.
Ο Καπετάν Γιώργης
Συγγραφέας: Αργύρης Εφταλιώτης
Από τη συλλογή Νησιώτικες ιστορίες
Α΄.
Πολλὰ χωριά, βουνά, δάση, ρημοκκλήσια καὶ πύργοι ἔχουν τὰ στοιχειά τους, κι ἄν καλοξετάσουμε τὸ πρᾶμα ἔχει καὶ κάθε σπίτι ἀπὸ ἕνα στοιχειό! Ἀλλοῦ εἶναι ἀρρώστια, ἀλλοῦ θάνατος, ἀλλοῦ μεθήσι, κι ἀλλοῦ κάποιος ἄλλος δαίμονας ποῦ φαρμακώνει τ' ἀγέρι ἐκεῖ ποῦ θαρρεῖς πῶς βασιλεύει ἡ καλοπέραση κ' ἡ καλοτυχιά.
Στὸ νησιώτικο χωριὸ ποῦ θὰ σᾶς πάρω, τὸ στοιχειὸ τοῦ τόπου εἴτανε γιὰ πολλὰ χρόνια ὁ Καπετὰν Γιώργης. Τώρα ὁ δύστυχος συχωρέθηκε, κι ἀφῆκε κατόπι του ἄλλο στοιχειό.
Λοιπὸν ἄς γυρίσουμε ὡς εἴκοσι χρόνια πίσω, κι ἄς πᾶμε σὲ κεῖνα τἅγια τὰ χώματα. Ἄς σταθοῦμε στ' ἀκρωτήρι ποῦ μιὰ φορὰ στεκότανε μιὰ περήφανη πολιτεία, μὲ τὶς ἀρμάδες της, μὲ τὰ κάστρα της, καὶ μὲ τὶς μαρμαρένιες κολόννες. Τί θρούβαλα γένηκαν ὅλα! Ἡ Ἀκρόπολις κατάντησε Τάμπια μ' ἕνα καλυβάκι ἀπάνω, μέρος τῆς χώρας ἔγινε Κοιμητήριο, καὶ τἄλλο χωράφια τριγυρισμένα μὲ ἀσβεστόπετρες. Πόσες φορὲς πήγαινα τἀποβρόχια σὲ κεῖνα τὰ μέρη νὰ μαζέψω σαλιάγκους, ἤ καφκαλίθρες, καὶ γύριζα μὲ φούχτα γεμάτη σκουριασμένες ἀντίκες καὶ σπασμένα λυχνάρια!
Τὸ καθαυτὸ τὸ χωριὸ θὰ τὸ βροῦμε στὸ πλάγι, πάνω στὸ βουναράκι. Ὅποιο παραθύρι κι ἄν ἀνοίξῃς ἐκεῖ ἀπάνω, ἀνοίγει κ' ἡ καρδιά σου, γιατὶ ἀπὸ τὰ δεξιὰ ἔχεις θάλασσα ὅσο φτάνει τὸ μάτι, ἀντικρύ σου τὸν κόρφο, πέρα τὰ βουνὰ στολισμένα ἐδῶ καὶ κεῖ μὲ χωριά, στ' ἀριστερὰ τὸν κάμπο μὲ τὶς ἐλιές, κ' ἕνα ποτάμι στὴ μέση. Ἴσια ἴσια τὸν κάμπο ποῦ ξέπεσε μιὰ φορὰ ὁ Ὀρφέας, καὶ κρέμασε τὴ λύρα του σὲ μιὰν Ἰτιά, κι ἀπὸ τότες κελαϊδοῦσαν ἐκεῖ τἀηδόνια μὲ γλύκα ποῦ ταίρι δὲν εἶχε, ὡς πέρσι πρόπερσι, ποῦ ἔκοψαν τὶς ἰτιὲς οἱ Τοῦρκοι, καὶ ξεγυμνώθηκε τὸ ποτάμι, κ' ἔφυγαν τὰ καημένα τἀηδόνια ὕστερα ἀπὸ τριάντα αἰώνων κελάϊδημα.
Ἄς ἔρθουμε τώρα στὸν Καπετὰν Γιώργη. Φανταστῆτε ἕνα μεσόκοπο μὲ ἀνάστημα μέτριο, κανονικὸ πρόσωπο, μὰ τόσο λιοκαμμένο ποῦ θὰ τὸν παίρνετε γιὰ ἀράπη! Καὶ τί λέω πρόσωπο! Ὅλο του τὸ κορμὶ τέτοιο εἴτανε, γιατὶ ἄλλα παρὰ κουρελλιασμένα ροῦχα δὲν ἔβαζε. Τοῦ δίνανε φορέματα, κι αὐτὸς κάθιζε κοντὰ σ' ἕνα βράχο, τἄκοβε κομμάτια κομμάτια, τἄδενε πάλι μὲ σπάγους, καὶ τἄβαζε! Ποτὲς δὲ μᾶς εἶπε γιατί τὄκανε αὐτό· μὰ ὅλοι μας τὸ ξέραμε, καὶ νὰ σᾶς τὸ πῶ τώρα καὶ σᾶς: εἶταν τρελλός!
Ὁ Καπετὰν Γιώργης μιλοῦσε γλώσσα ὅλους διόλου δική του· ποῦ καὶ ποῦ καταλάβαινες λέξη, μὰ οἱ πιώτερες κατρακυλοῦσαν ἀπὸ τὰ χείλη του σὰν πετραδάκια καὶ πέφτανε χάμω. Φαίνουνταν πάντα σοβαρὸς καὶ βυθισμένος σὲ συλλογές. Ὡς καὶ τὸ γέλοιο του, (καὶ γελοῦσε πολὺ σπάνια), εἶχε μιὰ παράξενη σοβαρότητα, σὰ νἄλεγε, − «Ἔννοια σου, κερὰ Χαρά, τὸ ξέρω πῶς εἶσαι Ψεύτρα, καὶ δὲ μὲ γελᾶς».
Δὲν ἐρχότανε στὸ χωριὸ παρὰ σὰν πεινοῦσε. Καὶ φυσικὰ τοῦ ἔδινε ὁ κόσμος. Ἡ καθαυτὸ φωλιά του εἶταν ὄξω, στοὺς τέσσερεις τοὺς ἀνέμους, κατὰ τὴν παλιὰ τὴν πολιτεία. Ἐκεῖ ἀγαποῦσε νὰ τριγυρίζῃ, καὶ μὰ τὴν ἀλήθεια, σὰν τὸν ἔβλεπα κάποτες μέσα στὰ χαλάσματα, θαρροῦσα πῶς εἴτανε φάντασμα κανενὸς προγόνου ποῦ σηκώθηκε νὰ κλάψῃ τὰ τωρινὰ χάλια τοῦ τόπου του.
Μὰ ποιός εἶταν ὁ Καπετὰν Γιώργης; Ποτὲς δὲν μπόρεσα νὰ μάθω ἀπὸ τοὺς πατριῶτες μου, καὶ σὰν τονε ρωτοῦσα τὸν ἴδιο, γύριζε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ θάλασσα καὶ μουρμούριζε ἀκατανόητα λόγια. Ὁ Καπετὰν Γιώργης θὰ ἔμενε μυστήριο παντοτεινὸ, ἄ δὲν ἐρχότανε μιὰ μέρα ἕνας γρῖπος νὰ τραβήξῃ στὸν κόρφο μέσα, κι ἄ δὲν κατέβαινα καὶ γὼ στὴν ἀκρογιαλιὰ ν' ἀγοράσω ψάρια.
Γρῖπος! Μεγάλη δουλειά! Σὰ νὰ λέμε τώρα, τ' αὐστριακὸ τὸ βαπόρι! Κι ὄχι γιὰ τίποτις ἄλλο, παρὰ γιὰ τὰ σπαρταριστὰ τὰ ψάρια ποῦ ἀνέβαζαν κατόπι οἱ ψαροπουλητάδες, καὶ φωνάζανε, καὶ τράνταζαν τὰ παράθυρα ἀπὸ τὸ βοητό.
Ἐγώ, νὰ σᾶς πῶ τὴν ἁμαρτία μου, ἀγαποῦσα τὰ ψάρια, μὰ πιώτερο μοῦ ἄρεζε νὰ βλέπω τὸ γρῖπο. Κατιτὶς μὲ τραβοῦσε πάντα πρὸς τὸν γρῖπο. Στέκουμουν καὶ κοίταζα τὰ κουπιά του νὰ χτυποῦν ὅλα μονομιᾶς, ν' ἀνεβαίνουν, νὰ μένουν ἴσια κι ἀκίνητα στὸν ἀέρα, καὶ πάλι νὰ βουτοῦνε, σὰ νὰ τοὺς εἶχες κουρντισμένους τοὺς παλικαράδες ποῦ τὰ τραβοῦσαν. Ὕστερα κοίταζα τὸ γύρο ποῦ χαράζανε πάνω στὰ ἥσυχα τὰ νερὰ μὲ τὰ δίχτυα, καὶ συλλογιούμουν τί κακὸ γίνουνταν κάτω στὸ βάθος! Τί ὄνειρα νὰ εἴδανε ψὲς τὰ κακόμοιρα τὰ ψάρια! Θαρροῦσα πῶς τἄβλεπα νὰ χύνουνται ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ σὰν τρελλά, καὶ νὰ πιάνουνται. Καὶ σὰν ἀνιστοροῦσα πῶς καὶ νὰ ξέρανε τί θὰ πῇ δίχτυ, καὶ νὰ μὴ σάλευαν ἀπὸ τὸν τόπο τους, πάλι θὰ τἄπαιρνε τὸ δίχτυ στὴν ἀγκαλιά του, μοῦ ἐρχότανε νὰ φωνάξω νὰ σταματήσῃ ὁ γρῖπος, νὰ προφτάσουνε νὰ γλυτώσουν τὰ ψάρια.
Σὲ μισὴ ὥρα μέσα ἡ βάρκα εἶταν ἀραγμένη καὶ τὰ θαλασσοπούλια της χωρισμένα σὲ δυὸ γραμμὲς ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἔσερναν τὰ δυὸ παλαμάρια σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ μέση τους, καὶ γύριζε πίσω πηδηχτὰ ἕνας ἕνας τους νὰ στρεφογυρίσῃ πάλι τὸ σκοινὶ μὲ τὸ φελλὸ στὴν ἄκρη, νὰ πιαστῇ στὸ παλαμάρι καὶ νὰ ξανασύρῃ. Εἴτανε μιὰ χαρὰ νὰ τοὺς βλέπῃς. Δὲν πρόκοψα νὰ δῶ ζωγραφιά τους ἀκόμα. Γιατί δὲν ἱστοροῦν οἱ ζωγράφοι μας ἕνα ρωμαίικο γρῖπο; νὰ δῇς ἀντρίκια ὀμορφιὰ καὶ χάρη καὶ δύναμη! Νὰ δῇς ποντίκια ποῦ νὰ τὰ λιμπίζεσαι, στήθια μπρούντζινα, λαιμοὺς καὶ κεφάλια χυτά, γυρισμένα καθὼς τὰ εἶχαν κατὰ τὸ πέλαγο, μὲ τὰ χέρια τους ἀκουμπισμένα στὸ παλαμάρι.
Ἄλλη μισὴ ὥρα, κι ὁ γρῖπος ἔβγαινε. Ἄστραφταν τὰ ψάρια τρεμουλιαστὰ ἀπάνω στὸ δίχτυ, σὰν τἀστέρια στὸν οὐρανό. Μαζεύτηκαν τὰ παλικάρια τριγύρω, καὶ τίναζαν τὰ δίχτυα μὲς στὰ κοφίνια. Μπαρμπούνια, σαρδέλλες, γοῦπες, σμαρίδες, καλαμαράκια, παντῆς λογῆς δῶρα θαλασσινά. Κάτω κάτω στὸ δίχτυ, νά σου καὶ μιὰ ὀκαδιάρικη συναγρίδα! Ὁ Καπετὰν Γιάννης, ποῦ μὲ ἤξερε φαίνεται, τὴν παίρνει, περνάει ἕνα κομμάτι βούρλο ἀπὸ τὰ σβάραχνά της, τὸ δένει, καὶ μοῦ τὴν προσφέρνει χαμογελώντας. Δὲν ἤθελε πλερωμή. Τὸν κάλεσα λοιπὸ σπίτι μου νὰ τὸν πλερώσω μὲ καλὸ κρασί, καὶ δέχτηκε.
Β΄.
Τὸ βράδυ ὁ Καπετὰν Γιάννης εἴτανε σπίτι μας, μὲ τὸ χρυσὸ σκουλαρήκι στ' αὐτί του, μὲ τὸ μακρὺ φέσι, καὶ μὲ τὸ κόκκινο μαντίλι κάτω ἀπὸ τὸ γελέκι του. Βγάζει τὰ παπούτσια του μπρὸς στὸ κατώφλι, καὶ μπαίνει μέσα. Εἶταν ἀπάνω κάτω πενηντάρης ὁ καπετάνιος μας· μὰ καὶ ντροπαλὸς σὰν κορίτσι. Ὕστερ' ἀπὸ τὰ συνηθισμένα τ' ἀνερωτήματα βγαίνει κι ὁ δίσκος, − «Γειά σας, καλῶς σᾶς ηὕραμε», − καὶ κάτω ἡ μαστίχα. Κατόπι παίρνει μερικὰ ἀμύγδαλα, καὶ σπάνοντάς τα μὲ τὰ δόντια του, καὶ παστρεύοντάς τα μὲ τὰ ροζωμένα δάχτυλά του, μᾶς γλέντιζε μὲ τὰ λόγια του.
Δυὸ τρεῖς μαστίχες ἀκόμα, καὶ καθήσαμε στὸ φαγεῖ. Ὁ Καπετὰν Γιάννης, μὲ τὴ μιὰν ἄκρη τῆς πετσέτας χωμένη στὸ γιακᾶ του, ἔφαγε παλικαρήσια. Σὰν καλὸς θαλασσινὸς ποῦ εἶταν ὅμως, μὲ ἀκόμα πιώτερη ὄρεξη ἔπινε τὸ κρασί. Σὰ σηκωθήκαμε ἀπὸ τὸ τραπέζι, τὰ μάτια του τινάζανε σπίθες. Πέρασε κ' ἡ πρώτη ἐκείνη ντροπή, καὶ μᾶς διασκέδαζε τώρα μὲ πολλὲς ἱστορίες καὶ νοστιμάδες.
Ἀπὸ κουβέντα σὲ κουβέντα, εἴπαμε καὶ γιὰ τὸν Καπετὰν Γιώργη. Ὁ μουσαφίρης μας τότες σὰ νὰ στενοχωρέθηκε. Ἐγὼ βλέποντας πῶς κάτι πρέπει νὰ ξέρῃ γιὰ τὸ στοιχειό μας, ἄρχισα νὰ τοῦ βάζω φιτίλια. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε ν' ἀνοίξῃ τὸ στόμα του. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ πολλὰ παρακάλια καὶ ταξίματα νὰ μὴ τὸ ξαναπῶ κανενός, καὶ σὰ φύγανε κ' οἱ γυναῖκες, ἄρχισε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία:
− Εἶταν πατριώτης μου, εἶπε, σὰν ἔβγαλε πρῶτα το μαντίλι του καὶ σφούγγισε τὸ πρόσωπό του, −εἶταν πατριώτης μου, κ' εἶμαι γαμπρός του! Εἴτανε γυιὸς ἑνὸς ψαρᾶ, μὰ τὸ εἶχε μέσα του, κ' ἤθελε νὰ γίνῃ κατιτίς. Εἶχε καὶ μιὰ ἀρχοντοποῦλα στὸ μάτι, τὸν ἀγαποῦσε κι αὐτή, μορφονιὸς καθὼς εἴτανε. Μὰ πρὶ νὰ γυρέψῃ τὴν κοπέλλα ἔπρεπε νὰ προικιάσῃ καὶ νὰ παντρέψῃ τρεῖς ἀδερφάδες, κ' ὕστερα νὰ κάμῃ καὶ δική του κατάσταση. Συφωνοῦνε τὸ λοιπὸ νὰ περιμείνουνε μερικὰ χρόνια, κ' ὕστερα νὰ στείλῃ προξενητάδες.
Κ' ἔτσι βγαίνει ὁ Γιώργης στὸν κόσμο, καὶ δουλεύοντας μὲ τὴν καρδιά του, σ' ἕνα χρόνο μέσα τὸ κατάφερε νἄχῃ δική του βάρκα. Σ' ἄλλον ἕνα χρόνο ἡ βάρκα γίνεται τρεχαντήρι. Καὶ κάθε δώδεκα μῆνες γύριζε ὁ Καπετὰν Γιώργης χαρούμενος ἀπὸ τὰ ταξίδια του, καὶ σοῦ πάντρευε καὶ μιὰν ἀδερφή. Τί κακὸ γινότανε στοὺς γάμους ἐκείνους! Ποῦ ἄν ἡ χαρὰ εἴτανε μιὰ γιὰ τὸ γαμπρὸ καὶ τὴ νύφη, εἴτανε δυὸ χαρὲς γιὰ τὰ κείνονε, γιατὶ κάθε γάμος τὸν ἔφερνε καὶ πιὸ κοντὰ στὴν ἀρχοντοποῦλα του. Στὸν τρίτο τὸ γάμο εἴμουν ἐγὼ γαμπρός, καὶ σώνει νὰ σᾶς πῶ πῶς ἕνα μερόνυχτο λάκερο μὲ κράτησαν τὰ σκυλιὰ μακρυὰ ἀπὸ τὴ νύφη μὲ τὰ ξεφαντώματά τους.
Γύρεψε ὁ δύστυχος νὰ κάμῃ τὶς προξενιὲς τότες, καὶ μακάρι νὰ τὶς ἔκανε! Πῆε θὰ πῇς στὶς προῖκες ὅλο τὸ ἔχει του, μὰ τὸν ἤξερε τώρα ὁ κόσμος πῶς εἶταν ἄξιος, κι αὐτὴ εἴτανε μεγάλη σερμαγιὰ γιὰ τὸ Γιώργη. Μὰ ἔλα δὰ ποῦ εἶταν καὶ τὸ καΐκι χρεωμένο, χτίζε χτίζε σπίτια γιὰ τις ἀδερφάδες! Τοῦ εἴπαμε λοιπόν, περήφανος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ, πήγαινε ἀκόμα ἕνα ταξίδι, καὶ τοῦ χρόνου ἔρχεσαι καὶ ζητᾶς τὴν καλή σου.
Θυμοῦμαι ἀκόμη τὴ βραδιὰ ποῦ πέρασε μὲ τὰ παιχνίδια κάτω ἀπὸ τὰ σπίτια της, καὶ τῆς τραγουδοῦσε διαβαίνοντας καὶ χωρὶς νὰ σταθῇ, νὰ μὴ μυριστοῦνε τίποτις οἱ δικοί της, ποῦ δὲν τὰ ξέρανε:
Μισεύω καὶ σ' ἀφίνω γειὰ, ξανθή μου περιστέρα· Στὸ παραθύρι πρόβαλε, νὰ πάρῃ ὁ νοῦς μου ἀγέρα. Καὶ μισανοίγει ἕνα παράθυρο στ' ἀπάνω τὸ πάτωμα.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ τρεχαντήρι σηκώθηκε, κι ὁ Καπετὰν Γιώργης ἀποχαιρετοῦσε μὲ τὴν καραμπίνα τὴ λυγερή του.
Πέρασαν ἕντεκα μῆνες, καὶ δὲν ἀκούσαμε τίποτις. Ἀπάνω στοὺς δώδεκα μῆνες βουΐζει στὴ γειτονιά μας μιὰ φοβερὴ εἴδηση. Ἡ ἀρχοντοποῦλα ραβανιάστηκε μ' ἕναν πλούσιο ξένο, ποῦ εἴτανε νὰ τὴν παντρευτῇ καὶ γλήγορα γλήγορα, καὶ νὰ τὴν πάρῃ στὸν τόπο του! Καὶ δὲν εἶταν καὶ ψέματα! Ἡ δουλειὰ ἔγινε ἄψε σβύσε. Φώναξε ἡ κοπέλλα, ἔκλαψε, παρακάλεσε, φοβέριξε. Ὅλα τοῦ κάκου. Ἀπὸ ταὐτὶ καὶ στὸν παππᾶ! Καὶ σὲ μιὰ βδομάδα μέσα τὴν ἔπαιρνε ὁ ξένος στὸν τόπο του, μαζὶ μὲ τὰ προικιά της, καὶ φαρμάκωνε τὸ σπιτικό μας δίχως νὰ γλυκάνῃ καὶ τὸ δικό του, γιατὶ τὸ καημένο τὸ κορίτσι χτίκιασε καὶ συχωρέθηκε σὲ μερικοὺς μῆνες.
Τὸ καραβάνι ἐκεῖνο ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ πρωί, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔμπαινε βράδυ βράδυ τὸ τρεχαντήρι τοῦ Γιώργη στὸν κόρφο μας μέσα. Εἶταν ἥσυχη βραδιά, καὶ διαλαλοῦσε πάλι ἡ καραμπίνα στὰ βουνὰ γύρω. Δὲν κατέβηκε κανένας ἄλλος στὴ σκάλα ἔξω ἀπὸ μένα, γιατὶ ἐγὼ τὴν ἤξερα τὴ βίδα του, καὶ φοβήθηκα μὴν τύχῃ καὶ τὸν παραλωλάνουν οἱ ἄλλοι. Καὶ ποῦ νἄξερα!
Βγάζει πάλι τὸ κόκκινο τὸ μαντίλι ὁ Καπετὰν Γιάννης καὶ σφουγγίζει τὸ πρόσωπό του.
− Φοβερὴ βραδιὰ ἐκείνη, ἀφεντικό! Οἱ ναῦτες ἀρχίζανε νὰ μαζεύουν τὰ πανιά, ὁ Γιώργης δὸς του τουφεκιὲς καὶ τραγούδι, καὶ γὼ νὰ στέκουμαι μοναχός μου στὴ σκάλα, καὶ νὰ γίνεται ἡ καρδιά μου κομμάτια! Τὸ καΐκι προσμένει ἀπ' ἔξ' ἀπὸ τὸ λιμάνι γιὰ ν' ἀνοίξῃ ὁ δρόμος ἀπὸ κάτι ψαρόβαρκες ποῦ ἔφευγαν, ὁ Γιώργης βγαίνει μὲ τὴ βάρκα, καὶ σὲ λιγάκι τὸν ἔβλεπα μπρός μου. Σὰ μὲ εἶδε νὰ στέκουμ' ἔτσι μουδιασμένος καὶ συλλογισμένος.
− Βρὲ Γιάννη, μοῦ λέει, τί ἔχεις; Πέθανε κανένας; πές μου το νὰ γλυτώνουμε.
Σὰν τοῦ εἶπα μὲ μασσημένα λόγια πῶς δὲν εἴτανε θάνατος, αὐτὸς ἀμέσως μοῦ κάνει:
− Καὶ τί εἶναι; παντρεύτηκε;
Ἐμένα τότες μὲ πῆραν τὰ δάκρια. Μὲ βλέπει κατάματα κίτρινος σὰν τὸ θειάφι, καὶ λέξη δὲ βγάζει· μόνο δαγκάνει μὲ λύσσα τὸ μουστάκι του, πηδάει στὴ βάρκα, καὶ πίσω!
Τἄχασα, καὶ δὲν πρόφταξα νὰ πηδήξω μαζί του. Τονε φώναξα, τὸν παρακάλεσα στὴν ψυχὴ τῶ γωνιῶ του, ποιός ν' ἀκούσῃ! Ὥσπου ναβρῶ ἄλλη βάρκα νὰ πάρω κατόπι του, αὐτὸς κυβερνοῦσε τὸ τρεχαντήρι του, ποῦ γύριζε τώρα πίσω. Σὲ λίγη ὥρα ἔγινε ἄφαντο τὸ καΐκι μέσα στὸ πέλαγο.
Ὡς ἐδῶ τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Τἄλλα θὰ τὰ στορήσω μὲ λίγα λόγια, γιατὶ πέρασε κ' ἡ ὥρα, καὶ τὰ παιδιὰ θὰ τὸ παραξηλώσουνε στὴν ταβέρνα. Θὰ τὰ πῶ καθὼς ποῦ τἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς ναῦτες ὕστερ' ἀπὸ μερικὲς μέρες.
Ὁ Καπετὰν Γιώργης ἀφῆκε τὸ καΐκι νὰ πάῃ κατὰ τὸν ἄνεμο. Κι ὁ βοριᾶς τὄφερε ἴσια δῶ στὸν Πλατὺ Γιαλὸ ποῦ λέτε. Εἴτανε νύχτα, κι ἀπάνω κάτω δυὸ μίλλια μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριὰ, φωνάζει ὁ καπετάνιος τοὺς ναῦτες, τοὺς πληρώνει, καὶ τοὺς προστάζει νὰ πάρουν τὴ βάρκα καὶ νὰ πᾶν ὅπου θέν. Οἱ ναῦτες βλέπουν ἕνας τὸν ἄλλονα σαστισμένοι, κάνουνε νὰ ποῦν ὄχι, αὐτὸς ἁρπᾶ τότες τὴν καραμπίνα καὶ τοὺς δείχτει πῶς δὲ χωρατεύει. Παίρνουν τὸ λοιπὸν τὴ βάρκα καὶ τὰ πρυμίζουν κατὰ τὴν ἀκρογιαλιά. Μὰ εἶχαν καὶ τὸ μάτι τους πίσω, γιατὶ ἔβλεπαν πῶς κάτι τρέχει μὲ τὸν καπετάνιο. Σὲ λιγάκι βλέπουν τὸ τρεχαντήρι κ' ἔρχεται μ' ἀνοιχτὰ καὶ φουσκωμένα πανιὰ καταπάνω σ' ἕνα βράχο, ἐκεῖ ὡς μισὸ μίλλι ὄξω ἀπὸ τὸν κάβο. Ἀμέσως πίσω ἡ βάρκα, κι ἴσια κατὰ τὴν πέτρα. Ὥσπου νὰ πᾶνε, τὸ καΐκι εἶταν ἀφόντο, κι ὁ καπετάνιος μαζί του! Τὴν πρώτη φορὰ ποῦ ἀνέβηκε μισοζώντανος, τὸν ἅρπαξ' ἕνας τους, τὸν πήρανε στὴ βάρκα, καὶ τὸν ἔβγαλαν ὄξω. Ξαναῆρθε ἡ ἀναπνοή του, μὰ μήτε ἡ γνώση του μήτε τὰ λόγια του ξαναγύρισαν πιά.
Ἀφεντικό, τὰ ξέρεις ὅλα, πρόστεσε ὁ Καπετὰν Γιάννης μὲ βρεμένα μάτια.
− Ἕνα πρᾶμα μοναχά, τοῦ κάνω· πῶς δὲν τὸν πήρατε πίσω;
− Ἀδύνατο στάθηκε. Αὐτὸς πρέπει νὰ τὰ εἶχε χαμένα πριχοῦ νὰ βουλιάξῃ τὸ καΐκι του. Σὰν τονε γλύτωσαν καὶ τὸν ἔφεραν ὄξω, τἄχασε ὁλότελα. Γυρέψανε νὰ τονε βάλουνε σ' ἕνα σπίτι ὥσπου νἄρθῃ κανένας μας, μ' αὐτὸς δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ κεῖ κάτω. Σὰν ἦρθα καὶ τονε βρῆκα στρωμένο στὰ χαλίκια τοῦ γιαλοῦ, καὶ τοῦ ἔλεγα νὰ γυρίσουμε πίσω, εἶταν τὸ ἴδιο σὰ νὰ μιλοῦσα σὲ πέτρα. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ μουρμουρίζῃ καθὼς κάνει τώρα, κι ἀπὸ τὰ μισὰ λόγια του κατάλαβα πῶς τὸ κακὸ γιατρειὰ δὲν ἔχει. Μιὰ μέρα τὸν ἔβαλα μὲ τὸ ζόρι σ' ἕνα καΐκι, καὶ πήδηξε στο γιαλὸ σὰν τὴ γάτα καὶ κολύμπησε ὄξω. Ἔρχουμαι τώρα μιὰ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο καὶ τονε βλέπω. Τονε βρίσκω κεῖ κάτω στὰ μνημούρια, γιατὶ ὅσο κι ἄν εἶναι τρελλός, δὲ θέλει νὰ τὸ μάθῃ κανένας πῶς εἶμαι γενιά του. Θέλει νὰ μένῃ ἀγνώριστος ἐδῶ πέρα. Τοῦ φέρνω μαζί μου φορέματα, κι αὐτὸς πρῶτα τὰ κουρελλιάζει κ' ὕστερα τὰ φορεῖ. Εἶναι ὁ καημένος κι αὐτὸς βουλιασμένο καράβι, σταμάτησε ὁ νοῦς του σὰν τὸ τρεχαντήρι ποῦ πῆγε στὸν πάτο μ' ὅλες τὶς σερμαγιές του.
Ἔτρεμαν τώρα τὰ χείλη τοῦ Καπετὰν Γιάννη.
− Ἕνα κρασί, καπετάνιο, νὰ πάῃ ἡ πίκρα κάτω. Παλιόκοσμος.
− Γειά σου, ἀφεντικό, καὶ καλὴ ἀντάμωση.
Κ' ἤπιε τὸ «ποδαρᾶτο» μ' ἕνα πεῖσμα σὰ νὰ γύρευε νὰ πνίξῃ τὸν πόνο του.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ γρῖπος ἔφευγε, κ' εἶδα τὸν Καπετὰν Γιώργη νὰ κομματιάζῃ ἕνα καπότο, μουρμουρίζοντας καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὴ θάλασσα.