ART

.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ο πίνακας παραρομάτων έχει χρησιμοποιηθεί για διορθώσεις στο κείμενο. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

Τρία πράγματα εχάλασαν Την Ρωμανίαν όλην Ο φθόνος, η φιλαργυριά Και η κενή ελπίδα.

(Άλωσις).

Α θ Η Ν Α ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ»

1904
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ
Α '

— Κόκκινη κλωνά κλωσμένη Στην ανέμη τυλιμένη, Δος της κλώτσο να γυρίση, Παραμύθι ν' αρχινήση. Καλησπέρα σας.

Μιαν αυγή — την Τετράδη ας πούμε — πέθανε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος· και πέθανε κάπως ευχαριστημένος. Λέω κάπως, γιατί σ' αυτόν και στη γενιά του δεν ήταν φυσικό να βλέπη με καλό μάτι το θάνατο. Α, όλα κι όλα! Γάμους θες, παιγνίδια, μαλώματα, δουλειά — μάλιστα. Θάνατο με θάνατο μην τον μολογάς. Μα πού ρωτάει ο Χάρος! Άρπαξε το γέρο από τα μαλλιά και τον γκρέμισε κάτω. Στο γκρέμισμά του ούτε ήλιος σκοτείνιασε, ούτε χάθηκε το φεγγάρι. Τύφλα στο μεθύσι της η Πλάση, δεν πρόσεξε καθόλου το σβύσιμο τ' ακριβού της. Τ' ακριβού και του διαλεγμένου της. Τ' αστέρι π' άναψε κ' έφεξε την άγρια νύχτα, χάθηκε στην άγρια νύχτα και δε θα ξαναφανή. Ώρα του καλή και βλογημένη. Μικρός ήταν και μεγάλη αρχή έκαμε.

— Η αρχή έγινε, ας τελειώσουν οι γιοί μου, σκέφτηκε. Τους άφινε σε ηλικία και με καλή κληρονομιά. Όχι πως δεν ήταν άλλοι με περισσότερο βιος μέσα στο χωριό. Μα ήταν και πολλοί που λιμάζανε το ψωμάκι. Είχανε χρέη, είχαν και παιδιά. Κακές πληγές και τα δυο. Ενώ οι γιοι του ήταν κι από τα δυο ελεύθεροι.

Αληθινά το σπίτι τους ήταν χαμηλό, μικρούτσικο. Δεν είχε παρά τρία δωμάτια και το μαγεριό. Μπορούσαν όμως, αν ήθελαν, να το ψηλώσουν και να το μεγαλώσουν με τον καιρό. Ο γέρος γεννήθηκε σε καλύβι και πέθανε σε σπιτάκι. Οι γιοι από σπιτάκι ας το κάμουν σπίταρο, παλάτι! Αν και ήξερε καλά πως δεν ήταν ακόμα καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Το σπιτάκι μπορούσε να τους θρέψη και να τους μεγαλώση μια χαρά. Τα παλάτια δε χτίζονται παρά για κείνους που έχουνε σκοπό την καλοπέραση και την ακαμωσιά. Χτίζουν ναό για να βάλουν μέσα τον εαυτό τους. Τα παιδιά του όμως δεν είχαν καιρό να κυττάξουνε τον εαυτό τους. Είχαν μια δύσκολη εντολή να τελειώσουν πρώτα. Αν την τελείωναν, ήταν ελεύθερα να σκεφτούν όπως ήθελαν. Αν όχι, έπρεπε να περιμείνουν ως που να την τελειώσουν οι γιοι τους, τ' αγγόνια, τα διγγόνια τους. Και όταν τα διγγόνια έφταναν στο σκοπό τους, θα χαιρόταν κ' εκείνων η ψυχή από ψηλά όπως κ' η δική του. Όταν οι απόγονοι ευτυχούν, οι πρόγονοι δοξάζονται.

Η γενιά του Ευμορφόπουλου ήταν μεγάλη και παμπάλαιη. Στα πλούτη και στη δόξα μοναδική στον καιρό της. Χίλιοι την τραγουδούσαν, μύριοι τη θαύμαζαν. Μα και περισσότεροι τη φτονούσαν. Γιατί στον τόπο της ο ήλιος έβγαινε μεγαλόδωρος σαν κανίσκι βασιλικό. Η μέρα γέλαε κ' η νύχτα μάγευε. Θάλασσα γεμάτη άρμενα, κάμποι μεστοί γεννήματα· κοπάδια στις πλάγιες, κορφές δασοντυμένες. Θεοί γεννιόνταν στις ακροποταμιές και στα ρυάκια λούζονταν νεράιδες. Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι.

Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο. Το άφησε με τον καιρό και ήρθε να φιλονεικήση με τους Ευμορφόπουλους για τα πρωτεία. Ήταν αμόρφωτη, άγρια και κακή γενιά· μα σε τούτο κρεμότανε η δύναμή της. Οι αφεντάδες τον κατάλαβαν τον κίντυνο· αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν και δε μπόρεσαν. Πάλαιψαν, ματώθηκαν, στο τέλος όμως νικήθηκαν. Χάθηκε ο πρώτος και καλήτερός τους σε μια συμπλοκή. Οι άλλοι σκόρπισαν εδώ κ' εκεί σε άλλα μακρινά χωριά. Μακρυά και ξέμακρα να μην ακούνε τ' όνομά τους τσαλαπατημένο, να μη βλέπουν τ' αγαθά τους σε ξένα χέρια. Κ' έτσι, αφού παράδειραν πέρα δώθε, χώνεψαν ένας με τον άλλον στους λαούς των χωριών και τα χώματα των κάμπων, ταπεινοί και αμνημόνευτοι.

Ένας απόμεινε στα πατρικά του χώματα· ο προπάππος του Αντρέα. Μέσα στη συφοριασμένη του ψυχή φύτρωσε η ελπίδα, όπως στην καψάλα το αγριοβότανο. «Πάλε με τον καιρό στη γενιά μας θα έρθουν» είπε. Δίπλα στο μαρμαρένιο παλάτι των γονιών του, ήταν ένα καλύβι ανήλιαγο και καπνισμένο. Καν για τους υπερέτες καν για τους χοίρους ήταν. Εκεί έκατσε ο Γιάννης ο Ευμορφόπουλος με το μεγάλο του στοχασμό. Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της. Κάθε γενεά του Ευμορφόπουλου έφερνε στη γενεά του Χαγάνου οξωμάχους για τη γη, δούλους για τα ζωντανά, κορίτσα και αγόρια για τις αισχρές επιθυμίες της. Λίγο λίγο έσβυσε και τ' όνομά τους ακόμα μέσα στο χωριό. Έλεγαν «στου Ευμορφόπουλου το πηγάδι»· «του Ευμορφόπουλου το πήδημα»· το «λιθάρι του Ευμορφόπουλου». Ονόμαζαν έτσι κατιτί σημαντικό των παλιών αφεντάδων. Κατιτί από κείνα τα δυνατά και χτυπητά έργα που δε φοβούνται τον καιρό και τους ανθρώπους. Μα τα υποστατικά και τα ζώα, πήρανε με τον καιρό τ' όνομα του νέου αφέντη. Και το επίθετό τους ακόμα έπαθε στον ξεπεσμό. Έγιναν Μορφόπουλοι. Εκείνοι έσκυβαν το κεφάλι, δέχονταν τον κατατρεγμό σα θεϊκή κατάρα. Τι να κάμουν; Αν καμιά φορά βρέθηκε κανένας πιο αράθυμος και θέλησε να μιλήση για την παλιά του κατάσταση, πήγε συφάμελος στο φάλαγγα και στην κρεμάλα. Σουτ! και σ' έφαγα. …

Μ' έφαγες σ' έφαγα έτσι πάει ο κόσμος. Μα κι απ' το πολύ φαγί αρρωσταίνει κανείς όπως κι από τη νηστεία. Η γενιά του Χαγάνου χάλασε με την καλοπέραση. Από τους δυνατούς πατεράδες βγήκανε κακά κι ανάποδα παιδιά. Ρίχτηκαν στο χαροκόπι, σπατάλησαν το βιος, χρεώθηκαν, χαντακώθηκαν. Έφτασαν τα έχη τους στο σφυρί. Και στο αναμεταξύ οι Μορφόπουλοι καλητέρευαν. Η δυνατή και καλόχυμη ρίζα άρχισε πάλε να παίρνη απάνω της. Η σκλαβιά τους ατσάλωνε. Ήταν περήφανοι στη φτώχεια τους· σημαντικοί ακόμα και στην ταπείνωσή τους. Όταν το λοιπόν άρχισε το ανεμοσκόρπισμα, πρώτος ο Αντρέας ο Μορφόπουλος βρέθηκε σε θέση να πάρη ένα μοιράδι. Πήρε ίσα — ίσα εκείνο που είχε τα χτίρια των προγόνων του. Τώρα ήταν σωροί λιθάρια· μα δεν τον πείραξε. Τα σύναξε με σεβασμό κ' έχτισε όπως — όπως το σπιτάκι του. Τόχτισε όχι για να καλοκαθίση παρά για να σκεπαστή προσωρινά. Στρατόπεδο έκαμε, όχι κατοικία. Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του. Τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα βουνά και τα ποτάμια όλα ελεύθερα. Κ' έναν Ευμορφόπουλο, θες τον ίδιο — αχ μακάρι! — θες το γιο του, ας είναι και τ' αγγόνι του αφέντη απάνω σ' εκείνα. Αφέντη τρανόν και δοξασμένον, όπως οι πάπποι του. Αλήθεια, τ' είνε μια ζωή για τέτοιο κατόρθωμα! Χίλιες να είχε και τις χίλιες τις έδινε.

Με αυτόν τον πόθο έκλεισε τα μάτια ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος. Ο πρωτότοκος του, ο Αριστόδημος, έδειξε από μιας αρχής πως έμοιαζε του πατέρα του στα όνειρα. Ούτε θέληση ούτε ενθουσιασμός του έλειπε για να συνεχίση το έργο εκεινού. Είχε βέβαια κρίση και μόρφωση αρκετή για να το βλέπη δύσκολο· μα η ψυχή του δεν ήθελε να το παραδεχτή και αδύνατο. Ο δεύτερος, ο Δημητράκης, ήταν ακόμη άγουρος και δεν τον ελογάριαζε κανείς· φαινότανε αψής και ανυπάκουος. Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.

— Βρε παιδί μου, του έλεγε συχνά· δεν πιάνεις και συ να διαβάσης λιγάκι· τι προκοπή θα κάμης με τα παιγνίδια σου;…

— Ας το, μάννα, το διάβασμα να χαθή! της απαντούσε βαριεστισμένος. Βιβλία είνε τούτα ή ψυχοβγάλτες! Γράμματα — σκοντάμματα· δεν τόχεις ακουστά;

Εκείνη στεκότανε συλλογισμένη και δίβουλη. Δεν ήξερε από τέτοια. Στο πατρικό της μόνον την κυβέρνια του σπιτιού έμαθε. Να τιμάη τον άντρα, ν' ανασταίνη τα παιδιά, να φέγγη λαμπάδα στο νοικοκυριό της. Γράμματα ούτε γρυ. Είχε όμως ακουστά πως εκείνα φτιάνουνε τον άνθρωπο. Μάλιστα για τα σερνικά είναι απαραίτητα. Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητο. Την έμαθε και την πίστευε σα θρησκευτική εντολή τη δασκαλική παροιμία. Μα και στα λόγια του Δημητράκη της δεν ημπορούσε να μένη αδιάφορη. Μέσα στους Ευμορφόπουλους από γενεές γενεών εβασίλευε κάποια αμφιβολία για την ωφέλεια που φέρνουν τα γράμματα στον άνθρωπο. Οι δάσκαλοι έλεγαν την παροιμία τους και την υποστήριζαν με φανατισμό, όπως οι μοναχοί τα θάματα που κάνει το κόνισμά τους. Ο πολύς λαός όμως τους σεβότανε για τη σοφία τους μα δύσκολα επίστευε στα επιχειρήματά τους. Στο λόγιό τους απαντούσε με άλλο λόγιο γεμάτο ειρωνεία, όπως τώρα ο Δημητράκης. Για τούτο η μάννα του έμενε πάντα δίβουλη. Κατιτί βαθύτερο από το μητρικό αίστημα την έκανε να τον δικαιώνη. Δεν τολμούσε όμως να συμφωνήση μαζί του. Τρόμος την έπιανε και να το συλλογιστή.

— Δεν ξέρω, παιδί μου, έλεγε· μα ο αδερφός σου δεν έχει την ίδια γνώμη. Ο αδερφός σου θέλει να κυττάς τα μαθήματά σου. Και καλά λέει. Πώς θα ζήσης χωρίς γράμματα;

— Θα ζήσω με τη ζωή που μου χάρισ' ο Θεός, μάννα. Άκου που στο λέω! Όχι ο αδερφός μου με τις μελέτες του. Εγώ, να, εγώ με τα μπράτσα μου θα διώξω από τον τόπο μας το Χαγάνο. Εγώ, να το ξέρης.

Η κυρά Πανώρια τον άρπαζε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε. Αυτό ήθελε κ' εκείνη· Δεν την έμελλε για τα μέσα. Αν με την ψυχή των βιβλίων ή με τη δική τους ψυχή θα έδιωχναν τον καταχτητή. Φτάνει να τον διώξουνε. Το είχε κ' εκείνη μεγάλο μαράζι. Τόσα χρόνια μέσα στην οικογένεια ρούφηξε στο αίμα της όλους τους πόθους και τα όνειρά της. Εστέναξε και δάκρυσε με τον άντρα της στα χρόνια της σκλαβιάς. Μαζί του αγωνίστηκε το μεγάλο αγώνα του λυτρωμού, και μαζί του απόλαψε τη χαρά και τη δόξα που φέρνει πάντα η νίκη. Φυσικά όμως δεν έμενε κ' ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Θες από τον άντρα, θες από τα παιδιά της επερίμενε τον τελειωτικό θρίαμβο. Και τον περίμενε ανυπόμονα. Πάντα όμως δεν έδινε τόση βάση στα λόγια του μικρού. Η παιδιάτικη υπόσχεσή του την συγκινούσε, αλλά δεν την έπειθε. Περισσότερη πεποίθηση είχε στο μεγάλο. Εκείνος ήταν αληθινά σοφός· και η σοφία στην απλή ψυχή της εφάνταζε για δύναμη φοβερή και ανίκητη.

Την ίδια γνώμη είχε κι ο μακαρίτης ο άντρας της. Κ' εκείνος γράμματα πολλά δεν έμαθε. Τη δόξα των προγόνων του ακουστά μόνον τη γνώριζε. Έτρεφε όμως μέσα του παραδομένη από γενεά σε γενεά την ψυχή τους. Ή για να μιλήσω ξάστερα, η δική του ψυχή κατάντησε λάου — λάου να μοιάση με την ψυχή εκεινών. Όχι αποκλειστικά εκεινών· έμοιασε του καθενός που νοιώθει μέσα του μια υπεράνθρωπη δύναμη και θέλει να την φανερώση με θυσία του εαυτού του. Κ' έτσι κατώρθωσε να ελευθερώση εκείνη τη γωνιά. Βρέθηκαν όμως πολλοί που είπαν πως το κατόρθωμα δεν ήταν δικό του. Όχι για πληρωμή του κόπου του αλλά για χάρη των προγόνων του απόχτησε ό,τι απόχτησε. Το είπαν και ξένοι κι απ' τους δικούς του πολλοί. Εκείνος το πίστεψε και δεν το πίστεψε. Ήξερε καλά τον εαυτό του. Είχε αρκετή αντίληψη για να εχτιμήση τους αγώνες του και να μην πιστέψη πως όλα τα χρώσταγε στην ελεημοσύνη. Μα δεν εφιλονείκησε. Το σκοπό του ήθελε να κάμη κι ας έλεγαν οι άλλοι ό,τι ήθελαν. Για να τους ευχαριστήση μάλιστα εκόλλησε το Ευ στο επίθετό του. Και για να τους θαμπώση περισσότερο έδωκε στον πρωτότοκό του έν' από τα ονόματα που συνείθιζαν οι πρόγονοί του! Αφού το ρούχο κάνει τον άνθρωπο, ορίστε και το ρούχο· σκέφτηκε. Πήρε και μια κάσσα γεμάτη με βιβλία και την άδειασε απάνω του. Ήταν τα βιβλία που έτρεφαν συχνά το νου και το αίστημα των παλαιών Ευμορφόπουλων. Στον καιρό του κατατρεγμού τα πήραν μαζί τους οι κατατρεγμένοι και πήγαιναν από πατέρα σε παιδί, παρηγοριά κ' ελπίδα τους. Το βρέφος καθώς τάνοιωσε απάνω του έβαλε τα κλάυματα. Ο γέρος το λυπήθηκε.

— Μην κάνης έτσι, παιδί μου· του είπε μισοκλαίοντας κι ο ίδιος. Είνε βαρειά, το ξέρω, μα είνε ανάγκη να τα βαστάξης. Τούτα είνε η αληθινή κληρονομιά των προγόνων μας. Εδώ μέσα κρύβεται η μεγαλοδύναμη ψυχή τους. Μη λυπηθής ούτε κόπους, ούτε βάσανα για να τη γνωρίσης. Φρόντισε να μπολιάσης μ’ εκείνη το αίμα σου. Έτσι, ακούς, θα φτάσης γρηγορώτερα στο σκοπό μας.

Ο Αριστόδημος τάδεσε στο μαντήλι τα λόγια του πατέρα του. Μόλις μεγάλωσε, ρίχτηκε με τα μούτρα στα βιβλία. Μερόνυχτα κλεισμένος στο δωμάτιό του ξεφύλλιζε τα προγονικά κειμήλια και άναβε σαν το σίδερο στη φωτιά. Οι άνθρωποι που μνημονεύονταν εκεί μέσα, οι άθλοι που τραγουδιόνταν, του θάμπωσαν λίγο — λίγο το νου. Τον έκαμαν να ξεχάση τα νωπά κατορθώματα του πατέρα του και τον ίδιον τον πατέρα του. Μόλις που τολμούσε να μολογήση πως ήτανε γιος του. Τους Μορφόπουλους που ζήσανε στη σκλαβιά κ' εκείνους που πάλαιψαν χίλια τόσα χρόνια για να ξεφύγουν των βαρβάρων την καταδρομή, τους αρνήθηκε για πάντα. Δεν ήθελε να ξέρη παρά τους πρώτους — πρώτους προγόνους του. Επίστεψε στ' αληθινά πως το χιλιόκαλο κάμωμα του πατέρα του το χρώσταγε σ' εκείνους. Σ' εκείνους που έγραψαν τα βιβλία και μιλούσαν τη γλώσσα τους. Γλώσσα δυνατή, αρμονική, γεμάτη νόημα και πάθος. Η παράδοση έλεγε πως αν ήταν μεγάλοι εκείνοι ήταν από τη γλώσσα τους. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού επήρε τ' όνομα, να πάρη κ' εκείνη. Να την πάρη όχι μόνον αυτός αλλά κι ο αδερφός του κ' οι κολλήγοι του ακόμα. Άμα το κατώρθωνε αυτό, πίστευε τη δουλειά του τελειωμένη. Και άμ' έπος, άμ' έργον, άρχισε στα σοβαρά το σκοπό του. Έπαιρνε από τα βιβλία λέξες και φράσες βροντηχτές και τις έγραφε σε τετράδια. Τις έλεγε δυνατά για να τις μάθη απόξω. Ήθελε με κάθε τρόπο να τις χώση στη ζωή του. Μα φαίνεται πως δεν ήταν καμωμένος για τέτοιο κατόρθωμα. Όταν ήθελε να μιλήση βιαστικά, να προστάξη κατιτί, να μαλώση κανένα ή να γλυκομιλήση σε καμιά, οι λέξες του καιρού του πηδούσανε στα χείλη του, ξάστερες και ζωντανές σαν την ανάβρα. Έτσι κ' εκείνη πετιέται μέσ' απ' το τσιμεντολίθαρο που ρίχνει να την θάψη ο αναίσθητος χτίστης. Ο Αριστόδημος επείσμωνε περισσότερο. Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα.

Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι. Τρεις σοφοί με ματογυάλια και μολυβοκόντυλα στο χέρι. Είναι ο Γρηγόρης Αλαμανός ένας, ο Ηρακλής Γκενεβέζος και ο Θουκυδίδης Περαχώρας. Και οι τρεις τους είνε ξενομερίτες. Μα οι δυο τελευταίοι, από το θαυμασμό που έχουν στους προγόνους του Ευμορφόπουλου, άλλαξαν τα ονόματά τους με χτυπητά ονόματα εκεινών. Είχαν δουλειά τους να μελετούν τα βιβλία και τα χερόγραφα κάθε καιρού και τόπου. Ήταν στον τόπο τους καθηγητές κ' ήρθαν εδώ για να πλουτίσουν τις γνώσες τους. Ήθελαν να ποτισθούν από της σοφίας την πηγή, όπως έλεγαν. Τέτοιοι έρχονταν συχνά στο σπίτι του νέου Ευμορφόπουλου και η ζωή του ως σήμερα πέρασε μαζί τους. Ζωή άχαρη αληθινά μα σημαντική κι αλησμόνητη σ' εκείνον και στη γενιά του.

Οι τρεις καθηγητές, σκυμμένοι τώρα στα χερόγραφά τους, διαβάζουν αχόρταγα σα να ρουφούν τ' αθάνατο νερό. Με το μολυβάκι τους σημειώνουν στο χαρτί καθετί που τους φαίνεται αξιοθύμητο. Πίσω τους στέκουν οι βιβλιοθήκες ορθές, σαν κατάδικοι πιστάγκωνα δεμένοι στους τοίχους. Απάνω στη μεσανή κάθεται σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, βυθισμένη στο άγνωστο όνειρό της. Τα βιβλία και τα χερόγραφα στριμωμένα στα ράφια μοιάζουν με γριές γλωσσοκοπάνες. Και τι δε λεν με την άλαλη γλώσσα τους! Πολέμους περιγράφουν, άθλους μολογούν, θεούς γκρεμίζουν, ηθικές αναστηλώνουν. Ο Ρυθμός βροντά και παιγνιδίζει σαν αντάρτης κεραυνός· η Αρμονία ξεχύνεται αφρόδροση σαν άμπουλας· ο Πόνος ουρλιάζει κι ο Πόθος φαρομανά. Το ανθρώπινο πνεύμα απλώνεται σα θάλασσα μυριολαλούσα, ανήσυχη κι ανυπόταχτη. Ό,τι θέλει τολμά κι ό,τι τολμά το υποτάσσει. Δεν είνε σιδερόπορτα να μην την ανοίξη, δεν είνε πυργογύρισμα να μην το πηδήση· δεν είνε φως στον ουρανό να μην τ' αδράξη, δεν είνε σκοτάδι στη γη να μην το ξεδιαλύνη. Ξομπλιάζει τα περασμένα, ανασκευάζει τα τωρινά, δρόμους ανοίγει για τα μέλλοντα. Μα είνε τα ξόμπλια του γερά, είνε οι δρόμοι του αλάθευτοι; Οι άνθρωποι που πέρασαν κ' οι άνθρωποι που θαρθούν είνε τάχα βέβαιο πως έτσι σκέφτηκαν, έδρασαν, έζησαν, κ' έτσι θα ζήσουν, θα δράσουν, θα σκεφτούν; Ποιος το ξέρει; Το ζηλευτό δεντρί που φύτρωσε αυτόβουλο στην παρθένα γη κι ωμόρφηνε τον κόσμο με τη δροσιά και τη χάρη του, θα ξαναφυτρώση με τη φροντίδα του κηπουρού; Οι σοφοί το πιστεύουν και για τούτο δουλεύουν ακούραστα. Μοιάζουνε σκαφτιάδες που θέλουν να δείξουν το δρόμο του στον Ασπροπόταμο. Αν το καταφέρουν, χαλάλι τους οι κόποι και τα βάσανα.

— Α, να! είπε ξαφνικά με χαρούμενη φωνή ο Περαχώρας· ακούστε κι αν μπορήτε μη θαυμάζετε.

— Τ' είνε; τον ρώτησε ο Αλαμανός.

— Διαβάστε, παρακαλώ, διαβάστε! του είπε κι ο Γκενεβέζος ανυπόμονα.

Σηκώθηκαν μονόγνωμοι και πήγαν κοντά στον καθηγητή να ιδούνε στο χερόγραφο. Ο Αριστόδημος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Είχε μιαν ευαισθησία παράξενη. Όταν άκουε τους σοφούς να θαυμάζουνε τα βιβλία των προγόνων του, γινότανε σαν ζύμη. Κάθε λόγος τους, λες και ήτανε μορφίνη, του σκότιζε το λογικό, του σκλάβωνε τη θέληση. Ήθελε κ' εκείνος να παρακαλέση, ήταν ανυπόμονος ν' ακούση το νέο θησαυρό που ανακάλυψε ο καθηγητής. Μα δεν είχε δύναμη να βγάλη άχνα. Μόνον η κιτρινάδα που έβαφε το πρόσωπό του και το χάλπωμα των ματιών του φανέρωναν τη μεγάλη του συγκίνηση.

— Ακούστε, είπε ο Περαχώρας, διαβάζοντας δυνατά και ρυθμικά : Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν έστιν η Πατρίς· και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ' ανθρώποις τοις νουν έχουσι. ..

— Ωραία! εξαίσια! εφώναξαν ένας με τον άλλον οι σοφοί.

— Αυτά, φίλε μου, δεν είνε λόγια ανθρώπινα· είνε θεία! είπε ο Περαχώρας κυττάζοντας κατάματα τον Αριστόδημο! Είσαι ευτυχής που συγγενεύεις με αυτούς τους θεούς. Έχεις κληρονομιά σου τον πνευματικό κόσμο. Δε σε φτάνει; Α, έχεις άδικο! μεγάλο άδικο, σε βεβαιώνω. Εδώ είναι η αθανασία. Τ' άλλα μωρία και πρόληψη!

Οι καθηγητές άρχισαν να συζητούν τα γλωσσικά χαρίσματα του ρητού. Εζητούσαν το υποκείμενο, το αντικείμενο, το ρήμα. Έλεγαν για τη σύνταξη του, ωνόμαζαν το γραμματικό σχήμα του. Σε πολλά ήταν σύμφωνοι· μα στα περισσότερα όχι. Και συζητούσαν ξαναμμένοι, χερονομούσαν με πείσμα, βρίζουνταν άπρεπα, σα ν' άρπαξε τα χρήματα ένας τ' αλλουνού. Τα φερσίματά τους δεν ήταν σύμφωνα με τη θέση και την επιστήμη τους. Εκείνοι όμως αδιαφορούσαν. Καθένας έλεγε τη γνώμη του θεμελιωμένη στης αλήθειας τ’ ασάλευτα θεμέλια· και πάσχιζε να τη φορτώση στον άλλον με όλα τα μέσα του λόγου. Τ' αδύνατα κορμιά τους μέστωναν και ψήλωναν, λες και νέο αίμα επότιζε τις φλέβες τους. Τα μάτια τους σπιθοβολούσαν και τα πρόσωπά τους άνθιζαν από το χρώμα της υγείας και της νιότης. Το χερόγραφο πετούσε από τον ένα στον άλλον, έπεφτε κάτω από τα ματογυάλια του, σαν πτώμα στη μελέτη του ανατόμου. Και όλοι έκαναν τις υποθέσεις τους, έλεγαν τα επιχειρήματά τους, κυττάζοντας πάντα τον Αριστόδημο, σα να ήθελαν μόνον εκείνον να πείσουν και να δασκαλέψουν. Εκείνος όμως άβουλος κι ανίδεος παρακολουθούσε τα κινήματά τους, άκουε τα λόγια τους μ' ένα και μοναχά αίστημα στην ψυχή. Το θαυμασμό στους προγόνους του. Τ' ήταν λοιπόν εκείνοι που δεν έπαυε να τους δοξάζη ο κόσμος! Χιλιάδες χρόνια επέρασαν, τόσες χιλιάδες χρόνια που ήταν αρκετά για να θαμπωθή και το μεγαλήτερο αστέρι τ' ουρανού. Και όμως τ' όνομά τους μένει ακόμα φωτεινό και ζείδωρο σαν τον ήλιο. Όσο περνούν οι αιώνες τόσο φαίνεται λαμπρότερο. Πώς λοιπόν θα κάμη να γίνη κι αυτός μεγάλος, να τους μοιάση στο νου και στα έργα; Ο πνευματικός κόσμος είνε δικός του. Ε, καλά μα δε φτάνει. Πρέπει να γίνη δικός του κι ο υλικός. Πώς θα γίνη αυτό το θαύμα; Πήρε τ' όνομά τους, κληρονόμησε την ψυχή τους, έμαθε τη γλώσσα τους. Κ' έπειτα ;

— Δεν ξέρω· εψιθύρισε με παραπονεμένη ειλικρίνεια· θαρρώ πως χάνω άδικα τους κόπους μου.

Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Αριστόδημος. Τύχαινε καμιά φορά να σηκώνη το παραπέτασμα και να βλέπη με αθόλωτο μάτι τον κόσμο. Και τον έβλεπε όλως διόλου αντίθετον απ' ό,τι τον είχαν ζωγραφίση η πρόληψη κ' η παράδοση της γενιάς του. Ο εαυτός του δεν ήταν εκεί μέσα παρά ένα σκύβαλο· ένα χάτσαλο τόσο δα, που το παίρνουν οι ανέμοι στο διάβα τους, χωρίς να λογαριάζουν πούθε κρατά η σκούφια του. Οι στιγμές όμως εκείνες ήταν πολύ σπάνιες. Ένας λόγος έφτανε ν' ακουστή κάπου για τους προγόνους του και αμέσως πέταε στον Όλυμπο κ' έτρωγε με τους θεούς αμβροσία.

Οι σοφοί καθώς άκουσαν το δισταγμό του παραξενέφτηκαν. Έπαψαν τη φιλονεικία τους και τον κύτταξαν με ψυχοπόνια.

— Δεν το ξέρετε; τον ρώτησε ο Περαχώρας, μαντεύοντας την αγωνία
του· πώς δεν το ξέρετε ;

— Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! του φώναξε ο Γκενεβέζος. Είνε για σας
ζήτημα ζωής. Για σας και για τους απογόνους σας.

— Συλλογισθήτε, είπε αργά και σοβαρά ο Περαχώρας, πως είνε ο μοναδικός κρίκος που σας δένει με τους προγόνους σας. Δίχως τη γλώσσα δεν είστε τίποτα· είστε ένα άτομο όπως και κάθε άλλο.

— Μα αφού έχω τ' όνομά τους! είπε ο Αριστόδημος με θλίψη. Αφού ζω στο χώμα τους!

— Ζήτε στο χώμα τους; έχετε τ' όνομά τους; τον ρώτησε ο Περαχώρας με χαμόγελο. Και πόσοι δεν πέρασαν απ' αυτό το χώμα; Να ο Χαγάνος· ζη αιώνες εδώ πέρα· είνε λοιπόν κ' εκείνος Ευμορφόπουλος; Α, να ήμουν στη θέση σας! να ήμουν στη θέση σας!…

— Τι θα κάνατε; τον ρώτησε ανυπόμονα ο Αριστόδημος.

— Τι θάκανα; και με ρωτάτε ακόμα; θα γενόμουν Ευμορφόπουλος· αληθινός Ευμορφόπουλος. Δε θα περιοριζόμουνα στη γλώσσα· θάσκαβα τη γη και θα σύναζα κάθε λιθάρι της εποχής τους. Θάνοιγα μουσεία και σχολεία· τίποτ' άλλο.

— Κ' έπειτα;

— Έπειτα; ο θαυμασμός του κόσμου θάφερνε σε μένα τους τόπους μου.

— Θα το κάμω εγώ· είπε αποφασιστικά ο Αριστόδημος.

Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυο — τρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή·

— Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι.

— Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το
χέρι του.

— Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως
και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.

— Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η
γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης.

— Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα! Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο.

— Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.

— Όχι, κύριοι, να με συμπαθάτε· τα λόγια μου δεν είνε για σας· αποκρίθηκε ο Δημητράκης, βγάζοντας το καπέλλο και σφίγγοντας το χέρι τους φιλικά. Τυμβωρύχοι ναι· μα τυμβωρύχοι καλόβουλοι. Δε θέλετε να κλέψετε παρά να σώσετε ό,τι απόμεινε μέσα στα βιβλία μας. Φροντίζετε για την επιστήμη σας κ' είστε αξιέπαινοι. Θαυμάζω την προσπάθειά σας με όλη μου την ψυχή.

Οι σοφοί ανταπόδωκαν το φιλοφρόνημα μ' ένα τους χαμόγελο και προσηλώθηκαν πάλε στη μελέτη τους.

— Κι αν ο τάφος ήταν των προγόνων μας; ερώτησε ο Αριστόδημος τον αδερφό του κάπως θυμωμένα.

— Και των προγόνων μας να ήταν πάλε μούχλα θα μύριζε· απάντησε εκείνος αμέσως. Τι τα θες, ο τάφος — τάφος είνε κι ας έκλεισε μέσα του τον Μέγαν Αλέξαντρο. Είνε καλός για τούτους τους σοφούς. Για μένα και για σένα δεν είνε.

— Είνε, είπε πεισματικά ο Αριστόδημος· θα γίνουμε κ' εμείς σοφοί.

— Σοφοί; Όχι, δεν πρέπει· η σοφία μπορεί να βγαίνη από τη ζωή μα ζωή δεν είνε. Να γίνουμε σοφοί; Στο μέλλον ίσως· τόρα όμως όχι.

— Γιατί;

— Γιατί; δεν το κατάλαβες; Η ζωή τρέχει και πρέπει να την προφτάσουμε. Δύναμη τώρα χρειαζόμαστε, όχι σοφία. Μπράτσα δυνατά και κοφτερά νύχια. Να κολλήσουμε απάνω της σαν τον αγριόγατο στ' άλογο που πηλαλεί. Να τρέξουμε μαζί της, να πηλαλήσουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας· κατάλαβες;

— Κατάλαβα πως δε σκαμπάζεις ντιπ!

— Σκαμπάζεις! ώ! … έκαμεν ο Περαχώρας, αφίνοντας το μολυβοκόντυλό του και κυττάζοντας τον Αριστόδημο παράξενα.

— Τι λέξη βάρβαρη είνε αυτή ; τον ρώτησε ο Γκενεβέζος.

— Ντιπ! ντιπ! . .. εψιθύρισε κι ο Αλαμάνος αργά, ζητώντας να εύρη τη ρίζα και τη σημασία της.

— Ναι… με συγχωρείτε· εψιθύρισε σαστισμένος ο Αριστόδημος· είνε λέξη βάρβαρη· ξέρετε … άμα κανείς θυμώση δε φροντίζει για τη γλώσσα του.

Έπειτα γύρισε στον αδερφό του και του είπε με παράπονο·

— Βλέπεις τι μούκαμες μπροστά στους ξένους; Μέφερες σε θέση να μεταχειριστώ λέξη πρόστυχη.

— Με συμπαθάς· απάντησε ο Δημητράκης ατάραχος· η λέξη δεν ήταν πρόστυχη, ήταν το νόημά σου. Με μαλώνεις πως δεν τιμώ τους προγόνους μας. Τους τιμώ και τους δοξάζω. Ήταν μεγάλοι άνθρωποι, ναι· μα πρέπει να ζήσουμε κ' εμείς. Και να ζήσουμε τη σημερινή ζωή, όπως έζησαν κ' εκείνοι τη δική τους· Ξέρεις ένα πράμα;

— Τι;

— Δεν είνε, βέβαια, γραμμένο στα χερόγραφα, μα είνε σημαντικώτερο
για μας· γι' αυτό ήρθα τρεχάτος.

— Σημαντικώτερο από τα βιβλία μας; είπε με χαμόγελο ο
Αριστόδημος.

— Κι από τα βιβλία κι από τους προγόνους μας τους ίδιους.

— Ω!… ξαφνίστηκαν οι σοφοί, σηκώνοντες τα μάτια καταπάνω του.

— Όχι! … όχι!… εφώναξε ο Περαχώρας, κινώντας το κεφάλι του αρνητικά· μην το λέτε αυτό· δεν κάνει να το λέτε.

— Είνε ασέβεια, εψιθύρισε ο Γκενεβέζος.

Ο Αριστόδημος έμενε ακίνητος με μάτια γουρλωμένα σα να είχε πάθει αποπληξία. Η αγανάχτηση που έβραζε στα στήθη του έκανε κατακόκκινο το σύζαρο πρόσωπο του. Ήθελε να βρίση, ν' αναθεματίση τον αδερφό του για τον άπρεπο λόγο που ξεστόμισε. Εκρατιόταν όμως από φόβο μήπως ειπή και άλλη πρόστυχη λέξη.

— Οι ξένοι σού δίνουν την απάντηση· του είπε μόνον με ψυχρή σοβαρότητα.

Ο Δημητράκης στεκότανε ορθός κοντά στο τραπέζι, αδιάφορος και στις ματιές του αδερφού του και στα λόγια των σοφών.

— Οι κύριοι ό,τι και να πουν έχουν δίκιο· είπε τέλος κυττάζοντας τον Αριστόδημο· είνε σοφοί, είνε και ξένοι· δυο πράματα που τους δίνουν δικαίωμα να σκέφτωνται πολύ διαφορετικά από μας. Αν αύριο έρθη πάλε ο Χαγάνος ή όποιος άλλος και μας πάρη το χτήμα και το σπίτι, τι θα χάσουν οι κύριοι;

— Τα βιβλία μας!

— Τα βιβλία μας! γιατί; Είνε τόσο δικά μας, όσο και δικά τους· ανήκουν σ' όλον τον κόσμο.

— Όμως τάγραψαν οι πάπποι μας.

— Και νομίζεις εσύ πως για τις μωρίες που γράφει σήμερα ο δείνας και ο τάδες θα είνε υπεύθυνα μεθαύριο τ' αγγόνια τους … Μην τα καταριέσαι για το θεό.

— Αστειεύεσαι; τον ρώτησε ο Περαχώρας.

— Δεν αστειεύομαι καθόλου· λέω τα πράματα όπως είνε. Αν πάθουμε αυτό το κακό που λέω — και σας βεβαιώνω πως θα προσπαθήσουμε να μην το πάθουμε — τι θα κάμετε, παρακαλώ ; Θα ραντίσετε με λίγα δάκρυα τους τάφους των Ευμορφόπουλων και θα γυρίσετε στο άλλο πλευρό.

— Αχάριστε! του φώναξε με αγανάχτηση ο Αριστόδημος σφίγγοντας τα δόντια του. Σ' αυτούς τα λες που μας αγαπούνε τόσο;

— Κακομοίρη! τι αγαθός που είσαι! είπε ο Δημητράκης με λύπη. Μας αγαπούν έχεις δίκιο· μα δε ρωτάς ποιανούς αγαπούν. Εμέ και σένα. Όχι· μην το πιστεύεις. Κάτω απομένα κι από σένα· βλέπουν αυτοί κ' ένα χλαμυδοντυμένο Ευμορφόπουλο. Κι' όλες τις αγάπες και τις γλυκοκουβέντες τις κάνουν σε κείνους· όχι σε μας. Μα εγώ δεν τη θέλω τέτοια αγάπη· όχι! επρόσθεσε δυνατά, δε μ' ωφελεί, με ντροπιάζει. Είμ' εγώ και θέλω να είμ' εγώ!…

— Εύγε σου!

Οι δύο καθηγητές κι ο Αριστόδημος γύρισαν κ' είδαν τον Αλαμάνο. Είχε αφημένη τη μελέτη του και κύτταζε το Δημητράκη με περιέργεια. Από την ώρα που φάνηκε στο κατώφλι ο νέος του έκαμε εντύπωση. Είχε γερή κορμοστασιά και ολανθισμένα νιάτα. Τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν άταχτα στον τράχηλό του σαν φλέβες στο μάρμαρο· τα μάτια του ήταν γεμάτα τόλμη και απόφαση. Το πλατύ του μέτωπο έλαμπε από ειλικρίνεια. Τα κινήματά του ήταν φυσικά και απλά σαν το σείσιμο της ανεμόνης. Όσο τον πρόσεχε ο Αλαμάνος, τόσο του άρεσε. Έπειτα ήρθαν τα λόγια και δυνάμωσαν την εντύπωσή του. Άκουε τους δύο αδερφούς κ' εύρισκε καταπληχτική διαφορά μεταξύ τους. Ο Αριστόδημος του φαινόταν παρά πολύ βουτημένος στην πρόληψη. Στο νου του εγύριζε πεισματικά ο φριχτός θάνατος ενός συντοπίτη του. Για να τον τιμωρήση ο σκληρός αφέντης τον έρραψε ζωντανόν στην κοιλιά ενός ψοφιμιού. Τώρα του φαινόταν ο Αριστόδημος θεληματικά κλεισμένος στο ψοφίμι με την ελπίδα πως έτσι θα φανή καλήτερος. Ενώ ο Δημητράκης όλως διόλου το αντίθετο έκανε! Άφινε ελεύθερη τη σκέψη του και τη ζωή του σ' ένα μονάχα προσέχοντας κ' ελπίζοντας: Στη φλόγα τη θαυματουργή που έκλεισε μέσα του η φύση.

— Τα λόγια σου είνε μεγάλα και σύμφωνα με την καταγωγή σου· του είπε. Βέβαια το παρελθόν όσο και αν είνε ένδοξο δεν ωφελεί τίποτα σε κείνον που περιφρονεί το παρόν και λησμονεί το μέλλον.

— Εγώ δεν περιφρονώ τίποτε· διεμαρτυρήθηκε κάπως πεισμωμένα ο Αριστόδημος.

— Και όμως δεν προσέχεις το τι γίνεται γύρω σου· απάντησε ο Δημητράκης. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για σπουδαία υπόθεση και συ μου μιλάς ξύλα κούτσουρα. Θες ν' ακούσης;

— Λέγε· είπε υπομονετικός ο Αριστόδημος.

— Τι συμβαίνει λοιπόν: τον ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Περαχώρας.

— Τίποτα για σας, τίποτα· είπε ο Δημητράκης ησυχάζοντάς τον. Το κακό είνε για μας· για μας και το έχει μας. Θυμάσαι τον Πέτρο το θεομίσητο;

— Τον ψυχογιό μας; είπε με περιφρονητικό μορφασμό ο Αριστόδημος.

— Όχι τον ψυχογιό μας· τον ψυχογιό του πατέρα μας να λες.

— Το ίδιο κάνει.

— Με συμπαθάς· έχει μεγάλη διαφορά· τον έλεγαν τότε Πέτρο του Μορφόπουλου και το καμάρωνε. Μα τώρα δε θέλει να μας ξέρη. Κι αν τον ονομάση κανείς με το παλιό του όνομα το παίρνει για βρισιά· γίνεται σκυλί.

— Γιατί με ζαλίζεις μ' αυτόν τον παλιάνθρωπο; είπε βαριεστισμένος
ο Αριστόδημος.

— Παλιάνθρωπος ναι, δεν το κρύβω. Μα ξέρεις τι κατάφερε; πήγε και
καλλιέργησε το χτήμα του Χαγάνου — το χτήμα μας.

— Και τι με μέλλει μένα; ας φροντίση εκείνος.

— Ο Χαγάνος δεν το ξέρει· μα και να το μάθη λίγο τον μέλλει. Αυτός για σήμερα φροντίζει να καλοζή. Αύριο φούρνος μην καπνίση.

— Κι αν το καλλιεργή, μήπως θα το κάμη δικό του;

— Σήμερα όχι· δεν μπορεί να το κάμη δικό του. Αύριο όμως ποιος ξέρει; Σήμερα το δουλεύει· αύριο σηκώνει έναν τράφο· μεθαύριο αν τούρθη βολικό το σμίγει με το χτήμα του.

— Αυτό είνε δικό μας, κληρονομιά μας! με τι δικαίωμα θ' απλώση χέρι;

— Καλά· άμα το πάρη σύρε να ρωτάς.

Ο Αριστόδημος καλοξαπλώθηκε στο κάθισμα του, σαν ουζοθρεμμένος αγάς κ' έσκασε τα γέλοια. Γελούσε τόσο δυνατά που έκανε τους τοίχους του σπιτιού να ταράζωνται συθέμελοι και τα τζάμια των παραθυριών να τρίζουν, σαν από κάποια υπόγεια βροντή. Το σκυθρωπό και αναιμικό πρόσωπό του έλαμπε κ' εκοκκίνιζε σα βερνικωμένη τομάτα. Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.

— Βρε μπούφο· του είπε τέλος σφουγγόντας τα μάτια του· τετρακόσια χρόνια σκλαβιά και δε μας έκαμε τίποτα και θα μας κάμουν τώρα οι αρκουδιάριδες. Κύττα τη δουλειά σου και μη φοβάσαι.

— Τι να μη φοβάμαι, χριστιανέ; είπε ο Δημητράκης με θυμό· πάτησε
σου λέω τον τόπο και τον καλλιεργεί· φυτεύει, σπέρνει….

— Και δεν το χαίρεσαι; τον έκοψε ο Αριστόδημος με παιδιάτικη
χαρά· αύριο θα το εύρουμε καλλιεργημένο· θα θερίσουμε έτοιμα.

Και για να πάψη κάθε τέτοια κουβέντα σηκώθηκε από το κάθισμά του, έκαμε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο, δυνατά και χτυπητά, λες κ' ήθελε να δοκιμάση τη δύναμη του. Έπειτα γύρισε στη βιβλιοθήκη και στύλωσε τα μάτια του στα βιβλία. Η όψη του άλλαξε για μιας· έγινε γλαρή και παθητική σα να κύτταζε ερωμένη. Έπειτα μάλαξε το μέτωπό του, έσυρε το χέρι στα μαλλιά του, στύλωσε τα μάτια του στα κούφια και με δυνατή φωνή και παράδοξες χερονομίες άρχησε ν' απαγγέλλη :

— Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και ….

Του ήρθε δυνατός λυγμός κ' έκοψε την απαγγελία του. Η πατριωτική αισθηματολογία που πλημμύριζε την καρδιά του τού στούμπωσε το λάρυγγα. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν ακράτητα και το σώμα του να ταράζεται λες κ' έπαθε από σεληνιασμό.

— Κουρδίστηκε τ' οργανέτο και παίζει· εσκέφτηκε ο Αλαμάνος με
θλίψη.

— Τ' ακούς; είπε σε λίγο με ασθματική φωνή ο Αριστόδημος. Τούτα
να κυττάς εσύ και ν' αφίνης το γουρνάρη στα χάλια του.

Ο Δημητράκης τον κύτταξε με απελπισία.

— Λόγια σοφά και καλοβαλμένα, το ξέρω· είπε κουνώντας το κεφάλι· μα δε μας ωφελούν τίποτα.

— Με τούτα έγιναν μεγάλοι εκείνοι.

— Εγώ πιστεύω το αντίθετο· ήταν μεγάλοι και γι' αυτό είπαν τέτοια λόγια.

— Όχι δα, όχι δα! τον έκοψε ο Περαχώρας.

— Δεν είν' έτσι, κύριε καθηγητά; είπε ο Δημητράκης γυρίζοντας σ' εκείνον· παράδοξο! να μην το βλέπετε και σεις! Ίσα — ίσα που αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στην αρχή του ξεπεσμού τους. Φαίνεται πως τόχει η φύση μας· άμα αρχίζουν τα μεγάλα λόγια να παύουν τα μεγάλα έργα.

— Σωστά· είπε ο Αλαμάνος.

— Άλλως τε, επρόσθεσε ο νέος κυττάζοντας τον αδερφό του, εγώ δε θέλω να κατηγορήσω τους προγόνους μας. Μα πιστεύω πως τα λόγια έχουν αξία κατά τους ανθρώπους που τα λένε. Εκείνοι ήταν εκείνοι και είπαν τέτοια λόγια. Εμείς είμαστ' εμείς και πρέπει να μιλήσουμε αλλοιώτικα.

— Πώς; τον ρώτησε με αναμπαιχτικό χαμόγελο ο Αριστόδημος.

— Όπως μιλάει ο Πέτρος ο Θεομίσητος.

— Ουφ! έκαμε βαρυανασαίνοντας σα να είχε τη Μόρα στο στήθος του.

— Το ξέρω· δε σ' αρέσει τέτοια κουβέντα γιατί θέλει κόπους. Τα βιβλία δεν έκαμαν άλλο παρά να δυναμώσουν τη φυσική οκνάδα σου. Για τούτο κ' εγώ τους γύρισα τις πλάτες. Να το βιβλίο το δικό μου. Το παναιώνιο βιβλίο πούνε γραμμένο σ' όλες τις γλώσσες και για όλες τις καρδιές. Να το … .

Και λέγοντας έτρεξε σ' ένα παράθυρο και τ' άνοιξε με το γρόθο του.

— Αχ, την έπαθα σαν τη νυχτερίδα! είπε γυρίζοντας θαμπωμένος
μέσα. Το ίδιο θα πάθατε κ' εσείς.

— Αλήθεια· είπε ο Περαχώρας, βγάζοντας τα γυαλιά και σφουγγόντας
με το μαντήλι τα μάτια του.

Αέρας ζεστός και μοσκοβολισμένος χύθηκε μέσα στο δωμάτιο. Πλατύ φωτεινό σεντόνι απλώθηκε απάνω στο τραπέζι, αγκάλιασε φιλόστοργα τις γέρικες βιβλιοθήκες, έκαμε τα χερόγραφα να τρίξουν και ν' αναδεφτούν σαν το ναρκωμένο φίδι στο ανοιξιάτικο λιοπύρι. Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της.

— Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο
Αλαμάνος.

— Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι
του.

— Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης. Τυφλίτες! δε
μπαίνετε καλήτερα στις τρύπες σας.

— Έτσι το γράφει η μοίρα μας· εψιθύρισε υπομονητικά στενάζοντας ο Γκενεβέζος· να φεύγουμε το φως όπως οι πρώτοι χριστιανοί. Στις κατακόμβες θα κάνωμε τις λειτουργίες μας.

— Εσείς μάλιστα· εγώ όμως όχι! διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης.

Κ' εστύλωσε ορθάνοιχτα έξω τα μάτια του, λες κ' ήθελε να λούση με το θαυμαστό πανόραμα την ψυχή του. Πέρα ο κάμπος πρασίνιζε. Έπαιζαν οι δροσοσταλίδες σαν φωτεινές ψυχές πέρα — δώθε γοργοκίνητες. Τα ποτάμια έλαμπαν και χύνονταν σαν λεπίδες μπηγμένες στις μάννας γης τους κόρφους για να την δροσίσουν και σύγκαιρα να την αναγκάσουν να χύση τους θησαυρούς της. Τα δασωμένα βουνά φαίνονταν κοιμισμένα κάτω από τη διάφανη γάζα της ομίχλης. Εδώ κ' εκεί κοκκίνιζαν τα όψιμα οργώματα· άστρα λαμποκοπούσαν ανάμεσά τους τα πρόστυχα γυαλιά· λαλούσανε πουλιά στα δέντρα. Απόπερα ερχόταν βουή ανάκατη από κυπριά και βελάσματα, φλογέρες και λαλήματα. Και ψηλά έρριχνε το γαλάζιο του μάτι ο ουρανός σαν πατέρας στων παιδιών του τη χαρά.

— Ναέ αχάλαστε! δέξου με λειτουργό σου· είπε ολόψυχα ο Δημητράκης, έτοιμος να γονατίση.
Β'

Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα. Δυο μεγάλα μάτια πέταγαν λάμψες μυστικές και βαθειές σαν ποθοπλάνταχτα χάδια. Και δυο χείλη κόκκινα και λίγο φουσκωτά ανάδευαν διψασμένα για άγνωστή τους απόλαψη. Όπως στεκόταν εκεί στον πράσινο πλοκό το κεφάλι της κόρης, έλεγες πως ήταν κανίσκι μάγισσας, βαλμένο για να ξελογιάση το νιο.

— Ελπίδα, πού βρέθηκες εδώ ; την ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή.

Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε.

— Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ;

— Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!… Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα.

Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της.

— Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.

— Απ' το χέρι σου και με ρόδα; τι καλήτερο θάψιμο· του είπε ασημογελώντας εκείνη.

— Θα σε θάψω για να σ' αναστήσω ομορφότερη.

— Σου είπα· για τέτοιο νεκροθάφτη ήθελα να πέθαινα χίλιες φορές… Δε μου λες· επρόσθεσε αμέσως στα σοβαρά· οι σοφοί αυτού είνε;

— Εδώ· ριγμένοι στα βιβλία τους.

— Κι ο Αριστόδημος ;

— Κι ο Αριστόδημος. Γιατί ρωτάς;

— Δεν ήθελα να με ιδούν, καϋμένε· το ξέρω πως δεν είνε κακοί· μα τους φοβούμαι. Πού μπορώ, η φτωχή, να ζήσω κάτω από τα ματογυάλια τους!..

Δεν πρόφτασε να τελειώση τη φράση της κ' έβγαλε ένα «α!» τρομασμένο. Σύνωρα βούλιαζε πίσω από τη μάντρα το κεφαλάκι μ' ένα γέλοιο σκαστό και συγκρατητό, σαν φτεροκόπημα μικρού πουλιού.

Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο.

— Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος.

— Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Και χωρίς να πάρη το καπέλλο του έτρεξε στη σκάλα, την κατέβηκε γοργά και χάθηκε μέσα στον κήπο. Δεν πέρασε στιγμή και φάνηκε κάτω από μια καρποφορτωμένη μηλιά· Κρατούσε στα χέρια του την κόρη και την σήκωνε ψηλά για να του φτάση μήλα. Εκείνη έβαζε μικρά ξεφωνητά και γέλοια, πότε από χαρά και πότε από φόβο και σήκωνε τα χέρια με φανερή προσπάθεια, να φτάση το πιο καλόχυμο πωρικό. Ο ήλιος διαβαίνοντας τα φυλλώματα, χάδευε τα μαλλιά της κ' έκανε καθρέφτη γύρω στο κεφαλάκι της.

Τα ξεφωνητά και τα γέλοια της κόρης έφταναν στο γραφείο, σαν ήχοι χαδιάρικης μουσικής. Οι σοφοί εταράχτηκαν. Κατιτί σαν κύμα χλιαρό ήρθε κ' εζέστανε τη ζωή τους. Συγκίνηση βαθειά και πρωτόγνωρη θρονιάστηκε στην καρδιά τους. Γύρισε αυτόματα ένας στον άλλον και κυττάχτηκαν ντροπαλά. Έπειτα απίθωσαν τα γυαλιά τους απάνω στα χερόγραφα, λες κ' ήθελαν να δείξουν πως για τέτοια μελέτη τους ήταν άχρηστα. Ο Αλαμάνος σηκώθηκε από τη θέση του κ' έτρεξε στο παράθυρο.

— Α! είπε, μόλις αντίκρυσε κάτω· βλέπω τη Δήμητρα, ίδια τη Δήμητρα να χύνη τους καρπούς άφθονους στον εκλεκτό της.

Φτάσανε κ' οι άλλοι κ' εστριμώνονταν ποιος να ιδή καλήτερα στον κήπο.

— Ωραίο σύμπλεγμα! είπε ο Γκενεβέζος, προβάλλοντας το κεφάλι του.

— Νομίζω πως βλέπω εικόνα Μηκυναϊκού αγγείου· είπε κι ο Περαχώρας, παίζοντας τα πονεμένα μάτια του.

Ο Αριστόδημος έμεινε πίσω κατάχλωμος. από θυμό. Το θέαμα του φαινόταν ανήθικο, και πρόστυχο μαζί. Ένας γιος του Ευμορφόπουλου, να στέκη τόσην ώρα φορτωμένος μια κόρη ταπεινή! Τόλεγε ατιμία που πασάλειφε όλη του τη γενιά. Άκουε τους θαυμασμούς των σοφών και πίστευε πως δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να αναμπαίξουν τον ξεπεσμό τους.

— Τι γλυκειά, τι χαριτωμένη, τι συμπαθητική, κόρη! εψιθύριζε ο
Αλαμάνος, μη θέλοντας να σηκώση τα μάτια του από τον κήπο.

— Και ποια είνε; ποια είνε, κύριε Αριστόδημε; γύρισε και τον
ρώτησε ο Γκενεβέζος.

— Μια του χωριού· απάντησε με περιφρόνηση· τη λεν' Ελπίδα.

— Η συγγενής σας ; εφώναξε ο Περαχώρας, κυττάζοντας
προσεχτικώτερα την κόρη.

— Όχι· δηλαδή ναι, συγγενής μας· εμάσισε ο Αριστόδημος· μα δεν
έχουμε καμιά σχέση μαζί της.

— Πώς, αφού είνε συγγενής σας; τον ρώτησε ο Αλαμάνος.

— Μακρινή συγγένεια· είνε αίμα μας αλλά νοθεμένο.

— Ξέρω, ξέρω· τον έκοψε ο Περαχώρας· τη μητέρα της την ατίμασε κάποιος Χαγάνος.

— Δηλαδή, αναγκάστηκε να μολογήση ο Αριστόδημος· η Αρχόντω ήταν μακρινή συγγενής του πάππου μου. Μια νύχτα ο Χαγάνος πήγε με τους ανθρώπους του, σκότωσε τους γονιούς της κ' εκείνη την ατίμασε. Με τον καιρό γεννήθηκε η Ελπίδα. Οι δικοί μας δεν ηθέλησαν να τη γνωρίσουν για αίμα τους. Ο Χαγάνος την έδωκε σ' ένα φτωχό αντρόγυνο — στους Μαλαματένιους — να την αναθρέψουν. Μα όπως σας είπα, εμείς δεν έχουμε καμμιά σχέση μαζί της. Για τούτο τάχω με τον αδερφό μου, που θέλει σώνει και καλά να την κουβαλήση στο σπίτι μας. Δε θα το καταφέρη όμως, να είστε βέβαιοι. Όσο ζω εγώ, δε θα το καταφέρη….

Ο Αριστόδημος συντρόφευε τα λόγια του με φοβερές χερονομίες και με μορφασμούς σιχασιάς. Μα έλεγε μισή την αλήθεια. Όχι μονάχα ο αδερφός του αλλά κ' η μάννα του πολλές φορές προσπάθησε να τους αγαπήση. Ήξερε πως η Αρχόντω δεν εσύντρεξε και λίγο τον Αντρέα τον Ευμορφόπουλο στον αγώνα του. Αληθινά εκείνος εκόπιασε. Μα κ' εκείνη με την αντρίκια της ψυχή του έδωκε την κυριώτερη ορμή. Ήταν τ' ακόνι που ακόνισε το λεπίδι του. Τ' ακόνι και το χέρι και το λεπίδι μαζί. Για τούτο δεν έπαυε να λέη κάθε τόσο στα παιδιά, πως ο πατέρας τους εφάνηκε αχάριστος. Άμα έπαψε να έχη την ανάγκη της, έπαψε και να τη συλλογιέται. Μα τα παιδιά, έλεγε, δεν πρέπει ν' ακολουθήσουν το σφάλμα του πατέρα τους. Αίμα τους είνε η Ελπίδα και το αίμα νερό δε γένεται. Ας το βάλουν καλά στο νου τους. Αν τύχη ν' αγωνισθούν και στο μέλλον για το σκοπό τους, πάλε θα λάβουν την ανάγκη της. Έχει εκείνη θάρρος κ' επιμονή και δύναμη που δεν κάνουν καλά να την περιφρονούνε.

Ο Αριστόδημος ακούοντας τέτοια λόγια γινότανε έξω φρενών.

— Αίμα μας λέει; αίμα μας ; μη σ' ακούσω ναν το ξαναειπής! Όσο αίμα τους είν' ο κούκκος των περιστεριών γιατί έτυχε ν' αναστηθούν στην ίδια φωλιά, τόσο είμαστε και μεις μ' εκείνη. Τα χρωστάμε λέει σ' εκείνη ; Και τι μπορεί να μας δώκη μια κουρελού. Τα πήραμε γιατ' είμαστ' Ευμορφόπουλοι!…

Η κυρά Πανώρια, βλέποντάς τον έτσι εσώπαινε· δεν ήθελε να τον δυσαρεστήση. Μα δεν παραδεχότανε και τα λόγια του. Πήγαινε συχνά στο σπίτι της Ελπίδας. Έπαιρνε μάλιστα και το Δημητράκη μαζί της, όσο ήταν μικρός και παίζανε τα δυο παιδιά. Μα εκείνος όσο μεγάλωνε μπολιαζότανε από τα λόγια τ' αδερφού του. Δεν ξαναπήγε μαζί της· δεν ήθελε να την ξέρη. Η τύχη όμως έκαμε το θαύμα της. Μια μέρα, παρατρέχοντας με άλλους συντρόφους να πιάση κάποιο τρυποκάρυδο, έφτασε στης Ελπίδας τον κήπο. Έφτασε μόνος του, το τρυποκάρυδο τον έφερε, δεν ήταν σε θέση να μολογήση κι ο ίδιος. Οπωσδήποτε πήδησε τη φράχτη, μπήκε μέσα, χώθηκε στον καλαμιώνα που συνηθίζουν να χώνωνται τα τρυποκάρυδα. Την ίδια στιγμή είδε να βγαίνη με το πουλί στο χέρι η Ελπίδα.

— Δικό μου! της φώναξε χωρίς καλά καλά να σκεφτή.

— Σαν είνε δικό σου πως δεν τόπιανες τόσον καιρό; τον ρώτησε με χαμόγελο εκείνη.

Στάθηκε άφων' άλαλος ο Δημητράκης. Αλήθεια πως δεν τόπιανε τόσον καιρό; Η κόρη, βλέποντας την ταραχή του, γέλασε καλόκαρδα κι απίθωσε στο χέρι του το τρυποκάρυδο.

— Πάρ' το, είπε. Και να ξέρης καλά από δω κι ομπρός. Άμα σου φεύγη κανένα πουλάκι, εδώ νάρχεσαι να το ζητάς. Μικρά μεγάλα στον κήπο μου έρχονται και φωλιάζουν.

Ο Δημητράκης κατακόκκινος το πήρε κ' έφυγε τρεχάτος. Έπειτα όμως σκέφτηκε την καλωσύνη της, το χαμογέλοιο, την ομορφάδα της και θύμωσε για το φέρσιμό του. Αυτός εφάνηκε πρόστυχος όχι εκείνη. Δίχως άλλο· ο αδερφός του δεν ήξερε τι έλεγε. Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη. Μια και τη συναναστράφηκε, ξαναζωντάνεψαν μέσα του όλες οι χαρές που απόλαψε μαζί της στα παιδιάτικα χρόνια του. Το αλισωμένο λάφι ξαναγύρισε στη φυσική ποτίστρα και πίνει αχόρταγα το άδολο νερό. Σα δεν πήγαινε στο σπίτι ο Δημητράκης κατέβαινε εκείνη και τον έσμιγε. Κ' οι δυο τους νοιώθανε τον ίδιο πόθο. Τρέχανε στα βουνά και τους λόγγους σαν αγρίμια. Ξυπόλυτοι βουτούσανε στα κρούσταλλα νερά, ανέβαιναν στα δέντρα, πηδούσαν φράχτες και χαντάκια, σκαλώνανε στους γκρεμούς σαν ασβοί. Έβγαιναν πέρα στα βοσκοτόπια κ' έκαναν συντροφιά με τους πιστικούς. Έρριχναν το λιθάρι μαζί τους, λαλούσαν τη φλογέρα, σαλάχαγαν τα γιδοπρόβατα « χάι!…. χάι!….ααααααααααα Από κει κατέβαιναν στους κάμπους με τους ζευγάδες· έπειτα πήδαγαν στις αργατιές, στο θερό και στον τρύγο· έπαιρναν κ' έδιναν σκοπούς στις λυγερές και στα παλληκάρια. Πολλές φορές έμπαιναν και στο χωριό, ανακατώνονταν στα σπίτια, σε χαρά και σε λύπη, σε γάμους και τραπέζια, σε πανηγύρια, ακόμα και στα μαλώματα. Όλοι την ήξεραν την Ελπίδα κι όλοι την καλοδέχονταν. Μικροί μεγάλοι την αγαπούσαν· φτωχοί και πλούσιοι την είχαν πάσα ημέρα στα χείλη τους.

Μια τέτοια ζωή άλλαξε σημαντικά το Δημητράκη. Η κόρη με τ' απλά λόγια της, ξύπνησε μέσα του κάποια νέα σκέψη. Δεν έβλεπε τον κόσμο όπως και πριν. Ούτε τον κόσμο, ούτε τους ανθρώπους. Αν τώρα θυμότανε την υπόσχεση που έδινε στη μάννα του, κοκκίνιζε σαν παπαρούνα. Η ξυππασιά που είχε για την καταγωγή του, έπεσε αποπάνω του σαν αποφόρι. Στην αρχή μάλιστα ξαφνίστηκε για τούτο. Πίστεψε πως ήταν θεόγυμνος. Ντράπηκε να παρουσιαστή έτσι στο χωριό. Μα τα λόγια της Ελπίδας τον έντυσαν με την υπομονή και την αυτοπεποίθηση. Μάλιστα ντράπηκε που ντράπηκε. «Κάλλιο γυμνός παρά με ξένα ρούχα κι' ας είν' και του πατέρα μου» σκέφτηκε. Γυμνός ως που να υφάνη με τα χέρια του καινούριο παννί. Έβλεπε ξάστερα πως για να το υφάνη αυτό το παννί έπρεπε να καθίση σε άλλον αργαλειό κι όχι σε κείνον που καθόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήταν παλιός. Αντίς για ντύμα έβγανε σάββανο. Δε μπορούσε όμως να κάμη διαφορετικά. Τη θέση του ανυφαντή την είχε ο Αριστόδημος. Περιωρίστηκε λοιπόν να συναναστρέφεται την κόρη και να προσπαθή, μαζί με την κυρά Πανώρια, να την αναγνωρίση ο αδερφός του. Μα εκείνος άγριος, σαν τσοπανόσκυλο άφριζε και γαύγυζε μόλις άκουε τέτοια κουβέντα. Πολλές φορές ήρθαν στα χέρια. Μια δυο φορές μάλιστα πήγανε να σφαγούν με τα μαχαίρια του τραπεζιού, αν δεν τύχαινε η μάννα τους να τους χωρίση.

— Το σπίτι μου είνε ναός και δε θ' αφήσω να το πατήση το γουρνοτσάρουχο! επρόσθεσε τώρα, κυττάζοντας περήφανα τους σοφούς συντρόφους του.

— Μα μου φαίνεται πως το γουρνοτσάρουχο τόχτισε το σπίτι σας· είπε ο Αλαμάνος αστόχαστα… Με συγχωρείτε· επρόσθεσε αμέσως για να μη τον δυσαρεστήση· δε θέλω να συνέμπω στα οικιακά σας. Μα θα τολμήσω να ειπώ πως ο αδερφός σας δεν έχει άδικο. Μπορεί να είνε πρόστυχα τα ρούχα της Ελπίδας· μα κάτω από τα ρούχα τήρα τι γερό και καλογραμμένο φαίνεται το σώμα της. Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή.

— Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη.

Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά. Τα δέντρα ζερβόδεξα, λες κ' ένοιωθαν μια μυστική πνοή να τα δροσίζη, τίναζαν απάνω της τ' άνθια και τα φύλλα τους. Κάτου το πράσινο χορτάρι με το χιονάτο χαμομήλι χάδευαν τ' αρμονικά ποδάρια της. Γιατί το πάτημά τους ήταν τόσο καλόβουλο που τάκανε να μοσκοβολούν. Έν' αηδόνι απόπερα έστελνε το παιγνιδιάρικο λάλημά του, σαν εμβατήριο στην έξοδο θεϊκής συντροφιάς. Και βάδιζε η κόρη μπροστά με το κλαρί της ανθισμένης λεμονιάς στο χέρι, γελαστή κι ολόχαρη σα νύφη στα πιστρόφια της. Πίσω της πήγαινε ο Δημητράκης, παραδομένος στ' όνειρο και στο έργο, σαν παλαιστής βέβαιος για τη νίκη του.

— Εξαίσια! εφώναξε ο Γκενεβέζος· στυλώνοντας πέρα τα μάτια του, λες κ' έβλεπε καθρεφτισμένο εκεί το διάβα τους.

— Τώρα μπορεί κανείς να συμπληρώση άσφαλτα τη μετόπη του Παρθενώνα. Μου φαίνεται πως ένα κομμάτι από την πομπή των Παναθηναίων πέρασε μπροστά μας· αργοψιθύρισε ο Περαχώρας.

— Τι άχαρος που είνε τώρα ο κήπος! είπε με θλίψη του ο Αλαμάνος. Πάω να την ιδώ από κοντά. Ερχόστε;

— Βέβαια· είπαν οι σοφοί, πέρνοντες τα καπέλλα τους. Δεν ερχόστε και σεις κ. Αριστόδημε ; Αρκετά εργασθήκαμε σήμερα. Πάμε να πάρουμε λίγον αέρα;

— Με συγχωρείτε, είπ' εκείνος, συντροφεύοντάς τους ως την πόρτα. Θα μείνω να εργασθώ ακόμα.

Δεν καλόκατσε στη δουλειά του κι ακούστηκαν έξω οι φωνές των δύο νέων να τραγουδάν δυνατά :

Εγώ γεννήθηκα για σε, γεννήθηκες για μένα, Θαρθή καιρός ναδερφωθή η γλώσσα με την πέννα.

Οι φωνές σαν λιανά λιανά κρούσταλλα έπεφταν και θρυμματίζονταν στην πόρτα του γραφείου. Θρυμματίζονταν θαρρείς από θλίψη και καϋμό που δεν τους άνοιγε. Μα ο Αριστόδημος έκαμε αηδίας και δυσπιστίας μορφασμό. Αυτό μας έλειπε! Ας τον χαίρετε τώρα η μαννούλα του.

Πήγε βιαστικά και σφάλισε το παράθυρο του κήπου. Δεν ήθελε ν' ακούη φωνές. Τα γέλοια τον δυσαρεστούσαν η χαρά τον επείραξε. Πίστευε πως ο έξω κόσμος δεν κάνει άλλο παρά να ξελογιάζη τον άνθρωπο. Όταν είχε ανοιχτά τα παράθυρά του, ωρμούσεν η ζωή απέξω σαν Σατανάς κ' εσκόρπιζε το εγώ του μαζί με τη σκόνη του τραπεζού πέρα δώθε. Και τότε ένοιωθε τον εαυτό του τιποτένιον, άδειον, όπως ένα γυαλί που έχασε το μύρο του. Για τούτο σαν ήθελε να εργασθή σφιχτοσφαλούσε τα παράθυρά του για να κρατήση αναγκαστικά την ψυχή μέσα του. Μόλις όμως έκλεισε κ' ενώ ακόμα εμουρμούριζε για το τραγούδι των νέων, έτριξε η πόρτα του διπλανού δωματίου κ' εφάνηκε η μάννα του. Ψηλόκορμη κι απλά ντυμένη, με στάση και βάδισμα περήφανο, θύμιζε τις παλιές αρχόντισσες ή της άτυχες βασίλισσες των παραμυθιών. Όλα της έδειχναν πως κρατούσε από αρχοντόσπιτο και πως ήταν παράμορφη στα νιάτα της. Έδειχναν όμως ακόμα πως πέρασε πολλές συφορές κ' ήπιε πολλά φαρμάκια.

— Πάλε θυμωμένος είσαι; ερώτησε συμπαθητικά το γιο της.

— Όχι, μητέρα· δεν είμαι θυμωμένος· είπε ο Αριστόδημος, βιάζοντας τον εαυτό του να χαμογελάση. Να, για το γιόκα σου έλεγα· δε μπορεί να ησυχάση καθόλου. Όλο παιγνίδια και τρεχάματα.

— Ε, παιδί είνε ακόμα· είπε η κυρά Πανώρια· θάρθ' η ώρα του να
κάτση να συλλογιστή κι αυτός.

— Παιδί; τώρα πίσω — πίσω παιδί; Άντρας εικοσιδυό χρονών και θα
μου τον πης παιδί!

— Όχι δα και συ εικοσιδυό χρονών! κοντεύεις να τον κάμης γέρο από
τώρα! Το σαραντάημερο θα κλείση τα είκοσι.

— Ας είνε και είκοσι. Τώρα τα παιδιά στα δεκαπέντε παύουν να είνε παιδιά· τρέφουν φαμελιές. Κι αυτός δεν ξέρει ακόμα τα τρία κακά της Μοίρας του.

— Όχι, μην το λες, είπε η γριά. Μην το λες, δεν ξέρει. Και πώς σπέρνουν έμαθε και πώς φυτεύουν και πώς τρυγάνε και πώς θερίζουν, ναι. Όλες τις δουλειές του κόσμου τις ξέρει.

— Αυτά δε χρειάζονται· δεν είνε για τη θέση του. Να, εδώ είνε η δουλειά του. Να πάρη να διαβάση, να φωτισθή· να μάθη πώς ήταν μια φορά οι δικοί μας.

— Καλήτερα, λέω, να μάθη πώς είμαστε σήμερα. Τι θα βγη με τα περασμένα; Αν έκαν' έτσι ο πατέρας σου, δε θα είχαμε σήμερα τούτη την τρυπούλα. Κ' έπειτα να σου ειπώ· επρόσθεσε μαλακώτερα· καλά είσαι συ στα βιβλία. Ας το το παιδί να πάρη το δρόμο του. Δε μπορεί να γίνουμε όλοι σοφοί!

— Καλά, μητέρα, καλά· είπε ο Αριστόδημος, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του· ας γίνη ό,τι θες. Κάμε τον ζευγά, κάμε τον βαλμά, κάμε τον τσαγκάρη ακόμα. Ώμορφο πράμα, αλήθεια, ένας Ευμορφόπουλος να μπαλώνη παπούτσια.

Η κυρά Πανώρια εσούφρωσε αυστηρά τα φρύδια της και τον κύτταξε κατάματα. Το χασκόγελό του της φαινόταν ανυπόφορο.

— Κ' ένας καλός μπαλωματής, παιδί μου, είπε αργά και σοβαρά, μπορεί να τιμήση τ' όνομά του όπως κ' ένας σοφός. Ατιμία δεν είνε η ταπεινή τέχνη· είνε να μην ξέρης να δουλέψης την τέχνη σου… Μα τι τα θες αυτά; επρόσθεσε με δυσάρεστο μορφασμό. Εσύ τώρα είσαι στο πόδι του πατέρα σου κι ό,τι θέλεις θα γένη. Εγώ άλλη κουβέντα ήρθα να σου κάμω κι αλλού πέσαμε.

— Λέγε, μητέρα· σ' ακούω. Μα στην ψυχή του πατέρα μου σ' ορκίζω πρώτα. Μη μου ειπής για κείνον τον τιποτένιο το Θεομίσητο. Ήρθε πριν ο Δημητράκης και μου 'καμε το κεφάλι μου κουδούνι. Είπε — είπε, κόντεψε να τον κάμη ήρωα το χοιροβοσκό· δε θέλω ν' ακούσω άλλο.

— Καλά· δε θα σου μιλήσω γι' αυτόν είπε υπομονητικά η γριά. Ήρθαν οι κολλήγοι μας και θέλουν να μιλήσετε για τα χωράφια. Άλλες χρονιές σαν τώρα τάχε μοιρασμένα ο γέρος και δούλευαν μέσα. Ο Κουτρουμπής λέει πως πέσανε βροχές και θάχουμε καλά γεννήματα εφέτο.

— Ουφ! κ' εκείνος· είπε ο Αριστόδημος· δε θα μ' αφήση ήσυχο επί τέλους! Τι με μέλλει εμένα για χωράφια και γεννήματα! Εγώ δε θέλω να ξέρω άλλο από τα βιβλία μου. Τ' ακούς; Τίποτ' άλλο από τα βιβλία μου!..

Η κυρά Πανώρια εκούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Χωρίς να το θέλη, άρχιζε κ' εκείνη ν' ανησυχή για το δρόμο που ακολουθούσε ο πρωτότοκός της. Από την ημέρα που πέθανε ο γέρος καμιά προκοπή δεν είδε στην υπόθεση τους. Μάλιστα στο χειρότερο πήγαινε. Ο Αριστόδημος περιοριζόταν στα λόγια: θα κάμη τούτο, θα κάμη εκείνο. Στις βρισές: τον αχρείο, το Χαγάνο· τον κακούργο· τον αιμοβόρο· θα τον διώξη με τις κλωτσές· θα τον στείλη πίσω στην Κόκκινη Μηλιά· θα του πιη το αίμα! Μα να δουλέψη για το σκοπό του, να ιδρώση, να ετοιμαστή, τίποτα. Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη.

— Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος.

— Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε. Μα θλίβουμε που ίδρωσε ο μακαρίτης να τα βγάλη από του λύκου το στόμα, και να τα ημερέψη. Τώρα θα πέσουνε πάλε στη χερσάδα. Αντί ν' ανοίξουμε κι άλλα, θα χάσουμε κ' εκείνα….

Δυο δάκρυα έτρεμαν στα μάτια της κυρά Πανώριας. Ο Αριστόδημος είδε την κακή εντύπωση που έκαμαν τα λόγια του κ' ηθέλησε να τα μετριάση.

— Καλέ, μητέρα, μην κάνεις έτσι. Δεν είπα εγώ να τ' αφήσουμε χέρσα. Θαν τα δουλέψουμε. Τον ίδιο σκοπό έχω κ' εγώ· τις ίδιες ελπίδες. Μη δεν είμαι παιδί του πατέρα μου; Θαν τα δουλέψουμε τα χωράφια· μα θαν τα δουλέψουμε αλλοιώς. Άλλος καιρός τότε άλλος τώρα. Για τούτο κ' εγώ θα πάρω άλλο δρόμο. Δε θαν τα οργώσω τα χωράφια εφέτος· θαν τα σκάψω.

— Θα φυτέψης αμπέλι; τον έκοψε η κυρά Πανώρια.

— Όχι· θα ξερριζώσω κ' εκείνο το λίγο. Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν.

— Τι λες, παιδί μου!

— Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γη — ξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως! Οι ξένοι τόσο θα θαμπωθούν, που μόνοι τους θα μας δώσουν την πατρογονική κληρονομιά μας….

— Ω! δυστυχία μας! έβγαλε δυνατή φωνή η κυρά Πανώρια.

Και πιάνοντας το κεφάλι με τα δυο της χέρια, έτρεξε στην πόρτα, βγήκε από το δωμάτιο, κράζοντας με όλη της τη δύναμη, σα να ζητούσε βοήθεια·

— Δημητράκη, Δημητράκη! χαθήκαμε!
Γ'

Ο Άλταης ο Χαγάνος ξύπνησε τ' απομεσήμερο με πολλή κακή διάθεση. Θα ειπής και τις άλλες μέρες δεν ήταν καλήτερα. Από την ώρα που το δολοφόνο ψαλίδι άνοιξε τις φλέβες του θείου του και οι παλαβές πράξες του αδερφού του τον έβαλαν κορώνα στη γενιά του, γλυκειά στιγμή δε γνώρισε ως σήμερα. Η ζηλεμένη του θέση έγινε βάσανό του. Τις αμαρτίες των προγόνων του τις σύναζε, λες, η τύχη στο σακκούλι της και τώρα τις έρριχνε σα μυλόπετρες στο κεφάλι του. Δεν ήταν μέρα χωρίς συφορά και νύχτα χωρίς εφιάλτη. Μα σαν τόνειρο το σημερινό να πάη και να μην έρθη. Είδε, λέει, τον εαυτό του στη θέση του προπάππου του, του Οσμάν. Είχε τα νιάτα και την κορμοστασιά του, την αδάμαστη τόλμη και το πλατύ όνειρό του. Κ' ήταν ερωτεμένος, δυνατά ερωτεμένος με τη γλυκεία τη Μαλχατούν. Κοιμώτανε πλάι στον Εδεβαλή, τον πατέρα της ποθητής του. Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια. Λαοί διάφοροι στα ήθη και στη γλώσσα ισκιάζονταν από κάτω του, σαν φοβισμένα πρόβατα στο λιόκαυτο δειλινό. Ο Χαγάνος χαιρότανε διπλή χαρά. Είχε στην αγκαλιά του την κόρη, είχε και τη δόξα της γενιάς του ασφαλισμένη. Δεν εβάσταξε όμως και πολύ η χαρά του. Ένας σίφουνας εφύσηξε ξαφνικά κ' έδειρε το θεώρατο δέντρο απ' όλες τις μεριές. Ένα με τ' άλλο τσακίζονταν τα κλωνιά του· ένα με τ' άλλο έπεφταν μαραμμένα τα φύλλα του κι ο ίδιος ο κορμός του κόντευε να ξερριζωθή. Σήκωσε τα χέρια ψηλά για να τον κρατήση. Μα την ίδια στιγμή πρόβαλε από κάπου ένας χοντροκαμωμένος χωριάτης, με φοβερό πριόνι στο χέρι του. Τον χαιρέτησε χαμογελώντας κι άρχισε να πριονίζη έρριζα το δέντρο. Πριόνιζε δυνατά, γοργά κι ακούραστα. Πριόνιζε και χωράτευε, πριόνιζε και χασκογελούσε, πριόνιζε και τραγούδαε βάρβαρα μα νικητήρια τραγούδια. Ο Χαγάνος πονούσε· μάτωναν τα φυλλοκάρδια του, κρύος ίδρωτας έλουζε το κορμί του. Θέλησε να τιναχτή ολόρθος και να χυθή απάνω στο χωριάτη για να του στρήψη το καρύδι. Μα δεν είχε δύναμη. Τα νιάτα, η κορμοστασιά κ' η δυνατή ψυχή του προπάππου του πέσανε χόβολη. Ήταν ατός του σαραβαλιασμένος κι ανήμπορος. Κ' έτσι όμως κατώρθωσε να σηκωθη κ' ετοιμάστηκε να τιμωρήση τον αδικητή του. Μα την ίδια στιγμή χύμησε μιαν αρκούδα στη μέση. Γούρλωσε τα μάτια της, άνοιξε το αιματοστάλαχτο στόμα της κ' έβγαλε τρανταχτό ούρλιασμα.

Από κείνο το ούρλιασμα ξύπνησε ο Χαγάνος χλωμός και παγωμένος. Ώρα πέρασε και δε μπορεί να συνέρθη ακόμα. Ξέρει καλά πως τ' όνειρο δεν είνε πολύ μακρυά απ' την αλήθεια. Τα πράματα της γενιάς του πάνε και πάνε απ' το κακό στο χειρότερο. Εδώ κ' ένα μήνα σκοτώθηκε ο πρωτότοκός του απάνω στο φαγοπότι. Τ' άλλα του παιδιά σερνικοθήλυκα, βγήκαν του σκοινιού και του παλουκιού. Δεν ήταν και λίγα· κάπου δεκαφτά. Κανένα όμως δεν άξιζε. Χαροκόποι, σπάταλοι, μεθυστάδες, αφιλότιμοι τα σερνικά. Διαστρεμμένα, ερωτάρικα, ξετσίπωτα τα κορίτσα. Το αίμα το παλιό που μιαν εποχή έσπρωχνε στη νίκη και στη δόξα τα σιδερένια σώματα, με τον καιρό κατάντησε να τα ρίχνη στην καταστροφή. Έτσι και το δυνατό κρασί άλλους μεθά κι αποκαρώνει κι άλλων ξυπνά τους πόθους και τη δράση. Η δύναμή τους κατάντησε αρρώστια τους.

Αφού τα παιδιά του βγήκαν τόσο κακά, ήταν φυσικό τα οικονομικά του να πηγαίνουν χειρότερα. Εκεί που έναν καιρό άνθιζε και καρποβολούσε το απέραντο μετόχι του Ευμορφόπουλου, σήμερα δεν απλώνεται παρά μια Σαχάρα. Η γη χρόνον το χρόνο γκαστρώνεται κι απορρίχνει, απορρίχνει και γκαστρώνεται· δε βγάζει πια στο φως παρά ζιζάνια. Έλειψε πάει ο ερωτόθυμος γαμπρός που θ' αναδείξη τροφαντά μ' ένα σφιχταγκάλιασμα τα σπλάχνα της. Ούτε ζευγάς, ούτε βουκόλος, ούτε αμπελουργός φαίνεται πουθενά. Τα δάση κάηκαν είτε ξεράθηκαν. Τα ποτάμια γίνηκαν νεροσυρμές και τα ρυάκια στράτες. Αγρίεψαν τα ήμερα δέντρα και οι καρποί τους γίνηκαν στυφοί και λιγοστοί. Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγος — τραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοί — νεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού. Και κάτω στ' αγριοχόρταρα, στις πατουλιές και στους βάλτους οχιές κι αστρίτες βατεύονται, δεντρογαλιές γεννοβολούν, γήταυροι βογγούν, στοιχειά μαλώνουν. Κ' είνε μια θλίψη και μια κατάρα ολούθε.

Το σπίτι του Χαγάνου ήταν σε μιαν όμορφη ακροποταμιά. Τα χαλάσματα που ξεχρέωσε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος δεν ήταν παρά το πρώτο — πρώτο σπίτι των προγόνων του. Αργότερα σαν η φαμελιά του δυνάμωσε και βασίλεψαν πλατύτερα και πιο συνθετικά ιδανικά στο νου της, πήγε κ' έχτισε στην ακροποταμιά. Τρία ποτάμια έσμιγαν εδώ τα νερά τους. Έφερναν και τα τρία στους ευτυχισμένους κατοίκους της τα πλούτη των παραμυθιών. Σαν πιστοί και καλόβουλοι δουλευτάδες, μάλωναν και τα τρία ποιο να πρωτοθησαυρίση τον αφέντη του. Κυλούσανε τροφή για το τραπέζι του, πολύτιμα πετράδια για το ρουχισμό του, χρυσάφι και ασήμι για το νοικοκυριό· ξυλεία για τις χρείες του. Μα με τον καιρό οκνέψανε κ' εκείνα. Βαρέθηκαν να δουλεύουν άμυαλο και άδουλον αφέντη. Στράγγιξαν τα νερά τους, στέρεψαν τα πλούτη τους. Οπωσδήποτε το σπίτι έγινε. Είπα σπίτι ενώ μπορούσα να το ειπώ παλάτι. Τόσο είνε μεγάλο και πλατύ και καλοχτισμένο! Κάθε Ευμορφόπουλος πριν και κάθε Χαγάνος κατόπιν, επρόσθετε κ' ένα χτίριο για τις ανάγκες της φαμελιάς ή και για ιδιοτροπία του. Κ' έκανε το χτίριο κατά το γούστο το δικό του και της εποχής του. Για τούτο σμίγουνε και μπερδεύονται απάνω του όλα τα σχέδια. Βλέπεις στοές αλλού κι άλλου κολώνες, τρίγλυφα, μετόπες, αετώματα. Εδώ ρυθμό Δωρικό, Ιωνικό παρέκει, παραπέρα μιξοβάρβαρο. Αγάλματα θεών, αντριάντες ηρώων, προτομές σοφών, κάθονται βαρειά εμπρός στα σκαλοπάτια του παλατιού ή λάμπουν σαν αχτίνες κάτου από τις πρασινάδες του κήπου. Όταν το πρωτόχτισαν οι Ευμορφόπουλοι σύναξαν από το παλιό κάθε μαρμαρένιο και χρυσό και προύτζινο στολίδι που ικανοποιούσε την καλαισθησία και την ξυππασιά τους. Αργότερα που ήρθαν οι Χαγάνοι, επρόσθεσαν σ' εκείνα τις αδυναμίες τις δικές τους. Σκόρπισαν ολούθε με ανοιχτή καρδιά την πολυτέλεια, την επίδειξη, τα φανταχτερά και χτυπητά χρώματα. Πήραν να ειπούμε μιαν απλή ελληνοπούλα και της φόρτωσαν τ' ασημοχρύσαφα και τα γουναρικά μιανής ανατολίτισσας. Το βαρυφορτωμένο κορμί ασχήμηνε βέβαια. Μα το καλογραμμένο πρόσωπο κ' η χάρη της ψυχής δείχνονται στη στάση και σε κάθε κίνημά της. Έτσι και κάτω από των Χαγάνων τα στολίδια πετιέται ακόμα ίσα στην ψυχή, όπως το άρωμα αόρατου λουλουδιού, η ασύγκριτη τέχνη της παλιάς οικοδομής! Αν θέλτε κι ο καιρός που πέρασε — πολύς, πάρα πολύς ωιμένα! — κ' η ερμιά που το καταδίκασαν, περνά απάνω του χωρίς να τ' ασχημίση. Του δίνει μάλιστα κάποια μελαγχολική χάρη· το κάνει σεβαστό κι αγαπημένο όπως το λιβάνι κ' η καταστροφή τα εικονίσματα. Καθένας που διαβαίνει από κοντά του, δεν πιστεύει πως πλησιάζει σε σπίτι παρά σε ναό. Και για τούτο σαν ακούση τ' άσεμνα ξεφωνητά, τα πρόστυχα τραγούδια και τα κρασόβολα γέλοια, φεύγει γοργά και με σταυροκοπήματα. Δε μπορεί να νοιώση πώς γίνεται σ' ένα πανώριο σώμα να κατοική τόσο ξετσίπωτη ψυχή. Και όμως γίνεται, γέροντά μου, γίνεται. Και θα γίνεται όσο βαστάει ο κόσμος….

Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι βρίσκεται σήμερα ο Άλταης ο Χαγάνος και βρίσκεται σε κακή διάθεση. Όχι σ' όλο το σπίτι παρά σ' ένα δωμάτιο. Απόξω φαίνεται γερό· μέσα όμως είνε χάλασμα το περισσότερο. Τα καλήτερα χωρίσματά του είνε ακατοίκητα. Μεγάλοι ποντικοί αφεντεύουν ολούθε. Βαρβάτοι ποντικοί κι αράχνες μεγάλες και υπομονητικά σαράκια στήσανε το λημέρι τους ανόχλητα. Οι ανυφαντήδες δουλεύουν — δουλεύουνε αργά και ταπεινά, με τον κακό σκοπό να πιάσουνε τη μύγα που θα περάση ανυποψίαστη. Ο σάρακας τρυπάει — τρυπά το πατερό, με την αλύγιστη μυτίτσα του και δεν έχει άλλη φροντίδα παρά την παλιοκοιλιά του. Οι ποντικοί σκάβουν — σκάβουνε τα γέρικα θεμέλια, γεννοβολούν και σκάβουνε τους τοίχους, χωρίς να σκεφτούν πως αύριο θα πέση απάνω τους το χτίριο. Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τρι — τρι — τρι — τρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτε — φάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!…

Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος. Περιορίστηκε και στα δυο σε μιαν άκρη, από στενοκεφαλιά κι από κακογνωμιά της γενιάς του. Το καταλαβαίνει και το παραδέχεται μόνος του. Μα τι ωφελεί; Τώρα ξαπλωμένος στο ταπητοστρωμένο ντιβάνι του, ρουφά το ναργιλέ του, σα να ρουφά το αίμα των εχτρών του. Έτσι δείχνει το μελαχροινό και στρίγγλικο πρόσωπό του. Μα το πλατύ του μέτωπο το δέρνουν από μέσα χίλιοι μύριοι στοχασμοί· Μαύρες σκέψες φωλιάζουν στο κρανίο του, σαν καρακάξες στην κουφάλα του ξέρακα. Έχει και τούτος μεγάλη εντολή στον κόσμο. Ίσος είνε στην τύχη με τον Αριστόδημο, αν και δεν είνε στη θέση του. Εκείνος θέλει να πάρη το πατρικό του· τούτος να κρατήση το πατρικοδοσμένο. Μα λίγο λίγο φεύγει από τα χέρια του. Και όμως θέλει και πρέπει να το κρατήση. Είνε μεγάλο κατόρθωμα. Ένας πρόγονος του Ευμορφόπουλου το είπε τόσο δυνατά και τόσο μεγαλόπρεπα σ' ένα του λόγο Επιτάφιο. «Εκείνο που μας άφησαν οι παππούδες μας, είπε, δεν το χάσαμε παρά το μεγαλώσαμε κι όλας». Τι ευτυχισμένοι άνθρωποι αληθινά! Εκείνος που είνε σε θέση να το ειπή κ' εκείνοι που μπορούνε να τ' ακούσουνε χωρίς απιστιά. Τι δε θάδινε να μπορούσε να το ειπή και τούτος! Τα πλούτη του, τη θέση του, τη ζωή του, την ψυχή που θα παραδώση στο Γιαραμπή. Όλα τα δίνει· μα δεν ωφελούν τίποτα. Πάει τ' ασλάνι πώδενε μια φορά με την ουρά του γη και θάλασσα. Τώρα ημέρεψε και δεν το ψηφά κανείς. Χίλιοι το πολεμούν μύριοι το μάχονται. Κρυφά και φανερά το πολεμούν. Με ξύλα, με λιθάρια, με σπαθιά και με βρόχια. Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες.

— Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος.

Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα. Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα.

— Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα.

Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου. Δεν ήταν βέβαια ποτέ καλοδουλεμένο και πλούσιο σ' αποδοσίδια. Η γη του δώσε — δώσε τον παλιόν καιρό, φαινόταν κουρασμένη. Οπωσδήποτε στην ορμητική θέληση του Αντρέα του Ευμορφόπουλου άρχισε πάλε να υπόσχεται πολλά. Τα φύτρα και τα φύλλα έδειχναν νέα ζωή. Μα τώρα φαινόταν κουρνιαχτός. Πολλοί αργάτες πηγαινορχόνταν εκεί μέσα. Άλλοι με αξίνες, άλλοι με τσεκούρια, με δρεπάνια, με λοστούς, με δυναμίτη. Θέριζαν τα γεννήματα, ξερρίζωναν τα δεντρικά, χάλαγαν τους ποτισώνες· άνοιγαν χαντάκια και κοσκίνιζαν χώματα. Όπου ριζιμιά πέτρα φουρνέλο· όπου χτίριο γκρέμισμα. Ένα μίσος άσπονδο έφερνε γύρω το χτήμα, ξεχώνιαζε τη γη κι αφάνιζε τα βλαστάρια της.

— Τι οργή θεού! είπε ο Χαγάνος μ' απορία. Μην είν' ο Θεομίσητος κι άρχισε πάλε τα συνηθισμένα του.

Ήξερε την αμάχη που χώριζε παλαιούθε τους Θεομίσητους με τους Μορφόπουλους. Πριν ακόμα καταιβούν οι δικοί του σε τούτα τα χώματα, οι Θεομίσητοι σαν όρνια λιμασμένα είχαν αφανίσει τον τόπο. Μεγάλη τους ήταν η απονιά και μεγαλείτερη η αχορταγιά τους. Έκαιγαν για να κάψουν, σκότωναν για να σκοτώσουν κι απάνω στη στάχτη της πυρκαγιάς και στα θύματα του φονικού, χόρευαν τραγουδώντας μαγικούς σκοπούς σαν δαιμόνια. Αλήθεια ήρθε καιρός που πλήρωσαν την απονιά τους από τα χέρια των Ευμορφόπουλων. Όχι όμως όσο τους έπρεπε. Οι πάπποι του Αριστόδημου εφάνηκαν πολλές φορές παλληκάρια· μα δεν είχαν φυσικό τους και την εκδίκηση. Οι Θεομίσητοι λούφαξαν από τότε· δεν ξέχασαν όμως τις κακίες τους. Μέσα στην ψυχή τους ήταν άσβυστα ζωγραφισμένη η έρμη κι ασβολωμένη πατρίδα τους· και για να ευχαριστηθούν έπρεπε να κάμουν απαράλλαχτο μ' εκείνη τον κόσμο.

Ο Χαγάνος χτύπησε τα παλαμάκια δυνατά. Δεν τους αγαπούσε τους Ευμορφόπουλους· τους μισούσε μάλιστα. Τον λύπησε όμως το θέαμα. Τέτοιος ήταν από φυσικό του ο Χαγάνος. Τη ζωή του άνθρωπου δεν την είχε για τίποτα. Χάλαε και χάλαε καθημερνά και ποτέ δε μετάνοιωνε. Μα η καταστροφή μιας φυτιάς τον έρριχνε σε μελαγχολία. Είναι αλήθεια πως ο ίδιος έκαψε κι αφάνησε λόγγους και δάση από την ώρα που τον έστειλε η Μοίρα, κακή πληγή, στους Ευμορφόπουλους. Δεν το έκανε όμως χωρίς ανάγκη. Το έκανε για να πολεμήση τον άνθρωπο. Τη ζωή, την αληθινή και άδολη ζωή, την εύρισκε, θαρρείς, μόνο στη φύση και ποτέ στον άνθρωπο. Κ' εκεί τη σεβότανε. Ποιος ξέρει αν είχε άδικο ; Λυπότανε τώρα τα στάχυα που θερίζονταν άπλερα, τα δέντρα που πέθαιναν απάνω στο θυμό τους, τα πωρικά που κόβονταν πριν ωριμάσουν. Πονούσε καθετί που είχε ζωή και σκοπό και χανότανε άσκοπα μ' ένα χτύπημα της αξίνας. Κ' ηθέλησε να στείλη γρήγορα στον Αριστόδημο, μήπως προφτάση και μποδίση την καταστροφή.

Ο δούλος στεκότανε πίσω από τον αφέντη του, έτοιμος να γκρεμοτσακίση και να γκρεμοτσακιστή στην προσταγή του.

— Φέρε μου πρώτα το κιάλι· είπε ο Χαγάνος χωρίς να τον ιδή.

Είπε — ξείπε ήρθε το κιάλι στο χέρι του. Το άρμοσε στα μάτια, κύτταξε καλά ζερβόδεξα· το κατέβασε. Θυμός ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του.

— Τον έφαγαν οι καλαμαράδες! είπε συλλογισμένος.

Είχε ιδεί τον Αριστόδημο, ίδιο τον Αριστόδημο να παραστέκη και να προστάζη όλη εκείνη την αργατειά. Φορούσε μια πλατύγυρη ψάθα στο κεφάλι και χρωματιστά ματογυάλια στη μύτη του. Ήταν ακούρευτος κι αχτένιστος· φορούσε πρόστυχα και μισοτριμμένα ρούχα κ' ένα πουκάμισο αλατζένιο, μαύρο από τον ίδρωτα και τη σκόνη. Κοντά του είδε τους σοφούς· τον Αλαμάνο, το Γκενεβέζο και τον Περαχώρα. Τους γνώρισε αμέσως γιατί πολλές φορές επήγαν να ζητήσουν κι απ' αυτόν παλιά χερόγραφα και βιβλία. Είχαν κ' οι δικοί του πρόγονοι τέτοια. Βέβαια δεν ήταν όμοια με τα βιβλία του Ευμορφόπουλου· σοφία δε μοίραζαν. Μα είχαν τη γλύκα τη μελένια και τον ολόθερμο χυμό και το βαρύ άρωμα που τους έδωκε ο φοβερός ήλιος κ' η αναμμένη αμμουδιά της πατρίδας τους. Γιατί εσπάρθηκαν στην έρημο, εκεί γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν εκεί, μέσα στα καραβάνια των προσκυνητάδων, στους κοφτερούς δρόμους της Μέκκας και της Μεδινάς, ανάμεσα στης καμήλας τον πίννο και στα βελάσματα των κοπαδιών. Έπειτα ταξείδεψαν με τους πολεμιστάδες καταδώθε· μα δεν έχασαν διόλου από τη φωτιά και τη γλύκα τους, όπως οι σπόροι που μετατοπίζουν τα πουλάκια δε χάνουνε το είδος τους. Οι Χαγάνοι όμως δε σκέφτηκαν ποτέ να κερδίσουν από κείνα. Τα φύλαξαν για τα τραπέζια τους, για τους έρωτες τους και για τις λύπες τους. Όταν ερχόταν κίντυνος, άπλωναν ίσα στο σπαθί τους. Για τούτο ο Χαγάνος έδειξε στους σοφούς την πόρτα. Τώρα τους έβλεπε να παραστέκουν και να κεντούν με λόγια και ξεφωνητά την προθυμία του Αριστόδημου. Ο ίδρωτας έλουζε το στεγνό πρόσωπό του· ο ήλιος έψενε και ξενεύριζε το αρρωστιάρικο σώμα του. Μα εκείνος εξακολουθούσε να τρέχη εδώ κ' εκεί, να φωνάζη τους αργάτες, να ψαχουλεύη τα χώματα. Καμιά συγκίνηση δεν έδειχνε για τη ζωή που ξεψυχούσε γύρω του. Όταν όμως ηύρεσκε κανένα λιθαράκι, έφεγγε από χαρά. Τόπιανε απαλά και τρυφερά, το πάστρευε από τα χώματα, τώδειχνε στους σοφούς. Εκείνοι το καλοκύτταζαν, έδειχναν θαυμασμό, χαρά, έκπληξη. Φαίνονταν πως του λέγανε πολύ κολακευτικά λόγια. Τούτος φούσκωνε από περηφάνεια και με παιδιάτικη σαστιμάρα έρριχνε το ηύρεμα στον κόρφο του. Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος.

— Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του.

Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη.

— Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου;

— Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του.

— Λέγε.

— Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές. Είνε μια βδομάδα τώρα που δεν άφηκε φύτρο εκεί μέσα.

— Γιατί;

— Γυρεύει, λέει, τα χτίρια των παππούδων του. Ξώδεψε ό,τι παρά είχε· πούλησε την περσινή σοδειά· δανείστηκε κι άλλα με τόκο από τον Κουρδουκέφαλο, το γείτονά μας. Και τα ρίχνει όλα κει μέσα. Άκουσα μάλιστα προχτές τον Κουρδουκέφαλο πώκλαιγε τα χρήματά του! «Μωρ' α δεν του πουλήσω σ' ένα μήνα το χτήμα, να τον έχω αντίδικο! έλεγε.

— Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση.

— Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε.

— Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;

— Θυμάσαι το μεγάλο δέντρο που ήταν δίπλα στο καλυβάκι του γέρου;

— Τον πλάτανο λες;

— Ναι· τον πλάτανο, που δεν έφταναν να τον αγκαλιάσουν οχτώ ανθρώποι. Θέλησε να τον ξερριζώση κι εκείνον. Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε.

— Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά. Μας ρίχνει τον ίσκιο του το καλοκαίρι· μας χαρίζει δροσιά. Εγώ στον ίσκιο του κάνω όλες μου τις δουλειές. — Ας τονε, τώλεγε κι' ο αδερφός του· έχει και τούτος την ιστορία του· εδώ αναπαύτηκαν οι παππούδες μας σα γύριζαν απ' τη δουλειά του Χαγάνου· στα κλαριά του κρεμάστηκαν πολλοί δικοί μας· άλλοι τον πότισαν με το αίμα τους, άλλοι τον έθρεψαν με τα δάκρυά τους. Είνε και τούτος σεβαστός όπως είνε και τα λιθάρια σου». Τίποτα εκείνος· δεν έβλεπε τα δάκρυα της μάννας του, δεν άκουε τα λόγια τ' αδερφού του παρά κύτταζε κατάματα τους σοφούς. Εκείνοι στέκονταν αμίλητοι παρέκει και του έγνεφαν : χάλα! Και σαν είδε πως κανένας από τους αργάτες δε σήκωνε χέρι, άρπαξε το τσεκούρι και ρίχτηκε λυσσασμένος στον πλάτανο. Γκαπ! γκοπ! γκουπ! το τσεκούρι. Μα ο πλάτανος βαστούσε γερά. Τότε πλησιάζει ένας από τους σοφούς, και του λέει σιγά· — Δε θα καταφέρης τίποτα με το τσεκούρι· ο πλάτανος θέλει δυναμίτη. Αμ' έπος αμ' έργον ο Αριστόδημος. Άρπαξε ένα μασσούρι δυναμίτη, τόρριξε στην κουφάλα του και τ' άναψε. Μάννα μου! τι κακό ήταν εκείνο! Ο γεροπλάτανος έβγαλε ένα βογγητό που πάγωσε το αίμα μου. Έπειτα έγειρε κ' έπεσε κατά γης μ' ένα βροντομάχημα, σα να γκρεμίστηκε βουνό. Την ίδια στιγμή είδα την κυρά Πανώρια, άσπρη σαν το χαρτί. Είπα πως θα πάη κι εκείνη με το γέρο πλάτανο. Μα βάσταξε. — Καταραμένε! φώναξε μ' όλη της την ψυχή στο γιο της· εσύ δεν είσαι άνθρωπος· είσαι θεριό! Κι ο Χαγάνος δε θα μας τόκανε τέτοιο κακό! . . . Και μαζί με το Δημητράκη φύγανε από το χτήμα· φύγανε κι από το σπίτι τους. Δε θέλουν να τον ξέρουνε τον Αριστόδημο.

Ο Χαγάνος άκουσε προσεχτικά τα λόγια του δούλου του. Έπειτα έβαλε τα γέλοια.

— Δεν είνε για ζωή κι αυτός· εσυμπέρανε, δεν είνε για ζωή. Κρίμα στον πατέρα του· μα ένας ήταν κι αυτός. Οι άλλοι ξέπεσμα, ξέπεσμα! δε θέλει λύπηση …

— Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω.

— Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του.

— Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας. Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλά — καλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε. Λόγχες του φάνηκαν τ' αγκάθια τους· μυριάδες λόγχες, έτοιμες να ξεκοιλιάσουν τον κακόβουλο διαβάτη. Κι από μέσα ψήλωναν και θέριευαν οι φυτιές σαν αντρογυναίκες στην ώρα τους. Το ίδιο και στου Μήτρου του Γλάμη. Αληθινά εκεί είδε και κάποια αταξία. Τα πολλά δεντρικά ήταν αστόχαστα βαλμένα τόνα κοντά στο άλλο και μάλωναν μεταξύ τους, τρώγονταν, θαρρείς, για τον αέρα και το φως. Μα εκείνο που τούκαμε μεγαλήτερη εντύπωση ήταν το χτήμα του Θεομίσητου. Τ' ήθελες και δεν είχε μέσα! Ήμερα δέντρα για καρπούς· άγρια για ξύλα, για σανίδια, για πατερά. Χώρια τα όψιμα χωράφια· χώρια τα πρώιμα. Και όλα στοχαστικά μοιρασμένα. Άλλα για σιτάρι, άλλα γι' αραποσίτι, άλλα για βρόμη, για σήκαλη, για καπνό. Δέσες καλοχτισμένες, για το νερό· αυλάκια και τράφοι για το στράγγισμα· μαγγανοπήγαδα για πότισμα. Αλλού τα βοσκοτόπια με τα μαντριά· αλλού τα βουκολιά με τα βόδια· αλλού τα βαλμαδιά με τ' άλογα. Ασβεστοκάμινα στα ριζοβούνια· πριόνια στις χούνες· παραδώθε πουλερικά. Και ψηλά στην ομάλια μια θάλασσα ροδόλευκη που έστελνε μοσκοβολάδες στο παραθύρι του. Ο Χαγάνος εγνώρισε τη Ροδόπη και τον πήρανε τα δάκρυα. Τι σκοτωμός που έγινε ώσο να το πάρουν αυτό το βουνό! Μα τώρα φέγγει από τις τριανταφυλλιές! Μην είνε τάχα το αίμα των δικών του και στολίζει ακόμα την έρημη πλαγιά;

— Διαολεμένος άνθρωπος, αλήθεια· εψιθύρισε αναστενάζοντας.

— Δε φαντάζεσαι, αφέντη! Άμα βάλη κατιντί στο νου του δε μπορεί τίποτα να τον μποδίση. Από λόγια δεν ξέρει. Συζήτηση για τούτο και για κείνο δε θέλει. Και τόνομα των παππούδων του ακόμα δεν το πιάνει στο στόμα, παρά σαν είνε να τον συντρέξη στο σκοπό του.

— Αλήθεια· εψιθύρισε ο Χαγάνος συλλογισμένος.

— Θαρρείς πως σαν ήταν σπόρος στην κοιλιά της μάννας του, εξακολούθησε φουρκισμένος ο δούλος, έκαμε το σχέδιό του και τώρα που βγήκε στη ζωή, ρίχτηκε να το σαρκώση με τη δύναμη και το πείσμα του ταύρου του. Δε λέει ποτέ : είνε δικό μου και δόστο μου· παρά : είνε δικό μου και το παίρνω. Και μέσα στην ψυχή του συμπληρώνει τη φράση του: και δικό μου να μην είνε θαν το πάρω. Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα….. Μπροστά έκανε μύτη το χτήμα. Όταν το παραχώρησε στο Θεομίσητο, δε μπόρεσε να καταλάβη γιατί με τόση επιμονή ζητούσανε τη μύτη εκείνη οι προστάτες του. Μα το νόμισε ασήμαντο πράμα και την έδωκε. Αμέσως ο Πέτρος φύτεψε σε κείνη τη μύτη όλο κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια ψηλά και πυκνά σαν κάστρο. Όχι να περάση μα ούτε να ιδή μπορούσε τώρα ο Χαγάνος. Έδωκε — πήρε με το κιάλι και τέλος το πέταξε στα μούτρα του δούλου του. Ο θυμός έβραζε στα στήθη του. Πίσω από τα κυπαρίσσια ο Θεομίσητος έκανε φοβερή δουλειά. Ισοτράφισε τα σύνορα· φύτεψε αμπέλι, έσπειρε σιτάρι, έχτισε λινό κ' επλακόστρωσε αλώνια σαν καλός νοικοκύρης. Σφήνα εμπήκε κ' ήθελε να χωρίση στα δυο τ' αρχοντικό. Τι σφήνα ; Μαχαιριά ήταν μέσα στο κορμί του. Έκατσε στο σοφά ο Χαγάνος, έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κ' έπεσε σε φοβερούς στοχασμούς. Τέτοιο πράμα δεν το πάθανε ποτέ οι δικοί του· ούτε κι ο ίδιος το περίμενε. Δεν ήταν τόλμη· ήταν ξαδιαντροπιά. Αποδώ λοιπόν ερχόταν ο κίντυνος κι όχι από τους αρχαιολόγους!

— Σύρε να μου φέρης το Θεομίσητο· επρόσταξε άγρια το δούλο του.

Εκείνος προσκύνησε, σύναξε από χάμου το κιάλι και τα κομμάτια του και χάθηκε. Ο Χαγάνος έμεινε κατάμονος απάνου στο σοφά, βράζοντας από το κακό του Το άγριο αίμα των προγόνων του άναψε και του έπηζε τη σκέψη και τη συνείδηση. Ήθελε να παιδέψη τον Πέτρο το Θεομίσητο· και να τον παιδέψη αλύπητα.

Ο Χαγάνος πήδησε από τη θέση του άξαφνα σα να πάτησε φίδι. Αγνάντεψε τον ίδιον το δουλευτή. Γύριζε καταμόναχος μέσα στο χτήμα. Στο ένα χέρι κρατούσε την αξίνα και στ' άλλο την ψαλίδα. Έσκαφτε τη γη, καθάριζε τα δέντρα, εξερρίζωνε το γούλιερο, τις τσουκνίδες, το λύκο στοχαστικά και γνωστικά. Ένας ήταν κ' έκανε χίλια στην ώρα. Συχνά σήκωνε το κεφάλι του· μα δεν το σήκωνε παρά για να κυττάξη απόπερα στο ξένο μετόχι. Τα μάτια του σαν ρούφουλας κύτταζαν να καταπιούνε τον τόπο.

— Μωρέ! φώναξε ο Χαγάνος, ανατριχιάζοντας από κείνο το κύτταγμα.

Πίστεψε πως βρέθηκε πίσω, σε καιρούς που έμαθε από παιδί να τους φοβάται. Ο Πέτρος ήταν εκείνος, ο φρόνιμος δουλευτής ή κανένας φοβερός προπάππος του; Αληθινά κρατούσε στο χέρι τα ειρηνικά ύπεργα ή το βρόχο που έρριχνε ο Λιβέρτης καβαλλάρης κ' έσερνε τον εχτρό κατόπιν του ώστε ν' αφήση τα κρέατά του στ' αγκάθια; Κ' εκείνα τα πουλιά που πετούσαν τώρα αποπάνου του, ήταν τάχα καλιακούδες ή τα κοράκια που συντρόφευαν λιμασμένα τους προπάτορές του στους κάμπους του Ευμορφόπουλου, ελπίζοντας άμετρη τροφή από τ' ακούραστο χέρι τους ;

Υποψιάστηκε· ήθελε να ιδή τι γίνεται στο δικό του μετόχι. Σκέφτηκε να στείλη το δούλο μα δε βάσταγε. Ποιος ξέρει αν θα τούλεγε την αλήθεια ο δούλος; Σηκώθηκε στα νύχια, άρμοσε καλά το κιάλι και κύτταξε προσεχτικά.

Θα τον βάλη στο φάλαγγα, θα τον καπνίση με άχερα, θα τον γδάρη με στουρναρόπετρα· θα τον χτίση ζωντανό στη μάντρα του. Δεν έμεινε απονιά που να μην ήρθε να χαροκοπήση την ψυχή του. Τα προγονικά κειμήλια που κρέμονταν στους τοίχους, ήταν πολλά κι αξετίμωτα. Ντυμένα στο χρυσάφι, βουτημένα στο αίμα, βαμμένα στον αθέρα της δόξας μοιάζανε με δράκους τυλιγμένους στ' άλυτα μάγια του καιρού. Ήταν άρματα κάθε λογής, φλάμπουρα κάθε τόπου, τούμπανα στρατιωτικά, εικόνες πολεμικές, προσωπογραφίες κάθε στρατάρχη και ήρωα· Τώρα σείστηκαν κ' έτριξαν στις θέσες τους, όπως των Ελλήνων οι σκιές όταν ένοιωθαν θυσία στον τάφο τους. Στους κακότροπους στοχασμούς του Χαγάνου αναγάλλιαζαν εκείνα γιατί εύρισκαν τον εαυτό τους στην ψυχή του απόγονου. Αναγάλλιαζαν κ' ήθελαν να του φωνάξουνε «κάμε το!».

— Ναι, θαν το κάμω! εβρυχήθηκε ανασηκώνοντας το κορμί του, σαν τον πάνθηρα που ετοιμάζεται να ριχτή στο θύμα του.

Μα το λογικό ενίκησε πάραυτα την καρδιά του. Γύρισε κ' είδε με μάτι παραπονιάρικο τα σωθέματα των τοίχων, σα να τους έλεγε: «Δε φταίω γω αν δε σας κάνω το χατήρι». Δεν ήταν ίδιοι οι καιροί. Αν τολμούσε τώρα να δείξη απονιά όχι στο Θεομίσητο μα και στο δούλο του ακόμα, θα του ρίχνονταν όλοι και θα τον τελείωναν. Με άλλους τρόπους έπρεπε να πολεμήση την αυθάδεια του φταίστη του.

— Ήρθε· είπε ο δούλος από την πόρτα.

— Ας έμπη!

Ο δούλος σήκωσε το μεταξωτό παραπέτασμα και φάνηκε στην πόρτα ο Θεομίσητος. Προσκύνησε από τη θέση του ταπεινά σαν φτωχοκακόμοιρος. Έκαμε δυο βήματα μέσα· στάθηκε πάλε, ξαναπροσκύνησε ταπεινότερα. Έπειτα σα να τον έσπρωξε κανείς ήρθε γοργά, γονάτισε μπροστά στο σοφά και φίλησε το χέρι του Χαγάνου. Εκείνος ορθοκάθισε αμίλητος και φοβερός. Όλη η περηφάνεια κ' η ξυππασιά της φυλής του ζωγραφήθηκαν στο πρόσωπό του. Η ταπεινοσύνη του Θεομίσητου του άρεσε πολύ.

— Σήκω, Πέτρο· του είπε με χαμόγελο. Εκείνος σηκώθηκε· μα έμεινε ορθός μπροστά του με το κεφάλι σκυμμένο. Ήθελε να δείξη πως δεν τολμούσε να κυττάξη στα μάτια τον αφέντη του.

— Έλα, Πέτρο· κάτσε! του είπε δείχνοντας θέση κοντά του.

Εκείνος τίποτα. Ξαναπροσκύνησε μα δε σάλεψε από τη θέση του. Ο Χαγάνος καταυχαριστημένος τον έπιασε από το χέρι και τον έβαλε κάπως στανικά να καθίση. Έπειτα τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι με περιέργεια. Δεν τον είχε ιδή πολλές φορές από κοντά. Μα κι όσες τον είδε ποτέ δεν τον πρόσεξε. Την περιφρόνηση που έτρεφαν σ' αυτόν οι πρόγονοί του, την έτρεφε κ' εκείνος από παράδοση. Τώρα όμως έβλεπε πως είχε άδικο. Ο Πέτρος δε φαινότανε και τόσο αξιοκαταφρόνητος. Ήταν ένας χωριάτης άξιος και δυνατός. Είχε μέτριο ανάστημα, χοντροπελεκημένο κορμί, στρογγυλό κεφάλι, πλατειές πατούσες. Χοντρές και ξανθοκόκκινες οι παλάμες του, έλεγες πως ήταν βουτημένες στο ριζάρι. Το πρόσωπό του στρωτό με χείλη χοντρά και μύτη πλακουτσή θύμιζε πουρναρόρριζα. Τα μάτια του σαν μικρά και κρύα τα σαλιγκάρια. Καθώς ήταν στα μάλλινα φορέματά του έμοιαζε με σακκί παραγεμισμένο από σάρκες και κόκκαλα. Μα έβγαινε από κείνο το σακκί κάποια ψυχή άπλαστη κι αράθυμη. Όσο τον πρόσεχε ο Χαγάνος τόσο ανησυχούσε. Ο Θεομίσητος ήταν απαράλλαχτος με το χωριάτη που είδε στ' όνειρό του. Μα τι περίεργο! Ανησυχούσε όχι όμως και πολύ· του φαινόταν πως έβλεπε συγγενή του. Ήταν έτοιμος να του σφίξη το χέρι, να τον αγκαλιάση σαν αδερφό. Θυμήθηκε όμως την πράξη του και τον κυρίεψε ο θυμός.

— Δε μου λες, ορέ Πέτρο· είπε κρατώντας τα λόγια στα δόντια του. Τι σούρθε και πάτησες τον τόπο μου ; Με πήρες για πεθαμένον ορέ κ' έτρεξες να με κληρονομήσης ;

— Όχι, αφέντη μου· αποκρίθηκε ο Πέτρος με ξεψυχισμένη φωνή, προσκυνώντας τον πάλε. Εγώ δεν πήγα να σου πατήσω τον τόπο. Δε μ' έφτανε ο δικός μου και πέρασα να σπείρω λιγάκι, να χορτάσουν τα παιδιά μου ψωμί. Ο αφέντης, είπα, έχει τόπο απέραντο· δε θα φτωχύνη με μια λουριδίτσα. Έπειτα, αφέντη μ' και το χτήμα μου δικός σου τόπος δεν είνε; Η καλωσύνη σου μου τόδωκε· μπορείς και να το πάρης πίσω σα θελήσης.

— Ναι, σα θελήσω, ορέ! είπε φουσκώνοντας ο Χαγάνος. Και θα σ' το πάρω πίσω· να το ξέρης πως θα σ' το πάρω! Όχι· δε θα σας αφήσω να μου σηκώσετε κεφάλι. Έτσι κ' εκείνος ο αλαφρόμυαλος ο αρχαιολόγος μου σήκωσε κεφάλι τις προάλλες. Μα εγώ τούσπασα την κούτρα. Του πήρα πίσω κ' εκείνο που είχε. Και δεν του τόδωκα παρά σα θέλησα εγώ… Ίδια θα σ' το κάνω και σένα, ορέ, και ξέρε το. . .

— Εγώ, αφέντη μ', δε σου σήκωσα κεφάλι. Μπορεί το μερμήγκι να τα βάλη με το λιοντάρι; Εκείνος ναι· και καλά τούκαμες. Κ' έπρεπε να μην του το δώκης πίσω · να το πάρης όλο· να τον ρίξης στο γιαλό, να πάη να χαθή· να λείψη μια λέρ' από τον κόσμο!. .. Ψε! έφαγε τα μούτρο του και γνώση δεν έβαλε· ακόμα φωνάζει για τα δίκια του. Μα εγώ, ο δόλιος, δε μίλησα. Ό,τι μου δωκε η μεγαλόδωρη ψυχή σου το πήρα κ' είπα και σπολλάτη. Μα δικό σου είνε πάλε· δικό σου το χτήμα, δικό σου και το κεφάλι μου και τα παιδιά μου. ..

Ήταν φοβερός στην υπόκρισή του ο Πέτρος ο Θεομίσητος. Ήταν ίδιος στα λόγια όπως και στα έργα. Εκείνα που έλεγε για τον αντίπαλο τα πίστευε και τα ποθούσε με όλη του την ψυχή. Οι Χαγάνοι — το είπαμε — ετυράννισαν τη γενιά του Θεομίσητου όπως και τη γενιά του Μορφόπουλου. Καταπάτησαν τον τόπο της, εσκόρπισαν τους ανθρώπους της, αφάνισαν τ' αγαθά της. Μα εκείνη δεν εμίσησε τόσο τον τύραννό της όσο το Μορφόπουλο. Εκείνος την προστάτεψε όσο μπόρεσε και δε μπόρεσε, την ημέρωσε, της έδωκε θρησκεία και νόμους, εκιντύνεψε πολλές φορές για χατήρι της· μα τίποτα. Για πληρωμή απόχτησε το μίσος της. Ούτε οι τάφοι δεν ήταν ικανοί να στομώσουν την οργή της.

Για να φέρνετ' έτσι είχε, βέβαια, το σκοπό της. Του Χαγάνου η ζωή φαινότανε λιγόημερη. Τα παιδιά του δεν ήταν ικανά για να κρατήσουν την κληρονομιά. Θα έμενε φυσικά στον καλήτερο και το δυνατώτερο. Καλήτερος ήταν ο Ευμορφόπουλος και το αναγνώριζε. Μα έλεγε πως ήταν δυνατώτερος ο Πέτρος κ' ήθελε να παλαίψη στήθος με στήθος μαζί του. Αν κατώρθωνε να τον ξετοπίση, το απέραντο χτήμα θα ήταν όλο δικό του. Και για να τα καταφέρη δεν πισωδρομούσε στο τίποτα. Ο Χαγάνος τα γνώριζε και δεν έδινε πίστη στα λόγια του. Μα δεν το φανέρωνε. Του άρεσε να βλέπη να μακελλοκόβωνται μπροστά του κ' έδινε μάλιστα συντρομή στον αδύνατο για ν' αδυνατίζη ο ισχυρός. Ήξερε πως απ' αυτό κρεμότανε η δική του ζωή.

— Καλά, είπε τώρα· καλά τα λόγια που λες μα δε δείχνουν το ίδιο και τα καμώματά σου. Ο Μορφόπουλος ησύχασε τώρα και κυττάει τη δουλειά του. Μα εσύ. ..

— Τη δουλειά του ; τον έκοψε ο Πέτρος τάχα φουρκισμένος. Τη δουλειά του κυττάει; Τι λες αφέντη! Δε ρίχνεις μια ματιά στο χτήμα του να ιδής;

— Το ξέρω· κάνει ανασκαφές.

— Ανασκαφές! κάνει ανασκαφές! Και το λες τόσο ήσυχα! Δε ρωτάς λοιπόν να μάθης γιατί τις κάνει τις ανασκαφές ;

— Να ξεθάψη τα χτίρια των παππούδων του· τι μ' αυτό;

— Και να θαμπώση τον κόσμο· επρόσθεσε βιαστικά ο χωριάτης. Να δείξη μ' εκείνα το σόι του. Κ' έπειτα να ζητήση το δικό του. Οι παλιοί του θέλησαν να διώξουν τους δικούς σου με τα κονίσματα. Όχι στα χέρια τους, στο θαύμα βασίζονταν. Τούτος θέλει να σε διώξη με τσ' αρχαιότητες!

— Αμάν, Χριστιανοί μου, λυπηθήτε με. Να ποιοι ήταν οι Ευμορφόπουλοι κ' εγώ το παιδί τους υποφέρω. Δεν έχω σπίτι να καθίσω, δεν έχω χωράφι· μου τ' άρπαξε όλα ο Χαγάνος. Ο άγριος, ο μοβόρος, ο φονιάς ο Χαγάνος! Κι αν τον ακούσουν οι Χριστιανοί, κι αν τον λυπηθούνε κι αν τον συντρέξουνε, ποιος θα χάση; Εγώ; Όχι βέβαια.

Εκείνος τον άκουε με προσοχή κι όλο άναβε. Κάπως σωστά του φαίνονταν τα επιχειρήματα του Θεομίσητου. Μήπως στον καιρό του πατέρα του δεν έγινε το ίδιο; Έτσι γι αυτές τις αρχαιότητες και για τους προγόνους συνάχτηκαν μερικοί θερμοκέφαλοι, φώναξαν, έκλαψαν κ' έκαμαν τον αγιοχώματο, θέλοντας και μη, να δώση εκείνο το μοιράδι.

— Α, όχι! δε θα ξαναγίνη αυτό! εφώναξε πηδώντας ορθός. Όσο ζω εγώ, δε θα ξαναγίνη· τ' ορκίζουμε!

Έκαμε λίγα βήματα στο δωμάτιο· νευρικά και γοργά βήματα σαν κάποιος από πίσω να του φώναζε: «Τρέχα!» Έπειτα στάθηκε απότομα, γύρισε κατάμπροστα στο Θεομίσητο και με φοβέρα του είπε :

— Τήραξε καλά· σύρε αμέσως να σηκοτραφίσης τον τόπο σου!…

— Μα… ηθέλησε ν' αντιμιλήση εκείνος, κάνοντας το μισοκακόμοιρο.

— Τίποτα· είπε ο Χαγάνος με σοβαρή χερονομία· πήγαινε γρήγορα για να μη μ' ιδής άξαφνα μέσα στο δικό σου.

Και του γύρισε τις πλάτες. Εκείνος κατάλαβε. Όταν ο αφέντης θυμώνη, ο δούλος σκύβει και προσκυνά. Το είχε προπατορικό του αξίωμα. Έβγαλε βαθύ στεναγμό, σύρθηκε ως την πόρτα, σήκωσε το παραπέτασμα κ' έφυγε.

Μα η ανησυχία δεν άφινε ακόμα τον αφέντη. Πήγε πάλε στο παράθυρο και κύτταξε κάτω με πολλή θλίψη. Ο ήλιος βασίλευε στο αντικρυνό διάσελο. Μαύρα σύγνεφα κρέμονταν μπροστά του κ' έρριχαν στο μετόχι μαύρους ίσκιους, σα μεγάλες νυχτερίδες. Ο βραδυνός αέρας ερχόταν από τα χιονισμένα βουνά κρύος. Ανατρίχιασε κ' έκαμε να κλείση το παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή αγνάντεψε πέρα δυο ίσκιους. Τους γνώρισε αμέσως. Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.

— Φεύγετε; ακούστηκε αναγελάστρα η φωνή του Θεομίσητου. Ο αρχαιολόγος, βλέπω, σας διώρθωσε.

Η κυρά Πανώρια γύρισε αλλού το κεφάλι της. Αηδίαζε και να τον βλέπη. Όχι τόσο για την αμάχη που είχε στη φαμελιά της όσο για την ταπεινή σειριά του τον συχαινότανε. Της άρεσε κ' εκείνης να μεγαλοπιάνεται. Να σκλαβωθή από έναν περήφανο πολεμιστή το είχε για παίνια της. Μα να κακοπάθη το ελάχιστο από έναν τιποτένιο, δεν το χώνευε. Ο Δημητράκης όμως δεν έκαμε το ίδιο. Στάθηκε και σταύρωσε τα μάτια του με τα μάτια του εχτρού του σα να ήθελε να τον βαλαντώση.

— Ναι· του είπε με σοβαρή και άτρεμη φωνή· φεύγουμε· μα θα ξαναρθούμε· θα ξαναρθούμε και τότε …

Κ' έδειξε το γρόθο του στο Θεομίσητο.

— Χα! χα! χα!… αποκρίθηκε με περιφρονητικό χασκογέλασμα
εκείνος.

— Διαολοσπορές! είπε ο Χαγάνος, σφαλώντας με θυμό το παραθύρι
του.

Το σπιτάκι της Ελπίδας ήταν ψηλά στο κορφοβούνι. Καθώς ήταν μικρό και χορταριασμένο έμοιαζε με Βυζαντινό ερημοκκλήσι. Πότε τα σύγνεφα το τύλιγαν στις μελαψές τουλούπες τους, πότε ο ήλιος στα χρυσά του δίχτυα. Εκεί βροντοκυλούσανε τ' αστραποπέλεκα, ροβόλαγαν τα νερά, απολύονταν οι σιφούνοι, έδερναν και λάμπαζαν απ' άκρη σ' άκρη τον τόπο. Μα εκεί ψηλά λούζονταν και χόρευαν οι Νεράιδες· κλώθανε οι Μοίρες τη ζωή του ανθρώπου· μάντριζε ο Αράπης τα τάλλαρά του με το σιδερένιο τοπούζι του. Εκεί λημέριαζαν οι αντρειωμένοι, ρίχνανε το λιθάρι, πάλευαν για την Πεντάμορφη και της Κάτω γης ο γιος ανέβαινε να χαροκοπήση. Ό,τι πης πράμα — θάμα εκεί πάνου ήτανε.

Το σπιτάκι βρέθηκε χτισμένο στο σύνορο. Έσμιγε και χώριζε το μετόχι του Ευμορφόπουλου από το μετόχι του Χαγάνου. Η αυλή του έπαιρνε κι από τους δυο. Τα περιστέρια και τα ορνίθια, τα ζώα μικρά μεγάλα, πέρναγαν από τόνα στ' άλλο δίχως ξεσυνέριση· πίνανε το νερό τους, σήκωναν το χώμα τους, έτρωγαν το χορτάρι και τους καρπούς ανεμπόδιστα. Οι μέλισσες τρυγούσαν τον ανθό πότε αποδώ και πότε αποκεί, με την ίδια ευχαρίστηση. Έτσι το ηύραν από μιας αρχής, πριν να γίνη ο Ευμορφόπουλος χτηματίας. Μα όπως τότε και τώρα σήκωναν τα περισσότερα από το Χαγάνο. Γιατί ο Αριστόδημος όπως την Ελπίδα μάχονταν και τα ζωντανά της. Ενώ από φυσικό του ήταν ανοιχτοχέρης και δε χάλαε την καρδιά κανενός, για την Ελπίδα γινότανε καρμίρης. Οι ξένοι μπορούσαν ν' απολάνε τ' άλογά τους, να κόβουν ξύλα, να συνάζουν φυντάνια, να ξερριζώνουν δεντρικά, να κόβουν πωρικά ό,τι ώρα ήθελαν. Ξέφραγο ήταν το χτήμα κι αράδιαζαν οι στρατοκόποι μερόνυχτα. Εκείνος τους έβλεπε και δεν έδινε πεντάρα.

— Ας πάρη ο κοσμάκης, έλεγε στη μάννα του που του παραπονιόταν βρίσκει και παίρνει. Γιατί ο Θεός έκαμε τους πλούσιους, παρά για να κυβερνιώνται οι φτωχοί;

Μα σαν έβλεπε κανένα ζωντανό της Ελπίδας φρένιαζε από το κακό του. Φώναζε τους αγροφυλάκους να πάρουνε τους γκράδες· ήθελε να τα ξεκάμη για να γλυτώση από δαύτα.

— Τι; μισακό τον έχουμε τον τόπο! συχνόλεγε με θυμό. Της το είπα χίλιες φορές· όποιος θέλει θρεφτάρια ν' αγοράση και κουμάσι· δεν τόχω σκοπό ν' αναθρέψω εγώ τα μπαστάρδικα.

Για να τα ξεκόψη σοφίστηκε χίλια δυο κακά. Το κεφαλάρι που έβγαινε έρριζα στο σπιτάκι, έβαλε και τόχτισαν με ξερολιθιά. Το νερό χυνότανε κάτω στο δικό του χτήμα, πότιζε τα δικά του δεντρικά και τώρα εκιντύνευαν να ξεραθούν. Μα δεν τον έμελλε. Προτιμούσε να τα χάση, παρά να χαρίση στάλα στα ζωντανά της Ελπίδας. Τις κουμαριές που σκέπαζαν την πλαγιά κ' έκαναν οι μέλισσες το θαυμάσιο μέλι τους τις έκαψε. Τις μυρτιές που γλύκαιναν τα περιστέρια έβαλε και τις ξερρίζωσαν. Το ίδιο έκαμε και σε κάτι πεύκα που είχαν τα πουλάκια για κούρνια τους. Εκείνα πήρανε τόσο φόβο μαζί του που αρατίζονταν μόλις άκουαν τη φωνή του. Μα θες από πείσμα θες από αγάπη, δε μπορούσαν να ξεκόψουν κι ολότελα. Πήγαιναν να ζητήσουν τροφή και πόση στον τόπο του Χαγάνου· τα λαλήματα όμως και τα παιγνίδια τους τα είχανε για τον Αριστόδημο. Ποτέ κόττα δεν ξενόμισε· ποτέ μελίσσι δεν πήγε να στήση αλλού το κουβέλι του. Ένας μάλιστα κόκκορας προχωρούσε άφοβα ως το σπίτι. Ήταν ο μεγαλείτερος κι ο ωμορφότερος κόκκορας της γειτονιάς, με πούπουλα χρυσοκόκκινα σαν κουμαρίσα φωτιά. Πήγαινε και βάτευε τις κόττες του, έμπαζε τα κλωσσοπούλια στα φτερά της μάννας τους και βίγλιζε τον πετρίτη που τριγυρόφερνε ψηλά για ν' αρπάξη κανένα. Και το χάραμα ανέβαινε στη στέγη κ' έκραζε — Κουκουρίκου! σα νάλεγε στον Αριστόδημο το «φύλακες γρηγορείτε! …»

Το χαμώγειο ήταν χωρισμένο με καλάμι. Στο ένα χώρισμα καθόταν η Ελπίδα μονάχη της· στο άλλο ζούσε ο Μαλαματένιος με τη γριά του. Απόξω ήταν το μαγεριό δίπλα ένα κελλάρι για τ' αποδοσίδια της γης και για τα ύπεργα. Τι αποδοσίδια και τι ύπεργα θα ειπής; Ξινάρια και λισγάρια, ένα πατητήρι και μια κάδη ψηλή και στρογγυλή σαν καλοθρεμμένος γούμενος. Πέντε βαρέλια στη γραμμή μεγάλα και δυνατά, σίγουρα καθισμένα στα σκαριά σαν παντουβάνες κόττες στ' αυγά τους. Εκείνες καρκαρίζουν για να βγάλουν τα πουλιά τους. Τα βαρέλια της Ελπίδας σιγοβράζουνε το μούστο που εμπιστεύθηκε στους κόρφους τους. Μαθαίνουν στο κρασί τα λόγια και τους σκοπούς που θα βάλη αργά — γλήγορα στο χείλη των γλεντζέδων. Εκεί ψηλά που την ξόρισε η απονιά του Χαγάνου κ' η περιφρόνηση του Ευμορφόπουλου, τίποτ' άλλο δε φυτρώνει από το κλήμα. Φύτρωσε απομοναχό του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους το καλλιέργησαν. Ένα κλήμα ήταν και τώρα δασοφύτρωσε. Κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο. Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς. Και σαν πλακώση ο άλλος τρύγος ανοίγει τα βαρέλια και ποτίζει τη γη με δαύτο.

— Χόρτασε γη μου, της λέει λυπημένα· από να το πιουν ανάξια στόματα, καλήτερα εσύ να το πάρης στα σπλάχνα σου.

Ο γέρο Μαλαματένιος μηχανεύεται χίλια δυο πράματα. Κόβει ξύλα και τα πουλεί στα σπίτια· κόβει έλατα και φτιάνει κλειδοπίνακα, βαρελάκια, τσότρες, ξυλοκάνατα. Κόβει στο ρέμμα λυγαριές και πλέκει κανίστρες και κοφίνια για τον τρύγο. Κεντά αγκλίτσες για τους τσελιγκάδες, μπαστούνια για τους προεστούς, δεκανίκια για τις γριές, φλογέρες για τους πιστικούς και για τα βοσκαρούδια σουραύλια. Άμα συνάξη αρκετά, φορτώνει το γαϊδουράκι του και πηγαίνει κάτου στο χωριό να τα ξεκάμη. Έχει μια ωρισμένη θέση στο παζάρι κ' εκεί ξεφορτώνει. Τ' απλώνει απάνου στην πλάκα κι αρχίζει το διαλάλημα. Δε διαλαλή με φωνές παρά με το σουραύλι του. Τ' αρμόζει καλά στα χείλη του κι αρχίζει να στέλνη περαδώθε τους ηχούς. Οι χωριάτες ξαφνίζονται· αφίνουν αμέσως τα παζάρια τους και το τριγυρίζουν, σαν πουλάκια στο κράξιμο της νοικοκυράς. Εκείνος λαλεί· λαλεί και τους χύνει στα στήθη καημούς γνώριμους μα ξεχασμένους· χαρές αφάνταστες, πόνους και τρόπους κοιμισμένους, ρυθμούς αμολόγητους. Άξαφνα η ψυχή τους ξυπνάει ποθοπλάνταχτη σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα. Τα ξυλένια εργόχερα γίνονται ζηλευτά στολίδια στα μάτια τους. Τα κεντίδια τους αναδεύουν, μιλούνε, δένουν σα μάγια την ψυχή τους. Και σε μια στιγμή αδειάζουν τις σακούλες τους στην πλάκα και παίρνουν από κείνα, περήφανοι και κάπως λυπημένοι που δε μπορούν ν' αγοράσουν περισσότερα.

Έτσι πέρασαν τη ζωή τους ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γυναίκα του. Δούλευαν το κλήμα, δούλευαν και τα εργόχερα. Μα δούλευαν μονάχα· ήταν τα χέρια τα καλά και τα χρήσιμα και τίποτ' άλλο. Η τέχνη που τάκανε τόσο ποθητά ήταν η ψυχή της Ελπίδας. Εκείνη τα σχεδίαζε, τα στάφνιζε, τους έδινε τη χάρη και το ρυθμό. Σε τίποτα δεν καταπιανόταν το γέρικο αντρόγυνο χωρίς το θέλημα της κόρης. Και όμως τώρα που τους πλάκωσαν τα χρόνια αρχίσανε κ' οι δυο τους τις αναποδιές. Βλέπουν την Ελπίδα που μεγαλώνει και ανησυχούν για το μέλλον της.

— Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό.

— Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά!

— Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα για τούτο, διάολε, σου λέω και γω πως γούρμασε το κορίτσι· επρόσθεσε αμέσως με μαλακό θυμό.

— Κι αν γούρμασε και τι; καιρός του δεν είνε;

— Καιρός του· ποιος λέει όχι. Εσύ στα χρόνια του τάτρωγες τα ξυνόμηλα με το καλάθι.

— Ουφ, ανάλατε! δε μαζώνεις, λέω, τη βρωμόγλωσσά σου.

— Τώρα, βέβαια, βρωμόγλωσσα. Μα ήταν μια φορά νόστιμη και ξέρω
ένα κορίτσι που τη λιμπίζονταν.

— Ου, πράμα που ήθελα λιμπιστώ! Πως με γέλασες μοναχά και
μπερδεύτηκα μαζί σου χωρίς να το καταλάβω.

— Σε γέλασα ή με γέλασες ; Εσύ, μωρέ, φαρομανούσες από μικρή. Δεν
είσουνα δέκα χρονών και γύρευες άντρα.

— Καλάκαμα! έτσ' ήθελα! είπε πεισμωμένη η γριά. Μην ήθελες να
είμουνα σαν εσένα τον αχμάκη;

— Αχμάκης — ξαχμάκης, δούλεψα όσο μπόρεσα.

— Δούλεψες — δε δούλεψες; πούνε το λοιπόν η σοδειά σου; Α δε μούστελνε ο Θεός το κορίτσι, θα καθόμουν ολομόναχη σαν κουρούνα να κλαίω την ερμιά μου!

— Έχεις άδικο, γριά· μα τον Ύψιστο έχεις άδικο να με μαλώνης. Τι φταίω 'γω σ' αυτό;

— Τι, εγώ φταίω;

— Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα· είπε ο γέρος, χαμογελώντας με το θυμό της. Ούτε συ φταις ούτε γω. Έτσι θέλησε ο Θεός κ' έτσι έγινε. Πώς μπορούμε μεις ν' αλλάξουμε τα θελήματά Του.

— Σωστά …

— Να ξέρης, μωρέ γυναίκα, που ο Θεός βλέπει μακρύτερ' από μας· είπε ο γέρος αφίνοντας κάτω το πελέκι του. Άφηκε τόπο εύκαιρο για την Ελπίδα. Αν είχαμε κ' εμείς παιδιά, τι θα γινότανε το βρέφος. Αί ; όχι, σου λέει, πολλά. Ένα και καλό.

— Καλό και χρυσό, μάτια μου, αλήθεια· καλό και χρυσό, προσκυνώ τη Χάρη του! είπε η γριά κάνοντας το σταυρό της. Από την ώρα που μας τόστειλε ο Χαγάνος, στην καρδιά μου τόβαλα.

— Μα είνε να το ιδή κανείς και να μην τ' αγαπήση; είπε κι ο γέρος με λαμποκόπημα των ματιών. Από μικρό γλύκα έσταζε το σιχαμένο. Και τώρα που μεγάλωσε — ωχ θεούλη μου! — δεν έχει ταίρι στον κόσμο — δεν έχει! … Και να συλλογιέται κανείς πως θα μείνη απροστάτευτη! έρμη κι απροστάτευτη! πρόσθεσε κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του.

— Σώπα, καϋμένε γέρο· σώπα και δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας.

— Δεν ήρθε; τι λες μωρή γριά! πλάκωσε δε λες. Να, έτσι μας φέρνει γυροβολιά, σαν τον ψαρά με την απόχη του. Δε βλέπεις που δε μπορώ να σηκώσω την αξίνα.

— Έτσι το λες πάσα χρόνο· μα το σκάψαμε και φέτο τ' αμπελάκι μας.

— Το σκάψαμε μα ποιος θαν το τρύγηση; Σήμερα — γι άκουσε να ιδής — Κατά πως βάρεσα την αξίνα πιάστηκε για καλά. Ρίζα ηύρε, λιθάρι, δεν ξέρω· μα πιάστηκε. Κάνω να την τραβήξω, δίνω — δίνω· ναι! «Έλα δω» με τράβαγε. Θυμώνω· μα θυμώνει κ' εκείνη. Τραβάω γω, τραβάει κ' εκείνη. Τέλος μου δίνει μια και με ξαπλώνει τ' ανάσκελα στο κουτρούλι. Κ' έκαμα ώρα για να σηκωθώ από κει!… Τι μου λες τώρα του λόγου σου;

— Ε! δε λέω πως είμαστε στα νιάτα μας· είπε η γριά χασκογελώντας για το πάθημα του γέρου. Μα όχι πως μας πλάκωσε κι ο Χάρος.

— Μωρέ σαν έρθη, καλώς νάρθη· θαρρείς πως τον φοβάμαι; Τι θ' απογίνη το κορίτσι συλλογέμαι. Βλέπεις, ο Χαγάνος ούτε ρωτάει πια για δαύτη. Τις προάλλες που πήγα ναν του μιλήσω, μου γύρισε τις πλάτες. — Να πας στο Μορφόπουλο, μου λέει· αίμα δικό του είναι· δεν είναι δικό μου …»

— Και καλά λέει. Τ' έχει να κάμη ο Χαγάνος στο κορίτσι μας;

— Το ξέρω που δεν έχει να κάμη. Μα βλέπεις κ' οι Μορφόπουλοι την αρνιούνται. Όχι την αρνιούνται, μα τη μισάνε κι όλα. Από τότε που πήρανε το χτήμα δε θέλουν να την ξέρουν.

— Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους.

— Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος.

— Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή.

Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.

— Γιατί, πατέρα, κάθεσαι και ζαλίζεσαι για μένα· είπε στο
Μαλαματένιο. Ας τους Μορφόπουλους να κάνουν τα κέφια τους.

— Λέει την αλήθεια του Θεού, κόρη μου! είπε η γριά· τι τους
έκαμες και σε μάχουνται τόσο ; Τα μάτια τους έβγαλες, μαθές!

— Καλά δε θέλουν να σε ξέρουν πρόσθεσε ο γέρος. Μα να σε βρίζουν
κι όλα!

— Κι αν βρίζουν και τι; Οι βρισές απάνω τους γυρίζουν κ' έγνοια σας. Δείχνεται η ξυππασιά κ' η αμυαλιά τους. Εγώ δεν έχω την ανάγκη τους. Όχι οι Μορφόπουλοι, μα κι όλος ο κόσμος να μου ριχτή, τίποτα δεν παθαίνω και μη φοβάστε.

— Τώρα καλά, κόρη μου· είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα αύριο που θα φύγουμε μεις, πως θα ζήσης μοναχή σου;

— Θα ζήσω κ' έγνοια σας. Εγώ — να το ξέρτε — δε γεννήθηκα για να πεθάνω εύκολα… Μα τι κάθουμαι και σας ψέλνω· επρόσθεσε σκάζοντας τα γέλοια. Κ' εσείς θα ζήστε· θα ζήσουμε μαζί ακόμα για πολύ· αργεί η ώρα σας.

Οι γέροι κούνησαν μονόγνωμοι το κεφάλι σα να έλεγαν: «από το στόμα σου και στου θεού τ' αυτί». Εκείνη την ώρα ακούστηκαν έξω αλυχτήματα και βαρειά πατήματα, σαν κάποιος να πλησίαζε στο σπιτάκι. Ο Μαλαματένιος έκαμε να σηκωθή από τη θέση του· μα τον πρόλαβε η Ελπίδα. Μ' ένα αντροπήδημα τινάχτηκε όξω κ' έβαλε ολόχαρες φωνές :

— Μπα, καλώς τους! καλώς ήρθατε. Για τούτο λοιπόν σπάρναε σήμερα
το μάτι μου;

— Καλώς κοπιάζετε στο φτωχικό μας· είπε κι ο Μαλαματένιος,
βγάζοντας το φέσι του· καλορροίζικο το κίνημά σας.

Και τρέχοντας σα ζάρκαδος στο μαγεριό φώναξε:

— Γριά! έβγα να ιδής το θάμα, γριά! Η κυρά Πανώρια έφτασε, ο
Δημητράκης! έβγα να ιδής· οι Μορφόπουλοι στο φτωχικό μας!…

— Θε μου και Κύργε μου! αλήθεια; είπε η γριά, κάνοντας το σταυρό
της.

— Αλήθεια! και ρωτάς ακόμα, μωρή κατσίκα; δεν ανοίς τα στραβά σου
να ιδής; είπε δίνοντας της μια τσιμπιά στο μηρί.

— Ωχ! έκαμε κείνη σαλτάροντας από τον πόνο. Μπα που να σου κοπή το χέρι! είπε φουρκισμένη· λωλάθηκες, λέω, και δεν ξέρεις τι κάνεις.

— Λωλάθηκα, μουρλάθηκα, παλάβωσα, ό,τι θες πες· είπε ο γέρος μακραίνοντας από κοντά της. Μα ψηλά τα χέρια σου! ψηλά τα χέρια σου κ' είνε ντροπής!

— Για σένα δεν ήταν ντροπής! είπε η γριά αρπάζοντας ξαφνικά το
μπράτσο του.

— Ωχ! έκαμε ο γέρος, πιάνοντας το μέλος του με μορφασμό. Ε!
είμαστε πάτσι τώρα· πάτσι κι απαγάι δε λέω καλά;

— Και να συλλογιστώ πως δυο λεφτά πριν τους κακογλωσσίζαμε.

— Σουτ! σκασμός μη σ' ακούσουνε! Το κεφάλι μου βάνω πως κάτι καλό θα βγάλη το κίνημα τους. Ήμαρτον, Θε μου, μη μας συνεριστής.

Κλαίγανε κ' οι δυο τους από χαρά. Μα στην ίδια θέση βρισκότανε κ' η Ελπίδα.

— Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας.

— Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της.

— Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε.

— Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε. Και γυρίζοντας στη γριά. Κουνήσου ντε! της φώναξε· πριν μώκανες τη νια· δείξε μας το λοιπόν τα νιάτα σου. Γλήγορα φωτιά, στρώματα, ρούχα! Σφάξε και την κόττα τη λαθουράτη και ρίχτηνε στην κατσαρόλα.

— Μα είσαι μούσκεμα, Κυρά! είπε η Ελπίδα, πιάνοντας τα ρούχα της
κυρά Πανώριας. Βραχήκατε στο δρόμο;

— Ναι, μας έπιασε βροχή· μα δεν είνε τίποτα, είπε ο Δημητράκης·
τώρα που φτάσαμ' εδώ όλα θα περάσουν δεν είν' αλήθεια, μάννα;

— Ναι, παιδί μου' εψιθύρισε κείνη χαμογελώντας.

Μπήκανε στο δωμάτιο κ' η γερόντισσα παραδόθηκε στη φροντίδα της κόρης. Αλήθεια ήταν πολύ κουρασμένη. Η θλίψη με την κούραση μάλωναν στο πρόσωπό της και τόκαναν αυστηρό και συμπαθητικό. Κάθισε στον καναπέ, ακκούμπησε στο χέρι το κεφάλι της και κύτταξε γύρω τα σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. Αντίκρυ το κρεββάτι ασπροντυμένο έμοιαζε μ' ανθισμένο αγιόκλημα. Σε μιαν άκρη ήταν στημένος αργαλειός με μισοϋφασμένο παννί και δίπλα η ανέμη έτοιμη να μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν το δοξάρι και μια κιθάρα. Το δοξάρι για το βαμπάκι της — βαμπάκι για φορεσιές κ' η κιθάρα για το τραγούδι — τραγούδι για καϋμούς, για πόθους και για έρωτες. Τους άλλους τοίχους τους στολίζανε ζωγραφιές παλιές μα ολοζώντανες, σα να έφυγε τώρα το κοντύλι από πάνω τους. Η μια έδειχνε την Αρετούσα στη φυλακή να βρέχη με τα δάκρυά της το δαχτυλίδι του Ρωτόκριτου. Στην άλλη παράδερνε η Αροδαφνούσα στον πύρινο θυμό της Ρήγισσας κι ο Ρήγας παραπέρα ξάμωνε το σπαθί του να πετσοκόψη τη ζηλιάρα. Η Βοσκοπούλα σ' άλλη ψυχομαχούσε μέσα στο ανθοσπαρμένο σπήλιο της, αναζητώντας τον άγνωστο βοσκό. Και σ' άλλες ζωγραφίζονταν άλλα μαρτύρια, τρυφερά ειδύλλια με θλιμμένο τέλος, σα να ήταν το δωμάτιο ναός κάποιου τρομερού θεού. Ο άσβυστος Πόθος κ' η Ζήλια η ωχροπράσινη μαζί με την Απάτη και τη μαύρη Καταφρόνια, σκόρπιζαν τα θύματά τους σαν κομμένα κρίνα εδώ κ' εκεί. Κ' ήταν τα θύματα γλυκές παρθένες και ζηλεμένοι νιοι, κ' ήταν το πάθημά τους πεταλούδας πάθημα. Εκείνη κύτταζε τις ζωγραφιές και η λύπη πλάκωνε το μέτωπό της. Η Ελπίδα ορθή μπροστά της χτένιζε τ' αργυρά μαλλιά και τη χαμόβλεπε χωρίς να τολμάη να της χαλάση τους στοχασμούς.

Έπειτα θέλησε ν' αλλάξη τα βρεμένα ρούχα της. Άνοιξε το τοιχαρμάρι κ' έβγαλε από μέσα χιονάτα ασπρόρρουχα. Μια δυνατή μυρουδιά λεβάντας σμιγμένης με αμάραντο αναδύθηκε και γέμισε το δωμάτιο σα ν' άναψε θυμιατήρι. Η κυρά Πανώρια ένοιωσε τη μυρουδιά και χαμογέλασε. Η Ελπίδα σάστισε· νόμισε πως χαμογέλασε για τα φτωχικά τ' ασπρόρρουχά της.

— Τι να κάμω, Κυρά μου ; είπε κατακόκκινη σαν τριαντάφυλλο. Το ξέρω πως δεν πρέπουν στο κορμί σου τ' ασπρόρρουχά μου· μα δεν έχω άλλα. Να τόξερα πως θα τα φέρη ο θεός τόσο γρήγορα να σε ντύσω 'γώ, θα σου ύφαινα παννί απ' του ήλιου τη χάρη. Μα δεν τόλπιζα και θα σε προστυχοντύσω.

— Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με
καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο.

— Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά
μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς.

Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση. Τα μάτια της έβλεπαν για πρώτη φορά το καλοπλασμένο κορμί με το αχνό σαν ελεφαντοκόκκαλο δέρμα του. Ο κρουσταλλένιος λαιμός με τις γαλάζιες φλέβες του, τα μεστωμένα στήθη κ' οι στρογγυλοί λαγόνες της, έφερναν στο νου της ίδια τη Φύση με τους πύρινους χυμούς της. Άθελα η Ελπίδα θυμήθηκε τον Αριστόδημο κ' η μελαγχολία σαν κύμα νεκροθάλασσας πλάκωσε την ψυχή της. «Τι κατάρα έπεσε ξαφνικά στο σπίτι της! σκέφτηκε. Η μήτρα η καμωμένη από του θεού το χέρι για να γεννά θεόκορμα και δυνατά παιδιά, γιατί τάχα κατάντησε να γεννά ξεθεώματα;»

— Αχ, Κυρά μου, τι κακό είνε τούτο! τι κακό! είπε αρχίζοντας τα
δάκρυα.

— Τ' είνε, κόρη μου; την ρώτησε η γερόντισσα ξαφνισμένη από το
θρήνο της.

Η Ελπίδα συνήρθε αμέσως και μάσησε τα λόγια της. Δεν ήθελε να ειπή το στοχασμό της και να την λυπήση περισσότερο.

— Τα πόδια σου, Κυρά μου, τα πόδια σου είνε καταματωμένα! είπε μ' αναφυλλητό. Ποιος τόλπιζε τέτοιο κακό στου Μορφόπουλου τη γυναίκα! ποιος τόλπιζε!..

Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση.

— Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της.

— Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής.

Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή. Α μπα! δεν ήταν τίποτα· ανατριχίλα ήταν, θα περάση. Δεν ήταν δα και τόσο γριά να πέφτη με το παραμικρό στο κρεββάτι! Μα το ρίγος σέρνονταν σα φίδι παγωμένο στο κορμί της. Οι σαγονιές της χτυπούσαν άναψαν τα μάγουλά της. Δέχτηκε τέλος να πέση στο κρεββάτι. Η Ελπίδα πήρε μια μάλλινη αντρωμίδα και τη σκέπασε καλά.

— Έτσι θα ζεσταθής, Κυρά· της είπε σα να μιλούσε σε χαδιάρικο παιδί. Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη.

— Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια.

Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα.

— Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο.

— Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί.

Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση. Το να φύγη μακρυά από τον Αριστόδημο του φαινόταν σωτηρία. Όχι πως δεν τον λύπησε η καταστροφή που έκαμε ο αδερφός του στο χτήμα. Την επρόβλεπε όμως και παρακαλούσε νάρθη μια ώρ' αρχήτερα. Όσο γρηγορώτερα η καταστροφή, τόσο γρηγορώτερα έλπιζε και την ανόρθωση. Τη νέα ζωή της γενιάς του τη χώριζε σε δυο εποχές κ' έλεγε να φύγη η πρώτη για νάρθη η δεύτερη. Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης. Ήθελε κάτι να κάμη, από κάτι να καταπιαστή για να δοκιμάση τη δύναμή του. Άξαφνα είδε την αξίνα του Μαλαματένιου σ' ένα κουτρούλι και την άδραξε στα χέρια. Έδωκε μια κι αναποδογύρισε ένα κομμάτι χώμα ίσαμε δέκα πλίθες. Έπειτα άρχισε να σκάφτη βιαστικά, σηκώνοντας και κατεβάζοντας την αξίνα με πείσμα, λες κ' ήταν εχτρός του η γη κ' ήθελε να την τελέψη.

— Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά!

— Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός… Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο. Μην παραξενεύεσαι· είπε τρυφερά αφίνοντας την αξίνα και πιάνοντάς την από το χέρι. Μήπως εδώ σ' αυτήν τη θέση, δε μου είπες άλλοτες εκείνη τη συμβουλή.

— Ποια συμβουλή ; τον ρώτησε η κόρη ψάχνοντας το νου της.

— Εκείνη την προγονική μας· πως την είπες ; ξέχασα τα λόγια τώρα. Ξέχασα τα λόγια, μα θυμάμε καλά το νόημα τους. Τόχω σφιχτοκλεισμένο στην ψυχή μου και θέλω να το κάμω αλήθεια. Στάσου να ιδής πως αρχίζει· Στρατιώτες . . .

— Αγάπα τα στρατιωτικά ;

— Ναι, ναι· τώρα θυμήθηκα.

Αγάπα τα στρατιωτικά, πάντοτε μάνθανέ τα. Στρατιώται ήσαν οι όλοι σου και πάπποι και προπάπποι. Και όλον το γενολόγι σου καλούς στρατιώτας είχε ..

Μα επρόσθεσε συλλογισμένος· στρατιώτες είχε τάχα ή σοφιστές ;

— Και τα δυο· είπε η κόρη. Στη γενιά μας μαλώνουν τα δυο τους όλον τον καιρό, σαν το Αγαθό με το Κακό στον κόσμο. Πότε τόνα νικάει και πότε τ' άλλο. Με τη διαφορά πως όταν νικούν οι πρώτοι, απλώνουν τα σύνορά μας ίσαμε το Γάγγη. Μα όταν νικούν οι δεύτεροι…

— Αφεντεύει ο ξένος μέσα στο σπίτι μας, εσυμπλήρωσε ο Δημητράκης. Για κακή μας τύχη και τώρα νικάνε οι δεύτεροι. Το σπίτι του Μορφόπουλου γέμισε από σοφιστείες.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση. Δεξιά σε μιαν ομάλια, το παλάτι της Πεντάμορφης καθρέφτιζε στην άτρεμη λίμνη τους χιονάτους τοίχους του και τις δαντελωτές σκεπές του. Σ' ένα του παραθύρι καθότανε η κυρά του κ' έπαιζε τα χρυσόμηλα με το αντρειωμένο βασιλόπουλο, τον αφέντη της. Έλαμπε το παραθύρι, έλαμπαν τα χρυσόμηλα, έλαμπε κι ο νιος γαμπρός από την ομορφιά της. Οι δράκοι και τ' αραπόπουλα και τ' άλλα κακότροπα στοιχειά που θέλησαν ν' αντισκόψουν το θριαμβευτικό δρόμο του νιου, τώρα δαμασμένα γύριζαν στην αυλή πρόθυμοι βιγλατόροι τους. Στη λίμνη ένα καράβι ολόχρυσο με προύτζινα κατάρτια και μεταξωτά παννιά αρμένιζε ίσα στο παλάτι. Ψυχή δεν είχε μέσα· ούτε ναύτης, ούτε κυβερνήτης, ούτε τιμονιέρης φαινόταν πουθενά. Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού. Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα;

Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά. Φαίνονται οι χώρες του Χαγάνου, οι χώρες του Θεομίσητου, του Ζάρακα, του Μήτρου Γλάμη κι αλλουνών. Ένα προς ένα ξεχωρίζουν τα παλάτια τα δικά τους και τα χαμώγεια των κολλήγων τους. Απόπερα στη ρίζα της ομάλιας τρεμολάμπει σα νιόβγαλτο αστέρι και το σπιτάκι του Ευμορφόπουλου. Δίπλα στο σπιτάκι κι απάνου σ' ένα θεόχτιστο κοτρώνι, ξεχωρίζουν κάτι χτίρια μισά και σαραβαλιασμένα. Πίσω τους ένα μαύρο σύγνεφο σα δικέφαλος αητός με τις φτερούγες ολάνοιχτες έσκυβε απάνω τους σαν όρνιο στο ψοφήμι. Πότ' έδειχνε πως τα ξέσχιζε με το ράμφος του και πότε πως ήθελε να τα σηκώση στις φτερούγες του και να τα πάρη μαζί του. Μα και το σύγνεφο δεν έκανε άλλο παρά να δείχνη την ομορφιά και τη χάρη τους. Τα μάρμαρα έπαιρναν ένα χρώμα κιτρινόλευκο σα να ήταν από ελεφαντοκόκκαλο. Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό.

— Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης.

— Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!

— Τι λες ; τον ρώτησε ξαφνισμένη από τις άγριες ματιές του η κόρη.

— Είνε ασέβεια ο λόγος μου· τα ξέρω· μα ήθελα να τόκανα. Να σκότωνα τον πατέρα για να ζήση το παιδί. Αυτός ο Παρθενώνας μας στέρεψε όλες τις βρύσες της ζωής.

— Ενώ μπορούσε να τις πληθύνη.

— Μπορούσε, δε λέω τ' όχι. Μα δεν τόκαμε.

— Δεν είνε δικό του το σφάλμα.

— Σπολλάτη που με φώτισες, είπε με πικρό χαμόγελο. Δεν ξετάζω την αφορμή· βλέπω τ' αποτέλεσμα, το θλιβερό αποτέλεσμα!… Αχ, πώς ήθελα να μην είχα δοξασμένους προγόνους!…

Ξαπλώθηκε στον όχτο και τράβηξε την Ελπίδα κοντά του.

— Μα τώρα μου φαίνεται πως ξανανιώνω· είπε κυττάζοντάς την στα μάτια.

Εκείνη χαμογέλασε.

— Κ' εγώ δεν ξέρεις πόσο χάρηκα! εδώ θα είμαστ' ελεύθεροι να τα
λέμε.

— Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα
μου;

— Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη.

— Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!…
Γ’

— Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

— Όχι, Ελπίδα, με συμπαθάς· δε θέλω να ειπώ αυτό. Μα για συλλογίσου στην ηλικία της να πάθη τέτοιο κακό; Ξέρεις ο Αριστόδημος το ρήμαξε όλο το μετόχι· δεν άφηκε κούρβουλο.

— Δεν το ξέρω, μα το περίμενα. Ο δρόμος που πήρε έδειχνε πού θάφτανε.

— Έχεις δίκιο· κ' εγώ τόξερα. Μα βλέπεις, η γριά πάντα κάτι έλπιζε. Ε, ας πάη να κουρεύεται! είπε άξαφνα θέλοντας ν' αλλάξουν κουβέντα. Για δείξε μου τι κεντάς αυτού.

— Βρίσκουμαι στο τέλος· είπε απλώνοντας το κέντημα στα γόνατά της και παίρνοντας το βελόνι· βιάζομαι να τελειώσω σήμερα. Από δω κι ομπρός ποιος ξέρει τι θ' αρχινήσω.

— Μπωμπώ! τι σκούρα κλωστή! έκαμε ο Δημητράκης ανατριχιάζοντας.

— Σκούρα ναι· ταιριάζει με την υπόθεση.

Και σύγκαιρα το παχουλό χεράκι ερράμφισε το μεταξωτό, σαν άσπρο περιστέρι απάνω στη χλωροσιά. Έπαιζε το χέρι αστόχαστα και το κέντημα γινότανε, θαρρείς, μοναχό του.

— Μα είνε πόλεμος βλέπω! είπε ο Δημητράκης με θαυμασμό.

— Ναι· ο πόλεμος πώκαμαν οι δικοί μας. Πίστεψαν πως με τις παλάβρες θα νικήσουν τον Τούρκο. Μα κείνος ρίχτηκε αψής, τους πήρε του κυνήγου και τους αφάνισε. Δεν ήταν τόσος ο αφανισμός όσο η ντροπή. Για τούτο έβαλα σκούρα κλωστή. Κάτω απ' τη μαύρη σκέπη κλαίει ανόχλητα τη χαμένη παρθενιά της η κόρη.

— Σωστά· είπε ο Δημητράκης θλιμμένος. Άνοιξε το όλο να ζήσης. Όλο το κέντημα είνε για τον πόλεμό μας ;

— Α μπα· εδώ είνε κεντημένη όλη η ιστορία της γενιάς σας.

— Της γενιάς μας· ήθελες να πης.

— Όπως θες.

Και σύγκαιρα ξετύλιξε απάνου στο χορτάρι ένα κομμάτι ατλάζι πλατύ και μακρύ σα σεντόνι. Ήταν όλο γεμάτο από κεντήματα. Πούλιες, τιρτίρια, χρυσογάιτανα έσμιγαν εκεί με κάθε λογής πετράδι. Τα πετράδια εθάμπωναν, τα χρυσάφια γυάλιζαν μα της κεντήστρας η τέχνη έκανε το μεγαλήτερο θαύμα. Κάθε σταυροβελονιά και γινόταν σχήμα και το σχήμα έδειχνε ό,τι δεν ήταν. Κάστρα δεν ήταν και κάστρα φαίνονταν· πολεμιστές δεν ήταν και πολέμους άνοιγαν· σαλπιστές δεν ήταν και σάλπιγγες ηχολογούσαν. Έβλεπες το τριαντάφυλλο κι άρπαζες σύνωρα το μοσκοβόλημά του· έβλεπες θέρο κ' ένοιωθες το ψωμί δίπλα σου· έβλεπες φονικό κι ανατρίχιαζες σύψυχος· έβλεπες εχτροτσάκισμα και φώναζες: απάνω τους!

— Ωραίο κέντημα! Είπε ο Δημητράκης. Νόμιζα πως μονάχα η φύση μπορούσε να μας δώση τόσο τέλειο κέντημα.

— Και μήπως εγώ δεν είμαι γέννημα της φύσης! Κ' εγώ κ' εσύ και όλοι μας. Μην κυττάς που ψευτίζουμε με τον καιρό. Φεύγουμε από τη μάννα και πάμε στην παραμάννα γι' αυτό. Δόξα σοι ο Θεός, εγώ δεν τόπαθα τέτοιο κακό. Έμεινα πάντα στον κόρφο της μάννας μου.

— Αλήθεια· δόξα σοι ο Θεός! είπε ο Δημητράκης με λύπη. Μα εγώ δε μπορώ να το καυχηθώ για τον εαυτό μου. Εγώ έφυγα έφυγα κ' είνε ζήτημα αν θα μπορέσω να την ξαναυρώ. Για τούτο τώρα δε μπορώ να νοιώσω το κέντημά σου. Δε μου το ξηγάς;

— Γιατί όχι· χαρά μου είνε να σε ξαναφέρω πάλε στη μάννα σου. Για ποιόν άλλον τόκαμα το κέντημα παρά για σένα. Να, βλέπεις εδώ το μεγάλο κύκλο με τα ρουμπίνια.

— Ναι, τον βλέπω· παίζουν γλυκόχρωμα στα μάτια μου τα ρουμπίνια· μα στέλνουν και κάποια αρμονία στην ψυχή μου. Μην είνε αίματα και χλαλοή πολέμου;

— Είνε ο κύκλος ο Ακριτικός· κάθε ρουμπίνι και ήρωας. Να ο Διγενής· να ο Αρμούρης, ο Ξανθίνος, ο Σαββατογέννητος. Διαβάζεις τα γράμματα ;

— Ναι, στάσου· είπε σκύβοντας στο κέντημα ο Δημητράκης και συλλαβίζοντας. Δράκοι και δρακοντόπουλα Ρωμαίικα παλληκάρια. Ποιοι είνε;

— Όλοι από τη γενιά μας. Πριν καταιβή ο Χαγάνος καταδώθε. Άνοιγαν πολέμους νύχτα και ημέρα. Πολεμούσανε με τους ανθρώπους, με τα θεριά και με το Χάρο ακόμα.

— Θα είνε πολύ παλαιοί.

— Όχι και πολύ· στην εποχή που το μετόχι μας έφτανε κάτου στη Μεσοποταμία. Έπειτα ήρθαν οι Τσιμισκήδες, οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες, οι Βουλγαροχτόνοι. Να εδώ· βλέπεις;

— Ναι· τι μεγάλο ποτάμι! και μέσ' στα κύματά του κυλάει κεφάλια.
Τι άσκημα κεφάλια που είνε!

— Είνε Βουλγάρικα. Τάκοψε ο Βασίλειος κι από τότε η γενιά του
Θεομίσητου δούλευε σκλάβα στη δική μας.

— Τι αθάνατοι! εψιθύρισε ο Δημητράκης.

— Αθάνατοι μα κι άγνωστοι σε σας.

— Αλήθεια· εγώ διάβασα το Δημοσθένη.

— Το λογά το Δημοσθένη! είπε η κόρη με αποστροφή. Και όμως τούτοι είνε σιμώτερα στην ψυχή μας· τόσο στην ψυχή μας όσο και στη δόξα και στην τύχη της γενιάς μας.

— Μα δεν τους άκουσα ποτέ.

— Δεν τους άκουσες γιατ' έτσι θέλησε ο Αριστόδημος. Παίρνει τη ρίζα του δέντρου και τα φύλλα. Τον κορμό τον απαρνιέται. Δεν του φαίνεται τόσο ζηλευτός. Και δε συλλογίστηκε ποτέ, πρόσθεσε η κόρη θυμωμένη, δε συλλογίστηκε πως ο κορμός είν' εκείνος που δένει τη ρίζα με τα φύλλα.

— Να σου ειπώ την αλήθεια, Ελπίδα; είπε ο Δημητράκης αφωσιωμένος στο κέντημα· θλίψη και πόνος με πιάνει με το κέντημά σου. Η σκούρα κλωστή βασιλεύει ολούθε. Πού και πού φαίνεται τ' ασήμι και το χρυσάφι. Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά.

— Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη.

— Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε;

— Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου. Ρίχτηκε με τάλογό του μέσα στο σίφουνα κι άδραξε την αθανασία.

— Δε διάβασα τέτοιο θάνατο πουθενά.

— Δε διάβασες γιατί δεν έγινε. Ζη ο Βασιλιάς μας, ζη και μας προσμένει! φώναξε η κόρη με αστραφτερά μάτια σαν προφήτισσα.

— Το πιστεύεις;

— Το πιστεύω! βέβαια και το πιστεύω αφού στο λέω.

— Έπειτα:

— Έπειτα θρήνος κ' αίματα· είπε η κόρη σέρνοντας ανάλαφρα το χέρι της απάνου στο κέντημα· δε βλέπεις; Αίματα και λαχτάρες απ' άκρη σ' άκρη. Μα η ψυχή του πρώτου μας διαβαίνει απάνου τους και τα στολίζει σαν αχτίνα στο μακελειό. Να κύτταξε…

— Ένας Ιππότης! Φράγκος είνε, Ελπίδα;

— Γι' Ατθίδα με πήρες που θα κεντήσω Φράγκους; Είνε Μορφόπουλος. Είνε η ψυχή της σκλαβωμένης γενιάς μας· ο Μερκούριος Μπούας. Ένας σίφουνας που αν φύσαγε καταδώθε, θα σάρωνε για μιας το Χαγάνο και τη γενιά του. Μα δεν ήταν θέλημα Θεού. Τράβηξε κατά τη Δύση και στήριξε μιαν αλάκερη αυτοκρατορία με τη λόγχη του.

— Αλλοίμονο! εμουρμούρισε ο Δημητράκης δακρύζοντας.

— Ναι, αλλοίμονο και τρισαλλοί! έχεις δίκιο να κλαις· μα και να βλέπης πρέπει· είπε η κόρη σοβαρά. Βλέπεις εκείνα τα φεγγοβολήματα; είνε τ' αρματωλίκια· ο Ζήδρος, ο Ζαχαρίας, οι Κατσαντωναίοι, ο Νικοτσάρας. Λαμπάδες ετοιμάζονται για τη μεγάλη Ανάσταση.

— Κ' εκείνη δεν έγινε.

— Πώς δεν έγινε; είπε η κόρη παραξενεμένη· να εδώ.

— Φρίκη! έκαμε ο Δημητράκης, γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο.

— Το Εικοσιένα μας· είπε η κόρη φέρνοντας στανικά το κέντημα στα μάτια του. Γύρισε, φοβιτσάρη, να ιδής τον εαυτό σου. Καθρέφτη σούκαμα να καθρεφτίζεσαι μέσα.

Ο Δημητράκης γύρισε αργά — αργά και κύτταξε πάλε το κέντημα. Ήταν κίτρινος σαν το φλωρί· τα μάτια του έρριχναν παράξενες αστραπές. Τα μαλλιά πεσμένα στο μέτωπό του τον έδειχνε σαν να σηκώθηκε από αρρώστεια πολυκαιρινή. Τα χείλη του άσπρα έτρεμαν από τη συγκίνηση.

— Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; εμουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του.

— Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και τόκαμαν· τ' άλλα τ' άφηκαν στα παιδιά τους… Μα σα να κουράστηκες βλέπω· πρόσθεσε η κόρη βλέποντας το Δημητράκη αφαιρεμένο. Σε ζάλισα με το κέντημά μου.

— Όχι, Ελπίδα, όχι· είπε βιαστικά εκείνος εμποδίζοντάς την να τυλίξη το μετάξι. Δε με ζάλισε το κέντημά σου· το εναντίο μάλιστα, μ' έβαλε σ' έγνοιες. Βλέπω τους πρώτους μας στις δυο άκρες και με πιάνει απελπισία. Ένας εκεί πάνου βουτημένος στα αίματα κι άλλος εδώ κάτου βουτημένος στη ντροπή. Δεν είνε κρίμα, Ελπίδα, δεν είνε κρίμα! Γιατί και Τούτος να μη μοιάση Εκεινού ;

— Έχεις δίκιο να θλίβεσαι· μα δε φταίει και Τούτος. Όλοι μας φταίμε· και περσότερο απ' όλους η εποχή μας.

— Όλοι, όλοι; είπε ο Δημητράκης σα να ρωτούσε τον εαυτό του μπορεί. Μα και σε κείνον έφταιξε η εποχή του. Όμως φάνηκε ανώτερος. Σα δεν την εύρισκε τη δόξα στη ζωή, πήγε και την αγκάλιασε στο θάνατο. Για ιδές τον πώς τη σέρνει πίσω από τ' άλογό του. Απ' τις πλεξίδες τη σέρνει, απ' τις πλεξίδες! Θα το ιδούμε τάχα στις μέρες μας κ' εμείς τέτοιο θέαμα. Ω ευλογημένο χεράκι, που μου 'δωσες τέτοια συγκίνηση.

Και πριν η κόρη προφτάση ν' αντιληφθή το κίνημά του, ο Δημητράκης άδραξε το χέρι της και το κόλλησε στα χείλη του.

— Ευλογημένο κι αγιασμένο χεράκι· είπε κυττάζοντάς την με ταπείνωση και λατρεία σα νάβλεπε εικόνισμα.

Εκείνη έσυρε το χέρι της βιαστικά και χαμήλωσε τα μάτια της κατακόκκινη. Πρώτη φορά ένοιωθε του Δημητράκη τα χείλη απάνου της. Και πρώτη φορά ένα μαγνητικό ρευστό χύθηκε απ' άκρη σ' άκρη στο κορμί της και φούντωσε το αίμα της. Για μια στιγμή της ήρθε λιγοψυχιά. Ο ανασασμός της έγινε δύσκολος· τα μέλη της βάρυναν και χαλαρώθηκαν. Έμοιαζε ολόγυμνο κορμί παραδομένο στου ήλιου τα φλογερά φιλήματα. Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.

— Συμπάθησέ με, Ελπίδα, συμπάθησέ με· είπε με θλιμμένη φωνή. Δεν ήθελα να δείξω άλλο από το θαυμασμό μου. Το θαυμασμό μου σε σένα και στο έργο σου. Έλα, κάτσε κοντά μου κ' έχω κάτι να σου μιλήσω ακόμα. Έλα, να ζήσης …

— Τι θες ; είπεν η κόρη πισωγυρίζοντας.

— Πες μου σε παρακαλώ. Μα θα μου ειπής την αλήθεια;

— Γιατί όχι; Εγώ ψέματα δεν έμαθα. Η αλήθεια είνε το μοναχό
στολίδι μου. Ρώτα ό,τι θες και θα σ' αποκριθώ.

— Ήθελα να μάθω, είπε ο Δημητράκης με δισταγμό· αυτά όλα που
κέντησες…
— Ε.

— Σε τι βιβλίο τα διάβασες;

— Σε βιβλίο! του είπε η κόρη σκάζοντας τα γέλοια. Μα δεν έχεις άδικο. Ο Αριστόδημος θαρρεί πως στο βιβλίο βρίσκονται όλα τα πράματα.

— Ναι· έτσι μ' έμαθε.

— Μπορεί νάχη δίκιο. Μα εγώ δεν τα διάβασα σε βιβλίο· δεν ξέρω γράμματα.

— Δεν ξέρεις γράμματα!

— Ναι, δεν ξέρω! Όσα σου είπα τ' άκουσα από τη μάννα μου.

— Κ' η μάννα σου πού τα διάβασε;

— Πουθενά· απ' τη μάννα της τάμαθε κ' εκείνη. Απ' τη μάννα της κι από τον πατέρα της. Δεν ξέρεις το λοιπόν πως κρατάμε από την ίδια ρίζα;

— Το ξέρω, Ελπίδα, το ξέρω και το παραξέρω. Και γι' αυτό καταλαβαίνω πόσο μεγάλοι ήταν οι παππούδες μας. Ενώ εκείνος ο αδερφός μου!…

— Α, ο αδερφός σου! είπε η κόρη κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση. Εκείνος πήρε τα βιβλία τους μοναχά. Μα εμείς κληρονομήσαμε την ψυχή τους.

— Εγώ θαν τα πάρω και τα δυο· είπε ο Δημητράκης με αυτοπεποίθηση·
ναι;

— Δεν ξέρω… δεν ξέρω… Πώς να το ειπώ το ναι. Δεν ξέρω·
ψιθύρισε μακραίνοντας από κοντά του.

— Δεν ξέρεις; την ρώτησε κείνος ρίχνοντας τα χέρια του παράλυτα.
Ποιος το ξέρει λοιπόν;

— Εσύ· εσύ και κανείς άλλος.

— Εγώ λοιπόν το θέλω.

— Δε φτάνει· χρειάζονται κι' άλλα ακόμα. Έχεις ν' απαντήσης πολλές δυσκολίες. Την πρόληψη, την παράδοση, τα συμφέροντα, τη φτωχοπερηφάνεια, και τόσα άλλα. Κ' είνε κάτι στοιχειά! φοβερώτερ' από κείνα που λεν τα παραμύθια μας. Θυμάσαι το σκλαβάκι; Δίχως το σκλαβάκι δε θα κέρδιζε ποτέ την Όμορφη του Κόσμου το βασιλόπουλο.

— Να την η Όμορφη του Κόσμου· είπε ο νέος αρπάζοντας το χέρι της και κυττάζοντάς την κατάματα. Ξέχασες τίνος πατέρα είμαι γιος; Αλήθεια ο αδερφός μου πάσκισε να μου ψαλιδίση τα φτερά· μα δε μου τα μάδησε κι' ολότελα. Πάλε θα φυτρώσουν με τον καιρό· αν και νοιώθω πως φύτρωσαν από τώρα με τα λόγια σου. Έλα, έλα μαζί μου, αγαπημένη. Κάτι μέσα μου τρανολαλεί πως μαζί σου όλα μπορώ να τα τολμήσω και να τα κατορθώσω… Εγώ το χέρι και συ το σπαθί. Έλα και θα ιδής…

— Άμποτε· ευχήθηκε κείνη αφίνοντας το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Και τότε ποιος θα μπορέση πια να μας αντισταθή ; επρόσθεσε σιγαλά, στυλώνοντας τα μάτια ψηλά σε κάποιο μέλλον φωτεινό και τρισένδοξο.

— Αψού!… ακούστηκε πίσω τους ένα δυνατό φτάρνισμα.

Οι νέοι χωρίστηκαν βιαστικά μ' ένα ξεφωνητό γεμάτο από λύπη και οργή. Ο Δημητράκης τα σάστισε, σα να τον πιάσανε κλέφτη σε κάποιο πολυάκριβο καρπό. Κατακόκκινος έρριξε κάτω τα μάτια του κ' έκανε πως ψάχνει, πασπατεύοντας τις τσέπες του για να κρύψη τη ντροπή. Η Ελπίδα όμως συνήρθε γρήγορα κ' έβαλε τα γέλοια και τα ξεφωνητά, θέλοντας να χύση γύρω — τριγύρω τη χαρά της.

— Κάτι κατσουφιασμένος, πατέρα· τι τρέχει; είπε στο γέρο Μαλαματένιο, παύοντας τα γέλοια της.

— Μπα! εδώ είστε; είπε τάχα ξαφνισμένος ο γέρος· έφαγα τον κόσμο να σας γυρεύω. Σας γύρευα εκεί ψηλά κι άξαφν' ακούω το λάλημα στα πόδια μου. Φαντάσου! να γυρεύω το πουλί στο κλαρί και να το βλέπω χωμένο στ' αγκάθια. Φαντάσου! είπε εξακολουθώντας να γελά, ενώ τα δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.

— Φαντάσου! είπε κι ο Δημητράκης γελώντας.

— Μα τι τρέχει ; θες τίποτα ; τον ρώτησε η Ελπίδα.

— Ξέρω κ' εγώ να· είπε κείνος λαβαίνοντας ύφος πικραμένο· η Κυρά δε μου φαίνεται καλά. Όλο βογγάει και ταράζει σαν το ψάρι απάνου στο κρεββάτι. Της ρίξαμε ρούχα, της ρίξαμε, μα δε μπορεί να συνέρθη. Άσκημα μου φαίνεται· άσκημα, πολύ άσκημα!

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

— Α! έκαμε τέλος σηκώνοντας το κεφάλι. Όσες φορές το βλέπω τούτο τ' αργόχερο, όλο τραγούδια έρχονται στα χείλη μου. Θα πης τα περισσότερα είνε λυπητερά. Μα τάχα κ' η ζωή μου όλο με λύπη δεν πέρασε;

Έπιασε μ' ευλάβεια το κέντημα, το τύλιξε απαλά και κίνησε για το σπίτι. Άξαφνα καθώς πέρναε στο στρατώνι είδε μέσα στ' αμπέλι την αξίνα του και το σκαμμένο χώμα.

— Μπρε! έκαμε μ' απορία.

Έπειτα κούνησε συλλογισμένος το κεφάλι του και χαμογέλασε πονηρά.

— Που θα πη, κυρά μου, είπε στην αξίνα του, και συ και το κορίτσι βρήκατε σήμερα τον αφέντη σας. Ήλιος λοιπόν στο γέρο Μαλαματένιο.

Έρριξε την αξίνα στον ώμο του και τράβηξε το δρόμο του σιγοτραγουδώντας:

Τούρκοι, κρατείτε τ' άλογα λίγο να ξανασάνω…
Ε'

Ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος ετοιμάζονται σήμερα για ταξείδι. Ο σύντροφός τους έφυγε από προχτές. Ένα σύντομο τηλεγράφημα τον ανάγκασε ν' αφήση στη μέση τις μελέτες του. Για τούτο λυπήθηκε πολύ· μα και τι να κάμη; Ο άνθρωπος του νου, όσο κι αν θελήση, δε θα πάψη ποτέ να είνε άνθρωπος και της σάρκας. Κ' η σάρκα — π' ανάθεμά τη! — έχει πολλές απαίτησες. Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο. Όσο προχωρούμε στη ζωή, τόσο το χαλκιάδικο που κλειούμε στην ψυχή μας σφυρηλατεί αλυσίδες. Και τι αλυσίδες, Θεέ μου! δυνατές κι άλυτες, σαν του Ηφαίστου το δίχτυ γύρω στους θείους μοιχούς. Ο αράθυμος πολεμιστής, που κρύβει καθένας μέσα του, μπουχτίζει της Αφροδίτης τα κάλλη και θέλει να πετάξη στους γαλάζους κόσμους της γνώσης και της σπουδής. Μα του κάκου αγωνίζεται! Οι αλυσίδες τον κρατούν εκεί και τον παραδίνουν στα χασκογελάσματα και στην περιφρόνηση των συνόμοιων του.

Έτσι την έπαθε τώρα ο Αλαμάνος. Θες αρρώστεια των γονιών του, θες ο πόθος της ερωταριάς· ή — γιατί όχι — το ανέλπιστο άνοιγμα μιας έδρας δασκαλικής κ' η Σοφία ζάρωσε σα χελώνα μπροστά στη σιδερένια φτέρνα της Ανάγκης. Και όμως ο νέος σοφός είχε μεγάλα σχέδια στο κεφάλι του. Από την ώρα που πρωτόειδε την Ελπίδα σκίρτησε το φιλέρευνο πνεύμα του σα διψασμένο λάφι στην όψη δροσερού κεφαλαριού. Ήταν δυνατό μυαλό με πλατύ και ξάστερον ορίζοντα μπροστά του. Η μεγάλη και πολύμορφη σπουδή του δεν έγινε πυκνό μαντρί να κλείση τάστρα και το φως από τα μάτια του· έγινε ψηλή κορφούλα κι απάνω ανεβασμένος εκείνος, βίγλιζε τον κόσμο με μάτι σταυραϊτού· σταυραϊτού που χυμά στον κάμπο κι αδράχνει το εκλεχτότερο κυνήγι. Ούτε η πρόληψη τον σταματούσε ούτε η αλήθεια τον τρόμαζε.

Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάου — λάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη. Και σκέφτηκε μόλις τελειώση τα βιβλία του Αριστόδημου να τραβήξη για το σπίτι της Ελπίδας. Ήξερε πως εκεί δε θα βρη ούτε βιβλία ούτε χερόγραφα. Μα πίστευε πως η κόρη με την ανοιχτή καρδιά της θα τον γνώριζε άσφαλτα με την ψυχή των Ευμορφόπουλων. Όχι του περασμένου καιρού τους Ευμορφόπουλους παρά τους τωρινούς. Και λογάριαζε να σμίξη τις μελέτες του και να γράψη ένα έργο που να αποδείξη στον κόσμο μια γενιά με όλες τις αλλαγές που έκαμαν οι καιροί, ως τα σήμερα. Φανταζότανε πως ένα τέτοιο έργο αν έφτανε στο τέλος του, θα ήταν αρκετό να τιμήση και να δοξάση κάθε σοφό της εποχής του. Μα τώρα αναγκάστηκε να τ' αφήση ή να τ' αναβάλη. Για πόσον καιρό ποιος το ξέρει;

— Κ' εγώ λυπούμαι που φεύγω· είπε στον Αριστόδημο, όταν τον αποχαιρέτησε. Μα να έχετε πεποίθηση πως κι' από μακρυά θα παρακολουθώ την αγαπημένη πατρίδα σας. Εκείνο που θα λάβω την τόλμη να σας συστήσω — και να ξέρετε πως τη σύσταση την κάνει αληθινός φίλος σας — είνε ν' ακούσετε τη μάννα σας και το Δημητράκη. Φροντίστε ν' αγαπήσετε με την Ελπίδα. Είνε αίμα σας, καθάριο αίμα σας και μη την περιφρονείτε. Μ' εκείνη θα ζήσετε· όχι μ' εμάς τους ξένους.

Εκείνος τον ευχαρίστησε για τη συμβουλή μα στάθηκε επιφυλαχτικός. Δεν μπορούσε να του το υποσχεθή. Εχτιμούσε τις γνώσες και τη μεγάλη του πείρα· ακολουθούσε όμως την παροιμία της γενιάς του: Όσα ξέρ' ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρ' ο κόσμος ούλος. Ω διάολε! τι ανακατώνεται αυτός στα οικιακά του; Θες από τα πολλά παθήματα θες από την αδυναμία του ο Αριστόδημος κατάντησε να υποψιάζεται όλον τον κόσμο. Τους γειτόνους του, ακόμα και τους φίλους του, δεν τους φανταζότανε παρά ένα κοπάδι από λύκους, έτοιμους να χυθούν και να διαγουμίσουνε τον τόπο του. Όσο του έδιναν ήταν καλοί και τους αποθέωνε. Άμα όμως έκαναν πως θα κυττάξουν και τα δικά τους συμφέροντα τους έβαζε στο βρισίδι. Επίστευε ακλόνητα πως η γενιά του ήταν η πιο ξεδιαλεγμένη της γης κ' οι γειτόνοι του είχαν υποχρέωση να δουλεύουν και να ιδρώνουν για λογαριασμό της. Κ' επειδή αυτό δε γινότανε συχνά ενόμιζε πως όλοι τον φτονούσαν και φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τον ξεκάμουν.

Το ίδιο έπαθε τώρα με τον Αλαμάνο. Ποιος μπορούσε, σκέφτονταν, να του εγγυηθή πως δεν ήταν πληρωμένος από τους εχτρούς του για να τον σπρώξη με της σοφίας τα πλανόλογα σ' ένα τέτοιο γκρεμό; Γιατί βέβαια τι άλλο ήταν παρά γκρεμός, γκρεμός κι αφανισμός του αυτό που τον συμβούλευε να κάμη ; Άμα παραδεχότανε για αίμα του το γέννημα μιας σκοτεινής και άτιμης εποχής δεν είν' αλήθεια πως θ' ατιμαζότανε κι ο ίδιος; Άμα σμίξη κανείς με το λωβιασμένο, δε θα λωβιάση ; Μα τότε ποιος θ' απλώση να του σφίξη τα χέρι; Ο Θεομίσητος αφορμή γυρεύει για να χύση απάνου του το φαρμάκι. Τώρα στα καλά καθούμενα δεν παύει να τον διαβάνη και να τον βρίζη ξετσίπωτα. Πλαστογραφεί την ιστορία του, αλλάζει τη γεωγραφία του, αρνιέται τη γενιά του, τον λέει ξενοπάτη στον τόπο του. Κάθε μεγάλος Ευμορφόπουλος γίνεται με το στανιό Θεομίσητος· κάθε αιματοποτισμένη γωνιά του μετοχιού γίνεται με το έτσι θέλω δική του. Και τα παλάτια του Χαγάνου, που φωνάζει, ακόμη το αίμα των Ευμορφόπουλων, αυτός σώνει και καλά να τα ονοματίση δικά του. Φαντάσου λοιπόν αν τούδινε και τέτοιο πάτημα! Θα σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι με τις φωνές του; — Πού βρέθηκε απόγονος του Ευμορφόπουλου αυτός ο λωβιασμένος; Φυλαχτήτε λέω να μη σας πάρη με τα ψέμματα την ελεημοσύνη σας!» Και τότε τι θα γινότανε ο Αριστόδημος;

— Λοιπόν κύριε Αριστόδημε· το χέρι σας; για τελευταία φορά· του
είπε ο Περαχώρας, μπαίνοντας στο γραφείο με το καπέλλο στο χέρι.

— Και σας ευχαριστούμε για την τόση σας φιλοξενία! επρόσθεσε ο
Γκενεβέξος από πίσω του.

— Ω κύριοι· εψιθύρισε ο Αριστόδημος, σκύβοντας ταπεινότατα το
κεφάλι του. Λυπούμαι πολύ που χάνω την πολύτιμη συντροφιά σας.

— Κι' εμείς το ίδιο, κ' εμείς το ίδιο· είπε ο Περαχώρας· ποιος μπορεί να φύγη απ' αυτήν τη γη χωρίς να λυπηθή ; Να λυπηθή όχι να δακρύση θέλω να ειπώ.

— Εδώ σε κάθε βήμα, επρόσθεσε ο Γκενεβέζος, ακούαμε τους λόγους του Δημοσθένους, του Σωκράτους τη φιλοσοφία. Οι Κίμωνες, οι Μιλτιάδαι, οι Θεμιστοκλείς, εβάδιζαν εμπρός μας πάντοτε.

— Και πάλι θα σας το ειπώ και πάλι και πάντοτε, είπε ο Περαχώρας: είσθε ευτυχής ότι εγεννήθητε σ' αυτό τον τόπο, ότι έχετε τοιούτους προγόνους.

— Ότι μιλείτε την μελίρρυτον γλώσσαν εκείνων επρόσθεσε ο
Γκενεβέζος.

— Και είσθε θεματοφύλακες των λαμπρών στοχασμών των ξανάειπε ο
Περαχώρας.

— Παρακαλώ να μη μας λησμονήτε· είπε με ταπεινοσύνη ο
Αριστόδημος.

— Να σας λησμονήσωμεν! εφώναξε ο Περαχώρας. Να λησμονήσωμεν την γην του Πλάτωνος, του Περικλέους, του Αισχύλου; Α! μας αδικείτε· νη τον Δία, μας αδικείτε πολύ!

— Όχι, κύριε Αριστόδημε· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Η κλεινή πατρίδα σας από βρεφικής ηλικίας ήτο στη φαντασία μου· τώρα που την εγνώρισα, βεβαιωθήτε πως είνε και στην καρδιά μου.

— Και γυρίζετε στον τόπο σας, βέβαια; τους ρώτησε με δισταγμό ο
Αριστόδημος.

— Όχι, όχι· αποκρίθηκε στενάζοντας ο Περαχώρας· δεν ήρθε ακόμα η
ευλογημένη ώρα· πλησιάζει, αλλά δεν ήρθε· έχουμε αλλού εργασία.

— Ο φίλος μου έλαβε διαταγή να πάη στου Πέτρου του Θεομίσητου κ'
εγώ στου Βασίλη του Ζάρακα· είπε βιαστικά ο Γκενεβέζος.

— Ναι· είπε κι ο Περαχώρας μαντεύοντας το ξάφνισμά του. Έχουν,
βλέπετε, κ' εκείνοι τη σημασία τους.

— Σημασία! εψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αριστόδημος.

— Α! αγαπητέ· είπε ο Περαχώρας προσπαθώντας να γελάση. Πώς φαίνεστε ότι παίρνετε τη ζωή από τη μια της όψη! Μα έχετε άδικο, μεγάλο άδικο, σας βεβαιώ. Η ζωή είνε πολύμορφη και κάθε μορφή της αξιομελέτητη. Αλλοιώς εζήσατε σεις, αλλοιώς ζουν τώρα εκείνοι. Εσείς βρίσκεσθε στο τέλος, κ' εκείνοι στην αρχή. Μα κ' η αρχή εκείνων όπως και το τέλος το δικό σας είνε ίσα για τη μελέτη μας.

— Τι σύγκριση! σκέφτηκε ο Αριστόδημος, έτοιμος να δακρύση.

— Α! βέβαια, καμία σύγκριση· καμία βέβαια· βιάστηκε να προσθέση ο Περαχώρας. Μα είνε, βλέπετε, νέοι λαοί, όλως διόλου νέοι. Και το ξύπνημα του βρέφους είνε πολύ σημαντικώτερο από του γέρου το ψυχομάχημα. Κρίμα που δεν το καταλάβατε ακόμα!

— Μπορεί· έκαμε ο Αριστόδημος χωρίς να διώξη από το μέτωπό του τη θλίψη. Όπως δήποτε θα σας παρακαλέσω, επρόσθεσε ζητιάνικα, να έχετε υπ' όψη σας τα δίκαιά μας.

— Τα δίκαιά σας! τα δίκαιά σας! εφώναξε ο Περαχώρας. Και ποιος μπορεί ποτέ ν' αρνηθή τα δίκαιά σας! ποιος τολμά να τ' αμφισβιτήση· ποιος είνε τόσον άμουσος να τα λησμονήση!…

— Αι περγαμηναί σας εξασφαλίζουν τη νίκη σας, να είσθε βέβαιος· του είπε ο Γκενεβέζος σφίγγοντας το χέρι του.

— Ο πνευματικός κόσμος είνε δικός σας· σας το είπα και άλλοτε· ο πνευματικός κόσμος είνε αναφαίρετο κτήμα σας· τον βεβαίωσε ο Περαχώρας κάνοντας το ίδιο.

Ο Αριστόδημος παρηγορήθηκε. Έτρεξε πριν από κειούς στ' άλογα· έσφιξε τα χαλινάρια, εδοκίμασε τα σκαλόλουρα, τις σέλλες· τρόπο ήθελε να βρη για να δείξη την ευγνωμοσύνη του. Εκείνοι άμαθοι από καβάλλα δυσκολεύτηκαν πολύ να βάλουν το πόδι τους στη σκάλα. Ο Αριστόδημος παρουσίασε πρόθυμα το γόνα του. Οι σοφοί αρνήθηκαν. Α, μπα! δεν είνε δυνατόν. Μα ο Ευμορφόπουλος επίμενε. Καθώς έστεκε με το καπέλλο στο χέρι και τα γόνα μπροστά, έλεγες πως έκανε δέηση. Οι σοφοί κατάλαβαν πως η άρνησή τους δεν έκανε άλλο παρά να μακραίνη τον εξευτελισμό του, και τον λυπήθηκαν. Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

— Συγγνώμην .. συγγνώμην… φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας.

— Μπα, καθόλου .. .

Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του.

— Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!

— Παρακαλώ, μην ανησυχείτε, δεν είνε τίποτα, κύριε καθηγητά· είπε ο Αριστόδημος. Άλλως τε, σας βεβαιώνω, το φταίξιμο δεν είνε δικό σας. Μόνος μου εχτύπησα στη σέλλα. Να έτσι…

Και για να τον πείση κουτούλησε πάλε τη σέλλα δυο και τρεις φορές δυνατά. Οι σοφοί δεν πίστεψαν τους ισχυρισμούς του, εγέλασαν όμως πολύ με την ευγένειά του.

— Δεν είνε ανάγκη, δεν είνε ανάγκη· είπε ο Περαχώρας· σφουγγίστε
το αίμα σας για το Θεό!

— Μα τι έχουν τα δισάκκια μας ; ερώτησε ο Γκενεβέζος απορώντας·
σαν πολύ φορτωμένα φαίνονται τ' άλογα.

— Δεν ξέρουμε, αφεντικό· εμείς έτσι τα πήραμε από το σπίτι· είπε
ο αγωγιάτης.

— Με συγχωρείτε που δε ζήτησα πρώτα τη συγκατάθεση σας· είπε συνεμπαίνοντας ο Αριστόδημος. Μα είχα πεποίθηση πως σαν καλοί φίλοι των προγόνων μου δε θ' αρνηθήτε να μου κάμετε την τιμή να δεχθήτε μερικά ενθύμια των. Έβαλα λοιπόν στα δισάκκια σας από ένα σπάνιο χειρόγραφο και λίγα μάρμαρα από τις ανασκαφές μας.

— Ω!… έκαμαν σύγκαιρα κ' οι δυο ξαφνισμένοι. Μα σεις επεράσατε τον Αλκίνοο στη μεγαλοδωρία. Σας ευχαριστούμε, σας ευχαριστούμε πολύ.

— Έτσι, εξακολούθησε ο Αριστόδημος, θα είμαι βέβαιος ότι οι
πρόγονοι θα σας θυμίζουν και λίγο τους απογόνους.

— Βεβαίως, βεβαίως· χαίρε απόγονε του Λεωνίδα· — Λεωνίδα του εν
Θερμοπύλαις! ευχήθηκε ο Περαχώρας κεντώντας τ' άλογό του.

— Αι σκιαί των ενδόξων προγόνων σας να είνε πάντα βοηθοί σας·
είπε κι ο Γκενεβέζος.

— Αντιχαίρετε, κύριοι· είπε ο Αριστόδημος προσκυνώντας
ταπεινότατα.

Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του.

Ως τόσο οι ανασκαφές προχωρούσανε στο μετόχι. Η αξίνα μέρα με την ημέρα έβγανε στο φως αξετίμωτα ηυρέματα. Κάθε τι που χρησίμεψε στη ζωή των αρχαίων Ευμορφόπουλων και κάθε τι που στόλισε τη θανή τους, κοίτονταν οργυιές του βάθου και πρόσμενε υπομονητικά το σκαφτιά, σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα στο σκοτεινό της πύργο το βασιλόπουλο. Ναοί και θέατρα, σαρκοφάγοι και σταμνιά, δακρυδόχοι κι αγάλματα κάθε λογής, θάμπωναν τώρα τον ήλιο με την αμολόγητη χάρη τους. Κι ο Αριστόδημος βρισκότανε σε αδιάκοπο μεθύσι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη στην αξίνα, υποχρέωση στους σκαφτιάδες, τυφλή λατρεία στη γη που του έδωκε τόσα και τόσα προγονικά κειμήλια. Η γη προ πάντων με την άμετρη φροντίδα της του σκλάβωνε το λογικό. Πόσα και πόσα δε μεταχειρίστηκε για να φυλάξη στους κόρφους της τ' απομεινάρια μιανής ζωής σβυσμένης από τον άγριο καταχτητή! Εκείνος πίστεψε πως με τη ζωή έσβυσε και κάθε ιχνάρι της. Εκείνη όμως όχι· τα φύλαξε στο πείσμα του και τώρα να, τα παραδίνει στον απόγονό του, όπως η Αίτνα τη φωνή του Εγκέλαδου. Τ' είνε τάχα η χλόη, τα δέντρα, οι καρποί μπροστά σε τούτα που βγαίνουν αμβροσία για το αίσθημα του ανθρώπου; Καν τίποτα! Κ' ένοιωθε κάποια ορμή να γονατίση, να φιλήση το χώμα το καλόβουλο, να δείξη με χίλιους τρόπους τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του.

Ο Κουτρουμπής κ' οι άλλοι κολλήγοι αναγκάστηκαν να κάμουν το θέλημά του. Από γεωργοί έγιναν μεροκαματάρηδες· άφηκαν τ' αλέτρι και πιάσανε την αξίνα. Πάσα ημέρα, από την αυγή ως το βράδυ, άλλο δεν έκαναν παρά ν' ανοίγουν γουβιά και χαντάκια, να ψιλοκοσκινίζουν χώματα. Μα δεν τόκαναν με όρεξή τους. Όταν βρίσκονταν μακρυά από ταφτί του Αριστόδημου, δεν έπαυαν να κοροϊδεύουν τη δουλειά τους και να κλαίνε τη μοίρα τους.

— Μα το σταυρό, μου φαίνεται πως κατάντησα χοίρος· έλεγε σήμερα ο Μπαλαούρος με σιχασιά στο διπλανό του. Τι οργή Θεού είν' τούτη, μωρέ παιδί! τι οργή Θεού!…

— Τι χοίρος; δε λες γουρούνι, συμπέθερε! Γουρούνι και κάτι χειρότερα. Εκείνο βρίσκει το ελάχιστο κάτι να φάη και στη βρώμα. Εμείς τι βρίσκουμε.

— Πέτρες! απάντησε άλλος απόπερα· δε βλέπεις;

— Τρώγουνται οι πέτρες ;

— Σα χάλασες τα δόντια σου στην κουρκούτη ποιος σου φταίει; Τήρα ο Αριστόδημος που τάχει γερά π΄ψς τις ροκανάει σαν φτάζυμο.

— Τρώει πέτρες λοιπόν τ' αφεντικό ;

— Έτσι φαίνεται· πώς αλλοιώς θα ξηγήσης την τρεμούρα του για
δαύτες ; Δος του πέτρες και παλιόχαρτα και πάρ' του την ψυχή.

— Ούτε την ψυχή του θέλω, ούτε τη γνώση του. Τούτος, μωρέ μάτια
μου, ψηλοκρατιέται.

— Και για τούτο χαμηλοπέφτει.

— Κατάντησε μπαλόνι κι αρμενίζει στ' ανοιχτά. Πού θέλει να φτάση κ' εγώ δεν ξέρω.

— Γένου και συ μπαλόνι να μάθης.

— Να πάω απόκοντα; Α! δεν τόχω σκοπό. Εδώ που βρίσκουμαι καλά βρίσκουμαι. Πατάω γερά σα νάχω θεμέλια. Πατάω γερά και βλέπω γερώτερα.

— Τι βλέπεις ;

— Βλέπω πως τούτα δω που ξεθάφτουμε θάκαναν σ' άλλα χέρια τον καλήτερον ασβέστη. Βλέπω και το σπίτι μου χάρβαλο. Κι αν ήμουν Αριστόδημος, θάβανα με τούτον τον ασβέστη να ξεγονατίσω το σπίτι μου. Τάχα σαν πέση απάνου μου τι θα κερδίσω με τούτα; μόνο που θα τάχω συντροφιά στη θανή μου. Μα τι κρύο που θάνε να ψυχομαχάς μέσ' στα μάρμαρα! Το συλλογιέμαι μονάχα κι ανατριχιάζω. …

— Ε συ αποκεί· του φώναξε ο Κουτρουμπής αυστηρά· πάψε πια τις γρουσουζές σου. Είνε τρόπος, λέω, και το σπίτι να ξεγονατίσης και τα μάρμαρα να φυλάξης. Κεφάλι χρειάζεται, κεφάλι και τίποτ' άλλο.

— Μωρέ πώς φαίνεσαι πως δεν είσαι Μορφόπουλος! του φώναξε άλλος απέκει.

— Μακάρι να μην ήμουνα· ξανάειπε ο Μπαλαούρας επιμένοντας στο στοχασμό του. Α στο διάβολο τέτοια ζωή· πότε να κλείση κανείς τα μάτια του για να ησυχάση!

— Μην τον λες τέτοιο λόγο, συμπέθερε, και κολάζεσαι. Τι μας φταί' η ζωή να την αναθεματάμε. Καλή — κακή εμείς την κάνουμε τέτοια· μοναχή της δε γίνεται.

— Εμείς; και τι έχουμε να κάνουμε μεις! Εγώ και συ τι είμαστε ; Δουλευτάδες, σύνεργα που θα πη στ' αφεντός τα χέρια. Αλέτρι θέλεις αλέτρι· αξίνα; Αξίνα· δαυλί; δαυλί. Μπορείς να ειπής όχι;

— Πώς ; άμα θέλω το λέω.

— Για δεν τόπες ως τώρα;

— Δεν το σκέφτηκα.

— Να εγώ που το σκέφτηκα και δεν το λέω.

— Είσαι μπούφος το λοιπόν.

Εκείνη την ώρα η αξίνα έσκουξε κουφά σα να φώναζε : «βρήκα!». Φως φανερά πώς χτύπησε στο μάρμαρο. Οι σκαφτιάδες έγιναν για μιας κίτρινοι σαν το θειαφοκέρι. Τη φωνή της μάννας τους ν' άκουγαν από το μνήμα δε θα χλώμιεναν έτσι. Άφηκαν τη δουλειά τους και τριγύρισαν όλοι το λάκκο με την ψυχή στα μάτια. Ένα βαθύ και πολυάκρυβο μυστικό τους έδενε. Ο Κουτρουμπής πρώτος κ' έπειτα ο Μπαλαούρος κατέβηκαν φυλαχτά μέσα κι άρχισαν να πετούν με τις χούφτες τα χώματα. Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία.

— Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα.

— Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε! Μα είνε σοφός! μεγάλος σοφός! Και μας αγαπάει, ου! μας αγαπάει φοβερά! Αν μπορούσε, λέει, θα ρχότανε να πεθάνη στα χώματά μας.

— Για να σε ματοχειλίζη συχνότερα· εμουρμούρισε ο Κουτρουμπής από το λάκκο.

Ο Αριστόδημος δεν άκουσε ή κι αν άκουσε δεν έδωκε προσοχή. Πήδησε μέσα κι άρχισε νευρικά να πετάη χώματα. Στην κατάσταση που ήταν έμοιαζε με βρυκόλακα π' ανασκαλίζει τον τάφο των γονιών του. Παιδεύτηκαν κάμποση ώρα κ' οι τρεις τους· πέταξαν χώματα ένα σωρό. Οι άλλοι απόξω τα πασπάτευαν, τα ζουλούσαν, τα λύχνιζαν και για κάθε χαλίκι άνοιγαν συζήτηση. Κάποτε μάλιστα μεταχειρίζονταν κ' επιστημονικούς όρους. Κολακεύονταν να δείξουν πως ένοιωθαν από αρχαιολογία.

Τέλος κατάφεραν να ξεθάψουν ένα μαρμαρένιο άγαλμα. Φαινόταν αλήθεια θαυμαστό καλλιτέχνημα. Ήταν μια γυναίκα μεγαλόκορμη, κατσουφιασμένη και φοβερή. Τα χείλη της σμιχτά και φουσκωτά, μοιάζανε με σάλπιγγα έτοιμη να τρανολαλήση κατορθώματα. Τα ορθάνοιχτα μάτια της προξενούσαν τρομάρα· τα σμιχτά φρύδια της έρριχναν κάποια έγνοια στο αρμονικό σύνολό της. Τα μαλλιά της φουντωτά κ' ελεύθερα είχανε το θράσος και το θυμό πεινασμένων φιδιών. Το ζερβί χέρι της έλειπε· μα τ' ανασήκωμα του νώμου έδειχνε πως κάτι κρατούσε και σε κάποιον το πρόσφερνε με κίνημα προσταγής. Το δεξί στηριζότανε απάνου σε σπαθί που έλειπε η λεπίδα του. Ένα κομμάτι χούφτας κρατούσαν μόνον τα δάχτυλά της.

— Η Αρετούσα είνε! εφώναξε με θαυμασμό ο Μπαλαούρας, μόλις το
είδε ολόρθο.

— Τι λες, συμπέθερε! είπε αναμπαίζοντάς τον ο Κουτρουμπής· για
γυναίκα το πέρασες! δε βλέπεις που κρατάει σπαθί;

— Θα είνε ο Ρωτόκριτος, λέω· είπε άλλος σκαφτιάς.

Ο Αριστόδημος τους έρριξε άγριες ματιές κ' έπειτα χαμογέλασε.

— Τι λέτε, μωρέ βλάκες ; τους είπε. Τι Ρωτόκριτος και Αρετούσα! Είνε η Δόξα μας· η αθάνατη Δόξα μας!

— Μπα, η Δόξα! είπε ο Μπαλαούρας στραβοστομιάζοντας· κρίμα!

— Αλήθεια κρίμα! είπαν κ' οι άλλοι.

— Μα θαρρώ, αφεντικό, τη Δόξα την έκαναν πάντα με φτερά οι παλιοί μας· είπε θαρρετά ο Κουτρουμπής, λυπημένος για την απάτη του.

— Με φτερά ναι· είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας θέση διδάχου· μα ο παππούς μου της τάκοψε για να την αναγκάση να μείνη πάντα μαζί μας.

— Και το κατάφερε ;

— Η ιστορία λέει όχι· μα εγώ δεν το πιστεύω. Η Νίκη μας έφυγε· η Δόξα όμως μένει και θα μένη στους αιώνες δική μας. Ναι· είνε ωραίο· είνε τέλειο καλλιτέχνημα!

Χύθηκε απάνου στάγαλμα, τ' αγκάλιασε σφιχτά και του φίλησε με πάθος το κρύο μέτωπο.

— Για σένα τους χαρίζω κάθε αληθινή δόξα· εψιθύρισε τρυφερά κυττάζοντας το μάρμαρο. Πού είσαι τώρα, Περαχώρα, Γκενεβέζο, Αλαμάνο! εφώναξε απλώνοντας το χέρι του. Καλά κάματε και φύγατε· πολύ καλά. Του Κρούμου το ποτήρι και του Σαράφωφ οι μαχαιριές πρέπουν καλήτερ' από τούτο στη σοφία σας… Ελάτε, παιδιά· είπε γυρίζοντας στους σκαφτιάδες· στο νώμο και σπίτι· δε θέλουμε άλλο ηύρεμα σήμερα· μας φτάνει η Δόξα …

Τράβηξε μπροστά με το κεφάλι ολόρθο· ακατάδεχτος πια στη γη και στους κατοίκους της. Τον ακλούθησε ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρας συζητώντας, ακόμη για τόνομα του αγαλμάτου. Πίσω οι σκαφτιάδες έφερναν το βαρύ μάρμαρο, τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας. Γύρω και πέρα το ηλιοψημένο χώμα άχνιζε και λαύριζε σαν τη στέρφα γη της Αφρικής.

— Μητέρα!.. μητέρα!.. έβγα να ιδής μητέρα! εφώναξε ο Αριστόδημος καθώς πλησίασε στο σπίτι· στη φέρνω τέλος πάντων!

Δεν είχε αμφιβολία πως κ' εκείνη θ' αναγάλλιαζε για το ηύρεμά του. Το σπίτι όμως έμεινε κλειστό κ' έρημο. Αμέσως πάγωσε. Άθελα θυμήθηκε το κρανίο που ηύρε την αυγή σε μια σαρκοφάγο· ένα κρανίο γυμνό και άδειο με το γέλοιο στα δόντια του. Προχώρησε στην πόρτα, χτύπησε, την έσπρωξε δυο τρεις φορές· μα η πόρτα έμεινε σφαλιστή. Κύτταξε τριγύρω του χωρίς να ξέρη τι γυρεύει κ' είδε άξαφνα το κλειδί σε μιαν άκρη. Κ' εκείνο είχε κάποιο γέλοιο απάνω του. Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε.

— Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή.

Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι.

— Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα.

Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα. Έκλεισε την πόρτα σιγά και γύρισε στο δωμάτιό του· έπεσε, παρά κάθισε στο γραφείο του, έβαλε το κεφάλι στα χέρια και μπήκε σε συλλόηση.

Τις άλλες μέρες που ήταν αφωσιωμένος με τη συντροφιά των σοφών και τις ανασκαφές δε λογάριασε καθόλου την απουσία της μάννας του. Γυναικεία πείσματα, είπε, θα περάσουν. Τώρα όμως που δεν είχε σε ποιόν να μεταδώση τη χαρά του ανησύχησε. Ήταν αλήθεια το λοιπόν! Το είπαν και τόκαμαν; Η μάννα του έφυγε· ο αδερφός του το ίδιο. Και πού πήγαν; ποιος ξέρει. Το βέβαιο είνε πως έφυγαν, τον παράτησαν, δε θέλουν να ζουν μαζί του· δε θέλουν να τον ξέρουν ούτε να τον ακούν! Μα γιατί· γιατί αυτή η συφορά; Τι κακό έκαμε; σε τι τους έβλαψε; Καλά ο αδερφός του· τέτοιος που ήταν, καλά έκαμε κ' έφυγε. Αν έμενε, εμπόδιο θα του έφερνε και τίποτ' άλλο. Ώρα του καλή! Μα η μάννα του· η γλυκειά, η πονετική, η άγια του μαννούλα! Πώς έκαμε κι άφηκε έρμο το παιδί της! Πάντα ήταν καλή, περιποιητική, αφωσιωμένη σε δαύτον. Κ' εκείνος το ίδιο· λόγο δεν της γύρισε ποτέ, παράπονο δεν της έκαμε. Η αγάπη του δεν ήταν από κείνες που έχουν τα παιδιά στη μητέρα τους! Ήταν λατρεία φανατικού στη θρησκεία του. Από τα μικρά του χρόνια κάθε σκέψη του σ' εκείνη την αφιέρωσε. Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς!

— Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.

Σήκωσε το κεφάλι και τήραξε γύρω του. Πίστεψε πως θα λάβαινε απάντηση. Μα τίποτα. Το σκοτάδι βασίλευε μέσα στο δωμάτιο. Οι βιβλιοθήκες διαγράφονταν στον τοίχο πιο μαύρες και σκοταδερές σαν πένθιμα παραπετάσματα. Τα κεφαλοκόλωνα, οι λήκυθοι, τα χτερίσματα, με την υγρασία και το χώμα τους, έβγαζαν οσμή ανυπόφερτη σαν ξεθαμμένα κόκκαλα. Κι αυτό το άγαλμα της Δόξας τον αναγούλιαζε. Σηκώθηκε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Έξω χαμόφεγγε ακόμη. Ο ήλιος βασίλεψε, μα η φεγγοβολή του έβαφε χρυσά και μενεξεδένια τα συγνεφάκια. Η βρύση της αυλής μουρμούριζε συγκρατητό και βαθύ παράπονο. Τ' ανθισμένο αγιόκλημα κ' οι τριανταφυλλιές έχυναν άρωμα δυνατό και του πείραζαν τα νεύρα. Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο. Μάντευε τώρα κι ο Αριστόδημος πως κάτω εκεί φύτρα και φύλλα και καρποί αναπιάνονταν, χυμοί έτρεχαν, χρώματα και μύρα ζυμώνονταν κ' η μάννα Φύση ετοίμαζε ακούραστη τα λούλουδα και τα πούλουδα. Φωνές έβγαιναν εκείθε, γέλοια και χαρχάτουρα, κάπου τραγούδια, αλλού ξεφαντώματα.

— Η ζωή ξεχειλίζει σαν το γάλα από της μικρομάννας τον κόρφο· εψιθύρισε μελαγχολικά. Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε!

Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα. Κάποτε φωσφορισμός έβγαινε· κάποιο ασπροκίτρινο φως άρπαξαν τα μάτια του και τόχαναν αμέσως. Άναβε κ' έσβυνε κ' έφτανε στην ψυχή του σα νεκροσήμασμα. Μην είνε τάχα κ' εκείνο προγονικό λείψανο; σκέφτηκε. Μήπως μαζί με τα έργα της τέχνης θάφτηκε κ' εκείνο εκεί και τώρα βγήκε να του φωνάξη: «πιάσε με!;» Και τι νάνε τάχα; τι νάνε; Μήπως το πνεύμα του το δυνατό, μήπως η ψυχή του η μυριοπρόσωπη ; Κι αν ήταν τ' ήθελε; Προσήλωσε τα μάτια του καλά· τέντωσε ταφτιά του· Σείστηκε φύλλο· γρύλλος έτριξε. Ο Αριστόδημος ανατρίχιασε. Μιλούνε λοιπόν; Μιλούνε. Και τι λένε; Ακκούμπησε στο παράθυρο, βγήκε ο μισός έξω και τήραξε περίεργα το σκοτεινό μαγνάδι των λάκκων. Το φεγγάρι πρόβαλε ξαφνικά πίσω του κ' έχυσε φως κάτασπρο στην απλωσιά. Ολόγυρα τα ξερριζωμένα κορμόδεντρα, τα κούτσουρα των αμπελιών, τα στάχυα, τα κωλορρίζα του καπνού, οι ελιές κοίτονταν πτώματα. Το μετόχι έμοιαζε μ' ανθρωπομακελλειό. Μαύρα αίματα τρέχανε, χάσκανε πληγές, άσπριζαν σπασμένα κόκκαλα, φοβέριζαν τον ουρανό γροθιές σφιγμένες· χαρχάλευαν σπασμοί, τάραζαν τη σιγαλιά βόγγοι. Η γη ανάδινε ολούθε οσμή σαπίλας. Η οσμή εκείνη του φάνηκε παράξενη. Σήκωσε τα μάτια μ' αηδία· μα τότε πάγωσε. Καταμεσής στο μετόχι και στη θέση που άγιαζε πριν ο γεροπλάτανος, ένας ήσκιος άσπριζε γονατιστός σα συντρίμμι ταφόπλακας. Ο ήσκιος φίλησε μ' ευλάβεια τον πεσμένο κορμό· έπειτα σηκώθηκε βιαστικά, γύρισε τα μάτια ολόγυρα και κούνησε αργά το κεφάλι σα νάκλαιγε την τόση καταστροφή.

— Μάννα! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος, απλώνοντας τα χέρια.

Ήταν ίδια η κυρά Πανώρια· η κορμοστασιά, το μέτωπο, το βλέμμα εφανέρωναν πως ήταν εκείνη. Δεν έδωκε όμως απάντηση στη φωνή του γιου της. Ούτ' έδειξε πως τον άκουσε.

— Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα.

Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια. Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε.

— Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα.

ς'

Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό. Τι είχε να κάμη τάχα; Να διαβάση; Δεν είχαν νόστα τα βιβλία του. Να εργασθή; Όχι! πολύν καιρό θα κάμη να πατήση στο χτήμα. Εκείνο το χτεσινοβράδυνο θέαμα πλάκωσε με πάγο τον ενθουσιασμό του. Έμεινε λοιπόν ανασκελωμένος στο κρεββάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα κι ακίνητα σαν υπνωτισμένος. Το αυγινό φως χυνότανε ψόφιο από τα παράθυρα και τούδειχνε τα σωθέματα λερά, σαν κουρελόπανα. Απόξω ούτε φωνή, ούτε θόρυβος. Μόνον της βρύσης το μουρμούρισμα έφτανε μέσα μονότονο και τούφερνε λιποψυχιά. Όχι νερό· το αίμα της καρδιάς του έχυνε απ' τον κρουνό της η βρύση.

Αλήθεια· πολύ άχαρο είν' έτσι το σπίτι! Άλλοτε μόλις άνοιγε τα μάτια του, άκουε το αλαφρό περπάτημα της κυρά Πανώριας, το πασπάτεμμά της εδώ κ' εκεί, τη φωνή της. Έκραζε «πτου!…» στα ορνίθια κ' έτρεχαν από τις τέσσερες άκρες της αυλής με φτεροκοπήματα και κακκαρίσματα, σα να της φώναζαν «φτάσαμε!..» Πα! πα!.. πα!.. σκούζανε τα παππιά, σαλεύοντας το στρουμπουλό κορμί απάνου στα ποδαράκια τους, λες και διάταζαν: «μην απλώση κανείς στο φαγί μας!» Μπερδεύονταν όμως πολλά κι ανασκελώνονταν στο δρόμο σαν ασκοτύρια. Γλου!.. γλου!.. γλου!.. οι διάνοι πρόβαιναν μεγαλόπρεπα, κινώντας επαναστατικά το κόκκινο λειρί τους, με φανερή πρόθεση να τσαλαπατήσουν όλα τα πάντα. Χι! χι! χι!. σφύριζαν ανόητες οι χήνες, τινάζοντες ξέμακρα τις μύτες τους να μυρισθούν, ενώ το φαγί κοίτονταν στα πόδια τους. Τσι! τσι! τσι!.. τα κλωσσοπούλια ζητιανεύοντας λίγο πίτουρο, απομεινάρι της αχορταγιάς των μεγάλων. Και τέλος κου! κου!. κου!.. πλάκωνε βαρυπατώντας ο κόκκορας — ο κόκκορας ο κουρσάρος κι ο δαμαστής όλης της γειτονιάς. Κ' ήταν σε όλα του αξιόπρεπος· στη στάση του, στο βάδισμα, στο λάλημα και στη ματιά του. Ακόμα στο φαγί του τέτοιος φαινότανε. Δεν έδειχνε πείνα ούτε αχορταγιά. Ταπ! ταπ! ερράμφιζε τ' αραποσίτι κ' έπειτα ψήλωνε το κεφάλι του και βίγλιζε την τάξη στους υποταχτικούς του. Άμα έβλεπε κανένα σερνικό ν' αρπάζη του θηλυκού την τροφή, χυνότανε σα μπόρα στη μέση κι ο αδικητής άλλαζε δρόμο πριν δοκιμάση την άσπλαχνη μύτη του. Και συχνότερα, απλώνοντας ριπίδι το ένα του φτερό, έφερνε γύρα την αγαπημένη του, νταής παρασάνταλος και κούτσαβος των πουλιών μεθυσμένος. Και η κυρά Πανώρια η μαννούλα του, ορθή ανάμεσα στον πεινασμένο λαό της, σκόρπιζε πρόθυμα την τροφή, καλόβουλη και γελαστή σαν την Κυρά τη Φύση που σκορπά για όλους ταγαθά της. Τώρα ποιος ξέρει τι να κάνουν κ' εκείνα; Σε τι ανυπομονησία θα βρίσκονται που δε βλέπουν ακόμη να προβάλη η τροφοδότρα τους. Άκου πώς τσιμπούν και χαρχαλεύουν την πόρτα! Τη μύτη, τα φτερά, τα νυχοπόδαρά τους όλα τάχουν σε κίνηση. Ποιος φαντάζεται πώς ν' αλυχτά η πείνα στα σωθικά τους και τα βάνη να μαδιώνται μεταξύ τους, ώστε να ιδούν τ' αγαπημένο χέρι ν' απλωθή απάνω τους! Κακόμοιρα! Πού νάξεραν πως δε θα το ιδούν πια αυτό το χέρι! Πού να φαντασθούν τη μοίρα που τα περιμένει! Αύριο — μεθαύριο θα τα σκορπίση η πείνα μέσα στο χωριό· θα τρέξουν απ' αυλή σ' αυλή κι απ' αχεριώνα σ' αχεριώνα για κάνα ψίχουλο. Και τότε; Κλαίγε τα τότε. Άλλα θα πάνε απ' τα πετροβολήματα των παιδιών κι άλλα απ' το λεπίδι καμιάς χωριάτισσας! Να το κακό που γίνεται στο σπίτι σα λείψη η νοικοκυρά!…

— Έτσι σβύνει το νοικοκυριό· σκέφτηκε ο Αριστόδημος με πίκρα.

Τ' άρεσε τώρα να μένη σ' αυτήν τη θέση και να κλωθογυρίζη στο νου του την ίδια σκέψη. Άρχιζαν να τον τέρπουν τα μελαγχολικά συναισθήματα. Το πείραγμα και τ' αφόρμισμα της πληγής του, του προξενούσε πόνο και σύγκαιρα ευχαρίστηση. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε χτύπος δυνατός στην πόρτα, σα νάπεσε κορμί τρεχάτο απάνω της. Αμέσως έπειτ' άρχισαν χτυπήματα πεισματικά κι ανυπόμονα.

— Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του.

— Άνοιξε!

— Τι θες;

— Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια…
— Έ;

— Πέθανε.

— Πέθανε!

Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί;

Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.

— Τ' είπες, μωρέ; το ρώτησε ο Αριστόδημος ελπίζοντας να ακούση
διαφορετική απάντηση.

— Ο Δημητράκης μ' έστειλε να σου ειπώ: η κυρά Πανώρια πέθανε… η
μάννα σου, λέει, πέθανε.

— Πότε;

— Ψες βράδυ… κοντά στο σούρουπο.. .

— Αλήθεια;

— Να, μα το σταυρό!

Έσκυψε, έκαμε δυο βήματα μέσα, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι και ρίχτηκε στο κρεββάτι βογγώντας. Το χωριατόπουλο άνοιξε τόσα τα μάτια του. Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή.

— Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.

Πού παιδί! Έπρεπε να βγη έξω για να μάθη. Πλύθηκε — ντύθηκε γοργά. Δυο πόνοι του σφάζανε τώρα την καρδιά. Η λύπη που έχασε τη μάννα του κ' η ντροπή που πέθανε όξω απ' το σπίτι της. Ο άντρας της παιδεύτηκε να την σπιτώση κι ο γιος την ξεσπίτωσε! Τι καταφρόνια στη γυναίκα του Ευμορφόπουλου να πεθάνη σε ξένα χέρια!..

Την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα να σου ο πάρεδρος του χωριού με το δικαστικό κλητήρα· Έρχονταν συζητώντας κ' οι δυο και γελώντας ποιος ξέρει γιατί. Μόλις όμως τον είδαν, σοβαρεύτηκαν κι ο πάρεδρος με θλιμμένη φωνή του είπε σφίγγοντας το χέρι του.

— Το μάθαμε… ζωή σε λόγου σου· ήταν καλή γυναίκα η μακαρίτισσα.

— Ζωή σε λόγου σου· του είπε κι ο κλητήρας.

— Ναι… ευχαριστώ· εψιθύρισε ο Αριστόδημος.

— Είνε αλήθεια λυπηρό· μα τι να γίνη; του ξανάειπε ο πάρεδρος, κυττάζοντάς τον με τα μικρά και πονηρά ματάκια του· αυτά 'χει ο κόσμος. Πέθανε στο σπίτι της Ελπίδας ναι, το μάθαμε· προτίμησε το μικρότερό της γιο. Ε, έτσι είνε οι μαννάδες· τη μοιράζουν και την αγάπη· τη μοιράζουνε. Και όχι σαν ανθρώποι· σα θεοί, σα θεοί· σ' άλλον περσότερη, σ' άλλον λιγώτερη. Μα τι να γίνη ;.. Ήταν καλή γυναίκα, η αγιοχώματη· καλή γυναίκα! Μήπως πηγαίνετε στην κηδεία;

— Ναι· εκεί πάω· αποκρίθηκε στενοχωρεμένος ο Αριστόδημος.

— Πηγαίνετε, πηγαίνετε· μην εμποδιζώστε καθόλου· μα καθόλου. Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας. Τι να γίνη ; αυτά 'χει ο κόσμος· άλλοι πεθαίνουν κι άλλοι γεννιώνται. Ξέρτε, οι οχτώ ημέρες έληξαν και θα κάμω κατάσκεση.

— Κατάσκεση! είπε πισωπατώντας ο Αριστόδημος.

Τώρα θυμήθηκε πως εδώ κι οχτώ ημέρες του κοινοποίησαν την τελευταία προθεσμία που δίνει το δικαστήριο στο χρεωφειλέτη. Μα ούτε τη διάβασε, ούτε τη θυμήθηκε ως σήμερα. Πού να δώση προσοχή σε τέτοια μικροπράμματα!

— Ναι, κατάσκεση· του ξανάειπε ο κλητήρας· είνε για το χρέος του κυρ Κουρδουκέφαλου. Μα μην εμποδιζώστε διόλου, σας παρακαλώ. Θα τα κάνω όλα στην εντέλεια· να είστε ήσυχος. Εσείς πηγαίνετε στην κηδεία της μάννας σας.

— Ναι, πηγαίνω· κάμετε όπως ξέρετε.

Ο Αριστόδημος έφυγε βιαστικά, λες και τον απόλυσαν από τα σίδερα. Ήταν ανυπόμονος να ιδή τη μάννα του. Ο θάνατός της τον ξάφνισε σαν κάτι παράδοξο κι αφύσικο.

— Ας όψεται· έλεγε κάθε στιγμή στενάζοντας.

Κι ο στεναγμός μαζί με το στοχασμό του τον αλάφρωσαν για καλά. Είχε την πεποίθηση πως η μάννα του επλάσθηκε κ' ήταν αληθινά αθάνατη. Ούτε αρρώστια, ούτε φόνος, σκοινί — παλούκι, ότι κι αν μεταχειρίζονταν τα παιδιά της είτε οι ξένοι εναντίον της, ήταν ικανά να την πεθάνουν. Αν πέθανε τώρα, δεν ήταν αίτιος αυτός, όχι. Αυτός σε τίποτα δεν έφταιγε. Ο αληθινός φταίστης ήταν ο Δημητράκης με τη λιγομυαλιά και με τα πείσματά του. Αυτός ο μισοπάλαβος, ο αγράμματος, ο προδότης! Και τι έκαμε; Την πήρε μαζί του και να! την πέθανε· Αν έμενε στο σπίτι της, θα ζούσε ακόμα!… Και τη θέση της λύπης πήρε τώρα το μίσος του· μίσος κι αποστροφή για τον αδερφό του.

Έτσι πήρε τον ανήφορο κ' έφτασε λαχανιάζοντας στο σπίτι της Ελπίδας. Μα το σπίτι δεν έδειχνε καθόλου πως είχε λείψανο. Τα πορτοπαρέθυρά του ήταν ορθάνοιχτα και μπαινόβγαινε ο ήλιος σα χρυσοφορεμένος γαμπρός. Στην αυλή μελισσολόι ο κόσμος· ντόπιοι και ξένοι ανάκατα. Γιατί μέσα στο χωριό και στ' άλλα περίγυρα δεν ήταν άνθρωπος που να μην ήξερε την κυρά Πανώρια. Άλλος απ' ακουή κι άλλος από ιδεί όλοι την ήξεραν κι όλοι τη λάτρευαν. Κ' οι οχτροί της ακόμα — όχι δικοί της παρά τ' αντρός και των παιδιών της οχτροί — κ' εκείνοι δεν είχαν κακό λόγο για δαύτη.

Η κρεββατοκάμαρα της Ελπίδας έγινε νεκρικός θάλαμος. Καταμεσής η κυρά Πανώρια ξαπλωμένη στην κάσσα της· δε φαινότανε παρά το πρόσωπό της. Το άλλο σώμα της ήταν σκεπασμένο από χίλιων ειδών λουλούδια και βότανα. Κάτι μεγάλα και κόκκινα τριαντάφυλλα, κάποιες ωχρόδροσες μοσκιές και ρόδα απριλιάτικα, έζωναν τους τίμιους λαγόνες της, σαν ουράνιο τόξο. Κάτω οι μυρτιές και οι βιόλες και παρακάτω τα δαφνόκλαδα ψήλωναν και θέριευαν, λες και βρήκαν εκεί την αληθινή πατρίδα τους. Μα στο χλωμόδροσο πρόσωπό της κάθονταν ανάλαφρα ο πόνος κ' η θλίψη του χωρισμού. Για κείνη όχι· αλλά για κείνους που άφινε. Ζερβόδεξα κοντά στο κεφάλι της, κάθονταν σταυροπόδι ο Δημητράκης κ' η Ελπίδα. Κάθονταν ακκουμπώντας στην παλάμη το πρόσωπο και κυττάζοντάς την προσεχτικά, σα να πρόσμεναν τα λόγια της. Επίσης ζερβόδεξα στα πόδια της κάθονταν ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γριά του σκυφτοί κι αμίλητοι, σα να κρατούσαν τη σκεπή απάνου τους. Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους. Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος.

— Ωχ — ωχ! ωιμένανε!…

Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος. Ήταν όλοι συναγμένοι εκεί, επίσημα ντυμένοι, σοβαροί στα καθήκοντά τους.

— Νεκρή είνε, και θαρρεί κανείς πως κοιμάται· είπε ο Χαγάνος
σιγαλά στο διπλανό του.

— Όπως η ζωή της ήταν ύμνος στη Δημιουργία, έτσι κι ο θάνατός της
είνε ύμνος στο Χάρο· επρόσθεσε ο Περαχώρας.

— Αν είν' ο Χάρος να στολίζη έτσι το θάνατο, βέβαια ο θάνατος
είνε προτιμότερος από τη ζωή· εσυμπέρανε ο Βασίλης ο Ζάρακας.

— Τη βλέπει κανείς και νομίζει πως άμα κρυφθή στη γη θα κρυφθή κι
ο ήλιος μαζί της· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης.

— Ήταν στην όλη Δημιουργία κάτι από τα πιο σημαντικά και δοξασμένα μέρη της κ' είνε φόβος με τον αφανισμό της να χαλάση τώρα κι ο κόσμος· εψιθύρισε με θλίψη του ο Γκενεβέζος.

Ο Θεομίσητος δάγκωσε τα χείλη του. Δε θα πάψουν πια αυτά τα λιβανίσματα σ' ένα κουφάρι! Ο φθόνος με το φόβο έσμιγαν και βασάνιζαν την αράθυμη ψυχή του. Και νεκρή ακόμα την έτρεμε την Κυρά Πανώρια. Βέβαια δεν πίστευε πως μπορούσε να ξαναζήση. Το θετικό μυαλό του δεν πίστευε στα φαντάσματα. Η ζωή της όμως είχε ακόμα επιρροή στην κοινή συνείδηση κ' ήταν κακή δικλοποδιά στην πρόοδό του.

— Ψε!.. είπε κουνώντας το κεφάλι· μεγάλη μάννα, αλήθεια· μα τι παιδιά έκαμε!…

Ο Αλαμάνος γύρισε και τον κύτταξε με περιφρόνηση. Ούτε κι ο θάνατος, λοιπόν, δε στόμωνε το μίσος του! Με τη θαυμαστή επιμονή του κατώρθωσε ο Αλαμάνος να τα ισάξη όλα στην πατρίδα του και να τρέξη πάλε στο μεγάλο του σκοπό. Έτυχε απάνω στο ψυχομάχημα της κυρά Πανώριας· μα κ' εκείνο ήταν σημαντικό για την υπόθεσή του. Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων.

— Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους. Το μόνο κακό είνε πως δεν ξέρουν ακόμα τον τρόπο για να τη φανερώσουν. Να, για πρόσεξε· δε σου φαίνεται πως η Αντρομάχη κλαίει τον Έχτορά της;

— Μάννα μ', να σε ρωτήσουμε και να μας μολογήσης,

Τίνος αφίνεις τα κλειδιά από τ' αρχοντικό σου ;

Ρώταγε παραπονετικά η Ελπίδα. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειά!» του ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του. Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια.

— Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους. Και εκείνοι οίτινες εβύθισαν το εγχειρίδιον εντός της τιμίας σου πλευράς ίστανται νυν ενώπιόν σου προσπεπασσαλευμένοι και ευτελείς ως παίδες λαθροχειρούντες. Αλλά καίτοι νεκρά ζης, ναι ζης αθάνατος· και από του αδαμαντίνου βάθρου της αθανασίας σου περιφρονείς ως εμπρέπει τους δολοφόνους και τους τυμβωρύχους σου!..

Έτσι εξακολούθησε το λόγο του για πολύ ακόμη ο Αριστόδημος. Το προαιώνιο όπλο της γενιάς του είχε τώρα στα χέρια του και πίστευε μ' εκείνο να σαρώση τους εχτρούς του. Κ' ήταν όλοι εχτροί του εκεί μέσα· ο Χαγάνος, ο Γλάμης, ο Ζάρακας, ο Θεομίσητος. Κι όχι μόνον αυτοί αλλά κ' οι παλιοί φίλοι του. Όσο τους έβλεπε να κάθωνται μαζί με τους εχτρούς του και να συνομιλούν σκυφτά και μπιστεμμένα, τόσο άναβε η φιλυποψία του. Ήθελε να τους δείξη με το λόγο του ποιοι ήταν εκείνοι και ποιος ήταν αυτός. Άρχισε λοιπόν να υμνολογή τη γενιά του. Είπε για τους Ευμορφόπουλους· για την καταγωγή, για τη δόξα, για την τέχνη τους. Ό,τι κατόρθωμα σημαντικό από χιλιάδες χρόνια είχε η γενιά το ανάφερε με βροντές και πάταγο. Όχι μόνον τα σημαντικά μα και τα ελάχιστα. Τ' άρπαζε στον καταρράχτη της πολυλογίας του, τα ψήλωνε στα μεσούρανα, τάλεγε δυσκολόβρετα στην παγκόσμια ιστορία. Εμακάριζε τη μητέρα που είχε την τιμή να γεννήση τέτοια παιδιά και συγχαιρότανε τα παιδιά που είχαν τύχη να γεννηθούν από τέτοια μητέρα. Προσκαλούσε τους προγονικούς ήσκιους να παρασταθούν περίλυποι στην κηδεία της. Τα μάτια του δεν είχαν δάκρυα ούτε το πρόσωπό του συγκίνηση. Αχτινοβολούσε όλος από χαρά και περηφάνεια. Τα χέρια του γροθοκοπούσαν τον αέρα, σα να πάλευε με αόρατο δαίμονα.

— Υμνεί τη μητέρα του ή ρητορεύει; εψιθύρισε στ' αφτί του Γκενεβέζου ο Περαχώρας.

— Είνε φυσικό του· αποκρίθηκε με τον ίδιον τρόπο εκείνος. Χρειάζεται, να σου ειπώ, λίγη ιλαρότητα. Το μυρολόγι της Ελπίδας μούσφιξε την καρδιά.

Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα.

Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά. Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες.

Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη! Μα βαστάχτηκε· χαμήλωσε στο λείψανο το κεφάλι και φρόντιζε να μη βλέπη και να μην ακούη το ρήτορα. Ήταν όμως αδύνατο. Ο Αριστόδημος έλεγε κ' έλεγε κ' έδειχνε πως δεν είχε σκοπό να τελειώση. Και τα λόγια του έκαναν στο Δημητράκη όλως διόλου αντίθετη εντύπωση απ' ό,τι έκαναν στους άλλους ακροατές. Τον συγκινούσαν γιατ' ήταν τέτοια, μωρά κι ανάξια για το θέμα που είχαν. Ποίος μπορούσε αλήθεια να φαντασθή πως η γυναίκα του Ευμορφόπουλου θα είχε ένα τέτοιον επικήδειο ; Και η σκέψη εκείνη, πολύ θλιβερώτερη από το θάνατο του έφερε δυνατό λυγμό κ' έπεσε απάνω στο λείψανο·

— Αχ! μαννούλα μου!., μαννούλα μου!..

Εκείνη τη στιγμή τελείωσε κι ο Αριστόδημος το λόγο του. Έρριξε βλέμμα γιομάτο περιφρόνηση στον αδερφό του κ' ήρθε και στάθηκε μπροστά του ψιθυρίζοντας :

— Ανάξιε!

Οι ακροατές σηκώθηκαν μονόγνωμοι κ' ήρθαν να συγχαρούν και να συλλυπηθούνε τον Αριστόδημο.

— Ευχαριστώ…. ευχαριστώ…. απαντούσε στον καθένα εκείνος, σφίγγοντάς τους τα χέρια. Ξέρετε· ηθέλησα να πλησιάσω το δαιμόνιον ύφος του Περικλέους, είπε μπιστεμένα στον Περαχώρα.

— Και να σας ειπώ το κατωρθώσατε· του είπε με πικρό χαμόγελο ο
Γκενεβέζος.

— Αλήθεια! εφώναξε ολόχαρος εκείνος· ω! με κολοκεύετε, με
κολακεύετε πολύ… ευχαριστώ!

Κανείς όμως από τους τόσους ακροατές δεν μπόρεσε να καταλάβη τα λόγια του. Εκείνο το «ευχαριστώ» ήταν τάχα για τα συλλυπητήρια ή για τα συγχαρητήριά τους;
Ζ'

— Που θα πη, μωρέ γυναίκα, μοιάσαμε τους Οβριούς στην κακοτυχιά· είπε ο γέρω Μαλαματένιος στη γριά του, απιθόνοντας κάτω ένα πόδι αργαλειού.

— Φτου τσ' αντίχριστους! μη μου τους μελετάς! φώναξε κείνη αγαναχτησμένη. Σε καλό σου, γέρο! Τι σούρθε κ' έπιασες να μας παρομοιάσης με τσ' αλάδωτους!…

— Τ' έπαθα, λέει! τ' έπαθα! Και τι άλλο μας μένει να πάθουμε; Έχω ακουστά πως κ' εκείνους τους κακορρίζικους έτσι τους τυραννούσαν. Τσ' άρπαξε ο ένας από δω και χωπ! στη Βαβυλώνα. Τσ' έπαιρνε άλλοι από κει χωπ! στη Δαμασκό. Ερχόταν τρίτος χωπ! πάλε στα Γεροσόλυμα. Από τον Άννα στον Καγιάφα που θα ειπή. Το ίδιο και μεις. Τη μια φορά ο Χαγάνος μάς παίρνει απ' το καλύβι μας και μας ρίχνει στο σπίτι της Ελπίδας. Τώρα μας παίρν' η Ελπίδα χωπ! στο σπίτι του Μορφόπουλου. Να τι θα ειπή να ζη κανείς πολλά χρόνια! Α, μα το ψωμάκι· τη βαρέθηκα τέτοια ζωή…

— Μα τώρα δεν έχει πια να μας κουνήση κανείς από 'κεί.

— Κανείς! δεν έχει να μας κουνήση κανείς! τι λες άραχλη ;

— Εκειό που σου λέω· τώρα θα ησυχάσουμε για καλά.

— Για καλά; Βέβαια, σα νάχης δίκιο. Από 'κεί θα φύγουμε με ξένα πόδια.

— Τι; καβάλλα;

— Ναίσκε· καβάλλα στο ξυλάλογο· σα να λέμε στην κάσσα. Ξέχασες,
βλέπω, το στερνό σου ταξείδι.

— Ου!… έκαμε η γριά μ' ανατριχίλα, βάζοντας μπροστά το χέρι της
για να διώξη το κακό.

— Ω, διάτανε! το φοβάσαι βλέπω το θάνατο σα να ήσουνα χίλιω χρονώ. Μα στην πίστη μου σου λέω έχεις άδικο, γριά! Έχεις μεγάλο άδικο. Εκεί να ιδής σπίτι μια βολά. Θεμέλιο δεν έχει και θεμελιωμένο είνε· κλειδωνιές δεν έχει και κλειδωμένο είνε. Ούτε Χαγάνος έρχεται να σε νοχλήση, ούτε Μορφόπουλος, ούτ' Ελπίδα. Αν και να σου ειπώ την αλήθεια, για την Ελπίδα πρόθυμα θα βασανιζόμουνα και στον τάφο… Μα σου δίνω το λόγο μου, μωρή γριά· αν είνε τυχερό σου και πας πρώτη, θα σου χτίσω ένα σπίτι όχι και καλήτερο…

— Ου, καϋμένε! πάψε πια τις σαχλαμάρες κι ανάγκασε. Δε βλέπεις
που μας πήρε η νύχτα!

— Σαχλαμάρες. … σαχλαμάρες… μα τι οργή Θεού τούτος ο κόσμος!
και την πιο φανερή αλήθεια τη σιχαίνεται!. ..

Ο γέρο Μαλαματένιος σήκωσε πάλι στο νώμο τον αργαλειό και πήρε τον κατήφορο. Σήκωσε κ' η γριά του το μπόγο κι' άρχισε να κατεβαίνη τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας.

Η Ελπίδα μετακόμιζε τώρα οριστικά στο σπίτι του Ευμορφόπουλου. Από την ώρα που πέθανε η κυρά Πανώρια άλλαξαν πρόσωπα και πράματα. Μα πιο πολύ άλλαξε ο Αριστόδημος. Πρώτα ο θάνατος της μάννας του κ' η ερμιά του μέσα στο σπίτι· έπειτα η χρηματική στενοχώρια τον έφεραν κάπως σε θεογνωσία. Έβαλε μεσίτες στο Δημητράκη για να κατεβή στο χωριό, να κυττάξουν τις δουλειές τους. Εκείνος επρότεινε τους όρους του· θα κατεβή ναι, αν κατεβούν μαζί του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους. Αλλοιώς δε γένεται. Ο Αρχαιολόγος αναγκάστηκε να δεχτή.

— Ας έρθουν, είπε· φτάνει να μην έχουν μαζί μου κουβέντες· δικό μου και δικό τους. Μονάχα ένα τραπέζι — ας το βάλουν στο νου τους — μονάχα ένα τραπέζι θα μας σμίγη…

— Ας είνε κ' ένα τραπέζι· παραδέχτηκε ο Δημητράκης.

Έτσι η Ελπίδα πήρε τη θέση της κυρά Πανώριας στο νοικοκυριό· πήρε και το δωμάτιό της. Μα δεν άλλαξε τίποτα από τα σωθέματά του. Τάφηκε όπως τάχε τοποθετημένα η γριά κ' έμπαινε μέσα όπως μπαίνει ο καλός χριστιανός στην εκκλησιά του. Στο παραμέσα κελλάρι έστησε το κρεββάτι του Δημητράκη· τους Μαλαματένιους τους έβαλε από κάτου και φρόντιζε να μην τους λείψη τίποτα. Ο Αριστόδημος κράτησε το γραφείο του με τα βιβλία και τις αρχαιότητες. Όσο για ζωή περνούσε όχι και καλήτερα. Τα τετράδια που σύναζε τις προπατορικές λέξες είχαν γίνη σωροί· χρειαζότανε άλλες δυο βιβλιοθήκες για να τα βάλη. Μα κ' εκεί έμεναν οι λέξες άκαρπες και νεκρές σαν τους σπόρους στην ξηρασία. Πού και πού καμιά να βλαστοβολήση στην ψυχή του· μα με τούτο έχανε το είδος της· γινότανε του συρμού. Εκείνος δεν απελπιζότανε· είχε τις ελπίδες του στον καιρό και στην επιμονή του.

— Θα ξαναζήσουν, έλεγε· θα ξαναζήσουν δε γένεται. Μια, δυο, τρεις το πολύ γενεές κ' έπειτα: Μήνιν άειδε Θεά… Οι Ευμορφόπουλοι θα ζηλεύουν τα παιδιά τους.

Την ίδια επιμονή έδειχνε και στις αρχαιότητες. Μόνος του τις καθάριζε, έφτιανε στρίποδα, βάθρα, τραπεζάκια και τις έβαζε απάνου! Έπειτα στεκότανε μπροστά τους ώρες ολάκερες και τις καμάρωνε. Κ' εκεί που τις καμάρωνε ξεχνιότανε ως που τα μάτια του βασίλευαν και δεν έβλεπε τίποτα. Κανόνι νάρριχνες δίπλα του δε σάλευε. Και όταν τέλος ερχόταν στον εαυτό του, εύρισκε πως δεν ήταν καλά βαλμένες κι άρχιζε πάλε να τους αλλάζη τη θέση. Μα πιο πολύ απ' όλα τον βασάνιζε η τοποθέτηση της Δόξας. Ήθελε νάβρη για κείνη ένα βάθρο πολύτιμο, όλως διόλου άξιο για τέτοιο καλλιτέχνημα. Τις έφτιασε ένα από μάρμαρο λευκό και την τοποθέτησε δίπλα στο τραπέζι της δουλειάς του.

Μα το μάρμαρο του φαινότανε πρόστυχο. Αντί να δείχνη την ωμορφιά της την έκρυβε. Παράγγειλε λοιπόν έναν κορμό καρυάς ψηλόν ως ένα μέτρο και τον έφεραν στο γραφείο του. Τον είχε κάπου μια βδομάδα εκεί κι ακόμα δεν αποφάσιζε. Γύριζε γύρω — τριγύρω στον κορμό, τον κύτταζε και τον ξανακύτταξε, μια πήγαινε κοντά και τον ψηλαφούσε, μια στεκότανε μακρυά· πότε τον εύρισκε καλόν και χαμογέλαε, πότε άσχημον και σούφρωνε τα φρύδια του έτοιμος να κλάψη.

— Γιατί μου τα κάνουν αυτά!.. γιατί μου τα κάνουν!.. φώναξε άξαφνα πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του.

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του γραφείου του και βγήκε στην ταράτσα. Κάτω στο χτήμα του αξίνες έλαμπαν σαν ασημένια φύλλα και χώνευαν στο χώμα πεισματικά σα να το πρόσταζαν: δώσε! Σκαφτιάδες έσκαφταν τους σωρούς, έχωναν τους λάκκους, ίσαζαν τα χαντάκια της ανασκαφής, με τραγούδια και γέλοια. Ένας μηχανικός μετρούσε τη γη κ' οι βοηθοί του φύτευαν νέα δεντρικά στη γραμμή και σε ωρισμένη απόσταση. Μα κι ο μηχανικός κ' οι σκαφτιάδες ήταν ξένοι κι απόξενοι. Του Αριστόδημου το πρόσωπο αγρίεψε.

— Είνε ατιμίες αυτές! να που στο λέω· είνε ατιμίες!.. Θα τρέξω· θα το φωνάξω ολούθε… Είνε ατιμίες τα όσα μου κάνεις· με κλέβεις!… φώναζε κουνώντας περαδώθε τα χέρια και τρέμοντας ολόκορμος.

Ένας εργάτης σήκωσε τα μάτια και τον κύτταξε προσεχτικά. Έπειτα παραίτησε την αξίνα του κ' ήρθε κάτου από την ταράτσα. Ήταν ο Κουρδουκέφαλος ο δανειστής κι ο νοικοκύρης τώρα του μετοχιού. Όταν βγήκε στη δημοπρασία επλειοδότησε και το μετόχι κατακυρώθηκε στ' όνομά του.

— Σε κλέβω; εγώ σε κλέβω, κύριε Αριστόδημε! ρώτησε μαλακά τον
αρχαιολόγο. Μα το σταυρό μ' αδικείς.

— Δε σ' αδικώ καθόλου· με κλέβεις! με κλέβεις! με κλέβεις!..
φώναξε πεισματικά εκείνος.

— Μα γιατί σε κλέβω, βρε αδερφέ· ψέμματα είνε πως σε δάνεισα;

— Με δάνεισες; το ξέρω πως με δάνεισες· με δάνεισες ναι!

— Δεν είχαμε συμφωνία να μου τα δώκης στα έβγα του χρόνου;

— Ναι, στα έβγα του χρόνου· το θυμάμαι.

— Και πέρασαν δυο χρόνια· ή όχι;

— Ναι, πέρασαν δεν τ' αρνιέμαι. Μα ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από λόγου σου. Μπορούσες να περιμένης ακόμα. Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν.

— Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου.

— Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω… θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..

Έβαλε τα δάχτυλα στο λαιμό του κ' έσφιγγε δυνατά σα νάσφιγγε το καρύδι του Θεομίσητου. Μα ο Δημητράκης έτρεξε και του ξεκόλλησε με δυσκολία τα χέρια.

— Βρε, αδερφέ, τι σου φταίει ο κόσμος και τον φορτώνεσαι; του είπε αυστηρά.

Έπειτα σκύβοντας κάτω·

— Έχεις δίκιο κ. Κουρδουκέφαλε· έχεις δίκιο· είπε μαλακά. Μάς δάνεισες, να πάρης πίσω τα λεφτά σου. Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε.

— Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

— Σωστό. .. σωστό κ. Κουρδουκέφαλε· να κυττάξτε την δουλειά σας· δε σας αδικεί κανείς.

Ο Αριστόδημος έτρωγε τα νύχια του από λύσσα. Ήταν το μόνο αίσθημα που του έμεινε πια. Στην παραμικρή ταραχή που γινότανε γύρω του, θες στον εαυτό του θες σε ξένον, του φαινόταν πως κάποιος τον τραβούσε από τα μαλλιά. Τον τραβούσε και τον έσερνε, λέει, σ' έναν κατήφορο στρωμένον με στουρναρόπετρα. Τώρα δεν του τόβγαζε κανείς πως το πούλημα του μετοχιού προήρθε από το Θεομίσητο.

— Ο άτιμος! εψιθύριζε, βηματίζοντας πέρα — δώθε· ο άτιμος! όλες τις βαγαποντιές του κόσμου τις μεταχειρίζεται.

— Ναι, όλες· είπε ο Δημητράκης, μαντεύοντας τα λόγια του. Τον καιρό που στάλεγα εγώ δε μ' άκουες. Καμάρωσε τώρα! Βλέπεις; επρόσθεσε δείχνοντας το χτήμα του Θεομίσητου· όλο και κοντοζυγώνει σε μας. Όταν πρωτόειδε ο Χαγάνος πως του πατάει το χτήμα ρίχτηκε να τον πετσοκόψη. Μα εκείνος με τις μαγλειφιές του τον καταπράυνε. Και τώρα; όχι μοναχά τον συμπάθησε μα του παραχώρησε κι άλλο να καλλιεργήση. Κολλήγα του τον έκαμε. Μερδικό θέλει, κι ας γίνη ό,τι γίνη. Για ιδές.

Ο Αριστόδημος στύλωσε τα μάτια του κατά το χτήμα του Χαγάνου. Ο κυπαρισσώνας έλειπε· δεν είχε πια ανάγκη να δουλεύη μυστικά ο Θεομίσητος και τον έκοψε. Πρόβαινε καταδώθε σα νοικοκύρης και σαν καταχτητής.

Κι αν ήταν μόνον ο Θεομίσητος λίγο το κακό· μα τώρα ξεφυτρώσανε κι άλλοι. Το παράδειγμά του κέντησε την όρεξη όλης της γειτονιάς. Ο Μήτρος Γλάμης μόλις ειρήνεψε το δικό του πέρασε στο ξένο· το ίδιο κι ο Βασίλης ο Ζάρακας· το ίδιο κι άλλοι, κοντινοί και μακρινοί. Καθένας που ένοιωθε δύναμη στα χέρια του κι αχορταγιά στην ψυχή του, πήδαγε με το έτσι θέλω στο χτήμα του Χαγάνου κ' έκανε ότι ήθελε. Άλλος ξερρίξωνε ταμπέλια και τάσπερνε σιτάρι· άλλος έκοβε τα λιοστάσια και φύτευε αμπέλια· άλλος έκαιε τα δάση και τάφινε λιβάδια. Ό,τι καλό δεντρί χαιρότανε ακόμη τη ζωή του από τον καιρό των Ευμορφόπουλων, πέθαινε τώρα με ληστρικό πελέκι. Και σύγκαιρα συνατοί τους ή καθένας μοναχός οι ακάλεστοι κολλήγοι μοίραζαν το χτήμα, σα να ήταν πατρογονικό τους. Ο Χαγάνος τάβλεπε με θλίψη του και δεν τολμούσε να τους εμποδίση. Όχι μόνον δεν τολμούσε· μα και μέσα στην παμπόνηρη ψυχή του τόβρισκε για καλό του αυτό το μαλλοτράβηγμα. Οι πολλοί γαμπροί, έλεγε, κάνουν καμμιά φορά τη νύφη και γεράζη στο σπίτι του πατέρα της.

— Μα είνε ατιμία! φώναξε αγριεύοντας ο Αριστόδημος.

— Ατιμία — ξατιμία, τι να κάνουμε ;

— Τι να κάνουμε; Τώρα θα σου δείξω γω τι θα κάμω.

Έτρεξε μέσα, πήρε το καπέλλο του και το ραβδί του κ' ετοιμάστηκε να κατεβή τη σκάλα.

— Πού πάς; τον ρώτησε ο Δημητράκης, πιάνοντάς τον απ' το χέρι
αλαφρά.

— Πού πάω; θα πάρω τους κολλήγους και θα πάω ίσα ναν του χαλάσω
τη σπορά. Δε θαν τον αφήσω γω να καλλιεργήση μπροστά στη μύτη μου!

— Κάτσε ήσυχα, μωρ' αδερφέ· κάτσε ήσυχα να ζήσης· του είπε με
μαλακή φωνή ο Δημητράκης.

— Γιατί να κάτσω ήσυχα αφού πατάει τον τόπο μου ;

— Μα καλά· πούθε θα περάσης για να πας ως εκεί; Ο Χαγάνος είνε στη μέση. Σ' αφίνει ο Χαγάνος να πατήσης το χτήμα του ;

— Εκειόν γιατί τον αφίνει;

— Γιατί δε μπορεί να τον μποδίση· να γιατί.

Δούλεψε από καιρό εκείνος· τόκαμε σκοπό του τόσα χρόνια. Μια ξινιά στο ιδικό του μια στο ξένο. Και βλέπεις, απόχτησε δικαιώματα.

— Κ' εγώ τάχω πατρογονικά.

— Τάχεις με τα λόγια· με τα έργα όμως τίποτα. Έσκαψες, έσπειρες, φύτεψες, ποτέ ως τα σήμερα; Όχι. Κάμε ρόκα σου το λοιπόν. Με το όπως — όπως δε γίνεται τίποτα. «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγερεύουν», λέει ένας λόγος. Τώρα που πείνασες τώρα θες να μαγερέψης ;

— Τι θες να κάμω το λοιπόν; Ν' αφήσω το Θεομίσητο να μου πάρη την κληρονομιά!

— Όχι να τον αφήσης· δεν είπα τέτοιο λόγο· μα πρέπει να δουλέψουμε και μεις· να φτιάσουμε πρώτα τον τοπάκη μας. Άμα δυναμώσουμε και μεις, θα γυρέψουμε από το Χαγάνο τόπο να καλλιεργήσουμε· κι αν δε μας δώση, τον παίρνουμε με το χέρι μας. Και τότε — πού είσαι — δε θάρθη ο Θεομίσητος σε μας· θα πάμε μεις γυρεύοντάς τον… Πρώτα όμως να κάτσης να σκεφτής κ' έν' άλλο πράμα.

— Τι πράμα ; τον ρώτησε ο Αριστόδημος κυττάζοντάς τον με σβυσμένα μάτια.

— Ο Κουρδουκέφαλος θέλει να μας πάρη και το σπίτι.

— Το σπίτι!… τούτο δω ;

— Ναι, τούτο δω· δεν τώχεις και τούτο υποθήκη ;

— Δεν ξέρω… δε θυμάμαι· ψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αρχαιολόγος.

— Το ξέρω γω· το λοιπόν, με τον τόπο που πήρε δεν έπιασε τα λεφτά του.

Τι λεφτά να πιάση από μια σάρα; Τώρα σκέφτεται να κατασκέση και το σπίτι.

— Για να κοπιάση· σαν του βαστάει ας κοπιάση! είπε κουνώντας το κεφάλι φοβεριστικά και πικρογελώντας. Πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά θα στήσω στη σκάλα και θα τ' αδειάσω μπουμ!.. καταπάνω του. Στάχτη μπούλμπερη θα τον κάνω· όχι θα πατήση τα χτίρια των προγόνων μου.

Κύτταξε περήφανα τον αδερφό του, σα να τον έβλεπε νάνο μπροστά του. Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα:

— Στάχτη — μπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτη — μπούλμπερη, να μου το θυμάσαι.

Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.

— Μα την αλήθεια· μου φαίνεται πως είμαστε ολότελα χαμένοι· μπιτ ολότελα· είπε γονατίζοντας μπροστά στην Ελπίδα.

Και λύθηκε στα δάκρυα. Η κόρη έρριξε το χέρι απάνου του χαδιάρικα.

— Άκουσε, Δημητράκη· του είπε γλυκά· έχω ένα λόγο να σου ειπώ· κάμε μου τη χάρη να μ' ακούσης.

— Λέγε μου, Ελπίδα· λέγε ό,τι θες, της είπε κείνος φέρνοντας το χέρι στα χείλη του. Τα λόγια σου είνε για μένα όπως στους προγόνους μας της Πυθίας τα λόγια. Λέγε μου να ζήσης.

— Το σπίτι μου τώρα είνε περιττό· και το σπίτι και το κλήμα του. Έμειν' έρμο εκεί πάνου και θα χαλάση με τον καιρό. Δεν το δέχεται τάχα ο Κουρδουκέφαλος και να ξόφληση το χρέος;

— Τι λες, Ελπίδα! φώναξε ο νέος σφαλώντας ανάλαφρα με τα δάχτυλα του τα χείλη της. Όχι τέτοια θυσία· δεν τη δέχουμαι. Κάλλιο να ξεσπιτωθούμε μεις παρά συ, αγαπημένη. Για με τι σημαίνει εδώ ή άλλου; Ο κόσμος είνε πλατύς κι ο άνθρωπος που θέλει να ζήση μπορεί να το κάμη όπου κι αν βρεθή. Δε λέω· καλά είνε τα περασμένα· διπλασιάζουνε, τι λέω διπλασιάζουνε; πολλαπλασιάζουνε το θάρρος τανθρώπου. Και μάλιστα όταν είνε περασμένα σαν τα δικά μας. Μα και πόσες φορές το χαλαρώνουν!… Να παράδειγμα ο αδερφός μου. Στο χτήμα του ήταν, μα κατάντησε σήμερα ζητιάνος.

— Τα λόγια σου, Δημητράκη, είνε σωστά και φρόνιμα· τον έκοψε με ταπεινοσύνη η κόρη. Μα στον αδερφό σου δεν έφταιξε η γενιά του ούτε τα μεγαλεία της. — Το ξέρεις καλήτερ' από μένα. Έφταιξε ο δρόμος που πήρε. Άγιος ήταν κ' εκεινού ο σκοπός όπως κι ο δικός σου· μα πλανεύτηκε στα μέσα. Εσύ όμως δε θα φερθής έτσι. Θα ζητήσης τη ζωή όχι στα κόκκαλα των παπούδων σου παρά στα χέρια σου. Είσαι νέος δυνατός και θαυμαστός· είσαι…

Τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι κ' οι ματιές της άστραψαν δυσκολοβάσταχτον πόθο. Το κυπαρισσένιο της κορμί ανάδευε απάνου του, σαν το διψασμένο δεντρί στης ζωής του τη βρύση. Είσαι ωραίος! πήγε να προσθέση· μα η παρθενική πορφύρα άναψε στα μάγουλα της και της τρόμαξε το αίσθημα.

— Άκουσέ με και θα ιδής πως δε θα μετανοιώσης· τον συμβούλεψε
γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο.

— Να μετανοιώσω! Όχι, Ελπίδα· δε φοβούμαι να μετανοιώσω όταν το
λες εσύ. Μα πρέπει πρώτα να ιδούμε αν το δέχεται κι ο Αριστόδημος.

— Α, όσο γι' αυτό μη σε μέλλει· είνε δική μου δουλειά.

Η κόρη τράβηξε ίσα στο γραφείο κι άνοιξε θαρρετά την πόρτα. Μα στάθηκε στο κατώφλι ξυλιασμένη. Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμ!» εβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό. Ενώ βάδιζε, κουνούσε πέρα — δώθε απειλητικά το ζερβί του χέρι και φώναζε ρυθμικά:

— Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων!… Παίδες Ελλήνων ίτε!.. ίτε!.. ίτε!..

Η φωνή του βροντερή κι άτρεμη στην αρχή καταντούσε σα λάλημα βραχνοκόκορα. Στο άνοιγμα της πόρτας στάθηκε ακίνητος, κυττάζοντας την κόρη με μάτια γουρλωμένα σα ν' απολιθώθηκε. Στάθηκε για πολλή ώρα έτσι κ' έπειτ' άφησε να πέση το ραβδί από τα χέρια του και πήγε τρικλίζοντας να κάτση στην πολιθρόνα. Η Ελπίδα βρήκε τον καιρό κ' έκαμε σύντομα την πρόταση της. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά κ' έπειτα έπεσε στο κάθισμά του ξερός από τα γέλοια.

— Μωρέ κεφάλι που τώχεις! μωρέ κεφάλι πού τόχετε όλοι σας εδώ μέσα! είπε βροντώντας τα πόδια του στο πάτωμα. Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά…

Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του.

— Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο. Δεν είνε καλήτερα να τον περιφρόνησης· να φανής μάλιστα και γενναιόδωρος;

— Α! μάλιστα· αν είν' έτσι μάλιστα· είμαστε σύμφωνοι· είπε σοβαρά· ας το πάρη. Να ξέρης εμείς οι Ευμορφόπουλοι, έτσι είμαστε πάππου προσπάππου· χαρίζαμε.

— Αυτό λέω και γω.

— Κ' έπειτα, μωρέ κόρη μου, τι θα πάρη ο χαμάλης; ένα παλιόσπιτο. Ό,τι αξίζει ένα χαλίκι του Ευμορφόπουλου δεν αξίζει όλο σου το χτήμα.

Η Ελπίδα ξαφνίστηκε σα να της έδωκαν μαχαιριά. Την έγγιξε εκεί που την πόναγε. Το σπίτι της ήξερε τι άξιζε· και το σπίτι και το κλήμα της. Κι αν τάκανε θυσία, τάκανε μόνον για να βαστάξη ψηλά τόνομα της γενιάς του· της γενιάς εκεινού και τη δική της. Ο Αριστόδημος είνε σημερνός μα η γενιά είν' αιώνια. Αύριο θ' αλλάξουν τα πρόσωπα· θ' αλλάξουν και τα μυαλά μαζί. Τώλπιζε τουλάχιστον.

— Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα.

— Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας:

— Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!..

Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του.

— Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

— Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ'
αναφυλλητό της.

— Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη
σέβρισε ;

— Τσ… έκαμε κείνη· άκου.

Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα.

— Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα…
Ζ’

Οι παλιοί κολλήγοι του Ευμορφόπουλου σκόρπισαν από το χτήμα σαν του λαγού τα παιδιά. Ένας με τον άλλον πήραν όλοι τα μάτια του· Άλλοι πήγαν και ρογιάστηκαν σε γειτονικά χτήματα, άλλοι τράβηξαν πάρα πέρα, γυρεύοντας τύχη. Κ' έκαναν ό,τι δουλειά εύρισκαν άλλοι ζευγάδες, άλλοι βοσκοί, άλλοι ψιλικατζήδες, χαλκιάδες, και καλόγεροι ακόμα. Τι να κάμουν; ο τόπος τους δεν έδινε πια ψωμί κ' έπρεπε να το ζητήσουν στα ξένα. Το περίεργο είνε που ό,τι δουλειά έπιαναν στα χέρια τους ήταν πρώτοι και καλήτεροι. Οι αφεντάδες που τους έβλεπαν τόσο προκομμένους έκαναν το θάμμα τους.

— Τι διάβολο! τους έλεγαν τόσο καλοί δουλευτάδες και να πεινάτε στον τόπο σας!

— Έχουμε κατάρα εμείς· έχουμε κατάρ' από το θεό! απαντούσαν εκείνοι χασκογελώντας πικρά. Μας διώχνει το χώμα μας σαν τους αφωρεσμένους.

Μόνον ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρος δεν ξενιτεύτηκαν. Όχι δεν ξενιτεύτηκαν, μα ούτε το σκέφτηκαν τέτοιο πράμα. Πεινασμένοι — χορτασμένοι αποφάσισαν να μην αρνηθούν τους προγονικούς αφεντάδες τους. Το είχαν γι' ατιμία να τους αφήσουν τώρα στη φτώχια τους. Τι θα ειπή ; Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα· λέει ο λόγος. Πήρανε λοιπόν τα σύνεργα της δουλειάς και τις φαμίλιες τους κ' έστησαν έρριζα στον τοίχο του σπιτιού τις καλύβες τους, όταν ο Κουρδουκέφαλος έκαμε κατοχή το μετόχι.

Ο Δημητράκης συγκινήθηκε σαν είδε την αφοσίωση τους και θέλησε να τους συμβουλέψη;

— Βρε, παιδιά, είνε άδικο να χαθήτε και σεις μαζί μας, τους είπε· και το ξένο χώμα έχει ψωμί για τους δουλευτάδες· εδώ θα πεινάσετε…

— Ας πεινάσουμε αφεντικό, μαθημένοι είμαστε· είπε ο Μπαλαούρος.
Κάλλιο πεινασμένοι μαζί σου παρά με ξένους χορτάτοι.

— Έπειτα ποιος ξέρει; επρόσθεσε ο Κουτρουμπής με αστραπές στα
μάτια· του λόγου σου μπορεί να μας δώσης πάλι τα καλυβάκια μας.

— Άμποτε…

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς. Και στου Χαγάνου πήγαινε και στου Πέτρου Γλάμη και στου Βασίλη Ζάρακα· πήγαινε κάποτε και στου Θεομίσητου. Μάλιστα τώχε χαρά του να δουλέψη στων οχτρών του τα χτήματα. Άσε που οικονομούσε το καρβέλι, μα ήθελε να δείχνη και την αξία του. Δεν το αρνιόταν πως ο Θεομίσητος ήταν δουλευτής από τους πρώτους. Τι να ταρνηθή που φαινότανε. Μα ήταν δουλευτής κι ο Ευμορφόπουλος. Αγώνας είνε η ζωή· δουλειά σου και δουλειά μου. Όποιος μπορεί και δουλεύη περισσότερο εύγε του και τρισεύγε του. Δε φτονούσε κανένα· εκείνον ας τον φτονούνε οι άλλοι. Είνε κι ο φτόνος παίνια καμιά φορά. Άλλως τε τι βγαίνει με το φτόνο; Η δουλειά φαίνεται και στο τέλος αναγνωρίζεται από φίλους κι οχτρούς. Έπειτα σαν εδούλευε στο χτήμα του Χαγάνου ή στο χτήμα του Θεομίσητου δεν ένοιωθε κούραση· ήταν όλος χαρά και τραγούδι· νόμιζε πως καλλιεργούσε τον τόπο του· πως τ' αποδοσίδια της η γη τάκανε για δαύτον.

— Μα δεν ξέρεις τι χώμα! έλεγε το βράδυ στην Ελπίδα· μάλαμα —
καθάριο μάλαμα. Και να τόχουν εκείνοι οι ακαμάτες!..

— Ε, αυτά 'χει ο κόσμος· του απαντούσε η κόρη, πραΰνοντας τον
πόνο του· φορά σου και φορά μου. Σφαίρα είνε και γυρίζει. ..

Ο Αριστόδημος όμως δεν έμενε διόλου ευχαριστημένος από τον αδερφό του· δεν τον ήθελε μεροκαματιστή και ξενοδούλη. Το να πηγαίνη μάλιστα να δουλεύη στου Θεομίσητου το χτήμα δεν το χώνευε.

— Ακούς να καταντήση δούλος του δούλου του! έλεγε συχνά στην Ελπίδα. Ξέρεις τ' ήταν μια φορά οι Θεομίσητοι στους Ευμορφόπουλους; Κοπέλια τους· ναι! και κάτι χειρότερ' από κοπέλια τους.

— Μα μην κυττάς τ' ήταν μια φορά, του απαντούσε με χαμόγελο εκείνη· κύττα τώρα που είνε αφεντάδες.

— Αφεντάδες! αφεντάδες; φώναζε ερεθισμένος εκείνος· τέτοιους αφεντάδες εγώ τους γράφω στην πατούσα μου. Ψε! αφεντάδες! Κι αν είνε τι; Ο γιος του Ευμορφόπουλου δεν πρέπει να τους δουλεύη· όχι, δεν πρέπει.

— Και τι θα φάμε; τον ρώτησε μια ήμερα πεισμωμένη κ' εκείνη.

Ο Αριστόδημος στάθηκε ξαφνισμένος και την κύτταξε κατάματα. Του φάνηκε ανέλπιστο το ρώτημα της. Γρήγορα όμως αναψοκοκκίνισε, βρόντηξε το ποδάρι του στη γη κι απάντησε.

— Δεν ξέρω. Ένας Ευμορφόπουλος ψοφάει της πείνας μα δε δουλεύει τους δούλους του· όχι — δεν τους δουλεύει!

Και σηκώνοντας το κεφάλι περήφανα, εβάδισε αργά και μεγαλόπρεπα και μπήκε στο γραφείο του, σκυλοβρίζοντας το Θεομίσητο και τη γενιά του.

— Αυτός, παιδί μου, είνε με το νου που γεννήθηκε· είπε ο Δημητράκης στην Ελπίδα το βράδυ που του διηγήθηκε την κουβέντα τους· τόσα κακά ξέσπασαν στο κεφάλι του κ' εκείνος τίποτα· το γουδί το γουδοχέρι.

— Τι σε μέλλεις είπε η κόρη αφρόντιστα. Αυτά κι αυτά τον βαστούνε τώρα στη ζωή, άλλο τίποτα δεν έχει. Με τα λόγια χτίζ' ανώγεια και κατώγεια…

— Ναι, βέβαια, τι μας μέλλει; είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. Ό,τι χάλασε-χάλασε. Το μέλλον είνε για μας και μεις για κείνο· δεν είν' έτσι Ελπίδα;

Την κύτταξε στα μάτια τρυφερά με απεριόριστη αφοσίωση. Άξαφνα της άρπαξε και τα δυο χέρια, τάσφιξε στη χούφτα του σα νάσφιγγε βώλο χρυσάφι.

— Να σου ειπώ κατιτί, Ελπίδα; τη ρώτησε κοντοζυγώνοντας.

— Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο.

Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγορα — γρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς.

— Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

— Άκουσε τι σκέφτηκα· είπε. Τώρα μεις μπήκαμε σ' ένα δρόμο· ψηλά — χαμηλά περνούμε. Μιλούμε για το μέλλον· μέλλον είνε το αύριο· μα είνε και το μεθαύριο. Εγώ — δε στο κρύβω — μεγάλο φόρτωμα πήρα στον ώμο μου κι ο δρόμος είνε μακρύς, μακρύς κι ανηφορικός!

Η κόρη χαμογέλασε· άπλωσε το μεστωμένο χέρι της και του χάιδεψε το μέτωπο.

— Από τώρα δείλιασες; του ψιθύρισε σκύβοντας απάνου του ανήσυχα.

— Όχι, δε δείλιασα· διαμαρτυρήθηκε αμέσως εκείνος. Στη ζωή μας, Ελπίδα· ούτε δείλιασα ούτε κουράστηκα. Θα ήταν ντροπή μου στην ηλικία μου. Μα σκέφτουμαι· κι αυτό το αξετίμωτο δώρο μου τώκαμες εσύ όπως και τόσα άλλα· εσύ αγαπημένη. Και βρίσκω πως ο αγώνας είνε μακρύς κ' η ζωή μας λίγη. Τ' είνε μια ζωή για τόσο μεγάλο σκοπό; Εγώ θ' αγωνιστώ, ναι· μα φοβάμαι, Ελπίδα, φοβάμαι. Αν κατορθώσω μονάχα την όψη της αυλής μας ν' αλλάξω, θα είμαι ευτυχής· για παραπάνω δεν το πιστεύω. Είμαι κ' εγώ αμαρτωλός, έχω κ' εγώ το μπόλι της γενιάς μας στο αίμα μου. Ονειρεύομαι, Ελπίδα, δεν το πιστεύεις; ονειρεύομαι πολύ και δουλεύω λίγο — λιγώτερο απ' ό,τι έπρεπε. Γι' αυτό λοιπόν θέλω να γίνης γυναίκα μου· να μου δώσης παιδιά, παιδιά γερά και δυνατά, πλουτισμένα με το αίσθημα σου το βαθύ, με την πραχτική σου σκέψη και με τη μεγάλη ψυχή σου. Εγώ συνάζω ένα — ένα τα λιθάρια· ας έρθουν εκείνα να χτίσουν το νέο Παρθενώνα μας. Ναι;

Την κύτταξε κρεμώντας την ψυχή του στα χείλη της, σαν προσκυνητής προσμένοντας το θάμμα. Εκείνη ξαναμμένη από τον πόθο χαμήλωνε τα μάτια της και με χέρια ολότρεμα έπαιζε με την άκρη της ποδιάς της.

— Ο λόγος σου είνε γλυκός και σωστός· είπε σε λίγο βαρυανασαίνοντας· μου σκλαβώνει την καρδιά γιατ' έχει και τα δυο σμιγμένα. Μα πώς να γίνη, πώς να γίνη ταταίριαστο; Ένας Ευμορφόπουλος να πάρη γυναίκα του μια ταπεινή…

— Κρίμα που δεν μπορώ να παινέψω κ' εγώ τα λόγια σου· την έκοψε ο Δημητράκης. Γιατί εσύ τόσο στοχαστική να μιλάς έτσι αστόχαστα; Ξέρω πως δεν τα πιστεύεις αυτά που λες· κ' έχεις δίκιο να μην τα πιστεύης. Όχι εσύ· εγώ κερδίζω μ' αυτόν το γάμο. Κι όχι μόνον εγώ — αν ήταν για μένα, δε θα φρόντιζα τόσο. Ο σκοπός μας κερδίζει, η γενιά μας.. . .

— Μα πώς, αφού έχω αίμα νοθεμένο; του είπε κείνη με πονηρό
χαμόγελο.

— Σε μένα μιλάς ή στον αδερφό μου; τη ρώτησε πειραγμένος ο
Δημητράκης. Εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο· γιατί με σκας;

— Γιατί σ' αγαπώ· φώναξε η κόρη ακράτητη.

Την άλλη μέρα που ξεμυστηρεύτηκε την απόφασή του στον Αριστόδημο, εκείνος σούφρωσε τα φρύδια του κ' έμεινε σκεφτικός για πολλή ώρα.

— Πφ!.. έκαμε τέλος με πολλή περιφρόνηση· τι τούτη τι άλλη ; Από σένα άρχισε το χαντάκωμα των Ευμορφόπουλων το χαντάκωμα…

Και δεν ξαναμίλησε. Ο Δημητράκης ως τόσο βάλθηκε τώρα να καλλιεργήση την αυλή του. Σήκωσε πρώτα ψηλόν όχτο γύρω να την αποκλείση από τάλλα χτήματα. Ο Αρχαιολόγος σαν είδε τον όχτο ξίνισε τα μούτρα του.

— Τι τον ήθελε τέτοιον όχτο ; είπε στην Ελπίδα· είνε σα να κλει την πόρτα να μην περάσουμε πια στο πατρικό μας· σα ν' αρνιέται τα δίκαιά μας.

— Μη φοβάσαι διόλου· απάντησε ήσυχα ο Δημητράκης από μέσα· τα δίκαιά μας τίποτα δεν παθαίνουν· να είσαι βέβαιος. Άμα έρθη ο καιρός και δυναμώσουμε, εγώ τον γκρεμίζω τον όχτο όπως τον σήκωσα… Δεν κατάλαβες, λέω, μωρ' αδερφέ, του πρόσθεσε μαλακώτερα, πως τα δίκαια είν' ένας λόγος μονάχα!..

Ο Αριστόδημος κατάπιε τη θλίψη του και δεν είπε τίποτα. Ένας λόγος ναι, ένας λόγος· μα κάποτε και σημαντικός!.. .

Ο Δημητράκης έπειτ' από τον όχτο έσκαψε πέρα για πέρα την αυλή. Την έσκαψε, φύτεψε δεντρικά, έσπειρε όσπρια και κάθε άλλο χρειαζούμενο του σπιτιού. Το νεράκι της βρύσης τού χρησίμευε για πότισμα. Κ' η αυλή του σε λίγο έγινε αγνώριστη· πρασίνισε όλη απ' άκρη σ' άκρη. Άρχισε και να σοδιάζη με τον καιρό. Ο Δημητράκης κρατούσε για το σπίτι και τάλλα τα πουλούσε στην αγορά ή τάλλαζε με σιτάρι κι αραποσίτι που δεν έκανε η αυλή του· Ο Αριστόδημος για τούτα όλα δεν έλεγε τίποτα· ούτε ρώταγε πως κυβερνιέται το σπίτι· Έτρωγε καλά, ντυνότανε καλήτερα, έκανε τις ιδιοτροπίες του και τόβρισκε φυσικό! Μάλιστα η καλοζωή κ' οι περιποίησες της Ελπίδας τον έκαναν πολλές φορές πιο απαιτητικό και ιδιότροπο. Μιλούσε κάποτε σε κείνη με τρόπο βαρύ και προσταχτικό. Της έρριχνε κατάμουτρα την ταπεινή καταγωγή της και της έδειχνε ξέσκεπα πως του ήταν βάρος μέσα στο σπίτι. Εκείνη δε θύμωνε· τον είχε συνηθίση πια Δε θύμωνε μα τούμπαινε πολλές φορές και στη μύτη. Μάλιστα ένα πρωί που ο Αριστόδημος έλειπε από το σπίτι, σοφίστηκε να τον σκυλιάση στα γερά. Πήρε το κέντημά της, το μεγάλο κέντημα που είχε απάνω την Ιστορία των Ευμορφόπουλων και το κάρφωσε φαρδύ πλατύ στον τοίχο του γραφείου. Το κρέμασε ίσα κοντά στο άγαλμα της Δόξας κι ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Έπειτα έκατσε στην ταράτσα κι άρχισε να πλέκη την κάλτσα της. Έπλεκε νευρικά και συχνοκύτταζε το δρόμο, ανυπόμονη πότε να φανή ο Αριστόδημος.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να τος ο καλός σου. Ερχόταν κορδωμένος και γελαστός σαν τραπεζίτης που ασφάλισε για καλά τα χρήματά του. Η μόνη θλίψη που του θάμπωνε τη ζωή, ήταν που δεν εύρισκε το κατάλληλο βάθρο της Δόξας του. Είχε αληθινά τον κορμό της καρυάς, μα τώρα κάμποσες μέρες τον εύρισκε αταίριαστον κι αυτόν. Τι τα θες, αδερφέ! δεν πήγαινε καρυά να βαστάη έν' άγαλμα! Σκέφτονταν να ξεφλουδίση τον κορμό και να τον περάση με βάμμα. Τι βάμμα όμως να προτιμήση; Γαλάζιο, μαύρο, κόκκινο, βυσσινί; ή να βάλη καλήτερα ξανθό, καστανό, πράσινο, σταχτί; Μα τάχα και το κίτρινο δεν είν' ώμορφο; 'Αμ' εκείνο το σοκολατί πάλε τι σου λέει!

— Γειά σου, κυρά νύφη· είπε στην κοπέλλα αναμπαιχτηκά· δε μου δίνεις και συ μια γνώμη;

Σηκώθηκε ορθή.

— Τι γνώμη;

— Να, θέλω ένα χρώμα για το βάθρο της Δόξας μου· τόσον καιρό παιδεύουμαι κι ακόμα να το βρω.

— Πού ξέρω γω, η φτωχή, από τέτοια.

— Μ… βέβαια· πού να ξέρης εσύ από τέτοια! είπε με λύπηση.

Έπειτα κυττάζοντας το πρόστυχο πλέξιμό της επρόσθεσε ξαναβρίσκοντας την όρεξη του·

— Δουλειά, βλέπω, δουλειά! έτσ' είσαστ' εσείς οι προκομμένοι! …

— Τι να κάνουμε· είπ' εκείνη χαμογελώντας
πονηρά.

— Καλά κάνετε· δουλέψτε τώρα που είστε νέοι… Έτσι δούλεψα κ'
εγώ στα νιάτα μου· δούλεψα…

Και τέντωσε πίσω το κορμί του, θέλοντας να δείξη πως οι πλάτες του ήταν ακόμη πιασμένες από την πολλή δουλειά. Έπειτα ορθός και λυγιστός μπήκε στο γραφείο του κ' έκλεισε την πόρτα. Ξεκαπελλώθηκε, πήγε ίσα στάγαλμα της Δόξας και το κύτταξε για κάμποση ώρα.

— Γαλάζιο, άσπρο, μαύρο, κόκκινο η βυσσινί; εψιθύρισε σα να ρωτούσε το άγαλμα.

Μα τότε είδε το κέντημα κ' έβγαλε δυνατή φωνή.

— Ποιος διάολος το κρέμασ' εδώ μέσα!.. Άπλωσε το χέρι του να το ξεκρεμάση.

Η Ελπίδα που κύτταξε από την κλειδαρότρυπα, καθώς άκουσε τις φωνές ετοιμάστηκε να το βάλη στα πόδια. Μα η περιέργεια νίκησε το φόβο της και στάθηκε να ιδή. Το κέντημα κι ο Αριστόδημος έμεναν καρφωμένοι στη θέση τους. Κυττάζονταν και ξανακυττάζονταν επίμονα, λες κ' ήθελε ο ένας να μαγέψη τον άλλον. Λίγο — λίγο ξεθύμωνε ο αρχαιολόγος και το πρόσωπό του ξεμούσκλωνε.

— Μωρ' είν' ωραίο! εξαίσιο! εφώναξε άξαφνα· μα το Θεό είνε τέλειο! Και τι τέχνη! τι αρμονία!… Αμ' δεν είνε κέντημα αυτό· είνε ποίημα!… ποίημα κι απ' τα καλήτερά μας!…

Έπειτα πήγε μακρύτερα κι άρχισε να κυττάζη ένα με τάλλο τ άγαλμα και τ' αργόχερο, θέλοντας να κάμη σύγκριση.

— Ουμ!… έκαμε πισωπλατίζοντας τη Δόξα και μορφάζοντας σα να δάγκωσε ξινόμηλο· μα όχι, όχι· πρόσθεσε αμέσως, χαϊδεύοντάς την σα μικρό παιδί· εσύ, εσύ είσαι το τέλειο και το πρότυπο….

— Έχασα! είπε η Ελπίδα στο Δημητράκη που έφτασε κείνη τη στιγμή· εγώ είπα να τον πεισμώσω μα δεν πέτυχα.

— Κακή! της είπε ο νέος χαϊδευτικά, δίνοντάς της ένα φιλί.

— Δεν είμαι κακή· διαμαρτυρήθηκε η κόρη γλαρωμένη· μα μου αρέσουνε οι θυμοί του· είνε τόσο αστείοι!..

Ο Δημητράκης δε ρίχτηκε με τα μούτρα μόνον στη δουλειά μα και στη μελέτη! Αλήθεια έδινε τα πρωτεία σε κείνη· και τούτη όμως δεν την αμελούσε. Η μία ήταν απόλυτη ανάγκη για τη ζωή του· μα κ' η άλλη ήταν το ίδιο για το πνεύμα του. Στη μια αφιέρωνε όλες τις εργάσιμες ημέρες του χρόνου και στην άλλη τις σκολινές και τις νύχτες του χειμώνα. Το καλό είνε που κατώρθωσε να κράτηση το εγώ του ασκλάβωτο κι από τις δυο κ' έπεφτε από τη μια στην άλλη με την ίδια ευχαρίστηση. Θες βιβλίο κρατούσε στο χέρι του θες αξίνα ήταν στη θέση του.

— Καθένα έχει το σκοπό του — σεβαστό και ιερό σκοπό· δεν είν' έτσι; ρώταγε κάθε τόσο την Ελπίδα.

Πότε στον ίσκιο της ταράτσας, πότε δίπλα στο παραγώνι καθόντουσαν οι δυο αγαπημένοι και διάβαζαν ένα με τάλλο τα παλιά χερόγραφα. Κάποτε διάβαζε ο Δημητράκης κι άκουε η Ελπίδα, γνέθοντας τη ρόκα της. Μα τις περισσότερες φορές διάβαζε η κόρη κι άκουε ο νιος. Άκουε και κρεμότανε από τα χείλη της. Οι φράσες κυλούσαν ξάστερες, ζωντανές κι αρμονικές σαν το γάργαρο νερό από τα χείλη μιας βρύσης. Κ' εκείνος έπινε· έπινε διψασμένα κι αχόρταγα κ' ένοιωθε αμολόγητη χαρά. Τα λόγια κ' οι πράξες των προγόνων αντρείευαν την ψυχή του κι ατσάλωναν τα νεύρα του. Πότε του φέρνανε δάκρυα στα μάτια, πότε του χάριζαν γέλοιο στα χείλη· πότε στο μέτωπό του άπλωναν σύγνεφα και πότε στο πρόσωπό του περηφάνια. Κάθε φράση ή στίχος του χερόγραφου άνθιζε μέσα του κι απόδινε γοργά τα φύλλα και τους καρπούς του.

— Μα τούτο είνε παραμύθι! έκοψε ξαφνικά την Ελπίδα μια βραδυά που διάβαζαν τον Ηρόδοτο.

— Παραμύθι· άμ τι θες να είνε; τον ρώτησε κείνη μ' απορία. Κι ο Όμηρος που διαβάσαμε πριν είν' ένα μεγάλο αρματωλικό τραγούδι κι ο Θεόκριτος τραγούδια τσοπάνικα…

— Με γελάς.

— Όχι να ζήσουμε· να εδώ, βλέπεις τον Ησίοδο; ξέρεις τ' έχει μέσα ;

— Τσ…

— Λέει με στίχους τον τρόπο και τον καιρό που έπρεπε να σπέρνουν
και να θερίζουν οι παλιοί μας.

— Έσπερναν λοιπόν κ' εκείνοι; ρώτησε ο νέος με παιδιάτικη
αφέλεια.

Η κόρη τον κύτταξε κατάματα για να μάθη αν της μιλούσε σοβαρά.

— Έχεις δίκιο· είπε σε λίγο κουνώντας το κεφάλι της· θα μαίνουμαι μάλιστα πώς δε ρωτάς κι αν έτρωγαν ακόμη. Εσείς την πάθατε όπως οι κάτοικοι της γης με το φεγγάρι· βλέπετε πάντα τη ζωή των Ευμορφόπουλων από τη μια της όψη, τη λαμπρή. Έτσι σας έφτιασε το σκολειό·

— Γιατί;

— Γιατί έτσι· σας έθρεψε τη φαντασία και σας σκότωσε την πράξη. Σας έδειξε την αρχαία Ελλάδα ένα απέραντο τεμπελχανιό. Μα δεν ήταν τέτοια — μάθε το από μένα — δεν ήταν τέτοια. Ήταν έν' αργαστήρι, μεγάλο αργαστήρι απ' όλες τις τέχνες της ζωής.

— Μπα!… έκαμε κείνος ανοίγοντας τόσα τα μάτια του.

— Μάλιστα· κι αν δεν πιστεύης άκουσε. Πήρε ένα μικρό χερόγραφο κι άρχισε να διαβάζη αργά και δυνατά:

— Στις άλλες πολιτείες όλοι όσο μπορούνε χρηματολογούν· ποιος κάνει το γεωργό, ποιος το ναύτη, ποιος τον έμπορο· άλλοι πάλε ζουν από την τέχνη τους …

— Κ' είνε απ' τους παλιούς μας αυτά;

— Να δε βλέπεις· τα λέει ο Ξενοφώντας, είπε η κόρη βάζοντας μπρος στα μάτια του το χερόγραφο.

Ο Δημητράκης έβαλε το κεφάλι στα χέρια του κ' έμεινε σε βύθος για πολλή ώρα. Το τι ένοιωθε δεν ήταν σε θέση να μολογήση κι ο ίδιος. Μέσα στο κρανίο του κόσμοι χαλιόνταν και κόσμοι ανασταίνονταν με καταπληχτική γοργάδα. Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη.

— Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε.

— Τι;

— Τα χρόνια πόχασα… Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν… πώς να στο ειπώ;… να, βιβλία!…

Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου. Το πνεύμα των βιβλίων τον έσπρωχνε ίσα στων μαρμάρων το πνεύμα. Πριν δεν ήταν γι' αυτόν παρά σωρός πέτρες, όγκοι μεγάλοι και θαυμαστοί. Δεν του κεντούσαν άλλο τι παρά την απορία. Απορούσε κ' έλεγε συχνά τι διαβολοσύνεργα μεταχειρίστηκαν οι πρόγονοί του για να τα μετατοπίζουν. Κι απ' αυτό εσχημάτιζε την ιδέα πόσο μεγάλοι και δυνατοί ήταν εκείνοι. Όλοι πέρα πέρα Ηρακλήδες και Βριάρεοι! Τώρα όμως του γενούσαν άλλο αίσθημα. Έφτανε ένα και μοναχό λιθαράκι για να του φέρνη μπροστά ατόφιο κ' ζωντανό το καλλιτέχνημα· και κείνο πάλι έφτανε για να του δείχνη κινούμενη την προγονική ψυχή. Όσο που κατάντησε ατός και μοναχός του να σμίγη την ψυχή του βιβλίου με του μαρμάρου την ψυχή και να βγάνη μια ζωή ολόχαρη, παλληκαρίσια και δοξολουσμένη.

— Μπα!.. έλεγε συχνά μισοκλείοντας τα μάτια του σα να θαμπώνονταν από το φως.

Η Ελπίδα που παρακολουθούσε άγρυπνα τη νιόβγαλτη σκέψη του άρχισε ν' ανησυχή.

— Κύτταξε καλά, βαστάξου! του είπε μια μέρα σοβαρά. Όποιος πολυβλέπει τον ήλιο σκοντάβει στο δρόμο του.

— Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά… μη φοβάσαι.

— Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου.

— Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό.

— Ποιο φυλαχτό;

— Εσένα, ψυχούλα μου…

Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα. Οι σκορπισμένοι κολλήγοι σαν έμαθαν το συγκέσιο πήρανε θάρρος. Εκείνοι που δούλευαν στα κοντινά χτήματα έστειλαν τα κανίσκια τους κ' ειδοποίησαν πως θα παρασταθούν κ' οι ίδιοι στα στέφανα· όσοι ήταν μακρυά στείλανε πλουσιώτερα δώρα και μεγαλείτερες ευκές. Μα το δώρο που ευχαρίστησε περισσότερο τους νιους ήταν του Αλαμανού. Ήρθε από βραδύς με το ταχυδρομείο. Ο Δημητράκης χάλασε ανυπόμονα τις σφραγίδες του, έκοψε τα δεσίματα, έσκισε το τύλιγμα κ' έβαλε τις φωνές.

— Ελπίδα — Ελπίδα· έλα να χαρής.

— Τ' είνε; τι τρέχει; τον ρώτησε κείνη ανεβαίνοντας τη σκάλα.

— Ο Αλαμάνος μας στέλνει το βιβλίο του· να το. Μωρέ το σκυλί! πότε το κατάφερε κιόλας!

Κ' έδειξε στην κόρη ένα μεγάλον τόμο από δυο χιλιάδες σελίδες σχήμα όγδοο.

— Η ψυχή των Ευμορφόπουλων ίδια κι απαράλλαχτη· διάβασε κυττάζοντας κατάματα την κόρη.

— Εύγε του· είπε η Ελπίδα ενθουσιασμένη.

Ακκούμπησε στον ώμο του κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν το βιβλίο και να τρώνε με το μάτι τις σελίδες του. Ήταν αλήθεια βαθιάς σπουδής σύγγραμμα. Άρχιζε από τα Βυζαντινά χρόνια, πέρναε στα χρόνια της σκλαβιάς και τελείωνε στον Αντρέα τον Ευμορφόπουλο — Αντρέα τον Ελευθερωτή, όπως τον έλεγε. Δεν ήταν βιβλίο παρά καθρέφτης. Κάθε Ευμορφόπουλος φαινόταν εκεί μέσα ίδιος κι απαράλλαχτος όπως ήταν στην εποχή που έζησε. Ένας καταλαχάρης άνθρωπος θάλεγε πως αυτοί όλοι ήταν ξεχωριστοί κι άμοιαστοι μεταξύ τους. Ο Αλαμάνος όμως με τη βαθιά του κρίση απόδειχνε στον πρόλογο και στα σχόλια του βιβλίου πως όλους τους ένωνε το ίδιο αίσθημα, ίδια αντίληψη της ζωής, κοινές ελπίδες και κοινές πρόληψες. Η διαφορά ήταν απ' όξω, μα από μέσα όχι.

Απάνω στη χαρά τους φάνηκε ο Αριστόδημος στη σκάλα. Μα ήταν σε κακή κατάσταση· το καπέλλο του τσαλακωμένο, το φόρεμά του λασπωμένο κι ο λαιμοδέτης του λυτός. Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη.

— Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του.

— Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!… να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του!

— Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του.

— Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος. Ξέρεις, μια βδομάδα τώρα καθόμουν απ' τη φράχτη μας κ' έβλεπα την καλλιέργεια πούκανε. Μα τι έκανε; Την κακή του ημέρα. Δέντρα, δέντρα, δέντρα· τον αποδάσωσε τον τόπο. Και τι; όλα ανάκατα, φύρδην — μίγδην. Σήμερα λοιπόν δε βάσταξα! Να χαθή, είπα· ας πάω να τον συμβουλέψω. Τι θα είπη πως μου πήρε το χτήμα· αύριο πάλε το παίρνω.

— Σωστό· εψιθύρισε ο Δημητράκης σοβαρά.

— Πήγα λοιπόν κι άρχισα να τον ορμηνεύω: όχι τούτο, όχι κείνο· έτσι τούτο, έτσι κείνο. Μα αυτός τη δουλειά του· δεν ήθελε να μ' ακούση…

— Δεν τον άφινες να κάνη ό,τι θέλει· του είπε η Ελπίδα.

— Ό,τι θέλει! πως θα τον αφήσω να κάνη ό,τι θέλει! Πιάνω, που λες, μια μηλιά που είχε φυτεμένη δίπλα σε καρυά, την ξερριζώνω και τη βάνω παραπέρα. — Να, μωρέ κουλούκι, του λέω· εδώ είν' η θέση της. Εκείνος θύμωσε· αρπάζει τη μηλιά απ' το χέρι μου και μου δίνει μια σπρωξιά. Να, έτσι έπεσα και λερώθηκα… Μα τι στραβόκοσμος! τι στραβόκοσμος!..

— Τι ήθελες ν' ανακατωθής του λόγου σου, είπε ο Δημητράκης.

— Γιατί, κύριε! τον ρώτησε ο Αριστόδημος με θυμό. Το μυαλό δεν τόχει κανείς μοναχά για τον εαυτό του· τόχει και για τους ξένους.

Έβγαλε από την τσέπη του ένα πούρο, τ' άναψε και κύτταξε περιφρονητικά τους δυο νέους.

— Τι διαβάζετε; τους ρώτησε.

— Μόλις το λάβαμε· για ιδές το και συ· είπε ο Δημητράκης, δίνοντας του το βιβλίο, περίεργος να ιδή την εντύπωση που θα τούκανε.

Εκείνος το πήρε· μα μόλις διάβασε τον τίτλο και τ' όνομα του συγγραφέα το γύρισε πίσω.

— Αυτός είν' ένας επιπόλαιος· είπε· ένας αγράμματος… Αυτό μας έμεινε, να μας δείξουν οι ξένοι το σπίτι μας!… Εγώ το είπα, το λέω και θαν το λέω ως που να πεθάνω· μόνον ένας Ευμορφόπουλος μπορεί να γράψη για τέτοιο ζήτημα…

Ο Δημητράκης φουρκίστηκε· τούρριξε άγριες ματιές κ' ήταν έτοιμος να λογοπιαστή.

— Σσ… του σφύριξε η Ελπίδα στ' αφτί ανασηκώνοντας τους ώμους της. Μπα! βλέπεις Τι γράφει στο γράμμα; θάρθη, λέει, στο γάμο και θα μας στεφανώση αν θέλουμε. ..

— Αν θέλουμε! ακούς αν θέλουμε· είπε χαρούμενος ο Δημητράκης, παίρνοντας το γράμμα από τα χέρια της.

Ο Αριστόδημος πηγαινορχόταν απ' άκρη σ' άκρη στην ταράτσα, κουνώντας το ραβδί και καπνίζοντας το πούρο του αφρόντιστα.

— Δε μου λες· από τους άλλους δεν είχατε τίποτε; στάθηκε άξαφνα και ρώτησε το Δημητράκη.

— Ποιους άλλους ;

— Να· τον Περαχώρα. .. το Γκενεβέζο…

— Όχι.

— Περίεργο! πολύ περίεργο!… τους περιποιήθηκα τόσο και να μη στείλουν ένα γράμμα!

Κι άρχισε πάλε το σουλάτσο του νευρικός, μασώντας το πούρο του, τρικλίζοντας κάποτε και συχνοψιθυρίζοντας:

— Ούτ' ένα γράμμα!… ούτ' ένα γράμμα! περίεργο!

— Θάχουν πολλές δουλειές· είπε η Ελπίδα στο βρόντο.

— Α, ναι· έχεις δίκιο· έχεις μεγάλο δίκιο! Θα έχουν δουλειές· αλλοιώς δεν ημπορούσαν να μας λησμονήσουν.

Και αμέσως ησύχασε. Έκραξε ψι…,ψι…ψι…τη γάτα πούβγαινε κείνη την ώρα από το γραφείο του, την πήρε στα χέρια κι άρχισε να την φιλή τρυφερά, να την χαϊδεύη και να τρίβη το κεφάλι της στο πρόσωπό του. Εκείνη τον πλήρωνε με τα ίδια χαϊδολογήματα. Σκάλωνε απάνου του με μισοκλεισμένα μάτια, λάου — λάου σα να πήγαινε ν' αρπάξη κάτι τι πίσ' από το κεφάλι του. Άξαφνα όμως έσκουξε δυνατά· νιάου! Ο Αρχαιολόγος της έσφιξε την ουρά. Κι άμα την κατάλαβε πως πονεί την έσφιξε δυνατώτερα. Η γάτα έκανε χίλιους τρόπους για να γλυτώση από τα χέρια του. Νιαούριζε, σπαρτάριζε, κάρφωνε τα νύχια της στα φορέματα του. Μα εκείνος ήσυχος, με κρύο χαμόγελο την κύτταζε και τις τράβαε τ' αφτιά, της στραγγούλιζε τα πόδια, της έσφιγγε το κεφάλι.

— Μα τι σου κάνει το ζω και το πιλατεύεις; του είπε ο Δημητράκης από τη θέση του.

Εκείνος τη δουλειά του· η γάτα παράδερνε στα χέρια του και νιαούριζε απελπισμένα.

— Μα είσαι τύραννος! του φώναξε η Ελπίδα με θυμό, βγάζοντας το ζω από τα χέρια του.

— Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων, φώναξε ο Αριστόδημος μη δίνοντας προσοχή στα λόγια της, τιμιώτερον και αγιώτερον και σεμνότερον εστίν η πατρίς!….

— Μπράβο! ξέσπασαν χεροκροτώντας οι νέοι.

Το τι γίνηκε ανήμερα δε μολογιέται. Ήταν μέρα χινοπωριάτικη, κατσουφιασμένη και κρύα. Τα φύλλα πέφτανε αργά ένα — ένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέρα — πέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο. Δίπλα το ρέμμα κύλαε θολά νερά, βροντομαχώντας κι αφρίζοντας. Η βρύση της αυλής έτρεχε ακόμη με μουρμουρητό, σα φλύαρο στόμα γριάς που λέει τα ευτυχισμένα χρόνια της. Και το σπιτάκι με τους μουχλιασμένους τοίχους και τη μαύρη του σκεπή, φαινόταν βυθισμένο σε συλλογή. Μα ήρθαν οι άνθρωποι κι άλλαξαν για μιας μέσα κι όξω την όψη του. Μπαμ — μπουμ εδώ· μπαμ — μπουμ! εκεί· φωνές, αντάρες, γέλοια, κακό! η χαρά ξεχείλιζε. Οι κολλήγοι πλάκωναν μπουλούκια — μπουλούκια παστρικαλλαγμένοι και καλόκαρδοι. Φέρνανε σφαχτά, φέρνανε ψωμιά, κουβαλούσαν φορτώματα κρασί ξεδιαλεγμένο. Μερικοί ωδηγούσαν βόδια ζωντανά, ταύρους άζευτους κι αμουνούχιστους· άλλοι άλογα βαρβάτα· άλλοι κριάρια χρυσοκέρατα. Ήρθε κι ο γιος του Χαγάνου σταλμένος από τον πατέρα του με πολλή παρουσία. Καβαλλίκευε χρυσοκάπουλη μούλα κ' είχε γύρω του έξη κολλήγους πεζούς μα χρυσοφορεμένους σα βασιλόπουλα. Άλλος κολλήγας από πίσω ωδηγούσε αράπικο άτι σελοχαλινωμένο για το γαμπρό. Ήρθε κι ο Μήτρος ο Γλάμης μαζί με το Βασίλη Ζάρακα με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα όσπρια τ' αποδοσίδια της γης τους. Κοντά στο μεσημέρι φάνηκε κι ατός του ο Θεομίσητος φτωχόρρουχα ντυμένος· μα το κανίσκι του ήταν όλως διόλου αταίριαστο με τη φορεσιά του· ήταν ένα λάφι περήφανο με κέρατα χρυσά και με χρώματα αφύσικα.

Ο Ζάρακας πειράχτηκε που είδε τέτοιο δώρο κ' ηθέλησε να τον κεντήση.

— Μεγάλο δεντρί φυτεύεται σήμερα δίπλα σου, κουμπάρε· του είπε με κάκια. Σε κάνα — δυο χρόνια θα ρίξη τον ίσκιο του ίσα στο περβόλι σου. Να πάρης, λέω, τα μέτρα σου από τώρα μη σου ξεράνη τα κλήματα…

— Α! τάχω φυλαμένα και δε φοβάμαι, τ' απάντησε μ' αδιαφορία
εκείνος.

— Κι αν τα ξεράνη, τάχα δεν τα ξεκολλώνομε; είπε ο Μπαλαούρας. Κ'
εμείς δουλειά θέλουμε.

— Δε θα σε βάλω σε κόπο· είπε σε κείνον ο Θεομίσητος.

Δεν ήθελε να δείξη πως το σκέφτεται καθόλου, μα μέσα του δούλευε το σκουλήκι. Δεν έβλεπε με καλό μάτι το γάμο. Η δραστηριότη του Δημητράκη από καιρό τον ανησυχούσε· στην προκοπή εκεινού έβλεπε φως φανερά το δικό του θάνατο. Τόβλεπε αυτός όπως τόβλεπε κι ο Χαγάνος. Μα δεν ήθελαν να το φανερώσουν.

Ο Αριστόδημος όμως έπιασε γι' αυτούς μεγάλη φιλονεικία με τον αδερφό του. Ήθελε να τους διώξουν από το γάμο· να μη δεχθούν ούτε αυτούς ούτε τα δώρα τους.

— Αυτοί, μωρέ παιδί μου, δεν ήρθαν γι' άλλο παρά να μας
εξευτελίσουν έλεγε θυμωμένος.

— Κάτσε ήσυχος, κάτσε ήσυχος, μωρ' αδερφέ, που θα διώξουμε τον
κόσμο! τούλεγε ο Δημητράκης. Ταχυά και μεις τους τ' αποδίνουμε.

Τυχερό εκείνη την ώρα πλάκωσε κι ο Αλαμάνος κι έτσι κόπηκε η φιλονεικία τους. Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του.

— Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί.

— Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα.

— Όχι, άλλαξα — είχα ρούχα μαζί μου.

— Α, εσείς! όλα τα νικάτε· όλα τα προβλέπετε και τα νικάτε! είπε
ο Δημητράκης θαμάζοντάς τον.

— θα λυπούμαστε πολύ αν δεν ερχόσουνα, του πρόσθεσε η Ελπίδα· εγώ
κι ο Δημητράκης ανησυχούσαμε.

— Κ' εγώ το ίδιο, κ' εγώ το ίδιο· μα μπορούσα να μην έρθω σε
τέτοια χαρά!…

Ο Αριστόδημος συγκινήθηκε από την καλοσύνη του. Περίεργο! δεν τόλπιζε νάχη τέτοια αισθήματα αυτός ο βάρβαρος σοφός! Ενώ εκείν' οι άλλοι ούτ' ένα γράμμα δεν έστειλαν ούτ' ένα γράμμα! Τι θα ειπή; μπορούσαν νάχουν όσο ήθελαν αντίθετες ιδέες με το Δημητράκη. Άσε πούπρεπε ναρθούνε και στο γάμο· μα ούτ' ένα γράμμα!

— Εντούτοις τους περιποιήθηκα τόσο! Έκαμα τόσας θυσίας προς χάριν τους· αχάριστοι! Είπε πικροκαταπίνοντας.

Και πήγε ίσα στον Αλαμάνο· τούσφιξε για δεύτερη φορά το χέρι, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του κ' ετοιμάστηκε να βγάλη λόγο. Ήθελε να συγχαρή το νέο σοφό που έλαβε την τιμή να βρεθή σ' ένα τέτοιο γάμο — γάμο του Ευμορφόπουλου! — και να κατηγορήση τους άλλους για την αχαριστία τους. Έννοια σου και θαν τους έλουζε για καλά.

Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε ο παππάς κι άρχισε το στεφάνωμα. Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ.

— Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερα — σκέφτηκε κ' ησύχασε.

Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί:

— Ήρθανε.

— Ποιος;

— Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. ..

— Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.

Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε.

— Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους.

— Α! ποτέ! ποτέ!… είπε ο Περαχώρας.

— Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος.

Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε. Ο Αριστόδημος ήθελε σώνει και καλά να βάλουν στην τραπεζαρία και το άγαλμα της Δόξας. Έτσι θα τόβλεπαν όλοι οι καλεσμένοι και θα τους καθόταν καρφί στα μάτια.

— Ηθέλησαν να μας δείξουν τα πλούτη τους· να τους δείξουμε και
ημείς τα ιδικά μας.

— Μα τώρα θα μας μάθουνε! τούλεγε μαλακά ο Δημητράκης· τη Δόξα
μας όλοι την ξέρουν.

— Ας την ξεύρουν να την ιδούν πάλι· επίμενε ο Αριστόδημος. Τέτοιο
αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!…

Ο Δημητράκης δε βάσταξε.

— Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία.

— Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα. Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Ελπίδα με το νυφιάτικο φόρεμά της, λάμποντας όλη από χαρά και νιάτα.

— Τι πάθατε; είπε χαμογελώντας· απ' όξω σας ακούνε· δεν ντρεπώστε!…

— Να, άκουσέ τον κ' εσύ! είπε ο Δημητράκης αφίνοντάς τους.

Η Ελπίδα σαν άκουσε το θέλημά του Αριστόδημου στάθηκε αποσβολωμένη. Μπα ντροπές μας! Γρήγορα όμως συνήρθε, τον έπιασε από το μπράτσο και του ψιθύρισε χαδιάρικα :

— Ας τον αυτόν δεν ξέρει τι του γένεται· εσύ έχεις δίκιο· καλά του λες…

Εκείνος φούσκωσε σα διάνος.

— Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε χαρούμενος· να που εύρα άνθρωπο να συνενοηθώ…

— Μα δεν κάνουμε καλήτερα ένα πράμα;

— Τι;

— Έπειτ' από το τραπέζι να δώσουμε τον καφέ στο γραφείο σου· έτσι θα ιδούν όχι μόνο τη Δόξα μα και τάλλα ταρχαία· έτσι είνε φυσικώτερο· έ, δεν είνε ;

— Βέβαια· παραδέχτηκε ο Αριστόδημος ημερώνοντας· μα θα γίνη· δε θα με γελάσης.

— Να σε γελάσω! τι λες; Να ιδής που κ' εγώ έλεγα κάτι τέτοιο να τους κάνουμε, μα δεν ήξερα πώς. Καλά που το σκέφτηκες. Μα εγώ πάντα τόλεγα πως έχεις κεφάλι του λόγου σου, έχεις γερό κεφάλι!… Και τι φούρκα που θαν την πάρουνε! του πρόσθεσε γελώντας και σέρνοντάς τον ευχαριστημένον στην τραπεζαρία.

— Τα κατάφερες; — μπράβο σου! της είπε σιγά ο Δημητράκης.

— Τι να κάμης; στα παιδιά πρέπει να μιλάη κανείς παιδιάτικα…

Στο τραπέζι κάθισαν ένας κ' ένας οι επίσημοι. Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.

— Να ζήσουν τα παιδιά μας ! να ζήσουνε ! και με γιους ! . . .

— Μακάρι Παναγιά μου, μακάρι· και σταρχοντόπουλά σας ! τους εύχονταν οι Μαλαματένιοι.

Τρέχανε κ' οι δυο από παρέα σε παρέα, έπαιρναν κ' έδιναν ευκές, κουβαλούσαν φαγιά, κρασιά ό,τι ζήταγαν. Φρόντιζαν να μη φύγη παραπονεμένος κανείς. Ο γέρος κάπου κάπου τράβαγε και κανένα κρασάκι· η γριά θύμωνε και μουρμούριζε·

— Πιε ντε ! πιε ναν το ξαραθυμίσης.

— Και βέβαια θα πιω ! θα πιω ! γιατί όχι ; το παιδί μου παντρεύω σήμερα· το παιδί μου !

— Παιδί σου κι άλλη μια βολά.

— Μη με σκας, γυναίκα ! μη με σκας και θα στο φωνάξω. Μα τον ύψιστο θα στο φωνάξω . . .

— Τι θα φωνάξης ;

— Τι ; να, ξέρω γω γιατ' είσαι θυμωμένη.

— Γιατί ;

— Ζηλεύεις τη νύφη απόψε· να γιατί!

— Να χαθής, σκατζόχερα.

Την ώρα που πλησίαζε να τελειώση το τραπέζι, ο Αλαμάνος σηκώθηκε να κάμη την πρόποση. Με το ποτήρι στο χέρι μίλησε απλά και σύντομα. Είπε πως ήταν σημαντικός στην ιστορία ο σημερνός γάμος. Αποδώ κι ομπρός άρχιζε νέα ζωή για τους Μορφόπουλους. Παίνεψε την προκοπή του γαμπρού· παίνεψε την υπομονή και την ωμορφιά της νύφης. Στο τέλος ανάφερε με τέχνη την αχορταγιά του Κουρδουκέφαλου και τη θυσία της Ελπίδας.

— Δε θέλω να προσβάλλω κανένα, είπε· μα δίχως αυτή τη θυσία σήμερα ίσως δε θα είχαμε την τιμή να βρισκώμαστε κάτω από μια τόσο δοξασμένη στέγη.

Όλοι χεροκρότησαν το τέλος της πρόποσης· ένας με τον άλλον άρχισαν ν' αδειάζουν τα ποτήρια και να συγχαίρουνται τη νύφη για τη πράξη της. Μα ο Αριστόδημος πειράχτηκε· πήρε για προσβολή τα υστερνά λόγια του Αλαμάνου.

— Να είστε βέβαιοι, είπε από τη θέση του, πως και άνευ της Ελπίδος το σπίτι των Ευμορφόπουλων δεν θα εγίνετο κτήμα ουδενός· ναι, ουδενός !

— Πιθανόν είπε ο Αλαμάνος.

— Όχι πιθανόν· είνε βέβαιον ! είπε ο Αριστόδημος ορθοστεκάμενος. Τόσο βέβαιον όσο πως είμ' εγώ που σας ομιλώ τώρα.

— Δεν υπάρχει αμφιβολία· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης.

— Μάλιστα αφού το λέτε σεις το πιστεύουμε· είπε κι ο Θεομίσητος.

— Μάλιστα, το λέω γω γιατί είμαι γω· ναι, είμαι Ευμορφόπουλος ! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος. Κ' οι Ευμορφόπουλοι - να το ξεύρετε τ' όνειρο και την πράξη τα είχαν ένα· να, έτσι δα, έτσι δα! είπε σφιχτοπλέκοντας τα δάχτυλά του. Εγώ, άφες που το ήξευρα και πριν, μα μου το είπε κ' ένα όνειρο προχθές. Θέλετε ν' ακούσετε;

— Βέβαια, θέλουμε· είπαν όλοι μονόγνωμοι.

— Είμαστε περίεργοι· επρόσθεσε ο Θεομίσητος χαμογελώντας.

— Ακούσατε λοιπόν: Ο Κουρδουκέφαλος έρχεται και μου λέγει: ή τον παρά ή το σπίτι. — Ούτε παρά ούτε σπίτι· τ' απαντώ εγώ αξιοπρεπώς. — Θα σε πολεμήσω! μου λέγει. — Πολέμα! του λέγω. Παίρνω αμέσως τους κολλήγους, τους βάνω στον τράφο, τους δίνω τους γκράδες στα χέρια.

— Βαράτε, λέω, στο κρέας· ίσα στο κρέας· ρουθούνι να μη μείνη! Βγάνω και πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά και τα στένω στη σκάλα. Να σου κι ο Κουρδουκέφαλος με το φουσάτο του· γιόμισαν οι ράχες· μπροστά τα κανόνια, πίσω ιππικόν του. — Δος μου το σπίτι να μη χυθή άδικα αίμα· μου ξαναλέγει. — Έλα ναν το πάρης τ' απαντώ, μολών λαβέ! — έτσι μίλαγαν οι πάποι μου. Κι αρχίζει το κανόνι· πιάνεται το λιανοτούφεκο: μπαμ! μπουμ! φσ… φσ… μπιμ! μπουμ! μπαμ!… Ορθός εγώ μπροστά στο κανόνι· βροχή οι σφαίρες απάνω μου· φσ… φσ… μπαμ!.. μπουμ!.. μπιμ!….

Η Ελπίδα κι ο Αλαμάνος μετατόπιζαν ένα με τάλλο τα πιάτα, τα ποτήρια, τις λάμπες και τα κεφάλια τους· αν τα λάχαιναν τα γροθοκοπήματά του θα τάκαναν σύψαλα. Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του.

— Μπαμ! μπουμ!.. φσ. … φσ…. μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! …

Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια. Ο Δημητράκης εμάντεψε τη στενοχώρια των αλλουνών κ' έκαμε την αρχή. Αμέσως εκείνοι άφηκαν ελεύθερη την όρεξη τους. Το σαράβαλο χτίριο βούιξε σαν ταβέρνα. Ο Αρχαιολόγος ξαφνίστηκε και τους κύτταξε με θολά μάτια, σα να τους ρωτούσε την αιτία. Έπειτα όμως συνήρθε, κούνησε το κεφάλι….

— Γελάτε; γελάτε; είπε στα σοβαρά εκεί να σας είχα για να ιδώ αν θα γελούσατε…

Και με κίνημα περιφρονητικό βγήκε από την τραπεζαρία και πήγε στο γραφείο του. Μα εκεί θυμήθηκε, τα σχέδια που έκανε με την Ελπίδα και γαλήνεψε αμέσως. Άναψε τη λάμπα του και κύτταξε περίγυρα. Τα προγονικά λείψανα ήταν όλα στη θέση τους. Πόδια, χέρια, κεφάλια, κορμιά κάθονταν απάνου στα βάθρα τους περήφανα, λες κ' είχαν νικημένο το Χάρο. Σε μερικά διατηρούνταν ακόμα οι βαφές που τους είχε βάλη ο τεχνίτης. Άλλα έδειχναν μ' αναγέλασμα τις πληγές που τους έδωκε σε περασμένα χρόνια ο βάρβαρος καταχτητής· άλλα κρατούσαν απαράλλαχτο το χαμόγελο και τη χαρά του καιρού τους. Μάλιστα κάτι γυναίκεια κεφάλια είχαν τόση γαλήνη στο πρόσωπο και το βλέμμα τους, που έλεγες πως ήταν σημερνές νυφάδες. Πέρα στις γωνιές κάθονταν τα τετράδιά του, κιτρινοφυλλιασμένα και σκουντουφλιάρικα, σα μούμιες βασιλειάδων στις γωνιές μιας πυραμίδας. Κοντά του έστεκαν οι βιβλιοθήκες κι απάνω στη μεσανή καθότανε σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, ακόμα βουτηγμένη στο άγνωστο όνειρό της. Στον τοίχο κρεμότανε το κέντημα της Ελπίδας κ' έλαμπαν πέρα — δώθε τα χρυσάφια του, σαν διάφανο νερό στα μαύρα χάλαρα λαγκαδιού.

Ο Αριστόδημος το κύτταξε για πολλή ώρα σκεφτικός. Να το ξεκρεμάση ή να τ' αφήση; Τι θάλεγαν οι καλεσμένοι σαν τόβλεπαν ; Θα ντρόπιαζε τους Ευμορφόπουλους ή θα τους τιμούσε περισσότερο; Η δική του γνώμη ήταν να τ' αφήση· μάλιστα τόβρισκε πολύ ταιριαστό. Οι αρχαιότητες και το κέντημα έτσι πλάι βαλμένα, έμοιαζαν στη χάρη σα να ήταν αδέρφια. Έλεγες πως βγήκαν από μια πηγή μεγάλη και πολυπρόσωπη. Μα οι ξένοι; τι θάλεγαν οι ξένοι;

— Μωρέ! φώναξε άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του, σα νάπαθε μεγάλη συφορά.

Η Δόξα δεν ήταν ακόμα στη θέση που της έπρεπε. Μα τώρα δεν του έμενε καιρός. Οι ξένοι όπου κι αν είνε θάμπαιναν να πάρουν τον καφέ τους κ' έπρεπε όπως — όπως να την τοποθετήση. Το σπουδαίο ήταν να μη την ιδούν απάνου στο μαρμαρένιο βάθρο της. Προσπάθησε να σύρη τον κορμό της καρυάς κοντά στο τραπέζι του· μα στάθηκε αδύνατο· πού να μετακινηθή τόσο βάρος! Κ' η ώρα πλάκωνε. Σκέφτηκε τότε να σηκώση τάγαλμα και να ταπιθώση στον κορμό. Ας ήταν κ' εκεί που ήταν δεν πείραζε. Βέβαια κοντά στο τραπέζι ήταν η καλήτερη θέση· μόλις άνοιγε κανείς την πόρτα τ' αντίκρυζε· μα τι να γίνη; τέτοια ώρα — τέτοια λόγια. Αγκάλιασε λοιπόν το άγαλμα και θέλησε να το σηκώση. Κ' εκείνο όμως ήταν βαρύ, πολύ βαρύ για τα χέρια του. Μα η επιμονή και τι δεν κάνει; Έδωκε — πήρε, κατώρθωσε να το σηκώση στην αγκαλιά του. Μόλις όμως θέλησε να κάμη δυο βήματα άρχισε να τρικλίζη κι άπλωσε το χέρι στον τοίχο να κρατηθή. Μα δεν άδραξε παρά μιαν άκρη από το κέντημα. Σύγκαιρα το πελώριο άγαλμα έγυρε ζερβά, εθρυμμάτισε τη μια βιβλιοθήκη και σωριάστηκε με το λάτρη του στο πάτωμα.

Σείστηκε το σπίτι συθέμελο. Οι τραπεζοκαθισμένοι πήδησαν χλωμοί από το φόβο τους. Ο Δημητράκης με τον Αλαμάνο τρέξανε πρώτοι στο γραφείο.

— Α!… μια γάτα, μια γάτα!… φώναξε ο σοφός, πισωπατώντας στην
πόρτα.

— Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο
Δημητράκης· εμπρός!…

Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα.

— Αριστόδημε!… πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος.

— Α!… αίματα… πατάω αίματα!… είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας.

— Φως!… ένα φως!… πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .

Ο Αλαμάνος έτρεξε στο παράθυρο και τ' άνοιξε με μια γροθιά. Χύθηκε μέσα το γλυκοχάραμα· ένα γλυκοχάραμα κόκκινο σαν πυρκαγιά. Όλοι πισωπάτησαν αχνοί. Ο Αρχαιολόγος κοίτονταν κατάχαμα και μόλις ανάσαινε. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αφτιά του και κοκκίνιζε τις σανίδες· στο μέτωπό του έχασκε φοβερή πληγή. Απάνω στο δεξί του μπράτσο σα σε προσκέφαλο αναπαυόταν άκορμο το κεφάλι της Δόξας. Το ζερβί του χέρι ανάερο έσφιγγε ακόμη την άκρη από το κέντημα. Στο στήθος, στην κοιλιά και στα πόδια του κάθονταν ανάκατα βιβλία και συντρίμμια· άλλα συντρίμμια σκέπαζαν απ' άκρη σ' άκρη το πάτωμα σαν ποταμού κατεβασιά.

— Θρήνος έγινε! είπε με φρίκη ο γιος του Χαγάνου.

— Καταστροφή!… μεγάλη καταστροφή! είπε κι ο Περαχώρας με θλίψη.

— Πέτρα στην πέτρα — σπάσανε κι οι δυο εψιθύρισε στ' αφτί του Ζάρακα ο Θεομίσητος.

— Ντροπή επί τέλους! του είπε κείνος αυστηρά.

Η Ελπίδα κι ο Δημητράκης γονατιστοί ζερβόδεξα στον Αρχαιολόγο του σφούγκιζαν τα αίματα κ' έκλαιγαν σιγαλά. Ο Αλαμάνος σκεφτικός προσπαθούσε να τον απαλλάξη από τα συντρίμματα. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια εκείνος και τους κύτταξε περίεργα.

— Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή!

Και τάκλεισε πάλι.

— Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!… ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια.

— Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό
του.

— Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί:
Το αίμα νερό δε γίνεται.

— Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.

— Δε χρειάζεται· του είπε ο Αλαμάνος με κρυφή χαρά· ξημέρωσε πια.

Πέθανε· τον έθαψαν τον Αρχαιολόγο.

Κ' έμειναν εκείνοι καλά κ' εμείς εδώ καλήτερα. 1903.
ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ

Μπαμ!… εξάφνισε τον αντίλαλο του δάσου κ' έκοψε των πουλιών το λάλημα. Και πριν ακόμα βουβαθή ο σάλαγος, πριν σβύση ο καπνός που έσυρε μαγνάδι ξωτικιάς στο πεύκο πέρα, σκυλί γαύγισε πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια κι άρχισε να πηλαλά σαν άτι στο αμμουδερό ξέφωτο. Σύγκαιρα επρόβαλλε νιος φουστανελλάς, με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· έπειτα χεροπιασμένες του Μήτρου Κούλα η χήρα και Ζαφείρω η θυγατέρα της — λεβεντονιά ασημοφορτωμένη η κόρη, σάψαλο χρονών και φτώχιας η μάννα. Και παραπίσω φάνηκε αργά ένα γαλανομμάτικο βλαχάκι με κόμματο ψωμιού στα δόντια, ανίδεο κι αδιάφορο για τη χαρά της νιας και της γριάς το βάσανο. Και σαν εκείνο ανίδεα κι αδιάφορα στέκανε γύρω τα δέντρα, τα χαμοκλάδια, τα λούλουδα και παραπίσω ψήλωναν τα βουνά και παραπάνου ο ήλιος, άγουρος αγκάλιαζε τα πάντα

— Σαν φτάσης στα κρύα νερά και τα πολλά τα δάσα μη μας ξεχνάς, Ζαφείρω μου.

— Όχι, μάννα μ'! .. . όχι, μάννα μ'!…

— Σα μπαίνης πρώτη στο χορό και σα γλεντάς στην τάβλα, μη μας ξεχάσης, θύγω μου.

— Όχι, μάννα μ'!… όχι, μάννα μ' …

— Σα βάνης την αρματωσιά και τη βαρειά φλοκάτα, να μην ξεχνάς της μάννας σου την τρύπια τη σεγκούνα.

— Όχι, μάννα μ'! .. , όχι, μάννα μ'! …

Ανήσυχα η Μητροκούλενα ζητούσε την αλησμονιά κ' η κόρη πρόθυμα την υποσχότανε. Η μια την ήθελε ακοίμητη, νευρική· η άλλη την έδινε απεριόριστη, αποκλειστική, αιώνια. Η μια ζητιάνευε κ' η άλλη σπαταλούσε. Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της. Κ' εκεί που υποσχότανε η κόρη, σφούγγιζε με το μανικοπουκάμισο τα δάκρυά της και κύτταζε τον άντρα της ποθητά κ' έβλεπε το μονοπάτι που ξετυλιγόταν μακρυά, μέσα στου δάσου τα χλωροκύματα. Και βλέποντας έσερνε ανάλαφρα τα χέρια της απ' τις σφιχτοκλεισμένες παλάμες της γριάς και τίναζε το κορμί, σα να τη στένευαν τα ρούχα της.

Παντρεύτηκε η Ζαφείρω ενός τσέλιγγα το γιο και τώρα έκανε τα Πιστρόφια στο πατρικό της· τα Πιστρόφια και τον αποχαιρετισμό. Αύριο σύναυγα το τσελιγγάτο θ' άφινε το χειμαδιό ν' ανέβη στα βουνά. Ακέριο ξάμηνο θάκανε η Μητροκούλενα για να ιδή την κόρη της. Μονάχα ξάμηνο η και περισσότερο ; ποιος το ξέρει! Μια την είχε· και τα μοναχοπαίδια τα κυνηγούν χίλια κακά. Μα και το ξάμηνο λίγο δεν είνε.

Καλά — καλά δεν πρόφτασε να πιστέψη πως την πήραν από την καλύβα της και λεν να συνηθίση στο χωρισμό της! Μ' αν έρθη θάνατος! κι αν έρθη αρρώστια! Μ' αν η φτώχια γίνη πείνα αγριόδοντη στην πόρτα της! Ποιος θα καθίση παρηγοριά στο προσκεφάλι της; ποιος θα ταγίση το παιδί; Ωιμέ! πικρός που είνε ο πόνος της. Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή :

— Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου.

— Όχι, μάννα μ'!… όχι, μάννα μ'!…

— Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! … φώναξε άξαφνα ο γαμπρός.

Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο. Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε.

— Άφσε με, μαννίτσα … είπε ανυπόμονα.

— Ναι· σ' αφίνω … εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Σήκωσε τ' άσαρκα χέρια της, πήρε της νύφης τ' όμορφο κεφάλι, ψήλωσε στα νύχια και κόλλησε τα χείλη στ' αφτί της. Έκαμε να μιλήση· κόμπιασε. Έκαμε πάλι· ξανακόμπιασε. Μα τέλος κάτι κατάφερε να ειπή. Κάτι πικρό και θλιβερό σαν στερνοθέλημα, σαν στερνοφίλημα. Η κόρη πισωπάτησε τρομασμένη, κίτρινη.

— Όχι, μάννα μ'! . , . όχι, μάννα μ'! … αργοψιθύρισε.

— Έλα· πάμε! ξανάειπε ο νιος· έχε γειά, μάννα· έχετε γειά!. . .

Έσκυψε και φίλησε το χέρι της γριάς. Έσκυψε κ' η Ζαφείρω λούστηκαν κ' οι δυο στα δάκρυα.

— Σύρτε στο καλό … σύρτε στο καλό … ευχήθηκε η Μητροκούλενα.

Κίνησε το αντρόγυνο στο δρόμο του: μπροστά ο άντρας με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· πίσω η λεβεντονιά σφουγγίζοντας τα δάκρυα. Στην αρχή ώκνευαν· κάποτε γύρισαν να ιδούνε πίσω τους. Έπειτ' αγνάντεψαν ψηλά το διάσελο· τάχυναν το βήμα τους. Το σκυλί γαύγισε πάλι πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια, πήρε πηλαλώντας τον ανήφορο. Τα πουλιά ξανάρχισαν το λάλημα. Τ' ασήμια της λυγερής γέλασαν απάνου της.

Η Μητροκούλενα έβαλε το χέρι στα μάτια να ρίξη το φως τους στη διαβάτισσα χαρά. Είδε τη φουστανέλλα του γαμπρού ν' αρμενίζη στις πρασινάδες. Είδε το φεγγοβόλημα των ασημιών της νύφης, τα χτυπητά χρώματα της φουστανοποδιάς να παίξουν στα δροσολουσμένα ρείκια. Άκουσε το γαύγισμα του σκυλιού· των πουλιών το λάλημα. Μιαν άφαντη παλάμη ένοιωσε να σφίγγη δυνατά την καρδιά της.

— Πάμε, δόλιε!… αργοψιθύρισε πιάνοντας από το χέρι το βλαχάκι.

Μπαμ!.. αντιλάλησε σύγκαιρα στη λαγγαδιά. Γύρισε ψηλά· το αντρόγυνο έπαιρνε τον ανήφορο πηδητά — κυνηγητά, σαν ζευγάρι αγριόγιδα στην ώρα της λαύρας τους. Τραγουδούσε ο γαμπρός, κ' ήταν το τραγούδι του χαρά και υπόσχεση. Γέλοιο πηδούσε μικρό και λιγοθυμισμένο από τα πύρινα στήθη της νύφης. Το χιονάτο αγιόκλημα περίμενε σα νυφιάτικη κλίνη στο διάσελο· έσυρε το ταίρι στους δροσερούς κρυψώνες του.

— Άι — ου! … ρέκαξε η δόλια η μάννα.

1900.
ΤΟ ΚΟΝΙΣΜΑ

Καταϊδρωμένος ο Πέτρος ο Τσαϊπάς ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψη· δεν είχε δύναμη ούτε όρεξη να πάη μακρύτερα. Το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο· έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σα βελονοβροχή. Τα στεκάμενα νερά της Λάκκας έζεχναν και φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα κουρνιαχτισμένα κι άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονετικά το δρόμο της. Φωνή της λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία του τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι. Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία.

Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά του Άηθανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπή. Η αλήθεια είνε πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό του φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκα σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα. Τόμαθαν· έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα.

Έτσι μίλησε ο Αρλετής και το χωριό ανατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος εσήκωσε για μιας του λαού την αδιαφορία. Μικροί μεγάλοι είπαν πως είνε θάμα. Και συμφώνησαν όλοι πως το θάμα πρέπει να το πάρουν στο χωριό, τιμή και φυλαχτό του τόπου τους. Λίγο τάχα είνε νάχης έναν άγιο πατριώτη! Ψες βράδυ ακούστηκε, σήμερα κίνησαν όλοι και πάνε να το φέρουν. Οι καμπάνες από την αυγή σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν, ντύθηκαν τα γιορτινά τους. κλείσανε τα μαγαζιά, έπαψε κάθε δουλειά, κάθε άλλη σκέψη και κάθε κουβέντα. Ήρθαν πάλι στου Θεού τη στράτα οι άνθρωποι.

Μόνον ο Τσαϊπάς σκέφτηκε να μείνη αδιάφορος. Πφ!…. θάματα δεν πίστευε αυτός Ήταν φοιτητής — σπουδασμένος άνθρωπος. Είχε γνώση και κρίση· δεν ήθελε να πιστεύη παρά εκείνο που' βλεπαν τα μάτια του — ίδια τα μάτια του!

Από τα πρώτα χρόνια της σπουδής του ο Τσαϊπάς ήθελε να ξεχωρίζη από τους άλλους συντοπίτες του. Όχι μόνον τους αγράμματους συντοπίτες του, τους απλούς οξωμάχους, μα κι από τους σπουδασμένους ακόμη. Εκείνοι βγήκαν από το χωριό, σπούδασαν, έφαγαν τη ζωή τους στα βιβλία και σαν γυρίσανε πίσω έγιναν ένα με τους άλλους. Ακολούθησαν τυφλά την κοινωνική πρόληψη και τη γεροντική παράδοση. Κ' έτσι τι κάναμε! Α! όχι! Ο Τσαϊπάς θα ξεφύγη · θα γίνη κύριος του εαυτού του· θα κλωτσοπατήση το κάθε τι που δεν είνε σύμφωνο με τη γνώμη του. Και δεν είνε κανένα· εντελώς κανένα! Όλα στραβά και παράλογα. Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξη με το παράδειγμά του, με τα φερσίματα του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία. Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι κι αγριεμένοι.

Ο Τσαϊπάς ούτε το φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελλε. Φτάνει που πίστευε πως εκειό που έκανε ήταν και σωστό. Τώρα είπε ναρνηθή το θάμα και τ' αρνήθηκε. Δε θα βγη από το σπίτι του, δε θα πάη πουθενά, δε θέλει να ιδή τίποτα!… Η συγκίνηση όμως του λαού τον ανησύχησε. Όσο πρόβαινε η μέρα, τόσο βασανιζότανε. Δυο ψυχές και δυο εποχές πάλαιβαν μέσα του. Το καμπάνισμα, οι προετοιμασίες, το σούσουρο που γινόταν έξω στους δρόμους και μέσα στο σπίτι του, δεν τον άφιναν ήσυχο. Η αθέμελη άρνησή του άρχισε να κλονίζεται. Βαστάχτηκε ως τ' απόγιωμα· τέλος νικήθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, πεισμωμένος τώρα για ό,τι έκαμε, έτρεξε, ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψη τη λιτανεία που έρχεται.

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό. Έπειτα ιχνογράφονται ανάερα σταυροί, ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια και χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σε λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια και ώμο, πλήθος, τουλούπες μαλλιά και γένεια, πρόσωπα χλωμά και μάτια θαμπωμένα, σαν αγιογραφία στον τοίχο βυζαντινού ναού. Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα. Αργοπατούσαν και τρίκλιζαν κι αγκομαχούσαν κάθε λίγο από το βάρος της σανίδας τα παλληκάρια. Ο ίδρωτας όμπριζε στα μέτωπα τους· μα την ήθελαν τέτοιαν αγγάρεια. Γύρω τους άλλα παλληκάρια, της δουλειάς και της ταβέρνας παιδιά, ακολουθούσαν προσεχτικά, έτοιμα να πάρουν τη θέση τους.

— Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!… ακούεται βροντερή φωνή.

Είνε ο Κώστας ο Αρλετής, ο γλυκόφωνος ψάλτης του Άηδημήτρη· είνε φρεσκοξουρισμένος και παστρικαλλαγμένος σα γαμπρός. Η χαρά του είνε μεγάλη κ' η περηφάνεια του ακόμη μεγαλείτερη. Είνε δικό του το κατόρθωμα. Αν θάχη το χωριό θαματουργόν άγιο, σε κείνον θα το χρωστά. Αυτός έγινε — μήστητί μου, Κύριε! — το σκεύος του Κυρίου το εκλεχτό. Αν δεν ήταν αυτός, ποιος ξέρει; Μπορεί να το είχαν ακόμα οι νταυλοκαλογέροι και να κερδοσκοπούσαν με δαύτο. . . .

Είχε πολλά χρόνια ψάλτης ο Κώστας ο Αρλέτης· μα δεν ήταν περισσότερο από τους άλλους θρήσκος. Ήταν ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, αράθυμος και χαροκόπος παλάβρας· με τη φωνή του μπορούσε ν' αποστομώση όλες τις καμπάνες του χωριού. Κι' αυτό ήταν το καύχημα του, η περηφάνεια του. Τη θέση του ψάλτη την αγαπούσε· αγαπούσε όμως και κάθε άλλη θέση που του έδινε αφορμή να δείξη τη φωνή του. Είτε στο στασίδι της εκκλησιάς, είτε στον πάγκο της ταβέρνας, είτε σε γάμου τραπέζι ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Σήκωνε τα μάτια ψηλά, πλάγιαζε το κεφάλι, έπαιζε ρυθμικά τα δάχτυλα κ' έχυνε αργυρά κύματ' από τα χείλη του, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσκοβολισμένο περιβόλι! Και τ' ήταν αυτός παρά ένας και μοναχός τραγουδιστής, που έχυνε τη φωνή του όχι για τίποτ' άλλο παρά για να ξετυλίξη την ψυχή του στα ψηλά και μέσα της να πνίξη όλο το είνε του! Είχε όμως κι από την εκκλησιά του μία απαίτηση· την ήθελε πρώτη και καλήτερη. Το χτίριό της μεγάλο και σοβαρό· τις καμπάνες της πιο βροντερές, τους παπάδες της πιο καλοφορεμένους· τα κονίσματά της, τα ξεφτέρια, τους πολυέλαιους, το τέμπλο, τα μανουάλια πιο περίτεχνα. Κι αληθινά ήταν· δε μπορούσε νάχη παράπονο. Έμενε τώρα ν' αποχτήση κ' ένα θαματουργόν άγιο. Και να, που βρέθηκε το κόνισμα! Ήρθε ακάλεστο, λες κ' ήξερε την ανάγκη και την επιθυμία του. Μα τώρα ενόμιζε πως ήταν υποχρεωμένος κι αυτός να φανή άξιος· να κάμη όσο μπορούσε μεγαλείτερη την υποδοχή του. Για τούτο δεν έπαυε να παρακινή τους άλλους να δείξουν με ξελαρυγγιάσματα τη χαρά τους.

— Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!

— Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!…

Βγαίνει αμέσως φωνή από το πλήθος και σκεπάζει τη φλυαρία του τζίτζικα. Βγαίνει και φαίνεται σα να παρακαλή και σύγκαιρα να προστάζη τον Κύριο για να το ελεήσει. Και σε κάθε βήμα της λιτανείας βγαίνουν και σμίγουν από τα χτήματα, από τους τράφους, από τα μονοπάτια άλλοι στρατοκόποι. Βγαίνουν παιδιά, μικρομάννες, γριές και γέροι, σαλίγκαροι του χρόνου κούτσα — κούτσα με τα δικανίκια τους. Άλλοι κρατούν κεριά, άλλοι σε κεραμίδες θυμίαμα κι άλλοι λάδι στις μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπούνται, δακρύζουν οι γριές κι όλοι κυττάζουν, ξανακυττάζουν το κόνισμα. Κανείς δεν ξέρει τι άγιος είνε· κανείς δε νοιώθει τι θάμα παρασταίνει. Μα όλοι αυθόρμητα κάνουν το σταυρό τους, σκύβουν το κεφάλι, μια φωνή και μια ψυχή φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα :

— Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον! — .

Όταν η λιτανεία έφτασε κοντά στον Τσαϊπά, σήκωσε κ' εκείνος το χέρι να κάμη το σταυρό του. Μα δεν τελείωσε. Το κόνισμα του φάνηκε παράξενο· κάθε άλλο παρά κόνισμα. Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα ράμφη γυριστά, έδειχναν θυμό κι αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορώνα σταυροφόρα· κι άλλη κορώνα πιο μεγάλη τάσμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια κορδέλλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα. Τριγύρω άλλα μικροσκαλίσματα χρυσαλειμμένα, πουλιά, βαγιόκλαδα και χοντρόρρωγα σταφύλια. Μα το μόνο σημάδι που μπορούσε να το κάμη σεβαστό ήταν οι σταυροί του. Τίποτ' άλλο. Ο Τσαϊπάς στάθηκε ακίνητος, μη ξέροντας τι να σκεφτή και τι να κάμη. Ο κόσμος τον είδε κ' ένας με τον άλλον στύλωσαν όλοι τα μάτια καταπάνω του. Όπως έστεκε στο ψήλωμα το ανάστημα του ιχνογράφονταν στον ασπρογάλανο ουρανό, σα μαύρο είδωλο που τρέχει ο λαός να πετροβολήση.

— Το καπέλλο σου! βγήκε άξαφνα φωνή από το πλήθος.

— Το καπέλλο σου! δευτέρωσε άλλη φωνή.

— Το καπέλλο σου!.. το καπέλλο σου! .. το καπέλλο σου!…

Υποψιάστηκαν πως τόκανε για περιφρόνηση και αγανάχτησαν όλοι. Μα περισσότερο απ' όλους ο Αρλετής. Την έπαιρνε κατάμουτρα την προσβολή. Του διαβόλου ο γιος! Έμαθε πέντε γράμματα και θαρρεί πως έγινε σοφός! Μωρέ καλά το λένε πως η Αθήνα έγινε για καταστροφή του τόπου! Στέλνουν τα παιδιά τους να ξεστραβωθούν κ' εκείνα δίνουν την ψυχή τους στο Σατανά! Αντί να γυρίσουν άνθρωποι, γυρίζουν κούκλες· αντί νάρθουν χριστιανοί, έρχονται αλούτεροι… Πού είνε τώρα ο μακαρίτης ο Τσαϊπάς να καμαρώση το γιο του; Έφαε τη ζωή του απάνω στο τσαγκαρόσουβλο για να τον κάμη άνθρωπο και να, — τον έκαμε και τον ξέκαμε!

— Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!… ξαναφώναξε. Μα η φωνή του έσβυσε ασυντρόφιαστη και τα μικρά παιδιά έστεκαν άλαλα, κυττάζοντας το φοιτητή με απορία και θυμό. Ο ψάλτης αναψοκοκκίνισε. Δεύτερος μπάτσος πάλε αυτός. Κανείς δεν τον άκουε. Ο φοιτητής του έπαιρνε και τη δύναμη· τον ρεζίλευε! Μα τις εδεκεί λοιπόν θα τ' αφήσουν το κόνισμα για να γίνη το κέφι του! Ή μην ήθελαν να κάμη έτσι το χέρι του και να τον κατεβάση σωρό — κουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός είνε να μη φτάση κανείς σε τέτοια.

— Κύριε λέησον, μωρέ, το σταυρό σας!.. εφώναξε με λύσσα
αντιπατώντας το πόδι του.

— Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!.. Κύριε ελέησον!.. . εβγήκε
τρανταχτό απ' όλα τα στόματα του λαού.

Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σα να βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του. Έβγαλε βιαστικά το καπέλλο του, έκαμε το σταυρό του, κατέβηκε κι ακολούθησε τη λιτανεία με κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σαν υπνοβάτης.

— Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια!.. ¦ εχύθηκε μελωδική η φωνή των παπάδων.

Κ' η λιτανεία τράβηξε πάλι το δρόμο της.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Τσαϊπάς αιστάνθηκ' ένα χέρι να περνά στο μπράτσο του και δυο μάτια να τον κυττάζουν παράξενα και περιγελαστικά.

— Πώς σου φαίνεται;

Ήταν ο Σταθόπουλος παλιός συμμαθητής και συμφοιτητής του τώρα στα Νομικά. Ήταν νέος ζωηρός, κομψοντυμένος, με ψηλά κολλάρα και λαιμοδέτη κόκκινον. 'Από τότε που γράφηκε φοιτητής φάνηκε το μέλλον του· βγήκε στον κόσμο θαρρετά, ανακατώθηκε με τους χωριάτες στο κρασοπουλειό και στον καφενέ κι άρχισε να συχνάζη στο ειρηνοδικείο· το δεύτερο χρόνο, χωρίς να πατήση διόλου στο Πανεπιστήμιο έκανε το δικολάβο. Κ' είχε δουλειές ου! πάρα πολλές δουλειές. Κανενός δε χάλαε την καρδιά· ποτέ δεν έλεγε πως έχει άδικο ο πελάτης του ή πως θα χάση τη δίκη. Όλα μέλι — γάλα τάβρισκε κ' οι χωριάτες ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του. Τέλος πάντων! να που βρέθηκε κ' ένας άνθρωπος για τη φτώχια. Δεν έβλεπαν την ώρα πότε νάρθη σε ηλικία για να τον βγάλουνε βουλευτή.

— Μωρ' τι νε τούτο! τον ρώτησε ο Τσαϊπάς μόλις τον είδε κοντά
του.

— Ξέρω κ' εγώ· έκαμε κείνος ανασηκώνοντας τους ώμους· ξέρω κ'
εγώ; Μα κόνισμα βέβαια δεν είνε.

— Και δεν το λες λοιπόν!

— Σσ… του σφύριξε ο Σταθόπουλος στ' αφτί. Μυαλό θα βάλης στην κολοκύθα τους; Να το ειπώ! Και ποιος τολμάει; Ξέρεις τι έγινε στον Άηθανάση ;

— Τι;

— Μόλις μας είδαν οι καλόγεροι κατάλαβαν το σκοπό μας και πυροβόλησαν στο σωρό· πλήγωσαν μάλιστα και τον Κουφό στον ώμο. Ρίχτηκαν όμως ετούτοι απάνω τους· άστραψαν κάμες, πιστόλες, έπεσαν πέτρες που κλείστηκαν οι καλόγεροι περίτρομοι στα κελλιά τους. Άνοιξαν τότε την εκκλησιά, έσπασαν τις εικόνες, αναποδογύρισαν την Άγια Τράπεζα ως που βρήκαν το κόνισμα. Και πού το βρήκαν θαρρείς ; Κάτου από ένα σωρό κλήματα. Εκεί τόχε πεταμένο η ευλάβεια των καλόγερων! Η αλήθεια είνε πως μόλις το ίδαμε στο φως, όλοι σταθήκαμε δίβουλοι. Μα για μια στιγμή· έπειτα το άρπαξαν στα χέρια, έβαλαν τους παπάδες μπροστά και να μας. Ούτε ξέρουμε τι κάνουμε.

— Μα ο δήμαρχος… εψιθύρισε ο Τσαϊπάς

— Τι δήμαρχος!.. Αν μίλαε θα τον έπαιρναν με τις πέτρες.

Ο Τσαϊπάς κύτταξε για μια στιγμή το φίλο του κατάματα· έπειτα έσκασε τα γέλοια. Εγέλασε τόσο δυνατά που ο δικολάβος αναγκάστηκε να φύγη από κοντά του. Πίσω μου, Σατανά! με παλαβούς δεν είνε να καταπιάνεται κανείς!· Έτσι, φίλε μου, προσβάλλεις το θρησκευτικό αίστημα τ' αλλουνού! Ν' αγριέψη ο κόσμος και νάχουμε φασαρίες!.. Έτρεξε πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησον!» άνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ' εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι. Ήρθαν μάλιστα στιγμές που φάνηκε πρόθυμος να πιάση το κόνισμα, να κοπιάση κι αυτός για τη Χάρη του.

— Τρομώ και λέω το διάολο έχουμε μαζί μας!.. είπε δυνατά ο Αρλετής, φουρκισμένος για τα γέλοια του Τσαϊπά.

Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου· ο θυμός του σήκωσε κάθε άλλο αίστημα. Τι διάβολο! σάπισε λοιπόν αυτός ο τόπος! Αν τόπαιρναν τουλάχιστον όλοι για κόνισμα, δε θα είχε κανείς αντιλογία. Έφτανε η τυφλή πίστη να τους δικαιώση. Ή αν τόπαιρναν για σημάδι άλλης εποχής, της πεθαμένης Αυτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εύγε τους και τρισεύγε τους. Μπορεί να ξύπναγαν μ' αυτό οι παλιές ελπίδες· ίσως να γινόταν δίστομο σπαθί η κοιμάμενη συνείδηση. Ποιος ξέρει; Μα όχι· τίποτ' απ' αυτά. Λείπουν κ' η τυφλή πίστη και το μεγάλο τόνειρο. Λείπουν, έσβυσαν, πάνε. Κ' ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ! Έμεινε και θα μείνη στον τόπο η ψευτιά, η ραθυμία, η βαγαποντιά! Να ο δήμαρχος, ο δικηγόρος, ίσως κ' οι παπάδες που στηθοδέρνονται και σταυροκοπούνται μπροστά στο παλιοσάνιδο. Και γιατί; Γιατί δεν έχουν το θάρρος ν' αντικρύσουν το ψέμμα, ν' ανοίξουν τα μάτια των τυφλών ναχαλάσουν το κέφι μερικών πεισματάρηδων. Να η μεγάλη μας αρρώστεια, να τηνε. Αντί να σύρουμε το λαό με το μέρος μας, πάμε μεις με το δικό του.

Ο Τσαϊπάς σήκωσε τα μάτια ψηλά σα να ζητούσε συχώρεση για του χωριού του τη ντροπή. Όταν τα χαμήλωσε, πέσανε άθελα στο κόνισμα. Η σανίδα ντυμένη στις χρυσαλοιφές, κυκλωμένη με του λαού το σεβασμό ερχόταν απάνω στο ζωντανό θρόνο της με κάποια κωμική αξιοπρέπεια. Ο φοιτητής αγανάχτησε. Νόμισε πως το ξύλο ανάμπαιζε τη θρησκεία του· τους παπάδες και το λαό, τα λιβάνια και τα λάβαρα, όλα τον αγέλαε. Του ήρθε να φωνάξη, να διαμαρτυρηθή. Είπε να χυθή απάνω του, να ταρπάξη από τα χέρια των παλληκαριών και να το ποδοκυλήση χάμου, μέσα στον κουρνιαχτό και τις καβαλίνες. Είπε· μα δεν έκαμε τίποτα. Τα πόδια του δε θέλησαν να πάνε μπροστά· τα χέρια του έμειναν κάτω κρεμασμένα. Τόσο που αν είχε πρόληψες ο Τσαϊπάς θα νόμιζε πως το κόνισμα άρχισε απ' αυτόν τα θάματά του. Μα δεν ήταν τέτοιος κ' ήξερε καλά τον εαυτό του. Ο ραγιάς ήταν ακόμη στο αίμα και του αλυσόδενε τη θέληση. Ναι δυστυχώς! το σκαρί κ' εκεινού δεν ήταν διαφορετικό από το σκαρί των αλλονών, όχι!… Κ' έξω φρενών για την αρρώστεια του, γύρισε το θυμό εναντίον του. Εχώριζε το είνε του σε δυο, άδραζε ένας τον άλλον από το λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνη τη ντροπή από πάνω του.

— Άτιμε! ταρτούφο!…. θεομπαίχτη! .. . εψιθύριζε.

Η λιτανεία ως τόσο ακολουθούσε το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριά, από τους κεντρικούς δρόμους. Το λιοπύρι άναβε τα καύκαλα. Ο κόσμος έτρεχε από πίσω καταϊδρωμένος, κατασκονισμένος, μισοπαράλυτος. Και δεν έπαυε να φωνάζη κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα :

— Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!…

Έτσι έφτασε στο σταυροπάζαρο· ερμιά στο δρόμο· τα μαγαζιά όλα κατάκλειστα. Πέρασε το γεφύρι του Τζαφέρη και χύθηκε σαν πλημμύρα στην πλατεία του Άηδημήτρη. Η εκκλησία με τις αρχαίες κολώνες της μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν να στην πόρτα πως περίμενε τον ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυτη σα να τούλεγε ανυπόμονα έλα!

— Γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!…

Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως. Τα παιδιά που κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σα να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ' ακλούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα μαντήλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους και λαχάνιαζαν βαρειά κι αποσταμένα. Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά. Άλλοι που το πρωί δε σκέφτηκαν πως μπορούσε να πεινάσουν, ρώταγαν τις γυναίκες τους αν μαγέρεψαν τίποτα. Την ώρα όμως που το κόνισμα άγγιζε σχεδόν στην πόρτα της εκκλησιάς, μια φωνή τρεμάμενη μα δυνατή ακούστηκε :

— Σταθήτε!…

Όλοι πάψανε αμέσως· κόπηκαν οι ψαλμοί μέση· στάθηκε καθένας στη θέση του όπως βρέθηκε.

Ήταν ο Τσαϊπάς που έβγαλε τη φωνή· δε μπόρεσε να κρατηθή περισσότερο. Μα σαν να τρόμαξε από την ίδια του φωνή στάθηκε κατακίτρινος, με τα χέρι απλωμένο στην πόρτα, με τα μάτια γουρλωμένα· τα μαλλιά του ήταν άνω κάτω. Οι χωριάτες τον κύτταζαν· τον ρωτούσαν τι τρέχει. Τους κύτταζε κ' εκείνος δίχως να μπορή να βγάλη λέξη. Επί τέλους συνήρθε, κατέβασε το χέρι του, χαμογέλασε κ' είπε με φωνή παρακαλεστική.

— Σταθήτε, βρε παιδιά… κάμετέ μου τη χάρη ν' ακούστε και μένα. .. Δεν το θέλω για τον εαυτό μου· για σας το λέω, για την ψυχή σας, για την ψυχή όλων μας. Λέω να τ' αφήσουμε όξω' να στο κελλί, ως που να ιδούμε… Λέμε πως είνε κόνισμα· μ' αν δεν είνε; Τι θα γίνη τότες τι θα μας ψάλλουν τ' άλλα τα χωριά;

Ένας δισταγμός ζωγραφήθηκε αμέσως σε πολλά πρόσωπα· μερικοί κούνησαν το κεφάλι· σύμφωνοι. Ακούστηκαν και ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την ακκούμπησαν σε μια κολώνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. Άλλοι που ήταν όξω από τον νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψη το καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η ζωή. Μα τότε βαρειά και θυμωμένη ακούστηκε η φωνή του Αρλετή.

— Να κεφάλι!.. είπε δείχνοντας με τη χερούκλα του το φοιτητή. Τόσος λαός εδώ και δεν ξέρει τι κάνει· ήρθε του λόγου του να μας βάλη μυαλό.

— Όχι να σας βάλω μυαλό· είπε ο Τσαϊπάς δειλά· να ειπώ το σωστό.

— Το σωστό! εφώναξε αγριοκυττάζοντάς τον ο Αρλετής, το σωστό! που τόβρες, μωρέ, το σωστό… Μην τόφερες απ' την Αθήνα μαζί με τα κολλαράκια σου!

Ξέσπασαν όλοι στα γέλοια· ο δήμαρχος, οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο λαός όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Οι γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους αλλού, χαχάνισαν κ' εκείνες πίσω από τα μαντήλια τους. Κ' έπειτα μια στιγμή ο λαός αγρίεψε. — Μωρέ μυαλό, ο μπαγάσας!… Εκείνοι ξεθεώθηκαν για να το φέρουν· άφηκαν το μεροκάματό τους, έχυσαν αίμα για τη Χάρη του και τούτος έρχεται τώρα να τους πη πως δεν είνε κόνισμα!… Σούσουρο έγινε, βρισιές ακούστηκαν, γρόθοι σηκώθηκαν φοβεροί.

— Το καλό που σου θέλω να φύγης· του είπε μυστικά ο Σταθόπουλος, τραβώντας τον έξω από το πλήθος.

Ο Τσαϊπάς σήκωσε το κεφάλι περήφανα. Τ' έκαμε λέει; Όχι θα σταθή, θ' αντιμιλήση, θα τα βάλη μ' όλους ως που να τους ξεστραβώση. Μα δε μπόρεσε να βγάλη λέξη· στόμα είχε, μιλιά δεν είχε.

— Πάμε του ξανάειπε ο Σταθόπουλος.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, σούφρωσε τα φρύδια του, άφησε να τον σύρη ο φίλος του.

— Ήλιος! φώναξαν δυο — τρία παιδιά στο διάβα του.

— Ούθε το πρώτο μου παπούτσι!… ούθε το πρώτο μου παπούτσι! … φώναξε δυνατά ο Αρλετής.

Ο αντίλαλος του νάρθηκα αδερφώθηκε και κείνος με τη βάναυση φωνή του ψάλτη.

— Παπούτσι…. παπούτσι!…

— Ελάτε, ρε παιδιά· βοηθάτε να τελειώσουμε· είπε ο Αρλετής πιάνοντας το κόνισμα.

Κανείς δεν έσκυψε· όλοι έμειναν άφωνοι, τηράζοντάς το σα να ζητούσαν τη γνώμη του. Έπειτ' άρχισαν να το ψηλαφάνε, να το γυρίζουν μπρός — πίσω, να το ξετάζουν, για να μάθουνε το νόημα του. Έλεγαν χίλιες γνώμες μυστικά και φανερά, έβγαζαν διάφορα συμπεράσματα· μα κανένα δεν πίστευαν πως ήταν και σωστό. Ό,τι έλεγε ο ένας αμέσως άλλος το πολέμαε. Άρχιζαν ν' αντιφέρνωνται, να στενοχωρούνται και μυστικά να θυμώνουν μ' εκείνο που τους έβαλε σε μπελάδες. Ποιος ξέρει; Τάχα δεν ήταν όργανο του Σατανά αν ήρθε να τους ρίξη σε σύγχιση; Τι διάβολο! αν ήταν αληθινός άγιος, το χωριό τους θάβρισκε να κονέψη!…

— Πού ήσουνα, κυρ Γερόλυμε! φώναξε άξαφνα ο δήμαρχος· έλα βρε αδερφέ, να μας χωρίσης· μπλέξαμε στα καλά με τούτον το διάολο!…

Μα συνήρθε αμέσως κι άρχισε τα σταυροκοπήματα.

— Φτου! .. φτου!.. προσκυνώ τη χάρη του .. με κόλασε ο τρισκατάρατος!

Γέλασε το πλήθος δυνατά με το πάθημα του κυρ δήμαρχου. Έπειτα έκαμε τόπο κι ανέβηκε οκνά τη σκάλα ο Γερόλυμος ο Προβατάς. Ήταν ένας γέρος νησιώτης, κοσμοπερπατημένος και πολυκάτεχος. Η τύχη τον έρριξε στο χωριό κ' έμειν' εκεί από χρόνια, σαν ξύλο παντοπλάνητο που κατακάθεται σε μιαν ακρογιαλιά ώστε να σαπίση και να διαλυθή. Από τα λόγια του κι από τα φερσίματα — μπορεί κι από τ' άγνωστα περασμένα του — είχε καταντήση σεβαστός και πολυζήτητος. Μόλις τον είδαν κι ανάσαναν όλοι· σκέφτηκαν πως δίχως άλλο θα τους βγάλη από τη στενοχώρια. Παραμερίσανε για να ιδή το κόνισμα. Εκείνος μόλις το είδε σούφρωσε τα χείλη του και γύρισε τις πλάτες.

— Λοιπόν; ρώτησαν δυο — τρεις ανυπόμονα.

— Στολίδια της πρύμης· είπε σιγά· στολίδια καραβιού· — πάρτε το.

Όλοι χλώμιασαν και χαμογέλασαν σύγκαιρα· όλοι τον κύτταξαν περίλυπα σα νάπαιρνε μαζί του την ελπίδα τους. Οι παπάδες μπήκανε στην εκκλησιά τρεχάτοι, γονάτισαν καταμεσίς και σήκωσαν τα χέρια σε δέηση. Ήμαρτον, Θε μου! μη μας συνεριστής!…. Το πλήθος άρχισε να σκορπά·

— Μα είσαι βέβαιος, γέρο Προβατά; τον ρώτησε λυπημένα ο Αρλετής. Για κύττα το καλά· μην κάνης λάθος;

— Τι λάθος, αδερφέ Κωσταντή; είνε στολίδι από Ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να, δε διαβάζης τα γράμματα: Πέτρος ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου…

Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια, έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων- άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε την ψυχή του σα νάβλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη. Μωρέ! ποτέ δεν τόλπιζε να πάθη τέτοιο ρεζιλίκι το χωριό!.. Άξαφνα του φάνηκε πως τα κεφάλια του αητού κουνήθηκαν από τη θέση τους, κουλουριάστηκαν και κάμανε μαζί μια προσωπίδα μεγάλη. Τι μεγάλη προσωπίδα και τι παράξενη! Έπιανε όλο το χωριό. Όχι μόνον το χωριό μα και τ' άλλα περίγυρα, την Πάτρα και τον Πύργο, ακόμη και τη Ζάκυθο. Κι όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Μεγάλωνε δεξιά, μεγάλωνε ζερβά.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΗΣ

— Φεύγω τώρα… μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι. Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτη — πάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μου — την όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της. Το μοναχογιό μου τον έκλεισε χρόνο στη φυλακή γιατί δεν έστρεγε να πάρη την κόρη του, την παστρογωνιά του… Μα δεν του πέρασε!.. Κι ο γιος μου παντρεύτηκε σύμφωνα με τη θέση του, κ' η θυγατέρα μου χάρηκε το στεφάνι της κ' εγώ απόλαψα τα καλά μου κι ο άντρας μου του στάθηκε παλούκι στο μάτι. Δέκα χρόνια πόλεμο και πάντα του βγήκε νικημένος. Ήταν έτοιμος να ρίξη τ' άρματα, έτοιμος να μολογήση την κακογνωμιά του και να ζητήση συμπάθειο· έτοιμος ν' απλώση χέρι στο έλεός μου. Μα τη γλύτωσε. Ήρθε στα χείλη του γκρεμού κι αντί να πέση μέσα ψήλωσε στα μεσούρανα. Πλούτη, δόξα, τιμές σωριάστηκαν απάνου σ' αυτόν τον κάβουρα! Κ' έχωσα εγώ το γκρεμό, εγώ κι ο άντρας μου, εγώ και τα καλά μου, τα σπίτια μου, οι τίμιες μου χαρές και τ' απίκρατα χρόνια μου. Όλα πήγαν με μι' ανεμοριπή.

Μα γιατί να φύγη; πες τε μου γιατί να φύγη; Να φύγη από μένα και να πάη στ' οχτρού μου το ρημαδιακό! Να σηκώση από μένα την καλοτυχιά και ναν τη ρίξη σε κείνον τον ατσίγγανο, το βρωμιάρη, τον ελεεινό! Πες τε μου μην ακούσατε, μην εμάθατε, μην είδατε το γιατί; Ωχ, Θεούλη μου! Και να πάη εκεί, να συνέμπη στην αμάχη μας, να δώκη συντρομή στον οχτρό μου! Τόσα σπίτια στο χωριό και διάλεξε το σίχαμα! Γιατί; σε τι του φταίξαμε ; Ποιος το πίκρανε; ποιος τ' ασκημομίλησε. Εγώ μια φορά τ' άκουσα, μιαν ώρα, μια στιγμή καλή και βλογημένη κ' έπειτα τόχασα· μούδωκε την άξια του υπόσκεση και χάθηκε σα φάντασμα.

Έτσι ήταν μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό μα καλόβουλο και καλόκαρδο μεσημέρι εδώ και δέκα χρόνια. Έμπαινα για να θρονιαστώ στο καινούριο σπίτι μας· το σπιτάκι μας τ' απλόχωρο με τις πόρτες τις τορνευτές και τις μαρμαρένιες σκάλες του. Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο. Τόχτισαν όπως — όπως οι γέροι στον καιρό του Καποδίστρια· σκεπή ζήταγαν να βάλουν το κεφάλι τους και τίποτ' άλλο. Μα χρόνο με το χρόνο το σπίτι γέραζε και πλήθαινε η φαμελιά. Ήρθ' ένα παιδί, ήρθε άλλο· πού να μας χωρέση! Το σπίτι αδυνάτιζε και τα πόδια των παιδιών δυνάμωναν, δυνάμωναν στα καλά. Κάθε πήδημα του παιδιού και μια πληγή στο πάτωμα. Τόνοιωθαν κ' εκείνα· άρχισαν κ' εκείνα να τ' αποζητούν το καινούριο. Το είχαν βλέπεις στο αίμα τους.

Ε τι γίνηκε σα ρίξαμε το θεμέλιο! Λίρα εγώ, λίρα ο μακαρίτης, κολλωνάτα τα παιδιά. Σφάξαμε και τον κόκκορα, έναν κόκκορα τόσον δα! στοιχειό μονάχο. Κι από τότε πού να βρούμε ησυχία. Μέρα νύχτα το σπίτι μπροστά μας· όσο ψήλωνε, ψήλωνε κ' εμάς τόνειρό μας. Και τώρα έμπαινα σα νάμπαινα στον Παράδεισο. Στάθηκα καταμεσίς στη σάλα και τήραξα τις ώμορφες ζωγραφιές του τοίχου, τ' άστρα του ταβανιού, ταγγελούδια στις αγκωνές. Τήραζα και θάμαζα τις αέρινες κουρτίνες, τους μεγάλους καθρέφτες, τους καναπέδες και τ' ακριβά τους γεμίσματα. Έλεγα πως είμουν μέσα σε ναό — ναό της φαμίλιας μου. Και την άκουσα τότε τη φωνή του, μυστική και πρόσχαρη σα φωνή της ευτυχίας.

— Έλα, έλα που σε προσμένω τόσον καιρό! Όσο είμαι γω δω μέσα μη φοβάσαι· θα ζήσετε πλούσια.

Έτσι μου είπε η φωνή κ' έτρεξα να ιδώ το ριζικάρη. Γύρισα όλες τις κάμαρες, κύτταξα πίσω από τις πόρτες, κάτω και ψηλά· μα δεν είδα τίποτα. Το σπίτι ολάνοιχτο στον αέρα και το φως ψυχή δεν έδειχνε. Τότε τάχασα· τρόμαξα στ' αληθινά· έβαλα τις φωνές κ' έπεσα στο κρεββάτι. Μ' αν εχόλιασε γι' αυτό εγώ τι φταίω; Ήμουν άπραγη σε τέτοια. Κι όχι εγώ μονάχα μα κι ο μακαρίτης που τάκουσε ανατρόμαξε· κ' οι δικοί μας που τόμαθαν έκαμαν το σταυρό τους. Κάψαμε λιβάνι, ανάψαμε κεριά, διαβάσαμε αγιασμό για να διώξουμε όχι κείνο μα τους δαιμόνους που κολάζουν τις άδολες ψυχές. Όλοι μας είμαστ' άπραγοι, άπραγοι!.. Ως που ήρθε η Ζωγάκενα, η πολυκάτεχη γριά και μ' έβγαλε από την έγνοια.

— Και δε χαίρεσαι Σάββανα ; και δεν καλοκαρδίζεις, Καλίτσα μου; Ήταν του σπιτιού σας το στοιχειό που σε συχάρηκε νοικοκυρά. Και να ιδής που θα κράτηση το λόγο του· να είσαι βέβαιη πως θα κράτηση το λόγο του…

Έτσι μου είπε· κ' εγώ της έδωκα ό,τι φορούσα για την καλή τη φώτιση. Άφησα το κρεββάτι αμέσως κ' έτρεξα να τον ζητήσω, να του γυρέψω συχώρεση για το φόβο μου. Δεν το ήθελα· ήμουν άμαθη στα τέτοια… Α! πώς ήθελα ν' άκουγα πάλε τη φωνή του· τη γλυκειά, την πρόσχαρη, την καλορρίζικη φωνή του. — «Έλα που σε προσμένω. … Θα ζήσετε πλούσια». Μα δε φάνηκε, δεν ακούστηκε πια! Δε φάνηκε το είδωλο του, δεν ακούστηκε η φωνή του· δεν έλειψε όμως κι από κοντά μας. Δέκα χρόνια στρωτά μας συντρόφιαζε και μας καλοτύχιζε. Στις δουλειές του ο νοικοκύρης μου τόνοιωθε πάντα στο πλευρό του. Όλα, όλα μας πήγαιναν καλά και προκομμένα. Τα χτήματα μας έδιναν καρπό· τα ζωντανά μας άλλα ζωντανά· ο γιος μου πρόκοβε στα γράμματα κ' η κόρη μου στα κεντίδια. Ο γάμος της σαν την πάντρεψα έγινε άκουσμα στο χωριό κι ακόμη πέρα. Και το σπίτι μου, τ' αρχοντικό μου ψήλωνε και θέριευε των φτωχών κυβέρνια, των φίλων παίνεμα και φτόνος των οχτρών. Κ' εγώ δεν έπαυα ν' αποζητώ το ριζικάρη, τον καλό μας άγγελο, του σπιτιού μας το στοιχειό. Τον ζήτησα στα κατώγεια και στ' ανώγεια, μέρα και νύχτα τον έκραζα. Μα δεν καταδέχτηκε ναρθή να μου μιλήση, νιο να ρίξη κρασί στο ποτήρι της χαράς μου. Μόνο και μοναχά τη νύχτα κάποτε σαν αγρυπνούσα, άκουγα το ζεμπερέκι να χτυπάη κρα… κρα .. σα να ήθελε ν' ανοίξη την πόρτα.

— Καλώς τον!.. καλώς τον!.. του φώναζα εγώ από μέσα.

Μα στη φωνή έπαυε αμέσως το ζεμπερέκι σα να ήταν κλέφτης κ' έφευγε μην τον πιάσουμε. Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γρι — γρι!… γρι — γρι!… όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι.

Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά. Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή.

— Φεύγω τώρα….

Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.

Δεν πέρασαν δυο μέρες και μούφεραν στο κάρρο τον άντρα μου. Κι ως που να κλάψω κείνον έκλαψα τα ξανθά μας γεννήματα φωτιά πήρε και τάκαψε! Ψόφος έπεσε στα ζωντανά μας. Ο γιος μου αρρώστησε απ' το κακό και τον συγούρεψα στον χρόνο απάνου. Ένα με τ' άλλο σωριάστηκαν τα κακά στο κεφάλι μου, όπως το χιόνι απάνου στο βουνό. Πάει τ' αρχοντικό, πάνε οι χαρές, πάει το βιο μας! Κ' εγώ απόμεινα εγώ κακογεράματη, απελπισμένη, αδύνατη, να κλαίω κουκουβάγια του σπιτιού μου το γκρέμισμα.

Μα γιατί μου είπε — Φεύγω τώρα, εκείνο ; Γιατί να θρονιαστή στου οχτρού μου το σπίτι; Δε μπορώ, δε μπορώ, δε μπορώ να καταλάβω ακόμα…..»

1901.
ΣΤΙΣ ΔΟΞΕΣ

Η Ασημίνα η Αντριώτισσα πριν να μπη δούλα στο σπίτι του Παναγιώτη Μαχαλά, ηθέλησε να κάμη ορθά — κοφτά τις συμφωνίες της.

«Θα κάνη όλες τις δουλιές, ναι· θ' ακούη τα λόγια της κυρίας της· θα δέχεται τις παραξενιές του κυρίου· θα είνε καθαρή, λιγόλογη και τίμια. Μα… θα βγαίνη στο παράθυρο συχνά, θα βγαίνη και στους δρόμους συχνότερα…

Συχνότερα στους δρόμους; η κυρία Μαχαλά ανησύχησε. Τι την ήθελε λοιπόν; Δούλα θάμπαζε ή κυρά; Άναψε, φουρκίστηκε· έβρισε την Αστυνομία, τους δουλομεσίτες, την εποχή μας. Θυμήθηκε τους παλιούς καιρούς που τα δουλικά στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν· που ευχαριστιώνταν σε ό,τι τους έδινες κ' έλεγαν σπολλάτη. Κ' είπε αποδώ κι ομπρός θα προτιμήση να κάνη τις δουλειές μοναχή της· δεν υποφέρεται!…

Η γριά όμως που συντρόφευε την Ασημίνα, την καταπράυνε. Δεν άξιζε δα να δίνη και μεγάλη προσοχή στα λόγια του κοριτσιού! Δεν ήταν όσο ήθελε να δείξη κακή· ούτε περπάσα, ούτε περίεργη ήταν στ' αληθινά. Μόνον φαντασία είχε. Και για τούτο της άρεσαν οι συμφωνίες. Κάθε υποχρέωση την θεωρούσε μιαν αλυσίδα στο λαιμό της, μια καδένα, όπως την έλεγε. Κ' ήθελε νάχη απ' αυτές όσο μπορούσε λίγες και μετρημένες απάνου της. Αύριο, σου λέει, ξέρω τι γίνεται; Περνάει το βασιλόπουλο, τη βλέπει και της λέει «πάμε!…» Τι θα ειπής τότε του λόγου σου;

Η κυρία Μαχαλά ξέσπασε από το θυμό στα γέλοια.

— Μα τότε λοιπόν είνε παλαβή! είπε.

— Όχι, κυρία· δεν είνε παλαβή· μη φοβάσαι. Έτσ' είνε ο νους της φτιασμένος· στις δόξες πάει. Μα για δουλειά και για σπίτι είνε μάννα! Και — πού είσαι — ούτε θα γυρέψη να βγη όξω. Πάρ' τηνε και θα ιδής.

Η κυρία Μαχαλά δεν πείστηκε τόσο στα λόγια της γριάς όσο στην ανάγκη. Ήταν μικρομάννα, κρατούσε και σπίτι ανοιχτό. Δεν είν' εύκολο να κάνη όσα λέει κανείς απάνου στο θυμό του. Την κράτησε χωρίς όμως και να ησυχάση. Τι άνεμο! Ένα δουλικό που κάνει τέτοιες συμφωνίες, θα ειπή πως είνε για τα πανηγύρια. Ποιος ξέρει τι ξαδερφολόι και κακό θα μπαινοβγαίνη στο σπίτι της! Κ' επειδή η κυρία Μαχαλά δεν τις ήθελε τέτοιες φασαρίες, σκέφτηκε να υπομονέψη ως που νάβρη την καλήτερη. — Άμα την εύρω, δίνω τα παπούτσια στο χέρι της σουρεκλεμές· συλλογίστηκε.

Μα τι παράξενο! Πέρασαν δυο μήνες και ξέχασε την υπομονή της. Όχι την ξέχασε· δεν τη χρειάστηκε καθόλου. Η Ασημίνα απ' όλες τις συμφωνίες της δεν κύτταξε ως τώρα παρά εκείνες που εσύφερναν τ' αφεντικά της. Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίς — νωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά! Ο κύριος και η κυρία έκαναν το σταυρό τους. Άρχισαν ν' ανυπομονούν. Επί τέλους πότε θα βγη όξω! στο παράθυρο τουλάχιστο πότε θα προβάλη ; Σχεδόν εθύμωναν. Τι έκανε λοιπόν τόσες συμφωνίες;

— Άκουσε, Ασημίνα. Αύριο δε θα σε χρειαστώ· της είπε τ' απομεσήμερο η κυρία της. Εμείς θα λείψουμε όλη την ημέρα. Μπορείς και συ, αν θες, να πας στις φίλες σου.

— Α μπα, κυρία· δεν έχω να πάω πουθενά. δεν έχω φίλες· απάντησε αμέσως εκείνη.

— Σε καλό σου, κορίτσι μου! είπε με ψυχοπόνια η κυρία. Εσύ πριν έρθης μας ζάλισες με το έξω σου. Και τώρα πώς έγινες έτσι; Μην αρρώστησες; μη σου συμβαίνει τίποτε;

— Όχι, κυρία. Μα βλέπεις από τότε άλλαξαν τα πράματα. Ποιόν να ιδώ έξω; τίνος να μιλήσω ; Εδώ κάθουμαι και τα λέω με τον αρρεβωνιαστικό μου.

— Με τον αρρεβωνιαστικό σου! Πού τον ηύρες τον αρρεβωνιαστικό
εσύ;

— Πώς πού τον ηύρα; Τάχα δεν τον ξέρεις του λόγου σου; Τον
ξέρεις.

— Εγώ;

— Ναι, του λόγου σου. Μ' αφού τον έχεις μέσ' στη σάλα!

Στη σάλα! Η κυρία Μαχαλά πήγε να ξεφωνήση. Ποτέ δε φανταζότανε πως η Ασημίνα θα τολμούσε να μπάση, τον αρρεβωνιαστικό στη σάλα της. Στην κουζίνα, ναι· μα στη σάλα! Τέτοια αυθάδεια δεν την περίμενε. Την κύτταξε κατάματα και σύνωρα ο νους της σκάλιζε να μαντέψη ποιος ήταν αυτός ο αρρεβωνιαστικός, που τόσο ελεύθερα μπαινόβγαινε σπίτι της. Τόσον καιρό δε θυμότανε κανένα να μιλεί με την Ασημίνα. Ούτε σκαπανέα ούτε πολίτη. Έτρεξε στη σάλα με την απόφαση να γκρεμοτσακίση τον ακάλεστο γαμπρό. Τρομάρα του όποιος κι αν ήτανε! Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, χύθηκε μέσα, στα δόντια κρατώντας τις βρισές, μ' εκείνες που θα έλουζε πατόκορφα τον ξένο. Στάθηκε όμως μάρμαρο στη μέση της σάλας. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ούτε πίσω από τις κουρτίνες, ούτε πίσω από τις πολυθρόνες, ούτε πίσω από το πιάνο. Και άλλη πόρτα δεν είχε να ειπής άνοιξε κ' έφυγε. Τι έγεινε λοιπόν; Ανελήφτηκε; Έβαλε τις φωνές:

— Ασημίνα!. … Ασημίνα!… Έλα δω, Ασημίνα!… Γρήγορα!…

Η κόρη επρόβαλλε στο θυρόφυλλο τρομασμένη, κυττάζοντας με απορία την κυρία της. Δε μπορούσε να καταλάβη την τόση της αγανάχτηση. Τι την έμελλε τάχα κι αν είχε τον αρρεβωνιαστικό της; Τι την πείραζε κι αν ήταν μέσα στη σάλα; Θα την έτρωγε τη σάλα της; Όχι βέβαια. Θα την στόλιζε. Απ' όλους εκεί μέσα, κανείς δεν άξιζε σαν τον δικό της. Άστραφτε από την ωμορφιά κι από τη ντυμασιά του. Πώς παίζει το ρουμπίνι στο δάχτυλο του κυρίου; — Έτσι παίζουν τα μάτια στο πανώριο πρόσωπο τ' αγαπημένου της. Πώς λάμπει ο χρυσός σταυρός στο λαιμό της κυρίας; — Έτσι λάμπει το χαμόγελο τσα τζιτζιφένια χείλη του καλού της. Βασιλικός στη γλάστρα είνε το κορμί του μέσα στη στολή. Και η στολή του φαρφουρένιο ανθογιάλι μοιάζει μέσα στα πλούσια σωθέματα της σάλας. Κύττα κορμί, κύττα στολή, κύττα δόξα!… Λάμπει στο χρυσάφι και στ' ασήμι ο σπαθάτος της, ο σπιρουνάτος της. Έλα…. έλα!… έλα!…

Η Ασημίνα δεν κρατήθηκε περισσότερο. Ένας ένας οι συλλογισμοί καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό της. Και το πρόσωπό της ήταν λαμπρό σύγκαιρα και πονεμένο. Δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, δεν άκουε τίποτα. Ο μαγνήτης ήταν εκεί και το δυστυχισμένο ψίχαλο, έτρεχε να κολλήση απάνω του. Άπλωσε η δούλα τα χέρια σαν σε δέηση, έπειτα χύθηκε όλη στο πιάνο, άρπαξε μια φωτογραφία, την κόλλησε βιαστικά στα χείλη της και χάθηκε από την σάλα.

— Δόξα μου! τιμή μου! κορώνα μου.

Η κυρία Μαχαλά απολιθώθηκε. Ούτε μιλιά έβγαλε ούτε κουνήθηκε. Σπασμός της ήρθε. Μύριοι συλλογισμοί χύθηκαν ανάκατα στο κεφάλι της· κάτι της δάγκωσε την καρδιά. Η φωτογραφία ήταν του Πέτρου Ντάλαρη, του ανθυπολοχαγού· νέου μορφωμένου, συμπαθητικού και γλυκομίλητου. Εγνώριζε την οικογένεια Μαχαλά κάπου δυο χρόνια. Έτυχε να συναντηθούν μια πρωτοχρονιά στο σπίτι της κ. Πουλημένου, γνωρίστηκαν, σχετίστηκαν. Από τότε ο αξιωματικός έγινε του σπιτιού· μπαινόβγαινε σα συγγενής. Αυτός και η κυρία Μαχαλά έγιναν στενοί φίλοι. Τόσο στενοί που δεν άργησε το σούσουρο τριγύρω στ' όνομά τους. Μάλιστα βρέθηκαν καναδυό στενές φίλες που την ρώτησαν στα σοβαρά. Και η κυρία Μαχαλά ρώτησε τότε στα σοβαρά τον εαυτό της: τον αγαπούσε τάχα τον αξιωματικό; Ήταν φιλία ή αίστημα μεταξύ τους; Πέρασαν μήνες από τότε που την έβαλαν σε υποψία οι φίλες της. Συχνά, όταν ήταν μόνη ή και με τον αξιωματικό, έφερνε το καλό ρώτημα στο νου της. Μα ποτέ δε μπόρεσε να λάβη ρητή απάντηση. Ούτε ναι, ούτε όχι. Και τώρα να, αυτήν τη στιγμή, δεν ήξερε τίποτε. Μιαν αγανάχτηση μόνον, μιαν άγρια αγανάχτηση αιστάνθηκε να φεύγη από την καρδιά και να κυριεύη όλο το είνε της. Ακούς εκεί μια παλιομαμούρα!

Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε :

— Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Ζήλια άναψε το αίμα της κυρίας Μαχαλά. Όχι φωτογραφία παρά τον ίδιον τον αξιωματικό, είδε ριχμένον στο κρεββάτι. Το συμπαθητικό κεφαλάκι του με το ξανθό μουστάκι και τα γαλανά χαδιάρικα μάτια του, το βεργολυγερό κορμί του τόβλεπε ξαπλωμένο στα πρόστυχα στρωσίδια, παραδομένο στην ερωτική λύσσα της δούλας της, σαν ολόδροσο κρίνο στα δόντια ενός χοίρου. Έβλεπε… αλοίμονο και τι δεν έβλεπε! Έβγαλε μια φωνή κι άρπαξε από τα χέρια της Ασημίνας την εικόνα. Εκείνη τινάχτηκε ολόρθη μ' ένα φυσομάνημα σα λάμια.

— Μη την σκίζετε, κυρία, να ζη ο αφέντης.

Δεν είχε τέτοια σκέψη η κυρία Μαχαλά· μα η Ασημίνα της την έδωκε. Πώς αλλοιώς θα την κάμη να πονέση περισσότερο, να πνιγή στα δάκρυα, να μαραθή από τη λύπη; Εστρηφογύρισε την εικόνα στα χέρια της με κάκια και χαρά, την κομμάτιασε κ' έρριξε τα κομμάτια απάνου της.

— Να, μωρή, φά' τα! είπε.

Κ' έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά Η Ασημίνα έκατσε στο κρεββάτι κυττάζοντας τα κομμάτια με χαύνες ματιές. Ένα κραχ! αιστάνθηκε μέσα της. Έγινε όλη κίτρινη, μαραμμένη σαν κομμένο λουλούδι. Έλυωνε, έσβυνε το κορμί της λαμπάδα μπροστά στην αγάπη της. Ένα κομμάτι από τη φωτογραφία ήταν στα πόδια της και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού της. Περίμενε να πονέση το χαρτί, να βγάλη φωνή, να της ειπή «μη!». Όχι· τίποτα. Έν' άλλο κομμάτι είχε πέσει στην ποδιά της. Το πήρε, το κύτταξε καλά — καλά. Είχε το κεφάλι του αξιωματικού, τ' όμορφο, το αγαπημένο κεφαλάκι του, άσπλαχνα κομμένο από το κορμί. Το πέταξε χάμου κ' εκείνο. Πάει, πέθανε, ξεψύχησε ο καλός της! Σηκώθηκε με ορμή, ανακλαδίστηκε, τράβηξε τα μάγουλά της. Έπειτα έσκυψε, μάζωξε τα ρουχαλάκια της ένα δέμα, τα πήρε και τράβηξε να φύγη. Στη σκάλα ο αξιωματικός ανέβαινε δυο — δυο τα σκαλιά, βιαστικός και χαρούμενος.

— Πού πας, Ασημίνα; φεύγεις; τη ρώτησε.

Εκείνη τρόμαξε· πίστεψε πως έβλεπε φάντασμα. Στριμώχτηκε όσο μπόρεσε στον τοίχο για να μη την αγγίξη στο πέρασμά του. Όταν έφτασε στην πόρτα αναστέναξε, σα να κύλισε πέτρα απ' το στήθος της. Εγύρισε και είδε πίσω της στα σκοτεινά της σκάλας. Στο κεφαλόσκαλο σαν προύτζινα αγάλματα φαίνονταν οι κορμοστασιές του αξιωματικού και της κυρίας της.

— Πάω πέρα, στις δόξες! τους φώναξε δυνατά.

Και χάραξε με το χέρι της αόριστη γραμμή πέρα στο χρυσό ηλιοβασίλεμα. 1903.

***
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ……… σελ. 3
ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ…….. « 93
ΤΟ ΚΟΝΙΣΜΑ……….. « 99
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΗΣ « 219
ΣΤΙΣ ΔΟΞΕΣ……….. « 225

***

Έτοιμο για τύπωμα
Ο ΑΡΜΑΤΩΛΟΣ

Ιστορικό μυθιστόρημα του 1750
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

Διηγήματα………… Φρ. 2.50 Λυγερή…………. » 2. Ο Ζητιάνος……….. » 2.50 Λόγια της Πλώρης…… » 4. — Παλιές Αγάπες……… » 3. —

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library