.
Η μητριά
Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας
Είναι κάπου είκοσι χρόνια κλειστά. Είκοσι χρόνια στο μνήμα το άραχνο ο Βασίλης· άλλα τόσα στο μνήμα των ζωντανών, στη φυλακή εγώ. Τώρα με τρώγ’ η ψείρα κι η κακομοιριά μα θυμούνται ακόμη στο χωριό τα καλά του Θανάση Βρυσώτη και δείχνουν τα σπίτια του στους ξένους.
Αχ, τι χρόνια και κείνα! τι ζωή βασανισμένη στους τέσσερους τοίχους της φυλακής, στους χίλιους μέσα και χωρίς συντροφιά!... Μα τι λέω χωρίς συντροφιά; Είχα το καποτάκι του παιδιού μου, που κάθε ώρα ψήλωνε βουνό μπροστά μου κι έδειχνε το Βασίλη με τα βόλια στο ριζάφτι. Τι λέω χωρίς συντροφιά; Είχα στα στήθη μου κάποιο πράμα που σφύριζε βουβά κι αδιάκοπα σαν άγρυπνη κουρούνα: φονιά! φονιά!... Και σαν σφάλιζα τα έρμα μου τα μάτια κι έγερνα το κεφάλι να πάρω λίγον ύπνο, έβλεπα τη Ζωίτσα με τα νυφιάτικα και τα λυτά μαλλιά της, χλωμή καθώς ήταν την ώρα που την απιθώσαμε στο μνήμα, να μου φωνάζει δυνατά:
- Σκυλί! τι έκαμες το παιδί μας; Πού είν’ ο αρρεβώνας που σ’ άφηκα;... Καταραμένος να είσαι!...
Και γω τιναζόμουν απάνω σαν το λάφι και γονατιστός της γύρευα συχώρεση. Όχι! δεν ήθελα να είμαι καταραμένος!...
Λένε πως το χειρότερο κακό να κάμει, ο άνθρωπος, άμα μετανιώσει, άμα με τα δάκρυά του γεμίσει ένα δισκοπότηρο, ο Θεός τον συχωράει. Εγώ χιλιάδες, ναι, χιλιάδες δισκοπότηρα γέμισα από τότε! Και όμως, και όμως τι; Τ’ αγλύκαντο νερό δε θέλει να ξεπλύνει τα μαύρα γράμματα! Α, ναι, το πιστεύω· δίχως το θέλημα Θεού μήτε πουλί στο βρόχι. Ποιος ξέρει τι αμαρτίες είχα και με παιδεύουνε τώρα; Ποιος θυμάται, αν τότε, μέσα στα καλά μου, συλλογιζόμουνα κανένα:
Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Εμένα με είχε αναγνώστη κι έλεγα τον Απόστολο κάθε Κυριακή στην εκκλησιά του χωριού μας. Εκείνος, όταν ήταν παιδί, έκανε τα δικά του. Για τούτο εμένα που μ’ έβλεπαν από μικρό, ήσυχο και ταπεινό, έλεγαν οι χωριανοί: από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο.
Ο πατέρας μου βιάστηκε να με παντρέψει.
- Μπορεί να κλείσω καμιά μέρα τα μάτια και να μην ιδώ τις χαρές του γιου μου· έλεγε.
Έξω απ’ αυτό ήθελε να με παντρέψει για να με κάμει παπά και να με αφήσει στο πόδι του σαν πεθάνει.
Έτσι ούτε το σπίτι έχανε τ’ όνομά του, ούτε μας έπαιρνε άλλος στο χωριό τα πρωτάτα. Εγώ, σαν μου το είπε, δε δυσκολεύτηκα, γιατί μου έδινε γυναίκα της καρδιάς μου. Μα από την πρώτη μέρα, την ημέρα του γάμου, φάνηκε πως δεν ήταν με θέλημα Θεού. Το θυμούμαι τώρα κάποτε και σηκώνονται τα μαλλιά μου. Τρεις φορές τα στέφανα έπεσαν από της νύφης το κεφάλι στο χώμα! Κακό σημάδι! Η άμοιρ’ η Ζωίτσα γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα παραπονιάρικο, σαν να ήθελε από τη στιγμή του ταιριαμού μας, να μου θυμίσει την ώρα του παντοτινού χωρισμού. Κι έπειτα όταν έμπαινε σπίτι - ακούς, αδερφέ! - μέσα στη βιασύνη, ούτ’ ένα κομμάτι σίδερο δε βρέθηκε να βάλουν στα πόδια της. Όλοι ένιωσαν πως το αντρόγυνο δεν ήταν στερεωμένο. Και να που έγινε αλήθεια! Απάνω στο χρόνο η Ζωίτσα πέθανε από τη γέννα... Κακομοίρα γυναίκα· η τύχη η δική μου σε συνεπήρε!... Ο κόσμος άρχισε αμέσως τα δικά του:
- Κλαίω εκείνη που πέθανε νια και παρανιά· αμ’ τι; το Θανάση! Εκείνος ήταν τυχερός που έζησε το παιδί και θα κρατήσει την προίκα! έλεγαν.
Μα δεν είν’ έτσι. Κλαίγε τον όποιου πεθάν’ η γυναίκα και τ’ αφήσει και μικρό παιδί. Τι να κάμω; Πώς να τ’ αναθρέψω εκείνο το παιδί; Ήθελε βυζί· ήθελε συγύρισμα. Στο τέλος άκουσα τα λόγια των δικών μου και παντρεύτηκα πάλι.
Μα κάλλιο να ’τρωγε το κεφάλι της η συμπεθέρα, που τα ’φτιασε να μπάσω την Ακριβή στο σπίτι μου. Φωτιά έπεσε αμέσως και μας έκαψε. Ακούς, αδερφέ, ν’ αλυχτήσει τη μάνα μου, όταν μπήκε νύφη! Τ’ άκουσαν οι συμπεθέροι που το είπε: Χαμ, χαμ, πεθερά! - να μπω γω νοικοκυρά! Κι η δόλια μάννα μου πού το ήξερε να πάει να κρυφτεί; Νύφη, σου λέει, μπάζω δεν μπάζω οχιά! Και μήπως το βράδυ; Το βράδυ, η σκύλα, έκατσε κι έφαε. Ο κόσμος βούιζε;
- Η νύφη του παπά έφαε, θαν τη φάει την παπαδιά.
Κι αλήθεια· σε τρεις μήνες πέθανε η μάνα μου. Σε λίγο πάει απόκοντα κι ο πατέρας μου!
Τώρα δεν απόμεινε άλλο ν’ αγαπάω στον κόσμο παρά ο Βασίλης, το παιδί της Ζωίτσας. Πόσα πέρασα όσο να τ’ αναθρέψω και κείνο!... Η Ακριβή από την ώρα που μπήκε στα σπίτι άρχισε δικό της λογαριασμό. Το παιδί τής καθότανε παλούκι στο μάτι· όλο με τα φου! και με το φου! το πήγαινε. Και μήπως μπορούσα να της μιλήσω; Μ’ έβανε μπροστά και πού να τα βγάλω με τη γλώσσα της! Δεν έκανα άλλο παρά να θυμούμαι τη συχωρεμένη τη Ζωίτσα και να κλαίω. Τι γλυκομίλητη! Τι ταπεινούλα γυναίκα!... Κι όσο θυμούμαι που έσπασα το πιάτο στο κεφάλι της μια μέρα. Ποιος ξέρει; Μπορεί από κείνο να πήγε παράκαιρα στο μνήμα, η δόλια!
Μα τι κακή ψυχή και κείνη η Ακριβή! Φαινότανε από το πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν χοντρά, άγρια και κόκκινα· τα μάτια της γαλάζια και τ’ ασπράδι τους κίτρινο, λες και είχε χρυσή· η μύτη της γυριστή ως τα χείλη και τα χείλη της φουσκωτά και μπλάβα σαν μελιτζάνα... Άμα θύμωνε, λύκος έμοιαζε. Ωχ, π’ ανάθεμά την! Μ’ έκαμε κι έγινα με όλο τον κόσμο οχτρός. Κάθε ήμερα σήκωνε τη γειτονιά στο ποδάρι. Κατάντησε το σπίτι μου να βγάλει το χειρότερο όνομα. Ο Θεός να φυλάει από τέτοια γυναίκα! Ωστόσο ο Βασίλης, άξενε κι ομόρφαινε.
- Ε, να του ζήσει εκείνο το παιδί, έλεγαν οι χωριανοί. Σ’ ένα δυο χρόνια θαν το ’χει δεξί του χέρι.
Και πώς έμοιαζε της μάνας του! σαν δυο σταλαματιές νερό. Άμα με κοίταζε με κείνα τα μεγάλα και μαύρα μαύρα μάτια του, μου φαινόταν πως είχα τη Ζωίτσα μπροστά μου. Έκαμα κι άλλα παιδιά με την Ακριβή, μα να ειπώ την αμαρτία μου, ούτε ήθελα να τα βλέπω. Σιχάθηκα τη μάννα, σιχάθηκα και τα παιδιά. Για κείνο κι η Ακριβή θύμωνε.
- Κουρούνη! δεν τηράς και τ’ άλλα σου παιδιά! Δεν ξέρω τι βρίσκεις σ’ αυτό το τιποτένιο! έβριζε.
Έτσι διάβαιναν τα χρόνια. Ο Βασίλης έφτασε δεκαπέντε χρονών· παιδί παλικάρι! Σου πάταγε δουλειά για τρία μεροκάματα. Μα η Ακριβή δεν έπαυε τις γρίνιες της.
- Να σου ειπώ, Ακριβή, της λέω μια μέρα που έλειπε το παιδί. Τι έχεις και τρώγεσαι με το Βασίλη;. Τώρα το παιδί μεγάλωσε· καταλαβαίνει την προσβολή. Έπειτα οι σπιούνοι δε λείπουν από τον τόπο. Μπορεί να το κάμουν να θυμώσει και να μας πετάξει όξ’ από το σπίτι!
- Όξ’ από το σπίτι!...
- Ναι· το σπίτι είναι της μάνας του. Τα χωράφια, τ’ αμπέλια, όλα της μάνας του. είναι. Από σένα δεν πήρα τίποτα.
- Δεν πήρες τίποτα, μα πήρες γυναίκα που δε σου ’πρεπε, μ’ έκοψε κείνη θυμωμένη.
Ορίστε! μίλα της τώρα.
- Όλα καλά τα λόγια που λες, γυναίκα· μ’ αν θυμώσει ο Βασίλης, μας πετάει όξω και περπατούμε γδυτοί, εμείς και τα παιδιά μας.
Ωχ! σαν της είπα έτσι. Άναψ’ ο γιαλός και κάηκαν τα ψάρια.
- Να πάρει το σπίτι! Να περπατήσουν γδυτά και πεινασμένα τα παιδιά μου! Τα φαρμακώνω! φώναξε η σκύλα.
Εγώ τρόμαξα, καθώς την είδα έτσι. Κρύος ίδρωτας μ’ έπιασε σαν άκουσα να ειπεί: τα φαρμακώνω! Μα τα λόγια μου έκαμαν τη δουλειά τους. Από τότε κλειδωνιά έβαλε στο στόμα της. - Βασίλη μου από δω - Βασίλη μου από κει, το πήγαινε. Έπαψε τις φωνές, έπαψε τις γρίνιες και άρχισε να καλοπιάνει και μένα... Πήγε η καρδιά στη θέση της. Α! δεν είναι άλλο καλύτερο από την ομόνοια μέσα στο σπίτι.
- Δόξα να ’χει ο Θεός! έλεγα που ’φαγα γλυκό ψωμί. Και λησμόναγα τα παλιά μου τα βάσανα.
Αχ! πού να ήξερα πως τα λόγια της ήταν γεμάτα φαρμάκι. Σε λίγο, σαν κατάλαβε πως μ’ έφερε στα νερά της, άρχισε να μου καλαναρχά τα λόγια που της είπα εγώ πρωτύτερα:
- Θα μας πάρει το βιός μας· θα μείνουμε γδυτοί και πεινασμένοι εμείς και τα παιδιά μας!
Μωρέ ας βγαίνει ο ήλιος κι ας βγαίνει στα βουνά! Ας ζει το παιδί μου κι ας κάμει ό,τι θέλει· έλεγα μέσα μου. Μα εκείνη τη δουλειά της· μέρα νύχτα τριβέλι με πήγαινε.
- Να· εγώ το σκοτώνω, σα δεν έχεις καρδιά εσύ! Σα δεν πονείς τ’ άλλα σου παιδιά!
Δεν είχα καρδιά! δεν πονούσα τα παιδιά μου! Αμ για κείνα τα παιδιά είναι που κάνει τόσα και τόσα ο άμοιρος ο γονιός. Κλέφτης γίνεται, άδικος, ψεύτης, φονιάς και πάντα για τα παιδιά του. Τι το θέλεις· μ’ έφαγε κείνη η γλώσσα! Όσο μπόρεσα βάσταξα· δεν μπόρεσα πια!
Ήταν θυμούμαι στα καλαμπόκια. Αποβραδίς ήρθαν δυο τρεις γειτόνοι και λέγαμε παραμύθια για να περάσ’ η ώρα. Είχαμε και λίγο κρασί και κουτσοπίναμε. Έβλεπα την Ακριβή που με συχνοκερνούσε με γέλια και χαρές· μα πού να ξέρω το φίδι που με δάγκωνε στην καρδιά! Σαν έφυγαν οι γειτόνοι πήγαμε και μεις να πλαγιάσουμε στην καλύβα. Ο Βασίλης, δεκάξι χρονών παλικάρι, κοιμότανε στ’ αλώνι, στο σωρό κοντά. Η Ακριβή άρχισε πάλι τη δουλειά της. Μου πιπίλισε το μυαλό με τα λόγια της. Εγώ ήμουνα σκοτισμένος από το κρασί. Δεν ήμουν πια ο Θανάσης Βρυσιώτης, ο προκομμένος του χωριού παρά ένα ζωντόβολο. Η Ακριβή το κατάλαβε και βάσταξε το σκοπό της. Και μέσα στο χάραμα, χωρίς να ξέρω τι κάνω, μ’ έβαλε στον τράφο, με γονάτισε, μου ’δωκε το ντουφέκι στο χέρι, κι έριξα!
Αχ! ανάθεμα που ακούει γυναίκας λόγια!... Πάει το παιδί μου, χάθηκε! Θυμούμαι στο αχνό φως του φεγγαριού, ένα μαύρο πράμα να κατρακυλά και να δέρνεται στ’ αλώνι! Και μέσα στο αλύχτημα των σκυλιών, άκουσα ένα ωχ! Εκείνο το ωχ! με πάγωσε. Όταν σε λίγο έτρεξαν οι χωριανοί, με ήβραν εκεί καρφωμένον, με το ντουφέκι ακόμη στο χέρι να τους κοιτάζω άλαλος.
Έξι μήνες έχω που βγήκ’ από τη φυλακή· μα δε μου βαστά η καρδιά να πατήσω στο χωριό. Αλήθεια μια φορά πήγα νύχτα να ιδώ και να φιλήσω το μνηματάκι του γιου μου· μα πού!...Τα κυπαρίσσια έγειραν να με δείρουν με τις κορφές τους και άκουσα να μου φωνάζουν:
- Πίσω φονιά! πίσω!...
Λάκισα· και γυρίζω τώρα χωρίς ελπίδα, χωρίς παντοχή, μακριά από το σπίτι μου, δίχως φίλους και δικούς.
Αλίμονό του που ακούει γυναίκας λόγια! Μα έγνοια σου και κείνη έμαθα την κατάντια της. Κακήν κακώς ξεψύχησε!...