.
Η θάλασσα
Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ὁ πατέρας μου - μύρο τὸ κύμα ποὺ τὸν τύλιξε - δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμη ναυτικό.
- Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπ τ’ ἄτιμο στοιχειό. Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές˙ δόξασέ την˙ ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κοιτᾶς, ποὺ χαμογελᾶ, ποὺ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ γρήγορα θὰ σοῦ σκάψη τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξη πετσὶ καὶ κόκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο.
Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος, ποὺ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι, ποὺ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι.
Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνον αὐτός, ἀλλὰ κι ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων, τώρα κι οἱ νεώτεροι, ποὺ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νά ρουφήξουν τὸ ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:
- Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. - Ἄς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριά, μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.
῾Η ἀλήθεια εἶναι, πὼς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν’ ἀποχτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιός νὰ χτίση μεγαλύτερο καράβι˙ ποιός νὰ πρωτογίνη καπετάνιος. Καὶ ἐγώ, ποὺ ἄκουγα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τά ἔβλεπα τὸσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους, δὲν μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριὰς τὰ στειρολίθαρα.
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάτι μ’ ἔσπρωχνε καὶ μένα ἐκεῖ. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα. Τὰ πρῶτα βήματά μου, νὰ εἰπῆς, στὸ νερὸ τὰ ἔκαμα. Τὸ πρὼτο μου παιχνίδι, ἥταν ἕνα κουτὶ ἀπὸ λουμίνια μ’ ἕνα ξυλάκι ὀρθὸ στὴ μέση γιὰ κατάρτι, μὲ δύο κλωστὲς γιὰ παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ πανάκι καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου, ποὺ τὸ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καὶ τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα μὲ καρδιοχτύπι, Ἄν θέλης, ἤμουν καὶ γὼ κεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τὸ ἀπίθωσα, καὶ βούλιαξε στὸν πάτο. Μὰ δὲν ἄργησα νὰ κάμω ἄλλο μεγαλύτερο, ἀπὸ σανίδια. Τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα καὶ τὸ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τὴν ἐμπατὴ τοῦ λιμανιοῦ, ποὺ το πῆρε τὸ ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στὸ κουπί, στὸ κολύμπι πρῶτος· τὰ λέπια μοῦ ἔλειπαν.
- Μωρὲ γειά σου καὶ σὺ θὰ μᾶς ντροπιάσης ὅλους! ῎Ελεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ’ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰ δέλφινας.
῾Εγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία, - πήγαινα στὸ σχολαρχεῖο θυμοῦμαι - τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτε δὲν εὕρισκα μέσα τους νὰ συμφωνῆ μὲ τὸν πόθο μου, ᾽Ενῶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα καὶ ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ροῦχα· οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματὰ τους˙ τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά.
Ναί˙ τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα ν’ ἁπλώνεται ἀπ’ τὸ ἀκρωτήρι ὡς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται στὰ οὐρανοθέμελα σὰ ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή, καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της. Τὴν ἔβλεπα ὀργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνη μὲ ἀφροὺς τ’ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύη τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνη στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾶ καὶ νὰ ἠχάη, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φτάση στὴν καρδιὰ τῆς γῆς, νὰ σβήση τὶς φωτιές της. Κι ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήση, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἀπάνω μου, ὅπως πειράζομε ἀλυσοδεμένα τ’ ἀγρίμια. Καὶ ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνη τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν’ ἀρμενίζη στ’ ἀνοιχτά, ὅταν ἄκουγα τὶς φωνὲς τῶν ναυτῶν, ποὺ γύριζαν τὸν ἀργάτη καὶ τὰ κατευοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἀπάνω του. Τὰ σταχτόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα σχοινιά, τὰ κοντυλογραμμένα, τὰ πόμολα, ποὺ ἄφηναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλά, μ’ ἔκραζαν νά πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές. Καὶ νυχτόημερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχη παρὰ τὸ ταξίδι. Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα, ποὺ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὡς τ’ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς˙ ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανόπαιδα στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ἀπαρηγόρητες τὶς ἀρραβωνιαστικὲς˙ ὅταν ἄκουγα νὰ διηγοῦνται οἱ ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ’ ἔπιανε, ποὺ δὲν ἤμουν καὶ γώ μέσα, πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.
Δέν κρατήθηκα περισσότερο˙ ἔλειπε ὁ πατέρας μου μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετὰν Καλιγέρης, ὁ θεῖος μου, γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό, τόν παρακάλεσε καὶ ἡ μάνα μου ἀπὸ φόβο, μὴν ἀρρωστήσω˙ μὲ πῆρε μαζί του.
- Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψης˙ τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶναι ψαρότρατα νάχης φαΐ καὶ ὕπνο.
Τὸν φοβόμουν πάντα τὸ θεῖο. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σὲ μένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του: -Κάλλιο σκλάβος στ’ Ἀλιτζέρι παρὰ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. ῞Ο,τι παστὸ παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, ἀλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί τεμπεσίρι, στὴν ἀποθήκη τοῦ Καλιγέρη βρισκόταν. Καὶ ὁ λόγος του πάντα προσταγὴ καὶ βρισίδι. Μόνο ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης, ποὺ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκανε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μιὰ στὴν κουβέρτα ἔλεγα καὶ δουλειὰ ὅση θὲς.
Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκανα παιχνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. ῞Οσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας, στὸ ξύσιμο· ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν, στῶν σχοινιῶν τὸ πλέξιμο, ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων, στὸ δέσιμο. Τώρα στὴν τρόμπα· τώρα στὸν ἀργάτη˙ φόρτωμα , ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; πρῶτος˙ τί μ’ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε, πὼς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σχίζεται καὶ νὰ πισωδρομῆ ὑποταχτική μου. Τὸν ἄλλο κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα. Ψέ!... ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἑκεῖνοι!
Β΄
Τρεῖς βδομάδες ἀργότερα κατεβήκαμε στὴν Πόλη φορτωμένοι. ᾽Εκεῖ ἔλαβα τὸ πρῶτο γράμμα τῆς μάνας μου. Πρῶτο γράμμα, πρῶτο μαχαίρι στὴν καρδιά μου.
-Παιδί μου, Γιάννη μου! ἔλεγε ἡ γριά. ῞Οταν γυρίσης πάλι στὸ νησὶ μὲ τὴ βοήθεια τ’ Ἀι-Νικόλα καὶ τὴν εὐκή μου δὲ θὰ εἶσαι πιὰ καπετάνιου παιδί. Πάει ὁ πατέρας σου˙ ἡ ὄμορφη σκούνα πάει· πᾶνε οἱ δόξες μας. Τὰ ρούφηξε ὅλα ἡ μαύρη θάλασσα. Τώρα δὲν ἔχεις τίποτα παρὰ τὸ χαμόσπιτο, ἐμένα τὴν ἄφτουρη καὶ τὸ Θεό. Γειὰ στὰ χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, καὶ τίμα τὸ θεῖο σου. Ἂν σοῦ μένη κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ἀνάβω τὸ καντήλι τοῦ Ἅγιου γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα σου.
Σταύρωσα τὰ χέρια μου, κοίταξα μὲ βουρκωμένα μάτια τὴ θάλασσα. Τὰ λόγια τῆς γραφῆς μοῦ φάνηκαν ἀπόφωνο στὰ λόγια τοῦ πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης, ἡ χήρα του πρόσμενε τὸ δικό μου ξεδούλειο, γιὰ νά κάμη τά κόλυβά του. Κι ἐκείνου τὸ κορμί, τὰ σιδερένια μπράτσα, ποιός ξέρει τάχα σὲ τί χάλαρα δέρνονται, ποιός γλάρος τὰ πετσοκὸβει, ποιό κύμα νὰ λευκαίνη τὰ ψιλόλιγνα κόκαλα!
- Ὁϊμέ! Ἡ θάλασσα στὸ πρῶτο μου ταξίδι πλήρωσε τὴν ἀγάπη μου.
Ἔμεινα πιὰ ἀναγκαστικὸς δουλευτὴς τοῦ καπετὰν Καλιγέρη. Δουλευτὴς γιὰ κομμάτι ψωμάκι.
Ψωμάκι, τὸ δικό μου καὶ τῆς καπετάνισσας.
Ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴ συμβουλή της οὔτε νὰ τιμήσω, οὔτε νὰ δουλέψω μπόρεσα περισσότερο τὸ θεῖο μου. Ἂν εἶναι νὰ δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δὸξα σοι ὁ Θεός, βρίσκονται κι ἄλλα καράβια.
Ἀπὸ τὸ νὰ δέχωμαι τὶς βρισιὲς τοῦ συγγενῆ μου, καλύτερα ἐνὸς ξένου. Ἀποφάσισα στὸ πρῶτο λιμάνι νὰ ξεμπαρκάρω μὲ τὸ καλό.
- Μὲ τὸ καλό; ἄσε καὶ νὰ ἰδῆς, λέει ὁ καπετὰν Καλιγέρης, ὅταν μάντεψε τὸ σκοπὸ μου.
Πάω μιὰ μέρα νὰ τοῦ ζητήσω λάδι γιὰ τὸ φαγί.
- Δὲν ἔχει, μοῦ λέγει τὸ τρώει κεῖνος ποὺ κάθεται στὸ τιμόνι. Πάω δεύτερη, τὸ ἴδιο. Πάω τρίτη· πάλι τὸ ἴδιο. Φυλάω καὶ γὼ μιὰ μέρα, ποὺ ἤμουν στὸ τιμόνι, παίρνω τὸν Ἁι-Νικόλα, τὸν δένω στὸ δοιάκι καὶ τὸ ἀφήνω μάρμαρο. Τὸ καράβι ἄρχισε νὰ γυρίζη, σὰν ἄμυαλο, στὴ θάλασσα.
- Μπρὲ Γιάννη! φωνάζει ὁ καπετάνιος. Ποιόν ἄφησες στὸ τιμόνι!
- ῎Εκεῖνον, ποὺ τρώει τὸ λάδι.
Οἱ ναῦτες σκᾶνε στὰ γέλια. Θυμώνει.
- Νὰ φύγης! μοῦ λέει˙ γρήγορα τὰ ροῦχα σου κι ἔξω.
Νὰ φύγω˙ τὸ λογαριασμό.
Μὲ παίρνει οτὴν κάμαρα κι ἀρχίζει νὰ στρώνη τὸ λογαριασμὸ κατὰ τὴν συνήθειά του.
- Τὴν τάδε μέρα συμφωνήσαμε τὴν τάδε μπῆκες μέσα˙ τὴν ἄλλη ἔφερες τὰ ροῦχα σου˙ τὴν ἄλλη φύγαμε, τὴν ἄλλη ἔπιασες δουλειά. Δὲν εἶναι ἔτσι;
Οὔτε πολλὲς οὔτε λίγες. Πέντε ἡμερῶν μισθὸ μοῦ ἔτρωγε. Πάλι καλά.
- Ἔτσι, τοῦ ἀπήντησα.
Καὶ βγῆκα μὲ δύο σφάντσικες στὴ Μεσσήνα.
- Ἄρχισε τώρα ἡ ζωὴ τοῦ ναύτη μὲ τὰ ὅλα της. Ζωὴ καὶ τήξη. Μερμήγκι σωστό. Μερμήγκι στὴ δουλειά, ποτὲ ὅμως καὶ στὸ σύναγμα. Τί νὰ εὕρης, τί νὰ συνάξης! Μεροδούλι, μεροφάι. ῞Ενα ζευγάρι ποδήματα, ἕνας μισθός. ῞Ενας μουσαμάς, ἄλλος μισθός. ῞Ενα γλέντι, ἄλλος. ῞Ενας μήνας ἄδουλος, ἕξι χρέος. Σύρε νὰ κάμης κομπόδεμα, γιὰ νὰ κυβερνήσης σπίτι!
Μὰ ὁ χάρος, μοῦ τόκλεισε γρήγορα· στὸ χρόνο ἀπάνω πέθανε ἡ καπετάνισσα. Ἀπὸ καράβι σὲ καράβι, ἀπὸ καπετάνιο σὲ καπετάνιο, ἀπὸ ταξίδι σὲ ταξίδι, δέκα χρόνια τὰ ἔκλεισα στὴ θάλασσα. Τὰ λόγια τοῦ πατέρα μου νυχτοήμερα στ’ αὐτιά μου... Μὰ τί τ’ ὄφελος! - Ἂν εἶχα καὶ γὼ ἕνα κλῆμα στὴ στεριά, πέτρα μαύρη θὰ ἔριχνα. Μὰ ποῦ τὸ κλῆμα; Ἀπόφαση τὸ πῆρα. Ἢ τὸ κύμα θὰ μὲ φάη ἢ θὰ μὲ δώση πετσὶ καὶ κόκαλο στὸν κόσμο. Καλὰ λοιπόν, ζωὴ χαρισάμενη! Δουλειὰ καὶ γλέντι. Μὴν ἤμουν μοναχός; Ὅλος ὁ ναυτόκοσμος ἔτσι δέρνεται. Παντοῦ ἡ ἴδια ζωὴ τοῦ ναύτη. Βρισιὲς ἀπὸ τὸν καπετάνιο, ἀπὸ τὸ φορτωτὴ καταφρόνια, φοβέρες ἀπὸ τὴ θάλλασα, σπρωξίματα ἀπὸ τὴ στεριά· ὅπου καὶ νὰ γυρίσης, στὰ κόντρα βρίσκεσαι.
Γ΄
Μιὰ φορὰ, ποὺ ἦρθα στὸν Πειραιὰ μὲ ἐγγλέζικη φρεγάδα εἶπα νὰ πάω στὴν πατρίδα. Ἀπὸ τότε ποῦ ἐφυγα μὲ τὸν καπετὰν Καλιγέρη, δὲ γύρισα ποτέ. Ἡ τύχη μὲ ἄρπαξε στὰ φτερά της καὶ μ’ ἔφερε σβούρα στὴ γῆ. Πῆγα, ἦβρα τὸ σπίτι χάρβαλο, τὸν τάφο τῆς μάνας μου χορταριασμένο. ῎Εκαμα τρισάγιο τῆς μάνας μου, ἄναψα κερὶ στὴν ψυχὴ τοῦ πατὲρα μου.
- Ποιός ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιός ξέρει, ἂν ἄκουα τοῦ πατέρα μου τὰ λόγια, τάχα δὲ θὰ ἤμουν σήμερα ὁ ἄντρας τῆς Μαριῶς;
Ὁ πατέρας της, ὁ καπετὰν Πάραρης, ἦταν παλιὸς καραβοκύρης συνομήλικος τοῦ δικοῦ μου. Στάθηκε τυχερὸς στὴ θάλασσα, τὴν τρύγησε καλά, ἦβρε τὴν περίσταση, πούλησε τὸ μπάρκο, ἀγόρασε χωράφια καὶ τάκαμε περιβόλι..
Τὴν ἄλλη μέρα δὲν ἔφυγα, ὅπως εἶχα σκοπό, οὔτε τὴν ἄλλη, οὔτε ἀποβδομάδα. Δὲν ξέρω τί μὲ κράταγε κεῖ, δουλειὰ δὲν εἶχα. Μὰ κάθε στιγμὴ στὸ νοῦ μου ἐρχόταν λυχνοσβήστης ὁ συλλογισμός:
- Ἂν ἄκουα τοῦ πατέρα μου τὰ λόγια, τάχα δὲ θὰ ἤμουν σήμερα ὁ ἄντρας τῆς Μαριῶς;
- Ἔβαλα προξενήτρα τὴ γριὰ Καλομοίρα.
Δὲ φεύγω, ἀν δὲν πάρω ἀπόκριση, συλλογίστηκα.
Ἡ προξενήτρα τὰ κατάφερε μιὰ χαρά. Ζάχαρη ἔβαλε στὰ λόγια της.
- Νὰ σοῦ εἰπῶ˙ μοῦ λέει ὁ καπετὰν Πάραρης ἕνα βράδυ παράμερα. Ὁ σκοπός σου καλὸς καὶ τίμιο τὸ φέρσιμό σου. Δὲ θέλω καὶ καλύτερο νὰ μπάσω στὸ σπίτι μου, παρὰ τὸ γιὸ τοῦ φίλου, τοῦ ἀδερφοῦ μου. Τὸ Μαριὼ εἶναι δικό σου μὲ μιὰ συμφωνία: Θ’ ἀρνηθῆς τὴ θάλασσα. Ἐκεῖνο, ποὺ ἔλεγε ὁ πατέρας σου, τὸ λέω κι ἐγώ. Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἕλεος, θὰ τὴν ἀφήσης λοιπὸν τὴ θάλασσα.
- Μά τί νὰ κάμω, τοῦ εἶπα· πῶς θὰ ζήσω! Ξἐρεις καλά, πὼς ἄλλη τέχνη δὲν ἔμαθα.
- Τὸ ξέρω. Μὰ τὸ Μαριὼ ἔχει τὸ δικό του.
- Λοιπὸν θὰ πάρω γυναίκα νὰ μὲ θρέφη;
- ῞Οχι, δὲ θὰ σὲ θρέφη· μὴ θυμώνης! Δὲ θέλω νὰ σὲ προσβάλω. Θὰ δουλέψης˙ θά δουλέψετε κι οἱ δύο. Εἶναι τὸ περιβόλι, εἶναι τ’ ἀμπέλι, εἶναι τὸ χωράφι, Δουλευτάδες καρτεροῦν,
῾Η ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν ἤθελα καὶ τίποτε ἂλλο. Τὴ θάλασσα τὴν ἀρνιόμουν καὶ τὴν ἀπαρνιόμουν. Εἶχα καταντήσει: σὰν τὸν Ἁι-Λιά, ποὺ πῆρε στὸν ὦμο τὸ κουπὶ καὶ ἀνέβη στὰ βουνὰ ζητώντας κατοικία ἐκεῖ, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν τ’ ὄνομά του. Παρόμοια καὶ ἐγώ. Οὔτε τ’ ὄνομά της, οὔτε τὸ χρῶμα της. Τὰ κάλλη της δὲν εἶχαν γιὰ μένα μυστικά˙ τὰ μάγια λύθηκαν.
- Σύμφωνοι, τοῦ εἶπα· ἔχεις τὸ λόγο μου.
Τρία χρόνια ἔκαμα μὲ τὴ Μαριὼ πάνω στὸ χωριὸ τοῦ πεθεροῦ μου˙ τρία χρόνια ζωὴ ἀληθινή. ῞ΕμαΘα τὴν ἀξίνα καὶ δούλευα μαζί της τὸ περιβόλι, τὸ ἀμπέλι, τὸ χωράφι. Πῶς πέρναγε ὁ καιρός, δὲν τὸ κατάλαβα. Ἔμαθα νὰ σκαλίζω τὶς κιτριές, νὰ κλαδεύω τ’ ἀμπέλι, νὰ ὀργώνω τὸ χωράφι. Εἶχα πενήντα τάλαρα τὸ χρόνο ἀπὸ τὸ κίτρο, εἴκοσι ἀπὸ τὸ κρασί, ἀπο τὸ σιτάρι σαράντα, χωριστὰ ὁ σπόρος καὶ ἡ τροφὴ τοῦ σπιτιοῦ. Πρώτη φορὰ εἶδα ζωντανὴ στὰ χέρια μου πληρωμή. Τὸ ἄλαλο χῶμα ἔκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρποὺς καὶ ἄνθη, γιὰ νὰ λαλήση, « εὐχαριστω » νὰ μοῦ εἰπῆ, ποὺ τὸ δούλευα.
Ἄνοιγα τ’ ὄργωμα καὶ τ῾ ὄργωμα ἔμενε στὴ θέση του˙ δεχόταν τὸ σπόρο, τὸν ἔκρυβε ἀπὸ τὰ πετεινά, τὸν ζέσταινε καὶ τὸν νότιζε, ὥσπου τὸν ἔδειχνε πάλι στὰ μάτια μου ὁλόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο σὰ νὰ μοῦ ἔλεγε:
- Κοίτα, πῶς τὸν ἀνάστησα!
Ἀλάφρωνα τὸ κλῆμα ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ τὸ κλήμα δακρύζοντας τιναζόταν χαρούμενο, τὰ μάτια του ἄνοιγαν σὰν πεταλούδα καὶ ἄξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα τὴν κιτριά, κι ἐκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψηλωνε φουντωτή, καμαρωτή, μοῦ χάριζε ἴσκιο τὰ μεσημερινα καματα καὶ ὕπνο ἀρωματισμένο τὶς νύχτες, τὸ εἶναι μου ὅλο τὸ δρόσιζε μὲ τὸν χρυσόξανθο καρπό της! Ἄ! ῾Ο Θεὸς εὐλογησε τὴ γῆ, ποὺ τῆς ἔδωσε αἴσθημα! Ὄχι ἐκείνο τὸ ἀναίσθητο στοιχειό, ποὺ τὸ αὐλακώνεις καὶ τρέχει νὰ σβήση τ’ ἁχνάρι σου· τὸ καλοπιάνεις, τὸ παινεύεις, τὸ τραγουδᾶς κι ἐκεῖνο σὲ σπρώχνει, σὰ νὰ σοῦ λέη « τί θὲς ἐδῶ! » καὶ βρυχιέται νὰ σοῦ ἀνοίξη τὸ λάκκο. Ὁ Κάης θαλασσινὸς ἔπρεπε νὰ γίνη ἔπειτ’ ἀπὸ τὸ κακούργημα.
Κάθε ἡλιοβασίλεμα ἀνεβαίναμε στὸ χωριό. Ἐμπρὸς ἐκείνη μὲ τὰ κατσικάκια κουδουνοστόλιστα καὶ παιχνιδιάρικα˙ πίσω ἐγὼ μὲ τὴν ἀξίνα στὸν ὦμο καὶ τὴ μούλα φορτωμένη καυσόξυλα. Ἄναβε τὴ φωτιὰ τὸ Μαριὼ νὰ ἐτοιμάση τὸ δεῖπνο μας. Ἄναβα καὶ ἐγὼ τὴν πίπα μου στὸ κατώφλι ξαπλωμένος ἀνάμεσα στὸ ξανθὸ ἀγιόκλημα, ποὺ σκάλωνε στοὺς τοίχους δίπλα στοὺς βασιλικούς, τοὺς δυόσμους, τὶς μαντζουράνες, ποὺ δὲ ζητοῦσαν παρὰ λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι, γιὰ νὰ μᾶς λούσουν μὲ μόσχους.
-Καλησπέρα.
- Καλή σου σπέρα.
- Καληνύχτα.
- Καλὸ ξημέρωμα.
Ἄλλαζα καρδιοστάλαχτες εὐχὲς μὲ τοὺς συντοπίτες μου.Δὲν κοίταζα πιὰ τὸν οὐρανό. Δὲν ξέταζα τοῦ φεγγαριοῦ τὴ θέση, τὸ τρεμολάμπημα τῶν ἄστρων, τοῦ ἀνέμου τὸ φύσημα, τῆς πούλιας τὴν ἀνατολή.
Δ΄
Ἔτσι πέρασε ὁ δεύτερος χρόνος καὶ μπήκαμε στὸν τρίτο. Μιὰ Κυριακὴ τοῦ Φλεβάρη κατέβηκα μὲ τὴ γυναίκα μου στὸν Ἁι - Νικόλα. Ὁ ξάδερφός της, ὁ καπετὰν Μαλάμος, βάφτιζε τὸ μπρίκι του καὶ μᾶς εἶχε καλεσμένους στὴ χαρά. Ἦταν ὡραία ἡμέρα, ἀρχὴ τοῦ πόθου μου. Τὸ ναυπηγεῖο γεμάτο μαδέρια, κατὰρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια. Καὶ ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς ἀκρογιαλιᾶς βαρκούλες ὀμορφοβαμμένες, μπρίκια ἀνασκελωμένα, γολέτες ξαρμάτωτες, σκελετοὶ καϊκιῶν, σκούνας, τρεχαντηριοῦ. Ὅλα τοῦ ναυτόκοσμου τὰ σύνεργα, οἱ ἀπλοὶ πόθοι καὶ οἱ μεγάλες ἐλπίδες, ξυλόχτιστες ἔστεκαν στὴν ἀμμουδιὰ.
Οἱ καλεσμένοι, ὅλο τὸ νησί μας, γιορτινοντυμένοι γύριζαν στὰ σκαριά, πηδοῦσαν μέσα τὰ παιδιά, τὰ ψηλαφοῦσαν οἱ ἄντρες, τὰ καμάρωναν, τοὺς μιλοῦσαν πολλὲς φορές, ἔλεγαν τὴν ἀξία τους, λογάριαζαν τὴ γρηγοράδα τους, συμβούλευαν τὸν πρωτομάστορα γιὰ τὸ κάθε τί.
Τὸ μπρίκι τοῦ καπετὰν Μαλάμου ἀπάνω στὴ σκάρα του μὲ τὴν πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη τὴν πρύμνη, μὲ τὰ ποντίλια του ἁπλωτὰ ζερβόδεξα, ἔμοιαζε σαρανταποδαρούσακοιμάμενη στὴν ἀμμουδιά. Ὁλογάλαζη ἡ θάλασσα ἄστραφτε καὶ παιχνίδιζε κι ἔφτανε γλῶσσες γλωσσίτσες στὰ πόδια του, τὸ ράντιζε μὲ τὸν ἀφρό της, τοῦ κελαηδοῦσε μυστικὰ καὶ μπιστεμένα:
- Ἔλα, ἔλα νὰ σὲ πλαγιάσω στοὺς κόρφους μου, νὰ σ’ ἀναστήσω μ’ ἕνα μου φίλημα. Τί κάθεσαι ἄψυχο ξύλο καὶ βάρυπνο; δὲ βαρέθηκες τοῦ δάσους τὴ νάρκη καὶ τὴν ἄβουλη ζωή; ντροπή σου! Ἔβγα νὰ παλαίψης μὲ τὸ κύμα. Ὅρμησε στηθάτο νὰ κουρελιάσης τὸν ἄνεμο. Ἔλα νὰ γίνης ζήλεια τῆς φάλαινας, σύντροφος στὸ δελφίνι, τοῦ γλάρου ἀνάπαψη, τραγούδι τῶν ναυτῶν, καύχημα τοῦ καπετάνιου σου. ῞Ελα, χρυσό μου, ἔλα!
Ὁ καπετὰν Μαλάμος φρεσκοξυρισμένος, γελαστός, μὲ τὴν τσόχινη βράκα καὶ τὸ πλατὺ ζωνάρι· δίπλα του ἡ καπετάνισσα ντυμένη στὰ μεταξωτά˙ ἄστραφταν κι οἱ δυό τους, σὰ νὰ ἔκαναν πάλι τὸ γάμο τους. Καὶ τὸ βιολί, τὸ λαγοῦτο, λάλαγαν τὴ χαρὰ στὰ τετραπέρατα.
Ἐγώ, τί νὰ σοῦ εἰπῶ; δὲ χαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα ἔβλεπα τὴ θάλασσα νὰ φτάνη στὰ πόδια μου καὶ κάποια θλίψη μοῦ ἔσφιγγε τὴν καρδιά. Ἔπειτα ἀπὸ χρόνια ἔβλεπα τὴν πρώτη μου ἀγάπη γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρουμενη. Πίστεψα, πὼς μὲ κοίταζε κατάματα, πὼς μοῦ μιλοῦσε θλιμμένα, πὼς μ’ ἔβριζε παραπονιάρικα.
- Ἄπιστε, ἀπατεωνα, δειλέ!
- Πίσω μου!..., εἶπα κάνοντας τὸ σταυρό μου.
Θέλησα νὰ φύγω, ἀλλὰ δὲ βάσταγαν τὰ πόδια μου. Μολύβι τὸ σῶμα κόλληοε στ’ ὀρθολίθι καὶ τὸ μὰτια μου, τ’ αὐτιά μου, ἡ ψυχή μου ὅλη παραδομένη στὸ κύμα ἄκουε τὸ παράπονο:
- Ἄπιστε, ἀπατεώνα, δειλέ!
Λίγο ἔλειψε ν’ ἀρχίσω τὰ δάκρυα.
- Ἔ, πουλὶ μου, τί συλλογιέσαι; ἀκούω δίπλα μου.
Καὶ βλέπω τὸ Μαριώ, πάντα γελαστὴ μὲ τὸ λεβέντικο ἀνάστημά της. Σάστισα.
- Τίποτα, εἶπα, τίποτα... Πιάσε με νὰ σηκωθῶ, γιατὶ ζαλίστηκα.
Καὶ γαντζώθηκα ἐπάνω της, σὰ νὰ φοβόμουν μὴ μὲ συνεπάρη τὸ κύμα.
῾Ο παπὰς ντυμένος στ’ ἄμφια διάβαζε τὴν εὐχὴ στὸ πλεούμενο. ῾Ο πρωτομάστορης ἄρχισε τὰ προστάγματα... καὶ μὲ τὸ σπρώξιμο τῶν καλεσμένων τὸ πλοῖο στέναξε καὶ γλίστρησε στὰ νερὰ σάν πάπια, μαζὶ μὲ τὸ ἀμούστακο πλήρωμά του.
- Καλοτάξιδο, καπετὰν Μαλάμο, καλοτάξιδο! Καὶ τὸ καρφί του μάλαμα! φώναξε ὁ ναυτόκοσμος, βρέχοντας τὸ ἀντρόγυνο μὲ θάλασσα.
Μὰ κείνη τὴν ὤρα ἕνα παιδὶ χτύπησε κάπου καὶ ἔπεσε λιπόθυμο. Δὲ χάνω καιρό, πηδῶ μέσα μέ τὰ ροῦχα μου. Δυὸ βουτιὲς κι ἔσυρα τὸ παιδὶ ἀπ’ τὴ θάλασσα. Ἔσυρα ἐκεῖνο, μὰ μπλέχτηκα ἐγὼ στὰ δίχτυα της.
Ἀπὸ τότε ἔφυγε ὁ ὕπνος, ἡ χαρὰ ἀπὸ κοντά μου. ᾽Εκεῖνο τὸ θαλασσοβούτημα, τὸ χλιὸ νερό, ποὺ ἀγκάλιασε τό κορμίμου, ἔσυρε τὴν ψυχή μου σκλάβα κατόπι του. Τὸ θυμόμουν καὶ νόμιζα, πὼς κάτι ζωντανὸ ἔσερνε στὴ ραχοκοκαλιά μου φιλήματα.
Δὲν ἔπιασα πιὰ δουλειά. Δοκίμασα νὰ πάω στὸ περιβόλι, στὸ χωράφι, στ’ ἀμπέλι, ὅλα στενόχωρα.
Γύριζα ὁλημερὶς στ’ ἀκρογιάλι, βούταγα στὸ νερό, ρουφοῦσα τὴν ἀρμύρα, κυλιόμουν στὰ φύκια˙ κυνηγοῦσα ἀχινοὺς καὶ καβούρια. Συχνὰ κατέβαινα στὸ λιμάνι καὶ δειλὰ πλησίαζα τὶς συντροφιὲς τῶν ναυτικῶν ν’ ἀκούσω κουβέντα γιὰ τ’ ἄρμενα, γιὰ ταξίδια, γιὰ τρικυμίες, γιὰ ναυάγια. ᾽Εκεῖνοι ὅμως δὲ γύριζαν νὰ μὲ ἰδοῦν. Χωριάτης βλέπεις ἐγώ, παλιογεωργός, ἐκείνοι ναυτικοί, ἀγριοδέλφινοι.
Κι ἔφευγα πάλι στ’ ἀκρογιάλι νὰ εἶπω τὴ θλίψη μου στὰ κύματα. Τέλος ἔκανα καραβάκια περίτεχνα μὲ κατάρτια πριναρίσια, μὲ παλαμάρια καὶ πανιὰ καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου, ποὺ τὰ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο.
Ἡ Μαριὼ μ’ ἔβλεπε κὶ ἔκανε τὸ σταυρό της.
- Παναγία μου, παλάβωσε ὁ ἄντρας μου! ἔλεγε. Κι ἔταζε λαμπάδες στὴν Τηνιακιά, πήγαινε ξυπόλυτη στὰ ξωκλήσια, διάβαζε τὰ ροῦχα μου καὶ στηθοχτυπιόταν μερόνυχτα, γιὰ νὰ πείση τοὺς ἁγίους νὰ μὲ φέρουν στὰ λογικά μου.
- Τί πᾶς, τί τὰ γυρεύεις, Μαριώ· τῆς λέω μιὰ μέρα. Οὔτε τάματα, οὔτε ἅγιοι ὡφελοῦν στὴν ἀρρώστια μου. ᾽Εγὼ εἶμαι παιδὶ τῆς θάλασσας. Μὲ κράζει καὶ θὰ πάω. Θὲς τώρα, θὲς ἀργότερα, θὰ γυρίσω πάλι στὴν τέχνη μου.
Καθὼς τὸ ἄκουσε, ντύθηκε στὰ μαῦρα.
- Τὴν τέχνη σου; λέει˙ ναύτης θὰ πᾶς νὰ γένης! Θὰ καταντήσης ναύτης πάλι!
- Ναὶ˙ ναύτης, δὲν μπορῶ. Μὲ κράζ’ ἡ θάλασσα!...
Μὰ ποῦ ἐκείνη! Νὰ μὴν τὸ ἰδῆ, νὰ μὴν τ’ ἀκούση. Ἄρχισε τὰ δάκρυα, τὰ παρακάλια· ριχνόταν ἀπάνω μου. Ἔβριζε τὴ θάλασσα, τὴν ψεγάδιζε, τὴν καταριόταν. Τοῦ κάκου! ῞Ολα μοῦ φαίνονταν ἄνοστα.
῞Ενα ἡλιοβασίλεμα, ποὺ καθόμουν στὸ ἀκρωτήρι, βλέπω μιὰ φρεγάδα μὲ γιομάτα τὰ πανιά. Θεόρατη πέτρα ἔμοιαζε στὴ θάλασσα. ῞Ολα της τὰ ξάρτια ξεχώριζαν... Ἡ ψυχή μου μελαγχολικὸ πουλάκι κάθισε ἀπάνω της. Ἄκουσα τὸν ἀέρα νὰ σχίζεται στὰ ξάρτια καὶ νὰ τραγουδῆ τοῦ ναύτη τὴ ζωή.
Ἐκεῖ ἄκουσα ἕνα ναύτη νὰ μὲ δείξη στοὺς συντρόφους του καὶ νὰ εἰπῆ:
- Νά κι ἕνας, ποὺ ἀρνήθηκε τὰ καλὰ τῆς θάλασσας ἀπὸ φόβο.
Τινάχτηκα ἀπάνω! Ὄχι ἀπὸ φόβο, ποτέ. Τρέχω στὸ σπίτι. Ἡ Μαριὼ ἔλειπε στὸ ρέμα. Κόβω τὰ ροῦχα στὸν ὦμο καὶ χάνομαι σὰν κλέφτης.
Σκοτεινὰ ἔφτασα στὸν Ἁι - Νικόλα, λύνω μιὰ βάρκα καὶ φτάνω στὴ φρεγάδα.
Ἀπὸ τότε φάντασμα ἡ ζωή. Θὰ μοῦ εἰπῆς: δὲ μετάνιωσα; Καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἀλλά, καὶ νὰ γυρίσω τώρα στὸ νησί, πάλι δὲ θὰ ἡσυχάσω.
- Μὲ κράζει ἡ θάλασσα!