζυγοι να αποβλέπουν εις ένα έρωτα, εάν θέλουν να ζουν καλά.
ΧΟΡΟΣ Ζηλότυπον είναι το φύλον των γυναικών εκ φύσεως, και προ πάντων δυσμενές, όταν δύο γυναίκες έχουν ένα άνδρα.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον! Κακόν είναι εις τους ανθρώπους η νεότης και μάλιστα όταν δεν την διευθύνη η δικαιοσύνη. Εγώ φοβούμαι μήπως, επειδή είμαι δούλη σου, με εμποδίση αυτό να ομιλήσω, μολονότι έχω πολλά δίκαια, εξ άλλου δε, αν κρατήσω την γλώσσαν μου, μήπως βλαφθώ επίσης διά την σιωπήν μου. Διότι οι μεγαλοφρονούντες δεν ακούουν ευχαρίστως τα λόγια των υποδεεστέρων. Αλλά δεν θ' αφήσω τον εαυτόν μου να νικηθή από αδυναμίαν. Αλλά ειπέ μου συ, ω νέα, ποία αίτια θα σε πείσουν τάχα να διεκδικήσω με σε τα δικαιώματα του νομίμου γάμου; Μήπως άρά γε η πόλις της Λακεδαίμονος είναι μικροτέρα από την πόλιν των Φρυγών, μήπως η τύχη μου είναι ανωτέρα της δικής σου, ή μήπως τουλάχιστον είμαι ελευθέρα; Ή στηριζομένη εις την νεότητα και εις την ωραιότητά μου και εις το μέγεθος της πατρίδος μου και εις τους φίλους μου θέλω να καταλάβω αντί σού το σπίτι σου; τι τάχα, μήπως ζητώ να γεννήσω εγώ αντί σού παιδιά, τα οποία θα είναι και δούλα όπως εγώ και θ' αυξάνουν την δυστυχίαν μου; Ή άραγε, αν συ δεν γεννήσης παιδιά, θ' ανεχθή η Φθία να βασιλεύσουν τα δικά μου; Με αγνοούν οι Έλληνες, και διά τον Έκτορα, και άγνωστος τους είμαι και ούτε γνωρίζουν ότι ήμουν βασίλισσα των Φρυγών. Δεν είναι λοιπόν τα φάρμακα μου που κάμνουν τον άνδρα σου να σε αποστρέφεται, αλλά φαίνεται ότι συ δεν γνωρίζεις να τον περιποιηθής. Διότι αυτό είναι το φίλτρον της γυναικός• όχι η καλλονή της αλλά τα προτερήματά της ευχαριστούν τους άνδρας. Συ δε, μόλις ολίγον πειραχθής, ομιλείς με υπερηφάνειαν διά την πατρίδα σου και περιφρονείς την Σκύρον. Δείχνεις συ τον πλούτον σου μέσα εις τους πτωχούς και ο Μενέλαος είναι δι' εσέ μεγαλύτερος από τον Αχιλλέα. Αυτά κάμνουν τον άνδρα σου να σε αποστρέφεται. Πρέπει η γυναίκα, και αν πάρη άνδρα κακόν, να υπομένη και όχι να συναγωνίζεται μαζί του εις υπερηφάνειαν. Εάν ήσουν εις την σκεπασμένην με χιόνια Θράκην και είχες άνδρα βασιλέα, ο οποίος θα εμοιράζετο με πολλάς την κλίνην του, θα τας εσκότωνες όλας; Και από το αχόρταστον πάθος σου θα ύβριζες όλας τας γυναίκας; Αυτό είναι αισχρόν αν και ημείς αισθανόμεθα αυτήν την ασθένειαν περισσότερον από τους άνδρας, εν τούτοις προσπαθούμεν να την μετριάζωμεν. Ω φίλτατε Έκτωρ, πώς ενθυμούμαι ότι, αν κάποτε η Κύπρις σου ενέπνεεν αδυναμίαν, εγώ την υπέφερα και πολλάκις έδωκα τον μαστόν μου εις τα νόθα παιδία σου, διά να μη σε πικράνω. Με αυτήν την συμπεριφοράν είλκυα προς εμέ τον άνδρα μου. Ενώ συ φοβείσαι μην εγγίση έστω και μια σταλαγματιά δρόσου τον άνδρα σου. Πρόσεξε μήπως περάσης εις το πάθος προς τον άνδρα ακόμη εκείνην που σ' εγέννησε. Τα παιδιά των κακών μητέρων, αν έχουν νουν, πρέπει ν' αποφεύγουν, τα καμώματα των μητέρων των.
ΧΟΡΟΣ Δέσποινα, όσον είναι δυνατόν, προσπάθησε να συμφιλιωθής μαζί της.
ΕΡΜΙΟΝΗ Πώς; κάνεις την φρόνιμην με τα λόγια σου, και με κατηγορείς εμένα ως μη σώφρονα;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αυτό δεν φαίνεται τουλάχιστον από τα λόγια που είπες.
ΕΡΜΙΟΝΗ Η σκέψις σου ας μη γίνη ιδική μου σκέψις.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Είσαι νέα και όμως ομιλείς περί αισχρών.
ΕΡΜΙΟΝΗ Συ δεν τα λέγεις, αλλά όσον ημπορείς τα κάνεις.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Δεν ημπορείς να υποφέρης με σιωπήν όσα σου εμπνέει ο έρως σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ Μήπως αυτά δεν είναι πάντοτε η πρώτη σκέψις της γυναικός;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Όταν τα μεταχειρίζεται, καλά. Ειδεμή είναι αισχρά.
ΕΡΜΙΟΝΗ Εις την πόλιν που κατοικούμεν δεν έχομεν τους νόμους των βαρβάρων.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Κ' εκεί θεωρούνται κακά όσα κακά είναι κ' εδώ.
ΕΡΜΙΟΝΗ Σοφή είσαι, σοφή. Αλλ' όμως πρέπει ν' αποθάνης.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Βλέπεις πώς σε κυττάζει το άγαλμα της Θέτιδος;
ΕΡΜΙΟΝΗ Μισεί η θεά την πατρίδα σου εξ αιτίας του φόνου του Αχιλλέως.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Η Ελένη ήτο η αιτία του φόνου του, η μητέρα σου, όχι εγώ.
ΕΡΜΙΟΝΗ Θα σπρώξης ακόμη περισσότερον τας ύβρεις σου εναντίον μου;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ιδού, σιωπώ και ράβω το στόμα μου.
ΕΡΜΙΟΝΗ Απάντησε εις εκείνο διά το οποίον ήλθα.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Σου απαντώ ότι δεν έχεις νουν όσον πρέπει.
ΕΡΜΙΟΝΗ θα φύγης από αυτό το αγνόν τέμενος της θαλασσίας θεάς;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Νεκρά βεβαίως. Εάν όμως δεν αποθάνω, δεν θα το αφήσω ποτέ.
ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτό είναι πλέον αποφασισμένον και δεν θα περιμείνω την επιστροφήν του συζύγου μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ούτε εγώ όμως έως τότε θα παραδοθώ εις σε.
ΕΡΜΙΟΝΗ θα βάλω φωτιά και θα σ' αναγκάσω χωρίς να ανησυχήσω προς χάριν σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Άναψε λοιπόν την φωτιά• οι θεοί θα τα ιδούν αυτά.
ΕΡΜΙΟΝΗ Και εις το σώμα σου θα προξενήσω τους πόνους που φέρνουν τα τρομερά τραύματα.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Σφάξε με, χύσε το αίμα μου εις τον βωμόν της θεάς. Εκείνη θα σε τιμωρήση.
ΕΡΜΙΟΝΗ Ω γέννημα βάρβαρον και ω σκληρόν θράσος, περιφρονείς τον θάνατον; Αλλά εγώ έχω το μέσον να σε κάμω ν' αφήσης με την θέλησίν σου το μέρος αυτό. Έχω τον τρόπον να σε πείσω. Αλλ' ας κρατήσω τα λόγια μου, να γίνουν γρήγορα πράγμα. Κάθησαι καλά εδώ• αλλά και αν με μολύβι είσαι κολλημένη εις το έδαφος, πάλιν εγώ θα σε εκτοπίσω, πριν να έλθη ο υιός του Αχιλλέως, εις τον οποίον έχεις τόσην πεποίθησιν.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Έχω πεποίθησιν. Παράξενον! Κατά των ερπετών και των θηρίων οι θεοί έδωκαν εις τους ανθρώπους φάρμακα. Κανείς όμως δεν ευρήκε ποτέ φάρμακον εναντίον της κακής γυναικός, η οποία και από την έχιδναν και από την φωτιάν είναι τρομερωτέρα. Τόσον κακόν είμεθα ημείς διά τους ανθρώπους.
ΧΟΡΟΣ Βεβαίως μεγάλων κακών υπήρξεν αιτία ο υιός του Διός και της Μαίας, όταν ήλθεν εις το δάσος της Ίδης οδηγών το λαμπρόν άρμα των τριών θεών, ωπλισμένον διά την ολεθρίαν έριδα της καλλονής προς ένα νεαρόν ποιμένα, ο οποίος εκάθητο μόνος του εις τας ερήμους επαύλεις και τους σταθμούς. Όταν ήλθαν αι θεαί εις το πυκνόν δάσος, πρώτον έλουσαν τα ωραία σώματα εις το ρεύμα των ορεινών πηγών και έπειτα επήγαν εις τον υιόν του Πριάμου, απευθύνουσαι η μία προς την άλλην λόγια προσβλητικά. Αλλά η Κύπρις ενίκησε με τα δόλια λόγια της τα οποία τέρπουν, υπήρξαν όμως πικρά διά την δυστυχισμένην πόλιν της Τροίας. Είθε να έρριχνεν οπίσω της το κακόν εκείνη που εγέννησεν άλλοτε τον Πάριν πριν κατοικήση τας υπωρείας της Ίδης, όταν εφώναζεν η Κασσάνδρα, καθισμένη κοντά εις την προφητικήν δάφνην, ότι έπρεπε να φονευθή, διότι έμελλε να γεννήση την δυστυχίαν της μεγάλης πόλεως του Πριάμου. Προς ποίον δεν ήλθε; Ποίον από τους δημογέροντας δεν παρεκάλεσε να φονεύση το βρέφος;
Εάν την ήκουαν, ούτε αι άλλαι γυναίκες της Τροίας θα εγίνοντο δούλαι, ούτε συ ως δούλη θα ήσουν πλησίον εις τους τυράννους. Και η από όλην την Ελλάδα εκστρατεύσασα νεολαία δεν θα ηγωνίζετο δέκα χρόνια έξω από τα τείχη της Τροίας, ούτε τόσαι σύζυγοι θα έμεναν έρημοι, ούτε τόσοι γέροντες ορφανοί από παιδιά.
Α Υ Λ Α I Α
ΠΡΑΞΙΣ Β'.
ΣΚΗΝΗ Α'.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ — ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Έρχομαι, αφού ανεκάλυψα το παιδί σου, το οποίον κρυφά από την θυγατέρα μου έστειλες εις άλλο σπίτι. Επίστευες ότι εσέ μεν θα σώση αυτή η θεά, το παιδί σου δε εκείνοι που το έκρυψαν. Αλλ' απεδείχθης ολιγώτερον έξυπνη από τον Μενέλαον. Αν δεν φύγης από αυτόν τον τόπον, θα φονεύσωμεν αυτό αντί σου. Σκέψου λοιπόν αυτό, ποίον εκ των δύο θέλεις, ν' αποθάνης συ, ή να χαθή αυτό, εξ αιτίας σου, δι' όσα έκαμες συ εναντίον της κόρης μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω φήμη, φήμη, μυρίους θανάτους, οι όποιοι δεν αξίζουν τίποτε, έκαμες να φαίνωνται μεγάλοι. Εγώ θεωρώ ευτυχείς εκείνους, των οποίων η φήμη στηρίζεται εις την αλήθειαν. Εκείνους όμως, οι οποίοι στηρίζονται εις το ψεύδος, δεν θεωρώ ότι έχουν άλλην αξίαν παρά μόνον ότι οφείλουν την φήμην των εις την τύχην. Συ λοιπόν είσαι, που αρχηγός των εκλεκτών Ελλήνων αφήρεσες άλλοτε την Τροίαν από τον Πρίαμον, μολονότι είσαι τόσον άνανδρος; Συ, ο οποίος πεισθείς εις τα λόγια της κόρης σου, που είναι παιδί ακόμη, τόσον υπερηφανεύεσαι και καταδέχεσαι να πολεμής μίαν δυστυχισμένην δούλην γυναίκα; Δεν σ' ευρίσκω ούτε σε άξιον της Τροίας ούτε την Τροίαν άξιάν σου. Όσοι λοιπόν φαίνονται λαμπροί, είναι μόνον απ' έξω, από μέσα όμως είναι ίσοι με τους κοινούς ανθρώπους και μόνον κατά τα πλούτη διαφέρουν, διότι αυτά τους δίδουν δύναμιν. Μενέλαε, ας τελειώσωμεν αυτήν την ομιλίαν. Εάν χαθώ διά την κόρην σου, πώς εκείνη θ' αποφύγη την τιμωρίαν διά το αίμα που θα χυθή; Και συ ακόμη εις τα μάτια των πολλών θα είσαι συνεργός αυτού του φόνου, διά το μέρος που έλαβες εις αυτόν. Αν εγώ σωθώ από τον θάνατον, φονεύσης δε το παιδί μου, πώς θ' ανεχθή εύκολα τον θάνατον του ο πατέρας του; Αυτόν δεν τον εθεώρησεν άνανδρον η Τροία, όπως σε. Εκείνος, θα κάμη ό,τι πρέπει και θα φανή ότι κάμνει άξια του Πηλέως και του πατρός του Αχιλλέως. Θα διώξη λοιπόν την κόρην σου από το σπίτι, όταν δε συ θέλησης να την δώσης εις άλλον άνδρα, τι θα του είπης; ότι τάχα τον άφησε, φρόνιμη αυτή, και έφυγε, επειδή ήτο κακός σύζυγος; Αλλά αυτό θα είναι ψεύδος. Ή θα την κρατήσης εις το σπίτι σου να γηράση ανύπανδρος; Ω, δυστυχισμένε, δεν βλέπεις πόση κακή θα είναι η συνέπεια! Πόσα δεν θα επροτιμούσες να πάθη η κόρη σου από αντιζήλους παρά όσα εγώ σου λέγω; Δεν πρέπει διά μικρά πράγματα να προκαλή κανείς μεγάλας δυστυχίας, ουδέ αν αι γυναίκες είμεθα όντα τόσον κακά, οι άνδρες να εξομοιούνται με ημάς κατά την φύσιν. Εγώ, αν μετεχειρίσθην φάρμακα, διά να κάμω στείραν την θυγατέρα σου, όπως αυτή λέγει, με την θέλησίν μου και όχι διά της βίας, θ' αφήσω τον βωμόν αυτόν και θα υποβληθώ εις την κρίσιν του γαμβρού σου. Διότι και αυτόν δεν βλάπτω ολιγώτερον, αν τον καταδικάζω να μείνη χωρίς παιδιά. Εγώ αυτά έχω να είπω διά τον εαυτόν μου. Όσον αφορά εσέ, ένα μόνον παρατηρώ. Ότι διά γυναικείαν έριδα κατέστρεψες και την δυστυχισμένην πόλιν της Τροίας.
ΧΟΡΟΣ Ομίλησες προς άνδρας με περισσοτέραν τόλμη από όση αρμόζει εις γυναίκας και ελησμόνησες την φρόνησιν.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αυτή είναι νίκη μικρή και όχι άξια της βασιλείας μου και, όπως λέγεις, της Ελλάδος. Μάθε όμως ότι εκείνο που χρειάζεται κανείς, του είναι μεγαλύτερον από την άλωσιν της Τροίας. Εγώ θα βοηθήσω την κόρην μου, διότι είναι μεγάλη προσβολή να διωχθή από την συζυγικήν κλίνην. Όλα τα άλλα, τα οποία ημπορεί να πάθη μία γυναίκα είναι ολιγώτερα• το να χάνη όμως τον άνδρα της είναι ως να χάνη την ζωήν της. Ο σύζυγος της κόρης μου έχει το δικαίωμα να διατάσση τους δούλους μου, όπως η κόρη μου και εγώ να διατάσσωμεν τους ιδικούς του. Διότι μεταξύ φίλων, οι οποίοι είναι πραγματικοί φίλοι, δεν υπάρχει τίποτε ιδιαίτερον, αλλά όλα είναι κοινά. Αν λοιπόν, όταν λείπη εκείνος, δεν φροντίσω εγώ διά τα συμφέροντά του, είμαι άνθρωπος φαύλος και όχι φρόνιμος. Αλλά άφησε πλέον τον ναόν αυτής της θεάς, διότι, αν αποθάνης συ, αυτό το παιδί σώζεται από τον θάνατον. Αν όμως συ δεν θέλης ν' αποθάνης, θα φονεύσω αυτό. Ένας από τους δύο σας είναι ανάγκη να αφήση την ζωήν.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον, ποίαν πικράν εκλογήν ζωής μου προτείνεις! Και αν εκλέξω θα είμαι αθλία και αν δεν εκλέξω γίνομαι δυστυχής. Ω συ, που χάριν μικράς αιτίας, μεγάλα κάμνεις, άκουσε με. Διά ποίαν αιτίαν ζητείς τον θάνατον μου; Ποίαν πόλιν επρόδωσα, ποίον από τα παιδιά σου εσκότωσα, πού έβαλα πυρκαϊάν; Διά της βίας εκοιμήθην με τον κύριόν μου και φονεύεις εμέ αντί εκείνου ο οποίος είναι η αιτία; Αφήνεις την αρχήν και φέρεσαι εναντίον του αποτελέσματος; Ω, τι δυστυχία είναι αυτή! Δυστυχισμένη μου πατρίς, πόσα υποφέρω! Τί ανάγκη ήτο να γεννήσω, διά να προσθέσω και άλλο βάρος διπλούν εις τα βάρη μου; Ποία ευχαρίστησις υπάρχει εις την ζωήν μου, και τι, ποίας δυστυχίας να κυττάξω, τας περασμένας ή τας παρούσας; Μήπως δεν είδα την σφαγήν του Έκτορος δεμένου εις το άρμα, και το Ίλιον οικτρώς πυρπολούμενον, εγώ δε η ιδία δεν εισήλθα ως δούλη εις τα πλοία των Αργείων, συρομένη από τα μαλλιά; Όταν έφθασα εις την Φθίαν, μου εδόθη σύζυγος ο φονεύς του Έκτορος. Διατί όμως να κλαίω δι' αυτάς τας παλαιάς δυστυχίας και δεν συλλογίζομαι τα κακά που έχω εμπρός μου; Ένα παιδί μου έμενε, φως της ζωής μου, και αυτό θα μου το σκοτώσουν τώρα, διότι το θέλουν. Αλλά όχι, δεν θα γίνη αυτό διά να σώσω εγώ την αθλίαν μου ζωήν, διότι το να σωθή αυτό, είναι η μόνη μου ελπίς, εις εμέ δε θα είναι αίσχος να μη χαθώ προς χάριν του παιδιού μου. Ιδού λοιπόν αφήνω τον βωμόν και παραδίδομαι εις τα χέρια σας. Σφάξατέ με, φονεύσατέ με, δέσατέ με, κρεμάσατέ με από τον λαιμόν. Ω, παιδί μου, εγώ η μητέρα σου καταβαίνω εις τον Άδην, διά να μη πεθάνης συ! Αν δε σωθής από τον θάνατον, ενθημήσου την μητέρα σου, πόσα υπέφερε κ' εχάθη. Και, όταν σε φιλή ο πατέρας σου, αγκάλιασέ τον και με δάκρυα ειπέ του τι έκαμα. Όλων των ανθρώπων η ζωή των είναι τα παιδιά των. Εκείνος που θα με κατηγορήση, διότι είναι άπειρος από παιδιά, βεβαίως ολιγώτερον πονεί, και δυστυχών είναι πάλιν ευτυχής.
ΧΟΡΟΣ Τα λόγια της μας συνεκίνησαν• διότι τα δυστυχήματα των ανθρώπων, και ξένοι αν είναι, μας προξενούν λύπην, Συ, Μενέλαε, έπρεπε να συμφιλιώσης αυτήν με την κόρην σου, διά ν' απαλλαχθή και αυτή από τα δυστυχήματα της.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ (προς τους ακολούθους του) Δούλοι, πάρετέ μου την αυτήν και δέσατε της τα χέρια. Διότι δεν πρόκειται ν' ακούση ευχάριστα λόγια. Εγώ, διά ν' αφήσης τον άγιον βωμόν της θεάς, σε ηπείλησα με τον θάνατον αυτού του παιδιού και σε ηνάγκασα να έλθης εις τα χέρια μου, διά να σε σκοτώσω. Και αυτά μεν μάθε ότι είναι αποφασισμένα δι' εσέ. Ότι όμως αφορά εις αυτό το παιδί θα το αποφασίση η κόρη μου, αν θέλη να το σκοτώση, ή όχι. Πήγαινε τώρα εις τανάκτορα, διά να μάθης, δούλη εσύ, να υβρίζης τους ελευθέρους.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον, με ηπάτησες, με δόλον μ' έπεισες!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν το αρνούμαι, το διακηρύττω φανερά εις όλους.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αυτή είναι η σοφία που θαυμάζουν εις τον Ευρώταν;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Και εις την Τροίαν επίσης εκδικούνται εκείνους που υβρίζουν.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Τα δε θεία δεν τα νομίζεις θεία, και δεν σου φαίνεται ότι θα δώσης λόγον;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όταν έλθη ο καιρός, θα τα υποστώ. Αλλά εσέ θα σε φονεύσω.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Και αυτό το παιδί θα το αποσπάσης από την [τα] αγκάλην της μητέρας του;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως όχι• αν θέλη όμως η κόρη μου, θα της το δώσω να το φονεύση.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον! Πώς να σε κλάψω, παιδί μου!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως και αυτό δεν ημπορεί να έχη πολλάς ελπίδας.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω μισητότεροι όλων των ανθρώπων, κάτοικοι της Σπάρτης, δόλιοι εις τας σκέψεις σας, βασιλείς του ψεύδους, μηχανορράφοι των κακών, που δεν σκέπτεσθε τίποτε ίσιον και τίμιον αλλά περίπλοκα μόνον, αδικία είναι να ευτυχήτε εις την Ελλάδα. Ποίον έγκλημα σάς είναι άγνωστον; Δεν είναι πυκνοί οι φόνοι σας; Δεν είσθε αισχροκερδείς; Δεν συλλαμβάνεσθε διαρκώς ότι άλλα λέγετε με την γλώσσαν και άλλα σκέπτεσθε; Δυστυχία εις σας! Δι' εμέ ο θάνατος δεν είναι τόσον τρομερός, όσον νομίζεις. Διότι εγώ εχάθηκα από την ημέραν που κατελήφθη η Τροία και εφονεύθη ο γενναίος σύζυγός μου, ο οποίος πολλάκις σ' έκαμε να τρέχης από την ξηράν, όπου ήσουν εις τα πλοία ναύτης. Τώρα φαίνεσαι γενναίος μαχητής εναντίον μιας γυναικός και με φονεύεις. Κτύπησέ με, διότι ποτέ δεν θα κολακεύσω σε και την κόρην σου. Αν συ ήσουν μεγάλος εις την Σπάρτην, κ' εγώ όμως ήμουν εις την Τροίαν. Αν δε εγώ δυστυχώ τώρα, μην υπερηφανεύεσαι και σε θα εύρη με την σειράν σου η δυστυχία.
(Απάγεται από τους δούλους. Ο Μενέλαος εξέρχεται με τους ακολούθους).
ΣΚΗΝΗ Β'.
ΧΟΡΟΣ Ποτέ δεν θα επαινέσω εκείνον τον άνθρωπον, ο οποίος έχει δύο γυναίκας και παιδιά από δύο μητέρας, διότι αυτό φέρει διενέξεις εις την οικογένειαν και πικράν λύπην. Είθε ο ιδικός μου σύζυγος ν' αρκήται εις εμέ μίαν γυναίκα και να μη φέρη αντίζηλον εις το νυμφικόν μας κρεββάτι. Και η πόλις δύο άρχοντας δεν υποφέρει ευκολώτερα από τον ένα, διότι επάνω εις το ένα βάρος προστίθεται άλλο, και γίνεται αφορμή να στασιάζουν οι πολίται. Ακόμη και εις τους ποιητάς αι Μούσαι αγαπούν να γεννούν διχονοίας, όταν δύο με επιμέλειαν συνθέτουν τον ίδιον ύμνον. Όταν δε γοργαί πνοαί άνεμου σπρώχνουν τα πλοία, δύο γνώμαι των πηδαλιούχων και πυκνόν πλήθος σοφών δεν αξίζουν όσον ένας άνθρωπος, ολιγώτερον ειδήμων αλλ' απόλυτος κύριος. Έτσι η εξουσία και εις τας οικογενείας και εις τας πόλεις είναι αναγκαία, όταν θέλη κανείς να μην αφήση να του φύγη μία ευκαιρία. Το αποδεικνύει η Λάκαινα, η κόρη του στρατηλάτου Μενελάου, η οποία έφερε την φωτιάν εις μίαν οικογένειαν, γίνεται δε αιτία να φονευθή τώρα η δυστυχισμένη κόρη της Τροίας μαζί με το παιδί της. Άθεοι, άνομοι, εναντίον της φύσεως είναι ο φθόνος. Συ δε, ω δέσποινα, θα μετανοήσεις κάποτε δι' όσα κάμνεις τώρα. Αλλά βλέπω να προχωρά προς τανάκτορα το ζεύγος το οποίον είναι τόσον στενά συνδεδεμένον με μίαν απόλαυσιν θανατικών. Ω δυστυχισμένη γυναίκα και συ άμοιρο παιδί, που πεθαίνεις, διά να πληρώσης τον γάμον της μητέρας σου, ενώ είσαι αθώον συ και τίποτε κακόν δεν έκαμες εις τους βασιλείς!
ΣΚΗΝΗ Γ'.
ΧΟΡΟΣ — ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ — ΜΟΛΟΣΣΟΣ
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ιδού εγώ με αρματωμένα τα χέρια από τους βρόχους κατεβαίνω εις τον κάτω κόσμον.
ΜΟΛΟΣΣΟΣ Αα, μητέρα μου, μητέρα μου, κ' εγώ κατεβαίνω μαζί σου κάτω από τα φτερά σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Θύμα της σφαγής. Ω, βασιλείς της Φθίας!
ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, πατέρα, έλα να μας βοηθήσης!
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, αγαπημένο μου παιδί, θα κοιμηθής μέσα εις την γην εις το στήθος της δυστυχισμένης μητέρας σου νεκρόν και συ κάτω από το χώμα κοντά εις την νεκράν!
ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονον, τι θα μου κάμουν κ' εμένα και εις εσένα, μητέρα!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πηγαίνετε εις τον Άδην, διότι ήλθατε από εχθρικήν πόλιν. Πεθαίνετε και οι δύο από διπλήν απόλαυσιν. Συ μεν φονεύεσαι με την ιδικήν μου απόφασιν, το δε παιδί αυτό κατ' απόφασιν της Ερμιόνης. Μεγάλη αφροσύνη είναι ο εχθρός να φείδεται του εχθρού του, όταν ημπορή να τον φονεύση και ν' απαλλάξη από αυτόν την οικίαν.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, σύζυγε μου, υιέ του Πριάμου, διατί να μην έχω το χέρι σου και το δόρυ σου να με βοηθήσουν!
ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονον, με τι μαγικόν τραγούδι να σωθώ από τον θάνατον!
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πέσε εις τα πόδια του δεσπότου σου, παιδί μου, και παρακάλεσέ τον.
ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αγαπητέ μου, μη με παραδώσης εις τον θάνατον!
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αναλύομαι εις δάκρυα, αι κόραι μου στάζουν διαρκώς όπως η πηγή, η οποία τρέχει από βράχον ανήλιον.
ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονόν μου, πως να σωθώ από αυτήν την δυστυχίαν!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι πέφτεις εις τα πόδια μου και με παρακαλείς, όπως το κύμα εις τον βράχον της θαλάσσης; Εγώ είμαι ο προστάτης της ιδικής μου οικογενείας, δι' εσέ όμως δεν αισθάνομαι καμμίαν αγάπην, διότι πολύ από την ζωήν μου κατηνάλωσα, διά να γίνω κύριος της Τροίας και της μητέρας σου. Αφού έχεις την απόλαυσιν να είσαι παιδί της, θα κατέβης μαζί της εις τον Άδην.
ΧΟΡΟΣ Ιδού ότι έρχεται προς τα εδώ ο γέρων Πηλεύς σπεύδων με το γεροντικόν του βήμα.
ΣΚΗΝΗ Γ'.
ΟΙ ΑΥΤΟΙ—ΠΗΛΕΥΣ
ΠΗΛΕΥΣ Σας ερωτώ, ω γυναίκες, καθώς και αυτόν, ο οποίος είναι έτοιμος διά σφαγήν τι συμβαίνει, και διατί; Ποία η αιτία της ταραχής εις τα ανάκτορα; Τι σημαίνει αυτή η εκτέλεσις χωρίς δίκην; Στάσου, Μενέλαε. Μη σπεύδης να εκτελέσης χωρίς δίκην. (Προς τον δούλον). Συ, οδήγησε με γρηγορώτερα. Διότι μου φαίνεται ότι δεν επιτρέπεται αργοπορία, αλλά τώρα παρά ποτέ άλλοτε θα ηυχόμην να είχα νεανικήν δύναμιν. Και πρώτον μεν προς αυτούς ας διευθύνωμεν ευνοϊκόν άνεμον, όπως εκείνον που φουσκώνει τα πανιά των πλοίων. Ειπέ μου συ, ποία δίκη απεφάσισε να σου δέσουν τα χέρια και να σε οδηγήσουν εδώ με το παιδί σου; Φέρεσαι προς το θάνατον ως προβατίνα με το αρνί της, ενώ εγώ δεν είμαι παρών ούτε ο σύζυγος σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Καθώς βλέπεις, ω γέρον, αυτοί με οδηγούν να αποθάνω μαζί με το παιδί μου. Τι κάθομαι όμως και σου λέγω, ενώ τα γνωρίζεις; Εγώ δεν σου έστειλα ένα αλλά πολλούς αγγελιοφόρους, από την ανυπομονησίαν μου. Βεβαίως θα ήκουσες την διχόνοιαν, η οποία εγεννήθη εις την οικογένειαν ένεκα της κόρης αυτού, και διά την οποίαν εγώ πεθαίνω τώρα. Και τώρα με απέσπασαν από τον βωμόν της Θέτιδος, η οποία σου εγέννησε τον ευγενή σου υιόν και την οποίαν τόσον σέβεσαι, συ, χωρίς να με δικάσουν εις δίκην ουδέ να περιμένουν να επιστρέψουν οι ιδικοί μου, και επειδή γνωρίζουν την ερημίαν μου και αυτού τού παιδιού, το οποίον δεν πταίει εις τίποτε, πηγαίνουν να το φονεύσουν μαζί με εμέ την δυστυχισμένην. Σε εξορκίζω, ω γέρον, και σε ικετεύω πεσμένη εις τα πόδια σου—διότι δεν μου επιτρέπεται με το χέρι μου να εγγίσω το αγαπημένον σου πρόσωπον—σώσε μας, διά το όνομα των θεών. Άλλως θα αποθάνωμεν και αυτό θα είναι δυστυχία μεν δι' ημάς, αίσχος δε διά σας.
ΠΗΛΕΥΣ Σας διατάσσω να λύσετε τα δεσμά, πριν κανείς σας μετανοήση, και ν' αφήσετε ελεύθερα τα χέρια της.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Το απαγορεύω όμως εγώ, ο οποίος εδώ δεν είμαι κατώτερός σου, και έχω περισσότερα δικαιώματα από σε εις αυτήν την γυναίκα.
ΠΗΛΕΥΣ Πώς; ήλθες εδώ να γίνης κύριος του οίκου μου; Δεν σε φθάνει ότι είσαι κύριος της Σπάρτης;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εγώ την έλαβα αιχμάλωτον εις την Τροίαν.
ΠΗΛΕΥΣ Ο υιός του υιού μου όμως την επήρε βραβείον της νίκης.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν είναι ιδικόν μου ό,τι ανήκει εις αυτόν, όπως ιδικόν του ό,τι ανήκει εις εμέ;
ΠΗΛΕΥΣ Βεβαίως, αλλά όταν πρόκειται να το μεταχειρισθής καλά. Όχι όμως όταν πρόκειται και να κακομεταχειρισθής και να φονεύσης διά της βίας.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν θα την αποσπάσης ποτέ αυτήν από τα χέρια μου.
ΠΗΛΕΥΣ Με αυτό το σκήπτρον θα σου ματώσω το κεφάλι.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Άγγιξε με και έλα πλησίον διά να μάθης…
ΠΗΛΕΥΣ Ω χειρότερε από τους κακούς, σου επιτρέπεται να ομιλής μεταξύ των ανδρών, και να υπολογίζεσαι μεταξύ αυτών συ, του οποίου την γυναίκα ετόλμησε να κλέψη ένας από την Φρυγίαν; Συ, ο οποίος άφησες οπίσω σου τανάκτορα αφύλακτα και χωρίς φρουράν ως να είχες γυναίκα φρόνιμην, ενώ είχες την χειροτέραν όλων των γυναικών; Και αν ήθελε δε, πώς θα έμενε φρόνιμη Σπαρτιάτις κόρη; Δεν γνωρίζομεν ότι αφήνουσαι την πατρικήν οικίαν πηγαίνουν με τους νέους εις τας παλαίστρας και εις τον δρόμον, με γυμνούς τους μηρούς και κοντά τα φορέματα; Ποίοι άνθρωποι φρόνιμοι θα το ηνείχοντο αυτό; Και έπειτα πρέπει να θαυμάζη κανείς διατί δεν είναι αι γυναίκες σας σεμναί; Δι' αυτά πρέπει να ερωτήσης την Ελένην, η οποία αφήσασα το σπίτι του συζύγου της έφυγε με ένα νέον άνδρα, εις ξένην γην. Και έπειτα προς χάριν εκείνης εσύ, συναθροίσας τόσον στρατόν των Ελλήνων, τον ωδήγησες εις το Ίλιον. Ενώ έπρεπεν, αφ'ού την εγνώριζες καλά, όχι μόνον να μη ζητήσης να την πάρης οπίσω, αλλά να την αφήσης να μένη εκεί και να την πληρώνης, διά να μη επιστρέψη ποτέ εις το σπίτι σου. Αλλ' αυτό δεν ήλθεν εις τον νουν σου. Αλλά πολλάς ψυχάς γενναίας έστειλες εις τον Άδην και άφησες γραίας χωρίς παιδιά, και από γέροντας πατέρας αφήρεσες τα γενναία παιδιά. Μεταξύ αυτών είμαι κ' εγώ ο δυστυχής, σε βλέπω δε τώρα δεσπότην μολυσμένον από τον φόνον του Αχιλλέως. Συ μόνος ήλθες από την Τροίαν χωρίς καν να πληγωθής, και έφερες οπίσω τα μεγαλοπρεπή όπλα σου μέσα εις χρυσάς θήκας, όμοια όπως ήσαν όταν τα επήγες. Εγώ επανειλημμένως το είπα εις τον Αχιλλέα, μήτε με σε να συγγενεύση μήτε να δεχθή εις το σπίτι του την κόρην μιας κακής γυναικός, διότι αι θυγατέρες επαναλαμβάνουν τα αίσχη των μητέρων. Και σεις όλοι όσοι πρόκειται να νυμφευθήτε, προσέξετε η σύζυγος που θα πάρετε να είναι κόρη καλής μητέρας. Μήπως εις όλα αυτά δεν προσέθεσες και αυτό το έγκλημα, συστήσας εις τον αδελφόν σου να θυσιάση την κόρην του; Τόσον εφοβήθης μήπως δεν πάρης οπίσω την κακήν εκείνην γυναίκα; Όταν δε κατέλαβες την Τροίαν — διότι πρέπει να έλθω και εις αυτά τα άθλα σου — δεν εσκότωσες την γυναίκα αυτήν, όταν ήλθεν εις τα χέρια σου. Αλλά μόλις σου έδειξε το στήθος της έρριψες το ξίφος, και εδέχθης να σε φιλήση εκείνη που σ' επρόδωκε• τόσον σου ήτον αδύνατον ναντισταθής εις την Αφροδίτην, ω ανανδρότατε συ. Και έπειτα έρχεσαι εις το σπίτι των παιδιών μου και κάμνεις τον κύριον, ενώ ο υιός μου λείπει, και φονεύεις ατίμως μίαν δυστυχισμένης γυναίκα, και ένα παιδί, το οποίον, και τρεις φορές νόθον αν ήτο, θα κάμη και σε και την κόρην σου να κλάψετε. Διότι, όπως πολλάκις η λεπτή γη νικά εις την καλλιέργειαν την βαθείαν, έτσι και πολλοί νόθοι είναι καλλίτεροι των γνησίων. Πάρε τώρα την κόρην σου και πήγαινε• είναι καλλίτερον εις τους ανθρώπους να έχουν πτωχόν αλλά τίμιον γαμβρόν και φίλον παρά πλούσιον και κακόν. Συ δεν αξίζεις τίποτε.
ΧΟΡΟΣ Από μικράν αφορμήν μεγάλην φιλονεικίαν γεννά η γλώσσα των ανθρώπων. Διά τούτο και οι φρόνιμοι άνθρωποι προσέχουν να μην έλθουν εις φιλονεικίαν με τους φίλους των.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι να ειπή κανείς διά τους γέροντας, οι οποίοι φημίζονται ως σοφοί και δι' εκείνους όπου μεταξύ των Ελλήνων θεωρούνται ότι έχουν κρίσιν, αφού συ ο Πηλεύς, υιός ενδόξου πατρός, συγγενεύσας μαζί μου, λέγεις λόγια ατιμωτικά και δι' εσέ και υβριστικά δι' ημάς; Και αυτά χάριν μιας γυναικός βαρβάρου, την οποίαν έπρεπε να την διώξης πέραν του Νείλου και πέραν του Φάσιος, διά παντός, αφ' ου είναι από την Ασίαν, όπου τόσοι Έλληνες έπεσαν νεκροί, και είναι συνένοχος εις τον φόνον του υιού σου; Διότι ο Πάρις, ο οποίος εσκότωσε τον Αχιλλέα, ήτο αδελφός του Έκτορος, αυτή δε είναι σύζυγος του Έκτορος. Και όμως συ κατοικείς μαζί της, κάτω από την ιδίαν στέγην, και την ανέχεσαι να τρώγη εις το ίδιον μ' εσέ τραπέζι, και την αφήνεις να γεννά εις το σπίτι σου παιδιά, τα οποία είναι εχθροί; Και τώρα που εγώ, φροντίζων και δι' εσέ και δι' εμέ, θέλω να την σκοτώσω, την αφαιρείς μέσα από τα χέρια μου; Ας το σκεφθώμεν όμως μαζί — διότι δεν είναι εντροπή να γίνεται λόγος περί αυτού — αν η ιδική μου κόρη δεν γεννήση παιδιά, γεννηθούν όμως απ' αυτήν, θα ταφήσης να γίνουν βασιλείς αυτού του τόπου, της Φθιώτιδος; Και ενώ αυτά θα κατάγωνται από βαρβάρους θα βασιλεύσουν επί των Ελλήνων; Και έπειτα εγώ παραλογίζομαι σκεπτόμενος άδικα, ενώ συ είσαι φρόνιμος; Σκέψου και τούτο• αν έδιδες την κόρη σου γυναίκα εις ένα πολίτην κ' επάθαινε ό,τι έπαθε η ιδική μου, θα το υπέφερες σιωπών; Εν τούτοις χάριν μιας ξένης υβρίζεις τους συγγενείς και τους φίλους. Ίσα όμως είναι τα δικαιώματα του ανδρός και της γυναικός, και όταν αυτή υβρίζεται από τον άνδρα της και όταν εκείνος έχη γυναίκα άπιστον. Και εκείνος μεν έχει ο ίδιος την δύναμιν εις τα χέρια του, εκείνη όμως από τους γονείς και τους φίλους περιμένει βοήθειαν. Δεν κάμνω λοιπόν τίποτε άδικον αν βοηθώ τους ιδικούς μου. Είσαι γέρων, γέρων. Όταν δε ομιλής διά την στρατηγίαν, με ωφελείς περισσότερον παρά αν εσιωπούσες. Η Ελένη δεν έσφαλε με την θέλησίν της, αλλά διότι το ήθελαν οι θεοί. Και αυτό το σφάλμα της πολύ ωφέλησε την Ελλάδα, διότι οι Έλληνες, άπειροι εις τα όπλα και εις τον πόλεμον, απέκτησαν ανδρείαν, η δε πείρα είναι όλων των ανθρώπων διδάσκαλος. Αν δε εγώ, όταν είδα την γυναίκα μου, εκρατήθην και δεν την εσκότωσα, έκαμα φρόνιμα. Ήθελα και συ να μην είχες φονεύση τον Φώκον, τον αδελφόν σου. Αυτά τα είπα προς χάριν σου και όχι από οργήν. Εάν συ, παραφέρεσαι, αυτό οφείλεται εις το ότι συ έχεις μεγαλυτέραν την γλώσσαν, εγώ όμως θεωρώ κέρδος μου την φρόνησιν.
ΧΟΡΟΣ Παύσατε πλέον αυτά τα ανωφελή λόγια, διά να μη συμβή τίποτε δυσάρεστον και εις τους δύο.
ΠΗΛΕΥΣ Ω, πόσον κακή συνήθεια επικρατεί εις την Ελλάδα! Όταν ο στρατός στήση εχθρικά τρόπαια, δεν θεωρείται αυτό έργον εκείνων που εκοπίασαν, αλλά η δόξα προσφέρεται εις τον στρατηγόν, ο οποίος, μολονότι δεν κάμνει τίποτε περισσότερον παρά να μεταχειρίζεται το δόρυ του όπως χίλιοι άλλοι, εν τούτοις φημίζεται περισσότερον από όλους. Σοβαροί καταλαμβάνοντες τας αρχάς της πόλεως, περιφρονούν τον λαόν με την υπερηφάνειάν των, μολονότι πραγματικώς δεν αξίζουν τίποτε. Και όμως οι άλλοι είναι χιλιάκις καλλίτεροι των, εάν είχαν τόλμην και θέλησιν. Απαράλλακτα και συ και ο αδελφός σου, υπερηφανεύεσθε διά την αρχηγίαν του Τρωικού πολέμου, στηριζόμενοι εις τους κόπους και εις τους πόνους των άλλων. Αλλά εγώ θα σε μάθω να μη θεωρής τον Ιόνιον Πάριν εχθρόν επιφοβώτερον από τον Πηλέα, αν δεν φύγης το ταχύτερον από τανάκτορα αυτά μαζί με την στείραν θυγατέρα σου, άλλως ο υιός μου θα την διώξη σύρων αυτήν από τα μαλλιά. Αυτή η στείρα αγελάς δεν θ' ανεχθή άλλην να γεννά παιδιά, ενώ αυτή δεν έχει. Αλλ' αν εκείνη δεν έχει την τύχην ν' αποκτήση παιδιά, πρέπει και ημείς να μείνωμεν χωρίς παιδιά; (Προς τους δούλους) Απομακρυνθήτε απ'αυτήν, δούλοι, διά να ίδω αν υπάρχει κανείς που θα με εμποδίση να της λύσω τα χέρια. Ανασηκώσου συ, διά να λύσω εγώ, αν και τρέμων, τους δεσμούς των ιμάντων σου (την εξετάζει). Πώς κατώρθωσες, άθλιε, να κακομεταχειρισθής τόσον αυτά τα χέρια; Ταύρον ή λέοντα ενόμιζες ότι δένεις; Ή μήπως εφοβήθης ότι θ' αρπάξη το ξίφος και θα υπερασπισθή; Έλα εις την αγκάλην μου, παιδί μου, και βοήθησε με να λύσωμεν τα δεσμά της μητέρας σου. Κ' εγώ θα σε αναθρέψω εις την Φθίαν, διά να γίνης αμείλικτος εχθρός αυτών εδώ. Αν από σας τους Σπαρτιάτας έλειπεν η δόξα των όπλων και η πείρα των πολέμων, εις τα άλλα δεν θα είχατε καμμίαν υπεροχήν.
ΧΟΡΟΣ Οι γέροντες είναι βίαιοι, και δύσκολα προφυλάττονται από τον θυμόν.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πολύ φέρεσαι προς τας ύβρεις. Εγώ ελθών εδώ δεν θα κάμω τίποτε κακόν διά της βίας, ούτε θα ανεχθώ. Και τώρα μεν — επειδή δεν έχω καιρόν να χάνω — επιστρέφω οπίσω. Διότι υπάρχει μία πόλις, όχι μακράν από την Σπάρτην, η οποία πριν ήτο φιλική μου, αλλά τώρα έγινεν εχθρά. Αυτήν λοιπόν θέλω να την εμπρήσω και να την καταλάβω με τον στρατόν μου. Όταν τακτοποιήσω τα εκεί όπως θέλω, θα έλθω πάλιν και εμπρός εις τον γαμβρόν μου θα είπω ό,τι έχω να είπω και θ' ακούσω τι θα μου απαντήση. Αν τιμωρήση αυτήν και εις το μέλλον είναι τίμιος απέναντι μου, τίμιον θα με εύρη και εμέ. Αν όμως παραφερθή, θα δοκιμάση την παραφοράν μου, θα τον μεταχειρισθώ όπως και εκείνος θα με μεταχειρισθή. Όσον αφορά εις τας ύβρεις σου τας ανέχομαι εύκολα. Διότι είσαι όμοιος με σκιάν, με την διαφοράν ότι έχεις φωνήν, μόνον δε να λέγης έχεις δύναμιν και είσαι αδύνατος, εις κάθε άλλο.
(Εξέρχεται)
ΣΚΗΝΗ Γ'.
ΟΙ ΑΥΤΟΙ — ΠΛΗΝ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ
ΠΗΛΕΥΣ Προχώρησε, παιδί μου, εμπρός εδώ εις την αγκάλη μου, όπως και συ, ω δυστυχισμένη. Αφού σε εύρε δεινή τρικυμία, τώρα πλέον ευρίσκεις λιμένα ήσυχον.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ο γέρον, είθε οι θεοί να δώσουν ευτυχίαν εις σε και εις τους δικούς σου, αφού έσωσες το παιδί μου και εμέ την δυστυχισμένην. Πρόσεξε όμως, μήπως αυτοί κρυμμένοι εις κανέν έρημον μέρος του δρόμου με αρπάσουν διά της βίας, βλέποντες ότι συ είσαι γέρων, εγώ γυναίκα αδύνατη και αυτό εδώ μωρό παιδί. Κύτταξε λοιπόν μήπως εσώθημεν τώρα, αλλά ξαναπέσωμεν στα χέρια των.
ΠΗΛΕΥΣ Μη λέγης λόγια δειλά γυναικών. Προχώρει. Εκείνος ο οποίος θα τολμήση να μας εγγίξη, θα μετανοήση. Με την βοήθειαν των θεών, με το ιππικόν μου και τους οπλίτας μου βασιλεύω επί της Φθίας. Είμαι ακόμη δυνατός και όχι γέρων, όπως νομίζεις. Με άνθρωπον όπως αυτός, αρκεί να τον κυττάξω μόνον διά να τον νικήσω, αν και γέρων. Διότι ο γέρων, όταν έχη καρδίαν, είναι καλλίτερος από πολλούς νέους. Τι σημαίνει να έχη κανείς δύναμιν, όταν είναι δειλός;
(Εξέρχεται με την Ανδρομάχην και τον Μολοσσόν).
ΣΚΗΝΗ Δ'.
ΧΟΡΟΣ
ΧΟΡΟΣ Είθε ή να μη γεννηθή κανείς εις τον κόσμον, ή να γεννηθή από γονείς ευγενείς και οικογένειαν δυνατήν. Διότι, όταν πάθη κανείς κάτι κακόν, οι ευγενείς δεν μένουν χωρίς βοήθειαν. Και εις τας ευτυχίας οι δυνατοί έχουν τιμήν και δόξαν. Το γήρας δεν αφαιρεί τα ίχνη των μεγάλων ανδρών, η δε αρετή των λάμπει και μετά τον θάνατόν των. Προτιμότερον είναι να μην επιτύχη κανείς νίκην δυσφημισμένην, παρά με τον φθόνον και με την δύναμιν να παραβιάζη κανείς το δίκαιον. Εις την αρχήν αυτή η νίκη είναι ευχάριστος εις τους ανθρώπους, αλλά με τον καιρόν μεταβάλλεται εις πικρίαν και ατιμάζει την οικογένειαν. Αυτήν την ζωήν τιμώ, αυτήν την ζωήν εννοώ, καμμία δύναμις δεν υπάρχει εκτός της δικαιοσύνης ούτε εις την οικογένειαν, ούτε εις την πόλιν.
Ω γέρον, υιέ του Αιακού, το πιστεύω ότι έλαμψες εις τον πόλεμον των Λαπιθών και των Κενταύρων, και με το πλοίον την Αργώ επέρασες την αφιλόξενον θάλασσαν και τας αγρίας Συμπληγάδας, και όταν εις το Ίλιον πρώτην φοράν ο ένδοξος υιός του Διός, ο Ηρακλής, έσπειρε την σφαγήν, συ συνεμερίσθης τους άθλους του και έφθασες ένδοξος εις την Ευρώπην.
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΙΣ Γ'.
ΣΚΗΝΗ Α'.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ — ΧΟΡΟΣ
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω, φίλταται γυναίκες, πώς η μία δυστυχία ακολουθεί την άλλην σήμερα! Μέσα εις το σπίτι η κυρία μου, η Ερμιόνη, αφού έφυγεν ο πατέρας της και εσκέφθη τι ήθελε να κάμη, να σκοτώση την Ανδρομάχην και το παιδί της, θέλει ν' αυτοκτονήση. Τρέμει μήπως ο άνδρας της, όταν μάθη τι έγινε, την διώξη από το σπίτι, ή την σκοτώση, επειδή εζήτησε και αυτή να σκοτώση εκείνους που έπρεπε να σεβασθή. Μόλις οι δούλοι κατορθώνουν να την κρατήσουν να μη κρεμασθή, και της αρπάζουν από το χέρι το σπαθί που θέλει να τρυπηθή. Τόση είναι η λύπη της και τόσον αναγνωρίζει ότι όσα έκαμε πριν δεν ήσαν καλά καμωμένα. Εγώ λοιπόν εκουράσθηκα να την εμποδίζω να κρεμασθή. Πηγαίνετε τώρα και σεις μέσα και προσπαθήσατε να την αποτρέψητε από τον θάνατον. Επειδή από τους φίλους που έχει συνηθίση κανείς περισσότερον πείθουν εκείνοι που έρχονται νέοι.
ΧΟΡΟΣ Έρχεται, πραγματικώς, από τανάκτορα βοή των υπηρετών δι' όσα μας αναγγέλλεις. Η δυστυχισμένη δείχνει πόσον μετανοεί δι' όσα έκαμε. Α, να που βγαίνει από τανάκτορα και ξεφεύγει από τα χέρια των δούλων με τον πόθον να πεθάνη.
ΣΚΗΝΗ Β'.
ΑΙ ΑΥΤΑΙ — ΕΡΜΙΟΝΗ — Η ΤΡΟΦΟΣ
ΕΡΜΙΟΝΗ Ω, αφήστε με να τραβήξω τα μαλλιά μου και να σχίσω το πρόσωπον μου με τα νύχια μου.
ΤΡΟΦΟΣ Κόρη μου, τι κάνεις; Γιατί πληγώνεις έτσι το σώμα σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ Ω, πήγαινε να χαθής εις τους ανέμους, λεπτόν πέπλον των μαλλιών μου.
ΤΡΟΦΟΣ Παιδί μου, σκέπασε το στήθος σου, με τον πέπλον.
ΕΡΜΙΟΝΗ Γιατί να σκεπάσω το στήθος μου, αφού έκαμα τόσον φανερόν κακόν εις τον άνδρα μου, χωρίς να το κρύψω;
ΤΡΟΦΟΣ Απελπίζεσαι, επειδή εσκέφθης να σκοτώσης την άλλην γυναίκα του ανδρός σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ Κατηραμένη η σκέψις μου, που ετόλμησα να το κάμω αυτό, εγώ η κατηραμένη, η μισητή εις τους άνδρας.
ΤΡΟΦΟΣ Ο άνδρας σου θα σου συγχώρηση αυτήν την αμαρτίαν.
ΕΡΜΙΟΝΗ Γιατί μου επήρατε το σπαθί από τα χέρια; Δόσε μου το, δόσε μου να περάσω το στήθος μου. Γιατί μ' εμποδίσατε να κρεμασθώ;
ΤΡΟΦΟΣ Μπορώ να σ' αφήσω να πεθάνης, αφού παραλογίζεσαι;
ΕΡΜΙΟΝΗ Αλλοίμονον! Τι τύχη είναι αυτή; Πού να εύρω φωτιάν να πέσω; Πού να εύρω ένα βράχον κοντά εις την θάλασσαν; Ή επάνω εις τα βουνά μέσα σε δάσος να πεθάνω και να κατεβώ εις τον κάτω κόσμον;
ΤΡΟΦΟΣ Γιατί να βασανίζεσαι έτσι; Την δυστυχίαν την στέλλουν οι θεοί εις τους ανθρώπους, άλλοτε εις τον ένα, άλλοτε εις τον άλλον.
ΕΡΜΙΟΝΗ Με άφησες, πατέρα, με άφησες σαν καράβι χωρίς τιμόνι και χωρίς κουπιά εις την θάλασσαν, θα με σκοτώση, θα με σκοτώση ο άνδρας μου. Δεν θα μείνω πια εις αυτό το παλάτι που έκαμα τους γάμους μου. Εις τίνος θεού άγαλμα να πέσω ικέτις; Να πέσω ως δούλη εις τα πόδια της δούλης; Είθε να ήμουν πουλί να επετούσα μακρυά από την Φθιώτιδα. Ή να ήμουν εκείνο το πλοίον από πεύκην που επέρασε πρώτον τας Συμπληγάδας…
ΤΡΟΦΟΣ Κόρη μου, δεν σ' επήνεσα ούτε την υπερβολήν σου τότε που εζητούσες να σκοτώσης την γυναίκα από την Τροίαν, αλλά ούτε τώρα εγκρίνω τους υπερβολικούς σου φόβους. Ο άνδρας σου δεν θα σε διώξη πεισθείς εις τα λόγια μιας βαρβάρου δούλης. Διότι εσένα δεν σ' έφερε αιχμάλωτον από την Τρωάδα, αλλά είσαι κόρη πατρός ενδόξου, την οποίαν επήρε μαζί με πολλήν προίκα και από μίαν πόλιν ευτυχισμένην. Ο πατέρας σου δεν θα σε αφήση να σε διώξουν απ' εδώ, όπως νομίζεις. Πήγαινε όμως μέσα και μη φαίνεσαι έξω από τανάκτορα, μη σε κακολογήσουν ότι είσαι έξω από το σπίτι σου, κόρη μου.
(Η Ερμιόνη, η τροφός και αι δούλαι εισέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ'.
ΧΟΡΟΣ, έπειτα ΟΡΕΣΤΗΣ
ΧΟΡΟΣ Να ένας ξένος, όπως φαίνεται από το εξωτερικόν του, που έρχεται τρεχάτος προς τα εδώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ (εισερχόμενος) Ξέναι, αυτά είναι τα βασιλικά ανάκτορα του υιού του Αχιλλέως;
ΧΟΡΟΣ Αυτά είναι. Αλλά συ ποίος είσαι που μας ερωτάς;
ΟΡΕΣΤΗΣ Εγώ είμαι ο υιός του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας και ονομάζομαι Ορέστης. Πηγαίνω εις την Δωδώνην, εις το μαντείον του Διός• όταν όμως έφθασα εδώ εις την Φθίαν, εσκέφθην να έλθω να μάθω διά μίαν συγγενή μου γυναίκα αν ζη και αν είναι ευτυχής, την Ερμιόνην από την Σπάρτην. Διότι, αν και ζη πολύ μακρυά από ημάς, όμως την αγαπώ.
ΣΚΗΝΗ Δ'.
ΟΙ ΑΥΤΟΙ — ΕΡΜΙΟΝΗ
ΕΡΜΙΟΝΗ
(η οποία από την θύραν είχεν ακούση τον Ορέστην)
Ω υιέ του Αγαμέμνονος, μου φαίνεσαι όπως φαίνεται ο λιμήν εις τους ναυτικούς εις ώραν τρικυμίας. Εις τα γόνατά σου πέφτω και σε παρακαλώ, λυπήσου με, καθώς, με βλέπεις, εις την δυστυχίαν μου. Αν δεν έχω τους κλάδους των ικετών, όμως καταθέτω τα χέρια μου εις τα γόνατα σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τι τρέχει; Μήπως έχω λάθος ή είναι αυτή η κόρη του Μενελάου, η βασίλισσα αυτών των ανακτόρων;
ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτή είναι που μοναχοκόρην την εγέννησε η Ελένη η κόρη του Τυνδάρου. Δεν έχεις λάθος.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ω Απόλλων, εύρε λύσιν εις τας δυστυχίας. Τι συμβαίνει; Άρά γε από τους θεούς ή από τους ανθρώπους πάσχεις;
ΕΡΜΙΟΝΗ Άλλα υποφέρω εξ αιτίας εμού της ιδίας, άλλα από τους θεούς, άλλα από τον άνδρα μου. Όλα με καταδιώκουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τι να σου συμβαίνη; Αφού δεν έχεις παιδιά, τι άλλην συμφοράν ημπορείς να έχης παρά ν' αδικήσαι εις τον έρωτα σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτό μου συμβαίνει. Καλά εμάντευσες.
ΟΡΕΣΤΗΣ Μήπως άλλην γυναίκα προτιμά από εσέ ο σύζυγός σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, την αιχμάλωτον, την γυναίκα του Έκτορος.
ΟΡΕΣΤΗΣ Κακόν αυτό, ένας άνδρας να έχη δύο γυναίκας
ΕΡΜΙΟΝΗ Ακριβώς. Κ εγώ ηθέλησα να αμυνθώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ Της έστησες καμμίαν παγίδα, όπως κάμνουν αι γυναίκες;
ΕΡΜΙΟΝΗ Ηθέλησα να την σκοτώσω εκείνην και το παιδί της το νόθον.
ΟΡΕΣΤΗΣ Και το έκαμες ή σ' εμπόδισε τίποτε;
ΕΡΜΙΟΝΗ Με εμπόδισε ο γέρων Πηλεύς, ο οποίος την επροστάτευσε.
ΟΡΕΣΤΗΣ Είχες κανένα να σε βοηθήση σ' αυτόν τον φόνον;
ΕΡΜΙΟΝΗ Τον πατέρα μου, ο οποίος ήλθεν επίτηδες από την Σπάρτην.
ΟΡΕΣΤΗΣ Και ο πατέρας σου υπεχώρησε εις ένα γέροντα;
ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, από εντροπήν. Και έφυγε και με άφησε μόνην.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ενόησα• τώρα φοβείσαι τον άνδρα σου δι' ό,τι έκαμες.
ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, θα με σκοτώση και δικαίως• γιατί να ταρνηθώ; Σε εξορκίζω λοιπόν εις τον Δία τον Συγγενικόν, πάρε με όσον το δυνατόν μακρύτερα απ' αυτόν τον τόπον, ή εις τανάκτορα του πατέρα μου. Εδώ μου φαίνεται ότι και οι τοίχοι θα με έδιωχναν πλέον, αν είχαν φωνήν, και ότι με μισεί η γη της Φθίας. Αν, πριν με πάρης, έλθη ο σύζυγος μου εδώ, επιστρέφων από το μαντείον των Δελφών, ο θάνατος θα είναι η τιμωρία του εγκλήματος μου ή θα γίνω δούλη αυτής της οποίας ήμουν πριν η κυρία.
ΟΡΕΣΤΗΣ Πώς σου ήλθε να το κάμης αυτό;
ΕΡΜΙΟΝΗ Με κατέστρεψαν τα λόγια των κακών γυναικών, που με ηρέθιζαν με τέτοιας φράσεις: «θ' ανεχθής συ να μοιρασθής τον άνδρα σου και το σπίτι σου με αυτήν την ταπεινήν δούλην; Ορκίζομαι εις την Δέσποινάν μας ότι εγώ βέβαια δεν θ' άφηνα να ζήση εκείνην που θα ήτο αντίζηλός μου». Και εγώ ήκουσα τα λόγια αυτά των Σειρήνων τα πανούργα και επιτήδεια και επικίνδυνα, και έχασα τον νουν μου. Διότι τι ανάγκη ήτο να φυλάξω τον άνδρα μου, ενώ είχα ό,τι μου εχρειάζετο; Πλούτη άφθονα δεν υπήρχον εις το σπίτι μου και δεν ήμουν κυρία μέσα εις τα ανάκτορα; Εγώ θα εγεννούσα τα νόμιμα παιδιά, αυτή δε δούλους και νόθους. Ποτέ δεν πρέπει, ποτέ, —αυτό θα το επαναλαμβάνω — άνθρωποι φρόνιμοι, οι οποίοι έχουν γυναίκα, ν' αφήνουν γυναίκας, να πηγαίνουν εις το σπίτι του. Διότι αύται δίδουν κακάς συμβουλάς. Η μία χάριν κέρδους καταστρέφει την οικογένειαν, η άλλη, επειδή δυστυχεί αυτή, θέλει και τους άλλους να δυστυχούν. Πολλαί το κάμνουν από κακοήθειαν. Ιδού πως υποφέρουν ένεκα αυτών αι οικογένειαι. Κλειδώσατε λοιπόν τα σπίτια σας με κλειδιά και με μοχλούς. Τίποτε καλόν δεν έρχεται απ' έξω.
ΧΟΡΟΣ Πάρα πολύ εξαπέλυσες την γλώσσαν σου κατά των ομοφύλων σου. Και αν είσαι μεν τώρα συγχωρημένη, αλλά όμως πρέπει αι γυναίκες να σκεπάζουν τας αδυναμίας των γυναικών.
ΟΡΕΣΤΗΣ Είχε δίκαιον εκείνος που είπε ότι πρέπει κανείς ν' ακούη κάθε τι από το ίδιον το στόμα των ανθρώπων. Διότι εγώ ο οποίος ήξευρα καλά την σύγχυσιν που επικρατεί εις το σπίτι σου και την διχόνοιαν μεταξύ σου και της γυναικός του Έκτορος, θα ημπορούσα να περιμένω τι θα κάμης, αν δηλαδή θα μείνης εδώ ή αν φοβηθείσα την αιχμάλωτον θα ήθελες να φύγης. Αλλά ήλθα εγώ ο ίδιος, χωρίς να περιμένω να μου μηνύσης, και αν απεφάσιζες, όπως δείχνουν τα λόγια σου, να σε πάρω απ' εδώ. Διότι, ενώ πριν ήσουν ιδική μου, τώρα ζης με αυτόν τον άνθρωπον, εξ αιτίας της κακοπιστίας του πατρός σου, ο οποίος πριν εκστρατεύση κατά της Τροίας σε είχε δώση εις εμέ, έπειτα δε σε υπεσχέθη εις εκείνον ο οποίος σ' έχει τώρα, εάν καταλάβη την Τροίαν. Όταν εγύρισεν εδώ ο υιός του Αχιλλέως ο Νεοπτόλεμος, εσυγχώρησα τον πατέρα σου, επαρακαλούσα όμως εκείνον να παραιτηθή από σε, και του διηγήθην τας δυστυχίας μου, και την συμφοράν που με παρηκολούθει. Του εξήγησα ότι μόνον από την οικογένειάν μου γυναίκα θα ημπορούσα να πάρω και όχι από ξένην οικογένειαν, αφού ήμουν φυγάς από το σπίτι μου. Εκείνος όμως απήντησε υβρίζων εμέ διότι εσκότωσα την μητέρα μου και τας Ερινύας. Εγώ ταπεινωμένος από τας δυστυχίας της οικογενείας μου, υπέφερα, ναι υπέφερα, αλλά ηνέχθην την συμφοράν μου και βιασθείς να στερηθώ σε, έφυγα. Τώρα όμως που ήλλαξεν η τύχη σου και εις την δυστυχίαν σου δεν ξεύρεις τι να κάμης, θα σε απομακρύνω απ' εδώ, και θα σε δώσω εις τα χέρια του πατέρα σου. Αυτή είνε η δύναμις των δεσμών του αίματος• και εις τας συμφοράς δεν υπάρχει τίποτε καλλίτερον από ένα αγαπητόν συγγενή.
ΕΡΜΙΟΝΗ Διά τους γάμους μου θα φροντίση ο πατέρας μου, και εγώ δεν επιτρέπεται ν' αποφασίσω. Αλλά τώρα πάρε με όσον το δυνατόν γρηγορώτερα απ' εδώ μήπως με προφθάση ο σύζυγος μου επιστρέφων, ή μη μάθη ο Πηλεύς ότι άφησα το σπίτι του παιδιού του και μας καταδιώξη με τα γρήγορα άλογά του.
ΟΡΕΣΤΗΣ Μη φοβείσαι το χέρι ενός γέροντος• ούτε τον υιόν του Αχιλλέως μη φοβηθής, που με ύβρισε. Αυτό το χέρι που βλέπεις του έστησε μίαν φονικήν παγίδα, την οποίαν δεν θα φανερώσω, αλλά θα την μάθης, όταν θα εκτελεσθή εις τους βράχους των Δελφών. Ο μητροκτόνος θα του δείξη —αν θα μείνουν πιστοί εις τον όρκον των οι άνθρωποί μου εις την Πυθικήν γην — ότι δεν έπρεπε να πάρη σύζυγον εκείνην την οποίαν υπεσχέθησαν εις εμέ. Πικρά δε θα του στοιχίση η εκδίκησις διά τον φόνον του πατρός του, την οποίαν ζητεί από τον Απόλλωνα, και η μεταμέλειά του δεν θα ωφελήση τίποτε, διότι ο θεός θα τον τιμωρήση τώρα. Αλλά και εξ αιτίας των ύβρεών του προς εμέ θα χαθή. Τότε θα μάθη ποίον εχθρόν είχε εμέ. Ο θεός μεταστρέφει την τύχην των ανθρώπων και δεν τους αφήνει να υπερηφανεύωνται.
(Εξέρχεται με την Ερμιόνην).
ΣΚΗΝΗ Ε'.
ΧΟΡΟΣ
ΧΟΡΟΣ Ω Φοίβε, συ που ύψωσες δυνατούς πύργους εις τον λόφον της Τρωάδος, και συ, ω θεά της θαλάσσης, που οδηγείς εις το υγρόν πέλαγος το άρμα σου, συρόμενον από μαύρα άλογα, γιατί αφήσατε να καταστραφή το έργον των χειρών σας, η δυστυχισμένη Τροία, εγκαταλειφθείσα εις την μανίαν του θεού των πολέμων;
(Αντιστροφή α'.)
Εζεύξατε πολυάριθμα άρματα εις τας όχθας του Σιμοέντος και αφήσατε χωρίς στέφανον πολλών ηρώων αγώνας, έπεσαν δε νεκροί και οι βασιλείς της Τρωάδος. Τώρα πλέον δεν λάμπει φωτιά εις τους βωμούς των θεών εις την Τροίαν, και δεν ανεβαίνει προς τα ύψη ο καπνός των θυμάτων.
(Στροφή β'.)
Εφονεύθη και ο Αγαμέμνων από την Κλυταιμνήστραν, αλλά και αυτή επλήρωσε το έγκλημά της φονευθείσα από τα παιδιά της. Διαταγή του θεού ήτο και υπήκουσεν ο υιός του Αγαμέμνονος και σπεύσας από το Άργος εισήλθεν εις το δωμάτιον της Κλυταιμνήστρας, ως φονεύς της μητέρας του. Ω θεέ Φοίβε, πώς να πιστεύσω όλα αυτά;
(Αντιστροφή β')
Πόσαι Ελληνίδες γυναίκες συνώδευσαν στενάζουσαι την απώλειαν τον παιδιών των, και πόσαι άφησαν το σπίτι των διευθυνόμεναι προς άλλον σύζυγον! Όχι μόνον εις σε και εις τους ιδικούς σου έπεσαν αυταί αι συμφοραί• υπέφερεν όλη η Ελλάς• όλη υπέφερεν. Ο κεραυνός επέρασε από την μίαν άκραν της Φρυγίας έως την άλλην, σπείρων αίματα και φόνους.
ΑΥΛΑΙΑ
ΠΡΑΞΙΣ Δ'.
ΣΚΗΝΗ Α'.
ΠΗΛΕΥΣ—Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΓΎΝΑΙΚΩΝ
ΠΗΛΕΥΣ
(Εισέρχεται σπεύδων)
Γυναίκες της Φθίας, απαντήσατε εις τας ερωτήσεις μου καθαρά. Ήκουσα κάποιαν αόριστον φήμην, ότι η κόρη του Μενελάου έφυγε. Ήλθα να μάθω αν αυτό είναι αλήθεια• διότι, όταν λείπουν οι ιδικοί μας, πρέπει εκείνοι που μένουν να φροντίζουν διά τα συμφέροντά των.
ΧΟΡΟΣ Είναι αλήθεια όσα έμαθες. Δεν πρέπει να σου κρύψωμεν το κακόν αφού το γνωρίζομεν. Ναι, έφυγε από τανάκτορα η βασίλισσα.
ΠΗΛΕΥΣ Τι την εφόβισε; Πληροφόρησέ με.
ΧΟΡΟΣ Εφοβήθη μήπως ο σύζυγος την διώξη.
ΠΗΛΕΥΣ Εξ αιτίας της αποφάσεώς της να σκοτώση το παιδί;
ΧΟΡΟΣ Ναι, το παιδί και την αιχμάλωτον μητέρα.
ΠΗΛΕΥΣ Με τον πατέρα της πηγαίνει εις την πατρίδα της; Ή με άλλον έφυγε;
ΧΟΡΟΣ Ο Ορέστης, ο υιός του Αγαμέμνονος την επήρε απ' εδώ.
ΠΗΛΕΥΣ Με ποίαν ελπίδα; Μήπως πρόκειται να την πάρη γυναίκα του;
ΧΟΡΟΣ Ναι, και μελετά να σκοτώση το παιδί του υιού σου, τον Νεοπτόλεμον.
ΠΗΛΕΥΣ Με ποιόν τρόπον; Κρυφά ή φανερά;
ΧΟΡΟΣ Μέσα εις το ιερόν του Λοξίου Απόλλωνος, με την βοήθειαν των κατοίκων των Δελφών.
ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλλοίμονόν μου! Τρομερόν αυτό! (προς τους ακολούθους) Ας τρέξη ένας σας, όσον το δυνατόν γρηγορώτερα, εις το μαντείον, και ας φανερώση εις τους εκεί φίλους μας όσα έγιναν εδώ, πριν οι εχθροί μας σκοτώσουν τον υιόν του Αχιλλέως.
(Ο ακόλουθος φεύγει τρέχων)
ΣΚΗΝΗ Β'.
ΟΙ ΑΥΤΟΙ — ΑΓΓΕΛΟΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ Αλλοίμονον! Τι συμφοράν έρχομαι ναναγγείλω ο δυστυχής και εις σε και εις τους φίλους του κυρίου μου!
ΠΗΛΕΥΣ Ω, τι απαίσιον προαίσθημα σφίγγει την ψυχήν μου!
ΑΓΓΕΛΟΣ Μάθε ότι δεν ζη πλέον ο Νεοπτόλεμος. Έπεσε πληγωμένος από τα ξίφη των κατοίκων των Δελφών και του ξένου που ήλθεν από τας Μυκήνας.
ΧΟΡΟΣ Ε, ε! Τι θα γίνης τώρα, γέρον! Μην αφήνεσαι να πέσης!… Κρατήσου!…
ΠΗΛΕΥΣ Δεν είμαι τίποτε πλέον. Εχάθηκα. Δεν έχω πλέον φωνήν. Τα μέλη μου παραλύουν.
ΑΓΓΕΛΟΣ Άκουσε, αν θέλης να εκδικήσης τους ιδικούς σου, και κράτησε τας δυνάμεις σου.
ΠΗΛΕΥΣ Ω μοίρα, τώρα που έφθασα εις το τέλος της ζωής μου, τι συμφοράς μου εφύλαττες! Πώς μου φεύγει το μόνο παιδί του μόνου μου παιδιού! Λέγε• θέλω να ακούσω την διήγησιν αυτήν, όσον θλιβερά και αν είναι.
ΑΓΓΕΛΟΣ Από τότε που έφθασα μεν εις τον δοξασμένον τόπον του Φοίβου, τρεις φορές ο ήλιος είχε κάμη τον δρόμον του και ημείς εις το μεταξύ εθαυμάζαμεν ό,τι εβλέπαμε. Αυτό έδωκε υποψίες• οι άνθρωποι που κατοικούν εκείνον τον τόπον του θεού εμαζεύοντο εις κύκλους και εσχολίαζον. Εις το μεταξύ ο Ορέστης τρέχων μέσα εις την πόλιν εψιθύριζε εις το αυτί του καθενός λόγια εχθρικά εναντίον μας «Βλέπετε αυτόν που γυρίζει τα ιερά του θεού, τα γεμάτα χρυσάφι και θησαυρούς; Είναι δευτέρα φορά που έρχεται, με τον ίδιον σκοπόν που ήλθε και άλλοτε εδώ, να κλέψη δηλαδή τον ναόν του θεού». Η κακή φήμη πλέον εσκορπίζετο εις όλην την πόλιν, οι άρχοντες εμαζεύοντο διά να αποφασίσουν και προ πάντων εκείνοι, που έχουν την φροντίδα να φυλάττουν τα χρήματα του θεού, και φρουράν έβαλαν εις τα περιστύλια. Ημείς χωρίς να γνωρίζωμεν τίποτε απ' αυτά επήραμεν πρόβατα, που είχαν βοσκήση εις τα πυκνά δάση του Παρνασσού, και επήγαμεν εις τούς βωμούς, μαζί με τους φιλοξένους και τους Πυθικούς μάντεις. Κάποιος είπε τότε εις τον Νεοπτόλεμον: «Τι να ζητήσωμεν, νέε, από τον θεόν δι' εσέ; Ποία είναι η αιτία του ερχομού σου;». Ο Νεοπτόλεμος απήντησε• «Έρχομαι διά να εξιλεωθώ διά μίαν αμαρτίαν που έκαμα προς τον Φοίβον. Του εζήτησα άλλοτε εκδίκησιν διά τον φόνον του πατρός μου». Αυτό εφάνη ότι εβεβαίωσε τα λόγια του Ορέστου, ότι ο κύριος μου έλεγε ψέμματα, και ότι έρχεται με κακόν σκοπόν. Ο Νεοπτόλεμος έρχεται μέσα εις τον ναόν, διά να προσευχηθή εις τον Φοίβον και εξετάση την φωτιάν των θυμάτων. Αλλά πίσω από τας δάφνας που ήσαν κρυμμένοι ορμούν άνθρωποι με γυμνά σπαθιά, μεταξύ των οποίων ήτο και ο υιός της Κλυταιμνήστρας, ο οποίος τα εμηχανεύθη όλα αυτά. Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπημένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον. Τότε φωνάζει εις τους κατοίκους των Δελφών• «Διατί να με σκοτώσετε ενώ έρχομαι με σκοπόν ευλαβή; Ποία είναι η αιτία του θανάτου μου;». Από τους πολλούς όμως κανείς δεν απαντά, αλλά τον εκτυπούσαν με τας πέτρας. Προσβαλλόμενος από παντού από αυτούς ως από πυκνήν βροχήν, εκρύπτετο πίσω από τα όπλα του διά να προφυλαχθή, και επρότεινε δεξιά και αριστερά με το χέρι την ασπίδα του. Του κάκου όμως. Βέλη, δόρατα και σούβλες των θυμάτων, μαχαίρια από εκείνα που σφάζουν τους ταύρους, έπεφταν εμπρός εις τα πόδια του. Εκεί να έβλεπες τι πηδήματα τρομερά έκαμνε διά να προΦυλαχθή. Επί τέλους αφού είδε ότι τον είχαν περικυκλώση από παντού, χωρίς να τον αφήνουν να πάρη την αναπνοήν του, άφησε τον βωμόν που τοποθετούνται τα σφάγια και πηδήσας με τα δύο του πόδια πήδημα όπως του Αχιλλέως— όταν έτρεξε εις το Ίλιον προς τα πλοία—ορμά εναντίον των. Αυτοί, όπως τα περιστέρια όταν ιδούν γεράκι, τρέπονται εις φυγήν. Πολλοί έπεφταν πληγωμένοι ή ο ένας απάνω εις τον άλλον, εις την στενήν έξοδον. Αλαλαγμός εκλόνιζε τους τοίχους του ναού. Όμοιος με καλοκαιρίαν, ο κύριος μου έλαμπε κάτω από τα αστράπτοντα όπλα, έως ότου μέσα από το ιερόν μία φωνή έδωκε θάρρος εις τους εχθρούς του, οι οποίοι εγύρισαν πίσω και επανέλαβαν την επίθεσιν. Τότε ο υιός του Αχιλλέως πέφτει κτυπημένος εις τα πλευρά από το σπαθί ενός των κατοίκων των Δελφών, βοηθουμένου από πολλούς άλλους. Όταν τον είδαν να πέφτη κάτω άλλος τον εκτυπούσε με το όπλον, άλλος με πέτραν, και το ωραίον του σώμα παρεμορφώθη από τα άγρια τραύματα. Νεκρόν πλέον, τον επήραν από κοντά από τον βωμόν που είχε πέση και τον επέταξαν έξω από τον ναόν. Ημείς τότε τον αρπάξαμεν γρήγορα εις τα χέρια, και σου τον φέρνομεν εδώ, διά να τον κλαύσης και να τον θάψης εις το χώμα. Ιδού τι έκαμεν ο θεός, ο οποίος λέγουν ότι θεσπίζει εις τους άλλους και κρίνει τα δίκαια των ανθρώπων, εις τον υιόν του Αχιλλέως. Ως κακός άνθρωπος ενθυμήθη και αυτός παλαιές αιτίες. Πώς λοιπόν να τον ονομάση κανείς σοφόν;
ΧΟΡΟΣ Νά που φέρουν το σώμα του βασιλέως μας από την γην των Δελφών εις τανάκτορα. Δυστυχισμένον θύμα αλλά και συ δυστυχισμένε γέρον, που δέχεσαι όχι όπως ήθελες εις το σπίτι σου τον υιόν του Αχιλλέως. Η τύχη έπληξε αυτόν αλλά ταυτοχρόνως και σε.
(Έρχονται οι δούλοι φέροντες το σώμα του Νεοπτολέμου)
ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλλοίμονό μου! Τι κακόν είναι αυτό που βλέπω και δέχομαι μέσα εις τα χέρια μου! Αι, πόλις της Θεσσαλίας, εχάθηκα, απέθανα.. Δεν έχω πλέον απογόνους, δεν έχω παιδιά εις το σπίτι μου. Ω, τι συμφοραί μου ήλθαν του αθλίου! Προς ποίον φίλον να γυρίσω τα μάτια μου, διά να ανακουφισθώ. Ω αγαπημένον στόμα και πρόσωπον και χέρια! Διατί να μη σε εύρη η τύχη αυτή εις την Τροίαν, εις τας όχθας του Σιμόεντος!
ΧΟΡΟΣ Ο θάνατος του τότε θα ήτον ενδοξότερος και η ιδική σου λύπη ολιγωτέρα.
ΠΗΛΕΥΣ Ω ολέθριε υμέναιε, και την οικογένειάν μου και την πόλιν κατέστρεψες! Ω, παιδί μου, είθε ποτέ να μην έφερνες εις την οικογένειάν σου το αίσχος του γάμου σου, την Ερμιόνην, η οποία είναι η αιτία του θανάτου σου. Είθε κεραυνός να την είχε καύση πριν, αδύνατος συ θνητός, να μην είχες κατηγορήση ένα θεόν, τον Απόλλωνα, ότι με το τόξον του έχυσε το αίμα του πατρός σου.
ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονον, ας αρχίσωμεν να κλαίωμεν τον βασιλέα μας σύμφωνα με την συνήθειαν των νεκρών.
ΠΗΛΕΥΣ Ω, εγώ θ' απαντώ εις τους θρήνους σας με τα δάκρυά μου.
ΧΟΡΟΣ Κάμε υπομονήν• από τον θεόν είναι αυτή η συμφορά.
ΠΗΛΕΥΣ Ω αγαπημένο μου παιδί, αφήνεις έρημον το σπίτι σου και εμένα τον γέροντα χωρίς παιδί.
ΧΟΡΟΣ Ω γέρον, έπρεπε να είχες πεθάνη πριν από τα παιδιά σου.
ΠΗΛΕΥΣ Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να κτυπώ με τα χέρια το κεφάλι μου; Ω πόλις, ω πόλις, δύο παιδιά μου εστέρησε ο Απόλλων!
ΧΟΡΟΣ Ω δυστυχισμένε, που έπαθες και είδες τόσας συμφοράς, τι ζωήν θα κάμης τώρα πλέον;
ΠΗΛΕΥΣ Χωρίς παιδιά, έρημος, χωρίς να βλέπω τέλος εις τα δεινά μου, θα φθάσω εις το τέλος της ζωής μου.
ΧΟΡΟΣ Αδίκως σ' ετίμησαν τόσον εις τους γάμους σου οι θεοί.
ΠΗΛΕΥΣ Όλα επέρασαν γρήγορα, όσα μ' έκαμναν να υπερηφανεύομαι. Όλα έφυγαν, όλα.
ΧΟΡΟΣ Μόνος τώρα θα είσαι μέσα εις τα έρημα ανάκτορα.
ΠΗΛΕΥΣ Δεν υπάρχει πλέον πατρίς δι' εμέ. Ας πετάξω εις την γην κάτω το σκήπτρον μου. Και συ, ω κόρη του Νηρέως, η οποία κατοικείς κάτω εις τα σκοτεινά σπήλαια, κύτταξέ με πως κυλίομαι δυστυχής, κάτω εις το χώμα.
ΧΟΡΟΣ Ω! τι κίνησις είναι αυτή; Κάποιος θεός πρόκειται να φανή. Κυττάξετε, κυττάξετε. Κάποιος θεός έρχεται μέσα από τον αιθέρα και κατεβαίνει εις την εύφορον πεδιάδα της Φθίας.
ΣΚΗΝΗ Γ'.
ΟΙ ΑΥΤΟΙ—ΘΕΤΙΣ
(Εμφανίζεται η Θέτις κατερχόμενη από τα ύψη)
ΘΕΤΙΣ Πηλεύ, επειδή άλλοτε υπήρξα σύζυγός σου, αφήνω τανάκτορα του Νηλέως και έρχομαι τώρα εγώ η Θέτις. Και πρώτον σε συμβουλεύω να μην αφήνεσαι εις την απελπισίαν διά την σημερινήν συμφοράν. Διότι κ' εγώ, η οποία έπρεπε, αφού είμαι θεά, να κάμνω παιδιά χωρίς να υποφέρω, εν τούτοις έχασα τον υιόν που απέκτησα από σε, τον ταχύν Αχιλλέα, πρώτον της Ελλάδος. Θα σου φανερώσω λοιπόν την αιτίαν διά την οποίαν ήλθα και συ άκουσε. Αυτόν τον νεκρόν του υιού του Αχιλλέως θάψε εμπρός εις τον Πυθικόν Βωμόν, διά να είναι ο τάφος του αιώνιον αίσχος διά τους Δελφούς και μάρτυς του βιαίου φόνου του υπό του Ορέστου• την δε αιχμάλωτον γυναίκα, την Ανδρομάχην, να εγκαταστήσης εις την γην των Μολοσσών και να την δώσης σύζυγον εις τον Έλενον, μαζί με τον υιόν της, τον μόνον ο οποίος σώζεται από το γένος του Αιακού. Βασιλείς θα γεννηθούν απ' αυτόν, οι οποίοι θα διοικήσουν την Μολοσσίαν ενδόξως. Διότι πρέπει και το ιδικόν σου και το ιδικόν μου γένος, καθώς και του Πριάμου, να μη χαθή εντελώς. Διότι και διά του Πριάμου το γένος φροντίζουν οι θεοί, μολονότι το κατέστρεψεν η οργή της Αθηνάς. Σέ δε, προς χάριν των γάμων σου με εμέ, θεάν κόρην θεού, θα σε απαλλάξω από τας δυστυχίας των θνητών, και θα σε κάμω θεόν αθάνατον και άφθαρτον. Έπειτα εις τα ανάκτορα του Νηρέως, θεός συ, θα κατοικήσης εις το μέλλον μαζί μ' εμέ την θεάν. Από εκεί, εξερχόμενοι από την θάλασσαν εις την ξηράν θα βλέπωμεν τον αγαπητόν εις σε και εις εμέ υιόν μας τον Αχιλλέα, που κατοικεί την νήσον με τας λευκάς ακτάς, εις το στενόν του Ευξείνου. Πήγαινε λοιπόν τώρα εις την θεόκτιστον Πύλην των Δελφών να μεταφέρης αυτόν τον νεκρόν και αφού τον κρύψης εις την γην γύρισε πάλι εις το βαθύ σπήλαιον της παλαιάς Σηπιάδος και κάθισε να με περιμένης έως ότου έλθω από την θάλασσαν ακολουθουμένη από πεντήκοντα Νηρηίδας, διά να σε πάρω εις τα βάθη της θαλάσσης. Διότι πρέπει να γίνη ό,τι είναι πεπρωμένον• ο δε Ζευς απεφάσισε να γίνη αυτό. Παύσε λοιπόν τώρα να λυπήσαι εκείνους οι οποίοι απέθαναν. Διότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αποθάνουν• αυτή είναι η απόφασις των θεών.
ΠΗΛΕΥΣ Ω σεβαστή και γενναιόψυχος κόρη του Νηρέως και σύζυγε μου, σε χαιρετώ. Ό,τι κάμνεις είναι άξιον σου και των τέκνων σου. Παύω την λύπην μου, αφού συ, θεά, με διατάσσεις. Και θα θάψω αυτόν εις του Πηλίου τα σπήλαια, όπου εκράτησα μέσα εις τα χέρια μου το ωραίον σου σώμα. Έπειτα πώς να μην ζητά κανείς, όταν έχη νουν, να παίρνη σύζυγον από μέγα γένος, και να δίδη τα παιδιά του εις τους καλούς, ν' αποφεύγη δε τον κακόν γάμον, ακόμη και αν πρόκειται διά πλουσίαν προίκα; Όσοι κάμνουν αυτά βεβαίως δεν έχουν να φοβηθούν καμμίαν δυστυχίαν από τους θεούς.
ΧΟΡΟΣ Πολλαί μορφαί της μοίρας φαίνονται εις τους ανθρώπους, πολλά δε ανέλπιστα κάμνουν οι θεοί. Εκείνα που επεριμέναμεν δεν έγιναν, και ο θεός ευρήκε διέξοδον εις τανέλπιστα. Αυτό συνέβη και τώρα.
Α Υ Λ Α I Α
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Ανδρομάχη Το δράμα αυτό εικονίζει, κατά τον πιο θαυμαστό τρόπο, έναν κόσμο αισθημάτων, ζήλειας, μίσους και στοργής. Ο Νεοπτόλεμος, χωρίζοντας από την Ανδρομάχη, παντρεύεται την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, την Ερμιόνη, που συνεννοείται με τον πατέρα της να σκοτώσουν τον γιό που έδωσε η Ανδρομάχη στον Νεοπτόλεμο. Ο Πηλέας, παππούς του παιδιού, σώζει τον μικρό, και ο Μενέλαος σκοτώνει με δόλο τον Νεοπτόλεμο. Μετάφραση, του Γ. Τσοκόπουλου.