.
Η πιτρόπισσα
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ὄχι μικρὸν θαῦμα ὑπῆρξεν εἰς τὸ χωρίον μας τὸ βορεινὸν καὶ ὀρεινὸν – (ἀληθινά, τὸ χωριό μας βλέπει πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀπέχον μόνον ἕνα μικρὸν ἀνήφορον ἀπὸ τὸν αἰγιαλόν· ὅσον ὀρεινοὶ καὶ ἄν εἴμεθα, μυρίζομεν ὅμως θάλασσαν) – ὁ γάμος τῆς Ἀκριβούλας τοῦ Ζαχαράκη ὑπὸ τὰς περιστάσεις, καθ' ἃς ἔγινε.
Διότι ἡ νέα ἦτο πράγματι ἤδη σχεδὸν γεροντοκόρη, καὶ ὅλη ἡ γειτονιὰ εἶχεν απελπισθῆ περὶ αὐτῆς. Μόνον αὐτή δὲν ἀπηλπίζετο. Οἱ καλοθεληταὶ καὶ οἱ συμβουλάτορες - οἱ «κακῶν παρακλήτορες», ὅπως λέγει ἡ βίβλος τοῦ Ιώβ - ἀπὸ ποῖον μέρος τοῦ κόσμου ἔλειψαν ποτέ, διὰ να λείπουν καὶ ἀπὸ τὸ βορεινόν, τὸ ἀντικρύζον ὅμως θάλασσαν, χωρίον μας;
Καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν πράγματι τὴν ἐλυποῦντο - ὤ, ἡ λύπη, ὁ οἶκτος αὐτός, ὁ ὑβριστικώτερος πάσης ὕβρεως! - τὴν κόρην τῆς χήρας Ζαχαράκη, ὅλαι αἱ καλαὶ ψυχαὶ τοῦ Ἐπάνω Μαχαλᾶ, καὶ κάθε γειτόνισσα καὶ γειτονοπούλα.
Διότι ἡ νέα εἶχε φθείρει τὰ νειάτα της, ἡμέραν νύκτα σκυφτὴ εἰς τὸ ἐργόχειρον, κεντῶσα ἀνενδότως, κεντῶσα τὰ προικιά της. Εἶχε κατασκευάσει ὅλα τὰ χιτώνια, ὅλα τὰ φουστάνια καὶ τὰ ποδογύρια της, μὲ χρυσοΰφαντον πέντε σπιθαμὰς τὸ πλάτος, καὶ μὲ χρυσόλινον περιτέχνως κεντητόν. Κι ἔκοπτεν ἀδιακόπως, κι' ἐπόνει τὸ στῆθος της, κι' ἐκέντα, - καὶ τὶ ἐκέντα; τὸν οὐρανό μὲ τ' ἄστρα, τὴ γῆς μὲ τὰ λούλουδα, τὴν θάλασσα μὲ τὰ ψάρια.
Εἶχεν ἤδη ἐκτείνει εἰς τρεῖς σχεδὸν σπιθαμὰς τὸ χρυσοῦν ποίκιλμα τῶν χειρίδων καὶ τῆς τραχηλιᾶς της, ἐργαζομένη ἀπὸ χρόνων πολλῶν, ἀναπτύσσουσα καὶ τελειοποιοῦσα καὶ κάποτε ἐπινοούσα νέα κεντήματα, διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τ' ἀτελείωτα νυμφικά της στολίδια. Ἀλλὰ πρὸς τὶ ἐκοπίαζε; Γαμβρὸς δὲν ἐφαίνετο πουθενά! Πλήν, «μάτην ταράττεται πᾶς γηγενής», ὡς εἶπεν ἡ Γραφή. Ἐὰν εἰς μάτην αὐτὴ ἐκοπίαζεν, εἱς μάτην ἀνησυχοῦσαν κι' αἱ καλαὶ γειτόνισσαί της.
Μία μάλιστα φαρμακερὰ γλῶσσα, συρίζουσα, εἶχε τολμήσει νὰ προείπῃ περὶ αὐτῆς· «θὰ τῆς τὰ βάλουν στὸν τάφο!...» Ἀλλ' αὐτὴ ἐκέντα ἀκόμη· κι' ἐκέντα, κι' ἐπερίμενε νὰ γίνῃ νύφη μίαν ἡμέραν, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον, νὰ τὰ φορέσῃ - νὰ σκάσουν οἱ ἐχθροί της!
Ὁ καπετὰν Πανάγος ὁ Φερτουδάκης ἐσυνήθιζε πάντοτε «σίγουρες δουλειές». Ὅπως τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν ἐταξίδευεν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν μὲ τὸ καράβι του, τὸν «Τριτόνε» (τὸ εἶχεν ἀγοράσει ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Φραγκιᾶς, μπακερωμένο, τρικάταρτο), ὁποῦ ἤθελεν ὅλα τὰ φορτία του καπαρωμένα, καὶ ὅλους τοὺς ναύτας του μὲ «πλάτικα» καὶ μὲ προκαταβολάς, οὕτω καὶ τώρα εἰς τὰ γηράματά του (εἶχε φθάσει τά ἑξῆντα, ἀλλὰ μόλις ἐφαίνετο σαραντάρης· ἦτον ἀκμαῖος, καλοκαμωμένος πολύ) ὅπου πρὸς θεραπείαν τῆς εὐλόγου φιλοδοξίας του, ἐπειδή εἶχαν παύσει πλέον εἰς τὸ βόρειον θαλασσινὸν χωρίον νὰ ἐκλέγουν τοὺς γηραιοὺς ἐμποροπλοιάρχους ὡς δημάρχους τοῦ τόπου - καθότι, ὡς εἰκός, εἶχον ἀναδειχθῆ πλέον ἄφθονοι δικηγόροι καὶ ἄλλοι γραμματοσοφισταί - ὅπως εἶχαν καλὴν συνήθειαν νὰ κάμνουν τὸν παλαιὸν καιρόν, εἶχεν ἀρκεσθῆ νὰ εἶναι ἐπίτροπος, κατ' οὐσίαν ἰσόβιος, τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου - οὕτω καὶ τώρα, λέγω, ἠγάπα εἱς ὅλα νὰ εἶναι σίγουρος καὶ νὰ δένῃ καλὰ τὶς δουλειές του.
Δι' αὐτό, μόλις εἶχεν ἀποθάνει ἡ πρώτη του γυναῖκα, ἀφήσασα αὐτῷ υἰὸν καὶ θυγατέρα, κι' ἔσπευσε νὰ καπαρώσῃ — ν' ἀρραβωνισθῇ, θέλω νὰ εἴπω — μίαν ὁπωσοῦν ἡλικιωμένην κόρην ὡς δευτέραν σύζυγον. Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐφόρει μαῦρα διὰ τὸ πένθος· ἀλλ' ὅταν ἐνύκτωνεν, ὁπότε τὰ χρώματα δὲν διακρίνονται πλέον - ὁπόταν ἡ νύκτα εἶναι ἀρκετὸν πένθος αὐτὴ καθ' ἑαυτήν - ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ σκότους, ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια, σύρριζα εἰς τοὺς συρτοὺς ἤ ἰδιοτρόπως προέχοντας τοίχους τῶν παλαιών οἰκιῶν, ἐχώνετο εἰς τὸ παράμερον σπιτάκι τῆς μελλονύμφου, κι' ἐκεῖ ἔτρωγε τὰ «κρυφὰ» λεγόμενα - ὄχι τὰ ἐπίσημα - ζαχαροχαμαλιά καὶ διάφορα ἄλλα, ὁποῦ ἐσυνηθίζοντο εἰς τοὺς γαμβρούς! Εἶτα, ἀφοῦ ἐπέρασεν εὔσχημον χρονικὸν διάστημα, ἐστεφανώθη.
Ἀλλ' αὐτὸς δὲν εἶχε προλήψεις, κι' ἐφάνη εἰς ὅλα διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Εἶχε ζήσει χρόνους εἰς τὴν Ἑσπερίαν. Εἶχε ζήσει μὲ Φράγκους καὶ εἰς τὴν Ἀνατολήν ἀκόμη. Ἄλλοι ἔλεγαν, πὼς ἦτον Μασῶνος. Ἄλλοι ἔλεγαν, πὼς ὑπήρξε προστατευόμενος ἐκ τῶν μάλλον εὐνοουμένων τοῦ Λεσσέψ εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Ἀφοῦ εἶχε ξαναπανδρευθῆ αὐτός, μετ' ὀλίγα ἔτη, ὑπάνδρευσε καὶ τὴν κόρην του, προτοῦ νὰ μεγαλώσῃ ἀκόμα. Εἶτα ἡ νέα εἰς τὴν πρώτην γένναν, ἀπέθανε κι' αὐτή. Ἐπῆγε νὰ βρῇ τὴ μάννα της, καθὼς ἔλεγον αἱ γραῖαι. Ὁ γαμβρὸς ἔμεινε χῆρος μὲ τὸ τεκνίον ἐπιζῆσαν. Μόλις παρῆλθον τρεῖς μῆνες, ὅταν, μίαν ἡμέραν, ὁ πενθερός του τοῦ λέγει. - Δὲν πρέπει νἄχουμε προλήψεις. Σοῦ ηὖρα μιά. Οἱ πεθαμένοι μὲ τοὺς πεθαμένους. Θὰ σὲ παντρέψω. Ἔχεις μωρὸ παιδί.
Πάντοτε τὸ μωρὸ παιδί χρησιμεύει διὰ νὰ ξαναπανδρεύεται γλήγορα ὁ πατέρας. Τέλος τὸν ὑπάνδρευσε. Ἀλλ' εἰς τὴν ἰδίαν του γυναῖκα, τὴν μητρυιάν τῆς θανούσης, εἶπε. - Δὲν πρέπει νὰ ’χουμε προλήψεις. Θὰ πᾶμε στὸ γάμο. Θὰ τοὺς στεφανώσῃς ἐσύ. - Ἐγώ; εἶπεν ἡ γυναῖκα του. - Ναί. Οἱ «φρόνιμοι» θὰ μᾶς ἐπαινέσουν. Γιὰ τοὺς ἃλλους δὲν μᾶς μέλει. - Μὰ, πάει; - Τὸ κάνουμ' ἐμεῖς καὶ πάει. Τοῦ βάζουμε ἄλειμμα.
Τὸ ὑλικὸν τῆς παροιμίας ἐλήφθη ἐκ τῶν ναυπηγείων καὶ ναυστάθμων, καὶ ἀποτελεί μέρος τοῦ μεγάλου, ὄχι σκωριασμένου, ὁπλοστασίου, τῆς νεωτέρας ἀνατρεπτικῆς λογικῆς.
Ἡ γυνὴ συνεμορφώθη. Οἱ παπάδες ἐγόγγυσαν, ἀλλ' οὔτε βιβλία εἶχον πολλά, οὔτε συνήθιζαν νὰ διαβάζουν, οὔτε γράμματα ἤξευραν. Δὲν ηὗραν καμμίαν ρητὴν ἀπαγορευτικὴν διάταξιν. Ἀλλ' ἕνας, ποὺ δὲν ἦτο οὔτε παπὰς οὔτε δάσκαλος, εἴς τινας κύκλους, εἶπεν. - Ἡ τοπικὴ συνήθεια εἶναι νόμου κεφάλαιον, πόσῳ μᾶλλον ἡ συνήθεια ἡ καθολική! Ὁ ορθὸς λόγος καὶ τὸ πρέπον εἶναι ὁ ἄγραφος νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον Αὐτὸς εἶπε διὰ τοῦ προφήτου, ὅτι ἔμελλε νὰ ἐγγράψῃ είς τὰς καρδίας μας. Ἡ θέσις μιμεῖται τὴν φύσιν· ἄλλως δὲν θὰ εἶχε ποῦ νὰ σταθῇ. Καλὴ μητρυιὴ ὀφείλει νὰ μιμῆται ὅ,τι θὰ ἔπραττεν ἡ μήτηρ. Καλὴ μήτηρ δὲν θὰ κατηρᾶτο, δὲν θὰ ἐμίσει τὸν χηρεύσαντα γαμβρόν της, διότι φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος ὑπέκυψεν εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλὰ θὰ ἦτο ἀπρεπές, ἀφύσικον καὶ ἄστοργον νὰ παρευρεθῇ ἡ ἰδία εἰς τὸν γάμον, καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἐγίνετο κουμπάρα νὰ στεφανώσῃ τὴν διάδοχον τῆς κόρης της. Ἀλλά, βλέπετε, μερικοὶ ἄνθρωποι «δὲν ἔχουν προλήψεις»!
Τέλος, μετ' ὀλίγον καιρὸν ἀπὸ τὸν δεύτερον γάμον τοῦ γαμβροῦ, ὁ πενθερὸς ἐχήρευσεν ἐκ δευτέρου. Ἡ γυνή, στεῖρα καὶ ἡλικιωμένη, ἀπὸ χρόνων πάσχουσα, ἀπέθνησκε !
Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ καπετὰν Πανάγος, εἶχε φροντίσει νὰ σιγουράρῃ τὴν δουλειά, καὶ πρὸ τῆς ὥρας ἀκόμη, «μὲ διπλὲς γούμενες». Ἐσκάρωνε τὸ νέον καράβι, πρὶν βουλιάξῃ ἀκόμα τὸ παλαιόν· ἔδενε πρυμνήσια πρὶν εἰσπλεύσει εἰς τὸν λιμένα.
Δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκην τῆς φρασεολογίας ταύτης εἰς τὴν κυριολεξίαν. Εἶχε πωλήσει τὸ τρίτο καράβι του, ἀπεσύρθη, και διωρίσθη ἐσχάτως ἐπίτροπος εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἡ γυνή, φθισιῶσα, ἐψυχομάχει, καὶ ἀκόμη δὲν ἀπέθνησκε. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ καιροῦ εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐπισκέπτεται συχνὰ μίαν μακρυνὴν συγγενῆ του ἑβδόμου βαθμοῦ, εἰς τὸν Ἑπάνω Μαχαλᾶ, τὴν Ζαχαράκαιναν.
Κι ἡ Ἀκριβούλα ἔκυπτε, κι' ἐκέντα, κι' ἀκόμη ἐκέντα τὰ προικιά της. Καὶ ἦτον ὡραία, θαλερα γεροντοκόρη. Κι' ὁ καπετὰν Πανάγος, καθὼς τὴν ἐκοίταζε, κι ἔβλεπε τὴν χωρίστραν τῆς καστανῆς κόμης κάτω ἀπὸ τὴν λευκὴν μανδήλαν, ἐσκέπτετο κι' ἔλεγε μέσα του ὅτι θὰ ἐγίνετο πολὺ καλὴ οἰκοκυρά, καὶ μὲ μεγαλοπρεπῆ μάλιστα στολίδια.
Καὶ ἡ γυνή, ἡ καπετάνισσα ἡ δευτέρα, ἀδυνάτιζεν ολονέν, κι' ἔβηχε, κι' ἐψυχορράγει. Τέλος ἔσβησεν ἕνα πρωΐ πρὶν φέξῃ· ἀνέλυσε στὸν ἀπάνω κόσμον.
Ὀλίγαι ἑβδομάδες ἐπέρασαν, κι' ἐτελεῖτο ὁ γάμος. Βαθειὰ τὴν νύκτα στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ μὲ πυροβολισμοὺς καὶ μὲ πομπήν, καὶ μὲ πολλοὺς καλεσμένους.
Τώρα ἡ Ἀκριβούλα ἡ Πιτρόπισσα, μὲ τὶς τραχηλιὲς καὶ τὰς χειρίδας της τρεῖς σπιθαμὰς τὸ κέντημα - καὶ μὲ τὰ χρυσὰ ποδογύρια της, ἕνα πῆχυν τὸ πλάτος, πᾶσαν Κυριακὴν καὶ πᾶσαν ἑορτήν, συνδιαπρέπει μαζὶ μὲ τὸν σύζυγόν της καὶ συμπαρίσταται εἰς τὸ παγκάρι τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καὶ εἰς ὅλας τὰς πανηγύρει καὶ εἰς ὅλας τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων, ὅπου ὑπάρχουν ἐπισκέψεις καὶ ὀνόματα, περιφέρει ἀπὸ οἰκίαν εἰς οἰκίαν, ἀπὸ δρόμον εἰς πλατεῖαν, καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον εἰς τὴν ἐξοχήν, τοὺς μεγαλοπρεπεῖς στολισμούς - ἔργον τῶν χειρῶν της, μακρᾶς καρτερίας καὶ ὑπομονῆς - εἰς τὸ πεῖσμα τῶν ἐχθρῶν της!