.
Τα δυο τέρατα
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Αυτήν την φοράν μου έλαχεν ο κλήρος να συνοδεύσω τον Αριστείδην του καπετάν – Ρούσσου εις νυκτερινήν αποστολήν. Όλα τα εκλογικά ακάθαρτα δαιμόνια είχον εξαπολυθεί εις τον δρόμον, την χρονιά εκείνην. Η πλουτοκρατία είχε συμμαχήσει με την οχλοκρατίαν˙ το τέρας το κίτρινον είχε καλέσει εις βοήθειαν το άλλο τέρας, το κόκκινον. Περί τα διακόσια πρόσωπα, άνθρωποι όπου ήσαν όλοι του τόπου, και δεν ήσαν οι ίδιοι οποίοι είχαν απέλθει προ πέντε ή έξ ετών, είχαν κατέλθει αποτόμως και συγχρόνως από το Σουέζ, όπου είχαν παύσει αρτίως αι εργασίαι της σκαφείσης διώρυγος. Είχον φέρει μαζύ των ολίγα ή πολλά ναπολεόνια, αλλά πολύ περισσοτέρας νέας έξεις, βλασφημίας, έριδας, θράσος, μέθην και πρόκλησιν.
Ο γερο-Μαρής ο Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, είχε κατέλθει εις τον εκλογικόν αγώνα και το είχεν αμέτ Μωαμέτ, να γίνη δήμαρχος. Ελέγετο ότι είχεν αποφασίσει τέλος ν’ ανοίξει την κάσσαν, την περίφημον, την έχουσαν βάθος δυσθεώρητον. Εις τον πυθμένα εκείνης της κάσσας υπήρχον, ως ελέγετο, όχι μόνον σπίτια και χωράφια και ελαιώνες, αλλά και καράβια πλέοντα και καράβια ναυαγούντα, τα οποία η γρια-Γκότσαινα, η μάγισσα, σ’ έκαμνε να τα ιδείς μέσα εις μαγικόν καθρέπτην, και ν’ ακούσεις ως και τας κραυγάς της αγωνίας των ναυαγών, ως και τους επιθανάτιους ρόγχους των πνιγομένων. Πιθανόν όμως να ηκούοντο εκεί μέσα και μάταια λόγια και παράπονα αμελών και οκνηρών χρεοφειλετών, τα οποία επνίγοντο ανάμεσα εις τον πολύν θόρυβον των οιμωγών και των θρήνων. Τα θαλασσοδάνεια, βλέπετε, είχαν τριανταέξ τοις εκατόν˙ και « το διάφορο, κεφάλι ».
Ο γερο-Μαρής, είχεν αποτύχει προ τετραετίας, την πρώτην φοράν όπου επείσθη να βάλει κάλπην, ηττηθείς από άνθρωπον πολύ πτωχότερον του, και όλοι οι οπαδοί και οι οικείοι του το είχαν «αγκάθι», και είχαν φοβερίσει τους αντιπάλους «να το κρεμάσουν σκουλαρίκι στ’ αυτί». Όλοι οι εντόπιοι, όσοι είχαν παλιννοστήσει από το Σουέζ, ή σχεδόν όλοι, είχαν ελκυσθεί με το κόμμα του. Διότι, όσοι έπιασαν ολίγα λεπτά εξ αυτών, είχαν «μεγαλοπιασθεί» εξαίφνης, και ήθελαν να υπάγουν «με τους αρχόντους». Άλλοι πάλιν, όσοι είχαν φέρει μόνον πέντ’ έξ ή οκτώ, ή δέκα, ή δώδεκα λίρας, και τας είχαν φάγει, ή τας είχαν πίει εν τω μεταξύ, εμισθώθησαν από το κόμμα, οπλοφορούντες, φρουροί τάχα της τάξεως εις τας ημέρας των εκλογών. Όλα τα σκυλιά ήσαν αδέσποτα˙ κανέν δεν εγνώριζε πλέον τον αφέντην του. Μέγας «θυσιασμός» είχεν ανάψη εις όλας τας κεφαλάς. Όλοι ήσαν «θανατικοί» από τους γεροντότερους μέχρι του νεωτέρου. Και δεν υπήρχεν άνθρωπος αδιάφορος διά τον εκλογικόν αγώνα, «από ξυλοκόπου αυτών έως υδροφόρου αυτών».
Ο Κωσταντής του Τάσσου, τρεις σπιθαμάς το κίτρινον ζωνάρι περί την κοιλίαν, με τρία κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον, έτρεχεν άνω και κάτω εις τους δρόμους από του δειλινού μέχρι του όρθρου, ώστε να φαίνεται πως ήτο πάντοτε απησχολημένος, και πως είχε σπουδαίας αποστολάς. Ο Στεφανής ο Καραντάνης, με τον αχώριστόν του φίλον, τον Σταύρον τον Τσόρναν, καθήμενος έξω παντός καπηλείου, επροκάλει όλους τους διαβάτας και τους εβίαζε να φωνάξουν «Ζήτω ο μπάρμπα Μαρής» αν ήθελαν να περάσουν ελεύθερα. Ο Αλέξης ο Κρητικός (ούτω καλούμενος διότι είχεν υπάγει τω 1866 εθελοντής εις την Κρήτην) εκυριάρχει εις όλας τας συνοικίας την νύκτα, και δεν επέτρεπεν εις καμμίαν εναντίαν παρέαν να ψάλει άσμα, εκλογικόν ή άλλο.
Δεν ηκούετο πλέον ούτε «χορεύ’ ο Τάσσος κι ο Νταντός, και τσ’ Αρμαμένταινας ο γυιός»˙ ούτε «Κουνός και Μπουέλλος» ( δύο εκλογικά παρεγκώμια προσώπων )˙ ούτε «Σταματίτσα κι Μαλλίνα βγάλανε τη δημαρχίνα» (διότι υπήρχον πάντοτε και γυναίκες κομματαρχίνες εις τας εκλογάς), ούτε τίποτε. Τα άσματα των αντιπάλων είχαν σιγήσει. Ηκούετο μόνον πολύ συχνά: «Ο Γιάννης του Νικόλα δεν έχει επιρροή˙ τον φάγανε οι ψύλλοι, τον φάγαν κι οι κοριοί.»
Και η τρέλλα δεν εμαίνετο μόνον την νύκτα, αλλά και την ημέραν. Ένα παπαδόσπιτο είχεν εμπετασθεί με κόκκινας σημαίας, ως να μην εδέχετο ο παπάς προσφοράς από τα δύο κόμματα, αλλά μόνον από το έν. Όλη η παραθαλάσσιος αγορά και οι παράλληλοι δρόμοι εκοκκινοβολούσαν από τα ερυθρά ράκη τα ανεμίζοντα εις τον αέρα. Είς άλλος παπάς είχεν ειπεί της παπαδιάς του, μη θέλων φανερά να εκτεθεί, ν’ απλώσει όλα τα ωραία κόκκινα κιλίμια, τάχα διά να αερισθούν, εις τα παράθυρα και εις το μπαλκόνι. Δίπλα εις το ίδιον σπίτι υψούτο μέγας πάσσαλος ή στύλος, εις το χείλος του κρημνού, επί της κορυφής του οποίου ήτο κτισμένη η οικία˙ επ’ αυτού είχαν κρεμασθεί πλήθος κόκκινα μπαϊράκια, λωρίδες και φλάμπουρα˙ βεβαίως κατ’ ανοχήν ή κατ’ εισήγησιν του παπά. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Μπούας, όστις αφού εγήρασεν είχε καταφύγει εν μετανοία εις το Μοναστήρι του Ευαγγελισμού, είχεν αναβάλει από εκλογής εις εκλογήν την κουράν του, κι εξηκολούθει να μένει ως δόκιμος, υποσχόμενος εκάστοτε να περάσει η παρούσα εκλογή, και είτα να καλογηρεύσει, επειδή οι υποψήφιοι εφίλευαν τους εκλογείς και καπνόν και ρακί και γιουβέτσι, αλλά και φυσέκια με δεκάρες. Τώρα πάλιν υπεσχέθη ανυπερθέτως, μετά την εκλογήν του μπαρμπα-Μαρή εις δήμαρχον, να δεχθεί πλέον την κουράν, και να κοιτάξει του λοιπού διά την ψυχήν του. Δύο διδάσκαλοι του χωριού, το οποίον εκηρύχθη ως πρωτοφανές πράγμα, έλαβον αναφανδόν μέρος εις διαδήλωσιν υπέρ του Βαβδινού κόμματος.
Την νύκτα εκείνην εστάλημεν από το σπίτι του γερο-Αποστολίδη, εγώ και ο καπετάν Αριστείδης του Ρούσσου, όπως διαλεχθώμεν με τον γερο-Σταμάτην τον Κορδάν, ίσως κατορθώσομεν και τον πείσομεν, ως πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής όπου θα ήτο, να δεχθεί τας εισηγήσεις μας. Ήτο μεν συγγενής και με το κόμμα μας, αλλ’ εφοβείτο τας αρχάς και τας εξουσίας, και ήθελε να είναι πάντοτε « με τον Βασιλιά», συνηθισμένος ούτω από των ημερών του Όθωνος, καθ’ όν χρόνον οι υποψήφιοι ήσαν πάντοτε χρισμένοι. Η κάλπη παρεγεμίζετο με εικονικά ψηφοδέλτια, και το εναντίον κόμμα δεν είχεν τύχην, εκτός εάν κατώρθωνε να κλέψει την κάλπην διά ρήξεως και εφόδου εκ των παραθύρων της εκκλησίας, όπου εγίνοντο ανελλιπώς αι εκλογαί, βεβαίως διά ν’ αγιάσουν καλύτερα και εκλογείς και εκλεγόμενοι. Συνέβαινεν όμως πολλάκις και να ξεπαγιάσουν αι επιτροπαί κι οι υπάλληλοι της Κυβερνήσεως, διανυκτερεύοντες εντός του ναού εν καιρώ χειμώνος. Πού εκείνα τα χρόνια! Όχι μόνον αι κάλπαι, αλλά και οι εκλέκτορες, λ.χ εις τας δημοτικάς εκλογάς «οι μάλλον φορολογούμενοι», εγίνοντο ανάρπαστοι την παραμονήν της εκλογής, κι εκρύπτοντο άδηλον πού κατά τας ημέρας της ψηφοφορίας.
Ο γερο-Σταμάτης ο Κορδάς δεν ήτο εκ των μάλλον πεπειραμένων εις αυτά τα πράγματα. Τον περισσότερον καιρόν του είχε ζήσει αρμενίζων με την σκούναν του ανά το Αιγαίον. Τώρα επί Γεωργίου είχε παραχωρήσει την γολέταν εις τους υιούς του και αυτός, συνταξιούχος του Ν. Απομαχικού, μένων κατ’ οίκον, είχε κληρωθεί διά την παρούσαν εκλογήν, έχων τα προσόντα, ως πρώην δημοτικός σύμβουλος κτλ., πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής. Ήτον θείος μου εξ αγχιστείας ε’ βαθμού, ήτοι σύζυγος της πρωτεξαδέλφης του πατρός μου˙ αλλ’ ήτο και μέγας θείος μου στ’ βαθμού εξ αίματος, πρωτεξάδελφος της προς μητρός μάμμης μου. Αλλ’ ο καπετάν Αριστείδης τον εγνώριζε πολύ καλά! Εγώ, νεώτατος, μόλις 19 ετών, είχον υποδειχθεί τάχα ως ρητορική γλώσσα διά να συνοδεύσω τον Αριστείδην˙ πλην ο κρυφός λόγος δι’ όν εδέχθην την αποστολήν, ήτο διά να γνωρίσω τον μπάρμπα-Σταμάτην, και τον μελετήσω.
- Τώρα να ιδείς, μου είπεν ο καπετάν Ρούσσος, άμα εξήλθομεν νύκτα εκ της οικίας του γερο-Αποστολίδη του πενθερού του˙ τώρα να ιδείς τι θα πει καπετάν Σταμάτης Κορδάς˙ ας τον έχεις και μπάρμπα, δεν τον ξέρεις˙ ημείς οι θαλασσινοί γνωριζόμεθα, βλέπεις, καλά. Με μανέλα το κεφάλι του δεν γυρίζει˙ με εργάτη, με βίντσι, με μάγγανο, με ό,τι θέλεις.
- Τότε, τι πάμε ; είπα εγώ.
- Πάμε, γιατί μας έστειλαν, και για να ιδούμε τον μπαρμπα-Σταμάτη στο σπίτι του, στην χειμωνιάτικη την κάμαρα που έχει σχεδιασμένην μ’ ένα καραβόπανο. Θα ιδείς τη σερβέτα, το σαρίκι που φορεί στο κεφάλι του, σαν Τούρκος· θα ιδείς τα μουστάκια του, που είναι σαν δύο χονδρά αγκίστρια, από κείνα που πιάνουν τους ορφούς˙ τον τράχηλόν του, τα μπράτσα του, τα ποδάρια του, όλα γυμνά˙ και θ’ ακούσεις πώς σκέπτεται και πώς μιλεί ο μπαρμπα-Σταμάτης. Όταν ήτον νέος, επήρε σύντροφον στο καΐκι έναν Ποριώτην ή Κρανιδιώτην, επίτηδες διά να εξαλβανισθεί πλησίον του˙ και τώρα η γλώσσα του, ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, όλα είναι αρβανίτικα.
Καθώς επροχωρήσαμεν ολίγα βήματα και εισήλθομεν εις την παραθαλάσσιον αγοράν, άλλα καπηλειά ή καφενεία ήσαν ανοικτά, άλλα μισοκλεισμένα. Όλα είχαν φως ένδοθεν. Ηκούομεν φωνάς, διαλόγους, άσματα. Πρίν φθάσομεν εις την οικίαν του γερο-Κορδά, όπισθεν της εκκλησίας, προς το δυτικόν, παρήλθομεν έξωθεν της ταβέρνας του Δημήτρη του Σμυρνιού. Μέσα ήτον μία παρέα, θορυβούσα και φωνάζουσα, προεξάρχοντος ενός μεγαλοσώμου νέου, με ξανθούς στριμμένους μύστακας, πλησίον του οποίου εκάθητο είς μελαψός ομήλικός του, ταπεινοτέρου εξωτερικού, και όστις εφαίνετο μάλλον μειλίχιος. Και οι δύο είχον κατέλθει εσχάτως από το Πόρτ- Σαΐδ.
- Είναι ο Στεφανής ο Καραντάνης, μού είπεν ο συνοδός μου, μαζί με τον αχώριστον φίλον του, τον Σταύρον τον Τσόρναν. Αυτός ο Καραντάνης είναι αδύνατον να μην κάμει καυγάν και να μη μαχαιρώσει κανέναν. Είναι πολύ μουρλός, πίνει πολύ και το έχει παρμένο παραπολύ επάνω του.
Ανέβημεν την μεγάλην εξωτερικήν σκάλαν, κι εφθάσαμεν εις την απλωταριάν, ή το μεγάλο χαγιάτι της αφελούς αρχοντικής οικίας. Ο Αριστείδης έκραξε : - Ξυπνητός είσαι, καπετάν Σταμάτη ; - Ός γιαλντί· χαΐρ ολλά, έκραξε φωνή έσωθεν.
Ο γέρων δεν είχε κοιμηθεί ακόμη. Ήτο περί την δεκάτην ώραν, εν καιρώ της εαρινής ισημερίας˙ τετάρτη ώρα της νυκτός.
Πάραυτα ηνοίχθη η θύρα κι επαρουσιάσθη ο μπαρμπα-Σταμάτης, με κόκκινον σκούφον και σαρίκι περί την κεφαλήν, με γυμνάς κνήμας, και γυμνούς βραχίονας. - Πώς μας θυμηθήκατε ; …. Πού σ’ αυτόν τον κόσμο, ανεψιέ; μου λέγει.
Και στραφείς προς την γωνίαν την νοτιοδυτικήν της οικίας, όπου είχε κατασκευασθεί προχείρως, με δύο μεγάλα καραβόπανα, επιτηδείως τεντωμένα, είδος σκηνής ή χειμερινού θαλάμου, επειδή η οικία άλλως, νεωστί κατεσκευασμένη, δεν είχε χωρισθεί εις δωμάτια, έκραξε :
- Κοιμήθηκες, θεια; σήκω να τρατάρεις τον ανεψιό σου. - Θα σας δώσουμε βάρος, καπετάν Σταμάτη, είπε μετ’ ευγενείας ο Αριστείδης. - Δεν έχει βάρος˙ η μάνα τώρα εζάρωσε δίπλα στο ντζάκι˙ τώρα μπουζουργιάσαμε ακόμα˙ δεν έχουμε ψόφο εύκολα. Τώρα σηκωθήκαμε απ’ το σουφρά…κ’ έτσι λαγοκοιμήθηκε στον οντά, η μάνα… Κοπιάστε, μπουϊούρουμ όρε μίρε.
Εκαθίσαμεν επί σκαμνίων, πλησίον της θυρίδος την οποίαν εσχημάτιζε προς τον τοίχον το καραβόπανον. Ο Αριστείδης εισήλθεν αμέσως εις το θέμα.
- Ήρθαμε, καπετάνΣταμάτη, απεσταλμένοι. Έμαθαν στο σπίτι πως θα πάρης τον γερο-Κατσουλή γραμματικό της Επιτροπής .... Ο δικός μας ο Παπούλιας δεν θα ήτον καταλληλότερος ;
Έν των κυριωτέρων αιτημάτων, τα οποία είχομεν να υποβάλομεν εις τον μπαρμπα-Σταμάτην, ήτο το περί της γραμματείας της Εφορευτικής Επιτροπής των εκλογών. Ο Παπούλιας, πρώην δημογραμματεύς, πρώην γραμματεύς Ειρηνοδικείου, υποτελώνης κλπ., είχεν έλθει εσχάτως με το κόμμα μας, ήτο δε άνθρωπος με ικανότητα, αν και δεν είχε χαμοθεόν˙ ο γερο-Κατσουλής, συνταξιούχος, πρωήν ειρηνοδίκης, διετέλει νυν γραμματεύς της Δημαρχίας. Ήτο δε ανίκανος, σκολιός και τα «έκαμνε θάλασσα». Πλην ο μπαρμπα-Σταμάτης, εθεώρει τον εαυτόν του υπόχρεων να τον προσλάβει ως γραμματέα κατά το τετραήμερον της εκλογής, επειδή ο νυν δήμαρχος εβοήθει τον γερο-Μαρήν, τον Βαβδινόν, εις την υποψηφιότητα, ο δε καπετάν-Σταμάτης επεθύμει πάντοτε να είναι με το «δοβλέτι», κι εφοβείτο την σκιάν της αρχής.
Δεν έσπευσε ν’ απαντήσει εις την πρώτην εισήγησιν του καπετάν Αριστείδη. - Ο γερο-Κατσουλής, επέφερεν ούτος, θα χασομερά όλους τους ψηφοφόρους μας, θα κάμνει μίαν ώραν να βρίσκει τα ονόματα στον κατάλογον˙ δεν θα λαμβάνει υπ’ όψιν τους αύξοντας αριθμούς που θα του δίνουν, και θ’ αργοπορεί επίτηδες˙ ενώ δια το εναντίον κόμμα, ούτε θα κοιτάζει διόλου τον κατάλογον, θα λέγει: «Μάλιστα, μάλιστα» και θα περνά αμέσως τα ονόματα στον κατάλογον της ψηφοφορίας… Και ξέρεις πως μπορεί έτσι να μας κόψει, με τρόπον, δέκα ψήφους… Και «τι είν’ ο κάβουρας, τι είν’ το ζουμί του ;»
Ο μπαρμπα-Σταμάτης έσεισεν εμφαντικώς την χονδρήν τετράγωνον κεφαλήν του. -Εγώ εγέρασα, ορέ καρδάσ’, Αριστείδη, είπε. Τι να σας κάμω; Κατά το κεφάλι που έχω σας προσκυνώ. - Και τι υποχρέωσιν έχει η Επιτροπή, είπεν ο Αριστείδης, να πάρει ως γραμματικόν τον υπάλληλον της Δημαρχίας;… Ίσα-ίσα οι υπάλληλοι πρέπει να μένουν αμερόληπτοι, αυτό απαιτεί ο νόμος. - Τι νώμος και πλάτη, καρδάσ’ Αριστείδη. Ταΐτε και μ’ αυτουνούς και με τις δημαρχίες, και με τις εκλογές τους! Βρίσκει τον μπελά του ένας απλός, αγράμματος άνθρωπος. Τίνος το χατίρι να χαλάσεις; - Λοιπόν δεν είναι καλός ο γερο-Παπούλιας για να τον πάρετε γραμματικόν ; - Καλός κι άξιος είναι, καρδάσ’, μα δεν τον παίρνουμε. - Γιατί; - Για τσ’ γάτας τα’ αυτί.
Ηθέλησα κι εγώ να ψελλίσω ολίγα λόγια, δια να δικαιολογήσω την εκεί παρουσίαν μου και ν’ ανταποκριθώ εις την αποστολήν μου. - Σε παρακαλώ, μπάρμπα˙ ξέρεις πώς τα κατάφερε ο γέρο-Κατσουλής στην δημαρχία; Μπάτε χίλι’ αλέσετε… Ούτε τάξιν, ούτε αρχείον, ούτε θυρίδα˙ κανέν έγγραφον δεν ενεργείται. Ούτε τον αριθμόν του πρωτοκόλλου δεν μπορεί να φυλάξει καλά-καλά.
Του μπαρμπα-Σταμάτη εσείσθησαν βιαίως τα μουστάκια. - Τι λες και συ, ανεψιέ ; … Σ’ έστειλαν και σέ να σπουδάσης και χαλάστηκες … Καλά το είπα εγώ της ανεψιάς μου, της μητέρας σου: «Θα χάσεις, ανεψιά, το παιδί σου». Τι να κάμω, που δεν με άκουσε.
Ο Αριστείδης εγέλασε, κι εσηκώθη ν’ απέλθομεν. - Καληνύχτα, καπετάν Σταμάτη. - Καληνύχτα, θεια, είπα εγώ. - Στο καλό˙ καλώς ήρθατε.
Καθώς εξήλθομεν, και μας έφεγγε η γραία Μαγδαληνή να καταβώμεν˙ - Δεν σου το έλεγα εγώ; μου είπεν ο Αριστείδης. Με μανέλα δεν γυρίζει το κεφάλι του. - Ούτε με αδράχτι.
Κατέβημεν, και ηκούσαμεν φωνάς˙ είδομεν κίνησιν εις το καπηλείον του Σμυρνιού. Άνθρωποι με τα νυχτικά τους κατέβαιναν εν σπουδή από τας οικίας των, δια να μάθουν τι είχε συμβεί.
Εστάθημεν μίαν στιγμήν, δεξιόθεν της εκκλησίας, αντικρύ εις την θύραν του καπηλείου, παρεμπρός ο Αριστείδης, παραπίσω εγώ. Το βλέμμα μου αντίκρυσε μίαν τράπεζαν, επί της οποίας έπιπτε σχεδόν καθέτως το φως της κρεμαστής λυχνίας. Είδα κάτι τι, έν ως ρευστόν ερυθρόν επί της τραπέζης κι επί των πλακών του δαπέδου, να κοκκινοβολεί και ν’ αχνίζει. Σωρός ανθρώπινος έκειτο πρηνής κάτω εκεί, ασθμαίνων οδυνηρώς, και γογγύζων.
Ο Αριστείδης επροχώρησεν ολίγα βήματα προς το καπηλείον. Εγώ έμεινα ακίνητος.
Μετά πέντε λεπτά επανήλθεν ο συνοδός μου. - Σαν προφήτης το είπα, μου λέγει˙ καλύτερα να είχα δαγκώσει τη γλώσσα μου. - Τι τρέχει ; - Ο Στεφανής ο Καραντάνης, μη βρίσκοντας κανέναν απ’ το άλλο κόμμα, το δικό μας, να μαχαιρώσει, εμαχαίρωσε τον αχώριστον φίλον του και οπαδόν του κόμματος του, τον Σταύρον τον Τσόρναν. Ποιος ξέρει; Για ένα απρόσεκτον λόγον, επάνω στο πιοτό....
Εφύγαμεν. Είχαν περάσει ήδη τα μεσάνυκτα. Ανέτελλεν η ημέρα των εκλογών, βαμμένη εις το αίμα. – Το τέρας το κίτρινον είχε καλέσει εις επικουρίαν το θηρίον το κόκκινον.