.
Η Σμυρνιά
Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας
Περπατούσα μ’ ένα φίλο μου στην πλακοστρωμένη ακρογιαλιά της Σμύρνης. Περπατούσα κι έβλεπα, αισθανόμουν κι αναγάλλιαζα. Όλες οι αίσθησες, οι πέντε γνώριμες στον πρωτόλουβο άνθρωπο κι οι νιες, που τώρα φανερώνονται με το ξετύλιμα του είδους, όλες έχασκαν ν’ αποθηκέψουν στην ψυχή κάθε φανερό και κρυφό, για να κάμουν την αμβροσία της. Ολόγυρα προβαίνανε της αγέραστης Ιωνίας τα βουνά καλογραμμένα, το ένα πίσω από τ’ άλλο, το άλλο ψηλότερο από τ’ άλλο, ώσπου κατέβαιναν σε ακρωτήρια ήμερα και λούζονταν στα ξάστερα νερά.
Κάτω περικλεισμένος ο κόρφος με το λιμάνι γεμάτο από κάθε λογής πλεούμενο, από καπνοδόχους και καπνούς, από σκοινιά και κατάρτια, μόλις έδειχνε το καθρέφτισμα τ’ ουρανού. Μπροστά με τα ψηλά χτίρια και τους ανθοσπαρμένους κήπους της ξετυλιγόταν η ακρογιαλιά πέρα πέρα κάτασπρη. Κι απάνω της, όπως παρθένα χώρα στέλνει με τα ποτάμια της στη θάλασσα, στου άνθρωπου τη γνώση τ’ αφάνταστα πλούτη της, έχυνε κι η Σμύρνη απ’ τα στενοσόκακα, της μύριες ομορφιές που ανατρέφει στα σπλάχνα της. Και σαν να ήμουνα σε μουσείο ζωγραφικής, έβλεπα αρμονικό ανακάτωμα από φορέματα και χρώματα και λυγερά αναστήματα και μαλλιά μαύρα, ξανθά και καστανά, χείλη κοραλλένια και μάτι’ αθάνατα, που λάμπουν, καθώς λάμπουν σε πέπλο αρχοντικό τα διαμάντια και τα ζαφείρια.
- Διες και το παλιάλογο, μου λέει άξαφνα ο σύντροφός μου. Το ’χουν για το θηριοτροφείο.
Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. Έσκυφτε κάτω με τ’ αφτιά ριγμένα, τα μάτια σφαλιστά, τα ρουθούνια βρόμικα· η κοιλιά χώνευε στα πλευρά του· η ραχοκοκαλιά, τα καπούλια, οι γοφοί, ο λαιμός, τα γόνατα, οι αρμοί όλοι φαίνονταν ξεκλειδωμένοι. Η ουρά του σπανή κι άπαστρη έπεφτε ανάμεσα στα πισινά του, ανίκανη να κινηθεί για να διώξει τις χαλκόμυγες. Τα κρέατά του έλεγες πως θα ρέψουν κάτω, όπως ρέβουν το χινόπωρο τα μαραμένα φύλλα κι αφήνουν γυμνό και άσκημο το δέντρο. Αυτό το χάλι του κρατούσε γύρω κάθε τάξης και ηλικίας διαβάτη κι έλεγε καθένας το λόγο του και την αστεία του σκέψη.
Στάθηκα και γω με το φίλο μου· όταν, δεν ξέρω πώς, τα μάτια μου έπεσαν σ’ ένα παραθύρι του αντικρινού σπιτιού. Ανάμεσ’ από τα γυαλιά και τις κάτασπρες κουρτίνες, κόρη όμορφη και μαυρομάτα έβλεπε με προσοχή. Τα μαλλιά της κατάμαυρα, στη μέση χωρισμένα, έπεφταν δαχτυλίδια άταχτα στο φιλντισένιο μέτωπο και στα μελίγγια, στα ριζάφτια, πίσω στο χαριτωμένο της λαιμό κι έδιναν όψη άγουρου στο πρόσωπό της, που είχε το χρώμα δροσερής μοσκιάς. Και φανέρωνε θλίψη μεγάλη για κείνο το παλιάλογο. Μα τη θλίψη και την ψυχοπόνια, που φανέρωναν τα μάτια της, πώς να την ιστορήσω; Μου φάνηκε πως έβλεπα τ’ αθάνατο νερό να κυλάει από τα μάτια εκείνα, να περνά το γυαλί, να κατεβαίνει θεϊκό χάρισμα στ’ άλογο και να το περιχύνει απ’ ολούθε. Το είδα, λέει, να ποτίζει τα φυλλοκάρδια, να του δυναμώνει τα νεύρα, να του γυαλίζει την τρίχα, να του ξανάβει το θυμό. Και πίστεψα πως θα ιδώ να λαχτίσει άξαφνα τη γη, ν’ ανεμίσει τη χήτη του, να ορθολυγίσει την ουρά, να τινάξει το κεφάλι και με βαθύ χλιμίντρισμα να τρέξει στα λιβάδια πέρα, γαύρο κι αδάμαστο.
Παρέκει, ανάμεσα σε δυο χτίρια, ήταν μια φράχτη ψηλή από σανίδες. Απάνω στις σανίδες και γύρω στους τοίχους, χρωματιστές ρεκλάμες έλεγαν το τι γίνεται κάθε δειλινό πίσω αποκεί. Πόσων ειδών άγρια θερία είναι κλεισμένα· πώς ο θεριοδαμαστής με τη θεατρική του φορεσιά μπαίνει, κρατώντας το βούρδουλα και το πολύκροτο στο χέρι και πώς κατορθώνει να τα τρομάζει μόνον με τις ματιές του. Και θαρρείς, για να βεβαιώνουν τα λόγια τους, έρχονταν κάποτε φωνές και χτύποι και βρουχήματα, που έκαναν τους διαβάτες ν’ ανατριχιάζουν. Μα ο χωριάτης αδιάφορος, κρατώντας πάντα το χαλινάρι στο χέρι, παζάρευε με τον εργολάβο το πράμα του. Από τα λόγια τους, από τ’ αγριοκοιτάγματά τους φαίνονταν που παλεύανε ποιος να γελάσει τον άλλον.
- Εμ! αν είναι να το πλερώσω τόσο, δεν παίρνω καλύτερα ένα βόδι; έλεγε ο εργολάβος γυρίζοντας τα κρύα ματάκια του γύρω στο λαό, να πάρει τάχα τη γνώμη του. Αν πάρω το βόδι, δε θα ’χω τουλάχιστο το φόβο να μου αρρωστήσουν τα θεριά, που μπορεί ναν το πάθω μ’ αυτό το ψοφίμι.
- Ετούτο ψοφίμι; καλά, μπράτιμε! φώναξε ο χωριάτης αγαναχτώντας, που κατηγορήσανε το ζώο του. Το βλέπεις πιστεύω και δεν είν’ ανάγκη να σου ειπώ, πως τ’ άλογο έχει ψυχή να ζήσει χίλια χρόνια. Μα τι να του κάνω που σακατεύτηκε στον αραμπά.
- Ρε ποιος σε ρωτάει για την ψυχή του! Τι να την κάμω γω την ψυχή; Κρέας έχει; Εγώ θέλω να χορτάσω τα θεριά μου· είπε ο εργολάβος με ολοφάνερη πείνα στα μάτια.
Εκεί που παζάρευαν εκείνοι, σήκωσα πάλι τα μάτια μου στο παραθύρι. Η λυγερή ήταν ακόμη εκεί, πάντα θλιμμένη και πονετική. Τα μάτια της όλο και θόλωναν· τα μάγουλά της πότε άσπριζαν, πότε κοκκίνιζαν· το μεστωμένο στήθος της ανεβοκατέβαινε και το χνώτο της θάμπωνε τα γυαλί όσο που την έχανα. Έχανε όμως και κείνη τη διασκέδασή της κι αμέσως το κρινοδάχτυλο χέρι έσερνε κεντητό τριανταφυλλί μαντιλάκι κι έπαιρνε τον αχνό και πρόβαινε πάλι το γλυκό πρόσωπο, σαν φεγγάρι μέσ’ από τα σύγνεφα, που βούλεται να συντροφέψει στον ύπνο της τη γη. Και γω έχασκα στο παραθύρι, στο αισθαντικό κορίτσι μπροστά και δεν έβλεπα τίποτ’ άλλο παρά ό,τι γινότανε πίσω από το γυαλί. Και λίγο λίγο από τη συχνή προσήλωση, την άφαντη αλυσίδα που έδενε τον ψαρή με την κόρη, την κόρη με μένα, άρχισα ν’ απεικάζω ένα καρδιοχτύπι για κείνο το σαράβαλο. Η κόρη με την αγάπη της, σαν τις νεράιδες των παραμυθιών, που ανασταίνουν ό,τι αγγίξουν, που ομορφαίνουν ό,τι ιδούν, που λαμπροστολίζουν ό,τι αγαπήσουν, άλλαξε στα μάτια μου το παλιάλογο και μ’ έκαμε να το βλέπω ανεχτίμητο. Φαντάστηκα πως ο ψαρής εκείνος σπάρθηκε μέσα στου μαγιάπριλου το λιοπύρι από κανένα γοργογόνατο άτι της Αραπιάς. Είπα πως γεννήθηκε στα τροφαντά λιβάδια της Λυκίας, εκεί που άλλοτε βοσκήσανε οι φοράδες του Κύρου, και μεγάλωσε στ’ αχούρια κανενός πασά. Πίστεψα πως καβαλικεύτηκε από λεβέντη πετροκαταλύτη να τον φέρει στην καλή του ή από οχτρών κουφάρια στη ζηλευτή δόξα του πολέμου και της νίκης. Και ψιχάλιζε η καρδιά μου γιατί τώρα που δε μπορεί να δουλέψει τον αφέντη του, ο αχάριστος, δεν το ψυχοπονεί. Δεν το βγάζει να το χλωρονομήσει ελεύθερο, ώσπου να βρει το θάνατο με φούντα δροσερό τριφύλλι στα δόντια του. Δεν του φυτεύει ένα βόλι στο ριζάφτι, να πέσει νεκρό στον τράφο, να λιώσει κάτω από τον γλυκό ήλιο, εκεί που το χόρτο θα ηχά επάνω του κι οι πεταλούδες θα χαμοπετούν και τα μαμούδια θα βουίζουν και τα πουλιά θα κελαηδούν· όταν τα νερά θα δροσίζουν τ’ αφράτα χώματα και χιλιόχρωμ’ άνθη θα μοσκομυρίζουν τον αέρα και μύριοι θ’ ανασταίνονται χάμω και ψηλά μικρόκοσμοι. Αχόρταγος θέλει ακόμη να κερδίσει από τη νέκρα του και για εκατό γρόσια έρχεται να τα παραδώσει στα θεριά!
Άξαφνα όμως είδα την κόρη να σηκώσει τα μάτια της και να τα ρίξει πέρα στην εμπατή του κόρφου. Εκεί, ανάμεσα σε δυο ακρωτήρια χρυσογάλανα, ο ήλιος στριφογυρίζοντας έγερνε να χαθεί στην άβυσσο. Συγνεφάκια μικρά, χρυσορόδινα και πορφυρά κι ολόξανθα ακολουθούσαν το βασίλεμά του. Δυο κόκκινα καραβοφάναρα, που στέκουν εκεί για να δείχνουν τις ξέρες στους θαλασσινούς, ένα μεγάλο μπάρκο με απλωμένα πανιά, μια ψαρόβαρκα, καθώς πλεύρωναν στον ορίζοντα, έκαναν μεγάλη και περίχαρη θαλασσογραφία. Ο ήλιος, αφού έβαψε όλον τον κόρφο ως την πόλη απάνω και τα περίγυρα βουνά με μια ολόχρυση βαφή, έχυσε έπειτα μιαν άλλη ξανθοκόκκινη, αργότερα άλλη αιματένια κι άλλη χαλκοπράσινη, ώσπου με μια σκοτεινή βούτηξε μέσα στα νερά.
Μα η κόρη έμενε ακόμη εκεί σαν αγγελόφερτη. Και γω από το ηλιόγερμα και κεινής το βλέμμα άρχισα ν’ απεικάζω μιαν άφραστη θλίψη στα στήθη μου. Το συναπάντημα που έκαναν τα βλέμματά μας, πέρα εκεί στις γλυκοβαμμένες αοριστιές του ορίζοντα, έχυσε στα αίμα μου όλους της κόρης τους θλιβερούς στοχασμούς, σαν απόφωνο μοιρολογιού χαροκαμένης μάνας. Και άρχισα πάλι να κλαίω δανεικά του άλογου τη μαύρη μοίρα.
Έπειτ’ από την αχαριστία του αφέντη του, έλεγα, μέλλει να μάθει του εργολάβου την απονιά και των θεριών τη λύσσα. Θα έχουν τάχα την ευσπλαχνία να το σφάξουν πριν τα παραδώσουν στο κλουβί; Δεν το πιστεύω. Πώς μπορεί να λυπηθούν ένα άλογο άνθρωποι, που νυχτόημερα ζουν με λεοντάρια και τίγρεις και ύαινες και κροκόδειλους· που συχνακούνε το άγριό τους μούγκρισμα και συχνοβλέπουν τ’ ανήμερά τους πρόσωπα. Δεν πήρανε τάχα και κείνοι από την αγριάδα τους, δεν πέτρωσαν σε κάθε τρυφερό αίσθημα την καρδιά τους; Έτσι, για ξεφάντωμά τους μάλιστα, θ’ ανοίξουν την καγκελωτή θυρίδα και θα σπρώξουν μέσα τ’ αθώο πλάσμα, που μόνον από τη μυρουδιά θα το πιάσει το ριο του. Από φόβο θα το ιδείς να φρυμάξει άγρια και να τιναχτεί πίσω με όση έχει δύναμη. Μα θα έβρει τη θυρίδα κλεισμένη κι ανοιχτό το χώρισμα. Θα γυρίσει τότε τα μάτια του - μπορεί και δακρυσμένα, γιατί όχι; - στου κλουβιού τα κάγκελα, ψηλά στην πάνινη σκεπή, χάμω στο πάτωμα, ζητώντας χαραμάδα να χωρέσει μέσα, να γλιτώσει από το μαρτύριο. Και σαν ιδεί πως όλα το προδίνουν, θα βγάλει βαθύ χλιμίντρισμα, πικρό μοιρολόγι της ζωής, που θέλουν να του πάρουν. Μα δε θα προφτάσει να δευτερώσει. Τα θερία σύνταχα θα χυθούν να το πετσοκόψουν. Και σε μια στιγμή δε θα μείνει εκεί παρά λίγες σταλαγματιές αιμάτου στο πάτωμα κι η λαχτάρα της ζωής, του αφέντη του η αχαριστία, αόρατες στον κούφιον αέρα.
Ένας ξαφνικός θόρυβος μ’ έβγαλε από τους στοχασμούς. Γυρίζω και βλέπω το λαό να σκορπάει με γέλια και με χάχανα. Ο χωριάτης πούλησε το παλιάλογο και πήγαινε να το παραδώσει στο θηριοτροφείο. Ο λαός συντρόφιαζε του ζώου τη νεκροπομπή με σφυρίγματα και χάχανα. Σηκώνω τα μάτια ψηλά και βλέπω ν’ ανοίγει βιαστικά το παραθύρι και να προβαίνει η κόρη με ματόφυλλα κόκκινα και φουσκωμένα. Στο στερνό της κίνημα δε μπόρεσα και γω να κρατηθώ άρχισαν να με τσούζουν τα μάτια. Απόρησα όμως γιατί η κόρη, αντί να βλέπει δεξιά που πήγαινε τ’ άλογο, έβλεπε αριστερά και σκύβοντας όσο μπορούσε, έδειχνε το θλιμμένο της πρόσωπο και κουνούσε το δακρυοποτισμένο μαντιλάκι της. Μήπως τάχα ζητεί αποκεί το σαράβαλο, σκέφτηκα. Έσμιξα τα βλέμματά μου με τα δικά της κι απόρησα, όταν έπεσαν πέρα σ’ ένα νέο καλοντυμένο, ψηλόν και σγουρομάλλη, που κατέβαινε στη βάρκα. Κατέβαινε και τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στης κόρης το παράθυρο.
- Φεύγει· είπε ο φίλος μου.
Τόση ώρα η Σμυρνιά μου δεν έκλαιε για το παλιάλογο. Έκλαιε, που έφευγε ο αγαπητικός της!