.
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1912
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου 1851. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί διήλθε και το Ελληνικόν σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867 εις το εν Χαλκίδι γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί. Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών εις Αθήνας και φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, ησχολείτο δε κατ' ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών.
Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς δυσχερείας της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού μελετών απαύστως τας αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας. Μέχρι τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του Ομήρου και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ. Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν. Υπήρξε δε αυτοδίδακτος περί πάντα.
Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί τα εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την σκιάν του Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας τινάς κατά τους νεανικούς αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν Διαθήκην εγνώριζεν εκ στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως άριστα την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας.
Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ. Παπαδιαμάντην τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις ως φοιτητής, και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν, ενώ η γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς.
Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν ευρισκόμενος των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν επιφυλλίδας εις εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια, εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον ευρίσκει. Το 1882 εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών». Μετά ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των ηθογραφικών διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του συγγραφέως, η λεπτή παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται μετά του αριστοκρατικού ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της παραστατικής περιγραφής.
Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως εις το πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις εφημερίδας έργον. Υπό την έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση οικογένειαν προσφιλή και να συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο άθλιος ούτος πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του Παπαδιαμάντη.
Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη είναι ανάγκη να ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της ζωής του. Ευσεβέστατος ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί είναι αι αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου Ελισαίου.
Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων του λαού και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την Σκίαθον, ην υπερηγάπα. Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911. Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή υπό του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.
Α’
ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ
Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ' ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό.
Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι κατά τας δύο &αλλαξοκαιριαίς&, το φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον.
Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά- Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα.
Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι.
Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση.
Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτο ο παπά-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο. Ήτο ολίγον &τσάμης&, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και την συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος.
Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ' αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο.
Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας υποψίας· αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη εις τα Καλύβια παρ' αυτώ.
***
Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς.
Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.
Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν.
Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&.
Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε φως&.
Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps».
Ψαλέντος του &Χριστός ανέστη&, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες.
Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν.
Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου.
Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.
Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις:
—Παπά, παπά!…
(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως &παπά& τον πατέρα των).
—Παπά, παπά!… ο παπά-Σφοντύλης… απ' την οξώπορτα… της λειτουργιαίς… απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του…. κ' η παπαδιά… κουβαλούν… απ' την οξώπορτα… της λειτουργιαίς… τους είδα… απ' την οξώπορτα… της λειτουργιαίς… απ' τ' άι-βήμα… κ' η πεθερά του… κ' η παπαδιά…
Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του».
Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση. Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας.
Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του… απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον και εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος.
Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και εξήλθε κατόπιν του.
Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη:
—Παπά, παπά, πού πας;
—Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω.
Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση την λειτουργίαν.
—Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός.
—Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας &Πράξεις& των Αποστόλων, κ' έφθασα.
Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή όσα από στήθους εγνώριζεν.
—Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου!
Και λέγων έτρεχεν.
Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού.
—Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε.
***
Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.
Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα.
Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του.
—Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!…
Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν.
Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
—Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;…
Και δεν έπιε.
Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
—Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
Και ποιήσας το σημείον του σταυρού:
—Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής.
Επανέλαβε δε:
—Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον… συγχωρήση… κ' εκείνον κ' εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου.
Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του.
—Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.
Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση.
—Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!… «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!…» Εγώ άξιος δεν είμαι!
Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον.
Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, φροντίσας να καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον. Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα.
***
Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το &έστρωσαν& υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν.
Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων.
Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της.
Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα… Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!»
Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε επί μεγέθει σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι' ευστροφίας σώματος και πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας.
Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες.
Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και προπίνων.
Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής:
— Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας!
Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν:
— Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό!
Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις.
Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το πρόσωπον:
— Μπρομ!
— Πιέ κη δο μ'!
— Με κρασί!
— Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!
Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα χείλη.
Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.
Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και &τουζλούκια&.
Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και «τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!…
Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το &Χριστός ανέστη& κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής:
Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη εκ νεκρών &θανάτων&, θάνατον &μπατήσας& κ' &έντοις — έντοις& μνήμασι, ζωήν &παμμακάριστε&!
Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το &Άλαλα τα χείλη των ασεβών& με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, &οι κερατάδες&! την εικόνα σου την σεπτήν….»
Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!
***
Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την &καμάρα&), και ο παπά-Κυριάκος, μετά της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού, ως γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την συντροφιάν, κατήλθον εις την πολίχνην.
Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της υποτιθεμένης κλοπής.
Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε καλόν, είπε, να μετακομίση διά της εξωθύρας του αγίου βήματος οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν τινές των άγαν επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα να πάρουμε τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!»
Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου.
B’
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ
Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά &νοικοκυριά& εις τας ημέρας της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.
Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών &νουν&, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η λέξις εσχηματίσθη εκ του &Σαραντανοννού&, ήτοι νοννά με σαράντα βαπτιστικούς.
Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν.
Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά του&».
Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα γρόσια.
Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει. Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τέκνα της &εγκαρδιακά&, τα εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του.
— Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!… εγόγγυζεν εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· — ηύρες κι' αλωνίζεις, μουρή!…
Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας.
Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου.
Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184…, η θειά-Σοφούλα είχε φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της. Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' εφρόντιζε να δίδη ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων αναδεκτών και κολασθή η ψυχή της.
Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θειά-Σοφούλα &ανεσφουγγώνετο& μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της… Αλλά πλην των βαπτιστικών υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν ήσαν ολιγάριθμα.
Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της.
Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των βαπτιστικών και των δισεγγόνων.
Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά της γειτονιάς, αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της θειά-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας, ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά τους μη έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς, ως ο κηφήν υπό των μελισσών.
***
Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185… όλοι οι αναδεκτοί ήσαν συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας.
Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα του προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας. Η νοννά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης.
Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα. Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το &κρυφτάκι&, και άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του φρέατος.
Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να εξέλθη.
— Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου;
— Τι να παίξης εσύ;
— Το &κλεφτάκι&, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά.
— Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά.
Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν.
Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.
Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, ότι την σύστασιν ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν.
Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως.
Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα:
— Το κορίτσι! το κορίτσι!
Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.
Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος.
Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας.
— Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα.
— Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών &σκοτισμένη& (ως να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν ύδωρ).
— Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.
Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της.
— Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ.
Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά &κουβάς&, διότι είνε γνωστόν πόσον τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία.
Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος.
Ουδαμού εφαίνετο η μικρά.
Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω.
Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το ιβάνιον εντός του ύδατος.
Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν….
Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα…
Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν…
………………………………………………………
Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!…
Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της μικράς Σοφούλας της.
Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην.
Γ’
ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ
Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του &Πυργί&, κατά μετάθεσιν γραμμάτων.
Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν, «το·&άιντε& είνε απ' το &άγε δη&, το &αρή&, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είνε απ' το &αρίστη&, το &βρε& είνε απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ- μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ' εκείνων οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν.
Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον προ έτους εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω, εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος, όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο Κίσσαβος.
Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, κ' έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως &προφταστήρια& το ορεκτικόν κοκορέτσι, οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των και διευθύνθησαν εις το Πρωί. Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ' Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν εις το Πρωί. Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις το παλαιόν ερείπιον.
Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον, εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση υπό την κοιλίαν διά των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από τους οφθαλμούς τους πολλά βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων οι δύο είχον ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι την βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να κράξη αυτούς εις βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος, όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον.
Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι τρεις σοφοί περί του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους αρμοδίους διατί να μη διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της εξοχικής εκδρομής. Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος είχον φθάσει προ πολλού εις τον Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε δε μία ώρα, και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την φοράν ταύτην, και ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο δηλαδή από την πολίχνην.
Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης. Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος συνοδίτης τους έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε. Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα, υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι».
Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας, επέζευσε, και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, ρεμβός, χωρίς να το σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να κεντά, αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα.
Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το πρωί, όπου εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός.
***
Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα, τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της Κεχρεάς, τ' Άι-Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα».
Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», (1) εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία, πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ' έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών, συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν τάχα, Θεός να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;»
Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την καθαράν εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους, τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το Πάσχα.
***
Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω και φυσικά το εξελάμβανέ τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Μόνον ότι ήτο εκ λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών, ομαλώς ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον ακόμη. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία.
Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν, ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, &κατά την τάξιν Μελχισεδέκ&, όστις ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου « εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή.
Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της εξ Άδου ή της Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ' αντίφρασιν, ή της Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια.
Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη γνωρίζων υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο ως απλή εις την ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς σοφίσματος να πείση τους αξέστους αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν Άνναν, μικρόν απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν ήθελαν να κάμουν μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή».
Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις. Και βεβαίως δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου ιερέως, όστις, ερωτηθείς προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν αδιστάκτως ότι «η Αγία Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα, ενώ η Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι ακόμη και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού Σοφίας είνε εις τιμήν της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ' Σεπτεμβρίου;
***
Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος.
— Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια;
— Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασι 'ς ένα ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε, εκκλησία;
Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε.
— Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;… πώς θα λειτουργήσουμε;
— Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε.
— Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη.
— Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν
συγκαινιασμένη;
— Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη
λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι.
Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγ. Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν.
Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον έγκιστον εις τον τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων από του ύψους της χιβάδος, το εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του έχασκον έρημοι εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών και εκπνέων. Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον το αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ' Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί.
Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον Κούτρην.
— Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί.
— Στην Παναγιά την Δομά;… μα είνε μακρυά.
— Ως πόσο;… Σε μισή ώρα φθάνουμε.
— Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα.
— Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε.
Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη.
Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι θαλάσσης& όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλη μελωδικώς το &Δεύτε λάβετε φως&, μεθ' ο έψαλε, &Την Ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ&. Και αφού ήναψαν τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την αγίαν Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το &Χριστός ανέστη&, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς, όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν.
Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων· αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη του δρυμώνος.
***
Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας των άλλων.
— Ντουγρού, ντουγρού;
— Ταμάιμα.
— Μονοκοπανιά;
— Τα ίσα, ζέρ;
— Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν;
— Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε.
— Του ρέμμα-ρέμμα;
— Δε-δε-πάμι;
— Δε πάμι, ζερ!
Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του.
«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας, με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να σκεπάσωσι την λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον, βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας κάπας των, ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων, άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων σκιρτημάτων τρέχοντα παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς, εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την ασυνήθη νυκτοπορίαν.
Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν διέβαινεν η πομπή, και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της φλογός.
Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.
***
Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ των, έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου μετά δούπου από των βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά τους παλαιούς εκείνους χρόνους.
Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων, περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράστασις της Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με στέφανον από τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ' εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, καταβληθέντες από τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας· «Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!»
Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην απηγορεύοντο εις τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια.
Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.
***
Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις το υπήνεμον έξω της θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα και τα τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα.
Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα. Την στιγμήν δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη τέως έξω παρά τον παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει εις το ους.
— Αφέντ', έρχουντη κόσμους.
— Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης.
— Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ' Απ'μηνιώ, και ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης…
— Ποιος μπάρμπα-Γιώργης;
— Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'.
Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη.
— Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη.
— Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;
Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί;
Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, αποφασίσας να κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι- Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', εις τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την βορείαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες «κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και τώρα, αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα δικαιώματα. Ποία δικαιώματα;
Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε… Η δουλειά του ήτον να διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν' ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, ευρίσκετο εις το κατάμερόν του… Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις ξένον κατάμερον… Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, που επέμενε μη θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά… Εκεί, αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ εις την Παναγίαν την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'!
Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές να λευκάζωσιν εδώ κ' εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού διστίχου:
Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει, γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.
Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν& του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους του ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη.
— Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες κη τσ' Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις Μαυρουδ'μαίοι, κι' απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή, γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε. Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα ξαγναντήσου του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου, ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι' ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε τ' Δουμάν, μες το κατάμερό μ'!
Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή.
Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση.
***
Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα. Αριστερά λόφοι κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου.
Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους τρεις λαγμούς της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν, ο λευκόφαιος κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς δυσμάς το Πήλιον με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του βλάστην, και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.
Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του. Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο κακκαβισμός του ιέρακος, ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν υψηλήν χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο τιτυβισμός της πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της κοιλάδος.
Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν.
Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον.
***
Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια.
Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι' ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' Παναγιώτ', όστις εγερθείς, προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν.
— Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη βασιλεύει! — Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να χαίρηση το πετραχήλι σ'!
Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην.
— Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου!
Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. Αλλ' ο Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος.
— Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη!
Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των. Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα.
«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του Νικοτσάρα και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η τουρκική ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ' το πλάι.
«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια, που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς.
Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι…. για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος…. για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».
Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι…. κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την τούρκικη αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και τραγούδι.
…Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν, επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα.
Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς συλλαβών διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' και μετά βαθέως στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του.
***
Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του. Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον.
Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο Γιάννης ο Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να καγχάζη επί πολλήν ώραν εν ευθυμία η ομήγυρις όλη.
***
Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη και να φυσά.
— Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω!
Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.
— Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'!
Δ’
ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ
Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα, οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.
Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους του αναγνώστου, την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ. τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας ημέρας ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα, λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ. Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος;
Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι ξενισμός από ό,τι δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων, κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά Κυριακήν, είνε ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας, αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς το ομολογούσι…. το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ' εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ αυτόν — ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν, δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων.
Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και απεσκληρημένοι τον φλοιόν, αίφνης &ενθυμούνται& τους οικείους των, ή και επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον εις όλα ταύτα;
Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είνε δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν —, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως.
Μη &θρησκευτικά, προς θεού&. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου, καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος….»
Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε &χυδαία& αληθώς προλεγόμενα, δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου — η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί· απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου) παρέλκει όλως.
Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται, φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! ανικανώτερον όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του.
Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. &Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.
***
Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν……, όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται (εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν, εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός, μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε, μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν.
Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου — και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως την έφθανε· όσον εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη.
Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα &ιερά& του παπά. Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ' αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού στολισμού του.
Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα, και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ' ύψους της οποίας, περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της Αποτομής του τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος.
Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι γυναίκες ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν.
Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το ιερόν βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον της αβελτηρίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη Ανάστασιν εις το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού:
— Αχ! αλλοίμονο… «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
— Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών.
— «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.
Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ' άλλους κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν:
— Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε!
— Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις παιδίσκη του ιερέως.
— Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο…
— Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.
Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους, εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά.
— Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμο· έχει δίκηο το κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά;
— Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε… για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν.
— Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν;
— Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ
— Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών.
— Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού είνε αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να φανερωθή μόνον η δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς προσφορών, και ότι τίποτε το οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους πτωχούς, καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον, κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν θα θερίσουν.
— Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον;
— Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι είνε λόγος Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα εις την γην κόκκων σίτου… και ο Κύριος θα τον αναστήσει εν τη εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθή.
«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται… καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».
— Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου.
***
Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά. Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτικήν αγέλην.
Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς.
Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα. Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται.
Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί τούτων.
— Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη σώσεις Κύριε!&
Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη.
Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη.
Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή.
— Ο ασυνείδητος! ο μωρός!…. Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη».
Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον ακουστώς όπισθεν του ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει επεστρωμένα επί των σαγμάτων των όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι επί των καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον πρόναον και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος.
— Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως…
— Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο ιερεύς.
— Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε… Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση…. Η αγιωσύνη σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου.
Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο ώραις ημέρα…. και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή και βραδύτερον τι.
Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά των. Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. Και ο αγαπημένος μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε παύση ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν' ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας!…. Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε!
***
Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον ναΐσκον. Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον, διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή τους προ αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον (τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς.
Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&, εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου Σωτήρ&.
Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας, εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον &Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&. Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των.
Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το &Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του. Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να κανοναρχίση προς αυτόν.
— Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις».
Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ.
Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα…
— Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα.
— Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.
Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν…….
Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα εκατάφερνον εις την λειτουργίαν.
Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια:
«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω.»
Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος:
&Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια……&
Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα…»
Και πάλιν έψαλε:
&Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι……&
Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν:
»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι… »
Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου……&
Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και εχοροστάτησε, κ' έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να μεταβή εις τους &Αίνους& και ν' αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι αίγες του, επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν.
Ο ιερεύς εστράφη.
— Τι τρέχει;
— Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός… βαθειά κάτ' χουιάζει… «πού είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ;
— Να πας.
Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.
***
Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ Κωνσταντός ο Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριον του, διά να το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού.
Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη ότι το ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την οποίαν είχε λάβει, δεν θ' αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, και ότι θα ήτο ικανόν να &μαραζώση& τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, κατέβη και απεφάσισε να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας.
«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη νυχτώσω (και πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν' απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με όλα τα εξήκοντα έτη του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου. Ήτο παλαιός γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα, εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον, κατά πόλεις και κώμας.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους.
Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον. Ο παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν άλλο έχων πνευματικόν ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν και ένα άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον, είχεν εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς, της χαραττούσης εκατέρωθεν του δρόμου.
— Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;… Σαν τα χιόνια!…
— Ευλογείτε, πάτερ!… Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην, χωρίς να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός, ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής (και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος, πώς ο κυρ- Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός επάνω εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση.
— Μα τώρα νύχτωσες… θα νυχτώσης… είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα… και το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις να βγη…. άσ 'βος.
— Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να οκνή και να διστάζη.
— Σκοτίδ' άσ'βος (2), επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις… πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;… Κακοστρατιά, κλεφτότοπος… θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής.
— Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;… είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος.
***
Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;… Αυτός είνε έτοιμος… αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση… και να κάμη Ανάστασι στον άγιο Χαράλαμπο».
Είτα είπε μεγαλοφώνως:
— Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο… κι' άλλος ας καρτερή… ένα πράμμα που σου είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου… Τι δουλειά είχες, εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;… Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- Χαράλαμπο;… Τι σε κάμω εγώ;… Εδώ θελά χρησιμέψης… θελά ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη… Έχω κ' εκείνο τον αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε… έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή της… τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά… μόνον εφέτος που μας πήρε τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί…»
Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξηκολούθησε:
— Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε… μα το καλλίτερο είνε να τραβήξης το δρόμο σου να πας… Έδωκες το λόγο σου… είνε μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.
Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή.
— Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη.
— Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγη το φεγγάρι…
— Και ύστερα;
— Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι.
— Μα θα πας;
— Θα πάω.
— Ξέρεις καλά το δρόμο;
— Τι θα πη;… Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι… Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου…
— Ε!…
— Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός.
— Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο;
— Όχι αλλά…
— Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.
— Θεός να φυλάη… δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού…
μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη.
— Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω… έμβα μες το κελλί να
ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας….
— Ευλόγησον.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ.
***
Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και χαμόκλαδα με την δεξιάν.
— Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, πατέρες!
Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν:
— Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες!
Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα επανέλαβεν:
— «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα…»
Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε:
— Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει!
Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας κλειδιά εις τα χέρια του (τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα, γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα!
Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
— Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες….
Και είτα έψαλε:
— «Δίδει τον οίνον λιγοστόν…»
Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε:
— Τι ώρα είνε, πάτερ;
— Τι ώρα;… ώρα που νύχτωσε… ώρα που φέγγουν τ' αστέρια….
— Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
— Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;… Το φεγγάρι δεν
κόβει μονέδα…
— Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ,
είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
— Να φύγης;… για πού, αν θέλη ο Θεός;
— Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια;
— Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή…
***
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου.
— Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.
— Χμ… Γχ… έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες!
— Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι…
— Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του;
— Δεν τον άκουσα… Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.
— Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο Αϊχαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ' αυτούς να σε συντροφέψη γι' απάνου…
— Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει διακαώς μέσα του.
— Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω και διαβάζω τας &Πράξεις& αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις (3).
— Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
— Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω.
— Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες, ιδιορρυθμίτικους (4), και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία.
***
Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;»
Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;»
Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις.
Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;»
Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε:
— «Δω είμαι!… ελάτε παραδώ…» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν.
— Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.
Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα.
Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.
Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις την αριστεράν πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από τον βράχον.
Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν αναχωρήσει από τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον μπάρμπα Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν να υπάγη.
Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον.
Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειούσης τους κλώνας και τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της μοναξιάς.
Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά μονοπάτια, το έν ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία έτη, εξέρχηται εις μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως άγριον, και δεν έχη ο ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της πλεονεξίας μικρού γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο οργυιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και αι αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να &αραδίζουν&, άλλοτε εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός.
Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. Το ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν δι' αποτόμου κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών. Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κ' έπεσε με την κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.
***
Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον &ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το πόνεμά του.
Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο, ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να φυσήση εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της.
Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από ετών.
Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά.
— Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια…
— Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή….
— Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;….
Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την σούβλαν με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των δύο χωρικών και της λογομαχίας των.
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά του σφαχτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το κατεβρόχθισεν απλήστως.
Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας.
— Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς.
— Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο δεύτερος· σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα ψεύτικα μπολετιά θέλης…
Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε μονοκόμματον.
Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.
Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε πασχάσει όλως.
***
Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι έλειπεν από τα νεφραιμιά, αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς τον Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε:
— Κύτταξε!… Περίεργο… Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη.
Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε:
— Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα χρόνια… Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός!
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος.
— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε… Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα… να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε… και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη.
Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν:
— Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο… Ακούς εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!…
***
Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή, και μόνη η διακριτική φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της σημαιοφόρου των πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος.
ΤΕΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΡΓΑ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ · · · · ΔΡΑΧ. 2.50 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50
*** 1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' ημίν το αβάπτιστον άρρεν, &Κοσσού& δε το θήλυ· &Δράκος& και &Δρακούλα&, καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου και αντιπαθούς νόσου, οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την προσηγορίαν ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης βασκανίας. Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός.
2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος.
3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον Τυπικόν, εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου, προ της Παννυχίδος δηλ. και του όρθρου του Πάσχα.
4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι α, δεν τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν.