.
Τα δυο σκέλεθρα
Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας
Με λένε Νικόλα· το παρανόμι μου είναι Βρίζας - Νικόλας Βρίζας. Αλήθεια τώρα σαραβαλιάστηκα σαν το γέρικο το άλογο, μα ήμουνα και γω μια φορά νιος. Την καθεμερνή δουλειά, τη σκόλη γλέντι.
- Τι λεβέντης! Θάμαζαν οι γυναίκες που με βλέπανε.
Και μου ’στελναν προξενιές από πολλά σπίτια και με το έχει τους. Εγώ πήρα φτωχή, μα κείνη που ήθελε η καρδιά μου.
Τώρα γέρασα - έτσι θα ειπεί καθένας σαν ιδεί το ζαρωμένο πρόσωπό μου, τα ψαρά μου τα γένια και το ασπρόμαλλο κεφάλι μου. Αχ! δε γεράνε τον άνθρωπο τα χρόνια, όχι! Άμα χάσει κανείς ό,τι αγαπάει, άμα θάψει στη μαύρη γη γυναίκα κι έξι παιδιά που έλεγε να του κλείσουν τα μάτια, άμα δεν έχει έν’ ακουμπιστήρι στον κόσμο... ναι… τότε ασπρίζουν τα μαλλιά, τότε η ράχη καμπουριάζει, τότε η καρδιά χτυπάει απρόθυμα σαν να δουλεύει χαράμι.
Είπα πως έχασα έξι παιδιά. Ναι, το ένα ύστερ’ από τ’ άλλο τα πήγα όλα, έσκαψα το χώμα και τ’ απίθωσα κοντά στη μάνα τους, την άμοιρη Γιαννούλα. Απ’ ώρα σ’ ώρα θα με απαντήσει ο Χάρος στο δρόμο του και μένα, θα με πάρει στο στερνό μου κρεβάτι και τότε μήτε Νικόλας Βρίζας θα βρίσκεται, μήτε θα θυμάται κάνεις πως ήταν μια φορά. Το νεκροταφείο μας είναι μικρό. Λίγα κυπαρισσάκια εδώ, μια ροδιά εκεί, σανίδια μπηγμένα στα μνήματα - σταυρός πουθενά! Τα βάτα, ο γούλιερος και το μαμούδι πνίγουν την αγριοτριανταφυλλιά και το δεντρολίβανο που φυτρώνει στο μνήμα. Σε λίγα χρόνια για να θάψουν κανένα σαν και μένα φτωχόν και κακομοίρη, θα πάνε να σκάψουν στα δικά μου μνήματα. Εκεί θα βρουν και μια κάσα να έχει δυο σκέλεθρα.
- Ποιανού ήταν αυτό το μνήμα; θα ρωτήσουν.
Ακούστε, την ιστορία του.
Ήταν στα Εβδομήντα το Δεκέβρη. Τότε πέθανε η κόρη μου η Αννέτα. Κακόμοιρο κορίτσι! Το συλλογίζομαι και θλίβετ’ η καρδιά μου. Όση λύπη τράβηξα για τ’ άλλα όλα, τράβηξα για κείνη μονάχα. θα μου ειπείτε γιατί; Τ’ άλλα δεν ήταν παιδιά σου: Δεν είναι όλα τα παιδιά ένα; Αλήθεια όλα τα παιδιά έναν πόνο έχουν, μα είναι άλλο που με βασανίζει μέρα και νύχτα. Εγώ ναι, εγώ κι η κακομοίρα η Γιαννούλα - που να είχε το ξέραμε! - είμαστε η αιτία να μη χαρεί τον Απάνω Κόσμο η Αννέτα μας. Εμείς την πεθάναμε από το ’να και η τύχη της η κακή από τ’ άλλο.
Αν εμείς δε φερνόμαστ’ έτσι μπορεί και να ζούσε ζούσε τώρα το κορίτσι μου· θα είχα και γω αγγονάκια, θα τους έλεγα παραμύθια στο παραγώνι το χειμώνα· το ένα με τα χεράκια του θα τραβούσε τα ψαρά μου τα γένια, το άλλο θα χόρευε στα γόνατά μου, άλλο θ’ ανέβαινε στη ράχη μου και θα μου φώναζαν όλα με την ψιλή φωνίτσα τους: παππούλη! παππούλη! Και γω θα γλίτωνα από πίκρες που με βασανίζουνε τώρα και τρέμω μη με πάρουν ακλούθα στο μνήμα. Αχ! στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! Τώρα κι αν βαρώ το κεφάλι μου, τίποτα δεν κάνω. Το καημένο το κορίτσι έσβησε σαν το κερί.
Πάσα μέρα άλλο δεν έχω στο νου μου παρά μια σκέψη μονάχα. Πώς είμαστε οι άνθρωποι φτιαγμένοι; Αν είναι να κάνουμε κάτι που μας αρέσει, πιστεύουμε πως όλοι θα το παινέψουν. Αν το κάμει άλλος, θα το γυρίσουμε αποδώ, θα το παίζουμε αποκεί κι έπειτα θα ειπούμε: δεν είναι καλό πράμα. Απάνω σ’ αυτό θα σας μιλήσω. Εγώ αγάπησα τη Γιαννούλα. Χωρίς να ρωτήσω κανένα, χωρίς να σκεφτώ πως αν έπαιρν’ άλλη θα ’παιρνα και προίκα, την πήρα τη Γιαννούλα κι όλοι πίστεψα πως με παίνεψαν. Όταν η κόρη μου η Αννέτα αγάπησε τον Αντώνη, εγώ δεν είπα το ναι. Και γιατί; Ξέρω και γω; Μα τι κέρδισα; Τι απόχτησα με την κακογνωμιά μου: Δάκρυα μονάχα. Πήρα δυο ψυχές στο λαιμό μου· έστειλα δυο ζωές παράκαιρα στον Άδη.
Ο Αντώνης ήταν δεκάξι χρονών παλικάρι κι η Αννέτα δεκαπέντε, όταν πιάσαν την αγάπη. Κανείς δεν το ήξερε, γιατί δεν έκαναν τρέλες. Όταν έφτασε τα δεκαφτά - κι ήτανε μια ομορφονιά!... - τη γύρεψαν από καλά σπίτια, μα εκείνη δεν έλεγε το ναι. Σε λίγο έμαθα τον έρωτά της. Αν θέλτε, στην αρχή δε μου βαρυφάνηκε. Το παιδί είχε δυο στρέματ’ αμπέλι, λίγη σταφιδούλα κι ένα σπιτάκι. Μα τον ίδιο χρόνο πάντρεψε την αδερφή του - μια είχε - και της τα ’δωκε όλα. Βλέπεις κάθε πατέρας φροντίζει για το καλό του παιδιού του. Όταν είδα πως ο Αντώνης δεν είχε τίποτα, ηθέλησα να το ξεκόψω. Κάθε βράδυ με τη γυναίκα μου φέρναμε το λόγο στον άγουρο και τον βρίζαμε· τον λέγαμε χαρτοπαίχτη, μεθύστακα, μαχαιροβγάλτη, ψωμόλυσσα. Όλα άδικα, γιατί ήταν καλός, με τ’ όνομα στο χωριό. Η άφτουρη όμως δεν έβγαζε μιλιά ούτε σηκωνότανε να φύγει από κοντά μας. Έβανε το κεφάλι κάτω, έπλεκε την κάλτσα και κάποτε άκουα ένα μικρό αχ! να βγαίνει από τα στήθη της.
- Σιγά και θα καταφέρουμε να τον λησμονήσει· λέγαμε ο! κουτοί.
Να μην τα πολυλογώ είδα κι απόειδα, έκαμα στανικά εκείνο που δεν ήθελα να γίνει με το θέλημά μου. Το κορίτσι δεν πήγαινε καλά, μαράθηκε το χειλάκι του. Στα κρύα του χειμώνα σηκωνότανε την κονταυγή, βουτούσε την μπόλια στο νερό του αυλακιού και την έβανε στα στήθη της να ποντιάσει. Έπρεπε ν’ αποφασίσω ή να χάσω το παιδί μου ή να το δώσω του Αντώνη. Μια μέρα έκατσα και σκέφτηκα μοναχός μου: Τι είν’ ο κάβουρας τ’ είν’ το ζουμί του; τ’ είμ’ εγώ τ’ είν’ το έχει μου; Τίποτα δεν είχα παρά μια κούρνια σπίτι που μπορούσε να το πουλήσει ο δανειστής. Έπαιρνα καμιά σταφίδα μισακή, σήκωνα χρήματα για καλλιέργεια και για το σπίτι, να ντυθούμε και να ποδεθούμε ολοχρονικίς. Αν πήγαινε καλά η χρονιά και πούλαγα τη σταφίδα, πλέρωνα τον έμπορο. Αν όχι, έμενα χρέος και πάλι τα ίδια. Η ζωή του οξωμάχου τέτοια είναι πάντα ώσπου να πεθάνει, δουλεύει για τους άλλους. Έπειτα είχα και μια φαμελιά στη ράχη μου. Ο Αντώνης ήταν γερό παιδί, δουλευτής καλός· άρχισε κάπως να μου αρέσει. Εμείς οι φτωχοί δεν πρέπει να ζητάμε και πολλά πράματα.
Έτσι σκέφτηκα κι αποφάσισα να του τη δώσω την Αννέτα. Το είπα της γυναίκας μου, της ξυνοφάνηκε στην αρχή, μα έπειτα είδε και κείνη το σωστό κι αποφάσισε. Το Μάρτη κάναμε τους αρρεβώνες. Τα παιδιά πέταγαν από τη χαρά τους. Έτρεχαν με δάκρυα να φιλήσουν πότε τα χέρια τα δικά μου, πότε της γυναίκας μου. Κακόμοιρα παιδιά!
- Αν πάει καλά ο Άγουστος, τον Αϊ Δημήτρη θα κάνουμε τους γάμους· είπα.
Από τότε κι η Αννέτα άρχισε, με τα λεφτά που είχε από τα ξεδούλεια της. να φτιάνει κανένα ρουχαλάκι.
Η χρονιά πήγαινε καλή· έγινε σιτάρι, αραποσίτι, κριθάρι, όλα τέλος τα σπαρτά, τα μποστάνια καλά πήγαιναν. Οι χωριάτες είχαν να κάμουν με τον καιρό.
- Σαν καλός ο Άγουστος εφέτος, ε’:
- Ναι· αν βαστάξει έτσι, καλά θα πάμε.
Και όλα για τη μαύρη σταφίδα!
Εγώ σήκωνα χρήματα από το γερο-Γιάννη το Συρεγγέλα. Τώρα πέθανε· σαν με ξεπουπούλιασε μένα, πέθανε. Ήταν κολασμένη ψυχή αλίμονο σε κείνον που έπεφτε στα χέρια του· το ένα άλλο έπαιρνε. Εγώ τον ήξερα, μα βρέθηκα στην ανάγκη. Τον περασμένο χρόνο αρρώστησα βαριά· δεν είχα πού να δανειστώ, γύρεψα του γερο-Γιάννη. Μου έδωκ’ εκατό δραχμές να του δώκω σε δυο μήνες εκατόν πενήντα. Τι να κάμω; Τις πήρα.
Όταν σηκώθηκα από την αρρώστια, πήρα τη μισακιά σταφίδα. Για καλλιέργεια σήκωσα πάλι από το Συρεγγέλα. Του έβαλα υποθήκη το σπίτι και κάναμε συμβόλαιο για χίλιες δραχμές· μαζί πηγαίνανε και μετρητά και ψώνια, και ο ψήφος μου.
Στο τέλος του Αλωνάρη άρχισε ο τρύγος. Θέρος τρύγος - πόλεμος! Η εξοχή γεμάτη. Φωνές εδώ, τραγούδια εκεί, γέλια παρέκει. Πανηγύρι γίνεται!
Εδώ είναι σημαδεμένο. Άμα πέσει η σταφίδα στ’ αλώνι, αρχίζουν και τα σύγνεφα στον ουρανό. Τότε αρχίζει και το δικό μας καρδιοχτύπι. Όλοι στον ουρανό έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας.
- Να βαστάξει να σηκώσουμε το πρώτο χέρι και το δεύτερο... ο Θεός ας κάμει το θέλημά του· λέμε άμα ρίξουμε το πρώτο χέρι.
- Αχ! να βάσταγε να σηκώσουμε και το δεύτερο στεγνό!... παρακαλούμε, άμα ρίξουμε και το δεύτερο.
Έτσι περνούμε όλη μας τη ζωή για τη μαυρισμένη τη σταφίδα που να είχε λείψει.
Ωστόσο ο καιρός πήγε καλός. Η σταφίδα ξεράθηκε· την τρίψαμε, τη σωριάσαμε, την κάναμε έτοιμη για τον έμπορο. Όλοι δοξάζαμε το Θεό που τη σηκώσαμε στεγνή. Οι τιμές ακούγονταν καλές κι απ’ ώρα σ’ ώρα περιμέναμε να τη δώσουμε. Οι δυο αρρεβωνιασμένοι μετρούσαν τις ημέρες στα δάχτυλα. Άμα έμπαινα στο σπίτι από την αγορά, στα μάτια με κοίταζαν.
- Ακόμα... μη βιαζόσαστε! τους έλεγα: Η σκύλα από τη βιασύνη της κάνει στραβά τα κουτάβια.
Μια μέρα που γύρισ’ από το μύλο με κράζει παράμερα η γριά μου και μου σφυρίζει στ’ αφτί.
- Ο γερο-Γιάννης έστειλε να πάρει τη σταφίδα.
- Να πάρει τη σταφίδα! Πώς θα πάρει τη σταφίδα!...
Πηγαίνω και τον βρίσκω στο μαγαζί, του πέφτω στα πόδια, τον παρακαλώ να μ’ αφήσει να πουλήσω το πράμα μοναχός μου και να του δώσω τα λεφτά του.
- Όχι, επιμένει· δε γίνεται, θα την ρίξεις στην αποθήκη, θα την πουλήσω γω.
- Μα, γερο-Γιάννη...
- Δεν ξέρω· θέλω να μαζώξω τον παρά μου! Αν δεν τη φέρεις, θα την κατασκέσω σήμερα.
Τι να κάμω; Την έβαλα στα κάρα και την πήγα ο ίδιος στην αποθήκη του τοκιστή.
Πέρασε ο Αϊ-Δημήτρης, ήρθε ο Δεκέβρης. Πούλησε τη σταφίδα ο έμπορος, μα δεν έλεγε να κάμει λογαριασμό. Κινάω και πάω μοναχός μου.
- Δε θα κάνουμε, γερο-Γιάννη, λογαριασμό, να μου δώκεις ό,τι μένει, να πορέψω το σπίτι μου;
- Να σου δώκω ή να μου δώκεις! φωνάζει αγριεμένος εκείνος. Να μου δώκεις ακόμη τρακόσες δραχμές. Να τις φέρεις γλήγορα, γιατί θα σου πουλήσω την κούρνια!...
Σπασμοί μ’ έπιασαν· πάνε οι κόποι μου χαμένοι!... Και τα δόλια τα παιδιά; Πάω στο σπίτι.
- Ε τι έκαμες, πατέρα;
- Κλάψτε, κλάψτε, κακόμοιρα, και σεις!
Αρχίσαμε όλοι τα δάκρυα. Μα ο κολασμένος το έκαμε το ψυχικό. Μου πούλησε το σπίτι μισοτιμής και μ’ έριξε χειμώνα καιρό στους πέντε δρόμους. Έπειτ’ από τέτοια ποιος είχε όρεξη για γάμο. Κι αν είχαμε όρεξη, δεν είχαμε τον παρά. Από τον Αντώνη δεν έβγαινε τίποτα.
- Δεν πειράζει, πατέρα, μου είπε· τον αφήνουμε για του χρόνου. Να δουλέψουμε μαζί εφέτο τη σταφίδα.
- Ήταν της μοίρας μας· είπε με πικρό χαμόγελο κι η Αννέτα.
Έτσι άρχισα την καλλιέργεια του άλλου χρόνου με τον Αντώνη μαζί. Άλλο ανάποδο πράμα από τη σταφίδα δεν είναι· ολοχρονικίς δε θέλει να λείψει ο άνθρωπος από μέσα. Άμα ξεσηκωθεί ο καρπός από τ’ αλώνι, αρχίζει ο κλαδοκάθαρος.
Εκείνη τη χρονιά πήγα σε άλλο δανειστή. Του έκαμα συμβόλαιο για εξακόσες δραχμές ψώνια, θειάφες, ημεροδούλια, όλα αποκεί. Εγώ, ο Αντώνης κι οι γυναίκες, δε βγάλαμε πεντάρα· όλοι μέσα στη μισακή παλεύαμε. Ο Μάης ήρθε με δροσούλες. Το λέμ’ εδώ: Τον ποντισμένο τον καιρό, το Μάη το μήνα βρέχει· κακή χρονιά! Μα η σταφίδα πήγαινε καλά· έγιναν γουλές γουλές και μαύρες· ήταν όψιμες εκείνη τη χρονιά. Ήρθε ο Άγουστος, έστρωσε ο καιρός. Ο τρύγος άρχισε στα γεμάτα. Το πρώτο χέρι το ρίξαμε χάμου. Ο καιρός καλός - βλέπεις τον καιρό δεν τον έχει κανείς στο χέρι -ρίχνουμε και το δεύτερο. Δεν έμειναν στα κλήματα παρά οι τσαμπίδες.
Μια μέρα άρχισα να γραβαλίζω για να σωριάσω το πρώτο χέρι· μα είχε ακόμη ρόγα. Έν’ αλωνάκι μονάχα έκανα τηγάνι. Όταν νύχτωσε, φάγαμε ψωμί, ήρθαν και κάτι γειτόνοι και το ρίξαμε στο τραγούδι. Εμείς οι φτωχοί δε θέλουμε και πολύ για να κάνουμε κέφι φτάνει να έχουμε να γυρίζουμε το σπίτι. Τα παιδιά, ο Αντώνης κι η Αννέτα, κρυφομιλούσαν σε μιαν άκρη όλο για το γάμο τους και χαρχατούριζαν. Εγώ τα έβλεπα χαμογελώντας κι έκανα νόημα να τα βλέπει κι η προεστή μου.
Όταν έπεσα να κοιμηθώ, ήταν αστροφεγγιά. Την αυγή που σηκώθηκα μ’ έφαγαν τα φίδια. Κοιτάζω γύρω, συγνεφιά! Αλήθεια, το καλοκαίρι το νερό στρατεύει. Μπορεί να βρέχει στο ένα χτήμα και στ’ άλλο όχι. Μα είδες που λέει· σαν χορεύει η αρκούδα στου γειτόνου σου την αυλή, θα χορέψει και στη δική σου. Τι να κάνω; Λέω με τον Αντώνη να μαζέψουμε το πρώτο χέρι· μα θα την χάλαγα χειρότερα. Ο ουρανός πήγαινε και μαύριζε. Τα σύγνεφα έτρεχαν εδώ και κει σαν βουνά κινούμενα. Η εξοχή βούιζε· φωνές, κακό, τρεχάματα σε όλον τον κάμπο! Στους δρόμους καβαλάρηδες έσερναν σκεπάσματα για τους σωρούς. Τα σπίτια άδειασαν μονώρας. Έβλεπες παπλώματα, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, ακριβούς και βαρυπλερωμένους ρουχισμούς, που δεν έβγαιναν από τ’ αρμάρια παρά σε πίσημη γιορτή ή να δείξουν την προκοπή της νύφης στην προικοπαραλαβή, τώρα να σέρνονται σαν κωλόπανα στους δρόμους, να ποδοκυλιώνται στις λάσπες και τις σβουνιές! Στο ένα χτήμα σώριαζαν ξερό και σύχλωρο τον καρπό· στα άλλο μακινάριζαν· στο άλλο φώναζαν μονάχα και σταυροκοπιόνταν. Εγώ, ο Αντώνης, οι γυναίκες τρέξαμε καταμεσής στ’ αλώνι χωρίς να ξέρουμε γιατί.
- Πατέρα, στράφτει στο Στενό! μου λέει ο Αντώνης.
Γυρίζω· αλήθεια το Στενό άστραφτε. Σύγκαιρα χοντρές ραντίδες έπεσαν πρώτα με ορμή κι έπειτ’ άρχισε δαρτό το νερό. Μείναμε εδεκεί ξεροί, άλλος με το φκιάρι, άλλος με το γράβαλο, άλλος με τη σαρωματιά στο χέρι. Δεν κάναμε τίποτα παρά βλέπαμε το νερό που έβρεχε τη σταφίδα. Τη ζωή μας, την παντοχή μας, ενός χρόνου κόπους, όλα τα χάναμε για μια στιγμή! Α, δε θες άλλο χειρότερο! Να βλέπεις το αίμα της καρδιάς σου να χύνεται και να μη μπορείς τίποτα να κάμεις. Σε ποιον να ξεσπάσεις; Τι να ειπείς; Με ποιον να τα βάλεις;
Το νερό έπεφτε κι έπεφτε! Μας έβρεξε ως το κόκαλο και ούτε το νιώθαμε. Τα μικρά μας κυλιόντουσαν στη λάσπη, βρέχονταν, έκλαιαν και κανένας δεν έλεγε να τα σηκώσει αποκεί. Τέσσερες ώρες βάσταξε ο έμπος· οι τράφοι πλημμύρισαν. Απάνω από τ’ αλώνια και τ’ αυλάκια έπλεκαν οι σταφίδες και μεις βλέπαμε να τις παίρνει το ρέμα, να τις ροφούν τ’ αυλάκια ακίνητοι. Τέλος πρώτος ο Αντώνης κι έπειτα οι άλλοι ριχτήκαμε να τσαλαβουτούμε στα νερά και να τις κυνηγάμε σαν τα σκυλιά τα ξεροκόμματα.
Τώρα τι πρώτο να σκεφτούμε; για γάμο ή πώς να περάσουμε τη χρονιά: Άμα δε βγάλεις το χρέος, δύσκολα σου δίνουν άλλο. Όση σταφίδα μαζέψαμε την πήρε ο δανειστής μας να βγάλει ρακί.
Πέρασαν δυο τρεις μήνες, τα παιδιά μαράζωσαν. Μια ημέρα βλέπω τον Αντώνη κι έρχεται στο σπίτι.
- Πατέρα, δώσ’ μου την Αννέτα κι όπως είναι της τύχης μου θα ζήσω· δε μπορώ πια τέτοια ζωή να την υποφέρω!
Τι να ειπώ και γω; Αποφάσισα μια βραδιά να κάνω το γάμο. Ακούς! σαν χήρα θα πάντρευα το κορίτσι μου. Τι να κάμω; Πες τα της τύχης. Μα ούτε έτσι ήταν γραφτό να τελειώσει. Η Αννέτα αρρώστησε στα καλά· είχε παρμένη πούντα. Τα κρύα πανιά που έβανε στα στήθη της και το νερό που την περόνιασε τον Άγουστο, ξέσπασαν τώρα στα καλά. Ο Αντώνης αρρώστησε και κείνος από την κακοπάθεια κι έπεσε στο σπίτι του γαμπρού του. Ρωτούσε για την Αννέτα και του έλεγαν πως ήταν καλά πάντα. Ένα πρωί - ήταν της τύχης, βλέπεις, γιατί μπορούσε να σωθεί το παιδί - ακούει να νεκροσημαίνουν. Άμα το άκουσε, υποψιάστηκε. Τρέχει, ρίχνει το καπότο απάνω του και πηδάει κάτω από το σπίτι.
Η Αννέτα ψυχομαχούσε κείνη την ώρα. Εμείς καθόμαστε γύρω με σταυρωμένα χέρια.
- Μίλα μας, κυρά μου· έλεγε η κακομοίρα η μάνα της. Άνοιξε τα ματάκια σου να μας ιδείς.
Μιλιά εκείνη.
Ο Αντώνης μπαίνει μέσα βιαστικά, πέφτει, αγκαλιάζει, κολλάει στα χείλη της αγάπης του. Σε λίγο που τα χωρίσαμε, ήταν νεκρά και τα δυο τα παιδιά.
Ε, τι τα θες τα πολλά λόγια; Τον Αντώνη τον πήρε και τον συγύρισε ο γαμπρός του· εμείς συγυρίσαμε το κορίτσι μας και τα πήγαμε στο νεκροταφείο. Την ώρα που θα τα βάναμε στο μνήμα, ο γαμπρός του Αντώνη μου λέει:
- Ετούτα τα παιδιά αγαπήθηκαν τόσο πολύ, μα η τύχη δε θέλησε να τ’ ανταμώσει. Δεν τα βάνουμε σ’ ένα μνήμα, να λεν τους πόνους και τα βάσανά τους;
Έτσι κάμαμε. Τα βάλαμε αγκαλιά το ένα σιμά στο άλλο και θυμούμαι καλά μες από τα δάκρυά μου πως είδα τα χείλη τους να χαμογελάνε.
Τ’ άμοιρα! ακόμη, εκεί μέσα βρίσκονται. Ο νεκροθάφτης που θ’ ανοίξει τον τάφο τους, θα έβρει τα σκέλεθρά τους αγκαλιασμένα. Τον παρακαλώ να τα θάψει πάλι και να μην τα χωρίσει. Όχι, ας μην τα χωρίσει!...