ART

.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΑΞΙΣ Α ΣΚΗΝΗ Α' ΣΚΗΝΗ Β' ΣΚΗΝΗ Γ' ΣΚΗΝΗ Δ' ΣΚΗΝΗ Ε' ΣΚΗΝΗ ΣΤ' ΠΡΑΞΙΣ Β ΣΚΗΝΗ Α' ΣΚΗΝΗ Β' ΣΚΗΝΗ Ε' (*) ΣΚΗΝΗ Δ' ΠΡΑΞΙΣ Γ (ΣΚΗΝΗ Α') ΣΚΗΝΗ Β' ΣΚΗΝΗ Δ' (*)

(*) Λάθος αριθμημένες σκηνές

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΑΛΚΗΣΤΙΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Γ.Β. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ υπό Γ. Β. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ

Π Ρ Ο Σ Ω Π Α ΑΠΟΛΛΩΝ ΘΑΝΑΤΟΣ ΧΟΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΑΔΜΗΤΟΣ ΕΥΜΗΛΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΕΡΗΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

[Απαγορεύεται η από της σκηνής διδασκαλία άνευ αδείας του μεταφράσαντος].

Ε Υ Ρ Ι Π Ι Δ Ο Υ

Α Λ Κ Η Σ Τ Ι Σ

(Η πρόσοψις των ανακτόρων του Αδμήτου, βασιλέως των Φερών. Ο Απόλλων, φέρων το τόξον και τα βέλη του, κατεβαίνει την κλίμακα των ανακτόρων και πλησιάζει εις το προσκήνιον).

ΠΡΑΞΙΣ Α'.

ΣΚΗΝΗ Α'.

ΑΠΟΛΛΩΝ, μόνος Ω του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλος εδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι, χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείας ήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό του τον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μου τους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουν και τηνε κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία. Μα ο Ζευς δεν εσυγχώρησε αυτήν μου την αγρίαν εκδίκησιν και μ' έστειλε εδώ να γίνω δούλος ενός θνητού. Τότε κ' εγώ ήλθα σ' αυτόν τον τόπο και του ανθρώπου έβοσκα τα βώδια, και το σπίτι ως σήμερα επροστάτευα από κάθε δυστυχία. Γιατί εγώ ο δίκαιος, άνθρωπο δίκαιον ηύρα τον γιό του Φέρητος. Εγώ τον έσωσα απ' τον Άδη, αφού της Μοίρες γέλασα. Εκείνες εχαρίσαν σ' εμέ του Αδμήτου την ζωή, μα με τη συμφωνία πώς κάποιος άλλος θα βρεθή για κείνον να πεθάνη. Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος και όλους κρυφά τους ξέτασε αν δέχονται. Αλλ' όμως όλοι αρνήθηκαν, κι' αυτός ο γέρος του πατέρας και η μάννα που τον γέννησε, κι' αυτή αρνιέται ακόμη. Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται θυσία, και δέχεται για χάρι του να χάση τη ζωή της. Τώρα μέσα σ' τανάκτορα ψυχομαχεί• γιατ' ήρθε η μέρα που ήτανε γραφτό στον Άδη να κατέβη, κ' η δούλες της τήνε κρατούν στα χέρια ως να πεθάνη• τώρα κ' εγώ φεύγω μακρυά απ' ταγαπημένο σπίτι μήπως η θέα του νεκρού την όψι μου μολύνει, γιατί δεν κάνει ένας θεός νεκρόν να αντικρύζη.

(Παρατηρεί προς το δεξιά παρασκήνιον)

Α, να κι' ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνη, για να την σύρη γρήγορα στου Άδου τα παλάτια την άμοιρη βασίλισσα. Πάνω στην ώρα φτάνει γιατ' ήλθε πλέον η στιγμή που πρέπει να πεθάνη.

ΣΚΗΝΗ Β'.

ΑΠΟΛΛΩΝ- ΘΑΝΑΤΟΣ

(Εισέρχεται ο Θάνατος. Είναι ωπλισμένος με ξίφος. Βλέπων τον Απόλλωνα δεν αποκρύπτει την δυσαρέσκειάν του).

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Α, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι;
  Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω;
  Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρης
  σκέψου• του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσης,
  να τους στερήσης της τιμές που είναι δίκηο νάχουν.
  Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου
  και που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία,
  αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη,
  για να φυλάξης τη ζωή της κόρης του Πελία,
  που εδέχθη να πεθάνη αυτή για να γλυτώση εκείνος;

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Ησύχασε• έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχω
  μαζί μου εγώ το δίκαιον.

ΘΑΝΑΤΟΣ
                      Αφού το δίκηο έχεις,
  τι θέλουνε τα βέλη σου;

ΑΠΟΛΛΩΝ
                      Πάντα μαζί μου τάχω
  Αυτή είν' η συνήθεια.

ΘΑΝΑΤΟΣ
                          Δεν είναι η συνήθεια•
  το τόξο σου επήρες,
  για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό.

ΑΠΟΛΛΩΝ Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης;

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Μα τότε πώς ακόμη ζη και πώς στη γη γυρίζει
  και όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια;

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Σούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρης τώρα.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Πάρ' την λοιπόν και πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα σε πείσω.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Τι να με πείσης: Αν αυτήν θα πάρω; είν' η δουλειά μου.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Όχι. Αλλά αν ήθελες για λίγο ν' αναβάλης.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Νοιώθω καλά τα λόγια σου και τι ζητείς το νοιώθω.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Τάχα θα ήτανε πολύ, ν' αφήσης να γεράση
  και να την πάρης έπειτα;

ΘΑΝΑΤΟΣ
                      Α, δεν μπορεί να γίνη
  ούτε αυτό. Αδύνατον! Γιατ' η τιμές μ' αρέσουν.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Μήπως αργά ή γρήγορα δεν θα της έχης:

ΘΑΝΑΤΟΣ
                                         Όταν
  πεθαίνουν νέοι, πιο πολλή είν' η τιμή για μένα.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Αλλά κι' αν πέθαινε γρηά πάλι θα τηνε θάψουν
  μ' ακόμη περισσότεραις τιμαίς….

ΘΑΝΑΤΟΣ
                                    Ας είναι• βλέπω
  πως τώρα με τους δυνατούς πηγαίνεις και συ, Φοίβε.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Τι είπες; Δεν το ήξερα πώς τον σοφό μας κάνεις.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Όσοι πεθαίνουν γέροντες κάτι, θαρρώ, κερδίζουν.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Ώστε το απεφάσισες; Τη χάρι δεν μου κάνεις;

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Όχι• Τον χαρακτήρα μου καλά τονε γνωρίζεις.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Ω, βέβαια• είσαι εχθρός εσύ εις τους ανθρώπους
  και όλοι σ' αποστρέφονται και οι θεοί ακόμη.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Λέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια εγώ δεν θα σου κάμω
  πράγμα, όπου δικαίωμα δεν έχεις να σου γίνη.

ΑΠΟΛΛΩΝ
  Κι' όμως αδίκως φαίνεσαι σκληρός. Χωρίς να θέλης
  σε κάποιον άλλον πούρχεται θενά υποχωρήσης,
  σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι.
  Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη
  της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη.
  Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτι
  και μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα.
  Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρι
  σ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω
  και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.

ΘΑΝΑΤΟΣ
  Όσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα
  και η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη.
  Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου
  να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις,
  ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη
  να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία.

(Ο Θάνατος εισέρχεται εις τανάκτορα, ενώ ο Απόλλων εξέρχεται δεξιά. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Ησυχία απόλυτος κρατεί).

ΣΚΗΝΗ Γ'.

Χορός γερόντων.

(Εισέρχονται οι γέροντες της πόλεως εκδηλούντες ανησυχίαν και αγωνίαν).

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
  Τι να σημαίνη άρά γε αυτή η ησυχία;
  Γιατί αυτή η σιωπή σ' τανάκτορα του Αδμήτου;
  Δεν φαίνεται από δω κανείς να μας ειπή αν πρέπει
  ν' αρχίσωμε τα κλάμματα, αν η βασίλισσά μας
  απέθανε, ή και αν ζη ακόμα ή αν βλέπει
  το φως του κόσμου η Άλκηστις, η κόρη του Πελία,
  που τηνε ξέρομε όλοι μας ξεχωριστή γυναίκα
  μέσα στης άλλες……..

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
                  Στεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι;
  Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνη
  ή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα,
  όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνη;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Ούτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθε
  να εφαινόσουν, συ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψης
  της συμφοράς τα κύματα.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
                      Μα αν είχε πια πεθάνει,
  γιατί αυτή η σιωπή;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
      Κι όμως έχει πεθάνει.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κανείς δεν είδε τον νεκρό να βγάζουν….

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Πώς το ξέρεις; εγώ δεν έχω όπως συ καμμιά εμπιστοσύνη. Εσύ τι τάχα σκέπτεσαι και έχεις τόσο θάρρος;

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Μπορεί ποτέ ο Άδμητος να θάψη μια γυναίκα
  —τέτοια γυναίκα! έρημη, χωρίς να μας καλέση;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Ίσως δεν έχεις άδικον. Στη θύρα εμπρός δεν βλέπω
  νάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια,
  όταν πεθαίνη άνθρωπος στο σπίτι.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
                                      Την πλεξίδα,
  δεν βλέπω εις την είσοδο να είναι κρεμασμένη,
  που δείχνει πως εσκέπασε το πένθος ένα σπίτι,
  ουδέ γυναίκες άκουσα τα στήθια να χτυπούνε.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Και όμως η ημέρα αυτή είναι ημέρα πένθους.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Τι θέλεις με αυτό να πης;

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
                      … Είναι ημέρα πένθους,
  που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Σώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Όταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε,
  εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθή, λυπάται.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Του κάκου• στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη,
  εις της Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείον
  του Απόλλωνος, ή στης σκληρές κι' άνυδρες Αμμωνιάδες,
  στο άλλο μαντείον του θεού, αν την γυναίκα στείλης,
  αδύνατον απ' το γραφτό της Μοίρας να γλυτώση
  γιατί η ζωή της σώθηκε κ' η ώρα πλησιάζει,
  που θε ναρθή ο θάνατος γοργά να τηνε πάρη.
  Ούτε γνωρίζω πια θεόν κανένα να του πάμε
  θυσίες, να συγκινηθή και να μας εισακούση.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Ένας μονάχα θάκανε το θαύμα, αν εζούσε
  ο γυιός του Φοίβου Ασκληπιός• αυτός και πεθαμμένην
  την άμοιρη βασίλισσα μπορούσε ν' αναστήση
  κι' από τον Άδη εις την γην να μας την φέρη πίσω.
  Γιατί πριν μ' ένα κεραυνό ο Ζευς να τον σκοτώση
  πολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο.
  Μα τώρα πια, ελπίδα μια μας μένει ότι τάχα
  ημπορεί να ζήση η Άλκηστις και να σωθή απ' την Μοίρα;

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥ
  Ο βασιλιάς μας έκαμεν ό,τι έπρεπε να κάμη
  και όλων των θεών οι βωμοί εγέμισαν με αίμα
  και ζώα εθυσιάσθηκαν και τίποτε δεν μένει
  αφ' ό,τι πάντα γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις,
  αλλά του κάκου επήγανε θυσίες και δεήσεις.

(Στρέφεται εις την είσοδον των ανακτόρων, όπου φαίνεται ερχομένη μία υπηρέτρια. Όλοι οι άνδρες του χορού παρακολουθούν με αγωνίαν τον διάλογον και την διήγησιν της υπηρετρίας).

  ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
  Μα να, μια υπηρέτρια απ'το παλάτι βγαίνει
  και κλαίει και οδύρεται. Τι μέλλεται ν' ακούσω;
  Από την όψι φαίνεται πώς δυστυχία μας φέρει.

(Προς την υπηρέτριαν η οποία εμφανίζεται εις την θύραν των ανακτόρων):

Λέγε, τι κάνει η Άλκηστις, απέθανεν ή ζη;

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Οι αυτοί. — Η υπηρέτρια

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
  Στη θέσι όπου βρίσκεται ταιριάζουν και τα δύο
  και ζη ακόμα, η δύστυχη, και είναι πεθαμμένη..

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
  Πώς είναι δυνατόν αυτό; Καλλίτερα εξηγήσου!

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
  Ψυχομαχεί. Σιγά σιγά ξεφεύγει η ζωή της.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
  Δυστυχισμένε σύζυγε, τόσο καλός που είσαι
  τέτοια γυναίκα άδικα πώς χάνεις!

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
                                  Ο αφέντης
  θα καταλάβη τι έχασε, μονάχα όταν το χάση,

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Ώστε δεν μένει πια καμμιά ελπίς;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
  Καμμιά δεν μένει.
  Ήλθε η μέρα που έγραψεν η Μοίρα να πεθάνη.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
  Μέσ' στο παλάτι έγινεν ό,τι έπρεπε να γίνη
  και ό,τι συνηθίζεται, σ' αυτάς τας περιστάσεις;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
  Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια
  που θα της βάλη στον νεκρό.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
                          Τουλάχιστον ας μάθη
  πως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμος
  πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
  Αλήθεια, η καλλίτερη! Ποιος θαρνηθή πως ήταν
  ξεχωριστή κι' ανώτερη απ' όλες της γυναίκες;
  Και πώς αλλοιώς θα τώδειχνε παρά μ' αυτό που κάνει;
  Άλλη γυναίκα δέχεται να χάση τη ζωή της,
  για να σωθή ο άνδρας της: Αυτά τα ξέρετε όλοι,
  μα αν μάθετε τι έκαμε στο σπίτι και τι κάνει
  θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Μόλις είδε
  πως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνη
  πήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμα
  καλά καλά το έπλυνε• έπειτα από το δώμα,
  το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρε
  και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπιν
  μπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της:
  «Δέσποινα, είπε, κύτταξε, μπροστά σου γονατίζω
  εγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω.

Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη, και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει. Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα, όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».

Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει. Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν. «Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις. Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω, αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα. Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη, αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη». Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει. Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι. Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα. Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο. Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι, έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους και για την μαύρη μοίρα της. Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση.

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
  Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία;
  και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
  Την κλαίει• και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του
  τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα.
  Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια
  την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.
  Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει
  και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα
  μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιου
  —για τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάντα—
  Μα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως
  οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο,
  ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη
  να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι.

(Εισέρχεται εις τανάκτορα).

ΣΚΗΝΗ Ε'.

ΧΟΡΟΣ

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Αλλοίμονον! Πώς θα βρεθή διέξοδος καμμία, ω Ζευ πατέρα, να σωθούν από την δυστυχία οι βασιλιάδες; Άρά γε το χέρι σου θα βάλης ή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψω και μαύρα να φορέσωμε και πένθος να ντυθούμε; Ω, φίλοι! Δεν υπάρχει πια καμμιά αμφιβολία. Εν τούτοις όμως στους θεούς θερμά ας προσευχηθούμε γιατί αυτοί είναι δυνατοί, κι' όλα μπορούν να κάμουν. Ω παντοδύναμε Παιάν, εύρε εσύ τον τρόπο ν' απομακρύνης το κακόν από αυτό το σπίτι. Βοήθησε• βοήθησε γιατί και προ ολίγου συ έσωσες τον Άδμητον και συ μπορείς και τώρα και απ' αυτόν τον θάνατον, αν θέλης, να τον σώσης και να κρατήσης την ορμή την φονική του Άδου. Ω γυιέ του Φέρητος, εσύ• τι τύχη σε προσμένει τώρα οπού θα στερηθής τέτοια άξια γυναίκα! Δεν είναι τάχα άξια αυτή η δυστυχία, ώστε ο ίδιος να σφαγής ή να πνιγής μονάχος, αφού θα χάσης σήμερα μια τόσο αγαπημένη γυναίκα;

(Εις την θύραν των ανακτόρων εμφανίζονται οι φρουροί οι προπορευόμενοι των βασιλέων).

Α, να έρχεται! Ο Άδμητος κ' εκείνη. Στέναξε, γη, κι' ολόλυξε, Φεραία, γιατί τώρα του κόσμου η καλλίτερη γυναίκα κατεβαίνει στα σκοτεινά κ' υπόγεια παλάτια του θανάτου! Εγώ ποτέ μου δεν θα 'πω ότι ο γάμος φέρνει πολύ περσσότερες χαρές από της λύπες πούχει. Και τούτο έλεγα από πριν, αλλά το λέω και τώρα, που βλέπω την απίστευτη του Αδμήτου ατυχία. Έπειτα απ' την απώλεια τέτοιας χρυσής γυναίκας μία ζωή αβάστακτη θα είναι η ζωή του.

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'.

(Εισέρχεται η Άλκηστις, κρατουμένη υπό του Αδμήτου. Τα παιδιά της κρατούνται κλαίοντα από τους πέπλους της)

Άλκηστις, Άδμητος, Εύμηλος. — Ο χορός.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Ω ήλιε! Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψη
  γυρίζετε και τρέχετε στον γαλανόν αιθέρα!

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ο ήλιος βλέπει και τους δυο, κ' εμέ κ' εσένα βλέπει,
  που στους θεούς δεν 'κάμαμε ασέβειαν καμμίαν,
  για να μας κάνουν δυστυχείς, να τιμωρούμεθα έτσι!

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Ω γη και ω παλάτι μου και σπίτι αγαπημένο
  και ω νυφικό κρεββάτι μου. της Ιωλκού ω πατρίδα!

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Θάρρος, κρατήσου, δύστυχη! Μη φεύγης! Μη μ' αφήνης
  και παρακάλει τους θεούς ίσως μας λυπηθούνε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Βλέπω το πλοίο το δίκωπο, το βλέπω μέσ' στη λίμνη
  και τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω,
  όπου κρατώντας το κουπί στο χέρι του μου λέγει:
  «Γιατί αργείς; Μη χάνωμε καιρό. Σε περιμένω».
  Έτσι με βιάζει άγριος και θυμωμένος έτσι.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονο, τι άγριο ταξείδι προφητεύεις!
  Ω, τ' είναι αυτή η συμφορά που τώρα μας ευρήκε!

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη.
  Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει
  είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε
  κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα.
  Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης;
  Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε
  για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Αφήστε με, αφήστε με. Μη με κρατείτε τώρα.
  Ξαπλώστε με, τα πόδια μου δεν με κρατούν. Ο Χάρος
  κοντύτερα μου έρχεται. Τα μάτια μου θολώνουν.
  Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι πια στον κόσμο.
  Είθε εσείς τουλάχιστον να ζήτε ευτυχισμένα!

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονον τα λόγια σου μου σφίγγουν την ψυχή μου
  κ' είναι για με σκληρότερα ακόμα κι' απ' τον Χάρο!
  Για των θεών το όνομα, κρατήσου, μη μ' αφήνης•
  εις την ζωή των ορφανών παιδιών μας σε ορκίζω,
  σηκώσου ορθή και γέμισε με θάρρος την ψυχή σου!
  Γιατί, αν μου πεθάνης συ, δεν θέλω την ζωή μου,
  και εξαρτάται από σε να ζήσωμε ή όχι,
  γιατ' η αγάπη σου για μας είναι ιερή,

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Με βλέπεις σε τι κατάστασι έφθασα, Άδμητε. Πριν να κλείσω τα μάτια μου, θα σου ειπώ τι θέλω. Άκουσε με! Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου και για να ζήσης μόνος σου και να χαρής τον κόσμο πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγαθά του θρόνου. Αλλ' όμως δεν ηθέλησα χωρίς εσέ να ζήσω με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσέ κοντά μου, και ούτε ελογάριασα τα νιάτα μου για σένα. Και όμως η μητέρα σου κι' ο γέρος σου πατέρας κ' οι δύο σ’ εγκατέλειψαν, αν κ' είναι τόσω γέροι, που θα μπορούσαν νάδιναν εκείνοι τη ζωή τους και να πεθάνουν ένδοξοι πως σώζουν το παιδί τους. Ήσουν το μόνο τους παιδί, κ' ελπίδα πια δεν είχαν, αν και εσύ τους πέθαινες, άλλο παιδί να κάμουν. Κ' έτσι εμείς θα ζούσαμε όσω μας μένει ακόμα και συ δεν θα με έχανες, η ώρα μου πριν έρθη, κι' αυτά δεν θα ωρφάνευαν. Μα όλα ήταν γραμμένα και ήταν θέλημα θεού ό,τι έγινε να γίνη. Ας είναι όμως. Τώρα πια ορκίσου πως θα κάμης ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω, αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει να δώσης ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας. Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου. Έπειτα θε να ιδής και συ πως δεν θα σου ζητήσω τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο θα αγαπάς και συ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας. Δέξου λοιπόν να μείνουνε κύριοι μέσ' στο σπίτι και μην τους δώσης μητρυιά, μία γυναίκα ξένη, που δεν θα είναι σαν κ' εμέ καλή, και από ζήλεια θα βάλη χέρι απάνω τους και θα τα βασανίζη. Αυτό μονάχα σου ζητώ κ' ελπίζω να το κάμης. Γιατί δεν είναι μητρυιά που εις τα παιδιά της μάννας να μην είναι χειρότερη κι' απ' την οχιά ακόμα. Και όσω για το αρσενικό, αυτό θα έχη εσένα, που θα του είσαι φύλακας και δυνατός προστάτης. Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψη όπως σου πρέπει; Άρά γε της μητρυιάς τα λόγια, 'σαν μεγαλώσης, δεν μπορούν να σε κακοφημίσουν και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου; Δεν θάχης τη μαννούλα σου, αυτή να σε παντρέψη και να σταθή στο πλάι σου, στου τοκετού την ώρα, που τίποτε γλυκύτερο δεν είν' από την μάννα. Γιατί εγώ πεθαίνω πια. Είν' η ζωή μου λίγη, ούτε μια μέρα ούτε δυο ακόμα δεν θα ζήσω, σε λίγη ώρα θα βρεθώ κάτω στον μαύρον Άδη. Είθε να ζήσετε ευτυχείς• μπορείτε να καυχάσθε, εσύ ότι επέτυχες την πιο καλή γυναίκα και σεις, παιδιά, πως είχατε την πιο καλή μητέρα.

ΧΟΡΟΣ
  Όσω γι' αυτό, μη νοιάζεσαι. Κανείς μας δεν διστάζει
  να πη πως ό,τι του ζητάς ο Άδμητος θα κάμη,
  αν έχη πάντα το μυαλό, που φαίνεται πως έχει.

ΑΔΜΗΤΟΣ θα γίνη ό,τι μου ζητείς, θα γίνη, μην τρομάζης. Και ζωντανή είσαι η μόνη μου γυναίκα, κι' αν πεθάνης, μόνη εσύ γυναίκα μου θα μείνης. Καμμιά άλλη, καμμιά γυναίκα Θεσσαλή, δεν θα βρεθή ή ωραία ή από γενιά ευγενική να σ' αντικαταστήση και να με λέη άντρα της. Όσω για τα παιδιά μας, μη φοβηθής, θα μείνουνε η μοναχή χαρά μου, αφού δεν επροφθάσαμε εσένα να χαρούμε. Κ' έπειτα εγώ το πένθος σου δεν θάχω ένα χρόνο, αλλά για όλη τη ζωή και ως που να πεθάνω θα νοιώθω περιφρόνησι για κείνην που μ' εγέννα και θα μισώ το γέρο μου πατέρα. Και οι δυο τους με λόγια μ' αγαπούσανε, αλλ' όχι και με έργα. Συ μοναχή δεν 'δείλιασες να δώσης τη ζωή σου, για να μου σώσης τη ζωή. Μπορώ να μη στενάξω τώρα που τέτοιαν σύντροφον μοναδική θα χάσω; Ούτε τραγούδι θ' ακουστή, ούτε χαρά θα λάμψη, ούτε στεφάνια συμποτών θα ιδούμε πια εδώ μέσα. Ούτε ποτέ την βάρβιτον θ'αγγίξω, ούτε ο νους μου θα θέλη με τον Λιβυκόν αυλόν να ξαποστάση, γιατί εσύ κάθε χαρά μαζί σου τήνε παίρνεις. Θαύρω τεχνίτας διαλεκτούς το σώμα σου να κάμουν κι' απάνω στο κρεββάτι σου εγώ θα το 'ξαπλώσω και πέφτοντας κ' εγώ κοντά γλυκά θα ταγκαλιάζω και λέγοντας σου τώνομα, πως σ' έχω θα νομίζω αν και εσύ δεν θάσαι πια! Παρηγορία μαύρη, μα κάποιο θάρρος στην ψυχή θαρρώ πως θα μου δίνη. Και στα όνειρά μου θάρχεσαι να ευφραίνης την ψυχή μου, γιατί κι' αυτό ευχαριστεί, στον ύπνο σου να βλέπης έστω και λίγο, μια στιγμή, εκείνον που αγαπούσες. Μ' αν είχα κ' εγώ χάρισμα, φωνή σαν του Ορφέως, την Περσεφόνην να μπορώ κ' εγώ να συγκινήσω ή και τον Πλούτωνα, γοργά θα έτρεχα στον Άδη και ούτε τον ψυχοπομπόν θα τρόμαζα, μα ούτε ο Κέρβερος θα μ' έκανε στον κόσμο να γυρίσω χωρίς εσένα. Τώρα πια, περίμενε με κάτω κ' ετοίμασε τα δώματα, κοντά σου να καθίσω. Εγώ εδώ 'σ όλους αυτούς διαταγή θα δώσω στο ίδιο με σένα φέρετρο να βάλουνε κ' εμένα και να μ' απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου. Δεν θέλω ούτε νεκρός να χωρισθώ ποτέ μου από σένα, που μόνη μου έμεινες πιστή.

ΧΟΡΟΣ
                      Όλοι εμείς μαζί σου
  το πένθος θα κρατήσωμε, που αλήθεια της αξίζει.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Και σεις, παιδιά, τα ακούσατε τα λόγια του πατέρα.
  Είπε πως δεν θα παντρευτή και δεν θα με ξεχάση.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Το είπα κ' είμαι έτοιμος και να το κάμω.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                                            Τότε
  πάρε τα από τα χέρια μου τα δύστυχα παιδιά μας.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Τα δέχομαι, απ' τα χέρια σου, αγαπημένα χέρια,
  αγαπημένην προσφορά.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                          Γίνου εσύ μητέρα
  στη θέσι μου.

ΑΔΜΗΤΟΣ
      Είναι πολλή ανάγκη αυτό να γίνη
  τώρα που δεν θα έχουνε εσένα.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                      Ω παιδιά μου,
  τώρα που έπρεπε να ζω για σας, πεθαίνω τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονο! Χωρίς εσέ, ο δόλιος πως να κάμω;

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  θα με ξεχάσης με καιρό. Εκείνος που πεθαίνει
  δεν είναι πλέον τίποτα. Με τον καιρόν ξεχνιέται.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Μη με αφήνης, πάρε με κ' εμέ μαζί σου κάτω.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Φθάνει ότι πεθαίνω εγώ για σένα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                  Ω Μοίρα,
  τέτοια γυναίκα ευρέθηκες να μου στερήσης!

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                                        Νοιώθω
  τα μάτια να βαραίνουνε• το βλέμμα μου θολώνει.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Εχάθηκα, αν μου φύγης συ, γυναίκα μου….

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                               Και όμως
  πάρε το πια απόφασιν πως μ' έχασες….

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                         Σηκώσου
  και λάβε θάρρος. Μην αφήνης μόνα τα παιδιά σου.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
  Μήπως κ' εγώ το ήθελα; Χαίρετε τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                               Ιδέ τα,
  κύτταξε πως σε βλέπουνε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                  Δεν είμαι πια μαζί σας.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Τι κάνεις; Μας αφήνεις;

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
                      Ναι. Χαίρετε.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                          Αλλοίμονό μου!
      εχάθηκα ο άμοιρος.

ΧΟΡΟΣ
                  Πάει. Δεν υπάρχει πλέον.
  Επέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου.

ΕΥΜΗΛΟΣ
  Αλλοίμονό μου! Επέθανε η μάννα μας, πατέρα,
  και με αφήνει ορφανό• τα μάτια της κλεισθήκαν
  και πέσανε τα χέρια της. Μαννούλα μου, άκουσε με
  που σε φωνάζω, μάννα μου, 'σαν το πουλάκι
  που πέφτει εις της μάννας του το στόμα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                  Την φωνάζεις
  αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι
  η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας.

ΕΥΜΗΛΟΣ
  Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο•
  τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!
  Αδίκως, ω πατέρα μου, επήρες την μητέρα,
  αφού δεν επροφθάσατε να φθάσετε ως το γήρας•
  τώρα έφυγεν η μάννα μας και πάει το σπιτικό μας.

ΧΟΡΟΣ
  Άδμητε, ανάγκη να φανής στη συμφορά σου άντρας,
  γιατί δεν είσαι απ' τους θνητούς ο πρώτος αλλά ούτε
  ο τελευταίος, που έχασε τόσον καλή γυναίκα.
  Πως όλοι θα πεθάνωμε πολύ καλά το ξέρεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Το ξέρω, και η συμφορά άξαφνα δεν μ' ευρήκε,
  Είναι καιρός που τώξερα και μ' έτρωγ' η αγωνία.
  Μα τώρα μείνετε εδώ, να με βοηθήσετ' όλοι,
  να γίνη η κηδεία της, και πήτε της τους ύμνους,
  που θέλουν οι ανηλεείς θεοί του κάτω κόσμου. Κι' όλοι
  οι Θεσσαλοί που κυβερνώ εγώ σαν βασιλιάς τους,
  όλοι ας κάμουν πένθος τους το πένθος το δικό μου,
  και τα μαλλιά ας κόψουνε και ας βουτηχθούν στα μαύρα.
  Κι' όσοι από σας έχουν άρματα, και άλογα ας τους κόψουν
  την χαίτη με το σίδερο. Κι' ούτε αυλός ή λύρα
  σ' όλην την πόλι ν' ακουσθή, αν πρώτα δεν περάσουν
  δώδεκα τ' ολιγώτερο πανσέληνοι, σκεφθήτε
  πως προσφιλέστερο νεκρόν ποτέ μου δεν θα θάψω
  και πως αξίζει κάθε μια τιμή που αυτή εχάθη
  για να μου σώση την ζωή.

ΧΟΡΟΣ Ω κόρη του Πελίου, είθε στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο, στου Πλούτωνος τα δώματα να είσ' ευτυχισμένη. Ας μάθη του Άδου ο θεός, με τα μαλλιά τα μαύρα, κι' ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα καλλίτερη δεν πέρασε του Αχέροντα τη λίμνη. Όσοι απ' της Μούσες έλαβαν του τραγουδιού το δώρο συχνά θε να σε τραγουδούν απάνω εις την λύρα, την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας, ή και στους ύμνους που χωρίς τη λύρα τραγουδιούνται στην Σπάρτη όταν γίνωνται η εορτές τον Μάη ή της σεληνοφώτιστες της νύχτες στας Αθήνας. Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια. Ω, ας μπορούσαμεν εμείς, κάτω από τον μαύρον Άδη κι' από τα νερά του Κωκυτού να πάρωμε εσένα και πίσω να σε φέρωμε! Γιατί εσύ μονάχα είχες την γενναιότητα απ' όλες της γυναίκες με την δική σου τη ζωή τον άντρα σου να σώσης. Είθε να πέση ελαφρό επάνω σου το χώμα. Και άν ποτε ο άντρας σου άλλην γυναίκα πάρη ούτε κανένας από 'μας ούτε και τα παιδιά σου θα έχουν μάτια να τον 'δουν. Γιατί ούτ' η γρηά του μάννα, ούτε και ο πατέρας του, αν κ' ήτανε παιδί τους, εδέχτηκαν να κατεβούν στον Άδη να τον σώσουν, αν κ' ήταν γέροι και οι δυο, και τα μαλλιά τους άσπρα, και μόνο συ, που βρίσκεσαι στο άνθος της ζωής σου την νιότη σου εθυσίασες. Είθε από 'μας καθένας τέτοια γυναίκα ναύρισκε, γιατί δεν είναι τύχη στον κόσμο μεγαλύτερη από καλή γυναίκα. Αν τέτοια μου ετύχαινε, βεβαίως τη ζωή της θα επερνούσε πλάι μου χωρίς καμμία λύπη.

Αυλαία

ΠΡΑΞΙΣ Β'.

(Ο χορός των Θεσσαλών γερόντων στέκεται σιωπηλός έξω από τα ανάκτορα. Εμφανίζεται ο Ηρακλής, ο οποίος τους ερωτά).

ΣΚΗΝΗ Α'.

ΗΡΑΚΛΗΣ. ΧΟΡΟΣ γερόντων

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Ω ξένοι, της Φεραίας γης πολίται, ξέρετε ίσως
  αν βρίσκεται ο Άδμητος μέσα στ' ανάκτορά του;

ΧΟΡΟΣ
  Ναι, είναι μέσα, Ηρακλή. Αλλ' όμως ποιά αιτία
  σε φέρνει εις των Θεσσαλών την χώρα, στην Φεραία.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μια εργασία ανέλαβα του Ευρυσθέως τυράννου
  της Τίρυνθος.

ΧΟΡΟΣ
      Και που πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη
  τρέχεις να περιπλανηθής;

ΗΡΑΚΛΗΣ
                       Στη Θράκη θα ζητήσω
  τα τέσσαρα τα άλογα, που έχει ο Διομήδης
  στο άρμα του.

ΧΟΡΟΣ
      Εσκέφθηκες καλά πως θα το κάμης;
  Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπον πηγαίνεις να τα βάλης;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Όχι, δεν έτυχε ποτέ στην χώρα των Βιστόνων.

ΧΟΡΟΣ
  Αδύνατον τα άλογα να πάρης χωρίς μάχην.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Αλλ' όμως κι' ούτε ν' αρνηθώ μπορούσα.

ΧΟΡΟΣ
                                   Θα σκοτώσης
  για να γυρίσης, ειδεμή εκεί νεκρός θα μείνης.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Δεν είναι η πρώτη μου φορά που αναλαμβάνω αγώνα.

ΧΟΡΟΣ
  Και αν νικήσης, τάχα ποιά τα κέρδη σου θα είναι;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Τα άλογα στον τύραννο της Τίρυνθος θα πάω.

ΧΟΡΟΣ
  Δύσκολο εις το στόμα τους να βάλης χαλινάρι.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Εκτός από το στόμα τους εάν φωτιές πετούνε.

ΧΟΡΟΣ
  Τον άνθρωπο στα δόντια τους κομμάτια τόνε κάνουν.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Όπως τα λέτε, όχι άλογα, άγρια θηριά θα είναι.

ΧΟΡΟΣ
  Σαν πας θα ιδής της φάτνες τους στο αίμα βουτηγμένες..

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Και τίνος τάχα να είναι γυιός αυτός που τανατρέφει;

ΧΟΡΟΣ
  Του Άρεως και βασιλεύς της Θράκης της πλουσίας.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Από όσα λες μου φαίνεται πως ο άθλος μου αξίζει.
  Γιατί εμένα η μοίρα μου είναι σκληρή και πάντα
  από το ένα δύσκολο στο άλλο με πηγαίνει.
  Αφού μου ήτανε γραφτό με δυο παιδιά του Άρη
  να πολεμήσω στην αρχή με τον Λυκάονα πρώτον
  και με τον Κύκνον έπειτα, να τώρα και ο τρίτος
  που έχει αυτά τα άλογα· μα δεν θα ιδή κανένας
  να φοβηθώ εγώ ποτέ, εγώ ο γυιός της Αλκμήνης.

ΧΟΡΟΣ Να και του τόπου ο βασιλιάς ο Άδμητος που φτάνει.

ΣΚΗΝΗ Β'.

(Εισέρχεται ο Άδμητος με κομμένην την κόμην εις ένδειξιν πένθους.)

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Χαίρε, καλώς μας ώρισες, γυιέ του Διός
  και του Περσέως απόγονε.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                      Χαίρε και συ, ο άναξ
  των Θεσσαλών, ω Άδμητε.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                      Το ήθελα να χαίρω.
  Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                          Τα μαλλιά σου
  κομμένα βλέπω, πένθιμο σημάδι. Τι συμβαίνει;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Κάποιον νεκρόν θα θάψωμε σήμερα.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                          Από τα παιδιά σου
  Μακρυά μια τέτοια συμφορά να δώση ο θεός.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                         Εκείνα
  μέσα στο σπίτι ζωντανά είν' ευτυχή.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                         Ο γέρος
  ο πατέρας σου μη μας αφήκε χρόνους;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                         Μα τότε
  μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου;

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                     Για 'κείνην
  μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Τι λες; επέθανε ή ζη;

ΑΔΜΗΤΟΣ
                          Και είναι και δεν είναι
  και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Τα λόγια σου εξήγησι καμμίαν δεν μου δίνουν.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Ξέρω ότι εδέχθηκε για σένα να πεθάνη.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Λοιπόν πως ημπορώ να ειπώ πως ζη, αφού το εδέχθη;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Α, μην την κλαις η ώρα της πριν έλθη.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                  Τι σημαίνει;
  Τάχα δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνη;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Ναι, αλλά είναι χωριστό το ένα από τάλλο.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Έτσι νομίζεις, Ηρακλή, εσύ. Εγώ όμως όχι.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Τότε τι κλαις; Μη φίλος σου επέθανε κανένας;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Γυναίκα είναι ο νεκρός. Γι' αυτήν μιλούμε τώρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Γυναίκα ξένη ή συγγενής;

ΑΔΜΗΤΟΣ
                      Ξένη, αλλά δική μας
  στο σπίτι αυτό.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μα τότε εδώ πως πέθανε κοντά σου;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Σαν πέθανε ο πατέρας της, ήρθε ορφανή μαζί μας.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Αλλοίμονο! Είθε οι θεοί να μ' έστελναν να σ' εύρω
  μιαν άλλην ώρα, Άδμητε, που να μην είχες λύπες.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Τι θες να πης! Τα λόγια σου αυτά τι να σημαίνουν;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Πρέπει να φύγω από 'δω κι' αλλού να καταλύσω.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αδύνατον! Τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μου κάμης.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Σ' αυτούς που έχουν τη λύπη τους είν' οχληρός ο ξένος.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Οι πεθαμένοι 'πέθαναν. Πέρασε μέσ' στο σπίτι.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Δεν είναι πρέπον άνθρωπος να κάθεται να τρώγη
  σε σπίτι όπου έπεσε η συμφορά κ' η λύπη.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Είναι οι ξενώνες χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Αν με αφήσης, Άδμητε, θα σ' το χρωστώ ως χάριν.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Δεν είναι πρέπον, Ηρακλή, να πας σε άλλο σπίτι.

(Προς ένα δούλον)

Οδήγησε τον ξένον μας απ' έξω στους ξενώνας, και σύστησε στους φύλακας να στρώσουν το τραπέζι με άφθονα τα φαγητά. Να κλείσουνε της θύρες που φέρνουν μέσα. Ο ξένος μας δεν πρέπει να ακούση τους στεναγμούς, να λυπηθή την ώρα που θα τρώγη.

(Ο δούλος και ο Ηρακλής εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ε'.

Άδμητος — Χορός

ΧΟΡΟΣ
  Τι κάνεις; Τέτοια συμφορά σ' ευρήκε κι' όμως θέλεις
  τον ξένον σου να τον δεχθής, να τον φιλοξενήσης;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Τάχα θα μ' επαινούσατε αν έδιωχνα τον ξένο
  από το σπίτι μου εδώ κι' από την πόλι; Όχι.
  Η συμφορά λιγώτερη βεβαίως δεν θα ήτο
  και μόνο εγώ αφιλόξενος θα ήμουν. Μέσα σ' τάλλα
  κακά που μ' ηύραν θάλεγε ο κόσμος πως ακόμη
  είμαι και αφιλόξενος και δεν τιμώ τους ξένους.
  Κι' όμως εγώ όταν βρεθώ στο άνυδρο το Άργος
  εκείνος με φιλοξενεί και με περιποιείται.

ΧΟΡΟΣ
  Αφού όμως είναι φίλος σου όπως τον λες, τι κρύβεις
  τη συμφορά σου απ' αυτόν και δεν την φανερώνεις;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αν μάθαινε τον πόνο μου, θα ήθελε να μείνη;
  Ξέρω πως ό,τι έκαμα θα σας φανή μια τρέλλα,
  και δεν θα μ' επαινέσετε. Μα το δικό μου σπίτι
  δεν έμαθε τους ξένους του να διώχνη, ν' ατιμάζη,

(Εισέρχεται εις τα ανάκτορα)

ΧΟΡΟΣ Ω πάντοτε φιλόξενο, πρόθυμο πάντα σπίτι που κι' ο Απόλλων κάποτε ο Πύθιος, με τη λύρα την ξακουσμένη εδέχθηκε στη στέγη σου να μείνη γύρω στους λόφους σαν βοσκός την λύρα του να παίζη, και τα κοπάδια να καλή σε υμεναίων μεθύσι. Μαζί τους εβοσκούσανε, στον ήχο μαγεμμένοι λύγκες με δέρμα ραβδωτό και άγρια λιοντάρια που έφευγαν απ' της Όθρυος τα δάση. Γύρω γύρω απ' την κιθάρα σου, αλαφρό, εχόρευε, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό με παρδαλό το δέρμα όπου πετιέται άξαφνα απ' της ψηλές ελάτες. Γιατί αλήθεια ο Άδμητος σε χώρα βασιλεύει που έχει απ' όλες πιο πολλά κοπάδια γύρω γύρω απ' τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβίας. Τα έμμορφα χωράφια της απλώνει απ' τώνα μέρος από εκεί που ο Ήλιος τα άλογα του ζεύει κατά των Μολοσσών τη γη, κι' από το άλλο μέρος προς το Αιγαίον απλώνεται και προς το Πήλιον κάτω όπου στης παραλίες του δεν βρίσκεται λιμάνι. Τώρα το σπίτι του άνοιξε για να δεχθή τον ξένο αν και το μάτι του είναι υγρό ακόμη από το δάκρυ για την γυναίκα που έχασε προ λίγης ώρας τώρα. Αλλ' η ευγενική ψυχή πάντα θα κάμη εκείνο που θεωρεί καθήκον της και πρέπον να το κάμη. Και οι καλοί πάντα καλά θα κάμουν. Τον θαυμάζω για ό,τι έκαμε, και μέσ' στα βάθη της ψυχής μου εγώ έχω την πεποίθησι πως οι θεοί ως το τέλος την ευτυχίαν θα δώσουνε σε ένα τέτοιον άνδρα.

(Εισέρχεται εις την σκηνήν η νεκρική πομπή της Αλκήστιδος)

ΣΚΗΝΗ Δ'.

ΑΔΜΗΤΟΣ, ΧΟΡΟΣ, έπειτα ο ΦΕΡΗΣ

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Άνδρες Φεραίοι, ευχαριστώ που ήλθατε εδώ όλοι
  για να μας αποδείξετε πόσο μας αγαπάτε.
  Τώρα οι δούλοι φέρνουνε στον τάφο στολισμένο
  το σώμα της γυναίκας μου, με όσα στολίδια πρέπει.
  Σεις αποχαιρετίσατε την πεθαμμένη τώρα
  που ξεκινά για το υστερνό και αγύριστο ταξείδι.

(Εμφανίζεται ο Φέρης ακολουθούμενος από δούλους, οι οποίοι φέρουν δώρα).

ΧΟΡΟΣ
  Να κι' ο πατέρας σου, Άδμητε, αργά αργά προβαίνει
  με βήμα που του έκαμε βαρύ η ηλικία.
  Οι δούλοι του στα χέρια τους τα δώρα του κρατούνε
  που συνηθίζουν στους νεκρούς να βάζουνε.

ΦΕΡΗΣ
                                         Παιδί μου,
  ήλθα κ' εγώ να κλάψωμε μαζί τη συμφορά σου.
  Κανείς δεν έχει αντίρρησι πως έχασες γυναίκα,
  που ήταν καλή και φρόνιμη. Μα τι να κάμης τώρα;
  Όσω κι' αν είναι δύσκολο, θα το υποφέρης. Δέξου
  και βάλε της στον τάφο της τα λίγα αυτά στολίδια.
  Γιατί αξίζει απ' όλους μας να τιμηθή το σώμα
  εκείνης που απέθανε για να σε σώση εσένα.
  Με την θυσία της αυτή δεν άφησε κ' εμένα
  χωρίς παιδί ναπόμενα τώρα στη γηρατειά μου.
  Παράδειγμα έγινεν αυτή σε όλες της γυναίκες
  μ' αυτό οπού ετόλμησε προς χάριν σου να κάμη.
  οπού, συ που έσωσες αυτόν κι' όλους εμάς μαζί του,
  χαίρε, και είθε κάτω εκεί στου Άδου τα παλάτια
  ωραίαν να βρης ανάπαυσιν. Αλήθεια ή τέτοιον γάμο
  πρέπει κανείς να εύχεται, ή ανύπαντρος να μένη.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε εγώ σ' εκάλεσα να έλθης στην κηδεία ούτε που ήρθες χαίρομαι. Να πάρης και τα δώρα που έφερες, γιατί σ' αυτήν εγώ δεν θα τα βάλω. Για να ταφή, απ' τα δώρα σου ανάγκη αυτή δεν έχει. Τότε έπρεπε να λυπηθής, όταν εγώ εχανόμουν. Μα εσύ που τότε εδέχθηκες, αν κ' ήσουν τόσω γέρος, να αποθάνω νέος εγώ, τώρα γι' αυτήν λυπάσαι: Δεν είσαι συ πατέρας μου, όπως το λες, μα ούτε και μάννα μου είναι αυτή, που λέει πως είναι μάννα μόνο γιατί με γέννησε. Κάποια γυναίκα ξένη μ' έδωσε στη γυναίκα σου να με βυζάξη. Μόλις ήλθε η στιγμή κ' οι δύο σας να δείξετε αν είσθε αλήθεια οι γονείς μου εσείς, φανήκατε κ' οι δύο. Ή μήπως ανανδρότερος απ' όλους εγεννήθης κ' εδειλίασες κι' αρνήθηκες σ' αυτήν την ηλικία για του παιδιού σου την ζωή να χάσης τη δική σου, και μία ξένη αφήσατε για μένα να πεθάνη, που δίκαια την είχα εγώ πατέρα και μητέρα. Και όμως θα ήταν ο αγών ωραίος να πεθάνης για το παιδί σου, αφού έφθασες στο τέλος πια του βίου και δεν σου έμενε πολύς καιρός να ζήσης πλέον. Έπειτα όλες που ημπορεί κανένας να ζητήση της ευτυχίες στον κόσμο αυτό της είχες. Από νέος ακόμη ήσουν βασιλιάς. Και ούτε υπήρχε φόβος πεθαίνοντας να άφηνες πίσω ορφανό τον θρόνο ξένοι να τον αρπάξουνε, αφού είχες το παιδί σου. Ούτε μπορούσες βέβαια να πης, πως δεν τιμούσα τα γηρατειά σου και γι' αυτό μ' άφησες να πεθάνω γιατί εγώ σου έδειχνα τον σεβασμό, που πρέπει να δείχνωμε στους γέροντας, και όμως ιδέτε τώρα κ' οι δυο πως μου πληρώσατε αυτόν τον σεβασμό μου. Βεβαίως δεν θα μπορούσες πια άλλα παιδιά να κάμης, να σε γηροκομήσουνε και όταν θάλθη η ώρα, το σώμα σου να εκθέσουνε και με τιμή να θάψουν. Εγώ μ' αυτά τα χέρια μου βεβαίως δεν θα σε θάψω, γιατί εγώ είμαι νεκρός για σένα. Αν σ' έναν άλλον χρωστώ το ότι ζωντανός είμαι ακόμα, εκείνον ωσάν πατέρα θα τιμώ και θα γηροκομούσα. Άδικα λεν οι γέροντες πως θέλουν να πεθάνουν και ότι βαρεθήκανε την μακρυνή ζωή τους. Μόλις φανή ο θάνατος πως θέλει να τους πάρη. όλοι ευθύς μετανοούν, και βρίσκουν πως το γήρας δεν είναι πια βαρύ γι' αυτούς.

ΧΟΡΟΣ
                                               Άδμητε, παύσε τώρα.
  Φθάνει αυτή η συμφορά· τον γέρο μην πληγώνης.

ΦΕΡΗΣ Παιδί μου, σε ποιόν δούλον σου μιλείς μ' αυτά τα λόγια, σε Φρύγα ή σε ανθρώπον που πήρες στη Λυδία; Δεν είμαι τάχα Θεσσαλός ελεύθερος; Δεν είχα κ' εγώ πατέρα Θεσσαλόν κ' ελεύθερον; Με βρίζεις με λόγια που τα όρια της λύπης σου περνούνε. Μα έπειτα απ' τα λόγια αυτά δεν ημπορείς να φύγης. Εγώ σ' εγέννησα, κ' εγώ είχα καθήκον πάλι να σ' αναθρέψω, κύριον στο σπίτι να σε κάμω, αλλ' όχι και προς χάριν σου να χάσω τη ζωή μου. Αυτό καμμιά συνήθεια του τόπου δεν το λέει κι' ούτε απ' τον πατέρα μου το έμαθα ως νόμον. Αν εγεννήθης ευτυχής ή δυστυχής, δικό σου είναι γραφτό, από εμάς ό,τι ήτανε να πάρης το πήρες. Είσαι βασιλιάς νέος λαού μεγάλου και θα σου αφήσω κτήματα πολλά, όσα επήρα κ' εγώ απ' τον πατέρα μου. Λοιπόν, τι σου έχω κάμει κακό, και τι σ' εστέρησα; Δεν θέλω να πεθάνης εσύ για μένα, μα ούτ' εγώ για χάρι σου πεθαίνω. Συ την ζωή την αγαπάς· εγώ, νομίζεις, όχι; Του κάτω κόσμου η ζωή είναι μακρυά κ' αιώνια, εδώ επάνω η ζωή είν' λίγη μα γλυκειά είναι. Εσύ χωρίς καμμιά ντροπή εζήτησες να ζήσης κι' όταν η ώρα σου έφθασε σώθηκες απ' τη Μοίρα σκοτώνοντας αυτήν εδώ, και βρίζεις τώρα εμένα εσύ, ο αλήθεια άνανδρος, που εδέχθης μια γυναίκα πριν νάρθη η ώρα να χαθή προς χάριν του καλού της;. Ωραίαν ευρήκες πρόφασι ποτέ να μην πεθάνης, αν πείθης την γυναίκα σου την θέσι σου να παίρνη. Τέτοιος εσύ, κατηγορείς τους άλλους, που δεν θέλουν να κάνουν ό,τι κάνεις συ. Σιώπησε και σκέψου, πως αν εσύ την αγαπάς δικαίως τη ζωή σου, οι άλλοι δεν την αγαπούν; Μην λες κακά για μένα, γιατί πολύ χειρότερα θ' ακούσης, και δικαίως.

ΧΟΡΟΣ
  Λόγια κακά ακούσθηκαν εδώ και πριν και τώρα.
  Αλλ' όμως παύσε, γέροντα, να βρίζης το παιδί σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Πες ό,τι θέλεις• ξέρω εγώ πως θα σου απαντήσω.
  Εάν σου κακοφαίνεται ν' ακούης την αλήθεια,
  δεν έπρεπε να μου φερθής, όπως εσύ εφέρθης.

ΦΕΡΗΣ
  Αν πέθαινα για χάρι σου, χειρότερο θα ήτον.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Το ίδιο είναι ο θάνατος του γέρου και του νέου;

ΦΕΡΗΣ
  Μία ζωή θα ζήσωμε και όχι δύο.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                         Είθε
  να ζήσης περισσότερον ακόμα κι' από τον Δία.

ΦΕΡΗΣ
  Αυτούς που σε εγέννησαν αδίκως καταριέσαι,
  ενώ κακό δεν σούκαμαν.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                          Τώρα μονάχα βλέπω
  πόσο σ' αρέσει η ζωή.

ΦΕΡΗΣ
                              Σ' εσένα δεν αρέσει,
  που άλλος για σένα πέθανε και τώρα τον παιδεύεις;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Είναι σημάδι και αυτό δικής σου ανανδρίας.

ΦΕΡΗΣ
  Τώρα θα πης πως πέθανεν η Άλκηστις για μένα!

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Εύχου να μη με χρειασθής ποτέ, σε καμμιά ανάγκη·

ΦΕΡΗΣ
  Πάρε και άλλες σαν κι' αυτήν για νάχης να πεθαίνουν.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Δική σου είναι η ντροπή, που ήθελες να ζήσης.

ΦΕΡΗΣ
  Ε, τι να γίνη! είναι γλυκό το φως που ο θεός μας δίνει.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Δεν έχεις ανδρική καρδιά στα στήθη σου, δεν έχεις.

ΦΕΡΗΣ
  Δεν χαίρεσαι, γιατί νεκρόν τον γέρο δεν κηδεύεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Μα θα πεθάνης άδοξος, σαν θάρθη η σειρά σου.

ΦΕΡΗΣ
  Όταν πεθάνω, λέγε μου ό,τι θέλεις. Δεν θακούω.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονο, τι αδιάντροπα είναι τα γηρατειά!

ΦΕΡΗΣ
  Αυτή δεν ήταν αναιδής· κουτή μονάχα ευρήκες.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Φύγε και άφησε μ' εδώ να θάψω τον νεκρό μου.

ΦΕΡΗΣ
  Φεύγω και θάψε την εσύ, που είσαι κι' ο φονιάς της.
  Αλλά θα δώσης μια φορά λόγο στους συγγενείς της·
  άνδρας δεν θα είναι ο Άκαστος, αν κάποτε δεν έλθη
  να τιμωρήση άγρια της αδελφής τον φόνο.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Λοιπόν κατάρα και σ' εσέ, κατάρα και στην μάννα,
  Κ' οι δυο, αν κ' έχετε παιδί, εν τούτοις θα γυρνάτε
  χωρίς παιδί. Στο σπίτι μου κανείς σας να μην έλθη.
  Κι' αν είναι και με κήρυκες ναπαρνηθώ το σπίτι,
  το σπίτι που γεννήθηκα, βεβαίως θα το κάμω.
  Κ' εμάς που βρήκε η συμφορά τώρ' ας την υποστούμε
  και ας το πάμε στην πυρά το σώμα του νεκρού μας.

ΧΟΡΟΣ
  Αλλοίμονο, η δύστυχη, το θύμα αυτό της τόλμης.
  Χαίρε, ω γενναία γυναίκα, εσύ, χαίρε, εσύ η μεγάλη.
  Είθε ο Χθόνιος Ερμής κι' ο Άδης να δειχθούνε
  ευνοϊκοί σε σένα. Και αν υπάρχη εκεί κάτω
  για τους καλούς κάτι καλό πλειότερο απ' τους άλλους
  είθε να τώχης συ η καλή σαν κάθεσαι στο πλάι
  της Περσεφόνης, γυναικός του Πλούτωνος στον Άδη.

(Εξέρχεται η κηδεία βραδέως.)

Αυλαία

ΠΡΑΞΙΣ Γ'

(Η αυτή σκηνογραφία. Από την μεσαίαν θύραν εξέρχεται ο θεράπων)

ΘΕΡΑΠΩΝ Είδαν πολλούς τα μάτια μου στο σπίτι τούτο ξένους κι' από τα πέρατα της γης στου Αδμήτου το τραπέζι πάρα πολλοί εκάθισαν. Μα σαν αυτόν τον ξένον χειρότερον δεν είδανε τα μάτια μου ως τώρα. Αφού είδε πως ο Άδμητος είχε νεκρόν στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε ναρθή να καταλύση. Έπειτα δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάη, αλλ' εζήτησε και άλλα να του φέρω. Επήρε εις το χέρι του το ξύλινο ποτήρι και ήρχισε μαύρο κρασί να πίνη ως που η φλόγα επότισε το σώμα του και τώκαμε καμίνι. Τότε με μύρτα εστόλισεν αμέσως το κεφάλι και ήρχισε να τραγουδή σαν σκύλλος που ουρλιάζει. Διπλή τότε ακουγότανε η μουσική στο σπίτι γιατί εκείνος ούρλιαζε, χωρίς να τόνε μέλη για τη δική μας συμφορά, ενώ ημείς οι άλλοι εκλαίγαμε τον θάνατο της δύστυχης κυράς μας. Όμως από τον ξένο μας εκρύβαμε τη λύπη, γιατί έτσι διέταξε ο Άδμητος σε όλους. Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκηο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;

ΗΡΑΚΛΗΣ

(Εξέρχεται από την μεσαίαν θύραν κλονιζόμενος από μέθην).

Ε, συ, γιατί τα μούτρα σου κατεβασμένα, τάχεις; Δεν πρέπει ο δούλος σκυθρωπός να δέχεται τον ξένο, αλλά να είναι πρόσχαρος. Εσύ βλέπεις τον φίλο του αφέντη σου εδώ μπροστά και με κοιτάζεις έτσι με πρόσωπο περίλυπο και ζαρωμένα φρύδια, σαν να σου τρώγεται η ψυχή για κάποια ξένην έννοια. Έλα εδώ κοντύτερα σοφώτερος να γίνης, Ξέρεις τι είδους πράγματα είνε των θνητών; Βεβαίως δεν ξέρεις. Κ' έχεις δίκαιον που να τα μάθης; Έλα λοιπόν νακούσης. Ο θνητός μια μέρα θα πεθάνη κι' ούτε υπάρχει άνθρωπος να ξέρη αν θα ζήση ως αύριο. Γιατί κανείς δεν ξέρει που πηγαίνει η Τύχη, κι' ούτε ημπορεί με τέχνη να το μάθη. Τώρα λοιπόν που τάμαθες της τύχης από μένα κύτταξε πως να την χαρής σήμερα τη ζωή σου· πίνε, και τάλλα άφησ' τα στην τύχη να τα κάμη. Τίμα και την γλυκύτερη θεά για τους ανθρώπους, την Κύπριδα, γιατ' η θεά είναι καλή και ακούει. Όλα τα άλλα άφησ' τα, και άκουσε μ' εμένα γιατί μου φαίνεται σωστά πως λέω, αλήθεια, λόγια. Ξέχνα λοιπόν την λύπη σου κ' έλα να πιής μαζί μου. Γίνου ανώτερος εσύ, απ' όλα αυτά και βάλε στεφάνι στο κεφάλι σου. Δεν έχω αμφιβολία πως με ποτήρια άφθονα την λύπη σου θα διώξης και την φροντίδα σου. Αφού θνητοί έχουμε γίνει, πρέπει και να σκεπτώμεθα ωσάν θνητοί. Γιατ' όποιος όλη του την ζωή περνά με ζαρωμένα φρύδια και σοβαρός, μου φαίνεται τουλάχιστον εμένα πως δεν περνά ζωή αυτός, μα συμφορά.

ΘΕΡΑΠΩΝ
                                            Τα ξέρω
  πως είναι αυτά που λες σωστά, μα τώρα δεν είν' ώρα
  για γέλια και για όρεξι.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                      Για μια γυναίκα ξένη
  τόσω λυπάσαι! ο αφέντης σου και η κυρά σου ζούνε.

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Ζούνε; Τι λες; Τη συμφορά δεν ξέρεις του σπιτιού μας;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Όχι. Εκτός αν ψέμματα ο κύριος σου είπε.

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Είναι πολύ φιλόξενος, και για να μη λυπήση
  τον ξένο του.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Λέγε λοιπόν τι συμφορά σας βρήκε;

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Πήγαινε στο καλό εσύ χαρούμενος. Οι άλλοι
  εμείς ας τηνε κλάψωμε τη συμφορά του αφέντη.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Δεν φαίνεται απ' τα λόγια σου να πρόκειται για ξένον.

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Αν ήταν ξένος ο νεκρός, δεν μ' έμελε να βλέπω
  εσένα να γλεντάς εδώ.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Βέβαια, για έναν ξένο
  δεν έπρεπε να μείνω εγώ χωρίς φιλοξενία.

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Δεν είναι ξένος ο νεκρός. Είναι πολύ δικός μας.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Πώς; Πάει τέτοια προσβολή ο Άδμητος σε μένα
  να κρύψη από τον ξένον του τη λύπη του;

ΘΕΡΑΠΩΝ
                                    Δεν ήλθες
  σε μια στιγμή κατάλληλη. Εμείς έχομε πένθος.
  Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου
  κομμένα;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα
  ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος;

ΘΕΡΑΠΩΝ
                                         Όχι ξένε,
  επέθανε η γυναίκα του.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                  Τι λες; Με τέτοιο πένθος
  στο σπίτι με εδεχθήκατε;

ΘΕΡΑΠΩΝ
                      Ντρεπότανε να διώξη
  τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήλθε.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα εστερήθης!

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Εκείνη μόνο εχάθηκε; Όλοι είμαστε χαμένοι.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Είδα εγώ τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα
  πως τα μαλλιά σας είχατε κομμένα. Μα εκείνος
  με έπεισε πως πέθανε κάποιος απ' έξω ξένος.
  Διά της βίας με εκράτησε στο σπίτι το θλιμμένο,
  και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε.
  Τώρα μπορώ να κάθωμαι εγώ στεφανωμένος
  να πίνω και να τραγουδώ; Το σφάλμα είναι δικό σου
  που δεν μου είπες τίποτα γι' αυτήν την δυστυχία.
  Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους εύρω;

ΘΕΡΑΠΩΝ
  Στον δρόμο που στην Λάρισα πηγαίνει κατ' ευθείαν
  έξω απ' τα προάστεια· εκεί θα ιδής τον τάφο
  όλον από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένον.

ΗΡΑΚΛΗΣ Ω συ καρδιά μου, που έκαμες τόσα και τόσα ως τώρα και χέρι εσύ, ήρθε ο καιρός να δείξετε ποίος είναι εκείνος που εγέννησεν η Αλκμήνη από τον Δία κάτω από την Τίρυνθα, η κόρη του Ηλεκτρυόνος. Γιατί πρέπει να σώσω εγώ την δύστυχη γυναίκα που προ ολίγου επέθανε, και να την φέρω πάλι στο σπίτι της, στον Άδμητο, και χάρι να του κάμω. Τον μαυροφόρον θάνατον θα πάω να προφθάσω τον βασιλέα των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμον των θυμάτων του το αίμα να ρουφήξη. Κ' αν πέσω απάνω του άξαφνα και με τα δυο μου χέρια καλά τον σφίξω, βέβαια κανείς δεν θα μπορέση να μου τον πάρη από εκεί, αν πρώτα δεν αφήση από τα ματωμένα του πλευρά του την γυναίκα. Κι' αν αποτύχω, ή ο θάνατος δεν έλθη να αρπάξη το αιματωμένο γλύκισμα, στον Άδη θα κατέβω σ' τανήλια βασίλεια της Περσεφόνης κάτω να την ζητήσω. Και καμμιά αμφιβολία δεν έχω πως θα την φέρω γρήγορα την Άλκηστιν απάνω στα χέρια του συζύγου της να τηνε παραδώσω που πρόθυμος εδέχθηκε στο σπίτι του τον ξένο αν κ' είχε τέτοια συμφορά κ' εσκέφθηκε να κρύψη τόσω γενναίο τον πόνο του, κανένα μη λυπήση. Ποίος είναι πιο φιλόξενος στων Θεσσαλών τη χώρα κι' απ' όλους όσοι κατοικούν εις την Ελλάδα; Όμως τόσω γενναίος αν φάνηκε, αχάριστον δεν βρήκε.

(Εξέρχεται δεξιά)

ΣΚΗΝΗ Β'.

ΑΔΜΗΤΟΣ

(Εισέρχεται με την κεφαλήν προς τα κάτω και πλησιάζων βλέπει έξω προς την θύραν τον πλόκαμον κρεμασμένον εις σημείον πένθους).

Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! Τι μαύρη η επιστροφή μου και μαύρη του ανακτόρου μου η όψι! Αλλοίμονο μου! Αλλοίμονο, που να σταθώ και που να πάω τώρα, και τι να πω; Καλλίτερα να είχα κ' εγώ πεθάνει! Τι άτυχον μ' εγέννησεν η μάννα μου! Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση.

ΧΟΡΟΣ
  Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονο!….

ΧΟΡΟΣ
    Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ωχ!

ΧΟΡΟΣ
  Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονο…..

ΧΟΡΟΣ
      Μα οι στεναγμοί νεκρό δεν ανασταίνουν.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ω! Ω!

ΧΟΡΟΣ
      Είναι πολύ σκληρόν να μην ξαναντικρύσης
  μίας γυναίκας πρόσωπον που τόσον αγαπούσες.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Μου εθύμισες τον πόνο που ξεσχίζει την καρδιά μου.
  Δεν είναι άλλη συμφορά στον κόσμο πιο μεγάλη
  παρά να χάση την πιστή γυναίκα του. Στο σπίτι
  γυναίκα μου καλλίτερα να μην την είχα φέρει.
  Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουνε γυναίκα
  ούτε παιδιά. Μία ζωή, μονάχα η δική τους,
  και αν χαθή, ο πόνος της πάντα πιο λίγος είναι.
  Αλλά να βλέπη άρρωστα κανένας τα παιδιά του
  και το κρεββάτι του έρημο το νυφικό, είναι λύπη
  αβάσταχτη, ενώ χωρίς παιδιά μπορεί να μείνη,
  κ' ενώ μπορούσε άγαμος να ζήση τη ζωή του.

ΧΟΡΟΣ
  Μια συμφορά αβάσταχτη αλήθεια μας ευρήκε.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονο!….

ΧΟΡΟΣ
      Τους στεναγμούς σου παύσε.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλοίμονό μου.

ΧΟΡΟΣ
      Είναι βαρειά η συμφορά και όμως.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ωχ, ωιμένα!

ΧΟΡΟΣ
  Κάμε ολίγη υπομονή, δεν είσαι συ ο πρώτος……

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ωχ!

ΧΟΡΟΣ
  …,. Που χάνεις τη γυναίκα σου. Όλοι οι θνητοί υποφέρουν,
  ο ένας μία συμφορά, ο άλλος πάλιν άλλην!

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ω λύπες αλησμόνητες, και πένθη μας για εκείνους
  που αγαπημένους είχαμε και που η γη τους πήρε.
  Ποιος τάχα να μ' εμπόδισε να πέσω μέσ' στον τάφο
  νεκρός κ' εγώ ναναπαυθώ στο πλάι εκείνης που ήταν
  στον κόσμο η καλλίτερη γυναίκα; Δυο ο Άδης
  ψυχές θα είχε αντί μιας, πιστά συνηνωμένες
  από μια πίστι ανίκητη, κι' η δυο μαζί τη λίμνη
  του κάτω κόσμου αχώριστες μαζί θα την περνούσαν.

ΧΟΡΟΣ
  Εγώ είχα κάποιον συγγενή, που είχεν ένα μόνο
  παιδί μέσα στο σπίτι του, ο Χάρος του το πήρε.
  Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος
  και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα;
  πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα.
  Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου
  και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα
  κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι
  της νύφης. Από πίσω 'μας πυκνή ακολουθία
  μ' άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι απ' την καρδιά τους
  μας εμακάριζαν εμέ κ' εκείνην που εχάθη
  γιατί κ' οι δυο ευγενείς κι' από γενιά μεγάλη
  ενώναμε την τύχη μας. Τώρα ούτε τραγούδια,
  ούτε χαρές υμεναίου πια, μα στεναγμοί και θρήνοι.
  Και όχι άσπρα πέπλα. Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν
  στο νυφικό δωμάτιον, που ερήμωσεν ο Χάρος.

ΧΟΡΟΣ
  Μέσα στην ευτυχία σου η συμφορά σ' ευρήκε
  ενώ δεν την περίμενες. Συ όμως ζης ακόμα
  και αναπνέεις. Επέθανε εκείνη και σ' αφήνει
  με όλες της αγάπες της. Τι τάχα νέο βρίσκεις
  σ' αυτό; Δεν είσαι μόνος σου. Κι' άλλοι πολλοί ως τώρα
  έχασαν της γυναίκες των.

ΑΔΜΗΤΟΣ Η τύχη της νομίζω απ' τη δική μου πιο καλή πως είναι, αν και τω όντι έτσι δεν φαίνεται. Αυτή εσώθηκε απ' τους πόνους κι' από της λύπες, κ' ένδοξον ευρήκε τέλος. Όμως εγώ που εσώθηκα απ' τον θάνατον δεν πρέπει να ζήσω τώρα μόνος μου, γιατί καλά το νοιώθω ότι θα είναι θλιβερή στο μέλλον η ζωή μου. Πώς να τολμήσω τώρα πια να μπω σ' αυτό το σπίτι; ποιός τώρα θα με υποδεχθή και θα με χαιρετίση με λόγια γλυκομίλητα; Που να στραφώ; Ερημία είναι παντού, μέσα στο σπίτι τώρα και θα με διώχνει, έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που εκάθητο εκείνη. Παντού αταξία και μόνωσις, κ' εμπρός στα γόνατα μου με κλάμματα θα πέφτουνε τα ορφανά παιδιά μου κ' οι δούλοι την κυρία τους θα κλαιν την πεθαμμένη. Αυτά μέσα στο σπίτι μου με περιμένουν. Έξω θα βλέπω και θα λαχταρώ τους άλλους που θα ζουν με της γυναίκες τους. Γιατί η ομήλικες μ' εκείνην θα μου σπαράζουν την καρδιά. Και οι εχθροί θα πούνε «Να εκείνος που δεν ήθελε ο ίδιος να πεθάνη και ζη μιαν άτιμη ζωή, αφού από ανανδρία έδωσε την γυναίκα του στον τόπο του. Είναι άνδρας αυτός, που τώρα εχθρεύεται και τους γονείς του ακόμη, γιατί δεν εδεχθήκανε για κείνον να πεθάνουν;» Αυτήν την φήμη εκέρδησα εκτός από την λύπη. Γιατί λοιπόν καλλίτερα να ζω, αφού θ' ακούω τα λόγια τα φαρμακερά κοντά στη συμφορά μου;

ΧΟΡΟΣ Με την βοήθεια των Μουσών επέταξα στα ύψη της επιστήμης, κ' έμαθα πολλά, αλλά δεν ηύρα τίποτε δυνατώτερον απ' την Ανάγκη. Ούτε γι' αυτήν υπάρχει φάρμακον κανένα στης σανίδες της Θράκης που έγραψε ο Ορφεύς απάνω τι γιατρεύει το σώμα μας και την ψυχή, ούτε σε όσα ο Φοίβος στους Ασκληπιάδας έδωκε να πολεμούν τους πόνους και να βοηθούνε τους θνητούς. Είναι η θεά η μόνη που ούτε ακούει στους βωμούς ούτε αγάλματα έχει ούτε και θέλει τάμματα. Είθε, ω θεά μεγάλη, να μη μας έλθης στη ζωή χειρότερη από τώρα. Γιατί ο Ζευς εκτελεστή στας αποφάσεις σ' έχει. Εσύ έχεις την δύναμι σίδερα να δαμάζης και τίποτα δεν σέβεται η άγρια θέλησίς σου Και σένα τώρα, Άδμητε, μέσ' στους γερούς δεσμούς της σ' ετύλιξε. Υπόμεινε. Γιατί τα δάκρυά σου πίσω δεν θα σου φέρουνε εκείνην που εχάθη. Σκέψου ότι και των θεών τα νόθα κατεβαίνουν στον Άδη. Εκείνη ήτανε αγαπητή σε όλους και όταν ζούσε, αγαπητή και πεθαμμένη θα είναι. Γιατί πραγματικώς εσύ για σύζυγον επήρες την πλέον ευγενέστερην γυναίκα αυτού του κόσμου. Μήτε πως είναι ο τάφος της σαν άλλοι, να νομίζης αλλά θα έχη της τιμές που οι θεοί μας έχουν και θα είναι αντικείμενον του σεβασμού των ξένων. Όλοι περνώντας από εκεί θα λένε, «Αυτή η γυναίκα πέθανε για τον άνδρα της, και τώρα ευτυχισμένη ζη με τους μάκαρας θεούς. Χαίρε, ω θεά, και είθε την ευτυχία και σε μας να δώσης!» Με τα λόγια αυτά θα χαιρετίζεται ο τάφος της. Αλλ' όμως μου φαίνεται ο Ηρακλής πως είναι αυτός που φθάνει.

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Οι αυτοί.—ΗΡΑΚΛΗΣ

(Ο Ηρακλής υποβαστάζει μίαν γυναίκα σκεπασμένην με πέπλον)

ΗΡΑΚΛΗΣ Στον φίλον πρέπει, Άδμητε, τίποτα να μην κρύβης μέσα στα βάθη της ψυχής, και ελεύθερα να λέγης τι σου συμβαίνει. Μια φορά που ευρέθηκα κοντά σου είχα και την αξίωσιν να θεωρούμαι φίλος στη συμφορά σου. Αλλά εσύ μου έκρυψες πως έχεις μέσα στο σπίτι σου νεκράν την Άλκηστιν, κ' εδέχθης να με ξενίσης, λέγοντας πως δεν είναι δικός σου ο άνθρωπος που πέθανε, αλλά είναι κάποιος ξένος. Κ' εγώ αφού εστεφάνωσα με άνθη το κεφάλι σπονδάς έκαμα στους θεούς, σε λυπημένο σπίτι. Παραπονούμαι που σ' εμέ εφέρθης σαν εις ξένον, αλλά δεν θέλω πιο πολύ να σε λυπήσω τώρα. Άκουσε όμως τι εδώ με κάνει να γυρίσω. Πάρε την γυναίκα αυτήν και να μου την φυλάξης ως να γυρίσω απ' των Θρακών την χώρα που πηγαίνω να πάρω εκείνα τάλογα που των Βιστόνων έχει ο βασιλεύς στο άρμα του, αφού θα τον σκοτώσω. Αν τύχη—ο μη γένοιτο—να μην το επιτύχω και δεν γυρίσω, πάρε την, για δούλαν μέσ' στο σπήτι. Αλήθεια, εκοπίασα πολύ για να την πάρω. Σε κάποιο αγώνα έτυχα, που ήτανε βραβεία άξια για τους νικητάς. Από αυτόν την πήρα για έπαθλον της νίκης μου. Οι νικηταί του δρόμου έπαιρναν άλογα. Αυτοί που ενίκησαν στην πάλη και στην πυγμή, αγωνίσματα πιο δύσκολα, κοπάδια έπαιρναν βώδια, μα και μια γυναίκα παραπάνω. Αφού λοιπόν ευρέθηκα τυχαίως στους αγώνας κ' ενίκησα, δεν ήθελα τέτοιο βραβείο ν' αφήσω. Πάρ' την λοιπόν και φρόντισε γι' αυτήν. Γιατί δεν είναι γυναίκα που να έκλεψα. Μου εστοίχισε η νίκη. Ίσως και συ με τον καιρό θα με ευχαριστήσης.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε από περιφρόνησι ούτε για εχθρό σ' επήρα και σούκρυψα της άμοιρης γυναίκας μου την τύχη. Αλλά στης τόσες λύπες μου ακόμα μία λύπη θα ήτανε να σ' έβλεπα σ' άλλον να πας να μείνης. Ήταν για μένα αρκετόν να κλαίω τη συμφορά μου. Όσω για την γυναίκα αυτή, θα σε παρακαλέσω σε ένα άλλον Θεσσαλόν να τήνε δώσης, σε ένα που να μην έπαθε κι' αυτός ό,τι εγώ έχω πάθει. Έχεις εσύ φίλους πολλούς Φεραίους, μη θελήσης να ζωντανεύη η ανάμνησις της συμφοράς μου. Είναι αδύνατον, στο σπίτι μου βλέποντας την γυναίκα να μείνω αδάκρυτος. Με φθάνει η λύπη που βαραίνει την πονεμένη μου ψυχή. Κ' έπειτα πως να θρέψω μια νέα γυναίκα μέσα εδώ, γιατί γυναίκα νέα απ' τα στολίδια φαίνεται κ' απ' τα φορέματά της. Πού να την βάλω; Βέβαια μέσα στους άνδρες όχι. Πώς μέσ' στους νέους ημπορεί αγνή αυτή να μείνη; Δεν είναι εύκολο, Ηρακλή, τον νέον να συγκρατήσης κ' εγώ για το συμφέρον σου φροντίζω. Ή να την βάλω μέσα εις το δωμάτιον της πεθαμένης; Τότε πρέπει και το κρεββάτι της εκείνης να της δώσω. Αλλά διπλή κατακραυγή φοβούμαι πως θα μ' εύρη πρώτον κανείς από τον λαόν μην πη ότι προδίδω αυτήν που με ευεργέτησε, αν μοιρασθώ με άλλην την κλίνη μου, και δεύτερον κι' αυτή η πεθαμμένη. Και ξέρεις πόσον άξια του σεβασμού μου είναι. Πρέπει βεβαίως με φρόνησιν να ενεργώ.

(Προς την γυναίκα)

Συ όμως όποια κι' αν είσαι μάθε το. Μοιάζεις πολύ μ' εκείνην, έχεις το ίδιο ανάστημα και την μορφή την ίδια της άμοιρης Αλκήστιδος. Αλλοίμονο, λυπήσου και πάρτην απ' τα μάτια μου να μην την βλέπω, εμπρός μου. Είν' αρκετή η οδύνη μου, μη μου προσθέτεις κι' άλλην. την βλέπω και μου φαίνεται πως βλέπω την δική μου, και μου ραγίζεται η καρδιά και τρέχουνε τα μάτια ποτάμι. Ω τι άτυχος που είμαι! Πως την νοιώθω όλην την πίκρα στην ψυχή του πένθους μου!…

ΧΟΡΟΣ
                                       Βεβαίως
  εγώ δεν ημπορώ να 'πω πως είσαι ευτυχισμένος.
  Αλλ' όμως με υπομονή πρέπει να υποστούμε
  ό,τι μας δίνουν οι θεοί.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                          Πως ήθελα να είχα
  τόση μεγάλη δύναμι να πάω στον κάτω κόσμο
  να πάρω την γυναίκα σου κ' εδώ να σου την φέρω!

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ξέρω καλά πως το ήθελες. Μα πώς αυτό να γίνη;
  Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Στη λύπη μην αφήνεσαι. Υπομονή να κάμης.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Είν' εύκολες η συμβουλές, δύσκολο να υποφέρης.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μήπως κερδίζεις τίποτα με κλάμματα;

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                      Το ξέρω
  κ' εγώ, αλλ' όμως με τραβά η λύπη άθελα μου.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει
  μας φέρνει δάκρυα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αυτή η αγάπη με σκοτώνει
  ακόμη περισσότερον από όσον λέγω

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                         Αλήθεια
  σπανία γυναίκα έχασες. Ποιός λέει το εναντίον;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Δεν έχει πια η ζωή για εμέ καμμιά χαρά.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                    Ο χρόνος,
  τη λύπη σου σιγά σιγά θα την γλυκάνη. Τώρα
  είναι απάνω στην ορμή.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                        Αλήθεια αν ο χρόνος
  που λέγεις είναι ο θάνατος.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                Μία γυναίκα άλλη
  και νέος γάμος θάρθουνε τη λύπη σου να παύσουν.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Σιώπησε! Συ ετόλμησες να πης αυτά τα λόγια;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μα τι; Ποτέ δεν σκέπτεσαι να παντρευτής; θα μείνης
  χήρος για πάντοτε;

ΑΔΜΗΤΟΣ
                      Καμμιά γυναίκα δεν υπάρχει
  που νάρθη το κρεββάτι μου να μοιρασθή μαζή μου.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Τι περιμένεις απ' αυτό να ωφεληθή η νεκρή σου;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Όπου κι' αν είναι της χρωστώ να την τιμώ.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                         Δεν λέω
  βέβαια είσ' αξιέπαινος. Αλλ' όμως είναι τρέλλα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Βέβαια είμ' αξιέπαινος. Ποτέ δεν θα ονομάσης
  γαμπρό εμένα.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                      Σ' επαινώ βεβαίως γιατί είσαι
  πιστός εις την γυναίκα σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αν την προδώσω κάποτε, να μη σώσω να ζήσω,
  αν και εκείνη τώρα πια δεν ζη για να μ' ακούση

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Δέξου την τώρα αυτήν εδώ στο ευγενικό σου σπίτι.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Όχι. Εις τον πατέρα σου τον Δία σε ορκίζω.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Αν δεν το κάμης, πρόσεξε, γιατί είν' αμαρτία.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλ' αν το κάμω την καρδιά θα μου την τρώη η λύπη.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Υπάκουσε· στο σπίτι σου ίσως σ' ευρή ευτυχία.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Είθε να μην την έφερνες ποτέ απ' τους αγώνας
  βραβείο την γυναίκα αυτή.

ΗΡΑΚΛΗΣ
      Όταν εγώ νικήσω
  είναι σαν να ενίκησες κ' εσύ.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                Καλός ο λόγος,
  αλλά όμως η γυναίκα αυτή ας φύγη.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                 Ναι, θα φύγη,
  αν πρέπη. Αλλά κύτταξε πρώτα αν πρέπη.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                       Πρέπει,
  εκτός αν εναντίον μου θυμώσης.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                     Επιμένω,
  και για να επιμένω εγώ θα πη πως κάτι ξέρω.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αφού το θέλεις ας γενή. Αλλά αυτό που κάνεις
  διόλου δεν μου είναι ευχάριστον.

ΗΡΑΚΛΗΣ
                        Μπορεί ναρθή μια μέρα
  που ίσως θα μ' ευγνωμονής. Υπάκουσε με τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ

(Προς τους δούλους)

Πηγαίνετε την μέσα σεις, αφού πρέπει να γίνη.

ΗΡΑΚΛΗΣ Α, δεν την εμπιστεύομαι στους δούλους την γυναίκα.

ΑΔΜΗΤΟΣ Τότε, αν θέλης, μόνος σου οδήγησε την μέσα. ΑΛΚΗΣΤΙΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Όχι· εγώ στα χέρια σου θα σου την παραδώσω.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Δεν την αγγίζω. Μόνη της μπορεί να μπη στο σπίτι.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Στο χέρι σου το δεξιό μπορώ να σου την δώσω.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Πολύ με βιάζεις κάτι τι να κάμω που δεν θέλω.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μην την φοβάσαι. Άπλωσε το χέρι να την πιάσης.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Να το το χέρι μου λοιπόν, τα μάτια αλλού γυρίζω
  σαν της Γοργόνας νάκοβα την κεφαλή.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Την ηύρες;

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Την ηύρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Κράτα την καλά. Και θάρθη μια ημέρα
  που θα το πης και μόνος σου πως ήτανε γενναίος
  ο γυιός του Διός, ο ξένος σου. Για κύτταξέ την τώρα.

(Της αφαιρεί τον πέπλον)

και ιδέ αν της γυναίκας σου μοιάζει πολύ. Η λύπη την θέσι της παραχωρεί στην ευτυχία.

ΑΔΜΗΤΟΣ

(Στρεφόμενος και βλέπων)

Θεοί μου! Τι να ειπώ. Ανέλπιστο είναι αυτό το θαύμα! Είναι η γυναίκα μου αυτή που βλέπω, ή είναι πλάνη που μου την στέλνουνε οι θεοί για να με ξεγελάσουν;

ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι είν' η γυναίκα σου αυτή που βλέπεις.

ΑΔΜΗΤΟΣ Μήπως είναι κανένα φάντασμα από τον κάτω κόσμον;

ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν είναι ο ξένος σου κανένας μάγος.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                           Είναι
  λοιπόν αυτή η γυναίκα μου που έθαψα προ ολίγου;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μην αμφιβάλης. Αν κ' εγώ ο ίδιος δεν θαυμάζω,
  πως δυσπιστείς στην τύχη σου.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                        Μπορώ να την αγγίξω,
  να της μιλήσω, ημπορώ σαν νάταν ιδική μου,
  γυναίκα πάλι ζωντανή;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Μπορείς να της μιλήσης,
  αφού έχεις ό τι επιθυμείς τόσω πολύ.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                   Ω μάτια,
  και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι
  σας έχω, ενώ δεν ήλπιζα, να σας ιδώ ποτέ μου!

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Τα έχεις, είθε απ' τους θεούς κανείς να μη ζηλέψη.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Ω του μεγάλου μας Διός ευγενικό βλαστάρι,
  είθε να είσαι ευτυχής και να σε προστατεύη
  ο πατέρας που σ' εγέννησε. Γιατί εσύ μονάχος
  την τύχη μου μετέβαλες. Αλλ' όμως απ' τον Άδη
  πώς την επήρες και στο φως την έφερες του κόσμου;

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Πάλαιψα με τον Θάνατον, όπου τήνε κρατούσε.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Και πού έγινεν ο αγών αυτός;

ΗΡΑΚΛΗΣ
                           Στον τάφο της απάνω
  ήμουν κρυμμένος, ώρμησα την άρπαξε στα χέρια….

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Αλλά γιατί σιωπηλή στέκει;

ΗΡΑΚΛΗΣ
                                  Γιατί δεν πρέπει
  ν' ακούσης την φωνή της πριν να γίνουν αι θυσίαι
  εις τους θεούς του Άδου, πριν περάσουν τρεις ημέρες.
  Αλλά στο σπίτι πάρε την δίκαιος όπως είσαι,
  και εις το μέλλον, Άδμητε, να είσαι ευσεβής στους ξένους.
  Και τώρα χαίρε. Φεύγω εγώ να κάμω ό,τι οφείλω,
  και ό,τι μου επέβαλε, του βασιλέως Σθενέλου ο γυιός.

ΑΔΜΗΤΟΣ
  Μείνε μαζί μας, κάθησαι μαζί μας να δειπνήσης.

ΗΡΑΚΛΗΣ
  Άλλοτε μένω. Βιάζομαι να φύγω τώρα.

ΑΔΜΗΤΟΣ
                                     Είθε
  να επιτύχης, γρήγορα να έλθης πάλι πίσω.
  Στη χώρα και στο κράτος μου προστάζω οι πολίται
  να χαιρετίσουν με χορούς την ευτυχία μου όλοι,
  και να προσφέρουν στους βωμούς την κνίσα από ταύρους.
  Γιατί για μας ανέτειλαν καλλίτερες ημέρες
  από της πριν. Είμαι ευτυχής τώρα, και δεν το αρνούμαι.

ΧΟΡΟΣ
  Με χίλιους τρόπους φαίνεται η ισχύς των αθανάτων
  κ' είναι πολλά τανέλπιστα, που οι θεοί μας στέλνουν.
  Δεν γίνεται ό,τι βέβαιον νομίζομεν. Και όμως
  βρίσκει τον τρόπο ο θεός τανέλπιστα να κάμη.
  Έτσι και στης Αλκήστιδος τον θάνατον συνέβη.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορώ προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό της όργανο, Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοστέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Άλκηστης Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει ο Θεός, ο Άδμητος θα γινόταν αθάνατος, αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να θυσιαστή γι' αυτόν το σκοπό. Οι γονείς του δεν δέχονται, μα η γυναίκα του η Άλκηστις προσφέρεται πρόθυμα να θυσιαστή, δίδοντας έτσι μοναδικό παράδειγμα συζυγικής αφοσίωσης.

Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61

ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library